ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
5 Δεκεμβρίου 2014


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 1 )

1

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1290/2014 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (EΕ) αριθ. 833/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 960/2014 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 833/2014

20

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1291/2014 της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2014, για τις προϋποθέσεις κατάταξης, χωρίς δοκιμή, πετασμάτων με βάση το ξύλο σύμφωνα με το πρότυπο EN 13986 και επενδύσεων και επικαλύψεων από συμπαγές ξύλο σύμφωνα με το πρότυπο EN 14915 όσον αφορά την ικανότητα πυροπροστασίας τους, όταν αυτά χρησιμοποιούνται για την κάλυψη τοίχων και οροφών ( 1 )

25

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1292/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τους όρους ταξινόμησης χωρίς δοκιμή ορισμένων μη επιχρισμένων ξύλινων επενδύσεων δαπέδων, στο πλαίσιο του προτύπου EN 14342, όσον αφορά την αντίδρασή τους στη φωτιά ( 1 )

27

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1293/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τους όρους για την ταξινόμηση, χωρίς δοκιμή, μεταλλικών πλεγμάτων και γωνιών για εσωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-1, μεταλλικών πλεγμάτων και γωνιών για εξωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-2 και μεταλλικών γωνιών και ελασμάτων που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14353, όσον αφορά την αντίδραση στη φωτιά ( 1 )

29

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1294/2014 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1238/95 όσον αφορά το επίπεδο του τέλους αίτησης και του τέλους εξέτασης που καταβάλλονται στο Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών

30

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1295/2014 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 669/2009 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το αυξημένο επίπεδο των επίσημων ελέγχων στις εισαγωγές ορισμένων ζωοτροφών και τροφίμων μη ζωικής προέλευσης ( 1 )

33

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1296/2014 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

41

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Εκτελεστική οδηγία 2014/105/ΕΕ της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/90/ΕΚ και 2003/91/ΕΚ για τη θέσπιση μέτρων για την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου και του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, αντίστοιχα, όσον αφορά τα ελάχιστα χαρακτηριστικά που πρέπει να καλύπτονται κατά την εξέταση και τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εξέταση ορισμένων ποικιλιών ειδών γεωργικών φυτών και κηπευτικών ειδών ( 1 )

44

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2014/871/ΕΕ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2014, για τη θέση που πρόκειται να ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην όγδοη διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης του Ελσίνκι για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων όσον αφορά την πρόταση τροποποίησης του παραρτήματος I της εν λόγω σύμβασης

50

 

*

Απόφαση 2014/872/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/512/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία και της απόφασης 2014/659/ΚΕΠΠΑ για την τροποποίηση της απόφασης 2014/512/ΚΕΠΠΑ

58

 

 

2014/873/ΕΕ

 

*

Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 2014, για την κατάργηση της απόφασης 2002/249/ΕΚ σχετικά με ορισμένα προστατευτικά μέτρα ως προς ορισμένα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας τα οποία προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και εισάγονται από τη Μιανμάρ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 9057]  ( 1 )

61

 

 

2014/874/ΕΕ

 

*

Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 2014, για τροποποίηση της απόφασης 2008/866/ΕΚ σχετικά με τη λήψη επειγόντων μέτρων για την αναστολή των εισαγωγών από το Περού ορισμένων δίθυρων μαλακίων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, όσον αφορά τη διάρκεια εφαρμογής της απόφασης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 9113]  ( 1 )

63

 

 

2014/875/ΕΕ

 

*

Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με τη δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς του προτύπου EN 15649-2:2009+A2:2013 για πλωτά είδη αναψυχής για χρήση επί ή εντός του νερού και του προτύπου EN 957-6:2010+A1:2014 για τον σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

65

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΟΔΗΓΙΕΣ

5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/1


ΟΔΗΓΊΑ 2014/104/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Νοεμβρίου 2014

σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 103 και 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) είναι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και θα πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά σε ολόκληρη την Ένωση για να διασφαλίζεται ότι δεν υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

(2)

Η δημόσια επιβολή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ διενεργείται από την Επιτροπή που χρησιμοποιεί τις εξουσίες οι οποίες προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου (3). Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έγιναν 101 και 102 ΣΛΕΕ και παραμένουν κατ' ουσία ταυτόσημα. Δημόσια επιβολή του δικαίου διενεργείται επίσης από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, οι οποίες μπορούν να λαμβάνουν τις αποφάσεις του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ικανά να ορίζουν διοικητικές και δικαστικές αρχές οι οποίες θα εφαρμόζουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ ως δημόσιοι φορείς επιβολής και θα εκτελούν τα διάφορα καθήκοντα που ανατίθενται στις αρχές ανταγωνισμού στον εν λόγω κανονισμό.

(3)

Τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ παράγουν άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και δημιουργούν, για τους συγκεκριμένους ιδιώτες, δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να θέτουν σε εφαρμογή. Τα εθνικά δικαστήρια διαδραματίζουν ως εκ τούτου εξίσου ουσιαστικό ρόλο στην εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού (ιδιωτική επιβολή). Κατά την εκδίκαση διαφορών μεταξύ ιδιωτών προστατεύουν τα υποκειμενικά δικαιώματα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, π.χ. επιδικάζοντας αποζημίωση υπέρ εκείνων που έχουν θιγεί από παραβάσεις. Η πλήρης αποτελεσματικότητα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, ιδίως δε το πρακτικό αποτέλεσμα των απαγορεύσεων που προβλέπονται σε αυτά, προϋποθέτει ότι οιοσδήποτε —είτε πρόσωπο, περιλαμβανομένων καταναλωτών και επιχειρήσεων, είτε δημόσια αρχή— μπορεί να αξιώσει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αποζημίωση για ζημία την οποία υπέστη λόγω παράβασης των εν λόγω διατάξεων. Το ενωσιακό δικαίωμα αποζημίωσης ισχύει επίσης για τις παραβάσεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ από δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις στις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 106 ΣΛΕΕ.

(4)

Το δικαίωμα αποζημίωσης στο δίκαιο της Ένωσης σχετικά με ζημίες από παραβάσεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού απαιτεί από κάθε κράτος μέλος να έχει θεσπίσει διαδικαστικούς κανόνες που διασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Η ανάγκη πρόβλεψης αποτελεσματικών ένδικων βοηθημάτων προκύπτει επίσης από το δικαίωμα πραγματικής ένδικης προστασίας όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης για της Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν αποτελεσματική έννομη προστασία στους τομείς που υπάγονται στο δίκαιο της Ένωσης.

(5)

Οι αγωγές αποζημίωσης είναι ένα μόνο στοιχείο ενός αποτελεσματικού συστήματος ιδιωτικής επιβολής του δικαίου ανταγωνισμού σε περιπτώσεις παράβασης και συμπληρώνονται από εναλλακτικές δυνατότητες επανόρθωσης, όπως οι συναινετικοί τρόποι επίλυσης διαφορών και οι αποφάσεις δημόσιων φορέων περί επιβολής νομοθεσίας που προσφέρουν στους διαδίκους ένα κίνητρο για χορήγηση αποζημίωσης.

(6)

Για τη διασφάλιση αποτελεσματικών δράσεων ιδιωτικής επιβολής στο πλαίσιο του αστικού δικαίου και αποτελεσματικής δημόσιας επιβολής από τις αρχές ανταγωνισμού, και τα δύο εργαλεία πρέπει να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού. Είναι απαραίτητο να ρυθμιστεί συνεκτικά ο συντονισμός των δύο τύπων επιβολής, για παράδειγμα σχετικά με τις διαδικασίες για πρόσβαση στα έγγραφα που κατέχουν οι αρχές ανταγωνισμού. Ο συντονισμός αυτός σε ενωσιακό επίπεδο θα αποτρέψει επίσης αποκλίσεις μεταξύ των εφαρμοστέων κανόνων, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(7)

Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κανόνων των κρατών μελών που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου ανταγωνισμού. Οι διαφορές αυτές οδηγούν σε αβεβαιότητα σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα ζημιωθέντα μέρη μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα αποζημίωσης που απορρέει από τη ΣΛΕΕ και επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαιώματος. Δεδομένου ότι οι ζημιωθέντες συχνά επιλέγουν το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλος εγκατάστασης για να διεκδικήσουν αποζημιώσεις, οι διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων οδηγούν σε άνισους όρους ανταγωνισμού όσον αφορά τις αγωγές αποζημίωσης και ενδέχεται να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό στις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται οι ζημιωθέντες, καθώς και οι υπαίτιες παραβάσεων επιχειρήσεις.

(8)

Οι επιχειρήσεις που εγκαθίστανται και λειτουργούν σε διάφορα κράτη μέλη υπόκεινται σε διαφορετικούς δικονομικούς κανόνες που επηρεάζουν σημαντικά τον βαθμό στον οποίο μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού. Αυτή η άνιση εφαρμογή του δικαιώματος αποζημίωσης στο ενωσιακό δίκαιο μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για ορισμένες επιχειρήσεις που έχουν παραβιάσει τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, αλλά και να αποθαρρύνει την άσκηση των δικαιωμάτων εγκατάστασης και παροχής αγαθών ή υπηρεσιών στα κράτη μέλη όπου το δικαίωμα αποζημίωσης ασκείται με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Ως εκ τούτου, επειδή οι διαφορές στα συστήματα ευθύνης που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τον ανταγωνισμό καθώς και την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, είναι σκόπιμο να βασιστεί η παρούσα οδηγία στη διττή νομική βάση των άρθρων 103 και 114 ΣΛΕΕ.

(9)

Είναι αναγκαία, λαμβανομένου υπόψη ότι οι ευρείας κλίμακας παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού έχουν συχνά ένα διασυνοριακό στοιχείο, η διασφάλιση περισσότερο ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά και η βελτίωση των όρων για τους καταναλωτές ώστε να ασκούν τα δικαιώματα που απορρέουν από την εσωτερική αγορά. Είναι σκόπιμο να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου και να μειωθούν οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ως προς τους εθνικούς κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού και, όταν εφαρμόζεται παράλληλα με το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού, του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού. Η προσέγγιση των κανόνων αυτών θα συμβάλει επίσης στην πρόληψη μεγαλύτερων διαφορών μεταξύ των κανόνων των κρατών μελών που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης σε υποθέσεις περί ανταγωνισμού.

(10)

Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 προβλέπει ότι «οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου [101 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ], οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο [101 ΣΛΕΕ] στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το άρθρο [102 ΣΛΕΕ], εφαρμόζουν επίσης το άρθρο [102 ΣΛΕΕ]». Για τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και με σκοπό τη μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και την εξασφάλιση πιο ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, είναι σκόπιμο το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να επεκταθεί στις αγωγές αποζημίωσης που βασίζονται σε παράβαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Αν ισχύουν διαφορετικοί κανόνες περί αστικής ευθύνης για παραβάσεις του άρθρου 101 ή 102 ΣΛΕΕ και για παραβάσεις κανόνων του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού, οι οποίοι πρέπει να εφαρμοστούν στην ίδια υπόθεση παράλληλα με το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη θέση των εναγόντων στην ίδια υπόθεση και την έκταση των απαιτήσεών τους και να αποτελέσει εμπόδιο στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει τις αγωγές αποζημίωσης σχετικά με παραβάσεις του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού οι οποίες δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 101 ή 102 ΣΛΕΕ.

(11)

Ελλείψει ενωσιακού δικαίου, οι αγωγές αποζημίωσης διέπονται από τους εθνικούς κανόνες και διαδικασίες των κρατών μελών. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο), κάθε πρόσωπο μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, όταν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράβασης των κανόνων περί ανταγωνισμού. Όλοι οι εθνικοί κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης για ζημία προκληθείσα λόγω παράβασης του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, μεταξύ άλλων εκείνοι που αφορούν πτυχές που δεν ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία, όπως η έννοια της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παράβασης και ζημίας, πρέπει να συνάδουν με τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας. Τούτο σημαίνει ότι η διατύπωση και η εφαρμογή τους δεν θα πρέπει να καθιστούν υπερβολικά δυσχερή ή πρακτικά αδύνατη την άσκηση του κατοχυρωμένου από τη ΣΛΕΕ δικαιώματος αποζημίωσης ούτε να είναι λιγότερο ευνοϊκές σε σχέση με τους κανόνες που διέπουν ανάλογες εγχώριες αγωγές. Όταν τα κράτη μέλη θέτουν άλλες προϋποθέσεις για την αποζημίωση στο εθνικό δίκαιο, όπως ο καταλογισμός, η καταλληλότητα ή η ενοχή, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν τις προϋποθέσεις αυτές, στον βαθμό που είναι σύμφωνες με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας και την παρούσα οδηγία.

(12)

Η παρούσα οδηγία επιβεβαιώνει το κοινοτικό κεκτημένο σχετικά με το δικαίωμα αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού, ιδίως όσον αφορά τη νομιμοποίηση και τον ορισμό της ζημίας, όπως επισημαίνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, και δεν προδικάζει καμία περαιτέρω σχετική εξέλιξη. Οιοσδήποτε έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης δύναται να αξιώσει αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη (damnum emergens) και για το όφελος που στερήθηκε (διαφυγόν κέρδος ή lucrum cessans), καθώς και να αξιώσει την καταβολή τόκων ανεξάρτητα από το αν οι κατηγορίες αυτές ορίζονται χωριστά ή από κοινού στο εθνικό δίκαιο. Η καταβολή τόκων αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας με τη συνεκτίμηση της παρέλευσης του χρόνου, και θα πρέπει να οφείλεται από τη στιγμή κατά την οποία προκλήθηκε η ζημία έως την καταβολή της αποζημίωσης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό των τόκων ως τόκων αποζημίωσης ή υπερημερίας δυνάμει του εθνικού δικαίου και ανεξάρτητα αν η παρέλευση του χρόνου λαμβάνεται υπόψη ως διακριτή κατηγορία (τόκος) ή ως συνιστώσα της θετικής ζημίας ή του διαφυγόντος κέρδους. Τα κράτη μέλη έχουν αρμοδιότητα να θεσπίσουν τους κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται για τον σκοπό αυτό.

(13)

Το δικαίωμα αυτό για αποζημίωση αναγνωρίζεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο —στους καταναλωτές, στις επιχειρήσεις και στις δημόσιες αρχές— ανεξάρτητα από την ύπαρξη άμεσης συμβατικής σχέσης με την παραβάτιδα επιχείρηση και χωρίς να έχει σημασία το κατά πόσον μια αρχή ανταγωνισμού έχει ήδη διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μηχανισμούς συλλογικής έννομης προστασίας για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Με επιφύλαξη της αποζημίωσης για απώλεια ευκαιρίας, η πλήρης αποζημίωση βάσει της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να οδηγεί σε υπερβολική αποζημίωση, είτε με χαρακτήρα ποινής, καταβολή πολλαπλών αποζημιώσεων ή άλλου τύπου αποζημιώσεων.

(14)

Η άσκηση αγωγών αποζημίωσης λόγω παράβασης του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου ανταγωνισμού απαιτεί συνήθως μια περίπλοκη πραγματική και οικονομική ανάλυση. Τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την απόδειξη μιας αξίωσης αποζημίωσης συχνά βρίσκονται στην αποκλειστική κατοχή του αντιδίκου ή τρίτων και δεν είναι γνωστά ούτε διαθέσιμα σε επαρκή βαθμό στον ενάγοντα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη αυστηρών νομικών απαιτήσεων για να βεβαιώσει ο ενάγων λεπτομερώς όλα τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με την υπόθεση κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας αγωγής, καθώς και να προσκομίσει ακριβώς καθορισμένα αποδεικτικά στοιχεία προς επίρρωση της αγωγής, ενδέχεται να δυσχεραίνει αδικαιολόγητα την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης, το οποίο κατοχυρώνεται από τη ΣΛΕΕ.

(15)

Τα αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν σημαντικό στοιχείο για την άσκηση αγωγών αποζημίωσης για παράβαση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου ανταγωνισμού. Ωστόσο, επειδή οι δικαστικές διαφορές για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού χαρακτηρίζονται από ασυμμετρία πληροφόρησης, είναι σκόπιμο οι ενάγοντες να έχουν το δικαίωμα να ζητούν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την αξίωσή τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να προσδιορίσουν μεμονωμένα αποδεικτικά στοιχεία. Προκειμένου να διασφαλίζεται η ισότητα των όπλων, τα μέσα αυτά θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμα στους εναγομένους σε αγωγές αποζημίωσης, έτσι ώστε να μπορούν να ζητήσουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων από τους εν λόγω ενάγοντες. Τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει επίσης να μπορούν επίσης να διατάξουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων από τρίτους, μεταξύ άλλων από δημόσιες αρχές. Σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο επιθυμεί να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων από την Επιτροπή, εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών και το άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, όσον αφορά τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Όταν τα εθνικά δικαστήρια διατάσσουν τις δημόσιες αρχές να κοινοποιήσουν αποδεικτικά στοιχεία, εφαρμόζονται οι αρχές δικαστικής και διοικητικής συνεργασίας δυνάμει του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

(16)

Τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, υπό τον αυστηρό τους έλεγχο ιδίως ως προς την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του μέτρου της κοινοποίησης, να διατάσσουν την κοινοποίηση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων, κατόπιν αιτήματος διαδίκου. Η απαίτηση αναλογικότητας συνεπάγεται ότι διαταγή κοινοποίησης μπορεί να εκδοθεί μόνο κατόπιν πειστικού ισχυρισμού του ενάγοντος, βάσει στοιχείων τα οποία έχει ευλόγως στη διάθεσή του, ότι υπέστη ζημία που προκλήθηκε από τον εναγόμενο. Όταν η αίτηση κοινοποίησης αφορά κατηγορία αποδεικτικών στοιχείων, θα πρέπει να την προσδιορίζει βάσει κοινών γνωρισμάτων των συστατικών της στοιχείων όπως η φύση, το αντικείμενο ή το περιεχόμενο των εγγράφων των οποίων ζητείται η κοινοποίηση, ο χρόνος σύνταξής τους ή άλλα κριτήρια, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία της εν λόγω κατηγορίας είναι συναφή προς την υπόθεση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. Οι κατηγορίες αυτές θα πρέπει να προσδιορίζονται με όσο το δυνατόν πιο σαφή και συγκεκριμένο τρόπο βάσει των ευλόγως διαθέσιμων στοιχείων.

(17)

Στις περιπτώσεις που δικαστήριο κράτους μέλους υποβάλλει αίτημα στο αρμόδιο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους για τη διεξαγωγή αποδείξεων ή υποβάλλει αίτημα να διεξαγάγει απόδειξη απευθείας στο άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου (4).

(18)

Ενώ τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες θα πρέπει καταρχήν να είναι διαθέσιμα σε αγωγές αποζημίωσης, οι εν λόγω εμπιστευτικές πληροφορίες θα πρέπει να προστατεύονται επαρκώς. Τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει, επομένως, να έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά μέτρων για την προστασία των εν λόγω εμπιστευτικών στοιχείων από κοινοποίηση στο πλαίσιο των διαδικασιών. Τα εν λόγω μέτρα προβλέπουν τη σύνταξη ευαίσθητων χωρίων σε έγγραφα που συνεπάγονται συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών, περιορισμό των προσώπων που νομιμοποιούνται να ενημερωθούν για τα εκάστοτε αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και την προσφυγή σε εμπειρογνώμονες, οι οποίοι αναλαμβάνουν να καταρτίσουν περίληψη των πληροφοριών σε συγκεντρωτική ή άλλης μορφής μη εμπιστευτική εκδοχή. Τα μέτρα προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων και λοιπών εμπιστευτικών πληροφοριών δεν θα πρέπει, εντούτοις, να εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε αποζημίωση.

(19)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει ούτε τη δυνατότητα που προβλέπεται στο δίκαιο των κρατών μελών για την άσκηση προσφυγών κατά των διαταγών κοινοποίησης ούτε τους όρους για την άσκηση τέτοιων προσφυγών.

(20)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) διέπει την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και αποσκοπεί να παράσχει στο κοινό ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των εν λόγω θεσμικών οργάνων. Αυτό το δικαίωμα υπάγεται, ωστόσο, σε ορισμένα όρια για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Κατά συνέπεια, το καθεστώς των εξαιρέσεων που θεσπίζεται με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού βασίζεται στην εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων σε μια δεδομένη κατάσταση, δηλαδή, πρώτον, των συμφερόντων που θα ευνοούνταν από την κοινοποίηση των συγκεκριμένων εγγράφων και, δεύτερον, των συμφερόντων που θα διακυβεύονταν από μια τέτοια κοινοποίηση. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει αυτούς τους κανόνες και τις πρακτικές του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

(21)

Για την αποτελεσματική και συνεπή εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, απαιτείται κοινή προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση σχετικά με την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού. Η κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων δεν θα πρέπει να περιορίζει αδικαιολόγητα την αποτελεσματική επιβολή του δικαίου ανταγωνισμού από τις αρχές ανταγωνισμού. Η παρούσα οδηγία δεν καλύπτει την κοινοποίηση εσωτερικών εγγράφων των αρχών ανταγωνισμού ούτε τη μεταξύ τους αλληλογραφία.

(22)

Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος αποζημίωσης, δεν είναι απαραίτητο να κοινοποιείται στον αιτούντα κάθε έγγραφο σχετικό με διαδικασία του άρθρου 101 ή 102 ΣΛΕΕ για τον λόγο ότι αυτός προτίθεται να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, δεδομένου ότι είναι μάλλον απίθανο να πρέπει να βασιστεί η αγωγή αποζημίωσης σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου που αφορά αυτή τη διαδικασία.

(23)

Η απαίτηση αναλογικότητας θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά όταν υπάρχει κίνδυνος να υπονομευθεί λόγω της κοινοποίησης η στρατηγική έρευνας της αρχής ανταγωνισμού με την αποκάλυψη των εγγράφων που αποτελούν μέρος του φακέλου ή να επηρεαστεί αρνητικά ο τρόπος συνεργασίας των εταιριών με τις αρχές ανταγωνισμού. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στην πρόληψη της «αλίευσης πληροφοριών», δηλαδή της μη εξειδικευμένης ή αόριστης αναζήτησης πληροφοριών που είναι απίθανο να έχουν σημασία για τους διαδίκους στη διαδικασία. Η αίτηση κοινοποίησης δεν θα πρέπει, επομένως, να θεωρείται αναλογική όταν ζητείται η γενική κοινοποίηση των εγγράφων του φακέλου μιας αρχής ανταγωνισμού που σχετίζονται με συγκεκριμένη υπόθεση ή των εγγράφων που υποβλήθηκαν από έναν διάδικο στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης. Οι αιτήσεις κοινοποίησης που καλύπτουν τόσο ευρύ πεδίο δεν θα ήταν επίσης συμβατές με την υποχρέωση του αιτούντος να προσδιορίσει τα αποδεικτικά στοιχεία ή τις κατηγορίες των αποδεικτικών στοιχείων με όσο το δυνατόν πιο σαφή και συγκεκριμένο τρόπο.

(24)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα του δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του, σύμφωνα με το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, το συμφέρον της αποτελεσματικής δημόσιας επιβολής του δικαίου ανταγωνισμού όταν διατάσσει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων οιουδήποτε είδους, με την εξαίρεση των δηλώσεων περί επιεικούς μεταχείρισης και των υπομνημάτων διακανονισμού.

(25)

Θα πρέπει να ισχύει απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποίησης η οποία, αν πραγματοποιούνταν, θα επηρέαζε αδικαιολόγητα την έρευνα που διενεργείται από μια αρχή ανταγωνισμού με αντικείμενο την παράβαση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου ανταγωνισμού. Οι πληροφορίες που ετοιμάζονται από την αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο των διαδικασιών της για την επιβολή του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου περί ανταγωνισμού και αποστέλλονται στους διαδίκους των εν λόγω διαδικασιών (όπως η κοινοποίηση των αιτιάσεων) ή ετοιμάζονται από διάδικο σε αυτές τις διαδικασίες (όπως οι απαντήσεις στις αιτήσεις της αρχής ανταγωνισμού για την παροχή πληροφοριών ή οι μαρτυρικές καταθέσεις) θα πρέπει, επομένως, να μπορούν να κοινοποιούνται στο πλαίσιο αγωγών αποζημίωσης μόνο μετά την περάτωση των διαδικασιών της αρχής ανταγωνισμού, λ.χ. με την έκδοση απόφασης δυνάμει του άρθρου 5 ή του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, εξαιρέσει των αποφάσεων λήψης προσωρινών μέτρων.

(26)

Τα προγράμματα επιεικούς μεταχείρισης και οι διαδικασίες διακανονισμού αποτελούν σημαντικά εργαλεία για τη δημόσια επιβολή του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού, καθώς συμβάλλουν στον εντοπισμό και την αποτελεσματική δίωξη και την επιβολή κυρώσεων για τις σοβαρότερες παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού. Επιπλέον, δεδομένου ότι πολλές αποφάσεις των αρχών ανταγωνισμού σε υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις βασίζονται σε αίτηση επιείκειας, και οι αγωγές αποζημίωσης σε υποθέσεις συμπράξεων είναι κατά κανόνα αγωγές που ασκούνται στη συνέχεια, τα προγράμματα επιείκειας είναι επίσης σημαντικά για την αποτελεσματική άσκηση αγωγών αποζημίωσης σε υποθέσεις συμπράξεων. Οι επιχειρήσεις ενδέχεται να αποθαρρυνθούν από τη συνεργασία με τις αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο των προγραμμάτων επιεικούς μεταχείρισης και των διαδικασιών διακανονισμού σε περίπτωση κοινοποίησης αυτοενοχοποιητικών δηλώσεων, όπως δηλώσεις περί επιείκειας ή υπομνήματα διακανονισμού, τα οποία προσκομίζονται αποκλειστικά για τους σκοπούς της συνεργασίας με τις αρχές ανταγωνισμού. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών εμπεριέχει τον κίνδυνο να εκτεθούν οι συνεργαζόμενες επιχειρήσεις ή τα διοικητικά τους στελέχη σε αστική ή ποινική ευθύνη υπό χειρότερους όρους από τους ισχύοντες για τους άλλους παραβάτες οι οποίοι δεν συνεργάζονται με τις αρχές ανταγωνισμού. Για να συνεχίσουν οι επιχειρήσεις να υποβάλλουν εκουσίως στις αρχές ανταγωνισμού δηλώσεις επιείκειας ή υπομνήματα διακανονισμού, τα έγγραφα αυτά θα πρέπει να εξαιρούνται από εντολές κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων. Η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να ισχύει και για την παράθεση αυτούσιων χωρίων από δηλώσεις για επιείκεια ή υπομνήματα διακανονισμού που περιέχονται σε άλλα έγγραφα. Οι περιορισμοί της κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τις αρχές ανταγωνισμού να δημοσιεύουν τις αποφάσεις τους σύμφωνα με το ισχύον ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο. Προκειμένου η απαλλαγή αυτή από την υποχρέωση κοινοποίησης να μην επηρεάζει αδικαιολόγητα το δικαίωμα αποζημίωσης των ζημιωθέντων, θα πρέπει να περιορίζεται σε αυτές τις εκούσιες και αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις επιείκειας και τα υπομνήματα διακανονισμού.

(27)

Οι κανόνες της παρούσας οδηγίας περί κοινοποίησης εγγράφων εκτός από τις δηλώσεις επιείκειας ή τα υπομνήματα διακανονισμού εξασφαλίζουν ότι οι ζημιωθέντες εξακολουθούν να διαθέτουν επαρκείς εναλλακτικές πρόσβασης στα συναφή αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για να προετοιμάσουν τις αγωγές τους για αποζημίωση. Τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να είναι τα ίδια σε θέση, κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντος, να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε εξαίρεση, ώστε να εξακριβώνουν ότι το περιεχόμενό τους δεν εμπίπτει στους ορισμούς των δηλώσεων περί επιεικούς μεταχείρισης και των υπομνημάτων για διακανονισμό οι οποίοι θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία. Οιοδήποτε περιεχόμενο δεν εμπίπτει στους εν λόγω ορισμούς θα μπορεί να κοινοποιείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

(28)

Τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να είναι σε θέση να διατάσσουν ανά πάσα στιγμή, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων που υφίστανται ανεξάρτητα από τις διαδικασίες της αρχής ανταγωνισμού («πληροφορίες που ήδη υπάρχουν»).

