ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 250

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

58ό έτος
25 Σεπτεμβρίου # 2015


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1582 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013, σχετικά με τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης SA.30704 — 12/C (πρώην NN 53/10), τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η Λετονία υπέρ της Latvian Mortgage and Land Bank SA — Εμπορικό σκέλος [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 4406]  ( 1 )

1

 

*

Απόφαση (EE) 2015/1583 της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2014, σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης SA.18859 (11/C) (ex 65/10 NN) που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο — Απαλλαγή από τον φόρο επί των αδρανών υλικών (Aggregates Levy) στη Βόρεια Ιρλανδία (πρώην N 2/04) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 5466]  ( 1 )

18

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1584 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.23098 (C 37/07) (πρώην NN 36/07) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Società di Gestione dell'Aeroporto di Alghero So.Ge.A.AL SpA και διαφόρων αερομεταφορέων που λειτουργούν στον αερολιμένα του Alghero [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 6838]  ( 1 )

38

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1585 της Επιτροπής, της 25 Νοεμβρίου 2014, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.33995 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (που χορήγησε η Γερμανία για τη στήριξη της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές και για τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 8786]  ( 1 )

122

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1586 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2015, σχετικά με το μέτρο SA.35388 (13/C) (πρώην 13/NN και πρώην 12/N) — Πολωνία — Κατασκευή του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 1281]  ( 1 )

165

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1587 της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.35546 (2013/C) (πρώην 2012/NN) την οποία χορήγησε η Πορτογαλία στην Estaleiros Navais de Viana do Castelo S.A. [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 3036]  ( 1 )

208

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

25.9.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 250/1


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1582 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Ιουλίου 2013

σχετικά με τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης SA.30704 — 12/C (πρώην NN 53/10), τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η Λετονία υπέρ της Latvian Mortgage and Land Bank SA — «Εμπορικό σκέλος»

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 4406]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 19 Νοεμβρίου 2009 η Επιτροπή ενέκρινε δύο μέτρα ανακεφαλαιοποίησης συνολικού ύψους 72,79 εκατ. LVL ([102,5-103,6] εκατ. ευρώ) υπέρ της «The Mortgage and Land Bank of Latvia» (2) («MLB» ή «η τράπεζα»), τα οποία τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ της τράπεζας τον Ιανουάριο και τον Νοέμβριο του 2009 (3) αντιστοίχως («η απόφαση του Νοεμβρίου 2009»).

(2)

Την 1η Απριλίου 2010 οι λετονικές αρχές κοινοποίησαν νέα ανακεφαλαιοποίηση ύψους 70,2 εκατ. LVL (100 εκατ. ευρώ), η οποία πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαρτίου 2010. Η κοινοποίηση καταχωρίστηκε στις 6 Απριλίου 2010. Οι λετονικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες την περίοδο μεταξύ Μαΐου 2010 και Ιανουαρίου 2012 (4).

(3)

Στις 26 Ιανουαρίου 2012 η Επιτροπή αποφάσισε (5) να εγκρίνει προσωρινά το μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ύψους 70,2 εκατ. LVL που είχε τεθεί σε εφαρμογή στις 23 Μαρτίου 2010, ένα μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ύψους 50 εκατ. LVL που είχε τεθεί σε εφαρμογή υπέρ της τράπεζας στο τέλος του 2011 (υπό τη μορφή μέτρου ρευστότητας που θα μετατραπεί σε κεφάλαιο), μια εφεδρική διευκόλυνση ρευστότητας έως 250 εκατ. LVL για την τράπεζα, εγγυήσεις προς διεθνείς πιστωτές έως το ποσό των 32 εκατ. LVL για το εμπορικό σκέλος της MLB και ένα μέτρο στήριξης της ρευστότητας έως το ποσό των 60 εκατ. LVL για τη φερέγγυα ρευστοποίηση των επισφαλών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει η HipoNIA, μια εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που ανήκει στην MLB και χρηματοδοτείται από αυτή, και να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («η Συνθήκη») έναντι των μέτρων αυτών, στον βαθμό που κρίνονταν αναγκαία για την αναδιάρθρωση του εμπορικού σκέλους της MLB («μέτρα αναδιάρθρωσης») και ευνοούσαν το αναπτυξιακό σκέλος της, καθώς και έναντι του σχεδίου μετατροπής της MLB (6) («η απόφαση κίνησης της διαδικασίας»). Η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο των μέτρων αναδιάρθρωσης με την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (7) («η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης»).

(4)

Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα μέτρα αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση εκ μέρους των ενδιαφερομένων.

(5)

Στις 22 Μαρτίου 2012 έλαβε χώρα συνεδρίαση μεταξύ των λετονικών αρχών και της Επιτροπής.

(6)

Στις 5 Απριλίου 2012 η Λετονία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

(7)

Μεταξύ Μαΐου 2012 και Ιουνίου 2013 η Λετονία και η Επιτροπή προέβησαν σε τακτική ανταλλαγή πληροφοριών. Η Λετονία τηρούσε ενήμερη την Επιτροπή για την πρόοδο που σημειωνόταν σχετικά με τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης του εμπορικού σκέλους της τράπεζας με την υποβολή πληροφοριών ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

(8)

Στις 23 Μαΐου 2013 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες. Με επιστολή της 3ης Ιουνίου 2013 η Λετονία ανταποκρίθηκε στο εν λόγω αίτημα παροχής πληροφοριών, εξαιρουμένων των ζητημάτων που αφορούσαν το αναπτυξιακό σκέλος της τράπεζας. Παράλληλα η Λετονία διαβίβασε διάφορα έγγραφα τεκμηρίωσης, μεταξύ των οποίων ένα επικαιροποιημένο έγγραφο σχετικά με την πώληση του εμπορικού σκέλους της MLB.

(9)

Στις 21 Ιουνίου 2013 οι λετονικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δέχονταν κατ' εξαίρεση την έκδοση της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα.

(10)

Στις 28 Ιουνίου 2013 η Λετονία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι είχε δανείσει πράγματι στη HipoNIA το ποσό των 70,98 εκατ. LVL και είχε υπερβεί, συνεπώς, το ποσό του μέτρου που είχε εγκριθεί προσωρινά στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας κατά 11 εκατ. LVL περίπου.

2.   ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

2.1.   Η αποδέκτρια της ενίσχυσης — MLB

(11)

Η MLB ιδρύθηκε από τη λετονική κυβέρνηση στις 19 Μαρτίου 1993 ως κρατική τράπεζα. Το Υπουργείο Οικονομικών της Δημοκρατίας της Λετονίας κατέχει το 100 % των μετοχών της τράπεζας.

(12)

Η MLB είναι μια τράπεζα μεσαίου μεγέθους της Λετονίας η οποία παρέχει υπηρεσίες λιανικής τραπεζικής. Η ΜLB έχει διττό ρόλο, δηλαδή λειτουργεί ως αναπτυξιακή και ως εμπορική τράπεζα γενικών υπηρεσιών (8).

(13)

Η MLB και οι θυγατρικές της συγκροτούν τον όμιλο MLB. Όλες οι θυγατρικές της τράπεζας συμμετέχουν σε δραστηριότητες εμπορικού χαρακτήρα. Οι κυριότερες θυγατρικές εταιρείες του ομίλου είναι οι εξής:

η SIA «Riska investiciju sabiedriba», φορέας ειδικού σκοπού («RIS»)·

η SIA «Hipolizings» («Hipolizings»), η οποία παρέχει υπηρεσίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (κατά κύριο λόγο χρηματοδοτικές μισθώσεις οχημάτων), κατέχει μερίδιο αγοράς της τάξης του 5 %, σύμφωνα με στοιχεία της 30ής Ιουνίου 2011, και χρηματοδοτείται αποκλειστικά από την MLB μέσω δανειοδοτικής διευκόλυνσης ύψους 49 εκατ. LVL·

η IPS «Hipo Fondi» (9) («Hipo Fondi»), η οποία είναι εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και διαχειρίζεται το ταμείο υποχρεωτικού συνταξιοδοτικού συστήματος κρατικής χρηματοδότησης (δεύτερος πυλώνας), με τη διαχείριση συνολικού ποσού 34 εκατ. LVL (μερίδιο αγοράς περίπου 4 %), και το 51 % της οποίας ανήκει στη θυγατρική εταιρεία RIS της τράπεζας· η Hipo Fondi λειτουργούσε ως αυτοτελής οντότητα, αλλά επωφελούνταν από το δίκτυο υποκαταστημάτων, πωλήσεων και υποστήριξης ΤΠ της MLB·

η SIA «Hipoteku bankas Nekustama Ipasuma Agentura», («HipoNIA»), η οποία είναι μια εταιρεία διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων (10) που διαχειρίζεται χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων και χρηματοδοτείται αποκλειστικά από την MLB.

(14)

Σύμφωνα με το σχέδιο μετατροπής που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 95 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η MLB βρίσκεται επί του παρόντος στο στάδιο μετατροπής της σε εξολοκλήρου αναπτυξιακή τράπεζα (δηλαδή σε τράπεζα που στηρίζει διαρθρωτικές, οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές εξ ονόματος του κράτους, σύμφωνα με τη δημόσια αποστολή που της έχει ανατεθεί). Προς τον σκοπό αυτόν της αφαιρούνται οι εμπορικές της δραστηριότητες.

(15)

Η Λετονία διόρισε ανεξάρτητο εξωτερικό σύμβουλο για τη διαμόρφωση της έννοιας των αναπτυξιακών οργανισμών στη Λετονία. Στις 11 Φεβρουαρίου 2011 υποβλήθηκε στην Επιτροπή και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) το πρώτο σχέδιο έκθεσης σχετικά με τη βελτιστοποίηση του συστήματος αναπτυξιακών χρηματοδοτικών οργανισμών στη Λετονία («Report on Optimization of the System of Development Financial Institutions in Latvia»).

(16)

Στο εν λόγω σχέδιο έκθεσης συνιστάται, μεταξύ άλλων, η δημιουργία ενιαίου αναπτυξιακού οργανισμού («ΕΑΟ»), ενώ αναγνωρίζεται παράλληλα η ανάγκη διασφάλισης της ανεξαρτησίας του εν λόγω οργανισμού, με την ίδρυσή του με ειδικό νόμο και με τη δημιουργία ανεξάρτητων φορέων λήψης αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, στο σχέδιο έκθεσης προσδιορίζεται η ανάγκη σχεδιασμού της λειτουργικής διάρθρωσης του ΕΑΟ από το μηδέν, κατόπιν πλήρους επανεξέτασης των υφιστάμενων προγραμμάτων και των αναγκών που παρουσιάζουν ως προς τη λειτουργία και τη στελέχωσή τους, ιδίως όσον αφορά τα καθήκοντα εκτίμησης και διαχείρισης κινδύνου.

(17)

Περαιτέρω, δίδεται έμφαση στην ανάγκη κρατικής παρέμβασης με τη χρήση έμμεσων μέσων (μεμονωμένες εγγυήσεις και εγγυήσεις χαρτοφυλακίου, επιχειρηματικά κεφάλαια, κεφάλαια ενδιάμεσης χρηματοδότησης κ.λπ.), με την εγκατάλειψη παράλληλα της άμεσης δανειοδότησης υψηλών ποσών και τη διατήρηση των άμεσων παρεμβάσεων μόνον ως εναλλακτικής λύσης για περιορισμένο αριθμό πολύ συγκεκριμένων και αιτιολογημένων περιπτώσεων (μικροδανεισμός, γεωργοί κ.λπ.).

(18)

Σύμφωνα με το σχέδιο έκθεσης, η έμμεση διοχέτευση δανειοδότησης με στήριξη του κράτους θα μπορούσε να αυξήσει την πρόσβαση στους δυνητικούς δικαιούχους των εν λόγω προγραμμάτων και να βελτιώσει τη σχέση κόστους-αποδοτικότητας της κατανομής και τη συνεργασία με τον τομέα της εμπορικής τραπεζικής.

2.2.   Η στρατηγική αναδιάρθρωσης: πώληση εκ μέρους της MLB των εμπορικών της δραστηριοτήτων

(19)

Σύμφωνα με το συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας που συνήφθη τον Ιούλιο του 2010, το σχέδιο μετατροπής της MLB έπρεπε να εκπονηθεί από ανεξάρτητο σύμβουλο. Ο σύμβουλος αυτός έλαβε εντολή να καταρτίσει διάφορα σενάρια μετατροπής της τράπεζας με σκοπό τον διαχωρισμό περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που συνδέονται με την αναπτυξιακή χρηματοδότηση και την ιδιωτικοποίηση του εμπορικού σκέλους της τράπεζας, μετατρέποντάς την κατά τρόπον ώστε να μπορεί να πωλήσει τις εμπορικές της δραστηριότητες και να διατηρήσει μόνον το αναπτυξιακό της σκέλος.

(20)

Στο σχέδιο μετατροπής που καταρτίστηκε τον Απρίλιο του 2011 («το σχέδιο μετατροπής του Απριλίου 2011»), ο ανεξάρτητος σύμβουλος, αφού ανέλυσε την οικονομική κατάσταση της τράπεζας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καλύτερο σενάριο ήταν η έγκαιρη πώληση των εμπορικών περιουσιακών στοιχείων της MLB σε επιμέρους σύνολα.

(21)

Την 1η Νοεμβρίου 2011 η λετονική κυβέρνηση ενέκρινε τη στρατηγική εκποίησης που προτεινόταν στο σχέδιο μετατροπής του Απριλίου 2011 και, ειδικότερα, την πώληση του εμπορικού σκέλους της MLB σε έξι επιμέρους σύνολα.

(22)

Οι οντότητες που ανήκαν στον όμιλο MLB και επρόκειτο να πωληθούν μέσω συμφωνίας μεταβίβασης μετοχών ως νομικές οντότητες παρουσιάζονται στο διάγραμμα 1.

Διάγραμμα 1

Επισκόπηση των νομικών οντοτήτων που ανήκαν στον όμιλο MLB  (11)

Image

Πηγή: Λετονικές αρχές

(23)

Σύμφωνα με στοιχεία της 31ης Αυγούστου 2011, τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις του εμπορικού σκέλους της MLB που επρόκειτο να πωληθούν περιλάμβαναν τα ακόλουθα στοιχεία:

ένα χαρτοφυλάκιο εμπορικών δανείων και μετοχές σε θυγατρικές (HipoNIA, Hipolizings και Hipo Fondi) αξίας 283,8 εκατ. LVL·

καταθέσεις που ανέρχονταν στο ποσό των 356,1 εκατ. LVL.

(24)

Η διαδικασία πώλησης διεξήχθη με τη βοήθεια εξωτερικού συμβούλου εγνωσμένης φήμης. Αρχικά πραγματοποιήθηκαν επαφές με 121 δυνητικούς αγοραστές. Οι 98 από αυτούς έλαβαν προσφορά προσέλκυσης ενδιαφέροντος, εκ των οποίων οι 18 υπέγραψαν συμφωνία τήρησης του απορρήτου, οι 51 δήλωσαν ότι δεν ενδιαφέρονται και οι 29 δεν απάντησαν καθόλου. Έως την 16η Δεκεμβρίου 2011, ήτοι στο τέλος της πρώτης φάσης της διαδικασίας πώλησης, παρελήφθησαν εννέα αρχικές προσφορές. Έως την 11η Ιανουαρίου 2012, ήτοι κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της διαδικασίας πώλησης, τρεις δυνητικοί αγοραστές υπέβαλαν βελτιωμένη προσφορά, έξι διατήρησαν την αρχική τους προσφορά, ενώ παρελήφθη και μία νέα προσφορά. Σε όλους αυτούς τους δυνητικούς επενδυτές χορηγήθηκε πρόσβαση στη βάση δεδομένων. Κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου σταδίου της διαδικασίας, τρεις δυνητικοί αγοραστές αποχώρησαν από τη διαδικασία και ένας εκδήλωσε απλώς ενδιαφέρον για τμήματα δύο επιμέρους συνόλων (επιμέρους σύνολα 2 και 3), χωρίς να υποβάλει ωστόσο συγκεκριμένη προσφορά. Κατά συνέπεια, έως τη 16η Μαρτίου 2012 είχαν παραληφθεί τελικές προσφορές από τέσσερις δυνητικούς επενδυτές, κυρίως για ένα από τα επιμέρους σύνολα, παρ' ότι ένας δυνητικός αγοραστής υπέβαλε προσφορά για τρία επιμέρους σύνολα.

Επιμέρους σύνολα

(25)

Η στρατηγική εκποίησης που εγκρίθηκε από τις λετονικές αρχές την 1η Νοεμβρίου 2011 αφορούσε τον διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της MLB αρχικά σε έξι χωριστά επιμέρους σύνολα, σύμφωνα με το ενδιαφέρον που επέδειξε η αγορά στο προηγούμενο στάδιο. Κατά τη διαδικασία πώλησης το επιμέρους σύνολο 3 διαχωρίστηκε περαιτέρω σε δύο χωριστά επιμέρους σύνολα, στο 3Α και το 3Β. Τα επιμέρους σύνολα πωλήθηκαν σε διαφορετικούς αγοραστές, ενώ τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία και οι υπόλοιπες υποχρεώσεις της MLB μεταβιβάστηκαν στο αναπτυξιακό σκέλος. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε και όλα τα επιμέρους σύνολα είχαν εκποιηθεί έως την 30ή Ιουνίου 2013. Τα επιμέρους σύνολα απαρτίζονται από τα εξής:

1.

το επιμέρους σύνολο 1 (12) και το επιμέρους σύνολο 2 (13), τα οποία περιλάμβαναν την πλειονότητα των εμπορικών δανείων και των καταθέσεων που πωλήθηκαν. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε ουσιαστικά στις 24 Νοεμβρίου 2012. Οι υπόλοιποι εμπορικοί όροι θα διευθετηθούν κατά τη διάρκεια του έτους 2013 {αποζημίωση από τον αγοραστή […] (14) ([…] LVL) και […] σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης πώλησης ([…] LVL) με […]}·

2.

το επιμέρους σύνολο 5, που περιλαμβάνει τη Hipolizings, τη θυγατρική εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης της MLB, και το οποίο πωλήθηκε την 1η Αυγούστου 2012, και το επιμέρους σύνολο 6, το οποίο αποτελείται από τα συνταξιοδοτικά προγράμματα του δεύτερου πυλώνα υπό τη διαχείριση της Hipo Fondi και το οποίο πωλήθηκε τον Νοέμβριο του 2012. Η πώληση της Hipo Fondi, η οποία είναι η εναπομένουσα εταιρεία-κέλυφος, θα πραγματοποιηθεί το 2013·

3.

το επιμέρους σύνολο 3, το οποίο απαρτίζεται από εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια που συνδέονται με εταιρείες κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων και με τον κατασκευαστικό τομέα. Λόγω ανεπαρκούς ενδιαφέροντος από την αγορά, διαχωρίστηκε στα επιμέρους σύνολα 3Α και 3Β προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία εκποίησης. Το επιμέρους σύνολο 3Α πωλήθηκε σε ιδιώτη επενδυτή στις 18 Ιουνίου 2013, ενώ το επιμέρους σύνολο 3Β πωλήθηκε στον λετονικό οργανισμό ιδιωτικοποιήσεων στις 28 Ιουνίου 2013·

4.

το επιμέρους σύνολο 4 (15), το οποίο συνδέεται με τη HipoNIA, πωλήθηκε στον λετονικό οργανισμό ιδιωτικοποιήσεων στις 28 Ιουνίου 2013.

(26)

Όσον αφορά τις διάφορες επιλογές πώλησης για τα επιμέρους σύνολα 3Β και 4, οι λετονικές αρχές έκριναν ότι οι σχετικές προσφορές που υποβλήθηκαν από επενδυτές δεν ήταν ικανοποιητικές και δεν αντικατόπτριζαν την πραγματική εγγενή αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιελάμβαναν (σύμφωνα με εκτίμηση ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα εγνωσμένης φήμης). Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι ζημίες, το κράτος αποφάσισε να πωλήσει τα επιμέρους σύνολα 3Β και 4 στον λετονικό οργανισμό ιδιωτικοποιήσεων.

(27)

Όσον αφορά τη Hipo Fondi, λαμβανομένων υπόψη των προσφορών που παρελήφθησαν από επενδυτές, μπορούσε να πωληθεί είτε στο πλαίσιο πώλησης νομικής οντότητας ως επιχείρησης εν λειτουργία, με το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που τελούσαν υπό τη διαχείρισή της, είτε μέσω μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα με τη Λετονία, επιλέχθηκε η δεύτερη εναλλακτική επιλογή διότι, μεταξύ άλλων λόγων, προσφέρθηκε καλύτερη τιμή για συμφωνία μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Ως εκ τούτου, πωλήθηκε σχεδόν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας της Hipo Fondi, δηλαδή τα τρία συνταξιοδοτικά προγράμματα «Rivjera», «Safari» και «Jurmala». Εκτός από τα εν λόγω τρία συνταξιοδοτικά προγράμματα, η Hipo Fondi διαχειριζόταν επίσης διάφορα ιδιωτικά χαρτοφυλάκια και κεφάλαια κλειστού τύπου. Ορισμένες από τις δραστηριότητες αυτές έχουν ήδη τερματιστεί και οι υπόλοιπες βρίσκονται στο στάδιο της διακοπής τους. Η Hipo Fondi θα διατηρηθεί αμιγώς ως εταιρεία-κέλυφος, χωρίς καμία πραγματική ενεργή δραστηριότητα υπό τη διαχείρισή της. Η εναπομένουσα εταιρεία-κέλυφος μπορεί να υποβληθεί σε εκκαθάριση ή να πωληθεί. Για τη συγκεκριμένη νομική οντότητα κινήθηκε διαδικασία πώλησης και ο μειοψηφών μέτοχος της Hipo Fondi (16) εκδήλωσε το ενδιαφέρον του να αγοράσει τις μετοχές […]. Οι λετονικές αρχές αποφάσισαν να προχωρήσουν στην εν λόγω πώληση προς τον μειοψηφούντα μέτοχο λόγω του καλύτερου οικονομικού αποτελέσματος και της ταχύτερης λύσης σε σύγκριση με την εκκαθάριση. Η πώληση της Hipo Fondi έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Η σύμβαση πώλησης υπεγράφη, αλλά δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη διότι η εξαγορά ελέγχεται επί του παρόντος από την εποπτική αρχή της Λετονίας, την Επιτροπή Χρηματαγοράς και Κεφαλαιαγοράς («FCMC»). Η Hipo Fondi δεν είναι κάτοχος καταχωρισμένων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, και το σήμα κατατεθέν «hipo» και τα συγγενικά δικαιώματα ανήκουν στην κυριότητα της MLB. Η MLB, ως συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης με τον αγοραστή, δεν έχει διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με τη χρήση του όρου «hipo» στην επωνυμία της Hipo Fondi.

(28)

Όσον αφορά την πώληση της HipoNlA, στις 20 Ιουνίου 2013 η MLB μετέφερε στη HipoNlA κεφάλαιο ύψους […] LVL. Η εν λόγω ανακεφαλαιοποίηση κρίθηκε αναγκαία επειδή η μεταβίβαση της HipoNlA από την MLB στον λετονικό οργανισμό ιδιωτικοποιήσεων (ΛΟΙ) πραγματοποιήθηκε στο […] της λογιστικής της αξίας, με τη διαφορά να ανέρχεται στο ποσό των […] LVL. Η εν λόγω διαφορά […] από την MLB, δεδομένου ότι αποτελούσε προϋπόθεση τόσο για τη χορήγηση του δανείου στη HipoNlA από το Δημόσιο όσο και για την εξαγορά των μετοχών της HipoNlA από τον λετονικό οργανισμό ιδιωτικοποιήσεων. Το συνολικό καθαρό […] που έλαβε η MLB από τη συγκεκριμένη συναλλαγή ανέρχεται σε […] LVL (ήτοι […] της καθαρής λογιστικής αξίας, μετά τις προβλέψεις, κατά τον χρόνο έναρξης της συναλλαγής).

Πίνακας 1

Επισκόπηση των επιμέρους συνόλων και των όρων πώλησής τους

σε χιλιάδες LVL

Περιεχόμενο

Τρέχουσα κατάσταση

Επενδυτής

Ακαθάριστη λογιστική αξία

Καθαρή λογιστική αξία

Τελική τιμή/Μακροπρόθεσμη οικονομική αξία

Ακαθάριστη έκπτωση

Καθαρή έκπτωση

Ακαθάριστη ζημία

Καθαρή ζημία

Επιμέρους σύνολο 1

Εξυπηρετούμενα ιδιωτικά και επιχειρηματικά δάνεια μικρών εταιρειών

Πωληθέντα

SwedBank

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Επιμέρους σύνολο 2

Εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων

Πωληθέντα

Swedbank

[…]

[…]

[…]

Επιμέρους σύνολο 3Α

Εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια που συνδέονται με εταιρείες κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων και με τον κατασκευαστικό τομέα

Πωληθέντα

Επενδυτής 2

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Επιμέρους σύνολο 3Β

Υπό εξέλιξη

Οργανισμός ιδιωτικοποιήσεων

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Επιμέρους σύνολο 4

HipoNIA: εταιρεία διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων

Υπό εξέλιξη

Οργανισμός ιδιωτικοποιήσεων

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Επιμέρους σύνολο 5

Hipolizings: εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης (οχημάτων κ.λπ.)

Πωληθέντα

Swedbank

[…]

[…]

[…]

 

[…]

Επιμέρους σύνολο 6

Hipo Fondi: διαχείριση περιουσιακών στοιχείων του κρατικού ταμείου υποχρεωτικού συστήματος συνταξιοδότησης

Πωληθέντα

SEB Bank

[…]

[…]

[…]

Πηγή: Λετονικές αρχές

(29)

Το συνολικό ποσό που προέκυψε από τη διαδικασία πώλησης είναι οριακά καλύτερο από αυτό που είχε προβλεφθεί με βάση τις εκπτώσεις του βασικού σεναρίου της στρατηγικής εκποίησης, εάν οι ακαθάριστες εκπτώσεις από τη στρατηγική εκποίησης εφαρμοστούν στις ακαθάριστες λογιστικές αξίες. Σημειώθηκε ζημία 53,1 εκατ. LVL σε σύγκριση με την προβλεπόμενη ζημία ύψους 56,8 εκατ. LVL.

Διακοπή των πράξεων επί τίτλων

(30)

Η MLB βρίσκεται επί του παρόντος στο στάδιο λύσης των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών θεματοφυλακής με τους πελάτες της. Θα προβεί σε κατάργηση της σχετικής υποδομής ΤΠ και σε ανακατανομή ή απόλυση των υπαλλήλων.

(31)

Η MLB θα διακόψει επίσης στην πράξη το σύνολο των δραστηριοτήτων της που αφορούν συναλλαγές επί τίτλων. Θα διατηρήσει μόνο τους λογαριασμούς περίπου 100 πελατών με τους οποίους είναι αδύνατον να έλθει σε επαφή (κυρίως επειδή οι περισσότεροι έχουν αποβιώσει). Δεδομένου ότι η τράπεζα δεν είναι σε θέση να προβεί άμεσα σε νόμιμη εκποίηση των τίτλων που ανήκουν στην κατοχή των εν λόγω ανενεργών πελατών, η MLB σκοπεύει: 1) να λάβει άδεια για τη διαχείριση των λογαριασμών αξιογράφων των πελατών αυτών· και 2) να ανακαλέσει εξολοκλήρου την τραπεζική άδεια που κάλυπτε επίσης τις υπηρεσίες θεματοφυλακής.

2.3.   Η στρατηγική αναδιάρθρωσης: δημιουργία του ενιαίου αναπτυξιακού οργανισμού (ΕΑΟ)

(32)

Προβλέπεται ότι οι εναπομένουσες μετά την πώληση εμπορικές δραστηριότητες θα μεταβιβαστούν στο αναπτυξιακό σκέλος· περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ρευστά περιουσιακά στοιχεία αξίας 20,3 εκατ. LVL, άλλα περιουσιακά στοιχεία ύψους 7,6 εκατ. LVL, καταθέσεις όψεως αξίας 5,9 εκατ. LVL και προθεσμιακές καταθέσεις ύψους 1 εκατ. LVL, άλλα στοιχεία παθητικού αξίας 1,7 εκατ. LVL και κυκλοφορούντα μερίδια αξίας 19,2 εκατ. LVL.

(33)

Μετά την πώληση των εμπορικών δραστηριοτήτων, ήτοι μετά την 30ή Ιουνίου 2013, προβλέπεται ότι η MLB θα ασκεί αποκλειστικά και μόνον αναπτυξιακές δραστηριότητες και θα διατηρεί στην κατοχή της περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 222,3 εκατ. LVL.

(34)

Στο συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας η Λετονία ανέλαβε έναντι της Ένωσης και του ΔΝΤ τις ακόλουθες δεσμεύσεις:

α)

Μετά την εκποίηση των εμπορικών περιουσιακών στοιχείων της MLB, η Λετονία θα προχωρήσει στη συγχώνευση του αναπτυξιακού σκέλους της MLB με άλλους κρατικούς οργανισμούς για τη δημιουργία του ενιαίου αναπτυξιακού οργανισμού (ΕΑΟ). Προβλέπεται ότι ο ΕΑΟ θα υλοποιεί προγράμματα κρατικών ενισχύσεων με χρήση μέσων χρηματοδότησης που τελούν επί του παρόντος υπό τη διαχείριση της MLB, του λετονικού οργανισμού εγγυήσεων, του ταμείου αγροτικής ανάπτυξης και του ταμείου περιβαλλοντικών επενδύσεων (17).

β)

Στον ΕΑΟ δεν θα επιτρέπεται η προσέλκυση ιδιωτικών καταθέσεων. Θα αποφεύγει την άμεση δανειοδότηση, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες έχουν ήδη εγκριθεί προγράμματα με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους ή σε περιπτώσεις στις οποίες ο δανεισμός: i) συνδέεται με την παροχή προϊόντων που δεν προσφέρονται από εμπορικές τράπεζες ή από μη τραπεζικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς· ii) εξαρτάται από εξαιρετικά εξειδικευμένες γνώσεις που δεν διαθέτουν οι εμπορικές τράπεζες ή μη τραπεζικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί· ή iii) αφορά υπερβολικά μικρό ποσό ή είναι υπερβολικά ριψοκίνδυνος ώστε να ενδιαφέρει τις εμπορικές τράπεζες ή μη τραπεζικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

γ)

Η MLB δεν θα ξεκινήσει νέα προγράμματα άμεσης δανειοδότησης εάν δεν εγκριθεί προηγουμένως το σχέδιο δράσης για τον ΕΑΟ· το σύνολο της χρηματοδότησης που έχει τεθεί στη διάθεση της MLB για την εφαρμογή εθνικών μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής πρέπει να διασφαλιστεί και να μεταβιβαστεί εξολοκλήρου στον ΕΑΟ αμέσως μετά τη δημιουργία του. Προκειμένου να βελτιωθεί η επαγγελματική παρακολούθηση και η διαφάνεια μετά τη δημιουργία του ΕΑΟ, θα συγκροτηθεί γνωμοδοτικό συμβούλιο υπό την προεδρία του υπουργού Οικονομικών, το οποίο θα απαρτίζεται από μέλη που θα προέρχονται από υπουργεία στρατηγικής σημασίας, από τους κοινωνικούς εταίρους, από την ένωση εμπορικών τραπεζών και από διακεκριμένους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη στον τομέα των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων.

δ)

Αμέσως μετά την πώληση των εμπορικών τμημάτων της MLB ή τη μεταβίβασή τους στον λετονικό οργανισμό ιδιωτικοποιήσεων, δεν θα επιτρέπεται πλέον στην τράπεζα να προσελκύει νέες ιδιωτικές καταθέσεις. Η τήρηση της δέσμευσης αυτής θα διασφαλιστεί από την Επιτροπή Χρηματαγοράς και Κεφαλαιαγοράς («FCMC»).

2.4.   Περιγραφή των μέτρων που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση

(35)

Όσον αφορά τις αναπτυξιακές δραστηριότητες της MLB, η Επιτροπή επισημαίνει την πρόθεση της Λετονίας να βελτιστοποιήσει το σύστημα των αναπτυξιακών χρηματοδοτικών οργανισμών με την ενοποίησή τους στον ΕΑΟ. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας αναμενόταν ότι η MLB θα ασκεί αναπτυξιακές δραστηριότητες μόνον έως ότου συγκροτηθεί ο ΕΟΑ, ήτοι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012. Ωστόσο, σημειώθηκαν καθυστερήσεις στην εν λόγω διαδικασία, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Εφόσον οι λετονικές αρχές δεν έχουν ολοκληρώσει ακόμη το έργο συγκρότησης του ΕΑΟ, η παρούσα απόφαση καλύπτει μόνο το εμπορικό σκέλος της MLB. Κατά συνέπεια, το αναπτυξιακό σκέλος της MLB θα αποτελέσει αντικείμενο εκτίμησης σε χωριστή τελική απόφαση.

(36)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας εγκρίθηκαν προσωρινά ως ενίσχυση διάσωσης που χορήγησε η Λετονία υπέρ του εμπορικού σκέλους της MLB τα ακόλουθα μέτρα:

α)

ένα μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ύψους 70,2 εκατ. LVL που τέθηκε σε εφαρμογή στις 23 Μαρτίου 2010,

β)

ένα μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ύψους 50 εκατ. LVL που τέθηκε σε εφαρμογή στο τέλος του 2011 (τέθηκε σε εφαρμογή ως μέτρο ρευστότητας που θα μετατραπεί σε κεφάλαιο),

γ)

μία εφεδρική διευκόλυνση ρευστότητας έως 250 εκατ. LVL,

δ)

εγγυήσεις έως το ποσό των 32 εκατ. LVL προς διεθνείς πιστωτές του εμπορικού σκέλους της MLB και

ε)

ένα μέτρο στήριξης της ρευστότητας έως το ποσό των 60 εκατ. LVL για τη φερέγγυα ρευστοποίηση των επισφαλών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει η HipoNIA.

(37)

Η Λετονία υπέβαλε πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της εν λόγω κρατικής στήριξης για τη ρευστοποίηση του εμπορικού σκέλους της MLB, κατόπιν σχετικής τροποποίησης ώστε να ληφθεί υπόψη η εφαρμογή της στρατηγικής εκποίησης.

(38)

Το συνολικό ύψος του απαιτούμενου κεφαλαίου από το μέτρο που περιγράφεται στο στοιχείο β) της αιτιολογικής σκέψης 36 ήταν χαμηλότερο του αρχικά προβλεπόμενου ποσού, δηλαδή 25 εκατ. LVL αντί των 50 εκατ. LVL, διότι οι λετονικές αρχές αποφάσισαν ότι η MLB θα ασκεί τις δραστηριότητές της χωρίς τραπεζική άδεια, γεγονός που μείωσε το ύψος του απαιτούμενου κεφαλαίου. Η αύξηση κεφαλαίου κατά 25 εκατ. LVL πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2012 (18).

(39)

Η εφεδρική διευκόλυνση ρευστότητας έως 250 εκατ. LVL που περιγράφεται στο στοιχείο γ) της αιτιολογικής σκέψης 36 είχε εγκριθεί προσωρινά και ήταν διαθέσιμη στην MLB από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας πώλησης προς χρήση σε περίπτωση έκτακτων γεγονότων ρευστότητας. Από την 30ή Μαΐου 2013 και μετά, η στήριξη της ρευστότητας που χρησιμοποιήθηκε ήταν πολύ μικρότερη από το ανώτατο προβλεπόμενο ποσό (50 εκατ. LVL), διότι δεν παρατηρήθηκαν μαζικές αναλήψεις καταθέσεων και η διαδικασία μετατροπής διεξήχθη απρόσκοπτα. Επί του παρόντος υπάρχει ένα υπόλοιπο της τάξης των 25 εκατ. LVL, το οποίο προβλέπεται να επιστραφεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2013.

(40)

Οι εγγυήσεις έως το ποσό των 32 εκατ. LVL που περιγράφονται στο στοιχείο δ) της αιτιολογικής σκέψης 36 έπρεπε να παρασχεθούν σε διεθνείς πιστωτές της MLB σε συνάρτηση με το εμπορικό σκέλος της. Δεδομένου ότι η πώληση του εμπορικού σκέλους και η μετατροπή της MLB σε αναπτυξιακή τράπεζα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως γεγονός αθέτησης υποχρεώσεων σύμφωνα με τις οικείες συμβάσεις, το μέτρο κρίθηκε αναγκαίο για τη διασφάλιση των υποχρεώσεων σε περίπτωση που οι εν λόγω διεθνείς πιστωτές απαιτούσαν την προπληρωμή των δανείων της MLB. Ωστόσο, το ύψος των εγγυήσεων που απαιτήθηκαν για το εμπορικό σκέλος ήταν χαμηλότερο του προβλεπόμενου ποσού των 32 εκατ. LVL, διότι μόνον ορισμένοι διεθνείς πιστωτές ζήτησαν τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων ασφάλειας. Από την 30ή Μαΐου 2013 και μετά, το επίπεδο των εγγυήσεων που προβλεπόταν ότι θα απαιτούνταν ανήλθε στο ποσό των 12,4 εκατ. LVL.

(41)

Το μέτρο στήριξης της ρευστότητας υπέρ της HipoNIA που περιγράφεται στο στοιχείο ε) της αιτιολογικής σκέψης 36 ήταν τελικά υψηλότερο από το ποσό που είχε εγκριθεί προσωρινά από την Επιτροπή και ανήλθε σε 71 εκατ. LVL και όχι σε 60 εκατ. LVL. Η αύξηση αυτή κρίθηκε αναγκαία επειδή ένα τμήμα του επιμέρους συνόλου 3 δεν πωλήθηκε στην αγορά αλλά μεταβιβάστηκε, αντιθέτως, στη HipoNIA, με συνέπεια την αύξηση του απαιτούμενου ποσού χρηματοδότησης. Η εν λόγω στήριξη της ρευστότητας αναμένεται να αποπληρωθεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.

(42)

Για τον λόγο αυτό η Λετονία έχει ζητήσει από την Επιτροπή να εγκρίνει την αύξηση της στήριξης ρευστότητας κατά 11 εκατ. LVL. Σε αυτό το πλαίσιο, η Λετονία ισχυρίζεται ότι το συνολικό ποσό της απαιτούμενης ενίσχυσης για τη σταδιακή κατάργηση του εμπορικού σκέλους της MLB είναι χαμηλότερο από το ποσό της ενίσχυσης που είχε εγκριθεί προσωρινά.

Πίνακας 2

Επισκόπηση της κρατικής ενίσχυσης που εγκρίθηκε έναντι της κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε

(κατάσταση τον Μάιο του 2013)

Στήριξη ρευστότητας της MLB

Ποσό που εγκρίθηκε προκαταρκτικά από την Επιτροπή στις 26 Ιανουαρίου 2012

250,0 εκατ. LVL

Ποσό που χορηγήθηκε τον Δεκέμβριο του 2011

50,0 εκατ. LVL

Στήριξη ρευστότητας της HipoNIA

Ποσό που εγκρίθηκε προκαταρκτικά από την Επιτροπή στις 26 Ιανουαρίου 2012

60,0 εκατ. LVL

Ποσό που χορηγήθηκε τον Ιούνιο του 2013

71,0 εκατ. LVL

Εγγυήσεις

Ποσό που εγκρίθηκε προκαταρκτικά από την Επιτροπή στις 26 Ιανουαρίου 2012

32,0 εκατ. LVL

Ποσό που χορηγήθηκε τον Ιούνιο του 2012

12,4 εκατ. LVL

Κεφάλαιο

Ποσό που εγκρίθηκε προκαταρκτικά από την Επιτροπή στις 26 Ιανουαρίου 2012

70,2 + 50,0 εκατ. LVL

Ποσό που χορηγήθηκε τον Ιούνιο του 2012

70,2 + 25,0 εκατ. LVL

Συνολική κρατική ενίσχυση

Ποσό που εγκρίθηκε προκαταρκτικά από την Επιτροπή στις 26 Ιανουαρίου 2012

462,2 εκατ. LVL

Τρέχουσα εκτίμηση του ποσού των μέτρων ενίσχυσης

228,6 εκατ. LVL

2.5.   Αιτιολόγηση της κίνησης της διαδικασίας

(43)

Στην ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης (19) παρουσιάζονται οι κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που ισχύουν για την αναδιάρθρωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης, για να είναι συμβιβάσιμη με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, η αναδιάρθρωση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης πρέπει:

να περιλαμβάνει επαρκή ίδια συνεισφορά από τον δικαιούχο (καταμερισμός επιβαρύνσεων)·

να περιλαμβάνει επαρκή μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού·

να οδηγεί σε αποκατάσταση της βιωσιμότητας της τράπεζας ή να εκθέτει πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η κανονική λύση και εκκαθάριση της τράπεζας.

(44)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή ενέκρινε προσωρινά την ενίσχυση διάσωσης εκτιμώντας ότι τα μέτρα που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 36 ήταν κατάλληλα, διότι αποσκοπούσαν στην εξάλειψη του κινδύνου που συνεπάγονταν για τη λετονική οικονομία τα προβλήματα της MLB. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι τα εν λόγω μέτρα ήταν αναγκαία και αποτελούσαν τις επιλογές με τη βέλτιστη απόδοση για τη λετονική κυβέρνηση όσον αφορά τη σταδιακή κατάργηση των εμπορικών δραστηριοτήτων της τράπεζας. Ωστόσο, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την αναλογικότητα της ενίσχυσης και ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες επί του θέματος αυτού.

Διασφαλίσεις έναντι αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού — Διακοπή των εμπορικών δραστηριοτήτων

(45)

Σύμφωνα με τη στρατηγική εκποίησης, η πλειονότητα των οικονομικών δραστηριοτήτων του εμπορικού σκέλους της MLB έπρεπε να διακοπούν και να πωληθούν σε επιμέρους σύνολα, ενώ οι θυγατρικές Hipolizings και Hipo Fondi έπρεπε να πωληθούν χωριστά από την τράπεζα, στοιχείο που η Επιτροπή αξιολόγησε θετικά.

(46)

Όσον αφορά την κανονική λύση και εκκαθάριση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απαιτούνταν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης για τη διακοπή των εμπορικών δραστηριοτήτων της MLB. Ειδικότερα, η Επιτροπή ζήτησε από τις λετονικές αρχές να υποβάλουν τα ακριβή ορόσημα που προβλέπονταν για την πώληση των δραστηριοτήτων, καθώς και περαιτέρω στοιχεία σχετικά με τις δραστηριότητες που δεν μπορούσαν να πωληθούν.

(47)

Όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες που έπρεπε να διακοπούν, μόνο δύο οντότητες, ήτοι η Hipolizings και η Hipo Fondi, επρόκειτο να πωληθούν ως αυτοτελείς νομικές οντότητες. Ωστόσο, λόγω της περιορισμένης παρουσίας τους στην αγορά (20) και της έγκαιρης πώλησής τους από την τράπεζα, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι τα μέτρα ενίσχυσης ήταν κατάλληλα.

Αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων του ομίλου MLB

(48)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή ζήτησε από τις λετονικές αρχές να υποβάλουν συμπληρωματικές πληροφορίες προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των οντοτήτων που θα διατηρούσαν την αυτοτέλειά τους (Hipolizings και Hipo Fondi) μετά την πώληση. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή επιθυμούσε να πληροφορηθεί ποιος θα αντικαθιστούσε την MLB μετά την πώλησή της για την παροχή των απαιτούμενων υποδομών ή χρηματοδοτικών πόρων.

Κανονική λύση και εκκαθάριση μη πωληθεισών εμπορικών δραστηριοτήτων

(49)

Παρ' ότι στη στρατηγική εκποίησης παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τους όρους για την κανονική λύση και εκκαθάριση των εμπορικών δραστηριοτήτων, η Επιτροπή αμφέβαλε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι είχαν προβλεφθεί επαρκείς διασφαλίσεις έναντι αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(50)

Η Επιτροπή ζήτησε, ειδικότερα, από τις λετονικές αρχές να ολοκληρώσουν εγκαίρως την εκποίηση και να προτείνουν επιπρόσθετα μέτρα ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι η τράπεζα τιμολόγησε τα εμπορικά προϊόντα της με μη ελκυστικό τρόπο και ότι επέβαλε ανώτατο όριο στις προκαταβολές των υφιστάμενων δανείων.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(51)

Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση εκ μέρους των ενδιαφερομένων.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΛΕΤΟΝΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(52)

Στις 5 Απριλίου 2012 η Λετονία υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας και αργότερα συμπλήρωσε τα επιχειρήματά της με την υποβολή στοιχείων ανά τακτά χρονικά διαστήματα έως τον Ιούνιο του 2013 (21).

(53)

Συνολικά, η Λετονία είναι της άποψης ότι πληρούνται όλα τα κριτήρια για το συμβιβάσιμο της κρατικής ενίσχυσης όσον αφορά την MLB, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους: i) το εμπορικό σκέλος έχει εκποιηθεί· ii) το εναπομένον αναπτυξιακό σκέλος δραστηριοποιείται σε αυστηρώς περιορισμένο φάσμα προϊόντων (πεδίο αρμοδιοτήτων)· και iii) η άδεια του εναπομένοντος οργανισμού θα ανακληθεί και, ως εκ τούτου, δεν θα ανταγωνίζεται τις εμπορικές τράπεζες στον τομέα της χρηματοδότησης.

(54)

Όσον αφορά το αναπτυξιακό σκέλος της MLB, η Λετονία υπέβαλε εκτενείς πληροφορίες (22). Μολαταύτα, η Λετονία διευκρίνισε ότι δεν είχε επιτευχθεί ακόμη οριστική συμφωνία σχετικά με τη δημιουργία του ΕΑΟ, ο οποίος αναμένεται να αναλάβει τον έλεγχο του αναπτυξιακού σκέλους της MLB. Η Λετονία επισήμανε ότι προβλεπόταν η παρουσίαση κοινού σχεδίου δράσης για τη θέσπιση του ΕΑΟ από τα αρμόδια υπουργεία και τον εξωτερικό εμπειρογνώμονα στις 2 Αυγούστου 2013 και ότι οι εργασίες θα συνεχίζονταν καθ' όλη τη διάρκεια του 2013. Ωστόσο, η καταληκτική ημερομηνία για τη δημιουργία του ΕΑΟ παραμένει ασαφής.

(55)

Για τον λόγο αυτό η Λετονία ζήτησε η εκτίμηση της κρατικής ενίσχυσης για τη δημιουργία του ΕΑΟ να εξεταστεί σε χωριστή διαδικασία και όχι στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με το εμπορικό σκέλος της MLB.

(56)

Όσον αφορά τις διασφαλίσεις έναντι αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, η Λετονία εκτιμά ότι οι ρυθμίσεις που έχουν τεθεί σε ισχύ εξασφαλίζουν ότι δεν υφίσταται άμεσος ανταγωνισμός μεταξύ του εμπορικού σκέλους της MLB και άλλων εμπορικών τραπεζών. Η MLB προέβη σε παύση κάθε νέας δραστηριότητας δανεισμού από τον Νοέμβριο του 2009. Από πλευράς καταθέσεων, η ενεργός διαχείριση της βάσης καταθέσεων κρίθηκε αρχικά αναγκαία για την αποφυγή της χορήγησης επιπρόσθετης κρατικής ενίσχυσης υπό τη μορφή στήριξης ρευστότητας έως ότου ολοκληρωθεί η πώληση. Οι καταθέσεις που συνδέονταν με το εμπορικό σκέλος της MLB πωλήθηκαν τελικά ως τμήμα των επιμέρους συνόλων 1 και 2, ενώ οι πράξεις με κάρτες πληρωμών και μέσω του δικτύου των αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανών καταργήθηκαν.

(57)

Η HipoNIA, η οποία εξαγόρασε τα χαρτοφυλάκια δανείων από την MLB, δεν παρέχει επιπρόσθετη χρηματοδότηση σε κανέναν πελάτη της. Ειδικότερα, δεδομένης της κατάστασης των εν λόγω δανείων (σχεδόν στο σύνολό τους είναι ληξιπρόθεσμα, με καθυστερήσεις άνω των 90 ημερών, και έχουν ήδη γίνει απόπειρες αναδιάρθρωσης), σχεδόν όλες οι περιπτώσεις έχουν ως συνέπεια την κατάσχεση περιουσίας από τη HipoNIA.

(58)

Όσον αφορά το εμπορικό σκέλος, η Λετονία υπέβαλε πλήρες χρονοδιάγραμμα για την πώληση ή τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, καθόρισε τα βασικά ορόσημα της διαδικασίας και ενημέρωσε την Επιτροπή για την πρόοδο που έχει σημειωθεί καθώς και για τις πραγματικές ημερομηνίες των συμβάσεων πώλησης. Η Λετονία επισημαίνει ότι όλες οι θέσεις του ισολογισμού που αφορούν το εμπορικό σκέλος θα έχουν εξαλειφθεί έως τον Ιανουάριο του 2014.

(59)

Η Λετονία διαβίβασε λεπτομερή επισκόπηση των ποσών της κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκαν πράγματι υπέρ του εμπορικού σκέλους της MLB (ήτοι η στήριξη ρευστότητας ύψους 50 εκατ. LVL υπέρ της MLB, οι κρατικές εγγυήσεις αξίας 12,4 εκατ. LVL, τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης ύψους 95,2 εκατ. LVL και η στήριξη ρευστότητας ύψους 71 εκατ. LVL υπέρ της HipoNIA). Η Λετονία υπογράμμισε ότι το συνολικό ύψος της ενίσχυσης που χρειάστηκε η MLB για το εμπορικό σκέλος είναι χαμηλότερο από το ποσό που είχε εκτιμηθεί αρχικά (και εγκριθεί προσωρινά στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας).

(60)

Κατά την άποψη της Λετονίας, κανένα από τα μέτρα ενίσχυσης δεν ευνοεί άμεσα τις εμπορικές δραστηριότητες τις οποίες θα συνεχίσουν να ασκούν η Hipolizings και η Hipo Fondi μετά την πώλησή τους. Η κύρια δραστηριότητα της MLB χωρίστηκε σε τρία επιμέρους σύνολα, τα οποία πωλήθηκαν στο πλαίσιο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Κανένα από τα εν λόγω επιμέρους σύνολα δεν συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης· ως εκ τούτου, η Λετονία θεωρεί ότι ούτε η οικονομική δραστηριότητα συνεχίζεται μετά την πώληση ούτε τα επιμέρους σύνολα θα ευνοηθούν από την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από την πώληση.

(61)

Η Λετονία είναι της άποψης ότι μόνο το επιμέρους σύνολο 4 (Hipolizings) μπορεί να συνιστά συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας. Πλην όμως, η Hipolizings θα αντιπροσωπεύει πολύ μικρό ποσοστό του ομίλου στον οποίο ανήκει ο αγοραστής της (κάτω του 0,1 %) και […]. […]. Η πώληση θα διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οντότητας και δεν θα θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του αγοραστή. Επιπλέον, η Hipolizings διαθέτει πολύ μικρό μερίδιο αγοράς, της τάξης μόλις του 5 %. Επιπροσθέτως, ευνοήθηκε μόνο σε περιορισμένο βαθμό και με έμμεσο τρόπο από την ενίσχυση που χορηγήθηκε υπέρ της MLB. Πράγματι, δεν χρειάστηκε να τερματιστούν αιφνιδίως οι ισχύουσες συμβατικές ρυθμίσεις της και, όπως συνέβη και με τις υπόλοιπες εταιρείες που ανήκαν στην τράπεζα, δεν χρειάστηκε να πωληθεί από προβληματική ιδιοκτήτρια εταιρεία. Λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικά περιορισμένου ύψους της ενίσχυσης υπέρ της Hipolizings, η Λετονία εκτιμά ότι η εν λόγω εταιρεία δεν θα ευνοηθεί από την ενίσχυση μετά την πώληση και την πλήρη ενσωμάτωσή της στον αγοραστή.

(62)

Όσον αφορά την εταιρεία-κέλυφος Hipo Fondi που πωλήθηκε σε ιδιώτη επενδυτή, η Λετονία δεσμεύεται να […].

(63)

Αναφορικά με τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από την MLB στη HipoNIA και την επακόλουθη πώλησή τους, η Λετονία συμφωνεί με τις προκαταρκτικές διαπιστώσεις της Επιτροπής, οι οποίες περιλαμβάνονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, ότι η εν λόγω μεταβίβαση δεν εμπεριέχει στοιχεία ενίσχυσης.

(64)

Όσον αφορά την αύξηση κεφαλαίου του 2012 για το εμπορικό σκέλος, η Λετονία διευκρινίζει ότι η αύξηση αυτή πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια: το πρώτο στάδιο αφορούσε την πώληση των επιμέρους συνόλων 1, 2, 3, 5 και 6, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορούσε την πώληση του επιμέρους συνόλου 4. Το ύψος του κεφαλαίου διατηρήθηκε στο ελάχιστο και υπολογίστηκε κατά τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί η κανονιστική κεφαλαιακή επάρκεια του εμπορικού σκέλους μετά τις ζημίες λόγω της πώλησης.

(65)

Όσον αφορά την εφεδρική διευκόλυνση ρευστότητας που χορηγήθηκε στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης, η Λετονία επισημαίνει ότι η παροχή στήριξης στο εμπορικό σκέλος ήταν προσωρινού χαρακτήρα, με σκοπό την εξασφάλιση της κανονικής πώλησής του. Κατά την άποψη της Λετονίας, λόγω της μικρής του κλίμακας και του προσωρινού χαρακτήρα του, το μέτρο αυτό μείωσε τις δυνητικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στο ελάχιστο.

(66)

Τέλος, η Λετονία δεσμεύθηκε να υποβάλει εκθέσεις παρακολούθησης σχετικά με την αναδιάρθρωση της MLB, συμπεριλαμβανομένης της λύσης και εκκαθάρισης των μη πωληθεισών εμπορικών δραστηριοτήτων, καθώς και εκ των υστέρων αποτίμηση της ρευστοποίησης.

5.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

5.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια τού άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης

(67)

Όπως ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

Δικαιούχοι της ενίσχυσης

(68)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 145 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, κατά την εκτίμηση των μέτρων προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον συνιστούν κρατική ενίσχυση, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των τρεχουσών και των μελλοντικών δραστηριοτήτων της MLB ως αναπτυξιακής τράπεζας, αφενός, και των εναπομενουσών εμπορικών δραστηριοτήτων τις οποίες συνεχίζει να ασκεί η MLB κατά τη μεταβατική περίοδο (σταδιακής κατάργησης), αφετέρου. Οι λετονικές αρχές υπέβαλαν τα στοιχεία που καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο το ένα ή το άλλο σκέλος επωφελήθηκε από τα μέτρα.

(69)

Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης καλύπτει μόνο τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ του εμπορικού σκέλους της MLB. Οι όροι λειτουργίας του αναπτυξιακού σκέλους της MLB, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί από έναν αναπτυξιακό οργανισμό που δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη, θα αποτελέσουν αντικείμενο εκτίμησης σε χωριστή τελική απόφαση.

(70)

Ως εκ τούτου, η παρούσα απόφαση περιλαμβάνει μόνο την εκτίμηση των μέτρων που έθεσε σε εφαρμογή η Λετονία και από τα οποία επωφελήθηκε το εμπορικό σκέλος της MLB, στον βαθμό που είναι αναγκαία για την αναδιάρθρωση του εμπορικού σκέλους της MLB.

(71)

Υπενθυμίζεται ότι, για την εκτίμηση των μέτρων υπέρ του εμπορικού σκέλους της τράπεζας, είναι σημαντικό να διακριβωθεί κατά πόσον και σε ποιον βαθμό συνεχίζεται ή διακόπτεται η οικονομική δραστηριότητα μετά την πώληση των εμπορικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (23). Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή κρίνει ότι, με την πώληση των επιμέρους συνόλων 3Α (σε ιδιώτη επενδυτή), 3Β και 4 (στον λετονικό οργανισμό ιδιωτικοποιήσεων για τη σταδιακή κατάργησή τους) έως τις 30 Ιουνίου 2013, οι εν λόγω οικονομικές δραστηριότητες του πρώην εμπορικού σκέλους της MLB διακόπηκαν. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που διαχειριζόταν κατά το παρελθόν η Hipo Fondi αποτέλεσαν αντικείμενο χωριστής πώλησης από τη συγκεκριμένη εταιρεία στο πλαίσιο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πώληση με τη μορφή επιμέρους συνόλων, η οποία παρέσχε σε διάφορους αγοραστές τη δυνατότητα υποβολής προσφορών για χωριστά μέρη των εμπορικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της MLB, συμβάλλει πράγματι στην εκκαθάριση των εμπορικών δραστηριοτήτων της MLB. Είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι η τράπεζα επιχείρησε αρκετές φορές να πωλήσει τα μη πωληθέντα περιουσιακά στοιχεία —τα οποία θα μεταβιβαστούν τελικά στον λετονικό οργανισμό ιδιωτικοποιήσεων— προβαίνοντας σε ανακατανομή των επιμέρους συνόλων και σε επαναδιαπραγμάτευση των προσφορών με τους δυνητικούς επενδυτές. Προκύπτει, συνεπώς, ότι η MLB έχει εξαντλήσει όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες στην αγορά για την πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων χείριστης ποιότητας σε εύλογη τιμή, δηλαδή σε τιμή υψηλότερη από τη μακροπρόθεσμη οικονομική τους αξία σύμφωνα με τη σχετική εκτίμηση εξωτερικού συμβούλου εγνωσμένης φήμης.

(72)

Όσον αφορά τις βοηθητικές δραστηριότητες εμπορικού χαρακτήρα της MLB η Λετονία παρέσχε επίσης επαρκείς πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω δραστηριότητες έχουν ήδη τερματιστεί ή πρόκειται να τερματιστούν στο εγγύς μέλλον. Η εταιρεία-κέλυφος Hipo Fondi, η οποία θα διατηρηθεί μετά την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που διαχειριζόταν, θα πωληθεί κατά τους προσεχείς μήνες, οι πράξεις επί τίτλων θα διακοπούν και η RIS, η οποία αποτελεί αμιγώς εταιρεία χαρτοφυλακίου που διατηρεί επί του παρόντος στην κατοχή της μετοχές στη Hipo Fondi και σε δύο εταιρείες υπό καθεστώς αφερεγγυότητας, θα υποβληθεί σε εκκαθάριση. Προβλέπεται ότι η τραπεζική άδεια της MLB θα ανακληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2013.

(73)

Όσον αφορά τη Hipolizings, πωλήθηκε ως νομική οντότητα μέσω μεταβίβασης μετοχών. Η Λετονία επισημαίνει ότι η Hipolizings δεν επωφελήθηκε κατά οποιονδήποτε τρόπο από τη χορήγηση στήριξης στη μητρική της εταιρεία, την MLB (24). Όσον αφορά το μέτρο αρωγής για τα δυνητικά απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 165 έως 170 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι, πριν από την πώληση της Hipolizings, τα περιουσιακά στοιχεία χείριστης ποιότητας της MLB είχαν μεταβιβαστεί εσωτερικά στη HipoNIA. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η εν λόγω εσωτερική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων μπορούσε να εκληφθεί μόνον ως μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία υπέρ της Hipolizings και της Hipo Fondi, εφόσον και στον βαθμό που επωφελήθηκαν από τις μεταβιβάσεις αυτές. Λαμβανομένων υπόψη των διαβεβαιώσεων της Λετονίας ότι δεν είχαν μεταβιβαστεί περιουσιακά στοιχεία από τη Hipolizings στη HipoNIA, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Hipolizings δεν έλαβε κανένα μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία από το οποίο να επωφελήθηκαν άμεσα οι δραστηριότητές της. Ωστόσο, όπως αναγνωρίζει η Λετονία, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Hipolizings να ευνοήθηκε σε περιορισμένο βαθμό από την ενίσχυση που χορηγήθηκε υπέρ της MLB, εφόσον δεν χρειάστηκε να τερματιστούν αιφνιδίως οι ισχύουσες συμβατικές ρυθμίσεις της Hipolizings και δεν χρειάστηκε να πωληθεί από προβληματική ιδιοκτήτρια εταιρεία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Hipolizings επωφελήθηκε από την ενίσχυση που χορηγήθηκε στην MLB, έστω και έμμεσα και, επομένως, σε πολύ μικρό βαθμό.

(74)

Όσον αφορά τη Hipo Fondi, η Επιτροπή επισημαίνει ότι όταν πωλήθηκε στον μειοψηφούντα μέτοχό της αποτελούσε απλώς μια εταιρεία-κέλυφος. Η Λετονία διαβεβαιώνει ότι τα εναπομένοντα ιδιωτικά χαρτοφυλάκια και κεφάλαια κλειστού τύπου που διαχειριζόταν η Hipo Fondi έχουν ήδη κλείσει, βρίσκονται σε διαδικασία λύσης ή πρόκειται να εκκαθαριστούν. Επιπλέον, η Λετονία έχει δεσμευθεί να […].

(75)

Βάσει των προαναφερομένων, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Hipo Fondi θα παραμείνει αμιγώς εταιρεία-κέλυφος χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε δραστηριότητα, τουλάχιστον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Δεδομένου ότι η εταιρεία-κέλυφος διακόπτει τις δραστηριότητες που ασκούσε προηγουμένως η Hipo Fondi ως θυγατρική της MLB και δεν αναλαμβάνει άμεσα νέες οικονομικές δραστηριότητες, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται συνέχεια μεταξύ της Hipo Fondi, ως επιχείρησης που υπαγόταν στον όμιλο MLB, και της νέας οντότητας, ήτοι της Hipo Fondi η οποία ανήκει στην κυριότητα του ενός ή των περισσοτέρων νέων ιδιοκτητών και ασκεί, ενδεχομένως, νέες οικονομικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εταιρεία-κέλυφος Hipo Fondi επωφελήθηκε από την ενίσχυση που είχε χορηγηθεί στην MLB σε προγενέστερο στάδιο.

(76)

Όσον αφορά τη HipoNIA, θα περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία του πρώην εμπορικού σκέλους της MLB και θα τελεί υπό καθεστώς περιορισμού των δραστηριοτήτων της, ενώ θα ασκήσει τις δραστηριότητές της μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Εντούτοις, σύμφωνα με την πάγια πρακτική, τα μέτρα που αποσκοπούν στη λύση και εκκαθάριση εμπορικών δραστηριοτήτων μπορεί και πάλι να συνιστούν ενίσχυση (25).

(77)

Όσον αφορά τις επιχειρήσεις που είναι οι αγοραστές των επιμέρους συνόλων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, βάσει των στοιχείων που υπέβαλε η Λετονία, η διαδικασία πώλησης διεξήχθη με ανοικτό και άνευ διακρίσεων τρόπο, υπό όρους της αγοράς και με σκοπό τη μεγιστοποίηση της τιμής για συγκεκριμένα επιμέρους σύνολα.

(78)

Όσον αφορά τη μεταβίβαση της HipoNIA σε τιμή χαμηλότερη της αγοραίας, η Επιτροπή επιβεβαιώνει το προκαταρκτικό συμπέρασμα της απόφασης κίνησης της διαδικασίας σύμφωνα με το οποίο ο αγοραστής της, ο λετονικός οργανισμός ιδιωτικοποιήσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιούχος της ενίσχυσης, διότι δεν ασκεί οικονομικές δραστηριότητες και πρόκειται απλώς και μόνο για οργανισμό του λετονικού κράτους (26).

(79)

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν χορηγήθηκε ενίσχυση στις επιχειρήσεις που είναι οι αγοραστές των εμπορικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της MLB.

(80)

Εν κατακλείδι, μετά την πώληση όλων των επιμέρους συνόλων που περιλάμβαναν τις πρώην εμπορικές δραστηριότητες της MLB, και οι οποίες έχουν ήδη τερματιστεί, από τα μέτρα ενίσχυσης επωφελούνται μόνον οι εμπορικές δραστηριότητες της MLB που συνεχίστηκαν μετά την πώλησή τους από τη HipoNIA και τη Hipolizings.

Μέτρα ενίσχυσης

(81)

Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 73, η Hipolizings επωφελήθηκε (έστω και μόνο σε περιορισμένο βαθμό) από την ενίσχυση που χορηγήθηκε υπέρ της MLB. Βάσει των προαναφερομένων, δεν απαιτήθηκε η αιφνίδια καταγγελία των συμβατικών της ρυθμίσεων και η εταιρεία δεν χρειάστηκε να πωληθεί από προβληματική ιδιοκτήτρια εταιρεία, γεγονός που θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει ως συνέπεια την πώλησή της σε εξευτελιστική τιμή. Ο περιορισμένος χαρακτήρας του πλεονεκτήματος ή το γεγονός ότι το πλεονέκτημα δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά δεν αλλοιώνει εν προκειμένω την εκτίμηση της Επιτροπής.

(82)

Δεδομένου ότι η Hipolizings δραστηριοποιείται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, οποιοδήποτε πλεονέκτημα από κρατικούς πόρους που ευνοεί τις δραστηριότητές της θα μπορούσε να επηρεάσει τις ενδοενωσιακές συναλλαγές και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα μέτρα που ευνοούν τις δραστηριότητές της είναι πιθανόν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Το πλεονέκτημα χορηγήθηκε μέσω κρατικών πόρων και είναι επιλεκτικό, διότι ευνοεί μόνον έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο.

(83)

Υπό το πρίσμα των προαναφερομένων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το έμμεσο πλεονέκτημα υπέρ της Hipolizings λόγω των μέτρων που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ της MLB συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(84)

Όσον αφορά το μέτρο ρευστότητας που τέθηκε σε εφαρμογή υπέρ της HipoNIA και το οποίο διατηρείται καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης, αν και για υψηλότερο ποσό, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας έχει ήδη συναχθεί το συμπέρασμα ότι το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή φρονεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι να τροποποιήσει την προηγούμενη εκτίμησή της λόγω του αυξημένου ποσού της στήριξης ρευστότητας. Η τροποποίηση του ποσού του μέτρου δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό του ως μέτρου ενίσχυσης. Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η στήριξη ρευστότητας ύψους 71 εκατ. LVL υπέρ της HipoNIA συνιστά κρατική ενίσχυση.

(85)

Όσον αφορά τα άλλα μέτρα ενίσχυσης που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ της MLB, της μητρικής εταιρείας της HipoNIA, το πλεονέκτημα που απορρέει από τα μέτρα αυτά δεν ευνοεί τη HipoNIA. Όλα αυτά τα υπόλοιπα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ της MLB είχαν ως στόχο και ως αποτέλεσμα οι δραστηριότητες της MLB να διατηρηθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που θα μπορούσαν να διατηρηθούν σε περίπτωση άμεσης υπαγωγής της εταιρείας σε καθεστώς αφερεγγυότητας και εκκαθάρισης. Κατά τον χρόνο εφαρμογής των εν λόγω μέτρων υπέρ της MLB η HipoNIA δραστηριοποιείτο στο πλαίσιο του ομίλου MLB ως εταιρεία διαχείρισης των επισφαλών περιουσιακών στοιχείων. Δεδομένου ότι οι δραστηριότητες της HipoNIA περιορίζονταν στη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων χωρίς καθυστέρηση και χωρίς την παροχή προκαταβολών στους πελάτες, αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας ρευστοποίησης. Στην περίπτωση, επομένως, της HipoNIA μπορεί να αποκλειστεί η χορήγηση έμμεσης ενίσχυσης λόγω άλλων μέτρων ενίσχυσης που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ του εμπορικού σκέλους της MLB.

5.2.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά

(86)

Δεδομένου ότι στο τμήμα 5.1 διαπιστώνεται ότι το μέτρο ρευστότητας υπέρ της HipoNIA και το έμμεσο πλεονέκτημα που εκχωρήθηκε στη Hipolizings λόγω των μέτρων ενίσχυσης που χορηγήθηκαν στην MLB συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, κρίνεται σκόπιμη η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των μέτρων αυτών με την εσωτερική αγορά.

5.2.1.   Νομική βάση για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου

(87)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 177 έως 180 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας εκτιμάται ότι τα μέτρα ενίσχυσης που ευνοούν τις εμπορικές δραστηριότητες της MLB πρέπει να αξιολογηθούν βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, και ιδίως της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί αναδιάρθρωσης.

5.2.2.   Συμβιβάσιμο του μέτρου ενίσχυσης με βάση την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης

Αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων της MLB που συνεχίστηκαν να ασκούνται από τη Hipolizings μετά την πώλησή της

(88)

Το σημείο 17 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης επιβεβαιώνει ότι η πώληση ενός (μέρους) χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σε τρίτο μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς του.

(89)

Η Hipolizings πωλήθηκε στη Swedbank Lizings, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης στη Λετονία (με μερίδιο αγοράς 22 %), και ενσωματώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στις δραστηριότητες γενικής τραπεζικής της Swedbank. Σύμφωνα με στοιχεία της 31ης Μαΐου 2013, η πιστοληπτική ικανότητα της Swedbank έχει αναβαθμιστεί πλέον από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Moody's στη διαβάθμιση Α1. Οι δραστηριότητες του ομίλου χαρακτηρίζονται από επιδόσεις ικανοποιητικής κερδοφορίας (με συντελεστή απόδοσης κεφαλαίου 16,9 % το έτος 2012 και 13,8 % το πρώτο τρίμηνο του έτους 2013 (27)), με δείκτη βασικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 άνω του 15 %. Οι δραστηριότητες της Hipolizings αντιπροσωπεύουν πολύ μικρό ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Swedbank (περίπου 0,05 %).

(90)

Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικές δραστηριότητες της MLB που συνεχίστηκαν από τη Hipolizings μετά την πώλησή της στη Swedbank Lizings, κατόπιν της ένταξής της στον όμιλο Swedbank, είναι βιώσιμες.

Κανονική λύση και εκκαθάριση των μη πωληθεισών εμπορικών δραστηριοτήτων

(91)

Η Λετονία διαβεβαίωσε ότι η HipoNIA, η οποία εξαγόρασε τα χαρτοφυλάκια δανείων από την MLB, δεν παρέχει επιπρόσθετη χρηματοδότηση σε κανέναν πελάτη της. Επιπλέον, δεσμεύθηκε να υποβάλει εκθέσεις παρακολούθησης σχετικά με τη λύση και εκκαθάριση των μη πωληθεισών εμπορικών δραστηριοτήτων, καθώς και εκ των υστέρων αποτίμηση της ρευστοποίησης.

(92)

Η Επιτροπή λαμβάνει θετικά υπόψη τις προσπάθειες της Λετονίας και της MLB για την πώληση όλων των εμπορικών δραστηριοτήτων που μπορούσαν να πωληθούν, εκτός εάν η ενέργεια αυτή ήταν οικονομικά λιγότερο συμφέρουσα από τη σταδιακή διακοπή τους με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα με εκτίμηση εξωτερικού συμβούλου εγνωσμένης φήμης.

(93)

Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι διαλύονται οι αμφιβολίες που εκφράστηκαν στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας και πληρούνται οι απαιτήσεις της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης όσον αφορά την κανονική λύση και εκκαθάριση της επιχείρησης στην παρούσα υπόθεση.

Ενίσχυση περιοριζόμενη στο ελάχιστο απαραίτητο/ίδια συνεισφορά

(94)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας έχει ήδη συναχθεί το συμπέρασμα ότι το βασικό σενάριο που περιλαμβάνεται στη στρατηγική εκποίησης διασφαλίζει τον περιορισμό της ενίσχυσης που απαιτείται για τη σταδιακή κατάργηση των εμπορικών δραστηριοτήτων της MLB στο ελάχιστο (28). Η πραγματική εκτέλεση του σχεδίου δεν αλλάζει τη συγκεκριμένη εκτίμηση.

(95)

Επιπλέον, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας συνάχθηκε επίσης το συμπέρασμα ότι οι εμπορικές δραστηριότητες της MLB διακόπτονται στο πλαίσιο πώλησης, στοιχείο που εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συνεισφορά της τράπεζας στην αναδιάρθρωση με ιδίους πόρους (29).

Αποτροπή αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

(96)

Όπως επισημαίνεται ήδη στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η έγκαιρη εκποίηση των θυγατρικών της MLB χωριστά από την τράπεζα, καθώς και ο διαχωρισμός της τράπεζας σε διάφορα επιμέρους σύνολα πριν από την πώλησή τους, μετριάζουν τις αθέμιτες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού λόγω της ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, αξιολογούνται θετικά (30).

(97)

Δεδομένου ότι η σύμβαση πώλησης έχει συναφθεί, αίρονται οι αμφιβολίες που εκφράστηκαν στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας σχετικά με την ταχύτητα της διαδικασίας πώλησης.

(98)

Εφόσον η Λετονία διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να χορηγηθούν προκαταβολές των υφιστάμενων δανείων από την HipoNIA, αίρονται επίσης οι σχετικές αμφιβολίες που διατυπώθηκαν στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

(99)

Όσον αφορά τη Hipolizings, η Επιτροπή συνήγαγε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού λόγω της ενίσχυσης που της χορηγήθηκε ήταν επαρκή. Λαμβανομένης υπόψη της διαβεβαίωσης της Λετονίας ότι η Hipolizings δεν επωφελήθηκε από καμία άμεση ενίσχυση, οι εν λόγω προκαταρκτικές διαπιστώσεις της Επιτροπής μπορούν πλέον να επιβεβαιωθούν. Επιπλέον, η Hipolizings […]. […]. Πράγματι, βάσει της περιορισμένης παρουσίας της Hipolizings στην αγορά (μερίδιο αγοράς της τάξης του 5 %) και της περιορισμένης ενίσχυσης που της χορηγήθηκε, η οποία είναι μόνο έμμεση, τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, τα οποία συνίστανται κατά κύριο λόγο στην έγκαιρη πώλησή της από την MLB, είναι επαρκή.

5.2.3.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμβιβάσιμο

(100)

Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το σχέδιο μετατροπής της MLB, καθώς και η μέχρι στιγμής υλοποίησή του όσον αφορά τις εμπορικές δραστηριότητες της MLB, πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(101)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η στήριξη ρευστότητας ύψους 71 εκατ. LVL που χορηγήθηκε τον Ιούνιο του 2013 από τη Λετονία υπέρ της MLB (στο νομικό πρόσωπο της HipoNIA) και το έμμεσο πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στη Hipolizings λόγω των μέτρων αναδιάρθρωσης που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ της MLB συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(102)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Λετονία έθεσε παράνομα σε εφαρμογή το επιπρόσθετο μέτρο στήριξης της ρευστότητας ύψους 11 εκατ. LVL, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το εν λόγω μέτρο, σε συνδυασμό με το αρχικό μέτρο στήριξης της ρευστότητας ύψους 60 εκατ. LVL υπέρ της HipoNIA, είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης.

(103)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι το έμμεσο πλεονέκτημα που εκχωρήθηκε στη Hipolizings λόγω των μέτρων αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκαν στην MLB είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή η Λετονία υπέρ της MLB, ύψους 71 εκατ. LVL, με τη μορφή στήριξης ρευστότητας για τη HipoNIA, καθώς και το έμμεσο πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στη Hipolizings λόγω των μέτρων αναδιάρθρωσης που εφαρμόστηκαν υπέρ της MLB είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Λετονίας.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2013.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 130 της 4.5.2012, σ. 42.

(2)  Στα λετονικά: «Latvijas Hipoteku un zemes bankas».

(3)  Απόφαση της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης NN 60/09 — Ανακεφαλαιοποίηση της «The Mortgage and Land Bank of Latvia» (ΕΕ C 323 της 31.12.2009, σ. 5).

(4)  Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 21 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(5)  Απόφαση της Επιτροπής της 26ης Ιανουαρίου 2012 στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.30704 (12/C) (πρώην NN 53/10) — Επιπρόσθετα μέτρα ενίσχυσης της Latvian Mortgage and Land Bank (ΕΕ C 130 της 4.5.2012, σ. 42).

(6)  Ειδικότερα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το τίμημα των μέσων ενίσχυσης, τη διακοπή των εμπορικών δραστηριοτήτων της MLB, την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων του ομίλου MLB, την κανονική λύση και εκκαθάριση των μη πωληθεισών εμπορικών δραστηριοτήτων και τα αντισταθμιστικά μέτρα.

(7)  ΕΕ C 195 της 19.8.2009, σ. 9.

(8)  Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την MLB, βλέπε τις αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 42 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(9)  Η Hipo Fondi είναι μια αυτοτελής εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων με ανεξάρτητο τμήμα λογιστικής και διαχείρισης. Σημαντικό μερίδιο της εταιρείας ([42-43] %) ανήκει σε ενεργούς μετόχους.

(10)  Περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο δάνεια και στοιχεία ακίνητης περιουσίας.

(11)  Παρουσιάζονται μόνο οι θυγατρικές με μερίδιο άνω του 50 %.

(12)  Το επιμέρους σύνολο 1 αποτελείται από εξυπηρετούμενα καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια μικρών εταιρειών, εξαιρουμένης της έκθεσης σε εταιρείες κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων και στον κατασκευαστικό τομέα, ύψους περίπου 94,6 εκατ. LVL, σε καθαρή λογιστική αξία, καθώς και από το σύνολο των καταθέσεων ιδιωτών και μικρών επιχειρηματικών προθεσμιακών καταθέσεων και καταθέσεων όψεως, ύψους 244 εκατ. LVL.

(13)  Το επιμέρους σύνολο 2 αποτελείται από εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων, εξαιρουμένης της έκθεσης σε εταιρείες κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων και στον κατασκευαστικό τομέα, ύψους περίπου 27,4 εκατ. LVL, σε καθαρή λογιστική αξία, καθώς και από το σύνολο των επιχειρηματικών προθεσμιακών καταθέσεων και καταθέσεων όψεως μεγάλων επιχειρήσεων, ύψους 103 εκατ. LVL.

(14)  Εμπιστευτικές πληροφορίες· οι παραλείψεις σημειώνονται με αγκύλες: […].

(15)  Το επιμέρους σύνολο 4 περιλαμβάνει τις μετοχές της HipoNIA και ένα ενδοομιλικό δάνειο ύψους 41,3 εκατ. LVL που χορηγήθηκε από την MLB στη HipoNIA· αμέσως μετά την πώληση, τα περιουσιακά στοιχεία της HipoNIA θα περιλαμβάνουν κυρίως μη εξυπηρετούμενα δάνεια («ΜΕΔ»).

(16)  Ο μειοψηφών μέτοχος της Hipo Fondi που εξαγοράζει την εταιρεία-κέλυφος δεν συνδέεται με τον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων τα οποία διαχειριζόταν προηγουμένως η Hipo Fondi.

(17)  Σύμφωνα με το συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας, οι λετονικές αρχές έπρεπε να παρουσιάσουν έως τις 30 Ιουνίου 2013 σχέδιο δράσης σχετικά με την εν λόγω συγχώνευση. Ωστόσο, δεν σημειώθηκε σημαντική πρόοδος, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τον οργανισμό που θα είναι αρμόδιος για την εποπτεία του ΕΑΟ.

(18)  Κατά συνέπεια, η συνολική ανακεφαλαιοποίηση του 2010 και του 2012, αντιστοίχως, ανέρχεται στο ποσό των 95,2 εκατ. LVL (70,2 εκατ. LVL συν 25 εκατ. LVL).

(19)  Ανακοίνωση της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ C 195 της 19.8.2009, σ. 9).

(20)  Το μερίδιο αγοράς της Hipolizings αντιπροσωπεύει το 5 % της αγοράς χρηματοδοτικής μίσθωσης και το μερίδιο αγοράς της Hipo Fondi αντιπροσωπεύει το 4 % της αγοράς διαχείρισης συνταξιοδοτικών προγραμμάτων δεύτερου επιπέδου.

(21)  Οι κυριότερες παρατηρήσεις ελήφθησαν στις 15 Απριλίου 2013 και στις 3 Ιουνίου 2013.

(22)  Τα στοιχεία σχετικά με το αναπτυξιακό σκέλος δεν παρουσιάζονται αναλυτικά επειδή δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

(23)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 153 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(24)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 60.

(25)  Βλέπε, για παράδειγμα, τις αποφάσεις της Επιτροπής, της 25ης Οκτωβρίου 2010 στην υπόθεση N 560/09 — Ενίσχυση εκκαθάρισης υπέρ της Fionia Bank (ΕΕ C 76 της 10.3.2011, σ. 3), της 23ης Απριλίου 2010 στην υπόθεση N 194/09 — Ενίσχυση εκκαθάρισης υπέρ της Bradford & Bingley (ΕΕ C 143 της 2.6.2010, σ. 22) και της 5ης Νοεμβρίου 2008 στην υπόθεση NN 39/08 — Ενίσχυση εκκαθάρισης υπέρ της Roskilde bank (ΕΕ C 12 της 17.1.2009, σ. 3).

(26)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 158 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(27)  Πηγή: http://www.swedbank.com/idc/groups/public/@i/@sbg/@gs/@ir/documents/financial/cid_900555.pdf

(28)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 210 της εν λόγω απόφασης.

(29)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 211 και 212 της εν λόγω απόφασης.

(30)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 219 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.


25.9.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 250/18


ΑΠΌΦΑΣΗ (EE) 2015/1583 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Αυγούστου 2014

σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης SA.18859 (11/C) (ex 65/10 NN) που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο — Απαλλαγή από τον φόρο επί των αδρανών υλικών (Aggregates Levy) στη Βόρεια Ιρλανδία (πρώην N 2/04)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 5466]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις (1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ

(1)

Το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή του να θεσπίσει στη Βόρεια Ιρλανδία μέτρο απαλλαγής από τον φόρο επί των αδρανών υλικών που επιβάλλεται στο Ηνωμένο Βασίλειο («το μέτρο»), το οποίο θα εφαρμοζόταν σε παρθένα αδρανή υλικά που εξορύσσονται στη Βόρεια Ιρλανδία και αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης εκεί, καθώς και σε προϊόντα που προκύπτουν από τη μεταποίηση παρθένων αδρανών υλικών που εξορύσσονται στη Βόρεια Ιρλανδία και αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης εκεί. Η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε με επιστολή της 5ης Ιανουαρίου 2004, η οποία καταχωρίστηκε στις 9 Ιανουαρίου 2004.

(2)

Το μέτρο κοινοποιήθηκε ως τροποποίηση της αρχικής απαλλαγής από τον φόρο επί των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία (2), η οποία είχε εγκριθεί από την Επιτροπή με την απόφαση της 24ης Απριλίου 2002 στην υπόθεση N863/01 (3) (απόφαση N863/01).

(3)

Στις 7 Μαΐου 2004 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση «περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων» όσον αφορά το μέτρο αυτό (4) (απόφαση της 7ης Μαΐου 2004).

(4)

Στις 30 Αυγούστου 2004 η British Aggregates Association, η Healy Bros. Ltd και η David K. Trotter & Sons Ltd άσκησαν προσφυγή κατά της απόφασης της 7ης Μαΐου 2004 (η προσφυγή καταχωρίστηκε με αριθμό υπόθεσης T-359/04).

(5)

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της 7ης Μαΐου 2004 (5). Σύμφωνα με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν νομιμοποιούνταν να εκδώσει απόφαση περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων, διότι δεν είχε εξετάσει το ζήτημα της πιθανής διακριτικής μεταχείρισης στο πεδίο της φορολογίας μεταξύ των σχετικών εγχώριων προϊόντων και των εισαγόμενων προϊόντων καταγωγής Ιρλανδίας. Η Επιτροπή δεν άσκησε έφεση κατά της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης.

(6)

Στις 15 Δεκεμβρίου 2010 και στις 21 Δεκεμβρίου 2011 το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με το μέτρο, συμπεριλαμβανομένων εγγράφων που αφορούσαν την αναστολή της εφαρμογής του επίμαχου μέτρου από 1ης Δεκεμβρίου 2010 μέσω της ανάκλησης της σχετικής νομοθετικής πράξης του 2004 [Aggregates Levy (Northern Ireland Tax Credit) Regulations 2004] (νομοθετική πράξη S.I. 2004/1959).

(7)

Η Επιτροπή ζήτησε την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών με επιστολή της 2ας Φεβρουαρίου 2011. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε περαιτέρω πληροφορίες με επιστολές της 7ης Μαρτίου 2011 και της 10ης Ιουνίου 2011.

(8)

Με επιστολή της 13ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Ηνωμένο Βασίλειο την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης σχετικά με την ενίσχυση.

(9)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (6) (εφεξής «απόφαση κίνησης της διαδικασίας»). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(10)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από δύο ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία τις υπέβαλαν αμφότερα στις 23 Σεπτεμβρίου 2011. Στις 10 Νοεμβρίου 2011 διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει σχετικά την άποψή του. Οι παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου παρελήφθησαν με επιστολή της 25ης Νοεμβρίου 2011.

(11)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 17 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 10 Οκτωβρίου 2012. Στις 23 Ιανουαρίου 2014 και στις 7 Φεβρουαρίου 2014 η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες από το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο ανταποκρίθηκε στα αιτήματα αυτά την 1η Απριλίου 2014 και την 4η Ιουνίου 2014, αντιστοίχως.

2.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΉ ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ ΤΟΥ ΜΈΤΡΟΥ

2.1.   Ο φόρος επί των αδρανών υλικών

(12)

Ο φόρος επί των αδρανών υλικών (εφεξής «ΦΑΥ») είναι περιβαλλοντικός φόρος επί της εμπορικής εκμετάλλευσης αδρανών υλικών και εφαρμόζεται στα πετρώματα, την άμμο και τους χάλικες. Θεσπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, με ισχύ από την 1η Απριλίου 2002, για την εξυπηρέτηση των περιβαλλοντικών στόχων της μεγιστοποίησης της χρήσης ανακυκλωμένων αδρανών υλικών και άλλων εναλλακτικών μεθόδων αντί της χρήσης παρθένων αδρανών υλικών, καθώς και της προώθησης της αποδοτικής εξόρυξης και χρήσης παρθένων αδρανών υλικών, τα οποία συνιστούν μη ανανεώσιμο φυσικό πόρο. Το περιβαλλοντικό κόστος της εξόρυξης αδρανών υλικών που αντισταθμίζεται μέσω του ΦΑΥ περιλαμβάνει τον θόρυβο, τη σκόνη, καθώς και τις βλάβες που προκαλούνται στη βιοποικιλότητα και στην αισθητική του τοπίου.

(13)

Ο ΦΑΥ εφαρμόζεται στα παρθένα αδρανή υλικά που εξορύσσονται στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε εισαγόμενα παρθένα αδρανή υλικά κατά την πρώτη τους χρήση ή πώληση στο Ηνωμένο Βασίλειο (7). Ο φορολογικός συντελεστής κατά τον χρόνο της πρώτης κοινοποίησης ανερχόταν σε 1,60 λίρες στερλίνες (GBP) ανά τόνο (8). Ο ΦΑΥ εφαρμόζεται επίσης στην εμπορική εκμετάλλευση των παρθένων αδρανών υλικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων. Δεν εφαρμόζεται σε μεταποιημένα και ανακυκλωμένα αδρανή υλικά και σε παρθένα αδρανή υλικά που εξάγονται από το Ηνωμένο Βασίλειο.

2.2.   Η αρχική απαλλαγή από τον φόρο επί των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία

(14)

Στην απόφασή της αριθ. N863/01, η Επιτροπή έκρινε ότι η σταδιακή επιβολή του ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν συμβιβάσιμη με το τμήμα Ε.3.2 του κοινοτικού πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (9) («οι κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις»). Η εγκριθείσα ενίσχυση έλαβε τη μορφή πενταετούς καθεστώτος σταδιακής μείωσης της φοροαπαλλαγής, με έτος έναρξης το 2002 και λήξη το 2007. Η αρχική απαλλαγή από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία κάλυπτε μόνο την εμπορική εκμετάλλευση αδρανών υλικών που χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων.

2.3.   Η τροποποιημένη απαλλαγή από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία

(15)

Η παρούσα απόφαση αφορά αποκλειστικά την τροποποιημένη απαλλαγή από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία, η οποία εφαρμοζόταν σε παρθένα αδρανή υλικά που εξορύσσονται στη Βόρεια Ιρλανδία και αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης εκεί, καθώς και σε μεταποιημένα προϊόντα που παράγονται από παρθένα αδρανή υλικά τα οποία εξορύσσονται στη Βόρεια Ιρλανδία και αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης εκεί.

2.3.1.   Τροποποίηση

(16)

Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 14 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο έκρινε ότι, λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν στη Βόρεια Ιρλανδία, ήταν απαραίτητη η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της απαλλαγής από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία.

(17)

Ως εκ τούτου, το αρχικό καθεστώς της φοροαπαλλαγής (σταδιακή επιβολή του ΦΑΥ) τροποποιήθηκε. Η εν λόγω φοροαπαλλαγή εφαρμόστηκε σε όλες τις κατηγορίες παρθένων αδρανών υλικών, δηλαδή όχι μόνο στα αδρανή υλικά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων, όπως ίσχυε βάσει της αρχικής φοροαπαλλαγής που προβλεπόταν στην απόφαση N863/01, αλλά και στα παρθένα αδρανή υλικά που χρησιμοποιούνται απευθείας σε ακατέργαστη μορφή (10).

(18)

Η φοροαπαλλαγή ορίστηκε στο 80 % του οφειλόμενου ΦΑΥ και θεσπίστηκε ως μεταβατική ρύθμιση. Τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2004 και προβλεπόταν η συνέχιση της εφαρμογής της έως τις 31 Μαρτίου 2011 (ήτοι εννέα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ΦΑΥ την 1η Απριλίου 2002).

(19)

Το εν λόγω καθεστώς φοροαπαλλαγής ανεστάλη την 1η Δεκεμβρίου 2010.

2.3.2.   Περιβαλλοντικές συμφωνίες

(20)

Προκειμένου να επιτευχθούν με αποτελεσματικότερο τρόπο οι επιδιωκόμενοι περιβαλλοντικοί στόχοι, το Ηνωμένο Βασίλειο έθεσε ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της φοροαπαλλαγής την επίσημη σύναψη κατόπιν διαπραγμάτευσης συμφωνιών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των αιτούντων, καθώς και τη συμμόρφωση των τελευταίων προς αυτές, στο πλαίσιο των οποίων οι αιτούντες δεσμεύονταν να υλοποιήσουν πρόγραμμα βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της φοροαπαλλαγής.

(21)

Τα βασικά κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς φοροαπαλλαγής ήταν τα εξής:

α)

κάθε επιλέξιμη εγκατάσταση έπρεπε να διαθέτει τις απαιτούμενες άδειες εκμετάλλευσης, υποχρεωτικές περιβαλλοντικές άδειες κ.λπ.· και

β)

ο φορέας εκμετάλλευσης της εγκατάστασης έπρεπε να «εγγραφεί» σε καθεστώς περιβαλλοντικών ελέγχων. Ο πρώτος έλεγχος έπρεπε να ανατεθεί και να υποβληθεί εντός 12 μηνών από την ημερομηνία εγγραφής στο καθεστώς και έκτοτε να επικαιροποιείται ανά διετία.

(22)

Κάθε συμφωνία προσαρμοζόταν κατά περίπτωση στις συνθήκες του εκάστοτε λατομείου, λαμβανομένων υπόψη, για παράδειγμα, των ισχυόντων προτύπων και των περιθωρίων βελτίωσης. Οι τομείς επιδόσεων που καλύπτονταν ήταν οι ακόλουθοι: ποιότητα του αέρα, αρχαιολογία και γεωποικιλότητα, βιοποικιλότητα, εξόρυξη με τη βοήθεια εκρηκτικών υλών, ευθύνη της κοινότητας, σκόνη, ενεργειακή απόδοση, υπόγεια ύδατα, τοπίο και οπτική ενόχληση, θόρυβος, αποθήκευση και μεταφορά πετρελαίου και χημικών ουσιών, αποκατάσταση και μετέπειτα μέριμνα, χρήση εναλλακτικών λύσεων αντί των πρωτογενών αδρανών υλικών, επιφανειακά ύδατα, επιπτώσεις της μεταφοράς εκτός της βιομηχανικής εγκατάστασης, και διαχείριση των αποβλήτων.

(23)

Αρμόδιο για την παρακολούθηση των εν λόγω συμφωνιών ήταν το Υπουργείο Περιβάλλοντος της Βόρειας Ιρλανδίας, ενώ προβλεπόταν η ανάκληση της φοροαπαλλαγής για επιχειρήσεις που παρουσίαζαν σοβαρές ελλείψεις.

2.3.3.   Κόστος παραγωγής, τιμή πώλησης των αδρανών υλικών και ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή

(24)

Όσον αφορά το κόστος παραγωγής αδρανών υλικών, το Ηνωμένο Βασίλειο διευκρίνισε ότι παρουσίαζε σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των λατομείων και ότι το ίδιο αναμενόταν να ισχύει και για τις τιμές (11). Οι μέσες τιμές πώλησης λατομείου για διαφορετικές κατηγορίες αδρανών υλικών συνοψίζονται στον πίνακα 1 (12). Τα περιθώρια κέρδους παρουσίαζαν και αυτά διακυμάνσεις, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις του κλάδου, το σύνηθες ποσοστό κυμαινόταν μεταξύ 2 % και 5 %.

Πίνακας 1

Τιμή πώλησης

Τύπος πετρώματος

Τιμή λατομείου προ φόρων (GBP/τόνο)

Βασάλτης

4,21

Ψαμμίτης

4,37

Ασβεστόλιθος

3,72

Άμμος & χάλικες

4,80

Άλλο

5,57

Σταθμισμένη μέση τιμή

4,42

(25)

Μετά την έκδοση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο διαβίβασε περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά το κόστος παραγωγής των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία. Το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος και των αδειών εκμετάλλευσης είναι υψηλότερο στη Βόρεια Ιρλανδία σε σύγκριση με τη Μεγάλη Βρετανία. Το κόστος ηλεκτρισμού ανέρχεται κατά μέσο όρο σε περίπου 14p/kWh για μια επιχείρηση μικρού/μεσαίου μεγέθους στη Βόρεια Ιρλανδία και σε 11p/kWh για επιχειρήσεις παρόμοιου μεγέθους στο Ηνωμένο Βασίλειο συνολικά. Οι μεγάλοι και πολύ μεγάλοι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος στη Βόρεια Ιρλανδία καταβάλλουν, κατά μέσο όρο, 10p/kWh, έναντι περίπου 8p/kWh στο Ηνωμένο Βασίλειο συνολικά. Από εκτιμήσεις που υπέβαλε ο κλάδος προκύπτει ότι το κόστος ηλεκτρικού ρεύματος και καυσίμου αντιστοιχεί σε 30-46p για κάθε παραγόμενο τόνο αδρανούς υλικού. Επιπλέον, τα λατομεία της Βόρειας Ιρλανδίας βρίσκονται αντιμέτωπα με σημαντικά υψηλότερο κόστος έκδοσης αδειών εκμετάλλευσης από ό,τι οι αντίστοιχες επιχειρήσεις στη Μεγάλη Βρετανία και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Προς επίρρωση της δήλωσης αυτής, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε στοιχεία σύγκρισης του κόστους.

(26)

Όσον αφορά, εν γένει, τα διαφορετικά επίπεδα τιμών μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Μεγάλης Βρετανίας, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε διευκρινίσει ότι οι προμηθευτές στη Βόρεια Ιρλανδία ουδέποτε κατόρθωσαν να χρεώνουν τις ίδιες τιμές με αυτές που χρεώνονταν στη Μεγάλη Βρετανία. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέσχε εν προκειμένω τις μέσες τιμές των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία κατά την περίοδο 2001-2008. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του πλήρους φορολογικού συντελεστή θα αντιστοιχούσε σε μεγαλύτερο ποσοστό της τιμής πώλησης σε μια ήδη συμπιεσμένη αγορά. Αυτή η αδυναμία μετακύλισης του κόστους στους καταναλωτές αποτελεί σημαντικό ιστορικό παράγοντα της έλλειψης επενδύσεων για τη βελτίωση του περιβάλλοντος και εξηγείται βάσει οικονομικών (κατακερματισμός της αγοράς) και γεωλογικών παραμέτρων.

(27)

Μετά την έκδοση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε αναλυτικότερα στοιχεία σχετικά με τις μέσες τιμές των αδρανών υλικών. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, εξαιρουμένης της περίπτωσης ειδικών αδρανών υλικών υψηλής αξίας, η μεταφορά αδρανών υλικών από τη Βόρεια Ιρλανδία προς τη Μεγάλη Βρετανία, ή ακόμη και εντός της Μεγάλης Βρετανίας, π.χ. από τη Σκοτία για χρήση στο Λονδίνο, δεν είναι οικονομικά συμφέρουσα. Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται οι τιμές λατομείου στη Βόρεια Ιρλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία για την περίοδο 2006-2011, στην περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας, συμπεριλαμβανομένου του 2012 στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας.

Πίνακας 2  (13)

Μέσες τιμές λατομείου

Έτος

Τιμή ανά τόνο στη Βόρεια Ιρλανδία (σε GBP)

Τιμή ανά τόνο στη Μεγάλη Βρετανία (σε GBP)

 

Άμμος και χάλικες

Θραυστά πετρώματα

Άμμος και χάλικες

Θραυστά πετρώματα

2006

3,81

3,60

9,18

7,34

2007

4,68

4,07

9,08

7,01

2008

3,74

4,84

10,05

8,11

2009

4,80

4,30

10,04

8,03

2010

3,38

4,25

10,47

7,90

2011

2,93

4,30

10,70

7,77

2012

 

 

10,02

8,28

(28)

Τα αναλυτικότερα στοιχεία σχετικά με την τιμολόγηση συντείνουν στο ίδιο συμπέρασμα που είχε αναφέρει το Ηνωμένο Βασίλειο σε προγενέστερο στάδιο (αιτιολογική σκέψη 26), δηλαδή στο γεγονός ότι η εφαρμογή του πλήρους συντελεστή του ΦΑΥ θα αντιστοιχούσε σε μεγαλύτερο ποσοστό της τιμής πώλησης σε μια ήδη συμπιεσμένη αγορά. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι τα αδρανή υλικά υπό μορφή άμμου και χαλίκων ή θραυστών πετρωμάτων από τη Βόρεια Ιρλανδία δεν θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις μέσες τιμές στη Μεγάλη Βρετανία μετά τον συνυπολογισμό του κόστους των […] (14) GBP ανά τόνο για τη θαλάσσια μεταφορά τους. Η χαμηλή τιμή των αδρανών υλικών εν γένει είναι απαγορευτική για την πώλησή τους σε απομακρυσμένες αγορές, δεδομένου ότι, ακόμη και με κόστος της τάξης των […] GBP ανά τόνο, μια διαδρομή […] μιλίων θα συνεπαγόταν αύξηση της τιμής λατομείου σχεδόν κατά […] %. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ένα πλησιέστερο λατομείο θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα σε θέση να προσφέρει ανταγωνιστικότερη τιμή.

(29)

Όσον αφορά την ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή, το Ηνωμένο Βασίλειο διευκρίνισε ότι η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή για τα αδρανή υλικά κυμαίνεται από 0,2 έως 0,5. Κατόπιν εξέτασης των στοιχείων για την ποσότητα και τις τιμές των αδρανών υλικών στη Μεγάλη Βρετανία και τη Βόρεια Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο συνήγαγε ότι η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή για τις περισσότερες κατηγορίες αδρανών υλικών κυμαίνεται από σχεδόν μηδενικές τιμές έως περίπου 0,52. Μετά την έκδοση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξε ότι οι εκτιμήσεις της ελαστικότητας της ζήτησης ως προς την τιμή για τις ηπειρωτικές περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη Βόρεια Ιρλανδία λόγω των διαφορών μεταξύ των δύο αγορών. Ως εκ τούτου, τα αριθμητικά στοιχεία που διαβιβάστηκαν αρχικά δεν είναι συναφή για την αγορά της Βόρειας Ιρλανδίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφερε ότι επιχείρησε να προσδιορίσει την ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή που θα μπορούσε να εφαρμοστεί αποκλειστικά και μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά επισήμανε ότι δεν υπήρχαν τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό της.

(30)

Μετά την έκδοση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο οι αποκλίσεις μεταξύ των τιμών επηρεάζουν τη ζήτηση στην αγορά της Βόρειας Ιρλανδίας. Προς τον σκοπό αυτό υποβλήθηκαν στοιχεία από τις τέσσερις εκ των πέντε μεγαλύτερων εξορυκτικών βιομηχανιών της Βόρειας Ιρλανδίας. Δεδομένου ότι το κόστος μεταφοράς τείνει να περιορίσει την αγορά στα λατομεία εκείνα που είναι σε θέση να πωλούν προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές, ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί μια άμεση συσχέτιση μεταξύ των τιμών και των μεριδίων αγοράς. Η ζήτηση και το μερίδιο αγοράς είναι πιθανότερο να ανταποκρίνονται στην έναρξη ή την ολοκλήρωση μεγάλων κατασκευαστικών έργων σε τοπικό επίπεδο από ό,τι στη διαφοροποίηση των τιμών σε εθνική κλίμακα. Επιπλέον, οι εν λόγω επιχειρήσεις, οι οποίες κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς στη Βόρεια Ιρλανδία, συχνά πωλούν επίσης ειδικά προϊόντα υψηλότερης ποιότητας, με συνέπεια η σύγκριση μεταξύ των παραγωγών για τον καθορισμό πιθανής τάσης της αγοράς να μην είναι ακριβής. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι οι αποκλίσεις των τιμών επηρεάζουν πράγματι τη ζήτηση, αλλά περισσότερο σε τοπικό επίπεδο. Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται πλησίον των συνόρων με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, δηλαδή σε απόσταση περίπου 23 μιλίων από τα σύνορα, επισήμαναν ότι οι πωλήσεις τους μειώθηκαν σημαντικά, όταν αύξησαν τις τιμές τους. Συγκεκριμένα στοιχεία προσκομίστηκαν όσον αφορά τις […] και […]. Στον πίνακα 3 παρουσιάζονται οι επιπτώσεις των μεταβολών της τιμής στην […] και στις εγκαταστάσεις […] της […] κατά την περίοδο 2009-2013, οι οποίες καταδεικνύουν σημαντική μείωση στον όγκο των πωλήσεων και στα έσοδα μετά την άρση της φοροαπαλλαγής το 2010. Κατά την προσπάθεια μετακύλισης ολόκληρου του φόρου, η […] και οι εγκαταστάσεις […] της […] σημείωσαν απώλεια της τάξης […] % στις πωλήσεις τους, ποσοστό που συνιστά σημαντική μείωση.

Πίνακας 3

Οι επιπτώσεις των μεταβολών της τιμής στην […] και στις εγκαταστάσεις […] της […] κατά την περίοδο 2009-2013

Έτος

Τόνοι

Πωλήσεις

Μέση τιμή

2009

[…]

[…]

[…]

2010

[…]

[…]

[…]

2011

[…]

[…]

[…]

2012

[…]

[…]

[…]

2013

[…]

[…]

[…]

(31)

Οι εγκαταστάσεις μεταποιημένων προϊόντων που βρίσκονται πλησίον των συνόρων με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας βρέθηκαν επίσης αντιμέτωπες με το πρόβλημα σημαντικών μειώσεων στις πωλήσεις τους όταν επιχείρησαν να μετακυλίσουν το πλήρες κόστος του φόρου επί των αδρανών υλικών. Για παράδειγμα, οι εγκαταστάσεις […] της […] στην περιοχή […], η οποία απέχει μόλις ένα μίλι από τα σύνορα, παρουσίασαν πτώση της παραγωγής τους από […] m3 το 2005 σε μόλις […] m3 το 2013 εξαιτίας της αύξησης των τιμών των υλικών τους.

(32)

Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε στοιχεία από τα οποία διαφαίνεται η εξέλιξη των υποδομών και άλλων έργων του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο μεταξύ του 2000 και του 2012. Η εξέλιξη αυτή δείχνει αύξηση των δημοσίων έργων κατά την περίοδο 2007-2009, την οποία διαδέχθηκε μείωση και κατόπιν μικρή αύξηση το 2012. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα κατασκευαστικά έργα εν γένει επηρεάστηκαν από την οικονομική κάμψη και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω τάσεις δεν μπορούν να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη, διότι ενδέχεται να οφείλονται στο οικονομικό περιβάλλον και στις τάσεις της αγοράς του κατασκευαστικού κλάδου.

(33)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε επίσης τιμές προσφορών για την περίοδο 2007-2013 για αδρανή υλικά που αγόρασε το Υπουργείο Δημοσίων Έργων Οδοποιίας της Βόρειας Ιρλανδίας (πίνακας 4), στις οποίες συμπεριλαμβάνεται το κόστος μεταφοράς προς τις τοπικές αποθήκες του Υπουργείου Δημοσίων Έργων Οδοποιίας. Από τα στοιχεία προκύπτει σαφώς ότι μετά το 2010, έτος αναστολής της απαλλαγής από τον ΦΑΥ, οι τιμές είτε μειώθηκαν, ενίοτε μάλιστα δραματικά, είτε παρουσίασαν μικρή αύξηση, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό από το ποσό του πλήρους συντελεστή του ΦΑΥ, ήτοι 1,95 GBP. Αυτό αποδεικνύει ότι, ακόμη και στο πλαίσιο των πωλήσεων προς το δημόσιο, οι παραγωγοί αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας δεν μπορούσαν να μετακυλίσουν τον ΦΑΥ στους πελάτες τους. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο εάν ληφθεί υπόψη ότι ο δημόσιος τομέας πιθανότατα επηρεάστηκε λιγότερο από την οικονομική κάμψη και ότι ο κλάδος των δημόσιων κατασκευαστικών έργων, όπως τα έργα που εκτελέστηκαν από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων Οδοποιίας, αύξησε το μερίδιό του στη συνολική ζήτηση αδρανών υλικών.

Πίνακας 4

Τιμές προσφορών κατά την περίοδο 2007-2013 για αδρανή υλικά που αγόρασε το Υπουργείο Δημοσίων Έργων Οδοποιίας της Βόρειας Ιρλανδίας

Έτος

Ψηφίδες 10mm (σε GBP)

Άμμος για σκυρόδεμα (σε GBP)

Λίθοι τύπου 3 (σε GBP)

2007

8,43

9,52

4,67

2008

8,49

9,52

4,70

2009

[…]

[…]

[…]

2010

[…]

[…]

[…]

2011

[…]

[…]

[…]

2012

[…]

[…]

[…]

2013

[…]

[…]

[…]

2.3.4.   Η αγορά αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας

(34)

Δεδομένου ότι από την απαλλαγή από τον ΦΑΥ ευνοήθηκαν μόνο τα λατομεία της Βόρειας Ιρλανδίας και όχι τα λατομεία του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε πληροφορίες σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η αγορά αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας αποτελεί διαφορετική γεωγραφική αγορά από την ευρύτερη αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και σχετικά με το πού έγκεινται οι διαφορές μεταξύ των δύο αγορών.

(35)

Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξε ότι οι αγορές αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία είναι χωριστές και απολύτως διακριτές μεταξύ τους, με εξαιρετικά περιορισμένο βαθμό αλληλεπίδρασης. Η αγορά αδρανών υλικών έχει την τάση να είναι τοπικού χαρακτήρα, λόγω του σχετικά υψηλού κόστους μεταφοράς των υλικών σε σχέση με την τιμή πώλησής τους. Αξιοποιώντας στοιχεία που είχε στη διάθεσή του από το Υπουργείο Μεταφορών, το Ηνωμένο Βασίλειο υπολόγισε ότι το μέσο κόστος οδικής μεταφοράς ανά τόνο αδρανών υλικών ανέρχεται σε 0,855 GBP ανά τόνο και ανά μίλι. Η χαμηλή τιμή των προϊόντων αδρανών υλικών συνεπάγεται ότι η μεταφορά τους σε μακρινές αποστάσεις καθιστά τα προϊόντα αδρανών υλικών λιγότερο ανταγωνιστικά από τα υλικά που προέρχονται από λατομεία τα οποία βρίσκονται εγγύτερα στον πελάτη. Επιπλέον, οι εξαγωγείς αδρανών υλικών εκτιμούν ότι το κόστος θαλάσσιας μεταφοράς αδρανών υλικών μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Μεγάλης Βρετανίας ανέρχεται περίπου σε […] GBP ανά τόνο. Στον θαλάσσιο ναύλο προστίθεται στη συνέχεια ο απαιτούμενος οδικός ναύλος από το λατομείο προς τον λιμένα και από την αποβάθρα εκφόρτωσης προς τον τόπο χρήσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξε περαιτέρω ότι η μεταφορά αδρανών υλικών μεταξύ των δύο περιοχών είναι οικονομικά ασύμφορη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ειδικών χρωματισμένων λίθων ή αδρανών υλικών υψηλότερης αξίας. Εκτιμάται ότι ακόμη και για τα υλικά αυτά, απαιτείται κατά πάσα πιθανότατα πρόσθετο κόστος της τάξης των […]-[…] GBP ανά τόνο για την οδική μεταφορά από οποιαδήποτε προβλήτα εκφόρτωσης στη Μεγάλη Βρετανία προς τις πλησιέστερες μονάδες παραγωγής ασφάλτου.

(36)

Η προσφορά αδρανών υλικών παρουσιάζει μεγάλες διαφορές μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Μεγάλης Βρετανίας λόγω της διαθεσιμότητας των υλικών και του αριθμού των διαφόρων επιχειρήσεων εκμετάλλευσης λατομείων. Λόγω της γεωλογικής φύσης της, η Βόρεια Ιρλανδία μπορεί να δηλώνει με υπερηφάνεια ότι διαθέτει μεγαλύτερη ποικιλία τύπων πετρωμάτων από κάθε άλλη περιοχή αντίστοιχου μεγέθους του Ηνωμένου Βασιλείου. Η κατανομή των λατομείων είναι σχετικά ομοιόμορφη σε ολόκληρη τη Βόρεια Ιρλανδία. Μολονότι σε διάφορες κομητείες υπάρχουν μεγαλύτερα κοιτάσματα ορισμένων τύπων πετρωμάτων, τα αδρανή υλικά θραυστών πετρωμάτων είναι σε μεγάλο βαθμό πλήρως υποκαταστάσιμα, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται σε ολόκληρη την περιοχή αφθονία πετρωμάτων κατάλληλων για χρήση ως αδρανών υλικών. Αντιθέτως, η ηπειρωτική Βρετανία δεν παρουσιάζει την ίδια γεωλογική ποικιλομορφία. Λόγω των ποικίλων και πλούσιων κοιτασμάτων πετρωμάτων, τα οποία κατανέμονται ομοιόμορφα σε ολόκληρη τη χώρα και βρίσκονται κοντά σε όλες τις σημαντικές αγορές, η Βόρεια Ιρλανδία διαθέτει μακράν μεγαλύτερη δυνατότητα προσφοράς πλήρως υποκαταστάσιμων προϊόντων από ό,τι η αγορά της Μεγάλης Βρετανίας. Η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται υψηλότερα επίπεδα ανταγωνισμού στη Βόρεια Ιρλανδία και μειώνει τα περιθώρια που έχουν στη διάθεσή τους οι παραγωγοί αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας για αύξηση των τιμών τους.

(37)

Όπως αναφέρει το Ηνωμένο Βασίλειο, το μακράν μεγαλύτερο ποσοστό ανεξάρτητων λατομείων και ο υψηλότερος αριθμός λατομείων ανά τετραγωνικό μίλι στη Βόρεια Ιρλανδία εξασφαλίζει επίσης υψηλότερο ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών αδρανών υλικών. Στη Μεγάλη Βρετανία η προμήθεια ποσοστού άνω του 75 % του συνόλου των αδρανών υλικών εξασφαλίζεται από τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες (15). Αντιθέτως, στη Βόρεια Ιρλανδία οι πέντε κορυφαίες εταιρείες αντιπροσωπεύουν μόλις το 39 % της συνολικής τοπικής παραγωγής.

(38)

Το Ηνωμένο Βασίλειο επισήμανε ότι οι δύο αγορές χαρακτηρίζονται από διαφορετικές τάσεις όσον αφορά τη ζήτηση, δεδομένου ότι η πτώση της ζήτησης σε αδρανή υλικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κάμψης και μετέπειτα είναι πολύ μεγαλύτερη στη Βόρεια Ιρλανδία από ό,τι στη Μεγάλη Βρετανία. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης που καταγράφεται στην παραγωγή του κατασκευαστικού κλάδου και στη ζήτηση αδρανών υλικών, εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης λατομείων για την εναπομένουσα ζήτηση.

(39)

Η Βόρεια Ιρλανδία παρουσιάζει σαφώς μεγαλύτερη τάση άσκησης αυτόνομης δραστηριότητας, με την κάθετη ολοκλήρωση της παραγωγής αδρανών υλικών, τσιμέντου και σκυροδέματος να είναι πολύ πιο περιορισμένη στο εσωτερικό της αγοράς της Βόρειας Ιρλανδίας σε σύγκριση με τη Μεγάλη Βρετανία. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 37, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες στη Μεγάλη Βρετανία ελέγχουν ποσοστό της τάξης του 75 % της συνολικής παραγωγής αδρανών υλικών. Οι ίδιες εταιρείες ελέγχουν επίσης το 70 % της συνολικής παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος, καθώς και μεγάλο ποσοστό του συνολικού αριθμού μονάδων παραγωγής ασφάλτου, ήτοι δύο από τις βασικότερες αγορές για τις πωλήσεις αδρανών υλικών. Επομένως, όταν μειώνεται η παραγωγή στον κατασκευαστικό τομέα και περιορίζεται η ζήτηση σκυροδέματος και ασφάλτου, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες στη Μεγάλη Βρετανία ελέγχουν τη μείωση της παραγωγικής τους ικανότητας όσον αφορά τα αδρανή υλικά. Πράγματι, η προσφορά αδρανών υλικών προσαρμόζεται με μεγαλύτερη ευχέρεια στη ζήτηση στη Μεγάλη Βρετανία, περιορίζοντας έτσι τις πτωτικές πιέσεις που ασκούνται στις τιμές. Η κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία διαφέρει λόγω της έλλειψης κάθετης ολοκλήρωσης της αγοράς, δεδομένου ότι όταν μειώνεται η παραγωγή του κατασκευαστικού κλάδου και η ζήτηση αδρανών υλικών, εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης λατομείων για την εναπομένουσα ζήτηση. Το στοιχείο αυτό καθιστά την αγορά της Βόρειας Ιρλανδίας σαφώς ανταγωνιστικότερη από την αγορά της Μεγάλης Βρετανίας, με υψηλότερο αριθμό λατομείων ανά τετραγωνικό μίλι και κατά κεφαλήν, καθώς και με μεγαλύτερο ποσοστό ανεξάρτητων λατομείων που επιδιώκουν την πώληση των προϊόντων τους σε ανεξάρτητες, αυτόνομες μονάδες παραγωγής μεταποιημένων προϊόντων.

(40)

Επιπροσθέτως, το Ηνωμένο Βασίλειο επισήμανε ότι η αγορά αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας και η αγορά αδρανών υλικών της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες.

2.3.5.   Εμπορικό άνοιγμα

(41)

Μετά την έκδοση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε πληροφορίες σχετικά με το εμπορικό άνοιγμα του κλάδου των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία κατά την περίοδο 2002-2013. Λόγω των κανόνων περί δημοσιοποίησης πληροφοριών της Υπηρεσίας Δημόσιων Εσόδων και Τελωνειακών Δασμών του Ηνωμένου Βασιλείου (Her Majesty's Revenue and Customs — HMRC), τα επίσημα στατιστικά στοιχεία περιλάμβαναν μόνο ενοποιημένα εξαμηνιαία αριθμητικά στοιχεία. Βάσει των κανόνων αυτών, δεν είναι δυνατή η παράθεση ανάλυσης του εμπορικού ανοίγματος ανά κατηγορία αδρανών υλικών, ενώ για ορισμένα έτη δεν υπάρχουν καθόλου διαθέσιμα εμπορικά στατιστικά στοιχεία. Περαιτέρω δυσκολίες ανέκυψαν επίσης λόγω της έλλειψης επίσημων δεδομένων σχετικά με την παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων σκυροδέματος και ασφάλτου. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, το Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποίησε εκτιμήσεις (16) της αγοράς που παρείχε η ένωση προϊόντων λατομείων της Βόρειας Ιρλανδίας (Quarry Products Association — QPANI). Λόγω της απουσίας εθνικών στατιστικών στοιχείων για άλλες κατηγορίες προϊόντων, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε τις καλύτερες δυνατές εκτιμήσεις των εμπορικών ανοιγμάτων όσον αφορά τα θραυστά πετρώματα, τα μεταποιημένα προϊόντα σκυροδέματος, την άμμο και την άσφαλτο. Ωστόσο, παρά τους εν λόγω περιορισμούς, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι της άποψης ότι τα στοιχεία σχετικά με το εμπορικό άνοιγμα καταδεικνύουν το επίπεδο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Το εμπορικό άνοιγμα παρουσιάζεται αναλυτικά στον πίνακα 5. Τα αριθμητικά στοιχεία βασίζονται σε ετήσια ή εξαμηνιαία αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, καθώς και την ετήσια παραγωγή, τα οποία διαβιβάστηκαν επίσης στην Επιτροπή.

Πίνακας 5

Εμπορικό άνοιγμα

Αδρανή υλικά θραυστών πετρωμάτων (σε GBP)

 

2006-2007

2008-2009

 

 

 

 

Εισαγωγές

13 699 717

5 986 891

 

 

 

 

Εξαγωγές

28 519 715

19 938 824

 

 

 

 

Εκτιμώμενη αξία εγχώριων πωλήσεων

160 426 000

143 524 581

 

 

 

 

Εμπορικό άνοιγμα (Εισαγωγές + Εξαγωγές)/(Εισαγωγές + Πωλήσεις)

24,25 %

17,34 %

 

 

 

 

Μεταποιημένα προϊόντα σκυροδέματος (σε GBP)

 

2008

2009

2010

2011

2012

2013

Εισαγωγές

10

10

9

7

7,5

7,5

Εξαγωγές

70

35

28

21

16

15

Εκτιμώμενη αξία εγχώριων πωλήσεων

325

276

210

210

216

226

Εμπορικό άνοιγμα (Εισαγωγές + Εξαγωγές)/(Εισαγωγές + Πωλήσεις)

23,9 %

15,7 %

16,9 %

12,9 %

10,5 %

9,6 %

Μεταποιημένα προϊόντα ασφάλτου και άμμος (17) (σε GBP)

 

2007-2008

2009-2010

2011-2012

 

 

 

Εισαγωγές προϊόντων ασφάλτου και άμμου

1 540 633

1 909 210

4 489 366

 

Εξαγωγές προϊόντων ασφάλτου και άμμου

12 382 394

6 220 782

4 670 559

Εκτιμώμενη αξία εγχώριων πωλήσεων προϊόντων ασφάλτου και άμμου

384 518 301

310 666 790

293 343 700

Εμπορικό άνοιγμα (Εισαγωγές + Εξαγωγές)/(Εισαγωγές + Πωλήσεις)

3,61 %

2,60 %

3,08 %

(42)

Τα αριθμητικά μεγέθη που παρατίθενται στον πίνακα 5 καταδεικνύουν ότι ο βαθμός εμπορικού ανοίγματος της βιομηχανίας αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία είναι σημαντικός όσον αφορά τις πωλήσεις της σε θραυστά πετρώματα. Το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι οι μη δηλωμένες εισαγωγές αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία αυξήθηκαν σημαντικά μετά την επιβολή του ΦΑΥ το 2002. Αυτό το μη δηλωμένο ποσοστό εισαγωγών αυξήθηκε πιθανότατα περαιτέρω αμέσως μετά την αναστολή της απαλλαγής από τον ΦΑΥ το 2010. Στο πλαίσιο έρευνας που εκπόνησε το 2002 το πανεπιστήμιο του Ulster μετρήθηκε ο αριθμός των φορτηγών οχημάτων που μετέφεραν αδρανή υλικά στη Βόρεια Ιρλανδία σε οκτώ από τα σημαντικότερα σημεία συνοριακής διέλευσης. Από τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας προέκυψε ότι έως και 89 οχήματα μετέφεραν αδρανή υλικά σε καθημερινή βάση. Για τη μεταφορά του ετήσιου συνολικού όγκου όλων των επισήμως δηλωμένων εισαγωγών θα απαιτούνταν μόνο 243 οχήματα καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι το πραγματικό ποσοστό των εισαγωγών αδρανών υλικών θα μπορούσε να είναι ακόμη και 133 φορές υψηλότερο από αυτό που παρουσιάζεται στα επίσημα στατιστικά στοιχεία του 2002, γεγονός που σημαίνει ότι τα εκτιμώμενα εμπορικά ανοίγματα κατά πάσα πιθανότατα είναι πολύ μικρότερα από τον πραγματικό βαθμό του εμπορικού ανοίγματος.

2.3.6.   Μετακύλιση του κόστους και υποχώρηση των πωλήσεων

(43)

Όσον αφορά τη μετακύλιση του αυξημένου κόστους παραγωγής στους τελικούς καταναλωτές και τη δυνητική υποχώρηση των πωλήσεων, το Ηνωμένο Βασίλειο διαβίβασε στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι, μετά τη θέσπιση του φόρου το 2002, η μέση τιμή των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία είχε αυξηθεί κατά πολύ μικρότερο ποσοστό από ό,τι θα αναμενόταν εάν ο ΦΑΥ είχε μετακυλιστεί στο ακέραιο, και ότι αυτό συνδέθηκε με πτώση των νόμιμων πωλήσεων, η οποία ήταν αναλογικά πολύ μεγαλύτερη από την πτώση που σημειώθηκε στη Μεγάλη Βρετανία.

(44)

Το Ηνωμένο Βασίλειο διευκρίνισε επίσης ότι οι πωλήσεις αδρανών υλικών και υλικών πλήρωσης χαμηλής ποιότητας κατέγραψαν πτώση κατά το έτος που έληξε στις 31 Μαρτίου 2003 σε σύγκριση με τα ποσοστά που σημειώθηκαν κατά τα δύο έτη πριν από την επιβολή του ΦΑΥ. Η παραγωγή των νόμιμων λατομείων κατά το ημερολογιακό έτος 2002 ήταν αισθητά χαμηλότερη από την ήδη καθιερωμένη τάση στις πωλήσεις αδρανών υλικών (εν γένει, κατά τα τελευταία 30 έτη, υπήρξε ανοδική τάση στις πωλήσεις αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία). Στη Μεγάλη Βρετανία η παραγωγή αδρανών υλικών κατέγραψε το 2002 πτώση κατά 5,7 %, σε σύγκριση με τη μικρή αύξηση που είχε σημειώσει το προηγούμενο έτος (ωστόσο, από ανάλυση της τάσης προκύπτει ότι η παραγωγή στη Μεγάλη Βρετανία παρουσίαζε εν γένει πτωτική τάση κατά την προηγούμενη δεκαετία).

(45)

Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε διευκρινίσει επίσης ότι, αμέσως μετά τη θέσπιση φόρου ύψους 1,60 GBP/τόνο, η μέση τιμή των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία αυξήθηκε κατά περίπου 0,25-0,30 GBP/τόνο το 2002 έναντι του 2001, ενώ η αντίστοιχη τιμή στη Μεγάλη Βρετανία αυξήθηκε κατά 1-1,40 GBP/τόνο. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι στη συγκεκριμένη μέση τιμή συμπεριλαμβάνονται τα αδρανή υλικά που χρησιμοποιούνται σε μεταποιημένα προϊόντα, τα οποία ευνοούνταν από φοροαπαλλαγή της τάξης του 80 % δυνάμει του αρχικού καθεστώτος σταδιακής πίστωσης που θεσπίστηκε το 2002 στη Βόρεια Ιρλανδία, αυτό σημαίνει ότι οι φορείς εκμετάλλευσης λατομείων στη Βόρεια Ιρλανδία έπρεπε να απορροφήσουν σημαντικό ποσοστό του φόρου. Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι στα μεταποιημένα προϊόντα χρησιμοποιούνταν το ήμισυ της παραγωγής αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας, και ότι η τιμή τους δεν επηρεάστηκε από την επιβολή του φόρου το 2002, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι, κατά μέσο όρο, έπρεπε να απορροφάται τουλάχιστον 1 GBP/τόνο σε κάθε τόνο αδρανών υλικών που πωλούνταν για χρήση σε ακατέργαστη μορφή.

(46)

Μετά την έκδοση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέσχε περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τον ισχυρισμό που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 45, σύμφωνα με τον οποίο αμέσως μετά τη θέσπιση του φόρου, η μέση τιμή στη Βόρεια Ιρλανδία αυξήθηκε κατά πολύ λιγότερο από τον συντελεστή του φόρου, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία αυξήθηκε κατά 1-1,40 GBP/τόνο, δεδομένου ότι οι παραγωγοί μεταποιημένων προϊόντων από αδρανή υλικά ουδέποτε κατέβαλαν εξ ολοκλήρου τον ΦΑΥ. Το Ηνωμένο Βασίλειο παραπέμπει σε εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες το ένα τρίτο έως το ήμισυ της συνολικής παραγωγής αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία χρησιμοποιείται στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων. Ακόμη και αν, χάριν επιχειρηματολογίας, ληφθεί υπόψη η υψηλότερη τιμή και εφαρμοστεί η πλήρης φοροαπαλλαγή που εφαρμοζόταν στα μεταποιημένα προϊόντα κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους επιβολής του φόρου, και αν υποτεθεί συνεπώς ότι δεν σημειώθηκε αύξηση στο κόστος παραγωγής λόγω της επιβολής του φόρου επί του 50 % των αδρανών υλικών, αυτή και μόνο η συνθήκη διπλασιάζει την αύξηση της τιμής για το υπόλοιπο 50 %. Ο διπλασιασμός αυτός υποδηλώνει ότι η αύξηση της τιμής που καταγράφηκε ήταν της τάξης των 0,50-0,60 GBP/τόνο, άνοδος που εξακολουθεί να είναι σημαντικά μικρότερη από την αντίστοιχη άνοδο που σημειώθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, και απέχει μακράν από τη μετακύλιση του συνολικού πρόσθετου κόστους των 1,60 GBP/τόνο που συνεπαγόταν ο φόρος κατά την αρχική επιβολή του.

(47)

Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από αντιπροσωπευτικά δείγματα της βιομηχανίας αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας όσον αφορά τις τάσεις στην παραγωγή αδρανών υλικών, τον κύκλο εργασιών και τα κέρδη. Ωστόσο, οι τάσεις που παρουσιάζονται είναι αλληλένδετες και δεν είναι δυνατή η αποσύνδεσή τους από τις τάσεις στην αγορά του κατασκευαστικού κλάδου και την οικονομική ύφεση που ξεκίνησε το 2008.

(48)

Από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει ότι η κερδοφορία και οι τιμές ήταν ήδη πολύ χαμηλές πριν από την αναστολή του καθεστώτος φοροαπαλλαγής ώστε να είναι οικονομικά βιώσιμη η πλήρης απορρόφηση του φόρου. Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις επισήμαναν ότι μετακύλισαν το κόστος του φόρου και, ως εκ τούτου, σημειώθηκαν περαιτέρω μειώσεις στις πωλήσεις τους, επιπλέον των απωλειών που είχαν ήδη υποστεί εξαιτίας των δυσμενών οικονομικών περιστάσεων. Προκειμένου να διασφαλίσουν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους, οι επιχειρήσεις του κλάδου καθυστέρησαν την υλοποίηση επενδύσεων κεφαλαίου κρίσιμης σημασίας και προέβησαν σε απολύσεις προσωπικού. Από πορίσματα ερευνών προκύπτει ότι η μετακύλιση του φόρου της τάξης των 1,95 GBP ανά τόνο στους καταναλωτές συνιστούσε πρόκληση, διότι θα συνεπαγόταν για τους πελάτες αύξηση των τιμών κατά 50 % έως 66 %. Επιπλέον, λόγω του οικονομικού κλίματος, οι πελάτες δεν είναι πρόθυμοι να καταβάλλουν υψηλότερες τιμές και, αντ' αυτού, είτε αναβάλλουν τις επενδύσεις είτε στρέφονται προς ανταγωνιστικές εταιρείες για να αγοράσουν εναλλακτικά υλικά ή για να επιτύχουν ανταγωνιστικότερες τιμές. Η κατάσταση αυτή είναι ζημιογόνα για τον κλάδο των αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας και συνεπάγεται την απώλεια πελατών, τη μείωση του όγκου πωλήσεων και την άσκηση πιέσεων για περαιτέρω μείωση των περιθωρίων κέρδους.

(49)

Ως εκ τούτου, μολονότι τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τα αντιπροσωπευτικά δείγματα του κλάδου των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία παρέχουν επαρκείς ενδείξεις όσον αφορά την εξέλιξη του κύκλου εργασιών και των κερδών του κλάδου των αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας, δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από το οικονομικό πλαίσιο και δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς την εκτίμηση των επιπτώσεων του πλήρους ΦΑΥ σε μεμονωμένη βάση.

2.3.7.   Λοιπές πληροφορίες

(50)

Ο εκτιμώμενος ετήσιος προϋπολογισμός του καθεστώτος απαλλαγής (διαφυγόντες κρατικοί πόροι) κυμαινόταν κατά τη χρονική περίοδο της αρχικής κοινοποίησης μεταξύ των 15 εκατ. GBP (2004-2005) και των 35 εκατ. GBP (2010-2011).

(51)

Όσον αφορά τον αριθμό των δικαιούχων, εκτιμήθηκε ότι επιλέξιμοι για υπαγωγή στο καθεστώς φοροαπαλλαγής ήταν περίπου 170 φορείς εκμετάλλευσης λατομείων.

(52)

Η αρμόδια αρχή για τη χορήγηση της απαλλαγής από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν η Υπηρεσία Δημόσιων Εσόδων και Τελωνειακών Δασμών του Ηνωμένου Βασιλείου (HMRC).

2.3.8.   Αιτιολόγηση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας

(53)

Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 47 έως 54 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον η τροποποιημένη απαλλαγή από τον ΦΑΥ που εφαρμοζόταν στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν συμβατή με τη Συνθήκη, και ιδίως με το άρθρο 110. Λόγω των αμφιβολιών αυτών, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποφανθεί ότι το μέτρο ήταν συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά στο συγκεκριμένο στάδιο.

(54)

Η Επιτροπή έκρινε ότι ο ΦΑΥ αντιστοιχούσε σε εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 110 της Συνθήκης. Στη συνέχεια αποφάνθηκε ότι υπήρχε αδικαιολόγητη διάκριση κατά την εφαρμογή του ΦΑΥ μεταξύ των παραγωγών της Βόρειας Ιρλανδίας και των παραγωγών από άλλα κράτη μέλη.

(55)

Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 56 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε, βάσει της συναφούς νομολογίας, και συνεπεία της ακύρωσης της απόφασης της 7ης Μαΐου 2004, ότι τα μέτρα που εφαρμόστηκαν έκτοτε (και έως την αναστολή τους την 1η Δεκεμβρίου 2010) πρέπει να θεωρηθούν παράνομα. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει δηλώσει ότι θα αξιολογεί πάντα το συμβιβάσιμο μιας παράνομης κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με τα ουσιαστικά κριτήρια που ορίζονται στα νομικά μέσα που ισχύουν κατά τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης (18). Εφόσον η ενίσχυση πρέπει να χαρακτηριστεί παράνομη και δεδομένου ότι χορηγήθηκε κατά τη διάρκεια περιόδου η οποία κάλυπτε τόσο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εφαρμόζονταν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, όσο και το διάστημα μετά τη δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις (19), η Επιτροπή εξέτασε το συμβιβάσιμο του καθεστώτος απαλλαγής από τον ΦΑΥ σύμφωνα με το νομικό μέσο που ίσχυε κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης ως ακολούθως:

α)

κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις· και

β)

κατευθυντήριες γραμμές του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις από τις 2 Απριλίου 2008 και μετά.

(56)

Κατόπιν αξιολόγησης του μέτρου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι όροι του συμβιβάσιμου που καθορίζονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Υπενθύμισε, ωστόσο, ότι λόγω των αμφιβολιών που εκφράστηκαν όσον αφορά το άρθρο 110 της Συνθήκης, δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει το μέτρο συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις σε εκείνο το στάδιο.

(57)

Όσον αφορά το συμβιβάσιμο του μέτρου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, η Επιτροπή συμπέρανε τα εξής:

α)

ότι η απαλλαγή από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία συμβάλλει, έστω και έμμεσα, στην αύξηση του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και ότι δεν υπονομεύει τον γενικότερο επιδιωκόμενο στόχο του ΦΑΥ σύμφωνα με το σημείο 151 των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις·

β)

ότι οι δικαιούχοι της φοροαπαλλαγής ορίζονται βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων σύμφωνα με το σημείο 158 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις·

γ)

ότι ο φόρος χωρίς έκπτωση έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής που απαιτείται βάσει του σημείου 158 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις·

δ)

ότι πληρούται ο όρος της αναλογικότητας της ενίσχυσης που προβλέπεται στο σημείο 159 των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, καθώς οι δικαιούχοι απαλλαγής από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία εξακολουθούν να καταβάλλουν το 20 % του φόρου.

(58)

Παρότι από τα στοιχεία που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο διαπιστώνεται πολύ σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω του ΦΑΥ, γεγονός που θα καθιστούσε κανονικά αδύνατη τη μετακύλιση της εν λόγω αύξησης χωρίς σημαντική μείωση των πωλήσεων, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί στο στάδιο εκείνο, και βάσει των στοιχείων που τέθηκαν στη διάθεσή της, ιδίως λόγω της έλλειψης επαρκώς αναλυτικών στοιχείων, ότι πληρούνταν ο όρος του συμβιβάσιμου που προβλέπεται στο σημείο 158 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

(59)

Δυνάμει του σημείου 158 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τα κριτήρια αναγκαιότητας πρέπει να μην είναι δυνατή η μετακύλιση της ουσιαστικής αύξησης του κόστους παραγωγής που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 58 στους καταναλωτές χωρίς σημαντική μείωση των πωλήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλλουν εκτιμήσεις σχετικά με στοιχεία όπως η ελαστικότητα της τιμής του προϊόντος στον οικείο τομέα στη σχετική γεωγραφική αγορά, καθώς και εκτιμήσεις σχετικά με την απώλεια πωλήσεων ή/και τη μείωση των κερδών των επιχειρήσεων των συγκεκριμένων τομέων/κατηγοριών.

(60)

Η Επιτροπή επισήμανε εν προκειμένω ότι οι ισχυρισμοί του Ηνωμένου Βασιλείου σύμφωνα με τους οποίους η αύξηση του κόστους παραγωγής δεν μπορούσε να μετακυλιστεί χωρίς σημαντική μείωση των πωλήσεων βασίστηκαν σε σύγκριση μεταξύ των αυξήσεων της τιμής λόγω της θέσπισης του ΦΑΥ (περίπου 0,25-0,30 GBP/τόνο το 2002 σε σύγκριση με το 2001 στη Βόρεια Ιρλανδία, ενώ η τιμή στη Μεγάλη Βρετανία είχε αυξηθεί κατά 1-1,40 GBP/τόνο). Όσον αφορά τη μείωση των (νόμιμων) πωλήσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, η Επιτροπή επισήμανε ότι κυμαινόταν συνολικά για όλες τις κατηγορίες αδρανών υλικών μεταξύ του — 17,6 % (2001-2003) και του — 22,8 % (2002-2003) και ήταν αναλογικά πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μείωση που καταγράφηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ένδειξη των δυσχερειών που ανέκυψαν κατά τη μετακύλιση του αυξημένου κόστους παραγωγής στη Βόρεια Ιρλανδία.

(61)

Η Επιτροπή υπογράμμισε, ωστόσο, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε διαβιβάσει επαρκώς λεπτομερή στοιχεία που να αποδεικνύουν και να προσδιορίζουν ποσοτικά τον αντίκτυπο που είχε στους ισχυρισμούς αυτούς το γεγονός ότι οι παραγωγοί μεταποιημένων προϊόντων από αδρανή υλικά ουδέποτε κατέβαλαν εξ ολοκλήρου τον ΦΑΥ, δεδομένου ότι η επιβολή του στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν σταδιακή.

(62)

Επιπλέον, όσον αφορά την απόδειξη της μείωσης των πωλήσεων, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παρείχε διευκρινίσεις σχετικά με την εξέλιξη των αγορών αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία μετά το 2002. Στο γράφημα 2 της έκθεσης της ένωσης Quarry Products Association Northern Ireland, η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο της μελέτης αγοράς της Βρετανικής Επιτροπής Ανταγωνισμού στον τομέα αδρανών υλικών του Ηνωμένου Βασιλείου (20) που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο, παρουσιάζεται αύξηση της παραγωγής από το 2004 έως το 2007.

(63)

Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε δηλώσει στις παρατηρήσεις του ότι η αύξηση του κόστους είχε αντίκτυπο στον κύκλο εργασιών των φορέων εκμετάλλευσης λατομείων και μείωσε τα κέρδη τους. Εντούτοις, δεν διαβιβάστηκαν στοιχεία προς επίρρωση αυτής της δήλωσης.

(64)

Προκειμένου να τεκμηριώσει τη συμμόρφωσή του προς τον όρο του συμβιβάσιμου που προβλέπεται στο σημείο 158 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε υποβάλει στοιχεία τα οποία αφορούσαν μόνο το επίπεδο του συνόλου του κλάδου και όχι αντιπροσωπευτικά δείγματα μεμονωμένων δικαιούχων με βάση, για παράδειγμα, το μέγεθός τους.

(65)

Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι από τις παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου προκύπτει ότι η ελαστικότητα της τιμής για τις περισσότερες κατηγορίες αδρανών υλικών κυμαινόταν από σχεδόν μηδενικές τιμές έως περίπου 0,52, θα μπορούσε δηλαδή να χαρακτηριστεί σχετικά ανελαστική. Καταρχήν, αυτό σημαίνει ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής θα μπορούσε να μετακυλιστεί στους τελικούς καταναλωτές. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπέβαλε περαιτέρω διευκρινίσεις ούτε υπολογισμούς που να αφορούν ειδικά τον αντίκτυπο της σχετικής ανελαστικότητας η οποία συνάγεται από τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν περί της (αδυναμίας) μετακύλισης του αυξημένου κόστους παραγωγής στους τελικούς καταναλωτές.

3.   ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΌΜΕΝΩΝ ΜΕΡΏΝ

3.1   Οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν από την QPANI στις 23 Σεπτεμβρίου 2011

(66)

Η QPANI ισχυρίστηκε στις παρατηρήσεις της ότι οι παραγωγοί αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία υπάχθηκαν στο καθεστώς φοροαπαλλαγής καλή την πίστει, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε επιδιώξει να λάβει την έγκριση της Επιτροπής και ότι η Επιτροπή είχε εκδώσει θετική απόφαση. Επιπλέον, προέβησαν σε σύναψη περιβαλλοντικών συμφωνιών, ενέργεια που συνεπαγόταν την υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων εκ μέρους τους.

(67)

Οι αιτούντες που προσέβαλαν την απόφαση της Επιτροπής με την οποία εγκρίθηκε το καθεστώς φοροαπαλλαγής ουδέποτε απέδειξαν με παραδείγματα ότι υπήρξε πράγματι εισαγωγή διακρίσεων εις βάρος των εισαγόμενων αδρανών υλικών.

(68)

Η QPANI ισχυρίζεται ότι οποιαδήποτε ανάκτηση της κρατικής ενίσχυσης θα συνιστούσε παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των φορέων εκμετάλλευσης λατομείων στη Βόρεια Ιρλανδία στη νομιμότητα της ενίσχυσης. Δεδομένου ότι οι φορείς εκμετάλλευσης λατομείων έχουν ήδη προβεί σε επενδύσεις για την επίτευξη περιβαλλοντικών βελτιώσεων, οποιαδήποτε εντολή ανάκτησης θα σήμαινε ουσιαστικά ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις θα επιβαρυνθούν με το κόστος δύο φορές. Επιπλέον, η ανάκτηση θα προσέκρουε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου.

(69)

Η QPANI αναφέρει περαιτέρω ότι ο όγκος των εισαγόμενων αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν ανέκαθεν ελάχιστος. Επισημαίνει ότι, μετά τη θέσπιση του ΦΑΥ, οι εισαγωγές αυξήθηκαν στην πραγματικότητα λόγω της ανόδου των κατασκευών ιδιωτικών κατοικιών και της αύξησης των δαπανών του δημόσιου τομέα στον κατασκευαστικό κλάδο.

(70)

Όσον αφορά την αδυναμία μετακύλισης του ΦΑΥ στους καταναλωτές, η QPANI προβάλλει το επιχείρημα ότι η σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής, την οποία αναγνωρίζει ήδη η Επιτροπή, δεν μπορούσε να μετακυλιστεί λόγω της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας του κλάδου των αδρανών υλικών και της σαφώς ανταγωνιστικότερης αγοράς στη Βόρεια Ιρλανδία. Επιπροσθέτως, στη Βόρεια Ιρλανδία σημαντικός όγκος υλικών απαλλάσσεται από τον ΦΑΥ, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του σχιστόλιθου, ο οποίος χρησιμοποιείται σε κατασκευαστικά έργα τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και από γεωργούς. Μελέτη που εκπόνησε η QPANI σχετικά με τις μηνιαίες πωλήσεις λίθων στον ιδιωτικό τομέα (Σεπτέμβριος 2001 — Σεπτέμβριος 2002) κατέδειξε σημαντική πτώση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον Απρίλιο του 2002 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Το τμήμα στατιστικής του Υπουργείου Επιχειρήσεων, Εμπορίου και Επενδύσεων αποκάλυψε στην ετήσια δήλωση του 2002 σχετικά με τα ορυκτά πτώση της τάξης περίπου των 2,7 εκατ. τόνων στην παραγωγή αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία, όγκος που αντιστοιχεί περίπου στο 11 % της παραγωγής.

(71)

Η QPANI επισημαίνει στις παρατηρήσεις της ότι στην έρευνα της Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων της Βόρειας Ιρλανδίας με τίτλο «Introduction of the Aggregates Levy — One Year On, third report of session 2003-2004» (Θέσπιση του φόρου επί των αδρανών υλικών — Πρώτο έτος εφαρμογής, τρίτη έκθεση της περιόδου 2003-2004) παρέχονται σαφή στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν τις επιπτώσεις της θέσπισης του ΦΑΥ στις πωλήσεις αδρανών υλικών και στα ποσοστά απασχόλησης.

(72)

Η QPANI υποστηρίζει ότι η αύξηση της παραγωγής αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία από το 2004 έως το 2007 οφείλεται στην αυξημένη δραστηριότητα του κατασκευαστικού κλάδου στην επαρχία.

(73)

Η QPANI ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το αυξανόμενο κόστος είχε αντίκτυπο στα περιθώρια κέρδους των φορέων εκμετάλλευσης, στοιχείο που καταδεικνύεται από το γεγονός ότι οι αυξήσεις των τιμών σημείωσαν άνοδο μόνο κατά 0,25-0,30 GBP, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 81 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, οι φορείς εκμετάλλευσης απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος του αυξημένου κόστους παραγωγής που συνεπαγόταν ο ΦΑΥ και, δεδομένου ότι ο κλάδος χαρακτηρίζεται από ένταση κεφαλαίου και υψηλές γενικές δαπάνες, κατέστη προφανές ότι μειώθηκαν περαιτέρω τα ήδη στενά περιθώρια κέρδους των φορέων εκμετάλλευσης.

(74)

Η QPANI ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία σχετικά με την ελαστικότητα της τιμής αφορούν την αγορά αδρανών υλικών στη Μεγάλη Βρετανία και δεν αντικατοπτρίζουν την κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία.

3.2   Οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν από την British Aggregates Association («BAA») στις 23 Σεπτεμβρίου 2011

(75)

Η BAA επισημαίνει στις παρατηρήσεις της ότι θα ήταν αδύνατον για το Ηνωμένο Βασίλειο να προβεί αναδρομικά σε άρση των φορολογικών διακρίσεων εις βάρος εισαγόμενων προϊόντων από άλλα κράτη μέλη. Διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι, ακόμη και αν το Ηνωμένο Βασίλειο υποχρεούνταν να επιστρέψει ενδεχομένως ποσά που καταβλήθηκαν με τη μορφή φόρου επί των αδρανών υλικών για προϊόντα που εισήχθησαν στη Βόρεια Ιρλανδία από άλλα κράτη μέλη, η επιστροφή αυτή δεν θα μπορούσε να άρει το σοβαρό αποτρεπτικό αποτέλεσμα της φορολογικής διάκρισης. Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν δυνατή η αναδρομική έγκριση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής.

(76)

Η BAA ισχυρίζεται ότι το καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΑΥ δεν συνάδει με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό αυτό, ο ΦΑΥ δεν έχει αξιοσημείωτες θετικές συνέπειες στο περιβάλλον, όπως απαιτείται στο σημείο 51 παράγραφος 2 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις· το καθεστώς φοροαπαλλαγής του 2004 δεν εγκρίθηκε όταν θεσπίστηκε ο ΦΑΥ, όπως προβλέπεται στο σημείο 51 παράγραφος 2 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις· το 20 % δεν αποτελεί σημαντικό μέρος του φόρου, όπως απαιτείται στο σημείο 51 παράγραφος 1 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

(77)

Η BAA αναφέρει επίσης ότι το καθεστώς φοροαπαλλαγής δεν συνάδει με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις. Η απαλλαγή από τον ΦΑΥ υπονομεύει τον περιβαλλοντικό στόχο που επιδιώκεται με την επιβολή του ΦΑΥ, αντίθετα προς τα προβλεπόμενα στο σημείο 151 των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, καθώς είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές «εισαγωγές» αδρανών υλικών από τη Βόρεια Ιρλανδία προς τη Μεγάλη Βρετανία από το 2004 και μετά. Αυτό υποδηλώνει ότι παρακάμπτονταν οι κανόνες βάσει των οποίων απαιτούνταν η επιβολή του πλήρους φορολογικού συντελεστή επί των αδρανών υλικών που εξορύσσονταν στη Βόρεια Ιρλανδία αλλά χρησιμοποιούνταν στη Μεγάλη Βρετανία.

(78)

Επιπλέον, η BAA ισχυρίζεται ότι η απαλλαγή από τον ΦΑΥ δεν συνάδει με το σημείο 158 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, διότι δεν αποδείχθηκε η αδυναμία μετακύλισης της ουσιαστικής αύξησης του κόστους παραγωγής. Ειδικότερα, τα οικονομικά στοιχεία που διαβίβασε το Ηνωμένο Βασίλειο, και αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 21, 22 και 23 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, είναι αβάσιμα και ενδεχομένως παραπλανητικά. Οι μέσες τιμές που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο στερούνται, σύμφωνα με ισχυρισμούς, νοήματος, διότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές κατηγορίες αδρανών υλικών και, κατά συνέπεια, ευρύ φάσμα τιμών. Επιπλέον, η τιμή λατομείου εξαρτάται επίσης από την τοποθεσία του λατομείου και από την απόσταση στην οποία βρίσκονται τα αντίστοιχα εργοτάξια. Επομένως, η σύγκριση μεταξύ της μέσης τιμής για τη Βόρεια Ιρλανδία (μια σχετικά μικρή και αγροτική περιοχή) και της μέσης τιμής για ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία θα ήταν άνευ αντικειμένου. Εάν υποτεθεί ότι οι τιμές λατομείου στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν πράγματι κατά 50 % χαμηλότερες από τις τιμές στη Μεγάλη Βρετανία, θα υπήρχε στη Μεγάλη Βρετανία τεράστια ζήτηση για αδρανή υλικά από τη Βόρεια Ιρλανδία. Η BAA ισχυρίζεται ότι το κόστος μεταφοράς από τη Βόρεια Ιρλανδία προς το Λονδίνο δεν είναι υψηλότερο από το κόστος μεταφοράς από τη Σκοτία προς το Λονδίνο.

4.   ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΝΩΜΈΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ ΠΟΥ ΕΛΉΦΘΗΣΑΝ ΣΤΙΣ 25 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011

(79)

Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι η ενίσχυση δεν πρέπει να θεωρηθεί παράνομη και ότι για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου του μέτρου με την εσωτερική αγορά μπορούν να εφαρμοστούν μόνο οι κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

(80)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, η απόφαση που εξέδωσε η ίδια στις 7 Μαΐου 2004, με την οποία εγκρίθηκε η ενίσχυση, κηρύχθηκε άκυρη λόγω της παράνομης παράλειψης της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Το μέτρο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και εγκρίθηκε πριν από τη χορήγηση οποιασδήποτε φοροαπαλλαγής. Κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης, η ενίσχυση αυτή δεν ήταν παράνομη.

(81)

Το Ηνωμένο Βασίλειο προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, εφόσον η απόφαση της 7ης Μαΐου 2004 ήταν άκυρη, η Επιτροπή δεν έλαβε ουσιαστικά απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (21) (ο «διαδικαστικός κανονισμός») εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των δύο μηνών. Συνεπώς, το μέτρο θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εγκρίθηκε. Εάν το άρθρο 4 παράγραφος 6 του διαδικαστικού κανονισμού εφαρμόζεται στην αρχική κοινοποίηση, τότε η ενίσχυση θεωρήθηκε εγκριθείσα το 2004 και η Επιτροπή δεν έχει την αρμοδιότητα να εκδώσει νέα απόφαση δυνάμει του άρθρου 4. Αντιθέτως, το μέτρο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση, η οποία υπόκειται σε εξέταση μόνον ως προς τις μελλοντικές επιπτώσεις της και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εντολής αναδρομικής ανάκτησης. Ωστόσο, απόφαση ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3, αν και παρανόμως και παρότι κηρύχθηκε στη συνέχεια άκυρη, οπότε στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 4 παράγραφος 6 του διαδικαστικού κανονισμού δεν εφαρμόζεται πλέον. Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι έχει επίσης το δικαίωμα να επικαλεστεί το γεγονός ότι απόφαση έγκρισης δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3 του διαδικαστικού κανονισμού είχε ληφθεί πριν από τη χορήγηση της φοροαπαλλαγής και, ως εκ τούτου, η χορήγηση της ενίσχυσης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παράνομη με την αιτιολογία ότι χορηγήθηκε χωρίς την έγκριση της Επιτροπής.

(82)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ενίσχυση θεωρείται παράνομη μόνον διότι η απόφαση της 7ης Μαΐου 2004 κηρύχθηκε άκυρη λόγω μη κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας το 2004. Δεν πρόκειται για περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης από το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη χρονική στιγμή έναρξης ισχύος του μέτρου. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης του συμβιβάσιμου του μέτρου με την εσωτερική αγορά πρέπει να εφαρμοστούν μόνο οι κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις. Η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της ενίσχυσης βάσει της κοινοποίησης του 2004 και να εφαρμόσει τους κανόνες που ίσχυαν εκείνη την περίοδο.

(83)

Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η ενίσχυση δεν ήταν παράνομη, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έχει το δικαίωμα να διαχωρίσει την ενίσχυση που χορηγήθηκε μεταξύ των αντίστοιχων περιόδων ισχύος των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις και των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις. Έπεται ότι, εφόσον η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο συνάδει με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, πρέπει να κηρυχθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά όλες οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος.

(84)

Το Ηνωμένο Βασίλειο απορρίπτει τους ισχυρισμούς της British Aggregates Association («BAA») στην απάντησή της στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, στην οποία η BAA προβάλλει το επιχείρημα ότι το μέτρο, όπως κοινοποιήθηκε το 2004, δεν ήταν σύμφωνο με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε ήδη διαπιστώσει, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 63 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, ότι ο ΦΑΥ είχε αξιοσημείωτες θετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ότι η BAA δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι περιβαλλοντικές συμφωνίες οι οποίες είχαν συναφθεί με εταιρείες αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία που ευνοούνταν από απαλλαγή της τάξης του 80 % από τον ΦΑΥ έχουν θετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και δεν υπονομεύουν τους επιδιωκόμενους στόχους του ΦΑΥ. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο καταδεικνύει ότι το μέτρο που εγκρίθηκε από την Επιτροπή το 2004 συνιστούσε επέκταση του καθεστώτος απαλλαγής που είχε θεσπιστεί αρχικά ταυτόχρονα με τον φόρο. Βάσει του σημείου 51 παράγραφος 2 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, δεν είναι απαραίτητο να έχουν καθοριστεί ή τεθεί σε εφαρμογή όλες οι πτυχές της παρέκκλισης κατά τη χρονική στιγμή θέσπισης του φόρου. Εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν ποτέ δυνατή η θέσπιση τροποποιημένης παρέκκλισης και το σημείο 51 παράγραφος 2 θα αποτελούσε περιττή διάταξη. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι τηρούνται οι διατάξεις του σημείου 51 παράγραφος 1 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις και, όπως αναγνώρισε ήδη η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 67 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η απαίτηση καταβολής του 20 % του ΦΑΥ συνιστά απαίτηση καταβολής σημαντικού μέρους του φόρου. Όσον αφορά το ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον το μέρος αυτό είναι σημαντικό, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη ότι οι φορείς εκμετάλλευσης λατομείων που είναι επιλέξιμοι για τη χορήγηση της απαλλαγής επιβαρύνονται με το κόστος βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων και ότι οι τιμές των αδρανών υλικών είναι εν γένει χαμηλότερες στη Βόρεια Ιρλανδία από ό,τι στις υπόλοιπες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά συνέπεια, σε απόλυτα μεγέθη, η χρηματική αξία του 20 % του πληρωτέου εθνικού φόρου είναι υψηλότερη από ό,τι στις υπόλοιπες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου.

(85)

Το Ηνωμένο Βασίλειο διατείνεται ότι το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο το καθεστώς απαλλαγής θα μπορούσε να συνιστά διακριτική φορολόγηση που αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 110 της Συνθήκης είναι εσφαλμένο. Οι εισαγωγές στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Ιρλανδία φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο που φορολογείται η παραγωγή στο εσωτερικό του Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής στη Βόρεια Ιρλανδία στις περιπτώσεις στις οποίες δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής. Επομένως, δεν εισάγονται διακρίσεις μεταξύ των προϊόντων που εισάγονται στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Ιρλανδία και των προϊόντων που παράγονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεδομένου ότι η Βόρεια Ιρλανδία δεν είναι κράτος μέλος, δεν ενδείκνυται η εφαρμογή του άρθρου 110 της Συνθήκης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η συγκεκριμένη φορολογική αντιμετώπιση ορισμένων παραγωγών στην εν λόγω περιοχή συνιστά εισαγωγή διακρίσεων εις βάρος προϊόντων που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη και πωλούνται εντός της εν λόγω περιοχής. Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι η ενδεχόμενη εισαγωγή διακρίσεων πρέπει να εξεταστεί όσον αφορά εθνικά προϊόντα και ότι, εφόσον τα εθνικά προϊόντα στο Ηνωμένο Βασίλειο υπόκεινται στον πλήρη ΦΑΥ, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα εισαγωγής διακρίσεων. Επιπλέον, το γεγονός ότι σε ορισμένους παραγωγούς μιας δεδομένης περιοχής κράτους μέλους παρέχεται η δυνατότητα φοροαπαλλαγής συνιστά ζήτημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 107 της Συνθήκης και όχι του άρθρου 110. Τα φορολογικού τύπου μέτρα ενισχύσεων που λαμβάνονται υπέρ των παραγωγών πρέπει να διέπονται μόνο από τις διατάξεις του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης και όχι από τις διατάξεις του άρθρου 110. Σε αντίθετη περίπτωση, όλες οι φορολογικές ενισχύσεις θα έπρεπε να επεκτείνονται και σε προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Επιπροσθέτως, καμία διάταξη του ενωσιακού δικαίου δεν προβλέπει την υποχρέωση οι ενισχύσεις που χορηγούνται μέσω φοροαπαλλαγών σε παραγωγούς μιας ορισμένης περιοχής ενός κράτους μέλους να καθίστανται εξίσου διαθέσιμες σε εισαγωγείς ομοειδών προϊόντων από άλλα κράτη μέλη.

(86)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό της ενίσχυσης ως παράνομης, αλλά σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι είναι παράνομη, εκτιμά ότι δεν ενδείκνυται η έκδοση εντολής ανάκτησης, διότι η εντολή αυτή θα συνιστούσε παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των αποδεκτών και θα ήταν δυσανάλογη.

5.   ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΈΤΡΟΥ

5.1   Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (πρώην άρθρο 87 παράγραφος 1 της ΕΚ)

(87)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, ως κρατικές ενισχύσεις νοούνται οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή που απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(88)

Η απαλλαγή από τον ΦΑΥ χορηγήθηκε με κρατικούς πόρους, υπό μορφή μείωσης του φορολογικού συντελεστή, υπέρ επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε συγκεκριμένη περιοχή της επικράτειας του Ηνωμένου Βασιλείου (Βόρεια Ιρλανδία) παρέχοντας ευνοϊκή μεταχείριση στις εν λόγω επιχειρήσεις μέσω της μείωσης του κόστους που θα έπρεπε να επωμιστούν υπό κανονικές συνθήκες. Οι αποδέκτες της ενίσχυσης δραστηριοποιούνται στην εξόρυξη αδρανών υλικών ή στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων, που αποτελούν και οι δύο οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες συνεπάγονται εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(89)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπέρανε στην αιτιολογική σκέψη 39 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας ότι το κοινοποιηθέν μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (πρώην άρθρο 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας).

