ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 206

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
14 Ιουλίου 2014


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1

 

*

Οδηγίες προς τον γραμματέα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

46

 

*

Πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους σχετικά με την ένδικη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

52

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

14.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 206/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ΔΗΜΌΣΙΑΣ ΔΙΟΊΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΈΝΩΣΗΣ

Περιεχόμενα

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ 6

Άρθρο 1

Ορισμοί 6

ΤIΤΛΟΣ 1

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΔ 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Προεδρία και μέλη του Δικαστηρίου ΔΔ 7

Άρθρο 2

Θητεία των δικαστών 7

Άρθρο 3

Ορκωμοσία 7

Άρθρο 4

Επίσημη δέσμευση 7

Άρθρο 5

Απαλλαγή δικαστή από τα καθήκοντά του 7

Άρθρο 6

Σειρά αρχαιότητας 8

Άρθρο 7

Εκλογή του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ 8

Άρθρο 8

Καθήκοντα του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ 8

Άρθρο 9

Αναπλήρωση του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαστικοί σχηματισμοί 9

Άρθρο 10

Δικαστικοί σχηματισμοί 9

Άρθρο 11

Συγκρότηση των τμημάτων 9

Άρθρο 12

Πρόεδροι τμήματος 9

Άρθρο 13

Κατά κανόνα αρμόδιος δικαστικός σχηματισμός — Ανάθεση των υποθέσεων στα τμήματα 9

Άρθρο 14

Παραπομπή υποθέσεως στην ολομέλεια ή στο πενταμελές τμήμα 10

Άρθρο 15

Παραπομπή υποθέσεως σε μονομελές τμήμα 10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Γραμματεία και υπηρεσίες 10

Τμήμα 1 —

Γραμματεία 10

Άρθρο 16

Διορισμός του γραμματέα 10

Άρθρο 17

Παύση ασκήσεως των καθηκόντων του γραμματέα 11

Άρθρο 18

Βοηθός γραμματέας 11

Άρθρο 19

Απουσία ή κώλυμα του γραμματέα 11

Άρθρο 20

Καθήκοντα του γραμματέα 11

Άρθρο 21

Τήρηση του πρωτοκόλλου 12

Άρθρο 22

Πρόσβαση στον φάκελο και στο πρωτόκολλο 12

Τμήμα 2 —

Υπηρεσίες 12

Άρθρο 23

Μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι 12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Λειτουργία του Δικαστηρίου ΔΔ 12

Άρθρο 24

Ημερομηνίες, ώρες και τόπος των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου ΔΔ 12

Άρθρο 25

Οργάνωση του δικαστικού έτους 13

Άρθρο 26

Απαρτία 13

Άρθρο 27

Απουσία ή κώλυμα δικαστή 13

Άρθρο 28

Απουσία ή κώλυμα δικαστή του πενταμελούς τμήματος πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση 13

Άρθρο 29

Κανόνες διέποντες τις διασκέψεις 13

Άρθρο 30

Αριθμός των μετεχόντων στις διασκέψεις δικαστών 14

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις 14

Τμήμα 1 —

Εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι 14

Άρθρο 31

Ιδιότητα του εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου 14

Άρθρο 32

Προνόμια, ασυλίες και διευκολύνσεις 14

Άρθρο 33

Άρση της ασυλίας 15

Άρθρο 34

Αποκλεισμός από τη διαδικασία 15

Άρθρο 35

Καθηγητές 15

Τμήμα 2 —

Επιδόσεις 15

Άρθρο 36

Επιδόσεις 15

Τμήμα 3 —

Προθεσμίες 16

Άρθρο 37

Υπολογισμός των προθεσμιών 16

Άρθρο 38

Παρέκταση λόγω αποστάσεως 16

Άρθρο 39

Καθορισμός και παράταση των προθεσμιών 16

Τμήμα 4 —

Τρόποι εκδικάσεως των υποθέσεων 17

Άρθρο 40

Τρόποι εκδικάσεως των υποθέσεων 17

Άρθρο 41

Σειρά εκδικάσεως των υποθέσεων 17

Άρθρο 42

Περιπτώσεις αναστολής και διαδικασία 17

Άρθρο 43

Διάρκεια και αποτελέσματα της αναστολής 17

Άρθρο 44

Συνεκδίκαση, χωρισμός υποθέσεων και χωρισμός δικογράφου 18

Τμήμα 5 —

Διαδικαστικά έγγραφα, λοιπά έγγραφα και στοιχεία 18

Άρθρο 45

Κατάθεση των διαδικαστικών εγγράφων 18

Άρθρο 46

Έκταση των διαδικαστικών εγγράφων 19

Άρθρο 47

Εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων και στοιχείων 19

Άρθρο 48

Ανωνυμία 19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κοινή διαδικασία 19

Τμήμα 1 —

Έγγραφη διαδικασία 19

Άρθρο 49

Γενικός κανόνας 19

Άρθρο 50

Δικόγραφο της προσφυγής 20

Άρθρο 51

Επίδοση του δικογράφου της προσφυγής και ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα 20

Άρθρο 52

Αρχική ανάθεση της υποθέσεως σε δικαστικό σχηματισμό 20

Άρθρο 53

Υπόμνημα αντικρούσεως 21

Άρθρο 54

Διαβίβαση εγγράφων 21

Άρθρο 55

Δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων 21

Τμήμα 2 —

Ισχυρισμοί και απόδειξη κατά τη διάρκεια της δίκης 22

Άρθρο 56

Νέοι ισχυρισμοί 22

Άρθρο 57

Προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων και πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων 22

Τμήμα 3 —

Προκαταρκτική έκθεση 22

Άρθρο 58

Προκαταρκτική έκθεση 22

Τμήμα 4 —

Προφορική διαδικασία 22

Άρθρο 59

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 22

Άρθρο 60

Ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 22

Άρθρο 61

Κοινή επ' ακροατηρίου συζήτηση 23

Άρθρο 62

Απουσία των διαδίκων από την επ' ακροατηρίου συζήτηση 23

Άρθρο 63

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 23

Άρθρο 64

Λήξη της προφορικής διαδικασίας και επανάληψή της 23

Άρθρο 65

Πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 23

Άρθρο 66

Ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 23

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και αποδεικτικά μέσα 24

Τμήμα 1 —

Σκοποί 24

Άρθρο 67

Σκοποί 24

Τμήμα 2 —

Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας 24

Άρθρο 68

Αντικείμενο 24

Άρθρο 69

Διαδικασία 24

Τμήμα 3 —

Αποδεικτικά μέσα 25

Άρθρο 70

Αντικείμενο 25

Άρθρο 71

Διαδικασία 25

Άρθρο 72

Κλήτευση των μαρτύρων 25

Άρθρο 73

Εξέταση των μαρτύρων 26

Άρθρο 74

Υποχρεώσεις των μαρτύρων 26

Άρθρο 75

Πραγματογνωμοσύνη 26

Άρθρο 76

Ψευδορκία και παράβαση όρκου 27

Άρθρο 77

Εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα 27

Άρθρο 78

Έξοδα των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων 27

Άρθρο 79

Αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων 28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ενστάσεις και παρεμπίπτοντα ζητήματα 28

Άρθρο 80

Παραπομπή υποθέσεως στο Δικαστήριο ή στο Γενικό Δικαστήριο 28

Άρθρο 81

Προσφυγή προδήλως απορριπτέα 28

Άρθρο 82

Απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως 28

Άρθρο 83

Αίτηση προς το Δικαστήριο ΔΔ για να αποφανθεί χωρίς να εισέλθει στην ουσία 29

Άρθρο 84

Παραίτηση 29

Άρθρο 85

Κατάργηση της δίκης 29

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Παρέμβαση 29

Άρθρο 86

Αίτηση παρεμβάσεως 29

Άρθρο 87

Απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως 30

Άρθρο 88

Υποβολή των υπομνημάτων και των επ' αυτών παρατηρήσεων 30

Άρθρο 89

Κλήση προς παρέμβαση 31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Φιλικός διακανονισμός των διαφορών 31

Άρθρο 90

Τρόπος επιδιώξεως του φιλικού διακανονισμού 31

Άρθρο 91

Συμφωνία των διαδίκων 32

Άρθρο 92

Φιλικός διακανονισμός και ένδικη διαδικασία 32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Αποφάσεις και διατάξεις 32

Άρθρο 93

Ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως 32

Άρθρο 94

Περιεχόμενο της αποφάσεως 32

Άρθρο 95

Δημοσίευση και επίδοση της αποφάσεως 33

Άρθρο 96

Περιεχόμενο της διατάξεως 33

Άρθρο 97

Υπογραφή και επίδοση της διατάξεως 33

Άρθρο 98

Ισχύς των αποφάσεων και διατάξεων 34

Άρθρο 99

Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 34

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Δικαστικά έξοδα 34

Άρθρο 100

Απόφαση για τα έξοδα 34

Άρθρο 101

Γενικός κανόνας για την κατανομή των εξόδων 34

Άρθρο 102

Επιείκεια και έξοδα προκαλούμενα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως 34

Άρθρο 103

Ειδικοί κανόνες για την κατανομή των εξόδων 34

Άρθρο 104

Έξοδα αναγκαστικής εκτελέσεως 35

Άρθρο 105

Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν 35

Άρθρο 106

Αμφισβήτηση σχετικά με τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα 35

Άρθρο 107

Τρόπος πληρωμής 35

Άρθρο 108

Έξοδα διαδικασίας 36

Άρθρο 109

Παρακαταθήκη λόγω καταχρηστικών προσφυγών 36

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Δικαστική αρωγή 36

Άρθρο 110

Ουσιαστικές προϋποθέσεις 36

Άρθρο 111

Τυπικές προϋποθέσεις 36

Άρθρο 112

Διαδικασία και απόφαση 37

Άρθρο 113

Προκαταβολές και ανάληψη των εξόδων 37

Άρθρο 114

Ανάκληση του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής 38

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Ειδικές διαδικασίες 38

Τμήμα 1 —

Αναστολή εκτελέσεως και λοιπά προσωρινά μέτρα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 38

Άρθρο 115

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων 38

Άρθρο 116

Διαδικασία 38

Άρθρο 117

Απόφαση επί της αιτήσεως 39

Άρθρο 118

Μεταβολή των περιστάσεων 39

Άρθρο 119

Νέα αίτηση 39

Άρθρο 120

Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως 39

Τμήμα 2 —

Ερήμην αποφάσεις 39

Άρθρο 121

Ερήμην αποφάσεις 39

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Αιτήσεις και ένδικα μέσα που αφορούν τις αποφάσεις και διατάξεις 40

Τμήμα 1 —

Διόρθωση 40

Άρθρο 122

Διόρθωση αποφάσεων και διατάξεων 40

Τμήμα 2 —

Παράλειψη του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί 40

Άρθρο 123

Παράλειψη του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα 40

Τμήμα 3 —

Ανακοπή 40

Άρθρο 124

Ανακοπή 40

Τμήμα 4 —

Τριτανακοπή 41

Άρθρο 125

Τριτανακοπή 41

Τμήμα 5 —

Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ 42

Άρθρο 126

Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ 42

Τμήμα 6 —

Αναθεώρηση 42

Άρθρο 127

Αναθεώρηση 42

Τμήμα 7 —

Υποθέσεις που αναπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ κατόπιν αναιρέσεως 43

Άρθρο 128

Αναπομπή κατόπιν αναιρέσεως 43

Άρθρο 129

Ανάθεση της αναπεμφθείσας υποθέσεως 43

Άρθρο 130

Διαδικασία εξετάσεως της αναπεμφθείσας υποθέσεως 44

Άρθρο 131

Δικαστικά έξοδα κατόπιν αναπομπής 44

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 44

Άρθρο 132

Εκτελεστικές διατάξεις 44

Άρθρο 133

Κατάργηση 44

Άρθρο 134

Δημοσίευση και έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού 45

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη: τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το άρθρο 257, πέμπτο εδάφιο,

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, ιδίως το άρθρο 106α, παράγραφος 1,

το πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), ιδίως το άρθρο 62γ, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I αυτού,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη η αναμόρφωση του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο οποίος θεσπίστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 (2), λαμβανομένης ταυτοχρόνως υπόψη της ιδιομορφίας των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται το Δικαστήριο ΔΔ.

(2)

Εξάλλου, η εφαρμογή του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ, ο οποίος θεσπίστηκε στις 25 Ιουλίου 2007 (3), κατέδειξε την ανάγκη προσαρμογής ορισμένων διατάξεών του.

(3)

Ειδικότερα, βάσει της αποκτηθείσας πείρας, καθίσταται, εξάλλου, αναγκαία η συμπλήρωση ή διευκρίνιση ορισμένων κανόνων που αφορούν, ιδίως, την εμπιστευτική μεταχείριση και την ανωνυμία.

(4)

Προκειμένου το Δικαστήριο ΔΔ, το οποίο αντιμετωπίζει συνεχώς αυξανόμενο αριθμό υποθέσεων, να διατηρήσει την ικανότητά του να εκδικάζει εντός εύλογου χρόνου τις υποθέσεις που του υποβάλλονται, είναι, επιπλέον, απαραίτητο να συνεχιστούν οι αναληφθείσες προσπάθειες για τη μείωση της διάρκειας των ενώπιόν του διαδικασιών, ιδίως με τον περιορισμό, οσάκις αυτό αποδεικνύεται απαραίτητο, της εκτάσεως των διαδικαστικών εγγράφων, πλην εξαιρέσεων δικαιολογουμένων από την ιδιαιτερότητα των υποθέσεων, και με την ενίσχυση των κανόνων περί επιστροφής των εξόδων στα οποία υποβάλλεται το Δικαστήριο ΔΔ σε περίπτωση προδήλως καταχρηστικής ασκήσεως προσφυγής.

(5)

Τέλος, προκειμένου να καταστούν περισσότερο εύληπτοι οι κανόνες τους οποίους εφαρμόζει το Δικαστήριο ΔΔ, είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί η διάρθρωση του κανονισμού διαδικασίας, να διασαφηνιστούν ορισμένοι κανόνες ή η δυνατότητα εφαρμογής τους, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, τα αποδεικτικά μέσα, την ανακοπή και την τριτανακοπή, και να καταργηθούν ορισμένοι απαρχαιωμένοι ή μη εφαρμοζόμενοι κανόνες,

με τη συμφωνία του Δικαστηρίου,

με την παρασχεθείσα στις 14 Απριλίου 2014 έγκριση του Συμβουλίου,

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1

Ορισμοί

1.   Στον παρόντα κανονισμό:

α)

οι διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΕΕ»·

β)

οι διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΛΕΕ»·

γ)

οι διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΕΚΑΕ»·

δ)

το πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται «Οργανισμός»·

ε)

ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης αναφέρονται ως «κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως».

2.   Στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού:

α)

με τον όρο «Δικαστήριο ΔΔ» νοείται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, για τις υποθέσεις τις οποίες χειρίζεται πολυμελές ή μονομελές τμήμα, το οικείο τμήμα·

β)

με τον όρο «πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ» νοείται αποκλειστικά ο πρόεδρος του δικαιοδοτικού οργάνου, ενώ ο όρος «πρόεδρος» δηλώνει τον πρόεδρο του δικάζοντος σχηματισμού·

γ)

με τον όρο «συνέλευση της ολομέλειας» νοείται το απαρτιζόμενο από τους δικαστές του Δικαστηρίου ΔΔ συλλογικό όργανο που είναι αρμόδιο να αποφασίζει επί παντός διοικητικού ζητήματος καθώς και επί των δικαιοδοτικής φύσεως ζητημάτων που αφορούν την ανάθεση των υποθέσεων στους διαφόρους δικαστικούς σχηματισμούς ή επί ζητημάτων δικαιοδοτικής φύσεως κοινών σε πλείονες υποθέσεις, χωρίς, στην τελευταία αυτή περίπτωση, να δεσμεύονται οι σχηματισμοί αυτοί·

δ)

με τον όρο «όργανα» νοούνται τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ και τα λοιπά όργανα και οι οργανισμοί που ιδρύονται με τις Συνθήκες ή με πράξη η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των Συνθηκών και που μπορούν να είναι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

ΤIΤΛΟΣ 1

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΔ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Προεδρία και μέλη του Δικαστηρίου ΔΔ

Άρθρο 2

Θητεία των δικαστών

1.   Η θητεία του δικαστή αρχίζει από την ημερομηνία που καθορίζει η πράξη διορισμού.

2.   Αν η πράξη διορισμού δεν καθορίζει ημερομηνία, η θητεία αρχίζει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της πράξεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Ορκωμοσία

Οι δικαστές, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δίνουν ενώπιον του Δικαστηρίου τον ακόλουθο όρκο, που προβλέπεται στο άρθρο 2 του Οργανισμού:

«Ορκίζομαι να ασκώ τα καθήκοντά μου με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία και να μην παραβιάζω το απόρρητο των διασκέψεων.»

Άρθρο 4

Επίσημη δέσμευση

Ευθύς μετά την ορκωμοσία, οι δικαστές υπογράφουν δήλωση με την οποία αναλαμβάνουν επίσημα τη δέσμευση που προβλέπεται στο άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού.

Άρθρο 5

Απαλλαγή δικαστή από τα καθήκοντά του

1.   Όταν το Δικαστήριο καλείται, δυνάμει του άρθρου 6 του Οργανισμού, να κρίνει, αφού ζητήσει τη γνώμη του Δικαστηρίου ΔΔ, αν ένας δικαστής του Δικαστηρίου ΔΔ δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ καλεί τον ενδιαφερόμενο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται χωρίς να παρίσταται ο γραμματέας.

Η ψηφοφορία είναι μυστική, το δε ενδιαφερόμενο μέλος δεν μετέχει στη διάσκεψη.

3.   Η γνώμη του Δικαστηρίου ΔΔ αιτιολογείται.

Η γνώμη περί του ότι ο δικαστής δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του πρέπει να συγκεντρώσει τις ψήφους της πλειοψηφίας των δικαστών του Δικαστηρίου ΔΔ. Στην περίπτωση αυτή, το αναλυτικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ανακοινώνεται στο Δικαστήριο.

Άρθρο 6

Σειρά αρχαιότητας

1.   Οι δικαστές κατατάσσονται ως εξής:

ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ·

οι πρόεδροι τμήματος σύμφωνα με την αρχαιότητά τους ως μελών του Δικαστηρίου ΔΔ·

οι λοιποί δικαστές σύμφωνα με την ίδια αρχαιότητα.

2.   Σε περίπτωση ίδιας αρχαιότητας, η σειρά καθορίζεται από την ηλικία.

3.   Οι δικαστές των οποίων η θητεία ανανεώνεται διατηρούν την αρχαιότητά τους.

Άρθρο 7

Εκλογή του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού, οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ για τρία έτη. Η επανεκλογή του επιτρέπεται.

2.   Σε περίπτωση που ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από την κανονική λήξη της θητείας του, αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας.

3.   Οι εκλογές που προβλέπει το παρόν άρθρο διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία. Εκλέγεται ο δικαστής που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των δικαστών του Δικαστηρίου ΔΔ. Αν κανείς από τους δικαστές δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία αυτή, διεξάγονται περαιτέρω ψηφοφορίες μέχρις ότου κάποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία.

4.   Το όνομα του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Καθήκοντα του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ

1.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ προεδρεύει των επ' ακροατηρίου συζητήσεων καθώς και των διασκέψεων:

της ολομέλειας,

του πενταμελούς τμήματος,

κάθε τριμελούς τμήματος του οποίου έχει οριστεί μέλος.

2.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ διευθύνει τις εργασίες του Δικαστηρίου ΔΔ και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του. Προεδρεύει της συνελεύσεως της ολομέλειας.

3.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ εκπροσωπεί το Δικαστήριο ΔΔ.

Άρθρο 9

Αναπλήρωση του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ

Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ ή χηρείας της προεδρίας, ο αναπληρωτής του ορίζεται κατά τη σειρά που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 6.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαστικοί σχηματισμοί

Άρθρο 10

Δικαστικοί σχηματισμοί

Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ δικάζει εν ολομελεία, ως πενταμελές τμήμα ή σε τριμελή ή μονομελή τμήματα.

Άρθρο 11

Συγκρότηση των τμημάτων

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ συγκροτεί από τα μέλη του τριμελή τμήματα. Δύναται να συγκροτήσει ένα πενταμελές τμήμα.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει για την τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα. Αν ο αριθμός των τοποθετημένων σε ένα τμήμα δικαστών υπερβαίνει τους τρεις ή, κατά περίπτωση, τους πέντε, το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει για τον τρόπο προσδιορισμού των δικαστών που μετέχουν στον δικαστικό σχηματισμό.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 12

Πρόεδροι τμήματος

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού, οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους, για τρία έτη, τους προέδρους των τριμελών τμημάτων. Η επανεκλογή τους επιτρέπεται.

2.   Οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 έως 4, έχουν εν προκειμένω εφαρμογή.

3.   Οι πρόεδροι τμήματος διευθύνουν τις εργασίες του τμήματός τους και προεδρεύουν των επ' ακροατηρίου συζητήσεων καθώς και των διασκέψεων.

4.   Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου τμήματος ή χηρείας της προεδρίας, καθήκοντα προέδρου του τμήματος ασκεί ένα μέλος του κατά τη σειρά που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 6.

5.   Αν κατ' εξαίρεση παραστεί ανάγκη να συμπληρώσει τον δικάζοντα σχηματισμό ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ, προεδρεύει ο ίδιος.

Άρθρο 13

Κατά κανόνα αρμόδιος δικαστικός σχηματισμός — Ανάθεση των υποθέσεων στα τμήματα

1.   Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 14 και 15, το Δικαστήριο ΔΔ δικάζει με τριμελή τμήματα.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει τα κριτήρια αναθέσεως ή νέας αναθέσεως των υποθέσεων στα εν λόγω τμήματα, ιδίως για λόγους συνάφειας ή προς τον σκοπό διασφαλίσεως ισόρροπης και εύλογης κατανομής του φόρτου εργασίας μεταξύ των τμημάτων.

3.   Η λαμβανόμενη κατά την προηγούμενη παράγραφο απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Παραπομπή υποθέσεως στην ολομέλεια ή στο πενταμελές τμήμα

1.   Οσάκις δικαιολογείται από τη δυσχέρεια των εγειρομένων νομικών ζητημάτων ή τη σημασία της υποθέσεως ή από ιδιαίτερες περιστάσεις, η υπόθεση μπορεί να παραπεμφθεί στην ολομέλεια ή στο πενταμελές τμήμα.

2.   Η απόφαση περί παραπομπής λαμβάνεται από τη συνέλευση της ολομέλειας του Δικαστηρίου ΔΔ κατόπιν προτάσεως του επιληφθέντος της υποθέσεως τμήματος ή οποιουδήποτε μέλους του Δικαστηρίου ΔΔ. Η απόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Άρθρο 15

Παραπομπή υποθέσεως σε μονομελές τμήμα

1.   Οι υποθέσεις που ανατίθενται σε τριμελές τμήμα μπορούν να εκδικαστούν από τον εισηγητή δικαστή, αποφαινόμενο ως μονομελές τμήμα, οσάκις προσφέρονται προς τούτο, διότι δεν εγείρουν δυσχερή νομικά ή πραγματικά ζητήματα, είναι περιορισμένης σημασίας και δεν συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις.

Αποκλείεται η παραπομπή στο μονομελές τμήμα υποθέσεων που εγείρουν ζητήματα σχετικά με τη νομιμότητα πράξεως γενικής ισχύος, εκτός εάν τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη κριθεί από το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο ΔΔ.

2.   Η απόφαση περί παραπομπής λαμβάνεται ομοφώνως, μετά από ακρόαση των διαδίκων, από το τμήμα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση. Η απόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

3.   Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του δικαστή του μονομελούς τμήματος στον οποίο έχει παραπεμφθεί η υπόθεση, ο πρόεδρος ορίζει άλλον δικαστή προς αναπλήρωσή του.

4.   Το μονομελές τμήμα παραπέμπει την υπόθεση στο τριμελές τμήμα αν κρίνει ότι έπαυσαν να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

5.   Στις υποθέσεις που εκδικάζονται από μονομελές τμήμα, τις εξουσίες του προέδρου ασκεί ο δικαστής του μονομελούς τμήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Γραμματεία και υπηρεσίες

Τμήμα 1

Γραμματεία

Άρθρο 16

Διορισμός του γραμματέα

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ διορίζει τον γραμματέα.

2.   Σε περίπτωση χηρείας της θέσεως του γραμματέα, δημοσιεύεται ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν υποψηφιότητες, εντός προθεσμίας τουλάχιστον τριών εβδομάδων, οι οποίες συνοδεύονται από πλήρη στοιχεία σχετικά με τους πανεπιστημιακούς τίτλους τους, τη γλωσσομάθειά τους, τις παρούσες και προηγούμενες επαγγελματικές ασχολίες τους, τη δικαστική και διεθνή πείρα που ενδεχομένως έχουν, καθώς και την ιθαγένειά τους.

3.   Δύο εβδομάδες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία για τον διορισμό, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ ενημερώνει τους δικαστές για τις υποψηφιότητες που έχουν υποβληθεί.

4.   Η ψηφοφορία διεξάγεται κατά τη διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφος 3.

5.   Ο γραμματέας διορίζεται για εξαετή περίοδο. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός του. Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίζει τον αναδιορισμό του απερχόμενου γραμματέα χωρίς να ακολουθήσει τη διαδικασία των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 4.

6.   Πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο γραμματέας δίνει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ τον όρκο που προβλέπεται στο άρθρο 3 και υπογράφει τη δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 4.

7.   Το όνομα του γραμματέα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 17

Παύση ασκήσεως των καθηκόντων του γραμματέα

1.   Ο γραμματέας δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του παρά μόνον αν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του. Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει, αφού παράσχει στον γραμματέα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

2.   Αν ο γραμματέας παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από τη λήξη της θητείας του, το Δικαστήριο ΔΔ διορίζει νέο γραμματέα για εξαετή περίοδο.

Άρθρο 18

Βοηθός γραμματέας

Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διορίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για τον διορισμό του γραμματέα, βοηθό γραμματέα επιφορτισμένο να επικουρεί τον γραμματέα και να τον αναπληρώνει σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος.

Άρθρο 19

Απουσία ή κώλυμα του γραμματέα

1.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ ορίζει τους μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους που θα ασκούν καθήκοντα γραμματέα σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του γραμματέα και, ενδεχομένως, του βοηθού γραμματέα ή σε περίπτωση χηρείας των θέσεών τους.