(29)

Η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να διατάσσεται από αρχή ανταγωνισμού μόνο όταν δεν υπάρχει ευλόγως η δυνατότητα να συγκεντρωθούν τα στοιχεία αυτά από άλλο διάδικο ή από τρίτο.

(30)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, οι αρχές ανταγωνισμού μπορούν να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 101 ή 102 ΣΛΕΕ. Προκειμένου να διαφυλαχθεί η συμβολή της δημόσιας επιβολής του νόμου στην εφαρμογή των εν λόγω άρθρων, οι αρχές ανταγωνισμού θα πρέπει ομοίως να μπορούν να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας τις παρατηρήσεις τους σε εθνικό δικαστήριο, για τους σκοπούς της εξέτασης της αναλογικότητας της κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο των αρχών, υπό το πρίσμα της επίπτωσης που θα είχε η κοινοποίηση αυτή στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής του δικαίου ανταγωνισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να δημιουργούν μηχανισμό βάσει του οποίου η αρχή ανταγωνισμού ενημερώνεται για τα αιτήματα κοινοποίησης πληροφοριών, όταν το πρόσωπο που αιτείται την κοινοποίηση ή το πρόσωπο από το οποίο ζητείται η κοινοποίηση εμπλέκεται στη συγκεκριμένη έρευνα της αρχής ανταγωνισμού σχετικά με την φερόμενη ως παράβαση, με την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων περί εκούσιας δικαιοδοσίας.

(31)

Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συγκεντρώνει αποδεικτικά στοιχεία μέσω της πρόσβασης στον φάκελο της αρχής ανταγωνισμού θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς αγωγής αποζημίωσης της οποίας είναι διάδικος. Η χρήση αυτή θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται και για το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που το διαδέχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, μεταξύ άλλων με την απόκτηση της αξίωσής του. Σε περίπτωση που τα αποδεικτικά στοιχεία ελήφθησαν από νομικό πρόσωπο που ανήκει σε όμιλο επιχειρήσεων, ο οποίος αποτελεί μία επιχείρηση για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, άλλα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια επιχείρηση θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση των εν λόγω στοιχείων.

(32)

Ωστόσο, η χρήση αποδεικτικών στοιχείων χάρη στην πρόσβαση στον φάκελο μιας αρχής ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να αναιρεί αδικαιολόγητα την αποτελεσματική επιβολή του δικαίου ανταγωνισμού από μια αρχή ανταγωνισμού. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι περιορισμοί κοινοποίησης εγγράφων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν υποτιμώνται, η χρήση αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 24 και 25 η οποία επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στον φάκελο μιας αρχής ανταγωνισμού θα πρέπει να περιορίζεται υπό τις ίδιες περιστάσεις. Ο περιορισμός θα πρέπει να λαμβάνει τη μορφή απαραδέκτου στις αγωγές αποζημίωσης ή τη μορφή οποιασδήποτε άλλης προστασίας βάσει εφαρμοστέων εθνικών κανόνων ικανών να διασφαλίσουν την πλήρη ισχύ των ορίων κοινοποίησης αυτού του είδους αποδεικτικών στοιχείων. Επιπλέον, τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται από μια αρχή ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να καθίστανται αντικείμενο εμπορίας. Η δυνατότητα χρήσης αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν αποκλειστικά μέσω της πρόσβασης στον φάκελο της αρχής ανταγωνισμού θα πρέπει να περιορίζεται, επομένως, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο αρχικά παραχωρήθηκε πρόσβαση και στους νόμιμους διαδόχους του. Αυτός ο περιορισμός για την αποφυγή εμπορευματοποίησης των αποδεικτικών στοιχείων δεν εμποδίζει ωστόσο ένα εθνικό δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση των στοιχείων αυτών, υπό τους όρους της παρούσας οδηγίας.

(33)

Το γεγονός ότι υποβλήθηκε αξίωση αποζημίωσης ή άρχισε έρευνα από αρχή ανταγωνισμού εμπεριέχει τον κίνδυνο καταστροφής ή απόκρυψης από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα αποδεικτικών στοιχείων χρήσιμων για τη θεμελίωση της αξίωσης των ζημιωθέντων. Προκειμένου να αποτρέπεται η καταστροφή κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων και να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς δικαστικές διαταγές με τις οποίες ζητείται η κοινολόγησή τους, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν αρκούντως αποτρεπτικές κυρώσεις. Σε ό,τι αφορά τους διαδίκους, ο κίνδυνος να συναχθούν επιβαρυντικά συμπεράσματα σε αγωγή αποζημίωσης μπορεί να αποτελέσει ιδιαίτερα αποτελεσματική κύρωση και να βοηθήσει να αποτραπούν καθυστερήσεις. Κυρώσεις θα πρέπει επίσης να προβλέπονται για τη μη τήρηση της υποχρέωσης προστασίας εμπιστευτικών πληροφοριών, καθώς και για την καταχρηστική χρήση πληροφοριών που έχουν ληφθεί με το μέτρο της κοινοποίησης. Ομοίως, θα πρέπει να προβλέπονται κυρώσεις για την περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης πληροφοριών που ελήφθησαν μέσω πρόσβασης στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης.

(34)

Για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, απαιτείται κοινή προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση σχετικά με την ισχύ των εκ μέρους των εθνικών αρχών ανταγωνισμού τελεσίδικων αποφάσεων παράβασης ως προς τις μεταγενέστερες αγωγές αποζημίωσης. Οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται μόνον αφού ενημερωθεί η Επιτροπή για την προβλεπόμενη απόφαση ή, ελλείψει απόφασης, αφού ενημερωθεί με κάθε άλλο έγγραφο που περιγράφει τον προτεινόμενο τρόπο δράσης, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, και εφόσον η Επιτροπή δεν έχει απαλλάξει την εθνική αρχή ανταγωνισμού από την αρμοδιότητά της κινώντας τη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίσει τη συνεκτική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου περί ανταγωνισμού παρέχοντας σε διμερές επίπεδο και στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού καθοδήγηση στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού. Προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου, να αποφεύγεται η ασυνέπεια κατά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, να αυξηθούν η αποτελεσματικότητα και η διαδικαστική ορθολογικότητα των αγωγών αποζημίωσης και να ενισχυθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, η διαπίστωση παράβασης του άρθρου 101 ή 102 ΣΛΕΕ σε τελεσίδικη απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή αναθεωρητικού δικαστηρίου θα πρέπει να μην μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο μεταγενέστερης αγωγής αποζημίωσης. Επομένως, η διαπίστωση παράβασης αυτή θα πρέπει να θεωρείται αδιάψευστη στο πλαίσιο αγωγών αποζημίωσης που αφορούν την ίδια παράβαση και ασκούνται στο κράτος μέλος της εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή του αναθεωρητικού δικαστηρίου. Η ισχύς της διαπίστωσης θα πρέπει, ωστόσο, να καλύπτει μόνο τη φύση της παράβασης καθώς και το καθ' ύλην, προσωπικό, χρονικό και κατά τόπον πεδίο εφαρμογής της όπως καθορίσθηκε από την αρμόδια αρχή ή το αναθεωρητικό δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους. Όταν μια απόφαση διαπιστώνει ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού σε περιπτώσεις όπου το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού εφαρμόζονται παράλληλα στην ίδια υπόθεση, η παράβαση αυτή θα πρέπει επίσης να θεωρείται αδιάψευστη.

(35)

Όταν ασκείται αγωγή αποζημίωσης σε άλλο κράτος μέλος από αυτό της εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή του αναθεωρητικού δικαστηρίου που διαπίστωσε την παράβαση του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, την οποία αφορά η εν λόγω αγωγή, θα πρέπει να επιτρέπεται να προσκομιστεί η διαπίστωση της παράβασης αυτής σε τελεσίδικη απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή αναθεωρητικού δικαστηρίου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ως τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως (prima facie) μέσο απόδειξης του γεγονότος της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να αξιολογηθεί, κατά περίπτωση, μαζί με τυχόν άλλο υλικό που προσκομίστηκε από τους διαδίκους. Τα αποτελέσματα των αποφάσεων εθνικών αρχών ανταγωνισμού και αναθεωρητικών δικαστηρίων με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

(36)

Οι εθνικοί κανόνες σχετικά με την έναρξη, τη διάρκεια, την αναστολή ή τη διακοπή των προθεσμιών παραγραφής δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν υπέρμετρα την άσκηση αγωγών αποζημίωσης. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία για τις αγωγές οι οποίες στηρίζονται στη διαπίστωση αρχής ανταγωνισμού ή αναθεωρητικού δικαστηρίου ότι τελέστηκε παράβαση. Προς τούτο, θα πρέπει να εξακολουθεί να είναι δυνατή η άσκηση αγωγής αποζημίωσης μετά τις διαδικασίες μιας αρχής ανταγωνισμού, με σκοπό την εφαρμογή του ενωσιακού και εθνικού δικαίου ανταγωνισμού. Η προθεσμία παραγραφής δεν θα πρέπει να αρχίσει να τρέχει πριν από την παύση της παράβασης και προτού ο αιτών λάβει γνώση, ή μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι έχει γνώση της συμπεριφοράς η οποία συνιστά την παράβαση, του γεγονότος ότι υπέστη ζημία λόγω της παράβασης και της ταυτότητας του παραβάτη ο οποίος προκάλεσε τη ζημία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να διατηρούν ή να θεσπίζουν γενικώς ισχύουσες απόλυτες προθεσμίες παραγραφής, υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια των απόλυτων προθεσμιών αυτών δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος σε πλήρη αποζημίωση.

(37)

Στις περιπτώσεις όπου πολλές επιχειρήσεις παραβιάζουν τους κανόνες ανταγωνισμού από κοινού (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση συμπράξεων), είναι σκόπιμο να προβλέπεται ότι οι από κοινού παραβάτες θα ευθύνονται εις ολόκληρον για το σύνολο της ζημίας που προκλήθηκε από την παράβαση. Εάν ένας από τους από κοινού παραβάτες έχει καταβάλει περισσότερα από το μερίδιο που του αναλογεί, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να απαιτήσει συνεισφορά των άλλων από κοινού παραβατών. Ο προσδιορισμός του εν λόγω μεριδίου που αντιστοιχεί στη σχετική ευθύνη δεδομένου παραβάτη και τα σχετικά κριτήρια, όπως ο κύκλος εργασιών, το μερίδιο αγοράς, ή ο ρόλος στη σύμπραξη, επαφίενται στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, τηρουμένων των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

(38)

Οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με τις αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης διαδραματίζουν βασικό ρόλο στον εντοπισμό μυστικών παραβιάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας από συμπράξεις και στον τερματισμό των εν λόγω παραβιάσεων, συχνά μετριάζοντας τη ζημία που θα μπορούσε να έχει προκληθεί αν η παράβαση είχε συνεχιστεί. Είναι σκόπιμο, επομένως, να προβλέπεται ότι οι επιχειρήσεις που έχουν εξασφαλίσει ασυλία όσον αφορά την επιβολή προστίμων από την αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης θα προστατεύονται από αδικαιολόγητη έκθεση σε αγωγές αποζημίωσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η απόφαση της αρχής ανταγωνισμού που διαπιστώνει την παράβαση μπορεί να καταστεί τελεσίδικη για την επιχείρηση που εξασφάλισε ασυλία πριν τελεσιδικήσει για τις άλλες επιχειρήσεις οι οποίες δεν καλύπτονται με ασυλία και, επομένως, να αποτελέσει η επιχείρηση που εξασφάλισε ασυλία δυνητικά τον προτιμώμενο στόχο για άσκηση αγωγής. Είναι σκόπιμο, επομένως, η επιχείρηση που εξασφαλίζει ασυλία να απαλλάσσεται κατ' αρχήν από την από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη για τη συνολική ζημία και η συνεισφορά της σε σχέση με τις από κοινού παραβάσεις να μην υπερβαίνει το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε στους δικούς της άμεσους ή έμμεσους αγοραστές, ή, στην περίπτωση σύμπραξης αγορών, στους δικούς της άμεσους ή έμμεσους προμηθευτές. Σε περίπτωση που μια σύμπραξη προκάλεσε ζημία σε άλλους εκτός από τους πελάτες ή προμηθευτές της παραβάτιδας επιχείρησης, η συνεισφορά του προσώπου που καλύπτεται από ασυλία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τη σχετική ευθύνη του για τη ζημία που προκλήθηκε από τη σύμπραξη. Το εν λόγω μερίδιο θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που καταβάλλουν μεταξύ τους οι παραβάτες. Η επιχείρηση που καλύπτεται από ασυλία θα πρέπει να παραμένει πλήρως υπεύθυνη έναντι των λοιπών ζημιωθέντων πλην των άμεσων ή έμμεσων αγοραστών ή προμηθευτών της μόνο στις περιπτώσεις που αδυνατούν να λάβουν πλήρη αποζημίωση από τους λοιπούς παραβάτες.

(39)

Η ζημία υπό μορφή πραγματικής απώλειας μπορεί να προκύψει από τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που όντως καταβλήθηκε και του τιμήματος που θα είχε καταβληθεί αν δεν υπήρχε παράβαση. Σε περίπτωση που ένας ζημιωθείς έχει ελαττώσει την πραγματική απώλεια που υπέστη μετακυλίοντάς την, είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει, στους δικούς του αγοραστές, η απώλεια που έχει μετακυλιστεί κατ' αυτόν τον τρόπο παύει να συνιστά ζημία για την οποία το μέρος που τη μετακύλισε δικαιούται αποζημίωση. Ενδείκνυται, επομένως, καταρχήν να επιτρέπεται σε παραβάτη να επικαλεστεί την ένσταση μετακύλισης της πραγματικής απώλειας ως μέσο άμυνας για να αποκρούσει μια αξίωση αποζημίωσης. Είναι σκόπιμο να προβλέπεται ότι ο παραβάτης, στο μέτρο που επικαλείται την ένσταση μετακύλισης, θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη και την έκταση της μετακύλισης της επιπλέον επιβάρυνσης. Αυτό το βάρος απόδειξης δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα του παραβάτη να χρησιμοποιεί αποδεικτικά στοιχεία πλην εκείνων που έχει στην κατοχή του, όπως αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν ήδη ληφθεί κατά τη διαδικασία ή είναι στη διάθεση άλλων μερών ή τρίτων.

(40)

Σε περιπτώσεις στις οποίες η μετακύλιση είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των πωλήσεων και άρα την πρόκληση βλάβης υπό μορφή διαφυγόντος κέρδους, το δικαίωμα αποζημίωσης για την εν λόγω βλάβη θα πρέπει να διατηρείται ακέραιο.

(41)

Αναλόγως με τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων, η μετακύλιση αυξήσεων του τιμήματος στην αλυσίδα εφοδιασμού ενδέχεται να αποτελεί εμπορική πρακτική. Καταναλωτές ή επιχειρήσεις στους οποίους έχει έτσι μετακυλιστεί η θετική ζημία υφίστανται ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου ανταγωνισμού. Καίτοι ο παραβάτης οφείλει να καταβάλει αποζημίωση γι' αυτή τη ζημία, ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα δυσχερές για τους καταναλωτές ή τις επιχειρήσεις που δεν πραγματοποίησαν καμία απευθείας αγορά από τον παραβάτη να αποδείξουν την έκταση της συγκεκριμένης ζημίας. Επομένως, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι, στις περιπτώσεις όπου η ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης ή το ποσό αποζημίωσης που πρόκειται να επιδικαστεί εξαρτώνται από το αν ή σε ποιο βαθμό έχει μετακυλιστεί στον έμμεσο αγοραστή η επιπλέον επιβάρυνση την οποία κατέβαλε ο άμεσος αγοραστής της παραβάτιδας επιχείρησης, ο πρώτος θεωρείται πως έχει αποδείξει ότι η επιπλέον επιβάρυνση που κατέβαλε ο εν λόγω άμεσος αγοραστής έχει μετακυλιστεί στο επίπεδό του, εφόσον είναι σε θέση να αποδείξει εκ πρώτης όψεως (prima facie) ότι επήλθε η εν λόγω μετακύλιση. Αυτό το μαχητό τεκμήριο εφαρμόζεται εκτός αν η παραβάτιδα επιχείρηση μπορεί να αποδείξει με αξιόπιστο τρόπο ώστε να ικανοποιηθεί το δικαστήριο ότι η πραγματική απώλεια δεν μετακυλίστηκε ή δεν μετακυλίστηκε εξ ολοκλήρου στον έμμεσο αγοραστή. Είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστεί υπό ποιες προϋποθέσεις ο έμμεσος αγοραστής πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει παράσχει αυτή την prima facie απόδειξη. Όσον αφορά την ποσοτικοποίηση της μετακύλισης, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να έχουν την εξουσία να εκτιμούν ποιο μερίδιο της επιπλέον επιβάρυνσης έχει μετακυλιστεί στο επίπεδο των έμμεσων αγοραστών στις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιόν τους.

(42)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει σαφείς, απλές και κατανοητές κατευθυντήριες γραμμές για να εκτιμούν τα εθνικά δικαστήρια το μερίδιο της επιπλέον επιβάρυνσης που μετακυλίεται στους έμμεσους αγοραστές.

(43)

Οι παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού συχνά αφορούν τους όρους και τις τιμές στις οποίες πωλούνται αγαθά ή υπηρεσίες και μπορούν να οδηγήσουν σε επιπλέον επιβάρυνση και άλλες ζημίες για τους πελάτες των παραβατών. Η παράβαση μπορεί επίσης να αφορά προμήθειες του παραβάτη (για παράδειγμα, στην περίπτωση σύμπραξης αγοραστών). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πραγματική απώλεια θα μπορούσε να προκύπτει από την καταβολή χαμηλότερου τιμήματος από τους παραβάτες στους προμηθευτές τους. Η παρούσα οδηγία και ιδίως οι κανόνες περί μετακύλισης θα πρέπει να εφαρμόζονται αναλόγως στις εν λόγω περιπτώσεις.

(44)

Αγωγή αποζημίωσης μπορεί να ασκηθεί τόσο από τα πρόσωπα τα οποία αγόρασαν αγαθά ή υπηρεσίες από τον παραβάτη όσο και από αγοραστές που δραστηριοποιούνται σε επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού. Για την ενίσχυση της συνέπειας μεταξύ δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο συναφών διαδικασιών, ώστε να αποτρέπεται η μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης για βλάβη προκληθείσα από την εκάστοτε παράβαση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου ανταγωνισμού ή η επιδίκαση εις βάρος του παραβάτη αποζημίωσης για βλάβη που στην πραγματικότητα δεν έχει προκληθεί, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να έχουν την εξουσία να εκτιμούν το μερίδιο της επιπλέον επιβάρυνσης το οποίο υπέστη ο άμεσος ή οι έμμεσοι αγοραστές, στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν τους. Σε αυτό το πλαίσιο, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, χρησιμοποιώντας δικονομικά ή ουσιαστικά μέσα που προβλέπονται στο ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, κάθε συναφή αγωγή και τη σχετική απόφαση, ιδίως όταν διαπιστώνουν ότι αποδείχτηκε η μετακύλιση. Τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους κατάλληλα δικονομικά μέσα, όπως την υποκειμενική ένωση των αξιώσεων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η αποζημίωση για πραγματική απώλεια που προέκυψε σε οιοδήποτε επίπεδο της αλυσίδας εφοδιασμού δεν υπερβαίνει τη ζημία λόγω επιπλέον επιβάρυνσης που προκλήθηκε σε αυτό το επίπεδο. Αυτά τα μέσα πρέπει να προβλέπονται και σε διασυνοριακές υποθέσεις. Αυτή η δυνατότητα να ληφθούν υπόψη οι αποφάσεις δεν θα πρέπει να θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα της υπεράσπισης και τα δικαιώματα της αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης των προσώπων που δεν ήταν διάδικοι στις εν λόγω δικαστικές διαδικασίες ούτε τους κανόνες σχετικά με την αποδεικτική ισχύ των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε αυτό το πλαίσιο. Είναι δυνατόν αγωγές που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών να θεωρηθούν συναφείς κατά την έννοια του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Βάσει του εν λόγω άρθρου, κάθε εθνικό δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει την εκδίκαση ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων δυνάμει του εν λόγω κανονισμού.

(45)

Ο ζημιωθείς που έχει αποδείξει ότι υπέστη ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού εξακολουθεί να πρέπει να αποδείξει την έκταση της ζημίας προκειμένου να λάβει αποζημίωση. Η ποσοτικοποίηση της ζημίας λόγω παράβασης σε υποθέσεις δικαίου του ανταγωνισμού απαιτεί γενικά την εξέταση πληθώρας πραγματικών περιστατικών και μπορεί να απαιτεί την εφαρμογή περίπλοκων οικονομικών μοντέλων. Αυτό είναι συχνά εξαιρετικά δαπανηρό και προκαλεί προβλήματα στους ενάγοντες όσον αφορά την απόκτηση των απαιτούμενων στοιχείων προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών τους. Η ποσοτικοποίηση της ζημίας λόγω παράβασης σε υποθέσεις δικαίου του ανταγωνισμού μπορεί έτσι να αποτελέσει αφ' εαυτής σημαντικό κώλυμα, εμποδίζοντας την άσκηση αποτελεσματικών αγωγών αποζημίωσης.

(46)

Ελλείψει ενωσιακών κανόνων για την ποσοτικοποίηση της ζημίας που προκλήθηκε από παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους η θέσπιση δικών της κανόνων για την ποσοτικοποίηση ζημιών, και στα κράτη μέλη και στα εθνικά δικαστήρια ο προσδιορισμός των απαιτήσεων που θα πρέπει να πληροί ο αιτών όταν αποδεικνύει το μέγεθος της ζημίας που υπέστη, των μεθόδων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ποσοτικοποίηση του μεγέθους και των συνεπειών τού να μην είναι σε θέση να τηρήσει πλήρως τις εν λόγω απαιτήσεις. Ωστόσο, οι απαιτήσεις του εσωτερικού δικαίου όσον αφορά την ποσοτικοποίηση της ζημίας στις υποθέσεις δικαίου του ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρεμφερή μέσα ένδικης προστασίας του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας), ούτε να καθιστούν αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του ενωσιακού δικαιώματος αποζημίωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας). Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να λαμβάνονται υπόψη οι πιθανές ασυμμετρίες πληροφόρησης μεταξύ των διαδίκων και το γεγονός ότι η ποσοτικοποίηση της ζημίας σημαίνει ότι αξιολογείται ο τρόπος με τον οποίο η εν λόγω αγορά θα είχε εξελιχθεί αν δεν υπήρχε η παράβαση. Η εν λόγω αξιολόγηση προϋποθέτει σύγκριση με μια κατάσταση η οποία είναι εξ ορισμού υποθετική και άρα δεν μπορεί να διενεργηθεί με απόλυτη ακρίβεια. Είναι, επομένως, σκόπιμο να ανατεθεί στα εθνικά δικαστήρια η αρμοδιότητα να εκτιμούν το ποσό της ζημίας που προκλήθηκε από την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού. Τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν, κατόπιν αιτήσεως, να παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το ύψος της ζημίας. Για λόγους συνάφειας και προβλεψιμότητας, η Επιτροπή θα πρέπει να παρέχει γενικές κατευθυντήριες γραμμές σε επίπεδο Ένωσης.

(47)

Για την αντιμετώπιση της ασύμμετρης πληροφόρησης και ορισμένων από τις δυσκολίες που συνδέονται με την ποσοτικοποίηση της ζημίας στις υποθέσεις δικαίου του ανταγωνισμού και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των αγωγών αποζημίωσης, είναι σκόπιμο να τεκμαίρεται ότι οι παραβάσεις από συμπράξεις έχουν προκαλέσει ζημία, ιδίως μέσω επίδρασης στις τιμές. Ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, οι συμπράξεις οδηγούν σε αύξηση των τιμών ή εμποδίζουν τη μείωση των τιμών που θα είχε προκύψει εάν δεν υπήρχε η σύμπραξη. Το τεκμήριο αυτό δεν θα πρέπει να καλύπτει το συγκεκριμένο ύψος της ζημίας. Οι παραβάτες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αντικρούσουν το εν λόγω τεκμήριο. Είναι σκόπιμο να περιοριστεί αυτό το μαχητό τεκμήριο στις συμπράξεις, λαμβανομένου υπόψη του μυστικού χαρακτήρα τους, γεγονός το οποίο αυξάνει την ασυμμετρία πληροφόρησης και καθιστά πιο δύσκολο για τον αιτούντα να αποκτήσει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει τη ζημία.

(48)

Είναι επιθυμητή η επίτευξη οριστικού διακανονισμού για τους εναγομένους, προκειμένου να περιοριστεί η ανασφάλεια για τους παραβάτες και τους ζημιωθέντες. Θα πρέπει συνεπώς παραβάτες και ζημιωθέντες να ενθαρρύνονται να συμφωνούν όσον αφορά την αποζημίωση της βλάβης που προκαλείται λόγω παράβασης της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού μέσω μηχανισμών συναινετικής επίλυσης διαφορών, όπως οι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί (συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ο δικαστής μπορεί να κηρύξει τον συμβιβασμό δεσμευτικό), η διαιτησία, η διαμεσολάβηση ή η συνδιαλλαγή. Ο εν λόγω μηχανισμός συναινετικής επίλυσης διαφορών θα πρέπει να καλύπτει όσο το δυνατόν νομικά περισσότερους ζημιωθέντες και παραβάτες. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη συναινετική επίλυση διαφορών έχουν, επομένως, ως στόχο να διευκολύνουν τη χρήση των εν λόγω μηχανισμών και να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους.

(49)

Οι προθεσμίες παραγραφής των αξιώσεων αποζημίωσης ενδέχεται να είναι τόσο σύντομες, ώστε να μην παρέχουν στους ζημιωθέντες και στους παραβάτες επαρκή χρόνο για να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί. Προκειμένου να παρέχεται και στα δύο μέρη πραγματική δυνατότητα να συμμετέχουν σε συναινετική επίλυση διαφορών πριν από την άσκηση αγωγής ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, οι προθεσμίες παραγραφής πρέπει να αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συναινετικής επίλυσης διαφορών.

(50)

Επιπλέον, όταν τα μέρη αποφασίσουν να κινήσουν διαδικασία συναινετικής επίλυσης διαφορών αφού ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης για την ίδια αξίωση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να είναι σε θέση να αναστείλει την ενώπιόν του δίκη κατά τη διάρκεια της συναινετικής διαδικασίας επίλυσης διαφορών. Όταν εξετάζει το ζήτημα της αναστολής της δίκης, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα πλεονεκτήματα μιας ταχείας διαδικασίας.