5.2   Αξιολόγηση της κρατικής ενίσχυσης

5.2.1   Νομική βάση

(90)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 55, η Επιτροπή κατέληξε το συμπέρασμα ότι, εφόσον η ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί παράνομη και λαμβανομένου υπόψη του περιβαλλοντικού στόχου του μέτρου, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει το συμβιβάσιμο του μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, βασιζόμενη στη νομική βάση που ίσχυε κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης, ως εξής:

α)

κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις· και

β)

κατευθυντήριες γραμμές του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις από τις 2 Απριλίου 2008 και μετά.

(91)

Το Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμά, για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 79 έως 83, ότι η ενίσχυση δεν πρέπει να θεωρηθεί παράνομη και ότι πρέπει να αξιολογηθεί αποκλειστικά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

(92)

Επιπλέον των διαπιστώσεών της επί του θέματος αυτού στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας που εξέδωσε, και δεδομένης της θέσης που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως ότι σε περίπτωση προσφυγής κατά θετικής απόφασης της Επιτροπής εντός των οριζόμενων προθεσμιών και μετέπειτα ακύρωσης της εν λόγω απόφασης από το Δικαστήριο, οι γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, και ιδίως οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν εμποδίζουν την Επιτροπή να αποφανθεί ότι ένα δεδομένο μέτρο ενίσχυσης συνιστά παράνομη και μη συμβιβάσιμη ενίσχυση ούτε την εμποδίζουν να εκδώσει εντολή ανάκτησης. Στην υπόθεση CELF I (22), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «οι ενισχύσεις που χορηγούνται κατόπιν θετικής αποφάσεως της Επιτροπής τεκμαίρονται νόμιμες μέχρι την έκδοση της ακυρωτικής αποφάσεως του κοινοτικού δικαστή. Σύμφωνα με το άρθρο 231, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, μετά την ημερομηνία της τελευταίας αυτής αποφάσεως, οι επίμαχες ενισχύσεις θεωρούνται ως μη κηρυχθείσες συμβατές με την ακυρωθείσα απόφαση, με αποτέλεσμα η χορήγησή τους να θεωρείται παράνομη». Στην υπόθεση CELF II (23), το Δικαστήριο επιβεβαιώνει τη διαπίστωσή του σύμφωνα με την οποία «η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου της ενισχύσεως δεν μπορεί να δημιουργηθεί από απόφαση της Επιτροπής δεχόμενη ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, αφενός μεν, σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή προσβλήθηκε εμπροθέσμως και ακυρώθηκε ακολούθως από το κοινοτικό δικαστήριο, αφετέρου δε, καθόσον δεν έχει εκπνεύσει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ή, σε περίπτωση κατά την οποία ασκήθηκε προσφυγή, καθόσον δεν έχει αποφανθεί οριστικά το κοινοτικό δικαστήριο».

(93)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εμμένει στην άποψή της ότι η απαλλαγή από τον ΦΑΥ πρέπει να θεωρηθεί παράνομη ενίσχυση. Συνεπώς, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μετά τις 2 Απριλίου 2008 διέπονται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις. Παρά ταύτα, ακόμη και αν η απαλλαγή από τον ΦΑΥ έπρεπε να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση, όπως ισχυρίζεται το Ηνωμένο Βασίλειο, θα έπρεπε ούτως ή άλλως να προσαρμοστεί καταλλήλως στις κατευθυντήριες γραμμές του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις κατ' εφαρμογή του σημείου 200 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

5.2.2   Παράβαση του άρθρου 110 της Συνθήκης

(94)

Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 53 και 54, η Επιτροπή έκρινε ότι η μη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΑΥ σε προϊόντα που εισάγονται στη Βόρεια Ιρλανδία από άλλα κράτη μέλη ενδέχεται να συνιστά παράβαση του άρθρου 110 της Συνθήκης.

(95)

Βάσει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 110 της Συνθήκης προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται η εφαρμογή εθνικού καθεστώτος όπως είναι το καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΑΥ που εφαρμόζεται στη Βόρεια Ιρλανδία βάσει του οποίου προβλέπεται μείωση του συντελεστή ΦΑΥ όσον αφορά τα παρθένα αδρανή υλικά που εξορύσσονται στη Βόρεια Ιρλανδία από παραγωγούς οι οποίοι έχουν συνάψει περιβαλλοντικές συμφωνίες, ενώ πανομοιότυπα προϊόντα που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη αποκλείονται από την υπαγωγή στο καθεστώς μειωμένου φορολογικού συντελεστή και φορολογούνται, επομένως, με πλήρη συντελεστή ΦΑΥ (24). Σε αντίθεση με τις παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 85, το γεγονός ότι το καθεστώς μειωμένου φορολογικού συντελεστή εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο σε συγκεκριμένη περιοχή δεν τροποποιεί την εν λόγω ερμηνεία. Πράγματι, εάν επιτρέπονταν ανάλογα μέτρα, όπως το καθεστώς φοροαπαλλαγής του Ηνωμένου Βασιλείου, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν εύκολα να παρακάμπτουν την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 110 της Συνθήκης.

(96)

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε (25), όπως ισχυρίζεται άλλωστε και το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι «το κοινοτικό δίκαιο δεν περιορίζει την ελευθερία κάθε κράτους μέλους να δημιουργήσει ένα σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας για ορισμένα προϊόντα, ακόμη και ομοειδή υπό την έννοια του άρθρου 90, πρώτο εδάφιο, ΕΚ». Ωστόσο, τέτοιες διαφοροποιήσεις είναι συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο «μόνον αν έχουν σκοπούς που και αυτοί είναι συμβατοί με τις επιταγές της Συνθήκης και του παράγωγου δικαίου και αν ο τρόπος εφαρμογής τους είναι τέτοιος ώστε να αποφεύγεται κάθε μορφή άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως εις βάρος των εισαγωγών με προέλευση άλλα κράτη μέλη ή κάθε άλλη μορφή προστασίας μιας ανταγωνίστριας εγχώριας παραγωγής». Όσον αφορά την απαλλαγή από τον ΦΑΥ, είναι προφανές ότι η διαφορετική αντιμετώπιση των εισαγόμενων αδρανών υλικών δεν συνάδει με τις απαιτήσεις περί διαφοροποίησης που καθορίζει το Δικαστήριο.

(97)

Η κατευθυντήρια αρχή στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου συνίσταται στο ότι οι αρχές της Συνθήκης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να υλοποιούνται οι στόχοι τους. Στο άρθρο 110 της Συνθήκης προβλέπονται ειδικές διατάξεις σχετικά με τη διεθνή φορολογία οι οποίες απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν εσωτερικούς φόρους που εισάγουν διακρίσεις. Κατά συνέπεια, για να θεωρηθεί έγκυρο ένα φορολογικό μέτρο, το οποίο συνιστά ενίσχυση, η Επιτροπή πρέπει να βεβαιωθεί, κατά πρώτον, ότι το εν λόγω μέτρο δεν παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 110 της Συνθήκης και, κατά δεύτερον, ότι πληροί όλες τις συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 107 και 108 (26). Δεν συντρέχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι ένα μέτρο ενίσχυσης που τίθεται σε εφαρμογή υπό τη μορφή φοροαπαλλαγής μόνο σε συγκεκριμένη περιοχή κράτους μέλους πρέπει να αποτελεί εξαίρεση από την εν λόγω ερμηνεία.

(98)

Εντούτοις, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, με επιστολή της 1ης Απριλίου 2014, δεσμεύθηκε να λάβει διορθωτικά μέτρα για να άρει το ασυμβίβαστο της απαλλαγής από τον ΦΑΥ με το άρθρο 110 της Συνθήκης, μέσω της επιστροφής των ποσών που εισπράχθηκαν και δεν είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά βάσει των κριτηρίων που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 103. Στόχος του εν λόγω διορθωτικού μέτρου είναι να διευκολύνει την αγορά αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία από άλλα κράτη μέλη, καθώς και να παράσχει τη δυνατότητα υπαγωγής των προϊόντων, για τα οποία καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου ο ΦΑΥ κατά την περίοδο ισχύος 2004-2010 του καθεστώτος απαλλαγής από τον ΦΑΥ, στο καθεστώς πίστωσης της τάξης του 80 % του φόρου επί των αδρανών υλικών, το οποίο ήταν διαθέσιμο στους φορείς εκμετάλλευσης λατομείων της Βόρειας Ιρλανδίας που δικαιούνταν απαλλαγή από τον ΦΑΥ. Η θέσπιση του προτεινόμενου καθεστώτος αποσκοπεί στην αντιμετώπιση τυχόν ανισοτήτων που ενδέχεται να προέκυψαν.

(99)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την αδυναμία, την οποία προέβαλε ως επιχείρημα το Ηνωμένο Βασίλειο σε επιστολή του της 17ης Σεπτεμβρίου 2012, προσδιορισμού των λατομείων της αλλοδαπής που πραγματοποίησαν πωλήσεις αδρανών υλικών που υπόκειντο σε ΦΑΥ και τα οποία εισήχθησαν και χρησιμοποιήθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία. Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι οι επιχειρήσεις που κατέβαλαν ουσιαστικά τον ΦΑΥ δεν ήταν λατομεία της αλλοδαπής, αλλά οι εισαγωγείς που εγγράφηκαν ως υπόχρεοι για την καταβολή του φόρου. Κατά συνέπεια, φαίνεται ενδεδειγμένο και συνεπές με την πάγια πρακτική της Επιτροπής (27), οι επιχειρήσεις οι οποίες κατέβαλαν ουσιαστικά τον φόρο και επέφεραν τη φορολόγηση των αδρανών υλικών να είναι αυτές που δικαιούνται την επιστροφή. Το προτεινόμενο αναδρομικό καθεστώς εξασφαλίζει σε οποιονδήποτε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι είχε καταβάλει στην HMRC τον πλήρη ΦΑΥ επί αγορών αδρανών υλικών, τα οποία εισήχθησαν στη Βόρεια Ιρλανδία από άλλα κράτη μέλη κατά την περίοδο μεταξύ της 1ης Απριλίου 2004 και της 30ής Νοεμβρίου 2010 («η σχετική περίοδος»), και ότι πληρούσε συγκεκριμένα περιβαλλοντικά κριτήρια και καθορισμένες προϋποθέσεις, το δικαίωμα να απαιτήσει πίστωση της τάξης του 80 % επί του καταβληθέντος φόρου.

(100)

Δεδομένου ότι στο πλαίσιο του αναδρομικού καθεστώτος πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο μηχανισμός επιστροφής φόρου αφορά μόνον τις εισαγωγές αδρανών υλικών από λατομεία τα οποία τηρούν τα ίδια περιβαλλοντικά πρότυπα με τα λατομεία της Βόρειας Ιρλανδίας που ήταν επιλέξιμα για την εν λόγω φοροαπαλλαγή, το Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να μεριμνήσει για την εφαρμογή μηχανισμού ελέγχου. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, προκειμένου το αναδρομικό καθεστώς να είναι ουσιαστικά εφαρμοστέο και όχι αδικαιολόγητα επαχθές, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα ελέγξει εάν τα λατομεία της αλλοδαπής τηρούσαν τα ίδια ακριβώς πρότυπα που επιβάλλονταν στα λατομεία της Βόρειας Ιρλανδίας, διότι στην πραγματικότητα δεν είχαν κανένα απολύτως κίνητρο να το πράττουν, αλλά εάν τηρούσαν, τουλάχιστον, τα περιβαλλοντικά πρότυπα που προβλέπονταν εκείνη τη χρονική περίοδο από τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία που είχε μεταφερθεί στις αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος της Βόρειας Ιρλανδίας θα επιβεβαιώσει τα περιβαλλοντικά πρότυπα κάθε δυνητικού αιτούντος και θα θέσει σε ισχύ ετήσια περίοδο εγγραφής, αρχής γενομένης από την ημερομηνία δημοσίευσης του νομοσχεδίου περί της αναδρομικής φοροαπαλλαγής στο Ηνωμένο Βασίλειο.

(101)

Προκειμένου να δικαιούται τη φοροαπαλλαγή, ο αιτών θα πρέπει να υποδείξει το λατομείο εκτός των συνόρων του Ηνωμένου Βασιλείου από το οποίο προήλθαν τα αδρανή υλικά και να υποβάλει στο Υπουργείο Περιβάλλοντος της Βόρειας Ιρλανδίας αίτηση χορήγησης πιστοποιητικού στο οποίο να βεβαιώνεται ότι το λατομείο συμμορφωνόταν κατά την περίοδο εκείνη με περιβαλλοντικά πρότυπα σύμφωνα προς την ενωσιακή νομοθεσία. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος θα προβεί στη συνέχεια σε διαβούλευση με τις αρχές άλλων κρατών μελών, ούτως ώστε να επιβεβαιωθούν τα εφαρμοστέα πρότυπα και η συμμόρφωση με αυτά. Εφόσον το αποτέλεσμα της διαβούλευσης είναι θετικό, το Υπουργείο Περιβάλλοντος θα εκδώσει κατόπιν πιστοποιητικό συμμόρφωσης, το οποίο θα πρέπει να τεθεί στη διάθεση της HMRC (28) προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η υπηρεσία έχει στην κατοχή της τις απαραίτητες πληροφορίες για την περαιτέρω εξέταση των αιτήσεων επιστροφής φόρου. Για αιτήσεις σχετικά με το ίδιο λατομείο θα ισχύει το ίδιο πιστοποιητικό.

(102)

Οι αιτήσεις για επιστροφή φόρου θα πρέπει να περιέχουν τις εξής έγγραφες αποδείξεις: ότι τα αδρανή υλικά αγοράστηκαν από λατομείο άλλου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου· ότι το λατομείο έχει λάβει πιστοποίηση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος· ότι έχει καταβληθεί εξ ολοκλήρου ο ΦΑΥ· και ότι δεν έχει υποβληθεί αίτηση χορήγησης απαλλαγής για άλλους λόγους. Οι αποδείξεις αγοράς θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν κατάλληλα εμπορικά έγγραφα, στα οποία να εμφαίνεται η ημερομηνία συναλλαγής και η προέλευση των αδρανών υλικών. Η ταυτότητα οφειλής του φόρου επί των αδρανών υλικών του εγγεγραμμένου φορολογούμενου θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο του γεγονότος ότι καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου ο ΦΑΥ και ότι δεν έχει υποβληθεί άλλη αίτηση φοροαπαλλαγής. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονται στα αρχεία των φορολογουμένων, δεδομένου ότι στις αρχές υποβάλλεται μόνο το συνολικό ποσό του οφειλόμενου φόρου επί των φορολογητέων αδρανών υλικών που αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης. Η Επιτροπή αναγνωρίζει τις δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι δυνητικοί αιτούντες κατά την υποβολή αυτών των δικαιολογητικών εγγράφων λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από τη θέσπιση του καθεστώτος απαλλαγής από τον ΦΑΥ (29). Επισημαίνει, ωστόσο, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο απαιτεί μόνον εύλογα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι διαθέσιμα για την αναδρομική απαλλαγή, δεδομένου ότι δεν τηρούνται δημόσια αρχεία που να περιέχουν όλες αυτές τις πληροφορίες.

(103)

Το διορθωτικό μέτρο με αναδρομική ισχύ που προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσιάζει τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά:

α)

Θα δημοσιοποιηθεί ευρέως, μεταξύ άλλων μέσω καταχωρίσεων στον εθνικό Τύπο της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Δεδομένου ότι ως σημείο φορολόγησης για τον φόρο επί αδρανών υλικών που προέρχονται από εγκαταστάσεις εκτός των συνόρων του Ηνωμένου Βασιλείου λογίζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία τα αδρανή υλικά καθίστανται αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, δηλαδή υπόκεινται σε συμφωνία προμήθειας στο Ηνωμένο Βασίλειο, χρησιμοποιούνται για κατασκευαστικούς σκοπούς ή αναμειγνύονται με οποιοδήποτε άλλο υλικό εκτός από νερό, οι δυνητικές επιλέξιμες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια βάσει των στοιχείων εγγραφής στο μητρώο του φόρου επί των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία. Κατά συνέπεια, η δημοσιοποίηση του αναδρομικού καθεστώτος θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, επιστολές προς κάθε εγγεγραμμένη επιχείρηση στο μητρώο του φόρου επί των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε προσώπου είχε ενδεχομένως εγγραφεί στο εν λόγω μητρώο κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, αλλά έχει διαγραφεί έκτοτε από αυτό.

β)

Η αναδρομική φοροαπαλλαγή θα θεσμοθετηθεί στο πλαίσιο του αμέσως επόμενου εφικτού φορολογικού νομοσχεδίου μετά την έκδοση της απόφασης από την Επιτροπή. Το Ηνωμένο Βασίλειο ενημέρωσε την Επιτροπή ότι οι εργασίες σχετικά με το σχέδιο νομοθετικής πράξης ξεκίνησαν ήδη από την Απρίλιο του 2014, και έχει ήδη παράσχει στην Επιτροπή ένα δείγμα του εντύπου για την επιστροφή του ΦΑΥ. Προβλέπεται ότι το αναδρομικό καθεστώς θα μπορέσει να τεθεί σε ισχύ τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 2015.

γ)

Θα προβλέπει περίοδο διάρκειας ενός έτους για την εγγραφή στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, αρχής γενομένης από τη χρονική στιγμή δημοσίευσης του νομοσχεδίου, εξασφαλίζοντας επαρκή χρόνο στο Υπουργείο Περιβάλλοντος για τη διεξαγωγή έρευνας όσον αφορά τα σχετικά λατομεία.

δ)

Η συνολική διάρκεια ισχύος του καθεστώτος ορίζεται σε τέσσερα έτη από την ημερομηνία έγκρισης της νομοθεσίας (δηλαδή κατόπιν της βασιλικής έγκρισης του φορολογικού νομοσχεδίου).

ε)

Δεν θα υπόκειται σε περιορισμούς ως προς το ύψος του επιστρεφόμενου ποσού.

στ)

Θα συμπεριλαμβάνει την καταβολή τόκων στο πλαίσιο της αναδρομικής επιστροφής του φόρου. Το επιτόκιο θα υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (30).

ζ)

Θα διασφαλίζει τη διεκπεραίωση των πληρωμών το ταχύτερο δυνατόν (το ακριβές χρονικό διάστημα θα εξαρτάται από τον χρόνο που χρειάζονται οι αρχές άλλων κρατών μελών για να ελέγξουν τις περιβαλλοντικές πιστοποιήσεις των λατομείων από τα οποία εισήχθησαν τα αδρανή υλικά στη Βόρεια Ιρλανδία).

(104)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεσμεύτηκε να θεσπίσει κατάλληλη νομοθετική πράξη για την άρση τυχόν διακρίσεων που εισήχθησαν ενδεχομένως κατά το παρελθόν.

5.2.3   Αξιολόγηση βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις

(105)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 56, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την αξιολόγηση της απαλλαγής από τον ΦΑΥ βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, λόγω αμφιβολιών που διατηρούσε ως προς το άρθρο 110 της Συνθήκης. Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα θεσπίσει κατάλληλη νομοθετική πράξη για την άρση τυχόν διακρίσεων που απορρέουν από την εφαρμογή του μέτρου, η Επιτροπή είναι πλέον σε θέση να συναγάγει το συμπέρασμα ότι το εν λόγω μέτρο είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

(106)

Η Επιτροπή σημειώνει τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η BAA όσον αφορά την αξιολόγηση του μέτρου στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, καθώς και τις αντίστοιχες παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν έχουν προβληθεί νέα επιχειρήματα τα οποία δεν είχε ήδη λάβει υπόψη και ότι δεν συντρέχουν λόγοι για την τροποποίηση της αξιολόγησης που περιλαμβάνεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

5.2.4   Αξιολόγηση βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις

(107)

Στο πλαίσιο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή προέβη σε αξιολόγηση του συμβιβάσιμου του μέτρου με την εσωτερική αγορά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις. Η αξιολόγηση της Επιτροπής ήταν θετική ως προς όλες τις παραμέτρους, εκτός από τη συμμόρφωση προς το σημείο 158 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, δηλαδή όσον αφορά τα κριτήρια αναγκαιότητας, βάσει των οποίων έπρεπε η ουσιαστική αύξηση του κόστους παραγωγής που συνεπάγεται ο ΦΑΥ να μην είναι δυνατόν να μετακυλιστεί στους καταναλωτές χωρίς σημαντική μείωση των πωλήσεων για τους δικαιούχους της απαλλαγής από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία.

(108)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε λάβει δεόντως υπόψη τις επιπτώσεις του γεγονότος ότι οι παραγωγοί μεταποιημένων προϊόντων από αδρανή υλικά ουδέποτε κατέβαλαν εξ ολοκλήρου τον ΦΑΥ επί των αυξημένων μέσων τιμών στη Βόρεια Ιρλανδία σε σύγκριση με τις αυξήσεις των τιμών που σημειώθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία το 2001 και το 2002, μετά τη θέσπιση του ΦΑΥ. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πλέον υποβάλει εκτίμηση των επιπτώσεων των εν λόγω μεταποιημένων προϊόντων και τα αντίστοιχα στοιχεία καταδεικνύουν ότι, πράγματι, το επίπεδο της αύξησης των τιμών συντείνει προς την αδυναμία μετακύλισης του κόστους του φόρου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 46).

(109)

Επιπλέον, όσον αφορά την απόδειξη της μείωσης των πωλήσεων, η Επιτροπή επισήμανε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με την εξέλιξη των αγορών αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία μετά το 2002. Τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν παρουσίαζαν αύξηση της παραγωγής από το 2004 έως το 2007. Όπως επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 47 έως 49, διαβιβάστηκαν στοιχεία από αντιπροσωπευτικό δείγμα των παραγωγών αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία, συμπεριλαμβανομένων των τάσεων της παραγωγής. Ωστόσο, οι τάσεις αυτές είναι παρόμοιες με τις τάσεις που παρατηρήθηκαν στον κατασκευαστικό κλάδο και επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική ύφεση που ξεκίνησε το 2008 και δεν είναι επομένως τα πλέον κατάλληλα ώστε να αποδειχθεί η μείωση των πωλήσεων λόγω της θέσπισης του ΦΑΥ.

(110)

Η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι δεν είχαν προσκομιστεί στοιχεία προς επίρρωση του ισχυρισμού ότι η αύξηση του κόστους είχε αντίκτυπο στον κύκλο εργασιών των φορέων εκμετάλλευσης και ότι μείωσε τα κέρδη τους. Παρά τις μείζονες δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη συγκέντρωση των σχετικών στοιχείων, το Ηνωμένο Βασίλειο προσκόμισε όντως στοιχεία προς επίρρωση του εν λόγω ισχυρισμού, όπως αναφέρεται στα τμήματα 2.3.4 έως 2.3.7. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν τον υψηλό ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και τα μικρά περιθώρια αύξησης των τιμών που έχουν στη διάθεσή τους λόγω της μεγαλύτερης προσφοράς πλήρως υποκαταστάσιμων προϊόντων, της έλλειψης κάθετης ολοκλήρωσης της αγοράς και του μεγάλου αριθμού παραγωγών με μικρά μερίδια αγοράς (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 40).

(111)

Η Επιτροπή επισήμανε επίσης στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι τα στοιχεία σχετικά με την ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή ήταν ενδεικτικά του γεγονότος ότι η ζήτηση είναι ανελαστική. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρείχε επεξηγήσεις ότι τα αντίστοιχα στοιχεία αναφέρονταν σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο και δεν μπορούσαν να αφορούν μόνο τη Βόρεια Ιρλανδία. Η Επιτροπή κάνει δεκτές τις διευκρινίσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ότι δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί η ελαστικότητα της τιμής ειδικά για την αγορά της Βόρειας Ιρλανδίας.

(112)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μετά τις παρατηρήσεις της BAA σύμφωνα με τις οποίες τα οικονομικά στοιχεία που διαβίβασε το Ηνωμένο Βασίλειο, και που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 23 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, είναι αβάσιμα και ενδεχομένως παραπλανητικά, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε περαιτέρω, αναλυτικότερα στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 27) όσον αφορά τις τιμές των αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η εφαρμογή του πλήρους φορολογικού συντελεστή θα αντιστοιχούσε, πράγματι, σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό της τιμής πώλησης σε μια ήδη συμπιεσμένη αγορά.

(113)

Η Επιτροπή διερεύνησε περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους ο ΦΑΥ μπορούσε να μετακυλιστεί στους καταναλωτές στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά όχι στη Βόρεια Ιρλανδία. Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή αποδέχεται την αξιολόγηση που διεξήγαγε το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 40 και επιβεβαιώθηκε από τη Βρετανική Επιτροπή Ανταγωνισμού στην έκθεσή της σχετικά με τα αδρανή υλικά (31), σύμφωνα με την οποία η αγορά αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας αποτελεί διαφορετική γεωγραφική αγορά από αυτήν της Μεγάλης Βρετανίας και ότι ενδέχεται οι παραγωγοί αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία να διαθέτουν μικρότερο περιθώριο ελιγμών για τη μετακύλιση ολόκληρου του φόρου στους πελάτες τους.

(114)

Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι, προφανώς, τα περιθώρια αύξησης των τιμών στη Βόρεια Ιρλανδία περιορίζονται επίσης σε μεγάλο βαθμό από το υψηλότερο κόστος παραγωγής με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι οι παραγωγοί σε πολλές περιοχές. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξε ότι τα στοιχεία που υπέβαλαν τέσσερις από τις πέντε κορυφαίες επιχειρήσεις του κλάδου αποκάλυψαν ότι τα περιθώρια κέρδους είναι ήδη υπερβολικά στενά, με συνέπεια πολλά λατομεία να παρουσιάζουν ζημιογόνο δραστηριότητα επί σειρά ετών, εξαιτίας επίσης του υψηλότερου κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος και της έκδοσης αδειών εκμετάλλευσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 25).

(115)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, παρότι δεν κατανέμονται ανά έτος και ανά κατηγορία αδρανών υλικών, τα στοιχεία που διαβίβασε το Ηνωμένο Βασίλειο και παρατίθενται στο τμήμα 2.3.6 καταδεικνύουν πράγματι ότι η βιομηχανία αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία βρέθηκε αντιμέτωπη με σημαντικό εμπορικό άνοιγμα, το οποίο ήταν εν γένει υψηλότερο του 10 %, αγγίζοντας ακόμη και ποσοστό της τάξης του 24,25 %. Όπως τονίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω των μη δηλωμένων εισαγωγών από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, το εμπορικό άνοιγμα θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι πολύ μεγαλύτερο. Σύμφωνα με προηγούμενη πρακτική της (32), η Επιτροπή θεώρησε ότι εμπορικό άνοιγμα άνω του 10 % συνιστούσε ήδη απειλή για την ανταγωνιστικότητα του αντίστοιχου κλάδου. Επιπλέον, η Επιτροπή αναγνώρισε το γεγονός ότι το υψηλό εμπορικό άνοιγμα, σε συνδυασμό με μικρά μερίδια αγοράς, καθιστά αδύνατη τη μετακύλιση σημαντικού πρόσθετου κόστους στους καταναλωτές (33) χωρίς απώλεια όγκου των πωλήσεων.

(116)

Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο, ότι τα στοιχεία σχετικά με την άσφαλτο και την άμμο δεν χαρακτηρίζονται από την τάση αυτή και παρουσιάζουν πολύ μικρότερο εμπορικό άνοιγμα. Πλην όμως, η άμμος και η άσφαλτος δεν ακολουθούν τις ίδιες τάσεις με τα υπόλοιπα παρθένα ή μεταποιημένα αδρανή υλικά. Γενικώς, τα αριθμητικά στοιχεία καταδεικνύουν μείωση των εισαγωγών και των εξαγωγών. Ωστόσο, προκύπτει ότι οι εισαγωγές άμμου και ασφάλτου έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία έτη. Η εξέλιξη αυτή έχει, ασφαλώς, αντίκτυπο στον υπολογισμό του εμπορικού ανοίγματος. Είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι τα εισαγόμενα μεταποιημένα αδρανή υλικά ουδέποτε υπόκειντο στον ΦΑΥ, και αυτό σημαίνει ότι, μετά την αναστολή της απαλλαγής από τον ΦΑΥ, όταν δηλαδή και η άσφαλτος από τη Βόρεια Ιρλανδία υπάχθηκε στον πλήρη συντελεστή ΦΑΥ, η εισαγόμενη άσφαλτος κατέστη αυτομάτως πολύ φθηνότερη. Ως εκ τούτου, η τάση στις εισαγωγές θα μπορούσε να έχει επηρεαστεί από τη διαφορά των τιμών.

(117)

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αγορά αδρανών υλικών για όλες τις κατηγορίες των παρθένων αδρανών υλικών αποτελεί ενιαία αγορά προϊόντων. Αυτό οφείλεται στη δυνατότητα πλήρους υποκατάστασης των διαφόρων ακατέργαστων αδρανών υλικών και επιβεβαιώνεται από τη Βρετανική Επιτροπή Ανταγωνισμού στην έκθεση (34) που κατάρτισε το 2012, όταν προέβη σε αξιολόγηση των αγορών αδρανών υλικών (παρθένα αδρανή υλικά), τσιμέντου και έτοιμου σκυροδέματος χωρίς να προβεί σε διαχωρισμό της αγοράς αδρανών υλικών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι τα διαφορετικά επίπεδα εμπορικού ανοίγματος για την άμμο και την άσφαλτο, σε σύγκριση με τις άλλες κατηγορίες αδρανών υλικών, είναι άνευ αντικειμένου για την αξιολόγησή της, διότι, πρώτον, η άμμος και η άσφαλτος λαμβάνονται από κοινού υπόψη, παρότι διοχετεύονται σε διαφορετικές αγορές προϊόντων, καθώς η άμμος ανήκει στην πρώτη κατηγορία αδρανών υλικών θραυστών πετρωμάτων και η άσφαλτος αποτελεί μεταποιημένο αδρανές υλικό, και, δεύτερον, τα αριθμητικά στοιχεία επηρεάζονται από τις τάσεις των εισαγωγών, πιθανώς όσον αφορά την άσφαλτο.

(118)

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αποδείξει πλέον ότι η σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω του ΦΑΥ δεν θα μπορούσε να μετακυλιστεί χωρίς σημαντική μείωση των πωλήσεων και ότι πληρούται ο όρος του συμβιβάσιμου που προβλέπεται στο σημείο 158 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

(119)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορεί να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα όσον αφορά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου του μέτρου με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

6.   ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ

(120)

Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 40 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε θέσει παρανόμως σε εφαρμογή την τροποποιημένη απαλλαγή από τον ΦΑΥ στη Βόρεια Ιρλανδία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Ωστόσο, λόγω των υποχρεώσεων εφαρμογής αναδρομικού διορθωτικού μέτρου που δεσμεύθηκε να αναλάβει το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι η τροποποιημένη απαλλαγή από τον ΦΑΥ συνάδει με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 και του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η τροποποιημένη απαλλαγή από τον φόρο επί των αδρανών υλικών που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την περίοδο μεταξύ της 1ης Απριλίου 2004 και της 30ής Νοεμβρίου 2010 είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2.

Άρθρο 2

1.   Για την άρση της διάκρισης που εισήχθη εις βάρος των επιχειρήσεων οι οποίες εισήγαγαν αδρανή υλικά στη Βόρεια Ιρλανδία και κατέβαλαν εξ ολοκλήρου τον φόρο επί των αδρανών υλικών χωρίς να έχουν δικαίωμα υπαγωγής στο καθεστώς τροποποιημένης απαλλαγής από τον εν λόγω φόρο που εφαρμοζόταν στη Βόρεια Ιρλανδία, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θα θέσουν σε εφαρμογή μηχανισμό για την αναδρομική επιστροφή του 80 % του φόρου που εισπράχθηκε εξ ολοκλήρου από τους εισαγωγείς αδρανών υλικών στη Βόρεια Ιρλανδία κατά την περίοδο μεταξύ της 1ης Απριλίου 2004 και της 30ής Νοεμβρίου 2010.

2.   Στο πλαίσιο του μηχανισμού επιστροφής φόρου θα προβλεφθεί περίοδος εγγραφής στο Υπουργείο Περιβάλλοντος της Βόρειας Ιρλανδίας διάρκειας ενός έτους, αρχής γενομένης από την ημερομηνία δημοσίευσης του σχετικού νομοσχεδίου. Ο μηχανισμός επιστροφής θα εφαρμοστεί επί τέσσερα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του.

3.   Η επιστροφή του φόρου θα θεσμοθετηθεί στο πλαίσιο του αμέσως επόμενου εφικτού φορολογικού νομοσχεδίου μετά την έκδοση της παρούσας απόφασης.

4.   Ο μηχανισμός επιστροφής φόρου δεν θα υπόκειται σε περιορισμούς ως προς το ύψος του ποσού και θα περιλαμβάνει την καταβολή τόκων με επιτόκιο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

5.   Το Ηνωμένο Βασίλειο θα δημοσιοποιήσει ευρέως τον μηχανισμό επιστροφής φόρου, μεταξύ άλλων μέσω καταχωρίσεων στον εθνικό Τύπο της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.

Άρθρο 3

Το Ηνωμένο Βασίλειο θα ενημερώσει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση.

Θα υποβάλλει στην Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τη διαδικασία επιστροφής φόρου που αναφέρεται στο άρθρο 2, αρχής γενομένης από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης έως και τη λήξη της τετραετούς περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

Βρυξέλλες, 04 Αυγούστου 2014.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 245 της 24.8.2011, σ. 10, με διορθωτικό στην ΕΕ C 328 της 11.11.2011, σ. 11.

(2)  Πρόκειται για τη σταδιακή επιβολή του φόρου επί των αδρανών υλικών.

(3)  ΕΕ C 133 της 5.6.2002, σ. 11.

(4)  ΕΕ C 81 της 2.4.2005, σ. 4.

(5)  Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 στην υπόθεση T-359/04, British Aggregates και λοιπών κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II-04227.

(6)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(7)  Ο ΦΑΥ εφαρμόζεται σε εισαγόμενα ακατέργαστα αδρανή υλικά, αλλά όχι σε αδρανή υλικά που περιέχονται σε εισαγόμενα μεταποιημένα προϊόντα.

(8)  Στις 2 Απριλίου 2008, δηλαδή την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις, ο συντελεστής του ΦΑΥ ανερχόταν σε 1,95 GBP/ανά τόνο.

(9)  ΕΕ C 37 της 3.2.2001, σ. 3.

(10)  Τα αδρανή υλικά που εξορύσσονταν στη Βόρεια Ιρλανδία και μεταφέρονταν προς οποιονδήποτε προορισμό στη Μεγάλη Βρετανία ήταν υποκείμενα στον ΦΑΥ με πλήρη συντελεστή φορολόγησης. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση των αδρανών υλικών που εξορύσσονταν στη Βόρεια Ιρλανδία και χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων που μεταφέρονταν στη Μεγάλη Βρετανία. Με τον τρόπο αυτό διασφαλιζόταν ότι τα αδρανή υλικά και τα μεταποιημένα προϊόντα που προέρχονταν από τη Βόρεια Ιρλανδία δεν ευνοούνταν από ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά της Μεγάλης Βρετανίας.

(11)  Τα ανωτέρω στοιχεία διαβιβάστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο για τους σκοπούς της αξιολόγησης του μέτρου βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2008 για τις περιβαλλοντικές ενισχύσεις. Δήλωση του 2009 του Υπουργείου Επιχειρήσεων, Εμπορίου και Επενδύσεων της Βόρειας Ιρλανδίας σχετικά με τα ορυκτά (DETI Minerals Statement 2009).

(12)  Το κόστος διανομής εξαρτάται από τις αποστάσεις μεταφοράς, και το κόστος μεταφοράς κυμαίνεται μεταξύ 0,15-0,20 GBP ανά τόνο και ανά μίλι, με παράδοση των αδρανών υλικών εντός περιμέτρου 10 έως 15 μιλίων, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.

(13)  Στοιχεία για τη Βόρεια Ιρλανδία από την ετήσια επιθεώρηση για τα ορυκτά με τίτλο «Annual Minerals Survey» του Υπουργείου Επιχειρήσεων, Εμπορίου και Επενδύσεων της Βόρειας Ιρλανδίας και στοιχεία για τη Μεγάλη Βρετανία από στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της ετήσιας επιθεώρησης ορυκτών με τίτλο «Annual Minerals Raised Survey».

(14)  Επιχειρηματικό απόρρητο.

(15)  Μεταξύ των λόγων για τους οποίους η Βρετανική Επιτροπή Ανταγωνισμού παρέπεμψε τον Αύγουστο του 2011 στην Επιτροπή Ανταγωνισμού τις αγορές αδρανών υλικών, τσιμέντου και σκυροδέματος περιλαμβάνονταν η συγκέντρωση μικρού αριθμού μεγάλων εταιρειών και η κάθετη ολοκλήρωση των δραστηριοτήτων τους. Στο πλαίσιο της ίδιας παραπομπής, η Βρετανική Επιτροπή Ανταγωνισμού διαχωρίζει την αγορά της Βόρειας Ιρλανδίας από την ευρύτερη αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω των χαρακτηριστικών της. Επιπλέον, η Βρετανική Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι η αγορά αδρανών υλικών της Βόρειας Ιρλανδίας δεν προκαλεί τις ίδιες ανησυχίες ως προς τον ανταγωνισμό με την ευρύτερη αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου.

(16)  Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται κυρίως σε αριθμητικά στοιχεία της έκθεσης της Grant Thornton με τίτλο «InterTradeIreland», η οποία δημοσιεύτηκε το 2012, και παρέχουν μελλοντικές και αναδρομικές προβλέψεις, ανάλογα με τις ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές της συνολικής παραγωγής του κατασκευαστικού κλάδου στη Βόρεια Ιρλανδία. Τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία εξετάστηκαν από βασικούς φορείς του κλάδου οι οποίοι τα χαρακτήρισαν ως εύλογες εκτιμήσεις.

(17)  Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξε ότι η εισαγωγή προϊόντων ασφάλτου και άμμου παρουσίασε κατακόρυφη αύξηση κατά τα έτη 2011-2012, μετά την αναστολή του ΦΑΥ το 2010. Εντούτοις, λόγω των κανόνων περί δημοσιοποίησης πληροφοριών της Υπηρεσίας Δημόσιων Εσόδων και Τελωνειακών Δασμών του Ηνωμένου Βασιλείου (HMRC), είναι δύσκολο να απομονωθεί το ποσοστό της αύξησης που οφείλεται στην άμμο και το ποσοστό της αύξησης που οφείλεται στα μεταποιημένα προϊόντα ασφάλτου. Ωστόσο, είναι πιθανόν μεγάλο ποσοστό της αύξησης αυτής να οφείλεται στην εισαγωγή μεταποιημένων προϊόντων ασφάλτου από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Παρότι η άμμος εξακολουθούσε να υπόκειται στον ΦΑΥ κατά τη χρονική στιγμή εισαγωγής της στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα μεταποιημένα προϊόντα ασφάλτου δεν θα μπορούσαν και, επομένως, δεν ήταν δυνατόν να επωφεληθούν από χαμηλότερο κόστος παραγωγής και να είναι πιο ανταγωνιστικά στην ίδια αγορά της Βόρειας Ιρλανδίας από ό,τι η τοπική άσφαλτος.

(18)  Ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22).

(19)  Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές του 2008 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1).

(20)  Βλέπε http://webarchive.nationalarchives.gov.uk/20140402142426/http://www.oft.gov.uk/OFTwork/markets-work/aggregates/ (προσπελάστηκε στις 18 Ιουλίου 2014).

(21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 108 της Συνθήκης] (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(22)  Υπόθεση C-199/06, Centre d'exportation du livre français (CELF) και Ministre de la Culture et de la Communication κατά Société internationale de diffusion et d'édition (SIDE), Συλλογή 2008, σ. I-00469, σκέψη 63.

(23)  Υπόθεση C-1/09, Centre d'exportation du livre français (CELF) και Ministre de la Culture et de la Communication κατά Société internationale de diffusion et d'édition (SIDE), Συλλογή 2010, σ. I-02099, σκέψη 45. Βλέπε επίσης υπόθεση T-116/01, P & O European Ferries (Vizcaya), SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-02957, σκέψη 205.

(24)  Βλέπε υπόθεση C-221/06, Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten GmbH κατά Bundesminister für Land- und Forstwirtschaft, Umwelt und Wasserwirtschaft, Συλλογή 2007, σ. I-09643, σκέψεις 56 έως 73.

(25)  Βλέπε υποσημείωση 22.

(26)  E. Szyszczak, Research Handbook on European State Aid Law (Εγχειρίδιο έρευνας σε θέματα ευρωπαϊκού δικαίου περί κρατικών ενισχύσεων), Edward Elgar Publishing Limited, Ηνωμένο Βασίλειο, 2011, σ. 287.

(27)  Υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C-43/02 (πρώην NN 75/01) — Λουξεμβούργο, υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C-7/05 — Σλοβενία, υπόθεση κρατικών ενισχύσεων NN 162/A/2003 και N 317/A/2006 — Αυστρία, υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C-4/09 (πρώην N 679/97) — Γαλλία.

(28)  Η HMRC ήταν η αρμόδια υπηρεσία για την επιβολή του φόρου και τη χορήγηση της φοροαπαλλαγής.

(29)  Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται κατά κανόνα να τηρούν φορολογικά στοιχεία έξι ετών για τους σκοπούς του φόρου επί των αδρανών υλικών.

(30)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(31)  Aggregates — The OFT's reason for making a market investigation reference to the Competition Commission from January 2012.

(32)  Υπόθεση κρατικής ενίσχυσης N 327/08 — Δανία, αιτιολογική σκέψη 64.

(33)  Ό.π. υποσημείωση 30, αιτιολογική σκέψη 66.

(34)  Βλέπε υποσημείωση 28.


25.9.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 250/38


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1584 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 1ης Οκτωβρίου 2014

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.23098 (C 37/07) (πρώην NN 36/07) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Società di Gestione dell'Aeroporto di Alghero So.Ge.A.AL SpA και διαφόρων αερομεταφορέων που λειτουργούν στον αερολιμένα του Alghero

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 6838]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις (1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ

(1)

Στις 22 Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή έλαβε καταγγελία του ιταλικού αερομεταφορέα Air One SpA («Air One»), στην οποία υποστηρίζεται ότι οι φορείς διαχείρισης διαφόρων ιταλικών αερολιμένων είχαν χορηγήσει παράνομη ενίσχυση στη Ryanair Ltd. («Ryanair») μέσω διαφόρων συμφωνιών περί συνθηκών λειτουργίας στους αερολιμένες. Επρόκειτο, ειδικότερα, για τους αερολιμένες του Alghero, της Pescara και της Ρώμης, τους οποίους διαχειρίζονται αντιστοίχως οι εταιρείες Società di Gestione dell'Aeroporto di Alghero So.Ge.A.AL SpA («So.Ge.A.AL»), SAGA SpA και Aeroporti di Roma SpA, καθώς και για τους αερολιμένες της Pisa, του Treviso και του Bergamo («Orio al Serio»).

(2)

Με την από 11 Ιουνίου 2004 επιστολή της, η Air One ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει θέση όσον αφορά την καταγγελία την οποία υπέβαλε η Air One σύμφωνα με το άρθρο 265 της Συνθήκης και κατέθεσε προσφυγή κατά παραλείψεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. (2)

(3)

Με την από 9 Ιουλίου 2004 επιστολή της, η Επιτροπή διαβίβασε στην Ιταλία τη μη εμπιστευτική έκδοση του κειμένου της καταγγελίας. Αφού η Επιτροπή συμφώνησε να παρατείνει την προθεσμία, η Ιταλία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την καταγγελία με τις·από 5 Οκτωβρίου 2004 και 5 Νοεμβρίου 2004 επιστολές της.

(4)

Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες με την από 14 Μαρτίου 2005 επιστολή της. Αφού η Επιτροπή συμφώνησε να παρατείνει την προθεσμία, η Ιταλία υπέβαλε τις πληροφορίες που της ζητήθηκαν με την από 17 Ιουνίου 2005 επιστολή της. Με την από 30 Ιουνίου 2005 επιστολή της, η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή περαιτέρω πληροφορίες.

(5)

Με την από 21 Νοεμβρίου 2005 επιστολή της, η Air One ζήτησε από την Επιτροπή να επεκτείνει την έρευνά της ώστε να συμπεριληφθούν και οι αερολιμένες του Μπάρι και του Brindisi. Με επιστολή της 18ης Μαΐου 2006, η Air One ζήτησε επισήμως από την Επιτροπή να λάβει θέση δυνάμει του άρθρου 265 της Συνθήκης. Η Επιτροπή απάντησε με την από 14 Ιουλίου 2006 επιστολή της.

(6)

Με τις από 26 Οκτωβρίου 2006 και 10 Ιανουαρίου 2007 επιστολές της, η Air One περιόρισε τις αντιρρήσεις της σχετικά με τις υποτιθέμενες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει των συμφωνιών που συνομολογήθηκαν μεταξύ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα Alghero (So.Ge.A.AL) και της Ryanair. Στις 12 Φεβρουαρίου 2007, η Air One ζήτησε από την Επιτροπή να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 265 της Συνθήκης.

(7)

Με τις από 27 Ιουνίου 2006 και 30 Νοεμβρίου 2006 επιστολές της, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία περαιτέρω πληροφορίες. Η Ιταλία ανταποκρίθηκε εν μέρει στο αίτημα αυτό με την από 17 Ιανουαρίου 2007 επιστολή της. Με την από 19 Φεβρουαρίου 2007 επιστολή της, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία συμπληρωματικές πληροφορίες. Η Ιταλία απάντησε στο εν λόγω αίτημα με τις από 16 Μαρτίου 2007 και 26 Μαρτίου 2007 επιστολές της.

(8)

Αφού εξέτασε τα στοιχεία που υπέβαλε η Ιταλία, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, να κινήσει τη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης (εφεξής «η απόφαση του 2007»). Η απόφαση του 2007 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα υπό εξέταση μέτρα.

(9)

Με τις από 15 Οκτωβρίου 2007 και 22 Οκτωβρίου 2007 επιστολές της, η Ιταλία ζήτησε από την Επιτροπή να παρατείνει την προθεσμία υποβολής των παρατηρήσεών της σχετικά με την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην απόφαση του 2007. Η Επιτροπή συμφώνησε να παραταθεί η προθεσμία, με την από 23 Οκτωβρίου 2007 επιστολή της. Η Ιταλία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση του 2007 στις 14 Νοεμβρίου 2007.

(10)

Στις 12 Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή δημοσίευσε διορθωτικό στην απόφαση του 2007 (4).

(11)

Στις 18 Φεβρουαρίου 2008, η Ryanair υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την εκτίμηση που περιλαμβανόταν στην απόφαση του 2007. Την ίδια ημερομηνία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της και η So.Ge.A.AL., η οποία υπέβαλε και συμπληρωματικές παρατηρήσεις με την από 16 Ιουνίου 2008 επιστολή της. Στις 20 Φεβρουαρίου 2008, η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της Περιφέρειας της Σαρδηνίας («RAS»).

(12)

Οι παρατηρήσεις της Ryanair και της So.Ge.A.AL διαβιβάστηκαν στην Ιταλία με την από 28 Φεβρουαρίου 2008 επιστολή της.

(13)

Με την από 20 Ιουνίου 2008 επιστολή της, η Air One απέστειλε συμπλήρωμα της αρχικής καταγγελίας της, το οποίο και διαβιβάστηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2008 από την Επιτροπή στην Ιταλία προκειμένου η τελευταία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Με την από 15 Ιανουαρίου 2009 επιστολή τους, οι ιταλικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του κειμένου της Air One. Η Επιτροπή έκανε δεκτό το αίτημα για την παράταση της προθεσμίας με την από 20 Ιανουαρίου 2009 επιστολή της. Η Ιταλία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή στις 13 Φεβρουαρίου 2009.

(14)

Την 1η Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή ήλθε σε επαφή με την Ecorys Netherlands BV («Ecorys») για τη διενέργεια οικονομικής αποτίμησης σε σχέση με διάφορες εν εξελίξει έρευνες για υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας που αφορούσε τον αερολιμένα του Alghero. Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, η συμπεριφορά του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα So.Ge.A.AL και των τοπικών αρχών σε σχέση με τις συμφωνίες που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και των αερομεταφορέων και τον βαθμό στον οποίο οι ρυθμίσεις με τους αερομεταφορείς που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα του Alghero συνάδουν με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς («ΑΙΕΟΑ»). Η Ecorys υπέβαλε την τελική της έκθεση στις 30 Μαρτίου 2011 («η έκθεση Ecorys»).

(15)

Με την από 5 Μαρτίου 2010 επιστολή της, η Ryanair υπέβαλε στην Επιτροπή πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το σύνολο των εν εξελίξει ερευνών για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούσαν τη Ryanair, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η έρευνα αναφορικά με τον αερολιμένα του Alghero.

(16)

Στις 30 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιταλία αίτημα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών. Με την ίδια επιστολή, η Επιτροπή διαβίβασε στην Ιταλία την αγγλική έκδοση της έκθεσης Ecorys.

(17)

Στις 8 Απριλίου 2011, η Επιτροπή απέστειλε στη Ryanair αίτημα παροχής πληροφοριών. Η Ryanair απάντησε στο εν λόγω αίτημα με την από 22 Ιουλίου 2011 επιστολή της.

(18)

Με τις από 23 Μαΐου 2011 και 30 Μαΐου 2011 επιστολές της, η Ιταλία ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των πληροφοριών που είχε ζητήσει η Επιτροπή στις 30 Μαρτίου 2011. Με την ίδια επιστολή, η Ιταλία ζήτησε τη μετάφραση της αγγλικής έκδοσης της έκθεσης Ecorys στην ιταλική γλώσσα. Την 1η Ιουνίου 2011 η Ιταλία επιβεβαίωσε το αίτημα μετάφρασης. Την 1η Αυγούστου 2011 η Επιτροπή απέστειλε στην Ιταλία τη μετάφραση της έκθεσης Ecorys στην ιταλική γλώσσα.

(19)

Με τις από 31 Αυγούστου 2011 και 9 Σεπτεμβρίου 2011 επιστολές της, η Ιταλία (τόσο η RAS όσο και το ιταλικό Υπουργείο Μεταφορών) ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 2011 για παροχή πληροφοριών.

(20)

Με την από 19 Οκτωβρίου 2011 επιστολή της, η Επιτροπή διαβίβασε στην Ιταλία την απάντηση της Ryanair της 22ας Ιουλίου 2011. Με την από 16 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της, η Ιταλία ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των παρατηρήσεών της. Με την ίδια επιστολή, η Ιταλία ζήτησε την ιταλική μετάφραση της έκθεσης αξιολόγησης σχετικά με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς (η «έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2011») που επισυνάπτεται στην απάντηση της Ryanair. Η Επιτροπή έκανε δεκτό το αίτημα για παράταση της προθεσμίας με την από 17 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της. Στις 23 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή διαβίβασε στην Ιταλία την ιταλική έκδοση της έκθεσης ΑΙΕΟΑ του 2011. Στις 15 Φεβρουαρίου 2012, η Ιταλία υπέβαλε τα σχόλιά της σχετικά με τις παρατηρήσεις της Ryanair, κυρίως όσον αφορά την έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2011.

(21)

Στις 17 Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή απηύθυνε στη Ryanair αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με μια σειρά εν εξελίξει ερευνών για κρατικές ενισχύσεις, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας που αφορούσε τον αερολιμένα του Alghero. Η Ryanair απάντησε στο εν λόγω αίτημα με την από 16 Απριλίου 2012 επιστολή της.

(22)

Στις 27 Ιουνίου 2012, η Επιτροπή επέκτεινε την επίσημη διαδικασία έρευνας ούτως ώστε να συμπεριληφθούν τα επιπρόσθετα μέτρα που είχε λάβει η Ιταλία τα οποία δεν αποτελούσαν αντικείμενο της καταγγελίας της Air One («η απόφαση του 2012») (5). Η απόφαση του 2012 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα υπό εξέταση μέτρα.

(23)

Η Ιταλία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση του 2012 στις 31 Αυγούστου 2012, 3 Οκτωβρίου 2012, 19 Οκτωβρίου 2012, 22 Οκτωβρίου 2012 και 20 Φεβρουαρίου 2013. Η Επιτροπή έλαβε σχετικές παρατηρήσεις εκ μέρους τεσσάρων ενδιαφερομένων: της So.Ge.A.AL, της Ryanair, της Airport Marketing Services Ltd. («AMS») και της Unioncamere. Η Ryanair συμπεριέλαβε στις παρατηρήσεις της την επικαιροποιημένη έκθεση σχετικά με την αρχή του ΙΕΟΑ («η έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2013»). Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων στην Ιταλία, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις σχολιάσει και έλαβε τις παρατηρήσεις της με από 6 Σεπτεμβρίου 2013 και 13 Νοεμβρίου 2013 επιστολές της.

(24)

Παρελήφθησαν διάφορες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τη Ryanair στις 20 Δεκεμβρίου 2013, καθώς και στις 17, 24 και 31 Ιανουαρίου 2014. Η Επιτροπή διαβίβασε στην Ιταλία όλες τις παρατηρήσεις σχετικά με τον αερολιμένα του Alghero στις 9 Ιανουαρίου 2014 και στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Στις 24 Φεβρουαρίου 2014, η Ιταλία ζήτησε τη μετάφραση των παρατηρήσεων της Ryanair στην ιταλική γλώσσα, η οποία και της διαβιβάστηκε με την από 5 Φεβρουαρίου 2014 επιστολή της Επιτροπής της. Με την από 8 Απριλίου 2014 επιστολή της, η Επιτροπή διαβίβασε στην Ιταλία, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, την ιταλική έκδοση των παρατηρήσεων της Ryanair.

(25)

Με την από 23 Δεκεμβρίου 2013 επιστολή της, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας. Κατόπιν παράτασης της προθεσμίας που είχε οριστεί αρχικά, η Ιταλία ανταποκρίθηκε εν μέρει στο αίτημα της Επιτροπής στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Στις 4 Μαρτίου 2014, υπενθυμίστηκε στην Ιταλία η υποχρέωσή της να υποβάλει ολοκληρωμένη απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που της έθεσε η Επιτροπή με την την από 23 Δεκεμβρίου 2013 επιστολή της. Η Ιταλία υπέβαλε τις πληροφορίες που της ζητήθηκαν με την από 25 Μαρτίου 2014 επιστολή της.

(26)

Στις 14 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλία και τους ενδιαφερομένους της διαδικασίας ότι οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες («οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές») (6) εκδόθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου 2014 και κάλεσε την Ιταλία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός 20 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές. Η Ιταλία δεν απάντησε στην επιστολή της Επιτροπής της 14ης Μαρτίου 2014.

(27)

Με την από 21 Μαρτίου 2014 επιστολή της, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία πρόσθετες πληροφορίες. Κατόπιν παράτασης της προθεσμίας που είχε οριστεί αρχικά, η Ιταλία υπέβαλε τις πληροφορίες που της ζητήθηκαν στις 25 Απριλίου 2014 και στις 8 Μαΐου 2014.

(28)

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 4 Απριλίου 2014. Αντικατέστησαν τις κατευθύνσεις του 2005 για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες («οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές») (7).

(29)

Στις 15 Απριλίου 2014, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση με την οποία τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνταν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές στην εξεταζόμενη υπόθεση εντός προθεσμίας ενός μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης. Η So.Ge.A.AL υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 8 Μαΐου 2014. Οι παρατηρήσεις της So.Ge.A.AL διαβιβάστηκαν στην Ιταλία στις 22 Μαΐου 2014.

(30)

Με την από 26 Μαΐου 2014 επιστολή της, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία περαιτέρω πληροφορίες. Η Ιταλία υπέβαλε τις πληροφορίες που της ζητήθηκαν στις 10 Ιουνίου 2014, 28 Ιουλίου 2014, 20 και 27 Αυγούστου 2014, 1 και 19 Σεπτεμβρίου 2014.

(31)

Με την από 11 Σεπτεμβρίου 2014 επιστολή της, η Ιταλία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι δέχεται κατ' εξαίρεση την έκδοση της παρούσας απόφασης μόνο στην αγγλική γλώσσα.

2.   ΓΕΝΙΚΈΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΟΝ ΑΕΡΟΛΙΜΈΝΑ ΤΟΥ ALGHERO

(32)

Ο αερολιμένας του Alghero βρίσκεται στα βορειοδυτικά της ιταλικής νήσου της Σαρδηνίας. Ο αερολιμένας του Alghero είχε κατασκευαστεί αρχικά ως στρατιωτικός αερολιμένας και άρχισε να εξυπηρετεί την πολιτική αεροπορία το 1974. Οι αερολιμενικές υποδομές και εγκαταστάσεις ανήκουν στην κυριότητα του κράτους μέσω της Ente Nazionale Aviazione Civile («ENAC»), η οποία είναι η Εθνική Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας της Ιταλίας.

(33)

Όσον αφορά την απόσταση μεταξύ του αερολιμένα του Alghero και των άλλων αερολιμένων της Σαρδηνίας, ο αερολιμένας του Alghero απέχει 128 km από τον αερολιμένα Olbia, 133 km από τον αερολιμένα Oristano, 225 km από τον αερολιμένα Tortolì-Arbatax και 235 km από τον αερολιμένα Cagliari (8). Κατά την άποψη της Ιταλίας, λόγω της γεωγραφικής θέσης του αερολιμένα του Alghero και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του δικτύου μεταφορών (οδικές και σιδηροδρομικές μεταφορές), κανένας από τους εν λόγω γειτονικούς αερολιμένες δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη λειτουργία του αερολιμένα του Alghero.

(34)

Η επιβατική κίνηση του αερολιμένα αυξήθηκε από 663 570 επιβάτες το 2000 σε περισσότερους από 1 εκατ. επιβάτες το 2005 και σχεδόν σε 1,6 εκατ. επιβάτες το 2013.

Πίνακας 1

Επιβατική κίνηση στον αερολιμένα του Alghero

Έτος

Επιβάτες

2000

663 570

2001

680 854

2002

803 763

2003

887 127

2004

997 674

2005

1 078 671

2006

1 069 595

2007

1 299 047

2008

1 379 791

2009

1 506 080

2010

1 387 287

2011

1 513 245

2012

1 512 954

2013

1 563 020

(35)

Η Ryanair αποτελεί την κύρια αεροπορική εταιρεία που χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο αερολιμένα από το 2000. Ωστόσο, στον αερολιμένα δραστηριοποιούνται από το 2000 και άλλες αεροπορικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και άλλοι αερομεταφορείς χαμηλού κόστους (Germanwings, Air Italy, Air Dolomiti, Air Vallée, Meridiana, Alpi Eagles, bmibaby, easyJet, Air One, Volare, Alitalia) (9).

(36)

Στον αερολιμένα του Alghero, τα τέλη που επιβάλλονται στις αεροπορικές εταιρείες καθορίζονται συνήθως βάσει δημοσιευμένης κλίμακας υπολογισμού των αερολιμενικών τελών, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: τέλος απογείωσης και προσγείωσης, τέλος επιβατών, τέλος ασφαλείας, τέλος ελέγχου ασφαλείας παραδιδόμενων αποσκευών και τέλος υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης.

3.   ΔΙΑΧΕΊΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΈΝΑ ΤΟΥ ALGHERO

3.1.   So.Ge.A.AL

(37)

Η So.Ge.A.AL συστάθηκε το 1994 ως φορέας διαχείρισης του αερολιμένα του Alghero. Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας ανερχόταν σε 200 εκατ. ITL (103 291,4 ευρώ), εξ ολοκλήρου καλυφθέν από τοπικούς δημόσιους φορείς. Το μεγαλύτερο ποσοστό του κεφαλαίου κατείχε η RAS [άμεσα ή έμμεσα μέσω της Società Finanziaria Industriale Regione Sardegna — SFIRS S.p.A («SFIRS»)]. Η SFIRS συστάθηκε ως εταιρεία επενδύσεων της RAS (10).

(38)

Παρότι η σύνθεση του κεφαλαίου της So.Ge.A.AL διαφοροποιήθηκε με την πάροδο των ετών, η εταιρεία ανήκει από το 1994 εξ ολοκλήρου στην κυριότητα δημόσιων φορέων: του Εμπορικού Επιμελητηρίου Sassari, της επαρχίας Sassari, του δήμου Sassari, του δήμου Alghero, της RAS και της SFIRS S.p.A.

(39)

Το 2010 οι μετοχές της So.Ge.A.AL ανήκαν κατά 80,20 % στη RAS και κατά 19,80 % στη SFIRS.

3.2.   Η ΣΎΜΒΑΣΗ ΠΑΡΑΧΏΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΊΡΙΣΗΣ

(40)

Στις 28 Μαΐου 2007 η So.Ge.A.AL υπέγραψε με την ENAC σύμβαση τεσσαρακονταετούς «ολικής» παραχώρησης της διαχείρισης (11) του αερολιμένα του Alghero («η σύμβαση») (12). Πριν από το 2007, ο αερολιμένας του Alghero τελούσε υπό τη διαχείριση της So.Ge.A.AL βάσει σύμβασης «προσωρινής» παραχώρησης της διαχείρισης, η οποία της είχε ανατεθεί στις 11 Φεβρουαρίου 1999.

(41)

Στην Ιταλία, οι συμβάσεις παραχώρησης για τη διαχείριση των αερολιμένων ανατίθενται από την ENAC βάσει αξιολόγησης της βιωσιμότητας επιχειρηματικού σχεδίου, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο δράσης, επενδυτικό σχέδιο και οικονομικό-χρηματοδοτικό σχέδιο. Στο σχέδιο δράσης, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα περιγράφει συνοπτικά τις στρατηγικές οικονομικού προγραμματισμού του, καθώς και την οργανωτική δομή. Το επενδυτικό σχέδιο περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των σχεδιαζόμενων δράσεων και της τεχνικής, οικονομικής και διοικητικής τους σκοπιμότητας. Στο οικονομικό-χρηματοδοτικό σχέδιο παρουσιάζεται η οικονομική-χρηματοδοτική ισορροπία της διαχείρισης του αερολιμένα.

(42)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 της σύμβασης, τα έσοδα της So.Ge.A.AL συνίστανται στα εξής:

α)

τέλη χρηστών των αερολιμένων κατ' εφαρμογή του ιταλικού νόμου αριθ. 324 της 5ης Μαΐου 1976 και των μεταγενέστερων τροποποιήσεών του·

β)

τέλη φόρτωσης και εκφόρτωσης των εμπορευμάτων που μεταφέρονται αεροπορικώς κατ' εφαρμογή του ιταλικού νόμου αριθ. 117 της 16ης Απριλίου 1974·

γ)

τέλη παραχώρησης για τις υπηρεσίες αεροπορικής ασφαλείας που καθορίζονται σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο αριθ. 248/2005 και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του·

δ)

έσοδα που προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από τη λειτουργία του αερολιμένα, καθώς και από τη χρήση αερολιμενικών χώρων και εγκαταστάσεων από τρίτους, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος αριθ. 18/1999.

(43)

Οι φορείς διαχείρισης των αερολιμένων πρέπει να καταβάλλουν στην ENAC για το δικαίωμα διαχείρισης του αερολιμένα ετήσιο τέλος παραχώρησης, του οποίου το ύψος και οι σχετικές διαδικασίες καθορίζονται από τη σχετική ισχύουσα νομοθεσία (για λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τον καθορισμό των τελών παραχώρησης, βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 155 έως 157).

(44)

Βάσει του άρθρου 12 της σύμβασης, κάθε έτος, αρχής γενομένης από το έτος ανάθεσης της σύμβασης παραχώρησης, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα πρέπει να υποβάλλει στην ENAC έκθεση σχετικά με την πορεία υλοποίησης του σχεδίου δράσης. Επιπλέον, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα πρέπει να υποβάλλει προς έγκριση στην ENAC, και το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη ισχύος κάθε τετραετούς περιόδου παραχώρησης, το επιχειρηματικό σχέδιο (συμπεριλαμβανομένου του επενδυτικού σχεδίου και του σχεδίου δράσης) για την επόμενη τετραετή περίοδο. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα προς τις εν λόγω υποχρεώσεις, προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων.

(45)

Σύμφωνα με το άρθρο 14α της σύμβασης, η παραχώρηση ανακαλείται και η σύμβαση καταγγέλλεται νομίμως στις ακόλουθες περιπτώσεις: i) μη εφαρμογή, εντός των προκαθορισμένων προθεσμιών, των μέτρων που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 44· ii) καθυστέρηση πέραν των δώδεκα μηνών στην καταβολή του τέλους παραχώρησης από τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα· iii) πτώχευση ή iv) μη επίτευξη οικονομικής-χρηματοδοτικής ισορροπίας έως τη λήξη της πρώτης τετραετούς περιόδου.

3.3.   Η ΑΡΜΟΔΙΌΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΊΟΥ

(46)

Με επιστολή της 18ης Φεβρουαρίου 2014, η Ιταλία ισχυρίστηκε ότι η So.Ge.A.AL δεν ασκεί δραστηριότητες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας του Δημοσίου. (13)

(47)

Η So.Ge.A.AL σκόπευε, ωστόσο, να καταστήσει διαθέσιμους τους χώρους του αερολιμένα για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών από το κράτος, κατά την άσκηση των εξουσιών του ως δημόσιας αρχής, και να επωμιστεί τις δαπάνες συντήρησης και διαχείρισης των συγκεκριμένων χώρων.

(48)

Με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2014 (14) η Ιταλία αναθεώρησε τη θέση της και ισχυρίστηκε ότι οι δαπάνες τις οποίες ανέλαβε στο πλαίσιο της διαχείρισης των εν λόγω αερολιμενικών χώρων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου. Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, η Ιταλία υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν νομικές διατάξεις που να επιβάλλουν αυστηρά τις εν λόγω δαπάνες στους φορείς διαχείρισης των αερολιμένων. Ειδικότερα, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα δεσμεύεται να θέτει στη διάθεση της ENAC και άλλων δημόσιων φορέων (της αστυνομίας εναέριων συνόρων, της τελωνειακής αρχής, της υπηρεσίας οικονομικού ελέγχου, της ναυτικής, αεροπορικής και διασυνοριακής υγειονομικής υπηρεσίας, του ιταλικού Ερυθρού Σταυρού, της πυροσβεστικής υπηρεσίας και της αστυνομίας) ορισμένους αερολιμενικούς χώρους και να αναλάβει τις αντίστοιχες δαπάνες διαχείρισης και συντήρησης (15). Η υποχρέωση των φορέων διαχείρισης αερολιμένων να καθιστούν διαθέσιμες στους δημόσιους φορείς τις αερολιμενικές εγκαταστάσεις και να αναλαμβάνουν το αντίστοιχο κόστος προβλεπόταν στη σύμβαση-πλαίσιο για την ανάθεση της διαχείρισης των ιταλικών αερολιμένων που αναφερόταν στην εγκύκλιο αριθ. 12479 του ιταλικού Υπουργείου Μεταφορών και Ναυσιπλοΐας, της 20ής Οκτωβρίου 1999, η οποία εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του υπουργικού διατάγματος αριθ. 521 του 1997. Οι σχετικές διατάξεις μεταφέρθηκαν στη σύμβαση, η οποία προβλέπει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) την υποχρέωση του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα να ασκεί τις δραστηριότητες που απαιτούνται για τη στήριξη των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους και αφορούν τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και τις υγειονομικές υπηρεσίες, εντός των αερολιμενικών εγκαταστάσεων. Σύμφωνα με την Ιταλία, οι συνολικές λειτουργικές δαπάνες τις οποίες ανέλαβε η So.Ge.A.AL για τη συντήρηση των χώρων αυτών κατά την περίοδο 2000-2010 ανήλθαν σε 2 776 073 ευρώ (16).

(49)

Επιπλέον, η Ιταλία υποστήριξε ότι το ποσό των 1 284 133 ευρώ των συνολικών επενδυτικών δαπανών για τον νέο τερματικό σταθμό αντιστοιχεί στις δαπάνες κατασκευής των χώρων τους οποίους η So.Ge.A.AL δεσμεύεται να θέσει στη διάθεση των δημόσιων φορέων και, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζονται επίσης ως δαπάνες που προέκυψαν κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 86).

3.4.   ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ ΤΕΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ So.Ge.A.AL

(50)

Τα τέλη παραχώρησης (διαχείρισης και ασφάλειας) που κατέβαλε η So.Ge.A.AL στο διάστημα από το 2000 έως το 2010 παρουσιάζονται στον πίνακα 2 (17).

Πίνακας 2

Τέλη παραχώρησης που κατέβαλε η So.Ge.A.AL κατά την περίοδο 1998-2010 (σε ευρώ)

Περιγραφή

1998

1999

2000

2001

2002

2003

2004

Τέλος παραχώρησης της διαχείρισης που καταβλήθηκε στο υπουργείο

139 572

166 505

243 880

266 205

312 950

371 912

418 358

Τέλος παραχώρησης ασφαλείας

Σύνολο

139 572

166 505

243 880

266 205

312 950

371 912

418 358

Περιγραφή

2005

2006

2007

2008

2009

2010

Σύνολο

Τέλος παραχώρησης διαχείρισης

473 836

119 197

171 019

232 130

267 009

171 005

2 643 514

Τέλος παραχώρησης ασφαλείας

7 092

37 324

45 439

48 205

52 618

48 571

239 249

Σύνολο

480 928

156 539

216 458

280 335

319 627

219 575

2 882 763

3.5.   ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ So.Ge.A.AL

(51)

Κατά την περίοδο 2000-2010, τα οικονομικά αποτελέσματα της So.Ge.A.AL ήταν αρνητικά. Σύμφωνα με την Ιταλία, οι κακές επιδόσεις της εταιρείας οφείλονταν στην καθυστέρηση της ανάθεσης της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης για τη διαχείριση του αερολιμένα. Μετά την ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης, η οικονομική κρίση επέσυρε την απότομη πτώση του αριθμού των επιβατών, η οποία είχε αρνητικό αντίκτυπο στη δραστηριότητα του αερολιμένα.

(52)

Τον Αύγουστο του 2011 η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή έκθεση αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης του αερολιμένα του Alghero κατά την περίοδο 2000-2010 («η έκθεση Accuracy»). (18) Βάσει της έκθεσης Accuracy, τα ετήσια οικονομικά αποτελέσματα της So.Ge.A.AL είχαν ως εξής:

Πίνακας 3

Οικονομικά αποτελέσματα της So.Ge.A.AL 2000-2010 (σε χιλιάδες ευρώ)

Έτος

Αποτέλεσμα

2000

(32,2)

2001

(790,7)

2002

(47,3)

2003

(951,0)

2004

(2 981,7)

2005

(2 064,7)

2006

(1 108,2)

2007

(1 800,8)

2008

(4 577,3)

2009

(12 404,1)

2010

(1 847,2)

(53)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις της So.Ge.A.AL («Relazione sulla gestione del bilancio») για την περίοδο 2000–2010 (19).

(54)

Το 2001 η So.Ge.A.AL κατέγραψε ζημία ύψους 1 530 960 048 ITL. Αρνητικά ήταν και τα στοιχεία που παρουσίασε επίσης το 2002 και το 2003.

(55)

Η So.Ge.A.AL έκλεισε το έτος 2004 με ζημία 2 981 688 ευρώ και συνέχισε να καταγράφει ζημίες το 2005 και το 2006. Το 2007 παρουσίασε περαιτέρω ζημία 1 801 000 ευρώ, παρά το γεγονός ότι στις 3 Αυγούστου 2007 της ανατέθηκε η σύμβαση «ολικής» παραχώρησης για τη διαχείριση του αερολιμένα. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του 2007, οι οικονομικές επιδόσεις της So.Ge.A.AL επιδεινώθηκαν το 2007 λόγω απρόβλεπτων γεγονότων.

(56)

Η So.Ge.A.AL κατέγραψε ζημίες ύψους 4 577 000 ευρώ το 2008 και 12 404 126 το 2009.

(57)

Στην ετήσια έκθεσή της για το 2009, η So.Ge.A.AL επισήμανε ότι, βάσει της σύμβασης του 2007, έπρεπε να ισοσκελίσει τα κέρδη και τις ζημίες εντός τεσσάρων ετών από την ανάθεση της σύμβασης. Λόγω της δεινής οικονομικής της κατάστασης το 2009, η So.Ge.A.AL πρότεινε την κατάρτιση και την έγκριση επικαιροποιημένου επιχειρηματικού σχεδίου, το οποίο έκρινε αναγκαίο για τη μεγαλύτερη σύγκλιση των προβλέψεων με τις εξελίξεις της αγοράς. Υπό την έννοια αυτή, το επιχειρηματικό σχέδιο που εκπόνησε η Roland Berger (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 70) δεν θεωρήθηκε επαρκώς αξιόπιστο.

(58)

Το 2010 σημειώθηκε περαιτέρω ζημία ύψους 1 847 165 ευρώ. Σύμφωνα με αναφορές, τα στοιχεία σχετικά με την κίνηση συνέχισαν να παρουσιάζουν θετικό πρόσημο, ακόμη και στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε λόγω της κρίσης που προκάλεσε η ηφαιστειακή τέφρα, η οποία είχε ως συνέπεια την προσωρινή παύση λειτουργίας του ευρωπαϊκού εναέριου χώρου.

4.   ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΆ ΣΧΈΔΙΑ

(59)

Από το 1999 η So.Ge.A.AL έχει καταρτίσει διάφορα επιχειρηματικά σχέδια, τα οποία παρουσιάζονται συνοπτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 75.

4.1.   ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΌ ΣΧΈΔΙΟ ΤΟΥ 1999

(60)

Το επιχειρηματικό σχέδιο του 1999 καλύπτει την περίοδο 1999-2007 σε δύο διαδοχικές φάσεις:

α)

1999-2001: κατά την εν λόγω περίοδο, η So.Ge.A.AL σχεδίαζε την αύξηση του κεφαλαίου της, την έναρξη της ιδιωτικοποίησής της, την ανάθεση της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης, την υλοποίηση επενδύσεων σε αερολιμενικές υποδομές, την έναρξη εξυπηρέτησης νέων γραμμών τακτικών πτήσεων από δύο αεροπορικές εταιρείες, καθώς και την κατάρτιση σχεδίου μάρκετινγκ και εμπορικής ανάπτυξης·

β)

2002-2007: η περίοδος αυτή επρόκειτο να αφιερωθεί στην ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας βάσει των βελτιωμένων αερολιμενικών υποδομών.

(61)

Στο επιχειρηματικό σχέδιο λαμβανόταν υπόψη η ανάθεση της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης του 1999, μετά την αύξηση του κεφαλαίου της So.Ge.A.AL σε 6 δισεκατ. ITL.

(62)

Στο επιχειρηματικό σχέδιο προβλεπόταν η διαφοροποίηση των αεροπορικών συνδέσεων με την προσέλκυση δύο ταχέως αναπτυσσόμενων αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους ως καταλυτικού παράγοντα ανάπτυξης. Ένας αερομεταφορέας επρόκειτο να αναλάβει τις δραστηριότητες από τον αερολιμένα του Alghero στη γραμμή Alghero–Μιλάνο το 1999 και ένας άλλος την έναρξη νέας γραμμής Alghero–Λονδίνο το 2000, με την εκτέλεση τριών πτήσεων εβδομαδιαίως και την προσφορά μειωμένων τελών για το πρώτο έτος για λόγους προώθησης.

(63)

Σύμφωνα με τις προβλέψεις σχετικά με την επιβατική κίνηση, ο αριθμός των διακινούμενων επιβατών στον αερολιμένα του Alghero αναμενόταν να αυξηθεί σε 1 εκατ. επιβάτες το 2004 έως 1,1 εκατ. το 2007, χάρη στην έναρξη εκτέλεσης νέων δρομολογίων από τους δύο αερομεταφορείς που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 62, οι οποίοι βρίσκονταν, κατά τον χρόνο κατάρτισης του επιχειρηματικού σχεδίου, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών με τη So.Ge.A.AL.

4.2.   ΤΟ ΣΧΈΔΙΟ ROLAND BERGER

(64)

Το σχέδιο του 2004 που εκπόνησε για λογαριασμό της So.Ge.A.AL η εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Roland Berger («το σχέδιο Roland Berger») περιλάμβανε λεπτομερείς προβλέψεις για την περίοδο 2004-2008. Τα κυριότερα στοιχεία του εν λόγω επιχειρηματικού σχεδίου ήταν τα εξής:

α)

αύξηση της κίνησης των αερογραμμών χαμηλού κόστους από το 20 % στο 44 % της συνολικής κίνησης του αερολιμένα, που ανήλθε σε 620 000 επιβάτες το 2008·

β)

αύξηση των εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες από 2,2 ευρώ/επιβάτη σε 5 ευρώ/επιβάτη (20)·

γ)

αύξηση των εσόδων από αεροναυτικές δραστηριότητες από 6,8 ευρώ/επιβάτη το 2003 σε 7,47/7,75 ευρώ/επιβάτη το 2008·

δ)

επενδύσεις σε υποδομές και εξοπλισμό ύψους 42,6 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 41,3 εκατ. ευρώ επρόκειτο να καλυφθούν από τους πόρους δημόσιας χρηματοδότησης.

(65)

Προκειμένου να γίνει κατανοητός ο τρόπος λειτουργίας του αερολιμένα του Alghero έναντι της αγοράς, οι επιδόσεις του υποβλήθηκαν σε συγκριτική ανάλυση με τις επιδόσεις παρόμοιων αερολιμένων:

α)

σύμφωνα με τα αναφερόμενα στοιχεία, τα έσοδα από στους υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης και τα έσοδα από μη αεροναυτικές πηγές, στους η στάθμευση οχημάτων, οι ενοικιάσεις αυτοκινήτων, η ροή καυσίμου και οι συμβάσεις εμπορίου λιανικής πώλησης και εστίασης, ήταν χαμηλότερα από τον μέσο όρο του κλάδου· η δαπάνη ανά επιβάτη κυμαινόταν από το ήμισυ έως το ένα τρίτο στους καταγραφόμενης δαπάνης στους μικρούς αερολιμένες, και ήταν μικρότερη από το ένα πέμπτο στους αντίστοιχης δαπάνης στους μεγαλύτερους αερολιμένες·

β)

τα χαμηλά έσοδα επιβεβαιώθηκαν από τη δαπάνη ανά επιβάτη σε σύγκριση με την αντίστοιχη δαπάνη στον αερολιμένα της Απουλίας, ο οποίος παρουσίασε αρνητικό καθαρό αποτέλεσμα εκμετάλλευσης·

γ)

οι λειτουργικές δαπάνες εναρμονίζονταν, ωστόσο, με τα στοιχεία των ιταλικών αερολιμένων με τις καλύτερες επιδόσεις.

(66)

Οι προβλέψεις που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο Roland Berger παρουσίαζαν τα μελλοντικά λειτουργικά έσοδα και έξοδα του φορέα διαχείρισης τους αερολιμένα με βάση δύο σενάρια: την ανάπτυξη του αερολιμένα στο πλαίσιο ενός σεναρίου σύμβασης «προσωρινής» παραχώρησης έναντι ενός σεναρίου σύμβασης «ολικής» παραχώρησης. Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο, ο αερολιμένας αναμενόταν να συνεχίσει να καταγράφει ζημίες έως το 2008, ενώ σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, ο αερολιμένας θα ήταν σε θέση να ισοσκελίσει τα κέρδη και τις ζημίες ήδη από το 2005, χάρη στην προβλεπόμενη αύξηση των ετήσιων εσόδων κατά 7 % κατά μέσο όρο βάσει του σεναρίου σύμβασης «ολικής» παραχώρησης, έναντι του σεναρίου σύμβασης «προσωρινής» παραχώρησης (κυρίως λόγω των υψηλότερων εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες, καθώς αναμενόταν ότι η αποτελεσματικότερη διαφήμιση, η λειτουργία χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων και οι πωλήσεις καυσίμων θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση των εμπορικών εσόδων). Οι προβλέψεις για τα οικονομικά αποτελέσματα της αεροναυτικής δραστηριότητας ήταν αρνητικές ακόμη και στο σενάριο της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης.

(67)

Το σχέδιο Roland Berger παρουσίαζε μη αποδοτικά έσοδα από τις υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης, σε μεγάλο βαθμό λόγω της κίνησης των αερογραμμών χαμηλού κόστους. Οι υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης αναμενόταν ότι θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν ζημίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ακόμη και στο πλαίσιο του αισιόδοξου σεναρίου. Σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις, τα διαφυγόντα έσοδα από τις υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης της κίνησης των αερογραμμών χαμηλού κόστους επρόκειτο να ανέλθει το 2008 σε 3,2 εκατ. ευρώ.

(68)

Βάσει του σχεδίου Roland Berger, για την αντιστροφή της πτωτικής τάσης των προηγούμενων ετών και την επίτευξη του σημείου ισοσκέλισης κερδών-ζημιών, ο πρωταρχικός στόχος του αερολιμένα έπρεπε να είναι η αύξηση των εμπορικών εσόδων του έως το σημείο σύγκλισης της δαπάνης ανά επιβάτη με την αντίστοιχη δαπάνη σε συγκρίσιμους αερολιμένες (από 2,2 ευρώ σε 5 ευρώ ανά επιβάτη). Η κίνηση των αερογραμμών χαμηλού κόστους αναμενόταν να αποτελέσει την κύρια πηγή εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες για την περίοδο 2004-2008 και να μετριάσει τις ζημίες της αεροναυτικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η επιβατική κίνηση των αερογραμμών χαμηλού κόστους θα ανερχόταν το 2008 σε 620 000 επιβάτες.

(69)

Στο σχέδιο Roland Berger επισημαινόταν επίσης ότι η συνέχιση της διαχείρισης του αερολιμένα στο πλαίσιο σύμβασης «προσωρινής» παραχώρησης θα απαιτούσε ενδεχομένως την ανακεφαλαιοποίηση της So.Ge.A.AL για την κάλυψη των λειτουργικών ζημιών.

(70)

Το σχέδιο Roland Berger επικαιροποιήθηκε δύο φορές, το 2007 και το 2008, ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στον κλάδο. Στις επικαιροποιήσεις του σχεδίου προτεινόταν η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την ανάπτυξη του αερολιμένα κατά την περίοδο 2008-2011, με την αύξηση τόσο των εσόδων από αεροναυτικές δραστηριότητες, ιδίως από την παροχή υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, όσο και των εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες.

4.3.   ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΌ ΣΧΈΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΆΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΎΜΒΑΣΗΣ ΠΑΡΑΧΏΡΗΣΗΣ

(71)

Το επιχειρηματικό σχέδιο της So.Ge.A.AL, το οποίο καταρτίστηκε ενόψει της ανάθεσης της σύμβασης ολικής παραχώρησης, εγκρίθηκε τον Σεπτέμβριο του 2005 και περιλάμβανε πρόβλεψη των εσόδων και των εξόδων για την τεσσαρακονταετή περίοδο ισχύος της σύμβασης παραχώρησης για τη διαχείριση του αερολιμένα, με την παραδοχή ότι η ανάθεση της εν λόγω σύμβασης παραχώρησης στην So.Ge.A.AL θα λάμβανε χώρα το 2006.

(72)

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ετήσιας κίνησης, ο αριθμός των επιβατών θα κατέγραφε κάθε χρόνο σταθερή αύξηση 4,5 % έως το 2010, 2,6 % από το 2011 έως το 2025 και 3,78 % κατά την περίοδο 2006-2025, με συνολικό όγκο επιβατικής κίνησης περίπου 2,8 εκατ. επιβατών προς το έτος 2045. Είχε προϋπολογιστεί ότι τα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες θα αυξηθούν από το ετήσιο ποσό των 2 929 000 ευρώ το 2006 σε 8 814 000 ευρώ το 2045. Ομοίως, τα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες αναμενόταν να αυξηθούν από το ποσό των 9 288 000 ευρώ το 2006 σε 29 587 000 ευρώ στο τέλος της τεσσαρακονταετούς περιόδου. Στις προβλέψεις περιλαμβανόταν η παραδοχή σχετικά με τη μείωση των εσόδων από αεροναυτικές δραστηριότητες κατά 20 % με την αύξηση της επιβατικής κίνησης του αερολιμένα στο ανώτατο όριο των 2 εκατ. επιβατών και τη συνακόλουθη είσοδο στην αγορά ενός επιπλέον παρόχου υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ για τις υπηρεσίες εδάφους στους αερολιμένες της Ευρώπης (21).

(73)

Κατά την περίοδο από το 2006 έως το 2045 προβλέπονταν κεφαλαιουχικές δαπάνες ύψους 143,3 εκατ. ευρώ. Στο σχέδιο περιλαμβανόταν λεπτομερές πρόγραμμα ετήσιων επενδύσεων κεφαλαίου κατά την περίοδο 2006-2045 και απαριθμούνταν οι πηγές χρηματοδότησης (από τον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα) για τις εν λόγω επενδύσεις.

4.4.   ΤΟ ΣΧΈΔΙΟ ΑΝΑΔΙΟΡΓΆΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΆΡΘΡΩΣΗΣ ΤΟΥ 2010

(74)

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης εγκρίθηκε από τη RAS τον Σεπτέμβριο του 2010. Στο σχέδιο περιλαμβανόταν ολοκληρωμένη ανάλυση της οικονομικής κατάστασης της So.Ge.A.AL για την περίοδο 2000-2010 και προβλεπόταν η επαναφορά της εταιρείας σε τροχιά βιωσιμότητας το 2012, λαμβανομένης επίσης υπόψη της προβλεπόμενης ανακεφαλαιοποίησης της εταιρείας για το 2010.

(75)

Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης και αναδιοργάνωσης του 2010, οι κακές επιδόσεις της So.Ge.A.AL έως το 2010 ήταν συνέπεια ανεπαρκούς διαχείρισης, αναποτελεσματικής δραστηριότητας στον τομέα παροχής υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, ελλείψεων στις υποδομές και μη ικανοποιητικών εσόδων από αεροναυτικές και μη αεροναυτικές δραστηριότητες.

5.   ΜΈΤΡΑ ΥΠΟΚΕΊΜΕΝΑ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ ΈΡΕΥΝΑΣ

(76)

Τα μέτρα που παρατίθενται κατωτέρω υπόκεινται στη διαδικασία έρευνας που κινήθηκε και επεκτάθηκε, αντιστοίχως, από τις αποφάσεις του 2007 και του 2012:

α)

Μέτρα υπέρ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα So.Ge.A.AL:

εισφορές κεφαλαίου από τη RAS και άλλους δημόσιους μετόχους·

εισφορές για «εξαρτήματα και έργα» από τη RAS·

χρηματοδότηση των αερολιμενικών υποδομών και εξοπλισμού από το κράτος.

β)

Δυνητικές ενισχύσεις στο πλαίσιο διαφόρων συμφωνιών που έχουν συναφθεί με αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα από το 2000.

5.1.   ΜΈΤΡΑ ΥΠΈΡ ΤΗΣ So.Ge.A.AL

5.1.1.   Μέτρο 1 — Εισφορές κεφαλαίου

(77)

Σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, οι φορείς διαχείρισης των αερολιμένων υποχρεούνται να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο κεφαλαίου ανάλογα με τον όγκο της επιβατικής κίνησης (22): για αερολιμένες με κίνηση μεταξύ 300 000 και 1 εκατ. επιβατών, το ελάχιστο απαιτούμενο κεφάλαιο είχε οριστεί στα 3 εκατ. ευρώ, ενώ για κίνηση μεταξύ 1 εκατ. και 2 εκατ. επιβατών, το κατώτατο όριο είχε οριστεί στα 7,5 εκατ. ευρώ. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ιταλία ισχυρίστηκε ότι οι εισφορές κεφαλαίου τις οποίες πραγματοποίησαν οι δημόσιοι μέτοχοι της So.Ge.A.AL αποσκοπούσαν πρωτίστως στην αποκατάσταση του κεφαλαίου της εταιρείας, το οποίο είχε μειωθεί λόγω των ζημιών, στο επίπεδο που επιβάλλει το εθνικό δίκαιο.

(78)

Βάσει των πληροφοριών που υπέβαλε η Ιταλία, κατά την περίοδο από το 2000 έως το 2010, οι δημόσιοι μέτοχοι της So.Ge.A.AL προέβησαν επανειλημμένως σε εισφορές νέου κεφαλαίου στην εταιρεία ως εξής (23):

Πίνακας 4

Πράξεις επί του κεφαλαίου της So.Ge.A.AL

Έτος

Περιγραφή

Συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της So.Ge.A.AL

Εισφορά κεφαλαίου

(σε ευρώ)

2003

Εισφορά για την αποκατάσταση του μειωμένου κεφαλαίου λόγω των ζημιών και την αύξηση του κεφαλαίου σε 7 754 000

9 Μαΐου 2003

5 198 000

2005

Εισφορά κεφαλαίου ύψους 3 933 372,17 ευρώ για την αποκατάσταση του μειωμένου κεφαλαίου λόγω των ζημιών

29 Απριλίου 2005

3 933 372,17

2007

Εισφορά κεφαλαίου ύψους 3 797 185 ευρώ για την αποκατάσταση του μειωμένου κεφαλαίου λόγω των ζημιών

31 Οκτωβρίου 2007

3 797 185

2009

Εισφορά κεφαλαίου ύψους 5 649 535 ευρώ για την αποκατάσταση του μειωμένου κεφαλαίου λόγω των ζημιών

26 Ιανουαρίου 2009

5 649 535

2010

Εισφορά κεφαλαίου ύψους 12 508 306 ευρώ για την αποκατάσταση του μειωμένου κεφαλαίου λόγω των ζημιών

21 Μαΐου 2010

12 508 306

5.1.2.   Μέτρο 2 — Χρηματοδότηση «εξαρτημάτων και έργων»

(79)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλε η Ιταλία, κατά την περίοδο από το 1998 έως το 2009, η So.Ge.A.AL έλαβε από τη RAS εισφορές για «εξαρτήματα και έργα», συνολικού ύψους 6 540 269 ευρώ.

(80)

Στις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση του 2012, η Ιταλία διευκρίνισε ότι τα μέτρα για «εξαρτήματα και έργα» αποσκοπούσαν κατά κύριο λόγο στην αναβάθμιση των αερολιμενικών υποδομών. Η Ιταλία επικαλέστηκε τον γενικό ορισμό των δημοσίων έργων («lavoro pubblico»), ο οποίος παρέχεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του ιταλικού νόμου αριθ. 109 της 11ης Φεβρουαρίου 1994 («Legge quadro in materia di lavori pubblici») (24), ήτοι των «δραστηριοτήτων κατασκευής, κατεδάφισης, αποκατάστασης, ανακαίνισης και συντήρησης των έργων και των εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιολογικής μηχανικής» (25). Η Ιταλία διευκρίνισε ότι η εν λόγω χρηματοδότηση χρησιμοποιήθηκε τελικά για τη χρηματοδότηση των έργων στον τερματικό σταθμό επιβατών, την αναβάθμιση των εξωτερικών οδικών συνδέσεων, την αναβάθμιση των χώρων στάθμευσης αεροσκαφών, καθώς και για τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία του αερολιμένα.

(81)

Βάσει των ανωτέρω διευκρινίσεων, στο πλαίσιο της εκτίμησης που περιλαμβάνεται στην παρούσα απόφαση, η Επιτροπή διενήργησε ανάλυση σχετικά με τη χρηματοδότηση για «εξαρτήματα και έργα» (μέτρο 2), μαζί με τις επιδοτήσεις για επενδύσεις σε υποδομές (μέτρο 3), ως σειρά μέτρων για τη χρηματοδότηση της δημιουργίας και της αναβάθμισης υποδομών και εξοπλισμού.

5.1.3.   Μέτρο 3 — Χρηματοδότηση αερολιμενικών υποδομών και εξοπλισμού

(82)

Στον πίνακα 5 παρουσιάζονται αναλυτικά οι επενδύσεις σε υποδομές που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο 2000-2010 και χρηματοδοτήθηκαν εν μέρει από δημόσιους πόρους (26).

Πίνακας 5

Επενδύσεις σε υποδομές 2000-2010

Επενδύσεις

Ημερομηνία ανάληψης της δεσμευτικής υποχρέωσης δημόσιας χρηματοδότησης

Επενδυτικό κόστος

(σε ευρώ)

Δημόσια χρηματοδότηση

(σε ευρώ)

Πηγή της δημόσιας χρηματοδότησης

Νέος χώρος αναχωρήσεων

1994

109 773,59

109 774

RAS

Αναδιάρθρωση του χώρου αφίξεων («Ristrutturazione zona arrivi»)

1996

1 442 990,23

1 350 812

RAS

Νέος τερματικός σταθμός

1997

17 325 483,05

15 012 344,72

ENAC

Αναβάθμιση του οδοστρώματος του διαδρόμου τροχοδρόμησης

1997

4 175 608,09

3 861 392

ENAC

Παράπλευρες ζώνες ασφαλείας

1998

429 894,54

417 102

RAS

ΣΥΝΟΛΟ

ά.α.

23 483 749,5

20 751 424,72

ENAC

Σύστημα ελέγχου αποσκευών με ακτίνες Χ

2003

208 782,99

191 082,99

ENAC

Αναδιάρθρωση του παλαιού τερματικού σταθμού επιβατών («Ristrutturazione vecchia aerostazione passeggeri»)

2003

2 406 862,57

1 623 967

ENAC

Αναβάθμιση του χώρου στάθμευσης αεροσκαφών

2003

7 499 177,02

6 905 599

ENAC

Αναβάθμιση του διαδρόμου τροχοδρόμησης

2003

7 287 065,75

6 755 162

ENAC

Αναβάθμιση του διαδρόμου προσγείωσης/απογείωσης

2003

6 702 055,64

6 323 883

ENAC

Σύστημα περιμετρικού ελέγχου

2003

6 073 054,61

5 951 919

ENAC

Αντιεκρηκτικός εξοπλισμός («Carrello antideflagrante»)

2004

76 001,29

76 000

ENAC

ΣΥΝΟΛΟ

ά.α.

53 736 749,37

48 579 036,23

ά.α.

(83)

Επιπροσθέτως, κατά την περίοδο 2000-2010, η RAS χορήγησε στη So.Ge.A.AL άμεσες επιχορηγήσεις για την αγορά εξοπλισμού (συσκευές εσωτερικής επικοινωνίας, λογισμικό, οχήματα κ.λπ.), συνολικού ποσού 4 680 281,44 ευρώ.

(84)

Σύμφωνα με την Ιταλία (27), ποσό ύψους 25 431 706,16 ευρώ από τη δημόσια χρηματοδότηση είχε δεσμευθεί νομίμως πριν από το 2000, ήτοι πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris (28). Ειδικότερα:

α)

κρατική χρηματοδότηση βάσει της απόφασης της διυπουργικής επιτροπής οικονομικού προγραμματισμού CIPE (29) της 29ης Αυγούστου 1997: η εν λόγω χρηματοδότηση χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του νέου τερματικού σταθμού επιβατών και για την αναβάθμιση του διαδρόμου τροχοδρόμησης·

β)

περιφερειακή χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στη So.Ge.A.AL βάσει της συμφωνίας-πλαισίου μεταξύ της RAS και του Υπουργείου Μεταφορών, της 5ης Αυγούστου 1996, των ιταλικών περιφερειακών νόμων αριθ. 2 της 29ης Ιανουαρίου 1994 και αριθ. 9 της 15ης Φεβρουαρίου 1996: η εν λόγω χρηματοδότηση διοχετεύθηκε για την αναδιάρθρωση του παλαιού τερματικού σταθμού και για την κατασκευή παράπλευρων ζωνών ασφαλείας. Επιπλέον, δυνάμει των προαναφερομένων περιφερειακών νόμων, η περιφερειακή χρηματοδότηση χορηγήθηκε στη So.Ge.A.AL για τη χρηματοδότηση εξοπλισμού.

(85)

Σύμφωνα με την άποψη της Ιταλίας, πριν από τη σύμβαση «ολικής» παραχώρησης το 2007, το κράτος διατηρούσε την ευθύνη για τις επενδύσεις σε υποδομές, ενώ ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα απλώς εκτελούσε τα έργα υποδομών που εγκρίνονταν από το κράτος.

(86)

Με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2014 (30) η Ιταλία υποστήριξε επίσης ότι, από το συνολικό κόστος της επένδυσης στον νέο τερματικό σταθμό, ποσό ύψους 1 284 133 ευρώ μπορεί να χαρακτηριστεί ως δαπάνες που προέκυψαν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου, διότι αντιστοιχούσαν στο κόστος κατασκευής των χώρων του τερματικού σταθμού τους οποίους η So.Ge.A.AL υποχρεούται να θέτει στη διάθεση δημόσιων φορέων (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 49).

5.2.   ΜΈΤΡΑ ΥΠΈΡ ΤΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΏΝ ΕΤΑΙΡΕΙΏΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΎΝ ΤΟΝ ΑΕΡΟΛΙΜΈΝΑ

(87)

Η έρευνα καλύπτει διάφορες συμφωνίες τις οποίες σύναψε η So.Ge.A.AL με διάφορες αεροπορικές εταιρείες που εκτελούν πτήσεις από τον αερολιμένα του Alghero και για τις οποίες η Επιτροπή έκρινε, στις αποφάσεις του 2007 και του 2012, ότι ενδέχεται να συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ των εν λόγω αεροπορικών εταιρειών.

(88)

Κατά την άποψη της Ιταλίας, οι συμφωνίες με τους αερομεταφορείς αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων εκ μέρους του γενικού διευθυντή της So.Ge.A.AL, ο οποίος υπέβαλε στο διοικητικό συμβούλιο έκθεση σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων και το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών. Το διοικητικό συμβούλιο της So.Ge.A.AL ενέκρινε τους όρους των συμφωνιών πριν από την υπογραφή τους. (31)

5.2.1.   Μέτρο 4 — Συμφωνίες που υπογράφηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair/AMS

(89)

Η Ryanair αποτελεί από το 2000 την κυριότερη αεροπορική εταιρεία που δραστηριοποιείται στον αερολιμένα του Alghero. Μεταξύ της Ryanair και της θυγατρικής της AMS, αφενός, και της So.Ge.A.AL, αφετέρου, έχουν υπογραφεί δύο είδη συμφωνιών.

i)   Συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών

(90)

Στις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών που υπογράφηκαν από το 2000 και μετά μεταξύ της Ryanair και της So.Ge.A.AL καθορίστηκαν οι όροι λειτουργίας της Ryanair στον αερολιμένα του Alghero, καθώς και το επίπεδο των καταβλητέων αερολιμενικών τελών από τη συγκεκριμένη αεροπορική εταιρεία. Η Ryanair δεσμεύθηκε να εκπληρώσει τους προκαθορισμένους στόχους περί πτήσεων/επιβατών έναντι αμοιβής αναλόγως του αποτελέσματος την οποία έπρεπε να καταβάλει η So.Ge.A.AL. Προβλέφθηκε δε η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση που οι στόχοι αυτοί δεν επιτυγχάνονταν πλήρως.

ii)   Συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ

(91)

Οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ αφορούν τη διαφήμιση του Alghero ως τόπου προορισμού στον επίσημο δικτυακό τόπο της Ryanair. Οι εν λόγω συμφωνίες είχαν υπογραφεί από το 2006 με την κατά 100 % θυγατρική εταιρεία της Ryanair, την AMS, και συνάφθηκαν τις ίδιες ημερομηνίες κατά τις οποίες η Ryanair υπέγραψε και τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών.

(92)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 109, η Επιτροπή συνοψίζει τις κυριότερες διατάξεις των συμφωνιών (των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών και των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ) που υπογράφηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair/AMS.

5.2.1.1.   Η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000 με τη Ryanair

(93)

Η πρώτη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών μεταξύ της Ryanair και της So.Ge.A.AL συνάφθηκε στις 22 Ιουνίου 2000 για χρονική περίοδο δέκα ετών.

(94)

Βάσει της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000, η Ryanair έπρεπε να εκτελεί ημερησίως τουλάχιστον μία πτήση μετ' επιστροφής μεταξύ Λονδίνου και Alghero και να καταβάλλει στη So.Ge.A.AL ποσό ύψους […] ITL (32) ανά άφιξη και αναχώρηση αεροσκάφους. Η Ryanair έπρεπε επίσης να υποβάλλει ετησίως σχέδιο πωλήσεων και μάρκετινγκ και να αναφέρει τα επιτευχθέντα αποτελέσματα κατά την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης γραμμής, καθώς και τις προοπτικές ανάπτυξης.

(95)

Η So.Ge.A.AL ανέλαβε τη δέσμευση να παρέχει στη Ryanair υπηρεσίες τερματικού σταθμού και επίγειας εξυπηρέτησης. Ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα έπρεπε «να καταβάλλει ή να πιστώνει» ετήσιο ποσό ισοδύναμο του ποσού που όφειλε να καταβάλλει η Ryanair για τα τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, με την επιβολή ανώτατου ορίου για το πρώτο έτος της συμφωνίας. Η So.Ge.A.AL δεσμεύθηκε επίσης να καταβάλλει ετησίως στη Ryanair ένα κατ' αποκοπήν ποσό, καθώς και ένα συμπληρωματικό ποσό σε περίπτωση προσθήκης δεύτερης πτήσης μετ' επιστροφής στα δρομολόγιά της.

5.2.1.2.   Η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ του 2002 με τη Ryanair

(96)

Η Ryanair υπέγραψε με τη So.Ge.A.AL δεύτερη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών στις 25 Ιανουαρίου 2002, η οποία αντικατέστησε τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000 και κάλυπτε την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και της 31ης Δεκεμβρίου 2012. Βάσει της εν λόγω συμφωνίας, η Ryanair όφειλε να καταβάλλει στη So.Ge.A.AL […] ευρώ ανά άφιξη και αναχώρηση αεροσκάφους για την παροχή υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης. Η Ryanair έπρεπε να καταβάλλει αερολιμενικά τέλη και τέλη ασφαλείας σύμφωνα με τη δημοσιευμένη κλίμακα υπολογισμού των τελών.

(97)

Την ίδια ημερομηνία υπογράφηκε μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ, η οποία κάλυπτε την ίδια περίοδο που κάλυπτε και η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2002. Η Ryanair δεσμεύθηκε να ασκεί, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, δραστηριότητες διαφήμισης και προώθησης τόσο στον δικτυακό της τόπο όσο και σε άλλα μέσα, με σκοπό την προβολή της σύνδεσης Alghero-Λονδίνο, κατόπιν διαβούλευσης με τη So.Ge.A.AL. Δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, η So.Ge.A.AL όφειλε να καταβάλλει συνεισφορές μάρκετινγκ ύψους […] ευρώ για την πρώτη καθημερινή πτήση μετ' επιστροφής καθ' όλη τη διάρκεια του έτους σε κάθε δρομολόγιο και […] ευρώ για τη δεύτερη καθημερινή πτήση μετ' επιστροφής μόνο κατά τη θερινή περίοδο σε κάθε δρομολόγιο.

5.2.1.3.   Η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ του 2003 με τη Ryanair

(98)

Την 1η Σεπτεμβρίου 2003, η So.Ge.A.AL υπέγραψε με τη Ryanair νέα συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, για χρονική περίοδο έντεκα ετών (με δυνατότητα δεκαετούς παράτασης), η οποία αντικατέστησε τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2002.

(99)

Βάσει της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών του 2003, η Ryanair έπρεπε να συνεχίσει την εκτέλεση των πτήσεων με προορισμό το Λονδίνο και, αναλόγως του βαθμού επιτυχούς έκβασης των προηγούμενων συμφωνιών από πλευράς ροών της επιβατικής κίνησης, η Ryanair όφειλε να προσθέσει νέα καθημερινή πτήση με προορισμό τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn ή τυχόν άλλα σημεία του δικτύου της Ryanair. Η Ryanair όφειλε να καταβάλλει στη So.Ge.A.AL το ποσό των […] ευρώ ανά άφιξη και αναχώρηση αεροσκάφους για την παροχή υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης. Αντιστοίχως, η αεροπορική εταιρεία έπρεπε να καταβάλλει αερολιμενικά τέλη και τέλη ασφαλείας σύμφωνα με τη δημοσιευμένη κλίμακα υπολογισμού των τελών.

(100)

Την 1η Σεπτεμβρίου 2003, υπογράφηκε επίσης συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ, η οποία κάλυπτε την ίδια χρονική περίοδο που κάλυπτε και η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2003. Δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, η So.Ge.A.AL έπρεπε να καταβάλλει συνεισφορές μάρκετινγκ ύψους i) […] ευρώ ετησίως για την πρώτη καθημερινή πτήση μετ' επιστροφής που εκτελείται καθ' όλη τη διάρκεια του έτους σε κάθε διεθνές δρομολόγιο, ii) […] ευρώ για τη δεύτερη καθημερινή πτήση μετ' επιστροφής που εκτελείται μόνο κατά τη θερινή περίοδο σε κάθε δρομολόγιο και iii) εφάπαξ εισαγωγική συνεισφορά μάρκετινγκ […] ευρώ όσον αφορά το πρώτο έτος εκτέλεσης κάθε διεθνούς δρομολογίου εκτός του δρομολογίου με προορισμό το Λονδίνο και επιπλέον […] ευρώ για καθένα από το δεύτερο και το τρίτο έτος εκτέλεσης του εν λόγω νέου δρομολογίου.

(101)

Η Ryanair έπρεπε να συνεχίσει να παρέχει τις προγραμματισμένες καθημερινές επιβατικές αεροπορικές υπηρεσίες της μεταξύ του Alghero και του Λονδίνου και να εγκαινιάσει επιπρόσθετες καθημερινές επιβατικές αεροπορικές υπηρεσίες μεταξύ των αερολιμένων Alghero και Frankfurt-Hahn και/ή τυχόν άλλων σημείων του δικτύου της Ryanair («οι υπηρεσίες»). Η Ryanair όφειλε επίσης να εκτελεί, κατόπιν διαβούλευσης με τη So.Ge.A.AL, τυχόν υπηρεσίες και δραστηριότητες που προσφέρουν συνήθως οι εταιρείες διαφήμισης, εμπορικής προώθησης και δημοσίων σχέσεων που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα, όπως είναι, ενδεικτικά, οι εξής:

σχεδιασμός, διευθέτηση, δημιουργία, ανάπτυξη, δοκιμή, υλοποίηση, συντήρηση και επικαιροποίηση διαδικτυακών συνδέσμων και του δικτυακού τόπου της Ryanair, καθώς και η λήψη τυχόν άλλων μέτρων τα οποία η Ryanair κρίνει κατάλληλα για τη δημιουργία, τη διατήρηση και/ή την προώθηση των διαφημιστικών προσπαθειών όσον αφορά τις κρατήσεις πελατών μέσω του διαδικτύου από και προς τον αερολιμένα του Alghero,

σχεδιασμός διαφήμισης στην αγγλική ή άλλη γλώσσα (κατά περίπτωση) με κατάλληλη προσαρμογή στο διαδικτυακό μέσο, και ανάληψη δραστηριοτήτων εμπορικής προώθησης και δημοσίων σχέσεων ικανών να δημιουργήσουν, να διατηρήσουν και/ή να προαγάγουν την προβολή των υπηρεσιών στους πελάτες μέσω του διαδικτύου,

σχεδιασμός, διευθέτηση και παραγωγή διαφημιστικού υλικού ή τυχόν άλλων συναφών μεθόδων προώθησης των υπηρεσιών,

σχεδιασμός, διευθέτηση και παραγωγή διαφημιστικού υλικού ή τυχόν άλλων συναφών μεθόδων προώθησης του αερολιμένα του Alghero στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε τυχόν άλλες χώρες στις οποίες η Ryanair εγκαινιάζει γραμμή των υπηρεσιών,

ενημέρωση του Τύπου σχετικά με τις υπηρεσίες και, επομένως, άσκηση επιρροής στο ευρύτερο κοινό, εξοικείωσή του με την ευρύτερη περιοχή γύρω από τον αερολιμένα του Alghero και ενθάρρυνσή του ώστε να χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα δρομολόγια,

μέριμνα για τη σύνδεση ενός δικτυακού τόπου, ο οποίος προτείνεται από τη So.Ge.A.AL και γίνεται αποδεκτός από τη Ryanair, με τον δικτυακό τόπο της Ryanair στο διαδίκτυο, υπό τον όρο ότι ο εν λόγω δικτυακός τόπος δεν περιέχει λειτουργίες άμεσης διαδικτυακής κράτησης ξενοδοχείου ή ενοικίασης αυτοκινήτων.

5.2.1.4.   Η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair και η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS του 2006

(102)

Στις 3 Απριλίου 2006 συνάφθηκε μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair νέα συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, η οποία αντικατέστησε τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2003 και τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010, με δυνατότητα πενταετούς παράτασης.

(103)

Η εν λόγω συμφωνία συνδέθηκε με συμπληρωματική συμφωνία, η οποία υπογράφηκε στις 3 Απριλίου 2006 για τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 και στην οποία καθορίστηκαν οι συνολικοί στόχοι αριθμού επιβατών που έπρεπε να επιτύχει η Ryanair, καθώς και η αμοιβή αναλόγως του αποτελέσματος την οποία όφειλε να καταβάλει η So.Ge.A.AL. Προέβλεπε επίσης τις κυρώσεις που έπρεπε να επιβληθούν στη Ryanair σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των στόχων αριθμού επιβατών.

(104)

Η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ του 2006 υπογράφηκε με την AMS (και όχι με τη Ryanair) στις 3 Απριλίου 2006 και κάλυπτε την ίδια περίοδο που κάλυπτε και η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών. Η συμφωνία βασίστηκε στη δέσμευση της Ryanair για την εκτέλεση ορισμένων δρομολογίων εντός της ΕΕ και για την εκπλήρωση ορισμένων στόχων όσον αφορά τον αριθμό των επιβατών. Η AMS προσέφερε στη So.Ge.A.AL υπηρεσίες διαδικτυακής διαφήμισης έναντι […] ευρώ ετησίως.

5.2.1.5.   Η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair και η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS του 2010

(105)

Στις αρχές του 2010 η So.Ge.A.AL και η Ryanair δήλωσαν την πρόθεσή τους να ανανεώσουν τους όρους της υφιστάμενης σχέσης τους με τη διαπραγμάτευση νέας συμφωνίας και υπέγραψαν σχετικό μνημόνιο συμφωνίας στις 10 Μαρτίου 2010. Στο μνημόνιο συμφωνίας επισημαίνεται ότι «από τον Μάρτιο του 2010 η Ryanair και η So.Ge.A.AL προβαίνουν σε διαπραγματεύσεις καλή την πίστει, με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό των όρων και των διατάξεων της συνεργασίας τους».

(106)

Σε αυτή τη βάση, συνεπώς, υπογράφηκε στις 20 Οκτωβρίου 2010 μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair νέα συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, η οποία αντικατέστησε τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006. Στην εν λόγω συμφωνία καθορίστηκαν τα νέα τέλη και η διάρθρωση των κινήτρων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, με δυνατότητα πενταετούς παράτασης κατά την ημερομηνία λήξης της αρχικής διάρκειας ισχύος της συμφωνίας.

(107)

Η So.Ge.A.AL δεσμεύθηκε να καταβάλλει αμοιβή αναλόγως του αποτελέσματος για τους επιδιωκόμενους αριθμούς πτήσεων και για ορισμένα επίπεδα επιβατικής κίνησης, ενώ η Ryanair δεσμεύθηκε να καταβάλλει τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και αερολιμενικά τέλη, καθώς και να ασκεί δραστηριότητες εμπορικής προώθησης και δημοσίων σχέσεων.

(108)

Την ίδια ημερομηνία υπογράφηκε επίσης συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ για χρονική περίοδο τεσσάρων ετών, με δυνατότητα τετραετούς παράτασής της. Η AMS προσέφερε στη So.Ge.A.AL δέσμη διαδικτυακών διαφημιστικών υπηρεσιών έναντι των ακόλουθων ετήσιων τελών: […] ευρώ για το 2010· […] ευρώ για το 2011· […] ευρώ για το 2012· […] ευρώ για το 2013. Όπως και το 2006, η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ βασίστηκε στη δέσμευση της Ryanair για την εκτέλεση ορισμένων δρομολογίων εντός της ΕΕ και για την επίτευξη ορισμένων στόχων ως προς την επιβατική κίνηση.

(109)

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Ιταλία προέβη σε αναδιάρθρωση της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας των συμφωνιών με τη Ryanair με βάση τις πρόσθετες δαπάνες και τα πρόσθετα έσοδα που θα μπορούσε ευλόγως να αναμένει ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς, εάν ενεργούσε στη θέση της So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο της σύναψης των εν λόγω συμφωνιών στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, ήτοι το διάστημα 2000-2010 (η «έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2014») (33). Κατά την άποψη της Ιταλίας, η So.Ge.A.AL εκτιμούσε ότι οι συμφωνίες με τη Ryanair θα ήταν αποδοτικές για τον αερολιμένα κατά τον χρόνο της σύναψής τους.

5.2.2.   Μέτρο 5 — Συμφωνίες με άλλους αερομεταφορείς

(110)

Κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του 2012, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τα φαινόμενα, η So.Ge.A.AL είχε χορηγήσει επίσης εκπτώσεις επί των αερολιμενικών τελών και σε άλλους αερομεταφορείς εκτός της Ryanair. Μολονότι η Επιτροπή ήταν ενήμερη για το γεγονός ότι η So.Ge.A.AL είχε συνάψει συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ και με άλλους αερομεταφορείς, δεν υποβλήθηκαν στην Επιτροπή επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω συμφωνίες σε εκείνο το στάδιο.

(111)

Με επιστολή της 18ης Φεβρουαρίου 2014, η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή ανάλυση της αποδοτικότητας με βάση εκ των υστέρων στοιχεία των σχετικών ρυθμίσεων με τις Alitalia, Meridiana και Volare, προκειμένου να αποδείξει ότι η σύναψη των συμφωνιών με τις συγκεκριμένες αεροπορικές εταιρείες ήταν οικονομικά δικαιολογημένη από τη σκοπιά του αερολιμένα. Εκείνη την περίοδο δεν διαβιβάστηκε ανάλυση της συμφωνίας με την Germanwings.

(112)

Στη συνέχεια, με επιστολή της 25ης Μαρτίου 2014 η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή ανάλυση της αποδοτικότητας των συμφωνιών τις οποίες σύναψε η So.Ge.A.AL με τις Air One/Alitalia, Meridiana, Volare και Germanwings, ούτως ώστε να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω συμφωνίες θεωρούνταν εκ των προτέρων αποδοτικές για τη So.Ge.A.AL.

(113)

Τέλος, στις 10 Ιουνίου 2014 η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή ανάλυση της προσδοκώμενης αποδοτικότητας των συμφωνιών υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και των bmibaby, Air Vallée και Air Italy.

(114)

Οι συμφωνίες που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και άλλων αερομεταφορέων εκτός της Ryanair και αποτελούν αντικείμενο έρευνας στην παρούσα υπόθεση παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 132.

5.2.2.1.   Συμφωνίες με τις Germanwings, Volare, Meridiana και Alitalia

(115)

Η So.Ge.A.AL σύναψε συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και υπηρεσιών μάρκετινγκ με τις Germanwings, Volare, Meridiana και Alitalia.

i)   Germanwings

(116)

Η συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης μεταξύ της Germanwings και της So.Ge.A.AL υπογράφηκε στις 19 Μαρτίου 2007 και τέθηκε σε ισχύ από τις 25 Μαρτίου 2007. Βάσει της εν λόγω συμφωνίας, η Germanwings έπρεπε να καταβάλλει στη So.Ge.A.AL το ποσό των […] ευρώ ανά άφιξη και αναχώρηση αεροσκάφους για την παροχή υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης.

(117)

Στις 25 Μαρτίου 2007 υπογράφηκε μεταξύ της Germanwings και της So.Ge.A.AL συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ, στο πλαίσιο της οποίας ο αερομεταφορέας ανέλαβε να εκτελεί ορισμένα δρομολόγια εντός της ΕΕ και να εκπληρώσει ορισμένους στόχους επιβατικής κίνησης και συχνότητας των πτήσεων. Η διάρκεια ισχύος της συμφωνίας κάλυπτε την περίοδο από τις 25 Μαρτίου 2007 έως τις 31 Οκτωβρίου 2009. Ωστόσο, η Germanwings δραστηριοποιήθηκε στον αερολιμένα του Alghero μόνο το 2007. Σύμφωνα με την Ιταλία, ο αερομεταφορέας αποφάσισε να διακόψει τις δραστηριότητές του από τον αερολιμένα του Alghero, διότι δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει επαρκή επιβατική κίνηση ώστε να ισοσκελίσει τα κέρδη και τις ζημίες από οικονομικής πλευράς.

(118)

Στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ προβλεπόταν συνεισφορά ύψους […] ευρώ για την έναρξη νέων δρομολογίων την οποία έπρεπε να καταβάλει η So.Ge.A.AL στην Germanwings προκειμένου να προβληθεί ο αερολιμένας του Alghero για την αύξηση του αριθμού των αναχωρούντων επιβατών με την έναρξη νέου δρομολογίου.

(119)

Στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ καθοριζόταν επίσης η αμοιβή αναλόγως του αποτελέσματος την οποία έπρεπε να καταβάλει η So.Ge.A.AL στην Germanwings εφόσον η αεροπορική εταιρεία εκπλήρωνε τους προκαθορισμένους στόχους επιβατικής κίνησης. Στη συμφωνία προσδιορίζονταν επίσης οι χρηματικές ποινές που όφειλε να καταβάλει η Germanwings στη So.Ge.A.AL σε περίπτωση που ο αερομεταφορέας είτε ακύρωνε ποσοστό άνω του 10 % των πτήσεών του είτε δεν εκπλήρωνε τους προκαθορισμένους στόχους επιβατικής κίνησης.

ii)   Volare

(120)

Στις 29 Νοεμβρίου 2007, η Volare υπέγραψε με τη So.Ge.A.AL συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και μάρκετινγκ.

(121)

Στη συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης καθορίζονταν οι στόχοι που έπρεπε να επιτευχθούν από τον αερομεταφορέα σε ό,τι αφορά τον αριθμό των επιβατών και των πτήσεων ετησίως, καθώς και η αντίστοιχη αμοιβή αναλόγως του αποτελέσματος την οποία έπρεπε να καταβάλει η So.Ge.A.AL.

(122)

Στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ προβλεπόταν ετήσια αμοιβή μάρκετινγκ ύψους […] ευρώ, την οποία όφειλε να καταβάλλει ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα ως διαφημιστική υποστήριξη για το πρώτο έτος των δραστηριοτήτων του. Η διάρκεια ισχύος της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ κάλυπτε την περίοδο από τις 28 Οκτωβρίου 2007 έως τις 31 Οκτωβρίου 2010.

iii)   Meridiana

(123)

Η Meridiana δραστηριοποιήθηκε στον αερολιμένα του Alghero κατά τα έτη 2000, 2001 και 2010.

(124)

Το 2000 και το 2001 η Meridiana δεν εκτέλεσε τις τακτικές υπηρεσίες της από τον αερολιμένα του Alghero, και παρέσχε αεροπορικές υπηρεσίες μόνο με βάση τη ζήτηση ναυλωμένων πτήσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπογράφηκαν επίσημες συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Meridiana. Ο αερομεταφορέας κατέβαλε στη So.Ge.A.AL τα τέλη όλων των αερολιμενικών υπηρεσιών βάσει της δημοσιευμένης κλίμακας υπολογισμού των αερολιμενικών τελών.

(125)

Κατά την περίοδο από το 2002 έως το 2010 η Meridiana δεν άσκησε δραστηριότητες στον αερολιμένα. Το 2010 η Meridiana ξεκίνησε εκ νέου την άσκηση δραστηριοτήτων στον αερολιμένα και υπέγραψε με τη So.Ge.A.AL συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ, καθώς και συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης.

(126)

Η συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης υπογράφηκε στις 28 Απριλίου 2010 και κάλυπτε την περίοδο από τον Απρίλιο του 2010 έως τον Απρίλιο του 2011. Βάσει της εν λόγω συμφωνίας, η Meridiana όφειλε να καταβάλλει στη So.Ge.A.AL το ποσό των […] ευρώ ανά άφιξη και αναχώρηση αεροσκάφους για την παροχή υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης.

(127)

Η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ υπογράφηκε στις 20 Οκτωβρίου 2010 και κάλυπτε την περίοδο από τον Ιούνιο του 2010 έως τον Οκτώβριο του 2010. Στη συμφωνία καθοριζόταν εφάπαξ καταβολή ποσού […] ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), το οποίο όφειλε να καταβάλει η So.Ge.A.AL στη Meridiana για την έναρξη νέων δρομολογίων από και προς το Μιλάνο, τη Βερόνα και το Μπάρι κατά τη θερινή περίοδο του 2010. Το ποσό αυτό θα καταβαλλόταν υπό την προϋπόθεση ότι η Meridiana θα εκπλήρωνε ορισμένους στόχους επιβατικής κίνησης. Σύμφωνα με την Ιταλία, κατά την περίοδο αναδρομικής ισχύος της συμφωνίας με τη Meridiana, η So.Ge.A.AL διαπραγματευόταν με τον αερομεταφορέα παρόμοιους όρους, οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν εντέλει στη συμφωνία που υπογράφηκε. Υπό την έννοια αυτή, η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή σχέδιο συμφωνίας της 7ης Ιουνίου 2010, το οποίο βρισκόταν εκείνη την περίοδο στο στάδιο της διαπραγμάτευσης μεταξύ της Meridiana και της So.Ge.A.AL.

iv)   Air One/Alitalia

(128)

Έως το 2010 η Air One/Alitalia δεν είχε υπογράψει καμία επίσημη συμφωνία με τη So.Ge.A.AL και της κατέβαλλε τα τέλη όλων των αερολιμενικών υπηρεσιών βάσει της δημοσιευμένης κλίμακας υπολογισμού των αερολιμενικών τελών. Έως το 2010 η So.Ge.A.AL δεν παρείχε υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης στην Air One/Alitalia.

(129)

Η So.Ge.A.AL άρχισε να παρέχει υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης στην Air One/Alitalia το 2010, γεγονός που οδήγησε στην υπογραφή συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης μεταξύ της Air One/Alitalia και της So.Ge.A.AL. Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν επίσης συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ στο πλαίσιο της έναρξης εκ μέρους της Air One/Alitalia διεθνών δρομολογίων από τον αερολιμένα του Alghero.

(130)

Η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ υπογράφηκε στις 20 Οκτωβρίου 2010 και κάλυπτε την περίοδο από τις 7 Ιουνίου 2010 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2010. Τον Μάιο του 2010 η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο βρισκόταν εκείνη την περίοδο στο στάδιο της διαπραγμάτευσης μεταξύ της Alitalia και της So.Ge.A.AL. Στην υπογραφείσα συμφωνία καθοριζόταν εφάπαξ αμοιβή μάρκετινγκ ύψους […] ευρώ, την οποία έπρεπε να λάβει η Air One/Alitalia για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ στη So.Ge.A.AL εκείνη την περίοδο, με δυνατότητα παράτασης της συμφωνίας έως το 2011 και το 2012.

(131)

Η συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης υπογράφηκε μεταξύ της Air One/Alitalia και της So.Ge.A.AL στις 30 Νοεμβρίου 2010 για χρονική περίοδο έξι ετών και καθόριζε τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, τα οποία όφειλε να καταβάλλει η Air One/Alitalia στη So.Ge.A.AL για τις γραμμές εσωτερικού και τα διεθνή δρομολόγια.

5.2.2.2.   Συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης με άλλους αερομεταφορείς

(132)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης τις συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και των αερομεταφορέων Air Italy, Bmibaby και Air Vallée. Οι εν λόγω συμφωνίες είχαν συναφθεί με διάρκεια ισχύος που κυμαινόταν από έναν μήνα (Air Vallée) έως και πάνω από δύο έτη (Air Italy) και καθόριζαν τα τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης που έπρεπε να καταβάλλουν οι συγκεκριμένοι αερομεταφορείς.

Πίνακας 6

Συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης με τις Air Italy, Bmibaby και Air Vallée

Ημερομηνία σύναψης

Αερομεταφορέας

Διάρκεια

28.5.2008

Air Italy

1.6.2008 — 31.12.2010

29.7.2010

Bmibaby

29.5.2010 — 30.9.2010

2010

Air Vallée

9.8.2010 — 30.8.2010

6.   Η ΕΚΘΕΣΗ ECORYS

(133)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή ζήτησε από την Ecorys να εκπονήσει έκθεση σχετικά με τις οικονομικές επιδόσεις της So.Ge.A.AL και να διερευνήσει κατά πόσον ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα είχε συμπεριφερθεί ως ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς κατά τη σύναψη των συμφωνιών με τους αερομεταφορείς. Η έκθεση Ecorys παραδόθηκε στις 30 Μαρτίου 2011.

(134)

Η έκθεση Ecorys κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά της So.Ge.A.AL ήταν σύμφωνη με την αρχή του ΙΕΟΑ. Η Ecorys έκρινε ότι η επιχειρηματική στρατηγική την οποία έθεσε σε εφαρμογή η So.Ge.A.AL ήταν εποικοδομητική. Βάσει της εν λόγω στρατηγικής, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα έπρεπε να υποβάλει αίτηση «ολικής» παραχώρησης για τη διαχείριση του αερολιμένα, να επεκταθεί η χωρητικότητα του τερματικού σταθμού και να υπογραφούν συμφωνίες με αερομεταφορείς χαμηλού κόστους προκειμένου να δημιουργηθούν κίνητρα για ροές διεθνούς επιβατικής κίνησης. Η Ecorys συνήγαγε το συμπέρασμα ότι, από την οπτική γωνία του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, η σύναψη των συμφωνιών με τη Ryanair συνιστούσε ορθολογική απόφαση, υπό την έννοια ότι οι εν λόγω συμφωνίες εξασφάλιζαν σημαντική αύξηση της επιβατικής κίνησης, η οποία αναμενόταν να αποφέρει έσοδα τόσο από αεροναυτικές όσο και από μη αεροναυτικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με την Ecorys, η So.Ge.A.AL μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, τα οφέλη από τις εν λόγω συμφωνίες θα μπορούσαν να υπερβούν τις πρόσθετες δαπάνες.

7.   ΛΌΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΉΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΊΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ

7.1.   ΎΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ So.Ge.A.AL

(135)

Όσον αφορά τη δυνητική ενίσχυση υπέρ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα, η Επιτροπή επισήμανε ότι, πριν από την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris, η ανάπτυξη και λειτουργία αερολιμενικών υποδομών δεν χαρακτηριζόταν ως οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (34). Δεδομένου ότι η λήψη ορισμένων από τα υπό εξέταση μέτρα είχε αποφασιστεί πριν από το 2001, η Επιτροπή επισήμανε ότι θα έπρεπε να εξετάσει αν προέκυψαν από νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις που είχαν αναληφθεί πριν από την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris, ήτοι πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 (35), και δεν ενέπιπταν συνεπώς στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.

(136)

Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης ότι, στον βαθμό που η χρηματοδότηση δραστηριοτήτων οι οποίες κανονικά ενέπιπταν στην αρμοδιότητα του κράτους κατά την άσκηση των εξουσιών του ως δημόσιας αρχής περιορίστηκε στην κάλυψη των δαπανών και δεν χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων (36), η εν λόγω χρηματοδότηση δεν υπόκειτο στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του 2012, η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της επαρκείς πληροφορίες ούτε σχετικά με τον χαρακτήρα (οικονομικό ή μη) των δραστηριοτήτων που ασκούσε η So.Ge.A.AL και των δαπανών που συνδέονταν με τις υποδομές και χρηματοδοτήθηκαν από τα υπό εξέταση μέτρα ούτε σχετικά με το κατά πόσον ορισμένες δαπάνες ήταν συνυφασμένες με δραστηριότητες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου. Η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλία να αποσαφηνίσει τις δραστηριότητες που πρέπει να θεωρηθούν μη οικονομικού χαρακτήρα και τις δαπάνες που συνδέονται, ενδεχομένως, με τις εν λόγω δραστηριότητες και χρηματοδοτήθηκαν από τα μέτρα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής.

7.1.1.   Μέτρο 1 — Εισφορές κεφαλαίου

(137)

Η Επιτροπή εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον οι εισφορές κεφαλαίου συνάδουν με την αρχή του ΙΕΟΑ. Επισήμανε ότι η So.Ge.A.AL καταγράφει σταθερά ζημίες από το 2000 και ότι οι οικονομικές της επιδόσεις φαίνεται να επιδεινώθηκαν μετά την ανάθεση της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης. Η κατάσταση αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της Ιταλίας ότι τα αρνητικά αποτελέσματα της εταιρείας δικαιολογούνταν κατά κύριο λόγο από την αδυναμία πλήρους εκμετάλλευσης δραστηριοτήτων σχετικών με τον αερολιμένα βάσει της σύμβασης μερικής/προσωρινής παραχώρησης.

(138)

Η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω ότι η Ιταλία είχε υποβάλει εκείνη την περίοδο μόνον εκ των υστέρων εκτιμήσεις προς επίρρωση των ισχυρισμών της ότι τα μέτρα ελήφθησαν με γνώμονα τις προοπτικές αποδοτικότητας. Φαινόταν, επιπλέον, ότι η εν λόγω ανάλυση συνδεόταν με τα συνολικά οφέλη που προέκυψαν για τη RAS χάρη στην αύξηση των επιπέδων κίνησης επιβατών αεροπορικών μεταφορών και, κατά συνέπεια, με έσοδα τα οποία δεν θα λάμβανε υπόψη ένας ιδιώτης επενδυτής στην ανάλυση αποδοτικότητας της επένδυσής του. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική εκτίμηση ότι οι εισφορές κεφαλαίου παρείχαν πλεονέκτημα στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα και συνιστούσαν ενίσχυση λειτουργίας υπέρ του εν λόγω φορέα διαχείρισης.

(139)

Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι, ακόμη και αν η So.Ge.A.AL πληρούσε τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό της ως προβληματικής επιχείρησης δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (37), η Ιταλία δεν διαβίβασε στην Επιτροπή στοιχεία προς επίρρωση του συμπεράσματος ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση πληροί τις απαιτήσεις περί συμβιβάσιμου που προβλέπονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

7.1.2.   Μέτρο 2 — Εισφορές για «εξαρτήματα και έργα»

(140)

Δεν υποβλήθηκαν στην Επιτροπή επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις εισφορές για «εξαρτήματα και έργα» αξίας 6 540 269 ευρώ που χορήγησε η RAS στη So.Ge.A.AL κατά την περίοδο από το 1998 έως το 2009. Η Ιταλία κλήθηκε να προσδιορίσει τον ακριβή χαρακτήρα των δαπανών που επιδοτήθηκαν από τη RAS.

7.1.3.   Μέτρο 3 — Επενδύσεις σε αερολιμενικές υποδομές και εξοπλισμό

(141)

Η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά την περίοδο από το 2001 έως το 2010, η So.Ge.A.AL κατέβαλε στο κράτος 3 042 887 ευρώ υπό τη μορφή τελών για τη χρήση των αερολιμενικών υποδομών, ενώ το κράτος χρηματοδότησε, κατά την περίοδο από το 2004 έως το 2010, επενδύσεις ύψους 46 940 534 ευρώ σε υποδομές και 284 782 ευρώ σε εξοπλισμό.

(142)

Η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω ότι η ανάθεση της σύμβασης ολικής παραχώρησης στην So.Ge.A.AL το 2007 δεν φαίνεται να είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του επιπέδου των τελών παραχώρησης. Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική άποψη ότι το τέλος παραχώρησης ήταν καταφανώς δυσανάλογο προς τη δημόσια χρηματοδότηση την οποία κατέστησε διαθέσιμη το κράτος σε σχέση με τις επενδύσεις σε υποδομές. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η So.Ge.A.AL ενδέχεται να έλαβε πλεονέκτημα με την καταβολή χαμηλότερου τέλους παραχώρησης από την τιμή της αγοράς.

(143)

Η Ιταλία κλήθηκε να υποβάλει οποιοδήποτε εκ των προτέρων επιχειρηματικό σχέδιο το οποίο θα καταδείκνυε τις προοπτικές αποδοτικότητας των επενδύσεων σε υποδομές που υλοποιήθηκαν από δημόσιους φορείς στον αερολιμένα του Alghero και θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό ότι οι εν λόγω επενδύσεις συνάδουν με την αρχή του ΙΕΟΑ.

7.2.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ So.Ge.A.AL

(144)

Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης, της ενίσχυσης υπέρ της So.Ge.A.AL σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(145)

Παρότι φαινόταν ότι τα μέτρα εκπλήρωναν έναν σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος, δεν παρασχέθηκαν στην Επιτροπή επαρκείς πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει κατά πόσον οι υποδομές στον αερολιμένα του Alghero ήταν απαραίτητες και αναλογικές προς τον καθορισμένο στόχο. Ανεπαρκή ήταν επίσης τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τις προοπτικές για τη χρήση των συγκεκριμένων υποδομών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Η Επιτροπή διατύπωσε επιπλέον αμφιβολίες σχετικά με το αν οι αερολιμενικές υποδομές τέθηκαν στη διάθεση των αερομεταφορέων υπό όρους που δεν εισάγουν διακρίσεις.

(146)

Τέλος, δεδομένου ότι ορισμένες επενδύσεις σε υποδομές φαινόταν στο στάδιο εκείνο να προκύπτουν από συμβατικές υποχρεώσεις της So.Ge.A.AL έναντι της Ryanair, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς την αναγκαιότητα οποιασδήποτε ενίσχυσης για τη χρηματοδότηση των εν λόγω επενδύσεων.

7.3.   ΔΥΝΗΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ ΥΠΈΡ ΤΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΏΝ ΕΤΑΙΡΕΙΏΝ

(147)

Η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική άποψη ότι οι αποφάσεις σχετικά με τις συνθήκες λειτουργίας των αεροπορικών εταιρειών στον αερολιμένα του Alghero είναι πιθανόν να εμπεριέχουν στοιχεία κρατικών πόρων και να καταλογίζονται στο κράτος.

7.3.1.   Μέτρο 4 — Συμφωνίες που υπογράφηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair/AMS

(148)

Η Επιτροπή επισήμανε καταρχάς ότι η AMS αποτελεί κατά ποσοστό 100 % θυγατρική εταιρεία της Ryanair, η οποία δημιουργήθηκε με τον ειδικό σκοπό να παρέχει υπηρεσίες μάρκετινγκ μέσω του δικτυακού τόπου της Ryanair και δεν παρέχει άλλες υπηρεσίες. Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή εξέφρασε την προκαταρκτική άποψη ότι, προκειμένου να διερευνηθεί η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος, η Ryanair και η AMS πρέπει να θεωρηθούν ως μία ενιαία οντότητα. Η Επιτροπή ήταν επίσης της άποψης ότι, κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των μέτρων που αφορούν τη Ryanair/AMS με την αγορά, η συμπεριφορά της So.Ge.A.AL πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά της RAS και/ή άλλων δημόσιων μετόχων της So.Ge.A.AL κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η Επιτροπή θεώρησε ότι, για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει της αρχής του ΙΕΟΑ, οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ, καθώς και οι οικονομικές συνέπειές τους, δεν μπορούν να απομονωθούν και πρέπει, επομένως, να αποτελέσουν αντικείμενο κοινής αξιολόγησης.

(149)

Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι εκτιμήσεις σχετικά με την περιφερειακή ανάπτυξη δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ. Παρατήρησε επίσης ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της σε εκείνο το στάδιο, δεν είχε εκπονηθεί ούτε επιχειρηματικό σχέδιο ούτε εκ των προτέρων ανάλυση των συμφωνιών που υπογράφηκαν με τη Ryanair/AMS ώστε να αποτελέσουν τη βάση για την απόφαση της So.Ge.A.AL να προβεί στις εν λόγω ρυθμίσεις.

(150)

Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον η So.Ge.A.AL και η RAS συμπεριφέρθηκαν ως ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς στο πλαίσιο της σχέσης τους με τη Ryanair/AMS.

7.3.2.   Μέτρο 5 — Συμφωνίες με αερομεταφορείς εκτός της Ryanair

(151)

Η Επιτροπή επισήμανε ότι η So.Ge.A.AL παρείχε σημαντικές εκπτώσεις επί των αερολιμενικών τελών που κατέβαλλαν άλλοι αερομεταφορείς εκτός της Ryanair, για παράδειγμα, σε συνάρτηση με την έναρξη νέων δρομολογίων και την αύξηση των επιπέδων επιβατικής κίνησης. Η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία να προσκομίσει τυχόν εκ των προτέρων επιχειρηματικά σχέδια, μελέτες ή έγγραφα που καταρτίστηκαν ενδεχομένως για λογαριασμό του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα και περιλάμβαναν εκτίμηση της αποδοτικότητας καθεμίας από τις συμφωνίες που συνάφθηκαν με τις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα ή, σε περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμα τέτοιου είδους έγγραφα, τις τελευταίες προβλέψεις του προϋπολογισμού της So.Ge.A.AL που είχαν καταρτιστεί πριν από τη σύναψη αυτών των συμφωνιών. Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον η So.Ge.A.AL και η RAS ενήργησαν ως ιδιώτες επενδυτές στην οικονομία της αγοράς στο πλαίσιο της σχέσης τους με τους αερομεταφορείς που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα.

8.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΊΑΣ

(152)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, επιπλέον των απαντήσεων στα αιτήματα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η Ιταλία υπέβαλε κατά τη διάρκεια της έρευνας διάφορες παρατηρήσεις. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή έκανε δεκτή την παράταση κατά έναν μήνα της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του διαδικαστικού κανονισμού (38) για την υποβολή των παρατηρήσεων των κρατών μελών μετά την έκδοση απόφασης κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας από την Επιτροπή, μόνον ένα έγγραφο με τις παρατηρήσεις της Ιταλίας υποβλήθηκε εντός της παραταθείσας αυτής προθεσμίας, και συγκεκριμένα η επιστολή της Ιταλίας της 31ης Αυγούστου 2012. Οι παρατηρήσεις της Ιταλίας της 3ης Οκτωβρίου 2012, της 19ης Οκτωβρίου 2012, της 22ας Οκτωβρίου 2012 και της 20ής Φεβρουαρίου 2013 υποβλήθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας.

(153)

Ως εκ τούτου, στην παρούσα ενότητα εξετάζονται μόνον οι παρατηρήσεις που υπέβαλε η Ιταλία με την επιστολή της 31ης Αυγούστου 2012. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται σε μεταγενέστερες επιστολές της Ιταλίας και αφορούν την αξιολόγηση της παρούσας υπόθεσης παρουσιάζονται στις ενότητες 3-5.

8.1.   ΔΥΝΗΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ ΥΠΈΡ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΈΝΑ

i)   Σχετικά με την αντιστάθμιση ζημιών και τις εισφορές κεφαλαίου

(154)

Η Ιταλία υπενθυμίζει ότι οι φορείς διαχείρισης των αερολιμένων υποχρεούνται εκ του νόμου να τηρούν ορισμένα κατώτατα κεφαλαιακά όρια. Σύμφωνα με την Ιταλία, οι υπό εξέταση εισφορές κεφαλαίου στην παρούσα υπόθεση είχαν ως στόχο την αποκατάσταση του κεφαλαίου της So.Ge.A.AL στα απαιτούμενα πρότυπα.

ii)   Σχετικά με τη δημόσια χρηματοδότηση για εξαρτήματα και έργα

(155)

Η Ιταλία διευκρίνισε ότι, πριν από το 2003, τα τέλη παραχώρησης που έπρεπε να καταβάλλουν οι φορείς διαχείρισης του αερολιμένα στους οποίους ανατέθηκε η σύμβαση «ολικής» παραχώρησης είχαν οριστεί στο 10 % των τελών χρηστών δυνάμει του ιταλικού νόμου αριθ. 324 της 5ης Μαΐου 1976, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, και των τελών φόρτωσης και εκφόρτωσης των εμπορευμάτων που μεταφέρονται αεροπορικώς δυνάμει του ιταλικού νόμου αριθ. 117 της 16ης Απριλίου 1974.

(156)

Από το 2003 και εξής, τα ετήσια τέλη παραχώρησης καθορίζονταν με βάση τις μονάδες φόρτου εργασίας του αερολιμένα (ΜΦΕ, ήτοι μονάδες φόρτου που αντιστοιχούν σε έναν επιβάτη ή σε εκατό χιλιόγραμμα εμπορευμάτων ή ταχυδρομικών αντικειμένων), οι οποίες καθορίζονταν με τη σειρά τους βάσει των δεδομένων κίνησης που δημοσιεύονται ετησίως από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών-ENAC.

(157)

Δυνάμει του ιταλικού νόμου αριθ. 296 της 27ης Δεκεμβρίου 2006, το ετήσιο τέλος παραχώρησης για τους φορείς διαχείρισης του αερολιμένα αυξήθηκε προκειμένου να εξασφαλιστούν για το ιταλικό Δημόσιο έσοδα ύψους 3 εκατ. ευρώ το 2007, 9,5 εκατ. ευρώ το 2008 και 10 εκατ. ευρώ το 2009, αντιστοίχως.

8.2.   ΔΥΝΗΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ ΥΠΈΡ ΤΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΏΝ ΕΤΑΙΡΕΙΏΝ

(158)

Η Ιταλία δεν υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τη δυνητική ενίσχυση υπέρ των αεροπορικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα του Alghero εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του διαδικαστικού κανονισμού για την υποβολή των παρατηρήσεων των κρατών μελών μετά την έκδοση απόφασης κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας από την Επιτροπή.

9.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΈΝΩΝ

(159)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων καλύπτουν ευρύ φάσμα επιχειρημάτων. Για παράδειγμα, στις πολυάριθμες παρατηρήσεις που υπέβαλε στην Επιτροπή, η Ryanair παρουσίασε αναλυτικά τις υποκείμενες αρχές και παραδοχές οι οποίες θεωρεί ότι θα έπρεπε να χρησιμεύσουν ως βάση για την ανάλυση της αρχής του ΙΕΟΑ που εκπόνησε η Επιτροπή όσον αφορά τις συμφωνίες με τις αεροπορικές εταιρείες. Η So.Ge.A.AL ισχυρίστηκε ότι συντρέχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους τα υπό εξέταση μέτρα που ελήφθησαν υπέρ της ιδίας θα μπορούσαν να κηρυχθούν συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά.

9.1.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ So.Ge.A.AL

9.1.1.   Δυνητική ενίσχυση υπέρ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα

i)   Σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα

(160)

Η So.Ge.A.AL υπογραμμίζει ότι η δημόσια χρηματοδότηση που χορηγήθηκε υπέρ της ιδίας για την κάλυψη των δαπανών που προέκυψαν κατά την παροχή υπηρεσιών οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Η So.Ge.A.AL δεν προσδιόρισε λεπτομερώς ούτε τον χαρακτήρα ούτε το ύψος των εν λόγω δαπανών.

(161)

Η So.Ge.A.AL εκτιμά ότι όλα τα υπό εξέταση μέτρα στην παρούσα υπόθεση σχετικά με τη χρηματοδότηση υποδομών, εξοπλισμού και «εξαρτημάτων και έργων» είχαν δεσμευθεί νομίμως πριν από την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris και θα έπρεπε, συνεπώς, να εξαιρεθούν από την εκτίμηση της κρατικής ενίσχυσης. Όσον αφορά την περίοδο μετά τη 12η Δεκεμβρίου 2000, η So.Ge.A.AL υπενθυμίζει ότι η Ιταλία είχε ήδη υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία του μη οικονομικού χαρακτήρα ορισμένων δραστηριοτήτων του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή όφειλε να αποδώσει μέρος της επίμαχης δημόσιας χρηματοδότησης στις δαπάνες που προέκυψαν κατά την άσκηση δραστηριοτήτων μη οικονομικού χαρακτήρα.

(162)

Η So.Ge.A.AL επισημαίνει περαιτέρω ότι η απόφαση του 2012 δεν είναι σαφής ως προς τον χαρακτήρα και το πεδίο εφαρμογής της εικαζόμενης ενίσχυσης υπέρ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα. Ειδικότερα, θα ήταν ασαφές το κατά πόσον η Επιτροπή είχε την πρόθεση να χαρακτηρίσει το σύνολο της χρηματοδότησης για έργα υποδομής ως κρατική ενίσχυση ή, εναλλακτικά, να θεωρήσει ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση μόνον η διαφορά μεταξύ του τέλους παραχώρησης που βασίζεται στις τιμές της αγοράς, και το οποίο θα έπρεπε να καταβάλλει η So.Ge.A.AL στο κράτος για τις βελτιωμένες υποδομές, και του τέλους παραχώρησης που πράγματι κατέβαλλε ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα. Η So.Ge.A.AL ισχυρίστηκε επίσης ότι η πρώτη επιλογή δεν συνάδει με το γεγονός ότι το κράτος διατηρούσε καθ' όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα την κυριότητα των αερολιμενικών υποδομών. Ως εκ τούτου, η So.Ge.A.AL δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιούχος της επενδυτικής ενίσχυσης. Σε κάθε περίπτωση, η So.Ge.A.AL υποστηρίζει ότι δεν επωφελήθηκε από κανένα αθέμιτο οικονομικό πλεονέκτημα, ακόμη και αν είχε ευνοηθεί η δεύτερη επιλογή.

ii)   Σχετικά με τη μη νόθευση του ανταγωνισμού

(163)

Η So.Ge.A.AL υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να προκύψει νόθευση του ανταγωνισμού λόγω της δημόσιας χρηματοδότησης που της χορηγήθηκε. Δεδομένης της απομακρυσμένης γεωγραφικής θέσης του αερολιμένα του Alghero, δεν διαπιστώνονται αλληλεπικαλύψεις της ζώνης επιρροής του (39) με τις ζώνες επιρροής άλλων αερολιμένων της Ιταλίας ή άλλων κρατών μελών. Επιπλέον, ο αερολιμένας δεν βρίσκεται σε ανταγωνισμό με άλλους αερολιμένες της νήσου, λόγω της απόστασης μεταξύ τους και της απουσίας αξιόπιστων χερσαίων συνδέσεων. Η So.Ge.A.AL προσθέτει ότι οι τρεις αερολιμένες της Σαρδηνίας εξυπηρετούν διαφορετικά είδη επιβατικής κίνησης. Επιπλέον, οι αεροπορικές μεταφορές δεν ανταγωνίζονται άλλα μέσα μεταφοράς για την επιβατική κίνηση από και προς τη νήσο.

(164)

Η So.Ge.A.AL δεν δέχεται το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή στην απόφαση του 2012 περί ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων φορέων διαχείρισης αερολιμένων για τη διαχείριση των αερολιμενικών υποδομών. Η πρώτη σύμβαση «μερικής» παραχώρησης (40) για τη διαχείριση του αερολιμένα ανατέθηκε στη So.Ge.A.AL το 1995 και, επομένως, πολύ πριν από την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris. Από το 1995, η So.Ge.A.AL ενεργούσε απλώς και μόνον ως φορέας διαχείρισης των υποδομών στον αερολιμένα του Alghero και, ως εκ τούτου, η δραστηριότητά της δεν βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη δραστηριότητα άλλων φορέων διαχείρισης αερολιμένων.

iii)   Σχετικά με την απουσία οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ της So.Ge.A.AL

(165)

Η So.Ge.A.AL υποστηρίζει ότι οι εισφορές κεφαλαίου συνάδουν με την αρχή του ΙΕΟΑ. Κατά την άποψη της So.Ge.A.AL, το οικονομικό σκεπτικό των μέτρων θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εκτίμησης και να γίνει διάκριση μεταξύ δύο χρονικών περιόδων, ήτοι πριν και μετά την ανάθεση της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης στη So.Ge.A.AL το 2007.

(166)

Η So.Ge.A.AL ισχυρίζεται ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από το 2007 καθοδηγήθηκαν από την ανάγκη διαφύλαξης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, κυρίως λόγω της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης που της είχε ήδη ανατεθεί στις 18 Ιανουαρίου 1999. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών κατά τον χρόνο λήψης των αποφάσεων για τις εισφορές κεφαλαίου στην εταιρεία, η προοπτική της ανάθεσης της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης ήταν κρίσιμης σημασίας για τους μετόχους της So.Ge.A.AL, στον βαθμό που θα επέτρεπε στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα να αξιοποιήσει πλήρως τις αερολιμενικές δραστηριότητες και, κατά συνέπεια, να αυξήσει τα έσοδα από αεροναυτικές και μη αεροναυτικές δραστηριότητες. Οι δημόσιοι μέτοχοι δεν θα είχαν άλλη βιώσιμη εναλλακτική λύση εκτός από την ανακεφαλαιοποίηση της εταιρείας και δικαιολογημένα προέβησαν στην πράξη αυτή, διότι η καθυστέρηση στην ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης προκλήθηκε από εξωτερικά γεγονότα τα οποία δεν ήταν δυνατόν να καταλογιστούν στην εταιρεία. Η So.Ge.A.AL προβάλλει το επιχείρημα ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό στην αξιολόγησή της βάσει της αρχής του ΙΕΟΑ. Η So.Ge.A.AL προσθέτει ότι τα μέτρα αιτιολογούνται επίσης βάσει της προβλεπόμενης αύξησης του αριθμού των επιβατών ως αποτέλεσμα της στρατηγικής χαμηλού κόστους που ακολουθείται από το 1999.

(167)

Οι εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν το 2009 και το 2010 καθοδηγήθηκαν από την ανάγκη διασφάλισης της λειτουργικότητας του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα, ιδίως ενόψει των καλύτερων προοπτικών βιωσιμότητας λόγω της ανάθεσης της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης. Το γεγονός ότι η So.Ge.A.AL δεν ανέκτησε την αποδοτικότητά της μετά την ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης οφείλεται σε ένα σενάριο της αγοράς το οποίο διαφοροποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις αντίστοιχες προβλέψεις, και το οποίο επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη της εναέριας κυκλοφορίας εκείνη την περίοδο, ήτοι η οικονομική κάμψη και οι συνακόλουθες οικονομικές προκλήσεις με τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωπες οι διεθνείς αεροπορικές εταιρείες. Υπό αυτή την έννοια, η So.Ge.A.AL υπέστη πτώση των επιπέδων επιβατικής κίνησης κατά 1,8 %. Επιπροσθέτως, η So.Ge.A.AL ισχυρίζεται ότι η κίνηση δεν ήταν δυνατόν να εξελιχθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις, λόγω της καθυστέρησης στην εκτέλεση των έργων υποδομών (τα οποία έπρεπε να είχαν ήδη αρχίσει το 2004, αλλά δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει ούτε το 2009). Τέλος, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η ENAC δεν προέβη σε προς τα άνω αναθεώρηση των αερολιμενικών τελών, ανεξαρτήτως της επίσημης αίτησης που υπέβαλε σχετικά η So.Ge.A.AL.

(168)

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η So.Ge.A.AL κατάρτισε διορθωτικά μέτρα με σκοπό την επίτευξη οικονομικής ισορροπίας, όπως η αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων της, η περιστολή των λειτουργικών δαπανών και μέτρα επενδύσεων σε υποδομές. Τα μέτρα αυτά αποτελούν αντικείμενο αναλυτικής εκτίμησης στο σχέδιο αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης του 2010.

(169)

Η So.Ge.A.AL απορρίπτει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν εκπονήθηκε εκ των προτέρων ανάλυση πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω μέτρων. Οι δημόσιοι μέτοχοι της So.Ge.A.AL έλαβαν προφανώς τα υπό εξέταση μέτρα βάσει επιχειρηματικών σχεδίων που καταρτίστηκαν εκ των προτέρων. Ο ισχυρισμός αυτός τεκμηριώνεται από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας, και πρόκειται ειδικότερα για τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

το επιχειρηματικό σχέδιο της So.Ge.A.AL της 15ης Μαρτίου 1999·

β)

τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της So.Ge.A.AL της 8ης Απριλίου 2000·

γ)

το επιχειρηματικό σχέδιο του Σεπτεμβρίου του 2005 για την ανάθεση της σύμβασης τεσσαρακονταετούς παραχώρησης·

δ)

το σχέδιο Roland Berger, όπως επικαιροποιήθηκε το 2007 και το 2009·

ε)

το πρόγραμμα αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης για την περίοδο 2010-2012·

στ)

την έκθεση Accuracy.

(170)

Η So.Ge.A.AL υπενθυμίζει περαιτέρω ότι η συμμόρφωση των εισφορών κεφαλαίου προς την αρχή του ΙΕΟΑ είχε ήδη διαπιστωθεί στην έκθεση Ecorys, στην έκθεση Accuracy και στο σχέδιο Roland Berger.

(171)

Η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να εξετάσει δεόντως τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του τομέα της εναέριας κυκλοφορίας στην Ιταλία υπό το φως των ισχυόντων ιταλικών κανονισμών. Στην εκτίμηση της κατάστασης πριν και μετά την ανάθεση της σύμβασης ολικής παραχώρησης στη So.Ge.A.AL, η Επιτροπή έπρεπε να είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις ήταν το αποτέλεσμα νομικής υποχρέωσης, η μη τήρηση της οποίας θα είχε ενεργοποιήσει την ανάκληση της σύμβασης παραχώρησης. Ως εκ τούτου, με την απόφαση της ανακεφαλαιοποίησης της εταιρείας, οι μέτοχοι της So.Ge.A.AL ευνόησαν την πλέον αποδοτική από άποψη κόστους επιλογή.

(172)

Η So.Ge.A.AL θεωρεί ότι, με την εκτέλεση των εισφορών κεφαλαίου, οι δημόσιοι μέτοχοί της ενήργησαν κατά τον ίδιο τρόπο που θα ενεργούσε και ένας ΙΕΟΑ υπό παρόμοιες συνθήκες, διότι οι εν λόγω εισφορές εξασφάλισαν στους δημόσιους επενδυτές θετικές αποδόσεις σε μεσοπρόθεσμο έως μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Κατά την άποψη της So.Ge.A.AL, οι αερολιμενικές δραστηριότητες αποφέρουν φορολογικά έσοδα των οποίων το ύψος είναι μεγαλύτερο από εκείνο της δημόσιας χρηματοδότησης που της χορηγήθηκε.

(173)

Η So.Ge.A.AL ισχυρίζεται επίσης ότι οι εισφορές κεφαλαίου δεν θα μπορούσαν να αποφέρουν στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια της νομολογίας Altmark. (41) Η συνολική διαχείριση του αερολιμένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος («ΥΓΟΣ») λόγω της ανάγκης διασφάλισης της προσβασιμότητας της νήσου και, κατά συνέπεια, οι υπό εξέταση εισφορές κεφαλαίου αντιστοιχούν στην αντιστάθμιση για την παροχή ΥΓΟΣ εκ μέρους του αερολιμένα.

(174)

Η παροχή της ΥΓΟΣ είχε ανατεθεί στη So.Ge.A.AL στο πλαίσιο της σύμβασης. Οι συμβάσεις μερικής παραχώρησης που είχαν ανατεθεί στη So.Ge.A.AL πριν από το 2007 θα μπορούσαν εξίσου να θεωρηθούν πράξεις ανάθεσης. Η So.Ge.A.AL επισημαίνει περαιτέρω ότι, από αμιγώς νομικής πλευράς, οι φορείς διαχείρισης αερολιμένων επιβάλλεται να τηρούν ορισμένες υποχρεώσεις όσον αφορά τη διαχείριση των αερολιμένων, στο πλαίσιο των οποίων λαμβάνεται αναπόφευκτα υπόψη το δημόσιο συμφέρον. Οι εν λόγω υποχρεώσεις αφορούν τη διασφάλιση ικανοποιητικής ποιότητας για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, την τήρηση προτύπων ασφαλείας, τη συνέχεια και την κανονικότητα των υπηρεσιών.

(175)

Η δεύτερη και η τρίτη προϋπόθεση που απορρέουν από την απόφαση στην υπόθεση Altmark πληρούνται διότι η So.Ge.A.AL έλαβε αποζημίωση μόνο στο επίπεδο που χρειαζόταν για την αντιστάθμιση των ζημιών, και ειδικότερα στο επίπεδο που χρειαζόταν για την επαναφορά του κεφαλαίου σε εναρμόνιση με τις νομικές απαιτήσεις μετά την κάλυψη των εν λόγω ζημιών. Η So.Ge.A.AL προσθέτει ακόμη ότι οι φορείς διαχείρισης των αερολιμένων υποχρεούνται εκ του νόμου να τηρούν χωριστούς λογαριασμούς μεταξύ των κύριων και των δευτερευουσών δραστηριοτήτων τους.

(176)

Τέλος, η So.Ge.A.AL ισχυρίζεται ότι πληρούται και το τέταρτο κριτήριο της απόφασης στην υπόθεση Altmark, χωρίς να παρέχει, ωστόσο, αποδεικτικό υλικό εν προκειμένω.

iv)   Σχετικά με το συμβιβάσιμο

(177)

Κατά την άποψη της So.Ge.A.AL, η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει το συμβιβάσιμο της δυνητικής ενίσχυσης υπέρ του αερολιμένα με βάση τα εξής:

α)

τις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα·

β)

τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και αναδιάρθρωση·

γ)

το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης·

δ)

τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(178)

Πρώτον, η So.Ge.A.AL υποστηρίζει ότι τα υπό εξέταση μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ του αερολιμένα του Alghero για την αντιστάθμιση του μειονεκτήματος που οφείλεται στον νησιωτικό χαρακτήρα της περιφέρειας της Σαρδηνίας. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή θα έπρεπε να κηρύξει την ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της Συνθήκης.

