ISSN 1977-0669 |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 105 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Νομοθεσία |
58ό έτος |
Περιεχόμενα |
|
II Μη νομοθετικές πράξεις |
Σελίδα |
|
|
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ |
|
|
* |
EL |
Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος. Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο. |
II Μη νομοθετικές πράξεις
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ
23.4.2015 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 105/1 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
Πίνακας περιεχομένων
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | 10 |
Άρθρο 1 |
Ορισμοί | 10 |
Άρθρο 2 |
Αντικείμενο του παρόντος κανονισμού | 11 |
ΤΙΤΛΟΣ 1 — |
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ | 11 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 — |
ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ | 11 |
Άρθρο 3 |
Καθήκοντα δικαστή και γενικού εισαγγελέα | 11 |
Άρθρο 4 |
Έναρξη της θητείας των δικαστών | 11 |
Άρθρο 5 |
Ορκωμοσία | 12 |
Άρθρο 6 |
Επίσημη δέσμευση | 12 |
Άρθρο 7 |
Απαλλαγή δικαστή από τα καθήκοντά του | 12 |
Άρθρο 8 |
Σειρά αρχαιότητας | 12 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 — |
ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ | 12 |
Άρθρο 9 |
Εκλογή του προέδρου και του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου | 12 |
Άρθρο 10 |
Καθήκοντα του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου | 13 |
Άρθρο 11 |
Καθήκοντα του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου | 13 |
Άρθρο 12 |
Κώλυμα του προέδρου και του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου | 13 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 — |
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ | 13 |
Τμήμα 1. |
Συγκρότηση τμημάτων και σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών | 13 |
Άρθρο 13 |
Συγκρότηση τμημάτων | 13 |
Άρθρο 14 |
Αρμόδιος δικαστικός σχηματισμός | 14 |
Άρθρο 15 |
Συγκρότηση του τμήματος μείζονος συνθέσεως | 14 |
Άρθρο 16 |
Αποχή ή απαλλαγή δικαστή από την εκδίκαση υποθέσεως | 14 |
Άρθρο 17 |
Κώλυμα μέλους του δικαστικού σχηματισμού | 14 |
Τμήμα 2. |
Πρόεδροι τμήματος | 15 |
Άρθρο 18 |
Εκλογή των προέδρων τμήματος | 15 |
Άρθρο 19 |
Αρμοδιότητες του προέδρου τμήματος | 15 |
Άρθρο 20 |
Κώλυμα του προέδρου τμήματος | 15 |
Τμήμα 3. |
Διασκέψεις | 15 |
Άρθρο 21 |
Κανόνες διέποντες τις διασκέψεις | 15 |
Άρθρο 22 |
Αριθμός των μετεχόντων στις διασκέψεις δικαστών | 15 |
Άρθρο 23 |
Απαρτία του τμήματος μείζονος συνθέσεως | 16 |
Άρθρο 24 |
Απαρτία των τριμελών ή των πενταμελών τμημάτων | 16 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 — |
ΑΝΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΝΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΗΓΗΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ, ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΕ ΜΟΝΟΜΕΛΗ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ | 16 |
Άρθρο 25 |
Κριτήρια αναθέσεως | 16 |
Άρθρο 26 |
Αρχική ανάθεση της υποθέσεως και ορισμός εισηγητή δικαστή | 16 |
Άρθρο 27 |
Ορισμός νέου εισηγητή δικαστή και νέα ανάθεση της υποθέσεως | 17 |
Άρθρο 28 |
Παραπομπή σε τμήμα συγκείμενο από διαφορετικό αριθμό δικαστών | 17 |
Άρθρο 29 |
Υπαγωγή σε μονομελή σχηματισμό | 17 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 — |
ΟΡΙΣΜΟΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ | 18 |
Άρθρο 30 |
Περιπτώσεις ορισμού γενικού εισαγγελέα | 18 |
Άρθρο 31 |
Τρόπος ορισμού γενικού εισαγγελέα | 18 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 — |
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ | 18 |
Τμήμα 1. |
Γραμματέας | 18 |
Άρθρο 32 |
Διορισμός του γραμματέα | 18 |
Άρθρο 33 |
Βοηθός γραμματέας | 19 |
Άρθρο 34 |
Κώλυμα του γραμματέα και του βοηθού γραμματέα | 19 |
Άρθρο 35 |
Καθήκοντα του γραμματέα | 19 |
Άρθρο 36 |
Τήρηση του πρωτοκόλλου | 19 |
Άρθρο 37 |
Πρόσβαση στο πρωτόκολλο | 20 |
Άρθρο 38 |
Πρόσβαση στη δικογραφία | 20 |
Τμήμα 2. |
Υπηρεσίες | 20 |
Άρθρο 39 |
Μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι | 20 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 — |
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ | 20 |
Άρθρο 40 |
Τόπος των συνεδριάσεων του Γενικού Δικαστηρίου | 20 |
Άρθρο 41 |
Οργάνωση του δικαστικού έτους | 20 |
Άρθρο 42 |
Διοικητική ολομέλεια | 21 |
Άρθρο 43 |
Τήρηση πρακτικών | 21 |
ΤΙΤΛΟΣ 2 — |
ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ | 21 |
Άρθρο 44 |
Γλώσσες διαδικασίας | 21 |
Άρθρο 45 |
Καθορισμός της γλώσσας διαδικασίας | 21 |
Άρθρο 46 |
Χρήση της γλώσσας διαδικασίας | 22 |
Άρθρο 47 |
Ευθύνη του γραμματέα στον γλωσσικό τομέα | 22 |
Άρθρο 48 |
Γλώσσα των δημοσιεύσεων του Γενικού Δικαστηρίου | 23 |
Άρθρο 49 |
Αυθεντικά κείμενα | 23 |
ΤΙΤΛΟΣ 3 — |
ΕΥΘΕΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ | 23 |
Άρθρο 50 |
Πεδίο εφαρμογής | 23 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 — |
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | 23 |
Τμήμα 1. |
Εκπροσώπηση των διαδίκων | 23 |
Άρθρο 51 |
Υποχρέωση εκπροσωπήσεως | 23 |
Τμήμα 2. |
Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εκπροσώπων των διαδίκων | 23 |
Άρθρο 52 |
Προνόμια, ασυλίες και διευκολύνσεις | 23 |
Άρθρο 53 |
Ιδιότητα των εκπροσώπων των διαδίκων | 24 |
Άρθρο 54 |
Άρση της ασυλίας | 24 |
Άρθρο 55 |
Αποκλεισμός από τη διαδικασία | 24 |
Άρθρο 56 |
Καθηγητές | 24 |
Τμήμα 3. |
Επιδόσεις | 24 |
Άρθρο 57 |
Τρόποι επιδόσεως | 24 |
Τμήμα 4. |
Προθεσμίες | 25 |
Άρθρο 58 |
Υπολογισμός των προθεσμιών | 25 |
Άρθρο 59 |
Προσφυγή κατά πράξεως οργάνου δημοσιευθείσας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης | 25 |
Άρθρο 60 |
Παρέκταση λόγω αποστάσεως | 25 |
Άρθρο 61 |
Καθορισμός και παράταση των προθεσμιών | 26 |
Άρθρο 62 |
Εκπρόθεσμη κατάθεση διαδικαστικών εγγράφων | 26 |
Τμήμα 5. |
Διεξαγωγή της δίκης και εκδίκαση των υποθέσεων | 26 |
Άρθρο 63 |
Διεξαγωγή της δίκης | 26 |
Άρθρο 64 |
Κατ' αντιμωλίαν διαδικασία | 26 |
Άρθρο 65 |
Επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων που κατατίθενται και των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της δίκης | 26 |
Άρθρο 66 |
Ανωνυμία και μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων | 26 |
Άρθρο 67 |
Σειρά εκδικάσεως των υποθέσεων | 26 |
Άρθρο 68 |
Συνεκδίκαση | 27 |
Άρθρο 69 |
Περιπτώσεις αναστολής της διαδικασίας | 27 |
Άρθρο 70 |
Απόφαση περί αναστολής και απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας | 27 |
Άρθρο 71 |
Διάρκεια και αποτελέσματα της αναστολής | 27 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 — |
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ | 28 |
Άρθρο 72 |
Κοινοί κανόνες περί καταθέσεως των διαδικαστικών εγγράφων | 28 |
Άρθρο 73 |
Κατάθεση των διαδικαστικών εγγράφων στη γραμματεία σε χαρτί | 28 |
Άρθρο 74 |
Κατάθεση με ηλεκτρονικό μέσο | 28 |
Άρθρο 75 |
Έκταση των δικογράφων | 28 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 — |
ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | 29 |
Άρθρο 76 |
Περιεχόμενο της προσφυγής | 29 |
Άρθρο 77 |
Πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις | 29 |
Άρθρο 78 |
Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής | 29 |
Άρθρο 79 |
Ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης | 29 |
Άρθρο 80 |
Επίδοση του δικογράφου της προσφυγής | 30 |
Άρθρο 81 |
Υπόμνημα αντικρούσεως | 30 |
Άρθρο 82 |
Διαβίβαση εγγράφων | 30 |
Άρθρο 83 |
Υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως | 30 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 — |
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ, ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ | 30 |
Άρθρο 84 |
Νέοι ισχυρισμοί | 30 |
Άρθρο 85 |
Αποδεικτικά στοιχεία και πρόταση αποδεικτικών μέσων | 31 |
Άρθρο 86 |
Προσαρμογή της προσφυγής | 31 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 — |
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ | 32 |
Άρθρο 87 |
Προκαταρκτική έκθεση | 32 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 — |
ΜΕΤΡΑ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ | 32 |
Άρθρο 88 |
Γενική διάταξη | 32 |
Τμήμα 1. |
Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας | 32 |
Άρθρο 89 |
Αντικείμενο | 32 |
Άρθρο 90 |
Διαδικασία | 33 |
Τμήμα 2. |
Αποδεικτικά μέσα | 33 |
Άρθρο 91 |
Αντικείμενο | 33 |
Άρθρο 92 |
Διαδικασία | 33 |
Άρθρο 93 |
Κλήτευση των μαρτύρων | 34 |
Άρθρο 94 |
Εξέταση των μαρτύρων | 34 |
Άρθρο 95 |
Υποχρεώσεις των μαρτύρων | 34 |
Άρθρο 96 |
Πραγματογνωμοσύνη | 34 |
Άρθρο 97 |
Όρκος των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων | 35 |
Άρθρο 98 |
Παράβαση του όρκου των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων | 35 |
Άρθρο 99 |
Εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα | 35 |
Άρθρο 100 |
Έξοδα των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων | 35 |
Άρθρο 101 |
Αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων | 35 |
Άρθρο 102 |
Πρακτικά των συνεδριάσεων διεξαγωγής αποδείξεων | 36 |
Τμήμα 3. |
Χειρισμός των εμπιστευτικών πληροφοριών που παρέχονται και των εμπιστευτικών στοιχείων και εγγράφων που προσκομίζονται στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων | 36 |
Άρθρο 103 |
Εξέταση των εμπιστευτικών πληροφοριών και στοιχείων | 36 |
Άρθρο 104 |
Έγγραφα την πρόσβαση στα οποία έχει αρνηθεί ένα όργανο | 37 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 — |
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Ή ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΠΤΟΝΤΑΙ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ή ΕΝΟΣ Ή ΠΛΕΙΟΝΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ Ή ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥΣ | 37 |
Άρθρο 105 |
Χειρισμός των πληροφοριών ή στοιχείων που άπτονται της ασφάλειας της Ένωσης ή ενός ή πλειόνων κρατών μελών της ή των διεθνών σχέσεών τους | 37 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 — |
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | 38 |
Άρθρο 106 |
Προφορική διαδικασία | 38 |
Άρθρο 107 |
Ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως | 38 |
Άρθρο 108 |
Απουσία των διαδίκων από την επ' ακροατηρίου συζήτηση | 38 |
Άρθρο 109 |
Συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών | 39 |
Άρθρο 110 |
Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως | 39 |
Άρθρο 111 |
Λήξη της προφορικής διαδικασίας | 39 |
Άρθρο 112 |
Ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα | 39 |
Άρθρο 113 |
Επανάληψη της προφορικής διαδικασίας | 39 |
Άρθρο 114 |
Πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζητήσεως | 39 |
Άρθρο 115 |
Ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως | 40 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 — |
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | 40 |
Άρθρο 116 |
Ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως | 40 |
Άρθρο 117 |
Περιεχόμενο της αποφάσεως | 40 |
Άρθρο 118 |
Δημοσίευση και επίδοση της αποφάσεως | 40 |
Άρθρο 119 |
Περιεχόμενο της διατάξεως | 40 |
Άρθρο 120 |
Υπογραφή και επίδοση της διατάξεως | 41 |
Άρθρο 121 |
Ισχύς των αποφάσεων και διατάξεων | 41 |
Άρθρο 122 |
Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης | 41 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 — |
ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ | 41 |
Άρθρο 123 |
Ερήμην αποφάσεις | 41 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 — |
ΦΙΛΙΚΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ | 42 |
Άρθρο 124 |
Φιλικός διακανονισμός | 42 |
Άρθρο 125 |
Παραίτηση | 42 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 — |
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΔΙΑΤΑΞΗ | 42 |
Άρθρο 126 |
Προσφυγή προδήλως απορριπτέα | 42 |
Άρθρο 127 |
Παραπομπή υποθέσεως στο Δικαστήριο ή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης | 42 |
Άρθρο 128 |
Απέκδυση αρμοδιότητας | 42 |
Άρθρο 129 |
Λόγοι απαραδέκτου δημοσίας τάξεως | 43 |
Άρθρο 130 |
Ενστάσεις και παρεμπίπτοντα ζητήματα | 43 |
Άρθρο 131 |
Αυτεπάγγελτη κατάργηση της δίκης | 43 |
Άρθρο 132 |
Προσφυγή προδήλως βάσιμη | 43 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 — |
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ | 44 |
Άρθρο 133 |
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα | 44 |
Άρθρο 134 |
Γενικοί κανόνες για την κατανομή των δικαστικών εξόδων | 44 |
Άρθρο 135 |
Επιείκεια και έξοδα προκαλούμενα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως | 44 |
Άρθρο 136 |
Δικαστικά έξοδα σε περίπτωση παραιτήσεως | 44 |
Άρθρο 137 |
Δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης | 44 |
Άρθρο 138 |
Δικαστικά έξοδα των παρεμβαινόντων | 44 |
Άρθρο 139 |
Έξοδα διαδικασίας | 45 |
Άρθρο 140 |
Δικαστικά έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν | 45 |
Άρθρο 141 |
Τρόποι πληρωμής | 45 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 — |
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ | 45 |
Άρθρο 142 |
Αντικείμενο και συνέπειες της παρεμβάσεως | 45 |
Άρθρο 143 |
Αίτηση παρεμβάσεως | 45 |
Άρθρο 144 |
Απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως | 46 |
Άρθρο 145 |
Υποβολή των υπομνημάτων | 46 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 — |
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΩΓΗ | 47 |
Άρθρο 146 |
Γενική διάταξη | 47 |
Άρθρο 147 |
Αίτηση δικαστικής αρωγής | 47 |
Άρθρο 148 |
Απόφαση επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής | 47 |
Άρθρο 149 |
Προκαταβολές και ανάληψη των εξόδων | 48 |
Άρθρο 150 |
Ανάκληση του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής | 48 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 — |
ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ | 49 |
Τμήμα 1. |
Ταχεία διαδικασία | 49 |
Άρθρο 151 |
Απόφαση περί εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας | 49 |
Άρθρο 152 |
Αίτηση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας | 49 |
Άρθρο 153 |
Εκδίκαση κατά προτεραιότητα | 49 |
Άρθρο 154 |
Έγγραφη διαδικασία | 49 |
Άρθρο 155 |
Προφορική διαδικασία | 50 |
Τμήμα 2. |
Αναστολή εκτελέσεως και άλλα προσωρινά μέτρα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων | 50 |
Άρθρο 156 |
Αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων | 50 |
Άρθρο 157 |
Διαδικασία | 50 |
Άρθρο 158 |
Απόφαση επί της αιτήσεως | 50 |
Άρθρο 159 |
Μεταβολή των περιστάσεων | 51 |
Άρθρο 160 |
Νέα αίτηση | 51 |
Άρθρο 161 |
Αίτηση δυνάμει των άρθρων 280 ΣΛΕΕ, 299 ΣΛΕΕ και 164 ΣΕΚΑΕ | 51 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 — |
ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | 51 |
Άρθρο 162 |
Ανάθεση της αιτήσεως | 51 |
Άρθρο 163 |
Αναστολή της διαδικασίας | 51 |
Άρθρο 164 |
Διόρθωση των αποφάσεων και διατάξεων | 52 |
Άρθρο 165 |
Παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί | 52 |
Άρθρο 166 |
Ανακοπή ερημοδικίας | 52 |
Άρθρο 167 |
Τριτανακοπή | 52 |
Άρθρο 168 |
Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων | 53 |
Άρθρο 169 |
Αναθεώρηση | 53 |
Άρθρο 170 |
Αμφισβήτηση σχετικά με τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα | 54 |
ΤΙΤΛΟΣ 4 — |
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ | 54 |
Άρθρο 171 |
Πεδίο εφαρμογής | 54 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 — |
ΔΙΑΔΙΚΟΙ | 54 |
Άρθρο 172 |
Καθού | 54 |
Άρθρο 173 |
Ιδιότητα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου των λοιπών διαδίκων στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών | 54 |
Άρθρο 174 |
Υποκατάσταση διαδίκου | 55 |
Άρθρο 175 |
Αίτηση υποκαταστάσεως | 55 |
Άρθρο 176 |
Απόφαση επί της αιτήσεως υποκαταστάσεως | 55 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 — |
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΕΩΣ | 56 |
Άρθρο 177 |
Προσφυγή | 56 |
Άρθρο 178 |
Επίδοση του δικογράφου της προσφυγής | 56 |
Άρθρο 179 |
Διάδικοι που επιτρέπεται να καταθέσουν υπόμνημα αντικρούσεως | 57 |
Άρθρο 180 |
Υπόμνημα αντικρούσεως | 57 |
Άρθρο 181 |
Περάτωση της έγγραφης διαδικασίας | 57 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 — |
ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ | 57 |
Άρθρο 182 |
Αντίθετη προσφυγή | 57 |
Άρθρο 183 |
Περιεχόμενο του δικογράφου της αντίθετης προσφυγής | 57 |
Άρθρο 184 |
Αιτήματα, ισχυρισμοί και επιχειρήματα της αντίθετης προσφυγής | 58 |
Άρθρο 185 |
Απάντηση στην αντίθετη προσφυγή | 58 |
Άρθρο 186 |
Περάτωση της έγγραφης διαδικασίας | 58 |
Άρθρο 187 |
Σχέση μεταξύ κύριας προσφυγής και αντίθετης προσφυγής | 58 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 — |
ΛΟΙΠΑ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ | 58 |
Άρθρο 188 |
Αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφοράς | 58 |
Άρθρο 189 |
Έκταση των δικογράφων | 58 |
Άρθρο 190 |
Ρύθμιση των δικαστικών εξόδων | 58 |
Άρθρο 191 |
Λοιπές εφαρμοστέες διατάξεις | 59 |
ΤΙΤΛΟΣ 5 — |
ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ | 59 |
Άρθρο 192 |
Πεδίο εφαρμογής | 59 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 — |
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ | 59 |
Άρθρο 193 |
Κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως | 59 |
Άρθρο 194 |
Περιεχόμενο της αιτήσεως αναιρέσεως | 59 |
Άρθρο 195 |
Αιτήματα, λόγοι και επιχειρήματα της αιτήσεως αναιρέσεως | 60 |
Άρθρο 196 |
Αιτήματα σε περίπτωση που κριθεί βάσιμη η αίτηση αναιρέσεως | 60 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 — |
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ | 60 |
Άρθρο 197 |
Επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως | 60 |
Άρθρο 198 |
Διάδικοι που επιτρέπεται να καταθέσουν υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως | 60 |
Άρθρο 199 |
Περιεχόμενο του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως | 60 |
Άρθρο 200 |
Αιτήματα του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως | 61 |
Άρθρο 201 |
Απάντηση και ανταπάντηση | 61 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 — |
ΑΝΤΑΝΑΙΡΕΣΗ | 61 |
Άρθρο 202 |
Ανταναίρεση | 61 |
Άρθρο 203 |
Περιεχόμενο του δικογράφου της ανταναιρέσεως | 61 |
Άρθρο 204 |
Αιτήματα, λόγοι και επιχειρήματα της ανταναιρέσεως | 61 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 — |
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ | 62 |
Άρθρο 205 |
Υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως | 62 |
Άρθρο 206 |
Απάντηση και ανταπάντηση επί ανταναιρέσεως | 62 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 — |
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | 62 |
Άρθρο 207 |
Προφορική διαδικασία | 62 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 — |
ΑΠΟΦΑΝΣΗ ΕΠΙ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Ή ΕΠΙ ΑΝΤΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΜΕ ΔΙΑΤΑΞΗ | 62 |
Άρθρο 208 |
Αίτηση αναιρέσεως ή ανταναίρεση προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη | 62 |
Άρθρο 209 |
Αίτηση αναιρέσεως ή ανταναίρεση προδήλως βάσιμη | 62 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 — |
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΝΑΙΡΕΣΗ | 63 |
Άρθρο 210 |
Συνέπειες, όσον αφορά την ανταναίρεση, της παραιτήσεως του αναιρεσείοντος ή του προδήλως απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως | 63 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 — |
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΙΚΗ | 63 |
Άρθρο 211 |
Καθορισμός των δικαστικών εξόδων στην αναιρετική δίκη | 63 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 — |
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΕΠΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΝ | 63 |
Άρθρο 212 |
Έκταση των δικογράφων | 63 |
Άρθρο 213 |
Λοιπές διατάξεις που εφαρμόζονται επί αναιρέσεων | 63 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 — |
ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΠΟΡΡΙΨΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ | 64 |
Άρθρο 214 |
Αναίρεση κατά των αποφάσεων απορρίψεως αιτήσεως παρεμβάσεως και κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων | 64 |
ΤΙΤΛΟΣ 6 — |
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΝΑΠΟΜΠΗΣ | 64 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 — |
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΟΜΠΗΣ | 64 |
Άρθρο 215 |
Αναίρεση και αναπομπή από το Δικαστήριο | 64 |
Άρθρο 216 |
Ανάθεση της υποθέσεως | 64 |
Άρθρο 217 |
Εξέλιξη της διαδικασίας | 64 |
Άρθρο 218 |
Κανόνες εφαρμοζόμενοι στη διαδικασία | 64 |
Άρθρο 219 |
Δικαστικά έξοδα | 65 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 — |
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΟΜΠΗΣ | 65 |
Άρθρο 220 |
Επανεξέταση και αναπομπή από το Δικαστήριο | 65 |
Άρθρο 221 |
Ανάθεση της υποθέσεως | 65 |
Άρθρο 222 |
Εξέλιξη της διαδικασίας | 65 |
Άρθρο 223 |
Δικαστικά έξοδα | 65 |
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | 65 |
Άρθρο 224 |
Εκτελεστικές διατάξεις | 65 |
Άρθρο 225 |
Αναγκαστική εκτέλεση | 65 |
Άρθρο 226 |
Κατάργηση | 66 |
Άρθρο 227 |
Δημοσίευση και έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού | 66 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Το ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, έχοντας υπόψη
τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως το άρθρο 19,
τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το άρθρο 254, πέμπτο εδάφιο,
τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, ιδίως το άρθρο 106α, παράγραφος 1,
το πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το άρθρο 19, έκτο εδάφιο, το άρθρο 63 και το άρθρο 64, δεύτερο εδάφιο,
λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
(1) |
Ο κανονισμός διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 τροποποιήθηκε επανειλημμένως, ώστε το δικαιοδοτικό όργανο να αποκτήσει, με διαδοχικές επεμβάσεις, διατάξεις που του επιτρέπουν να εκδικάζει υπό τις καλύτερες συνθήκες τις ποικίλης φύσεως υποθέσεις που εμπίπτουν σε όλο και ευρύτερο φάσμα τομέων. |
(2) |
Είναι αναγκαία η πλήρης αναθεώρηση του κειμένου ώστε να προσδοθεί νέα συνοχή στο σύνολο των κανόνων αυτών, να προαχθεί η ομοιογένεια των δικονομικών διατάξεων που διέπουν τις διαφορές που υποβάλλονται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να διατηρηθεί η ικανότητα του δικαιοδοτικού οργάνου να αποφαίνεται εντός εύλογου χρόνου, να αποσαφηνιστούν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους διαδίκους, να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις του δικαιοδοτικού οργάνου έναντι των εκπροσώπων των διαδίκων και να προσαρμοστεί ένας αριθμός διατάξεων προκειμένου να ληφθούν υπόψη ορισμένες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογικών, όσον αφορά την κατάθεση και την επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων, καθώς και οι δυσχέρειες που συνεπάγεται η εφαρμογή τους. |
