ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
19 Ιουλίου 2014


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Σημείωμα όσον αφορά την έναρξη ισχύος του Πρωτοκόλλου κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, το οποίο συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος

1

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 783/2014 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας

2

 

*

Kανονισμός (ΕΕ) αριθ. 784/2014 της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας μπακαλιάρου εγκλεφίνου στα ενωσιακά ύδατα και στα διεθνή ύδατα των ζωνών VIb, XII and XIV από σκάφη που φέρουν σημαία Ιρλανδίας

4

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 785/2014 της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας γάδου στο Skagerrak από σκάφη που φέρουν σημαία Κάτω Χωρών

6

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 786/2014 της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας Γουρλομάτη Ατλαντικού στα ενωσιακά και διεθνή ύδατα των ζωνών V, VI και VII από σκάφη που φέρουν τη σημαία της Ιρλανδίας

8

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 787/2014 της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας σαφριδιών και σχετικών παρεμπιπτόντων αλιευμάτων στα ενωσιακά ύδατα των ζωνών IVb, IVc και VIId από σκάφη που φέρουν σημαία Βελγίου

10

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 788/2014 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών και για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμών επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

12

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 789/2014 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2014, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

25

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση 2014/475/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας

28

 

 

2014/476/ΕΕ

 

*

Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, για την έγκριση μεθόδων κατάταξης σφαγίων χοίρων στη Σουηδία και την κατάργηση της απόφασης 97/370/ΕΚ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 4946]

29

 

 

2014/477/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 2ας Ιουλίου 2014, σχετικά με την υποβολή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εποπτικών δεδομένων τα οποία παρέχουν οι εποπτευόμενες οντότητες στις εθνικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (ΕΚΤ/2014/29)

34

 

 

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

 

 

2014/478/ΕΕ

 

*

Σύσταση της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τις αρχές για την προστασία καταναλωτών και παικτών υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση, καθώς και για την αποτροπή των ανηλίκων από τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση ( 1 )

38

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΜΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Κανονισμός αριθ. 131 της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών (ΟΕΕ/ΗΕ) — Ενιαίες διατάξεις σχετικά με την έγκριση οχημάτων όσον αφορά τα προηγμένα συστήματα πέδησης έκτακτης ανάγκης (AEBS)

47

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/1


Σημείωμα όσον αφορά την έναρξη ισχύος του Πρωτοκόλλου κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, το οποίο συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος

Το Πρωτόκολλο κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, που συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικούς οργανωμένου εγκλήματος (1) θα τεθεί σε ισχύ στις 3 Απριλίου 2014.


(1)  ΕΕ L 89 της 25.3.2014, σ. 7.


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/2


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 783/2014 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 18ης Ιουλίου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 215,

Έχοντας υπόψη την απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (1),

Έχοντας υπόψη την κοινή πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (EΕ) αριθ. 269/2014 του Συμβουλίου (2) κατοχυρώνει ορισμένα μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ και προβλέπει τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ορισμένων φυσικών προσώπων που είναι υπεύθυνα για, στηρίζουν ενεργά ή εφαρμόζουν ενέργειες ή πολιτικές που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στην Ουκρανία ή που παρεμποδίζουν το έργο διεθνών οργανισμών στην Ουκρανία, καθώς και των συνδεόμενων με αυτά φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών στην Κριμαία ή τη Σεβαστούπολη η κυριότητα των οποίων μεταβιβάστηκε κατά παράβαση του ουκρανικού δικαίου ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που επωφελήθηκαν από την εν λόγω μεταβίβαση.

(2)

Στις 16 Ιουλίου 2014, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να επεκτείνει περιοριστικά μέτρα, με σκοπό να στοχεύονται οντότητες, μεταξύ άλλων και από τη Ρωσική Ομοσπονδία, οι οποίες στηρίζουν υλικά ή οικονομικά ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

(3)

Στις 18 Ιουλίου 2014, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/475/ΚΕΠΠΑ (3) που τροποποιεί την απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ και προβλέπει τροποποιημένα κριτήρια καταχώρισης προκειμένου να καταστεί δυνατή η καταχώριση νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που στηρίζουν υλικά ή οικονομικά ενέργειες οι οποίες υπονομεύουν ή απειλούν την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

(4)

Η τροποποίηση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και, επομένως, για να διασφαλισθεί ιδίως η ομοιόμορφη εφαρμογή της από τους οικονομικούς φορείς όλων των κρατών μελών, απαιτείται κανονιστική δράση στο επίπεδο της Ένωσης για την εφαρμογή τους.

(5)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί αμέσως σε ισχύ, ώστε να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων που προβλέπει,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το παράρτημα Ι περιλαμβάνει:

α)

φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για, στηρίζουν ενεργά ή εφαρμόζουν ενέργειες ή πολιτικές που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στην Ουκρανία ή που παρεμποδίζουν το έργο διεθνών οργανισμών στην Ουκρανία, καθώς και τα συνδεόμενα με αυτά φυσικά και νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς,

β)

νομικά πρόσωπα, οντότητες και οργανισμούς που στηρίζουν, υλικά ή οικονομικά, ενέργειες οι οποίες υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή

γ)

νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς στην Κριμαία ή τη Σεβαστούπολη η κυριότητα των οποίων μεταβιβάστηκε κατά παράβαση του ουκρανικού δικαίου ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που επωφελήθηκαν από την εν λόγω μεταβίβαση.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ L 78 της 17.3.2014, σ. 16.

(2)  Κανονισμός (EΕ) αριθ. 269/2014 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ L 78 της 17.3.2014, σ. 6).

(3)  Απόφαση 2014/475/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (βλέπε σελίδα 28 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/4


KΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 784/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Ιουλίου 2014

περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας μπακαλιάρου εγκλεφίνου στα ενωσιακά ύδατα και στα διεθνή ύδατα των ζωνών VIb, XII and XIV από σκάφη που φέρουν σημαία Ιρλανδίας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου (2), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2014.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2014.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2014, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται επίσης σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ψαριών από το υπόψη απόθεμα τα οποία έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Lowri EVANS

Γενικός Διευθυντής Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό, για το 2014, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα, και για τα ενωσιακά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ L 24 της 28.1.2014, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθ.

12/TQ43

Κράτος μέλος

Ιρλανδία

Απόθεμα

HAD/6B1214

Είδος

Μπακαλιάρος εγκελφίνος (Melanogrammus aeglefinus)

Ζώνη

Ενωσιακά και διεθνή ύδατα των VIb, XII και XIV

Ημερομηνία απαγόρευσης

25/06/2014


19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 785/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Ιουλίου 2014

περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας γάδου στο Skagerrak από σκάφη που φέρουν σημαία Κάτω Χωρών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου (2) καθορίζει ποσοστώσεις για το 2014.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2014.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2014, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται επίσης σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ψαριών από το υπόψη απόθεμα τα οποία έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Lowri EVANS

Γενικός Διευθυντής Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό, για το 2014, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα, και για τα ενωσιακά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ L 24 της 28.1.2014, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθ.

13/TQ43

Κράτος μέλος

Κάτω Χώρες

Απόθεμα

COD/03AN.

Είδος

Γάδος (Gadus morhua)

Ζώνη

Skagerrak

Ημερομηνία απαγόρευσης

26.6.2014


19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/8


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 786/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Ιουλίου 2014

περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας Γουρλομάτη Ατλαντικού στα ενωσιακά και διεθνή ύδατα των ζωνών V, VI και VII από σκάφη που φέρουν τη σημαία της Ιρλανδίας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου (2) καθορίζει ποσοστώσεις για το 2014.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2014.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2014, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται επίσης σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ψαριών από το υπόψη απόθεμα τα οποία έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Lowri EVANS

Γενικός Διευθυντής Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό, για το 2014, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα, και για τα ενωσιακά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ L 24 της 28.1.2014, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθ.

11/TQ43

Κράτος μέλος

Ιρλανδία

Απόθεμα

ARU/567.

Είδος

Γουρλομάτης Ατλαντικού (Argentina silus)

Ζώνη

Ενωσιακά και διεθνή ύδατα των ζωνών V, VI και VII

Ημερομηνία απαγόρευσης

25.6.2014


19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/10


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 787/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Ιουλίου 2014

περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας σαφριδιών και σχετικών παρεμπιπτόντων αλιευμάτων στα ενωσιακά ύδατα των ζωνών IVb, IVc και VIId από σκάφη που φέρουν σημαία Βελγίου

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου (2), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2014.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2014.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2014, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται επίσης σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ψαριών από το υπόψη απόθεμα τα οποία έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Lowri EVANS

Γενικός Διευθυντής Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό, για το 2014, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα, και για τα ενωσιακά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ L 24 της 28.1.2014, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθ.

14/TQ43

Kράτος μέλος

Βέλγιο

Απόθεμα

JAX/4BC7D

Είδος

Σαφρίδια και σχετικά παρεμπίπτοντα αλιεύματα (Trachurus spp.)

Ζώνη

Ενωσιακά ύδατα των IVb, IVc και VIId

Ημερομηνία απαγόρευσης

28.6.2014


19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/12


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 788/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών και για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμών επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων (1), και ιδίως το άρθρο 14 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να επιβάλλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές στους αναγνωρισμένους οργανισμούς που ορίζονται στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, ή να ανακαλεί την αναγνώρισή τους, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των κριτηρίων και των υποχρεώσεων που θεσπίζονται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, με σκοπό την άρση οιασδήποτε πιθανής απειλής κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος.

(2)

Για λόγους διαφάνειας και σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, είναι σκόπιμο να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και η μεθοδολογία υπολογισμού των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλει η Επιτροπή, ούτως ώστε να είναι εκ των προτέρων γνωστά στους οικείους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κριτηρίων ώστε η Επιτροπή να αξιολογεί τη σοβαρότητα της εκάστοτε περίπτωσης και τον βαθμό στον οποίο έχουν τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος.

(3)

Με την καθιέρωση προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών, η Επιτροπή θα διαθέτει ένα επιπλέον μέσο που θα της επιτρέπει περισσότερο διαφοροποιημένη, ευέλικτη και κλιμακούμενη αντίδραση σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009, σε σύγκριση με την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμού.

(4)

Οι περιοδικές χρηματικές ποινές πρέπει να είναι αποτελεσματικές ως προς την εξασφάλιση της άμεσης και δέουσας αποκατάστασης οιασδήποτε παραβίασης των υποχρεώσεων και των απαιτήσεων που θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009. Για τον λόγο αυτό, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να επιβάλλει περιοδικές χρηματικές ποινές, σε περίπτωση που αναγνωρισμένος οργανισμός παραλείψει να λάβει τα απαιτούμενα από την Επιτροπή προληπτικά μέτρα και μέτρα αποκατάστασης, μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος και έως ότου ληφθούν οι απαιτούμενες ενέργειες από τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό. Εφόσον παραστεί ανάγκη βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, ενδέχεται να αυξηθεί το ημερήσιο ποσό της χρηματικής ποινής, ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα των απαιτούμενων ενεργειών.

(5)

Ο υπολογισμός των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών ως ποσοστού του κύκλου εργασιών του οργανισμού, με γνώμονα το μέγιστο ανώτατο όριο που καθορίζεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, αποτελεί μια απλή μέθοδο για τη διασφάλιση του αποτρεπτικού χαρακτήρα των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών, διατηρώντας παράλληλα τον αναλογικό χαρακτήρα τους ως προς τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την οικονομική δυνατότητα του οικείου οργανισμού, ενόψει των διαφορών μεγέθους των αναγνωρισμένων οργανισμών.

(6)

Για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, η εφαρμογή του ανώτατου ορίου του μέγιστου συνολικού ποσού στα πρόστιμα και τις περιοδικές χρηματικές ποινές πρέπει να καθορίζεται με σαφήνεια, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών περιστάσεων κατά τις οποίες πρόκειται να επιβληθούν. Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να καθορίζεται επίσης για κάθε αναγνωρισμένο οργανισμό ο τρόπος υπολογισμού του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών των τριών προηγούμενων οικονομικών ετών για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

(7)

Στο πλαίσιο οιασδήποτε απόφασης ανάκλησης της αναγνώρισης οργανισμού υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με τον πρωταρχικό στόχο της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων και των συνολικών επιδόσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικότητας τυχόν προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών που έχουν ήδη επιβληθεί για επανειλημμένες και σοβαρές παραβιάσεις του εν λόγω κανονισμού.

(8)

Ενδείκνυται η θέσπιση ειδικής διαδικασίας, βάσει της οποίας θα παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να ανακαλεί, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αίτησης κράτους μέλους, την αναγνώριση οργανισμού δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, πέραν των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής όσον αφορά την αξιολόγηση των αναγνωρισμένων οργανισμών και να επιβάλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές μέσω των σχετικών διαδικασιών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(9)

Είναι σημαντικό η απόφαση περί επιβολής προστίμων, περιοδικών χρηματικών ποινών ή ανάκλησης της αναγνώρισης δυνάμει του παρόντος κανονισμού να βασίζεται αποκλειστικά σε λόγους επί των οποίων ο οικείος αναγνωρισμένος οργανισμός ήταν σε θέση να υποβάλει παρατηρήσεις.

(10)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα υπεράσπισης, καθώς και την αρχή της εμπιστευτικότητας και την αρχή ne bis in idem («κανείς δε διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά δις για το ίδιο αδίκημα»), σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(11)

Οι αποφάσεις επιβολής προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να είναι εκτελεστές σύμφωνα με το άρθρο 299 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενδέχεται να υπόκεινται σε έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(12)

Για λόγους αμεροληψίας και ασφάλειας δικαίου κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, είναι αναγκαίο να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες για τον υπολογισμό των προθεσμιών που τάσσει η Επιτροπή στη διάρκεια της διαδικασίας και των περιόδων παραγραφής που αφορούν την Επιτροπή για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών, λαμβανομένης υπόψη και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

(13)

Η επιβολή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού απαιτεί αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των οικείων κρατών μελών, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα. Για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων όλων των μερών τα οποία εμπλέκονται στις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διεξαγωγή των ερευνών, της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και παρακολούθησης δυνάμει των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

(14)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Με τον παρόντα κανονισμό καθορίζονται κανόνες για την εφαρμογή των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 από την Επιτροπή.

Θεσπίζονται τα κριτήρια για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την επιβολή προστίμου και περιοδικής χρηματικής ποινής ή για την ανάκληση της αναγνώρισης αναγνωρισμένου οργανισμού με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αίτησης κράτους μέλους.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που παρατίθενται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

Επιπλέον, ισχύει ο ακόλουθος ορισμός:

«Οικείο κράτος μέλος»: οιοδήποτε κράτος μέλος το οποίο έχει επιφορτίσει αναγνωρισμένο οργανισμό με την επιθεώρηση, τον έλεγχο και την πιστοποίηση πλοίων που φέρουν τη σημαία του όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς τις διεθνείς συμβάσεις, σύμφωνα με την οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (3), συμπεριλαμβανομένου του κράτους μέλους το οποίο υπέβαλε στην Επιτροπή την αίτηση αναγνώρισης του εν λόγω οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΡΟΣΤΙΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

Άρθρο 3

Προσδιορισμός παραβάσεων

1.   Η Επιτροπή στοιχειοθετεί παράβαση βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 εφόσον:

α)

η σοβαρή ή επανειλημμένη παράλειψη εκ μέρους αναγνωρισμένου οργανισμού να τηρήσει ένα από τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 ή τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 4 και των άρθρων 9, 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 αναδεικνύει σοβαρές ελλείψεις στη δομή, τα συστήματα, τις διαδικασίες ή τους εσωτερικούς ελέγχους αναγνωρισμένου οργανισμού·

β)

η μείωση των επιδόσεων αναγνωρισμένου οργανισμού, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης 2009/491/ΕΚ της Επιτροπής (4), αναδεικνύει σοβαρές ελλείψεις στη δομή, τα συστήματα, τις διαδικασίες ή τους εσωτερικούς ελέγχους του εν λόγω οργανισμού·

γ)

ένας αναγνωρισμένος οργανισμός παρέσχε σκοπίμως ανακριβείς, ατελείς ή παραπλανητικές πληροφορίες στην Επιτροπή κατά την αξιολόγησή του εκ μέρους της, ή παρεμπόδισε με άλλον τρόπο την εν λόγω αξιολόγηση.

2.   Στις διαδικασίες επί παραβάσει δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το βάρος απόδειξης φέρει η Επιτροπή.

Άρθρο 4

Υπολογισμός των προστίμων

1.   Για κάθε παράβαση που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 επιβάλλεται αρχικά βασικό πρόστιμο της τάξης του 0,6 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του αναγνωρισμένου οργανισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9.

2.   Για τον υπολογισμό του επιμέρους προστίμου για κάθε παράβαση, το βασικό πρόστιμο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αυξάνεται ή μειώνεται, βάσει της σοβαρότητας και των αποτελεσμάτων της παράβασης, ιδίως όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο έχουν τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6 αντιστοίχως.

3.   Το μέγιστο ποσό για κάθε επιμέρους πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 1,8 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του αναγνωρισμένου οργανισμού.

4.   Σε περίπτωση που μία ενέργεια ή παράλειψη του αναγνωρισμένου οργανισμού αποτελεί τη μοναδική βάση δύο ή περισσότερων παραβάσεων βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 οι οποίες στοιχειοθετούνται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, το συνολικό επιμέρους πρόστιμο που επιβάλλεται, είναι το υψηλότερο από τα επιμέρους πρόστιμα που υπολογίζονται για τις αντίστοιχες παραβάσεις.

5.   Το συνολικό πρόστιμο που επιβάλλεται σε αναγνωρισμένο οργανισμό σε μία απόφαση ισούται με το άθροισμα όλων των επιμέρους προστίμων που προκύπτουν από την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη του μέγιστου ανώτατου ορίου που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, όπως περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 5

Εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης

Κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας κάθε παράβασης, η Επιτροπή συνεκτιμά όλες τις συναφείς επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις, και ιδίως τα ακόλουθα:

α)

κατά πόσον ο οργανισμός ενήργησε εξ αμελείας ή εκ προθέσεως·

β)

τον αριθμό των ενεργειών ή παραλείψεων του αναγνωρισμένου οργανισμού βάσει των οποίων στοιχειοθετείται η παράβαση·

γ)

εάν η παράβαση έχει αντίκτυπο σε μεμονωμένα γραφεία, γεωγραφικές ζώνες ή σε ολόκληρο τον οργανισμό·

δ)

τον επαναληπτικό χαρακτήρα των ενεργειών ή παραλείψεων του αναγνωρισμένου οργανισμού βάσει των οποίων στοιχειοθετείται η παράβαση·

ε)

τη διάρκεια της παράβασης·

στ)

τυχόν εσφαλμένη περιγραφή της πραγματικής κατάστασης των πλοίων στα πιστοποιητικά και τα έγγραφα συμμόρφωσης που εκδίδει ο αναγνωρισμένος οργανισμός ή τη συμπερίληψη ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σε αυτά·

ζ)

τις κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των προστίμων, που έχουν επιβληθεί προηγουμένως στον ίδιο αναγνωρισμένο οργανισμό·

η)

κατά πόσον η παράβαση προκύπτει από συμφωνία μεταξύ αναγνωρισμένων οργανισμών ή από εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παραβίαση των κριτηρίων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009·

θ)

τον βαθμό επιμέλειας και συνεργασίας που επιδεικνύει ο αναγνωρισμένος οργανισμός κατά την αποκάλυψη των συναφών ενεργειών ή παραλείψεων, καθώς και κατά τον προσδιορισμό των παραβάσεων από την Επιτροπή.

Άρθρο 6

Εκτίμηση των αποτελεσμάτων της παράβασης

Κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων κάθε παράβασης, ιδίως όσον αφορά τον βαθμό κατά τον οποίο τέθηκαν σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος, η Επιτροπή συνεκτιμά όλες τις συναφείς επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις, και ιδίως τα ακόλουθα:

α)

τη φύση και την έκταση των ελλείψεων οι οποίες επηρεάζουν πραγματικά ή δυνητικά τον στόλο που πιστοποιείται από τον οργανισμό και τις οποίες ο συγκεκριμένος οργανισμός είτε δεν εντόπισε είτε δεν ήταν ενδεχομένως σε θέση να εντοπίσει, λόγω της παράβασης, ή για τις οποίες δεν απαίτησε ή δεν ήταν ενδεχομένως σε θέση να απαιτήσει έγκαιρη διόρθωση, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τα κριτήρια για την επιβολή κράτησης πλοίου που καθορίζονται στο παράρτημα X της οδηγίας 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα·

β)

το πραγματικά ή δυνητικά επηρεαζόμενο ποσοστό του στόλου που πιστοποιείται από τον οργανισμό·

γ)

τυχόν άλλες περιστάσεις που συνεπάγονται ειδικούς προσδιορίσιμους κινδύνους, όπως ο τύπος των πραγματικά ή δυνητικά επηρεαζόμενων πλοίων.

Άρθρο 7

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.   Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει στον οικείο οργανισμό τις περιοδικές χρηματικές ποινές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, με την επιφύλαξη των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 3, προκειμένου να διασφαλιστεί η λήψη των προληπτικών και διορθωτικών μέτρων που απαιτεί η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση του αναγνωρισμένου οργανισμού.

2.   Στο πλαίσιο της απόφασης για την επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 3, η Επιτροπή δύναται επίσης να προβλέψει την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών στον αναγνωρισμένο οργανισμό, εάν και εφόσον έχει παραλείψει να λάβει διορθωτικά μέτρα ή εφόσον καθυστερήσει αδικαιολόγητα να τερματίσει τη συγκεκριμένη παράβαση.

3.   Στην απόφαση για την επιβολή των περιοδικών χρηματικών ποινών καθορίζονται οι προθεσμίες εντός των οποίων ο αναγνωρισμένος οργανισμός υποχρεούται να συμμορφωθεί με το απαιτούμενο μέτρο.

4.   Οι περιοδικές χρηματικές ποινές ισχύουν από την επομένη της ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 έως την ημερομηνία λήψης των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων από τον οργανισμό, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω διορθωτικά μέτρα κρίνονται ικανοποιητικά από την Επιτροπή.

5.   Το βασικό ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών για κάθε παράβαση ανέρχεται ημερησίως στο 0,0033 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του αναγνωρισμένου οργανισμού, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9. Για τον υπολογισμό του επιμέρους ποσού περιοδικών χρηματικών ποινών κάθε παράβασης, το βασικό ποσό προσαρμόζεται βάσει της σοβαρότητας της παράβασης και του βαθμού στον οποίο έχουν τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος κανονισμού.

6.   Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει, βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, και ιδίως ενόψει του επείγοντος χαρακτήρα των διορθωτικών μέτρων που πρέπει να λάβει ο οικείος οργανισμός, την αύξηση του ημερήσιου ποσού των περιοδικών χρηματικών ποινών έως και τα ακόλουθα όρια:

α)

εφόσον ο αναγνωρισμένος οργανισμός υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται δυνάμει της παραγράφου 3 κατά τουλάχιστον 120 ημέρες, από την εκατοστή εικοστή πρώτη ημέρα έως την τριακοσιοστή ημέρα από την εκπνοή της προθεσμίας, στο 0,005 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του οργανισμού ημερησίως, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9·

β)

εφόσον ο αναγνωρισμένος οργανισμός υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται δυνάμει της παραγράφου 3 κατά τουλάχιστον 300 ημέρες, από την τριακοσιοστή πρώτη ημέρα από την εκπνοή της προθεσμίας, στο 0,01 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του οργανισμού ημερησίως, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9.

7.   Το συνολικό ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, είτε μεμονωμένα είτε επιπλέον των επιβαλλόμενων προστίμων, δεν υπερβαίνει το μέγιστο ανώτατο όριο που καθορίζεται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, όπως περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 8

Καθορισμός του μέγιστου συνολικού ποσού των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

Το μέγιστο συνολικό ποσό των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται στον αναγνωρισμένο οργανισμό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, καθορίζεται ως εξής:

α)

το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβάλλονται σε αναγνωρισμένο οργανισμό κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 εντός ενός οικονομικού έτους για τον οργανισμό, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας της απόφασης για την επιβολή των προστίμων και, σε περίπτωση λήψης περισσοτέρων αποφάσεων για την επιβολή προστίμων στον εν λόγω οργανισμό, της ημερομηνίας της πρώτης απόφασης για την επιβολή προστίμου στον εν λόγω οργανισμό, δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του συγκεκριμένου οργανισμού, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9·

β)

το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβάλλονται σε αναγνωρισμένο οργανισμό κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 εντός ενός οικονομικού έτους για τον εν λόγω οργανισμό, βάσει της παραγράφου 1, καθώς και οι εισπρακτέες περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται στο πλαίσιο των ίδιων αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 εφόσον ο οργανισμός δεν λαμβάνει τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα, δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του εν λόγω οργανισμού, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21, η είσπραξη των περιοδικών χρηματικών ποινών από την Επιτροπή δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 5 %·

γ)

το συνολικό ποσό των εισπρακτέων περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται σε αναγνωρισμένο οργανισμό κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1, εφόσον ο οργανισμός δεν λαμβάνει τα κατάλληλα προληπτικά ή διορθωτικά μέτρα, δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του εν λόγω οργανισμού, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21, η είσπραξη των περιοδικών χρηματικών ποινών από την Επιτροπή δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 5 %.

Άρθρο 9

Υπολογισμός του κύκλου εργασιών

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο συνολικός μέσος όρος του κύκλου εργασιών του οικείου αναγνωρισμένου οργανισμού ανέρχεται στο ένα τρίτο του ποσού που προκύπτει από το άθροισμα, κατά τα τρία οικονομικά έτη που προηγούνται της απόφασης της Επιτροπής, του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών της μητρικής οντότητας που είναι κάτοχος της αναγνώρισης και όλων των νομικών οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην εν λόγω αναγνώριση κατά τη λήξη εκάστου έτους.

2.   Στην περίπτωση ομίλου με πιστοποιημένους ενοποιημένους λογαριασμούς, ως κύκλος εργασιών κατά την έννοια της παραγράφου 1 νοούνται, όσον αφορά τη μητρική οντότητα και όλες τις νομικές οντότητες που υπάγονται στον συγκεκριμένο όμιλο και περιλαμβάνονται στην αναγνώριση κατά τη λήξη εκάστου οικονομικού έτους, τα ενοποιημένα έσοδα των εν λόγω οντοτήτων.

3.   Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Άρθρο 10

Ανάκληση αναγνώρισης

1.   Με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης κράτους μέλους, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει απόφαση για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμού στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

2.   Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν σοβαρή και επανειλημμένη αθέτηση από πλευράς του οργανισμού συνιστά απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, συνεκτιμώνται τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

οι πληροφορίες και οι περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, ιδίως υπό το πρίσμα των περιστάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6 του παρόντος κανονισμού·

β)

τα κριτήρια και, κατά περίπτωση, τα κατώφλια που καθορίζονται στην απόφαση 2009/491/ΕΚ.

3.   Σε περίπτωση που τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σε αναγνωρισμένο οργανισμό προσεγγίζουν το μέγιστο ανώτατο όριο που προβλέπεται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και δεν έχουν ληφθεί τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα από τον αναγνωρισμένο οργανισμό, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι με τα εν λόγω μέτρα δεν επιτεύχθηκε ο στόχος να αρθεί κάθε ενδεχόμενη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος.

Άρθρο 11

Διαδικασία ανάκλησης της αναγνώρισης κατόπιν αίτησης κράτους μέλους

1.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος ζητήσει από την Επιτροπή να ανακαλέσει την αναγνώριση οργανισμού κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, υποβάλλει γραπτώς την εν λόγω αίτηση στην Επιτροπή.

2.   Το αιτούν κράτος μέλος διευκρινίζει τους λόγους του αιτήματός του με όλες τις λεπτομέρειες και με παραπομπή, κατά περίπτωση, στα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 και στις περιστάσεις που παρατίθενται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, καθώς και στις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 10 του παρόντος κανονισμού.

3.   Το αιτούν κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, δεόντως διαβαθμισμένα και αριθμημένα, όλα τα στοιχεία τεκμηρίωσης προς επίρρωση της αίτησής του.

4.   Η Επιτροπή επιβεβαιώνει γραπτώς την παραλαβή της αίτησης του κράτους μέλους.

5.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει αναγκαία την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών, αποσαφηνίσεων ή αποδεικτικών στοιχείων για τη λήψη απόφασης, ενημερώνει σχετικά το αιτούν κράτος μέλος και του ζητεί να υποβάλει τα συναφή συμπληρωματικά στοιχεία εντός καθορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τεσσάρων εβδομάδων. Η εξέταση της αίτησης κράτους μέλους δεν περατώνεται εάν δεν διαβιβασθούν όλες οι αναγκαίες πληροφορίες.

6.   Εντός ενός έτους από την παραλαβή πλήρους αίτησης, η Επιτροπή προβαίνει, εφόσον αποφανθεί ότι η αίτηση του κράτους μέλους είναι αιτιολογημένη, σε κοινοποίηση των αιτιάσεων προς τον οικείο οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 12, ενόψει της ανάκλησης της αναγνώρισής του δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, χορηγούνται στο αιτούν κράτος μέλος η μεταχείριση και τα δικαιώματα οικείου κράτους μέλους βάσει του κεφαλαίου IV του παρόντος κανονισμού.

Εάν η Επιτροπή αποφανθεί, εντός της ίδιας προθεσμίας, ότι η αίτηση του κράτους μέλους δεν είναι αιτιολογημένη, ενημερώνει σχετικά το αιτούν κράτος μέλος, αναφέροντας τους λόγους της απόφασής της, και του ζητεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών μηνών. Εντός έξι μηνών από την παραλαβή των εν λόγω παρατηρήσεων, η Επιτροπή είτε επιβεβαιώνει ότι η αίτηση δεν είναι αιτιολογημένη είτε προβαίνει σε κοινοποίηση των αιτιάσεων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

7.   Εφόσον η Επιτροπή αποφανθεί ότι η αίτηση του κράτους μέλους δεν είναι αιτιολογημένη ή ότι παραμένει ελλιπής μετά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η Επιτροπή δύναται να επιλέξει να ενσωματώσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη συγκεκριμένη αίτηση και τα συνοδευτικά αποδεικτικά στοιχεία στην αξιολόγηση του αναγνωρισμένου οργανισμού που διενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

8.   Η Επιτροπή υποβάλλει στην COSS ετήσιες εκθέσεις σχετικά τόσο με τις αιτήσεις ανάκλησης που υποβάλλουν τα κράτη μέλη όσο και με τις υπό εξέλιξη διαδικασίες ανάκλησης που έχει δρομολογήσει η Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 12

Κοινοποίηση των αιτιάσεων

1.   Εφόσον η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι είτε για την επιβολή προστίμου και περιοδικών χρηματικών ποινών σε αναγνωρισμένο οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 είτε για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, αποστέλλει στον οργανισμό κοινοποίηση των αιτιάσεων και ενημερώνει σχετικά τα οικεία κράτη μέλη.

2.   Η κοινοποίηση των αιτιάσεων περιέχει:

α)

αναλυτική κατάσταση των ενεργειών και των παραλείψεων του αναγνωρισμένου οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των συναφών περιστατικών και του προσδιορισμού των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 που η Επιτροπή εκτιμά ότι έχουν παραβιαστεί από τον αναγνωρισμένο οργανισμό·

β)

προσδιορισμό των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίζονται τα συναφή συμπεράσματα, μεταξύ άλλων με παραπομπή σε εκθέσεις επιθεώρησης, εκθέσεις αξιολόγησης ή τυχόν άλλα συναφή έγγραφα που διαβιβάστηκαν σε προγενέστερο στάδιο στον οικείο οργανισμό είτε από την Επιτροπή είτε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα εξ ονόματος της Επιτροπής·

γ)

αναγγελία της πιθανής επιβολής προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών ή της πιθανής ανάκλησης αναγνώρισης εκ μέρους της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 6 ή 7 αντιστοίχως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

3.   Κατά την κοινοποίηση των αιτιάσεων, η Επιτροπή καλεί τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό και τα οικεία κράτη μέλη να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις εντός καθορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση μικρότερη των έξι εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης των αιτιάσεων. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη της παρατηρήσεις που παραλαμβάνονται εκπρόθεσμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 24 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

4.   Η κοινοποίηση των αιτιάσεων δεν αναστέλλει την αξιολόγηση του οικείου οργανισμού. Ανά πάσα στιγμή πριν από την έκδοση απόφασης για την επιβολή προστίμου και περιοδικών χρηματικών ποινών ή για την ανάκληση αναγνώρισης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να διενεργήσει συμπληρωματικές επιθεωρήσεις στα γραφεία και τις εγκαταστάσεις ενός οργανισμού, να πραγματοποιήσει επισκέψεις σε πλοία που πιστοποιούνται από τον οργανισμό ή να ζητήσει γραπτώς από τον αναγνωρισμένο οργανισμό να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωσή του προς τα κριτήρια και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

5.   Ανά πάσα στιγμή πριν από την έκδοση απόφασης για την επιβολή προστίμου και περιοδικών χρηματικών ποινών ή για την ανάκληση αναγνώρισης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει την αξιολόγηση του οικείου αναγνωρισμένου οργανισμού. Σε περίπτωση που η νέα αξιολόγηση είναι διαφορετική από την αξιολόγηση που είχε ως αποτέλεσμα την κοινοποίηση των αιτιάσεων, λόγω της αποκάλυψης νέων περιστατικών ή λόγω προσδιορισμού νέων παραβάσεων ή νέων περιστάσεων σχετικά με τη σοβαρότητα ή τα αποτελέσματα κάποιας παράβασης στην ασφάλεια και το περιβάλλον, η Επιτροπή εκδίδει νέα κοινοποίηση αιτιάσεων.

Άρθρο 13

Αιτήματα παροχής πληροφοριών

Προκειμένου να διαλευκανθούν τα περιστατικά για τους σκοπούς του άρθρου 12, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει εγγράφως από τον αναγνωρισμένο οργανισμό να υποβάλει γραπτώς ή προφορικώς διευκρινίσεις, λεπτομερειακά στοιχεία και έγγραφα, εντός καθορισμένης προθεσμίας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τεσσάρων εβδομάδων. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τον αναγνωρισμένο οργανισμό για τις περιοδικές χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το αίτημα παροχής πληροφοριών, αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην παροχή πληροφοριών ή σκόπιμης παροχής από πλευράς του ανακριβών, ατελών ή παραπλανητικών πληροφοριών στην Επιτροπή.

Άρθρο 14

Διαδικασία ακρόασης

1.   Κατόπιν αίτησης του αναγνωρισμένου οργανισμού στον οποίο απευθύνεται η δήλωση αιτιάσεων, η Επιτροπή παρέχει στον εν λόγω οργανισμό την ευκαιρία να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του σε ακρόαση.

2.   Η Επιτροπή προσκαλεί τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης των οικείων κρατών μελών, μπορεί να προσκαλέσει τυχόν άλλα πρόσωπα με έννομο συμφέρον στο πλαίσιο των παραβάσεων. Η Επιτροπή μπορεί να επιλέξει να λάβει συνδρομή από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα.

3.   Φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που καλούνται να παραστούν στη διαδικασία παρίστανται αυτοπροσώπως ή εκπροσωπούνται από νόμιμο ή εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο. Τα κράτη μέλη εκπροσωπούνται από αξιωματούχους τους.

4.   Η ακρόαση δεν είναι δημόσια. Η ακρόαση καθενός γίνεται χωριστά ή με παρουσία άλλων προσώπων που έχουν κληθεί να παραστούν, λαμβάνοντας υπόψη το έννομο συμφέρον του αναγνωρισμένου οργανισμού και των άλλων μερών για την προστασία των επιχειρηματικών τους απορρήτων και λοιπών εμπιστευτικών πληροφοριών.

5.   Η κατάθεση κάθε προσώπου που παρίσταται σε προφορική εξέταση καταγράφεται. Εφόσον τούτο ζητηθεί, η καταγραφή της προφορικής εξέτασης τίθεται στη διάθεση των προσώπων που έχουν παραστεί στην προφορική εξέταση και των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

Άρθρο 15

Περιοδικές χρηματικές ποινές λόγω άρνησης συνεργασίας

1.   Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει απόφαση για την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 σε αναγνωρισμένο οργανισμό που δεν έλαβε ή παρουσιάζει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ανάληψη προληπτικής και διορθωτικής δράσης που έχει ζητηθεί από την Επιτροπή, αποστέλλει πρώτα γραπτή κοινοποίηση στον αναγνωρισμένο οργανισμό.

2.   Η κοινοποίηση της Επιτροπής που αποστέλλεται δυνάμει της παραγράφου 1 αναφέρει τη συγκεκριμένη προληπτική και διορθωτική δράση που δεν αναλήφθηκε από τον αναγνωρισμένο οργανισμό και τη συναφή τεκμηρίωση, και επίσης ενημερώνει τον αναγνωρισμένο οργανισμό σχετικά με την περιοδική χρηματική ποινή που εξετάζει η Επιτροπή εν προκειμένω.

3.   Η Επιτροπή ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο αναγνωρισμένος οργανισμός δύναται να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις προς την Επιτροπή. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που περιέρχονται σε αυτήν εκπρόθεσμα.

Άρθρο 16

Πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης

1.   Κατόπιν αίτησης του αναγνωρισμένου οργανισμού στον οποίο έχει απευθυνθεί δήλωση αιτιάσεων, η Επιτροπή χορηγεί πλήρη πρόσβαση στον φάκελο που περιέχει έγγραφα και άλλα στοιχεία τεκμηρίωσης που έχει συλλέξει η Επιτροπή σχετικά με την εικαζόμενη παράβαση.

2.   Η Επιτροπή ορίζει την ημερομηνία και μεριμνά για τις αναγκαίες πρακτικές διευθετήσεις της πρόσβασης του αναγνωρισμένου οργανισμού στον φάκελο, η οποία πρόσβαση επιτρέπεται να παρασχεθεί μόνο σε ηλεκτρονική μορφή.

3.   Η Επιτροπή διαθέτει στον ενδιαφερόμενο αναγνωρισμένο οργανισμό, κατόπιν αίτησής του, κατάλογο του συνόλου των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο.

4.   Ο ενδιαφερόμενος αναγνωρισμένος οργανισμός έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και τις πληροφορίες που περιέχονται στον φάκελο. Κατά τη χορήγηση της εν λόγω πρόσβασης, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το επιχειρηματικό απόρρητο, εμπιστευτικές πληροφορίες, καθώς και έγγραφα που προορίζονται για εσωτερική χρήση εκδοθέντα από την Επιτροπή ή τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, μεταξύ των εγγράφων για εσωτερική χρήση της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα μπορούν να περιλαμβάνονται:

α)

έγγραφα ή τμήματα εγγράφων που αφορούν εσωτερικές διαβουλεύσεις της Επιτροπής και των υπηρεσιών της καθώς και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων και συστάσεων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα προς την Επιτροπή·

β)

έγγραφα ή τμήματα εγγράφων στο πλαίσιο της ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα ή μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

Άρθρο 17

Νομική εκπροσώπηση

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός έχει δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 18

Εμπιστευτικότητα, επαγγελματικό απόρρητο και δικαίωμα σιωπής

1.   Η διαδικασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στις αρχές της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού απορρήτου.

2.   Όσον αφορά την Επιτροπή, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα και τις αρχές των οικείων κρατών μελών, καθώς και τους υπαλλήλους, τους λειτουργούς και άλλα πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία τους, δεν δημοσιοποιούν πληροφορίες που έχουν συλλέξει ή ανταλλάξει κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και οι οποίες, λόγω της φύσεώς τους, καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου και εμπιστευτικότητας.

3.   Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός ή πρόσωπο που διαβιβάζει πληροφορίες ή παρατηρήσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό προσδιορίζει σαφώς, και με σχετική αιτιολόγηση, κάθε στοιχείο το οποίο θεωρεί εμπιστευτικό και παρέχει το σχετικό υλικό σε άλλη, μη εμπιστευτική, μορφή έως την ημερομηνία που έχει ορίσει η Επιτροπή.

4.   Η Επιτροπή δύναται επίσης να ζητήσει από αναγνωρισμένους οργανισμούς και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να προσδιορίσουν τυχόν τμήματα έκθεσης, δήλωσης αιτιάσεων ή απόφασης της Επιτροπής τα οποία, κατά την άποψή τους, περιέχουν απόρρητα επιχειρηματικά δεδομένα.

5.   Ελλείψει του προσδιορισμού που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, η Επιτροπή μπορεί να θεωρεί ότι τα έγγραφα ή οι παρατηρήσεις δεν περιέχουν απόρρητες πληροφορίες.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί έχουν το δικαίωμα σιωπής σε περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσαν να αναγκαστούν να δώσουν απαντήσεις που ενδέχεται να εκληφθούν ως εκ μέρους τους αποδοχή της ύπαρξης παράβασης.

Άρθρο 19

Απόφαση

1.   Η απόφαση περί επιβολής προστίμων, περιοδικών χρηματικών ποινών ή ανάκλησης της αναγνώρισης δυνάμει του παρόντος κανονισμού βασίζεται αποκλειστικά σε λόγους επί των οποίων ο οικείος αναγνωρισμένος οργανισμός ήταν σε θέση να υποβάλει παρατηρήσεις.

2.   Η απόφαση περί επιβολής προστίμου ή περιοδικής χρηματικής ποινής και ο προσδιορισμός του δέοντος ύψους αυτών λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της αποτρεπτικότητας.

3.   Όταν λαμβάνει μέτρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού και αποφασίζει επί της βαρύτητας και του αποτελέσματος των συναφών ενεργειών ή παραλείψεων όσον αφορά την ασφάλεια και το περιβάλλον, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τυχόν εθνικά μέτρα που έχουν ήδη επιβληθεί στον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ειδικότερα όταν ο εν λόγω οργανισμός έχει ήδη υποβληθεί σε δικαστική διαδικασία ή διαδικασία εκτέλεσης αποφάσεων.

4.   Ενέργειες ή παραλείψεις αναγνωρισμένου οργανισμού επί των οποίων έχουν ληφθεί μέτρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν υπόκεινται σε περαιτέρω μέτρα. Εντούτοις, οι εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις μπορούν να λαμβάνονται υπόψη σε επακόλουθες αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού για λόγους αξιολόγησης τυχόν επανάληψης.

5.   Η απόφαση επιβολής περιοδικής χρηματικής ποινής ή η απόφαση επιβολής προστίμων και περιοδικής χρηματικής ποινής λαμβάνεται από την Επιτροπή σύμφωνα προς τη διαδικασία που εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

6.   Η απόφαση ανάκλησης της αναγνώρισης αναγνωρισμένου οργανισμού λαμβάνεται από την Επιτροπή σύμφωνα προς τη διαδικασία που εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009.

Άρθρο 20

Ένδικα βοηθήματα, κοινοποίηση και δημοσίευση

1.   Η Επιτροπή ενημερώνει τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα που υπάρχουν στη διάθεσή του.

2.   Η Επιτροπή κοινοποιεί την απόφασή της στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα και στα κράτη μέλη προς ενημέρωσή τους.

3.   Εφόσον συντρέχει λόγος, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιοποιήσει απόφασή της, ειδικότερα για λόγους ασφάλειας ή προστασίας του περιβάλλοντος. Όταν δημοσιεύει λεπτομέρειες της απόφασής της ή ενημερώνει τα κράτη μέλη, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα έννομα συμφέροντα του οικείου αναγνωρισμένου οργανισμού και άλλων ενδιαφερομένων μερών.

Άρθρο 21

Είσπραξη προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών

Η Επιτροπή προβαίνει στην είσπραξη των προστίμων και των χρηματικών ποινών με τη σύνταξη εντάλματος είσπραξης και την έκδοση χρεωστικού σημειώματος προς τον ενδιαφερόμενο αναγνωρισμένο οργανισμό σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 80 και το άρθρο 83 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και τα άρθρα 80 έως 92 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής (7).

Άρθρο 22

Χρόνος παραγραφής της επιβολής προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα ή/και περιοδική χρηματική ποινή σε αναγνωρισμένο οργανισμό δυνάμει του παρόντος κανονισμού εκπνέει κατόπιν παρέλευσης πενταετίας από την ημερομηνία διάπραξης από τον αναγνωρισμένο οργανισμό της ενέργειας ή παράλειψης η οποία συνεπαγόταν παράβαση που στοιχειοθετείται σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, σε περίπτωση διαρκών ή επαναλαμβανόμενων ενεργειών ή παραλείψεων που συνεπάγονται παράβαση, η ως άνω προθεσμία υπολογίζεται από την πρώτη ημέρα παύσης της ενέργειας ή παράλειψης.

Η προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλλει περιοδική χρηματική ποινή σε αναγνωρισμένο οργανισμό δυνάμει του άρθρου 15 του παρόντος κανονισμού εκπνέει κατόπιν παρέλευσης τριετίας από την ημερομηνία της διάπραξης της ενέργειας ή παράλειψης του αναγνωρισμένου οργανισμού, για την οποία η Επιτροπή έχει ζητήσει την ανάληψη της απαραίτητης προληπτικής και διορθωτικής δράσης.

2.   Η προθεσμία παραγραφής που ορίζεται στην παράγραφο 1 διακόπτεται από κάθε ενέργεια που αναλαμβάνεται από την Επιτροπή ή τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα για σκοπούς αξιολόγησης ή στο πλαίσιο της διαδικασίας επί παραβάσει σχετικά με ενέργεια ή παράλειψη του αναγνωρισμένου οργανισμού. Η παραγραφή διακόπτεται από την ημερομηνία κοινοποίησης της ενέργειας της Επιτροπής ή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα στον αναγνωρισμένο οργανισμό.

3.   Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να υπολογίζεται από την αρχή. Ο χρόνος παραγραφής δεν υπερβαίνει ωστόσο το διπλάσιο του αρχικού χρόνου παραγραφής, εκτός εάν η παραγραφή ανασταλεί βάσει της παραγράφου 4.

4.   Ο χρόνος παραγραφής για την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών αναστέλλεται για όσο διάστημα εκκρεμεί η δίκη σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Χρόνος παραγραφής της είσπραξης προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Το δικαίωμα έναρξης της διαδικασίας είσπραξης προστίμων ή/και περιοδικών χρηματικών ποινών εκπνέει ένα έτος μετά τη λήψη οριστικής απόφασης βάσει του άρθρου 19.

2.   Η προθεσμία παραγραφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διακόπτεται από κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, με σκοπό την αναγκαστική εκτέλεση του προστίμου ή/και της περιοδικής χρηματικής ποινής.

3.   Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να υπολογίζεται από την αρχή.

4.   Οι περίοδοι παραγραφής που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 αναστέλλονται για χρονικό διάστημα κατά το οποίο:

α)

επιτρέπεται η διενέργεια της πληρωμής·

β)

η αναγκαστική εκτέλεση της πληρωμής έχει ανασταλεί δυνάμει αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 24

Εφαρμογή των προθεσμιών

1.   Οι προθεσμίες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό αρχίζουν από την επομένη της ημέρας παραλαβής της κοινοποίησης της Επιτροπής ή ιδιόχειρης παράδοσης αυτής.

2.   Σε περίπτωση κοινοποίησης που απευθύνεται στην Επιτροπή, οι συναφείς προθεσμίες θεωρείται ότι τηρούνται όταν η εν λόγω κοινοποίηση έχει αποσταλεί με συστημένη επιστολή πριν από την εκπνοή της εκάστοτε προθεσμίας.

3.   Κατά τον προσδιορισμό των προθεσμιών, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τόσο τα δέοντα δικονομικά δικαιώματα όσο και τις ειδικές περιστάσεις κάθε επιμέρους διαδικασίας λήψης αποφάσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Οι προθεσμίες είναι δυνατόν, κατά περίπτωση και κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης που υποβάλλεται πριν τη λήξη της αρχικής προθεσμίας, να παραταθούν.

Άρθρο 25

Συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές

Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ως ανταπόκριση σε αίτηση της Επιτροπής χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή μόνο για τους κάτωθι σκοπούς:

α)

για την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί σχετικά με την αναγνώριση και εποπτεία αναγνωρισμένων οργανισμών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009·

β)

ως αποδεικτικά στοιχεία για τους σκοπούς λήψης αποφάσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των άρθρων 16 και 18 του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 26

Εφαρμογή

Περιστατικά που σημειώθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 δεν επισύρουν τη λήψη μέτρων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 27

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 11.

(2)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 47.

(4)  ΕΕ L 162 της 25.6.2009, σ. 6.

(5)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 57.