(179)

Δεύτερον, η So.Ge.A.AL ισχυρίζεται ότι όλα τα υπό εξέταση μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή προκειμένου η So.Ge.A.AL να είναι σε θέση να υποβληθεί σε αναδιάρθρωση, με σκοπό τη διασφάλιση της αποκατάστασης της βιωσιμότητάς της. Υπό αυτή την έννοια, η So.Ge.A.AL επισημαίνει ότι, όσον αφορά τις εισφορές κεφαλαίου του 2009 και του 2010, η So.Ge.A.AL κατάρτισε σχέδιο αναδιάρθρωσης, ήτοι το σχέδιο αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης του 2010, στο οποίο αφενός προσδιορίζονταν οι παράγοντες που είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην εταιρεία και αφετέρου προτείνονταν διορθωτικά μέτρα για τη μείωση των δαπανών και την αναθεώρηση της επιχειρηματικής πολιτικής. Στο εν λόγω σχέδιο προβλεπόταν σημαντικό ποσοστό ιδίας συνεισφοράς της So.Ge.A.AL στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης.

(180)

Τρίτον, όσον αφορά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης, η So.Ge.A.AL ισχυρίζεται ότι η αντιστάθμιση που της χορηγήθηκε για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) ήταν σταθερά χαμηλότερη από το ανώτατο όριο που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ (42), ήτοι 30 εκατ. ευρώ ετησίως, και ο κύκλος εργασιών της δεν υπερέβαινε τα 100 εκατ. ευρώ. Η So.Ge.A.AL προσθέτει ότι, πριν από το 2004, τηρούνταν επίσης το ανώτατο όριο του ενός εκατ. επιβατών του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ. Τηρούνταν επίσης οι διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ, διότι η αντιστάθμιση χορηγήθηκε στην εταιρεία σε σχέση με την παροχή ορθώς οριζομένων ΥΓΟΣ και ανατέθηκε στη So.Ge.A.AL βάσει μιας ή περισσοτέρων πράξεων ανάθεσης, και ότι η εν λόγω αντιστάθμιση δεν υπερέβαινε τα αναγκαία όρια για την παροχή των ΥΓΟΣ.

(181)

Τέταρτον, η So.Ge.A.AL υποστηρίζει ότι η ενίσχυση υπέρ του αερολιμένα για την υλοποίηση επενδύσεων σε υποδομές, εξοπλισμό, εξαρτήματα και έργα θα έπρεπε να χαρακτηριστεί συμβιβάσιμη βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Οι εν λόγω υποδομές είναι αναλογικές ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο και παρουσιάζουν προοπτικές χρήσης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 για τις αεροπορικές μεταφορές. Οι υποδομές αυτές τέθηκαν επίσης στη διάθεση αεροπορικών εταιρειών υπό όρους που δεν εισάγουν διακρίσεις. Επιπλέον, οι συναλλαγές δεν επηρεάστηκαν σε βαθμό αντίθετο προς το γενικό συμφέρον και η δημόσια χρηματοδότηση ήταν αναγκαία και αναλογική.

9.1.2.   Μέτρα υπέρ των αεροπορικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα

(182)

Θα ήταν ορθό η Επιτροπή να εξετάσει τις So.Ge.A.AL και RAS από κοινού για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής του ΙΕΟΑ. Με την έγκριση των υπό εξέταση μέτρων, η RAS και η So.Ge.A.AL συμπεριφέρθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο που θα συμπεριφερόταν και ένας ΙΕΟΑ υπό παρόμοιες συνθήκες. Η So.Ge.A.AL δεν θα αποκόμιζε κανένα οικονομικό πλεονέκτημα από τις συνεισφορές μάρκετινγκ τις οποίες χορήγησε η RAS υπέρ των αεροπορικών εταιρειών που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα του Alghero. Οι εν λόγω συνεισφορές μεταβιβάστηκαν απλώς μέσω του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα στους τελικούς αποδέκτες τους, ήτοι στις αεροπορικές εταιρείες.

(183)

Η So.Ge.A.AL υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ενίσχυση υπέρ των αεροπορικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα του Alghero με τη μορφή χαμηλότερων αερολιμενικών τελών ή συνεισφορών μάρκετινγκ θα έπρεπε να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή στοιχείο γ) της Συνθήκης και των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(184)

Προς επίρρωση του συμπεράσματος αυτού, η So.Ge.A.AL προβάλλει το επιχείρημα ότι η δυνητική ενίσχυση χορηγήθηκε σε εταιρείες που διαθέτουν άδεια παροχής υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών από κράτος μέλος, για γραμμές που συνδέουν περιφερειακό αερολιμένα ο οποίος υπάγεται στην κατηγορία Γ ή Δ, κατά τον ορισμό των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, με άλλον αερολιμένα της Ένωσης. Η χρηματοδότηση δεν αφορούσε γραμμές που υπόκεινται σε υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας («ΥΔΥ») κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43) και στις συμφωνίες που συνάφθηκαν με τις αεροπορικές εταιρείες προβλεπόταν η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης, εκ μέρους των αεροπορικών εταιρειών, των δεσμεύσεών τους.

(185)

Παρότι η So.Ge.A.AL αναγνωρίζει το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες επιχορηγήσεις παρασχέθηκαν στις αεροπορικές εταιρείες για μεγαλύτερη χρονική περίοδο και με υψηλότερη ένταση από ό,τι επιτρέπεται βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, υπογραμμίζει ότι η διάρκεια ισχύος των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες δεν υπερέβαινε τα τρία έτη, και ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 επιτρέπουν παρεκκλίσεις σε σχέση με τα επίπεδα έντασης στην περίπτωση των μειονεκτουσών περιοχών.

9.1.3.   Δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές

(186)

Στις παρατηρήσεις της σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, η So.Ge.A.AL υπενθυμίζει ότι κανένα από τα υπό αξιολόγηση μέτρα υπέρ του αερολιμένα δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, σε περίπτωση που η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οποιοδήποτε από τα εν λόγω μέτρα συνιστά ενίσχυση λειτουργίας υπέρ της So.Ge.A.AL, υποστηρίζει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του συμβιβάσιμου που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

10.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΆΛΛΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΈΝΩΝ

(187)

Η Ryanair, η AMS και η Unioncamere υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους κατά τη διάρκεια της έρευνας.

10.1.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ RYANAIR

(188)

Η Ryanair υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση του 2012 στις 12 Μαρτίου 2013. Η Ryanair παρέπεμψε στις προηγούμενες παρατηρήσεις που υπέβαλε σχετικά με την παρούσα υπόθεση πριν από την έκδοση της απόφασης του 2012, καθώς και σε διάφορες άλλες παρατηρήσεις που αφορούν μια σειρά ερευνών περί κρατικών ενισχύσεων σχετικά με τη χορήγηση δυνητικής ενίσχυσης υπέρ της Ryanair.

(189)

Οι κυριότεροι ισχυρισμοί της Ryanair, όπως προκύπτουν από τις εν λόγω παρατηρήσεις, συνοψίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 190 έως 226.

i)   Σχετικά με την AMS

(190)

Η Ryanair απορρίπτει το προκαταρκτικό συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Ryanair και η AMS πρέπει να θεωρηθούν ενιαία οντότητα, και ότι οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ, καθώς και οι οικονομικές επιπτώσεις τους, ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού για τους σκοπούς της αξιολόγησης του οικονομικού πλεονεκτήματος.

(191)

Η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ούτε από τη διάρθρωση του καθεστώτος ιδιοκτησίας της AMS ούτε από τον σκοπό της. Οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών που συνάφθηκαν με τη Ryanair και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνάφθηκαν με την AMS είναι χωριστές και ανεξάρτητες, αφορούν διαφορετικές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε συμβατικούς ή άλλους δεσμούς μεταξύ τους ώστε να αιτιολογείται η εξέτασή τους ως ενιαίου συνόλου μέτρων.

(192)

Οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ ευνόησαν τη So.Ge.A.AL ως αγοραστή διαφημιστικών υπηρεσιών. Οι εν λόγω συμφωνίες αποτέλεσαν επένδυση για την ενίσχυση του εμπορικού σήματος του αερολιμένα και αναμενόταν να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των εισερχόμενων επιβατών, και επομένως των εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες. Δεν αποσκοπούσαν στη βελτίωση του συντελεστή πληρότητας ή της απόδοσης των γραμμών της Ryanair ούτε εξαρτώντο από τυχόν εικαζόμενα οφέλη που παρέχει στη Ryanair η διαφήμιση του αερολιμένα στον δικτυακό τόπο Ryanair.com.

(193)

Επιπροσθέτως, η σύναψη συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εκτέλεση δρομολογίων εκ μέρους της Ryanair από και προς έναν αερολιμένα. Πράγματι, πολλοί αερολιμένες τους οποίους εξυπηρετεί η Ryanair δεν συνάπτουν συμφωνίες με την AMS. Εν γένει, η ανάγκη για συγκεκριμένες υπηρεσίες μάρκετινγκ για την ανάπτυξη του εμπορικού σήματος ενός αερολιμένα και την άσκηση επιρροής στο ποσοστό των εισερχόμενων επιβατών προκύπτει σε λιγότερο γνωστούς αερολιμένες όπου το εμπορικό σήμα του αερολιμένα δεν είναι προβεβλημένο και χρειάζεται να ενισχυθεί η εισερχόμενη επιβατική κίνηση.

(194)

Ως εκ τούτου, είναι απολύτως εύλογο οι αερολιμένες αυτοί να δαπανούν πόρους προς τον σκοπό αυτόν, και το γεγονός ότι η Ryanair μπορεί επίσης να ευνοείται ή όχι μέσω της συγκεκριμένης διαφήμισης είναι άνευ εμπορικής σημασίας για τον αερολιμένα. Ένας ιδιώτης επενδυτής δεν αποφεύγει να προβεί σε μια επένδυση απλώς και μόνον επειδή άλλα ενδιαφερόμενα μέρη μπορεί επίσης να αποκομίσουν οφέλη από την ανάπτυξη της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.

(195)

Οι συμφωνίες της Ryanair με τη So.Ge.A.AL ήταν συνήθεις εμπορικές συμφωνίες που συνάδουν με την αρχή του ΙΕΟΑ, και το ίδιο ισχύει επίσης για τις συμφωνίες της AMS με τη So.Ge.A.AL, δεδομένου ότι η AMS συνάπτει συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ με τις ίδιες τιμές και για συγκρίσιμα μεγέθη τόσο με δημόσιους όσο και με ιδιωτικούς αερολιμένες, τουριστικούς οργανισμούς, ομίλους ενοικίασης αυτοκινήτων, δικτυακούς τόπους ξενοδοχειακών κρατήσεων, ασφαλιστικές εταιρείες και παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (44).

(196)

Η προσέγγιση αυτή είναι συνεπής με το σκεπτικό της Ryanair όπως έχει διατυπωθεί σε άλλες παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας. Σε αυτές τις άλλες παρατηρήσεις, η Ryanair διαφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι πληρωμές προς την AMS πρέπει να χαρακτηριστούν ως δαπάνες για τον αερολιμένα. Σύμφωνα με τη Ryanair, η προσέγγιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη την αξία των υπηρεσιών που παρέχει η AMS στον αερολιμένα (45). Με την αγορά διαφημιστικού χώρου, οι αερολιμένες μπορούν να αυξήσουν το ποσοστό των εισερχόμενων επιβατών στις πτήσεις της Ryanair, οι οποίοι έχουν την τάση δαπανούν περισσότερα χρήματα από ό,τι οι εξερχόμενοι επιβάτες για εμπορεύματα και υπηρεσίες μη αεροναυτικού χαρακτήρα. Η ενέργεια αυτή είναι λογική, από εμπορική άποψη, για τους αερολιμένες (46). Η Ryanair εκτιμά ότι η αγορά υπηρεσιών μάρκετινγκ με τιμές της αγοράς θα πρέπει να απομονωθεί από τυχόν άλλες συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ του αερολιμένα και των αεροπορικών εταιρειών στο πλαίσιο της αξιολόγησης βάσει της αρχής του ΙΕΟΑ. Σε περίπτωση που η Επιτροπή επιμείνει να συμπεριληφθούν οι ρυθμίσεις σχετικά με την AMS και οι ρυθμίσεις σχετικά με τις αερολιμενικές υπηρεσίες της Ryanair σε κοινό έλεγχο του κριτηρίου του ΙΕΟΑ, δεν πρέπει να παραβλεφθεί η αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών από την AMS στον αερολιμένα.

ii)   Σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού/Κρατικοί πόροι

(197)

Η Ryanair θεωρεί ότι η άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία οι δημόσιες αρχές συμμετείχαν στην έγκριση των υπό εξέταση μέτρων σχετικά με τη Ryanair και την AMS δεν τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία. Δεν είναι δυνατόν να υποτεθεί —και πρέπει άλλωστε να αποδειχθεί— ότι οι δημόσιες αρχές συμμετείχαν πράγματι στην έγκριση των εν λόγω μέτρων.

(198)

Το επιχείρημα ότι η So.Ge.A.AL ανήκει εξ ολοκλήρου στην κυριότητα των δημόσιων αρχών που παρενέβησαν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της So.Ge.A.AL δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, διότι βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο μοναδικό οργανικό κριτήριο του διορισμού του διοικητικού συμβουλίου της So.Ge.A.AL από τους δημόσιους μετόχους της. Ούτε η συμφωνία του 2002, βάσει της οποίας η Σαρδηνία δεσμεύτηκε να συνεργαστεί με τη Ryanair, με σκοπό την ανάπτυξη του τουρισμού και την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στην περιοχή, αποδεικνύει ότι οι δημόσιες αρχές συμμετείχαν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στην έγκριση των μέτρων που έλαβε η So.Ge.A.AL υπέρ της Ryanair ή της AMS μετά την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι η So.Ge.A.AL και η Σαρδηνία υπέγραψαν τις μεταγενέστερες συμφωνίες του 2004, του 2005, του 2006 και του 2007 σχετικά με συνεισφορές για δραστηριότητες από κοινού μάρκετινγκ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον προς επίρρωση της θέσης ότι η Σαρδηνία χρηματοδοτούσε τη So.Ge.A.AL, αλλά όχι και της άποψης ότι κατηύθυνε τις ενέργειες της So.Ge.A.AL έναντι της Ryanair ή της AMS.

(199)

Η Ryanair δεν είναι ενήμερη ούτε αρμόδια για τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ της So.Ge.A.AL και της RAS, δεν προέκρινε ούτε ζήτησε τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών, και επομένως οι ρυθμίσεις που διέπουν τη συνεργασία της Ryanair και της AMS με τη So.Ge.A.AL δεν πρέπει να επηρεάζονται από ρυθμίσεις που διέπουν τη συνεργασία μεταξύ της So.Ge.A.AL και της RAS.

(200)

Επίσης, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί η Ryanair ως έμμεσος αποδέκτης κρατικής ενίσχυσης. Η Επιτροπή δεν μπορεί να στηρίζεται στην απλή εικασία ότι χορηγήθηκε κρατική ενίσχυση στις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα χωρίς αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την πραγματική ύπαρξη πλεονεκτήματος μέσω της κρατικής ενίσχυσης. Εφόσον οι όροι της εμπορικής σχέσης μεταξύ της Ryanair και του αερολιμένα μπορούν να αιτιολογηθούν βάσει της αρχής του ΙΕΟΑ, καμία υποχρέωση ανάκτησης δεν μπορεί να επεκταθεί ώστε να διέπει και τη Ryanair. Η Ryanair επικρίνει την εκτίμηση της Επιτροπής ότι τυχόν κίνητρα που παρέχονται σε αεροπορική εταιρεία από δημόσιο αερολιμένα χαρακτηρίζονται αυτομάτως ως κρατική ενίσχυση, ακόμη και αν χρηματοδοτούνται εν μέρει μόνο από δημόσιους πόρους. Η Ryanair υποστηρίζει ότι η απροθυμία της Επιτροπής να διερευνήσει το ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού των μέτρων στο κράτος δεν αντικατοπτρίζει τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, στις οποίες αναφέρεται ότι η απόφαση για την ανακατανομή δημόσιων πόρων σε αεροπορική εταιρεία πρέπει να καταλογίζεται στις δημόσιες αρχές προκειμένου να συνιστά κρατική ενίσχυση (47).

iii)   Σχετικά με την ανάλυση συγκρίσιμων αερολιμένων

(201)

Η Ryanair ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία (48), η εκπόνηση ανάλυσης συγκρίσιμων αερολιμένων πρέπει να αποτελεί το πρωταρχικό κριτήριο για την εξακρίβωση της ύπαρξης ενίσχυσης υπέρ των αεροπορικών εταιρειών και το κριτήριο βάσει του κόστους πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον εφόσον είναι αδύνατον να συγκριθεί η κατάσταση του εικαζόμενου χορηγού της ενίσχυσης με την κατάσταση ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων. Η Ryanair επισημαίνει περαιτέρω ότι κατά την εξέταση των συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ των φορέων διαχείρισης των αερολιμένων και των αεροπορικών εταιρειών πρέπει να λαμβάνονται εξίσου υπόψη οι εξωτερικότητες που προκύπτουν για το δίκτυο από τις συμφωνίες. Σε άλλες παρατηρήσεις που υπέβαλε, η Ryanair συμμερίζεται την άποψη ότι αμφότερες οι μέθοδοι της ανάλυσης συγκρίσιμων αερολιμένων και του κριτηρίου βάσει του κόστους αποτελούν συνήθη επιχειρηματική πρακτική (49).

iv)   Σχετικά με την εκ των προτέρων αποδοτικότητα

(202)

Η Ryanair ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι ολόκληρο το σκεπτικό της Επιτροπής στην απόφαση του 2012 καταρρίπτεται από την εσφαλμένη εφαρμογή του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ, λόγω της ανακριβούς παραδοχής ότι απαιτείτο η κατάρτιση εκ των προτέρων επιχειρηματικού σχεδίου προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τηρήθηκε η αρχή του ΙΕΟΑ. Τα επιχειρηματικά σχέδια δεν αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τις εμπορικές ενέργειες ιδιωτών επενδυτών (50). Παρότι τα εν λόγω σχέδια μπορεί να αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ένας δημόσιος φορέας ενεργούσε ως ιδιώτης επενδυτής, η απουσία ενός τέτοιου σχεδίου δεν είναι επαρκής για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένας δημόσιος φορέας δεν ενεργούσε ως ιδιώτης επενδυτής.

(203)

Σε κάθε περίπτωση, στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε ήδη αναγνωρίσει στην απόφαση του 2012 ότι ο αερολιμένας του Alghero υπέβαλε μια βασική εκ των προτέρων ανάλυση, η οποία θα έπρεπε να θεωρηθεί επαρκής. Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τι συνιστά «αποδεκτό» επιχειρηματικό σχέδιο και δεν θα έπρεπε να επιχειρήσει να το πράξει.

(204)

Η Ryanair επισημαίνει περαιτέρω ότι η Επιτροπή έλαβε ανάλυση του κριτηρίου της αρχής του ΙΕΟΑ από την Ecorys, η οποία αποφάνθηκε ότι οι συμφωνίες της Ryanair συνάδουν με την αρχή του ΙΕΟΑ, και ότι οι ζημίες της So.Ge.A.AL προέκυψαν λόγω των σημαντικών και απρόβλεπτων καθυστερήσεων του κράτους κατά την ανάθεση της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης. Οι απρόβλεπτες ελλείψεις και καθυστερήσεις θα έπρεπε να εξουδετερώνονται στις αναλύσεις του κριτηρίου της αρχής του ΙΕΟΑ, διότι μπορεί να τις αντιμετωπίζουν επίσης ιδιωτικοί αερολιμένες στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, είτε λόγω ανεπαρκειών του κράτους είτε λόγω των πράξεων άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων στις οποίες βασίζεται ο εκάστοτε αερολιμένας.

(205)

Επιπλέον, η Ryanair υπέβαλε μια σειρά υπομνημάτων που συνέταξε η Oxera, καθώς και ανάλυση που εκπόνησε ο καθηγητής Damien P. McLoughlin.

Υπόμνημα 1 της Oxera — Προσδιορισμός της αγοραίας τιμής αναφοράς κατά την ανάλυση συγκρίσιμων αερολιμένων ενόψει των ελέγχων του κριτηρίου του ΙΕΟΑ. Υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων που αφορούν τη Ryanair, υπόμνημα που συνέταξε η Oxera για τη Ryanair στις 9 Απριλίου 2013

(206)

Η Oxera εκτιμά ότι η μέθοδος της Επιτροπής που συνίσταται στο να αποδέχεται ως συγκρίσιμους αερολιμένες μόνον αυτούς που βρίσκονται στην ίδια ζώνη επιρροής με αυτή του αερολιμένα που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας είναι εσφαλμένη.

(207)

Η Oxera ισχυρίζεται ότι οι αγοραίες τιμές αναφοράς που ελήφθησαν από τους συγκρίσιμους αερολιμένες δεν είναι νοθευμένες με κρατικές ενισχύσεις προς γειτονικούς αερολιμένες. Επομένως, είναι δυνατό να εκτιμηθεί με αξιόπιστο τρόπο μία αγοραία αξία αναφοράς κατά τον έλεγχο του κριτηρίου του ΙΕΟΑ.

(208)

Αυτό συμβαίνει διότι:

α)

οι συγκριτικές αναλύσεις χρησιμοποιούνται ευρέως κατά τον έλεγχο του κριτηρίου του ΙΕΟΑ και σε άλλους τομείς εκτός από τις κρατικές ενισχύσεις·

β)

οι επιχειρήσεις αλληλοεπηρεάζονται κατά τη λήψη των αποφάσεών τους μόνο στο μέτρο που τα προϊόντα τους είναι υποκατάστατα ή συμπληρωματικά·

γ)

οι αερολιμένες εντός της ίδιας ζώνης επιρροής δεν ανταγωνίζονται κατ' ανάγκη μεταξύ τους, και οι συγκρίσιμοι αερολιμένες που χρησιμοποιούνται στις υποβληθείσες εκθέσεις αντιμετωπίζουν περιορισμένο ανταγωνισμό από κρατικούς αερολιμένες εντός της ζώνης επιρροής τους (< 1/3 των εμπορικών αερολιμένων εντός της ζώνης επιρροής των συγκρίσιμων αερολιμένων είναι εξ ολοκλήρου κρατικής ιδιοκτησίας, και κανένας από τους αερολιμένες εντός της ίδιας ζώνης επιρροής που λαμβάνονται ως συγκρίσιμοι αερολιμένες δεν αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού στο πλαίσιο τρεχουσών κρατικών ενισχύσεων (σύμφωνα με στοιχεία του Απριλίου του 2013)·

δ)

ακόμη και όταν οι συγκρίσιμοι αερολιμένες αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό από κρατικούς αερολιμένες στην ίδια ζώνη επιρροής, υπάρχουν λόγοι να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά τους είναι σύμφωνη με την αρχή του ΙΕΟΑ (π.χ. αν ο ιδιωτικός τομέας κατέχει σημαντική συμμετοχή ή η διαχείριση του αερολιμένα ασκείται από ιδιωτικό φορέα)·

ε)

οι αερολιμένες ΙΕΟΑ δεν καθορίζουν τιμές χαμηλότερες του πρόσθετου κόστους.

Υπόμνημα 2 της Oxera — Αρχές που διέπουν την ανάλυση της αποδοτικότητας κατά τη διάρκεια των ελέγχων με βάση την αρχή του ΙΕΟΑ. Υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων που αφορούν τη Ryanair, υπόμνημα που συνέταξε η Oxera για τη Ryanair στις 9 Απριλίου 2013

(209)

Η Oxera προέβαλε το επιχείρημα ότι η ανάλυση της αποδοτικότητας που εκπόνησε η ίδια στις εκθέσεις της που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή τηρεί τις αρχές που θα υιοθετούσε ένας συνετός επενδυτής του ιδιωτικού τομέα και αντικατοπτρίζει τη μέθοδο που προκύπτει από την προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής.

(210)

Οι αρχές που διέπουν την ανάλυση της αποδοτικότητας είναι οι εξής:

α)

η αξιολόγηση θα γινόταν σταδιακά·

β)

δεν θα ήταν υποχρεωτικό να υπάρχει εκ των προτέρων επιχειρηματικό σχέδιο·

γ)

στην περίπτωση ενός μη κορεσμένου αεροδρομίου, η μέθοδος του ενιαίου ταμείου θα ήταν η κατάλληλη μέθοδος τιμολόγησης·

δ)

θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα εισοδήματα που συνδέονται με την οικονομική δραστηριότητα του αερολιμένα·

ε)

θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη η συνολική διάρκεια της συμφωνίας καθώς και οι ενδεχόμενες παρατάσεις·

στ)

οι μελλοντικές χρηματοδοτικές ροές θα έπρεπε να προεξοφλούνται με σκοπό να αξιολογηθεί η αποδοτικότητα των συμφωνιών·

ζ)

η πρόσθετη αποδοτικότητα που αποφέρουν οι συμφωνίες που έχει συνάψει η Ryanair με τους αερολιμένες θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τις εκτιμήσεις για τον εσωτερικό συντελεστή απόδοσης ή την καθαρή παρούσα αξία.

Ανάλυση του καθηγητή Damien P. McLoughlin — Ανάπτυξη εμπορικού σήματος: γιατί και πώς οι λιγότερο γνωστοί αερολιμένες πρέπει να επενδύσουν στο μάρκετινγκ, ανάλυση που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ryanair στις 10 Απριλίου 2013

(211)

Σκοπός του εν λόγω εγγράφου είναι να καθοριστεί το εμπορικό σκεπτικό που διέπει τις αποφάσεις των περιφερειακών αερολιμένων για την αγορά διαφημιστικών υπηρεσιών στον δικτυακό τόπο Ryanair.com από την AMS.

(212)

Στο έγγραφο διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός πολύ ισχυρών, ευρέως γνωστών και συνήθως χρησιμοποιούμενων αερολιμένων. Οι ασθενέστεροι ανταγωνιστές πρέπει να ξεπεράσουν τη στατική αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών προκειμένου να διασφαλίσουν την ανάπτυξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Οι μικρότεροι περιφερειακοί αερολιμένες πρέπει να αναζητήσουν τρόπους ώστε να προβάλλουν σε μόνιμη βάση το εμπορικό σήμα τους σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό. Οι παραδοσιακές μορφές διαφημιστικής προβολής προϋποθέτουν δαπάνες οι οποίες υπερβαίνουν τους πόρους τους.

Υπομνήματα 3 και 4 της Oxera — Τρόπος αντιμετώπισης των συμφωνιών της AMS κατά την ανάλυση αποδοτικότητας στο πλαίσιο του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ, που συντάχθηκαν στις 17 και 31 Ιανουαρίου 2014

(213)

Η Ryanair υπέβαλε επιπρόσθετες εκθέσεις που κατάρτισε η εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Oxera. Στις εν λόγω εκθέσεις, η Oxera εξέτασε τις αρχές που πρέπει, σύμφωνα με την άποψη της αεροπορικής εταιρείας, να λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάλυση της αποδοτικότητας, αφενός, των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών μεταξύ της Ryanair και των αερολιμένων και, αφετέρου, των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ μεταξύ της AMS και των ίδιων αερολιμένων στο πλαίσιο του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ (51). Η Ryanair τόνισε ότι οι εκθέσεις αυτές δεν μεταβάλλουν κατά κανένα τρόπο τη θέση της εταιρείας που είχε διατυπωθεί σε προγενέστερο στάδιο και σύμφωνα με την οποία οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο χωριστών ελέγχων του κριτηρίου του ΙΕΟΑ.

(214)

Από τις εκθέσεις προέκυψε ότι τα κέρδη που αποκόμισε η AMS πρέπει να συμπεριληφθούν ως έσοδα σε κοινή ανάλυση σχετικά με την αποδοτικότητα, ενώ οι δαπάνες της AMS θα έπρεπε να ενσωματωθούν στο κόστος. Προς τον σκοπό αυτόν, στις εκθέσεις προτάθηκε η εφαρμογή μεθοδολογίας βάσει των ταμειακών ροών στην κοινή ανάλυση της αποδοτικότητας, η οποία συνεπάγεται τη δυνατότητα αντιμετώπισης των δαπανών των αερολιμένων για την AMS ως πρόσθετων λειτουργικών δαπανών.

(215)

Στις εκθέσεις δόθηκε έμφαση στο γεγονός ότι οι δραστηριότητες μάρκετινγκ συμβάλλουν στη δημιουργία και τη στήριξη της αξίας του εμπορικού σήματος, που είναι σε θέση να παράγει αποτελέσματα και οφέλη, όχι μόνο καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος των συμφωνιών με την εκάστοτε αεροπορική εταιρεία, αλλά και μετά τη λήξη τους. Τούτο ισχύει ιδίως σε περίπτωση που, λόγω του γεγονότος ότι η Ryanair έχει συνάψει συμφωνία με έναν αερολιμένα, εγκαθίστανται στον αερολιμένα και άλλες αεροπορικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να προσελκύονται περισσότερα καταστήματα στον αερολιμένα και να παράγονται, συνεπώς, περισσότερα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες για τον αερολιμένα. Κατά την άποψη της Ryanair, εάν η Επιτροπή προβεί σε κοινή ανάλυση της αποδοτικότητας, τα εν λόγω οφέλη πρέπει να ληφθούν υπόψη με την αντιμετώπιση των δαπανών της AMS ως πρόσθετων λειτουργικών δαπανών, αφαιρουμένων των πληρωμών προς την AMS.

(216)

Επιπλέον, η Ryanair ήταν της άποψης ότι θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί μια τελική αξία στις προβλέψεις των πρόσθετων κερδών κατά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών, ούτως ώστε να συνυπολογιστεί η παραγόμενη αξία μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας. Η τελική αξία θα μπορούσε να αναπροσαρμοστεί βάσει πιθανοτήτων «ανανέωσης», με τον υπολογισμό της προσδοκώμενης συνέχισης της παραγωγής κερδών μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας με τη Ryanair ή εφόσον θα είχαν συμφωνηθεί παρόμοιοι όροι με άλλες αεροπορικές εταιρείες. Η Ryanair θεώρησε ότι, στην περίπτωση αυτή, θα ήταν δυνατόν να υπολογιστεί χαμηλότερο όριο για τα από κοινού παραγόμενα κέρδη στο πλαίσιο της συμφωνίας με την AMS και της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών, αντικατοπτρίζοντας με τον τρόπο αυτόν τον αβέβαιο χαρακτήρα των πρόσθετων κερδών μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών.

(217)

Προς επίρρωση της συγκεκριμένης μεθόδου, στις εκθέσεις παρατέθηκε συγκεφαλαιωτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων μελετών σχετικά με τις επιπτώσεις του μάρκετινγκ στην αξία του εμπορικού σήματος. Οι εν λόγω μελέτες αναγνωρίζουν το γεγονός ότι το μάρκετινγκ μπορεί να στηρίξει την αξία ενός εμπορικού σήματος και δύναται να συνδράμει στη δημιουργία πελατειακής βάσης. Σύμφωνα με τις εκθέσεις, το μάρκετινγκ στον δικτυακό τόπο Ryanair.com για έναν αερολιμένα αυξάνει ιδιαιτέρως την προβολή του εμπορικού σήματος του εν λόγω αερολιμένα. Επιπλέον, στις εκθέσεις επισημάνθηκε ότι ιδίως οι μικρότεροι περιφερειακοί αερολιμένες που επιθυμούν να αυξήσουν την εναέρια κυκλοφορία τους θα μπορούσαν, επομένως, να αυξήσουν την αξία του εμπορικού τους σήματος με τη σύναψη συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS.

(218)

Τέλος, στις εκθέσεις αναφέρεται ότι η υιοθέτηση μιας μεθόδου βάσει των ταμειακών ροών θα ήταν προτιμότερη από τη μέθοδο κεφαλαιοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας οι δαπάνες της AMS θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως κεφαλαιουχικές δαπάνες ενός άυλου στοιχείου ενεργητικού (δηλαδή, της αξίας του εμπορικού σήματος). (52) Η μέθοδος κεφαλαιοποίησης θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη μόνον το ποσοστό των δαπανών μάρκετινγκ που καταλογίζονται στα άυλα στοιχεία ενεργητικού ενός αερολιμένα. Οι δαπάνες μάρκετινγκ θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως άυλα στοιχεία ενεργητικού και στη συνέχεια να αποσβεστούν κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, λαμβανομένης υπόψη της υπολειμματικής αξίας κατά την προβλεπόμενη λήξη ισχύος της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής δεν θα λαμβάνονταν υπόψη τα πρόσθετα κέρδη που θα απέφερε η σύναψη συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair. Επίσης, είναι δύσκολο να υπολογιστεί η αξία του άυλου στοιχείου ενεργητικού λόγω των δαπανών του εμπορικού σήματος και της χρονικής περιόδου χρήσης του στοιχείου ενεργητικού. Η μέθοδος βάσει των ταμειακών ροών κρίνεται καταλληλότερη από τη μέθοδο κεφαλαιοποίησης, δεδομένου ότι στη μέθοδο κεφαλαιοποίησης δεν συνεκτιμώνται τα θετικά οφέλη που αναμένεται να προκύψουν για τον αερολιμένα από την υπογραφή συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair.

v)   Οι εκθέσεις ΑΙΕΟΑ του 2011 και του 2013

(219)

Η Ryanair ζήτησε από την Oxera να διενεργήσει έλεγχο βάσει της αρχής του ΙΕΟΑ, τον οποίο υπέβαλε στην Επιτροπή εξ ονόματος της Ryanair τον Ιούλιο του 2011 (η «έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2011») (53). Στην έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2011 παρουσιάζονταν τα αποτελέσματα ανάλυσης της αποδοτικότητας των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000 και του 2010 μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair, με βάση τις πληροφορίες που θα ήταν, σύμφωνα με τη Ryanair, διαθέσιμες στη So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο σύναψης των εν λόγω συμφωνιών. Η έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2011 δεν περιλάμβανε ανάλυση της προσδοκώμενης αποδοτικότητας των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2002, του 2003 και του 2006.

(220)

Σε συνέχεια της έκθεσης ΑΙΕΟΑ του 2011 υποβλήθηκε στην Επιτροπή επικαιροποιημένη έκθεση τον Μάρτιο του 2013 (η «έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2013») (54), στην οποία εκτιμάται η προσδοκώμενη αποδοτικότητα των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών που δεν εξετάστηκαν στην έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2011 (ήτοι των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2002, του 2003 και του 2006).

(221)

Κατά την άποψη της Ryanair, από την εκ των προτέρων αξιολόγηση της αποδοτικότητας των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000, του 2002, του 2003, του 2006 και του 2010 προκύπτει ότι όλες αυτές οι συμφωνίες αναμενόταν να είναι αποδοτικές για τον αερολιμένα κατά τον χρόνο σύναψής τους. Η προσδοκώμενη αποδοτικότητα κάθε συμφωνίας μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair αξιολογήθηκε λαμβανομένων υπόψη των προβλέψεων σχετικά με τα προσδοκώμενα πρόσθετα έξοδα και πρόσθετα έσοδα, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από αεροναυτικές και μη αεροναυτικές δραστηριότητες και του προσδοκώμενου κόστους των παρεχόμενων οικονομικών κινήτρων προς τη Ryanair. Το γεγονός ότι οι προκύπτουσες καθαρές παρούσες αξίες έχουν όλες θετικό πρόσημο φαίνεται να επιβεβαιώνει τον ορθολογικό χαρακτήρα της απόφασης για τη σύναψη των συμφωνιών με τη Ryanair.

(222)

Κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ΙΕΟΑ όσον αφορά τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών, στις εκθέσεις ΑΙΕΟΑ του 2011 και του 2013 δεν λαμβάνονται υπόψη οι συμφωνίες μεταξύ της So.Ge.A.AL και της AMS για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ. Σύμφωνα με τη Ryanair, οι συμφωνίες με την AMS είναι χωριστές από τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών μεταξύ της Ryanair και του αερολιμένα, υπό την έννοια ότι οι πρώτες αφορούν την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ στους αερολιμένες (και όχι τις πτήσεις/τους επιβάτες) σε τιμή αγοράς και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης.

vi)   Σχετικά με τον μη επιλεκτικό χαρακτήρα των αερολιμενικών τελών της Ryanair

(223)

Η Ryanair απορρίπτει την άποψη της Επιτροπής ότι τυχόν εκπτώσεις που χορηγήθηκαν από τον αερολιμένα του Alghero πρέπει να αντιμετωπιστούν ως κρατική ενίσχυση, ακόμη και στην περίπτωση που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις εν λόγω εκπτώσεις όλες οι αεροπορικές εταιρείες. Πρώτον, κατά την άποψη της Ryanair, εάν λαμβάνουν εκπτώσεις όλες οι αεροπορικές εταιρείες, τότε η κατάλληλη τιμή του αντίστροφου σεναρίου μπορεί να αντιστοιχεί στο χαμηλότερο ποσοστό έκπτωσης και όχι στο ύψος των δημοσιευμένων τελών. Δεύτερον, στη συγκεκριμένη προσέγγιση δεν λαμβάνεται υπόψη κανένα στοιχείο διαφοροποίησης του κόστους και των οφελών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών στις διάφορες αεροπορικές εταιρείες. Η αξιολόγηση του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του κόστους αποτελεί αναγκαίο βήμα προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η εφαρμογή έκπτωσης σε συγκεκριμένη αεροπορική εταιρεία συνιστά κρατική ενίσχυση. Αυτά καθαυτά, τα σχετικά χαμηλά τέλη δεν συνιστούν κατ' ανάγκη κρατική ενίσχυση και, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Ecorys, τα χαμηλότερα τέλη αντικατοπτρίζουν χαμηλότερα επίπεδα ζήτησης υπηρεσιών εκ μέρους της Ryanair.

(224)

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκπτώσεις που έλαβε η Ryanair προσφέρθηκαν ως αναγνώριση του σημαντικού εμπορικού κινδύνου που ανέλαβε η Ryanair με την καθιέρωση τακτικών πτήσεων καθ' όλη τη διάρκεια του έτους σε έναν αερολιμένα που ήταν άγνωστος εκείνη την περίοδο (55).

vii)   Σχετικά με τη νόθευση του ανταγωνισμού

(225)

Η Επιτροπή φαίνεται να μην αποκλείει τον ανταγωνισμό μεταξύ του αερολιμένα Alghero και των αερολιμένων Cagliari ή Olbia, παρά τα 235 και 128 χιλιόμετρα, αντιστοίχως, ορεινών όγκων που χωρίζουν τους εν λόγω αερολιμένες, και παρά την απουσία αυτοκινητοδρόμων στη Σαρδηνία. Σύμφωνα με τη Ryanair, είναι αβέβαιο τόσο το κατά πόσον η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης υπέρ του αερολιμένα του Alghero θα μπορούσε να συνεπάγεται νόθευση του ανταγωνισμού όσο και το πεδίο εφαρμογής της νόθευσης αυτής, όπως ορίζεται από την Επιτροπή.

viii)   Σχετικά με το συμβιβάσιμο

(226)

Η Ryanair θεωρεί ότι οι ρυθμίσεις μεταξύ της Ryanair και του αερολιμένα δεν εμπεριέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης. Υπό την έννοια αυτή, η Ryanair εκτιμά ότι η δυνητική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές στην παρούσα υπόθεση είναι άνευ αντικειμένου.

10.2.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ AMS

i)   Σχετικά με την AMS και τον δικτυακό τόπο της Ryanair

(227)

Η AMS στηρίζει τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Ryanair σχετικά με την AMS. Η παραδοχή της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία οι αμοιβές μάρκετινγκ που καταβλήθηκαν στην AMS ως αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ συνιστούν κρατική ενίσχυση (υπέρ της Ryanair) και η αντιμετώπιση της AMS και της Ryanair ως ενιαίου δικαιούχου κρατικής ενίσχυσης, είναι εσφαλμένη. Η AMS παρέχει υπηρεσίες μάρκετινγκ οι οποίες αιτιολογούνται από τον ίδιο τον διακριτό σκοπό τους και τιμολογούνται στην αγοραία αξία τους.

(228)

Επιπροσθέτως, η απόφαση της Ryanair να προσλάβει ενδιάμεσο φορέα για την πώληση διαφημιστικού χώρου στον δικτυακό της τόπο δεν αποτελεί ασυνήθη πρακτική. Η AMS δραστηριοποιείται επιτυχώς στην προώθηση και πώληση διαφημιστικού χώρου σε πολυάριθμες εταιρείες σε ολόκληρη την Ευρώπη, τόσο ιδιωτικού όσο και δημόσιου δικαίου.

(229)

Ο δικτυακός τόπος της Ryanair παρουσιάζει εξαιρετικά ελκυστικά χαρακτηριστικά στον τομέα του μάρκετινγκ: πρόκειται για έναν από τους δημοφιλέστερους ταξιδιωτικούς δικτυακούς τόπους παγκοσμίως· η μέση διάρκεια κάθε επίσκεψης στον δικτυακό τόπο της Ryanair είναι ιδιαιτέρως παρατεταμένη· η διαφήμιση ενός αερολιμένα στον δικτυακό τόπο της Ryanair απευθύνεται αποκλειστικά σε δυνητικούς επιβάτες προς τον συγκεκριμένο αερολιμένα, με αποτέλεσμα να διασφαλίζεται ότι δεν δαπανώνται άσκοπα τα χρήματα για τη διαφήμιση, σε αντίθεση με τη διαφήμιση σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς και σε άλλα λιγότερο εξειδικευμένα μέσα τα οποία απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό.

ii)   Σχετικά με την απουσία πλεονεκτημάτων υπέρ της AMS ή της Ryanair

(230)

Η AMS συνάπτει συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ με δημόσιους και ιδιωτικούς αερολιμένες, τουριστικούς οργανισμούς, ομίλους ενοικίασης αυτοκινήτων, δικτυακούς τόπους ξενοδοχειακών κρατήσεων, ασφαλιστικές εταιρείες και παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

(231)

Οι τιμές έναντι των οποίων η AMS παρέχει διαφημιστικό χώρο και οι όγκοι του χώρου που αγοράζεται δεν συνιστούν διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτών πελατών. Η Ryanair και η AMS δεν υποχρεώνουν τους αερολιμένες να αγοράζουν υπηρεσίες μάρκετινγκ, και μάλιστα πολλοί αερολιμένες επιλέγουν να μην διαφημιστούν στον δικτυακό τόπο της Ryanair. Δεν είναι δυνατόν να προκύψει κρατική ενίσχυση από τις ρυθμίσεις μεταξύ της AMS και των δημόσιων αερολιμένων ή των φορέων διαχείρισής τους, όπως η So.Ge.A.AL, εφόσον η AMS μπορεί να προβεί εξίσου εύκολα στην πώληση διαδικτυακού χώρου σε ιδιωτική εταιρεία και σε συγκρίσιμη τιμή.

(232)

Η AMS παραθέτει διάφορους λόγους οι οποίοι αιτιολογούν την αγορά, εκ μέρους της SO.GE.A.AL, υπηρεσιών μάρκετινγκ από την AMS, με σκοπό τη διαφήμισή της στον δικτυακό τόπο Ryanair.com, και οι λόγοι αυτοί παρουσιάζονται συνοπτικά κατωτέρω.

(233)

Πρώτον, η διαφήμιση στον δικτυακό τόπο της Ryanair αποτελεί επένδυση στην αναγνώριση του εμπορικού σήματος. Οι φορείς διαχείρισης των περιφερειακών αερολιμένων βρίσκονται αντιμέτωποι με σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά τη διασφάλιση της αναγνώρισης του «εμπορικού σήματός» τους από τους επιβάτες, τις αεροπορικές εταιρείες και τους εμπορικούς φορείς διαχείρισης μη αεροναυτικών δραστηριοτήτων, οι οποίοι συνιστούν όλοι δυνητικές πηγές εσόδων για τους αερολιμένες. Η ενίσχυση της αναγνώρισης του εμπορικού σήματος μπορεί να αποβεί επωφελής για τους αερολιμένες κατά πολλούς αμοιβαία συμπλεκόμενους και συμπληρωματικούς τρόπους, διότι δύναται ειδικότερα να προσελκύσει i) εισερχόμενους επιβάτες από την αεροπορική εταιρεία στον δικτυακό τόπο της οποίας διαφημίζεται ο αερολιμένας· ii) δυνητικούς πελάτες που περιηγούνται στον δικτυακό τόπο της αεροπορικής εταιρείας στον οποίο διαφημίζεται ένας αερολιμένας για πτήσεις προς τον συγκεκριμένο αερολιμένα με άλλη αεροπορική εταιρεία που εκτελεί δρομολόγια με προορισμό τον εν λόγω αερολιμένα· iii) άλλες αεροπορικές εταιρείες ώστε να ξεκινήσουν να εκτελούν πτήσεις προς τον συγκεκριμένο αερολιμένα και iv) εμπορικούς φορείς διαχείρισης (όπως αλυσίδες καταστημάτων λιανικής πώλησης σε αερολιμένες).

(234)

Δεύτερον, η διαφήμιση στον δικτυακό τόπο της Ryanair αυξάνει το ποσοστό των εισερχόμενων επιβατών. Παρατηρείται μεταξύ των αερολιμένων η τάση να αποκομίζουν σχεδόν το ήμισυ των εσόδων τους από μη αεροναυτικές δραστηριότητες. Από την οπτική γωνία του περιφερειακού αερολιμένα, οι εισερχόμενοι επιβάτες που φθάνουν στον αερολιμένα, και κατόπιν αναχωρούν από αυτόν, είναι πολύ πιθανότερο να αποφέρουν στον αερολιμένα έσοδα μη αεροναυτικού χαρακτήρα από ό,τι οι τοπικοί επιβάτες που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα για να μεταβούν αεροπορικώς σε προορισμούς του εξωτερικού.

(235)

Τρίτον, το μάρκετινγκ και η διαφήμιση στους δικτυακούς τόπους όλων των αεροπορικών εταιρειών αποτελεί πλέον εδραιωμένη πρακτική. Ο δικτυακός τόπος της Ryanair είναι ιδιαίτερης αξίας ως τόπος μάρκετινγκ για ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών που σχετίζονται με τις ταξιδιωτικές μετακινήσεις. Το γεγονός ότι οι αερολιμένες προωθούν σε σημαντικό βαθμό το εμπορικό τους σήμα μέσω των δικτυακών τόπων αεροπορικών εταιρειών αποτελεί πλέον γενικευμένη πρακτική. Στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι ο αερολιμένας του Alghero δεν αγόρασε διαφημιστικές υπηρεσίες μόνο από την AMS, αλλά επίσης από τη Meridiana και την Alitalia.

(236)

Τέταρτον, οι υπηρεσίες της AMS τιμολογούνται στην αγοραία αξία τους. Πολλοί ιδιώτες πελάτες που δεν δραστηριοποιούνται σε αερολιμένες και προέρχονται από διάφορους κλάδους αγοράζουν υπηρεσίες μάρκετινγκ από την AMS. Μολονότι τα δρομολόγια της Ryanair δεν προσφέρονται στους συγκεκριμένους πελάτες, οι ίδιοι είναι ωστόσο πρόθυμοι να παρέχουν ισοδύναμο αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες της AMS. Αυτοί οι ιδιώτες πελάτες, οι οποίοι ενεργούν ως ιδιώτες επενδυτές στην οικονομία της αγοράς, αποδίδουν σαφώς εμπορική αξία στις υπηρεσίες της AMS σε αυτοτελή βάση, όπως και οι κρατικοί και ιδιωτικοί αερολιμένες σε ολόκληρη την Ένωση. Τα εν λόγω συγκριτικά στοιχεία από τον ιδιωτικό τομέα είναι, αυτά καθαυτά, επαρκή προκειμένου να καταδειχθεί ότι οι τιμές της AMS είναι πραγματικές τιμές της αγοράς.

iii)   Σχετικά με τη χρηματοδότηση της So.Ge.A.AL από τη Σαρδηνία

(237)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η So.Ge.A.AL αποτελεί αποκλειστικά και μόνον τον δίαυλο μέσω του οποίου η χρηματοδότηση περιφερειακού χαρακτήρα διοχετεύεται στη Ryanair/AMS προκειμένου να χρησιμοποιηθεί φαινομενικά για τους σκοπούς του μάρκετινγκ. Ωστόσο, σύμφωνα με την AMS, η Επιτροπή δεν παρουσίασε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η So.Ge.A.AL δεν διέθετε αυτονομία όσον αφορά τη χρήση των χρηματοδοτικών πόρων τους οποίους διέθεσε η RAS, και δεν μπορούσε, συνεπώς, να τους χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.

(238)

Κατά τα φαινόμενα, η So.Ge.A.AL καταβάλλει σταθερό τέλος παραχώρησης στο κράτος, και δεν μοιράστηκε τα έσοδά της με το κράτος. Η ιδιοκτήτρια της So.Ge.A.AL, RAS, είχε άμεσο συμφέρον να αυξήσει τη μακροπρόθεσμη αποδοτικότητα της So.Ge.A.AL, για παράδειγμα με τη χρηματοδοτική στήριξη των προσπαθειών της στον τομέα του μάρκετινγκ με σκοπό την ενίσχυση του κύρους του εμπορικού της σήματος. Η συμπεριφορά αυτή πληροί το κριτήριο του ΙΕΟΑ και ευνοεί τη RAS.

(239)

Η AMS προσθέτει ότι η χορήγηση αυτού του ποσοστού της χρηματοδότησης στη So.Ge.A.AL θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηριστεί ως αντιστάθμιση για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Ο αερολιμένας του Alghero διευκολύνει την παροχή αεροπορικών υπηρεσιών σε μια απομονωμένη και κατά τα άλλα δυσπρόσιτη περιοχή.

iv)   Συμπέρασμα

(240)

Η AMS κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν η ίδια δικαιούχος κρατικής ενίσχυσης και ότι η So.Ge.A.AL και η RAS ενήργησαν έναντι της AMS σύμφωνα με την αρχή του ΙΕΟΑ.

10.3.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ UNIONCAMERE

(241)

Η Unioncamere υπογραμμίζει ότι, χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση η έννοια της οικονομικής δραστηριότητας στη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πάντοτε ότι η δραστηριότητα που είναι αυτή καθαυτή οικονομικού χαρακτήρα ασκείται σε αγορά, υπό την έννοια ότι η εν λόγω δραστηριότητα ασκείται ή θα μπορούσε ρεαλιστικά να ασκείται υπό συνθήκες ανταγωνισμού με άλλους φορείς εκμετάλλευσης.

(242)

Η Unioncamere αναγνωρίζει το γεγονός ότι, υπό παρόμοιες συνθήκες, ένας ιδιώτης επενδυτής πιθανότατα δεν θα είχε εφαρμόσει τα υπό εξέταση μέτρα υπέρ του αερολιμένα. Εντούτοις, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η υλοποίηση δημόσιας επένδυσης σε αερολιμένα καθοδηγείται συχνά από διαφορετικά κίνητρα από τα κίνητρα ενός ιδιώτη επενδυτή. Ένας δημόσιος επενδυτής έχει διαφορετικές προσδοκίες από εκείνες που αφορούν την αποδοτικότητα της επένδυσης και επιδιώκει ταυτόχρονα στόχους γενικότερου χαρακτήρα, όπως η διαφύλαξη της οικονομίας και η περιφερειακή ανάπτυξη. Παρότι αναγνωρίζει το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα εν λόγω κίνητρα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς της ανάλυσης της αρχής του ΙΕΟΑ, η Unioncamere ισχυρίζεται ότι η δημόσια χρηματοδότηση του αερολιμένα του Alghero δεν αποσκοπούσε στη διάσωση μιας επιχείρησης η οποία δεν θα μπορούσε να παραμείνει διαφορετικά ανταγωνιστική, αλλά στη στήριξη της περιφερειακής ανάπτυξης. Δεδομένης της ιδιαίτερης γεωγραφικής θέσης της Σαρδηνίας, η λειτουργία αερολιμένα στην περιοχή αποτελεί προτεραιότητα για τις δημόσιες αρχές.

(243)

Η Unioncamere καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει την αρχή του ΙΕΟΑ λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο του μέτρου για τη στήριξη της περιφερειακής και οικονομικής ανάπτυξης, με άλλα λόγια όφειλε να εξετάσει τα μέτρα με γνώμονα το γεγονός ότι ελήφθησαν κατά την άσκηση των εξουσιών δημόσιας αρχής.

(244)

Η Unioncamere εκτιμά ότι το συμβιβάσιμο των υπό εξέταση μέτρων υπέρ της So.Ge.A.AL θα έπρεπε να αξιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

11.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΊΑΣ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΈΝΩΝ

(245)

Η Ιταλία σχολίασε μόνο τις παρατηρήσεις της Ryanair και της Unioncamere.

11.1.   ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ RYANAIR

(246)

Όσον αφορά τα μέτρα υπέρ του αερολιμένα του Alghero, η Ιταλία υποστήριξε ότι ο αερολιμένας λειτουργεί σε απομακρυσμένη περιοχή και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο συνολικής αποστολής ΥΓΟΣ στον αερολιμένα.

(247)

Η Ιταλία υποστηρίζει τον ισχυρισμό της Ryanair ότι οι μικρότεροι αερολιμένες δεν έχουν άλλη επιλογή από το επενδύουν στην εικόνα τους προκειμένου να εξασφαλίσουν προοπτικές βιωσιμότητας. Υπό την έννοια αυτή, η διαφήμιση στους δικτυακούς τόπους εταιρειών χαμηλού κόστους αποτελεί συνήθη πρακτική. Η Ιταλία υπογραμμίζει επίσης ότι ο αερολιμένας αγόρασε παρόμοιες υπηρεσίες και από άλλες αεροπορικές εταιρείες, όπως οι Germanwings, Volare, Meridiana και Alitalia.

(248)

Η Ιταλία διαβεβαιώνει ότι οι υπηρεσίες της AMS τιμολογούνται με όρους της αγοράς. Οι τιμές είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο της AMS και τα τέλη που επιβάλλονταν στη So.Ge.A.AL ήταν σύμφωνα με τα δημοσιευμένα τέλη.

(249)

Η Ιταλία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η AMS δεν ήταν αποδέκτης κρατικής ενίσχυσης και ότι η So.Ge.A.AL και η RAS ενήργησαν σύμφωνα με την αρχή του ΙΕΟΑ.

11.2.   ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ UNIONCAMERE

(250)

Η Ιταλία συμμερίζεται την άποψη ότι η δημόσια επένδυση σε αερολιμένα αιτιολογείται συχνά από κίνητρα τα οποία είναι διαφορετικά από τα κίνητρα ενός ιδιώτη επενδυτή, διότι οι δημόσιοι επενδυτές επιδιώκουν επίσης στόχους γενικότερου χαρακτήρα, όπως η οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη.

12.   ΕΚΤΊΜΗΣΗ

12.1.   ΜΕΤΡΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ So.Ge.A.AL

12.1.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης

(251)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(252)

Τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης είναι σωρευτικά. Κατά συνέπεια, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον τα υπό εξέταση μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1, πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 251. Συγκεκριμένα, η χρηματοδοτική στήριξη πρέπει:

α)

να χορηγείται από κράτος μέλος ή με κρατικούς πόρους·

β)

να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής·

γ)

να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό·

δ)

να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

12.1.1.1.   Οικονομική δραστηριότητα και έννοια της επιχείρησης

(253)

Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή πρέπει πρώτα να εξακριβώσει αν η So.Ge.A.AL αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδότησής του (56). Συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα διάθεσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά.

(254)

Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Flughafen Leipzig-Halle, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η εκμετάλλευση αερολιμένα για εμπορικούς σκοπούς και η κατασκευή των αερολιμενικών υποδομών συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες (57). Από τη στιγμή που ένας φορέας διαχείρισης αερολιμένα ασκεί οικονομικές δραστηριότητες παρέχοντας αερολιμενικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του, συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και, ως εκ τούτου, μπορούν να εφαρμοστούν οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της Συνθήκης στα πλεονεκτήματα που εκχωρούνται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων στον εν λόγω φορέα διαχείρισης αερολιμένα (58).

(255)

Όσον αφορά το χρονικό σημείο από το οποίο η κατασκευή και η λειτουργία αερολιμένων θεωρείται οικονομική δραστηριότητα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η σταδιακή ανάπτυξη των δυνάμεων της αγοράς στον τομέα των αερολιμένων δεν επιτρέπει τον καθορισμό ακριβούς ημερομηνίας. Ωστόσο, τα ευρωπαϊκά δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει την εξέλιξη της φύσης των αερολιμενικών δραστηριοτήτων και στην υπόθεση Flufhafen Leipzig/Halle, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του στην υπόθεση Aéroports de Paris (12 Δεκεμβρίου 2000), η χρηματοδότηση αερολιμενικών υποδομών δεν μπορούσε πλέον να εξαιρείται από την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Κατά συνέπεια, από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 και εξής, η λειτουργία και η κατασκευή αερολιμενικών υποδομών πρέπει να θεωρείται δραστηριότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Αντιστρόφως, η Επιτροπή δεν μπορεί τώρα να θέσει υπό αμφισβήτηση, βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, μέτρα χρηματοδότησης που χορηγήθηκαν στους φορείς διαχείρισης των αερολιμένων πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 (59).

(256)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κρίνει ότι από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 και εξής, η So.Ge.A.AL ασκούσε οικονομική δραστηριότητα και ότι συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αξιολογεί στη συνέχεια τον χαρακτηρισμό των μέτρων που χορηγήθηκαν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 και μετά ως κρατικής ενίσχυσης και, για τα μέτρα που χαρακτηρίζονται κρατική ενίσχυση, το συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων με την εσωτερική αγορά. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν θα θέσει υπό αμφισβήτηση μέτρα που αποφασίστηκαν πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 και, επομένως, δεν χρειάζεται να προβεί σε εκτίμηση των εν λόγω μέτρων στην παρούσα απόφαση.

(257)

Η Ιταλία υπέβαλε στοιχεία σχετικά με τις κεφαλαιουχικές δαπάνες (συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης των υποδομών, του εξοπλισμού και των «εξαρτημάτων και έργων») που δεσμεύτηκαν πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 84). Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιούται να εξετάσει και να θέσει υπό αμφισβήτηση ποσό ύψους 25 431 706,16 ευρώ που αποφασίστηκε πριν από την ημερομηνία αυτή.

12.1.1.2.   Αρμοδιότητα του Δημοσίου

(258)

Ενώ η So.Ge.A.AL πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης τουλάχιστον από τις 12 Δεκεμβρίου 2000, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι δραστηριότητες ενός φορέα διαχείρισης αερολιμένα δεν έχουν αναγκαστικά όλες οικονομικό χαρακτήρα (60).

(259)

Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, οι δραστηριότητες οι οποίες κανονικά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους κατά την άσκηση των εξουσιών του ως δημόσιας αρχής δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα και δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.

(260)

Κατά συνέπεια, η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου ή των υποδομών που συνδέονται άμεσα με τις εν λόγω δραστηριότητες δεν συνιστά εν γένει κρατική ενίσχυση (61). Σε έναν αερολιμένα, δραστηριότητες όπως ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας, η αστυνόμευση, οι τελωνειακές υπηρεσίες, η πυρόσβεση, οι δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομων επεμβάσεων, καθώς και οι επενδύσεις που αφορούν τις υποδομές και τον εξοπλισμό που απαιτούνται για την εκτέλεση των εν λόγω δραστηριοτήτων, θεωρούνται εν γένει μη οικονομικού χαρακτήρα (62).

(261)

Ωστόσο, η δημόσια χρηματοδότηση δραστηριοτήτων μη οικονομικού χαρακτήρα δεν πρέπει να οδηγεί σε αδικαιολόγητες διακρίσεις μεταξύ αεροπορικών εταιρειών και φορέων διαχείρισης αερολιμένων. Μάλιστα, κατά πάγια νομολογία, υφίσταται πλεονέκτημα όταν οι δημόσιες αρχές απαλλάσσουν επιχειρήσεις από το κόστος που συνδέεται με τις οικονομικές δραστηριότητές τους. (63) Συνεπώς, όταν αποτελεί συνήθη πρακτική βάσει δεδομένου νομικού συστήματος να επιβαρύνονται αεροπορικές εταιρείες ή φορείς διαχείρισης αερολιμένων με τις δαπάνες ορισμένων υπηρεσιών, ενώ άλλες αεροπορικές εταιρείες ή άλλοι φορείς διαχείρισης αερολιμένων που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες εξ ονόματος των ίδιων δημοσίων αρχών δεν επιβαρύνονται με τις εν λόγω δαπάνες, ενδέχεται να παρέχεται πλεονέκτημα στις δεύτερες αυτές αεροπορικές εταιρείες ή φορείς διαχείρισης αερολιμένων, ακόμη και αν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες θεωρούνται αυτές καθαυτές μη οικονομικού χαρακτήρα (64).

(262)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 49, με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2014, η Ιταλία υποστήριξε ότι η So.Ge.A.AL εκτέλεσε ορισμένες δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου. Ειδικότερα, η Ιταλία υποστήριξε ότι οι δαπάνες (επενδυτικές ή λειτουργικές δαπάνες) που απορρέουν από την υποχρέωση των αερολιμένων να θέτουν στη διάθεση της ENAC και άλλων τοπικών δημόσιων φορέων (της αστυνομίας εναέριων συνόρων, της τελωνειακής αρχής, του Ερυθρού Σταυρού, της πυροσβεστικής υπηρεσίας και της αστυνομίας) αερολιμενικούς χώρους και να αναλάβουν τις δαπάνες διαχείρισης/συντήρησης των χώρων αυτών πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δημοσίου. Τέτοιου είδους υποχρεώσεις ορίζονται στην εθνική νομοθεσία και ισχύουν για όλους τους φορείς διαχείρισης αερολιμένων στην Ιταλία. Σύμφωνα με την Ιταλία, οι συνολικές δαπάνες της So.Ge.A.AL για τη συντήρηση των εν λόγω χώρων κατά την περίοδο 2000–2010 ανέρχονταν σε 2 776 073 ευρώ (65).

(263)

Η Επιτροπή φρονεί ότι, εν γένει, αυτού του είδους οι δαπάνες μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέονται με δραστηριότητες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει κανένα δικαίωμα των φορέων διαχείρισης αερολιμένων σε αποζημίωση για τις δαπάνες που απορρέουν από τέτοιου είδους δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, υπό το ισχύον νομικό σύστημα, οι ιταλικοί αερολιμένες πρέπει κατά κανόνα να επωμίζονται οι ίδιοι τις σχετικές δαπάνες. Κατά συνέπεια, οι δαπάνες που συνδέονται με την παροχή και τη συντήρηση χώρων και εγκαταστάσεων αναγκαίων για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 262 πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστούν συνήθη λειτουργική δαπάνη των φορέων διαχείρισης αερολιμένων. (66) Ως εκ τούτου, οι λειτουργικές δαπάνες (που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 48) και οι επενδυτικές δαπάνες (που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 49) οι οποίες συνδέονται με την παροχή και τη συντήρηση των χώρων που δεσμεύονται για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 262 δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως δαπάνες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου και η χρηματοδότηση των δαπανών αυτών από τις δημόσιες αρχές είναι δυνατόν να συνιστά κρατική ενίσχυση προς τη So.Ge.A.AL.

12.1.1.3.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(264)

Όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Stardust Marine, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης εφαρμόζεται σε οιοδήποτε πλεονέκτημα παρέχεται με κρατικούς πόρους είτε από το ίδιο το κράτος είτε από ενδιάμεσο φορέα ο οποίος ενεργεί δυνάμει εξουσιών που του έχουν εκχωρηθεί (67). Πόροι προερχόμενοι από ενδοκρατικούς φορείς (αποκεντρωμένες μονάδες διοικήσεως, ομόσπονδα κράτη, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες αρχές) των κρατών μελών αποτελούν, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 107 της Συνθήκης, κρατικούς πόρους (68). Επιπλέον, τα μέτρα που λαμβάνονται από τέτοιου είδους φορείς, όποιο και αν είναι το νομικό καθεστώς και η περιγραφή τους, εμπίπτουν, ομοίως προς τα μέτρα που λαμβάνονται από την κεντρική αρχή, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 (69).

(265)

Στην προκειμένη περίπτωση, οι επιδοτήσεις από τη RAS για «εξαρτήματα και έργα» (μέτρο 2) χορηγήθηκαν στη So.Ge.A.AL απευθείας από τον περιφερειακό προϋπολογισμό και συνεπώς ισοδυναμούν με κρατικούς πόρους και καταλογίζονται στο κράτος. Ομοίως, η συγχρηματοδότηση αερολιμενικών υποδομών από το κράτος και εξοπλισμού από τη RAS στον αερολιμένα του Alghero (μέτρο 3) χορηγήθηκε απευθείας από κρατικούς πόρους.

(266)

Όσο για τις πέντε εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 2000-2010, για ποσό συνολικού ύψους 31 086 398 ευρώ (μέτρο 1), εφόσον εκτελέστηκαν και επομένως χρηματοδοτήθηκαν από τους δημόσιους μετόχους της So.Ge.A.AL, συγκεκριμένα το Εμπορικό Επιμελητήριο Sassari, την επαρχία Sassari, τον δήμο Sassari, τον δήμο Alghero, τη RAS και τη SFIRS, πρέπει να θεωρηθεί ότι χρηματοδοτήθηκαν από κρατικούς πόρους.

(267)

Ένα χωριστό ζήτημα προς διερεύνηση είναι εάν αυτές οι μεταφορές κρατικών πόρων μπορούν επίσης να καταλογιστούν στο κράτος. Αποφάσεις που ελήφθησαν από το Εμπορικό Επιμελητήριο Sassari, την επαρχία Sassari, τον δήμο Sassari, τον δήμο Alghero και τη RAS –ως δημόσιες αρχές ή τοπικούς αυτόνομους δημόσιους φορείς που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο που τις θεωρεί μέρος της δημόσιας διοίκησης και στις οποίες έχουν ανατεθεί στόχοι δημόσιας πολιτικής (όπως το Εμπορικό Επιμελητήριο Sassari)– καταλογίζονται στο κράτος.

(268)

Όσον αφορά τη SFIRS, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος ενός μέτρου που λαμβάνεται από δημόσια επιχείρηση μπορεί να διαπιστωθεί είτε μέσω «οργανικών» ή «διαρθρωτικών» ενδείξεων είτε μέσω ενδείξεων από τις οποίες συνάγεται ότι το κράτος έχει εμπλακεί ή ότι είναι απίθανο να μην έχει εμπλακεί στην απόφαση που οδήγησε στο συγκεκριμένο μέτρο. Το Δικαστήριο παρέθεσε μη εξαντλητικό σύνολο ενδεχόμενων ενδείξεων σχετικών με το ζήτημα του καταλογισμού στο κράτος, όπως (70):

α)

το γεγονός ότι η επιχείρηση διαμέσου της οποίας χορηγήθηκε η ενίσχυση όφειλε να λάβει υπόψη οδηγίες που εκδόθηκαν από κυβερνητικούς φορείς·

β)

η ένταξη της δημόσιας επιχείρησης στις δομές της δημόσιας διοίκησης·

γ)

η φύση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και η άσκησή τους στην αγορά υπό συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις·

δ)

το νομικό καθεστώς της επιχείρησης (δημόσιο δίκαιο ή κοινό εταιρικό δίκαιο)·

ε)

ο βαθμός της εποπτείας που ασκούν οι δημόσιες αρχές στη διαχείριση της επιχείρησης· και

στ)

οποιαδήποτε άλλη ένδειξη από την οποία να συνάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι έχουν εμπλακεί ή ότι είναι απίθανο να μην έχουν εμπλακεί οι δημόσιες αρχές στη λήψη ορισμένου μέτρου, αν ληφθούν υπόψη η έκταση του μέτρου, το περιεχόμενό του ή οι συνθήκες που δημιουργεί.

(269)

Η διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης επιβεβαίωσε την αρχική εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι εισφορές κεφαλαίου πρέπει να θεωρηθούν αποτέλεσμα συμπεριφοράς που μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος και ότι η SFIRS δεν συμμετείχε στις υπό διερεύνηση εισφορές κεφαλαίου μόνο για λόγους μεγιστοποίησης του κέρδους.

(270)

Η SFIRS συστάθηκε ως επενδυτική εταιρεία της RAS, με σκοπό την εκπόνηση σχεδίων και τη χάραξη κατευθυντήριων γραμμών που στοχεύουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιφέρειας. Επομένως, βασικός στόχος της SFIRS δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά να ενεργεί ως όργανο της RAS συμβάλλοντας στην προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης της Σαρδηνίας. Επίσης, σε συνεδρίαση της συνέλευσης των μετόχων της So.Ge.A.AL στις 30 Απριλίου 2004, ο εκπρόσωπος της RAS αρνήθηκε τη ζημία εκμετάλλευσης που καταγράφηκε από τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα το 2003 με δεδομένο τον στρατηγικό ρόλο που διαδραμάτιζε ο αερολιμένας σε περιφερειακό επίπεδο. (71) Αυτό υποδηλώνει ότι η RAS απέδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη του αερολιμένα, στόχο την επίτευξη του οποίου επεδίωξε μέσω του επενδυτικού της φορέα SFIRS από κοινού με τους λοιπούς δημόσιους μετόχους της So.Ge.A.AL. Επιπλέον, η παρέμβαση της SFIRS έλαβε χώρα ταυτόχρονα με εκείνη των υπόλοιπων δημόσιων μετόχων.

(271)

Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εισφορές κεφαλαίου περιλαμβάνουν κρατικούς πόρους και μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η Ιταλία δεν αμφισβήτησε το εν λόγω πόρισμα της έρευνας.

12.1.1.4.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(272)

Πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, είναι κάθε οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει μια επιχείρηση υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, δηλαδή χωρίς κρατική παρέμβαση (72). Εν προκειμένω, η χρηματοδότηση των δαπανών που προκύπτουν κατά την παροχή ΥΓΟΣ δεν αποφέρει οικονομικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη, στον βαθμό που πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες έχει ορίσει το Δικαστήριο στην υπόθεση Altmark (73) (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 273 έως 278). Αυτό που έχει σημασία είναι μόνο το αποτέλεσμα του μέτρου στην επιχείρηση και όχι η αιτία ούτε ο στόχος της κρατικής παρέμβασης. (74). Στη συνέχεια, η Επιτροπή προβαίνει αρχικά σε εκτίμηση της συμμόρφωσης των εν λόγω μέτρων (μέτρα 1, 2 και 3) με τους όρους της υπόθεσης Altmark και, κατά δεύτερον, σε ανάλυση του κατά πόσον χορηγήθηκαν υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς σύμφωνα με την αρχή του ΙΕΟΑ.

12.1.1.4.1.   Μη τήρηση των κριτηρίων της απόφασης Altmark

(273)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η So.Ge.A.AL υποστήριξε ότι της ανατέθηκε η παροχή ΥΓΟΣ. Η So.Ge.A.AL ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που περιέχονται στη σύμβαση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 173 έως 176).

(274)

Αντίστροφα, στις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση του 2012, η Ιταλία δεν ισχυρίστηκε ότι η γενικότερη διαχείριση του αερολιμένα ή μέρους των δραστηριοτήτων αυτού θα χαρακτηριζόταν ΥΓΟΣ και, ως εκ τούτου, ότι τα μέτρα υπό εξέταση θα αποτελούσαν αντιστάθμιση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας. Στην απάντησή της στις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας από τη Ryanair, η Ιταλία επιβεβαίωσε απλώς ότι δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο παροχής δημόσιας υπηρεσίας από τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 246). Σε μεταγενέστερη φάση της διαδικασίας έρευνας, αποκρινόμενη σε αίτημα παροχής πληροφοριών από την Επιτροπή, η Ιταλία —εξ ονόματος της RAS— δήλωσε ότι η So.Ge.A.AL παρείχε πράγματι ΥΓΟΣ που της είχε ανατεθεί:

α)

όσον αφορά τη διαχείριση του αερολιμένα, μέσω των διαφόρων συμβάσεων που είχε υπογράψει η So.Ge.A.AL με το Δημόσιο·

β)

όσον αφορά τις αερολιμενικές υποδομές, μέσω των διαφόρων νομικών πράξεων που ορίζουν τη χρηματοδότησή της μέσω δημόσιων κεφαλαίων.

(275)

Σε περίπτωση επιχειρήσεων στις οποίες έχει ανατεθεί η παροχή ΥΓΟΣ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα υπό εξέταση μέτρα συνιστούν ή όχι πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν τηρούνται οι προϋποθέσεις που τέθηκαν από το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Altmark. Οι προϋποθέσεις αυτές μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

α)

η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη («Altmark 1»)·

β)

οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιορισθεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια («Altmark 2»)·

γ)

η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός εύλογου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών («Altmark 3»)·

δ)

αν η ανάθεση της αποστολής ΥΓΟΣ σε μια επιχείρηση δεν πραγματοποιηθεί με διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών («Altmark 4»).

(276)

Η Επιτροπή προβαίνει καταρχάς σε εκτίμηση της τήρησης του κριτηρίου Altmark 2. Δεδομένου ότι η τήρηση των κριτηρίων Altmark πρέπει να είναι σωρευτική, η μη τήρηση οποιασδήποτε από αυτές τις προϋποθέσεις θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η παρουσία πλεονεκτήματος δεν μπορεί να αποκλειστεί βάσει του εν λόγω ελέγχου, ακόμα και αν οι υπηρεσίες που παρέχονται από τη So.Ge.A.AL χαρακτηρίζονται ΥΓΟΣ.

(277)

Στην προκειμένη περίπτωση, οι παράμετροι για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης προς τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα για την παροχή ΥΓΟΣ δεν καθορίστηκαν εκ των προτέρων. Για την ακρίβεια, στη σύμβαση δεν γίνεται καμία ρητή αναφορά σε τυχόν αντιστάθμιση που πρόκειται να χορηγηθεί από το κράτος στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα για την παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών. Αυτό από μόνο του επαρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το κριτήριο Altmark 2 δεν πληρούται στην προκειμένη περίπτωση.

(278)

Με δεδομένο ότι οι τέσσερις προϋποθέσεις της υπόθεσης Altmark δεν τηρούνται σωρευτικά στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η παρουσία πλεονεκτήματος βάσει του ελέγχου αυτού, ακόμα και στον βαθμό που οι υπηρεσίες που παρέχονται από τη So.Ge.A.AL χαρακτηρίζονται ΥΓΟΣ.

12.1.1.4.2.   Συμμόρφωση με την αρχή του ΙΕΟΑ

(279)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ακόμη ότι «τα κεφάλαια που τίθενται από το κράτος, άμεσα ή έμμεσα, στη διάθεση μιας επιχειρήσεως, υπό συνθήκες οι οποίες ανταποκρίνονται στους συνήθεις όρους της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις» (75).

(280)

Στην παρούσα υπόθεση, για να διαπιστωθεί κατά πόσον η δημόσια χρηματοδότηση του αερολιμένα Alghero παρέχει στη So.Ge.A.AL πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, η Επιτροπή πρέπει να συγκρίνει τη συμπεριφορά των δημόσιων αρχών που παρέχουν την εν λόγω χρηματοδότηση με εκείνη ενός ΙΕΟΑ, ο οποίος ενεργεί με γνώμονα τις προοπτικές αποδοτικότητας (76).

(281)

Στην εκτίμηση δεν συνυπολογίζονται τυχόν θετικές επιδράσεις στην οικονομία της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται ο αερολιμένας, πέραν εκείνων που έχουν αντίκτυπο στα κέρδη που αναμένονται από τους δημόσιους φορείς που χορηγούν τα μέτρα. Για την ακρίβεια, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω ως προς την εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ είναι αν «υπό παρόμοιες περιστάσεις, ιδιώτης εταίρος, στηριζόμενος στις προβλέψιμες δυνατότητες αποδοτικότητας, ανεξάρτητα από κάθε άποψη κοινωνικής, περιφερειακής ή κλαδικής πολιτικής, θα είχε προβεί σε παρόμοια εισφορά κεφαλαίου» (77).

(282)

Στην απόφασή του στην υπόθεση Stardust Marine, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «[…] για να εξακριβωθεί αν το Δημόσιο επέδειξε συμπεριφορά συνετού επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του Δημοσίου ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη πρέπει να κριθεί εντός του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης και να αποφευχθεί οποιαδήποτε εκτίμηση με βάση μεταγενέστερες καταστάσεις» (78).

(283)

Επιπλέον, στην απόφασή του στην υπόθεση EDF, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «[…] οικονομικές εκτιμήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόστηκε δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος» (79).

(284)

Ως εκ τούτου, για να είναι σε θέση να εφαρμόσει την αρχή του ΙΕΟΑ, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη τα δεδομένα κατά τη χρονική στιγμή που ελήφθη καθεμία από τις αποφάσεις για τη χρηματοδότηση της So.Ge.A.AL. Επίσης, η Επιτροπή θα πρέπει καταρχήν να βασίσει την εκτίμησή της σχετικά με τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα των επενδυτικών αποφάσεων στις πληροφορίες και τις υποθέσεις που ήταν στη διάθεση των δημόσιων αρχών κατά τον χρόνο λήψης των αποφάσεων για παροχή χρηματοδότησης στη So.Ge.A.AL. Στο σημείο 63 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις που συνομολογούνται μεταξύ αεροπορικών εταιρειών και αερολιμένα μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούν τα κριτήρια της δοκιμής του ΙΕΟΑ όταν συνεισφέρουν αυξητικά, υπό μια εκ των προτέρων θεώρηση, στην αποδοτικότητα του αερολιμένα. Αν και το κριτήριο αυτό αντικατοπτρίζει τη λογική της δοκιμής του ΙΕΟΑ, καθορίστηκε μόλις πρόσφατα και αναφέρεται σε μεμονωμένες ρυθμίσεις και όχι στο σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως ισχύει συχνότερα κατά την εφαρμογή της δοκιμής του ΙΕΟΑ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι μπορεί να είναι δύσκολο για τα οικεία κράτη μέλη και για τους εμπλεκόμενους επιχειρηματίες να παράσχουν πλήρη σύγχρονα στοιχεία σχετικά με ρυθμίσεις που συνομολογήθηκαν πριν από πολλά χρόνια και θα λάβει το στοιχείο αυτό υπόψη κατά την εφαρμογή του επίμαχου κριτηρίου στην προκειμένη υπόθεση.

i)   Χρηματοδότηση αερολιμενικών υποδομών (συμπεριλαμβανομένων «εξαρτημάτων και έργων») και εξοπλισμού

(285)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 81, στο πλαίσιο της εκτίμησης που περιλαμβάνεται στην παρούσα απόφαση, η Επιτροπή διενήργησε ανάλυση σχετικά με τις επιδοτήσεις για υποδομές και εξοπλισμό (μέτρο 3), μαζί με τη χρηματοδότηση για «εξαρτήματα και έργα» (μέτρο 2), ως σειρά μέτρων για τη χρηματοδότηση της δημιουργίας και της αναβάθμισης υποδομών και εξοπλισμού.

(286)

Οι δαπάνες που συνδέονται με την κατασκευή και τη λειτουργία ενός αερολιμένα, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών δαπανών, επιβαρύνουν συνήθως τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα και επομένως η κάλυψη μέρους αυτών των δαπανών τον απαλλάσσει από μια επιβάρυνση που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί.

(287)

Θα πρέπει να καθοριστεί αν, κατά την παροχή επενδυτικών επιχορηγήσεων για τη χρηματοδότηση υποδομών, εξοπλισμού, εξαρτημάτων και έργων στον αερολιμένα του Alghero, οι δημόσιες αρχές θα μπορούσαν να αναμένουν εύλογα αποδόσεις των επενδύσεων σε οποιαδήποτε μορφή και σε βαθμό που θα καθιστούσε τις επενδύσεις τους κερδοφόρες για τις ίδιες.

(288)

Η Ιταλία δεν υποστήριξε ρητά ότι οι επενδυτικές επιχορηγήσεις συνάδουν με την αρχή του ΙΕΟΑ. Επίσης, η Ιταλία δεν υπέβαλε επιχειρηματικό σχέδιο με υπολογισμούς όσον αφορά την αναμενόμενη αποδοτικότητα των εν λόγω επενδυτικών επιχορηγήσεων, ούτε εκ των προτέρων ούτε σε μεταγενέστερο στάδιο βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών και των προβλέψιμων εξελίξεων κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή.

(289)

Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις που παρασχέθηκαν από το κράτος, πρέπει να επισημανθεί ότι ως αντάλλαγμα για το δικαίωμα διαχείρισης των αερολιμενικών υποδομών, η So.Ge.A.AL καταβάλλει τέλος παραχώρησης στο κράτος. Η Ιταλία υποστήριξε ότι τα τέλη παραχώρησης που καταβάλλονται από τους φορείς διαχείρισης αερολιμένων τίθενται έχοντας ως σημείο αναφοράς τον όγκο της κίνησης και, συνεπώς, δεν αποσκοπούν στη χρηματοδότηση κρατικών επενδύσεων σε αερολιμενικές υποδομές. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κατά τη χρηματοδότηση ορισμένων επενδύσεων στον αερολιμένα Alghero, το κράτος θα μπορούσε να αναμένει αύξηση της κίνησης και αντίστοιχη αύξηση των τελών παραχώρησης σε τέτοιον βαθμό ώστε να καταστούν αποδοτικές οι δαπάνες του.

(290)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, με δεδομένες τις εγγενείς και σημαντικές αβεβαιότητες που συνδέονται με τα έργα υποδομών, οι κρατικές επενδυτικές επιχορηγήσεις δεν είναι σύμφωνες με το είδος ανάλυσης που θα είχε διενεργήσει ένας συνετός επενδυτής για τέτοιου είδους έργα. Εφόσον δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η εν λόγω χρηματοδότηση αναμενόταν να αποφέρει κανονική απόδοση, η Επιτροπή θεωρεί ότι η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε από το κράτος μετά τις 12 Δεκεμβρίου 2000 δεν συμμορφωνόταν με την αρχή του ΙΕΟΑ και παρείχε πλεονέκτημα στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα.

(291)

Ακόμη, με την αρχή του ΙΕΟΑ δεν συνάδει ούτε η δημόσια χρηματοδότηση για εξοπλισμό, εφόσον δεν υπήρξε ούτε εκ των προτέρων επιχειρηματικό σχέδιο ούτε ανάλυση ευαισθησίας τυχόν υποκείμενων παραδοχών κερδοφορίας που να καταδεικνύουν την οικονομική απόδοση που μπορούσε εύλογα να αναμένει να λάβει η RAS από τις επενδυτικές επιδοτήσεις που χορήγησε στη So.Ge.A.AL. Δεν είναι καν σαφές αν η RAS μπορούσε να αναμένει οποιαδήποτε απόδοση εφόσον, σε αντίθεση με το Δημόσιο, δεν λαμβάνει τέλος παραχώρησης από τη So.Ge.A.AL.

(292)

Επίσης, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα μερίσματα που ενδέχεται να λάβει και η πιθανή αύξηση της αξίας των μετοχών που κατέχει επί της So.Ge.A.AL, ως βασικός της μέτοχος, θα μπορούσαν να θεωρηθούν πιθανή πηγή οικονομικής απόδοσης που μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ στο συγκεκριμένο πλαίσιο (80), αρκεί να επισημανθεί ότι η So.Ge.A.AL παρουσίασε σημαντικές ζημίες σε κάθε έτος κατά την υπό εξέταση περίοδο (αρχής γενομένης από το 2000). Επομένως, ούτε το κράτος ούτε η RAS μπορούσαν εύλογα να αναμένουν ότι η χρηματοδότηση των υποδομών ή του εξοπλισμού στον αερολιμένα του Alghero κατά την εν λόγω περίοδο θα βελτίωνε την οικονομική κατάσταση της So.Ge.A.AL σε τέτοιο βαθμό ώστε η τελευταία να καταβάλει επαρκή μερίσματα ή ότι η αξία των μετοχών της So.Ge.A.AL θα αυξανόταν ως αποτέλεσμα της εν λόγω χρηματοδότησης σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστεί «επικερδής» η δημόσια χρηματοδότηση. Ούτε η Ιταλία ούτε τρίτοι παρείχαν στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι ισχύει κάτι τέτοιο.

(293)

Ως εκ τούτου, το μέτρο 2 και το μέτρο 3 δεν συμμορφώνονται με την αρχή του ΙΕΟΑ και παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στη So.Ge.A.AL.

ii)   Εισφορές κεφαλαίου μεταξύ 2000 και 2010

(294)

Τόσο η Ιταλία όσο και η So.Ge.A.AL ισχυρίστηκαν ότι οι εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν από τους δημόσιους μετόχους της So.Ge.A.AL κατά την περίοδο 2000-2010 συνάδουν με την αρχή του ΙΕΟΑ. Μολονότι ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα κατέγραφε διαρκώς ζημίες από το 2000, θα ήταν εύλογο να υποτεθεί ότι η δραστηριότητα θα απέφερε απόδοση, ιδίως με δεδομένη την επικείμενη ανάθεση στη So.Ge.A.AL της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης. Όταν ενέκριναν καθένα από τα εν λόγω μέτρα, οι δημόσιοι μέτοχοι ενεργούσαν ως συνετοί επενδυτές της οικονομίας της αγοράς.

(295)

Δεδομένου ότι κατά τον χρόνο που αποφασίστηκαν οι εισφορές κεφαλαίου, η So.Ge.A.AL βρισκόταν σε επισφαλή οικονομική κατάσταση, αρχική γνώμη της Επιτροπής στην απόφαση του 2012 ήταν ότι ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς θα είχε ζητήσει την υλοποίηση ενός σχεδίου για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρείας. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε προβεί σε εισφορές νέων κεφαλαίων σε εταιρεία της οποίας το κεφάλαιο υπολειπόταν του νόμιμου ορίου, όπως στην περίπτωση της So.Ge.A.AL, μόνον εάν είχε λόγο να αναμένει ότι η εταιρεία θα επανερχόταν σε τροχιά βιωσιμότητας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν είχε υποβληθεί τέτοιου είδους σχέδιο στην Επιτροπή και, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 301 έως 311, τα διάφορα επιχειρηματικά σχέδια που εκπονήθηκαν από ή για λογαριασμό της So.Ge.A.AL κατά την περίοδο εκτέλεσης των εισφορών κεφαλαίων δεν αποτελούσαν ορθή βάση την οποία οι μέτοχοι που θα λειτουργούσαν με γνώμονα την προοπτική της κερδοφορίας θα είχαν κρίνει επαρκή ώστε να αναμένουν εύλογη απόδοση.

(296)

Κατά την πορεία της έρευνας, η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή αρκετά έγγραφα τα οποία, όπως υποστήριξε, έπρεπε να θεωρηθούν επιχειρηματικά σχέδια στα οποία βασίστηκαν οι αποφάσεις ανακεφαλαιοποίησης της So.Ge.A.AL. Η Ιταλία υποστήριξε επίσης ότι από την οπτική γωνία ενός ιδιώτη επενδυτή, η αντιστάθμιση των ζημιών της So.Ge.A.AL θα μπορούσε να δικαιολογηθεί εύλογα όχι μόνον από την παρουσία προγράμματος στρατηγικής αναδιάρθρωσης με καλές μακροπρόθεσμες προοπτικές κερδών, αλλά και από ζητήματα πέραν της απλής οικονομικής κερδοφορίας, δηλαδή στόχους περισσότερο γενικού δημόσιου συμφέροντος, όπως η περιφερειακή ανάπτυξη. Τα επιχειρηματικά σχέδια που υποβλήθηκαν από την Ιταλία περιγράφονται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 75.

(297)

Εν προκειμένω, τα μέτρα που υλοποιήθηκαν από το κράτος, τη RAS και τη SFIRS, δεν είναι σύμφωνα με τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς που κινείται με γνώμονα τις προοπτικές κερδοφορίας. Καθ' όλη την περίοδο 2000-2010, το κράτος, η RAS και η SFIRS παρείχαν διαρκώς την οικονομική στήριξη που ήταν αναγκαία για την επιβίωση της So.Ge.A.AL. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η οικονομική κατάσταση της So.Ge.A.AL ήταν τέτοια, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει τις ζημίες της για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς αξιόπιστη και ρεαλιστική εκ των προτέρων εκτίμηση που θα αποδείκνυε ότι θα ήταν περισσότερο αποδοτικό ως προς το κόστος να συνεχιστεί η κάλυψη των ζημιών αντί για την αναδιάρθρωση της εταιρείας.

(298)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχτεί ούτε τον ισχυρισμό της Ιταλίας ότι οι στόχοι δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του επιχειρηματικού σκεπτικού ενός δημόσιου επενδυτή. Βάσει της πάγιας νομολογίας, εάν οι δημόσιοι μέτοχοι ενεργούσαν ως ιδιώτης επενδυτής της οικονομίας της αγοράς, δεν θα καθοδηγούνταν από στόχους δημόσιου συμφέροντος και οι επενδύσεις αυτές καθαυτές θα έπρεπε να είναι κερδοφόρες.

(299)

Εφόσον, κατά την πορεία της έρευνας η So.Ge.A.AL υποστήριξε ότι το οικονομικό σκεπτικό των μέτρων θα πρέπει να εκτιμηθεί χωριστά πριν και μετά την ανάθεση της σύμβασης ολικής παραχώρησης το 2007, η Επιτροπή προβαίνει με τη σειρά της σε εκτίμηση των εισφορών κεφαλαίου που εκτελέστηκαν κατά τις περιόδους 2000-2007 και 2008-2010.

Εισφορές κεφαλαίου κατά την περίοδο 2000-2007

(300)

Η So.Ge.A.AL δήλωσε ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από το 2007 έγιναν με γνώμονα την ανάγκη διασφάλισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, ιδίως με δεδομένη την επικείμενη ανάθεση της σύμβασης ολικής παραχώρησης. Βάσει των πληροφοριών που ήταν διαθέσιμες κατά τη χρονική στιγμή λήψης των αποφάσεων εισφοράς κεφαλαίου στην εταιρεία, η προοπτική της ανάθεσης της σύμβασης ολικής παραχώρησης ήταν ζωτικής σημασίας για τους μετόχους της So.Ge.A.AL.

(301)

Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρηματικά σχέδια της So.Ge.A.AL δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούσαν ρεαλιστική βάση για την πρόβλεψη της μελλοντικής απόδοσης της εταιρείας κατά την περίοδο 2000-2010. Αυτά τα σχέδια αναφέρονταν μεμονωμένα στις εισφορές κεφαλαίου που θα απαιτούνταν προκειμένου να ευθυγραμμιστεί εκ νέου το κεφάλαιο με τις νομικές απαιτήσεις. Επιπλέον, δεν περιλαμβάνουν καμία ένδειξη ότι κατά τον χρόνο που αποφασίστηκαν οι υπό εξέταση εισφορές κεφαλαίου, οι δημόσιοι μέτοχοι της So.Ge.A.AL ανέμεναν την επάνοδο της εταιρείας σε τροχιά βιωσιμότητας και την απόδοση των επενδύσεών τους (από άποψη μερισμάτων που θα καταβάλλονταν ή αύξησης της αξίας των μετοχών της εταιρείας) που θα υπερέβαινε το ύψος του κεφαλαίου που επενδύθηκε στην εταιρεία. Ακόμη, τα σχέδια δεν περιλαμβάνουν ούτε ανάλυση των εναλλακτικών σεναρίων που θα απαιτούσε ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής προτού προβεί σε τόσο σημαντικές εισφορές κεφαλαίου στην εταιρεία.

(302)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι μόνον ένα από τα έγγραφα στα οποία παραπέμπει η Ιταλία ως επιχειρηματικά σχέδια προηγείται της ημερομηνίας της πρώτης απόφασης εισφοράς κεφαλαίου. Αν και το επιχειρηματικό σχέδιο του 1999 αναφέρει ότι η So.Ge.A.AL θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθεί, δεν παρέχει εκτίμηση που να καταδεικνύει ότι θα ήταν περισσότερο αποδοτικό ως προς το κόστος να καλύψουν οι μέτοχοι της εταιρείας τις ζημίες του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα αντί να εγκρίνουν μέτρα αναδιάρθρωσης που να στοχεύουν στην αύξηση της αποδοτικότητας του τελευταίου εντός χρονικού πλαισίου που θα κρινόταν αποδεκτό από έναν ιδιώτη επενδυτή. Επιπλέον, το επιχειρηματικό σχέδιο του 1999 δεν αναφέρει ότι η So.Ge.A.AL θα καταστεί κερδοφόρα μετά τις εισφορές κεφαλαίου.

(303)

Επιπλέον, το επιχειρηματικό σχέδιο του 1999 βασιζόταν στην υπόθεση ότι η σύμβαση ολικής παραχώρησης επρόκειτο να ανατεθεί στη So.Ge.A.AL κατά το ίδιο έτος. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα είχε προβεί σε εκ νέου εκτίμηση της στρατηγικής και θα εξέταζε επιλογές αναδιάρθρωσης όταν κατέστη εμφανές ότι η ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης θα καθυστερούσε και ότι δεν θα επιτυγχανόταν ο στόχος της επιστροφής στην κερδοφορία.

(304)

Μέτρα για την αναδιάρθρωση της So.Ge.A.AL δεν προτάθηκαν ούτε στο σχέδιο Roland Berger, το μοναδικό επιχειρηματικό σχέδιο που προέβη σε εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης της So.Ge.A.AL σύμφωνα με δύο σενάρια —της «ολικής» έναντι της «προσωρινής» παραχώρησης. Το σχέδιο Roland Berger κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η So.Ge.A.AL θα συνέχιζε να καταγράφει ζημίες στο σενάριο της προσωρινής παραχώρησης χωρίς, ωστόσο, να προτείνει τυχόν διορθωτικά μέτρα. Τέτοιου είδους έλλειψη πληροφόρησης θα είχε αποθαρρύνει κάθε ιδιώτη επενδυτή από την εφαρμογή της εν λόγω στρατηγικής, με δεδομένη ιδίως την έλλειψη οποιασδήποτε βεβαιότητας αναφορικά με την πραγματική ημερομηνία ανάθεσης της σύμβασης ολικής παραχώρησης στη So.Ge.A.AL. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το σχέδιο Roland Berger θεωρήθηκε ότι δεν ήταν επαρκώς αξιόπιστο από την ίδια τη So.Ge.A.AL (βλέπε αιτιολογική σκέψη 57).

(305)

Το επιχειρηματικό σχέδιο του 2005 καταρτίστηκε ενόψει της ανάθεσης της σύμβασης ολικής παραχώρησης. Μολονότι περιείχε πρόβλεψη των εσόδων και των δαπανών για την τεσσαρακονταετή διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης της διαχείρισης του αερολιμένα, με βάση την παραδοχή ότι η παραχώρηση θα ανατεθεί στη So.Ge.A.AL το 2006, το σχέδιο δεν πρότεινε μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων του μη αποδοτικού τομέα των υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, ο οποίος στο σχέδιο Roland Berger του 2004 κρίθηκε ότι υπολειπόταν του μέσου όρου του τομέα και αναμενόταν να συνεχίσει να καταγράφει ζημίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

(306)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι κανένα από τα προαναφερθέντα σχέδια δεν αποτελεί εκείνο που ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς θα θεωρούσε αξιόπιστη βάση για την πραγματοποίηση των εν λόγω επενδύσεων.

Εισφορές κεφαλαίου κατά την περίοδο 2008-2010

(307)

Ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε σε κάθε περίπτωση προβεί σε εκ νέου εκτίμηση της στρατηγικής στο επιχειρηματικό σχέδιο του 2010, με δεδομένο ιδίως ότι, δυνάμει του άρθρου 14α της σύμβασης, η παραχώρηση θα ανακαλούνταν εάν η So.Ge.A.AL δεν επιτύγχανε βιωσιμότητα εντός τεσσάρων ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παραχώρησης, δηλαδή έως το 2011. Ωστόσο, το σχέδιο του 2010 προέβλεπε επιστροφή της εταιρείας σε πορεία βιωσιμότητας μόλις ένα έτος μετά το 2011, δηλαδή το 2012, λαμβανομένης επίσης υπόψη και της ανακεφαλαιοποίησης της εταιρείας που προβλεπόταν για το 2010.

(308)

Η απόφαση των μετόχων να συνεχίσουν να καλύπτουν τις ζημίες της So.Ge.A.AL χωρίς πρόγραμμα αναδιάρθρωσης ακόμα και όταν οι οικονομικές επιδόσεις μετά την ανάθεση της σύμβασης ολικής παραχώρησης κατέδειξαν ότι μια αύξηση της αποδοτικότητας εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονταν από τη σύμβαση ήταν απίθανη, δεν μπορεί να εξισωθεί με τη συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή.

(309)

Επιπλέον, η So.Ge.A.AL δήλωσε ότι απρόβλεπτα γεγονότα είχαν αρνητικό αντίκτυπο στα αποτελέσματά της μετά το 2007 και αναφέρθηκε ιδίως στα αποτελέσματα που είχε στον κύκλο εργασιών της η οικονομική ύφεση, λόγω της οποίας η εταιρεία κατέγραψε μείωση της επιβατικής κίνησης σε ποσοστό 1,8 %. Επιπλέον, η So.Ge.A.AL ισχυρίστηκε ότι η κίνηση δεν εξελίχθηκε όπως είχε προβλεφθεί λόγω της καθυστέρησης κατά την εκτέλεση των έργων υποδομών στον αερολιμένα και την έλλειψη αναθεώρησης από την ENAC του επιπέδου των αερολιμενικών τελών.

(310)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ιταλία δεν παρείχε κανένα μέσο αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των εν λόγω απρόβλεπτων γεγονότων. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η μείωση της κίνησης σε ποσοστό 1,8 % μπορούσε να αποδοθεί στην οικονομική κρίση.

(311)

Με βάση τα ανωτέρω, οι αποφάσεις ανακεφαλαιοποίησης της So.Ge.A.AL δεν φαίνεται να βασίστηκαν σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες που θα είχε πραγματοποιήσει, υπό αντίστοιχες περιστάσεις, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς σε παρόμοια κατάσταση, προτού προβεί σε τέτοιου είδους επενδύσεις, με σκοπό τον προσδιορισμό της μελλοντικής τους αποδοτικότητας.

(312)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι τόσο η Ιταλία όσο και η So.Ge.A.AL επιβεβαίωσαν ότι οι εισφορές κεφαλαίου συμφωνήθηκαν κατά κύριο λόγο ώστε να ικανοποιηθούν οι κανονιστικές απαιτήσεις. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η συμμόρφωση με τις κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν μπορεί από μόνη της να αιτιολογήσει την εισφορά επιπλέον κεφαλαίου στην εταιρεία από έναν ιδιώτη επενδυτή της αγοράς. Οι επενδυτές υποχρεώνονται συχνά από τον νόμο να εισφέρουν επιπλέον μετοχικό κεφάλαιο σε εταιρείες των οποίων το κεφάλαιο έχει μειωθεί κάτω από ένα προκαθορισμένο επίπεδο ύστερα από συνεχείς ζημίες. Ιδιώτες επενδυτές που βρίσκονται αντιμέτωποι με μια τέτοια κατάσταση θα εξετάσουν επίσης όλες τις άλλες επιλογές —συμπεριλαμβανομένης της ρευστοποίησης ή εκκαθάρισης (81) — και θα επιλέξουν εκείνη που είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη.

(313)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις εισφοράς κεφαλαίου στη So.Ge.A.AL δεν συμμορφώνονταν με την αρχή του ΙΕΟΑ και συνεπώς παρείχαν στη So.Ge.A.AL οικονομικό πλεονέκτημα.

12.1.1.5.   Επιλεκτικότητα

(314)

Προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ένα κρατικό μέτρο πρέπει να ευνοεί «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής». Επομένως, από τα μέτρα που ευνοούν επιχειρήσεις μόνον όσα παρέχουν πλεονέκτημα κατά τρόπο επιλεκτικό μπορούν να χαρακτηρίζονται κρατική ενίσχυση.

(315)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα μέτρα 1, 2 και 3 παρασχέθηκαν μόνο στη So.Ge.A.AL και είναι επομένως επιλεκτικά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

12.1.1.6.   Επηρεασμός των εμπορικών συναλλαγών και νόθευση του ανταγωνισμού

(316)

Προκειμένου να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση, ένα χρηματοδοτικό μέτρο πρέπει να επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύει, ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο της εκτίμησής της για το αν πληρούνται αυτές οι δύο προϋποθέσεις, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι η ενίσχυση έχει πραγματική επίπτωση στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και ότι υπάρχει πράγματι νόθευση του ανταγωνισμού, αλλά απλώς να εξετάσει εάν η ενίσχυση μπορεί, δεδομένων των συνθηκών, να επηρεάσει τις σχετικές συναλλαγές και να προκαλέσει νόθευση του ανταγωνισμού (82). Όταν ενίσχυση που χορηγείται από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι άλλων επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται στο εμπόριο εντός της Ένωσης, τότε πρέπει να θεωρηθεί ότι το εμπόριο επηρεάζεται από την εν λόγω ενίσχυση.

(317)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 253 έως 257, η λειτουργία ενός αερολιμένα συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Ανταγωνισμός υπάρχει, αφενός, μεταξύ αερολιμένων για την προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών και της αντίστοιχης εναέριας κυκλοφορίας (επιβατικής και εμπορευματικής) και, αφετέρου, μεταξύ φορέων διαχείρισης των αερολιμένων, οι οποίοι μπορούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εξασφάλιση της διαχείρισης ενός δεδομένου αερολιμένα. Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι όσον αφορά τους αερομεταφορείς χαμηλού κόστους και τις επιχειρήσεις ναυλωμένων πτήσεων, ακόμη και αερολιμένες που δεν βρίσκονται στις ίδιες ζώνες επιρροής ή βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη μπορεί επίσης να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση αυτών των αεροπορικών εταιρειών.

(318)

Όπως αναφέρεται στο σημείο 40 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές και επιβεβαιώνεται στο σημείο 45 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, δεν είναι δυνατό να εξαιρεθούν ακόμη και μικροί αερολιμένες από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης με την αιτιολογία ότι η χρηματοδότησή τους από τις δημόσιες αρχές δεν θα μπορούσε να προκαλέσει νόθευση του ανταγωνισμού ή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, στο σημείο 45 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές αναφέρεται ρητώς ότι «το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχείρησης που λαμβάνει δημόσια χρηματοδότηση δεν αποκλείει a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών».

(319)

Ο αερολιμένας Alghero εξυπηρετεί επί του παρόντος περίπου 1,5 εκατ. επιβάτες ετησίως. Το επιχειρηματικό σχέδιο του 2005 που υποβλήθηκε από την Ιταλία προέβλεπε ότι ο αριθμός των επιβατών θα σημείωνε σταθερή αύξηση κατά 4,5 % έως το 2010, 2,6 % από το 2011 έως το 2025 και 3,78 % κατά την περίοδο 2006-2025, με συνολικό όγκο επιβατικής κίνησης περίπου 2,8 εκατ. επιβατών προς το έτος 2045. Επιπλέον, από το 2000 ο αερολιμένας Alghero εξυπηρετεί διάφορους διεθνείς προορισμούς. Με δεδομένα αυτά τα στοιχεία, πρέπει να θεωρηθεί ότι το οικονομικό πλεονέκτημα που παραχωρήθηκε στη So.Ge.A.AL μέσω των διαφόρων υπό εξέταση μέτρων προκαλούσε ή απειλούσε να προκαλέσει νόθευση του ανταγωνισμού και ενείχε τουλάχιστον τον κίνδυνο να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

12.1.1.7.   Συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης

(320)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εισφορές κεφαλαίου και η δημόσια χρηματοδότηση των υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των «εξαρτημάτων και έργων», και του εξοπλισμού συνιστούν ενίσχυση προς τη So.Ge.A.AL.

12.1.2.   Νομιμότητα της ενίσχυσης

(321)

Σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τυχόν σχέδια θέσπισης ή τροποποίησης ενισχύσεων και δεν μπορούν να εφαρμόσουν τα σχεδιαζόμενα μέτρα έως ότου η διαδικασία κοινοποίησης καταλήξει στη λήψη τελικής απόφασης.

(322)

Τα υπό εξέταση μέτρα τέθηκαν όλα σε ισχύ χωρίς να έχουν λάβει έγκριση από την Επιτροπή. Επιπλέον, βάσει της εκτίμησης που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 323 έως 327, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα υπό έρευνα μέτρα ενίσχυσης υπέρ της So.Ge.A.AL εξαιρούνται από την απαίτηση κοινοποίησης βάσει της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ, η οποία ισχύει για ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από τις 31 Ιανουαρίου 2012.

(323)

Με την απόφαση του 2005 για τις ΥΓΟΣ απαλλάσσονταν από την υποχρέωση κοινοποίησης κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε επιχειρήσεις σε σχέση με ΥΓΟΣ και πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται σε αυτήν. Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση του 2005 για τις ΥΓΟΣ, συμβιβάσιμες θεωρούνται οι κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας σε αερολιμένες i) με ετήσια επιβατική κίνηση που δεν υπερβαίνει το 1 εκατ. επιβάτες ή ii) με ετήσιο κύκλο εργασιών προ φόρων μικρότερο των 100 εκατ. ευρώ κατά τα δύο οικονομικά έτη που προηγούνται εκείνου της ανάθεσης της ΥΓΟΣ, εφόσον το ετήσιο ύψος της αντιστάθμισης που λαμβάνουν είναι μικρότερο των 30 εκατ. ευρώ.

(324)

Η απόφαση του 2005 για τις ΥΓΟΣ ίσχυε μόνο για ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για παροχή δημόσιας υπηρεσίας για μια γνήσια ΥΓΟΣ. Προκειμένου να μπορεί να επωφεληθεί από την απαλλαγή, η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας για τη διαχείριση ΥΓΟΣ έπρεπε επίσης να συμμορφώνεται με τους όρους που καθορίζονταν στα άρθρα 4, 5 και 6 της απόφασης.

(325)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ, οι ΥΓΟΣ έπρεπε να ανατίθενται στη σχετική επιχείρηση με μία ή περισσότερες επίσημες πράξεις, οι οποίες έπρεπε να καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τη φύση και τη διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντιστάθμισης και τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την αποφυγή και την επιστροφή ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης. Στο άρθρο 5 της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ οριζόταν ότι το ποσό της αντιστάθμισης έπρεπε να περιορίζεται σε εκείνο που απαιτείται για να καλυφθεί το κόστος εκτέλεσης των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ, τα κράτη μέλη όφειλαν να διενεργούν τακτικούς ελέγχους ώστε να διασφαλίζεται ότι η αντιστάθμιση που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις δεν υπερβαίνει το ποσό που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 5.

(326)

Σύμφωνα με την Ιταλία και τη So.Ge.A.AL, στην προκειμένη περίπτωση ο χαρακτηρισμός της διαχείρισης του αερολιμένα του Alghero ως ΥΓΟΣ έπρεπε να συναχθεί από τη σύμβαση. Ωστόσο, στη σύμβαση δεν περιλαμβανόταν ούτε ρητός ορισμός της εικαζόμενης αποστολής παροχής ΥΓΟΣ που ανατέθηκε στη So.Ge.A.AL ούτε κανόνες που να διέπουν το δικαίωμα της So.Ge.A.AL σε αντιστάθμιση. Ούτε έθεσε η So.Ge.A.AL στη διάθεση της Επιτροπής τυχόν άλλο έγγραφο που να προβλέπει την εμβέλεια των εικαζόμενων υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που έπρεπε να εκπληρώνει. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εικαζόμενη πράξη ανάθεσης δεν έχει επιβάλει γνήσιες υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα. Ούτε έχει ορίσει τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντιστάθμισης και τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την αποφυγή και την επιστροφή τυχόν υπεραντιστάθμισης. Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 4, 5 και 6 της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ σχετικά με το περιεχόμενο των πράξεων ανάθεσης.

(327)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι βάσει των ανωτέρω δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση προς τη So.Ge.A.AL εξαιρούνταν από την απαίτηση κοινοποίησης επί τη βάσει της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ.

(328)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ιταλία δεν σεβάστηκε την υποχρέωση διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης και ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση.

12.1.3.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης

(329)

Δεδομένου ότι τα μέτρα 1, 2 και 3 συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, το συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων μπορεί να αξιολογηθεί υπό το φως των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του εν λόγω άρθρου και του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

12.1.3.1.   Δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές

(330)

Στο άρθρο 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα που ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1, βάσει του οποίου οι κρατικές ενισχύσεις δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Η εξεταζόμενη ενίσχυση μπορεί να αξιολογηθεί με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, που ορίζει ότι: «οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον», δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

(331)

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές παρέχουν ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση του κατά πόσον οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε αερολιμένες μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

(332)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, η Επιτροπή θεωρεί ότι η «ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων» (83) εφαρμόζεται στις παράνομες επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες. Στο πλαίσιο αυτό, εάν η παράνομη επενδυτική ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από τις 4 Απριλίου 2014, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τους κανόνες συμβατότητας που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της παράνομης επενδυτικής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εφάρμοσε τις αρχές που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές για την περίπτωση των παράνομων επενδυτικών ενισχύσεων σε αερολιμένες οι οποίες χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Απριλίου 2014. Για τις παράνομες επενδυτικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, οπότε δεν ίσχυαν κριτήρια συμβατότητας για την παροχή επενδυτικών ενισχύσεων προς αερολιμένες, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει το συμβιβάσιμο απευθείας με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θεωρεί ότι, για τον σκοπό της αξιολόγησης του συμβιβάσιμου της επενδυτικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε στη So.Ge.A.AL πριν από την έναρξη ισχύος των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, τα κριτήρια που ορίζονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

(333)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διατάξεις της «ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων» δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε εκκρεμούσες υποθέσεις παράνομων ενισχύσεων λειτουργίας που χορηγήθηκαν σε αερολιμένες πριν από τις 4 Απριλίου 2014. Αντιθέτως, η Επιτροπή εφάρμοσε τις αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν ενισχύσεις λειτουργίας σε αερολιμένες (εκκρεμούσες κοινοποιήσεις και παράνομες ενισχύσεις), ακόμη και αν οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Απριλίου 2014.

12.1.3.2.   Επενδυτικές ενισχύσεις ή ενισχύσεις λειτουργίας

(334)

Σύμφωνα με το σημείο 25 υποσημείο 18 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, «ως» επενδυτικές ενισχύσεις «νοούνται οι ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως για την κάλυψη του “ελλείμματος χρηματοδότησης του κόστους κεφαλαίου”». Σύμφωνα με το σημείο 25 υποσημείο 21 των κατευθυντήριων γραμμών, οι επενδυτικές ενισχύσεις μπορεί να αφορούν τόσο προκαταβολή της ενίσχυσης (δηλαδή για την κάλυψη των αρχικών επενδυτικών δαπανών) όσο και την καταβολή της ενίσχυσης με τη μορφή περιοδικών δόσεων (για την κάλυψη του κόστους κεφαλαίου, όσον αφορά τις ετήσιες αποσβέσεις και το κόστος χρηματοδότησης).

(335)

Οι ενισχύσεις λειτουργίας αφορούν την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών λειτουργίας ενός αερολιμένα, που ορίζονται ως «το υποκείμενο κόστος της παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών και στο οποίο περιλαμβάνονται κατηγορίες δαπανών όπως οι δαπάνες προσωπικού, υπηρεσίες επί συμβάσει, επικοινωνίες, απορρίμματα, ενέργεια, συντήρηση, μισθώματα, διοίκηση κ.λπ., αλλά δεν περιλαμβάνονται οι κεφαλαιουχικές δαπάνες, η στήριξη της εμπορικής προώθησης (μάρκετινγκ) ή οποιοδήποτε άλλο κίνητρο που παρέχεται σε αεροπορικές εταιρείες από τον αερολιμένα, καθώς και οι δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους» (84).

(336)

Κατά την πορεία της έρευνας (85), η Ιταλία ισχυρίστηκε ότι η δημόσια χρηματοδότηση των επενδύσεων αερολιμενικών υποδομών μπορούσε γενικά να θεωρηθεί:

α)

επενδυτική ενίσχυση στο επίπεδο του πλήρους ποσού της χρηματοδότησης που διατέθηκε στη So.Ge.A.AL για την κάλυψη των επενδυτικών δαπανών· ή εναλλακτικά

β)

ενίσχυση λειτουργίας που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του τέλους παραχώρησης που βασίζεται στις τιμές της αγοράς και του τέλους παραχώρησης που πράγματι οφείλει να καταβάλλει ο φορέας διαχείρισης αερολιμένα για το δικαίωμα διαχείρισης του αερολιμένα.

(337)

Η Ιταλία ισχυρίστηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση η επίμαχη δημόσια χρηματοδότηση δεν πρέπει να χαρακτηριστεί επενδυτική ενίσχυση προς τη So.Ge.A.AL. Αυτό οφείλεται καταρχάς στο γεγονός ότι το κράτος διατήρησε την κυριότητα των συγκεκριμένων υποδομών και κατά δεύτερον στο γεγονός ότι πριν από την ημερομηνία ανάθεσης της σύμβασης ολικής παραχώρησης το 2007, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα δεν ήταν αρμόδιος για επενδύσεις σε υποδομές στον αερολιμένα του Alghero, αλλά ενεργούσε εξ ονόματος του κράτους για τη συντήρηση των αερολιμενικών υποδομών.

(338)

Με δεδομένη τη θέση που υιοθέτησε η Ιταλία και τους ορισμούς που περιέχονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, μπορεί να εκτιμηθεί ότι:

α)

οι εισφορές κεφαλαίου μετά τις 12 Δεκεμβρίου 2006, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των ετήσιων ζημιών εκμετάλλευσης της So.Ge.A.AL, συνιστούν ενίσχυση λειτουργίας υπέρ της So.Ge.A.AL·

β)

η κρατική χρηματοδότηση για υποδομές, «εξαρτήματα και έργα» και εξοπλισμό έως την ανάθεση της σύμβασης ολικής παραχώρησης το 2007 συνιστά ενίσχυση λειτουργίας υπέρ της So.Ge.A.AL. Για την ακρίβεια, πριν από την ανάθεση αυτή, η χρηματοδότηση επενδύσεων στον αερολιμένα του Alghero δεν ήταν αρμοδιότητα της So.Ge.A.AL, αλλά του κράτους ως ιδιοκτήτη του αερολιμένα. Ως εκ τούτου, η κρατική χρηματοδότηση των υποδομών, των «εξαρτημάτων και έργων» και του εξοπλισμού δεν απάλλαξε τη So.Ge.A.AL από τις επενδυτικές δαπάνες που κανονικά θα είχε επωμιστεί. Προκειμένου να ενεργήσει σύμφωνα με την αρχή του ΙΕΟΑ, το κράτος θα έπρεπε να είχε απαιτήσει αύξηση του τέλους παραχώρησης που θα όφειλε να καταβάλλει η So.Ge.A.AL για τη διασφάλιση της αποδοτικότητας των επενδύσεών του. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση έχει τη μορφή τέλους παραχώρησης (που για έναν φορέα διαχείρισης αερολιμένα όπως η So.Ge.A.AL συνιστά δαπάνη λειτουργίας) που ήταν χαμηλότερο από όσο θα έπρεπε να είναι. Εφόσον, σε συνέχεια της ανάθεσης της σύμβασης ολικής παραχώρησης για τη διαχείριση των αερολιμενικών υποδομών, οι επενδύσεις ενέπιπταν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της So.Ge.A.AL, η δημόσια χρηματοδότηση τέτοιου είδους επενδύσεων συνιστά επενδυτική ενίσχυση. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, παρατίθεται στη συνέχεια η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το συμβιβάσιμο της χρηματοδότησης των επενδύσεων σε υποδομές στο Alghero με την εσωτερική αγορά i) βάσει της υπόθεσης ότι συνιστά επενδυτική ενίσχυση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 339 έως 367) καθώς και ii) βάσει της υπόθεσης ότι συνιστά ενίσχυση λειτουργίας (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 368 έως 374). Στο πλαίσιο της εκτίμησής της βάσει του ii), η Επιτροπή ανέλυσε επίσης το συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά των εισφορών κεφαλαίου (μέτρο 1), που είναι σαφές ότι συνιστούν ενίσχυση λειτουργίας.

12.1.3.3.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης για υποδομές και εξοπλισμό (μέτρα 2 και 3) βάσει της υπόθεσης ότι συνιστά επενδυτική ενίσχυση

(339)

Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, οι επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες σε έναν αερολιμένα πρέπει να περιορίζονται στην κατασκευή υποδομών και εξοπλισμού του αερολιμένα (διάδρομοι προσγείωσης/απογείωσης, τερματικοί σταθμοί, χώροι στάθμευσης αεροσκαφών, πύργος ελέγχου) ή εγκαταστάσεων για την άμεση υποστήριξη αυτών (εγκαταστάσεις πυρόσβεσης, εξοπλισμός ασφαλείας ή προστασίας). Από τις επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να εξαιρούνται οι δαπάνες που δεν συνδέονται άμεσα με τις βασικές δραστηριότητες του αερολιμένα, στις οποίες περιλαμβάνεται η κατασκευή, η χρηματοδότηση, η εκμετάλλευση και η μίσθωση χώρων και ακινήτων, όχι μόνο για γραφεία και αποθήκευση αλλά και για ξενοδοχεία και βιομηχανικές επιχειρήσεις μέσα στον χώρο του αερολιμένα, καθώς και καταστήματα, εστιατόρια και χώρους στάθμευσης.

(340)

Στην προκειμένη περίπτωση, τα δημόσια κεφάλαια προορίζονταν για τη χρηματοδότηση του νέου τερματικού σταθμού επιβατών, την ανακαίνιση του παλαιού τερματικού σταθμού, την αναβάθμιση του διαδρόμου τροχοδρόμησης, την επέκταση των χώρων στάθμευσης αεροσκαφών, την αναβάθμιση του διαδρόμου προσγείωσης/απογείωσης, την υλοποίηση του συστήματος ελέγχου αποσκευών και την υλοποίηση συστήματος περιμετρικού ελέγχου. Αυτές οι επενδυτικές δαπάνες είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(341)

Όσον αφορά το συμβιβάσιμο της υπό εξέταση δημόσιας χρηματοδότησης με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το σημείο 61 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, η Επιτροπή εξετάζει ιδίως εάν:

α)

η κατασκευή και η λειτουργία της υποδομής ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος (περιφερειακή ανάπτυξη, δυνατότητα πρόσβασης κ.λπ.)·

β)

η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη του καθορισμένου στόχου·

γ)

η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των υποδομών που ήδη υπάρχουν·

δ)

η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις·

ε)

η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το ενωσιακό συμφέρον.

(342)

Πέρα από την υποχρέωση τήρησης των συγκεκριμένων κριτηρίων συμβιβάσιμου που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, οι κρατικές ενισχύσεις προς αερολιμένες, όπως και κάθε άλλο μέτρο κρατικών ενισχύσεων, πρέπει επιπλέον να έχουν χαρακτήρα κινήτρου και να είναι απαραίτητες και αναλογικές σε σχέση με τον επιδιωκόμενο θεμιτό στόχο προκειμένου να χαρακτηριστούν συμβιβάσιμες (86). Ως εκ τούτου, επιπλέον των κριτηρίων που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 341, η Επιτροπή εξέτασε τον χαρακτήρα κινήτρου καθώς και την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα της εν λόγω ενίσχυσης.

i)   Σαφώς καθορισμένος στόχος γενικού συμφέροντος

(343)

Τα υπό εξέταση μέτρα αποσκοπούσαν, μεταξύ άλλων, στη χρηματοδότηση της κατασκευής ενός νέου τερματικού σταθμού χωρητικότητας 2 εκατ. επιβατών, επειδή ο παλαιός τερματικός σταθμός (χωρητικότητας 800 000 επιβατών) ήταν κορεσμένος ήδη από το 2003 (87). Επιπλέον, η επενδυτική ενίσχυση χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση μιας σειράς μέτρων που συνέβαλαν στην προσαρμογή του αερολιμένα στις νέες απαιτήσεις προστασίας και ασφαλείας, ώστε να παραμείνει σε πλήρη λειτουργία.

(344)

Σύμφωνα με την Ιταλία, ο γενικότερος στόχος της χρηματοδότησης των υποδομών στον αερολιμένα του Alghero ήταν η ανάπτυξη ασφαλών και βιώσιμων μεταφορικών υποδομών και περιφερειακής συνδεσιμότητας. Σύμφωνα με την Ιταλία, οι περιφερειακοί αερολιμένες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην προώθηση της προσβασιμότητας σε ζώνες επιρροής και οι εν λόγω επενδύσεις βελτιώνουν την αερολιμενική ασφάλεια, προστασία και αποδοτικότητα, ενώ συμβάλλουν στην επίτευξη ευρύτερων στόχων περιφερειακής ανάπτυξης.

(345)

Επιπλέον, η Ιταλία υπογραμμίζει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ στη Σαρδηνία είναι, κατά μέσο όρο, πολύ χαμηλότερο σε σχέση με την Ιταλία και το ποσοστό ανεργίας είναι σημαντικά υψηλότερο από τον ιταλικό μέσο όρο. Για παράδειγμα, μεταξύ 2003 και 2012, το μέσο ποσοστό ανεργίας στη Σαρδηνία ήταν 13,3 % έναντι 7,9 % στην Ιταλία. Ως εκ τούτου, τυχόν αύξηση στις ροές της κυκλοφορίας εξαιτίας της ανάπτυξης των υποδομών στον αερολιμένα του Alghero ενδέχεται να αποφέρει σχετικά κοινωνικά και οικονομικά οφέλη για τη Σαρδηνία, τόσο από άποψη οικονομικής και κοινωνικής συνοχής όσο και από άποψη ανάπτυξης του νησιού.

(346)

Οι παρατηρήσεις αυτές συμφωνούν με τις παρατηρήσεις της έκθεσης Accuracy, στην οποία αναγνωρίστηκε ότι η ανάπτυξη του κλάδου των αεροπορικών μεταφορών στη Σαρδηνία είναι ιδιαιτέρως σημαντική για την περιφερειακή ανάπτυξη της περιοχής. Η έκθεση Accuracy επισημαίνει ένα παράδειγμα του δυνητικού μεγέθους των θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων που θα έχει η ανάπτυξη αερολιμενικών υποδομών στη Σαρδηνία. Σύμφωνα με μελέτη που αναφέρθηκε στην έκθεση Accuracy, η ανάπτυξη υποδομών αεροπορικών μεταφορών στον αερολιμένα Cagliari (με έδρα τη Σαρδηνία) απέφερε θετικά οικονομικά αποτελέσματα που ανέρχονταν σε 140 εκατ. ευρώ ετησίως.

(347)

Επιπλέον, ο μοναδικός εξυπηρετικός τρόπος μεταφοράς προς/από τη Σαρδηνία είναι οι αεροπορικές μεταφορές, εκτός από τις υπηρεσίες οχηματαγωγών πλοίων, που ωστόσο περιλαμβάνουν σαφώς μεγαλύτερο χρόνο ταξιδίου. Για παράδειγμα, αν και η Σαρδηνία εξυπηρετείται από δρομολόγια οχηματαγωγών πλοίων από την Ισπανία και την ηπειρωτική Ιταλία, η μέση διάρκεια ενός ταξιδιού με οχηματαγωγό πλοίο υπερβαίνει τις εννέα ώρες.

(348)

Η ανάπτυξη υποδομών στον αερολιμένα του Alghero αποτέλεσε, ως εκ τούτου, μέρος των σχεδίων της Σαρδηνίας για βελτίωση της συνδεσιμότητας μέσω της ανάπτυξης των περιφερειακών αερολιμένων. Αντίστοιχα, η Επιτροπή μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η δημόσια χρηματοδότηση μέσω της οποίας εξασφαλίστηκε αναβάθμιση των υποδομών στον αερολιμένα του Alghero πληροί τους σαφώς καθορισμένους στόχους της βελτίωσης των ασφαλών και βιώσιμων μεταφορικών υποδομών και της περιφερειακής προσβασιμότητας. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη υποδομών στον αερολιμένα του Alghero εξυπηρετούσε το κοινό συμφέρον, καθώς οι επενδύσεις αναμενόταν να αποφέρουν θετικά εξωτερικά αποτελέσματα από άποψη οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

ii)   Αναγκαιότητα και αναλογικότητα των υποδομών προς τον καθορισμένο στόχο

(349)

Η επενδυτική ενίσχυση μπορεί να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την αγορά μόνον εάν είναι αναγκαία και αναλογική προς τον καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση που η επένδυση δεν συνιστά επικάλυψη υφιστάμενων μη αξιοποιούμενων υποδομών.

(350)

Η κρατική ενίσχυση με σκοπό τη χρηματοδότηση των επενδύσεων στον αερολιμένα του Alghero ήταν απαραίτητη προκειμένου να αυξηθεί η χωρητικότητα του αερολιμένα και, ως εκ τούτου, να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Προτού πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις, η χωρητικότητα του αερολιμένα του Alghero περιοριζόταν σε μόλις 800 000 επιβάτες. Ο αερολιμένας του Alghero έφτασε στα όρια της χωρητικότητάς του το 2003 και το 2004 και, ως εκ τούτου, απαιτήθηκαν επενδύσεις προκειμένου να μπορέσει να εξυπηρετήσει περισσότερους επιβάτες. Επιπλέον, επήλθαν ορισμένες βελτιώσεις που απαιτούνταν για τη συμμόρφωση με τα πρότυπα ασφαλείας, διευκολύνοντας την καλύτερη χρήση των υφιστάμενων αερολιμενικών υποδομών και συμβάλλοντας έτσι στην περιφερειακή ανάπτυξη και τη συνδεσιμότητα της ζώνης επιρροής του αερολιμένα.

(351)

Οι επενδύσεις οδήγησαν σε αύξηση της χωρητικότητας του αερολιμένα από 800 000 επιβάτες το 2003 σε 2 εκατ. επιβάτες το 2004. Από το 2011, η επιβατική κίνηση στον αερολιμένα έφτασε κατά προσέγγιση στο 70 % της χωρητικότητάς του. Σύμφωνα με την Ιταλία, προβλέπεται ότι η επιβατική κίνηση θα ήταν σε υψηλότερα επίπεδα εάν δεν είχε σημειωθεί η οικονομική κρίση.

(352)

Στην έκθεση Ecorys αναγνωρίζεται ότι η ανάπτυξη του τουρισμού απαιτούσε την επέκταση της χωρητικότητας του τερματικού σταθμού του αερολιμένα του Alghero, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην προβλεπόμενη αύξηση της κίνησης. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την έκθεση Ecorys, πριν από την πραγματοποίηση των επενδύσεων στον αερολιμένα του Alghero, η ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου παρεμποδιζόταν από την έλλειψη διεθνούς συνδεσιμότητας. Για την ακρίβεια, το επιχειρηματικό σχέδιο του 2004 της So.Ge.A.AL προέβλεπε αύξηση του συνολικού αριθμού επιβατών στον αερολιμένα κατά περίπου 30 % το 2008 σε σύγκριση με τα επίπεδα προ της επέκτασης της χωρητικότητας του αερολιμένα το 2004. Αυτό το επίπεδο επιβατικής κίνησης δεν θα μπορούσε να έχει εξυπηρετηθεί χωρίς τις επενδύσεις.

(353)

Επιπλέον, οι νέες επενδύσεις δεν συνιστούσαν επικάλυψη υφιστάμενων μη κερδοφόρων υποδομών εφόσον οι τρεις πλησιέστεροι αερολιμένες δεν βρίσκονται στην ίδια ζώνη επιρροής (βλέπε αιτιολογική σκέψη 33). Αν και ο αερολιμένας του Alghero αποτελεί έναν από τους τρεις αερολιμένες στη Σαρδηνία (μαζί με τους αερολιμένες Cagliari και Olbia) που εξυπηρετούν εμπορικές αεροπορικές εταιρείες, κανένας από τους άλλους δύο αερολιμένες δεν βρίσκεται στην ίδια ζώνη επιρροής. Οι αερολιμένες Olbia και Cagliari βρίσκονται σε απόσταση 128 km και 235 km, αντίστοιχα, από τον αερολιμένα του Alghero. Στην απόφασή της του 2007, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αερολιμένας του Alghero δεν μπορεί να υποκατασταθεί από αυτούς τους δύο άλλους αερολιμένες, λόγω της γεωγραφικής του θέσης και των χαρακτηριστικών του δικτύου μεταφορών στη Σαρδηνία. Ως εκ τούτου, οι επενδύσεις δεν συνιστούσαν επικάλυψη υφιστάμενης μη κερδοφόρας υποδομής.

(354)

Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι υποστηριζόμενες επενδύσεις ήταν αναγκαίες και αναλογικές προς τους στόχους της συνδεσιμότητας και της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης, στη συνέχιση των οποίων συμβάλλουν αποτελεσματικά τα υπό εξέταση μέτρα.

iii)   Μεσοπρόθεσμες προοπτικές χρήσης, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των υφιστάμενων υποδομών

(355)

Οι επενδύσεις επέτρεψαν στον αερολιμένα του Alghero να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις ασφαλείας των αερολιμένων και να προσαρμοστεί στις μεταφορικές ανάγκες της ζώνης επιρροής του.

(356)

Με την ανάθεση της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης αναφορικά με τη διαχείριση του αερολιμένα του Alghero, η So.Ge.A.AL ανέπτυξε πρόγραμμα επενδύσεων για την προσαρμογή των αερολιμενικών υποδομών και του εξοπλισμού με σκοπό την αντιμετώπιση της αύξησης του αριθμού των μεταφερόμενων επιβατών. Συνολικά, βάσει του επενδυτικού σχεδίου του 2005, οι προβλεπόμενες επενδύσεις στον αερολιμένα του Alghero για την περίοδο της παραχώρησης ανέρχονταν σε ύψος 143,3 εκατ. ευρώ (88).

(357)

Το επιχειρηματικό σχέδιο του 2004 της So.Ge.A.AL προέβλεπε αύξηση του συνολικού αριθμού επιβατών στον αερολιμένα Alghero κατά περίπου 30 % το 2008 σε σύγκριση με τα επίπεδα προ της επέκτασης της χωρητικότητας του αερολιμένα το 2004. Αυτό το επίπεδο επιβατικής κίνησης δεν θα μπορούσε να έχει εξυπηρετηθεί χωρίς τις υπό εξέταση επενδύσεις στην παρούσα υπόθεση. Οι μεταγενέστερες εξελίξεις επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές αυτές τις προσδοκίες. Για την ακρίβεια, η So.Ge.A.AL κατόρθωσε να επιτύχει σημαντική αύξηση της επιβατικής κίνησής της σύμφωνα με τις προσδοκίες της. Από το 2011, η επιβατική κίνηση στον αερολιμένα έφτασε κατά προσέγγιση στο 70 % της χωρητικότητάς του. Σύμφωνα με την Ιταλία, η επιβατική κίνηση θα ήταν υψηλότερη αν δεν είχε σημειωθεί η οικονομική κρίση.

(358)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι αναβαθμισμένες υποδομές προσέφεραν καλές προοπτικές χρήσης.

iv)   Ισότιμη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις υποδομές

(359)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλε η Ιταλία, και παρά τυχόν δικαιολογημένη διαφοροποίηση των τιμών που εφαρμόστηκε σε μεμονωμένες συμφωνίες με αεροπορικές εταιρείες, οι υποδομές ήταν πάντα ανοιχτές σε όλους τους δυνητικούς χρήστες χωρίς διακρίσεις.

v)   Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το ενωσιακό συμφέρον

(360)

Ως το 2005, το Alghero χαρακτηριζόταν ως αερολιμένας κατηγορίας Δ, όπως ορίζεται στο σημείο 15 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές ορίζεται ότι η χρηματοδότηση προς αερολιμένες της κατηγορίας Δ έχει μικρές πιθανότητες να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού και των συναλλαγών σε βαθμό που να αντίκειται προς το κοινό συμφέρον. Βάσει αυτού, στην απόφαση του 2012, η Επιτροπή θεώρησε ότι πριν από το 2005 η ενίσχυση δεν επηρέαζε τις συναλλαγές σε βαθμό που να αντίκειται προς το δημόσιο συμφέρον. Ούτε η Ιταλία ούτε οι ενδιαφερόμενοι αμφισβήτησαν αυτή την προκαταρκτική διαπίστωση κατά την πορεία της έρευνας.

(361)

Εξάλλου, δεν υπάρχει άλλος αερολιμένας στην ίδια ζώνη επιρροής. Όπως καταδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 33, ο πλησιέστερος αερολιμένας απέχει περισσότερα από 120 km και βρίσκεται σε περιοχή με μέτριες οδικές συνδέσεις, γεγονός που ενισχύει το πόρισμα ότι, από την οπτική γωνία των επιβατών, ο αερολιμένας του Alghero δεν είναι υποκαταστάσιμος σε σημαντικό βαθμό από τους υπόλοιπους αερολιμένες στη Σαρδηνία.

(362)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε για την αναβάθμιση των υποδομών (συμπεριλαμβανομένων των «εξαρτημάτων και έργων») και του εξοπλισμού του αερολιμένα του Alghero δεν προκάλεσε νόθευση του ανταγωνισμού σε βαθμό που να αντίκειται προς το ενωσιακό συμφέρον.

vi)   Χαρακτήρας κινήτρου, αναγκαιότητα και αναλογικότητα της ενίσχυσης

(363)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να εξακριβώσει κατά πόσον η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στον αερολιμένα Alghero μετέβαλε τη συμπεριφορά της δικαιούχου επιχείρησης ώστε αυτή να αναλάβει δραστηριότητα που συμβάλλει στην επίτευξη στόχου δημόσιου συμφέροντος και την οποία i) δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει χωρίς την ενίσχυση ή ii) θα την υλοποιούσε εν μέρει ή με διαφορετικό τρόπο. Επιπλέον, η ενίσχυση θεωρείται αναλογική μόνον εάν δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα με μικρότερη ενίσχυση και μικρότερη νόθευση του ανταγωνισμού. Αυτό σημαίνει ότι το ποσό και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο για την πραγματοποίηση της ενισχυόμενης δραστηριότητας.

(364)

Στην προκειμένη περίπτωση, οι επενδυτικές επιχορηγήσεις συνδέονταν κυρίως με την αναβάθμιση των χώρων στάθμευσης αεροσκαφών, των διαδρόμων προσγείωσης/απογείωσης και των διαδρόμων τροχοδρόμησης, καθώς και του τερματικού σταθμού. Οι μακρές περίοδοι αποπληρωμής που συνδέονται με τις επενδύσεις σε υποδομές, σε συνδυασμό με τον σύνθετο χαρακτήρα και τους σημαντικούς κινδύνους που συνοδεύουν τα μεγάλα έργα υποδηλώνουν ότι ενδέχεται να υπάρχουν δυσκολίες ως προς την προσέλκυση ιδιωτικού κεφαλαίου. Μικρότεροι αερολιμένες, όπως ο αερολιμένας του Alghero, ενδέχεται να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες ως προς την προσέλκυση ιδιωτικού κεφαλαίου σε κατάλληλη τιμή ώστε να είναι σε θέση να εκτελέσουν τα αναγκαία έργα υποδομών.

(365)

Με βάση τα στοιχεία που υπέβαλε η Ιταλία, θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση αυτών των επενδύσεων χωρίς την ενίσχυση. Για την ακρίβεια, με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της So.Ge.A.AL, η οποία σώρευσε ζημίες καθ' όλη τη διάρκεια της υπό διερεύνηση περιόδου 2000-2010 σε βαθμό που απαιτούνταν σειρά εισφορών κεφαλαίου από τις δημόσιες αρχές, είναι σαφές ότι η So.Ge.A.AL δεν ήταν σε θέση να συμβάλει σημαντικά περισσότερο στη χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων από ό,τι πράγματι έκανε και δεν είχε καμία δυνατότητα να λάβει εξωτερική χρηματοδότηση στην αγορά. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα υπό εξέταση μέτρα ενίσχυσης ήταν αναγκαία και αναλογικά προς την ανάγκη ικανοποίησης της αναμενόμενης ζήτησης των αεροπορικών εταιρειών και των επιβατών στη ζώνη επιρροής.

(366)

Επομένως, η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενίσχυση περιορίστηκε στο ελάχιστο αναγκαίο για την πραγματοποίηση της ενισχυόμενης δραστηριότητας.

vii)   Συμπέρασμα

(367)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε περίπτωση που τα υπό εξέταση μέτρα, τα οποία προβλέπουν δημόσια στήριξη για επενδύσεις σε υποδομές στον αερολιμένα του Alghero, θεωρηθούν επενδυτική ενίσχυση, είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

12.1.3.4.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης προς τη So.Ge.A.AL (μέτρα 1, 2 και 3) βάσει της υπόθεσης ότι συνιστά ενίσχυση λειτουργίας

(368)

Οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, δηλαδή πριν από τις 4 Απριλίου 2014, μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

συμβολή στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος: η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση αυξάνει την κινητικότητα των πολιτών της Ένωσης και τη συνδεσιμότητα των περιοχών ή διευκολύνει την περιφερειακή ανάπτυξη (89)·

β)

καταλληλότητα των κρατικών ενισχύσεων ως μέσου πολιτικής: τα κράτη μέλη πρέπει να αποδεικνύουν ότι η ενίσχυση είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου ή για την επίλυση των προβλημάτων στην αντιμετώπιση των οποίων αποβλέπει η ενίσχυση (90)·

γ)

ανάγκη κρατικής παρέμβασης: οι κρατικές ενισχύσεις θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες σε καταστάσεις στις οποίες οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να επιφέρουν ουσιαστική βελτίωση την οποία δεν δύναται να επιτύχει η ίδια η αγορά (91)·

δ)

λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου: η προϋπόθεση αυτή πληρούται εάν είναι πιθανόν, σε περίπτωση μη χορήγησης ενίσχυσης λειτουργίας και λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή παρουσία επενδυτικής ενίσχυσης και το μέγεθος της κίνησης, να μειωθεί σημαντικά το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας του συγκεκριμένου αερολιμένα (92)·

ε)

αναλογικότητα του ποσού της ενίσχυσης (περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο αναγκαίο): προκειμένου να είναι αναλογικές, οι ενισχύσεις λειτουργίας σε αερολιμένες πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο για την πραγματοποίηση της ενισχυόμενης δραστηριότητας (93)·

στ)

αποφυγή αδικαιολόγητων αρνητικών επιπτώσεων για τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές (94).

(369)

Τα διάφορα μέτρα ενίσχυσης λειτουργίας που χορηγήθηκαν στη So.Ge.A.AL, τα οποία περιλάμβαναν ιδίως αρκετές εισφορές κεφαλαίου, είχαν στόχο να επιτρέψουν στην εταιρεία να διαθέτει επαρκές κεφάλαιο ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί με βιώσιμο τρόπο, τόσο από οικονομική όσο και από νομική πλευρά. Ομοίως, οι αποφάσεις των δημόσιων αρχών όσον αφορά τη χρηματοδότηση ορισμένων επενδύσεων χωρίς να απαιτείται αντίστοιχη αύξηση των τελών παραχώρησης που καταβάλλονταν από τη So.Ge.A.AL συνέβαλαν επίσης στην επιβίωση της εταιρείας εφόσον τα υψηλότερα τέλη παραχώρησης θα μεταφράζονταν σε υψηλότερες λειτουργικές δαπάνες που θα επιδείνωναν ακόμα περισσότερο την οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Ως εκ τούτου, όλα αυτά τα μέτρα συνέβαλαν στη συνέχιση της λειτουργίας του αερολιμένα Alghero. Με δεδομένο τον ρόλο που διαδραμάτισε ο αερολιμένας στην προσβασιμότητα της περιφέρειας και την περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη, όπως επεξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 343 έως 348, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση λειτουργίας προς τη So.Ge.A.AL συνέβαλε στην επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος.

(370)

Εφόσον ο αερολιμένας του Alghero ήταν ζημιογόνος κατά την υπό εξέταση περίοδο (βλέπε πίνακα 3), ήταν ακριβώς η ενίσχυση λειτουργίας εκείνη που επέτρεψε στον αερολιμένα να συνεχίσει τη λειτουργία του διασφαλίζοντας τη συνδεσιμότητα της περιφέρειας της Σαρδηνίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση λειτουργίας που χορηγήθηκε στον αερολιμένα Alghero αποτέλεσε κατάλληλο μέσο για την επίτευξη του στόχου κοινού ενδιαφέροντος.

(371)

Όσον αφορά την αναγκαιότητα, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές απαιτούν να επιφέρει η ενίσχυση λειτουργίας ουσιαστική βελτίωση την οποία δεν δύναται να επιτύχει η ίδια η αγορά. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό ισχύει εν προκειμένω διότι, χωρίς την εν λόγω ενίσχυση, η So.Ge.A.AL θα είχε μάλλον αναγκαστεί να εγκαταλείψει την αγορά, στερώντας τη Σαρδηνία από μια μεταφορική υποδομή που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την προσβασιμότητα και την ανάπτυξή της (τουρισμός).

(372)

Επιπλέον, χωρίς την ενίσχυση η δραστηριότητα του δικαιούχου θα είχε μειωθεί σημαντικά ή μπορεί και να είχε παύσει εξ ολοκλήρου. Τα υπό εξέταση μέτρα περιορίζονταν στο ελάχιστο αναγκαίο προκειμένου να αντισταθμιστούν οι ζημίες και να μπορέσει η So.Ge.A.AL να τηρήσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και να συνεχίσει να λειτουργεί με βιώσιμο τρόπο. Αυτού του είδους τα μέτρα ήταν αναγκαία προκειμένου να επιβιώσει η εταιρεία ακόμα και αν ληφθούν υπόψη οι συνέπειες όλων των λοιπών ενισχύσεων (λειτουργίας και επενδυτικών) υπό διερεύνηση. Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες οι ενισχύσεις λειτουργίας προς τη So.Ge.A.AL ήταν αναγκαίες και περιορίστηκαν στο ελάχιστο αναγκαίο για την πραγματοποίηση της ενισχυόμενης δραστηριότητας.

(373)

Όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει άλλος αερολιμένας στην ίδια ζώνη επιρροής. Επιπλέον, η Ιταλία έχει επιβεβαιώσει ότι οι υποδομές του αερολιμένα είναι διαθέσιμες σε όλες τις αεροπορικές εταιρείες χωρίς διακρίσεις.

(374)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις του συμβιβάσιμου που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές τηρούνται και ότι, συνεπώς, τα μέτρα είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

12.2.   ΜΈΤΡΑ ΥΠΈΡ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΏΝ ΕΤΑΙΡΕΙΏΝ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΎΝ ΣΤΟΝ ΑΕΡΟΛΙΜΈΝΑ

12.2.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης

(375)

Στην παρούσα ενότητα, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι διάφορες συμφωνίες μεταξύ της So.Ge.A.AL και αρκετών αεροπορικών εταιρειών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της έρευνας συνιστούν κρατική ενίσχυση προς τις εν λόγω αεροπορικές εταιρείες κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

12.2.1.1.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(376)

Τυχόν οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο περιλαμβάνεται στις συμβατικές σχέσεις με τις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα Alghero δεν χορηγήθηκε απευθείας από το κράτος, αλλά από τον κρατικό φορέα διαχείρισης του αερολιμένα So.Ge.A.AL. Εάν υποτεθεί ότι υφίσταται τέτοιο οικονομικό πλεονέκτημα σε οποιαδήποτε από τις υπό εξέταση συμφωνίες, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον το εν λόγω πλεονέκτημα χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους και καταλογίζεται στο κράτος.

(377)

Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι πόροι δημόσιων επιχειρήσεων (ειδικότερα, επιχειρήσεων στις οποίες οι δημόσιες αρχές μπορούν να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή, είτε άμεσα είτε έμμεσα), χαρακτηρίζονται επίσης ως κρατικοί πόροι διότι «βρίσκονται διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και, επομένως, στη διάθεση των αρμοδίων δημοσίων αρχών» (95). Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη νομολογία, καθόσον η So.Ge.A.AL είναι δημόσια επιχείρηση, οι πόροι της πρέπει να θεωρούνται κρατικοί πόροι για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας για τη διαφάνεια, η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από τις δημόσιες αρχές στην επιχείρηση τεκμαίρεται όταν οι δημόσιες αρχές κατέχουν την πλειοψηφία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της επιχείρησης, ελέγχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τα μερίδια που έχει εκδώσει η επιχείρηση, ή μπορούν να διορίζουν περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της επιχείρησης. Στην περίπτωση της So.Ge.A.AL φαίνεται να πληρούνται και τα τρία αυτά μη σωρευτικά κριτήρια βάσει των οποίων τεκμαίρεται άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το κράτος.

(378)

Η So.Ge.A.AL και η Ryanair αμφισβητούν τον καταλογισμό στο κράτος των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες, ενώ η Ιταλία και η Unioncamere τον επιβεβαιώνουν.

(379)

Τόσο η So.Ge.A.AL όσο και η Ryanair υποστήριξαν, κατά τη διάρκεια της έρευνας, ότι οι συμφωνίες που συνάφθηκαν από τον αερολιμένα Alghero με τις αεροπορικές εταιρείες μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος μόνον βάσει αντικειμενικής διαπίστωσης σύμφωνα με την οποία το κράτος παρενέβη στην απόφαση της So.Ge.A.AL να συνάψει τις συμφωνίες κατά τρόπο ώστε να τις καθορίσει ή να τις επηρεάσει, υπό την έννοια ότι η So.Ge.A.AL θα είχε υιοθετήσει διαφορετική στάση εάν μπορούσε να λάβει ανεξάρτητη απόφαση· ισχυρίστηκαν ότι αυτό δεν ισχύει για κανέναν από τους δημόσιους μετόχους της So.Ge.A.AL. Βάσει της νομολογίας, οι συμφωνίες που συνάφθηκαν από τη So.Ge.A.AL με τις αεροπορικές εταιρείες που λειτουργούν στον αερολιμένα μπορεί να διαπιστωθεί ότι ενέχουν κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης μόνον εφόσον το κράτος ήταν σε θέση να ελέγχει τη So.Ge.A.AL και εφόσον οι δημόσιες αρχές «ενεπλάκησαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στη λήψη των μέτρων αυτών». Ωστόσο, «δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται, κατόπιν ειδικής έρευνας, ότι οι δημόσιες αρχές παρότρυναν συγκεκριμένα την οικεία δημόσια επιχείρηση να λάβει τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεων» (96). Προκειμένου να συμπεράνει αν ένα συγκεκριμένο μέτρο μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος, η Επιτροπή μπορεί να στηρίξει τη συλλογιστική της σε οποιαδήποτε άλλη ένδειξη από την οποία να συνάγεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι έχουν εμπλακεί ή ότι είναι απίθανο να μην έχουν εμπλακεί οι δημόσιες αρχές στη λήψη ορισμένου μέτρου (97).

(380)

Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση Stardust Marine, ο καταλογισμός μέτρου στο κράτος μπορεί να διαπιστωθεί είτε από «οργανικές» ή «διαρθρωτικές» ενδείξεις είτε από ενδείξεις ότι το κράτος ενεπλάκη ή είναι απίθανο να μην ενεπλάκη στην απόφαση που οδήγησε στο συγκεκριμένο μέτρο. Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο διατύπωσε μη εξαντλητικό σύνολο ενδεχόμενων ενδείξεων σχετικά με το ζήτημα του καταλογισμού στο κράτος, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στην αιτιολογική σκέψη 268: το γεγονός ότι η επιχείρηση μέσω της οποίας χορηγήθηκε η ενίσχυση έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες κρατικών φορέων· η ένταξη της δημόσιας επιχείρησης στις δομές της δημόσιας διοίκησης· η φύση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και η άσκησή τους στην αγορά υπό συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις· το νομικό καθεστώς της επιχείρησης· ο βαθμός της εποπτείας που ασκούν οι δημόσιες αρχές στη διαχείριση της επιχείρησης· και οποιαδήποτε άλλη ένδειξη από την οποία να συνάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι έχουν εμπλακεί ή ότι είναι απίθανο να μην έχουν εμπλακεί οι δημόσιες αρχές στη λήψη ορισμένου μέτρου, αν ληφθούν υπόψη η έκταση του μέτρου, το περιεχόμενό του ή οι συνθήκες που δημιουργεί.

(381)

Εν προκειμένω, από την έρευνα επιβεβαιώθηκε ότι η σύναψη των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες καταλογίζεται στο κράτος.

(382)

Πρώτον, το γεγονός ότι η So.Ge.A.AL είναι κρατικής ιδιοκτησίας, το οποίο συνεπάγεται την κατοχή του συνόλου των ψήφων στη συνέλευση των μετόχων και στο διοικητικό συμβούλιο, υποδεικνύει ότι το κράτος πρέπει να θεωρείται ότι ασκεί επιρροή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της So.Ge.A.AL και εμπλέκεται στις αποφάσεις που λαμβάνει η εταιρεία. Λαμβανομένης υπόψη της συμμετοχής της στη So.Ge.A.AL, η Σαρδηνία διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη συνέλευση των μετόχων. Σύμφωνα με το καταστατικό της So.Ge.A.AL, κάθε ονομαστική μετοχή παρέχει δικαίωμα μιας ψήφου στη γενική συνέλευση των μετόχων. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται για να εκπροσωπούν αναλογικά τις συμμετοχές των πλειοψηφικών μετόχων και των μειοψηφικών μετόχων.

(383)

Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ιταλία δεν ισχυρίστηκε σε καμία περίπτωση ότι η απόφαση σύναψης των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες ελήφθη αυτόνομα από τη So.Ge.A.AL χωρίς τη συμμετοχή των μετόχων της. Αντιθέτως, με επιστολή της 18ης Φεβρουαρίου 2014, η Ιταλία υπέβαλε τις ακόλουθες πληροφορίες:

τις συμφωνίες με τις αεροπορικές εταιρείες διαπραγματεύτηκε ο γενικός διευθυντής της So.Ge.A.AL,

ο γενικός διευθυντής ενημέρωσε το διοικητικό συμβούλιο για την κατάσταση των διαπραγματεύσεων, το περιεχόμενο των συμφωνιών και τις προοπτικές ανάπτυξης των εν λόγω συμφωνιών,

το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε γενικά ομόφωνα τους όρους των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες πριν από την υπογραφή τους.

(384)

Επιπλέον, η Ιταλία διευκρίνισε ότι οι συμφωνίες με τις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα σχετικά με την προώθηση ή την έναρξη νέων δρομολογίων από τον αερολιμένα Alghero συνάφθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη της Σαρδηνίας και αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της Σαρδηνίας για την αύξηση των τουριστικών ροών προς και από τη νήσο (98). Επιπλέον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η φύση των δραστηριοτήτων της So.Ge.A.AL (διαχείριση αερολιμένα) συνιστά μία ακόμη ένδειξη ότι τα επίμαχα μέτρα καταλογίζονται στο κράτος, καθώς οι περιφερειακοί αερολιμένες θεωρούνται συχνά από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές σημαντικό εργαλείο για την προώθηση της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης.

(385)

Τρίτον, στη συνέχεια η Επιτροπή καταδεικνύει ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι οι περιφερειακές αρχές υποκίνησαν πράγματι τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών, και ιδίως —αλλά όχι μόνο— των συμφωνιών με την κύρια αεροπορική εταιρεία που δραστηριοποιείται στον αερολιμένα, τη Ryanair. Οι ενδείξεις αυτές συνιστούν αποδεικτικό στοιχείο της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος κατά την έννοια της νομολογίας Stardust Marine (99).

i)   Οι περιφερειακές αρχές ενημερώθηκαν για τις δαπάνες που θα προέκυπταν από τις συμφωνίες με τις αεροπορικές εταιρείες και αναμενόταν από αυτές να συνεισφέρουν για την κάλυψή τους

(386)

Από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου που υπέβαλε η Ιταλία κατά τη διάρκεια της έρευνας προκύπτει ότι η Σαρδηνία ενημερώθηκε για τη διαπραγμάτευση, ζητήθηκε η γνώμη της και συμφώνησε στη σύναψη των συμβάσεων με τις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα Alghero.

(387)

Ενδεικτικά, από τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2000 προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε ομόφωνα τις συμφωνίες με τις αεροπορικές εταιρείες τις οποίες πρότεινε η So.Ge.A.AL. Η So.Ge.A.AL παρείχε πληροφορίες ειδικότερα για τις διαπραγματεύσεις με τις εταιρείες Volare, Ryanair, Italair, Alpi Eagles, Air Dolomiti, Azzura και Gandalf Air. Όσον αφορά τη Volare, αναφέρθηκε ότι βάσει νέας υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας προβλεπόταν κατ' αποκοπή πληρωμή 4 550 000 ανά κίνηση εναέριας κυκλοφορίας («ΚΕΚ») και 3 000 ευρώ ανά επιβάτη για συντελεστή πληρότητας 60 %. Από τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006 καταδεικνύεται ότι το διοικητικό συμβούλιο ενημερώθηκε για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων της συμφωνίας του 2007 με την Germanwings.

(388)

Επομένως, η διαβούλευση και η συμφωνία με τις δημόσιες αρχές σχετικά με τις συμφωνίες που συνάφθηκαν με τις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα δεν περιορίστηκαν στη Ryanair. Για παράδειγμα, βάσει των πρακτικών της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 2002, η έναρξη από τον γαλλικό αερομεταφορέα Auris δρομολογίου προς το Παρίσι αποφασίστηκε μόνον με την επιφύλαξη ρητής συμφωνίας των μετόχων, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσής τους να καλύψουν τυχόν προκύπτουσες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις.

(389)

Η συμμετοχή των δημόσιων αρχών στην απόφαση σύναψης συμφωνιών για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων διάφορων αερομεταφορέων στον αερολιμένα Alghero, όπως αναφέρεται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 382 έως 388, αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι δημόσιες αρχές ενεπλάκησαν γενικά στη σύναψη τέτοιων συμφωνιών, ακόμη και για αερομεταφορείς οι οποίοι δεν αναφέρονται στα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 382 έως 388.

ii)   Κατά τη σύναψη των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες, η So.Ge.A.AL ενήργησε βάσει εντολής από τις δημόσιες αρχές

(390)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι το κράτος υποκίνησε και συντόνισε τη σύναψη των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης της συνέλευσης των μετόχων της 5ης Οκτωβρίου 2001, η So.Ge.A.AL διαπραγματευόταν, με τη σύμφωνη γνώμη των μετόχων, την έναρξη σημαντικού δρομολογίου για τη Σαρδηνία, και συγκεκριμένα του δρομολογίου Alghero–Λονδίνο, και ανέλαβε προσωρινά τις προκύπτουσες δαπάνες, τις οποίες έπρεπε να επωμισθούν οι δημόσιοι φορείς.

(391)

Από τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου προκύπτει επίσης ότι, κατά τη σύναψη των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες, η διοίκηση έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις των δημόσιων αρχών. Ενδεικτικά, στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της 30ής Ιουλίου 2004, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ενημέρωσε σχετικά με σύσκεψη διάφορων περιφερειακών φορέων με αντικείμενο τη δυνητική ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της Ryanair στον αερολιμένα. Απαιτήθηκαν διαβεβαιώσεις από τη Σαρδηνία όσον αφορά τη χρηματοδότηση με περιφερειακά κονδύλια του κόστους που σχετίζεται με τις πρωτοβουλίες ανάπτυξης της αεροπορικής κίνησης.

(392)

Το γεγονός ότι, κατά τη σύναψη των επίμαχων συμφωνιών, η So.Ge.A.AL ενήργησε υπό την επιρροή της Σαρδηνίας είναι επίσης εμφανές στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών που υπογράφηκε το 2000 με τη Ryanair, στο προοίμιο της οποίας αναφέρεται ότι η So.Ge.A.AL, αφού προκάλεσε το ενδιαφέρον των θεσμικών οργάνων της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της αυτόνομης περιφερειακής διοίκησης, και εφόσον η εν λόγω πρωτοβουλία προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και έτυχε ευρείας αποδοχής, συμφωνεί με την προαναφερόμενη [ήτοι τη Ryanair] την καταβολή οικονομικής συνεισφοράς επαρκούς για την κάλυψη του όλου εγχειρήματος της παρούσας συμφωνίας.

(393)

Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 2009, είναι σαφές ότι η So.Ge.A.AL θεωρούσε τις συνεισφορές προς τη Ryanair για δραστηριότητες από κοινού μάρκετινγκ αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών σε περιφερειακό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η So.Ge.A.AL θεωρούσε ότι τα απαιτούμενα χρηματοδοτικά μέσα έπρεπε να εξασφαλιστούν από τις περιφερειακές αρχές. Η εταιρεία ζήτησε επίσης να πληροφορηθεί για τυχόν περιθώριο διαπραγμάτευσης με τον αερομεταφορέα, καθώς οι μέτοχοι της So.Ge.A.AL δεν είχαν δώσει εντολή στο διοικητικό συμβούλιο να καταγγείλει τη συμφωνία με την αεροπορική εταιρεία.

(394)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ryanair υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς την παρέμβαση των δημόσιων αρχών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της So.Ge.A.AL. Το γεγονός ότι η So.Ge.A.AL και η Σαρδηνία υπέγραψαν συμφωνίες συνεισφορών για δραστηριότητες από κοινού μάρκετινγκ το 2004, το 2005, το 2006 και το 2007 υποστηρίζει μόνον το επιχείρημα ότι η Σαρδηνία χρηματοδοτούσε τη So.Ge.A.AL, αλλά όχι ότι κατηύθυνε τις ενέργειες της So.Ge.A.AL σε σχέση με τη Ryanair ή την AMS.

(395)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί το επιχείρημα της Ryanair. Πρώτον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 384, κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ιταλία επιβεβαίωσε ρητώς ότι η σύναψη των συμφωνιών με τις αεροπορικές εταιρείες ήταν αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της Σαρδηνίας για την αύξηση των τουριστικών ροών προς και από τη νήσο. Οι παραπομπές στις συζητήσεις της So.Ge.A.AL με τους δημόσιους μετόχους της, στις οποίες υπογραμμίζεται ο στόχος περιφερειακής και οικονομικής ανάπτυξης που επιδίωκε η RAS όσον αφορά τις συμφωνίες που σύναψε η So.Ge.A.AL με αερομεταφορείς που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα Alghero, δείχνουν ότι η So.Ge.A.AL εφάρμοζε περιφερειακές πολιτικές στο πλαίσιο των οδηγιών και των κατευθυντήριων γραμμών που λάμβανε από τους δημόσιους φορείς.