(51)

Για την ενθάρρυνση των συναινετικών διευθετήσεων, ο παραβάτης που καταβάλλει αποζημίωση μέσω συναινετικής επίλυσης διαφορών δεν θα πρέπει να τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι των άλλων παραβατών σε σχέση με αυτή στην οποία θα είχε τεθεί χωρίς τον συναινετικό διακανονισμό. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν ένας παραβάτης που συμμετέχει στη διαδικασία διακανονισμού εξακολουθεί, ακόμη και μετά τον συναινετικό διακανονισμό, να ευθύνεται εις ολόκληρον για τη ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση. Ένας παραβάτης που συμμετέχει στη διαδικασία διακανονισμού θα πρέπει, επομένως, καταρχήν να μην καταβάλει οποιοδήποτε ποσό συνεισφοράς στους άλλους παραβάτες που δεν συμμετέχουν στη διαδικασία διακανονισμού, όταν οι τελευταίοι έχουν καταβάλει αποζημίωση στον ζημιωθέντα με τον οποίο είχε διευθετήσει τη διαφορά του ο πρώτος παραβάτης. Ο κανόνας μη συνεισφοράς συνεπάγεται ότι η αξίωση του ζημιωθέντος μειώνεται κατά το μερίδιο της ζημίας που προκάλεσε στον ζημιωθέντα ο συμμετέχων στον διακανονισμό παραβάτης, ασχέτως αν το ποσό του διακανονισμού ισούται προς ή διαφέρει από το σχετικό μερίδιο της ζημίας που προκάλεσε στον συμμετέχοντα στο διακανονισμό ζημιωθέντα ο συμμετέχων στον διακανονισμό παραβάτης. Το εν λόγω μερίδιο θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που καταβάλλουν μεταξύ τους οι παραβάτες. Χωρίς αυτή τη μείωση, οι παραβάτες που δεν συμμετέχουν σε διαδικασία διακανονισμού θα θίγονταν αδικαιολόγητα από τον διακανονισμό του οποίου δεν αποτέλεσαν μέρος. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης, ο συμμετέχων στον διακανονισμό άλλος παραβάτης εξακολουθεί να οφείλει αποζημίωση όταν μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποζημιωθεί ο συμμετέχων στον διακανονισμό ζημιωθείς για το υπόλοιπο της αξίωσής του. Το υπόλοιπο της αξίωσης αναφέρεται στην αξίωση του ζημιωθέντος μείον το αναλογούν στον συμμετέχοντα στον διακανονισμό άλλο παραβάτη μερίδιο της ζημίας που προκλήθηκε στον εν λόγω ζημιωθέντα λόγω της παράβασης. Η τελευταία δυνατότητα απαίτησης αποζημίωσης από τον συμμετέχοντα στον διακανονισμό άλλο παραβάτη υπάρχει εκτός αν αυτό αποκλείεται ρητώς από τους όρους του συναινετικού διακανονισμού.

(52)

Θα πρέπει να αποφευχθούν περιπτώσεις στις οποίες οι συμμετέχοντες στον διακανονισμό παραβάτες, λόγω καταβολής συνεισφοράς στους μη συμμετέχοντες στον διακανονισμό άλλους παραβάτες για την αποζημίωση που κατέβαλαν στους μη συμμετέχοντες στον διακανονισμό ζημιωθέντες, καταβάλλουν συνολικό ποσό αποζημίωσης που υπερβαίνει τη σχετική τους ευθύνη για την προκληθείσα από την παράβαση ζημία. Συνεπώς, όταν οι παραβάτες που συμμετέχουν σε διαδικασία διακανονισμού καλούνται να συνεισφέρουν στην αποζημίωση που στη συνέχεια καταβάλλεται από άλλους παραβάτες που δεν συμμετέχουν σε διαδικασία διακανονισμού σε μη συμμετέχοντες ζημιωθέντες, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αποζημιώσεις που έχουν ήδη καταβληθεί στο πλαίσιο του συναινετικού διακανονισμού, έχοντας κατά νου ότι δεν συμμετέχουν όλοι οι παραβάτες εξίσου στην πλήρη και ουσιώδη, χρονική και γεωγραφική έκταση της παράβασης.

(53)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(54)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ειδικότερα η θέσπιση κανόνων σχετικά με αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της αναγκαίας αποτελεσματικότητας και συνέπειας στην εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

(55)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (7), τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

(56)

Είναι ενδεδειγμένο να προληφθούν κανόνες για την προσωρινή εφαρμογή αυτής της οδηγίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ορισμένους αναγκαίους κανόνες για να διασφαλίζεται ότι οιοσδήποτε υπέστη ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού από επιχείρηση ή από ένωση επιχειρήσεων μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα για αξίωση πλήρους αποζημίωσης για την εν λόγω ζημία από την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων. Θεσπίζει τους κανόνες για την προώθηση του ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και την άρση των εμποδίων στην εύρυθμη λειτουργία της, διασφαλίζοντας ισότιμη προστασία σε όλη την Ένωση για οποιονδήποτε έχει υποστεί τέτοια ζημία.

2.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για τον συντονισμό μεταξύ της επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού από τις αρχές ανταγωνισμού και της επιβολής των κανόνων αυτών σε αγωγές αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού», η παράβαση των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ ή του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού,

2)

«παραβάτης», η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που τέλεσε την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού,

3)

«εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού», οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που επιδιώκουν κατά κύριο λόγο τον ίδιο στόχο με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ και οι οποίες εφαρμόζονται στην ίδια υπόθεση και παράλληλα με το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και που δεν περιλαμβάνουν διατάξεις εθνικού δικαίου που επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις σε φυσικά πρόσωπα, εκτός εάν οι εν λόγω ποινικές κυρώσεις συνιστούν το μέσο με το οποίο επιβάλλονται οι κανόνες ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις,

4)

«αγωγή αποζημίωσης», αγωγή δυνάμει του εθνικού δικαίου με την οποία υποβάλλεται αξίωση αποζημίωσης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου από τον φερόμενο ως ζημιωθέντα ή από κάποιον που ενεργεί για λογαριασμό ενός ή περισσότερων φερόμενων ως ζημιωθέντων, εφόσον το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο προβλέπει αυτή τη δυνατότητα, ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβαστεί το δικαίωμα του φερόμενου ως ζημιωθέντα, περιλαμβανομένου του προσώπου στο οποίο περιήλθε η αξίωση,

5)

«αξίωση αποζημίωσης», αξίωση αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού,

6)

«ζημιωθείς», οποιοδήποτε πρόσωπο έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού,

7)

«εθνική αρχή ανταγωνισμού», αρχή που έχει ορισθεί από κράτος μέλος κατ' εφαρμογή του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ως αρμόδια για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ,

8)

«αρχή ανταγωνισμού», η Επιτροπή ή μια εθνική αρχή ανταγωνισμού, ή και οι δύο, ανάλογα με την περίπτωση,

9)

«εθνικό δικαστήριο», δικαστήριο ή δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ,

10)

«αναθεωρητικό δικαστήριο», εθνικό δικαστήριο που έχει την εξουσία να αναθεωρεί, μέσω τακτικών ένδικων μέσων, αποφάσεις εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή δικαστικές αποφάσεις που αποφαίνονται επ' αυτών των αποφάσεων, ασχέτως αν αυτό το ίδιο δικαστήριο έχει την εξουσία διαπίστωσης παραβιάσεων του δικαίου ανταγωνισμού,

11)

«απόφαση παράβασης», απόφαση αρχής ανταγωνισμού ή αναθεωρητικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού,

12)

«τελεσίδικη απόφαση παράβασης», η σχετική με παράβαση απόφαση η οποία δεν μπορεί ή δεν μπορεί πλέον να υπόκειται σε τακτικό ένδικο μέσο,

13)

«αποδεικτικά στοιχεία», όλα τα είδη αποδεικτικών στοιχείων που γίνονται δεκτά ενώπιον του επιληφθέντος εθνικού δικαστηρίου, ιδίως έγγραφα και όλα τα άλλα αντικείμενα που περιέχουν πληροφορίες, ανεξάρτητα από το μέσο στο οποίο αυτές είναι αποθηκευμένες,

14)

«συμπράξεις (καρτέλ)», συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ δύο ή περισσότερων ανταγωνιστών που αποσκοπούν στον συντονισμό της ανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς στην αγορά ή στον επηρεασμό των σημαντικών παραμέτρων του ανταγωνισμού μέσω πρακτικών όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός ή ο συντονισμός των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μεταξύ άλλων σε σχέση με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, η παροχή ποσοστώσεων παραγωγής ή πωλήσεων, η κατανομή των αγορών και πελατών, περιλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών, ο περιορισμός των εισαγωγών ή εξαγωγών και/ή ενέργειες αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος άλλων ανταγωνιστών,

15)

«πρόγραμμα επιεικούς μεταχείρισης», πρόγραμμα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή αντίστοιχης διάταξης του εθνικού δικαίου βάσει του οποίου ένας συμμετέχων σε μυστική σύμπραξη, ανεξάρτητα από τις άλλες επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη σύμπραξη, συνεργάζεται στο πλαίσιο της έρευνας της αρμόδιας αρχής ανταγωνισμού, παρέχοντας αυτοβούλως στοιχεία σε σχέση με τη σύμπραξη και τον ρόλο του σε αυτή, έναντι των οποίων ο συμμετέχων εξασφαλίζει, με απόφαση ή με διακοπή της διαδικασίας, ασυλία από πρόστιμα για τη συμμετοχή του στη σύμπραξη ή μείωση των εν λόγω προστίμων,

16)

«δήλωση επιεικούς μεταχείρισης», η προφορική ή γραπτή αναφορά που υποβάλλεται αυτοβούλως από επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο σε αρχή ανταγωνισμού, ή αντίγραφό της, στην οποία περιγράφονται τα στοιχεία που γνωρίζουν για τη σύμπραξη (καρτέλ) η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο και ο ρόλος τους σε αυτή, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό την υποβολή της στην αρχή ανταγωνισμού, προκειμένου να εξασφαλισθεί ασυλία ή μείωση των προστίμων κατ' εφαρμογή προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης, εξαιρουμένων προϋπαρχουσών πληροφοριών,

17)

«προϋπάρχουσες πληροφορίες», αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού, ασχέτως αν περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού,

18)

«υπόμνημα για διακανονισμό», η αναφορά που υποβάλλεται αυτοβούλως από επιχείρηση ή για λογαριασμό της σε αρχή ανταγωνισμού, στην οποία η εν λόγω επιχείρηση παραδέχεται ή δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της σε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού και την ευθύνη της για τη συγκεκριμένη παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό να μπορέσει η αρχή ανταγωνισμού να εφαρμόσει απλουστευμένη ή ταχεία διαδικασία,

19)

«επιχείρηση καλυπτόμενη από ασυλία», επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο που έχει εξασφαλίσει ασυλία ως προς την επιβολή προστίμων από αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης,

20)

«επιπλέον επιβάρυνση», η διαφορά μεταξύ του τιμήματος που όντως καταβλήθηκε και του τιμήματος που θα είχε ισχύσει αν δεν υπήρχε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού,

21)

«συναινετική επίλυση διαφορών», κάθε μηχανισμός που επιτρέπει στα μέρη να καταλήξουν σε εξωδικαστική επίλυση διαφοράς περί αξίωσης αποζημίωσης,

22)

«συναινετικός διακανονισμός», συμφωνία η οποία επιτυγχάνεται μέσω διαδικασίας συναινετικής επίλυσης διαφορών,

23)

«άμεσος αγοραστής», φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε απευθείας από τον παραβάτη προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού,

24)

«έμμεσος αγοραστής», φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε όχι απευθείας από έναν παραβάτη, αλλά από τον άμεσο αγοραστή ή από τον επόμενο αγοραστή, προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού, ή προϊόντα ή υπηρεσίες που εμπεριέχουν τέτοια αγαθά ή υπηρεσίες ή προέκυψαν από τέτοια αγαθά ή υπηρεσίες.

Άρθρο 3

Δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού μπορεί να αξιώσει και να επιτύχει πλήρη αποζημίωση για την εν λόγω ζημία.

2.   Με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης το πρόσωπο που ζημιώθηκε αποκαθίσταται στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε τελεσθεί η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού. Αυτό περιλαμβάνει, επομένως, δικαίωμα αποζημίωσης για τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος, καθώς και καταβολή τόκων.

3.   Η πλήρης αποζημίωση κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν οδηγεί σε υπερβολική αποζημίωση, είτε με χαρακτήρα ποινής, καταβολή πολλαπλών αποζημιώσεων ή άλλου τύπου αποζημιώσεων.

Άρθρο 4

Αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας

Σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σύνολο των εθνικών κανόνων και διαδικασιών που αφορούν την άσκηση αγωγών αποζημίωσης σχεδιάζονται και εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να μην καθίσταται εκ των πραγμάτων αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση του ενωσιακού δικαιώματος για την καταβολή πλήρους αποζημίωσης για ζημία προκληθείσα από παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού. Σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, οι εθνικές διατάξεις και διαδικασίες σχετικά με τις αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται λόγω παράβασης των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές για τους φερόμενους ως ζημιωθέντες από αυτές που διέπουν αντίστοιχες αγωγές αποζημίωσης για ζημίες λόγω παραβιάσεων του εθνικού δικαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 5

Κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε διαδικασίες αγωγής αποζημίωσης εντός της Ένωσης, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος ο οποίος έχει υποβάλει τεκμηριωμένη αιτιολόγηση που περιέχει ευλόγως διαθέσιμα στοιχεία για πραγματικά περιστατικά και επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να θεμελιωθεί παραδεκτή αξίωση αποζημίωσης, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν τον εναγόμενο ή τρίτο να κοινοποιήσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχει υπό τον έλεγχό του, υπό τους όρους του παρόντος κεφαλαίου. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, σε θέση να διατάξουν τον ενάγοντα ή τρίτο να κοινοποιήσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι σε θέση να διατάξουν την κοινοποίηση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή σχετικών κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων που προσδιορίζονται με όσο το δυνατόν πιο σαφή και συγκεκριμένο τρόπο βάσει ευλόγως διαθέσιμων στοιχείων για πραγματικά περιστατικά στην τεκμηριωμένη αιτιολόγηση.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια περιορίζουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων στην έκταση που επιτρέπει η αρχή της αναλογικότητας. Για να κρίνουν αν η κοινοποίηση που ζητά ένας διάδικος είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, τα εθνικά δικαστήρια λαμβάνουν υπόψη τα έννομα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων διαδίκων και τρίτων. Ειδικότερα, λαμβάνουν υπόψη:

α)

τον βαθμό στον οποίο η αξίωση ή ένσταση υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα στοιχεία για πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν το αίτημα κοινοποίησης,

β)

την έκταση και το κόστος της κοινοποίησης, ιδίως για τυχόν εμπλεκόμενα τρίτα μέρη, προκειμένου επίσης να αποφευχθεί η μη προσδιορισμένη αναζήτηση πληροφοριών η οποία είναι απίθανο να είναι σημαντική για τα διάδικα μέρη,

γ)

κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων ζητείται η κοινοποίηση περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, που αφορούν ιδίως τυχόν τρίτους, καθώς και τις λεπτομέρειες για την προστασία των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να διατάσσουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο στο πλαίσιο της εκδίκασης αγωγής αποζημίωσης. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν διατάσσεται κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών, τα εθνικά δικαστήρια να έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία των πληροφοριών αυτών.

5.   Το συμφέρον των επιχειρήσεων να αποφεύγουν αγωγές αποζημίωσης λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού δεν συνιστά συμφέρον που εγγυάται προστασία.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για την πλήρη εφαρμογή του δικηγορικού απόρρητου που ισχύει δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου όταν διατάσσουν την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων.

7.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι εκείνοι από τους οποίους ζητείται η κοινοποίηση έχουν τη δυνατότητα να κληθούν σε ακρόαση προτού το εθνικό δικαστήριο διατάξει την κοινοποίηση βάσει του παρόντος άρθρου.

8.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 7 και του άρθρου 6, το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν κανόνες που οδηγούν σε ευρύτερη κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων.

Άρθρο 6

Κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για την άσκηση αγωγών αποζημίωσης, όταν τα εθνικά δικαστήρια διατάσσουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού, εφαρμόζεται το παρόν άρθρο επιπλέον του άρθρου 5.

2.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τους κανόνες και τις πρακτικές για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τους κανόνες και τις πρακτικές που προβλέπονται στο ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο για την προστασία των εσωτερικών εγγράφων των αρχών ανταγωνισμού και της μεταξύ τους αλληλογραφίας.

4.   Κατά την αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 της αναλογικότητας της διαταγής κοινοποίησης πληροφοριών, τα εθνικά δικαστήρια εξετάζουν επιπλέον τα εξής:

α)

αν το αίτημα έχει διατυπωθεί ειδικά σε σχέση με τη φύση, το αντικείμενο ή το περιεχόμενο των εγγράφων που υποβλήθηκαν σε αρχή ανταγωνισμού ή παρέμειναν στον φάκελο αυτής της αρχής ανταγωνισμού, και όχι ως γενικό αίτημα σχετικά με έγγραφα που υποβλήθηκαν σε αρχή ανταγωνισμού,

β)

αν ο διάδικος που ζήτησε την κοινοποίηση το έκανε σε συνάρτηση με αγωγή αποζημίωσης ασκηθείσα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και

γ)

σε συνάρτηση με τις παραγράφους 5 και 10 ή κατόπιν αιτήσεως μιας αρχής ανταγωνισμού σύμφωνα με την παράγραφο 11, την ανάγκη να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής του δικαίου ανταγωνισμού.

5.   Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν την κοινοποίηση των ακόλουθων κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων, μόνον εφόσον η αρχή ανταγωνισμού έχει περατώσει τις διαδικασίες της με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο:

α)

πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού,

β)

πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τις αρχές ανταγωνισμού και απεστάλησαν στους διαδίκους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της και

γ)

υπομνήματα για διακανονισμό που αποσύρθηκαν.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τον σκοπό των αγωγών αποζημίωσης, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν οποτεδήποτε να απαιτήσουν από διάδικο ή τρίτο να κοινοποιήσει οιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων:

α)

δηλώσεις επιεικούς μεταχείρισης και

β)

υπομνήματα για διακανονισμό.

7.   Ο ενάγων μπορεί να υποβάλλει αιτιολογημένη αίτηση και να ζητεί να έχει πρόσβαση το εθνικό δικαστήριο στα αποδεικτικά στοιχεία που προβλέπονται στα στοιχεία α) ή β) της παραγράφου 6 με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσει ότι το περιεχόμενό τους ανταποκρίνεται στους ορισμούς που περιέχονται στο άρθρο 2 σημεία 16 και 18. Κατά την αξιολόγηση αυτή το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει μόνον τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής ανταγωνισμού. Οι συντάκτες των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων μπορούν επίσης να έχουν τη δυνατότητα να κληθούν σε ακρόαση. Σε καμία περίπτωση το εθνικό δικαστήριο δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία σε άλλους διαδίκους ή σε τρίτους.

8.   Εάν μέρος μόνο του αποδεικτικού στοιχείου που ζητήθηκε καλύπτεται από την παράγραφο 6, τα υπόλοιπα μέρη του, αναλόγως σε ποια κατηγορία υπάγονται, δίνονται στη δημοσιότητα σύμφωνα με τις σχετικές παραγράφους περί κοινοποιήσεως που περιέχει το παρόν άρθρο.

9.   Κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται στον φάκελο μιας αρχής ανταγωνισμού και δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο μπορεί να διαταχθεί σε αγωγές αποζημίωσης, ανά πάσα στιγμή, με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου.

10.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια ζητούν από την αρχή ανταγωνισμού ένα αποδεικτικό στοιχείο που περιλαμβάνεται στον φάκελό της μόνον όταν διάδικος ή τρίτος δεν είναι σε θέση για εύλογους λόγους να προσκομίσει το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο που απαιτήθηκε.

11.   Εφόσον η αρχή ανταγωνισμού επιθυμεί να διατυπώσει τις απόψεις της επί της αναλογικότητας του αιτήματος κοινοποίησης, μπορεί να υποβάλει, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, παρατηρήσεις στο εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ζητείται η έκδοση διαταγής κοινοποίησης.

Άρθρο 7

Περιορισμοί στη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες του άρθρου 6 παράγραφος 6, τα οποία λαμβάνονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στον φάκελο της αρχής ανταγωνισμού, είτε θεωρούνται απαράδεκτα σε αγωγές αποζημίωσης είτε διαφορετικά προστατεύονται από τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης ισχύς των περιορισμών κατά την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων κατ' εφαρμογή του άρθρου 6.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, μέχρις ότου η αρχή ανταγωνισμού περατώσει τη διαδικασία της με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο, τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάγονται στις κατηγορίες του άρθρου 6 παράγραφος 5, τα οποία λαμβάνονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στον φάκελο της αρχής ανταγωνισμού, είτε θεωρούνται απαράδεκτα σε αγωγές αποζημίωσης είτε διαφορετικά προστατεύονται από τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης ισχύς των περιορισμών κατά την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων κατ' εφαρμογή του άρθρου 6.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στον φάκελο της αρχής ανταγωνισμού και τα οποία δεν υπάγονται στις παραγράφους 1 ή 2 μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης μόνο από το πρόσωπο αυτό ή από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μεταβιβάστηκαν τα δικαιώματα του εν λόγω προσώπου, συμπεριλαμβανομένου του προσώπου που απέκτησε την αξίωση του εν λόγω προσώπου.

Άρθρο 8

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι πράγματι σε θέση να επιβάλλουν κυρώσεις σε βάρος διαδίκων, τρίτων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

α)

παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης με δικαστική διαταγή κοινοποίησης εθνικού δικαστηρίου,

β)

καταστροφή σχετικών αποδεικτικών στοιχείων,

γ)

παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με διαταγή εθνικού δικαστηρίου για την προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών,

δ)

παράβαση των περιορισμών κατά τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων οι οποίοι περιορισμοί προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν από τα εθνικά δικαστήρια είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Οι κυρώσεις τις οποίες δύνανται να επιβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια περιλαμβάνουν, σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά ενός διαδίκου στο πλαίσιο δίκης επί αγωγής αποζημίωσης, τη δυνατότητα συναγωγής επιβαρυντικών για τον εκάστοτε διάδικο συμπερασμάτων, όπως, για παράδειγμα, το τεκμήριο ότι ένα κρίσιμο ζήτημα έχει αποδειχθεί ή την ολική ή μερική απόρριψη αξιώσεων και ενστάσεων και τη δυνατότητα καταδίκης σε καταβολή των εξόδων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΙΣΧΥΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ, ΕΥΘΥΝΗ ΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ

Άρθρο 9

Ισχύς των εθνικών αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η παράβαση διάταξης δικαίου ανταγωνισμού η οποία έχει διαπιστωθεί με τελεσίδικη απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή αναθεωρητικού δικαστηρίου θεωρείται πλέον αδιάψευστη για τους σκοπούς της αγωγής αποζημίωσης που εισάγεται ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων, δυνάμει των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ ή δυνάμει του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν τελεσίδικη απόφαση της παραγράφου 1 έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, αυτή η τελεσίδικη απόφαση να μπορεί να υποβληθεί ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο ως τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης του γεγονότος της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και, κατά περίπτωση, να μπορεί να εκτιμηθεί παράλληλα με τυχόν άλλο αποδεικτικό υλικό που προσκομίζουν οι διάδικοι.

3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων που προβλέπονται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 10

Προθεσμία παραγραφής

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες περί προθεσμιών παραγραφής για την άσκηση αγωγών αποζημίωσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Οι εν λόγω κανόνες καθορίζουν το πότε αρχίζει η προθεσμία παραγραφής, τη διάρκεια της προθεσμίας και τις συνθήκες υπό τις οποίες η προθεσμία διακόπτεται ή αναστέλλεται.

2.   Η προθεσμία παραγραφής δεν αρχίζει να τρέχει πριν από την παύση της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και προτού ο αιτών λάβει γνώση ή μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι γνωρίζει τα εξής:

α)

τη συμπεριφορά και το γεγονός ότι συνιστά παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού,

β)

το γεγονός ότι η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού προκάλεσε ζημία στον ίδιο και

γ)

την ταυτότητα του παραβάτη.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης είναι τουλάχιστον πενταετής.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται ή, αναλόγως προς το εθνικό δίκαιο, διακόπτεται εάν μια αρχή ανταγωνισμού λάβει μέτρα που αποβλέπουν στη διερεύνηση ή τη διαδικασία για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού με την οποία σχετίζεται η αγωγή αποζημίωσης. Η αναστολή λήγει τουλάχιστον ένα έτος μετά την τελεσιδικία της απόφασης για την παράβαση ή μετά την περάτωση της διαδικασίας με άλλον τρόπο.

Άρθρο 11

Ευθύνη από κοινού και εις ολόκληρον

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες παραβίασαν το δίκαιο ανταγωνισμού με από κοινού συμπεριφορά ευθύνονται εις ολόκληρον για τη ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού ούτως ώστε καθεμία από αυτές τις επιχειρήσεις να οφείλει πλήρη αποζημίωση για τη ζημία και ο ζημιωθείς διάδικος να έχει δικαίωμα να απαιτήσει πλήρη αποζημίωση από οποιαδήποτε από αυτές έως ότου αποζημιωθεί πλήρως.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, ότι, σε περίπτωση που ο παραβάτης είναι μικρομεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ) όπως προσδιορίζεται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (8), ο παραβάτης ευθύνεται μόνον έναντι των δικών του άμεσων ή έμμεσων αγοραστών, εφόσον:

α)

το μερίδιό της στη σχετική αγορά ήταν κατώτερο του 5 % ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και

β)

η εφαρμογή των συνήθων κανόνων περί ευθύνης από κοινού και εις ολόκληρον θα έθετε σε μη αναστρέψιμο κίνδυνο την οικονομική της βιωσιμότητα και θα οδηγούσε σε απώλεια όλης της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων.

3.   Η εξαίρεση της παραγράφου 2 δεν ισχύει εφόσον:

α)

η ΜΜΕ ηγήθηκε της παράβασης της περί ανταγωνισμού νομοθεσίας ή εξανάγκασε άλλες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην παράβαση αυτή ή

β)

η ΜΜΕ είχε παραβιάσει παλαιότερα το δίκαιο ανταγωνισμού.

4.   Κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι επιχείρηση που καλύπτεται από ασυλία ευθύνεται από κοινού και εις ολόκληρον ως εξής:

α)

έναντι των άμεσων ή έμμεσων αγοραστών ή προμηθευτών της και

β)

έναντι άλλων ζημιωθέντων μόνο εφόσον δεν μπορεί να ληφθεί πλήρης αποζημίωση από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που είχαν εμπλακεί στην αυτή παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η προθεσμία παραγραφής που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που υπάγονται στην παρούσα παράγραφο είναι εύλογη και επαρκής ώστε να επιτρέπει στους ζημιωθέντες να ασκήσουν τέτοιες αγωγές.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο παραβάτης μπορεί να ανακτήσει συνεισφορά από οποιονδήποτε άλλο παραβάτη, το ύψος της οποίας καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σχετική ευθύνη τους για τη ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού. Το ύψος της συνεισφοράς παραβάτη, στον οποίο έχει χορηγηθεί ασυλία από πρόστιμα στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης, δεν υπερβαίνει το ύψος της ζημίας που αυτή προκάλεσε στους δικούς της άμεσους ή έμμεσους αγοραστές ή προμηθευτές.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στον βαθμό που η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού προκάλεσε ζημία σε άλλους ζημιωθέντες εκτός από τους άμεσους ή έμμεσους αγοραστές ή προμηθευτές των παραβατών, το ύψος της προς άλλους παραβάτες συνεισφοράς του δικαιούχου ασυλίας καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σχετική ευθύνη του για την εν λόγω ζημία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΜΕΤΑΚΥΛΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ

Άρθρο 12

Η μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης και το δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης

1.   Για να εξασφαλιστεί πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατ' εφαρμογή των κανόνων του παρόντος κεφαλαίου, η αποζημίωση μπορεί να απαιτηθεί από οιουσδήποτε υπέστησαν ζημία, ανεξαρτήτως από το αν είναι άμεσοι ή έμμεσοι αγοραστές από τον παραβάτη, και ότι αποφεύγεται η αποζημίωση που υπερβαίνει τη ζημία η οποία προκλήθηκε στον ενάγοντα λόγω της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού, καθώς και η απουσία ευθύνης του παραβάτη.

2   Προς αποφυγή της υπερβολικής αποζημίωσης, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες ώστε να εξασφαλιστεί ότι η αποζημίωση για θετική ζημία σε οιοδήποτε επίπεδο της αλυσίδας εφοδιασμού δεν υπερβαίνει τη ζημία λόγω επιπλέον επιβάρυνσης που προκλήθηκε σε αυτό το επίπεδο.