(3) |
Οι προσφυγές που ασκούνται στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας και οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει, λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους, να υπάγονται σε ειδικούς δικονομικούς κανόνες, περιλαμβανόμενους σε ειδικούς τίτλους, διεπόμενες κατά τα λοιπά από τις δικονομικές διατάξεις που ισχύουν για τις ευθείες προσφυγές. Συνεπώς, οι κανόνες που διέπουν τις ευθείες προσφυγές, τις προσφυγές στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας και τις αιτήσεις αναιρέσεως αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κανονισμού αυτού. |
(4) |
Εξάλλου, βάσει της αποκτηθείσας πείρας, καθίσταται αναγκαία η συμπλήρωση ή διευκρίνιση, προς όφελος των διοικουμένων, των κανόνων που ισχύουν για κάθε διαδικασία. Οι κανόνες αυτοί αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκταση των δικαιωμάτων που απονέμονται στους κύριους διαδίκους και των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους παρεμβαίνοντες ή, στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας, την κτήση της ιδιότητας του παρεμβαίνοντος και την έκταση των δικαιωμάτων του. Η τήρηση της αρχής της κατ' αντιμωλίαν διαδικασίας και η ανάγκη, σε ορισμένες περιπτώσεις, διατηρήσεως της εμπιστευτικότητας ευαίσθητων πληροφοριών, που είναι κρίσιμες για την επίλυση της διαφοράς, αποτελούν το αντικείμενο ειδικών διατάξεων. Όσον αφορά τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, επιβάλλεται σαφέστερη διάκριση μεταξύ των αιτήσεων αναιρέσεως και των ανταναιρέσεων, κατόπιν της επιδόσεως αιτήσεως αναιρέσεως. Η ίδια διάκριση επιβάλλεται, προκειμένου για τις υποθέσεις που εμπίπτουν στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας, μεταξύ της αρχικής προσφυγής και της αντίθετης προσφυγής που ασκεί ο παρεμβαίνων, κατόπιν της επιδόσεως του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης. |
(5) |
Η εφαρμογή ορισμένων διαδικασιών κατέδειξε την ιδιαίτερη πολυπλοκότητά τους. Επιβάλλεται, συνεπώς, η απλούστευσή τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι κανόνες περί καθορισμού της γλώσσας διαδικασίας στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας εξασφαλίζουν μεγαλύτερη προβλεψιμότητα των καταστάσεων προς όφελος των ενδιαφερομένων και μικρότερη ανάμειξη του δικαιοδοτικού οργάνου. Οι κανόνες περί ερημοδικίας αποσκοπούν στη σύντομη εκδίκαση της υποθέσεως, προς το συμφέρον του προσφεύγοντος, ο οποίος, σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η προσφυγή του, είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο ασκήσεως ανακοπής από τον ερημοδικήσαντα καθού η προσφυγή. |
(6) |
Επίσης, για λόγους μεγαλύτερης σαφήνειας, πρέπει να συγκεντρωθεί υπό τον τίτλο περί των ευθειών προσφυγών το σύνολο των αιτήσεων που αφορούν τις αποφάσεις και διατάξεις, οι οποίες είναι προς το παρόν κατεσπαρμένες σε πλείονες χωριστούς τίτλους και κεφάλαια του κανονισμού διαδικασίας. Ομοίως, για να καταστεί το κείμενο περισσότερο εύληπτο, έχουν περιληφθεί σε ενιαίο τίτλο οι διαδικασίες κατόπιν αναπομπής από το Δικαστήριο είτε κατόπιν αναιρέσεως είτε κατόπιν επανεξετάσεως. |
(7) |
Το δικαιοδοτικό όργανο, καίτοι αντιμετωπίζει συνεχώς αυξανόμενο αριθμό υποθέσεων, οφείλει να εξακολουθήσει να εκδίδει τις αποφάσεις του εντός εύλογου χρόνου. Είναι, συνεπώς, ουσιώδους σημασίας η συνέχιση των καταβαλλόμενων προσπαθειών για τη μείωση της διάρκειας των ενώπιόν του διαδικασιών, ιδίως με την πρόβλεψη ότι η έγγραφη διαδικασία στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας περιορίζεται σε μία μόνον ανταλλαγή υπομνημάτων, με τη θέσπιση αυστηρού πλαισίου όσον αφορά την προσαρμογή των αιτημάτων του δικογράφου της προσφυγής, με τη συντόμευση ορισμένων εκ του νόμου προθεσμιών, με την απλούστευση του καθεστώτος παρεμβάσεως διά της καταργήσεως της κατηγορίας των παρεμβαινόντων που δύνανται να παρέμβουν μετά τη λήξη της εκ του νόμου προθεσμίας από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την πρόβλεψη της δυνατότητας του Γενικού Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί των ευθειών προσφυγών χωρίς προφορική διαδικασία οσάκις κανένας κύριος διάδικος δεν έχει ζητήσει τη διεξαγωγή επ' ακροατηρίου συζητήσεως και το ίδιο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και της δυνατότητας να αποφαίνεται χωρίς προφορική διαδικασία επί των αιτήσεων αναιρέσεως, με την αύξηση των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων των προέδρων τμήματος και, τέλος, με την αύξηση του αριθμού των περιπτώσεων στις οποίες το δικαιοδοτικό όργανο αποφαίνεται με απλή απόφαση. |
(8) |
Προς τον ίδιο σκοπό, ο τίτλος που διέπει την οργάνωση του Γενικού Δικαστηρίου εμπλουτίζεται με διατάξεις αποσκοπούσες, μεταξύ άλλων, στον προσδιορισμό των περιπτώσεων στις οποίες είναι δυνατή η νέα ανάθεση μιας υποθέσεως σε άλλον δικαστικό σχηματισμό ή στη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του μονομελούς σχηματισμού ώστε να μπορεί να εκδικάζει υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας. |
(9) |
Η κατ' αντιμωλίαν διεξαγωγή της δίκης επιβεβαιώνεται με τη διατύπωση της σχετικής αρχής σε ειδικό άρθρο καθώς και με τη θέσπιση αυστηρού κανονιστικού πλαισίου για τις περιπτώσεις στις οποίες η τήρηση της εμπιστευτικότητας ορισμένων πληροφοριών που παρέχονται από κύριο διάδικο και οι οποίες είναι κρίσιμες για την επίλυση της διαφοράς δικαιολογεί, κατ' εξαίρεση, τη μη ανακοίνωσή τους στον αντίδικο. Με νέες διατάξεις αποκτά επίσης το δικαιοδοτικό όργανο ένα τυπικό πλαίσιο στις περιπτώσεις αποχής ή απαλλαγής δικαστή από τα καθήκοντά του. Η μεταρρύθμιση αποσκοπεί επίσης στην από την άποψη της τυπικής ισχύος αναβάθμιση των διατάξεων που υπήρχαν προηγουμένως στις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους, όπως η διάταξη περί της εκτάσεως των υπομνημάτων, ή στις οδηγίες προς τον γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου, όπως η διάταξη που αφορά την ανωνυμία ή εκείνη που διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτραπεί σε τρίτον η πρόσβαση στη δικογραφία. |
(10) |
Τέλος, η ανάγνωση του κειμένου διευκολύνεται με την κατάργηση ορισμένων απαρχαιωμένων ή μη εφαρμοζόμενων κανόνων, με την αρίθμηση όλων των εδαφίων των άρθρων του παρόντος κανονισμού, την προσθήκη ειδικού τίτλου σε κάθε άρθρο και την εναρμόνιση των όρων, |
με τη συμφωνία του Δικαστηρίου,
με την παρασχεθείσα στις 10 Φεβρουαρίου 2015 έγκριση του Συμβουλίου,
ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Ορισμοί
1. Στον παρόντα κανονισμό:
α) |
οι διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΕΕ»· |
β) |
οι διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΛΕΕ»· |
γ) |
οι διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΕΚΑΕ»· |
δ) |
το πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται «Οργανισμός»· |
ε) |
η συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (1) καλείται «Συμφωνία ΕΟΧ»· |
στ) |
ο κανονισμός 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (2) καλείται «κανονισμός 1 του Συμβουλίου». |
2. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού:
α) |
με τον όρο «Γενικό Δικαστήριο» νοείται, για τις υποθέσεις που έχουν ανατεθεί ή παραπεμφθεί σε τμήμα, το τμήμα αυτό, για δε τις υποθέσεις που έχουν υπαχθεί ή ανατεθεί σε μονομελή σχηματισμό, ο δικαστής του σχηματισμού αυτού· |
β) |
με τον όρο «πρόεδρος», χρησιμοποιούμενο χωρίς άλλη ένδειξη, νοείται:
|
γ) |
με τους όρους «διάδικος» και «διάδικοι», χρησιμοποιούμενους χωρίς άλλη ένδειξη, νοείται κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινόντων· |
δ) |
με τους όρους «κύριος διάδικος» και «κύριοι διάδικοι» νοούνται, κατά περίπτωση, ο προσφεύγων ή ο καθού ή αμφότεροι· |
ε) |
με την έκφραση «εκπρόσωποι των διαδίκων» νοούνται οι δικηγόροι και οι πληρεξούσιοι, οι τελευταίοι επικουρούμενοι, ενδεχομένως, από σύμβουλο ή δικηγόρο, οι οποίοι εκπροσωπούν τους διαδίκους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 19 του Οργανισμού· |
στ) |
με τους όρους «όργανο» και «όργανα» νοούνται τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ καθώς και τα λοιπά όργανα και οι οργανισμοί που ιδρύονται με τις Συνθήκες ή με πράξη η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των Συνθηκών και που μπορούν να είναι διάδικοι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου· |
ζ) |
με τον όρο «Γραφείο» νοείται, κατά περίπτωση, το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) ή το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών· |
η) |
με τον όρο «Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ» νοείται η Εποπτεύουσα Αρχή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών που προβλέπεται από τη Συμφωνία ΕΟΧ· |
θ) |
με τον όρο «ευθείες προσφυγές» νοούνται οι προσφυγές και αγωγές που ασκούνται δυνάμει των άρθρων 263 ΣΛΕΕ, 265 ΣΛΕΕ, 268 ΣΛΕΕ και 272 ΣΛΕΕ. |
Άρθρο 2
Αντικείμενο του παρόντος κανονισμού
Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζουν και συμπληρώνουν, κατά το μέτρο του αναγκαίου, τις οικείες διατάξεις της ΣΕΕ, της ΣΛΕΕ και της ΣΕΚΑΕ καθώς και τον Οργανισμό.
ΤΙΤΛΟΣ 1
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Κεφάλαιο 1
ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Άρθρο 3
Καθήκοντα δικαστή και γενικού εισαγγελέα
1. Όλα τα μέλη του Γενικού Δικαστηρίου ασκούν, καταρχήν, καθήκοντα δικαστή.
2. Στη συνέχεια του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του Γενικού Δικαστηρίου αποκαλούνται «δικαστές».
3. Κάθε δικαστής, εκτός του προέδρου, του αντιπροέδρου και των προέδρων τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί να ασκήσει, σε συγκεκριμένη υπόθεση, καθήκοντα γενικού εισαγγελέα υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 30 και 31.
4. Στον παρόντα κανονισμό, η μνεία περί γενικού εισαγγελέα αφορά μόνο τις περιπτώσεις στις οποίες έχει οριστεί γενικός εισαγγελέας.
Άρθρο 4
Έναρξη της θητείας των δικαστών
Η θητεία δικαστή αρχίζει από την ημερομηνία που καθορίζει η πράξη διορισμού. Αν η πράξη αυτή δεν καθορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της θητείας, η θητεία αρχίζει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της πράξεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 5
Ορκωμοσία
Οι δικαστές, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δίνουν ενώπιον του Δικαστηρίου τον ακόλουθο όρκο που προβλέπεται στο άρθρο 2 του Οργανισμού:
«Ορκίζομαι να ασκώ τα καθήκοντά μου με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία και να μην παραβιάζω το απόρρητο των διασκέψεων.»
Άρθρο 6
Επίσημη δέσμευση
Ευθύς μετά την ορκωμοσία, οι δικαστές υπογράφουν δήλωση με την οποία αναλαμβάνουν επίσημα τη δέσμευση που προβλέπεται στο άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού.
Άρθρο 7
Απαλλαγή δικαστή από τα καθήκοντά του
1. Όταν το Δικαστήριο καλείται, δυνάμει του άρθρου 6 του Οργανισμού, να κρίνει, αφού ζητήσει τη γνώμη του Γενικού Δικαστηρίου, αν ένας δικαστής δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου καλεί τον ενδιαφερόμενο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του· ο γραμματέας δεν παρίσταται στην ακρόαση.
2. Η γνώμη του Γενικού Δικαστηρίου αιτιολογείται.
3. Η γνώμη περί του ότι ο δικαστής δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του πρέπει να συγκεντρώνει τις ψήφους της πλειοψηφίας των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 48 του Οργανισμού. Στην περίπτωση αυτή, το αναλυτικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ανακοινώνεται στο Δικαστήριο.
4. Η ψηφοφορία είναι μυστική, δεν παρίσταται ο γραμματέας, το δε ενδιαφερόμενο μέλος δεν μετέχει στη διάσκεψη.
Άρθρο 8
Σειρά αρχαιότητας
1. Η σειρά αρχαιότητας των δικαστών προσδιορίζεται από τον χρόνο αναλήψεως των καθηκόντων τους.
2. Σε περίπτωση ίδιας αρχαιότητας, η σειρά καθορίζεται από την ηλικία.
3. Οι δικαστές των οποίων η θητεία ανανεώνεται διατηρούν την προηγούμενη σειρά αρχαιότητάς τους.
Κεφάλαιο 2
ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Άρθρο 9
Εκλογή του προέδρου και του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου
1. Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, για τρία έτη, ευθύς μετά τη μερική ανανέωση που προβλέπεται στο άρθρο 254, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
2. Σε περίπτωση που ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από την κανονική λήξη της θητείας του, αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας.
3. Οι εκλογές που προβλέπει το παρόν άρθρο διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία. Εκλέγεται ο δικαστής που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 48 του Οργανισμού. Αν κανείς από τους δικαστές δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία αυτή, διεξάγονται περαιτέρω ψηφοφορίες μέχρις ότου κάποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία.
4. Οι δικαστές εκλέγουν εν συνεχεία μεταξύ τους τον αντιπρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, για τρία έτη, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 3. Σε περίπτωση που ο αντιπρόεδρος παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από την κανονική λήξη της θητείας του, εφαρμόζεται η παράγραφος 2.
5. Τα ονόματα του προέδρου και του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου που εκλέγονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 10
Καθήκοντα του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου
1. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εκπροσωπεί το Γενικό Δικαστήριο.
2. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διευθύνει τις εργασίες και τις υπηρεσίες του Γενικού Δικαστηρίου.
3. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου προεδρεύει της διοικητικής ολομέλειας, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 42.
4. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου προεδρεύει του τμήματος μείζονος συνθέσεως. Στην περίπτωση αυτή έχει εφαρμογή το άρθρο 19.
5. Αν ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έχει τοποθετηθεί σε τμήμα, αυτός προεδρεύει του τμήματος. Στην περίπτωση αυτή έχει εφαρμογή το άρθρο 19.
6. Για τις υποθέσεις που δεν έχουν ακόμα ανατεθεί σε δικαστικό σχηματισμό, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να λαμβάνει τα προβλεπόμενα στο άρθρο 89 μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.
Άρθρο 11
Καθήκοντα του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου
1. Ο αντιπρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου επικουρεί τον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου στην άσκηση των καθηκόντων του και τον αναπληρώνει σε περίπτωση κωλύματός του.
2. Τον αντικαθιστά, εφόσον ο πρόεδρος το ζητήσει, στην άσκηση των, κατά το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, καθηκόντων.
3. Το Γενικό Δικαστήριο, με απόφαση, καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους ο αντιπρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αναπληρώνει τον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου στην άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, παράγραφος 5, αν ο αντιπρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έχει τοποθετηθεί σε τμήμα, αυτός προεδρεύει του τμήματος. Στην περίπτωση αυτή έχει εφαρμογή το άρθρο 19.
Άρθρο 12
Κώλυμα του προέδρου και του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου
Σε περίπτωση ταυτόχρονου κωλύματος του προέδρου και του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, καθήκοντα προέδρου ασκεί ένας από τους προέδρους τμήματος ή, άλλως, ένας από τους λοιπούς δικαστές κατά τη σειρά που ορίζει το άρθρο 8.
Κεφάλαιο 3
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
Άρθρο 13
Συγκρότηση τμημάτων
1. Το Γενικό Δικαστήριο συγκροτεί από τα μέλη του τριμελή και πενταμελή τμήματα.
2. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει, κατόπιν προτάσεως του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, για την τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα.
3. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 14
Αρμόδιος δικαστικός σχηματισμός
1. Οι υποθέσεις που υποβάλλονται στο Γενικό Δικαστήριο εκδικάζονται από τα τριμελή ή τα πενταμελή τμήματα που συγκροτούνται σύμφωνα με το άρθρο 13.
2. Οι υποθέσεις μπορούν να εκδικάζονται από το τμήμα μείζονος συνθέσεως υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 28.
3. Οι υποθέσεις μπορούν να εκδικάζονται από μονομελή σχηματισμό οσάκις έχουν υπαχθεί σε αυτόν υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 29.
Άρθρο 15
Συγκρότηση του τμήματος μείζονος συνθέσεως
1. Το τμήμα μείζονος συνθέσεως συγκροτείται από δεκαπέντε δικαστές.
2. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για τον τρόπο ορισμού των δικαστών που συγκροτούν το τμήμα μείζονος συνθέσεως. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 16
Αποχή ή απαλλαγή δικαστή από την εκδίκαση υποθέσεως
1. Αν ένας δικαστής εκτιμά, σύμφωνα με το άρθρο 18, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού, ότι δεν μπορεί να μετάσχει στην εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως, το αναφέρει στον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος τον απαλλάσσει από τη συμμετοχή στην εκδίκασή της.
2. Αν ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμά ότι ένας δικαστής δεν μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 18, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού, να μετάσχει στην εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως, ειδοποιεί τον ενδιαφερόμενο δικαστή και ακούει τις παρατηρήσεις του πριν αποφασίσει σχετικά.
3. Σε περίπτωση δυσχέρειας κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 18, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υποβάλλει τα ζητήματα στα οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2 στη διοικητική ολομέλεια. Στην περίπτωση αυτή, διεξάγεται μυστική ψηφοφορία χωρίς να παρίσταται ο γραμματέας, αφού ο ενδιαφερόμενος δικαστής, που δεν παρίσταται στη διάσκεψη, έχει διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.
Άρθρο 17
Κώλυμα μέλους του δικαστικού σχηματισμού
1. Αν, στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, κατόπιν κωλύματος δικαστή το οποίο ανέκυψε προτού η υπόθεση τεθεί υπό διάσκεψη ή συζητηθεί στο ακροατήριο, δεν συγκεντρώνεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 15 αριθμός δικαστών, το τμήμα αυτό συμπληρώνεται από δικαστή τον οποίο ορίζει ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου προς συμπλήρωση του προβλεπομένου αριθμού δικαστών.
2. Αν, σε τριμελές ή πενταμελές τμήμα, κατόπιν κωλύματος δικαστή το οποίο ανέκυψε προτού η υπόθεση τεθεί υπό διάσκεψη ή συζητηθεί στο ακροατήριο, δεν συγκεντρώνεται ο προβλεπόμενος αριθμός δικαστών, ο πρόεδρος του τμήματος αυτού ορίζει άλλον δικαστή του ιδίου τμήματος προς αναπλήρωση του κωλυομένου δικαστή. Αν δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση του κωλυομένου δικαστή από άλλον δικαστή του ιδίου τμήματος, ο πρόεδρος του τμήματος ενημερώνει σχετικά τον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος ορίζει, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο, άλλον δικαστή προς συμπλήρωση του προβλεπομένου αριθμού δικαστών. Η απόφαση που καθορίζει τα κριτήρια αυτά δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Σε περίπτωση κωλύματος του δικαστή του μονομελούς σχηματισμού στο οποίο έχει υπαχθεί ή ανατεθεί η υπόθεση, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει άλλον δικαστή προς αναπλήρωσή του.
Άρθρο 18
Εκλογή των προέδρων τμήματος
1. Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, τους προέδρους των τριμελών και των πενταμελών τμημάτων.
2. Οι πρόεδροι των πενταμελών τμημάτων εκλέγονται για τρία έτη. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί μία φορά.
3. Οι πρόεδροι των τριμελών τμημάτων εκλέγονται για ορισμένη περίοδο.
4. Η εκλογή των προέδρων των πενταμελών τμημάτων διεξάγεται αμέσως μετά τις προβλεπόμενες στο άρθρο 9 εκλογές του προέδρου και του αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου.
5. Σε περίπτωση διακοπής της θητείας ενός προέδρου τμήματος πριν από την κανονική λήξη των καθηκόντων του, εκλέγεται αντικαταστάτης του για την υπόλοιπη περίοδο.
6. Τα ονόματα των προέδρων τμήματος που εκλέγονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 19
Αρμοδιότητες του προέδρου τμήματος
1. Ο πρόεδρος τμήματος ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή.
2. Ο πρόεδρος τμήματος μπορεί να υποβάλει οποιοδήποτε ζήτημα της αρμοδιότητάς του στην κρίση του τμήματος.
Άρθρο 20
Κώλυμα του προέδρου τμήματος
Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, παράγραφος 5, και του άρθρου 11, παράγραφος 4, σε περίπτωση κωλύματος προέδρου τμήματος, τα καθήκοντά του ασκούνται από δικαστή του δικαστικού σχηματισμού σύμφωνα με τη σειρά που ορίζει το άρθρο 8.
Άρθρο 21
Κανόνες διέποντες τις διασκέψεις
1. Οι διασκέψεις του Γενικού Δικαστηρίου είναι και παραμένουν μυστικές.
2. Σε περίπτωση διεξαγωγής επ' ακροατηρίου συζητήσεως, στις διασκέψεις μετέχουν μόνον οι δικαστές που έλαβαν μέρος σε αυτή.
3. Κάθε δικαστής που μετέχει στη διάσκεψη εκφράζει τη γνώμη του αιτιολογώντας την.
4. Η γνώμη στην οποία καταλήγει μετά την τελική συζήτηση η πλειοψηφία των δικαστών αποτελεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Η ψηφοφορία διεξάγεται κατά σειρά αντίστροφη από εκείνη που καθορίζεται στο άρθρο 8, με εξαίρεση τον εισηγητή δικαστή που ψηφίζει πρώτος και τον πρόεδρο που ψηφίζει τελευταίος.
Άρθρο 22
Αριθμός των μετεχόντων στις διασκέψεις δικαστών
Αν, λόγω κωλύματος, προκύπτει άρτιος αριθμός δικαστών, απέχει των διασκέψεων ο νεότερος κατά την έννοια του άρθρου 8, εκτός εάν αυτός είναι ο πρόεδρος ή ο εισηγητής δικαστής. Στην περίπτωση αυτή απέχει των διασκέψεων ο αμέσως προηγούμενος κατά τη σειρά αρχαιότητας.
Άρθρο 23
Απαρτία του τμήματος μείζονος συνθέσεως
1. Για την απαρτία στις διασκέψεις του τμήματος μείζονος συνθέσεως απαιτούνται ένδεκα δικαστές.
2. Αν, λόγω κωλύματος, δεν επιτυγχάνεται η απαρτία αυτή, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει άλλον δικαστή ώστε να επιτευχθεί η απαρτία του τμήματος μείζονος συνθέσεως.
3. Αν η απαρτία παύσει να υφίσταται ενώ έχει ήδη διεξαχθεί η επ' ακροατηρίου συζήτηση, γίνεται αναπλήρωση υπό τους όρους της παραγράφου 2 και, εφόσον ζητηθεί από κύριο διάδικο, διεξάγεται νέα επ' ακροατηρίου συζήτηση. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή νέας επ' ακροατηρίου συζητήσεως. Η διεξαγωγή νέας επ' ακροατηρίου συζητήσεως είναι υποχρεωτική σε περίπτωση που έχουν διεξαχθεί αποδείξεις σύμφωνα με το άρθρο 91, στοιχεία α' και δ', και το άρθρο 96, παράγραφος 2. Σε περίπτωση μη διεξαγωγής νέας επ' ακροατηρίου συζητήσεως, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 21, παράγραφος 2.
Άρθρο 24
Απαρτία των τριμελών ή των πενταμελών τμημάτων
1. Για την απαρτία στις διασκέψεις των τριμελών ή των πενταμελών τμημάτων απαιτούνται τρεις δικαστές.