(6)  ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 362 της 31.12.2012, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η πρώτη στήλη του κάτωθι πίνακα παραπέμπει στις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και ιδίως στο παράρτημα I, οι οποίες, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, συγκεντρώθηκαν σε ομάδες κριτηρίων και υποχρεώσεων, βάσει των οποίων διαπιστώνεται η διάπραξη παράβασης. Για τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο σώμα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, η πρώτη στήλη παραπέμπει στο σχετικό άρθρο και παράγραφο. Στην περίπτωση κριτηρίων που παρατίθενται στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού, η πρώτη στήλη παραπέμπει στο σχετικό μέρος, κριτήριο, ειδικό κριτήριο και εδάφιο.

Η δεύτερη στήλη περιέχει γενική περιγραφή κάθε ομάδας, αποκλειστικά και μόνο για λόγους διευκόλυνσης των παραπομπών.

Διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009

Αντικείμενο των αντίστοιχων ομάδων

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της επισκόπησης του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας

Άρθρο 9 παράγραφος 1 και κριτήριο Β.4

Πρόσβαση σε πληροφορίες και φακέλους που αφορούν το πλοίο

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Πρόσβαση στα πλοία

Άρθρο 10 παράγραφος 1, πρώτο μέρος

Διαβουλεύσεις με σκοπό τη διατήρηση της ισοδυναμίας και την εναρμόνιση κανόνων και διαδικασιών, καθώς και την κοινή ερμηνεία διεθνών συμβάσεων

Άρθρο 10 παράγραφος 1, δεύτερο μέρος

Αμοιβαία αναγνώριση

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Συνεργασία με τις αρχές ελέγχου του κράτους του λιμένα

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Πληροφορίες προς την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά, μεταξύ άλλων, με την κατάταξη των πλοίων, μετατάξεις, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Δυνατότητα του κράτους σημαίας να παρέχει συμβουλές για την αναγκαιότητα πλήρους επιθεώρησης πλοίου που έχει διαγραφεί από την κλάση του ή αλλάζει κλάση πριν από την έκδοση των υποχρεωτικών πιστοποιητικών από τον αναγνωρισμένο οργανισμό

Άρθρο 10 παράγραφος 6

Προϋποθέσεις σε περιπτώσεις μεταφοράς κλάσης

Άρθρο 11 παράγραφοι 1, 2, 3 και 5

Λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για τη σύσταση, διατήρηση και εξασφάλιση αποτελεσματικής λειτουργίας ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού

Κριτήριο Α.1

Νομική προσωπικότητα και απαιτήσεις ελέγχου λογαριασμών

Κριτήριο Α.2

Τεκμηριωμένη εκτεταμένη πείρα σε αξιολογήσεις του σχεδιασμού και της κατασκευής εμπορικών πλοίων

Κριτήρια Α.3, Β.1 και Β.7 (ζ)

Επαρκής και κατάλληλη στελέχωση, παγκόσμια κάλυψη, αποκλειστικοί επιθεωρητές

Κριτήρια Α.4 και Β.7 (α)

Θέσπιση και τήρηση συνόλου αναλυτικών κανόνων και διαδικασιών περί κλάσης

Κριτήριο Α.5

Νηογνώμων

Κριτήριο Α.6

Ανεξαρτησία, αμεροληψία και σύγκρουση συμφερόντων

Κριτήρια Α.7, Β.7 (γ) πρώτο μέρος και Β.7 (ια)

Απαιτήσεις θεσμοθετημένων εργασιών πλην του Διεθνούς Κώδικα Διαχείρισης της Ασφάλειας (ISM)

Κριτήριο Β.2

Κώδικας δεοντολογίας

Κριτήριο Β.3

Απαιτούμενη από τις αρχές εμπιστευτικότητα των πληροφοριών

Κριτήριο Β.5

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των ναυπηγείων, των προμηθευτών εξοπλισμών και των πλοιοκτητών

Κριτήρια B.6, B.7 (β) δεύτερο μέρος, B.7 (γ) δεύτερο μέρος, B.7 (θ) και B.8

Σύστημα διαχείρισης της ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των μητρώων

Κριτήριο Β.7 (β) πρώτο μέρος

Εφαρμογή κανόνων και διαδικασιών για τις κλάσεις

Κριτήριο Β.7 (δ)

Καθορισμός αρμοδιοτήτων, εξουσιών και σχέσεις αρμοδιοτήτων του προσωπικού

Κριτήριο Β.7 (ε)

Εκτέλεση εργασιών υπό συνθήκες ελέγχου

Κριτήριο Β.7 (στ)

Εποπτεία των εργασιών των επιθεωρητών και του λοιπού προσωπικού

Κριτήριο Β.7 (η)

Σύστημα κατάρτισης και αναγνώρισης των ικανοτήτων των επιθεωρητών

Κριτήριο Β.7 (ι)

Συνολικό σύστημα εσωτερικών ελέγχων σε όλους τους τόπους εγκατάστασης

Κριτήριο Β.7 (ιβ)

Σχέσεις ευθύνης και ελέγχου μεταξύ περιφερειακών γραφείων και επιθεωρητών

Κριτήριο Β.9

Άμεση γνώση και κρίση

Κριτήριο Β.10

Διεθνής Κώδικας Διαχείρισης της Ασφάλειας (ISM)

Κριτήριο Β.11

Συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών στην κατάρτιση κανόνων και διαδικασιών


19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/25


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 789/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιουλίου 2014

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ' εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

MK

59,9

TR

65,0

ZZ

62,5

0707 00 05

AL

74,4

MK

27,7

TR

76,0

ZZ

59,4

0709 93 10

TR

90,3

ZZ

90,3

0805 50 10

AR

128,4

BO

100,6

CL

123,3

EG

75,0

NZ

145,2

TR

148,4

UY

123,0

ZA

126,8

ZZ

121,3

0808 10 80

AR

202,7

BR

109,0

CL

104,0

NZ

128,5

PE

57,3

US

145,1

ZA

131,9

ZZ

125,5

0808 30 90

AR

161,6

CL

81,9

NZ

97,5

ZA

112,3

ZZ

113,3

0809 10 00

BA

82,8

TR

231,6

XS

80,5

ZZ

131,6

0809 29 00

TR

375,8

ZZ

375,8

0809 30

MK

70,6

TR

147,8

XS

50,2

ZZ

89,5

0809 40 05

BA

71,2

MK

53,5

ZZ

62,4


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/28


ΑΠΌΦΑΣΗ 2014/475/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 18ης Ιουλίου 2014

για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 29,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 17 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ (1).

(2)

Δεδομένης της σοβαρότητας της κατάστασης στην Ουκρανία, οι προϋποθέσεις δέσμευσης κεφαλαίων και οικονομικών πόρων θα πρέπει να επεκταθούν ώστε να στοχεύουν νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που στηρίζουν υλικά ή χρηματικά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

(3)

Απαιτείται περαιτέρω δράση από την Ένωση προκειμένου να υλοποιηθούν τα εν λόγω μέτρα.

(4)

Η απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που τελούν υπό την κυριότητα, την κατοχή ή τον έλεγχο:

φυσικών προσώπων που είναι υπεύθυνα για, στηρίζουν ενεργά ή εφαρμόζουν δράσεις ή πολιτικές που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στην Ουκρανία ή που παρεμποδίζουν το έργο διεθνών οργανισμών στην Ουκρανία, καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά τα πρόσωπα,

νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που στηρίζουν, υλικά ή χρηματικά, δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή

νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων στην Κριμαία ή τη Σεβαστούπολη η κυριότητα των οποίων έχει μεταβιβαστεί αντίθετα προς το ουκρανικό δίκαιο ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που έχουν επωφεληθεί από την εν λόγω μεταβίβαση,

όπως περιέχονται στο παράρτημα.».

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  Απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ L 78 της17.3.2014, σ. 16).


19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/29


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Ιουλίου 2014

για την έγκριση μεθόδων κατάταξης σφαγίων χοίρων στη Σουηδία και την κατάργηση της απόφασης 97/370/ΕΚ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 4946]

(Το κείμενο στη σουηδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2014/476/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 20 στοιχείο ιστ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το παράρτημα IV τμήμα B.IV σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 προβλέπει ότι, για την ταξινόμηση σφαγίων χοίρων, η περιεκτικότητα σε άπαχο κρέας πρέπει να εκτιμάται με μεθόδους κατάταξης που εγκρίνονται από την Επιτροπή. Επιτρέπεται να εγκρίνονται μόνο στατιστικώς αποδεδειγμένες μέθοδοι εκτίμησης που βασίζονται στη φυσική μέτρηση ενός ή περισσοτέρων ανατομικών μερών του σφαγίου χοίρου. Η έγκριση των μεθόδων κατάταξης θα πρέπει να εξαρτάται από την τήρηση μέγιστης ανοχής για το στατιστικό σφάλμα εκτίμησης. Η ανοχή αυτή καθορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/2008 της Επιτροπής (2).

(2)

Με την απόφαση 97/370/ΕΚ της Επιτροπής (3) επιτράπηκε η χρήση τριών μεθόδων κατάταξης σφαγίων χοίρων στη Σουηδία.

(3)

Επειδή είναι αναγκαία η τεχνική προσαρμογή των εγκεκριμένων μεθόδων κατάταξης, η Σουηδία ζήτησε από την Επιτροπή να εγκρίνει την αντικατάσταση του μαθηματικού τύπου που χρησιμοποιείται στις μεθόδους «Intra-scope (Optical Probe)», «Hennessy Grading Probe (HGP II)» και «AutoFom», καθώς και να εγκρίνει τις δυο νέες μεθόδους «Fat-O-Meat'er II (FOM II)» και «Hennessy Grading Probe 7 (HGP 7)» για την κατάταξη των σφαγίων χοίρων στο έδαφός της. Η Σουηδία υπέβαλε λεπτομερή περιγραφή της δοκιμασίας τεμαχισμού, αναφέροντας τις αρχές στις οποίες βασίζονται οι νέοι μαθηματικοί τύποι, το αποτέλεσμα της δοκιμασίας τεμαχισμού και τις εξισώσεις που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της εκατοστιαίας αναλογίας άπαχου κρέατος στο πρωτόκολλο που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/2008.

(4)

Από την εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψε ότι πληρούνται οι όροι έγκρισης των νέων αυτών μαθηματικών τύπων και μεθόδων. Συνεπώς, θα πρέπει να εγκριθούν οι εν λόγω μαθηματικοί τύποι και μέθοδοι κατάταξης στη Σουηδία.

(5)

Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται καμία τροποποίηση των συσκευών ή των μεθόδων κατάταξης, εκτός εάν επιτραπεί ρητά με εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής.

(6)

Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να εκδοθεί νέα απόφαση. Επομένως, η απόφαση 97/370/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Επιτρέπεται η χρήση των ακόλουθων μεθόδων για την κατάταξη των σφαγίων χοίρων στη Σουηδία, σύμφωνα με το παράρτημα IV τμήμα B.IV σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013:

α)

η συσκευή «Intra-scope (Optical Probe)» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος I του παραρτήματος·

β)

η συσκευή «Hennessy Grading Probe 2 (HGP 2)» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος II του παραρτήματος·

γ)

η συσκευή «AutoFom III» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος III του παραρτήματος·

δ)

η συσκευή «Fat-O-Meat'er II (FOM II)» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος IV του παραρτήματος·

ε)

η συσκευή «Hennessy Grading Probe 7 (HGP 7)» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος V του παραρτήματος.

Άρθρο 2

Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση των εγκεκριμένων συσκευών ή των μεθόδων κατάταξης, εκτός εάν έχει εγκριθεί ρητά με εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής.

Άρθρο 3

Η απόφαση 97/370/ΕΚ καταργείται.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2014.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Σουηδίας.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

Dacian CIOLOȘ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1249/2008 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή των κοινοτικών κλιμάκων κατάταξης των σφαγίων βοοειδών, χοίρων και προβάτων καθώς και για την κοινοποίηση των σχετικών τιμών (ΕΕ L 337 της 16.12.2008, σ. 3).

(3)  Απόφαση 97/370/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 1997, για την έγκριση μεθόδων ταξινόμησης των σφαγίων χοίρων στη Σουηδία (ΕΕ L 157 της 14.6.1997, σ. 19).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ ΣΦΑΓΙΩΝ ΧΟΙΡΟΥ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ

ΜΕΡΟΣ I

Intrascope (Optical Probe)

1.

Οι κανόνες που προβλέπονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται όταν η κατάταξη των σφαγίων χοίρων πραγματοποιείται με τη συσκευή «Intrascope (Optical Probe — οπτικός ανιχνευτής)».

2.

Η συσκευή είναι εφοδιασμένη με εξαγωνικό καθετήρα μέγιστου πλάτους 12 mm (και 19 mm στη λεπίδα στο άκρο του καθετήρα) που περιλαμβάνει παράθυρο παρακολούθησης και φωτεινή πηγή, μαζί με συρόμενο δακτύλιο.

3.

Η εκατοστιαία αναλογία άπαχου κρέατος στο σφάγιο υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

SP_F1:

:

Το πάχος του νωτιαίου λίπους (συμπεριλαμβανομένου του δέρματος) σε mm, το οποίο μετράται σε απόσταση 8 cm από το μέσον ακριβώς πίσω από την τελευταία πλευρά

4.

Ο τύπος ισχύει για τα σφάγια βάρους μεταξύ 50 και 120 kg.

ΜΕΡΟΣ II

Hennessy Grading Probe 2 (HPG 2)

1.

Οι κανόνες που προβλέπονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται όταν η κατάταξη των σφαγίων χοίρων πραγματοποιείται με τη συσκευή «Hennessy Grading Probe 2» (HGP 2).

2.

Με τη φασματοσκοπία ανάκλασης Hennessy καταγράφονται τα προφίλ των μετρήσεων που προκύπτουν από την καταγραφή, σε κλάσματα χιλιοστομέτρου, των αποστάσεων διείσδυσης μαζί με τα σήματα οπισθοσκέδασης φωτός.

3.

Επιλέγονται συγκεκριμένα εύρη ζώνης, με τρόπο ώστε να παρέχονται οι βέλτιστες πληροφορίες που είναι δυνατόν να ληφθούν μεταξύ και εντός των διαφόρων ιστών του είδους που αναλύεται αντικειμενικά.

4.

Η συσκευή Hennessy Grading Probe είναι εφοδιασμένη με καθετήρα διαμέτρου 5,95 mm με εφαπτόμενη λεπίδα 6,3 mm η οποία περιέχει φωτοδίοδο (Siemens LED τύπου LYU 260-EO και φωτοανιχνευτή τύπου 58 MR), με απόσταση λειτουργίας μεταξύ 0 και 120 mm.

5.

Τα αποτελέσματα των μετρήσεων μετατρέπονται σε εκτιμώμενη εκατοστιαία αναλογία άπαχου κρέατος με τη βοήθεια της ίδιας της συσκευής HGP 2 καθώς και ενός υπολογιστή που είναι συνδεδεμένος σε αυτή.

6.

Η εκατοστιαία αναλογία άπαχου κρέατος στο σφάγιο υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

GP2_F1

:

Το πάχος του νωτιαίου λίπους (συμπεριλαμβανομένου του δέρματος) σε mm, το οποίο μετράται σε απόσταση 8 cm από το μέσον ακριβώς πίσω από την τελευταία πλευρά.

GP2_F2

:

Το πάχος του νωτιαίου λίπους (συμπεριλαμβανομένου του δέρματος) σε mm, το οποίο μετράται σε απόσταση 6 cm από το μέσον, 12 cm προς την κεφαλή σε σύγκριση με το F1.

GP2_M

:

Το πάχος του μυός σε mm το οποίο μετράται ταυτόχρονα και στο ίδιο σημείο με το F2.

7.

Ο τύπος ισχύει για τα σφάγια βάρους μεταξύ 50 και 120 kg.

ΜΕΡΟΣ III

Autofom III

1.

Οι κανόνες που προβλέπονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται όταν η κατάταξη των σφαγίων χοίρων πραγματοποιείται με τη συσκευή «AutoFom III».

2.

Η συσκευή AutoFom III βασίζεται στην τεχνολογία των υπερήχων και παρέχει ένα ψηφιοποιημένο 3-D scan του σφαγίου. Η εικόνα υπερήχων δημιουργείται με 16 μορφοτροπείς ενσωματωμένους σε συστοιχία από ανοξείδωτο χάλυβα.

3.

Η εκατοστιαία αναλογία άπαχου κρέατος στο σφάγιο χοίρου σύμφωνα με την ενωσιακή μέθοδο αναφοράς προβλέπεται από τύπο βάσει επιγραμμικών μεταβλητών λαμβανόμενων από εικόνα η οποία δημιουργείται από υπερήχους. Λαμβάνονται περισσότερες από 50 επιγραμμικές μεταβλητές από την ανάλυση της εικόνας. Η στατιστική ανάλυση μειώνει τις πληροφορίες σε δύο συνιστώσες, εκάστη των οποίων αποτελεί γραμμικό συνδυασμό των ίδιων 6 επιγραμμικών μεταβλητών. Ο τελικός τύπος εκφράζεται από επιγραμμικές μεταβλητές:

Formula

όπου:

R2P4

:

p2_selected_fat_mm. Η τιμή μέτρησης λίπους P 2 στην επιλεγμένη θέση σε mm.

R2P11

:

minpair_value. Εφαρμόζεται μάσκα φίλτρου που επιλέγει δύο περιοχές σε απόσταση 14 cm στον φορέα διατομής. Έτσι προκύπτει η ελάχιστη τιμή του φορέα αποτελέσματος φίλτρου.

R2P12

:

P2_skew. Σχέση του επιλεγμένου P 2 και του μη επιλεγμένου P 2. Το πραγματικό σημείο που χρησιμοποιείται είναι λίγο πιο κοντά στο κέντρο, ώστε η τιμή να είναι πιο ανεκτική σε σφάγια με μεγάλη κλίση. Η τιμή είναι πάντοτε μεγαλύτερη ή ίση με 1,0.

R2P15

:

minpair_value v2. Μια δεύτερη έκδοση της τιμής minpair.

Διεπαφή «Meat/Rib» (κρέας/πλευρά)

R3P5

:

max_meat_mm. Η μέγιστη τιμή μέτρησης κρέατος. Μέγιστη θέση πλευράς μείον ελάχιστη θέση λίπους, με μετατροπή σε mm.

Διεπαφή «Fat 1 Inter-fat» (διάμεσο λίπος)

Η στρώση λίπους «fat1» μετράται στο μηρό και μεταξύ πέμπτης και έκτης πλευράς. Τα σημεία αυτά καλούνται σημεία Β.

R4P3

:

fat1_p2_selected.Οι μετρήσεις «fat 1» στο επιλεγμένο σημείο P2.

4.

Ο τύπος ισχύει για τα σφάγια βάρους μεταξύ 50 και 120 kg.

ΜΕΡΟΣ IV

Fat-O-Meat'er II (FOM II)

1.

Οι κανόνες που προβλέπονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται όταν η κατάταξη των σφαγίων χοίρων πραγματοποιείται με τη συσκευή «Fat-O-Meater II» (FOM II).

2.

Η συσκευή αποτελεί νέα έκδοση του συστήματος μέτρησης Fat-O-Meat'er. Η συσκευή FOM II αποτελείται από οπτικό καθετήρα με λεπίδα, διάταξη μέτρησης του βάθους που λειτουργεί σε αποστάσεις μεταξύ 0 και 125 mm και πλακέτα απόκτησης και ανάλυσης δεδομένων — υπολογιστής Carometec Touch Panel i15 (Ingress Protection IP69K). Οι μετρούμενες τιμές μετατρέπονται σε εκτιμώμενη εκατοστιαία αναλογία άπαχου κρέατος από την ίδια τη συσκευή FOM II.

3.

Η εκατοστιαία αναλογία άπαχου κρέατος στο σφάγιο υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

FOM_F1

:

το πάχος του νωτιαίου λίπους σε mm, που μετράται σε απόσταση 8 cm από το μέσον του σφαγίου στο ύψος μεταξύ του τρίτου και του τέταρτου οσφυικού σπονδύλου.

FOM_F2

:

το πάχος του νωτιαίου λίπους σε mm, που μετράται σε απόσταση 6 cm από το μέσον του σφαγίου στο ύψος μεταξύ τρίτης και τέταρτης πλευράς.

FOM_M

:

το πάχος του μυός, σε mm, που μετράται ταυτόχρονα και στο ίδιο σημείο με το F2.

4.

Ο τύπος ισχύει για τα σφάγια βάρους μεταξύ 50 και 120 kg.

ΜΕΡΟΣ V

Hennessy Grading Probe 7 (HPG 7)

1.

Οι κανόνες που προβλέπονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται όταν η κατάταξη των σφαγίων χοίρων πραγματοποιείται με τη συσκευή «Hennessy Grading Probe 7» (HGP 7).

2.

Με τη φασματοσκοπία ανάκλασης Hennessy καταγράφονται τα προφίλ των μετρήσεων που προκύπτουν από την καταγραφή, σε κλάσματα χιλιοστομέτρου, των αποστάσεων διείσδυσης μαζί με τα σήματα οπισθοσκέδασης φωτός.

3.

Επιλέγονται συγκεκριμένα εύρη ζώνης, με τρόπο ώστε να παρέχονται οι βέλτιστες πληροφορίες που είναι δυνατόν να ληφθούν μεταξύ και εντός των διαφόρων ιστών του είδους που αναλύεται αντικειμενικά.

4.

Η συσκευή Hennessy Grading Probe είναι εφοδιασμένη με καθετήρα διαμέτρου 5,95 mm με εφαπτόμενη λεπίδα 6,3 mm η οποία περιέχει φωτοδίοδο (Siemens LED τύπου LYU 260-EO και φωτοανιχνευτή τύπου 58 MR), με απόσταση λειτουργίας μεταξύ 0 και 120 mm.

5.

Τα αποτελέσματα των μετρήσεων μετατρέπονται σε εκτιμώμενη εκατοστιαία αναλογία άπαχου κρέατος με τη βοήθεια της ίδιας της συσκευής HGP 7 καθώς και ενός υπολογιστή που είναι συνδεδεμένος σε αυτή.

6.

Η αξιολόγηση της καμπύλης μετρήσεων διαφέρει ελαφρώς μεταξύ HGP 2 και HGP 7.

7.

Η εκατοστιαία αναλογία άπαχου κρέατος στο σφάγιο υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

GP7_F1

:

Το πάχος του νωτιαίου λίπους (συμπεριλαμβανομένου του δέρματος) σε mm, το οποίο μετράται σε απόσταση 8 cm από το μέσον ακριβώς πίσω από την τελευταία πλευρά.

GP7_F2

:

Το πάχος του νωτιαίου λίπους (συμπεριλαμβανομένου του δέρματος) σε mm, το οποίο μετράται σε απόσταση 6 cm από το μέσον, 12 cm προς την κεφαλή σε σύγκριση με το F1.

GP7_M

:

Το πάχος του μυός σε mm το οποίο μετράται ταυτόχρονα και στο ίδιο σημείο με το F2.

8.

Ο τύπος ισχύει για τα σφάγια βάρους μεταξύ 50 και 120 kg.


19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/34


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 2ας Ιουλίου 2014

σχετικά με την υποβολή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εποπτικών δεδομένων τα οποία παρέχουν οι εποπτευόμενες οντότητες στις εθνικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής

(ΕΚΤ/2014/29)

(2014/477/ΕΕ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (2), και ιδίως το άρθρο 21 και το άρθρο 140 παράγραφος 4,

Έχοντας υπόψη την πρόταση του εποπτικού συμβουλίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε υποχρεώσεις τακτικής παροχής στοιχείων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (4).

(2)

Στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι αποκλειστικά αρμόδια να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, τα καθήκοντα του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της αυτών η ΕΚΤ θα διασφαλίζει τη συμμόρφωση με όσες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου επιβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεώσεις παροχής στοιχείων για σκοπούς προληπτικής εποπτείας.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και το άρθρο 21 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, τόσο η ΕΚΤ όσο και οι εθνικές αρμόδιες αρχές υπέχουν υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών. Με την επιφύλαξη της εξουσίας της ΕΚΤ να λαμβάνει απευθείας αναφορές στοιχείων προερχόμενες από πιστωτικά ιδρύματα ή να διαθέτει άμεση πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες σε συνεχή βάση, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα παρέχουν στην ΕΚΤ ειδικότερα κάθε πληροφορία απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται σε αυτήν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 3 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, οι εποπτευόμενες οντότητες υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην οικεία εθνική αρμόδια αρχή τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε τακτική βάση σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Εκτός εάν άλλως ορίζεται ειδικότερα, όλες οι πληροφορίες που παρέχουν οι εποπτευόμενες οντότητες θα διαβιβάζονται στις εθνικές αρμόδιες αρχές. Οι εν λόγω αρχές, με τη σειρά τους, θα προβαίνουν στον αρχικό έλεγχο των δεδομένων και θα θέτουν τις παρεχόμενες σε αυτές πληροφορίες στη διάθεση της ΕΚΤ.