3.   Το παρόν κεφάλαιο δεν θίγει το δικαίωμα οιουδήποτε ζημιωθέντος να απαιτεί και να λαμβάνει αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος λόγω ολικής ή μερικής μετακύλισης της επιπλέον επιβάρυνσης.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται αναλόγως όταν η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού αφορά προμήθειες στον παραβάτη.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να εκτιμήσουν, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, ποιο μερίδιο της επιπλέον επιβάρυνσης μετακυλίστηκε στον έμμεσο αγοραστή.

Άρθρο 13

Ένσταση μετακύλισης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο εναγόμενος στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης δύναται να επικαλεσθεί ως ένσταση για να αντικρούσει την αξίωση αποζημίωσης το γεγονός ότι ο ενάγων μετακύλισε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει την επιπλέον επιβάρυνση που του επιβλήθηκε από την παράβαση. Το βάρος αποδείξεως ότι η επιπλέον επιβάρυνση μετακυλίστηκε παραμένει στον εναγόμενο, ο οποίος μπορεί να ζητήσει ευλόγως κοινοποιήσεις από τον ενάγοντα ή από τρίτους.

Άρθρο 14

Έμμεσοι αγοραστές

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν σε αγωγή αποζημίωσης η ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης ή το ποσό της αποζημίωσης που πρέπει να επιδικαστεί εξαρτάται από το αν ή σε ποιο βαθμό η επιπλέον επιβάρυνση μετακυλίστηκε στον ενάγοντα, λαμβανομένης υπόψη της εμπορικής τακτικής ότι οι αυξήσεις των τιμών μετακυλίονται στις επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού, το βάρος αποδείξεως της ύπαρξης και έκτασης της εν λόγω μετακύλισης το φέρει ο ενάγων, ο οποίος δύναται ευλόγως να απαιτήσει κοινοποιήσεις από τον εναγόμενο ή από τρίτους.

2.   Στην περίπτωση της παραγράφου 1, ο έμμεσος αγοραστής θεωρείται ότι απέδειξε ότι επήλθε μετακύλιση σε αυτόν, εφόσον ο εν λόγω έμμεσος αγοραστής έχει αποδείξει ότι:

α)

ο εναγόμενος έχει τελέσει παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού,

β)

η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή επιπλέον επιβάρυνσης στον άμεσο αγοραστή του εναγομένου και

γ)

ο έμμεσος αγοραστής αγόρασε τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού ή αγόρασε αγαθά ή υπηρεσίες τα οποία είτε προήλθαν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο της παράβασης είτε περιείχαν τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο εναγόμενος μπορεί να αποδείξει κατά τρόπο αξιόπιστο και ικανοποιητικό για το δικαστήριο ότι η επιπλέον επιβάρυνση δεν μετακυλίστηκε ή δεν μετακυλίστηκε εξ ολοκλήρου στον έμμεσο αγοραστή.

Άρθρο 15

Αγωγές αποζημίωσης από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού

1.   Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η άσκηση αγωγών από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού να οδηγήσει σε πολλαπλή ευθύνη ή σε έλλειψη ευθύνης του παραβάτη, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται αγωγής αποζημίωσης εξετάζουν αν τηρήθηκε η κατανομή του βάρους απόδειξης κατ' εφαρμογή των άρθρων 13 και 14, έχουν τη δυνατότητα, χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα μέσα του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου, να λάβουν δεόντως υπόψη τους οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

αγωγές αποζημίωσης που αφορούν την ίδια παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, αλλά έχουν ασκηθεί από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού,

β)

αποφάσεις που εκδίδονται επί αγωγών αποζημίωσης που αναφέρονται στο στοιχείο α),

γ)

σχετικές πληροφορίες ελευθέρας χρήσεως που απορρέουν από τη δημόσια επιβολή του δικαίου ανταγωνισμού.

2.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012.

Άρθρο 16

Κατευθυντήριες γραμμές για τα εθνικά δικαστήρια

Η Επιτροπή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για να εκτιμούν τα εθνικά δικαστήρια το μερίδιο της επιπλέον επιβάρυνσης που μετακυλίεται στους έμμεσους αγοραστές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

Άρθρο 17

Ποσοτικοποίηση της ζημίας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το βάρος απόδειξης και το αποδεικτικό πρότυπο που απαιτούνται για την ποσοτικοποίηση της ζημίας δεν καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την εξουσία σύμφωνα με τις εθνικές τους διαδικασίες να εκτιμούν το ύψος της ζημίας εφόσον διαπιστωθεί ότι ο ενάγων υπέστη ζημία αλλά είναι πρακτικά αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερές να ποσοτικοποιηθεί επακριβώς η προκληθείσα ζημία βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων.

2.   Τεκμαίρεται ότι οι παραβάσεις από συμπράξεις προκαλούν ζημία. Ο παραβάτης έχει το δικαίωμα να αντικρούσει το εν λόγω τεκμήριο.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι σε διαδικασίες αγωγής αποζημίωσης μια εθνική αρχή ανταγωνισμού έχει τη δυνατότητα, κατόπιν αιτήσεως ενός εθνικού δικαστηρίου, να συνδράμει το εν λόγω δικαστήριο κατά τον καθορισμό του ύψους των ζημιών εφόσον η εν λόγω εθνική αρχή ανταγωνισμού θεωρεί αυτή τη συνδρομή σκόπιμη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 18

Ανασταλτικό και λοιπά αποτελέσματα της συναινετικής επίλυσης διαφορών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης αναστέλλεται για τη διάρκεια οποιασδήποτε διαδικασίας συναινετικής επίλυσης διαφορών. Η αναστολή της παραγραφής ισχύει μόνο σε σχέση με τους διαδίκους που συμμετέχουν ή συμμετείχαν, αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου, στη συναινετική επίλυση διαφορών.

2.   Με την επιφύλαξη των σχετικών με τη διαιτησία διατάξεων του εθνικού δικαίου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται αγωγής αποζημίωσης μπορούν να αναστείλουν μέχρι δύο έτη τη διαδικασία στις περιπτώσεις που οι διάδικοι συμμετέχουν σε συναινετική επίλυση διαφορών σχετικά με την αξίωση που καλύπτεται από την εν λόγω αγωγή αποζημίωσης.

3.   Μια αρχή ανταγωνισμού μπορεί να εκτιμήσει την αποζημίωση που καταβλήθηκε ως αποτέλεσμα συναινετικού διακανονισμού και πριν εκδώσει την απόφασή της περί επιβολής προστίμου ως ελαφρυντική περίσταση.

Άρθρο 19

Αποτέλεσμα των συναινετικών διευθετήσεων όσον αφορά μεταγενέστερες αγωγές αποζημίωσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, μετά από συναινετικό διακανονισμό, η αξίωση του ζημιωθέντος μειώνεται κατά το μερίδιο του άλλου παραβάτη που συμμετέχει στη διαδικασία διακανονισμού στη ζημία που προκάλεσε η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού στον ζημιωθέντα.

2.   Οποιαδήποτε εναπομένουσα αξίωση του ζημιωθέντος που συμμετέχει στη διαδικασία διακανονισμού ασκείται μόνο κατά των άλλων παραβατών που δεν συμμετέχουν σε αυτή. Οι άλλοι παραβάτες που δεν συμμετέχουν δεν μπορούν να ανακτήσουν συνεισφορά για την εναπομένουσα αξίωση από τον παραβάτη που συμμετέχει στη διαδικασία.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν οι άλλοι παραβάτες που δεν συμμετέχουν στη διαδικασία διακανονισμού δεν μπορούν να καταβάλουν την αποζημίωση που αντιστοιχεί στην εναπομένουσα αξίωση του ζημιωθέντος που συμμετέχει στη διαδικασία, τότε ο τελευταίος αυτός μπορεί να ασκήσει την εναπομένουσα αξίωση κατά του παραβάτη που συμμετέχει στη διαδικασία.

Η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δύναται να αποκλείεται ρητώς από τους όρους του συναινετικού διακανονισμού.

4.   Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της συνεισφοράς που ένας από τους παραβάτες μπορεί να ανακτήσει από οποιονδήποτε από τους άλλους παραβάτες ανάλογα με την ευθύνη που τους αναλογεί για την προκληθείσα ζημία λόγω της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού, τα εθνικά δικαστήρια λαμβάνουν δεόντως υπόψη τυχόν αποζημίωση που καταβλήθηκε σύμφωνα με προηγούμενο συναινετικό διακανονισμό στον οποίο συμμετείχε ο οικείος παραβάτης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Επανεξέταση

1.   Η Επιτροπή επανεξετάζει την παρούσα οδηγία και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έως τις 27 Δεκεμβρίου 2020.

2.   Η έκθεση της παραγράφου 1 αφορά, μεταξύ άλλων, όλα τα παρακάτω στοιχεία:

α)

τον πιθανό αντίκτυπο που έχουν οι οικονομικές δυσχέρειες οι οποίες απορρέουν από την πληρωμή προστίμων που επιβλήθηκαν από αρχή ανταγωνισμού λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού στη δυνατότητα των ζημιωθέντων διαδίκων να λάβουν πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από αυτή την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού,

β)

την έκταση στην οποία οι ενάγοντες σε αγωγές αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού η οποία διαπιστώθηκε σε απόφαση περί παραβιάσεως που εξέδωσε αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους κατόρθωσαν να αποδείξουν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους ότι συνέβη αυτή η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού,

γ)

την έκταση στην οποία η αποζημίωση για τη θετική ζημία υπερέβη τη ζημία λόγω επιπλέον επιβάρυνσης που προκλήθηκε από την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού ή λόγω επιπλέον επιβάρυνσης σε οιοδήποτε επίπεδο της αλυσίδας εφοδιασμού.

3.   Εφόσον ενδείκνυται, η έκθεση της παραγράφου 1 συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 21

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία έως τις 27 Δεκεμβρίου 2016. Ανακοινώνουν αμελλητί στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Τα μέτρα αυτά, κατά τη θέσπισή τους από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Χρονικά όρια εφαρμογής

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά μέτρα που θεσπίζουν σύμφωνα με το άρθρο 21 προκειμένου να συμμορφωθούν με τις ουσιαστικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται αναδρομικά.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21, εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν ισχύουν για αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου πριν από τις 26 Δεκεμβρίου 2014.

Άρθρο 23

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 24

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 26 Νοεμβρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 67 της 6.3.2014, σ. 83.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Νοεμβρίου 2014.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1).

(7)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ.14.

(8)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/20


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1290/2014 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 4ης Δεκεμβρίου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (EΕ) αριθ. 833/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 960/2014 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 833/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 215,

Έχοντας υπόψη την απόφαση 2014/872/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2014 για την τροποποίηση της απόφασης 2014/512/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία (1),

Έχοντας υπόψη την κοινή πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 31 Ιουλίου 2014, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (EΕ) αριθ. 833/2014 (2) σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία.

(2)

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2014 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (EΕ) αριθ. 960/2014 (3) για την τροποποίηση του κανονισμού (EΕ) αριθ. 833/2014.

(3)

Στις 4 Δεκεμβρίου 2014 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/872/ΚΕΠΠΑ.

(4)

Τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και, ως εκ τούτου, ιδίως για να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή τους σε όλα τα κράτη μέλη, απαιτείται κανονιστική δράση εκ μέρους της Ένωσης, μετά την έκδοση της απόφασης 2014/872/ΚΕΠΠΑ.

(5)

Οι κανονισμοί (EΕ) αριθ. 833/2014 και (EΕ) αριθ. 960/2014 θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν ανάλογα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (EΕ) αριθ. 833/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από τα εξής:

«Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να χορηγούν άδεια όταν οι εξαγωγές αφορούν την εκτέλεση υποχρέωσης που απορρέει από σύμβαση η οποία συνήφθη πριν από την 1η Αυγούστου 2014, ή από συμπληρωματικές συμβάσεις που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων.»

.

2)

Στο άρθρο 2α, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από τα εξής:

«3.   Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 δεν θίγουν την εκτέλεση συμβάσεων οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από τη 12η Σεπτεμβρίου 2014, ή συμπληρωματικών συμβάσεων που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, και την παροχή βοήθειας απαραίτητης για τη συντήρηση και ασφάλεια υπαρχουσών ικανοτήτων εντός της Ένωσης.»

.

3)

Στο άρθρο 3, οι παράγραφοι 1 έως 5 αντικαθίστανται από τα εξής:

«1.   Απαιτείται προηγούμενη άδεια για την πώληση, την προμήθεια, τη μεταβίβαση ή την εξαγωγή, άμεσα ή έμμεσα, ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα II, ανεξάρτητα από το εάν προέρχονται από την Ένωση ή όχι, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της, ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, εάν τα είδη αυτά προορίζονται προς χρήση στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της.

2.   Για κάθε πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή για την οποία απαιτείται άδεια σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η άδεια χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας και σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες του άρθρου 11 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 428/2009. Η άδεια ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση.

3.   Το παράρτημα II περιλαμβάνει ορισμένα είδη κατάλληλα για τις ακόλουθες κατηγορίες έργων έρευνας και παραγωγής στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της:

α)

έρευνα και παραγωγή πετρελαίου σε ύδατα με βάθος μεγαλύτερο των 150 μέτρων·

β)

έρευνα και παραγωγή πετρελαίου στην υπεράκτια περιοχή βορείως του Αρκτικού Κύκλου, ή

γ)

έργα δυνάμενα να παράγουν πετρέλαιο από πόρους ευρισκομένους σε σχιστολιθικούς σχηματισμούς μέσω υδραυλικής ρηγμάτωσης. Δεν εφαρμόζεται στην αναζήτηση και παραγωγή διαμέσου σχιστολιθικών κοιτασμάτων με σκοπό την ανεύρεση μη σχιστολιθικών αποθεμάτων ή την άντλησηπετρελαίου από μη σχιστολιθικά αποθέματα.

4.   Οι εξαγωγείς παρέχουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που απαιτούνται για την αίτησή τους για έκδοση άδειας εξαγωγής.

5.   Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν καμία άδεια για πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή των ειδών που περιλαμβάνει το παράρτημα II, εάν έχουν βάσιμους λόγους να κρίνουν ότι η πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή των ειδών προορίζονται για οποιαδήποτε από τις κατηγορίες έργων έρευνας και παραγωγής που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να χορηγούν άδεια όταν η πώληση, η προμήθεια, η μεταβίβαση ή η εξαγωγή αφορούν την εκτέλεση υποχρέωσης που απορρέει από σύμβαση η οποία συνήφθη πριν από την 1η Αυγούστου 2014, ή συμπληρωματικές συμβάσεις που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να χορηγούν άδεια όταν η πώληση, η προμήθεια, η μεταβίβαση ή η εξαγωγή των ειδών είναι απαραίτητες για την επείγουσα πρόληψη ή τον μετριασμό συμβάντος που είναι πιθανό να έχει σοβαρό και σημαντικό αντίκτυπο στην ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια ή στο περιβάλλον. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις επείγοντος, η πώληση, η προμήθεια, η μεταβίβαση ή η εξαγωγή μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς προηγούμενη άδεια υπό την προϋπόθεση ότι ο εξαγωγέας ενημερώνει την αρμόδια αρχή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την πώληση, την προμήθεια, τη μεταβίβαση ή την εξαγωγή, παρέχοντας λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την αιτιολόγηση για την πώληση, την προμήθεια, τη μεταβίβαση ή την εξαγωγή που πραγματοποιήθηκαν χωρίς προηγούμενη άδεια.»

4)

Στο άρθρο 3α, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από τα εξής:

«1.   Απαγορεύεται η παροχή, άμεσα ή έμμεσα, ορισμένων συναφών υπηρεσιών απαραίτητων για τις ακόλουθες κατηγορίες έργων έρευνας και παραγωγής στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της:

α)

έρευνα και παραγωγή πετρελαίου σε ύδατα με βάθος μεγαλύτερο των 150 μέτρων·

β)

έρευνα και παραγωγή πετρελαίου στην υπεράκτια περιοχή βορείως του Αρκτικού Κύκλου, ή

γ)

έργα δυνάμενα να παράγουν πετρέλαιο από πόρους ευρισκομένους σε σχιστολιθικούς σχηματισμούς μέσω υδραυλικής ρηγμάτωσης. Δεν εφαρμόζεται στην αναζήτηση και παραγωγή διαμέσου σχιστολιθικών κοιτασμάτων με σκοπό την ανεύρεση μη σχιστολιθικών αποθεμάτων ή την άντληση πετρελαίου από μη σχιστολιθικά αποθέματα.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως συναφείς υπηρεσίες νοούνται:

i)

η γεώτρηση,

ii)

οι δοκιμές φρέατος,

iii)

η καταγραφή γεωλογικών σχηματισμών και υπηρεσίες αποπεράτωσης,

iv)

ο εφοδιασμός ειδικών πλωτών σκαφών.

2.   Οι απαγορεύσεις της παραγράφου 1 ισχύουν με την επιφύλαξη εκτέλεσης τυχόν υποχρέωσης που απορρέει από σύμβαση ή συμφωνία-πλαίσιο η οποία έχει συναφθεί πριν από την 12η Σεπτεμβρίου 2014 ή από συμπληρωματικές συμβάσεις αναγκαίες για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων.

3.   Η απαγόρευση της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται όταν οι σχετικές υπηρεσίες είναι απαραίτητες για την επείγουσα πρόληψη ή τον μετριασμό συμβάντος που είναι πιθανό να έχει σοβαρό και σημαντικό αντίκτυπο στην ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια ή στο περιβάλλον.

Ο πάροχος της υπηρεσίας κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή εντός πέντε εργάσιμων ημερών κάθε δραστηριότητα που έχει αναληφθεί δυνάμει της παρούσας παραγράφου, παρέχοντας λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την αιτιολόγηση για την πώληση, την προμήθεια, τη μεταβίβαση ή την εξαγωγή.»

5)

Στο άρθρο 4, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από τα εξής:

«2.   Οι απαγορεύσεις στην παράγραφο 1 ισχύουν με την επιφύλαξη της εκτέλεσης συμβάσεων οι οποίες συνήφθησαν πριν από την 1η Αυγούστου 2014, ή συμπληρωματικών συμβάσεων που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση τέτοιας σύμβασης, και την παροχή βοήθειας απαραίτητης για τη συντήρηση και ασφάλεια υπαρχουσών ικανοτήτων εντός της Ένωσης.

3.   Η παροχή των ακόλουθων επιτρέπεται μόνον εφόσον δοθεί άδεια από τη σχετική αρμόδια αρχή:

α)

τεχνικής βοήθειας, ή υπηρεσιών διαμεσολάβησης, που συνδέονται με τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα II, καθώς και με την παροχή, κατασκευή, συντήρηση και χρήση των ειδών αυτών, άμεσα ή έμμεσα, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της, ή, εάν αυτή η βοήθεια αφορά είδη προς χρήση στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της, σε οποιοδήποτε πρόσωπο, οντότητα ή φορέα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα·

β)

χρηματοδότησης ή χρηματοδοτικής βοήθειας που συνδέεται με τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα II, στην οποία συμπεριλαμβάνονται ιδίως επιχορηγήσεις, δάνεια και ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων, για κάθε πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή τέτοιων ειδών, ή για κάθε παροχή συναφούς τεχνικής βοήθειας, άμεσα ή έμμεσα, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της, ή, εάν αυτή η βοήθεια αφορά είδη προς χρήση στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της, σε οποιοδήποτε πρόσωπο, οντότητα ή φορέα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις επείγοντος που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 5, η παροχή υπηρεσιών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη άδεια υπό την προϋπόθεση ότι ο πάροχος ενημερώνει την αρμόδια αρχή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παροχή των υπηρεσιών»

.

6)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από τα εξής:

«3.   Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση σύναψη συμφωνίας ή η συμμετοχή σε συμφωνία για την παροχή νέων δανείων ή πιστώσεων με διάρκεια άνω των 30 ημερών προς οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2 μετά τη 12η Σεπτεμβρίου 2014.

Η απαγόρευση δεν εφαρμόζεται στα εξής:

α)

δάνεια ή πιστώσεις που έχουν ειδικό και καταγεγραμμένο σκοπό την παροχή χρηματοδότησης για μη απαγορευμένες εισαγωγές ή εξαγωγές αγαθών και μη χρηματοοικονομικών υπηρεσιών μεταξύ της Ένωσης και οποιουδήποτε τρίτου κράτους, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες από άλλο τρίτο κράτος που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση της σύμβασης εξαγωγής ή εισαγωγής, ή

β)

δάνεια που έχουν ειδικό και καταγεγραμμένο σκοπό την παροχή επείγουσας χρηματοδότησης για την τήρηση κριτηρίων φερεγγυότητας και ρευστότητας για νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους στην Ένωση, των οποίων τα δικαιώματα ιδιοκτησίας κατέχει σε ποσοστό άνω του 50 % οντότητα που αναφέρεται στο παράρτημα III.»

7)

Στο άρθρο 5, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η απαγόρευση της παραγράφου 3 δεν ισχύει για αναλήψεις ή εκταμιεύσεις που πραγματοποιούνται βάσει συμβάσεως που έχει συναφθεί πριν από την 12η Σεπτεμβρίου 2014 υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

όλοι οι όροι και οι προϋποθέσεις των εν λόγω αναλήψεων ή εκταμιεύσεων:

i)

συμφωνήθηκαν πριν από την 12η Σεπτεμβρίου 2014, και

ii)

δεν έχουν τροποποιηθεί από την ημερομηνία αυτή και μετά, και

β)

πριν από την 12η Σεπτεμβρίου 2014 καθορίστηκε συμβατική ημερομηνία λήξης για την πλήρη εξόφληση όλων των κεφαλαίων που διατέθηκαν και για την πραγματοποίηση όλων των δεσμεύσεων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν δυνάμει της σύμβασης.

Οι όροι και οι προϋποθέσεις για τις αναλήψεις και τις εκταμιεύσεις που αναφέρονται στο σημείο α) περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια της περιόδου εξόφλησης για κάθε ανάληψη ή εκταμίευση, το επιτόκιο που εφαρμόζεται ή τη μέθοδο υπολογισμού του επιτοκίου, καθώς και το μέγιστο ποσό.»

8)

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

α)

στην επικεφαλίδα, η αναφορά «Κατάλογος τεχνολογιών που αναφέρονται στο άρθρο 3» αντικαθίσταται από «Κατάλογος ειδών που αναφέρονται στο άρθρο 3».

β)

Οι κωδικοί ΣΟ 8413 50, 8413 60, ex 8431 39 00, ex 8431 43 00, ex 8431 49 αντικαθίστανται από τα εξής:

«ex 8413 50

Παλινδρομικές ογκομετρικές αντλίες για υγρά, μηχανοκίνητες, των οποίων ο μέγιστος ρυθμός ροής είναι τουλάχιστον 18 m3/hour και η μέγιστη πίεση στομίου εξόδου είναι τουλάχιστον 40 bar, ειδικά κατασκευασμένες για την άντληση ιλύος γεώτρησης και/ή τσιμέντου σε φρέατα πετρελαίου.

ex 8413 60

Περιστρεφόμενες ογκομετρικές αντλίες για υγρά, μηχανοκίνητες, των οποίων ο μέγιστος ρυθμός ροής είναι τουλάχιστον 18 m3/hour και η μέγιστη πίεση στομίου εξόδου είναι τουλάχιστον 40 bar, ειδικά κατασκευασμένες για την άντληση ιλύος γεώτρησης και/ή τσιμέντου σε φρέατα πετρελαίου.

ex 8431 39 00

Μέρη που προορίζονται αποκλειστικά ή κύρια για τις μηχανές αναζήτησης κοιτασμάτων πετρελαίου της κλάσης 8428

ex 8431 43 00

Μέρη που προορίζονται αποκλειστικά ή κύρια για τις μηχανές αναζήτησης κοιτασμάτων πετρελαίου των υπο-κλάσεων 8430 41 ή 8430 49

ex 8431 49

Μέρη που προορίζονται αποκλειστικά ή κύρια για τις μηχανές αναζήτησης κοιτασμάτων πετρελαίου των κλάσεων 8426, 8429 και 8430»

.

9)

Το παράρτημα IV αντικαθίσταται από το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Η αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού (EΕ) αριθ. 960/2014 αντικαθίσταται από τα εξής:

«(6)

Για να ασκηθεί πίεση στη ρωσική κυβέρνηση, είναι επίσης σκόπιμη η εφαρμογή περαιτέρω περιορισμών στην πρόσβαση ορισμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των ιδρυμάτων με έδρα στη Ρωσία που έχουν διεθνή υπόσταση και έχουν ιδρυθεί δυνάμει διακυβερνητικών συμφωνιών με τη Ρωσία ως έναν από τους μετόχους, περιορισμών εις βάρος νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων του αμυντικού τομέα με έδρα στη Ρωσία, εξαιρουμένων εκείνων που δραστηριοποιούνται κυρίως στη διαστημική βιομηχανία και στη βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας, καθώς και περιορισμών εις βάρος νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που έχουν την έδρα τους στη Ρωσία και των οποίων οι κύριες δραστηριότητες σχετίζονται με την πώληση ή τη μεταφορά αργού πετρελαίου ή προϊόντων πετρελαίου. Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες πέραν των αναφερόμενων στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 833/2014, όπως υπηρεσίες καταθέσεων, υπηρεσίες πληρωμών, υπηρεσίες ασφάλισης, δάνεια από οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω κανονισμού και παράγωγα που χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης των κινδύνων στην αγορά ενέργειας, δεν υπάγονται σε αυτούς τους περιορισμούς.»

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  Βλέπε σελίδα 59 της Επίσημης Εφημερίδας.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 833/2014 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία (ΕΕ L 229 της 31.7.2014, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 960/2014 του Συμβουλίου, της 8ης Σεπτεμβρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 833/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία (ΕΕ L 271 της 12.9.2014, σ. 3).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Κατάλογος των φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων

 

που αναφέρονται στο άρθρο 2α

 

JSC Sirius

 

OJSC Stankoinstrument

 

OAO JSC Chemcomposite

 

JSC Kalashnikov

 

JSC Tula Arms Plant

 

NPK Technologii Maschinostrojenija

 

OAO Wysokototschnye Kompleksi OAO Almaz Antey

 

OAO NPO Bazalt»


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/25


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1291/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Ιουλίου 2014

για τις προϋποθέσεις κατάταξης, χωρίς δοκιμή, πετασμάτων με βάση το ξύλο σύμφωνα με το πρότυπο EN 13986 και επενδύσεων και επικαλύψεων από συμπαγές ξύλο σύμφωνα με το πρότυπο EN 14915 όσον αφορά την ικανότητα πυροπροστασίας τους, όταν αυτά χρησιμοποιούνται για την κάλυψη τοίχων και οροφών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την απόφαση 2000/367/ΕΚ της Επιτροπής (2) θεσπίστηκε σύστημα κατάταξης των δομικών προϊόντων, των δομικών έργων και μερών τους ανάλογα με τις επιδόσεις αντίστασης στη φωτιά. Τα πετάσματα με βάση το ξύλο που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13986, καθώς και οι επενδύσεις και επικαλύψεις από συμπαγές ξύλο που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14915 συγκαταλέγονται στα προϊόντα στα οποία έχει εφαρμογή η εν λόγω απόφαση.

(2)

Οι δοκιμές κατέδειξαν ότι αυτά τα προϊόντα έχουν σταθερές και προβλέψιμες επιδόσεις όσον αφορά την ικανότητα πυροπροστασίας, όταν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη τοίχων και οροφών, εφόσον καλύπτουν ορισμένες προϋποθέσεις σχετικά με την πυκνότητα του ξύλου και με το πάχος των πετασμάτων, των επενδύσεων και των επικαλύψεων.