(396)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες που σύναψε η So.Ge.A.AL με διάφορους αερομεταφορείς που δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα Alghero και οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας καταλογίζονται στο κράτος.

12.2.1.2.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(397)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ιταλία υποστήριξε ότι η So.Ge.A.AL, κατά τη σύναψη καθεμίας από τις συμφωνίες με τις αεροπορικές εταιρείες που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας έρευνας, ενήργησε όπως θα είχε ενεργήσει σε παρόμοια κατάσταση συνετός ΙΕΟΑ καθοδηγούμενος από προοπτικές αποδοτικότητας, και ότι ως εκ τούτου τα υπό αξιολόγηση μέτρα δεν παρέχουν κανένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι αεροπορικές εταιρείες υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

12.2.1.2.1.   Γενικές παρατηρήσεις

(398)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, βάσει της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, ενίσχυση προς μια αεροπορική εταιρεία που χρησιμοποιεί τον αερολιμένα μπορεί καταρχήν να εξαιρείται, όταν:

η τιμή που χρεώνεται για τις αερολιμενικές υπηρεσίες αντιστοιχεί στην αγοραία τιμή, ή

μπορεί να αποδειχθεί μέσω εκ των προτέρων ανάλυσης, και ειδικότερα μέσω ανάλυσης βασιζόμενης σε δεδομένα που ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης σχετικά με τα επίμαχα μέτρα, ότι η ρύθμιση μεταξύ αερολιμένα/αεροπορικής εταιρείας θα αναμενόταν να οδηγήσει σε θετική πρόσθετη συμβολή στα κέρδη για τον αερολιμένα (100).

(399)

Επίσης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, «κατά την αξιολόγηση ρυθμίσεων μεταξύ αερολιμένων και αεροπορικών εταιρειών, η Επιτροπή θα εκτιμά επίσης τον βαθμό στον οποίο οι υπό εξέταση ρυθμίσεις δύνανται να θεωρηθούν μέρος της εφαρμογής μιας συνολικής στρατηγικής του αερολιμένα η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε αποδοτικότητα τουλάχιστον μακροπρόθεσμα» (101).

(400)

Όσον αφορά την πρώτη προσέγγιση που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 398 (σύγκριση της τιμής που χρεώνεται για τις αερολιμενικές υπηρεσίες με την αγοραία τιμή), η Επιτροπή εκφράζει έντονες αμφιβολίες για τη δυνατότητα να προσδιοριστεί ένα ενδεδειγμένο σημείο αναφοράς ώστε να καθοριστεί η αγοραία τιμή για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι αερολιμένες. Κατά το παρόν στάδιο, η Επιτροπή θεωρεί την εκ των προτέρων ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας ως το πλέον σημαντικό κριτήριο για την αξιολόγηση των ρυθμίσεων που συνομολογούνται μεταξύ αερολιμένων και μεμονωμένων αεροπορικών εταιρειών (102).

(401)

Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, εν γένει, η εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ σε σχέση με μια μέση τιμή που παρατηρείται σε συγκρίσιμες αγορές μπορεί να είναι αξιόπιστη εφόσον είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ή να συναχθεί από άλλους δείκτες της αγοράς μια αγοραία τιμή. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μέθοδος δεν είναι γενικά αξιόπιστη στην περίπτωση των αερολιμενικών υπηρεσιών. Πράγματι, η δομή δαπανών και εσόδων διαφέρει συνήθως σημαντικά μεταξύ αερολιμένων. Οι δαπάνες και τα έσοδα εξαρτώνται από την ανάπτυξη του αερολιμένα, την κατάσταση των αερολιμενικών υποδομών, τον αριθμό αερομεταφορέων που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα, τη χωρητικότητα του αερολιμένα, το κανονιστικό πλαίσιο σε εθνικό επίπεδο, το οποίο μπορεί να διαφέρει μεταξύ κρατών μελών, καθώς και τα ελλείμματα και τις υποχρεώσεις με τις οποίες επιβαρύνθηκε ο αερολιμένας στο παρελθόν.

(402)

Επιπλέον, η ελευθέρωση της αγοράς των αερομεταφορών περιπλέκει κάθε συγκριτική ανάλυση με τη στενή έννοια του όρου. Όπως φαίνεται στην παρούσα υπόθεση, οι εμπορικές πρακτικές μεταξύ αερολιμένων και αεροπορικών εταιρειών δεν βασίζονται πάντοτε αποκλειστικά σε δημοσιευμένη κλίμακα τελών. Αντιθέτως, αυτές οι εμπορικές σχέσεις παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Περιλαμβάνουν καταμερισμό των κινδύνων όσον αφορά την επιβατική κίνηση και κάθε σχετικής εμπορικής και οικονομικής ευθύνης, τυποποιημένους μηχανισμούς παροχής κινήτρων και προσαρμογή της κατανομής των κινδύνων κατά τη διάρκεια των συμβάσεων. Κατά συνέπεια, οι πράξεις δεν είναι εύκολα συγκρίσιμες μεταξύ τους βάσει τιμής ανά πτήση ή ανά επιβάτη.

(403)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας η Ryanair υποστήριξε ότι, προκειμένου να αποκλειστεί οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς, τα τέλη τα οποία προβλέπονται στις συμφωνίες που συνάφθηκαν με τις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα Alghero πρέπει να συγκριθούν με τα τέλη που κατέβαλε η Ryanair σε παρόμοιους αερολιμένες στη διάρκεια επαρκούς χρονικού πλαισίου. Η Ryanair επέλεξε τους αερολιμένες […] ως συναφέστερους συγκρίσιμους αερολιμένες για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης (103).

(404)

Ιδιοκτήτης του αερολιμένα […] είναι τελικώς η […], η οποία με τη σειρά της ανήκει σε διάφορες τοπικές αρχές της περιοχής […]. Η Ryanair σημείωσε ότι στις ετήσιες εκθέσεις της […] δεν περιέχεται καμία ένδειξη κρατικής χρηματοδότησης και ότι ο αερολιμένας κατέγραφε κέρδη σε ετήσια βάση τουλάχιστον από το […]. Η Ryanair άρχισε να δραστηριοποιείται στον αερολιμένα […] το […]. Ο αερολιμένας ανήκε πάντοτε σε ιδιώτες, γεγονός το οποίο, κατά την άποψη της Ryanair, υποδηλώνει ότι ο αερολιμένας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συγκρίσιμος αερολιμένας για την εφαρμογή του κριτηρίου του ΙΕΟΑ.

(405)

Σύμφωνα με τη Ryanair, τα αποτελέσματα της σύγκρισης των στοιχείων που αφορούν τα τέλη που κατέβαλλε η Ryanair στον αερολιμένα Alghero με τα τέλη σε συγκρίσιμους αερολιμένες είναι ανάμεικτα. Εάν υποτεθεί ότι δεν αποδίδεται στην περιφέρεια κανένας δημοτικός φόρος, τα καταβλητέα από τη Ryanair τέλη στον αερολιμένα Alghero είναι, κατά μέσο όρο, χαμηλότερα από εκείνα που καταβάλλονται σε συγκρίσιμους αερολιμένες τόσο ανά επιβάτη όσο και ανά αεροσκάφος. Ωστόσο, εάν υποτεθεί ότι μέρος του δημοτικού φόρου —και συγκεκριμένα το 66 %, βάσει των πληροφοριών που παρέσχε η Ryanair— αποδίδεται στην περιφέρεια, τα μέσα τέλη που κατέβαλλε η Ryanair στον αερολιμένα Alghero είναι υψηλότερα από εκείνα που καταβάλλονται στον αερολιμένα […], παρότι παραμένουν κατώτερα από εκείνα που καταβάλλονται στον αερολιμένα […]. Η Ryanair ισχυρίζεται ότι αυτό μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από το χαμηλότερο ΑΕγχΠ της Σαρδηνίας σε σύγκριση με το ΑΕγχΠ τ… […] και τ… […].

(406)

Επομένως, η Ryanair αναγνωρίζει ότι τα αποτελέσματα της σύγκρισης των τελών που κατέβαλλε η Ryanair στον αερολιμένα Alghero με εκείνα που καταβάλλονται στους αερολιμένες […] είναι ανάμεικτα και ότι οι διαφορές στα αποτελέσματα μπορεί να οφείλονται σε διάφορους λόγους, όπως η επιλογή των συγκρίσιμων αερολιμένων.

(407)

Η Επιτροπή συμφωνεί ότι η συγκριτική ανάλυση των αερολιμενικών τελών δεν μπορεί να αποκλειστεί εξαρχής ως ενδεχόμενη προσέγγιση για την αξιολόγηση της ύπαρξης ενίσχυσης χορηγηθείσας στις αεροπορικές εταιρείες. Ωστόσο, ο προσδιορισμός σημείου αναφοράς απαιτεί να μπορεί να επιλεγεί ικανός αριθμός συγκρίσιμων αερολιμένων που παρέχουν συγκρίσιμες υπηρεσίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Σύμφωνα με το σημείο 54 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, πρέπει να προσδιορίζεται ένα ενδεδειγμένο σημείο αναφοράς μεταξύ αερολιμένων των οποίων οι φορείς διαχείρισης συμπεριφέρονται ως ιδιώτες επενδυτές σε οικονομία της αγοράς, βάσει των διαθέσιμων και σχετικών αγοραίων τιμών. Το εν λόγω σημείο αναφοράς πρέπει να λαμβάνει υπόψη δείκτες όπως ο όγκος αεροπορικής κίνησης, το είδος αεροπορικής κίνησης, η σημασία των μεταφορών εμπορευμάτων και η σχετική σημασία των εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες του αερολιμένα, το είδος και το επίπεδο των παρεχόμενων αερολιμενικών υπηρεσιών, η εγγύτητα του αερολιμένα με μεγάλη πόλη, ο αριθμός κατοίκων στη ζώνη επιρροής του αερολιμένα, το οικονομικό επίπεδο της γύρω περιοχής (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) και οι διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές από τις οποίες θα μπορούσαν να προσελκυσθούν επιβάτες.

(408)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ακόμη και αν ορισμένοι αερολιμένες τελούν υπό ιδιωτική ιδιοκτησία ή διαχείριση χωρίς να εμπλέκονται κοινωνικές ή περιφερειακές πτυχές, οι τιμές που χρεώνονται από τους εν λόγω αερολιμένες ενδέχεται να επηρεάζονται έντονα από τις τιμές που χρεώνονται από φορείς διαχείρισης άλλων κρατικά επιδοτούμενων αερολιμένων, καθώς οι τιμές των τελευταίων λαμβάνονται υπόψη από τις αεροπορικές εταιρείες κατά τις διαπραγματεύσεις τους με τους αερολιμένες που τελούν υπό ιδιωτική ιδιοκτησία ή διαχείριση.

(409)

Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ίδια η Ryanair έκρινε ότι, καθώς ο αερολιμένας Alghero βρίσκεται σε νησί, στο οποίο δεν υπάρχουν πολλές μεγάλες πόλεις ή αερολιμένες σε κοντινή απόσταση, είναι δύσκολο να βρεθούν συγκρίσιμοι αερολιμένες με σχεδόν πανομοιότυπα χαρακτηριστικά. Η Ryanair επισήμανε επίσης ότι τα ανάμεικτα αποτελέσματα της συγκριτικής ανάλυσης μπορούν να εξηγηθούν από τη διαφορά του ΑΕγχΠ της Σαρδηνίας σε σύγκριση με το ΑΕγχΠ περιοχών στις οποίες βρίσκονται δυνητικά συγκρίσιμοι αερολιμένες.

(410)

Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι, ακόμη και αν υπήρχαν αξιόπιστα στοιχεία για συγκρίσιμους αερολιμένες, η διενέργεια συγκριτικής ανάλυσης δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση εφικτή στην παρούσα υπόθεση. Πράγματι, οι υπό εξέταση συμφωνίες αφορούν αερολιμενικές υπηρεσίες και υπηρεσίες μάρκετινγκ και προβλέπουν διαφορετικές «τιμές», και ειδικότερα διαφορετικά αερολιμενικά τέλη, τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και αμοιβές μάρκετινγκ. Ορισμένα από τα τέλη αυτά εξαρτώνται από τον αριθμό των επιβατών, ορισμένα από τον αριθμό των αφίξεων και αναχωρήσεων αεροσκαφών (turnaround), ενώ άλλα είναι πάγια. Επομένως, καθεμία από τις συμφωνίες αυτές συνεπάγεται περίπλοκες χρηματοοικονομικές ροές μεταξύ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα και των αεροπορικών εταιρειών (και των θυγατρικών τους) που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα, δηλαδή αερολιμενικά τέλη, τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και αμοιβές μάρκετινγκ.

(411)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι η σύγκριση των αερολιμενικών τελών που χρεώνει η So.Ge.A.AL στις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα Alghero με τα αερολιμενικά τέλη που καταβάλλονται σε συγκρίσιμους αερολιμένες δεν θα παράσχει οποιαδήποτε χρήσιμη ένδειξη για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής του ΙΕΟΑ. Για την παραγωγή αξιόπιστων αποτελεσμάτων από μια τέτοια συγκριτική ανάλυση, θα έπρεπε να εξευρεθούν τουλάχιστον συγκρίσιμες ρυθμίσεις στους συγκρίσιμους αερολιμένες, οι οποίες θα έπρεπε να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα παρόμοιες πληρωμές μάρκετινγκ και παρόμοια τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης. Λόγω της ιδιαιτερότητας και της πολυπλοκότητας των επίμαχων ρυθμίσεων, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν είναι εφικτό να διενεργηθεί τέτοια συγκριτική ανάλυση, δεδομένου επίσης ότι οι τιμές που χρεώνονται για τις υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης και για τις υπηρεσίες μάρκετινγκ σπανίως δημοσιοποιούνται και, επομένως, δεν θα ήταν άμεσα διαθέσιμες για τους σκοπούς μιας τέτοιας συγκριτικής ανάλυσης. Εξάλλου, ούτε η Ryanair έχει παράσχει στοιχεία για τους δύο συγκρίσιμους αερολιμένες.

(412)

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ήταν δυνατή η διενέργεια συγκριτικής ανάλυσης με παρόμοιες ρυθμίσεις που ίσχυαν σε συγκρίσιμους αερολιμένες, από την οποία η Επιτροπή θα συνήγαγε το συμπέρασμα ότι οι επίμαχες «τιμές» είναι ισοδύναμες ή ακόμη και ανώτερες της «αγοραίας τιμής», η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να συμπεράνει στη βάση αυτή ότι οι υπό εξέταση ρυθμίσεις είναι συμβιβάσιμες με την αγορά, εάν αποδεικνυόταν ότι, κατά τον χρόνο σύναψης των εν λόγω ρυθμίσεων από τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα, αυτός μπορούσε εύλογα να αναμένει ότι θα είχαν ως αποτέλεσμα πρόσθετες δαπάνες οι οποίες θα υπερέβαιναν τα πρόσθετα έσοδα. Πράγματι, ένας ΙΕΟΑ δεν θα είχε συμφέρον να προσφέρει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες του σε «αγοραία τιμή», εάν ανέμενε ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα πρόσθετες ζημίες.

(413)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ρυθμίσεις μεταξύ αεροπορικών εταιρειών και αερολιμένων, τους οποίους πρότεινε η Ryanair ως υποτιθέμενους συγκρίσιμους αερολιμένες, δεν μπορούν να αποτελέσουν κατάλληλο σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της αγοραίας τιμής για υπηρεσίες που παρείχε η So.Ge.A.AL στις διάφορες αεροπορικές εταιρείες στον αερολιμένα Alghero. Απουσία προσδιορίσιμου σημείου αναφοράς στην αγορά, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εκ των προτέρων ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας είναι το συναφές κριτήριο για την αξιολόγηση των συμφωνιών που σύναψε ο αερολιμένας με τις επιμέρους αεροπορικές εταιρείες.

(414)

Στην εν λόγω ανάλυση πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα συναφή πρόσθετα έσοδα και οι πρόσθετες δαπάνες που συνδέονταν με την πράξη. Τα διάφορα στοιχεία (εκπτώσεις επί των αερολιμενικών τελών, επιχορηγήσεις εμπορικής προώθησης, άλλα οικονομικά κίνητρα) δεν πρέπει να αξιολογηθούν χωριστά. Για την ακρίβεια, όπως αναφέρεται στην απόφαση για την υπόθεση Charleroi: «Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, απαιτείται η εξέταση της εμπορικής πράξεως στο σύνολό της προκειμένου να ελεγχθεί αν η κρατική οντότητα και η ελεγχόμενη απ' αυτήν οντότητα συμπεριφέρθηκαν, από κοινού λαμβανόμενες, ως ορθολογιστές επιχειρηματίες υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Πράγματι, η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμηση των επίδικων μέτρων, όλα τα λυσιτελή στοιχεία και την αλληλουχία τους […]» (104).

(415)

Στα προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα πρέπει να περιλαμβάνονται ειδικότερα τα έσοδα από αερολιμενικά τέλη, λαμβανομένων υπόψη των εκπτώσεων και της πρόσθετης επιβατικής κίνησης που αναμένεται να δημιουργηθεί από τη συμφωνία, καθώς και τα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες που αναμένεται να προκύψουν από την πρόσθετη κίνηση. Στις αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες πρέπει να περιλαμβάνεται ειδικότερα το σύνολο των πρόσθετων λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών που δεν θα είχαν προκύψει χωρίς τη συμφωνία, όπως πρόσθετο προσωπικό, εξοπλισμός και επενδυτικές δαπάνες λόγω της παρουσίας της αεροπορικής εταιρείας στον αερολιμένα, καθώς και το κόστος των επιχορηγήσεων εμπορικής προώθησης και άλλων οικονομικών κινήτρων. Αντιθέτως, οι δαπάνες που θα βάρυναν ούτως ή άλλως τον αερολιμένα, ανεξάρτητα από τη ρύθμιση με την αεροπορική εταιρεία, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση βάσει της αρχής του ΙΕΟΑ.

(416)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η διαφοροποίηση των τιμών (συμπεριλαμβανομένης της στήριξης εμπορικής προώθησης και άλλων κινήτρων) συνιστά συνήθη επιχειρηματική πρακτική. Μπορεί να υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους να μην προσφέρονται ίδιοι όροι σε όλες τις αεροπορικές εταιρείες. Ειδικότερα, θεωρείται εύλογο να παρέχονται ειδικά οικονομικά κίνητρα (μεταξύ άλλων υπό μορφή επιχορηγήσεων εμπορικής προώθησης) και ειδικές εκπτώσεις επί των δημοσιευμένων αεροπορικών τελών προς αεροπορικές εταιρείες που θα φέρουν μεγάλο αριθμό επιβατών στον αερολιμένα. Αυτοί οι ευνοϊκοί όροι μπορούν να δικαιολογηθούν αντικειμενικά από την αναμενόμενη πρόσθετη επιβατική κίνηση και από τα μη αεροπορικού χαρακτήρα έσοδα που θα δημιουργηθούν από αυτή την πρόσθετη κίνηση (105). Μια περαιτέρω αιτιολόγηση είναι ότι το περιθώριο ανά επιβάτη που δημιουργείται από τα αερολιμενικά τέλη που καταβάλλονται από την αεροπορική εταιρεία μπορεί να είναι σημαντικό σε απόλυτες τιμές βάσει του αριθμού των επιβατών, ακόμη και αν μειώνεται από τις εκπτώσεις και τα οικονομικά κίνητρα. Για τους σκοπούς της αξιολόγησης του κατά πόσον τέτοιου είδους εκπτώσεις και οικονομικά κίνητρα χορηγούν οικονομικό πλεονέκτημα, πρέπει να καθοριστεί αν ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για την παροχή τους, θα μπορούσε εύλογα να αναμένει ότι η απόφαση θα αποδειχτεί αποδοτική, δηλαδή ότι θα οδηγήσει σε επίτευξη υψηλότερου κέρδους (ή χαμηλότερων ζημιών) σε σχέση με εκείνο που θα επιτυγχανόταν στην αντίστροφη περίπτωση.

(417)

Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι συμφωνίες που σύναψε η So.Ge.A.AL με τις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα εντάσσονταν στη μακροπρόθεσμη στρατηγική του αερολιμένα. Είναι εμφανές από τα επιχειρηματικά σχέδια της So.Ge.A.AL (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 75) ότι βασίστηκε σε αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους ως καταλυτικό παράγοντα για την εξασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης και ότι προσδοκούσε να αντιστρέψει την πτωτική τάση των προηγούμενων ετών και να καταστεί εκ νέου βιώσιμη όταν θα αναλάμβανε τη σύμβαση ολικής παραχώρησης της διαχείρισης του αερολιμένα Alghero. Επομένως, η προϋπόθεση που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 399 πληρούται από όλες τις υπό εξέταση συμβάσεις. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι, για κάθε υπό εξέταση συμφωνία, εάν μπορεί να διαπιστωθεί ότι κατά τον χρόνο σύναψής της ένας ΙΕΟΑ καθοδηγούμενος από προοπτικές αποδοτικότητας και ενεργώντας στη θέση της So.Ge.A.AL μπορούσε να αναμένει ότι οι μελλοντικές πρόσθετες δαπάνες που θα προέκυπταν από τη συμφωνία θα αντισταθμίζονταν από μελλοντικά πρόσθετα έσοδα, τότε η συμφωνία είναι σύμφωνη με την αρχή του ΙΕΟΑ και δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

12.2.1.2.2.   Σχετικά με την κοινή αξιολόγηση των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair και των συμφωνιών μάρκετινγκ με την AMS

(418)

Στην απόφαση του 2012 η Επιτροπή έκρινε ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής του ΙΕΟΑ, οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ με τη Ryanair και την AMS και οι χρηματοοικονομικές τους συνέπειες έπρεπε να αξιολογηθούν από κοινού ως ενιαίο μέτρο. Η Ryanair δεν αμφισβήτησε ότι οι συμφωνίες μάρκετινγκ που συνάφθηκαν απευθείας μεταξύ Ryanair και So.Ge.A.AL το 2002 και το 2003 πρέπει να αξιολογηθούν από κοινού με τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών του 2002 και του 2003.

(419)

Ωστόσο, η Ryanair απέρριψε το προκαταρκτικό συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Ryanair και η AMS πρέπει να θεωρηθούν ενιαία οντότητα, και ότι μια συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών που συνάφθηκε από τη So.Ge.A.AL και τη Ryanair και μια συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνάφθηκε από τη So.Ge.A.AL και την AMS ταυτόχρονα πρέπει να εξεταστούν από κοινού για τους σκοπούς της αξιολόγησης ως προς την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος. Σύμφωνα με τη Ryanair, οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών που συνάφθηκαν με τη Ryanair και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνάφθηκαν με την AMS είναι χωριστές και ανεξάρτητες, αφορούν διαφορετικές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε συμβατικούς ή άλλους δεσμούς μεταξύ τους ώστε να δικαιολογείται η εξέτασή τους ως ενιαίας δέσμης μέτρων. Την άποψη αυτή υποστήριξε η AMS.

(420)

Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι υπάρχουν αρκετές σαφείς ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες οι συγκεκριμένες συμφωνίες πρέπει να αξιολογηθούν ως ενιαίο μέτρο, καθώς συνάφθηκαν στο πλαίσιο ενιαίας πράξης.

(421)

Πρώτον, οι συμφωνίες συνάφθηκαν από τους ίδιους συμβαλλομένους κατά τον ίδιο χρόνο:

α)

Για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, η AMS και η Ryanair θεωρούνται ενιαία επιχείρηση, υπό την έννοια ότι η AMS ενεργεί προς το συμφέρον και υπό τον έλεγχο της Ryanair. Για τις παρούσες συμφωνίες, αυτό συνάγεται επίσης από το γεγονός ότι στο προοίμιο της αντίστοιχης συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ αναφέρεται ότι η AMS έχει την αποκλειστική άδεια να παρέχει υπηρεσίες μάρκετινγκ στον ταξιδιωτικό δικτυακό τόπο www.ryanair.com, τον δικτυακό τόπο του ιρλανδικού αερομεταφορέα χαμηλού κόστους Ryanair. Επομένως, εάν η So.Ge.A.AL είχε την πρόθεση να προωθήσει προορισμό της Ryanair και τις γύρω περιοχές, αυτό μπορούσε να γίνει μόνον μέσω της AMS.

β)

Σε όλες τις περιπτώσεις οι αντίστοιχες συμφωνίες συνάφθηκαν κατά την ίδια ημερομηνία.

(422)

Δεύτερον, στο προοίμιο των συμφωνιών μάρκετινγκ που συνάφθηκαν το 2006 και το 2010 με την AMS αναφέρεται ότι ο δικτυακός τόπος www.ryanair.com παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για να απευθυνθεί κανείς σε εκατομμύρια δυνητικούς επιβάτες της Ryanair και παραθέτει εκτενείς πληροφορίες σχετικά με αερολιμένες, πόλεις και περιοχές όπου δραστηριοποιείται η Ryanair. Αυτό υποδεικνύει ότι σκοπός της συμφωνίας μάρκετινγκ δεν είναι γενικώς η προώθηση της Σαρδηνίας, αλλά ειδικότερα η μεγιστοποίηση των πωλήσεων εισιτηρίων για τον προορισμό Alghero της Ryanair. Πράγματι, στο προοίμιο αναφέρεται ότι η So.Ge.A.AL προτίθεται να απευθυνθεί στους επιβάτες της Ryanair με σκοπό την προώθηση του τουρισμού και επιχειρηματικών ευκαιριών στην περιοχή και ιδίως του αερολιμένα Alghero ως προορισμού.

(423)

Τρίτον, στις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS, στην πρώτη ενότητα με τίτλο «Σκοπός της συμφωνίας», αναφέρεται ότι οι εν λόγω συμφωνίες θεμελιώνονται στη δέσμευση της Ryanair να εκτελεί δρομολόγια μεταξύ του Alghero και προορισμών της ΕΕ (η συμφωνία του 2006 αναφέρει τους αερολιμένες Stansted του Λονδίνου, Gerona της Βαρκελώνης, Hahn της Φρανκφούρτης και τους αερολιμένες της Πίζας, του Λίβερπουλ και της Ρώμης). Η διατύπωση αυτή δημιουργεί σαφή άμεσο σύνδεσμο μεταξύ των συμφωνιών παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών και των συμφωνιών παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ υπό την έννοια ότι οι πρώτες δεν θα είχαν συναφθεί χωρίς τις δεύτερες. Οι συμφωνίες μάρκετινγκ βασίζονται στη σύναψη των συμφωνιών παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών και στις υπηρεσίες που παρέχει η Ryanair.

(424)

Τέταρτον, στο προοίμιο των συμφωνιών μάρκετινγκ αναφέρεται ότι η So.Ge.A.AL αποφάσισε να προωθήσει ενεργά την πόλη του Alghero και την περιφέρεια ως τουριστικό προορισμό για διεθνείς αεροπορικούς ταξιδιώτες καθώς και ως ελκυστικό επιχειρηματικό κέντρο. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η σύναψη των συμφωνιών μάρκετινγκ έχει ως πρωταρχικό και ειδικό σκοπό την προώθηση ειδικώς του αερολιμένα Alghero και της γύρω περιοχής και, επομένως, συνδέεται με τη σύναψη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών από τη Ryanair.

(425)

Πέμπτον, οι συμφωνίες μάρκετινγκ μπορούν να καταγγελθούν αμέσως από τη So.Ge.A.AL εάν η Ryanair διακόψει την εκτέλεση των ανωτέρω δρομολογίων. Αυτό καταδεικνύει και πάλι ότι οι συμφωνίες μάρκετινγκ και οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένες.

(426)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι είναι σαφές από την ανάλυση της ετήσιας έκθεσης του 2000 της So.Ge.A.AL ότι η στήριξη μάρκετινγκ ζητήθηκε από τη Ryanair ως προϋπόθεση για την εκτέλεση του δρομολογίου του Λονδίνου κατά τη σύναψη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000. Την ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνει επίσης το γεγονός ότι η So.Ge.A.AL θεωρούσε τα έξοδα στήριξης μάρκετινγκ λειτουργικές δαπάνες του δρομολογίου της Ryanair και όχι επένδυση σε ενίσχυση του εμπορικού σήματος, όπως υποστήριξαν η Ryanair και AMS.

(427)

Συμπερασματικά, οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και της AMS συνδέονται άρρηκτα με τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών που υπογράφηκαν από τη Ryanair και τη So.Ge.A.AL. Από τις παρατηρήσεις που αναπτύσσονται στις αιτιολογικές σκέψεις 421 έως 426 καταδεικνύεται ότι χωρίς τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών, οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ δεν θα είχαν συναφθεί. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ δεν μπορούν να διαχωριστούν και, ως εκ τούτου, κρίνει απαραίτητο να αναλυθεί κάθε συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ από κοινού με τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών η οποία συνήφθη ταυτόχρονα, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον μια τέτοια πράξη συνιστά κρατική ενίσχυση.

12.2.1.2.3.   Σχετικά με τα οφέλη τα οποία θα μπορούσε να προσδοκά ένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς από τις συμφωνίες παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ και την τιμή που θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει για τις εν λόγω υπηρεσίες

(428)

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του κριτηρίου του ΙΕΟΑ στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να συγκριθεί η συμπεριφορά της RAS και της So.Ge.A.AL με εκείνη συνετού ΙΕΟΑ ο οποίος, καθοδηγούμενος από προοπτικές αποδοτικότητας, αναλαμβάνει τη διαχείριση του αερολιμένα Alghero. Στην αξιολόγηση δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη τυχόν θετικές επιπτώσεις στην οικονομία της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται ο αερολιμένας, εφόσον το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το ζητούμενο κατά την εφαρμογή της δοκιμής του ΙΕΟΑ είναι το κατά πόσον «υπό παρόμοιες περιστάσεις, ιδιώτης εταίρος στηριζόμενος στις προβλέψιμες δυνατότητες αποδοτικότητας, ανεξάρτητα από κάθε άποψη κοινωνικής, περιφερειακής ή κλαδικής πολιτικής, θα είχε προβεί σε παρόμοια εισφορά κεφαλαίου» (106).

(429)

Κατά την ανάλυση των επίμαχων μέτρων, πρέπει να εξεταστούν τα οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει ο υποθετικός αυτός ΙΕΟΑ, με κίνητρο την προοπτική κέρδους, από την αγορά υπηρεσιών μάρκετινγκ. Στην ανάλυση δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι γενικές επιπτώσεις αυτών των υπηρεσιών στον τουρισμό και στις οικονομικές επιδόσεις της περιφέρειας. Πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνον οι επιπτώσεις των υπηρεσιών αυτών στην αποδοτικότητα του αερολιμένα, καθώς αυτό θα ήταν το μόνο μέλημα ενός υποθετικού ΙΕΟΑ.

(430)

Οι υπηρεσίες μάρκετινγκ εμφανίζουν, καταρχήν, τη δυνατότητα τόνωσης της επιβατικής κίνησης στα αεροπορικά δρομολόγια που καλύπτονται από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ και τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών, καθώς οι υπηρεσίες μάρκετινγκ σχεδιάζονται για την προώθηση των συγκεκριμένων αεροπορικών δρομολογίων. Ακόμη και αν αυτό ωφελεί κατά κύριο λόγο την αεροπορική εταιρεία, πρέπει να θεωρηθεί ότι επωφελείται επίσης και ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα. Επιπλέον, η αύξηση της επιβατικής κίνησης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εσόδων που παράγονται από ορισμένα αερολιμενικά τέλη για τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα, καθώς και σε αύξηση των εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες, ιδίως από χώρους στάθμευσης οχημάτων, εστιατόρια και άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται στον αερολιμένα και των οποίων ο κύκλος εργασιών σωρεύεται εν όλω ή εν μέρει στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα.

(431)

Επομένως, ένας ΙΕΟΑ ο οποίος θα διαχειριζόταν τον αερολιμένα Alghero στη θέση της So.Ge.A.AL και της RAS θα είχε λάβει υπόψη το δυνητικό αυτό θετικό αποτέλεσμα κατά την εξέταση του ενδεχομένου σύναψης συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ και της αντίστοιχης συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών. Ο ΙΕΟΑ θα είχε λάβει υπόψη τις επιπτώσεις του επίμαχου δρομολογίου στα μελλοντικά έσοδα και στις μελλοντικές δαπάνες προβαίνοντας, στην προκειμένω περίπτωση, σε εκτίμηση της αύξησης του αριθμού των επιβατών που χρησιμοποιούν τα εν λόγω δρομολόγια, η οποία θα αντικατόπτριζε το ενδεχόμενο θετικό αποτέλεσμα των υπηρεσιών μάρκετινγκ με τη μορφή υψηλότερου αναμενόμενου συντελεστή πληρότητας (107) για τα συγκεκριμένα αεροπορικά δρομολόγια. Επιπλέον, αυτό το αποτέλεσμα θα αξιολογούνταν σε όλη τη διάρκεια εκμετάλλευσης των συγκεκριμένων δρομολογίων, όπως προβλέπεται στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ.

(432)

Η Επιτροπή συμφωνεί με τη Ryanair ως προς αυτό το θέμα, και συγκεκριμένα ως προς το ότι οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ δεν παράγουν μόνον δαπάνες για τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα, αλλά μπορεί επίσης να αναμένεται ότι θα συνοδεύονται από οφέλη.

(433)

Εξάλλου, πρέπει να προσδιοριστεί αν θα μπορούσαν ευλόγως να αναμένονται και να προσδιοριστούν ποσοτικά για έναν υποθετικό ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, που θα εκμεταλλευόταν τον αερολιμένα Alghero, και άλλα οφέλη, όπως το κύρος του σήματός του, εκτός από εκείνα που προκύπτουν από τη θετική επίπτωση στην επιβατική κίνηση των αεροπορικών δρομολογίων που καλύπτονται από τη συμφωνία παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ κατά τη διάρκεια της εκμετάλλευσης αυτών των δρομολογίων, όπως προβλέπεται στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ ή τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών.

(434)

Η Ryanair υποστηρίζει το επιχείρημα αυτό, ιδίως στη μελέτη της 17ης Ιανουαρίου 2014. Η εν λόγω μελέτη στηρίζεται στην άποψη ότι οι υπηρεσίες μάρκετινγκ τις οποίες αγοράζει ένας φορέας διαχείρισης αερολιμένα μπορούν να ενισχύσουν το κύρος του αερολιμένα και, κατά συνέπεια, να αυξάνουν σταθερά τον αριθμό των επιβατών που χρησιμοποιούν τον εν λόγω αερολιμένα, και όχι μόνο τον αριθμό των επιβατών στα δρομολόγια που καλύπτονται από τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ και τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών για τη διάρκεια εκμετάλλευσης που προβλέπεται στις εν λόγω συμφωνίες. Ειδικότερα, στη μελέτη της η Ryanair προέβαλε το επιχείρημα ότι οι υπηρεσίες μάρκετινγκ θα έχουν βιώσιμα θετικά αποτελέσματα για την επιβατική κίνηση του αερολιμένα ακόμη και μετά τη λήξη της συμφωνίας παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ. Την άποψη αυτή συμμερίζεται η Ιταλία, και τα οφέλη των υπηρεσιών μάρκετινγκ ελήφθησαν υπόψη στην αναδιαμορφωμένη εκ των προτέρων ανάλυση αποδοτικότητας των συμφωνιών με τη Ryanair, η οποία συνοψίζεται στον πίνακα 8 κατωτέρω.

(435)

Πρέπει, ως προς αυτό, να σημειωθεί καταρχάς ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι, κατά τη σύναψη των συμφωνιών παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ που αποτελούν αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα ή η RAS είχαν προβλέψει και, ακόμη λιγότερο, είχαν προσδιορίσει ποσοτικά τις πιθανές θετικές επιπτώσεις των συμφωνιών παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ σε αεροπορικά δρομολόγια πέραν εκείνων που καλύπτονται από τις συμφωνίες, ή την πιθανότητα διατήρησης των εν λόγω επιπτώσεων μετά τη λήξη των συμφωνιών.

(436)

Επιπλέον, ο βιώσιμος χαρακτήρας των εν λόγω επιπτώσεων δεν μπορεί να αξιολογηθεί με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες. Είναι πιθανό η διαφημιστική προβολή του αερολιμένα Alghero και της περιφέρειας της Σαρδηνίας στον διαδικτυακό τόπο της Ryanair να ενθάρρυνε όσους επισκέπτονταν αυτό τον δικτυακό τόπο να αγοράσουν εισιτήρια της Ryanair προς τον αερολιμένα Alghero κατά την ανάρτηση της διαφήμισης ή αμέσως μετά. Ωστόσο, είναι ελάχιστα πιθανό να διήρκεσαν τα αποτελέσματα αυτής της διαφήμισης στους επισκέπτες ή να επηρέασαν τις αγορές αεροπορικών εισιτηρίων για διάστημα μεγαλύτερο από μερικές εβδομάδες μετά την ανάρτησή της στον διαδικτυακό τόπο της Ryanair. Μια διαφημιστική εκστρατεία είναι πιθανότερο να έχει διαρκή αποτελέσματα όταν οι ενέργειες προώθησης πραγματοποιούνται μέσω ενός ή περισσότερων διαφημιστικών μέσων στα οποία οι καταναλωτές εκτίθενται συχνά κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου. Για παράδειγμα, μια διαφημιστική εκστρατεία σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς γενικού περιεχομένου, σε διαδικτυακούς τόπους πολύ μεγάλης επισκεψιμότητας και/ή σε διάφορες διαφημιστικές πινακίδες σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς δημόσιους χώρους μπορεί να έχει διαρκές αποτέλεσμα εάν οι καταναλωτές είναι κατ' επανάληψη αποδέκτες αυτών των μηνυμάτων. Ωστόσο, ενέργειες προώθησης που περιορίζονται αποκλειστικά στον διαδικτυακό τόπο της Ryanair έχουν ελάχιστες πιθανότητες να παραγάγουν αποτέλεσμα που διαρκεί για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από τη διάρκεια των εν λόγω ενεργειών.

(437)

Πράγματι, κατά πάσα πιθανότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν επισκέπτονται τον διαδικτυακό τόπο της Ryanair αρκετά συχνά ώστε μόνο με τη διαφήμιση εκεί να διατηρούν σταθερή ανάμνηση της εν λόγω περιοχής. Το επιχείρημα αυτό υποστηρίζεται από δύο παράγοντες. Πρώτον, βάσει των όρων των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ, η προώθηση του Alghero και της περιοχής της Σαρδηνίας στην αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου της Ryanair περιοριζόταν σε μία παράγραφο 150 λέξεων υπό τον τίτλο «Top Five Things To Do» (Τα πέντε κορυφαία πράγματα που πρέπει να κάνετε) στη σελίδα του προορισμού Alghero και στην ύπαρξη συνδέσμου στην αρχική σελίδα www.ryanair.com ο οποίος οδηγούσε σε δικτυακό τόπο που διέθετε η So.Ge.A.AL. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το είδος των δραστηριοτήτων προώθησης (ένας απλός σύνδεσμος με περιορισμένη αξία μάρκετινγκ) μείωνε σημαντικά τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων αυτών μετά το πέρας της προώθησης, ιδίως καθώς οι εν λόγω δραστηριότητες περιορίζονταν απλώς στον δικτυακό τόπο της Ryanair και δεν υποστηρίζονταν από κανένα άλλο μέσο. Δεύτερον, οι δραστηριότητες μάρκετινγκ που περιγράφονται στις συμφωνίες που συνάφθηκαν με την AMS αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό τη διαδικτυακή σελίδα για τον προορισμό του αερολιμένα Alghero. Είναι πολύ πιθανό οι περισσότεροι άνθρωποι να μην επισκέπτονται συχνά τη συγκεκριμένη σελίδα· εάν και όταν το πράττουν, είναι πιθανώς μόνον επειδή ενδιαφέρονται ήδη για τον συγκεκριμένο προορισμό.

(438)

Επομένως, ακόμη και αν οι υπηρεσίες μάρκετινγκ αύξησαν όντως την επιβατική κίνηση στα αεροπορικά δρομολόγια που καλύπτονταν από τις συμβάσεις υπηρεσιών μάρκετινγκ κατά το διάστημα της εφαρμογής τους, είναι πολύ πιθανό ο αντίκτυπος αυτός να ήταν μηδενικός ή αμελητέος μετά την περίοδο αυτή.

(439)

Επίσης, από τις μελέτες της Ryanair της 17ης και της 31ης Ιανουαρίου 2014 συνάγεται ότι η αποκόμιση οφελών που εκτείνονται πέραν των αεροπορικών δρομολογίων που καλύπτονται από τις εν λόγω συμφωνίες ή μετά την περίοδο εκμετάλλευσης αυτών των δρομολογίων, όπως προβλέπεται στις συμφωνίες παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ και αερολιμενικών υπηρεσιών, είναι εξαιρετικά αβέβαια και δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά με αξιοπιστία που θα κρινόταν επαρκής από έναν συνετό ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

(440)

Έτσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με τη μελέτη της 17ης Ιανουαρίου 2014, μελλοντικά πρόσθετα κέρδη μετά την προγραμματισμένη λήξη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών είναι εγγενώς αβέβαια. Επιπλέον, στην εν λόγω μελέτη προτείνονται δύο μέθοδοι για την a priori αξιολόγηση των θετικών αποτελεσμάτων των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ: η μεθοδολογία που βασίζεται στις ταμειακές ροές και η μεθοδολογία που βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση.

(441)

Η μεθοδολογία που βασίζεται στις ταμειακές ροές συνίσταται στην αξιολόγηση των ωφελειών από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ και τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών υπό μορφή μελλοντικών εσόδων που θα μπορούσαν να προκύψουν για τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ και αερολιμενικών υπηρεσιών, αφού αφαιρεθούν οι αντίστοιχες δαπάνες. Στη μεθοδολογία που βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση, η βελτίωση του κύρους του σήματος του αερολιμένα μέσω των υπηρεσιών μάρκετινγκ αντιμετωπίζεται ως άυλο στοιχείο ενεργητικού, το οποίο αποκτάται έναντι του τιμήματος που ορίζεται στις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ.

(442)

Ωστόσο, στη μελέτη της 17ης Ιανουαρίου 2014 υπογραμμίζονται οι σημαντικές δυσκολίες που εμφανίζει η προσέγγιση που βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση και καταδεικνύεται ότι τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μεθόδου μπορεί να μην είναι αξιόπιστα· σύμφωνα με τη μελέτη, η προσέγγιση που βασίζεται στις ταμειακές ροές είναι καλύτερη. Ειδικότερα, από τη μελέτη προκύπτει ότι στην προσέγγιση που βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον το ποσοστό των δαπανών μάρκετινγκ που καταλογίζονται στη βάση των άυλων στοιχείων ενεργητικού ενός αερολιμένα. Ωστόσο, μπορεί να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το ποσοστό των δαπανών μάρκετινγκ που προορίζεται για την παραγωγή μελλοντικών προσδοκώμενων εσόδων για τον αερολιμένα (δηλαδή, μια επένδυση στη βάση των άυλων στοιχείων ενεργητικού του αερολιμένα) εν αντιθέσει προς την παραγωγή τρεχόντων εσόδων για τον αερολιμένα. Στη μελέτη τονίζεται επίσης ότι, για την εφαρμογή της προσέγγισης που βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση, είναι απαραίτητο να εκτιμηθεί η μέση διάρκεια κατά την οποία ένας αερολιμένας θα μπορέσει να διατηρήσει έναν πελάτη λόγω της εκστρατείας μάρκετινγκ της AMS. Στην πράξη, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η μέση περίοδος διατήρησης πελάτη σε συνέχεια εκστρατείας της AMS, λόγω ανεπάρκειας στοιχείων.

(443)

Η μελέτη της 31ης Ιανουαρίου 2014 προτείνει έναν πρακτικό τρόπο εφαρμογής της προσέγγισης που βασίζεται στις ταμειακές ροές. Βάσει της συγκεκριμένης προσέγγισης, τα οφέλη των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ και των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών τα οποία διαρκούν ακόμη και μετά τη λήξη της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ εκφράζονται ως τελική αξία, η οποία υπολογίζεται κατά την ημερομηνία λήξης της συμφωνίας. Η τελική αξία υπολογίζεται από τα πρόσθετα κέρδη (μετά την αφαίρεση των πληρωμών της AMS) του αερολιμένα κατά το τελευταίο έτος της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών, προσαρμοσμένα ώστε να λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό ανάπτυξης της αγοράς αερομεταφορών στην Ευρώπη και ο συντελεστής πιθανότητας που έχει σχεδιαστεί για να αντικατοπτρίζει τη δυνατότητα της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ να συμβάλλουν στα κέρδη του αερολιμένα μετά τη λήξη τους. Η ίδια μέθοδος υπολογισμού της τελικής αξίας προτάθηκε από την Ιταλία στην έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2014 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 471).

(444)

Σύμφωνα με τη μελέτη της 31ης Ιανουαρίου 2014, αυτή η ικανότητα δημιουργίας διαρκών ωφελειών εξαρτάται από διάφορους παράγοντες «μεταξύ των οποίων η ενίσχυση του κύρους και του σήματος καθώς και οι εξωτερικές επιπτώσεις του δικτύου και των επανερχόμενων επιβατών», χωρίς ωστόσο να παρέχονται περαιτέρω λεπτομέρειες για τους εν λόγω παράγοντες.

(445)

Η μελέτη της 31ης Ιανουαρίου 2014 υποδεικνύει έναν συντελεστή πιθανότητας 30 %, τον οποίο θεωρεί συνετό. Ωστόσο, η μελέτη δεν παρέχει καμία σοβαρή αιτιολόγηση για τον συγκεκριμένο δείκτη, είτε ποσοτική είτε ποιοτική. Δεν βασίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο συναφές με τις δραστηριότητες της Ryanair, τις αγορές αεροπορικών μεταφορών ή αερολιμενικών υπηρεσιών για να τεκμηριώσει αυτό τον συντελεστή 30 %. Δεν συνδέει καθόλου αυτό τον συντελεστή πιθανότητας με τους παράγοντες που παραθέτει πολύ συνοπτικά (φήμη, ισχυρό σήμα, εξωτερικές επιπτώσεις δικτύου και επανερχόμενοι επιβάτες), και οι οποίοι φέρεται να παρατείνουν τα οφέλη των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών και παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ μετά τη λήξη τους. Τέλος, δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο σχετικά με το συγκεκριμένο περιεχόμενο των υπηρεσιών μάρκετινγκ που προβλέπονται στις διάφορες συμφωνίες με την AMS, για να αναλύσει τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω υπηρεσίες μπορούν να επηρεάσουν τους παράγοντες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 444.

(446)

Επιπλέον, δεν αποδεικνύει ότι υπάρχει οποιαδήποτε πιθανότητα, με τη λήξη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ, τα κέρδη που προέκυψαν από τις εν λόγω συμφωνίες για τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα κατά το τελευταίο έτος εφαρμογής τους να παραταθούν στο μέλλον. Ομοίως, δεν παρέχει οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το ποσοστό ανάπτυξης της αγοράς αερομεταφορών στην Ευρώπη αποτελεί χρήσιμο δείκτη για τον υπολογισμό των επιπτώσεων μιας συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και μιας συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ για έναν δεδομένο αερολιμένα.

(447)

Ως εκ τούτου, η «τελική αξία», υπολογιζόμενη σύμφωνα με τη μέθοδο που προτείνει η Ryanair και η Ιταλία, θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να ληφθεί υπόψη από έναν συνετό ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς που θα λάμβανε απόφαση για τη σύναψη ή μη μιας συμφωνίας. Η μελέτη της 31ης Ιανουαρίου 2014 δείχνει, συνεπώς, ότι τα αποτελέσματα της προσέγγισης των ταμειακών ροών θα ήταν πολύ ασαφή και ελάχιστα αξιόπιστα, όπως και αυτά της μεθόδου κεφαλαιοποίησης.

(448)

Επιπλέον, οι υπηρεσίες μάρκετινγκ απευθύνονται σαφώς σε άτομα που είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν το δρομολόγιο που καλύπτεται από τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ. Εάν το εν λόγω δρομολόγιο δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών, είναι απίθανο να εξακολουθήσουν οι υπηρεσίες μάρκετινγκ να έχουν θετικές επιπτώσεις στην επιβατική κίνηση του αερολιμένα μετά τη λήξη της συμφωνίας. Είναι, συνεπώς, πολύ δύσκολο για έναν φορέα διαχείρισης αερολιμένα να αξιολογήσει την πιθανότητα να επιδιώξει μια αεροπορική εταιρεία να συνεχίσει την εκμετάλλευση ενός δρομολογίου πέραν της περιόδου για την οποία έχει δεσμευθεί στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών. Οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους, ειδικότερα, έχουν δείξει ότι, όταν πρόκειται να δημιουργήσουν και να καταργήσουν δρομολόγια, ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στις συνθήκες της αγοράς, οι οποίες συνήθως μεταβάλλονται ταχέως. Για παράδειγμα, στην παρούσα υπόθεση, η Ιταλία υποστήριξε ότι η Germanwings αποφάσισε να διακόψει τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα Alghero μόλις ένα έτος μετά τη σύναψη της συμφωνίας και, επομένως, η συμφωνία της με τη So.Ge.A.AL δεν εξάντλησε τη διάρκειά της (ο αερομεταφορέας είχε συνάψει τριετή συμφωνία με τον αερολιμένα), καθώς δεν μπόρεσε να παραγάγει επαρκή επιβατική κίνηση ώστε να ισοσκελίσει τα κέρδη και τις ζημίες. Από τα έγγραφα του φακέλου προκύπτει επίσης ότι η Ryanair είχε επαναξιολογήσει τουλάχιστον μία φορά (το 2009) τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα Alghero. Ως εκ τούτου, κατά τη σύναψη μιας πράξης, όπως αυτής που εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς δεν θα μπορούσε να βασιστεί στη βούληση της αεροπορικής εταιρείας να παρατείνει την εκμετάλλευση του σχετικού δρομολογίου μετά τη λήξη της συμφωνίας.

(449)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ιταλία δεν εφάρμοσε τη συγκεκριμένη προσέγγιση του συνυπολογισμού της τελικής αξίας, την οποία ακολούθησε στην αναδιαμόρφωση της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας των συμφωνιών του 2006 και του 2010, κατά την εξέταση της αποδοτικότητας συμφωνιών που υπογράφονταν με άλλες αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα, παρότι συνάπτονταν συμφωνίες μάρκετινγκ με τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα. Η επιχειρηματολογία της Ιταλίας στο σημείο αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι ο αριθμός δυνητικών επισκεπτών στους δικτυακούς τόπους αεροπορικών εταιρειών εκτός της Ryanair είναι σημαντικά χαμηλότερος από εκείνον των επισκεπτών του δικτυακού τόπου ryanair.com. Λαμβανομένης υπόψη της χαμηλότερης αυτής απήχησης, δεν θα ήταν συναφής ο ποσοτικός προσδιορισμός τελικής αξίας στην ανάλυση της αποδοτικότητας των συμφωνιών με άλλες αεροπορικές εταιρείες. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι έως το 2006 η So.Ge.A.AL είχε υπογράψει συμφωνίες μάρκετινγκ με τη Ryanair και όχι με την AMS, και δεν είχε ληφθεί υπόψη τελική αξία σε σχέση με τα μελλοντικά οφέλη που θα προέκυπταν μετά τη λήξη της διάρκειας των συμφωνιών μάρκετινγκ που είχε συνάψει η So.Ge.A.AL με τη Ryanair το 2002 και το 2003.

(450)

Εν κατακλείδι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 428 έως 449 συνάγεται σαφώς ότι το μόνο όφελος που θα ανέμενε ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς από μια συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ και το οποίο θα προσδιόριζε ποσοτικά για να αποφασίσει σχετικά με τη σύναψη ή μη μιας τέτοιας συμφωνίας, σε συνδυασμό με συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, θα ήταν η πιθανή θετική επίπτωση των υπηρεσιών μάρκετινγκ στον αριθμό των επιβατών που χρησιμοποιούν τα δρομολόγια που καλύπτονται από τις εν λόγω συμφωνίες, για τη διάρκεια της εκμετάλλευσης αυτών των δρομολογίων, όπως προβλέπεται από τις συμφωνίες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οποιαδήποτε άλλα πιθανά οφέλη είναι εξαιρετικά αβέβαια για να προσδιοριστούν ποσοτικά και να ληφθούν υπόψη.

12.2.1.2.4.   Εκτίμηση πρόσθετων δαπανών και εσόδων

(451)

Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων στις αιτιολογικές σκέψεις 398 έως 450, για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής του ΙΕΟΑ, η Επιτροπή πρέπει i) να αναλύσει καθεμία από τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών από κοινού με τις αντίστοιχες συμφωνίες μάρκετινγκ, εφόσον υπάρχουν, ακόμη και στην περίπτωση που η συμφωνία αυτή έχει υπογραφεί με την AMS, και ii) να καθορίσει τις πρόσθετες δαπάνες και τα πρόσθετα έσοδα τα οποία μπορούσαν εύλογα να αναμένονται από κάθε κοινή πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις των συμφωνιών μάρκετινγκ στους προσδοκώμενους συντελεστές πληρότητας.

Συμφωνίες με τη Ryanair

(452)

Οι συμφωνίες παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair παρουσιάζονται στον πίνακα 7:

Πίνακας 7

Οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών (ΣΑΥ) που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair

Συμφωνία

(ημερομηνία υπογραφής)

Περίοδος προβλεπόμενης ισχύος της συμφωνίας

ΣΑΥ 2000

(22 Ιουνίου 2000)

22 Ιουνίου 2000 — 21 Ιουνίου 2010

ΣΑΥ 2002

(25 Ιανουαρίου 2002)

1 Ιανουαρίου 2002 — 31 Δεκεμβρίου 2012

ΣΑΥ 2003

(1 Σεπτεμβρίου 2003)

1 Σεπτεμβρίου 2003 — 1 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΑΥ 2006

(3 Απριλίου 2006)

1 Ιανουαρίου 2006 — 31 Δεκεμβρίου 2010

ΣΑΥ 2010

(20 Οκτωβρίου 2010)

1 Ιανουαρίου 2010 — 31 Δεκεμβρίου 2013

(453)

Η Ιταλία υποστηρίζει ότι η So.Ge.A.AL εκπόνησε διάφορα επιχειρηματικά σχέδια σχετικά με τη συνολική ανάπτυξη του αερολιμένα σε διάφορα χρονικά σημεία από το 2000 έως το 2010. Τα εν λόγω επιχειρηματικά σχέδια περιλαμβάνουν μερικές μελλοντοστραφείς εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό επιβατών και τα έσοδα καθώς και μερικές πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες. Ωστόσο, κανένα από τα συγκεκριμένα επιχειρηματικά σχέδια δεν αφορά ειδικά συγκεκριμένη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ της So.Ge.A.AL και των αεροπορικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα Alghero ή της AMS. Επιπλέον, δεν καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο των συμφωνιών της So.Ge.A.AL με τις εν λόγω αεροπορικές εταιρείες.

(454)

Όπως προαναφέρθηκε, η Ιταλία εκπόνησε αναδιαμορφωμένες εκ των προτέρων αναλύσεις αποδοτικότητας των συμφωνιών με τη Ryanair με βάση τις πρόσθετες δαπάνες και τα πρόσθετα έσοδα που θα μπορούσε εύλογα να αναμένει ένας ΙΕΟΑ που θα ενεργούσε στη θέση της So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο σύναψης καθεμίας εκ των εν λόγω συμφωνιών κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, δηλαδή το διάστημα 2000-2010, όπως συνοψίζονται στον πίνακα 8. Βάσει των συγκεκριμένων αναλύσεων, η So.Ge.A.AL μπορούσε εύλογα να αναμένει κατά τον χρόνο σύναψής τους ότι οι συμφωνίες με τη Ryanair θα ήταν αποδοτικές για τον αερολιμένα.

(455)

Το επιχειρηματικό σχέδιο του 2000 της So.Ge.A.AL χρησιμοποιήθηκε στην αναδιαμορφωμένη ανάλυση της προσδοκώμενης αποδοτικότητας των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000, του 2002 και του 2003, ενώ τα επιχειρηματικά σχέδια του 2004 και του 2009 χρησιμοποιήθηκαν στην αναδιαμορφωμένη ανάλυση των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010.

(456)

Ωστόσο, δεν κατέστη εφικτό να συναχθούν όλα τα πρόσθετα έσοδα και οι πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονται με κάθε συμφωνία με τη Ryanair από τα επιχειρηματικά σχέδια της So.Ge.A.AL. Για τις κατηγορίες πρόσθετων εσόδων και δαπανών που δεν κατέστη εφικτό να συναχθούν συμπεράσματα από τα επιχειρηματικά σχέδια, η Ιταλία βάσισε την ανάλυση των πρόσθετων δαπανών των συμφωνιών που σύναψε η So.Ge.A.AL με τη Ryanair στις διατάξεις των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών και των συμφωνιών μάρκετινγκ.

(457)

Στον πίνακα 8 παρατίθενται οι ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τις συμφωνίες της Ryanair βάσει της έκθεσης ΑΙΕΟΑ του 2014. Το γεγονός ότι οι εν λόγω ΚΠΑ παρουσιάζουν όλες θετικό πρόσημο επιβεβαιώνει τον ορθολογικό χαρακτήρα της απόφασης του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα για τη σύναψη των συμφωνιών με τη Ryanair.

Πίνακας 8

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τις συμφωνίες της Ryanair — έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2014  (108)

Συμφωνία

ΚΠΑ κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας (σε εκατ. ευρώ) (109)

ΣΑΥ 2000

[4-8] (110)

ΣΑΥ 2002

[3-6]

ΣΑΥ 2003

[9-12]

ΣΑΥ 2006

[6-9]

ΣΑΥ 2010

[9-12]

(458)

Οι παραδοχές που ελήφθησαν υπόψη για τους σκοπούς της αναδιαμορφωμένης ανάλυσης αποδοτικότητας περιγράφονται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 459 έως 471.

i)   Έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες

(459)

Η Ιταλία έλαβε υπόψη διάφορες κατηγορίες εσόδων από αεροναυτικές δραστηριότητες, και ειδικότερα έσοδα από τέλη προσγείωσης, τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και τέλη έκδοσης εισιτηρίων, μεταξύ άλλων. Όπου ήταν διαθέσιμα, χρησιμοποιήθηκαν τα τέλη που αναφέρονται στις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών. Για τα τέλη που δεν προσδιορίζονται στις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών, οι παραδοχές βασίστηκαν σε στοιχεία τιμολογίων που παρέσχε η Ryanair. Ωστόσο, η Ιταλία εξήγησε ότι τα στοιχεία τιμολογίων της Ryanair σχετικά με τα τέλη είναι συνεπή με τα δημοσιευμένα τέλη της So.Ge.A.AL για όλες τις αερολιμενικές υπηρεσίες, εκτός των υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης. Στη Ryanair χορηγήθηκε έκπτωση επί των τελών υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, η οποία αντικατόπτριζε την κλίμακα των δραστηριοτήτων του αερομεταφορέα στον αερολιμένα και η οποία αναφερόταν στις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών.

(460)

Για τον υπολογισμό πρόσθετων εσόδων από αεροναυτικές δραστηριότητες, η So.Ge.A.AL συμπλήρωσε τις πληροφορίες σχετικά με τους επιβάτες και τις αφίξεις και αναχωρήσεις αεροσκαφών (turnaround) της Ryanair από τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών με πληροφορίες από τα επιχειρηματικά σχέδια.

(461)

Στις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000, του 2002 και του 2003 δεν περιλαμβάνονταν προβλέψεις κίνησης. Επομένως, οι προβλέψεις κίνησης στις οποίες βασίζεται η ανάλυση των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών για το 2000, το 2002 και το 2003 αντλήθηκαν από το επιχειρηματικό σχέδιο του 2000 της So.Ge.A.AL, το οποίο περιείχε προβλέψεις για την κίνηση της Ryanair στον αερολιμένα. Παρότι οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010 καθόριζαν ορισμένους στόχους κίνησης για τη Ryanair, η Ιταλία εξήγησε ότι οι εν λόγω στόχοι δεν αντικατόπτριζαν τις προσδοκίες της So.Ge.A.AL για το συνολικό επίπεδο κίνησης της Ryanair στον αερολιμένα. Αντιθέτως, η So.Ge.A.AL θεωρούσε ότι οι στόχοι αντιπροσώπευαν ελάχιστες συμβατικές δεσμεύσεις εκ μέρους της Ryanair. Επομένως, για τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010, οι προβλέψεις κίνησης βασίστηκαν στα επιχειρηματικά σχέδια που εκπόνησε η So.Ge.A.AL στο πλησιέστερο χρονικό σημείο πριν από την υπογραφή των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010 (συγκεκριμένα, οι προβλέψεις κίνησης βασίζονται στα επιχειρηματικά σχέδια του 2004 και του 2009 της So.Ge.A.AL).

(462)

Δεδομένου ότι τα επιχειρηματικά σχέδια της So.Ge.A.AL δεν καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο των συμβατικών συμφωνιών της με τις αεροπορικές εταιρείες, για την επέκταση της ανάλυσης αποδοτικότητας στο σύνολο της διάρκειας των συμφωνιών της Ryanair, αναπτύχθηκαν προβλέψεις εναέριας κυκλοφορίας (πτήσεις μετ' επιστροφής) και αναχωρήσεων επιβατών, για τα έτη που δεν καλύπτονται από τα επιχειρηματικά σχέδια, σε δύο στάδια. Πρώτον, η πρόβλεψη του αριθμού αφίξεων και αναχωρήσεων αεροσκαφών της Ryanair πραγματοποιήθηκε με επικαιροποίηση του αριθμού αυτού για το τελευταίο έτος που περιέχεται στο επιχειρηματικό σχέδιο, λαμβάνοντας ως παραδοχή ετήσια αύξηση 19 % των αφίξεων και αναχωρήσεων αεροσκαφών. Ο συγκεκριμένος συντελεστής αύξησης βασίζεται στη μέση προσδοκώμενη αύξηση από το επιχειρηματικό σχέδιο του 2000 για το διάστημα από το 2004 έως το 2006. Δεύτερον, ο αριθμός των αναχωρούντων επιβατών για το υπόλοιπο διάστημα αντλήθηκε από τον ετήσιο αριθμό θέσεων, όπως συνάγεται από τον αριθμό των αφίξεων και αναχωρήσεων αεροσκαφών, λαμβάνοντας ως παραδοχή συντελεστή πληρότητας 82 %, δηλαδή τον μέσο συντελεστή πληρότητας του δικτύου της Ryanair κατά τον χρόνο υπογραφής των συμφωνιών.

ii)   Έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες

(463)

Οι παραδοχές για τα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες βασίστηκαν στα επιχειρηματικά σχέδια που εκπόνησε η So.Ge.A.AL στο πλησιέστερο στην υπογραφή κάθε συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών σημείο, όπως παρατίθενται στον πίνακα 9:

Πίνακας 9

Παραδοχές σχετικά με προσδοκώμενα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες

Συμφωνία

Έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες ανά αναχωρούντα επιβάτη

(ευρώ)

Πηγή

ΣΑΥ 2000

1,96-2,38

Επιχειρηματικό σχέδιο 2000

ΣΑΥ 2002

2,17-2,38

Επιχειρηματικό σχέδιο 2000

ΣΑΥ 2003

2,17-2,38

Επιχειρηματικό σχέδιο 2000

ΣΑΥ 2006

4,31-4,64

Επιχειρηματικό σχέδιο 2004

ΣΑΥ 2010

6,02-6,47

Επιχειρηματικό σχέδιο 2009

(464)

Για το διάστημα κάθε συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών που δεν καλύπτεται από τα αντίστοιχα επιχειρηματικά σχέδια, η τελευταία διαθέσιμη πρόβλεψη εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες ανά αναχωρούντα επιβάτη μεταφέρθηκε σε κάθε επόμενο έτος έως το τέλος της συμφωνίας. Για παράδειγμα, στο επιχειρηματικό σχέδιο του 2000, το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει διαθέσιμη πρόβλεψη είναι το 2006. Σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο, το 2006 τα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες ανά αναχωρούντα επιβάτη ήταν 2,38 ευρώ. Για κάθε εναπομένον έτος της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006, ελήφθη υπόψη το ίδιο επίπεδο εσόδων από μη αεροναυτικές δραστηριότητες ανά αναχωρούντα επιβάτη.

iii)   Πρόσθετες δαπάνες

(465)

Ελλείψει πληροφοριών σχετικά με τις αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση της Ryanair κατά τον χρόνο υπογραφής κάθε συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών, η Ιταλία εκτίμησε τις πρόσθετες δαπάνες βάσει της σχέσης μεταξύ των λειτουργικών δαπανών του αερολιμένα και του αριθμού των επιβατών.

(466)

Εφαρμόστηκε προσέγγιση παλινδρόμησης για να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο οι λειτουργικές δαπάνες διαφοροποιούνται καθώς μεταβάλλεται ο αριθμός των επιβατών, προκειμένου να εκτιμηθούν οι πρόσθετες δαπάνες τις οποίες μπορούσε εύλογα να αναμένει η So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο υπογραφής των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair. Στο πρώτο στάδιο, διενεργήθηκε ανάλυση παλινδρόμησης για να προσδιοριστεί ο αντίκτυπος μιας αλλαγής του αριθμού επιβατών του αερολιμένα στις λειτουργικές δαπάνες του αερολιμένα. Στο δεύτερο στάδιο, η εκτίμηση των πρόσθετων λειτουργικών δαπανών ως αποτέλεσμα των συμφωνιών της Ryanair αντλήθηκε από τα αποτελέσματα του πρώτου σταδίου σε συνδυασμό με προβλέψεις του αριθμού επιβατών της Ryanair.

(467)

Εξετάστηκαν οι ακόλουθες συνιστώσες κόστους:

α)

πρόσθετες δαπάνες προσωπικού·

β)

πρόσθετες δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, ασφάλεια, αποθέματα και υλικά·

γ)

πληρωμές για παροχή κινήτρων για νέα δρομολόγια, αμοιβές μάρκετινγκ και/ή αμοιβές αναλόγως του αποτελέσματος στη Ryanair ή στην AMS·

δ)

δαπάνες σύμβασης παραχώρησης.

(468)

Δαπάνες προσωπικού: Το επιχειρηματικό σχέδιο του 2000 της So.Ge.A.AL περιλαμβάνει τις δαπάνες πρόσθετου προσωπικού που απαιτούνταν ως αποτέλεσμα των συμφωνιών με τη Ryanair έως το 2006. Επομένως, για τους σκοπούς της αξιολόγησης των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000, του 2002 και του 2003, οι πρόσθετες δαπάνες προσωπικού ελήφθησαν από το επιχειρηματικό σχέδιο του 2000 της So.Ge.A.AL. Ωστόσο, τα επιχειρηματικά σχέδια του 2004 και του 2006 δεν παρέχουν στοιχεία σχετικά με πρόσθετες δαπάνες. Για την παραγωγή εκτιμήσεων σχετικά με τις πρόσθετες δαπάνες προσωπικού λόγω των συμφωνιών της Ryanair μετά το 2006, η στατιστική ανάλυση διενεργήθηκε στη βάση στοιχείων σχετικά με τις συγκεντρωτικές δαπάνες προσωπικού του αερολιμένα, προκειμένου να καθοριστεί το ποσοστό των δαπανών που διαφοροποιούνταν με τη μεταβολή του αριθμού επιβατών. (111) Η εκτίμηση των πρόσθετων δαπανών προσωπικού αντλήθηκε στη συνέχεια από τα αποτελέσματα παλινδρόμησης σε συνδυασμό με τον εκτιμώμενο αριθμό επιβατών της Ryanair.

(469)

Λοιπές δαπάνες: Ομοίως, διενεργήθηκε ανάλυση παλινδρόμησης για την εκτίμηση των πρόσθετων δαπανών για αγαθά και υλικά (112), υπηρεσίες (113), ασφάλεια, αποθέματα, καθώς οι εν λόγω δαπάνες δεν αναφέρονταν στα επιχειρηματικά σχέδια. Η παροχή κινήτρων για νέα δρομολόγια, οι αμοιβές μάρκετινγκ και/ή οι αμοιβές αναλόγως του αποτελέσματος καταβλητέες στη Ryanair συμπεριλήφθηκαν ως δαπάνες για τον αερολιμένα. Οι πρόσθετες δαπάνες της σύμβασης παραχώρησης (114) βασίστηκαν σε μοναδιαίο κόστος σε επίπεδο αερολιμένα πολλαπλασιασμένο επί τις προβλέψεις κίνησης για τη Ryanair.

(470)

Σύμφωνα με την Ιταλία, η So.Ge.A.AL δεν στόχευε στην ανάκτηση του κόστους του νέου τερματικού σταθμού επιβατών από τα τέλη που κατέβαλλε η Ryanair. Με άλλα λόγια, οι επενδυτικές δαπάνες που σχετίζονται με τον νέο τερματικό σταθμό επιβατών δεν καταλογίζονται σε καμία από τις συμφωνίες της Ryanair και, επομένως, δεν εντάσσονται στις πρόσθετες δαπάνες.

(471)

Οι πληρωμές μάρκετινγκ στην AMS ελήφθησαν υπόψη ως δαπάνες για τον αερολιμένα. Ταυτόχρονα, προστέθηκε τελική αξία ως έσοδο στον αερολιμένα για να ληφθούν υπόψη τα οφέλη των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ και των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών, τα οποία, κατά την άποψη της Ιταλίας, διαρκούν ακόμη και μετά τη λήξη της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ. Η τελική αξία υπολογίζεται βάσει της ίδιας προσέγγισης που εφάρμοσε η Ryanair και περιγράφεται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 443 έως 446.

(472)

Στον πίνακα 10 παρουσιάζεται η ΚΠΑ (115) των ταμειακών ροών που μπορούσε να προσδοκάται από τις συμφωνίες της Ryanair βάσει των παραδοχών που περιγράφονται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 459 έως 471.

Πίνακας 10

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τις συμφωνίες της Ryanair — έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2014

Συμφωνία

(ημερομηνία υπογραφής)

Περίοδος προβλεπόμενης ισχύος της συμφωνίας

ΚΠΑ κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας (σε εκατ. ευρώ) (116)

ΣΑΥ 2000

(22 Ιουνίου 2000)

22 Ιουνίου 2000 — 21 Ιουνίου 2010

[4-8]

ΣΑΥ 2002

(25 Ιανουαρίου 2002)

1 Ιανουαρίου 2002 — 31 Δεκεμβρίου 2012

[3-6]

ΣΑΥ 2003

(1 Σεπτεμβρίου 2003)

1 Σεπτεμβρίου 2003 — 1 Σεπτεμβρίου 2014

[9-12]

ΣΑΥ 2006

(3 Απριλίου 2006)

1 Ιανουαρίου 2006 — 31 Δεκεμβρίου 2010

[6-9]

ΣΑΥ 2010

(20 Οκτωβρίου 2010)

1 Ιανουαρίου 2010 — 31 Δεκεμβρίου 2013

[9-12]

(473)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι για τους σκοπούς της ανάλυσης αποδοτικότητας των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010, η Ιταλία έλαβε υπόψη διάρκεια δέκα ετών για τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και εννέα ετών για τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2010 και όχι το διάστημα για το οποίο επρόκειτο να ισχύσουν αρχικά οι συμφωνίες, δηλαδή πέντε και τέσσερα έτη αντίστοιχα. Ωστόσο, η Ιταλία διαβίβασε επίσης στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της ανάλυσης αποδοτικότητας εάν ληφθεί υπόψη η αρχική διάρκεια των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010, όπως ορίζεται αυστηρά στις εν λόγω συμφωνίες.

(474)

Υπερασπιζόμενη τη θέση της, η Ιταλία υποστήριξε ότι, κατά τον χρόνο υπογραφής καθεμίας από τις συμφωνίες με τη Ryanair, η So.Ge.A.AL προσδοκούσε εύλογα ότι αυτές θα ανανεώνονταν με παρόμοιους όρους. Ειδικότερα, βάσει ρητής διάταξης στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006, σύμφωνα με την οποία η συμφωνία μπορούσε να παραταθεί για πέντε ακόμη έτη έως την 1η Ιανουαρίου 2016, η So.Ge.A.AL προσδοκούσε ότι η εν λόγω συμφωνία θα ανανεωνόταν με παρόμοιους όρους. Ομοίως, η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2010 αναμενόταν ότι θα κάλυπτε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, με δυνατότητα παράτασής της για πέντε ακόμη έτη έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.

(475)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτό το επιχείρημα.

(476)

Πρώτον, ούτε η συμφωνία του 2006 ούτε εκείνη του 2010 προβλέπει την αυτόματη παράτασή της μετά το πέρας της πλήρους διάρκειας ισχύος της.

(477)

Αντιθέτως, στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 προβλέπεται ότι η So.Ge.A.AL αναλαμβάνει να επαναδιαπραγματευτεί, κατά τη λήξη της περιόδου ισχύος των συμφωνιών, κατάλληλη δέσμη υπηρεσιών χρήσης αερολιμένα με τη Ryanair για πρόσθετο διάστημα πέντε ετών, υπό τον όρο ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα ότι ο αερομεταφορέας εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σχετικά με τις υπηρεσίες μάρκετινγκ στο ακέραιο και ότι η So.Ge.A.AL εξασφαλίζει παραχώρηση εκμετάλλευσης του αερολιμένα μετά την 1η Ιανουαρίου 2011. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, βάσει της συγκεκριμένης διάταξης και μόνον, η So.Ge.A.AL δεν μπορούσε να βασιστεί σε παράταση το 2006, τουλάχιστον όχι με παρόμοιους όρους, καθώς η εν λόγω παράταση είναι υποθετική και εξαρτάται ειδικότερα από τη βούληση της Ryanair να την αποδεχθεί. Πράγματι, η ανωτέρω διάταξη δεν δεσμεύει νομικά τη Ryanair να συνάψει νέα συμφωνία με τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα, ούτε παρέχει οποιαδήποτε βεβαιότητα όσον αφορά την εκπλήρωση από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο των σχετικών προϋποθέσεων, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής αβεβαιότητας όσον αφορά την ανάθεση της σύμβασης ολικής παραχώρησης στον τότε φορέα διαχείρισης αερολιμένα.

(478)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η σύμβαση αερολιμενικών υπηρεσιών του 2010 παρέχει ακόμη λιγότερη βεβαιότητα όσον αφορά την ενδεχόμενη παράτασή της. Το άρθρο 2 με τίτλο «Διάρκεια ισχύος» ορίζει ότι η σύμβαση μπορεί να παραταθεί για πρόσθετο διάστημα πέντε ετών υπό τις προϋποθέσεις και τους όρους που ορίζονται σε αυτήν, ή όπως αυτοί τροποποιηθούν από τους συμβαλλομένους, εφόσον επιτευχθεί προηγούμενη έγγραφη συμφωνία από αμφότερους τους συμβαλλομένους τουλάχιστον έξι μήνες πριν από τη λήξη της αρχικής περιόδου ισχύος. Κάθε επακόλουθη ανανέωση της εν λόγω συμφωνίας αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από τη λήξη της πρόσθετης περιόδου ισχύος. Είναι, επομένως, εμφανές ότι κάθε παράταση της συμφωνίας θα αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη από τη So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών του 2010.

(479)

Δεύτερον, η Επιτροπή σημειώνει ότι υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης τα οποία αποδεικνύουν ότι εντάσεις μεταξύ της So.Ge.A.AL και της Ryanair έθεσαν το 2009 σε κίνδυνο τη συμβατική σχέση με τον αερομεταφορέα. Την εποχή εκείνη, η Ryanair είχε θέσει ως όρο για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της στον αερολιμένα Alghero τη σύναψη συμπληρωματικής συμφωνίας. Στην πραγματικότητα, είναι εμφανές από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της So.Ge.A.AL στις 7 Ιουλίου 2009, στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 και στις 23 Φεβρουαρίου 2010 που παρέσχε η Ιταλία ότι για την απόφαση του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα να υπογράψει τελικά τη νέα συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair για πενταετή περίοδο ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή δεν προέβλεπε κυρώσεις για την πρόωρη καταγγελία της συμφωνίας. Ειδικότερα:

η Ryanair είχε ζητήσει μετ' επιτάσεως τη σύναψη συμπληρωματικής συμφωνίας, η οποία «θα οδηγήσει αναμφίβολα στην αύξηση της αξίας των συνεισφορών για δραστηριότητες από κοινού μάρκετινγκ». Εάν η συμφωνία αυτή δεν υπογραφόταν αμέσως, ο αερομεταφορέας θα διέκοπτε την εκτέλεση όλων των δρομολογίων από τον αερολιμένα Alghero (117),

συζητήθηκε έγγραφο στο οποίο περιγραφόταν η εξέλιξη των συμφωνιών με τη Ryanair και η τότε κατάσταση των σχέσεων με την αεροπορική εταιρεία, παραθέτοντας τα επόμενα βήματα, τα οποία, κατά την άποψη της Ryanair, περιλάμβαναν ακύρωση ή μείωση της συχνότητας των πτήσεων στο εσωτερικό της ΕΕ και αντικατάστασή τους με εθνικά δρομολόγια (118),

το διοικητικό συμβούλιο ζήτησε να πληροφορηθεί για το περιθώριο διαπραγμάτευσης, εφόσον υπήρχε, όσον αφορά τη συμβατική σχέση με τη Ryanair, «καθώς οι μέτοχοι της So.Ge.A.AL δεν είχαν δώσει εντολή στο διοικητικό συμβούλιο να καταγγείλει τη συμφωνία με τον αερομεταφορέα» (119).

(480)

Από τα πρακτικά της συνέλευσης των μετόχων της So.Ge.A.AL που πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2001 προκύπτει επίσης ότι η εταιρεία εξέτασε το ενδεχόμενο καταγγελίας της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών του 2000 πριν από τη λήξη της και ότι αυτό πυροδότησε συζητήσεις μακράς διάρκειας μεταξύ των μετόχων της.

(481)

Στη βάση αυτή, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι, κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010 με τη Ryanair, η So.Ge.A.AL δεν μπορούσε να αναμένει την παράταση των εν λόγω συμφωνιών ή τουλάχιστον δεν μπορούσε να αναμένει ότι αυτές θα παρατείνονταν με τους ίδιους συμβατικούς όρους.

(482)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, βάσει των πληροφοριών που υπέβαλε η Ιταλία, η συμφωνία με άλλη αεροπορική εταιρεία που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, την Germanwings, καταγγέλθηκε πρόωρα καθώς ο αερομεταφορέας δραστηριοποιήθηκε στον αερολιμένα μόνον το 2007. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ιταλία διευκρίνισε ότι ο αερομεταφορέας αποφάσισε να διακόψει τις δραστηριότητές του στον αερολιμένα, καθώς δεν μπορούσε να παραγάγει αρκετή κίνηση ώστε να ισοσκελίσει τα κέρδη και τις ζημίες από χρηματοοικονομική άποψη.

(483)

Επομένως, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι, για τους σκοπούς της ανάλυσης αποδοτικότητας των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον το διάστημα που προβλέπεται στις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών, ήτοι πέντε έτη για τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και τέσσερα έτη για τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών του 2010 (οι ΚΠΑ στον πίνακα 10 υπολογίστηκαν βάσει της αρχικής διάρκειας των συμφωνιών, όπως προβλεπόταν σε αυτές).

(484)

Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ του 2006 και του 2010 οι οποίες υπογράφηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL, της Ryanair και της AMS, ίσχυσαν αναδρομικά, ως εξής:

α)

η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ του 2006 υπογράφηκαν στις 3 Απριλίου 2006, άλλα ίσχυσαν αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2006·

β)

η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ του 2010 υπογράφηκαν στις 20 Οκτωβρίου 2010, άλλα ίσχυσαν αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2010.

(485)

Η Επιτροπή επισημαίνει επιπλέον ότι, σύμφωνα με τη So.Ge.A.AL, οι όροι των συμφωνιών που συζητήθηκαν με τη Ryanair και την AMS στις περιόδους στις οποίες εφαρμόστηκαν αναδρομικά οι συμφωνίες του 2006 και του 2010 (δηλαδή, από τον Ιανουάριο του 2006 έως τον Απρίλιο του 2006, στην περίπτωση των συμφωνιών του 2006, και από τον Ιανουάριο του 2010 έως τον Οκτώβριο του 2010, στην περίπτωση των συμφωνιών του 2010) ήταν παρόμοιοι με τους όρους των συμφωνιών που υπογράφηκαν τελικώς τον Απρίλιο του 2006 και τον Οκτώβριο του 2010. Με άλλα λόγια, οι συμφωνίες που συνάφθηκαν τον Απρίλιο του 2006 και τον Οκτώβριο του 2010 επισημοποίησαν απλώς όρους που είχαν συμφωνηθεί προηγουμένως, πριν από το διάστημα κατά το οποίο οι εν λόγω συμφωνίες εφαρμόστηκαν αναδρομικά. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ότι η συνεκτίμηση κάθε συμφωνίας για την προγραμματισμένη της διάρκεια είναι σύμφωνη με μια εκ των προτέρων προσέγγιση και ότι, επομένως, στην ανάλυση της αποδοτικότητας των συμφωνιών του 2006 και του 2010, το διάστημα κατά το οποίο οι συμφωνίες εφαρμόστηκαν αναδρομικά δεν πρέπει να εξαιρεθεί.

(486)

Ωστόσο, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα οφέλη που θα προσδοκούσε συνετός ΙΕΟΑ από συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ περιορίζονται αυστηρά στη διάρκεια δραστηριοποίησης του αερομεταφορέα στον αερολιμένα, όπως προβλέπεται στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή εκτιμά ότι τυχόν τελική αξία, η οποία αντικατοπτρίζει μελλοντικά οφέλη των υπηρεσιών μάρκετινγκ μετά την περίοδο ισχύος των εν λόγω συμφωνιών, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη στην ανάλυση. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η Ιταλία δεν έλαβε υπόψη τελική αξία η οποία να σχετίζεται με τα οφέλη που προέκυψαν μετά τη λήξη της διάρκειας ισχύος των συμφωνιών που σύναψε η So.Ge.A.AL με τις Alitalia, Meridiana, Volare και Germanwings (βλέπε αιτιολογική σκέψη 528).

(487)

Επιπλέον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η προσέγγιση που εφάρμοσε η Ιταλία για την εκτίμηση του αριθμού επιβατών και τον υπολογισμό βάσει αυτού των προσδοκώμενων πρόσθετων εσόδων από αεροναυτικές και μη αεροναυτικές δραστηριότητες (με την επιφύλαξη της αξιολόγησης σχετικά με την τελική αξία, η οποία αναφέρεται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη) είναι ορθή. Παρότι η Επιτροπή εκτιμά ότι οι παραδοχές που αφορούν τις προβλέψεις για την κίνηση πρέπει κανονικά να βασίζονται αποκλειστικά στη συχνότητα των δρομολογίων και στους στόχους επιβατών που ορίζονται στις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών και στον συντελεστή πληρότητας που θα μπορούσε εύλογα να προσδοκά η So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο σύναψης κάθε συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair, δεδομένου ότι κατά την υπογραφή των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010 η So.Ge.A.AL προσδοκούσε ότι η κίνηση της Ryanair θα υπερέβαινε τους ελάχιστους στόχους που καθορίζονταν στις συμφωνίες, η Επιτροπή συμφωνεί ότι οι προσδοκίες της So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο υπογραφής των συμφωνιών, όπως περιγράφονται στα επιχειρηματικά σχέδια, αποτελούν την ακριβέστερη πηγή για να συναχθούν οι προβλέψεις της So.Ge.A.AL για την κίνηση της Ryanair κατά τον χρόνο υπογραφής των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010.

(488)

Επιπλέον, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προσδοκίες της So.Ge.A.AL για τον συντελεστή πληρότητας της Ryanair, κατά την υπογραφή καθεμίας από τις συμφωνίες, ήταν εύλογες, καθώς βασίζονταν στην πείρα της και στις γνώσεις της σχετικά με το επιχειρηματικό μοντέλο της αεροπορικής εταιρείας.

(489)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την Ιταλία, η So.Ge.A.AL δεν στόχευε στην ανάκτηση του κόστους του νέου τερματικού σταθμού επιβατών από τα τέλη που κατέβαλλε η Ryanair. Συναφώς, φαίνεται ότι πράγματι η ανάπτυξη του τουρισμού, εν γένει, ήταν ο λόγος για τον οποίο απαιτήθηκε η επέκταση της δυναμικότητας του τερματικού σταθμού του αερολιμένα Alghero, ώστε να μπορέσει να χειριστεί ικανοποιητικά την προβλεπόμενη αύξηση της κίνησης. Πριν από την πραγματοποίηση των επενδύσεων στον αερολιμένα Alghero, παρά τις σημαντικές δυνατότητες, η ανάπτυξη του τομέα του τουρισμού παρεμποδιζόταν από την απουσία διεθνούς διασύνδεσης. Ο αερολιμένας Alghero είχε υποστεί περιορισμούς λόγω χωρητικότητας το 2003 και το 2004 και, επομένως, απαιτούνταν επενδύσεις για να μπορεί να εξυπηρετεί περισσότερους επιβάτες. Το επιχειρηματικό σχέδιο του 2004 της So.Ge.A.AL προέβλεπε αύξηση του συνολικού αριθμού επιβατών στον αερολιμένα κατά περίπου 30 % το 2008 σε σύγκριση με τα επίπεδα προ της επέκτασης της χωρητικότητας του αερολιμένα το 2004. Παρότι είναι σαφές από τα επιχειρηματικά σχέδια που εκπόνησε η So.Ge.A.AL σε διάφορες χρονικές στιγμές κατά την υπό εξέταση περίοδο ότι ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα βασιζόταν σε αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους ως σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης (και στην επάνοδο της εταιρείας στη βιωσιμότητα όταν θα της ανατίθετο η σύμβαση ολικής παραχώρησης), ο συγκεκριμένος στόχος δεν συνδεόταν με τη σχέση με συγκεκριμένη αεροπορική εταιρεία. Πράγματι, σε καμία από τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair δεν αναφέρεται επένδυση την οποία επρόκειτο να εκτελέσει ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα. Υπό την έννοια αυτή, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η CIPE ενέκρινε την επένδυση για την επέκταση του τερματικού σταθμού το 1997, δηλαδή πολύ πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων της Ryanair στον αερολιμένα Alghero. Η υποβολή αίτησης στο ENAC για τη σύμβαση ολικής παραχώρησης εντασσόταν στη στρατηγική της So.Ge.A.AL με στόχο την ενίσχυση του τομέα του τουρισμού μέσω της προσέλκυσης αερομεταφορέων χαμηλού κόστους. Η στρατηγική αυτή απαιτούσε την επέκταση της χωρητικότητας του τερματικού σταθμού για τον χειρισμό της προβλεπόμενης αύξησης της κίνησης, μια σύμβαση «ολικής» παραχώρησης για τη διασφάλιση αποδοτικής και αποτελεσματικής λειτουργίας του αερολιμένα καθώς και συμβάσεις με αερομεταφορείς χαμηλού κόστους. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή δέχεται ότι οι επενδυτικές δαπάνες που συνδέονται με τον νέο τερματικό σταθμό δεν καταλογίζονται σε καμία από τις συμφωνίες της Ryanair και, επομένως, δεν περιλαμβάνονται στις πρόσθετες δαπάνες.

(490)

Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι η Ιταλία εφάρμοσε προσέγγιση από τη βάση προς την κορυφή για την εκτίμηση των αναμενόμενων πρόσθετων δαπανών. Εφαρμόστηκε ανάλυση παλινδρόμησης για να προσδιοριστεί με ποιον τρόπο οι λειτουργικές δαπάνες διαφοροποιούνται καθώς μεταβάλλεται ο αριθμός των επιβατών, προκειμένου να εκτιμηθούν οι πρόσθετες δαπάνες τις οποίες μπορούσε να αναμένει η So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο υπογραφής των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair. Στο πρώτο στάδιο, διενεργήθηκε ανάλυση παλινδρόμησης για να προσδιοριστεί ο αντίκτυπος μιας αλλαγής του αριθμού επιβατών του αερολιμένα στις λειτουργικές δαπάνες του αερολιμένα. Στο δεύτερο στάδιο, η εκτίμηση των πρόσθετων λειτουργικών δαπανών ως αποτέλεσμα των συμφωνιών της Ryanair αντλήθηκε από τα αποτελέσματα του πρώτου σταδίου σε συνδυασμό με προβλέψεις του αριθμού επιβατών της Ryanair.

(491)

Για τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010, τα στοιχεία πρόσθετων δαπανών που χρησιμοποίησε η Ιταλία στην ανάλυση παλινδρόμησης προηγούνται χρονικά της σύναψης των συμφωνιών και των στοιχείων που θα ήταν στη διάθεση της So.Ge.A.AL την ημερομηνία κατά την οποία ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα σύναψε τις εν λόγω συμφωνίες. Ωστόσο, δεδομένου ότι υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία κόστους μόνον για την περίοδο 1998 — 2010, εάν εφαρμοζόταν παρόμοια προσέγγιση για τις συμφωνίες του 2000, του 2002 και του 2003, θα υπήρχαν μόνον δύο, τρία και τέσσερα διαθέσιμα σημεία δεδομένων, αντίστοιχα, για τη διενέργεια της ανάλυσης παλινδρόμησης. Η Επιτροπή εκτιμά ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπαρκές για την εξασφάλιση αξιόπιστων αποτελεσμάτων. Απουσία επαρκών εκ των προτέρων στοιχείων για την αναδιάρθρωση της ανάλυσης αποδοτικότητας βάσει των στοιχείων που θα είχε στη διάθεσή της η So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο υπογραφής των εν λόγω συμφωνιών, η Επιτροπή εκτιμά κατ' εξαίρεση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 284) ότι, για τις συγκεκριμένες συμφωνίες, παλινδρόμηση βασισμένη σε απολογιστικά στοιχεία για τη συνολική περίοδο 1998-2010 αποτελεί αποδεκτό υποκατάστατο των εύλογων προσδοκιών ενός ΙΕΟΑ.

(492)

Βάσει των παραδοχών που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή προέβη σε αναδιαμόρφωση της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας των συμφωνιών με τη Ryanair με βάση τις πρόσθετες δαπάνες και τα πρόσθετα έσοδα που θα μπορούσε ευλόγως να προσδοκά ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς, εάν ενεργούσε στη θέση της So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο σύναψης καθεμίας από τις επίμαχες συμφωνίες. Πράγματι, είναι σαφές από τα διάφορα επιχειρηματικά σχέδια που εκπόνησε η So.Ge.A.AL ότι ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα προέβλεψε αύξηση της κίνησης βάσει της στρατηγικής του για την ανάπτυξη του τομέα του τουρισμού προσελκύοντας διεθνή κίνηση χαμηλού κόστους, η οποία κρίθηκε ότι παρήγαγε σημαντικά υψηλότερο κύκλο εργασιών από τους επιβάτες από ό,τι οι εγχώριες δραστηριότητες. (120)

(493)

Στον πίνακα που ακολουθεί παρατίθεται η ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τις συμφωνίες της Ryanair βάσει των παραδοχών που αναλύονται ανωτέρω.

Πίνακας 11

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τις συμφωνίες της Ryanair

Συμφωνία

Περίοδος προβλεπόμενης ισχύος της συμφωνίας

ΚΠΑ κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας (σε εκατ. ευρώ) (121)

ΣΑΥ 2000

22 Ιουνίου 2000 — 21 Ιουνίου 2010

[4-8]

ΣΑΥ 2002

1 Ιανουαρίου 2002 — 31 Δεκεμβρίου 2012

[3-6]

ΣΑΥ 2003

1 Σεπτεμβρίου 2003 — 1 Σεπτεμβρίου 2014

[9-12]

ΣΑΥ 2006

1 Ιανουαρίου 2006 — 31 Δεκεμβρίου 2010

[3-6]

ΣΑΥ 2010

1 Ιανουαρίου 2010 — 31 Δεκεμβρίου 2013

[2-4]

(494)

Καθώς το προσδοκώμενο προεξοφλημένο αποτέλεσμα είναι θετικό για καθεμία από τις συμφωνίες της Ryanair, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι υπήρχε η προσδοκία ότι κάθε συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair θα ήταν αποδοτική κατά τον χρόνο σύναψής της και, επομένως, με τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων, η So.Ge.A.AL δεν χορήγησε οικονομικό πλεονέκτημα στη Ryanair και, ως εκ τούτου, δεν πρόκειται περί κρατικής ενίσχυσης.

Συμφωνίες με αερομεταφορείς εκτός της Ryanair

Συμφωνίες με τις Alitalia, Volare, Meridiana και Germanwings

(495)

Η Επιτροπή εξέτασε τις συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και τις συμφωνίες μάρκετινγκ της So.Ge.A.AL με τις Alitalia, Volare, Meridiana και Germanwings, οι οποίες παρατίθενται αναλυτικά στον πίνακα 12:

Πίνακας 12

Συμφωνίες της So.Ge.A.AL με τις Alitalia, Volare, Meridiana και Germanwings

Alitalia

30.11.2010

Συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης

1.12.2010 — 1.12.2015

20.10.2010

Συμφωνία μάρκετινγκ

7.6.2010 — 30.9.2010

Volare

29.11.2007

Συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης

28.10.2007 — 31.10.2010

29.11.2007

Συμφωνία μάρκετινγκ

28.10.2007 — 31.10.2010

Meridiana

28.4.2010

Συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης

4.2010 — 4.2011

20.10.2010

Συμφωνία μάρκετινγκ

6.2010 — 10.2010

Germanwings

19.3.2007

Συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης

25.3.2007 — 31.10.2009

25.3.2007

Συμφωνία μάρκετινγκ

2007 — 2009

i)   Σχετικά με την κοινή αξιολόγηση των συμφωνιών υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και των συμφωνιών μάρκετινγκ

(496)

Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι, σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι εν λόγω συμφωνίες αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συνάφθηκαν στο πλαίσιο ενιαίας πράξης και, επομένως, πρέπει να αξιολογηθούν ως ένα ενιαίο μέτρο. Ειδικότερα:

α)

η συμφωνία μάρκετινγκ με τη Meridiana, η οποία ίσχυσε αναδρομικά για το διάστημα από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2010 όριζε στο άρθρο 1— «Σκοπός της συμφωνίας» τα εξής: «Η Meridiana αναλαμβάνει να εκτελεί τα προαναφερθέντα δρομολόγια [Μιλάνο, Βερόνα, Μπάρι] σύμφωνα με τα προκαθορισμένα επιχειρησιακά προγράμματα και, επομένως, να θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα επικοινωνίας και μάρκετινγκ σε συμφωνία με τη So.Ge.A.AL». Επιπλέον, η συμφωνία προβλέπει τη δυνατότητα ανανέωσής της, εφόσον η Meridiana επιτύχει ορισμένους στόχους επιβατών·

β)

βάσει της συμφωνίας μάρκετινγκ, η οποία ίσχυσε αναδρομικά για το διάστημα από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 2010, η Alitalia επρόκειτο να καθορίσει πρόγραμμα επικοινωνίας και μάρκετινγκ με αντικείμενο την προώθηση της περιοχής, μεταξύ άλλων με την έναρξη νέων δρομολογίων (Βαρκελώνη, Παρίσι και Βρυξέλλες)·

γ)

η συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και η συμφωνία μάρκετινγκ με τη Volare συνάφθηκαν την ίδια ημερομηνία. Στη συμφωνία μάρκετινγκ με τη Volare ορίζονται τα εξής: «Η παρούσα συμπληρωματική συμφωνία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κύριας συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης. Επομένως, παραμένει σε ισχύ έως τη λήξη, για οποιονδήποτε λόγο, της κύριας συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, οπότε θα λήξουν επίσης η παρούσα συμπληρωματική συμφωνία και όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται σε αυτήν». Η συμφωνία μάρκετινγκ ορίζει επίσης στόχους επιβατών τους οποίους ο αερομεταφορέας δεσμεύεται να επιτύχει·

δ)

η συμφωνία μάρκετινγκ με την Germanwings «ορίζει τους στόχους που πρέπει να επιτύχει η Germanwings σύμφωνα με τα αιτήματα του AHO [Alghero]. Οι συμβαλλόμενοι επιβεβαιώνουν ότι οι παράμετροι που χρησιμοποιούνται για την αντικειμενική διαπίστωση της επίτευξης των προαναφερόμενων στόχων θα εκφράζονται από τον ετήσιο αριθμό επιβατών και τον ετήσιο αριθμό πτήσεων που θα εκτελεί η Germanwings προς/από το AHO [Alghero]». Η συμφωνία προβλέπει τις αμοιβές αναλόγως του αποτελέσματος και την εφάπαξ συνεισφορά που θα καταβάλει η So.Ge.A.AL.

(497)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι υφίσταται σαφής σύνδεσμος μεταξύ των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών και των συμφωνιών μάρκετινγκ, υπό την έννοια ότι οι δεύτερες βασίστηκαν στη σύναψη των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών και στις υπηρεσίες που θα παρείχαν οι αερομεταφορείς.

ii)   Σχετικά με την προσέγγιση που εφαρμόστηκε για την εκτίμηση των πρόσθετων δαπανών και εσόδων

(498)

Η So.Ge.A.AL δεν διενήργησε καμία εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας των συμφωνιών με τις εν λόγω αεροπορικές εταιρείες πριν από τη σύναψή τους. Όπως προαναφέρεται, με επιστολή της 25ης Μαρτίου 2014, η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή αναδιαμορφωμένη εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας των συμφωνιών που συνάφθηκαν με τις Air One/Alitalia, Meridiana, Volare, Germanwings βάσει των στοιχείων που θα είχε στη διάθεσή του ένας ΙΕΟΑ που θα ενεργούσε στη θέση της So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο σύναψης των εν λόγω συμφωνιών καθώς και των προβλέψιμων εξελίξεων τότε.

(499)

Σύμφωνα με την Ιταλία, η προσέγγιση που εφαρμόστηκε για την αναδιαμορφωμένη ανάλυση αντικατοπτρίζει τη μεθοδολογία που θα είχε εφαρμόσει ένας ΙΕΟΑ, και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης αποδοτικότητας των εν λόγω συμφωνιών θα καταδείξουν ότι οι εν λόγω συμφωνίες αναμένονταν επίσης να είναι αποδοτικές για τη So.Ge.A.AL σε εκ των προτέρων βάση.

(500)

Η ανάλυση βασίζεται στην προσέγγιση που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 501 έως 524.

(501)

Τα πρόσθετα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες εκτιμήθηκαν εφαρμόζοντας τα οικεία αερολιμενικά τέλη τα οποία αναμενόταν να καταβληθούν από κάθε αεροπορική εταιρεία, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις κίνησης για την αντίστοιχη αεροπορική εταιρεία για όλες τις υπηρεσίες εκτός των υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης. Τα έσοδα αεροναυτικών δραστηριοτήτων από υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης βασίζονται στα τέλη που διαπραγματεύθηκε η So.Ge.A.AL με κάθε αεροπορική εταιρεία. Οι προβλέψεις κίνησης βασίζονται είτε στα επίπεδα κίνησης της αεροπορικής εταιρείας κατά το έτος προ της υπογραφής της συμφωνίας είτε στους στόχους κίνησης που προβλέπονται στις οικείες συμφωνίες.

(502)

Τα πρόσθετα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες βασίζονται στις προσδοκίες της So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο υπογραφής των συμφωνιών του 2007 και του 2010 με τις αεροπορικές εταιρείες σχετικά με έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες ύψους περίπου 5,00-6,00 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του νέου τερματικού σταθμού (βλέπε επίσης πίνακα 9).

(503)

Οι πρόσθετες λειτουργικές δαπάνες εκτιμήθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τις κατηγορίες πρόσθετων δαπανών που ανέμενε η So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο υπογραφής κάθε συμφωνίας με τις Air One/Alitalia, Volare, Meridiana και Germanwings και περιλάμβαναν: πρόσθετες δαπάνες προσωπικού, πρόσθετες δαπάνες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, πρόσθετες δαπάνες για αγαθά, υπηρεσίες και υλικά, πρόσθετες δαπάνες της σύμβασης παραχώρησης και εφάπαξ πληρωμές μάρκετινγκ σχετικές με νέα δρομολόγια και αμοιβές αναλόγως του αποτελέσματος.

(504)

Η ανάλυση παλινδρόμησης διενεργήθηκε στους αριθμούς επιβατών και στις δαπάνες σε επίπεδο αερολιμένα για να προσδιοριστεί ο αντίκτυπος μιας αλλαγής του αριθμού επιβατών στον αερολιμένα Alghero στο σύνολο των δαπανών του αερολιμένα.

(505)

Για τους σκοπούς της ανάλυσης αποδοτικότητας των συμφωνιών του 2010 με την Alitalia και τη Meridiana, η Ιταλία εφάρμοσε την παλινδρόμηση στα στοιχεία κόστους για την περίοδο προ της υπογραφής των συμφωνιών, δηλαδή για το διάστημα 1998-2009, τα οποία θα είχε στη διάθεσή της η So.Ge.A.AL κατά την ημερομηνία σύναψης των εν λόγω συμφωνιών.

(506)

Ωστόσο, σύμφωνα με την Ιταλία, τα διαθέσιμα σημεία δεδομένων προ της υπογραφής των συμφωνιών του 2007 με την Germanwings και τη Volare (1998-2006) είναι πολύ λίγα. Οι προκύπτουσες εκτιμήσεις πρόσθετων δαπανών προσωπικού και δαπανών για υλικά είναι 2,7 ευρώ και 9,3 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη, αντίστοιχα, ποσό το οποίο θεωρείται ασυνήθιστα υψηλό. Η προσθήκη ή η διαγραφή ενός και μόνον σημείου δεδομένων έχει εν προκειμένω ουσιώδη αντίκτυπο στα αποτελέσματα. Στη βάση αυτή, η ανάλυση αποδοτικότητας παρέχει αρνητική ΚΠΑ για την Germanwings, ενώ η ΚΠΑ για τη σύμβαση της Alitalia παραμένει θετική. Σύμφωνα με την Ιταλία, οι εκτιμήσεις από τις παλινδρομήσεις κόστους σταθεροποιούνται καθώς ο αριθμός των σημείων δεδομένων αυξάνει και, επομένως, για τις συμφωνίες του 2007 με την Germanwings και τη Volare η παλινδρόμηση πρέπει να καλύπτει ολόκληρη την περίοδο 1998-2010.

(507)

Στο δεύτερο στάδιο, οι εκτιμήσεις των συνολικών πρόσθετων δαπανών ως αποτέλεσμα των συγκεκριμένων συμφωνιών μεταξύ της So.Ge.A.AL και των αντίστοιχων αεροπορικών εταιρειών αντλήθηκαν με βάση τα αποτελέσματα του πρώτου σταδίου σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες προβλέψεις των αριθμών επιβατών κάθε αεροπορικής εταιρείας.

α)

Οι αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες για υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης, αγαθά, υπηρεσίες και υλικά στη διάρκεια κάθε συμφωνίας βασίζονται σε μέσες δαπάνες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης ανά ΚΕΚ και στις μέσες δαπάνες για αγαθά, υπηρεσίες και υλικά ανά επιβάτη σε επίπεδο αερολιμένα κατά το αμέσως προηγούμενο της υπογραφής της συμφωνίας έτος. Τα συγκεκριμένα μοναδιαία κόστη είναι επαυξημένα κατά τον αναμενόμενο πληθωρισμό σε κάθε έτος και πολλαπλασιάζονται με την αντίστοιχη πρόβλεψη κίνησης για κάθε αεροπορική εταιρεία.

β)

Οι δαπάνες της σύμβασης παραχώρησης διαφοροποιούνται ανάλογα με τον αριθμό επιβατών. Οι πρόσθετες δαπάνες της σύμβασης παραχώρησης βασίζονται σε μέσες δαπάνες της σύμβασης παραχώρησης ανά επιβάτη σε επίπεδο αερολιμένα κατά το προ της υπογραφής της συμφωνίας έτος και πολλαπλασιάζονται με την πρόβλεψη κίνησης για την αντίστοιχη αεροπορική εταιρεία και επαυξάνονται κατά τον πληθωρισμό.

(508)

Οι συντελεστές πληρότητας που λαμβάνονται υπόψη στην ανάλυση αποδοτικότητας των συμφωνιών που συνάφθηκαν με τις Alitalia, Germanwings, Volare και Meridiana βασίζονται στην προηγούμενη γνώση και πείρα της So.Ge.A.AL σχετικά με τις δραστηριότητες και το επιχειρηματικό μοντέλο κάθε αεροπορικής εταιρείας (122), όπως περιγράφεται αναλυτικά στον πίνακα 13.

Πίνακας 13

Παραδοχές συντελεστή πληρότητας

Αεροπορική εταιρεία

Συντελεστής πληρότητας

Air One/Alitalia

ά.α.

Germanwings

60

Volare

50

Meridiana

65

—   Air One/Alitalia

(509)

Οι προβλέψεις κίνησης για την Air One/Alitalia κατά τη διάρκεια της συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης αντλήθηκαν ως εξής:

α)

οι προβλέψεις κίνησης που συνδέονται με την έναρξη των τριών διεθνών δρομολογίων προς/από τη Βαρκελώνη, τις Βρυξέλλες και το Παρίσι βασίζονται στη συμφωνία μάρκετινγκ. Η παραδοχή ήταν ότι η Air One/Alitalia θα εκτελούσε τρεις πτήσεις εβδομαδιαίως για κάθε δρομολόγιο·

β)

οι προβλέψεις κίνησης για τις εγχώριες πτήσεις βασίζονται στον αριθμό των πτήσεων που εκτέλεσε η Air One/Alitalia το 2009, επαυξημένο κατά την παραδοχή ότι η εγχώρια κίνηση αυξάνεται κατά 1 % ετησίως.

(510)

Οι προβλέψεις κίνησης χρησιμοποιήθηκαν για την άντληση των προσδοκώμενων πρόσθετων εσόδων και των αναμενόμενων πρόσθετων δαπανών. Τα προσδοκώμενα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες βασίζονται στις προβλέψεις κίνησης και στα δημοσιευμένα αερολιμενικά τέλη για όλες τις υπηρεσίες, εκτός των υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης. Τα τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης βασίζονται στη συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης του 2010. Τα προσδοκώμενα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες υπολογίστηκαν όπως αναφέρεται αναλυτικά στην αιτιολογική σκέψη 502.

(511)

Οι αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες εκτιμήθηκαν με βάση τις παραδοχές που περιγράφονται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 503 έως 508 και περιλαμβάνουν την εφάπαξ πληρωμή μάρκετινγκ από τη So.Ge.A.AL για την παροχή κινήτρων για την έναρξη των διεθνών δρομολογίων της Air One/Alitalia από τον αερολιμένα Alghero.

(512)

Με βάση τις παραδοχές αυτές, η ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τις συμφωνίες του 2010 με την Air One/Alitalia, όπως υπολογίστηκε από την Ιταλία, παρατίθεται στον πίνακα 14.

Πίνακας 14

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τη συμφωνία της Air One/Alitalia του 2010 (σε εκατ. ευρώ)

Έτος

2010

2011

2012

2013

2014

2015

Πρόσθετα κέρδη

[0-1]

[3-6]

[3-6]

[3-6]

[3-6]

[3-6]

ΚΠΑ (123) (κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας)

[10-14]

 

 

 

 

 

—   Volare

(513)

Οι προβλέψεις κίνησης για τη Volare βασίζονται στις ΚΕΚ που προβλέπονται στη συμφωνία μάρκετινγκ, και συγκεκριμένα 28 πτήσεις το 2007, 207 πτήσεις το 2008 και το 2009 και 180 πτήσεις το 2010.

(514)

Τα πρόσθετα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες βασίστηκαν στα δημοσιευμένα αερολιμενικά τέλη και στη συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις κίνησης. Τα πρόσθετα έσοδα από μη αεροναυτικές υπηρεσίες εκτιμήθηκαν σύμφωνα με την προσέγγιση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 502.

(515)

Οι πρόσθετες δαπάνες βασίστηκαν στα μέσα μοναδιαία τέλη και στις προβλέψεις κίνησης που βασίζονται στις παραδοχές που περιγράφονται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 503 έως 508 και περιλαμβάνουν την εφάπαξ πληρωμή […] ευρώ για το πρώτο έτος δραστηριότητας.

(516)

Στον υπολογισμό της ΚΠΑ που παρατίθεται στον πίνακα 15, η ανάλυση παλινδρόμησης βασίστηκε σε στοιχεία κόστους που προηγούνται χρονικά της υπογραφής της συμφωνίας, και συγκεκριμένα σε στοιχεία της περιόδου 1998-2006.

Πίνακας 15

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τη συμφωνία της Volare του 2007 (σε χιλ. ευρώ)

Έτος

2007

2008

2009

2010

Πρόσθετα κέρδη

[13-18]

[50-100]

[100-125]

[100-125]

ΚΠΑ (124) (κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας)

[250-300]

 

 

 

—   Meridiana

(517)

Οι προβλέψεις κίνησης για τη Meridiana στις οποίες βασίζονται οι παραδοχές σχετικά με τα προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα και τις αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες βασίζονται στον αριθμό ΚΕΚ στα δρομολόγια προς/από Μιλάνο, Βερόνα και Μπάρι, όπως προσδιορίζονται στη συμφωνία μάρκετινγκ του 2010.

(518)

Τα πρόσθετα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες βασίστηκαν στα δημοσιευμένα αερολιμενικά τέλη και στη συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις κίνησης. Τα πρόσθετα έσοδα από μη αεροναυτικές υπηρεσίες εκτιμήθηκαν σύμφωνα με την προσέγγιση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 502.

(519)

Οι πρόσθετες δαπάνες βασίστηκαν στα μέσα μοναδιαία τέλη και στις προβλέψεις κίνησης οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 503 έως 508 και περιλαμβάνουν την εφάπαξ πληρωμή […] ευρώ.

(520)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η συμφωνία μάρκετινγκ με τη Meridiana ορίστηκε ότι θα εφαρμοστεί για ένα έτος, στο διάστημα από τον Ιούνιο του 2010 έως τον Οκτώβριο του 2010, και προέβλεπε τη δυνατότητα παράτασης για την κάλυψη των ετών 2011 και 2012, εάν ο αριθμός των επιβατών που θα μετέφερε η αεροπορική εταιρεία υπερέβαινε ορισμένα ελάχιστα κατώτατα όρια. Η Ιταλία εξήγησε ότι, κατά τον χρόνο υπογραφής των συμφωνιών, η So.Ge.A.AL προσδοκούσε ότι η Meridiana θα επιτύγχανε το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο επιβατικής κίνησης και ότι, επομένως, η Meridiana θα ανανέωνε τη συμφωνία μάρκετινγκ (και επακόλουθα τη συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης) με τη So.Ge.A.AL με παρόμοιους όρους.

(521)

Με βάση τις παραδοχές αυτές, η ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τις συμφωνίες του 2010 με τη Meridiana παρουσιάζεται στον πίνακα 16. Όπως φαίνεται στον πίνακα 16, για τους σκοπούς της ανάλυσης αποδοτικότητας, η Ιταλία έλαβε υπόψη την περίοδο 2010-2013.

Πίνακας 16

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τη συμφωνία της Meridiana του 2010 για την περίοδο 2010-2013 (σε χιλ. ευρώ)

Έτος

2010

2011

2012

2013

Πρόσθετα κέρδη

– [150-200]

[400-450]

[400-450]

[400-450]

ΚΠΑ (125) (κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας)

[950-1 100]

 

 

 

—   Germanwings

(522)

Οι προβλέψεις κίνησης για την Germanwings βασίζονται στους στόχους ΚΕΚ που προβλέπονται στη συμφωνία του 2007, στις οποίες στηρίζονται οι προσδοκίες της SO.GE.A.AL περί πρόσθετων εσόδων και πρόσθετων δαπανών κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας.

(523)

Τα πρόσθετα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες βασίστηκαν στα δημοσιευμένα αερολιμενικά τέλη και στη συμφωνία του 2007, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις κίνησης. Τα πρόσθετα έσοδα από μη αεροναυτικές υπηρεσίες εκτιμήθηκαν σύμφωνα με την προσέγγιση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 502.

(524)

Οι πρόσθετες δαπάνες βασίστηκαν στα μέσα μοναδιαία τέλη και στις προβλέψεις κίνησης και περιλαμβάνουν την εφάπαξ πληρωμή […] ευρώ κατά το πρώτο έτος, καθώς και τις αμοιβές αναλόγως του αποτελέσματος (η ανάλυση υποθέτει την επίτευξη των στόχων επιβατών της Germanwings). Στον υπολογισμό της ΚΠΑ που παρατίθεται στον πίνακα 17, η ανάλυση παλινδρόμησης βασίστηκε σε στοιχεία κόστους που προηγούνται χρονικά της υπογραφής της συμφωνίας, και συγκεκριμένα σε στοιχεία της περιόδου 1998-2006.

Πίνακας 17

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τη συμφωνία της Germanwings του 2007 (σε χιλ. ευρώ)

Έτος

2007

2008

2009

Πρόσθετα κέρδη

– [130-150]

– [20-30]

– [5-10]

ΚΠΑ (126) (κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας)

– [150-200]

 

 

iii)   Αξιολόγηση

(525)

Η Επιτροπή συμφωνεί με την ορθότητα της προσέγγισης που εφάρμοσε η Ιταλία για την εκτίμηση του αριθμού των επιβατών και τον υπολογισμό στη βάση αυτή των προσδοκώμενων εσόδων από αεροναυτικές και μη αεροναυτικές δραστηριότητες.

(526)

Το ίδιο ισχύει για τον υπολογισμό των πρόσθετων δαπανών, στις οποίες περιλαμβάνονται και πληρωμές μάρκετινγκ. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι η ανάλυση παλινδρόμησης έπρεπε να βασιστεί σε στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή της η So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών και έπρεπε, επομένως, να εφαρμοστεί μόνον για το χρονικό διάστημα προ της υπογραφής των εν λόγω συμφωνιών, δηλαδή, εν προκειμένω, για την περίοδο 1998-2006 για τις συμφωνίες με την Germanwings και τη Volare και για την περίοδο 1998-2009 για τις συμφωνίες με την Alitalia και τη Meridiana.

(527)

Εν αντιθέσει με τις συμφωνίες του 2000, του 2002 και του 2003 με τη Ryanair, για τις οποίες η Επιτροπή δέχθηκε ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστεί ουσιαστική παλινδρόμηση στη βάση εκ των προτέρων στοιχείων κόστους και, επομένως, χρησιμοποιήθηκαν ως υποκατάστατο των προσδοκιών συνετού ΙΕΟΑ κατά τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 491) στοιχεία κόστους για το διάστημα 1998-2008, στην περίπτωση της συμφωνίας του 2007 με την Germanwings και της συμφωνίας του 2010 με τη Meridiana υπάρχουν περισσότερα διαθέσιμα σημεία δεδομένων για τη διενέργεια της παλινδρόμησης σε εκ των προτέρων στοιχεία κόστους, τα οποία θα είχε στη διάθεσή της η So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο σύναψης των εν λόγω συμφωνιών. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι παρόμοια προσέγγιση έγινε δεκτή από την Ιταλία για την ανάλυση των συμφωνιών του 2006 με τη Ryanair, οι οποίες προηγούνται χρονικά της συμφωνίας του 2007 με την Germanwings.

(528)

Επιπλέον, η Επιτροπή σημειώνει ότι η Ιταλία δεν έλαβε υπόψη στην προσέγγισή της τελική αξία η οποία να αφορά τα οφέλη που προέκυψαν μετά τη λήξη της διάρκειας ισχύος των συμφωνιών που σύναψε η So.Ge.A.AL με τις Alitalia, Meridiana, Volare και Germanwings. Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι σύμφωνη με τη συλλογιστική της Επιτροπής, η οποία αναπτύσσεται στις αιτιολογικές σκέψεις 445 έως 450.

(529)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, κατά παρόμοιο τρόπο με τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών του 2006 και του 2010 με τη Ryanair, οι συμφωνίες μάρκετινγκ με τη Meridiana και την Alitalia ίσχυσαν αναδρομικά στο διάστημα από τον Ιούνιο του 2010 έως τον Οκτώβριο του 2010. Η So.Ge.A.AL εξήγησε ότι κατά το εν λόγω διάστημα είχε συζητήσει όρους παρόμοιους με εκείνους της συμφωνίας που υπογράφηκε αργότερα με τη Meridiana και την Alitalia στις 20 Οκτωβρίου 2010. Επομένως, η Επιτροπή συμφωνεί ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση συνάδει με την προσέγγιση ενός ΙΕΟΑ.

(530)

Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι η συμφωνία μάρκετινγκ με τη Meridiana (η οποία ίσχυσε στο διάστημα από τον Ιούνιο του 2010 έως τον Οκτώβριο 2010) προέβλεπε ότι μπορούσε να παραταθεί για την κάλυψη των ετών 2011 και 2012, εάν ο αριθμός των επιβατών που θα μετέφερε η αεροπορική εταιρεία υπερέβαινε τα ελάχιστα κατώτατα όρια που προβλέπονταν σε αυτήν. Η Ιταλία εξήγησε ότι, κατά την υπογραφή των συμφωνιών, η So.Ge.A.AL προσδοκούσε ότι η Meridiana θα επιτύγχανε το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο επιβατικής κίνησης και ότι, επομένως, η Meridiana θα ανανέωνε τη συμφωνία μάρκετινγκ (και επακόλουθα τη συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης) με τη So.Ge.A.AL με παρόμοιους όρους.

(531)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτό το επιχείρημα. Πρώτον, η συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης με τη Meridiana δεν περιείχε καμία ρητή διάταξη σχετικά με την ενδεχόμενη ανανέωσή της. Τέτοια ρήτρα περιείχε μόνον η συμφωνία μάρκετινγκ. Παρότι η Επιτροπή συμφωνεί ότι η ενδεχόμενη παράταση της συμφωνίας μάρκετινγκ, εφόσον η Meridiana επιτύγχανε τους στόχους κίνησης, θα είχε ως αποτέλεσμα την παράταση για ανάλογο χρονικό διάστημα της συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης με τον αερομεταφορέα, παραμένει γεγονός ότι, κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, καμία νομική υποχρέωση δεν δέσμευε τη Meridiana να συνεχίσει τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα πέραν της αρχικής διάρκειας της συμφωνίας, δηλαδή τον Απρίλιο του 2011. Επιπλέον, η συμφωνία μάρκετινγκ υπογράφηκε στις 20 Οκτωβρίου 2010, δηλαδή περισσότερο από έξι μήνες μετά την υπογραφή της συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, τον Απρίλιο του 2010, όταν υπογράφηκε η συμφωνία υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, η So.Ge.A.AL δεν μπορούσε να βασιστεί στην ανανέωση καμίας εκ των συμφωνιών με παρόμοιους όρους, καθώς μια τέτοια ανανέωση ήταν υποθετική. Επομένως, η Επιτροπή εκτιμά ότι η ανάλυση αποδοτικότητας έπρεπε να λάβει υπόψη μόνον την αρχική διάρκεια ενός έτους της συμφωνίας.

(532)

Ταυτόχρονα, η Επιτροπή σημειώνει την προσέγγιση που ακολούθησε η Ιταλία για την αιτιολόγηση των προσδοκιών της So.Ge.A.AL όσον αφορά την ανανέωση της συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης με βάση απλώς το ενδεχόμενο παράτασης της συμφωνίας μάρκετινγκ (και όχι της συμφωνίας υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης). Η Επιτροπή εκτιμά ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση δυσχεραίνει την αποδοχή του επιχειρήματος που διατύπωσαν κατά τη διάρκεια της έρευνας η Ryanair και η AMS ότι η συμφωνία μάρκετινγκ και η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών μπορούν εύκολα να διαχωριστούν.

(533)

Η Επιτροπή προέβη σε αναδιάρθρωση της ανάλυσης βάσει των παρατηρήσεων που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 525 έως 532. Οι προκύπτουσες ΚΠΑ για τις εν λόγω συμφωνίες κατά τον χρόνο σύναψής τους, στο διάστημα για το οποίο προβλεπόταν ότι θα εφαρμοστούν, παρατίθενται στον πίνακα 18.

Πίνακας 18

ΚΠΑ των συμφωνιών μεταξύ της So.Ge.A.AL και των Air One/Alitalia, Meridiana, Volare και Germanwings

Αεροπορική εταιρεία

Περίοδος προβλεπόμενης ισχύος της συμφωνίας

ΚΠΑ κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας (σε χιλ. ευρώ)

Volare

2007-2010

[250-300]

Air One/Alitalia

2010-2015

[12 500-13 000]

Meridiana

2010-2011

– [150-200]

Germanwings

2007-2009

– [150-200]

(534)

Καθώς το προσδοκώμενο προεξοφλημένο αποτέλεσμα είναι αρνητικό για τις συμφωνίες της Meridiana και της Germanwings, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η So.Ge.A.AL δεν ενήργησε ως ΙΕΟΑ συνάπτοντας τις εν λόγω συμφωνίες. Ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα δεν μπορούσε να προσδοκά ότι θα καλύψει τουλάχιστον τις πρόσθετες δαπάνες που θα προέκυπταν από οποιαδήποτε από τις συμβάσεις αυτές. Επομένως, καθώς η So.Ge.A.AL δεν ενήργησε ως ΙΕΟΑ, με την απόφασή της να συνάψει τις συμφωνίες υπό τους συγκεκριμένους όρους χορήγησε οικονομικό πλεονέκτημα στην Germanwings και στη Meridiana.

(535)

Η επισκόπηση των πρόσθετων δαπανών και εσόδων που μπορούσαν να αναμένονται κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών με τη Meridiana και την Germanwings συνοψίζονται στον πίνακα 19.

Πίνακας 19

Πρόσθετη αποδοτικότητα των συμφωνιών με την Germanwings και τη Meridiana

Germanwings

2007

2008

2009

Αναμενόμενος αριθμός επιβατών

15 000

15 000

15 000

Προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες

[…]

[…]

[…]

Προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες

[…]

[…]

[…]

Αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες

[…]

[…]

[…]

Έξοδα στήριξης μάρκετινγκ

[…]

[…]

[…]

Προσδοκώμενο ονομαστικό αποτέλεσμα

– 140 482

– 24 616

– 8 745


Meridiana

2010

Αναμενόμενος αριθμός επιβατών

59 631

Προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες

[…]

Προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες

[…]

Αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες

[…]

Έξοδα στήριξης μάρκετινγκ

[…]

Προσδοκώμενο ονομαστικό αποτέλεσμα

– 175 174

(536)

Αντιθέτως, μπορούσε να αναμένεται ότι οι συμφωνίες με τη Volare και την Alitalia θα οδηγούσαν σε θετικό προεξοφλημένο αποτέλεσμα. Επομένως, συνάπτοντας τις εν λόγω συμφωνίες, η So.Ge.A.AL δεν χορήγησε οικονομικό πλεονέκτημα στους εν λόγω αερομεταφορείς.

iv)   Συμπέρασμα

(537)

Βάσει της ανάλυσης αποδοτικότητας που υπέβαλε η Ιταλία για τις συμφωνίες που σύναψε η So.Ge.A.AL με την Alitalia και τη Volare, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι θα ήταν λογικό για έναν ΙΕΟΑ, καθοδηγούμενο από προοπτικές αποδοτικότητας, να δεχθεί τους όρους των εν λόγω συμφωνιών κατά την ημερομηνία της υπογραφής τους. Επομένως, οι εν λόγω συμφωνίες δεν συνεπάγονται ενίσχυση προς τους αερομεταφορείς.

(538)

Ωστόσο, βάσει της εκτίμησης που αναπτύσσεται στις αιτιολογικές σκέψεις 525 έως 536, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν λογικό για τη So.Ge.A.AL να συνάψει τις συμφωνίες με τη Meridiana και την Germanwings. Καθεμία από τις συμφωνίες αυτές συνεπάγεται οικονομικό πλεονέκτημα προς τον αντίστοιχο αερομεταφορέα.

Συμφωνίες με τις bmibaby, Air Italy και Air Vallée

(539)

Όπως προαναφέρθηκε, με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2014, η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας των συμφωνιών που σύναψε η So.Ge.A.AL με τις άλλες αεροπορικές εταιρείες που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, δηλαδή τις bmibaby, Air Italy και Air Vallée.

(540)

Οι σχετικές συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης οι οποίες υπογράφηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και των Air Italy, Air Vallée και bmibaby συνοψίζονται στον πίνακα 20:

Πίνακας 20

Συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης με τις bmibaby, Air Italy και Air Vallée

Αεροπορική εταιρεία

Προβλεπόμενη διάρκεια της συμφωνίας

Τέλος υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης ανά άφιξη και αναχώρηση αεροσκάφους

Air Italy

1 Ιουνίου 2008 — 31 Δεκεμβρίου 2010

600

Air Vallée

9 Αυγούστου 2010 — 30 Αυγούστου 2010

300

Bmbaby

29 Μαΐου 2010 — 30 Σεπτεμβρίου 2010

700

(541)

Η μεθοδολογία που εφάρμοσε η Ιταλία για να εξετάσει την πρόσθετη αποδοτικότητα των συμφωνιών που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και των Air Italy, Air Vallée και bmibaby περιγράφεται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 542 έως 545.

(542)

Τα πρόσθετα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν έσοδα από τέλη προσγείωσης, τέλη διακίνησης αποσκευών, τέλη επιβατών, χρεώσεις εξυπηρέτησης αεροσκαφών και έκδοσης εισιτηρίων. Όλα τα τέλη, εκτός των τελών υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, βασίζονταν στο δημοσιευμένο καθεστώς τελών του αερολιμένα. Τα πρόσθετα έσοδα από μη αεροναυτικές υπηρεσίες εκτιμήθηκαν σύμφωνα με την προσέγγιση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 502.

(543)

Στις αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες περιλαμβάνονται δαπάνες που σχετίζονται με το προσωπικό (127), τις υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης, τα αγαθά, τις υπηρεσίες και τα υλικά, καθώς και μέρος των δαπανών της σύμβασης παραχώρησης της So.Ge.A.AL. Καθώς οι σχετικές συμφωνίες οι οποίες υπογράφηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL και των Air Vallée και bmibaby δεν αφορούσαν υπηρεσίες μάρκετινγκ, η ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη πληρωμές μάρκετινγκ. Διενεργήθηκε ανάλυση παλινδρόμησης στους αριθμούς επιβατών και στις δαπάνες σε επίπεδο αερολιμένα βάσει εκ των προτέρων στοιχείων τα οποία θα είχε στη διάθεσή της η So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο σύναψης των εν λόγω συμφωνιών, και συγκεκριμένα την περίοδο 1998 — 2007 για τη συμφωνία με την Air Italy και την περίοδο 1998 — 2009 για τις συμφωνίες με τις Air Vallée και bmibaby.

(544)

Στον πίνακα 21 συνοψίζονται τα πρόσθετα κέρδη που προσδοκούσε η So.Ge.A.AL από τη συμφωνία με την Air Italy. Η ΚΠΑ των πρόσθετων κερδών που μπορούσε να προσδοκά η So.Ge.A.AL από τη συμφωνία με την Air Italy ανέρχεται σε 99 330 ευρώ (128).

Πίνακας 21

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τη συμφωνία της Air Italy του 2008 (σε ευρώ)

Έτος

2008

2009

2010

Πρόσθετα κέρδη

[30 000-40 000]

[30 000-40 000]

[30 000-40 000]

ΚΠΑ (129) (κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας)

[90 000-110 000]

 

 

(545)

Στον πίνακα 22 συνοψίζονται τα πρόσθετα κέρδη που προσδοκούσε η So.Ge.A.AL από τις συμφωνίες με τις Air Vallée και bmibaby. Η ΚΠΑ των πρόσθετων κερδών που μπορούσε να προσδοκά η So.Ge.A.AL από τις συμφωνίες με τις Air Vallée και bmibaby ανέρχεται σε 3 399 ευρώ και 25 330 ευρώ, αντίστοιχα (130). Σύμφωνα με την Ιταλία, οι εκτιμήσεις της ΚΠΑ είναι σχετικά χαμηλές επειδή οι συμφωνίες που συνάφθηκαν μεταξύ της So.Ge.A.AL, της Air Vallée και της bmibaby αναμένονταν να καλύψουν διάστημα μόλις ενός έτους (ή και λιγότερο).

Πίνακας 22

ΚΠΑ των προσδοκώμενων ταμειακών ροών από τις συμφωνίες με τις Air Vallée και bmibaby (σε ευρώ)

 

Air Vallée

Bmibaby

Πρόσθετα κέρδη

[3 000-3 500]

[25 000-26 000]

(546)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσέγγιση που εφάρμοσε η Ιταλία για την εκτίμηση του αριθμού επιβατών και τον υπολογισμό των προσδοκώμενων εσόδων από αεροναυτικές και μη αεροναυτικές δραστηριότητες και των πρόσθετων δαπανών των συμφωνιών που σύναψε η So.Ge.A.AL με τις Air Italy, Air Vallée και bmibaby είναι ίδια με εκείνη που χρησιμοποίησε για τις συμφωνίες με τους άλλους αερομεταφορείς. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι εν λόγω συμφωνίες αναμένονταν να είναι αποδοτικές για τη So.Ge.A.AL κατά τον χρόνο υπογραφής τους.

12.2.1.3.   Επιλεκτικότητα

(547)

Το οικονομικό πλεονέκτημα που προσδιορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 534 χορηγήθηκε σε επιλεκτική βάση, καθώς επωφελήθηκαν από αυτό μόνον η Meridiana και η Germanwings. Το πλεονέκτημα απορρέει από συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών και συμφωνίες μάρκετινγκ που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης χωριστά από τους δύο αερομεταφορείς, οι οποίες δεν συνάφθηκαν με τους ίδιους όρους που ίσχυαν για τους άλλους αερομεταφορείς που δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα. Πράγματι, η Επιτροπή επισημαίνει ότι όλες οι συμφωνίες που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας στην παρούσα υπόθεση παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές και έχουν ως αποτέλεσμα διαφορετικές ταμειακές ροές μεταξύ της So.Ge.A.A.AL και των αερομεταφορέων που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα Alghero.

12.2.1.4.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στο εμπόριο

(548)

Ένα μέτρο που χορηγείται από το Δημόσιο θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, όταν είναι ικανό να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση της δικαιούχου επιχείρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες ανταγωνίζεται (131). Για πρακτικούς λόγους, η νόθευση του ανταγωνισμού τεκμαίρεται μόλις το Δημόσιο παράσχει οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε ελευθερωμένο τομέα όπου υπάρχει (ή τουλάχιστον θα μπορούσε να υπάρχει) ανταγωνισμός. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης, οι ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά είναι ικανές να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (132).

(549)

Από την έναρξη ισχύος της τρίτης δέσμης μέτρων για την ελευθέρωση των αεροπορικών μεταφορών την 1η Ιανουαρίου 1993 (133), οι αερομεταφορείς μπορούν να εκτελούν ελεύθερα πτήσεις σε ενδοευρωπαϊκές συνδέσεις. Όπως παρατηρεί το Δικαστήριο,

«όταν μία επιχείρηση δρα σε κάποιο τομέα […] όπου υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός από παραγωγούς διαφόρων κρατών μελών, κάθε ενίσχυση που λαμβάνει από το δημόσιο είναι δυνατό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να θίξει τον ανταγωνισμό, στο μέτρο που η διατήρησή της στην αγορά εμποδίζει τους ανταγωνιστές να αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά και μειώνει τις δυνατότητές τους να αυξήσουν τις εξαγωγές τους» (134).

(550)

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η So.Ge.A.AL χορήγησε επιλεκτικό πλεονέκτημα στην Germanwings και στη Meridiana. Οι εν λόγω αεροπορικές εταιρείες δραστηριοποιούνται σε ελευθερωμένη, ανταγωνιστική αγορά και το πλεονέκτημα που έλαβαν μπορούσε να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση τους στην αγορά υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών προς/από τον αερολιμένα Alghero εις βάρος άλλων αερομεταφορέων της Ένωσης. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην Germanwings και στη Meridiana μπορεί να προκαλέσει νόθευση του ανταγωνισμού και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

12.2.1.5.   Συμπέρασμα σχετικά με τις συμφωνίες που συνάφθηκαν με τις αεροπορικές εταιρείες

(551)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που εφάρμοσε η So.Ge.A.AL βάσει της συμφωνίας του 2010 με τη Meridiana και της συμφωνίας του 2007 με την Germanwings περιλάμβαναν κρατική ενίσχυση προς τις συγκεκριμένες αεροπορικές εταιρείες, ύψους περίπου 175 174 ευρώ και 140 482 ευρώ, αντίστοιχα. Δεδομένου ότι η ενίσχυση που συνεπάγεται καθεμία από τις συμφωνίες αυτές τέθηκε σε εφαρμογή χωρίς την έγκριση της Επιτροπής, συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση.

12.2.2.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης για τις αεροπορικές εταιρείες

(552)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές ορίζουν ότι:

«η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές σε όλα τα κοινοποιούμενα μέτρα ενίσχυσης για την έναρξη νέων γραμμών για τα οποία θα κληθεί να εκδώσει απόφαση από τις 4 Απριλίου 2014, ακόμη και αν τα μέτρα είχαν κοινοποιηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή θα εφαρμόζει για τις παράνομες ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών τους κανόνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν θα εφαρμόζει τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές για τις παράνομες ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών οι οποίες έχουν χορηγηθεί πριν από τις 4 Απριλίου 2014.».

(553)

Ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές ορίζουν ότι:

«Η Επιτροπή θα εξετάζει τη συμβατότητα […] κάθε ενίσχυσης για την έναρξη νέας γραμμής, η οποία χορηγείται χωρίς την έγκρισή της και άρα κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της Συνθήκης [νυν άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης], με βάση τις παρούσες κατευθύνσεις, εφόσον η ενίσχυση άρχισε να χορηγείται μετά τη δημοσίευση των κατευθύνσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

(554)

Καθώς οι συμφωνίες με τη Meridiana και την Germanwings συνάφθηκαν μετά τη δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές στην Επίσημη Εφημερίδα στις 9 Δεκεμβρίου 2005, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν την εφαρμοστέα νομική βάση για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των συμφωνιών με την εσωτερική αγορά.

12.2.2.1.   Αξιολόγηση του συμβιβάσιμου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές

(555)

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές ορίζουν στο σημείο 79 σειρά προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται ώστε οι ενισχύσεις για την έναρξη νέων γραμμών να χαρακτηριστούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

i)   Οι ενισχύσεις να καταβάλλονται σε αερομεταφορείς, κατόχους ισχύουσας άδειας εκμετάλλευσης, η οποία τους έχει χορηγηθεί από κράτος μέλος κατ' εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92

(556)

Στην παρούσα υπόθεση οι δικαιούχοι είναι αερομεταφορείς όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 (135). Ως εκ τούτου, πληρούται η πρώτη προϋπόθεση που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

ii)   Οι ενισχύσεις να καταβάλλονται για δρομολόγια που συνδέουν έναν περιφερειακό αερολιμένα των κατηγοριών Γ και Δ με άλλον αερολιμένα της Ένωσης

(557)

Από το 2005 ο αερολιμένας Alghero χαρακτηρίζεται περιφερειακός αερολιμένας της κατηγορίας Γ βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Η ενίσχυση χορηγήθηκε σε αεροπορικές εταιρείες οι οποίες ξεκίνησαν νέα δρομολόγια από τον αερολιμένα Alghero προς άλλους αερολιμένες στην Ένωση. Συνεπώς, πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση.

iii)   Οι ενισχύσεις εφαρμόζονται μόνον για την έναρξη νέων δρομολογίων ή νέων συχνοτήτων, με στόχο την αύξηση του καθαρού όγκου επιβατών. Οι ενισχύσεις δεν πρέπει να ενθαρρύνουν την απλή μετατόπιση της κίνησης από μια γραμμή ή αεροπορική εταιρεία σε άλλη. Δεν πρέπει ιδίως να επιφέρουν αδικαιολόγητη εκτροπή της κίνησης ως προς τη συχνότητα και τη βιωσιμότητα υπαρχόντων δρομολογίων που αναχωρούν από άλλο αερολιμένα ευρισκόμενο στην ίδια πόλη, το ίδιο αστικό συγκρότημα (136) ή το ίδιο σύστημα αερολιμένων (137), τα οποία εξυπηρετούν τον ίδιο ή παρεμφερή προορισμό σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια

(558)

Η ενίσχυση χορηγήθηκε για να ενθαρρυνθούν αεροπορικές εταιρείες να ξεκινήσουν νέα δρομολόγια από τον αερολιμένα Alghero προς έναν ή περισσότερους προορισμούς στην Ένωση, οδηγώντας με τον τρόπο αυτό στην αύξηση του καθαρού όγκου επιβατών. Δεν υπάρχει άλλος αερολιμένας στην ίδια πόλη ή στο ίδιο αστικό συγκρότημα. Επιπλέον, κανένα από τα εν λόγω δρομολόγια δεν εξυπηρετείται από σιδηροδρομική υπηρεσία υψηλής ταχύτητας. Ως εκ τούτου, πληρούται η τρίτη προϋπόθεση που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

iv)   Η γραμμή για την οποία χορηγείται ενίσχυση πρέπει μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί βιώσιμη, δηλαδή να καλύπτει τουλάχιστον το κόστος της, χωρίς δημόσια χρηματοδότηση. Για το λόγο αυτό, οι ενισχύσεις για την έναρξη νέων γραμμών πρέπει να μειώνονται προοδευτικά και να είναι χρονικά περιορισμένες

(559)

Η ενίσχυση προς την Germanwings και τη Meridiana περιορίστηκε στη διάρκεια των συμφωνιών που συνάφθηκαν με τη So.Ge.A.AL, και συγκεκριμένα ένα και τρία έτη αντίστοιχα. Ωστόσο, δεν τέθηκε καμία προϋπόθεση στις συμφωνίες, βάσει της οποίας τα δρομολόγια που θα εκτελούσαν οι αερομεταφορείς από τον αερολιμένα Alghero έπρεπε εντέλει να είναι αυτοτελώς αποδοτικά. Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι, παρότι το ύψος της ενίσχυσης που έλαβε η Germanwings, όπως αναφέρεται στον πίνακα 19, μειωνόταν προοδευτικά, η Germanwings διέκοψε τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα Alghero το 2007 και, επομένως, δεν λειτούργησε ποτέ χωρίς δημόσια χρηματοδότηση.

v)   Το ύψος της ενίσχυσης πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις επιλέξιμες δαπάνες

(560)

Στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές οι επιλέξιμες δαπάνες ορίζονται ως «το πρόσθετο κόστος της έναρξης νέων γραμμών που αφορά την έναρξη της νέας γραμμής ή τη συχνότητά της, το οποίο ο αερομεταφορέας δεν θα μπορούσε να αναλάβει υπό κανονικούς ρυθμούς». Η Ιταλία δεν υποστήριξε ότι η χρηματοδότηση προς την Germanwings και τη Meridiana περιορίστηκε στην κάλυψη επιλέξιμων δαπανών και ότι δεν θα επιδοτούνταν πάγιες δαπάνες λειτουργίας. Συνεπώς, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται.

vi)   Η προοδευτικά μειούμενη ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί για μέγιστη διάρκεια τριών ετών Το ύψος της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβαίνει, κάθε έτος, το 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους του έτους αυτού και, ως προς τη διάρκεια της ενίσχυσης, το 30 % κατά μέσο όρο του επιλέξιμου κόστους

(561)

Στις συμφωνίες με τις εν λόγω αεροπορικές εταιρείες δεν γίνεται καμία αναφορά στις δαπάνες των αεροπορικών εταιρειών και δεν προβλέπεται ότι η ενίσχυση πρέπει να περιορίζεται σε συγκεκριμένο ποσοστό των επιλέξιμων δαπανών. Η Επιτροπή θεωρεί συνεπώς ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται.

vii)   Η περίοδος κατά την οποία χορηγείται ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής σε μια εταιρεία πρέπει να είναι ουσιαστικά μικρότερη από εκείνη για την οποία η εταιρεία δεσμεύεται να ασκήσει τις δραστηριότητές της με σημείο αναχώρησης τον συγκεκριμένο αερολιμένα

(562)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν επιβλήθηκε καμία προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία τα δρομολόγια που θα ξεκινούσαν οι αερομεταφορείς έπρεπε να είναι βιώσιμα μετά την περίοδο επιδότησης της λειτουργίας τους.

viii)   H καταβολή της ενίσχυσης πρέπει να συνδέεται με την πραγματική αύξηση του αριθμού μεταφερόμενων επιβατών

(563)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι υπάρχει σαφής σύνδεσμος μεταξύ του αριθμού των μεταφερόμενων επιβατών και του ύψους της ενίσχυσης. Ειδικότερα, οι συμφωνίες με την Germanwings και τη Meridiana προβλέπουν αμοιβή αναλόγως του αποτελέσματος την οποία έπρεπε να καταβάλει η So.Ge.A.AL, εάν οι αεροπορικές εταιρείες επιτύγχαναν τους στόχους επιβατικής κίνησης που είχαν τεθεί.

ix)   Κάθε δημόσια οντότητα που προτίθεται να χορηγήσει σε μια εταιρεία, μέσω ενός αερολιμένα ή όχι, ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής, οφείλει να δημοσιοποιεί την πρόθεσή της εντός προθεσμίας, ικανής να επιτρέψει σε όλες τις ενδιαφερόμενες αεροπορικές εταιρείες να προτείνουν δρομολόγια. Η εν λόγω γνωστοποίηση περιλαμβάνει ιδίως περιγραφή του δρομολογίου, καθώς και τα στοχοθετημένα κριτήρια ως προς το ύψος και τη διάρκεια της ενίσχυσης

(564)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ιταλία υποστήριξε ότι η πρόθεση του αερολιμένα να συνάψει συμφωνίες με αεροπορικές εταιρείες που ενδιαφέρονταν να ξεκινήσουν νέα δρομολόγια με αναχώρηση από τον αερολιμένα Alghero είχε δημοσιοποιηθεί επαρκώς στους δυνητικούς ενδιαφερόμενους αερομεταφορείς. Ωστόσο, δεν προσκομίστηκε κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο αερολιμένας Alghero γνωστοποίησε εμπρόθεσμα και με επαρκή δημοσιότητα την πρόθεσή του να χορηγήσει ενίσχυση στις αεροπορικές εταιρείες καθώς και τις προϋποθέσεις χορήγησης της εν λόγω ενίσχυσης. Επομένως, η διαδικασία επιλογής των αερομεταφορέων δεν ήταν επαρκώς σαφής ώστε να διασφαλίζεται η μη διακριτική μεταχείριση των υποψηφίων ενδιαφερόμενων αερομεταφορέων.

x)   Κάθε αεροπορική εταιρεία, η οποία προτείνει ένα δρομολόγιο σε μια δημόσια οντότητα που επιθυμεί να χορηγήσει ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής, οφείλει να υποβάλει κατά την κατάθεση υποψηφιότητάς της επιχειρηματικό σχέδιο, όπου αποδεικνύεται η βιωσιμότητα της νέας γραμμής, επί μια μεγάλη περίοδο, μετά τη λήξη της ενίσχυσης. Η δημόσια οντότητα πρέπει να πραγματοποιήσει, πριν χορηγήσει την ενίσχυση, ανάλυση των επιπτώσεων της νέας γραμμής στις ανταγωνιστικές γραμμές

(565)

Ούτε η Ιταλία ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία κατά την έρευνα σύμφωνα με τα οποία οι αερομεταφορείς έπρεπε να παράσχουν εκ των προτέρων επιχειρηματικό σχέδιο για τα επίμαχα δρομολόγια για να καταδειχθεί η βιωσιμότητα του σχετικού δρομολογίου σε αυτοτελή βάση ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα. Ούτε η So.Ge.A.AL ισχυρίστηκε ότι διενήργησε αξιολόγηση των επιπτώσεων των επίμαχων νέων δρομολογίων στα άλλα δρομολόγια. Συνεπώς, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται.

xi)   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να δημοσιεύεται κάθε χρόνο, για κάθε αερολιμένα, κατάλογος με τις επιδοτούμενες γραμμές, όπου αναγράφεται για κάθε γραμμή η πηγή δημόσιας χρηματοδότησης, η δικαιούχος εταιρεία, το ύψος των καταβαλλόμενων ενισχύσεων και ο αντίστοιχος αριθμός επιβατών

(566)

Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο αερολιμένας Alghero δημοσίευε σε ετήσια βάση τον κατάλογο των δρομολογίων που λάμβαναν δημόσια χρηματοδότηση, αναφέροντας την πηγή της χρηματοδότησης, τον αερομεταφορέα, το ύψος της πράγματι καταβληθείσας ενίσχυσης και τον αριθμό των μεταφερόμενων επιβατών. Συνεπώς, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται.

xii)   Όταν εφαρμόζονται οι εν λόγω οδηγίες, πρέπει να προβλέπονται μηχανισμοί προσφυγής σε επίπεδο κρατών μελών για να επανορθώνεται οιαδήποτε διάκριση στη χορήγηση των ενισχύσεων

(567)

Η Ιταλία δεν υποστήριξε ότι προβλέπονταν μηχανισμοί προσφυγής για τον χειρισμό καταγγελιών σχετικά με τη χορήγηση της ενίσχυσης στους αερομεταφορείς που εκτελούσαν δρομολόγια από τον αερολιμένα Alghero. Συνεπώς, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται.

xiii)   Εφαρμόζονται μηχανισμοί επιβολής κυρώσεων εφόσον κάποιος αερομεταφορέας δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι ενός αερολιμένα κατά την καταβολή της ενίσχυσης. Ο αερολιμένας θα εξασφαλίζει ότι η αεροπορική εταιρεία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της με ένα σύστημα επιστροφής της ενίσχυσης ή παρακράτησης μιας εγγύησης κατατεθειμένης εξαρχής

(568)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι συμφωνίες με τους αερομεταφορείς προβλέπουν σύστημα επιβολής κυρώσεων στην περίπτωση που οι αεροπορικές εταιρείες δεν επιτυγχάνουν τους στόχους κίνησης που προβλέπονται σε αυτές. Συνεπώς, η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται.

xiv)   Οι ενισχύσεις για την έναρξη νέας γραμμής δεν επιτρέπεται να σωρεύονται με άλλους τύπους χορηγούμενων ενισχύσεων για την εκμετάλλευση μιας γραμμής, όπως είναι οι ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα σε ορισμένες κατηγορίες επιβατών ή οι αποζημιώσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Οι ενισχύσεις αυτές δεν θα επιτρέπεται επίσης να χορηγούνται όταν την πρόσβαση σε ένα δρομολόγιο έχει μόνον ένας αερομεταφορέας σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92, και ιδίως σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ) του εν λόγω άρθρου. Δεν θα επιτρέπεται επίσης, σύμφωνα με τους κανόνες της αναλογικότητας, να σωρεύονται με άλλες ενισχύσεις για το ίδιο κόστος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καταβάλλονται από άλλο κράτος

(569)

Η Ιταλία επιβεβαίωσε ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν χορηγήθηκε για την έναρξη δρομολογίων που υπόκεινται σε υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008. Ωστόσο, η Ιταλία δεν επιβεβαίωσε ότι η ενίσχυση δεν σωρεύτηκε με άλλη ενίσχυση για την κάλυψη των ίδιων δαπανών.

(570)

Επομένως, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στις αεροπορικές εταιρείες δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Ως εκ τούτου, η κρατική ενίσχυση που εφαρμόστηκε για τη Meridiana και την Germanwings συνιστά παράνομη και μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση η οποία πρέπει να ανακτηθεί.

12.3.   ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ

(571)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπιστώνει τα εξής:

α)

η Ιταλία εφάρμοσε επενδυτική ενίσχυση στον αερολιμένα Alghero κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Η επενδυτική ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης·

β)

οι επιδοτήσεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 257 οι οποίες χορηγήθηκαν στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένα Alghero πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης·

γ)

η Ιταλία εφάρμοσε ενίσχυση λειτουργίας στον αερολιμένα Alghero κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Η ενίσχυση λειτουργίας είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης·

δ)

οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών (ή παροχής υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης) και οι συμφωνίες μάρκετινγκ που σύναψε η So.Ge.A.AL με τις Ryanair, Air One/Alitalia, Volare, bmibaby, Air Vallée και Air Italy δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση·

ε)

οι συμφωνίες υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και μάρκετινγκ που σύναψε η So.Ge.A.AL με τη Meridiana και την Germanwings συνιστούν παράνομη και μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση.

13.   ΑΝΆΚΤΗΣΗ

(572)

Σύμφωνα με τη Συνθήκη και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ενίσχυση (138) όταν διαπιστωθεί το ασυμβίβαστο της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Επίσης, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση του κράτους να καταργήσει την ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έχει θεωρήσει μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά σκοπό έχει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (139). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο στόχος έχει επιτευχθεί όταν ο λαβών την ενίσχυση έχει αποδώσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομων ενισχύσεων, χάνοντας με τον τρόπο αυτό το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, και όταν επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής κατάσταση (140).

(573)

Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (141) προβλέπει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

(574)

Επομένως, η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στον πίνακα 19 και εφαρμόστηκε υπέρ της Meridiana και της Germanwings πρέπει να επιστραφεί στην Ιταλία στον βαθμό που καταβλήθηκε.

(575)

Όσον αφορά τα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη την εκ των προτέρων ανάλυση των αναμενόμενων πρόσθετων δαπανών και εσόδων των συμφωνιών, όπως παρατίθενται στον πίνακα 19, με τις ακόλουθες πρόσθετες παρατηρήσεις:

α)

Για κάθε επίμαχη συμφωνία ή συνδυασμό συμφωνιών, το ετήσιο προς ανάκτηση ποσό πρέπει να αντιστοιχεί στις ετήσιες αρνητικές πρόσθετες ταμειακές ροές κατά τον χρόνο που ελήφθη η απόφαση υπογραφής της συμφωνίας για κάθε έτος εφαρμογής της σύμβασης. Οι αρνητικές αυτές ταμειακές ροές αντιστοιχούν στο ποσό χρηματοδότησης που απαιτείται για να καταστεί θετική η καθαρή παρούσα αξία της συμφωνίας και, επομένως, για να είναι η συμφωνία συμβιβάσιμη με την αγορά.

β)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το χρονικό πλαίσιο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ανάλυση αποδοτικότητας όσον αφορά την Germanwings είναι το 2007. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 117, η Germanwings δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα Alghero μόνον το 2007. Πράγματι, το πραγματικό πλεονέκτημα που έλαβε η αεροπορική εταιρεία περιορίζεται στην πραγματική διάρκεια της επίμαχης συμφωνίας, καθώς, μετά την καταγγελία της συμφωνίας, η Germanwings δεν έλαβε άλλο πλεονέκτημα από τον αερολιμένα.

(576)

Στον πίνακα 23 παρουσιάζονται τα ενδεικτικά ποσά ανάκτησης (αρνητικές πρόσθετες ροές) με τις αντίστοιχες μειώσεις για τη συμφωνία της Germanwings που δεν ίσχυσε για ολόκληρη την προβλεπόμενη διάρκεια.

Πίνακας 23

Πληροφορίες σχετικά με τα εισπραχθέντα, προς ανάκτηση και ήδη ανακτηθέντα ποσά ενισχύσεων

Ταυτότητα του δικαιούχου

Συνολικό ενδεικτικό ύψος της ενίσχυσης που εισπράχθηκε (σε ευρώ)

Συνολικό ενδεικτικό ποσό της προς ανάκτηση ενίσχυσης (σε ευρώ)

(αρχικό κεφάλαιο)

Συνολικό ήδη επιστραφέν ποσό (σε ευρώ)

Αρχικό κεφάλαιο

Τόκοι ανάκτησης

Germanwings

140 482

140 482

 

 

Meridiana

175 174

175 174

 

 

(577)

Για να ληφθεί υπόψη το πραγματικό πλεονέκτημα που έλαβαν οι αεροπορικές εταιρείες και οι θυγατρικές τους βάσει των συμφωνιών, τα ποσά που περιλαμβάνονται στον πίνακα 23 μπορούν να προσαρμοστούν, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Ιταλία, βάσει i) της διαφοράς μεταξύ, αφενός, των πραγματικών πληρωμών όπως παρουσιάστηκαν εκ των υστέρων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τις αεροπορικές εταιρείες σε σχέση με τα αερολιμενικά τέλη, και, αφετέρου, των προβλεπόμενων ταμειακών ροών (εκ των προτέρων) για τα συγκεκριμένα στοιχεία εσόδων τα οποία παρατίθενται στον πίνακα 19, και ii) της διαφοράς μεταξύ, αφενός, των πραγματικών πληρωμών μάρκετινγκ όπως παρουσιάστηκαν εκ των υστέρων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις αεροπορικές εταιρείες βάσει των συμφωνιών μάρκετινγκ και, αφετέρου, των εξόδων μάρκετινγκ όπως προβλέφθηκαν εκ των προτέρων, τα οποία αντιστοιχούν στα ποσά που αναφέρονται στον πίνακα 19.

(578)

Επιπλέον, η Ιταλία πρέπει να προσθέσει στο ποσό της ενίσχυσης τους τόκους ανάκτησης, οι οποίοι υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου έως την ημερομηνία της ανάκτησής της (142), σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (143). Καθώς εν προκειμένω οι ταμειακές ροές που αντιστοιχούν στα ποσά της ενίσχυσης είναι σύνθετες και καταβλήθηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες στη διάρκεια του έτους και αμφότερες οι συμβάσεις ίσχυσαν μόνον για ένα έτος η καθεμία, η Επιτροπή θεωρεί αποδεκτό να θεωρηθεί για τον υπολογισμό των τόκων ανάκτησης ότι ο χρόνος καταβολής της ενίσχυσης στην Germanwings και στη Meridiana είναι η ημερομηνία (πρόωρης) καταγγελίας των αντίστοιχων συμφωνιών.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Οι άμεσες επιχορηγήσεις για υποδομές, εξαρτήματα και έργα και για εξοπλισμό που χορηγήθηκαν από την Ιταλία στον αερολιμένα Alghero συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε από την Ιταλία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

2.   Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

Άρθρο 2

1.   Οι εισφορές κεφαλαίου που τέθηκαν σε εφαρμογή από την Ιταλία για τον αερολιμένα Alghero συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε από την Ιταλία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

2.   Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

Άρθρο 3

Τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή από την Ιταλία για τις αεροπορικές εταιρείες Ryanair, Air One/Alitalia, Volare, bmibaby, Air Vallée και Air Italy δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

Άρθρο 4

1.   Τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή από την Ιταλία για τις αεροπορικές εταιρείες Meridiana και Germanwings συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε από την Ιταλία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

2.   Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 5

1.   Η Ιταλία ανακτά από τους δικαιούχους τις ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4.

2.   Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

4.   Η Ιταλία ακυρώνει τη χορήγηση οποιασδήποτε εκκρεμούσας ενίσχυσης αναφέρεται στο άρθρο 4 από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 6

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Η Ιταλία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

Άρθρο 7

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που εισέπραξαν οι δικαιούχοι·

β)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

γ)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

δ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.   Η Ιταλία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 4. Υποβάλλει αμέσως, έπειτα από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 8

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 1η Οκτωβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 38 της 12.2.2008, σ. 19 και ΕΕ C 40 της 12.2.2013, σ. 15.

(2)  Απόφαση της 10ης Μαΐου 2006 στην υπόθεση T-395/04, Air One SpA κατά Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συλλογή 2006, σ. II-1347.

(3)  ΕΕ C 12 της 17.1.2008, σ. 7.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(5)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(6)  ΕΕ C 99 της 4.4.2014, σ. 3.

(7)  ΕΕ C 312 της 9.12.2005, σ. 1.

(8)  Βλέπε http://servizi.aci.it/distanze-chilometriche-web.

(9)  Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ιταλία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η διάδοχος εταιρεία της Volare είναι η CAI Second S.p.A, θυγατρική της Alitalia — Compagnia Aerea Italiana SpA Ομοίως, η Air One SpA συγχωνεύθηκε με την Alitalia — Compagnia Aerea Italiana S.p.A.

(10)  Η RAS κατέχει το 100 % του μετοχικού κεφαλαίου της SFIRS. Η SFIRS καταρτίζει σχέδια και προγράμματα και συντάσσει κατευθυντήριες γραμμές με στόχο την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιφέρειας.