2. Αν, λόγω κωλύματος, σε τριμελές ή πενταμελές τμήμα δεν επιτυγχάνεται η απαρτία αυτή, ο πρόεδρος του τμήματος αυτού ορίζει άλλον δικαστή του ιδίου τμήματος προς αναπλήρωση του κωλυομένου δικαστή. Αν δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση του κωλυομένου δικαστή από άλλον δικαστή του ιδίου τμήματος, ο πρόεδρος του τμήματος ενημερώνει σχετικά τον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος ορίζει, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο, άλλον δικαστή ώστε να επιτευχθεί η απαρτία του τμήματος. Η απόφαση που καθορίζει τα κριτήρια αυτά δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Αν η απαρτία παύσει να υφίσταται ενώ έχει ήδη διεξαχθεί η επ' ακροατηρίου συζήτηση, γίνεται αναπλήρωση υπό τους όρους της παραγράφου 2 και, εφόσον ζητηθεί από κύριο διάδικο, διεξάγεται νέα επ' ακροατηρίου συζήτηση. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή νέας επ' ακροατηρίου συζητήσεως. Η διεξαγωγή νέας επ' ακροατηρίου συζητήσεως είναι υποχρεωτική σε περίπτωση που έχουν διεξαχθεί αποδείξεις σύμφωνα με το άρθρο 91, στοιχεία α' και δ', και το άρθρο 96, παράγραφος 2. Η διεξαγωγή νέας επ' ακροατηρίου συζητήσεως είναι υποχρεωτική οσάκις πρέπει να αναπληρωθούν πλείονες του ενός δικαστές που μετέσχαν στην αρχική επ' ακροατηρίου συζήτηση. Σε περίπτωση μη διεξαγωγής νέας επ' ακροατηρίου συζητήσεως, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 21, παράγραφος 2.
Κεφάλαιο 4
ΑΝΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΝΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΗΓΗΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ, ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΕΝΩΠΙΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΕ ΜΟΝΟΜΕΛΗ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ
Άρθρο 25
Κριτήρια αναθέσεως
1. Το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία κατανέμονται οι υποθέσεις μεταξύ των τμημάτων. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να επιφορτίσει ένα ή πλείονα τμήματα με την εκδίκαση των υποθέσεων σε ειδικούς τομείς.
2. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 26
Αρχική ανάθεση της υποθέσεως και ορισμός εισηγητή δικαστή
1. Το συντομότερο δυνατό μετά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αναθέτει τις υποθέσεις σε τμήμα εφαρμόζοντας τα κριτήρια που έχει καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 25.
2. Ο πρόεδρος του τμήματος προτείνει στον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, για κάθε υπόθεση που ανατίθεται στο τμήμα, εισηγητή δικαστή. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφασίζει σχετικά.
3. Αν, σε ένα τριμελές ή πενταμελές τμήμα, ο αριθμός των τοποθετημένων σ' αυτό δικαστών υπερβαίνει αντιστοίχως τους τρεις ή τους πέντε δικαστές, ο πρόεδρος του τμήματος ορίζει τους δικαστές που θα μετάσχουν στην εκδίκαση της υποθέσεως.
Άρθρο 27
Ορισμός νέου εισηγητή δικαστή και νέα ανάθεση της υποθέσεως
1. Σε περίπτωση κωλύματος του εισηγητή δικαστή, ο πρόεδρος του αρμόδιου σχηματισμού ενημερώνει σχετικά τον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος ορίζει νέο εισηγητή δικαστή. Αν ο νέος εισηγητής δικαστής δεν είναι τοποθετημένος στο τμήμα στο οποίο ανατέθηκε αρχικά η υπόθεση, η υπόθεση εκδικάζεται από το τμήμα στο οποίο αυτός μετέχει.
2. Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η συνάφεια του αντικειμένου ορισμένων υποθέσεων, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση και αφού συμβουλευθεί τους εμπλεκόμενους εισηγητές δικαστές, να προβαίνει σε νέα ανάθεση των υποθέσεων, ώστε να καθίσταται δυνατή η εξέταση όλων των συναφών υποθέσεων από τον ίδιο εισηγητή δικαστή. Αν ο εισηγητής δικαστής στον οποίο ανατίθενται κατά τα ανωτέρω οι υποθέσεις δεν ανήκει στο τμήμα στο οποίο ανατέθηκαν αρχικά οι υποθέσεις, αυτές εκδικάζονται από το τμήμα στο οποίο μετέχει ο νέος εισηγητής δικαστής.
3. Προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και κατ' εξαίρεση, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, πριν από την υποβολή της προκαταρκτικής εκθέσεως στην οποία αναφέρεται το άρθρο 87, με αιτιολογημένη απόφαση και αφού συμβουλευθεί τους εμπλεκόμενους δικαστές, να ορίσει άλλον εισηγητή δικαστή. Αν αυτός δεν είναι τοποθετημένος στο τμήμα στο οποίο ανατέθηκε αρχικά η υπόθεση, η υπόθεση εκδικάζεται από το τμήμα στο οποίο μετέχει ο νέος εισηγητής δικαστής.
4. Προτού προβεί στους κατά τις παραγράφους 1 έως 3 ορισμούς, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου λαμβάνει υπόψη του τις παρατηρήσεις των προέδρων των οικείων τμημάτων.
5. Σε περίπτωση μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων, κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί της τοποθετήσεως των δικαστών στα τμήματα, η υπόθεση εκδικάζεται από το τμήμα στο οποίο μετέχει ο εισηγητής δικαστής μετά την απόφαση αυτή αν η υπόθεση δεν έχει τεθεί υπό διάσκεψη ή αν δεν έχει ακόμα αρχίσει η προφορική διαδικασία.
Άρθρο 28
Παραπομπή σε τμήμα συγκείμενο από διαφορετικό αριθμό δικαστών
1. Οσάκις δικαιολογείται από τη νομική δυσκολία ή τη σημασία της υποθέσεως ή από ιδιαίτερες περιστάσεις, η υπόθεση μπορεί να παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως ή σε τμήμα συγκείμενο από διαφορετικό αριθμό δικαστών.
2. Το τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση ή ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως κύριου διαδίκου, να προτείνει στη διοικητική ολομέλεια την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 παραπομπή.
3. Την απόφαση παραπομπής μιας υποθέσεως σε τμήμα συγκείμενο από μεγαλύτερο αριθμό δικαστών λαμβάνει η διοικητική ολομέλεια.
4. Την απόφαση παραπομπής μιας υποθέσεως σε τμήμα συγκείμενο από μικρότερο αριθμό δικαστών λαμβάνει η διοικητική ολομέλεια κατόπιν ακροάσεως των κύριων διαδίκων.
5. Αν κράτος μέλος ή όργανο της Ένωσης που είναι διάδικος το ζητήσει, η υπόθεση εκδικάζεται από τμήμα συγκείμενο από τουλάχιστον πέντε δικαστές.
Άρθρο 29
Υπαγωγή σε μονομελή σχηματισμό
1. Οι ακόλουθες υποθέσεις, που έχουν ανατεθεί σε τριμελές τμήμα, μπορούν να εκδικαστούν από τον εισηγητή δικαστή αποφαινόμενο ως μονομελής σχηματισμός εφόσον προσφέρονται προς τούτο λόγω του ότι δεν εγείρουν δυσχερή νομικά ή πραγματικά ζητήματα, είναι περιορισμένης σημασίας και δεν παρουσιάζουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, έχουν δε υπαχθεί στο τμήμα υπό τους όρους του παρόντος άρθρου:
α) |
οι υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 171 κατωτέρω· |
β) |
οι υποθέσεις που εισάγονται δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του άρθρου 265, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και δεν εγείρουν παρά ζητήματα που έχουν ήδη διευκρινιστεί με πάγια νομολογία ή ανήκουν σε σειρά υποθέσεων με το ίδιο αντικείμενο, από τις οποίες μία έχει κριθεί με ισχύ δεδικασμένου· |
γ) |
οι υποθέσεις που εισάγονται δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. |
2. Αποκλείεται η υπαγωγή σε μονομελή σχηματισμό:
α) |
των προσφυγών ακυρώσεως κατά πράξεως γενικής ισχύος ή των υποθέσεων στις οποίες προβάλλεται ρητώς ένσταση ελλείψεως νομιμότητας σχετικά με πράξη γενικής ισχύος· |
β) |
των υποθέσεων που αφορούν την εφαρμογή:
|
3. Την απόφαση περί υπαγωγής μιας υποθέσεως σε μονομελή σχηματισμό λαμβάνει, κατόπιν ακροάσεως των κύριων διαδίκων, το τριμελές τμήμα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση. Αν ένα κράτος μέλος ή όργανο της Ένωσης που είναι διάδικος αντιτίθεται στην εκδίκαση της υποθέσεως από μονομελή σχηματισμό, η υπόθεση κρατείται στο τμήμα στο οποίο ανήκει ο εισηγητής δικαστής.
4. Ο μονομελής σχηματισμός αναπέμπει την υπόθεση στο τριμελές τμήμα αν διαπιστώσει ότι έπαυσαν να πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω υπαγωγής.
Κεφάλαιο 5
ΟΡΙΣΜΟΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
Άρθρο 30
Περιπτώσεις ορισμού γενικού εισαγγελέα
Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να επικουρείται από γενικό εισαγγελέα, εφόσον εκτιμά ότι η νομική δυσκολία της υποθέσεως ή η πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών το απαιτούν.
Άρθρο 31
Τρόπος ορισμού γενικού εισαγγελέα
1. Η απόφαση για ορισμό γενικού εισαγγελέα σε συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνεται από τη διοικητική ολομέλεια κατόπιν αιτήσεως του τμήματος στο οποίο έχει ανατεθεί ή ενώπιον του οποίου έχει παραπεμφθεί η υπόθεση.
2. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει τον δικαστή που καλείται να ασκήσει καθήκοντα γενικού εισαγγελέα στην εν λόγω υπόθεση.
3. Μετά τον διορισμό του, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει τις παρατηρήσεις του πριν από τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 16, 28, 45, 68, 70, 83, 87, 90, 92, 98, 103, 105, 106, 113, 126 έως 132, 144, 151, 165, 168, 169 και 207 έως 209.
Κεφάλαιο 6
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Άρθρο 32
Διορισμός του γραμματέα
1. Το Γενικό Δικαστήριο διορίζει τον γραμματέα.
2. Σε περίπτωση χηρείας της θέσεως του γραμματέα, δημοσιεύεται ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν υποψηφιότητες, εντός προθεσμίας τουλάχιστον τριών εβδομάδων, οι οποίες συνοδεύονται από πλήρη στοιχεία σχετικά με την ιθαγένειά τους, τους πανεπιστημιακούς τίτλους τους, τη γλωσσομάθειά τους, τις παρούσες και προηγούμενες ασχολίες τους, καθώς και τη δικαστική και διεθνή πείρα που ενδεχομένως έχουν.
3. Η ψηφοφορία διεξάγεται κατά τη διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 9.
4. Ο γραμματέας διορίζεται για εξαετή περίοδο. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός του. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίζει τον αναδιορισμό του απερχόμενου γραμματέα χωρίς να ακολουθήσει τη διαδικασία της παραγράφου 2. Στην περίπτωση αυτή έχει εφαρμογή η παράγραφος 3.
5. Ο γραμματέας δίνει τον όρκο που προβλέπεται στο άρθρο 5 και υπογράφει τη δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 6.
6. Ο γραμματέας δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του παρά μόνον αν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά χωρίς να παρίσταται ο γραμματέας, αφού του παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.
7. Αν ο γραμματέας παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από τη λήξη της θητείας του, το Γενικό Δικαστήριο διορίζει νέο γραμματέα για εξαετή περίοδο.
8. Το όνομα του γραμματέα που εκλέγεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 33
Βοηθός γραμματέας
Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διορίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για τον γραμματέα, έναν ή πλείονες βοηθούς γραμματείς επιφορτισμένους να επικουρούν τον γραμματέα και να τον αναπληρώνουν σε περίπτωση κωλύματος.
Άρθρο 34
Κώλυμα του γραμματέα και του βοηθού γραμματέα
Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει τους μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους που θα ασκούν τα καθήκοντα γραμματέα σε περίπτωση κωλύματος του γραμματέα και, ενδεχομένως, του βοηθού γραμματέα.
Άρθρο 35
Καθήκοντα του γραμματέα
1. Ο γραμματέας έχει, υπό την εποπτεία του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, την ευθύνη της παραλαβής, διαβιβάσεως και φυλάξεως όλων των εγγράφων, καθώς και των επιδόσεων που συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
2. Ο γραμματέας επικουρεί τα μέλη του Γενικού Δικαστηρίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
3. Ο γραμματέας φυλάσσει τις σφραγίδες και είναι υπεύθυνος για τα αρχεία. Επιμελείται των δημοσιεύσεων του Γενικού Δικαστηρίου και, ιδίως, της Συλλογής της Νομολογίας, καθώς και της μέσω του διαδικτύου δημοσιοποιήσεως εγγράφων αφορώντων το Γενικό Δικαστήριο.
4. Ο γραμματέας, υπό την εποπτεία του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου και με τη συνδρομή των υπηρεσιών του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεριμνά για τη διοίκηση, την οικονομική διαχείριση και τη λογιστική του Γενικού Δικαστηρίου.
5. Με την επιφύλαξη των αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, ο γραμματέας παρίσταται στις συνεδριάσεις του Γενικού Δικαστηρίου.
Άρθρο 36
Τήρηση του πρωτοκόλλου
1. Στη γραμματεία τηρείται, με ευθύνη του γραμματέα, πρωτόκολλο στο οποίο εγγράφονται κατά συνέχεια και κατά τη σειρά της καταθέσεώς τους όλα τα διαδικαστικά έγγραφα.
2. Σημείωση της εγγραφής στο πρωτόκολλο γίνεται από τον γραμματέα στα πρωτότυπα των διαδικαστικών εγγράφων ή στα έγγραφα που λογίζονται ως πρωτότυπα των εγγράφων αυτών σύμφωνα με την απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 74 και, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, στα αντίγραφα που προσκομίζονται προς τούτο.
3. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο και οι σημειώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 συνιστούν δημόσια έγγραφα.
Άρθρο 37
Πρόσβαση στο πρωτόκολλο
Οποιοσδήποτε μπορεί να συμβουλεύεται το πρωτόκολλο στη γραμματεία και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας, που θεσπίζεται από το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν προτάσεως του γραμματέα.
Άρθρο 38
Πρόσβαση στη δικογραφία
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 68, παράγραφος 4, των άρθρων 103 έως 105, καθώς και του άρθρου 144, παράγραφος 7, κάθε διάδικος μπορεί να συμβουλεύεται τη δικογραφία και να λαμβάνει, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 37 κανονισμό τελών της γραμματείας, αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων καθώς και των διατάξεων και αποφάσεων.
2. Ουδείς τρίτος, είτε πρόκειται για ιδιώτη είτε για δημόσιο φορέα, έχει δικαίωμα προσβάσεως στη δικογραφία εκτός αν ρητώς το επιτρέψει ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού ακούσει τους διαδίκους. Η άδεια μπορεί να χορηγηθεί, εν όλω ή εν μέρει, μόνον κατόπιν γραπτής αιτήσεως, που πρέπει να συνοδεύεται από λεπτομερή αιτιολόγηση του θεμιτού συμφέροντος για πρόσβαση στη δικογραφία.
Άρθρο 39
Μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι
1. Οι μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι που επικουρούν άμεσα τον πρόεδρο, τους δικαστές και τον γραμματέα διορίζονται σύμφωνα με τους όρους του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού. Υπάγονται στον γραμματέα, υπό την εποπτεία του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου.
2. Οι μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι δίνουν ενώπιον του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου και παρουσία του γραμματέα έναν από τους δύο ακόλουθους όρκους:
«Ορκίζομαι να ασκώ με πίστη, εχεμύθεια και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που μου έχουν ανατεθεί από το Γενικό Δικαστήριο.»
ή
«Υπόσχομαι επίσημα να ασκώ με πίστη, εχεμύθεια και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που μου έχουν ανατεθεί από το Γενικό Δικαστήριο.»
Κεφάλαιο 7
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Άρθρο 40
Τόπος των συνεδριάσεων του Γενικού Δικαστηρίου
Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες συνεδριάσεις, να επιλέξει τόπο συνεδριάσεως εκτός της έδρας του Γενικού Δικαστηρίου.
Άρθρο 41
Οργάνωση του δικαστικού έτους
1. Το δικαστικό έτος αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους και λήγει στις 31 Αυγούστου του επόμενου έτους.
2. Οι δικαστικές διακοπές καθορίζονται από το Γενικό Δικαστήριο.
3. Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου και οι πρόεδροι τμήματος μπορούν, σε επείγουσες περιπτώσεις, να συγκαλούν τους δικαστές και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον γενικό εισαγγελέα.
4. Το Γενικό Δικαστήριο τηρεί τις επίσημες αργίες του τόπου της έδρας του.
5. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί για εύλογη αιτία να χορηγεί άδεια στους δικαστές.
6. Οι ημερομηνίες των δικαστικών διακοπών δημοσιεύονται κάθε έτος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 42
Διοικητική ολομέλεια
1. Οι αποφάσεις επί διοικητικών θεμάτων και οι αποφάσεις που προβλέπονται στα άρθρα 7, 9, 11, 13, 15, 16, 18, 25, 28, 31 έως 33, 41, 74 και 224 λαμβάνονται από τη διοικητική ολομέλεια του Γενικού Δικαστηρίου, στην οποία μετέχουν, με δικαίωμα ψήφου, όλοι οι δικαστές, με την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Ο γραμματέας παρίσταται, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως.
2. Αν, κατόπιν συγκλήσεως της διοικητικής ολομέλειας, διαπιστώνεται ότι δεν επιτυγχάνεται η προβλεπόμενη από το άρθρο 17, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού απαρτία, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αναβάλλει τη συνεδρίαση μέχρις ότου επιτευχθεί απαρτία.
Άρθρο 43
Τήρηση πρακτικών
1. Όταν το Γενικό Δικαστήριο συνεδριάζει παρισταμένου του γραμματέα, ο γραμματέας συντάσσει, αν κριθεί αναγκαίο, πρακτικά τα οποία υπογράφονται, κατά περίπτωση, από τον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ή τον πρόεδρο τμήματος και από τον γραμματέα.
2. Όταν το Γενικό Δικαστήριο συνεδριάζει χωρίς να παρίσταται ο γραμματέας, αναθέτει στον κατά το άρθρο 8 νεότερο δικαστή να συντάξει, αν κριθεί αναγκαίο, πρακτικά τα οποία υπογράφονται, κατά περίπτωση, από τον πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ή τον πρόεδρο τμήματος και από τον εν λόγω δικαστή.
ΤΙΤΛΟΣ 2
ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Άρθρο 44
Γλώσσες διαδικασίας
Οι γλώσσες διαδικασίας είναι η αγγλική, η βουλγαρική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ιρλανδική, η ισπανική, η ιταλική, η κροατική, η λετονική, η λιθουανική, η μαλτέζικη, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η ρουμανική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.
Άρθρο 45
Καθορισμός της γλώσσας διαδικασίας
1. Επί ευθείας προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 1, η γλώσσα διαδικασίας επιλέγεται από τον προσφεύγοντα με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων:
α) |
αν ο καθού είναι κράτος μέλος ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους, γλώσσα διαδικασίας είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους αυτού· σε περίπτωση υπάρξεως περισσοτέρων επισήμων γλωσσών, ο προσφεύγων έχει ευχέρεια επιλογής μεταξύ αυτών· |
β) |
κατόπιν κοινής αιτήσεως των κύριων διαδίκων, είναι δυνατόν να επιτραπεί ή πλήρης ή μερική χρήση μιας άλλης από τις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 44· |
γ) |
κατόπιν αιτήσεως διαδίκου και μετά από ακρόαση των λοιπών διαδίκων, είναι δυνατόν να επιτραπεί, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της περιπτώσεως β', η πλήρης ή μερική χρήση ως γλώσσας διαδικασίας μιας άλλης από τις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 44· η αίτηση αυτή δεν μπορεί να υποβληθεί από θεσμικό όργανο. |
2. Οι αποφάσεις επί των ως άνω αιτήσεων λαμβάνονται από τον πρόεδρο· σε περίπτωση που προτίθεται να κάνει δεκτή την αίτηση χωρίς να συμφωνούν όλοι οι διάδικοι, ο πρόεδρος υποχρεούται να υποβάλει την αίτηση στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου.
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των περιπτώσεων β' και γ' της παραγράφου 1,
α) |
στην περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης που προβλέπεται στα άρθρα 9 και 10 του παραρτήματος I του Οργανισμού, γλώσσα διαδικασίας είναι η γλώσσα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης· |
β) |
στην περίπτωση αιτήσεων διορθώσεως, αιτήσεων για τη θεραπεία παραλείψεως του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί, ανακοπής ερημοδικίας, τριτανακοπής καθώς και αιτήσεων ερμηνείας και αναθεωρήσεως ή στην περίπτωση αμφισβητήσεων σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, γλώσσα διαδικασίας είναι η γλώσσα της αποφάσεως ή διατάξεως την οποία αφορούν αυτές οι αιτήσεις ή αμφισβητήσεις. |
4. Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων β' και γ' της παραγράφου 1, επί των προσφυγών κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του κατά το άρθρο 1 Γραφείου σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων καθεστώτος πνευματικής ιδιοκτησίας:
α) |
η γλώσσα διαδικασίας επιλέγεται από τον προσφεύγοντα αν ήταν ο μοναδικός διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου· |
β) |
η γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής, που επιλέγεται από τον προσφεύγοντα μεταξύ των γλωσσών που αναφέρονται στο άρθρο 44, καθίσταται γλώσσα διαδικασίας εφόσον κανένας άλλος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου δεν προβάλει αντίρρηση εντός της προθεσμίας την οποία τάσσει προς τούτο ο γραμματέας μετά την κατάθεση της προσφυγής· |
γ) |
σε περίπτωση που προβληθεί αντίρρηση ως προς τη γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής από διάδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου πλην του προσφεύγοντος, η γλώσσα της προσβαλλομένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσεως καθίσταται γλώσσα διαδικασίας· στην περίπτωση αυτή, ο γραμματέας μεριμνά για τη μετάφραση του δικογράφου της προσφυγής στη γλώσσα διαδικασίας. |
Άρθρο 46
Χρήση της γλώσσας διαδικασίας
1. Η γλώσσα διαδικασίας χρησιμοποιείται ιδίως στα υπομνήματα και τις αγορεύσεις των διαδίκων, στα επισυναπτόμενα στοιχεία, καθώς και στα πρακτικά και στις αποφάσεις και διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου.
2. Τα προσκομιζόμενα ή επισυναπτόμενα στοιχεία που έχουν συνταχθεί σε άλλη γλώσσα πρέπει να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας.
3. Πάντως, σε περίπτωση μακροσκελών στοιχείων, μπορούν να προσκομίζονται μεταφράσεις αποσπασμάτων. Ο πρόεδρος μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως ενός των διαδίκων, εκτενέστερη ή πλήρη μετάφραση.
4. Κατά παρέκκλιση από τις ανωτέρω διατάξεις, στα κράτη μέλη επιτρέπεται να χρησιμοποιούν την επίσημη γλώσσα τους όταν παρεμβαίνουν σε διαφορά εκκρεμή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στα έγγραφα όσο και στις προφορικές δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση η μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας γίνεται με μέριμνα του γραμματέα.
5. Στα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ μπορεί να επιτραπεί, όταν παρεμβαίνουν σε διαφορά εκκρεμή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, να χρησιμοποιήσουν μία από τις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 44 άλλη από τη γλώσσα διαδικασίας. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στα έγγραφα όσο και στις προφορικές δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση η μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας γίνεται με μέριμνα του γραμματέα.
6. Εφόσον οι μάρτυρες ή πραγματογνώμονες δηλώσουν ότι δεν μπορούν να εκφραστούν επαρκώς σε μία από τις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 44, ο πρόεδρος τους επιτρέπει να διατυπώσουν τις καταθέσεις τους σε άλλη γλώσσα. Ο γραμματέας μεριμνά για τη μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας.
7. Ο πρόεδρος, για τη διεύθυνση της συζητήσεως, οι δικαστές και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο γενικός εισαγγελέας, όταν θέτουν ερωτήσεις, και ο τελευταίος στις προτάσεις του, μπορούν να χρησιμοποιήσουν μία από τις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 44 άλλη από τη γλώσσα διαδικασίας. Ο γραμματέας μεριμνά για τη μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας.
Άρθρο 47
Ευθύνη του γραμματέα στον γλωσσικό τομέα
Αν ζητηθεί από δικαστή, τον γενικό εισαγγελέα ή διάδικο, ο γραμματέας μεριμνά για τη μετάφραση στις γλώσσες της επιλογής τους, από τις αναφερόμενες στο άρθρο 44, των προφορικώς ή γραπτώς αναπτυχθέντων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
Άρθρο 48
Γλώσσα των δημοσιεύσεων του Γενικού Δικαστηρίου
Οι δημοσιεύσεις του Γενικού Δικαστηρίου γίνονται στις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου.
Άρθρο 49
Αυθεντικά κείμενα
Τα κείμενα που συντάσσονται στη γλώσσα διαδικασίας ή, κατά περίπτωση, σε άλλη γλώσσα δυνάμει των άρθρων 45 και 46 είναι αυθεντικά.