(5)

Για τους σκοπούς της άσκησης των καθηκόντων της ΕΚΤ όσον αφορά την παροχή εποπτικών στοιχείων, ο τρόπος με τον οποίον οι εθνικές αρμόδιες αρχές υποβάλλουν σε αυτήν τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τις εποπτευόμενες οντότητες έχει ανάγκη περαιτέρω εξειδίκευσης. Ειδικότερα, θα πρέπει να εξειδικευτούν περαιτέρω οι μορφότυποι, η συχνότητα και ο χρόνος υποβολής των εν λόγω πληροφοριών, όπως επίσης και οι λεπτομέρειες των ελέγχων ποιότητας που θα πρέπει να διενεργούν οι εθνικές αρμόδιες αρχές πριν από την υποβολή των πληροφοριών στην ΕΚΤ.

(6)

Σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου, του προσωπικού της ΕΚΤ και του αποσπασμένου προσωπικού των συμμετεχόντων κρατών μελών που ασκούν εποπτικά καθήκοντα υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατ' άρθρο 37 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στις σχετικές πράξεις της νομοθεσίας της Ένωσης. Ειδικότερα, η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) περί ανταλλαγής πληροφοριών και επαγγελματικού απορρήτου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, η παρούσα απόφαση καθορίζει τις διαδικασίες υποβολής στην ΕΚΤ των δεδομένων τα οποία παρέχουν οι εποπτευόμενες οντότητες στις εθνικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ορισμοί που περιέχονται στον κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ.

Άρθρο 3

Ημερομηνίες αποστολής

Οι εθνικές αρμόδιες αρχές υποβάλλουν στην ΕΚΤ τα δεδομένα του άρθρου 1, τα οποία λαμβάνουν από τους εποπτευόμενους ομίλους και οντότητες, στις ακόλουθες ημερομηνίες αποστολής:

1)

έως τις 12 το μεσημέρι, ώρα Κεντρικής Ευρώπης (6), της δέκατης εργάσιμης ημέρας από την αντίστοιχη ημερομηνία αποστολής των δεδομένων κατά τα προβλεπόμενα στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014, εφόσον πρόκειται για:

α)

σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη·

β)

σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που δεν ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο·

γ)

εποπτευόμενους ομίλους σε υποενοποιημένη βάση και εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο όταν χαρακτηρίζονται σημαντικές σύμφωνα με το κριτήριο των τριών πιο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων στο οικείο κράτος μέλος·

δ)

λοιπούς εποπτευόμενους ομίλους και εποπτευόμενες οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο ιδρυμάτων τα οποία υπόκεινται σε υποχρέωση παροχής στοιχείων προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) βάσει του άρθρου 3 της απόφασης EBA/DC/090 (7)·

2)

έως το πέρας των εργασιών της 25ης εργάσιμης ημέρας από την αντίστοιχη ημερομηνία αποστολής των δεδομένων κατά τα προβλεπόμενα στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014, εφόσον πρόκειται για:

α)

σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους σε υποενοποιημένη βάση, στον βαθμό που τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν ήδη υποβληθεί σύμφωνα με την υποπαράγραφο 1·

β)

σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο, στον βαθμό που τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν ήδη υποβληθεί σύμφωνα με το σημείο 1·

3)

έως το πέρας των εργασιών της 25ης εργάσιμης ημέρας από την αντίστοιχη ημερομηνία αποστολής των δεδομένων κατά τα προβλεπόμενα στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014, εφόσον πρόκειται για:

α)

λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στο κράτος μέλος, στον βαθμό που τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν ήδη υποβληθεί σύμφωνα με το σημείο 1·

β)

λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που δεν ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο, στον βαθμό που τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν ήδη υποβληθεί σύμφωνα με το σημείο 1·

4)

έως το πέρας των εργασιών της 35ης εργάσιμης ημέρας από την αντίστοιχη ημερομηνία αποστολής των δεδομένων κατά τα προβλεπόμενα στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, εφόσον πρόκειται για:

α)

λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους σε υποενοποιημένη βάση, στον βαθμό που τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν ήδη υποβληθεί σύμφωνα με το σημείο 1·

β)

λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο, στον βαθμό που τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν ήδη υποβληθεί σύμφωνα με το σημείο 1.

Άρθρο 4

Έλεγχοι ποιότητας δεδομένων

1.   Οι εθνικές αρμόδιες αρχές παρακολουθούν και διασφαλίζουν την ποιότητα και αξιοπιστία των δεδομένων που καθίστανται διαθέσιμα στην ΕΚΤ. Οι ίδιες αρχές εφαρμόζουν τους κανόνες επικύρωσης που ειδικότερα ορίζονται στο παράρτημα XV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014, τους οποίους σχεδίασε και διαχειρίζεται η ΕΑΤ, ενώ εφαρμόζουν τους πρόσθετους ελέγχους ποιότητας των δεδομένων που καθορίζει η ΕΚΤ σε συνεργασία με τις ίδιες.

2.   Πέραν της συμμόρφωσης με τους κανόνες επικύρωσης και τους ποιοτικούς ελέγχους, τα δεδομένα υποβάλλονται σύμφωνα με τα ακόλουθα συμπληρωματικά ελάχιστα πρότυπα ακρίβειας:

α)

οι εθνικές αρμόδιες αρχές παρέχουν πληροφορίες, εφόσον συντρέχει περίπτωση, σχετικά με τις εξελίξεις που συνεπάγονται τα υποβαλλόμενα δεδομένα· και

β)

οι πληροφορίες πρέπει να είναι πλήρεις: τυχόν κενά πρέπει να επισημαίνονται, να εξηγούνται στην ΕΚΤ και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να συμπληρώνονται χωρίς περιττή καθυστέρηση.

Άρθρο 5

Ποιοτικές πληροφορίες

1.   Οι εθνικές αρμόδιες αρχές υποβάλλουν στην ΕΚΤ χωρίς περιττή καθυστέρηση τις συναφείς επεξηγήσεις σε περίπτωση που δεν μπορεί να διασφαλιστεί η ποιότητα των στοιχείων δεδομένου πίνακα στην ταξινόμηση.

2.   Εξάλλου, οι εθνικές αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΚΤ τους λόγους σημαντικών αναθεωρήσεων που τυχόν υποβάλλουν.

Άρθρο 6

Προσδιορισμός του μορφότυπου διαβίβασης δεδομένων

1.   Οι εθνικές αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τα δεδομένα που ειδικά ορίζονται στην παρούσα απόφαση σύμφωνα με την ταξινόμηση βάσει του eXtensible Business Reporting Language, προκειμένου να διασφαλίζεται ένας ομοιόμορφος τεχνικός μορφότυπος για την ανταλλαγή δεδομένων σε σχέση με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014.

2.   Οι εποπτευόμενες οντότητες ταυτοποιούνται κατά την οικεία διαβίβαση δεδομένων με χρήση του σχετικού κωδικού αναγνώρισης νομικής οντότητας [(pre-) Legal Entity Identifier)].

Άρθρο 7

Ημερομηνίες αναφοράς της πρώτης υποβολής στοιχείων

1.   Οι πρώτες ημερομηνίες αναφοράς για την υποβολή δεδομένων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 1 είναι εκείνες που ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 8.8.1 της απόφασης EBA/DC/090.

2.   Η πρώτη ημερομηνία αναφοράς για την υποβολή δεδομένων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφοι 2, 3 και 4 είναι η 31η Δεκεμβρίου 2014.

Άρθρο 8

Μεταβατική διάταξη

1.   Για την πρώτη ημερομηνία αναφοράς το 2014, οι ημερομηνίες αποστολής για την υποβολή δεδομένων από τις εθνικές αρμόδιες αρχές κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 1 είναι εκείνες που ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 8.8.2 της απόφασης EBA/DC/090.

2.   Από την ημερομηνία αναφοράς για την υποβολή δεδομένων της 31ης Δεκεμβρίου 2014 μέχρι την αντίστοιχη ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 2015 οι ημερομηνίες αποστολής για την υποβολή δεδομένων από τις εθνικές αρμόδιες αρχές κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 3 είναι το πέρας των εργασιών της 30ής εργάσιμης ημέρας από την ημέρα υποβολής των δεδομένων στην εθνική αρμόδια αρχή από τις εποπτευόμενες οντότητες.

3.   Πριν από τις 4 Νοεμβρίου 2014 οι εθνικές αρμόδιες αρχές υποβάλλουν στην ΕΚΤ τα δεδομένα του άρθρου 1 όσον αφορά:

α)

τους εποπτευόμενους ομίλους και τις εποπτευόμενες οντότητες που υπόκεινται στη συνολική αξιολόγηση σύμφωνα με την απόφαση ΕΚΤ/2014/3 (8)·

β)

τους λοιπούς εποπτευόμενους ομίλους και εποπτευόμενες οντότητες που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος όταν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των ιδρυμάτων τα οποία υπόκεινται σε υποχρέωση υποβολής στοιχείων στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 3 της απόφασης EBA/DC/090.

Άρθρο 9

Αποδέκτες

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Φρανκφούρτη, 2 Ιουλίου 2014.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(4)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  Όσον αφορά την ώρα Κεντρικής Ευρώπης, λαμβάνεται υπόψη και η μετάβαση στη θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης.

(7)  Απόφαση EBA/DC/090 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της 24ης Ιανουαρίου 2014, σχετικά με την υποβολή στοιχείων στην ΕΑΤ από τις αρμόδιες αρχές. Διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ www.eba.europa.eu

(8)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/3 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, για τον προσδιορισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στη συνολική αξιολόγηση (ΕΕ L 69 της 8.3.2014, σ. 107).


ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/38


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 14ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τις αρχές για την προστασία καταναλωτών και παικτών υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση, καθώς και για την αποτροπή των ανηλίκων από τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2014/478/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 292,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το 2011, η Επιτροπή διενήργησε δημόσια διαβούλευση σχετικά με την «Πράσινη Βίβλο για τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση στην εσωτερική αγορά»  (1). Προσδιόρισε κοινούς στόχους των κρατών μελών όσον αφορά τη ρύθμιση των υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση και συνέβαλε στον εντοπισμό των βασικών τομέων προτεραιότητας για δράση της Ένωσης.

(2)

Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Προς ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση» που εκδόθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2012 (2)η Επιτροπή πρότεινε μια σειρά δράσεων με σκοπό την αντιμετώπιση των ρυθμιστικών, κοινωνικών και τεχνολογικών προκλήσεων των τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση. Ειδικότερα, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα υποβάλει συστάσεις σχετικά με την προστασία των καταναλωτών στον τομέα των υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση, στις οποίες περιλαμβάνεται η προστασία των ανηλίκων, και σχετικά με τις υπεύθυνες εμπορικές ανακοινώσεις για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση. Η παρούσα σύσταση αποσκοπεί να συνενώσει τα δύο αυτά θέματα και να βελτιώσει την προστασία των καταναλωτών και των παικτών και να αποτρέπει τους ανηλίκους από τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση. Η παρούσα σύσταση αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει ότι τα τυχερά παιχνίδια εξακολουθούν να αποτελούν πηγή διασκέδασης, στους καταναλωτές παρέχεται ασφαλές περιβάλλον για τα τυχερά παιχνίδια και έχουν ληφθεί μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου οικονομικής ή κοινωνικής βλάβης και επίσης να καθορίσει τις ενέργειες που απαιτούνται για την αποτροπή των ανηλίκων από τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση.

(3)

Στο ψήφισμα της 10ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση στην εσωτερική αγορά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (3) κάλεσε την Επιτροπή να διερευνήσει τη δυνατότητα διαλειτουργικότητας μεταξύ εθνικών μητρώων αυτοαποκλεισμού, να αυξήσει την ενημέρωση σχετικά με τους κινδύνους του εθισμού στα τυχερά παιχνίδια και να εξετάσει τη δυνατότητα υποχρεωτικών ελέγχων ταυτοποίησης τρίτων. Κάλεσε επίσης τους φορείς εκμετάλλευσης τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση να παρέχουν υποχρεωτικά στον δικτυακό τόπο τυχερών παιχνιδιών πληροφορίες σχετικά με τις ρυθμιστικές αρχές, τις προειδοποιήσεις προς τους ανηλίκους και τη χρήση αυτοπεριορισμών. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απηύθυνε έκκληση για τη θέσπιση κοινών αρχών για τις υπεύθυνες εμπορικές ανακοινώσεις. Συνέστησε να συμπεριλαμβάνονται στις εμπορικές ανακοινώσεις σαφείς προειδοποιήσεις σχετικά με τις συνέπειες της παθολογικής εξάρτησης από τα τυχερά παιχνίδια και τους κινδύνους του εθισμού στα τυχερά παιχνίδια. Οι εμπορικές ανακοινώσεις δεν θα πρέπει να προβάλλονται σε υπέρμετρο βαθμό ούτε σε περιεχόμενο που απευθύνεται ειδικά σε ανηλίκους ή σε περιπτώσεις που υφίσταται υψηλότερος κίνδυνος στόχευσης σε ανηλίκους.

(4)

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή κάλεσε επίσης την Επιτροπή να επέμβει για τη βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση, και την προστασία των ανηλίκων (4).

(5)

Ελλείψει εναρμόνισης σε ενωσιακό επίπεδο, τα κράτη μέλη είναι, καταρχήν, ελεύθερα να θέτουν τους στόχους της πολιτικής τους σε σχέση με τα τυχερά παιχνίδια και να προσδιορίζουν το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας για τον σκοπό της προστασίας της υγείας των καταναλωτών. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει παράσχει γενικές οδηγίες για την ερμηνεία των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών (σε απευθείας σύνδεση), λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τυχερών παιχνιδιών. Παρά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν ή να θέτουν όρια στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση με βάση τους στόχους δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκουν να προστατεύσουν, πρέπει παρ' όλα αυτά να αποδείξουν την καταλληλότητα και την αναγκαιότητα του εν λόγω μέτρου. Τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να αποδείξουν ότι οι στόχοι δημοσίου συμφέροντος επιδιώκονται με συνεπή και συστηματικό τρόπο (5).

(6)

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει θεσπίσει επίσης βασικούς κανόνες για τις εμπορικές ανακοινώσεις σχετικά με τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών και, ειδικότερα, για εκείνες που παρέχονται υπό συνθήκες μονοπωλίου. Η διαφήμιση την οποία χρησιμοποιεί ο φορέας του κρατικού μονοπωλίου πρέπει να είναι ποσοτικώς ελεγχόμενη και να περιορίζεται αυστηρώς σε ό,τι απαιτείται προκειμένου να κατευθυνθούν οι καταναλωτές προς τα ελεγχόμενα δίκτυα τυχερών παιχνιδιών. Αυτή η διαφήμιση δεν θα πρέπει να αποσκοπεί στην ενίσχυση της φυσικής ροπής των καταναλωτών προς τα τυχερά παιχνίδια μέσω της ενθάρρυνσης της ενεργού συμμετοχής τους σε αυτά, καθιστώντας μεταξύ άλλων κοινότυπα τα τυχερά παιχνίδια, ή ακόμα αυξάνοντας τη δύναμη έλξεως των τυχερών παιχνιδιών μέσω διαφημιστικών μηνυμάτων που προβάλλουν παραπλανητικώς σημαντικά κέρδη. Πρέπει ειδικότερα να γίνει διάκριση μεταξύ των στρατηγικών του δικαιούχου του μονοπωλίου οι οποίες έχουν ως μοναδικό σκοπό να πληροφορηθούν οι ενδεχόμενοι πελάτες την ύπαρξη των προϊόντων και αποσκοπούν στο να εξασφαλιστεί η δέουσα πρόσβαση σε τυχερά παιχνίδια με την κατεύθυνση των παικτών εντός ελεγχόμενων πλαισίων και των στρατηγικών εκείνων που υπαγορεύουν και ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή σε τέτοια παιχνίδια (6).

(7)

Η προστασία των καταναλωτών και της υγείας αποτελούν τους κύριους στόχους δημοσίου συμφέροντος των κρατών μελών εντός των εθνικών πλαισίων τους σε σχέση με τα τυχερά παιχνίδια, τα οποία στοχεύουν στην πρόληψη του εθισμού στα τυχερά παιχνίδια και στην προστασία των ανηλίκων.

(8)

Οι κανόνες και οι πολιτικές που τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει για την επιδίωξη στόχων δημοσίου συμφέροντος ποικίλλουν σημαντικά. Η δράση σε επίπεδο Ένωσης ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να παρέχουν υψηλό επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση, ιδίως υπό το πρίσμα των κινδύνων που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια, που περιλαμβάνουν την ανάπτυξη κάποιου είδους διαταραχής που συνδέεται με τα τυχερά παιχνίδια ή άλλες αρνητικές προσωπικές και κοινωνικές συνέπειες.

(9)

Σκοπός της παρούσας σύστασης είναι να προστατευθεί η υγεία των καταναλωτών και των παικτών και, επομένως, επίσης να ελαχιστοποιηθεί η ενδεχόμενη οικονομική βλάβη που μπορεί να προκύψει από την παθολογική ή υπερβολική εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια. Για το σκοπό αυτό, συνιστά αρχές για ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, των παικτών και των ανηλίκων όσον αφορά τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση. Κατά την προπαρασκευή της παρούσας σύστασης, η Επιτροπή βασίστηκε στις ορθές πρακτικές στα κράτη μέλη.

(10)

Οι υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση προσφέρονται και χρησιμοποιούνται ευρέως. Τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση είναι μια δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών με ετήσια έσοδα στην ΕΕ ύψους 10,54 δισεκατ. ευρώ το 2012. Οι τεχνολογικές εξελίξεις, η αύξηση της διαθεσιμότητας του διαδικτύου και η ευκολία που παρέχουν οι κινητές τεχνολογίες αποτελούν κινητήριους παράγοντες για την ανάπτυξη και την προσβασιμότητα σε τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση. Ωστόσο, μπορεί να πραγματοποιούνται παραπλανητικές επιλογές στις περιπτώσεις που οι πληροφορίες δεν είναι επαρκώς σαφείς ή διαφανείς. Επιπλέον, οι διαδικτυακοί παίκτες αναζητούν ανταγωνιστικές δυνατότητες συμμετοχής σε τυχερά παιχνίδια όποτε αντιλαμβάνονται ότι υφίστανται μη ελκυστικές προσφορές.

(11)

Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα μέσων επικοινωνίας που συμβάλλει στην έκθεση σε εμπορικές ανακοινώσεις σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια, όπως για παράδειγμα τα έντυπα μέσα, το διαφημιστικό ταχυδρομείο, τα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας, η διαφήμιση σε εξωτερικούς χώρους, καθώς και οι χορηγίες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην προσέλκυση ευάλωτων ομάδων, όπως οι ανήλικοι, από τα τυχερά παιχνίδια. Παράλληλα, η εμπορική ανακοίνωση υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση των καταναλωτών προς μια προσφορά που επιτρέπεται και εποπτεύεται, για παράδειγμα με την προβολή της ταυτότητας του φορέα εκμετάλλευσης και τη συμπερίληψη ορθών πληροφοριών σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια, περιλαμβανομένων των κινδύνων του εθισμού στα τυχερά παιχνίδια, καθώς και κατάλληλων προειδοποιητικών μηνυμάτων.

(12)

Ορισμένα άτομα που επιδίδονται σε τυχερά παιχνίδια αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη συμπεριφορά τους σε βαθμό που έχει επιπτώσεις στο άτομο ή στην οικογένεια, ενώ άλλα έχουν υποστεί σοβαρή βλάβη λόγω παθολογικής εξάρτησης από τα τυχερά παιχνίδια. Εκτιμάται ότι 0,1-0,8 % του γενικού ενήλικου πληθυσμού παρουσιάζει διαταραχή που συνδέεται με τα τυχερά παιχνίδια και σε ένα επιπλέον ποσοστό της τάξης του 0,1-2,2 % παρατηρείται δυνητικά προβληματική συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια. (7) Ως εκ τούτου, απαιτείται μια προληπτική προσέγγιση για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση, προκειμένου αυτές να προσφέρονται και να προωθούνται με κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο, ιδίως προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα τυχερά παιχνίδια παραμένουν πηγή ψυχαγωγίας και αναψυχής.

(13)

Οι ανήλικοι εκτίθενται συχνά σε τυχερά παιχνίδια, καθώς χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, εφαρμογές κινητής επικοινωνίας και μέσα επικοινωνίας που προβάλλουν διαφημίσεις τυχερών παιχνιδιών, ενώ εκτίθενται και σε διαφημίσεις τυχερών παιχνιδιών σε εξωτερικούς χώρους. Επίσης παρακολουθούν ή παρευρίσκονται σε αθλητικές διοργανώσεις που χρηματοδοτούνται από συμφέροντα τυχερών παιχνιδιών ή στις οποίες προβάλλονται διαφημίσεις που επικεντρώνονται σε δραστηριότητες τυχερών παιχνιδιών. Ως εκ τούτου, η παρούσα σύσταση αποσκοπεί επίσης στην αποτροπή πρόκλησης βλαβών ή εκμετάλλευσης των ανηλίκων από τυχερά παιχνίδια.

(14)

Οι φορείς εκμετάλλευσης τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση κατέχουν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό πολλαπλές άδειες σε περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία έχουν επιλέξει συστήματα βασισμένα στην αδειοδότηση σε σχέση με τη ρύθμιση του κλάδου των τυχερών παιχνιδιών. Οι φορείς αυτοί θα μπορούσαν να ωφεληθούν από μια πιο κοινή προσέγγιση. Επιπλέον, ο πολλαπλασιασμός των απαιτήσεων συμμόρφωσης μπορεί να οδηγήσει σε περιττή επανάληψη υποδομών και εξόδων, με αποτέλεσμα τον περιττό διοικητικό φόρτο για τις ρυθμιστικές αρχές.

(15)

Είναι σκόπιμο να κληθούν τα κράτη μέλη να προτείνουν κανόνες που θα παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση. Οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει επίσης να αποτρέπουν την ανάπτυξη διαταραχών που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια, να προλαμβάνουν την πρόσβαση των ανηλίκων σε εγκαταστάσεις τυχερών παιχνιδιών και να αποθαρρύνουν τους καταναλωτές από το να επωφελούνται από προσφορές που επιτρέπονται και, επομένως, είναι δυνητικά επιζήμιες.

(16)

Όπου ενδείκνυται, οι αρχές της παρούσας σύστασης δεν θα πρέπει να απευθύνονται μόνο στους φορείς εκμετάλλευσης αλλά και σε τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων «συνδεόμενων επιχειρήσεων», στις οποίες επιτρέπεται να προωθούν υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση εξ ονόματος του φορέα εκμετάλλευσης.

(17)

Είναι σκόπιμο να ενημερώνονται καλύτερα οι καταναλωτές και οι παίκτες σχετικά με τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση οι οποίες, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, δεν επιτρέπονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου λαμβάνεται η υπηρεσία τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση και επίσης να αναληφθεί δράση εναντίον των εν λόγω υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη που δεν επιτρέπουν μια συγκεκριμένη υπηρεσία τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση θα πρέπει να μην επιτρέπουν τις εμπορικές ανακοινώσεις για αυτού του είδους τις υπηρεσίες.

(18)

Η διαδικασία εγγραφής για το άνοιγμα ενός λογαριασμού παίκτη εξυπηρετεί τον σκοπό επαλήθευσης της ταυτότητας του προσώπου και διευκόλυνσης της παρακολούθησης της συμπεριφοράς του παίκτη. Είναι σημαντικό να σχεδιάζεται η εν λόγω εγγραφή με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέπονται οι καταναλωτές από το να εγκαταλείπουν τη διαδικασία εγγραφής και να στρέφονται σε δικτυακούς τόπους τυχερών παιχνιδιών που δεν διέπονται από κανονιστικές ρυθμίσεις.

(19)

Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία εγγραφής έχει θεσπιστεί με διαφορετικό τρόπο στα κράτη μέλη, ενίοτε με βήματα εκτός απευθείας σύνδεσης ή με χειροκίνητα βήματα κατά τη διαδικασία επαλήθευσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι είναι δυνατός ο αποτελεσματικός έλεγχος των στοιχείων ταυτοποίησης για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εγγραφής.