(11)  Οι αερολιμενικές υποδομές ανήκουν στην κυριότητα της ENAC, η οποία τις εκμεταλλεύεται είτε άμεσα είτε με ανάθεση σε τρίτους μέσω συμβάσεων παραχώρησης. Κατά παράδοση, στην Ιταλία υπήρχαν τέσσερα είδη μοντέλων διαχείρισης των αερολιμένων: i) άμεση διαχείριση των αερολιμένων από το κράτος, το οποίο ήταν αρμόδιο για την κατασκευή και τη συντήρηση όλων των αερολιμενικών υποδομών, και το οποίο κάλυπτε όλες τις δαπάνες και εισέπραττε όλα τα έσοδα· ii) διαχείριση των αερολιμένων στο πλαίσιο σύμβασης προσωρινής παραχώρησης, οπότε στην περίπτωση αυτή ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα μπορούσε, βάσει προσωρινής άδειας, να εκμεταλλεύεται τις αερολιμενικές υποδομές και να εισπράττει τα έσοδα από τις εμπορικές δραστηριότητες· iii) διαχείριση των αερολιμένων στο πλαίσιο σύμβασης μερικής παραχώρησης, οπότε στην περίπτωση αυτή ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα εισέπραττε όλα τα έσοδα που προέκυπταν από τη χρήση των επιβατικών και εμπορευματικών τερματικών σταθμών και των βασικών αερολιμενικών υπηρεσιών (π.χ. επίγεια εξυπηρέτηση), ενώ το κράτος εισέπραττε, μέσω της ENAC, όλα τα έσοδα από τα αερολιμενικά τέλη (τέλη προσγείωσης και αναχώρησης, τέλη στάθμευσης αεροσκαφών και τέλη επιβίβασης επιβατών)· iv) διαχείριση των αερολιμένων στο πλαίσιο σύμβασης ολικής παραχώρησης, οπότε στην περίπτωση αυτή ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα ήταν αρμόδιος για τη διαχείριση όλων των υποδομών (συμπεριλαμβανομένου του ελεγχόμενου χώρου του αερολιμένα) και την παροχή όλων των αερολιμενικών υπηρεσιών και εισέπραττε όλα τα έσοδα που προέκυπταν από τις δραστηριότητες του αερολιμένα για μέγιστη χρονική περίοδο σαράντα ετών. Από το 2007, η ENAC δύναται να αναθέτει προσωρινά στους αναδόχους συμβάσεων μερικής παραχώρησης (περιλαμβανομένων των συμβάσεων παραχώρησης που αναθέτουν προσωρινά μόνον τη διαχείριση των υποδομών) τη διαχείριση του αερολιμένα στο πλαίσιο καθεστώτος ολικής διαχείρισης, περιορίζοντας το δικαίωμα χρήσης των εσόδων από τα δικαιώματα των χρηστών στη λήψη των επειγόντων μέτρων που απαιτούνται ώστε ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα να είναι σε θέση να ασκεί τη δραστηριότητά του, όπως προβλέπεται σε σχετικό σχέδιο δράσης (Piano di interventi).

(12)  Το διυπουργικό διάταγμα αριθ. 125 T για την ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης στην So.Ge.A.AL εκδόθηκε στις 3 Αυγούστου 2007.

(13)  Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι δραστηριότητες που εμπίπτουν συνήθως στην αρμοδιότητα του κράτους κατά την άσκηση των εξουσιών του ως δημόσιας αρχής δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα και δεν εμπίπτουν εν γένει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Βλέπε, εν προκειμένω, υπόθεση C-118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2599, σκέψεις 7 και 8, υπόθεση C-30/87 Bodson κατά Pompes funèbres des régions libérées, Συλλογή 1988, σ. I-2479, σκέψη 18, υπόθεση C-364/92 SAT κατά Eurocontrol, Συλλογή 1994, σ. I-43, σκέψη 30, και υπόθεση C-113/07 P, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-2207, σκέψη 71.

(14)  Σε απάντηση στο αίτημα της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2014, για την παροχή πληροφοριών.

(15)  Άρθρο 4 παράγραφοι 7 και 8 και άρθρο 11 της σύμβασης του 2007.

(16)  Παράρτημα 22 της επιστολής της Ιταλίας της 10ης Ιουνίου 2014.

(17)  Επιπλέον του τέλους παραχώρησης που καταβαλλόταν για τη διαχείριση του αερολιμένα, διότι η So.Ge.A.AL κατέβαλε επίσης κατά το έτος 2005 «τέλος παραχώρησης ασφαλείας», για το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών ασφαλείας στον αερολιμένα και είσπραξης τελών για τις υπηρεσίες ασφαλείας.

(18)  Έκθεση με τίτλο «Project Nuraghe — Il caso So.Ge.A.AL», της 29ης Αυγούστου 2011, η οποία εκπονήθηκε από την Accuracy και υποβλήθηκε στην Επιτροπή με την επιστολή της 31ης Αυγούστου 2011, παράρτημα 1.

(19)  Επιστολές της Ιταλίας της 26ης Οκτωβρίου 2012 και της 18ης Φεβρουαρίου 2014.

(20)  Οι αερολιμένες παρουσιάζουν δύο βασικά στοιχεία εσόδων: τα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες, τα οποία προκύπτουν από τα τέλη που εισπράττονται από τις αεροπορικές εταιρείες για τη χρήση των εγκαταστάσεών τους τόσο από τα αεροσκάφη όσο και από τους επιβάτες, και τα εμπορικά έσοδα, τα οποία προκύπτουν από τις εμπορικές δραστηριότητες που ασκούνται στον χώρο του αερολιμένα και περιλαμβάνουν το εμπόριο λιανικής πώλησης, τους χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, τις υπηρεσίες τροφοδοσίας και τα μισθώματα γραφείων/ακινήτων.

(21)  Οδηγία 96/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας (ΕΕ L 272 της 25.10.1996, σ. 36).

(22)  Βλέπε, ειδικότερα, το άρθρο 3 του υπουργικού διατάγματος αριθ. 521/1997.

(23)  Επιστολή της Ιταλίας, της 31ης Αυγούστου 2011, παραρτήματα 7 και 23. Για τη λεπτομερή ανάλυση της δημόσιας χρηματοδότησης μεταξύ των δημόσιων μετόχων, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών της SFIRS για τα έτη 2007, 2009 και 2010, βλέπε παράρτημα 1 (έκθεση Accuracy) της ίδιας επιστολής, σ. 40.

(24)  Επιστολή της Ιταλίας της 22ας Οκτωβρίου 2012.

(25)  Ο εν λόγω ορισμός τέθηκε σε εφαρμογή με το άρθρο 3 παράγραφος 8 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 163 της 12ης Απριλίου 2006 («Codice dei contratti pubblici relativi ai lavori, servizi e furniture»).

(26)  Επιστολή της Ιταλίας της 8ης Μαΐου 2014.

(27)  Επιστολή της Ιταλίας της 8ης Μαΐου 2014.

(28)  Υπόθεση T-128/89, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3929.

(29)  Comitato interministeriale per la programmazione economica.

(30)  Σε απάντηση στο αίτημα της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2014, για την παροχή πληροφοριών.

(31)  Επιστολή της Ιταλίας της 18ης Φεβρουαρίου 2014, παράρτημα Α.

(32)  Καλύπτεται από την υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου.

(33)  Επιστολή της Ιταλίας της 18ης Φεβρουαρίου 2014.

(34)  Απόφαση στην υπόθεση Aéroports de Paris, ως άνω. Βλέπε επίσης κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ στις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, ΕΕ C 350 της 10.12.1994, σ. 5.

(35)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής της 21ης Μαρτίου 2012 στην υπόθεση C-76/2002 Avantages consentis par la Région Wallonne et Brussels South Charleroi Airport à la companie aérienne Ryanair και απόφαση της Επιτροπής της 25ης Απριλίου 2012 στην υπόθεση SA.33961 Plainte Air France — Aéroport de Nîmes.

(36)  Βλέπε απόφαση της 18ης Μαρτίου 1997 στην υπόθεση C-343/95, Cali & Figli κατά Servizi ecologici porto di Genova, Συλλογή 1997, σ. I-1547· απόφαση της Επιτροπής της 19ης Μαρτίου 2003 στην υπόθεση N309/2002 Sûreté aérienne — Compensation des coûts à la suite des attentats du 11 septembre 2001 και απόφαση της Επιτροπής της 16ης Οκτωβρίου 2002 στην υπόθεση N438/2002 Subventions aux régies portuaires pour l'exécution de missions relevant de la puissance publique.

(37)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(38)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(39)  Σύμφωνα με τον ορισμό που παρέχεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, πρόκειται για την περιοχή που βρίσκεται εντός ακτίνας 100 χιλιομέτρων ή την περιοχή όπου η διάρκεια μετάβασης από τον αερολιμένα με αυτοκίνητο, λεωφορείο, τρένο ή τρένο υψηλής ταχύτητας είναι περίπου 60 λεπτά.

(40)  Στις 10 Μαΐου 1995 ανατέθηκε στη So.Ge.A.AL η πρώτη σύμβαση «μερικής» παραχώρησης για την παροχή υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, βάσει συμβάσεων που έπρεπε να υπογραφούν με αερομεταφορείς. Στις 20 Οκτωβρίου 1995 ανατέθηκε στη So.Ge.A.AL δεύτερη σύμβαση «μερικής» παραχώρησης για την παροχή υπηρεσιών τροφοδοσίας. Στις 11 Φεβρουαρίου 1999 εκχωρήθηκε στη So.Ge.A.AL το προσωρινό δικαίωμα διαχείρισης του αερολιμένα στο πλαίσιο σύμβασης «ολικής» παραχώρησης.

(41)  Υπόθεση C-280/00 Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, Συλλογή 2003, σ. I-7747.

(42)  Απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 312 της 29.11.2005, σ. 67).

(43)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ L 293 της 31.10.2008, σ. 3).

(44)  Επιστολή της Ryanair της 22ας Ιουλίου 2011.

(45)  Επιστολή της Ryanair της 20ής Δεκεμβρίου 2013.

(46)  Επιστολή της Ryanair της 15ης Σεπτεμβρίου 2009.

(47)  Επιστολή της Ryanair της 15ης Δεκεμβρίου 2009.

(48)  Επιστολές της Ryanair της 12ης Μαρτίου 2013 και της 15ης Δεκεμβρίου 2009.

(49)  Assessing State aid to low cost carriers (Εκτίμηση των κρατικών ενισχύσεων υπέρ αερομεταφορέων χαμηλού κόστους), της 26ης Οκτωβρίου 2011, η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ryanair από τον κ. Simon Pilsbury, διευθύνοντα σύμβουλο της Oxera.

(50)  Επιστολή της Ryanair της 22ας Ιουλίου 2011.

(51)  Έγγραφο της Oxera με τίτλο«How should AMS agreements be treated within the profitability analysis as part of the market economy operator test?» (Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι συμφωνίες της AMS κατά την ανάλυση αποδοτικότητας στο πλαίσιο του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ;), το οποίο συντάχθηκε για λογαριασμό της Ryanair στις 17 Ιανουαρίου 2014.

(52)  Έγγραφο της Oxera με τίτλο «How should AMS agreements be treated within the profitability analysis as part of the market economy operator test? — Practical application» (Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι συμφωνίες της AMS κατά την ανάλυση αποδοτικότητας στο πλαίσιο του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ; — Πρακτική εφαρμογή), το οποίο συντάχθηκε για λογαριασμό της Ryanair στις 31 Ιανουαρίου 2014.

(53)  Έκθεση της Oxera με τίτλο «Economic MEOP assessment, Alghero Airport» (Οικονομική εκτίμηση βάσει της αρχής του ΙΕΟΑ, αερολιμένας του Alghero), η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ryanair στις 22 Ιουλίου 2011.

(54)  Έκθεση της Oxera με τίτλο «Economic MEOP Assessment: updated profitability analysis — Alghero Airport» (Οικονομική εκτίμηση βάσει της αρχής του ΙΕΟΑ: επικαιροποιημένη ανάλυση της αποδοτικότητας — αερολιμένας του Alghero), η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ryanair στις 12 Μαρτίου 2013.

(55)  Επιστολή της Ryanair της 22ας Ιουλίου 2011.

(56)  Υπόθεση C-41/90, Höfner και Elser κατά Macrotron GmbH Συλλογή 1991, σ. I-1979, σκέψη 21· υπόθεση C-160/91, Poucet και Pistre κατά AGF και Cancava, Συλλογή 1993, σ. I-637, σκέψη 17· υπόθεση C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I-3851, σκέψη 36.

(57)  Υπόθεση C-288/11 P Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, Συλλογή 2012, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί· βλέπε επίσης υπόθεση T-128/89, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3929, η οποία επιβεβαιώθηκε από την υπόθεση C-82/01P, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-9297, και υπόθεση T-196/04, Ryanair κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-3643.

(58)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91, Poucet κατά AGF και Pistre κατά Cancava Συλλογή 1993, σ. I-637.

(59)  Κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 29.

(60)  Υπόθεση C-364/92, SAT Fluggesellschaft κατά Eurocontrol, Συλλογή 1994, σ. I-43· Κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 34.

(61)  Απόφαση της Επιτροπής της 19ης Μαρτίου 2003 στην υπόθεση N 309/2002, ως άνω.

(62)  Βλέπε, ιδίως, υπόθεση C-364/92, SAT Fluggesellschaft κατά Eurocontrol, Συλλογή 1994, σ. I-43, σκέψη 30, και υπόθεση C-113/07 P, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής Συλλογή 2009, σ. I-2207, σκέψη 71· Κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 35.

(63)  Βλέπε υπόθεση C-172/03, Wolfgang Heiser κατά Finanzamt Innsbruck, Συλλογή 2005, σ. I-01627, σκέψη 36, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(64)  Κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 37.

(65)  Επιστολή της Ιταλίας της 10ης Ιουνίου 2014, παράρτημα 22.

(66)  Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 37.

(67)  Υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής («Stardust Marine»), Συλλογή 2002, σ. I-4397.

(68)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-267/08 και T-279/08, Nord-Pas-de-Calais κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σκέψη 108, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.

(69)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2002, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-127/99, T-129/99 και T-140/99 Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1330, σκέψη 142.

(70)  Απόφαση στην υπόθεση Stardust Marine, ως άνω.

(71)  Επιστολή της Ιταλίας της 18ης Φεβρουαρίου 2014, παράρτημα 17.

(72)  Υπόθεση C-39/94 Syndicat français de l' Express international (SFEI) κ.λπ. κατά La Poste κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I- 3547, σκέψη 60 και υπόθεση C-342/96 Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, σ. I- 2459, σκέψη 41.

(73)  Απόφαση στην υπόθεση Altmark, ως άνω.

(74)  Υπόθεση 173/73, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 13.

(75)  Απόφαση στην υπόθεση Stardust Marine, ως άνω, σκέψη 69.

(76)  Υπόθεση C-305/89 Ιταλία κατά Επιτροπής («Alfa Romeo»), Συλλογή 1991, σ. I-1603, σκέψη 23· υπόθεση T-296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-03871, σκέψη 84.

(77)  Υπόθεση 40/85, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. I-2321.

(78)  Απόφαση στην υπόθεση Stardust Marine, ως άνω, σκέψη 71.

(79)  Υπόθεση C-124/10 P Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Électricité de France («EDF») Συλλογή 2012, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη, σκέψη 85.

(80)  Η Επιτροπή δεν έχει καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα εν προκειμένω στην παρούσα απόφαση.

(81)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη (ΕΕ C 307 της 31.11.1993, σ. 3), παράγραφος 36.

(82)  Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση C-372/97 Ιταλία κατά Επιτροπής Συλλογή 2004, σ. Ι-3679, σκέψη 44.

(83)  ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22.

(84)  Σημείο 25 υποσημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(85)  Επιστολή της Ιταλίας της 8ης Μαΐου 2014.

(86)  Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση SA.34586 — Ελλάδα — Εκσυγχρονισμός αερολιμένα Χανίων, αιτιολογική σκέψη 49.

(87)  Η «ανακατασκευή» του παλαιού τερματικού σταθμού που αναφέρεται στον πίνακα 5 ανωτέρω αφορά την επέκταση/κατασκευή του νέου τερματικού σταθμού και, ως εκ τούτου, περιλαμβάνεται στην περιγραφή της ενίσχυσης για τον νέο τερματικό σταθμό.

(88)  Όπως ορίζεται από το «Programma di Intervento “Investimenti”» του «Programma di sviluppo per l'affidamento della gestione quarantennale» που εγκρίθηκε τον Σεπτέμβριο του 2005.

(89)  Σημεία 137 και 113 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(90)  Σημεία 137 και 120 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(91)  Σημεία 137 και 116 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(92)  Σημεία 137 και 124 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(93)  Σημεία 137 και 125 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(94)  Σημεία 137 και 131 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(95)  Βλέπε για παράδειγμα υπόθεση C-278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-03997, υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-04397 και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-328/99 και C-399/00, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, I-04035, σκέψη 33.

(96)  Απόφαση στην υπόθεση Stardust Marine, ως άνω, σκέψεις 52 και 53.

(97)  Απόφαση στην υπόθεση Stardust Marine, ως άνω, σκέψη 56.

(98)  Επιστολή της Ιταλίας της 18ης Φεβρουαρίου 2014, παράρτημα Α.

(99)  Υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, ως άνω.

(100)  Κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές σημείο 53.

(101)  Κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές σημείο 66.

(102)  Κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημεία 59 και 61.

(103)  Έκθεση ΑΙΕΟΑ του 2011.

(104)  Απόφαση στην υπόθεση Charleroi, ως άνω, σκέψη 59.

(105)  Δηλαδή τα έσοδα που θα αποκομίσει ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα λόγω της πρόσθετης εμπορικής δραστηριότητας στους χώρους στάθμευσης οχημάτων, στα καταστήματα, στα εστιατόρια κ.λπ. ως απόρροια της αύξησης του αριθμού των επιβατών.

(106)  Υπόθεση 40/85, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. I-2321.

(107)  Ο συντελεστής πληρότητας ορίζεται ως το ποσοστό κατειλημμένων θέσεων στα αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται για την εκμετάλλευση του σχετικού δρομολογίου.

(108)  Η ανάλυση περιλαμβάνει τελική αξία που σχετίζεται με τα μελλοντικά οφέλη για τη So.Ge.A.AL μετά τη λήξη των συμφωνιών του 2006 και του 2010 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 471) και δεν περιλαμβάνει την περίοδο για την οποία οι συμφωνίες του 2006 και του 2010 εφαρμόστηκαν αναδρομικά (βλέπε αιτιολογική σκέψη 485).

(109)  Εφαρμόστηκαν επιτόκια αναφοράς της Επιτροπής για την προεξόφληση των προσδοκώμενων ταμειακών ροών.

(110)  Καλύπτεται από την υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου.

(111)  Τα στοιχεία πρόσθετου κόστους που χρησιμοποιούνται στην παλινδρόμηση προηγούνται χρονικά της σύναψης των συμφωνιών του 2006 και του 2010 και των στοιχείων που θα είχε στη διάθεσή της η So.Ge.A.AL την ημερομηνία κατά την οποία ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα σύναψε τις εν λόγω συμφωνίες. Ωστόσο, δεδομένου ότι υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία κόστους μόνον για την περίοδο 1998-2010, εάν εφαρμοζόταν παρόμοια προσέγγιση για τις συμφωνίες του 2000, του 2002 και του 2003, θα υπήρχαν μόνον δύο, τρία και τέσσερα διαθέσιμα σημεία, αντίστοιχα, για τη διενέργεια της ανάλυσης παλινδρόμησης, αριθμός ανεπαρκής για την εξασφάλιση αξιόπιστων αποτελεσμάτων. Ως εκ τούτου, για τις συγκεκριμένες συμφωνίες, η παλινδρόμηση βασίζεται σε στοιχεία κόστους για την περίοδο 1998-2010.

(112)  Δαπάνες για υλικά, διαφήμιση, γραφική ύλη, καύσιμα, κάρτες επιβίβασης, σημειώσεις παροχής συνδρομής, ετικέτες αποσκευών, στολές υπαλλήλων.

(113)  Δαπάνες για ασφάλιση οχημάτων, συντήρηση και επισκευή εξοπλισμού και οχημάτων, άλλα έξοδα οχημάτων, ραδιοσυχνότητες, συντήρηση εξοπλισμού ελέγχου εισιτηρίων.

(114)  Από το 2003 τα ετήσια τέλη παραχώρησης που καταβάλλουν οι φορείς διαχείρισης αερολιμένα καθορίζονται βάσει στοιχείων κίνησης τα οποία δημοσιεύονται σε ετήσια βάση από το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών (ENAC). Βλέπε, συναφώς, αιτιολογική σκέψη 156 της παρούσας απόφασης.

(115)  Η ΚΠΑ μιας χρονοσειράς αναμενόμενων ταμειακών ροών, τόσο εισερχόμενων όσο και εξερχόμενων, ορίζεται ως το προεξοφλημένο άθροισμα των επιμέρους αναμενόμενων ταμειακών ροών κατά τη σχετική περίοδο. Η ΚΠΑ αποτελεί τυποποιημένο εργαλείο που χρησιμοποιείται από τις επιχειρήσεις για την εκτίμηση της αποδοτικότητας ενός έργου.

(116)  Εφαρμόστηκαν επιτόκια αναφοράς της Επιτροπής για την προεξόφληση των προσδοκώμενων ταμειακών ροών.

(117)  Πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της So.Ge.A.AL της 7ης Ιουλίου 2009.

(118)  Πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της So.Ge.A.AL της 9ης Σεπτεμβρίου 2009.

(119)  Πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της So.Ge.A.AL της 23ης Φεβρουαρίου 2010.

(120)  Παρότι η στρατηγική αυτή απέδωσε και η So.Ge.A.AL μπόρεσε να επιτύχει σημαντική αύξηση των όγκων κίνησης, σύμφωνα με τις προσδοκίες της, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένα δεν κατόρθωσε να επιτύχει αντίστοιχη αύξηση της αποδοτικότητας παρά τη χρηματοοικονομική στήριξη των δημόσιων αρχών. Αυτό αποδόθηκε σε μεγάλο βαθμό στις σημαντικές καθυστερήσεις στην ανάθεση της σύμβασης «ολικής» παραχώρησης.

(121)  Εφαρμόστηκαν επιτόκια αναφοράς της Επιτροπής για την προεξόφληση των προσδοκώμενων ταμειακών ροών.

(122)  Για τις Germanwings και Meridiana, ο συντελεστής πληρότητας προσδιορίζεται στις συμφωνίες με τη So.Ge.A.AL. Για τη Volare, ο συντελεστής πληρότητας βασίζεται στην προηγούμενη γνώση της So.Ge.A.AL σχετικά με τις δραστηριότητες της αεροπορικής εταιρείας. Επειδή η Volare εκτελούσε ορισμένα εγχώρια δρομολόγια, χρησιμοποιήθηκε χαμηλότερος συντελεστής πληρότητας. Στην περίπτωση της Alitalia, οι προβλέψεις κίνησης δεν αντλήθηκαν από συγκεκριμένη παραδοχή για τον συντελεστή πληρότητας, καθώς η Alitalia χρησιμοποιούσε διάφορα μοντέλα αεροσκαφών (με μέγιστο αριθμό 90 -180 θέσεων ανά αεροσκάφος), ανάλογα με την ημέρα της εβδομάδας και την εποχή. Οι προβλέψεις κίνησης αντλήθηκαν με βάση προηγούμενη πείρα και γνώσεις σχετικά με τις δραστηριότητες της αεροπορικής εταιρείας.

(123)  Χρησιμοποιώντας προεξοφλητικό επιτόκιο 2,45 %.

(124)  Χρησιμοποιώντας προεξοφλητικό επιτόκιο 6,42 %.

(125)  Χρησιμοποιώντας προεξοφλητικό επιτόκιο 2,24 %.

(126)  Χρησιμοποιώντας προεξοφλητικό επιτόκιο 6,42 %.

(127)  Λόγω των χαμηλών δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν όσον αφορά την κίνηση, δεν απαιτήθηκε πρόσθετο προσωπικό για την εξυπηρέτηση της Air Vallée ή της bmibaby.

(128)  Χρησιμοποιώντας προεξοφλητικό επιτόκιο 5,55 %.

(129)  Χρησιμοποιώντας προεξοφλητικό επιτόκιο 6 %.

(130)  Χρησιμοποιώντας προεξοφλητικό επιτόκιο 2,24 %.

(131)  Υπόθεση 730/79, Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1980, σ. 267, σκέψη 11 και συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως 607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, Alzetta Mauro και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2000, σ. II-2325, σκέψη 80.

(132)  Υπόθεση 730/79, Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1980, σ. 2671, σκέψεις 11 και 12 και υπόθεση T-214/95 Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-717, σκέψεις 48-50.

(133)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων (ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 1), κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών (ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 8) και κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2409/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για τους ναύλους και τα κόμιστρα των αεροπορικών γραμμών (ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 15).

(134)  Υπόθεση C-305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-1603, σκέψη 26.

(135)  Μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008, καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 και, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008, οι παραπομπές στον κανονισμό που καταργήθηκε ερμηνεύονται ως παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1008/2008.

(136)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92.

(137)  Όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιγ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92.

(138)  Υπόθεση C-70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1973, σ. 813, σκέψη 13.

(139)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-04103, σκέψη 75.

(140)  Υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψεις 64-65.

(141)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(142)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/99, ως άνω, άρθρο 14 παράγραφος 2.

(143)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).


25.9.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 250/122


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1585 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 25 Νοεμβρίου 2014

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.33995 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (που χορήγησε η Γερμανία για τη στήριξη της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές και για τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 8786]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις (1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ

(1)

Η Επιτροπή, μέσω καταγγελίας που έλαβε τον Δεκέμβριο του 2011, ενημερώθηκε ότι η Γερμανία είχε χορηγήσει κρατική ενίσχυση για τη στήριξη της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές και υπέρ των μεγαλύτερων καταναλωτών ενέργειας (energy-intensive users — «EIU») μέσω της θέσπισης ανώτατου ορίου στην επιβάρυνση μέσω της οποίας χρηματοδοτείται η στήριξη της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές (EEG-Umlage ή«επιβάρυνση EEG»).

(2)

Με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση («απόφαση κίνησης της διαδικασίας»).

(3)

Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ενίσχυση.

(4)

Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις που έλαβε από ενδιαφερόμενα μέρη στη Γερμανία, στην οποία δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της. Οι παρατηρήσεις της Γερμανίας διαβιβάστηκαν με επιστολές της 20ής Ιανουαρίου 2014 και 14ης Νοεμβρίου 2014.

(5)

Με επιστολή της 22ας Σεπτεμβρίου 2014, η Γερμανία παραιτήθηκε του δικαιώματός της δυνάμει του άρθρου 342 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1/1958 (3), για την έκδοση της παρούσας απόφασης στα γερμανικά και συμφώνησε για την έκδοσή της στα αγγλικά.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΉΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ ΤΗΣ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ

2.1.   Ο νόμος EEG 2012

(6)

Ο νόμος EEG 2012 (Erneuerbare-Energien-Gesetz) εκδόθηκε στις 28 Ιουλίου 2011 και ετέθη σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012 (4). Τροποποιήθηκε ουσιωδώς με τον νόμο EEG 2014 (5). Η Επιτροπή ενέκρινε το νέο καθεστώς ενίσχυσης που προέκυψε από την εν λόγω ουσιώδη τροποποίηση, στις 23 Ιουλίου 2014 (6).

(7)

Στο πρώτο επίπεδο του συστήματος που δημιουργήθηκε με τον νόμο EEG 2012, οι φορείς διαχείρισης δικτύων (στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για διαχειριστές συστημάτων διανομής — «ΔΣΔ») είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται εντός της περιοχής του δικτύου τους από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας («ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ») και από αέρια ορυχείων (η «ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ» και η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από αέρια ορυχείων αναφέρονται από κοινού ως «ηλεκτρική ενέργεια EEG»). Οι τιμές αγοράς καθορίζονται διά νόμου («τιμολόγια τροφοδότησης»). Ως εναλλακτική αντί της απαίτησης πληρωμής των τιμολογίων τροφοδότησης, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ηλεκτρικής ενέργειας από αέρια ορυχείων έχουν επίσης τη δυνατότητα να πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν απευθείας στην αγορά («άμεση εμπορική διάθεση»). Σε αυτή την περίπτωση, δικαιούνται πριμοδότηση αγοράς την οποία λαμβάνουν από τον φορέα διαχείρισης του δικτύου. Το ποσό της πριμοδότησης αγοράς καθορίζεται και αυτό διά νόμου.

(8)

Στο δεύτερο επίπεδο, οι φορείς διαχείρισης δικτύων οφείλουν να διαβιβάζουν άμεσα την ηλεκτρική ενέργεια EEG στους αντίστοιχους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς («ΔΣΜ»), που στη Γερμανία είναι τέσσερις, και οι οποίοι, με τη σειρά τους, έχουν την υποχρέωση να αποζημιώνουν τους φορείς διαχείρισης δικτύων για το σύνολο των δαπανών που προκύπτουν από τα τιμολόγια τροφοδότησης και τις πριμοδοτήσεις αγοράς.

(9)

Στον νόμο EEG 2012 προβλέπεται επίσης μηχανισμός αντιστάθμισης στο πλαίσιο του οποίου η οικονομική επιβάρυνση που προκύπτει από την υποχρέωση αγοράς κατανέμεται στους τέσσερις ΔΣΜ, με αποτέλεσμα εντέλει κάθε ΔΣΜ να καλύπτει τις δαπάνες για μια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που αντιστοιχεί στο μέσο ποσοστό ηλεκτρικής ενέργειας EEG σε σύγκριση με τη συνολική ηλεκτρική ενέργεια που παρασχέθηκε στους τελικούς καταναλωτές σε κάθε περιοχή που εξυπηρετούνταν από τον εκάστοτε ΔΣΜ το προηγούμενο ημερολογιακό έτος (άρθρο 36 του νόμου EEG 2012). Αυτό αποτελεί το τρίτο επίπεδο.

(10)

Οι ΔΣΜ υποχρεούνται να πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης. Στις πωλήσεις αυτές μπορούν να προβαίνουν μεμονωμένα ή από κοινού. Εάν η τιμή που λαμβάνεται στην αγορά άμεσης παράδοσης δεν επαρκεί για την κάλυψη της οικονομικής επιβάρυνσης που προκύπτει από τις υποχρεώσεις πληρωμών τους προς τους φορείς διαχείρισης δικτύων, οι ΔΣΜ δικαιούνται διά νόμου να ζητούν από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να καταβάλλουν ποσοστό της επιβάρυνσης αυτής αναλογικό προς την αντίστοιχη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές τους. Το ποσοστό αυτό πρέπει να καθορίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε κάθε προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας να επιβαρύνεται με τις ίδιες δαπάνες για κάθε κιλοβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχει σε έναν τελικό καταναλωτή. Για την πληρωμή της εν λόγω επιβάρυνσης πρέπει να πραγματοποιούνται μηνιαίες προκαταβολές. Ο νόμος EEG 2012 ορίζει ρητώς το τέλος αυτό, το οποίο ο ΔΣΜ ανακτά από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, ως επιβάρυνση EEG (βλέπε άρθρο 37 παράγραφος 2 του νόμου EEG 2012). Οι τέσσερις ΔΣΜ είναι υποχρεωμένοι να καταγράφουν όλες τις πληρωμές που λαμβάνουν σε κοινό λογαριασμό EEG και να δημοσιεύουν τον εν λόγω λογαριασμό (άρθρο 7 AusglMechV (7)). Αυτό αποτελεί το τέταρτο επίπεδο.

(11)

Οι τέσσερις ΔΣΜ από κοινού πρέπει να καθορίζουν την επιβάρυνση EEG για το έτος n+1 τον Οκτώβριο (§ 3 Absatz 2 AusglMechV). Η μεθοδολογία που πρέπει να χρησιμοποιούν και τα στοιχεία στα οποία πρέπει να βασίζουν τους υπολογισμούς τους καθορίζονται στον κανονισμό Ausgleichsmechanismusverordnung (AusglMechV) και στον κανονισμό Ausgleichsmechanismus-Ausführungsverordnung (AusglMechAV) (8). Τα εν λόγω νομικά κείμενα δεν παρέχουν στον ΔΣΜ καμία διακριτική ευχέρεια. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 AusglMechV ορίζονται τα ακόλουθα:

«Άρθρο 3   Επιβάρυνση EEG

(1)

Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς υπολογίζουν με διαφανή τρόπο την επιβάρυνση EEG σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 2 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας [δηλαδή τον νόμο EEG 2012], ως:

1.

τη διαφορά μεταξύ των προβλεπόμενων εσόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σημεία 1 και 3 για το επόμενο ημερολογιακό έτος και των προβλεπόμενων δαπανών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 για το επόμενο ημερολογιακό έτος, και

2.

τη διαφορά μεταξύ των πραγματικών εσόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και των πραγματικών δαπανών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 κατά τον χρόνο του υπολογισμού.

(2)

Η επιβάρυνση EEG για το επόμενο ημερολογιακό έτος πρέπει να δημοσιεύεται σε συγκεντρωτική μορφή πριν από την 15η Οκτωβρίου κάθε ημερολογιακού έτους στον δικτυακό τόπο του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς και πρέπει να εκφράζεται σε λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα που παρέχεται στους καταναλωτές· το άρθρο 43 παράγραφος 3 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εφαρμόζεται αναλόγως.

(3)

Έσοδα θεωρούνται:

1.

Έσοδα από εμπορικές συναλλαγές επόμενης ημέρας και ενδοημερήσιες εμπορικές συναλλαγές δυνάμει του άρθρου 2

2.

Έσοδα από την επιβάρυνση EEG

2α.

Έσοδα από πληρωμές σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι από τη διαδικασία εξισορρόπησης σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 3 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προκύπτει θετικό υπόλοιπο για τον διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς

3.

Έσοδα από τους τόκους που αναφέρονται στην παράγραφο 5

4.

Έσοδα από την εκκαθάριση της εξισορρόπησης ενέργειας για την ομάδα εξισορρόπησης EEG και

5.

Έσοδα δυνάμει του άρθρου 35 παράγραφος 4 ή του άρθρου 38 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της παραγράφου 6

(4)

Δαπάνες θεωρούνται:

1.

Τιμολόγια τροφοδότησης και πληρωμές αντιστάθμισης σύμφωνα με το άρθρο 16 ή το άρθρο 35 παράγραφος 1 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

1α.

Πληρωμές πριμοδοτήσεων δυνάμει των άρθρων 33g ή 33i ή 35 παράγραφος 1a του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας,

1β.

Πληρωμές σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1b του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

2.

Επιστροφές δυνάμει της παραγράφου 6

3.

Καταβολές των τόκων που αναφέρονται στην παράγραφο 5

4.

Απαραίτητες δαπάνες για την εκκαθάριση των ενδοημερήσιων εμπορικών συναλλαγών,

5.

Απαραίτητες δαπάνες για την εκκαθάριση της εξισορρόπησης ενέργειας για την ομάδα εξισορρόπησης EEG,

6.

Απαραίτητες δαπάνες για την κατάρτιση των προβλέψεων των εμπορικών συναλλαγών επόμενης ημέρας και των ενδοημερήσιων συναλλαγών

7.

Απαραίτητες δαπάνες για τη δημιουργία και τη λειτουργία μητρώου εγκατάστασης, υπό την προϋπόθεση ότι ο διαχειριστής συστήματος μεταφοράς υποχρεούται να τηρεί το εν λόγω μητρώο βάσει διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 64e περίπτωση 2 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

(5)

Στις διαφορές μεταξύ εσόδων και δαπανών επιβάλλεται τόκος. Το επιτόκιο για έναν ημερολογιακό μήνα ανέρχεται σε 0,3 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον του μηνιαίου μέσου όρου του διατραπεζικού επιτοκίου δανεισμού σε ευρώ που ορίζεται για την απόκτηση τίτλου λήξης ενός μηνός των πρώτων διευθύνσεων στις χώρες που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (Euribor) για περίοδο ενός μηνός.

(6)

Εάν υπάρχουν δικαιώματα που προκύπτουν από αποκλίσεις μεταξύ των μηνιαίων πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 2 περίοδος 3 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της τελικής εκκαθάρισης δυνάμει του άρθρου 48 παράγραφος 2 του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πρέπει να καταβάλλονται έως τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους που έπεται της τροφοδότησης.

(7)

Κατά την πρόβλεψη των εσόδων και των δαπανών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημείο 1 για τον υπολογισμό της επιβάρυνσης EEG, οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς μπορούν να λαμβάνουν υπόψη απόθεμα ρευστότητας, το οποίο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 10 % της διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο 1.».

(12)

Ως εκ τούτου, οι τέσσερις ΔΣΜ καθορίζουν από κοινού την επιβάρυνση EEG με βάση τις προβλεπόμενες χρηματοοικονομικές ανάγκες για την πληρωμή των τιμολογίων τροφοδότησης και των πριμοδοτήσεων, τα προβλεπόμενα έσοδα από την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας από EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης και την προβλεπόμενη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, για τον υπολογισμό της επιβάρυνσης EEG πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένα έσοδα και δαπάνες που συνδέονται με τη διαχείρισή της. Το 2012 η επιβάρυνση EEG ανερχόταν σε 3,592 ct/kWh. Το 2013 ήταν 5,277 ct/kWh. Το 2014 η επιβάρυνση ανήλθε σε 6,240 ct/kWh.

(13)

Επιπλέον, από τις διατάξεις που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 11 προκύπτει ότι με την επιβάρυνση EEG διασφαλίζεται ότι όλες οι πρόσθετες δαπάνες τις οποίες πραγματοποιούν οι φορείς διαχείρισης δικτύων και οι ΔΣΜ ως αποτέλεσμα των νομικών υποχρεώσεών τους δυνάμει του νόμου EEG 2012 έναντι των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG και των φορέων διαχείρισης δικτύων, αντιστοίχως, αντισταθμίζονται από την επιβάρυνση EEG. Εάν, σε δεδομένο έτος, τα έσοδα από την επιβάρυνση EEG υπερβαίνουν τις δαπάνες, το πλεόνασμα μεταφέρεται στο επόμενο έτος και η επιβάρυνση EEG μειώνεται αναλόγως· εάν σημειωθεί έλλειμμα, η επιβάρυνση EEG αυξάνεται αναλόγως. Οι προσαρμογές αυτές είναι αυτόματες και δεν απαιτείται περαιτέρω παρέμβαση του νομοθέτη ή της εκτελεστικής εξουσίας.

2.2.   Το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας

(14)

Σύμφωνα με το άρθρο 39 του νόμου EEG 2012, η επιβάρυνση EEG μειώνεται για τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, σε δεδομένο ημερολογιακό έτος, κατά 2 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα (ct/kWh), στην περίπτωση που η ηλεκτρική ενέργεια EEG που παρέχουν σε όλους τους τελικούς καταναλωτές τους πληροί ορισμένες προϋποθέσεις (το επονομαζόμενο «προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας»).

(15)

Η μείωση χορηγείται όταν ο προμηθευτής έχει αγοράσει ηλεκτρική ενέργεια EEG απευθείας από εθνικούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG στο πλαίσιο ρυθμίσεων απευθείας εμπορικών συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 33b περίπτωση 2 του νόμου EEG 2012 (δηλαδή, ρυθμίσεις απευθείας εμπορικών συναλλαγών στο πλαίσιο των οποίων ο παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας EEG δεν υποβάλλει αίτηση για στήριξη δυνάμει του νόμου EEG 2012) και η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας EEG που αγοράστηκε πληροί τα ακόλουθα κατώτατα όρια:

α)

τουλάχιστον το 50 % της ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχει ο προμηθευτής σε όλους τους τελικούς καταναλωτές του είναι ηλεκτρική ενέργεια EEG· και

β)

τουλάχιστον το 20 % της ηλεκτρικής ενέργειας είναι αιολική ή ηλιακή ηλεκτρική ενέργεια κατά την έννοια των άρθρων 29 έως 33 του νόμου EEG 2012.

(16)

Η μείωση των 2 ct/kWh εφαρμόζεται επί του συνόλου του χαρτοφυλακίου ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι εάν το 50 % της ηλεκτρικής ενέργειας ενός προμηθευτή προέρχεται από συμβατικές πηγές ενέργειας, ενώ το υπόλοιπο 50 % της ηλεκτρικής ενέργειας που προμηθεύει είναι ηλεκτρική ενέργεια EEG την οποία αγοράζει στο πλαίσιο των ρυθμίσεων απευθείας εμπορικών συναλλαγών που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 15, ο προμηθευτής λαμβάνει πληρωμή της τάξης των 4 ct/kWh. Η εν λόγω πληρωμή μπορεί να μετακυλίεται εν όλω ή εν μέρει στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG.

(17)

Εν προκειμένω, η Γερμανία έχει παράσχει εξηγήσεις σύμφωνα με τις οποίες στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που υποβάλλουν αίτηση για το προνόμιο χορηγείται η μείωση των 2 ct/kWh επί του συνόλου του χαρτοφυλακίου τους μόνον εάν το 50 % αυτού είναι ηλεκτρική ενέργεια EEG. Προκειμένου να αποφύγουν ή να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο να μην επιτύχουν οριακά τον στόχο του 50 % (στην οποία περίπτωση θα οφειλόταν ολόκληρο το ποσό της επιβάρυνσης EEG για το σύνολο του χαρτοφυλακίου), οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια EEG με περιθώριο ασφαλείας, δηλαδή αγοράζουν ποσοστό που υπερβαίνει το απαιτούμενο 50 % και ενίοτε κυμαίνεται έως και το 60 %. Στην περίπτωση αυτή, για τον υπολογισμό του πλεονεκτήματος κόστους που μπορεί ενδεχομένως να μετακυλιστεί στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG, η μείωση της επιβάρυνσης EEG που χορηγείται για το σύνολο του χαρτοφυλακίου, δηλαδή η μείωση των 2 ct/kWh, πρέπει να διαιρείται με υψηλότερο ποσοστό ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Παραδείγματος χάριν, για ένα ποσοστό της τάξης του 60 %, το πραγματικό πλεονέκτημα κόστους που θα μπορούσε να μετακυλιστεί δεν θα ανερχόταν σε 4 ct/kWh, αλλά σχεδόν σε 3,3 ct/kWh. Κατά μέσο όρο, το μέγιστο πλεονέκτημα που προέκυψε από το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 3,8 ct/kWh το 2012, 3,2 ct/kWh το 2013 και 3,9 ct/kWh το 2014.

(18)

Προκειμένου να καθοριστεί ο βαθμός στον οποίο ενδέχεται να υπήρξαν διακρίσεις στο παρελθόν δυνάμει των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης, και με σκοπό την επανόρθωσή τους, η Γερμανία υπολόγισε ότι, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2012 και της 31ης Ιουλίου 2014, που αποτελεί την περίοδο κατά την οποία ίσχυε ο νόμος EEG 2012, οι εισαγωγές εγγυήσεων προέλευσης που αντιστοιχούσαν σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας EEG οι οποίες θα ήταν επιλέξιμες για στήριξη δυνάμει του νόμου EEG 2012 ανέρχονταν σε 1,3 TWh.

Έτος

2012

2013

2014

Επιλέξιμες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας EEG με εγγυήσεις προέλευσης (σε GWh)

519

283

547

(19)

Η Γερμανία ανέφερε ότι εάν όλες αυτές οι εισαγωγές είχαν επωφεληθεί από το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο ανερχόταν σε περίπου 4 ct/kWh, τα διαφυγόντα έσοδα βάσει της επιβάρυνσης EEG από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που αγόραζαν την εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια θα είχαν ανέλθει σε σχεδόν 50 εκατ. ευρώ. Η Γερμανία έχει δεσμευτεί ότι θα επανεπενδύσει το ποσό αυτό σε γραμμές διασύνδεσης και σε ευρωπαϊκά ενεργειακά έργα.

2.3.   Επιβολή ανώτατου ορίου στην επιβάρυνση EEG για τις πλέον ενεργοβόρες επιχειρήσεις

(20)

Ο νόμος EEG 2012 δεν επιβάλλει υποχρέωση στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να μετακυλύουν την επιβάρυνση EEG στους καταναλωτές. Ωστόσο, ο νόμος EEG 2012 ορίζει τον τρόπο με τον οποίο ο προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να περιλαμβάνει την επιβάρυνση EEG στον λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος, στις περιπτώσεις που η επιβάρυνση EEG μετακυλίεται. Στην πράξη, όλοι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μετακυλύουν το σύνολο της επιβάρυνσης EEG.

(21)

Το άρθρο 40 του νόμου EEG 2012 περιορίζει το ποσό της επιβάρυνσης που μπορεί να μετακυλιστεί από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας στους EIU: κατόπιν αιτήματος, η Bundesamt für Wirtschaft und Ausfuhrkontrolle («BAFA»), η οποία αποτελεί δημόσια αρχή, εκδίδει διοικητική πράξη που απαγορεύει τη μετακύλιση του συνολικού ποσού της επιβάρυνσης EEG από τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας σε τελικό χρήστη, όταν ο τελικός χρήστης αποτελεί επιχείρηση μεταποίησης με υψηλή κατανάλωση ενέργειας (9). Η διάταξη αυτή αναφέρεται ως «ο ειδικός κανόνας αντιστάθμισης» (Besondere Ausgleichsregelung, «BesAR»).

(22)

Στο άρθρο 40 του νόμου EEG 2012 ορίζεται ότι το εν λόγω όριο έχει ως στόχο τη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις αυτές, προκειμένου να διατηρήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι συμβατό με τους στόχους του νόμου EEG 2012 και ότι το όριο που επιβάλλεται εξακολουθεί να είναι σύμφωνο με το συμφέρον των χρηστών ηλεκτρικής ενέργειας συνολικά.

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1 του νόμου EEG 2012, ο περιορισμός της επιβάρυνσης EEG υπόκειται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ηλεκτρική ενέργεια που αγοράστηκε από προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας και χρησιμοποιήθηκε από τις ίδιες τις επιχειρήσεις ήταν τουλάχιστον 1 GWh κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος·

β)

το ποσοστό των δαπανών ηλεκτρικής ενέργειας με τις οποίες επιβαρύνθηκε η επιχείρηση προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της ήταν τουλάχιστον 14 % κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος·

γ)

η επιβάρυνση EEG μετακυλίστηκε στην επιχείρηση κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος·

δ)

η επιχείρηση έχει υποβληθεί σε πιστοποιημένο ενεργειακό έλεγχο (η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει για επιχειρήσεις των οποίων η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας είναι μικρότερη των 10 GWh).

(24)

Ο γενικός κανόνας που προβλέπεται στο άρθρο 41 παράγραφος 3 περίπτωση 1 είναι ότι, όσον αφορά τους EIU, επιβάλλεται σταδιακά ανώτατο όριο στην επιβάρυνση EEG, ως εξής:

α)

για κατανάλωση έως 1 GWh: δεν υπάρχει ανώτατο όριο — πλήρες ποσό της επιβάρυνσης EEG·

β)

για κατανάλωση μεταξύ 1 kWh και 10 kWh: 10 % της επιβάρυνσης EEG·

γ)

για κατανάλωση μεταξύ 10 kWh και 100 kWh: 1 % της επιβάρυνσης EEG·

δ)

για κατανάλωση έως 100 GWh: 0,05 λεπτά/kWh.

(25)

Εάν η κατανάλωση ενός EIU υπερβαίνει τις 100 GWh και εάν οι δαπάνες της ηλεκτρικής ενέργειας αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, δεν ισχύουν τα διάφορα ανώτατα όρια που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 24 και η επιβάρυνση EEG περιορίζεται σε 0,05 λεπτά/κιλοβατώρα για τη συνολική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του EIU (άρθρο 41 παράγραφος 3 περίπτωση 2).

(26)

Η απόφαση της BAFA είναι δεσμευτική όχι μόνο για τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και για τον ΔΣΜ. Αυτό σημαίνει ότι, στην περίπτωση που η BAFA αποφασίσει ότι ένας EIU πρέπει να καταβάλει μειωμένη επιβάρυνση EEG στον οικείο προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, η υποχρέωση του προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας του EIU να καταβάλει την επιβάρυνση EEG στον ΔΣΜ μειώνεται με τη σειρά της αναλόγως. Αυτό λαμβάνεται υπόψη όταν ο ΔΣΜ καθορίζει την επιβάρυνση EEG. Οποιαδήποτε διαφορά προκύπτει σχετικά με την απόφαση της BAFA πρέπει να παραπέμπεται στα διοικητικά δικαστήρια, διότι η εν λόγω απόφαση συνιστά διοικητική πράξη. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις αυτές είναι επίσης άμεσα εκτελεστές.

2.4.   Το σχέδιο προσαρμογής

(27)

Προκειμένου να εναρμονιστούν οι μειώσεις της επιβάρυνσης EEG με τις διατάξεις των σημείων 196 και εξής των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας 2014-2020 (10) («κατευθυντήριες γραμμές του 2014»), η Γερμανία υπέβαλε σχέδιο προσαρμογής.

(28)

Για τις επιχειρήσεις που έχουν επωφεληθεί από τον κανόνα BesAR, αλλά κατέβαλαν μικρότερη επιβάρυνση από αυτή που θα έπρεπε να είχαν καταβάλει σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στην ενότητα 3.7.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 (ιδίως τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αναφέρονται στα σημεία 185, 186 και 187 και τα κριτήρια αναλογικότητας που αναφέρονται στα σημεία 188 και 189), η προσαρμοσμένη επιβάρυνση EEG για το 2013 δεν πρέπει να υπερβαίνει το 125 % της επιβάρυνσης που όντως κατέβαλαν το συγκεκριμένο έτος. Η οφειλόμενη προσαρμοσμένη επιβάρυνση για το 2014 δεν πρέπει να υπερβαίνει το 150 % της ίδιας τιμής βάσης, δηλαδή, την επιβάρυνση που όντως καταβλήθηκε το 2013. Προκειμένου να επισπευστεί η ανάκτηση και δεδομένου ότι τα στοιχεία κατανάλωσης για τα σχετικά έτη δεν είναι ακόμη διαθέσιμα για όλες τις επιχειρήσεις που αφορά η ανάκτηση, η Γερμανία θα χρησιμοποιήσει, σε πρώτο στάδιο, τα στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που υποβλήθηκαν στις αιτήσεις, για να υπολογίσει το προσωρινό ποσό ανάκτησης, το οποίο πρέπει να εισπραχθεί άμεσα προκειμένου να εκπληρωθεί η απαίτηση Deggendorf (11). Σε δεύτερο στάδιο, η Γερμανία θα εφαρμόσει τα στοιχεία πραγματικής κατανάλωσης των σχετικών ετών, προκειμένου να καθορίσει τα τελικά ποσά ανάκτησης και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλιστεί η ανάκτηση ή επιστροφή βάσει αυτών των τελικών ποσών.

(29)

Από το 2015 ο μηχανισμός προσαρμογής τροποποιείται. Σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 3 του νόμου EEG 2014 (12), η BAFA θα περιορίζει την καταβλητέα κατά τα έτη 2015 έως 2018 επιβάρυνση EEG κατά τέτοιο τρόπο ώστε η επιβάρυνση EEG για δεδομένο έτος x να μην είναι δυνατόν να υπερβαίνει το διπλάσιο ποσό της επιβάρυνσης EEG που καταβλήθηκε κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του έτους εφαρμογής (x – 2). Ενώ η επιβάρυνση EEG θα προσαρμόζεται, συνεπώς, προς τα πάνω σε ετήσια βάση, στην καταβλητέα επιβάρυνση για το 2015 θα επιβληθεί ανώτατο όριο το οποίο θα ισοδυναμεί με το διπλάσιο του ποσού της επιβάρυνσης του 2013, και το ίδιο θα ισχύει για τις επιβαρύνσεις των επόμενων ετών έως το 2018.

2.5.   Διαφάνεια, λογαριασμός EEG και παρακολούθηση από το κράτος

(30)

Στην ομοσπονδιακή υπηρεσία δικτύων (Bundesnetzagentur, «BNetzA») έχουν ανατεθεί ορισμένα καθήκοντα ελέγχου, εποπτείας και επιβολής.

(31)

Οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας EEG, οι φορείς διαχείρισης δικτύων, οι ΔΣΜ και οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας υποχρεούνται να καθιστούν διαθέσιμα μεταξύ τους τα στοιχεία που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή του συστήματος EEG. Ο νόμος EEG 2012 καθορίζει λεπτομερώς το είδος των πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζονται σε συστηματική βάση στους άλλους διαχειριστές, καθώς και την περίοδο του έτους για τη διαβίβαση. Οι φορείς διαχείρισης δικτύων, οι ΔΣΜ και οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να ζητούν τη διενέργεια ελέγχου των στοιχείων από λογιστή.

(32)

Με τον νόμο EEG 2012 συστάθηκε φορέας επίλυσης διαφορών στον οποίο ανατέθηκε από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Περιβάλλοντος, Διατήρησης της Φύσης και Πυρηνικής Ασφάλειας η διευκρίνιση ζητημάτων και η επίλυση διαφορών μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG, των φορέων διαχείρισης δικτύων, των ΔΣΜ και των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας (Clearingstelle).

(33)

Επιπλέον, οι φορείς διαχείρισης δικτύων και οι ΔΣΜ υποχρεούνται, σύμφωνα με τον νόμο EEG 2012 και τους εκτελεστικούς κανονισμούς (AusglMechV και AusglMechAV), να δημοσιεύουν ορισμένα στοιχεία στους δικτυακούς τόπους τους (ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας από EEG που αγοράστηκε και αντίστοιχη τιμή). Οι ΔΣΜ πρέπει να καταγράφουν όλες τις συναλλαγές που σχετίζονται με τον νόμο EEG 2012 χωριστά από τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους. Υποχρεούνται να τηρούν χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς για όλες τις χρηματοοικονομικές ροές που σχετίζονται με τον νόμο EEG 2012, και πρέπει να υφίσταται χωριστός τραπεζικός λογαριασμός, υπό την κοινή διαχείριση των τεσσάρων ΔΣΜ, για όλα τα έξοδα και τα έσοδα που συνδέονται με τον νόμο EEG 2012 (άρθρο 5 AusglMechAV).

(34)

Οι ΔΣΜ έχουν την υποχρέωση να δημοσιεύουν, σε κοινό δικτυακό τρόπο ο οποίος προσδιορίζεται ως «λογαριασμός EEG», μηνιαία συγκεντρωτικά στοιχεία των εσόδων που προκύπτουν από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης και από την επιβάρυνση EEG, καθώς και συγκεντρωτικά στοιχεία δαπανών (αποζημιώσεις προς τους φορείς διαχείρισης δικτύων και άλλες δαπάνες που συνδέονται με τη διαχείριση του συστήματος). Υποχρεούνται επίσης να δημοσιεύουν εκ των προτέρων την προβλεπόμενη επιβάρυνση EEG του επόμενου έτους.

(35)

Βάσει του νόμου EEG 2012 προβλέπεται η υποχρέωση καταχώρισης των εγκαταστάσεων σε δημόσιο φορέα. Η εν λόγω καταχώριση θα αποτελεί προϋπόθεση για το δικαίωμα λήψης τιμολογίων τροφοδοσίας. Το μητρώο δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί αλλά ισχύει ήδη χωριστή υποχρέωση καταχώρισης για τις εγκαταστάσεις ηλιακής ενέργειας και ρευστής βιομάζας προκειμένου να μπορούν να επωφελούνται από τιμολόγια τροφοδοσίας. Η BNetzA διαχειρίζεται το μητρώο εγκαταστάσεων ηλιακής ενέργειας και ο φορέας Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung διαχειρίζεται το μητρώο εγκαταστάσεων ρευστής βιομάζας.

(36)

Οι φορείς διαχείρισης δικτύων και οι ΔΣΜ πρέπει να διαβιβάζουν στην BNetzA τα στοιχεία που λαμβάνουν από τους φορείς διαχείρισης εγκαταστάσεων (τόπος εγκατάστασης, παραγωγική ικανότητα κ.λπ.), το επίπεδο δικτύου (διανομή ή μεταφορά) στο οποίο είναι συνδεδεμένες οι εγκαταστάσεις, συγκεντρωτικές και επιμέρους τιμές που καταβάλλονται στις εγκαταστάσεις, τα τελικά τιμολόγια που αποστέλλονται σε προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και τα απαιτούμενα στοιχεία για την επαλήθευση της ακρίβειας των αριθμητικών στοιχείων που παρέχονται με τον τρόπο αυτό. Οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας οφείλουν να κοινοποιούν στην BNetzA την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που προμηθεύουν στους πελάτες τους και τους τελικούς λογαριασμούς τους. Η BNetzA έχει επίσης ελεγκτικές αρμοδιότητες όσον αφορά τους ιδιοκτήτες εγκαταστάσεων ηλεκτρικής ενέργειας EEG ώστε να παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο οι φορείς διαχείρισης δικτύων και οι ΔΣΜ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους.

(37)

Οι ΔΣΜ πρέπει επίσης να διαβιβάζουν λεπτομερή στοιχεία στην BNetzA σχετικά με τον καθορισμό της επιβάρυνσης EEG. Συγκεκριμένα, πρέπει να παρέχουν στοιχεία σχετικά με τις διάφορες καταχωρίσεις εσόδων και εξόδων τα οποία χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της επιβάρυνσης EEG, άρθρο 7 παράγραφος 2 AusglMechV.

(38)

Όσοι επωφελούνται από ανώτατο όριο επιβάρυνσης EEG πρέπει, κατόπιν αιτήματος, να παρέχουν στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Περιβάλλοντος, Διατήρησης της Φύσης και Πυρηνικής Ασφάλειας, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να το διευκολύνουν να αξιολογεί κατά πόσον θα επιτευχθούν οι στόχοι δυνάμει του άρθρου 40.

(39)

Στη BNetzA έχει ανατεθεί το καθήκον να διασφαλίζει ότι:

οι ΔΣΜ πωλούν στην αγορά άμεσης παράδοσης την ηλεκτρική ενέργεια για την οποία καταβάλλονται τιμολόγια τροφοδότησης σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες (δηλαδή τον AusglMechV),

οι ΔΣΜ καθορίζουν δεόντως και δημοσιεύουν την επιβάρυνση EEG,

οι ΔΣΜ χρεώνουν ορθώς τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας για την επιβάρυνση EEG,

οι φορείς διαχείρισης δικτύων χρεώνουν ορθώς τα τιμολόγια τροφοδότησης και τις πριμοδοτήσεις στους ΔΣΜ,

η επιβάρυνση EEG μειώνεται μόνο για προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 39.

(40)

Όσον αφορά τον καθορισμό της επιβάρυνσης EEG, η BNetzA έχει διάφορες εξουσίες και καθήκοντα επιβολής που σχετίζονται με τα διάφορα στοιχεία δαπανών και εσόδων που οι ΔΣΜ μπορούν να συμπεριλαμβάνουν στον υπολογισμό της επιβάρυνσης EEG. Πρώτον, η BNetzA έχει την εξουσία να θεσπίζει, σε συμφωνία με τα αρμόδια υπουργεία (13), τους κανόνες για τον προσδιορισμό των στοιχείων που θεωρούνται έσοδα ή δαπάνες για τον καθορισμό της επιβάρυνσης EEG και του εφαρμοστέου επιτοκίου. Στη βάση αυτή, η BNetzA αναλύει λεπτομερώς στο AusglMechAV τα είδη των δαπανών που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη. Δεύτερον, πρέπει να παρέχονται στην BNetzA όλα τα συναφή στοιχεία και έγγραφα που αφορούν τον υπολογισμό της επιβάρυνσης EEG. Τρίτον, η BNetzA μπορεί να ζητεί πρόσθετες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών (άρθρο 5 παράγραφος 3 AusglMechAV). Τέλος, οι ΔΣΜ υποχρεούνται να καταδεικνύουν εκ των προτέρων την ακρίβεια και την αναγκαιότητα ορισμένων στοιχείων δαπανών, προκειμένου να μπορούν να τα λαμβάνουν υπόψη κατά τον υπολογισμό της επιβάρυνσης EEG (βλέπε για παράδειγμα άρθρο 6 παράγραφος 2 AusglMechAV).

(41)

Η BNetzA έχει εξουσία να εκδίδει οδηγίες προς τους ΔΣΜ και να καθορίζει τυποποιημένες μορφές για τα στοιχεία που οφείλουν να της διαβιβάζουν οι ΔΣΜ.

(42)

Η BNetzA έχει επίσης την εξουσία να θεσπίζει απαιτήσεις, σε συμφωνία με το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Περιβάλλοντος, Διατήρησης της Φύσης και Πυρηνικής Ασφάλειας, σχετικά με την εμπορική διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας EEG από τους ΔΣΜ στην αγορά άμεσης παράδοσης και να καθορίζει κίνητρα για την καλύτερη δυνατή εμπορική διάθεση της ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό πραγματοποιήθηκε μέσω του AusglMechAV.

(43)

Η BNetzA διαθέτει εξουσίες επιβολής. Μπορεί, παραδείγματος χάριν, να εκδίδει εντολές όταν οι ΔΣΜ δεν καθορίζουν την επιβάρυνση EEG σύμφωνα με τους κανόνες (βλέπε άρθρο 38 περίπτωση 5 και άρθρο 61 παράγραφος 1, περίπτωση 2). Μπορεί επίσης να ορίζει το επίπεδο της επιβάρυνσης EEG. Στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του AusglMechAV ορίζεται ότι η διαφορά μεταξύ της επιβάρυνσης EEG στα ποσά που εισπράττονται και της επιβάρυνσης EEG στο επίπεδο που ορίζει η BNetzA σύμφωνα με εκτελεστή απόφαση της BNetzA δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 1 περιπτώσεις 3 και 4 του νόμου EEG 2012 αποτελεί επίσης είτε έσοδο είτε δαπάνη κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφοι 3 και 4 του AusglMechV. Σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, αυτό συνιστά αποδεικτικό στοιχείο του ότι η BNetzA μπορεί να λαμβάνει εκτελεστές αποφάσεις για τη διόρθωση του ύψους της επιβάρυνσης. Η νομική βάση για αυτό είναι το άρθρο 61 παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 65 και εξής, του Energiewirtschaftsgesetz (EnWG) (14), τα οποία αποτελούν διατάξεις που παρέχουν τη δυνατότητα στην BNetzA να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις οι οποίες εφαρμόζονται στους ιδιωτικούς φορείς διαχείρισης. Η BNetzA μπορεί επίσης να επιβάλλει πρόστιμα (βλέπε άρθρο 62 παράγραφοι 1 και 2 του νόμου EEG 2012).

(44)

Η ίδια η BNetzA υπόκειται σε ορισμένες υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και οφείλει να κοινοποιεί ορισμένα στοιχεία στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Περιβάλλοντος, Διατήρησης της Φύσης και Πυρηνικής Ασφάλειας και στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών και Τεχνολογίας για σκοπούς στατιστικής μελέτης και αξιολόγησης.

(45)

Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Περιβάλλοντος (Umweltbundesamt — «UBA») τηρεί αρχείο των εγγυήσεων προέλευσης σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Εν προκειμένω, η UBA είναι αρμόδια για την έκδοση, τη μεταβίβαση και την ακύρωση των εγγυήσεων προέλευσης.

3.   Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(46)

Στις 18 Δεκεμβρίου 2013 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, καθώς θεωρούσε ότι ο νόμος EEG 2012 συνιστούσε κρατική ενίσχυση προς όφελος των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG, των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας που επωφελούνταν από το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και των EIU, και διατηρούσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εν λόγω ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά.

(47)

Όσον αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι ο νόμος EEG 2012 συνεπάγεται παροχή οικονομικών πλεονεκτημάτων: i) σε παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και αέρια ορυχείων, κυρίως μέσω των τιμολογίων τροφοδότησης, και ii) στους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας, μέσω της μείωσης των οικείων επιβαρύνσεων EEG.

(48)

Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι τα πλεονεκτήματα αυτά χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, δεδομένου ιδίως ότι: i) ο γερμανός νομοθέτης έχει, κατά τα φαινόμενα, θεσπίσει ειδική εισφορά για τη χρηματοδότηση της στήριξης για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από EEG, ήτοι την επιβάρυνση EEG, ii) ότι ο γερμανός νομοθέτης και η εκτελεστική εξουσία έχουν ορίσει ότι οι ΔΣΜ θα διαχειρίζονται από κοινού την εν λόγω επιβάρυνση, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται από το κράτος στον νόμο EEG 2012 και στους εκτελεστικούς κανονισμούς, και iii) ότι οι ΔΣΜ θα παρακολουθούνται στενά κατά τη διαχείριση του εν λόγω πόρου.

(49)

Μολονότι η στήριξη για ηλεκτρική ενέργεια EEG κρίθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον οι μειώσεις της επιβάρυνσης EEG θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατές βάσει της Συνθήκης και συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) της Συνθήκης.

(50)

Τέλος, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον η χρηματοδότηση της στήριξης για ηλεκτρική ενέργεια EEG βάσει του νόμου EEG 2012 συνάδει με τα άρθρα 30 και 110 της Συνθήκης, δεδομένου ότι, παρόλο που από την επιβάρυνση EEG επωφελείται μόνον η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας EEG στη Γερμανία, η επιβάρυνση επιβάλλεται επίσης στην κατανάλωση εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας EEG, οι παραγωγοί της οποίας θα ήταν ενδεχομένως επιλέξιμοι για στήριξη δυνάμει του νόμου EEG 2012 εάν είχαν την έδρα τους στη Γερμανία.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΈΝΩΝ ΜΕΡΏΝ

(51)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της απόφασης κίνησης της διαδικασίας και επί της εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στην παρούσα απόφαση δυνάμει του σημείου 248 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(52)

Τα περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι ο νόμος EEG 2012 δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται χορήγηση κρατικής ενίσχυσης ούτε στο επίπεδο των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG ούτε προς όφελος των EIU. Η άποψη που εξέφρασαν είναι ότι το γερμανικό κράτος οργάνωσε απλώς ένα σύστημα με βάση (διαδοχικές) πληρωμές μεταξύ ιδιωτικών φορέων διαχείρισης, στο πλαίσιο του οποίου οι εν λόγω φορείς χρησιμοποιούν τους δικούς τους χρηματοοικονομικούς πόρους. Απλώς και μόνο το γεγονός ότι το σύστημα αυτό προκύπτει από κρατική νομοθεσία (τον νόμο EEG 2012 και τις εφαρμοστικές διατάξεις του), ή ότι συμμετέχει η BNetzA, η Bundesanstalt für Ernährung und Landwirtschaft, η UBA και η BAFA, οι αρμοδιότητες των οποίων υποτίθεται ότι είναι περιορισμένες, δεν μπορεί, κατά την άποψή τους, να μεταβάλει τον εγγενώς ιδιωτικό χαρακτήρα του συστήματος. Η ανάλυση αυτή βασίζεται κυρίως στις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις PreussenElektra (16) και Doux Élevage (17). Εάν όντως υφίσταται κρατική ενίσχυση, τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά υφιστάμενη κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της απόφασης της Επιτροπής στην υπόθεση NN 27/2000 σχετικά με παλαιότερο γερμανικό καθεστώς ενίσχυσης (18).

(53)

Επιπλέον, τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι μειώσεις της επιβάρυνσης EEG είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει είτε του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) είτε του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης. Ο στόχος του νόμου EEG 2012, όπως περιγράφεται από τα μέρη αυτά, είναι διττός και αφορά τη στήριξη της ανάπτυξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας EEG και τη διατήρηση της βιομηχανικής βάσης της Γερμανίας και της Ένωσης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι τυχόν ενίσχυση που συνεπάγεται ο νόμος EEG 2012 αποτελεί κατάλληλο και αναλογικό μέσο επίτευξης του διττού αυτού στόχου. Δήλωσαν ότι, σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 στην εν λόγω υπόθεση, διότι η εφαρμογή αυτή θα ήταν αναδρομική. Θα πρέπει επίσης να μην προβεί σε ανάκτηση, λόγω της ανάγκης να προστατευτεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων ως προς το ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε νομίμως.

(54)

Αντιθέτως, η γερμανική ένωση καταναλωτών ενέργειας (Bund der Energieverbraucher), η οποία υπέβαλε την αρχική καταγγελία σχετικά με τον νόμο EEG 2012, ισχυρίστηκε ότι οι μειώσεις της επιβάρυνσης EEG όντως συνιστούν κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, προς όφελος των μεγαλύτερων καταναλωτών ενέργειας και ότι ζημιώνουν τις γερμανικές επιχειρήσεις και τους καταναλωτές που υποχρεούνται να καταβάλλουν υψηλότερη επιβάρυνση EEG χωρίς να επωφελούνται από παρόμοιες μειώσεις. Η ένωση ισχυρίστηκε επιπλέον ότι οι μειώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβατές βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης. Τα ίδια επιχειρήματα προέβαλαν και ορισμένοι γερμανοί πολίτες.

(55)

Τα επιχειρήματα που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη αναλύονται περαιτέρω στην ενότητα 7.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΊΑΣ ΕΠΊ ΤΗΣ ΑΠΌΦΑΣΗΣ ΚΊΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΚΑΙ ΕΠΊ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΩΝ ΤΡΊΤΩΝ ΜΕΡΏΝ

(56)

Η Γερμανία επισήμανε ότι οι περισσότεροι παράγοντες του συστήματος που δημιουργήθηκε βάσει του νόμου EEG 2012 είναι ιδιωτικοί φορείς, γεγονός το οποίο ίσχυε ήδη στην υπόθεση PreussenElektra, και ότι οι παράγοντες αυτοί δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση. Η μόνη συμμετοχή από την πλευρά του κράτους είναι η έκδοση της νομοθεσίας και ο αυστηρός έλεγχος της εφαρμογής της. Οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές, κυρίως η BNetzA και η BAFA, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, συμμορφώνονται αυστηρά με τις περιορισμένες αρμοδιότητές τους και δεν διαχειρίζονται πόρους. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι αρχές αυτές δεν διαθέτουν διακριτική ευχέρεια. Επιπλέον, η Γερμανία επισήμανε ότι η επιβάρυνση EEG αυτή καθεαυτή δεν επιβάλλεται από το κράτος αλλά βασίζεται σε μηχανισμό της αγοράς, καθώς εξαρτάται από τα έσοδα που προέρχονται από τις πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης. Τέλος, η Γερμανία τόνισε ότι ο νόμος EEG 2012 δεν απαιτεί από τους προμηθευτές να μετακυλύουν την επιβάρυνση στους καταναλωτές, το οποίο σημαίνει ότι η μετακύλιση αποτελεί ζήτημα της τιμολογιακής πολιτικής των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, κανένας από τους φορείς διαχείρισης που συμμετέχουν στο σύστημα δεν έχει ειδικές εξουσίες που να πηγάζουν από το δημόσιο δίκαιο· αντιθέτως, εξαρτώνται από τα αστικά δικαστήρια για την επιβολή των αξιώσεων που εγείρονται όσον αφορά τις μεταξύ τους πληρωμές.

(57)

Η Γερμανία διατύπωσε τα ακόλουθα νομικά επιχειρήματα, που είναι παρόμοια με αυτά που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή

την απουσία επιλεκτικών οικονομικών πλεονεκτημάτων, με την αιτιολογία ότι η στήριξη για την ηλεκτρική ενέργεια από EEG πληροί τα κριτήρια της απόφασης Altmark (19) και ότι οι μειώσεις για τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας συνιστούν απλώς μετριασμό υπάρχοντος μειονεκτήματος της γερμανικής βιομηχανίας·

την απουσία κρατικών πόρων και κρατικού ελέγχου, λόγω της μη δυνατότητας σύγκρισης της νομικής και πραγματικής κατάστασης που διαμορφώνεται βάσει του νόμου EEG 2012 με τις καταστάσεις που εξετάστηκαν από το Δικαστήριο στις υποθέσεις Essent (20) και Vent de colère (21)·

το γεγονός ότι, εάν συνιστούν όντως κρατική ενίσχυση, οι πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει του νόμου EEG 2012 αποτελούν υφιστάμενη κρατική ενίσχυση υπό το πρίσμα της απόφασης της Επιτροπής στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης NN 27/2000·

τη συμβατότητα τυχόν χορηγηθείσας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ)·

τη μη παραβίαση των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης, λόγω του γεγονότος ότι η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια EEG δεν μπορεί να συγκριθεί με την εγχώρια παραγόμενη ενέργεια, δεδομένης ιδίως της πρόσφατης απόφασης στην υπόθεση Ålands Vindkraft (22).

(58)

Τα επιχειρήματα της Γερμανίας εξετάζονται και αντικρούονται αναλυτικότερα στην ενότητα 7.

6.   ΔΕΣΜΕΎΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΈΛΑΒΕ Η ΓΕΡΜΑΝΊΑ

(59)

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 19, η Γερμανία παρείχε την ακόλουθη δέσμευση σχετικά με την επανεπένδυση 50 εκατ. ευρώ σε γραμμές διασύνδεσης και σε ευρωπαϊκά ενεργειακά έργα:

«Όσον αφορά τον νόμο EEG 2012, θα μπορούσε να βρεθεί συνολική λύση τόσο για το Grünstromprivileg όσο και για το ζήτημα των άρθρων 30 και 110. Η λύση συνίσταται στην επανεπένδυση του εκτιμώμενου ποσού της εικαζόμενης διάκρισης σε γραμμές διασύνδεσης ή σε παρόμοια ευρωπαϊκά ενεργειακά έργα. Η εν λόγω επανεπένδυση μπορεί να πραγματοποιηθεί παράλληλα με το υπό εξέλιξη σχετικό έργο. Με βάση τα αριθμητικά στοιχεία που διαβίβασε η Γερμανία, η επανεπένδυση αναμένεται να ανέλθει στο ποσό των 50 εκατ. ευρώ για την περίοδο Ιανουαρίου 2012 — Ιουλίου 2014. Και πάλι, η Γερμανία προσφέρει τη δέσμευση αυτή διατηρώντας τη νομική θέση της (μη εισαγωγή διακρίσεων).».

(60)

Επιπλέον, η Γερμανία παρείχε την ακόλουθη δέσμευση σχετικά με το σχέδιο προσαρμογής που αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 27 και εξής:

«Η ανάκτηση [το προς ανάκτηση ποσό] όσον αφορά μια δεδομένη επιχείρηση προκύπτει από τη διαφορά των σχετικών δαπανών EEG, όπως καθορίζονται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας 2014-2020 (“κατευθυντήριες γραμμές 2014”), και των δαπανών EEG, όπως καθορίζονται με βάση τον νόμο EEG 2012. Εν προκειμένω, το σχέδιο προσαρμογής περιορίζει το ποσό που πρέπει να καταβληθεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 σε 125 % κατ' ανώτατο όριο (για το έτος 2013) και σε 150 % κατ' ανώτατο όριο (για το έτος 2014) του ποσού που καταβλήθηκε για το έτος 2013 σύμφωνα με τον νόμο EEG 2012. Αρνητικά ποσά ανάκτησης δεν λαμβάνονται υπόψη.».

7.   ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ

7.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης

(61)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.».

(62)

Για να καθορίσει αν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόζει τα ακόλουθα κριτήρια: το μέτρο πρέπει να καταλογίζεται στο κράτος και να αφορά κρατικούς πόρους, πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις ή σε ορισμένους τομείς που στρεβλώνουν ή απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό και να είναι ικανό να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

7.1.1.   Ύπαρξη επιλεκτικών πλεονεκτημάτων που επηρεάζουν τις συναλλαγές και τον ανταγωνισμό

(63)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος EEG 2012 συνεπάγεται δύο είδη επιλεκτικών πλεονεκτημάτων που επηρεάζουν τις συναλλαγές και τον ανταγωνισμό.

(64)

Το πρώτο πλεονέκτημα χορηγήθηκε στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Πράγματι, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα τιμολόγια τροφοδότησης και η πριμοδοτήσεις εξασφάλιζαν στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG υψηλότερη τιμή από την τιμή της αγοράς για την ηλεκτρική ενέργεια που παρήγαν. Το ίδιο ίσχυε και για την άμεση εμπορική διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας EEG που συνεπαγόταν δικαίωμα μείωσης της επιβάρυνσης EEG δυνάμει του άρθρου 39 του νόμου EEG 2012, καθώς η διάταξη αυτή παρείχε τη δυνατότητα στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG να λαμβάνουν υψηλότερη τιμή από την τιμή της αγοράς για την ηλεκτρική ενέργεια που παρήγαν. Το μέτρο ήταν επιλεκτικό διότι ωφελούσε μόνο τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Επιπλέον, η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είχε ελευθερωθεί και οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας δραστηριοποιούνταν σε τομείς στους οποίους πραγματοποιούνταν συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (αιτιολογική σκέψη 76 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(65)

Το δεύτερο πλεονέκτημα συνίστατο στη μείωση της επιβάρυνσης EEG για ορισμένους EIU δυνάμει του κανόνα BesAR. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι EIU του κλάδου μεταποίησης διέθεταν πλεονέκτημα διότι επωφελούνταν από ανώτατο όριο στην επιβάρυνση EEG που όφειλαν να καταβάλλουν. Βάσει των άρθρων 40 έως 41 του νόμου EEG 2012 απαλλάσσονταν από μια επιβάρυνση την οποία υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να επωμιστούν. Πράγματι, η επιβολή ανώτατου ορίου δεν επέτρεπε στους ΔΣΜ και στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να ανακτούν τις πρόσθετες δαπάνες για τη στήριξη της ηλεκτρικής ενέργειας EEG από EIU. Το μέτρο θεωρήθηκε επίσης ότι ήταν επιλεκτικό διότι μόνον οι EIU του κλάδου μεταποίησης μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό. Τέλος, το μέτρο στρέβλωνε τον ανταγωνισμό και επηρέαζε τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, διότι οι δικαιούχοι ήταν παραγωγοί ενεργοβόρων προϊόντων (για παράδειγμα, παραγωγοί σιδηρούχων και μη σιδηρούχων μετάλλων, χαρτοβιομηχανίες, χημική βιομηχανία, παραγωγοί τσιμέντου) και δραστηριοποιούνταν σε τομείς στους οποίους πραγματοποιούνταν συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 77 έως 80 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(66)

Η Γερμανία εκφράζει την άποψη ότι δεν υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα, ούτε στο επίπεδο των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG ούτε στο επίπεδο των EIU που επωφελούνται από τον κανόνα BesAR, για τους εξής λόγους.

α)

Οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας EEG, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, δεν λαμβάνουν κανένα οικονομικό πλεονέκτημα που να προκύπτει από την ίδια την επιβάρυνση EEG, ακόμη και αν αυτή θεωρηθεί κρατικός πόρος, δεδομένου ότι τα τιμολόγια τροφοδοσίας βάσει των οποίων αμείβονται είναι ανεξάρτητα από την επιβάρυνση EEG. Αντιθέτως, η επιβάρυνση EEG απλώς αντισταθμίζει τις ζημίες που υφίστανται οι ΔΣΜ. Επιπλέον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, η αμοιβή των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG πληροί τα κριτήρια της απόφασης Altmark (23).

β)

Όσον αφορά τους EIU, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι ο κανόνας BesAR δεν χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα, αλλά αντίθετα αντισταθμίζει ανταγωνιστικό μειονέκτημα που υφίσταντο οι επιχειρήσεις αυτές σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους σε άλλα κράτη μέλη (των οποίων οι δαπάνες για τη χρηματοδότηση των ΑΠΕ είναι χαμηλότερες) (24) και σε τρίτες χώρες (που εν γένει δεν επιβαρύνονται με τέτοιου είδους δαπάνες).

(67)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη αντέκρουσαν τα συμπεράσματα ότι η μειωμένη επιβάρυνση EEG συνιστά οικονομικό πλεονέκτημα που στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Ισχυρίστηκαν ότι, αντιθέτως, το μέτρο αποκαθιστά τους ίσους όρους ανταγωνισμού στην Ένωση, δεδομένου ότι οι δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας του κλάδου ήταν υψηλότερες στη Γερμανία σε σύγκριση με αλλού. Επιπλέον, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη επισήμαναν ότι οι δικαιούχοι που καταναλώνουν περισσότερα από 10 GWh ετησίως επιβαρύνονται με χρηματοοικονομικές δαπάνες που συνδέονται με υποχρεωτικούς ελέγχους ενεργειακής απόδοσης.

(68)

Η Γερμανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη αντέκρουσαν επίσης το συμπέρασμα ότι τα οικονομικά πλεονεκτήματα είναι επιλεκτικά και ότι επηρεάζουν τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές, ιδίως διότι ο κανόνας BesAR ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου μεταποίησης ανεξαρτήτως μεγέθους. Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι μειώσεις δεν είναι επιλεκτικές, καθώς η κατάσταση των δικαιούχων δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή άλλων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι, αφενός, τα βασικά κριτήρια επιλεξιμότητας είναι η ένταση και η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και, αφετέρου, οι επιχειρήσεις με υψηλή ένταση ενέργειας αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο που προκύπτει από την επιβάρυνση EEG από ό,τι οι επιχειρήσεις με χαμηλότερη ένταση ενέργειας. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι ακόμη και αν οι μειώσεις στην επιβάρυνση ήταν εκ πρώτης όψεως επιλεκτικές, είναι εγγενείς της φύσης και της λογικής του καθεστώτος στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας EEG: χωρίς τις μειώσεις, η στήριξη της ηλεκτρικής ενέργειας EEG δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί, καθώς οι EIU θα μετεγκαθίσταντο εκτός Γερμανίας.

(69)

Τα επιχειρήματα που υπέβαλαν η Γερμανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είναι πειστικά.

7.1.1.1.   Ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων σε διαφορετικά κράτη μέλη

(70)

Πρώτον, το γεγονός ότι μια επιχείρηση αποζημιώνεται για δαπάνες ή τέλη που έχει ήδη καταβάλει δεν αποκλείει καταρχήν την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος (25). Επίσης, η ύπαρξη πλεονεκτήματος δεν αποκλείεται από το γεγονός και μόνον ότι οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις σε άλλα κράτη μέλη βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση (26), διότι η έννοια του πλεονεκτήματος βασίζεται σε ανάλυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης εντός του δικού της νομικού και πραγματικού πλαισίου με και χωρίς το συγκεκριμένο μέτρο. Ωστόσο, εάν αφαιρεθούν οι φόροι και οι εισφορές, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τους βιομηχανικούς καταναλωτές είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερες στη Γερμανία σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη.

(71)

Το Γενικό Δικαστήριο επαναβεβαίωσε προσφάτως την αρχή ότι η ύπαρξη πλεονεκτήματος πρέπει να αξιολογείται ανεξαρτήτως των όρων ανταγωνισμού σε άλλα κράτη μέλη (27). Το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η ίδια η φύση του προτιμησιακού τιμολογίου, ήτοι το γεγονός ότι επιστρεφόταν στην Alcoa Transformazioni η διαφορά μεταξύ του τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας βάσει του οποίου χρέωνε τα εργοστάσια η ENEL και του τιμολογίου του διατάγματος του 1995, αρκεί για να θεμελιώσει τη διαπίστωση ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν έφερε το σύνολο της δαπάνης η οποία κανονικώς θα βάρυνε τους προϋπολογισμούς της (28). Το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη περαιτέρω ότι η ύπαρξη πλεονεκτήματος προέκυπτε από την απλή περιγραφή του μηχανισμού διαφοροποίησης των τιμών, ήτοι ενός μηχανισμού αποζημιώσεως ο οποίος σκοπό έχει να απαλλάξει μια εταιρεία από την καταβολή μέρους του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας που απαιτείται για την παραγωγή των προϊόντων που διαθέτει στο έδαφος της Ένωσης (29). Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε (30) την αρχή ότι μια κρατική ενίσχυση πρέπει να εκτιμάται καθεαυτή, και όχι υπό το πρίσμα σκοπών που συνίστανται, παραδείγματος χάριν, στην αντισταθμιστική λειτουργία της ενισχύσεως στο πλαίσιο μιας μειονεκτικής καταστάσεως ανταγωνισμού.

(72)

Ομοίως, οι μειώσεις στην επιβάρυνση EEG που χορηγήθηκαν δυνάμει του κανόνα BesAR βελτιώνουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των δικαιούχων, καθώς τους απαλλάσσουν από μια επιβάρυνση που θα έπρεπε να επωμιστούν υπό κανονικές συνθήκες. Πράγματι, εάν δεν ίσχυαν ο κανόνας BesAR και η απόφαση της BAFA, οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να καταβάλλουν ολόκληρο το ποσό της επιβάρυνσης EEG, όπως οποιοσδήποτε άλλος καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας. Η Γερμανία έχει τονίσει την αναγκαιότητα των μειώσεων προκειμένου να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των δικαιούχων σε σχέση με EIU σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες. Με τη δήλωση αυτή, η Γερμανία εμμέσως αναγνωρίζει ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν ευνοϊκή αντιμετώπιση από οικονομική άποψη.

7.1.1.2.   Επιλεκτικότητα

(73)

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί μη επιλεκτικότητας του BesAR, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι «ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελουμένων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλία και η σημασία των κλάδων στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω επιχειρήσεις καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας κρατικής πρωτοβουλίας ως γενικού μέτρου οικονομικής πολιτικής» (31), εφόσον άλλοι τομείς, όπως για παράδειγμα ο τομέας των υπηρεσιών, εξαιρούνται από τους δικαιούχους. Αυτό ισχύει ήδη στην προκειμένη περίπτωση καθώς μόνον ο κλάδος της μεταποίησης επωφελείται από την ενίσχυση (χωρίς να υπάρχει ανάγκη να εξετάσει η Επιτροπή περαιτέρω λόγους για επιλεκτικότητα). Κατά συνέπεια, οι μειώσεις στην επιβάρυνση EEG δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με αυτή των δικαιούχων. Επιπλέον, οι διαφορετικές μειώσεις της επιβάρυνσης EEG που εξαρτώνται από την κατανάλωση συνεπάγονται διαφοροποιήσεις μεταξύ οντοτήτων που βρίσκονται στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση, δηλαδή είναι μεγάλοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, και, ως εκ τούτου, είναι εγγενώς επιλεκτικές.

(74)

Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το πεδίο εφαρμογής του BesAR και οι διαφοροποιήσεις των τιμών δικαιολογούνται από τη φύση και το γενικό καθεστώς του συστήματος, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι «ένα μέτρο που συνιστά εξαίρεση από την εφαρμογή του γενικού φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογείται αν το μέτρο αυτό απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού αυτού συστήματος. Συναφώς, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των σκοπών τους οποίους έχει οριστεί να υπηρετεί ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς και οι οποίοι είναι εξωγενείς σε σχέση προς το σύστημα αυτό και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των σκοπών αυτών» (32). Ωστόσο, ούτε η περιβαλλοντική προστασία ούτε η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας μπορούν να θεωρηθούν θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές συμφυείς του συστήματος της επιβάρυνσης. Αντιθέτως, αποτελούν εξωτερικούς στόχους που αποδίδονται στο εν λόγω σύστημα. Όπως και σε προηγούμενες υποθέσεις (33), στην υπό εξέταση υπόθεση ο στόχος της περιβαλλοντικής προστασίας δεν μπορεί να μεταβάλει τη διαπίστωση ότι οι μειώσεις στην επιβάρυνση EEG συνιστούν κρατική ενίσχυση. Πρώτον, η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας δεν συμπεριλαμβάνεται καν στους στόχους του νόμου που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του νόμου EEG 2012. Αντιθέτως, διευκρινίζεται στο άρθρο 40 δεύτερη περίοδος ότι η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας υπόκειται στον όρο να μην θέτει σε κίνδυνο τους στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 1 του νόμου EEG 2012.

7.1.1.3.   Πλεονέκτημα που απορρέει από την επιβάρυνση EEG· νομολογία Altmark

(75)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Γερμανίας ότι η επιβάρυνση για τις ΑΠΕ καθεαυτή δεν συνιστά πλεονέκτημα για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG, η Επιτροπή εμμένει στην άποψη ότι τα μέτρα στήριξης βελτιώνουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG περισσότερο από τα κέρδη που θα μπορούσαν να αποκομίζουν από την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν στην αγοραία τιμή. Η επιβάρυνση EEG χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση αυτών των μέτρων στήριξης. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, το γεγονός ότι τα τιμολόγια τροφοδότησης μπορούν ή δεν μπορούν να επηρεαστούν από το ύψος της επιβάρυνσης EEG δεν είναι συναφές για τον καθορισμό του κατά πόσον τα τιμολόγια αυτά συνεπάγονται οικονομικό πλεονέκτημα.

(76)

Η Γερμανία έχει προβάλει το επιχείρημα ότι η στήριξη υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG συνιστά επαρκή αντιστάθμιση για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας κατά την έννοια της υπόθεσης Altmark.

(77)

Στην υπόθεση Altmark, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι μια κρατική παρέμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης στον βαθμό που η εν λόγω παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί «ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να μην επωφελούνται στην πραγματικότητα από ένα οικονομικό πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα να μην περιέρχονται λόγω της ως άνω παρεμβάσεως οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται.». (34)

(78)

Ωστόσο, η ανωτέρω απόφαση υπόκειται σε τέσσερις προϋποθέσεις (35):

α)

«Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη.».

β)

«Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιορισθεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια, με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιλαμβάνει η αντιστάθμιση αυτή ένα οικονομικό πλεονέκτημα ικανό να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστριών της.».

γ)

«Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.».

δ)

«Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο, για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.».

(79)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η στήριξη υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ πληροί την πρώτη προϋπόθεση λόγω της ύπαρξης σκοπού κοινού συμφέροντος, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Επιπλέον, σύμφωνα με τη Γερμανία, από το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36) προκύπτει ότι η προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

(80)

Η Γερμανία θεωρεί επίσης ότι πληρούται και το δεύτερο κριτήριο Altmark. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι παράμετροι για την αποζημίωση των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG προσδιορίστηκαν προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια στον νόμο EEG 2012.

(81)

Η Γερμανία θεωρεί ότι πληρούται και το τρίτο κριτήριο, εφόσον η Επιτροπή, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας EEG δεν αποζημιώνονται υπερβολικά.

(82)

Τέλος, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι το ύψος της στήριξης υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG έχει καθοριστεί βάσει ανάλυσης δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και επαρκώς εξοπλισμένη προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Εν προκειμένω, η Γερμανία παραπέμπει στο συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση της συμβατότητας που περιλαμβάνεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο τα μέτρα στήριξης υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG έχουν χαρακτήρα κινήτρου και είναι αναλογικά. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, από τα δύο αυτά στοιχεία καταδεικνύεται ότι οι δικαιούχοι των τιμολογίων τροφοδότησης τελούν υπό χρηστή διαχείριση.

(83)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι πειστικά.

(84)

Σύμφωνα με το πρώτο κριτήριο Altmark, ο πάροχος της δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να είναι επιφορτισμένος με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(85)

Στο πλαίσιο του νόμου EEG 2012 δεν επιβάλλεται στους παραγωγούς καμία υποχρέωση όσον αφορά την παραγωγή· οι παραγωγοί απλώς αντιδρούν σε οικονομικό κίνητρο που παρέχεται από το γερμανικό κράτος.

(86)

Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι δεν πληρούται το πρώτο κριτήριο Altmark.

(87)

Δεδομένου ότι τα κριτήρια Altmark είναι σωρευτικά, χωρίς να πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσον πληρούνται το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο κριτήριο, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επιχείρημα της Γερμανίας ότι τα τιμολόγια τροφοδότησης για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ αποτελούν επαρκή αντιστάθμιση για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας κατά την έννοια της υπόθεσης Altmark δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

7.1.1.4   Van der Kooy, Danske Busvognmænd και Hotel Cipriani

(88)

Όσον αφορά τις μειώσεις της επιβάρυνσης EEG δυνάμει του κανόνα BesAR, τόσο η Γερμανία όσο και ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη παρέπεμψαν στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Van der Kooy και στις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις Danske Busvognmænd και Hotel Cipriani για να ισχυριστούν ότι οι μειώσεις δεν συνιστούν οικονομικό πλεονέκτημα (37).

(89)

Στην υπόθεση Van der Kooy, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η προτιμησιακή τιμή του φυσικού αερίου που χορηγείται σε επιχειρήσεις που ασχολούνται με την καλλιέργεια δενδροκηπευτικών σε τεχνητώς θερμαινόμενα θερμοκήπια δεν θα αποτελούσε μέτρο ενίσχυσης εάν ήταν «στο πλαίσιο της οικείας αγοράς, αντικειμενικά δικαιολογημένη από οικονομικούς λόγους, όπως η ανάγκη αντιμετωπίσεως του ανταγωνισμού των άλλων πηγών ενεργείας στην αγορά αυτή, των οποίων η τιμή θα ήταν ανταγωνιστική σε σχέση με την τιμή της εξεταζόμενης πηγής ενεργείας» (38). Ωστόσο, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Γερμανίας και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, το επίμαχο ζήτημα στο οποίο αναφερόταν το Δικαστήριο ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ διαφορετικών καυσίμων στην ίδια αγορά και ο τρόπος με τον οποίο μια εταιρεία που πωλεί τέτοιου είδους καύσιμα μπορεί να ορίζει τις τιμές της με βάση τον ανταγωνισμό αυτό, δηλαδή, η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Το ζήτημα έγκειτο στο κατά πόσον οι εταιρείες θερμοκηπίων μπορούσαν να στραφούν στη χρήση άνθρακα λόγω των υψηλότερων τιμών του φυσικού αερίου και κατά πόσον οι προτιμησιακές τιμές θα μπορούσαν ως εκ τούτου να αποτελούν εύλογη οικονομική συμπεριφορά εκ μέρους της εταιρείας φυσικού αερίου. Στην υπό εξέταση υπόθεση, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Γερμανία συμπεριφέρθηκε όπως ένας ιδιώτης επενδυτής και η ίδια δεν έχει ισχυριστεί ποτέ ότι είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι μειώσεις της επιβάρυνσης EEG που χορηγήθηκαν σε EIU πληρούν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

(90)

Επιπλέον, οι παρεμπίπτουσες σκέψεις (obiter dicta) στις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις Danske Busvognmænd (39) και Hotel Cipriani (40) έχουν στο μεταξύ ανατραπεί από το Δικαστήριο και από πιο πρόσφατες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Comitato «Venezia vuole vivere» (41), το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι μια κρατική παρέμβαση δεν θεωρείται ότι συνιστά πλεονέκτημα μόνο όταν αποτελεί αντιστάθμιση για υπηρεσίες που παρείχαν οι ωφελούμενες επιχειρήσεις για την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας, εάν οι επιχειρήσεις αυτές δεν απολαύουν, στην πραγματικότητα, οικονομικού πλεονεκτήματος και εάν η εν λόγω παρέμβαση δεν έχει συνεπώς ως αποτέλεσμα να τίθενται οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη από άποψη ανταγωνισμού θέση σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις (42). Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο οικονομικό τομέα προς αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να άρει τον χαρακτήρα των εν λόγω μέτρων ως ενισχύσεων (43). Επιπλέον, μέτρα που αποσκοπούν στην αντιστάθμιση τυχόν ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων τα οποία υφίστανται οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε ορισμένη περιοχή κάποιου κράτους μέλους μπορούν να συνιστούν επιλεκτικά πλεονεκτήματα (44).

(91)

Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η νομολογία της υπόθεσης Danske Busvognmænd δεν εφαρμόζεται όταν το κράτος χορηγεί απαλλαγή από επιβαρύνσεις που υπό κανονικές συνθήκες βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης. Το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε την αρχή ότι ο σκοπός της αντιστάθμισης, δηλαδή, η άρση των ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων, δεν αφαιρεί τον χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (45).

(92)

Σε μεταγενέστερη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο στόχος της αντιστάθμισης ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων επιχειρήσεων, που επιδιώκεται μέσω μειώσεων σε ορισμένες εισφορές, δεν μπορεί να αφαιρέσει από τα πλεονεκτήματα αυτά τον χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης που ενέχουν κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, μέτρο που αποσκοπεί στην αντιστάθμιση διαρθρωτικού μειονεκτήματος δεν μπορεί να μην χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση, παρά μόνον εάν πληρούνται τα κριτήρια της υπόθεσης Altmark (46).

(93)

Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της Γερμανίας και ορισμένων ενδιαφερόμενων μερών δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή.

(94)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο συνεπάγεται επιλεκτικά πλεονεκτήματα για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG, τα οποία είναι πιθανό να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό και τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

7.1.2.   Καταλογισμός

(95)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπής υποστήριξε ότι τα πλεονεκτήματα μπορούν να καταλογιστούν στο γερμανικό κράτος, διότι τα τιμολόγια τροφοδοσίας και οι πριμοδοτήσεις, η επιβάρυνση EEG και το ανώτατο όριο της επιβάρυνσης αυτής απορρέουν από την κρατική νομοθεσία και από εκτελεστικά διατάγματα και διότι η επιβολή ανώτατου ορίου στην επιβάρυνση καθορίστηκε μόνον αφού η BAFA, η οποία είναι δημόσια αρχή, έλεγξε ότι πληρούνταν οι νομικές προϋποθέσεις.

(96)

Η Γερμανία και τρίτα μέρη αμφισβήτησαν τη δυνατότητα καταλογισμού με την αιτιολογία ότι το κράτος απλώς θέσπισε τη νομοθεσία και ότι οι φορείς διαχείρισης δικτύων λειτουργούν αυτόνομα.

(97)

Το ζήτημα του καταλογισμού απαιτεί ενδεχομένως προσεκτική αξιολόγηση στην περίπτωση που αφορά μόνο τη συμπεριφορά επιχειρήσεων δημόσιας ιδιοκτησίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ενέργειες της δημόσιας διοίκησης και του νομοθέτη καταλογίζονται πάντοτε στο κράτος (47).

7.1.3.   Ύπαρξη κρατικών πόρων

(98)

Όσον αφορά τη στήριξη υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG, η Επιτροπή, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι, βάσει του νόμου EEG 2012, οι ΔΣΜ είχαν οριστεί από το κράτος ως αρμόδιοι φορείς για τη διαχείριση της επιβάρυνσης EEG και ότι τα έσοδα από την επιβάρυνση αυτή συνιστούσαν κρατικό πόρο (αιτιολογική σκέψη 138).

(99)

Το κράτος δεν όρισε απλώς τον αποδέκτη του πλεονεκτήματος, τα κριτήρια επιλεξιμότητας και το ύψος της στήριξης, αλλά παρείχε επίσης τους χρηματοδοτικούς πόρους για την κάλυψη των δαπανών στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Σε αντίθεση με την υπόθεση Doux Élevage (48), η επιβάρυνση EEG δημιουργείται και επιβάλλεται από τη νομοθεσία, δηλαδή από το κράτος, και δεν αποτελεί απλώς ιδιωτική πρωτοβουλία των ΔΣΜ την οποία το κράτος καθιστά υποχρεωτική προκειμένου να αποτραπούν κερδοσκοπικές συμπεριφορές. Το κράτος έχει ορίσει τον σκοπό και τον προορισμό της επιβάρυνσης: η επιβάρυνση εξυπηρετεί τη χρηματοδότηση της πολιτικής στήριξης που αναπτύχθηκε από το κράτος και δεν αποτελεί μέτρο το οποίο αποφάσισαν οι ΔΣΜ. Οι ΔΣΜ δεν είναι ελεύθεροι να ορίζουν την επιβάρυνση κατά βούληση και παρακολουθούνται αυστηρά ως προς τον τρόπο υπολογισμού, είσπραξης και διαχείρισης της επιβάρυνσης. Το κράτος παρακολουθεί επίσης τον τρόπο με τον οποίο προβαίνουν στην πώληση ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Οι διατάξεις που διέπουν την καθιέρωση της επιβάρυνσης EEG διασφαλίζουν ότι η επιβάρυνση παρέχει επαρκή χρηματοδοτική κάλυψη για την καταβολή της στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας EEG και για τις δαπάνες που απορρέουν από τη διαχείριση του συστήματος. Οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπουν την είσπραξη πρόσθετων εσόδων πέραν των απαιτούμενων για την κάλυψη των δαπανών αυτών. Οι ΔΣΜ δεν δύνανται να χρησιμοποιήσουν την επιβάρυνση EEG για να χρηματοδοτήσουν οποιοδήποτε άλλο είδος δραστηριότητας, και οι χρηματοοικονομικές ροές τηρούνται σε χωριστούς λογαριασμούς (αιτιολογική σκέψη 137 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(100)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται απευθείας από το κράτος όσο και αυτά που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που ορίζονται ή ιδρύονται από το κράτος εμπίπτουν στην έννοια των κρατικών πόρων όπως νοούνται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (49). Κατά συνέπεια, απλώς και μόνο το γεγονός ότι το πλεονέκτημα δεν χρηματοδοτείται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν επαρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εμπλοκής κρατικών πόρων (50). Επιπλέον, ο αρχικά ιδιωτικός χαρακτήρας των κεφαλαίων δεν παρεμποδίζει τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (51). Το γεγονός ότι οι πόροι δεν αποτελούν, σε καμία χρονική στιγμή, ιδιοκτησία του κράτους επίσης δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικών πόρων, εάν βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κράτους (52) (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 82, 83 και 84 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(101)

Κατά συνέπεια, σε αρκετές υποθέσεις το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι εισφορές που εισπράττονται από ιδιωτικούς φορείς διαχείρισης μπορούν να συνιστούν κρατική ενίσχυση λόγω του γεγονότος ότι έχει ιδρυθεί ή οριστεί φορέας ειδικά για τη διαχείριση των εν λόγω εισφορών σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους (53) (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 89 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας). Πράγματι, «δεδομένου ότι τα κεφάλαια για τα οποία πρόκειται προέρχονται από υποχρεωτικούς φόρους που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους και που, όπως αποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση, διαχειρίζονται και κατανέμονται σύμφωνα μ' αυτή τη νομοθεσία, πρέπει να θεωρηθούν ως κρατικοί πόροι κατά την έννοια του [άρθρου 107], ακόμα και αν διαχειρίζονται από όργανα ξένα προς τη Δημόσια Αρχή». (54)

(102)

Η Επιτροπή, κατά συνέπεια, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας κατέληξε στο συμπέρασμα, παραπέμποντας στα πορίσματα του Γενικού Δικαστηρίου (55), ότι το κριτήριο που έχει σημασία για να εξακριβωθεί αν πρόκειται για δημόσιους πόρους είναι, ανεξάρτητα από την αρχική προέλευση των πόρων αυτών, ο βαθμός παρέμβασης της δημόσιας αρχής κατά τον προσδιορισμό των μέτρων και των τρόπων χρηματοδότησής τους.

(103)

Το γεγονός ότι το Δικαστήριο απέκλεισε την ύπαρξη κρατικών πόρων στις υποθέσεις PreussenElektra και Doux Élevage, οφειλόταν στις ειδικές περιστάσεις των δύο αυτών υποθέσεων. Στην υπόθεση PreussenElektra (56), δεν υπήρχε επιβάρυνση ή εισφορά, ούτε είχε ιδρυθεί ή οριστεί φορέας για τη διαχείριση των κεφαλαίων, καθώς οι υποχρεώσεις που επιβάλλονταν στους ιδιωτικούς φορείς διαχείρισης έπρεπε να εκπληρώνονται από τους ίδιους και με δικούς τους χρηματικούς πόρους. Στην υπόθεση Doux Élevage, υπήρχε όντως εισφορά η οποία κατέστη υποχρεωτική από το κράτος, αλλά ο ιδιωτικός οργανισμός ήταν ελεύθερος να χρησιμοποιεί κατά βούληση τα έσοδα που προέκυπταν από την εν λόγω εισφορά. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε στοιχείο κρατικού ελέγχου επί των κεφαλαίων που εισπράττονταν.

(104)

Κατά την εφαρμογή των αρχών αυτών στο σύστημα στήριξης που καθιερώθηκε με τον νόμο EEG 2012, η Επιτροπή κατέληξε στα ακόλουθα προκαταρκτικά συμπεράσματα:

(105)

Με τον νόμο EEG 2012, το κράτος θέσπισε ειδική εισφορά, την επιβάρυνση EEG, και προσδιόρισε τον σκοπό της, ο οποίος συνίσταται στη χρηματοδότηση της διαφοράς μεταξύ των δαπανών που πραγματοποιούν οι ΔΣΜ για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας EEG και των εσόδων που αποκομίζουν από την πώληση αυτής της ηλεκτρικής ενέργειας. Η μέθοδος υπολογισμού για τον καθορισμό του ύψους της επιβάρυνσης προσδιορίζεται επίσης στον νόμο EEG 2012, όπως και η αρχή ότι τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα διορθώνονται κατά το επόμενο έτος. Αυτό διασφαλίζει ότι οι ΔΣΜ δεν υφίστανται ζημίες αλλά συνεπάγεται ταυτόχρονα ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τα έσοδα από την επιβάρυνση για κανέναν άλλο σκοπό πέραν της χρηματοδότησης της ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση PreussenElektra, το κράτος παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τους απαιτούμενους χρηματοδοτικούς πόρους για τη χρηματοδότηση της στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας EEG (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 97 έως 103 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(106)

Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ΔΣΜ ορίστηκαν ως αρμόδιοι για τη διαχείριση της επιβάρυνσης. Οι ΔΣΜ οφείλουν:

να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια EEG που παράγεται στην περιοχή τους, είτε άμεσα από τον παραγωγό όταν συνδέεται απευθείας με τη γραμμή μεταφοράς είτε από τους διαχειριστές συστημάτων διανομής (ΔΣΔ) βάσει των τιμολογίων τροφοδότησης, ή να καταβάλλουν την πριμοδότηση αγοράς. Ως αποτέλεσμα, η διαχείριση της ηλεκτρικής ενέργειας EEG καθώς και η οικονομική επιβάρυνση της στήριξης που προβλέπεται από τον νόμο EEG 2012 γίνεται κεντρικά στο επίπεδο καθενός από τους τέσσερις ΔΣΜ·

να εφαρμόζουν το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας σε προμηθευτές που το ζητούν και πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 του νόμου EEG 2012·

να αντισταθμίζουν μεταξύ τους την ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας EEG ώστε καθένας εξ αυτών να αγοράζει το ίδιο ποσοστό ηλεκτρικής ενέργειας EEG·

να πωλούν ηλεκτρική ενέργεια EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στον νόμο EEG 2012 και στις εκτελεστικές διατάξεις του, στην οποία πώληση μπορούν να προβαίνουν συλλογικά·

να υπολογίζουν από κοινού την επιβάρυνση EEG, η οποία πρέπει να είναι η ίδια για κάθε kWh που καταναλώνεται στη Γερμανία, ως τη διαφορά μεταξύ των εσόδων από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας EEG και των δαπανών που συνδέονται με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας EEG·

να δημοσιεύουν από κοινού την επιβάρυνση EEG σε συγκεκριμένη μορφή σε κοινό δικτυακό τόπο·

να δημοσιεύουν επίσης συγκεντρωτικά στοιχεία σχετικά με την ηλεκτρική ενέργεια EEG·

να συγκρίνουν την προβλεπόμενη επιβάρυνση EEG με το ποσό στο οποίο αυτή θα έπρεπε πράγματι να αντιστοιχεί σε δεδομένο έτος και να προσαρμόζουν την επιβάρυνση για το επόμενο έτος·

να δημοσιεύουν προβλέψεις για αρκετά έτη·

να εισπράττουν την επιβάρυνση EEG από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας·

(ο καθένας) να τηρεί όλες τις χρηματοοικονομικές ροές (δαπάνες και έσοδα) που συνδέονται με τον νόμο EEG 2012 σε χωριστούς τραπεζικούς λογαριασμούς.

(107)

Τέλος, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ΔΣΜ παρακολουθούνται αυστηρά από το κράτος όσον αφορά τη διαχείριση της επιβάρυνσης (αιτιολογικές σκέψεις 110 έως 113 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας). Η παρακολούθηση διενεργείται από την BNetzA, η οποία διαθέτει τις απαραίτητες εξουσίες επιβολής. Η BNetzA συγκεκριμένα παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο οι ΔΣΜ πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια EEG για την οποία καταβάλλονται τα τιμολόγια τροφοδότησης στην αγορά άμεσης παράδοσης, το κατά πόσον οι ΔΣΜ προσδιορίζουν, ορίζουν και δημοσιεύουν ορθώς την επιβάρυνση EEG, κατά πόσον οι ΔΣΜ χρεώνουν ορθώς τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας για την επιβάρυνση EEG, κατά πόσον τα τιμολόγια τροφοδότησης και οι πριμοδοτήσεις χρεώνονται ορθώς στους ΔΣΜ, και κατά πόσον η επιβάρυνση EEG μειώνεται μόνο για τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που πληρούν τους όρους του άρθρου 39 του νόμου EEG 2012. Η BNetzA λαμβάνει επίσης πληροφορίες από τους ΔΣΜ σχετικά με τη στήριξη για την ηλεκτρική ενέργεια EEG και τη χρέωση των προμηθευτών. Τέλος, η BNetzA μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα και να εκδίδει αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων που επηρεάζουν το ύψος της επιβάρυνσης EEG. Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η BAFA, η οποία αποτελεί κρατικό οργανισμό, χορηγεί τα δικαιώματα για εφαρμογή ανώτατου ορίου στην επιβάρυνση EEG για τους EIU κατόπιν υποβολής αίτησης από τους δυνητικούς δικαιούχους.

(108)

Η Γερμανία δεν αποδέχεται την εμπλοκή κρατικών πόρων. Πρώτον, δηλώνει ότι ο μηχανισμός στήριξης της EEG αφορά μόνο ιδιωτικές επιχειρήσεις, είτε αυτές είναι οι φορείς διαχείρισης μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας EEG, οι φορείς διαχείρισης δικτύων, οι ΔΣΜ είτε οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, κάθε κατηγορία των οποίων είναι κατά κύριο λόγο ιδιωτικής ιδιοκτησίας, παρότι σημαντικός αριθμός των επιχειρήσεων αυτών ανήκει στο κράτος ή σε δημόσιους φορείς. Όσον αφορά την επιβολή υποχρεώσεων σε αυτούς, στον νόμο EEG 2012 δεν προβλέπονται διαφοροποιήσεις με βάση το αν η επιχείρηση είναι δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Όσον αφορά τη συμμετοχή δημόσιων φορέων στη διαδικασία (BNetzA, BAFA, UBA), υποτίθεται ότι δεν ελέγχουν ούτε την είσπραξη ούτε τη χρήση των πόρων, αλλά περιορίζονται στον ρόλο της εποπτείας της νομιμότητας και της λειτουργίας του συστήματος.

(109)

Δεύτερον, η Γερμανία τονίζει ότι το ύψος της επιβάρυνσης EEG δεν καθορίζεται από τον νόμο EEG 2012 ούτε από δημόσιο φορέα. Το ύψος της επιβάρυνσης EEG καθορίζεται από τη λειτουργία της αγοράς, δεδομένου ότι οι ΔΣΜ πρώτα πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης και ύστερα καθορίζουν τις υπόλοιπες δαπάνες που πρέπει να καλυφθούν από την επιβάρυνση EEG.

(110)

Διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν την ανάλυση της Γερμανίας, βάσει της οποίας ο νόμος EEG 2012 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, αντικρούουν τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής σύμφωνα με τα οποία η επιβάρυνση EEG τελεί υπό τη διαχείριση ιδιωτικών φορέων που έχουν οριστεί από το κράτος. Υποστηρίζουν επίσης ότι η BNetzA δεν ασκεί έλεγχο επί των εσόδων που προκύπτουν από την επιβάρυνση EEG ή επί του ύψους της ίδιας της επιβάρυνσης, αλλά περιορίζεται απλώς στην παρακολούθηση της νομιμότητας χωρίς να μπορεί να επηρεάσει τη διαχείριση των κεφαλαίων. Τέλος, ενώ η μείωση της επιβάρυνσης EEG βασίζεται στον νόμο EEG 2012 και εφαρμόζεται από την BAFA, το γεγονός αυτό, όπως ισχυρίζονται, δεν μπορεί να μεταβάλει την πραγματική φύση των κεφαλαίων, δεδομένου ότι οι πληρωμές πραγματοποιούνται μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων και σε καμία περίπτωση δεν πραγματοποιούνται εκτός του ιδιωτικού τομέα και, ως εκ τούτου, το κράτος δεν μπορεί να ασκεί έλεγχο σε αυτές. Επιπλέον, έχει υποβληθεί ως επιχείρημα ότι η μετακύλιση της επιβάρυνσης EEG από τους ΔΣΜ στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και στη συνέχεια από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των ΔΣΜ και των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας αντιστοίχως, γεγονός που καθιστά την επιβάρυνση στοιχείο της τιμολογιακής πολιτικής των ιδιωτικών επιχειρήσεων και σε καμία περίπτωση επιβάρυνση που επιβάλλεται από το κράτος.

(111)

Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να μεταβάλουν τα προκαταρκτικά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

7.1.3.1   Ύπαρξη επιβάρυνσης που θεσπίστηκε από το κράτος

(112)

Όσον αφορά το επιχείρημα της Γερμανίας ότι η επιβάρυνση EEG δεν εγγράφεται στον κρατικό προϋπολογισμό ούτε διέρχεται από αυτόν, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη 100, απλώς και μόνο το γεγονός ότι το πλεονέκτημα δεν χρηματοδοτείται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν αρκεί για να αποκλειστεί η εμπλοκή κρατικών πόρων, εφόσον το κράτος έχει ορίσει ή ιδρύσει φορέα για τη διαχείριση των κεφαλαίων.

(113)

Η Γερμανία έχει επισημάνει ότι οι πληρωμές της επιβάρυνσης EEG στις οποίες πρέπει να προβαίνουν οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας προς τους ΔΣΜ έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι ΔΣΜ δεν έχουν εξουσία ή αρμοδιότητες που απορρέουν από το δημόσιο δίκαιο ώστε να μπορούν να επιβάλλουν την αξίωσή τους για αποζημίωση έναντι των προμηθευτών. Αντιθέτως, όπως κάθε άλλη ιδιωτική επιχείρηση, πρέπει να προσφεύγουν στα αστικά δικαστήρια. Ωστόσο, στην ανάλυση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω πληρωμές δεν βασίζονται σε συμβάσεις που έχουν συναφθεί βάσει ελεύθερων διαπραγματεύσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, αλλά σε νομικές υποχρεώσεις (gesetzliche Schuldverhältnisse) που το κράτος επέβαλε σε αυτά. Οι ΔΣΜ δεσμεύονται, συνεπώς, διά νόμου για την ανάκτηση της επιβάρυνσης EEG από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας.

(114)

Εν προκειμένω, αποτελεί πάγια νομολογία (57) ότι οι οντότητες που ορίζονται για τη διαχείριση της ενίσχυσης μπορούν να είναι είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί φορείς. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι ΔΣΜ είναι ιδιωτικοί φορείς διαχείρισης δεν μπορεί από μόνο του να αποκλείσει την ύπαρξη κρατικών πόρων. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[η] διάκριση μεταξύ ενισχύσεων χορηγουμένων από το κράτος και ενισχύσεων χορηγουμένων από κρατικούς πόρους αποβλέπει στο να περιλάβει στην έννοια της ενισχύσεως όχι μόνον τις ενισχύσεις που χορηγούνται απευθείας από το κράτος, αλλά και εκείνες που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους ορίζει ή ιδρύει το κράτος» (58). Στην υπόθεση Sloman Neptun (59), το Δικαστήριο έκρινε ότι πρόκειται για εμπλοκή κρατικών πόρων όταν το σύστημα αυτό, όπως συνάγεται από τον σκοπό και την εν γένει οικονομία του, αποβλέπει στη δημιουργία ενός πλεονεκτήματος που θα συνεπαγόταν πρόσθετη επιβάρυνση για το κράτος ή για τους ιδιωτικούς φορείς τους οποίους ορίζει ή ιδρύει το κράτος (60). Κατά συνέπεια, για την ύπαρξη κρατικών πόρων, αρκεί το πλεονέκτημα να μειώνει τους πόρους τους οποίους δικαιούται ένας ιδιωτικός φορέας. Η μείωση της επιβάρυνσης EEG που είναι καταβλητέα από τους EIU έχει ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα μείωσης των ποσών που εισπράττουν οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας από τους EIU.

(115)

Το γεγονός ότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας δεν υποχρεούνται να μετακυλύουν την επιβάρυνση EEG στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα έσοδα που συγκεντρώνονται είναι ιδιωτικά, εφόσον οι ίδιοι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν την υποχρέωση, που απορρέει από τον νόμο EEG 2012, να καταβάλλουν την επιβάρυνση στους ΔΣΜ. Και πάλι, η υποχρέωση δεν βασίζεται σε σύμβαση την οποία οι φορείς διαχείρισης μπορούν να συνάψουν ελεύθερα, αλλά συνιστά νομική υποχρέωση (gesetzliches Schuldverhältnis) που απορρέει απευθείας από τη νομοθεσία του κράτους. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 100, ο αρχικά ιδιωτικός χαρακτήρας των πόρων δεν παρεμποδίζει τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικών πόρων. Σε αντίθεση με την υπόθεση PreussenElektra, όπου οι ιδιωτικοί φορείς διαχείρισης έπρεπε να χρησιμοποιούν τους δικούς τους πόρους για να καταβάλλουν την τιμή αγοράς ενός προϊόντος, οι ΔΣΜ έχουν οριστεί συλλογικά ως διαχειριστές της επιβάρυνσης την οποία οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας οφείλουν να καταβάλλουν χωρίς να λαμβάνουν οποιοδήποτε ισοδύναμο αντίτιμο.

(116)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, ορισμένα εθνικά δικαστήρια έχουν εξετάσει την επιβάρυνση EEG και τα χρηματικά ποσά που εισπράττονται μέσω αυτής και έχουν όντως αποφανθεί ότι το κράτος δεν ασκεί κανένα έλεγχο επ' αυτών. Σε μία υπόθεση στην οποία παραπέμπει η Γερμανία (61), το εθνικό δικαστήριο σημείωσε ότι μέσω της δημιουργίας αυτοσυντηρούμενου συστήματος για την επιδίωξη στόχου δημόσιας πολιτικής, το γερμανικό κράτος είχε σε ορισμένο βαθμό αναθέσει σε ιδιωτικούς φορείς διαχείρισης τη χρηματοδότηση της στήριξης για τις ΑΠΕ. Για τον σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι η επιβάρυνση EEG δεν συνιστούσε ειδική εισφορά (Sonderabgabe) κατά την έννοια του γερμανικού συνταγματικού δικαίου, διότι τα έσοδα από την επιβάρυνση EEG δεν εγγράφονταν στον κρατικό προϋπολογισμό και διότι οι πόροι δεν βρίσκονταν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, ούτε καν εμμέσως. Η Επιτροπή, κατά συνέπεια, σημειώνει ότι το συμπέρασμα του εθνικού δικαστηρίου περιορίζονταν στην εφαρμογή του εθνικού συνταγματικού δικαίου, και συγκεκριμένα στην ερμηνεία της νομικής έννοιας της «ειδικής εισφοράς». Το εθνικό δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα του κατά πόσον ο νόμος EEG 2012 συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Παρότι ενδέχεται να υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ του κριτηρίου που εφάρμοσε το εθνικό δικαστήριο για τους σκοπούς του γερμανικού συνταγματικού δικαίου και της αξιολόγησης που πρέπει να διενεργήσει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, από τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ προκύπτει ότι οι πόροι δεν είναι απαραίτητο να εισρέουν στον κρατικό προϋπολογισμό ή να αποτελούν ιδιοκτησία του κράτους προκειμένου να θεωρηθούν κρατικοί. Δεδομένου ότι κρατικοί πόροι μπορούν επίσης να υφίστανται όταν ένας δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας έχει ιδρυθεί ή οριστεί για τη διαχείρισή τους, η έννοια των κρατικών πόρων είναι ευρύτερη από το κριτήριο που εφάρμοσε το εθνικό δικαστήριο δυνάμει του γερμανικού συνταγματικού δικαίου (62).

7.1.3.2   Ορισμός των ΔΣΜ για τη διαχείριση της επιβάρυνσης

(117)

Η Γερμανία διαφωνεί με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι ΔΣΜ έχουν οριστεί συλλογικά για τη διαχείριση ενός κρατικού πόρου. Σύμφωνα με τη Γερμανία, στους ΔΣΜ δεν έχει ανατεθεί κανένα καθήκον από το κράτος. Αντιθέτως, οι διάφοροι φορείς διαχείρισης που καλύπτονται από τον νόμο EEG 2012, όπως όλοι οι φορείς διαχείρισης στην οικονομία, απλώς διακανονίζουν ιδιωτικές αξιώσεις μεταξύ τους οι οποίες προκύπτουν από τα δικαιώματα που τους εκχωρούνται διά νόμου.

(118)

Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο νόμος EEG 2012 σαφώς αναθέτει στους ΔΣΜ σειρά υποχρεώσεων και καθηκόντων παρακολούθησης σχετικά με το σύστημα EEG, καθιστώντας τους το κεντρικό σημείο στη λειτουργία του συστήματος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 106). Καθένας από τους τέσσερις γερμανικούς ΔΣΜ διαχειρίζεται κεντρικά, για την περιοχή του, όλη την ηλεκτρική ενέργεια EEG και το σύνολο των δαπανών που προκύπτουν από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας EEG και από την καταβολή των πριμοδοτήσεων της αγοράς, καθώς και τις δαπάνες που απορρέουν από τη διαχείριση της επιβάρυνσης EEG. Διαχειρίζονται επίσης κεντρικά όλα τα έσοδα της επιβάρυνσης EEG για την περιοχή τους. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι οι ΔΣΜ δεν διακανονίζουν απλώς ιδιωτικές αξιώσεις μεταξύ τους, αλλά εκπληρώνουν τις νομικές υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τον νόμο EEG 2012.

7.1.3.3   Παρακολούθηση από το κράτος, ιδίως από τη BNetzA

(119)

Η Γερμανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται επιπλέον ότι οι αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στις δημόσιες αρχές, και ιδίως στη BNetzA και τη BAFA, είναι υπερβολικά περιορισμένες ώστε να τους παρέχουν οποιοδήποτε βαθμό ελέγχου επί της επιβάρυνσης EEG. Η BNetzA και η BAFA απλώς εποπτεύουν τη νομιμότητα των ενεργειών των εμπλεκόμενων ιδιωτικών φορέων διαχείρισης και, εάν απαιτείται, επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις (BNetzA), ή εξακριβώνουν το δικαίωμα ενός EIU να επωφελείται από μειωμένη επιβάρυνση (BAFA). Δεν μπορούν να επηρεάσουν τις χρηματοοικονομικές ροές και δεν αποφασίζουν το ύψος της επιβάρυνσης EEG. Σύμφωνα με τη Γερμανία, το γεγονός ότι ο νόμος EEG 2012 καθορίζει τη μέθοδο για τον υπολογισμό της επιβάρυνσης και τις απαιτήσεις διαφάνειας, καθώς και η εποπτεία που ασκείται από την BNetzA, αποσκοπούν αποκλειστικά στην αποτροπή του αθέμιτου πλουτισμού ενός εκ των ιδιωτικών φορέων διαχείρισης στο πλαίσιο της διαδικασίας πληρωμής. Ωστόσο, αυτό στη συνέχεια πρέπει να επιβληθεί από τους ιδιωτικούς φορείς διαχείρισης με την παραπομπή υποθέσεων στα αστικά δικαστήρια.

(120)

Αντίθετα προς τις διαβεβαιώσεις της Γερμανίας και των ενδιαφερόμενων μερών, η BAFA εκδίδει διοικητική απόφαση όταν καθορίζει τα δικαιώματα σε ανώτατο όριο επιβάρυνσης EEG για τους EIU, κατόπιν υποβολής αίτησης από τους δυνητικούς δικαιούχους. Η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί μόνον ενώπιον των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι ενώπιον αστικών δικαστηρίων, και είναι αυτοδικαίως εκτελεστή. Επιπλέον, η BNetzA έχει σημαντικές εξουσίες επιβολής δυνάμει του EnWG, τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιεί για την επιβολή προστίμων σε όλους τους φορείς διαχείρισης που συμμετέχουν στο σύστημα και για την επιβολή της συμμόρφωσης με τον νόμο EEG 2012.

(121)

Επιπλέον, το Δικαστήριο της ΕΕ επιβεβαίωσε προσφάτως στην υπόθεση Elcogás ότι εμπλέκονται κρατικοί πόροι ακόμη και όταν ο κρατικός φορέας στον οποίο έχει ανατεθεί η διανομή των εισπραχθέντων ποσών, δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια εν προκειμένω (63).

(122)

Συγκεκριμένα, αντίθετα προς την άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 134 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Γερμανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι η BNetzA δεν μπορεί να ορίσει το ύψος της επιβάρυνσης EEG. Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 43, από το άρθρο 6 παράγραφος 3 του AusglMechAV προκύπτει ότι η BNetzA μπορεί να λαμβάνει εκτελεστές αποφάσεις για τη διόρθωση του ύψους της επιβάρυνσης. Επιπλέον, εφόσον η BNetzA διαθέτει τις εξουσίες αυτές, ο βαθμός στον οποίο τις ασκεί δεν είναι συναφής. Η BNetzA μπορεί απλώς να μην έχει κρίνει απαραίτητη τη λήψη τυχόν εκτελεστής απόφασης.

7.1.3.4   Η διαπίστωση ύπαρξης κρατικού ελέγχου εν γένει

(123)

Η Γερμανία και διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν επικρίνει την Επιτροπή για το ότι εξέτασε, ως μη όφειλε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, τα διάφορα στάδια και τις σχέσεις που υπάρχουν εντός του συστήματος EEG συνολικά, προκειμένου να υποστηρίξει ότι το σύστημα τελεί υπό κρατικό έλεγχο. Ισχυρίζονται ότι, εάν η Επιτροπή είχε εξετάσει τα στάδια μεμονωμένα και επικεντρωνόταν σε μία μόνο σχέση κάθε φορά (παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας EEG — ΔΣΔ/ΔΣΜ· ΔΣΜ — BNetzA· ΔΣΜ — προμηθευτής· προμηθευτής — καταναλωτής), η Επιτροπή θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κρατικός έλεγχος. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, ο ρόλος της BAFA περιορίζεται στην αξιολόγηση της επιλεξιμότητας, χωρίς τη δυνατότητα άσκησης διακριτική ευχέρεια.

(124)

Αντιθέτως, εν προκειμένω, το σφάλμα είναι της Γερμανίας και των ενδιαφερόμενων μερών, που υιοθετούν υπερβολικά κατακερματισμένη θεώρηση του συστήματος χρηματοδότησης που δημιουργήθηκε δυνάμει του νόμου EEG 2012. Στην υπόθεση Bouygues, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «Πάντως, δεδομένου ότι οι κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές και πρέπει να εξετάζονται βάσει των αποτελεσμάτων τους, δεν αποκλείεται […] πολλές διαδοχικές κρατικές παρεμβάσεις να πρέπει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, να θεωρηθούν ως ενιαία παρέμβαση.». (64) Το Δικαστήριο συνέχισε δηλώνοντας ότι αυτό «συμβαίνει ιδίως όταν οι διαδοχικές παρεμβάσεις παρουσιάζουν, λόγω ιδίως της χρονολογικής αλληλουχίας τους, του σκοπού τους και της καταστάσεως της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο των παρεμβάσεων, τόσο στενούς δεσμούς ώστε είναι αδύνατο να διαχωριστούν.» (65). Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση που επικρατεί στο σύστημα EEG. Ο νόμος EEG 2012, και οι εξουσίες και οι ενέργειες των BNetzA, BAFA, UBA και Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung αλληλοσυνδέονται και είναι αλληλοεξαρτώμενες σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε είναι αδύνατο να διαχωριστούν.

(125)

Η Γερμανία ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κρατικός έλεγχος, βασιζόμενη στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαχείριση των πλεονασμάτων και των ελλειμμάτων στον λογαριασμό EEG. Αρχικά, η Γερμανία επισημαίνει ότι δεν υφίσταται σύνδεση μεταξύ του λογαριασμού EEG και του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς το κράτος δεν αντισταθμίζει έλλειμμα στον λογαριασμό EEG, ούτε —όπως ίσχυε στην υπόθεση Essent— εγγράφονται τυχόν πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό. Στην πραγματικότητα, τόσο τα ελλείμματα όσο και τα πλεονάσματα καθορίζουν το ύψος της επιβάρυνσης EEG για το επόμενο έτος. Κατά συνέπεια, αντισταθμίζονται μεταξύ των συμμετεχόντων ιδιωτικών φορέων διαχείρισης. Το κράτος δεν εμπλέκεται σε αυτό.

(126)

Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κρατικός έλεγχος επί των πόρων δεν συνεπάγεται ότι θα πρέπει να υπάρχουν ροές από και προς τον κρατικό προϋπολογισμό (66) που να αφορούν τους αντίστοιχους πόρους. Προκειμένου το κράτος να ασκεί έλεγχο σε πόρους, αρκεί να ρυθμίζει πλήρως τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται σε περίπτωση ελλείμματος ή πλεονάσματος στον λογαριασμό EEG. Το καθοριστικό στοιχείο είναι ότι το κράτος έχει δημιουργήσει ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου οι δαπάνες που πραγματοποιούν οι φορείς διαχείρισης δικτύων αντισταθμίζονται πλήρως από την επιβάρυνση EEG και οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειες εξουσιοδοτούνται να μετακυλύουν την επιβάρυνση στους καταναλωτές.

(127)

Η Γερμανία επισημαίνει επίσης ότι η ρύθμιση και η εποπτεία των ιδιωτικών χρηματοοικονομικών ροών δεν μπορεί από μόνη της να αποτελεί κρατική ενίσχυση. Η Γερμανία συγκρίνει το σύστημα που καθιερώθηκε από τον νόμο EEG 2012 με άλλους τομείς οικονομικής ρύθμισης, όπως η προστασία του καταναλωτή στις τραπεζικές συναλλαγές, η υποχρέωση των οδηγών να συνάπτουν συμβάσεις ασφάλισης αυτοκινήτου, ή η ρύθμιση των τιμών στις τηλεπικοινωνίες και την υγεία. Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η ρύθμιση οικονομικής δραστηριότητας που ασκείται από ιδιωτικούς φορείς δεν συνεπάγεται από μόνη της κρατικό έλεγχο. Τα καθήκοντα της BNetzA, σύμφωνα με τη Γερμανία, περιορίζονται στη διασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή. Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των τομέων αυτών, στους οποίους το κράτος απλώς παρέχει ένα προστατευτικό πλαίσιο για τους καταναλωτές, και της κατάστασης που διαμορφώνεται στην υπό εξέταση υπόθεση. Στην παρούσα υπόθεση, το κράτος έχει θεσπίσει χωριστή νομοθετική πράξη, τον νόμο EEG 2012, πρωταρχικός στόχος του οποίου δεν είναι η προστασία του καταναλωτή. Στην προκείμενη περίπτωση, το κράτος διασφαλίζει συνεχή ροή χρήματος σε ολόκληρο τον κλάδο προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι στόχοι πολιτικής της εν λόγω νομοθεσίας. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία (67), κεφάλαια τα οποία τροφοδοτούνται μέσω υποχρεωτικών εισφορών επιβαλλόμενων από τη νομοθεσία των κρατών μελών και των οποίων η διαχείριση και η κατανομή διέπεται από τη νομοθεσία αυτή μπορούν να θεωρούνται κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, ακόμα και αν υπεύθυνοι για τη διαχείρισή τους είναι φορείς ξεχωριστοί από τις δημόσιες αρχές. Κατά συνέπεια, ο νόμος EEG 2012 δεν μπορεί να συγκριθεί με κρατικά μέτρα στα οποία το κράτος δεν ασκεί επιρροή ή για τα οποία δεν εξασφαλίζει χρηματοδότηση.

(128)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, η κατάσταση είναι συγκρίσιμη με αυτή της υπόθεσης Doux Élevage. Στην υπόθεση Doux Élevage, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα έσοδα που αποκομίζονταν από τις εισφορές δεν διήλθαν από τον κρατικό προϋπολογισμό, ότι το κράτος δεν απώλεσε έσοδα, ότι τα κεφάλαια διατήρησαν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα σε όλες τις περιπτώσεις και ότι η μη καταβολή των εισφορών έπρεπε να παραπεμφθεί στα αστικά δικαστήρια (68). Επιπλέον, οι εισφορές δεν «υπόκειντο διαρκώς σε δημόσιο έλεγχο» και δεν ήταν «στη διάθεση των κρατικών αρχών» (69), και μάλιστα οι δημόσιες αρχές δεν επιτρεπόταν να υποβάλλουν τις εισφορές σε έλεγχο «εκτός του ελέγχου κανονικότητας και συμφωνίας με τον νόμο» (70). Παρά τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, η υπό εξέταση υπόθεση δεν είναι συγκρίσιμη με την υπόθεση Doux Élevage. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στην υπόθεση Doux Élevage, «η οικεία διεπαγγελματική οργάνωση αποφασίζει πώς θα χρησιμοποιήσει τους πόρους της, οι οποίοι προορίζονται για σκοπούς προσδιοριζόμενους από την ίδια» (71). Στην υπό εξέταση υπόθεση, ο στόχος της επιβάρυνσης EEG έχει καθοριστεί από το κράτος και η εφαρμογή του ελέγχεται πλήρως από το κράτος. Επιπλέον, ενώ στην υπόθεση Doux Élevage, οι γαλλικές αρχές περιορίστηκαν στο να καταστήσουν μια προϋπάρχουσα εθελοντική εισφορά υποχρεωτική για όλους τους επιχειρηματίες στους σχετικούς επαγγελματικούς κλάδους, στην υπό εξέταση υπόθεση, το κράτος έχει δημιουργήσει ολόκληρο τον μηχανισμό υπολογισμού και αντιστάθμισης των δαπανών μεταξύ των ιδιωτικών φορέων διαχείρισης.

(129)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι, κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης κρατικού ελέγχου, η χρήση της λέξης «κράτος» από την Επιτροπή είναι διφορούμενη. Όπως έχει καταδειχθεί στην υπόθεση Doux Élevage, η λέξη «κράτος» πρέπει καταρχήν να περιλαμβάνει την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή, την κυβέρνηση και τους διοικητικούς οργανισμούς, αλλά όχι την εν γένει εφαρμοστέα νομοθεσία που ψηφίζεται από το κοινοβούλιο. Απλώς και μόνο το γεγονός ότι το κράτος νομοθέτησε για τον AusglMechV δεν συνεπάγεται κρατικό έλεγχο.

(130)

Ωστόσο, το κριτήριο του «κράτους» πρέπει να ερμηνευθεί με την ευρεία έννοια του. Πρώτον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η έννοια του κράτους εκ φύσεως περιλαμβάνει και τον νομοθέτη (72). Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 124, ο κρατικός έλεγχος ασκείται μέσω σειράς ρυθμιστικών και ελεγκτικών μέτρων που δεν θα πρέπει να αξιολογούνται μεμονωμένα. Στην υπό εξέταση υπόθεση, η σχετική νομοθεσία είναι τόσο αναλυτική που το σύστημα διασφαλίζει τον κρατικό έλεγχο χωρίς να απαιτείται περαιτέρω ανάμειξη των κρατικών αρχών. Επιπλέον, η BNetzA έχει σημαντικές εξουσίες επηρεασμού της διαδικασίας.

(131)

Αντιθέτως, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι ο νόμος EEG 2012 διαφέρει σημαντικά από την κατάσταση που παρουσιάζεται στην υπόθεση Essent. Στη δεύτερη αυτή υπόθεση, το ύψος της επιβάρυνσης οριζόταν από τον νόμο ανεξαρτήτως του κόστους που έπρεπε να καλύψει. Επιπλέον, πλεονάσματα που υπερέβαιναν τα 400 εκατ. ολλανδικά φιορίνια μεταφέρονταν στον κρατικό προϋπολογισμό. Αντιθέτως, το ύψος της επιβάρυνσης EEG καθορίζεται από τους ΔΣΜ με βάση τις πωλήσεις στην αγορά άμεσης παράδοσης και το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να το επηρεάσει. Επίσης, τα πλεονάσματα του λογαριασμού EEG διατηρούνται εντός του συστήματος, καθώς επηρεάζουν την επιβάρυνση του επόμενου έτους.

(132)

Όπως παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 126, ο κρατικός έλεγχος επί των πόρων δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ροών από και προς τον κρατικό προϋπολογισμό (73) που να αφορούν τους αντίστοιχους πόρους. Επιπροσθέτως, στην υπό εξέταση υπόθεση, το ύψος της επιβάρυνσης EEG υπολογίζεται σύμφωνα με κανονιστικές διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της αγοραίας τιμής που διαθέτουν οι ΔΣΜ. Όπως αναλύεται στην αιτιολογική σκέψη 13 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, ο τρόπος με τον οποίο οι ΔΣΜ υπολογίζουν την επιβάρυνση EEG αφού πληροφορηθούν την τιμή που λαμβάνεται στην αγορά άμεσης παράδοσης, ρυθμίζεται πλήρως και προβλέπεται από τον νόμο EEG 2012.

(133)

Επιπλέον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι, ενώ στην υπόθεση Essent η διαχείριση της επιβάρυνσης ανατέθηκε σε έναν συγκεκριμένο φορέα, ο νόμος EEG 2012 στην πράξη επιβάλλει υποχρεώσεις σε απροσδιόριστο αριθμό ιδιωτικών φορέων διαχείρισης, δηλαδή στους φορείς διαχείρισης δικτύων, στους ΔΣΜ και στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, και οι υποχρεώσεις αυτές ορίζονται γενικά. Αυτό δεν αποτελεί ανάθεση, και ένας τόσο μεγάλος αριθμός ιδιωτικών φορέων διαχείρισης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει οριστεί από το κράτος για τη διαχείριση μιας επιβάρυνσης. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 118, οι ΔΣΜ, και όχι κάποιος άλλος φορέας διαχείρισης, είναι οι οντότητες που έχουν οριστεί για τη διαχείριση της επιβάρυνσης EEG. Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει νομική βάση η οποία να εμποδίζει ένα κράτος μέλος από το να αναθέτει σε περισσότερες από μία οντότητες τη διαχείριση κρατικών πόρων.

(134)

Η Γερμανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη τονίζουν επίσης τις εικαζόμενες διαφορές μεταξύ του νόμου EEG 2012 και της πρόσφατης απόφασης στην υπόθεση Vent de colère (74). Στη Γαλλία η σχετική εισφορά εισπράττονταν από τους καταναλωτές από ένα ταμείο κρατικής διαχείρισης, ενώ στη Γερμανία οι ιδιωτικοί ΔΣΜ εισπράττουν την επιβάρυνση EEG από ιδιωτικούς προμηθευτές, οι οποίοι στη συνέχεια τη μετακυλύουν στους καταναλωτές. Στη Γαλλία το ύψος της εισφοράς καθοριζόταν με υπουργικό διάταγμα, ενώ στη Γερμανία υπολογίζεται από τους ΔΣΜ με βάση τις πραγματικές τους δαπάνες. Στη Γαλλία, σε περίπτωση ελλείμματος, το κράτος παρενέβαινε, ενώ στη Γερμανία τυχόν έλλειμμα θα πρέπει να επιβαρύνει τους ΔΣΜ προτού αντισταθμιστεί μέσω αύξησης της επιβάρυνσης το επόμενο έτος.

(135)

Ισχυριζόμενη ότι η παρουσία κρατικών πόρων ισχύει μόνο εάν οι πόροι είναι στη διάθεση της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους, η Γερμανία παρερμηνεύει τη νομολογία. Όπως αναλύεται στην αιτιολογική σκέψη 130, η έννοια του κράτους δεν περιορίζεται στην εκτελεστική εξουσία, αλλά περιλαμβάνει επίσης τον νομοθέτη, και δεν απαιτείται το κράτος να μπορεί να διαθέτει τους πόρους ως να ήταν μέρος του προϋπολογισμού του. Όπως καταδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 114, το κατά πόσον η οντότητα που διαχειρίζεται τους κρατικούς πόρους είναι ιδιωτική ή δημόσια δεν έχει σημασία. Επιπλέον, οι ΔΣΜ υπολογίζουν την επιβάρυνση EEG με βάση τις δαπάνες τους κατά τον τρόπο που ορίζεται στον νόμο EEG 2012 και το γεγονός ότι το κράτος έχει εισαγάγει μηχανισμό της αγοράς στο σύστημα δεν επηρεάζει την ύπαρξη κρατικών πόρων. Το κράτος καθορίζει επίσης τις απαιτούμενες ενέργειες σε περίπτωση ελλείμματος. Πράγματι, το κράτος δεν επωμίζεται το έλλειμμα το ίδιο, αλλά ρυθμίζει και ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο καλύπτεται το έλλειμμα, το οποίο εντέλει καλύπτεται και πάλι μέσω της επιβάρυνσης EEG.

(136)

Επιπλέον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι στην υπόθεση Vent de colère απαιτείται διακριτική ευχέρεια του κράτους για τη διάθεση των χρηματοδοτικών πόρων ανά πάσα στιγμή, ενώ στον νόμο EEG 2012 το κράτος, το οποίο έχει απλώς εκδώσει τον νόμο, δεν διαθέτει τέτοιου είδους διακριτική ευχέρεια. Σύμφωνα με τη Γερμανία, η Επιτροπή δεν έχει διαχωρίσει επαρκώς τα πραγματικά μέσα άσκησης εκτελεστικού ελέγχου και την απλή νομοθετική δραστηριότητα. Ο κρατικός έλεγχος συνεπάγεται ότι το κράτος διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη διάθεση των χρηματοδοτικών πόρων. Στην υπόθεση Vent de colère, σκέψη 21, το Δικαστήριο επικυρώνει τη διαπίστωση αυτή.

(137)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, η απουσία κρατικού ελέγχου αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι το κράτος δεν μπορεί να καθορίσει το ύψος της επιβάρυνσης EEG. Πράγματι, δεδομένου ότι το επίπεδο της επιβάρυνσης εξαρτάται από τα έσοδα που αποκομίζουν οι ΔΣΜ από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας από EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης, καθορίζεται εξ ολοκλήρου από την αγορά. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το κράτος δεν καθορίζει σε κάθε περίπτωση το ακριβές ύψος της επιβάρυνσης EEG, καθορίζει, ωστόσο, τον τρόπο με τον οποίο η επιβάρυνση πρέπει να υπολογίζεται, λαμβανομένης υπόψη της τιμής πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, το κράτος μπορεί να εισάγει μηχανισμούς της αγοράς στο σύστημα χρηματοδότησης χωρίς να παραιτείται του ελέγχου του επί της χρηματοδότησης. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ δημόσιας επιβάρυνσης που ορίζεται από τις κρατικές αρχές και νομικής υποχρέωσης που επιβάλλεται από το κράτος μέσω νόμου. Και στις δύο περιπτώσεις, το κράτος οργανώνει τη μεταφορά χρηματοδοτικών πόρων μέσω της νομοθεσίας και καθορίζει τους σκοπούς για τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιούνται οι χρηματοδοτικοί αυτοί πόροι.

(138)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εμμένει στην αξιολόγησή της ότι η στήριξη υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και υπέρ της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αέρια ορυχείων μέσω τιμολογίων τροφοδότησης χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

7.1.4.   Στρεβλωτικό αποτέλεσμα για τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές

(139)

Τέλος, τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται τόσο στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από EEG όσο και στους EIU φαίνεται ότι μπορούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές, δεδομένου ότι οι δικαιούχοι δραστηριοποιούνται σε τομείς στους οποίους οι αγορές έχουν ελευθερωθεί και όπου πραγματοποιούνται συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

7.1.5.   Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(140)

Η Επιτροπή, κατά συνέπεια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο νόμος EEG 2012 συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 της Συνθήκης, τόσο προς όφελος των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από EEG όσο και, βάσει του κανόνα BesAR, προς όφελος των EIU.

7.2.   Υφιστάμενη ενίσχυση/νέα ενίσχυση και νομιμότητα της ενίσχυσης

(141)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι ο γερμανικός νόμος για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2000 («νόμος EEG 2000») και αποτέλεσε τον πρόδρομο του νόμου EEG 2012, δεν εμπεριείχε κρατικές ενισχύσεις (απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 27/2000) (75). Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι τροποποιήσεις που εισήγαγε ο νόμος EEG 2012 ήταν ουσιαστικές και ότι η εν λόγω ενίσχυση, που χορηγήθηκε βάσει του νόμου EEG 2012, συνιστούσε νέα ενίσχυση, η οποία δεν καλυπτόταν από την προγενέστερη απόφαση της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 150 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(142)

Η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε τόσο από την Γερμανία όσο και από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη.

(143)

Η Γερμανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι οι διαδοχικές τροποποιήσεις που επήλθαν μεταξύ της αρχικής έκδοσης του νόμου EEG 2000 και του νόμου EEG 2012 δεν τροποποίησαν ουσιωδώς το καθεστώς ενισχύσεων και, ως εκ τούτου, ο νόμος EEG 2012 συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση.

(144)

Η Γερμανία αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι μεταξύ του νόμου EEG 2012 και του νόμου EEG 2000 υπάρχουν οι εξής δύο διαφορές:

α)

τροποποιείται ο μηχανισμός αντιστάθμισης, διότι η αρχική φυσική ροή ηλεκτρικής ενέργειας EEG προς τους προμηθευτές αντικαθίσταται από την υποχρέωση των ΔΣΜ να πωλούν οι ίδιοι την ηλεκτρική ενέργεια EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης. Σε αντάλλαγμα της καταβολής της επιβάρυνσης EEG για μια δεδομένη ποσότητα ενέργειας, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας δύνανται να χαρακτηρίζουν την εν λόγω ποσότητα ως ηλεκτρική ενέργεια EEG. Κατά την άποψη της Γερμανίας, αυτό σημαίνει ότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας αποκτούν τον «ανανεώσιμο χαρακτήρα» της ηλεκτρικής ενέργειας και, κατά συνέπεια, την ικανότητα να επισημαίνουν στους καταναλωτές τον βαθμό στον οποίο έχουν καταβάλει την επιβάρυνση (βλέπε άρθρο 53 παράγραφος 1 και άρθρο 54 παράγραφος 1 του νόμου EEG 2012)·

β)

στον νόμο EEG 2000 δεν προβλέπεται ο κανόνας BesAR.

(145)

Εκτός από αυτές τις δύο διαφορές, ο μηχανισμός που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 7, 8 και 9 είναι, κατά την άποψη της Γερμανίας, πανομοιότυπος με τα προβλεπόμενα στον νόμο EEG 2000. Ειδικότερα, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι το βασικό χαρακτηριστικό, δηλαδή ότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας αντισταθμίζουν τις πρόσθετες δαπάνες των ΔΣΜ που προκύπτουν από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας EEG με τη χρήση ιδίων χρηματοδοτικών πόρων, αποτελούσε ήδη μέρος του νόμου EEG 2000.

(146)

Η Επιτροπή εμμένει στη διαπίστωσή της ότι τα στοιχεία κρατικής ενίσχυσης που εμπεριέχονται στον νόμο EEG 2012 συνιστούν νέα ενίσχυση, διότι ο νόμος EEG 2012 αποτελεί ουσιαστική τροποποίηση σε σύγκριση με τον νόμο EEG 2000.

(147)

Πράγματι, οι αλλαγές που αναγνωρίζει η Γερμανία, δηλαδή η αλλαγή όσον αφορά τον μηχανισμό αντιστάθμισης και η θέσπιση του κανόνα BesAR, αποτελούν ουσιαστικές τροποποιήσεις.

7.2.1   Τροποποίηση του μηχανισμού αντιστάθμισης

(148)

Ως προκαταρκτική παρατήρηση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όταν έκρινε το 2002 ότι ο νόμος EEG 2000 δεν συνεπάγονταν μεταφορά κρατικών πόρων, η σχετική αξιολόγηση είχε διενεργηθεί λίγο μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση PreussenElektra. Ωστόσο, με μετέπειτα αποφάσεις του, το Δικαστήριο αποσαφήνισε ή ακόμη και περιόρισε έκτοτε την ερμηνεία της απόφασης στην υπόθεση PreussenElektra. Από τις δικαστικές αποφάσεις στις υποθέσεις Essent, Vent de colère και Elcogás προκύπτει ότι, βάσει του αρχικού μηχανισμού αντιστάθμισης, το κράτος είχε ήδη αναθέσει στους ΔΣΜ τη διαχείριση καθεστώτος ενισχύσεων, το οποίο χρηματοδοτούνταν από την καταβολή της επιβάρυνσης που εισέπρατταν από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας.

(149)

Το καθοριστικό στοιχείο εν προκειμένω είναι ότι επήλθαν ουσιαστικές τροποποιήσεις στον μηχανισμό αντιστάθμισης, καθώς δεν αποτελείται πλέον από αλυσίδα υποχρεώσεων αγοράς πραγματικής ηλεκτρικής ενέργειας (φορείς διαχείρισης δικτύων από παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG, ΔΣΜ από φορείς διαχείρισης δικτύων, προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας από ΔΣΜ). Επί του παρόντος, η φυσική μεταφορά διακόπτεται στο επίπεδο των ΔΣΜ, οι οποίοι υποχρεούνται να διασφαλίζουν την εμπορική διάθεση της ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Η εν λόγω εμπορική διάθεση έχει αποσυνδεθεί από τον μηχανισμό αντιστάθμισης. Ο μηχανισμός αντιστάθμισης αφορά αμιγώς τη χρηματοδοτική κατανομή των δαπανών μεταξύ των διαφόρων φορέων διαχείρισης. Το κράτος ανέθεσε στους ΔΣΜ την ευθύνη της συγκέντρωσης και του υπολογισμού των εν λόγω δαπανών, καθώς και της είσπραξής τους από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας.

(150)

Περαιτέρω, στον νόμο EEG 2000 δεν προβλεπόταν διάταξη σχετικά με το κατά πόσον έπρεπε να είναι υποχρεωτική η συμμετοχή των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας στις δαπάνες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Η λήψη της εν λόγω απόφασης εναπόκειτο στις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες εκείνη την περίοδο διέθεταν ακόμη την εξουσία ρύθμισης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας για τους τελικούς καταναλωτές. Ο νόμος EEG 2012 επιτρέπει ρητώς στους προμηθευτές να μετακυλύουν τις δαπάνες στους πελάτες τους, και αυτό ακριβώς πράττουν εκ των πραγμάτων όλοι οι προμηθευτές.

(151)

Επιπλέον, στην BNetzA, για την οποία δεν προβλέπονταν αρμοδιότητες δυνάμει του νόμου EEG 2000, εκχωρούνται πλέον εξουσίες παρακολούθησης των εν λόγω χρηματοοικονομικών ροών και επιβολής της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του νόμου EEG 2012, ιδίως για σκοπούς προστασίας των καταναλωτών. Η BAFA, για την οποία επίσης δεν προβλέπονταν αρμοδιότητες στο πλαίσιο του νόμου EEG 2000, αποφασίζει τη χορήγηση μείωσης της επιβάρυνσης EEG σε ορισμένες επιχειρήσεις βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στον νόμο EEG 2012.

7.2.2.   Ο κανόνας Besondere Ausgleichsregelung (BesAR)

(152)

Το λογικό επακόλουθο της ένταξης των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας στον επιμερισμό των βαρών είναι η μείωση της επιβάρυνσης που χορηγείται στις πλέον ενεργοβόρες επιχειρήσεις. Δυνάμει του νόμου EEG 2012, η BAFA, η οποία στο πλαίσιο του νόμου EEG 2000 δεν διαδραμάτιζε συγκεκριμένο ρόλο, είναι υπεύθυνη να πιστοποιεί, με την έκδοση διοικητικών αποφάσεων, ότι οι EIU πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στον κανόνα BesAR. Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι απλώς και μόνο το γεγονός ότι ορισμένοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας επωφελούνται από ανώτατο όριο επιβάρυνσης δεν μπορεί να επηρεάσει τον ιδιωτικό χαρακτήρα των χρηματοδοτικών πόρων που συνεισφέρουν. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ύπαρξη του κανόνα BesAR αποτελεί επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο του γεγονότος ότι ο νόμος EEG 2012 δεν βασίζεται πλέον σε υποχρεώσεις αγοράς που συνεπάγονται τη χρήση ιδιωτικών πόρων, αλλά σε ολοκληρωμένο σύστημα κατανομής δαπανών, βασισμένο, σε ορισμένο βαθμό, σε κριτήρια διανεμητικής δικαιοσύνης, το οποίο οργανώνεται από το κράτος και παρακολουθείται από τις κρατικές αρχές.

(153)

Εν κατακλείδι, οι πολυάριθμες διαφορές μεταξύ του νόμου EEG 2000 και του νόμου EEG 2012 συνοψίζονται στον πίνακα που παρατίθεται κατωτέρω και καταδεικνύουν ότι ο νόμος EEG 2012 αποτελούσε εξ ολοκλήρου νέο καθεστώς.

Χαρακτηριστικό

Νόμος EEG 2000

Νόμος EEG 2012

Μετακύλιση της επιβάρυνσης

Διαδοχικές υποχρεώσεις των φορέων διαχείρισης για αγορά ηλεκτρικής ενέργειας EEG

Αποσύνδεση της μετακύλισης των δαπανών από τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας EEG

Μηχανισμός αντιστάθμισης στο τρίτο επίπεδο

Σύνδεση της αντιστάθμισης των δαπανών με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας EEG

Αντιστάθμιση των δαπανών που προκύπτουν από τις πωλήσεις της ηλεκτρικής ενέργειας EEG στην αγορά άμεσης παράδοσης

Οι τελικοί καταναλωτές υποχρεούνται να επωμιστούν τις δαπάνες, αλλά ορισμένοι επωφελούνται από τον καθορισμό ανώτατου ορίου

Δεν προβλέπεται

BesAR: Δυνατότητα των EIU να ζητούν μειώσεις της οικείας επιβάρυνσης

Ρόλος της BNetzA

Δεν προβλέπεται

Εποπτεία και επιβολή του καθορισμού της επιβάρυνσης

Ρόλος της BAFA

Δεν προβλέπεται

Έγκριση της μείωσης της επιβάρυνσης

Ύψος της επιβάρυνσης

0,2 ct/kWh (2000)

6,24 ct/kWh (2014)

Τροφοδότηση ηλεκτρικής ενέργειας EEG

Κάτω του 1 δισεκατ. ευρώ (2000)

Άνω των 20 δισεκατ. ευρώ (2013)

(154)

Δεδομένου ότι ο νόμος EEG 2012 εφαρμόζεται μόνο σε μειώσεις της επιβάρυνσης EEG που χορηγήθηκαν για τα έτη 2013 και 2014, κρατική ενίσχυση συνεπάγεται μόνον η μείωση που χορηγήθηκε αυτά τα δύο έτη (76).

7.3.   Συμβατότητα με την εσωτερική αγορά

(155)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατή με την εσωτερική αγορά. Ωστόσο, διατηρούσε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον η χορήγηση της εν λόγω ενίσχυσης μπορούσε να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από τον μηχανισμό χρηματοδότησής της, δηλαδή από την επιβάρυνση EEG. Κατέληξε επίσης στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η επιβάρυνση EEG συνιστά παραβίαση του άρθρου 30 ή του άρθρου 110 της Συνθήκης.

(156)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε επίσης αμφιβολίες ως προς το αν ο κανόνας BesAR μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατός με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

7.3.1.   Νομική βάση και πεδίο εφαρμογής της αξιολόγησης της συμβατότητας του κανόνα BesAR

(157)

Η αξιολόγηση της συμβατότητας καλύπτει μόνον τη νέα ενίσχυση που χορηγήθηκε δυνάμει του νόμου EEG 2012. Νομική βάση για τις μειωμένες επιβαρύνσεις EEG που καταβλήθηκαν το 2012 αποτέλεσε η διοικητική πράξη που εξέδωσε η BAFA στα τέλη του 2011. Ως εκ τούτου, οι πληρωμές αυτές διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 1 στοιχείο β) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (77).

(158)

Η παρούσα απόφαση δεν καλύπτει τις καταβολές μειωμένης επιβάρυνσης EEG από σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματος αξιολόγησης του άρθρου 42 του νόμου EEG 2012 στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας.

(159)

Η Επιτροπή αξιολόγησε τη συμβατότητα του κανόνα BesAR με την εσωτερική αγορά, με βάση τις ενότητες 3.7.2 και 3.7.3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(160)

Η Επιτροπή εφαρμόζει τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 από την 1η Ιουλίου 2014. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές περιλαμβάνουν τους ουσιαστικούς κανόνες για την αξιολόγηση των μειώσεων στη χρηματοδοτική στήριξη για παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των μειώσεων που είχαν χορηγηθεί πριν από την 1η Ιουλίου 2014 (σημείο 248). Επομένως, η υπό εξέταση κρατική ενίσχυση πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(161)

Σύμφωνα με τη νομολογία, στον συγκεκριμένο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει, στο μέτρο που δεν παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης και τυγχάνουν αποδοχής από τα κράτη μέλη (78). Η Γερμανία έκανε αποδεκτές τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 στις 31 Ιουλίου 2014. Κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ισχυρίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης.

(162)

Ωστόσο, τα ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβητούν τη νομιμότητα του σημείου 248. Φρονούν ότι η εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στην κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από την 1η Ιουλίου 2014 αντιβαίνει σε αρκετές γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, και ιδίως στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και στην αρχή της μη αναδρομικότητας επιζήμιων μέτρων (79), καθώς και στην αρχή σύμφωνα με την οποία οι κρατικές ενισχύσεις πρέπει να αξιολογούνται βάσει των ισχυόντων κανόνων κατά την ημερομηνία θέσπισης του καθεστώτος ενισχύσεων.

(163)

Πλην όμως, τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν εσφαλμένως ότι η δεύτερη παράγραφος του σημείου 248 συνιστά αναδρομική εφαρμογή. Σύμφωνα με τη νομολογία, το ενωσιακό δίκαιο κάνει διάκριση μεταξύ της άμεσης εφαρμογής ενός νέου κανόνα στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας κατάστασης που βρίσκεται σε εξέλιξη (80) και της αναδρομικής εφαρμογής του νέου κανόνα σε μια κατάσταση η οποία έχει διαμορφωθεί οριστικά πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανόνα (η οποία αναφέρεται επίσης ως υφιστάμενη κατάσταση) (81). Επιπλέον, κατά την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης, δεν είναι δυνατή η δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε σχέση με τις επιχειρήσεις πριν τα θεσμικά όργανα εκδώσουν πράξη περάτωσης της διοικητικής διαδικασίας, η οποία έχει καταστεί οριστική (82).