2.   Όταν το Δικαστήριο ΔΔ συνεδριάζει χωρίς να παρίσταται ο γραμματέας, αναθέτει σε δικαστή, οριζόμενο κατά σειρά αντίστροφη της προβλεπόμενης στο άρθρο 6, αν κριθεί αναγκαίο, την τήρηση πρακτικών, τα οποία υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον εν λόγω δικαστή.

Άρθρο 20

Καθήκοντα του γραμματέα

1.   Υπό την εποπτεία του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ, ο γραμματέας είναι υπεύθυνος της γραμματείας· έχει, μεταξύ άλλων, την ευθύνη της παραλαβής, διαβιβάσεως και φυλάξεως όλων των εγγράφων, καθώς και των επιδόσεων που συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο γραμματέας επικουρεί τα μέλη του Δικαστηρίου ΔΔ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 5, 17, παράγραφος 1, και 29, ο γραμματέας παρίσταται στις συνεδριάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ των οποίων τηρεί τα πρακτικά.

3.   Ο γραμματέας φυλάσσει τις σφραγίδες και είναι υπεύθυνος για τα αρχεία. Επιμελείται των δημοσιεύσεων του Δικαστηρίου ΔΔ και, ιδίως, της Συλλογής της Νομολογίας.

4.   Με τη συνδρομή των υπηρεσιών του θεσμικού οργάνου και υπό την εποπτεία του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ, ο γραμματέας μεριμνά για τη διοικητική υποστήριξη του Δικαστηρίου ΔΔ και για τη διενέργεια των αντιστοίχων εισπράξεων και πληρωμών.

Άρθρο 21

Τήρηση του πρωτοκόλλου

1.   Στη γραμματεία τηρείται, με ευθύνη του γραμματέα, πρωτόκολλο στο οποίο εγγράφονται κατά συνέχεια και κατά τη σειρά της καταθέσεώς τους όλα τα διαδικαστικά έγγραφα. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο και οι σημειώσεις που γίνονται από τον γραμματέα επί των πρωτοτύπων ή των αντιγράφων που προσκομίζονται προς τούτο συνιστούν δημόσια έγγραφα.

2.   Η γραμματεία καταχωρίζει χωριστά τα έγγραφα που συντάσσονται για τους σκοπούς φιλικού διακανονισμού κατά το άρθρο 90.

Άρθρο 22

Πρόσβαση στον φάκελο και στο πρωτόκολλο

1.   Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 44, παράγραφος 3, 47 και 87, παράγραφος 3, κάθε διάδικος μπορεί:

να συμβουλεύεται στη γραμματεία τον φάκελο της υποθέσεως και τα αποσπάσματα του πρωτοκόλλου που αφορούν την υπόθεσή του,

να λαμβάνει, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας, που θεσπίζεται από το Δικαστήριο ΔΔ κατόπιν προτάσεως του γραμματέα, επιπλέον αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων, των παραρτημάτων τους, των διατάξεων και των αποφάσεων, καθώς και αντίγραφα των λοιπών στοιχείων του φακέλου και αποσπάσματα του πρωτοκόλλου· τα αντίγραφα αυτά χορηγούνται, οσάκις απαιτείται, κεκυρωμένα.

2.   Ουδείς τρίτος, είτε πρόκειται για ιδιώτη είτε για δημόσιο φορέα, έχει δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο υποθέσεως εκτός εάν ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ επιτρέψει ρητώς την πρόσβαση μετά από ακρόαση των διαδίκων. Η σχετική άδεια μπορεί να χορηγηθεί, εν όλω ή εν μέρει, μόνον κατόπιν γραπτής αιτήσεως, που πρέπει να συνοδεύεται από λεπτομερή αιτιολόγηση του θεμιτού συμφέροντος προς μελέτη του εν λόγω φακέλου. Οι ενδιαφερόμενοι συμβουλεύονται τον φάκελο στη γραμματεία.

Οποιοσδήποτε τρίτος μπορεί, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας, να λαμβάνει αντίγραφα των αποφάσεων και των διατάξεων. Τα αντίγραφα αυτά χορηγούνται κεκυρωμένα εφόσον τούτο δικαιολογείται από θεμιτό συμφέρον.

Σε οποιονδήποτε έχει δικαιολογημένο συμφέρον, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί να επιτρέψει να συμβουλευθεί το πρωτόκολλο στη γραμματεία και να λάβει αντίγραφα ή αποσπάσματα σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας.

Κατά τη χορήγηση αντιγράφων αποφάσεων ή διατάξεων, καθώς και κατά τη χορήγηση της άδειας που προβλέπεται στο πρώτο και τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, λαμβάνονται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, υπόψη τα άρθρα 44, παράγραφος 3, 47, 48 και 87, παράγραφος 3, καθώς και οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει των διατάξεων αυτών.

Τμήμα 2

Υπηρεσίες

Άρθρο 23

Μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι

Οι μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι που επικουρούν άμεσα τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ, τους δικαστές και τον γραμματέα διορίζονται σύμφωνα με τους όρους του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Υπάγονται στον γραμματέα, υπό την εποπτεία του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Λειτουργία του Δικαστηρίου ΔΔ

Άρθρο 24

Ημερομηνίες, ώρες και τόπος των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου ΔΔ

1.   Ο πρόεδρος καθορίζει τις ημερομηνίες και ώρες των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου ΔΔ.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες συνεδριάσεις, να επιλέξει τόπο συνεδριάσεως εκτός της έδρας του Δικαστηρίου ΔΔ.

Άρθρο 25

Οργάνωση του δικαστικού έτους

1.   Το δικαστικό έτος αρχίζει την 1η Οκτωβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους και λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.

2.   Οι ημερομηνίες των δικαστικών διακοπών και ο κατάλογος των επισήμων αργιών που καταρτίζεται από το Δικαστήριο και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν και για το Δικαστήριο ΔΔ.

3.   Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, η προεδρία του Δικαστηρίου ΔΔ ασκείται στην έδρα του είτε από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ είτε από έναν πρόεδρο τμήματος ή άλλο δικαστή, που ορίζεται από τον πρόεδρο ως αναπληρωτής του. Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να συγκαλεί τους δικαστές.

4.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί για εύλογη αιτία να χορηγεί άδεια στους δικαστές.

Άρθρο 26

Απαρτία

Το Δικαστήριο ΔΔ συνεδριάζει εγκύρως μόνον εφόσον τηρείται η ακόλουθη απαρτία:

πέντε δικαστών για την ολομέλεια,

τριών δικαστών για το πενταμελές τμήμα και για τα τριμελή τμήματα, σύμφωνα με το άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού.

Άρθρο 27

Απουσία ή κώλυμα δικαστή

1.   Αν λόγω απουσίας ή κωλύματος δικαστή δεν επιτυγχάνεται απαρτία, ο πρόεδρος αναβάλλει τη συνεδρίαση έως ότου λήξει η απουσία ή εκλείψει το κώλυμα.

2.   Για να επιτευχθεί απαρτία του τμήματος, ο πρόεδρος δύναται επίσης, εάν αυτό υπαγορεύεται από την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, να συμπληρώσει τον δικαστικό σχηματισμό με άλλον δικαστή του ιδίου τμήματος ή, άλλως, να προτείνει στον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ να ορίσει ένα δικαστή από άλλο τμήμα. Ο αναπληρών δικαστής ορίζεται εκ περιτροπής κατά την αντίστροφη της προβλεπομένης στο άρθρο 6 σειρά.

3.   Αν ο δικαστικός σχηματισμός συμπληρωθεί κατ' εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου μετά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η προφορική διαδικασία επαναλαμβάνεται, εκτός εάν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει, με τη συμφωνία των διαδίκων και προκειμένου να μπορέσει να κρίνει την υπόθεση εντός εύλογου χρόνου, να μην οργανώσει νέα επ' ακροατηρίου συζήτηση. Η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας είναι υποχρεωτική οσάκις η απουσία ή το κώλυμα αφορούν πλέον του ενός δικαστές που μετέσχον στην επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Άρθρο 28

Απουσία ή κώλυμα δικαστή του πενταμελούς τμήματος πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση

Αν, στο πενταμελές τμήμα, απουσιάζει ή κωλύεται δικαστής πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ ορίζει άλλον δικαστή τηρώντας εκ περιτροπής την αντίστροφη της προβλεπομένης στο άρθρο 6 σειρά. Αν δεν εξασφαλιστεί η παρουσία πέντε δικαστών, η επ' ακροατηρίου συζήτηση δύναται παρά ταύτα να διεξαχθεί, υπό τον όρον ότι επιτυγχάνεται απαρτία.

Άρθρο 29

Κανόνες διέποντες τις διασκέψεις

1.   Οι διασκέψεις του Δικαστηρίου ΔΔ είναι και παραμένουν μυστικές.

2.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 27, παράγραφος 3, σε περίπτωση διεξαγωγής επ' ακροατηρίου συζητήσεως, στις διασκέψεις μετέχουν μόνον οι δικαστές που έλαβαν μέρος σε αυτή.

3.   Κάθε δικαστής που μετέχει στη διάσκεψη εκφράζει τη γνώμη του αιτιολογώντας την.

4.   Η γνώμη στην οποία καταλήγει μετά την τελική συζήτηση η πλειοψηφία των δικαστών αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ.

5.   Όταν οι διασκέψεις του Δικαστηρίου ΔΔ αφορούν διοικητικά θέματα, ο γραμματέας παρίσταται, εκτός αν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει άλλως.

Άρθρο 30

Αριθμός των μετεχόντων στις διασκέψεις δικαστών

Σύμφωνα με τα άρθρα 17, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού και 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος I του Οργανισμού, αν, στο πενταμελές τμήμα ή στην ολομέλεια, προκύπτει άρτιος αριθμός δικαστών λόγω απουσίας ή κωλύματος, απέχει των διασκέψεων ο πρώτος κατά την αντίστροφη της προβλεπομένης στο άρθρο 6 σειρά δικαστής, εκτός εάν αυτός είναι ο εισηγητής δικαστής. Στην περίπτωση αυτή, απέχει των διασκέψεων ο αμέσως επόμενος κατά την αντίστροφη αυτή σειρά δικαστής.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Τμήμα 1

Εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι

Άρθρο 31

Ιδιότητα του εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου

1.   Κατ' εφαρμογή του άρθρου 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, οι εκπρόσωποι, οι σύμβουλοι και οι δικηγόροι που ενεργούν για λογαριασμό κράτους μέλους ή θεσμικού οργάνου αποδεικνύουν την ιδιότητά τους καταθέτοντας στη γραμματεία επίσημο έγγραφο ή εντολή που έχει χορηγηθεί από τον διάδικο τον οποίο εκπροσωπούν ή επικουρούν.

2.   Κατ' εφαρμογή του άρθρου 19, πρώτο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού, οι δικηγόροι αποδεικνύουν την ιδιότητά τους καταθέτοντας στη γραμματεία αποδεικτικό νομιμοποιήσεως που να βεβαιώνει ότι έχουν ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Άρθρο 32

Προνόμια, ασυλίες και διευκολύνσεις

1.   Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι που εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ή ενώπιον δικαστικής αρχής που ενεργεί κατόπιν σχετικής εντολής του απολαύουν ασυλίας για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή γραπτώς σχετικά με την υπόθεση ή τους διαδίκους.

2.   Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι απολαύουν επίσης των εξής προνομίων και διευκολύνσεων:

α)

τα σχετικά με τη διαδικασία έγγραφα δεν υπόκεινται σε έρευνα και κατάσχεση. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα τελωνειακά ή αστυνομικά όργανα μπορούν να σφραγίζουν τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία διαβιβάζονται αμέσως στο Δικαστήριο ΔΔ για εξακρίβωση παρουσία του γραμματέα και του ενδιαφερομένου·

β)

οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι δεν υπόκεινται σε περιορισμούς στις μετακινήσεις τους, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

3.   Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 αναγνωρίζονται στους εκπροσώπους, συμβούλους και δικηγόρους εφόσον έχουν τηρηθεί προηγουμένως οι διατυπώσεις του άρθρου 31. Εν ανάγκη, ο γραμματέας του Δικαστηρίου ΔΔ τούς χορηγεί αποδεικτικό νομιμοποιήσεως. Η ισχύς του περιορίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να παρατείνεται ή να συντέμνεται ανάλογα με τη διάρκεια της διαδικασίας.

Άρθρο 33

Άρση της ασυλίας

1.   Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 χορηγούνται αποκλειστικά για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αίρει την ασυλία, όταν εκτιμά ότι η άρση αυτή δεν παραβλάπτει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.

Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο εκπρόσωπο, σύμβουλο ή δικηγόρο.

Άρθρο 34

Αποκλεισμός από τη διαδικασία

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ, αν κρίνει ότι η συμπεριφορά εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δεν συνάδει προς το κύρος του Δικαστηρίου ΔΔ ή προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ή ότι ο εκπρόσωπος, ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το λειτούργημά του για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του έχουν παρασχεθεί, ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο. Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές στη δικαιοδοσία των οποίων εμπίπτει ο ενδιαφερόμενος, στον οποίο διαβιβάζεται αντίγραφο του εγγράφου που εστάλη στις αρχές αυτές.

2.   Για τους ίδιους λόγους το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να αποκλείσει, με αιτιολογημένη διάταξη, εκπρόσωπο, σύμβουλο ή δικηγόρο από τη διαδικασία. Η διάταξη αυτή είναι αμέσως εκτελεστή.

3.   Σε περίπτωση αποκλεισμού εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου, η πρόοδος της δίκης αναστέλλεται μέχρις ότου εκπνεύσει η προθεσμία που τάσσει ο πρόεδρος προκειμένου ο ενδιαφερόμενος διάδικος να διορίσει άλλον εκπρόσωπο, σύμβουλο ή δικηγόρο.

4.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εκτέλεση των διατάξεων του παρόντος άρθρου μπορούν να ανακληθούν.

Άρθρο 35

Καθηγητές

Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται και στους καθηγητές που έχουν το δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Οργανισμού.

Τμήμα 2

Επιδόσεις

Άρθρο 36

Επιδόσεις

1.   Οι επιδόσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό γίνονται με φροντίδα του γραμματέα προς τον αντίκλητο του παραλήπτη, είτε με συστημένη ταχυδρομική αποστολή, έναντι αποδείξεως παραλαβής, είτε με παράδοση έναντι αποδεικτικού. Τα επιδιδόμενα αντίγραφα συντάσσονται και επικυρώνονται από τον γραμματέα, εκτός αν προέρχονται από τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο.

2.   Οσάκις ο παραλήπτης δέχεται τη διενέργεια επιδόσεων με φαξ, η επίδοση κάθε διαδικαστικού εγγράφου, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ, γίνεται με διαβίβαση αντιγράφου του εγγράφου με το μέσο αυτό.

3.   Αν, για τεχνικούς λόγους ή λόγω της φύσεως ή του όγκου του εγγράφου, η διαβίβαση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, το έγγραφο επιδίδεται, ελλείψει διορισμού αντικλήτου του παραλήπτη, στη διεύθυνση του παραλήπτη κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1. Ο παραλήπτης ειδοποιείται με φαξ. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επιδόθηκε στον παραλήπτη συστημένη ταχυδρομική επιστολή τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο του τόπου της έδρας του Δικαστηρίου ΔΔ, εκτός αν αποδεικνύεται με την απόδειξη παραλαβής ότι η παραλαβή έγινε σε άλλη ημερομηνία ή αν ο παραλήπτης πληροφορήσει τον γραμματέα, εντός τριών εβδομάδων από της ειδοποιήσεώς του με φαξ, ότι η επίδοση δεν πραγματοποιήθηκε.

4.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, με απόφαση, να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους τα διαδικαστικά έγγραφα μπορούν να επιδίδονται ηλεκτρονικώς. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τμήμα 3

Προθεσμίες

Άρθρο 37

Υπολογισμός των προθεσμιών

1.   Οι δικονομικές προθεσμίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες, τον Οργανισμό, τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και τον παρόντα κανονισμό υπολογίζονται ως ακολούθως:

α)

όταν αφετηρία προθεσμίας προσδιοριζόμενης σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη αποτελεί ο χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως, η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα το γεγονός ή διενεργείται η πράξη δεν υπολογίζεται στην προθεσμία·

β)

οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της αντίστοιχης ημέρας της τελευταίας εβδομάδας ή της αντίστοιχης ημερομηνίας του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους με την ημέρα ή την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Όταν σε προθεσμία προσδιοριζόμενη σε μήνες ή έτη δεν υπάρχει, στον τελευταίο μήνα, ημερομηνία αντίστοιχη της ημερομηνίας αφετηρίας της προθεσμίας, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του μήνα αυτού·

γ)

στην περίπτωση προθεσμιών που προσδιορίζονται σε μήνες και ημέρες, κατά πρώτον υπολογίζονται οι πλήρεις μήνες και κατόπιν οι ημέρες·

δ)

στις προθεσμίες συνυπολογίζονται τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, επίσημες αργίες·

ε)

οι προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.

2.   Αν η λήξη της προθεσμίας, παρεκτεινόμενης σύμφωνα με το άρθρο 38, συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με επίσημη αργία, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 38

Παρέκταση λόγω αποστάσεως

Οι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ' αποκοπή.

Άρθρο 39

Καθορισμός και παράταση των προθεσμιών

1.   Οι ημερομηνίες ή προθεσμίες υποβολής των διαδικαστικών εγγράφων οι οποίες δεν καθορίζονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων ή από τον παρόντα κανονισμό καθορίζονται από τον πρόεδρο. Ο πρόεδρος μπορεί επίσης να τις παρατείνει.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, οι ημερομηνίες ή προθεσμίες υποβολής των απαντήσεων στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίζονται από τον εισηγητή δικαστή δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, ορίζονται και, αν συντρέχει περίπτωση, παρατείνονται από τον ίδιο.

2.   Ο πρόεδρος ή ο εισηγητής δικαστής στην περίπτωση της παραγράφου 1, δεύτερο εδάφιο, μπορούν να παράσχουν στον γραμματέα εξουσιοδότηση για τον καθορισμό ή την παράταση ορισμένων προθεσμιών των οποίων ο καθορισμός ή η παράταση εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει, μετά από ακρόαση των διαδίκων, αν η μη τήρηση των ημερομηνιών ή προθεσμιών που δεν καθορίζονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων ή από τον παρόντα κανονισμό συνεπάγεται το απαράδεκτο του εκπροθέσμως υποβληθέντος εγγράφου ή της εκπρόθεσμης απαντήσεως.

Το πρώτο εδάφιο έχει εφαρμογή σε περίπτωση μη τηρήσεως της προθεσμίας του άρθρου 88, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, για την υποβολή του υπομνήματος παρεμβάσεως.

Τμήμα 4

Τρόποι εκδικάσεως των υποθέσεων

Άρθρο 40

Τρόποι εκδικάσεως των υποθέσεων

1.   Υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του Οργανισμού ή του παρόντος κανονισμού, ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διεξάγεται έγγραφη και προφορική διαδικασία.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, είναι δυνατή η εκδίκαση μιας υποθέσεως με μία από τις διαδικασίες του κεφαλαίου 4 του παρόντος τίτλου. Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί επίσης, οποτεδήποτε, να επιχειρήσει να διευκολύνει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς.

Άρθρο 41

Σειρά εκδικάσεως των υποθέσεων

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται των εκκρεμών υποθέσεων κατά τη σειρά κατά την οποία ωριμάζουν.

2.   Ο πρόεδρος μπορεί, λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αποφασίσει την εκδίκαση μιας υποθέσεως κατά προτεραιότητα, ιδίως όταν αυτή μπορεί να αποτελέσει πιλοτική υπόθεση μεταξύ μιας ομάδας υποθέσεων που εγείρουν, εντός αναλόγου πραγματικού πλαισίου, ένα ή πλείονα πανομοιότυπα νομικά ζητήματα.

Ο πρόεδρος υποβάλλει, εν ανάγκη, το ζήτημα στην κρίση του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ.

3.   Ο πρόεδρος, μετά από ακρόαση των διαδίκων, μπορεί, λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων, ιδίως προς διευκόλυνση του φιλικού διακανονισμού της διαφοράς, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, να αποφασίσει να αναβάλει την εκδίκαση μιας υποθέσεως.

Άρθρο 42

Περιπτώσεις αναστολής και διαδικασία

1.   Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 125, παράγραφος 5, 126, παράγραφος 4, και 127, παράγραφος 6, εκκρεμής διαδικασία μπορεί να ανασταλεί:

α)

όταν το Δικαστήριο ΔΔ και, αντιστοίχως, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο έχουν επιληφθεί υποθέσεων που εγείρουν το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεως·

β)

όταν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ασκείται αναίρεση κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ με την οποία επιλύεται μερικώς η διαφορά επί της ουσίας, περατώνεται η διαδικασία επί παρεμπίπτοντος ζητήματος αφορώντος ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου ή απορρίπτεται αίτηση παρεμβάσεως·

γ)

όταν το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται υποθέσεων που εγείρουν, εντός αναλόγου πραγματικού πλαισίου, ένα ή πλείονα πανομοιότυπα νομικά ζητήματα, μία δε ή περισσότερες από αυτές μπορούν να εκδικαστούν ως πιλοτικές υποθέσεις·

δ)

κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή ενός εξ αυτών·

ε)

σε άλλες ειδικές περιπτώσεις, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

2.   Ο πρόεδρος αποφασίζει μετά από ακρόαση των διαδίκων. Ο πρόεδρος μπορεί να φέρει το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Σε περίπτωση διατυπώσεως αντιρρήσεως, η απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας λαμβάνεται με αιτιολογημένη διάταξη.

3.   Η απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας πριν τη λήξη της αναστολής ή η απόφαση κατά το άρθρο 43, παράγραφος 3, λαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο.

Άρθρο 43

Διάρκεια και αποτελέσματα της αναστολής

1.   Η αναστολή της διαδικασίας ισχύει από την ημερομηνία που αναφέρεται στην απόφαση ή στη διάταξη περί αναστολής ή, ελλείψει σχετικής ενδείξεως, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως ή της διατάξεως.

2.   Κατά τη διάρκεια της αναστολής, ουδεμία δικονομική προθεσμία εκπνέει, εκτός της προθεσμίας ασκήσεως παρεμβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 86, παράγραφος 1.

3.   Αν στην απόφαση ή στη διάταξη περί αναστολής δεν έχει οριστεί ημερομηνία λήξεως της αναστολής, η αναστολή λήγει την ημερομηνία που αναφέρεται στην απόφαση ή τη διάταξη περί επαναλήψεως της διαδικασίας ή, ελλείψει σχετικής ενδείξεως, την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως ή της διατάξεως περί επαναλήψεως της διαδικασίας.

4.   Από την ημερομηνία επαναλήψεως της διαδικασίας κατόπιν αναστολής, οι διακοπείσες δικονομικές προθεσμίες αντικαθίστανται από νέες προθεσμίες οι οποίες αρχίζουν να τρέχουν από την ημερομηνία της επαναλήψεως αυτής.

Άρθρο 44

Συνεκδίκαση, χωρισμός υποθέσεων και χωρισμός δικογράφου

1.   Δύο ή πλείονες υποθέσεις μπορούν να ενωθούν λόγω συνάφειας προς διευκόλυνση της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας ή προς έκδοση κοινής αποφάσεως που περατώνει τη δίκη.

Τη συνεκδίκαση αποφασίζει οποτεδήποτε ο πρόεδρος, αφού ακούσει τους διαδίκους. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με αιτιολογημένη διάταξη σε περίπτωση διατυπώσεως αντιρρήσεως. Ο πρόεδρος μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα αυτό στο Δικαστήριο ΔΔ.

2.   Υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, δεύτερο εδάφιο, ο πρόεδρος μπορεί να χωρίσει εκ νέου προηγουμένως ενωθείσες υποθέσεις ή, επί ομαδικής προσφυγής, να χωρίσει το δικόγραφο της προσφυγής ως προς έναν ή πλείονες προσφεύγοντες.

3.   Οι εκπρόσωποι των διαδίκων στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις μπορούν να λαμβάνουν γνώση στη γραμματεία των διαδικαστικών εγγράφων που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους στο πλαίσιο των λοιπών συνεκδικαζομένων υποθέσεων. Κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, ο πρόεδρος μπορεί εντούτοις, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 47, παράγραφοι 1 και 2, να εξαιρέσει από αυτήν τη δυνατότητα προσβάσεως τα απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία.

Τμήμα 5

Διαδικαστικά έγγραφα, λοιπά έγγραφα και στοιχεία

Άρθρο 45

Κατάθεση των διαδικαστικών εγγράφων

1.   Τα διαδικαστικά έγγραφα χρονολογούνται. Για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά και μόνον η ημερομηνία και ώρα καταθέσεως του πρωτοτύπου στη γραμματεία.

Στα διαδικαστικά έγγραφα επισυνάπτεται φάκελος με τα στοιχεία και έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση συνοδευόμενος από κατάσταση των στοιχείων και εγγράφων αυτών.

Αν, λόγω του όγκου ενός στοιχείου ή εγγράφου, στο διαδικαστικό έγγραφο επισυνάπτονται μόνον αποσπάσματα, κατατίθεται στη γραμματεία το στοιχείο ή έγγραφο αυτούσιο ή πλήρες αντίγραφό του.

Τα όργανα προσκομίζουν επίσης, εντός των προθεσμιών που τάσσει το Δικαστήριο ΔΔ, μεταφράσεις των δικών τους διαδικαστικών εγγράφων στις άλλες γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

2.   Το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου σε χαρτί πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκπροσώπου ή του δικηγόρου του διαδίκου.

Το πρωτότυπο, συνοδευόμενο από όλα τα συνημμένα που αναφέρει, κατατίθεται με πέντε αντίγραφα για το Δικαστήριο ΔΔ και ισάριθμα των διαδίκων αντίγραφα. Τα αντίγραφα επικυρώνονται από τον διάδικο που τα καταθέτει.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία και ώρα κατά την οποία το αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου, περιλαμβανομένης και της καταστάσεως των στοιχείων και εγγράφων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, περιέρχεται στη γραμματεία με φαξ, υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου, συνοδευόμενο από τα συνημμένα και τα αντίγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, θα κατατεθεί στη γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την παραλαβή του αντιγράφου. Το άρθρο 38 δεν έχει εφαρμογή στη δεκαήμερη αυτή προθεσμία.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει, με απόφαση, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα διαδικαστικό έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται ηλεκτρονικώς στη γραμματεία λογίζεται ως το πρωτότυπο του εγγράφου αυτού. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 46

Έκταση των διαδικαστικών εγγράφων

Υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, με απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 132, να ορίσει τη μέγιστη επιτρεπόμενη έκταση των διαδικαστικών εγγράφων που κατατίθενται ενώπιόν του. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 47

Εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων και στοιχείων

1.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 44, παράγραφος 3, και του άρθρου 87, παράγραφος 3, το Δικαστήριο ΔΔ λαμβάνει υπόψη μόνον έγγραφα και στοιχεία των οποίων οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι ή δικηγόροι των διαδίκων έχουν λάβει γνώση και ως προς τα οποία τους έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να λάβουν θέση.