ΤΙΤΛΟΣ 3
ΕΥΘΕΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Άρθρο 50
Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται στις κατά το άρθρο 1 ευθείες προσφυγές.
Κεφάλαιο 1
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 51
Υποχρέωση εκπροσωπήσεως
1. Οι διάδικοι εκπροσωπούνται από εκπρόσωπο ή δικηγόρο σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 19 του Οργανισμού.
2. Ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπεί ή επικουρεί διάδικο οφείλει να καταθέσει στη γραμματεία αποδεικτικό νομιμοποιήσεώς του που να βεβαιώνει ότι έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτους.
3. Οσάκις εκπροσωπούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, οι δικηγόροι οφείλουν να καταθέσουν στη γραμματεία εντολή του εν λόγω νομικού προσώπου.
4. Σε περίπτωση μη καταθέσεως των αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 3 εγγράφων, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο εύλογη προθεσμία για την προσκόμισή τους. Εφόσον εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί δεν προσκομιστούν τα στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτής της προϋποθέσεως συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής ή του υπομνήματος.
Άρθρο 52
Προνόμια, ασυλίες και διευκολύνσεις
1. Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι που εμφανίζονται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή ενώπιον δικαστικής αρχής που ενεργεί κατόπιν σχετικής εντολής του απολαύουν ασυλίας για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή γραπτώς σχετικά με την υπόθεση ή τους διαδίκους.
2. Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι απολαύουν επίσης των εξής προνομίων και διευκολύνσεων:
α) |
τα σχετικά με τη διαδικασία έγγραφα δεν υπόκεινται σε έρευνα και κατάσχεση. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα τελωνειακά ή αστυνομικά όργανα μπορούν να σφραγίζουν τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία διαβιβάζονται αμέσως στο Γενικό Δικαστήριο για εξακρίβωση παρουσία του γραμματέα και του ενδιαφερομένου· |
β) |
οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι δεν υπόκεινται σε περιορισμούς στις μετακινήσεις τους, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. |
Άρθρο 53
Ιδιότητα των εκπροσώπων των διαδίκων
1. Για να τύχουν των προνομίων, ασυλιών και διευκολύνσεων που αναφέρονται στο άρθρο 52, αποδεικνύουν προηγουμένως την ιδιότητά τους:
α) |
οι εκπρόσωποι, με επίσημο έγγραφο που εκδίδεται από τον εντολέα τους, ο οποίος κοινοποιεί αμέσως αντίγραφο του εγγράφου αυτού στον γραμματέα· |
β) |
οι δικηγόροι, με αποδεικτικό νομιμοποιήσεώς τους που να βεβαιώνει ότι έχουν ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία ΕΟΧ και, όταν ο διάδικος που εκπροσωπούν είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με εντολή του· |
γ) |
οι σύμβουλοι, με εντολή του διαδίκου τον οποίο επικουρούν. |
2. Εν ανάγκη, ο γραμματέας τούς χορηγεί αποδεικτικό νομιμοποιήσεως. Η ισχύς του περιορίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να παρατείνεται ή να συντέμνεται ανάλογα με τη διάρκεια της δίκης.
Άρθρο 54
Άρση της ασυλίας
1. Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις που αναφέρονται στο άρθρο 52 χορηγούνται αποκλειστικά για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.
2. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αίρει την ασυλία όταν εκτιμά ότι η άρση αυτή δεν παραβλάπτει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.
Άρθρο 55
Αποκλεισμός από τη διαδικασία
1. Το Γενικό Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η συμπεριφορά εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, του προέδρου, δικαστή ή του γραμματέα δεν συνάδει προς το κύρος του Γενικού Δικαστηρίου ή προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ή ότι ο εκπρόσωπος, ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το λειτούργημά του για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του έχουν παρασχεθεί, ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ενημερώσει σχετικώς τις αρμόδιες αρχές στη δικαιοδοσία των οποίων εμπίπτει ο ενδιαφερόμενος. Στον ενδιαφερόμενο διαβιβάζεται αντίγραφο του εγγράφου που εστάλη στις αρχές αυτές.
2. Για τους ίδιους λόγους, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να αποκλείσει, με αιτιολογημένη διάταξη, εκπρόσωπο, σύμβουλο ή δικηγόρο από τη διαδικασία. Η διάταξη αυτή είναι αμέσως εκτελεστή.
3. Σε περίπτωση αποκλεισμού εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου, η πρόοδος της δίκης αναστέλλεται μέχρις ότου εκπνεύσει η προθεσμία που τάσσει ο πρόεδρος, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος διάδικος να διορίσει άλλον εκπρόσωπο, σύμβουλο ή δικηγόρο.
4. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εκτέλεση των διατάξεων του παρόντος άρθρου μπορούν να ανακληθούν.
Άρθρο 56
Καθηγητές
Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται και στους καθηγητές στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 19, έβδομο εδάφιο, του Οργανισμού.
Άρθρο 57
Τρόποι επιδόσεως
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 77, παράγραφος 2, και του άρθρου 80, παράγραφος 1, οι επιδόσεις που προβλέπονται από τον Οργανισμό και από τον παρόντα κανονισμό γίνονται με φροντίδα του γραμματέα με τον προβλεπόμενο στην παράγραφο 4 τρόπο ή με φαξ.
2. Αν, για τεχνικούς λόγους ή λόγω της φύσεως ή του όγκου του εγγράφου, η επίδοση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 τρόπους, αντίγραφο του προς επίδοση εγγράφου επιδίδεται στη διεύθυνση του εκπροσώπου του διαδίκου προς τον οποίο απευθύνεται, με συστημένη ταχυδρομική αποστολή, έναντι αποδείξεως παραλαβής, ή με παράδοση του αντιγράφου αυτού έναντι αποδεικτικού. Ο παραλήπτης ειδοποιείται με τον προβλεπόμενο στην παράγραφο 4 τρόπο ή με φαξ. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επιδόθηκε στον παραλήπτη συστημένη ταχυδρομική επιστολή τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο του τόπου της έδρας του Γενικού Δικαστηρίου, εκτός αν αποδεικνύεται με την απόδειξη παραλαβής ότι η παραλαβή έγινε σε άλλη ημερομηνία ή αν ο παραλήπτης πληροφορήσει τον γραμματέα, εντός τριών εβδομάδων από της ειδοποιήσεως, με τον προβλεπόμενο στην παράγραφο 4 τρόπο ή με φαξ, ότι η επίδοση δεν πραγματοποιήθηκε.
3. Τα επιδιδόμενα κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 2 αντίγραφα συντάσσονται και επικυρώνονται από τον γραμματέα, εκτός αν προέρχονται από τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 73, παράγραφος 2.
4. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, με απόφαση, να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους τα διαδικαστικά έγγραφα μπορούν να επιδίδονται ηλεκτρονικώς. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 58
Υπολογισμός των προθεσμιών
1. Οι δικονομικές προθεσμίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες, τον Οργανισμό και τον παρόντα κανονισμό υπολογίζονται ως ακολούθως:
α) |
όταν αφετηρία προθεσμίας προσδιοριζόμενης σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη αποτελεί ο χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως, η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα το γεγονός ή διενεργείται η πράξη δεν υπολογίζεται στην προθεσμία· |
β) |
οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της αντίστοιχης ημέρας της τελευταίας εβδομάδας ή της αντίστοιχης ημερομηνίας του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους με την ημέρα ή την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Όταν, σε προθεσμία προσδιοριζόμενη σε μήνες ή έτη, δεν υπάρχει, στον τελευταίο μήνα, ημερομηνία αντίστοιχη της ημερομηνίας αφετηρίας της προθεσμίας, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του μήνα αυτού· |
γ) |
στην περίπτωση προθεσμιών που προσδιορίζονται σε μήνες και ημέρες, κατά πρώτον υπολογίζονται οι πλήρεις μήνες και κατόπιν οι ημέρες· |
δ) |
στις προθεσμίες συνυπολογίζονται τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι επίσημες αργίες· |
ε) |
οι προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. |
2. Αν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με επίσημη αργία, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας.
3. Ο κατάλογος των επισήμων αργιών που καταρτίζεται από το Δικαστήριο και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει και για το Γενικό Δικαστήριο.
Άρθρο 59
Προσφυγή κατά πράξεως οργάνου δημοσιευθείσας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Όταν η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεως οργάνου αρχίζει να τρέχει από τη δημοσίευση της πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προθεσμία αυτή υπολογίζεται, κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο α', από το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημέρας από τη δημοσίευση αυτή.
Άρθρο 60
Παρέκταση λόγω αποστάσεως
Οι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ' αποκοπή.
Άρθρο 61
Καθορισμός και παράταση των προθεσμιών
1. Οι προθεσμίες που τάσσονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να παρατείνονται από την αρχή που τις έταξε.
2. Ο πρόεδρος μπορεί να παράσχει εξουσιοδότηση υπογραφής στον γραμματέα για τον καθορισμό ορισμένων προθεσμιών ο οποίος εμπίπτει στην αρμοδιότητά του δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή για τη χορήγηση παρατάσεως των εν λόγω προθεσμιών.
Άρθρο 62
Εκπρόθεσμη κατάθεση διαδικαστικών εγγράφων
Διαδικαστικό έγγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε από τον πρόεδρο ή τον γραμματέα δυνάμει του παρόντος κανονισμού γίνεται δεκτό μόνον με σχετική απόφαση του προέδρου.
Άρθρο 63
Διεξαγωγή της δίκης
Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του Οργανισμού ή του παρόντος κανονισμού, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διεξάγεται έγγραφη και προφορική διαδικασία.
Άρθρο 64
Κατ' αντιμωλίαν διαδικασία
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 68, παράγραφος 4, του άρθρου 104, του άρθρου 105, παράγραφος 8, καθώς και του άρθρου 144, παράγραφος 7, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη μόνον τα διαδικαστικά έγγραφα και τα στοιχεία των οποίων οι εκπρόσωποι των διαδίκων έχουν λάβει γνώση και επί των οποίων έχουν λάβει θέση.
Άρθρο 65
Επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων που κατατίθενται και των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της δίκης
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 68, παράγραφος 4, των άρθρων 103 έως 105 καθώς και του άρθρου 144, παράγραφος 7, τα διαδικαστικά έγγραφα και τα στοιχεία που κατατίθενται στη δικογραφία επιδίδονται στους διαδίκους.
2. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της δίκης και κατατίθενται στη δικογραφία γνωστοποιούνται στους διαδίκους με φροντίδα του γραμματέα.
Άρθρο 66
Ανωνυμία και μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων
Το Γενικό Δικαστήριο, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος διαδίκου υποβαλλομένου με χωριστό δικόγραφο ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να απαλείψει το όνομα διαδίκου ή άλλων προσώπων περί των οποίων γίνεται λόγος στο πλαίσιο της διαδικασίας, ή ακόμη ορισμένα στοιχεία στα αφορώντα την υπόθεση έγγραφα στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό, αν βάσιμοι λόγοι δικαιολογούν τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας ως προς την ταυτότητα ορισμένου προσώπου ή το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών.
Άρθρο 67
Σειρά εκδικάσεως των υποθέσεων
1. Το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται των υποθέσεων κατά τη σειρά κατά την οποία ωριμάζουν.
2. Ο πρόεδρος μπορεί, λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων, να αποφασίσει την εκδίκαση μιας υποθέσεως κατά προτεραιότητα.
Άρθρο 68
Συνεκδίκαση
1. Πλείονες υποθέσεις με το ίδιο αντικείμενο μπορούν οποτεδήποτε, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως κύριου διαδίκου, να ενωθούν λόγω συνάφειας προς τον σκοπό, εναλλακτικώς ή σωρευτικώς, της διευκολύνσεως της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας ή της εκδόσεως κοινής αποφάσεως ή διατάξεως που περατώνει τη δίκη.
2. Τη συνεκδίκαση αποφασίζει ο πρόεδρος. Πριν λάβει την απόφαση αυτή, ο πρόεδρος τάσσει στους κύριους διαδίκους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με ενδεχόμενη συνεκδίκαση, αν δεν έχουν ήδη λάβει θέση συναφώς.
3. Ενωθείσες υποθέσεις μπορούν να χωριστούν εκ νέου κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2.
4. Όλοι οι διάδικοι στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις μπορούν να λάβουν γνώση στη γραμματεία των δικογραφιών τις οποίες αφορά η συνεκδίκαση. Ο πρόεδρος μπορεί, πάντως, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, να εξαιρέσει, με διάταξη, ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα.
5. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, τα διαδικαστικά έγγραφα που κατατίθενται στις δικογραφίες των υποθέσεων τις οποίες αφορά η συνεκδίκαση επιδίδονται στους διαδίκους των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων, εφόσον οι εκπρόσωποι των εν λόγω διαδίκων το ζητούν και εφόσον έχουν συναινέσει στον τρόπο επιδόσεως που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 4.
Άρθρο 69
Περιπτώσεις αναστολής της διαδικασίας
Με την επιφύλαξη του άρθρου 163, εκκρεμής διαδικασία μπορεί να ανασταλεί:
α) |
στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 54, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού· |
β) |
όταν ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου αναίρεση κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία επιλύεται μερικώς η διαφορά επί της ουσίας, περατώνεται η διαδικασία επί παρεμπίπτοντος ζητήματος αφορώντος ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου ή απορρίπτεται η αίτηση παρεμβάσεως· |
γ) |
κατόπιν αιτήσεως κύριου διαδίκου με τη συμφωνία του αντιδίκου· |
δ) |
σε άλλες ειδικές περιπτώσεις, όταν αυτό επιβάλλεται για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. |
Άρθρο 70
Απόφαση περί αναστολής και απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας
1. Την αναστολή αποφασίζει ο πρόεδρος. Πριν λάβει την απόφαση αυτή, ο πρόεδρος τάσσει στους κύριους διαδίκους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με ενδεχόμενη αναστολή της διαδικασίας, αν δεν έχουν ήδη λάβει θέση συναφώς.
2. Η απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας πριν τη λήξη της αναστολής ή η απόφαση κατά το άρθρο 71, παράγραφος 3, λαμβάνεται με τον προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 τρόπο.
Άρθρο 71
Διάρκεια και αποτελέσματα της αναστολής
1. Η αναστολή της διαδικασίας ισχύει από την ημερομηνία που αναφέρεται στην απόφαση περί αναστολής ή, ελλείψει σχετικής ενδείξεως, από την ημερομηνία της αποφάσεως αυτής.
2. Κατά τη διάρκεια της αναστολής, όλες οι δικονομικές προθεσμίες διακόπτονται πλην της προβλεπομένης στο άρθρο 143, παράγραφος 1, προθεσμίας παρεμβάσεως.
3. Αν στην απόφαση περί αναστολής δεν έχει οριστεί ημερομηνία λήξεως της αναστολής, η αναστολή λήγει την ημερομηνία που αναφέρεται στην απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας ή, ελλείψει σχετικής ενδείξεως, την ημερομηνία της αποφάσεως αυτής.
4. Από την ημερομηνία επαναλήψεως της διαδικασίας κατόπιν αναστολής, οι διακοπείσες δικονομικές προθεσμίες αντικαθίστανται από νέες προθεσμίες οι οποίες αρχίζουν να τρέχουν από την ημερομηνία της επαναλήψεως αυτής.
Κεφάλαιο 2
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
Άρθρο 72
Κοινοί κανόνες περί καταθέσεως των διαδικαστικών εγγράφων
1. Τα διαδικαστικά έγγραφα κατατίθενται στη γραμματεία είτε σε χαρτί, ενδεχομένως μετά τη διαβίβαση αντιγράφου του πρωτοτύπου του εγγράφου με φαξ, σύμφωνα με το άρθρο 73, παράγραφος 3, είτε με τον τρόπο ο οποίος προβλέπεται από την απόφαση που λαμβάνει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 74.
2. Τα διαδικαστικά έγγραφα χρονολογούνται. Για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά η ημερομηνία και η ώρα Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου κατά την οποία έγινε η κατάθεση στη γραμματεία.
3. Στα διαδικαστικά έγγραφα επισυνάπτονται τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση και κατάλογος των στοιχείων αυτών.
4. Αν, λόγω του όγκου ενός στοιχείου, στο διαδικαστικό έγγραφο επισυνάπτονται μόνον αποσπάσματα, κατατίθεται στη γραμματεία το στοιχείο αυτούσιο ή πλήρες αντίγραφό του.
5. Τα όργανα προσκομίζουν, εντός των προθεσμιών που τάσσει ο πρόεδρος, μεταφράσεις των διαδικαστικών εγγράφων στις άλλες γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου.
Άρθρο 73
Κατάθεση των διαδικαστικών εγγράφων στη γραμματεία σε χαρτί
1. Το πρωτότυπο του διαδικαστικού εγγράφου σε χαρτί πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκπροσώπου ή του δικηγόρου του διαδίκου.
2. Το έγγραφο αυτό, συνοδευόμενο από όλα τα συνημμένα που αναφέρει, κατατίθεται με τρία αντίγραφα για το Γενικό Δικαστήριο και με ισάριθμα των διαδίκων αντίγραφα. Τα αντίγραφα επικυρώνονται από τον διάδικο που τα καταθέτει.
3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 72, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνονται υπόψη η ημέρα και η ώρα κατά τις οποίες το πλήρες αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του διαδικαστικού εγγράφου, συμπεριλαμβανομένου του προβλεπομένου στο άρθρο 72, παράγραφος 3, καταλόγου των στοιχείων, περιέρχεται στη γραμματεία με φαξ, υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου, συνοδευόμενο από τα συνημμένα και τα κατά την παράγραφο 2 αντίγραφα, θα κατατεθεί στη γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την εν λόγω ημερομηνία. Το άρθρο 60 δεν έχει εφαρμογή στην εν λόγω δεκαήμερη προθεσμία.
Άρθρο 74
Κατάθεση με ηλεκτρονικό μέσο
Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, με απόφαση, να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα διαδικαστικό έγγραφο ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενο στη γραμματεία του λογίζεται ως το πρωτότυπο του εγγράφου αυτού. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 75
Έκταση των δικογράφων
1. Το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 224, τη μέγιστη επιτρεπόμενη έκταση των δικογράφων που κατατίθενται στο πλαίσιο του παρόντος τίτλου.
2. Η υπέρβαση της μέγιστης εκτάσεως των δικογράφων μπορεί να επιτραπεί από τον πρόεδρο μόνον σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως περίπλοκων, από νομικής ή πραγματικής απόψεως, υποθέσεων.
Κεφάλαιο 3
ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 76
Περιεχόμενο της προσφυγής
Το δικόγραφο της προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 21 του Οργανισμού περιέχει:
α) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του προσφεύγοντος· |
β) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του προσφεύγοντος· |
γ) |
προσδιορισμό του καθού· |
δ) |
το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών· |
ε) |
τα αιτήματα του προσφεύγοντος· |
στ) |
ενδεχομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα. |
Άρθρο 77
Πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις
1. Για τις ανάγκες της δίκης, το δικόγραφο της προσφυγής αναφέρει αν ο εκπρόσωπος του διαδίκου αποδέχεται, ως τρόπο διενέργειας των επιδόσεων, τον προβλεπόμενο στο άρθρο 57, παράγραφος 4, ή το φαξ.
2. Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όλες οι επιδόσεις στο πλαίσιο της δίκης προς τον ενδιαφερόμενο διάδικο, επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη αυτή, πραγματοποιούνται με συστημένη ταχυδρομική επιστολή προς τον εκπρόσωπο του διαδίκου. Ως νομότυπη επίδοση λογίζεται, στην περίπτωση αυτή, η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Γενικό Δικαστήριο.
Άρθρο 78
Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής
1. Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται, όπου απαιτείται, από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού.
2. Το δικόγραφο της αγωγής που ασκείται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας περιεχόμενης σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση ή για λογαριασμό της σύμφωνα με το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της περιέχουσας την εν λόγω ρήτρα συμβάσεως.
3. Αν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής του πρόσφατη απόδειξη περί της νομικής υποστάσεώς του (απόσπασμα του βιβλίου των εμπορικών εταιρειών, απόσπασμα του βιβλίου των σωματείων ή κάθε άλλο επίσημο έγγραφο).
4. Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 3.
5. Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 4, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την προσκόμιση των στοιχείων που αναφέρονται ανωτέρω. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.
Άρθρο 79
Ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται ανακοίνωση που περιέχει την ημερομηνία της καταθέσεως του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, το ονοματεπώνυμο των κύριων διαδίκων, τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής καθώς και μνεία των προβαλλόμενων ισχυρισμών και κύριων επιχειρημάτων.
Άρθρο 80
Επίδοση του δικογράφου της προσφυγής
1. Το δικόγραφο της προσφυγής επιδίδεται στον καθού με συστημένη ταχυδρομική αποστολή, έναντι αποδείξεως παραλαβής, επικυρωμένου αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής ή με παράδοση του αντιγράφου αυτού έναντι αποδεικτικού. Αν ο καθού έχει εκ των προτέρων συναινέσει στην προς αυτόν αποστολή των δικογράφων προσφυγής με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 4, ή με φαξ, η επίδοση του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να διενεργηθεί με το μέσο αυτό.
2. Στις προβλεπόμενες στο άρθρο 78, παράγραφος 5, περιπτώσεις, η επίδοση γίνεται μετά την τακτοποίηση ή μόλις το Γενικό Δικαστήριο κρίνει την προσφυγή παραδεκτή από πλευράς των τυπικών προϋποθέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό.
Άρθρο 81
Υπόμνημα αντικρούσεως
1. Εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής, ο καθού καταθέτει υπόμνημα αντικρούσεως. Το υπόμνημα αυτό περιέχει:
α) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του καθού· |
β) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του καθού· |
γ) |
τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και τα προβαλλόμενα επιχειρήματα· |
δ) |
τα αιτήματα του καθού· |
ε) |
ενδεχομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα. |
2. Το άρθρο 77 και το άρθρο 78, παράγραφοι 3 έως 5, έχουν εφαρμογή στο υπόμνημα αντικρούσεως.
3. Η προθεσμία της παραγράφου 1 μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του καθού.
Άρθρο 82
Διαβίβαση εγγράφων
Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι διάδικοι σε μια υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο τους διαβιβάζει αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και του υπομνήματος αντικρούσεως, όχι όμως και τα συνημμένα σ' αυτά, για να τους παράσχει τη δυνατότητα να εκτιμήσουν κατά πόσο γίνεται επίκληση του ανεφάρμοστου μιας πράξεώς τους, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.
Άρθρο 83
Υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως
1. Η προσφυγή και το υπόμνημα αντικρούσεως μπορούν να συμπληρωθούν από υπόμνημα απαντήσεως του προσφεύγοντος και από υπόμνημα ανταπαντήσεως του καθού εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει ότι δεν απαιτείται δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων διότι η δικογραφία είναι αρκούντως πλήρης.
2. Σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει ότι δεν απαιτείται δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, μπορεί να επιτραπεί στους κύριους διαδίκους να συμπληρώσουν τη δικογραφία αν ο προσφεύγων υποβάλει σχετική αιτιολογημένη αίτηση εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της αποφάσεως αυτής.
3. Ο πρόεδρος καθορίζει τις ημερομηνίες καταθέσεως των δικογράφων αυτών. Μπορεί να προσδιορίσει τα ζητήματα τα οποία θα πρέπει να αφορούν η απάντηση και η ανταπάντηση.
Κεφάλαιο 4
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ, ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Άρθρο 84
Νέοι ισχυρισμοί
1. Κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.
2. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, οι νέοι ισχυρισμοί προβάλλονται κατά τη δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων με την επισήμανση ότι πρόκειται για νέους ισχυρισμούς. Αν τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την προβολή των νέων ισχυρισμών γίνουν γνωστά μετά τη δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων ή αφού αποφασιστεί να μην επιτραπεί δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, ο ενδιαφερόμενος κύριος διάδικος προβάλλει τους νέους ισχυρισμούς μόλις λάβει γνώση των στοιχείων αυτών.
3. Χωρίς να προδικάζει την απόφαση που θα λάβει το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού των νέων ισχυρισμών, ο πρόεδρος παρέχει στους λοιπούς διαδίκους τη δυνατότητα να απαντήσουν στους ισχυρισμούς αυτούς.
Άρθρο 85
Αποδεικτικά στοιχεία και πρόταση αποδεικτικών μέσων
1. Τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων.
2. Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι κύριοι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα και με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή.
3. Κατ' εξαίρεση, οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή.
4. Χωρίς να προδικάζει την απόφαση που θα λάβει το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού των προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων ή της προτάσεως αποδεικτικών μέσων δυνάμει των παραγράφων 2 και 3, ο πρόεδρος παρέχει στους λοιπούς διαδίκους τη δυνατότητα να λάβουν θέση επ' αυτών.
Άρθρο 86
Προσαρμογή της προσφυγής
1. Οσάκις μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο.