(3)

Τα πετάσματα με βάση το ξύλο που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13986 και οι επενδύσεις και επικαλύψεις από συμπαγές ξύλο που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14915 θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι καλύπτουν τις προϋποθέσεις κατάταξης σε κατηγορίες επιδόσεων όσον αφορά την ικανότητα πυροπροστασίας, οι οποίες καθορίζονται στην απόφαση 2000/367/ΕΚ, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω δοκιμές,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα πετάσματα με βάση το ξύλο που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13986 και οι επενδύσεις και επικαλύψεις από συμπαγές ξύλο που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14915 τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του παραρτήματος θεωρείται ότι καλύπτουν τις προϋποθέσεις κατάταξης στις κατηγορίες επιδόσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα, χωρίς να υποβληθούν σε δοκιμές, όταν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη τοίχων και οροφών.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 5.

(2)  Απόφαση 2000/367/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την κατάταξη των δομικών προϊόντων, των δομικών έργων και μερών τους ανάλογα με τις επιδόσεις αντίστασης στη φωτιά (ΕΕ L 133 της 6.6.2000, σ. 26).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προϊόν (1)

Πρότυπο προϊόντος EN

Στοιχεία προϊόντος (2)

Ελάχιστη μέση πυκνότητα

(kg/m3)

Ελάχιστο πάχος

(mm)

Κατηγορία Κ (3)

Πεπιεσμένες ινοσανίδες

EN 13986

Με και χωρίς γλώσσα και λούκι (5)

800

9

K2 10 (4)

OSB

EN 13986

Με και χωρίς γλώσσα και λούκι (6)

600

10

K2 10 (4)

Μοριοσανίδες

EN 13986

Με γλώσσα και λούκι (7)

600

10

K2 10 (4)

Μοριοσανίδες

EN 13986

Με και χωρίς γλώσσα και λούκι (6)

600

12

K2 10 (4)

Αντικολλητή ξυλεία (κόντρα πλακέ)

EN 13986

Με και χωρίς γλώσσα και λούκι (6)

450

12

K2 10 (4)

Πετάσματα από συμπαγές ξύλο

EN 13986

Με και χωρίς γλώσσα και λούκι (6)

450

12

K2 10 (4)

Μοριοσανίδες

EN 13986

Με γλώσσα και λούκι (8)

600

25

K2 30

OSB

EN 13986

Με γλώσσα και λούκι (8)

600

30

K2 30

Αντικολλητή ξυλεία (κόντρα πλακέ)

EN 13986

Με γλώσσα και λούκι (8)

450

26

K2 30

Πετάσματα από συμπαγές ξύλο

EN 13986

Με γλώσσα και λούκι (8)

450

26

K2 30

Πετάσματα από συμπαγές ξύλο

EN 13986

Με γλώσσα και λούκι (9)

450

53

K2 60

Επενδύσεις και επικαλύψεις από συμπαγές ξύλο

EN 14915

Με γλώσσα και λούκι (10)

450

15

K2 10 (4)

Επενδύσεις και επικαλύψεις από συμπαγές ξύλο

EN 14915

Με γλώσσα και λούκι (10)

450

27

K2 30

Επενδύσεις και επικαλύψεις από συμπαγές ξύλο

EN 14915

Με γλώσσα και λούκι (11)

450

2 × 27 (12)

K2 60


(1)  Απευθείας στερεωμένα σε οποιοδήποτε υπόστρωμα χωρίς διάκενο αέρα.

(2)  Αρμοί με τετράγωνες άκρες ή με προφίλ με γλώσσα και λούκι και με το ίδιο πάχος με το προϊόν και χωρίς διάκενα.

(3)  Κατηγορία όπως ορίζεται στην απόφαση 2000/367/ΕΚ.

(4)  K1 10 για τα υποστρώματα ≥ 300 kg/m3

(5)  Καρφί μήκους τουλάχιστον 40 mm και με απόσταση 100 mm κατ' ανώτατο όριο

(6)  Βίδα μήκους τουλάχιστον 30 mm και με απόσταση 200 mm κατ' ανώτατο όριο

(7)  Βίδα μήκους τουλάχιστον 30 mm και με απόσταση 150 mm κατ' ανώτατο όριο

(8)  Βίδα μήκους τουλάχιστον 50 mm και με απόσταση 200 mm κατ' ανώτατο όριο

(9)  Βίδα μήκους τουλάχιστον 75 mm και με απόσταση 200 mm κατ' ανώτατο όριο

(10)  Καρφί μήκους τουλάχιστον 60 mm και με απόσταση 600 mm κατ' ανώτατο όριο

(11)  Καρφί μήκους τουλάχιστον 50 mm (σε κάθε στιβάδα) και με απόσταση 600 mm κατ' ανώτατο όριο

(12)  Οι δύο στιβάδες είναι στερεωμένες με τη διαμήκη κατεύθυνση των στιβάδων κάθετα μεταξύ τους.


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/27


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1292/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τους όρους ταξινόμησης χωρίς δοκιμή ορισμένων μη επιχρισμένων ξύλινων επενδύσεων δαπέδων, στο πλαίσιο του προτύπου EN 14342, όσον αφορά την αντίδρασή τους στη φωτιά

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την απόφαση 2000/147/ΕΚ της Επιτροπής (2) θεσπίστηκε σύστημα ταξινόμησης των επιδόσεων των δομικών προϊόντων όσον αφορά την αντίδρασή τους στη φωτιά. Οι ξύλινες επενδύσεις δαπέδων περιλαμβάνονται στα δομικά προϊόντα για τα οποία ισχύει η απόφαση αυτή.

(2)

Οι δοκιμές έχουν δείξει ότι οι ξύλινες επενδύσεις δαπέδων που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14342 έχουν σταθερές και προβλέψιμες επιδόσεις όσον αφορά την αντίδραση στη φωτιά, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν ορισμένους όρους όσον αφορά την πυκνότητα του ξύλου, το πάχος του δαπέδου και την τελική χρήση του προϊόντος.

(3)

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεωρείται ότι οι ξύλινες επενδύσεις δαπέδων που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14342 ανταποκρίνονται στις κατηγορίες επιδόσεων σχετικά με την αντίδραση στη φωτιά που καθορίζονται στην απόφαση 2000/147/ΕΚ, όσον αφορά αυτούς τους όρους, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω δοκιμή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ξύλινες επενδύσεις δαπέδων που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14342 και πληρούν τους όρους που ορίζονται στο παράρτημα, θεωρείται ότι ικανοποιούν τις κατηγορίες επιδόσεων που αναγράφονται στο παράρτημα χωρίς δοκιμή.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 5.

(2)  Απόφαση 2000/147/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2000, περί εφαρμογής της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου αναφορικά με την ταξινόμηση των δομικών προϊόντων ανάλογα με τη συμπεριφορά τους απέναντι στη φωτιά (ΕΕ L 50 της 23.2.2000, σ. 14).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προϊόν (1)  (7)

Στοιχεία προϊόντος (4)

Ελάχιστη μέση πυκνότητα (5)

(kg/m3)

Ελάχιστο συνολικό πάχος

(mm)

Κατάσταση τελικής χρήσης

Κατηγορία δαπέδων (3)

Ξύλινο δάπεδο

Συμπαγές ξύλινο δάπεδο από πεύκο ή ερυθρελάτη

Πεύκο: 480

Ερυθρελάτη: 400

14

Χωρίς διάκενο αέρα από κάτω

Dfl-s1

Ξύλινο δάπεδο

Συμπαγές δάπεδο από οξιά, δρυ, πεύκο ή ερυθρελάτη

Φηγός (οξυά): 700

Δρυς: 700

Πεύκο: 430

Ερυθρελάτη: 400

20

Με ή χωρίς διάκενο αέρα από κάτω

Dfl-s1

Ξύλινο παρκέτο

Συμπαγές ξύλινο παρκέτο (με μία στρώση) από καρυδιά

650

8

Κολλημένο στο υπόστρωμα (6)

Dfl-s1

Ξύλινο παρκέτο

Συμπαγές παρκέτο (με μία στρώση) από δρυ, σφένδαμνο ή μελιά

Μελιά: 650

Σφένδαμνος: 650

Δρυς: 720

8

Κολλημένο στο υπόστρωμα (6)

Dfl-s1

Ξύλινο παρκέτο

Παρκέτο πολλαπλών στρώσεων, με την επάνω στρώση από δρυ, τουλάχιστον 3,5 mm

550

15 (2)

Χωρίς διάκενο αέρα από κάτω

Dfl-s1

Ξύλινο δάπεδο και παρκέτο

Συμπαγές ξύλινο δάπεδο και παρκέτο που δεν προσδιορίζονται παραπάνω

400

6

Όλα

Efl


(1)  Τοποθετημένο σύμφωνα με το πρότυπο EN ISO 9239-1, σε υπόστρωμα τουλάχιστον της κατηγορίας D-s2, d0 και με ελάχιστη πυκνότητα 400 kg/m3 ή με διάκενο αέρα από κάτω (με ελάχιστο ύψος 30 mm).

(2)  Μπορεί να συμπεριλαμβάνεται ενδιάμεση στρώση τουλάχιστον της κατηγορίας Efl και με μέγιστο πάχος 3 mm και ελάχιστη πυκνότητα 280 kg/m3.

(3)  Κατηγορίες όπως προβλέπονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος της απόφασης 2000/147/ΕΚ.

(4)  Χωρίς επιστρώσεις.

(5)  Σύμφωνα με το πρότυπο EN 13238 (50 % RH, 23 °C).

(6)  Υπόστρωμα τουλάχιστον κατηγορίας D-s2, d0.

(7)  Ισχύει και για σκαλοπάτια.


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/29


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1293/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τους όρους για την ταξινόμηση, χωρίς δοκιμή, μεταλλικών πλεγμάτων και γωνιών για εσωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-1, μεταλλικών πλεγμάτων και γωνιών για εξωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-2 και μεταλλικών γωνιών και ελασμάτων που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14353, όσον αφορά την αντίδραση στη φωτιά

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας δομικών προϊόντων και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την απόφαση 2000/147/ΕΚ της Επιτροπής (2) θεσπίστηκε σύστημα ταξινόμησης των δομικών προϊόντων ανάλογα με τη συμπεριφορά τους απέναντι στη φωτιά. Μεταξύ των δομικών προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται η εν λόγω απόφαση συγκαταλέγονται τα μεταλλικά πλέγματα και γωνίες για εσωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-1, τα μεταλλικά πλέγματα και γωνίες για εξωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-2 και οι μεταλλικές γωνίες και ελάσματα που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14353, με μία εκτεθειμένη επιφάνεια που περιέχει οργανικές ύλες.

(2)

Τα εν λόγω προϊόντα έχουν αποδεδειγμένα σταθερή και προβλέψιμη επίδοση όσον αφορά την αντίδραση στη φωτιά όταν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με γυψοσανίδες για τον σχηματισμό γωνιών σε τοίχους, επειδή μόνο ένα αμελητέο μέρος της επιφάνειάς τους ενδέχεται να εκτεθεί στη φωτιά.

(3)

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεωρείται ότι τα μεταλλικά πλέγματα και γωνίες για εσωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-1, τα μεταλλικά πλέγματα και γωνίες για εξωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-2 και οι μεταλλικές γωνίες και ελάσματα που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14353, με μία εκτεθειμένη επιφάνεια που περιέχει οργανικές ύλες, πληρούν τις προϋποθέσεις της κατηγορίας E όσον αφορά την αντίδραση στη φωτιά, χωρίς να είναι αναγκαία η διεξαγωγή δοκιμής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα μεταλλικά πλέγματα και γωνίες για εσωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-1, τα μεταλλικά πλέγματα και γωνίες για εξωτερικές επιχρίσεις που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 13658-2 και οι μεταλλικές γωνίες και ελάσματα που καλύπτονται από το εναρμονισμένο πρότυπο EN 14353 θεωρείται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της κατηγορίας Ε που καθορίζεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος της απόφασης 2000/147/ΕΚ χωρίς δοκιμή, εφόσον έχουν μια εκτεθειμένη επιφάνεια που περιέχει οργανικές ύλες.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 5.

(2)  Απόφαση 2000/147/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2000, περί εφαρμογής της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου αναφορικά με την ταξινόμηση των δομικών προϊόντων ανάλογα με τη συμπεριφορά τους απέναντι στη φωτιά (ΕΕ L 50 της 23.2.2000, σ. 14).


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/30


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1294/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Δεκεμβρίου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1238/95 όσον αφορά το επίπεδο του τέλους αίτησης και του τέλους εξέτασης που καταβάλλονται στο Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (1), και ιδίως το άρθρο 113,

Κατόπιν διαβούλευσης με το διοικητικό συμβούλιο του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1238/95 της Επιτροπής (2) προβλέπει διατάξεις σχετικά με το επίπεδο του τέλους αίτησης που καταβάλλεται στο Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών («το Γραφείο») για την επεξεργασία των αιτήσεων για τη χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας.

(2)

Με βάση την πείρα που αποκτήθηκε από το Γραφείο σχετικά με το κόστος που συνδέεται με την επεξεργασία των αιτήσεων για τη χορήγηση κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών οι οποίες δεν είναι έγκυρες, είναι σκόπιμο να μειωθεί το ποσό του τέλους αίτησης που παρακρατείται από το Γραφείο.

(3)

Το άρθρο 8 παράγραφος 1 και το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1238/95 καθορίζουν τα επίπεδα των τελών για τη ρύθμιση και τη διενέργεια της τεχνικής εξέτασης ποικιλίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο αίτησης για κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας που καταβάλλεται στο Γραφείο («το τέλος εξέτασης»).

(4)

Όσον αφορά την τεχνική εξέταση ποικιλιών που ειδικά συστατικά τους πρέπει να αναπολλαπλασιασθούν για την παραγωγή υλικού προς εξέταση, η πείρα έχει δείξει ότι το κόστος για την εν λόγω εξέταση μπορεί να διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τη μία περίπτωση στην άλλη. Το τέλος που καταβάλλεται για την τεχνική εξέταση θα πρέπει να καλύπτει το κόστος για την τεχνική εξέταση της ποικιλίας και για κάθε συγκεκριμένο συστατικό της ποικιλίας. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να οριστεί ανώτατο ποσό όσον αφορά το τέλος που καταβάλλεται για την τεχνική εξέταση σε τέτοιες περιπτώσεις.

(5)

Από την πείρα που αποκτήθηκε σχετικά με την τεχνική εξέταση προκύπτει επιπλέον ότι το συνολικό ποσό των τελών εξέτασης που χρεώνει το Γραφείο δεν καλύπτει το συνολικό ποσό των τελών που πρέπει να καταβάλλει το Γραφείο στα γραφεία εξέτασης. Ωστόσο, τα τέλη που χρεώνει το Γραφείο θα πρέπει να καλύπτουν καταρχήν τα τέλη τα οποία καταβάλλει. Τα τέλη που καθορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1238/95 θα πρέπει, επομένως, να αυξηθούν. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να απλουστευτούν οι ομάδες κόστους που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα.

(6)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1238/95 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1238/95 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 7, η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Όποτε εισπράττεται το τέλος αίτησης αλλά η τελευταία δεν είναι έγκυρη βάσει του άρθρου 50 του βασικού κανονισμού, το Γραφείο παρακρατεί ποσό 200 ευρώ από το τέλος αίτησης και επιστρέφει το υπόλοιπο ποσό χρημάτων, όταν γνωστοποιεί στον αιτούντα τις διαπιστωθείσες στην αίτηση ελλείψεις»

.

2)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για τη ρύθμιση και τη διενέργεια της τεχνικής εξέτασης της ποικιλίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο αίτησης για κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας (τέλος εξέτασης) πρέπει να καταβάλλονται τέλη όπως ορίζεται στο παράρτημα I για κάθε περίοδο βλαστήσεως που έχει αρχίσει. Στην περίπτωση ποικιλιών που ειδικά συστατικά τους πρέπει να αναπολλαπλασιασθούν για παραγωγή υλικού προς εξέταση, το τέλος εξέτασης που καθορίζεται στο παράρτημα I χρεώνεται για κάθε τέτοια ποικιλία για κάθε συστατικό της του οποίου η επίσημη περιγραφή δεν είναι διαθέσιμη και το οποίο πρέπει επίσης να εξεταστεί»

.

3)

Το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 227 της 1.9.1994, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1238/95 της Επιτροπής της 31ης Μαΐου 1995 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου όσον αφορά τα τέλη που καταβάλλονται στο Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (ΕΕ L 121 της 1.6.1995, σ. 31).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1238/95 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τέλη σχετικά με τις τεχνικές εξετάσεις όπως αναφέρονται στο άρθρο 8

Το τέλος που καταβάλλεται για την τεχνική εξέταση μιας ποικιλίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 προσδιορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

(σε EUR)

 

Ομάδα ανάλογα με το κόστος

Τέλος

Ομάδα γεωργικών ειδών

1

Πατάτες

1 960

2

Ελαιοκράμβη

1 860

3

Καλλιέργειες λειμώνιων ειδών

2 210

4

Λοιπά γεωργικά είδη

1 430

Ομάδα οπωροφόρων ειδών

5

Μήλο

3 210

6

Φράουλα

2 740

7

Λοιπά είδη φρούτων

2 550

Ομάδα καλλωπιστικών φυτών

8

Καλλωπιστικά φυτά με ζώσα συλλογή αναφοράς, δοκιμή θερμοκηπίου

2 140

9

Καλλωπιστικά φυτά με ζώσα συλλογή αναφοράς, δοκιμή υπαίθρου

1 960

10

Καλλωπιστικά φυτά χωρίς ζώσα συλλογή αναφοράς, δοκιμή θερμοκηπίου

1 770

11

Καλλωπιστικά φυτά χωρίς ζώσα συλλογή αναφοράς, δοκιμή υπαίθρου

1 570

12

Καλλωπιστικά φυτά, ειδικοί φυτοϋγειονομικοί όροι

3 040

Ομάδα κηπευτικών ειδών

13

Κηπευτικά είδη, δοκιμή θερμοκηπίου

2 150

14

Κηπευτικά είδη, δοκιμή υπαίθρου

1 960»


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/33


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1295/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Δεκεμβρίου 2014

για την τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 669/2009 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το αυξημένο επίπεδο των επίσημων ελέγχων στις εισαγωγές ορισμένων ζωοτροφών και τροφίμων μη ζωικής προέλευσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 15 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 669/2009 της Επιτροπής (2) θεσπίζει κανόνες σχετικά με το αυξημένο επίπεδο των επίσημων ελέγχων που διεξάγονται στις εισαγωγές ζωοτροφών και τροφίμων μη ζωικής προέλευσης που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος I («ο κατάλογος»), στα σημεία εισόδου στα εδάφη που αναφέρονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 669/2009, ο κατάλογος επανεξετάζεται τακτικά και τουλάχιστον μία φορά κάθε τρίμηνο, και κατά την επανεξέταση αυτή λαμβάνονται υπόψη τουλάχιστον οι πηγές πληροφοριών που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο.

(3)

Η συχνότητα και η σημασία των πρόσφατων περιστατικών σχετικά με τα τρόφιμα που κοινοποιήθηκαν μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές (RASFF), τα πορίσματα των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν σε τρίτες χώρες από το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων και οι υποβληθείσες από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή τριμηνιαίες εκθέσεις σχετικά με τα φορτία ζωοτροφών και τροφίμων μη ζωικής προέλευσης, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 669/2009, δείχνουν ότι ο κατάλογος θα πρέπει να τροποποιηθεί.

(4)

Ειδικότερα, ο κατάλογος θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να διαγραφούν οι καταχωρίσεις προϊόντων τα οποία, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, συνολικά συμμορφώνονται σε ικανοποιητικό βαθμό με τις σχετικές απαιτήσεις ασφάλειας που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται πλέον γι' αυτά αυξημένο επίπεδο επίσημων ελέγχων. Επομένως, θα πρέπει να διαγραφούν από τον κατάλογο οι καταχωρίσεις που αφορούν τα πορτοκάλια από την Αίγυπτο και τα φύλλα κορίανδρου, τον βασιλικό και τη μέντα από την Ταϊλάνδη.

(5)

Επιπλέον, ο κατάλογος θα πρέπει να τροποποιηθεί όσον αφορά την αύξηση της συχνότητας των επίσημων ελέγχων για τα προϊόντα εκείνα τα οποία, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές πληροφοριών, εμφανίζουν υψηλότερο βαθμό μη συμμόρφωσης με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, γεγονός που δικαιολογεί την αύξηση του επιπέδου επίσημων ελέγχων. Συνεπώς, θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως οι καταχωρίσεις στον κατάλογο που αφορούν τα αποξηραμένα μπαχαρικά από την Ινδία, τα φύλλα betel από την Ινδία και την Ταϊλάνδη και τα αμπελόφυλλα από την Τουρκία.

(6)

Για λόγους συνέπειας και σαφήνειας, κρίνεται σκόπιμο το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 669/2009 να αντικατασταθεί από το κείμενο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

(7)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 669/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(8)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 669/2009 αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 669/2009 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2009, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το αυξημένο επίπεδο των επίσημων ελέγχων στις εισαγωγές ορισμένων ζωοτροφών και τροφίμων μη ζωικής προέλευσης και για την τροποποίηση της απόφασης 2006/504/ΕΚ (ΕΕ L 194 της 25.7.2009, σ. 11).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Ζωοτροφές και τρόφιμα μη ζωικής προέλευσης που υπόκεινται σε αυξημένο επίπεδο επίσημων ελέγχων στο καθορισμένο σημείο εισόδου

Ζωοτροφές και τρόφιμα

(προβλεπόμενη χρήση)

Κωδικός ΣΟ (1)

Υποδιαίρεση TARIC

Χώρα καταγωγής

Κίνδυνος

Συχνότητα φυσικών ελέγχων και ελέγχων ταυτότητας (%)

Σταφύλια ξερά (σταφίδες)

(Τρόφιμα)

0806 20

 

Αφγανιστάν (AF)

Ωχρατοξίνη A

50

Αραχίδες (αράπικα φιστίκια), με κέλυφος

1202 41 00

 

Βραζιλία (BR)

Αφλατοξίνες

10

Αραχίδες (αράπικα φιστίκια), χωρίς κέλυφος

1202 42 00

 

Βούτυρο αράπικων φιστικιών

2008 11 10

 

Αραχίδες (αράπικα φιστίκια), αλλιώς παρασκευασμένα ή διατηρημένα

2008 11 91·

2008 11 96·

2008 11 98

 

(Ζωοτροφές και τρόφιμα)

 

 

Κινέζικα φασολάκια

(Vigna unguiculata spp. sesquipedalis)

ex 0708 20 00·

ex 0710 22 00

10

10

Καμπότζη (KH)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (2)

50

Μελιτζάνες

0709 30 00·

ex 0710 80 95

72

(Τρόφιμα — λαχανικά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένα)

 

 

Κινεζικό σέλινο (Apium graveolens)

(Τρόφιμα — νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη)

ex 0709 40 00

20

Καμπότζη (KH)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (3)

50

Brassica oleracea

(εδώδιμο είδος Brassica, “κινέζικο μπρόκολο”) (4)

(Τρόφιμα — νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη)

ex 0704 90 90

40

Κίνα (CN)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (5)

50

Τσάι, αρωματισμένο ή μη

(Τρόφιμα)

0902

 

Κίνα (CN)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (6)

10

Μελιτζάνες

0709 30 00·

ex 0710 80 95

72

Δομινικανή Δημοκρατία (DO)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (7)

10

Πικρό πεπόνι (Momordica charantia)

ex 0709 99 90·

ex 0710 80 95

70

70

(Τρόφιμα — λαχανικά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένα)

 

 

Κινέζικα φασολάκια

(Vigna unguiculata spp. sesquipedalis)

ex 0708 20 00·

ex 0710 22 00

10

10

Δομινικανή Δημοκρατία (DO)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (7)

20

Πιπεριές (γλυκιές και μη γλυκιές) (Capsicum spp.)

0709 60 10·

ex 0709 60 99

20

(Τρόφιμα — λαχανικά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένα)

0710 80 51·

ex 0710 80 59

20

Φράουλες (νωπές)

(Τρόφιμα)

0810 10 00

 

Αίγυπτος (EG)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (8)

10

Πιπεριές (γλυκιές και μη γλυκιές) (Capsicum spp.)

0709 60 10·

ex 0709 60 99·

20

Αίγυπτος (EG)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (9)

10

(Τρόφιμα — νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη ή κατεψυγμένα)

0710 80 51·

ex 0710 80 59

20

Φύλλα betel (Piper betle L.)

(Τρόφιμα)

ex 1404 90 00

10

Ινδία (IN)

Σαλμονέλα (10)

50

Σπέρματα σουσαμιού

(Τρόφιμα — νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη)

1207 40 90

 

Ινδία (IN)

Σαλμονέλα (10)

20

Τσίλι (Capsicum annuum), ολόκληρο

0904 21 10

 

Ινδία (IN)

Αφλατοξίνες

20

Τσίλι (Capsicum annuum), θρυμματισμένο ή σε σκόνη

ex 0904 22 00

10

Αποξηραμένοι καρποί του γένους Capsicum, ολόκληροι εκτός από τις γλυκιές πιπεριές (Capsicum annuum)

0904 21 90

 

Μοσχοκάρυδο

(Myristica fragrans)

0908 11 00·

0908 12 00

 

(Τρόφιμα — αποξηραμένα μπαχαρικά)

 

 

Ένζυμα· ένζυμα παρασκευασμένα

(Ζωοτροφές και τρόφιμα)

3507

 

Ινδία (IN)

Χλωραμφαινικόλη

50

Μοσχοκάρυδο

(Myristica fragrans)

0908 11 00·

0908 12 00

 

Ινδονησία (ID)

Αφλατοξίνες

20

(Τρόφιμα — αποξηραμένα μπαχαρικά)

 

 

Μπιζέλια με τον λοβό (μη αποφλοιωμένα)

ex 0708 10 00

40

Κένυα (KE)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (11)

10

Φασόλια με τον λοβό (μη αποφλοιωμένα)

ex 0708 20 00

40

(Τρόφιμα — νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη)

 

 

Μέντα

(Τρόφιμα — νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη)

ex 1211 90 86

30

Μαρόκο (MA)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (12)

10

Ξερά φασόλια

(Τρόφιμα)

0713 39 00

 

Νιγηρία (NG)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (13)

50

Επιτραπέζια σταφύλια

(Τρόφιμα — νωπά)

0806 10 10

 

Περού (PE)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (14)

10

Καρπούζι (Egusi, Citrullus lanatus) σπόροι και παράγωγα προϊόντα

(Τρόφιμα)

ex 1207 70 00·

ex 1106 30 90·

ex 2008 99 99

10

30

50

Σιέρα Λεόνε (SL)

Αφλατοξίνες

50

Αραχίδες (αράπικα φιστίκια), με κέλυφος

1202 41 00

 

Σουδάν (SD)

Αφλατοξίνες

50

Αραχίδες (αράπικα φιστίκια), χωρίς κέλυφος

1202 42 00

 

Βούτυρο αράπικων φιστικιών

2008 11 10

 

Αραχίδες (αράπικα φιστίκια), αλλιώς παρασκευασμένα ή διατηρημένα

2008 11 91·

2008 11 96·

2008 11 98

 

(Ζωοτροφές και τρόφιμα)

 

 

Πιπεριές (μη γλυκιές) (Capsicum spp.)

(Τρόφιμα — νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη)

ex 0709 60 99

20

Ταϊλάνδη (TH)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (15)

10

Φύλλα betel (Piper betle L.)