2.   Όταν το Δικαστήριο ΔΔ καλείται να ελέγξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα, έναντι ενός ή πλειόνων διαδίκων, ενός εγγράφου που ενδέχεται να είναι ουσιώδους σημασίας προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί της διαφοράς, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιείται στους διαδίκους πριν το πέρας αυτού του ελέγχου.

3.   Όταν ένα έγγραφο, την πρόσβαση στο οποίο έχει αρνηθεί ένα όργανο, προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ στο πλαίσιο προσφυγής σχετικά με τη νομιμότητα αυτής της αρνήσεως, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιείται στους λοιπούς διαδίκους.

Άρθρο 48

Ανωνυμία

1.   Ο προσφεύγων ενημερώνεται, ευθύς μετά την άσκηση της προσφυγής, σχετικά με το ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ αποτελούν αντικείμενο δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο. Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως, το Δικαστήριο ΔΔ παραλείπει, στις δημοσιεύσεις του, το όνομα του προσφεύγοντος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, άλλα δεδομένα, αν θεμιτοί λόγοι δικαιολογούν την ανωνυμία αυτή.

Το πρώτο εδάφιο έχει εφαρμογή στους παρεμβαίνοντες, όταν αυτοί είναι φυσικά πρόσωπα.

2.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να παραλείψει, στα έγγραφα που προέρχονται από το ίδιο, το όνομα του προσφεύγοντος ή άλλων προσώπων ή οντοτήτων που μνημονεύονται στο πλαίσιο της δίκης ή και ορισμένα στοιχεία που τους αφορούν, αν θεμιτοί λόγοι δικαιολογούν να παραμείνουν εμπιστευτικά το όνομα αυτών των προσώπων ή οντοτήτων ή το περιεχόμενο αυτών των στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κοινή διαδικασία

Τμήμα 1

Έγγραφη διαδικασία

Άρθρο 49

Γενικός κανόνας

Η έγγραφη διαδικασία περιλαμβάνει την κατάθεση της προσφυγής και του υπομνήματος αντικρούσεως, καθώς και, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 55, την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως και υπομνήματος ανταπαντήσεως.

Άρθρο 50

Δικόγραφο της προσφυγής

1.   Το δικόγραφο της προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 21 του Οργανισμού περιέχει:

α)

το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του προσφεύγοντος·

β)

προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του υπογράφοντος·

γ)

προσδιορισμό του καθού·

δ)

το αντικείμενο της διαφοράς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος·

ε)

σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών κατά χρονολογική σειρά, καθώς και χωριστή, ακριβή και κατά ενότητες διαρθρωμένη έκθεση των προβαλλομένων νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων·

στ)

ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

2.   Στο δικόγραφο της προσφυγής επισυνάπτονται, κατά περίπτωση:

α)

η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση·

β)

η κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων διοικητική ένσταση και η απόφαση που εκδόθηκε επ' αυτής, με αναφορά των ημερομηνιών υποβολής και κοινοποιήσεως.

3.   Για τις ανάγκες της δίκης, το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει:

προσδιορισμό τόπου επιδόσεων και ορισμό αντικλήτου,

ή τη συναίνεση του δικηγόρου του προσφεύγοντος για τη διενέργεια επιδόσεων με τα ηλεκτρονικά μέσα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 36, παράγραφος 4, ή με φαξ·

ή ακόμη τους τρεις ως άνω τρόπους διενέργειας των επιδόσεων.

4.   Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3, όλες οι επιδόσεις για τις ανάγκες της δίκης προς τον ενδιαφερόμενο διάδικο, επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη αυτή, πραγματοποιούνται με συστημένη ταχυδρομική αποστολή προς τον εκπρόσωπο του διαδίκου. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36, παράγραφος 1, ως νομότυπη επίδοση λογίζεται στην περίπτωση αυτή η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Δικαστήριο ΔΔ.

5.   Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος υποχρεούται να επισυνάψει στο δικόγραφο της προσφυγής το κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, αποδεικτικό νομιμοποιήσεως.

6.   Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 46 ή στην παράγραφο 1, στοιχεία α', β' και γ', στην παράγραφο 2 ή στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

Άρθρο 51

Επίδοση του δικογράφου της προσφυγής και ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα

1.   Το δικόγραφο της προσφυγής επιδίδεται στον καθού. Στις περιπτώσεις του άρθρου 50, παράγραφος 6, η επίδοση γίνεται ευθύς μετά την τακτοποίηση ή, αν δεν γίνει τακτοποίηση, μόλις το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει την προσφυγή παραδεκτή.

2.   Στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται ανακοίνωση που αναφέρει την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής, τον καθού, το αντικείμενο και την περιγραφή της διαφοράς και τα αιτήματα του δικογράφου.

Άρθρο 52

Αρχική ανάθεση της υποθέσεως σε δικαστικό σχηματισμό

Ευθύς μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αναθέτει την υπόθεση σε τριμελές τμήμα σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 13, παράγραφος 2.

Ο πρόεδρος του τμήματος αυτού προτείνει στον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ, για κάθε ανατεθείσα υπόθεση, εισηγητή δικαστή. Συναφώς αποφασίζει ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ.

Άρθρο 53

Υπόμνημα αντικρούσεως

1.   Εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής, ο καθού καταθέτει υπόμνημα αντικρούσεως. Το υπόμνημα αυτό περιέχει:

α)

το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του καθού·

β)

προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του υπογράφοντος·

γ)

τα αιτήματα του καθού·

δ)

το νομικό πλαίσιο της υποθέσεως, σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών κατά χρονολογική σειρά, καθώς και χωριστή, ακριβή και κατά ενότητες διαρθρωμένη έκθεση των προβαλλομένων νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων·

ε)

ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

2.   Το άρθρο 50, παράγραφοι 3 και 4, έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

3.   Ο εκπρόσωπος του καθού, καθώς και ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος που τον επικουρεί, οφείλουν να καταθέσουν, το αργότερο μαζί με το υπόμνημα αντικρούσεως, τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 31.

Στο υπόμνημα αντικρούσεως επισυνάπτονται τα μη δημοσιευμένα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κείμενα τα οποία αποτελούν το νομικό πλαίσιο της υποθέσεως, με μνεία των ημερομηνιών της εκδόσεως των πράξεων, της ενάρξεως της ισχύος τους και, ενδεχομένως, της καταργήσεώς τους.

4.   Αν το υπόμνημα αντικρούσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 46 ή στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον καθού προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο του υπομνήματος.

5.   Η προθεσμία της παραγράφου 1 μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως του καθού ή αυτεπαγγέλτως προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Άρθρο 54

Διαβίβαση εγγράφων

Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι διάδικοι σε μια υπόθεση, το Δικαστήριο ΔΔ τούς διαβιβάζει αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και του υπομνήματος αντικρούσεως, όχι όμως και τα συνημμένα σ' αυτά, για να τους παράσχει τη δυνατότητα να εκτιμήσουν κατά πόσο γίνεται επίκληση του ανεφάρμοστου μιας πράξεώς τους, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 55

Δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων

1.   Κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του προσφεύγοντος, ότι προς συμπλήρωση του φακέλου απαιτείται δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να περιορίσει τη δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων μόνο στα νομικά ή πραγματικά ζητήματα που το ίδιο προσδιορίζει.

3.   Αν το υπόμνημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 46 ή στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο που το υπέβαλε προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο του υπομνήματος.

Τμήμα 2

Ισχυρισμοί και απόδειξη κατά τη διάρκεια της δίκης

Άρθρο 56

Νέοι ισχυρισμοί

1.   Μετά την πρώτη ανταλλαγή υπομνημάτων απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

2.   Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ένας διάδικος προβάλει νέον ισχυρισμό, ο πρόεδρος μπορεί, μετά την εκπνοή των συνήθων δικονομικών προθεσμιών, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, να χορηγήσει στον αντίδικο προθεσμία για να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτόν.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει επί του παραδεκτού των νέων ισχυρισμών με την απόφαση η οποία περατώνει τη δίκη.

Άρθρο 57

Προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων και πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων

Οι διάδικοι μπορούν, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα μέχρι το πέρας της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογούν δεόντως την καθυστερημένη προσκόμιση ή πρόταση. Στους λοιπούς διαδίκους παρέχεται η δυνατότητα να λάβουν θέση επί των στοιχείων αυτών.

Τμήμα 3

Προκαταρκτική έκθεση

Άρθρο 58

Προκαταρκτική έκθεση

1.   Μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ο εισηγητής δικαστής υποβάλλει στο Δικαστήριο ΔΔ την προκαταρκτική έκθεση.

2.   Στην προκαταρκτική έκθεση διατυπώνονται προτάσεις ως προς το αν η υπόθεση απαιτεί τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων, ως προς την ενδεχόμενη παράλειψη της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, ως προς τις δυνατότητες φιλικού διακανονισμού της διαφοράς, καθώς και ως προς την ενδεχόμενη παραπομπή της υποθέσεως στην ολομέλεια, στο πενταμελές τμήμα ή στον εισηγητή δικαστή αποφαινόμενο ως μονομελές τμήμα.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει επί των προτάσεων του εισηγητή δικαστή.

Τμήμα 4

Προφορική διαδικασία

Άρθρο 59

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

1.   Υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού που επιτρέπουν στο Δικαστήριο ΔΔ να αποφαίνεται με διάταξη καθώς και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διαδικασία περιλαμβάνει επ' ακροατηρίου συζήτηση.

2.   Οσάκις έχει λάβει χώρα δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων και το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι δεν είναι αναγκαία η διεξαγωγή επ' ακροατηρίου συζητήσεως, μπορεί να αποφασίσει, εφόσον συμφωνούν οι διάδικοι, να αποφανθεί χωρίς επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Άρθρο 60

Ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

Ο πρόεδρος ορίζει την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως.

Άρθρο 61

Κοινή επ' ακροατηρίου συζήτηση

Εφόσον οι ομοιότητες μεταξύ διαφόρων υποθέσεων το επιτρέπουν, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει την οργάνωση κοινής επ' ακροατηρίου συζητήσεως για τις υποθέσεις αυτές.

Άρθρο 62

Απουσία των διαδίκων από την επ' ακροατηρίου συζήτηση

1.   Οι εκπρόσωποι των διαδίκων, οι οποίοι έχουν νομοτύπως κληθεί στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, υποχρεούνται να πληροφορήσουν εγκαίρως το Δικαστήριο ΔΔ ότι δεν θα παραστούν σ' αυτή.

Η μη δικαιολογημένη απουσία εκπροσώπου διαδίκου ο οποίος έχει κληθεί νομοτύπως δεν εμποδίζει τη διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως.

2.   Αν οι εκπρόσωποι όλων των διαδίκων δηλώσουν ότι δεν θα παραστούν στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να κρίνει περατωθείσα την προφορική διαδικασία.

Άρθρο 63

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

1.   Ο πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη των συζητήσεων, τις διευθύνει και φροντίζει για την ευταξία στο ακροατήριο.

2.   Η απόφαση για διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών, που προβλέπεται στο άρθρο 31 του Οργανισμού, συνεπάγεται απαγόρευση της δημοσιεύσεως των συζητήσεων.

3.   Οι διάδικοι μπορούν να αναπτύσσουν τους ισχυρισμούς τους μόνο μέσω του εκπροσώπου ή του δικηγόρου τους.

4.   Ο πρόεδρος και κάθε δικαστής μπορούν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων:

α)

να θέτουν ερωτήσεις στις εκπροσώπους, συμβούλους ή δικηγόρους των διαδίκων·

β)

να καλούν τους διαδίκους αυτοπροσώπως να λάβουν θέση επί ορισμένων πτυχών της διαφοράς.

Άρθρο 64

Λήξη της προφορικής διαδικασίας και επανάληψή της

1.   Μετά το πέρας των συζητήσεων, ο πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της προφορικής διαδικασίας.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Άρθρο 65

Πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

Ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά κάθε συζητήσεως. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο και επιδίδονται στους διαδίκους.

Άρθρο 66

Ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

Ο πρόεδρος μπορεί, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως, να επιτρέψει σε διάδικο να ακούσει, σε χώρο του Δικαστηρίου, την ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως στη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο ομιλητής κατά τη συζήτηση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και αποδεικτικά μέσα

Τμήμα 1

Σκοποί

Άρθρο 67

Σκοποί

Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και τα αποδεικτικά μέσα αποβλέπουν στην υπό τους καλύτερους όρους προετοιμασία των υποθέσεων, στην καλή διεξαγωγή της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας, καθώς και στη διευκόλυνση της αποδεικτικής διαδικασίας και της επιλύσεως των διαφορών.

Τμήμα 2

Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας

Άρθρο 68

Αντικείμενο

Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί μεταξύ άλλων:

α)

να θέσει ερωτήσεις στους διαδίκους·

β)

να καλέσει τους διαδίκους να λάβουν γραπτώς ή προφορικώς θέση επί ορισμένων πτυχών της διαφοράς και, ιδίως, να καταστήσουν σαφές το περιεχόμενο των αιτημάτων τους καθώς και των ισχυρισμών και επιχειρημάτων τους ή να διευκρινίσουν τα σημεία που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς·

γ)

να ζητήσει από τους διαδίκους να παράσχουν πληροφορίες ή ενημερωτικά στοιχεία·

δ)

να ζητήσει από τους διαδίκους να προσκομίσουν έγγραφα ή οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την υπόθεση·

ε)

να καλέσει τους συμμετέχοντες στην επ' ακροατηρίου συζήτηση να επικεντρώσουν τις αγορεύσεις τους ειδικά σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα ζητήματα·

στ)

να καλέσει τους διαδίκους σε σύσκεψη.

Άρθρο 69

Διαδικασία

1.   Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας μπορούν να ληφθούν ή να τροποποιηθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Ενδεχομένως αποφασίζονται αυτεπαγγέλτως.

2.   Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας αποφασίζονται από τον εισηγητή δικαστή, εκτός αν αυτός παραπέμψει το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ λόγω του περιεχομένου των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν ή της σημασίας τους για την επίλυση της διαφοράς.

3.   Κάθε διάδικος μπορεί να προτείνει τη λήψη ή την τροποποίηση μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

4.   Οι διάδικοι λαμβάνουν γνώση των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με φροντίδα του γραμματέα.

5.   Αν οι γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο που τις υπέβαλε προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο των εν λόγω παρατηρήσεων.

Τμήμα 3

Αποδεικτικά μέσα

Άρθρο 70

Αντικείμενο

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 24 και 25 του Οργανισμού, στα αποδεικτικά μέσα περιλαμβάνονται:

α)

η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων·

β)

η αίτηση προς τρίτους να παράσχουν πληροφορίες ή ενημερωτικά στοιχεία·

γ)

η αίτηση προς τρίτους να προσκομίσουν έγγραφα ή οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την υπόθεση·

δ)

η εξέταση μαρτύρων·

ε)

η πραγματογνωμοσύνη·

στ)

η αυτοψία·

ζ)

η αίτηση προς διάδικο να προσκομίσει έγγραφα ή οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την υπόθεση, όταν ο διάδικος αυτός αρνείται να συμμορφωθεί με προς τούτο ληφθέν μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας.

Άρθρο 71

Διαδικασία

1.   Τα απαραίτητα για την επίλυση της διαφοράς αποδεικτικά μέσα μπορούν να διαταχθούν ή να τροποποιηθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Αποφασίζονται, ενδεχομένως αυτεπαγγέλτως, από το Δικαστήριο ΔΔ.

2.   Κάθε διάδικος μπορεί να προτείνει να διαταχθούν ή να τροποποιηθούν αποδεικτικά μέσα αναφέροντας με σαφήνεια το αντικείμενό τους και τους σχετικούς δικαιολογητικούς λόγους. Προτού ληφθεί απόφαση για τα αποδεικτικά αυτά μέσα, ακούγονται οι λοιποί διάδικοι.

3.   Όταν οι περιστάσεις της διαδικασίας το απαιτούν, οι διάδικοι καλούνται να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των αποδεικτικών μέσων που προτίθεται να διατάξει το Δικαστήριο ΔΔ και τα οποία αναφέρονται στα στοιχεία α', β', γ ' και ζ' του άρθρου 70.

4.   Η απόφαση όσον αφορά:

τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 70, στοιχεία α', β' και γ', γνωστοποιείται στους διαδίκους με φροντίδα του γραμματέα,

τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 70, στοιχεία δ', ε' και στ', λαμβάνεται, αφού ακουστούν οι διάδικοι, με την έκδοση διατάξεως που καθορίζει τα προς απόδειξη πραγματικά περιστατικά,

το αποδεικτικό μέσο του άρθρου 70, στοιχείο ζ', λαμβάνεται με την έκδοση διατάξεως.

5.   Αν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει τη διεξαγωγή αποδείξεων και δεν προβεί το ίδιο στη διεξαγωγή αυτή, την αναθέτει στον εισηγητή δικαστή.

6.   Οι διάδικοι μπορούν να παρίστανται κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων.

7.   Ο διάδικος έχει πάντοτε τη δυνατότητα της ανταποδείξεως και της συμπληρώσεως των αποδείξεων.

Άρθρο 72

Κλήτευση των μαρτύρων

Οι μάρτυρες των οποίων η εξέταση κρίνεται αναγκαία κλητεύονται από το Δικαστήριο ΔΔ. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 71, παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση, διάταξη περιλαμβάνει:

α)

το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την κατοικία των μαρτύρων·

β)

την ημερομηνία και τον τόπο της εξετάσεως·

γ)

τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες·

δ)

ενδεχομένως, μνεία των μέτρων που έχει λάβει σύμφωνα με το άρθρο 78 το Δικαστήριο ΔΔ για την καταβολή των εξόδων των μαρτύρων, καθώς και μνεία των κυρώσεων που επιβάλλονται στους λιπομάρτυρες δυνάμει του άρθρου 74.

Άρθρο 73

Εξέταση των μαρτύρων

1.   Μετά την εξακρίβωση της ταυτότητας των μαρτύρων, ο πρόεδρος ή ο εισηγητής δικαστής στον οποίο το Δικαστήριο ΔΔ έχει αναθέσει την εξέταση των μαρτύρων τούς καλεί να πουν την αλήθεια και εφιστά την προσοχή τους επί των συνεπειών που προβλέπονται από την εθνική τους νομοθεσία σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής.

2.   Εκτός αν απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή, μετά από ακρόαση των διαδίκων, οι μάρτυρες δίνουν, πριν από την κατάθεσή τους, τον ακόλουθο όρκο:

«Ορκίζομαι να πω την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.»

3.   Οι μάρτυρες εξετάζονται από το Δικαστήριο ΔΔ ή από τον εισηγητή δικαστή, αφού κληθούν οι διάδικοι. Μετά την κατάθεση, το Δικαστήριο ΔΔ ή ο εισηγητής δικαστής μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, να θέσει ερωτήσεις στους μάρτυρες.

Ο πρόεδρος ή ο εισηγητής δικαστής μπορεί να επιτρέψει στους εκπροσώπους, συμβούλους ή δικηγόρους των διαδίκων να θέσουν ερωτήσεις στους μάρτυρες.

4.   Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά της καταθέσεως των μαρτύρων.

Τα πρακτικά υπογράφονται από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή δικαστή, καθώς και από τον γραμματέα. Πριν από τις υπογραφές αυτές, παρέχεται η δυνατότητα στους μάρτυρες να ελέγξουν το περιεχόμενο των πρακτικών και να τα υπογράψουν.

Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο. Επιδίδονται στους διαδίκους.

Άρθρο 74

Υποχρεώσεις των μαρτύρων

1.   Οι μάρτυρες των οποίων η κλήτευση έγινε προσηκόντως οφείλουν, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση, να εμφανιστούν στο ακροατήριο.

2.   Αν ένας μάρτυρας του οποίου η κλήτευση έγινε προσηκόντως δεν εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ χωρίς εύλογη αιτία, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να του επιβάλει χρηματική κύρωση μέχρι 5 000 ευρώ και να διατάξει νέα κλήτευσή του με έξοδα του μάρτυρα.

3.   Η ίδια κύρωση μπορεί να επιβληθεί σε μάρτυρα ο οποίος χωρίς εύλογη αιτία αρνείται να καταθέσει ή να ορκιστεί.

4.   Ο μάρτυρας μπορεί, εφόσον προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ βάσιμη δικαιολογία την οποία αδυνατούσε να προβάλει προηγουμένως, να απαλλαγεί από τη χρηματική κύρωση που του επιβλήθηκε. Η επιβληθείσα χρηματική κύρωση μπορεί να μειωθεί κατόπιν αιτήσεως του μάρτυρα, εφόσον αυτός αποδείξει ότι η κύρωση είναι δυσανάλογη προς τα εισοδήματά του.

Άρθρο 75

Πραγματογνωμοσύνη

1.   Η διάταξη με την οποία το Δικαστήριο ΔΔ διορίζει τον πραγματογνώμονα προσδιορίζει το έργο του και του τάσσει προθεσμία για την υποβολή της εκθέσεώς του.

2.   Ο πραγματογνώμονας παραλαμβάνει αντίγραφο της διατάξεως καθώς και όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εκτέλεση του έργου του. Καλείται να πει την αλήθεια και να περατώσει το έργο του με ευσυνειδησία και απόλυτη αμεροληψία, εφιστάται δε η προσοχή του επί των συνεπειών που προβλέπονται από την εθνική του νομοθεσία σε περίπτωση παραβάσεως αυτών των υποχρεώσεων.

3.   Ο πραγματογνώμονας υπόκειται στον έλεγχο του εισηγητή δικαστή, ο οποίος μπορεί να παρίσταται στη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και ενημερώνεται για την πορεία των εργασιών του πραγματογνώμονα.

4.   Κατόπιν αιτήσεως του πραγματογνώμονα, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διατάξει εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 73.

5.   Ο πραγματογνώμονας γνωμοδοτεί μόνον επί των ζητημάτων που του υποβλήθηκαν ρητώς.

6.   Ο πραγματογνώμονας, εκτός αν το Δικαστήριο ΔΔ τον απαλλάξει από την υποχρέωση αυτή αφού ακούσει τους διαδίκους, δίνει, πριν από την υποβολή της εκθέσεώς του, τον ακόλουθο όρκο:

«Ορκίζομαι ότι περάτωσα το έργο μου με ευσυνειδησία και απόλυτη αμεροληψία.»

7.   Μετά την υποβολή της εκθέσεως και την επίδοσή της στους διαδίκους, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διατάξει την ακρόαση του πραγματογνώμονα αφού κληθούν οι διάδικοι.

8.   Ο πρόεδρος και κάθε δικαστής μπορεί να θέσει ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα. Ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει στους εκπροσώπους των διαδίκων να θέσουν ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα.

9.   Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά της καταθέσεως του πραγματογνώμονα. Τα πρακτικά υπογράφονται από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί η ακρόαση του πραγματογνώμονα, καθώς και από τον γραμματέα. Πριν από τις υπογραφές αυτές, παρέχεται η δυνατότητα στον πραγματογνώμονα να ελέγξει το περιεχόμενο των πρακτικών και να τα υπογράψει. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο. Επιδίδονται στους διαδίκους.

Άρθρο 76

Ψευδορκία και παράβαση όρκου

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει να καταγγείλει κάθε ψευδορκία μάρτυρα ή ψευδή ένορκη δήλωση πραγματογνώμονα ενώπιόν του στην αναφερόμενη στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου αρμόδια αρχή του κράτους μέλους οι δικαστικές αρχές του οποίου είναι αρμόδιες για την ποινική δίωξη.

2.   Ο γραμματέας φροντίζει για τη διαβίβαση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ. Η απόφαση εκθέτει τα γεγονότα και τις περιστάσεις επί των οποίων βασίζεται η καταγγελία.

Άρθρο 77

Εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα

1.   Αν ένας διάδικος ζητήσει την εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα για ανικανότητα, ανεπιτηδειότητα ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή αν ένας μάρτυρας ή πραγματογνώμονας αρνηθεί να καταθέσει ή να ορκιστεί, το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει σχετικά με αιτιολογημένη διάταξη.

2.   Η εξαίρεση του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα προτείνεται εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της διατάξεως με την οποία κλητεύεται ο μάρτυρας ή διορίζεται ο πραγματογνώμονας. Η αίτηση εξαιρέσεως περιέχει τους σχετικούς λόγους, καθώς και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

Άρθρο 78

Έξοδα των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ, όταν διατάσσει εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμοσύνη, μπορεί να ζητήσει από τους διαδίκους ή από έναν από αυτούς την κατάθεση, στο ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ, προκαταβολής για την κάλυψη των εξόδων των μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων. Το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει το ποσό της προκαταβολής.

2.   Στους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες καταβάλλονται τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής τους. Προκαταβολή για την κάλυψη των εξόδων αυτών μπορεί να τους χορηγηθεί από το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ.

3.   Στους μάρτυρες χορηγείται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη και στους πραγματογνώμονες αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται από το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες μετά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 79

Αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως να ζητήσει από άλλες αρχές την εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων.

2.   Η αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων εκδίδεται με διάταξη· η διάταξη περιέχει το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την κατοικία των μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, προσδιορίζει τα περιστατικά για τα οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες ή θα γνωμοδοτήσουν οι πραγματογνώμονες, αναφέρει τα ονόματα των διαδίκων, τους εκπροσώπους, συμβούλους ή δικηγόρους τους καθώς και την κατοικία τους και εκθέτει συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς.

3.   Ο γραμματέας αποστέλλει τη διάταξη στην αναφερόμενη στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρέπει να διεξαχθεί η απόδειξη με μάρτυρες ή πραγματογνώμονες. Όπου απαιτείται, η διάταξη συνοδεύεται από μετάφραση στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται.

Η αρχή που ορίζεται κατ' εφαρμογή του πρώτου εδαφίου διαβιβάζει τη διάταξη στην αρμόδια δικαστική αρχή σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο.

Η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελεί τις διαδικαστικές πράξεις, των οποίων η διενέργεια ζητήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού της δικαίου. Μετά την εκτέλεση των σχετικών προς την αίτηση πράξεων, η αρμόδια δικαστική αρχή διαβιβάζει στην αρχή που ορίζεται κατ' εφαρμογή του πρώτου εδαφίου τη διάταξη που περιέχει την αίτηση για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, τα στοιχεία που προέκυψαν από την εκτέλεση αυτών των πράξεων και κατάσταση των εξόδων. Τα έγγραφα αυτά αποστέλλονται στον γραμματέα.