2. Η προσαρμογή της προσφυγής γίνεται με χωριστό δικόγραφο εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση της πράξεως που δικαιολογεί την προσαρμογή της προσφυγής.
3. Το υπόμνημα προσαρμογής περιέχει:
α) |
τα κατόπιν προσαρμογής αιτήματα· |
β) |
εφόσον παρίσταται ανάγκη, τους κατόπιν προσαρμογής ισχυρισμούς και επιχειρήματα· |
γ) |
εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα αποδεικτικά στοιχεία και τις προτάσεις αποδεικτικών μέσων που συνδέονται με την προσαρμογή των αιτημάτων. |
4. Το υπόμνημα προσαρμογής συνοδεύεται από την πράξη που δικαιολογεί την προσαρμογή της προσφυγής. Σε περίπτωση μη προσκομίσεως αυτής της πράξεως, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την προσκόμισή της. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη συμμόρφωση προς αυτή την επιταγή συνεπάγεται το απαράδεκτο του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής.
5. Χωρίς να προδικάζει την απόφαση που θα λάβει το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής, ο πρόεδρος τάσσει στον καθού προθεσμία για να απαντήσει στο υπόμνημα προσαρμογής.
6. Ο πρόεδρος τάσσει, ενδεχομένως, προθεσμία στους παρεμβαίνοντες για να συμπληρώσουν τα υπομνήματα παρεμβάσεως λαμβάνοντας υπόψη το υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής και το υπόμνημα απαντήσεως. Προς τούτο, τα υπομνήματα αυτά επιδίδονται ταυτοχρόνως στους παρεμβαίνοντες.
Κεφάλαιο 5
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Άρθρο 87
Προκαταρκτική έκθεση
1. Μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ο εισηγητής δικαστής υποβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο την προκαταρκτική έκθεση.
2. Στην προκαταρκτική έκθεση περιέχεται ανάλυση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών ζητημάτων που θέτει η προσφυγή και διατυπώνονται προτάσεις ως προς το αν η υπόθεση απαιτεί μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων, ως προς το αν χρειάζεται να διεξαχθεί προφορική διαδικασία καθώς και ως προς το αν η υπόθεση πρέπει ενδεχομένως να παραπεμφθεί ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως ή σε τμήμα συγκείμενο από διαφορετικό αριθμό δικαστών και αν πρέπει ενδεχομένως να υπαχθεί σε μονομελή σχηματισμό.
3. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει επί των προτάσεων του εισηγητή δικαστή και, ενδεχομένως, την έναρξη της προφορικής διαδικασίας.
Κεφάλαιο 6
ΜΕΤΡΑ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Άρθρο 88
Γενική διάταξη
1. Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων μπορούν να διαταχθούν ή να τροποποιηθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως κύριου διαδίκου.
2. Η κατά την παράγραφο 1 αίτηση πρέπει να αναφέρει επακριβώς το αντικείμενο των ζητουμένων μέτρων και τους λόγους που τα δικαιολογούν. Αν η αίτηση αυτή υποβληθεί μετά την πρώτη ανταλλαγή υπομνημάτων, ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση οφείλει να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να την υποβάλει νωρίτερα.
3. Σε περίπτωση αιτήσεως με την οποία ζητείται να διαταχθούν μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων, ο πρόεδρος παρέχει στους λοιπούς διαδίκους τη δυνατότητα να λάβουν θέση επ' αυτής.
Άρθρο 89
Αντικείμενο
1. Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας αποβλέπουν στην υπό τους καλύτερους όρους προετοιμασία των υποθέσεων, διεξαγωγή των διαδικασιών και επίλυση των διαφορών.
2. Σκοπός των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας είναι ιδίως:
α) |
να εξασφαλίζουν την ομαλή διεξαγωγή της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας και να διευκολύνουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων· |
β) |
να καθορίζουν τα ζητήματα επί των οποίων οι διάδικοι οφείλουν να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους ή τα οποία απαιτούν τη διεξαγωγή αποδείξεων· |
γ) |
να καθιστούν σαφές το περιεχόμενο των αιτημάτων καθώς και των ισχυρισμών και επιχειρημάτων των διαδίκων και να διευκρινίζουν τα ζητήματα τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς· |
δ) |
να διευκολύνουν τον φιλικό διακανονισμό των διαφορών. |
3. Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας το Γενικό Δικαστήριο μπορεί μεταξύ άλλων:
α) |
να θέσει ερωτήσεις στους διαδίκους· |
β) |
να καλέσει τους διαδίκους να λάβουν γραπτώς ή προφορικώς θέση επί ορισμένων πτυχών της διαφοράς· |
γ) |
να ζητήσει από τους διαδίκους ή τους κατά το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού τρίτους να παράσχουν πληροφορίες· |
δ) |
να ζητήσει από τους διαδίκους να προσκομίσουν οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την υπόθεση· |
ε) |
να καλέσει τους διαδίκους σε σύσκεψη. |
4. Σε περίπτωση διεξαγωγής επ' ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο καλεί, κατά το μέτρο του δυνατού, τους διαδίκους να επικεντρώσουν τις αγορεύσεις τους σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα ζητήματα.
Άρθρο 90
Διαδικασία
1. Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας αποφασίζονται από το Γενικό Δικαστήριο.
2. Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και δεν προβεί το ίδιο στην εφαρμογή τους, την αναθέτει στον εισηγητή δικαστή.
Άρθρο 91
Αντικείμενο
Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 24 και 25 του Οργανισμού, στα αποδεικτικά μέσα περιλαμβάνονται:
α) |
η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων· |
β) |
η αίτηση προς διάδικο να παράσχει πληροφορίες ή να προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την υπόθεση· |
γ) |
η αίτηση προσκομίσεως εγγράφων στα οποία ένα όργανο αρνήθηκε την πρόσβαση στο πλαίσιο προσφυγής αφορώσας τη νομιμότητα αυτής της αρνήσεως· |
δ) |
η εξέταση μαρτύρων· |
ε) |
η πραγματογνωμοσύνη· |
στ) |
η αυτοψία. |
Άρθρο 92
Διαδικασία
1. Το Γενικό Δικαστήριο εκδίδει διάταξη που καθορίζει τα αποδεικτικά μέσα και τα προς απόδειξη περιστατικά.
2. Το Γενικό Δικαστήριο, πριν αποφασίσει τη διεξαγωγή αποδείξεων με τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 91, στοιχεία δ' έως στ', ακούει τους διαδίκους.
3. Διεξαγωγή αποδείξεων με το προβλεπόμενο στο άρθρο 91, στοιχείο β', αποδεικτικό μέσο μπορεί να διαταχθεί μόνον αν ο διάδικος τον οποίο αφορά το μέτρο δεν ανταποκρίθηκε σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που είχε προηγουμένως ληφθεί προς τον σκοπό αυτό ή αν ο διάδικος τον οποίο αφορά το μέτρο το ζητήσει ρητώς δικαιολογώντας την αναγκαιότητα λήψεως του μέτρου με τη μορφή διατάξεως περί διεξαγωγής αποδείξεων με το συγκεκριμένο μέσο. Η διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων μπορεί να προβλέπει ότι οι εκπρόσωποι των διαδίκων μπορούν να συμβουλευθούν τις πληροφορίες και τα στοιχεία που θα συγκεντρώσει το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν της διατάξεως αυτής μόνον στη γραμματεία, χωρίς να μπορούν να λάβουν αντίγραφα.
4. Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει τη διεξαγωγή αποδείξεων και δεν προβεί το ίδιο στη διεξαγωγή αυτή, την αναθέτει στον εισηγητή δικαστή.
5. Ο γενικός εισαγγελέας μετέχει στη διεξαγωγή των αποδείξεων.
6. Οι διάδικοι μπορούν να παρίστανται κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων.
7. Ανταπόδειξη και συμπλήρωση των αποδείξεων είναι δυνατή.
Άρθρο 93
Κλήτευση των μαρτύρων
1. Οι μάρτυρες των οποίων η εξέταση κρίνεται αναγκαία κλητεύονται με διάταξη κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, η οποία περιλαμβάνει:
α) |
το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την κατοικία των μαρτύρων· |
β) |
την ημερομηνία και τον τόπο της εξετάσεως· |
γ) |
μνεία των προς απόδειξη περιστατικών και προσδιορισμό των μαρτύρων που θα εξεταστούν σχετικά με κάθε ένα από τα περιστατικά αυτά. |
2. Οι μάρτυρες κλητεύονται από το Γενικό Δικαστήριο, ενδεχομένως μετά την κατάθεση της προκαταβολής που προβλέπεται στο άρθρο 100, παράγραφος 1.
Άρθρο 94
Εξέταση των μαρτύρων
1. Μετά την εξακρίβωση της ταυτότητας των μαρτύρων, ο πρόεδρος τους ανακοινώνει ότι θα πρέπει να βεβαιώσουν τις καταθέσεις τους με τον τρόπο που ορίζεται στην παράγραφο 5 και στο άρθρο 97.
2. Οι μάρτυρες εξετάζονται από το Γενικό Δικαστήριο, αφού κληθούν οι διάδικοι. Μετά την κατάθεση, ο πρόεδρος μπορεί, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως, να θέσει ερωτήσεις στους μάρτυρες.
3. Την ίδια δυνατότητα έχει κάθε δικαστής και ο γενικός εισαγγελέας.
4. Ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει στους εκπροσώπους των διαδίκων να θέσουν ερωτήσεις στους μάρτυρες.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 97, ο μάρτυρας, μετά την κατάθεσή του, δίνει τον ακόλουθο όρκο:
«Ορκίζομαι ότι είπα την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.»
6. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους κύριους διαδίκους, να απαλλάξει τον μάρτυρα από την όρκιση.
Άρθρο 95
Υποχρεώσεις των μαρτύρων
1. Οι μάρτυρες των οποίων η κλήτευση έγινε προσηκόντως οφείλουν, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση, να εμφανιστούν στην εξέταση.
2. Αν ένας μάρτυρας του οποίου η κλήτευση έγινε προσηκόντως δεν εμφανιστεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρίς εύλογη αιτία, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει χρηματική κύρωση μέχρι 5 000 ευρώ και να διατάξει νέα κλήτευσή του με έξοδα του μάρτυρα.
3. Η ίδια κύρωση μπορεί να επιβληθεί σε μάρτυρα ο οποίος χωρίς εύλογη αιτία αρνείται να καταθέσει ή να ορκιστεί.
Άρθρο 96
Πραγματογνωμοσύνη
1. Η διάταξη που διορίζει τον πραγματογνώμονα προσδιορίζει το έργο του και του τάσσει προθεσμία για την υποβολή της εκθέσεώς του.
2. Μετά την υποβολή της εκθέσεως και την επίδοσή της στους διαδίκους, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την ακρόαση του πραγματογνώμονα αφού κληθούν οι διάδικοι. Κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως, ο πρόεδρος μπορεί να θέσει ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα.
3. Την ίδια δυνατότητα έχει κάθε δικαστής και ο γενικός εισαγγελέας.
4. Ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει στους εκπροσώπους των διαδίκων να θέσουν ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 97, ο πραγματογνώμονας, μετά την υποβολή της εκθέσεως, δίνει τον ακόλουθο όρκο:
«Ορκίζομαι ότι εκπλήρωσα την αποστολή μου με ευσυνειδησία και απόλυτη αμεροληψία.»
6. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους κύριους διαδίκους, να απαλλάξει τον πραγματογνώμονα από την όρκιση.
Άρθρο 97
Όρκος των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων
1. Ο πρόεδρος καλεί τα πρόσωπα που πρόκειται να ορκιστούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ως μάρτυρες ή πραγματογνώμονες να πουν την αλήθεια ή να εκπληρώσουν την αποστολή τους με ευσυνειδησία και απόλυτη αμεροληψία και εφιστά την προσοχή τους στις ποινικές συνέπειες που προβλέπονται από το εθνικό τους δίκαιο σε περίπτωση παραβάσεως του καθήκοντος αυτού.
2. Οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες ορκίζονται σύμφωνα με το άρθρο 94, παράγραφος 5, ή με το άρθρο 96, παράγραφος 5, αντιστοίχως, ή σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο.
Άρθρο 98
Παράβαση του όρκου των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων
1. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να καταγγείλει κάθε ψευδορκία μάρτυρα ή ψευδή ένορκη δήλωση πραγματογνώμονα ενώπιόν του στην αναφερόμενη στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου αρμόδια αρχή του κράτους μέλους οι δικαστικές αρχές του οποίου είναι αρμόδιες για την ποινική δίωξη.
2. Ο γραμματέας φροντίζει για τη διαβίβαση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Η απόφαση εκθέτει τα γεγονότα και τις περιστάσεις επί των οποίων βασίζεται η καταγγελία.
Άρθρο 99
Εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα
1. Αν ένας διάδικος ζητήσει την εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα για ανικανότητα, ανεπιτηδειότητα ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή αν ένας μάρτυρας ή πραγματογνώμονας αρνηθεί να καταθέσει ή να ορκιστεί, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά.
2. Η εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα προτείνεται εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της διατάξεως με την οποία κλητεύεται ο μάρτυρας ή διορίζεται ο πραγματογνώμονας. Η αίτηση εξαιρέσεως περιέχει τους σχετικούς λόγους, καθώς και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.
Άρθρο 100
Έξοδα των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων
1. Το Γενικό Δικαστήριο, όταν διατάσσει εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμοσύνη, μπορεί να ζητήσει από τους κύριους διαδίκους ή από έναν από αυτούς την κατάθεση προκαταβολής για την κάλυψη των εξόδων των μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων.
2. Στους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες καταβάλλονται τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής τους. Προκαταβολή για την κάλυψη των εξόδων αυτών μπορεί να τους χορηγηθεί από το ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου.
3. Στους μάρτυρες χορηγείται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη και στους πραγματογνώμονες αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται από το ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες μετά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 101
Αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων
1. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί κατόπιν αιτήσεως των κύριων διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως να ζητήσει από άλλες αρχές την εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων.
2. Η αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων αποφασίζεται με διάταξη. Η διάταξη περιέχει το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την κατοικία των μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, προσδιορίζει τα περιστατικά για τα οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες ή θα γνωμοδοτήσουν οι πραγματογνώμονες, αναφέρει τα ονόματα των διαδίκων, τους εκπροσώπους τους και τη διεύθυνσή τους και εκθέτει συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς.
3. Ο γραμματέας αποστέλλει τη διάταξη στην αναφερόμενη στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρέπει να διεξαχθεί η απόδειξη με μάρτυρες ή πραγματογνώμονες. Όπου απαιτείται, η διάταξη συνοδεύεται από μετάφραση στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται.
4. Η αρχή που ορίζεται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 διαβιβάζει τη διάταξη στην αρμόδια δικαστική αρχή σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο.
5. Η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελεί τις διαδικαστικές πράξεις των οποίων η διενέργεια ζητήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού της δικαίου. Μετά την εκτέλεση των σχετικών προς την αίτηση πράξεων, η αρμόδια δικαστική αρχή διαβιβάζει στην αρχή που ορίζεται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 τη διάταξη που περιέχει την αίτηση για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, τα στοιχεία που προέκυψαν από την εκτέλεση αυτών των πράξεων και κατάσταση των εξόδων. Τα έγγραφα αυτά αποστέλλονται στον γραμματέα.
6. Ο γραμματέας φροντίζει για τη μετάφραση των εγγράφων στη γλώσσα της διαδικασίας.
7. Το Γενικό Δικαστήριο επιβαρύνεται με τα έξοδα της αιτήσεως διενέργειας διαδικαστικών πράξεων, με την επιφύλαξη να τα επιβάλει ενδεχομένως στους κύριους διαδίκους.
Άρθρο 102
Πρακτικά των συνεδριάσεων διεξαγωγής αποδείξεων
1. Ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά κάθε συνεδριάσεως διεξαγωγής αποδείξεων. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο.
2. Εφόσον πρόκειται για συνεδρίαση εξετάσεως μαρτύρων ή ακροάσεως πραγματογνωμόνων, τα πρακτικά υπογράφονται από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί η εξέταση του μάρτυρα ή η ακρόαση του πραγματογνώμονα, καθώς και από τον γραμματέα. Πριν από τις υπογραφές αυτές, παρέχεται η δυνατότητα στον μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα να ελέγξει το περιεχόμενο των πρακτικών και να τα υπογράψει.
3. Τα πρακτικά επιδίδονται στους διαδίκους.
Άρθρο 103
Εξέταση των εμπιστευτικών πληροφοριών και στοιχείων
1. Όταν το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εξετάσει, βάσει των νομικών και πραγματικών στοιχείων που επικαλείται κύριος διάδικος, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα, έναντι του αντιδίκου, ορισμένων πληροφοριών που παρασχέθηκαν ή στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων κατά το άρθρο 91, στοιχείο β', και που μπορούν, ενδεχομένως, να είναι κρίσιμης σημασίας για την επίλυση της διαφοράς, οι εν λόγω πληροφορίες ή τα εν λόγω στοιχεία δεν κοινοποιούνται στον αντίδικο στο στάδιο αυτής της εξετάσεως.
2. Όταν το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει, κατά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 εξέταση, στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πληροφορίες που παρασχέθηκαν ή ορισμένα στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του είναι ουσιώδους σημασίας προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί της διαφοράς και έχουν, έναντι του αντιδίκου, εμπιστευτικό χαρακτήρα, σταθμίζει τον εμπιστευτικό αυτό χαρακτήρα με τις επιταγές που άπτονται του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, ειδικότερα δε της τηρήσεως της αρχής της κατ' αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης.
3. Περατώνοντας την κατά την παράγραφο 2 στάθμιση, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να γνωστοποιήσει στον αντίδικο τις εμπιστευτικές πληροφορίες ή τα εμπιστευτικά στοιχεία, εξαρτώντας ενδεχομένως τη δημοσιοποίησή τους από την ανάληψη ειδικών δεσμεύσεων, ή να μην προβεί στη γνωστοποίηση αυτή καθορίζοντας, με αιτιολογημένη διάταξη, τους όρους υπό τους οποίους θα παρασχεθεί στον αντίδικο όσο το δυνατόν ευρύτερη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, διατάσσοντας ιδίως την προσκόμιση μιας μη εμπιστευτικής μορφής ή μιας μη εμπιστευτικής περιλήψεως των πληροφοριών ή στοιχείων, περιλαμβάνουσας το ουσιώδες περιεχόμενό τους.
4. Το δικονομικό καθεστώς του παρόντος άρθρου δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 105.
Άρθρο 104
Έγγραφα την πρόσβαση στα οποία έχει αρνηθεί ένα όργανο
Όταν, στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων κατά το άρθρο 91, στοιχείο γ', ένα έγγραφο την πρόσβαση στο οποίο έχει αρνηθεί ένα όργανο προσκομίζεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής σχετικά με τη νομιμότητα αυτής της αρνήσεως, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιείται στους λοιπούς διαδίκους.
Κεφάλαιο 7
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Ή ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΠΤΟΝΤΑΙ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ή ΕΝΟΣ Ή ΠΛΕΙΟΝΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ Ή ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥΣ
Άρθρο 105
Χειρισμός των πληροφοριών ή στοιχείων που άπτονται της ασφάλειας της Ένωσης ή ενός ή πλειόνων κρατών μελών της ή των διεθνών σχέσεών τους
1. Όταν, αντίθετα προς την αρχή της κατ' αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης που προβλέπεται στο άρθρο 64, από το οποίο προκύπτει ότι το σύνολο των πληροφοριών και στοιχείων περιέρχονται στην πλήρη μορφή τους σε γνώση των διαδίκων, ένας κύριος διάδικος προτίθεται να στηρίξει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του σε ορισμένες πληροφορίες ή στοιχεία υποστηρίζοντας συγχρόνως ότι η ανακοίνωσή τους θα έθιγε την ασφάλεια της Ένωσης ή ενός ή πλειόνων κρατών μελών της ή τις διεθνείς σχέσεις τους, ο εν λόγω διάδικος παρέχει τις πληροφορίες ή προσκομίζει τα στοιχεία με χωριστό δικόγραφο. Η παροχή των εν λόγω πληροφοριών και η προσκόμιση των εν λόγω στοιχείων συνοδεύονται από αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως αυτών των πληροφοριών ή στοιχείων εκθέτουσα τους επιτακτικούς λόγους οι οποίοι, κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις, δικαιολογούν τη διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους και για τους οποίους δεν επιτρέπεται η κοινοποίησή τους στον αντίδικο. Η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως επίσης υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο και δεν περιέχει κανένα εμπιστευτικό στοιχείο. Αν πληροφορίες ή στοιχεία των οποίων ζητείται η εμπιστευτική μεταχείριση έχουν διαβιβαστεί στον κύριο διάδικο από ένα ή πλείονα κράτη μέλη, οι επιτακτικοί λόγοι τους οποίους επικαλείται ο κύριος διάδικος προς δικαιολόγηση της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως μπορούν να περιλαμβάνουν εκείνους που προβάλλονται από το ή τα εν λόγω κράτη μέλη.
2. Η παροχή πληροφοριών ή η προσκόμιση στοιχείων των οποίων ο εμπιστευτικός χαρακτήρας στηρίζεται στους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 λόγους μπορούν να ζητηθούν από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων. Σε περίπτωση αρνήσεως, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπό σημείωση την άρνηση αυτή. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 103, το δικονομικό καθεστώς που ισχύει για αυτές τις πληροφορίες ή αυτά τα στοιχεία που παρέχονται ή προσκομίζονται στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων είναι το προβλεπόμενο από το παρόν άρθρο.
3. Κατά το στάδιο της εξετάσεως του κρίσιμου για την επίλυση της διαφοράς χαρακτήρα των πληροφοριών που παρέχονται ή των στοιχείων που προσκομίζονται από κύριο διάδικο σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 και του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα έναντι του αντιδίκου, οι εν λόγω πληροφορίες ή τα εν λόγω στοιχεία δεν κοινοποιούνται στον αντίδικο.
4. Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει, μετά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 εξέταση, ότι παρασχεθείσες πληροφορίες ή προσκομισθέντα ενώπιόν του στοιχεία είναι κρίσιμης σημασίας για την επίλυση της διαφοράς και δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, ζητεί από τον ενδιαφερόμενο διάδικο την άδεια να κοινοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες ή τα εν λόγω στοιχεία στον αντίδικο. Αν ο διάδικος εναντιωθεί στην κοινοποίηση αυτή εντός προθεσμίας που τάσσει ο πρόεδρος ή δεν απαντήσει έως τη λήξη της προθεσμίας αυτής, οι πληροφορίες ή τα στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη για την εκδίκαση της υποθέσεως και επιστρέφονται σ' αυτόν.
5. Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει, μετά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 εξέταση, ότι ορισμένες πληροφορίες που παρασχέθηκαν ή ορισμένα στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του είναι κρίσιμης σημασίας για την επίλυση της διαφοράς και έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα έναντι του αντιδίκου, δεν τα κοινοποιεί στον αντίδικο. Προβαίνει εν συνεχεία στη στάθμιση μεταξύ των επιταγών που άπτονται του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, ιδίως της τηρήσεως της αρχής της κατ' αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, και των επιταγών που απορρέουν από την ασφάλεια της Ένωσης ή ενός ή πλειόνων κρατών μελών της ή τον χειρισμό των διεθνών σχέσεών τους.
6. Κατά το πέρας της προβλεπόμενης στην παράγραφο 5 σταθμίσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκδίδει αιτιολογημένη διάταξη που προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν συμμέτρως οι αναφερόμενες στην ίδια παράγραφο επιταγές, όπως η προσκόμιση από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, προς τον σκοπό της μεταγενέστερης κοινοποιήσεως προς τον αντίδικο, μιας μη εμπιστευτικής μορφής ή μιας μη εμπιστευτικής περιλήψεως των πληροφοριών ή στοιχείων, περιλαμβάνουσας το ουσιώδες περιεχόμενό τους και παρέχουσας στον αντίδικο όσο το δυνατόν ευρύτερη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.
7. Οι πληροφορίες ή τα στοιχεία που έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα έναντι του αντιδίκου δύνανται να αποσυρθούν, εν όλω ή εν μέρει, από τον κύριο διάδικο που παρέσχε τις πληροφορίες ή προσκόμισε τα στοιχεία σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την επίδοση της αποφάσεως που λαμβάνεται κατά την παράγραφο 5. Οι πληροφορίες ή τα στοιχεία που αποσύρονται δεν λαμβάνονται υπόψη για την εκδίκαση της υποθέσεως και επιστρέφονται στον οικείο κύριο διάδικο.
8. Αν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πληροφορίες ή στοιχεία που δεν μπόρεσαν, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους, να κοινοποιηθούν με τους τρόπους που προβλέπει η παράγραφος 6, είναι απαραίτητα προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς, μπορεί, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 64 και περιοριζόμενο στο απολύτως αναγκαίο, να στηρίξει την κρίση του σε τέτοιες πληροφορίες ή τέτοια στοιχεία. Κατά την εκτίμηση αυτών των πληροφοριών ή στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ένας κύριος διάδικος δεν μπόρεσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επ' αυτών.