(Τρόφιμα)

ex 1404 90 00

10

Ταϊλάνδη (TH)

Σαλμονέλα (10)

50

Κινέζικα φασολάκια

(Vigna unguiculata spp. sesquipedalis)

ex 0708 20 00·

ex 0710 22 00

10

10

Ταϊλάνδη (TH)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (16)

20

Μελιτζάνες

0709 30 00·

ex 0710 80 95

72

(Τρόφιμα — λαχανικά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένα)

 

 

Αποξηραμένα βερίκοκα

(Τρόφιμα)

0813 10 00

 

Τουρκία (TR)

Θειώδη άλατα (17)

10

Γλυκοπιπεριές (Capsicum annuum)

0709 60 10·

0710 80 51

 

Τουρκία (TR)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (18)

10

(Τρόφιμα — λαχανικά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένα)

 

 

Αμπελόφυλλα

(Τρόφιμα)

ex 2008 99 99

11· 19

Τουρκία (TR)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (19)

20

Σταφύλια ξερά (σταφίδες)

(Τρόφιμα)

0806 20

 

Ουζμπεκιστάν (UZ)

Ωχρατοξίνη A

50

Φύλλα κορίανδρου

ex 0709 99 90

72

Βιετνάμ (VN)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (20)

20

Βασιλικός (ιερός βασιλικός, γλυκός βασιλικός)

ex 1211 90 86

20

Μέντα

ex 1211 90 86

30

Μαϊντανός

ex 0709 99 90

40

(Τρόφιμα — αρωματικά φυτά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη)

 

 

Πιταχάγια (dragon fruit)

ex 0810 90 20

10

Βιετνάμ (VN)

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που αναλύθηκαν με πολυ-υπολειμματικές μεθόδους με GC-MS και LC-MS ή με μονο-υπολειμματικές μεθόδους (20)

20

Μπάμιες

ex 0709 99 90

20

Πιπεριές (μη γλυκιές) (Capsicum spp.)

ex 0709 60 99

20

(Τρόφιμα — νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη)

 

 


(1)  Όταν σε κάποιον κωδικό ΣΟ απαιτείται μόνο ορισμένα προϊόντα να υποβληθούν σε ελέγχους και δεν υπάρχει ειδική υποδιαίρεση για τον κωδικό αυτόν στην ονοματολογία εμπορευμάτων, ο κωδικός ΣΟ φέρει τη σήμανση “ex”.

(2)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Carbofuran (άθροισμα Carbofuran και 3-υδροξυ-καρμποφουράν εκφραζόμενο ως carbofuran), Chlorobufam, Dimethoate (άθροισμα dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate).

(3)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Carbofuran (άθροισμα Carbofuran και 3-υδροξυ-καρμποφουράν εκφραζόμενο ως carbofuran), Hexaconazole, Phenthoate, Triadimefon και Triadimenol (άθροισμα triadimefon και triadimenol).

(4)  Είδος Brassica oleracea L. convar. Botrytis (L) Alef var. italica Plenck, cultivar alboglabra. Γνωστό και ως “Kai Lan”, “Gai Lan”, “Gailan”, “Kailan”, “Chinese bare Jielan”.

(5)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Chlorfenapyr, Fipronil [άθροισμα fipronil+σουλφονικού μεταβολίτη (MB46136) εκφραζόμενο ως fipronil], καρβενδαζίμη και benomyl (άθροισμα benomyl και καρβενδαζίμης εκφραζόμενο ως καρβενδαζίμη), Acetamiprid, Dimethomorph και Propiconazole.

(6)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Buprofezin· Imidacloprid· Fenvalerate και Esfenvalerate (Άθροισμα ισομερών RS & SR)· Profenofos· τριφλουραλίνη (Trifluralin)· Triazophos· Triadimefon και Triadimenol (άθροισμα triadimefon και triadimenol), κυπερμεθρίνη [κυπερμεθρίνη περιλαμβανομένων άλλων μειγμάτων συστατικών ισομερών (άθροισμα ισομερών)].

(7)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: αμιτράζη (αμιτράζη συμπεριλαμβανομένων των μεταβολιτών που περιέχουν το τμήμα 2,4-dimethylaniline, εκφραζόμενο ως αμιτράζη), Acephate, Aldicarb (άθροισμα aldicarb, του σουλφοξειδίου και της σουλφόνης της, εκφραζόμενο ως aldicarb), καρβενδαζίμη και benomyl (άθροισμα benomyl και καρβενδαζίμης εκφραζόμενο ως καρβενδαζίμη), Chlorfenapyr, Chlorpyrifos, διθειοκαρβαμιδικές ενώσεις (διθειοκαρβαμιδικές ενώσεις εκφραζόμενες ως CS2, συμπεριλαμβανομένων των maneb, mancozeb, metiram, propineb, thiram και ziram), Diafenthiuron, διαζινόνη, Dichlorvos, Dicofol (άθροισμα των p, p′ και o,p′ ισομερών), Dimethoate (άθροισμα των dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate), ενδοσουλφάνη (άθροισμα των ισομερών α και β και της θειικής ενδοσουλφάνης εκφραζόμενο ως ενδοσουλφάνη), Fenamidone, Imidacloprid, μαλαθείο (άθροισμα μαλαθείου και Malaoxon εκφραζόμενο ως μαλαθείο), Methamidophos, Methiocarb (άθροισμα Methiocarb, του σουλφοξειδίου και της σουλφόνης Methiocarb, εκφραζόμενο ως Methiocarb), Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl), Monocrotophos, Oxamyl, Profenofos, Propiconazole, θειαβενδαζόλη, Thiacloprid.

(8)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: καρβενδαζίμη και benomyl (άθροισμα benomyl και καρβενδαζίμης εκφραζόμενο ως καρβενδαζίμη), Cyfluthrin [cyfluthrin συμπεριλαμβανομένων και άλλων μειγμάτων συστατικών ισομερών (άθροισμα ισομερών)], Cyprodinil, διαζινόνη, Dimethoate (άθροισμα dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate), Ethion, Fenitrothion, Fenpropathrin, Fludioxonil, Hexaflumuron, Lambda-cyhalothrin, Methiocarb (άθροισμα Methiocarb, του σουλφοξειδίου και της σουλφόνης Methiocarb, εκφραζόμενο ως Methiocarb), Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl), Oxamyl, Phenthoate, Thiophanate-methyl.

(9)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Carbofuran (άθροισμα carbofuran και 3-υδροξυ-carbofuran εκφραζόμενο ως carbofuran), Chlorpyrifos, κυπερμεθρίνη [κυπερμεθρίνη περιλαμβανομένων άλλων μειγμάτων συστατικών ισομερών (άθροισμα ισομερών)], Cyproconazole, Dicofol (άθροισμα p, p′ και o,p′ ισομερών), Difenoconazole, Dinotefuran, Ethion, Flusilazole, Folpet, Prochloraz (άθροισμα prochloraz και των μεταβολιτών του που περιέχουν το τμήμα 2,4,6-τριχλωροφαινόλη, εκφραζόμενο ως prochloraz), Profenofos, Propiconazole, Thiophanate-methyl και Triforine.

(10)  Μέθοδος αναφοράς EN/ISO 6579 ή μέθοδος που έχει επικυρωθεί σε σχέση με τη μέθοδο αυτή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2005 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2005, περί μικροβιολογικών κριτηρίων για τα τρόφιμα (ΕΕ L 338 της 22.12.2005, σ. 1).

(11)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Dimethoate (άθροισμα dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate), Chlorpyrifos, Acephate, Methamidophos, Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl), Diafenthiuron, Indoxacarb ως άθροισμα των ισομερών S και R.

(12)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Chlorpyrifos, κυπερμεθρίνη [κυπερμεθρίνη συμπεριλαμβανομένων άλλων μειγμάτων συστατικών ισομερών (άθροισμα ισομερών)], Dimethoate (άθροισμα dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate), ενδοσουλφάνη (άθροισμα των ισομερών α και β και της θειικής ενδοσουλφάνης εκφραζόμενο ως ενδοσουλφάνη), Hexaconazole, Parathion-methyl (άθροισμα Parathion-methyl και paraoxon-methyl εκφραζόμενο ως Parathion-methyl), Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl), Flutriafol, καρβενδαζίμη και benomyl (άθροισμα benomyl και καρβενδαζίμης εκφρασμένο ως καρβενδαζίμη), Flubendiamide, Myclobutanyl, μαλαθείο (άθροισμα μαλαθείου και malaoxon εκφραζόμενο ως μαλαθείο).

(13)  Ιδίως υπολείμματα της ουσίας Dichlorvos.

(14)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Diniconazole, Ethephon, Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl).

(15)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Carbofuran (άθροισμα carbofuran και 3-υδροξυ-carbofuran εκφραζόμενο ως carbofuran), Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl), Dimethoate (άθροισμα dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate), Triazophos, μαλαθείο (άθροισμα μαλαθείου και malaoxon εκφραζόμενο ως μαλαθείο), Profenofos, Prothiofos, Ethion, καρβενδαζίμη και benomyl (άθροισμα benomyl και καρβενδαζίμης εκφραζόμενο ως καρβενδαζίμη), Triforine, Procymidone, Formetanate: άθροισμα formetanate και των αλάτων του εκφραζόμενο ως formetanate υδροχλωρικό.

(16)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Acephate, Carbaryl, καρβενδαζίμη και benomyl (άθροισμα benomyl και καρβενδαζίμης εκφραζόμενο ως καρβενδαζίμη), Carbofuran (άθροισμα carbofuran και 3-υδροξυ-carbofuran εκφραζόμενο ως carbofuran), Chlorpyrifos, Chlorpyrifos-methyl, Dimethoate (άθροισμα dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate), Ethion, μαλαθείο (άθροισμα μαλαθείου και malaoxon εκφραζόμενο ως μαλαθείο), Metalaxyl και metalaxyl-M [metalaxyl συμπεριλαμβανομένων και άλλων μειγμάτων συστατικών ισομερών μεταξύ των οποίων metalaxyl-M (άθροισμα ισομερών)], Methamidophos, Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl), Monocrotophos, Profenofos, Prothiofos, Quinalphos, Triadimefon και Triadimenol (άθροισμα triadimefon και triadimenol), Triazophos, Dicrotophos, EPN, Triforine.

(17)  Μέθοδοι αναφοράς: EN 1988-1:1998, EN 1988-2:1998 ή ISO 5522:1981.

(18)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl), Oxamyl, καρβενδαζίμη και benomyl (άθροισμα benomyl και καρβενδαζίμης εκφρασμένο ως καρβενδαζίμη), Clofentezine, Diafenthiuron, Dimethoate (άθροισμα dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate), Formetanate: Άθροισμα formetanate και των αλάτων του εκφραζόμενο ως formetanate υδροχλωρικό, μαλαθείο (άθροισμα μαλαθείου και malaoxon εκφραζόμενο ως μαλαθείο), Procymidone, Tetradifon, Thiophanate-methyl.

(19)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Azoxystrobin, boscalid, chlorpyrifos, διθειοκαρβαμιδικές ενώσεις (διθειοκαρβαμιδικές ενώσεις εκφραζόμενες ως CS2, συμπεριλαμβανομένων των maneb, mancozeb, metiram, propineb, thiram και ziram), ενδοσουλφάνη (σύνολο των ισομερών α και β και της θειικής ενδοσουλφάνης εκφραζόμενο ως ενδοσουλφάνη), kresoxim-methyl, lambda-cyhalothrin, του metalaxyl και του metalaxyl-M [Metalaxyl και άλλα μείγματα συστατικών ισομερών, μεταξύ των οποίων και το metalaxyl-M (άθροισμα ισομερών)], methoxyfenozide, metrafenone, myclobutanil, penconazole, pyraclostrobin και pyrimethanil, Triadimefon και Triadimenol (άθροισμα triadimefon και triadimenol), Trifloxystrobin.

(20)  Ιδίως υπολείμματα των εξής ουσιών: Carbofuran (άθροισμα carbofuran και 3-υδροξυ-carbofuran εκφραζόμενο ως carbofuran), καρβενδαζίμη και benomyl (άθροισμα benomyl και καρβενδαζίμης εκφραζόμενο ως καρβενδαζίμη), Chlorpyrifos, Dithiocarbamates (dithiocarbamates εκφραζόμενο ως CS2, συμπεριλαμβανομένων των maneb, mancozeb, metiram, propineb, thiram και ziram), Profenofos, Permethrin (άθροισμα ισομερών), Hexaconazole, Difenoconazole, Propiconazole, Fipronil [άθροισμα fipronil + σουλφονικού μεταβολίτη (MB46136) εκφραζόμενο ως fipronil], Propargite, Flusilazole, Phenthoate, κυπερμεθρίνη [κυπερμεθρίνη περιλαμβανομένων άλλων μειγμάτων συστατικών ισομερών (άθροισμα ισομερών)], Methomyl και Thiodicarb (άθροισμα methomyl και thiodicarb εκφραζόμενο ως methomyl), Quinalphos, Pencycuron, Methidathion, Dimethoate (άθροισμα dimethoate και omethoate εκφραζόμενο ως dimethoate), Fenbuconazole.»


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/41


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1296/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Δεκεμβρίου 2014

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ' εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2014.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

AL

64,0

IL

114,8

MA

91,1

TR

81,4

ZZ

87,8

0707 00 05

AL

53,8

JO

258,6

MA

170,1

TR

135,4

ZZ

154,5

0709 93 10

MA

67,9

TR

128,2

ZZ

98,1

0805 10 20

AR

35,3

SZ

34,3

TR

74,4

UY

32,9

ZA

54,7

ZW

33,1

ZZ

44,1

0805 20 10

MA

73,2

ZZ

73,2

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

IL

113,7

JM

168,3

TR

76,0

ZZ

119,3

0805 50 10

AL

64,4

TR

76,5

ZZ

70,5

0808 10 80

BA

32,4

BR

53,8

CA

134,8

CL

78,6

MK

38,0

NZ

96,9

US

94,8

ZZ

75,6

0808 30 90

CN

81,0

TR

174,9

ZZ

128,0


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1106/2012 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες, όσον αφορά την επικαιροποίηση της ονοματολογίας των χωρών και εδαφών (ΕΕ L 328 της 28.11.2012, σ. 7). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΟΔΗΓΙΕΣ

5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/44


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΟΔΗΓΊΑ 2014/105/ΕΕ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Δεκεμβρίου 2014

για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/90/ΕΚ και 2003/91/ΕΚ για τη θέσπιση μέτρων για την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου και του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, αντίστοιχα, όσον αφορά τα ελάχιστα χαρακτηριστικά που πρέπει να καλύπτονται κατά την εξέταση και τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εξέταση ορισμένων ποικιλιών ειδών γεωργικών φυτών και κηπευτικών ειδών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β),

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι οδηγίες της Επιτροπής 2003/90/ΕΚ (3) και 2003/91/ΕΚ (4) εκδόθηκαν για να εξασφαλιστεί ότι οι ποικιλίες τις οποίες τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν στους εθνικούς τους καταλόγους συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (CPVO) όσον αφορά τα ελάχιστα χαρακτηριστικά που πρέπει να καλύπτονται κατά την εξέταση των διαφόρων ποικιλιών και τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εξέταση των ποικιλιών, εφόσον έχουν θεσπιστεί σχετικές κατευθυντήριες γραμμές. Όσον αφορά άλλες ποικιλίες, οι εν λόγω οδηγίες προβλέπουν ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι κατευθυντήριες γραμμές της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών (UPOV).

(2)

Το CPVO και η UPOV έχουν έκτοτε θεσπίσει περαιτέρω κατευθυντήριες γραμμές και έχουν επικαιροποιήσει τις υφιστάμενες.

(3)

Συνεπώς, οι οδηγίες 2003/90/ΕΚ και 2003/91/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(4)

Τα μέτρα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής σπόρων προς σπορά και πολλαπλασιαστικού υλικού γεωργικών, δενδροκηπευτικών και δασικών φυτών προς φύτευση,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα I και II της οδηγίας 2003/90/ΕΚ αντικαθίστανται από το μέρος Α του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τα παραρτήματα της οδηγίας 2003/91/ΕΚ αντικαθίστανται από το μέρος Β του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 3

Για τις εξετάσεις που άρχισαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν τις εκδόσεις των οδηγιών 2003/90/ΕΚ και 2003/91/ΕΚ που ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 33.

(3)  Οδηγία 2003/90/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2003, για τη θέσπιση μέτρων για την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου, όσον αφορά τα ελάχιστα χαρακτηριστικά που πρέπει να καλύπτονται κατά την εξέταση και τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εξέταση ορισμένων ποικιλιών ειδών γεωργικών φυτών (ΕΕ L 254 της 8.10.2003, σ. 7).

(4)  Οδηγία 2003/91/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2003, για τη θέσπιση μέτρων για την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, όσον αφορά τα ελάχιστα χαρακτηριστικά που πρέπει να καλύπτονται κατά την εξέταση και τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εξέταση ορισμένων ποικιλιών κηπευτικών ειδών (ΕΕ L 254 της 8.10.2003, σ. 11).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΕΡΟΣ A

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατάλογος των ειδών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α), τα οποία πρέπει να πληρούν τους όρους των πρωτοκόλλων δοκιμών του CPVO

Επιστημονική ονομασία

Συνήθης ονομασία

Πρωτόκολλο CPVO

Festuca filiformis Pourr.

Λεπτόφυλλη φεστούκα η κτηνοτροφική

TP 67/1 της 23.6.2011

Festuca ovina L.

Φεστούκα η κτηνοτροφική

TP 67/1 της 23.6.2011

Festuca rubra L.

Φεστούκα η ερυθρά

TP 67/1 της 23.6.2011

Festuca trachyphylla (Hack.) Krajina

Καρφοειδές το μακρόφυλλο

TP 67/1 της 23.6.2011

Lolium multiflorum Lam.

Λόλιον το ιταλικό

TP 4/1 της 23.6.2011

Lolium perenne L.

Λόλιον το πολυετές

TP 4/1 της 23.6.2011

Lolium × boucheanum Kunth

Λόλιον το υβρίδιο

TP 4/1 της 23.6.2011

Pisum sativum L.

Πίσον το κτηνοτροφικό

TP 7/2 της 11.3.2010

Brassica napus L.

Αγριοκράμβη

TP 36/2 της 16.11.2011

Cannabis sativa L.

Κάνναβη

TP 276/1 της 28.11.2012

Helianthus annuus L.

Ηλίανθος

TP 81/1 της 31.10.2002

Linum usitatissimum L.

Λίνο το κλωστικό (το ελαιούχο)

TP 57/2 της 19.3.2014

Avena nuda L.

Βρώμη η γυμνόκοκκος

TP 20/1 της 6.11.2003

Avena sativa L. (περιλαμβάνει A. byzantina K. Koch)

Βρώμη

TP 20/1 της 6.11.2003

Hordeum vulgare L.

Κριθάρι

TP 19/3 της 21.3.2012

Oryza sativa L.

Ρύζι

TP 16/2 της 21.3.2012

Secale cereale L.

Σίκαλη

TP 58/1 της 31.10.2002

xTriticosecale Wittm. ex A. Camus

Υβρίδια που προέρχονται από τη διασταύρωση είδους τους γένους Triticum με είδος του γένους Secale

TP 121/2 αναθ. 1 της 16.2.2011

Triticum aestivum L.

Σιτάρι

TP 3/4 αναθ. 2 της 16.2.2011

Triticum durum Desf.

Σκληρό σιτάρι

TP 120/3 της 19.3.2014

Zea mays L.

Καλαμπόκι

TP 2/3 της 11.3.2010

Solanum tuberosum L.

Πατάτες

TP 23/2 της 1.12.2005

Το κείμενο αυτών των πρωτοκόλλων διατίθεται στον δικτυακό τόπο του CPVO (www.cpvo.europa.eu).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος των ειδών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα οποία πρέπει να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές δοκιμών της UPOV

Επιστημονική ονομασία

Συνήθης ονομασία

Κατευθυντήρια γραμμή της UPOV

Beta vulgaris L.

Κτηνοτροφικά τεύτλα

TG/150/3 της 4.11.1994

Agrostis canina L.

Άγρωστις του κυνός

TG/30/6 της 12.10.1990

Agrostis gigantea Roth.

Άγρωστις η λευκή (ερυθρά κορυφή)

TG/30/6 της 12.10.1990

Agrostis stolonifera L.

Άγρωστις η σπονδυλωτή

TG/30/6 της 12.10.1990

Agrostis capillaris L.

Άγρωστις η λεπτή

TG/30/6 της 12.10.1990

Bromus catharticus Vahl

Βρώμος

TG/180/3 της 4.4.2001

Bromus sitchensis Trin.

Βρώμος της Αλάσκας

TG/180/3 της 4.4.2001

Dactylis glomerata L.

Δακτυλίδα η στρογγυλόμορφη

TG/31/8 της 17.4.2002

Festuca arundinacea Schreb.

Φεστούκα η καλαμοειδής

TG/39/8 της 17.4.2002

Festuca pratensis Huds.

Φεστούκα η λειμώνιος

TG/39/8 της 17.4.2002

xFestulolium Asch. et Graebn.

Υβρίδια που προέρχονται από τη διασταύρωση είδους του γένους Festuca με είδος του γένους Lolium

TG/243/1 της 9.4.2008

Phleum nodosum L.

Φλέως

TG/34/6 της 7.11.1984

Phleum pratense L.

Φλέως ο λειμώνιος

TG/34/6 της 7.11.1984

Poa pratensis L.

Πόα η λειμώνιος

TG/33/7 της 9.4.2014

Lotus corniculatus L.

Λωτός ο κερατιοφόρος

TG/193/1 της 9.4.2008

Lupinus albus L.

Λούπινον το λευκόν

TG/66/4 της 31.3.2004

Lupinus angustifolius L.

Λούπινο το στενόφυλλο

TG/66/4 της 31.3.2004

Lupinus luteus L.

Λούπινον το κίτρινο

TG/66/4 της 31.3.2004

Medicago sativa L.

Μηδική

TG/6/5 της 6.4.2005

Medicago × varia T. Martyn

Μηδική ποικιλία στικτή

TG/6/5 της 6.4.2005

Trifolium pratense L.

Τριφύλλι το ιώδες

TG/5/7 της 4.4.2001

Trifolium repens L.

Τριφύλλιον το έρπον

TG/38/7 της 9.4.2003

Vicia faba L.

Κύαμος ο κοινός

TG/8/6 της 17.4.2002

Vicia sativa L.

Βίκος ο κοινός

TG/32/7 της 20.3.2013

Brassica napus L. var. napobrassica (L.) Rchb.

Κράμβη

TG/89/6 αναθ. της 4.4.2001 + 1.4.2009

Raphanus sativus L. var. oleiformis Pers.

Ελαιοφόρο ραπάνι

TG/178/3 της 4.4.2001

Arachis hypogaea L.

Αραχίς η υπόγειος

TG/93/4 της 9.4.2014

Brassica rapa L. var. silvestris (Lam.) Briggs

Ελαιοφόρο γογγύλι

TG/185/3 της 17.4.2002

Carthamus tinctorius L.

Κάρθαμο

TG/134/3 της 12.10.1990

Gossypium spp.

Βαμβάκι

TG/88/6 της 4.4.2001

Papaver somniferum L.

Παπαρούνα

TG/166/4 της 9.4.2014

Sinapis alba L.

Σινάπι άσπρο

TG/179/3 της 4.4.2001

Glycine max (L.) Merr.

Σπόρος σόγιας

TG/80/6 της 1.4.1998

Sorghum bicolor (L.) Moench

Σόργο

TG/122/3 της 6.10.1989

Το κείμενο αυτών των κατευθυντήριων γραμμών διατίθεται στον δικτυακό τόπο της UPOV (www.upov.int).

»

ΜΕΡΟΣ Β

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατάλογος των ειδών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α), τα οποία πρέπει να πληρούν τους όρους των πρωτοκόλλων δοκιμών του CPVO

Επιστημονική ονομασία

Συνήθης ονομασία

Πρωτόκολλο CPVO

Allium cepa L. (Cepa group)

Κρεμμύδι

TP 46/2 της 1.4.2009

Allium cepa L. (Aggregatum group)

Ασκαλώνιο

TP 46/2 της 1.4.2009

Allium fistulosum L.

Σιμπούλα

TP 161/1 της 11.3.2010

Allium porrum L.

Πράσο

TP 85/2 της 1.4.2009

Allium sativum L.

Σκόρδο

TP 162/1 της 25.3.2004

Allium schoenoprasum L.

Σχοινόπρασο

TP 198/1 της 1.4.2009

Apium graveolens L.

Σέλινο

TP 82/1 της 13.3.2008

Apium graveolens L.

Ραπανοσέλινο

TP 74/1 της 13.3.2008

Asparagus officinalis L.

Σπαράγγι

TP 130/2 της 16.2.2011

Beta vulgaris L.

Κοκκινογούλι συμπεριλαμβανομένου του Cheltenham beet

TP 60/1 της 1.4.2009

Brassica oleracea L.

Σγουρό λάχανο

TP 90/1 της 16.2.2011

Brassica oleracea L.

Κουνουπίδι

TP 45/2 της 11.3.2010

Brassica oleracea L.

Μπρόκολο

TP 151/2 της 21.3.2007

Brassica oleracea L.

Λαχανάκια Βρυξελλών

TP 54/2 της 1.12.2005

Brassica oleracea L.

Γογγυλοκράμβη

TP 65/1 της 25.3.2004

Brassica oleracea L.

Λάχανο Μιλάνου, λευκό λάχανο, κόκκινο λάχανο

TP 48/3 της 16.2.2011

Brassica rapa L.

Κινέζικο λάχανο

TP 105/1 της 13.3.2008

Capsicum annuum L.

Τσίλι ή πιπεριά

TP 76/2 της 21.3.2007

Cichorium endivia L.

Αντίδι κατσαρό και αντίδι πλατύφυλλο

TP 118/3 της 19.3.2014

Cichorium intybus L.

Κιχώριο για βιομηχανικές χρήσεις

TP 172/2 της 1.12.2005

Cichorium intybus L.

Κιχώριο λευκόφυλλο

TP 173/1 της 25.3.2004

Citrullus lanatus (Thunb.) Matsum. et Nakai

Καρπούζι

TP 142/2 της 19.3.2014

Cucumis melo L.

Πεπόνι

TP 104/2 της 21.3.2007

Cucumis sativus L.

Αγγούρι και αγγουράκι τουρσί

TP 61/2 της 13.3.2008

Cucurbita pepo L.

Κολοκυθάκι

TP 119/1 αναθ. της 19.3.2014

Cynara cardunculus L.

Αγκινάρα και αγριοαγκινάρα

TP 184/2 της 27.2.2013

Daucus carota L.

Καρότο και κτηνοτροφικό καρότο

TP 49/3 της 13.3.2008

Foeniculum vulgare Mill.

Μάραθο

TP 183/1 της 25.3.2004

Lactuca sativa L.

Μαρούλι

TP 13/5 της 16.2.2011

Solanum lycopersicum L.

Ντομάτα

TP 44/4 αναθ. της 27.2.2013

Petroselinum crispum (Mill.) Nyman ex A. W.

Μαϊντανός

TP 136/1 της 21.3.2007

Phaseolus coccineus L.

Φασίολος ο ισπανικός

TP 9/1 της 21.3.2007

Phaseolus vulgaris L.

Φασίολος ο νάνος και αναρριχώμενος φασίολος

TP 12/4 της 27.2.2013

Pisum sativum L. (partim)

Μπιζέλι ξηρό, μπιζέλι στρογγυλό και μπιζέλι γλυκό

TP 7/2 της 11.3.2010

Raphanus sativus L.

Ραπάνι, μαυροράπανο

TP 64/2 της 27.2.2013

Solanum melongena L.

Μελιτζάνα

TP 117/1 της 13.3.2008

Spinacia oleracea L.

Σπανάκι

TP 55/5 της 27.2.2013

Valerianella locusta (L.) Laterr.

Λυκοτρίβολο

TP 75/2 της 21.3.2007

Vicia faba L. (partim)

Κουκί

TP Broadbean/1 της 25.3.2004

Zea mays L. (partim)

Γλυκό καλαμπόκι και ποπ κορν

TP 2/3 της 11.3.2010

Solanum lycopersicum L. × Solanum habrochaites S. Knapp & D.M. Spooner, Solanum lycopersicum L. × Solanum peruvianum (L.) Mill., Solanum lycopersicum L. × Solanum cheesmaniae (L. Ridley) Fosberg

Έρριζα υποκείμενα ντομάτας

TP 294/1 της 19.3.2014

Το κείμενο αυτών των πρωτοκόλλων διατίθεται στον δικτυακό τόπο του CPVO (www.cpvo.europa.eu).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος των ειδών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα οποία πρέπει να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές δοκιμών της UPOV

Επιστημονική ονομασία

Συνήθης ονομασία

Κατευθυντήρια γραμμή της UPOV

Beta vulgaris L.