4.   Ο γραμματέας φροντίζει για τη μετάφραση των εγγράφων στη γλώσσα της διαδικασίας.

5.   Το Δικαστήριο ΔΔ, όταν εκδίδει αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων, μπορεί να ζητήσει από τους διαδίκους ή από έναν από αυτούς την κατάθεση, στο ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ, προκαταβολής για την κάλυψη των εξόδων της εν λόγω αιτήσεως διενέργειας διαδικαστικών πράξεων. Το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει το ποσό της προκαταβολής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ενστάσεις και παρεμπίπτοντα ζητήματα

Άρθρο 80

Παραπομπή υποθέσεως στο Δικαστήριο ή στο Γενικό Δικαστήριο

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού, εάν το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η προσφυγή της οποίας έχει επιληφθεί εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου, την παραπέμπει στο Δικαστήριο ή στο Γενικό Δικαστήριο.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη.

Άρθρο 81

Προσφυγή προδήλως απορριπτέα

Όταν το Δικαστήριο ΔΔ είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή ορισμένων αιτημάτων της ή όταν η προσφυγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

Άρθρο 82

Απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως

Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως. Αν το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς, μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

Άρθρο 83

Αίτηση προς το Δικαστήριο ΔΔ για να αποφανθεί χωρίς να εισέλθει στην ουσία

1.   Αν ένας διάδικος ζητήσει από το Δικαστήριο ΔΔ να κρίνει επί του απαραδέκτου, της ελλείψεως αρμοδιότητας ή επί παρεμπίπτοντος ζητήματος χωρίς να εισέλθει στην ουσία, υποβάλλει την αίτησή του με χωριστό δικόγραφο.

Η αίτηση περιέχει έκθεση των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών επί των οποίων βασίζεται, τα αιτήματα και, συνημμένως, τα προς υποστήριξή της στοιχεία.

2.   Ευθύς μετά την κατάθεση της αιτήσεως, o πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο προκειμένου να διατυπώσει γραπτώς τα αιτήματά του και τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματά του.

Η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει άλλως.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει το ταχύτερο δυνατόν επί της αιτήσεως με αιτιολογημένη διάταξη ή, αν τούτο δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις, επιφυλάσσεται να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

Αν το Δικαστήριο ΔΔ απορρίψει την αίτηση ή επιφυλαχθεί να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως, o πρόεδρος ορίζει νέες προθεσμίες για τη συνέχιση της δίκης.

Όταν η υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο ΔΔ παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο σύμφωνα με το άρθρο 80.

Άρθρο 84

Παραίτηση

Αν ο προσφεύγων γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο ΔΔ, γραπτώς ή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι παραιτείται από τη δίκη, ο πρόεδρος, αφού ακούσει τους διαδίκους, διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 5.

Άρθρο 85

Κατάργηση της δίκης

1.   Αν το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί, μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να καταργήσει τη δίκη με αιτιολογημένη διάταξη.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ, αν ο προσφεύγων παύσει να ανταποκρίνεται στις προσκλήσεις του, μπορεί να διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί και να την καταργήσει με αιτιολογημένη διάταξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Παρέμβαση

Άρθρο 86

Αίτηση παρεμβάσεως

1.   Η αίτηση παρεμβάσεως κατατίθεται πριν από την παρέλευση προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση που προβλέπεται στο άρθρο 51, παράγραφος 2.

2.   Η αίτηση παρεμβάσεως περιέχει:

α)

μνεία της υποθέσεως·

β)

μνεία των κύριων διαδίκων·

γ)

το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του παρεμβαίνοντος·

δ)

προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του υπογράφοντος·

ε)

ορισμό αντικλήτου του παρεμβαίνοντος ή τη συναίνεση του εκπροσώπου του για την προς αυτόν διενέργεια επιδόσεων με τα ηλεκτρονικά μέσα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 36, παράγραφος 4, ή με φαξ·

στ)

τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος προς υποστήριξη ή προς απόρριψη των αιτημάτων του προσφεύγοντος·

ζ)

έκθεση των περιστάσεων που θεμελιώνουν το δικαίωμα παρεμβάσεως δυνάμει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ή βάσει ειδικής διατάξεως.

3.   Αν η αίτηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο ε', όλες οι επιδόσεις για τους σκοπούς της διαδικασίας προς τον ενδιαφερόμενο διάδικο, επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη αυτή, πραγματοποιούνται με συστημένη ταχυδρομική αποστολή προς τον εκπρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36, παράγραφος 1, ως νομότυπη επίδοση λογίζεται στην περίπτωση αυτή η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Δικαστήριο ΔΔ.

4.   Ο παρεμβαίνων εκπροσωπείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Οργανισμού.

5.   Ο εκπρόσωπος, ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος του παρεμβαίνοντος υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31 έγγραφα.

6.   Αν η αίτηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον παρεμβαίνοντα προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως.

Άρθρο 87

Απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως

1.   Η αίτηση παρεμβάσεως επιδίδεται στους κύριους διαδίκους προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να διατυπώσουν γραπτώς ή προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και να υποδείξουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα στοιχεία που θεωρούν απόρρητα ή εμπιστευτικά και των οποίων, κατά συνέπεια, δεν επιθυμούν την κοινοποίηση στους παρεμβαίνοντες.

2.   Αν οι κύριοι διάδικοι δεν διατυπώσουν παρατηρήσεις επί της αιτήσεως παρεμβάσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή δεν επισημάνουν, εντός της ίδιας προθεσμίας, απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία ή έγγραφα η κοινοποίηση των οποίων στον παρεμβαίνοντα θεωρούν ότι μπορεί να τους βλάψει, η παρέμβαση γίνεται δεκτή με απόφαση του προέδρου.

3.   Στις λοιπές περιπτώσεις, ο πρόεδρος αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη επί της αιτήσεως παρεμβάσεως και, ενδεχομένως, επί της κοινοποιήσεως των στοιχείων ή εγγράφων για τα οποία ετέθη ζήτημα απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα. Μπορεί επίσης να φέρει τα ζητήματα αυτά ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, το οποίο αποφαίνεται με τον ίδιο τρόπο.

Άρθρο 88

Υποβολή των υπομνημάτων και των επ' αυτών παρατηρήσεων

1.   Αν επιτραπεί η παρέμβαση, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.

2.   Στον παρεμβαίνοντα κοινοποιούνται όλα τα έγγραφα της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους κύριους διαδίκους, πλην των στοιχείων ή εγγράφων που αναγνωρίστηκαν ως απόρρητα ή εμπιστευτικά κατ' εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3.

3.   Ο παρεμβαίνων μπορεί να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση των κατά την παράγραφο 2 διαδικαστικών εγγράφων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως του παρεμβαίνοντος.

Το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει:

α)

τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος·

β)

σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών κατά χρονολογική σειρά, καθώς και χωριστή, ακριβή και κατά ενότητες διαρθρωμένη έκθεση των νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων του παρεμβαίνοντος·

γ)

ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

4.   Τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος είναι παραδεκτά μόνον αν σκοπούν στην ολική ή μερική υποστήριξη των αιτημάτων ενός των κύριων διαδίκων.

5.   Μετά την κατάθεση του υπομνήματος παρεμβάσεως, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία εντός της οποίας οι κύριοι διάδικοι μπορούν να απαντήσουν γραπτώς επί του υπομνήματος ή τους καλεί να υποβάλουν την απάντησή τους κατά την προφορική διαδικασία.

6.   Αν το υπόμνημα παρεμβάσεως ή οι γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο των εν λόγω εγγράφων.

Άρθρο 89

Κλήση προς παρέμβαση

1.   Ο πρόεδρος μπορεί, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, αφού ακούσει τους διαδίκους, να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο, όργανο ή κράτος μέλος που έχει συμφέρον από την επίλυση της διαφοράς να δηλώσει στο Δικαστήριο ΔΔ, εντός της προθεσμίας που αυτό του τάσσει, αν επιθυμεί να παρέμβει στη δίκη. Στην κλήση γίνεται μνεία της κατά το άρθρο 51, παράγραφος 2, ανακοινώσεως.

2.   Το πρόσωπο, το όργανο ή το κράτος μέλος που επιθυμεί να παρέμβει υποβάλλει σχετική αίτηση στο Δικαστήριο ΔΔ εντός της ταχθείσας δυνάμει της παραγράφου 1 προθεσμίας. Το άρθρο 86, παράγραφοι 2, στοιχεία α' έως στ', και 3 έως 6, έχει εφαρμογή στην αίτηση αυτή.

3.   Η αίτηση παρεμβάσεως επιδίδεται στους κύριους διαδίκους προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να υποδείξουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα στοιχεία που θεωρούν απόρρητα ή εμπιστευτικά και των οποίων, κατά συνέπεια, δεν επιθυμούν την κοινοποίηση στους παρεμβαίνοντες.

Αν οι κύριοι διάδικοι δεν επισημάνουν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία ή έγγραφα η κοινοποίηση των οποίων στον παρεμβαίνοντα θεωρούν ότι μπορεί να τους βλάψει, η παρέμβαση γίνεται δεκτή με απόφαση του προέδρου.

Στις λοιπές περιπτώσεις, ο πρόεδρος αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη επί της αιτήσεως παρεμβάσεως και, ενδεχομένως, επί της κοινοποιήσεως των στοιχείων ή εγγράφων για τα οποία ετέθη ζήτημα απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα. Μπορεί επίσης να φέρει τα ζητήματα αυτά ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, το οποίο αποφαίνεται με τον ίδιο τρόπο.

4.   Το άρθρο 88 έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Φιλικός διακανονισμός των διαφορών

Άρθρο 90

Τρόπος επιδιώξεως του φιλικού διακανονισμού

1.   Το Δικαστήριο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να εξετάζει τις δυνατότητες φιλικού διακανονισμού της όλης διαφοράς ή μέρους αυτής μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού.

Το Δικαστήριο ΔΔ αναθέτει στον εισηγητή δικαστή, επικουρούμενο από τον γραμματέα, να επιδιώξει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς.

2.   Ο εισηγητής δικαστής μπορεί να προτείνει μία ή περισσότερες λύσεις ικανές να θέσουν τέρμα στη διαφορά, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διευκόλυνση του φιλικού διακανονισμού της και να εφαρμόσει τα μέτρα που αποφάσισε για τον σκοπό αυτόν.

Ο εισηγητής δικαστής μπορεί ιδίως:

να καλεί τους διαδίκους να παράσχουν πληροφορίες ή ενημερωτικά στοιχεία,

να καλεί τους διαδίκους να προσκομίσουν έγγραφα,

να καλεί σε συσκέψεις τους εκπροσώπους των διαδίκων ή τους ίδιους τους διαδίκους ή κάθε υπάλληλο του οργάνου εξουσιοδοτημένο να διαπραγματευτεί ενδεχόμενη συμφωνία,

να έχει, επ' ευκαιρία των κατά την τρίτη παύλα συσκέψεων, κατ' ιδίαν επαφές με κάθε έναν από τους διαδίκους, εφόσον αυτοί συναινούν,

να προτείνει στους διαδίκους τον διορισμό διαμεσολαβητή.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Άρθρο 91

Συμφωνία των διαδίκων

1.   Αν ο προσφεύγων και ο καθού συμφωνήσουν, ενώπιον του εισηγητή δικαστή, στη λύση της διαφοράς, οι όροι της συμφωνίας αυτής μπορούν να διατυπωθούν με πράξη που υπογράφεται από τον εισηγητή δικαστή, καθώς και από τον γραμματέα. Η πράξη αυτή επιδίδεται στους διαδίκους και αποτελεί δημόσιο έγγραφο.

Η υπόθεση διαγράφεται από το πρωτόκολλο με αιτιολογημένη διάταξη του προέδρου.

Ο πρόεδρος διαλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως του προσφεύγοντος και του καθού, τους όρους της συμφωνίας στη διάταξη περί διαγραφής.

2.   Αν ο προσφεύγων και ο καθού ενημερώσουν το Δικαστήριο ΔΔ ότι κατέληξαν σε συμφωνία, εκτός Δικαστηρίου ΔΔ, για τη λύση της διαφοράς και ότι παραιτούνται από κάθε αξίωση, ο πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως.

3.   Ο πρόεδρος αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων κατά τους όρους της συμφωνίας ή, ελλείψει αυτών, κατά την κρίση του.

Άρθρο 92

Φιλικός διακανονισμός και ένδικη διαδικασία

Το Δικαστήριο ΔΔ και οι διάδικοι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας τις εκφρασθείσες απόψεις, τις διατυπωθείσες εισηγήσεις, τις κατατεθείσες προτάσεις, τις παραχωρήσεις που έγιναν ή τα έγγραφα που συντάχθηκαν για τους σκοπούς του φιλικού διακανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Αποφάσεις και διατάξεις

Άρθρο 93

Ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως

Οι διάδικοι ενημερώνονται για την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως.

Άρθρο 94

Περιεχόμενο της αποφάσεως

Η απόφαση περιέχει:

μνεία ότι εκδίδεται από το Δικαστήριο ΔΔ,

μνεία του δικαστικού σχηματισμού,

την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της,

τα ονόματα του προέδρου και των δικαστών που μετέσχον στη διάσκεψη, με μνεία του εισηγητή δικαστή,

το όνομα του γραμματέα,

τον προσδιορισμό των διαδίκων,

τα ονόματα των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων των διαδίκων,

τα αιτήματα των διαδίκων,

εφόσον συντρέχει περίπτωση, την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως,

συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών,

το σκεπτικό,

το διατακτικό, το οποίο περιλαμβάνει και τα κριθέντα περί των δικαστικών εξόδων.

Άρθρο 95

Δημοσίευση και επίδοση της αποφάσεως

1.   Η απόφαση δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση.

2.   Το πρωτότυπο της αποφάσεως, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο, τους δικαστές που μετέσχον στη διάσκεψη και τον γραμματέα, σφραγίζεται και κατατίθεται στη γραμματεία. Στους διαδίκους επιδίδεται αντίγραφο με φροντίδα του γραμματέα.

Άρθρο 96

Περιεχόμενο της διατάξεως

1.   Κάθε διάταξη περιέχει:

μνεία ότι εκδίδεται από το Δικαστήριο ΔΔ, από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ ή από τον πρόεδρο,

την ημερομηνία εκδόσεώς της,

μνεία της νομικής βάσεώς της,

τα ονόματα του προέδρου και, αναλόγως της περιπτώσεως, των δικαστών που μετέσχον στην έκδοσή της, με μνεία του εισηγητή δικαστή,

το όνομα του γραμματέα,

τον προσδιορισμό των διαδίκων,

τα ονόματα των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων των διαδίκων,

το διατακτικό, το οποίο περιλαμβάνει, ενδεχομένως, και τα κριθέντα περί των δικαστικών εξόδων.

2.   Όταν ο παρών κανονισμός προβλέπει ότι η διάταξη πρέπει να είναι αιτιολογημένη, αυτή περιέχει επιπλέον:

τα αιτήματα των διαδίκων,

συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών,

το σκεπτικό.

Άρθρο 97

Υπογραφή και επίδοση της διατάξεως

Το πρωτότυπο της διατάξεως, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο, σφραγίζεται και κατατίθεται στη γραμματεία. Στους διαδίκους επιδίδεται αντίγραφο με φροντίδα του γραμματέα.

Άρθρο 98

Ισχύς των αποφάσεων και διατάξεων

1.   Η απόφαση αποκτά ισχύ από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού.

2.   Οι διατάξεις αποκτούν ισχύ από την ημερομηνία επιδόσεώς τους, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού.

Άρθρο 99

Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Για τις αποφάσεις ή διατάξεις του Δικαστηρίου ΔΔ που περατώνουν τη δίκη δημοσιεύεται σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Δικαστικά έξοδα

Άρθρο 100

Απόφαση για τα έξοδα

Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει για τα έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

Άρθρο 101

Γενικός κανόνας για την κατανομή των εξόδων

Υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του τελευταίου. Καταδικάζεται, επίσης, στα έξοδα που οφείλονται, ενδεχομένως, δυνάμει του άρθρου 105, στοιχεία α' ή β'.

Άρθρο 102

Επιείκεια και έξοδα προκαλούμενα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως

1.   Όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει μεν τα δικαστικά έξοδά του, πλην όμως καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα του αντιδίκου, ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά.

2.   Ο νικήσας διάδικος μπορεί να καταδικαστεί να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να αναλάβει εν μέρει ή στο σύνολό τους τα έξοδα του αντιδίκου, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης, ειδικότερα αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα κρινόμενα ως προκληθέντα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

3.   Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει να κατανείμει τα έξοδα που οφείλονται, ενδεχομένως, δυνάμει του άρθρου 105, στοιχεία α' ή β', ή να καταδικάσει τον νικήσαντα διάδικο στο σύνολο των εξόδων αυτών.

Άρθρο 103

Ειδικοί κανόνες για την κατανομή των εξόδων

1.   Όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

2.   Σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και, επιπλέον, καταδικάζεται σε μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

3.   Εν απουσία αιτημάτων ως προς τα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.

4.   Τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Οι λοιποί παρεμβαίνοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, εκτός εάν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει άλλως.

5.   Ο παραιτούμενος διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, καθώς και στα έξοδα που οφείλονται, ενδεχομένως, δυνάμει του άρθρου 105, στοιχείο α' ή β', εφόσον ο αντίδικος διατύπωσε σχετικό αίτημα με τις παρατηρήσεις του επί της παραιτήσεως. Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του παραιτουμένου διαδίκου, καταδικάζεται στα έξοδα ο αντίδικος, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του.

6.   Σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Δικαστήριο ΔΔ κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

7.   Σε περίπτωση συμφωνίας των διαδίκων ως προς τα έξοδα, λαμβάνεται απόφαση κατά τη συμφωνία.

Άρθρο 104

Έξοδα αναγκαστικής εκτελέσεως

Τα έξοδα στα οποία υποχρεώθηκε να υποβληθεί ο διάδικος για την αναγκαστική εκτέλεση καταβάλλονται από τον αντίδικο, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών που ισχύει στο κράτος στο οποίο διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση.

Άρθρο 105

Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 108 και 109, θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν:

α)

τα ποσά που οφείλονται στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες δυνάμει του άρθρου 78·

β)

τα έξοδα για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων που ζητήθηκε από το Δικαστήριο ΔΔ δυνάμει του άρθρου 79·

γ)

τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων.

Άρθρο 106

Αμφισβήτηση σχετικά με τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα

1.   Σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού, η διάταξη αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση.

2.   Οι διάδικοι μπορούν, προκειμένου να χωρήσει εκτέλεση, να ζητήσουν κεκυρωμένο αντίγραφο της διατάξεως αυτής.

Άρθρο 107

Τρόπος πληρωμής

1.   Το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ και οι οφειλέτες του διενεργούν τις πληρωμές τους σε ευρώ.

2.   Αν τα προς απόδοση έξοδα έγιναν σε άλλο νόμισμα και όχι σε ευρώ ή οι πράξεις που συνεπάγονται αποζημίωση έγιναν σε χώρα η οποία δεν έχει το ευρώ ως νόμισμά της, η μετατροπή γίνεται σύμφωνα με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της ημέρας της πληρωμής.

Άρθρο 108

Έξοδα διαδικασίας

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρεί δωρεάν, υπό την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων:

α)

αν οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε το Δικαστήριο ΔΔ για την εξέταση προσφυγής ή κάθε άλλου διαδικαστικού εγγράφου, ή λόγω της συμπεριφοράς διαδίκου κατά τη διάρκεια της δίκης, θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, ιδίως λόγω του προδήλως καταχρηστικού χαρακτήρα της προσφυγής, του διαδικαστικού εγγράφου ή της συμπεριφοράς αυτής, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να καταδικάσει τον διάδικο που τις προκάλεσε στην εν όλω ή εν μέρει πληρωμή τους, χωρίς όμως το καταβλητέο ποσό να μπορεί να υπερβεί τα 8 000 ευρώ·

β)

τα έξοδα για τις αντιγραφικές και μεταφραστικές εργασίες που έγιναν κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, αν θεωρηθούν από τον γραμματέα ως υπερβολικά, καταβάλλονται από τον διάδικο αυτόν σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας που προβλέπεται στο άρθρο 22.

Άρθρο 109

Παρακαταθήκη λόγω καταχρηστικών προσφυγών

1.   Ο προσφεύγων που έχει επανειλημμένως ασκήσει προσφυγές ή υποβάλει αιτήσεις του άρθρου 115 των οποίων ο προδήλως καταχρηστικός χαρακτήρας διαπιστώθηκε με τις αποφάσεις ή διατάξεις με τις οποίες περατώθηκε η δίκη μπορεί κατ' εξαίρεση, αν η νέα προσφυγή ή αίτησή του εμφανίζεται ως προδήλως καταχρηστική, να υποχρεωθεί από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ να παρακαταθέσει στο ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ ποσό 8 000 ευρώ κατ' ανώτατο όριο προς κάλυψη του ποσού στο οποίο θα καταδικαστεί ενδεχομένως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 108.

Η διατάσσουσα την παρακαταθήκη απόφαση αιτιολογείται δεόντως. Με αυτήν προσδιορίζεται το ποσό που πρέπει να παρακατατεθεί.

2.   Η διαδικασία αναστέλλεται εν αναμονή της παρακαταθήκης.

Το παρακατατεθέν ποσό πλέον τόκων επιστρέφεται αν η απόφαση ή διάταξη που περατώνει τη δίκη δεν περιλαμβάνει καταδίκη του προσφεύγοντος κατά το άρθρο 108 ή καθόσον το παρακατατεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό της καταδίκης αυτής.

3.   Σε περίπτωση μη παρακαταθήκης του ποσού εντός της ταχθείσας από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ προθεσμίας, η δίκη περατώνεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 85, παράγραφος 2.

4.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ που έλαβε την κατά την παράγραφο 1 απόφαση απέχει από την εκδίκαση της προσφυγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Δικαστική αρωγή

Άρθρο 110

Ουσιαστικές προϋποθέσεις

1.   Κάθε πρόσωπο το οποίο, λόγω της οικονομικής του καταστάσεως, τελεί σε πλήρη ή μερική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα έξοδα της δίκης δικαιούται να τύχει δικαστικής αρωγής.

Η οικονομική κατάσταση εκτιμάται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι το εισόδημα, η περιουσία και η οικογενειακή κατάσταση.

2.   Η δικαστική αρωγή δεν χορηγείται αν αφορά ένδικο βοήθημα προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο ή αν το Δικαστήριο ΔΔ είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς.

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώσει ότι η διαφορά εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, η αίτηση δικαστικής αρωγής παραπέμπεται σε αυτό.

Άρθρο 111

Τυπικές προϋποθέσεις

1.   Η αίτηση δικαστικής αρωγής μπορεί να υποβληθεί πριν από την άσκηση της προσφυγής ή ενόσω αυτή εκκρεμεί.

Η αίτηση δεν απαιτεί σύμπραξη δικηγόρου.

2.   Η αίτηση δικαστικής αρωγής υποβάλλεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που καθορίζεται βάσει του άρθρου 132 και είναι διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου ΔΔ. Υπογράφεται από τον αιτούντα ή, αν αυτός εκπροσωπείται, από δικηγόρο.

3.   Η αίτηση δικαστικής αρωγής συνοδεύεται από κάθε στοιχείο και δικαιολογητικό έγγραφο βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η οικονομική κατάσταση του αιτούντος, όπως πιστοποιητικό αρμόδιας εθνικής αρχής που αποδεικνύει την εν λόγω οικονομική κατάσταση.

Αν η αίτηση υποβληθεί πριν από την άσκηση της προσφυγής, ο αιτών πρέπει να εκθέσει συνοπτικώς το αντικείμενο της προσφυγής που προτίθεται να ασκήσει, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τα επιχειρήματα προς στήριξη της προσφυγής. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα.

Αν ο αιτών εκπροσωπείται από δικηγόρο, η αίτηση δικαστικής αρωγής συνοδεύεται από το κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, αποδεικτικό νομιμοποιήσεως.

Άρθρο 112

Διαδικασία και απόφαση

1.   Πριν αποφανθεί επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής, το Δικαστήριο ΔΔ ζητεί από τον αντίδικο να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις, εκτός αν προκύπτει ήδη από τα προσκομισθέντα στοιχεία ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί βάσει του άρθρου 110, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ή βάσει της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου.

2.   Επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής αποφασίζει με διάταξη ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ, ή, αν η υπόθεση έχει ήδη ανατεθεί σε τμήμα, ο πρόεδρός του. Ο πρόεδρος μπορεί να θέσει το ζήτημα στην κρίση του τμήματος. Οφείλει να το θέσει στην κρίση του τμήματος αν προτίθεται να απορρίψει την αίτηση βάσει του άρθρου 110, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο.

Η διάταξη με την οποία απορρίπτεται η αίτηση δικαστικής αρωγής αιτιολογείται.

3.   Με τη διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής διορίζεται δικηγόρος για να εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο.

Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει προτείνει ο ίδιος δικηγόρο ή δεν πρέπει να εγκριθεί η επιλογή του, ο γραμματέας διαβιβάζει τη διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής και αντίγραφο της αιτήσεως προς την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους η οποία αναφέρεται στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου. Ο δικηγόρος στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος διορίζεται βάσει των προτάσεων της εν λόγω αρχής.

4.   Η διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής μπορεί να καθορίζει το ποσό το οποίο θα καταβληθεί στον δικηγόρο που θα εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο ή ένα ανώτατο ποσό το οποίο δεν μπορούν, καταρχήν, να υπερβούν οι δαπάνες και η αμοιβή του δικηγόρου. Η διάταξη αυτή μπορεί να προβλέπει συμμετοχή του ενδιαφερομένου στα έξοδα της δίκης, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής του καταστάσεως.

5.   Η υποβολή αιτήσεως δικαστικής αρωγής αναστέλλει την προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής μέχρι την ημερομηνία επιδόσεως της διατάξεως η οποία αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, στις περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3, της διατάξεως περί διορισμού του δικηγόρου στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος.

6.   Οι εκδιδόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου διατάξεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο.