(164)

Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, η παράνομη κρατική ενίσχυση συνιστά κατάσταση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι κανόνες που διέπουν την έγκαιρη εφαρμογή του δικαίου επιτάσσουν ότι η άμεση εφαρμογή νέων κανόνων περί συμβατότητας στις παράνομες ενισχύσεις δεν συνιστά αναδρομική εφαρμογή των εν λόγω νέων κανόνων (83).

(165)

Για τους προαναφερόμενους λόγους, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει τον κανόνα BesAR με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014. Δεν διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να αποκλίνει από τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές κατά τη διενέργεια της αξιολόγησής της. Δεδομένου ότι η απόφαση κίνησης της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα πριν από την 1η Ιουλίου 2014, η Επιτροπή κάλεσε τη Γερμανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στην υπό εξέταση υπόθεση.

7.3.1.1.   Οι παρατηρήσεις της Γερμανίας και των ενδιαφερόμενων τρίτων μερών

(166)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 δεν πρέπει να εφαρμοστούν στην επιβολή ανώτατου ορίου στις επιβαρύνσεις EEG· αντιθέτως, η Επιτροπή πρέπει να διενεργήσει αξιολόγηση της συμβατότητας με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία β) ή γ) της Συνθήκης.

(167)

Πρώτον, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν ότι οι μειώσεις της επιβάρυνσης EEG θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν συμβατές με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, δεδομένου ότι προωθούν την υλοποίηση ενός σημαντικού έργου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος (την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως απαιτείται από την οδηγία 2009/28/ΕΚ) ή ότι, ελλείψει αυτού, αποσκοπούν στην άρση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία της Γερμανίας (του κινδύνου αποβιομηχάνισης λόγω του κόστους των ΑΠΕ).

(168)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται επίσης ότι οι συγκεκριμένες μειώσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν συμβατές δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, με βάση το σκεπτικό ότι έχουν ως στόχο την προώθηση της ανάπτυξης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, αποτρέποντας παράλληλα τις διαρροές άνθρακα και διατηρώντας τη βιομηχανική βάση της Ένωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη προβάλλουν το επιχείρημα ότι ο κανόνας BesAR αποτελεί το κατάλληλο μέσο για τη σύγκλιση των διαφορετικών πτυχών αυτού του πολλαπλού στόχου. Αναφέρουν επίσης ότι το συγκεκριμένο μέσο είναι αναλογικό, διότι οι δικαιούχοι του κανόνα BesAR εξακολουθούν να συμμετέχουν στη χρηματοδότηση. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι το μέτρο είναι αναλογικό διότι οι φόροι ηλεκτρικής ενέργειας και η επιβάρυνση EEG είναι ουσιαστικά ομοειδείς (δεδομένου ότι πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για τέλη κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας) και επειδή ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής για την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουν οι επιχειρήσεις, ο οποίος καθορίζεται από την Ένωση, όπως προβλέπεται στον πίνακα Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου (84), ανέρχεται σε 0,05 ct/kWh, δηλαδή ισούται με την ελάχιστη επιβάρυνση EEG. Τέλος, τα ενδιαφερόμενα μέλη ισχυρίζονται ότι ο νόμος EEG 2012 δεν νοθεύει τον ανταγωνισμό ή τις συναλλαγές, διότι δεν εξουδετερώνει πλήρως τη στρέβλωση που προκαλείται πρωτίστως από την υψηλότερη επιβάρυνση EEG που επωμίζονται οι γερμανικές επιχειρήσεις σε σύγκριση με ισοδύναμους φόρους ή εισφορές που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις σε άλλα κράτη μέλη.

(169)

Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), παρόμοιους ισχυρισμούς διατύπωσε και η Γερμανία στην απάντησή της στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας που εξέδωσε η Επιτροπή.

(170)

Δεύτερον, τα ενδιαφερόμενα μέρη διατείνονται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εξετάσει τις μειώσεις χωριστά, στηριζόμενη σε διαφορετική νομική βάση για τη συμβατότητα από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για την εξέταση της στήριξης για την ηλεκτρική ενέργεια EEG. Αντιθέτως, η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει (και να εγκρίνει) τις μειώσεις, ως μέρος της χρηματοδότησης, από κοινού με τη στήριξη για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο πλαίσιο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας. Αυτό εξηγείται με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον τρόπο χρηματοδότησης της ενίσχυσης στην περίπτωση που αυτός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μέτρου (85).

(171)

Τρίτον, ακόμη και αν έπρεπε να εφαρμοστούν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014, τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι, λαμβανομένων υπόψη των σημείων 248 και 250 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με αναδρομική ισχύ μόνο στην περίπτωση της παράνομης ενίσχυσης και όχι στην περίπτωση υφιστάμενης ενίσχυσης. Ωστόσο, ακόμη και αν η επιβολή ανώτατου ορίου στις επιβαρύνσεις EEG συνιστούσε κρατική ενίσχυση (το οποίο αμφισβητείται), θα έπρεπε να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση λόγω της σιωπηρής έγκρισής της από την Επιτροπή στην υπόθεση NN 27/2000 (86).

(172)

Τέταρτον, τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014, και ιδίως οι κανόνες σχετικά με τα σχέδια προσαρμογής της ενότητας 3.7.3, πρέπει να ερμηνευθούν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων. Με άλλα λόγια, η προοδευτική προσαρμογή πρέπει να είναι αρκετά μικρή κατά τα έτη 2013 και 2014 ώστε να αποκλείεται η ανάκτηση. Αυτή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προέκυψε, σύμφωνα με τα συγκεκριμένα ενδιαφερόμενα μέρη, από την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 27/2000.

7.3.1.2.   Ανάλυση

(173)

Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να τροποποιήσουν την αξιολόγηση που περιλαμβάνεται στην παρούσα απόφαση όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 που παρουσιάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 157 έως 165.

(174)

Πρώτον, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, το σημείο 10 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 ορίζει ότι στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές «η Επιτροπή καθορίζει τους όρους βάσει των οποίων οι ενισχύσεις στον τομέα της ενέργειας και του περιβάλλοντος δύνανται να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης». Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «η Επιτροπή μπορεί να δεσμευθεί με συγκεκριμένους προσανατολισμούς για την άσκηση των εξουσιών εκτιμήσεως που έχει, μέσω πράξεων όπως οι κατευθυντήριες γραμμές, εφόσον αυτές περιέχουν ενδεικτικούς κανόνες ως προς τον προσανατολισμό που πρέπει να ακολουθεί το εν λόγω όργανο και εφόσον δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης» (87). Δεδομένου ότι στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 καθορίζονται εκ των προτέρων, κατά γενικό και σαφή τρόπο, οι όροι συμβατότητας της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, η Επιτροπή δεσμεύεται να εφαρμόσει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

(175)

Δεν υπάρχει περιθώριο για κατ' αναλογίαν εφαρμογή των κανόνων για τη φορολογία της ηλεκτρικής ενέργειας, διότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 περιέχουν πλήρη δέσμη κανόνων για την αξιολόγηση της μείωσης των επιβαρύνσεων ΑΠΕ.

(176)

Όσον αφορά τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 δεν περιλαμβάνουν κριτήρια σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή θα ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια κατά την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β). Είναι γεγονός ότι η Επιτροπή έχει εκδώσει ανακοίνωση με τίτλο «Κριτήρια για την ανάλυση της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά των κρατικών ενισχύσεων για την προώθηση της υλοποίησης σημαντικών έργων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος» (88), η οποία εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2014. Ωστόσο, σύμφωνα με το σημείο 52 της εν λόγω ανακοίνωσης, «στην περίπτωση μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων, η Επιτροπή θα εφαρμόζει την παρούσα ανακοίνωση αν η ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της, και, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τους κανόνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης». Τούτο σημαίνει ότι τα κριτήρια που καθορίζονται στην εν λόγω ανακοίνωση δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις μειώσεις των επιβαρύνσεων που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση. Απεναντίας, η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόσει τους κανόνες που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2008 (89).

(177)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον ο κανόνας BesAR θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατός με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, σύμφωνα με τα σημεία 147 έως 150 των κατευθυντήριων γραμμών του 2008. Οι αμφιβολίες αυτές διατυπώθηκαν ιδίως διότι δεν μπορούσε να συναχθεί ότι οι μειώσεις αφορούσαν κάποιο έργο και, κατά μείζονα λόγο, συγκεκριμένο έργο,«με σαφώς καθορισμένους όρους υλοποίησης». Επιπλέον, ήταν σε κάθε περίπτωση αμφίβολο κατά πόσον έργο αυτού του είδους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έργο «κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος», δηλαδή κατά πόσον το παρεχόμενο πλεονέκτημα θα μπορούσε να εκτείνεται στο σύνολο της Ένωσης. Τέλος, αμφισβητήθηκε κατά πόσον η υπό εξέταση ενίσχυση, ήτοι οι μειώσεις της επιβάρυνσης EEG, θα μπορούσε να «αποτελέσει κίνητρο για την υλοποίηση του έργου» (αιτιολογικές σκέψεις 211 και 212 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(178)

Οι αμφιβολίες αυτές δεν έχουν αρθεί. Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι τόσο η επίτευξη των στόχων ΑΠΕ όσο και η διατήρηση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας συνιστούν ένα, αν όχι περισσότερα, έργα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Η Γερμανία παραπέμπει στη στρατηγική «Ευρώπη 2020» της Επιτροπής, η οποία προτάσσει ως προτεραιότητα την «προώθηση μιας πιο αποδοτικής στη χρήση πόρων, πιο πράσινης και πιο ανταγωνιστικής οικονομίας» (90). Εντούτοις, όσο σημαντικοί και αν είναι οι στόχοι πολιτικής, η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η προώθηση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορούν να εκληφθούν ως συγκεκριμένα έργα με την κυριολεκτική σημασία της έννοιας. Θα ήταν δε ακόμη λιγότερο εφικτό να προσδιοριστούν τα εν λόγω έργα με καθορισμένους όρους υλοποίησης, περιλαμβανομένων των συμμετεχόντων σε αυτά, των στόχων τους και των αποτελεσμάτων τους, όπως απαιτείται στο σημείο 147 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών του 2008. Εάν τα έργα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος έπρεπε να ερμηνεύονται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εμπερικλείουν απλώς στόχους πολιτικής, τα όρια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) θα έπρεπε να επεκτείνονται πέραν της διατύπωσής τους, και η απαίτηση εστίασης σε συγκεκριμένο έργο με άρτια καθορισμένους όρους θα καθίστατο άνευ νοήματος. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την «αναγκαιότητα στενής ερμηνείας των παρεκκλίσεων από τη γενική αρχή περί ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά» (91).

(179)

Ακόμη σημαντικότερο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέστησε σαφές στην υπόθεση Hotel Cipriani, ότι «ένα μέτρο ενίσχυσης δύναται να τύχει της προβλεπόμενης από το [άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης] παρέκκλισης μόνον εφόσον δεν εξασφαλίζει ευνοϊκή μεταχείριση κυρίως στους επιχειρηματίες ενός κράτους μέλους, αλλά αντιπροσωπεύει ένα πλεονέκτημα για την Κοινότητα στο σύνολό της». Το κριτήριο αυτό δεν πληρούται εάν το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων αποσκοπεί απλώς στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εν λόγω επιχειρήσεων (92). Πράγματι, ο κανόνας BesAR αποσκοπεί μόνο στον μετριασμό της οικονομικής επιβάρυνσης των ενεργοβόρων επιχειρήσεων στη Γερμανία και, κατά συνέπεια, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους.

(180)

Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας στενής ερμηνείας των παρεκκλίσεων από τη γενική αρχή περί ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 178, το γεγονός και μόνο ότι το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται για μεγάλο αριθμό βιομηχανικών χρηστών δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους.

(181)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να εγκρίνει τον κανόνα BesAR δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης.

(182)

Δεύτερον, σχετικά με τον ισχυρισμό που αναφέρεται συνοπτικά στην αιτιολογική σκέψη 170, η ενίσχυση που χορηγείται στις ενεργοβόρες επιχειρήσεις με τη μορφή μειωμένων επιβαρύνσεων EEG είναι σαφώς διακριτή και διαχωρίσιμη από τη στήριξη για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Οι δικαιούχοι στη δεύτερη περίπτωση συνιστούν διαφορετική ομάδα σε σύγκριση με την ομάδα των δικαιούχων στην πρώτη περίπτωση. Επιπλέον, οι μειώσεις δεν εξυπηρετούν άμεσα τον σκοπό της χρηματοδότησης της στήριξης για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές αλλά, αντιθέτως, ουσιαστικά αντίκεινται στον σκοπό αυτό, δεδομένου ότι το άμεσο αποτέλεσμά τους συνίσταται στη μείωση των εσόδων που διατίθενται για τη χρηματοδότηση των ΑΠΕ. Το στοιχείο αυτό τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι η επιβάρυνση EEG έπρεπε να αυξηθεί για όλους τους άλλους μη προνομιούχους χρήστες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση.

(183)

Τρίτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό που αναφέρεται συνοπτικά στην αιτιολογική σκέψη 171, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κανόνας BesAR συνιστά παράνομη ενίσχυση, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 248 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Πράγματι, όπως διευκρινίζεται ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 141 και εξής, ο νόμος EEG 2012 τροποποίησε ουσιωδώς το καθεστώς ενισχύσεων το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή στην υπόθεση NN 27/2000.

(184)

Ο τέταρτος ισχυρισμός σχετικά με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων εξετάζεται περαιτέρω στην αιτιολογική σκέψη 257, διότι αφορά μόνον την ανάκτηση.

7.3.1.3.   Εναλλακτική αξιολόγηση βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2008

(185)

Το Γενικό Δικαστήριο έχει διατυπώσει, επανειλημμένως και σε αντίθεση με τη νομολογία του Δικαστηρίου, την άποψη ότι οι παράνομες ενισχύσεις πρέπει να αξιολογούνται με βάση τους κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο χορήγησής τους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διενήργησε εναλλακτική αξιολόγηση, δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 2008.

(186)

Συνεπεία της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε κηρύξει την ενίσχυση λειτουργίας που χορηγήθηκε βάσει του κανόνα BesAR εξ ολοκλήρου ασυμβίβαστη, για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 187 και εξής.

(187)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας αναφέρεται ότι, κατά τον χρόνο της έκδοσής της, δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, βάσει των οποίων θα αναγνωριζόταν ότι οι απαλλαγές ή οι μειώσεις σε επιβαρύνσεις που εξυπηρετούν τη στήριξη των ΑΠΕ θα μπορούσαν να κριθούν απαραίτητες για την επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος και επομένως να εγκριθούν δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

(188)

Η Επιτροπή είχε απαγορεύσει, άλλωστε, τη χορήγηση παρόμοιας ενίσχυσης λειτουργίας που είχε κοινοποιήσει η Αυστρία το 2011 (93). Η εν λόγω απαγόρευση συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι ενισχύσεις λειτουργίας αυτές καθαυτές αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντίκειται προς το κοινό συμφέρον και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν συμβατές με την εσωτερική αγορά (94). Στην ίδια απόφαση, η Επιτροπή διευκρίνιζε επίσης τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατή η κατ' αναλογίαν εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τη φορολογία της ηλεκτρικής ενέργειας.

(189)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή και πάλι δεν θα μπορούσε να εγκρίνει την επίμαχη ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης με βάση τους ουσιαστικούς κανόνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

7.3.2.   Δαπάνες που προκύπτουν από τη στήριξη για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές

(190)

Σύμφωνα με το σημείο 184 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, μειώσεις μπορούν να χορηγούνται μόνο για δαπάνες που προκύπτουν από τη στήριξη για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

(191)

Ωστόσο, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην απόφασή της στην υπόθεση SA.38632 (2014/N) σχετικά με τον νόμο EEG 2014 («απόφαση EEG 2014»), η επιβάρυνση EEG εξυπηρετεί επίσης τον σκοπό της χρηματοδότησης της στήριξης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αέρια ορυχείων. Τα αέρια ορυχείων δεν αποτελούν ανανεώσιμη πηγή ενέργειας κατά την έννοια του σημείου 19 περίπτωση 5 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Οι μειώσεις σε επιβαρύνσεις που αποσκοπούν στη χρηματοδότηση της στήριξης για άλλες πηγές ενέργειας δεν καλύπτονται από την ενότητα 3.7.2. των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 (95).

(192)

Ως προς το σημείο αυτό, η Γερμανία επισήμανε στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινοποίησης στην υπόθεση SA.38632 (2014/N) ότι δεν θα χορηγούνταν μειώσεις στη χρηματοδότηση της στήριξης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αέρια ορυχείων, δεδομένου ότι, βάσει του νόμου EEG 2014, οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις πρέπει να καταβάλλουν στο ακέραιο την επιβάρυνση για την πρώτη GWh κατανάλωσης σε καθένα από τα σχετικά σημεία κατανάλωσης. Πράγματι, τα έσοδα από την πλήρη επιβάρυνση επί της πρώτης GWh είναι υψηλότερα από το ποσό της επιδότησης που καταβάλλεται για ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από αέρια ορυχείων (96).

(193)

Το 2012 το ποσό της στήριξης για τα αέρια ορυχείων (41,4 εκατ. ευρώ) ανήλθε στο 0,25 % του συνολικού ύψους της στήριξης δυνάμει του νόμου EEG 2012 για το εν λόγω έτος. Από τις προβλέψεις προκύπτει ότι ο όγκος των αερίων ορυχείων αναμένεται να παραμείνει σταθερός στο μέλλον ή ακόμη και να παρουσιάσει ελαφρά μείωση (97).

(194)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι, για τους δικαιούχους του κανόνα BesAR δυνάμει του νόμου EEG 2014, η καταβολή της επιβάρυνσης EEG για την πρώτη GWh κατανάλωσης θα υπερέβαινε ήδη μακράν το ποσό της στήριξης για τα αέρια ορυχείων (98). Επιπλέον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όταν το ποσοστό της στήριξης EEG που καταβάλλεται για τα αέρια ορυχείων (0,25 %) πολλαπλασιάζεται επί την επιβάρυνση EEG (6,24 ct/kWh το 2014), το αποτέλεσμα ισούται με 0,016 ct/kWh. Το ποσό αυτό είναι χαμηλότερο από την ελάχιστη επιβάρυνση που έπρεπε να καταβάλλουν οι δικαιούχοι του κανόνα BesAR ακόμη και μετά την πρώτη GWh κατανάλωσης (0,05 ct/kWh) (99).

(195)

Στον νόμο EEG 2012 προβλέπεται ο καθορισμός δύο εναλλακτικών ανώτατων ορίων. Σύμφωνα με την πρώτη εναλλακτική επιλογή (άρθρο 41 παράγραφος 3 σημείο 1), η οποία συνιστά φθίνον ανώτατο όριο, οι δικαιούχοι εξακολουθούν να είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στο ακέραιο την επιβάρυνση για την πρώτη GWh κατανάλωσης, και η ελάχιστη επιβάρυνση που πρέπει να καταβάλλεται για κατανάλωση άνω των 100 GWh κατανάλωσης ανέρχεται σε 0,05 ct/kWh. Σύμφωνα με τη δεύτερη εναλλακτική επιλογή (άρθρο 41 παράγραφος 3 σημείο 2), η οποία αφορά τις επιχειρήσεις με την υψηλότερη ένταση ενέργειας, το ανώτατο όριο της επιβάρυνσης ορίζεται σε 0,05 ct/kWh για τη συνολική κατανάλωση του δικαιούχου. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δικαιούχοι εξακολουθούν να είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν υψηλότερο ποσό από το ποσοστό της επιβάρυνσης που θα μπορούσε να διατεθεί για τη στήριξη των αερίων ορυχείων (0,016 ct/kWh το 2014 και, βάσει επιβάρυνσης EEG της τάξης των 5,277 ct/kWh το 2013, 0,013 ct/kWh).

(196)

Κατά συνέπεια, με την καταβολή της ελάχιστης επιβάρυνσης του 0,05 ct/kWh κατά τα έτη 2013 και 2014, επιπλέον της υποχρέωσης ορισμένων δικαιούχων να καταβάλλουν την επιβάρυνση για την πρώτη GWh κατανάλωσης, διασφαλίστηκε ότι δεν χορηγήθηκαν μειώσεις σε ενεργοβόρες επιχειρήσεις από τη χρηματοδότηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αέρια ορυχείων (100).

7.3.3.   Επιλεξιμότητα

(197)

Το σημείο 185 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 προβλέπει ότι η ενίσχυση θα πρέπει να περιορίζεται σε τομείς που θεωρείται ότι εκτίθενται σε κίνδυνο όσον αφορά την ανταγωνιστική τους θέση λόγω του κόστους που προκύπτει από τη χρηματοδοτική στήριξη της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ως συνάρτηση της έντασης της ηλεκτρικής ενέργειας και της έκθεσής τους στον διεθνή κλάδο. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση μπορεί να χορηγείται μόνον εάν η επιχείρηση ανήκει στους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(198)

Επιπλέον, σύμφωνα με το σημείο 186 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, τα κράτη μέλη μπορούν να συμπεριλάβουν μια επιχείρηση στο εθνικό καθεστώς τους για τη χορήγηση μειώσεων του κόστους που προκύπτει από την ανανεώσιμη στήριξη εάν η επιχείρηση έχει ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 % και ανήκει σε έναν τομέα με ένταση του κλάδου τουλάχιστον 4 % σε ενωσιακό επίπεδο, ακόμα και αν δεν ανήκει σε κάποιον από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(199)

Τέλος, στο σημείο 187 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν συμπληρωματικά κριτήρια επιλεξιμότητας υπό την προϋπόθεση ότι, εντός του επιλέξιμου κλάδου, η επιλογή των δικαιούχων πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών, αμερόληπτων και διαφανών κριτηρίων και ότι η ενίσχυση χορηγείται καταρχήν με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ανταγωνιστές του ίδιου κλάδου εάν αντιμετωπίζουν την ίδια πραγματική κατάσταση.

(200)

Στον βαθμό που η ενίσχυση με τη μορφή μείωσης ή απαλλαγής από την επιβάρυνση συνδέεται με χρηματοδοτική στήριξη για ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές η οποία χορηγήθηκε πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών σε επιχειρήσεις που δεν είναι επιλέξιμες σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 197 και 198 της παρούσας απόφασης, η ενίσχυση αυτή μπορεί να κηρυχθεί συμβατή υπό τον όρο ότι συνάδει με το σχέδιο προσαρμογής (σημείο 197 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014).

(201)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι μόνον ορισμένοι από τους δικαιούχους του κανόνα BesAR κατά τα έτη 2013 και 2014 ήταν επιλέξιμοι για κρατική ενίσχυση υπό τη μορφή μειώσεων στη χρηματοδοτική στήριξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σύμφωνα με την ενότητα 3.7.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Για τον λόγο αυτό, η Γερμανία υπέβαλε σχέδιο προσαρμογής (βλέπε παράρτημα II), το οποίο εξετάζεται στην ενότητα 7.3.5, για τους δικαιούχους που δεν ήταν επιλέξιμοι. Η Γερμανία διευκρινίζει επίσης ότι όλοι οι δικαιούχοι οι οποίοι μπορούσαν να συμπεριληφθούν στο εθνικό καθεστώς βάσει του σημείου 186 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 ανήκουν σε τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 5 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(202)

Για τον υπολογισμό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ), η οποία είναι απαραίτητη για την εφαρμογή των σημείων 185 έως 192 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 και ο ορισμός της οποίας παρέχεται στο παράρτημα 4 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, στο άρθρο 41 του νόμου EEG 2012 χρησιμοποιείται η ΑΠΑ σε τιμές αγοράς κατά το τελευταίο οικονομικό έτος πριν από την εφαρμογή της μείωσης της επιβάρυνσης. Στα σημεία 1 και 2 του παραρτήματος 4 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 προβλέπεται η υποχρεωτική χρήση της ΑΠΑ σε κόστος συντελεστών, καθώς και του αριθμητικού μέσου των τελευταίων τριών ετών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα. Η Γερμανία διευκρινίζει ότι τα εν λόγω δεδομένα δεν ήταν διαθέσιμα, διότι οι αιτήσεις για τη χορήγηση των μειώσεων κατά τα έτη 2013 και 2014 περιελάμβαναν μόνον την ΑΠΑ σε τιμές αγοράς του τελευταίου οικονομικού έτους για το οποίο υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα (δηλαδή τα έτη 2011 και 2012). Ομοίως, η Γερμανία διασαφηνίζει ότι, για τους σκοπούς του υπολογισμού του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, οι μέσες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας λιανικής δεν ήταν διαθέσιμες για όλες τις επιχειρήσεις, τουλάχιστον όχι για τα επίπεδα υψηλότερης κατανάλωσης· αντ' αυτού, ο υπολογισμός του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας θα βασιζόταν στις πραγματικές δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας που καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2011 και 2012, δεδομένου ότι επρόκειτο για τα αριθμητικά στοιχεία που υπέβαλαν οι επιχειρήσεις στις αιτήσεις τους για τη χορήγηση των μειώσεων το 2013 και το 2014. Σύμφωνα με το σημείο 4 του παραρτήματος 4 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, ο ορισμός των δαπανών ηλεκτρικής ενέργειας μιας επιχείρησης βασίζεται κυρίως στην εικαζόμενη τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Βάσει των διευκρινίσεων της Γερμανίας, η Επιτροπή, στην απόφασή της για την υπόθεση SA.38632 (2014/N), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μεταβατικοί κανόνες του νόμου EEG 2014, οι οποίοι παρέχουν τη δυνατότητα χρήσης της ΑΠΑ σε κόστος συντελεστών βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους ή των δύο τελευταίων οικονομικών ετών, καθώς και τη δυνατότητα χρήσης των πραγματικών δαπανών ηλεκτρικής ενέργειας του τελευταίου οικονομικού έτους, ήταν σύμφωνες με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014, και ιδίως το σημείο 195 (αιτιολογικές σκέψεις 311 έως 314 της εν λόγω απόφασης). Και τούτο διότι τα εν λόγω δεδομένα, δηλαδή η ΑΠΑ σε κόστος συντελεστών βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους και οι πραγματικές δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας του τελευταίου οικονομικού έτους, θα εφαρμόζονταν μόνον μεταβατικά έως ότου να συγκεντρωθούν τα δεδομένα που απαιτούνται δυνάμει του παραρτήματος 4 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Το σκεπτικό αυτό εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο στην αξιολόγηση των μειώσεων της επιβάρυνσης EEG που χορηγήθηκαν τα έτη 2013 και 2014, και βάσει του εν λόγω σκεπτικού, μπορεί επίσης να γίνει δεκτή η χρήση της ΑΠΑ σε τιμές αγοράς για τους σκοπούς της αξιολόγησης της συμβατότητας της κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε κατά τα έτη 2013 και 2014 στο πλαίσιο του κανόνα BesAR με τη μορφή μειώσεων της χρηματοδοτικής στήριξης για την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές σύμφωνα με την ενότητα 3.7.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(203)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο νόμος EEG 2012 τηρεί εν μέρει μόνον τους κανόνες επιλεξιμότητας που καθορίζονται στα σημεία 185 και 186 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι για τους οποίους δεν πληρούνται τα εν λόγω κριτήρια δεν πρέπει να υπόκεινται σε ανάκτηση, οι λεπτομέρειες της οποίας εξετάζονται στην ενότητα 7.3.5 σχετικά με το σχέδιο προσαρμογής της Γερμανίας.

7.3.4.   Αναλογικότητα

(204)

Στο σημείο 188 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 προβλέπεται ότι η ενίσχυση θεωρείται αναλογική εάν οι δικαιούχοι των ενισχύσεων καταβάλλουν τουλάχιστον το 15 % του επιπρόσθετου κόστους χωρίς τη μείωση.

(205)

Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν περαιτέρω το ποσό του κόστους που προκύπτει από τη χρηματοδότηση των ενισχύσεων για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που πρέπει να καταβληθεί σε επίπεδο επιχείρησης στο 4 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της συγκεκριμένης επιχείρησης. Για επιχειρήσεις που έχουν ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 %, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν το συνολικό καταβλητέο ποσό στο 0,5 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της συγκεκριμένης επιχείρησης. Τέλος, σε περιπτώσεις που τα κράτη μέλη αποφασίσουν να υιοθετήσουν τους περιορισμούς αντίστοιχα 4 % και 0,5 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, οι εν λόγω περιορισμοί πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις επιλέξιμες επιχειρήσεις (σημεία 189 και 190 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014).

(206)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιβάρυνση EEG με ανώτατο όριο που κατέβαλαν οι δικαιούχοι τα έτη 2013 και 2014 δεν ήταν αναλογική βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 (101). Ως εκ τούτου, η Γερμανία υπέβαλε σχέδιο προσαρμογής (βλέπε παράρτημα II), το οποίο εξετάζεται στην ενότητα 7.3.5.

(207)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιβολή ανώτατου ορίου στις επιβαρύνσεις EEG πληροί εν μέρει μόνον τα κριτήρια αναλογικότητας που προβλέπονται στα σημεία 188 και 189 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι για τους οποίους δεν πληρούνται τα εν λόγω κριτήρια δεν πρέπει να υπόκεινται σε ανάκτηση, οι λεπτομέρειες της οποίας εξετάζονται στην ενότητα 7.3.5 σχετικά με το σχέδιο προσαρμογής της Γερμανίας.

7.3.5.   Το σχέδιο προσαρμογής

(208)

Σύμφωνα με τα σημεία 193 και εξής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας και αναλογικότητας που ορίζονται στην ενότητα 3.7.2. των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 και περιγράφονται ανωτέρω στις ενότητες 7.3.3 και 7.3.4 της παρούσας απόφασης, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2019. Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν όσον αφορά χρονική περίοδο πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία θα θεωρούνται συμβατές εφόσον πληρούν τα ίδια κριτήρια. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι όλες οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για τη μείωση της επιβάρυνσης σχετικά με τη χρηματοδοτική στήριξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές όσον αφορά τα έτη πριν από το 2019 μπορούν να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά στον βαθμό που αυτό συνάδει με ένα σχέδιο προσαρμογής.

(209)

Το εν λόγω σχέδιο προσαρμογής πρέπει να συνεπάγεται προοδευτική προσαρμογή στα επίπεδα ενισχύσεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των κριτηρίων επιλεξιμότητας και αναλογικότητας όπως καθορίζονται στην ενότητα 3.7.2. των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 και περιγράφονται στις ενότητες 7.3.3 και 7.3.4 ανωτέρω.

(210)

Στον βαθμό που οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν για χρονική περίοδο πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, το σχέδιο πρέπει να προβλέπει επίσης προοδευτική εφαρμογή των κριτηρίων για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

(211)

Στις περιπτώσεις που, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 200, η ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 σε επιχειρήσεις που δεν είναι επιλέξιμες σύμφωνα με τα κριτήρια που περιγράφονται στην ενότητα 7.3.3 της παρούσας απόφασης, η ενίσχυση αυτή μπορεί να κηρυχθεί συμβατή, υπό τον όρο ότι το σχέδιο προσαρμογής προβλέπει ελάχιστη ιδία συμμετοχή 20 % του επιπρόσθετου κόστους της επιβάρυνσης χωρίς τη μείωση, που θα πραγματοποιείται σταδιακά και το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2019 (σημείο 197 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014).

(212)

Η Γερμανία υπέβαλε σχέδιο προσαρμογής (παράρτημα II), το οποίο περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 27 και εξής και προβλέπει την προοδευτική αύξηση της επιβάρυνσης EEG για όλους τους δικαιούχους που υπόκεινται σε ανάκτηση. Ως σημείο αφετηρίας λαμβάνεται η επιβάρυνση EEG που όντως καταβλήθηκε το 2013, η οποία προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της μειωμένης επιβάρυνσης EEG του δικαιούχου για το 2013 επί την πραγματική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του δικαιούχου κατά το ίδιο έτος (η «βασική επιβάρυνση»). Σύμφωνα με το σχέδιο προσαρμογής, οι επιβαρύνσεις για τα έτη 2013 και 2014 θα αναπροσαρμοστούν καταλλήλως, ούτως ώστε να μην υπερβαίνουν αντιστοίχως το 125 % και το 150 % της βασικής επιβάρυνσης. Όσον αφορά το 2015, η προς τα άνω προσαρμογή θα είναι δυνητικά μεγαλύτερη, διότι το ανώτατο όριο αυξάνεται εν προκειμένω στο 200 % της βασικής επιβάρυνσης. Κατά τα επόμενα έτη έως και το 2018, το ανώτατο όριο της επιβάρυνσης για το έτος x ορίζεται ομοίως στο 200 % της επιβάρυνσης του έτους x – 2.

(213)

Όσον αφορά τα έτη που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση, δηλαδή τα έτη 2013 και 2014, στο σχέδιο προσαρμογής προβλέπεται προοδευτική αύξηση της επιβάρυνσης EEG για όλους τους δικαιούχους για τους οποίους δεν πληρούνταν τα κριτήρια επιλεξιμότητας και αναλογικότητας των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Η αύξηση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί μετά το 2014, ούτως ώστε να είναι δυνατή η παραδοχή ότι επίπεδα που απαιτούνται δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 θα πληρούνται από 1ης Ιανουαρίου 2019, τόσο για τις επιχειρήσεις οι οποίες είναι καταρχήν επιλέξιμες, αλλά δεν κατέβαλαν αρκετά υψηλή επιβάρυνση, όσο και για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν είναι επιλέξιμες και πρέπει, συνεπώς, να πληρούν το κριτήριο της ελάχιστης ιδίας συμμετοχής του 20 % του επιπρόσθετου κόστους της επιβάρυνσης που αναφέρεται στο σημείο 197 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σχέδιο προσαρμογής λαμβάνει υπόψη όλους τους συναφείς οικονομικούς παράγοντες που συνδέονται με την πολιτική για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ότι η Γερμανία κοινοποίησε το σχέδιο προσαρμογής εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο σημείο 200 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(214)

Όσον αφορά επομένως τα έτη 2013 και 2014, το σχέδιο προσαρμογής ικανοποιεί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην ενότητα 3.7.3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το σημείο 194 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, οι μειώσεις, όπως τροποποιούνται από το σχέδιο προσαρμογής, μπορούν να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά.

7.3.6.   Συμπέρασμα επί του συμβιβάσιμου

(215)

Οι μειωμένες επιβαρύνσεις EEG για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις κατά τα έτη 2013 και 2014 είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η μείωση της επιβάρυνσης χορηγείται μόνο για τις δαπάνες που συνεπάγεται η στήριξη για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές·

β)

οι δικαιούχοι πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στα σημεία 185, 186 και 187 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, όπως εξετάζεται στην ενότητα 7.3.3 της παρούσας απόφασης· και

γ)

η μείωση της επιβάρυνσης EEG είναι αναλογική, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στα σημεία 188 και 189 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, όπως εξετάζεται στην ενότητα 7.3.4 της παρούσας απόφασης.

(216)

Για τους δικαιούχους για τους οποίους δεν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 215, η Επιτροπή θεωρεί κατ' εξαίρεση ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε κατά τα έτη 2013 και 2014 βάσει του κανόνα BesAR μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, εφόσον εξασφαλιστεί ότι οι δικαιούχοι καταβάλλουν τουλάχιστον το 125 % της βασικής επιβάρυνσης που ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 212 για το έτος 2013 και το 150 % της βασικής επιβάρυνσης για το έτος 2014. Προκειμένου να διασφαλιστεί το αποτέλεσμα αυτό, η ανάκτηση πρέπει να πραγματοποιηθεί ως εξής:

α)

όσον αφορά τη μείωση που χορηγήθηκε για το έτος 2013, η ανάκτηση πρέπει να αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της επιβάρυνσης που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί εάν πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις της αιτιολογικής σκέψης 215 και της επιβάρυνσης EEG που όντως καταβλήθηκε το 2013· ωστόσο, η συνολική επιβάρυνση EEG, συμπεριλαμβανομένου του ανακτηθέντος ποσού, των επιχειρήσεων που υπόκεινται σε ανάκτηση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 125 % της επιβάρυνσης EEG που όντως καταβλήθηκε το 2013·

β)

όσον αφορά τη μείωση που χορηγήθηκε για το έτος 2014, η ανάκτηση πρέπει να αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της επιβάρυνσης που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί εάν πληρούνταν όλα τα κριτήρια της αιτιολογικής σκέψης 215 και της επιβάρυνσης EEG που όντως καταβλήθηκε το 2014· ωστόσο, η συνολική επιβάρυνση EEG, συμπεριλαμβανομένου του ανακτηθέντος ποσού, των επιχειρήσεων που υπόκεινται σε ανάκτηση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 150 % της επιβάρυνσης EEG που καταβλήθηκε πράγματι το 2013.

7.4.   Τήρηση άλλων διατάξεων της Συνθήκης

(217)

Σύμφωνα με το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, δεδομένου ότι η επιβάρυνση EEG αποσκοπεί στη χρηματοδοτική στήριξη για την ηλεκτρική ενέργεια EEG, η Επιτροπή εξέτασε τη συμμόρφωσή της προς τις διατάξεις των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης.

(218)

Κατά τη νομολογία, μια φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τα ημεδαπά και τα εισαγόμενα προϊόντα βάσει πανομοιότυπων κριτηρίων μπορεί ωστόσο να απαγορεύεται από τη Συνθήκη, όταν το προϊόν της φορολογικής αυτής επιβαρύνσεως προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που ωφελούν ειδικώς τα φορολογούμενα ημεδαπά προϊόντα.

(219)

Αν τα πλεονεκτήματα των οποίων τυγχάνουν τα προϊόντα αυτά αντισταθμίζουν πλήρως τη φορολογική επιβάρυνση που τα πλήττει, τα αποτελέσματα της τελευταίας αυτής εκδηλώνονται μόνον έναντι των εισαγομένων προϊόντων και η επιβάρυνση αυτή συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, η οποία αντίκειται στο άρθρο 30 της Συνθήκης. Αντιθέτως, αν τα πλεονεκτήματα αυτά αντισταθμίζουν μόνον εν μέρει τη φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τα ημεδαπά προϊόντα, η εν λόγω επιβάρυνση συνιστά φόρο ενέχοντα διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 110 της Συνθήκης, και το τμήμα του ποσού του που χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση προς όφελος των ημεδαπών προϊόντων θα αντίκειται στην εν λόγω διάταξη (102).

(220)

Η Επιτροπή έκρινε, κατά την πάγια πρακτική λήψης αποφάσεων (103) και σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (104), ότι η χρηματοδότηση των εθνικών συστημάτων στήριξης για τις ΑΠΕ μέσω φόρου υπέρ τρίτων σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να συνεπάγεται διακρίσεις εις βάρος εισαγομένων RES. Πράγματι, εάν η εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας υποστηρίζεται με τη χορήγηση ενισχύσεων που χρηματοδοτούνται μέσω της επιβολής τέλους στο σύνολο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας (συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας), τότε η μέθοδος χρηματοδότησης, η οποία επιβάλλει οικονομική επιβάρυνση στην εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια που δεν επωφελείται από την εν λόγω χρηματοδότηση, κινδυνεύει να δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των εισαγόμενων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 30 και/ή του άρθρου 110 της Συνθήκης (105).

(221)

Επιπλέον, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας που εξέδωσε, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο νόμος EEG 2012 ενδέχεται εκ πρώτης όψεως να εισάγει διακρίσεις υπό την έννοια ότι το άρθρο 39 του νόμου EEG 2012 προβλέπει τη μείωση του συντελεστή επιβάρυνσης EEG στην περίπτωση της επονομαζόμενης άμεσης εμπορικής διάθεσης. Ο μειωμένος συντελεστής εφαρμόζεται μόνον όταν ο προμηθευτής έχει αγοράσει το 50 % του χαρτοφυλακίου ηλεκτρικής ενέργειάς του από εθνικές εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρισμού EEG και φαίνεται, επομένως, να συνιστά επιβάρυνση ενέχουσα διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 110 της Συνθήκης.

(222)

Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι όταν η επιβάρυνση επιβαλλόταν σε εισαγωγές οι οποίες δεν θα μπορούσαν να επωφεληθούν από στήριξη δυνάμει του νόμου EEG 2012 εάν είχαν παραχθεί στη Γερμανία (για παράδειγμα, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από εγκαταστάσεις που λειτουργούσαν επί 20 και πλέον έτη), η επιβάρυνση τηρούσε τις διατάξεις των άρθρων 30 και 110 με το σκεπτικό ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαπιστώνεται διαφορετική αντιμετώπιση της εθνικής παραγωγής και των εισαγωγών.

(223)

Η Γερμανία αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι ο νόμος EEG 2012 μπορούσε να συνεπάγεται την εισαγωγή διακρίσεων κατά την έννοια των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης, για τους ακόλουθους λόγους: πρώτον, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων επί των οποίων επιβάλλεται η επιβάρυνση EEG και των εγχώριων προϊόντων τα οποία χρηματοδοτούνται από αυτή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επιβάρυνση EEG χρηματοδοτεί τις εγκαταστάσεις ΑΠΕ, αλλά επιβάλλεται στην κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.

(224)

Ακόμη και αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι η επιβάρυνση χρηματοδοτεί την ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ, θα εξακολουθούσε να υπάρχει διαφορά μεταξύ της ηλεκτρικής ενέργειας επί της οποίας επιβάλλεται η επιβάρυνση και της ηλεκτρικής ενέργειας την οποία προωθεί η επιβάρυνση. Ο λόγος είναι ότι ο στόχος της Γερμανίας για τις ΑΠΕ, ο οποίος καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 και μέρος Α του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/28/ΕΚ, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ, η οποία είτε παράγεται από εγχώριες ΑΠΕ είτε εισάγεται στο πλαίσιο μηχανισμού συνεργασίας με το κράτος μέλος στο οποίο παράγεται η ηλεκτρική ενέργεια (άρθρο 5 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας). Ως εκ τούτου, ελλείψει μηχανισμού συνεργασίας, η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ δεν καταλογίζεται στον συγκεκριμένο στόχο. Από τη σκοπιά των καταναλωτών, η εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί παρόμοια με την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από εγχώριες ΑΠΕ.

(225)

Όσον αφορά το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 39 του νόμου EEG 2012), η Γερμανία ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει διακρίσεις, διότι θέτει ουσιαστικά σε εφαρμογή την οδηγία 2009/28/ΕΚ. Η οδηγία 2009/28/ΕΚ θέτει εθνικό στόχο για το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν καθεστώτα στήριξης και μέτρα συνεργασίας (άρθρο 3 παράγραφος 3). Δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 3 της οδηγίας, η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από εγχώριες ΑΠΕ συνυπολογίζεται στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ σε άλλα κράτη μέλη καταλογίζεται καταρχήν στην επίτευξη του στόχου όταν καλύπτεται από συμφωνία συνεργασίας μεταξύ των αντίστοιχων κρατών μελών. Η σύναψη των εν λόγω συμφωνιών δεν είναι υποχρεωτική, αλλά επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Κατά την άποψη της Γερμανίας, από τις προαναφερόμενες διατάξεις της οδηγίας έπεται ότι η Γερμανία δικαιούται να στηρίζει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μόνον από εγχώριες ΑΠΕ. Από τις διατάξεις αυτές έπεται επίσης ότι η Γερμανία δεν υποχρεούται ούτε να χορηγεί πρόσβαση στο οικείο καθεστώς στήριξης στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ άλλων κρατών μελών ούτε να επιτρέπει στους εν λόγω παραγωγούς να επωφελούνται από το προνόμιο πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

(226)

Επιπλέον, η Γερμανία υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας καθίστατο διαθέσιμο σε παραγωγούς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, θα υπήρχε ο κίνδυνος υπεραντιστάθμισης των εν λόγω παραγωγών, οι οποίοι θα μπορούσαν να διαλέγουν επιλεκτικά μεταξύ των διαφορετικών εθνικών καθεστώτων στήριξης. Η δυνατότητα αυτή θα συνιστούσε επίσης απειλή για τον μηχανισμό χρηματοδότησης του νόμου EEG 2012, δεδομένου ότι θα αυξανόταν συνεχώς ο αριθμός των αλλοδαπών παραγωγών που θα επιθυμούσαν να κάνουν χρήση του προνομίου της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, και η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας επί της οποίας θα επιβαλλόταν πράγματι η επιβάρυνση EEG θα μειωνόταν συνεχώς, διαβρώνοντας κατά τον τρόπο αυτό τη βάση της χρηματοδότησης. Η εξέλιξη αυτή στην πράξη θα αντέβαινε προς τους στόχους της οδηγίας 2009/28/ΕΚ, η οποία επιτρέπει την καθιέρωση εθνικών καθεστώτων στήριξης για τους σκοπούς της αύξησης της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

(227)

Η εν λόγω ερμηνεία επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με τη Γερμανία, από την πρόσφατη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Ålands Vindkraft (106). Στην εν λόγω υπόθεση, η οποία αφορούσε εθνικό σύστημα που προέβλεπε τη χορήγηση διαπραγματεύσιμων πιστοποιητικών στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, λαμβανομένης υπόψη αποκλειστικώς της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το εν λόγω σύστημα συνιστούσε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές, καταρχήν ασύμβατο προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 34 της Συνθήκης. Ωστόσο, το σύστημα θα ήταν δυνατόν να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος (107).

(228)

Τέλος, σύμφωνα με τη Γερμανία, η επιβάρυνση EEG δεν συνιστά οικονομική επιβάρυνση, ούτε κατά την έννοια του άρθρου 30 ούτε κατά την έννοια του άρθρου 110 της Συνθήκης. Απεναντίας, πρόκειται για αμιγή απαίτηση επιστροφής χρημάτων που προβάλλουν οι ΔΣΜ έναντι των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι οι ΔΣΜ νοούνται ως πάροχοι υπηρεσιών για τους προμηθευτές. Η Γερμανία αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία «μια τέτοια επιβάρυνση που πλήττει τα εμπορεύματα επειδή διέρχονται τα σύνορα εκφεύγει από τον χαρακτηρισμό της επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος που απαγορεύεται από τη Συνθήκη όταν η επιβάρυνση αυτή υπάγεται σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικών τελών και επιβάλλεται συστηματικά, με τα ίδια κριτήρια, στα εγχώρια προϊόντα και στα εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα, όταν συνιστά το αντίτιμο συγκεκριμένης υπηρεσίας, που παρέχεται πραγματικά και ατομικά στον επιχειρηματία, ποσού αναλόγου προς την εν λόγω υπηρεσία ή ακόμη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όταν επιβάλλεται λόγω ελέγχων που πραγματοποιούνται προς εκπλήρωση υποχρεώσεων επιβαλλομένων από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση» (108).

(229)

Η Γερμανία θεωρεί ότι πληρούνται το δεύτερο και το τρίτο από τα εναλλακτικά κριτήρια που αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου. Καταρχάς, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η επιβάρυνση EEG συνιστά επαρκές τίμημα που καταβάλλεται για την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας, δηλαδή το γεγονός ότι οι ΔΣΜ παραχωρούν τον ανανεώσιμο χαρακτήρα της μεταφερόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, την οποία αγοράζουν από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 144 (109). Σύμφωνα με την άποψη της Γερμανίας, με την καταβολή της επιβάρυνσης EEG στους ΔΣΜ, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας λαμβάνουν ως αντάλλαγμα ορισμένο όφελος, δηλαδή το γεγονός ότι μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Κατά συνέπεια, η Γερμανία υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με την κατάσταση στην υπόθεση Essent (110), στην οποία δεν υπήρχε παροχή υπηρεσιών ως αντάλλαγμα για τις πληρωμές, η επιβάρυνση EEG όντως αντιστοιχεί σε παρεχόμενη υπηρεσία. Κατά δεύτερον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, η επιβάρυνση EEG επιβάλλεται με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο, και ειδικότερα από την οδηγία 2009/28/ΕΚ.

(230)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με το σκεπτικό που διατυπώνει η Γερμανία.

(231)

Πρώτον, μολονότι αληθεύει το γεγονός ότι η επιβάρυνση EEG χρηματοδοτεί την κατασκευή εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, εντούτοις παρέχει στήριξη στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στις εν λόγω εγκαταστάσεις. Το στοιχείο αυτό τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι η επιβάρυνση EEG εισπράττεται ανά κιλοβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται. Δεύτερον, ο ομοειδής χαρακτήρας μεταξύ της εγχώριας παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας EEG και της εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας EEG δεν μπορεί να αλλοιωθεί απλώς και μόνο από το γεγονός ότι η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια EEG δεν καταλογίζεται στον στόχο που καθορίζεται στην οδηγία 2009/28/ΕΚ. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο ομοειδής χαρακτήρας πρέπει να αξιολογείται «με κριτήριο όχι αυστηρής ταύτισης αλλά με κριτήριο αναλογίας και δυνατότητα συγκρίσεως κατά τη χρησιμοποίηση» (111). Το ζήτημα του ομοειδούς χαρακτήρα πρέπει να διαχωρίζεται από τη διαφορετική αντιμετώπιση. Πράγματι, διαφορετική αντιμετώπιση υφίσταται μόνο όσον αφορά την εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια που θα ήταν επιλέξιμη δυνάμει του νόμου EEG 2012 εάν είχε παραχθεί στη Γερμανία. Εν προκειμένω, το ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ καταλογίζεται στον στόχο που καθορίζεται στην οδηγία 2009/28/ΕΚ είναι άνευ σημασίας.

(232)

Επιπλέον, η Επιτροπή διαφωνεί με τον ισχυρισμό της Γερμανίας ότι η επιβάρυνση EEG δεν συνιστά οικονομική επιβάρυνση κατά την έννοια των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης. Πρώτον, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση Essent, το γεγονός ότι η επιβάρυνση δεν επιβάλλεται άμεσα από το κράτος αλλά από τους ΔΣΜ δεν είναι συναφές όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης (112). Δεύτερον, από τα στοιχεία δεν προκύπτει ότι η επιβάρυνση EEG που καταβάλλεται από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας συνιστά επαρκές αντίτιμο για τυχόν υπηρεσία ή περιουσιακό στοιχείο. Ο ανανεώσιμος χαρακτήρας αυτός καθαυτός είναι άνευ σκοπιμότητας για τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, διότι μεταφέρεται χωριστά από την πραγματική ηλεκτρική ενέργεια EEG. Επίσης, οι πληρωμές που καταβάλλουν οι προμηθευτές δεν είναι αναλογικές ως προς την παρεχόμενη υπηρεσία, διότι οι πληρωμές τους διαφοροποιούνται ανάλογα με τον αριθμό των μη προνομιούχων πελατών που έχουν, ενώ η εικαζόμενη υπηρεσία που παρέχεται, ήτοι ο ανανεώσιμος χαρακτήρας της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι αδιαχώριστη και πανομοιότυπη για όλους. Τρίτον, η επιβάρυνση EEG δεν επιβάλλεται κατόπιν διεξαγωγής ελέγχων, και, επίσης, δεν επιβάλλεται άμεσα βάσει υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Δυνάμει της οδηγίας 2009/28/ΕΚ, η Γερμανία υποχρεούται να λάβει μέτρα για να διασφαλίσει την τακτική αύξηση του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας)· η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Γερμανίας, όσον αφορά τόσο τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων (άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας) όσο και τον τρόπο χρηματοδότησής τους.

(233)

Όπως αποφάνθηκε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, τα άρθρα 30 και 110 απαγορεύουν μόνον τη χρηματοδότηση καθεστώτος στήριξης της εθνικής παραγωγής μέσω επιβολής επιβάρυνσης ενέχουσας διακρίσεις σε εισαγόμενα προϊόντα. Δεν υποχρεώνουν το κράτος μέλος να επεκτείνει τα οφέλη του καθεστώτος στήριξης και στα εισαγόμενα προϊόντα. Στην παρούσα απόφαση, όπως και σε προγενέστερες αποφάσεις σχετικά με εθνικά καθεστώτα στήριξης για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές (113), δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η στήριξη δυνάμει του νόμου EEG 2012 περιορίζεται στην εθνική παραγωγή. Ωστόσο, κατά τον σχεδιασμό των οικείων καθεστώτων στήριξης, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εισάγουν επιβαρύνσεις ενέχουσες διακρίσεις κατά την έννοια των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης.

(234)

Η δικαστική απόφαση στην υπόθεση Ålands Vindkraft δεν τροποποιεί την αξιολόγηση σχετικά με τα άρθρα 30 και 110 της Συνθήκης. Πρώτον, το ζητούμενο στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν να διαπιστωθεί αποκλειστικά και μόνο κατά πόσον ένα εθνικό καθεστώς στήριξης για τους παραγωγούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έπρεπε να είναι προσβάσιμο σε παραγωγούς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη (το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο). Η δικαστική απόφαση δεν αφορούσε το ερώτημα κατά πόσον επιτρέπεται, επιπλέον, το εν λόγω καθεστώς στήριξης να χρηματοδοτείται μέσω επιβάρυνσης ενέχουσας διακρίσεις, που επιβάλλεται επίσης σε οικονομικούς φορείς οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Δεύτερον, κατόπιν αιτήματος του σουηδικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο παρέσχε ερμηνεία του άρθρου 34 σχετικά με τους ποσοτικούς περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών· η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης δεν αφορούσε τα άρθρα 30 και 110 σχετικά με την επιβολή τελών και φόρων που ενέχουν διακρίσεις, και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του θέματος αυτού. Τρίτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η άρνηση της Σουηδίας να χορηγήσει στον προσφεύγοντα πρόσβαση στο οικείο σύστημα πιστοποίησης, παρότι συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς, αιτιολογήθηκε με το σκεπτικό της περιβαλλοντικής πολιτικής και χαρακτηρίστηκε ως αναλογικό μέτρο για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου περιβαλλοντικής πολιτικής (114). Πλην όμως, η λήψη μέτρων τα οποία εισάγουν διακρίσεις κατά παραβίαση των άρθρων 30 και 110 δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ακόμη και αν συντρέχουν περιβαλλοντικοί λόγοι. Πράγματι, η Επιτροπή αδυνατεί να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο ο σκοπός της προστασίας του περιβάλλοντος (όπως, άλλωστε, και οποιαδήποτε άλλη επιτακτική ανάγκη γενικού συμφέροντος) θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί με την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης που θα υποχρέωνε τους οικονομικούς φορείς άλλων κρατών μελών να καταβάλλουν υψηλότερο αντίτιμο από ό,τι οι εγχώριοι ανταγωνιστές τους.

(235)

Ωστόσο, παρότι εμμένει στη θέση της ότι η επιβάρυνση EEG δεν συνιστά παραβίαση των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης, η Γερμανία ανέλαβε τη δέσμευση να επενδύσει σε γραμμές διασύνδεσης και παρόμοια ευρωπαϊκά ενεργειακά έργα (βλέπε σχετική περιγραφή στην αιτιολογική σκέψη 19). Οι εν λόγω επενδύσεις θα ισοδυναμούν με το εκτιμώμενο ποσό της εικαζόμενης διάκρισης.

(236)

Η συνήθης αποκατάσταση για παραβιάσεις των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης συνίσταται στην επιστροφή των επιβαρύνσεων που επιβλήθηκαν. Εντούτοις, η επανεπένδυση του μεριδίου των εσόδων από εξομοιούμενη με φόρο εισφορά που εισπράχθηκε από εισαγωγές σε έργα και υποδομές που ευνοούν ειδικά τις εισαγωγές αναγνωρίστηκε από την Επιτροπή ως κατάλληλο μέτρο αποκατάστασης σε περιπτώσεις δυνητικής διάκρισης κατά το παρελθόν δυνάμει των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης (115).

(237)

Για τον προσδιορισμό του μεριδίου εσόδων που προέκυψαν από την επιβάρυνση EEG στο παρελθόν, το οποίο πρέπει να διατεθεί για τις εν λόγω επενδύσεις, το πρώτο βήμα που απαιτείται είναι η εκτίμηση των εισαγωγών επιλέξιμης ηλεκτρικής ενέργειας EEG στη Γερμανία. Η Γερμανία επισημαίνει ότι κατά την περίοδο εφαρμογής του νόμου EEG 2012, ήτοι από τον Ιανουάριο του 2012 έως τον Ιούλιο του 2014, το μερίδιο των εγγυήσεων προέλευσης που αντιστοιχούσαν στην ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ για την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί στήριξη δυνάμει του νόμου EEG 2012 ανερχόταν περίπου σε 1 349 GWh: 519 GWh το 2012, 283 GWh το 2013 και 547 GWh το 2014. Το πολύ μεγαλύτερο μερίδιο των εγγυήσεων προέλευσης που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε μεγάλους, παλαιούς υδροηλεκτρικούς σταθμούς, οι οποίοι δεν θα ήταν επιλέξιμοι δυνάμει του νόμου EEG 2012. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι εγγυήσεις προέλευσης μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο χωριστών εμπορικών συναλλαγών, δεν είναι από μόνες τους επαρκείς για τον καθορισμό του ποσοστού των πραγματικών εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Η Γερμανία επισήμανε μεν ότι το ποσοστό των πραγματικών εισαγωγών θα ήταν χαμηλότερο, αλλά δεν ήταν σε θέση να διαβιβάσει στοιχεία όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο η υπολογιζόμενη πράσινη ενέργεια που περιγράφεται θα καλυπτόταν από συμβάσεις πραγματικών εισαγωγών.

(238)

Το δεύτερο βήμα είναι να αξιολογηθεί ο βαθμός της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος της εισαγόμενης πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Η διάκριση έγκειται στο γεγονός ότι, παρότι τόσο η εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας EEG όσο και οι εισαγωγές EEG συνεισφέρουν στην επιβάρυνση EEG, μόνον η εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας EEG ευνοείται από αυτή (εντός των ορίων των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας).

(239)

Υπό την έννοια αυτή, η διάκριση μπορεί να υπολογιστεί βάσει του ύψους της επιβάρυνσης EEG που επιβάλλεται στην εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια EEG. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ενδεχόμενη επιστροφή χρημάτων δεν θα μπορούσε να καλύψει τη συνολική επιβάρυνση, αλλά θα περιοριζόταν στην υποθετική μορφή της λαμβανόμενης στήριξης (τιμολόγια τροφοδότησης, πριμοδοτήσεις αγοράς ή προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας). Πράγματι, δεδομένου ότι οι εγχώριες εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας EEG καταβάλλουν επίσης την επιβάρυνση, αλλά λαμβάνουν τη στήριξη EEG, διαφορετική αντιμετώπιση προκύπτει μόνο στον βαθμό που οι εισαγωγείς υποχρεούνται να καταβάλλουν την επιβάρυνση χωρίς να λαμβάνουν στήριξη. Κατ' ουσίαν, η διάκριση ισοδυναμεί με το ποσοστό της στήριξης που παρακρατείται από την εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια EEG.

(240)

Όσον αφορά τα τιμολόγια τροφοδότησης και τις πριμοδοτήσεις αγοράς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εφόσον παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφορετικών τεχνολογιών EEG, θα ήταν απαραίτητο να καθοριστούν οι διαφορετικές μορφές ηλεκτρικής ενέργειας EEG που πράγματι εισήχθησαν, καθώς και οι αντίστοιχες ποσότητες, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή των εν λόγω μορφών στήριξης στις εισαγωγές. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων της Γερμανίας, σύμφωνα με τις οποίες τα στοιχεία όσον αφορά τις πραγματικές εισαγωγές EEG δεν ήταν διαθέσιμα, δεν είναι εφικτός ο υπολογισμός του ύψους της διάκρισης με την εφαρμογή του συγκεκριμένου τιμολογίου τροφοδότησης ή της πριμοδότησης αγοράς στον αντίστοιχο όγκο εισαγωγών.

(241)

Αντιθέτως, είναι ευκολότερος ο καθορισμός του πλεονεκτήματος που προκύπτει από το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Η Γερμανία επισημαίνει ότι το πλεονέκτημα που προκύπτει από το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας είναι στην πράξη μικρότερο από 4 ct/kWh. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που υποβάλλουν αίτηση για τη χορήγηση του προνομίου λαμβάνουν μόνον τη μείωση των 2 ct/kWh επί ολόκληρου του χαρτοφυλακίου τους, εφόσον κατορθώσουν να εξασφαλίσουν ότι τουλάχιστον το 50 % της ηλεκτρικής τους ενέργειας προέρχεται από ΑΠΕ. Προκειμένου να αποφύγουν ή να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο να μην επιτύχουν οριακά τον στόχο του 50 % (στην οποία περίπτωση θα οφειλόταν ολόκληρο το ποσό της επιβάρυνσης EEG για το σύνολο του χαρτοφυλακίου), οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια EEG με περιθώριο ασφαλείας, δηλαδή αγοράζουν ποσοστό που υπερβαίνει το απαιτούμενο 50 % και ενίοτε έως και το 60 %. Στην προκείμενη περίπτωση, για τον υπολογισμό του πλεονεκτήματος κόστους που μπορεί δυνητικά να μετακυλιστεί στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, η μείωση της επιβάρυνσης EEG που χορηγείται για ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο, δηλαδή, η μείωση των 2 ct/kWh, πρέπει να διαιρεθεί με υψηλότερο ποσοστό ΑΠΕ. Παραδείγματος χάριν, για ένα ποσοστό της τάξης του 60 %, το πραγματικό πλεονέκτημα κόστους που θα μπορούσε να μετακυλιστεί δεν θα ανερχόταν σε 4 ct/kWh, αλλά σχεδόν σε 3,3 ct/kWh. Κατά μέσο όρο, το μέγιστο πλεονέκτημα που προέκυψε από το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 3,8 ct/kWh το 2012, 3,2 ct/kWh το 2013 και 3,9 ct/kWh το 2014.

(242)

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ήταν ελαφρώς υψηλότερο από την επιβάρυνση EEG το 2012, αλλά χαμηλότερο από τις αντίστοιχες επιβαρύνσεις το 2013 και το 2014. Προκύπτει επίσης ότι το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ήταν χαμηλότερο από το πλεονέκτημα που εμπεριέχουν ορισμένα από τα τιμολόγια τροφοδότησης (μετά την αφαίρεση της τιμής της αγοράς), παραδείγματος χάριν, για ηλιακή ενέργεια, αλλά υψηλότερο από το πλεονέκτημα που εμπεριέχουν άλλα τιμολόγια τροφοδότησης, παραδείγματος χάριν για αιολική ενέργεια. Ακόμη όμως και αν το εν λόγω προνόμιο ενδέχεται να υποτιμά έως έναν βαθμό το πραγματικό ύψος της διάκρισης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα ποσά των εγγυήσεων προέλευσης υπερεκτιμούν το μέγεθος των εισαγωγών. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Γερμανία (η οποία περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 238 και εξής) είναι κατάλληλη. Το πλεονέκτημα που προκύπτει από το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τα στοιχεία για τις εισαγόμενες εγγυήσεις προέλευσης, μπορεί να θεωρηθεί εύλογη υποκατάστατη μεταβλητή για τον βαθμό της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος της εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει του νόμου EEG 2012.

(243)

Με χρήση των τιμών για τις επιλέξιμες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας EEG που καθορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 237 και των τιμών για το προνόμιο της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας που καθορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 241, το ποσό που πρέπει να επανεπενδυθεί ανέρχεται σε 50 εκατ. ευρώ (116). Επομένως, η Επιτροπή κρίνει ότι η δέσμευση της Γερμανίας να επενδύσει 50 εκατ. ευρώ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 19) σε γραμμές διασύνδεσης και ευρωπαϊκά ενεργειακά έργα συνιστά αποκατάσταση της δυνητικής διάκρισης κατά το παρελθόν δυνάμει των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης.

8.   ΑΥΘΕΝΤΙΚΉ ΓΛΏΣΣΑ

(244)

Όπως αναφέρεται στην ενότητα 1 της παρούσας απόφασης, η Γερμανία παραιτήθηκε των δικαιωμάτων της όσον αφορά την έκδοση της παρούσας απόφασης στη γερμανική γλώσσα. Ως εκ τούτου, ως αυθεντική γλώσσα ορίζεται η αγγλική.

9.   ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ ΚΑΙ ΑΝΆΚΤΗΣΗ

(245)

Δεδομένου ότι η παραβίαση κατά το παρελθόν των άρθρων 30 και 110 της Συνθήκης από την επιβάρυνση EEG έχει αποκατασταθεί, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η στήριξη για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG, η οποία χαρακτηρίστηκε ως συμβατή στις αιτιολογικές σκέψεις 187 και 200 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, συνάδει επίσης με την εσωτερική αγορά όσον αφορά ειδικότερα τον μηχανισμό χρηματοδότησής της.

(246)

Η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι η Γερμανία έθεσε παρανόμως σε εφαρμογή την ενίσχυση για τη στήριξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας EEG και για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

(247)

Η ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί στον βαθμό που δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

(248)

Η εν λόγω ανάκτηση πρέπει να καλύπτει μόνον τις μειώσεις της επιβάρυνσης EEG που χορηγήθηκαν για τα έτη 2013 και 2014 (εφεξής «τα σχετικά έτη»).

(249)

Τα προς ανάκτηση ποσά πρέπει να περιορίζονται, για καθένα από τα σχετικά έτη, στη διαφορά μεταξύ του συμβατού ποσού για το αντίστοιχο έτος, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 251 και 252 και 253 του ποσού της επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος το σχετικό έτος.

(250)

Το ποσό της επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος το σχετικό έτος υπολογίζεται καταρχήν με την εφαρμογή της μειωμένης επιβάρυνσης για το εν λόγω έτος στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του δικαιούχου κατά το ίδιο έτος. Ωστόσο, προκειμένου να επισπευσθεί η ανάκτηση, και δεδομένου ότι τα στοιχεία κατανάλωσης για τα σχετικά έτη δεν είναι ακόμη διαθέσιμα για όλες τις επιχειρήσεις που αφορά η ανάκτηση, η Γερμανία θα χρησιμοποιήσει, σε πρώτο στάδιο, τα στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που υποβλήθηκαν στις αιτήσεις, ούτως ώστε να υπολογιστεί το προσωρινό ποσό της ανάκτησης που πρέπει να εισπραχθεί άμεσα. Σε δεύτερο στάδιο, η Γερμανία θα εφαρμόσει τα στοιχεία πραγματικής κατανάλωσης των σχετικών ετών, προκειμένου να καθορίσει τα τελικά ποσά ανάκτησης και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλιστεί η ανάκτηση ή επιστροφή βάσει αυτών των τελικών ποσών (αυτό το δεύτερο στάδιο στη διαδικασία ανάκτησης αναφέρεται ως «διορθωτικός μηχανισμός»).

(251)

Το πρώτο στάδιο κατά τον προσδιορισμό του συμβατού ποσού συνίσταται στην εφαρμογή της ενότητας 3.7.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Η επιχείρηση που ευνοήθηκε από τη μείωση πρέπει να ανήκει στους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 (σημείο 185 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014) ή, ελλείψει αυτού, η επιχείρηση πρέπει να έχει ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 % και να ανήκει σε έναν τομέα με ένταση του κλάδου τουλάχιστον 4 % σε ενωσιακό επίπεδο, ακόμη και αν δεν ανήκει σε κάποιον από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 (σημείο 186 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014). Για την εφαρμογή του σημείου 186 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 202, επιτρέπεται η χρήση των στοιχείων που υποβλήθηκαν στις αιτήσεις για τα σχετικά έτη.

(252)

Επιπλέον, εάν η επιχείρηση είναι επιλέξιμη βάσει της αιτιολογικής σκέψης 251, η εν λόγω επιχείρηση πρέπει να καταβάλει τουλάχιστον το 15 % του επιπρόσθετου κόστους χωρίς τη μείωση (σημείο 188 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014). Ωστόσο, το καταβλητέο ποσό μπορεί να περιοριστεί σε επίπεδο επιχείρησης στο 4 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της συγκεκριμένης επιχείρησης. Επιπροσθέτως, για τις επιχειρήσεις που έχουν ένταση ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 %, το καταβλητέο ποσό μπορεί να περιοριστεί στο 0,5 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της συγκεκριμένης επιχείρησης (σημείο 189 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014). Για την εφαρμογή του σημείου 189 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 202, επιτρέπεται η χρήση των στοιχείων που υποβλήθηκαν στις αιτήσεις για τα σχετικά έτη. Εάν η επιχείρηση δεν είναι επιλέξιμη βάσει της αιτιολογικής σκέψης 251, το καταβλητέο ποσό είναι, σύμφωνα με την ενότητα 3.7.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, καταρχήν ισοδύναμο με την επιβάρυνση EEG χωρίς τη μείωση, με την επιφύλαξη του μεταβατικού κανόνα του σημείου 197 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

(253)

Εάν, για οποιοδήποτε από τα σχετικά έτη, το καταβλητέο ποσό που καθορίζεται βάσει της αιτιολογικής σκέψης 252 είναι υψηλότερο από το ποσό που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος το εν λόγω έτος, οι διατάξεις του σχεδίου προσαρμογής εφαρμόζονται όπως προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 212: Για το 2013, το συμβατό ποσό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 125 % της επιβάρυνσης που καταβλήθηκε πράγματι το 2013 (δηλαδή κατά το ίδιο έτος). Για το 2014, το συμβατό ποσό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 150 % της επιβάρυνσης που καταβλήθηκε πράγματι το 2013 (δηλαδή κατά το προηγούμενο έτος). Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 250, η επιβάρυνση που καταβλήθηκε πράγματι το 2013 και το 2014 μπορεί, για τους σκοπούς του καθορισμού του προσωρινού ποσού ανάκτησης, να βασίζεται στα στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που περιλαμβάνονται στην αίτηση της επιχείρησης για τη χορήγηση της μείωσης το 2013 και το 2014. Για τους σκοπούς του διορθωτικού μηχανισμού, τα στοιχεία όσον αφορά την πραγματική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για το 2013 και το 2014 θα χρησιμοποιηθούν μόλις καταστούν διαθέσιμα.

(254)

Εάν το καταβλητέο ποσό που καθορίζεται βάσει των αιτιολογικών σκέψεων 251, 252 και 253 δεν είναι υψηλότερο από το ποσό που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος οποιοδήποτε από τα σχετικά έτη, δεν προβλέπεται ανάκτηση.

(255)

Σε περίπτωση που το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που έλαβε ένας δικαιούχος είναι μικρότερο από 200 000 ευρώ και εφόσον η ενίσχυση πληροί όλα τα άλλα κριτήρια είτε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής (117) είτε του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής (118), πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να υπόκειται σε ανάκτηση.

(256)

Σε περίπτωση που το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που έλαβε ένας δικαιούχος είναι άνω των 200 000 ευρώ, εκ των οποίων πρέπει να ανακτηθεί ποσό μικρότερο των 200 000 ευρώ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1407/2013, διότι η ενίσχυση αφορά τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες και, επομένως, αποκλείεται η σώρευση (άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 και άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006). Κατά συνέπεια, τα εν λόγω ποσά πρέπει να ανακτηθούν.

(257)

Η Επιτροπή εξέτασε περαιτέρω κατά πόσον υπάρχουν τυχόν εμπόδια για την ανάκτηση δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 172, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι η προσαρμογή κατά τα έτη 2013 και 2014 πρέπει να είναι κατά το δυνατόν μικρότερη, ούτως ώστε να διαφυλαχθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων, και ότι δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί καμία ανάκτηση. Ωστόσο, για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 146 και εξής, η απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 27/00 δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους δικαιούχους, δεδομένου ότι ο νόμος EEG 2012 είναι διαφορετικός από τον νόμο EEG 2000, εκδόθηκε δέκα και πλέον έτη αργότερα και ότι ειδικά ο κανόνας BesAR δεν περιλαμβανόταν στον νόμο EEG 2000,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση για τη στήριξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από αέρια ορυχείων, συμπεριλαμβανομένου του χρηματοδοτικού μηχανισμού της, η οποία χορηγήθηκε βάσει του νόμου Erneuerbare-Energien-Gesetz 2012 (νόμος EEG 2012) και τέθηκε παρανόμως σε ισχύ από τη Γερμανία κατά παραβίαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, με την επιφύλαξη της υλοποίησης εκ μέρους της Γερμανίας της δέσμευσης που διατυπώνεται στο παράρτημα I.

Άρθρο 2

Η Επιτροπή κάνει δεκτό το σχέδιο προσαρμογής που υπέβαλε η Γερμανία για τα έτη 2013 και 2014, όπως καθορίζεται στο παράρτημα II.

Άρθρο 3

1.   Η κρατική ενίσχυση, η οποία συνίσταται σε μειώσεις της επιβάρυνσης για τη χρηματοδοτική στήριξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (επιβάρυνση EEG) κατά τα έτη 2013 και 2014 για τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας (Besondere Ausgleichsregelung, BesAR) και τέθηκε παρανόμως σε ισχύ από τη Γερμανία κατά παραβίαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά εφόσον εμπίπτει σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

Σε περίπτωση που η κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε σε επιχείρηση η οποία ανήκει σε έναν από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020) (κατευθυντήριες γραμμές του 2014), η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά εφόσον η επιχείρηση κατέβαλε τουλάχιστον το 15 % των πρόσθετων δαπανών με τις οποίες βαρύνονται οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας λόγω υποχρεώσεων αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι οποίες δαπάνες στη συνέχεια μετακυλίονται στους πελάτες τους. Εάν η επιχείρηση κατέβαλε ποσοστό μικρότερο του 15 % των εν λόγω πρόσθετων δαπανών, η κρατική ενίσχυση παραμένει μολαταύτα συμβατή, εφόσον η επιχείρηση κατέβαλε ποσό το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 4 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ή, για επιχειρήσεις που έχουν ένταση ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 %, στο 0,5 % τουλάχιστον της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.

Σε περίπτωση που η κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε σε επιχείρηση η οποία δεν ανήκει σε έναν από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, αλλά είχε ένταση ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 % το 2012 και ανήκε, κατά το εν λόγω έτος, σε έναν τομέα με ένταση του κλάδου τουλάχιστον 4 % σε ενωσιακό επίπεδο, η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά εφόσον η επιχείρηση κατέβαλε τουλάχιστον το 15 % των πρόσθετων δαπανών με τις οποίες βαρύνονται οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας λόγω υποχρεώσεων αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι οποίες δαπάνες στη συνέχεια μετακυλίστηκαν στους πελάτες τους. Εάν η επιχείρηση κατέβαλε ποσοστό μικρότερο του 15 % των εν λόγω πρόσθετων δαπανών, η κρατική ενίσχυση παραμένει μολαταύτα συμβατή, εφόσον η επιχείρηση κατέβαλε ποσό το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 4 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ή, για επιχειρήσεις που έχουν ένταση ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 %, στο 0,5 % τουλάχιστον της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.

Σε περίπτωση που η κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε σε επιχείρηση η οποία ήταν επιλέξιμη για συμβατή κρατική ενίσχυση βάσει του δεύτερου ή του τρίτου εδαφίου, αλλά το ποσό της επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε η εν λόγω επιχείρηση δεν ανήλθε στο απαιτούμενο επίπεδο δυνάμει αυτών των εδαφίων, χαρακτηρίζονται συμβατά τα ακόλουθα ποσοστά της ενίσχυσης:

α)

για το έτος 2013, το ποσοστό της ενίσχυσης το οποίο υπερβαίνει το 125 % της επιβάρυνσης που κατέβαλε πράγματι η επιχείρηση το 2013·

β)

για το έτος 2014, το ποσοστό της ενίσχυσης το οποίο υπερβαίνει το 150 % της επιβάρυνσης που κατέβαλε πράγματι η επιχείρηση το 2013.

Σε περίπτωση που η κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε σε επιχείρηση η οποία δεν ήταν επιλέξιμη για συμβατή κρατική ενίσχυση βάσει του δεύτερου ή του τρίτου εδαφίου, και εφόσον η επιχείρηση κατέβαλε ποσοστό κάτω του 20 % του πρόσθετου κόστους της επιβάρυνσης χωρίς τη μείωση, χαρακτηρίζονται συμβατά τα ακόλουθα ποσοστά της ενίσχυσης:

α)

για το έτος 2013, το ποσοστό της ενίσχυσης το οποίο υπερβαίνει το 125 % της επιβάρυνσης που κατέβαλε πράγματι η επιχείρηση το 2013·

β)

για το έτος 2014, το ποσοστό της ενίσχυσης το οποίο υπερβαίνει το 150 % της επιβάρυνσης που κατέβαλε πράγματι η επιχείρηση το 2013.

2.   Κάθε ενίσχυση η οποία δεν καλύπτεται από την παράγραφο 1 είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 4

Μεμονωμένη ενίσχυση η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 3 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση εφόσον πληρούσε, κατά τον χρόνο χορήγησής της, τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον κανονισμό που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου (119) και ήταν εφαρμοστέος κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

Άρθρο 5

Μεμονωμένες ενισχύσεις οι οποίες χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 3 και πληρούσαν, κατά τον χρόνο χορήγησής τους, τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον κανονισμό που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, ή σε οποιοδήποτε άλλο εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων, είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά έως τη μέγιστη ένταση ενίσχυσης που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο είδος ενίσχυσης.

Άρθρο 6

1.   Η Γερμανία ανακτά από τους δικαιούχους την ασυμβίβαστη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στο παράρτημα III.

2.   Τα προς ανάκτηση ποσά περιλαμβάνουν τόκους παραγόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία ετέθησαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (120).

4.   Με ισχύ από την ημερομηνία έγκρισης της παρούσας απόφασης, η Γερμανία ακυρώνει όλες τις εκκρεμείς πληρωμές της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

Άρθρο 7

1.   Η ανάκτηση της ασυμβίβαστης ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Η Γερμανία εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης με την ανάκτηση της ασυμβίβαστης ενίσχυσης που χορηγήθηκε.

3.   Σε περίπτωση που η Γερμανία προβεί σε ανάκτηση μόνον των προσωρινών ποσών της ανάκτησης που καθορίζονται στην παράγραφο 4 του παραρτήματος III, η Γερμανία εξασφαλίζει την εφαρμογή του διορθωτικού μηχανισμού που περιγράφεται στην παράγραφο 4 του παραρτήματος III εντός ενός έτους από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 8

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γερμανία διαβιβάζει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2, καθώς και το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που εισέπραξε καθένας από αυτούς στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων·

β)

το συνολικό προσωρινό ποσό της ανάκτησης (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

γ)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και πρόκειται να ληφθούν για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης που διατυπώνεται στο παράρτημα I·

δ)

έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι δόθηκε εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση και ότι τηρείται η δέσμευση που διατυπώνεται στο παράρτημα I.

2.   Η Γερμανία τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης έως ότου ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και υλοποιηθεί πλήρως η δέσμευση που διατυπώνεται στο παράρτημα I. Μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, διαβιβάζει αμέσως πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Διαβιβάζει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων ανάκτησης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 9

Η Γερμανία δεσμεύτηκε να προβεί σε επανεπένδυση 50 εκατ. ευρώ σε γραμμές διασύνδεσης και σε ευρωπαϊκά ενεργειακά έργα. Η Γερμανία τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την υλοποίηση της εν λόγω δέσμευσης.

Άρθρο 10

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 37 της 7.2.2014, σ. 73 και ΕΕ C 250 της 1.8.2014, σ. 15.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Κανονισμός αριθ. 1 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ σειρά Ι, τόμος 1952-1958, σ. 59).

(4)  Gesetz für den Vorrang Erneuerbarer Energien (Erneuerbare-Energien-Gesetz — EEG), όπως τροποποιήθηκε από τον Gesetz zur Neuregelung des Rechtsrahmens für die Förderung der Stromerzeugung aus erneuerbaren Energien, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 1634, και από τον Gesetz zur Änderung des Rechtsrahmens für Strom aus solarer Strahlungsenergie und zu weiteren Änderungen im Recht der erneuerbaren Energien vom 17. August 2012, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 1754.

(5)  Gesetz zur grundlegenden Reform des Erneuerbare-Energien-Gesetzes und zur Änderung weiterer Bestimmungen des Energiewirtschaftsrechts vom 21. Juli 2014, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 1066.

(6)  Υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.38632 (2014/N) — Γερμανία: EEG 2014 — Μεταρρύθμιση του νόμου για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην ΕΕ).

(7)  Verordnung zur Weiterentwicklung des bundesweiten Ausgleichsmechanismus vom 17. Juli 2009, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 2101, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Gesetz vom 17. August 2012, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 1754.

(8)  Verordnung zur Ausführung der Verordnung zur Weiterentwicklung des bundesweiten Ausgleichsmechanismus (Ausgleichsmechanismus-Ausführungsverordnung — AusglMechAV) vom 22. Februar 2010, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 134, όπως τροποποιήθηκε από τον Zweite Verordnung zur Änderung der Ausgleichsmechanismus-Ausführungsverordnung vom 19. Februar 2013, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 310.

(9)  Το ανώτατο όριο ισχύει επίσης για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Αυτό το ανώτατο όριο δεν εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης. Η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματος αξιολόγησης του άρθρου 42 του νόμου EEG 2012 στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας.

(10)  ΕΕ C 200 της 28.6.2014, σ. 1.

(11)  Υποθέσεις T-244/93 και T-486/93, TWD Textilwerke Deggendorf κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:1995:160.

(12)  Gesetz zur grundlegenden Reform des Erneuerbare-Energien-Gesetzes und zur Änderung weiterer Bestimmungen des Energiewirtschaftsrechts vom 21. Juli 2014, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 1066.

(13)  Σύμφωνα με το άρθρο 11 AusglMechV, η BNetzA μπορεί να θεσπίζει κανονισμούς σε συμφωνία με το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Περιβάλλοντος, Διατήρησης της Φύσης και Πυρηνικής Ασφάλειας (νυν Ομοσπονδιακό Υπουργείο Περιβάλλοντος, Διατήρησης της Φύσης, Κατασκευών και Πυρηνικής Ασφάλειας) και το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών και Τεχνολογίας (νυν Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών και Ενέργειας).

(14)  Gesetz über die Elektrizitäts- und Gasversorgung (Energiewirtschaftsgesetz — EnWG) vom, 7. Juli 2005, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 1970, 3621, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του Gesetz vom 4. Oktober 2013, Bundesgesetzblatt, Μέρος I, σ. 3746.

(15)  Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 16).

(16)  Υπόθεση C-379/98, PreussenElektra κατά Schleswag, ECLI:EU:C:2001:160.

(17)  Υπόθεση C-677/11, Doux Élevage, ECLI:EU:C:2013:348.

(18)  ΕΕ C 164 της 10.7.2002, σ. 5.

(19)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans, ECLI:EU:C:2003:415.

(20)  Υπόθεση C-206/06, Essent Netwerk Noord, ECLI:EU:C:2008:413.

(21)  Υπόθεση C-262/12, Association Vent de Colère!, ECLI:EU:C:2013:851.

(22)  Υπόθεση C-573/12, Ålands Vindkraft, ECLI:EU:C:2014:2037.

(23)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans, ECLI:EU:C:2003:415, σκέψεις 87 έως 93. Τα κριτήρια Altmark ορίστηκαν από το Δικαστήριο της ΕΕ με σκοπό να διευκρινιστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες αντιστάθμιση που χορηγείται από δημόσια αρχή για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος («ΥΓΟΣ») θεωρείται κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(24)  Προς επίρρωση του επιχειρήματος αυτού, η Γερμανία παραθέτει την έκθεση του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (CEER) της 25ης Ιουνίου 2013 με τίτλο «Status Review of Renewable and Energy Efficiency Support Schemes in Europe» (Επισκόπηση της κατάστασης των καθεστώτων στήριξης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και της ενεργειακής απόδοσης στην Ευρώπη) (ιδίως τους πίνακες στις σελίδες 18-20).

(25)  Υπόθεση C-387/92, Banco Exterior de España, ECLI:EU:C:1994:100, σκέψη 13· υπόθεση C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2000:467, σκέψη 25· υπόθεση C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1999:251, σκέψη 15· υπόθεση C-172/03, Heiser, ECLI:EU:C:2005:130, σκέψη 36· υπόθεση C-126/01, GEMO SA, ECLI:EU:C:2003:622, σκέψεις 28 έως 31 σχετικά με τη δωρεάν συλλογή και την απόρριψη αποβλήτων.

(26)  Υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1974:71, σκέψη 17. Βλέπε επίσης υπόθεση Τ-55/99, CETM κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2000:223, σκέψη 85.

(27)  Υπόθεση Τ-177/10, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2014:897, σκέψεις 82 έως 85.

(28)  Υπόθεση Τ-177/10, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2014:897, σκέψη 82.

(29)  Υπόθεση Τ-177/10, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2014:897, σκέψη 84.

(30)  Υπόθεση Τ-177/10, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2014:897, σκέψη 85.

(31)  Υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline, ECLI:EU:C:2001:598, σκέψη 48.

(32)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 69.

(33)  Υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1999:311, σκέψη 38 και εξής· υπόθεση C-172/03, Heiser, ECLI:EU:C:2005:130· υπόθεση C-487/06 P, British Aggregates Association κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2008:757, σκέψεις 86 έως 92· υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline, ECLI:EU:C:2001:598, σκέψεις 43, 52 και εξής.

(34)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans, ECLI:EU:C:2003:415, σκέψη 87.

(35)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans, ECLI:EU:C:2003:415, σκέψεις 89 έως 93.

(36)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

(37)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 67/85, 68/85 και 70/85, Kwekerij Gebroeders van der Kooy κ.ά., ECLI:EU:C:1988:38· υπόθεση T-157/01, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2004:76· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-254/00, T-270/00 και T-277/00, Hotel Cipriani κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2008:537.

(38)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 67/85, 68/85 και 70/85, Kwekerij Gebroeders van der Kooy κ.ά., ECLI:EU:C:1988:38, σκέψη 30.

(39)  Υπόθεση T-157/01, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2004:76, σκέψη 57.

(40)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-254/00, T-270/00 και T-277/00, Hotel Cipriani κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2008:537, σκέψη 185.

(41)  Υπόθεση C-71/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:368.

(42)  Υπόθεση C-71/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:368, σκέψη 92.

(43)  Υπόθεση C-71/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:368, σκέψη 95.

(44)  Υπόθεση C-71/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:368, σκέψη 96.

(45)  Υπόθεση Τ-295/12, Γερμανία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2014:675, σκέψη 144· υπόθεση Τ-309/12, Zweckverband Tierkörperbeseitigung κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2014:676, σκέψη 261.

(46)  Υπόθεση Τ-226/09, British Telecommunications κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2013:466, σκέψη 71.

(47)  Βλέπε τα συμπεράσματα του AG Wathelet, υπόθεση C-242/13, Commerz Nederland, ECLI:EU:C:2014:308, σκέψεις 75 και εξής.

(48)  Υπόθεση C-677/11, Doux Élevage. ECLI:EU:C:2013:348.

(49)  Υπόθεση C-78/76, Steinike & Weinlig κατά Γερμανίας, ECLI:EU:C:1977:52, σκέψη 21.

(50)  Υπόθεση C-677/11, Doux Élevage, ECLI:EU:C:2013:348, σκέψη 35.

(51)  Υπόθεση C-262/12, Association Vent de Colère!, ECLI:EU:C:2013:851, σκέψεις 16 έως 20.

(52)  Υπόθεση C-262/12, Association Vent de Colère!, ECLI:EU:C:2013:851, σκέψη 21.

(53)  Υπόθεση C-78/76, Steinike & Weinlig κατά Γερμανίας, ECLI:EU:C:1977:52, σκέψη 21· υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:C:1974:71, σκέψη 16· υπόθεση 259/85, Γαλλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1987:478, σκέψη 23· υπόθεση C-206/06, Essent Netwerk Noord, ECLI:EU:C:2008:413, σκέψη 66.

(54)  Υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1974:71, σκέψη 16.

(55)  Υπόθεση Τ-139/09, Γαλλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:Τ:2012:496, σκέψεις 63 και 64.

(56)  Υπόθεση C-379/98, PreussenElektra κατά Schleswag, ECLI:EU:C:2001:160.

(57)  Υπόθεση C-206/06, Essent Netwerk Noord, ECLI:EU:C:2008:413, σκέψη 70· υπόθεση C-262/12, Association Vent de Colère!, ECLI:EU:C:2013:851, σκέψη 20.

(58)  Υπόθεση -72/91, Sloman Neptun κατά Bodo Ziesemer, ECLI:EU:C:1993:97, σκέψη 19.

(59)  Υπόθεση -72/91, Sloman Neptun κατά Bodo Ziesemer, ECLI:EU:C:1993:97.

(60)  Υπόθεση -72/91, Sloman Neptun κατά Bodo Ziesemer, ECLI:EU:C:1993:97, σκέψη 21.

(61)  Oberlandesgericht Hamm, απόφαση της 14ης Μαΐου 2013, αριθ. αναφ. 19 U 180/12.

(62)  Βλέπε υπόθεση C-78/76, Steinike & Weinlig κατά Γερμανίας, EU:C:1977:52, σκέψη 21.

(63)  Υπόθεση C-275/13, Elcogás, ECLI:EU:C:2014:2314, σκέψη 29.

(64)  Υπόθεση C-399/10 P, Bouygues κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2013:175, σκέψη 103.

(65)  Υπόθεση C-399/10 P, Bouygues κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2013:175, σκέψη 104.

(66)  Υπόθεση C-262/12, Association Vent de Colère!, ECLI:EU:C:2013:851, σκέψη 19· υπόθεση C-275/13, Elcogás, ECLI:EU:C:2014:2314, σκέψη 24.

(67)  Υπόθεση C-262/12, Association Vent de Colère!, ECLI:EU:C:2013:851, σκέψη 25· υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1974:71, σκέψη 16.

(68)  Υπόθεση C-677/11, Doux Élevage. ECLI:EU:C:2013:348, σκέψη 32.

(69)  Υπόθεση C-677/11, Doux Élevage. ECLI:EU:C:2013:348, σκέψη 36.

(70)  Υπόθεση C-677/11, Doux Élevage. ECLI:EU:C:2013:348, σκέψη 38.

(71)  Βλέπε υποσημείωση 69.

(72)  Υπόθεση C-279/08 P, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, ECLI:EU:C:2011:551, σκέψεις 102 έως 113.

(73)  Υπόθεση C-262/12, Association Vent de Colère!, ECLI:EU:C:2013:851, σκέψη 19· υπόθεση C-275/13, Elcogás, ECLI:EU:C:2014:2314, σκέψη 24.

(74)  Βλέπε υποσημείωση 21.

(75)  ΕΕ C 164 της 10.7.2002, σ. 5.

(76)  Δεδομένου ότι ο νόμος EEG 2012 τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012, οι πρώτες μειώσεις για τις οποίες οι EIU μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση δυνάμει του εν λόγω νόμου ήταν οι μειώσεις που χορηγήθηκαν το 2013. Οι μειώσεις που χορηγήθηκαν για το έτος 2012 βασίστηκαν σε διαφορετικό νόμο, προγενέστερο του νόμου EEG 2012 και, ως εκ τούτου, δεν εξετάζονται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

(77)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(78)  Απόφαση Γερμανία κ.ά. κατά Kronofrance, C-75/05 και C-80/05, ECLI:EU:C:2008:482, σκέψη 61, με περαιτέρω παραπομπές.

(79)  Τα ενδιαφερόμενα μέρη παραπέμπουν στην ακόλουθη νομολογία: υπόθεση C-260/91, Diversinte, ECLI:EU:C:1993:136, σκέψη 9· υπόθεση C-63/83, Regina v Kirk, ECLI:EU:C:1984:255, σκέψεις 21 και εξής· υπόθεση C-1/73, Westzucker, ECLI:EU:C:1973:78, σκέψη 5· υπόθεση C-295/02, Gerken, ECLI:EU:C:2004:400, σκέψεις 47 και εξής· υπόθεση C-420/06, Jager, ECLI:EU:C:2008:152, σκέψεις 59 και εξής· υπόθεση C-189/02 P, Dansk Rørindustri κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2005:408, σκέψη 217.

(80)  Υπόθεση C-334/07 Ρ, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, ECLI:EU:C:2008:709, σκέψη 43· υπόθεση T-176/01, Ferrière Nord κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2004:336, σκέψη 139.

(81)  Υπόθεση 68/69, Bundesknappschaft κατά Brock, ECLI:EU:C:1970:24, σκέψη 6· υπόθεση 1/73 Westzucker GmbH κατάΕinfuhr- und Vorratsstelle für Zucker, ECLI:EU:C:1973:78, σκέψη 5· υπόθεση 143/73, SOPAD κατά FORMA κ.ά., ECLI:EU:C:1973:145, σκέψη 8· υπόθεση 96/77, Bauche, ECLI:EU:C:1978:26, σκέψη 48· υπόθεση 125/77, KoninklijkeScholten-Honig NV κ.ά. κατά Floofdproduktschaap voor Akkerbouwprodukten, ECLI:EU:C:1978:187, σκέψη 37· υπόθεση 40/79, Ρ κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1981:32, σκέψη 12· υπόθεση 270/84, Licata κατά ESC, ECLI:EU:C:1986:304, σκέψη 31· υπόθεση C-60/98 Butterfly Music κατά CEDEM, ECLI:EU:C:1999:333, σκέψη 24· C-334/07 Ρ, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, ECLI:EU:C:2008:709, σκέψη 53· υπόθεση T-404/05 Ελλάδα κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2008:510, σκέψη 77.

(82)  Υπόθεση C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1997:10, σκέψη 51 έως 54· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-116/01 και T-118/01, P&O European Ferries (Vizcaya) SA κατάΕπιτροπής, ECLI:EU:T:2003:217, σκέψη 205.

(83)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-465/09 Ρ έως C-470/09 Ρ, Diputación Foral de Vizcaya κ.ά. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:372, σκέψεις 125 και 128.

(84)  Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51).

(85)  Υπόθεση C-261/01, Van Calster ECLI:EU:C:2003:571, σκέψη 49· υπόθεση C-333/07, Société Régie Networks, ECLI:EU:C:2008:764, σκέψη 89.

(86)  Βλέπε υποσημείωση 75.

(87)  Υπόθεση C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2002:143, σκέψη 52.

(88)  ΕΕ C 188 της 20.6.2014, σ. 4.

(89)  Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές του 2008 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1).

(90)  COM(2010) 2020 τελικό, σ. 10.

(91)  Υπόθεση C-301/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2003:509, σκέψη 106.

(92)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-254/00, T-270/00 και T-277/00, Hotel Cipriani κ.ά., ECLI:EU:T:2008:537, σκέψη 337.

(93)  SA.26036 (C 24/09) — Αυστρία, Κρατική ενίσχυση υπέρ των ενεργοβόρων επιχειρήσεων, Αυστριακός Νόμος για την Πράσινη Ηλεκτρική Ενέργεια, Αυστρία (ΕΕ L 235 της 10.9.2011, σ. 42).

(94)  Απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής («Jadekost»), C-288/96, ECLI:EU:C:2000:537, σκέψη 77 με περαιτέρω παραπομπές.

(95)  Απόφαση EEG του 2014, αιτιολογική σκέψη 293.

(96)  Απόφαση EEG του 2014, αιτιολογικές σκέψεις 294 και 295.

(97)  Απόφαση EEG του 2014, αιτιολογική σκέψη 295.

(98)  Με 2707 επιλέξιμα σημεία κατανάλωσης το 2014 και επιβάρυνση EEG της τάξης των 6,24 ct/kWh, τα έσοδα της επιβάρυνσης που προκύπτουν από τις πληρωμές για την πρώτη GWh κατανάλωσης ανέρχονται σε 168 916 800 ευρώ. Βλέπε απόφαση EEG του 2014, αιτιολογική σκέψη 296.

(99)  Απόφαση EEG του 2014, αιτιολογική σκέψη 296.

(100)  Βλέπε απόφαση EEG του 2014, αιτιολογική σκέψη 297.

(101)  Για την εφαρμογή των δεδομένων της ΑΠΑ και της έντασης της ηλεκτρικής ενέργειας, βλέπε αιτιολογική σκέψη (202) της παρούσας απόφασης.

(102)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/03 και C-129/03, AEM, ECLI:EU:C:2005:224, σκέψεις 44 έως 47· υπόθεση C-206/06, Essent Netwerk Noord, ECLI:EU:C:2008:413, σκέψη 42.

(103)  Απόφαση κρατικής ενίσχυσης N 34/90· απόφαση κρατικής ενίσχυσης N 416/99· απόφαση κρατικής ενίσχυσης N 490/00· απόφαση κρατικής ενίσχυσης N 550/00· αποφάσεις κρατικών ενισχύσεων N 317/A/2006 και NN 162/A/2003· αποφάσεις κρατικών ενισχύσεων N 707 και 708/2002· απόφαση κρατικής ενίσχυσης N 789/02· απόφαση κρατικής ενίσχυσης N 6/A/2001· απόφαση 2007/580/ΕΚ της Επιτροπής· απόφαση 2009/476/ΕΚ της Επιτροπής· κρατική ενίσχυση N 437/09.

(104)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/03 και C-129/03, AEM, ECLI:EU:C:2005:224, σκέψεις 44 έως 47· υπόθεση C-206/06, Essent Netwerk Noord, ECLI:EU:C:2008:413, σκέψεις 58 και 59.

(105)  Υπόθεση 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1970:60, σκέψη 20· απόφαση EEG του 2014, αιτιολογικές σκέψεις 329 και εξής.

(106)  Υπόθεση C-573/12, Ålands Vindkraft, ECLI:EU:C:2014:2037.

(107)  Υπόθεση C-573/12, Ålands Vindkraft, ECLI:EU:C:2014:2037, σκέψεις 75 και 119.

(108)  Υπόθεση C-130/93, Lamaire, ECLI:EU:C:1994:281, σκέψη 14.

(109)  Η Γερμανία αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι η επιβάρυνση EEG δεν συνιστά αμοιβή για αυτή καθαυτή την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, η οποία πωλείται στην αγορά άμεσης παράδοσης.

(110)  Υπόθεση C-206/06, Essent Netwerk Noord, ECLI:EU:C:2008:413.

(111)  Υπόθεση 171/78, Επιτροπή κατά Δανίας, ECLI:EU:C:1980:54, σκέψη 5.

(112)  Υπόθεση C-206/06, Essent Netwerk Noord, ECLI:EU:C:2008:413, σκέψη 46.

(113)  Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.33384 (2011/N) — Αυστρία, Ökostromgesetz 2012, C(2012) 565 τελικό.

(114)  Βλέπε υποσημείωση 107.

(115)  Κρατική ενίσχυση SA.15876 (N490/2000) — Ιταλία, Υπερβάλλον (λανθάνον) κόστος στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ C 250 της 8.10.2005, σ. 10).

(116)  19,7 (για το 2012) + 9,1 (για το 2013) + 21,3 (για το 2014) = 50,1 εκατ. ευρώ.

(117)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 352 της 24.12.2013, σ. 1).

(118)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5).

(119)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1).

(120)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΠΟΥ ΑΝΕΛΑΒΕ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΣΤΙΣ 7 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014

«Το ζήτημα των άρθρων 110/30 για υφιστάμενες εγκαταστάσεις και το Grünstromprivileg (νόμος EEG 2012)

Όσον αφορά τον νόμο EEG 2012, θα μπορούσε να βρεθεί συνολική λύση τόσο για το Grünstromprivileg όσο και για το ζήτημα των άρθρων 30 και 110. Η λύση συνίσταται στην επανεπένδυση του εκτιμώμενου ποσού της εικαζόμενης διάκρισης σε γραμμές διασύνδεσης ή σε παρόμοια ευρωπαϊκά ενεργειακά έργα. Η εν λόγω επανεπένδυση μπορεί να πραγματοποιηθεί παράλληλα με το υπό εξέλιξη σχετικό έργο. Με βάση τα αριθμητικά στοιχεία που διαβίβασε η Γερμανία, η επανεπένδυση αναμένεται να ανέλθει στο ποσό των 50 εκατ. ευρώ για την περίοδο Ιανουαρίου 2012 — Ιουλίου 2014. Και πάλι, η Γερμανία προσφέρει τη δέσμευση αυτή διατηρώντας τη νομική θέση της (μη εισαγωγή διακρίσεων).».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΠΟΥ ΑΝΕΛΑΒΕ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΣΤΙΣ 4 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014

«Die Rückforderung bezogen auf ein Unternehmen ergibt sich aus der Differenz der entsprechenden EEG-Kosten nach Umwelt- und Energiebeihilfeleitlinien (EEAG) und der nach EEG 2012 bemessenen EEGKosten. Dabei begrenzt der Anpassungsplan die nach EEAG zu leistende Zahlung auf max. 125 % (für 2013) bzw. max. 150 % (für 2014) der nach EEG 2012 für 2013 geleisteten EEG-Zahlung (vgl. folgende schematische Darstellung). Negative Rückforderungsbeträge werden nicht berücksichtigt.

Schematische Darstellung der Berechnung

Rückforderung2013 = Z(Anpassplan)2013 – Z(EEG2012)2013

Mit: Z(Anpassplan)2013 = Minimum von Z(EEAG) und 125 % × Z(EEG2012)2013

Rückforderung2013 : Rückforderung für das Jahr 2013

Z(Anpassplan)2013 : Zahlung gemäß Anpassungsplan für 2013

Z(EEAG)2013 : Zahlung gemäß EEAG für 2013

Z(EEG2012)2013 : Für 2013 nach EEG2012 tatsächlich geleistete EEG-Zahlung

Aufgrund der Dringlichkeit einerseits und zur Begrenzung des ohnehin als sehr hoch einzuschätzenden administrativen Aufwandes andererseits ist es nötig, für die Berechnung der unternehmensbezogenen Rückforderungsbeträge ausschließlich auf dem BAFA schon vorliegende Zahlen zurückzugreifen (1). Daher werden die spezifischen Unternehmensdaten (Bruttowertschöpfung zu Marktpreisen, Strombezugsmenge, Stromkosten) der Anträge für 2013 bzw. 2014 verwendet (“Bescheiddaten”), die sich auf das entsprechende Nachweisjahr beziehen (maßgebendes Geschäftsjahr des Unternehmens in 2011 (Voraussetzungsjahr) für Begrenzung in 2013 (Begrenzungsjahr); maßgebendes Geschäftsjahr des Unternehmens in 2012 für Begrenzung in 2014). Demzufolge wird für die Berechnung u. a. jeweils die spezifische Bruttowertschöpfung zu Marktpreisen verwendet, da die Daten für die Bruttowertschöpfung zu Faktorkosten nicht vorliegen. Weiterhin erfordert diese Vorgehensweise, dass der gesamte Berechnungsvergleich auf der angemeldeten Strombezugsmenge im Voraussetzungsjahr beruht, die von der in dem betreffenden Begrenzungsjahr tatsächlich verbrauchten Strommenge abweicht.

Jahresbezug der verwendeten Werte:

 

Bescheid für 2013

Bescheid für 2014

Bruttowertschöpfung (zu Marktpreisen)

2011

2012

Strommenge

2011

2012

Stromkosten

2011

2012»

Μετάφραση

«Η ανάκτηση [το προς ανάκτηση ποσό] όσον αφορά μια δεδομένη επιχείρηση προκύπτει από τη διαφορά των σχετικών δαπανών EEG, όπως καθορίζονται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας 2014-2020 (“κατευθυντήριες γραμμές 2014”), και των δαπανών EEG, όπως καθορίζονται με βάση τον νόμο EEG 2012. Εν προκειμένω, το σχέδιο προσαρμογής περιορίζει το ποσό που πρέπει να καταβληθεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 σε μέγιστο ποσοστό 125 % (για το έτος 2013) και σε μέγιστο ποσοστό 150 % (για το έτος 2014) του ποσού που καταβλήθηκε για το έτος 2013 σύμφωνα με τον νόμο EEG 2012 (βλέπε διάγραμμα). Αρνητικά ποσά ανάκτησης δεν λαμβάνονται υπόψη.

Διάγραμμα: Μέθοδος υπολογισμού της ανάκτησης

Ανάκτηση 2013 = P(σχέδιο προσαρμογής) 2013 – P(Νόμος EEG 2012)2013

P(σχέδιο προσαρμογής)2013 = Ελάχιστο ποσοστό του P(EEAG) και 125 % × P(Νόμος EEG 2012)2013

Ανάκτηση 2013 : Ανάκτηση για το έτος 2013

P(σχέδιο προσαρμογής)2013 : Οφειλόμενη πληρωμή σύμφωνα με το σχέδιο προσαρμογής για το 2013

P(EEAG)2013 : Οφειλόμενη πληρωμή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για το 2013

P(EEG2012)2013 : Πράγματι καταβληθείσα πληρωμή με βάση τον νόμο EEG 2012 για το 2013

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, και προκειμένου να περιοριστεί η διοικητική προσπάθεια, η οποία αναμένεται σύμφωνα με εκτιμήσεις να είναι πολύ υψηλή, κρίνεται αναγκαίος ο υπολογισμός των ποσών ανάκτησης από τις επιχειρήσεις μόνο με βάση τα στοιχεία που έχουν ήδη τεθεί στη διάθεση της BAFA (2). Ως εκ τούτου, θα γίνει χρήση των συγκεκριμένων ανά εταιρεία στοιχείων (όσον αφορά την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τιμές αγοράς, την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και τις δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας), τα οποία υποβλήθηκαν στις αιτήσεις των επιχειρήσεων για το 2013 και το 2014, αλλά τα οποία αντιστοιχούν στο έτος για το οποίο έπρεπε να υποβληθούν αποδεικτικά στοιχεία (δηλαδή, στο οικονομικό έτος 2011 για μείωση που χορηγήθηκε το 2013 και στο οικονομικό έτος 2012 για μείωση που χορηγήθηκε το 2014). Κατά συνέπεια, ο υπολογισμός βασίζεται στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τιμές αγοράς, διότι τα στοιχεία σχετικά με την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε κόστος συντελεστών δεν είναι διαθέσιμα. Επιπλέον, ο υπολογισμός με σύγκριση πρέπει να βασίζεται στα στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που είχαν υποβληθεί στις αιτήσεις και αντιστοιχούν στο έτος για το οποίο έπρεπε να υποβληθούν αποδεικτικά στοιχεία. Τα εν λόγω στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας είναι διαφορετικά από τα στοιχεία τα οποία αφορούν την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώθηκε πράγματι κατά το έτος για το οποίο χορηγήθηκε η μείωση.

Έτη αναφοράς για τις τιμές που χρησιμοποιήθηκαν:

 

Απόφαση BAFA για το 2013

Απόφαση BAFA για το 2014

Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τιμές αγοράς

2011

2012

Καταναλωθείσα ηλεκτρική ενέργεια

2011

2012

Δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας

2011

2012»


(1)  Original footnote: “Die unternehmensbezogenen Daten des Jahres 2013 liegen dem BAFA nicht vor. Unternehmensbezogene Daten des Jahres 2014 existieren naturgemäß noch nicht.”

(2)  Αρχική υποσημείωση: “Δεν έχουν τεθεί στη διάθεση της BAFA συγκεκριμένα ανά εταιρεία στοιχεία για το 2013. Δεν έχουν εκδοθεί ακόμη συγκεκριμένα ανά εταιρεία στοιχεία για το 2014.”


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ

1.

Η ανάκτηση καλύπτει μόνον τις μειώσεις της επιβάρυνσης EEG που χορηγήθηκαν για τα έτη 2013 και 2014 (εφεξής «τα σχετικά έτη»).

2.

Τα προς ανάκτηση ποσά ισοδυναμούν, για καθένα από τα σχετικά έτη, με τη διαφορά μεταξύ του συμβατού ποσού για το αντίστοιχο έτος, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 8, και του ποσού τη ς επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος κατά το σχετικό έτος, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4.

Το ποσό της επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος για το σχετικό έτος

3.

Το ποσό της επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος για το σχετικό έτος υπολογίζεται με την εφαρμογή της μειωμένης επιβάρυνσης για το εν λόγω έτος στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του δικαιούχου κατά το ίδιο έτος.

4.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, η Γερμανία δύναται, σε πρώτο στάδιο, να κάνει χρήση των στοιχείων σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που είχαν υποβληθεί στην αίτηση του δικαιούχου για το σχετικό έτος προκειμένου να υπολογιστεί το προσωρινό ποσό της ανάκτησης. Στην περίπτωση αυτή, το προσωρινό πόσο της ανάκτησης ανακτάται αμελλητί και η Γερμανία καθορίζει, σε δεύτερο στάδιο, το τελικό ποσό της ανάκτησης με βάση τα στοιχεία πραγματικής κατανάλωσης και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της ανάκτησης ή της επιστροφής με βάση το εν λόγω τελικό ποσό («διορθωτικός μηχανισμός»).

Το συμβατό ποσό

5.

Εάν ο δικαιούχος ανήκει σε έναν από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 (σημείο 185 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014) ή εάν ο δικαιούχος έχει ένταση ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 % και ανήκει σε έναν τομέα με ένταση κλάδου τουλάχιστον 4 % σε ενωσιακό επίπεδο, ακόμη και αν δεν ανήκει σε έναν από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 (σημείο 186 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014), ο δικαιούχος είναι επιλέξιμος για ενίσχυση υπό τη μορφή μειώσεων στη χρηματοδοτική στήριξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Για την εφαρμογή του σημείου 186 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 επιτρέπεται η χρήση των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην αντίστοιχη αίτηση για το σχετικό έτος.

6.

Εάν ο δικαιούχος είναι επιλέξιμος βάσει της παραγράφου 5, το συμβατό ποσό ισοδυναμεί με το 15 % της επιβάρυνσης EEG χωρίς τη μείωση (σημείο 188 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014). Ωστόσο, το συμβατό ποσό μπορεί να περιοριστεί σε επίπεδο επιχείρησης στο 4 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της συγκεκριμένης επιχείρησης. Επιπροσθέτως, για τις επιχειρήσεις που έχουν ένταση ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 %, το συμβατό ποσό μπορεί να περιοριστεί στο 0,5 % της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της συγκεκριμένης επιχείρησης (σημείο 189 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014). Για την εφαρμογή του σημείου 189 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 επιτρέπεται η χρήση των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην αντίστοιχη αίτηση για το σχετικό έτος.

7.

Εάν ο δικαιούχος δεν είναι επιλέξιμος βάσει της παραγράφου 5, το συμβατό ποσό ισοδυναμεί με το 20 % της επιβάρυνσης EEG χωρίς τη μείωση (σημείο 197 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014).

8.

Εάν, για οποιοδήποτε από τα σχετικά έτη, το συμβατό ποσό που καθορίζεται με βάση τις παραγράφους 6 και 7 είναι υψηλότερο από το ποσό της επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος για το σχετικό έτος, το συμβατό ποσό περιορίζεται ως εξής:

α)

για το 2013, το συμβατό ποσό δεν υπερβαίνει το 125 % του ποσού της επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος το έτος 2013 (δηλαδή το ίδιο έτος)·

β)

για το 2014, το συμβατό ποσό δεν υπερβαίνει το 150 % του ποσού της επιβάρυνσης EEG που κατέβαλε πράγματι ο δικαιούχος το έτος 2013 (δηλαδή το προηγούμενο έτος).


25.9.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 250/165


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1586 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Φεβρουαρίου 2015

σχετικά με το μέτρο SA.35388 (13/C) (πρώην 13/NN και πρώην 12/N) — Πολωνία — Κατασκευή του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 1281]

(Το κείμενο στην πολωνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής

(1)

Με επιστολή της 7ης Σεπτεμβρίου 2012 η Πολωνία γνωστοποίησε στην Επιτροπή, για λόγους ασφάλειας δικαίου, σχέδια χρηματοδότησης για τη μετατροπή στρατιωτικού αερολιμένα σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας κοντά στην πόλη Gdynia στη βόρεια Πολωνία. Το μέτρο καταχωρίστηκε με αριθμό SA.35388.

(2)

Με επιστολές της 7ης Νοεμβρίου 2012 και της 6ης Φεβρουαρίου 2013 η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το κοινοποιηθέν μέτρο. Στις 7 Δεκεμβρίου 2012 και στις 15 Μαρτίου 2013 η Πολωνία υπέβαλε επιπρόσθετες πληροφορίες. Στις 17 Απριλίου 2013 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και της Πολωνίας. Στη εν λόγω συνάντηση η Πολωνία επιβεβαίωσε ότι η κοινοποιηθείσα χρηματοδότηση είχε ήδη χορηγηθεί με αμετάκλητο τρόπο.

(3)

Με επιστολή της 15ης Μαΐου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την Πολωνία για την καταχώριση της υπόθεσης ως μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης, διότι το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή είχε ήδη χορηγηθεί με αμετάκλητο τρόπο. Με επιστολή της 16ης Μαΐου 2013, η Πολωνία υπέβαλε περαιτέρω πληροφορίες.

(4)

Με επιστολή της 2ας Ιουλίου 2013, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Πολωνία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) (2) (στο εξής «η απόφαση κίνησης της διαδικασίας») σχετικά με τη χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στην εταιρεία Port Lotniczy Gdynia-Kosakowo sp. z o. o. (στο εξής «Gdynia-Kosakowo Airport Ltd» ή «φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα») από τον δήμο της Gdynia (στο εξής «Gdynia») και τον δήμο του Kosakowo (στο εξής «Kosakowo»). Η Πολωνία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας στις 6 Αυγούστου 2013.

(5)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το υπό εξέταση μέτρο εντός ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης.

(6)

Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση εκ μέρους των ενδιαφερομένων. Η Πολωνία έλαβε σχετική ενημέρωση με επιστολή της 9ης Οκτωβρίου 2013.

(7)

Με επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2013 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες. Η Πολωνία υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολές της 4ης και της 15ης Νοεμβρίου 2013. Στις 26 Νοεμβρίου 2013 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και της Πολωνίας. Η Πολωνία υπέβαλε περαιτέρω πληροφορίες με επιστολές της 3ης Δεκεμβρίου 2013 και της 2ας Ιανουαρίου 2014.

(8)

Στις 11 Φεβρουαρίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2014/883/ΕΕ (4) καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η κρατική ενίσχυση που η Πολωνία χορήγησε παράνομα στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd και η κρατική ενίσχυση που η Πολωνία σκόπευε να χορηγήσει στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα είναι μη συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Με την απόφαση δόθηκε εντολή στην Πολωνία να ανακτήσει από την Gdynia-Kosakowo Airport Ltd την ενίσχυση που είχε ήδη χορηγηθεί.

1.2.   Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η διαδικασία ανάκτησης

(9)

Στις 9 Απριλίου 2014 το Kosakowo, και ακολούθως στις 16 Απριλίου 2014 η Gdynia και ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά της απόφασης 2014/833/ΕΕ ζητώντας την ακύρωσή της (5). Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή είχε συμπεριλάβει λανθασμένα στο προς ανάκτηση ποσό δαπάνες για δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου.

(10)

Στις 8 και 9 Απριλίου 2014, αντίστοιχα, η Gdynia από κοινού με τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα και το Kosakowo κατέθεσαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στις εν λόγω υποθέσεις.

(11)

Στις 7 Μαΐου 2014 το τοπικό δικαστήριο του Gdańsk-Polnoc εξέδωσε απόφαση με την οποία κήρυξε σε πτώχευση τη Gdynia-Kosakowo Airport Ltd και ζήτησε την εκκαθάρισή της. Όλοι οι πιστωτές της κλήθηκαν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους εντός τριών μηνών. Στις 5 Ιουνίου 2014 το Kosakowo ανήγγειλε απαίτηση 6,28 εκατ. πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 1,57 εκατ. ευρώ) συν τόκους. Στις 22 Αυγούστου 2014 η Gdynia ανήγγειλε απαίτηση 85,44 εκατ. PLN (περίπου 21,36 εκατ. ευρώ) συν τόκους.

(12)

Οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκαν με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Αυγούστου 2014 (6). Ειδικότερα, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι η απόφαση 2014/883/ΕΕ δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως η καθοριστική αιτία της ζημίας που επήλθε ως αποτέλεσμα της πτώχευσης της Gdynia-Kosakowo Airport Ltd, δεδομένου ότι η εταιρεία είχε η ίδια καταθέσει αίτηση πτώχευσης πολύ πριν οι πολωνικές αρχές λάβουν δεσμευτικά μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής.

(13)

Στις 15 Οκτωβρίου 2014 η Πολωνία παρενέβη και στις δύο βασικές υποθέσεις ζητώντας την ακύρωση της απόφασης 2014/883/ΕΕ όσον αφορά την ανάκτηση χρηματοδοτικών πόρων που χορηγήθηκαν στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα και χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου, όπως περιγράφεται στο σημείο 3.1.1 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(14)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η Πολωνία, στο πλαίσιο της υπό εξέλιξη διαδικασίας πτώχευσης που περιλαμβάνει εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, ο αερολιμένας Gdynia-Kosakowo τελεί υπό τη διαχείριση συνδίκου (7).

1.3.   Ανάκληση

(15)

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατέστη προφανές ότι η ενίσχυση την οποία η απόφαση 2014/883/ΕΕ κηρύσσει ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ορισμένες επενδύσεις οι οποίες δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση σύμφωνα με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

(16)

Πράγματι, στην αιτιολογική σκέψη 25 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι επενδύσεις σε κτίρια και εξοπλισμό για πυροσβέστες, τελωνειακούς υπαλλήλους, υπαλλήλους ασφάλειας αερολιμένα, αστυνομικούς και συνοριοφύλακες εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η επίσημη διαδικασία έρευνας δεν αφορούσε τις εν λόγω επενδύσεις.

(17)

Ωστόσο, στην απόφαση 2014/883/ΕΕ η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το πολωνικό δίκαιο υποχρεώνει τους φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένων να χρηματοδοτούν τέτοιου είδους επενδύσεις με ίδιους πόρους. Ως εκ τούτου, ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς θα λάμβανε υπόψη το κόστος αυτό πριν αποφασίσει αν θα επενδύσει στον αερολιμένα (όπως έγινε στις μελέτες που υπέβαλε η Πολωνία) και η δημόσια χρηματοδότηση της εν λόγω επένδυσης θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση.

(18)

Δεδομένου ότι η απόφαση κίνησης της διαδικασίας κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι επενδύσεις σε κτίρια και εξοπλισμό για πυροσβέστες, τελωνειακούς υπαλλήλους, υπαλλήλους ασφάλειας αερολιμένα, αστυνομικούς και συνοριοφύλακες δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να αμφισβητήσει το συμπέρασμα αυτό στην τελική της απόφαση επί του μέτρου. Επομένως, η απόφαση 2014/883/ΕΕ πρέπει να ανακληθεί και να αντικατασταθεί από την παρούσα απόφαση. Δεδομένου ότι όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση του μέτρου περιλαμβάνονται στον φάκελο, δεν είναι αναγκαίο να κινηθεί εκ νέου η επίσημη διαδικασία έρευνας.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

2.1.   Ιστορικό της έρευνας

(19)

Αντικείμενο της υπόθεσης είναι η χρηματοδότηση νέου αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας στην Πομερανία (βοεβοδάτο Pomorskie), στα σύνορα της πόλης της Gdynia με τον δήμο του Kosakowo, σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από τον αερολιμένα του Gdańsk (8). Ο νέος αερολιμένας υπάγεται στη διαχείριση της εταιρείας Gdynia-Kosakowo Airport Ltd. Ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα ανήκει εξ ολοκλήρου στους δήμους της Gdynia και του Kosakowo.

(20)

Σκοπός του επενδυτικού έργου είναι η κατασκευή δεύτερου αερολιμένα στην Πομερανία με βάση τις υποδομές στρατιωτικού αερολιμένα που βρίσκεται στο Kosakowo (9). Ο νέος αερολιμένας θα εξυπηρετούσε κυρίως πτήσεις γενικής αεροπορίας (π.χ. ιδιωτικά τζετ, ανεμοπλάνα/ελαφρά-αθλητικά αεροσκάφη), πτήσεις αερομεταφορέων χαμηλού κόστους (στο εξής «ΑΧΚ») και ναυλωμένες πτήσεις. Κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης, η έναρξη λειτουργίας του αερολιμένα προβλεπόταν για τις αρχές του 2014. Σε έκθεση της εταιρείας PricewaterhouseCoopers (στο εξής «PWC») του 2012 περιλαμβάνονταν οι ακόλουθες προβλέψεις για την επιβατική κίνηση του αερολιμένα κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας του: περίπου […] το 2014, […] το 2017, […] το 2020 και […] το 2028.

(21)

Η απαρχή του έργου χρονολογείται από τον Απρίλιο του 2005, όταν διάφορες περιφερειακές αρχές, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και εκπρόσωποι του αερολιμένα του Gdańsk (10) υπέγραψαν δήλωση προθέσεων για τη δημιουργία νέου αερολιμένα στην Πομερανία με βάση τις υποδομές του στρατιωτικού αερολιμένα που βρίσκεται στο Kosakowo.

(22)

Σύμφωνα με τη δήλωση, τη διαχείριση του μελλοντικού αερολιμένα Gdynia-Kosakowo θα αναλάμβανε ο αερολιμένας του Gdańsk. Η απόφαση εγκρίθηκε από τον υπουργό Μεταφορών και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Αύγουστο του 2006.

(23)

Τον Ιούλιο του 2007 οι τοπικές αρχές της Gdynia και του Kosakowo προέβησαν σε σύσταση εταιρείας με την επωνυμία Gdynia-Kosakowo Airport Ltd. Τον Δεκέμβριο του 2009 η Gdynia και το Kosakowo έλαβαν τη συγκατάθεση του Υπουργείου Μεταφορών για την εφεξής υπαγωγή του νέου αερολιμένα στην αρμοδιότητα της εταιρείας Gdynia-Kosakowo Airport Ltd.

(24)

Στις 10 Ιουλίου 2008 το πολωνικό κοινοβούλιο ενέκρινε τροποποίηση (11) του νόμου της 30ής Μαΐου 1996 σχετικά με τη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού του Δημόσιου Ταμείου και την Υπηρεσία Ακινήτων του Στρατού (στο εξής «ο νόμος της 30ής Μαΐου 1996, όπως τροποποιήθηκε»), με την οποία επετράπη η μετατροπή στρατιωτικών αερολιμένων σε αερολιμένες πολιτικής αεροπορίας.

(25)

Στις 24 Δεκεμβρίου 2008 η πολωνική κυβέρνηση εξέδωσε εκτελεστική πράξη για τον νόμο της 30ής Μαΐου 1996, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής «η εκτελεστική πράξη»), η οποία περιελάμβανε κατάλογο των στρατιωτικών αερολιμένων ή τμημάτων αυτών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή ή επέκταση αερολιμένων πολιτικής αεροπορίας. Η εκτελεστική πράξη περιλαμβάνει τον στρατιωτικό αερολιμένα Gdynia — Kosakowo (πιο συγκεκριμένα, τμήματα αυτού) μεταξύ των στρατιωτικών αερολιμένων οι οποίοι, δυνάμει του νόμου της 30ής Μαΐου 1996, όπως τροποποιήθηκε, μπορούν να εκμισθωθούν σε τοπική αρχή για περίοδο τουλάχιστον 30 ετών με μοναδικό σκοπό την κατασκευή ή επέκταση αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Ο νόμος της 30ής Μαΐου 1996, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι μια τοπική αρχή μπορεί, εάν αποφασίσει να μην αναλάβει η ίδια την κατασκευή αερολιμένα, να παραχωρήσει ή να εκμισθώσει το μισθωμένο ακίνητο για περίοδο τουλάχιστον 30 ετών σε άλλη οντότητα για την κατασκευή ή διαχείριση αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας.

(26)

Δυνάμει του νόμου της 30ής Μαΐου 1996, όπως τροποποιήθηκε, και της εκτελεστικής πράξης, στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 ο διοικητής του βοεβοδάτου Pomorskie, εκπροσωπώντας το Δημόσιο Ταμείο, σύναψε με το Kosakowo συμφωνία μίσθωσης διάρκειας 30 ετών (από τις 9 Σεπτεμβρίου 2010 έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2040) για τον χώρο 253 εκταρίων στον οποίο βρίσκεται ο στρατιωτικός αερολιμένας. Βάσει της συμφωνίας μίσθωσης, το Kosakowo υποχρεούται να μεταβιβάζει το 30 % του μισθώματος στο Ταμείο Εκσυγχρονισμού Ενόπλων Δυνάμεων (12).

(27)

Στις 11 Μαρτίου 2011 το Kosakowo παραχώρησε την έκταση για 30 έτη (έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2040) στον φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα Gdynia-Kosakowo Airport Ltd. Στη συμφωνία παραχώρησης ορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών καθώς και το ποσό του μισθώματος που θα καταβληθεί από τον φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα στο Kosakowo.

(28)

Σε άλλη συμφωνία που υπεγράφη στις 11 Μαρτίου 2011, οι μέτοχοι (Gdynia και Kosakowo) καθόρισαν τους όρους χρηματοδότησης της επένδυσης για την κατασκευή αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, η Gdynia δεσμεύθηκε να συνεισφέρει συνολικά το ποσό των 59 εκατ. PLN κατά την περίοδο 2011-2013. Το Kosakowo δεσμεύθηκε από την πλευρά του να συνεισφέρει σε είδος με τη μορφή κεφαλαιοποίησης του χρέους κατά την περίοδο 2011-2040.

(29)

Επιπλέον, στις 7 Μαρτίου 2011 υπεγράφη επιχειρησιακή συμφωνία με τον στρατιωτικό χρήστη του αερολιμένα, με σκοπό τον καθορισμό των κανόνων για την κοινή χρήση του αερολιμένα και των υποδομών του από τη Gdynia-Kosakowo Airport Ltd και τον στρατιωτικό χρήστη (13).

Το επενδυτικό έργο  (14)

(30)

Δεδομένου ότι ο υφιστάμενος αερολιμένας Gdynia-Kosakowo (Gdynia-Oksywie) χρησιμοποιούνταν αρχικά αποκλειστικά για στρατιωτικούς σκοπούς, ο φορέας εκμετάλλευσης του νέου αερολιμένα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τις υφιστάμενες υποδομές (όπως διάδρομο προσαπογείωσης μήκους 2 500 μέτρων, τροχόδρομους, χώρο στάθμευσης αεροσκαφών, εξοπλισμό πλοήγησης κ.λπ.). Οι συνολικές επενδυτικές δαπάνες του έργου μετατροπής εκτιμώνται στο ποσό των 164,9 εκατ. PLN (41,2 εκατ. ευρώ (15)) σε ονομαστικούς όρους και στο ποσό των 148,4 εκατ. PLN (37,1 εκατ. ευρώ) σε πραγματικούς όρους. Στον πίνακα 1 παρέχεται γενική επισκόπηση της σταδιακής κατασκευής του αερολιμένα, η οποία χωρίζεται σε τέσσερις φάσεις. Κατά την άποψη της Πολωνίας, στις συνολικές επενδυτικές δαπάνες συνυπολογίζεται επένδυση που αφορά την εκτέλεση καθηκόντων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου (16), συνολικού ποσού περίπου […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ) (και για τις τέσσερις φάσεις).

Πίνακας 1

Συνολικές ονομαστικές επενδυτικές δαπάνες στον αερολιμένα Gdynia-Kosakowo κατά την περίοδο 2007-2030

Το επενδυτικό έργο

 

Δαπάνες σε εκατ. PLN

Δαπάνες σε εκατ. ευρώ

Φάση I: 2007-2011

[…]

[…]

Προπαρασκευαστικές εργασίες (π.χ. καθαρισμός της τοποθεσίας, απομάκρυνση παλαιών κτιρίων και δένδρων) και μελέτες σκοπιμότητας, προγραμματισμός

 

 

Φάση II: 2012-2013

[…]

[…]

Τερματικός σταθμός (ο οποίος προβλέπεται να είναι έτοιμος τον Ιούνιο του 2013 και να χρησιμοποιηθεί αρχικά για τους σκοπούς της γενικής αεροπορίας)

Κτίριο για τη διοίκηση και την πυροσβεστική υπηρεσία του αερολιμένα

Ανακαίνιση του χώρου στάθμευσης αεροσκαφών

Ενεργειακές υποδομές, φώτα πλοήγησης και περίφραξη αερολιμένα

Εξοπλισμός συντήρησης και ασφάλειας του αερολιμένα

Προσαρμογή του εξοπλισμού πλοήγησης

Οδική πρόσβαση, πρατήριο καυσίμων και χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων

 

 

Φάση III: 2014-2019

[…]

[…]

Απαραίτητες επενδύσεις για την εξυπηρέτηση μεγαλύτερων αεροσκαφών (π.χ. Boeing 737 ή Airbus A320), όπως η επέκταση των τροχοδρόμων, του χώρου στάθμευσης αεροσκαφών και του εξοπλισμού του αερολιμένα

Λοιπές επενδύσεις σχετικά με την εξυπηρέτηση των επιβατών (π.χ. επέκταση χώρου

 

 

Φάση IV: 2020-2030

[…]

[…]

Επέκταση του τερματικού σταθμού

Επέκταση του κτιρίου της διοίκησης και της πυροσβεστικής υπηρεσίας του αερολιμένα

Επέκταση χώρων στάθμευσης αεροσκαφών, τροχοδρόμων και χώρων στάθμευσης

 

 

Συνολικές επενδυτικές δαπάνες

164,90

41,02

Πηγή: στοιχεία που υπέβαλε η Πολωνία.

Χρηματοδότηση του επενδυτικού έργου

(31)

Το επενδυτικό έργο χρηματοδοτείται μέσω εισφορών κεφαλαίου από τους δημόσιους μετόχους (δηλαδή από τη Gdynia και το Kosakowo). Οι εισφορές κεφαλαίου προορίζονται να καλύψουν τόσο τις επενδυτικές δαπάνες όσο και τις λειτουργικές δαπάνες του αερολιμένα κατά την αρχική φάση της λειτουργίας του (ήτοι κατά την περίοδο έως το τέλος του 2019). Οι δημόσιοι μέτοχοι προβλέπουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα αρχίσει να παρουσιάζει κέρδη και θα είναι, επομένως, σε θέση να χρηματοδοτεί το σύνολο των δραστηριοτήτων του με ίδια έσοδα το 2020.

(32)

Πριν από την κοινοποίηση του έργου στην Επιτροπή (δηλαδή πριν από την 7η Σεπτεμβρίου 2012), οι δημόσιοι μέτοχοι της Gdynia-Kosakowo Airport Ltd συμφώνησαν να προβούν σε συνολική συνεισφορά ύψους περίπου 207,48 εκατ. PLN (17) (περίπου 51,87 εκατ. ευρώ) για την υλοποίηση του επενδυτικού έργου και την κάλυψη των ζημιών του αερολιμένα κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας του. Η Gdynia θα συνεισέφερε το ποσό των 142,48 εκατ. PLN (περίπου 35,62 εκατ. ευρώ) σε μετρητά κατά την περίοδο 2007-2019. Κατά την ίδρυση της εταιρείας, το Kosakowo παρείχε χρηματική συνεισφορά ύψους 0,1 εκατ. PLN (25 000 ευρώ). Κατά τα έτη 2011-2040 το Kosakowo προβλεπόταν να προβεί επίσης σε συνεισφορά σε είδος ύψους 64,9 εκατ. PLN (περίπου 16,2 εκατ. ευρώ) ανταλλάσσοντας με μετοχές του αερολιμένα μέρος του ετήσιου μισθώματος που όφειλε να καταβάλλει ο αερολιμένας της Gdynia δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης (βλέπε πίνακα 2).

Πίνακας 2

Χρηματοδότηση του επενδυτικού έργου μέσω αυξήσεων του κεφαλαίου

 

Σε εκατ. PLN

Σε εκατ. ευρώ

Πριν από την 18η Ιουνίου 2012

Χρηματικές εισφορές κεφαλαίου από την Gdynia

60,73

15,18

Χρηματική εισφορά κεφαλαίου από το Kosakowo

0,10

0,03

Κεφαλαιοποίηση χρέους από το Kosakowo

3,98

1,00

Συνολικές συνεισφορές πριν από τη 18η Ιουνίου 2012

64,81

16,20

Προβλεπόμενες συνεισφορές μετά τη 18η Ιουνίου 2012

Χρηματικές εισφορές κεφαλαίου από την Gdynia:

81,75

20,44

από τα οποία:

 

 

το 2013

29,90

7,48

το 2014

[…]

[…]

το 2015

[…]

[…]

το 2016

[…]

[…]

το 2017

[…]

[…]

το 2018

[…]

[…]

το 2019

[…]

[…]

Κεφαλαιοποίηση χρέους από το Kosakowo:

60,92

15,23

από τα οποία:

 

 

την περίοδο 2013-2039 (27*PLN […])

[…]

[…]

το 2040

[…]

[…]

Συνολικές προβλεπόμενες συνεισφορές μετά τη 18η Ιουνίου 2012

142,67

35,67

Συνολικό προβλεπόμενο κεφάλαιο της Gdynia-Kosakowo Airport Ltd

207,48

51,87

Πηγή: βάσει των στοιχείων που υπέβαλε η Πολωνία.

2.2.   Λόγοι κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας και αρχική αξιολόγηση

2.2.1   Συμπέρασμα

(33)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας τέθηκαν τα ακόλουθα ερωτήματα:

Το πρώτο είναι κατά πόσον η δημόσια χρηματοδότηση του επενδυτικού έργου συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς (στο εξής «ΑΙΕΟΑ»), ιδίως όσον αφορά i) την έγκαιρη εφαρμογή της ΑΙΕΟΑ και τη μεθοδολογία εφαρμογής της ΑΙΕΟΑ, και ii) το κατά πόσον η ανάλυση της ΑΙΕΟΑ που εκπόνησαν οι πολωνικές αρχές με αποτέλεσμα την εκτίμηση θετικής καθαρής τρέχουσας αξίας (18) βασίζεται σε ρεαλιστικές και αξιόπιστες υποθέσεις.

Το δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσον η ενίσχυση λειτουργίας και η επενδυτική ενίσχυση που χορηγήθηκαν στον αερολιμένα της Gdynia μπορούν να χαρακτηριστούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

2.2.2   Εφαρμογή της ΑΙΕΟΑ

(34)

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης η μελέτη ΑΙΕΟΑ που εκπονήθηκε το 2012, δηλαδή αφού είχαν ήδη λάβει οι δημόσιοι μέτοχοι την αμετάκλητη απόφαση να χρηματοδοτηθεί η μετατροπή του αερολιμένα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα του αντίστροφου σεναρίου, στο οποίο λαμβάνεται ως υπόθεση ότι η επένδυση θα ολοκληρωνόταν το 2012.

(35)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι στον αερολιμένα της Gdynia πρόκειται να ακολουθηθεί παρόμοιο επιχειρηματικό μοντέλο (με επίκεντρο τους ΑΧΚ, τις ναυλωμένες πτήσεις και τη γενική αεροπορία) με το υφιστάμενο μοντέλο του αερολιμένα του Gdańsk, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων και διαθέτει αναξιοποίητη ικανότητα εξυπηρέτησης και για τον οποίο υπάρχουν σχέδια περαιτέρω επέκτασης, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον οι προβλέψεις εσόδων για τον αερολιμένα της Gdynia βασίστηκαν σε ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδίως όσον αφορά το ύψος των αερολιμενικών τελών και το επίπεδο της αναμενόμενης επιβατικής κίνησης. Ειδικότερα, η Επιτροπή επεσήμανε ότι το επιχειρηματικό σχέδιο για τον αερολιμένα της Gdynia προέβλεπε υψηλότερα τέλη επιβατών από τα τέλη που εφαρμόζονται, μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων/επιστροφών, από τον αερολιμένα του Gdańsk και άλλους παρόμοιους περιφερειακούς αερολιμένες της Πολωνίας.

(36)

Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης αμφιβολίες σχετικά με το αν στο επιχειρηματικό σχέδιο ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχεδιαζόμενα κίνητρα (όπως στήριξη εμπορικής προώθησης, επιστροφές τελών ή τυχόν άλλα κίνητρα ανάπτυξης δρομολογίων κ.λπ.) που προβλέπεται να χορηγηθούν απευθείας από τον αερολιμένα της Gdynia ή από τους μετόχους του ή άλλες περιφερειακές αρχές με σκοπό την προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών για τη δημιουργία νέων δρομολογίων από τον εν λόγω αερολιμένα.

(37)

Δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης μιας επιχείρησης δεν είναι εν γένει υψηλότερος από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας στην οποία ασκεί τη δραστηριότητά της (ήτοι από την άποψη της αύξησης του ΑΕγχΠ), η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα του ρυθμού αύξησης του κύκλου εργασιών […] που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της τελικής αξίας (19). Η αμφιβολία αυτή επηρεάζει άμεσα την αξιολόγηση της αποδοτικότητας του επενδυτικού έργου, διότι η καθαρή θέση του νέου αερολιμένα αποκτά θετικό πρόσημο μόνο με βάση την τελική αξία του έργου από το 2040 και εξής (οι σωρευτικές προεξοφλημένες ταμειακές ροές κατά την περίοδο προβλέψεων 2010-2040 είναι αρνητικές).

(38)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι η δημόσια χρηματοδότηση για το επενδυτικό έργο συνεπάγεται επιλεκτικά οικονομικά πλεονεκτήματα για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα της Gdynia. Επίσης, η δημόσια χρηματοδότηση χορηγήθηκε από κρατικούς πόρους και πρέπει να καταλογιστεί στο κράτος. Επιπλέον, νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Λόγω του γεγονότος ότι πληρούνται όλα τα σωρευτικά κριτήρια που διέπουν την έννοια της ενίσχυσης, η Επιτροπή έκρινε ότι η δημόσια χρηματοδότηση συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

2.2.3   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης

(39)

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον η επενδυτική ενίσχυση και η ενίσχυση λειτουργίας για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

(40)

Σε ό,τι αφορά την επενδυτική ενίσχυση, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με το αν πληρούνταν όλα τα κριτήρια συμβατότητας που καθορίζονται για τις επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες (20) στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν η εξεταζόμενη επένδυση ανταποκρίνεται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος, αν η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη του καθορισμένου στόχου και αν προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το αν ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη των συναλλαγών συμβιβαζόταν με το γενικό συμφέρον.

(41)

Σε ό,τι αφορά την ενίσχυση λειτουργίας με τη μορφή χρηματοδότησης των λειτουργικών ζημιών της εταιρείας Gdynia-Kosakowo Airport Ltd κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας της, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν η εν λόγω ενίσχυση μπορούσε να υπαχθεί στην παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το αν η ενίσχυση λειτουργίας μπορούσε να θεωρηθεί συμβιβάσιμη δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (21) (στο εξής «οι ΚΓΚΕΠΧ»).

3.   ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ

3.1.   Η εφαρμογή της ΑΙΕΟΑ και η ύπαρξη ενίσχυσης

(42)

Η Πολωνία εμμένει στη θέση της, σύμφωνα με την οποία η δημόσια χρηματοδότηση της επένδυσης στον αερολιμένα της Gdynia συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς (ΑΙΕΟΑ) και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Εν προκειμένω, η Πολωνία παραπέμπει στις μελέτες ΑΙΕΟΑ που εκπονήθηκαν για την επένδυση κατά την περίοδο 2010-2012. Η Πολωνία δηλώνει ότι όλες οι μελέτες ΑΙΕΟΑ κατέληξαν σε θετική καθαρή τρέχουσα αξία και συντελεστή εσωτερικής απόδοσης (22) (στο εξής «ΣΕΑ») με τιμή υψηλότερη του κόστους κεφαλαίου.

3.1.1.   Η διαδικασία λήψης αποφάσεων και η μεθοδολογική αρτιότητα της μελέτης ΑΙΕΟΑ

(43)

Η Πολωνία διευκρινίζει ότι οι συζητήσεις και οι εργασίες για τη μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα Gdynia-Kosakowo σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας είχαν ξεκινήσει από το 2005. Εκείνη την περίοδο συμμετείχαν άλλοι εταίροι (όπως ο αερολιμένας του Gdańsk). Η Πολωνία διευκρινίζει επίσης ότι το 2007 η Gdynia και το Kosakowo ίδρυσαν την εταιρεία Gdynia-Kosakowo Airport Ltd, η οποία έκτοτε είναι υπεύθυνη για την επένδυση.

(44)

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Πολωνία υπέβαλε τρεις μελέτες ΑΙΕΟΑ, οι οποίες εκπονήθηκαν από την PWC. Η πρώτη μελέτη ΑΙΕΟΑ (της 16ης Ιουλίου 2010, στο εξής «η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010») εκπονήθηκε τον Ιούλιο του 2010. Στη συνέχεια, η PWC εξέδωσε δύο επικαιροποιήσεις της μελέτης ΑΙΕΟΑ, εκ των οποίων την πρώτη τον Μάιο του 2011 (με ημερομηνία 13 Μαΐου 2011, στο εξής «η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011») και τη δεύτερη τον Ιούλιο του 2012 (με ημερομηνία 13 Ιουλίου 2012, στο εξής «η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012»). Στις εν λόγω επικαιροποιήσεις ενσωματώνονται νέες προβλέψεις για την επιβατική κίνηση, τροποποιήσεις ως προς την εμβέλεια του έργου, αλλαγές στα αριθμητικά στοιχεία της επένδυσης και μεταβολές στη μεθοδολογία και τα βασικά στοιχεία για τον υπολογισμό της καθαρής τρέχουσας αξίας (όπως ο συντελεστής βήτα και το προεξοφλητικό επιτόκιο). Τον Νοέμβριο του 2013 η Πολωνία υπέβαλε περαιτέρω πληροφορίες, από τις οποίες προέκυπτε βελτίωση της καθαρής τρέχουσας αξίας του έργου χάρη σε νέες πηγές εσόδων (δηλαδή την πώληση καυσίμων και την παροχή υπηρεσιών πλοήγησης). Κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Πολωνία είχε υποβάλει μόνο τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012.

(45)

Η Πολωνία επεξηγεί επίσης το χρονοδιάγραμμα του σχεδίου της Gdynia και του Kosakowo για την επένδυση στον αερολιμένα της Gdynia. Εν προκειμένω, η Πολωνία επισημαίνει ότι η επενδυτική διαδικασία μπορεί να χωριστεί σε δύο στάδια υλοποίησης του έργου:

i)   Το πρώτο στάδιο (2007-2009) κάλυπτε τις προπαρασκευαστικές εργασίες και τις μελέτες σκοπιμότητας για την κατασκευή του νέου αερολιμένα (αντιστοιχεί στη φάση 1 που περιγράφεται στον πίνακα 1):

(46)

Η Πολωνία διευκρινίζει ότι, κατά την πρώτη φάση, η εταιρεία που ιδρύθηκε από την Gdynia και το Kosakowo εκτέλεσε προπαρασκευαστικές εργασίες (π.χ. κατάρτιση του γενικού σχεδίου της επένδυσης, των απαιτούμενων εγγράφων για την εξασφάλιση της χορήγησης καθεστώτος φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα, έκθεσης σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επένδυσης, τεχνικού φακέλου κ.λπ.).

(47)

Η Πολωνία ισχυρίζεται ότι δεν πραγματοποιήθηκαν σημαντικές κεφαλαιακές επενδύσεις κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης και ότι η δημόσια χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα ήταν σύμφωνη με τους κανόνες για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (23). Η Πολωνία επισημαίνει ότι οι εισφορές κεφαλαίου στην εταιρεία πριν από την 26η Ιουνίου 2009 ανήλθαν συνολικά στο ποσό του 1,691 εκατ. PLN (περίπου 423 000 ευρώ).

ii)   Το δεύτερο στάδιο (από το 2010 και εξής) αφορούσε την καθαυτό μετατροπή του αερολιμένα (αντιστοιχεί στις φάσεις II έως IV που περιγράφονται στον πίνακα 1):

(48)

Η Πολωνία διευκρινίζει περαιτέρω ότι η πρώτη, προκαταρκτική φάση έληξε το 2010, με την οριστικοποίηση τόσο του γενικού σχεδίου (24) όσο και της πρώτης μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 για τον αερολιμένα της Gdynia. Η Πολωνία επισημαίνει ότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 κατέδειξε ότι η επένδυση εκ μέρους των δύο τοπικών αρχών επρόκειτο να υλοποιηθεί υπό όρους της αγοράς (δηλαδή δεν θα αποτελούσε κρατική ενίσχυση), με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας στο ποσό των 6,05 εκατ. PLN (περίπου 1,5 εκατ. ευρώ).

(49)

Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 υπολογίστηκε η καθαρή τρέχουσα αξία για το επενδυτικό έργο με τη χρήση της μεθόδου της ελεύθερης ταμειακής ροής προς την εταιρεία (free cash flow to the firm-FCFF) (25). Ο εν λόγω υπολογισμός της καθαρής τρέχουσας αξίας βασίζεται στην υπόθεση ότι όλες οι εισφορές κεφαλαίου που προβλέπονταν στο επενδυτικό σχέδιο θα πραγματοποιούνταν για την υλοποίηση του επενδυτικού έργου. Αυτή η μέθοδος αποτίμησης χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ταμειακών ροών προς όλους τους κατόχους κεφαλαίου στην εταιρεία (τόσο τους μετόχους όσο και τους ομολογιούχους) κατά την περίοδο που καλύπτεται από τις προβλέψεις. Από τις προβλέψεις για τις ταμειακές ροές αφαιρείται κατόπιν το μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου (26) ώστε να προκύψουν οι προεξοφλημένες ταμειακές ροές της εταιρείας κατά την περίοδο των προβλέψεων. Στη συνέχεια υπολογίζεται η τελική αξία με τη χρήση της μεθόδου του ρυθμού ανάπτυξης στο διηνεκές (η οποία στηρίζεται στην υπόθεση της σταθερής αναπτυξιακής τροχιάς βάσει της τιμής της ελεύθερης ταμειακής ροής προς την εταιρεία, όπως προκύπτει από την πλέον πρόσφατη περίοδο προβλέψεων). Η καθαρή τρέχουσα αξία βασίζεται στο άθροισμα των προεξοφλημένων ταμειακών ροών για την περίοδο προβλέψεων και στην τελική αξία. Στην προκειμένη περίπτωση, η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 παρέσχε εκτιμήσεις των ταμειακών ροών για την περίοδο 2010-2040, με τη χρήση μέσου σταθμισμένου κόστους κεφαλαίου της τάξης του […] % (27). Με τη χρήση των εν λόγω στοιχείων, από τη μελέτη προέκυψαν προεξοφλημένες ταμειακές ροές της τάξης των μείον […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ) για την περίοδο 2010-2040 και (προεξοφλημένη) τελική αξία ύψους περίπου […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ). Ως εκ τούτου, η καθαρή τρέχουσα αξία του συνολικού έργου εκτιμάται στο ποσό των […] εκατ. PLN (ή […] εκατ. ευρώ), υπό την προϋπόθεση ότι ο αερολιμένας θα αποφέρει από το 2040 σταθερά κέρδη στο διηνεκές, με ρυθμό ανάπτυξης […] % ετησίως.

(50)

Η Πολωνία προσθέτει επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ κατέδειξε ότι η επένδυση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, οι μέτοχοι ξεκίνησαν τη σύνταξη κοινοποίησης προς την Επιτροπή, η οποία επρόκειτο να υποβληθεί αποκλειστικά και μόνο για λόγους ασφάλειας δικαίου.

(51)

Η Πολωνία επεξηγεί περαιτέρω ότι τον Μάιο του 2011 εκπονήθηκε νέα μελέτη ΑΙΕΟΑ. Η Πολωνία επισημαίνει ότι η εν λόγω μελέτη ΑΙΕΟΑ αποτελούσε επικαιροποιημένη έκδοση της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 και ότι καταρτίστηκε υπό το φως της προόδου των προπαρασκευαστικών εργασιών και της διαθεσιμότητας ακριβέστερων στοιχείων για το επενδυτικό σχέδιο, το χρονοδιάγραμμα και τη χρηματοδότησή του. Η Πολωνία διευκρινίζει ότι κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εκπόνησης της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 και της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2011:

οι μέτοχοι υπέγραψαν στις 11 Μαρτίου 2011 συμφωνία για τον καθορισμό των όρων χρηματοδότησης της επένδυσης για την κατασκευή αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, η Gdynia δεσμεύθηκε να συνεισφέρει συνολικά το ποσό των 59 εκατ. PLN κατά την περίοδο 2011-2013. Το Kosakowo δεσμεύθηκε από την πλευρά του να συνεισφέρει σε είδος με τη μορφή κεφαλαιοποίησης του χρέους (όπως περιγράφεται στον πίνακα 2) κατά την περίοδο 2011-2040,

την ίδια ημερομηνία, στις 11 Μαρτίου 2011, η εταιρεία που ήταν υπεύθυνη για την κατασκευή του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo σύναψε με το Kosakowo συμφωνία παραχώρησης για το ακίνητο (στην οποία διευκρινίζονται το εύρος της παραχωρούμενης έκτασης, οι όροι καταβολής των μισθωμάτων, φορολογικά ζητήματα κ.λπ.),

προσδιορίστηκαν και επικαιροποιήθηκαν οι επενδυτικές δαπάνες που περιλαμβάνονταν στο επενδυτικό σχέδιο.

(52)

Η Πολωνία διευκρινίζει ότι και από τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 προέκυψε θετική καθαρή τρέχουσα αξία. Η Πολωνία αναφέρει περαιτέρω ότι, στη βάση αυτή, οι δημόσιοι μέτοχοι του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα προέβησαν σε επακόλουθες εισφορές κεφαλαίου. Η Πολωνία επισημαίνει ότι το μετοχικό κεφάλαιο (ίδια κεφάλαια) της εταιρείας αυξήθηκε σε 33,801 εκατ. PLN (8,45 εκατ. ευρώ) τον Ιούλιο του 2011 και σε 64,810 εκατ. PLN (16,20 εκατ. ευρώ) τον Απρίλιο του 2013.

(53)

Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011, οι προεξοφλημένες ταμειακές ροές υπολογίστηκαν με βάση τις αντίστοιχες της περιόδου προβλέψεων 2011-2040. Οι επικαιροποιημένες προεξοφλημένες ταμειακές ροές ανέρχονταν στο ποσό των (– […]) εκατ. PLN (– […] εκατ. ευρώ), υποδηλώνοντας μεγαλύτερες ζημίες, ενώ η τελική αξία μειώθηκε στο ποσό των […] εκατ. PLN (περίπου […] εκατ. ευρώ). Κατά συνέπεια, η καθαρή τρέχουσα αξία μειώθηκε σε […] εκατ. PLN (ή σε ποσό κάτω των […] εκατ. ευρώ). Το μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου μειώθηκε στο […] % (28) και ο σταθερός ρυθμός ανάπτυξης για την τελική αξία μειώθηκε από […] % σε […] %. Από τους εν λόγω υπολογισμούς εξαιρέθηκαν οι δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου, δηλαδή στις προβλέψεις σχετικά με την αποδοτικότητα της επένδυσης δεν λαμβάνονται υπόψη τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση του μέρους των υποδομών που υποστηρίζεται ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου.

(54)

Η Πολωνία αναφέρει ότι οι μεταβολές της μακροοικονομικής κατάστασης (η χρηματοπιστωτική κρίση και η οικονομική επιβράδυνση) είχαν ως συνέπεια την επαναξιολόγηση του έργου το 2012, η οποία οδήγησε στην εκπόνηση νέας μελέτης ΑΙΕΟΑ (δηλαδή της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012). Η Πολωνία επισημαίνει ότι, για τους σκοπούς της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012, στις υποθέσεις των προηγούμενων μελετών ΑΙΕΟΑ επήλθαν οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

Μειώθηκε η πρόβλεψη όσον αφορά την επιβατική κίνηση για τον αερολιμένα της Gdynia.

Περιορίστηκε η εμβέλεια της επένδυσης, με περικοπή των επενδυτικών δαπανών κατά […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ).

Εγκαταλείφθηκε η ιδέα κατασκευής κεντρικού τερματικού σταθμού (σε συνδυασμό με τη σχετική ανάπτυξη οδικών υποδομών και χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων). Αντ' αυτού, αποφασίστηκε η επέκταση της ικανότητας του τερματικού σταθμού εξυπηρέτησης πτήσεων γενικής αεροπορίας κατά […] % στη δεύτερη επενδυτική φάση.

Κατόπιν εξακρίβωσης της κατάστασης στην αγορά, οι επενδυτικές δαπάνες που συνδέονται με την ασφάλεια έπρεπε να αυξηθούν κατά […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ).

Η μείωση της επένδυσης είχε ως αποτέλεσμα τη συντόμευση της περιόδου αποπληρωμής της επένδυσης (σε ονομαστικούς όρους, κατά […] έτη, από […] έτη και […] μήνες σε […] έτη και […] μήνες).

(55)

Η Πολωνία αναφέρει επίσης ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τις προηγούμενες μελέτες ΑΙΕΟΑ τροποποιήθηκε για τους σκοπούς της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012 ως εξής:

Προκειμένου να αντικατοπτριστεί καλύτερα η διάρθρωση της χρηματοδότησης και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, η μέθοδος της ελεύθερης ταμειακής ροής προς την εταιρεία (FCFF) αντικαταστάθηκε από τη μέθοδο της ελεύθερης ταμειακής ροής προς τους μετόχους (στο εξής «FCFE») (29).

Σε συνέχεια των μεταβολών που επήλθαν στη χρηματοπιστωτική αγορά (κινητών αξιών) επικαιροποιήθηκαν το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου και ο συντελεστής βήτα. Επιπλέον, εξαιρέθηκαν από τις συγκριτικές αναλύσεις οι εταιρείες που δεν ήταν εγκατεστημένες στην Ευρώπη. Η τροποποίηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση νέου προεξοφλητικού επιτοκίου.

Το προεξοφλητικό επιτόκιο για τον υπολογισμό της καθαρής τρέχουσας αξίας καθορίστηκε βάσει ανάλυσης συγκρίσιμων εταιρειών, στις οποίες περιλαμβάνονται τόσο εταιρείες διαχείρισης αερολιμένων όσο και εταιρείες παροχής υπηρεσιών σε αερολιμένες (των οποίων τα οικονομικά αποτελέσματα συνδέονται στενά με τις επιδόσεις των εταιρειών διαχείρισης αερολιμένων) (30).

Υιοθετήθηκε η παραδοχή ότι το έργο επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί πρωτίστως από πόρους των μετόχων και μόνο δευτερευόντως από εξωτερικές πηγές (δάνεια κεφαλαίου κίνησης) και έσοδα εκμετάλλευσης.

(56)

Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012, οι προεξοφλημένες ταμειακές ροές υπολογίστηκαν με βάση τις αντίστοιχες της περιόδου προβλέψεων 2012-2030 (δηλαδή η περίοδος προβλέψεων που είχε χρησιμοποιηθεί για την προηγούμενη μελέτη μειώθηκε κατά 10 έτη). Οι επικαιροποιημένες προεξοφλημένες ταμειακές ροές ανήλθαν στο ποσό των (– […] εκατ. PLN) (περίπου (– […]) εκατ. ευρώ), ενώ η τελική αξία αυξήθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να ανέρχεται πλέον στο ποσό των […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ). Στη συνέχεια αφαιρέθηκε η κεφαλαιοποιημένη αξία των επενδύσεων που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί ([…] εκατ. PLN). Μετά τις επικαιροποιήσεις του 2012, η καθαρή τρέχουσα αξία ανερχόταν στο ποσό των […] εκατ. PLN (ήτοι […] εκατ. ευρώ). Για τον υπολογισμό της καθαρής τρέχουσας αξίας χρησιμοποιήθηκε κόστος ιδίων κεφαλαίων της τάξης του […] % (31) και ο σταθερός ρυθμός ανάπτυξης για τον υπολογισμό της τελικής αξίας μειώθηκε περαιτέρω από […] % σε […] %.

(57)

Η Πολωνία επισημαίνει ότι τα αποτελέσματα της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012 εξακολουθούσαν να είναι θετικά και οδήγησαν σε νέες εισφορές κεφαλαίου από τους μετόχους. Η Πολωνία δηλώνει ότι το κεφάλαιο της εταιρείας είχε αυξηθεί στο ποσό των 91,31 εκατ. PLN (22,8 εκατ. ευρώ) έως τον Απρίλιο του 2013 και δεν παρουσίασε περαιτέρω μεταβολή έως το τέλος του 2013, όπως συνοψίζεται στον πίνακα 3.

Πίνακας 3

Αυξήσεις στο κεφάλαιο του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα της Gdynia από την Gdynia και το Kosakowo

Ημερομηνία απόφασης καταχώρισης στο πρωτόκολλο εθνικού δικαστηρίου

Ημερομηνία ψηφίσματος υπέρ της αύξησης του κεφαλαίου

Ονομασία μετόχου

Αντικείμενο του ψηφίσματος

Αξία μετοχών

Μετοχικό κεφάλαιο

Σωρευτικό μερίδιο στις συνολικές αυξήσεις κεφαλαίου που πραγματοποιήθη καν έως το τέλος του 2013

(σε εκατ. PLN)

(σε εκατ. PLN)

28.8.2007

23.7.2007

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

0,030

0,030

0,03 %

28.8.2007

23.7.2007

Kosakowo

Έκδοση νέων μετοχών

0,020

0,050

0,05 %

4.3.2008

6.12.2007

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

0,120

0,170

0,19 %

4.3.2008

6.12.2007

Kosakowo

Έκδοση νέων μετοχών

0,080

0,250

0,27 %

11.9.2008

21.7.2008

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

0,500

0,750

0,82 %

28.7.2009

26.6.2009

Gdynia

404 μετοχές που ανήκαν στην κυριότητα του δήμου Gdynia ακυρώθηκαν χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση στον μέτοχο

– 0,404

0,346

0,38 %

28.7.2009

26.6.2009

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

1,345

1,691

1,85 %

8.12.2010

29.7.2010

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

4,361

6,052

6,63 %

8.7.2011

7.6.2011

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

25,970

32,022

35,07 %

1.9.2011

26.7.2011

Kosakowo

Έκδοση νέων μετοχών

1,779

33,801

37,02 %

25.4.2012

5.4.2012

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

28,809

62,610

68,57 %

25.4.2012

5.4.2012

Kosakowo

Έκδοση νέων μετοχών

2,200

64,810

70,98 %

27.5.2013

8.4.2013

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

4,269

69,079

75,65 %

27.5.2013

8.4.2013

Kosakowo

Έκδοση νέων μετοχών

2,200

71,279

78,06 %

17.6.2013

25.4.2013

Gdynia

Έκδοση νέων μετοχών

20,031

91,310

100,00 %

Πηγή: στοιχεία που υπέβαλε η Πολωνία.