Σέσκουλο

TG/106/4 της 31.3.2004

Brassica rapa L.

Γογγύλι (ρέβα)

TG/37/10 της 4.4.2001

Cichorium intybus L.

Πλατύφυλλο ραδίκι ή ιταλικό ραδίκι

TG/154/3 της 18.10.1996

Cucurbita maxima Duchesne

Κολοκύθα

TG/155/4 αναθ. της 28.3.2007 + 1.4.2009

Rheum rhabarbarum L.

Ραβέντι

TG/62/6 της 24.3.1999

Scorzonera hispanica L.

Σκορτσονέρα η ισπανική

TG/116/4 της 24.3.2010

Το κείμενο αυτών των κατευθυντήριων γραμμών διατίθεται στον δικτυακό τόπο της UPOV (www.upov.int).

»

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/50


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 1ης Δεκεμβρίου 2014

για τη θέση που πρόκειται να ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην όγδοη διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης του Ελσίνκι για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων όσον αφορά την πρόταση τροποποίησης του παραρτήματος I της εν λόγω σύμβασης

(2014/871/ΕΕ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων, η οποία υπογράφτηκε στο Ελσίνκι στις 17 Μαρτίου 1992 (1) («σύμβαση»).

(2)

Το παράρτημα I της σύμβασης περιλαμβάνει κατηγορίες και κατονομασθείσες επικίνδυνες ουσίες με σκοπό τον καθορισμό επικίνδυνων δραστηριοτήτων.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 4 της σύμβασης, κάθε τροποποίηση του παραρτήματος I της σύμβασης αρχίζει να ισχύει, για τα μέρη της σύμβασης που δεν έχουν κοινοποιήσει την αντίρρησή τους, δώδεκα μήνες μετά την κοινοποίησή της στα συμβαλλόμενα μέρη από τον εκτελεστικό γραμματέα, κατόπιν έγκρισής της από τη διάσκεψη των μερών με πλειοψηφία των εννέα δεκάτων των συμβαλλόμενων μερών που είναι παρόντα και ψηφίζουν στη συνεδρίαση, υπό τον όρο ότι τουλάχιστον δεκαέξι μέρη δεν έχουν κοινοποιήσει αντιρρήσεις.

(4)

Το κείμενο της πρότασης τροποποίησης του παραρτήματος I της σύμβασης συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας για την ανάπτυξη της σύμβασης, εγκρίθηκε από το προεδρείο των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης και θα υποβληθεί προς έγκριση κατά την όγδοη διάσκεψη των μερών, που θα πραγματοποιηθεί στη Γενεύη από τις 3 έως τις 5 Δεκεμβρίου 2014.

(5)

Η τροποποίηση του παραρτήματος I της σύμβασης αναμένεται να ευθυγραμμίσει πλήρως το εν λόγω παράρτημα με το παράρτημα I της οδηγίας 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(6)

Η τροποποίηση του παραρτήματος I της σύμβασης θα πρέπει συνεπώς να εγκριθεί.

(7)

Κατά τη σύναψη της σύμβασης, η Ένωση είχε διατυπώσει επιφυλάξεις όσον αφορά την εφαρμογή της σύμβασης σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες της Κοινότητας. Οι επιφυλάξεις αυτές βασίζονταν στις διαφορές μεταξύ του παραρτήματος I της σύμβασης και της ισχύουσας νομοθεσίας της Ένωσης. Οι διαφορές αυτές δεν θα υφίστανται πλέον, όταν τροποποιηθεί το παράρτημα I της σύμβασης. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω επιφυλάξεις θα πρέπει να αρθούν, όταν τεθεί σε ισχύ η τροποποίηση του παραρτήματος I της σύμβασης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση που θα ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την όγδοη διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων είναι, κατ' ουσίαν, η στήριξη της προτεινόμενης τροποποίησης του παραρτήματος I της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του διορθωτικού της, όπως συνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να αποσύρουν, εξ ονόματος της Ένωσης, τις εναπομένουσες επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν βάσει της απόφασης 98/685/ΕΚ (3), με την επιφύλαξη της έναρξης ισχύος της τροποποίησης του παραρτήματος I της σύμβασης που αναφέρεται στο άρθρο 1 της παρούσας απόφασης, δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφος 4 της σύμβασης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 1η Δεκεμβρίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

B. LORENZIN


(1)  ΕΕ L 326 της 3.12.1998, σ. 5.

(2)  Οδηγία 2012/18/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 1).

(3)  Απόφαση 98/685/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1998, σχετικά με τη σύμβαση για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων (ΕΕ L 326 της 3.12.1998, σ. 1).


ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ I ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Υποβλήθηκε από την ομάδα εργασίας για την ανάπτυξη της σύμβασης

Η διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών,

Αναγνωρίζοντας την ανάγκη να επικαιροποιηθούν οι κατηγορίες των ουσιών και των μειγμάτων, καθώς και των κατονομαζόμενων ουσιών και των οριακών ποσοτήτων τους, όπως περιέχονται στο παράρτημα I της σύμβασης για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων, για τους σκοπούς θέσπισης των κριτηρίων του παγκοσμίως εναρμονισμένου συστήματος του ΟΗΕ για την ταξινόμηση και την επισήμανση των χημικών προϊόντων (ST/SG/AC.10/30/Rev.4) και για να διατηρηθεί η συνέπεια προς την αντίστοιχη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Λαμβάνοντας υπόψη την απόφασή της να προβεί στην αναθεώρηση των επικίνδυνων ουσιών και των ποσοτήτων τους που περιέχονται στο παράρτημα I και στην απόφασή της 2004/4 για τη σύσταση της ομάδας εργασίας για την ανάπτυξη της σύμβασης,

Σημειώνοντας την πρόταση για την τροποποίηση του παραρτήματος I, που συνέταξε η ομάδα εργασίας με βάση διεξοδική επανεξέταση,

Τροποποιεί το παράρτημα I της σύμβασης για τις επικίνδυνες ουσίες για τους σκοπούς καθορισμού επικίνδυνων δραστηριοτήτων, αντικαθιστώντας το με το κείμενο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ  (1)

Όταν μια ουσία ή μείγμα που κατονομάζεται στο παράρτημα II εμπίπτει επίσης σε μία ή παραπάνω κατηγορίες του μέρους I, χρησιμοποιείται η οριακή ποσότητα που αναφέρεται στο μέρος II.

Για την ταυτοποίηση επικίνδυνων δραστηριοτήτων, τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν υπόψη τους τις πραγματικές ή εικαζόμενες επικίνδυνες ιδιότητες και/ή ποσότητες όλων των υφιστάμενων επικίνδυνων ουσιών ή των υφιστάμενων ουσιών που μπορεί λογικά να προβλεφθεί ότι μπορεί να παραχθούν κατά την απώλεια του ελέγχου σε μια δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων αποθήκευσης, στο πλαίσιο μιας επικίνδυνης δραστηριότητας.

Μέρος I.

Κατηγορίες ουσιών και μειγμάτων που κατονομάζονται στο μέρος II

Κατηγορία σύμφωνα με το παγκοσμίως εναρμονισμένο σύστημα (GHS) του ΟΗΕ για την ταξινόμηση και την επισήμανση των χημικών προϊόντων

Οριακή ποσότητα

(μετρικοί τόνοι)

1.

Οξείας τοξικότητας, κατηγορίας 1, όλες οι οδοί έκθεσης (2)

20

2.

Οξείας τοξικότητας:

 

Κατηγορίας 2, όλες οι οδοί έκθεσης (3)

 

Κατηγορίας 3, έκθεση διά της εισπνοής (4)

200

3.

Ειδική τοξικότητα στα όργανα-στόχους (STOT) — ύστερα από εφάπαξ έκθεση (SE) STOT, Κατηγορία 1 (5)

200

4.

Εκρηκτικές — ασταθείς εκρηκτικές ή εκρηκτικές, στις οποίες η ουσία, το μείγμα ή το αντικείμενο υπάγεται στη διαίρεση 1.1, 1.2, 1.3, 1.5 ή 1.6 του κεφαλαίου 2.1.2 των κριτηρίων του GHS ή ουσίες ή μείγματα που έχουν εκρηκτικές ιδιότητες σύμφωνα με τις σειρές δοκιμών 2 του μέρους I των συστάσεων των Ηνωμένων Εθνών για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων: Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων (Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων) και δεν υπάγονται στις τάξεις κινδύνου «οργανικά υπεροξείδια» ή «αυτοαντιδρώσες ουσίες ή μείγματα» (6)  (7)

50

5.

Εκρηκτικές, στις οποίες η ουσία, το μείγμα ή το αντικείμενο υπάγεται στη διαίρεση 1.4 του κεφαλαίου 2.1.2 του GHS (7)  (8)

200

6.

Εύφλεκτα αέρια, κατηγορίας 1 ή 2 (9)

50

7.

Αερολύματα (10), κατηγορίας 1 ή 2, τα οποία περιέχουν εύφλεκτα αέρια κατηγορίας 1 ή 2 ή εύφλεκτα υγρά κατηγορίας 1

500 (καθαρό)

8.

Αερολύματα, κατηγορίας 1 ή 2, τα οποία δεν περιέχουν εύφλεκτα αέρια κατηγορίας 1 ή 2 ή εύφλεκτα υγρά κατηγορίας 1 (11)

50 000 (καθαρό)

9.

Οξειδωτικά αέρια, κατηγορίας 1 (12)

200

10.

Εύφλεκτα υγρά:

 

Εύφλεκτα υγρά κατηγορίας 1, ή

 

Εύφλεκτα υγρά κατηγορίας 2 ή 3 τα οποία διατηρούνται σε θερμοκρασία υψηλότερη από το σημείο βρασμού τους (13), ή

 

Άλλα υγρά με σημείο ανάφλεξης ≤ 60 °C, τα οποία διατηρούνται σε θερμοκρασία υψηλότερη από το σημείο βρασμού τους (14)

50

11.

Εύφλεκτα υγρά:

 

Εύφλεκτα υγρά κατηγοριών 2 ή 3 όπου οι ιδιαίτερες συνθήκες, όπως υψηλή πίεση ή υψηλή θερμοκρασία, ενδέχεται να προκαλέσουν κινδύνους μεγάλου ατυχήματος (15), ή

 

Άλλα υγρά με σημείο ανάφλεξης ≤ 60 °C, όπου οι ιδιαίτερες συνθήκες επεξεργασίας, όπως υψηλή πίεση ή υψηλή θερμοκρασία ενδέχεται να προκαλέσουν κινδύνους μεγάλου ατυχήματος

200

12.

Εύφλεκτα υγρά, κατηγορίας 2 ή 3 που δεν καλύπτονται από τις 10 και 11 (16)

50 000

13.

Αυτοαντιδρώσες ουσίες και μείγματα και οργανικά υπεροξείδια:

 

Αυτοαντιδρώσες ουσίες και μείγματα, τύπου Α ή Β ή

 

οργανικά υπεροξείδια, τύπου Α ή Β (17)

50

14.

Αυτοαντιδρώσες ουσίες και μείγματα και οργανικά υπεροξείδια:

 

Αυτοαντιδρώσες ουσίες και μείγματα, τύπου C, D, E ή F ή

 

οργανικά υπεροξείδια τύπου C, D, E ή F (18)

200

15.

Πυροφορικά υγρά και στερεά, κατηγορίας 1

200

16.

Οξειδωτικά υγρά και στερεά, κατηγορίας 1, 2 ή 3

200

17.

Επικίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον, κατηγορίας οξέος κινδύνου 1 ή χρόνιου κινδύνου 1 (19)

200

18.

Επικίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον, κατηγορίας χρόνιου κινδύνου 2 (20)

500

19.

Ουσίες και μείγματα τα οποία αντιδρούν βίαια με το νερό, όπως το ακετυλοχλωρίδιο, το τετραχλωριούχο τιτάνιο

500

20.

Ουσίες και μείγματα τα οποία, σε επαφή με το νερό, εκλύουν εύφλεκτα αέρια, κατηγορίας 1 (21)

500

21.

Ουσίες και μείγματα τα οποία, σε επαφή με το νερό, εκλύουν τοξικά αέρια (ουσίες και μείγματα τα οποία σε επαφή με το νερό ή με υγρό αέρα εκλύουν αέρια που εμπίπτουν στην κατηγορία οξείας τοξικότητας 1, 2 ή 3, όπως είναι το φωσφορούχο αργίλιο, ο πενταθειούχος φώσφορος)

200


Μέρος II.

Κατονομαζόμενες ουσίες

Ουσία

Οριακή ποσότητα

(μετρικοί τόνοι)

1α.

Νιτρικό αμμώνιο (22)

10 000

1β.

Νιτρικό αμμώνιο (23)

5 000

1γ.

Νιτρικό αμμώνιο (24)

2 500

1δ.

Νιτρικό αμμώνιο (25)

50

2α.

Νιτρικό κάλιο (26)

10 000

2β.

Νιτρικό κάλιο (27)

5 000

3.

Πεντοξείδιο του αρσενικού, αρσενικικό οξύ (V) και/ή τα άλατά του

2

4.

Τριοξείδιο του αρσενικού, αρσενικώδες οξύ (ΙΙΙ) και/ή τα άλατά του

0,1

5.

Βρώμιο

100

6.

Χλώριο

25

7.

Ενώσεις νικελίου υπό μορφή εισπνεύσιμων κόνεων: μονοξείδιο του νικελίου, διοξείδιο του νικελίου, θειούχο νικέλιο, διθειούχο νικέλιο, τριοξείδιο του νικελίου

1

8.

Αιθυλενοϊμίνη

20

9.

Φθόριο

20

10.

Φορμαλδεΰδη (συγκέντρωση ≥ 90 %)

50

11.

Υδρογόνο

50

12.

Υδροχλώριο (υγροποιημένο αέριο)

250

13.

Αλκυλομολυβδικές ενώσεις

50

14.

Υγροποιημένα αέρια εξαιρετικά εύφλεκτα, κατηγορίας 1 ή 2 (συμπεριλαμβανομένου του υγραερίου (LPG)) και φυσικό αέριο (28)

200

15.

Ακετυλένιο

50

16.

Αιθυλενοξείδιο

50

17.

Προπυλενοξείδιο

50

18.

Μεθανόλη

5 000

19.

4, 4′-μεθυλενο δις (2-χλωροανιλίνη) και/ή άλατά της υπό μορφή σκόνης

0,01

20.

Ισοκυανικό μεθύλιο

0,15

21.

Οξυγόνο

2 000

22.

Διισοκυανικό τολουόλιο (2,4 Διισοκυανικό τολουόλιο και 2,6 Διισοκυανικό τολουόλιο)

100

23.

Καρβονυλοχλωρίδιο (φωσγένιο)

0,75

24.

Αρσίνη (υδρίδιο του αρσενικού)

1

25.

Φωσφίνη (υδρίδιο του φωσφόρου)

1

26.

Διχλωρίδιο του θείου

1

27.

Τριοξείδιο του θείου

75

28.

Πολυχλωροδιβενζοφουράνια και πολυχλωροδιβενζοδιοξίνες (συμπεριλαμβανομένης της τετραχλωροδιβενζοδιοξίνης (TCDD)), εκφρασμένα σε ισοδύναμα TCDD (29)

0,001

29.

Τα ακόλουθα καρκινογόνα ή τα μείγματα που περιέχουν τις ακόλουθες καρκινογόνες ουσίες σε συγκεντρώσεις άνω του 5 % κατά βάρος:

4-Αμινοδιφαινύλιο και/ή τα άλατά του, βενζοτριχλωρίδιο, βενζιδίνη και/ή τα άλατά της, δις (χλωρομεθυλ) αιθέρας, χλωρομεθυλομεθυλαιθέρας, 1,2-διβρωμοαιθάνιο, θειικό διαιθύλιο, θειικό διμεθύλιο, διμεθυλοκαρβαμοϋλοχλωρίδιο, 1,2-διβρωμο-3-χλωροπροπάνιο, 1,2-διμεθυλυδραζίνη, διμεθυλονιτρωδαμίνη, εξαμεθυλοφωσφορικό τριαμίδιο, υδραζίνη, 2-ναφθυλαμίνη και/ή τα άλατά της, 4-νιτροδιφαινύλιο και 1,3- προπανοσουλτόνη

2

30.

Πετρελαιοειδή και εναλλακτικά καύσιμα:

α)

Βενζίνες και νάφθα·

β)

Κηροζίνες (καθώς και καύσιμα αεριωθουμένων)·

γ)

Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (όπου περιλαμβάνονται πετρέλαιο κίνησης, θέρμανσης και πετρέλαιο χρησιμοποιούμενο σε μείγματα)·

δ)

Βαρύ μαζούτ·

ε)

Εναλλακτικά καύσιμα που εξυπηρετούν τους ίδιους σκοπούς κι έχουν τις ίδιες ιδιότητες, όσον αφορά την ευφλεκτότητα και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους, με τα προϊόντα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ)

25 000

31.

Άνυδρη αμμωνία

200

32.

Τριφθοριούχο βόριο

20

33.

Υδρόθειο

20

34.

Πιπεριδίνη

200

35.

Δις(2-διμεθυλαμινοαιθύλιο)(μεθυλο)αμίνη

200

36.

3-(2-αιθυλεξύλιο)προπυλαμίνη

200

37.

Μείγματα υποχλωριώδους νατρίου που ταξινομούνται στην κατηγορία 1 ως προς την υδάτινη τοξικότητα [H400], τα οποία περιέχουν ενεργό χλώριο σε περιεκτικότητα κάτω από 5 % και δεν περιλαμβάνονται σε καμία από τις άλλες κατηγορίες κινδύνου του μέρους 1 του παραρτήματος I. (30)

500

38.

Προπυλαμίνη (31)

2 000

39.

Ακρυλικός τριβουτυλεστέρας (31)

500

40.

2-μεθυλο-3-βουτενιτρίλιο (31)

2 000

41.

Τετραϋδρο-3,5-διμεθυλο-1,3,5-θειαδιαζινο-2-θειόνη (νταζομέτ) (31)

200

42.

Ακρυλικός μεθυλεστέρας (31)

2 000

43.

Μεθυλοπυριδίνη (31)

2 000

44.

Βρομο-3-χλωροπροπάνιο (31)

2 000

Διορθωτικό

1.

Παράρτημα, μέρος I, σημείο 8

Αντί «Αερολύματα», διάβαζε «Αερολύματα (10

2.

Παράρτημα, μέρος I, σημείο 11, τελευταία γραμμή

Αντί «κινδύνους μεγάλου ατυχήματος (15)», διάβαζε «κινδύνους μεγάλου ατυχήματος (14

3.

Παράρτημα, μέρος II, σημείο 43

Αντί «Μεθυλοπυριδίνη (31)», διάβαζε «3-Μεθυλοπυριδίνη (31

4.

Παράρτημα, σημειώσεις 13,15 και 16

Αντί «κεφάλαιο 2.4.2», διάβαζε «κεφάλαιο 2.6.2».


(1)  Κριτήρια σύμφωνα με το παγκοσμίως εναρμονισμένο σύστημα (GHS) του ΟΗΕ για την ταξινόμηση και την επισήμανση των χημικών προϊόντων (ST/SG/AC.10/30/Rev.4). Τα συμβαλλόμενα μέρη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα κριτήρια, όταν ταξινομούν ουσίες ή μείγματα για τους σκοπούς του μέρους I του παρόντος παραρτήματος, εκτός εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει κριτήρια με δεσμευτική νομική ισχύ. Τα μείγματα αντιμετωπίζονται όπως οι καθαρές ουσίες, υπό τον όρο ότι παραμένουν εντός των ορίων συγκέντρωσης τα οποία καθορίζονται, ανάλογα με τις ιδιότητές τους, βάσει του GHS, εκτός εάν δίνεται ειδικά ποσοστιαία σύνθεση ή άλλη περιγραφή.

(2)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στα κεφάλαια 3.1.2 και 3.1.3 του GHS.

(3)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στα κεφάλαια 3.1.2 και 3.1.3 του GHS.

(4)  Οι ουσίες που εμπίπτουν στην οξείας τοξικότητας κατηγορία 3 με έκθεση διά του στόματος εμπίπτουν στην οξείας τοξικότητας καταχώριση 2 στις περιπτώσεις όπου δεν προκύπτει οξεία τοξικότητα ούτε διά της εισπνοής ούτε διά του δέρματος, για παράδειγμα λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για την τοξικότητα σε έκθεση διά της εισπνοής ή διά του δέρματος.

(5)  Οι ουσίες που έχουν παραγάγει σημαντική τοξικότητα σε ανθρώπους, ή οι οποίες, βάσει στοιχείων από μελέτες σε πειραματόζωα, μπορεί να υποτεθεί ότι δύνανται να παραγάγουν σημαντική τοξικότητα στους ανθρώπους ύστερα από μία εφάπαξ έκθεση. Περαιτέρω οδηγίες δίνονται στο σχήμα 3.8.1. και στον πίνακα 3.8.1 στο μέρος 3 του GHS.

(6)  Δοκιμές για τις εκρηκτικές ιδιότητες των ουσιών και των μειγμάτων είναι απαραίτητες μόνον εάν η διαδικασία ελέγχου σύμφωνα με το προσάρτημα 6 μέρος 3 του Εγχειριδίου Δοκιμών και Κριτηρίων του ΟΗΕ προσδιορίζει την ουσία ή το μείγμα ως δυνητικά ενέχουσα εκρηκτικές ιδιότητες.

(7)  Στην τάξη κινδύνου «εκρηκτικά» περιλαμβάνονται τα εκρηκτικά αντικείμενα. Εάν είναι γνωστή η ποσότητα της εκρηκτικής ουσίας ή του εκρηκτικού μείγματος που περιέχει το αντικείμενο, η εν λόγω ποσότητα λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης. Εάν δεν είναι γνωστή η ποσότητα της εκρηκτικής ουσίας ή του εκρηκτικού μείγματος που περιέχει το αντικείμενο, ολόκληρο το αντικείμενο θεωρείται εκρηκτική ουσία για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης.

(8)  Αν τα εκρηκτικά της Διαίρεσης 1.4 έχουν αποσυσκευαστεί ή επανασυσκευαστεί, υπάγονται στην καταχώριση 4 (εκρηκτικό), εκτός εάν προκύπτει ότι ο κίνδυνος εξακολουθεί να αντιστοιχεί στη Διαίρεση 1.4 σύμφωνα με το GHS.

(9)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στο κεφάλαιο 2.2.2 του GHS.

(10)  Τα αερολύματα ταξινομούνται σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου 2.3 του GHS και το Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων, μέρος III, τμήμα 31.

(11)  Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτή η καταχώριση, πρέπει να τεκμηριώνεται ότι το δοχείο δεν περιέχει εύφλεκτο αέριο κατηγορίας 1 ή 2 ή δεν περιέχει εύφλεκτο υγρό κατηγορίας 1.

(12)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στο κεφάλαιο 2.4.2 του GHS.

(13)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στο κεφάλαιο 2.4.2 του GHS.

(14)  Τα υγρά με σημείο ανάφλεξης άνω των 35 °C μπορεί να θεωρούνται ως μη εύφλεκτα για ορισμένους κανονιστικούς σκοπούς (π.χ. μεταφορά), εάν έχουν σημειωθεί αρνητικά αποτελέσματα κατά την εξέταση διατήρησης της καύσης L.2 μέρος III τμήμα 32 του εγχειριδίου δοκιμών και κριτηρίων του ΟΗΕ. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει υπό ιδιαίτερες συνθήκες, όπως υψηλή θερμοκρασία ή πίεση, και συνεπώς τα εν λόγω υγρά περιλαμβάνονται σε αυτήν την καταχώριση.

(15)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στο κεφάλαιο 2.4.2 του GHS.

(16)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στο κεφάλαιο 2.4.2 του GHS.

(17)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στα κεφάλαια 2.8.2 και 2.15.2,2 του GHS.

(18)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στα κεφάλαια 2.8.2 και 2.15.2,2 του GHS.

(19)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στο κεφάλαιο 4.1.2 του GHS.

(20)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στο κεφάλαιο 4.1.2 του GHS.

(21)  Σύμφωνα με τα κριτήρια στο κεφάλαιο 2.12.2 του GHS.

(22)  Νιτρικό αμμώνιο (10,000): λιπάσματα ικανά για αυτοσυντηρούμενη αποσύνθεση.

Ισχύει για τα σύνθετα λιπάσματα — με βάση το νιτρικό αμμώνιο (το σύνθετο λίπασμα περιέχει νιτρικό αμμώνιο και φωσφορικά άλατα και/ή ανθρακικό κάλιο) τα οποία είναι ικανά για αυτοσυντηρούμενη αποσύνθεση σύμφωνα με τη δοκιμή σκάφης των ΗΕ (βλέπε Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων του ΟΗΕ, μέρος III εδάφιο 38.2) και των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:

α)

μεταξύ 15,75 % και 24,5 % κατά βάρος (περιεκτικότητα σε άζωτο 15,75 % και 24,5 % κατά βάρος λόγω νιτρικού αμμωνίου αντιστοιχεί σε 45 % και 70 % νιτρικό αμμώνιο αντίστοιχα) και με συνολικά καύσιμα/οργανικά υλικά που είτε δεν υπερβαίνουν το 0,4 %, είτε πληρούν τις απαιτήσεις της κατάλληλης δοκιμής εκρηκτικότητας (π.χ. δοκιμή χαλυβδοσωλήνα 4 ιντσών),

β)

15,75 % κατά βάρος ή λιγότερο και με απεριόριστα καύσιμα υλικά.

(23)  Νιτρικό αμμώνιο (5,000): τύπος χαρακτηρισμού λιπάσματος.

Ισχύει για τα απλά λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο και τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:

α)

μεγαλύτερη του 24,5 % κατά βάρος, πλην των μειγμάτων απλών λιπασμάτων με βάση το νιτρικό αμμώνιο και με δολομίτη, ασβεστόλιθο και/ή ανθρακικό ασβέστιο καθαρότητας τουλάχιστον 90 %,

β)

μεγαλύτερη του 15,75 % κατά βάρος προκειμένου για μείγματα νιτρικού και θειικού αμμωνίου,

γ)

πάνω από 28 % (περιεκτικότητα σε άζωτο 28 % κατά βάρος λόγω νιτρικού αμμωνίου αντιστοιχεί σε 80 % νιτρικό αμμώνιο) κατά βάρος για μείγματα απλών λιπασμάτων με βάση το νιτρικό αμμώνιο με δολομίτη, ασβεστόλιθο και/ή ανθρακικό ασβέστιο καθαρότητας τουλάχιστον 90 % και τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της κατάλληλης δοκιμής εκρηκτικότητας (π.χ. δοκιμή χαλυβδοσωλήνα 4 ιντσών).

(24)  Νιτρικό αμμώνιο (2,500): τεχνική ποιότητα.

Ισχύει για:

α)

το νιτρικό αμμώνιο και τα μείγματα νιτρικού αμμωνίου των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:

i)

μεταξύ 24,5 % και 28 % κατά βάρος και τα οποία δεν περιέχουν περισσότερο από 0,4 % καύσιμες ουσίες,

ii)

μεγαλύτερη του 28 % κατά βάρος και τα οποία δεν περιέχουν περισσότερο από 0,2 % καύσιμες ουσίες,

β)

τα υδατικά διαλύματα νιτρικού αμμωνίου στα οποία η συγκέντρωση νιτρικού αμμωνίου είναι άνω του 80 % κατά βάρος.

(25)  Νιτρικό αμμώνιο (50): υλικό «εκτός προδιαγραφών» και λιπάσματα τα οποία δεν πληρούν τις απαιτήσεις της κατάλληλης δοκιμής εκρηκτικότητας (π.χ. δοκιμή χαλυβδοσωλήνα 4 ιντσών).