9. Το Γενικό Δικαστήριο μεριμνά ώστε το εμπιστευτικό περιεχόμενο των πληροφοριών που παρέσχε ή των στοιχείων που προσκόμισε κύριος διάδικος σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 και το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στον αντίδικο να μη δημοσιοποιηθεί ούτε με τη διάταξη που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 6 ούτε με την απόφαση ή διάταξη που τερματίζει τη δίκη.
10. Ευθύς μετά την έκδοση της αποφάσεως ή διατάξεως που τερματίζει τη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι πληροφορίες και τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 5 επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο διάδικο.
11. Το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει, με απόφαση, τους κανόνες ασφάλειας για την προστασία των πληροφοριών που παρέχονται ή των στοιχείων που προσκομίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή, κατά περίπτωση, την παράγραφο 2. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κεφάλαιο 8
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 106
Προφορική διαδικασία
1. Η προφορική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνει επ' ακροατηρίου συζήτηση που οργανώνεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως κύριου διαδίκου.
2. Η αίτηση κύριου διαδίκου για τη διεξαγωγή επ' ακροατηρίου συζητήσεως πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο διάδικος επιθυμεί να ακουστεί. Η αίτηση υποβάλλεται εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση στους διαδίκους του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο.
3. Εν απουσία αιτήσεως κατά την παράγραφο 2, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ' ακροατηρίου συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί, ωστόσο, να αποφασίσει μεταγενέστερα τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.
Άρθρο 107
Ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως
1. Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, ο πρόεδρος ορίζει την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως.
2. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο πρόεδρος μπορεί να μεταθέσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως κύριου διαδίκου, την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως.
Άρθρο 108
Απουσία των διαδίκων από την επ' ακροατηρίου συζήτηση
1. Αν ένας διάδικος πληροφορήσει το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν θα παραστεί στην επ' ακροατηρίου συζήτηση ή αν το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώσει κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση την αδικαιολόγητη απουσία δεόντως κλητευθέντος διαδίκου, η επ' ακροατηρίου συζήτηση διεξάγεται απόντος του εν λόγω διαδίκου.
2. Αν οι κύριοι διάδικοι γνωστοποιήσουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν θα παραστούν στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο πρόεδρος αποφασίζει κατά πόσον η προφορική διαδικασία μπορεί να κριθεί περατωθείσα.
Άρθρο 109
Συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών
1. Αφού ακούσει τους διαδίκους, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Οργανισμού, να αποφασίσει τη διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών.
2. Η αίτηση διεξαγωγής της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών που υποβάλλεται από διάδικο πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναφέρει αν αφορά το σύνολο ή μέρος των συζητήσεων.
3. Η απόφαση για διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών συνεπάγεται απαγόρευση της δημοσιεύσεως των συζητήσεων.
Άρθρο 110
Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως
1. Ο πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη των συζητήσεων, τις διευθύνει και φροντίζει για την ευταξία στο ακροατήριο.
2. Οι διάδικοι μπορούν να αναπτύσσουν τους ισχυρισμούς τους μόνο μέσω του εκπροσώπου τους.
3. Τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού καθώς και ο γενικός εισαγγελέας μπορούν κατά τη διάρκεια της επ' ακροατηρίου συζητήσεως να θέτουν ερωτήσεις στους εκπροσώπους των διαδίκων.
Άρθρο 111
Λήξη της προφορικής διαδικασίας
Όταν σε μια υπόθεση δεν έχει οριστεί γενικός εισαγγελέας, ο πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της προφορικής διαδικασίας μετά το πέρας των συζητήσεων.
Άρθρο 112
Ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα
1. Όταν σε μια υπόθεση έχει οριστεί γενικός εισαγγελέας και αυτός αναπτύσσει τις προτάσεις του γραπτώς, τις καταθέτει στη γραμματεία, η οποία τις κοινοποιεί στους διαδίκους.
2. Ο πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της προφορικής διαδικασίας μετά την προφορική ανάπτυξη ή την κατάθεση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα.
Άρθρο 113
Επανάληψη της προφορικής διαδικασίας
1. Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας οσάκις συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23, παράγραφος 3, ή του άρθρου 24, παράγραφος 3.
2. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας:
α) |
αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς· |
β) |
όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Γενικό Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων· |
γ) |
όταν ένας κύριος διάδικος το ζητήσει στηριζόμενος σε πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, τα οποία δεν μπόρεσε να επικαλεστεί πριν από τη λήξη της προφορικής διαδικασίας. |
Άρθρο 114
Πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζητήσεως
1. Ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά κάθε συζητήσεως. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο.
2. Τα πρακτικά επιδίδονται στους διαδίκους.
Άρθρο 115
Ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως
Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως, να επιτρέψει σε διάδικο ο οποίος μετέσχε στην έγγραφη ή την προφορική διαδικασία να ακούσει, σε χώρο του Γενικού Δικαστηρίου, την ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως στη γλώσσα που χρησιμοποίησαν οι ομιλητές κατά τη συζήτηση αυτή.
Κεφάλαιο 9
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 116
Ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως
Οι διάδικοι ενημερώνονται για την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως.
Άρθρο 117
Περιεχόμενο της αποφάσεως
Η απόφαση περιέχει:
α) |
μνεία ότι εκδίδεται από το Γενικό Δικαστήριο· |
β) |
μνεία του δικαστικού σχηματισμού· |
γ) |
την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της· |
δ) |
τα ονόματα του προέδρου και των δικαστών που μετέσχαν στη διάσκεψη, με μνεία του εισηγητή δικαστή· |
ε) |
το όνομα του ενδεχομένως ορισθέντος γενικού εισαγγελέα· |
στ) |
το όνομα του γραμματέα· |
ζ) |
τον προσδιορισμό των διαδίκων· |
η) |
τα ονόματα των εκπροσώπων τους· |
θ) |
τα αιτήματα των διαδίκων· |
ι) |
εφόσον συντρέχει περίπτωση, την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως· |
ια) |
εφόσον συντρέχει περίπτωση, μνεία ότι το Δικαστήριο άκουσε τον γενικό εισαγγελέα και μνεία της ημερομηνίας των προτάσεών του· |
ιβ) |
συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών· |
ιγ) |
το σκεπτικό· |
ιδ) |
το διατακτικό, το οποίο περιλαμβάνει και τα κριθέντα περί των δικαστικών εξόδων. |
Άρθρο 118
Δημοσίευση και επίδοση της αποφάσεως
1. Η απόφαση δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση.
2. Το πρωτότυπο της αποφάσεως, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο, τους δικαστές που μετέσχαν στη διάσκεψη και τον γραμματέα, σφραγίζεται και κατατίθεται στη γραμματεία. Σε κάθε διάδικο επιδίδεται αντίγραφο της αποφάσεως.
Άρθρο 119
Περιεχόμενο της διατάξεως
Κάθε διάταξη δυνάμενη να αναιρεσιβληθεί δυνάμει του άρθρου 56 ή του άρθρου 57 του Οργανισμού περιέχει:
α) |
μνεία ότι εκδίδεται, αναλόγως της περιπτώσεως, από το Γενικό Δικαστήριο, από τον πρόεδρο ή από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων· |
β) |
εφόσον συντρέχει περίπτωση, μνεία του δικαστικού σχηματισμού· |
γ) |
την ημερομηνία εκδόσεώς της· |
δ) |
μνεία της νομικής βάσεώς της· |
ε) |
τα ονόματα του προέδρου και, αναλόγως της περιπτώσεως, των δικαστών που μετέσχαν στη διάσκεψη, με μνεία του εισηγητή δικαστή· |
στ) |
το όνομα του ενδεχομένως ορισθέντος γενικού εισαγγελέα· |
ζ) |
το όνομα του γραμματέα· |
η) |
τον προσδιορισμό των διαδίκων· |
θ) |
τα ονόματα των εκπροσώπων τους· |
ι) |
τα αιτήματα των διαδίκων· |
ια) |
εφόσον συντρέχει περίπτωση, μνεία ότι το Γενικό Δικαστήριο άκουσε τον γενικό εισαγγελέα· |
ιβ) |
συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών· |
ιγ) |
το σκεπτικό· |
ιδ) |
το διατακτικό, το οποίο περιλαμβάνει, ενδεχομένως, και τα κριθέντα περί των δικαστικών εξόδων. |
Άρθρο 120
Υπογραφή και επίδοση της διατάξεως
Το πρωτότυπο της διατάξεως, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, σφραγίζεται και κατατίθεται στη γραμματεία. Σε κάθε διάδικο και, αναλόγως της περιπτώσεως, στο Δικαστήριο ή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, επιδίδεται αντίγραφο της διατάξεως.
Άρθρο 121
Ισχύς των αποφάσεων και διατάξεων
1. Η απόφαση αποκτά ισχύ από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 60 του Οργανισμού.
2. Η διάταξη αποκτά ισχύ από την ημερομηνία επιδόσεώς της, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 60 του Οργανισμού.
Άρθρο 122
Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ανακοίνωση περιέχουσα την ημερομηνία και το διατακτικό των αποφάσεων και διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου που περατώνουν τη δίκη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται πριν από την επίδοση της προσφυγής στον καθού.
Κεφάλαιο 10
ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Άρθρο 123
Ερήμην αποφάσεις
1. Όταν το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο καθού, που κλητεύθηκε προσηκόντως, δεν απάντησε στην προσφυγή κατά τον τύπο ή εντός της προθεσμίας του άρθρου 81, ο προσφεύγων μπορεί, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού, εντός προθεσμίας που τάσσει ο πρόεδρος, να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να του επιδικάσει τα αιτήματά του.
2. Ο ερημοδικών καθού δεν μετέχει στην ερήμην διαδικασία και δεν του επιδίδεται κανένα διαδικαστικό έγγραφο πλην της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη.
3. Με την ερήμην απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο επιδικάζει στον προσφεύγοντα τα αιτήματά του, εκτός αν είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή αν η προσφυγή αυτή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.
4. Η ερήμην απόφαση είναι εκτελεστή. Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αναστείλει την εκτέλεσή της μέχρις ότου αποφανθεί επί της ανακοπής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 166, ή να εξαρτήσει την εκτέλεση από εγγυοδοσία, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις. Η εγγύηση αποδίδεται αν δεν ασκηθεί ανακοπή ή σε περίπτωση απορρίψεώς της.
Κεφάλαιο 11
ΦΙΛΙΚΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ
Άρθρο 124
Φιλικός διακανονισμός
1. Αν, προτού το Γενικό Δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του, οι κύριοι διάδικοι συμφωνήσουν στη λύση της διαφοράς και γνωστοποιήσουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτούνται από κάθε αξίωση, ο πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τα άρθρα 136 και 138, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, υπόψη τις σχετικές προτάσεις των διαδίκων.
2. Η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στις προσφυγές που προβλέπονται από τα άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 265 ΣΛΕΕ.
Άρθρο 125
Παραίτηση
Αν ο προσφεύγων γνωστοποιήσει στο Γενικό Δικαστήριο γραπτώς ή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι παραιτείται από τη δίκη, ο πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τα άρθρα 136 και 138.
Κεφάλαιο 12
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 126
Προσφυγή προδήλως απορριπτέα
Όταν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.
Άρθρο 127
Παραπομπή υποθέσεως στο Δικαστήριο ή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης
Οι αποφάσεις περί παραπομπής που προβλέπονται στο άρθρο 54, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού λαμβάνονται από το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή με αιτιολογημένη διάταξη.
Άρθρο 128
Απέκδυση αρμοδιότητας
Οι αποφάσεις περί απεκδύσεως αρμοδιότητας, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 54, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, λαμβάνονται από το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή με αιτιολογημένη διάταξη.
Άρθρο 129
Λόγοι απαραδέκτου δημοσίας τάξεως
Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τους κύριους διαδίκους, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη επί των λόγων απαραδέκτου δημοσίας τάξεως.
Άρθρο 130
Ενστάσεις και παρεμπίπτοντα ζητήματα
1. Αν ο καθού ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία, υποβάλλει την αίτησή του με χωριστό δικόγραφο εντός της προθεσμίας του άρθρου 81.
2. Αν ένας διάδικος ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί ή να κρίνει επί άλλου παρεμπίπτοντος ζητήματος, υποβάλλει την αίτησή του με χωριστό δικόγραφο.
3. Οι κατά τις παραγράφους 1 και 2 αιτήσεις περιέχουν έκθεση των ισχυρισμών και επιχειρημάτων επί των οποίων βασίζονται, τα αιτήματα και, συνημμένως, τα προς υποστήριξή τους στοιχεία.
4. Ευθύς μετά την κατάθεση της κατά την παράγραφο 1 αιτήσεως, ο πρόεδρος τάσσει στον προσφεύγοντα προθεσμία προκειμένου να διατυπώσει γραπτώς τους ισχυρισμούς και τα αιτήματά του.
5. Ευθύς μετά την κατάθεση της κατά την παράγραφο 2 αιτήσεως, ο πρόεδρος τάσσει στους λοιπούς διαδίκους προθεσμία προκειμένου να διατυπώσουν γραπτώς τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως.
6. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία επί των κατά τις παραγράφους 1 και 2 αιτήσεων. Το άρθρο 106 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.
7. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει το ταχύτερο δυνατόν επί της αιτήσεως ή, αν τούτο δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις, επιφυλάσσεται να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως. Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αν αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους.
8. Αν το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει την αίτηση ή επιφυλαχθεί να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως, ο πρόεδρος ορίζει νέες προθεσμίες για τη συνέχιση της δίκης.
Άρθρο 131
Αυτεπάγγελτη κατάργηση της δίκης
1. Αν το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί, μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.
2. Αν ο προσφεύγων παύσει να ανταποκρίνεται στις οχλήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τους διαδίκους, να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως με αιτιολογημένη διάταξη ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί.
Άρθρο 132
Προσφυγή προδήλως βάσιμη
Όταν το Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί ενός ή πλειόνων νομικών ζητημάτων ταυτόσημων με τα νομικά ζητήματα που θέτουν οι ισχυρισμοί της προσφυγής και το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα πραγματικά περιστατικά έχουν αποδειχθεί, μπορεί, μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, αφού ακούσει τους διαδίκους, να κηρύξει την προσφυγή προδήλως βάσιμη με αιτιολογημένη διάταξη παραπέμπουσα στη συναφή νομολογία.
Κεφάλαιο 13
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Άρθρο 133
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για τα δικαστικά έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.
Άρθρο 134
Γενικοί κανόνες για την κατανομή των δικαστικών εξόδων
1. Ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.
2. Όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων.
3. Σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.
Άρθρο 135
Επιείκεια και έξοδα προκαλούμενα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως
1. Κατ' εξαίρεση, όταν επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά.
2. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης, ειδικότερα αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα τα οποία το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ως προκληθέντα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.
Άρθρο 136
Δικαστικά έξοδα σε περίπτωση παραιτήσεως
1. Ο παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον ο αντίδικος διατύπωσε σχετικό αίτημα με τις παρατηρήσεις του επί της παραιτήσεως.
2. Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του παραιτουμένου διαδίκου, καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα ο αντίδικος, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του.
3. Σε περίπτωση συμφωνίας των διαδίκων ως προς τα δικαστικά έξοδα, λαμβάνεται απόφαση κατά τη συμφωνία.
4. Εν απουσία αιτημάτων ως προς τα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.
Άρθρο 137
Δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης
Σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του.
Άρθρο 138
Δικαστικά έξοδα των παρεμβαινόντων
1. Τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.
2. Ομοίως, τα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτη, πέραν των κρατών μελών, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, όταν παρεμβαίνουν στη δίκη, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.
3. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.
Άρθρο 139
Έξοδα διαδικασίας
Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρεί δωρεάν, με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων:
α) |
αν το Γενικό Δικαστήριο υποβλήθηκε σε έξοδα που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, ιδίως λόγω του προδήλως καταχρηστικού χαρακτήρα της προσφυγής, μπορεί να καταδικάσει τον διάδικο που τα προκάλεσε στην πληρωμή τους· |
β) |
τα έξοδα για αντιγραφικές και μεταφραστικές εργασίες που έγιναν κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, αν θεωρηθούν από τον γραμματέα ως υπερβολικά, καταβάλλονται από τον διάδικο αυτόν σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας που προβλέπεται στο άρθρο 37· |
γ) |
σε περίπτωση επανειλημμένης μη τηρήσεως των επιταγών του παρόντος κανονισμού ή των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 224, λόγω της οποίας χρειάστηκε να ζητηθεί τακτοποίηση, τα σχετικά έξοδα του Γενικού Δικαστηρίου καταβάλλονται από τον διάδικο που τα προκάλεσε, εφόσον τούτο ζητηθεί από τον γραμματέα, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας που προβλέπεται στο άρθρο 37. |
Άρθρο 140
Δικαστικά έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 139, θεωρούνται δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν:
α) |
τα ποσά που οφείλονται στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες δυνάμει του άρθρου 100· |
β) |
τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων. |
Άρθρο 141
Τρόποι πληρωμής
1. Το ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου και οι οφειλέτες του διενεργούν τις πληρωμές τους σε ευρώ.
2. Αν τα προς απόδοση έξοδα έγιναν σε άλλο νόμισμα και όχι σε ευρώ ή οι πράξεις που συνεπάγονται αποζημίωση έγιναν σε χώρα που δεν έχει το ευρώ ως νόμισμά της, η μετατροπή γίνεται σύμφωνα με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της ημέρας της πληρωμής.
Κεφάλαιο 14
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Άρθρο 142
Αντικείμενο και συνέπειες της παρεμβάσεως
1. Η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο αποκλειστικά την υποστήριξη, εν όλω ή εν μέρει, των αιτημάτων του ενός των κύριων διαδίκων. Δεν συνεπάγεται τα ίδια δικονομικά δικαιώματα με εκείνα των κύριων διαδίκων, ιδίως δε το δικαίωμα να ζητηθεί η διεξαγωγή επ' ακροατηρίου συζητήσεως.
2. Η παρέμβαση είναι παρεπόμενη της κύριας διαφοράς. Καθίσταται άνευ αντικειμένου σε περίπτωση διαγραφής της υποθέσεως από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου, κατόπιν παραιτήσεως ή συμφωνίας μεταξύ των κύριων διαδίκων ή σε περίπτωση που η προσφυγή κριθεί απαράδεκτη.
3. Ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.
Άρθρο 143
Αίτηση παρεμβάσεως
1. Η αίτηση παρεμβάσεως κατατίθεται εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση που προβλέπεται στο άρθρο 79.
2. Η αίτηση παρεμβάσεως περιέχει:
α) |
μνεία της υποθέσεως· |
β) |
μνεία των κύριων διαδίκων· |
γ) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του αιτουμένου την παρέμβαση· |
δ) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του αιτουμένου την παρέμβαση· |
ε) |
τα αιτήματα προς υποστήριξη των οποίων ο αιτούμενος την παρέμβαση ζητεί να παρέμβει· |
στ) |
έκθεση των περιστάσεων που θεμελιώνουν το δικαίωμα παρεμβάσεως, όταν η αίτηση υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 40, δεύτερο ή τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού. |
3. Ο αιτούμενος την παρέμβαση εκπροσωπείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Οργανισμού.
4. Το άρθρο 77, το άρθρο 78, παράγραφοι 3 έως 5, και το άρθρο 139 έχουν εφαρμογή στην αίτηση παρεμβάσεως.
Άρθρο 144
Απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως
1. Η αίτηση παρεμβάσεως επιδίδεται στους κύριους διαδίκους.
2. Ο πρόεδρος παρέχει στους κύριους διαδίκους τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτώς ή προφορικώς τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως παρεμβάσεως και να ζητήσουν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να εξαιρεθούν από την κοινοποίηση προς παρεμβαίνοντα ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα.
3. Αν ο καθού καταθέσει ένσταση απαραδέκτου ή αναρμοδιότητας κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως λαμβάνεται μόνον αφού το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει την ένσταση ή αποφασίσει ότι θα την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.
4. Όταν η αίτηση έχει υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού και οι κύριοι διάδικοι δεν επισήμαναν εμπιστευτικά στοιχεία της δικογραφίας η κοινοποίηση των οποίων στον παρεμβαίνοντα θεωρούν ότι μπορεί να τους βλάψει, η παρέμβαση γίνεται δεκτή με απόφαση του προέδρου.
5. Στις λοιπές περιπτώσεις, ο πρόεδρος αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν με διάταξη επί της αιτήσεως παρεμβάσεως και, ενδεχομένως, επί της κοινοποιήσεως στον παρεμβαίνοντα στοιχείων που επισημάνθηκαν ως εμπιστευτικά.
6. Σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως παρεμβάσεως, η κατά την παράγραφο 5 διάταξη πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να ρυθμίζει τα των δικαστικών εξόδων που αφορούν την αίτηση παρεμβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων του αιτηθέντος την παρέμβαση, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 134 και 135.
7. Αν η αίτηση παρεμβάσεως γίνει δεκτή, κοινοποιούνται στον παρεμβαίνοντα όλα τα έγγραφα της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους κύριους διαδίκους, πλην, ενδεχομένως, των εμπιστευτικών στοιχείων που εξαιρέθηκαν από την κοινοποίηση δυνάμει της παραγράφου 5.
8. Σε περίπτωση ανακλήσεως της αιτήσεως παρεμβάσεως, ο πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή του αιτηθέντος την παρέμβαση από την υπόθεση και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων του αιτηθέντος την παρέμβαση, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 136.
9. Σε περίπτωση ανακλήσεως της παρεμβάσεως, ο πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή του παρεμβαίνοντος από την υπόθεση και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων κατ' εφαρμογήν των άρθρων 136 και 138.
10. Αν η δίκη επί της κύριας υποθέσεως τερματιστεί πριν ληφθεί απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, ο αιτούμενος την παρέμβαση και οι κύριοι διάδικοι φέρουν έκαστος τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά τους. Αντίγραφο της διατάξεως που περατώνει τη δίκη διαβιβάζεται στον αιτούμενο την παρέμβαση.
Άρθρο 145
Υποβολή των υπομνημάτων
1. Ο παρεμβαίνων μπορεί να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως εντός της προθεσμίας που τάσσει ο πρόεδρος.
2. Το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει:
α) |
τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος με τα οποία υποστηρίζονται εν όλω ή εν μέρει τα αιτήματα ενός των κύριων διαδίκων· |
β) |
τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του παρεμβαίνοντος· |
γ) |
ενδεχομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα. |
3. Μετά την κατάθεση του υπομνήματος παρεμβάσεως, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία εντός της οποίας οι κύριοι διάδικοι μπορούν να απαντήσουν στο υπόμνημα.
Κεφάλαιο 15
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΩΓΗ
Άρθρο 146
Γενική διάταξη
1. Κάθε πρόσωπο το οποίο, λόγω της οικονομικής του καταστάσεως, τελεί σε πλήρη ή μερική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα έξοδα της δίκης δικαιούται να τύχει δικαστικής αρωγής.
2. Η αίτηση δικαστικής αρωγής απορρίπτεται αν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί του ενδίκου βοηθήματος για το οποίο ζητείται η αρωγή ή αν η αίτηση αφορά ένδικο βοήθημα προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο.
Άρθρο 147
Αίτηση δικαστικής αρωγής
1. Η αίτηση δικαστικής αρωγής μπορεί να υποβληθεί πριν από την άσκηση της προσφυγής ή ενόσω αυτή εκκρεμεί.
2. Η αίτηση δικαστικής αρωγής συντάσσεται με βάση το υπόδειγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την επιφύλαξη του άρθρου 74, το υπόδειγμα αυτό υπογράφεται από τον αιτούντα ή, εφόσον αυτός εκπροσωπείται, από τον δικηγόρο του. Αιτήσεις δικαστικής αρωγής για τις οποίες δεν έχει χρησιμοποιηθεί το υπόδειγμα δεν λαμβάνονται υπόψη.
3. Η αίτηση δικαστικής αρωγής συνοδεύεται από κάθε στοιχείο και δικαιολογητικό έγγραφο βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η οικονομική κατάσταση του αιτούντος, όπως πιστοποιητικό αρμόδιας εθνικής αρχής που αποδεικνύει την εν λόγω οικονομική κατάσταση.
4. Αν η αίτηση δικαστικής αρωγής υποβάλλεται πριν από την άσκηση της προσφυγής, ο αιτών πρέπει να εκθέσει συνοπτικώς το αντικείμενο της προσφυγής που προτίθεται να ασκήσει, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και την επιχειρηματολογία προς στήριξη της προσφυγής. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα.
5. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, η αίτηση δικαστικής αρωγής συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 3, και στο άρθρο 78, παράγραφος 3. Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή το άρθρο 51, παράγραφος 4, και το άρθρο 78, παράγραφος 5.
6. Αν ο αιτούμενος τη δικαστική αρωγή εκπροσωπείται από δικηγόρο κατά την κατάθεση της αιτήσεως, έχει εφαρμογή το άρθρο 77.
7. Η υποβολή αιτήσεως δικαστικής αρωγής αναστέλλει, για τον αιτούντα, την προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής μέχρι την ημερομηνία επιδόσεως της διατάξεως η οποία αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, στις περιπτώσεις του άρθρου 148, παράγραφος 6, της διατάξεως περί διορισμού του δικηγόρου στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος.
Άρθρο 148
Απόφαση επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής
1. Πριν αποφανθεί επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο για να διατυπώσει γραπτώς τις παρατηρήσεις του, εκτός αν προκύπτει ήδη από τα προσκομισθέντα στοιχεία ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 146, παράγραφος 1, δεν πληρούνται ή ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 146, παράγραφος 2.
2. Επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής αποφασίζει ο πρόεδρος με διάταξη.
3. Η διάταξη με την οποία απορρίπτεται η αίτηση δικαστικής αρωγής αιτιολογείται.
4. Η διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής μπορεί να ορίζει δικηγόρο για την εκπροσώπηση του ενδιαφερομένου, αν ο δικηγόρος αυτός έχει προταθεί από τον αιτούντα με την αίτηση δικαστικής αρωγής και έχει δηλώσει ότι συναινεί να εκπροσωπήσει τον αιτούντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
5. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει προτείνει ο ίδιος δικηγόρο με την αίτηση δικαστικής αρωγής ή κατόπιν διατάξεως περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής ή αν δεν πρέπει να εγκριθεί η επιλογή του, ο γραμματέας διαβιβάζει τη διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής, καθώς και αντίγραφο της αιτήσεως, προς την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους η οποία αναφέρεται στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει την κατοικία του εντός της Ένωσης, ο γραμματέας διαβιβάζει τη διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής, καθώς και αντίγραφο της αιτήσεως, προς την αρμόδια αρχή του κράτους της έδρας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
6. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, ο δικηγόρος στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος ορίζεται με διάταξη, αναλόγως της περιπτώσεως, βάσει των προτάσεων του ενδιαφερομένου ή βάσει των προτάσεων της κατά την παράγραφο 5 αρχής.
7. Η διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής μπορεί να καθορίζει το ποσό το οποίο θα καταβληθεί στον δικηγόρο που θα εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο ή ένα ανώτατο ποσό το οποίο δεν μπορούν, καταρχήν, να υπερβούν οι δαπάνες και η αμοιβή του δικηγόρου. Η διάταξη αυτή μπορεί να προβλέπει συμμετοχή του ενδιαφερομένου στα κατά το άρθρο 149, παράγραφος 1, έξοδα, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής του καταστάσεως.
8. Οι εκδιδόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου διατάξεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο.
9. Με την επιφύλαξη του άρθρου 147, παράγραφος 6, οι επιδόσεις προς τον αιτούμενο τη δικαστική αρωγή και προς τους λοιπούς διαδίκους γίνονται κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 80, παράγραφος 1, τρόπο.
Άρθρο 149
Προκαταβολές και ανάληψη των εξόδων
1. Σε περίπτωση χορηγήσεως του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, το ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου αναλαμβάνει, εντός των τυχόν καθορισθέντων ορίων, τα έξοδα επικουρήσεως και εκπροσωπήσεως του αιτούντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση προκαταβολής προς τον διορισθέντα σύμφωνα με το άρθρο 148 δικηγόρο, κατόπιν αιτήσεώς του.
2. Αν, δυνάμει της αποφάσεως ή διατάξεως που περατώνει τη δίκη, ο δικαιούχος του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής φέρει τα δικαστικά έξοδά του, ο πρόεδρος καθορίζει, με αιτιολογημένη διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο, τις δαπάνες και την αμοιβή του δικηγόρου που βαρύνουν το ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου.
3. Αν, με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη, το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε άλλον διάδικο στα δικαστικά έξοδα του δικαιούχου του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, ο διάδικος αυτός υποχρεούται να αποδώσει στο ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου τα ποσά που προκαταβλήθηκαν ως δικαστική αρωγή.
4. Ο γραμματέας φροντίζει για την είσπραξη των κατά την παράγραφο 3 ποσών από τον διάδικο που καταδικάστηκε στην καταβολή τους.
5. Αν ηττηθεί ο δικαιούχος του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, για λόγους επιείκειας, αποφαινόμενο επί των δικαστικών εξόδων με την απόφαση ή διάταξη που περατώνει τη δίκη, να αποφασίσει ότι ένας ή περισσότεροι από τους λοιπούς διαδίκους θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα ή ότι τα έξοδα αυτά θα βαρύνουν, εν όλω ή εν μέρει, το ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής.
Άρθρο 150
Ανάκληση του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής
1. Αν οι συνθήκες που οδήγησαν στην παροχή του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της δίκης, ο πρόεδρος μπορεί να ανακαλέσει το ευεργέτημα αυτό είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως, μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου.
2. Η διάταξη περί ανακλήσεως του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο.
Κεφάλαιο 16
ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Άρθρο 151
Απόφαση περί εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας
1. Λόγω του ιδιαιτέρως επείγοντος χαρακτήρα και των περιστάσεων της υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήσεως είτε του προσφεύγοντος είτε του καθού και αφού ακούσει τον αντίδικο, να αποφασίσει την εκδίκασή της με ταχεία διαδικασία. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται το ταχύτερο δυνατόν.
2. Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως, μετά από ακρόαση των κύριων διαδίκων, την εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία.
3. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου περί εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία μπορεί να τάσσει όρους ως προς την έκταση και τη μορφή των υπομνημάτων των κύριων διαδίκων, την περαιτέρω εξέλιξη της δίκης, ή τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο.
4. Αν ένας από τους κύριους διαδίκους δεν συμμορφώνεται προς οποιονδήποτε από τους όρους της παραγράφου 3, η απόφαση περί εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία είναι δυνατόν να ανακληθεί. Στην περίπτωση αυτή, η δίκη συνεχίζεται με τη συνήθη διαδικασία.
Άρθρο 152
Αίτηση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας
1. Η αίτηση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο κατά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής ή του υπομνήματος αντικρούσεως και περιέχει αιτιολογία προσδιορίζουσα τον ιδιαιτέρως επείγοντα χαρακτήρα και τις λοιπές συναφείς περιστάσεις.
2. Στην αίτηση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας είναι δυνατόν να εκτίθεται ότι ορισμένοι ισχυρισμοί ή ορισμένα επιχειρήματα ή ορισμένα χωρία του δικογράφου της προσφυγής ή του υπομνήματος αντικρούσεως διατυπώνονται μόνο για την περίπτωση που η υπόθεση δεν θα εκδικαστεί με ταχεία διαδικασία, ιδίως με την επισύναψη στην αίτηση συνοπτικής αποδόσεως του δικογράφου της προσφυγής καθώς και καταλόγου παραρτημάτων και των παραρτημάτων τα οποία και μόνον πρέπει να ληφθούν υπόψη στην περίπτωση που η υπόθεση θα εκδικαστεί με ταχεία διαδικασία.
Άρθρο 153
Εκδίκαση κατά προτεραιότητα
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 67, παράγραφος 1, οι υποθέσεις τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να κρίνει με ταχεία διαδικασία εκδικάζονται κατά προτεραιότητα.
Άρθρο 154
Έγγραφη διαδικασία
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 81, παράγραφος 1, αν ο προσφεύγων έχει ζητήσει την εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, η προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως είναι ένας μήνας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 81, παράγραφος 3.
2. Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει να μη δεχθεί την αίτηση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας, παρέχεται στον καθού πρόσθετη προθεσμία ενός μηνός για να καταθέσει ή, αναλόγως της περιπτώσεως, να συμπληρώσει το υπόμνημα αντικρούσεως.
3. Στο πλαίσιο της ταχείας διαδικασίας, τα υπομνήματα που προβλέπονται στο άρθρο 83, παράγραφος 1, και στο άρθρο 145, παράγραφοι 1 και 3, μπορούν να κατατεθούν μόνον αν το Γενικό Δικαστήριο το επιτρέψει στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που λαμβάνει σύμφωνα με τα άρθρα 88 έως 90.
4. Στο πλαίσιο της ταχείας διαδικασίας, ο πρόεδρος λαμβάνει υπόψη, κατά τον καθορισμό των προθεσμιών που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, τον ιδιαιτέρως επείγοντα χαρακτήρα της εκδικάσεως της υποθέσεως.
Άρθρο 155
Προφορική διαδικασία
1. Αν αποφασιστεί η εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία το συντομότερο δυνατόν μετά την κατάθεση της προκαταρκτικής εκθέσεως από τον εισηγητή δικαστή. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, πάντως, να αποφανθεί χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας αν οι κύριοι διάδικοι δηλώσουν ότι δεν θα μετάσχουν σε επ' ακροατηρίου συζήτηση, το δε Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας.
2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 84 και 85, οι κύριοι διάδικοι μπορούν να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους και να προτείνουν αποδεικτικά μέσα κατά την προφορική διαδικασία, υπό τον όρον ότι δικαιολογούν την καθυστερημένη προβολή ή πρότασή τους.
Άρθρο 156
Αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων
1. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της πράξεως οργάνου, σύμφωνα με τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 157 ΣΕΚΑΕ, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
2. Αίτηση για άλλα προσωρινά μέτρα μεταξύ αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 279 ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από κύριο διάδικο σε υπόθεση ήδη εκκρεμή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αφορά την υπόθεση αυτή.
3. Οι αιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Περιλαμβάνουν όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και αναφέρουν τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα προς δικαιολόγηση της λήψεως των προσωρινών μέτρων.
4. Η αίτηση υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 76 έως 78.
Άρθρο 157
Διαδικασία
1. Η αίτηση επιδίδεται στον αντίδικο, στον οποίο ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου τάσσει σύντομη προθεσμία για την υποβολή των γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεών του.
2. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να κάνει δεκτή την αίτηση και πριν ακόμα ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Το μέτρο αυτό μπορεί μεταγενέστερα να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως.
3. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφασίζει, ενδεχομένως, για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και τη διεξαγωγή αποδείξεων.
4. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, έχουν εφαρμογή τα άρθρα 11 και 12.
Άρθρο 158
Απόφαση επί της αιτήσεως
1. Ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφασίζει επί της αιτήσεως με αιτιολογημένη διάταξη. Η διάταξη αυτή επιδίδεται αμέσως στους διαδίκους.
2. Η εκτέλεση της διατάξεως μπορεί να εξαρτηθεί από εγγυοδοσία του αιτούντος, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις.
3. Η διάταξη μπορεί να καθορίζει ημερομηνία μετά την πάροδο της οποίας το μέτρο παύει να ισχύει. Στην αντίθετη περίπτωση, το μέτρο παύει να ισχύει από τη δημοσίευση της αποφάσεως με την οποία τερματίζεται η δίκη.
4. Η διάταξη έχει προσωρινό μόνο χαρακτήρα και ουδόλως προδικάζει την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου επί της κύριας υποθέσεως.
5. Με τη διάταξη που περατώνει τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση ή η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου επί της κύριας υποθέσεως. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υποθέσεως, με τη διάταξη αυτή λαμβάνεται απόφαση ως προς τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 134 έως 138.
Άρθρο 159
Μεταβολή των περιστάσεων
Κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, η διάταξη μπορεί οποτεδήποτε να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί λόγω μεταβολής των περιστάσεων.
Άρθρο 160
Νέα αίτηση
Η απόρριψη της αιτήσεως για τη λήψη προσωρινού μέτρου δεν κωλύει τον κύριο διάδικο που την είχε υποβάλει να καταθέσει άλλη αίτηση στηριζόμενη σε νέα περιστατικά.
Άρθρο 161
Αίτηση δυνάμει των άρθρων 280 ΣΛΕΕ, 299 ΣΛΕΕ και 164 ΣΕΚΑΕ
1. Η αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου ή πράξεως του Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που υποβάλλεται δυνάμει των άρθρων 280 ΣΛΕΕ, 299 ΣΛΕΕ και 164 ΣΕΚΑΕ, διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος.
2. Η διάταξη που κάνει δεκτή την αίτηση καθορίζει, ενδεχομένως, την ημερομηνία από την οποία το προσωρινό μέτρο παύει να ισχύει.
Κεφάλαιο 17
ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 162
Ανάθεση της αιτήσεως
1. Οι αιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο ανατίθενται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την απόφαση ή διάταξη την οποία αφορά η αίτηση.
2. Αν αποδεικνύεται αδύνατο να επιτευχθεί η κατά τα άρθρα 23 και 24 απαρτία, η αίτηση ανατίθεται σε άλλον δικαστικό σχηματισμό συγκείμενο από τον αυτό αριθμό δικαστών. Αν η απόφαση ή διάταξη εκδόθηκε από μονομελή σχηματισμό, η αίτηση ανατίθεται σε άλλον δικαστή.
Άρθρο 163
Αναστολή της διαδικασίας
Όταν αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου και μία από τις αιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, πλην των αιτήσεων των άρθρων 164 και 165, αφορούν την ίδια απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, ο πρόεδρος μπορεί, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως.
Άρθρο 164
Διόρθωση των αποφάσεων και διατάξεων
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ερμηνείας των αποφάσεων και διατάξεων, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διορθώσει γραφικά ή λογιστικά λάθη ή προφανείς ανακρίβειες αποφάσεως ή διατάξεως είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου.
2. Η αίτηση διορθώσεως υποβάλλεται εντός δύο εβδομάδων από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την επίδοση της διατάξεως.
3. Όταν η διόρθωση αφορά το διατακτικό ή κάποιο σημείο του σκεπτικού που αποτελεί αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού, οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσεται από τον πρόεδρο.
4. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει με διάταξη.
5. Το πρωτότυπο της διατάξεως περί διορθώσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως ή διατάξεως που διορθώνεται. Σημείωση της διατάξεως αυτής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αποφάσεως ή διατάξεως που διορθώνεται.
Άρθρο 165
Παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί
1. Αν το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί είτε ως προς ένα μεμονωμένο σημείο των αιτημάτων είτε ως προς τα δικαστικά έξοδα, ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποβάλλει αίτηση στο Γενικό Δικαστήριο.
2. Η αίτηση υποβάλλεται εντός μηνός από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την επίδοση της διατάξεως.
3. Η αίτηση επιδίδεται στους λοιπούς διαδίκους, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσεται από τον πρόεδρο.
4. Το Γενικό Δικαστήριο, αφού παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, αποφασίζει με διάταξη τόσο για το παραδεκτό όσο και για το βάσιμο της αιτήσεως.
Άρθρο 166
Ανακοπή ερημοδικίας
1. Κατά το άρθρο 41 του Οργανισμού, η ερήμην απόφαση υπόκειται σε ανακοπή.
2. Η ανακοπή ασκείται από τον ερημοδικήσαντα καθού εντός μηνός από την επίδοση της ερήμην αποφάσεως. Κατατίθεται σύμφωνα με τα άρθρα 76 έως 78.
3. Μετά την επίδοση της ανακοπής, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών του.
4. Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις, κατά περίπτωση, του τίτλου 3 ή του τίτλου 4.
5. Το Γενικό Δικαστήριο εκδίδει απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή.
6. Το πρωτότυπο της αποφάσεως αυτής επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην. Σημείωση της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της ερήμην αποφάσεως.
Άρθρο 167
Τριτανακοπή
1. Οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78 έχουν εφαρμογή στην τριτανακοπή που ασκείται δυνάμει του άρθρου 42 του Οργανισμού. Αυτή πρέπει επιπλέον να:
α) |
προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη· |
β) |
αναφέρει κατά τι η προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη βλάπτει τα δικαιώματα του τριτανακόπτοντος· |
γ) |
αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο τριτανακόπτων δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκη. |
2. Η τριτανακοπή ασκείται εντός δύο μηνών από την κατά το άρθρο 122 δημοσίευση.
3. Κατόπιν αιτήσεως του τριτανακόπτοντος, μπορεί να διαταχθεί αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Οι διατάξεις των άρθρων 156 έως 161 έχουν εν προκειμένω εφαρμογή.
4. Η τριτανακοπή επιδίδεται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσεται από τον πρόεδρο.
5. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει αφού παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.
6. Η προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη μεταρρυθμίζεται κατά το μέρος που γίνεται δεκτή η τριτανακοπή.
7. Το πρωτότυπο της αποφάσεως ή διατάξεως επί της τριτανακοπής επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της αποφάσεως ή διατάξεως επί της τριτανακοπής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως.
Άρθρο 168
Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων
1. Κατά το άρθρο 43 του Οργανισμού, το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την έννοια και την έκταση των αποτελεσμάτων αποφάσεως ή διατάξεως, είναι αρμόδιο για την ερμηνεία της, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή οργάνου της Ένωσης που έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο.
2. Η αίτηση ερμηνείας υποβάλλεται εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την επίδοση της διατάξεως.
3. Η αίτηση ερμηνείας κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Η αίτηση αυτή προσδιορίζει επιπλέον:
α) |
την προς ερμηνεία απόφαση ή διάταξη· |
β) |
τα χωρία των οποίων ζητείται η ερμηνεία. |
4. Η αίτηση ερμηνείας επιδίδεται στους λοιπούς διαδίκους, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσεται από τον πρόεδρο.
5. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει αφού παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.
6. Το πρωτότυπο της ερμηνευτικής αποφάσεως ή διατάξεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της ερμηνευομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της ερμηνευτικής αποφάσεως ή διατάξεως γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της ερμηνευομένης αποφάσεως ή διατάξεως.
Άρθρο 169
Αναθεώρηση
1. Κατά το άρθρο 44 του Οργανισμού, η αναθεώρηση αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να ζητηθεί μόνον εφόσον γίνει γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο, πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την επίδοση της διατάξεως, ήταν άγνωστο στο Γενικό Δικαστήριο και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση.
2. Με την επιφύλαξη της δεκαετούς προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 44, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, η αναθεώρηση ζητείται εντός τριών μηνών από την ημέρα που ο αιτών έλαβε γνώση του γεγονότος στο οποίο στηρίζεται η αίτηση αναθεωρήσεως.
3. Οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78 έχουν εφαρμογή στην αίτηση αναθεωρήσεως. Η αίτηση πρέπει επιπλέον να:
α) |
προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη· |
β) |
αναφέρει τα σημεία ως προς τα οποία προσβάλλεται η απόφαση ή διάταξη· |
γ) |
περιγράφει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση· |
δ) |
καθορίζει τα μέσα με τα οποία μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη γεγονότων που δικαιολογούν την αναθεώρηση και από τα οποία συνάγεται ότι οι προθεσμίες της παραγράφου 2 έχουν τηρηθεί. |
4. Η αίτηση αναθεωρήσεως επιδίδεται στους λοιπούς διαδίκους, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσεται από τον πρόεδρο.
5. Χωρίς να προδικάσει την ουσία, το Γενικό Δικαστήριο, αφού παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, εκδίδει διάταξη επί του παραδεκτού της αιτήσεως.
6. Αν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει την αίτηση παραδεκτή, αποφαίνεται επί της ουσίας της υποθέσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
7. Το πρωτότυπο της αποφάσεως ή διατάξεως επί της αναθεωρήσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αναθεωρουμένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της αποφάσεως ή διατάξεως επί της αναθεωρήσεως γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αναθεωρουμένης αποφάσεως ή διατάξεως.
Άρθρο 170
Αμφισβήτηση σχετικά με τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα
1. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποβάλλει σχετική αίτηση στο Γενικό Δικαστήριο. Η αίτηση κατατίθεται σύμφωνα με τα άρθρα 76 έως 78.
2. Η αίτηση επιδίδεται στον διάδικο τον οποίο αφορά η αίτηση αυτή, ο οποίος μπορεί να καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσεται από τον πρόεδρο.
3. Το Γενικό Δικαστήριο, αφού παράσχει στον διάδικο τον οποίο αφορά η αίτηση τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο.
4. Οι διάδικοι μπορούν, προκειμένου να χωρήσει εκτέλεση, να ζητήσουν κεκυρωμένο αντίγραφο της διατάξεως αυτής.
ΤΙΤΛΟΣ 4
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Άρθρο 171
Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται επί των προσφυγών που βάλλουν κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 1, και αφορούν την εφαρμογή των κανόνων περί καθεστώτος πνευματικής ιδιοκτησίας.
Κεφάλαιο 1
ΔΙΑΔΙΚΟΙ
Άρθρο 172
Καθού
Η προσφυγή ασκείται κατά του Γραφείου, ως καθού, στο οποίο ανήκει το τμήμα προσφυγών που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Άρθρο 173
Ιδιότητα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου των λοιπών διαδίκων στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών
1. Οι διάδικοι στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία πλην του προσφεύγοντος μπορούν να συμμετάσχουν στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκη ως παρεμβαίνοντες εφόσον απαντήσουν στην προσφυγή νομοτύπως και εμπροθέσμως.
2. Πριν από τη λήξη της προθεσμίας καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως, ένας διάδικος στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία πλην του προσφεύγοντος καθίσταται διάδικος στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκη με την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος καταθέτοντας διαδικαστικό έγγραφο. Παύει να έχει την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αν δεν απαντήσει στην προσφυγή νομοτύπως και εμπροθέσμως. Στην περίπτωση αυτή, ο παρεμβαίνων φέρει τα σχετικά με τα διαδικαστικά έγγραφα που κατέθεσε δικαστικά έξοδά του.
3. Ο κατά τις παραγράφους 1 και 2 παρεμβαίνων έχει τα ίδια δικονομικά δικαιώματα με τους κύριους διαδίκους. Έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει τα αιτήματα ενός των κύριων διαδίκων καθώς και να προβάλει αιτήματα και ισχυρισμούς αυτοτελείς σε σχέση προς εκείνους των κύριων διαδίκων.
4. Ο διάδικος στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία πλην του προσφεύγοντος, ο οποίος καθίσταται διάδικος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, εκπροσωπείται σύμφωνα με το άρθρο 19 του Οργανισμού.
5. Το άρθρο 77 και το άρθρο 78, παράγραφοι 3 έως 5, έχουν εφαρμογή στο κατά την παράγραφο 2 διαδικαστικό έγγραφο.
6. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 123, η ερήμην διαδικασία δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που ένας παρεμβαίνων κατά τις παραγράφους 1 και 2 έχει απαντήσει στην προσφυγή νομοτύπως και εμπροθέσμως.
Άρθρο 174
Υποκατάσταση διαδίκου
Οσάκις το επίδικο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας έχει μεταβιβαστεί από διάδικο στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου διαδικασία προς τρίτον, ο δικαιοδόχος μπορεί να ζητήσει να υποκαταστήσει τον αρχικό διάδικο στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης.
Άρθρο 175
Αίτηση υποκαταστάσεως
1. Η αίτηση υποκαταστάσεως υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο. Η κατάθεσή της είναι δυνατή σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης.
2. Η αίτηση αυτή περιέχει:
α) |
μνεία της υποθέσεως· |
β) |
προσδιορισμό των διαδίκων καθώς και του διαδίκου τον οποίο ο αιτών προτίθεται να υποκαταστήσει· |
γ) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του αιτούντος· |
δ) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του αιτούντος· |
ε) |
έκθεση των περιστάσεων που δικαιολογούν την υποκατάσταση, συνοδευόμενη από τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία. |
3. Ο αιτούμενος την υποκατάσταση εκπροσωπείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Οργανισμού.
4. Το άρθρο 77, το άρθρο 78, παράγραφοι 3 έως 5, και το άρθρο 139 έχουν εφαρμογή στην αίτηση υποκαταστάσεως.
Άρθρο 176
Απόφαση επί της αιτήσεως υποκαταστάσεως
1. Η αίτηση υποκαταστάσεως επιδίδεται στους διαδίκους.
2. Ο πρόεδρος παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτώς ή προφορικώς τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως υποκαταστάσεως.
3. Απόφαση επί της αιτήσεως υποκαταστάσεως λαμβάνεται με αιτιολογημένη διάταξη του προέδρου ή με την απόφαση ή διάταξη που τερματίζει τη δίκη.
4. Σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως υποκαταστάσεως, τα των δικαστικών εξόδων που αφορούν την εν λόγω αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων του αιτηθέντος την υποκατάσταση, ρυθμίζονται κατ' εφαρμογήν των άρθρων 134 και 135.
5. Αν η αίτηση υποκαταστάσεως γίνει δεκτή, ο δικαιοδόχος αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο στο οποίο βρίσκεται κατά τον χρόνο της υποκαταστάσεως. Δεσμεύεται από τα διαδικαστικά έγγραφα που έχει καταθέσει ο διάδικος τον οποίο υποκαθιστά.