(58)

Ανακεφαλαιώνοντας, η Πολωνία αναφέρει ότι, παρά το γεγονός ότι οι τοπικές αρχές είχαν προβεί σε προκαταρκτικές ενέργειες για την κατασκευή του αερολιμένα της Gdynia ήδη από το 2005, το έργο έλαβε την τελική του μορφή μόνο μετά την κατάρτιση του γενικού σχεδίου και την εκπόνηση της πρώτης μελέτης ΑΙΕΟΑ, ήτοι το 2010. Η Πολωνία διευκρινίζει ότι οι αρχικές υποθέσεις σχετικά με το έργο αναθεωρήθηκαν σε σημαντικό βαθμό λόγω μεταβολών των εξωτερικών περιστάσεων. Η Πολωνία ισχυρίζεται ότι η τελική απόφαση των δημόσιων μετόχων σχετικά με την υλοποίηση και την οριστική μορφή του έργου ελήφθη το 2012. Η Πολωνία υπογραμμίζει επίσης ότι και οι τρεις εκδόσεις της μελέτης ΑΙΕΟΑ επιβεβαίωσαν τη βιωσιμότητα του έργου και κατέδειξαν ότι ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς θα αναλάμβανε την εκτέλεση του έργου.

(59)

Στο πλαίσιο του αντίστροφου σεναρίου, η Πολωνία υποστηρίζει ότι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, το Kosakowo είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το ακίνητο επί του οποίου βρίσκεται ο αερολιμένας της Gdynia αποκλειστικά για την κατασκευή νέου αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Εν προκειμένω, η Πολωνία διευκρινίζει ότι ο χώρος του αερολιμένα είχε παραχωρηθεί στο Kosakowo με σύμβαση παραχώρησης για περίοδο 30 ετών. Η Πολωνία αναφέρει ότι, βάσει της σύμβασης μίσθωσης, το Kosakowo υποχρεούται να παραχωρήσει το ακίνητο μόνο σε οντότητα που είναι υπεύθυνη για την κατασκευή και/ή εκμετάλλευση αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Σύμφωνα με την Πολωνία, η έκταση θα επιστρεφόταν στην κυριότητα του κράτους εάν το Kosakowo δεν παραχωρούσε το ακίνητο για την κατασκευή αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας εντός 6 μηνών, εάν η έκταση χρησιμοποιούνταν για διαφορετικούς σκοπούς ή εάν οι δραστηριότητες του αερολιμένα δεν ξεκινούσαν εντός 3 ετών. Δεδομένου ότι το σενάριο βάσει του οποίου η έκταση του αερολιμένα της Gdynia θα χρησιμοποιούνταν/παραχωρούνταν για σκοπούς διαφορετικούς από την παροχή αεροπορικών υπηρεσιών δεν ήταν εφικτό, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κατάρτιση αντίστροφου σεναρίου.

3.1.2.   Αξιοπιστία των βασικών υποθέσεων για τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012

Προβλέψεις όσον αφορά την κίνηση και τα έσοδα

(60)

Η Πολωνία διευκρινίζει ότι τα προβλεπόμενα αερολιμενικά τέλη βασίστηκαν στις δημοσίως διαθέσιμες τιμές που χρεώνονταν από άλλους αερολιμένες, ούτως ώστε να μην προκληθούν διαταραχές στην υφιστάμενη αγορά και να διασφαλιστεί παράλληλα ικανοποιητικό επίπεδο αποδοτικότητας του έργου βάσει των προβλέψεων για τον όγκο της επιβατικής κίνησης. Σύμφωνα με την Πολωνία, τα τέλη δεν παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις από τα πάγια τέλη που εισπράττονται από μικρούς αερολιμένες. Ειδικότερα, δύο περιφερειακοί αερολιμένες που τέθηκαν πρόσφατα σε λειτουργία, οι αερολιμένες Warsaw-Modlin και Lublin επιβάλλουν πάγια αερολιμενικά τέλη παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται στη μελέτη ΑΙΕΟΑ για τον αερολιμένα της Gdynia.

(61)

Απαντώντας στην παρατήρηση της Επιτροπής ότι τα προβλεπόμενα τέλη για τον αερολιμένα της Gdynia (25 PLN [6,25 ευρώ] ανά αναχωρούντα επιβάτη κατά τα πρώτα δύο έτη και 40 PLN [10 ευρώ] στη συνέχεια) είναι υψηλότερα από τα μειωμένα τέλη που εφαρμόζονται στον αερολιμένα του Gdańsk (24 PLN [6 ευρώ] ανά αναχωρούντα επιβάτη για αεροσκάφη ΑΧΚ που εκτελούν διεθνείς πτήσεις τουλάχιστον δύο φορές εβδομαδιαίως και 12,5 PLN [3,1 ευρώ] για εσωτερικές πτήσεις), η Πολωνία επισημαίνει ότι το επίπεδο των τελών που περιλαμβάνονται στο επιχειρηματικό σχέδιο αντιπροσωπεύει τον μέσο όρο για ολόκληρη την περίοδο των προβλέψεων (2014-2030), λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα τέλη στον αερολιμένα του Gdańsk πρόκειται να αυξηθούν μακροπρόθεσμα λόγω βελτίωσης των προδιαγραφών των παρεχόμενων υπηρεσιών στον αερολιμένα.

(62)

Επιπλέον, η Πολωνία επισημαίνει ότι με βάση το περιθώριο κέρδους του έργου, τις (ελαφρώς προς τα επάνω) αναθεωρημένες προβλέψεις για την κίνηση αεροπορικών μεταφορών, και τον επιμερισμό ορισμένων λειτουργικών δαπανών με τον στρατό, ο αερολιμένας της Gdynia αναμένεται να είναι σε θέση να διατηρήσει μειωμένα τέλη επιβατών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (τα μειωμένα τέλη θα μπορούσαν να εφαρμόζονται έως το τέλος του 2021), διατηρώντας παράλληλα καθαρή τρέχουσα αξία με θετικό πρόσημο για τους δημόσιους μετόχους.

(63)

Η Πολωνία ισχυρίζεται επίσης ότι, βάσει των επικαιροποιημένων (τον Μάρτιο του 2013) προβλέψεων κίνησης για την Πομερανία, εικάζεται ότι η κίνηση θα είναι υψηλότερη από εκείνη που προβλέπεται στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012. Σύμφωνα με τα τελευταία αριθμητικά στοιχεία, ο αερολιμένας της Gdynia αναμένεται να εξυπηρετεί το 2030 1 149 978 και όχι 1 083 746 επιβάτες. Συνολικά για την Πομερανία, το 2030 προβλέπεται αύξηση του αριθμού των επιβατών από 7,8 σε 9 εκατομμύρια επιβάτες.

(64)

Κατά την άποψη της Πολωνίας, τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία επιβεβαιώνουν τη βιωσιμότητα της συνύπαρξης και της από κοινού λειτουργίας του αερολιμένα του Gdańsk και του αερολιμένα της Gdynia στην αγορά της Πομερανίας. Η Πολωνία εκτιμά ότι, ακόμη και αν ο αερολιμένας του Gdańsk επεκταθεί και αποκτήσει την προβλεπόμενη ικανότητα εξυπηρέτησης 7 εκατομμυρίων επιβατών, εξακολουθεί να υπάρχει χώρος στην αναπτυσσόμενη αγορά αεροπορικών μεταφορών της Πομερανίας για τη λειτουργία ενός ακόμη μικρού περιφερειακού αερολιμένα (με ικανότητα εξυπηρέτησης ενός εκατομμυρίου επιβατών), ο οποίος θα μπορούσε να συμπληρώνει τις υπηρεσίες που παρέχει ο αερολιμένας του Gdańsk.

Πίνακας 4

Σύγκριση μεταξύ των προβλέψεων της μελέτης ΑΙΕΟΑ 2012 και των επικαιροποιημένων προβλέψεων (Μάρτιος 2013) για την κίνηση στον αερολιμένα της Gdynia

Έτος

Εμπορική κίνηση

Εμπορική κίνηση

Γενική αεροπορία

 

Επιβάτες (σε χιλιάδες)

Κινήσεις αεροσκαφών

Κινήσεις αεροσκαφών

 

Βάσει της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012

Επικαιροποιημένες προβλέψεις

Βάσει της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012

Επικαιροποιημένες προβλέψεις

Βάσει της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012

Επικαιροποιημένες προβλέψεις

 

Σύνολο

Σύνολο

Σύνολο

Σύνολο

Σύνολο

Σύνολο

2009

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2010

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2011

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2012

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2013

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2014

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2015

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2016

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2017

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2018

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2019

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2020

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2021

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2022

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2023

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2024

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2025

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2026

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2027

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2028

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2029

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2030

1 083 746

1 149 978

[…]

[…]

[…]

[…]

Πηγή: βάσει των στοιχείων που υπέβαλε η Πολωνία.

Λειτουργικές δαπάνες (παροχή κινήτρων στις αεροπορικές εταιρείες, δαπάνες που συνδέονται με τις στρατιωτικές δραστηριότητες του αερολιμένα)

(65)

Η Πολωνία διευκρινίζει ότι στη μελέτη ΑΙΕΟΑ λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα διαφήμισης και εμπορικής προώθησης του αερολιμένα για την εκτίμηση:

i)

των λειτουργικών δαπανών, οι οποίες εκτιμώνται βάσει των διαθέσιμων οικονομικών καταστάσεων όλων των μεγάλων αερολιμένων της Πολωνίας,

ii)

λοιπών δαπανών ανά είδος, οι οποίες προβλέπεται να διατηρηθούν για τον αερολιμένα της Gdynia σε συντηρητικά υψηλό επίπεδο, λαμβανομένων επίσης υπόψη των αντίστοιχων δαπανών άλλων αερολιμένων.

(66)

Η Πολωνία αναφέρει επίσης ότι στη μελέτη ΑΙΕΟΑ εικάζεται ότι όλες οι λειτουργικές δαπάνες θα βαρύνουν τον επενδυτή και, ως εκ τούτου, δεν λαμβάνεται υπόψη ο ενδεχόμενος επιμερισμός των λειτουργικών δαπανών με τον στρατιωτικό χρήστη του αερολιμένα. Η Πολωνία υποστηρίζει ότι ο διαχωρισμός των λειτουργικών δαπανών για τις υποδομές κοινής χρήσης υπολογιζόταν σε […] για τον αριθμό των πτήσεων πολιτικής και στρατιωτικής αεροπορίας. Η Πολωνία διευκρινίζει επίσης ότι οι δαπάνες ανακαίνισης και επισκευής θα ανέλθουν σε […]. Η Πολωνία υπογραμμίζει ότι η θέσπιση κανόνων για την κοινή χρήση του αερολιμένα (για την οποία δεν έχει επιτευχθεί ακόμη επίσημη συμφωνία με τον στρατιωτικό χρήστη του αερολιμένα) θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των δαπανών που συνδέονται με τις υπηρεσίες τρίτων και των δαπανών μισθοδοσίας τουλάχιστον κατά […]. Σύμφωνα με την Πολωνία, η συνεκτίμηση αυτού του παράγοντα στις μελέτες ΑΙΕΟΑ θα οδηγούσε πιθανότατα στην πρόβλεψη υψηλότερης αποδοτικότητας για το έργο.

Ρυθμός μακροπρόθεσμης ανάπτυξης

(67)

Η Πολωνία διευκρινίζει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του […] % που υιοθετήθηκε στη μελέτη ΑΙΕΟΑ αφορά την τελική αξία σε ονομαστικούς όρους.

(68)

Η Πολωνία αναφέρει επίσης ότι ο ρυθμός ανάπτυξης […] % ισούται με τον στόχο του πληθωρισμού που όρισε για την Πολωνία το συμβούλιο νομισματικής πολιτικής (όργανο λήψης αποφάσεων της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας). Η Πολωνία επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου του Ιουλίου 2013, το ΑΕγχΠ της Πολωνίας θα αυξηθεί με ρυθμό της τάξης του 2,2 % το 2014, 3 % το 2015, 3,3 % το 2017 και 3,8 % το 2018.

Επικαιροποίηση του Νοεμβρίου 2013

(69)

Τον Νοέμβριο του 2013 η Πολωνία ανέφερε ότι ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα είχε λάβει από το τελωνείο και τη ρυθμιστική αρχή ενέργειας τις διοικητικές αποφάσεις βάσει των οποίων του χορηγήθηκε η άδεια απευθείας πώλησης καυσίμων στα αεροσκάφη. Η πώληση καυσίμων από τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα αναμενόταν να αποτελέσει συμπληρωματική πηγή εσόδων και να βελτιώσει τα οικονομικά αποτελέσματα του επιχειρηματικού σχεδίου.

(70)

Σύμφωνα με την Πολωνία, όλες οι μελέτες ΑΙΕΟΑ που είχαν εκπονηθεί έως τότε προέβλεπαν την πώληση καυσίμων μέσω εξωτερικού φορέα εκμετάλλευσης. Η πώληση καυσίμων από τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα αναμενόταν να αυξήσει το περιθώριο κέρδους της εταιρείας για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα από […] PLN ([…] ευρώ) ανά λίτρο (όταν το καύσιμο πωλείται από εξωτερικό φορέα εκμετάλλευσης) σε […] PLN ( […] ευρώ (όταν το καύσιμο πωλείται απευθείας από τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα).

(71)

Κατά την άποψη της Πολωνίας, αυτά τα συμπληρωματικά έσοδα θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα αποτελέσματα της επικαιροποιημένης μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012. Η Πολωνία επισημαίνει ότι, ως εκ τούτου, η καθαρή τρέχουσα αξία για το έργο αναμένεται να αυξηθεί από […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ) σε […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ). Η Πολωνία διευκρινίζει περαιτέρω ότι ο συντελεστής εσωτερικής απόδοσης (ΣΕΑ) αναμένεται να αυξηθεί από […] % σε […] %.

(72)

Η Πολωνία ισχυρίζεται ότι τα συμπληρωματικά έσοδα θα μπορούσαν, εναλλακτικά, να καταστήσουν δυνατή τη διατήρηση των αερολιμενικών τελών σε χαμηλά επίπεδα για τους αερομεταφορείς μακροπρόθεσμα.

(73)

Η Πολωνία διαβεβαιώνει ότι, λόγω της υιοθέτησης μιας συνετής προσέγγισης, δεν είχε συμπεριληφθεί στις μελέτες ΑΙΕΟΑ η απευθείας πώληση καυσίμων σε φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών. Κατά τον χρόνο εκπόνησης των εν λόγω μελετών, ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δεν είχε λάβει τις απαιτούμενες άδειες ούτε διέθετε τυχόν εγγυήσεις ότι θα κατόρθωνε να τις λάβει.

(74)

Επιπροσθέτως, η Πολωνία αναφέρει ότι η εταιρεία σχεδιάζει να παρέχει υπηρεσίες πλοήγησης σε αεροπορικές εταιρείες (αντί του πολωνικού οργανισμού υπηρεσιών αεροναυτιλίας). Η Πολωνία επισημαίνει ότι η δραστηριότητα αυτή θα παράσχει τη δυνατότητα μείωσης του τέλους τερματικού σταθμού που καταβάλλουν οι αεροπορικές εταιρείες (επί του παρόντος στον εν λόγω οργανισμό) και, θα μπορούσε, επομένως, να καταστήσει τον αερολιμένα της Gdynia ελκυστικότερο για τις αεροπορικές εταιρείες. Κατά συνέπεια, ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα είναι σε θέση να προσφέρει στις αεροπορικές εταιρείες ανταγωνιστικότερα αερολιμενικά τέλη από τους γειτονικούς αερολιμένες.

3.2.   Αξιολόγηση του συμβιβάσιμου

3.2.1.   Επενδυτική ενίσχυση

(75)

Σύμφωνα με την Πολωνία, πληρούνται όλα τα κριτήρια συμβατότητας που καθορίζονται για τις επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

Ανταπόκριση σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος

(76)

Η Πολωνία ισχυρίζεται ότι η κατασκευή του αερολιμένα της Gdynia, ως στοιχείου του συστήματος μεταφορών της Πομερανίας, βελτιστοποιεί τη χρήση των διαθέσιμων υποδομών και θα έχει θετικό αντίκτυπο στην περιφερειακή ανάπτυξη, ιδίως μέσω της αύξησης των θέσεων εργασίας στον αερολιμένα, των εσόδων από την αλυσίδα εφοδιασμού της αγοράς αερομεταφορών και της τουριστικής ανάπτυξης.

(77)

Η Πολωνία παραπέμπει στη «Στρατηγική ανάπτυξης των περιφερειακών μεταφορών στην Πομερανία για την περίοδο 2007-2020», η οποία βασίζεται σε προβλέψεις της κίνησης αεροπορικών μεταφορών για τη συγκεκριμένη περιφέρεια και αναγνωρίζει την ανάγκη ανάπτυξης κόμβου αερολιμένων σε στενή συνεργασία μεταξύ τους, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού της περιοχής του Trójmiasto (πολεοδομικό συγκρότημα των τριών πόλεων) (32).

(78)

Σύμφωνα με την Πολωνία, τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της κατασκευής κόμβου αερολιμένων στο Trójmiasto είναι τα εξής: η αύξηση της κίνησης αεροπορικών μεταφορών στην Πολωνία, η έλλειψη περιθωρίου αύξησης της ικανότητας εξυπηρέτησης του αερολιμένα του Gdańsk και η επέκταση του πολεοδομικού συγκροτήματος σε απόσταση σχεδόν 60 χλμ. (ή άνω των 100 χλμ. εάν συμπεριληφθούν οι πόλεις Tczew και Wejherowo). Η Πολωνία υποστηρίζει ότι, παρά το γεγονός ότι ο αερολιμένας του Gdańsk διαθέτει ικανότητα εξυπηρέτησης περίπου 5 εκατομμυρίων επιβατών, εκτιμάται σύμφωνα με ορισμένες προβλέψεις κίνησης αεροπορικών μεταφορών ότι η δυνητική επιβατική κίνηση στον εν λόγω αερολιμένα μπορεί να υπερβεί τα 6 εκατομμύρια επιβάτες το 2035. Από τη μία πλευρά, η Πολωνία ισχυρίζεται στις παρατηρήσεις της ότι οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί και η οικιστική ανάπτυξη πλησίον του αερολιμένα του Gdańsk περιορίζουν τις προοπτικές για την περαιτέρω επέκτασή του. Από την άλλη πλευρά, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 6 Δεκεμβρίου 2012 επικαλέστηκε το γενικό σχέδιο του αερολιμένα του Gdańsk ισχυριζόμενη ότι δεν υφίστανται περιορισμοί όσον αφορά την επέκταση του εν λόγω αερολιμένα.

(79)

Η Πολωνία αναφέρει ότι η κατασκευή κόμβου αερολιμένων στην περιοχή του Trójmiasto απαιτείται επίσης και για λόγους ασφάλειας των αεροπορικών μεταφορών, διότι ο αερολιμένας της Gdynia θα χρησιμεύει ως εφεδρικός αερολιμένας έκτακτης ανάγκης (η προσγείωση στον αερολιμένα της Gdynia είναι δυνατή στο 80 % περίπου των περιπτώσεων όταν η βάση νεφών και η ορατότητα δεν επιτρέπουν την προσγείωση στον αερολιμένα του Gdańsk).

(80)

Τέλος, η Πολωνία ισχυρίζεται ότι η κατασκευή του αερολιμένα της Gdynia ανταποκρίνεται στους στόχους των εγγράφων εθνικής και περιφερειακής στρατηγικής σχετικά με την ανάπτυξη αεροπορικών υποδομών στην Πολωνία. Η Πολωνία εξηγεί ότι η κατασκευή του αερολιμένα της Gdynia αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη της Πομερανίας και στη χρήση των υφιστάμενων στρατιωτικών υποδομών και ότι ο αερολιμένας θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τον αερολιμένα του Gdańsk.

Αναγκαιότητα και αναλογικότητα της υποδομής

(81)

Η Πολωνία υποστηρίζει ότι η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη σε σχέση με τον καθορισμένο στόχο λόγω της μικρής κλίμακας των δραστηριοτήτων του αερολιμένα (μερίδιο 1,55 % στην πολωνική αγορά αερομεταφορών το 2030), λόγω των προβλέψεων σύμφωνα με τις οποίες ο όγκος της επιβατικής κίνησης αναμένεται να υπερβεί την ικανότητα επέκτασης του αερολιμένα του Gdańsk, καθώς επίσης λόγω της ελκυστικότητας της συγκεκριμένης περιφέρειας για τον τουρισμό και του προβλεπόμενου υψηλού ποσοστού ανάπτυξης για την Πομερανία.

(82)

Η Πολωνία υπογραμμίζει τον στρατηγικό ρόλο του στρατιωτικού αερολιμένα της Gdynia στην περιοχή και επισημαίνει ότι η χρήση της υφιστάμενης υποδομής ελαχιστοποιεί τις επενδυτικές δαπάνες και μεγιστοποιεί τον θετικό αντίκτυπο στην περιφερειακή ανάπτυξη.

(83)

Η Πολωνία επισημαίνει ακόμη ότι περιορίστηκαν στο ελάχιστο οι δαπάνες και αυξήθηκε η αποτελεσματικότητα της επένδυσης μέσω της εφαρμογής τεχνικών λύσεων, όπως για παράδειγμα με την κατασκευή τερματικού σταθμού γενικής αεροπορίας για τη διαχείριση τόσο της κίνησης της γενικής αεροπορίας όσο και της επιβατικής κίνησης, με τη στέγαση της πλειονότητας των αερολιμενικών υπηρεσιών (συνοριοφύλακες, τελωνεία, αστυνομία, πυροσβεστική και διοικητικές υπηρεσίες) σε ένα ενιαίο κτίριο και με την προσαρμογή άλλων υφιστάμενων κτιρίων με σκοπό τη βελτιστοποίηση της χρήσης τους. Επιπλέον, οι λειτουργικές δαπάνες της υποδομής θα επιμεριστούν με τον στρατό.

Ικανοποιητικές μεσοπρόθεσμες προοπτικές χρήσης

(84)

Η Πολωνία επισημαίνει ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές όσον αφορά τη χρήση του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo είναι ικανοποιητικές λόγω του ρυθμού αύξησης του ΑΕγχΠ στην Πομερανία, ο οποίος αναμένεται να υπερβεί τον μέσο όρο της Πολωνίας και της ΕΕ, καθώς επίσης λόγω της ελκυστικότητας της περιοχής για τους τουρίστες, του καθεστώτος της ως κόμβου ξένων επενδύσεων και της προβλεπόμενης αύξησης της κίνησης αεροπορικών μεταφορών.

(85)

Η Πολωνία τονίζει ότι η προγραμματιζόμενη συνεργασία με τον αερολιμένα του Gdańsk και η συμπληρωματικότητα των υπηρεσιών που θα παρέχονται από τους δύο αερολιμένες (ο αερολιμένας της Gdynia θα επικεντρώνεται κυρίως στην εξυπηρέτηση πτήσεων γενικής αεροπορίας) ενισχύουν περαιτέρω τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo.

(86)

Η Πολωνία διευκρινίζει περαιτέρω ότι στον αερολιμένα σχεδιάζεται επίσης η ανάπτυξη εξειδικευμένων δραστηριοτήτων που συνδέονται με την αεροπορία εντός της ζώνης του αερολιμένα, όπως η παραγωγή απλών ανταλλακτικών, η επισκευή εξαρτημάτων αεροσκαφών ή η παραγωγή άλλων συστατικών στοιχείων/προϊόντων που παρέχονται στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρης παράδοσης («just-in-time»).

(87)

Η Πολωνία παραπέμπει στη δήλωση προθέσεων που υπέγραψε μια εμπορική τράπεζα, στην οποία η τράπεζα εκφράζει τη βούλησή της να προβεί σε συνομιλίες σχετικά με τη χρηματοδότηση της επένδυσης στον αερολιμένα Gdynia-Kosakowo, ως επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο της ελκυστικότητας του έργου.

Αντίκτυπος στην ανάπτυξη των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το γενικό συμφέρον

(88)

Δεδομένου ότι ο αερολιμένας Gdynia-Kosakowo θα έχει μικρό μερίδιο αγοράς (εξυπηρετώντας λιγότερους από 1 εκατομμύριο επιβάτες ετησίως), η Πολωνία θεωρεί ότι το έργο δεν θα επηρεάσει τις συναλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το γενικό συμφέρον. Υπό το φως της προβλεπόμενης αύξησης της κίνησης αεροπορικών μεταφορών, η Πολωνία αναμένει ότι οι αερολιμένες του Gdańsk και της Gdynia θα αποτελέσουν έναν συνεργατικό κόμβο αεροπορικών μεταφορών που θα εξυπηρετεί την περιοχή Trójmiasto της Πομερανίας και θα παρέχει συμπληρωματικές υπηρεσίες.

(89)

Η Πολωνία επισημαίνει ότι ο αερολιμένας της Gdynia δεν θα αποτελεί ανταγωνιστή του αερολιμένα του Gdańsk, διότι θα επικεντρώνεται στην παροχή υπηρεσιών στον τομέα της γενικής αεροπορίας (υπηρεσίες συντήρησης, επισκευών και επιθεώρησης, αεροπορική ακαδημία) και στη συνεργασία με τον θαλάσσιο λιμένα της Gdynia.

(90)

Η Πολωνία ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η εξυπηρέτηση ναυλωμένων πτήσεων και πτήσεων χαμηλού κόστους στον αερολιμένα Gdynia-Kosakowo δεν θα πραγματοποιείται εις βάρος του αερολιμένα του Gdańsk, αλλά θα προκύψει από τη συνολική αύξηση του πλούτου και της κινητικότητας. Η Πολωνία επισημαίνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του αερολιμένα του Gdańsk και ο χαρακτήρας των αεροπορικών δραστηριοτήτων που εξυπηρετεί αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ανάγκης περιορισμού, αργά ή γρήγορα, του αριθμού των εξυπηρετούμενων πτήσεων. Η Πολωνία αναφέρει ότι τα συμπεράσματα αυτά περιλαμβάνονται στην έκθεση εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου «Επέκταση του αερολιμένα Lech Wałęsa του Gdańsk».

(91)

Η Πολωνία εξηγεί ότι η επένδυση στον αερολιμένα Gdynia-Kosakowo μπορεί να περιορίσει το οικονομικό και κοινωνικό κόστος πιθανών περιορισμών στη δραστηριότητα του αερολιμένα του Gdańsk. Η Πολωνία επισημαίνει ότι η μεταφορά μέρους της κίνησης αεροπορικών μεταφορών από τον αερολιμένα του Gdańsk στον αερολιμένα της Gdynia θα έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη αξιοποίηση της ικανότητας εξυπηρέτησης και των δύο αερολιμένων.

Αναγκαιότητα της ενίσχυσης και δημιουργία κινήτρων

(92)

Η Πολωνία ισχυρίζεται ότι η εταιρεία δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει το έργο χωρίς δημόσια χρηματοδότηση. Η Πολωνία επισημαίνει ότι η ενίσχυση διατηρήθηκε στο ελάχιστο απαιτούμενο και ότι οι δαπάνες του έργου μειώθηκαν και βελτιστοποιήθηκαν με την αξιοποίηση των υφιστάμενων στρατιωτικών υποδομών.

(93)

Κατά την άποψη της Πολωνίας, οι εισφορές κεφαλαίου στον αερολιμένα της Gdynia είναι απαραίτητες και περιορίζονται στο ελάχιστο απαιτούμενο, όπως προκύπτει και από τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

τον συντελεστή εσωτερικής απόδοσης του έργου της τάξης του […] %, που είναι μόνον ελάχιστα υψηλότερος από το προεξοφλητικό επιτόκιο (κόστος των ιδίων κεφαλαίων), το οποίο ανέρχεται σε […] % (βάσει της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012)·

ii)

την ανάγκη, σύμφωνα με τις οικονομικές προβλέψεις, δανεισμού κεφαλαίου κίνησης για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του αερολιμένα, δεδομένου ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η Gdynia-Kosakowo Airport Ltd ενδέχεται να υποστεί ζημίες σε επίπεδο ρευστότητας·

iii)

το γεγονός ότι η συνολική χρηματοδότηση από τα ίδια κεφάλαια είναι χαμηλότερη από τις συνολικές κεφαλαιουχικές δαπάνες (η χρηματοδότηση από τα ίδια κεφάλαια αντιστοιχεί σε λιγότερο από […] των συνολικών ταμειακών δαπανών κατά την περίοδο που αφορούν οι προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένων των συνολικών κεφαλαιουχικών δαπανών).

(94)

Η Πολωνία επεξηγεί περαιτέρω την αναλογικότητα του μέτρου ενίσχυσης, συγκρίνοντας τη δημόσια χρηματοδότηση (περίπου 148 PLN σε πραγματικούς όρους) με τη χρηματοδότηση επένδυσης σε μηδενική βάση (αερολιμένας Lublin-Świdnik, για τον οποίο το καθαρό κόστος κατασκευής ανήλθε περίπου στο ποσό των 420 εκατ. PLN) και επένδυσης που βασίστηκε σε στρατιωτικό αερολιμένα (αερολιμένας Warsaw-Modlin, το κόστος κατασκευής του οποίου ανέρχεται μέχρι στιγμής σε σχεδόν 454 εκατ. PLN).

3.2.2.   Ενισχύσεις λειτουργίας

(95)

Η Πολωνία υποστηρίζει ότι το έργο πληροί τα κριτήρια συμβατότητας που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 για τη χορήγηση ενισχύσεων λειτουργίας σε περιφέρεια που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ. Κατά την άποψη της Πολωνίας, οι ενισχύσεις λειτουργίας του έργου:

i)

προορίζονται για τη χρηματοδότηση προκαθορισμένης δέσμης δαπανών·

ii)

περιορίζονται στα ελάχιστα αναγκαία και χορηγούνται σε προσωρινή βάση (οι ενισχύσεις για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών χορηγούνται στον βαθμό και για τη χρονική περίοδο που απαιτούνται προκειμένου να τεθεί ο αερολιμένας σε λειτουργία, ήτοι έως το τέλος του 2018)·

iii)

είναι προοδευτικά φθίνουσες και μειώνονται από […] % των κεφαλαιουχικών δαπανών το 2013 σε […] % το 2018·

iv)

είναι σχεδιασμένες κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στους στόχους του έργου όσον αφορά την περιφερειακή ανάπτυξη και την άρση υφιστάμενων περιορισμών. Λαμβανομένου υπόψη του ποσού των ενισχύσεων σε σχέση με τα επωφελή τους αποτελέσματα για την ανάπτυξη της Πομερανίας, η Πολωνία ισχυρίζεται ότι οι ενισχύσεις πρέπει να θεωρηθούν αναλογικές.

(96)

Η Πολωνία υπογραμμίζει επίσης ότι οι ενισχύσεις προορίζονται για έναν μικρό αερολιμένα με μέγιστη ικανότητα εξυπηρέτησης 1 εκατομμυρίου επιβατών ετησίως, που σημαίνει ότι ο σχετικός κίνδυνος νόθευσης του ανταγωνισμού και αρνητικού αντίκτυπου στο γενικό συμφέρον είναι ελάχιστος, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη η σχεδιαζόμενη συνεργασία μεταξύ των αερολιμένων της Gdynia και του Gdańsk και η συμπληρωματικότητα της συνεργασίας τους.

(97)

Η Πολωνία επισημαίνει ακόμη ότι η συνεργασία με τον στρατιωτικό χρήστη του αερολιμένα, η οποία βρίσκεται επί του παρόντος στο στάδιο των διαπραγματεύσεων, και η συμμετοχή του εν λόγω χρήστη στις λειτουργικές δαπάνες του αερολιμένα θα μειώσουν τις ζημίες και τις λειτουργικές δαπάνες της εταιρείας.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ

(98)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη μετά τη δημοσίευση της απόφασής της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ όσον αφορά τη χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στην εταιρεία Gdynia-Kosakowo Airport Ltd από την Gdynia και το Kosakowo.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

5.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(99)

Δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(100)

Τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ είναι σωρευτικά. Κατά συνέπεια, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το υπό εξέταση μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που παρατίθενται κατωτέρω. Συγκεκριμένα, η χρηματοδοτική στήριξη πρέπει:

να χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους,

να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής,

να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, και

να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

5.1.1.   Οικονομική δραστηριότητα και έννοια της επιχείρησης

(101)

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η Επιτροπή πρέπει πρωτίστως να διαπιστώσει αν η εταιρεία Gdynia-Kosakowo Airport Ltd συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδότησής του (33). Συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα διάθεσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά (34).

(102)

Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση «Flughafen Leipzig-Halle», το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η εκμετάλλευση αερολιμένα για εμπορικούς σκοπούς και η κατασκευή των αερολιμενικών υποδομών συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες (35). Από τη στιγμή που ένας φορέας εκμετάλλευσης αερολιμένων ασκεί οικονομικές δραστηριότητες παρέχοντας αερολιμενικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του, συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, μπορούν να εφαρμοστούν οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της Συνθήκης στα πλεονεκτήματα που εκχωρούνται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα (36).

(103)

Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η υποδομή που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας απόφασης πρόκειται να τεθεί σε λειτουργία από τον φορέα διαχείρισης αερολιμένα Gdynia-Kosakowo Airport Ltd για εμπορικούς σκοπούς. Δεδομένου ότι ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα επιβάλλει στους χρήστες τέλη για τη χρήση της εν λόγω υποδομής, η υποδομή αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί εμπορικά εκμεταλλεύσιμη. Έπεται, συνεπώς, ότι ο φορέας ο οποίος εκμεταλλεύεται τη συγκεκριμένη υποδομή συνιστά επιχείρηση για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(104)

Ωστόσο, δεν είναι απαραιτήτως οικονομικού χαρακτήρα όλες οι δραστηριότητες που ασκεί ένας φορέας εκμετάλλευσης αερολιμένα (37). Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, οι δραστηριότητες οι οποίες κανονικά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους βάσει της κυριαρχικής του εξουσίας δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα και δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Σε έναν αερολιμένα, δραστηριότητες όπως ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας, η αστυνόμευση, οι τελωνειακές υπηρεσίες, η πυρόσβεση, οι δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομων επεμβάσεων, καθώς και οι επενδύσεις που αφορούν τις υποδομές και τον εξοπλισμό που απαιτούνται για την εκτέλεση των εν λόγω δραστηριοτήτων, θεωρούνται εν γένει μη οικονομικού χαρακτήρα (38). Μολονότι η δημόσια χρηματοδότηση τέτοιου είδους μη οικονομικών δραστηριοτήτων δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στην αντιστάθμιση του κόστους που συνεπάγονται οι εν λόγω δραστηριότητες και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη κόστους που συνδέεται με άλλο είδος οικονομικής δραστηριότητας (39).

(105)

Μάλιστα, κατά πάγια νομολογία, υφίσταται πλεονέκτημα όταν οι δημόσιες αρχές απαλλάσσουν επιχειρήσεις από το κόστος που συνδέεται άρρηκτα με τις οικονομικές δραστηριότητές τους (40). Συνεπώς, όταν σε ένα νομικό σύστημα απαιτείται συνήθως από τους φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένων να επιβαρύνονται με τις δαπάνες ορισμένων υπηρεσιών, τότε οι φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένων που δεν επιβαρύνονται με τις εν λόγω δαπάνες, ενδέχεται να έχουν πλεονέκτημα, ακόμη και αν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες θεωρούνται αυτές καθαυτές μη οικονομικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, κρίνεται απαραίτητη η ανάλυση του νομικού πλαισίου που διέπει έναν φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα, ούτως ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον οι φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένων υποχρεούνται δυνάμει του εν λόγω νομικού πλαισίου να επιβαρύνονται με τις δαπάνες της άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων, οι οποίες ενδέχεται να είναι αυτές καθαυτές μη οικονομικού χαρακτήρα, αλλά συνδέονται άρρηκτα με την ανάπτυξη των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.

(106)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 2ας Ιουλίου 2013 δεν αξιολόγησε κατά πόσον το πολωνικό δίκαιο απαιτεί από τους φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένων να επιβαρύνονται με τις δαπάνες των υπηρεσιών που υποστηρίζεται ότι είναι μη οικονομικού χαρακτήρα. Στην εν λόγω απόφαση ορίζεται ρητώς ότι οι επενδύσεις σε κτίρια και εξοπλισμό για πυροσβέστες, τελωνειακούς υπαλλήλους, υπαλλήλους ασφάλειας αερολιμένα, αστυνομικούς και συνοριοφύλακες εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (41). Όπως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 18, η Επιτροπή θεωρεί ότι, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεν θα πρέπει να αμφισβητήσει στην τελική της απόφαση το συμπέρασμα αυτό.

(107)

Το ποσό των […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ) που αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας για τις επενδυτικές δαπάνες σε κτίρια και εξοπλισμό που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου αφορά τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012. Σύμφωνα με τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, οι δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου ανέρχονται σε […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ) (42) και η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 αναφέρει ένα ποσό […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ) (43).

(108)

Ως εκ τούτου, υπό το φως των ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση των μελετών ΑΙΕΟΑ του 2010 και 2011, η Επιτροπή θα εξαιρέσει το μέρος των επενδύσεων που αφορά δραστηριότητες οι οποίες υποστηρίζεται ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου. Και δεδομένου ότι η χρηματοδότηση αυτού του μέρους των επενδύσεων δεν θεωρείται ότι συνιστά κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή δεν θα ζητήσει την ανάκτησή του.

5.1.2.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(109)

Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης εφαρμόζεται σε οιοδήποτε πλεονέκτημα παρέχεται με κρατικούς πόρους είτε από το ίδιο το κράτος είτε από ενδιάμεσο φορέα ο οποίος ενεργεί δυνάμει εξουσιών που του έχουν εκχωρηθεί (44). Για τους σκοπούς του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ, οι πόροι των τοπικών αρχών λογίζονται ως κρατικοί πόροι (45). Στην παρούσα υπόθεση, οι εισφορές κεφαλαίου προς την εταιρεία Gdynia-Kosakowo Airport Ltd προέρχονται από τους προϋπολογισμούς δύο τοπικών αρχών, της Gdynia και του Kosakowo. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι πόροι των δύο εμπλεκόμενων δήμων συνιστούν κρατικούς πόρους.

(110)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν έχει σημασία αν το μέτρο λαμβάνει τη μορφή άμεσης επιχορήγησης (χρηματική συνεισφορά της Gdynia και του Kosakowo) ή τη μορφή κεφαλαιοποίησης μέρους του χρέους του φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα προς έναν από τους δημόσιους μετόχους του (δηλ. του μισθώματος που οφείλεται στο Kosakowo). Τα έσοδα από εκμισθώσεις αποτελούν μέρος των χρηματοδοτικών πόρων του Kosakowo και, ως εκ τούτου, συνιστούν κρατικούς πόρους.

(111)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εισφορές κεφαλαίου στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους και καταλογίζονται στο κράτος.

5.1.3.   Οικονομικό πλεονέκτημα

5.1.3.1.   Συμπέρασμα

(112)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Πολωνία ισχυρίζεται, από τη μία πλευρά, ότι οι εισφορές κεφαλαίου συνάδουν με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς ενώ, από την άλλη, θεωρεί ότι η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη, διότι ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δεν θα υλοποιούσε την επένδυση χωρίς τη χορήγηση της δημόσιας χρηματοδότησης.

(113)

Προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον το υπό εξέταση μέτρο στην παρούσα υπόθεση παρέχει στην εταιρεία Gdynia-Kosakowo Airport Ltd πλεονέκτημα που δεν θα απολάμβανε υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, η Επιτροπή πρέπει να συγκρίνει τη συμπεριφορά των δημόσιων μετόχων του φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα με τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς που κατευθύνεται με γνώμονα την προοπτική μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας (46).

(114)

Στην αξιολόγηση δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τυχόν θετικές επιπτώσεις στην οικονομία της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται ο αερολιμένας, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το ζητούμενο κατά την εφαρμογή της μελέτης ΑΙΕΟΑ είναι «να κριθεί αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ιδιώτης εταίρος στηριζόμενος στις προβλέψιμες δυνατότητες αποδοτικότητας, ανεξάρτητα από κάθε άποψη κοινωνικής, περιφερειακής ή κλαδικής πολιτικής, θα είχε προβεί σε παρόμοια εισφορά κεφαλαίου» (47).

(115)

Η Πολωνία ισχυρίζεται ότι τα υπό εξέταση μέτρα δεν παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στον αερολιμένα της Gdynia, διότι τηρούν την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Όπως επισημαίνεται στην ενότητα 3.1, προς επίρρωση αυτού του επιχειρήματος, η Πολωνία υπέβαλε τα αποτελέσματα μελετών ΑΙΕΟΑ που εκπονήθηκαν από την PWC (48). Τον Νοέμβριο του 2013 η Πολωνία υπέβαλε περαιτέρω πληροφορίες, από τις οποίες προέκυπτε ότι νέες πηγές εσόδων (δηλαδή η πώληση καυσίμων και η παροχή υπηρεσιών πλοήγησης) θα βελτίωναν την καθαρή τρέχουσα αξία του έργου. Κατά τη χρονική στιγμή έκδοσης της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Πολωνία είχε υποβάλει μόνο τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012.

(116)

Παρά το γεγονός ότι, δυνάμει της συμφωνίας του 2011 μεταξύ των μετόχων, η Gdynia και το Kosakowo είχαν δεσμευθεί να προβούν σε χρηματικές συνεισφορές και συνεισφορές σε είδος για τη χρηματοδότηση του επενδυτικού έργου έως το έτος 2040, η Πολωνία ισχυρίζεται ότι μόνο η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 και οι μεταγενέστερες πληροφορίες σχετικά με τις πρόσθετες ροές εσόδων είναι συναφείς για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των εισφορών κεφαλαίου με την εσωτερική αγορά.

(117)

Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα εξετάσει πρώτα το επιχείρημα των πολωνικών αρχών ότι το ερώτημα κατά πόσον ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα αποκόμισε πλεονέκτημα θα πρέπει να εκτιμηθεί με βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 και τις μεταγενέστερες πληροφορίες και όχι, ως εκ τούτου, με βάση τις μελέτες ΑΙΕΟΑ του 2010 και το 2011 (ενότητα 5.1.3.2). Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα αξιολογήσει κατά πόσον τηρείται η αρχή του ιδιωτικού επενδυτή στην οικονομία της αγοράς επί τη βάσει, αντιστοίχως, της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 (ενότητα 5.1.3.3), της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2011, και της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012 (ενότητα 5.1.3.4).

5.1.3.2.   Η συνάφεια της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 για την εκτίμηση του οικονομικού πλεονεκτήματος

(118)

Στην απόφασή του στην υπόθεση Stardust Marine, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, «για να εξακριβωθεί αν το Δημόσιο επέδειξε συμπεριφορά συνετού επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του Δημοσίου ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη πρέπει να κριθεί εντός του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης και να αποφευχθεί οποιαδήποτε εκτίμηση με βάση μεταγενέστερες καταστάσεις» (49).

(119)

Επιπλέον, στην απόφασή του στην υπόθεση EDF, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, «[…] οικονομικές εκτιμήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόστηκε δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος» (50).

(120)

Προκειμένου να είναι σε θέση να εφαρμόσει την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, η Επιτροπή πρέπει να θέσει εαυτόν στο πλαίσιο της περιόδου κατά την οποία ελήφθησαν οι επιμέρους αποφάσεις σχετικά με τη μετατροπή του πρώην στρατιωτικού αερολιμένα σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Η Επιτροπή πρέπει επίσης να βασίσει την αξιολόγησή της στις πληροφορίες και τις υποθέσεις που είχαν στη διάθεσή τους οι δημόσιοι μέτοχοι κατά τη χρονική στιγμή της λήψης της απόφασης σχετικά με τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις του επενδυτικού έργου.

(121)

Η Επιτροπή χαρακτηρίζει τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 ως την πλέον συναφή προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι δημοτικές αρχές της Gdynia και του Kosakowo ενήργησαν με την ιδιότητα του ιδιώτη επενδυτή. Πράγματι, η αξιολόγηση σχετικά με το κατά πόσον η κρατική παρέμβαση συνάδει με τους όρους της αγοράς πρέπει να διενεργηθεί βάσει εκ των προτέρων ανάλυσης, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων στοιχείων και δεδομένων κατά τη χρονική στιγμή που ελήφθη η απόφαση σχετικά με την επένδυση.

(122)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι πριν από το 2010 είχαν διενεργηθεί μόνο μελέτες και προπαρασκευαστικές εργασίες για το υπό εξέταση επενδυτικό έργο. Περιελάμβαναν το γενικό σχέδιο του επενδυτικού έργου, την περιβαλλοντική έκθεση, τον τεχνικό φάκελο για τον τερματικό σταθμό γενικής αεροπορίας, τον τεχνικό φάκελο για το κτίριο της διοίκησης και το κτίριο της πυροσβεστικής υπηρεσίας, εξειδικευμένα αεροπορικά έγγραφα και άλλες μελέτες. Έως το τέλος του 2010, το κόστος των εν λόγω μελετών ανερχόταν στο ποσό των […] εκατ. PLN ([…] ευρώ) (51).

(123)

Επιπλέον, η Πολωνία αναφέρει ότι οι δημόσιοι μέτοχοι του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα ολοκλήρωσαν τις προπαρασκευαστικές εργασίες για το υπό εξέταση επενδυτικό έργο το 2010. Κατά το ίδιο έτος, οι δημόσιοι μέτοχοι αύξησαν το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας στο ποσό των 6,05 εκατ. PLN (περίπου 1,5 εκατ. ευρώ), με σκοπό την υλοποίηση του επενδυτικού έργου. Οι κυριότερες επενδύσεις σε πάγια στοιχεία ενεργητικού (όπως η κατασκευή του τερματικού σταθμού γενικής αεροπορίας) είχαν προγραμματιστεί να ξεκινήσουν το 2011, αλλά ξεκίνησαν τελικά το 2012. Η Επιτροπή φρονεί ότι οποιοσδήποτε ιδιώτης επενδυτής θα είχε προβεί σε εκτίμηση της αναμενόμενης αποδοτικότητας του έργου εκείνη τη χρονική στιγμή. Εάν από το επενδυτικό σχέδιο δεν προέκυπτε αποδεκτός συντελεστής απόδοσης ή εάν το επενδυτικό σχέδιο βασιζόταν σε αμφισβητήσιμες υποθέσεις, ο ιδιώτης επενδυτής δεν θα ξεκινούσε την υλοποίηση του σχεδίου και δεν θα δαπανούσε για το εν λόγω σχέδιο άλλα χρήματα, επιπλέον των χρημάτων που θα είχε ήδη δαπανήσει για τις προπαρασκευαστικές εργασίες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 122. Όσον αφορά τις εισφορές κεφαλαίου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πρώτη σημαντική εισφορά κεφαλαίου ύψους 4,4 εκατ. PLN αποφασίστηκε στις 29 Ιουλίου 2010 (τετραπλασιάζοντας σχεδόν το υφιστάμενο κεφάλαιο ύψους 1,7 εκατ. PLN), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 στις 16 Ιουλίου 2010. Επιπροσθέτως, η συμφωνία των μετόχων σχετικά με τις περαιτέρω αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας έως το 2040 (που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 28) υπεγράφη στις 11 Μαρτίου 2011 (52) (δηλ. πριν ακόμη ολοκληρωθεί η δεύτερη μελέτη ΑΙΕΟΑ στις 13 Μαΐου 2011). Επιπλέον, η επιχειρησιακή συμφωνία με τον στρατιωτικό χρήστη του αερολιμένα και η σύμβαση παραχώρησης της έκτασης (όπως προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 27) συνάφθηκαν ταυτόχρονα, στις 7 και 11 Μαρτίου 2011 αντίστοιχα. Επίσης, το Kosakowo σύναψε με το Δημόσιο Ταμείο συμφωνία μίσθωσης για την έκταση στην οποία βρίσκεται ο στρατιωτικός αερολιμένας, στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, λίγους μήνες μετά τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 26). Η έκταση αυτή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο για την κατασκευή νέου αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 25 και 59).

(124)

Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι η Πολωνία διαβεβαίωσε (53) ότι η απόφαση της 29ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την εισφορά κεφαλαίου βασίστηκε στην οικονομική εκτίμηση του έργου που συμπεριλαμβανόταν στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010. Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι, στο συγκεκριμένο στάδιο, οι δημόσιοι μέτοχοι είχαν αναμφισβήτητα δεσμευτεί ως προς την υλοποίηση του εν λόγω επενδυτικού έργου, η οποία θα είχε διάρκεια 30 έτη και υπόκειτο σε συμβατικές κυρώσεις σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των μερών έως την ολοκλήρωση του έργου τον Σεπτέμβριο του 2040, όπως ορίζεται στη συμφωνία των μετόχων (που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 28).

(125)

Μέχρι την ολοκλήρωση της πρώτης επικαιροποιημένης μελέτης ΑΙΕΟΑ που εκπονήθηκε το 2011, οι δημόσιοι μέτοχοι είχαν ήδη προβεί σε εισφορές κεφαλαίου ύψους 6,05 εκατ. PLN (βλέπε πίνακα 3). Επιπλέον, μέχρι την οριστικοποίηση της δεύτερης επικαιροποιημένης μελέτης ΑΙΕΟΑ τον Ιούλιο του 2012, οι δημόσιοι μέτοχοι είχαν συνεισφέρει στην εταιρεία το συνολικό πόσο των 64,810 εκατ. PLN (ήτοι περίπου το 70 % των συνολικών εισφορών κεφαλαίου).

(126)

Πέραν των εισφορών κεφαλαίου στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα που περιγράφονται ανωτέρω, οι διάφορες μελέτες ΑΙΕΟΑ που υποβλήθηκαν από τις πολωνικές αρχές περιγράφουν επίσης τις προβλεπόμενες κεφαλαιουχικές δαπάνες (δηλ. εκροές κεφαλαίου) έως το 2030. Ειδικότερα, και όπως περιγράφεται στον πίνακα 1, η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 δείχνει ότι οι επενδύσεις σε πάγια στοιχεία ενεργητικού πρέπει να χωρίζονται σε 4 φάσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες που υπέβαλε η Πολωνία, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες το 2012 ανήλθαν σε […] εκατ. PLN (εκ των οποίων ποσοστό άνω του 50 % είχε δαπανηθεί πριν ακόμη ξεκινήσει η εκπόνηση της επικαιροποιημένης μελέτης του 2012). Στο σχήμα 1 παρουσιάζονται οι ετήσιες (ονομαστικές) κεφαλαιουχικές δαπάνες, όπως προβλέπονται στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 (αφαιρέθηκαν ωστόσο οι δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου).

Σχήμα 1

Ετήσιες κεφαλαιουχικές δαπάνες (μελέτη ΑΙΕΟΑ 2012, εκτός των δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου)

[…]

(127)

Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 και στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 αξιολογήθηκαν μόνο οι τροποποιήσεις της αρχικής απόφασης σχετικά με την έναρξη υλοποίησης του επενδυτικού έργου, η οποία ελήφθη το 2010 με βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010. Στις δύο μελέτες που ακολούθησαν καταδεικνύεται ότι οι μέτοχοι βασίστηκαν στις εξελίξεις της αγοράς και αναθεώρησαν αναλόγως την εμβέλεια του έργου (είτε προς τα επάνω είτε προς τα κάτω, σε συνάρτηση με το είδος της επένδυσης). Ωστόσο, οι τροποποιήσεις αυτές ήταν αμελητέες σε σύγκριση με τη συνολική απόφαση μετατροπής της στρατιωτικής βάσης σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Στο σχήμα 2 παρουσιάζονται οι (ονομαστικές) κεφαλαιουχικές δαπάνες, όπως προβλέπονται στις μελέτες ΑΙΕΟΑ του 2010, 2011 και 2012 (εξαιρουμένων των δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου). Όπως γίνεται αντιληπτό, παρά την επικαιροποίηση τόσο του χρονοδιαγράμματος όσο και της έκτασης των επενδύσεων κατά τα έτη 2011 και 2012, οι σχετικές τροποποιήσεις δεν ήταν σημαντικές σε σύγκριση με το συνολικό μέγεθος του έργου. Το 2010 οι ονομαστικές κεφαλαιουχικές δαπάνες εκτιμήθηκαν περίπου στο ποσό των […] εκατ. PLN και το ποσό αυτό αυξήθηκε […] σε περίπου […] εκατ. PLN το 2011 (κυρίως λόγω των νέων επενδύσεων σε οδικές υποδομές).

Σχήμα 2

Κεφαλαιουχικές δαπάνες (σε χιλιάδες PLN), όπως προβλέπονται στις μελέτες ΑΙΕΟΑ του 2010, 2011 και 2012 (εξαιρουμένων των δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου)

[…]

(128)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 122 και 127 η Επιτροπή εκτιμά ότι, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η Gdynia και το Kosakowo επέδειξαν συμπεριφορά συνετού ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, πρέπει πρωτίστως να βασίσει την αξιολόγησή της στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, αγνοώντας κάθε περαιτέρω εξέλιξη και πληροφορία που δεν είχαν στη διάθεσή τους οι εν λόγω δημόσιοι μέτοχοι κατά τη χρονική στιγμή που έλαβαν την απόφαση υλοποίησης του συγκεκριμένου επενδυτικού έργου.

(129)

Είναι αναμενόμενο ένας ιδιώτης επενδυτής να αναπροσαρμόσει το επενδυτικό του σχέδιο κατά τη διάρκεια υλοποίησής του λόγω μεταβαλλόμενων περιστάσεων. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει αν ο ιδιώτης επενδυτής θα είχε αναλάβει το έργο μετατροπής ενός στρατιωτικού αερολιμένα σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να προσδιορίσει πότε ακριβώς ελήφθη η βασική απόφαση εκτέλεσης του έργου. Με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στον φάκελο (εισφορές κεφαλαίου, συμφωνία μίσθωσης και συμφωνία παραχώρησης), τα βασικά βήματα είχαν ήδη γίνει πριν από τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011. Δεδομένου ότι οποιοσδήποτε ιδιώτης επενδυτής θα προέβαινε σε εκ των προτέρων αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής αποδοτικότητας ενός έργου πριν από τη δέσμευση σημαντικών πόρων ή τη σύναψη δεσμευτικών συμβατικών ρυθμίσεων, η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 είναι η πλέον συναφής ανάλυση για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της επένδυσης με την αγορά.

(130)

Οι μελέτες ΑΙΕΟΑ του 2011 και του 2012 αποτελούν αναπροσαρμογές του αρχικού επενδυτικού σχεδίου, βάσει του οποίου είχε ληφθεί η αρχική απόφαση για την έναρξη του έργου μετατροπής του στρατιωτικού αερολιμένα. Ως εκ τούτου, οι εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν αυτών των μεταγενέστερων μελετών ΑΙΕΟΑ δεν μπορούν να εξεταστούν μεμονωμένα.

5.1.3.3.   Εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς με βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010

(131)

Η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 βασίζεται σε επιχειρηματικό σχέδιο στο οποίο προβλέπονται μελλοντικές ταμειακές ροές για την περίοδο 2010-2040. Κατά τη χρονική περίοδο εκπόνησης της μελέτης ΑΙΕΟΑ, η Πολωνία προέβλεπε ότι ο αερολιμένας θα μπορούσε να αρχίσει να εξυπηρετεί πτήσεις γενικής αεροπορίας το 2011, ναυλωμένες πτήσεις το 2013 και ΑΧΚ το 2015. Με τον τρόπο αυτό αναμενόταν να επιτευχθεί σταθερή αύξηση του αριθμού των εξυπηρετούμενων επιβατών από […] επιβάτες το 2013 σε σχεδόν […] εκατομμύρια επιβάτες το 2024 και 1,753 εκατομμύρια επιβάτες το 2040 (όπως παρουσιάζεται στον πίνακα 5 κατωτέρω).

Πίνακας 5

Προβλέψεις κίνησης για τον αερολιμένα της Gdynia που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 (σε χιλιάδες)

Προβλεπόμενη εξέλιξη της επιβατικής κίνησης (ΑΙΕΟΑ 2010)

Έτος

2013

2014

2015

2016

2020

2024

2028

2032

2036

2040

Αριθ. επιβατών

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

1 752 835

(132)

Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, όπως υποβλήθηκε από την Πολωνία, περιλαμβάνεται το κεφάλαιο που απαιτείται για τη χρηματοδότηση των δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου αλλά οι εν λόγω δαπάνες δεν προσδιορίζονται ποσοτικά. Από την άλλη πλευρά, στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 εξαιρούνται οι εν λόγω κεφαλαιουχικές δαπάνες αλλά δεν προσδιορίζονται ποσοτικά. Η εμβέλεια του επενδυτικού σχεδίου στις μελέτες ΑΙΕΟΑ του 2010 και του 2011 είναι ουσιαστικά η ίδια. Πέραν της εξαίρεσης των δαπανών που εμπίπτουν στις δραστηριότητες του Δημοσίου, η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 διαφέρει από τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 μόνο στο μέτρο που περιλαμβάνει επικαιροποιημένα στοιχεία σχετικά με τις δαπάνες και το προεξοφλητικό επιτόκιο, τις επιβεβαιωμένες δαπάνες των οδικών υποδομών, το οικονομικό αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης που υπογράφηκε από το Kosakowo και τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, καθώς και το χρονοδιάγραμμα εισφορών κεφαλαίου που συμφωνήθηκαν από το Kosakowo και τη Gdynia. Ως εκ τούτου, για να αφαιρέσει τις δαπάνες που εικάζεται ότι εμπίπτουν στις δραστηριότητες του Δημοσίου από τους υπολογισμούς της καθαρής τρέχουσας αξίας στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, η Επιτροπή εφάρμοσε την ίδια μεθοδολογία με αυτή που εφαρμόζεται στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 για τον προσδιορισμό του μεριδίου των κεφαλαιακών επενδύσεων που αντιστοιχεί στις δαπάνες που εμπίπτουν στις δραστηριότητες του Δημοσίου. Ειδικότερα, στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 αναφέρεται (54) ότι ποσοστό […] % των δαπανών για τερματικούς σταθμούς (επιβατικής κίνησης και γενικής αεροπορίας) θεωρείται ότι εμπίπτει στις δραστηριότητες του Δημοσίου· ποσοστό […] % των δαπανών για το κτίριο πολλαπλών χρήσεων που στεγάζει την πυροσβεστική εμπίπτει στις δραστηριότητες του Δημοσίου, όπως και το σύνολο των δαπανών που αφορούν την περίφραξη, τον εξοπλισμό παρακολούθησης, τον εξοπλισμό ελέγχου αποσκευών και τον εξοπλισμό για την υπηρεσία ασφάλειας αερολιμένα (συνολικά […] εκατ. PLN ή […] εκατ. ευρώ). Εξαιρώντας τις ίδιες κεφαλαιουχικές δαπάνες και χρησιμοποιώντας το ίδιο μερίδιο δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου για τα διάφορα κτίρια (εφόσον τα στοιχεία αυτά βασίζονται στο εμβαδόν που αποδίδεται σε λειτουργίες ασφαλείας στα συγκεκριμένα κτίρια, το οποίο δεν μεταβλήθηκε στο διάστημα μεταξύ των δύο μελετών), η Επιτροπή υπολόγισε το μερίδιο των επενδυτικών δαπανών στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, θα πρέπει να εξαιρεθεί από την ΑΙΕΟΑ διότι εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Δημοσίου. Οι εν λόγω δαπάνες ανέρχονται στο ποσό των […] εκατ. PLN (ή […] εκατ. ευρώ).

(133)

Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, η εταιρεία αναμενόταν να καταστεί αποδοτική σε επίπεδο κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) από το 2018 και μετά. Ωστόσο, σε σωρευτική βάση (δηλαδή αθροίζοντας ετησίως τις ταμειακές ροές των προηγούμενων ετών), οι συνολικές προεξοφλημένες ταμειακές ροές καθ' όλη την περίοδο 2010-2040 αναμένεται να έχουν αρνητικό πρόσημο (όπως απεικονίζεται στο σχήμα3). Με άλλα λόγια, οι θετικές ταμειακές ροές που αναμένεται να δημιουργηθούν από το 2018 και μετά δεν είναι αρκετά υψηλές ώστε να αντισταθμίσουν τις υψηλές αρνητικές ταμειακές ροές των αρχικών επενδυτικών περιόδων. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι σωρευτικές προεξοφλημένες ταμειακές ροές του έργου αναμένεται να παραμείνουν αρνητικές έως το 2040.

Σχήμα 3

Σωρευτικές προεξοφλημένες ταμειακές ροές σε χιλιάδες PLN (μελέτη ΑΙΕΟΑ 2010)

[…]

Πηγή: Με βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 και εξαιρουμένων των δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου.

(134)

Μετά το 2040, η αξία του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα αναμένεται να παρουσιάζει αύξηση στο διηνεκές, με σταθερό ρυθμό αύξησης της ελεύθερης ταμειακής ροής […] %. Με βάση αυτή την υπόθεση, η Πολωνία υπολόγισε την τελική αξία για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα το 2040. Η προεξοφλημένη τελική αξία ανέρχεται στο ποσό των […] εκατ. PLN. Η αρχική μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 καταλήγει σε εκτίμηση θετικής καθαρής θέσης (55) αξίας […] εκατ. PLN (ήτοι περίπου […] εκατ. ευρώ). Αυτή η θετική καθαρή θέση οφείλεται στη διαφορά με την τελική αξία […] εκατ. PLN, η οποία είναι υψηλότερη σε απόλυτους όρους από την καθαρή τρέχουσα αξία της ελεύθερης ταμειακής ροής προς την εταιρεία (FCFF) που εκτιμάται στο ποσό των […] εκατ. PLN την περίοδο 2010-2040. Επιπλέον, ο εκτιμώμενος συντελεστής εσωτερικής απόδοσης του επενδυτικού έργου της τάξης του […] % είναι υψηλότερος από το προβλεπόμενο κόστος κεφαλαίου του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα ([…] %). Εξαιρουμένων των δαπανών που εμπίπτουν στις δραστηριότητες του Δημοσίου, η καθαρή τρέχουσα αξία της ελεύθερης ταμειακής ροής προς την εταιρεία (FCFF) παραμένει αρνητική στα […] εκατ. PLN και το έργο καθίσταται αποδοτικό μόνο χάρη στην τελική αξία που υπολογίζεται σε […] εκατ. PLN. Η θετική καθαρή θέση του έργου (εξαιρουμένων των δαπανών που εμπίπτουν στις δραστηριότητες του Δημοσίου) ανέρχεται επομένως στα […] εκατ. PLN (ήτοι περίπου […] εκατ. ευρώ).

(135)

Ως εκ τούτου, το έργο καθίσταται αποδοτικό μόνο με την υπόθεση ότι, μετά την 30ετή περίοδο παραχώρησης, ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα εξακολουθήσει να εκμεταλλεύεται τον αερολιμένα στο διηνεκές και θα παρουσιάζει σταθερό ρυθμό ανάπτυξης […] % ετησίως (ήτοι την τελική αξία (56)). Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 27, η έκταση στην οποία είναι κατασκευασμένος ο αερολιμένας ανήκει στην ιδιοκτησία του πολωνικού Δημοσίου, το οποίο την εκμίσθωσε στο Kosakowo για περίοδο 30 ετών έως τον Σεπτέμβριο του 2040. Στη συνέχεια, το Kosakowo παραχώρησε την έκταση για 30 έτη στην εταιρεία Gdynia-Kosakowo Airport Ltd. Επομένως, σύμφωνα με το ισχύον πολωνικό δίκαιο (άρθρα 48 και 191 του Αστικού Κώδικα), όλα τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις που κατασκευάζονται στο εκμισθωμένο ακίνητο και τα οποία είναι μόνιμα θεμελιωμένα σε αυτό ανήκουν στην ιδιοκτησία του ιδιοκτήτη του ακινήτου (το Δημόσιο) και όχι στην ιδιοκτησία της Gdynia-Kosakowo Airport Ltd ή του Kosakowo. Στη συμφωνία μίσθωσης ορίζεται ότι το μισθωμένο ακίνητο πρέπει να επιστραφεί στον κύριο του ακινήτου εντός […] μετά την λήξη της συμφωνίας μίσθωσης [§ 4(16)]. Στη συμφωνία μίσθωσης δεν προβλέπεται μονομερές δικαίωμα παράτασης της μίσθωσης μετά την περίοδο αυτή ή δικαίωμα αποζημίωσης για επενδύσεις σε υποδομές αερολιμένα. Επίσης, δεν είναι καθόλου σαφές αν βάσει των γενικών διατάξεων του πολωνικού αστικού δικαίου είναι δυνατό να εγερθεί αξίωση τέτοιου είδους δικαιωμάτων. Επιπλέον, στη συμφωνία μίσθωσης [§ 4(11)] και στη συμφωνία παραχώρησης [§ 5(4)] προβλέπεται ότι, σε περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης του αεροδρομίου παύσει την οικονομική του δραστηριότητα, οι υποδομές πρέπει να παραδοθούν στο Δημόσιο χωρίς αποζημίωση. Επομένως, φαίνεται παράλογο να βασιστούν οι εκτιμήσεις στο ακριβές ποσό που προσδιορίζεται στη μελέτη καθώς, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας μίσθωσης της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, οι υποδομές του αερολιμένα δεν ανήκουν στην ιδιοκτησία ούτε του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα ούτε των μετόχων. Συνεπώς, η τελική αξία της επένδυσης στην οποία βασίστηκαν οι μελέτες ΑΙΕΟΑ δεν είναι αξιόπιστη και πολύ πιθανόν να είναι σημαντικά υπερτιμημένη.

(136)

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο αποφασιστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα της Gdynia είναι τα προβλεπόμενα έσοδα, τα οποία θα εξαρτηθούν από τον όγκο των επιβατών και από το επίπεδο των αερολιμενικών τελών που θα καταβάλλουν οι αεροπορικές εταιρείες. Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, τα έσοδα από τις πτήσεις ΑΧΚ και τις ναυλωμένες πτήσεις (τέλη επιβατών, προσγείωσης και παραμονής) αντιστοιχούν στο [80-90] % των συνολικών εσόδων το 2040 και κατά μέσο όρο στο [80-90] % των συνολικών εσόδων καθ' όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ήτοι από το 2010 έως το 2040. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις της Πολωνίας ότι οι δραστηριότητες του αερολιμένα της Gdynia θα είναι συμπληρωματικές των δραστηριοτήτων του αερολιμένα του Gdańsk διότι ο αερολιμένας της Gdynia θα επικεντρώνεται σε δραστηριότητες γενικής αεροπορίας. Στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα στοιχεία, οι πτήσεις ΑΧΚ και οι ναυλωμένες πτήσεις αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων για τα περισσότερα έτη στα οποία αναφέρονται οι προβλέψεις. Πλην όμως, όπως επεξηγείται λεπτομερέστερα στη συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του αερολιμένα του Gdańsk προέρχεται επίσης από πτήσεις ΑΧΚ και ναυλωμένες πτήσεις (βλέπε αιτιολογική σκέψη 140).

(137)

Λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση μεταξύ των επιβατών και των αερομεταφορέων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο αερολιμένας της Gdynia αναμένεται να έχει την ίδια ζώνη επιρροής με τον αερολιμένα του Gdańsk, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χλμ. περίπου από τον αερολιμένα Gdynia-Kosakowo. Ο αερολιμένας του Gdańsk επεκτάθηκε το 2012, ούτως ώστε να είναι σε θέση να εξυπηρετεί έως και 5 εκατομμύρια επιβάτες, ενώ προγραμματίζεται νέα επέκτασή του το 2015 για την εξυπηρέτηση έως και 7 εκατομμυρίων επιβατών. Το χρονοδιάγραμμα της επέκτασης αυτής είχε ήδη δημοσιοποιηθεί το 2010, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα εκπόνησης της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010. (57) Επιπλέον, η δημόσια χρηματοδότηση για την επέκταση του αερολιμένα του Gdańsk ώστε να εξυπηρετεί 5 εκατομμύρια επιβάτες είχε κοινοποιηθεί επίσης στην Επιτροπή στις 24 Σεπτεμβρίου 2008, στο πλαίσιο της υπόθεσης κρατικής ενίσχυσης αριθ. N 472/08, και είχε εγκριθεί από την Επιτροπή στις 5 Φεβρουαρίου 2009 (58).

(138)

Η Πολωνία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι το γενικό σχέδιο που καταρτίστηκε για τον αερολιμένα του Gdańsk το 2010 (59) προβλέπει επέκταση του διαδρόμου προσαπογείωσης, των χώρων στάθμευσης αεροσκαφών και άλλων αερολιμενικών υποδομών, σε συνέχεια της οποίας ο αερολιμένας του Gdańsk θα είναι στο μέλλον σε θέση να εξυπηρετεί περισσότερα από 10 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως.

(139)

Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι το 2010 ο αερολιμένας του Gdańsk εξυπηρέτησε 2,2 εκατομμύρια επιβάτες (δηλαδή χρησιμοποίησε ποσοστό 45 % της ικανότητας εξυπηρέτησης που διαθέτει, συνυπολογιζομένης της υπό κατασκευή ικανότητας). Σύμφωνα με τις προβλέψεις για τον αερολιμένα του Gdańsk, έως το 2020 θα χρησιμοποιεί μόλις το 50 έως 60 % της διαθέσιμης ικανότητάς του για εξυπηρέτηση επιβατών (60). Στις ανωτέρω προβλέψεις δεν λαμβάνεται υπόψη η έναρξη λειτουργίας του αερολιμένα της Gdynia (δηλαδή θεωρείται ότι το σύνολο της ζήτησης στη συγκεκριμένη ζώνη επιρροής θα καλύπτεται από τον αερολιμένα του Gdańsk). Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο αερολιμένας του Gdańsk θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση στην περιοχή για μεγάλη χρονική περίοδο, δηλαδή τουλάχιστον έως το 2030, ακόμα και σε περίπτωση που σημειωθεί δυναμική αύξηση της επιβατικής κίνησης.

(140)

Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, σύμφωνα με τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 για τον αερολιμένα της Gdynia, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του ([80 — 90] % κατά μέσο όρο για το σύνολο της περιόδου 2012 — 2040) αναμένεται ότι θα προέρχεται από ΑΧΚ και εταιρείες ναυλωμένων πτήσεων. Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι και ο αερολιμένας του Gdańsk εξυπηρετεί επίσης κατά κύριο λόγο ΑΧΚ και εταιρείες ναυλωμένων πτήσεων. Το 2010 οι πτήσεις ΑΧΚ και οι ναυλωμένες πτήσεις αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 72 % του συνόλου των επιβατών που εξυπηρέτησε ο αερολιμένας του Gdańsk (61).

(141)

Με δεδομένη την εγγύτητα σε έναν άλλο εδραιωμένο και μη κορεσμένο αερολιμένα που ακολουθεί το ίδιο επιχειρηματικό μοντέλο και θα διαθέτει σημαντική αναξιοποίητη ικανότητα εξυπηρέτησης μακροπρόθεσμα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η δυνατότητα του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα της Gdynia να προσελκύει κίνηση και επιβάτες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο των αερολιμενικών τελών που θα προσφέρει στις αεροπορικές εταιρείες, ιδίως σε σύγκριση με εκείνα που θα χρεώνονται από τους κοντινότερους ανταγωνιστές του.

(142)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 προβλέπει ότι τα τέλη επιβατών για τις ναυλωμένες πτήσεις και τις πτήσεις που εκτελούνται από ΑΚΧ θα ανέρχονται σε 25 PLN/επιβάτη (6,25 ευρώ) έως το 2014 και σε 40 PLN/επιβάτη (10 ευρώ) από το 2015 (έως το 2040). Τα τέλη προσγείωσης για τις ίδιες πτήσεις ορίστηκαν σε 25 PLN/τόνο (6,25 ευρώ) για ολόκληρη την περίοδο (το μέσο μέγιστο βάρος απογείωσης εκτιμήθηκε σε 70 τόνους), ενώ τα τέλη παραμονής υπολογίστηκαν σε 4 PLN (1,0 ευρώ) ανά 24ωρο/τόνο (με μέσο μέγιστο βάρος απογείωσης 70 τόνους). Σύμφωνα με τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, οι τιμές ορίστηκαν σε επίπεδα παρόμοια με εκείνα που ίσχυαν σε άλλους περιφερειακούς αερολιμένες κατά την περίοδο διεξαγωγής της μελέτης. Οι τιμές στον αερολιμένα της Gdynia ορίστηκαν επίσης βάσει της υπόθεσης ότι δεν θα υπάρχει ανταγωνισμός από τον αερολιμένα του Gdańsk.

(143)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, σύμφωνα με την κλίμακα τελών που εφαρμόζεται από τον αερολιμένα του Gdańsk από τις 31 Δεκεμβρίου 2008, τα πάγια τέλη επιβατών ανέρχονται σε 48 PLN/επιβάτη (12,0 ευρώ), τα πάγια τέλη προσγείωσης για αεροσκάφη άνω των 2 τόνων (δηλαδή συμπεριλαμβανομένων όλων των αεροσκαφών που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις και των αεροσκαφών που εκτελούν πτήσεις ΑΧΚ) ανέρχονται σε 25 PLN/τόνο (6,25 ευρώ) και τα τέλη παραμονής σε 4,5 PLN/24ωρο/τόνο (1,25 ευρώ).

(144)

Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην κλίμακα τελών που εφαρμόζεται από τον αερολιμένα του Gdańsk προβλέπονται επίσης διάφορες εκπτώσεις και επιστροφές τελών, μεταξύ άλλων για πτήσεις που εκτελούνται από ΑΧΚ. Ο αερολιμένας του Gdańsk χρεώνει μειωμένο τέλος επιβατών 24 PLN/επιβάτη (6 ευρώ) για κάθε νέα αεροπορική σύνδεση (από 1ης Ιανουαρίου 2004) και για κάθε αύξηση της συχνότητας κυκλοφορίας αεροσκαφών με μέγιστο βάρος απογείωσης μεταξύ 50 και 100 τόνους (π.χ. Airbus A320 και Boeing 737 και άλλων αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται από ΑΧΚ). Τα τέλη προσγείωσης που χρεώνονται για τέτοιου είδους συνδέσεις είναι επίσης μειωμένα κατά 50 % (ήτοι 12,5 PLN/τόνο). Ισχύει πλήρης απαλλαγή από τα τέλη παραμονής εάν η συχνότητα μιας σύνδεσης είναι τουλάχιστον 6 φορές εβδομαδιαίως. Επιπλέον, τα πάγια τέλη επιβατών μειώνονται αρχικά κατά 23 PLN για όλους τους επιβάτες που αναχωρούν μέσω προγραμματισμένων εγχώριων συνδέσεων, και στη συνέχεια εφαρμόζεται κατάλληλη έκπτωση. Λαμβάνοντας υπόψη τις εκπτώσεις και τις επιστροφές που ισχύουν στον αερολιμένα του Gdańsk, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα αερολιμενικά τέλη στον αερολιμένα της Gdynia είναι κατά μέσο όρο σαφώς υψηλότερα από εκείνα που χρεώνονται στον εδραιωμένο γειτονικό αερολιμένα. Εφαρμόζοντας τα προαναφερθέντα αερολιμενικά τέλη, ο αερολιμένας της Gdynia, ως νεοεισερχόμενος, δεν θα είναι σε θέση να προσελκύσει σημαντική κίνηση, εφόσον υπάρχει εδραιωμένος αερολιμένας με διαθέσιμη ικανότητα εξυπηρέτησης στην ίδια ζώνη επιρροής, ο οποίος επιβάλλει χαμηλότερα καθαρά τέλη για νέες αεροπορικές συνδέσεις και για την αύξηση της συχνότητας υφιστάμενων συνδέσεων. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι η κλίμακα αερολιμενικών τελών για τον αερολιμένα του Gdańsk προβλέπει ότι η έκπτωση στα τέλη θα ισχύει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028. Δεδομένου ότι στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 (βάσει του επιχειρηματικού σχεδίου του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα εκείνη τη χρονική περίοδο), τα αερολιμενικά τέλη θεωρούνταν ως η βασική πηγή εσόδων του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η λύση αυτή συνιστά απόδειξη ότι η βαρύτητα και η αξιοπιστία της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 δεν επαρκούν ώστε να αποδειχθεί ότι το συγκεκριμένο επενδυτικό έργο θα είχε εκτελεστεί από ιδιώτη επενδυτή.

(145)

Δεδομένου ότι τόσο ο αερολιμένας της Gdynia όσο και ο αερολιμένας του Gdańsk θα εστιάζουν κυρίως σε αερομεταφορείς χαμηλού κόστους και αερομεταφορείς που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις, ότι ο αερολιμένας του Gdańsk δεν χρησιμοποιεί πλήρως την ικανότητα εξυπηρέτησης που διαθέτει, ότι τα πραγματικά τέλη που χρεώνει είναι χαμηλότερα από εκείνα που προβλέπονται στο επιχειρηματικό σχέδιο του αερολιμένα της Gdynia, και δεδομένης της εγγύτητας των δύο αερολιμένων, η Επιτροπή θεωρεί επίσης εσφαλμένη την υπόθεση ότι δεν θα υπάρξει ανταγωνισμός ως προς τις τιμές μεταξύ των δύο αερολιμένων.

(146)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι κατά τον χρόνο εκπόνησης της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010, τα καθαρά τέλη (πάγια τέλη μετά τις ισχύουσες εκπτώσεις) που χρεώνονταν από τον αερολιμένα Bydgoszcz (που απέχει 196 χιλιόμετρα ή 2 ώρες και 19 λεπτά οδικώς από τον αερολιμένα της Gdynia) και τον αερολιμένα Szczecin (που απέχει 296 χιλιόμετρα ή 4 ώρες και 24 λεπτά οδικώς από τον αερολιμένα της Gdynia), τους δύο αμέσως επόμενους εγγύτερους πολωνικούς περιφερειακούς αερολιμένες, ήταν σημαντικά χαμηλότερα (62).

(147)

Με βάση τα ανωτέρω, και δεδομένης της μεγάλης εγγύτητας ενός άλλου μη κορεσμένου αερολιμένα που ακολουθεί το ίδιο επιχειρηματικό μοντέλο, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα αερολιμενικά τέλη που περιλαμβάνονται στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, τα οποία είναι υψηλότερα από εκείνα που εφαρμόζονται στον αερολιμένα του Gdańsk και σε άλλους κοντινούς περιφερειακούς αερολιμένες, δεν είναι ρεαλιστικά. Λαμβάνοντας υπόψη την ανταγωνιστική κατάσταση του αερολιμένα της Gdynia, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προβλέψεις όσον αφορά την κίνηση που περιελάμβανε η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 βασίζονταν σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις.

(148)

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 δεν περιελάμβανε ούτε ανάλυση ευαισθησίας ούτε οποιαδήποτε εκτίμηση της πιθανότητας ενός αποτελέσματος (όπως το χειρότερο δυνατό, το καλύτερο δυνατό και το βασικό σενάριο). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σενάριο που παρουσιάστηκε στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 φαίνεται να βασίζεται σε υπερβολικά αισιόδοξες υποθέσεις όσον αφορά την ανάπτυξη της επιβατικής κίνησης και το επίπεδο των τελών.

(149)

Η Επιτροπή πραγματοποίησε σειρά υπολογισμών ευαισθησίας και διαπιστώνει ότι αρκεί μείωση των ετήσιων εσόδων από τα τέλη επιβατών που συνδέονται με την κίνηση των ΑΧΚ και των ναυλωμένων πτήσεων κατά […] % (κατά τη διάρκεια της περιόδου προβλέψεων 2010-2040) για να καταστήσει το έργο μη αποδοτικό παρά τη σημαντική τελική αξία, που και αυτή δεν είναι βέβαιη, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 135. Μια τέτοιου είδους μείωση των εσόδων θα μπορούσε να σημειωθεί εάν τα τέλη και/ή η κίνηση ήταν χαμηλότερα από τις υποθέσεις. Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί ότι τα αερολιμενικά τέλη στο επιχειρηματικό σχέδιο που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 είναι ήδη κατά […] % υψηλότερα από τα τέλη στον αερολιμένα του Gdańsk (63). Στο πλαίσιο αυτό, είναι μάλλον απίθανο ο αερολιμένας της Gdynia να είναι σε θέση να προσελκύσει κίνηση αν δεν προσφέρει σημαντική έκπτωση στο τέλος των 40 PLN (10 ευρώ) που προβλέπεται στο επιχειρηματικό σχέδιο. Ως εκ τούτου, η υψηλή ευαισθησία της καθαρής τρέχουσας αξίας σε μια φαινομενικά οριακή μείωση των αερολιμενικών τελών (ως απόρροια ρεαλιστικών υποθέσεων) εγείρει σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία του αρχικού επιχειρηματικού σχεδίου.

(150)

Μολονότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 βασίστηκε σε προβλέψεις σχετικά με την κίνηση που ήταν τότε διαθέσιμες και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται εκ των υστέρων διαθέσιμες πληροφορίες για την αξιολόγηση της μελέτης ΑΙΕΟΑ, εντούτοις η Επιτροπή επισημαίνει τον υψηλό βαθμό υπεραισιοδοξίας των εν λόγω προβλέψεων. Για την ακρίβεια, από σύγκριση των προβλέψεων όσον αφορά την κίνηση για το 2010 και το 2012 προκύπτουν σημαντικές διαφορές. Όχι μόνο καθυστέρησε η έναρξη του έργου, αλλά επιπλέον και κατά τη διάρκεια της περιόδου «θετικών EBITDA (κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων)», οι προβλέψεις αναφορικά με την κίνηση μειώθηκαν κατά […] φτάνοντας σε ποσοστό […] % ανά έτος. Μια τόσο σημαντική διόρθωση μετά την παρέλευση μόλις δύο ετών και χωρίς να έχει επέλθει σημαντική μεταβολή των συνθηκών συνιστά χρήσιμη επαλήθευση της λογικής των αρχικών υποθέσεων. Επιπλέον, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι έλεγχοι ευαισθησίας που πραγματοποιήθηκαν από την Επιτροπή (και των οποίων το εύρος είναι συγκριτικά πολύ πιο περιορισμένο) αναδεικνύουν τη μη ρεαλιστική φύση των υποθέσεων βάσει των οποίων προέκυψε το συμπέρασμα ότι το έργο ήταν αξιόλογο.

Πίνακας 6

Σύγκριση των προβλέψεων όσον αφορά την επιβατική κίνηση που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 και τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012

 

2013

2014

2015

2016

2017

2018

2019

2020

2021

Σύνολο επιβατών στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Σύνολο επιβατών στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Διαφορά

 

– 53 %

– 69 %

– 55 %

– 38 %

– 36 %

– 29 %

– 27 %

– 25 %

 

2022

2023

2024

2025

2026

2027

2028

2029

2030

Σύνολο επιβατών στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

1 343 234

Σύνολο επιβατών στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

1 083 746

Διαφορά

– 23 %

– 21 %

– 19 %

– 17 %

– 17 %

– 18 %

– 18 %

– 19 %

– 19 %

(151)

Από περαιτέρω δοκιμές ευαισθησίας καταδεικνύεται ότι το έργο θα έπαυε να είναι αποδοτικό εάν τα συνολικά έσοδα ήταν μόλις κατά […] % χαμηλότερα σε ετήσια βάση για ολόκληρη την περίοδο των προβλέψεων ή εάν τα έσοδα ήταν κατά […] % χαμηλότερα και οι λειτουργικές δαπάνες κατά […] % υψηλότερες. Η αποδοτικότητα της επένδυσης είναι συνεπώς ιδιαίτερα ευαίσθητη σε μικρές αλλαγές στις βασικές υποθέσεις. Η Επιτροπή θεωρεί τις εν λόγω αλλαγές οριακές σε σύγκριση με τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στις μεταγενέστερες μελέτες ΑΙΕΟΑ.

(152)

Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα θετικά αποτελέσματα της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010 βασίζονται επίσης σε μεγάλο βαθμό στην τελική αξία της επένδυσης στο τέλος της περιόδου που καλύπτει το επιχειρηματικό σχέδιο (δηλαδή το 2040). Για την ακρίβεια, οι προεξοφλημένες ταμειακές ροές της εταιρείας για την περίοδο 2010-2040 είναι αρνητικές και ανέρχονται σε (– […] εκατ. PLN). Η προεξοφλημένη τελική αξία στις 30 Ιουνίου 2010 ανέρχεται σε […] εκατ. PLN.

(153)

Όσον αφορά τις υποθέσεις στις οποίες βασίστηκαν οι υπολογισμοί, η τελική αξία υπολογίστηκε με βάση την υπόθεση ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των ταμειακών ροών της επένδυσης μετά το 2040 θα ανερχόταν στο διηνεκές σε ποσοστό […] %. Σύμφωνα με την πάγια πρακτική, ο ρυθμός ανάπτυξης μιας επιχείρησης δεν θα πρέπει να είναι υψηλότερος από εκείνον της οικονομίας στο πλαίσιο της οποίας αυτή δραστηριοποιείται (ήτοι ως προς την αύξηση του ΑΕγχΠ). Για την ακρίβεια, η τελική αξία υπολογίζεται κατά τον χρόνο που η εταιρεία αναμένεται να φτάσει σε πλήρη ωριμότητα και συνεπώς θα έχει ολοκληρωθεί η περίοδος υψηλής ανάπτυξής της. Δεδομένου ότι η οικονομία αναμένεται να περιλαμβάνει επιχειρήσεις με υψηλή ανάπτυξη και άλλες επιχειρήσεις με σταθερή ανάπτυξη, ο ρυθμός ανάπτυξης των εταιρειών που έχουν φτάσει σε κατάσταση ωριμότητας θα πρέπει να είναι χαμηλότερος από τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της συνολικής οικονομίας. Η Πολωνία δεν ανέφερε στις παρατηρήσεις της τη βάση επί της οποίας επέλεξε μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του […] %, αλλά διευκρίνισε ότι ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης είναι ονομαστικός. Βάσει πληροφοριών που διατέθηκαν από το ΔΝΤ, η Επιτροπή έκρινε ότι οι προβλέψεις όσον αφορά την πραγματική αύξηση του ΑΕγχΠ στην Πολωνία που ήταν διαθέσιμες στις αρχές του 2010 καταδείκνυαν ότι ο ονομαστικός ρυθμός ανάπτυξης της πολωνικής οικονομίας θα κυμαινόταν μεταξύ 5,6 % το 2011 και 6,6 % το 2015. Με πληθωρισμό της τάξης του 2,5 %, το πραγματικό ΑΕγχΠ θα αναμενόταν να παρουσιάζει αύξηση 4 %. Ως εκ τούτου, η επιλογή ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης της τάξης του […] % για τον αερολιμένα της Gdynia θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να θεωρηθεί σύμφωνη με τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες την περίοδο εκείνη και με την πάγια πρακτική της επιλογής ρυθμού ανάπτυξης χαμηλότερου από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ωστόσο, επιλέγοντας μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο του πληθωρισμού (ο οποίος υπολογίστηκε σε ποσοστό 2,5 % τον Απρίλιο του 2010), το επιχειρηματικό σχέδιο προϋποθέτει ότι ο αερολιμένας θα εξακολουθήσει να παρουσιάζει ανάπτυξη σε ετήσια βάση και μετά το 2040.

Πίνακας 7

Δεδομένα και προβλέψεις όσον αφορά το ΑΕγχΠ και τον πληθωρισμό που διατέθηκαν από το ΔΝΤ τον Απρίλιο του 2010

 

2009

2010

2011

2012

2013

2014

2015

% αύξησης ΑΕγχΠ (σταθερές τιμές)

1,70

2,70

3,20

3,90

4,00

4,00

4,00

% αύξησης ΑΕγχΠ (τρέχουσες τιμές)

5,50

4,40

5,60

6,20

6,60

6,50

6,60

% πληθωρισμού

4,20

3,50

2,30

2,40

2,50

2,50

2,50

Πηγή: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, World Economic Outlook Database (Βάση δεδομένων παγκόσμιων οικονομικών προβλέψεων), Απρίλιος 2010 (καταφορτώθηκε από τη διεύθυνση http://www.imf.org/external/data.htm)

(154)

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην παρούσα υπόθεση, δεδομένης της ιδιαίτερα μακράς περιόδου πρόβλεψης και της πολύ μακρινής ημερομηνίας για την οποία υπολογίστηκε η τελική αξία, ο καθορισμός του πλέον ενδεδειγμένου ρυθμού ανάπτυξης καθίσταται ακόμα πιο σύνθετος και η αβεβαιότητα ακόμη μεγαλύτερη. Για την ακρίβεια, οι προβλέψεις όσον αφορά την αύξηση του ΑΕγχΠ σπάνια υπερβαίνουν έναν ορίζοντα πενταετίας, ενώ στην περίπτωση αυτή το μοντέλο έπρεπε να προβλέψει εύλογο ρυθμό ανάπτυξης του αερολιμένα μετά την παρέλευση 30 ετών λειτουργίας του. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι ένας συνετός επενδυτής θα έχει διενεργήσει σειρά δοκιμών ευαισθησίας.

(155)

Το μοντέλο σταθερού ρυθμού ανάπτυξης που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της τελικής αξίας στην παρούσα υπόθεση απαιτεί επίσης τη διατύπωση υποθέσεων σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία η εταιρεία θα αρχίσει να παρουσιάζει ανάπτυξη με σταθερό ρυθμό που θα μπορεί να διατηρηθεί στο διηνεκές. Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 η ημερομηνία αυτή ορίστηκε στο 2040, το οποίο συνεπάγεται περίοδο πρόβλεψης 30 ετών (2010-2040). Στην μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012, η περίοδος πρόβλεψης μειώθηκε σε 18 έτη (2012-2030), και ως εκ τούτου η τελική αξία υπολογίστηκε με ορίζοντα το 2030. Εάν ο ίδιος χρονικός ορίζοντας εφαρμοστεί για τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, η καθαρή τρέχουσα αξία του έργου μειώνεται σημαντικά ([…] εκατ. PLN ή […] εκατ. ευρώ).

(156)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 αναφέρεται ρητά ότι ένας συνετός επενδυτής θα είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι προβλέπεται ιδιαίτερα μακρύς χρονικός ορίζοντας έως ότου το έργο καταστεί αποδοτικό (βλέπε ενότητα 4.10.1.2 της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012, όπου διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι το θετικό αποτέλεσμα της καθαρής τρέχουσας αξίας συνιστά απόδειξη ότι η επένδυση στον αερολιμένα Gdynia-Kosakowo μπορεί να παρουσιάζει επιχειρηματικό ενδιαφέρον για πιθανούς επενδυτές. Ωστόσο, προτού ληφθούν οποιεσδήποτε αποφάσεις, οι επενδυτές θα πρέπει να λάβουν επίσης υπόψη τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα της επένδυσης, που είναι συνήθης σε επενδύσεις για έργα υποδομών).

Συμπέρασμα

(157)

Το έργο μετατροπής του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo συνεπάγεται σημαντικές επενδύσεις και μακρά περίοδο αρνητικών ταμειακών ροών. Πράγματι, από το επιχειρηματικό σχέδιο προκύπτει ότι οι σωρευτικές προεξοφλημένες ταμειακές ροές κατά την περίοδο πρόβλεψης 2010-2040 είναι αρνητικές (– […] εκατ. PLN ή – […] εκατ. ευρώ). Σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο, το έργο θα έχει αποτελέσματα με θετικό πρόσημο μόνο με βάση προεξοφλημένη τελική αξία ύψους […] εκατ. PLN υπολογιζόμενη για το 2040 και μετά στο διηνεκές, λαμβάνοντας ως υπόθεση ότι ο αερολιμένας θα σημειώνει ανάπτυξη σε ετήσια βάση και στο διηνεκές με ονομαστικό ρυθμό […] %). Ωστόσο, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 135, φαίνεται ότι η έκταση στην οποία θα υλοποιηθεί το έργο δεν ανήκει στην ιδιοκτησία ούτε του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα ούτε των μετόχων του, καθώς παραμένει στην ιδιοκτησία του Δημόσιου Ταμείου, επομένως η τελική αξία που παρουσιάζεται για τον αερολιμένα δεν είναι αξιόπιστη. Επιπλέον, παρά τον σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας που είναι εγγενής σε ένα τόσο μακροχρόνιο έργο, το επιχειρηματικό σχέδιο δεν περιλαμβάνει ανάλυση ευαισθησίας και, συνεπώς, διαφέρει από την ανάλυση που θα είχε διενεργήσει ένας συνετός επενδυτής για ένα τέτοιο έργο.

(158)

Επίσης, η ανάλυση της Επιτροπής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επιχειρηματικό σχέδιο βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων που είναι υπερβολικά αισιόδοξες και μη ρεαλιστικές, με δεδομένη την εγγύτητα του αερολιμένα του Gdańsk που ακολουθεί το ίδιο επιχειρηματικό μοντέλο, διαθέτει αναξιοποίητη ικανότητα εξυπηρέτησης και για τον οποίο υπάρχουν σχέδια επέκτασης. Αρκετές δοκιμές ευαισθησίας καταδεικνύουν ότι η καθαρή τρέχουσα αξία του έργου αποκτά αρνητικό πρόσημο σε περίπτωση μικρών και ρεαλιστικών τροποποιήσεων στις βασικές υποθέσεις.

(159)

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε αποφασίσει να μην προβεί στην εκτέλεση του εν λόγω επενδυτικού έργου βάσει της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010. Ως εκ τούτου, η απόφαση των δήμων της Gdynia και του Kosakowo να χρηματοδοτήσουν τη μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας παρέχει στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα οικονομικό πλεονέκτημα που δεν θα απολάμβανε υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς.

5.1.3.4.   Εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς με βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 και τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012

Εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς με βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011

(160)

Η πρώτη επικαιροποίηση της μελέτης ΑΙΕΟΑ πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2011. Μολονότι οι δεσμεύσεις σχετικά με τις εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν μετά την εκπόνηση της εν λόγω μελέτης ΑΙΕΟΑ είχαν αναληφθεί πριν από τον Μάιο του 2011 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51 ανωτέρω), η Επιτροπή αξιολόγησε επίσης αν, βάσει των πληροφοριών που περιέχονταν στην εν λόγω οικονομική μελέτη, οι εισφορές κεφαλαίου μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζουν τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή που λειτουργεί στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011, τα έσοδα από το έργο διατηρήθηκαν σε σταθερά επίπεδα, αλλά οι κεφαλαιουχικές δαπάνες αυξήθηκαν (βλέπε σχήμα 2 όπου παρουσιάζονται οι σωρευτικές επενδυτικές δαπάνες). Η εν λόγω μελέτη λαμβάνει επίσης υπόψη τις προηγούμενες εισφορές κεφαλαίου και τις κεφαλαιουχικές δαπάνες που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί. Το μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου (WACC) μειώθηκε ελαφρώς (από […] % σε […] %) και ο ρυθμός μακροπρόθεσμης ανάπτυξης μειώθηκε από […] % σε […] %. Αυτές οι επικαιροποιήσεις οδήγησαν σε σημαντικά χαμηλότερη καθαρή τρέχουσα αξία ύψους […] εκατ. PLN (περίπου […] ευρώ). Αυτό οφειλόταν σε υψηλότερες ζημίες (οι προεξοφλημένες ταμειακές ροές κατά την περίοδο 2011-2030 θα ανέρχονταν σε – […] εκατ. PLN), και η τελική αξία θα παρουσίαζε ελαφρά μείωση, ανερχόμενη σε […] εκατ. PLN.

(161)

Όσον αφορά τη ζήτηση από πλευράς επιβατών και τα σχετικά έσοδα, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 136έως 141 αναφορικά με τον ανταγωνισμό που αντιπροσωπεύει ο αερολιμένας της Gdynia για αεροπορικές εταιρείες και επιβάτες σε σχέση με τον αερολιμένα του Gdańsk ισχύουν επίσης για την αξιολόγηση της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2011.

(162)

Η Επιτροπή παρατηρεί ειδικότερα ότι το επίπεδο των αερολιμενικών τελών που αναφέρεται στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 ήταν ίδιο με εκείνο της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010.

(163)

Δεδομένου ότι οι αερολιμένες Gdańsk, Bydgoszcz και Szczecin εφάρμοζαν το 2011 τα ίδια τέλη με το 2010 (συμπεριλαμβανομένων των ίδιων εκπτώσεων), η αξιολόγηση από την Επιτροπή του επιπέδου των τελών που περιλαμβάνονται στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 για τον αερολιμένα της Gdynia είναι ίδια με εκείνη που αφορά τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 147).

(164)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας επενδυτής στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς που καθοδηγείται από την προοπτική της αποδοτικότητας δεν θα βάσιζε οποιαδήποτε επενδυτική απόφαση αναφορικά με το συγκεκριμένο έργο στην εφαρμογή τελών σημαντικά υψηλότερων σε σχέση με τα καθαρά τέλη που εφαρμόζονται σε άλλους πολωνικούς περιφερειακούς αερολιμένες (64), ιδίως στον αερολιμένα του Gdańsk.

(165)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η εφαρμογή μειωμένων αερολιμενικών τελών παρόμοιων με τα αερολιμενικά τέλη που καταβάλλονται σε άλλους πολωνικούς περιφερειακούς αερολιμένες (π.χ. Gdańsk, Bydgoszcz, Szczecin ή Lublin) θα οδηγούσε σε αρνητική καθαρή θέση.

(166)

Η Επιτροπή πραγματοποίησε σειρά υπολογισμών ευαισθησίας και διαπιστώνει ότι αρκεί μείωση των ετήσιων εσόδων από τα τέλη επιβατών που συνδέονται με την κίνηση των ΑΧΚ και των ναυλωμένων πτήσεων κατά μόλις […] % (κατά τη διάρκεια της περιόδου προβλέψεων 2010-2040) για να καταστήσει το έργο μη αποδοτικό παρά τη σημαντική τελική αξία.

(167)

Περαιτέρω δοκιμές ευαισθησίας καταδεικνύουν ότι το έργο θα έπαυε να είναι αποδοτικό εάν τα συνολικά έσοδα ήταν μόλις κατά […] % χαμηλότερα σε ετήσια βάση για ολόκληρη την περίοδο των προβλέψεων ή εάν τα έσοδα ήταν κατά […] % χαμηλότερα και οι λειτουργικές δαπάνες κατά […] % υψηλότερες. Η αποδοτικότητα της επένδυσης είναι συνεπώς ιδιαίτερα ευαίσθητη σε μικρές αλλαγές στις βασικές υποθέσεις.

(168)

Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα θετικά αποτελέσματα της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2011 βασίζονται επίσης σε μεγάλο βαθμό στην τελική αξία της επένδυσης στο τέλος της περιόδου που καλύπτει το επιχειρηματικό σχέδιο (δηλαδή το 2040). Όπως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 135, είναι αμφίβολο αν η τελική αξία των υποδομών θα περιέλθει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στον φορέα εκμετάλλευσης και τους μετόχους του.

(169)

Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όπως και η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 βασίζεται σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις, ειδικότερα όσον αφορά της προβλέψεις κίνησης και τα αερολιμενικά τέλη. Ως εκ τούτου, επίσης με βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011, η απόφαση των δήμων της Gdynia και του Kosakowo να χρηματοδοτήσουν τη μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα Gdynia-Kosakowo (Gdynia-Oksywie) σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας δεν συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς και, επομένως, παρέχει στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα απολάμβανε υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς.

Εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς με βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012

(170)

Η Πολωνία θεωρεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να προβεί σε αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς έχοντας ως βάση τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 λαμβάνει υπόψη τις προηγούμενες εισφορές κεφαλαίου και τις κεφαλαιουχικές δαπάνες που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί. Στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 καταδεικνύεται ότι η χρηματοδότηση που παρασχέθηκε στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd είχε ως αποτέλεσμα θετική καθαρή θέση ύψους […] εκατ. PLN (περίπου […] εκατ. ευρώ) για τους μετόχους της. Επιπλέον, ο συντελεστής εσωτερικής απόδοσης του επενδυτικού έργου, που ανέρχεται σε ποσοστό […] %, είναι υψηλότερος από το προβλεπόμενο κόστος κεφαλαίου για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα ([…] %) (65).

(171)

Η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 προβαίνει σε σύγκριση της καθαρής θέσης της εταιρείας σε περίπτωση που αυτή πραγματοποιήσει επιπλέον επενδύσεις στο πλαίσιο της έναρξης λειτουργίας του νέου αερολιμένα (το «βασικό σενάριο»), με την καθαρή θέση της εταιρείας χωρίς επιπλέον επενδύσεις σε περίπτωση διακοπής της υλοποίησης του επενδυτικού έργου τον Ιούνιο του 2012 (το «αντίστροφο σενάριο») (66).

(172)

Η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει ένα θεμελιώδες μειονέκτημα προκειμένου να αξιολογηθεί αν η μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας πραγματοποιείται με κρατική ενίσχυση, καθώς αγνοεί τα σημαντικά ποσά κεφαλαίου που έχει ήδη επενδυθεί στον αερολιμένα. Το δέον αντίστροφο σενάριο θα ήταν να μην ξεκινήσει καν η υλοποίηση του έργου. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε επενδύσει στο έργο εξαρχής εάν τα σχέδια ανάπτυξης νέου αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας στην περιοχή δεν καταδείκνυαν ρεαλιστικές προοπτικές αποκόμισης κέρδους από μια τέτοια επένδυση. Ως εκ τούτου, το αντίστροφο σενάριο που ορίστηκε στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 διαστρεβλώνεται από προγενέστερες αποφάσεις που δεν αντικατόπτριζαν τη συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή. Όπως και οι προηγούμενες εισφορές κεφαλαίου, οι οποίες συνιστούν κρατική ενίσχυση διότι ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς δεν θα τις είχε πραγματοποιήσει, οι μεταγενέστερες εισφορές κεφαλαίου στο ίδιο έργο επίσης συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(173)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το βασικό σενάριο στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 που παρασχέθηκε από την Πολωνία βασίζεται σε επιχειρηματικό σχέδιο που προβλέπει μελλοντικές ταμειακές ροές για τους επενδυτές ιδίων κεφαλαίων κατά την περίοδο 2012-2030 (δηλαδή μια περίοδο υψηλής ανάπτυξης) (67). Οι προβλεπόμενες ταμειακές ροές βασίζονται στην υπόθεση ότι ο αερολιμένας ξεκινούσε τις δραστηριότητές του το 2013. Κατά τον χρόνο που πραγματοποιήθηκε η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012, η Πολωνία ανέμενε ότι ο αερολιμένας θα εξυπηρετούσε περίπου […] επιβάτες το 2014 και θα επέκτεινε σταδιακά τις δραστηριότητές του φτάνοντας τους […] επιβάτες το 2020 και περίπου τους […] το 2028 (βλέπε πρόβλεψη αύξησης του αριθμού επιβατών στον πίνακα 8).

Πίνακας 8

Προβλέψεις επιβατικής κίνησης στον αερολιμένα της Gdynia (σε χιλιάδες)

Προβλεπόμενη αύξηση του αριθμού των επιβατών

Έτος

2013

2014

2015

2017

2018

2019

2020

2023

2026

2030

Σύνολο

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

1 083,7

(174)

Σύμφωνα με τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012, αναμένεται ότι μετά το 2030 ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα παρουσιάζει ανάπτυξη στο διηνεκές με σταθερό ρυθμό της τάξης του […]. Με βάση αυτή την υπόθεση, η Πολωνία υπολόγισε την τελική αξία για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα το 2030.

(175)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όπως και στις μελέτες ΑΙΕΟΑ του 2010 και 2011, ο βασικός παράγοντας που επηρεάζει την αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα της Gdynia είναι τα αναμενόμενα αεροπορικά έσοδα, που εξαρτώνται με τη σειρά τους από τον αριθμό των επιβατών και το επίπεδο των αερολιμενικών τελών που θα καταβάλλονται από τις αεροπορικές εταιρείες.

(176)

Όσον αφορά την αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των επιβατών, η Πολωνία ισχυρίζεται ότι η ζήτηση για αεροπορικές επιβατικές υπηρεσίες θα αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, παράλληλα και με την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕγχΠ της Πολωνίας αλλά και την ανάπτυξη της περιοχής. Ως εκ τούτου, η Πολωνία είναι της γνώμης ότι οι προβλέψεις όσον αφορά την κίνηση είναι συντηρητικές και ότι η πραγματική κίνηση ενδέχεται να είναι υψηλότερη από την προβλεπόμενη. Κατά την άποψη της Πολωνίας, η επικαιροποίηση του Μαρτίου του 2013 όσον αφορά τις προβλέψεις για την κίνηση στην περιοχή προβλέπει υψηλότερη κίνηση από αυτή που αναφερόταν στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012.

(177)

Η Πολωνία ισχυρίζεται ότι το επιχειρηματικό σχέδιο προβλέπει ότι ο αερολιμένας της Gdynia θα εξυπηρετεί ποσοστό μικρότερο από το […] % της επιβατικής κίνησης στην περιοχή. Επιπλέον, κατά την άποψη της Πολωνίας, η ανάπτυξη της αγοράς αεροπορικών υπηρεσιών στην Πομερανία αφήνει περιθώρια για έναν πρόσθετο μικρό αερολιμένα που θα συμπληρώνει τις υπηρεσίες που παρέχονται από τον αερολιμένα του Gdańsk.

(178)

Όσον αφορά τη ζήτηση από πλευράς επιβατών και τα σχετικά έσοδα, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται ανωτέρω για τις μελέτες ΑΙΕΟΑ 2010 και 2011 στις αιτιολογικές σκέψεις 136 έως 147 και 161 έως 165 ισχύουν επίσης για την αξιολόγηση της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012.

(179)

Η Επιτροπή εκτιμά επιπλέον ότι ένας επενδυτής στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς δεν θα όριζε τα τέλη σε υψηλότερο επίπεδο με βάση την υπόθεση ότι τα τέλη στον αερολιμένα του Gdańsk θα αυξάνονταν σε βάθος χρόνου. Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η κλίμακα τελών που εφαρμόζεται στον αερολιμένα του Gdańsk προβλέπει την εφαρμογή εκπτώσεων έως το 2028 (δηλαδή για περίοδο μόλις κατά δύο έτη συντομότερη από εκείνη που προβλέπεται στο επιχειρηματικό σχέδιο για τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012). Σε αυτή τη βάση, ακόμα και αν τα αερολιμενικά τέλη στον αερολιμένα του Gdańsk αυξηθούν μετά το 2028, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα προβλεπόμενα μέσα αερολιμενικά τέλη για την περίοδο που καλύπτει το επιχειρηματικό σχέδιο (δηλαδή έως το 2030) θα παραμείνουν υψηλότερα από το μέσο επίπεδο στον ανταγωνιστικό αερολιμένα.

(180)

Η Πολωνία επιβεβαίωσε ότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 λαμβάνει υπόψη τις λειτουργικές δαπάνες που συνδέονται με τις στρατιωτικές δραστηριότητες στον αερολιμένα. Οι δαπάνες αυτές αναμένεται να αντισταθμιστούν από το κράτος. Η Πολωνία επιβεβαίωσε επίσης ότι δεν έχει ακόμα συναφθεί επίσημη συμφωνία σχετικά με τον επιμερισμό των δαπανών (τόσο των λειτουργικών όσο και των επενδυτικών) μεταξύ του αερολιμένα της Gdynia και του στρατιωτικού χρήστη.

(181)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας επενδυτής στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς θα βάσιζε την αξιολόγησή του μόνο σε αποτελέσματα που θα ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψης της επενδυτικής απόφασης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανή μείωση του κόστους μέσω του επιμερισμού των δαπανών με τον στρατιωτικό χρήστη του αερολιμένα (και ο αντίκτυπος στις συνολικές δαπάνες και τα έσοδα του αερολιμένα) κατά την αξιολόγηση της συνέπειας της επένδυσης με τη μελέτη ΑΙΕΟΑ. Όντως, η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 δεν προβαίνει σε ποσοτικό προσδιορισμό των μειώσεων των δαπανών που θα μπορούσε να επιτύχει ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα εν προκειμένω.

(182)

Σύμφωνα με τη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010, οι συνολικές προεξοφλημένες ταμειακές ροές για το έργο κατά την περίοδο 2012-2030 έχουν αρνητικό πρόσημο, όπως παρουσιάζεται στο σχήμα4. Ο αερολιμένας θα αρχίσει να παρουσιάζει θετικές ταμειακές ροές το 2020, αλλά η μακρά περίοδος της επένδυσης συνεπάγεται ότι οι σωρευτικές ταμειακές ροές θα εξακολουθήσουν, σε προεξοφλημένους όρους, να έχουν αρνητικό πρόσημο για την περίοδο πρόβλεψης.

Σχήμα 4

Συγκεντρωτικές προεξοφλημένες ταμειακές ροές (σε PLN) στη μελέτη ΑΙΕΟΑ 2012 (εκτός των δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου)

[…]

(183)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλη βάση προκειμένου να αξιολογηθεί αν η απόφαση των δήμων Gdynia και Kosakowo να χρηματοδοτήσουν τη μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα της Gdynia σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Όταν εκπονήθηκε η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012, οι επενδυτικές αποφάσεις των μετόχων είχαν ήδη ληφθεί. Η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι οι εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν μετά την εκπόνηση της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012 δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτόνομες επενδυτικές αποφάσεις που ελήφθησαν μεμονωμένα, δεδομένου ότι αφορούν το ίδιο επενδυτικό έργο, το οποίο οι δημόσιοι μέτοχοι ξεκίνησαν να υλοποιούν το αργότερο το 2010, και η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 αντικατοπτρίζει μόνο τις προσαρμογές ή τροποποιήσεις στο αρχικό έργο.

Επικαιροποίηση του Νοεμβρίου 2013

(184)

Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι οι τροποποιήσεις στο επενδυτικό σχέδιο που στοχεύουν στη δημιουργία πρόσθετων εσόδων από την πώληση καυσίμων από τον αερολιμένα (χωρίς εξωτερικό φορέα εκμετάλλευσης) και την παροχή υπηρεσιών πλοήγησης δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση της συνέπειας της επένδυσης με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Η Πολωνία επιβεβαίωσε ότι αυτές οι πιθανές πρόσθετες πηγές εσόδων δεν συμπεριλήφθηκαν ούτε στις μελέτες ΑΙΕΟΑ του 2010 και του 2011 ούτε στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2012 για τον αερολιμένα της Gdynia, καθώς κατά τον χρόνο εκπόνησης αυτών των μελετών ήταν τόσο αβέβαιο ότι θα εξασφαλίζονταν όλες οι άδειες και οι συμβάσεις παραχώρησης που απαιτούνται για την παροχή υπηρεσιών αυτού του είδους, ώστε οι δημόσιοι μέτοχοι και η εταιρεία δεν είχαν συμπεριλάβει τα έσοδα αυτά στις δικές τους προβλέψεις (ούτε καν ως αισιόδοξο σενάριο). Καθώς η εξασφάλιση των απαιτούμενων αδειών και συμβάσεων παραχώρησης δεν ήταν πιθανή κατά τον χρόνο εκπόνησης των μελετών ΑΙΕΟΑ, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη αναδρομικά.

Συμπέρασμα

(185)

Η δημόσια χρηματοδότηση που παρασχέθηκε από τη Gdynia και το Kosakowo στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα δεν συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι με το υπό εξέταση μέτρο παρέχεται στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd οικονομικό πλεονέκτημα που δεν θα είχε αποκτηθεί υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς.

5.1.4.   Επιλεκτικότητα

(186)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα μέτρο κρατική ενίσχυση πρέπει να συνεπάγεται την ευνοϊκή μεταχείριση «ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής». Στην υπό εξέταση υπόθεση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι εισφορές κεφαλαίου αφορούν αποκλειστικά την Gdynia-Kosakowo Airport Ltd. Ως εκ τούτου, είναι εξ ορισμού επιλεκτικές κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

5.1.5.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και αντίκτυπος στις συναλλαγές

(187)

Όταν η ενίσχυση που χορηγεί ένα κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι άλλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά, θεωρείται ότι η εσωτερική αγορά επηρεάζεται από την ενίσχυση (68). Το οικονομικό πλεονέκτημα που παρέχεται με το υπό εξέταση μέτρο ενισχύει την οικονομική θέση του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, διότι ο τελευταίος θα είναι σε θέση να ξεκινήσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες χωρίς να επωμιστεί τις εγγενείς επενδυτικές και λειτουργικές δαπάνες.

(188)

Όπως εκτιμάται στην ενότητα 5.1.1, η εκμετάλλευση ενός αερολιμένα συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Ανταγωνισμός υπάρχει, αφενός, μεταξύ αερολιμένων για την προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών και της αντίστοιχης κίνησης αεροπορικών μεταφορών (επιβατικών και εμπορευματικών) και, αφετέρου, μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης αερολιμένων, οι οποίοι ενδέχεται να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εξασφάλιση της διαχείρισης ενός συγκεκριμένου αερολιμένα. Επιπλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει, ιδίως όσον αφορά τους ΑΧΚ, ότι αερολιμένες που βρίσκονται σε διαφορετικές ζώνες επιρροής και σε διαφορετικά κράτη μέλη μπορεί επίσης να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση των εν λόγω αεροπορικών εταιρειών. Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο αερολιμένας της Gdynia θα εξυπηρετεί περίπου […] 000 επιβάτες έως το 2020 και έως 1 εκατομμύριο επιβάτες το 2030.

(189)

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 40 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, δεν είναι δυνατό να εξαιρεθούν ακόμη και μικροί αερολιμένες από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι ανταγωνίζονται με άλλους μικρούς αερολιμένες, ιδίως για την προσέλκυση κίνησης ΑΧΚ και ναυλωμένων πτήσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν συνέπειες για τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(190)

Βάσει των επιχειρημάτων που παρουσιάστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 187 έως 189, το οικονομικό πλεονέκτημα που παρέχεται στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα της Gdynia ενισχύει τη θέση του έναντι των ανταγωνιστών του στην αγορά παρόχων αερολιμενικών υπηρεσιών της Ένωσης. Συνεπώς, η υπό εξέταση δημόσια χρηματοδότηση νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

5.1.6.   Συμπέρασμα

(191)

Με βάση τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 101 έως 190, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εισφορές κεφαλαίου που χορηγήθηκαν στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι η χρηματοδότηση έχει ήδη διατεθεί στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd, η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η Πολωνία δεν συμμορφώθηκε με την απαγόρευση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (69).

5.2.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης

(192)

Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον η υπό εξέταση ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Όπως περιγράφηκε ανωτέρω, η ενίσχυση συνίσταται στη χρηματοδότηση των επενδυτικών δαπανών που συνδέονται με την έναρξη λειτουργίας του αερολιμένα της Gdynia και των λειτουργικών ζημιών κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας του αερολιμένα (δηλαδή έως και το 2019, σύμφωνα με τις μελέτες ΑΙΕΟΑ τόσο του 2010 όσο και του 2012).

5.2.1.   Εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 και του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές

(193)

Στο άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ προβλέπεται σειρά εξαιρέσεων από τον γενικό κανόνα που ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ότι οι κρατικές ενισχύσεις δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Η υπό εξέταση ενίσχυση μπορεί να αξιολογηθεί με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, που ορίζει ότι: «οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά».

(194)

Εν προκειμένω, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές και οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες της 31ης Μαρτίου 2014 («οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές») (70) παρέχουν πλαίσια για την αξιολόγηση του κατά πόσον οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε αερολιμένες μπορούν να χαρακτηριστούν συμβιβάσιμες σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(195)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, η ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (71) εφαρμόζεται στις παράνομες επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες. Εν προκειμένω, εάν η παράνομη επενδυτική ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από τις 4 Απριλίου 2014, η Επιτροπή θα εφαρμόσει τους κανόνες συμβατότητας που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της παράνομης επενδυτικής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές σε παράνομες επενδυτικές ενισχύσεις οι οποίες χορηγήθηκαν σε αερολιμένες πριν από τις 4 Απριλίου 2014. (72)

(196)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, οι διατάξεις της ανακοίνωσης για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε εκκρεμούσες υποθέσεις παράνομων ενισχύσεων λειτουργίας σε αερολιμένες που χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Απριλίου 2014. Αντιθέτως, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν ενισχύσεις λειτουργίας (εκκρεμούσες κοινοποιήσεις και παράνομες μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις) σε αερολιμένες, ακόμη και εάν οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Απριλίου 2014 (73).

(197)

Οι εισφορές κεφαλαίου συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση προς την Gdynia-Kosakowo Airport Ltd, η οποία χορηγήθηκε πριν από τις 4 Απριλίου 2014 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 191).

5.2.2.   Διάκριση μεταξύ επενδυτικών ενισχύσεων και ενισχύσεων λειτουργίας

(198)

Με βάση τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 196- έως 197, η Επιτροπή οφείλει να διαπιστώσει αν το επίμαχο μέτρο συνιστά παράνομη επενδυτική ενίσχυση ή ενίσχυση λειτουργίας.

(199)

Σύμφωνα με την παράγραφο 25 σημείο 18 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, ως επενδυτικές ενισχύσεις νοούνται οι «ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως για την κάλυψη του ελλείμματος χρηματοδότησης του κόστους κεφαλαίου».

(200)

Από την άλλη πλευρά, ως ενισχύσεις λειτουργίας νοούνται οι ενισχύσεις για την κάλυψη του ελλείμματος μεταξύ των εσόδων του αερολιμένα και των λειτουργικών δαπανών του, οι οποίες ορίζονται ως «το υποκείμενο κόστος (…) το οποίο σχετίζεται με την παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών και στο οποίο περιλαμβάνονται κατηγορίες δαπανών όπως οι δαπάνες προσωπικού, υπηρεσίες επί συμβάσει, επικοινωνίες, απορρίμματα, ενέργεια, συντήρηση, μισθώματα και διοίκηση, αλλά δεν περιλαμβάνονται οι κεφαλαιουχικές δαπάνες, η στήριξη της εμπορικής προώθησης (μάρκετινγκ) ή οποιοδήποτε άλλο κίνητρο που παρέχεται σε αεροπορικές εταιρείες από τον αερολιμένα, καθώς και οι δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους» (74).

(201)

Βάσει των ανωτέρω ορισμών, η κρατική ενίσχυση υπέρ της Gdynia-Kosakowo Airport Ltd πρέπει να θεωρηθεί ως επενδυτική ενίσχυση εφόσον προοριζόταν για τη χρηματοδότηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Το μέρος των ετήσιων εισφορών κεφαλαίου που καλύπτει τις ζημίες του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα οι οποίες δεν περιλαμβάνονται ήδη στα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) (δηλαδή την ετήσια απόσβεση των στοιχείων ενεργητικού, το κόστος χρηματοδότησης, κ.λπ.), αφαιρουμένων των δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου, όπως καθορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 107, επίσης συνιστά επενδυτική ενίσχυση.

(202)

Αντιθέτως, το μέρος των ετήσιων εισφορών κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη ετήσιων λειτουργικών ζημιών (75) της Gdynia-Kosakowo Airport Ltd, μετά την αφαίρεση των δαπανών που περιλαμβάνονται στα EBITDA και οι οποίες θεωρείται ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου όπως καθορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 107, συνιστά ενίσχυση λειτουργίας υπέρ του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα.

5.2.3.   Επενδυτική ενίσχυση

(203)

Οι κρατικές ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση αερολιμενικών υποδομών είναι συμβιβάσιμες με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ εφόσον πληρούν τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 61 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές:

i)

η κατασκευή και η εκμετάλλευση ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος (περιφερειακή ανάπτυξη, δυνατότητα πρόσβασης, κτλ)·

ii)

η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη του καθορισμένου στόχου·

iii)

η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των υποδομών που ήδη υπάρχουν·

iv)

η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις·

v)

η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το ενωσιακό συμφέρον.

(204)

Επιπλέον, για να είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά, οι κρατικές ενισχύσεις προς αερολιμένες, όπως και κάθε άλλο μέτρο κρατικών ενισχύσεων, θα πρέπει να λειτουργούν ως κίνητρα και να είναι αναγκαίες και αναλογικές προς τον θεμιτό επιδιωκόμενο στόχο.

(205)

Η Πολωνία είναι της άποψης ότι η δημόσια χρηματοδότηση του έργου μετατροπής του στρατιωτικού αερολιμένα της Gdynia πληροί όλα τα κριτήρια που αφορούν τις επενδυτικές ενισχύσεις και περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

i)   Η κατασκευή και η εκμετάλλευση των υποδομών ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος (περιφερειακή ανάπτυξη, δυνατότητα πρόσβασης, κ.λπ.)

(206)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Πομερανία εξυπηρετείται ήδη αποτελεσματικά από τον αερολιμένα του Gdańsk, ο οποίος απέχει μόλις 25 χλμ. από τον σχεδιαζόμενο νέο αερολιμένα.

(207)

Ο αερολιμένας του Gdańsk βρίσκεται δίπλα στην περιφερειακή οδό που εξυπηρετεί το Trójmiasto και αποτελεί τμήμα του αυτοκινητοδρόμου S6 που παρακάμπτει τη Gdynia, το Sopot και το Gdańsk και εξασφαλίζει στη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της Πομερανίας εύκολη πρόσβαση στον αερολιμένα. Ακόμα και για τους κατοίκους της Gdynia, η κατασκευή νέου αερολιμένα δεν θα επέφερε αυτή καθαυτή ουσιαστική βελτίωση ως προς τη διασύνδεση, εφόσον οι αερολιμένες τόσο της Gdynia όσο και του Gdańsk απέχουν περίπου 20-25 λεπτά οδικώς από το κέντρο της Gdynia.

(208)

Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι ο μητροπολιτικός σιδηροδρομικός κόμβος του Trójmiasto, που βρίσκεται επί του παρόντος στο στάδιο της κατασκευής με τη συγχρηματοδότηση των διαρθρωτικών ταμείων της Ένωσης, θα παρέχει στους κατοίκους τόσο του Gdańsk όσο και της Gdynia τη δυνατότητα να μετακινούνται απευθείας από το κέντρο της πόλης τους προς τον αερολιμένα του Gdańsk σε περίπου 25 λεπτά. Ο μητροπολιτικός σιδηρόδρομος του Trójmiasto θα εξασφαλίσει επίσης στους κατοίκους και άλλων περιοχών της Πομερανίας άμεση ή έμμεση σιδηροδρομική σύνδεση με τον αερολιμένα του Gdańsk.

(209)

Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι ο αερολιμένας του Gdańsk διαθέτει σήμερα ικανότητα εξυπηρέτησης 5 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως, ενώ η πραγματική κίνηση επιβατών μεταξύ 2010 και 2013 ήταν η ακόλουθη: 2010 — 2,2 εκατομμύρια, 2011 — 2,5 εκατομμύρια, 2012 — 2,9 εκατομμύρια, 2013 — 2,8 εκατομμύρια. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι ο αερολιμένας του Gdańsk βρίσκεται επί του παρόντος σε φάση επέκτασης ούτως ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί 7 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως. Η επένδυση αυτή αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του 2015.

(210)

Επιπλέον, σύμφωνα με τις προβλέψεις όσον αφορά την επιβατική κίνηση τις οποίες παρείχε η Πολωνία για την Πομερανία και χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012, η συνολική ζήτηση στην περιοχή θα ανέρχεται σε […] εκατομμύρια επιβάτες ετησίως […].

Πίνακας 9

Προβλέψεις όσον αφορά την επιβατική κίνηση για την Πομερανία (σε εκατομμύρια)

2013

2015

2017

2019

2020

2023

2026

2027

2028

2030

2,8

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

7,7

(211)

Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από την Πολωνία, το γενικό σχέδιο για τον αερολιμένα του Gdańsk προβλέπει την περαιτέρω επέκτασή του ώστε να εξυπηρετεί περισσότερους από 10 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως. Επομένως, ανάλογα με την εξέλιξη της κίνησης, ενδέχεται να ληφθεί στο μέλλον απόφαση επέκτασης της ικανότητας του αερολιμένα του Gdańsk ώστε να εξυπηρετεί περισσότερα από 7 εκατομμύρια επιβάτες.

(212)

Σύμφωνα με την Πολωνία, από την επικαιροποιημένη πρόβλεψη (του Μαρτίου 2013) προκύπτει ότι η ζήτηση στη ζώνη επιρροής αναμένεται να είναι υψηλότερη από τις προβλέψεις του 2012 όσον αφορά την κίνηση. Σύμφωνα με τις τροποποιημένες προβλέψεις, η ζήτηση στη ζώνη επιρροής θα ανέρχεται σε περίπου 9 εκατομμύρια επιβάτες το 2030.Ωστόσο, ακόμα και αυτή η πρόβλεψη δείχνει ότι μόνον ο αερολιμένας του Gdańsk δεν επαρκεί, χωρίς περαιτέρω επενδύσεις, για να καλυφθεί η ζήτηση στην περιοχή τουλάχιστον έως το 2025 (βάσει των προσαρμοσμένων προβλέψεων για την κίνηση που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 63).

(213)

Επιπλέον, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από την Πολωνία, η τρέχουσα ικανότητα εξυπηρέτησης των διαδρόμων προσαπογείωσης στον αερολιμένα του Gdańsk είναι 40-44 προσαπογειώσεις ανά ώρα, ενώ η μέση τρέχουσα χρήση ανέρχεται σε 4,7 προσαπογειώσεις ανά ώρα.

(214)

Βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από την Πολωνία (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 209 έως 213 ανωτέρω), η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ικανότητα εξυπηρέτησης του αερολιμένα του Gdańsk θα χρησιμοποιείται σε ποσοστό μόλις 50-60 % κατά τα επόμενα έτη. Ως εκ τούτου, ακόμα και με ταχεία αύξηση του αριθμού των επιβατών στην Πομερανία, ο αερολιμένας του Gdańsk θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση των αεροπορικών εταιρειών και των επιβατών για μεγάλο χρονικό διάστημα.

(215)

Ακόμα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο αερολιμένας του Gdańsk προσφέρει συνδέσεις με περισσότερους από 40 εθνικούς και διεθνείς προορισμούς (τόσο συνδέσεις από σημείο σε σημείο όσο και συνδέσεις με κόμβους μεταφορών, όπως η Φρανκφούρτη, το Μόναχο, η Βαρσοβία και η Κοπεγχάγη).

(216)

Όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 78, η Πολωνία υποστηρίζει αφενός ότι η επέκταση της ικανότητας εξυπηρέτησης του αερολιμένα του Gdańsk είναι περιορισμένη για χωροταξικούς και περιβαλλοντικούς λόγους. Αφετέρου όμως υποστηρίζει επίσης ότι δεν υπάρχουν όρια όσον αφορά την επέκταση της ικανότητας εξυπηρέτησης στον αερολιμένα του Gdańsk. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα σχετικά με τους περιορισμούς ως προς την επέκταση της ικανότητας εξυπηρέτησης είναι αντιφατικά και μη τεκμηριωμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορεί να βασίσει την αξιολόγησή της σε αυτά.

(217)

Με δεδομένη την αναξιοποίητη ικανότητα εξυπηρέτησης στον αερολιμένα του Gdańsk, η οποία δεν θα χρησιμοποιείται πλήρως μακροπρόθεσμα, και με δεδομένο το σχέδιο για περαιτέρω επέκταση της ικανότητας εξυπηρέτησης στον συγκεκριμένο αερολιμένα εάν κριθεί αναγκαίο σε βάθος χρόνου, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η δημιουργία ενός ακόμα αερολιμένα στην Πομερανία θα συνέβαλε στην ανάπτυξη της περιοχής. Η Επιτροπή παρατηρεί, επιπλέον, ότι η Πομερανία διαθέτει ήδη καλές συνδέσεις χάρη στον αερολιμένα του Gdańsk και ότι ένας νέος αερολιμένας δεν θα βελτιώσει τις συνδέσεις με την εν λόγω περιοχή.

(218)

Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμα ότι το επιχειρηματικό μοντέλο για τον αερολιμένα της Gdynia υποδηλώνει ότι θα υπάρχει ανταγωνισμός ως προς την προσέλκυση επιβατών με τον αερολιμένα του Gdańsk στις αγορές των ΑΧΚ, των ναυλωμένων πτήσεων και της γενικής αεροπορίας. Επιπλέον, η δημιουργία ενός νέου αερολιμένα που θα λειτουργεί ως εφεδρικός αερολιμένας έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κλίμακα της επένδυσης στον αερολιμένα της Gdynia.

(219)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 77, η Πολωνία παραπέμπει στη «Στρατηγική ανάπτυξης των περιφερειακών μεταφορών στην Πομερανία για την περίοδο 2007-2020», στην οποία, σύμφωνα με την Πολωνία, αναγνωρίζεται η ανάγκη κατασκευής ενός κόμβου στενά συνεργαζόμενων αερολιμένων που θα εξυπηρετούν την Πομερανία.

(220)

Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η «Στρατηγική ανάπτυξης των περιφερειακών μεταφορών στην Πομερανία για την περίοδο 2007-2020» παρουσιάζει μόνο τις πιθανές στρατηγικές κατευθύνσεις στις οποίες θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να αναπτυχθούν οι μεταφορές στην περιοχή. Τα συμπεράσματα σχετικά με τον αερολιμένα της Gdynia είναι πολύ γενικής φύσεως. Επιπλέον, στο έγγραφο δεν προσδιορίζονται οποιαδήποτε μέτρα εφαρμογής που θα διασφάλιζαν τη χρήση του αερολιμένα της Gdynia για πτήσεις πολιτικής αεροπορίας. Ούτε επιβάλλονται οποιεσδήποτε υποχρεώσεις όσον αφορά τον στόχο αυτό. Αντιθέτως, στο έγγραφο υπογραμμίζεται ότι «τα σχέδια για την ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων στους αερολιμένες Gdynia Kosakowo ή Slupsk Redzikowo θα πρέπει να προσανατολίζονται κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη ικανότητας εξυπηρέτησης που θα είναι οικονομική βιώσιμη και θα ικανοποιεί την υφιστάμενη ζήτηση και τη δυνατότητα διακίνησης φορτίων όταν αυτό είναι επικερδές».

(221)

Ομοίως, η δήλωση προθέσεων που υπογράφηκε στις 29 Απριλίου 2005 από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, τον υπουργό Μεταφορών, τον αερολιμένα του Gdańsk και διάφορες περιφερειακές αρχές (που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 21 της παρούσας απόφασης) είναι πολύ γενικής φύσεως και εκφράζει μόνο την πρόθεση έναρξης δραστηριοτήτων πολιτικής αεροπορίας στον στρατιωτικό αερολιμένα του Kosakowo.

(222)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι μετά την έκδοση της απόφασης 2014/883/ΕΕ, ο διοικητής του βοεβοδάτου Pomorskie μαζί με τους δημάρχους του Gdańsk και του Sopot (δύο από τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις στην περιοχή και μετόχους στον αερολιμένα του Gdańsk) προέβησαν σε γραπτή δήλωση. Στη δήλωση αυτή ανακοίνωναν ότι δεν είχαν υπογράψει την επιστολή της 29ης Απριλίου 2005 με την πρόθεση να ξεκινήσει η κατασκευή νέου αερολιμένα στη Gdynia. Σύμφωνα με τη γραπτή δήλωση, η δήλωση προθέσεων υπογράφηκε μόνο με σκοπό να διασφαλιστούν οι υποδομές του υφιστάμενου στρατιωτικού αερολιμένα για τη μελλοντική συνεργασία του με τον αερολιμένα του Gdańsk. Στο πλαίσιο αυτό, ο αερολιμένας της Gdynia θα μπορούσε να εξυπηρετεί μόνο κίνηση γενικής αεροπορίας.

(223)

Οι τοπικές αρχές υπογράμμισαν επίσης ότι η απόφαση κατασκευής του αερολιμένα της Gdynia ήταν ανεξάρτητη απόφαση των δήμων της Gdynia και του Kosakowo, οι οποίοι είχαν επανειλημμένως ενημερωθεί ότι η εν λόγω επένδυση στερούνταν αιτιολόγησης από οικονομική άποψη.

(224)

Σε επιστολή της με ημερομηνία 6 Αυγούστου 2013, η Πολωνία ανακοίνωσε ότι οι μέτοχοι του αερολιμένα του Gdańsk (συμπεριλαμβανομένης της Gdynia) είχαν αποφασίσει στις 30 Ιουλίου 2013 (δηλαδή μετά την κίνηση της επίσης διαδικασίας έρευνας) τη συγκρότηση ομάδας εργασίας για την ανάλυση των πιθανών σεναρίων συνεργασίας μεταξύ των αερολιμένων της Gdynia και του Gdańsk. Σε επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2013 (η οποία υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 4 Νοεμβρίου 2013), ο δήμαρχος της Gdynia ανέφερε ότι η ομάδα εργασίας είχε προτείνει στους μετόχους του αερολιμένα του Gdańsk τη συγχώνευση των δύο αερολιμένων της Πομερανίας (με εξαγορά του αερολιμένα της Gdynia από τον αερολιμένα του Gdańsk). Ο δήμαρχος ανέφερε επίσης ότι οι λεπτομέρειες μιας τέτοιους είδους συγχώνευσης ήταν ακόμη υπό ανάλυση.

(225)

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η συγκρότηση της ομάδας εργασίας υπαγορεύθηκε αποκλειστικά και μόνο λόγω της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη της εφαρμογής περιφερειακής στρατηγικής μεταφορών. Υπογραμμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε σχετικά με οποιεσδήποτε προηγούμενες ή μεταγενέστερες ενέργειες όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ των δύο αερολιμένων της Πομερανίας. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η εν λόγω συνεργασία μεταξύ των αερολιμένων της Gdynia και του Gdańsk στο πλαίσιο κόμβου μεταφορών δεν θα εξάλειφε την αλληλεπικάλυψη υποδομών χωρίς έρεισμα με βάση τις πραγματικές ανάγκες μεταφορών.

(226)

Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επένδυση στον αερολιμένα της Gdynia θα οδηγήσει απλώς στην αλληλεπικάλυψη υποδομών στην περιοχή, κάτι που δεν εξυπηρετεί έναν σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος.

ii)   Η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη του καθορισμένου στόχου

(227)

Όπως ορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 206 έως 226, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ζώνη επιρροής του αερολιμένα της Gdynia εξυπηρετείται και θα συνεχίσει να εξυπηρετείται με αποδοτικό τρόπο από τον αερολιμένα του Gdańsk. Επιπλέον, και οι δύο αερολιμένες θα ακολουθούν παρόμοιο επιχειρηματικό μοντέλο και θα εστιάζουν κυρίως σε ΑΧΚ και ναυλωμένες πτήσεις.

(228)

Απουσία σαφώς καθορισμένου στόχου γενικού συμφέροντος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η υποδομή δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία και ανάλογη προς έναν στόχο γενικού συμφέροντος (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 226).

iii)   Η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των υποδομών που ήδη υπάρχουν

(229)

Όπως αναφέρθηκε στο σημείο i), ο αερολιμένας της Gdynia απέχει μόλις 25 περίπου χλμ. από τον υφιστάμενο αερολιμένα του Gdańsk, και οι δύο αερολιμένες έχουν την ίδια ζώνη επιρροής και ακολουθούν παρόμοιο επιχειρηματικό μοντέλο.

(230)

Ο αερολιμένας του Gdańsk χρησιμοποιεί επί του παρόντος ποσοστό μικρότερο του 60 % της ικανότητας εξυπηρέτησης που διαθέτει. Λαμβανομένων υπόψη των επενδύσεων που πραγματοποιούνται επί του παρόντος, ο αερολιμένας του Gdańsk επαρκεί για την κάλυψη της ζήτησης στην περιοχή τουλάχιστον έως το 2025-2028, ανάλογα με τις χρησιμοποιούμενες προβλέψεις, και η περαιτέρω επέκτασή του είναι εφικτή.

(231)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο για τον αερολιμένα της Gdynia, ποσοστό περίπου [80 — 90] % των εσόδων του θα προέρχεται από την εξυπηρέτηση αερομεταφορέων χαμηλού κόστους και ναυλωμένων πτήσεων. Αυτό σημαίνει ότι θα εστιάζει στις αγορές όπου επικεντρώνονται οι βασικές επιχειρηματικές δραστηριότητες του αερολιμένα του Gdańsk.

(232)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι η Πολωνία δεν προσκόμισε αποδείξεις πιθανής συνεργασίας μεταξύ των δύο αερολιμένων (βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 224 και 225).

(233)

Τα σχέδια για την εξασφάλιση εσόδων από άλλες, αεροπορικές και μη δραστηριότητες (παραγωγή και υπηρεσίες) επίσης δεν επαρκούν για την κάλυψη των υψηλών λειτουργικών δαπανών που σχετίζονται με τη λειτουργία του αερολιμένα της Gdynia.

(234)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο αερολιμένας της Gdynia δεν παρουσιάζει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα.

iv)   Η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις

(235)

Η Πολωνία επιβεβαίωσε ότι όλοι οι δυνητικοί χρήστες θα έχουν πρόσβαση στις αερολιμενικές υποδομές με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις που θα επέβαλαν εμπορικά αδικαιολόγητους αποκλεισμούς.

v)   Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το γενικό συμφέρον

(236)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Πολωνία δεν παρέσχε καμία απόδειξη ότι οι αερολιμένες της Gdynia και του Gdańsk πρόκειται να αποτελέσουν κόμβο αεροπορικής συνεργασίας. Βάσει λογικής, οι δύο αερολιμένες θα πρέπει στην πραγματικότητα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση των ίδιων ουσιαστικά επιβατών.

(237)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ακόμα ότι το επιχειρηματικό σχέδιο για τον αερολιμένα της Gdynia (όπου ποσοστό περίπου [80 — 90] % των εσόδων προέρχονται από πτήσεις αερομεταφορέων χαμηλού κόστους και ναυλωμένες πτήσεις) και η κλίμακα της επένδυσης (π.χ. τερματικός σταθμός ικανότητας εξυπηρέτησης 0,5 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως που αναμένεται να επεκταθεί στο μέλλον) δεν τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό ότι ο αερολιμένας της Gdynia θα εστιάσει στην κίνηση γενικής αεροπορίας και θα παρέχει αποκλειστικά ή κυρίως υπηρεσίες στον τομέα της γενικής αεροπορίας.

(238)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και το γεγονός ότι και οι δύο αερολιμένες θα εστιάζουν σε ΑΧΚ και ναυλωμένες πτήσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση προορίζεται για έναν αερολιμένα που θα ανταγωνίζεται άμεσα έναν άλλο αερολιμένα στην ίδια ζώνη επιρροής, χωρίς να υπάρχει ζήτηση για αεροπορικές υπηρεσίες η οποία δεν θα μπορούσε να καλυφθεί από τον υφιστάμενο αερολιμένα.

(239)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η υπό εξέταση ενίσχυση θα επηρεάσει τις συναλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το γενικό συμφέρον. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από την απουσία στόχου γενικού συμφέροντος στην επίτευξη του οποίου στοχεύει η ενίσχυση.

vi)   Αναγκαιότητα της ενίσχυσης και δημιουργία κινήτρων

(240)

Βάσει των δεδομένων που παρασχέθηκαν από την Πολωνία, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επενδυτικές δαπάνες ενδέχεται να είναι χαμηλότερες από εκείνες που απαιτήθηκαν για την κατασκευή άλλων παρόμοιων περιφερειακών αερολιμένων στην Πολωνία. Αυτό οφείλεται κυρίως στη χρήση των υφιστάμενων υποδομών στον στρατιωτικό αερολιμένα. Επιπλέον, η Πολωνία ισχυρίζεται ότι χωρίς την ενίσχυση ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δεν θα προέβαινε στην επένδυση.

(241)

Ακόμη, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την πλήρη απόσβεση αυτού του είδους επενδύσεων συνεπάγεται θα ήταν πιθανόν αναγκαία η παροχή δημόσιας χρηματοδότησης ούτως ώστε να επηρεαστεί η στάση του δικαιούχου κατά τρόπο ώστε να προχωρήσει στην επένδυση. Επιπλέον, δεδομένου ότι η αναμενόμενη αποδοτικότητα του επενδυτικού έργου δεν μπορεί να διαπιστωθεί με βεβαιότητα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 185) και ένας επενδυτής στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς δεν θα προχωρούσε στην υλοποίηση ενός τέτοιου έργου, είναι πράγματι πιθανόν η ενίσχυση να μεταβάλει τη στάση του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα.

(242)

Ωστόσο, απουσία σαφώς καθορισμένου στόχου γενικού συμφέροντος, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρείται αναγκαία και ανάλογη προς τον στόχο αυτό.

(243)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επενδυτική ενίσχυση από την Gdynia και το Kosakowo υπέρ της Gdynia-Kosakowo Airport Ltd δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές και δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

5.2.4.   Ενισχύσεις λειτουργίας

(244)

Η Επιτροπή στήριξε την αξιολόγηση των ενισχύσεων λειτουργίας στην αιτιολογική σκέψη 227 της απόφασης 2014/883/ΕΕ στη διαπίστωση ότι «η χορήγηση ενίσχυσης λειτουργίας με σκοπό τη διασφάλιση της λειτουργίας ενός επενδυτικού έργου που επωφελείται από μη συμβιβάσιμη επενδυτική ενίσχυση είναι εγγενώς μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά». Χωρίς την παροχή της μη συμβιβάσιμης επενδυτικής ενίσχυσης, ο αερολιμένας της Gdynia δεν θα υπήρχε, καθώς χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από την εν λόγω ενίσχυση, και επενδύσεις λειτουργίας δεν μπορούν να χορηγηθούν για μη υφιστάμενες αερολιμενικές υποδομές.

(245)

Το συμπέρασμα αυτό βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές ισχύει εξίσου βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές και αρκεί για να διαπιστωθεί ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

(246)

Επιπλέον, η πρώτη προϋπόθεση συμβατότητας που καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σύμφωνα με την οποία οι ενισχύσεις λειτουργίας μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες εφόσον συμβάλλουν στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος αυξάνοντας την κινητικότητα των πολιτών της Ένωσης και τη συνδεσιμότητα των διαφόρων περιοχών ή διευκολύνοντας την περιφερειακή ανάπτυξη, σαφώς δεν πληρούται εάν οι εξεταζόμενες ενισχύσεις λειτουργίας αποσκοπούν να διασφαλίσουν τη λειτουργία ενός αερολιμένα ο οποίος έχει κατασκευαστεί αποκλειστικά με επενδυτικές ενισχύσεις που είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

(247)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 203 και επ. (που καταδεικνύουν ότι η επενδυτική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd, λόγω της αλληλεπικάλυψης των αερολιμενικών υποδομών, δεν πληροί έναν σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος και, ως εκ τούτου, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές) καταδεικνύουν επίσης ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd είναι εξίσου ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, όπως έχει ήδη συμπεράνει στην απόφαση 2014/883/ΕΕ. Οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd (όπως και οι επενδυτικές ενισχύσεις) θα οδηγήσουν απλά στην αλληλεπικάλυψη των αερολιμενικών υποδομών σε μια περιφέρεια που φαίνεται ότι ήδη εξυπηρετείται επαρκώς από έναν μη κορεσμένο αερολιμένα και, επομένως, δεν συμβάλουν σε έναν σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος.

(248)

Για λόγους πληρότητας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στο ίδιο συμπέρασμα θα κατέληγε εάν οι ενισχύσεις λειτουργίας αξιολογούνταν υπό το φως των κανόνων για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα που επικαλέστηκε η Πολωνία. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο αερολιμένας της Gdynia βρίσκεται σε μειονεκτούσα περιοχή που καλύπτεται από την παρέκκλιση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ, κάτι που σημαίνει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να αξιολογήσει αν οι εξεταζόμενες ενισχύσεις λειτουργίας μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με τις ΚΓΚΕΠΧ.

(249)

Σύμφωνα με την παράγραφο 76 των ΚΓΚΕΠΧ, ενισχύσεις λειτουργίας σε περιφέρειες που καλύπτονται από την παρέκκλιση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ μπορούν να παρέχονται υπό τον όρο ότι πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια: i) δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και από τον χαρακτήρα τους, και ii) το ύψος τους είναι ανάλογο προς τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν.

(250)

Η Πολωνία είναι της γνώμης ότι η ενίσχυση λειτουργίας είναι συμβατή με την παράγραφο 76 των ΚΓΚΕΠΧ (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 95 έως 97).

(251)

Δεδομένου ότι η Πομερανία εξυπηρετείται ήδη από τον αερολιμένα του Gdańsk και ότι ο νέος αερολιμένας δεν θα βελτιώσει τις συνδέσεις με την εν λόγω περιφέρεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση θα συνέβαλε στην περιφερειακή ανάπτυξη.

(252)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση λειτουργίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη προς τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει, διότι η Πομερανία δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα διασύνδεσης.

(253)

Επιπλέον, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η ενίσχυση λειτουργίας που αξιολογήθηκε διατέθηκε για τη χρηματοδότηση μιας προκαθορισμένης σειράς δαπανών. Ωστόσο, με βάση την αξιολόγηση από την Επιτροπή του επιχειρηματικού σχεδίου για τον αερολιμένα της Gdynia και την αξιολόγηση του επιπέδου των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών που παρουσιάζονται στην ενότητα 5.1.3, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση θα περιοριζόταν στο ελάχιστο αναγκαίο, θα παρεχόταν σε μεταβατική βάση και θα μειωνόταν συν τω χρόνω. Ειδικότερα, σε συνάρτηση με την αβεβαιότητα σχετικά με την αναμενόμενη αποδοτικότητα του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα (βλέπε ενότητα σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης), δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο μεταβατικός και φθίνων χαρακτήρας της ενίσχυσης.

(254)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση λειτουργίας που χορηγήθηκε από τη Gdynia και το Kosakowo υπέρ της Gdynia--Kosakowo Airport Ltd., είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, καθώς αποσκοπεί να διασφαλίσει τη λειτουργία ενός αερολιμένα που υφίσταται μόνο χάρη στην παροχή ασυμβίβαστης επενδυτικής ενίσχυσης και (όπως η εν λόγω επενδυτική ενίσχυση) οδηγεί απλώς στην αλληλεπικάλυψη αερολιμενικών υποδομών.

5.2.5.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμβιβάσιμο

(255)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

(256)

Η Επιτροπή δεν έχει εντοπίσει άλλη διάταξη σχετικά με το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά που θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για τον χαρακτηρισμό της υπό εξέταση ενίσχυσης ως συμβιβάσιμης με τη Συνθήκη. Επίσης, ούτε η Πολωνία έχει παραπέμψει σε τυχόν διάταξη που να αφορά το συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά ούτε έχει παράσχει ουσιαστικά επιχειρήματα που να επιτρέπουν στην Επιτροπή να χαρακτηρίσει την εν λόγω ενίσχυση συμβιβάσιμη.

(257)

Η επενδυτική ενίσχυση και η ενίσχυση λειτουργίας που έχει χορηγήσει ή σκοπεύει να χορηγήσει η Πολωνία στην Gdynia-Kosakowo Airport Ltd δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά. Η Πολωνία χορήγησε παράνομα την ενίσχυση κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

6.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(258)

Σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ενίσχυση εφόσον διαπιστώσει ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά (76). Επίσης, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση του κράτους να καταργήσει την ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έχει θεωρήσει ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά σκοπό έχει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (77). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο στόχος έχει επιτευχθεί όταν ο λαβών την ενίσχυση έχει αποδώσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομης ενίσχυσης, χάνοντας με τον τρόπο αυτό το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, και όταν επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση (78).

(259)

Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/99 του Συμβουλίου (79) προβλέπει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

(260)

Ως εκ τούτου, η ανωτέρω κρατική ενίσχυση πρέπει να επιστραφεί στις πολωνικές αρχές, στον βαθμό που έχει καταβληθεί.

(261)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή βρίσκονται σε κατάσταση πτώχευσης δεν επηρεάζει την υποχρέωση ανάκτησης από το κράτος μέλος (80). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης και η εξάλειψη της απορρέουσας από τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις νόθευσης του ανταγωνισμού μπορούν, κατ' αρχήν, να επιτευχθούν με την εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων της απαίτησης που αφορά την ανάκτηση των οικείων ενισχύσεων (81). Σε περίπτωση που οι κρατικές αρχές δεν μπορούν να ανακτήσουν τις ενισχύσεις στο σύνολό τους, η εγγραφή της απαίτησης συνεπάγεται εκπλήρωση της υποχρέωσης αναζήτησης των σχετικών ποσών μόνον αν η πτωχευτική διαδικασία καταλήγει στην εκκαθάριση της οικείας επιχείρησης, δηλαδή στην οριστική παύση της δραστηριότητάς της (82),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απόφαση 2014/883/ΕΕ ανακαλείται.

Άρθρο 2

1.   Οι εισφορές κεφαλαίου υπέρ της Gdynia-Kosakowo Airport Ltd που χορηγήθηκαν μεταξύ της 28ης Αυγούστου 2007 και της 17ης Ιουνίου 2013 συνιστούν κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα από την Πολωνία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, με εξαίρεση στον βαθμό που οι εν λόγω εισφορές κεφαλαίου δαπανήθηκαν σε επενδύσεις απαραίτητες για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων οι οποίες, σύμφωνα με την απόφαση C(2013) 4045 final, πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου.

2.   Οι εισφορές κεφαλαίου τις οποίες η Πολωνία σκοπεύει να χορηγήσει υπέρ της Gdynia--Kosakowo Airport Ltd μετά τη 17η Ιουνίου 2013 για τη μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα Gdynia--Kosakowo σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας συνιστούν κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, η κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να χορηγηθεί.

Άρθρο 3

1.   Η Πολωνία ανακτά από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1.

2.   Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης. Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (83).

3.   Η Πολωνία ακυρώνει όλες τις εκκρεμούσες πληρωμές δυνάμει της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και των τόκων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Η Πολωνία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Πολωνία υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Η Πολωνία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και των τόκων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2. Η Πολωνία υποβάλλει αμέσως, μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Πολωνίας.

Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2015.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 243 της 23.8.2013, σ. 25.

(2)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009 τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι κατ' ουσία ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται, όταν ενδείκνυται, ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 αντιστοίχως της Συνθήκης ΕΚ. Η ΣΛΕΕ εισήγαγε επίσης ορισμένες αλλαγές στην ορολογία, όπως η αντικατάσταση των όρων «Κοινότητα» και «κοινή αγορά» από τους όρους «Ένωση» και «εσωτερική αγορά» αντιστοίχως. Στην παρούσα απόφαση χρησιμοποιείται η ορολογία της ΣΛΕΕ.

(3)  Η απόφαση που κοινοποιήθηκε στην Πολωνία με αριθμό C(2013) 4045 final δημοσιεύθηκε με περίληψη στην ΕΕ C 243 της 23.8.2013, σ. 25.

(4)  Απόφαση 2014/883/ΕΕ της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με το μέτρο κρατικής ενίσχυσης SA.35388 (13/C) (πρώην 13/NN και πρώην 12/N) — Πολωνία — Κατασκευή του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo (ΕΕ L 357 της 12.12.2014, σ. 51).

(5)  Οι εν λόγω προσφυγές καταχωρίστηκαν αντίστοιχα ως υπόθεση T-215/14 και υπόθεση T-217/14.

(6)  Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-215/14 R Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2014:733· διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-217/14 R Gmina Kosakowo κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(7)  Επιστολές του προέδρου της πολωνικής υπηρεσίας ανταγωνισμού και προστασίας των καταναλωτών της 30ής Ιουνίου 2014 και της 8ης Ιανουαρίου 2015.

(8)  Ανάλογα με τη διαδρομή που επιλέγεται, η απόσταση μεταξύ των αερολιμένων της Gdynia και του Gdańsk είναι 26-29 χιλιόμετρα· πηγή: χάρτες Google και Bing. Ο αερολιμένας του Gdańsk ανήκει στην κυριότητα και τελεί υπό τη διαχείριση της Gdańsk Lech Wałęsa Airport Ltd, εταιρείας που ιδρύθηκε από δημόσιους φορείς. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας κατανέμεται ως εξής: πόλη του Gdańsk (32 %), βοεβοδάτο Pomorskie (32 %), κρατική επιχείρηση «Polish Airports» (31 %), πόλη του Sopot (3 %) και πόλη της Gdynia (2 %). Ο αερολιμένας Lech Wałęsa του Gdańsk (στο εξής «αερολιμένας του Gdańsk») είναι ο τρίτος μεγαλύτερος αερολιμένας της Πολωνίας. Το 2012 εξυπηρέτησε 2,9 εκατομμύρια επιβάτες (2,7 εκατομμύρια επιβάτες σε τακτικές αεροπορικές γραμμές και 200 000 επιβάτες σε ναυλωμένες πτήσεις).

Οι ακόλουθες οκτώ αεροπορικές εταιρείες εξυπηρετούν τακτικές αεροπορικές γραμμές από τον αερολιμένα του Gdańsk (στοιχεία Ιανουαρίου 2014): Wizzair (22 προορισμοί), Ryanair (7 προορισμοί), Eurolot (4 προορισμοί), LOT (2 προορισμοί), Lufthansa (2 προορισμοί), SAS (2 προορισμοί), Air Berlin (1 προορισμός), Norwegian (1 προορισμός). Μετά την έναρξη λειτουργίας νέου τερματικού σταθμού τον Μάιο του 2012, ο αερολιμένας του Gdańsk διαθέτει ικανότητα εξυπηρέτησης 5 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως. Σύμφωνα με στοιχεία που υπέβαλε η Πολωνία, η επέκταση του τερματικού σταθμού (η οποία έχει προγραμματιστεί για την περίοδο 2013-2015) θα αυξήσει την ικανότητα εξυπηρέτησης του αερολιμένα σε 7 εκατομμύρια επιβάτες. Η επένδυση στον αερολιμένα του Gdańsk χρηματοδοτήθηκε επίσης με τη χρήση κρατικής ενίσχυσης [βλέπε απόφαση της Επιτροπής του 2008 στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης αριθ. N 153/08 — 1,7 εκατ. ευρώ (ΕΕ C 46 της 25.2.2009, σ. 7)· απόφαση της Επιτροπής του 2009 για την υπόθεση κρατικής ενίσχυσης αριθ. N 472/08, βάσει της οποίας η Πολωνία χορήγησε για τον αερολιμένα του Gdańsk περίπου 33 εκατ. ευρώ (ΕΕ C 79 της 2.4.2009, σ. 2)].

(9)  Ο υφιστάμενος στρατιωτικός αερολιμένας Gdynia-Oksywie βρίσκεται στα σύνορα της πόλης της Gdynia με τον δήμο του Kosakowo.

(10)  Η δήλωση υπεγράφη από τις αρχές του βοεβοδάτου Pomorskie, τις πόλεις του Gdańsk, της Gdynia και του Sopot, από τον δήμο του Kosakowo και από εκπροσώπους της πολωνικής κυβέρνησης (από τον διοικητή του βοεβοδάτου Pomorskie, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το Υπουργείο Μεταφορών), καθώς και από τον αερολιμένα του Gdańsk.

(11)  Επίσημη εφημερίδα της πολωνικής κυβέρνησης 2008, τεύχος αριθ. 144, σημείο 901, (Dz. U. Nr 144, poz. 901).

(12)  Η ρήτρα αυτή ορίστηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 4h(2) του νόμου της 30ής Μαΐου 1996, όπως τροποποιήθηκε.

(13)  Η επιχειρησιακή συμφωνία ορίζει ότι ο επιμερισμός των λειτουργικών δαπανών θα διέπεται από χωριστή συμφωνία [παράγραφος 5(5)], ενώ ο επιμερισμός των επενδυτικών δαπανών και των δαπανών ανακαίνισης θα αποτελέσουν αντικείμενο χωριστών συμφωνιών που θα υπογραφούν από τα δύο μέρη πριν από την έναρξη τυχόν νέων επενδύσεων ή εργασιών ανακαίνισης [παράγραφος 9(7)].

(14)  Οι επενδυτικές δαπάνες που παρουσιάζονται στο παρόν τμήμα αντικατοπτρίζουν το επενδυτικό έργο όπως παρουσιάστηκε στην κοινοποίηση της Πολωνίας της 7ης Σεπτεμβρίου 2012 και στη μελέτη με βάση την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς (ΑΙΕΟΑ) του 2012 που συνόδευε την κοινοποίηση.

(15)  Η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης είναι 1 ευρώ = 4 PLN, η οποία αντιστοιχεί στη μέση εβδομαδιαία συναλλαγματική ισοτιμία για το έτος 2010. Πηγή: Eurostat.

(16)  Κατά την άποψη της Πολωνίας, στην επένδυση που εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Δημοσίου περιλαμβάνονται τα κτήρια και ο εξοπλισμός για τους πυροσβέστες, τους τελωνειακούς υπαλλήλους, τους υπαλλήλους ασφάλειας του αερολιμένα, τους αστυνομικούς και τους συνοριοφύλακες, περίφραξη του αερολιμένα με σύστημα βιντεοεπιτήρησης κ.λπ.

(17)  Σε ονομαστικούς όρους.