(20)

Είναι σημαντικό να γίνονται μόνιμοι οι λογαριασμοί των παικτών μόνο αφού έχουν επικυρωθεί τα στοιχεία ταυτότητας που παρέχονται από τους παίκτες. Πριν καταστεί μόνιμος ένας λογαριασμός, είναι επιθυμητό να επιτρέπεται στους παίκτες η χρήση προσωρινών λογαριασμών. Λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα τους, οι προσωρινοί λογαριασμοί θα πρέπει να έχουν μια σταθερή ονομαστική αξία και οι παίκτες δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ανάληψη των καταθέσεων ή των κερδών.

(21)

Προκειμένου να προστατεύονται οι παίκτες και τα χρήματά τους καθώς να διασφαλίζεται η διαφάνεια, θα πρέπει να εφαρμόζονται συγκεκριμένες διαδικασίες για την επαλήθευση των λογαριασμών παικτών που παραμένουν ανενεργοί για καθορισμένο διάστημα, καθώς και για το κλείσιμο ή τη διακοπή ενός λογαριασμού παίκτη. Επιπλέον, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι το άτομο είναι ανήλικος, ο λογαριασμός παίκτη θα πρέπει να ακυρώνεται.

(22)

Όσον αφορά τις ενημερωτικές προειδοποιήσεις, όπου κρίνεται σκόπιμο, η επιλογή ενός χρονομέτρου θα πρέπει να διατίθεται στον παίκτη σε εμφανές σημείο κατά τη διάρκεια ενός γύρου τυχερού παιχνιδιού.

(23)

Όσον αφορά την υποστήριξη των παικτών, πέραν του καθορισμού ορίων κατάθεσης, θα μπορούσαν επίσης να παρέχονται στους παίκτες πρόσθετα μέτρα προστασίας, όπως η δυνατότητα καθορισμού ορίων ποσού στοιχήματος ή απωλειών.

(24)

Προκειμένου να προλαμβάνεται η ανάπτυξη διαταραχής που συνδέεται με τυχερά παιχνίδια, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει επίσης, σε περίπτωση που παρατηρούνται αλλαγές στη συμπεριφορά απέναντι στα τυχερά παιχνίδια, να είναι σε θέση να κατευθύνει τον παίκτη να απέχει για κάποιο διάστημα ή να αποκλείει τον παίκτη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να αναφέρει στον παίκτη τους λόγους για τα ανωτέρω, και να κατευθύνει τον παίκτη να αναζητήσει βοήθεια ή θεραπεία.

(25)

Οι φορείς εκμετάλλευσης είναι σημαντικοί χορηγοί αθλητικών ομάδων και διοργανώσεων στην Ευρώπη. Για την ενίσχυση της υπευθυνότητας των χορηγιών από παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση, οι σχετικές απαιτήσεις θα πρέπει να ορίζουν σαφώς ότι οι χορηγίες οφείλουν να είναι διαφανείς και να πραγματοποιούνται με υπεύθυνο τρόπο. Ειδικότερα, θα πρέπει να καθοριστούν σαφέστερες απαιτήσεις προκειμένου οι χορηγίες από φορείς εκμετάλλευσης τυχερών παιχνιδιών να μην επιδρούν ή επηρεάζουν αρνητικά τους ανηλίκους.

(26)

Είναι επίσης αναγκαίο να υπάρξει ευαισθητοποίηση σχετικά με τους εγγενείς κινδύνους των επικρατέστερων ιστοτόπων τυχερών παιχνιδιών, όπως η απάτη, που διαφεύγουν από κάθε είδος ελέγχου στο επίπεδο της Ένωσης.

(27)

Η αποτελεσματική εποπτεία είναι αναγκαία για την κατάλληλη προστασία των στόχων δημόσιου συμφέροντος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν αρμόδιες αρχές, να θεσπίσουν σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για τους φορείς εκμετάλλευσης και να παρέχουν πληροφορίες εύκολα προσβάσιμες για τους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των ανηλίκων.

(28)

Οι κώδικες δεοντολογίας μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματική εφαρμογή και παρακολούθηση των αρχών της παρούσας σύστασης σχετικά με τις εμπορικές ανακοινώσεις.

(29)

Η παρούσα σύσταση δεν επηρεάζει την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ούτε την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου (9).

(30)

Η εφαρμογή των αρχών που ορίζονται στην παρούσα σύσταση προϋποθέτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, εφαρμόζεται η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

I.   ΣΚΟΠΟΣ

1.

Συνιστάται στα κράτη μέλη να επιτύχουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές, τους παίκτες και τους ανηλίκους, μέσω της θέσπισης αρχών για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση και για τις υπεύθυνες εμπορικές ανακοινώσεις των εν λόγω υπηρεσιών, με σκοπό τη διαφύλαξη της υγείας καθώς και την ελαχιστοποίηση των ενδεχόμενων οικονομικών βλαβών που μπορεί να προκύψουν από την παθολογική εξάρτηση ή την υπερβολική συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια.

2.

Η παρούσα σύσταση δεν επηρεάζει το δικαίωμα των κρατών μελών να θεσπίζουν κανονιστικές ρυθμίσεις για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών.

II.   ΟΡΙΣΜΟΙ

3.

Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «υπηρεσία τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση» νοείται κάθε υπηρεσία που περιλαμβάνει το χρηματικό στοίχημα σε παιχνίδια τύχης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα οποία υπεισέρχεται ο παράγοντας ικανότητα, όπως είναι οι λαχειοφόρες κληρώσεις, τα παιχνίδια καζίνο, τα παιχνίδια πόκερ και οι πράξεις στοιχηματισμού που προσφέρονται με οποιονδήποτε τρόπο εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα ή κάθε άλλη τεχνολογία για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας, και μετά από ατομικό αίτημα του αποδέκτη των υπηρεσιών·

β)

ως «καταναλωτής» νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί εκτός της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή ελεύθερης επαγγελματικής του δραστηριότητας·

γ)

ως «παίκτης» νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο διαθέτει λογαριασμό παίκτη στον φορέα εκμετάλλευσης και συμμετέχει στην υπηρεσία τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση·

δ)

ως «λογαριασμός παίκτη» νοείται ο λογαριασμός που ανοίγει ο παίκτης και στον οποίο καταχωρούνται όλες οι συναλλαγές με τον φορέα εκμετάλλευσης·

ε)

ως «ανήλικος» νοείται κάθε πρόσωπο κάτω από το ελάχιστο όριο ηλικίας που καθορίζεται από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, για τη συμμετοχή σε υπηρεσία τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση λόγω της ηλικίας του·

στ)

ως «φορέας εκμετάλλευσης» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο επιτρέπεται να παρέχει μια υπηρεσία τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση, και κάθε πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου·

ζ)

ως «εμπορική ανακοίνωση» νοείται κάθε μορφή ανακοίνωσης που αποσκοπεί στην προώθηση, άμεσα ή έμμεσα, των προϊόντων, των υπηρεσιών ή της εικόνας ενός φορέα εκμετάλλευσης·

η)

ως «χορηγία» νοείται η συμβατική σχέση μεταξύ ενός φορέα εκμετάλλευσης και ενός αποδέκτη της χορηγίας, στο πλαίσιο της οποίας ο φορέας εκμετάλλευσης παρέχει χρηματοδότηση ή άλλη στήριξη σε οποιαδήποτε αθλητική ή καλλιτεχνική εκδήλωση, οργάνωση, ομάδα ή άτομο, προκειμένου να εδραιωθεί μια σχέση μεταξύ της εικόνας, του εμπορικού σήματος ή των προϊόντων του φορέα εκμετάλλευσης και μια ιδιότητα χορηγίας, σε αντάλλαγμα εμπορικών ανακοινώσεων ή άλλων οφελών.

III.   ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

4.

Οι ακόλουθες πληροφορίες θα πρέπει να προβάλλονται σε εμφανές σημείο στην αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου τυχερών παιχνιδιών του φορέα εκμετάλλευσης και να είναι προσβάσιμες από όλες τις σελίδες του δικτυακού τόπου

α)

τα στοιχεία της εταιρείας ή άλλα μέσα με τα οποία διασφαλίζεται η ταυτοποίηση του φορέα εκμετάλλευσης και η επικοινωνία με αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

επωνυμία της εταιρείας·

ii)

τόπο εγγραφής της σε μητρώο·

iii)

διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου·

β)

η ένδειξη «απαγορεύεται η συμμετοχή ανηλίκων στα τυχερά παιχνίδια», η οποία υποδεικνύει το ελάχιστο όριο ηλικίας κάτω από το οποίο δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια·

γ)

το μήνυμα «συμμετέχετε υπεύθυνα», στο οποίο με ένα μόνο κλικ παρέχονται τα κάτωθι:

i)

πληροφορίες ότι τα τυχερά παιχνίδια μπορεί να είναι επιζήμια εάν δεν ελέγχονται·

ii)

πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα στήριξης των παικτών στον δικτυακό τόπο·

iii)

τεστ αυτοαξιολόγησης προκειμένου οι παίκτες να ελέγχουν τη συμπεριφορά τους απέναντι στα τυχερά παιχνίδια·

δ)

σύνδεσμος προς έναν τουλάχιστον οργανισμό που παρέχει πληροφορίες και βοήθεια όσον αφορά διαταραχές που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια.

5.

Οι όροι και οι προϋποθέσεις της συμβατικής σχέσης μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης και του καταναλωτή θα πρέπει να παρέχονται σαφώς και ευανάγνωστα. Θα πρέπει:

α)

να περιέχουν πληροφορίες τουλάχιστον σχετικά με τα χρονικά πλαίσια και τα όρια αναλήψεων από τον λογαριασμό παίκτη, κάθε χρέωση που αφορά τις συναλλαγές του λογαριασμού παίκτη και σύνδεσμο προς τα ισχύοντα ποσοστά απόδοσης για κάθε παιχνίδι·

β)

να γίνονται αποδεκτοί και να επιβεβαιώνονται από τον καταναλωτή κατά τη διαδικασία εγγραφής που αναφέρεται στο τμήμα V·

γ)

να διατίθενται με ηλεκτρονικά μέσα κατά τρόπο που επιτρέπει την αποθήκευση και ανάκτησή τους από τον καταναλωτή, και κάθε αλλαγή θα πρέπει να κοινοποιείται στον καταναλωτή.

6.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι στον καταναλωτή διατίθενται πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες που αφορούν τα παιχνίδια και τα στοιχήματα που διατίθενται στον δικτυακό τόπο τυχερών παιχνιδιών του φορέα εκμετάλλευσης.

7.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο δικτυακός τόπος τυχερών παιχνιδιών του φορέα εκμετάλλευσης παρουσιάζει τα στοιχεία της ρυθμιστικής αρχής τυχερών παιχνιδιών, προκειμένου να αποδεικνύεται ότι ο φορέας εκμετάλλευσης έχει λάβει άδεια.

IV.   ΑΝΗΛΙΚΟΙ

8.

Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται σε ανηλίκους η συμμετοχή σε ιστότοπο τυχερών παιχνιδιών ή η κατοχή λογαριασμού παίκτη.

9.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να εφαρμόζει διαδικασίες για την αποτροπή των ανηλίκων από τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια, περιλαμβανομένων ελέγχων επαλήθευσης της ηλικίας κατά τη διαδικασία εγγραφής που αναφέρεται στο τμήμα V.

10.

Για την αποτροπή των ανηλίκων από την πρόσβαση σε δικτυακούς τόπους τυχερών παιχνιδιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν την προβολή συνδέσμων για προγράμματα γονικού ελέγχου στους δικτυακούς τόπους τυχερών παιχνιδιών.

11.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εμπορικές ανακοινώσεις για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση να μην βλάπτουν τους ανηλίκους ούτε να τους παρακινούν να θεωρούν τα τυχερά παιχνίδια ως φυσιολογικό στοιχείο των δραστηριοτήτων τους κατά τον ελεύθερο χρόνο τους.

12.

Οι εμπορικές ανακοινώσεις θα πρέπει να φέρουν σαφώς το μήνυμα «απαγορεύεται η συμμετοχή ανηλίκων στα τυχερά παιχνίδια», το οποίο θα υποδεικνύει το ελάχιστο όριο ηλικίας κάτω από το οποίο δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια.

13.

Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να ενθαρρύνουν ούτε να διευκολύνουν τη μετάδοση ή προβολή των εμπορικών ανακοινώσεων

α)

στα μέσα επικοινωνίας ή γύρω από προγράμματα όπου το κοινό αναμένεται να αποτελείται κυρίως από ανηλίκους·

β)

σε δικτυακούς τόπους που απευθύνονται κυρίως σε ανηλίκους·

γ)

κοντά σε τοποθεσίες όπου οι ανήλικοι περνούν χρόνο κατά κανόνα και αναμένεται να αποτελούν το κύριο κοινό, όπου περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα σχολεία.

14.

Οι εμπορικές ανακοινώσεις δεν θα πρέπει

α)

να εκμεταλλεύονται την απειρία ή έλλειψη γνώσεων από πλευράς των ανηλίκων·

β)

να χρησιμοποιούν εικόνες ανηλίκων ή νέων ατόμων ή εκστρατείες που είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για τους ανηλίκους·

γ)

να είναι ελκυστικές για τους ανηλίκους ή τους νέους, με το να αντικατοπτρίζουν ή να συνδέουν τα τυχερά παιχνίδια με τις δραστηριότητες της κουλτούρας των νέων·

δ)

να υπαινίσσονται ότι η συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια σηματοδοτεί τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή.

V.   ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΠΑΙΚΤΗ

15.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η συμμετοχή ενός προσώπου σε μια υπηρεσία τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση επιτρέπεται μόνο εάν ο παίκτης έχει εγγραφεί και διατηρεί λογαριασμό στον φορέα εκμετάλλευσης.

16.

Θα πρέπει να απαιτούνται οι ακόλουθες πληροφορίες κατά τη διαδικασία εγγραφής για το άνοιγμα ενός λογαριασμού παίκτη:

α)

ονοματεπώνυμο·

β)

διεύθυνση·

γ)

ημερομηνία γέννησης·

δ)

διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή αριθμός κινητού τηλεφώνου.

17.

Η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή ο αριθμός κινητού τηλεφώνου που παρέχονται θα πρέπει να επαληθεύονται από τον παίκτη ή τον φορέα εκμετάλλευσης. Μέσω των στοιχείων αυτών θα πρέπει να είναι δυνατή η άμεση και αποτελεσματική επαφή και επικοινωνία μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης και του παίκτη.

18.

Θα πρέπει να πραγματοποιείται επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας του παίκτη. Στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή ή δεν εφαρμόζεται άμεση ηλεκτρονική επαλήθευση, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να διευκολύνουν την πρόσβαση σε εθνικά μητρώα, βάσεις δεδομένων ή άλλα επίσημα έγγραφα μέσω των οποίων οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να επαληθεύουν τα στοιχεία ταυτότητας.

19.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η επιτυχής επαλήθευση της ταυτότητας ή της ηλικίας του προσώπου, θα πρέπει να ακυρώνεται η διαδικασία εγγραφής για το άνοιγμα λογαριασμού παίκτη, περιλαμβανομένου του προσωρινού λογαριασμού.

20.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καθιερώσουν ηλεκτρονικά συστήματα ταυτοποίησης κατά τη διαδικασία εγγραφής.

21.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε

α)

η διαδικασία εγγραφής να διευκολύνει την επαλήθευση της ταυτότητας, η οποία πρέπει να ολοκληρώνεται σε εύλογο διάστημα και να μην επιβαρύνει αδικαιολόγητα τους καταναλωτές ή τους φορείς εκμετάλλευσης·

β)

τα συστήματα εγγραφής να προβλέπουν εναλλακτικά μέσα για την επαλήθευση της ταυτότητας, ιδίως στις περιπτώσεις που ο καταναλωτής δεν διαθέτει εθνικό αναγνωριστικό αριθμό στο κράτος μέλος όπου απαιτείται αυτή η διαδικασία, ή σε περίπτωση προσωρινής μη διαθεσιμότητας των βάσεων δεδομένων.

22.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι παίκτες διαθέτουν:

α)

πρόσβαση σε προσωρινό λογαριασμό στον φορέα εκμετάλλευσης στον οποίο κατέχουν λογαριασμό έως την επιτυχή ολοκλήρωση της επαλήθευσης της ταυτότητας·

β)

μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό χρήστη και κωδικό πρόσβασης, ή άλλο στοιχείο ασφαλείας για την πρόσβαση στον φορέα εκμετάλλευσης στον οποίο κατέχουν λογαριασμό.

23.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν κανόνες:

α)

προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα χρηματικά ποσά των παικτών προστατεύονται και καταβάλλονται αποκλειστικά στον παίκτη, και ότι διατηρούνται χωριστά από τα ίδια κεφάλαια του φορέα εκμετάλλευσης·

β)

για την αποτροπή αθέμιτων συμπράξεων και μεταφορών χρηματικών ποσών μεταξύ των παικτών, συμπεριλαμβανομένων κανόνων σχετικά με την ακύρωση των μεταφορών ή την ανάκτηση χρηματικών ποσών από λογαριασμούς παικτών σε περίπτωση που διαπιστωθεί αθέμιτη σύμπραξη ή απάτη.

VI.   ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΠΑΙΚΤΩΝ

24.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι στο στάδιο εγγραφής στον δικτυακό τόπο τυχερών παιχνιδιών του φορέα εκμετάλλευσης ένας παίκτης έχει τη δυνατότητα να θέτει εξ ορισμού όρια χρηματικών καταθέσεων, καθώς και χρονικά όρια.

25.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι στον δικτυακό τόπο τυχερών παιχνιδιών του φορέα εκμετάλλευσης ένας παίκτης έχει ανά πάσα στιγμή εύκολη πρόσβαση στα εξής:

α)

στο υπόλοιπο του λογαριασμού παίκτη·

β)

στη λειτουργία υποστήριξης παικτών όσον αφορά την υπεύθυνη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια μέσα από ηλεκτρονικές φόρμες ή μέσω προσωπικής επικοινωνίας όπου περιλαμβάνεται τουλάχιστον ζωντανή συζήτηση (live chat) και τηλέφωνο·

γ)

γραμμές βοήθειας προς οργανώσεις πληροφοριών και βοήθειας, όπως αναφέρεται στο σημείο 4 στοιχείο δ).

26.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι, στον δικτυακό τόπο ενός φορέα εκμετάλλευσης, είναι δυνατή εξ ορισμού η λήψη από τον παίκτη ενημερωτικών προειδοποιήσεων, σε τακτά διαστήματα, σχετικά με τα κέρδη και τις απώλειες κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού ή στοιχήματος, και σχετικά με τον χρόνο που έχει διαρκέσει το παιχνίδι. Ο παίκτης θα πρέπει να επιβεβαιώνει την ενημερωτική προειδοποίηση και να μπορεί να διακόπτει ή να συνεχίζει τη συμμετοχή του στο τυχερό παιχνίδι.

27.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι στον δικτυακό τόπο τυχερών παιχνιδιών του φορέα εκμετάλλευσης ο παίκτης δεν έχει τη δυνατότητα

α)

να πραγματοποιεί καταθέσεις πέραν του ορίου χρηματικών καταθέσεων για το καθορισμένο χρονικό διάστημα·

β)

να συμμετέχει σε τυχερά παιχνίδια εάν στον λογαριασμό παίκτη δεν υπάρχουν τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την κάλυψη του παιχνιδιού ή του στοιχήματος.

28.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαγορεύουν στον φορέα εκμετάλλευσης να παρέχει πίστωση στον παίκτη.

29.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι στον δικτυακό τόπο του φορέα εκμετάλλευσης ο παίκτης έχει τη δυνατότητα

α)

να μειώσει το όριο καταθέσεων, με άμεση ισχύ·

β)

να αυξήσει το όριο καταθέσεων. Η αίτηση θα πρέπει να τίθεται σε ισχύ μόνο τουλάχιστον εικοσιτέσσερις ώρες μετά το αίτημα του παίκτη·

γ)

να διακόπτει τη συμμετοχή και να αυτοαποκλείεται.

30.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες που διευκολύνουν την αλληλεπίδραση με τους παίκτες, σε περιπτώσεις που η συμπεριφορά τους απέναντι στα τυχερά παιχνίδια υποδεικνύει κίνδυνο ανάπτυξης διαταραχής που συνδέεται με τα τυχερά παιχνίδια.

31.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης τηρεί αρχείο, τουλάχιστον με τις καταθέσεις και τα κέρδη του παίκτη, για ορισμένο χρονικό διάστημα. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να διατίθενται στον παίκτη κατόπιν αιτήματός του.

VII.   ΔΙΑΚΟΠΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ

32.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι στον δικτυακό τόπο του φορέα εκμετάλλευσης ο παίκτης έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διακοπή συμμετοχής ή τον αυτοαποκλεισμό από συγκεκριμένη υπηρεσία τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση ή από όλους τους τύπους υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση.

33.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι:

α)

η διακοπή συμμετοχής χρησιμεύει στον αποκλεισμό από τυχερά παιχνίδια για τουλάχιστον εικοσιτέσσερις ώρες·

β)

ο αυτοαποκλεισμός σε έναν φορέα εκμετάλλευσης είναι δυνατός για τουλάχιστον έξι μήνες.

34.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν το κλείσιμο του λογαριασμού παίκτη στην περίπτωση αυτοαποκλεισμού.

35.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επανεγγραφή ενός παίκτη είναι δυνατή μόνο κατόπιν γραπτού ή ηλεκτρονικού αιτήματος του παίκτη και σε κάθε περίπτωση, μόνο μετά το πέρας της περιόδου αυτοαποκλεισμού.

36.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν κανόνες σχετικά με τα αιτήματα ενδιαφερομένων τρίτων προς έναν φορέα εκμετάλλευσης για τον αποκλεισμό του παίκτη από έναν δικτυακό τόπο τυχερών παιχνιδιών.

37.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να συστήσουν εθνικό μητρώο αυτοαποκλεισθέντων παικτών.

38.

Στις περιπτώσεις σύστασης εθνικών μητρώων αυτοαποκλεισθέντων παικτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διευκολύνουν την πρόσβαση των φορέων εκμετάλλευσης στα εν λόγω μητρώα και να διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης ανατρέχουν τακτικά σε αυτά τα μητρώα προκειμένου να αποτρέπουν τους αυτοαποκλεισθέντες παίκτες από το να συνεχίσουν να συμμετέχουν σε τυχερά παιχνίδια.

VIII.   ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

39.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης, εκ μέρους του οποίου πραγματοποιείται η εμπορική ανακοίνωση, να είναι σαφώς αναγνωρίσιμος.

40.

Όπου κρίνεται σκόπιμο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι εμπορικές επικοινωνίες για υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση μεταφέρουν μηνύματα που περιλαμβάνουν τουλάχιστον τους κινδύνους για την υγεία που οφείλονται στον εθισμό στα τυχερά παιχνίδια, με εύχρηστο και διαφανή τρόπο.

41.

Οι εμπορικές ανακοινώσεις δεν θα πρέπει:

α)

να περιλαμβάνουν αβάσιμες δηλώσεις σχετικά με τις πιθανότητες νίκης ή τα κέρδη που μπορούν να αναμένουν οι παίκτες από τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια·

β)

να υπαινίσσονται ότι οι δεξιότητες μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση ενός παιχνιδιού, όταν αυτό δεν ισχύει·

γ)

να ασκούν πίεση για συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια ή να δυσφημούν την αποχή μέσω του χρόνου, του τόπου ή της φύσης της εμπορικής επικοινωνίας·

δ)

να παρουσιάζουν τα τυχερά παιχνίδια ως κοινωνικώς ελκυστικά ή να περιέχουν μνείες από γνωστές προσωπικότητες ή διασημότητες που υπαινίσσονται ότι η συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια συμβάλλει στην κοινωνική επιτυχία·

ε)

να υπαινίσσονται ότι τα τυχερά παιχνίδια μπορούν να αποτελέσουν τη λύση για κοινωνικά, επαγγελματικά ή προσωπικά προβλήματα·

στ)

να υπαινίσσονται ότι τα τυχερά παιχνίδια μπορεί να είναι εναλλακτική λύση ως προς την απασχόληση, λύση για οικονομικά προβλήματα ή μια μορφή χρηματοοικονομικής επένδυσης.

42.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε τα δωρεάν (play-for-fun) παιχνίδια που χρησιμοποιούνται στις εμπορικές ανακοινώσεις να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες και τεχνικές προϋποθέσεις με τα αντίστοιχα επί πληρωμή (play for money) παιχνίδια.

43.

Οι εμπορικές ανακοινώσεις δεν θα πρέπει να στοχεύουν σε ευάλωτους παίκτες, ιδίως με τη χρήση μη ζητηθεισών εμπορικών ανακοινώσεων που απευθύνονται σε άτομα τα οποία έχουν αυτοαποκλειστεί από τα τυχερά παιχνίδια ή έχουν αποκλειστεί από τη λήψη υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση λόγω εθισμού στα τυχερά παιχνίδια.

44.

Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν τις μη ζητηθείσες εμπορικές ανακοινώσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα πρέπει να διασφαλίζουν:

α)

ότι οι εν λόγω εμπορικές ανακοινώσεις είναι αναγνωρίσιμες σαφώς και αναμφισβήτητα·

β)

ότι ο φορέας εκμετάλλευσης τηρεί τα μητρώα «επιλεκτικής αποχής» στα οποία μπορούν να εγγράφονται τα φυσικά πρόσωπα που δεν επιθυμούν να λαμβάνουν τέτοιες εμπορικές ανακοινώσεις.

45.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εμπορικές ανακοινώσεις να λαμβάνουν υπόψη τον δυνητικό κίνδυνο της προωθούμενης υπηρεσίας τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση.

IX.   ΧΟΡΗΓΙΕΣ

46.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι χορηγίες από φορείς εκμετάλλευσης να είναι διαφανείς και ο φορέας εκμετάλλευσης να μπορεί να αναγνωρίζεται σαφώς ως ο χορηγός.

47.

Οι χορηγίες δεν θα πρέπει να επηρεάζουν ή να επιδρούν αρνητικά στους ανηλίκους. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να διασφαλίζουν ότι:

α)

δεν επιτρέπεται η χορηγία διοργανώσεων που προορίζονται ή απευθύνονται κυρίως σε ανηλίκους·

β)

το προωθητικό υλικό του χορηγού δεν χρησιμοποιείται σε εμπορευματοποίηση που στοχεύει ή απευθύνεται κυρίως σε ανηλίκους.

48.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους χορηγούς να επαληθεύουν εάν η χορηγία επιτρέπεται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στο κράτος μέλος στο οποίο θα λάβει χώρα η χορηγία.

X.   ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

49.

Τα κράτη μέλη, και κατά περίπτωση από κοινού με τις οργανώσεις καταναλωτών και τους φορείς εκμετάλλευσης, καλούνται να οργανώνουν ή να προωθούν τακτικές εκστρατείες εκπαίδευσης και δημόσιας ευαισθητοποίησης, για την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και των ευάλωτων ομάδων, περιλαμβανομένων των ανηλίκων, σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση.

50.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και η ρυθμιστική αρχή τυχερών παιχνιδιών ενημερώνουν τους αντίστοιχους υπαλλήλους τους, που ασχολούνται με δραστηριότητες που σχετίζονται με τα τυχερά παιχνίδια, σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση. Οι υπάλληλοι που αλληλεπιδρούν άμεσα με τους παίκτες θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένοι ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι κατανοούν ζητήματα εθισμού στα τυχερά παιχνίδια και γνωρίζουν πώς πρέπει να τα αντιμετωπίζουν.

XI.   ΕΠΟΠΤΕΙΑ

51.

Τα κράτη μέλη καλούνται να ορίσουν αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές τυχερών παιχνιδιών κατά την εφαρμογή των αρχών που ορίζονται στην παρούσα σύσταση, για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση, με ανεξάρτητο τρόπο, της αποτελεσματικής συμμόρφωσης με τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται για την υποστήριξη των αρχών που προβλέπονται στην παρούσα σύσταση.

XII.   ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΝΑΦΟΡΩΝ

52.

Τα κράτη μέλη καλούνται να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή κάθε μέτρο που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παρούσα σύσταση έως τις 19 Ιανουαρίου 2016, προκειμένου η Επιτροπή να είναι σε θέση να αξιολογήσει την εφαρμογή της παρούσας σύστασης.

53.

Τα κράτη μέλη καλούνται να συλλέγουν αξιόπιστα δεδομένα σε ετήσια βάση για στατιστικούς σκοπούς σχετικά με τα εξής:

α)

τα εφαρμοστέα μέτρα προστασίας των παικτών, ιδίως τον αριθμό των λογαριασμών παικτών (που άνοιξαν και έκλεισαν), τον αριθμό των αυτοαποκλεισθέντων παικτών, τα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν διαταραχές συνδεόμενες με τυχερά παιχνίδια και τις καταγγελίες από παίκτες·

β)

τις εμπορικές ανακοινώσεις κατά κατηγορία και κατά είδος παράβασης των αρχών.

Τα κράτη μέλη καλούνται να κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή, για πρώτη φορά, έως τις 19 Ιουλίου 2016.

54.

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την εφαρμογή της σύστασης έως τις 19 Ιανουαρίου 2017.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

Michel BARNIER

Αντιπρόεδρος


(1)  COM(2011) 128 τελικό

(2)  COM(2012) 596 τελικό.

(3)  P7_TA(2013)0348.

(4)  2012/2322(INI).

(5)  Υποθέσεις C-186/11 και C-209/11 Stanleybet International, C-316/07 Stoss & Others και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(6)  Υπόθεση C-347/09 Dickinger και Omer και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(7)  Έγγραφο πολιτικής Alice-RAP: Gambling: two sides of the same coin (Τυχερά παιχνίδια: οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος).

(8)  Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22).

(9)  Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

(10)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(11)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 37).


ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΜΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

19.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/47


Μόνο τα πρωτότυπα κείμενα της ΟΕΕ/ΗΕ έχουν νομική ισχύ σύμφωνα με το διεθνές δημόσιο δίκαιο. Η κατάσταση και η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού πρέπει να ελεγχθεί στην τελευταία έκδοση του εγγράφου που αφορά την κατάσταση προσχώρησης στους κανονισμούς ΟΕΕ/ΗΕ, δηλαδή του εγγράφου TRANS/WP.29/343, που είναι διαθέσιμο στον ακόλουθο δικτυακό τόπο:

http://www.unece.org/trans/main/wp29/wp29wgs/wp29gen/wp29fdocstts.html

Κανονισμός αριθ. 131 της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών (ΟΕΕ/ΗΕ) — Ενιαίες διατάξεις σχετικά με την έγκριση οχημάτων όσον αφορά τα προηγμένα συστήματα πέδησης έκτακτης ανάγκης (AEBS)

Περιλαμβάνει όλο το έγκυρο κείμενο έως:

Συμπλήρωμα 1 της σειράς τροπολογιών 01 — Ημερομηνία έναρξης ισχύος: 13 Φεβρουαρίου 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Εισαγωγή (για ενημέρωση)

1.

Πεδίο εφαρμογής και σκοπός

2.

Ορισμοί

3.

Αίτηση για έγκριση

4.

Έγκριση

5.

Προδιαγραφές

6.

Μέθοδος δοκιμής

7.

Τροποποίηση τύπου οχήματος και επέκταση έγκρισης

8.

Συμμόρφωση της παραγωγής

9.

Κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της παραγωγής

10.

Οριστική παύση της παραγωγής

11.

Ονομασίες και διευθύνσεις των τεχνικών υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τη διεξαγωγή δοκιμών έγκρισης καθώς και των αρχών έγκρισης τύπου

12.

Μεταβατικές διατάξεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

1

Κοινοποίηση

2

Διατάξεις σημάτων έγκρισης

3

Απαιτήσεις δοκιμής προειδοποίησης και ενεργοποίησης — Τιμές επιτυχίας/αποτυχίας

4

Ειδικές απαιτήσεις που ισχύουν για τις πτυχές ασφαλείας των περίπλοκων συστημάτων ηλεκτρονικού ελέγχου οχημάτων

Εισαγωγή (για ενημέρωση)

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η θέσπιση ενιαίων διατάξεων για τα προηγμένα συστήματα πέδησης έκτακτης ανάγκης (AEBS) που τοποθετούνται σε μηχανοκίνητα οχήματα των κατηγοριών M2, M3, N2 και N3  (1) που χρησιμοποιούνται κυρίως σε συνθήκες αυτοκινητόδρομου.

Παρόλο που, γενικά, αυτές οι κατηγορίες οχημάτων θα επωφεληθούν από την τοποθέτηση προηγμένου συστήματος πέδησης έκτακτης ανάγκης, υπάρχουν υποομάδες στις οποίες το πλεονέκτημα είναι μάλλον αβέβαιο, διότι χρησιμοποιούνται κυρίως σε άλλες συνθήκες από τις συνθήκες αυτοκινητόδρομου (π.χ. λεωφορεία με όρθιους επιβάτες, δηλαδή κλάσεων I, II και A (1)). Ανεξάρτητα από το πλεονέκτημα, υπάρχουν άλλες υποομάδες στις οποίες η εγκατάσταση του AEBS θα είναι τεχνικώς δύσκολη (π.χ. θέση του αισθητήρα σε οχήματα της κατηγορίας G και οχήματα ειδικού σκοπού κ.λπ.).

Επιπλέον, τα συστήματα που προορίζονται για τα οχήματα που δεν είναι εφοδιασμένα με πνευματική ανάρτηση οπίσθιου άξονα απαιτούν την ενσωμάτωση αισθητήρων προηγμένης τεχνολογίας για να λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή της γωνίας ταλάντωσης περί τον διαμήκη άξονα του οχήματος. Τα συμβαλλόμενα μέρη που επιθυμούν να εφαρμόσουν τον παρόντα κανονισμό στα οχήματα αυτά θα πρέπει να παρέχουν επαρκή χρόνο για την τήρηση των εν λόγω απαιτήσεων.

Το σύστημα πρέπει να εντοπίζει αυτόματα μια πιθανή μετωπική σύγκρουση, να παρέχει στον οδηγό προειδοποίηση και να θέτει σε λειτουργία το σύστημα πέδησης του οχήματος, ώστε το όχημα να επιβραδυνθεί με σκοπό την αποφυγή ή τον περιορισμό της δριμύτητας μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης σε περίπτωση που ο οδηγός δεν ανταποκριθεί στην προειδοποίηση.

Το σύστημα πρέπει να λειτουργεί μόνο σε κατάσταση οδήγησης όπου η πέδηση θα αποτρέψει ή θα μετριάσει τη δριμύτητα ατυχήματος, ενώ σε κανονικές συνθήκες οδήγησης δεν θα πραγματοποιεί καμία ενέργεια.

Σε περίπτωση βλάβης στο σύστημα, η ασφαλής λειτουργία του οχήματος δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο.

Το σύστημα παρέχει τουλάχιστον ηχητική ή απτική προειδοποίηση, η οποία μπορεί να είναι επίσης μια απότομη επιβράδυνση, έτσι ώστε ένας απρόσεκτος οδηγός να αντιληφθεί μια κρίσιμη κατάσταση.

Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε ενέργειας του συστήματος (τα στάδια προειδοποίησης και πέδησης έκτακτης ανάγκης), ο οδηγός, μπορεί, ανά πάσα στιγμή, με συνειδητή ενέργεια, π.χ. με μια κίνηση οδήγησης ή πάτημα μέχρι τέρμα του επιταχυντή (kick-down), να πάρει τον έλεγχο και να απενεργοποιήσει το σύστημα.

Ο κανονισμός δεν μπορεί να περιλαμβάνει όλες τις συνθήκες κυκλοφορίας και τα χαρακτηριστικά των υποδομών στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης τύπου. Οι πραγματικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά στον πραγματικό κόσμο δεν θα πρέπει να οδηγούν σε εσφαλμένες προειδοποιήσεις ή εσφαλμένη πέδηση στον βαθμό που να προτρέπουν τον οδηγό να θέσει το σύστημα εκτός λειτουργίας.

1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ

Ο παρών κανονισμός ισχύει για την έγκριση οχημάτων κατηγορίας M2, N2, M3 και N3  (1) σε σχέση με σύστημα επί του οχήματος για να αποφεύγεται ή να μετριάζεται η σοβαρότητα οπίσθιας σύγκρουσης σε λωρίδα.

2.   ΟΡΙΣΜΟΙ

2.1.   Με τον όρο «προηγμένο σύστημα πέδησης έκτακτης ανάγκης» νοείται ένα σύστημα ικανό να εντοπίζει πιθανή μετωπική σύγκρουση και να θέτει σε λειτουργία το σύστημα πέδησης του οχήματος, ώστε να επιβραδύνεται το όχημα με σκοπό την αποφυγή ή τον μετριασμό της σύγκρουσης.

2.2.   Με τον όρο «τύπος οχήματος όσον αφορά το προηγμένο σύστημα πέδησης έκτακτης ανάγκης του οχήματος» νοείται μια κατηγορία οχημάτων που δεν διαφέρουν ως προς ουσιώδη χαρακτηριστικά, όπως:

α)

Η εμπορική επωνυμία ή το σήμα του κατασκευαστή·

β)

Τα χαρακτηριστικά του οχήματος που επηρεάζουν σημαντικά τις επιδόσεις του προηγμένου συστήματος πέδησης έκτακτης ανάγκης·

γ)

Ο τύπος και ο σχεδιασμός του προηγμένου συστήματος πέδησης έκτακτης ανάγκης.

2.3.   Με τον όρο «υπόψη όχημα» νοείται το όχημα που υποβάλλεται σε δοκιμή.

2.4.   Με τον όρο «στόχος» νοείται ένα επιβατικό αυτοκίνητο σειριακής παραγωγής υψηλού όγκου κατηγορίας M1 AA τύπου μπερλίνας (1) ή, σε περίπτωση μαλακού στόχου, ένα αντικείμενο αντιπροσωπευτικό του εν λόγω οχήματος όσον αφορά τα χαρακτηριστικά ανίχνευσής του που ισχύουν για το σύστημα αισθητήρων του υπό δοκιμή AEBS.

2.5.   Με τον όρο «κινούμενος στόχος» νοείται ένας στόχος που κινείται σε σταθερή ταχύτητα στην ίδια κατεύθυνση και στο κέντρο της ίδιας λωρίδας πορείας όπως το υποκείμενο όχημα.

2.6.   Με τον όρο «σταθερός στόχος» νοείται ένας στόχος σε ακινησία στραμμένος προς την ίδια κατεύθυνση και τοποθετημένος στο κέντρο της ίδιας δοκιμαστικής λωρίδας πορείας όπως το υπόψη όχημα.

2.7.   Με τον όρο «μαλακός στόχος» νοείται ένας στόχος που θα υποστεί ελάχιστη ζημιά και θα προκαλέσει ελάχιστη ζημιά στο υπόψη όχημα σε περίπτωση σύγκρουσης.

2.8.   Με τον όρο «φάση προειδοποίησης σύγκρουσης» νοείται η φάση που προηγείται άμεσα της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης, κατά την οποία το σύστημα AEBS προειδοποιεί τον οδηγό για πιθανό μετωπική σύγκρουση.

2.9.   Με τον όρο «φάση πέδησης έκτακτης ανάγκης» νοείται η φάση που αρχίζει όταν το AEBS εκπέμπει ένα αίτημα πέδησης για επιβράδυνση τουλάχιστον 4 m/s2 στο σύστημα πέδησης πορείας του οχήματος.

2.10.   Με τον όρο «κοινός χώρος» νοείται ένας χώρος στον οποίο μπορούν να απεικονίζονται δύο ή περισσότερες ενημερωτικές λειτουργίες (π.χ. σύμβολα), αλλά όχι ταυτόχρονα.

2.11.   Με τον όρο «αυτοέλεγχος» νοείται μια λειτουργία που ελέγχει για βλάβες συστήματος σε ημισυνεχή βάση, τουλάχιστον ενώ το σύστημα είναι ενεργό.

2.12.   Με τον όρο «χρόνος ως τη σύγκρουση (TTC)» νοείται η τιμή χρόνου που προκύπτει με διαίρεση της απόστασης μεταξύ του υπόψη οχήματος και του στόχου διά της σχετικής ταχύτητας του υπόψη οχήματος και του στόχου, σε μια χρονική στιγμή.

3.   ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗ

3.1.   Η αίτηση για την έγκριση τύπου οχήματος ως προς προηγμένο σύστημα πέδησης έκτακτης ανάγκης υποβάλλεται από τον κατασκευαστή του οχήματος ή από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

3.2.   Η αίτηση συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται παρακάτω εις τριπλούν:

3.2.1.

Περιγραφή του τύπου του οχήματος όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2.2, καθώς και πακέτο με υλικό τεκμηρίωσης το οποίο παρέχει πρόσβαση στον βασικό σχεδιασμό του AEBS και στα μέσα με τα οποία συνδέεται με άλλα συστήματα του οχήματος ή με τα οποία ελέγχει άμεσα τις μεταβλητές εξόδου. Πρέπει να αναφέρονται οι αριθμοί ή/και τα σύμβολα που χαρακτηρίζουν τον τύπο του οχήματος.

3.3.   Στην Τεχνική Υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη διενέργεια των δοκιμών έγκρισης διατίθεται όχημα αντιπροσωπευτικό του προς έγκριση τύπου οχήματος.

4.   ΕΓΚΡΙΣΗ

4.1.   Εφόσον ο τύπος οχήματος που υποβάλλεται προς έγκριση με βάση τον παρόντα κανονισμό πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 παρακάτω, η έγκριση του οχήματος αυτού χορηγείται.

4.2.   Σε κάθε εγκεκριμένο τύπο χορηγείται αριθμός έγκρισης· τα πρώτα δύο ψηφία του (προς το παρόν 01, που αντιστοιχεί στη σειρά τροποποιήσεων 01) δηλώνουν τη σειρά τροποποιήσεων που περιλαμβάνει τις πλέον πρόσφατες σημαντικές τεχνικές τροποποιήσεις που έγιναν στον κανονισμό κατά τη χρονική στιγμή έκδοσης της έγκρισης. Το ίδιο συμβαλλόμενο μέρος δεν επιτρέπεται να εκχωρεί τον ίδιο αριθμό για τον ίδιο τύπο οχήματος, που είναι εξοπλισμένος με διαφορετικό τύπο AEBS, ούτε για άλλο τύπο οχήματος.

4.3.   Στα μέρη της συμφωνίας τα οποία εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό διαβιβάζεται ειδοποίηση σχετικά με την έγκριση ή την άρνηση χορήγησης ή την ανάκληση έγκρισης με βάση τον παρόντα κανονισμό μέσω εντύπου σύμφωνου με το υπόδειγμα του παραρτήματος 1 και με υλικό τεκμηρίωσης που κατατίθενται από τον αιτούντα σε μέγεθος που δεν υπερβαίνει το Α4 (210 × 297 mm), ή διπλωμένα στο μέγεθος αυτό, και υπό κατάλληλη κλίμακα ή σε ηλεκτρονική μορφή.

4.4.   Σε κάθε όχημα που συμφωνεί με εγκεκριμένο βάσει του παρόντος κανονισμού τύπο οχήματος τοποθετείται, σε σημείο εμφανές και εύκολα προσπελάσιμο το οποίο καθορίζεται στο έντυπο της έγκρισης, διεθνές σήμα έγκρισης ανταποκρινόμενο στο πρωτότυπο που περιγράφεται το παράρτημα 2, αποτελούμενο από:

4.4.1.

Κύκλο περιβάλλοντα το γράμμα «Ε», ακολουθούμενο από τον διακριτικό αριθμό του κράτους που χορήγησε την έγκριση (2)·

4.4.2.

Τον αριθμό του παρόντος κανονισμού, ακολουθούμενο από το γράμμα «R», μια παύλα και τον αριθμό έγκρισης στα δεξιά του κύκλου που προβλέπεται στην παράγραφο 4.4.1 παραπάνω·

4.5.   Εάν το όχημα είναι σύμφωνο με εγκεκριμένο τύπο οχήματος, βάσει ενός ή περισσότερων κανονισμών που προσαρτάται(-ονται) στη συμφωνία, στη χώρα που χορήγησε την έγκριση βάσει του παρόντος κανονισμού, δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνεται το σύμβολο που προβλέπεται στην παράγραφο 4.4.1 παραπάνω· στην περίπτωση αυτή, ο αριθμός του κανονισμού και αυτός της έγκρισης, καθώς και τα πρόσθετα σύμβολα, πρέπει να παρατίθενται σε κατακόρυφες στήλες, δεξιά του συμβόλου που προβλέπεται στην παράγραφο 4.4.1 παραπάνω.

4.6.   Το σήμα έγκρισης πρέπει να είναι ευανάγνωστο και ανεξίτηλο.

4.7.   Το σήμα έγκρισης τοποθετείται κοντά ή επάνω στην πινακίδα με τα στοιχεία του οχήματος.

5.   ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

5.1.   Γενικά

5.1.1.   Κάθε όχημα εφοδιασμένο με AEBS που συμμορφώνεται με τον ορισμό της παραγράφου 2.1 παραπάνω πληροί τις απαιτήσεις επιδόσεων που ορίζονται στις παραγράφους 5.1 έως 5.6.2 του παρόντος κανονισμού και είναι εφοδιασμένο με λειτουργία αντιεμπλοκής κατά την πέδηση σύμφωνα με τις απαιτήσεις επιδόσεων του παραρτήματος 13 του κανονισμού αριθ. 13.

5.1.2.   Η αποτελεσματικότητα του AEBS δεν επηρεάζεται αρνητικά από μαγνητικά ή ηλεκτρικά πεδία. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να διαπιστώνεται η συμμόρφωση προς τον κανονισμό αριθ. 10 σειρά τροποποιήσεων 03 του κανονισμού.

5.1.3.   Η συμμόρφωση με τις παραμέτρους ασφαλείας περίπλοκων ηλεκτρονικών συστημάτων ελέγχου επισημαίνεται με την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παραρτήματος 4.

5.2.   Απαιτήσεις επιδόσεων

5.2.1.   Το σύστημα παρέχει στον οδηγό τις κατάλληλες προειδοποιήσεις ως εξής:

5.2.1.1.

Μια προειδοποίηση σύγκρουσης, όταν το AEBS εντοπίσει την πιθανότητα σύγκρουσης με προπορευόμενο όχημα κατηγορίας M, N ή O στην ίδια λωρίδα το οποίο κινείται με μικρότερη ταχύτητα, έχει επιβραδύνει για να σταματήσει ή είναι ακίνητο χωρίς να έχει αναγνωριστεί ως κινούμενο. Η προειδοποίηση είναι όπως ορίζεται στην παράγραφο 5.5.1 παραπάνω.

5.2.1.2.

Ένα προειδοποιητικό σήμα βλάβης, όταν υπάρχει μια βλάβη στο AEBS που εμποδίζει την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού. Το προειδοποιητικό σήμα είναι όπως ορίζεται στην παράγραφο 5.5.4 παρακάτω.

5.2.1.2.1.

Δεν υπάρχει αισθητό χρονικό διάστημα ανάμεσα σε κάθε αυτοέλεγχο από το AEBS και στη συνέχεια δεν υπάρχει αισθητή καθυστέρηση στην ενεργοποίηση του προειδοποιητικού σήματος, στην περίπτωση ηλεκτρικά ανιχνεύσιμης βλάβης.

5.2.1.3.

Όταν το σύστημα είναι απενεργοποιημένο δίνεται μια προειδοποίηση απενεργοποίησης, εάν το όχημα είναι εξοπλισμένο με ένα μέσο για τη χειροκίνητη απενεργοποίηση του AEBS. Η προειδοποίηση είναι όπως ορίζεται στην παράγραφο 5.4.2 παρακάτω.

5.2.2.   Μετά την προειδοποίηση/τις προειδοποιήσεις που αναφέρεται/-ονται στην παράγραφο 5.2.1.1 παραπάνω, και με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 5.3.1 και 5.3.3 παρακάτω, υπάρχει φάση πέδησης έκτακτης ανάγκης που έχει σκοπό τη σημαντική μείωση της ταχύτητας του υπόψη οχήματος. Αυτό δοκιμάζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 6.4 και 6.5 του παρόντος κανονισμού.

5.2.3.   Το σύστημα είναι ενεργό, τουλάχιστον εντός των ορίων ταχύτητας του οχήματος των 15 km/h μέχρι τη μέγιστη ταχύτητα σχεδιασμού του οχήματος και σε όλες τις συνθήκες φορτίου του οχήματος, εκτός αν έχει απενεργοποιηθεί χειροκίνητα σύμφωνα με την παράγραφο 5.4.

5.2.4.   Το σύστημα είναι σχεδιασμένο για να ελαχιστοποιείται η παραγωγή σημάτων προειδοποίησης σύγκρουσης και για να αποφεύγεται η αυτόνομη πέδηση σε περιπτώσεις όπου ο οδηγός δεν θα αναγνώριζε μια επικείμενη μετωπική σύγκρουση. Αυτό αποδεικνύεται σύμφωνα με την παράγραφο 6.8 του παρόντος κανονισμού.

5.3.   Διακοπή από τον οδηγό

5.3.1.   Το AEBS μπορεί να παρέχει τα μέσα για να διακόπτει ο οδηγός τη φάση προειδοποίησης σύγκρουσης. Ωστόσο, όταν ένα σύστημα πέδησης του οχήματος χρησιμοποιείται για να παρέχει απτική προειδοποίηση, το σύστημα παρέχει στον οδηγό ένα μέσο για να διακόπτει την προειδοποίηση πέδησης.

5.3.2.   Το AEBS παρέχει τα μέσα για να διακόπτει ο οδηγός τη φάση πέδησης έκτακτης ανάγκης.

5.3.3.   Και στις δύο περιπτώσεις παραπάνω, η διακοπή μπορεί να εκκινηθεί από οποιαδήποτε θετική δράση (π.χ. πάτημα μέχρι τέρμα του επιταχυντή ή kick down, κίνηση του χειριστηρίου δείκτη κατεύθυνσης) που δείχνει ότι ο οδηγός έχει επίγνωση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ο κατασκευαστής του οχήματος παρέχει στην τεχνική υπηρεσία μια λίστα με αυτές τις θετικές ενέργειες κατά τη στιγμή της έγκρισης τύπου η οποία επισυνάπτεται ως παράρτημα στην έκθεση δοκιμής.

5.4.   Όταν ένα όχημα είναι εξοπλισμένο με ένα μέσο για την απενεργοποίηση της λειτουργίας AEBS, ισχύουν οι ακόλουθοι όροι, ανάλογα με την περίπτωση:

5.4.1.

Η λειτουργία AEBS αποκαθίσταται αυτόματα κατά την εκκίνηση κάθε νέου κύκλου ανάφλεξης.

5.4.2.

Ένα σταθερό οπτικό προειδοποιητικό σήμα πληροφορεί τον οδηγό ότι η λειτουργία AEBS έχει απενεργοποιηθεί. Για τον σκοπό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί το κίτρινο προειδοποιητικό σήμα που ορίζεται στην παράγραφο 5.5.4 παρακάτω.

5.5.   Προειδοποιητική ένδειξη

5.5.1.   Η προειδοποίηση σύγκρουσης που αναφέρεται στην παράγραφο 5.2.1.1 παραπάνω προέρχεται από δύο τουλάχιστον λειτουργίες που επιλέγονται μεταξύ ακουστικής, απτικής ή οπτικής.

Το χρονοδιάγραμμα των προειδοποιητικών σημάτων είναι τέτοιο ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στον οδηγό να αντιδρά στον κίνδυνο σύγκρουσης και να αναλαμβάνει τον έλεγχο της κατάστασης και να προλαμβάνει επίσης την ενόχληση του οδηγού με πολύ πρόωρες ή πολύ συχνές προειδοποιήσεις. Αυτό δοκιμάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6.4.2 και 6.5.2 του παρόντος κανονισμού.

5.5.2.   Μια περιγραφή της ένδειξης προειδοποίησης και της σειράς με την οποία τα σήματα προειδοποίησης σύγκρουσης παρουσιάζονται στον οδηγό παρέχεται από τον κατασκευαστή του οχήματος κατά τον χρόνο της έγκρισης τύπου και καταγράφεται στην έκθεση δοκιμής.

5.5.3.   Σε περίπτωση που ένα οπτικό μέσο χρησιμοποιείται ως μέρος της προειδοποίησης σύγκρουσης, το οπτικό σήμα μπορεί να είναι ότι αναβοσβήνει το προειδοποιητικό σήμα βλάβης που ορίζεται στην παράγραφο 5.5.4 παρακάτω.

5.5.4.   Η προειδοποίηση βλάβης που αναφέρεται στην παράγραφο 5.2.1.2 παραπάνω είναι ένα σταθερό κίτρινο οπτικό προειδοποιητικό σήμα.

5.5.5.   Κάθε οπτικό προειδοποιητικό σήμα AEBS ενεργοποιείται είτε όταν ο διακόπτης ανάφλεξης (εκκίνησης) ενεργοποιηθεί στη θέση «on» (κίνηση) είτε όταν ο διακόπτης ανάφλεξης (εκκίνησης) είναι σε μια θέση μεταξύ του «on» (κίνηση) και του «start» (εκκίνηση) που ορίζεται από τον κατασκευαστή ως θέση ελέγχου [αρχικό σύστημα (θέση σε λειτουργία)]. Η απαίτηση αυτή δεν ισχύει για τα προειδοποιητικά σήματα που εμφανίζονται σε κοινό χώρο.

5.5.6.   Τα οπτικά προειδοποιητικά σήματα πρέπει να είναι ορατά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η ικανοποιητική κατάσταση των σημάτων πρέπει να είναι δυνατόν να ελεγχθεί εύκολα από τη θέση του οδηγού.

5.5.7.   Όταν στον οδηγό παρέχεται οπτικό προειδοποιητικό σήμα για να δείξει ότι το AEBS είναι προσωρινά μη διαθέσιμο, για παράδειγμα λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών, το σήμα είναι σταθερό και κίτρινου χρώματος. Για τον σκοπό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί το προειδοποιητικό σήμα βλάβης που ορίζεται στην παράγραφο 5.5.4 παραπάνω.

5.6.   Διατάξεις για τον περιοδικό τεχνικό έλεγχο

5.6.1.   Σε έναν περιοδικό τεχνικό έλεγχο είναι δυνατή η επιβεβαίωση της σωστής κατάστασης λειτουργίας του AEBS με μια ορατή παρατήρηση της κατάστασης του προειδοποιητικού σήματος βλάβης, μετά από μια «θέση σε λειτουργία» και οποιονδήποτε έλεγχο λαμπτήρα.

Σε περίπτωση που το προειδοποιητικό σήμα βλάβης βρίσκεται σε κοινό χώρο, ο κοινός χώρος πρέπει να παρατηρείται για να είναι λειτουργικός πριν από τον έλεγχο της κατάστασης του προειδοποιητικού σήματος βλάβης.

5.6.2.   Κατά τη στιγμή της έγκρισης τύπου, πρέπει να περιγράφονται εμπιστευτικά τα μέσα για την προστασία από απλή, μη εξουσιοδοτημένη τροποποίηση της λειτουργίας του προειδοποιητικού σήματος βλάβης που επέλεξε ο κατασκευαστής.

Εναλλακτικά, η εν λόγω προδιαγραφή προστασίας πληρούται όταν υπάρχει ένα δευτερεύον μέσο ελέγχου της ορθής λειτουργίας του AEBS.

6.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΟΚΙΜΗΣ

6.1.   Συνθήκες δοκιμής

6.1.1.   Η δοκιμή πραγματοποιείται σε μια επίπεδη, στεγνή επιφάνεια από σκυρόδεμα ή άσφαλτο που προσφέρει καλή πρόσφυση.

6.1.2.   Η θερμοκρασία περιβάλλοντος πρέπει να είναι μεταξύ 0 °C και 45 °C.

6.1.3.   Το οριζόντιο εύρος ορατότητας επιτρέπει την παρατήρηση του στόχου καθ' όλη τη διάρκεια της δοκιμής.

6.1.4.   Οι δοκιμές διενεργούνται ενόσω δεν υπάρχει άνεμος που ενδέχεται να επηρεάσει τα αποτελέσματα.

6.2.   Συνθήκες οχήματος

6.2.1.   Βάρος δοκιμής

Το όχημα δοκιμάζεται σε μια κατάσταση φορτίου που θα συμφωνηθεί μεταξύ του κατασκευαστή και του Κέντρου Τεχνικής Εξυπηρέτησης. Απαγορεύεται οποιαδήποτε τροποποίηση μετά την έναρξη της διαδικασίας δοκιμών.

6.3.   Στόχοι δοκιμών

6.3.1.   Ο στόχος που χρησιμοποιείται για τις δοκιμές είναι ένα κανονικό επιβατικό αυτοκίνητο σειριακής παραγωγής υψηλού όγκου κατηγορίας M1 AA τύπου μπερλίνας ή εναλλακτικά ένας «μαλακός στόχος» που να είναι αντιπροσωπευτικό αντικείμενο ενός τέτοιου οχήματος όσον αφορά τα χαρακτηριστικά αναγνώρισης που ισχύουν για το σύστημα αισθητήρων του υπό δοκιμή AEBS (3).

6.3.2.   Λεπτομέρειες που επιτρέπουν τη συγκεκριμένη αναγνώριση και αναπαραγωγή του στόχου (των στόχων) καταγράφονται στην τεκμηρίωση της έγκρισης τύπου του οχήματος.

6.4.   Δοκιμή προειδοποίησης και ενεργοποίησης με σταθερό στόχο

6.4.1.   Το υπόψη όχημα πλησιάζει τον σταθερό στόχο σε ευθεία γραμμή για δύο τουλάχιστον δευτερόλεπτα πριν από το λειτουργικό μέρος της δοκιμής με ένα υποκείμενο όχημα σε μετατόπιση κεντρικής γραμμής του στόχου που δεν υπερβαίνει το 0,5 m.

Το λειτουργικό μέρος της δοκιμής αρχίζει, όταν το υπόψη όχημα κινείται με ταχύτητα 80 ± 2 km/h και είναι σε απόσταση τουλάχιστον 120 μέτρων από το στόχο.

Από την έναρξη του λειτουργικού μέρους μέχρι το σημείο σύγκρουσης δεν γίνεται ρύθμιση σε κανένα στοιχείο ελέγχου του υπόψη οχήματος από τον οδηγό, εκτός από μικρές ρυθμίσεις στο σύστημα διεύθυνσης για την αντιστάθμιση τυχόν παράσυρσης.

6.4.2.   Το χρονοδιάγραμμα για τις λειτουργίες προειδοποίησης σύγκρουσης που αναφέρεται στην παράγραφο 5.5.1 παραπάνω συμμορφώνεται με τα ακόλουθα:

6.4.2.1.

Τουλάχιστον μία λειτουργία προειδοποίησης παρέχεται το αργότερο τη στιγμή που καθορίζεται στον πίνακα I στήλη B του παραρτήματος 3.

Στην περίπτωση των οχημάτων που αναφέρονται στον πίνακα I σειρά 1 του παραρτήματος 3, η προειδοποίηση θα είναι απτική ή ακουστική.

Στην περίπτωση των οχημάτων που αναφέρονται στον πίνακα I σειρά 2 του παραρτήματος 3, η προειδοποίηση θα είναι απτική, ακουστική ή οπτική.

6.4.2.2.

Τουλάχιστον δύο λειτουργίες προειδοποίησης παρέχονται το αργότερο τη στιγμή που καθορίζεται στον πίνακα I στήλη Γ του παραρτήματος 3.

6.4.2.3.

Οποιαδήποτε μείωση ταχύτητας κατά τη φάση της προειδοποίησης δεν πρέπει να υπερβαίνει είτε τα 15 km/h είτε το 30 % της συνολικής μείωσης ταχύτητας του υπόψη οχήματος, όποια είναι μεγαλύτερη.

6.4.3.   Η φάση πέδησης έκτακτης ανάγκης έπεται της φάσης προειδοποίησης σύγκρουσης.

6.4.4.   Η συνολική μείωση ταχύτητας του υπόψη οχήματος κατά τον χρόνο της σύγκρουσης με τον σταθερό στόχο δεν είναι μικρότερη από την τιμή που καθορίζεται στον πίνακα Ι στήλη Δ του παραρτήματος 3.

6.4.5.   Η φάση πέδησης έκτακτης ανάγκης δεν ξεκινάει πριν από TTC ίσο ή μικρότερο από 3,0 δευτερόλεπτα.

Η συμμόρφωση επαληθεύεται είτε με πραγματική μέτρηση κατά τη διάρκεια της δοκιμής είτε με χρήση τεκμηρίωσης που παρέχεται από τον κατασκευαστή του οχήματος, όπως έχει συμφωνηθεί μεταξύ του Κέντρου Τεχνικής Εξυπηρέτησης και του κατασκευαστή του οχήματος.

6.5.   Δοκιμή προειδοποίησης και ενεργοποίησης με κινούμενο στόχο.

6.5.1.   Το υπόψη όχημα και ο κινούμενος στόχος κινούνται σε ευθεία γραμμή, προς την ίδια κατεύθυνση, για δύο τουλάχιστον δευτερόλεπτα πριν από το λειτουργικό μέρος της δοκιμής με ένα υπόψη όχημα σε μετατόπιση κεντρικής γραμμής του στόχου που δεν υπερβαίνει το 0,5 m.

Το λειτουργικό μέρος της δοκιμής αρχίζει, όταν το υπόψη όχημα κινείται με ταχύτητα 80 ± 2 km/h και ο κινούμενος στόχος σε ταχύτητα στην τιμή που καθορίζεται στον πίνακα Ι στη στήλη Η του παραρτήματος 3 και σε απόσταση τουλάχιστον 120 m μεταξύ τους.

Από την έναρξη του λειτουργικού μέρους της δοκιμής μέχρι το σημείο όπου το υπόψη όχημα φτάνει σε ταχύτητα ίση με εκείνη του στόχου δεν γίνεται ρύθμιση σε κανένα στοιχείο ελέγχου του υπόψη οχήματος από τον οδηγό, εκτός από μικρές ρυθμίσεις στο σύστημα διεύθυνσης για την αντιστάθμιση τυχόν παράσυρσης.

6.5.2.   Το χρονοδιάγραμμα για τις λειτουργίες προειδοποίησης σύγκρουσης που αναφέρεται στην παράγραφο 5.5.1 παραπάνω συμμορφώνεται με τα ακόλουθα:

6.5.2.1.

Τουλάχιστον μία απτική ή ακουστική λειτουργία προειδοποίησης παρέχεται το αργότερο τη στιγμή που καθορίζεται στον πίνακα I στήλη Ε του παραρτήματος 3.

6.5.2.2.

Τουλάχιστον δύο λειτουργίες προειδοποίησης παρέχονται το αργότερο τη στιγμή που καθορίζεται στον πίνακα I στήλη ΣΤ του παραρτήματος 3.

6.5.2.3.

Οποιαδήποτε μείωση ταχύτητας κατά τη φάση της προειδοποίησης δεν πρέπει να υπερβαίνει είτε τα 15 km/h είτε το 30 % της συνολικής μείωσης ταχύτητας του υπόψη οχήματος, όποια είναι μεγαλύτερη.

6.5.3.   Η φάση πέδησης έκτακτης ανάγκης έχει ως αποτέλεσμα το υπόψη όχημα να μην προσκρούσει στον κινούμενο στόχο.

6.5.4.   Η φάση πέδησης έκτακτης ανάγκης δεν ξεκινάει πριν από TTC ίσο ή μικρότερο από 3,0 δευτερόλεπτα.

Η συμμόρφωση επαληθεύεται είτε με πραγματική μέτρηση κατά τη διάρκεια της δοκιμής είτε με χρήση τεκμηρίωσης που παρέχεται από τον κατασκευαστή του οχήματος, όπως έχει συμφωνηθεί μεταξύ του Κέντρου Τεχνικής Εξυπηρέτησης και του κατασκευαστή του οχήματος.

6.6.   Δοκιμή ανίχνευσης βλάβης

6.6.1.   Προσομοίωση μιας ηλεκτρικής βλάβης, για παράδειγμα αποσυνδέοντας την πηγή τροφοδοσίας σε οποιοδήποτε εξάρτημα AEBS ή αποσυνδέοντας οποιαδήποτε ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ εξαρτημάτων AEBS. Κατά την προσομοίωση μιας βλάβης AEBS, δεν αποσυνδέονται ούτε οι ηλεκτρικές συνδέσεις για το σήμα προειδοποίησης του οδηγού που αναφέρονται στην παράγραφο 5.5.4 παραπάνω ούτε το προαιρετικό στοιχείο ελέγχου χειροκίνητης απενεργοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 5.4.

6.6.2.   Το προειδοποιητικό σήμα βλάβης που αναφέρεται στην παράγραφο 5.5.4 παραπάνω ενεργοποιείται και παραμένει ενεργοποιημένο το αργότερο 10 δευτερόλεπτα αφότου το όχημα κινηθεί με ταχύτητα μεγαλύτερη από 15 km/h και επανενεργοποιείται αμέσως μετά από έναν μεταγενέστερο κύκλο ανάφλεξης «off» — ανάφλεξης «on» με το όχημα ακίνητο, εφόσον υπάρχει η προσομοιωμένη βλάβη.

6.7.   Δοκιμή απενεργοποίησης

6.7.1.   Για οχήματα εφοδιασμένα με μέσα απενεργοποίησης του AEBS, γυρίστε τον διακόπτη ανάφλεξης (εκκίνησης) στη θέση «on» (κίνηση) και απενεργοποιήστε το AEBS. Το προειδοποιητικό σήμα που αναφέρεται στην παράγραφο 5.4.2 ενεργοποιείται. Γυρίστε τον διακόπτη ανάφλεξης (εκκίνησης) στη θέση «off». Και πάλι, γυρίστε τον διακόπτη ανάφλεξης (εκκίνησης) στη θέση «on» (κίνηση) και βεβαιωθείτε ότι δεν έχει επανενεργοποιηθεί το προειδοποιητικό σήμα που είχε ενεργοποιηθεί προηγουμένως, υποδεικνύοντας επομένως ότι το AEBS έχει αποκατασταθεί, όπως ορίζεται στην παράγραφο 5.4.1 παραπάνω. Αν το σύστημα ανάφλεξης ενεργοποιείται με «κλειδί», η παραπάνω απαίτηση ικανοποιείται χωρίς να αφαιρεθεί το κλειδί.

6.8.   Δοκιμή λανθασμένης αντίδρασης

6.8.1.   Δύο ακίνητα οχήματα, κατηγορίας M1 AA τύπου μπερλίνας τοποθετούνται:

α)

κατά τρόπο ώστε να είναι στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση κίνησης, όπως το υπόψη όχημα·

β)

σε απόσταση 4,5 m ανάμεσά τους (4),

γ)

με το πίσω μέρος του κάθε οχήματος ευθυγραμμισμένο με το άλλο.

6.8.2.   Το υπόψη όχημα κινείται για απόσταση τουλάχιστον 60 m, με σταθερή ταχύτητα 50 ± 2 km/h για να περάσει κεντρικά ανάμεσα σε δύο ακίνητα οχήματα.

Κατά τη διάρκεια της δοκιμής δεν γίνεται ρύθμιση οποιουδήποτε στοιχείου ελέγχου του υπόψη οχήματος, εκτός από μικρές ρυθμίσεις του συστήματος διεύθυνσης για την αντιμετώπιση τυχόν παράσυρσης.

6.8.3.   Το AEBS δεν παρέχει προειδοποίηση σύγκρουσης και δεν εκκινεί τη φάση πέδησης έκτακτης ανάγκης.

7.   ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΥΠΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΕΓΚΡΙΣΗΣ

7.1.   Κάθε τροποποίηση του τύπου οχήματος όπως ορίζεται στην παράγραφο 2.2 παραπάνω γνωστοποιείται στην αρχή έγκρισης τύπου η οποία χορήγησε την έγκριση τύπου του οχήματος. Η αρχή έγκρισης τύπου μπορεί:

7.1.1.   είτε να θεωρήσει ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν δεν έχουν δυσμενή επίπτωση στους όρους της χορήγησης της έγκρισης και να χορηγήσει την επέκταση της έγκρισης·

7.1.2.   είτε να θεωρήσει ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν επηρεάζουν τους όρους χορήγησης της έγκρισης και να απαιτήσει περαιτέρω δοκιμές ή συμπληρωματικούς ελέγχους πριν από τη χορήγηση επέκτασης της έγκρισης.

7.2.   Η επιβεβαίωση ή η άρνηση έγκρισης, με εξειδίκευση των μεταβολών, κοινοποιείται με τη διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 4.3 παραπάνω προς τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό.

7.3.   Η αρχή έγκρισης τύπου ενημερώνει τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη σχετικά με την επέκταση μέσω του εντύπου κοινοποίησης το οποίο περιέχεται στο παράρτημα 1 του παρόντος κανονισμού. Παρέχει σε κάθε επέκταση αριθμό σειράς, ονομαζόμενο «αριθμός επέκτασης».

8.   ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

8.1.   Οι διαδικασίες που αφορούν τη συμμόρφωση της παραγωγής είναι σύμφωνες προς τις γενικές διατάξεις που καθορίζονται στο προσάρτημα 2 της συμφωνίας (E/ECE/324-E/ECE/TRANS/505/Αναθ. 2) και πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

8.2.   Όχημα που έχει εγκριθεί με βάση τον παρόντα κανονισμό κατασκευάζεται έτσι ώστε να συμφωνεί προς τον εγκεκριμένο τύπο με πλήρωση των απαιτήσεων της παραγράφου 5παραπάνω·

8.3.   Η αρχή έγκρισης τύπου που χορήγησε την έγκριση μπορεί ανά πάσα στιγμή να ελέγχει τις μεθόδους ελέγχου συμμόρφωσης που εφαρμόζονται σε κάθε παραγωγική μονάδα. Η συνήθης συχνότητα των επιθεωρήσεων αυτών είναι μια φορά ανά διετία.

9.   ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

9.1.   Η έγκριση που χορηγείται σε έναν τύπο οχήματος, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, μπορεί να ανακληθεί, εάν δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 8 παραπάνω.

9.2.   Εάν κάποιο συμβαλλόμενο μέρος ανακαλέσει έγκριση που έχει προηγουμένως χορηγήσει, ενημερώνει πάραυτα τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό με αποστολή προς αυτά εντύπου κοινοποίησης σύμφωνου με το υπόδειγμα του παραρτήματος 1 του παρόντος κανονισμού.

10.   ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Εάν ο κάτοχος της έγκρισης διακόψει τελείως την παραγωγή τύπου οχήματος που έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ενημερώνει σχετικά την αρχή έγκρισης τύπου η οποία χορήγησε την έγκριση, η οποία με τη σειρά της ενημερώνει πάραυτα τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό με έντυπο κοινοποίησης σύμφωνο προς το υπόδειγμα του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού.

11.   ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΟΚΙΜΩΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΤΥΠΟΥ

Τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό γνωστοποιούν στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών τα ονόματα και τις διευθύνσεις των τεχνικών υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τη διεξαγωγή δοκιμών έγκρισης και των αρχών έγκρισης τύπου οι οποίες χορηγούν εγκρίσεις και προς τις οποίες πρέπει να αποστέλλονται τα έντυπα που πιστοποιούν την έγκριση ή την επέκταση ή την άρνηση χορήγησης ή την ανάκληση έγκρισης.

12.   ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

12.1.   Από την επίσημη ημερομηνία έναρξης ισχύος της σειράς τροποποιήσεων 01, κανένα συμβαλλόμενο μέρος για το οποίο ισχύει η σειρά τροποποιήσεων 01 του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να αρνείται τη χορήγηση εγκρίσεων τύπου σύμφωνα με τη σειρά τροποποιήσεων 01 του παρόντος κανονισμού.

12.2.   Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σειράς τροπολογιών 01 του παρόντος κανονισμού, τα συμβαλλόμενα μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό θα εξακολουθήσουν να χορηγούν εγκρίσεις και επεκτάσεις έγκρισης τύπου σύμφωνα με τη σειρά τροποποιήσεων 00 του παρόντος κανονισμού.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 της συμφωνίας του 1958, η σειρά τροποποιήσεων 00 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση για τη σειρά 01. Τα συμβαλλόμενα μέρη κοινοποιούν στη Γενική Γραμματεία εναλλακτικές τις οποίες εφαρμόζουν. Ελλείψει κοινοποίησης από τα συμβαλλόμενα μέρη στη Γενική Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, θα θεωρείται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη εφαρμόζουν τη σειρά 01.

12.3.   Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σειράς τροποποιήσεων 01, κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν αρνείται τη χορήγηση εθνικής ή περιφερειακής έγκρισης οχήματος που έχει εγκριθεί με βάση τη σειρά τροποποιήσεων 01 του παρόντος κανονισμού.

12.4.   Έως την 1η Νοεμβρίου 2016, κανένα συμβαλλόμενο μέρος που εφαρμόζει τον παρόντα κανονισμό δεν αρνείται τη χορήγηση εθνικής ή περιφερειακής έγκρισης τύπου σε τύπο οχήματος που έχει εγκριθεί με βάση τη σειρά τροποποιήσεων 00 του παρόντος κανονισμού.

12.5.   Από την 1η Νοεμβρίου 2016, τα συμβαλλόμενα μέρη που εφαρμόζουν τη σειρά τροποποιήσεων 01 του παρόντος κανονισμού δεν υποχρεούνται να αποδέχονται, για τον σκοπό εθνικής ή περιφερειακής έγκρισης τύπου σε τύπο οχήματος που έχει εγκριθεί με βάση τη σειρά τροποποιήσεων 00 του παρόντος κανονισμού.


(1)  Όπως ορίζεται στο ενοποιημένο ψήφισμα σχετικά με την κατασκευή οχημάτων (R.E.3.) (έγγραφο ECE/TRANS/WP.29/78/αναθ. 3, παράγραφος 2.

(2)  Οι διακριτικοί αριθμοί των συμβαλλόμενων στη συμφωνία του 1958 μερών παρατίθενται στο παράρτημα 3 της ενοποιημένης απόφασης για την κατασκευή οχημάτων (R.E.3), έγγραφο ECE/TRANS/WP.29/78/Αναθ.3 — www.unece.org/trans/main/wp29/wp29wgs/wp29gen/wp29resolutions.html

(3)  Τα χαρακτηριστικά αναγνώρισης του μαλακού στόχου συμφωνούνται μεταξύ του Κέντρου Τεχνικής Εξυπηρέτησης και του κατασκευαστή ως ισοδύναμα με επιβατικό αυτοκίνητο κατηγορίας M1 AA τύπου μπερλίνας.

(4)  Το σημείο αναφοράς κάθε ακίνητου οχήματος για τον καθορισμό της απόστασης ανάμεσα στα δύο ακίνητα οχήματα προσδιορίζεται σύμφωνα με το σημείο ISO 612-1978.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΗΜΑΤΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ

(βλέπε παραγράφους 4.4 έως 4.4.2 του παρόντος κανονισμού)

Image

a = 8 mm τουλάχιστον

Το παραπάνω σήμα έγκρισης, τοποθετημένο σε όχημα, αποδεικνύει ότι ο σχετικός τύπος οχήματος έχει εγκριθεί στο Βέλγιο (E 6) σε σχέση με το προηγμένο σύστημα πέδησης έκτακτης ανάγκης (AEBS) σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 131. Τα δύο πρώτα ψηφία του αριθμού έγκρισης δηλώνουν ότι η έγκριση χορηγήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού αριθ. 131 όπως τροποποιήθηκε με τη σειρά τροποποιήσεων 01.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΟΚΙΜΗΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗΣ — ΤΙΜΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ/ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ

Α

Β

Γ

Δ

E

ΣΤ

Ζ

Η

Σειρά

 

Σταθερός στόχος

Κινούμενος στόχος

 

Χρονοδιάγραμμα λειτουργιών προειδοποίησης

Μείωση ταχύτητας

(παράγραφος αναφ. 6.4.4)

Χρονοδιάγραμμα λειτουργιών προειδοποίησης

Μείωση ταχύτητας

(παράγραφος αναφ. 6.5.3)

Ταχύτητα-στόχος

(παράγραφος αναφ. 6.5.1)

Τουλάχιστον 1

(παράγραφος αναφ. 6.4.2.1)

Τουλάχιστον 2

(παράγραφος αναφ. 6.4.2.2)

Τουλάχιστον 1

(παράγραφος αναφ. 6.5.2.1)

Τουλάχιστον 2

(παράγραφος αναφ. 6.5.2.2)

M3  (1), N2 > 8 t

και

N3

Όχι αργότερα από 1,4 δευτ. πριν από την έναρξη της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης

Όχι αργότερα από 0,8 δευτ. πριν από την έναρξη της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης

Όχι μικρότερη από 20 km/h

Όχι αργότερα από 1,4 δευτ. πριν από την έναρξη της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης

Όχι αργότερα από 0,8 δευτ. πριν από την έναρξη της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης

Χωρίς αντίκτυπο

12 ± 2 km/h

1

N2 ≤ 8 t (2)  (4)

και

M2  (2)  (4)

Όχι αργότερα από 0,8 δευτ. πριν από την έναρξη της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης

Πριν από την εκκίνηση της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης (3)

Όχι μικρότερη από 10 km/h

Όχι αργότερα από 0,8 δευτ. πριν από την έναρξη της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης

Πριν από την εκκίνηση της φάσης πέδησης έκτακτης ανάγκης (3)

Χωρίς αντίκτυπο

67 ± 2 km/h (5)

2


(1)  Τα οχήματα κατηγορίας Μ3 με υδραυλικό σύστημα πέδησης υπόκεινται στις απαιτήσεις της σειράς 2.

(2)  Τα οχήματα με πνευματικό σύστημα πέδησης υπόκεινται στις απαιτήσεις της σειράς 1.

(3)  Οι τιμές πρέπει να καθορίζονται από τον κατασκευαστή του οχήματος κατά τον χρόνο της έγκρισης τύπου (παράρτημα 1 παράγραφος 15).

(4)  Οι κατασκευαστές των οχημάτων που καλύπτονται από τη σειρά 2 μπορούν να επιλέξουν να αποκτήσουν έγκριση τύπου με τις τιμές που προσδιορίζονται στη σειρά 1· σε αυτή την περίπτωση, η συμμόρφωση αποδεικνύεται με όλες τις τιμές που περιλαμβάνονται στη σειρά 1.

(5)  Οι τιμές για την ταχύτητα στόχο στην κυψέλη H 2 επανεξετάζονται πριν από την 1η Νοεμβρίου 2021.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4

ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΧΗΜΑΤΩΝ

1.   ΓΕΝΙΚΑ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι ειδικές απαιτήσεις για την τεκμηρίωση, τη στρατηγική για την αντιμετώπιση σφαλμάτων και την επαλήθευση όσον αφορά τις πτυχές ασφαλείας των περίπλοκων συστημάτων ηλεκτρονικού ελέγχου οχημάτων (ορισμός στην παράγραφο 2.3 παρακάτω) στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

Το παρόν παράρτημα ενδέχεται επίσης να εφαρμόζεται, διά παραπομπής ειδικών παραγράφων του παρόντος κανονισμού, σε λειτουργίες σχετικές με την ασφάλεια οι οποίες ελέγχονται από ηλεκτρονικό(-ά) σύστημα(-τα).

Το παρόν παράρτημα δεν προσδιορίζει τα κριτήρια επιδόσεων του «συστήματος», πλην όμως καλύπτει τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται στη διαδικασία σχεδιασμού και τις πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται στην τεχνική υπηρεσία, για σκοπούς έγκρισης τύπου.

Οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να αποδεικνύουν ότι «το σύστημα» πληροί, υπό κανονικές συνθήκες και σε περίπτωση σφάλματος, όλες τις ενδεδειγμένες προδιαγραφές επιδόσεων που προσδιορίζονται σε άλλα σημεία του παρόντος κανονισμού.

2.   ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος:

2.1.

Με τον όρο «έννοια της ασφάλειας» νοείται η περιγραφή των μέτρων που έχουν σχεδιαστεί στο σύστημα, για παράδειγμα στις ηλεκτρονικές μονάδες, για την εξασφάλιση της ακεραιότητας του συστήματος, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την ασφαλή λειτουργία, ακόμη και σε περίπτωση ηλεκτρικής βλάβης.

Το ενδεχόμενο μιας λύσης μερικής λειτουργίας ή ακόμη ενός εφεδρικού συστήματος για τις ζωτικής σημασίας λειτουργίες του οχήματος μπορεί να περιλαμβάνεται στην έννοια της ασφάλειας.

2.2.

Με τον όρο «σύστημα ηλεκτρονικού ελέγχου» νοείται ένας συνδυασμός μονάδων σχεδιασμένων ώστε να συνεργάζονται στην παραγωγή της εν λόγω λειτουργίας ελέγχου του οχήματος μέσω ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

Τα εν λόγω συστήματα, τα οποία συχνά ελέγχονται από λογισμικό, κατασκευάζονται από διακριτά λειτουργικά εξαρτήματα, όπως αισθητήρες, ηλεκτρονικές μονάδες ελέγχου και ενεργοποιητές και συνδέονται με συνδέσεις μετάδοσης. Μπορεί να περιλαμβάνουν μηχανικά, ηλεκτρο-πνευματικά ή ηλεκτρο-υδραυλικά στοιχεία.

«Το σύστημα», που αναφέρεται στο παρόν, είναι αυτό για το οποίο επιδιώκεται έγκριση τύπου.

2.3.

Με τον όρο «περίπλοκα συστήματα ηλεκτρονικού ελέγχου οχημάτων» νοούνται τα συστήματα ηλεκτρονικού ελέγχου που υπόκεινται σε ιεραρχία ελέγχου, στην οποία μια ελεγχόμενη λειτουργία μπορεί να παρακαμφθεί από ένα σύστημα/μια λειτουργία ηλεκτρονικού ελέγχου ανώτερου επιπέδου.

Η λειτουργία που παρακάμπτεται γίνεται μέρος του περίπλοκου συστήματος.

2.4.

Με τον όρο συστήματα/λειτουργίες «ελέγχου ανωτέρου επιπέδου» νοούνται εκείνα/εκείνες που χρησιμοποιούν πρόσθετες παροχές επεξεργασίας και/ή ανίχνευσης για την τροποποίηση της συμπεριφοράς του οχήματος επιβάλλοντας μεταβολές στην(στις) κανονική(-ές) λειτουργία(-ες) του συστήματος ελέγχου του οχήματος.

Αυτό επιτρέπει στα περίπλοκα συστήματα να μεταβάλλουν αυτόματα τους στόχους τους βάσει προτεραιότητας που εξαρτάται από τις ανιχνευθείσες περιστάσεις.

2.5.

Με τον όρο «μονάδες» νοούνται οι μικρότερες υποδιαιρέσεις στοιχείων του συστήματος που θα εξεταστούν στο παρόν παράρτημα, καθώς οι εν λόγω συνδυασμοί στοιχείων θα αντιμετωπίζονται ως ενιαίες οντότητες για σκοπούς αναγνώρισης, ανάλυσης ή αντικατάστασης.

2.6.

Με τον όρο «συνδέσεις μετάδοσης» νοούνται τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη διασύνδεση κατανεμημένων μονάδων με σκοπό τη μετάδοση σημάτων, την επεξεργασία δεδομένων ή την τροφοδότηση με ενέργεια.

Ο εν λόγω εξοπλισμός είναι συνήθως ηλεκτρικός, αλλά μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να είναι μηχανικός, πνευματικός, υδραυλικός ή οπτικός.

2.7.

Με τον όρο «εύρος ελέγχου» νοείται μια μεταβλητή εξόδου, η οποία καθορίζει το ενδεχόμενο εύρος ελέγχου του συστήματος.

2.8.

Με τον όρο «όρια λειτουργικότητας» νοούνται τα εξωτερικά φυσικά όρια εντός των οποίων το σύστημα μπορεί να διατηρήσει έλεγχο.

3.   ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

3.1.   Απαιτήσεις

Ο κατασκευαστής παρέχει πακέτο με υλικό τεκμηρίωσης το οποίο παρέχει πρόσβαση στον βασικό σχεδιασμό «του συστήματος» και στα μέσα με τα οποία συνδέεται με άλλα συστήματα του οχήματος ή με τα οποία ελέγχει άμεσα τις μεταβλητές εξόδου.

Πρέπει να εξηγούνται η (οι) λειτουργία(-ες) του «συστήματος» και η έννοια της ασφάλειας, όπως καθορίζονται από τον κατασκευαστή.

Η τεκμηρίωση είναι σύντομη, αλλά αποδεικνύει ότι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη αξιοποίησαν την εμπειρογνωμοσύνη όλων των εμπλεκόμενων στο σύστημα τομέων.

Για τους περιοδικούς τεχνικούς ελέγχους, η τεκμηρίωση πρέπει να περιγράφει τον τρόπο ελέγχου της παρούσας κατάστασης λειτουργίας «του συστήματος».

3.1.1.   Η τεκμηρίωση πρέπει να καθίσταται διαθέσιμη σε 2 μέρη:

α)

Το επίσημο πακέτο τεκμηρίωσης για την έγκριση, με το υλικό που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος παραρτήματος (με εξαίρεση αυτό της παραγράφου 3.4.4 παρακάτω), το οποίο υποβάλλεται στην τεχνική υπηρεσία κατά τη χρονική στιγμή υποβολής της αίτησης για την έγκριση τύπου. Αυτό θα αποτελέσει τη βασική αναφορά για τη διαδικασία επαλήθευσης που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του παρόντος παραρτήματος·

β)

Πρόσθετο υλικό και δεδομένα ανάλυσης της παραγράφου 3.4.4 παρακάτω, τα οποία διατηρούνται από τον κατασκευαστή, αλλά καθίστανται διαθέσιμα προς έλεγχο κατά τη χρονική στιγμή έγκρισης τύπου.

3.2.   Περιγραφή των λειτουργιών του «συστήματος»

Πρέπει να παρέχεται απλή επεξηγηματική περιγραφή όλων των λειτουργιών ελέγχου «του συστήματος» και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των στόχων, συμπεριλαμβανομένης της δήλωσης περί του (των) μηχανισμού(-ών) άσκησης του ελέγχου.

3.2.1.   Παρέχεται κατάλογος όλων των μεταβλητών εισόδου και των ανιχνευθεισών μεταβλητών και καθορίζεται το εύρος λειτουργίας τους.

3.2.2.   Πρέπει να παρέχεται κατάλογος όλων των μεταβλητών εξόδου που ελέγχονται από «το σύστημα» και να αναφέρεται, σε κάθε περίπτωση, κατά πόσον ο έλεγχος είναι άμεσος ή ασκείται μέσω άλλου συστήματος του οχήματος. Πρέπει να καθορίζεται το εύρος του ελέγχου (βλέπε παράγραφο 2.7 του παρόντος παραρτήματος) που ασκείται σε κάθε τέτοια μεταβλητή.

3.2.3.   Τα όρια τιμών που καθορίζουν τα όρια λειτουργικότητας (βλέπε παράγραφο 2.8 του παρόντος παραρτήματος) πρέπει να αναφέρονται, όπου ενδείκνυται, για τις επιδόσεις του συστήματος.

3.3.   Διάταξη συστήματος και σχηματικά διαγράμματα

3.3.1.   Καταγραφή στοιχείων

Πρέπει να παρέχεται κατάλογος, στον οποίο θα ταξινομούνται όλες οι μονάδες «του συστήματος» και θα αναφέρονται τα λοιπά συστήματα του οχήματος που απαιτούνται για την επίτευξη της συγκεκριμένης λειτουργίας ελέγχου.

Παρέχεται σχηματικό διάγραμμα, το οποίο απεικονίζει τις εν λόγω μονάδες συνδυασμένες, με σαφή περιγραφή της κατανομής του εξοπλισμού και των διασυνδέσεων.

3.3.2.   Λειτουργίες των μονάδων

Πρέπει να περιγράφεται περιληπτικά η λειτουργία κάθε μονάδας «του συστήματος» και να υποδεικνύονται τα σήματα που συνδέουν κάθε μονάδα με άλλες μονάδες ή με άλλα συστήματα του οχήματος. Αυτό μπορεί να γίνει με ένα απλοποιημένο ή άλλο σχηματικό διάγραμμα με επισημάνσεις ή μέσω περιγραφής υποβοηθούμενης από ένα τέτοιο διάγραμμα.

3.3.3.   Διασυνδέσεις

Οι διασυνδέσεις εντός «του συστήματος» απεικονίζονται μέσω διαγράμματος κυκλώματος για τις ηλεκτρικές συνδέσεις μετάδοσης, μέσω διαγράμματος οπτικών ινών για τις οπτικές ζεύξεις, μέσω διαγράμματος σωληνώσεων για τον πνευματικό ή υδραυλικό εξοπλισμό μετάδοσης και μέσω απλοποιημένης διαγραμματικής διάταξης για τις μηχανικές συνδέσεις.

3.3.4.   Ροή σημάτων και προτεραιότητες

Υπάρχει σαφής αντιστοιχία μεταξύ των εν λόγω συνδέσεων μετάδοσης και των σημάτων που μεταφέρονται μεταξύ των μονάδων.

Πρέπει να αναφέρονται οι προτεραιότητες των σημάτων σε πολυπλεγμένες διαδρομές δεδομένων, παντού όπου η προτεραιότητα ενδέχεται να επηρεάζει τις επιδόσεις ή την ασφάλεια στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

3.3.5.   Αναγνώριση μονάδων

Κάθε μονάδα αναγνωρίζεται με σαφήνεια και βεβαιότητα (π.χ. με σήμανση για το υλισμικό και σήμανση ή αποτελέσματα λογισμικού για το περιεχόμενο λογισμικού), ώστε να υπάρχει αντιστοιχία υλικού και τεκμηρίωσης.

Σε περίπτωση που οι λειτουργίες συνδυάζονται μέσα σε μία ενιαία μονάδα ή μάλιστα μέσα σε έναν μόνο υπολογιστή, αλλά εμφανίζονται σε πολλαπλές βαθμίδες στο συνοπτικό διάγραμμα, για λόγους σαφήνειας και ευκολίας της επεξήγησης, πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο μία σήμανση αναγνώρισης υλισμικού.

Με τη χρήση της εν λόγω αναγνώρισης, ο κατασκευαστής βεβαιώνει ότι ο παρεχόμενος εξοπλισμός είναι σύμφωνος προς το αντίστοιχο έγγραφο.

3.3.5.1.   Στην αναγνώριση καθορίζεται η έκδοση του υλισμικού και του λογισμικού και, εάν το τελευταίο μεταβάλλεται σε βαθμό που να μεταβάλλεται η λειτουργία της μονάδας, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω αναγνώριση πρέπει να μεταβάλλεται επίσης.

3.4.   Έννοια της ασφάλειας του κατασκευαστή

3.4.1.   Ο κατασκευαστής πρέπει να παρέχει βεβαίωση σύμφωνα με την οποία η επιλεγείσα στρατηγική για την επίτευξη των στόχων του συστήματος δεν θα θίγει, υπό συνθήκες ανυπαρξίας σφάλματος, την ασφαλή λειτουργία συστημάτων που υπάγονται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

3.4.2.   Όσον αφορά το λογισμικό που χρησιμοποιείται «στο σύστημα», πρέπει να εξηγείται το περίγραμμα της αρχιτεκτονικής του και να προσδιορίζονται οι μέθοδοι και τα εργαλεία σχεδιασμού που χρησιμοποιήθηκαν. Ο κατασκευαστής πρέπει να είναι σε θέση, εφόσον του ζητηθεί, να παράσχει ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία για τα μέσα με τα οποία καθορίστηκε η λογική του συστήματος κατά τη διαδικασία σχεδιασμού και ανάπτυξης.

3.4.3.   Ο κατασκευαστής παρέχει στις τεχνικές αρχές επεξήγηση των προδιαγραφών σχεδιασμού που είναι ενσωματωμένες «στο σύστημα» με σκοπό την επίτευξη ασφαλούς λειτουργίας υπό συνθήκες σφάλματος. Ενδεχόμενες προδιαγραφές σχεδιασμού για βλάβες «του συστήματος» είναι, για παράδειγμα, οι εξής:

α)

Επάνοδος λειτουργίας με τη χρήση μερικού συστήματος.

β)

Μετάβαση σε χωριστό εφεδρικό σύστημα.

γ)

Κατάργηση της λειτουργίας υψηλού επιπέδου.

Σε περίπτωση βλάβης, ο οδηγός ειδοποιείται, για παράδειγμα, μέσω ενός προειδοποιητικού σήματος ή της εμφάνισης ενός μηνύματος. Όταν το σύστημα δεν απενεργοποιείται από τον οδηγό, π.χ. στρέφοντας το διακόπτη ανάφλεξης (μίζα) στη θέση «off» ή απενεργοποιώντας τη συγκεκριμένη λειτουργία, εάν προβλέπεται ειδικός διακόπτης για τον σκοπό αυτό, η προειδοποίηση πρέπει να διατηρείται όσο εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση σφάλματος.

3.4.3.1.   Όταν η επιλεγμένη πρόβλεψη επιλέγει έναν τρόπο λειτουργίας μερικής απόδοσης υπό ορισμένες συνθήκες σφάλματος, τότε οι εν λόγω συνθήκες πρέπει να αναφέρονται και να καθορίζονται τα προκύπτοντα όρια αποτελεσματικότητας.

3.4.3.2.   Εάν η προδιαγραφή επιλέγει έναν δεύτερο (εφεδρικό) τρόπο για την επίτευξη του στόχου του συστήματος ελέγχου του οχήματος, οι αρχές του μηχανισμού μετάβασης, η λογική και το επίπεδο εφεδρείας και τα τυχόν ενσωματωμένα εφεδρικά χαρακτηριστικά ελέγχου εξηγούνται και καθορίζονται τα προκύπτοντα όρια αποτελεσματικότητας.

3.4.3.3.   Εάν η προδιαγραφή επιλέγει την κατάργηση της λειτουργίας ανώτερου επιπέδου, όλα τα αντίστοιχα σήματα ελέγχου εξόδου που συνδέονται με την εν λόγω λειτουργία απενεργοποιούνται, κατά τρόπο ώστε να περιορίζεται η διαταραχή λόγω της μετάβασης.

3.4.4.   Η τεκμηρίωση υποστηρίζεται από ανάλυση, η οποία καταδεικνύει, με γενικούς όρους, ποια είναι η συμπεριφορά του συστήματος σε περίπτωση επέλευσης οποιουδήποτε από τα προσδιοριζόμενα σφάλματα που έχουν αντίκτυπο στην επίδοση ελέγχου ή στην ασφάλεια του οχήματος.

Η ανάλυση μπορεί να βασίζεται σε ανάλυση βλαβών και επιπτώσεων (FMEA), ανάλυση με βάση δένδρο σφαλμάτων (FTA) ή κάθε άλλη διεργασία κατάλληλη για τις συνθήκες ασφάλειας.

Η(οι) επιλεγείσα(-ες) αναλυτική(-ές) προσέγγιση(-εις) πρέπει να θεσπιστεί(-ούν) και να διατηρείται(-ούνται) από τον κατασκευαστή, και να καθίσταται(-νται) διαθέσιμη(-ες) προς έλεγχο από την τεχνική υπηρεσία κατά τη χρονική στιγμή έγκρισης τύπου.

3.4.4.1.   Η εν λόγω τεκμηρίωση πρέπει να αναφέρει μεμονωμένα τις παραμέτρους που παρακολουθούνται και να περιγράφει, για κάθε συνθήκη σφάλματος του τύπου που προσδιορίζεται στην παράγραφο 3.4.4 παραπάνω, το προειδοποιητικό σήμα που παρέχεται στον οδηγό ή/και στο προσωπικό της υπηρεσίας/του τεχνικού ελέγχου.

4.   ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΗ

4.1.   Η λειτουργικότητα «του συστήματος», όπως ορίζεται στα έγγραφα που απαιτούνται στην παράγραφο 3 παραπάνω, δοκιμάζεται ως εξής:

4.1.1.   Επαλήθευση της λειτουργίας «του συστήματος»

Ως μέσο καθορισμού των κανονικών επιπέδων λειτουργίας, διενεργείται επαλήθευση των επιδόσεων του συστήματος του οχήματος υπό συνθήκες ανυπαρξίας σφάλματος σε σύγκριση με τις βασικές προδιαγραφές αναφοράς του κατασκευαστή, εκτός εάν η εν λόγω επαλήθευση υπάγεται σε συγκεκριμένη δοκιμή επιδόσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης του παρόντος ή άλλου κανονισμού.

4.1.2.   Επαλήθευση της έννοιας ασφάλειας της παραγράφου 3.4. παραπάνω.

Η αντίδραση «του συστήματος» πρέπει, κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής για την έγκριση τύπου, να ελέγχεται υπό την επίδραση μιας βλάβης, σε οποιαδήποτε επιμέρους μονάδα, ενεργοποιώντας αντίστοιχα σήματα εξόδου σε ηλεκτρικές μονάδες ή μηχανικά στοιχεία, προκειμένου να προσομοιωθούν οι επιπτώσεις των εσωτερικών σφαλμάτων στη μονάδα.

Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης αντιστοιχούν στην τεκμηριωμένη σύνοψη της ανάλυσης βλάβης, σε τέτοιο επίπεδο συνολικών συνεπειών ώστε να επιβεβαιώνεται η καταλληλότητα της έννοιας της ασφάλειας και της υλοποίησής της.