Άρθρο 113

Προκαταβολές και ανάληψη των εξόδων

1.   Σε περίπτωση χορηγήσεως του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ αναλαμβάνει, ενδεχομένως εντός των ορίων που καθορίστηκαν με την κατά το άρθρο 112, παράγραφοι 2 και 4, διάταξη, τα έξοδα εκπροσωπήσεως του αιτούντος ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

Ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση προκαταβολής προς τον διορισθέντα σύμφωνα με το άρθρο 112, παράγραφος 3, δικηγόρο, κατόπιν αιτήσεώς του.

2.   Αν, δυνάμει της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, ο δικαιούχος του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής φέρει τα δικαστικά έξοδά του, ο πρόεδρος καθορίζει, με αιτιολογημένη διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο, τις δαπάνες και την αμοιβή του δικηγόρου που βαρύνουν το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ. Ο πρόεδρος μπορεί να θέσει το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ.

3.   Αν, με την απόφαση που περατώνει τη δίκη, το Δικαστήριο ΔΔ καταδίκασε άλλο διάδικο στα δικαστικά έξοδα του δικαιούχου του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, ο διάδικος αυτός υποχρεούται να αποδώσει στο ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ τα ποσά που προκαταβλήθηκαν στο πλαίσιο του ευεργετήματος.

Σε περίπτωση αμφισβητήσεως ή αν ο γραμματέας καλέσει τον διάδικο αυτόν να αποδώσει τα εν λόγω ποσά και αυτός δεν συμμορφώνεται, ο πρόεδρος αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο. Ο πρόεδρος μπορεί να θέσει το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ.

4.   Αν ηττηθεί ο δικαιούχος του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, για λόγους επιείκειας, αποφαινόμενο επί των δικαστικών εξόδων με την απόφαση που περατώνει τη δίκη, να διατάξει ότι ένας ή περισσότεροι από τους λοιπούς διαδίκους θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα ή ότι τα έξοδα αυτά θα βαρύνουν, εν όλω ή εν μέρει, το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ στο πλαίσιο του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής.

Άρθρο 114

Ανάκληση του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής

1.   Αν οι συνθήκες που οδήγησαν στη χορήγηση της δικαστικής αρωγής μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της δίκης, ο πρόεδρος μπορεί να ανακαλέσει το σχετικό ευεργέτημα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως, αφού ακουσθεί ο ενδιαφερόμενος. Ο πρόεδρος μπορεί να θέσει το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ.

2.   Η διάταξη περί ανακλήσεως του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής αιτιολογείται και δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Ειδικές διαδικασίες

Τμήμα 1

Αναστολή εκτελέσεως και λοιπά προσωρινά μέτρα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων

Άρθρο 115

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων

1.   Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της πράξεως οργάνου, σύμφωνα με τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 157 ΣΕΚΑΕ, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

Αίτηση για άλλα προσωρινά μέτρα μεταξύ αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 279 ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από διάδικο σε υπόθεση ήδη εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ και αφορά την υπόθεση αυτή.

Οι αιτήσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου μπορούν να υποβάλλονται από της καταθέσεως της διοικητικής ενστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, υπό τις οριζόμενες στο άρθρο 91, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού προϋποθέσεις.

2.   Οι αιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται.

Οι αιτήσεις υποβάλλονται με χωριστό δικόγραφο και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 45 και 50.

Άρθρο 116

Διαδικασία

1.   Η αίτηση επιδίδεται στον αντίδικο, στον οποίο ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ τάσσει σύντομη προθεσμία για την υποβολή των γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεών του.

2.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αποφαίνεται επί των αιτήσεων που υποβάλλονται κατ' εφαρμογήν του άρθρου 115, παράγραφος 1.

Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί να δεχθεί την αίτηση και πριν ακόμα ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Το μέτρο αυτό μπορεί μεταγενέστερα να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως.

Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αποφασίζει ενδεχομένως για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, καθώς και για τη διεξαγωγή αποδείξεων.

3.   Τα έγγραφα και οι παρατηρήσεις που υποβάλλονται εκτός της διαδικασίας των παραγράφων 1 και 2 δεν κατατίθενται στη δικογραφία, πλην αντίθετης αποφάσεως του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων.

Άρθρο 117

Απόφαση επί της αιτήσεως

1.   Απόφαση επί της αιτήσεως λαμβάνεται με αιτιολογημένη διάταξη. Η διάταξη αυτή επιδίδεται αμέσως στους διαδίκους.

2.   Η εκτέλεση της διατάξεως μπορεί να εξαρτηθεί από εγγυοδοσία του αιτούντος, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις.

3.   Η διάταξη μπορεί να καθορίζει ημερομηνία, μετά την πάροδο της οποίας το μέτρο παύει να ισχύει. Σε αντίθετη περίπτωση, το μέτρο παύει να ισχύει από τη δημοσίευση της αποφάσεως με την οποία τερματίζεται η δίκη.

4.   Η διάταξη έχει προσωρινό χαρακτήρα και ουδόλως προδικάζει την κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ επί της κύριας υποθέσεως.

Άρθρο 118

Μεταβολή των περιστάσεων

Κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, η διάταξη μπορεί οποτεδήποτε να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί λόγω μεταβολής των περιστάσεων.

Άρθρο 119

Νέα αίτηση

Η απόρριψη της αιτήσεως για τη λήψη προσωρινού μέτρου δεν κωλύει τον διάδικο που την είχε υποβάλει να καταθέσει άλλη αίτηση στηριζόμενη σε νέα περιστατικά.

Άρθρο 120

Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως

1.   Η αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεως ή διατάξεως δικαιοδοτικού οργάνου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή πράξεως του Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που υποβάλλεται δυνάμει των άρθρων 280 και 299 ΣΛΕΕ και 164 ΣΕΚΑΕ, διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος.

2.   Η διάταξη που κάνει δεκτή την αίτηση καθορίζει, ενδεχομένως, την ημερομηνία από την οποία το προσωρινό μέτρο παύει να ισχύει.

Τμήμα 2

Ερήμην αποφάσεις

Άρθρο 121

Ερήμην αποφάσεις

1.   Αν ο καθού, που κλητεύθηκε προσηκόντως, δεν απαντήσει στην προσφυγή νομοτύπως και εμπροθέσμως, ο προσφεύγων μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο ΔΔ να του επιδικάσει τα αιτήματά του.

Η σχετική αίτηση επιδίδεται στον καθού. Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας επί της αιτήσεως.

2.   Πριν εκδώσει ερήμην απόφαση, το Δικαστήριο ΔΔ εξετάζει το παραδεκτό της προσφυγής και εξακριβώνει κατά πόσον οι διατυπώσεις έχουν τηρηθεί κανονικά καθώς και αν τα αιτήματα του προσφεύγοντος φαίνονται βάσιμα. Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων.

3.   Η ερήμην απόφαση είναι εκτελεστή.

Ωστόσο, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αναστείλει την εκτέλεσή της μέχρις ότου αποφανθεί επί της ανακοπής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 41 του Οργανισμού ή μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση από εγγυοδοσία, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις. Η εγγύηση αποδίδεται αν δεν ασκηθεί ανακοπή ή σε περίπτωση απορρίψεώς της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Αιτήσεις και ένδικα μέσα που αφορούν τις αποφάσεις και διατάξεις

Τμήμα 1

Διόρθωση

Άρθρο 122

Διόρθωση αποφάσεων και διατάξεων

1.   Τα γραφικά ή λογιστικά λάθη ή προφανείς ανακρίβειες μπορούν να διορθωθούν με διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου υποβαλλομένης εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της διορθωτέας αποφάσεως ή διατάξεως.

2.   Όταν η αίτηση διορθώσεως αφορά το διατακτικό ή κάποιο σημείο του σκεπτικού που αποτελεί αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού, οι διάδικοι, αφού ειδοποιηθούν προσηκόντως, μπορούν να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσεται από το Δικαστήριο ΔΔ.

3.   Το πρωτότυπο της διατάξεως περί διορθώσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως ή διατάξεως που διορθώνεται. Σημείωση της διατάξεως αυτής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αποφάσεως ή διατάξεως που διορθώνεται.

Τμήμα 2

Παράλειψη του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί

Άρθρο 123

Παράλειψη του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα

1.   Αν το Δικαστήριο ΔΔ παρέλειψε να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα, ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο ΔΔ εντός μηνός από την επίδοση της αποφάσεως ή διατάξεως.

2.   Η αίτηση επιδίδεται στον αντίδικο, στον οποίο ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών του.

3.   Μετά την υποβολή των παρατηρήσεων αυτών, το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει τόσο για το παραδεκτό όσο και για το βάσιμο του αιτήματος.

Τμήμα 3

Ανακοπή

Άρθρο 124

Ανακοπή

1.   Κατά το άρθρο 41 του Οργανισμού, η ερήμην απόφαση υπόκειται σε ανακοπή.

2.   Η ανακοπή ασκείται εντός μηνός από την επίδοση της αποφάσεως. Κατατίθεται σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 50.

3.   Η ανακοπή ανατίθεται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

4.   Μετά την επίδοση της ανακοπής, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών του.

5.   Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 36 έως 48, 56 έως 85 και 90 έως 114.

Αν το δικόγραφο της ανακοπής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον ανακόπτοντα προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της ανακοπής. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν και για τις γραπτές παρατηρήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

6.   Το Δικαστήριο ΔΔ εκδίδει απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή. Το πρωτότυπο της αποφάσεως αυτής επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην. Σημείωση της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της ερήμην αποφάσεως.

Τμήμα 4

Τριτανακοπή

Άρθρο 125

Τριτανακοπή

1.   Κατά το άρθρο 42 του Οργανισμού, μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή κατά αποφάσεως ή διατάξεως που εκδόθηκε χωρίς να έχει προσεπικληθεί ο τριτανακόπτων, εφόσον η απόφαση ή η διάταξη θίγει τα δικαιώματά του.

Η τριτανακοπή ασκείται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή της διατάξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Οι διατάξεις των άρθρων 45 και 50 έχουν εφαρμογή στην τριτανακοπή. Αυτή πρέπει επιπλέον να:

α)

προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη·

β)

αναφέρει κατά τι η προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη βλάπτει τα δικαιώματα του τριτανακόπτοντος·

γ)

αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο τριτανακόπτων δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

3.   Η τριτανακοπή στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων. Ανατίθεται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη.

Μετά την επίδοση της τριτανακοπής, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στους λοιπούς διαδίκους για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών τους.

Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 36 έως 48, 56 έως 85 και 90 έως 114.

Αν το δικόγραφο της τριτανακοπής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον τριτανακόπτοντα προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της τριτανακοπής. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν και για τις γραπτές παρατηρήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

4.   Η προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη μεταρρυθμίζεται κατά το μέρος που γίνεται δεκτή η τριτανακοπή.

Το πρωτότυπο της αποφάσεως επί της τριτανακοπής επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της αποφάσεως επί της τριτανακοπής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως.

5.   Όταν αναίρεση ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ τριτανακοπή βάλλουν κατά της ιδίας αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο μπορεί, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αναστείλει τη διαδικασία.

6.   Κατόπιν αιτήσεως του τριτανακόπτοντος, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου, κεφάλαιο 10, τμήμα 1, έχουν εν προκειμένω εφαρμογή.

Τμήμα 5

Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ

Άρθρο 126

Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ

1.   Κατά το άρθρο 43 του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την έννοια και την έκταση των αποτελεσμάτων αποφάσεως ή διατάξεως, είναι αρμόδιο για την ερμηνεία της, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή θεσμικού οργάνου που έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο.

Η αίτηση ερμηνείας υποβάλλεται εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την επίδοση της διατάξεως.

2.   Οι διατάξεις των άρθρων 45 και 50 έχουν εφαρμογή στην αίτηση ερμηνείας. Αυτή προσδιορίζει επιπλέον:

α)

την προς ερμηνεία απόφαση ή διάταξη·

β)

τα χωρία των οποίων ζητείται η ερμηνεία.

Η αίτηση στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων τους οποίους αφορά η απόφαση ή διάταξη της οποίας ζητείται η ερμηνεία. Ανατίθεται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την απόφαση ή διάταξη που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ, αφού παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, αποφαίνεται εκδίδοντας απόφαση.

Το πρωτότυπο της ερμηνευτικής αποφάσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της ερμηνευομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της ερμηνευτικής αποφάσεως γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της ερμηνευομένης αποφάσεως ή διατάξεως.

4.   Όταν αναίρεση ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ αίτηση ερμηνείας αφορούν την ίδια απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο μπορεί, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αναστείλει τη διαδικασία.

Τμήμα 6

Αναθεώρηση

Άρθρο 127

Αναθεώρηση

1.   Η αναθεώρηση αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί να ζητηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Οργανισμού, μόνον εφόσον γίνει γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο, πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την έκδοση της διατάξεως, ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο ΔΔ και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση.

Υπό την επιφύλαξη της δεκαετούς προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 44, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, η αναθεώρηση ζητείται εντός τριών μηνών από την ημέρα που ο αιτών έλαβε γνώση του γεγονότος στο οποίο στηρίζεται η αίτηση αναθεωρήσεως.

2.   Οι διατάξεις των άρθρων 45 και 50 έχουν εφαρμογή στην αίτηση αναθεωρήσεως. Αυτή πρέπει επιπλέον να:

α)

προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη·

β)

αναφέρει τα σημεία στα οποία προσβάλλεται η απόφαση ή διάταξη·

γ)

περιγράφει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση·

δ)

καθορίζει τα μέσα με τα οποία μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη γεγονότων που δικαιολογούν την αναθεώρηση και από τα οποία συνάγεται ότι η προθεσμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου έχει τηρηθεί.

Η αίτηση αναθεωρήσεως στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη.

Η αίτηση αναθεωρήσεως ανατίθεται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη.

3.   Χωρίς να προδικάζει την ουσία, το Δικαστήριο ΔΔ, αφού λάβει υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων, εκδίδει διάταξη περί του παραδεκτού της αιτήσεως.

4.   Αν το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει την αίτηση παραδεκτή, η συνέχεια της διαδικασίας είναι προφορική, εκτός αν αποφασίσει άλλως το Δικαστήριο ΔΔ.

Όταν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει την κατάθεση υπομνημάτων, η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 36 έως 48, 56 έως 85 και 90 έως 114.

Αν η αίτηση αναθεωρήσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν και για τις γραπτές παρατηρήσεις και τα υπομνήματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

5.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται εκδίδοντας απόφαση.

Το πρωτότυπο της αποφάσεως επί της αναθεωρήσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αναθεωρουμένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της αποφάσεως επί της αναθεωρήσεως γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αναθεωρουμένης αποφάσεως ή διατάξεως.

6.   Όταν αναίρεση ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ αίτηση αναθεωρήσεως αφορούν την ίδια απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο μπορεί, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αναστείλει τη διαδικασία.

Τμήμα 7

Υποθέσεις που αναπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ κατόπιν αναιρέσεως

Άρθρο 128

Αναπομπή κατόπιν αναιρέσεως

Οσάκις το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ και αποφασίζει να αναπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο ΔΔ προς εκδίκαση δυνάμει του άρθρου 13 του παραρτήματος I του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως περί αναπομπής.

Άρθρο 129

Ανάθεση της αναπεμφθείσας υποθέσεως

1.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αναθέτει την υπόθεση είτε στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση ή διάταξη είτε σε άλλο δικαστικό σχηματισμό, ορίζει δε εισηγητή δικαστή άλλον από τον δικαστή στον οποίο είχαν ανατεθεί τα συναφή καθήκοντα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβληθείσα απόφαση ή διάταξη.

2.   Αν η αναιρεθείσα απόφαση ή διάταξη είχε εκδοθεί από μονομελές τμήμα, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αναθέτει την υπόθεση σε τριμελές τμήμα στο οποίο δεν μετέχει ο δικαστής του εν λόγω μονομελούς τμήματος.

Άρθρο 130

Διαδικασία εξετάσεως της αναπεμφθείσας υποθέσεως

1.   Εντός προθεσμίας δύο μηνών από την προς αυτόν επίδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων μπορεί να καταθέσει υπόμνημα επί των νομικών ζητημάτων που δικαιολόγησαν την αναίρεση και την αναπομπή.

2.   Στον καθού επιδίδεται το υπόμνημα του προσφεύγοντος ή επιστολή του Δικαστηρίου ΔΔ η οποία ενημερώνει τον καθού ότι δεν κατατέθηκε τέτοιο υπόμνημα εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Εντός μηνός από την επίδοση αυτή, ο καθού μπορεί να καταθέσει υπόμνημα. Η τασσόμενη στον καθού προθεσμία καταθέσεως του υπομνήματός του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι βραχύτερη των δύο μηνών από την προς αυτόν επίδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

3.   Τα υπομνήματα του προσφεύγοντος και του καθού ή η επιστολή του Δικαστηρίου ΔΔ που ενημερώνει περί του ότι δεν κατατέθηκε υπόμνημα από αμφοτέρους τους διαδίκους ή από έναν εξ αυτών επιδίδονται ταυτοχρόνως στον παρεμβαίνοντα. Εντός μηνός από την επίδοση αυτή, ο παρεμβαίνων μπορεί να καταθέσει υπόμνημα.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 3, αν η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ έγγραφη διαδικασία δεν είχε περατωθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αναπομπής, αυτή συνεχίζεται από το στάδιο στο οποίο βρισκόταν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που είχε αποφασίσει το Δικαστήριο ΔΔ.

5.   Εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να επιτρέψει την κατάθεση συμπληρωματικών υπομνημάτων.

6.   Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 36 έως 48, 56 έως 85 και 90 έως 114.

7.   Αν ένα προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο υπόμνημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο που το κατέθεσε προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο του υπομνήματος.

8.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αποφανθεί χωρίς επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Άρθρο 131

Δικαστικά έξοδα κατόπιν αναπομπής

Το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιόν του κινηθείσες διαδικασίες και, αφετέρου, τη διαδικασία της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναιρέσεως.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 132

Εκτελεστικές διατάξεις

Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, με χωριστή πράξη, να θεσπίσει διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 133

Κατάργηση

Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τον κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ της 25ης Ιουλίου 2007, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις 18 Μαΐου 2011 (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 162 της 22ας Ιουνίου 2011, σ. 19).

Άρθρο 134

Δημοσίευση και έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού

Ο παρών κανονισμός, το κείμενο του οποίου είναι αυθεντικό στις γλώσσες διαδικασίας που αναφέρονται στον κανονισμό διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που έπεται της δημοσιεύσεώς του.

Λουξεμβούργο, 21 Μαΐου 2014.

Η Γραμματέας

W. HAKENBERG

Ο Πρόεδρος

S. VAN RAEPENBUSCH


(1)  Όπως τροποποιήθηκε, για τελευταία φορά, με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 741/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Αυγούστου 2012 (ΕΕ L 228 της 23.8.2012, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 265 της 29.9.2012, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 225 της 29.8.2007, σ. 1, με διορθωτικά στην ΕΕ L 69 της 13.3.2008, σ. 37, και στην ΕΕ L 162 της 22.6.2011, σ. 20, με τις τροποποιήσεις της 14ης Ιανουαρίου 2009, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 24 της 28.1.2009, σ. 10, της 17ης Μαρτίου 2010, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 92 της 13.4.2010, σ. 17, και της 18ης Μαΐου 2011, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 162 της 22.6.2011, σ. 19.


14.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 206/46


ΟΔΗΓΊΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΑΤΈΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ΔΗΜΌΣΙΑΣ ΔΙΟΊΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΈΝΩΣΗΣ

της 21ης Μαΐου 2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΚΑΤΟΠΙΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό Διαδικασίας που θεσπίστηκε στις 21 Μαΐου 2014,

ιδίως δε το άρθρο 132 του κανονισμού αυτού,

θεσπίζει τις ακόλουθες

ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Όλοι οι ορισμοί του άρθρου 1 του κανονισμού Διαδικασίας ισχύουν κατά τον ίδιο τρόπο και για τις παρούσες οδηγίες.

Άρθρο 2

Καθήκοντα και αναπλήρωση του Γραμματέα

Τα καθήκοντα του Γραμματέα είναι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 20 του κανονισμού Διαδικασίας. Η αναπλήρωσή του γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19 του κανονισμού Διαδικασίας.

Άρθρο 3

Οι ώρες λειτουργίας των γραφείων της Γραμματείας

1.   Τα γραφεία της Γραμματείας είναι ανοικτά όλες τις εργάσιμες ημέρες. Θεωρούνται ως εργάσιμες ημέρες όλες πλην του Σαββάτου, της Κυριακής και των επισήμων αργιών που προβλέπονται στον κατάλογο στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού Διαδικασίας.

2.   Οσάκις κάποια εργάσιμη κατά την προηγούμενη παράγραφο ημέρα είναι εορτάσιμη για το μόνιμο και λοιπό προσωπικό του θεσμικού οργάνου, το κοινό μπορεί να έρχεται σε επαφή με τη Γραμματεία κατά τις εργάσιμες ώρες μέσω ειδικής εφημερεύουσας υπηρεσίας.

3.   Οι ώρες λειτουργίας της Γραμματείας για το κοινό είναι από τις 9:00 έως τις 12:00 και από τις 14:30 έως τις 16:30. Κατά τις προβλεπόμενες στο άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού Διαδικασίας δικαστικές διακοπές, τα γραφεία της Γραμματείας παραμένουν κλειστά για το κοινό το απόγευμα της Παρασκευής.

4.   Η πρόσβαση στα γραφεία της Γραμματείας επιτρέπεται μόνο στους εκπροσώπους των διαδίκων ή στα δεόντως εξουσιοδοτημένα από αυτούς άτομα, καθώς και στα άτομα που υποβάλλουν αίτηση δικαστικής αρωγής.

5.   Σε περίπτωση που τα γραφεία της Γραμματείας είναι κλειστά, τα διαδικαστικά έγγραφα μπορούν να κατατίθενται εγκύρως, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύκτας, στον φύλακα υπηρεσίας στην είσοδο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, rue du Fort Niedergrünewald, Λουξεμβούργο. Ο φύλακας υπηρεσίας σημειώνει την ημερομηνία και ώρα καταθέσεως που λογίζονται ως πλήρως αποδεικνυόμενες και εκδίδει απόδειξη παραλαβής κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου.

Άρθρο 4

Τήρηση του πρωτοκόλλου

1.   Εγγράφονται στο πρωτόκολλο οι αποφάσεις και διατάξεις, καθώς και όλα τα διαδικαστικά έγγραφα που κατατίθενται για να περιληφθούν στις δικογραφίες των υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τη σειρά της καταθέσεώς τους, πλην των συντασσομένων για τους σκοπούς φιλικού διακανονισμού κατά το άρθρο 90 του κανονισμού Διαδικασίας, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 6, παράγραφος 4, των παρουσών οδηγιών.

2.   Σημείωση περί της εγγραφής στο πρωτόκολλο, περιλαμβάνουσα μνεία του αριθμού της υποθέσεως και της ημερομηνίας εγγραφής στο πρωτόκολλο, γίνεται από τον Γραμματέα επί του πρωτοτύπου κάθε διαδικαστικού εγγράφου ή επί του εγγράφου που λογίζεται ως πρωτότυπο του διαδικαστικού εγγράφου υπό την έννοια του άρθρου 3 της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με την κατάθεση και την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων μέσω της εφαρμογής e-Curia (ΕΕ C 289, σ. 11) (στο εξής: απόφαση e-Curia), και, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, επί των αντιγράφων που προσκομίζονται προς τούτο. Η σημείωση επί του πρωτοτύπου του διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να υπογράφεται από τον Γραμματέα.

3.   Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο αριθμούνται κατ' αύξοντα αριθμό και χωρίς χάσματα. Περιέχουν τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό του διαδικαστικού εγγράφου, ιδίως δε τις ημερομηνίες καταθέσεως και εγγραφής, τον αριθμό της υποθέσεως και τη φύση του διαδικαστικού εγγράφου.

4.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της προηγουμένης παραγράφου, λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση,

η ημερομηνία παραλαβής του διαδικαστικού εγγράφου από τον Γραμματέα ή τον υπάλληλο της Γραμματείας,

η κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, των παρουσών οδηγιών ημερομηνία,

η κατά το άρθρο 5 της αποφάσεως e-Curia ημερομηνία, ή

στις περιπτώσεις του άρθρου 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού, η ημερομηνία καταθέσεως του διαδικαστικού εγγράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου.

5.   Οποιαδήποτε διόρθωση γίνεται με σχετική σημείωση στο πρωτόκολλο. Το πρωτόκολλο, το οποίο τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή, πρέπει να έχει σχεδιαστεί κατά τρόπον ώστε καμία πρωτοκόλληση να μην μπορεί να απαλειφθεί και να είναι δυνατόν να εντοπιστεί κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση ή διόρθωση.

Άρθρο 5

Ο αριθμός υποθέσεως

1.   Κατά την εγγραφή του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης στο πρωτόκολλο, η υπόθεση λαμβάνει αύξοντα αριθμό του οποίου προηγείται το γράμμα "F-" και έπεται η ένδειξη του έτους. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 45, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Διαδικασίας, η ένδειξη του έτους στον αριθμό υποθέσεως αντιστοιχεί στην ημερομηνία καταθέσεως του εγγράφου που λαμβάνεται υπόψη για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών.

2.   Οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτήσεις διορθώσεως ή ερμηνείας αποφάσεων ή διατάξεων, οι αιτήσεις αναθεωρήσεως ή τριτανακοπής, οι αιτήσεις καθορισμού των εξόδων και οι αιτήσεις δικαστικής αρωγής που άπτονται εκκρεμών προσφυγών λαμβάνουν τον ίδιο αριθμό υποθέσεως με την κύρια υπόθεση, ενώ έπεται μνεία ενδεικτική του ότι πρόκειται για χωριστή ειδική διαδικασία. Στις κατά το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού Διαδικασίας περιπτώσεις αποσυνδέσεως, η/οι αποσυνδεόμενη(-ες) υπόθεση/υποθέσεις διατηρεί(-ούν) τον ίδιο αριθμό υποθέσεως, ακολουθούμενο από μνεία περί της αποσυνδέσεως και, ενδεχομένως, αριθμητική διάκριση. Προσφυγή η οποία ασκείται μετά από σχετική αίτηση δικαστικής αρωγής λαμβάνει τον ίδιο αριθμό υποθέσεως με την αίτηση. Επί αναπομπής υποθέσεως από το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν αναιρέσεως, η υπόθεση διατηρεί τον αριθμό που είχε λάβει προηγουμένως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με ένδειξη περί του ότι πρόκειται για αναπομπή.