Κεφάλαιο 2
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΕΩΣ
Άρθρο 177
Προσφυγή
1. Το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει:
α) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του προσφεύγοντος· |
β) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του προσφεύγοντος· |
γ) |
προσδιορισμό του Γραφείου κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή· |
δ) |
το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών· |
ε) |
τα αιτήματα του προσφεύγοντος. |
2. Αν ο προσφεύγων δεν ήταν ο μοναδικός διάδικος στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου διαδικασία, το δικόγραφο της προσφυγής περιλαμβάνει επίσης τα ονοματεπώνυμα όλων των διαδίκων στη διαδικασία αυτή και τις διευθύνσεις που είχαν δηλώσει για τις κοινοποιήσεις.
3. Στο δικόγραφο της προσφυγής επισυνάπτεται η προσβαλλόμενη απόφαση του τμήματος προσφυγών. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα.
4. Αν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής του πρόσφατη απόδειξη περί της νομικής υποστάσεώς του (απόσπασμα του βιβλίου των εμπορικών εταιρειών, απόσπασμα του βιβλίου των σωματείων ή κάθε άλλο επίσημο έγγραφο).
5. Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 3.
6. Το άρθρο 77 έχει εν προκειμένω εφαρμογή.
7. Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 έως 5, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την τακτοποίηση του δικογράφου. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.
Άρθρο 178
Επίδοση του δικογράφου της προσφυγής
1. Ο γραμματέας πληροφορεί για την κατάθεση της προσφυγής το καθού και όλους τους διαδίκους στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 80, παράγραφος 1, τρόπο. Προβαίνει στην επίδοση του δικογράφου της προσφυγής αφού καθοριστεί η γλώσσα διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 4, και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στην επίδοση της μεταφράσεως του δικογράφου της προσφυγής στη γλώσσα διαδικασίας.
2. Το δικόγραφο της προσφυγής επιδίδεται στο καθού με συστημένη ταχυδρομική αποστολή, έναντι αποδείξεως παραλαβής, επικυρωμένου αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής ή με παράδοση του αντιγράφου αυτού έναντι αποδεικτικού. Αν το καθού έχει εκ των προτέρων συναινέσει στην προς αυτό αποστολή των δικογράφων προσφυγής με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 4, ή με φαξ, η επίδοση του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να διενεργηθεί με το μέσο αυτό.
3. Η επίδοση του δικογράφου της προσφυγής σε διάδικο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας διενεργείται με τον τρόπο στον οποίο αυτός έχει συναινέσει κατά την κατάθεση του κατά το άρθρο 173, παράγραφος 2, διαδικαστικού εγγράφου και, σε περίπτωση μη καταθέσεως διαδικαστικού εγγράφου, με συστημένη ταχυδρομική αποστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής στη διεύθυνση που έχει δηλώσει ο διάδικος για τις κοινοποιήσεις στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας.
4. Στις προβλεπόμενες στο άρθρο 177, παράγραφος 7, περιπτώσεις, η επίδοση γίνεται μετά την τακτοποίηση ή μόλις το Γενικό Δικαστήριο κρίνει την προσφυγή παραδεκτή από πλευράς των τυπικών προϋποθέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό.
5. Ευθύς μετά την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής, το καθού διαβιβάζει στο Γενικό Δικαστήριο τον φάκελο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας.
Άρθρο 179
Διάδικοι που επιτρέπεται να καταθέσουν υπόμνημα αντικρούσεως
Το καθού και οι διάδικοι στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία πλην του προσφεύγοντος καταθέτουν υπομνήματα αντικρούσεως της προσφυγής εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής. Η προθεσμία αυτή μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου.
Άρθρο 180
Υπόμνημα αντικρούσεως
1. Το υπόμνημα αντικρούσεως περιέχει:
α) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του διαδίκου που το καταθέτει· |
β) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του διαδίκου· |
γ) |
τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και επιχειρήματα· |
δ) |
τα αιτήματα του διαδίκου που το καταθέτει. |
2. Το άρθρο 177, παράγραφοι 4 έως 7, έχει εφαρμογή στο υπόμνημα αντικρούσεως.
Άρθρο 181
Περάτωση της έγγραφης διαδικασίας
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου 3, η έγγραφη διαδικασία περατώνεται μετά την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως του καθού και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του κατά το άρθρο 173 παρεμβαίνοντος.
Κεφάλαιο 3
ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Άρθρο 182
Αντίθετη προσφυγή
1. Οι διάδικοι στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία πλην του προσφεύγοντος μπορούν να ασκήσουν αντίθετη προσφυγή εντός της ίδιας προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή του υπομνήματος αντικρούσεως.
2. Η αντίθετη προσφυγή ασκείται με χωριστό δικόγραφο, το οποίο διακρίνεται από το υπόμνημα αντικρούσεως.
Άρθρο 183
Περιεχόμενο του δικογράφου της αντίθετης προσφυγής
Το δικόγραφο της αντίθετης προσφυγής περιέχει:
α) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του διαδίκου που την καταθέτει· |
β) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του διαδίκου· |
γ) |
τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και επιχειρήματα· |
δ) |
τα αιτήματα. |
Άρθρο 184
Αιτήματα, ισχυρισμοί και επιχειρήματα της αντίθετης προσφυγής
1. Με τα αιτήματα της αντίθετης προσφυγής ζητείται η ακύρωση ή η μεταρρύθμιση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών ως προς ζήτημα το οποίο δεν αφορά η προσφυγή.
2. Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί και επιχειρήματα προσδιορίζουν επακριβώς τα σημεία του αιτιολογικού της προσβαλλομένης αποφάσεως που αμφισβητούνται.
Άρθρο 185
Απάντηση στην αντίθετη προσφυγή
Σε περίπτωση καταθέσεως αντίθετης προσφυγής, οι λοιποί διάδικοι μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα του οποίου το αντικείμενο περιορίζεται στην απάντηση στα αιτήματα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα της αντίθετης προσφυγής εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της αντίθετης προσφυγής. Η προθεσμία αυτή μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου.
Άρθρο 186
Περάτωση της έγγραφης διαδικασίας
Σε περίπτωση καταθέσεως αντίθετης προσφυγής, η έγγραφη διαδικασία περατώνεται μετά την κατάθεση του τελευταίου υπομνήματος προς απάντηση στην εν λόγω αντίθετη προσφυγή.
Άρθρο 187
Σχέση μεταξύ κύριας προσφυγής και αντίθετης προσφυγής
Η αντίθετη προσφυγή λογίζεται ως άνευ αντικειμένου:
α) |
όταν ο προσφεύγων παραιτείται από την κύρια προσφυγή· |
β) |
όταν η κύρια προσφυγή κρίνεται προδήλως απαράδεκτη. |
Κεφάλαιο 4
ΛΟΙΠΑ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Άρθρο 188
Αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφοράς
Τα υπομνήματα που καταθέτουν οι διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να μεταβάλουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς.
Άρθρο 189
Έκταση των δικογράφων
1. Το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 224, τη μέγιστη επιτρεπόμενη έκταση των δικογράφων που κατατίθενται στο πλαίσιο του παρόντος τίτλου.
2. Η υπέρβαση της μέγιστης εκτάσεως των δικογράφων μπορεί να επιτραπεί από τον πρόεδρο μόνον σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως περίπλοκων, από νομικής ή πραγματικής απόψεως, υποθέσεων.
Άρθρο 190
Ρύθμιση των δικαστικών εξόδων
1. Οσάκις γίνεται δεκτή προσφυγή κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι το καθού φέρει μόνον τα δικαστικά έξοδά του.
2. Τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας θεωρούνται ως έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν.
Άρθρο 191
Λοιπές εφαρμοστέες διατάξεις
Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος τίτλου, στις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του τίτλου 3.
ΤΙΤΛΟΣ 5
ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Άρθρο 192
Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται στις αναιρέσεις κατά των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 9 και 10 του παραρτήματος I του Οργανισμού.
Κεφάλαιο 1
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ
Άρθρο 193
Κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως
1. Η αναίρεση ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.
2. Η γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαβιβάζει αμέσως τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης και, κατά περίπτωση, την αίτηση αναιρέσεως στη γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.
Άρθρο 194
Περιεχόμενο της αιτήσεως αναιρέσεως
1. Η αίτηση αναιρέσεως περιέχει:
α) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του αναιρεσείοντος· |
β) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του αναιρεσείοντος· |
γ) |
προσδιορισμό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης· |
δ) |
προσδιορισμό των λοιπών διαδίκων στην ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκη· |
ε) |
τους προβαλλόμενους λόγους και επιχειρήματα καθώς και συνοπτική έκθεση των λόγων αυτών· |
στ) |
τα αιτήματα του αναιρεσείοντος. |
2. Στην αίτηση αναιρέσεως γίνεται μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα.
3. Αν ο αναιρεσείων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επισυνάπτει στην αίτηση αναιρέσεως πρόσφατη απόδειξη περί της νομικής υποστάσεώς του (απόσπασμα του βιβλίου των εμπορικών εταιρειών, απόσπασμα του βιβλίου των σωματείων ή κάθε άλλο επίσημο έγγραφο).
4. Η αίτηση αναιρέσεως συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 3.
5. Το άρθρο 77 έχει εν προκειμένω εφαρμογή.
6. Αν το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 έως 4, ο γραμματέας τάσσει στον αναιρεσείοντα εύλογη προθεσμία για την τακτοποίησή του. Αν εντός της ταχθείσας προθεσμίας δεν γίνει η τακτοποίηση, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως.
Άρθρο 195
Αιτήματα, λόγοι και επιχειρήματα της αιτήσεως αναιρέσεως
1. Τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της κρίσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όπως αυτή περιλαμβάνεται στο διατακτικό της αποφάσεως ή της διατάξεως.
2. Οι προβαλλόμενοι λόγοι και επιχειρήματα προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης που αμφισβητούνται.
Άρθρο 196
Αιτήματα σε περίπτωση που κριθεί βάσιμη η αίτηση αναιρέσεως
1. Τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο, αν αυτή κριθεί βάσιμη, την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένης της υποβολής νέου αιτήματος. Η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκης.
2. Όταν ο αναιρεσείων, σε περίπτωση αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως, ζητεί την αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση από το Γενικό Δικαστήριο.
Κεφάλαιο 2
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ
Άρθρο 197
Επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως
1. Η αίτηση αναιρέσεως επιδίδεται στους λοιπούς διαδίκους της συγκεκριμένης ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υποθέσεως. Το άρθρο 80, παράγραφος 1, έχει εν προκειμένω εφαρμογή.
2. Στην περίπτωση του άρθρου 194, παράγραφος 6, η επίδοση γίνεται μετά την τακτοποίηση ή μόλις το Γενικό Δικαστήριο κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή από πλευράς των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.
Άρθρο 198
Διάδικοι που επιτρέπεται να καταθέσουν υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως
Κάθε διάδικος της συγκεκριμένης ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υποθέσεως που έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να υποβάλει υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως εντός δύο μηνών από την επίδοσή της. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.
Άρθρο 199
Περιεχόμενο του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως
1. Το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως περιέχει:
α) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του διαδίκου που το υποβάλλει· |
β) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του διαδίκου· |
γ) |
την ημερομηνία κατά την οποία του επιδόθηκε η αίτηση αναιρέσεως· |
δ) |
τους προβαλλόμενους λόγους και επιχειρήματα· |
ε) |
τα αιτήματα. |
2. Το άρθρο 194, παράγραφοι 3 έως 6, έχει εφαρμογή επί του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως.
Άρθρο 200
Αιτήματα του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως
Με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως ζητείται να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί ολικώς ή μερικώς η αίτηση αναιρέσεως.
Άρθρο 201
Απάντηση και ανταπάντηση
1. Το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως μπορούν να συμπληρωθούν με απάντηση και ανταπάντηση μόνον αν ο πρόεδρος, κατόπιν σχετικής αιτιολογημένης αιτήσεως του αναιρεσείοντος που υποβάλλεται εντός επτά ημερών από την επίδοση του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως, το κρίνει αναγκαίο, προκειμένου ιδίως να επιτρέψει στον αναιρεσείοντα να λάβει θέση επί ενστάσεως απαραδέκτου ή επί νέων στοιχείων που προβάλλονται με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.
2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να κατατεθεί η απάντηση και, κατά την επίδοση του υπομνήματος αυτού, την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να κατατεθεί η ανταπάντηση. Μπορεί να περιορίσει τον αριθμό των σελίδων και το αντικείμενο των εν λόγω υπομνημάτων.
Κεφάλαιο 3
ΑΝΤΑΝΑΙΡΕΣΗ
Άρθρο 202
Ανταναίρεση
1. Οι διάδικοι που αναφέρονται στο άρθρο 198 μπορούν να ασκήσουν ανταναίρεση εντός της ίδιας προθεσμίας με αυτή που προβλέπεται για την υποβολή του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως.
2. Η ανταναίρεση ασκείται με χωριστό δικόγραφο, το οποίο διαφέρει από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.
Άρθρο 203
Περιεχόμενο του δικογράφου της ανταναιρέσεως
Το δικόγραφο της ανταναιρέσεως περιέχει:
α) |
το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του ανταναιρεσείοντος· |
β) |
προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του εκπροσώπου του ανταναιρεσείοντος· |
γ) |
την ημερομηνία κατά την οποία του επιδόθηκε η αίτηση αναιρέσεως· |
δ) |
τους προβαλλόμενους λόγους και επιχειρήματα· |
ε) |
τα αιτήματα. |
Άρθρο 204
Αιτήματα, λόγοι και επιχειρήματα της ανταναιρέσεως
1. Τα αιτήματα της ανταναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.
2. Μπορούν επίσης να έχουν ως αντικείμενο την αναίρεση ρητής ή σιωπηρής αποφάνσεως περί του παραδεκτού της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγής.
3. Οι προβαλλόμενοι λόγοι και επιχειρήματα προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης που αμφισβητούνται. Πρέπει να διαφέρουν από τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλονται με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.
Κεφάλαιο 4
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ
Άρθρο 205
Υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως
Όταν ασκείται ανταναίρεση, ο αναιρεσείων ή κάθε άλλος διάδικος της συγκεκριμένης ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υποθέσεως που έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η ανταναίρεση μπορεί να υποβάλει, εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της ανταναιρέσεως, υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως το οποίο περιορίζεται στους προβαλλόμενους με την ανταναίρεση λόγους. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.
Άρθρο 206
Απάντηση και ανταπάντηση επί ανταναιρέσεως
1. Το δικόγραφο της ανταναιρέσεως και το υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως μπορούν να συμπληρωθούν με απάντηση και ανταπάντηση μόνον αν ο πρόεδρος, κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του ανταναιρεσείοντος που υποβάλλεται εντός επτά ημερών από την επίδοση του υπομνήματος επί της ανταναιρέσεως, το κρίνει αναγκαίο, προκειμένου ιδίως να επιτρέψει στον ανταναιρεσείοντα να λάβει θέση επί ενστάσεως απαραδέκτου ή επί νέων στοιχείων που προβάλλονται με το υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως.
2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να κατατεθεί η απάντηση και, κατά την επίδοση του υπομνήματος αυτού, την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να κατατεθεί η ανταπάντηση. Μπορεί να περιορίσει τον αριθμό των σελίδων και το αντικείμενο των εν λόγω υπομνημάτων.
Κεφάλαιο 5
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 207
Προφορική διαδικασία
1. Οι διάδικοι της αναιρετικής δίκης μπορούν να ζητήσουν τη διεξαγωγή επ' ακροατηρίου συζητήσεως. Η σχετική αίτηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και υποβάλλεται εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση στους διαδίκους του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο.
2. Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, να αποφασίσει να κρίνει επί της αναιρέσεως χωρίς να διεξαχθεί επ' ακροατηρίου συζήτηση. Μπορεί, ωστόσο, να αποφασίσει μεταγενέστερα τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.
Κεφάλαιο 6
ΑΠΟΦΑΝΣΗ ΕΠΙ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Ή ΕΠΙ ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΜΕ ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 208
Αίτηση αναιρέσεως ή ανταναίρεση προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη
Όταν η αίτηση αναιρέσεως ή η ανταναίρεση είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ή της ανταναιρέσεως με αιτιολογημένη διάταξη.
Άρθρο 209
Αίτηση αναιρέσεως ή ανταναίρεση προδήλως βάσιμη
Όταν το Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί ενός ή περισσοτέρων νομικών ζητημάτων ταυτόσημων με αυτά που τίθενται με τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως ή της ανταναιρέσεως και το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση αναιρέσεως ή η ανταναίρεση είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τους διαδίκους, να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως ή την ανταναίρεση προδήλως βάσιμη με αιτιολογημένη διάταξη παραπέμπουσα στη σχετική νομολογία.
Κεφάλαιο 7
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΗ
Άρθρο 210
Συνέπειες, όσον αφορά την ανταναίρεση, της παραιτήσεως του αναιρεσείοντος ή του προδήλως απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως
Η ανταναίρεση λογίζεται ως άνευ αντικειμένου:
α) |
όταν ο αναιρεσείων παραιτείται από την αίτηση αναιρέσεως· |
β) |
όταν η αίτηση αναιρέσεως κρίνεται προδήλως απαράδεκτη λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως· |
γ) |
όταν η αίτηση αναιρέσεως κρίνεται προδήλως απαράδεκτη για μόνο τον λόγο ότι δεν βάλλει κατά οριστικής αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ή κατά αποφάσεως ή διατάξεως που επιλύει εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία ή επιλύει δικονομικό ζήτημα που αφορά ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου, κατά την έννοια του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος I του Οργανισμού. |
Κεφάλαιο 8
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
Άρθρο 211
Καθορισμός των δικαστικών εξόδων στην αναιρετική δίκη
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που ακολουθούν, τα άρθρα 133 έως 141 εφαρμόζονται, κατ' αναλογία, στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.
2. Όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Γενικό Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.
3. Στις αναιρέσεις που ασκούνται από τα όργανα, αυτά φέρουν τα έξοδά τους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 135, παράγραφος 2.
4. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 134, παράγραφοι 1 και 2, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, στις αναιρέσεις που ασκούνται από μόνιμους ή μη μόνιμους υπαλλήλους οργάνου, να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, εφόσον αυτό επιβάλλεται για λόγους επιείκειας.
5. Όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον αν έλαβε μέρος στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά του έξοδα.
Κεφάλαιο 9
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΕΠΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΝ
Άρθρο 212
Έκταση των δικογράφων
1. Το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 224, τη μέγιστη επιτρεπόμενη έκταση των υπομνημάτων που κατατίθενται στο πλαίσιο του παρόντος τίτλου.
2. Η υπέρβαση της μέγιστης εκτάσεως των δικογράφων μπορεί να επιτραπεί από τον πρόεδρο μόνον σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως περίπλοκων υποθέσεων.
Άρθρο 213
Λοιπές διατάξεις που εφαρμόζονται επί αναιρέσεων
1. Τα άρθρα 51 έως 58, 60 έως 74, 79, 84, 87, 89, 90, 107 έως 122, 124, 125, 129, 131, 142 έως 162, 164, 165 και 167 έως 170 εφαρμόζονται στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.
2. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 143, παράγραφος 1, η αίτηση παρεμβάσεως υποβάλλεται το αργότερο πριν από την εκπνοή προθεσμίας ενός μηνός, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση που προβλέπεται στο άρθρο 79.
3. Οι αποφάσεις ή διατάξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ κοινοποιούνται στο Δικαστήριο και στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.
Κεφάλαιο 10
ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΠΟΡΡΙΨΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Άρθρο 214
Αναίρεση κατά των αποφάσεων απορρίψεως αιτήσεως παρεμβάσεως και κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τίτλου, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφαίνεται επί των κατά το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού αιτήσεων αναιρέσεως σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 157, παράγραφοι 1 και 3, και στο άρθρο 158, παράγραφος 1.
ΤΙΤΛΟΣ 6
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΝΑΠΟΜΠΗΣ
Κεφάλαιο 1
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΟΜΠΗΣ
Άρθρο 215
Αναίρεση και αναπομπή από το Δικαστήριο
Οσάκις το Δικαστήριο αναιρεί απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου και αποφασίζει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς εκδίκαση, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως ή διατάξεως περί αναπομπής.
Άρθρο 216
Ανάθεση της υποθέσεως
1. Οσάκις το Δικαστήριο αναιρεί απόφαση ή διάταξη τμήματος, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να αναθέσει την υπόθεση σε άλλο τμήμα συγκροτούμενο από τον ίδιο αριθμό δικαστών.
2. Οσάκις το Δικαστήριο αναιρεί απόφαση ή διάταξη εκδοθείσα από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατίθεται σ' αυτόν τον σχηματισμό.
3. Οσάκις το Δικαστήριο αναιρεί απόφαση ή διάταξη εκδοθείσα από μονομελή σχηματισμό, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να αναθέσει την υπόθεση σε μονομελή σχηματισμό, με την επιφύλαξη της εκ μέρους του δικαστή αυτού του μονομελούς σχηματισμού παραπομπής της υποθέσεως ενώπιον του τμήματος στο οποίο αυτός μετέχει.
Άρθρο 217
Εξέλιξη της διαδικασίας
1. Αν η μεταγενεστέρως αναιρεθείσα από το Δικαστήριο απόφαση ή διάταξη εκδόθηκε μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας επί της ουσίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης μπορούν, εντός δύο μηνών από την επίδοση της αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου, να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.
2. Αν η μεταγενεστέρως αναιρεθείσα από το Δικαστήριο απόφαση ή διάταξη εκδόθηκε προτού ακόμα περατωθεί η έγγραφη διαδικασία επί της ουσίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η διαδικασία επαναλαμβάνεται από το στάδιο στο οποίο βρισκόταν κατά την έκδοση της αποφάσεως ή της διατάξεως.
3. Εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει την κατάθεση συμπληρωματικών υπομνημάτων γραπτών παρατηρήσεων.
Άρθρο 218
Κανόνες εφαρμοζόμενοι στη διαδικασία
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 217, η διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις, κατά περίπτωση, του τίτλου 3 ή του τίτλου 4.
Άρθρο 219
Δικαστικά έξοδα
Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.
Κεφάλαιο 2
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΟΜΠΗΣ
Άρθρο 220
Επανεξέταση και αναπομπή από το Δικαστήριο
Οσάκις το Δικαστήριο επανεξετάζει απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου και αποφασίζει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς εκδίκαση, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως περί αναπομπής.
Άρθρο 221
Ανάθεση της υποθέσεως
1. Οσάκις το Δικαστήριο αναπέμπει υπόθεση αρχικώς εκδικασθείσα από τμήμα, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να αναθέσει την υπόθεση σε άλλο τμήμα συγκροτούμενο από τον ίδιο αριθμό δικαστών.
2. Οσάκις το Δικαστήριο αναπέμπει υπόθεση αρχικώς εκδικασθείσα από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατίθεται σ' αυτόν τον σχηματισμό.
Άρθρο 222
Εξέλιξη της διαδικασίας
1. Εντός προθεσμίας ενός μηνός από την επίδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, οι διάδικοι της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης μπορούν να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.
2. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καλέσει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης να καταθέσουν υπομνήματα στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και να αποφασίσει τη διεξαγωγή επ' ακροατηρίου συζητήσεως.
Άρθρο 223
Δικαστικά έξοδα
Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν την ενώπιόν του διαδικασία μετά την επανεξέταση.
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 224
Εκτελεστικές διατάξεις
Το Γενικό Δικαστήριο θεσπίζει, με χωριστή πράξη, διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 225
Αναγκαστική εκτέλεση
Η αναγκαστική εκτέλεση των κυρώσεων ή μέτρων που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού χωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 280 ΣΛΕΕ, 299 ΣΛΕΕ και 164 ΣΕΚΑΕ.
Άρθρο 226
Κατάργηση
Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τον κανονισμό διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις 19 Ιουνίου 2013.
Άρθρο 227
Δημοσίευση και έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού
1. Ο παρών κανονισμός, το κείμενο του οποίου είναι αυθεντικό στις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 44, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που έπεται της δημοσιεύσεώς του.
3. Οι διατάξεις του άρθρου 105 είναι εφαρμοστέες από την έναρξη της ισχύος της αποφάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 105, παράγραφος 11.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 4, του άρθρου 139, στοιχείο γ', και του άρθρου 181 έχουν εφαρμογή μόνον στις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 106 και 207 έχουν εφαρμογή μόνον στις υποθέσεις των οποίων η έγγραφη διαδικασία δεν έχει ακόμα περατωθεί κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 115, παράγραφος 1, του άρθρου 116, παράγραφος 6, του άρθρου 131 και του άρθρου 135, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις 19 Ιουνίου 2013, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις προσφυγές που ασκήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού.
7. Οι διατάξεις των άρθρων 135α και 146 του κανονισμού διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις 19 Ιουνίου 2013, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις προσφυγές που εκκρεμούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και των οποίων η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού.
Λουξεμβούργο, 4 Μαρτίου 2015.
Ο γραμματέας
E. COULON
Ο Πρόεδρος
M. JAEGER
(1) ΕΕ L 1 της 3.1.1994, σ. 3.
(2) ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14.