(18)  Η καθαρή τρέχουσα αξία υποδηλώνει αν η απόδοση ενός δεδομένου έργου υπερβαίνει το κόστος (ευκαιρίας) του κεφαλαίου. Ένα έργο θεωρείται οικονομικά βιώσιμη επένδυση εφόσον δημιουργεί θετική καθαρή τρέχουσα αξία. Οι επενδύσεις με απόδοση χαμηλότερη του κόστους (ευκαιρίας) κεφαλαίου δεν είναι οικονομικά βιώσιμες. Το κόστος (ευκαιρίας) κεφαλαίου αντικατοπτρίζεται στο προεξοφλητικό επιτόκιο.

(19)  Η τελική αξία είναι η τρέχουσα αξία όλων των ταμειακών ροών που δημιουργούνται μετά τη λήξη της περιόδου προβλέψεων. Αυτό προϋποθέτει ότι το έργο θα υπάρχει στο διηνεκές και θα αναπτύσσεται με προκαθορισμένο ρυθμό ανάπτυξης (στην περίπτωση αυτή, με βάση την καθαρή θέση του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα κατά το τελευταίο έτος του υποβληθέντος επιχειρηματικού σχεδίου).

(20)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κοινοτικές κατευθύνσεις για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες (ΕΕ C 312 της 9.12.2005, σ. 1).

(21)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ C 54 της 4.3.2006, σ. 13).

(22)  Ο συντελεστής εσωτερικής απόδοσης μιας επένδυσης είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο στο οποίο η καθαρή τρέχουσα αξία ισούται με μηδέν. Το ΣΕΑ συνήθως συγκρίνεται με το κόστος κεφαλαίου.

(23)  Οι ισχύοντες κανόνες εκείνη την περίοδο προβλέπονταν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5).

(24)  Στο γενικό σχέδιο του επενδυτικού έργου προσδιορίζονταν τα διάφορα μέτρα που ήταν αναγκαία για τη μετατροπή του αερολιμένα.

(25)  Η μέθοδος FCFF χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ετήσιων κερδών της εταιρείας προ φόρων και τόκων (EBIT), προσθέτοντας τις αποσβέσεις (δεδομένου ότι πρόκειται για μη ταμειακές δαπάνες) και αφαιρώντας τις επενδυτικές ανάγκες, τις μεταβολές στο κεφάλαιο κίνησης και τους φόρους (βλέπε πίνακα 5 της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010).

(26)  Ως μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου νοείται το επιτόκιο που προβλέπεται να καταβάλει η εταιρεία σε όλους τους κατόχους κινητών αξιών της για τη χρηματοδότηση των περιουσιακών της στοιχείων.

(27)  Βασίζεται σε επιτόκιο μηδενικού κινδύνου της τάξης του […] %, ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου […] %, συντελεστή εταιρικού φόρου 19 %, συντελεστή βήτα […], ασφάλιστρο κινδύνου της αγοράς της τάξης του […] % και κεφαλαιακή διάρθρωση της τάξης του […] % του χρέους και […] % των ιδίων κεφαλαίων (βλέπε ενότητα 4.4 στη σελίδα 21 της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2010). Η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τους υπολογισμούς που υπέβαλε η Πολωνία προκύπτει ότι για τη μελέτη ΑΙΕΟΑ χρησιμοποιήθηκε μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου με καθοδική εξέλιξη των επιτοκίων.

(28)  Το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου αυξήθηκε σε […] % και ο συντελεστής βήτα αυξήθηκε σε […]. Η διάρθρωση του κεφαλαίου τροποποιήθηκε με αύξηση του ποσοστού του χρέους ([…] %) και μείωση του ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων ([…] %).

(29)  FCFE = FCFF + πιστώσεις και δάνεια που ελήφθησαν —πιστώσεις και δάνεια που αποπληρώθηκαν— τόκοι πιστώσεων και δανείων. Σε σύγκριση με την FCFF, η FCFE ανάγεται στην παρούσα αξία με την εφαρμογή ποσοστού απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων το οποίο είναι πάντα υψηλότερο από το μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, η καθαρή τρέχουσα αξία υποδηλώνει το ποσοστό της απόδοσης της επένδυσης που είναι διαθέσιμο στους μετόχους (επενδυτές ιδίων κεφαλαίων). Για τον λόγο αυτό, η καθαρή τρέχουσα αξία που υπολογίζεται με βάση την FCFE δεν αντικατοπτρίζει τη συνολική απόδοση της επένδυσης, δηλαδή την απόδοση για τους μετόχους και την απόδοση για τους πιστωτές.

(30)  Προκειμένου να αποτυπωθούν οι διαφορές στη συνήθη διάρθρωση χρηματοδότησης μεταξύ των εταιρειών διαχείρισης αερολιμένων και των εταιρειών παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών, η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των τελευταίων αυξήθηκε πριν από τον υπολογισμό των μέσων όρων.

(31)  Το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου μειώθηκε σε […] % και ο συντελεστής βήτα μειώθηκε σε […].

(32)  Το Trójmiasto είναι μια αστική περιοχή η οποία συγκροτείται από τρεις μεγάλες πόλεις της Πομερανίας (Gdańsk, Gdynia και Sopot). Στην περιοχή του Trójmiasto υπάρχουν επί του παρόντος τρεις αερολιμένες: ο αερολιμένας Lech Wałęsa στο Gdańsk, ο στρατιωτικός αερολιμένας στο Pruszcz Gdański και ο στρατιωτικός αερολιμένας στα σύνορα μεταξύ της Gdynia και του Kosakowo (Gdynia-Oksywie).

(33)  Υπόθεση C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, EU:C:1998:303, Συλλογή 1998, σ. I-3851· υπόθεση C-41/90, Höfner και Elser κατά Macrotron GmbH, EU:C:1991:161, Συλλογή 1991, σ. I-1979· υπόθεση C-244/94, Fédération Française des Sociétés d'Assurances κατά Ministère de l'Agriculture et de la Pêche, EU:C:1995:392, Συλλογή 1995, σ. I-4013· υπόθεση C-55/96, Job Centre, EU:C:1997:603, Συλλογή 1997, σ. I-7119.

(34)  Υπόθεση C-118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, EU:C:1987:283, Συλλογή 1987, σ. I-2599· υπόθεση C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, EU:C:1998:303, Συλλογή 1998, σ. I-3851.

(35)  Απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-443/08, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής και T-445/08, Mitteldeutsche Flughafen AG και Flughafen Leipzig-Halle GmbH κατά Επιτροπής, EU:T:2011:117, Συλλογή 2011, σ. II-01311, η οποία επιβεβαιώθηκε από την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-288/11 P, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, EU:C:2012:821· βλέπε επίσης απόφαση στην υπόθεση T-128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, EU:T:2000:290, Συλλογή 2000, σ. II-3929, η οποία επιβεβαιώθηκε από την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-82/01P, Aéroports de Parisκατά Επιτροπής, EU:C:2002:617, Συλλογή 2002, σ. I-9297, και υπόθεση T-196/04, Ryanair κατά Επιτροπής, EU:T:2008:585, Συλλογή 2008, σ. II-3643.

(36)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 Poucet κατά AGV και C-160/91 Pistre κατά Cancave EU:C:1993:63, Συλλογή 1993, σ. I-637.

(37)  Υπόθεση C-364/92, SAT Fluggesellschaft κατά Eurocontrol, EU:C:1994:7, Συλλογή 1994, σ. I-43.

(38)  Βλέπε, ειδικότερα, υπόθεση C-364/92, SAT Fluggesellschaft κατά Eurocontrol, Συλλογή 1994, σ. I-43, σκέψη 30 και υπόθεση C-113/07 P, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, EU:C:2009:191, Συλλογή 2009, σ. I-2207, σκέψη 71.

(39)  Υπόθεση C-343/95, Cali & Figli κατά Servizi ecologici porto di Genova, EU:C:1997:160, Συλλογή 1997, σ. I-1547· απόφαση αριθ. N 309/2002 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2003· απόφαση αριθ. N 438/02 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2002, με τίτλο «Επιχορηγήσεις προς τις βελγικές λιμενικές αρχές για την εκτέλεση καθηκόντων δημοσίων αρχών».

(40)  Βλέπε, μεταξύ άλλων, υπόθεση C-172/03, Wolfgang Heiser κατά Finanzamt Innsbruck, EU:C:2005:130, Συλλογή 2005, σ. I-01627, σκέψη 36, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(41)  Αιτιολογική σκέψη 25 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(42)  Η μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2010 δεν προσδιορίζει ποιο μέρος των επενδύσεων εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Δημοσίου. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή χρησιμοποίησε την προσέγγιση που υιοθετήθηκε στη μελέτη ΑΙΕΟΑ του 2011 για τον προσδιορισμό του ποσού των επενδύσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου. Βλέπε αιτιολογική σκέψη 132.

(43)  Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Kosakowo ανέφερε ότι δαπανήθηκαν […] εκατ. PLN ([…] εκατ. ευρώ) για επενδύσεις που κατά τους ισχυρισμούς εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου.

(44)  Υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:C:2002:294, Συλλογή 2002, σ. I-4397.

(45)  Απόφαση της 12ης Μαΐου 2011 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-267/08 και T-279/08, Nord-Pas-de-Calais κατά Επιτροπής, EU:T:2011:209, Συλλογή 2011, σ. II-01999, σκέψη 108.

(46)  Υπόθεση C-305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής («Alfa Romeo»), EU:C:1991:142, Συλλογή 1991, σ. I-1603· υπόθεση T-296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, EU:T:2000:289, Συλλογή 2000, σ. II-3871.

(47)  Υπόθεση C-40/85, Βέλγιο κατά Επιτροπής, EU:C:1986:305, Συλλογή 1986, σ. I-2321.

(48)  Μολονότι η Επιτροπή ζήτησε από τις πολωνικές αρχές να υποβάλουν τα υποκείμενα λογιστικά φύλλα Excel που χρησιμοποιήθηκαν για τους υπολογισμούς μαζί με τους μαθηματικούς τύπους, οι πολωνικές αρχές υπέβαλαν μόνο τα λογιστικά φύλλα Excel, χωρίς τους μαθηματικούς τύπους.

(49)  Υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:C:2002:294, Συλλογή 2002, σ. I-4397.

(50)  Υπόθεση C-124/10 P Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Électricité de France (EDF), EU:C:2012:318, σκέψη 85.

(51)  Βλέπε ενότητα 4.7.5 της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2012. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν από την Πολωνία, στις 26 Ιουνίου 2009 οι εισφορές κεφαλαίου στον αερολιμένα της Gdynia ανέρχονταν συνολικά στο ποσό του 1,691 εκατ. PLN (περίπου 423 000 ευρώ). Μόνο […] εκατ. PLN (περίπου […] ευρώ) είχαν χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση των διαφόρων μελετών που εκπονήθηκαν κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του έργου.

(52)  Στη συμφωνία προβλέπονται χρηματικές συνεισφορές εκ μέρους της Gdynia, συνολικού ποσού 59,048 εκατ. PLN (14,8 εκατ. ευρώ) κατά την περίοδο 2011-2013 και συνεισφορές σε είδος εκ μέρους του Kosakowo (ανταλλαγή ετήσιων μισθωμάτων με μετοχές) κατά την περίοδο 2011-2040.

(53)  Επιστολή της 6ης Αυγούστου 2013.

(54)  Βλέπε σελίδα 35 της μελέτης ΑΙΕΟΑ του 2011.

(55)  Η εν λόγω καθαρή θέση περιλαμβάνει την καθαρή τρέχουσα αξία των ταμειακών ροών κατά την περίοδο 2012-2040 συν την προεξοφλημένη τελική αξία του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα της Gdynia όπως υπολογίζεται για το 2040.

(56)  Η τελική αξία υπολογίζεται με βάση τις προβλεπόμενες ταμειακές ροές για το τελευταίο έτος της αναλυτικής πρόβλεψης, με προσαρμογή ώστε να ληφθεί υπόψη η επένδυση αντικατάστασης που απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεχής λειτουργία των υποδομών.

(57)  Βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση αριθ. C(2009) 4445 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2009, για τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών.

(58)  Βλέπε υποσημείωση 9.

(59)  Η ανάθεση της κατάρτισης του γενικού σχεδίου έγινε τον Φεβρουάριο του 2010 και η παράδοσή του τον Νοέμβριο του 2010.

(60)  Επιβατική κίνηση (σε χιλιάδες επιβάτες ετησίως) στον αερολιμένα του Gdańsk.

Πραγματικός αριθμός επιβατών:

Έτος

2004

2005

2006

2007

2008

2009

2010

2011

2012

Αριθμός επιβατών

466

672

1 256

1 715

1 954

1 911

2 232

2 463

2 906

Αναμενόμενη αύξηση επιβατών

Έτος

2013

2014

2015

2016

2017

2018

2019

2020

 

Αριθμός επιβατών

3 153

3 311

3 477

3 616

3 760

3 911

4 067

4 230

 

(61)  ΑΧΚ 64,5 %, ναυλωμένες πτήσεις 7,5 %. Τόσο το 2009 όσο και το 2011 το συγκεκριμένο ποσοστό ήταν 70 %.

(62)  Αερολιμένας Bydgoszcz: Το πάγιο τέλος αναχωρούντος επιβάτη ανέρχεται σε 30 PLN (7,5 ευρώ)· το πάγιο τέλος προσγείωσης σε 45 PLN/τόνο (11,25 ευρώ) για τους δύο πρώτους τόνους μέγιστου βάρους απογείωσης (ΜΒΑ), 40 PLN/τόνο (10 ευρώ) για ΜΒΑ από 2 έως 15 τόνους, 35 PLN/τόνο (8,75 ευρώ) για ΜΒΑ από 15 έως 40 τόνους, 30 PLN/τόνο (7,5 ευρώ) για ΜΒΑ από 40 έως 60 τόνους, 25 PLN/τόνο (6,25 ευρώ) για ΜΒΑ από 60 έως 80 τόνους και 20 PLN/τόνο (5 ευρώ) για κάθε τόνο άνω των 80 τόνων μέγιστου βάρους απογείωσης· το πάγιο τέλος παραμονής ανέρχεται σε 8 PLN/τόνο/24ωρο (2 ευρώ, χωρίς χρέωση για τις πρώτες 4 ώρες). Εκπτώσεις: Τα τέλη επιβατών μπορούν να μειωθούν κατά ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 5 % (εάν ένας αερομεταφορέας διαθέτει 100-300 επιβάτες που αναχωρούν από τον αερολιμένα Bydgoszcz μηνιαίως) και 50 % (εάν ο αερομεταφορέας διαθέτει περισσότερους από 8 000 επιβάτες που αναχωρούν από τον αερολιμένα Bydgoszcz μηνιαίως)· τέλος προσγείωσης — έκπτωση 50 % κατά τους πρώτους 12 μήνες της νέας σύνδεσης, 50 % έκπτωση για προσγείωση μεταξύ 14:00 και 20:00· τέλη προσγείωσης και παραμονής: 10 % για αερομεταφορέα που εκτελεί 4-10 πτήσεις μηνιαίως, 15 % για 11-30 πτήσεις μηνιαίως, 20 % για περισσότερες από 31 πτήσεις μηνιαίως. Αερολιμένας Szczecin: Το πάγιο τέλος αναχωρούντος επιβάτη ανέρχεται σε 35 PLN (8,75 ευρώ)· το πάγιο τέλος προσγείωσης σε 70 PLN/τόνο (17,5 ευρώ)· και το πάγιο τέλος παραμονής σε 8 PLN/τόνο/24ωρο (χωρίς χρέωση για τις πρώτες 2 ώρες). Εκπτώσεις: από 20 % (εάν ένας αερομεταφορέας προσφέρει σε αναχωρούντες επιβάτες περισσότερες από 800 θέσεις εβδομαδιαίως) έως 90 % (εάν προσφέρονται περισσότερες από 1 300 θέσεις).

(63)  Υπολογισμός των τελών επιβατών για τους ΑΧΚ.

(64)  Πέραν των αερολιμένων Gdańsk, Bydgoszcz και Szczecin, η Επιτροπή ανέλυσε επίσης τα αερολιμενικά τέλη στον αερολιμένα Lublin, έναν περιφερειακό αερολιμένα που τέθηκε σε λειτουργία τον Δεκέμβριο του 2012. Το πάγιο τέλος αναχωρούντος επιβάτη στον αερολιμένα του Lublin ανέρχεται σε 34 PLN (8,5 ευρώ)· το πάγιο τέλος προσγείωσης σε 36 PLN/τόνο· το πάγιο τέλος παραμονής σε 15 PLN/τόνο/24ωρο (δωρεάν για τις πρώτες 4 ώρες). Εκπτώσεις: εάν ένας αερομεταφορέας εγκαταστήσει επιχειρησιακή βάση στον αερολιμένα του Lublin, η χρέωση αναχωρούντος επιβάτη κυμαίνεται μεταξύ 4,21 PLN (1,05 ευρώ) και 5,76 PLN (1,44 ευρώ) για τα πρώτα πέντε εξάμηνα (2,5 έτη)· εφαρμόζεται έκπτωση 99 % στα τέλη παραμονής και προσγείωσης. Μετά το πέρας των 5 εξαμήνων, οι εκπτώσεις ισχύουν για νέες συνδέσεις. Οι εκπτώσεις που εφαρμόζονται στα τέλη επιβατών, προσγείωσης και παραμονής κυμαίνονται από 95 % κατά το πρώτο έτος λειτουργίας μιας σύνδεσης έως 25-65 % κατά το πέμπτο έτος λειτουργίας (ανάλογα με τον αριθμό των επιβατών). Μετά το πέμπτο έτος εφαρμόζεται έκπτωση 60 % εάν ένας αερομεταφορέας εξυπηρετεί περισσότερους από 250 000 αναχωρούντες επιβάτες από τον αερολιμένα του Lublin.

(65)  Στους εν λόγω υπολογισμούς εξαιρούνται οι δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου.

(66)  Δεδομένου ότι η μελέτη ΑΙΕΟΑ εκπονήθηκε τον Ιούνιο του 2012, η ανάλυση γίνεται με βάση την ημερομηνία αυτή.

(67)  Μια ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος για την αξιολόγηση αποφάσεων επενδύσεων ιδίων κεφαλαίων είναι η εξέταση της καθαρής θέσης της εταιρείας. Η καθαρή θέση είναι η αξία μιας εταιρείας που είναι διαθέσιμη στους ιδιοκτήτες ή τους μετόχους της. Υπολογίζεται με την άθροιση όλων των μελλοντικών ταμειακών ροών που είναι διαθέσιμες στους επενδυτές ιδίων κεφαλαίων και προεξοφλούνται με τον κατάλληλο συντελεστή απόδοσης. Το προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται εν γένει είναι το κόστος των ίδιων κεφαλαίων, που αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο των ταμειακών ροών.

(68)  Υπόθεση T-214/95, Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, EU:T:1998:77, Συλλογή 1998, σ. II-717.

(69)  Υπόθεση T-109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, EU:T:2004:4, Συλλογή 2004, σ. II-127.

(70)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες (ΕΕ C 99 της 4.4.2014, σ. 3).

(71)  ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22.

(72)  Παράγραφος 173 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(73)  Παράγραφος 172 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(74)  Παράγραφος 25 σημεία 21, 22 και 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(75)  Εκφραζόμενο σε κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων («EBITDA»).

(76)  Υπόθεση C-70/72 Επιτροπή κατά Γερμανίας, EU:C:1973:87, Συλλογή 1973, σ. 813, σκέψη 13.

(77)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92 Ισπανία κατά Επιτροπής, EU:C:1994:325, Συλλογή 1994, σ. I-04103, σκέψη 75.

(78)  Υπόθεση C-75/97 Βέλγιο κατά Επιτροπής, EU:C:1999:311, Συλλογή 1999, σ. I-03671, σκέψεις 64-65.

(79)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(80)  Υπόθεση C-42/93, Ισπανία κατά Επιτροπής, («Merco»), EU:C:1994:326, Συλλογή 1994, σ. I-4175, σκέψη 33· υπόθεση C-496/09, Επιτροπή κατά Ιταλίας, EU:C:2011:740, Συλλογή 2011, σ. I-11483, σκέψη 72.

(81)  Υπόθεση C-277/00 Γερμανία κατά Επιτροπής («SMI»), EU:C:2004:238, Συλλογή 2004, σ. I-4355, σκέψη 85· υπόθεση 52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου, EU:C:1986:3, Συλλογή 1986, σ. 89, σκέψη 14· υπόθεση C-142/87 Βέλγιο κατά Επιτροπής («Tubemeuse»),EU:C:1990:125, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψεις 60–62.

(82)  Απόφαση στην υπόθεση C-610/10, Επιτροπή κατά Ισπανίας («Magefesa»), EU:C:2012:781, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(83)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΑ ΛΗΦΘΈΝΤΑ, ΠΡΟΣ ΑΝΆΚΤΗΣΗ ΚΑΙ ΉΔΗ ΑΝΑΚΤΗΘΈΝΤΑ ΠΟΣΆ ΕΝΙΣΧΎΣΕΩΝ

Ταυτότητα του δικαιούχου

Συνολικό ύψος της ενίσχυσης που εισπράχθηκε (1)

Συνολικό ύψος της προς ανάκτηση ενίσχυσης (1) (αρχικό κεφάλαιο)

Συνολικό ήδη επιστραφέν ποσό (1)

Αρχικό κεφάλαιο

Τόκοι ανάκτησης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


(1)  Σε εκατομμύρια εθνικού νομίσματος.


25.9.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 250/208


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1587 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 7ης Μαΐου 2015

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.35546 (2013/C) (πρώην 2012/NN) την οποία χορήγησε η Πορτογαλία στην Estaleiros Navais de Viana do Castelo S.A.

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 3036]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη την απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την ενίσχυση SA.35546 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (1),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με ηλεκτρονική επιστολή της 3ης Οκτωβρίου 2012, οι πορτογαλικές αρχές υπέβαλαν ανεπίσημα στην Επιτροπή συνοπτικό υπόμνημα σχετικά με τα κρατικά μέτρα που αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση των εσόδων από την ιδιωτικοποίηση της Estaleiros Navais de Viana do Castelo S.A. («ENVC»). Βάσει των υποβληθέντων στοιχείων, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασία αυτεπάγγελτης έρευνας στις 5 Οκτωβρίου 2012, η οποία καταχωρίστηκε με τον αριθμό SA.35546 (2012/CP). Η Πορτογαλία ενημερώθηκε για την κίνηση της διαδικασίας με επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2012.

(2)

Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 12ης Οκτωβρίου 2012, στην οποία η Πορτογαλία απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Νοεμβρίου 2012 και με επιστολή της 20ής Νοεμβρίου 2012. Από τα εν λόγω στοιχεία προέκυψε ότι η ENVC είχε επωφεληθεί στο παρελθόν από ορισμένα μέτρα που ενδεχομένως συνιστούν κρατική ενίσχυση. Πραγματοποιήθηκε τηλεφωνική διάσκεψη με τις πορτογαλικές αρχές στις 16 Οκτωβρίου 2012. Με αίτημα των πορτογαλικών αρχών, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και των πορτογαλικών αρχών στις 11 Δεκεμβρίου 2012. Η Πορτογαλία υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες με επιστολή της 28ης Δεκεμβρίου 2012 και, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στις 18 Ιανουαρίου 2013.

(3)

Με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την Πορτογαλία ότι αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») σε σχέση με την εν λόγω ενίσχυση («απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας»).

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2), καλώντας τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα μέτρα. Η Πορτογαλία υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας με επιστολή της 12ης Μαρτίου 2013. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη.

(5)

Κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Πορτογαλία υπέβαλε επανειλημμένα πληροφορίες, ανταποκρινόμενη σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Επιπλέον, η Επιτροπή και οι πορτογαλικές αρχές είχαν τηλεφωνικές συνδιαλέξεις στις 27 Μαΐου 2013, 29 Ιουλίου 2013, 13 Νοεμβρίου 2013 και στις 20 Ιανουαρίου 2015. Υπήρξε επίσης σύσκεψη εκπροσώπων της Επιτροπής και των πορτογαλικών αρχών στις 17 Μαρτίου 2014.

(6)

Με επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η Πορτογαλία ζήτησε από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι καμία πιθανή υποχρέωση ανάκτησης δεν θα επεκταθεί στη WestSea. Στην ίδια επιστολή, η Πορτογαλία συμφώνησε να παραιτηθεί από τα δικαιώματά της που απορρέουν από το άρθρο 342 της ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1/1958 (3) και αποδέχθηκε την έκδοση και την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα.

2.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

2.1.   Ο δικαιούχος

(7)

Η ENVC ήταν πορτογαλικό ναυπηγείο που ιδρύθηκε το 1944 και εθνικοποιήθηκε το 1975. Ανήκε εξ ολοκλήρου στο κράτος μέσω της EMPORDEF — Empresa Portuguesa de Defesa (SGPS), S.A. («EMPORDEF»), εταιρείας χαρτοφυλακίου κρατικής ιδιοκτησίας σε ποσοστό 100 %, που ελέγχει διάφορες κρατικές επιχειρήσεις στον τομέα της άμυνας.

(8)

Όταν εκδόθηκε η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας της Επιτροπής (βλ. αιτιολογική σκέψη 3 ανωτέρω), η ENVC απασχολούσε 638 εργαζομένους και ήταν το μόνο ναυπηγείο στην Πορτογαλία ικανό να κατασκευάσει πολεμικά πλοία (4). Το χαρτοφυλάκιο ναυπηγικών δραστηριοτήτων της ENVC εκείνη τη χρονική στιγμή περιοριζόταν στη ναυπήγηση δύο δεξαμενόπλοιων μεταφοράς ασφάλτου κατά παραγγελία της Petróleos de Venezuela S.A («PDVSA»), κατά 100 % κρατικής εταιρείας της Βενεζουέλας.

(9)

Η ENVC λειτουργούσε υπό καθεστώς παραχώρησης. Η παραχώρηση αυτή χορηγήθηκε για πρώτη φορά στην ENVC το 1946 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε το 1948, το 1949 και το 1974. Το 1989 το πεδίο της παραχώρησης επεκτάθηκε σε μέγεθος, και η διάρκεια —που αρχικά έληγε το 2006— παρατάθηκε μέχρι το 2031 (5).

2.2.   Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης

(10)

Κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η ENVC συνέχιζε να δραστηριοποιείται στην αγορά. Με το νομοθετικό διάταγμα 186/2012 της 13ης Αυγούστου 2012 η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει εκ νέου την εταιρεία (6).

(11)

Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης επρόκειτο να υλοποιηθεί εντός του πλαισίου του πορτογαλικού νόμου περί ιδιωτικοποιήσεων (7). Οι ειδικές διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία, δηλαδή το νομοθετικό διάταγμα 186/2012 και η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου 73/2012 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στις 13 και 29 Αυγούστου 2012 αντίστοιχα (8). Η απόφαση 73/2012 του υπουργικού συμβουλίου διευκρίνισε ότι η ιδιωτικοποίηση έπρεπε να πραγματοποιηθεί με άμεση πώληση, χωρίς διαγωνισμό, ποσοστού έως 95 % του μετοχικού κεφαλαίου της ENVC.

(12)

Η Πορτογαλία ανέφερε ότι η EMPORDEF και ο χρηματοοικονομικός της σύμβουλος εντόπισαν περισσότερους από 70 δυνητικούς επενδυτές. Τρεις επενδυτές υπέβαλαν δεσμευτικές προσφορές εντός της προθεσμίας της 5ης Νοεμβρίου 2012, αλλά μόνο δύο θεωρήθηκαν νομότυπες: της βραζιλιανικής Rio Nave Serviços Navais και της ρωσικής JSC River Sea Industrial Trading (9).

(13)

Με την 27/2013 απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2013, η πορτογαλική κυβέρνηση αποφάσισε να απορρίψει τη μοναδική έγκυρη προσφορά της JSC River Sea Industrial Trading (η προσφορά της Rio Nave Serviços Navais είχε εν τω μεταξύ λήξει) με το επιχείρημα ότι οι όροι ήταν επαχθείς και δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί.

(14)

Με το νομοθετικό διάταγμα 98/2013 της 24ης Ιουλίου 2013, η πορτογαλική κυβέρνηση εξουσιοδότησε την ENVC να διαθέσει με υποπαραχώρηση το γήπεδο στο οποίο λειτουργούσε. Η διαδικασία υποπαραχώρησης ξεκίνησε στις 31 Ιουλίου 2013. Δύο προσφέροντες υπέβαλαν προσφορές, αλλά μόνο η μία, αυτή της Martifer-Energy Systems SGPS, S.A., από κοινού με τη Navalria-Docas, Construções e Reparações Navais, S.A. (μέσω της κοινής θυγατρικής τους WestSea), κρίθηκε αποδεκτή. Η Πορτογαλία επιβεβαίωσε την επιλογή της προσφοράς της WestSea στις 11 Οκτωβρίου 2013.

(15)

Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση της ENVC, η οποία έως τα μέσα του 2013 είχε συσσωρεύσει ζημίες άνω των 264 εκατ. ευρώ, η πορτογαλική κυβέρνηση αποφάσισε να προβεί σε εκκαθάριση της ENVC με την 86/2013 απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της 5ης Δεκεμβρίου 2013. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση έδωσε εντολή στο διοικητικό συμβούλιο της ENVC να ξεκινήσει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης και να μεγιστοποιήσει την αξία τους μέσω διαφανών πωλήσεων.

(16)

Στις 4 Μαρτίου 2014 πραγματοποιήθηκε γενική συνέλευση της ENVC, όπου η EMPORDEF, ως μοναδικός μέτοχος της ENVC, επικύρωσε την απόφαση για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της ENVC, καθώς και την απόλυση 607 περίπου εργαζομένων εκείνη τη χρονική στιγμή, με σκοπό την εκκαθάριση και τη διάλυση της εταιρείας το συντομότερο δυνατόν.

(17)

Αφού προέβη στις αναγκαίες ρυθμίσεις για την υλοποίηση της απόφασης της γενικής συνέλευσης της ENVC για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων και την απόλυση των εργαζομένων, η πορτογαλική κυβέρνηση ανέθεσε στον Comissão de Recrutamento e Selecção para a Administração Pública — CRESAP (τον αρμόδιο πορτογαλικό οργανισμό για την επιλογή και την πρόσληψη ανώτερων διοικητικών υπαλλήλων) να διορίσει την ομάδα εκκαθάρισης που θα αναλάμβανε την εκκαθάριση της ENVC. Οι πορτογαλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η ENVC θα ρευστοποιηθεί τους επόμενους μήνες.

3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(18)

Από τα στοιχεία που υπέβαλε η Πορτογαλία κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας συνάγεται ότι η ENVC επωφελήθηκε από διάφορα μέτρα ενίσχυσης κατά το παρελθόν («τα προηγούμενα μέτρα»).

(19)

Ορισμένα από τα προηγούμενα μέτρα λήφθηκαν από την EMPORDEF ή το πορτογαλικό Δημόσιο Ταμείο για να καλυφθούν τα λειτουργικά έξοδα και/ή ζημίες της ENVC κατά το διάστημα από το 2006 έως το 2013. Τα μέτρα αυτά συνοψίζονται στον πίνακα 1 κατωτέρω.

Πίνακας 1

Τα προηγούμενα μέτρα που χορηγήθηκαν για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων και/ή των ζημιών της ENVC

Ημερομηνία

Μέτρο

Χορηγός

Ποσό

(σε ευρώ)

11 Μαΐου 2006

Αύξηση κεφαλαίου της ENVC

EMPORDEF

24 875 000

2012/2013

Έντοκα δάνεια για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών —βλ. αναλυτικότερα Παράρτημα Ι

EMPORDEF

101 118 066,03

(i)

31 Ιανουαρίου 2006

(ii)

11 Δεκεμβρίου 2008

(iii)

28 Απριλίου 2010

(iv)

27 Απριλίου 2011

Δάνεια για την κάλυψη λειτουργικών δαπανών

Direção-Geral do Tesouro e Finanças (DGTF)

(i)

30 000 000

(ii)

8 000 000

(iii)

5 000 000

(iv)

13 000 000

(20)

Στις 11 Μαΐου 2006 η γενική συνέλευση της ENVC (μοναδικός μέτοχος της οποίας ήταν η EMPORDEF) αποφάσισε να προβεί σε αύξηση του κεφαλαίου της ENVC ύψους 24,875 εκατ. ευρώ το 2006 («αύξηση κεφαλαίου του 2006») (10). Κατά την άποψη των πορτογαλικών αρχών, η αύξηση κεφαλαίου του 2006 ήταν αναγκαία για να μπορέσει η ENVC να τηρήσει τις οικονομικές και εμπορικές δεσμεύσεις της (ιδίως έναντι του πορτογαλικού πολεμικού ναυτικού) και πραγματοποιήθηκε με γνώμονα ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης της ENVC της 17ης Αυγούστου 2005 (βλ. αιτιολογική σκέψη 47 κατωτέρω). Η Πορτογαλία επισημαίνει επίσης ότι η αύξηση κεφαλαίου του 2006 ήταν αναγκαία για τη συμμόρφωση με το άρθρο 35 του πορτογαλικού κώδικα εμπορικών εταιρειών («Código das Sociedades Comerciais»), ενώ οι εναλλακτικές λύσεις ήταν η μείωση του κεφαλαίου της ENVC ή η εκκαθάριση της εταιρείας.

(21)

Το 2012 και στις αρχές του 2013 αρκετές τράπεζες έπαψαν να χορηγούν δάνεια στην ENVC και δήλωσαν πρόθυμες να το πράξουν μόνο σε σχέση με την EMPORDEF. Ως εκ τούτου, για να διασφαλιστεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων της ENVC, η EMPORDEF —ως αποκλειστικός της μέτοχος— χορήγησε χρηματοδοτική στήριξη στην ENVC υπό μορφή πολλαπλών έντοκων δανείων συνολικού ύψους 101 118 066,03 ευρώ («τα δάνεια του 2012 και του 2013») (11). Η Πορτογαλία εξηγεί ότι τα εν λόγω δάνεια χορηγήθηκαν με σκοπό την κάλυψη του κόστους λειτουργίας και τη διασφάλιση της ανανέωσης των υφιστάμενων τραπεζικών δανείων. Τα επιτόκια που εφαρμόζονται στα δάνεια του 2012 και του 2013 εξαρτώνται από την κάθε ειδική σύμβαση. Η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι τα επιτόκια που εφάρμοσε η EMPORDEF στην ENVC ήταν τα τραπεζικά επιτόκια που εφαρμόζονται στα υποκείμενα δάνεια της EMPORDEF. Τον Φεβρουάριο του 2014 η ENVC δεν είχε αποπληρώσει τα δάνεια του 2012 και του 2013 και δεν είχε καταβάλει ούτε τόκους.

(22)

Τέλος, το 2006, το 2008, το 2010 και το 2011 η ENVC έλαβε χρηματοδότηση συνολικού ύψους 56 εκατ. ευρώ από το πορτογαλικό δημόσιο ταμείο («Direção-Geral do Tesouro e Finanças» — DGTF) με τη μορφή διαφόρων συμφωνιών δανειοδότησης («τα δάνεια του DGTF»). Η Πορτογαλία δηλώνει ότι τα εφαρμοστέα επιτόκια ήταν EURIBOR συν ένα μεταβλητό περιθώριο ανάλογα με τη σύμβαση. Τα δάνεια χορηγήθηκαν με σκοπό την κάλυψη παλαιότερων εκκρεμών οικονομικών ευθυνών και ταμειακών απαιτήσεων για την αντιμετώπιση των λειτουργικών δαπανών της ENVC. Η Πορτογαλία επιβεβαίωσε ότι τα δάνεια του DGTF δεν έχουν αποπληρωθεί (12).

(23)

Επίσης, η Πορτογαλία υπέβαλε στοιχεία σχετικά με ορισμένα άλλα μέτρα υπέρ της ENVC στο παρελθόν. Τα μέτρα αυτά συνοψίζονται στον πίνακα 2 κατωτέρω.

Πίνακας 2

Άλλα προηγούμενα μέτρα υπέρ της ENVC  (13)

Ημερομηνία

Μέτρο

Χορηγός

Ποσό

(σε ευρώ)

29 Νοεμβρίου 2011

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η Banco Comercial Português (BCP)

EMPORDEF

990 000

3 Νοεμβρίου 2011

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

EMPORDEF

400 000

30 Σεπτεμβρίου 2010

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

EMPORDEF

12 500 000

31 Αυγούστου 2010

Δήλωση προθέσεων για δύο ανέκκλητες ενέγγυες πιστώσεις εκδοθείσες από την Caixa Geral de Depósitos (CGD)

EMPORDEF

12 890 000 (14)

24 Ιουνίου 2010

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

EMPORDEF

5 000 000

25 Νοεμβρίου 2009

Δήλωση προθέσεων για ανακυκλούμενο δάνειο από την CGD

EMPORDEF

15 000 000

7 Σεπτεμβρίου 2009

Δήλωση προθέσεων για ανακυκλούμενο δάνειο από την Banco Espirito Santo (BES)

EMPORDEF

4 500 000

26 Ιουνίου 2008

Δήλωση προθέσεων για την BCP ως εγγυήσεις καλής εκτέλεσης σε σχέση με δύο συμβάσεις ναυπήγησης

EMPORDEF

14 512 500

8 Ιανουαρίου 2007

Δήλωση προθέσεων για ανακυκλούμενο δάνειο από την CGD

EMPORDEF

5 000 000

Ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία 2000-2005 (15)Βλ. αναλυτικότερα παράρτημα II

DGTF

27 129 933,20

Ενισχύσεις για επαγγελματική κατάρτιση 2005-2006 (16)

DGTF

257 791

23 Δεκεμβρίου 2009

Δάνειο για τη ναυπήγηση του πλοίου Atlântida

EMPORDEF

37 000 000

(24)

Το 2010 η ENVC σύναψε σύμβαση με την PDVSA για τη ναυπήγηση δύο δεξαμενόπλοιων μεταφοράς ασφάλτου. Η αξία της σύμβασης για κάθε πλοίο ήταν 64,45 εκατ. ευρώ, και συνολικά 128,9 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τη σύμβαση κατασκευής, η PDVSA θα πλήρωνε ως προκαταβολή στην ENVC το 10 % της συνολικής τιμής της σύμβασης, δηλαδή 12,89 εκατ. ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι θα ελάμβανε δύο ανέκκλητες ενέγγυες πιστώσεις, οι οποίες θα λειτουργούσαν ως εγγύηση για την προκαταβολή της PDVSA σε περίπτωση αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων της ENVC. Οι δύο ανέκκλητες ενέγγυες πιστώσεις εκδόθηκαν από την CGD με βάση τις δηλώσεις προθέσεων της EMPORDEF και αποσύρθηκαν στις 28 Φεβρουαρίου 2014 και στις 31 Μαρτίου 2014.

(25)

Η Πορτογαλία εξηγεί επίσης ότι, κατά το διάστημα 2007 έως 2011, η EMPORDEF εξέδωσε πολυάριθμες δηλώσεις προθέσεων και εγγυήσεις για τη στήριξη συμφωνιών χρηματοδότησης μεταξύ της ENVC και εμπορικών τραπεζών (οι δηλώσεις προθέσεων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 24 ανωτέρω και στην παρούσα αιτιολογική σκέψη θα αναφέρονται από κοινού ως «δηλώσεις προθέσεων» —και αφορούν συνολικό ποσό 70 792 500 ευρώ). Η Πορτογαλία επισημαίνει ότι η EMPORDEF δεν εισέπραξε ποτέ προμήθεια από την ENVC για τις δηλώσεις προθέσεων.

(26)

Κατά το διάστημα 2000 έως 2005, η ENVC εισέπραξε πολυάριθμες επιδοτήσεις για ναυπηγικές δραστηριότητες ύψους 27 129 933,20 ευρώ («επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας»). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε πολλαπλές μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις για τη ναυπήγηση ορισμένων πλοίων και δεξαμενόπλοιων οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της Πορτογαλίας, χορηγήθηκαν βάσει του νομοθετικού διατάγματος 296/89 για την εφαρμογή της οδηγίας 87/167/ΕΟΚ του Συμβουλίου (17).

(27)

Η ENVC έλαβε επίσης οικονομική ενίσχυση για επαγγελματική κατάρτιση ύψους 257 791 ευρώ («οι επιδοτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης») το 2005 και το 2006 στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος «Απασχόληση, κατάρτιση και κοινωνική ανάπτυξη (POEFDS)», που χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο.

(28)

Όσον αφορά το πλοίο Atlântida, η Πορτογαλία εξηγεί ότι για τη ναυπήγησή του διενεργήθηκε διεθνής δημόσιος διαγωνισμός το 2006, στον οποίο συμμετείχαν μόνον η ENVC και μία ακόμη εταιρεία. Ωστόσο, και οι δύο προσφορές απορρίφθηκαν, διότι δεν πληρούσαν τις απαραίτητες απαιτήσεις του διαγωνισμού. Η ναυπήγηση των πλοίων ανατέθηκε στην ENVC σε μεταγενέστερο στάδιο μέσω απευθείας διαπραγμάτευσης με την Atlanticoline, τη δημόσια επιχείρηση που εκτελούσε τις θαλάσσιες μεταφορές στις Αζόρες. Η αρχική αξία της σύμβασης για το πλοίο Atlântida ανερχόταν σε 39,95 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια αυξήθηκε σε 45,35 εκατ. ευρώ. Αργότερα, η Atlanticoline κατήγγειλε τη σύμβασή της με την ENVC ισχυριζόμενη ότι το πλοίο Atlântida δεν μπορούσε να επιτύχει την καθορισμένη ταχύτητα.

(29)

Για τον τερματισμό της διαφοράς μεταξύ της Atlanticoline και της ENVC, η EMPORDEF έλαβε δάνειο από την CGD ύψους 37 εκατ. ευρώ στις 23 Δεκεμβρίου 2009. Η δανειακή σύμβαση όριζε ότι η EMPORDEF θα χρησιμοποιούσε το δάνειο για να διαθέσει στην ENVC τα αναγκαία κεφάλαια, ώστε να μπορέσει να τερματίσει τις δικαστικές διαδικασίες με την Atlanticoline. Το επιτόκιο που εφαρμόστηκε ήταν το EURIBOR 6 μηνών συν ένα περιθώριο 2 % («το δάνειο για το σκάφος Atlântida »).

(30)

Το ολοκληρωμένο σκάφος δημοπρατήθηκε κατά τη διάρκεια του 2014. Η διαδικασία πώλησης δημοσιοποιήθηκε στις εθνικές και διεθνείς εφημερίδες και η τιμή ήταν το μοναδικό κριτήριο για την επιλογή του νικητή του διαγωνισμού. Η συμφωνία αγοράς με τον αγοραστή (Mystic Cruises SA) έναντι 8,75 εκατ. ευρώ υπογράφηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2014.

4.   Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(31)

Στις 23 Ιανουαρίου 2013 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική άποψη ότι η ENVC θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών του 2004 όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (18) (οι «κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α του 2004»), ιδίως λόγω των σημαντικών ζημιών της ENVC, τουλάχιστον από το 2000 και μετά.

(32)

Μολονότι η Επιτροπή επεσήμανε στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας ότι της είχαν υποβληθεί περιορισμένα στοιχεία σχετικά με τα προηγούμενα μέτρα, η Επιτροπή διαμόρφωσε την προκαταρκτική άποψη ότι όλα τα μέτρα ενείχαν κρατικούς πόρους και έπρεπε να καταλογιστούν στο κράτος (19). Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης την προκαταρκτική άποψη ότι τα προηγούμενα μέτρα παρείχαν στην ENVC αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, καθότι ήταν εμφανώς απίθανο οποιοσδήποτε συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας να χορηγήσει στην ENVC τα προηγούμενα μέτρα, λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η ENVC εκείνη τη χρονική περίοδο. Το πλεονέκτημα είχε επιλεκτικό χαρακτήρα, εφόσον ο μοναδικός δικαιούχος ήταν η ENVC.

(33)

Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι ήταν πιθανό τα προηγούμενα μέτρα να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, εφόσον η ENVC ήταν σε ανταγωνισμό με ναυπηγεία άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του υπόλοιπου κόσμου. Τα προηγούμενα μέτρα, συνεπώς, επέτρεψαν στην ENVC να συνεχίσει να λειτουργεί, ώστε να μην πρέπει να αντιμετωπίσει, όπως συνέβη με άλλους ανταγωνιστές, τις συνέπειες που θα είχαν υπό κανονικές συνθήκες τα δυσμενή οικονομικά της αποτελέσματα.

(34)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή διαμόρφωσε την προσωρινή άποψη ότι τα προηγούμενα μέτρα συνιστούσαν εμφανώς κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Επίσης, εφόσον τα προηγούμενα μέτρα είχαν χορηγηθεί κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποίησης και αναστολής της εφαρμογής τους, που ορίζονται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή επισήμανε ότι συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση.

(35)

Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα των προηγούμενων μέτρων με την εσωτερική αγορά, ιδίως εφόσον οι πορτογαλικές αρχές δεν πρόβαλαν κανέναν πιθανό λόγο συμβατότητας των μέτρων.

(36)

Η Επιτροπή εξέτασε, παρ' όλα αυτά, κατά πόσο θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να εφαρμοστεί στα προηγούμενα μέτρα κάποιος από τους πιθανούς λόγους συμβατότητας που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ. Αφού απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής των εξαιρέσεων του άρθρου 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρατήρησε αρχικά ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(37)

Η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τον χρόνο της χορήγησής τους, τα προηγούμενα μέτρα δεν είχαν εμφανώς χορηγηθεί σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες κρατικών ενισχύσεων στη ναυπηγική βιομηχανία, δηλαδή το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία (20) ή το προηγούμενο πλαίσιο (21). Λόγω του ότι η ENVC ήταν κατά τα φαινόμενα προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004, η Επιτροπή επισήμανε ότι η μόνη πιθανή βάση συμβατότητας ήταν αυτή που αφορά τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, δηλαδή των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004.

(38)

Η Επιτροπή επισήμανε καταρχάς ότι εκ πρώτης όψεως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τις ενισχύσεις διάσωσης που καθορίζονται στο τμήμα 3.1 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004. Επίσης, όσον αφορά την ενίσχυση αναδιάρθρωσης, όπως ορίζεται στο τμήμα 3.2 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η Πορτογαλία δεν απέδειξε την ύπαρξη κανενός από τα απαραίτητα στοιχεία βάσει του οποίου τα προηγούμενα μέτρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατή ενίσχυση αναδιάρθρωσης (σχέδιο αναδιάρθρωσης, ίδια συνεισφορά, αντισταθμιστικά μέτρα κ.λπ.). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν διέθετε αποδεικτικά στοιχεία ότι κάποιο από τα προηγούμενα μέτρα θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α ως ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης.

(39)

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των προηγούμενων μέτρων υπέρ της ENVC με την εσωτερική αγορά.

(40)

Επιπλέον, η Επιτροπή προέβη σε ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τα μέτρα που σχεδίαζε η Πορτογαλία στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της ENVC. Μολονότι η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δεν εξέταζε τα συνοδευτικά μέτρα που σχεδιάστηκαν για την ιδιωτικοποίηση της ENVC, λόγω της οικονομικής κατάστασης της ENVC και της φύσης των προγραμματιζόμενων μέτρων, η Επιτροπή θεώρησε πιθανό ότι τα μέτρα αυτά ενείχαν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Πορτογαλία απέρριψε τη μοναδική έγκυρη προσφορά για την ιδιωτικοποίηση της ENVC και, αντ' αυτού, αποφάσισε να εκκαθαρίσει την εταιρεία (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 15 ανωτέρω). Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν λήφθηκαν τα σχεδιασθέντα συνοδευτικά μέτρα για την ιδιωτικοποίηση της ENVC και, ως εκ τούτου, δεν θα ληφθούν υπόψη στην παρούσα απόφαση.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(41)

Στις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας, η Πορτογαλία υπογράμμισε ότι, παρά τις ζημίες που είχε συσσωρεύσει η ENVC από το 2000, και ιδίως από το 2009, η απόφαση για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης με την παροχή σε αυτήν επαρκών μέσων ήταν μια λογική επιλογή για την EMPORDEF, σύμφωνα με τη λογική του επενδυτή σε οικονομία της αγοράς («ΙΕΟΑ»).

(42)

Όσον αφορά τις δυσκολίες της ENVC, η Πορτογαλία τόνισε ότι η σοβαρότητα της οικονομικής της κατάστασης ήταν πλέον προφανής μόλις το 2009/2010 και ότι ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της καταγράφηκε στους ετήσιους λογαριασμούς της εταιρείας μόλις το 2012.

(43)

Η Πορτογαλία εξήγησε επίσης ότι η αύξηση κεφαλαίου του 2006 οφειλόταν σε νομική υποχρέωση βάσει του άρθρου 35 του πορτογαλικού κώδικα εταιρειών. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, όταν απολεσθεί το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου μιας συγκεκριμένης εταιρείας, i) η εταιρεία πρέπει να διαλυθεί, ii) το μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να μειωθεί για ποσό όχι μικρότερο από τα ίδια κεφάλαια («capital próprio») της εταιρείας, ή iii) οι μέτοχοι της εταιρίας πρέπει να συνεισφέρουν μετοχικό κεφάλαιο. Σε αυτή τη βάση, οι μέτοχοι της ENVC αποφάσισαν το 2006 να εισφέρουν κεφάλαια ύψους 24,875 εκατ. ευρώ στην εταιρεία.

(44)

Σύμφωνα με την Πορτογαλία, η εν λόγω απόφαση ελήφθη με την πεποίθηση ότι οι εναλλακτικές επιλογές βάσει του άρθρου 35 του πορτογαλικού κώδικα εταιρειών δεν θα επέτρεπαν στην εν λόγω επιχείρηση να τηρήσει τις οικονομικές και εμπορικές δεσμεύσεις της (ιδίως έναντι του πορτογαλικού πολεμικού ναυτικού). Το 2006 το βιβλίο παραγγελιών της ENVC περιείχε 15 έργα κατασκευής για συνολικό ποσό ύψους 386 εκατ. ευρώ.

(45)

Η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι ένας επενδυτής σε οικονομία της αγοράς θα είχε επιλέξει και την αύξηση του κεφαλαίου της ENVC επιτρέποντάς της να συνεχίσει τη δραστηριότητά της, ενισχύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητά της στην αγορά της ναυπηγικής βιομηχανίας.

(46)

Με την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2014 η Πορτογαλία ανέφερε ότι η απόφαση για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου του 2006 ελήφθη τον Αύγουστο του 2005 με γνώμονα όχι μόνο το χαρτοφυλάκιο της εταιρείας, αλλά και ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης της ENVC.

(47)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης, προσχέδιο του οποίου υποβλήθηκε, εκπονήθηκε από την Banco Português de Investimento S.A. («BPI») και κάλυπτε την περίοδο 2005-2009. Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η ENVC θα έπρεπε να επικεντρωθεί σε στρατιωτικές δραστηριότητες για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά της, μολονότι αναγνωριζόταν ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική βιωσιμότητα της ENVC ήταν εξαρτημένη από τη διαχειριστική ικανότητα, την εκτέλεση των υφιστάμενων συμβάσεων και στην εξέλιξη της ναυπηγικής αγοράς.

(48)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν προσδιόρισε ποσοτικά το κόστος της μη εκτέλεσης των συμβάσεων που είχε συνάψει έως τότε η ENVC. Ωστόσο, το κόστος από το κλείσιμο της εταιρείας (συμπεριλαμβανομένης της απόλυσης των εργαζομένων και της ρύθμισης των οφειλών) εκτιμήθηκε σε 175 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την Πορτογαλία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η εκκαθάριση ήταν επαχθέστερη από την αύξηση κεφαλαίου, δεν επελέγη η πρώτη εναλλακτική επιλογή.

(49)

Η Πορτογαλία εξήγησε επίσης ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης αναγνώριζε την ανάγκη στήριξης της ENVC, εφόσον η εταιρεία δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της με τις δικές της δυνάμεις την περίοδο 2005-2007. Εντούτοις, η Πορτογαλία παρατήρησε ότι η έκθεση του 2009 του Inspecção-Geral de Finanças — IGF (του φορέα που είχε αναλάβει την εποπτεία των πορτογαλικών δημόσιων επιχειρήσεων) ανέφερε ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης της ENVC δεν είχε εφαρμοστεί επαρκώς και ότι οι δημοσιονομικές και οικονομικές προβλέψεις για την περίοδο 2008-2011 ήταν υπερβολικά αισιόδοξες.

(50)

Όσον αφορά τα δάνεια του 2012 και του 2013, η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι τα επιτόκια που εφαρμόστηκαν στην ENVC ήταν τα ίδια με αυτά που η EMPORDEF κατόρθωσε να λάβει από την αγορά. Συνεπώς, τα επιτόκια πρέπει να εξεταστούν με βάση τους όρους της αγοράς και χωρίς ενίσχυση. Σύμφωνα με την Πορτογαλία, εφόσον η EMPORDEF ήταν ο μοναδικός μέτοχος της ENVC, θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη σε τελευταίο βαθμό για τα χρέη και τις υποχρεώσεις της ENVC. Ως εκ τούτου, η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι η EMPORDEF δεν αύξησε τον κίνδυνο της περαιτέρω έκθεσής της στην ENVC με τα δάνεια του 2012 και του 2013.

(51)

Στην επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2014, η Πορτογαλία διευκρίνισε ότι τον Φεβρουάριο του 2014 η ENVC δεν είχε αποπληρώσει τα δάνεια του 2012 και του 2013 ούτε είχε καταβάλει τόκους. Επιπλέον, η Πορτογαλία επισήμανε ότι τα δάνεια στην ENVC συνοδεύονταν, όταν αυτό ήταν αναγκαίο, από δηλώσεις προθέσεων της EMPORDEF.

(52)

Όσον αφορά τα δάνεια της DGTF που χορηγήθηκαν το 2006, το 2008, το 2010 και το 2011, η Πορτογαλία θεωρεί ότι είχαν χορηγηθεί με τους όρους της αγοράς, εφόσον το επιτόκιο που εφαρμόστηκε ήταν το EURIBOR συν ένα μεταβλητό περιθώριο, ανάλογα με την κάθε σύμβαση δανείου. Η Πορτογαλία επισημαίνει επίσης ότι τα δάνεια της DGTF είχαν χορηγηθεί με γνώμονα το βιβλίο παραγγελιών της ENVC, που θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογες προσδοκίες ότι το ναυπηγείο θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα δάνεια.

(53)

Η Πορτογαλία επισημαίνει επίσης ότι η χρήση των δηλώσεων προθέσεων αποτελεί συνήθη πρακτική μεταξύ των ιδιωτικών φορέων ως μηχανισμός που εγγυάται την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές για τις εταιρείες χαμηλότερης δανειοληπτικής ικανότητας. Η Πορτογαλία επισημαίνει ότι η EMPORDEF, σε κάθε περίπτωση, θα θεωρούνταν υπεύθυνη σε τελευταίο βαθμό για τις οφειλές της ENVC, εφόσον ήταν ο μοναδικός της μέτοχος. Σε κάθε περίπτωση, η Πορτογαλία παραδέχεται ότι η EMPORDEF δεν έλαβε ποτέ προμήθεια από την ENVC για τις δηλώσεις προθέσεων.

(54)

Όσον αφορά τις επιδοτήσεις στη ναυπηγική βιομηχανία, η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι οι επιδοτήσεις αυτές χορηγούνταν σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα 296/89 —που έθεσε σε εφαρμογή την οδηγία 87/167/ΕΟΚ— και ότι, ως εκ τούτου, θα ήταν συμβατές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία. Όσον αφορά τις επιδοτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης, η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι αυτές χορηγήθηκαν σε όλες τις εταιρείες που πληρούσαν τις κανονιστικές διατάξεις και ότι, ως εκ τούτου, δεν παρείχαν στην ENVC αθέμιτο επιλεκτικό πλεονέκτημα.

(55)

Όσον αφορά το πλοίο Atlântida , η Πορτογαλία επισημαίνει ότι τον Ιούνιο του 2012 η αγοραία αξία του εκτιμήθηκε σε 29,24 εκατ. ευρώ, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της οικονομικής απαξίωσης λόγω παλαίωσης και της φυσικής και λειτουργικής απόσβεσης. Στο πλαίσιο αυτό, η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν λόγοι να θεωρηθεί ότι η ναυπήγηση του πλοίου απέφερε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στην ENVC, εφόσον το κόστος κατασκευής υπερέβη τη συμβατική τιμή.

6.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(56)

Η παρούσα απόφαση εξετάζει καταρχάς το ζήτημα του κατά πόσον η ENVC είναι προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004 (22). Στη συνέχεια αναλύει το κατά πόσον τα επίμαχα μέτρα ενέχουν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης στην ENVC, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, και στη συνέχεια τη νομιμότητα και τη συμβατότητα μιας τέτοιας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά.

6.1.   Δυσκολίες της ENVC

(57)

Όπως προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 42, η Πορτογαλία υποστηρίζει ότι η σοβαρότητα της οικονομικής κατάστασης της ENVC κατέστη προφανής μόνο το 2009/2010 και ότι ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της αναγνωρίστηκε στους ετήσιους λογαριασμούς της εταιρείας μόλις το 2012.

(58)

Η Επιτροπή επαναλαμβάνει τις απόψεις που εξέφρασε στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας. Σύμφωνα με το σημείο 9 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες/μέτοχους της και τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

(59)

Η αιτιολογική σκέψη 10 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004 διευκρινίζει ότι μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης θεωρείται προβληματική εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου και πάνω από το ένα τέταρτο του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει όσον αφορά την υπαγωγή της σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία.

(60)

Η αιτιολογική σκέψη 10 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004 προσθέτει ότι, ακόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 10, μια εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης, όπως αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, φθίνουσα ταμειακή ροή, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού.

(61)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ENVC είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία παρουσίαζε συνεχώς σημαντικές ζημίες, τουλάχιστον από το 2000 (βλ. πίνακα 3 κατωτέρω):

Πίνακας 3

Καθαρά αποτελέσματα της ENVC το διάστημα 2000 έως 2013

 

Καθαρό αποτέλεσμα (σε εκατ. ευρώ)

2000

– 2,72

2001

– 4,98

2002

– 11,12

2003

– 26,87

2004

– 27,02

2005

– 14,38

2006

– 5,26

2007

– 8,04

2008

– 12,07

2009

– 22,26

2010

– 41,90

2011

– 22,70

2012

– 8,78

2013

– 52,42

Πηγή: ετήσιοι λογαριασμοί της EMPORDEF για τα έτη 2006, 2007, 2008, 2012 και 2013 (διατίθεται στη διεύθυνση http://www.empordef.pt/main.html), ετήσιοι λογαριασμοί της ENVC για τα έτη 2001, 2002, 2003, 2009, 2010 και 2011.

(62)

Εκτός από τις σημαντικές ζημίες της ENVC, οι οποίες αποτελούν μια πρώτη ένδειξη των δυσκολιών της εταιρείας, υπάρχουν και ορισμένες άλλες συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004. Ενδεικτικά, ο κύκλος εργασιών της ENVC παρουσίαζε συνεχή μείωση, τουλάχιστον από το 2008, από 129,62 εκατ. ευρώ κατά το εν λόγω έτος σε 55,58 εκατ. ευρώ το 2009, σε 20,22 εκατ. ευρώ το 2010 και σε 15,11 εκατ. ευρώ το 2011. Αν και το 2012 σημειώθηκε αύξηση του κύκλου εργασιών (30,38 εκατ. ευρώ), που οφείλεται σε ορισμένες πρόσθετες εργασίες για την υλικοτεχνική υποστήριξη πλοίων (23), αυτό συνέβη άπαξ, και το 2013 ο κύκλος εργασιών σημείωσε εκ νέου κατακόρυφη πτώση σε 3,79 εκατ. ευρώ.

(63)

Επιπλέον, η ENVC είχε αρνητικό ίδιο κεφάλαιο, τουλάχιστον από το 2009: — 25,62 εκατ. ευρώ το 2009, — 74,49 εκατ. ευρώ το 2010, — 129,63 εκατ. ευρώ το 2011, — 142,45 εκατ. ευρώ το 2012 και — 193,46 εκατ. ευρώ το 2013 (24).

(64)

Σύμφωνα με την Πορτογαλία (βλ. αιτιολογική σκέψη 43 ανωτέρω), η αύξηση κεφαλαίου του 2006 ήταν αναγκαία για τη συμμόρφωση με το άρθρο 35 του πορτογαλικού κώδικα εταιρειών, εφόσον οι εναλλακτικές λύσεις ήταν η μείωση του κεφαλαίου της ENVC ή η εκκαθάριση της εταιρείας. Επιπλέον, το σχέδιο αναδιάρθρωσης που εκπόνησε η BPI τον Αύγουστο του 2005 (βλ. αιτιολογική σκέψη 47 ανωτέρω) επισημαίνει ότι, από τα τέλη του 2003, η ENVC ήταν σε κατάσταση οικονομοτεχνικής πτώχευσης («falência técnica»). Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η έκθεση του 2009 του IGF αναφέρει ότι στις 31 Δεκεμβρίου 2005 και στα τέλη του 2008 η ENVC ήταν ξανά σε κατάσταση οικονομοτεχνικής πτώχευσης. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι, σε εκείνες τις χρονικές στιγμές που η ENVC ήταν σε κατάσταση οικονομοτεχνικής πτώχευσης, παρουσίασε όλες τις ενδείξεις της πτώχευσης, εκτός του ότι δεν είχε κηρυχθεί επισήμως σε πτώχευση από το αρμόδιο δικαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία πληρούσε τα κριτήρια βάσει του εθνικού δικαίου για να τεθεί υπό καθεστώς συλλογικής πτωχευτικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 10 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004, τουλάχιστον στα τέλη του 2003, του 2005 και του 2008.

(65)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ENVC ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004 κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης όλων των προηγούμενων μέτρων.

6.2.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(66)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(67)

Επομένως, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να αξιολογηθεί κατά πόσον πληρούνται τα σωρευτικά κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (δηλαδή μεταβίβαση κρατικών πόρων, επιλεκτικό πλεονέκτημα, δυνητική στρέβλωση του ανταγωνισμού και επίπτωση στις συναλλαγές εντός της ΕΕ) για τα προσδιορισθέντα μέτρα.

(68)

Η Επιτροπή επισημαίνει ήδη στο πλαίσιο αυτό ότι η Πορτογαλία δεν αμφισβητεί τον χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης των επιδοτήσεων της ναυπηγικής βιομηχανίας εφόσον, κατά τις πορτογαλικές αρχές, χορηγήθηκαν σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα 296/89, που έθεσε σε εφαρμογή την οδηγία 87/167/ΕΟΚ. Η Επιτροπή θα αξιολογήσει τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά στο τμήμα 6.4 κατωτέρω.

(69)

Όσον αφορά τις επιδοτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης που χορηγήθηκαν το 2005 και το 2006, ύψους 257 791 ευρώ, η Πορτογαλία δηλώνει ότι χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος «Απασχόληση, κατάρτιση και κοινωνική ανάπτυξη (POEFDS)», που χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα εν λόγω κεφάλαια συνιστούν καθαυτά κρατική ενίσχυση, εφόσον χορηγήθηκαν από το κράτος μέλος στο πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων για την περίοδο 2000-2006. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα αξιολογήσει άμεσα τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά στο τμήμα 6.4 κατωτέρω.

6.2.1.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός

(70)

Η Πορτογαλία δεν αμφισβητεί τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας όσον αφορά την παρουσία κρατικών πόρων και τη δυνατότητα καταλογισμού.

(71)

Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα δάνεια της DGTF, οι επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας και οι επιδοτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης χορηγήθηκαν απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό (κυρίως μέσω της DGTF) και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτά τα προηγούμενα μέτρα αφορούν κρατικούς πόρους και καταλογίζονται στο κράτος.

(72)

Όσον αφορά την EMPORDEF, η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι οι ενέργειές της συνεπάγονται κρατικούς πόρους (δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός της EMPORDEF χορηγείται απευθείας από το κράτος) και ότι οι δράσεις αυτές καταλογίζονται στο κράτος κατά την έννοια της νομολογίας Stardust Marine  (25). Καταρχάς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι είναι δημόσια εταιρεία χαρτοφυλακίου που ανήκει κατά 100 % στο κράτος: ο μοναδικός μέτοχος της EMPORDEF εξ ονόματος του κράτους είναι η DGTF. Επιπλέον, η EMPORDEF υπόκειται στην άμεση εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών και Δημόσιας Διοίκησης, όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική εποπτεία, και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, όσον αφορά την εποπτεία του σχετικού τομέα (26).

(73)

Επιπλέον, σύμφωνα με τον ιστότοπο της EMPORDEF, οι δραστηριότητές της συνάδουν με τους στόχους και τις πολιτικές που έχει καθορίσει ο μοναδικός της μέτοχος, δηλαδή το κράτος (27). Επιπλέον, ο πρόεδρος της EMPORDEF και οι εκτελεστικοί διευθυντές της διορίζονται απευθείας από τον αρμόδιο υπουργό Εθνικής Άμυνας (28).

(74)

Εκτός από τα ανωτέρω, οι κανόνες που διέπουν τη σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση της ENVC (βλ. τμήμα 2.2 ανωτέρω) ανέφεραν σαφώς ότι η τελική απόφαση θα λαμβανόταν από την πορτογαλική κυβέρνηση και όχι από την EMPORDEF. Όσον αφορά τα έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή παρατηρεί ότι στις 4 Ιανουαρίου 2012 το πορτογαλικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξέδωσε δελτίο τύπου που ανέφερε τα εξής: «στις 2 Ιουλίου 2011 το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας αποφάσισε να αναστείλει τον παροπλισμό του [ENVC]. Τον Αύγουστο, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έδωσε εντολή στη νέα διοίκηση της EMPORDEF να βρει λύση η οποία θα απέτρεπε τον παροπλισμό και το κλείσιμο της ENVC» (29). Επιπλέον, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας ανακοίνωσε επανειλημμένα δημοσίως τα μέτρα που θα λαμβάνονταν όσον αφορά την προγραμματισθείσα ιδιωτικοποίηση της ENVC (30). Μετά την απόρριψη των σχεδίων ιδιωτικοποίησης, η πορτογαλική κυβέρνηση εξουσιοδότησε την EMPORDEF να λάβει τα αναγκαία μέτρα όσον αφορά την ENVC (31).

(75)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες της EMPORDEF καταλογίζονται στο κράτος και ότι τα προηγούμενα μέτρα που χορήγησε στην ENVC περιείχαν κρατικούς πόρους.

6.2.2.   Επιλεκτικό πλεονέκτημα

(76)

Όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον τα προηγούμενα μέτρα παρείχαν στην ENVC αθέμιτο επιλεκτικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Πορτογαλία θεωρεί ότι αυτό δεν ισχύει για τα περισσότερα από τα προηγούμενα μέτρα, διότι αυτά ήταν σύμφωνα με την αρχή του ΙΕΟΑ.

(77)

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι, αν και τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα εκείνη την περίοδο ήταν περιορισμένα, θεωρήθηκε μάλλον απίθανο ότι κάποιος συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας θα χορηγούσε στην ENVC τα προηγούμενα μέτρα. Πράγματι, δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η ENVC εκείνη την εποχή, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική άποψη ότι ένας συνετός επιχειρηματίας της αγοράς, που λειτουργεί σε συνθήκες της αγοράς, δεν θα χορηγούσε την εν λόγω χρηματοδότηση σε μια εταιρεία όπως η ENVC. Επιπλέον, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα έχει επιλεκτικό χαρακτήρα δεδομένου ότι ο μοναδικός δικαιούχος ήταν η ENVC.

(78)

Όσον αφορά την αύξηση κεφαλαίου του 2006, η Επιτροπή δεν συμμερίζεται τη γνώμη της Πορτογαλίας ότι ένας φορέας της οικονομίας της αγοράς θα είχε επιλέξει την αύξηση του κεφαλαίου της ENVC, αντί της εκκαθάρισής της, με σκοπό να καταστεί δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας στην αγορά της ναυπηγικής βιομηχανίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το βιβλίο παραγγελιών εκείνη τη χρονική στιγμή με 15 έργα κατασκευής για ποσό 386 εκατ. ευρώ (βλ. αιτιολογική σκέψη 44 ανωτέρω).

(79)

Πρώτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ένας συνετός επιχειρηματίας σε οικονομία αγοράς θα λάμβανε υπόψη το κατά πόσον θα ήταν πιο λογική, από οικονομική άποψη, η εκκαθάριση της εταιρείας ή η χορήγηση πρόσθετων κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη τις κακές οικονομικές επιδόσεις της ENVC κατά το διάστημα 2000 έως 2006 καθώς και τα μέτρα που είχαν ήδη χορηγηθεί από το κράτος στην ENVC πριν από την αύξηση κεφαλαίου του 2006 (δηλαδή το ένα από τα δάνεια της DGTF ύψους 30 εκατ. ευρώ που χορηγήθηκε τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2006, τις επιδοτήσεις στη ναυπηγική βιομηχανία άνω των 27 εκατ. ευρώ και τις επιδοτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης).

(80)

Μολονότι η αξία των παραγγελιών εμφανώς υπερέβαινε το ποσό που προέκυπτε από τα προηγούμενα μέτρα, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας συνετός φορέας της αγοράς θα είχε λάβει υπόψη επίσης την πιθανότητα ότι το ναυπηγείο θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τις κατασκευές με κέρδος και/ή εντός των συμβατικών προθεσμιών, ώστε να αποφευχθεί η καταβολή χρηματικών ποινών (32). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλε η Πορτογαλία, από πουθενά δεν συνάγεται ότι η EMPORDEF πραγματοποίησε αυτές τις εκτιμήσεις κατά τον χρόνο της διεξαγωγής της αύξησης κεφαλαίου του2006.

(81)

Επιπλέον, η Πορτογαλία σημειώνει ότι, σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης που εκπόνησε η BPI τον Αύγουστο του 2005, το κόστος κλεισίματος της ENVC εκτιμήθηκε σε 175 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την Πορτογαλία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η εκκαθάριση ήταν επαχθέστερη από την αύξηση κεφαλαίου, δεν επελέγη η πρώτη εναλλακτική επιλογή.

(82)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εκτίμηση της BPI στο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την ακρίβεια της εκτίμησης αυτής και να κρίνει αν όντως ήταν πιο ορθολογικό από οικονομική άποψη να προβεί η EMPORDEF στην αύξηση κεφαλαίου και όχι στην εκκαθάριση της εταιρείας.

(83)

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης της BPI ανέφερε ότι η ENVC δεν είχε την ικανότητα να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά της με τις δικές της δυνάμεις και χρειαζόταν εξωτερικά κεφάλαια ύψους 45-50 εκατ. ευρώ, βάσει σεναρίου αναφοράς, και 70-80 εκατ. ευρώ βάσει δυσμενούς σεναρίου. Το ποσό της αύξησης κεφαλαίου του 2006 (24,875 εκατ. ευρώ) εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από τις εν λόγω εκτιμήσεις και δεν θα επέτρεπε την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εν λόγω επιχείρησης.

(84)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ENVC είχε ανάγκη από ριζική αναδιάρθρωση, όπως αναγνωρίζεται από το σχέδιο αναδιάρθρωσης που συνέταξε η BPI. Μολονότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι ένα απλό προσχέδιο, καταδεικνύει παρ' όλα αυτά τις δυσκολίες της ENVC και την ανάγκη χρηματοδότησής της με πρόσθετα εξωτερικά κεφάλαια. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης, ωστόσο, καθιστά σαφές ότι η αποκατάσταση της βιωσιμότητας της ENVC θα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της διοίκησης της εταιρείας να εκτελέσει τις συμβάσεις της και από την εξέλιξη των αγορών του ναυπηγικού κλάδου. Ως προς αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Πορτογαλία δεν έχει υποβάλει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η EMPORDEF συνεκτίμησε τα στοιχεία αυτά κατά την αύξηση κεφαλαίου του 2006, το ύψος της οποίας θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, μικρότερο από τα ποσά που, κατά την εκτίμηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρείας.

(85)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένας συνετός φορέας της οικονομίας της αγοράς δεν θα πραγματοποιούσε την αύξηση κεφαλαίου του 2006 και, ως εκ τούτου, αυτή παρείχε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στην ENVC.

(86)

Όσον αφορά τα χορηγηθέντα από την EMPORDEF δάνεια του 2012 και του 2013, συνολικού ύψους 101 118 066,03 ευρώ, με βάση τα υποβληθέντα από την Πορτογαλία στοιχεία, συνάγεται ότι, κατά τη διάρκεια του 2012, η EMPORDEF υπέγραψε 70 συμβάσεις με την ENVC, κυρίως μικρής διάρκειας 90 ημερών. Τα δάνεια αφορούσαν διαφορετικά ποσά και είχαν διαφορετικά επιτόκια, κυρίως EURIBOR 3 μηνών συν ένα περιθώριο. Ωστόσο, ορισμένες συμβάσεις έχουν σταθερό επιτόκιο, ιδίως οι συμβάσεις που υπογράφηκαν από τον Οκτώβριο του 2012 και μετά, όπως οι συμβάσεις που υπογράφηκαν στις 30 Μαρτίου 2012, αξίας 16,7 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 2 %, στις 2 Νοεμβρίου 2012, αξίας 10,57 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 5,871 % και την 1η Δεκεμβρίου 2012, αξίας 1 εκατ. ευρώ με το ίδιο επιτόκιο, 5,871 %). Φαίνεται επίσης ότι οι δανειακές συμβάσεις δεν είχαν εξασφαλίσεις.

(87)

Η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι τα δάνεια της DGTF δεν ενέχουν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, διότι η EMPORDEF εφάρμοσε στην ENVC τα ίδια επιτόκια με αυτά που έλαβε από την αγορά. Εφόσον η EMPORDEF θα θεωρούνταν σε κάθε περίπτωση υπεύθυνη για τις οφειλές και τις υποχρεώσεις της ENVC, δεδομένου ότι ήταν ο μοναδικός της μέτοχος, η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι η EMPORDEF δεν αύξησε τον κίνδυνο μεγαλύτερης έκθεσής της στην ENVC.

(88)

Κατά πρώτο λόγο, η EMPORDEF θα ήταν εκ πρώτης όψεως υπεύθυνη για τις οφειλές και τις υποχρεώσεις της ENVC, εφόσον η EMPORDEF και η ENVC είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης («sociedade anónima»). Κατά γενικό κανόνα, η ευθύνη των μελών (των κατόχων συμμετοχών) των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης περιορίζεται στην ονομαστική αξία των μετοχών τους, σύμφωνα με το άρθρο 271 του πορτογαλικού κώδικα εταιρειών (33). Σε αυτή τη βάση, χορηγώντας τα δάνεια του 2012 και του 2013 στην ENVC, η EMPORDEF αναλάμβανε πρόσθετους κινδύνους καθ' υπέρβαση της συμμετοχής της στην εταιρεία.

(89)

Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η EMPORDEF δεν ενήργησε ως συνετός επενδυτής σε οικονομία αγοράς κατά τη χορήγηση δανείων του 2012 και του 2013 στην ENVC. Εκείνη τη χρονική στιγμή, η ENVC είχε περιέλθει σε άκρως δυσχερή οικονομική κατάσταση: οι ζημίες της κατά το προηγούμενο έτος είχαν ανέλθει σε 22,70 εκατ. ευρώ (βλ. πίνακα 3 ανωτέρω) και παρουσίασε αρνητικά ίδια κεφάλαια ύψους — 129,63 εκατ. ευρώ (βλ. αιτιολογική σκέψη 63 ανωτέρω). Λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες της ENVC, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας επενδυτής σε οικονομία της αγοράς θα είχε αξιολογήσει την οικονομική κατάσταση της ENVC και θα ανέλυε την ικανότητα της εταιρείας να αποπληρώσει τα δάνεια και τους τόκους. Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι αρκετά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, για τα οποία η Επιτροπή δεν έχει κανένα λόγο να υποπτευθεί ότι δεν ενήργησαν ως ιδιώτες επενδυτές της αγοράς, είχαν αρνηθεί να χορηγήσουν δάνεια απευθείας στην ENVC. Το γεγονός αυτό καθαυτό υποδηλώνει ότι οι αγορές δεν πίστευαν πλέον ότι η ENVC θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα δάνεια.

(90)

Με το να εφαρμόζει απλώς η EMPORDEF έναντι της ENVC τα επιτόκια που λάμβανε η ίδια για τα δάνεια στην αγορά, η EMPORDEF παρείχε στην ENVC αθέμιτο πλεονέκτημα, εφόσον η ENVC δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχει αυτούς τους όρους —και, πράγματι, η ENVC δεν μπόρεσε να λάβει κανένα δάνειο από την αγορά. Αν και ορισμένα από τα επιτόκια που εφάρμοσε η EMPORDEF στην ENVC θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχετικά υψηλά (π.χ. EURIBOR 3 μηνών συν 8,431 % για τη σύμβαση που υπογράφηκε στις 30 Μαΐου 2012), η Επιτροπή θεωρεί ότι κανένα ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θα είχε χορηγήσει ένα τέτοιο δάνειο χωρίς εξασφάλιση σε μια σαφώς προβληματική επιχείρηση.

(91)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, κατά τη λήξη των πρώτων συμβάσεων διάρκειας 90 ημερών, η EMPORDEF θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι η ENVC δεν είχε αποπληρώσει ούτε το κεφάλαιο ούτε τόκους είχε καταβάλει (βλ. αιτιολογική σκέψη 51 ανωτέρω). Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν θα χορηγούσε πρόσθετα δάνεια στην ENVC.

(92)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα δάνεια του 2012 και του 2013 παρείχαν αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στην ENVC.

(93)

Η Επιτροπή θα αξιολογήσει στη συνέχεια κατά πόσον τα δάνεια της DGTF ύψους 56 εκατ. ευρώ απέφεραν στην ENVC αθέμιτο πλεονέκτημα. Η Πορτογαλία αναφέρει ότι το επιτόκιο των εν λόγω δανείων ήταν το EURIBOR 6 μηνών συν ένα μεταβλητό περιθώριο, ανάλογα με την εκάστοτε σύμβαση. Κατά την Πορτογαλία, αυτή η αμοιβή θα ήταν ικανοποιητική για έναν επενδυτή, γεγονός που αποκλείει την ύπαρξη του αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος της κρατικής ενίσχυσης. Η Πορτογαλία επισημαίνει ακόμη ότι τα δάνεια της DGTF χορηγήθηκαν με γνώμονα το βιβλίο παραγγελιών της ENVC.

(94)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχτεί την άποψη της Πορτογαλίας ότι ο καθορισμός του επιτοκίου που αντιστοιχεί σε EURIBOR 6 μηνών συν ένα μεταβλητό περιθώριο θα καθιστούσε τα δάνεια της DGTF συμβατά με τους κανόνες της αγοράς. Ο κατωτέρω πίνακας 4 παρουσιάζει συνοπτικά το συνολικό επιτόκιο που εφαρμόστηκε στα δάνεια της DGTF κατά τον χρόνο της υπογραφής τους:

Πίνακας 4

Συνολικό επιτόκιο που εφαρμόστηκε στα δάνεια της DGTF

Ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης

Ποσό σε ευρώ

EURIBOR 6 μηνών (α) (%)

Περιθώριο (34) (β)

Συνολικό επιτόκιο (α) + (β) (%)

31 Ιανουαρίου 2006

30 000 000

2,698

150 μ.β.

4,198 (35)

11 Δεκεμβρίου 2008

8 000 000

3,417

100 μ.β.

4,417

28 Απριλίου 2010

5 000 000

0,964

100 μ.β.

1,964

27 Απριλίου 2011

(καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, τον Απρίλιο του 2011 και τον Ιούνιο του 2011)

13 000 000

1,661

3,907 % (Απρίλιος 2011)

3,580 % (Ιούνιος 2011)

5,568 (Απρίλιος 2011)

5,241 (Ιούνιος 2011)

(95)

Για να διαπιστώσει τη συμβατότητα με την αγορά των επιτοκίων που εφαρμόστηκαν στα δάνεια της DGTF, η Επιτροπή θα χρησιμοποιήσει ως τον καλύτερο διαθέσιμο δείκτη τα επιτόκια αναφοράς που προκύπτουν από τις ισχύουσες εκείνη τη χρονική περίοδο διατάξεις.

(96)

Πρώτον, όπως αναφέρεται στο τμήμα 6.1 ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι το 2006 και το 2008 η ENVC μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προβληματική επιχείρηση. Όσον αφορά ειδικότερα το δάνειο του 2006 της DGTF, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την έκθεση της IGF του 2009, στις 31 Δεκεμβρίου 2005 η ENVC ήταν σε κατάσταση οικονομοτεχνικής πτώχευσης. Όσον αφορά το δάνειο του 2008 της DGTF, η ίδια έκθεση αναφέρει ότι στα τέλη του 2008 η ENVC ήταν ξανά σε κατάσταση οικονομοτεχνικής πτώχευσης (βλ. αιτιολογική σκέψη 64 ανωτέρω).

(97)

Ειδικότερα όσον αφορά το δάνειο του 2006 της DGTF, η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης του 1997 (36), που ίσχυε εκείνη τη χρονική περίοδο, καθόρισε ότι το βασικό επιτόκιο (3,70 % στην Πορτογαλία τον Ιανουάριο του 2006) (37) θα αυξανόταν με μια αμοιβή 400 μ.β. ή και μεγαλύτερη σε καταστάσεις ιδιαίτερου κινδύνου. Ως προς αυτό, η Επιτροπή τονίζει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ENVC εκείνη την περίοδο και το γεγονός ότι βρισκόταν σε κατάσταση οικονομοτεχνικής πτώχευσης. Επίσης, σύμφωνα με τη σύμβαση του δανείου της DGTF του 2006, η ENVC συμφώνησε να παράσχει ως εξασφάλιση τα έσοδα από την κατασκευή ορισμένων σκαφών για το πορτογαλικό πολεμικό ναυτικό. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, κατά πόσον ένας δανειοδότης που ενεργεί με τους κανόνες της αγοράς θα αποδεχόταν μια τέτοια εξασφάλιση, δεδομένων των δυσκολιών της ENVC να εκτελέσει τις ναυπηγήσεις με κέρδος και/ή εντός των συμβατικών προθεσμιών (βλ. σχετικά αιτιολογική σκέψη 80 και υποσημείωση 28 ανωτέρω). Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν έχει λάβει στοιχεία που να της επιτρέπουν να εξετάσει τις εν λόγω συμβάσεις κατασκευής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφαρμογή ενός περιθωρίου τουλάχιστον 400 μ.β. θα ήταν εύλογη. Κατά συνέπεια, το εφαρμοστέο επιτόκιο αναφοράς θα ήταν τουλάχιστον 7,70 %, κατά πολύ υψηλότερο από το επιτόκιο του 4,198 % που εφάρμοσε η DGTF.

(98)

Όσον αφορά το δάνειο του 2008 της DGTF, η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης του 2008 (38), που ίσχυε εκείνη τη χρονική περίοδο, καθόρισε ότι στο βασικό επιτόκιο (2,05 % στην Πορτογαλία τον Δεκέμβριο του 2008) (39) έπρεπε να εφαρμοστεί περιθώριο ανάλογα με την πιστοληπτική διαβάθμιση της εκάστοτε επιχείρησης και το επίπεδο της προσφερόμενης εξασφάλισης. Λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η ENVC εκείνη την περίοδο και του χαμηλού βαθμού εξασφάλισης (βλ. αιτιολογική σκέψη 97 ανωτέρω, η οποία εφαρμόζεται κατ' αναλογία), το εφαρμοστέο περιθώριο θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1 000 μονάδες βάσης. Ως εκ τούτου, το εφαρμοστέο επιτόκιο αναφοράς θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 12,05 %, επίσης υψηλότερο από το επιτόκιο του 4,417 % που εφάρμοζε η DGTF.

(99)

Όσον αφορά τα δάνεια του 2010 και 2011 της DGTF, η Επιτροπή επαναλαμβάνει την άποψή της ότι η ENVC μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προβληματική επιχείρηση κατά τον χρόνο χορήγησης των δανείων (βλ. τμήμα 6.1 ανωτέρω). Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης του 2008, που ίσχυε εκείνη την περίοδο, το βασικό επιτόκιο που ίσχυε για την Πορτογαλία ήταν 1,24 % τον Απρίλιο του 2008 και 1,49 % τον Απρίλιο του 2011.

(100)

Όσον αφορά το δάνειο της DGTF του 2010, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν υπάρχει επίσημη εξασφάλιση, αλλά μια απλή υπόσχεση της ENVC να χρησιμοποιήσει τα έσοδα που προκύπτουν από μια δεδομένη σύμβαση-πλαίσιο με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την αποπληρωμή του δανείου. Σε αυτή τη βάση, και λαμβανομένων υπόψη των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η ENVC εκείνη την περίοδο, η Επιτροπή θεωρεί ότι το εφαρμοστέο περιθώριο κέρδους πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 000 μονάδες βάσης. Ως εκ τούτου, το εφαρμοστέο επιτόκιο αναφοράς θα ήταν τουλάχιστον 11,24 %, σε σύγκριση με το κατά πολύ χαμηλότερο επιτόκιο του 1,964 % που χρέωνε η DGTF.

(101)

Τέλος, όσον αφορά το δάνειο της DGTF του 2011, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, όπως και στην περίπτωση του δανείου του 2010 της DGTF, δεν υπάρχει εξασφάλιση με τη στενή έννοια του όρου, αλλά μία απλή υπόσχεση από μέρους της ENVC να χρησιμοποιήσει τα έσοδα που προκύπτουν από μια δεδομένη σύμβαση-πλαίσιο με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την αποπληρωμή του δανείου, η οποία επιπλέον έπρεπε να επικυρωθεί από το διοικητικό συμβούλιο της ENVC και να εγκριθεί από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Επομένως, είναι άκρως αμφίβολο κατά πόσο το εν λόγω επίπεδο εξασφάλισης θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές από έναν δανειστή που ενεργεί με βάση τους όρους της αγοράς. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η ENVC ήταν εκείνη τη χρονική στιγμή προβληματική επιχείρηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι το εφαρμοστέο περιθώριο θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1 000 μ.β., που θα αντιστοιχούσε σε ένα επιτόκιο αναφοράς τουλάχιστον 11,49 %, πολύ υψηλότερο από τα επιτόκια που εφαρμόζονταν στην πράξη στην ENVC (5,568 % τον Απρίλιο του 2011 και 5,241 % τον Ιούνιο του 2011).

(102)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα δάνεια της DGTF παρείχαν στην ENVC αδικαιολόγητο πλεονέκτημα.

(103)

Όσον αφορά τις δηλώσεις προθέσεων που εξέδωσε η EMPORDEF από το 2007 έως το 2011, η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι αυτές είχαν εμφανώς μεγάλες ομοιότητες με μια εγγύηση, εφόσον οι περισσότερες από αυτές τις δηλώσεις της EMPORDEF ανέφεραν ρητά ότι θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσει ότι η ENVC θα διέθετε τα απαραίτητα μέσα για να τηρήσει την υποκείμενη δανειακή σύμβαση. Ωστόσο, οι επιστολές της 8ης Ιανουαρίου 2007 και της 26ης Ιουνίου 2008 έχουν διαφορετική διατύπωση. Στις εν λόγω επιστολές, η EMPORDEF αναφέρει ότι κατέχει το 100 % της ENVC και ότι δεν επρόκειτο να μειωθεί αυτό το ποσοστό της συμμετοχής της. Με άλλους όρους, η τράπεζα-χορηγός έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από την ENVC να αποπληρώσει το δάνειο πριν από τη λήξη. Η δήλωση αυτή καθαυτή δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να θεωρήσει ότι η EMPORDEF θα ήταν υπεύθυνη για αθέτηση της ENVC να αποπληρώσει τα αντίστοιχα δάνεια και, ως εκ τούτου, εμφανώς δεν είναι επαρκής για να εξομοιωθούν οι δηλώσεις προθέσεων με εγγυήσεις. Συνεπώς, δεν έχει αποδειχθεί ότι οι επιστολές αυτές παρείχαν πλεονέκτημα στην ENVC.

(104)

Όσον αφορά τις υπόλοιπες δηλώσεις προθέσεων (δηλαδή εκείνες που χορηγήθηκαν το 2009, το 2010 και το 2011), δεδομένου ότι η EMPORDEF δηλώνει ότι είναι έτοιμη να παρέμβει εάν η ENVC δεν εξοφλήσει υφιστάμενη δανειακή υποχρέωση, είναι σαφές ότι αυτές ισοδυναμούν με εγγύηση, εφόσον η EMPORDEF διαβεβαιώνει το δανειοδοτούν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνοντας τη δέσμευση ότι θα προβεί σε όλες τις δέουσες ενέργειες ώστε η ENVC να έχει τα μέσα να αποπληρώσει τα δάνεια. Ένας συνήθης φορέας της αγοράς θα είχε ζητήσει προμήθεια σε αντάλλαγμα για την παροχή «εγγύησης» αυτού του είδους, το οποίο ωστόσο η EMPORDEF ουδέποτε έπραξε, παρά τον σημαντικό κίνδυνο να μην είναι σε θέση η ENVC να αποπληρώσει τα δάνεια λόγω των δυσκολιών της εκείνη την περίοδο.

(105)

Σύμφωνα με το σημείο 2.2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (40) («η ανακοίνωση περί εγγυήσεων»), «η ανάληψη κινδύνου θα πρέπει κανονικά να επιβραβεύεται με μια ενδεδειγμένη προμήθεια εγγύησης. Σε περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν χρειάζεται να καταβάλει την προμήθεια, ή καταβάλλει χαμηλή προμήθεια, του παρέχονται πλεονεκτικοί όροι. Η κρατική εγγύηση παρέχει τη δυνατότητα στον δανειολήπτη να εξασφαλίσει ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης για ένα δάνειο από εκείνους που συνήθως ισχύουν στις κεφαλαιαγορές. Κατά κανόνα, χάρη στην κρατική εγγύηση, ο δανειζόμενος μπορεί να εξασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια ή να προσφέρει λιγότερες ασφάλειες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο δανειολήπτης δεν θα μπορούσε χωρίς την κρατική εγγύηση να εξεύρει κάποιο χρηματοδοτικό οργανισμό διατεθειμένο να του χορηγήσει οποιοδήποτε δάνειο». Επομένως, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η εγγύηση θα μπορούσε καταρχήν να ληφθεί με τους όρους της αγοράς από τις κεφαλαιαγορές και αν καταβλήθηκε η προμήθεια που ισχύει στην αγορά για την εγγύηση (41).

(106)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν καταβλήθηκε αμοιβή για τις δηλώσεις προθέσεων και ότι η ENVC δεν κατέβαλε καμία προμήθεια στην EMPORDEF. Ως εκ τούτου, η EMPORDEF δεν έλαβε αμοιβή για τον κίνδυνο που διέτρεξε. Το γεγονός αυτό καθαυτό είναι αρκετό για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις προθέσεων, οι οποίες έχουν μεγάλη ομοιότητα με τις εγγυήσεις, παρείχαν στην ENVC αθέμιτο πλεονέκτημα.

(107)

Όσον αφορά το επιχείρημα της Πορτογαλίας ότι η EMPORDEF θα θεωρούνταν σε κάθε περίπτωση υπεύθυνη σε τελευταίο βαθμό για τις οφειλές της ENVC, δεδομένου ότι ήταν ο μοναδικός της μέτοχος, η Επιτροπή παραπέμπει στο συλλογισμό στην αιτιολογική σκέψη 88 ανωτέρω, η οποία εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

(108)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δηλώσεις προθέσεων του 2009, του 2010 και του 2011 παρείχαν στην ENVC αδικαιολόγητο πλεονέκτημα.

(109)

Όσον αφορά το δάνειο για το πλοίο Atlântida , η Επιτροπή παρατηρεί ότι, τον Δεκέμβριο του 2009, η EMPORDEF χορήγησε στην ENVC ποσό 37 εκατ. ευρώ που προήλθε από την CGD για τον τερματισμό των δικαστικών διαδικασιών με την Atlanticoline. Εκείνη τη χρονική στιγμή, όταν η ENVC ήταν ήδη προβληματική επιχείρηση, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα εκτιμούσε την κατάσταση της εταιρείας και την ικανότητά της να εξοφλήσει το δάνειο, αντί απλώς να διαθέσει τα κεφάλαια στην ENVC. Επίσης, ένας συνετός φορέας της αγοράς θα αξιολογούσε τους κινδύνους σε σχέση με τη λειτουργία και τη δυνατότητα πώλησης του πλοίου σε άλλον αγοραστή, όπως εν τέλει συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2014 (βλ. αιτιολογική σκέψη 30 ανωτέρω). Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το δάνειο χορηγήθηκε στην EMPORDEF με ετήσιο επιτόκιο EURIBOR 6 μηνών συν 2 %, που κατά την υπογραφή της σύμβασης ήταν 2,993 %. Ωστόσο, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης του 2008, που ίσχυε εκείνη την περίοδο, το βασικό επιτόκιο που εφαρμοζόταν στην Πορτογαλία τον Δεκέμβριο του 2009 ήταν 1,45 %, στο οποίο έπρεπε να προστεθεί περιθώριο τουλάχιστον 1 000 μ.β. λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η ENVC και της απουσίας επίσημης εξασφάλισης. Ως εκ τούτου, το εφαρμοστέο επιτόκιο αναφοράς θα ήταν τουλάχιστον 11,45 %.

(110)

Η Επιτροπή κατανοεί ότι η ENVC δεν αποπλήρωσε στην EMPORDEF το ποσό των 37 εκατ. EUR του δανείου για το πλοίο Atlântida και ότι δεν είχε καταβάλει τόκους για το ποσό αυτό, με εξαίρεση την καταβολή τόκων 840 480,54 ευρώ το 2010. Στη βάση αυτή, και λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το δάνειο για το πλοίο Atlântida παρείχε στην ENVC αδικαιολόγητο πλεονέκτημα.

6.2.3.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επίπτωση στις συναλλαγές εντός της Ένωσης

(111)

Επίσης, τα προηγούμενα μέτρα είναι πιθανό να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, εφόσον η ENVC ανταγωνίζεται με ναυπηγεία από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του υπόλοιπου κόσμου. Τα επίμαχα προηγούμενα μέτρα επέτρεψαν λοιπόν στην ENVC να συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς να αναγκαστεί να αντιμετωπίσει, όπως συνέβη με άλλους ανταγωνιστές, τις συνέπειες που θα προέκυπταν κανονικά λόγω των κακών οικονομικών αποτελεσμάτων της. Συνεπώς, τα προηγούμενα μέτρα νόθευσαν επίσης τον ανταγωνισμό.

6.2.4.   Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και ποσοτικός προσδιορισμός

(112)

Με βάση την ανωτέρω εκτίμηση, η Επιτροπή κρίνει ότι τα προηγούμενα μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση, εφόσον πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις του ορισμού της κρατικής ενίσχυσης του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, με εξαίρεση τις δηλώσεις προθέσεων της 8ης Ιανουαρίου 2007 και της 26ης Ιουνίου 2008 (βλ. αιτιολογική σκέψη 103 ανωτέρω).

(113)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 69 ανωτέρω, όλες οι επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας και οι επιδοτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης συνιστούν κρατικές ενισχύσεις ύψους 27 129 933,20 ευρώ και 257 791 ευρώ, αντίστοιχα.

(114)

Όσον αφορά τα υπόλοιπα προηγούμενα μέτρα, η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι, λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η ENVC εκείνη τη χρονική στιγμή, κανένας επιχειρηματίας που ενεργεί με τους όρους της αγοράς δεν θα τα χορηγούσε στην εταιρεία. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή κρίνει ότι η ENVC έλαβε κρατική ενίσχυση ποσού ίσου προς το συνολικό ποσό της αύξησης κεφαλαίου του 2006 (δηλαδή 24,875 εκατ. ευρώ).

(115)

Όσον αφορά τις δηλώσεις προθέσεων του 2009, του 2010 και του 2011, η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι έχουν πολύ μεγάλες ομοιότητες με τις εγγυήσεις (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 103 και 104 ανωτέρω). Συναφώς, η ανακοίνωση περί εγγυήσεων αναφέρει τα ακόλουθα, στο τμήμα 4.1: «Η Επιτροπή σημειώνει ότι για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, ένας εγγυητής της αγοράς, εφόσον υπήρχε, θα χρέωνε κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης υψηλή προμήθεια λαμβάνοντας υπόψη το αναμενόμενο ποσοστό αθέτησης των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Στην περίπτωση που η πιθανότητα ο δανειολήπτης να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο καθίσταται ιδιαίτερα υψηλή, ενδέχεται να μην υφίσταται μια τέτοια προμήθεια στην αγορά, και μάλιστα σε εξαιρετικές περιπτώσεις το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ίσο με το ποσό που καλύπτεται πραγματικά από την εν λόγω εγγύηση».

(116)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι τράπεζες χορήγησαν τα δάνεια στην ENVC μόνο λόγω της ύπαρξης των «εγγυήσεων» (με τη μορφή της δήλωσης προθέσεων) της EMPORDEF, που διαβεβαίωναν τις τράπεζες ότι θα προβεί στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να διασφαλιστεί η αποπληρωμή των δανείων από την ENVC. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι δηλώσεις προθέσεων χορηγούνταν δωρεάν σε μια περίοδο που η ENVC ήταν προβληματική επιχείρηση και παρά τον σημαντικό κίνδυνο του ότι δεν θα είναι σε θέση να τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Ακόμη, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ENVC είχε περιέλθει σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις σε κατάσταση οικονομοτεχνικής πτώχευσης (βλ. αιτιολογική σκέψη 64 ανωτέρω) και, παρά ταύτα, η EMPORDEF αποφάσισε να εκδώσει τις δηλώσεις προθέσεων χωρίς προμήθεια. Σε σχέση με τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει επιτόκιο της αγοράς που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εύλογο συγκριτικό μέγεθος και, ως εκ τούτου, κρίνει ότι η ENVC εισέπραξε κρατική ενίσχυση ποσού ίσου προς το σύνολο των ποσών που είχαν την εγγύηση των δηλώσεις προθέσεων του 2009, του 2010 και του 2011 (δηλαδή 51 280 000 ευρώ).

(117)

Παρόμοια συλλογιστική ισχύει και όσον αφορά τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην ENVC, δηλαδή τα δάνεια του 2012 και του 2013, τα δάνεια της DGTF και το δάνειο για το πλοίο Atlântida . Η EMPORDEF και η DGTF χορήγησαν αυτά τα δάνεια στην ENVC σε μια χρονική στιγμή που η επιχείρηση ήταν προβληματική και κανένας συνετός φορέας της αγοράς δεν θα τα χορηγούσε. Αυτό είναι κατ' εξοχήν προφανές στην περίπτωση των δανείων του 2012 και του 2013, εφόσον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 21 ανωτέρω, οι τράπεζες είχαν παύσει να χορηγούν δάνεια στην ENVC και ήταν πρόθυμες να το πράξουν μόνο σε σχέση με την EMPORDEF. Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι τα δάνεια της DGTF και το δάνειο για το πλοίο Atlântida χορηγήθηκαν από το 2006 έως το 2011: κατά το διάστημα αυτό, οι ιδιωτικές τράπεζες ήταν πρόθυμες να δανειοδοτήσουν την ENVC μόνο βάσει εγγύησης (υπό μορφή δήλωσης προθέσεων) εκ μέρους της EMPORDEF. Αυτό σημαίνει ότι κανένας φορέας της αγοράς δεν ήταν πρόθυμος να χορηγήσει μόνος δάνειο στην ENVC. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ENVC εισέπραξε κρατική ενίσχυση ποσού ίσου προς το σύνολο των δανείων του 2012 και του 2013 (101 118 066,03 ευρώ), των δανείων της DGTF (30 εκατ. ευρώ, 8 εκατ. ευρώ, 5 εκατ. ευρώ και 13 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα) και του δανείου για το πλοίο Atlântida (37 εκατ. ευρώ).

6.3.   Παράνομες ενισχύσεις

(118)

Το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα ενίσχυσης πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση όσον αφορά την έγκριση των εν λόγω μέτρων.

(119)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Πορτογαλία χορήγησε στην ENVC τα προηγούμενα μέτρα χωρίς να τα κοινοποιήσει στην Επιτροπή για έγκριση (με τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 125 κατωτέρω). Η Επιτροπή εκφράζει την απογοήτευσή της για το γεγονός ότι η Πορτογαλία δεν τήρησε την υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής των μέτρων και, ως εκ τούτου, παραβίασε την υποχρέωση που υπέχει δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

6.4.   Συμβατότητα των προηγούμενων μέτρων με την εσωτερική αγορά

(120)

Στον βαθμό που τα μέτρα που προσδιορίζονται ανωτέρω συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η συμβατότητά τους πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του εν λόγω άρθρου.

(121)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, εναπόκειται στο κράτος μέλος να επικαλεστεί πιθανούς λόγους συμβατότητας και να αποδείξει ότι πληρούνται οι όροι της εν λόγω συμβατότητας (42). Οι πορτογαλικές αρχές θεωρούν ότι τα περισσότερα από τα προηγούμενα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση και, ως εκ τούτου, δεν πρόβαλαν κανέναν πιθανό λόγο συμβατότητάς τους.

(122)

Εντούτοις, η Επιτροπή εξέτασε εάν θα έπρεπε να εφαρμοστεί στα προηγούμενα μέτρα κάποιος από τους πιθανούς λόγους συμβατότητας που ορίζονται στη ΣΛΕΕ.

(123)

Όσον αφορά τις επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας, η Πορτογαλία ισχυρίζεται ότι οι επιδοτήσεις χορηγήθηκαν βάσει του νομοθετικού διατάγματος 296/89 για την εφαρμογή της οδηγίας 87/167/ΕΟΚ (βλ. αιτιολογική σκέψη 68 ανωτέρω). Όπως ανέφερε ήδη η Επιτροπή ωστόσο, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η εν λόγω οδηγία έχει παύσει να ισχύει από τις 31 Δεκεμβρίου 1990 (βλ. άρθρο 13 της οδηγίας).

(124)

Επιπλέον, η Πορτογαλία δεν υπέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι οι επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας ήταν συμβατές με κάποια από τις μεταγενέστερες νομικές βάσεις για την κήρυξη της συμβατότητας των ενισχύσεων υπέρ της ναυπηγικής βιομηχανίας.

(125)

Η μοναδική εξαίρεση αφορά δύο επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας που χορηγήθηκαν στην ENVC το 2003 και το 2005 για την κατασκευή δύο σκαφών (συμβάσεις C224 και C225 —βλ. παράρτημα ΙΙ). Οι επιδοτήσεις αυτές εγκρίθηκαν με την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 33/2004 (43) βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1540/98. Η Επιτροπή συνάγει, ως εκ τούτου, με βάση τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν, ότι οι επιδοτήσεις για τις συμβάσεις C224 και C225 ύψους 2 675 275 ευρώ η καθεμία (δηλαδή 5 350 550 ευρώ) συνιστούν ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

(126)

Η Επιτροπή θεωρεί, παρ' όλα αυτά, ότι οι υπόλοιπες επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας (ύψους 21 779 383,21 ευρώ) —τον χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης των οποίων δεν αμφισβητεί η Πορτογαλία— είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

(127)

Όσον αφορά τα υπόλοιπα προηγούμενα μέτρα (με εξαίρεση τις δηλώσεις προθέσεων της 8ης Ιανουαρίου 2007 και της 26ης Ιουνίου 2008), όπως έχει ήδη αναφερθεί στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των μέτρων και των δυσκολιών της ENVC, τα μόνα συναφή κριτήρια συμβατότητας είναι εμφανώς τα κριτήρια που αφορούν τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004 (44).

(128)

Κατά πρώτο λόγο, η Επιτροπή επαναλαμβάνει τα συμπεράσματά της στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ότι δεν πληρούνται οι όροι για τις ενισχύσεις που ορίζονται στο σημείο 3.1 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004. Σύμφωνα με την παράγραφο 25 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004, οι ενισχύσεις διάσωσης πρέπει να αποτελούν ενισχύσεις ρευστότητας, υπό τη μορφή εγγυήσεων δανείου ή χορήγησης δανείων· και στις δύο περιπτώσεις, τα δάνεια πρέπει να συνάπτονται με επιτόκια τουλάχιστον ανάλογα με εκείνα που ισχύουν για τα δάνεια σε υγιείς επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η αύξηση κεφαλαίου του 2006 δεν θα πληρούσε ήδη αυτή την απαίτηση.

(129)

Επιπλέον, η παράγραφος 25 στοιχείο α) προσθέτει ότι κάθε δάνειο πρέπει να επιστρέφεται και κάθε εγγύηση να λήγει εντός έξι μηνών κατ' ανώτατο όριο από την καταβολή της πρώτης δόσης στην επιχείρηση. Όπως εξηγείται ανωτέρω, αυτό δεν φαίνεται να έχει συμβεί για κανένα από τα προηγούμενα μέτρα υπό αξιολόγηση.

(130)

Η παράγραφος 25 στοιχείο β) ορίζει ότι οι ενισχύσεις διάσωσης πρέπει να δικαιολογούνται από σοβαρούς κοινωνικούς λόγους και να μην έχουν ανεπίτρεπτα αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη. Η Πορτογαλία δεν έχει υποβάλει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό συνέβαινε με οποιοδήποτε από τα προηγούμενα μέτρα.

(131)

Επίσης, στην περίπτωση μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης διάσωσης, η παράγραφος 25 στοιχείο γ) απαιτεί από το κράτος να υποβάλει στην Επιτροπή, το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης της ενίσχυσης διάσωσης, είτε σχέδιο αναδιάρθρωσης είτε σχέδιο εκκαθάρισης είτε αποδείξεις ότι το δάνειο έχει αποπληρωθεί ολοσχερώς και/ή ότι έχει αποσβεσθεί η εγγύηση. Και, ως προς αυτό, η Πορτογαλία δεν πληροί αυτή την αναγκαία προϋπόθεση συμβατότητας.

(132)

Σύμφωνα με την παράγραφο 25 στοιχείο δ), η ενίσχυση διάσωσης πρέπει να περιορίζεται στο ποσό που απαιτείται για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Λαμβάνοντας υπόψη τα σημαντικά ποσά των ενισχύσεων που προκύπτουν από όλα τα προηγούμενα μέτρα, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι δεν πληρούται ούτε αυτή η προϋπόθεση.

(133)

Τέλος, η παράγραφος 25 στοιχείο ε) των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004 ορίζει την προϋπόθεση ότι πρέπει να τηρείται η αρχή της «εφάπαξ» ενίσχυσης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, όταν έχει παρέλθει διάστημα μικρότερο των 10 ετών από τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης ή έχει λήξει η περίοδος αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή δεν επιτρέπει τη χορήγηση περαιτέρω ενίσχυσης διάσωσης ή αναδιάρθρωσης. Λαμβάνοντας υπόψη τις πολυάριθμες παρεμβάσεις του κράτους κατά το χρονικό διάστημα που κάλυπταν τα προηγούμενα μέτρα, είναι σαφές ότι δεν έχει τηρηθεί η αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης και ότι η ENVC επωφελήθηκε επανειλημμένα από παράνομες κρατικές ενισχύσεις.

(134)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, όπως ορίζεται στο τμήμα 3.2 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Πορτογαλία δεν της κοινοποίησε κανένα από τα μέτρα που προσδιορίστηκαν ανωτέρω ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης και, ως εκ τούτου, δεν απέδειξε την ύπαρξη κάποιου από τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να θεωρηθούν ενίσχυση αναδιάρθρωσης (σχέδιο αναδιάρθρωσης, ίδια συνεισφορά, αντισταθμιστικά μέτρα κ.λπ.).

(135)

Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 34 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004, η χορήγηση της ενίσχυσης πρέπει να εξαρτάται από την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο πρέπει να εγκριθεί από την Επιτροπή για όλες τις περιπτώσεις επιμέρους ενισχύσεων. Επιπλέον, κάθε ενίσχυση αναδιάρθρωσης πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που αποσκοπούν στην αποφυγή αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού («αντισταθμιστικά μέτρα» —βλ. παραγράφους 38 έως 42) και πρέπει επίσης να προβλέπει «ίδια συνεισφορά» από τον δικαιούχο, η οποία στην περίπτωση της ENVC θα πρέπει να ανέρχεται στο 50 % του κόστους αναδιάρθρωσης, δεδομένου ότι πρόκειται για μεγάλη επιχείρηση (βλ. παραγράφους 38 έως 45). Επιπλέον, όσον αφορά τις ενισχύσεις διάσωσης, πρέπει να τηρείται η αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης.

(136)

Καταρχάς, η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι δεν έχει τηρηθεί η αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης (βλ. αιτιολογική σκέψη 133 ανωτέρω). Πράγματι, η Επιτροπή παρατηρεί ότι πολλά προηγούμενα μέτρα χορηγήθηκαν εκτός της περιόδου αναδιάρθρωσης 2005-2009. Αυτό θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της εφάπαξ ενίσχυσης και, ως εκ τούτου, αρκούσε για να θεωρηθεί ότι τα προηγούμενα μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις αναδιάρθρωσης συμβατές με την κοινή αγορά σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α του 2004.

(137)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Πορτογαλία υπέβαλε το σχέδιο αναδιάρθρωσης που εκπόνησε η BPI μόλις το 2014, δηλαδή 5 έτη μετά τη λήξη της προγραμματισθείσας διάρκειας της περιόδου αναδιάρθρωσης (2005-2009). Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σχέδιο που εκπόνησε η BPI φαίνεται να είναι προσχέδιο για συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, ενώ το σχέδιο αναδιάρθρωσης φαίνεται ότι περιλαμβάνει ορισμένα από τα στοιχεία που απαιτούνται από τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α του 2004, δεν περιλαμβάνει κανένα αντισταθμιστικό μέτρο και δεν προβλέπει καμία ίδια συνεισφορά από την ENVC. Ως εκ τούτου, το σχέδιο αναδιάρθρωσης της BPI δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004.

(138)

Εφόσον δεν προβλέπονται αντισταθμιστικά μέτρα και ίδια συνεισφορά της ENVC, και λαμβανομένου υπόψη του ότι δεν έχει τηρηθεί η αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα υπόλοιπα προηγούμενα μέτρα δεν μπορεί να θεωρηθούν συμβατή ενίσχυση αναδιάρθρωσης βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α.

6.5.   Συμπέρασμα σχετικά με τη συμβατότητα

(139)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας για τις συμβάσεις C224 και C225, ύψους 2 675 275 ευρώ (βλ. αιτιολογική σκέψη 125 ανωτέρω) συνιστούν ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

(140)

Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι τα υπόλοιπα προηγούμενα μέτρα (δηλαδή η αύξηση κεφαλαίου του 2006, τα δάνεια του 2012 και του 2013, τα δάνεια της DGTF, οι δηλώσεις προθέσεων του 2009, του 2010 και του 2011, οι επιδοτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης, το δάνειο για το πλοίο Atlântida και οι υπόλοιπες επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας) δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004. Η Επιτροπή δεν έχει εντοπίσει καμία άλλη βάση συμβατότητας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα υπόλοιπα προηγούμενα μέτρα ενέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά.

6.6.   Ανάκτηση

(141)

Σύμφωνα με τη Συνθήκη και κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή είναι αρμόδια να αποφασίσει ότι το οικείο κράτος μέλος πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει ενίσχυση εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά (45). Επίσης, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση ενός κράτους μέλους να καταργήσει ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έχει θεωρήσει ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά αποσκοπεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (46).

(142)

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο εν λόγω στόχος επιτυγχάνεται όταν ο δικαιούχος επιστρέψει τα ποσά που χορηγήθηκαν ως παράνομη ενίσχυση, χάνοντας με αυτόν τον τρόπο το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών του και επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής κατάσταση (47).

(143)

Σύμφωνα με τη νομολογία, το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (48) αναφέρει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο». Το άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι «οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής», η οποία «αρχίζει την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στο δικαιούχο […]. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής». Δεδομένου ότι η πρώτη ενέργεια της Επιτροπής στην υπόθεση SA.35546 ήταν στις 11 Οκτωβρίου 2012 (βλ. αιτιολογική σκέψη 1 ανωτέρω), κάθε ανάκτηση ασυμβίβαστης ενίσχυσης δεν μπορεί να περιλαμβάνει τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την 11η Οκτωβρίου 2002.

(144)

Η Επιτροπή παρατηρεί, ως προς αυτό, ότι ορισμένες από τις επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας χορηγήθηκαν πριν από την 11η Οκτωβρίου 2002, ιδίως σε σχέση με τις συμβάσεις C206, C211, C217, C218, C219, C220, C221 και C222 (βλ. παράρτημα II). Ως εκ τούτου, η ασυμβίβαστη ενίσχυση για τις συμβάσεις αυτές, ύψους 11 297 009,19 ευρώ υπόκειται στη δεκαετή προθεσμία παραγραφής και δεν είναι δυνατόν να ανακτηθεί.

(145)

Τα υπόλοιπα προηγούμενα μέτρα ενέχουν στοιχεία παράνομης και ασυμβίβαστης κρατικής ενίσχυσης (βλ. πίνακα 5 κατωτέρω) η οποία πρέπει να ανακτηθεί προκειμένου να αποκατασταθεί η κατάσταση που επικρατούσε στην αγορά πριν τη χορήγησή της. Η ανάκτηση θα πρέπει να καλύπτει το χρονικό διάστημα από τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο δικαιούχος αποκόμισε πλεονέκτημα, δηλαδή όταν η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την πραγματική ανάκτηση· τα προς ανάκτηση ποσά θα πρέπει να περιλαμβάνουν τόκους ανάκτησης έως την πραγματική ανάκτηση.

Πίνακας 5

Ποσά προς ανάκτηση (σε ευρώ)

Ημερομηνία

Μέτρο

Προς ανάκτηση ποσό (49)

11 Μαΐου 2006

Αύξηση κεφαλαίου 2006

24 875 000

2012/2013

Δάνεια του 2012 και 2013

101 118 066,03

(i)

31 Ιανουαρίου 2006

(ii)

11 Δεκεμβρίου 2008

(iii)

28 Απριλίου 2010

(iv)

27 Απριλίου 2011

Δάνεια της DGTF

(i)

30 000 000

(ii)

8 000 000

(iii)

5 000 000

(iv)

13 000 000

29 Νοεμβρίου 2011

Δηλώσεις προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

990 000

3 Νοεμβρίου 2011

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

400 000

30 Σεπτεμβρίου 2010

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

12 500 000

31 Αυγούστου 2010

Δηλώσεις προθέσεων για δύο ανέκκλητες ενέγγυες πιστώσεις εκδοθείσες από την CGD

12 890 000

24 Ιουνίου 2010

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

5 000 000

25 Νοεμβρίου 2009

Δήλωση προθέσεων για ανακυκλούμενο δάνειο από την CGD

15 000 000

7 Σεπτεμβρίου 2009

Δήλωση προθέσεων για ανακυκλούμενο δάνειο από την BES

4 500 000

Επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας (συμβάσεις C212, C213, C214 και C223)

10 482 374,01 (50)

Ενισχύσεις επαγγελματικής κατάρτισης 2005-2006

257 791

23 Δεκεμβρίου 2009

Δάνειο για το πλοίο Atlântida

37 000 000

7.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ENVC ΚΑΙ ΤΗΣ WESTSEA

(146)

Στις 4 Μαρτίου 2014 η ENVC διεξήγαγε γενική συνέλευση στην οποία η EMPORDEF, ως ο μοναδικός μέτοχος, επικύρωσε την απόφαση για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της ENVC, καθώς και την απόλυση των εργαζομένων, με σκοπό τη λύση και εκκαθάριση της εταιρείας το συντομότερο δυνατόν.

(147)

Στις 27 Φεβρουαρίου 2015, ενόψει της μελλοντικής εκκαθάρισης της ENVC, η Πορτογαλία υπέβαλε ένα διπλό αίτημα στην Επιτροπή:

«α)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης της Επιτροπής που επιβάλλει την ανάκτηση ασυμβίβαστης ενίσχυσης υπέρ της ENVC βάσει των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ, το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της ENVC θα εκποιηθούν και η διαδικασία διάλυσης της ENVC θα έχει πρακτικά ολοκληρωθεί, το πορτογαλικό κράτος θα παρακαλέσει την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται ανωτέρω, η πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων δεν συνιστά ενίσχυση προς τους αγοραστές.

β)

Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης της Επιτροπής που επιβάλλει την ανάκτηση ασυμβίβαστης ενίσχυσης υπέρ της ENVC βάσει των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ, το πορτογαλικό κράτος θα υποχρεούται να ανακτήσει την ασυμβίβαστη ενίσχυση, οι πορτογαλικές αρχές ζητούν από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι η εν λόγω υποχρέωση ανάκτησης δεν θα επεκταθεί στη WestSea, παρότι αυτή εξαγόρασε ορισμένα στοιχεία ενεργητικού της ENVC.».

(148)

Πράγματι, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης της Επιτροπής όσον αφορά την ανάκτηση ασυμβίβαστης ενίσχυσης σε επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ, το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να ανακτήσει την ασυμβίβαστη ενίσχυση. Η υποχρέωση ανάκτησης μπορεί να επεκταθεί σε νέα εταιρεία, στην οποία η επίμαχη εταιρεία έχει μεταβιβάσει ή πωλήσει μέρος των περιουσιακών της στοιχείων, εφόσον η εν λόγω μεταβίβαση ή δομή πώλησης οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο εταιρειών. Επιπλέον, ακόμη κι αν δεν υπάρχει οικονομική συνέχεια, η (νέα) κρατική ενίσχυση υπέρ του αγοραστή θα μπορούσε να προκύψει επίσης από την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων σε τιμή χαμηλότερη από την αγοραία αξίας τους.

(149)

Με την παρούσα απόφαση, η Επιτροπή δεν αξιολογεί την ανάθεση των συμβάσεων για την κατασκευή δύο δεξαμενόπλοιων μεταφοράς ασφάλτου (51), η οποία δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη.

(150)

Για να αποφασίσει κατά πόσον υπάρχει κρατική ενίσχυση προς όφελος του (των) αγοραστή(-ών) των περιουσιακών στοιχείων, η Επιτροπή πρέπει να α) διαπιστώσει αν η πώληση περιουσιακών στοιχείων πραγματοποιείται στην αγοραία αξία τους, και β) να λάβει υπόψη και άλλα κριτήρια που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη κατωτέρω.

(151)

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιταλία και SIM 2 κατά Επιτροπής (52), στην οποία η Επιτροπή τεκμηρίωσε τις αποφάσεις της στις υποθέσεις Olympic Airlines, Alitalia και SERNAM (53), η αξιολόγηση της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς (ενισχυόμενης) οντότητας και του αγοραστή διαπιστώνεται με βάση ένα σύνολο δεικτών. Μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες: i) το εύρος των εκποιούμενων περιουσιακών στοιχείων (στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, διατήρηση των εργαζομένων, δέσμες περιουσιακών στοιχείων), ii) η τιμή πώλησης, iii) η ταυτότητα του (των) αγοραστή(-ών), iv) η χρονική στιγμή της πώλησης (μετά την έναρξη της προκαταρκτικής αξιολόγησης, της επίσημης διαδικασίας έρευνας ή την τελική απόφαση) και v) η οικονομική λογική της πράξης. Αυτό το σύνολο δεικτών επιβεβαιώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφασή του της 28ης Μαρτίου 2012 στην υπόθεση Ryanair κατά Επιτροπής (54), που επιβεβαίωσε την απόφαση για την Alitalia.

7.1.   Εύρος των εκποιούμενων στοιχείων του ενεργητικού

(152)

Για να αποφευχθεί η οικονομική συνέχεια, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι τα στοιχεία ενεργητικού και άλλα στοιχεία της μεταβιβασθείσας δραστηριότητας αντιπροσωπεύουν ένα μέρος μόνο της προηγούμενης εταιρείας ή των δραστηριοτήτων της. Όσο μεγαλύτερο μέρος της αρχικής επιχείρησης μεταβιβάζεται σε νέα οντότητα, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα η σχετιζόμενη με αυτά τα περιουσιακά στοιχεία οικονομική δραστηριότητα να εξακολουθεί να επωφελείται από το πλεονέκτημα που απορρέει από την ασυμβίβαστη ενίσχυση που χορηγήθηκε στην προηγούμενη οικονομική οντότητα.

(153)

Τα κύρια στοιχεία ενεργητικού της ENVC περιλάμβαναν: i) την παραχώρηση εκ μέρους της διοίκησης του λιμένα Viana do Castelo της γης στην οποία βρίσκεται το ναυπηγείο και ii) διάφορα στοιχεία εξοπλισμού και πρώτες ύλες. Όλα αυτά τα στοιχεία ενεργητικού πωλήθηκαν με διαφανείς, αμερόληπτους και χωρίς αιρεσιμότητα διαγωνισμούς, ανοικτούς σε πορτογάλους και αλλοδαπούς προσφέροντες, με μοναδικό κριτήριο επιλογής των υποψηφίων την προσφορά της καλύτερης τιμής.

(154)

Όσον αφορά τη σύμβαση υποπαραχώρησης του οικοπέδου στο οποίο βρίσκεται το ναυπηγείο, μετά από διαδικασία διαγωνισμού, αυτή ανατέθηκε έως τον Μάρτιο 2031 στην WestSea, κοινή θυγατρική της πορτογαλικής εταιρείας χαρτοφυλακίου Martifer και του πορτογαλικού ναυπηγείου Navalria. Η WestSea θα καταβάλλει ετήσιο μίσθωμα 419 233,95 ευρώ και εγγύηση 435 500 ευρώ.

(155)

Όσον αφορά τα διάφορα μηχανήματα και τις πρώτες ύλες, συμπεριλαμβανομένων των οχημάτων και ενός μεγάλου ανυψωτήρα/γερανού, αυτά πωλήθηκαν στα πλαίσια 120 μικρών διαγωνισμών σε 884 παρτίδες εμπορευμάτων. Κατά συνέπεια, από το συνολικό ποσό των 3 358 905,13 ευρώ από την πώληση των εμπορευμάτων, οι αγοραστές απέκτησαν κατά μέσο όρο εμπορεύματα αξίας 55 981,75, η τιμή των οποίων κυμάνθηκε από 10 ευρώ έως 1,035 εκατ. ευρώ. Το Ministério dos Transportes e Comunicações de Timor ήταν ο σημαντικότερος αγοραστής με μερίδιο 31 %. Η WestSea αγόρασε λιγότερο από το 20 % των πωληθέντων στοιχείων του ενεργητικού.

(156)

Τέλος, όσον αφορά το προσωπικό, καμία σύμβαση εργασίας δεν μεταβιβάστηκε σε κανέναν αγοραστή: 596 συμβάσεις εργασίας έχουν ήδη καταγγελθεί και οι υπόλοιποι 13 εργαζόμενοι πρόκειται να απολυθούν. Οι προσφορές δεν περιλάμβαναν κανέναν ειδικό όρο για τη μεταβίβαση συμβάσεων εργασίας ή τη μεταφορά εργαζομένων από την ENVC προς κάποιον αγοραστή.

(157)

Με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εύρος των περιουσιακών στοιχείων που αγόρασε ή πρόκειται να αγοράσει η WestSea θα είναι σημαντικά περιορισμένο σε σύγκριση με τα περιουσιακά στοιχεία και την προηγούμενη δραστηριότητά της ENVC.

7.2.   Τιμή πώλησης

(158)

Για να αποφευχθεί η οικονομική συνέχεια μεταξύ της ENVC και της WestSea, η Επιτροπή πρέπει να διαπιστώσει ότι τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και άλλα στοιχεία της επιχείρησης πωλήθηκαν ή θα πωληθούν στην αγοραία τιμή. Η αγοραία τιμή είναι η τιμή την οποία θα μπορούσε να καθορίσει ιδιώτης επενδυτής που ενεργεί υπό συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού (55).

(159)

Η υποπαραχώρηση της γης στην οποία βρίσκονται τα ναυπηγεία και η εκποίηση των διαφόρων μηχανημάτων και των πρώτων υλών πραγματοποιήθηκαν με ανοικτές, διαφανείς, αμερόληπτες και χωρίς αιρεσιμότητα διαδικασίες διαγωνισμού, με μοναδικό κριτήριο επιλογής των υποψηφίων την προσφορά της καλύτερης τιμής.

(160)

Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανάθεση της σύμβασης υποπαραχώρησης της γης στην οποία βρίσκονται τα ναυπηγεία και η πώληση των διαφόρων στοιχείων εξοπλισμού και πρώτων υλών της ENVC στη WestSea πραγματοποιήθηκε με ανοικτούς, διαφανείς, χωρίς διακρίσεις και χωρίς αιρεσιμότητα διαγωνισμούς στους υποψηφίους που υπέβαλαν τις υψηλότερες προσφορές και, ως εκ τούτου, κατέτειναν προς μια αγοραία τιμή.

7.3.   Ταυτότητα των αγοραστών

(161)

Για να αποφευχθεί η οικονομική συνέχεια, η Επιτροπή πρέπει να διαπιστώσει ότι οι αγοραστές των περιουσιακών στοιχείων και άλλων στοιχείων της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης δεν έχουν οικονομικό ή εταιρικό δεσμό με την ENVC.

(162)

Όσον αφορά τη σύμβαση παραχώρησης της γης στην οποία βρίσκεται το ναυπηγείο, οι πορτογαλικές αρχές επιβεβαιώνουν ότι η WestSea δεν έχει κανέναν οικονομικό ή εταιρικό δεσμό με την ENVC ή το πορτογαλικό κράτος.

(163)

Όσον αφορά τα διάφορα στοιχεία εξοπλισμού και τις πρώτες ύλες που έχουν ήδη εκποιηθεί, οι πορτογαλικές αρχές επιβεβαιώνουν ότι κανένας από τους κύριους αγοραστές δεν έχει οικονομικούς ή εταιρικούς δεσμούς με την ENVC ή τον μέτοχό της.

(164)

Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η WestSea είναι οντότητα ανεξάρτητη από την ENVC και από τον μέτοχό της.

7.4.   Χρονική στιγμή της πώλησης

(165)

Για να αποφευχθεί η οικονομική συνέχεια, η Επιτροπή πρέπει να διαπιστώσει ότι ο χρόνος πώλησης των στοιχείων του ενεργητικού και των λοιπών στοιχείων της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης δεν συνεπάγεται την καταστρατήγηση απόφασης της Επιτροπής για την ανάκτηση ασυμβίβαστης κρατικής ενίσχυσης.

(166)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι διαδικασίες διαγωνισμού για την υποπαραχώρηση της γης όπου βρίσκονται τα ναυπηγεία καθώς και για την απόκτηση των στοιχείων του ενεργητικού και του εξοπλισμού δρομολογήθηκαν και ολοκληρώθηκαν πριν από την έκδοση της παρούσας τελικής απόφασης από την Επιτροπή.

(167)

Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1 ανωτέρω, πρώτη η Πορτογαλία επικοινώνησε με την Επιτροπή με σκοπό να διοργανώσει σωστά την ιδιωτικοποίηση της ENVC σύμφωνα με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ. Συνεπώς, η χρονική σειρά των γεγονότων δείχνει ότι η ιδιωτικοποίηση δεν οργανώθηκε ως μηχανισμός για την παράκαμψη υφιστάμενων αρνητικών αποφάσεων ή εκκρεμών ερευνών από την Επιτροπή.

(168)

Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι η ανάθεση της υποπαραχώρησης της γης όπου βρίσκονται τα ναυπηγεία καθώς και η απόκτηση των διαφόρων στοιχείων του εξοπλισμού και των πρώτων υλών συνέβησαν πριν από την έκδοση της παρούσας τελικής απόφασης από την Επιτροπή δεν υποδηλώνει καταστρατήγηση μιας δυνητικής απόφασης ανάκτησης της Επιτροπής.

7.5.   Η οικονομική σκοπιμότητα της πράξης

(169)

Για να αποφευχθεί η οικονομική συνέχεια, η Επιτροπή οφείλει να διαπιστώσει ότι οι αγοραστές των περιουσιακών στοιχείων και άλλων στοιχείων της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης δεν θα χρησιμοποιούν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία με τον ίδιο τρόπο όπως ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, αλλά θα τα χρησιμοποιήσουν για την υλοποίηση μιας διαφορετικής δραστηριότητας ή στρατηγικής.

(170)

Ορισμένα από τα στοιχεία ενεργητικού της ENVC που απέκτησε η WestSea μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την ίδια γενική δραστηριότητα (ναυπηγική βιομηχανία), και ιδίως η γη στην οποία βρίσκεται το ναυπηγείο. Ωστόσο, το γεγονός καθαυτό ότι ο αγοραστής θα δραστηριοποιείται στον ίδιο οικονομικό τομέα με αυτόν της προηγούμενης οικονομικής οντότητας δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια. Η WestSea δεν έχει καμία υποχρέωση να αναλάβει εργαζομένους ή συμβάσεις εργασίας της ENVC. Επιπλέον, η WestSea θα εντάξει το ναυπηγείο στην επιχειρηματική στρατηγική της με σκοπό να εξασφαλίσει συνέργειες με άλλα ναυπηγεία. Η WestSea θα έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τις δραστηριότητές της υπό διαφορετικές συνθήκες λειτουργίας από αυτές της ENVC και θα είναι ελεύθερη να εφαρμόσει το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο.

(171)

Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η WestSea θα ενσωματώσει τα στοιχεία αυτά στην εταιρική στρατηγική της και θα τα χρησιμοποιήσει για να υλοποιήσει τη δική της οικονομική αντίληψη.

7.6.   Συμπέρασμα σχετικά με την οικονομική συνέχεια μεταξύ της ENVC και της WestSea

(172)

Αφενός, το εύρος των περιουσιακών στοιχείων που απέκτησε η WestSea είναι σημαντικά περιορισμένο σε σύγκριση με τα περιουσιακά στοιχεία της ENVC και την προηγούμενη δραστηριότητά της. Δεύτερον, η ανάθεση της υποπαραχώρησης του οικοπέδου στο οποίο βρίσκεται το ναυπηγείο και η απόκτηση των διαφόρων στοιχείων εξοπλισμού και των πρώτων υλών διενεργήθηκαν με ανοικτούς, διαφανείς, αμερόληπτους και χωρίς αιρεσιμότητα διαγωνισμούς. Τρίτον, η WestSea είναι οντότητα ανεξάρτητη από την ENVC και τον μέτοχό της. Τέταρτον, η χρονική στιγμή της ανάθεσης της υποπαραχώρησης της γης όπου βρίσκονται τα ναυπηγεία καθώς και της απόκτησης των διαφόρων στοιχείων εξοπλισμού και πρώτων υλών δεν δείχνει να υπάρχει καταστρατήγηση μιας δυνητικής απόφασης ανάκτησης της Επιτροπής. Πέμπτον, η WestSea θα ενσωματώσει τα στοιχεία του ενεργητικού της ENVC στην εταιρική της στρατηγική και θα τα χρησιμοποιήσει για να υλοποιήσει τη δική της οικονομική αντίληψη.

(173)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της ENVC και της WestSea.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(174)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα προηγούμενα μέτρα, με εξαίρεση τις δηλώσεις προθέσεων της 8ης Ιανουαρίου 2007 και της 26ης Ιουνίου 2008, συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ της ENVC κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(175)

Τα προηγούμενα μέτρα που συνιστούν κρατική ενίσχυση είναι ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά (με εξαίρεση τις δύο επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας που εγκρίθηκαν με την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 33/2004), διότι δεν πληρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2004 και δεν διαπιστώθηκαν άλλοι λόγοι συμβατότητας.

(176)

Εξάλλου, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Πορτογαλία έθεσε παρανόμως σε εφαρμογή τα μέτρα που αναφέρονται ανωτέρω, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(177)

Η ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο, όπως ορίζεται στο τμήμα 6.6 ανωτέρω.

(178)

Η εν λόγω ανάκτηση δεν αφορά την WestSea, εφόσον δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της ENVC και της WestSea.

(179)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Πορτογαλία αποδέχθηκε την έκδοση και την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Οι δηλώσεις προθέσεων της 8ης Ιανουαρίου 2007 και της 26ης Ιουνίου 2008 δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

2.   Η κρατική ενίσχυση που εμπεριέχεται στις επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας, οι οποίες αντιστοιχούν στις συμβάσεις C224 και C225 (ύψους 5 350 550 ευρώ) συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

3.   Οι αναφερόμενες στον κατωτέρω πίνακα κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες χορηγήθηκαν παράνομα από την Πορτογαλία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

Ημερομηνία

Μέτρο

Ποσό (σε ευρώ)

11 Μαΐου 2006

Αύξηση κεφαλαίου

24 875 000

2012/2013

δάνεια του 2012 και 2013

101 118 066,03

(i)

31 Ιανουαρίου 2006

(ii)

11 Δεκεμβρίου 2008

(iii)

28 Απριλίου 2010

(iv)

27 Απριλίου 2011

Δάνεια της DGTF

(i)

30 000 000

(ii)

8 000 000

(iii)

5 000 000

(iv)

13 000 000

29 Νοεμβρίου 2011

Δηλώσεις προθέσεων για ένα δάνειο που χορηγήθηκε από την BCP

990 000

3 Νοεμβρίου 2011

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

400 000

30 Σεπτεμβρίου 2010

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

12 500 000

31 Αυγούστου 2010

Δηλώσεις προθέσεων για δύο ανέκκλητες ενέγγυες πιστώσεις εκδοθείσες από την CGD

12 890 000

24 Ιουνίου 2010

Δήλωση προθέσεων για δάνειο που χορήγησε η BCP

5 000 000

25 Νοεμβρίου 2009

Δήλωση προθέσεων για ανακυκλούμενο δάνειο από την CGD

15 000 000

7 Σεπτεμβρίου 2009

Δήλωση προθέσεων για ανακυκλούμενο δάνειο από την BES

4 500 000

Οι επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας (συμβάσεις C212, C213, C214 και C223)

10 482 374,01

Επιδοτήσεις ναυπηγικής βιομηχανίας (C206, C211, C217, C218, C219, C220, C221 και C222)

11 279 009,01

Ενισχύσεις επαγγελματικής κατάρτισης 2005-2006

257 791

23 Δεκεμβρίου 2009

Δάνειο για το πλοίο Atlântida

37 000 000

Άρθρο 2

1.   Η Πορτογαλία ανακτά από τον δικαιούχο τις ασυμβίβαστες ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 (και, κατά περίπτωση, τους δεδουλευμένους και μη καταβληθέντες από την ENVC τόκους), με εξαίρεση τις επιδοτήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας που αφορούν τις συμβάσεις C206, C211, C217, C218, C219, C220, C221 και C222 (συνολικού ύψους 11 279 009,01 ευρώ), οι οποίες υπόκεινται στη δεκαετή περίοδο παραγραφής που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

2.   Η εν λόγω ανάκτηση των ασυμβίβαστων κρατικών ενισχύσεων δεν αφορά την WestSea.

3.   Τα προς ανάκτηση ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

4.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (56) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής (57), ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

5.   Η Πορτογαλία ακυρώνει τη χορήγηση οποιασδήποτε εκκρεμούς ενίσχυσης από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Η Πορτογαλία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Πορτογαλία διαβιβάζει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκοι) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Η Πορτογαλία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που έχουν ληφθεί για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Πορτογαλία.

Βρυξέλλες, 7 Μαΐου 2015.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Κρατικές ενισχύσεις — Πορτογαλία — Κρατική ενίσχυση SA.35546 (2013/C) (πρώην 2012/NN) — Προηγούμενα μέτρα υπέρ της Estaleiros Navais de Viana do Castelo S.A. — Πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 95 της 3.4.2013, σ. 118).

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Κανονισμός αριθ. 1 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58).

(4)  Με βάση τα στοιχεία που υπέβαλε η Πορτογαλία συνάγεται ότι η ικανότητα ναυπήγησης πλοίων για στρατιωτικούς σκοπούς σε όρους εργατικού δυναμικού κορυφώθηκε το 2005 στο 33 % της συνολικής δραστηριότητας της ENVC (συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής, επισκευής κ.λπ.). Από το 2006 έως το 2011 η μέση ικανότητα που αξιοποιήθηκε για τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων ήταν περίπου 11 %, αλλά το 2012 μειώθηκε στο μηδέν λόγω της ακύρωσης μίας παραγγελίας των πορτογαλικών ενόπλων δυνάμεων για τη ναυπήγηση πολεμικών σκαφών.

(5)  Η σύμβαση παραχώρησης επίσης τροποποιήθηκε το 2005 και το 2007, για να επιτραπεί στην ENVC να αναθέτει με υποπαραχώρηση μέρος της γης για την κατασκευή ανεμογεννητριών.

(6)  Η διαδικασία αυτή δεν καλυπτόταν από το μνημόνιο κατανόησης επί ειδικών όρων οικονομικής πολιτικής που υπογράφηκε μεταξύ της Πορτογαλίας και της Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

(7)  Lei Quadro das Privatizações, που εγκρίθηκε με τον νόμο αριθ. 11/90 της 5ης Απριλίου 1990 και αναδημοσιεύθηκε με τον νόμο αριθ. 50/2011 της 13ης Σεπτεμβρίου 2011.

(8)  Diário da República αριθ. 156 της 13.8.2012, σ. 4364 και Diário da República αριθ. 167 της 29.8.2012, σ. 4838, αντιστοίχως.

(9)  Αν και η Volstad Maritime υπέβαλε δεσμευτική προσφορά στις 5 Νοεμβρίου 2012, η προσφορά δεν έγινε αποδεκτή διότι υποβλήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας, ώρα 10 π.μ.

(10)  Στην επιστολή της 28ης Δεκεμβρίου 2012 η Πορτογαλία παρέπεμψε σε αύξηση κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε το 2009. Κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ωστόσο, η Πορτογαλία επιβεβαίωσε ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί αύξηση κεφαλαίου το 2009.

(11)  Το μέτρο αυτό περιλαμβάνει την ανάληψη από την EMPORDEF του χρέους της ENVC προς την Parvalorem ύψους 5 111 910,08 ευρώ, καθώς και των δεδουλευμένων τόκων ύψους 5 281 882,02 ευρώ που δεν καταβλήθηκαν.

(12)  Η Πορτογαλία επισήμανε ότι η ENVC έχει καταβάλει πέντε φορές τόκους για τα δάνεια του DGTF του 2006 και 2008, το διάστημα 2006 έως 2010, συνολικού ύψους 3 291 293,50 ευρώ.

(13)  Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας περιελάμβανε μεταξύ των άλλων μέτρων δήλωση προθέσεων της EMPORDEF σε σχέση με πιστωτικές επιστολές που έχουν εκδοθεί από την CGD, για ποσό 12 890 000 ευρώ. Κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι πορτογαλικές αρχές διευκρίνισαν ότι το μέτρο αυτό είναι εκείνο που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 24.

(14)  Κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι πορτογαλικές αρχές διευκρίνισαν ότι το ποσό των ανέκκλητων ενέγγυων πιστώσεων ήταν 12 890 000 ευρώ, δηλαδή το 10 % του κόστους ναυπήγησης των δύο δεξαμενόπλοιων μεταφοράς ασφάλτου (128 900 000 ευρώ). Επιπλέον, η Πορτογαλία διευκρίνισε ότι η σύμβαση για την έκδοση των ανέκκλητων ενέγγυων πιστώσεων συνήφθη το 2010 και όχι το 2012, όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

(15)  Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλε η Πορτογαλία, οι ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία υπό μορφή επιδοτήσεων αφορούσαν 14 συμβάσεις κατά την περίοδο 2000-2005, και όχι κατά την περίοδο 2000-2007, όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

(16)  Η Πορτογαλία έχει διευκρινίσει ότι η ενίσχυση για επαγγελματική κατάρτιση χορηγήθηκε το 2005 και το 2006 και όχι κατά την περίοδο 2000-2007, όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

(17)  Οδηγία 87/167/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1987, σχετικά με τις ενισχύσεις στις ναυπηγικές εργασίες (ΕΕ L 69 της 12.3.1987, σ. 55).

(18)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2. Την 1η Αυγούστου 2014 τέθηκαν σε ισχύ οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μη χρηματοπιστωτικών προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 249 της 31.7.2014, σ. 1) («οι κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α του 2014»). Σύμφωνα με την παράγραφο 135 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2014, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές από την 1η Αυγούστου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Ωστόσο, σύμφωνα με την παράγραφο 138 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α του 2014, τα προηγούμενα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης θα αξιολογηθούν με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης, δηλαδή τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α του 2004 [ή, κατά περίπτωση, τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές του 1999 όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2 —«οι κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α του 1999»)].

(19)  Όσον αφορά την EMPORDEF, η Επιτροπή παρατήρησε στις αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 48 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας ότι οι αποφάσεις της έπρεπε εμφανώς να καταλογιστούν στο κράτος κατά την έννοια της νομολογίας Stardust Marine (απόφαση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:C:2002:294).

(20)  ΕΕ C 364 της 14.12.2011, σ. 9.

(21)  Συγκεκριμένα, το πλαίσιο του 2004 για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία (ΕΕ C 317 της 30.12.2003, σ. 11) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1540/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, περί των νέων κανόνων ενισχύσεως της ναυπηγικής βιομηχανίας (ΕΕ L 202 της 18.7.1998, σ. 1).

(22)  Βλ. υποσημείωση 14 ανωτέρω.

(23)  Πηγή: ετήσιοι λογαριασμοί της EMPORDEF για το 2012.

(24)  Πηγή: ετήσιοι λογαριασμοί της EMPORDEF για το 2012 και το 2013. Από τους ετήσιους λογαριασμούς της ENVC για τα έτη 2001, 2002 και 2003 προκύπτει ότι η ENVC είχε επίσης αρνητικά συνολικά ίδια κεφάλαια το 2000 (– 5,99 εκατ. ευρώ), το 2001 (– 10,97 εκατ. ευρώ), το 2002 (– 22,09 εκατ. EUR) και το 2003 (– 48,97 εκατ. ευρώ).

(25)  Απόφαση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:C:2002:29.

(26)  Πηγή: http://www.empordef.pt/main.html

(27)  Πηγή: http://www.empordef.pt/uk/main.html

(28)  Βλ. κατάλογο των μελών στον ιστότοπο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (http://www.portugal.gov.pt/pt/o-governo/nomeacoes/ministerio-da-defesa-nacional.aspx). Βλ. επιπλέον ιστότοπο της EMPORDEF (http://www.empordef.pt/main.html) καθώς και διάφορα δελτία τύπου, όπως http://www.dn.pt/inicio/portugal/interior.aspx?content_id=1768612 ή http://www.dn.pt/inicio/portugal/interior.aspx?content_id=1950754.

(29)  Το πρωτότυπο κείμενο στην πορτογαλική είναι το ακόλουθο: «no passado dia 2 de julho de 2011 o Ministério da Defesa Nacional decidiu suspender o desmantelamento dos Estaleiros Navais de Viana do Castelo. Em agosto, o Ministério da Defesa Nacional mandatou a nova administração da Empordef para que fosse encontrada uma solução que evitasse esse desmantelamento e encerramento dos ENVC». Βλ. http://www.portugal.gov.pt/pt/os-ministerios/ministerio-da-defesa-nacional/mantenha-se-atualizado/20120104-mdn-envc.aspx

(30)  Βλ. για παράδειγμα http://www.portugal.gov.pt/pt/os-ministerios/ministerio-da-defesa-nacional/mantenha-se-atualizado/20120319-mdn-modelo-reprivatizacao.aspx, http://www.portugal.gov.pt/pt/os-ministerios/ministerio-da-defesa-nacional/mantenha-se-atualizado/20120502-mdn-envc.aspx και http://www.portugal.gov.pt/pt/os-ministerios/ministerio-da-defesa-nacional/mantenha-se-atualizado/20120713-seamdn-envc.aspx

(31)  Βλ. για παράδειγμα http://www.portugal.gov.pt/pt/os-ministerios/ministro-da-presidencia-e-dos-assuntos-parlamentares/documentos-oficiais/20131205-comunicado-cm.aspx Η συμμετοχή του κράτους στις ενέργειες της EMPORDEF αποδεικνύεται περαιτέρω από το ακόλουθο δελτίο τύπου της πορτογαλικής κυβέρνησης: http://www.portugal.gov.pt/pt/os-ministerios/ministerio-da-defesa-nacional/mantenha-se-atualizado/20140205-mdn-comunicado-estaleiros.aspx

(32)  Ως προς αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ως εκ των υστέρων αποδεικτικό στοιχείο ότι έκθεση της IGF του 2009 (βλ. αιτιολογική σκέψη 49) επισήμανε ότι κατά την περίοδο 2005-2007 η ENVC παρέδωσε 11 πλοία, το κόστος κατασκευής των οποίων υπερέβη κατά 15,4 % το συμφωνηθέν συμβατικό κόστος (πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη οι εγγεγραμμένες στον προϋπολογισμό δαπάνες από μέρους της ENVC υπερέβαιναν κατά 4,1 % τις συμβατικώς συμφωνηθείσες δαπάνες, το οποίο σημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία θα κατασκεύαζε τα πλοία με ζημία).

(33)  Πηγή: http://ec.europa.eu/enterprise/policies/sme/business-environment/files/annexes_accounting_report_2011/portugal_en.pdf

(34)  Για τη σύμβαση που υπογράφηκε στις 27 Απριλίου 2011, το εφαρμοστέο περιθώριο ήταν η μέση διαφορά περιθωρίου επιτοκίου του πορτογαλικού δημόσιου χρέους της ίδιας ληκτότητας (στοιχεία που υπέβαλε η Πορτογαλία).

(35)  Από το 2010, το επιτόκιο ευθυγραμμίστηκε με το επιτόκιο του δανείου της 11ης Δεκεμβρίου 2008.

(36)  ΕΕ C 273 της 9.9.1997, σ. 3.

(37)  Πηγή: http://ec.europa.eu/competition/state_aid/legislation/reference_rates_eu25_en.pdf

(38)  ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6.

(39)  Πηγή: http://ec.europa.eu/competition/state_aid/legislation/base_rates_eu27_en.pdf

(40)  ΕΕ C 155 της 20.6.2008, σ. 10. Βλ. επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής του 2000 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ σε κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14.)

(41)  Ενδεικτικά, βλ. αιτιολογικές σκέψεις 249 και 250 της απόφασης 2008/948/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2008, για μέτρα που έλαβε η Γερμανία υπέρ των εταιρειών DHL και Leipzig Halle Airport, C 48/06 (ex N 227/06) (ΕΕ L 346 της 23.12.2008, σ. 1).

(42)  Απόφαση C-364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:C:1993:157.

(43)  Απόφαση 2006/946/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, για την παράταση της προθεσμίας παράδοσης για δύο δεξαμενόπλοια μεταφοράς χημικών προϊόντων που κατασκευάστηκαν από την Estaleiros Navais de Viana do Castelo, SA (ΕΕ L 383 της 28.12.2006, σ. 16).

(44)  Όσον αφορά τις επιδοτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2000-2006 (ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9), που ίσχυαν εκείνη την περίοδο, απέκλειαν τη χορήγηση ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα σε προβληματικές επιχειρήσεις.

(45)  Απόφαση C-70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας, EU:C:1973:87, σκέψη 13.

(46)  Απόφαση C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, EU:C:1994:325, σκέψη 75.

(47)  Απόφαση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, EU:C:1999:311, σκέψεις 64 και 65.

(48)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(49)  Κατά περίπτωση, οι οφειλόμενοι και μη καταβληθέντες από την ENVC τόκοι πρέπει επίσης να υπόκεινται στην υποχρέωση ανάκτησης.

(50)  Ο αριθμός αυτός προκύπτει από το σύνολο των επιδοτήσεων της ναυπηγικής βιομηχανίας i) αφαιρουμένων των επιδοτήσεων που υπόκεινται στη δεκαετή περίοδο παραγραφής, ii) χωρίς τις επιδοτήσεις που κηρύχθηκαν συμβατή ενίσχυση, iii) δηλαδή (i) 27 129 933,20 ευρώ — (ii) 11 279 009,19 ευρώ — (iii) 5 350 550 = 10 482 374,01 ευρώ.

(51)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 24. Η σύμβαση που συνάφθηκε αρχικά μεταξύ της PDVSA και της ENVC για την κατασκευή δύο δεξαμενόπλοιων μεταφοράς ασφάλτου έχει μεταβιβαστεί στην EMPORDEF. Η Πορτογαλία έχει αναλάβει τη δέσμευση ότι τα μέρη της σύμβασης προς υπεργολαβία θα δημοπρατηθούν με διαφανείς, αμερόληπτους και χωρίς αιρεσιμότητα διαδικασίες υποβολής προσφορών ανοικτές σε πορτογάλους και αλλοδαπούς προσφέροντες, με αποκλειστικό κριτήριο την προσφορά της καλύτερης τιμής για την επιλογή των προμηθευτών και των παρόχων υπηρεσιών και τον αποκλεισμό της ENVC από τη διαδικασία σε περίπτωση που η λύση και εκκαθάρισή της δεν ολοκληρωθεί κατά τη διενέργειά τους.

(52)  Απόφαση C-328/99 και C-399/00, Ιταλία και SIM 2 Multimedia SpA κατά Επιτροπής, EU:C:2003:252.

(53)  Απόφαση της Επιτροπής της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, κρατική ενίσχυση N 321/2008, N 322/2008 και N 323/2008 — Ελλάδα — Πώληση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων των Ολυμπιακών Αερογραμμών/Ολυμπιακής Αεροπορίας· απόφαση της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2008, Κρατική ενίσχυση N 510/2008 — Ιταλία — Πώληση των περιουσιακών στοιχείων της Alitalia· απόφαση της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2012, SA.34547 — Γαλλία — Εξαγορά στοιχείων του ενεργητικού του ομίλου SERNAM στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως του ομίλου αυτού.

(54)  Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair Ltd κατά Επιτροπής, T-123/09, Συλλογή, EU:T:2012:164, η οποία επιβεβαιώθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως με απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair Ltd κατά Επιτροπής, C-287/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:395.

(55)  Απόφαση Seydaland, C-239/09, EU:C:2010:778, σκέψη 34.

(56)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(57)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 82 της 25.3.2008, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΟΥ 2012 ΚΑΙ ΤΟΥ 2013

Ημερομηνία υπογραφής

Ποσό

Εφαρμοσθέν επιτόκιο

6 Ιανουαρίου 2012

970 000,00

7,108 %

9 Ιανουαρίου 2012

175 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 7,108 %

31 Ιανουαρίου 2012

3 445 258,51

EURIBOR 3 μηνών + 6,62 %

8 Φεβρουαρίου 2012

64 741,49

EURIBOR 3 μηνών + 6,62 %

30 Μαρτίου 2012

1 026 647,44

EURIBOR 3 μηνών + 7,887 %

30 Μαρτίου 2012

16 700 000,00

2 %

30 Απριλίου 2012

1 268 536,13

EURIBOR 3 μηνών + 5 %

2 Μαΐου 2012

48 997,82

EURIBOR 3 μηνών + 7,887 %

30 Μαΐου 2012

1 100 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 8,431 %

31 Μαΐου 2012

5 375 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 8,5 %

31 Μαΐου 2012

834 830,96

EURIBOR 3 μηνών + 8,451 %

1 Ιουνίου 2012

12 844 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 4,976 %

5 Ιουνίου 2012

281 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 4,976 %

6 Ιουνίου 2012

345 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 7,682 %

8 Ιουνίου 2012

1 449 714,00

EURIBOR 3 μηνών + 7,682 %

11 Ιουνίου 2012

696 481,42

EURIBOR 3 μηνών + 7,682 %

21 Ιουνίου 2012

177 979,74

EURIBOR 3 μηνών + 7,682 %

21 Ιουνίου 2012

4 785 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 8,1509 %

22 Ιουνίου 2012

118 070,71

EURIBOR 3 μηνών + 7,682 %

25 Ιουνίου 2012

83 694,43

EURIBOR 3 μηνών + 4,976 %

26 Ιουνίου 2012

1 163 308,28

EURIBOR 3 μηνών + 4,976 %

29 Ιουνίου 2012

664 537,83

EURIBOR 3 μηνών + 4,976 %

3 Ιουλίου 2012

272 811,37

EURIBOR 3 μηνών + 8,5 %

11 Ιουλίου 2012

71 104,02

EURIBOR 3 μηνών + 4,976 %

11 Ιουλίου 2012

1 742 275,55

EURIBOR 3 μηνών + 8,1509 %

13 Ιουλίου 2012

40 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 8,431 %

19 Ιουλίου 2012

45 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 4,956 %

27 Ιουλίου 2012

1 000 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 5,78 %

31 Ιουλίου 2012

400 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 8,182 %

31 Ιουλίου 2012

1 450 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 4,756 %

2 Αυγούστου 2012

100 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 8,182 %

14 Αυγούστου 2012

275 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 8,151 %

17 Αυγούστου 2012

180 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 8,1509 %

20 Αυγούστου 2012

1 186 322,44

EURIBOR 3 μηνών + 8,1509 %

20 Αυγούστου 2012

400 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 5,624 %

24 Αυγούστου 2012

600 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 5,624 %

13 Σεπτεμβρίου 2012

365 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 5,624 %

19 Σεπτεμβρίου 2012

5 111 910,08

Οφειλές της ENVC προς την Parvalorem αναληφθείσες από την EMPORDEF

21 Σεπτεμβρίου 2012

19 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 5,624 %

25 Σεπτεμβρίου 2012

1 180 491,65

EURIBOR 3 μηνών + 4,668 %

27 Σεπτεμβρίου 2012

1 050 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 5,624 %

28 Σεπτεμβρίου 2012

48 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 5,624 %

12 Οκτωβρίου 2012

120 000,00

5,871 %

16 Οκτωβρίου 2012

15 000,00

8,1509 %

19 Οκτωβρίου 2012

566 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 4,64 %

26 Οκτωβρίου 2012

1 000 000,00

EURIBOR 3 μηνών + 4,64 %

29 Οκτωβρίου 2012

84 685,34

8,151 %

30 Οκτωβρίου 2012

120 000,00

8,1509 %

2 Νοεμβρίου 2012

10 570 971,04

5,871 %

9 Νοεμβρίου 2012

5 227,50

4,459 %

27 Νοεμβρίου 2012

250 000,00

5,871 %

28 Νοεμβρίου 2012

250 000,00

8,1509 %

29 Νοεμβρίου 2012

200 000,00

7,915 %

29 Νοεμβρίου 2012

120 000,00

5,871 %

30 Νοεμβρίου 2012

84 685,12

5,871 %

3 Δεκεμβρίου 2012

300 000,00

4,459 %

3 Δεκεμβρίου 2012

35 000,00

7,915 %

7 Δεκεμβρίου 2012

1 500,00

8,151 %

11 Δεκεμβρίου 2012

100 000,00

4,459 %

14 Δεκεμβρίου 2012

180 000,00

4,459 %

19 Δεκεμβρίου 2012

200 000,00

4,459 %

20 Δεκεμβρίου 2012

29 159,75

4,459 %

21 Δεκεμβρίου 2012

1 000 000,00

5,871 %

28 Δεκεμβρίου 2012

5 000 000,00

7,915 %

31 Δεκεμβρίου 2012

16 500,00

4,459 %

4 Ιανουαρίου 2013

120 000,00

4,459 %

9 Ιανουαρίου 2013

84 756,80

4,459 %

11 Ιανουαρίου 2013

260 000,00

7,911 %

17 Ιανουαρίου 2013

200 000,00

8,15 %

8 Φεβρουαρίου 2013

5 767 984,59

4,165 %

31 Μαΐου 2013

5 281 882,02

Τόκοι που πρέπει να καταβληθούν από την ENVC στην EMPORDEF για τα δάνεια του 2012

 

Σύνολο:101 118 066,03

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΟΙ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Αριθμός σύμβασης

2000

2001

2002

2003

2004

2005

ΣΥΝΟΛΟ

Πράξη χορήγησης (Despacho)

Ημερομηνία δημοσίευσης στην Diário da República

C206

679 362,74

 

 

 

 

 

679 362,74

 

 

C211

 

 

2 081 867,70

 

 

 

2 081 867,70

245/2002 της 31.12.2001

6.4.2002

C212

 

 

1 629 892,00

407 473,00

 

 

2 037 365,00

882/2002 της 25.12.2002

12.12.2002

C213

 

 

2 265 871,06

541 732,94

701 901,00

 

3 509 505,00

880/2002 της 25.12.2002

12.12.2002

C214

 

 

2 807 604,01

 

701 901,00

 

3 509 505,01

880/2002 της 25.12.2002

12.12.2002

C217

 

1 415 887,71

 

 

 

 

1 415 887,71

158/2001 της 29.12.2000

16.2.2001

C218

 

1 415 887,71

 

 

 

 

1 415 887,71

158/2001 της 29.12.2000

16.2.2001

C219

 

1 425 998,34

 

 

 

 

1 425 998,34

158/2001 της 29.12.2000

16.2.2001

C220

 

1 425 998,34

 

 

 

 

1 425 998,34

158/2001 της 29.12.2000

16.2.2001

C221

1 140 802,66

276 446,76

8 753,90

 

 

 

1 426 003,32

810/2000 της 25.7.2000

5.8.2000

C222

 

 

1 426 003,33

 

 

 

1 426 003,33

244/2002 της 31.12.2001

6.4.2002

C223

 

 

1 425 999,00

 

 

 

1 425 999,00

881/2002 της 25.11.2002

12.12.2002

C224

 

 

 

2 140 220,00

 

535 055,00

2 675 275,00

879/2002 της 25.11.2002

12.12.2002

C225

 

 

 

2 140 220,00

 

535 055,00

2 675 275,00

879/2002 της 25.11.2002

12.12.2002

 

1 820 165,40

5 960 218,86

11 645 991,00

5 229 645,94

1 403 802,00

1 070 110,00

27 129 933,20