Ισχύει για:

α)

υλικά απορριπτόμενα κατά τη διεργασία παραγωγής και για το νιτρικό αμμώνιο και μείγματα νιτρικού αμμωνίου, τα απλά λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο και τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο που αναφέρονται στις σημειώσεις 23 και 24, τα οποία επιστρέφονται ή έχουν επιστραφεί από τον τελικό χρήστη στον παραγωγό, σε εγκατάσταση προσωρινής αποθήκευσης ή επανεπεξεργασίας προκειμένου να υποβληθούν και πάλι σε διεργασίες, ανακύκλωση ή επεξεργασία για την ασφαλή τους χρησιμοποίηση, επειδή δεν πληρούν πλέον τις προδιαγραφές των σημειώσεων 23 και 24,

β)

τα λιπάσματα που αναφέρονται στις σημειώσεις 22α) και 23 που δεν πληρούν τις απαιτήσεις της κατάλληλης δοκιμής εκρηκτικότητας (π.χ. δοκιμή χαλυβδοσωλήνα 4 ιντσών).

(26)  Νιτρικό κάλιο (10,000): σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό κάλιο (υπό μορφή βώλων/κόκκων) τα οποία έχουν το ίδιο επικίνδυνες ιδιότητες με το καθαρό νιτρικό κάλιο.

(27)  Νιτρικό κάλιο (5,000): σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό κάλιο (υπό κρυσταλλική μορφή) τα οποία έχουν το ίδιο επικίνδυνες ιδιότητες με το καθαρό νιτρικό κάλιο.

(28)  Αναβαθμισμένο βιοαέριο: για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας σύμβασης, το αναβαθμισμένο βιοαέριο μπορεί να ταξινομηθεί στην καταχώριση 14 του παραρτήματος I μέρος 2, αν έχει υποστεί επεξεργασία σύμφωνα με τα πρότυπα που εφαρμόζονται για το καθαρισμένο και αναβαθμισμένο βιοαέριο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ποιότητα εφάμιλλη με εκείνη του φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της περιεκτικότητας σε μεθάνιο, και αν η περιεκτικότητά του σε οξυγόνο δεν υπερβαίνει το 1 %.

(29)  Πολυχλωροδιβενζοφουράνια και πολυχλωροδιβενζοδιοξίνες.

Οι ποσότητες πολυχλωροδιβενζοφουρανίων και πολυχλωροδιβενζοδιοξινών υπολογίζονται με τη χρήση των ακόλουθων συντελεστών της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ): συντελεστές τοξικής ισοδυναμίας στον άνθρωπο και τα θηλαστικά για τις διοξίνες και παρόμοιες με τις διοξίνες ενώσεις (TEF), όπως αξιολογήθηκαν εκ νέου το 2005:

WHO 2005 TEF

Διοξίνες

TEF

Φουράνια

TEF

2,3,7,8-TCDD

1

2,3,7,8-TCDF

0.1

1,2,3,7,8-PeCDD

1

2,3,4,7,8-PeCDF

0.3

1,2,3,4,7,8-HxCDD

0.1

1,2,3,7,8-PeCDF

0.03

1,2,3,6,7,8-HxCDD

0.1

1,2,3,4,7,8-HxCDF

0.1

1,2,3,7,8,9-HxCDD

0.1

1,2,3,7,8,9-HxCDF

0.1

1,2,3,4,6,7,8-HpCDD

0.01

2,3,4,6,7,8-HxCDF

0.1

OCDD

0.0003

1,2,3,7,8,9-HxCDF

0.1

 

 

1,2,3,4,6,7,8-HpCDF

0.01

 

 

1,2,3,4,7,8,9-HpCDF

0.01

 

 

OCDF

0.0003

Συντμήσεις: Hx = hexa, Hp = hepta, O = octa, P = penta, T = tetra.

Παραπομπή: Martin Van den Berg and others, The 2005 World Health Organization Re-evaluation of Human and Mammalian Toxic Equivalency Factors for Dioxins and Dioxin-like Compounds, Toxicological Sciences, τόμος 93, αριθ. 2 (Οκτώβριος 2006), σ. 223–241 (2006).

(30)  Με την προϋπόθεση ότι το μείγμα, αν δεν περιείχε υποχλωριώδες νάτριο, θα περιλαμβανόταν στην κατηγορία 1 ως προς την υδάτινη τοξικότητα.

(31)  Στις περιπτώσεις όπου η συγκεκριμένη επικίνδυνη ουσία εμπίπτει στην κατηγορία 10 εύφλεκτων υγρών ή στην κατηγορία 11 εύφλεκτων υγρών, για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης εφαρμόζονται οι ελάχιστες οριακές ποσότητες.


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/58


ΑΠΌΦΑΣΗ 2014/872/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 4ης Δεκεμβρίου 2014

για την τροποποίηση της απόφασης 2014/512/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία και της απόφασης 2014/659/ΚΕΠΠΑ για την τροποποίηση της απόφασης 2014/512/ΚΕΠΠΑ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 29,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 31 Ιουλίου 2014 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/512/ΚΕΠΠΑ (1).

(2)

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2014 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/659/ΚΕΠΠΑ (2), προκειμένου να επιβάλει περαιτέρω περιοριστικά μέτρα.

(3)

Το Συμβούλιο θεωρεί πως είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστούν ορισμένες διατάξεις.

(4)

Απαιτείται περαιτέρω δράση της Ένωσης για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απόφαση 2014/512/ΚΕΠΠΑ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση σύσταση ή η συμμετοχή σε οποιαδήποτε συμφωνία για την παροχή νέων δανείων ή πίστωσης με μέγιστη διάρκεια που υπερβαίνει τις 30 ημέρες προς οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2, μετά τη 12η Σεπτεμβρίου 2014, πλην των δανείων ή της πίστωσης που έχουν ειδικό και καταγεγραμμένο σκοπό την παροχή χρηματοδότησης για μη απαγορευμένες άμεσες ή έμμεσες εισαγωγές ή εξαγωγές αγαθών και μη χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μεταξύ της Ένωσης και της Ρωσίας ή οποιασδήποτε άλλης τρίτης χώρας ή για δάνεια που έχουν ειδικό και καταγεγραμμένο σκοπό την παροχή επείγουσας χρηματοδότησης για την τήρηση των κριτηρίων φερεγγυότητας και ρευστότητας για νομικά πρόσωπα που έχουν έδρα στην Ένωση, την κυριότητα των οποίων έχει κατά ποσοστό άνω του 50 % οντότητα που αναφέρεται στο παράρτημα I.»

·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η απαγόρευση της παραγράφου 3 δεν ισχύει για αναλήψεις πίστωσης ή εκταμιεύσεις που πραγματοποιούνται βάσει σύμβασης η οποία συνάφθηκε πριν από τη 12η Σεπτεμβρίου 2014, αν:

α)

όλοι οι όροι των εν λόγω αναλήψεων πίστωσης ή εκταμιεύσεων:

i)

συμφωνήθηκαν πριν από τη 12η Σεπτεμβρίου 2014, και

ii)

δεν έχουν τροποποιηθεί από την ημερομηνία αυτή και μετά, και

β)

πριν από τη 12η Σεπτεμβρίου 2014, έχει οριστεί ημερομηνία για τη μέγιστη διάρκεια συμβάσεων όσον αφορά την πλήρη αποπληρωμή όλων των διαθέσιμων κεφαλαίων και την άρση όλων των δεσμεύσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει της σύμβασης.

Οι όροι των αναλήψεων πίστωσης ή εκταμιεύσεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια της προθεσμίας αποπληρωμής για κάθε ανάληψη πίστωσης ή εκταμίευση, το επιτόκιο που ισχύει ή τη μέθοδο υπολογισμού του επιτοκίου, καθώς και το μέγιστο ποσό.»

·

2)

στο άρθρο 2, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν θίγουν την εκτέλεση συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Αυγούστου 2014 ή συμπληρωματικών συμβάσεων που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ούτε την προμήθεια ανταλλακτικών και υπηρεσιών απαραίτητων για τη συντήρηση και την ασφάλεια υπαρχουσών δυνατοτήτων εντός της Ένωσης.»

,

3)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 δεν θίγουν την εκτέλεση συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Αυγούστου 2014 ή συμπληρωματικών συμβάσεων που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων.»

·

4)

στο άρθρο 3α, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 δεν θίγουν την εκτέλεση συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από τη 12η Σεπτεμβρίου 2014 ή συμπληρωματικών συμβάσεων που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ούτε την παροχή βοήθειας απαραίτητης για τη συντήρηση και την ασφάλεια υπαρχουσών δυνατοτήτων εντός της ΕΕ.»

·

5)

το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

1.   Η άμεση ή έμμεση πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή συγκεκριμένου εξοπλισμού που είναι κατάλληλος για τις ακόλουθες κατηγορίες έργων έρευνας και παραγωγής στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της, από υπηκόους των κρατών μελών ή από το έδαφος κρατών μελών ή με σκάφη ή αεροσκάφη υπό τη δικαιοδοσία των κρατών μελών υπόκειται σε εκ των προτέρων αδειοδότηση από την αρμόδια αρχή του εξάγοντος κράτους μέλους:

α)

έρευνα και παραγωγή πετρελαίου σε ύδατα με βάθος μεγαλύτερο των 150 μέτρων·

β)

έρευνα και παραγωγή πετρελαίου στην υπεράκτια περιοχή βορείως του Αρκτικού Κύκλου·

γ)

έργα έρευνας δυνάμενα να παράγουν πετρέλαιο από πόρους ευρισκομένους σε σχιστολιθικούς σχηματισμούς μέσω υδραυλικής ρηγμάτωσης. Δεν εφαρμόζεται στην έρευνα και παραγωγή διαμέσου σχιστολιθικών κοιτασμάτων με σκοπό την ανεύρεση ή την άντληση πετρελαίου από μη σχιστολιθικά αποθέματα.

Η Ένωση λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καθορισθούν τα σχετικά είδη που καλύπτονται από την παρούσα παράγραφο.

2.   Η παροχή:

α)

τεχνικής βοήθειας ή άλλων υπηρεσιών που αφορούν τον εξοπλισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

χρηματοδότησης ή χρηματοδοτικής βοήθειας για κάθε πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή του εξοπλισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή για την παροχή συναφούς τεχνικής βοήθειας ή εκπαίδευσης

επίσης υπόκειται σε εκ των προτέρων αδειοδότηση από την αρμόδια αρχή του εξάγοντος κράτους μέλους.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν χορηγούν καμία άδεια για οποιαδήποτε πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή του εξοπλισμού ή για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, εφόσον κρίνουν ότι η εν λόγω πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή ή παροχή των υπηρεσιών προορίζεται για μια από τις κατηγορίες έρευνας και παραγωγής που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Η παράγραφος 3 δεν θίγει την εκτέλεση συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Αυγούστου 2014 ή συμπληρωματικών συμβάσεων που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων.

5.   Άδεια μπορεί να δοθεί όταν η πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή των ειδών ή η παροχή των υπηρεσιών των παραγράφων 1 και 2 χρειάζεται για την επείγουσα πρόληψη ή μετριασμό ενός γεγονότος δυναμένου να έχει σοβαρή και σημαντική επίπτωση στην ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια ή στο περιβάλλον. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις επείγοντος, η πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή, ή η παροχή των υπηρεσιών των παραγράφων 1 και 2 μπορεί να γίνει χωρίς προηγουμένη άδεια εφόσον ο εξαγωγέας ειδοποιήσει την αρμοδία αρχή εντός πέντε εργασίμων ημερών μετά την πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή, ή την παροχή των υπηρεσιών, δίνοντας λεπτομερή αιτιολόγηση της πώλησης, προμήθειας, μεταβίβασης ή εξαγωγής, ή της παροχής των υπηρεσιών άνευ προηγουμένης αδείας.»

·

6)

στο άρθρο 4α, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση παροχή συναφών υπηρεσιών οι οποίες είναι απαραίτητες για τις ακόλουθες κατηγορίες έργων έρευνας και παραγωγής στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της, από υπηκόους των κρατών μελών ή από το έδαφος κρατών μελών ή με σκάφη ή αεροσκάφη υπό τη δικαιοδοσία των κρατών μελών:

α)

έρευνα και παραγωγή πετρελαίου σε ύδατα με βάθος μεγαλύτερο των 150 μέτρων·

β)

έρευνα και παραγωγή πετρελαίου στην υπεράκτια περιοχή γύρω από τον Βόρειο Πόλο βορείως του Αρκτικού Κύκλου·

γ)

έργα έρευνας δυνάμενα να παράγουν πετρέλαιο από πόρους ευρισκομένους σε σχιστολιθικούς σχηματισμούς μέσω υδραυλικής ρηγμάτωσης. Δεν εφαρμόζεται στην έρευνα και παραγωγή διαμέσου σχιστολιθικών κοιτασμάτων με σκοπό την ανεύρεση ή την άντληση πετρελαίου από μη σχιστολιθικά αποθέματα.»

.

Άρθρο 2

Η αιτιολογική σκέψη 5 της απόφασης 2014/659/ΚΕΠΠΑ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(5)

Εν προκειμένω, ενδείκνυται η επέκταση της απαγόρευσης σε ό,τι αφορά ορισμένα χρηματοοικονομικά μέσα. Θα πρέπει να επιβληθούν πρόσθετοι περιορισμοί στην πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά όσον αφορά κρατικά ρωσικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ορισμένες ρωσικές οντότητες του αμυντικού τομέα και ορισμένες ρωσικές οντότητες που έχουν ως κύρια δραστηριότητα την πώληση ή τη μεταφορά πετρελαίου. Αυτές οι απαγορεύσεις δεν θίγουν τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που δεν αναφέρονται στο άρθρο 1.»

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  Απόφαση 2014/512/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία (ΕΕ L 229 της 31.7.2014, σ. 13).

(2)  Απόφαση 2014/659/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 8ης Σεπτεμβρίου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/512/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία (ΕΕ L 271 της 12.9.2014, σ. 54).


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/61


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Δεκεμβρίου 2014

για την κατάργηση της απόφασης 2002/249/ΕΚ σχετικά με ορισμένα προστατευτικά μέτρα ως προς ορισμένα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας τα οποία προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και εισάγονται από τη Μιανμάρ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 9057]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2014/873/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (2), και ιδίως το άρθρο 22 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση 2002/249/ΕΚ της Επιτροπής (3) θεσπίζει ορισμένα προστατευτικά μέτρα σχετικά με ορισμένα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και εισάγονται από τη Μιανμάρ, και προσδιορίζει τις δοκιμές που πρέπει να διενεργούνται στις γαρίδες από τα κράτη μέλη.

(2)

Η απόφαση 2002/249/ΕΚ προβλέπει επίσης ότι θα επανεξεταστεί με βάση τις εγγυήσεις που θα παράσχουν οι αρμόδιες αρχές της Μιανμάρ και τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργούν τα κράτη μέλη.

(3)

Δεν επιτρέπεται η εισαγωγή προϊόντων υδατοκαλλιέργειας από τη Μιανμάρ στην ΕΕ.

(4)

Όλες οι χρήσεις χλωραμφαινικόλης και νιτροφουρανίων στα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας έχουν απαγορευτεί στη Μιανμάρ από τις 16 Νοεμβρίου 2011 από την οδηγία 6/2011 της Βιρμανίας.

(5)

Οι αρμόδιες αρχές της Μιανμάρ έχουν πραγματοποιήσει δοκιμές στα προϊόντα αλιείας από την έναρξη ισχύος της απαγόρευσης, οι οποίες ήταν αρνητικές για την παρουσία χλωραμφαινικόλης και νιτροφουρανίων.

(6)

Καμία δοκιμή από τα κράτη μέλη, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 της απόφασης 2002/249/ΕΚ, για γαρίδες που εισάγονται από τη Μιανμάρ δεν είχε μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα από τον Ιούνιο του 2009. Συνεπώς, δεν είναι πλέον αναγκαίο να διενεργούνται δοκιμές για κάθε φορτίο, ειδικότερα, με σκοπό την ανίχνευση της παρουσίας χλωραμφαινικόλης.

(7)

Ως εκ τούτου, η απόφαση 2002/249/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(8)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απόφαση 2002/249/ΕΚ καταργείται.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 3 Δεκεμβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Vytenis ANDRIUKAITIS

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9.

(3)  Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ορισμένα προστατευτικά μέτρα ως προς ορισμένα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας τα οποία προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και εισάγονται από το Μυανμάρ (ΕΕ L 84 της 28.3.2002, σ. 73).


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/63


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Δεκεμβρίου 2014

για τροποποίηση της απόφασης 2008/866/ΕΚ σχετικά με τη λήψη επειγόντων μέτρων για την αναστολή των εισαγωγών από το Περού ορισμένων δίθυρων μαλακίων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, όσον αφορά τη διάρκεια εφαρμογής της απόφασης

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 9113]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2014/874/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 θεσπίζει τις γενικές αρχές που διέπουν γενικά τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές, ειδικότερα δε την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών, στην Ένωση και σε εθνικό επίπεδο. Προβλέπει μέτρα έκτακτης ανάγκης όταν υπάρχουν αποδείξεις ότι τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές που εισάγονται από τρίτη χώρα είναι πιθανόν να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, και ότι ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να περιοριστεί ικανοποιητικά με τα μέτρα που λαμβάνει(-ουν) το (τα) οικείο(-α) κράτος(-η) μέλος(-η).

(2)

Η απόφαση 2008/866/ΕΚ της Επιτροπής (2) εκδόθηκε έπειτα από επιδημία ηπατίτιδας Α που εκδηλώθηκε σε ανθρώπους λόγω κατανάλωσης δίθυρων μαλακίων που είχαν εισαχθεί από το Περού, όπου είχαν μολυνθεί από τον ιό της ηπατίτιδας Α (HAV). Αυτή η απόφαση αρχικά ίσχυε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2009, αλλά αυτή η περίοδος ισχύος παρατάθηκε μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2014 με την εκτελεστική απόφαση 2013/636/ΕΕ της Επιτροπής (3).

(3)

Ζητήθηκε από την περουβιανή αρμόδια αρχή να παράσχει ικανοποιητικές εγγυήσεις που να εξασφαλίζουν ότι οι ανεπάρκειες που εντοπίστηκαν σε σχέση με το σύστημα παρακολούθησης για την ανίχνευση του ιού σε ζώντα δίθυρα μαλάκια διορθώθηκαν. Ειδικότερα, θα πρέπει να υποβληθούν τα αποτελέσματα του προγράμματος παρακολούθησης των μαλακίων Donax clams (Donax spp.). Παρά το γεγονός ότι η επιδημία ηπατίτιδας Α στους ανθρώπους προκλήθηκε από τα Donax clams (Donax spp.), μέχρι σήμερα, τα αποτελέσματα του προγράμματος παρακολούθησης των ειδών αυτών δεν παρασχέθηκαν στην Επιτροπή. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να συμπεράνει ότι το σύστημα ελέγχου και το σχέδιο παρακολούθησης που εφαρμόζονται σήμερα στο Περού για ορισμένα δίθυρα μαλάκια μπορεί να προσφέρει τις εγγυήσεις που απαιτεί το ενωσιακό δίκαιο. Συνεπώς, θα πρέπει να διατηρηθούν τα έκτακτα μέτρα.

(4)

Η προθεσμία της περιόδου ισχύος της απόφασης 2008/866/ΕΚ θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί ανάλογα.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 5 της απόφασης 2008/866/ΕΚ, η ημερομηνία «30ή Νοεμβρίου 2014» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «30 Νοεμβρίου 2015».

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 3 Δεκεμβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Vytenis ANDRIUKAITIS

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

(2)  Απόφαση 2008/866/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με τη λήψη επειγόντων μέτρων για την αναστολή των εισαγωγών από το Περού ορισμένων δίθυρων μαλακίων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση (ΕΕ L 307 της 18.11.2008, σ. 9).

(3)  Εκτελεστική απόφαση 2013/636/ΕΕ της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2013, για τροποποίηση της απόφασης 2008/866/ΕΚ, σχετικά με τη λήψη επειγόντων μέτρων για την αναστολή των εισαγωγών από το Περού ορισμένων δίθυρων μαλακίων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, όσον αφορά τη διάρκεια εφαρμογής της (ΕΕ L 293 της 5.11.2013, σ. 42).


5.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 349/65


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Δεκεμβρίου 2014

σχετικά με τη δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς του προτύπου EN 15649-2:2009+A2:2013 για πλωτά είδη αναψυχής για χρήση επί ή εντός του νερού και του προτύπου EN 957-6:2010+A1:2014 για τον σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2014/875/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ υποχρεώνει τους παραγωγούς να διαθέτουν στην αγορά μόνον ασφαλή προϊόντα.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2001/95/ΕΚ, ένα προϊόν θεωρείται ασφαλές ως προς τους κινδύνους και τις κατηγορίες κινδύνων που καλύπτονται από τα αντίστοιχα εθνικά πρότυπα όταν τηρεί τα μη υποχρεωτικά εθνικά πρότυπα που αποτελούν μεταφορά ευρωπαϊκών προτύπων, τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευτεί από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ, τα ευρωπαϊκά πρότυπα θεσπίζονται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης κατ' εντολή της Επιτροπής.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ, η Επιτροπή δημοσιεύει τα στοιχεία αναφοράς των προτύπων αυτών.

(5)

Στις 21 Απριλίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2005/323/ΕΚ (2) για τις προδιαγραφές ασφάλειας που πρέπει να πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα για επιπλέοντα είδη αναψυχής που χρησιμοποιούνται στην επιφάνεια ή εντός των υδάτων.

(6)

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε την εντολή M/372, με την οποία ανέθεσε στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης την εκπόνηση ευρωπαϊκών προτύπων με στόχο την αντιμετώπιση των κύριων κινδύνων που συνδέονται με πλωτά είδη αναψυχής για χρήση επί ή εντός του νερού, όπως είναι ο πνιγμός και τα ατυχήματα που παραλίγο να καταλήξουν σε πνιγμό, καθώς και άλλων κινδύνων που συνδέονται με τον σχεδιασμό του προϊόντος, όπως η ανεξέλεγκτη απομάκρυνση, η απώλεια στήριξης του χρήστη, η πτώση από μεγάλο ύψος, η παγίδευση ή η εμπλοκή σε σκοινιά ή ιμάντες πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του ύδατος, η αιφνίδια απώλεια πλευστότητας, η ανατροπή, το σοκ λόγω ψύχους, καθώς και των εγγενών κινδύνων της χρήσης τους, όπως η σύγκρουση και η πρόσκρουση και, τέλος, κινδύνων που συνδέονται με ανέμους, ρεύματα και παλίρροιες.

(7)

Η ευρωπαϊκή επιτροπή τυποποίησης (CEN) θέσπισε μια σειρά ευρωπαϊκών προτύπων (EN 15649 μέρη 1-7) για πλωτά είδη αναψυχής για χρήση επί ή εντός του νερού, ανταποκρινόμενη στην εντολή της Επιτροπής. Στις 18 Ιουλίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2013/390/ΕΕ (3), σύμφωνα με την οποία τα ευρωπαϊκά πρότυπα EN 15649 μέρη 1-7 για πλωτά είδη αναψυχής πληρούν τη γενική επιταγή ασφάλειας της οδηγίας 2001/95/ΕΚ για τους κινδύνους που καλύπτουν, και δημοσίευσε τα στοιχεία αναφοράς τους στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(8)

Στη συνέχεια η ευρωπαϊκή επιτροπή τυποποίησης αναθεώρησε το ευρωπαϊκό πρότυπο EN 15649-2:2009+A2:2013 για πλωτά είδη αναψυχής για χρήση επί ή εντός του νερού.

(9)

Το ευρωπαϊκό πρότυπο EN 15649-2:2009+A2:2013 ανταποκρίνεται στην εντολή M/372 και συμμορφώνεται με τη γενική επιταγή ασφάλειας της οδηγίας 2001/95/ΕΚ. Επομένως, τα στοιχεία αναφοράς του θα πρέπει να δημοσιευτούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(10)

Στις 27 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2011/476/ΕΕ (4) σχετικά με τις απαιτήσεις ασφάλειας που πρέπει να πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τον σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης.

(11)

Στις 5 Σεπτεμβρίου 2012 η Επιτροπή ανέθεσε, με την εντολή τυποποίησης M/506, στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να αναπτύξουν ευρωπαϊκά πρότυπα για τον σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης. Τα πρότυπα αυτά έπρεπε να ακολουθούν την αρχή σύμφωνα με την οποία, σε συνήθεις, εύλογες και προβλεπόμενες συνθήκες χρήσης, ο σχεδιασμός του εξοπλισμού ή οι σχετικές διασφαλίσεις ελαχιστοποιούν τους κινδύνους τραυματισμού ή βλάβης της υγείας.

(12)

Η ευρωπαϊκή επιτροπή τυποποίησης εξέδωσε ευρωπαϊκά πρότυπα (EN 957, μέρος 2 και μέρη 4-10) και ένα ευρωπαϊκό πρότυπο EN ISO 20957 μέρος 1. ΤΑ εν λόγω πρότυπα εμπίπτουν στο πεδίο της εντολής της Επιτροπής.

(13)

Στις 13 Ιουνίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2014/357/ΕΕ (5), σύμφωνα με την οποία τα ευρωπαϊκά πρότυπα EN 957 μέρη 2 και 4-10 και το ευρωπαϊκό πρότυπο EN ISO 20957 μέρος 1 για τον σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης πληρούν τη γενική επιταγή ασφάλειας της οδηγίας 2001/95/ΕΚ για τους κινδύνους που καλύπτουν, και δημοσίευσε τα στοιχεία αναφοράς τους στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(14)

Στη συνέχεια η ευρωπαϊκή επιτροπή τυποποίησης αναθεώρησε το ευρωπαϊκό πρότυπο EN 957-6:2010+A1:2014 για τον σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης.

(15)

Το ευρωπαϊκό πρότυπο EN 957-6:2010+A1:2014 ανταποκρίνεται στην εντολή M/506 και συμμορφώνεται με τη γενική επιταγή ασφάλειας της οδηγίας 2001/95/ΕΚ. Επομένως, τα στοιχεία αναφοράς του θα πρέπει να δημοσιευτούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(16)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που συστάθηκε δυνάμει της οδηγίας 2001/95/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα στοιχεία αναφοράς των ακόλουθων προτύπων δημοσιεύονται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α)

EN 15649-2:2009+A2:2013 «Πλωτά είδη αναψυχής για χρήση επί ή εντός του νερού — Μέρος 2: Πληροφόρηση καταναλωτή»·

β)

EN 957-6:2010+A1:2014 για «Σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης — Μέρος 6: Κυλιόμενοι τάπητες, επιπρόσθετες ειδικές απαιτήσεις ασφάλειας και μέθοδοι δοκιμών».

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4.

(2)  Απόφαση 2005/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2005, για τις προδιαγραφές ασφάλειας που πρέπει να πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα για επιπλέοντα είδη αναψυχής που χρησιμοποιούνται στην επιφάνεια ή εντός των υδάτων σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 104 της 23.4.2005, σ. 39).

(3)  Εκτελεστική απόφαση 2013/390/ΕΕ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2013, για τη συμμόρφωση της σειράς ευρωπαϊκών προτύπων EN 15649 (μέρη 1-7) για πλωτά είδη αναψυχής επί ή εντός του νερού με τη γενική επιταγή ασφάλειας της οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για τη δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς αυτών των προτύπων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 196 της 19.7.2013, σ. 22).

(4)  Απόφαση 2011/476/ΕΕ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2011,σχετικά με τις απαιτήσεις ασφάλειας που πρέπει να πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα για το σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 196 της 28.7.2011, σ. 16).

(5)  Εκτελεστική απόφαση 2014/357/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2014, σχετικά με τη συμμόρφωση της σειράς ευρωπαϊκών προτύπων EN 957 (μέρος 2 και μέρη 4-10) και του ευρωπαϊκού προτύπου EN ISO 20957 (μέρος 1) που αφορούν τον σταθερό εξοπλισμό εξάσκησης, καθώς και δέκα ευρωπαϊκών προτύπων που αφορούν τον εξοπλισμό γυμναστικής με την οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων και σχετικά με τη δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς των εν λόγω προτύπων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 175 της 14.6.2014, σ. 40).