Άρθρο 6

Η δικογραφία και η πρόσβαση σ' αυτή

1.   Η δικογραφία περιλαμβάνει τα διαδικαστικά έγγραφα, ενδεχομένως συνοδευόμενα από τα παραρτήματά τους, που φέρουν τη σημείωση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, των παρουσών οδηγιών, εξαιρουμένων όσων δεν έγιναν δεκτά δυνάμει του άρθρου 8 των παρουσών οδηγιών, τις αποφάσεις που ελήφθησαν ως προς την υπόθεση, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων περί μη αποδοχής διαδικαστικών εγγράφων, τις προπαρασκευαστικές της επ' ακροατηρίου συζητήσεως εκθέσεις, τα πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, τις επιδόσεις από τον Γραμματέα, καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε άλλο έγγραφο ή αλληλογραφία που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κρίση της υποθέσεως.

2.   Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο Γραμματέας υποβάλλει το ζήτημα στον Πρόεδρο προκειμένου να αποφασιστεί αν το διαδικαστικό έγγραφο πρέπει να περιληφθεί στη δικογραφία.

3.   Τα στοιχεία της δικογραφίας αριθμούνται με τη συνήθη αρίθμηση.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα διαδικαστικά έγγραφα που συντάσσονται για τους σκοπούς φιλικού διακανονισμού κατά το άρθρο 90 του κανονισμού Διαδικασίας (βλέπε άρθρο 4, παράγραφος 1, των παρουσών οδηγιών) καταχωρίζονται σε χωριστό τμήμα της δικογραφίας.

5.   Τα διαδικαστικά έγγραφα στην εμπιστευτική και στη μη εμπιστευτική μορφή τους ταξινομούνται σε χωριστά τεύχη της δικογραφίας. Η πρόσβαση στο εμπιστευτικό τεύχος της δικογραφίας επιτρέπεται αποκλειστικά στους διαδίκους έναντι των οποίων δεν διατάχθηκε το μέτρο της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

6.   Διαδικαστικό έγγραφο προσκομισθέν στο πλαίσιο ορισμένης υποθέσεως και κατατεθέν στη σχετική δικογραφία δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τις ανάγκες της εκδικάσεως άλλης υποθέσεως.

7.   Μετά την περάτωση της διαδικασίας, ο Γραμματέας κλείνει και αρχειοθετεί τη δικογραφία. Ο ασφαλισμένος φάκελος περιλαμβάνει κατάλογο των κατατεθειμένων σ' αυτόν διαδικαστικών εγγράφων, πλην εκείνων που συντάχθηκαν για τους σκοπούς φιλικού διακανονισμού κατά το άρθρο 90 του κανονισμού Διαδικασίας, με μνεία του αριθμού τους, καθώς και εξώφυλλο με τον αριθμό της υποθέσεως, τους διαδίκους και την ημερομηνία περατώσεως της δίκης.

Άρθρο 7

Η εμπιστευτική μεταχείριση

1.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 47, παράγραφος 1, του κανονισμού Διαδικασίας, όσον αφορά τα διαδικαστικά έγγραφα που οι κύριοι διάδικοι προτίθενται να προσκομίσουν αυτοβούλως ή προσκομίζουν κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι κύριοι διάδικοι επισημαίνουν, ενδεχομένως, την ύπαρξη εμπιστευτικών στοιχείων και καταθέτουν ένα κείμενο από το οποίο έχουν απαλειφθεί τα στοιχεία αυτά. Στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος διάδικος διαβιβάζει συγχρόνως το συγκεκριμένο διαδικαστικό έγγραφο στην πλήρη μορφή του στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ούτως ώστε αυτό να μπορέσει να εξετάσει, αφενός, αν τα απαλειφθέντα στοιχεία είναι πράγματι εμπιστευτικής φύσεως και, αφετέρου, μήπως η απάλειψη των στοιχείων αυτών θίγει τα δικαιώματα του αντιδίκου σε δίκαιη δίκη καθώς και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ζητεί, εν ανάγκη, την προσκόμιση τροποποιημένου κειμένου. Περατώνοντας την εξέτασή του, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επιστρέφει το πλήρες κείμενο του διαδικαστικού εγγράφου.

2.   Ένας διάδικος μπορεί να ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, του κανονισμού Διαδικασίας, να διαταχθεί η εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων της δικογραφίας έναντι ορισμένου παρεμβαίνοντος ή, σε περίπτωση συνεκδικάσεως υποθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού Διαδικασίας, έναντι διαδίκου συνεκδικαζομένης υποθέσεως.

Άρθρο 8

Η μη αποδοχή διαδικαστικών εγγράφων και η τακτοποίησή τους

1.   Ο Γραμματέας μεριμνά ώστε κατά την προσκόμιση των διαδικαστικών εγγράφων να τηρούνται οι διατάξεις του Οργανισμού, του κανονισμού Διαδικασίας, των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους, καθώς και των παρουσών οδηγιών προς τον Γραμματέα. Ο Γραμματέας τάσσει, κατά περίπτωση, στους διαδίκους προθεσμία προς τακτοποίηση τυχόν παρατυπιών των κατατεθειμένων διαδικαστικών εγγράφων. Η μη τήρηση των τυπικών κανόνων μπορεί να συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής ή άλλων διαδικαστικών εγγράφων.

2.   Ο Γραμματέας αρνείται την πρωτοκόλληση των μη προβλεπομένων από τον κανονισμό Διαδικασίας διαδικαστικών εγγράφων. Σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβητήσεως εκ μέρους των διαδίκων, ο Γραμματέας υποβάλλει το ζήτημα στην κρίση του Προέδρου.

3.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 45, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Διαδικασίας και της αποφάσεως e-Curia, ο Γραμματέας αποδέχεται μόνον τα έγγραφα που φέρουν πρωτοτύπως την ιδιόχειρη υπογραφή του εκπροσώπου του διαδίκου.

4.   Ο Γραμματέας μεριμνά ώστε ο όγκος των διαδικαστικών εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων τους, να μην υπερβαίνει το όριο πέραν του οποίου δυσχεραίνεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και ώστε η κατάθεσή τους να γίνεται σύμφωνα με τις συναφείς πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους.

5.   Πλην των προβλεπομένων ρητώς στον κανονισμό Διαδικασίας περιπτώσεων, ο Γραμματέας δεν αποδέχεται υπομνήματα ή διαδικαστικά έγγραφα των διαδίκων που έχουν συνταχθεί, έστω και εν μέρει, σε γλώσσα άλλη από τη γλώσσα διαδικασίας. Ωστόσο, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο Γραμματέας μπορεί προσωρινώς να αποδεχθεί παραρτήματα που έχουν συνταχθεί σε γλώσσα άλλη από τη γλώσσα διαδικασίας. Σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβητήσεως εκ μέρους των διαδίκων, ο Γραμματέας υποβάλλει το ζήτημα στην κρίση του Προέδρου.

6.   Οσάκις αίτηση παρεμβάσεως τρίτου, πλην κράτους μέλους, δεν έχει συνταχθεί στη γλώσσα διαδικασίας, ο Γραμματέας ζητεί την τακτοποίησή της προτού την κοινοποιήσει στους διαδίκους. Εφόσον η εν λόγω αίτηση, διατυπωμένη στη γλώσσα διαδικασίας, κατατεθεί εντός της προς τούτο ταχθείσας από τον Γραμματέα προθεσμίας, ως ημερομηνία καταθέσεως του διαδικαστικού εγγράφου λαμβάνεται η ημερομηνία καταθέσεως της διατυπωμένης στην άλλη γλώσσα αιτήσεως.

7.   Αν δεν υπάρξει τακτοποίηση ή σε περίπτωση αμφισβητήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου διαδίκου, ο Γραμματέας υποβάλλει το ζήτημα στην κρίση του Προέδρου.

Άρθρο 9

Η νομιμοποίηση δικηγόρου

Όσον αφορά το προβλεπόμενο στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού Διαδικασίας αποδεικτικό νομιμοποιήσεως, με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος διαδίκου ή ο δικηγόρος που επικουρεί εκπρόσωπο διαδίκου έχει ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, επιτρέπεται η παραπομπή σε ήδη κατατεθειμένο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης έγγραφο. Σε κάθε περίπτωση, το έγγραφο στο οποίο γίνεται παραπομπή δεν μπορεί να είναι παλαιότερο των πέντε ετών από την ημερομηνία καταθέσεως του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης.

Άρθρο 10

Επιδόσεις

1.   Ο Γραμματέας μεριμνά ώστε οι επιδόσεις, κοινοποιήσεις και γνωστοποιήσεις που προβλέπονται από τον Οργανισμό καθώς και από τον κανονισμό Διαδικασίας να γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του τελευταίου.

2.   Στις κατά τα άρθρα 115 έως 120 του κανονισμού Διαδικασίας διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων, ο Γραμματέας μπορεί να διαβιβάσει τα διαδικαστικά έγγραφα με κάθε πρόσφορο μέσο που επιβάλλει το επείγον της καταστάσεως.

Άρθρο 11

Ο καθορισμός και η παρέκταση προθεσμιών

1.   Ο Γραμματέας τάσσει και, ενδεχομένως, παρεκτείνει τις προβλεπόμενες στον κανονισμό Διαδικασίας προθεσμίες, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες σ' αυτόν εξουσιοδοτήσεις δυνάμει του άρθρου 39, παράγραφος 2, του κανονισμού Διαδικασίας.

2.   Παρέκταση των προβλεπομένων από τον κανονισμό Διαδικασίας προθεσμιών είναι δυνατή μόνον εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Η σχετική αίτηση πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να περιέλθει στη Γραμματεία αρκετά πριν από την ημερομηνία εκπνοής της αρχικώς ταχθείσας προθεσμίας. Παρέκταση της προθεσμίας είναι δυνατή, καταρχήν, μόνον άπαξ. Οι δικονομικές προθεσμίες που δεν προβλέπονται από τον κανονισμό Διαδικασίας μπορούν να παρεκτείνονται από τον Πρόεδρο.

Άρθρο 12

Οι συνεδριάσεις και τα πρακτικά τους

1.   Πριν από κάθε δημόσια συνεδρίαση, ο Γραμματέας μεριμνά για τη σύνταξη, στη γλώσσα διαδικασίας, εκθέματος της συνεδριάσεως, το οποίο περιλαμβάνει την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο της συνεδριάσεως, τον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό, μνεία των υποθέσεων που πρόκειται να εκφωνηθούν, καθώς και τα ονόματα των διαδίκων, ενδεχομένως τηρουμένης της ανωνυμίας δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού Διαδικασίας.

2.   Το έκθεμα αναρτάται στην είσοδο της αίθουσας συνεδριάσεων.

3.   Ο Γραμματέας συντάσσει στη γλώσσα της διαδικασίας τα πρακτικά κάθε δημόσιας συνεδριάσεως, τα οποία περιλαμβάνουν τη μνεία της υποθέσεως, την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο της συνεδριάσεως, ενδεχομένως την ένδειξη ότι πρόκειται για συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών, τα ονόματα των δικαστών και του γραμματέα που είναι παρόντες, τα ονόματα και την ιδιότητα των εκπροσώπων των διαδίκων που είναι παρόντες, των ιδίων των προσφευγόντων, των μαρτύρων που εξετάζονται ή των πραγματογνωμόνων που γνωμοδοτούν, μνεία των αποδεικτικών στοιχείων ή των διαδικαστικών εγγράφων που προσκομίστηκαν κατά τη συνεδρίαση και, εφόσον απαιτείται, τις δηλώσεις κατά τη συνεδρίαση, καθώς και τις αποφάσεις που έλαβε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ή ο πρόεδρος κατά τη συνεδρίαση. Τα πρακτικά αποστέλλονται στους διαδίκους.

Άρθρο 13

Οι μάρτυρες και πραγματογνώμονες

1.   Ο Γραμματέας λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα εκτελέσεως των διατάξεων περί πραγματογνωμοσύνης και εξετάσεως μαρτύρων.

2.   Οι μάρτυρες προσκομίζουν στον Γραμματέα δικαιολογητικά των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν και των διαφυγόντων κερδών τους, ενώ οι πραγματογνώμονες προσκομίζουν απόδειξη της αμοιβής τους για το έργο και τα έξοδά τους.

3.   Ο Γραμματέας μεριμνά για την καταβολή από το ταμείο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης των ποσών που οφείλονται στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες, κατ' εφαρμογή του κανονισμού Διαδικασίας. Σε περίπτωση ασυμφωνίας επί των ανωτέρω ποσών, ο Γραμματέας υποβάλλει το ζήτημα στην κρίση του Προέδρου.

4.   Τα έξοδα εξετάσεως πραγματογνωμόνων ή μαρτύρων που προκαταβάλλει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο υποθέσεως αναζητούνται με φροντίδα του Γραμματέα από τους διαδίκους που καταδικάστηκαν στα δικαστικά έξοδα. Ενδεχομένως, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 3, των παρουσών οδηγιών.

Άρθρο 14

Τα πρωτότυπα των αποφάσεων και διατάξεων

1.   Τα πρωτότυπα των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης φυλάσσονται με χρονολογική σειρά στα αρχεία της Γραμματείας. Επικυρωμένο αντίγραφο κατατίθεται στη δικογραφία.

2.   Ο Γραμματέας χορηγεί στους διαδίκους, κατόπιν αιτήσεώς τους, επιπλέον επικυρωμένα αντίγραφα του πρωτοτύπου αποφάσεως ή διατάξεως.

3.   Για τις αποφάσεις ή διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου επί αναιρέσεως ή του Δικαστηρίου σε περίπτωση επανεξετάσεως γίνεται σχετική μνεία στο περιθώριο της οικείας αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Επικυρωμένο αντίγραφο επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αναιρεσιβληθείσας αποφάσεως ή διατάξεως.

Άρθρο 15

Η παρακαταθήκη και η αναζήτηση ποσών

1.   Οσάκις συντρέχει περίπτωση αναζητήσεως, υπέρ του ταμείου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ποσών που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της δικαστικής αρωγής, ποσών που προκαταβλήθηκαν στους μάρτυρες ή πραγματογνώμονες ή ποσών που οφείλονται ή που πρέπει να παρακατατεθούν από τους διαδίκους κατ' εφαρμογήν των άρθρων 108 και 109 του κανονισμού Διαδικασίας, ο Γραμματέας ζητεί τα ποσά αυτά, με συστημένη επιστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής ή, ενδεχομένως, μέσω της εφαρμογής e-Curia, από τον διάδικο που βαρύνεται με τη σχετική δαπάνη σύμφωνα με την απόφαση ή διάταξη που περατώνει τη δίκη ή με την προβλεπόμενη από το άρθρο 109 του κανονισμού Διαδικασίας αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Τα συνιστώντα την παρακαταθήκη ποσά κατατίθενται σε λογαριασμό μεσεγγυήσεως του θεσμικού οργάνου.

2.   Η συστημένη επιστολή λογίζεται παραδοθείσα στον παραλήπτη της τη δεκάτη ημέρα μετά την κατάθεσή της στο Ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, εκτός αν αποδεικνύεται από την απόδειξη παραλαβής ότι η επιστολή παρελήφθη σε άλλη ημερομηνία ή αν ο παραλήπτης πληροφορήσει τον Γραμματέα, εντός τριών εβδομάδων από την ενημέρωσή του με φαξ, ότι η επίδοση προς αυτόν δεν πραγματοποιήθηκε.

3.   Αν δεν γίνει η καταβολή εντός της προθεσμίας που έταξε, ο Γραμματέας μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης την έκδοση εκτελεστής διατάξεως και, ενδεχομένως, να επιδιώξει την αναγκαστική της εκτέλεση.

Άρθρο 16

Τα τέλη γραμματείας

1.   Για τα αντίγραφα διαδικαστικού εγγράφου ή τα αποσπάσματα της δικογραφίας ή του πρωτοκόλλου που χορηγούνται, σε χαρτί, σε διάδικο κατόπιν αιτήσεώς του, ο Γραμματέας εισπράττει τέλος γραμματείας 3,50 ευρώ ανά σελίδα για κάθε επικυρωμένο αντίγραφο και 2,50 ευρώ ανά σελίδα για κάθε απλό αντίγραφο.

2.   Οσάκις ο Γραμματέας μεριμνά, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, για τη μετάφραση διαδικαστικού εγγράφου ή αποσπάσματος της δικογραφίας, εισπράττεται τέλος γραμματείας 1,25 ευρώ ανά γραμμή.

Άρθρο 17

Οι έντυπες δημοσιεύσεις και η ηλεκτρονική δημοσίευση εγγράφων στο διαδίκτυο

1.   Ο Γραμματέας είναι υπεύθυνος για τις έντυπες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και για την ηλεκτρονική δημοσίευση εγγράφων που το αφορούν στο διαδίκτυο.

2.   Ο Γραμματέας μεριμνά για τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των αποφάσεων που προβλέπονται από τον κανονισμό Διαδικασίας, τις παρούσες οδηγίες και τις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους, καθώς και των ανακοινώσεων σχετικά με τις ασκούμενες προσφυγές και τις αποφάσεις ή διατάξεις που περατώνουν τη δίκη.

3.   Ο Γραμματέας μεριμνά για τη δημοσιοποίηση της νομολογίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με τον τρόπο που αποφασίζει το τελευταίο.

Άρθρο 18

Υποδείξεις προς τους εκπροσώπους των διαδίκων

Προς εξασφάλιση της εύρυθμης διεξαγωγής της δίκης, ο Γραμματέας παρέχει στους εκπροσώπους των διαδίκων, κατόπιν αιτήσεώς τους, πληροφορίες σχετικά με την ακολουθούμενη πρακτική κατ' εφαρμογή του κανονισμού Διαδικασίας, των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους, και των παρουσών οδηγιών προς τον Γραμματέα, της αποφάσεως e-Curia και των όρων χρησιμοποιήσεως της εφαρμογής e-Curia.

Άρθρο 19

Παρεκκλίσεις από τις παρούσες οδηγίες

Αν το απαιτούν ειδικές περιστάσεις και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ή ο πρόεδρος μπορεί, σε συγκεκριμένη υπόθεση, να παρεκκλίνει από τις διατάξεις των παρουσών οδηγιών.

Άρθρο 20

Έναρξη της ισχύος των παρουσών οδηγιών

1.   Οι παρούσες οδηγίες προς τον Γραμματέα, το κείμενο των οποίων είναι αυθεντικό στις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, που έχει εφαρμογή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχίζουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που έπεται της δημοσιεύσεώς τους.

2.   Οι παρούσες οδηγίες προς τον Γραμματέα καταργούν και αντικαθιστούν τις οδηγίες προς τον Γραμματέα της 11ης Ιουλίου 2012 (ΕΕ L 260, σ. 1).

Λουξεμβούργο, 21 Μαΐου 2014.

Η Γραμματέας

W. HAKENBERG

Ο Πρόεδρος

S. VAN RAEPENBUSCH


14.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 206/52


ΠΡΑΚΤΙΚΈΣ ΟΔΗΓΊΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΊΚΟΥΣ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΗΝ ΈΝΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ ΕΝΏΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ΔΗΜΌΣΙΑΣ ΔΙΟΊΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΈΝΩΣΗΣ

της 21ης Μαΐου 2014

Περιεχόμενα

I.

ΟΡΙΣΜΟΙ 53

II.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ 53

A.

Η με ηλεκτρονικά μέσα διαβίβαση μέσω της εφαρμογής e-Curia 53

B.

Η διαβίβαση σε χαρτί 54

III.

ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ 54

A.

Δικόγραφο της προσφυγής 54

1.

Κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής 54

2.

Υποχρεωτικώς απαιτούμενα στοιχεία και κανόνες παρουσιάσεως του δικογράφου της προσφυγής 55

3.

Τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής 56

4.

Προσωρινά μέτρα/Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων 57

B.

Υπόμνημα αντικρούσεως και λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της έγγραφης διαδικασίας 57

Γ.

Επί της αποστολής του πρωτοτύπου σε χαρτί όταν έχει προηγηθεί η αποστολή τηλεομοιοτυπίας 57

Δ.

Επί των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως 58

Ε.

Επί των αιτήσεων δικαστικής αρωγής 58

ΣΤ.

Έκταση των διαδικαστικών εγγράφων 59

IV.

ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ 59

A.

Τόπος διεξαγωγής 59

B.

Προετοιμασία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 59

Γ.

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 59

Δ.

Ιδιαιτερότητες της ταυτόχρονης διερμηνείας 60

Ε.

Αναστολή της συνεδριάσεως εν όψει φιλικού διακανονισμού 60

ΣΤ.

Περάτωση της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 60

V.

ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΥΣΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 61

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 132 του Κανονισμού Διαδικασίας του·

εκτιμώντας ότι, για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να παρασχεθούν στους εκπροσώπους των διαδίκων πρακτικές οδηγίες σχετικές με τον τρόπο υποβολής των διαδικαστικών εγγράφων τους και προς διασφάλιση της εύρυθμης διεξαγωγής της επ' ακροατηρίου συζητήσεως·

εκτιμώντας ότι η τήρηση των οδηγιών αυτών μειώνει τον αριθμό των αιτημάτων τακτοποιήσεως και το ενδεχόμενο απαραδέκτου λόγω μη τηρήσεως των τυπικών κανόνων·

εκτιμώντας ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι υπόκειται σε ένα γλωσσικό καθεστώς που αρμόζει σε μια Ένωση με πολλές επίσημες γλώσσες·

εκτιμώντας ότι είναι προς το συμφέρον των διαδίκων στις ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασίες να παράσχει το Δικαστήριο αυτό σύντομες απαντήσεις στα ζητήματα επί των οποίων οι εκπρόσωποι των διαδίκων επιθυμούν συχνά να έχουν καλύτερη ενημέρωση και να θέσει στη διάθεσή τους εργαλεία που να τους καθοδηγούν ώστε να συντάσσουν με πρόσφορο τρόπο τα διαδικαστικά έγγραφά τους·

εκτιμώντας ότι, για την εύρυθμη διεξαγωγή των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, πρέπει να παρασχεθούν στους ενδιαφερομένους πρακτικές οδηγίες για την υποβολή των αιτήσεων δικαστικής αρωγής, καθώς και για τη διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας·

εκτιμώντας ότι, προς το συμφέρον των διαδίκων και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και προκειμένου να μπορεί το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αφιερώνει σε κάθε διάδικο το ανάλογο μέρος του διαθέσιμου χρόνου του προς εξέταση της υποθέσεώς του, πρέπει τα διαδικαστικά έγγραφα να έχουν όσο το δυνατόν συντομότερη διατύπωση αναλόγως της φύσεως των πραγματικών περιστατικών και της περιπλοκότητας των θιγομένων ζητημάτων· ότι επιβάλλεται, συνεπώς, να καθοριστεί η μέγιστη έκταση των διαδικαστικών εγγράφων που κατατίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης· ότι, ωστόσο, η έκταση των διαδικαστικών εγγράφων πρέπει να είναι αρκούντως ελαστική ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες ορισμένων υποθέσεων·

αποφασίζει τη θέσπιση των ακόλουθων πρακτικών οδηγιών:

I.   ΟΡΙΣΜΟΙ

1.

Όλοι οι ορισμοί του άρθρου 1 του Κανονισμού Διαδικασίας ισχύουν κατά τον ίδιο τρόπο και για τις παρούσες οδηγίες.

II.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

2.

Η κατάθεση και η επίδοση (διαβίβαση) διαδικαστικών εγγράφων μεταξύ των διαδίκων και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης μπορούν να διενεργούνται:

αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα μέσω της εφαρμογής e-Curia ή

με αποστολή του διαδικαστικού εγγράφου σε χαρτί.

A.   Η με ηλεκτρονικά μέσα διαβίβαση μέσω της εφαρμογής e-Curia

3.

Η με ηλεκτρονικά μέσα διαβίβαση μέσω της εφαρμογής e-Curia χαρακτηρίζεται από:

α)

τη δημιουργία ενός ονομαστικού λογαριασμού προσβάσεως με τον οποίο οι εκπρόσωποι των διαδίκων μπορούν να συνδέονται χρησιμοποιώντας τον κωδικό αναγνωρίσεως του χρήστη και το προσωπικό συνθηματικό τους·

β)

την απουσία οποιασδήποτε αποστολής σε χαρτί των διαδικαστικών εγγράφων και των παραρτημάτων τους εκ μέρους των διαδίκων· τα διαδικαστικά έγγραφα λογίζονται ως πρωτότυπα εφόσον περιέρχονται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με τον τρόπο αυτόν, χωρίς να χρειάζεται να φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του εκπροσώπου και χωρίς να είναι απαραίτητη η αποστολή επικυρωμένων αντιγράφων·

γ)

την επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων των λοιπών διαδίκων καθώς και των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και κάθε άλλης αλληλογραφίας διά της ιδίας οδού· η επίδοση λαμβάνει χώρα κατά την πρόσβαση στο έγγραφο μέσω της εφαρμογής αυτής ή, αν δεν ζητηθεί πρόσβαση, λογίζεται ότι έλαβε χώρα μετά το πέρας της εβδόμης ημέρας που έπεται της ημέρας της αποστολής του περιλαμβάνοντος τη σχετική ειδοποίηση μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου·

δ)

οι εφαρμοστέοι κανόνες καθορίζονται στην απόφαση 3/2011 του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ληφθείσα κατά τη γενική συνέλευση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με την κατάθεση και την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων μέσω της εφαρμογής e-Curia (ΕΕ C 289, σ. 11), καθώς και στους Όρους χρησιμοποιήσεως της εφαρμογής e-Curia και στον Οδηγό χρήσεως της εφαρμογής e-Curia ο οποίος διευκρινίζει επίσης τον τρόπο χρησιμοποιήσεως της εφαρμογής e-Curia από βοηθό του εκπροσώπου (όλα τα έγγραφα αυτά είναι αναρτημένα στον διαδικτυακό τόπο www.curia.europa.eu).

B.   Η διαβίβαση σε χαρτί

4.

Η διαβίβαση διαδικαστικού εγγράφου σε χαρτί περιλαμβάνει:

α)

την απαραίτητη κατάθεση σε χαρτί όλων των διαδικαστικών εγγράφων και των παραρτημάτων τους, δεόντως υπογεγραμμένων από τον εκπρόσωπο· κάθε διαδικαστικό έγγραφο καθώς και τα παραρτήματά του πρέπει να συνοδεύονται από επτά επικυρωμένα αντίγραφα· προς τήρηση των προθεσμιών, της αποστολής σε χαρτί μπορεί να προηγηθεί η αποστολή με τηλεομοιοτυπία, η οποία λαμβάνεται υπόψη εφόσον το πρωτότυπο του διαδικαστικού εγγράφου σε χαρτί περιέλθει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εντός δέκα ημερών από την αποστολή της τηλεομοιοτυπίας (βλ. σημεία 36 επ. των παρουσών οδηγιών)·

β)

την επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων των λοιπών διαδίκων καθώς και των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και κάθε αλληλογραφίας της Γραμματείας με τους διαδίκους με τον επιλεγέντα τρόπο επιδόσεως: με συστημένη ταχυδρομική αποστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής (η επίδοση λογίζεται ότι έλαβε χώρα με την κατάθεση της συστημένης αποστολής στο Ταχυδρομείο του Λουξεμβούργου), με τηλεομοιοτυπία ή μέσω της εφαρμογής e-Curia.

III.   ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

A.   Δικόγραφο της προσφυγής

1.   Κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής

5.

Κάθε δικόγραφο προσφυγής απευθύνεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και πρέπει να είναι σύμφωνο προς τις διατάξεις των άρθρων 45 και 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

6.

Τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής καθώς και τα έγγραφα που πρέπει να επισυνάπτονται σ' αυτό απαριθμούνται στα άρθρα 45, παράγραφοι 1 και 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

7.

Τα άρθρα 31, παράγραφος 2, και 53, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας αφορούν το έγγραφο νομιμοποιήσεως το οποίο οφείλει να καταθέσει στη Γραμματεία ο δικηγόρος του προσφεύγοντος και ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος που επικουρεί ενδεχομένως τον εκπρόσωπο του καθού. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 19 του Οργανισμού προβλέπει την αρχή της υποχρεωτικής εκπροσωπήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Επομένως, με εξαίρεση τα κράτη μέλη και τα άλλα κράτη που μετέχουν στη Συμφωνία ΕΟΧ (Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν), καθώς και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκπροσωπούνται από τους νομίμους εκπροσώπους τους, οι διάδικοι οφείλουν να εκπροσωπούνται από δικηγόρο έχοντα ικανότητα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτους. Πάντως, η υποχρεωτική εκπροσώπηση από δικηγόρο δεν ισχύει στη διαδικασία με την οποία ζητείται η χορήγηση δικαστικής αρωγής (βλ., συναφώς, τον τίτλο III, κεφάλαιο E, των παρουσών οδηγιών).

8.

Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, μολονότι δεν απαιτείται γραπτή εντολή εκ μέρους του διαδίκου προς τον επιφορτισμένο με την εκπροσώπησή του δικηγόρο κατά την κατάθεση της προσφυγής, κάθε μεταβολή του αριθμού και του ονόματος του/των δικηγόρου(-ων) (π.χ. αντικατάσταση ενός δικηγόρου με άλλον, παρουσία επιπλέον δικηγόρου, ανάκληση της εντολής προς έναν από τους δικηγόρους που κατέθεσαν το δικόγραφο της προσφυγής) πρέπει να γνωστοποιείται στη Γραμματεία εγγράφως και αμελλητί. Σε περίπτωση αντικαταστάσεως ενός δικηγόρου με άλλον, απαιτείται γραπτή εντολή προς τον νέο δικηγόρο.

9.

Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος σημειώνει σαφώς στην πρώτη σελίδα του δικογράφου της προσφυγής τη διεύθυνσή του, την επωνυμία του γραφείου του, ενδεχομένως, τους αριθμούς τηλεφώνου και συσκευής fax, καθώς και την ηλεκτρονική του διεύθυνση. Μεταγενέστερες μεταβολές των στοιχείων αυτών γνωστοποιούνται αμελλητί στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οριστεί ως τόπος επιδόσεων η διεύθυνση του ίδιου του προσφεύγοντος.

10.

Προσφυγή κατατιθέμενη μέσω της εφαρμογής e-Curia δεν χρειάζεται να φέρει οπωσδήποτε ιδιόχειρη υπογραφή. Αντιθέτως, όταν πρόκειται για προσφυγή κατατιθέμενη σε χαρτί, η ιδιόχειρη και ευανάγνωστη υπογραφή του δικηγόρου πρέπει να τίθεται στο τέλος του δικογράφου της προσφυγής. Δεν είναι δυνατή η τακτοποίηση ανυπόγραφου δικογράφου. Δεν επιτρέπεται καμία τεχνική μέθοδος θέσεως υπογραφής, όπως είναι η σφραγίδα, η προσομοίωση υπογραφής (fac-similé), η φωτοτυπία κ.λπ. Σε περίπτωση πλειόνων εκπροσώπων, αρκεί η υπογραφή ενός εξ αυτών. Δεν γίνεται δεκτή η κατ' εξουσιοδότηση υπογραφή από άτομο το οποίο δεν είναι εκπρόσωπος του προσφεύγοντος, τούτο δε ακόμα και σε περίπτωση που ο υπογράφων είναι συνεργάτης του δικηγορικού γραφείου στο οποίο ανήκουν οι εκπρόσωποι του διαδίκου.

2.   Υποχρεωτικώς απαιτούμενα στοιχεία και κανόνες παρουσιάσεως του δικογράφου της προσφυγής

11.

Η γλώσσα διαδικασίας είναι εκείνη που έχει επιλεγεί για τη σύνταξη του δικογράφου της προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παραπέμπει στις διατάξεις περί του γλωσσικού καθεστώτος του Γενικού Δικαστηρίου.

12.

Προς το συμφέρον των ίδιων των διαδίκων και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, τα διαδικαστικά έγγραφα είναι όσο το δυνατόν σύντομα, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των πραγματικών περιστατικών και της περιπλοκότητας των θιγομένων ζητημάτων. Το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο ε', του Κανονισμού Διαδικασίας, σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών κατά χρονολογική σειρά, καθώς και χωριστή, ακριβή και κατά ενότητες διαρθρωμένη έκθεση των προβαλλομένων νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων. Όσον αφορά την έκταση του δικογράφου της προσφυγής, βλ. κεφάλαιο ΣΤ, σημείο 49.

13.

Τα αιτήματα της προσφυγής πρέπει να διατυπώνονται με ακρίβεια στην αρχή ή στο τέλος του δικογράφου της προσφυγής και να αριθμούνται.

14.

Οι παράγραφοι του κειμένου φέρουν συνεχόμενη αρίθμηση.

15.

Αν ο αριθμός των προσφευγόντων είναι ίσος ή μεγαλύτερος από 4, για τη μεταγενέστερη διευκόλυνση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στο δικόγραφο της προσφυγής επισυνάπτεται κατάλογος με τα ονόματα όλων των προσφευγόντων και την κατοικία τους, καταρτισμένος μέσω λογισμικού επεξεργασίας κειμένου, ο οποίος αποστέλλεται μαζί με το δικόγραφο της προσφυγής στη Γραμματεία με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνση tfp.greffe@curia.europa.eu, με σαφή μνεία της υποθέσεως την οποία αφορά ο κατάλογος. Ο κατάλογος αυτός θα προσαρτηθεί στο πρωτότυπο της αποφάσεως ή διατάξεως με την οποία περατώνεται η δίκη.

16.

Κάθε δικόγραφο προσφυγής πρέπει να συνοδεύεται από περίληψη της διαφοράς, προοριζόμενη να διευκολύνει τη σύνταξη της ανακοινώσεως που προβλέπει το άρθρο 51, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και την οποία συντάσσει η Γραμματεία. Η περίληψη υποβάλλεται χωριστά από τα παραρτήματα που μνημονεύονται στο κείμενο της προσφυγής. Η περίληψη αυτή, περιλαμβανόμενη σε έγγραφο καταρτισμένο μέσω λογισμικού επεξεργασίας κειμένου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις δύο σελίδες και πρέπει επίσης να αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνση tfp.greffe@curia.europa.eu, με σαφή μνεία της υποθέσεως την οποία αφορά. Η περίληψη αναρτάται, καταρχήν στο σύνολό της, σε ειδική ιστοσελίδα του διαδικτυακού τόπου www.curia.europa.eu, προκειμένου να παρέχεται σε κάθε ενδιαφερόμενο η δυνατότητα σχετικής έρευνας. Προς τούτο, η περίληψη της διαφοράς θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένες απαιτήσεις όσον αφορά τη σύνταξή της, οι οποίες εκτίθενται στη σχετική σελίδα του εν λόγω διαδικτυακού τόπου.

17.

Κάθε στηριζόμενο στο άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας αίτημα περί παραλείψεως, στις σχετικές με την υπόθεση δημοσιεύσεις, του ονόματος του προσφεύγοντος (αίτημα ανωνυμίας), των ονομάτων άλλων ατόμων ή ορισμένων στοιχείων πρέπει να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο και να είναι δεόντως αιτιολογημένο.

18.

Αν το δικόγραφο της προσφυγής κατατίθεται μετά την υποβολή αιτήσεως δικαστικής αρωγής (βλ. τίτλο IIΙ, κεφάλαιο E, των παρουσών οδηγιών), η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 112, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, η πληροφορία αυτή πρέπει να παρατίθεται στην αρχή του δικογράφου της προσφυγής. Αν το δικόγραφο της προσφυγής κατατίθεται μετά την κοινοποίηση της διατάξεως με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφαίνεται επί αιτήσεως δικαστικής αρωγής, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει επίσης να αναφέρει την ημερομηνία κατά την οποία η διάταξη επιδόθηκε στον προσφεύγοντα.

19.

Το δικόγραφο της προσφυγής που κατατίθεται μέσω της εφαρμογής e-Curia εμφανίζεται υπό μορφή φακέλων. Προς διευκόλυνση της επεξεργασίας του από τη Γραμματεία, συνιστάται η τήρηση των πρακτικών συμβουλών που περιέχονται στον Οδηγό χρήσεως της εφαρμογής e-Curia (βλ. σημείο 3, στοιχείο δ', των παρουσών οδηγιών), δηλαδή:

α)

οι φάκελοι πρέπει να φέρουν ονομασίες προσδιορίζουσες το έγγραφο (προσφυγή, παραρτήματα μέρος 1, παραρτήματα μέρος 2, συνοδευτική επιστολή, κ.λπ.)·

β)

το κείμενο της προσφυγής πρέπει να μπορεί να αποθηκευτεί απευθείας σε PDF (εικόνα και κείμενο) από το λογισμικό επεξεργασίας κειμένου, χωρίς να χρειάζεται να ψηφιοποιηθεί.

20.

Κάθε δικόγραφο προσφυγής που κατατίθεται σε χαρτί πρέπει να έχει μορφή που να καθιστά δυνατή την ηλεκτρονική επεξεργασία των εγγράφων από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ιδίως την ψηφιοποίηση των εγγράφων και τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικού προγράμματος αναγνωρίσεως χαρακτήρων. Συναφώς, πέραν των απαιτήσεων που περιγράφονται στο σημείο 12 των παρουσών οδηγιών, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

το κείμενο πρέπει να είναι ευανάγνωστο και τυπωμένο μόνο στη μία όψη του φύλλου («recto» και όχι «recto verso»)·

β)

τα έγγραφα πρέπει να μην είναι δεμένα ή σταθερά συνδεδεμένα με άλλα μέσα όπως κόλλα, συρραπτικό μηχάνημα, κ.λπ.

21.

Επιπλέον, οι σελίδες του δικογράφου της προσφυγής αριθμούνται επάνω δεξιά κατά τρόπο συνεχή, περιλαμβανομένων των τυχόν παραρτημάτων και ενδιαμέσων διαχωριστικών σελίδων.

22.

Το δικόγραφο της προσφυγής και όλα τα τυχόν παραρτήματά του που κατατίθενται σε χαρτί πρέπει, δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως εξάλλου και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, να συνοδεύονται από πέντε έντυπα αντίγραφα για το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης και ισάριθμα προς τους διαδίκους αντίγραφα (επομένως, κανονικά επτά έντυπα αντίγραφα). Στην πρώτη σελίδα κάθε συνόλου αντιγράφων ο δικηγόρος πρέπει να βεβαιώνει, προσθέτοντας την υπογραφή ή τη μονογραφή του, ότι πρόκειται για ακριβή αντίγραφα του πρωτοτύπου.

23.

Όσον αφορά τα παραρτήματα, οι διάδικοι προβαίνουν σε αυστηρή επιλογή των πρόσφορων για τις ανάγκες της διαφοράς εγγράφων, λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών και γλωσσικών περιορισμών που ισχύουν για το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης και τους διαδίκους. Για την περίπτωση καταχρήσεως, βλ. άρθρο 108 του Κανονισμού Διαδικασίας. Ειδικότερα, δεν πρέπει να παρατίθενται στοιχεία στα οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να έχει πρόσβαση (π.χ. η νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία παραπέμπουν τα διαδικαστικά έγγραφα). Πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες τυπικές απαιτήσεις:

α)

τα παραρτήματα πρέπει να αριθμούνται και να περιλαμβάνουν μνεία του υπομνήματος στο οποίο συνάπτονται (για το δικόγραφο της προσφυγής π.χ., «A.1, A.2» κ.λπ.· για το υπόμνημα αντικρούσεως «B.1, B.2»· για το υπόμνημα απαντήσεως «C.1, C.2»· για το υπόμνημα ανταπαντήσεως «D.1, D.2») και να υποβάλλονται, όταν είναι περισσότερα από τρία, κατά προτίμηση με ενδιάμεσες διαχωριστικές σελίδες μεταξύ τους·

β)

τα παραρτήματα πρέπει να είναι ευανάγνωστα· παραρτήματα χωρίς ικανοποιητική ποιότητα εκτυπώσεως δεν γίνονται δεκτά·

γ)

τα παραρτήματα πρέπει να συντάσσονται στη γλώσσα διαδικασίας ή να συνοδεύονται από μετάφραση· τα παραρτήματα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές δεν γίνονται, καταρχήν, δεκτά (βλ. το άρθρο 7, παράγραφος 2, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παραπέμπει στις διατάξεις περί του γλωσσικού καθεστώτος του Γενικού Δικαστηρίου). Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, των οδηγιών προς τον Γραμματέα, δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν παρά μόνο σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις·

δ)

στην αρχή των παραρτημάτων πρέπει να υπάρχει κατάσταση των παραρτημάτων αυτών, η οποία να αναφέρει, για καθένα από αυτά, τον αριθμό του (π.χ. A.1), τη φύση του (π.χ. «έγγραφο της … του κ. X προς την κ. Ψ»), τη σελίδα και την παράγραφο του δικογράφου της προσφυγής όπου μνημονεύεται το παράρτημα αυτό (π.χ. «σ. 7, § 17»), τον αριθμό των σελίδων του, καθώς και την υπολογιζόμενη κατά συνεχή αρίθμηση σελίδα από την οποία αρχίζει το παράρτημα· ένα παράδειγμα καταστάσεως παραρτημάτων περιλαμβάνεται στο «Υπόδειγμα του δικογράφου της προσφυγής», που είναι διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο www.curia.europa.eu·

ε)

τα παραρτήματα δικογράφου προσφυγής που κατατίθεται μέσω της εφαρμογής e-Curia πρέπει να περιλαμβάνονται σε έναν ή πλείονες φακέλους χωριστούς από τον φάκελο που περιέχει το δικόγραφο της προσφυγής. Ένας φάκελος μπορεί να περιλαμβάνει, καταρχήν, όλα τα παραρτήματα. Δεν είναι επιθυμητή η δημιουργία χωριστού φακέλου για κάθε παράρτημα·

στ)

τα παραρτήματα δικογράφου προσφυγής που κατατίθεται μέσω της εφαρμογής e-Curia, τα οποία μνημονεύονται στο κείμενο της προσφυγής και τα οποία δεν μπορούν, λόγω της φύσεώς τους, να κατατεθούν μέσω της εφαρμογής e-Curia, μπορούν να διαβιβάζονται χωριστά αποστελλόμενα σε χαρτί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 45, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό τον όρον ότι μνημονεύονται στην κατάσταση παραρτημάτων της προσφυγής που κατατέθηκε μέσω της εφαρμογής e-Curia. Στην κατάσταση παραρτημάτων πρέπει να προσδιορίζονται τα παραρτήματα που πρόκειται να κατατεθούν χωριστά. Τα παραρτήματα αυτά πρέπει να περιέρχονται στη Γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής μέσω της εφαρμογής e-Curia.

3.   Τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής

24.

Προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους να διορθώσουν τις τυπικές πλημμέλειες του δικογράφου της προσφυγής, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί σχετική τακτοποίηση. Ο Γραμματέας ζητεί πάντοτε την τακτοποίηση αυτή όταν λείπουν τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 50, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, των οδηγιών προς τον Γραμματέα. Η μη τακτοποίηση μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης.

25.

Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, των οδηγιών προς τον Γραμματέα, τακτοποίηση μπορεί επίσης να ζητηθεί, ανάλογα με τις περιστάσεις της υποθέσεως, όταν ένα δικόγραφο προσφυγής δεν είναι σύμφωνο προς τις παρούσες πρακτικές οδηγίες.

26.

Ο Γραμματέας τάσσει προθεσμία στον προσφεύγοντα για την τακτοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

27.

Στις περιπτώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο σημείο 24 ανωτέρω, το δικόγραφο της προσφυγής δεν επιδίδεται στον καθού ως έχει. Εφόσον υπάρξει τακτοποίηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται. Αν δεν γίνει τακτοποίηση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει επί του παραδεκτού της προσφυγής.

28.

Στις περιπτώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο σημείο 25 ανωτέρω, ο Γραμματέας αποφασίζει αν η επίδοση πρέπει ή όχι να ανασταλεί. Αν δεν γίνει τακτοποίηση ή σε περίπτωση αμφισβητήσεως, ο Γραμματέας υποβάλλει το ζήτημα στην κρίση του Προέδρου, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 7, των οδηγιών προς τον Γραμματέα.

4.   Προσωρινά μέτρα/Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων

29.

Κάθε αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως και λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων υποβάλλεται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 115 του Κανονισμού Διαδικασίας.

B.   Υπόμνημα αντικρούσεως και λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της έγγραφης διαδικασίας

30.

Οι εξηγήσεις και συμβουλές που περιλαμβάνει για τα δικόγραφα προσφυγής το κεφάλαιο A του παρόντος τίτλου ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών για τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα που υποβάλλονται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

31.

Το άρθρο 53, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας απαριθμεί τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει το υπόμνημα αντικρούσεως. Η εξουσιοδότηση ή οι εξουσιοδοτήσεις που παρέχει το καθού θεσμικό όργανο στον/στους εκπρόσωπο/εκπροσώπους, σύμβουλο/συμβούλους, και/ή, ενδεχομένως, σε δικηγόρο, σύμφωνα με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, πρέπει να προσκομίζεται(-ονται) το αργότερο μαζί με το υπόμνημα αντικρούσεως, αλλά χωριστά από τα τυχόν παραρτήματα.

32.

Σχετικά με την έκταση του υπομνήματος αντικρούσεως, βλ. το κεφάλαιο ΣΤ, σημείο 49.

33.

Δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα επισυνάπτουν συστηματικά στο υπόμνημα αντικρούσεως τις πράξεις γενικής ισχύος τις οποίες μνημονεύουν στις παρατηρήσεις τους και οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με μνεία της ημερομηνίας εκδόσεώς τους, της ενάρξεως της ισχύος τους και, ενδεχομένως, της καταργήσεώς τους.

34.

Επιπλέον, στην πρώτη σελίδα κάθε διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

η ονομασία του διαδικαστικού εγγράφου (υπόμνημα αντικρούσεως, απάντηση, ανταπάντηση, αίτηση παρεμβάσεως, υπόμνημα παρεμβάσεως, ένσταση απαραδέκτου, παρατηρήσεις επί …, απαντήσεις στις ερωτήσεις, κ.λπ.)·

β)

ο αριθμός της υποθέσεως (F-…/..) εφόσον τον έχει ήδη κοινοποιήσει η Γραμματεία.

35.

Οι κανόνες του κεφαλαίου A του παρόντος τίτλου, που διέπουν τις περιπτώσεις στις οποίες ζητείται ή μπορεί να ζητηθεί η τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής, έχουν εφαρμογή τηρουμένων των αναλογιών στο υπόμνημα αντικρούσεως και στα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα.

Γ.   Επί της αποστολής του πρωτοτύπου σε χαρτί όταν έχει προηγηθεί η αποστολή τηλεομοιοτυπίας

36.

Το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου και, γενικότερα, κάθε έγγραφο αλληλογραφίας που απευθύνεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των αιτήσεων παρεκτάσεως προθεσμιών, και το οποίο δεν έχει διαβιβαστεί στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μέσω της εφαρμογής e-Curia κατατίθεται σε χαρτί στη Γραμματεία.

Προς τον σκοπό της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών, αντίγραφο εγγράφου μπορεί να αποσταλεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με τηλεομοιοτυπία (αριθμός fax: + 352 4303-4453) πριν από την κατάθεση του πρωτοτύπου του διαδικαστικού εγγράφου (δυνατότητα παρεχόμενη από το άρθρο 45, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Στην περίπτωση αυτή, στην πρώτη σελίδα του πρωτοτύπου αναγράφεται η μνεία «απεστάλη προηγουμένως με τηλεομοιοτυπία στις …», ούτως ώστε να μπορούν εύκολα να ταυτοποιηθούν τα αντίστοιχα διαδικαστικά έγγραφα.

37.

Κατά το άρθρο 45, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν ένα διαδικαστικό έγγραφο περιλαμβάνει παραρτήματα, το αποστελλόμενο στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με τηλεομοιοτυπία αντίγραφο μπορεί να περιλαμβάνει μόνο το ίδιο το έγγραφο και την κατάσταση των παραρτημάτων.

38.

Προς τον σκοπό της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών, η κατάθεση υπομνήματος ή διαδικαστικού εγγράφου με τηλεομοιοτυπία λαμβάνεται υπόψη μόνον αν το υπογεγραμμένο πρωτότυπο περιέλθει στη Γραμματεία το αργότερο εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 45, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας προθεσμίας δέκα ημερών από την εν λόγω κατάθεση. Υπενθυμίζεται ότι η δεκαήμερη κατ' αποκοπή παρέκταση λόγω αποστάσεως που προβλέπει το άρθρο 38 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν ισχύει για την εν λόγω προθεσμία.

39.

Το υπογεγραμμένο πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου αποστέλλεται ευθύς μετά την αποστολή του με τηλεομοιοτυπία, χωρίς να έχει υποστεί διορθώσεις ή τροποποιήσεις. Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου και του προηγουμένως κατατεθέντος αντιγράφου, μόνον η ημερομηνία καταθέσεως του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου λαμβάνεται υπόψη προς εκτίμηση της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών.

Δ.   Επί των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως

40.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης λαμβάνει υπόψη μόνον έγγραφα των οποίων οι εκπρόσωποι των διαδίκων έχουν λάβει γνώση και επί των οποίων μπορούσαν να εκφράσουν την άποψή τους (άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας).

41.

Ωστόσο, όσον αφορά ορισμένα τμήματα της δικογραφίας που έχουν απόρρητο ή εμπιστευτικό χαρακτήρα, κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει:

να μην επιτραπεί σε διάδικο συνεκδικαζομένης υποθέσεως η πρόσβαση σε αυτά (άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας)·

να εξαιρεθούν από την ανακοίνωση σε παρεμβαίνοντα διάδικο (άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας).

42.

Κάθε αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 3, ή του άρθρου 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο.

43.

Η αίτηση αυτή πρέπει να είναι συγκεκριμένη και η εμπιστευτική μεταχείριση να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφορά το σύνολο ενός διαδικαστικού εγγράφου και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να αφορά το σύνολο κάποιου παραρτήματος.

44.

Η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα σχετικά στοιχεία ή χωρία και να περιλαμβάνει σύντομη αιτιολόγηση του απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα καθενός από τα στοιχεία ή τα χωρία αυτά.

45.

Στην αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως επισυνάπτεται μη εμπιστευτικό κείμενο του σχετικού υπομνήματος ή διαδικαστικού εγγράφου, όπου έχουν απαλειφθεί τα στοιχεία ή χωρία τα οποία αφορά η αίτηση. Αν η αίτηση δεν αφορά παρά ένα παράρτημα διαδικαστικού εγγράφου, ολόκληρο το διαδικαστικό αυτό έγγραφο επισυνάπτεται στην αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Σε περίπτωση καταθέσεως μέσω της εφαρμογής e-Curia, το παράρτημα που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως αποστέλλεται με χωριστό ηλεκτρονικό φάκελο.

Ε.   Επί των αιτήσεων δικαστικής αρωγής

46.

Δυνάμει των άρθρων 110 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας, για την εξασφάλιση αποτελεσματικής προσβάσεως στη δικαιοσύνη μπορεί να χορηγηθεί δικαστική αρωγή. Για την υποβολή της σχετικής αιτήσεως δεν απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 111, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η σύμπραξη δικηγόρου.

47.

Για την υποβολή αιτήσεως δικαστικής αρωγής είναι υποχρεωτική η χρησιμοποίηση του υποδείγματος που επισυνάπτεται στις παρούσες πρακτικές οδηγίες. Σε περίπτωση αιτήσεως δικαστικής αρωγής υποβληθείσας με άλλον τρόπο πλην της χρησιμοποιήσεως του υποδείγματος, ο Γραμματέας αποστέλλει απάντηση με την οποία υπενθυμίζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της χρησιμοποιήσεως του υποδείγματος, το οποίο και επισυνάπτει στην απάντησή του. Το υπόδειγμα είναι διαθέσιμο από τον διαδικτυακό τόπο www.curia.europa.eu.

48.

Η αίτηση δικαστικής αρωγής, συνοδευόμενη από τα σχετικά δικαιολογητικά, υπογράφεται από τον αιτούντα ή τον δικηγόρο του. Πάντως, σε περίπτωση καταθέσεως της αιτήσεως μέσω της εφαρμογής e-Curia από τον δικηγόρο του αιτούντος, δεν απαιτείται υπογραφή του δικηγόρου. Μόνον ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τον διάδικο ο οποίος ζητεί τη δικαστική αρωγή έχει το δικαίωμα να καταθέσει αίτηση δικαστικής αρωγής μέσω της εφαρμογής e-Curia.

ΣΤ.   Έκταση των διαδικαστικών εγγράφων

49.

Σύμφωνα με το άρθρο 46 του Κανονισμού Διαδικασίας, τα διαδικαστικά έγγραφα που κατατίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καταρχήν δεν υπερβαίνουν:

α)

τις 30 σελίδες, όσον αφορά το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα αντικρούσεως,

β)

τις 15 σελίδες όσον αφορά τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα.

Ο μέγιστος αριθμός σελίδων νοείται με βάση τη χρήση χαρτιού σχήματος A4, μέγεθος χαρακτήρων 12 σε γραμματοσειρά αντίστοιχη της «Times New Roman», διάστιχο 1,5 και περιθώρια τουλάχιστον 2,5 cm. Η μη τήρηση του μέγιστου αριθμού σελίδων επιτρέπεται μόνον λόγω των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υποθέσεων απτομένων ιδίως της περιπλοκότητας του νομικού ή πραγματικού πλαισίου της. Η κύρωση λόγω μη τηρήσεως του μεγίστου αριθμού σελίδων είναι, κατά περίπτωση, η αναφερόμενη στα άρθρα 50, παράγραφος 6, 53, παράγραφος 4, 55, παράγραφος 3, 86, παράγραφος 6, 124, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, 125, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, 127, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, ή 130, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας.

IV.   ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

A.   Τόπος διεξαγωγής

50.

Η κλήση προς συμμετοχή στη δημόσια επ' ακροατηρίου συζήτηση αναφέρει πάντοτε την ημερομηνία, την ώρα, τον τόπο και την αίθουσα διεξαγωγής της συνεδριάσεως. Αν κρίνεται από ορισμένο διάδικο ότι, για το σύνολο της επ' ακροατηρίου συζητήσεως ή για συγκεκριμένες ανάγκες, είναι αναγκαία η παρουσία διερμηνέων όταν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι (για παράδειγμα αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει διατάξει την αυτοπρόσωπη παρουσία διαδίκου που αγνοεί τη γλώσσα διαδικασίας), πρέπει να υποβληθεί σχετικό αιτιολογημένο αίτημα στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αμέσως μετά την παραλαβή της κλήσεως προς συμμετοχή στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, ώστε να προβλεφθεί η παρουσία διερμηνέων.

51.

Στον διαδικτυακό τόπο www.curia.europa.eu περιλαμβάνεται σχεδιάγραμμα των κτιριακών εγκαταστάσεων του Δικαστηρίου και των χώρων σταθμεύσεως στους οποίους επιτρέπεται η πρόσβαση.

52.

Για λόγους ασφάλειας, η πρόσβαση στα κτίρια είναι ελεγχόμενη. Οι διάδικοι και οι εκπρόσωποί τους καλούνται να επιδείξουν την ταυτότητα, το διαβατήριο, την επαγγελματική τους ταυτότητα ή κάθε άλλο νομιμοποιητικό έγγραφο που φέρει τη φωτογραφία τους. Συνεπώς, τους συνιστάται να προσέρχονται με επαρκές περιθώριο χρόνου πριν από τη συνεδρίαση.

B.   Προετοιμασία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

53.

Οι εκπρόσωποι των διαδίκων καλούνται να μετάσχουν στην επ' ακροατηρίου συζήτηση με φροντίδα της Γραμματείας μερικές εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή της. Αιτήματα μεταθέσεως της επ' ακροατηρίου συζητήσεως σε μεταγενέστερη ημερομηνία γίνονται δεκτά μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις. Τέτοια αιτήματα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένα για το σύνολο των εκπροσώπων του διαδίκου, να συνοδεύονται από τα κατάλληλα δικαιολογητικά και να υποβάλλονται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το συντομότερο δυνατόν.

54.

Στους διαδίκους αποστέλλεται εγκαίρως πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση η προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου, την οποία συντάσσει ο εισηγητής δικαστής. Κανονικά, στην έκθεση αυτή εκτίθενται το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα των διαδίκων, τα ζητήματα επί των οποίων οι διάδικοι καλούνται να επικεντρώσουν τις αγορεύσεις τους, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που απαιτούν εμπεριστατωμένες εξηγήσεις κ.λπ., καθώς και ένδειξη σχετικά με τη διάρκεια των εισαγωγικών αγορεύσεων των εκπροσώπων των διαδίκων· το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί επίσης να εκφράσει την πρόθεσή του να εξετάσει τις δυνατότητες φιλικού διακανονισμού της διαφοράς στο πλαίσιο της επ' ακροατηρίου συζητήσεως.

55.

Αν εκπρόσωπος διαδίκου προτίθεται να μην παραστεί στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, παρακαλείται να το γνωρίσει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το συντομότερο δυνατόν. Στην περίπτωση αυτή, η επ' ακροατηρίου συζήτηση διεξάγεται χωρίς την παρουσία του. Το ίδιο ισχύει και αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, χωρίς να έχει ενημερωθεί δεόντως, διαπιστώσει την απουσία διαδίκου στην επ' ακροατηρίου συζήτηση.

56.

Αν εκπρόσωπος διαδίκου προτίθεται να εκπροσωπηθεί από άτομο που έχει ικανότητα παραστάσεως και στο οποίο ο πελάτης του δεν είχε παράσχει αρχικά σχετική πληρεξουσιότητα, ενημερώνει σχετικώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το συντομότερο και φροντίζει να προσκομιστεί πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση γραπτή εντολή για το άτομο αυτό, υπογεγραμμένη από τον πελάτη, καθώς και, ενδεχομένως, πιστοποιητικό εγγραφής του δικηγόρου ή του συμβούλου που τον αντικαθιστά σε δικηγορικό σύλλογο.

Γ.   Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

57.

Οι εκπρόσωποι των διαδίκων υποχρεούνται να αγορεύουν φορώντας δικηγορική τήβεννο. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει πάντοτε μερικές εφεδρικές τηβέννους για περίπτωση ανάγκης· συναφώς οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να απευθύνονται στον υπεύθυνο επιμελητή ακροατηρίου.

58.

Μερικά λεπτά πριν από την έναρξη της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, ο υπεύθυνος επιμελητής ακροατηρίου οδηγεί τους εκπροσώπους των διαδίκων στον χώρο που βρίσκεται πίσω από την αίθουσα συνεδριάσεων προκειμένου να συναντήσουν τους δικαστές του δικάζοντος σχηματισμού με σκοπό την οργάνωση της διεξαγωγής της συνεδριάσεως.

59.

Κατά την είσοδο των μελών του Δικαστηρίου στην αίθουσα συνεδριάσεων, οι παριστάμενοι πρέπει να εγερθούν. Στη συνέχεια η επ' ακροατηρίου συζήτηση αρχίζει με την εκφώνηση της υποθέσεως από τον Γραμματέα.

60.

Δεδομένου ότι οι δικαστές έχουν λάβει γνώση των γραπτών παρατηρήσεων, οι εκπρόσωποι των διαδίκων παρακαλούνται να μην επαναλαμβάνουν στην αγόρευσή τους το περιεχόμενο των ανταλλαγέντων διαδικαστικών εγγράφων, αλλά να εστιάζουν τις παρατηρήσεις τους στα ζητήματα περί των οποίων γίνεται λόγος στην προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου και να απαντούν στις ερωτήσεις των δικαστών. Το ίδιο ισχύει, ενδεχομένως, για τους ίδιους τους διαδίκους, αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τους καλέσει να λάβουν τον λόγο. Επειδή σκοπός της επ' ακροατηρίου συζητήσεως είναι η αναγκαία για την εκδίκαση της υποθέσεως διευκρίνιση των νομικών και πραγματικών ζητημάτων, η διεξαγωγή της συνεδριάσεως πρέπει να τείνει προς έναν διάλογο μεταξύ των δικαστών και των διαδίκων και των εκπροσώπων τους.

61.

Εν πάση περιπτώσει, οι εκπρόσωποι των διαδίκων έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε μια εισαγωγική αγόρευση, για την οποία η προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου δίδει γενικές κατευθυντήριες οδηγίες ως προς τη διάρκειά της (κανονικά 20 λεπτών). Στον χρόνο αυτό δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος που αναλώνεται για να δοθεί απάντηση στις ερωτήσεις των δικαστών ή για δευτερολογία μετά την αγόρευση του αντιδίκου.

62.

Δεδομένου ότι οι αίθουσες συνεδριάσεων είναι εξοπλισμένες με αυτόματο μικροφωνικό σύστημα, οι λαμβάνοντες τον λόγο παρακαλούνται να πιέζουν το κουμπί του μικροφώνου προτού αρχίσουν να ομιλούν. Ομοίως, οι εκπρόσωποι των διαδίκων, όταν παραθέτουν δικαστική απόφαση, παρακαλούνται να αναφέρουν τα ονόματα των διαδίκων και στοιχεία που επιτρέπουν την ευχερή ταυτοποίησή της.

63.

Υπενθυμίζεται ότι η κατάθεση εγγράφων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να πραγματοποιείται στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας. Μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να δεχθεί το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έγγραφα κατατιθέμενα κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Ο ίδιος κανόνας ισχύει για κάθε περίπτωση στην οποία διάδικος προτείνει αποδείξεις κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Συνιστάται στους διαδίκους να είναι εφοδιασμένοι, εν ανάγκη, με επαρκή αριθμό αντιτύπων.

Δ.   Ιδιαιτερότητες της ταυτόχρονης διερμηνείας

64.

Στις υποθέσεις στις οποίες απαιτείται ταυτόχρονη διερμηνεία, υπενθυμίζεται στους εκπροσώπους των διαδίκων ότι η ελεύθερη αγόρευση βάσει σημειώσεων είναι γενικώς προτιμότερη από την ανάγνωση κειμένου. Ομοίως, μια σειρά συντόμων φράσεων είναι πάντοτε προτιμότερη από μια μακρά και περίπλοκη περίοδο.

65.

Ωστόσο, αν για την αγόρευση προετοιμαστεί γραπτό κείμενο, συνιστάται να λαμβάνεται υπόψη κατά τη σύνταξή του ότι το κείμενο αυτό πρόκειται να παρουσιαστεί προφορικά, οπότε πρέπει να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στον προφορικό λόγο.

66.

Προς διευκόλυνση της διερμηνείας, οι εκπρόσωποι των διαδίκων παρακαλούνται να αποστέλλουν προηγουμένως το τυχόν κείμενο των αγορεύσεών τους, τις σημειώσεις τους ή κάθε άλλο γραπτό υπόθεμα στην υπηρεσία διερμηνείας, προκειμένου οι διερμηνείς να μπορέσουν να το λάβουν υπόψη τους στο πλαίσιο της προηγούμενης μελέτης της δικογραφίας (Διεύθυνση Διερμηνείας, αριθμός fax: + 352 4303-3697, ηλεκτρονική διεύθυνση: interpret@curia.europa.eu). Εξυπακούεται ότι το κείμενο αυτό δεν θα διαβιβαστεί στους λοιπούς διαδίκους ούτε στους δικαστές του δικάζοντος σχηματισμού.

Ε.   Αναστολή της συνεδριάσεως εν όψει φιλικού διακανονισμού

67.

Αιτήσει των εκπροσώπων των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αναστείλει τη συνεδρίαση για σύντομο χρονικό διάστημα όταν οι εκπρόσωποι των διαδίκων επιθυμούν να συζητήσουν μια πρόταση συμβιβαστικής λύσεως με τους πελάτες τους ή με τον εκπρόσωπο του αντιδίκου, ενδεχομένως παρουσία του εισηγητή δικαστή. Αν εκφρασθεί η επιθυμία διεξαγωγής της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών, τίθεται στη διάθεση των ενδιαφερομένων μια αίθουσα προς τούτο. Για κάθε σχετικό αίτημα οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να απευθύνονται στον γραμματέα ή στον αρμόδιο επιμελητή ακροατηρίου.

ΣΤ.   Περάτωση της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

68.

Ο πρόεδρος του δικάζοντος σχηματισμού κηρύσσει το πέρας της συνεδριάσεως. Οι διάδικοι λαμβάνουν αργότερα συνοπτικά πρακτικά της συνεδριάσεως αυτής. Ομοίως, οι διάδικοι ενημερώνονται αργότερα εγγράφως σχετικά με τη συνέχεια της διαδικασίας, ειδικότερα σχετικά με την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως.

V.   ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΥΣΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

69.

Οι παρούσες πρακτικές οδηγίες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που έπεται της δημοσιεύσεώς τους. Ωστόσο, το σημείο 49, που αφορά την έκταση των διαδικαστικών εγγράφων και συνιστά την προβλεπόμενη στο άρθρο 46 του Κανονισμού Διαδικασίας απόφαση, έχει εφαρμογή μόνο στα διαδικαστικά έγγραφα για την κατάθεση των οποίων η προθεσμία δεν έχει αρχίσει να τρέχει κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των παρουσών πρακτικών οδηγιών. Για τα διαδικαστικά έγγραφα των οποίων η προθεσμία καταθέσεως έχει ήδη αρχίσει να τρέχει, ισχύουν τα προβλεπόμενα στις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους της 11ης Ιουλίου 2012.

70.

Οι παρούσες πρακτικές οδηγίες καταργούν και αντικαθιστούν τις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους της 11ης Ιουλίου 2012 (ΕΕ L 260, σ. 6).

71.

Εξάλλου, για να διευκολύνονται οι διάδικοι στις διάφορες ενέργειές τους, η Γραμματεία του Δικαστηρίου θέτει στη διάθεσή τους διάφορα «Check-list» και «Υποδείγματα εγγράφων», που διατίθενται από τον διαδικτυακό τόπο www.curia.europa.eu.

Λουξεμβούργο, 21 Μαΐου 2014.

Η Γραμματέας

W. HAKENBERG

Ο Πρόεδρος

S. VAN RAEPENBUSCH


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΩΓΗ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Image

ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

I.   ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΩΓΗ (1)

A.   Νομικό πλαίσιο

1.   Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

Παραδεκτό των προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

Εφιστάται η προσοχή του αιτούντος δικαστική αρωγή επί των διατάξεων:

του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, που έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου της 106α, καθώς και του άρθρου 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης·

των άρθρων 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, που ορίζουν ειδικότερα ορισμένες προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

2.   Νομικό πλαίσιο όσον αφορά τις αιτήσεις δικαστικής αρωγής

Οι σχετικές με τη δικαστική αρωγή διατάξεις περιλαμβάνονται στον Κανονισμό Διαδικασίας.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν μεταξύ άλλων τα εξής:

α.   Προϋποθέσεις χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής

Κάθε πρόσωπο το οποίο, λόγω της οικονομικής του καταστάσεως, τελεί σε πλήρη ή μερική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα έξοδα επικουρήσεως και εκπροσωπήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δικαιούται να τύχει δικαστικής αρωγής (άρθρο 110, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Η οικονομική κατάσταση εκτιμάται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι το εισόδημα, η περιουσία και η οικογενειακή κατάσταση (άρθρο 110, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Η αίτηση δικαστικής αρωγής συνοδεύεται από κάθε στοιχείο και δικαιολογητικό έγγραφο βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η οικονομική κατάσταση του αιτούντος, όπως πιστοποιητικό αρμόδιας εθνικής αρχής που αποδεικνύει την εν λόγω οικονομική κατάσταση (άρθρο 111, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Η αίτηση δικαστικής αρωγής μπορεί να υποβληθεί πριν από την άσκηση της προσφυγής ή ενόσω αυτή εκκρεμεί. Για την αίτηση δεν απαιτείται σύμπραξη δικηγόρου (άρθρο 111, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Αν η αίτηση υποβληθεί πριν από την άσκηση της προσφυγής, ο αιτών πρέπει να εκθέσει συνοπτικώς το αντικείμενο της προσφυγής που προτίθεται να ασκήσει, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τα επιχειρήματα προς στήριξη της προσφυγής. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα (άρθρο 111, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Η αίτηση δικαστικής αρωγής απορρίπτεται αν αφορά ένδικο βοήθημα προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο ή αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς (άρθρο 110, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Αν οι συνθήκες που οδήγησαν στη χορήγηση της δικαστικής αρωγής μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της δίκης, ο πρόεδρος μπορεί να ανακαλέσει το σχετικό ευεργέτημα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως, αφού ακουσθεί ο ενδιαφερόμενος (άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας).

Η αίτηση δικαστικής αρωγής υποβάλλεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που είναι διαθέσιμο από τον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στον παρόντα οδηγό (άρθρο 111, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας).

β.   Διαδικασία

Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει προτείνει ο ίδιος δικηγόρο ή αν δεν πρέπει να εγκριθεί η επιλογή του, ο Γραμματέας διαβιβάζει αντίγραφο της διατάξεως περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής και αντίγραφο της αιτήσεως προς την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους, η οποία αναφέρεται στον συμπληρωματικό Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Ο δικηγόρος στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος διορίζεται βάσει των προτάσεων της εν λόγω αρχής (άρθρο 112, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Η υποβολή αιτήσεως δικαστικής αρωγής αναστέλλει την προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής μέχρι την ημερομηνία κοινοποιήσεως της διατάξεως η οποία αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, όταν η εν λόγω διάταξη δεν ορίζει δικηγόρο προς εκπροσώπηση του ενδιαφερομένου, μέχρι την ημερομηνία επιδόσεως της διατάξεως περί διορισμού του δικηγόρου στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος (άρθρο 112, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας).

γ.   Μερική χορήγηση της δικαστικής αρωγής

Η διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής μπορεί να καθορίζει το ποσό το οποίο θα καταβληθεί στον δικηγόρο που θα εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο ή ένα ανώτατο ποσό το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν, καταρχήν, οι δαπάνες και η αμοιβή του δικηγόρου. Η διάταξη αυτή μπορεί να προβλέπει συμμετοχή του ενδιαφερομένου στα έξοδα που προβλέπει το άρθρο 110, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής του καταστάσεως (άρθρο 112, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας).

δ.   Ανάληψη των δικαστικών εξόδων

Αν ο δικαιούχος της δικαστικής αρωγής καταδικαστεί, δυνάμει της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, στα δικά του δικαστικά έξοδα, ο πρόεδρος καθορίζει, με αιτιολογημένη διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο, τις δαπάνες και την αμοιβή του δικηγόρου που βαρύνουν το ταμείο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (άρθρο 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Αν, με την απόφαση που περατώνει τη δίκη, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καταδίκασε άλλον διάδικο στα δικαστικά έξοδα του δικαιούχου της δικαστικής αρωγής, ο διάδικος αυτός υποχρεούται να αποδώσει στο ταμείο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης τα ποσά που προκαταβλήθηκαν στο πλαίσιο της δικαστικής αρωγής (άρθρο 113, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Αν ηττηθεί ο δικαιούχος της δικαστικής αρωγής, για λόγους επιείκειας το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αποφαινόμενο επί των δικαστικών εξόδων με την απόφαση που περατώνει τη δίκη, μπορεί να διατάξει ότι ένας ή περισσότεροι από τους λοιπούς διαδίκους θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους ή ότι τα έξοδα αυτά θα βαρύνουν, εν όλω ή εν μέρει, το ταμείο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο της δικαστικής αρωγής (άρθρο 113, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας).

B.   Τρόπος υποβολής της αιτήσεως δικαστικής αρωγής

Σύμφωνα με το σημείο 47 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους, η χρησιμοποίηση του παρόντος υποδείγματος αιτήσεως δικαστικής αρωγής είναι υποχρεωτική για την υποβολή αιτήσεως δικαστικής αρωγής. Αίτηση δικαστικής αρωγής υποβαλλόμενη κατ' άλλον τρόπο και όχι σύμφωνα με το υπόδειγμα δεν λαμβάνεται υπόψη.

Όπως αναφέρεται στο σημείο 48 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους, μόνον ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπεί τον διάδικο που ζητεί τη δικαστική αρωγή έχει το δικαίωμα να καταθέσει την αίτηση δικαστικής αρωγής μέσω της εφαρμογής e-Curia.

Σε περίπτωση διαβιβάσεως της αιτήσεως σε χαρτί, της αποστολής του πρωτοτύπου μπορεί να προηγηθεί αποστολή με τηλεομοιοτυπία. Η ημερομηνία αποστολής της τηλεομοιοτυπίας λαμβάνεται τότε υπόψη για την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, υπό τον όρον ότι το πρωτότυπο θα περιέλθει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εντός δέκα ημερών από την αποστολή της τηλεομοιοτυπίας.

Το πρωτότυπο της αιτήσεως δικαστικής αρωγής υπογράφεται από τον ίδιο τον αιτούντα ή από τον δικηγόρο του. Διαφορετικά, η αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη και το σχετικό έγγραφο επιστρέφεται. Πάντως, σε περίπτωση καταθέσεως της αιτήσεως μέσω της εφαρμογής e-Curia από τον δικηγόρο του αιτούντος, δεν απαιτείται υπογραφή του δικηγόρου.

Αν η αίτηση δικαστικής αρωγής υποβληθεί από τον δικηγόρο του αιτούντος πριν από την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής, η αίτηση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό το οποίο να βεβαιώνει ότι ο δικηγόρος έχει ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτους.

Γ.   Συνέπεια της νομότυπης καταθέσεως αιτήσεως δικαστικής αρωγής πριν από την άσκηση της προσφυγής

Η νομοτύπως κατατεθείσα αίτηση δικαστικής αρωγής πριν από την άσκηση της προσφυγής αναστέλλει την προθεσμία που προβλέπεται για την άσκηση της προσφυγής αυτής μέχρι την ημερομηνία της επιδόσεως της διατάξεως με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφαίνεται επί της αιτήσεως ή της διατάξεως που ορίζει δικηγόρο για να εκπροσωπήσει τον αιτούντα. Επομένως, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής δεν τρέχει στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξετάζει την αίτηση δικαστικής αρωγής. Φρόνιμο είναι να υποβάλλεται η αίτηση αυτή εγκαίρως, ούτως ώστε να μην είναι υπερβολικά βραχεία η εναπομένουσα προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής.

Δ.   Περιεχόμενο της αιτήσεως δικαστικής αρωγής και δικαιολογητικά έγγραφα

1.   Οικονομική κατάσταση του αιτούντος

Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από κάθε πληροφορία και κάθε δικαιολογητικό που μπορούν να παράσχουν τη δυνατότητα εκτιμήσεως της οικονομικής καταστάσεως του αιτούντος κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, όπως πιστοποιητικό αρμόδιας εθνικής αρχής που να βεβαιώνει την εν λόγω οικονομική κατάσταση.

Τέτοια δικαιολογητικά μπορούν να είναι, για παράδειγμα:

πιστοποιητικά υπηρεσίας κοινωνικής αρωγής ή οργανισμού ασφαλίσεως ανεργίας·

φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος ή πράξεις επιβολής φόρου·

εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών·

αποσπάσματα κινήσεως τραπεζικών λογαριασμών.

Υπεύθυνες δηλώσεις που συμπληρώνει και υπογράφει ο ίδιος ο αιτών δεν αρκούν προς απόδειξη του ότι αυτός τελεί σε πλήρη ή μερική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα έξοδα της δίκης.

Τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση δικαστικής αρωγής όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του αιτούντος και τα δικαιολογητικά που κατατίθενται προς στήριξη των στοιχείων αυτών αποσκοπούν στο να δώσουν πλήρη εικόνα της οικονομικής καταστάσεώς του.

Εφιστάται η προσοχή του αιτούντος επί του ότι δεν πρέπει να περιορίζεται στο να παράσχει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στοιχεία σχετικά με τους οικονομικούς του πόρους, αλλά ότι οφείλει επίσης να προσκομίζει στοιχεία παρέχοντα στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τη δυνατότητα να εκτιμήσει την περιουσία του.

Αίτηση που δεν δικαιολογεί με επαρκή βεβαιότητα την αδυναμία του αιτούντος να αντιμετωπίσει τα έξοδα της δίκης θα απορρίπτεται.

Ο αιτών υποχρεούται να δηλώνει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το συντομότερο δυνατό κάθε μεταβολή της οικονομικής του καταστάσεως που μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο αν οι συνθήκες που οδήγησαν στη χορήγηση της δικαστικής αρωγής μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της δίκης, ο πρόεδρος μπορεί να ανακαλέσει το σχετικό ευεργέτημα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως, αφού ακουσθεί ο ενδιαφερόμενος.

2.   Αντικείμενο της σχεδιαζόμενης προσφυγής, πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και επιχειρηματολογία προς στήριξη της προσφυγής

Αν η αίτηση δικαστικής αρωγής κατατεθεί πριν από την άσκηση της προσφυγής, ο αιτών πρέπει να εκθέσει περιληπτικά το αντικείμενο της προσφυγής του, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και την επιχειρηματολογία που προτίθεται να προβάλει προς στήριξη της προσφυγής του. Το ως άνω υπόδειγμα προβλέπει συναφώς ειδική θέση για την αναγραφή των στοιχείων αυτών.

Πρέπει να επισυνάπτεται αντίγραφο κάθε δικαιολογητικού που μπορεί να έχει αξία για την εκτίμηση του παραδεκτού και του βασίμου της μέλλουσας προσφυγής. Για παράδειγμα, μπορεί να πρόκειται:

αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, για την πράξη της οποίας την ακύρωση προτίθεται να ζητήσει ο αιτών·

αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, για τη διοικητική ένσταση του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και για την απόφαση περί απαντήσεως στη διοικητική ένσταση, με μνεία των ημερομηνιών υποβολής της διοικητικής ενστάσεως και κοινοποιήσεως της αποφάσεως·

αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, για το αίτημα κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και για την απόφαση περί απαντήσεως στο εν λόγω αίτημα, με μνεία των ημερομηνιών υποβολής του αιτήματος και της κοινοποιήσεως της αποφάσεως·

για την αλληλογραφία που έχει ανταλλαγεί με τον μέλλοντα καθού.

3.   Λοιπές χρήσιμες διευκρινίσεις

Κανένα πρωτότυπο έγγραφο δεν επιστρέφεται. Επομένως, συνιστάται στον αιτούντα να προσκομίζει φωτοτυπίες των σχετικών δικαιολογητικών.

Δεν είναι δυνατή η συμπλήρωση αιτήσεως με μεταγενέστερη κατάθεση προσθηκών. Αν κατατεθούν τέτοιες προσθήκες χωρίς να το έχει ζητήσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, τα σχετικά έγγραφα επιστρέφονται. Επομένως, είναι σημαντικό να παρέχονται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες με την αίτηση δικαστικής αρωγής και να επισυνάπτεται αντίγραφο κάθε εγγράφου ικανού να αποδείξει τις πληροφορίες αυτές. Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ωστόσο, μπορούν να γίνουν αργότερα δεκτά έγγραφα προς απόδειξη της μερικής ή ολικής αδυναμίας του αιτούντος να αντιμετωπίσει τα έξοδα της δίκης, εφόσον δικαιολογηθεί η καθυστερημένη υποβολή τους.

Αν δεν επαρκεί ο διαθέσιμος χώρος σε κάποια θέση του υποδείγματος αιτήσεως δικαστικής αρωγής, τα σχετικά με τη θέση αυτή στοιχεία μπορούν να συμπληρωθούν σε χωριστό φύλλο χαρτιού επισυναπτόμενο στην αίτηση.

II.   ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image


(1)  Ο παρών οδηγός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του υποδείγματος αιτήσεως δικαστικής αρωγής. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνει προέρχονται από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και από τις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους.