ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
27 Ιουνίου 2014


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 652/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση διατάξεων σχετικά με τη διαχείριση των δαπανών που αφορούν, αφενός, τη διατροφική αλυσίδα, την υγεία των ζώων και την καλή μεταχείριση των ζώων και, αφετέρου, την υγεία των φυτών και το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 98/56/ΕΚ, 2000/29/ΕΚ και 2008/90/ΕΚ, των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 178/2002, (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και (ΕΚ) αριθ. 396/2005, της οδηγίας 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 66/399/ΕΟΚ, 76/894/ΕΟΚ και 2009/470/ΕΚ

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 653/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος

33

 

*

Κανονισμός (EE) αριθ. 654/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί ασκήσεως των δικαιωμάτων της Ένωσης για την εφαρμογή και την επιβολήτων διεθνών εμπορικών κανόνων και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

50

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

59

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 656/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί κανόνων επιτηρήσεως των εξωτερικών θαλάσσιων συνόρων στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

93

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 657/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 του Συμβουλίου, όσον αφορά την ανάθεση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών εξουσιών στην Επιτροπή

108

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 658/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με τα τέλη που καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων για τη διενέργεια των δραστηριοτήτων φαρμακοεπαγρύπνησης όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση ( 1 )

112

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 659/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 638/2004 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για τις συναλλαγές αγαθών μεταξύ κρατών μελών, όσον αφορά την ανάθεση στην Επιτροπή κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιοτήτων και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων, την κοινοποίηση πληροφοριών από την τελωνειακή διοίκηση, την ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ κρατών μελών και τον ορισμό της στατιστικής αξίας

128

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 660/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 για τις μεταφορές αποβλήτων

135

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 661/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 του Συμβουλίου για την ίδρυση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

143

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 662/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 όσον αφορά την τεχνική εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο στη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος ( 1 )

155

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2014/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που αποτελούν μέρος των δικτύων επιτήρησης στα κράτη μέλη

161

 

*

Οδηγία 2014/68/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά ( 1 )

164

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1295/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για την θέσπιση του προγράμματος Δημιουργική Ευρώπη (2014 έως 2020) και την κατάργηση των αποφάσεων αριθ. 1718/2006/ΕΚ, 1855/2006/ΕΚ και 1041/2009/ΕΚ ( ΕΕ L 347 της 20.12.2013 )

260

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου ( ΕΕ L 347 της 20.12.2013 )

261

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 652/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τη θέσπιση διατάξεων σχετικά με τη διαχείριση των δαπανών που αφορούν, αφενός, τη διατροφική αλυσίδα, την υγεία των ζώων και την καλή μεταχείριση των ζώων και, αφετέρου, την υγεία των φυτών και το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 98/56/ΕΚ, 2000/29/ΕΚ και 2008/90/ΕΚ, των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 178/2002, (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και (ΕΚ) αριθ. 396/2005, της οδηγίας 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 66/399/ΕΟΚ, 76/894/ΕΟΚ και 2009/470/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο β),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει απαιτήσεις για τα τρόφιμα και την ασφάλεια των τροφίμων και για τις ζωοτροφές και την ασφάλεια των ζωοτροφών σε όλα τα στάδια παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση δίκαιων πρακτικών στο εμπόριο και στην ενημέρωση των καταναλωτών. Θεσπίζει επίσης απαιτήσεις για την πρόληψη και τον έλεγχο των μεταδοτικών νόσων των ζώων και των ζωοανθρωπονόσων, καθώς και απαιτήσεις για την καλή μεταχείριση των ζώων, τα ζωικά υποπροϊόντα, την υγεία των φυτών και το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, την προστασία των φυτικών ποικιλιών, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και τη χρήση τους, και την ορθολογική χρήση των παρασιτοκτόνων. Το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει επίσης επίσημους ελέγχους και άλλες επίσημες δραστηριότητες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής και στην τήρηση των εν λόγω απαιτήσεων.

(2)

Ο γενικός στόχος του δικαίου της Ένωσης στους τομείς αυτούς είναι να συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου υγείας των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών σε όλη την έκταση της διατροφικής αλυσίδας, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας και ενημέρωσης των καταναλωτών και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος, προάγοντας συγχρόνως την ανταγωνιστικότητα και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

(3)

Η επίτευξη αυτού του γενικού στόχου απαιτεί κατάλληλους χρηματοοικονομικούς πόρους. Είναι, ως εκ τούτου, ανάγκη να συμβάλλει η Ένωση στη χρηματοδότηση των μέτρων που αναλαμβάνονται στους διάφορους τομείς οι οποίοι έχουν σχέση με τον εν λόγω γενικό στόχο. Επιπλέον, για την αποδοτική στόχευση των πραγματοποιούμενων δαπανών, θα πρέπει να καθοριστούν ειδικοί στόχοι και δείκτες για την αξιολόγηση της επίτευξης των στόχων αυτών.

(4)

Στο παρελθόν η χρηματοδότηση που παρείχε η Ένωση για τις δαπάνες που αφορούν τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές είχε τη μορφή επιδοτήσεων, συμβάσεων και πληρωμών σε διεθνείς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στον τομέα. Είναι σκόπιμο να συνεχιστεί η χρηματοδότηση αυτή με τον ίδιο τρόπο.

(5)

Η χρηματοδότηση της Ένωσης μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί από τα κράτη μέλη για να τα στηρίξει σε δράσεις σχετικά με την υγεία των φυτών ή των ζώων για τον έλεγχο, την πρόληψη ή την καταπολέμηση βλαβερών οργανισμών ή νόσων των ζώων, οι οποίες πραγματοποιούνται από δραστηριοποιούμενες στους τομείς αυτούς οργανώσεις.

(6)

Για λόγους δημοσιονομικής πειθαρχίας, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί στον παρόντα κανονισμό κατάλογος επιλέξιμων μέτρων τα οποία μπορούν να χρηματοδοτηθούν από την Ένωση και να καθοριστούν οι επιλέξιμες δαπάνες και τα εφαρμοστέα ποσοστά χρηματοδότησης.

(7)

Λαμβάνοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου (3), το ανώτατο ποσό για τις δαπάνες στον τομέα των τροφίμων και των ζωοτροφών για το σύνολο της περιόδου 2014 έως 2020 πρόκειται να ανέλθει σε 1 891 936 000 EUR.

(8)

Επιπλέον, θα πρέπει να παρασχεθεί χρηματοδότηση σε επίπεδο Ένωσης προκειμένου να αντιμετωπισθούν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως καταστάσεις επείγουσας ανάγκης που αφορούν την υγεία των ζώων και των φυτών, αν οι πιστώσεις του τομέα 3 του προϋπολογισμού δεν επαρκούν, αλλά απαιτούνται επείγοντα μέτρα. Η χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων θα πρέπει να κινητοποιηθεί με την προσφυγή, για παράδειγμα, στον μηχανισμό ευελιξίας, σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία της 2ας Δεκεμβρίου 2013 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία, για τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (4).

(9)

Το ισχύον δίκαιο προβλέπει ότι ορισμένες από τις επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να επιστρέφονται βάσει καθορισμένων ποσοστών. Σχετικά με άλλες δαπάνες, δεν προβλέπονται από το δίκαιο περιορισμοί για την επιστροφή. Για να εξορθολογιστεί και να απλουστευθεί το σύστημα, θα πρέπει να καθοριστεί ένα σταθερό ανώτατο ποσοστό επιστροφής. Το ποσοστό αυτό ενδείκνυται να είναι το επίπεδο που εφαρμόζεται συνήθως για τις επιδοτήσεις. Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα αύξησης του εν λόγω ανώτατου ποσοστού σε ορισμένες περιστάσεις.

(10)

Λόγω της σημασίας που έχει η επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, είναι σκόπιμο να χρηματοδοτείται το 100 % των επιλέξιμων δαπανών ορισμένων δράσεων, υπό την προϋπόθεση ότι η υλοποίηση των δράσεων αυτών συνεπάγεται επίσης και την πραγματοποίηση δαπανών που δεν είναι επιλέξιμες.

(11)

Η Ένωση έχει την ευθύνη να εξασφαλίζει τη σωστή χρήση των κεφαλαίων, αλλά και να λαμβάνει μέτρα απλούστευσης των χρηματοδοτικών προγραμμάτων της, με στόχο τη μείωση του διοικητικού φόρτου και των δαπανών των δικαιούχων των κεφαλαίων και όλων των εμπλεκόμενων παραγόντων, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών της 8ης Οκτωβρίου 2010 με τίτλο «Έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

(12)

Το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εφαρμόζουν ορισμένα μέτρα όταν ορισμένες νόσοι των ζώων ή ζωοανθρωπονόσοι εκδηλώνονται ή εξαπλώνονται. Συνεπώς, η Ένωση θα πρέπει να παρέχει χρηματοδοτική συνδρομή για παρόμοια μέτρα επείγουσας ανάγκης.

(13)

Είναι επίσης αναγκαίο να μειωθεί ο αριθμός των εστιών νόσων των ζώων και ζωοανθρωπονόσων που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου και των ζώων και να προληφθεί η εκδήλωση τέτοιων εστιών, με κατάλληλα μέτρα καταπολέμησης, ελέγχου και παρακολούθησης. Συνεπώς, τα εθνικά προγράμματα καταπολέμησης, ελέγχου και παρακολούθησης των εν λόγω νόσων των ζώων και ζωοανθρωπονόσων θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από την Ένωση.

(14)

Για οργανωτικούς λόγους και λόγους αποδοτικότητας όσον αφορά τη διεκπεραίωση της χρηματοδότησης στους τομείς της υγείας των ζώων και των φυτών, ενδείκνυται να οριστούν κανόνες σχετικά με το περιεχόμενο, την υποβολή, την αξιολόγηση και την έγκριση των εθνικών προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εφαρμόζονται στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 349 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Για τους ίδιους λόγους, θα πρέπει επίσης να καθοριστούν προθεσμίες για την υποβολή των σχετικών εκθέσεων και την αρχειοθέτηση των αιτήσεων πληρωμής.

(15)

Η οδηγία 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου (5) επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν ορισμένα επείγοντα μέτρα για την καταπολέμηση των οργανισμών που είναι επιβλαβείς για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα («επιβλαβείς οργανισμοί»). Η Ένωση θα πρέπει να συμβάλλει, με τη χρηματοδοτική της συνδρομή, στην καταπολέμηση των εν λόγω επιβλαβών οργανισμών. Θα πρέπει να προβλέπεται επίσης, υπό ορισμένους όρους, χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης για επείγοντα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στον περιορισμό της εξάπλωσης των επιβλαβών οργανισμών που έχουν τις σοβαρότερες επιπτώσεις για την Ένωση και οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν σε ορισμένες ζώνες, καθώς και για μέτρα πρόληψης σχετικά με τους εν λόγω επιβλαβείς οργανισμούς.

(16)

Τα επείγοντα μέτρα που λαμβάνονται κατά των επιβλαβών οργανισμών θα πρέπει να είναι επιλέξιμα για συγχρηματοδότηση από την Ένωση υπό τον όρο να έχουν ως αποτέλεσμα προστιθέμενη αξία για το σύνολο της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να προβλέπεται χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης για την αντιμετώπιση των επιβλαβών οργανισμών που καταγράφονται στο παράρτημα I μέρος Α κεφάλαιο I και στο παράρτημα II μέρος Α κεφάλαιο I της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, υπό την επικεφαλίδα «Επιβλαβείς οργανισμοί που δεν απαντώνται στην Ένωση και στο σύνολο του εδάφους της». Αν οι επιβλαβείς οργανισμοί είναι γνωστό ότι απαντώνται στην Ένωση, επιλέξιμα για χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης θα πρέπει να είναι μόνο τα μέτρα που αφορούν εκείνους που έχουν τις σοβαρότερες επιπτώσεις για την Ένωση. Σ’ αυτούς τους επιβλαβείς οργανισμούς περιλαμβάνονται ιδίως οι οργανισμοί που υπόκεινται στα μέτρα των οδηγιών του Συμβουλίου 69/464/ΕΟΚ (6), 93/85/ΕΟΚ (7), 98/57/ΕΚ (8) ή 2007/33/ΕΚ (9). Θα πρέπει επίσης να διατίθεται χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης για τους επιβλαβείς οργανισμούς εκείνους που δεν παρατίθενται στο παράρτημα I ή στο παράρτημα II της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, οι οποίοι υπόκεινται σε εθνικά μέτρα και οι οποίοι είναι προσωρινά επιλέξιμοι για να περιληφθούν στο παράρτημα I μέρος Α κεφάλαιο I της οδηγίας 2000/29/ΕΚ ή στο παράρτημα II μέρος Α κεφάλαιο I αυτής. Επιλέξιμα για χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης θα πρέπει επίσης να είναι τα μέτρα που αφορούν επιβλαβείς οργανισμούς οι οποίοι υπόκεινται σε επείγοντα μέτρα της Ένωσης για την εξάλειψή τους.

(17)

Είναι αναγκαία η έγκαιρη ανίχνευση της παρουσίας ορισμένων επιβλαβών οργανισμών. Οι επισκοπήσεις σχετικά με την ανίχνευση της παρουσίας αυτής που διεξάγονται από τα κράτη μέλη έχουν ζωτική σημασία για την εξασφάλιση της άμεσης καταπολέμησης των εστιών των εν λόγω επιβλαβών οργανισμών. Οι επισκοπήσεις που διεξάγονται από τα επιμέρους κράτη μέλη έχουν ζωτική σημασία για την προστασία του εδάφους όλων των άλλων κρατών μελών. Η Ένωση μπορεί να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση αυτών των επισκοπήσεων εν γένει, υπό τον όρο ότι το πεδίο εφαρμογής τους περιλαμβάνει τουλάχιστον μία από τις δύο κρίσιμες κατηγορίες επιβλαβών οργανισμών, και συγκεκριμένα τους επιβλαβείς οργανισμούς που δεν είναι γνωστό αν απαντώνται στην Ένωση και τους επιβλαβείς οργανισμούς που υπόκεινται σε επείγοντα μέτρα της Ένωσης.

(18)

Η χρηματοδότηση της Ένωσης για μέτρα στον τομέα της υγείας των ζώων και των φυτών θα πρέπει να καλύπτει ειδικές επιλέξιμες δαπάνες. Θα πρέπει επίσης, σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να καλύπτει τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται τα κράτη μέλη για την εκτέλεση άλλων αναγκαίων μέτρων. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν την εκτέλεση ενισχυμένων μέτρων βιοπροστασίας σε περίπτωση επιδημικής έκρηξης ή παρουσίας επιβλαβών οργανισμών, την καταστροφή και τη μεταφορά σφαγίων κατά τη διάρκεια προγράμματος καταπολέμησης νόσων, και τις δαπάνες αποζημίωσης σε ιδιοκτήτες οι οποίες προκύπτουν από επείγουσες εκστρατείες εμβολιασμού.

(19)

Οι εξόχως απόκεντρες περιοχές των κρατών μελών αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω της απομόνωσης και της εξάρτησής τους από περιορισμένο αριθμό προϊόντων. Είναι σκόπιμο να παρέχει η Ένωση χρηματοδοτική συνδρομή στα κράτη μέλη για τα προγράμματα που εφαρμόζουν για την καταπολέμηση επιβλαβών οργανισμών στις εν λόγω εξόχως απόκεντρες περιοχές σύμφωνα με τους στόχους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 228/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Εφόσον ορισμένες εξόχως απόκεντρες περιοχές υπόκεινται σε εθνικούς κανόνες ειδικούς για τις περιοχές αυτές, και όχι στους κανόνες της Ένωσης που ορίζονται στην οδηγία 2000/29/ΕΚ, αυτή η χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης θα πρέπει να αφορά τους ισχύοντες για τις περιοχές αυτές κανόνες, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για ενωσιακούς ή εθνικούς κανόνες.

(20)

Οι επίσημοι έλεγχοι που διενεργούνται από τα κράτη μέλη είναι μέσο ουσιαστικής σημασίας για την επαλήθευση και την παρακολούθηση της εφαρμογής, της τήρησης και της επιβολής των σχετικών απαιτήσεων της Ένωσης. Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των επίσημων συστημάτων ελέγχου έχουν ζωτική σημασία για τη διατήρηση υψηλού επιπέδου ασφάλειας για τους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά σε όλη τη διατροφική αλυσίδα, εξασφαλίζοντας, παράλληλα, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος. Θα πρέπει να προβλέπεται χρηματοδοτική στήριξη της Ένωσης για τα εν λόγω μέτρα ελέγχου. Ειδικότερα, θα πρέπει να προβλέπεται χρηματοδοτική συνδρομή για τα εργαστήρια αναφοράς της Ένωσης, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις δαπάνες που προκύπτουν από την εφαρμογή των προγραμμάτων εργασίας που εγκρίνει η Επιτροπή. Επιπλέον, καθώς η αποτελεσματικότητα των επίσημων ελέγχων εξαρτάται επίσης από τη στελέχωση των αρχών ελέγχου με καλά εκπαιδευμένο προσωπικό με κατάλληλη γνώση του δικαίου της Ένωσης, η Ένωση θα πρέπει να είναι σε θέση να συμβάλλει στην κατάρτιση των ατόμων αυτών και στην εφαρμογή σχετικών προγραμμάτων ανταλλαγών που οργανώνονται από τις αρμόδιες αρχές.

(21)

Η αποδοτική διαχείριση των επίσημων ελέγχων εξαρτάται από την ταχεία ανταλλαγή δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με τους εν λόγω ελέγχους. Επιπλέον, η ορθή και εναρμονισμένη εφαρμογή των σχετικών κανόνων εξαρτάται από την ύπαρξη αποδοτικών συστημάτων στα οποία συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η δημιουργία και λειτουργία βάσεων δεδομένων και ηλεκτρονικών συστημάτων διαχείρισης πληροφοριών για τους εν λόγω σκοπούς θα πρέπει επίσης να είναι επιλέξιμη για χρηματοδοτική συνδρομή.

(22)

Η Ένωση θα πρέπει να διαθέτει χρηματοδότηση για τις τεχνικές, επιστημονικές, συντονιστικές και επικοινωνιακές δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστούν η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η προσαρμογή του στις επιστημονικές, τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί χρηματοδότηση για προγράμματα που αποσκοπούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των επίσημων ελέγχων.

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), κάθε πρόταση που υποβάλλεται στη νομοθετική αρχή και περιέχει παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή επισήμανση των παρεκκλίσεων αυτών και να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν τις εν λόγω παρεκκλίσεις. Ως εκ τούτου, λόγω της ιδιαίτερης φύσης ορισμένων από τους στόχους που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών είναι οι πλέον ενδεδειγμένες για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων που συνδέονται με τους εν λόγω στόχους, οι αρχές αυτές θα πρέπει να θεωρηθούν ως προσδιορισμένοι δικαιούχοι για τους σκοπούς του άρθρου 128 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012. Συνεπώς, θα πρέπει να είναι δυνατή η χορήγηση επιδοτήσεων στις εν λόγω αρχές χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προσκλήσεων υποβολής προτάσεων.

(24)

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 86 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 και κατ’ εξαίρεση από την αρχή της μη αναδρομικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 του εν λόγω κανονισμού, οι δαπάνες για τα επείγοντα μέτρα που καλύπτονται από τα άρθρα 7 και 17 του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι επιλέξιμες από την ημερομηνία κοινοποίησης της εκδήλωσης μιας νόσου ή της παρουσίας ενός επιβλαβούς οργανισμού από το κράτος μέλος στην Επιτροπή λόγω της επείγουσας και απρόβλεπτης φύσης των μέτρων αυτών. Οι αντίστοιχες δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων και η πληρωμή των επιλέξιμων δαπανών θα πρέπει να γίνεται από την Επιτροπή, έπειτα από αξιολόγηση των αιτήσεων πληρωμής που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη.

(25)

Είναι πολύ σημαντική η άμεση εφαρμογή αυτών των επειγόντων μέτρων. Ως εκ τούτου, θα ήταν αντιπαραγωγικό να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση οι δαπάνες που πραγματοποιούνται πριν από την υποβολή της αίτησης επιδότησης, διότι αυτό θα ενθάρρυνε τα κράτη μέλη να επικεντρώσουν τις άμεσες προσπάθειές τους στην προετοιμασία της αίτησης επιδότησης αντί για την εφαρμογή των επειγόντων μέτρων.

(26)

Λόγω της έκτασης του ισχύοντος στην Ένωση δικαίου για την εφαρμογή των μέτρων καταπολέμησης και παρακολούθησης και λόγω των τεχνικών περιορισμών όσον αφορά την πρόσβαση σε άλλη διαθέσιμη εμπειρογνωμοσύνη, η εφαρμογή των μέτρων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό χρειάζεται να γίνει κυρίως από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να συγχρηματοδοτούνται, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δαπάνες μισθοδοσίας του προσωπικού των εθνικών δημόσιων υπηρεσιών.

(27)

Ο προγραμματισμός καθιστά δυνατό τον συντονισμό και τον καθορισμό προτεραιοτήτων και, με τον τρόπο αυτό, συμβάλλει στην αποτελεσματική χρήση των δημοσιονομικών πόρων της Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για την έγκριση προγραμμάτων εργασίας σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(28)

Για να εξασφαλιστεί η υπεύθυνη και αποτελεσματική χρήση των δημοσιονομικών πόρων της Ένωσης, θα πρέπει να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να ελέγχει, είτε με επιτόπιους ελέγχους είτε με ελέγχους εγγράφων, ότι η χρηματοδότηση της Ένωσης χρησιμοποιείται πράγματι για την εφαρμογή των επιλέξιμων μέτρων.

(29)

Σε όλο τον κύκλο των δαπανών θα πρέπει να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης, του εντοπισμού και της διερεύνησης των παρατυπιών και της ανάκτησης των κονδυλίων που απωλέσθηκαν, καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα.

(30)

Ο κατάλογος των ασθενειών των ζώων που είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση στο πλαίσιο των επειγόντων μέτρων επισυνάπτεται στον παρόντα κανονισμό και περιέχει τις ασθένειες ζώων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, στο άρθρο 4 παράγραφος 1, στο άρθρο 6 παράγραφος 2 και στο άρθρο 14 παράγραφος 1 της απόφασης 2009/470/ΕΚ του Συμβουλίου (12). Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ασθένειες των ζώων οι οποίες πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 82/894/ΕΟΚ του Συμβουλίου (13) και οι ασθένειες που είναι δυνατόν να αποτελέσουν νέα απειλή για την Ένωση, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, σχετικά με τη συμπλήρωση του καταλόγου αυτού.

(31)

Οι κατάλογοι των ασθενειών ζώων και των ζωοανθρωπονόσων που είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση στο πλαίσιο προγραμμάτων εκρίζωσης, ελέγχου και επιτήρησης των νόσων επισυνάπτονται στον παρόντα κανονισμό και περιλαμβάνουν τις ζωικές ασθένειες και τις ζωονόσους που αναφέρονται στο παράρτημα I της απόφασης 2009/470/ΕΚ. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη καταστάσεις που προκύπτουν από ασθένειες ζώων που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην παραγωγή ή στο εμπόριο του ζωικού κεφαλαίου, η ανάπτυξη ζωοανθρωπονόσων που αποτελούν απειλή για τους ανθρώπους ή οι νέες επιστημονικές ή επιδημιολογικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, σχετικά με τη συμπλήρωση των καταλόγων αυτών.

(32)

Κατά την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και εκπόνηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(33)

Για να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την κατάρτιση ετήσιων και πολυετών προγραμμάτων εργασίας, της χρηματοδοτικής συνδρομής για επείγοντα μέτρα ή, όπου είναι αναγκαίο, για την ανταπόκριση σε απρόβλεπτες εξελίξεις, των διαδικασιών για την υποβολή από τα κράτη μέλη αιτήσεων, και εκθέσεων και αιτήσεων πληρωμών για τις επιδοτήσεις. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

(34)

Το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο που να εξασφαλίζεται ότι αποφέρει τα επιδιωκόμενα οφέλη, με βάση τη σχετική εμπειρία. Συνεπώς, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού και να ανακοινώνει τα πορίσματά της στα άλλα θεσμικά όργανα.

(35)

Κατά την εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων της Ένωσης που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή επικουρείται επί του παρόντος από διάφορες επιτροπές, και ιδίως τις επιτροπές που έχουν συσταθεί με τις αποφάσεις του Συμβουλίου 66/399/ΕΟΚ (15) και 76/894/ΕΟΚ (16), τις οδηγίες του Συμβουλίου 98/56/ΕΚ (17) και 2008/90/ΕΚ (18), και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19). Είναι σκόπιμο να απλοποιηθεί η διαδικασία των επιτροπών στον τομέα αυτόν. Θα πρέπει να ανατεθεί στην επιτροπή που συστάθηκε με το άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 η αποστολή να επικουρεί την Επιτροπή κατά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της όσον αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιούνται στους σχετικούς τομείς και η ονομασία της εν λόγω επιτροπής θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να αντανακλά τις αυξημένες αρμοδιότητές της. Συνεπώς, οι αποφάσεις 66/399/ΕΟΚ και 76/894/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθούν, ενώ οι οδηγίες 98/56/ΕΚ και 2008/90/ΕΚ, καθώς και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002, θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(36)

Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τις διατάξεις της απόφασης 2009/470/ΕΚ. Αντικαθιστά επίσης το άρθρο 13γ παράγραφος 5 και τα άρθρα 22 έως 26 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, το άρθρο 66 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), το κεφάλαιο VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), το άρθρο 22 της οδηγίας 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) και το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23). Συνεπώς, η οδηγία 2000/29/ΕΚ, οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και (ΕΚ) αριθ. 396/2005, η οδηγία 2009/128/ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(37)

Η εισαγωγή της συγχρηματοδότησης της Ένωσης για δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται τα κράτη μέλη για δαπάνες αποζημίωσης των ιδιοκτητών για την αξία των φυτών τους, των φυτικών τους προϊόντων ή άλλων αντικειμένων που καταστρέφονται λόγω των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ απαιτεί την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τους όρους που εφαρμόζονται όσον αφορά τα όρια της αγοραίας αξίας των οικείων καλλιεργειών και των δένδρων. Αυτή η εισαγωγή θα πρέπει ως εκ τούτου να ισχύσει μόνον από 1ης Ιανουαρίου 2017,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και στόχοι

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διατάξεις για τη διαχείριση των δαπανών που γίνονται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς οι οποίοι καλύπτονται από τους κανόνες της Ένωσης:

α)

που διέπουν, αφενός, τα τρόφιμα και την ασφάλεια των τροφίμων, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης, διανομής και διάθεσης μετά τη χρήση τους, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση δίκαιων πρακτικών στο εμπόριο, στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και στην ενημέρωσή τους, καθώς και, αφετέρου, την παραγωγή και τη χρήση των υλικών και των αντικειμένων που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα·

β)

που διέπουν τις ζωοτροφές και την ασφάλεια των ζωοτροφών, σε κάθε στάδιο της παραγωγής, επεξεργασίας, διανομής, διάθεσης μετά τη χρήση τους και χρήσης των ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση δίκαιων πρακτικών στο εμπόριο και στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και στην ενημέρωσή τους·

γ)

που αφορούν τον καθορισμό απαιτήσεων για την υγεία των ζώων·

δ)

που αφορούν τον καθορισμό απαιτήσεων για την καλή μεταχείριση των ζώων·

ε)

που αφορούν μέτρα προστασίας από οργανισμούς επιβλαβείς για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2000/29/ΕΚ («επιβλαβείς οργανισμοί»)·

στ)

που αφορούν την παραγωγή, με σκοπό τη διάθεσή του στην αγορά, και τη διάθεση φυτικού αναπαραγωγικού υλικού στην αγορά·

ζ)

που αφορούν τον καθορισμό απαιτήσεων για τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την ορθολογική χρήση των παρασιτοκτόνων·

η)

που αποσκοπούν στην πρόληψη και την ελαχιστοποίηση των κινδύνων που προκύπτουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων από τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα·

θ)

που διέπουν τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον·

ι)

που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όσον αφορά τις φυτικές ποικιλίες και τη διατήρηση και την ανταλλαγή φυτογενετικών πόρων.

Άρθρο 2

Στόχοι

1.   Οι δαπάνες για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 1 έχουν ως στόχο την επίτευξη:

α)

του γενικού στόχου της συμβολής στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου υγείας των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών σε όλη την έκταση της διατροφικής αλυσίδας και σε συναφείς τομείς, προλαμβάνοντας και εξαλείφοντας ασθένειες και επιβλαβείς οργανισμούς και διασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και του περιβάλλοντος, ενισχύοντας συγχρόνως την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας τροφίμων και ζωοτροφών της Ένωσης και προάγοντας τη δημιουργία θέσεων εργασίας·

β)

των ακόλουθων ειδικών στόχων:

i)

τη συμβολή στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ασφάλειας των τροφίμων και των συστημάτων παραγωγής τροφίμων και άλλων προϊόντων τα οποία μπορούν να επηρεάσουν την ασφάλεια των τροφίμων και, ταυτόχρονα, βελτίωση της βιωσιμότητας της παραγωγής τροφίμων,

ii)

τη συμβολή στην επίτευξη υψηλότερου επιπέδου υγείας των ζώων στην Ένωση και υποστήριξη της βελτίωσης της καλής μεταχείρισης των ζώων,

iii)

τη συμβολή στην έγκαιρη ανίχνευση επιβλαβών οργανισμών και στην καταπολέμησή τους όταν οι εν λόγω επιβλαβείς οργανισμοί έχουν εισέλθει στην Ένωση,

iv)

τη συμβολή στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της αξιοπιστίας των επίσημων ελέγχων και των άλλων δραστηριοτήτων που εκτελούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή και τήρηση των κανόνων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Για να μετρηθεί η επίτευξη των ειδικών στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι δείκτες:

α)

Για τον ειδικό στόχο της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο i), μείωση του αριθμού κρουσμάτων νόσων σε ανθρώπους στην Ένωση τα οποία συνδέονται με την ασφάλεια των τροφίμων ή τις ζωοανθρωπονόσους·

β)

Για τον ειδικό στόχο της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο ii):

i)

αύξηση του αριθμού των κρατών μελών ή των περιφερειών τους που είναι απαλλαγμένα(-ες) από νόσους των ζώων για τις οποίες λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή,

ii)

συνολική μείωση παραμέτρων των νόσων, όπως η επίπτωση, ο επιπολασμός και ο αριθμός εστιών·

γ)

Για τον ειδικό στόχο της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο iii):

i)

μέσω της κάλυψης του εδάφους της Ένωσης από επισκοπήσεις για επιβλαβείς οργανισμούς, ιδίως για επιβλαβείς οργανισμούς που δεν είναι γνωστό αν απαντώνται στο έδαφος της Ένωσης και για επιβλαβείς οργανισμούς που θεωρούνται οι πιο επικίνδυνοι για το έδαφος της Ένωσης,

ii)

ο χρόνος που απαιτείται για την καταπολέμηση των εν λόγω επιβλαβών οργανισμών και το ποσοστό επιτυχίας·

δ)

Για τον ειδικό στόχο της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο iv), ευνοϊκή τάση στα αποτελέσματα των ελέγχων που διεξάγονται και γνωστοποιούνται από εμπειρογνώμονες της Επιτροπής στα κράτη μέλη σε κρίσιμους τομείς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Μορφές χρηματοδότησης και γενικές χρηματοοικονομικές διατάξεις

Άρθρο 3

Μορφές χρηματοδότησης

1.   Η χρηματοδότηση από την Ένωση των δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 1 γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

2.   Όταν χορηγούνται επιδοτήσεις στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι εν λόγω αρχές θεωρούνται προσδιορισμένοι δικαιούχοι κατά την έννοια του άρθρου 128 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012. Οι εν λόγω επιδοτήσεις μπορούν να χορηγούνται χωρίς πρόσκληση υποβολής προτάσεων.

3.   Η χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης για τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό μπορεί επίσης να λαμβάνει τη μορφή εθελοντικών πληρωμών προς διεθνείς οργανισμούς των οποίων η Ένωση είναι μέλος ή στις εργασίες των οποίων συμμετέχει, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στους τομείς που καλύπτονται από τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Άρθρο 4

Προϋπολογισμός

1.   Το όριο για τις δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 1, για την περίοδο 2014 έως 2020, ανέρχεται σε 1 891 936 000 EUR σε τρέχουσες τιμές.

2.   Το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί επίσης να καλύπτει δαπάνες που αφορούν δραστηριότητες προετοιμασίας, παρακολούθησης, ελέγχου, εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διαχείριση και την επίτευξη των στόχων των δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 1, ιδίως σχετικά με μελέτες και συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων, τα έξοδα για δίκτυα πληροφορικής που έχουν ως αντικείμενο την επεξεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και όλα τα άλλα έξοδα τεχνικής και διοικητικής βοήθειας που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή για τη διαχείριση των εν λόγω δαπανών.

3.   Το όριο μπορεί επίσης να καλύπτει τις δαπάνες τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης που απαιτούνται για την εξασφάλιση της μετάβασης μεταξύ δράσεων που εγκρίνονται πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και δράσεων που εγκρίνονται μετά απ’ αυτήν. Αν χρειαστεί, είναι δυνατόν να εγγραφούν στον προϋπολογισμό πιστώσεις για την περίοδο μετά το 2020 με σκοπό την κάλυψη δαπανών αυτού του είδους, ώστε να καταστεί εφικτή η διαχείριση δράσεων που δεν θα έχουν ολοκληρωθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

Άρθρο 5

Ανώτατα ποσοστά επιδοτήσεων

1.   Όταν η χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης λαμβάνει τη μορφή επιδότησης, δεν υπερβαίνει το 50 % των επιλέξιμων δαπανών.

2.   Το μέγιστο ποσοστό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να αυξηθεί στο 75 % των επιλέξιμων δαπανών σε σχέση με:

α)

διασυνοριακές δραστηριότητες που υλοποιούνται από κοινού από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη με σκοπό τον έλεγχο, την πρόληψη ή την καταπολέμηση επιβλαβών οργανισμών ή νόσων των ζώων·

β)

τα κράτη μέλη των οποίων το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό εισόδημα, όπως προκύπτει από τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, είναι χαμηλότερο από το 90 % του μέσου όρου της Ένωσης.

3.   Το μέγιστο ποσοστό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να αυξηθεί στο 100 % των επιλέξιμων δαπανών όταν οι δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται από την Ένωση αφορούν την πρόληψη και τον έλεγχο σοβαρών κινδύνων για την υγεία ανθρώπων, φυτών και ζώων στην Ένωση και:

α)

προορίζονται να αποτρέψουν τα ανθρώπινα θύματα ή μεγάλες οικονομικές αναστατώσεις για την Ένωση στο σύνολό της·

β)

είναι ειδικά καθήκοντα που είναι απαραίτητα για την Ένωση στο σύνολό της, όπως ορίζεται από την Επιτροπή στο πρόγραμμα εργασίας της, το οποίο εγκρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1· ή

γ)

εφαρμόζονται σε τρίτες χώρες.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Υγεία των ζώων

Τμήμα 1

Επείγοντα μέτρα

Άρθρο 6

Επιλέξιμα μέτρα

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν επιδοτήσεις έως τα ανώτατα ποσοστά που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 3 για τα μέτρα που λαμβάνονται ως αποτέλεσμα επιβεβαίωσης της εκδήλωσης μιας από τις νόσους των ζώων που καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 7, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα εφαρμόστηκαν αμέσως και ότι έχουν τηρηθεί οι εφαρμοστέες διατάξεις του οικείου δικαίου της Ένωσης. Οι επιδοτήσεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν επίσης τις δαπάνες εκείνες οι οποίες προέκυψαν εξαιτίας υπόνοιας εκδήλωσης παρόμοιας νόσου, υπό τον όρο ότι η εκδήλωση επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν επιδοτήσεις όταν, σε περίπτωση επιβεβαίωσης της εκδήλωσης μιας από τις νόσους των ζώων που απαριθμούνται στο άρθρο 7, δύο ή περισσότερα κράτη μέλη συνεργάζονται στενά για τον έλεγχο της επιδημίας.

3.   Είναι δυνατή η χορήγηση επιδοτήσεων στα κράτη μέλη, σε τρίτες χώρες και σε διεθνείς οργανισμούς για τα μέτρα προστασίας που λαμβάνουν σε περίπτωση άμεσης απειλής για την κατάσταση της υγείας στην Ένωση λόγω της εκδήλωσης ή της εξέλιξης, στο έδαφος τρίτης χώρας ή κράτους μέλους, μιας από τις νόσους των ζώων ή μιας από τις ζωοανθρωπονόσους που καταγράφονται σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν επιδοτήσεις όταν η Επιτροπή αποφασίζει, κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, ότι πρέπει να δημιουργήσουν αποθέματα βιολογικών προϊόντων με σκοπό τον έλεγχο των νόσων των ζώων και των ζωοανθρωπονόσων που καταγράφονται σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10.

5.   Η Ένωση μπορεί να χορηγήσει χρηματοδοτική συνδρομή για τη δημιουργία αποθεμάτων βιολογικών προϊόντων ή για την απόκτηση δόσεων εμβολίων αν η εκδήλωση ή η εξέλιξη, σε τρίτη χώρα ή σε κράτος μέλος, μιας από τις νόσους των ζώων ή μιας από τις ζωοανθρωπονόσους που καταγράφονται σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10 ενδέχεται να συνιστά απειλή για την Ένωση.

Άρθρο 7

Κατάλογος νόσων των ζώων

1.   Ο κατάλογος των νόσων των ζώων που είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 6 παρατίθεται στο παράρτημα I.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 40, προκειμένου να συμπληρώνει τον κατάλογο των νόσων των ζώων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τις νόσους των ζώων που είναι απαραίτητο να κοινοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 82/894/ΕΟΚ και τις νόσους που είναι πιθανόν να αποτελούν νέα απειλή για την Ένωση, λόγω του σημαντικού αντικτύπου τους:

α)

στην ανθρώπινη υγεία·

β)

στην υγεία ή την καλή μεταχείριση των ζώων· ή

γ)

στη γεωργική παραγωγή ή την παραγωγή προϊόντων υδατοκαλλιέργειας ή σε συναφείς τομείς της οικονομίας.

Άρθρο 8

Επιλέξιμες δαπάνες

1.   Οι ακόλουθες δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται τα κράτη μέλη για την εκτέλεση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 μπορούν να είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση, βάσει της εν λόγω παραγράφου:

α)

δαπάνες αποζημίωσης των ιδιοκτητών για την αξία των ζώων τους τα οποία εσφάγησαν ή θανατώθηκαν, έως το ποσό της αγοραίας αξίας των ζώων αυτών ως εάν να μην είχαν προσβληθεί από τη νόσο·

β)

δαπάνες για τη σφαγή ή τη θανάτωση των ζώων και συναφείς δαπάνες μεταφοράς·

γ)

δαπάνες αποζημίωσης των ιδιοκτητών για την αξία των ζωικών τους προϊόντων που καταστράφηκαν, έως το ποσό της αγοραίας αξίας που είχαν τα εν λόγω προϊόντα αμέσως πριν προκύψουν υπόνοιες εμφάνισης νόσου ή πριν επιβεβαιωθούν οι υπόνοιες αυτές·

δ)

δαπάνες καθαρισμού, απεντόμωσης και απολύμανσης εκμεταλλεύσεων και εξοπλισμού, με βάση την επιδημιολογία και τα χαρακτηριστικά του παθογόνου οργανισμού·

ε)

δαπάνες μεταφοράς και καταστροφής μολυσμένων ζωοτροφών και δαπάνες καταστροφής μολυσμένου εξοπλισμού αν αυτός δεν μπορεί να απολυμανθεί·

στ)

δαπάνες αγοράς, αποθήκευσης, χορήγησης ή διανομής εμβολίων και δολωμάτων καθώς και το κόστος του εμβολιασμού αν η Επιτροπή αποφασίζει σχετικά με τις ενέργειες αυτές ή τις εγκρίνει·

ζ)

δαπάνες μεταφοράς και διάθεσης σφαγίων·

η)

σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, κάθε άλλη δαπάνη αναγκαία για την εκρίζωση της νόσου, όπως προβλέπεται στην απόφαση χρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

2.   Όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, οι δαπάνες είναι επιλέξιμες από την ημερομηνία κοινοποίησης της εκδήλωσης της νόσου από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή. Οι δαπάνες αυτές είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν επίσης τις δαπάνες εκείνες οι οποίες προέκυψαν εξαιτίας υπόνοιας εκδήλωσης παρόμοιας νόσου, υπό τον όρο ότι η εκδήλωση αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια.

3.   Έπειτα από αξιολόγηση των αιτήσεων πληρωμής που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή προβαίνει στις αντίστοιχες δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων και στην πληρωμή των επιλέξιμων δαπανών.

Τμήμα 2

Προγράμματα καταπολέμησης, ελέγχου και επιτήρησης των νόσων των ζώων και των ζωοανθρωπονόσων

Άρθρο 9

Επιλέξιμα προγράμματα

Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν επιδοτήσεις για τα ετήσια ή πολυετή εθνικά προγράμματα καταπολέμησης, ελέγχου και επιτήρησης των νόσων των ζώων και των ζωοανθρωπονόσων που καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 10 («εθνικά προγράμματα»).

Άρθρο 10

Κατάλογος νόσων των ζώων και ζωοανθρωπονόσων

1.   Ο κατάλογος των νόσων των ζώων και των ζωοανθρωπονόσων που είναι επιλέξιμες για τις επιδοτήσεις δυνάμει του άρθρου 9 παρατίθεται στο παράρτημα II.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 40, προκειμένου να συμπληρώνει τον κατάλογο των νόσων των ζώων και των ζωοανθρωπονόσων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

την κατάσταση των νόσων των ζώων που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη ζωική παραγωγή ή το εμπόριο·

β)

την εξέλιξη των ζωοανθρωπονόσων που αποτελούν ενδεχομένως απειλή για τον άνθρωπο· ή

γ)

τις νέες επιστημονικές ή επιδημιολογικές εξελίξεις.

Άρθρο 11

Επιλέξιμες δαπάνες

Οι ακόλουθες δαπάνες τις οποίες πραγματοποιούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων μπορούν να είναι επιλέξιμες για επιδοτήσεις στο πλαίσιο του άρθρου 9:

α)

δαπάνες δειγματοληψίας σε ζώα·

β)

δαπάνες εργαστηριακών αναλύσεων, με την προϋπόθεση ότι περιορίζονται στα ακόλουθα:

i)

δαπάνες για τον εξοπλισμό εργαστηριακών αναλύσεων (test kits), αντιδραστήρια και αναλώσιμα που μπορούν να προσδιοριστούν και που χρησιμοποιούνται ειδικά για τη διενέργεια των εργαστηριακών αναλύσεων,

ii)

δαπάνες για το προσωπικό, ανεξάρτητα από το καθεστώς του, που συμμετέχει άμεσα στη διενέργεια των εργαστηριακών αναλύσεων·

γ)

δαπάνες αποζημίωσης των ιδιοκτητών για την αξία των ζώων τους τα οποία εσφάγησαν ή θανατώθηκαν, έως το ποσό της αγοραίας αξίας των ζώων αυτών ως εάν να μην είχαν προσβληθεί από τη νόσο·

δ)

δαπάνες σφαγής ή θανάτωσης των ζώων·

ε)

δαπάνες αποζημίωσης των ιδιοκτητών για την αξία των ζωικών τους προϊόντων που καταστράφηκαν, έως το ποσό της αγοραίας αξίας που είχαν τα εν λόγω προϊόντα αμέσως πριν προκύψουν υπόνοιες εμφάνισης νόσου ή πριν επιβεβαιωθούν οι υπόνοιες αυτές·

στ)

δαπάνες για την αγορά, την αποθήκευση, τον εμβολιασμό, τη χορήγηση ή διανομή δόσεων εμβολίων ή εμβολίων και δολωμάτων που χρησιμοποιούνται για τα προγράμματα·

ζ)

δαπάνες καθαρισμού, απολύμανσης και απεντόμωσης της εκμετάλλευσης και του εξοπλισμού με βάση την επιδημιολογία και τα χαρακτηριστικά του παθογόνου οργανισμού· και

η)

σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εφαρμογή άλλων αναγκαίων μέτρων διαφορετικών από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ζ), υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά καθορίζονται στην απόφαση επιδότησης που μνημονεύεται στο άρθρο 13 παράγραφοι 3 και 4.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο γ), η υπολειμματική αξία των ζώων, αν υπάρχει, αφαιρείται από την αποζημίωση.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ), η υπολειμματική αξία των θερμικά επεξεργασμένων μη επωασθέντων αβγών αφαιρείται από την αποζημίωση.

Άρθρο 12

Περιεχόμενο και υποβολή των εθνικών προγραμμάτων

1.   Έως στις 31 Μαΐου, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα εθνικά προγράμματα, τα οποία πρόκειται να εκκινήσουν το επόμενο έτος, για τα οποία σκοπεύουν να υποβάλουν αίτηση επιδότησης.

Εθνικά προγράμματα που υποβάλλονται μετά τις 31 Μαΐου δεν είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση το επόμενο έτος.

2.   Τα εθνικά προγράμματα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

περιγραφή της επιδημιολογικής κατάστασης της νόσου των ζώων ή της ζωοανθρωπονόσου πριν από την ημερομηνία έναρξης του προγράμματος·

β)

περιγραφή και οριοθέτηση των γεωγραφικών και διοικητικών περιοχών στις οποίες πρόκειται να εφαρμοστεί το πρόγραμμα·

γ)

διάρκεια του προγράμματος·

δ)

μέτρα που πρόκειται να υλοποιηθούν·

ε)

εκτιμώμενος προϋπολογισμός·

στ)

στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν έως την ημερομηνία ολοκλήρωσης του προγράμματος και προσδοκώμενα οφέλη· και

ζ)

κατάλληλοι δείκτες για την αξιολόγηση της επίτευξης των στόχων του προγράμματος.

Για κάθε πολυετές εθνικό πρόγραμμα, οι πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία β), δ) και στ) του πρώτου εδαφίου παρέχονται για κάθε έτος που καλύπτεται από το πρόγραμμα, σε περίπτωση σημαντικών αλλαγών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η πληροφορία που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του εν λόγω εδαφίου παρέχεται για κάθε έτος που καλύπτει το πρόγραμμα.

3.   Αν η εκδήλωση ή η εξέλιξη κάποιας από τις ζωικές νόσους ή ζωοανθρωπονόσους για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 10 ενδέχεται να απειλήσει την κατάσταση της υγείας στην Ένωση και προκειμένου να προστατευθεί η Ένωση από την εισαγωγή κάποιας από τις εν λόγω νόσους των ζώων ή κάποιας από τις εν λόγω ζωοανθρωπονόσους, τα κράτη μέλη μπορούν να περιλαμβάνουν στα εθνικά τους προγράμματα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν σε εδάφη γειτονικών τρίτων χωρών σε συνεργασία με τις αρχές των χωρών αυτών.

Άρθρο 13

Αξιολόγηση και έγκριση των εθνικών προγραμμάτων

1.   Η Επιτροπή αξιολογεί τα εθνικά προγράμματα με γνώμονα τις προτεραιότητες και τα κριτήρια που ορίζονται στα ετήσια ή τα πολυετή προγράμματα εργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1.

2.   Η Επιτροπή ανακοινώνει στα κράτη μέλη έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους:

α)

τον κατάλογο των εθνικών προγραμμάτων που εγκρίθηκαν από τεχνική άποψη και προτείνονται για συγχρηματοδότηση·

β)

το προσωρινό ποσό που διατίθεται σε κάθε πρόγραμμα·

γ)

το προσωρινό ανώτατο επίπεδο χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης για κάθε πρόγραμμα· και

δ)

τυχόν προσωρινές προϋποθέσεις από τις οποίες μπορεί να εξαρτηθεί η χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης.

3.   Η Επιτροπή εγκρίνει τα ετήσια εθνικά προγράμματα και τη σχετική χρηματοδότηση έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους με απόφαση επιδότησης που αφορά τα μέτρα που υλοποιούνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου του εν λόγω έτους. Μετά την υποβολή των ενδιάμεσων εκθέσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 14, η Επιτροπή μπορεί, αν χρειαστεί, να τροποποιήσει τις αποφάσεις αυτές για το σύνολο της περιόδου επιλεξιμότητας.

4.   Η Επιτροπή εγκρίνει τα πολυετή εθνικά προγράμματα και τη σχετική χρηματοδότηση έως τις 31 Ιανουαρίου του πρώτου έτους εφαρμογής με απόφαση επιδότησης που αφορά τα μέτρα που υλοποιούνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου του πρώτου έτους εφαρμογής έως τη λήξη της περιόδου εφαρμογής.

5.   Σε περίπτωση έγκρισης πολυετών εθνικών προγραμμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 4, οι δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν να κατανεμηθούν σε ετήσιες δόσεις. Όταν οι δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων κατανέμονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή δεσμεύει τις ετήσιες δόσεις λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο των προγραμμάτων, τις προβλεπόμενες ανάγκες και τον διαθέσιμο προϋπολογισμό.

Άρθρο 14

Εκθέσεις

Για κάθε εγκεκριμένο ετήσιο ή πολυετές εθνικό πρόγραμμα, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους, ετήσια λεπτομερή τεχνική και οικονομική έκθεση για το προηγούμενο έτος. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί, τα οποία μετρούνται με βάση τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), καθώς και αναλυτική κατάσταση των επιλέξιμων δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί.

Επιπλέον, για κάθε εγκεκριμένο ετήσιο εθνικό πρόγραμμα, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, έως τις 31 Αυγούστου κάθε έτους, ενδιάμεση οικονομική έκθεση.

Άρθρο 15

Πληρωμές

Η αίτηση πληρωμής για συγκεκριμένο έτος για ένα εθνικό πρόγραμμα υποβάλλεται από το κράτος μέλος στην Επιτροπή έως τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους.

Η Επιτροπή καταβάλλει τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης για τις επιλέξιμες δαπάνες έπειτα από κατάλληλη εξακρίβωση των εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 14.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Υγεία των φυτών

Τμήμα 1

Επείγοντα μέτρα

Άρθρο 16

Επιλέξιμα μέτρα

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν επιδοτήσεις, έως τα ανώτατα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 3, για τα ακόλουθα μέτρα έναντι επιβλαβών οργανισμών, υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 17:

α)

μέτρα για την εξάλειψη επιβλαβών οργανισμών από μολυσμένη περιοχή, τα οποία λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ ή σύμφωνα με τα μέτρα της Ένωσης που λαμβάνονται βάσει των διατάξεων του άρθρου 16 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας·

β)

μέτρα για την αναχαίτιση επιβλαβούς οργανισμού κατά του οποίου έχουν ληφθεί μέτρα παρεμπόδισης της εξάπλωσης από την Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, σε μολυσμένη περιοχή από την οποία ο εν λόγω επιβλαβής οργανισμός δεν μπορεί να εξαλειφθεί, όταν τα μέτρα αυτά είναι ουσιαστικής σημασίας για την προστασία της Ένωσης από την περαιτέρω εξάπλωση του εν λόγω επιβλαβούς οργανισμού. Τα μέτρα αυτά αφορούν αποκλειστικά την εξάλειψη του εν λόγω επιβλαβούς οργανισμού από τη ζώνη απομόνωσης αν η παρουσία του διαπιστωθεί στην εν λόγω ζώνη·

γ)

πρόσθετα μέτρα προστασίας από την εξάπλωση επιβλαβούς οργανισμού κατά του οποίου έχουν ληφθεί μέτρα από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, διαφορετικά από τα μέτρα εξάλειψης που αναφέρονται στο στοιχείο α) και τα μέτρα αναχαίτισης που αναφέρονται στο στοιχείο β), όταν τα μέτρα αυτά είναι ουσιαστικής σημασίας για την προστασία της Ένωσης από την περαιτέρω εξάπλωση του εν λόγω επιβλαβούς οργανισμού.

Επιδοτήσεις για τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου μπορούν επίσης να χορηγηθούν για μέτρα που ελήφθησαν σε περίπτωση υπόνοιας παρουσίας παρόμοιου επιβλαβούς οργανισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η παρουσία αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια.

2.   Οι επιδοτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν επίσης να χορηγούνται σε κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου δεν απαντώνται οι επιβλαβείς οργανισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όταν έχουν ληφθεί μέτρα κατά της εισόδου των εν λόγω επιβλαβών οργανισμών στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους λόγω της παρουσίας τους σε γειτονικό κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα με την οποία το κράτος μέλος συνορεύει άμεσα.

3.   Μπορούν να χορηγηθούν επιδοτήσεις σε κράτη μέλη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, αφού επιβεβαιωθεί η παρουσία ενός εκ των επιβλαβών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 17, δύο ή περισσότερα κράτη μέλη συνεργάζονται στενά για την εκτέλεση των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Επιδοτήσεις για τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως γ) μπορούν επίσης να χορηγούνται σε διεθνείς οργανισμούς.

Άρθρο 17

Όροι

Τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 16 μπορούν να τύχουν επιδοτήσεων αν τα εν λόγω μέτρα έχουν εφαρμοστεί άμεσα και έχουν τηρηθεί οι εφαρμοστέες διατάξεις που καθορίζονται στο οικείο δίκαιο της Ένωσης και υπό τον όρο ότι πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

αφορούν επιβλαβείς οργανισμούς που παρατίθενται στο παράρτημα I μέρος Α κεφάλαιο I της οδηγίας 2000/29/ΕΚ και στο παράρτημα II μέρος Α κεφάλαιο I αυτής·

β)

αφορούν επιβλαβείς οργανισμούς που καλύπτονται από μέτρο που θεσπίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ·

γ)

αφορούν επιβλαβείς οργανισμούς για τους οποίους έχουν εγκριθεί μέτρα σύμφωνα με τις οδηγίες 69/464/ΕΟΚ, 93/85/ΕΟΚ, 98/57/ΕΚ ή 2007/33/ΕΚ· ή

δ)

αφορούν επιβλαβείς οργανισμούς, που δεν παρατίθενται στο παράρτημα I ή στο παράρτημα II της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, οι οποίοι υπόκεινται σε μέτρο που εγκρίθηκε από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ και που προσωρινά είναι επιλέξιμοι να παρατεθούν στο παράρτημα I μέρος Α κεφάλαιο I της οδηγίας 2000/29/ΕΚ και στο παράρτημα II μέρος Α κεφάλαιο I αυτής.

Για τα μέτρα που πληρούν τον όρο που προβλέπεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η επιδότηση δεν καλύπτει τις δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά τη λήξη του μέτρου που θεσπίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ.

Για τα μέτρα που πληρούν την προϋπόθεση η οποία ορίζεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου, η επιδότηση δεν καλύπτει τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν δύο έτη μετά την έναρξη της ισχύος του εγκριθέντος από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μέτρου, ή συνέβη μετά την εκπνοή της ισχύος του μέτρου αυτού.

Άρθρο 18

Επιλέξιμες δαπάνες

1.   Οι ακόλουθες δαπάνες τις οποίες πραγματοποιούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 16 μπορούν να τύχουν επιδοτήσεων στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου:

α)

δαπάνες για το προσωπικό, ανεξάρτητα από το καθεστώς του, που συμμετέχει άμεσα στην εφαρμογή των μέτρων, καθώς και δαπάνες για μίσθωση εξοπλισμού, για αναλώσιμα και για κάθε άλλο αναγκαίο υλικό, για φυτοπροστατευτικά ή άλλα προϊόντα, για δειγματοληψία και για εργαστηριακές αναλύσεις·

β)

δαπάνες για συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τρίτους για την εκτέλεση μέρους των μέτρων·

γ)

δαπάνες αποζημίωσης των θιγόμενων επιχειρηματιών ή ιδιοκτητών για τη χρήση φυτοπροστατευτικών ή άλλων προϊόντων, την καταστροφή και την επακόλουθη απόσυρση φυτών, φυτικών προϊόντων και άλλων αντικειμένων, καθώς επίσης δαπάνες για τον καθαρισμό και την απολύμανση χώρων, γης, νερού, εδάφους, καλλιεργητικών μέσων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού·

δ)

δαπάνες αποζημίωσης των οικείων ιδιοκτητών για την αξία των φυτών, των φυτικών προϊόντων ή άλλων αντικειμένων που καταστρέφονται λόγω των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, έως το ποσό της αγοραίας αξίας αυτών των φυτών, φυτικών προϊόντων και άλλων αντικειμένων ως εάν να μην είχαν θιγεί από τα μέτρα αυτά· η υπολειμματική αξία, αν υπάρχει, αφαιρείται από την αποζημίωση· και

ε)

σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εφαρμογή άλλων αναγκαίων μέτρων διαφορετικών από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ), υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά καθορίζονται στην απόφαση χρηματοδότησης που μνημονεύεται στο άρθρο 36 παράγραφος 4.

Η αποζημίωση των ιδιοκτητών που αναφέρεται στο στοιχείο γ) είναι επιλέξιμη μόνον εφόσον τα μέτρα έχουν εκτελεσθεί υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής.

2.   Όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, οι δαπάνες είναι επιλέξιμες από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρουσίας του επιβλαβούς οργανισμού από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή. Οι δαπάνες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν επίσης τις δαπάνες εκείνες που πραγματοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα υπόνοιας παρουσίας του εν λόγω επιβλαβούς οργανισμού, υπό τον όρο ότι η παρουσία αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια.

3.   Μετά την αξιολόγηση των αιτήσεων πληρωμής που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή προβαίνει στις αντίστοιχες δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων και στην πληρωμή των επιλέξιμων δαπανών.

Τμήμα 2

Προγράμματα επισκοπήσεων για την παρουσία επιβλαβών οργανισμών

Άρθρο 19

Επιλέξιμα προγράμματα επισκοπήσεων

Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν επιδοτήσεις για ετήσια και πολυετή προγράμματα επισκοπήσεων που εφαρμόζουν σχετικά με την παρουσία επιβλαβών οργανισμών («προγράμματα επισκοπήσεων»), υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω προγράμματα επισκοπήσεων πληρούν τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

αφορούν επιβλαβείς οργανισμούς που παρατίθενται στο παράρτημα I μέρος Α κεφάλαιο I της οδηγίας 2000/29/ΕΚ και στο παράρτημα II μέρος Α κεφάλαιο I αυτής·

β)

αφορούν επιβλαβείς οργανισμούς που καλύπτονται από μέτρο που θεσπίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ.

Για τους επιβλαβείς οργανισμούς που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, τα προγράμματα επισκοπήσεων βασίζονται σε εκτίμηση του κινδύνου εισόδου, εγκατάστασης και εξάπλωσης των εν λόγω επιβλαβών οργανισμών στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και στοχοποιούν τουλάχιστον τους επιβλαβείς οργανισμούς που εγκυμονούν τους κυριότερους κινδύνους και τα κύρια είδη φυτών που εκτίθενται στους κινδύνους αυτούς.

Για τα μέτρα που πληρούν τον όρο που προβλέπεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, η επιδότηση δεν καλύπτει τις δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά τη λήξη του μέτρου που θεσπίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ.

Άρθρο 20

Επιλέξιμες δαπάνες

Οι ακόλουθες δαπάνες τις οποίες πραγματοποιούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων επισκοπήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 19 μπορούν να τύχουν επιδοτήσεων στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου:

α)

δαπάνες δειγματοληψιών·

β)

δαπάνες εργαστηριακών αναλύσεων, με την προϋπόθεση ότι περιορίζονται στα ακόλουθα:

(i)

δαπάνες για τον εξοπλισμό εργαστηριακών αναλύσεων (test kits), αντιδραστήρια και αναλώσιμα που μπορούν να προσδιοριστούν και που χρησιμοποιούνται ειδικά για τη διενέργεια των εργαστηριακών αναλύσεων·

(ii)

δαπάνες για το προσωπικό, ανεξάρτητα από το καθεστώς του, που συμμετέχει άμεσα στη διενέργεια των εργαστηριακών αναλύσεων·

γ)

σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εφαρμογή άλλων αναγκαίων μέτρων διαφορετικών από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά καθορίζονται στην απόφαση επιδότησης που μνημονεύεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 3 και 4.

Άρθρο 21

Περιεχόμενο και υποβολή των προγραμμάτων επισκοπήσεων

1.   Έως τις 31 Μαΐου, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα προγράμματα επισκοπήσεων τα οποία πρόκειται να εκκινήσουν το επόμενο έτος, για τα οποία σκοπεύουν να υποβάλουν αίτηση επιδότησης.

Προγράμματα επισκοπήσεων που υποβάλλονται μετά τις 31 Μαΐου δεν είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση το επόμενο έτος.

2.   Τα προγράμματα επισκοπήσεων περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους επιβλαβείς οργανισμοί που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα·

β)

περιγραφή και οριοθέτηση των γεωγραφικών και διοικητικών περιοχών στις οποίες πρόκειται να εφαρμοστεί το πρόγραμμα και περιγραφή της κατάστασης αυτών των περιοχών όσον αφορά την παρουσία των σχετικών επιβλαβών οργανισμών·

γ)

τη διάρκεια του προγράμματος·

δ)

τον αριθμό των μακροσκοπικών εξετάσεων, των δειγματοληψιών και των εργαστηριακών αναλύσεων που προγραμματίζονται για τους επιβλαβείς οργανισμούς και τα φυτά, τα φυτικά προϊόντα και άλλα σχετικά αντικείμενα·

ε)

τον εκτιμώμενο προϋπολογισμό·

στ)

τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν έως την ημερομηνία ολοκλήρωσης του προγράμματος και τα προσδοκώμενα οφέλη· και

ζ)

κατάλληλους δείκτες για την αξιολόγηση της επίτευξης των στόχων του προγράμματος.

Για κάθε πολυετές πρόγραμμα επισκοπήσεων, οι πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία β), δ) και στ) του πρώτου εδαφίου παρέχονται για κάθε έτος που καλύπτεται από το πρόγραμμα, σε περίπτωση σημαντικών αλλαγών από το προηγούμενο έτος. Η πληροφορία που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του εν λόγω εδαφίου παρέχεται για κάθε έτος που καλύπτει το πρόγραμμα.

Άρθρο 22

Αξιολόγηση και έγκριση των προγραμμάτων επισκοπήσεων

1.   Η Επιτροπή αξιολογεί τα προγράμματα επισκοπήσεων με γνώμονα τις προτεραιότητες και τα κριτήρια που ορίζονται στα ετήσια ή τα πολυετή προγράμματα εργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1.

2.   Η Επιτροπή ανακοινώνει στα κράτη μέλη έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους:

α)

τον κατάλογο των προγραμμάτων επισκοπήσεων που εγκρίθηκαν από τεχνική άποψη και προτείνονται για συγχρηματοδότηση·

β)

το προσωρινό ποσό που διατίθεται σε κάθε πρόγραμμα·

γ)

το προσωρινό ανώτατο επίπεδο χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης για κάθε πρόγραμμα· και

δ)

τυχόν προσωρινές προϋποθέσεις από τις οποίες μπορεί να εξαρτηθεί η χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης.

3.   Η Επιτροπή εγκρίνει τα ετήσια προγράμματα επισκοπήσεων και τη σχετική χρηματοδότηση έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους με απόφαση επιδότησης η οποία αφορά τα μέτρα που υλοποιούνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου του εν λόγω έτους. Μετά την υποβολή των ενδιάμεσων εκθέσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 23, η Επιτροπή μπορεί, αν χρειαστεί, να τροποποιήσει τις αποφάσεις αυτές για το σύνολο της περιόδου επιλεξιμότητας.

4.   Η Επιτροπή εγκρίνει τα πολυετή προγράμματα επισκοπήσεων και τη σχετική χρηματοδότηση έως τις 31 Ιανουαρίου του πρώτου έτους εφαρμογής με απόφαση επιδότησης που αφορά τα μέτρα που υλοποιούνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου του πρώτου έτους εφαρμογής έως τη λήξη της περιόδου εφαρμογής.

5.   Σε περίπτωση έγκρισης πολυετών προγραμμάτων επισκοπήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4, οι δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν να κατανεμηθούν σε ετήσιες δόσεις. Όταν οι δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων κατανέμονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή δεσμεύει τις ετήσιες δόσεις λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο των προγραμμάτων, τις προβλεπόμενες ανάγκες και τον διαθέσιμο προϋπολογισμό.

Άρθρο 23

Εκθέσεις

Για κάθε εγκεκριμένο ετήσιο ή πολυετές εθνικό πρόγραμμα επισκοπήσεων, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους, ετήσια λεπτομερή τεχνική και οικονομική έκθεση για το προηγούμενο έτος. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί, τα οποία μετρούνται με βάση τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), καθώς και αναλυτική κατάσταση των επιλέξιμων δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί. Επιπλέον, για κάθε εγκεκριμένο ετήσιο πρόγραμμα επισκοπήσεων, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, έως τις 31 Αυγούστου κάθε έτους, ενδιάμεση οικονομική έκθεση.

Άρθρο 24

Πληρωμές

Η αίτηση πληρωμής για συγκεκριμένο έτος για ένα πρόγραμμα επισκοπήσεων υποβάλλεται από το κράτος μέλος στην Επιτροπή έως τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους.

Η Επιτροπή καταβάλλει τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης για τις επιλέξιμες δαπάνες έπειτα από κατάλληλη εξακρίβωση των εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 23.

Τμήμα 3

Προγράμματα ελέγχου των επιβλαβών οργανισμών στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης

Άρθρο 25

Επιλέξιμα μέτρα και επιλέξιμες δαπάνες

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν επιδοτήσεις για προγράμματα που εφαρμόζουν για τον έλεγχο επιβλαβών οργανισμών στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης, που αναφέρονται στο άρθρο 349 ΣΛΕΕ σύμφωνα με τους στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 228/2013 («προγράμματα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές») Οι εν λόγω επιδοτήσεις αφορούν τις δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή, στις εν λόγω περιοχές, των κανόνων, είτε πρόκειται για ενωσιακούς ή για εθνικούς, που ισχύουν στις περιοχές αυτές για τον έλεγχο των επιβλαβών οργανισμών.

2.   Οι ακόλουθες δαπάνες τις οποίες πραγματοποιούν τα κράτη μέλη για προγράμματα σχετικά με τις εξόχως απόκεντρες περιοχές μπορούν να είναι επιλέξιμες για χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης:

α)

δαπάνες για το προσωπικό που συμμετέχει άμεσα στην εφαρμογή των μέτρων, ανεξάρτητα από το καθεστώς του, καθώς και δαπάνες για μίσθωση εξοπλισμού, για αναλώσιμα ή για φυτοπροστατευτικά ή άλλα προϊόντα·

β)

δαπάνες για συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τρίτους για την εκτέλεση μέρους των μέτρων·

γ)

δαπάνες δειγματοληψιών·

δ)

δαπάνες εργαστηριακών αναλύσεων, με την προϋπόθεση ότι περιορίζονται στα ακόλουθα:

(i)

δαπάνες για τον εξοπλισμό εργαστηριακών αναλύσεων (test kits), αντιδραστήρια και αναλώσιμα που μπορούν να προσδιοριστούν και που χρησιμοποιούνται ειδικά για τη διενέργεια των εργαστηριακών αναλύσεων·

(ii)

δαπάνες για το προσωπικό, ανεξάρτητα από το καθεστώς του, που συμμετέχει άμεσα στη διενέργεια των εργαστηριακών αναλύσεων·

Άρθρο 26

Περιεχόμενο και υποβολή των προγραμμάτων για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές

1.   Έως στις 31 Μαΐου τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα προγράμματα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές τα οποία πρόκειται να εκκινήσουν το επόμενο έτος, για τα οποία σκοπεύουν να υποβάλουν αίτηση επιδότησης.

Προγράμματα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές που υποβάλλονται μετά τις 31 Μαΐου δεν είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση το επόμενο έτος.

2.   Τα προγράμματα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους επιβλαβείς οργανισμούς που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα·

β)

περιγραφή και οριοθέτηση των γεωγραφικών και διοικητικών περιοχών στις οποίες πρόκειται να εφαρμοστεί το πρόγραμμα και περιγραφή της κατάστασης αυτών των περιοχών όσον αφορά την παρουσία των σχετικών επιβλαβών οργανισμών·

γ)

τεχνική ανάλυση της περιφερειακής φυτοϋγειονομικής κατάστασης·

δ)

τη διάρκεια του προγράμματος·

ε)

τις ενέργειες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα και, κατά περίπτωση, τον αριθμό των μακροσκοπικών εξετάσεων, των δειγματοληψιών και των εργαστηριακών αναλύσεων που προγραμματίζονται για τους επιβλαβείς οργανισμούς και τα φυτά, τα φυτικά προϊόντα και άλλα σχετικά αντικείμενα·

στ)

τον εκτιμώμενο προϋπολογισμό·

ζ)

τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν έως την ημερομηνία ολοκλήρωσης του προγράμματος και τα προσδοκώμενα οφέλη· και

η)

κατάλληλους δείκτες για την αξιολόγηση της επίτευξης των στόχων του προγράμματος.

Για κάθε πολυετές πρόγραμμα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές, οι πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία β), ε) και ζ) του πρώτου εδαφίου παρέχονται για κάθε έτος που καλύπτεται από το πρόγραμμα, σε περίπτωση σημαντικών αλλαγών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η πληροφορία που αναφέρεται στο στοιχείο στ) του εν λόγω εδαφίου παρέχεται για κάθε έτος που καλύπτει το πρόγραμμα.

Άρθρο 27

Αξιολόγηση και έγκριση των προγραμμάτων για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές

1.   Τα προγράμματα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές αξιολογούνται με γνώμονα τις προτεραιότητες και τα κριτήρια που ορίζονται στα ετήσια ή τα πολυετή προγράμματα εργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1.

2.   Η Επιτροπή ανακοινώνει στα κράτη μέλη έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους:

α)

τον κατάλογο των προγραμμάτων για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές που εγκρίθηκαν από τεχνική άποψη και προτείνονται για συγχρηματοδότηση·

β)

το προσωρινό ποσό που διατίθεται σε κάθε πρόγραμμα·

γ)

το προσωρινό ανώτατο επίπεδο χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης για κάθε πρόγραμμα· και

δ)

τυχόν προσωρινές προϋποθέσεις από τις οποίες μπορεί να εξαρτηθεί η χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης.

3.   Τα ετήσια προγράμματα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές και οι σχετικές χρηματοδοτήσεις εγκρίνονται έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους με απόφαση επιδότησης η οποία αφορά τα μέτρα που υλοποιήθηκαν και τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου του εν λόγω έτους. Μετά την υποβολή των ενδιάμεσων εκθέσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 28, η Επιτροπή μπορεί, αν χρειαστεί, να τροποποιήσει τις αποφάσεις αυτές για το σύνολο της περιόδου επιλεξιμότητας.

4.   Τα πολυετή προγράμματα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές και η σχετική χρηματοδότηση εγκρίνονται έως τις 31 Ιανουαρίου του πρώτου έτους εφαρμογής με απόφαση επιδότησης που αφορά τα μέτρα που υλοποιούνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου του πρώτου έτους εφαρμογής έως τη λήξη της περιόδου εφαρμογής.

5.   Σε περίπτωση έγκρισης πολυετών προγραμμάτων για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές, σύμφωνα με την παράγραφο 4, οι δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν να κατανεμηθούν σε ετήσιες δόσεις. Όταν οι δημοσιονομικές αναλήψεις υποχρεώσεων κατανέμονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή δεσμεύει τις ετήσιες δόσεις λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο των προγραμμάτων, τις προβλεπόμενες ανάγκες και τον διαθέσιμο προϋπολογισμό.

Άρθρο 28

Εκθέσεις

Για κάθε εγκεκριμένο ετήσιο ή πολυετές πρόγραμμα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους, ετήσια λεπτομερή τεχνική και οικονομική έκθεση για το προηγούμενο έτος Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί, τα οποία μετρούνται με βάση τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο η), καθώς και αναλυτική κατάσταση των επιλέξιμων δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί.

Επιπλέον, για κάθε εγκεκριμένο ετήσιο πρόγραμμα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, έως τις 31 Αυγούστου κάθε έτους, ενδιάμεση οικονομική έκθεση.

Άρθρο 29

Πληρωμές

Η αίτηση πληρωμής για συγκεκριμένο έτος σχετικά με πρόγραμμα για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές υποβάλλεται από το κράτος μέλος στην Επιτροπή έως τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους.

Η Επιτροπή καταβάλλει τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης για τις επιλέξιμες δαπάνες έπειτα από κατάλληλη εξακρίβωση των εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 28.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

χρηματοδοτική στήριξη επισήμων ελέγχων και άλλων δραστηριοτήτων

Άρθρο 30

Εργαστήρια αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Είναι δυνατή η χορήγηση επιδοτήσεων στα εργαστήρια αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 για την κάλυψη των δαπανών που πραγματοποιούν για την εφαρμογή των προγραμμάτων εργασίας τα οποία εγκρίνονται από την Επιτροπή.

2.   Στο πλαίσιο της παραγράφου 1 μπορούν να επιδοτηθούν οι ακόλουθες δαπάνες:

α)

δαπάνες για τα μέλη του προσωπικού τα οποία, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, εμπλέκονται άμεσα στις δραστηριότητες που εκτελούν τα εργαστήρια ως εργαστήρια αναφοράς της Ένωσης·

β)

δαπάνες κεφαλαιουχικού εξοπλισμού·

γ)

δαπάνες για αναλώσιμα υλικά·

δ)

δαπάνες αποστολής δειγμάτων, αποστολών, συνεδριάσεων και δραστηριοτήτων κατάρτισης.

Άρθρο 31

Κατάρτιση

1.   Η Ένωση μπορεί να χρηματοδοτήσει την κατάρτιση του προσωπικού των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για τους επίσημους ελέγχους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, με σκοπό την υιοθέτηση εναρμονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών.

2.   Η Επιτροπή καταρτίζει προγράμματα κατάρτισης που καθορίζουν τις προτεραιότητες παρέμβασης με βάση τους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί για τη δημόσια υγεία, την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων και την υγεία των φυτών.

3.   Για να μπορούν να λάβουν χρηματοδότηση από την Ένωση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι οι γνώσεις που αποκτούν μέσω των δραστηριοτήτων κατάρτισης που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο διαδίδονται όπως χρειάζεται και ότι χρησιμοποιούνται κατάλληλα στα εθνικά προγράμματα κατάρτισης.

4.   Επιλέξιμες για τη χρηματοδοτική συνδρομή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορούν να είναι οι ακόλουθες δαπάνες:

α)

δαπάνες οργάνωσης των δραστηριοτήτων κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένης κατάρτισης που είναι επίσης ανοικτή σε συμμετέχοντες από τρίτες χώρες, ή ανταλλαγών·

β)

οδοιπορικά, έξοδα διαμονής και ημερήσιου επιδόματος των υπαλλήλων των αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν στην κατάρτιση

Άρθρο 32

Εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη

Η Ένωση μπορεί να παράσχει οικονομική ενίσχυση για την κάλυψη των οδοιπορικών, εξόδων διαμονής και ημερήσιου επιδόματος στα οποία υποβάλλονται οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών ως αποτέλεσμα του διορισμού τους από την Επιτροπή για να επικουρούν τους εμπειρογνώμονές της, όπως προβλέπεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 και στο άρθρο 46 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

Άρθρο 33

Συντονισμένα σχέδια ελέγχου και συλλογή δεδομένων

1.   Είναι δυνατή η παροχή επιδοτήσεων στα κράτη μέλη για την κάλυψη των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται για την εφαρμογή των συντονισμένων σχεδίων ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και για τη συλλογή δεδομένων.

2.   Οι ακόλουθες δαπάνες μπορούν να είναι επιλέξιμες για παρόμοιες επιδοτήσεις:

α)

δαπάνες δειγματοληψίας και εργαστηριακών αναλύσεων,

β)

δαπάνες προμήθειας του εξοπλισμού που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του επίσημου ελέγχου και της συλλογής δεδομένων.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IV

Άλλα μέτρα

Άρθρο 34

Συστήματα πληροφοριών

1.   Η Ένωση χρηματοδοτεί τη δημιουργία και τη λειτουργία των βάσεων δεδομένων και ηλεκτρονικών συστημάτων διαχείρισης πληροφοριών, τα οποία διαχειρίζεται η Επιτροπή, που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική και αποδοτική εφαρμογή των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Η Ένωση μπορεί να παράσχει οικονομική ενίσχυση για τη δημιουργία και τη διαχείριση βάσεων δεδομένων και ηλεκτρονικών συστημάτων διαχείρισης πληροφοριών τρίτων μερών, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω βάσεις δεδομένων και ηλεκτρονικά συστήματα διαχείρισης πληροφοριών:

α)

έχουν αποδεδειγμένη προστιθέμενη αξία για το σύνολο της Ένωσης και είναι διαθέσιμα σε όλη την Ένωση σε όλους τους ενδιαφερόμενους χρήστες· και

β)

είναι αναγκαία για την αποτελεσματική και αποδοτική εφαρμογή των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Άρθρο 35

Εφαρμογή και προσαρμογή των κανόνων

1.   Η Ένωση μπορεί να χρηματοδοτεί τεχνικές και επιστημονικές εργασίες, μεταξύ των οποίων και μελέτες και δραστηριότητες συντονισμού, που είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των κανόνων για τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1 και η προσαρμογή των εν λόγω κανόνων στις επιστημονικές, τις τεχνολογικές και τις κοινωνικές εξελίξεις.

Η Ένωση μπορεί επίσης να παράσχει χρηματοδοτική συνδρομή στα κράτη μέλη ή σε διεθνείς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, προκειμένου να αναλάβουν δραστηριότητες για την υποστήριξη της ανάπτυξης και της εφαρμογής των κανόνων για τους τομείς αυτούς.

2.   Είναι δυνατόν να χορηγηθούν επιδοτήσεις για προγράμματα που καταρτίζονται από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη με σκοπό να βελτιωθεί η αποτελεσματική εκτέλεση των επίσημων ελέγχων μέσω της χρήσης καινοτόμων τεχνικών και πρωτοκόλλων.

3.   Η Ένωση μπορεί επίσης να παράσχει χρηματοδοτική συνδρομή προκειμένου να στηρίξει πρωτοβουλίες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της Ένωσης και των κρατών μελών που αποσκοπούν στην εξασφάλιση βελτιωμένης, συμμορφούμενης και βιώσιμης συμπεριφοράς κατά την εφαρμογή των κανόνων για τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 36

Προγράμματα εργασίας και χρηματοδοτικές συνεισφορές

1.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις, για τη θέσπιση κοινών ή χωριστών ετήσιων ή πολυετών προγραμμάτων εργασίας για την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στον τίτλο II, με εξαίρεση το κεφάλαιο I τμήμα 1 και το κεφάλαιο II τμήμα 1 του εν τίτλου αυτού. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 41 παράγραφος 2.

2.   Τα προγράμματα εργασίας για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 καθορίζουν τους επιδιωκόμενους επιχειρησιακούς στόχους, οι οποίοι συνάδουν με τους γενικούς και ειδικούς στόχους που ορίζονται στο άρθρο 2, τα αναμενόμενα αποτελέσματα, τη μέθοδο εφαρμογής και το συνολικό τους ποσό. Περιλαμβάνουν επίσης περιγραφή των μέτρων που πρόκειται να χρηματοδοτηθούν, ένδειξη του ποσού που πρόκειται να διατεθεί για κάθε ενέργεια και ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους. Σε ό,τι αφορά τις επιδοτήσεις, περιλαμβάνουν τις δράσεις προτεραιότητας, τα κριτήρια αξιολόγησης, το ποσοστό χρηματοδότησης και τον ενδεικτικό κατάλογο επιλέξιμων μέτρων και δαπανών, σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού.

3.   Τα προγράμματα εργασίας για την εκτέλεση των μέτρων που αναφέρονται στον τίτλο II κεφάλαιο I τμήμα 2 και στον τίτλο II κεφάλαιο II τμήμα 2 και τμήμα 3 θεσπίζονται έως τις 30 Απριλίου του έτους που προηγείται της εκτέλεσής τους, υπό τον όρο ότι έχει εγκριθεί το σχέδιο προϋπολογισμού. Αυτά τα προγράμματα εργασίας αντικατοπτρίζουν τις προτεραιότητες όπως ορίζονται στο παράρτημα III του παρόντος κανονισμού.

4.   Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των επειγόντων μέτρων για τα οποία γίνεται λόγος στον τίτλο II κεφάλαιο I τμήμα 1 και στον τίτλο II κεφάλαιο II τμήμα 1 ή όταν χρειάζεται να αντιμετωπιστούν απρόβλεπτες εξελίξεις, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον ορισμό της απόφασής της επί της χρηματοδοτικής συνεισφοράς. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 41 παράγραφος 2.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τη θέσπιση των διαδικασιών για την υποβολή από τα κράτη μέλη αιτήσεων, εκθέσεων και αιτήσεων πληρωμών για τις επιδοτήσεις που αναφέρονται στον τίτλο II κεφάλαιο I τμήματα 1 και 2 και κεφάλαιο II τμήματα 1, 2 και 3. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 41 παράγραφος 2.

Άρθρο 37

Επιτόπιοι έλεγχοι από την Επιτροπή

Η Επιτροπή μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους στα κράτη μέλη και στις εγκαταστάσεις των δικαιούχων με σκοπό να επαληθεύσει ιδίως:

α)

την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων που χρηματοδοτούνται από την Ένωση·

β)

τη συμμόρφωση των διοικητικών πρακτικών με τους κανόνες της Ένωσης·

γ)

την ύπαρξη των αναγκαίων δικαιολογητικών εγγράφων και την αντιστοιχία τους με τα μέτρα που χρηματοδοτούνται από την Ένωση.

Άρθρο 38

Πρόσβαση σε πληροφορίες

Τα κράτη μέλη και οι δικαιούχοι θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επαλήθευση της εφαρμογής των μέτρων και λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνουν τη διεξαγωγή των ελέγχων τους οποίους κρίνει ενδεδειγμένους η Επιτροπή σε σχέση με τη διαχείριση της χρηματοδότησης που χορηγεί η Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων ελέγχων.

Άρθρο 39

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι, κατά την εφαρμογή των μέτρων που χρηματοδοτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, με αποτελεσματικούς ελέγχους και, σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών, με την ανάκτηση των αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών και, ενδεχομένως, με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

2.   Η Επιτροπή ή οι εκπρόσωποί της και το Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν την εξουσία να διενεργούν εποπτικούς ελέγχους, βάσει εγγράφων και επιτόπιων ελέγχων, σε όλους τους δικαιούχους επιδοτήσεων, τους εκτελεστικούς φορείς, τους εργολάβους και τους υπεργολάβους που έλαβαν κεφάλαια της Ένωσης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) εξουσιοδοτείται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις στους οικονομικούς φορείς τους οποίους αφορά, άμεσα ή έμμεσα, η εν λόγω χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (24) με στόχο τη διαπίστωση περιπτώσεων απάτης, διαφθοράς ή οποιασδήποτε άλλης παράνομης ενέργειας που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης σε σχέση με συμφωνία ή απόφαση επιδότησης ή με σύμβαση που αφορά χρηματοδότηση από μέρους της Ένωσης.

Με την επιφύλαξη του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, οι συμφωνίες επιδοτήσεων, οι αποφάσεις επιδοτήσεων και οι συμβάσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εξουσιοδοτούν ρητά την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διενεργούν τέτοιους εποπτικούς ελέγχους, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 40

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο 7 ετών από 30 Ιουνίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της επταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει ο κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 και του άρθρου 10 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 41

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών, που συστάθηκε με το άρθρο 58 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Αν η επιτροπή πρέπει να γνωμοδοτήσει με έγγραφη διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα αν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει η απλή πλειοψηφία των μελών της.

Άρθρο 42

Αξιολόγηση

1.   Έως τις 30 Ιουνίου 2017 η Επιτροπή συντάσσει και υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης σε σχέση με το κατά πόσο, ως προς τα αποτελέσματα και τον αντίκτυπό τους, τα μέτρα που αναφέρονται στον τίτλο II κεφάλαια Ι και ΙΙ και στα άρθρα 30 και 31 του κεφαλαίου ΙΙΙ, επιτυγχάνουν τους στόχους του άρθρου 2 παράγραφος 1 όσον αφορά την αποδοτικότητα της χρήσης των πόρων και την προστιθέμενη αξία, σε επίπεδο Ένωσης. Η έκθεση αξιολόγησης εξετάζει επίσης τις δυνατότητες απλούστευσης, τη συνεχιζόμενη συνάφεια όλων των στόχων και τη συμβολή των μέτρων στις προτεραιότητες της Ένωσης για έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης για τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο των προηγούμενων μέτρων. Η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται, ενδεχομένως, από νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού.

2.   Έως τις 30 Ιουνίου 2022 η Επιτροπή πραγματοποιεί εκ των υστέρων αξιολόγηση των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. Κατά την εν λόγω εκ των υστέρων αξιολόγηση εξετάζεται η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 1 καθώς και ο αντίκτυπός τους.

3.   Οι αξιολογήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου λαμβάνουν υπόψη την πρόοδο που έχει επιτευχθεί χρησιμοποιώντας τους δείκτες για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 2 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή ανακοινώνει τα πορίσματα των αξιολογήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών.

Άρθρο 43

Πληροφόρηση, επικοινωνία και δημοσιότητα

1.   Κατά περίπτωση, οι δικαιούχοι και τα οικεία κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να δίνεται επαρκής δημοσιότητα στις χρηματοδοτικές ενισχύσεις που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ώστε να ενημερώνεται το κοινό σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζει η Ένωση στη χρηματοδότηση των μέτρων.

2.   Η Επιτροπή προβαίνει σε ενέργειες πληροφόρησης και επικοινωνίας για τα χρηματοδοτούμενα μέτρα και τα αποτελέσματά τους. Επιπλέον, ο προϋπολογισμός που διατίθεται για την επικοινωνία στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού καλύπτει επίσης την επικοινωνία σχετικά με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης.

Άρθρο 44

Καταργητικές διατάξεις

1.   Οι αποφάσεις 66/399/ΕΟΚ, 76/894/ΕΟΚ και 2009/470/ΕΚ καταργούνται.

2.   Οι παραπομπές στις αποφάσεις 66/399/ΕΟΚ και 76/894/ΕΟΚ λογίζονται ως παραπομπές στο άρθρο 58 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002.

3.   Οι παραπομπές στην απόφαση 2009/470/ΕΚ λογίζονται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 45

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Τα εθνικά προγράμματα των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, τα οποία υποβλήθηκαν στην Επιτροπή το 2012 για να εφαρμοσθούν το 2013, εκείνα τα οποία υποβλήθηκαν το 2013 για να εφαρμοσθούν το 2014 και εκείνα που υποβλήθηκαν έως τις 30 Απριλίου 2014 για να εφαρμοσθούν το 2015, είναι, υπό τον όρο της έγκρισής τους, επιλέξιμα για χρηματοδότηση της Ένωσης επί τη βάσει του άρθρου 27 της απόφασης 2009/470/ΕΚ.

Για τα εθνικά προγράμματα που εφαρμόσθηκαν το 2013 και το 2014, εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 27 παράγραφοι 7 και 8 της εν λόγω απόφασης.

Για τα εθνικά προγράμματα που εφαρμόσθηκαν το 2015, εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 27 παράγραφος 2 της εν λόγω απόφασης.

2.   Τα προγράμματα επισκοπήσεων των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, τα οποία υποβλήθηκαν στην Επιτροπή έως τις 30 Απριλίου 2014 για να εφαρμοσθούν το 2015, είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση της Ένωσης επί τη βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 6 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ. Για αυτά τα προγράμματα επισκοπήσεων, εξακολουθεί να ισχύει η παράγραφος 6 του άρθρου 23 της εν λόγω οδηγίας.

3.   Για τις αιτήσεις των κρατών μελών για χρηματοδότηση της Ένωσης αναφορικά με τα επείγοντα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού, οι οποίες υποβλήθηκαν έως τις 30 Απριλίου 2014, εξακολουθούν να ισχύουν τα άρθρα 22 έως 24 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ.

Άρθρο 46

Τροποποίηση της οδηγίας 98/56/ΕΚ

Η οδηγία 98/56/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών, που συστάθηκε με το άρθρο 58 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26).

(25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1)."

(26)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»"

2)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών, που συστάθηκε με το άρθρο 58 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.»

Άρθρο 47

Τροποποίηση της οδηγίας 2000/29/ΕΚ

Η οδηγία 2000/29/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 13γ, η παράγραφος 5 απαλείφεται.

2)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 15α

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οιοσδήποτε στην αντίληψη του οποίου υποπίπτει η παρουσία επιβλαβούς οργανισμού που παρατίθεται στο παράρτημα I ή στο παράρτημα II ή επιβλαβούς οργανισμού που καλύπτεται από μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 ή 16 παράγραφος 3, ή έχει λόγους να υποψιάζεται τέτοια παρουσία, ενημερώνει γραπτώς την αρμόδια αρχή εντός δέκα ημερολογιακών ημερών, και, εάν αυτό ζητηθεί από την αρμόδια αρχή, παρέχει τις πληροφορίες που έχει στην κατοχή του σχετικά με την παρουσία αυτή.»

3)

Τα άρθρα 22 έως 26 απαλείφονται.

Άρθρο 48

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002

Στο άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών, η οποία καλείται στο εξής «επιτροπή». Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27). Η επιτροπή οργανώνεται σε τμήματα προκειμένου να εξετάζει όλα τα συναφή θέματα.

Όλες οι αναφορές στο δίκαιο της Ένωσης στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων νοούνται ως αναφορές στην επιτροπή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 49

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004

Το άρθρο 66 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 απαλείφεται.

Άρθρο 50

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005

Το κεφάλαιο VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005 απαλείφεται.

Άρθρο 51

Τροποποίηση της οδηγίας 2008/90/ΕΚ

Στο άρθρο 19 της οδηγίας 2008/90/ΕΚ, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών, που συστάθηκε με το άρθρο 58 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29).

Άρθρο 52

Τροποποίηση της οδηγίας 2009/128/ΕΚ

Το άρθρο 22 της οδηγίας 2009/128/ΕΚ απαλείφεται.

Άρθρο 53

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009

Το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 απαλείφεται.

Άρθρο 54

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 30 Ιουνίου 2014.

Εντούτοις, το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 47 σημείο 2 εφαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 2017.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 67 της 6.3.2014, σ. 166.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Μαΐου 2014.

(3)  Κανονισμός (EE, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 884).

(4)  ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1.

(5)  Οδηγία 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, περί των μέτρων προστασίας κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ L 169 της 10.7.2000, σ. 1).

(6)  Οδηγία 69/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1969, περί της καταπολεμήσεως του καρκίνου της πατάτας (ΕΕ L 323 της 24.12.1969, σ. 1).

(7)  Οδηγία 93/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Οκτωβρίου 1993, για την καταπολέμηση της κορυνοβακτηρίωσης της πατάτας (ΕΕ L 259 της 18.10.1993, σ. 1).

(8)  Οδηγία 98/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για τον έλεγχο του Ralstonia solanacearum (Smith) Yabuuchi et al. (ΕΕ L 235 της 21.8.1998, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2007/33/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2007, για την καταπολέμηση των κυστογόνων νηματωδών της πατάτας και την κατάργηση της οδηγίας 69/465/ΕΟΚ (ΕΕ L 156 της 16.6.2007, σ. 12).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 228/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2013, για τον καθορισμό ειδικών μέτρων για τη γεωργία στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 247/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ L 78 της 20.3.2013, σ. 23).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(12)  Απόφαση 2009/470/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 σχετικά με ορισμένες δαπάνες στον κτηνιατρικό τομέα (ΕΕ L 155 της 18.6.2009, σ. 30).

(13)  Οδηγία 82/894/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1982 για την κοινοποίηση των ασθενειών των ζώων μέσα στην Κοινότητα (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 58).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(15)  Απόφαση 66/3997ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί συστάσεως μονίμου επιτροπής σπόρων προς σπορά και γεωργικών δενδροκηπευτικών και δασικών φυτών προς φύτευση (ΕΕ 125 της 11.7.1966, σ. 2289/66).

(16)  Οδηγία 76/894/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1967, για την ίδρυση Μόνιμης Φυτοϋγειονομικής Επιτροπής (ΕΕ L 340 της 9.12.1976, σ. 25).

(17)  Οδηγία 98/56/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 για την εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού καλλωπιστικών φυτών (ΕΕ L 226 της 13.8.1998, σ. 16).

(18)  Οδηγία 2008/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, για την εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων φυτών και των οπωροφόρων δένδρων που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων (ΕΕ L 267 της 8.10.2008, σ. 8).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004, της 29ης Απριλίου 2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2005, για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα ή πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης και για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 1).

(22)  Οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 71).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου της 11ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ I

Νόσοι ζώων που αναφέρονται στο άρθρο 7

Πανώλη των βοοειδών

Πανώλη των μικρών μηρυκαστικών

Φυσαλιδώδης νόσος των χοίρων

Καταρροϊκός πυρετός του προβάτου

Μεταδοτική παράλυση των χοίρων

Ευλογιά των αιγοπροβάτων

Πυρετός της κοιλάδας Rift

Οζώδης δερματίτιδα

Αφρικανική πανώλη των αλόγων

Φυσαλιδώδης στοματίτιδα

Ιογενής εγκεφαλομυελίτιδα της Βενεζουέλας προσβάλλουσα τους ίππους

Επιζωοτική αιμορραγική νόσος των ελαφιών

Κλασική πανώλη των χοίρων

Αφρικανική πανώλη των χοίρων

Λοιμώδης πλευροπνευμονία των βοοειδών

Γρίπη των πτηνών

Ψευδοπανώλη των πτηνών

Αφθώδης πυρετός

Επιζωοτική αιματοποιητική νέκρωση στα ψάρια (EHN)

Επιζωοτικό ελκογόνο σύνδρομο στα ψάρια (EUS)

Μόλυνση από Bonamia exitiosa

Μόλυνση από Perkinsus marinus

Μόλυνση από Microcytos mackini

Σύνδρομο Taura στα καρκινοειδή

Σύνδρομο της κίτρινης κεφαλής στα καρκινοειδή


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ II

Νόσοι ζώων και ζωοανθρωπονόσοι που αναφέρονται στο άρθρο 10

Φυματίωση των βοοειδών

Βρουκέλλωση των βοοειδών

Βρουκέλλωση αιγοπροβάτων (Β. melitensis)

Καταρροϊκός πυρετός του προβάτου σε περιοχές όπου ενδημεί η νόσος ή σε περιοχές υψηλού κινδύνου

Αφρικανική πανώλη των χοίρων

Φυσαλιδώδης νόσος των χοίρων

Κλασσική πανώλη των χοίρων

Άνθραξ

Λοιμώδης πλευροπνευμονία των βοοειδών

Γρίπη των πτηνών

Λύσσα

Εχινοκοκκίαση

Μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες (ΜΣΕ)

Καμπυλοβακτηρίωση

Λιστερίωση

Σαλμονέλωση (ζωονοσογόνος σαλμονέλα)

Τριχινέλλωση

Βεροτοξινογόνος E.coli

Ιογενής αιμορραγική σηψαιμία (VHS),

Μολυσματική νέκρωση του αιματοποιητικού (IHN)

Λοίμωξη του κυπρίνου Koi από ερπητοϊό (KHV)

Λοιμώδης αναιμία του σολομού (ISA)

Μόλυνση από Marteilia refringens

Μόλυνση από Bonamia ostreae

Ιχθυοφθειρίαση μαλακοστράκων


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ III

Προτεραιότητες για τα προγράμματα εργασίας της Επιτροπής που αναφέρονται στον Τίτλο II Κεφάλαιο I Τμήμα 2 και στον Τίτλο II Κεφάλαιο II Τμήμα 2 και Τμήμα 3

Προτεραιότητες για χρηματοδοτική στήριξη της Ένωσης, όσον αφορά τον προσανατολισμό των εθνικών προγραμμάτων καταπολέμησης, ελέγχου και επιτήρησης των νόσων ζώων και ζωοανθρωπονόσων:

νόσοι με αντίκτυπο στην ανθρώπινη υγεία·

νόσοι με αντίκτυπο στην υγεία των ζώων, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνητική εξάπλωσή τους και τα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας στον ζωικό πληθυσμό·

νόσοι και ζωοανθρωπονόσοι που κινδυνεύουν να εισαχθούν και/ή να επανεισαχθούν στο έδαφος της Ένωσης από τρίτες χώρες·

νόσοι που έχουν τις δυνατότητες να προκαλέσουν κατάσταση κρίσης με σοβαρές οικονομικές συνέπειες·

νόσοι με αντίκτυπο στο εμπόριο με τρίτες χώρες και στο εμπόριο στο εσωτερικό της ΕΕ.

Προτεραιότητες για χρηματοδοτική στήριξη της Ένωσης, όσον αφορά τον προσανατολισμό των εθνικών προγραμμάτων για επισκοπήσεις σχετικά με τους επιβλαβείς οργανισμούς για την προστασία του εδάφους της Ένωσης:

επιβλαβείς οργανισμοί που παρατίθενται στο παράρτημα I μέρος Α κεφάλαιο I και στο παράρτημα II μέρος Α κεφάλαιο I της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, για τους οποίους δεν είναι γνωστό αν απαντώνται στο έδαφος της Ένωσης·

επιβλαβείς οργανισμοί που υπόκεινται στα εγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ μέτρα της Ένωσης·

επιβλαβείς οργανισμοί που δεν παρατίθενται στην οδηγία 2000/29/ΕΚ και συνιστούν επικείμενο κίνδυνο για το έδαφος της Ένωσης·

επιβλαβείς οργανισμοί που έχουν δυνατότητες να προκαλέσουν κατάσταση κρίσης με σοβαρές οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες·

επιβλαβείς οργανισμοί με αντίκτυπο στο εμπόριο με τρίτες χώρες και το εμπόριο στο εσωτερικό της ΕΕ.

Προτεραιότητες για χρηματοδοτική στήριξη της Ένωσης, όσον αφορά τον προσανατολισμό των εθνικών προγραμμάτων για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές:

μέτρα κατά των επιβλαβών οργανισμών που συνδέονται με τις εισαγωγές και το κλίμα στις περιοχές αυτές·

μέθοδοι καταπολέμησης αυτών των επιβλαβών οργανισμών·

μέτρα κατά των επιβλαβών οργανισμών που παρατίθενται σύμφωνα με τους κανόνες για τους επιβλαβείς για τα φυτά οργανισμούς που ισχύουν σε εκείνες τις περιοχές.


ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

σχετικά με τις διαδικασίες για την έγκριση των κτηνιατρικών και φυτοϋγειονομικών προγραμμάτων

Για την καλύτερη ενημέρωση των κρατών μελών, η Επιτροπή θα οργανώνει ετήσια συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών, που θα εστιάζεται στα αποτελέσματα της διαδικασίας αξιολόγησης των προγραμμάτων. Η συνάντηση αυτή θα πραγματοποιείται το αργότερο στις 30 Νοεμβρίου του έτους που προηγείται της υλοποίησης των προγραμμάτων.

Σε συνάρτηση με αυτή τη συνεδρίαση, η Επιτροπή θα υποβάλλει τον κατάλογο των προγραμμάτων που εγκρίνονται από τεχνική άποψη και προτείνονται για συγχρηματοδότηση. Τόσο οι οικονομικές όσο και οι τεχνικές λεπτομέρειες θα συζητούνται με τις εθνικές αντιπροσωπείες, και θα λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις τους.

Επιπλέον, πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, η Επιτροπή, κατά τη συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής για τα φυτά, τα ζώα, τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές, τον Ιανουάριο, θα κοινοποιεί στα κράτη μέλη τον τελικό κατάλογο των προγραμμάτων που έχουν επιλεγεί για συγχρηματοδότηση και το τελικό ποσό που διατίθεται για κάθε πρόγραμμα.

Στις αρχές Φεβρουαρίου εκάστου έτους θα διεξάγονται προπαρασκευαστικές εργασίες για την εκπόνηση του προγράμματος εργασιών για την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 9, 19 και 25 με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, προκειμένου να παρέχονται στα κράτη μέλη οι σχετικές πληροφορίες για την εφαρμογή των προγραμμάτων εξάλειψης και επίβλεψης.


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/33


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 653/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο β),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το 1997, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (3) ενισχύθηκαν οι κανόνες της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και την ιχνηλασιμότητα των βοοειδών στο πλαίσιο της επιδημίας της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ) και της αυξανόμενης ανάγκης που δημιούργησε για την ιχνηλασιμότητα της καταγωγής του ζώου και των μετακινήσεών του με τη χρήση συμβατικών ενωτίων.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να δημιουργήσει σύστημα για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 θεσπίζει ένα σύστημα για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών, το οποίο περιλαμβάνει ενώτια που τοποθετούνται και στα δύο αυτιά του ζώου, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, διαβατήρια ζώων και ατομικά μητρώα που τηρεί κάθε εκμετάλλευση.

(4)

Η ιχνηλασιμότητα του βοείου κρέατος στην πηγή μέσω της αναγνώρισης και της καταγραφής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επισήμανση της καταγωγής σε όλη την τροφική αλυσίδα. Τα μέτρα αυτά εξασφαλίζουν την προστασία του καταναλωτή και της δημόσιας υγείας και προάγουν την εμπιστοσύνη του καταναλωτή.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 και, ειδικότερα, η αναγνώριση των βοοειδών και τα συστήματα προαιρετικής επισήμανσης του βοείου κρέατος αναφέρονται ως υποχρεώσεις πληροφόρησης με ειδική σημασία από την άποψη του φόρτου που συνεπάγονται για τις επιχειρήσεις στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 22ας Οκτωβρίου 2009, με τίτλο «Πρόγραμμα δράσης για τη μείωση του διοικητικού φόρτου στην ΕΕ — Τομεακά προγράμματα μείωσης διοικητικού φόρτου και ενέργειες για το 2009».

(6)

Η χρήση συστημάτων ηλεκτρονικής αναγνώρισης («EID») θα συνέβαλλε ενδεχομένως στην ορθολογική οργάνωση των διαδικασιών ιχνηλασιμότητας μέσω αυτόματης και ακριβέστερης ανάγνωσης και καταγραφής στο μητρώο των εκμεταλλεύσεων. Επιπλέον, θα καθιστούσε δυνατή την αυτόματη αναφορά των κινήσεων των ζώων στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων βελτιώνοντας έτσι την ταχύτητα, την αξιοπιστία και την ακρίβεια του συστήματος ιχνηλασιμότητας και τη διαχείριση ορισμένων απευθείας πληρωμών προς τους αγρότες. Η χρήση των ανωτέρω συστημάτων EID θα βελτιώσει και τη διαχείριση ορισμένων αμέσων πληρωμών στους αγρότες.

(7)

Τα συστήματα EID που βασίζονται σε ραδιοσυχνική αναγνώριση έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα έτη. Η εν λόγω τεχνολογία καθιστά δυνατή τη γρηγορότερη και ακριβέστερη ανάγνωση των ατομικών κωδικών ταυτότητας των ζώων απευθείας στα συστήματα επεξεργασίας δεδομένων. Αυτό φέρνει μείωση του αναγκαίου χρόνου για την ιχνηλασιμότητα των πιθανών μολυσμένων ζώων ή τροφίμων, γεγονός που συνεπάγεται βελτίωση της αξιοπιστίας των βάσεων δεδομένων και ενίσχυση της δυνατότητας έγκαιρης αντίδρασης σε περίπτωση έξαρσης ασθενειών, εξοικονομώντας κόστος εργασίας, παρότι συνεπάγεται αύξηση του κόστους εξοπλισμού.

(8)

Ο παρών κανονισμός εναρμονίζεται με το γεγονός ότι τα συστήματα EID έχουν ήδη εισαχθεί στην Ένωση για ζωικά είδη άλλα από τα βοοειδή, όπως το υποχρεωτικό σύστημα που χρησιμοποιείται στα αιγοπρόβατα.

(9)

Δεδομένης της τεχνολογικής προόδου όσον αφορά τα συστήματα EID, ορισμένα κράτη μέλη αποφάσισαν να αρχίσουν την προαιρετική εφαρμογή της EID για τα βοοειδή. Οι πρωτοβουλίες αυτές ενδέχεται να φέρουν την ανάπτυξη διαφορετικών συστημάτων σε επιμέρους κράτη μέλη ή από ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτή η ανάπτυξη θα εμπόδιζε τη μεταγενέστερη εναρμόνιση των τεχνικών προτύπων εντός της Ένωσης. Θα πρέπει όμως να εξασφαλιστεί ότι τα συστήματα αναγνώρισης που θα υιοθετήσουν τα κράτη μέλη θα είναι διαλειτουργικά και σύμφωνα προς τα σχετικά πρότυπα ISO ή οποιοδήποτε άλλο διεθνές τεχνικό πρότυπο εγκριθέν από ανεγνωρισμένους διεθνούς οργανισμούς τυποποίησης, εφόσον αυτά τα διεθνή πρότυπα μπορούν να εγγυηθούν τουλάχιστον ένα επίπεδο επιδόσεων υψηλότερο από εκείνο των προτύπων ISO.

(10)

Η έκθεση της Επιτροπής της 25ης Ιανουαρίου 2005 σχετικά με τη δυνατότητα θέσπισης συστημάτων EID για τα βοοειδή συμπεραίνει ότι έχει αποδειχθεί ότι η ραδιοσυχνική αναγνώριση έχει εξελιχθεί σε βαθμό που θα μπορούσε ήδη να εφαρμοστεί στην πράξη. Συμπεραίνει επίσης ότι είναι άκρως επιθυμητό να υπάρξει στροφή προς την EID των βοοειδών εντός της Ένωσης, επειδή, εκτός από άλλα πλεονεκτήματα, θα συνέβαλε και στη μείωση του διοικητικού φόρτου.

(11)

Σύμφωνα με την από 10 Σεπτεμβρίου 2008 ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «σχέδιο δράσης για την εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για την υγεία των ζώων», η Επιτροπή οφείλει να απλουστεύσει τις υποχρεώσεις πληροφόρησης, όπως τα μητρώα εκμεταλλεύσεων και τα διαβατήρια ζώων, κατά την εισαγωγή των συστημάτων EID.

(12)

Η από 19 Σεπτεμβρίου 2007 ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «σχετικά με μια νέα στρατηγική σχετικά με την υγεία των ζώων για την Ευρωπαϊκή Ένωση (2007-2013), σύμφωνα με την οποία «η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία» », προτείνει να εξεταστεί η EID για τα βοοειδή ως πιθανή βελτίωση του υφιστάμενου συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής της Ένωσης για την απλούστευση των υποχρεώσεων πληροφόρησης, όπως μητρώα εκμεταλλεύσεων και διαβατήρια ζώων, και προτείνει την εφαρμογή συστήματος ηλεκτρονικής ανταλλαγής διαβατηρίων βοοειδών. Η εν λόγω ανταλλαγή προϋποθέτει την εισαγωγή EID με την εισαγωγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο. Μια τέτοια ανταλλαγή θα έφερε σημαντική εξοικονόμηση κόστους και προσπαθειών για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και άλλων ενδιαφερομένων, και θα μείωνε τον φόρτο εργασίας κατά τη μεταβίβαση δεδομένων από τα διαβατήρια ζώων σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Ο παρών κανονισμός συνάδει με την εν λόγω πρωτοβουλία.

(13)

Ο παρών κανονισμός αναμένεται, συνεπώς, να συμβάλει σε κάποιους θεμελιώδεις στόχους σημαντικών στρατηγικών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, με τη βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης, της συνοχής και της ανταγωνιστικότητας.

(14)

Ορισμένες τρίτες χώρες έχουν ήδη κανόνες που επιτρέπουν προηγμένες τεχνολογίες EID. Η Ένωση θα πρέπει να θεσπίσει παρόμοιους κανόνες για τη διευκόλυνση του εμπορίου και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του γαλακτοκομικού τομέα.

(15)

Υπό το φως της τεχνολογικής ανάπτυξης νέων τύπων ηλεκτρονικών συστημάτων αναγνώρισης, είναι σκόπιμο να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των μέσων αναγνώρισης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 για να καταστεί δυνατή η χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών αναγνώρισης ως επίσημων μέσων ηλεκτρονικής αναγνώρισης. Εφόσον η εισαγωγή των αντίστοιχων διατάξεων συνεπάγεται σημαντικές επενδύσεις, χρειάζεται μια μεταβατική περίοδος πέντε ετών που θα δώσει στα κράτη μέλη τον αναγκαίο χρόνο για να ετοιμασθούν. Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, τα συμβατικά ενώτια θα συνεχίσουν να είναι το μόνο επίσημο μέσον αναγνώρισης για τα βοοειδή.

(16)

Αν γίνει υποχρεωτική η EID σε ολόκληρη την Ένωση, θα μπορούσαν να υπάρχουν αρνητικές οικονομικές επιδράσεις για ορισμένους επιχειρηματίες. Συνεπώς, είναι σκόπιμο, όταν αναγνωριστεί η EID από τον παρόντα κανονισμό ως επίσημο μέσον αναγνώρισης, να μπορούν οι κτηνοτρόφοι να τη χρησιμοποιούν σε προαιρετική βάση. Στο πλαίσιο αυτού του προαιρετικού καθεστώτος, η EID θα μπορούσε να επιλεγεί από κτηνοτρόφους που ενδέχεται να έχουν οικονομικό όφελος από αυτήν, ενώ θα πρέπει να επιτρέπονται άλλοι κτηνοτρόφοι να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα συμβατικά ενώτια για την αναγνώριση των ζώων τους.

(17)

Τα κράτη μέλη έχουν πολύ διαφορετικά συστήματα κτηνοτροφίας, γεωργικές πρακτικές και οργανώσεις του τομέα. Συνεπώς, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να κάνουν υποχρεωτική την EID στο έδαφός τους, μόνον όταν το θεωρούν κατάλληλο, κατόπιν εξέτασης όλων αυτών των παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων και των συνεπειών για τους αγρότες κατόχους μικρών εκμεταλλεύσεων, και μετά από διαβούλευση με τις οργανώσεις που εκπροσωπούν τον κτηνοτροφικό κλάδο. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές ζώων εντός Ένωσης η υποχρέωση ηλεκτρονικής αναγνώρισης ενός βοοειδούς θα πρέπει να υπάγεται στην ευθύνη του κράτους μέλους που έχει καταστήσει υποχρεωτική στο έδαφός του τη χρήση της EID. Τούτο δεν θα πρέπει να συνεπάγεται για το εν λόγω κράτος μέλος την υποχρέωση εκ νέου αναγνώρισης ζώων που έχουν ήδη αναγνωρισθεί ηλεκτρονικώς στο κράτος μέλος αποστολής.

(18)

Τα ζώα και το κρέας που εισέρχονται στην Ένωση από τρίτες χώρες θα πρέπει να υπόκεινται σε απαιτήσεις αναγνώρισης και ιχνηλασιμότητας που να παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας.

(19)

Τα ζώα που εισάγονται στην Ένωση από τρίτες χώρες θα πρέπει κατά την άφιξή τους να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις αναγνώρισης που εφαρμόζονται στα ζώα που γεννήθηκαν στην Ένωση.

(20)

Τα δυο επίσημα μέσα αναγνώρισης ενός ζώου θα πρέπει να φέρουν τον ίδιο κωδικό αναγνώρισης. Ωστόσο, κατά την αρχική φάση προσαρμογής στη χρήση συσκευών ηλεκτρονικής αναγνώρισης ως επίσημων μέσων αναγνώρισης, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί ότι, ενίοτε, ο αρχικός κωδικός ταυτοποίησης του ζώου, λόγω τεχνικών περιορισμών στη διαμόρφωση του δεν θα είναι δυνατόν να αναπαραχθεί σε συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν οι χαρακτήρες που σχηματίζουν τον κωδικό ταυτοποίησης καθιστούν αδύνατη τη μετατροπή του κωδικού σε ηλεκτρονική μορφή. Συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές εξαιρέσεις που να επιτρέπουν την εφαρμογή συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης και σε αυτά τα ζώα, υπό τον όρο να διασφαλίζεται η πλήρης ιχνηλασιμότητα και να είναι δυνατή η ατομική τους αναγνώριση, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης της εκμετάλλευσης στην οποία γεννήθηκαν.

(21)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να εκδώσει διαβατήριο για κάθε ζώο το οποίο πρέπει να ταυτοποιείται σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Αυτό προκαλεί σημαντικό διοικητικό φόρτο για τα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να δημιουργήσουν ηλεκτρονική βάση δεδομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 18 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5). Δεδομένου ότι αυτές οι βάσεις δεδομένων έπρεπε να είναι πλήρως λειτουργικές από τις 31 Δεκεμβρίου 1999, θα πρέπει να εξασφαλίζουν επαρκώς την ιχνηλασιμότητα των εγχώριων μετακινήσεων των βοοειδών. Συνεπώς, διαβατήρια θα πρέπει να εκδίδονται μόνο για ζώα που προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης. Εντούτοις, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να αποκλείουν τυχόν εθνικές διατάξεις όσον αφορά την έκδοση διαβατηρίων για ζώα που δεν προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης.

(22)

Το δοκιμαστικό σχέδιο ανταλλαγής διαβατηρίων βοοειδών μεταξύ κρατών μελών (BOVEX) θεσπίστηκε από την Επιτροπή με σκοπό τη διευκόλυνση της ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ κρατών μελών και, παράλληλα, τη διευκόλυνση της ιχνηλασιμότητας των ζώων κατά τις μετακινήσεις τους εντός της Ένωσης. Μόλις καταστεί πλήρως λειτουργικό το σύστημα ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των εθνικών ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων, η απαίτηση για την έκδοση διαβατηρίων ζώων υπό μορφή εντύπων δεν θα πρέπει να ισχύει πλέον για ζώα που προορίζονται για μετακινήσεις εντός της Ένωσης. Τούτο θα πρέπει να οδηγήσει σε μείωση του διοικητικού φόρτου των κρατών μελών και των οικονομικών παραγόντων.

(23)

Στο τμήμα II του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 καθορίζονται οι κανόνες για το προαιρετικό σύστημα επισήμανσης του βοείου κρέατος οι οποίοι προβλέπουν την έγκριση ορισμένων προδιαγραφών επισήμανσης από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους. Ο διοικητικός φόρτος και τα έξοδα που προκύπτουν για τα κράτη μέλη και τους οικονομικούς παράγοντες κατά την εφαρμογή του συστήματος αυτού είναι δυσανάλογα με τα πλεονεκτήματα του συστήματος. Δεδομένου ότι έχει εγκριθεί νέα νομοθεσία μετά την έγκριση του εν λόγω κανονισμού, οι ειδικοί κανόνες περί συστήματος προαιρετικής επισήμανσης έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου και θα πρέπει, συνεπώς, να διαγραφούν χωρίς όμως να απειλούνται το δικαίωμα των επιχειρηματιών να ενημερώνουν τους καταναλωτές μέσω της προαιρετικής επισήμανσης σχετικά με τα χαρακτηριστικά του κρέατος και το δικαίωμα των καταναλωτών να λαμβάνουν επαληθεύσιμες πληροφορίες. Συνεπώς, όπως για κάθε άλλο είδος κρέατος, οι πληροφορίες για το βόειο κρέας που υπερβαίνουν την υποχρεωτική επισήμανση θα πρέπει να τηρούν την ισχύουσα οριζόντια νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(24)

Για την αποφυγή του κινδύνου απάτης στον τομέα της επισήμανσης του κρέατος και για την προστασία των ευρωπαίων καταναλωτών, οι έλεγχοι και οι κυρώσεις θα πρέπει να έχουν επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα.

(25)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1169/2011, η Επιτροπή υπέβαλε έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης για το κρέας που χρησιμοποιείται ως συστατικό. Η έκθεση μπορεί να συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, προκειμένου να διασφαλίζεται μεγαλύτερη διαφάνεια στην όλη αλυσίδα του κρέατος και να ενημερώνονται καλύτερα οι ευρωπαίοι καταναλωτές. Έχοντας υπόψη τα προβλήματα σχετικά με την επισήμανση του κρέατος που έχουν επηρεάσει προσφάτως τη λειτουργία της αλυσίδας του κρέατος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ανέμεναν ότι η έκθεση θα εγκρινόταν το συντομότερο δυνατό κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου του 2013 και τελικά εγκρίθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2013.

(26)

Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(27)

Για να εξασφαλιστεί ότι θα εφαρμόζεται σωστά η λειτουργία των αναγκαίων κανόνων αναγνώρισης, καταγραφής και ιχνηλασιμότητας των βοοειδών και του βοείου κρέατος, θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σχετικά με τις απαιτήσεις για εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης των βοοειδών, τις ειδικές περιστάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τις μέγιστες περιόδους για την εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης, τα δεδομένα που ανταλλάσσονται μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών, τη μέγιστη περίοδο για ορισμένες υποχρεώσεις αναφοράς, τις απαιτήσεις για εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης, την προσθήκη μέσων αναγνώρισης στον κατάλογο που θεσπίζεται στο παράρτημα Ι, τους κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες από την ηλεκτρονική βάση δεδομένων που πρέπει να περιλαμβάνονται στα διαβατήρια ζώων και στα επιμέρους μητρώα που πρέπει να τηρούνται σε κάθε εκμετάλλευση, την αναγνώριση και καταγραφή των μετακινήσεων των βοοειδών όταν εγκαταλείπουν την εκμετάλλευση για άλλους βοσκοτόπους αναλόγως εποχής, συμπεριλαμβανομένης της μετακίνησης, τους κανόνες επισήμανσης ορισμένων προϊόντων οι οποίοι θα είναι ισοδύναμοι με τους κανόνες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000, τις διατάξεις επισήμανσης που άπτονται μιας απλοποιημένης παρουσίασης της ένδειξης προέλευσης για περιπτώσεις εξαιρετικά σύντομης παραμονής του ζώου στο κράτος μέλος ή στη τρίτη χώρα γέννησης ή σφαγής και τους ορισμούς και τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους όρους ή τις κατηγορίες όρων που μπορούν να μπουν στις ετικέτες του προσυσκευασμένου νωπού και κατεψυγμένου βοείου κρέατος. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και κατάρτιση αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(28)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την καταγραφή των εκμεταλλεύσεων που χρησιμοποιούν εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις λεπτομερείς διαδικασίες για την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών, την αναγνώριση της πλήρους λειτουργικότητας του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων, τον μορφότυπο και τον σχεδιασμό των μέσων αναγνώρισης, τις τεχνικές διαδικασίες και τα πρότυπα για την υλοποίηση της EID, τους κανόνες σχετικά με τη διαμόρφωση του κωδικού αναγνώρισης, το μέγιστο μέγεθος και τη σύνθεση ορισμένων ομάδων ζώων, πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(29)

Η εκτέλεση του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να παρακολουθείται. Συνεπώς, το αργότερο εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού στη περίπτωση των διατάξεων που αφορούν το προαιρετικό σύστημα επισήμανσης του βοείου κρέατος και εντός εννέα ετών στη περίπτωση των διατάξεων που αφορούν την EID, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο δύο εκθέσεις που αμφότερες θα εξετάζουν τόσο την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού όσο και την τεχνική και οικονομική σκοπιμότητα της καθιέρωσης της υποχρεωτικής EID σε ολόκληρη την Ένωση. Οι εν λόγω εκθέσεις θα πρέπει να συνοδεύονται, εφόσον είναι απαραίτητο, από τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.

(30)

Θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 2 απαλείφεται.

2)

Στο άρθρο 2, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—   “ζώο”: βοοειδές, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ, συμπεριλαμβανομένων των ζώων που συμμετέχουν σε πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις,».

3)

Στο άρθρο 3, στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

μέσα αναγνώρισης για την ατομική αναγνώριση κάθε ζώου·».

4)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Υποχρέωση αναγνώρισης των ζώων

1.   Όλα τα ζώα σε μια εκμετάλλευση ταυτοποιούνται από δύο τουλάχιστον μέσα αναγνώρισης που καταγράφονται στο παράρτημα Ι, σύμφωνα με τους κανόνες που εγκρίνονται δυνάμει της παραγράφου 3, και εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή. Τουλάχιστον ένα από τα μέσα αναγνώρισης είναι ορατό και φέρει ορατό κωδικό αναγνώρισης.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για ζώα που έχουν γεννηθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998 και δεν προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης. Τα ζώα αυτά ταυτοποιούνται από ένα τουλάχιστον μέσο αναγνώρισης.

Προκειμένου να διασφαλίζεται η προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β όσον αφορά την προσθήκη μέσων αναγνώρισης στον κατάλογο που θεσπίζεται στο παράρτημα Ι, ενώ παράλληλα διασφαλίζει τη διαλειτουργικότητά τους.

Τα μέσα αναγνώρισης παρέχονται στην εκμετάλλευση, διανέμονται και τοποθετούνται στα ζώα κατά τρόπον που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή.

Τα δύο μέσα αναγνώρισης, τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει της παραγράφου 3 και της παρούσας παραγράφου και τα οποία τοποθετούνται σε ένα ζώο φέρουν τον ίδιο αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης, βάσει του οποίου, σε συνδυασμό με την καταγραφή των ζώων, μπορεί να ταυτοποιηθεί κάθε ζώο ατομικά και η εκμετάλλευση στην οποία γεννήθηκε.

2.   Κατ’ εξαίρεση από την παράγραφο 1, σε περίπτωση που οι χαρακτήρες που σχηματίζουν τον κωδικό αναγνώρισης του ζώου καθιστούν αδύνατη τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής αναγνώρισης με τον ίδιο αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει, υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής του, να φέρει το δεύτερο μέσο αναγνώρισης διαφορετικό κωδικό, εφόσον πληρούνται όλοι οι εξής όροι:

α)

το ζώο έχει γεννηθεί πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ),

β)

εξασφαλίζεται πλήρης ιχνηλασιμότητα,

γ)

είναι δυνατή η ατομική αναγνώριση του ζώου, καθώς και της εκμετάλλευσης στην οποία γεννήθηκε, και

δ)

το ζώο δεν προορίζεται για εμπόριο εντός της Ένωσης.

3.   Προκειμένου να διασφαλίζονται σε επαρκή βαθμό η ιχνηλασιμότητα και η προσαρμοστικότητα στην τεχνική πρόοδο, καθώς και η βέλτιστη λειτουργία του συστήματος αναγνώρισης, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β, όσον αφορά τις απαιτήσεις για τα μέσα αναγνώρισης που θεσπίζονται στο παράρτημα Ι και όσον αφορά τα μεταβατικά μέτρα που απαιτούνται για τη θέσπιση ορισμένου μέσου αναγνώρισης.

Βάσει των σχετικών προτύπων ISO ή άλλων διεθνών τεχνικών προτύπων που έχουν εγκριθεί από αναγνωρισμένους διεθνούς οργανισμούς τυποποίησης, υπό τον όρο ότι αυτά τα διεθνή πρότυπα μπορούν να εγγυηθούν τουλάχιστον ένα υψηλότερο επίπεδο επιδόσεων και αξιοπιστίας από ό,τι τα πρότυπα ISO, η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τους αναγκαίους κανόνες όσον αφορά:

α)

το μορφότυπο και το σχέδιο των μέσων αναγνώρισης,

β)

τις τεχνικές διαδικασίες για την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών, και

γ)

τη διαμόρφωση του κωδικού αναγνώρισης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.

4.   Με ισχύ από τις 18 Ιουλίου 2019, τα κράτη μέλη φροντίζουν να δημιουργηθεί η αναγκαία υποδομή προκειμένου να είναι δυνατή η αναγνώριση των ζώων βάσει συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης που λειτουργεί επισήμως ως μέσο αναγνώρισης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Με ισχύ από τις 18 Ιουλίου 2019, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εθνικές διατάξεις για να καταστεί υποχρεωτική η χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης ως ένα από τα δύο μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν την επιλογή που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο υποβάλλουν στην Επιτροπή το κείμενο των σχετικών εθνικών διατάξεων και δημοσιοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες στο διαδίκτυο. Η Επιτροπή επικουρεί τα κράτη μέλη διαθέτοντας στο κοινό τις πληροφορίες αυτές μέσω κοινοποίησης στην ιστοσελίδα της των συνδέσμων με τις σχετικές ιστοσελίδες των κρατών μελών.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα βοοειδή που προορίζονται για πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις, εκτός από εμποροπανηγύρεις και εκθέσεις, μπορούν να ταυτοποιηθούν με εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης που προσφέρουν ισότιμα πρότυπα αναγνώρισης με εκείνα που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο 1.

Οι εκμεταλλεύσεις που κάνουν χρήση των εναλλακτικών μέσων αναγνώρισης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καταγράφονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων όπως προβλέπεται στο άρθρο 5.

Η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους αναγκαίους κανόνες σχετικά με τις εν λόγω καταγραφές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ιχνηλασιμότητα βάσει προτύπων αναγνώρισης που είναι ισότιμα με εκείνα που προβλέπονται στην παράγραφο 1, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β όσον αφορά τις απαιτήσεις των εναλλακτικών μέσων αναγνώρισης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων που απαιτούνται για τη θέσπισή τους.

Η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει, με εκτελεστικές πράξεις, τους κανόνες σχετικά με τον μορφότυπο και τον σχεδιασμό των εναλλακτικών μέσων αναγνώρισης, όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων που απαιτούνται για τη θέσπισή τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.

6.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στα υπόλοιπα κράτη μέλη και στην Επιτροπή το υπόδειγμα των μέσων αναγνώρισης που χρησιμοποιείται στην επικράτειά του. Τα κράτη μέλη καθιστούν τις πληροφορίες αυτές διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Η Επιτροπή επικουρεί τα κράτη μέλη διαθέτοντας στο κοινό τις πληροφορίες αυτές μέσω κοινοποίησης στην ιστοσελίδα της των συνδέσμων με τις σχετικές ιστοσελίδες των κρατών μελών.».

5)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 4α

Χρονική περίοδος για την εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης

1.   Τα μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εφαρμόζονται επί του ζώου εντός μέγιστης περιόδου, που καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε το ζώο, η οποία υπολογίζεται από τη γέννηση του ζώου. Η προθεσμία αυτή αρχίσει την ημέρα που γεννήθηκε το ζώο και δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες.

Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, για λόγους που σχετίζονται με τη σωματική ανάπτυξη των ζώων, η εν λόγω περίοδος μπορεί να παραταθεί έως και κατά 60 ημέρες μετά τη γέννηση του ζώου, όσον αφορά το δεύτερο μέσο αναγνώρισης.

Κανένα ζώο δεν μπορεί να εγκαταλείψει την εκμετάλλευση στην οποία γεννήθηκε πριν από την τοποθέτηση των δύο μέσων αναγνώρισης στο εν λόγω ζώο.

2.   Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης σε ειδικές περιστάσεις που χαρακτηρίζονται από πρακτικές δυσχέρειες, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για να καθορίσει τις ειδικές αυτές περιστάσεις, κατά τις οποίες θα μπορούν τα κράτη μέλη να παρατείνουν τις μέγιστες περιόδους για την εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης ώστε να υπερβαίνουν τα χρονικά διαστήματα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 πρώτο και δεύτερο εδάφιο. Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν τις δυνατότητες αυτές ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

Άρθρο 4β

Ταυτοποίηση ζώων που προέρχονται από τρίτες χώρες

1.   Ζώο που υπόκειται σε κτηνιατρικούς ελέγχους σύμφωνα με την οδηγία 91/496/ΕΟΚ και εισέρχεται στην Ένωση από τρίτη χώρα προοριζόμενο για εκμετάλλευση εντός της Ένωσης ταυτοποιείται στην εκμετάλλευση προορισμού με τα μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

Το αρχικό μέσο αναγνώρισης που τοποθετήθηκε στο ζώο στην τρίτη χώρα καταγωγής καταγράφεται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5 μαζί με τον αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης των μέσων αναγνώρισης που τοποθετούνται στο ζώο από το κράτος μέλος προορισμού.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα ζώα που προορίζονται απευθείας για σφαγείο με έδρα ένα κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι τα ζώα σφάζονται εντός 20 ημερών ύστερα από αυτούς τους κτηνιατρικούς ελέγχους σύμφωνα με την οδηγία 91/496/ΕΟΚ.

2.   Τα μέσα αναγνώρισης ζώων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 τοποθετούνται εντός μέγιστης περιόδου η οποία καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η εκμετάλλευση προορισμού. Η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες ύστερα από τους κτηνιατρικούς ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, για λόγους που σχετίζονται με τη σωματική ανάπτυξη των ζώων, η μεγίστη αυτή περίοδος μπορεί να παραταθεί έως και κατά 60 ημέρες μετά τη γέννηση του ζώου, όσον αφορά το δεύτερο μέσο αναγνώρισης.

Σε κάθε περίπτωση, τα δύο μέσα αναγνώρισης που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τοποθετούνται στα ζώα πριν να εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

3.   Όταν η εκμετάλλευση προορισμού έχει την έδρα της σε κράτος μέλος το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, τα ζώα ταυτοποιούνται με την εν λόγω συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης στην εκμετάλλευση προορισμού στην Ένωση, εντός περιόδου που καθορίζεται από το κράτος μέλος προορισμού. Η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες ύστερα από τους κτηνιατρικούς ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, για λόγους που σχετίζονται με τη σωματική ανάπτυξη των ζώων, η μεγίστη αυτή περίοδος μπορεί να παραταθεί έως και κατά 60 ημέρες μετά τη γέννηση του ζώου, όσον αφορά το δεύτερο μέσο αναγνώρισης

Σε κάθε περίπτωση, η συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης τοποθετείται στα ζώα πριν να εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

Άρθρο 4γ

Ταυτοποίηση ζώων που μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο

1.   Τα ζώα που μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε κάποιο άλλο διατηρούν τα αρχικά μέσα αναγνώρισης που τοποθετήθηκαν σε αυτά σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1.

Εντούτοις, κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, αρχής γενομένης από τις 18 Ιουλίου 2019, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προορισμού μπορεί να επιτρέψει:

α)

την αντικατάσταση ενός από τα μέσα αναγνώρισης από συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης χωρίς αλλαγή του αρχικού αποκλειστικού κωδικού αναγνώρισης του ζώου·

β)

την αντικατάσταση αμφοτέρων των μέσων αναγνώρισης από δύο νέα μέσα αναγνώρισης τα οποία φέρουν, αμφότερα, τον ίδιο, νέο, αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης. Η εν λόγω παρέκκλιση μπορεί να εφαρμοστεί έως πέντε έτη από τις 18 Ιουλίου 2019, σε περίπτωση που οι χαρακτήρες που σχηματίζουν τον κωδικό αναγνώρισης ενός συμβατικού ενωτίου ζώου καθιστούν αδύνατη τη χρήση ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης με τον ίδιο αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης και υπό την προϋπόθεση ότι το ζώο έχει γεννηθεί πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ).

2.   Αν η εκμετάλλευση προορισμού έχει έδρα σε κράτος μέλος το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης, τα ζώα ταυτοποιούνται με την εν λόγω ηλεκτρονική συσκευή το αργότερο στην εκμετάλλευση προορισμού εντός μέγιστης περιόδου που καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η εκμετάλλευση προορισμού. Η εν λόγω μέγιστη περίοδος δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες από την ημερομηνία άφιξης των ζώων στην εκμετάλλευση προορισμού.

Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, για λόγους που σχετίζονται με τη σωματική ανάπτυξη των ζώων, η μεγίστη αυτή περίοδος μπορεί να παραταθεί έως και κατά 60 ημέρες μετά τη γέννηση του ζώου, όσον αφορά το δεύτερο μέσο αναγνώρισης.

Σε κάθε περίπτωση, η συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης τοποθετείται στα ζώα πριν εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα ζώα που προορίζονται απευθείας για σφαγείο που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώριση.

Άρθρο 4δ

Αφαίρεση, τροποποίηση ή αντικατάσταση των μέσων αναγνώρισης

Τα μέσα αναγνώρισης δεν επιτρέπεται να αφαιρούνται, να τροποποιούνται ή να αντικαθίστανται χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής. Η άδεια αυτού του είδους μπορεί να χορηγείται μόνο αν η αφαίρεση, η τροποποίηση ή η αντικατάσταση δεν μειώνει την ιχνηλασιμότητα του ζώου και εφόσον είναι δυνατή η ατομική αναγνώριση του ζώου καθώς και της εκμετάλλευσης στην οποία γεννήθηκε.

Οποιαδήποτε αντικατάσταση ενός κωδικού αναγνώρισης καταγράφεται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5 μαζί με τον αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης των αρχικών μέσων αναγνώρισης του ζώου.».

6)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Η αρμόδια αρχή των κρατών μελών δημιουργεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 18 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά δεδομένα μεταξύ των ηλεκτρονικών τους βάσεων δεδομένων από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αναγνωρίζει την πλήρη λειτουργικότητα του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων. Η ανταλλαγή αυτή γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων και να αποφεύγεται κάθε είδους καταχρηστική πρακτική, με στόχο την προστασία των συμφερόντων του κτηνοτρόφου.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, για να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με τα δεδομένα που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών.

Η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει τις τεχνικές προϋποθέσεις και διαδικασίες για την ανταλλαγή αυτή και αναγνωρίζει την πλήρη λειτουργικότητα του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.».

7)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Όταν ένα κράτος μέλος δεν ανταλλάσσει ηλεκτρονικά στοιχεία με άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ανταλλαγής που αναφέρεται στο άρθρο 5 συμβαίνουν τα ακόλουθα:

α)

η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους εκδίδει, για κάθε ζώο, διαβατήριο που προορίζεται για το εμπόριο εντός της Ένωσης με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος·

β)

κάθε ζώο για το οποίο έχει εκδοθεί διαβατήριο συνοδεύεται από αυτό κάθε φορά που μετακινείται από ένα κράτος σε άλλο·

γ)

κατά την άφιξη του ζώου στην εκμετάλλευση προορισμού, το διαβατήριο που συνοδεύει το ζώο παραδίδεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η εκμετάλλευση προορισμού.

2.   Για να είναι δυνατή η ιχνηλασιμότητα των μετακινήσεων των ζώων έως πίσω στην εκμετάλλευση καταγωγής που βρίσκεται σε κράτος μέλος, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, για να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες από την ηλεκτρονική βάση δεδομένων που πρέπει να περιλαμβάνονται στο διαβατήριο ζώου, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων για τη θέσπισή τους.».

8)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν παρακωλύουν εθνικές διατάξεις κράτους μέλους όσον αφορά την έκδοση διαβατηρίων για ζώα που δεν προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης.».

9)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε μετακίνηση προς και από την εκμετάλλευση και κάθε γέννηση και θάνατο των ζώων της εκμετάλλευσης, μαζί με τις ημερομηνίες των εν λόγω γεγονότων, εντός της μέγιστης περιόδου που καθορίζεται από το οικείο κράτος μέλος· η μέγιστη περίοδος αυτή διαρκεί τουλάχιστον τρεις ημέρες και δεν υπερβαίνει τις επτά ημέρες ύστερα από την επέλευση ενός από τα εν λόγω γεγονότα· τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή την παράταση της μέγιστης περιόδου των επτά ημερών.»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για να λαμβάνονται υπόψη πρακτικές δυσχέρειες σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, για τον καθορισμό των εξαιρετικών περιστάσεων κατά τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τη μέγιστη περίοδο των επτά ημερών που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση του πρώτου εδαφίου, μαζί με τη μέγιστη διάρκεια της εν λόγω παράτασης, η οποία δεν υπερβαίνει τις 14 ημέρες μετά την περίοδο των επτά ημερών που αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση του πρώτου εδαφίου.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για να διασφαλίζεται η επαρκής και αποτελεσματική ιχνηλασιμότητα των βοοειδών όταν εγκαταλείπουν την εκμετάλλευση για άλλους βοσκοτόπους αναλόγως εποχής, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β σχετικά με τα κράτη μέλη ή τις περιοχές των κρατών μελών όπου ισχύουν ειδικοί κανόνες για την εποχιακή βόσκηση, συμπεριλαμβανομένων της χρονικής περιόδου, των ειδικών υποχρεώσεων των κτηνοτρόφων και των κανόνων για την καταγραφή των εκμεταλλεύσεων και την καταγραφή των μετακινήσεων αυτών των βοοειδών, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων για τη θέσπισή τους.»·

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, η τήρηση μητρώου είναι προαιρετική για κάθε κτηνοτρόφο, ο οποίος:

α)

έχει πρόσβαση στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5, η οποία περιέχει ήδη πληροφορίες που συμπεριλαμβάνονται στο μητρώο· και

β)

εισάγει ή μεριμνά για την εισαγωγή επίκαιρων στοιχείων απευθείας στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5.

6.   Για να διασφαλίζεται η ακρίβεια και η αξιοπιστία των πληροφοριών που πρόκειται να συμπεριληφθούν στο μητρώο εκμετάλλευσης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για να καθορίσει τους αναγκαίους κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο εν λόγω μητρώο, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων για τη θέσπισή τους.».

10)

Το άρθρο 8 απαλείφεται.

11)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Κατάρτιση

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε άτομο αρμόδιο για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων έχει λάβει οδηγίες και καθοδήγηση σχετικά με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού και όλες τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Οποτεδήποτε τροποποιούνται οι σχετικές διατάξεις, οι σχετικές πληροφορίες τίθενται στη διάθεση του ατόμου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να είναι διαθέσιμα αντίστοιχα προγράμματα επιμόρφωσης.

Η Επιτροπή διευκολύνει την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών με σκοπό να βελτιώσει την ποιότητα των πληροφοριών και της κατάρτισης σε ολόκληρη την Ένωση.».

12)

Το άρθρο 10 απαλείφεται.

13)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «βόειο κρέας»: όλα τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 0201, 0202, 0206 10 95 και 0206 29 91,

2)   «επισήμανση»: η τοποθέτηση ετικέτας σε τεμάχιο ή τεμάχια κρέατος χωριστά ή στο υλικό συσκευασίας τους ή, σε περίπτωση μη προσυσκευασμένων προϊόντων, η παροχή των ενδεδειγμένων γραπτών και ευδιάκριτων πληροφοριών στον καταναλωτή στο σημείο πώλησης,

3)   «οργάνωση»: ομάδα επιχειρηματιών του ιδίου ή διαφορετικών τομέων εμπορίας του βοείου κρέατος,

4)   «κιμάς»: κρέας χωρίς οστά το οποίο έχει υποστεί άλεσμα σε τεμάχια και περιέχει αλάτι σε ποσοστό μικρότερο του 1 % και υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0201, 0202, 0206 10 95 και 0206 29 91,

5)   «τρίμματα κρέατος»: μικρά τεμάχια κρέατος, τα οποία αναγνωρίζονται ως κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση και τα οποία παράγονται αποκλειστικά από ξάκρισμα κατά τη διάρκεια της αποστέωσης και/ή του τεμαχισμού των σφαγίων,

6)   «τεμαχισμένο κρέας»: κρέας τεμαχισμένο σε μικρούς κύβους, φέτες ή άλλες ατομικές μερίδες, το οποίο δεν χρειάζεται περαιτέρω τεμαχισμό από επιχειρηματίες πριν από την αγορά τους από τον τελικό καταναλωτή, ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιήσει κατευθείαν. Από τον παρόντα ορισμό εξαιρούνται ο κιμάς και τα τρίμματα κρέατος.».

14)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

απαλείφονται οι παράγραφοι 3 και 4·

β)

στην παράγραφο 5, η εισαγωγική πρόταση στο στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Οι επιχειρηματίες και οι οργανώσεις αναγράφουν στην ετικέτα και τις ακόλουθες ενδείξεις:»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Για να αποφεύγεται η άσκοπη επανάληψη της μνείας στην επισήμανση του βοείου κρέατος των κρατών μελών ή των τρίτων χωρών όσον έγινε η εκτροφή, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, που άπτονται μιας απλοποιημένης παρουσίασης της ένδειξης προέλευσης για περιπτώσεις εξαιρετικά σύντομης παραμονής του ζώου στο κράτος μέλος ή στη τρίτη χώρα γέννησης ή σφαγής.

Η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, θεσπίζει κανόνες σχετικά με το μέγιστο μέγεθος και τη σύνθεση της ομάδας ζώων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 στοιχείο α), έχοντας λάβει υπόψη περιορισμούς που έχουν σχέση με την ομοιογένεια των ομάδων των ζώων από τα οποία προέρχονται τα εν λόγω τεμαχισμένα κρέατα και τρίμματα κρέατος. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.».

15)

Στο άρθρο 14, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους οριζόντιους κανόνες σχετικά με την επισήμανση στο παρόν τμήμα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β, ώστε να καθορίσει, βάσει της σχετικής με τον κιμά εμπειρίας, κανόνες ισοδύναμους με εκείνους που προβλέπονται στα πρώτα τρία εδάφια του παρόντος άρθρου για τρίμματα βοείου κρέατος ή τεμαχισμένο βόειο κρέας.».

16)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Υποχρεωτική επισήμανση για το βόειο κρέας από τρίτες χώρες

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13, το βόειο κρέας που εισάγεται στο έδαφος της Ένωσης, για το οποίο δεν είναι διαθέσιμες όλες οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 13, φέρει επισήμανση με την ένδειξη:

“καταγωγή: εκτός ΕΕ” και “σφάχτηκε στην (ονομασία της τρίτης χώρας)”.».

17)

Από τις 13 Δεκεμβρίου 2014:

α)

η επικεφαλίδα του τίτλου II τμήμα II αντικαθίσταται από τις λέξεις «Προαιρετική επισήμανση»,

β)

τα άρθρα 16, 17 και 18 απαλείφονται, και

γ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο στον τίτλο II τμήμα II:

«Άρθρο 15α

Γενικοί κανόνες

Οι πληροφορίες για τα τρόφιμα πέραν εκείνων που προβλέπονται στα άρθρα 13, 14 και 15, οι οποίες προστίθενται στην επισήμανση από τους επιχειρηματίες ή τις οργανώσεις εμπορίας του βοείου κρέατος οικειοθελώς, είναι αντικειμενικές, επαληθεύσιμες από τις αρμόδιες αρχές και κατανοητές για τους καταναλωτές.

Οι εν λόγω πληροφορίες συμμορφώνονται με την οριζόντια νομοθεσία για την επισήμανση και συγκεκριμένα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

Σε περίπτωση μη τήρησης από τους επιχειρηματίες ή τις οργανώσεις εμπορίας βοείου κρέατος των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην πρώτη και στη δεύτερη παράγραφο, η αρμόδια αρχή επιβάλλει τις δέουσες κυρώσεις όπως ορίζεται στο άρθρο 22.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, σχετικά με τους ορισμούς και τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους όρους ή τις κατηγορίες όρων που μπορούν να μπουν στις ετικέτες του προσυσκευασμένου νωπού και κατεψυγμένου βοείου κρέατος.

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18).»."

18)

Τα άρθρα 19, 20 και 21 απαλείφονται.

19)

Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

Οι προβλεπόμενοι έλεγχοι διενεργούνται με την επιφύλαξη των ελέγχων που μπορεί να διενεργεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95.

Οποιεσδήποτε κυρώσεις επιβάλλονται από τα κράτη μέλη σε κτηνοτρόφο, επιχειρηματία ή οργάνωση εμπορίας βοείου κρέατος είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές.

Η αρμόδια αρχή διενεργεί κάθε χρόνο ένα ελάχιστο αριθμό επισήμων ελέγχων σχετικά με την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων που καλύπτουν το 3 % τουλάχιστον των εκμεταλλεύσεων.

Το ελάχιστο ποσοστό επίσημων ελέγχων του δευτέρου εδαφίου αυξάνεται αμέσως από την αρμόδια αρχή όπου διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων δεν έχουν τηρηθεί.

Η επιλογή των εκμεταλλεύσεων που πρόκειται να ελεγχθούν από την αρμόδια αρχή πραγματοποιείται βάσει ανάλυσης κινδύνου.

Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή έως τις 31 Αυγούστου σχετικά με τη διενέργεια των επισήμων ελέγχων κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή επιβάλλει σε κτηνοτρόφο τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:

α)

εάν για ένα ή περισσότερα ζώα σε μια εκμετάλλευση δεν τηρείται καμία από τις διατάξεις που θεσπίζονται στον τίτλο I του παρόντος κανονισμού, επιβάλλεται περιορισμός στην κίνηση όλων των ζώων από και προς την εκμετάλλευση του εν λόγω κτηνοτρόφου·

β)

σε περίπτωση ζώων για τα οποία δεν τηρούνται πλήρως οι απαιτήσεις αναγνώρισης και καταγραφής που θεσπίζονται στον τίτλο I του παρόντος κανονισμού, επιβάλλεται αμέσως περιορισμός στην κίνηση αυτών των ζώων μόνο, έως ότου επιτευχθεί πλήρης συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις·

γ)

εάν, σε μία εκμετάλλευση, ο αριθμός των ζώων για τα οποία δεν τηρούνται πλήρως οι απαιτήσεις αναγνώρισης και καταγραφής που θεσπίζονται στον τίτλο I υπερβαίνει το 20 %, επιβάλλεται αμέσως περιορισμός στην κίνηση όλων των ζώων που βρίσκονται στην εκμετάλλευση αυτή· σε ό,τι αφορά εκμεταλλεύσεις με λιγότερα από 10 ζώα, αυτό το μέτρο εφαρμόζεται εάν περισσότερα από δύο ζώα δεν ταυτοποιούνται πλήρως σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο I·

δ)

αν ο κτηνοτρόφος δεν μπορεί να αποδείξει την αναγνώριση και την ιχνηλασιμότητα του εν λόγω ζώου, η αρμόδια αρχή, όταν κρίνεται σκόπιμο, με βάση αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία των ζώων και την ασφάλεια των τροφίμων, διατάσσει την καταστροφή του εν λόγω ζώου χωρίς παροχή αποζημίωσης·

ε)

σε περίπτωση που κτηνοτρόφος δεν κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή τις μετακινήσεις ζώου προς και από την εκμετάλλευσή του, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση, η αρμόδια αρχή περιορίζει τις μετακινήσεις των ζώων από και προς την εκμετάλλευση αυτή·

στ)

σε περίπτωση που κτηνοτρόφος δεν κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή τη γέννηση ή τον θάνατο ενός ζώου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση, η αρμόδια αρχή περιορίζει τις μετακινήσεις των ζώων προς και από την εκμετάλλευση αυτή·

ζ)

σε περίπτωση που κτηνοτρόφος αθετεί κατ’ επανάληψη την υποχρέωσή του να καταβάλει το τέλος που αναφέρεται στο άρθρο 9, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν τις μετακινήσεις των ζώων προς και από την εκμετάλλευση του εν λόγω κτηνοτρόφου.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, σε περίπτωση που επιχειρηματίες και οργανώσεις εμπορίας βοείου κρέατος έχουν προβεί σε επισήμανση βοείου κρέατος χωρίς να έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις τους που θεσπίζονται στον τίτλο II, τα κράτη μέλη απαιτούν, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, την απόσυρση του βοείου κρέατος από την αγορά. Πέραν των κυρώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν:

α)

σε περίπτωση που το εν λόγω κρέας συμμορφώνεται με τις σχετικές κτηνιατρικές και υγειονομικές διατάξεις, να επιτρέψουν το εν λόγω βόειο κρέας:

i)

να διατίθεται στην αγορά του αφού επισημανθεί καταλλήλως σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ένωσης, ή

ii)

να επιτρέπεται η απευθείας μεταποίησή του σε προϊόντα άλλα από εκείνα που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 12·

β)

να διατάξουν αναστολή ή ανάκληση της άδειας των σχετικών επιχειρηματιών και οργανώσεων.

4.   Οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής, από κοινού με τις αρμόδιες αρχές:

α)

ελέγχουν εάν τα κράτη μέλη τηρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

β)

διενεργούν επιτόπιους ελέγχους προκειμένου να βεβαιωθούν ότι οι έλεγχοι εκτελούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

5.   Το κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου διενεργείται έλεγχος, παρέχει στους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής κάθε βοήθεια που απαιτείται για την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Τα αποτελέσματα των ελέγχων συζητούνται με την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους πριν από τη σύνταξη και την κυκλοφορία της τελικής έκθεσης. Η έκθεση αυτή περιέχει, όταν κρίνεται σκόπιμο, συστάσεις προς τα κράτη μέλη σχετικά με τη βελτίωση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.».

20)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 22α

Αρμόδιες αρχές

Τα κράτη μέλη διορίζουν την αρμόδια αρχή ή τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνη/υπεύθυνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό και για όλες τις πράξεις που εκδίδονται από την Επιτροπή με βάση τον παρόντα κανονισμό.

Ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για την ταυτότητα των εν λόγω αρχών.

Άρθρο 22β

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στα άρθρα 4 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 5, 4α παράγραφος 2, 5, 6 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 1, 7 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 6, 13 παράγραφος 6, 14 παράγραφος 4 και 15α,ανατίθεται στην Επιτροπή για χρονική περίοδο πέντε ετών από τις 17 Ιουλίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στα άρθρα 4 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 5, 4α παράγραφος 2, 5, 6 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 1, 7 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 6, 13 παράγραφος 6, 14 παράγραφος 4 και 15α,μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η ανάκληση τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των ήδη ισχυουσών κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 4 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 5, 4α παράγραφος 2, 5, 6 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 1, 7 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 6, 13 παράγραφος 6, 14 παράγραφος 4 και 15α τίθενται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν εκφραστεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν αντίρρηση. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

21)

Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται για τις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 4 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 5, 5 και 13 παράγραφος 6, από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, η οποία θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

Η επιτροπή αυτή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Σε περίπτωση που η γνωμοδότηση της επιτροπής πρέπει να ληφθεί μέσω γραπτής διαδικασίας, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός της προθεσμίας έκδοσης της γνωμοδότησης, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσουν τα μέλη της επιτροπής με απλή πλειοψηφία.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1)."

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

22)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 23α

Υποβολή έκθεσης και νομοθετικές εξελίξεις

Το αργότερο έως τις:

18 Ιουλίου 2019, για τις διατάξεις περί προαιρετικής επισήμανσης, και

18 Ιουλίου 2023, για τις διατάξεις περί ηλεκτρονικής αναγνώρισης,

μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τις αντίστοιχες εκθέσεις με θέμα την εκτέλεση και τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων, στη πρώτη περίπτωση, του ενδεχομένου αναθεώρησης των διατάξεων περί προαιρετικής επισήμανσης και, στη δεύτερη περίπτωση, της τεχνικής και οικονομικής σκοπιμότητας της καθιέρωσης της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής αναγνώρισης σε ολόκληρη την Ένωση.

Οι εν λόγω εκθέσεις συνοδεύονται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.».

23)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο παράρτημα:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΜΕΣΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Α)

ΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΕΝΩΤΙΟ

ΜΕ ΙΣΧΥ ΑΠΟ ΤΙΣ 18 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019

Β)

ΣΥΣΚΕΥΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΝΩΤΙΟΥ

Γ)

ΣΥΣΚΕΥΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΟΜΑΧΙΚΟΥ ΒΩΛΟΥ

Δ)

ΣΥΣΚΕΥΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΕΝΕΣΙΜΟΥ ΠΟΜΠΟΔΕΚΤΗ».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 229 της 31.7.2012, σ. 144.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2014.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1997, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας (ΕΕ L 117 της 7.5.1997, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1).

(5)  Οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/50


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) αριθ. 654/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

περί ασκήσεως των δικαιωμάτων της Ένωσης για την εφαρμογή και την επιβολήτων διεθνών εμπορικών κανόνων και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση έχει συνάψει μια σειρά πολυμερών, περιφερειακών και διμερών διεθνών εμπορικών συμφωνιών οι οποίες δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις προς αμοιβαίο όφελος των συμβαλλομένων.

(2)

Είναι ουσιαστικό η Ένωση να διαθέτει τα κατάλληλα μέσα για να διασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων της βάσει διεθνών εμπορικών συμφωνιών, προς διασφάλιση των οικονομικών της συμφερόντων. Αυτό ισχύει ειδικότερα όταν τρίτες χώρες εφαρμόζουν περιοριστικά εμπορικά μέτρα που μειώνουν τα οφέλη για τους οικονομικούς παράγοντες της Ένωσης στο πλαίσιο των διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Η Ένωση θα πρέπει να μπορεί να αντιδρά με ταχύτητα και ευελιξία στο πλαίσιο των διαδικασιών και προθεσμιών που καθορίζονται στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες που έχει συνάψει. Επιβάλλεται συνεπώς να θεσπιστούν κανόνες που να καθορίζουν το πλαίσιο για την άσκηση των δικαιωμάτων της σε ορισμένες ειδικές καταστάσεις.

(3)

Ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών που θεσπίστηκε με τη συμφωνία ίδρυσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) καθώς και με άλλες διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, μεταξύ άλλων περιφερειακές ή διμερείς, στόχο έχει την εξεύρεση θετικής λύσης σε οποιαδήποτε διαφορά προκύπτει μεταξύ της Ένωσης και του άλλου συμβαλλόμενου μέρους ή των άλλων συμβαλλόμενων μερών των εν λόγω συμφωνιών. Η Ένωση θα πρέπει, εντούτοις, να είναι σε θέση να αναστέλλει τυχόν παραχωρήσεις ή άλλες υποχρεώσεις σύμφωνα με τους εν λόγω μηχανισμούς επίλυσης διαφορών στην περίπτωση που αποδειχθούν ανεπιτυχείς άλλοι τρόποι για την εξεύρεση θετικής λύσης στη διαφορά. Τα μέτρα που λαμβάνει η Ένωση σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να επιδιώκουν τη συμμόρφωση της τρίτης χώρας με τους σχετικούς διεθνείς εμπορικούς κανόνες, για την επάνοδο σε μία κατάσταση αμοιβαίου οφέλους.

(4)

Στο πλαίσιο της συμφωνίας για τα μέτρα διασφάλισης του ΠΟΕ, το μέλος του ΠΟΕ που προτείνει την εφαρμογή μέτρου διασφάλισης ή επιδιώκει την επέκταση τέτοιου μέτρου πρέπει να επιδιώκει να διατηρήσει ουσιαστικά ισοδύναμο επίπεδο παραχωρήσεων και άλλων υποχρεώσεων μεταξύ αυτού και των εξαγόντων μελών τα οποία θα πληγούν από το εν λόγω μέτρο διασφάλισης. Παρόμοιοι κανόνες θεσπίζονται σε άλλες διεθνείς εμπορικές συμφωνίες που έχει συνάψει η Ένωση, συμπεριλαμβανομένων περιφερειακών ή διμερών συμφωνιών. Η Ένωση θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα επανεξισορρόπησης με αναστολή των παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων σε περιπτώσεις που η οικεία τρίτη χώρα δεν εφαρμόζει κατάλληλες και αναλογικές προσαρμογές. Τα μέτρα που λαμβάνει η Ένωση σε αυτές τις περιπτώσεις ασκούν πίεση για την εισαγωγή μέτρων βελτίωσης των εμπορικών συναλλαγών από την οικεία τρίτη χώρα, με στόχο την επιστροφή σε μια κατάσταση αμοιβαίου οφέλους.

(5)

Το άρθρο XXVIII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου 1994 (GATT 1994) και το σχετικό μνημόνιο συμφωνίας διέπουν την τροποποίηση ή την απόσυρση παραχωρήσεων που έχουν καθοριστεί στα δασμολογικά καθεστώτα μελών του ΠΟΕ. Τα μέλη του ΠΟΕ που πλήττονται από οποιαδήποτε τέτοια τροποποίηση δικαιούνται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προβούν στην απόσυρση ουσιαστικά ισοδύναμων παραχωρήσεων. Η Ένωση θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα επανεξισορρόπησης σε τέτοιες περιπτώσεις, εκτός εάν επιτευχθεί συμφωνία για αντισταθμιστικές προσαρμογές. Τα μέτρα που λαμβάνει η Ένωση θα πρέπει να ωθούν τις τρίτες χώρες να εφαρμόσουν μέτρα ενίσχυσης του εμπορίου.

(6)

Η Ένωση θα πρέπει να μπορεί να ασκεί τα δικαιώματά της στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων όταν κάποιος εμπορικός εταίρος δεν τηρεί τις δεσμεύσεις του δυνάμει της συμφωνίας του ΠΟΕ για τις δημόσιες συμβάσεις ή άλλων διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Η συμφωνία του ΠΟΕ για τις δημόσιες συμβάσεις ορίζει ότι μια διαφορά στο πλαίσιο αυτής δεν καταλήγει στην αναστολή των παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο άλλης καλυπτόμενης συμφωνίας του ΠΟΕ. Η δράση της Ένωσης θα πρέπει να στοχεύει στη διατήρηση ουσιαστικά ισοδύναμου επιπέδου παραχωρήσεων, όπως ορίζονται στις σχετικές διεθνείς εμπορικές συμφωνίες.

(7)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την εφαρμογή μέτρων εμπορικής πολιτικής στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων στην επικράτειά τους, αναλόγως των διοικητικών δομών και πρακτικών τους, με παράλληλο σεβασμό του δικαίου της Ένωσης.

(8)

Τα μέτρα εμπορικής πολιτικής που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να επιλέγονται και να σχεδιάζονται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, μεταξύ των οποίων την αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά την άσκηση πίεσης σε τρίτες χώρες για τη συμμόρφωση με τους διεθνείς εμπορικούς κανόνες· τη δυνατότητά τους να ανακουφίσουν τους οικονομικούς φορείς εντός της Ένωσης που πλήττονται από τα μέτρα της τρίτης χώρας και την ελαχιστοποίηση του αρνητικού αντικτύπου για την Ένωση, μεταξύ άλλων όσον αφορά σημαντικές πρώτες ύλες.

(9)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επικεντρώνεται στα μέτρα εκείνα στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των οποίων η Ένωση διαθέτει εμπειρία. Η δυνατότητα να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής του ώστε να προβλέπει τη λήψη μέτρων στον τομέα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και πρόσθετων μέτρων όσον αφορά τις υπηρεσίες θα πρέπει να αξιολογηθεί όταν επανεξετασθεί η λειτουργία του παρόντος κανονισμού, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του κάθε τομέα.

(10)

Κατά την επιβολή των δικαιωμάτων της Ένωσης, η καταγωγή ενός αγαθού θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου (2). Κατά την επιβολή των δικαιωμάτων της Ένωσης ύστερα από επίλυση διαφοράς στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, η καταγωγή μιας υπηρεσίας θα πρέπει να καθορίζεται με βάση την καταγωγή του φυσικού ή νομικού προσώπου που την παρέχει. Οι αναθέτουσες αρχές ή οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα συνήθη μέτρα και να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια όταν αξιολογούν τα στοιχεία και τις εγγυήσεις που παρέχουν οι υποψήφιοι όσον αφορά την καταγωγή αγαθών και υπηρεσιών.

(11)

Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει το πεδίο εφαρμογής, τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων μέτρων στον τομέα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και πρόσθετων μέτρων όσον αφορά τις υπηρεσίες, το αργότερο τρία έτη από τη θέση του σε εφαρμογή ή όχι περισσότερο από πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, αναλόγως ποιο γεγονός προηγείται. Η Επιτροπή θα πρέπει να διαβιβάσει την εκτίμησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Μετά την επανεξέταση μπορεί να υποβληθούν νομοθετικές προτάσεις.

(12)

Έχει σημασία να διασφαλισθούν αποτελεσματική επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Επιτροπής, αφενός, και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, αφετέρου, ιδίως όσον αφορά διαφορές στο πλαίσιο διεθνών εμπορικών συμφωνιών οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν στη λήψη μέτρων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(13)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3286/64 του Συμβουλίου (3) θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να παραπέμπει στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την εφαρμογή μέτρων εμπορικής πολιτικής.

(14)

Για να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(15)

Λόγω της ιδιαίτερης πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει την εξέταση του πολλαπλού αντικτύπου των μέτρων εμπορικής πολιτικής που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και για να διευκολυνθεί επαρκώς μια ευρύτερη δυνατή υποστήριξη, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις όταν κατ’ εξαίρεση η επιτροπή που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν διατυπώνει γνώμη σχετικά με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης που έχει υποβάλει η Επιτροπή.

(16)

Για να διασφαλίζονται τα συμφέροντα της Ένωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής, εάν αυτό επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγουσας ανάγκης, σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις που συνδέονται με την ανάγκη προσαρμογής των μέτρων εμπορικής πολιτικής στη συμπεριφορά της οικείας τρίτης χώρας.

(17)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την ενδεχόμενη λήψη μέτρων εμπορικής πολιτικής βάσει άλλων πράξεων της Ένωσης ή της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τηρουμένων των εφαρμοστέων διατάξεων των διεθνών εμπορικών συμφωνιών για την αναστολή ή ανάκληση παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και έγκαιρη άσκηση των δικαιωμάτων της Ένωσης να αναστέλλει ή να ανακαλεί παραχωρήσεις ή άλλες υποχρεώσεις βάσει διεθνών εμπορικών συμφωνιών, με σκοπό:

α)

να αντιδρά σε παραβιάσεις των διεθνών εμπορικών κανόνων εκ μέρους τρίτων χωρών οι οποίες θίγουν τα συμφέροντα της Ένωσης, για να βρεθεί μια ικανοποιητική λύση που να επιτρέψει να έχουν και πάλι οφέλη οι οικονομικοί φορείς της Ένωσης·

β)

να επανεξισορροπεί παραχωρήσεις ή άλλες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει στις εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες στην περίπτωση που, κατά τρόπο θίγοντα τα συμφέροντα της Ένωσης, μεταβάλλεται το καθεστώς που παρέχεται σε αγαθά από την Ένωση.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «χώρα»: οποιοδήποτε κράτος ή χωριστό τελωνειακό έδαφος·

β)   «παραχωρήσεις ή άλλες υποχρεώσεις»: δασμολογικές παραχωρήσεις ή άλλα οφέλη τα οποία η Ένωση έχει δεσμευθεί να εφαρμόζει στις εμπορικές της συναλλαγές με τρίτες χώρες βάσει διεθνών εμπορικών συμφωνιών στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος·

γ)   «επίπεδο ολικής ή μερικής αναίρεσης»: ο βαθμός στον οποίο θίγονται τα οφέλη της Ένωσης στο πλαίσιο μιας διεθνούς εμπορικής συμφωνίας. Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στη σχετική συμφωνία, η ολική ή μερική αναίρεση περιλαμβάνει κάθε αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο που απορρέει από μέτρο της τρίτης χώρας·

δ)   «υποχρεωτική τιμολογιακή ποινική κύρωση»: η υποχρέωση των αναθετουσών αρχών ή οντοτήτων που διενεργούν διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων να αυξάνουν, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, την τιμή των υπηρεσιών και/ή των αγαθών καταγωγής ορισμένων τρίτων χωρών που έχουν προσφερθεί σε διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός ισχύει:

α)

ύστερα από την εκδίκαση εμπορικών διαφορών στο πλαίσιο του μνημονίου συμφωνίας του ΠΟΕ για κανόνες και διαδικασίες επίλυσης διαφορών (μνημόνιο για την επίλυση διαφορών του ΠΟΕ), αν η Ένωση έχει εξουσιοδοτηθεί να αναστείλει τις παραχωρήσεις ή άλλες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει βάσει πολυμερών και πλειομερών συμφωνιών που καλύπτονται από το μνημόνιο για την επίλυση διαφορών του ΠΟΕ·

β)

ύστερα από την εκδίκαση εμπορικών διαφορών στο πλαίσιο διεθνών εμπορικών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων περιφερειακών ή διμερών συμφωνιών, αν η Ένωση έχει το δικαίωμα να αναστέλλει τις παραχωρήσεις ή άλλες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει βάσει των εν λόγω συμφωνιών·

γ)

για την επανεξισορρόπηση των παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων, στην οποία μπορεί να δίνει δικαίωμα η εφαρμογή ενός μέτρου διασφάλισης από τρίτη χώρα σύμφωνα είτε με το άρθρο 8 της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης είτε με τις διατάξεις σχετικά με τα μέτρα διασφάλισης που προβλέπονται σε άλλες διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών ή διμερών συμφωνιών·

δ)

στις περιπτώσεις τροποποίησης των παραχωρήσεων από μέλος του ΠΟΕ βάσει του άρθρου XXVIII της GATT 1994, εφόσον δεν έχουν συμφωνηθεί αντισταθμιστικές προσαρμογές.

Άρθρο 4

Άσκηση των δικαιωμάτων της Ένωσης

1.   Εάν απαιτείται δράση για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Ένωσης στις περιπτώσεις του άρθρου 3, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των κατάλληλων μέτρων εμπορικής πολιτικής. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 2.

2.   Οι εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εάν παραχωρήσεις ή άλλες υποχρεώσεις αναστέλλονται ύστερα από εκδίκαση μιας εμπορικής διαφοράς στο πλαίσιο του μνημονίου συμφωνίας για την επίλυση διαφορών του ΠΟΕ, το επίπεδό τους δεν υπερβαίνει το επίπεδο που επιτρέπεται από το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ·

β)

εάν παραχωρήσεις ή άλλες υποχρεώσεις αναστέλλονται ύστερα από εξάντληση διεθνούς διαδικασίας επίλυσης διαφορών βάσει άλλων διεθνών εμπορικών συμφωνιών, περιλαμβανομένων των διμερών ή περιφερειακών, το επίπεδό τους δεν υπερβαίνει το επίπεδο της ολικής ή μερικής αναίρεσης που προκύπτει από το αμφισβητούμενο μέτρο της οικείας τρίτης χώρας, όπως έχει οριστεί από την Επιτροπή ή μέσω προσφυγής σε διαιτησία, ανάλογα με την περίπτωση·

γ)

στην περίπτωση επανεξισορρόπησης παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων βάσει διατάξεων που αφορούν τις διασφαλίσεις και προβλέπονται σε διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, η δράση της Ένωσης είναι ουσιαστικά ισοδύναμη με το επίπεδο των παραχωρήσεων ή των άλλων υποχρεώσεων που επηρεάζονται από το μέτρο διασφάλισης, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης ή των διατάξεων για τα μέτρα διασφάλισης που προβλέπονται σε άλλες διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, περιλαμβανομένων των διμερών ή περιφερειακών, δυνάμει των οποίων εφαρμόζεται το μέτρο διασφάλισης·

δ)

οι παραχωρήσεις που αποσύρονται στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών με τρίτη χώρα σε σχέση με το άρθρο XXVIII της GATT 1994 και το συναφές μνημόνιο συμφωνίας (5) είναι ουσιαστικά ισοδύναμες με τις παραχωρήσεις που έχει τροποποιήσει ή αποσύρει η εν λόγω τρίτη χώρα, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο XXVIII της GATT 1994 και στο συναφές μνημόνιο συμφωνίας.

3.   Τα μέτρα εμπορικής πολιτικής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται με βάση τα ακόλουθα κριτήρια, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων και προς το γενικό συμφέρον της Ένωσης:

α)

αποτελεσματικότητα των μέτρων για την άσκηση πίεσης με σκοπό τη συμμόρφωση των τρίτων χωρών με τους διεθνείς εμπορικούς κανόνες·

β)

δυνατότητα των μέτρων να ανακουφίσουν τους οικονομικούς φορείς της Ένωσης που πλήττονται από τα μέτρα της τρίτης χώρας·

γ)

ύπαρξη εναλλακτικών πηγών εφοδιασμού των σχετικών αγαθών ή υπηρεσιών, ώστε να αποφευχθεί ή να ελαχιστοποιηθεί ο αρνητικός αντίκτυπος στους κατάντη κλάδους παραγωγής, τις αναθέτουσες αρχές ή οντότητες ή τους τελικούς καταναλωτές της Ένωσης·

δ)

εφαρμογή των μέτρων χωρίς δυσανάλογη διοικητική πολυπλοκότητα και κόστος·

ε)

οποιαδήποτε ειδικά κριτήρια που είναι δυνατόν να καθορίζονται σε διεθνείς εμπορικές συμφωνίες σε σχέση με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.

Άρθρο 5

Μέτρα εμπορικής πολιτικής

1.   Με την επιφύλαξη κάθε διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος, τα μέτρα εμπορικής πολιτικής τα οποία είναι δυνατόν να εφαρμόζονται μέσω εκτελεστικής πράξης βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 είναι τα εξής:

α)

αναστολή των δασμολογικών παραχωρήσεων και επιβολή νέων ή αυξημένων τελωνειακών δασμών, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης των τελωνειακών δασμών στο επίπεδο του μάλλον ευνοούμενου κράτους ή επιβολή τελωνειακών δασμών πέραν του επιπέδου του μάλλον ευνοούμενου κράτους ή εισαγωγή επιπλέον επιβαρύνσεων στις εισαγωγές ή εξαγωγές αγαθών·

β)

καθιέρωση ή αύξηση των ποσοτικών περιορισμών στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές, εφόσον εφαρμόζονται μέσω ποσοστώσεων, αδειών εισαγωγής ή εξαγωγής ή άλλων μέτρων·

γ)

αναστολή παραχωρήσεων όσον αφορά αγαθά, υπηρεσίες ή προμηθευτές στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, μέσω:

i)

αποκλεισμού από τις δημόσιες συμβάσεις προμηθευτών αγαθών ή υπηρεσιών που έχουν ως έδρα και βάση της δραστηριότητάς τους την οικεία τρίτη χώρα και/ή προσφορών των οποίων η συνολική αξία αποτελείται κατά περισσότερο από 50 % από αγαθά ή υπηρεσίες που προέρχονται από την οικεία τρίτη χώρα, και/ή

ii)

επιβολής υποχρεωτικής τιμολογιακής κύρωσης στις προσφορές προμηθευτών αγαθών ή υπηρεσιών που έχουν ως έδρα και βάση της δραστηριότητάς τους την οικεία τρίτη χώρα και/ή στο τμήμα της προσφοράς που αποτελείται από εμπορεύματα ή υπηρεσίες που κατάγονται από την οικεία τρίτη χώρα.

2.   Τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ):

α)

περιλαμβάνουν κατώτατα όρια, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά των σχετικών αγαθών ή υπηρεσιών, άνω των οποίων πρέπει να εφαρμόζονται ο αποκλεισμός και/ή η υποχρεωτική τιμολογιακή κύρωση, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της αντίστοιχης εμπορικής συμφωνίας και του επιπέδου της ολικής ή μερικής αναίρεσης·

β)

καθορίζουν τους τομείς ή τις κατηγορίες αγαθών ή υπηρεσιών στα οποία έχουν εφαρμογή καθώς και οποιεσδήποτε εφαρμοστέες εξαιρέσεις·

γ)

καθορίζουν τις αναθέτουσες αρχές ή οντότητες ή τις κατηγορίες αναθετουσών αρχών ή οντοτήτων, όπως περιλαμβάνονται στους καταλόγους των κρατών μελών, των οποίων καλύπτεται η ανάθεση συμβάσεων. Ως βάση για τον καθορισμό αυτό, κάθε κράτος μέλος υποβάλλει κατάλογο των κατάλληλων αναθετουσών αρχών ή οντοτήτων ή κατηγοριών αναθετουσών αρχών ή οντοτήτων. Τα μέτρα διασφαλίζουν ότι επιτυγχάνονται κατάλληλο επίπεδο αναστολής των παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων και δίκαιη κατανομή μεταξύ των κρατών μελών.

Άρθρο 6

Κανόνες καταγωγής

1.   Η καταγωγή των αγαθών καθορίζεται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92.

2.   Η καταγωγή μιας υπηρεσίας καθορίζεται με βάση την καταγωγή του φυσικού ή νομικού προσώπου που την παρέχει. Η καταγωγή του παρόχου υπηρεσιών λογίζεται ότι είναι:

α)

στην περίπτωση φυσικού προσώπου, η χώρα της οποίας είναι υπήκοος ή στην οποία έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής·

β)

στην περίπτωση νομικού προσώπου, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

εάν η υπηρεσία παρέχεται με άλλον τρόπο και όχι μέσω της εμπορικής παρουσίας στο εσωτερικό της Ένωσης, η χώρα όπου το νομικό πρόσωπο έχει συσταθεί ή κατ’ άλλον τρόπο οργανωθεί δυνάμει της νομοθεσίας της εν λόγω χώρας και στην επικράτεια της οποίας το νομικό πρόσωπο έχει ασκήσει ουσιαστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες,

ii)

εάν η υπηρεσία παρέχεται μέσω εμπορικής παρουσίας στο εσωτερικό της Ένωσης, το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο το νομικό πρόσωπο και στην επικράτεια του οποίου έχει ασκήσει ουσιαστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες που έχουν άμεση και πραγματική σχέση με την οικονομία του οικείου κράτους μέλους.

Για τους σκοπούς του σημείου ii) του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, εάν το νομικό πρόσωπο που παρέχει την υπηρεσία δεν έχει ασκήσει ουσιαστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες που έχουν άμεση και πραγματική σχέση με την οικονομία του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο, η καταγωγή του εν λόγω νομικού προσώπου θεωρείται ότι είναι η καταγωγή των φυσικών ή νομικών προσώπων στα οποία ανήκει το νομικό πρόσωπο ή τα οποία το ελέγχουν.

Το νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει την υπηρεσία θεωρείται ότι «ανήκει» σε πρόσωπα μιας δεδομένης χώρας εάν πάνω από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου του ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σε πρόσωπα της εν λόγω χώρας και «ελέγχεται» από πρόσωπα μιας δεδομένης χώρας, εάν τα πρόσωπα αυτά έχουν το δικαίωμα να ορίζουν την πλειοψηφία των διευθυντών του ή να κατευθύνουν νομικά τις ενέργειές του με άλλον τρόπο.

Άρθρο 7

Αναστολή, τροποποίηση και ανάκληση των μέτρων

1.   Όταν, ύστερα από την έκδοση εκτελεστικής πράξης σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, η οικεία τρίτη χώρα παρέχει κατάλληλη και αναλογική αντιστάθμιση στην Ένωση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της εκτελεστικής πράξης για τη διάρκεια της περιόδου αντιστάθμισης. Η αναστολή αποφασίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 2.

2.   Η Επιτροπή ανακαλεί εκτελεστική πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν συμμορφωθεί η τρίτη χώρα της οποίας τα μέτρα διαπιστώθηκε ότι παραβιάζουν τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου σε διαδικασίες επίλυσης διαφοράς ή όταν επιτευχθεί διαφορετικά μια αμοιβαία ικανοποιητική λύση·

β)

στις περιπτώσεις επανεξισορρόπησης των παραχωρήσεων ή των άλλων υποχρεώσεων ύστερα από τη λήψη μέτρου διασφάλισης εκ μέρους της τρίτης χώρας, όταν αποσυρθεί ή λήξει το μέτρο διασφάλισης ή όταν η οικεία τρίτη χώρα παραχωρήσει κατάλληλη και αναλογική αντιστάθμιση στην Ένωση ύστερα από την έκδοση της εκτελεστικής πράξης βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1·

γ)

στις περιπτώσεις τροποποίησης παραχωρήσεων από μέλος του ΠΟΕ βάσει του άρθρου XXVIII της GATT του 1994, όταν μια τρίτη χώρα παραχωρήσει κατάλληλη και αναλογική αντιστάθμιση στην Ένωση ύστερα από την έκδοση εκτελεστικής πράξης βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1.

Η ανάκληση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αποφασίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 2.

3.   Εάν είναι αναγκαίο να τροποποιηθούν τα μέτρα εμπορικής πολιτικής που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, λαμβανομένων υπόψη των όρων και των κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3, η Επιτροπή μπορεί να εισαγάγει τις κατάλληλες τροποποιήσεις σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 2.

4.   Για δεόντως δικαιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης που σχετίζονται με την περάτωση ή την τροποποίηση του μέτρου της οικείας τρίτης χώρας, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής για την αναστολή, την τροποποίηση ή την ανάκληση των εκτελεστικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3.

Άρθρο 8

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Όταν η επιτροπή του κανονισμού δεν διατυπώνει γνώμη, η Επιτροπή δεν εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 9

Συλλογή πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή αναζητεί πληροφορίες και απόψεις σχετικά με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης σε συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες ή σε συγκεκριμένους τομείς, κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μέσω ανακοίνωσης που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλα κατάλληλα δημόσια μέσα επικοινωνίας, με μνεία της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να υποβληθούν οι σχετικές συμβολές. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις υποβαλλόμενες συμβολές.

2.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν.

3.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ή οι αντίστοιχοι υπάλληλοί τους δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτουν πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα που έλαβαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του παρόχου των πληροφοριών αυτών.

4.   Ο πάροχος των πληροφοριών μπορεί να ζητήσει τον χειρισμό των πληροφοριών που υποβάλλονται ως εμπιστευτικών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πληροφορίες συνοδεύονται από μη εμπιστευτική σύνοψη που τις παρουσιάζει σε γενικευμένη μορφή ή από παράθεση των λόγων για τους οποίους οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν μπορούν να συνοψισθούν.

5.   Εάν προκύπτει ότι η αίτηση για εμπιστευτική μεταχείριση δεν είναι δικαιολογημένη και εάν ο πάροχος των πληροφοριών αυτών είναι απρόθυμος είτε να δημοσιοποιήσει τις πληροφορίες είτε να επιτρέψει τη δημοσιοποίησή τους σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, οι εν λόγω πληροφορίες ενδέχεται να μη λαμβάνονται υπόψη.

6.   Οι παράγραφοι 2 έως 5 δεν αποκλείουν τη δημοσιοποίηση γενικών πληροφοριών από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τις αρχές των κρατών μελών. Για κάθε τέτοια δημοσιοποίηση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον των ενδιαφερόμενων μερών να μη διαρρεύσουν τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.

Άρθρο 10

Επανεξέταση

1.   Το αργότερο τρία έτη από την πρώτη περίπτωση έκδοσης εκτελεστικής πράξης ή όχι αργότερα από τις 18 Ιουλίου 2019, αναλόγως ποιο γεγονός προηγείται, η Επιτροπή επανεξετάζει το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα εμπορικής πολιτικής που είναι δυνατόν να ληφθούν, καθώς και την εφαρμογή του, υποβάλλει δε έκθεση με τα πορίσματά του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η Επιτροπή αναλαμβάνει επανεξέταση που αφορά ενδεχόμενα πρόσθετα μέτρα εμπορικής πολιτικής δυνάμει του παρόντος κανονισμού, για την αναστολή των παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών με αντικείμενο υπηρεσίες. Η Επιτροπή εξετάζει μεταξύ άλλων:

α)

διεθνείς εξελίξεις όσον αφορά την αναστολή άλλων υποχρεώσεων δυνάμει της γενικής συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS)·

β)

εξελίξεις στο εσωτερικό της Ένωσης όσον αφορά τη θέσπιση κοινών κανόνων στους τομείς των υπηρεσιών·

γ)

την αποτελεσματικότητα ενδεχόμενων πρόσθετων μέτρων εμπορικής πολιτικής ως τρόπου ενίσχυσης των δικαιωμάτων της Ένωσης δυνάμει διεθνών εμπορικών συμφωνιών·

δ)

διαθέσιμους μηχανισμούς για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης και αποτελεσματικής εφαρμογής ενδεχόμενων πρόσθετων μέτρων εμπορικής πολιτικής για τις υπηρεσίες στην πράξη· και

ε)

επιπτώσεις για τους παρόχους υπηρεσιών που θα είναι παρόντες στην Ένωση όταν εκδοθούν οι εκτελεστικές πράξεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Η Επιτροπή διαβιβάζει την αρχική εκτίμησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το αργότερο έως τις 18 Ιουλίου 2017.

Άρθρο 11

Τροποποίηση άλλων πράξεων

Το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στην περίπτωση που η Ένωση, αφού προηγουμένως έχει ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2, είναι υποχρεωμένη να λάβει απόφαση για τα μέτρα εμπορικής πολιτικής που πρέπει να θεσπιστούν δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 στοιχείο γ) ή δυνάμει του άρθρου 12, αποφασίζει, χωρίς καθυστέρηση, σύμφωνα με το άρθρο 207 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατά περίπτωση, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 654/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) ή τυχόν άλλες εφαρμοστέες διαδικασίες.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Μαΐου 2014.

(2)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3286/64 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (EE L 349 της 31.12.1994, σ. 71).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (EE L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(5)  Μνημόνιο «Ερμηνεία και Εφαρμογή του άρθρου XXVIII».


Δήλωση της Επιτροπής

Η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για την έγκριση του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων της Ένωσης για την εφαρμογή και την επιβολή των διεθνών εμπορικών κανόνων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94.

Δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις σε συγκεκριμένες καταστάσεις, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και υπό τον έλεγχο των κρατών μελών. Κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας η Επιτροπή προτίθεται να ενεργήσει σύμφωνα με την παρούσα δήλωση.

Κατά την εκπόνηση των σχεδίων εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή θα προβεί σε εκτενείς διαβουλεύσεις με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι όλα τα σχετικά συμφέροντα λαμβάνονται δεόντως υπόψη. Μέσω αυτών των διαβουλεύσεων, η Επιτροπή αναμένει να λάβει στοιχεία από ιδιωτικούς φορείς που θίγονται από μέτρα τρίτων χωρών ή από μέτρα εμπορικής πολιτικής που ενδέχεται να εγκριθούν από την Ένωση. Ομοίως, η Επιτροπή αναμένει να λάβει στοιχεία από τις δημόσιες αρχές οι οποίες μπορεί να συμμετέχουν στην εφαρμογή μέτρων εμπορικής πολιτικής που ενδέχεται να εγκριθούν από την Ένωση. Στην περίπτωση μέτρων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, κατά την προετοιμασία των σχεδίων εκτελεστικών πράξεων, θα λαμβάνονται δεόντως υπόψη ιδίως τα στοιχεία από τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι είναι σημαντικό να λάβουν τα κράτη μέλη έγκαιρες πληροφορίες όταν αυτή μελετά την έκδοση εκτελεστικών πράξεων του παρόντος κανονισμού, ώστε να τους δώσει τη δυνατότητα να συμβάλουν στην έκδοση πλήρως τεκμηριωμένων αποφάσεων και θα ενεργήσει για την επίτευξη του στόχου αυτού.

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι θα διαβιβάσει αμέσως στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τα σχέδια εκτελεστικών πράξεων που θα υποβάλει στην επιτροπή των κρατών μελών. Ομοίως, θα διαβιβάσει αμέσως στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το τελικό σχέδιο εκτελεστικών πράξεων μετά την διατύπωση των γνωμών της εν λόγω επιτροπής.

Η Επιτροπή θα πληροφορεί τακτικά το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τις διεθνείς εξελίξεις που μπορεί να οδηγήσουν σε καταστάσεις που απαιτούν τη λήψη μέτρων βάσει του κανονισμού. Η πληροφόρηση αυτή θα διεξάγεται μέσω των αρμόδιων επιτροπών του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου.

Η Επιτροπή χαιρετίζει την πρόθεση του Κοινοβουλίου να προωθήσει έναν διαρθρωμένο διάλογο σχετικά με την επίλυση διαφορών και με θέματα επιβολής της νομοθεσίας και θα συμμετάσχει πλήρως σε ειδικές συνεδριάσεις με την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή για την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις εμπορικές διαφορές και τις ενέργειες επιβολής της νομοθεσίας, καθώς και σχετικά με τις επιπτώσεις στις βιομηχανίες της Ένωσης.

Τέλος, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι αποδίδει μεγάλη σημασία στη διασφάλιση ότι ο κανονισμός αποτελεί αποτελεσματικό και αποδοτικό εργαλείο για την άσκηση των δικαιωμάτων της Ένωσης στο πλαίσιο των διεθνών εμπορικών συμφωνιών, καθώς και στον τομέα των υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, θα αναθεωρήσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 με σκοπό την κάλυψη πρόσθετων μέτρων εμπορικής πολιτικής που αφορούν τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, μόλις εκπληρωθούν οι όροι για τη διασφάλιση της εφικτότητας και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών.


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/59


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 655/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

περί της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 81 παράγραφος 2 στοιχεία α), ε) και στ),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Αφού διαβίβασαν το σχέδιο νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση έχει θέσει ως στόχο να διατηρήσει και να αναπτύξει έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στον οποίο να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Για τη σταδιακή δημιουργία ενός τέτοιου χώρου, η Ένωση πρέπει να θεσπίσει μέτρα περί δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, ιδίως όταν αυτό απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2)

Κατά το άρθρο 81 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τέτοια μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών, την ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη και την άρση εμποδίων στην ομαλή διεξαγωγή αστικών δικών, προωθώντας αν είναι αναγκαίο τη συμβατότητα των κανόνων πολιτικής δικονομίας των κρατών μελών.

(3)

Στις 24 Οκτωβρίου 2006, μέσω της «Πράσινης βίβλου για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών», η Επιτροπή ξεκίνησε διαβούλευση για την ανάγκη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής διαδικασίας δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών και τα πιθανά της στοιχεία.

(4)

Στο πρόγραμμα της Στοκχόλμης του Δεκεμβρίου του 2009 (3), το οποίο προσδιορίζει προτεραιότητες για την ελευθερία, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη για την περίοδο 2010 έως 2014, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να εκτιμήσει την ανάγκη και τη σκοπιμότητα της πρόβλεψης ορισμένων προσωρινών και ασφαλιστικών μέτρων σε ενωσιακό επίπεδο, παραδείγματος χάριν για να προλαμβάνεται η εξαφάνιση περιουσιακών στοιχείων πριν από την εκτέλεση μιας απαίτησης και να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων στην Ένωση όσον αφορά τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία οφειλετών.

(5)

Εθνικές διαδικασίες για την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων ανάλογων με τις διαταγές δέσμευσης λογαριασμών υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη, αλλά οι προϋποθέσεις για την έκδοση των μέτρων αυτών και η αποτελεσματικότητα της εκτέλεσής τους ποικίλλουν αισθητά. Επιπλέον, η προσφυγή σε εθνικά ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη σε υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν ο δανειστής επιχειρεί να δεσμεύσει περισσότερους λογαριασμούς που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη. Φαίνεται συνεπώς αναγκαίο και σκόπιμο να εγκριθεί ένα δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο νομοθέτημα της Ένωσης το οποίο να θεσπίζει μια νέα ενωσιακή διαδικασία που να επιτρέπει, σε διασυνοριακές υποθέσεις, τη δέσμευση χρηματικών ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς με γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο.

(6)

Η διαδικασία του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να χρησιμεύει ως πρόσθετο και προαιρετικό μέσο για τον δανειστή, ο οποίος παραμένει ελεύθερος να χρησιμοποιήσει κάθε άλλη διαδικασία για να επιτύχει τη λήψη ισοδύναμου μέτρου δυνάμει του εθνικού δικαίου.

(7)

Ένας δανειστής πρέπει να μπορεί να επιτύχει την έκδοση ασφαλιστικού μέτρου υπό μορφή ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού («διαταγή δέσμευσης» ή «διαταγή») που να εμποδίζει την απόσυρση ή μεταφορά ποσών τα οποία έχει καταθέσει ο οφειλέτης του σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί σε ένα κράτος μέλος, εάν χωρίς αυτό το μέτρο υπάρχει κίνδυνος να εμποδιστεί ή να καταστεί πολύ δυσκολότερη η εκτέλεση της απαίτησης του κατά του οφειλέτη. Η δέσμευση ποσών στον λογαριασμό του οφειλέτη θα πρέπει να συνεπάγεται ότι όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και πρόσωπα στα οποία αναθέτει να κάνουν πληρωμές μέσω του λογαριασμού αυτού, για παράδειγμα μέσω μόνιμης εντολής ή μέσω εντολών απευθείας πληρωμής ή με πιστωτική κάρτα, απαγορεύεται να χρησιμοποιούν τα ποσά αυτά.

(8)

Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καλύπτει όλες τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εκτός από ορισμένες σαφώς προσδιορισμένες υποθέσεις. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε αξιώσεις κατά οφειλέτη σε διαδικασίες αφερεγγυότητας. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να εκδοθεί διαταγή δέσμευσης κατά του οφειλέτη αφ’ ης στιγμής έχουν κινηθεί εναντίον του διαδικασίες αφερεγγυότητας όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου (4). Από την άλλη πλευρά, η εξαίρεση θα πρέπει να επιτρέπει τη χρήση της διαταγής δέσμευσης για την ανάκτηση καταδολιευτικών πληρωμών του οφειλέτη αυτού εις χείρας τρίτου.

(9)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε λογαριασμούς σε πιστωτικά ιδρύματα, η δραστηριότητα των οποίων είναι να δέχονται καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό και να χορηγούν πιστώσεις για ίδιον λογαριασμό.

Συνεπώς, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα που δεν δέχονται τέτοιες καταθέσεις, λόγου χάρη ιδρύματα που χρηματοδοτούν σχέδια εξαγωγών και επενδύσεων ή σχέδια σε αναπτυσσόμενες χώρες ή ιδρύματα που παρέχουν υπηρεσίες χρηματαγοράς. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε λογαριασμούς που τηρούνται από ή σε κεντρικές τράπεζες, όταν αυτές ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών, ούτε σε λογαριασμούς οι οποίοι δεν μπορούν να δεσμευθούν με εθνικές διαταγές ισοδύναμες προς διαταγή δέσμευσης ή που είναι για άλλους λόγους ακατάσχετοι κατά το δίκαιο του κράτους μέλους όπου τηρείται ο λογαριασμός.

(10)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε διασυνοριακές υποθέσεις και να ορίζει τι συνιστά εν προκειμένω διασυνοριακή υπόθεση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μια υπόθεση θα πρέπει να θεωρείται διασυνοριακή όταν το δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για διαταγή δέσμευσης εδρεύει σε ένα κράτος μέλος και ο τραπεζικός λογαριασμός τον οποίο αφορά η διαταγή δέσμευσης τηρείται σε άλλο κράτος μέλος. Διασυνοριακή υπόθεση θα πρέπει επίσης να θεωρείται υφισταμένη όταν ο δανειστής έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος ενώ το δικαστήριο και ο προς δέσμευση τραπεζικός λογαριασμός βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος.

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στη δέσμευση λογαριασμών που τηρούνται στο κράτος μέλος του δικαστηρίου στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση για τη διαταγή δέσμευσης εάν ο δανειστής έχει την κατοικία του στο ίδιο κράτος μέλος, ακόμη και αν ο δανειστής ζητά ταυτόχρονα την έκδοση διαταγής για λογαριασμό ή λογαριασμούς που τηρούνται σε άλλο κράτος μέλος. Σε αυτή την περίπτωση, ο δανειστής θα πρέπει να υποβάλει δύο χωριστές αιτήσεις, μία για διαταγή δέσμευσης και μία για εθνικό μέτρο.

(11)

Η διαδικασία για τη διαταγή δέσμευσης θα πρέπει να είναι διαθέσιμη σε δανειστές που επιθυμούν να διασφαλίσουν την εκτέλεση μεταγενέστερης δικαστικής απόφασης για την κυρία υπόθεση πριν κινήσουν διαδικασία για την κυρία υπόθεση και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας. Θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμη σε δανειστές οι οποίοι έχουν ήδη στα χέρια τους δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο που επιβάλλει στον οφειλέτη να ικανοποιήσει την αξίωσή τους.

(12)

Η διαταγή δέσμευσης θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για την εξασφάλιση απαιτήσεων ήδη ληξιπροθέσμων. Θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμη για απαιτήσεις που δεν είναι ακόμη ληξιπρόθεσμες, εφόσον αυτές απορρέουν από συναλλαγή ή από γεγονός που έχει ήδη συμβεί και το ύψος τους μπορεί να προσδιοριστεί, περιλαμβανομένων απαιτήσεων εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας και αστικών απαιτήσεων αποζημίωσης ή αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης οι οποίες βασίζονται σε αξιόποινη πράξη.

Ο δανειστής θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει την έκδοση της διαταγής δέσμευσης για το ποσό της κυρίας απαίτησης ή και για χαμηλότερο ποσό. Η τελευταία αυτή δυνατότητα μπορεί μεταξύ άλλων να τον συμφέρει όταν έχει ήδη επιτύχει άλλη εξασφάλιση για μέρος της απαίτησής του.

(13)

Για να διασφαλιστεί στενή σύνδεση μεταξύ της διαδικασίας για τη διαταγή δέσμευσης και της διαδικασίας ως προς την κυρία υπόθεση, η διεθνής δικαιοδοσία προς έκδοση διαταγής θα πρέπει να ανήκει στα δικαστήρια του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την κυρία υπόθεση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια των διαδικασιών ως προς την κυρία υπόθεση θα πρέπει να καλύπτει κάθε διαδικασία η οποία αποσκοπεί στην έκδοση εκτελεστού τίτλου επί της βασικής απαίτησης και περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, συνοπτικές διαδικασίες που αφορούν διαταγές πληρωμής και διαδικασίες όπως η γαλλική «procédure de référé». Αν ο οφειλέτης είναι καταναλωτής που κατοικεί σε κράτος μέλος, αποκλειστικώς αρμόδια να εκδώσουν τη διαταγή θα πρέπει να είναι τα δικαστήρια του κράτους αυτού.

(14)

Οι προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής δέσμευσης θα πρέπει να επιτυγχάνουν την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ του συμφέροντος του δανειστή να επιτύχει την έκδοση διαταγής και του συμφέροντος του οφειλέτη να αποτρέψει κατάχρηση της διαταγής.

Κατά συνέπεια, όταν ο δανειστής ζητά την έκδοση διαταγής δέσμευσης προτού επιτύχει την έκδοση απόφασης, το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται η σχετική αίτηση θα πρέπει να πεισθεί βάσει των αποδείξεων που προσκομίζει ο δανειστής ότι υπάρχουν πιθανότητες να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κυρία υπόθεση.

Επιπλέον, ο δανειστής θα πρέπει πάντοτε, ακόμη και όταν έχει ήδη επιτύχει δικαστική απόφαση, να αποδεικνύει στο δικαστήριο ότι η απαίτησή του χρειάζεται επείγουσα δικαστική προστασία και ότι, χωρίς τη διαταγή, η εκτέλεση της υπάρχουσας ή μελλοντικής δικαστικής απόφασης ενδέχεται να εμποδιστεί ή να καταστεί σημαντικά δυσχερέστερη επειδή υφίσταται πραγματικός κίνδυνος ότι, μέχρι να εξασφαλίσει ο δανειστής την εκτέλεση της υπάρχουσας ή μελλοντικής απόφασης, ο οφειλέτης μπορεί να έχει απομακρύνει, αποκρύψει ή καταστρέψει τα περιουσιακά του στοιχεία ή να τα έχει διαθέσει σε χαμηλότερη αξία ή σε ασυνήθιστη ποσότητα ή μέσω ασυνήθιστης ενέργειας.

Το δικαστήριο αξιολογεί τις αποδείξεις που προσκομίζει ο δανειστής για να στηρίξει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου. Αυτός θα μπορούσε για παράδειγμα να συνδέεται με τη συμπεριφορά του οφειλέτη σε σχέση με την απαίτηση του δανειστή ή στο πλαίσιο προηγούμενης διαφοράς μεταξύ των μερών, με το πιστωτικό ιστορικό του οφειλέτη, τη φύση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και με τυχόν πρόσφατες ενέργειες του οφειλέτη με αντικείμενο την περιουσία του. Κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, το δικαστήριο μπορεί να συνεκτιμήσει ότι τυχόν αναλήψεις από λογαριασμούς ή δαπάνες του οφειλέτη για να καλύψει τα συνήθη επιχειρησιακά ή οικογενειακά του έξοδα δεν είναι καθαυτές ασυνήθιστες. Η απλή αθέτηση πληρωμής ή η αμφισβήτηση της απαίτησης ή το απλό γεγονός ότι ο οφειλέτης έχει περισσότερους από έναν δανειστή δεν θα πρέπει να συνιστούν καθαυτά επαρκείς αποδείξεις που δικαιολογούν την έκδοση διαταγής. Ούτε το απλό γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη είναι κακή ή επιδεινώνεται θα πρέπει να συνιστά καθαυτό επαρκή λόγο για την έκδοση διαταγής. Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη τους ανωτέρω παράγοντες κατά τη συνολική αξιολόγηση της ύπαρξης κινδύνου.

(15)

Προκειμένου η διαταγή δέσμευσης να διασφαλίσει το στοιχείο του αιφνιδιασμού και να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τους δανειστές που επιδιώκουν την ικανοποίηση απαιτήσεων από οφειλέτη σε διασυνοριακές υποθέσεις, ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να ενημερώνεται για την αίτηση του δανειστή ούτε να καλείται σε ακρόαση πριν από την έκδοση της διαταγής ούτε να ειδοποιείται για τη διαταγή πριν από την εκτέλεσή της. Αν το δικαστήριο δεν πεισθεί από τις αποδείξεις και πληροφορίες που προσκομίζει ο δανειστής ή, κατά περίπτωση, οι μάρτυρές του, ότι δικαιολογείται η δέσμευση του εν λόγω λογαριασμού ή των εν λόγω λογαριασμών, δεν θα πρέπει να εκδώσει τη διαταγή.

(16)

Αν ο δανειστής υποβάλλει αίτηση για διαταγή δέσμευσης πριν από την έναρξη της διαδικασίας επί της κυρίας υποθέσεως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τον υποχρεώνει να κινήσει την εν λόγω διαδικασία εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ενώ επίσης θα πρέπει να τον υποχρεώνει να υποβάλει το σχετικό αποδεικτικό στο δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης. Εάν ο δανειστής δεν μπορέσει να συμμορφωθεί προς αυτή την υποχρέωση, η διαταγή θα πρέπει να ανακληθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή να τερματισθεί αυτομάτως.

(17)

Δεδομένου ότι δεν προβλέπεται προηγούμενη ακρόαση του οφειλέτη, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει συγκεκριμένες διασφαλίσεις για να αποτρέπει τυχόν κατάχρηση της διαταγής και να προστατεύει τα δικαιώματα του οφειλέτη.

(18)

Μια τέτοια σημαντική διασφάλιση θα ήταν η δυνατότητα να ζητείται από τον δανειστή να παρέχει εγγύηση ότι ο οφειλέτης μπορεί να αποζημιωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο για οιαδήποτε ζημία υποστεί λόγω της διαταγής δέσμευσης. Ανάλογα με το εθνικό δίκαιο, η εγγύηση αυτή θα μπορούσε να δίνεται με τη μορφή κατάθεσης εγγύησης ή εναλλακτικής εξασφάλισης, όπως τραπεζική εγγύηση ή υποθήκη. Το δικαστήριο θα πρέπει να έχει διακριτική ευχέρεια να καθορίζει ποσό εγγύησης επαρκές ώστε να αποτρέπεται τυχόν κατάχρηση της διαταγής και να διασφαλίζεται η αποζημίωση προς τον οφειλέτη, θα πρέπει δε να έχει τη δυνατότητα, ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων ως προς το ποσό της δυνητικής ζημίας, να λαμβάνει υπόψη το ποσό για το οποίο θα εκδοθεί η διαταγή ως κατευθυντήρια γραμμή για τον προσδιορισμό του ποσού της εγγύησης.

Αν ο δανειστής δεν έχει ακόμη στα χέρια του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο που να υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτησή του, η παροχή εγγύησης θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα και το δικαστήριο θα πρέπει να μην εφαρμόζει αυτή την προϋπόθεση ή να απαιτεί παροχή εγγύησης χαμηλότερου ποσού, μόνο εάν κατ’ εξαίρεση κρίνει ότι η παροχή εγγύησης είναι απρόσφορη, περιττή ή δυσανάλογη υπό τις περιστάσεις. Τέτοιες περιστάσεις υφίστανται, λόγου χάρη, αν ο δανειστής προβάλλει ιδιαιτέρως πειστικούς ισχυρισμούς αλλά δεν έχει επαρκή μέσα για να παράσχει εγγύηση, αν η απαίτηση αφορά διατροφή ή καταβολή μισθού ή αν το ποσό της απαίτησης είναι τέτοιο ώστε η διαταγή να μη μπορεί να προκαλέσει ζημία στον οφειλέτη, όπως αν πρόκειται για μικρή επιχειρηματική οφειλή.

Όταν ο δανειστής έχει ήδη εξασφαλίσει δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, η παροχή εγγύησης θα πρέπει να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Η παροχή εγγύησης μπορεί, για παράδειγμα, να ενδείκνυται, εκτός από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιστάσεις, όταν η δικαστική απόφαση της οποίας την εκτέλεση επιδιώκει να εξασφαλίσει η διαταγή δέσμευσης δεν είναι ακόμη εκτελεστή ή είναι μόνο προσωρινά εκτελεστή διότι εκκρεμεί ένδικο μέσο.

(19)

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για να επιτευχθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων δανειστή και οφειλέτη θα πρέπει να είναι ένας κανόνας σχετικά με την ευθύνη του πιστωτικού φορέα για όποια ζημία προκληθεί στον οφειλέτη με τη διαταγή δέσμευσης. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, συνεπώς, να προβλέπει, ως ελάχιστη προδιαγραφή, την ευθύνη του δανειστή όποτε η ζημία που υφίσταται ο οφειλέτης από τη διαταγή δέσμευσης οφείλεται σε υπαιτιότητα του δανειστή. Το σχετικό βάρος αποδείξεως θα πρέπει να φέρει ο οφειλέτης. Όσον αφορά τους λόγους ευθύνης που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να προβλεφθεί εναρμονισμένος κανόνας περί μαχητού τεκμηρίου υπαιτιότητας του δανειστή.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο λόγους ευθύνης διαφορετικούς από αυτούς του παρόντος κανονισμό. Σε σχέση με τους εν λόγω διαφορετικούς λόγους ευθύνης, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν άλλα είδη ευθύνης, όπως η αντικειμενική ευθύνη.

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να προβλέπει κανόνα σύγκρουσης δικαίων που να ορίζει ότι στην ευθύνη του δανειστή θα πρέπει να εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Όταν υπάρχουν πολλά κράτη μέλη εκτέλεσης, εφαρμοστέο θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης στο οποίο διαμένει συνήθως ο οφειλέτης. Αν ο οφειλέτης δεν διαμένει συνήθως σε κανένα από τα κράτη μέλη εκτέλεσης, εφαρμοστέο θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης με το οποίο η υπόθεση έχει τη στενότερη συνάφεια. Κατά τον προσδιορισμό της στενότερης συνάφειας, το μέγεθος του ποσού που δεσμεύεται στα διάφορα κράτη μέλη εκτέλεσης θα μπορούσε να είναι ένας από τους παράγοντες που πρέπει να λάβει υπόψη το δικαστήριο.

(20)

Για να ξεπεραστούν τα πρακτικά προβλήματα για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού των οφειλετών σε διασυνοριακό πλαίσιο, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει έναν μηχανισμό που να επιτρέπει στον δανειστή να ζητά από το δικαστήριο, πριν εκδοθεί διαταγή δέσμευσης, να λάβει από την αρμόδια αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους στο οποίο ο δανειστής πιστεύει ότι ο οφειλέτης διατηρεί λογαριασμό, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εντοπιστεί ο λογαριασμός του οφειλέτη. Ως εκ της ιδιαιτερότητος μιας τέτοιας παρέμβασης των δημόσιων αρχών και της πρόσβασης σε ιδιωτικά δεδομένα, πρόσβαση σε στοιχεία λογαριασμού θα πρέπει, κατά κανόνα, να δίδεται μόνο όταν ο δανειστής έχει ήδη στα χέρια του εκτελεστή απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, θα πρέπει ο δανειστής να μπορεί να καταθέσει αίτηση να του δοθούν στοιχεία λογαριασμού έστω και αν η απόφαση, ο δικαστικός συμβιβασμός ή το δημόσιο έγγραφο που έχει δεν είναι ακόμη εκτελεστά. Τέτοια αίτηση θα πρέπει να είναι δυνατή όταν το προς δέσμευση ποσό είναι σημαντικό ενόψει των περιστάσεων και το δικαστήριο πείθεται εκ των αποδείξεων που προσκομίζει ο δανειστής ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για αυτά τα στοιχεία λογαριασμού επειδή άλλως ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η μελλοντική εκτέλεση της απαίτησής του κατά του οφειλέτη και συνεπώς μπορεί να επέλθει ουσιώδης επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του δανειστή.

Για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτός ο μηχανισμός, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν στο εθνικό τους δίκαιο μία ή περισσότερες μεθόδους απόκτησης αυτών των πληροφοριών που να είναι αποτελεσματικές και αποδοτικές και να μην είναι δυσανάλογα δαπανηρές ή χρονοβόρες. Ο μηχανισμός θα κινητοποιείται μόνο εφόσον πληρούνται όλοι οι όροι και οι απαιτήσεις για την έκδοση διαταγής δέσμευσης και ο δανειστής έχει αιτιολογήσει δεόντως στην αίτησή του γιατί συντρέχουν λόγοι να πιστεύεται ότι ο οφειλέτης τηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, π.χ. διότι ο οφειλέτης εργάζεται ή ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ή διαθέτει περιουσιακά στοιχεία σε εκείνο το κράτος μέλος.

(21)

Για να διασφαλιστεί η προστασία των προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη, οι πληροφορίες σχετικά με τον εντοπισμό του ή των τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη δεν θα πρέπει να παρέχονται στον δανειστή. Θα πρέπει να παρέχονται μόνο στο αιτούν δικαστήριο και κατ’ εξαίρεση στην τράπεζα, εάν η τράπεζα ή άλλος φορέας υπεύθυνος για την εκτέλεση της διαταγής στο κράτος μέλος εκτέλεσης δεν είναι σε θέση να εντοπίσει έναν λογαριασμό του οφειλέτη βάσει των πληροφοριών που παρέχονται στη διαταγή, για παράδειγμα όταν υπάρχουν λογαριασμοί που τηρούνται στην ίδια τράπεζα από πολλά πρόσωπα με το ίδιο όνομα και την ίδια διεύθυνση. Όταν, σε μια τέτοια περίπτωση, αναφέρεται στη διαταγή ότι ο αριθμός του λογαριασμού ή των λογαριασμών που πρέπει να δεσμευθούν αποκτήθηκε μέσω αιτήματος για πληροφορίες, η τράπεζα θα πρέπει να ζητά τις εν λόγω πληροφορίες από την αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους εκτέλεσης και θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει ένα τέτοιο αίτημα κατά ανεπίσημο και απλό τρόπο.

(22)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει στον δανειστή το δικαίωμα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της άρνησης έκδοσης της διαταγής δέσμευσης. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα του δανειστή να υποβάλει νέα αίτηση για διαταγή δέσμευσης βάσει νέων περιστατικών ή νέων αποδείξεων.

(23)

Οι δομές εκτέλεσης για τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών διαφέρουν σημαντικά στα κράτη μέλη. Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των δομών αυτών στα κράτη μέλη και να γίνονται σεβαστές οι εθνικές διαδικασίες στο μέτρο του δυνατού, ο παρών κανονισμός θα πρέπει, όσον αφορά την εκτέλεση και την πραγματική εφαρμογή της διαταγής δέσμευσης, να βασίζεται στις μεθόδους και δομές για την εφαρμογή και υλοποίηση ισοδύναμων εθνικών αποφάσεων στο κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να εκτελεστεί η διαταγή.

(24)

Για να διασφαλιστεί ταχεία εκτέλεση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει διαβίβαση της διαταγής από το κράτος μέλος προέλευσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης με κάθε πρόσφορο μέσο που να εξασφαλίζει ότι το περιεχόμενο των διαβιβαζόμενων εγγράφων είναι ακριβές, πιστό και ευανάγνωστο.

(25)

Όταν λαμβάνει τη διαταγή δέσμευσης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου η διαταγή να εκτελεστεί κατά το εθνικό του δίκαιο, είτε διαβιβάζοντας τη διαταγή που παρέλαβε στην τράπεζα ή άλλο φορέα υπεύθυνο για την επιβολή τέτοιων διαταγών σε αυτό το κράτος μέλος ή, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, αναθέτοντας κατ’ άλλο τρόπο στην τράπεζα να υλοποιήσει τη διαταγή.

(26)

Ανάλογα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης για ισοδύναμες εθνικές διαταγές, η διαταγή δέσμευσης θα πρέπει να υλοποιείται με δέσμευση του οικείου ποσού στον λογαριασμό του οφειλέτη ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, με μεταφορά του εν λόγω ποσού σε λογαριασμό ειδικά προορισμένο για σκοπούς δέσμευσης, που θα μπορούσε να τηρεί η αρμόδια αρχή εκτέλεσης, το δικαστήριο, η τράπεζα στην οποία διατηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης ή τράπεζα που έχει οριστεί ως συντονιστικός φορέας για δέσμευση σε μια συγκεκριμένη υπόθεση.

(27)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει να ζητηθεί η εκ των προτέρων καταβολή τελών για την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να απόκειται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να εκτελεστεί η διαταγή.

(28)

Οι διαταγές δέσμευσης θα πρέπει να έχουν την ίδια κατάταξη με τυχόν ισοδύναμες εθνικές διαταγές στο κράτος μέλος εκτέλεσης. Εάν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, ορισμένα μέτρα εκτέλεσης έχουν προτεραιότητα επί των συντηρητικών μέτρων, θα πρέπει να τους δοθεί η ίδια προτεραιότητα σε σχέση με διαταγές δέσμευσης βάσει του παρόντος κανονισμού. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι διαταγές in personam που υπάρχουν σε ορισμένα εθνικά νομικά συστήματα θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες εθνικές διαταγές.

(29)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει υποχρέωση της τράπεζας ή άλλου φορέα υπεύθυνου να εκτελέσει τη διαταγή δέσμευσης στο κράτος μέλος εκτέλεσης να δηλώνει εάν και κατά πόσο η διαταγή οδήγησε στη δέσμευση καταθέσεων του οφειλέτη και σε υποχρέωση του οφειλέτη να εξασφαλίσει την αποδέσμευση τυχόν δεσμευμένων καταθέσεων που υπερβαίνουν το ποσό που ορίζεται στη διαταγή.

(30)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει το δικαίωμα του οφειλέτη σε δίκαιη δίκη και το δικαίωμά του σε ουσιαστικό ένδικο βοήθημα και, ως εκ τούτου, με δεδομένη την ex parte φύση της διαδικασίας για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης, θα πρέπει να του επιτρέπει να αμφισβητεί τη διαταγή ή την εκτέλεσή της για τους λόγους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό αμέσως μετά την εφαρμογή της διαταγής.

(31)

Στο πλαίσιο αυτό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ότι η διαταγή δέσμευσης, όλα τα έγγραφα που υπέβαλε ο δανειστής στο δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης και οι απαραίτητες μεταφράσεις επιδίδονται στον οφειλέτη αμέσως μετά την εφαρμογή της διαταγής. Το δικαστήριο θα πρέπει να έχει διακριτική ευχέρεια να προσαρτά περαιτέρω έγγραφα στα οποία βάσισε την απόφασή του και τα οποία μπορεί να χρειάζεται ο οφειλέτης για την άσκηση ένδικου βοηθήματος, όπως στενογραφημένα πρακτικά τυχόν προφορικών ακροάσεων.

(32)

Ο οφειλέτης πρέπει να είναι σε θέση να ζητά αναθεώρηση της διαταγής δέσμευσης, ιδίως, εάν οι όροι ή οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό δεν πληρούνται ή εάν οι συνθήκες που οδήγησαν στην έκδοση της διαταγής έχουν αλλάξει κατά τέτοιο τρόπο ώστε η έκδοση της διαταγής να μην είναι πλέον δικαιολογημένη. Για παράδειγμα, ο οφειλέτης θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένδικο βοήθημα σε περίπτωση που η υπόθεση δεν είναι διασυνοριακή κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, εάν δεν τηρήθηκαν οι κανόνες δικαιοδοσίας του παρόντος κανονισμού, εάν ο δανειστής δεν κίνησε διαδικασία επί της κυρίας υποθέσεως εντός της χρονικής περιόδου του παρόντος κανονισμού και, συνεπεία αυτού, το δικαστήριο δεν ανακάλεσε τη διαταγή αυτεπαγγέλτως ή δεν τερματίστηκε αυτομάτως η εκτέλεσή της, εάν η απαίτηση του δανειστή δεν απαιτούσε επείγουσα προστασία με τη μορφή διαταγής δέσμευσης επειδή δεν υπήρχε κίνδυνος η εκτέλεση αυτής της απαίτησης να εμποδιστεί ή να καταστεί πολύ δυσκολότερη ή εάν η παροχή εγγύησης δεν είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Ο οφειλέτης θα πρέπει επίσης να έχει στη διάθεσή του ένδικο βοήθημα αν η διαταγή και η δήλωση περί δέσμευσης δεν του έχουν επιδοθεί όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό ή αν τα έγγραφα που του επιδόθηκαν δεν πληρούσαν τις γλωσσικές απαιτήσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός. Ωστόσο, παρόμοιο ένδικο βοήθημα δεν θα πρέπει να παρέχεται αν η έλλειψη επίδοσης ή μετάφρασης θεραπευθεί εντός δεδομένης χρονικής περιόδου. Για να θεραπευθεί η έλλειψη επίδοσης, ο δανειστής θα πρέπει να υποβάλει αίτηση στον αρμόδιο για την επίδοση φορέα στο κράτος μέλος προέλευσης να μεριμνήσει για την επίδοση των σχετικών εγγράφων στον οφειλέτη με συστημένη επιστολή ή, σε περίπτωση που ο οφειλέτης συμφώνησε να παραλάβει τα έγγραφα στο δικαστήριο, θα πρέπει να προσκομίσει τις αναγκαίες μεταφράσεις των εγγράφων στο δικαστήριο. Η αίτηση αυτή δεν θα πρέπει να είναι αναγκαία εάν η έλλειψη επίδοσης έχει ήδη θεραπευθεί με άλλα μέσα, για παράδειγμα εάν, κατά το εθνικό δίκαιο, το δικαστήριο έχει ξεκινήσει αυτεπαγγέλτως την επίδοση.

(33)

Το ζήτημα ποιος πρέπει να υποβάλει τις μεταφράσεις που τυχόν απαιτεί ο παρών κανονισμός και ποιος πρέπει να φέρει τα έξοδα για τις μεταφράσεις αυτές επαφίεται στο εθνικό δίκαιο.

(34)

Η δικαιοδοσία για την παροχή ένδικων βοηθημάτων κατά της διαταγής δέσμευσης θα πρέπει να ανήκει στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου εκδόθηκε η διαταγή. Η δικαιοδοσία για την παροχή ένδικων βοηθημάτων κατά της εκτέλεσης της διαταγής θα πρέπει να ανήκει στα δικαστήρια ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

(35)

Ο οφειλέτης θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αποδέσμευση των δεσμευμένων πόρων εάν παράσχει κατάλληλη εναλλακτική εγγύηση. Η εναλλακτική αυτή εγγύηση θα μπορούσε να δίνεται με τη μορφή κατάθεσης εγγύησης ή εναλλακτικής εξασφάλισης, όπως τραπεζική εγγύηση ή υποθήκη.

(36)

Ο παρών κανονισμός πρέπει να διασφαλίζει ότι η δέσμευση του λογαριασμού του οφειλέτη δεν θίγει τα ποσά που εξαιρούνται από την κατάσχεση δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης, για παράδειγμα ποσά που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση των μέσων διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογενείας του. Ανάλογα με το δικονομικό σύστημα που ισχύει στο εν λόγω κράτος μέλος, το σχετικό ποσό είτε εξαιρείται αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο φορέα, ο οποίος μπορεί να είναι το δικαστήριο, η τράπεζα ή η αρμόδια αρχή εκτέλεσης, πριν από την εκτέλεση της διαταγής, είτε εξαιρείται κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη μετά την εκτέλεση της διαταγής. Όταν έχουν δεσμευθεί λογαριασμοί σε διάφορα κράτη μέλη και η εξαίρεση έχει εφαρμοστεί περισσότερες από μία φορές, ο δανειστής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο οποιουδήποτε κράτους μέλους εκτέλεσης ή, όταν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους εκτέλεσης, στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης αυτού του κράτους μέλους, για προσαρμογή της εξαίρεσης που εφαρμόζεται εκεί.

(37)

Προκειμένου η διαταγή δέσμευσης να εκδίδεται και να εκτελείται γρήγορα και χωρίς καθυστέρηση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να ολοκληρώνονται τα διάφορα στάδια της διαδικασίας. Δικαστήρια ή αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία θα πρέπει να δικαιούνται να παρεκκλίνουν από αυτές τις προθεσμίες μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, για παράδειγμα σε υποθέσεις που παρουσιάζουν νομική ή πραγματική πολυπλοκότητα.

(38)

Για τον σκοπό του υπολογισμού των χρονικών περιόδων και των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου (5).

(39)

Για να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να προβλεφθεί η υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Επιτροπή ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία και τις διαδικασίες τους όσον αφορά τις διαταγές δέσμευσης και ισοδύναμες εθνικές διαταγές.

(40)

Για να διευκολυνθεί η πρακτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να καταρτιστούν τυποποιημένα έντυπα, ιδίως για την αίτηση προς έκδοση διαταγής, για την ίδια τη διαταγή, για τη δήλωση σχετικά με τη δέσμευση κεφαλαίων και για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή προσφυγής δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(41)

Για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή χρήση σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας που γίνεται δεκτή από τη δικονομία του οικείου κράτους μέλους, ιδίως για τον σκοπό της συμπλήρωσης των τυποποιημένων εντύπων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και της επικοινωνίας μεταξύ των αρχών που εμπλέκονται στη διαδικασία. Επιπλέον, οι μέθοδοι υπογραφής της διαταγής δέσμευσης και των λοιπών εγγράφων που προβλέπει ο παρών κανονισμός θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερες ώστε να είναι εφικτή η εφαρμογή υφιστάμενων μεθόδων, όπως η ψηφιακή πιστοποίηση ή η ασφαλής ταυτοποίηση, και μελλοντικών τεχνικών εξελίξεων στον τομέα αυτό.

(42)

Για να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την καθιέρωση και την επακόλουθη τροποποίηση των εντύπων του παρόντος κανονισμού. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(43)

Για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων που καθιερώνουν και εν συνεχεία τροποποιούν τα τυποποιημένα έντυπα του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να χρησιμοποιείται η συμβουλευτική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(44)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, επιδιώκει να διασφαλίσει τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα για την άσκηση ουσιαστικού ένδικου βοηθήματος και για δίκαιη δίκη, όπως προβλέπεται αντιστοίχως στα άρθρα 7, 8, 17 και 47.

(45)

Στο πλαίσιο της πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα και της χρήσης και της διαβίβασής τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να τηρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), όπως έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

(46)

Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει ωστόσο να καθορισθούν κάποιες ειδικές προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα και για τη χρήση και τη διαβίβαση αυτών των δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, λήφθηκε υπόψη η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (8). Το πρόσωπο το οποίο αφορά η συλλογή των πληροφοριών θα πρέπει να ειδοποιείται κατά το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, η γνωστοποίηση στον οφειλέτη ότι δημοσιοποιήθηκαν πληροφορίες σχετικές με τον ή τους λογαριασμούς του θα πρέπει να αναβάλλεται για 30 ημέρες, ώστε να αποφεύγεται η διακινδύνευση του αποτελέσματος της διαταγής δέσμευσης λόγω πρώιμης γνωστοποίησης.

(47)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι να καθιερωθεί ενωσιακή διαδικασία για ασφαλιστικό μέτρο η οποία να παρέχει τη δυνατότητα σε έναν δανειστή να επιτύχει την έκδοση διαταγής δέσμευσης η οποία θα αποτρέπει το ενδεχόμενο να τεθεί σε κίνδυνο η επακόλουθη εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή μέσω μεταφοράς ή ανάληψης ποσών που διατηρεί ο οφειλέτης σε τραπεζικό λογαριασμό εντός της Ένωσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί πληρέστερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(48)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε εκείνα τα κράτη μέλη που δεσμεύονται απ’ αυτόν κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών. Η διαδικασία για την έκδοση διαταγής δέσμευσης που προβλέπει ο παρών κανονισμός πρέπει συνεπώς να είναι διαθέσιμη μόνο στους δανειστές που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος που δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό, οι δε διατάξεις που εκδίδονται βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αφορούν μόνο τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών που τηρούνται σε τέτοια κράτη μέλη.

(49)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, η Ιρλανδία κοινοποίησε την πρόθεσή της να συμμετάσχει στην έκδοση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(50)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(51)

Δυνάμει των άρθρων 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Ο παρών κανονισμός καθιερώνει ενωσιακή διαδικασία με την οποία ο δανειστής μπορεί να ζητά την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού («διαταγή δέσμευσης» ή «διαταγή») η οποία αποτρέπει το ενδεχόμενο να τεθεί σε κίνδυνο η επακόλουθη εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή μέσω μεταφοράς ή ανάληψης καταθέσεων μέχρι του ποσού που ορίζει η διαταγή, οι οποίες διατηρούνται από τον οφειλέτη ή εξ ονόματός του σε τραπεζικό λογαριασμό σε κράτος μέλος.

2.   Η διαταγή δέσμευσης μπορεί να χρησιμοποιείται από τον δανειστή ως εναλλακτική δυνατότητα προς τα συντηρητικά μέτρα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε χρηματικές απαιτήσεις αστικής και εμπορικής φύσεως σε διασυνοριακές υποθέσεις όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 3, ασχέτως του είδους του αρμόδιου δικαστηρίου. Δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικά, τελωνειακά ή διοικητικά ζητήματα ή την ευθύνη του κράτους για πράξεις και παραλείψεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας («acta iure imperii»).

2.   Εξαιρούνται από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού:

α)

περιουσιακά δικαιώματα που απορρέουν από έγγαμη σχέση ή σχέση της οποίας τα αποτελέσματα εξομοιώνονται προς εκείνα του γάμου σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτήν δίκαιο·

β)

διαθήκες και κληρονομική διαδοχή, περιλαμβανομένων υποχρεώσεων διατροφής που προκύπτουν λόγω θανάτου·

γ)

απαιτήσεις κατά οφειλέτη έναντι του οποίου έχουν κινηθεί διαδικασίες πτώχευσης, διαδικασίες για την εκκαθάριση αφερέγγυων επιχειρήσεων ή άλλων νομικών προσώπων, δικαστικοί συμβιβασμοί, πτωχευτικοί συμβιβασμοί ή ανάλογες διαδικασίες·

δ)

η κοινωνική ασφάλιση·

ε)

η διαιτησία.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε τραπεζικούς λογαριασμούς οι οποίοι είναι ακατάσχετοι δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός, ούτε σε λογαριασμούς οι οποίοι τηρούνται σε συνάρτηση με τη λειτουργία οποιουδήποτε συστήματος υπό την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

4.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούνται από και σε κεντρικές τράπεζες όταν αυτές ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών.

Άρθρο 3

Διασυνοριακές υποθέσεις

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μια υπόθεση είναι διασυνοριακή όταν ο τραπεζικός λογαριασμός ή οι τραπεζικοί λογαριασμοί που πρέπει να δεσμευτούν βάσει της διαταγής δέσμευσης τηρούνται σε κράτος μέλος διαφορετικό από:

α)

το κράτος μέλος του δικαστηρίου στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση της διαταγής δέσμευσης κατά το άρθρο 6, ή

β)

το κράτος μέλος της κατοικίας του δανειστή.

2.   Το κρίσιμο χρονικό σημείο για να καθοριστεί εάν πρόκειται για διασυνοριακή υπόθεση είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για διαταγή δέσμευσης στο δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να την εκδώσει.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

1)

ως «τραπεζικός λογαριασμός» ή «λογαριασμός» νοείται οιοσδήποτε λογαριασμός περιέχει χρηματικά ποσά και τηρείται σε τράπεζα στο όνομα του οφειλέτη ή στο όνομα τρίτου για λογαριασμό του οφειλέτη·

2)

ως «τράπεζα» νοείται πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), συμπεριλαμβανομένων υποκαταστημάτων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 17), πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εντός ή, κατά το άρθρο 47 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), εκτός της Ένωσης, εφόσον τα εν λόγω υποκαταστήματα βρίσκονται εντός της Ένωσης·

3)

ως «χρηματικά ποσά» νοούνται χρήματα που έχουν πιστωθεί σε λογαριασμό, σε οιοδήποτε νόμισμα, ή παρεμφερείς αξιώσεις για την επιστροφή χρημάτων, όπως οι καταθέσεις χρηματαγοράς·

4)

ως «κράτος μέλος στο οποίο τηρείται ο τραπεζικός λογαριασμός» νοείται:

α)

το κράτος μέλος που αναφέρεται στον διεθνή αριθμό τραπεζικού λογαριασμού (IBAN),

β)

για τραπεζικό λογαριασμό που δεν έχει IBAN, το κράτος μέλος στο οποίο η τράπεζα στην οποία τηρείται ο λογαριασμός έχει την έδρα της ή, όταν ο λογαριασμός τηρείται σε υποκατάστημα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα·

5)

ως «απαίτηση» νοείται απαίτηση πληρωμής συγκεκριμένου ληξιπρόθεσμου χρηματικού ποσού ή απαίτηση πληρωμής προσδιορίσιμου χρηματικού ποσού που απορρέει από συναλλαγή ή από γεγονός που έχει ήδη επέλθει, υπό τον όρο ότι μια τέτοια απαίτηση μπορεί να τεθεί ενώπιον δικαστηρίου·

6)

ως «δανειστής» νοείται φυσικό πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οντότητα που έχουν έδρα σε κράτος μέλος με την ικανότητα να ενάγουν ή να ενάγονται κατά το δίκαιο κράτους μέλους, που ζητούν ή έχουν ήδη επιτύχει την έκδοση διαταγής δέσμευσης σχετικά με απαίτηση·

7)

ως «οφειλέτης» νοείται φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οιαδήποτε άλλη οντότητα με ικανότητα δικαστικής παράστασης κατά το δίκαιο κράτους μέλους, κατά του οποίου ο δανειστής ζητά ή έχει ήδη επιτύχει την έκδοση διαταγής δέσμευσης·

8)

ως «δικαστική απόφαση» νοείται κάθε απόφαση δικαστηρίου των κρατών μελών, ασχέτως της ονομασίας της, περιλαμβανομένης απόφασης περί καθορισμού εξόδων ή δαπανών από υπάλληλο του δικαστηρίου·

9)

ως «δικαστικός συμβιβασμός» νοείται συμβιβασμός που έχει επικυρωθεί από δικαστήριο κράτους μέλους ή έχει συναφθεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια διαδικασίας·

10)

ως «δημόσιο έγγραφο» νοείται το έγγραφο που έχει συνταχθεί ή καταχωριστεί επίσημα ως δημόσιο έγγραφο σε ένα κράτος μέλος, η γνησιότητα του οποίου:

α)

συνδέεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του εγγράφου, και

β)

πιστοποιείται από δημόσια ή άλλη εξουσιοδοτημένη προς τούτο αρχή·

11)

ως «κράτος μέλος προέλευσης» νοείται το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η διαταγή δέσμευσης·

12)

ως «κράτος μέλος εκτέλεσης» νοείται το κράτος μέλος στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός που πρόκειται να δεσμευθεί·

13)

ως «αρχή πληροφόρησης» νοείται η αρχή που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη ως αρμόδια να λαμβάνει τα αναγκαία στοιχεία σχετικά με τον ή τους λογαριασμούς του οφειλέτη δυνάμει του άρθρου 14·

14)

ως «αρμόδια αρχή» νοείται η αρχή ή οι αρχές που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη ως αρμόδια για την παραλαβή, διαβίβαση ή επίδοση κατά το άρθρο 10 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφοι 3, 5 και 6, το άρθρο 25 παράγραφος 3, το άρθρο 27 παράγραφος 2, το άρθρο 28 παράγραφος 3 και το άρθρο 36 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο·

15)

ως «κατοικία» νοείται η κατοικία όπως ορίζεται κατά τα άρθρα 62 και 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ

Άρθρο 5

Δυνατότητα έκδοσης

Ο δανειστής μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής δέσμευσης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

προτού ο δανειστής κινήσει διαδικασία σε κράτος μέλος κατά του οφειλέτη ως προς την κυρία υπόθεση, ή σε οιοδήποτε στάδιο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έως την έκδοση της απόφασης ή την επικύρωση ή τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού·

β)

αφού ο δανειστής επιτύχει σε κράτος μέλος την έκδοση δικαστικής απόφασης, τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού ή την κατάρτιση δημοσίου εγγράφου που απαιτεί από τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση του δανειστή.

Άρθρο 6

Διεθνής δικαιοδοσία

1.   Όταν ο δανειστής δεν έχει ακόμη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, η διεθνής δικαιοδοσία για την έκδοση διαταγής δέσμευσης ανήκει στα δικαστήρια του κράτους μέλους που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κυρίας υπόθεσης κατά τους οικείους εφαρμοστέους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν ο οφειλέτης είναι καταναλωτής που συνήψε σύμβαση με τον δανειστή για σκοπό ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί εκτός του πεδίου της εμπορικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση διαταγής δέσμευσης με σκοπό την εξασφάλιση απαίτησης συνδεόμενης με την εν λόγω σύμβαση έχουν αποκλειστικά τα δικαστήρια του κράτους μέλους της κατοικίας του οφειλέτη.

3.   Όταν ο δανειστής έχει ήδη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση ή δικαστικό συμβιβασμό, διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση διαταγής δέσμευσης για την οριζόμενη στην απόφαση ή τον δικαστικό συμβιβασμό απαίτηση έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση ή επικυρώθηκε ή συνήφθη ο δικαστικός συμβιβασμός.

4.   Όταν ο δανειστής διαθέτει δημόσιο έγγραφο, διεθνή δικαιοδοσία να εκδώσουν διαταγή δέσμευσης για την απαίτηση που αναφέρεται σε αυτό έχουν τα δικαστήρια που ορίζονται για τον σκοπό αυτό στο κράτος μέλος όπου καταρτίσθηκε το δημόσιο έγγραφο.

Άρθρο 7

Προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής δέσμευσης

1.   Το δικαστήριο εκδίδει τη διαταγή δέσμευσης όταν ο δανειστής έχει προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις ώστε να πεισθεί το δικαστήριο ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης ασφαλιστικού μέτρου υπό μορφή διαταγής δέσμευσης λόγω πραγματικού κινδύνου ότι, χωρίς το μέτρο αυτό, η επακόλουθη εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη θα εμποδιστεί ή θα καταστεί σημαντικά δυσκολότερη.

2.   Όταν ο δανειστής δεν έχει ακόμη επιτύχει σε κράτος μέλος την έκδοση δικαστικής απόφασης, τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού ή την κατάρτιση δημοσίου εγγράφου που να υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτηση του δανειστή, ο δανειστής προσκομίζει επίσης επαρκείς αποδείξεις ώστε να πεισθεί το δικαστήριο ότι υπάρχουν πιθανότητες να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κυρία υπόθεση.

Άρθρο 8

Αίτηση για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης

1.   Αιτήσεις για διαταγή δέσμευσης υποβάλλονται μέσω εντύπου που συντάσσεται κατά τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 52 παράγραφος 2.

2.   Η αίτηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ονομασία και διεύθυνση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση·

β)

στοιχεία του δανειστή: ονοματεπώνυμο και στοιχεία επαφής και, κατά περίπτωση, ονοματεπώνυμο και στοιχεία επαφής του αντιπροσώπου του δανειστή και:

i)

όταν ο δανειστής είναι φυσικό πρόσωπο, την ημερομηνία γέννησής του και τον αριθμό της ταυτότητας ή του διαβατηρίου του, εάν υπάρχουν και είναι διαθέσιμοι, ή

ii)

όταν ο δανειστής είναι νομικό πρόσωπο ή άλλη οντότητα με ικανότητα δικαστικής παράστασης κατά το δίκαιο κράτους μέλους, το κράτος ίδρυσης, σύστασης ή καταχώρισης και τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή καταχώρισής του ή, ελλείψει αυτού, ημερομηνία και τόπο της ίδρυσης, σύστασης ή καταχώρισής του·

γ)

στοιχεία του οφειλέτη: ονοματεπώνυμο και στοιχεία επαφής και, κατά περίπτωση, ονοματεπώνυμο και στοιχεία επαφής του αντιπροσώπου του οφειλέτη, και, εφόσον υπάρχουν:

i)

όταν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, την ημερομηνία γέννησής του και τον αριθμό της ταυτότητας ή του διαβατηρίου του, ή

ii)

όταν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο ή άλλη οντότητα με ικανότητα δικαστικής παράστασης κατά το δίκαιο κράτους μέλους, το κράτος ίδρυσης, σύστασης ή καταχώρισης και τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή καταχώρισής του ή, ελλείψει αυτού, ημερομηνία και τόπο της ίδρυσης, σύστασης ή καταχώρισής του·

δ)

αριθμό ο οποίος να καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση της τράπεζας, όπως IBAN ή BIC, και/ή όνομα και διεύθυνση της τράπεζας στην οποία ο οφειλέτης τηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς που πρόκειται να δεσμευθούν·

ε)

εάν είναι διαθέσιμος, τον αριθμό του λογαριασμού ή των λογαριασμών που πρόκειται να δεσμευθούν και, στην περίπτωση αυτή, επισήμανση εάν πρέπει να δεσμευτούν και άλλοι λογαριασμοί του οφειλέτη στην ίδια τράπεζα·

στ)

όταν δεν μπορεί να παρασχεθεί καμία από τις απαιτούμενες δυνάμει του στοιχείου δ) πληροφορίες, δήλωση ότι υποβλήθηκε αίτημα για τη λήψη των στοιχείων λογαριασμού δυνάμει του άρθρου 14, όταν ένα τέτοιο αίτημα είναι εφικτό, και τεκμηρίωση του γιατί ο δανειστής πιστεύει ότι ο οφειλέτης έχει έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σε τράπεζα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος·

ζ)

το ποσό για το οποίο ζητείται έκδοση της διαταγής δέσμευσης:

i)

όταν ο δανειστής δεν έχει ακόμη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, το ποσό της κυρίας απαίτησης ή μέρος αυτού και των τόκων που τυχόν οφείλονται δυνάμει του άρθρου 15,

ii)

όταν ο δανειστής έχει ήδη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, το ποσό της κυρίας απαίτησης που ορίζεται στην απόφαση, τον δικαστικό συμβιβασμό ή το δημόσιο έγγραφο ή μέρος αυτού και των τόκων και δαπανών που τυχόν οφείλονται δυνάμει του άρθρου 15·

η)

όταν ο δανειστής δεν έχει ακόμη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο:

i)

περιγραφή όλων των σχετικών στοιχείων που θεμελιώνουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης,

ii)

περιγραφή όλων των σχετικών περιστάσεων που επικαλείται ο ενάγων ως βάση της αξίωσης και, εάν συντρέχει περίπτωση, του τόκου που αξιώνει,

iii)

δήλωση όπου αναφέρεται αν ο δανειστής έχει ήδη κινήσει την κυρία διαδικασία κατά του οφειλέτη·

θ)

όταν ο δανειστής έχει ήδη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, δήλωση ότι δεν έχει ακόμη υπάρξει συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση, τον δικαστικό συμβιβασμό ή το δημόσιο έγγραφο ή, εάν υπάρχει εν μέρει συμμόρφωση, αναφορά του βαθμού μη συμμόρφωσης·

ι)

περιγραφή όλων των σχετικών περιστάσεων που αιτιολογούν την έκδοση της διαταγής δέσμευσης, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παράγραφος 1·

ια)

εάν συντρέχει περίπτωση, αναφορά των λόγων για τους οποίους ο δανειστής πιστεύει ότι θα πρέπει να απαλλαγεί από την υποχρέωση να παρέχει εξασφάλιση βάσει του άρθρου 12·

ιβ)

κατάλογο των αποδείξεων που προσκομίζει ο δανειστής·

ιγ)

δήλωση δυνάμει του άρθρου 16 η οποία να αναφέρει αν ο δανειστής έχει υποβάλει σε άλλα δικαστήρια ή αρχές αίτηση για την έκδοση ισοδύναμης εθνικής διαταγής αν έχει ήδη εκδοθεί τέτοια διαταγή ή αν η σχετική αίτηση απορρίφθηκε και, εφόσον η διαταγή εκδόθηκε, σε ποιο βαθμό έχει εκτελεσθεί·

ιδ)

προαιρετική αναφορά του τραπεζικού λογαριασμού του δανειστή που θα χρησιμοποιηθεί για τυχόν εκούσια πληρωμή της απαίτησης από τον οφειλέτη·

ιε)

δήλωση ότι τα στοιχεία που υποβάλλει ο δανειστής στην αίτησή του είναι αληθή και πλήρη, καθόσον γνωρίζει, και ότι ο δανειστής έχει επίγνωση ότι οιαδήποτε εκ προθέσεως ψευδής ή ελλιπής δήλωση μπορεί να συνεπάγεται έννομες συνέπειες κατά το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση ή ευθύνες κατά το άρθρο 13.

3.   Η αίτηση συνοδεύεται από όλα τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα και, σε περίπτωση που ο δανειστής έχει ήδη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, από αντίγραφο της απόφασης, του δικαστικού συμβιβασμού ή του δημόσιου εγγράφου που πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την απόδειξη της γνησιότητάς του.

4.   Η αίτηση και τα δικαιολογητικά μπορούν να υποβληθούν με οιοδήποτε μέσο επικοινωνίας, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων, το οποίο γίνεται αποδεκτό κατά τη δικονομία του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

Άρθρο 9

Διεξαγωγή αποδείξεων

1.   Το δικαστήριο λαμβάνει την απόφασή του με γραπτή διαδικασία βάσει των πληροφοριών και των αποδείξεων που προσκόμισε ο δανειστής στην αίτησή του ή μαζί με αυτήν. Αν το δικαστήριο θεωρεί ανεπαρκή τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, μπορεί να καλέσει τον δανειστή να υποβάλει πρόσθετες γραπτές αποδείξεις, εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 και με την επιφύλαξη του άρθρου 11, και εφόσον δεν καθυστερεί υπερβολικά τη διαδικασία, το δικαστήριο δύναται επίσης να χρησιμοποιεί κάθε άλλη κατάλληλη μέθοδο διεξαγωγής αποδείξεων που προβλέπεται από το εθνικό του δίκαιο, όπως η προφορική ακρόαση του δανειστή ή των μαρτύρων του, μεταξύ άλλων μέσω τηλεδιάσκεψης ή άλλων τεχνολογιών επικοινωνίας.

Άρθρο 10

Κίνηση διαδικασίας επί της κυρίας υποθέσεως

1.   Όταν ο δανειστής έχει υποβάλει αίτηση για διαταγή δέσμευσης πριν κινήσει διαδικασία επί της κυρίας υποθέσεως, κινεί τη σχετική διαδικασία και υποβάλλει το σχετικό αποδεικτικό στο δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή εντός 14 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής, δύναται δε να επιλέξει τη μεταγενέστερη από τις δύο προθεσμίες. Το δικαστήριο δύναται επίσης να παρατείνει την προθεσμία κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, παραδείγματος χάρη για να δοθεί δυνατότητα στους διαδίκους να ρυθμίσουν την απαίτηση με διακανονισμό, και ενημερώνει σχετικά τους διαδίκους.

2.   Αν το δικαστήριο δεν έχει λάβει απόδειξη για την κίνηση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η διαταγή δέσμευσης ανακαλείται ή παύει να ισχύει και οι διάδικοι ενημερώνονται σχετικά.

Όταν το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή έχει την έδρα του στο κράτος μέλος εκτέλεσης, η ανάκληση ή η παύση ισχύος της διαταγής σε αυτό το κράτος μέλος διενεργείται κατά το δίκαιό του.

Όταν η ανάκληση ή η παύση ισχύος πρέπει να εφαρμοσθεί σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος προέλευσης, το δικαστήριο ανακαλεί τη διαταγή δέσμευσης χρησιμοποιώντας το έντυπο ανάκλησης που έχει καταρτισθεί με εκτελεστικές πράξεις εκδοθείσες σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 52 παράγραφος 2 και διαβιβάζει την ανάκληση κατά το άρθρο 29 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης. Η αρχή αυτή προχωρά στις απαραίτητες ενέργειες για την εφαρμογή του άρθρου 23, όπως ενδείκνυται, για την ανάκληση ή την παύση ισχύος.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι διαδικασίες για την κυρία υπόθεση τεκμαίρεται ότι έχουν κινηθεί:

α)

κατά τον χρόνο κατάθεσης στο δικαστήριο του εισαγωγικού της δίκης ή ισοδύναμου εγγράφου, εφόσον ο δανειστής δεν παρέλειψε στη συνέχεια να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την επίδοση ή κοινοποίηση του εγγράφου στον οφειλέτη· ή

β)

εάν το έγγραφο πρέπει να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, μόλις αυτό παραληφθεί από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο.

Η αρμόδια για την επίδοση αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) είναι η πρώτη η οποία παραλαμβάνει τα προς επίδοση ή κοινοποίηση έγγραφα.

Άρθρο 11

Διαδικασία ex parte

Ο οφειλέτης δεν ειδοποιείται σχετικά με την αίτηση για διαταγή δέσμευσης ούτε καλείται σε ακρόαση πριν από την έκδοση της διαταγής.

Άρθρο 12

Εγγυοδοσία από τον δανειστή

1.   Πριν εκδώσει διαταγή δέσμευσης σε περίπτωση που ο δανειστής δεν έχει ακόμη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, το δικαστήριο ζητά από τον δανειστή να παράσχει εγγύηση για ποσό επαρκές ώστε να αποτρέπεται τυχόν κατάχρηση της προβλεπόμενης από τον παρόντα κανονισμό διαδικασίας και να διασφαλίζεται η αποζημίωση για οιαδήποτε ζημία υποστεί ο οφειλέτης συνεπεία της διαταγής, στον βαθμό που ο δανειστής ευθύνεται για τη ζημία αυτή κατά το άρθρο 13.

Το δικαστήριο μπορεί κατ’ εξαίρεση να μην εφαρμόσει την απαίτηση του πρώτου εδαφίου αν κρίνει ότι η παροχή της εγγύησης κατά το εν λόγω εδάφιο δεν ενδείκνυται υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

2.   Όταν ο δανειστής έχει ήδη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, το δικαστήριο δύναται, προτού εκδώσει τη διαταγή, να ζητά από τον δανειστή την παροχή εγγύησης κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, εφόσον το κρίνει αναγκαίο και ενδεδειγμένο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

3.   Αν το δικαστήριο απαιτεί την παροχή εγγύησης κατά το παρόν άρθρο, ενημερώνει τον δανειστή για το απαιτούμενο ποσό και τις αποδεκτές μορφές εγγύησης κατά το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας του δικαστηρίου. Επισημαίνει στον δανειστή ότι θα εκδώσει τη διαταγή δέσμευσης αφού δοθεί η εγγύηση σύμφωνα με τις ανωτέρω απαιτήσεις.

Άρθρο 13

Ευθύνη του δανειστή

1.   Ο δανειστής ευθύνεται για κάθε ζημία που προκαλείται στον οφειλέτη από τη διαταγή δέσμευσης λόγω υπαιτιότητας του δανειστή. Το βάρος αποδείξεως ανήκει στον οφειλέτη.

2.   Στις κάτωθι περιπτώσεις τεκμαίρεται η υπαιτιότητα του δανειστή εκτός αν αυτός αποδείξει το αντίθετο:

α)

εάν η διαταγή ανακληθεί διότι ο δανειστής δεν κίνησε διαδικασία επί της κυρίας υπόθεσης, εκτός εάν αυτή η παράλειψη οφειλόταν στην αποπληρωμή της απαίτησης εκ μέρους του οφειλέτη ή σε άλλης μορφής συμβιβασμό μεταξύ των διαδίκων·

β)

εάν ο δανειστής δεν ζήτησε την αποδέσμευση των καθ’ υπέρβαση δεσμευμένων ποσών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27·

γ)

εάν διαπιστωθεί εν συνεχεία ότι η έκδοση της διαταγής δεν ήταν σύννομη ή ήταν σύννομη μόνο κατά ένα χαμηλότερο ποσό και ότι η αναντιστοιχία οφείλεται σε παράλειψη εκ μέρους του δανειστή να τηρήσει τις υποχρεώσεις του εκ του άρθρου 16· ή

δ)

εάν η διαταγή ανακληθεί ή παύσει η εκτέλεσή της επειδή ο δανειστής δεν συμμορφώθηκε με τις εκ του παρόντος κανονισμού υποχρεώσεις του όσον αφορά την επίδοση ή τη μετάφραση εγγράφων ή όσον αφορά τη θεραπεία της παράλειψης επίδοσης ή μετάφρασης κατά τον παρόντα κανονισμό.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο άλλους λόγους ευθύνης ή κανόνες περί του βάρους αποδείξεως. Όλες οι άλλες πτυχές που συνδέονται με την ευθύνη του δανειστή έναντι του οφειλέτη και δεν εξετάζονται ρητά στην παράγραφο 1 ή 2, διέπονται από το εθνικό δίκαιο.

4.   Εφαρμοστέο δίκαιο για την ευθύνη του δανειστή είναι το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

Αν διατηρούνται λογαριασμοί σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, εφαρμοστέο επί της ευθύνης δανειστού δίκαιο είναι εκείνο του κράτους μέλους εκτέλεσης:

α)

στο οποίο ο οφειλέτης έχει τη συνήθη διαμονή του κατά την έννοια του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), ή, ελλείψει αυτής·

β)

το οποίο έχει τον στενότερο δεσμό με την υπόθεση.

5.   Το παρόν άρθρο δεν εξετάζει το ζήτημα ενδεχόμενης ευθύνης του δανειστή έναντι της τράπεζας ή τυχόν τρίτων.

Άρθρο 14

Αίτημα για τη λήψη στοιχείων λογαριασμού

1.   Αν ο δανειστής επέτυχε σε κράτος μέλος εκτελεστή δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο που αξιώνει από τον οφειλέτη να πληρώσει την απαίτηση του δανειστή και ο δανειστής έχει λόγους να πιστεύει ότι ο οφειλέτης τηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σε τράπεζα συγκεκριμένου κράτους μέλους, αλλά δεν γνωρίζει ούτε την επωνυμία και/ή τη διεύθυνση της τράπεζας ούτε τον ΙΒΑΝ, τον BIC ή άλλον τραπεζικό αριθμό ο οποίος να επιτρέπει τον προσδιορισμό της τράπεζας, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση για διαταγή δέσμευσης να καλέσει την αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους εκτέλεσης να λάβει τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της τράπεζας ή των τραπεζών και του λογαριασμού ή των λογαριασμών του οφειλέτη.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, ο δανειστής μπορεί να υποβάλει την αίτηση του εδαφίου αυτού όταν η απόφαση, ο δικαστικός συμβιβασμός ή το δημόσιο έγγραφο που διαθέτει δεν είναι ακόμη εκτελεστά και το προς δέσμευση ποσό είναι σημαντικό ενόψει των συναφών περιστάσεων και ο δανειστής έχει προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις ώστε να πεισθεί το δικαστήριο ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για αυτά τα στοιχεία λογαριασμού επειδή, χωρίς αυτό το μέτρο, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η μελλοντική εκτέλεση της απαίτησής του κατά του οφειλέτη και συνεπώς αυτό να οδηγήσει σε ουσιώδη επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του δανειστή.

2.   Ο δανειστής διατυπώνει το κατά την παράγραφο 1 αίτημά του στην αίτηση για τη διαταγή δέσμευσης. Ο δανειστής τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι ο οφειλέτης τηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σε τράπεζα του συγκεκριμένου κράτους μέλους και παρέχει κάθε σχετική πληροφορία που διαθέτει όσον αφορά τον οφειλέτη και τον ή τους λογαριασμούς που πρόκειται να δεσμευθούν. Εάν το δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση έκδοσης της διαταγής δέσμευσης εκτιμά ότι το αίτημα του δανειστή δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο, το απορρίπτει.

3.   Αν το δικαστήριο πεισθεί ότι το αίτημα του δανειστή είναι πλήρως τεκμηριωμένο και ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις και απαιτήσεις για έκδοση διαταγής δέσμευσης, εκτός από την απαίτηση παροχής στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και αν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο δανειστής έχει παράσχει εγγύηση κατά το άρθρο 12, το δικαστήριο διαβιβάζει το αίτημα για τη λήψη στοιχείων στην αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους εκτέλεσης κατά το άρθρο 29.

4.   Για τη λήψη των πληροφοριών της παραγράφου 1, η αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους εκτέλεσης χρησιμοποιεί μία από τις διαθέσιμες στο εν λόγω κράτος μέλος μεθόδους κατά την παράγραφο 5.

5.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει στο εθνικό του δίκαιο τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες μεθόδους για τη λήψη των στοιχείων της παραγράφου 1:

α)

υποχρέωση όλων των τραπεζών της επικρατείας του να γνωστοποιούν, κατόπιν αιτήματος της αρχής πληροφόρησης, αν ο οφειλέτης τηρεί λογαριασμό σε αυτές·

β)

πρόσβαση της αρχής πληροφόρησης στα σχετικά στοιχεία όταν τα εν λόγω στοιχεία φυλάσσονται από δημόσιες ή διοικητικές αρχές σε μητρώα ή αλλού·

γ)

τη δυνατότητα τα δικαστήριά του να υποχρεώνουν τον οφειλέτη να γνωστοποιεί σε ποια ή σε ποιες τράπεζες της επικρατείας του διατηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς εφόσον η υποχρέωση αυτή συνοδεύεται από διαταγή in personam του δικαστηρίου με την οποία τού απαγορεύεται η ανάληψη ή η μεταφορά κεφαλαίων που διατηρεί στον ή στους λογαριασμούς του, μέχρι του δεσμευμένου με τη διαταγή δέσμευσης ποσού· ή

δ)

οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που είναι αποδοτική και αποτελεσματική για τους σκοπούς της λήψεως των σχετικών στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι δυσανάλογα δαπανηρή ή χρονοβόρα.

Ασχέτως της μεθόδου ή των μεθόδων που προβλέπονται στο κράτος μέλος, απαιτείται ταχεία δράση όλων των αρχών που συμμετέχουν στη λήψη των στοιχείων.

6.   Μόλις η αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους εκτέλεσης λάβει τα στοιχεία λογαριασμού, τα διαβιβάζει στο δικαστήριο που τα ζήτησε σύμφωνα με το άρθρο 29.

7.   Εάν η αρχή πληροφόρησης αδυνατεί να λάβει τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία, ενημερώνει σχετικά το δικαστήριο που τα ζήτησε. Αν απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση για διαταγή δέσμευσης επειδή δεν είναι διαθέσιμα στοιχεία λογαριασμού, το δικαστήριο που ζήτησε τα στοιχεία αποδεσμεύει αμελλητί τυχόν εγγύηση που έχει παράσχει ο δανειστής κατά το άρθρο 12.

8.   Όταν, κατά το παρόν άρθρο, η αρχή πληροφόρησης λαμβάνει στοιχεία από τράπεζα ή αποκτά πρόσβαση σε στοιχεία λογαριασμού που φυλάσσονται από δημόσιες ή διοικητικές αρχές σε μητρώα, η ειδοποίηση του οφειλέτη σχετικά με τη γνωστοποίηση των προσωπικών του δεδομένων αναστέλλεται για 30 ημέρες, ώστε να μην κινδυνεύσει να αναιρεθεί το αποτέλεσμα της διαταγής δέσμευσης λόγω πρόωρης ειδοποίησης.

Άρθρο 15

Τόκοι και έξοδα

1.   Με αίτηση του δανειστή, η διαταγή δέσμευσης περιλαμβάνει τυχόν δεδουλευμένους τόκους κατά το εφαρμοστέο επί της απαίτησης δίκαιο έως την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής, υπό τον όρο ότι η περίληψη του ποσού ή του είδους των τόκων δεν αποτελεί παραβίαση υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης.

2.   Όταν ο δανειστής έχει ήδη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, στη διαταγή δέσμευσης περιλαμβάνονται επίσης, κατ’ αίτηση του δανειστή, τα έξοδα για την απόκτηση της ανωτέρω απόφασης, συμβιβασμού ή εγγράφου, στον βαθμό που έχει οριστεί ότι τα έξοδα αυτά βαρύνουν τον οφειλέτη.

Άρθρο 16

Παράλληλες αιτήσεις

1.   Ο δανειστής δεν δύναται να υποβάλει ταυτόχρονα σε περισσότερα του ενός δικαστήρια αιτήσεις για διαταγή δέσμευσης κατά του αυτού οφειλέτη με σκοπό την εξασφάλιση της αυτής απαίτησης.

2.   Στην αίτησή του για διαταγή δέσμευσης, ο δανειστής δηλώνει αν έχει υποβάλει αίτηση σε άλλο δικαστήριο ή αρχή για ισοδύναμη εθνική διαταγή κατά του αυτού οφειλέτη για την εξασφάλιση της αυτής απαίτησης, ή αν έχει ήδη επιτύχει την έκδοση τέτοιας διαταγής. Αναφέρει επίσης τυχόν αιτήσεις για την έκδοση τέτοιας διαταγής που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες ή αβάσιμες.

3.   Εάν ο δανειστής επιτύχει την έκδοση ισοδύναμης εθνικής διαταγής κατά του αυτού οφειλέτη για την εξασφάλιση της αυτής απαίτησης κατά τη διάρκεια διαδικασίας για την έκδοση διαταγής δέσμευσης, ενημερώνει αμελλητί το δικαστήριο για την έκδοση και την τυχόν επακόλουθη εκτέλεση της εθνικής αυτής διαταγής. Ενημερώνει επίσης το δικαστήριο σχετικά με τυχόν αιτήσεις για την έκδοση ισοδύναμης εθνικής διαταγής οι οποίες απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες ή αβάσιμες.

4.   Εάν το δικαστήριο ενημερωθεί ότι ο δανειστής έχει ήδη επιτύχει την έκδοση ισοδύναμης εθνικής διαταγής, εξετάζει, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, αν εξακολουθεί να ενδείκνυται η έκδοση της διαταγής δέσμευσης, εν όλω ή εν μέρει.

Άρθρο 17

Απόφαση επί της αιτήσεως για τη διαταγή δέσμευσης

1.   Το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως για διαταγή δέσμευσης εξετάζει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις και απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Το δικαστήριο αποφασίζει αμελλητί επί της αιτήσεως και το αργότερο πριν από την εκπνοή των προθεσμιών του άρθρου 18.

3.   Εάν ο δανειστής δεν υπέβαλε όλα τα στοιχεία που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 8, το δικαστήριο δύναται να παράσχει στον δανειστή τη δυνατότητα να συμπληρώσει ή να διορθώσει την αίτηση εντός χρονικής περιόδου που ορίζει το δικαστήριο, εκτός αν η αίτηση είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη. Εάν ο δανειστής δεν συμπληρώσει ή δεν διορθώσει την αίτηση εντός της ορισμένης χρονικής περιόδου, η αίτηση απορρίπτεται.

4.   Η διαταγή δέσμευσης εκδίδεται για το ποσό που αποδεικνύεται κατά το άρθρο 9 και υπολογίζεται κατά το εφαρμοστέο επί της βασικής απαίτησης δίκαιο και περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τόκους και/ή έξοδα κατά το άρθρο 15.

Η διαταγή δεν εκδίδεται σε καμία περίπτωση για ποσό ανώτερο εκείνου που αναφέρει ο δανειστής στην αίτησή του.

5.   Η επί της αιτήσεως απόφαση γνωστοποιείται στον δανειστή με τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης για ισοδύναμες εθνικές διαταγές.

Άρθρο 18

Προθεσμίες για την απόφαση επί της αιτήσεως για διαταγή δέσμευσης

1.   Όταν ο δανειστής δεν έχει ακόμη στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του εντός της δέκατης εργάσιμης ημέρας αφότου ο δανειστής κατέθεσε ή, κατά περίπτωση, συμπλήρωσε την αίτησή του.

2.   Όταν ο δανειστής έχει στη διάθεσή του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του εντός της πέμπτης εργάσιμης ημέρας αφότου ο δανειστής κατέθεσε ή, κατά περίπτωση, συμπλήρωσε την αίτησή του.

3.   Όταν το δικαστήριο κρίνει, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2, ότι απαιτείται ακρόαση του δανειστή και, εάν συντρέχει περίπτωση, των μαρτύρων του, διεξάγει την ακρόαση αμελλητί και εκδίδει την απόφασή του εντός της πέμπτης εργάσιμης ημέρας μετά τη διεξαγωγή της.

4.   Στις περιπτώσεις του άρθρου 12, οι προθεσμίες των παραγράφων 1, 2 και 3 ισχύουν για την έκδοση απόφασης επί της υποχρέωσης του δανειστή να παράσχει εγγύηση. Το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του επί της αίτησης για διαταγή δέσμευσης αμέσως μόλις ο δανειστής παράσχει την απαιτούμενη εγγύηση.

5.   Στις περιπτώσεις του άρθρου 14, κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του αμέσως μόλις λάβει τα στοιχεία του άρθρου 14 παράγραφος 6 ή 7, αρκεί μέχρι τότε ο δανειστής να έχει παράσχει όποια ασφάλεια απαιτείται.

Άρθρο 19

Μορφή και περιεχόμενο της διαταγής δέσμευσης

1.   Η διαταγή δέσμευσης εκδίδεται μέσω του εντύπου που συντάσσεται με εκτελεστική πράξη εκδιδομένη με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 52 παράγραφος 2 και φέρει σφραγίδα, υπογραφή και/ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του δικαστηρίου. Το έντυπο αποτελείται από δύο μέρη:

α)

το μέρος A, που περιέχει τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και πρέπει να παρέχονται στην τράπεζα, τον δανειστή και τον οφειλέτη· και

β)

το μέρος Β, που περιέχει τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 3 και πρέπει να παρέχονται στον δανειστή και το οφειλέτη επιπλέον των στοιχείων της παραγράφου 2.

2.   Το μέρος Α περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την ονομασία και διεύθυνση του δικαστηρίου και τον αριθμό της υπόθεσης·

β)

τα στοιχεία του δανειστή που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο β)·

γ)

τα στοιχεία του οφειλέτη που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ)·

δ)

την επωνυμία και διεύθυνση της τράπεζας την οποία αφορά η διαταγή·

ε)

τον αριθμό του λογαριασμού ή των λογαριασμών που πρόκειται να δεσμευθούν, εάν ο δανειστής έχει αναφέρει τον αριθμό λογαριασμού του οφειλέτη στην αίτησή του· και, κατά περίπτωση, ένδειξη αν θα πρέπει να δεσμευθούν άλλοι λογαριασμοί του οφειλέτη στην ίδια τράπεζα·

στ)

αν συντρέχει περίπτωση, επισήμανση ότι ο αριθμός του ή των λογαριασμών που πρέπει να δεσμευθούν αποκτήθηκαν με αίτηση του άρθρου 14 και ότι η τράπεζα πρέπει να ζητήσει αυτόν τον αριθμό ή αυτούς τους αριθμούς, αν είναι αναγκαίο βάσει του άρθρου 24 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, από την αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους εκτέλεσης·

ζ)

το ποσό που δεσμεύεται με τη διαταγή·

η)

εντολή προς την τράπεζα να εφαρμόσει τη διαταγή κατά το άρθρο 24·

θ)

την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής·

ι)

αν ο δανειστής έχει αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό στην αίτησή του κατά το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο ιδ), εξουσιοδότηση της τράπεζας κατά το άρθρο 24 παράγραφος 3 να αποδεσμεύσει και να μεταφέρει, εφόσον ζητηθεί από τον οφειλέτη και επιτρέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, καταθέσεις μέχρι του ποσού που ορίζεται στη διαταγή από τον δεσμευμένο λογαριασμό στον λογαριασμό που αναφέρει ο δανειστής στην αίτησή του·

ια)

πληροφορίες σχετικά με το πού μπορεί να βρεθεί η ηλεκτρονική μορφή του εντύπου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 25.

3.   Το μέρος Β περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

περιγραφή του αντικειμένου της υπόθεσης και το σκεπτικό του δικαστηρίου για την έκδοση της διαταγής·

β)

το ποσό της εγγύησης που τυχόν παρέσχε ο δανειστής·

γ)

εφόσον συντρέχει περίπτωση, την προθεσμία για την κίνηση διαδικασίας επί της κυρίας υπόθεσης και για την υποβολή των σχετικών αποδεικτικών εγγράφων στο δικαστήριο έκδοσης·

δ)

εφόσον συντρέχει περίπτωση, επισήμανση των εγγράφων που πρέπει να μεταφραστούν κατά το άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος·

ε)

εφόσον συντρέχει περίπτωση, επισήμανση ότι ο δανειστής είναι υπεύθυνος για την κίνηση της διαδικασίας εκτέλεσης της διαταγής και συνεπώς, εφόσον συντρέχει περίπτωση, είναι υπεύθυνος για τη διαβίβασή της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης κατά το άρθρο 23 παράγραφος 3 και για την κίνηση της διαδικασίας επίδοσης στον οφειλέτη κατά το άρθρο 28 παράγραφοι 2, 3 και 4· και

στ)

πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσφυγής του οφειλέτη.

4.   Εάν η διαταγή δέσμευσης αφορά λογαριασμούς σε διάφορες τράπεζες, συμπληρώνεται χωριστό έντυπο (μέρος Α κατά την παράγραφο 2) για κάθε τράπεζα. Στην περίπτωση αυτή, το έντυπο που παρέχεται στον δανειστή και στον οφειλέτη (μέρη Α και Β σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 αντιστοίχως) περιέχει κατάλογο όλων των σχετικών τραπεζών.

Άρθρο 20

Διάρκεια της δέσμευσης

Τα ποσά που δεσμεύονται βάσει της διαταγής δέσμευσης παραμένουν δεσμευμένα όπως προβλέπεται στη διαταγή ή σε κάθε μεταγενέστερη μεταρρύθμιση ή περιορισμό της εν λόγω διαταγής κατά το κεφάλαιο 4:

α)

έως την ανάκληση της διαταγής·

β)

έως την ολοκλήρωση της εκτέλεσης της διαταγής· ή

γ)

έως την έναρξη της ισχύος μέτρου για την εκτέλεση δικαστικής απόφασης, δικαστικού συμβιβασμού ή δημοσίου εγγράφου την έκδοση ή σύναψη των οποίων έχει επιτύχει ο δανειστής όσον αφορά την απαίτηση την οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει η διαταγή δέσμευσης, σε σχέση με τα ποσά που δεσμεύονται με τη διαταγή.

Άρθρο 21

Ένδικο μέσο κατά άρνησης έκδοσης της διαταγής δέσμευσης

1.   Ο δανειστής έχει δικαίωμα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά οιαδήποτε απόφασης του δικαστηρίου που απορρίπτει, εν όλω ή εν μέρει, την αίτησή του για διαταγή δέσμευσης.

2.   Το ένδικο μέσο κατατίθεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία γνωστοποιήθηκε στον δανειστή η απόφαση της παραγράφου 1. Κατατίθεται στο δικαστήριο το οποίο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή κατά το άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

3.   Όταν η αίτηση για διαταγή δέσμευσης έχει απορριφθεί εν όλω, το ένδικο μέσο εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας ex parte όπως προβλέπεται στο άρθρο 11.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ

Άρθρο 22

Αναγνώριση και εκτελεστότητα

Οι διαταγές δέσμευσης που εκδίδονται σε κράτος μέλος κατά τον παρόντα κανονισμό αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται άλλη ειδική διαδικασία και καθίστανται εκτελεστές στο άλλο κράτος μέλος χωρίς να χρειάζεται κήρυξη εκτελεστότητας.

Άρθρο 23

Εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, η διαταγή δέσμευσης εκτελείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ισχύουν για την εκτέλεση αντίστοιχων εθνικών διαταγών στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

2.   Όλες οι αρχές που συμμετέχουν στην εκτέλεση της διαταγής ενεργούν αμελλητί.

3.   Όταν η διαταγή δέσμευσης έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους εκτέλεσης, το μέρος Α της διαταγής που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 και ένα μη συμπληρωμένο τυποποιημένο έντυπο της δήλωσης που προβλέπεται στο άρθρο 25 διαβιβάζονται για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης κατά το άρθρο 29.

Η διαβίβαση γίνεται από το δικαστήριο έκδοσης ή τον δανειστή αναλόγως του ποιος είναι υπεύθυνος κατά το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής για την κίνηση της διαδικασίας εκτέλεσης.

4.   Η διαταγή συνοδεύεται, αν είναι αναγκαίο, από μετάφραση ή μεταγραφή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους εκτέλεσης ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου εκτέλεσης της διαταγής. Αυτή η μετάφραση ή μεταγραφή παρέχεται από το δικαστήριο έκδοσης στην ενδεδειγμένη γλωσσική εκδοχή του τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται στο άρθρο 19.

5.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της διαταγής κατά το εθνικό της δίκαιο.

6.   Όταν η διαταγή δέσμευσης αφορά περισσότερες από μία τράπεζες στο ίδιο ή σε διαφορετικά κράτη μέλη εκτέλεσης, διαβιβάζεται στην αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους εκτέλεσης χωριστό έντυπο για κάθε τράπεζα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4.

Άρθρο 24

Εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης

1.   Η τράπεζα στην οποία απευθύνεται η διαταγή δέσμευσης την εκτελεί αμελλητί αφού την παραλάβει ή, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, αφού παραλάβει αντίστοιχη εντολή εκτέλεσης της διαταγής.

2.   Για να εκτελέσει τη διαταγή δέσμευσης, η τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 31 δεσμεύει το οριζόμενο στη διαταγή ποσό είτε:

α)

μεριμνώντας να μην υπάρξει μεταφορά ή ανάληψη του εν λόγω ποσού από τον ή τους λογαριασμούς που αναφέρονται στη διαταγή ή ταυτοποιούνται κατά την παράγραφο 4· ή

β)

εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, μεταφέροντας το εν λόγω ποσό σε ειδικό λογαριασμό που τηρείται για σκοπούς δέσμευσης.

Το τελικό δεσμευμένο ποσό μπορεί να αποτελεί αντικείμενο δικαστικού συμβιβασμού ο οποίος να εκκρεμεί ήδη τη στιγμή που η διαταγή ή αντίστοιχη εντολή παραλαμβάνεται από την Τράπεζα. Ωστόσο, αυτός ο εκκρεμής διακανονισμός μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον αν συναφθεί προτού η τράπεζα εκδώσει τη δήλωση του άρθρου 25 σύμφωνα με τις προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο α), η τράπεζα εξουσιοδοτείται, εφόσον ζητηθεί από τον οφειλέτη, να αποδεσμεύσει δεσμευμένα ποσά και να τα μεταφέρει στον αναφερόμενο στη διαταγή λογαριασμό του δανειστή για την ικανοποίηση της απαίτησής του, εφόσον συντρέχουν οι εξής όροι:

α)

η εν λόγω εξουσιοδότηση της τράπεζας προβλέπεται ρητά στη διαταγή σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχείο ι)·

β)

το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης επιτρέπει παρόμοια αποδέσμευση και μεταφορά· και

γ)

δεν υπάρχουν παράλληλες διαταγές σχετικά με τον συγκεκριμένο λογαριασμό.

4.   Όταν η διαταγή δέσμευσης δεν προσδιορίζει τον αριθμό τού ή των τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη, αλλά παρέχει μόνο το ονοματεπώνυμο και άλλα στοιχεία του οφειλέτη, η τράπεζα ή άλλος αρμόδιος για την εκτέλεση της διαταγής φορέας ταυτοποιεί τον ή τους λογαριασμούς που τηρεί ο οφειλέτης στην αναφερόμενη στη διαταγή τράπεζα βάσει των παρεχόμενων πληροφοριών.

Αν, βάσει των πληροφοριών που παρέχονται στη διαταγή, η τράπεζα ή μια άλλη οντότητα αδυνατεί να ταυτοποιήσει με βεβαιότητα λογαριασμό του οφειλέτη, η τράπεζα:

α)

όταν κατά το άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχείο στ) αναφέρεται στη διαταγή ότι ο αριθμός ή οι αριθμοί λογαριασμού που πρέπει να δεσμευθούν αποκτήθηκαν με αίτημα του άρθρου 14, αποκτά τον εν λόγω αριθμό ή τους εν λόγω αριθμούς από την αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους εκτέλεσης· και

β)

σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δεν εκτελεί τη διαταγή.

5.   Τα ποσά που φυλάσσονται στον ή στους λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) και υπερβαίνουν το ποσό που αναφέρει η διαταγή δέσμευσης δεν θίγονται από την εκτέλεση της διαταγής.

6.   Όταν, κατά τον χρόνο εκτέλεσης της διαταγής δέσμευσης, τα ποσά που τηρούνται στον ή στους λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) δεν επαρκούν για τη δέσμευση ολόκληρου του ποσού που αναφέρει η διαταγή, η διαταγή εκτελείται μόνο για το ποσό που είναι διαθέσιμο στον ή στους λογαριασμούς.

7.   Όταν η διαταγή δέσμευσης καλύπτει περισσότερους λογαριασμούς του οφειλέτη στην ίδια τράπεζα και οι εν λόγω λογαριασμοί περιέχουν ποσά που υπερβαίνουν το οριζόμενο σε αυτήν ποσό, η διαταγή εκτελείται κατά την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας:

α)

λογαριασμοί ταμιευτηρίου μόνο στο όνομα του οφειλέτη·

β)

τρεχούμενοι λογαριασμοί μόνο στο όνομα του οφειλέτη·

γ)

κοινοί λογαριασμοί ταμιευτηρίου, με την επιφύλαξη του άρθρου 30·

δ)

κοινοί τρεχούμενοι λογαριασμοί, με την επιφύλαξη του άρθρου 30.

8.   Εάν το νόμισμα των ποσών που φυλάσσονται στον ή στους λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) δεν είναι το ίδιο με το νόμισμα στο οποίο εκδόθηκε η διαταγή δέσμευσης, η τράπεζα μετατρέπει το ποσό που ορίζεται στη διαταγή στο νόμισμα των ποσών σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή τη συναλλαγματική ισοτιμία της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους εκτέλεσης για την πώληση του εν λόγω νομίσματος κατά την ημέρα και τη στιγμή εκτέλεσης της διαταγής και δεσμεύει το αντίστοιχο ποσό στο νόμισμα των ποσών.

Άρθρο 25

Δήλωση σχετικά με τη δέσμευση των ποσών

1.   Εντός τριών εργάσιμων ημερών μετά την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης, η τράπεζα ή άλλος αρμόδιος για την εκτέλεση της διαταγής φορέας στο κράτος μέλος εκτέλεσης εκδίδει δήλωση, χρησιμοποιώντας το σχετικό έντυπο δήλωσης το οποίο έχει καταρτισθεί με εκτελεστική πράξη εκδοθείσα σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 52 παράγραφος 2, στην οποία αναφέρει αν και σε ποια έκταση δεσμεύθηκαν τα ποσά του ή των λογαριασμών του οφειλέτη και, αν ναι, την ημερομηνία εκτέλεσης της διαταγής. Αν κατ’ εξαίρεση η τράπεζα ή άλλος φορέας αδυνατεί να εκδώσει τη δήλωση εντός τριών εργάσιμων ημερών, την εκδίδει το συντομότερο δυνατόν, όχι όμως αργότερα από το τέλος της όγδοης εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί την εκτέλεση της διαταγής.

Η δήλωση διαβιβάζεται αμελλητί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

2.   Όταν η διαταγή έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης, η τράπεζα ή άλλος αρμόδιος για την εκτέλεση της διαταγής φορέας διαβιβάζει τη δήλωση στο δικαστήριο έκδοσης κατά το άρθρο 29 και με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή με ισοδύναμα ηλεκτρονικά μέσα στον δανειστή.

3.   Όταν η διαταγή έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος εκτέλεσης, η δήλωση διαβιβάζεται κατά το άρθρο 29 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, εκτός αν εκδόθηκε από την ίδια αρχή.

Εντός της πρώτης εργάσιμης ημέρας από την παραλαβή ή την έκδοση της δήλωσης της τράπεζας, η αρχή αυτή διαβιβάζει τη δήλωση στο δικαστήριο έκδοσης κατά το άρθρο 29 και με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή με ισοδύναμα ηλεκτρονικά μέσα στον δανειστή.

4.   Η τράπεζα ή άλλος φορέας αρμόδιος για την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης, κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη, του γνωστοποιεί τα λεπτομερή στοιχεία της διαταγής. Η τράπεζα ή ο φορέας μπορεί επίσης να τα γνωστοποιήσει ακόμα και αν δεν έχει ζητηθεί.

Άρθρο 26

Ευθύνη της τράπεζας

Τυχόν ευθύνη της τράπεζας για μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της εκ του παρόντος κανονισμού διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

Άρθρο 27

Καθήκον του δανειστή να ζητήσει την αποδέσμευση ποσών δεσμευμένων καθ’ υπέρβαση

1.   Ο δανειστής υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την αποδέσμευση ποσών τα οποία, μετά την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης, υπερβαίνουν το ποσό που ορίζεται σε αυτήν:

α)

όταν η διαταγή καλύπτει διάφορους λογαριασμούς στο αυτό κράτος μέλος ή σε διαφορετικά κράτη μέλη· ή

β)

όταν η διαταγή εκδόθηκε μετά την εκτέλεση μιας ή περισσότερων ισοδύναμων εθνικών διαταγών κατά του αυτού οφειλέτη για την εξασφάλιση της αυτής απαίτησης.

2.   Εντός τριών εργάσιμων ημερών από την παραλαβή δήλωσης κατά το άρθρο 25 από την οποία προκύπτει δέσμευση ποσών καθ’ υπέρβαση, ο δανειστής, με το ταχύτερο δυνατό μέσο και χρησιμοποιώντας το έντυπο της αίτησης αποδέσμευσης ποσών δεσμευμένων καθ’ υπέρβαση, που έχει καταρτισθεί με εκτελεστική πράξη εκδιδομένη σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 52 παράγραφος 2, υποβάλλει αίτηση αποδέσμευσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης στο οποίο έγινε η καθ’ υπέρβαση δέσμευση ποσών.

Η αρχή αυτή, μόλις λάβει την αίτηση, δίνει ταχέως εντολή στην οικεία τράπεζα να προβεί στην αποδέσμευση των καθ’ υπέρβαση δεσμευμένων ποσών. Εφαρμόζεται ενδεχομένως το άρθρο 24 παράγραφος 7 με αντίστροφη σειρά προτεραιότητας.

3.   Το παρόν άρθρο δεν αφαιρεί από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ότι η αποδέσμευση ποσών δεσμευμένων καθ’ υπέρβαση από λογαριασμό που τηρείται στο έδαφός τους γίνεται αυτεπαγγέλτως, με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής εκτέλεσης του οικείου κράτους μέλους.

Άρθρο 28

Επίδοση στον οφειλέτη

1.   Η διαταγή δέσμευσης, τα λοιπά έγγραφα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και η δήλωση του άρθρου 25 επιδίδονται στον οφειλέτη κατά το παρόν άρθρο.

2.   Αν ο οφειλέτης κατοικεί στο κράτος μέλος προέλευσης, η επίδοση πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες της εθνικής νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους. Τη διαδικασία επίδοσης κινεί το δικαστήριο έκδοσης ή ο δανειστής, αναλόγως του ποιος είναι υπεύθυνος για την επίδοση στο κράτος μέλος προέλευσης, εντός της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά την ημέρα παραλαβής της δήλωσης του άρθρου 25 από την οποία προκύπτει δέσμευση ποσών.

3.   Αν ο οφειλέτης έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους μέλους προέλευσης, το δικαστήριο έκδοσης ή ο δανειστής, αναλόγως του ποιος είναι υπεύθυνος για την επίδοση στο κράτος μέλος προέλευσης, διαβιβάζει εντός της τρίτης εργάσιμης ημέρας από την παραλαβή της δήλωσης του άρθρου 25 από την οποία προκύπτει δέσμευση ποσών, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έγγραφα κατά το άρθρο 29 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της κατοικίας του οφειλέτη. Αυτή η αρχή λαμβάνει αμελλητί τα αναγκαία μέτρα για την επίδοση των εγγράφων στον οφειλέτη κατά το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει την κατοικία του ο οφειλέτης.

Αν το κράτος μέλος στο οποίο ο οφειλέτης έχει την κατοικία του είναι το μόνο κράτος μέλος εκτέλεσης, τα έγγραφα της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μέλους τη στιγμή της μεταβίβασης της διαταγής κατά το άρθρο 23 παράγραφος 3. Σε αυτή την περίπτωση, η αρμόδια αρχή κινεί τη διαδικασία επίδοσης όλων των εγγράφων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εντός της τρίτης εργάσιμης ημέρας από την ημερομηνία παραλαβής ή έκδοσης της δήλωσης του άρθρου 25 από την οποία προκύπτει η δέσμευση ποσών.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει το δικαστήριο έκδοσης ή τον δανειστή, αναλόγως του ποιος διαβίβασε τα προς επίδοση έγγραφα, για το αποτέλεσμα της επίδοσης στον οφειλέτη.

4.   Αν ο οφειλέτης έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος, η επίδοση πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες διεθνούς επίδοσης που ισχύουν στο κράτος μέλος προέλευσης.

5.   Τα ακόλουθα έγγραφα επιδίδονται στον οφειλέτη και συνοδεύονται, εφόσον απαιτείται, από σχετική μετάφραση ή μεταγραφή όπως προβλέπεται στο άρθρο 49 παράγραφος 1:

α)

η διαταγή δέσμευσης με χρησιμοποίηση του μέρους Α και του μέρους Β του εντύπου που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3·

β)

η αίτηση για τη διαταγή δέσμευσης που υπέβαλε ο δανειστής στο δικαστήριο·

γ)

αντίγραφα όλων των εγγράφων που υπέβαλε ο δανειστής στο δικαστήριο για την έκδοση της διαταγής.

6.   Αν η διαταγή δέσμευσης αφορά περισσότερες τράπεζες, στον οφειλέτη επιδίδεται ή κοινοποιείται κατά το παρόν άρθρο μόνο η πρώτη δήλωση του άρθρου 25 από την οποία προκύπτει η δέσμευση ποσών. Ο οφειλέτης ενημερώνεται αμελλητί για τη μεταγενέστερη υποβολή τυχόν άλλων δηλώσεων του άρθρου 25.

Άρθρο 29

Διαβίβαση εγγράφων

1.   Όπου ο παρών κανονισμός προβλέπει τη διαβίβαση εγγράφων κατά το παρόν άρθρο, τα έγγραφα μπορούν να διαβιβάζονται με κάθε πρόσφορο μέσο, υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενο του εγγράφου που παραλαμβάνεται αντιστοιχεί ακριβώς προς εκείνο που διαβιβάστηκε και ότι όλες οι πληροφορίες που περιέχει είναι ευανάγνωστες.

2.   Το δικαστήριο ή η αρχή που παραλαμβάνει έγγραφα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αποστέλλει, εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την ημέρα παραλαβής, βεβαίωση παραλαβής στην αρχή, τον δανειστή ή την τράπεζα που διαβίβασε τα έγγραφα με το ταχύτερο δυνατό μέσο διαβίβασης και χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο που έχει καταρτισθεί με εκτελεστική πράξη εκδιδομένη σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 52 παράγραφος 2.

Άρθρο 30

Δέσμευση κοινών λογαριασμών και λογαριασμών αντιπροσώπου

Ποσά που διατίθενται σε λογαριασμούς οι οποίοι, σύμφωνα με τα αρχεία της τράπεζας, δεν τηρούνται αποκλειστικά από τον οφειλέτη ή τηρούνται από τρίτο για λογαριασμό του οφειλέτη, ή από τον οφειλέτη για λογαριασμό τρίτου, μπορούν να δεσμευθούν δυνάμει του παρόντος κανονισμού μόνο στον βαθμό που υπόκεινται σε δέσμευση δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης.

Άρθρο 31

Ποσά που εξαιρούνται από τη δέσμευση

1.   Τα ποσά που εξαιρούνται από την κατάσχεση κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, απαλλάσσονται από τη δέσμευση δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Όταν, δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης, τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ποσά εξαιρούνται της κατασχέσεως χωρίς σχετικό αίτημα του οφειλέτη, ο φορέας που είναι αρμόδιος για την εξαίρεση των ποσών αυτών σε αυτό το κράτος μέλος εξαιρεί, αυτεπάγγελτα, τα σχετικά ποσά από τη δέσμευση.

3.   Όταν, δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης, τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ποσά εξαιρούνται της κατασχέσεως ύστερα από αίτημα του οφειλέτη, τα εν λόγω ποσά εξαιρούνται από τη δέσμευση κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη κατά το άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Άρθρο 32

Κατάταξη της διαταγής δέσμευσης

Η διαταγή δέσμευσης έχει την ίδια κατάταξη, εφόσον προβλέπεται, με ισοδύναμη εθνική διαταγή στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Άρθρο 33

Ένδικα βοηθήματα του οφειλέτη κατά της διαταγής δέσμευσης

1.   Κατόπιν αίτησης του οφειλέτη στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης, η διαταγή δέσμευσης ανακαλείται ή ενδεχομένως μεταρρυθμίζεται για τους ακόλουθους λόγους:

α)

δεν πληρούνται οι όροι ή απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

β)

η διαταγή, η δήλωση κατά το άρθρο 25 και/ή τα λοιπά έγγραφα που προβλέπονται στο άρθρο 28 παράγραφος 5 δεν επιδόθηκαν ή κοινοποιήθηκαν στον οφειλέτη εντός 14 ημερών από τη δέσμευση του ή των λογαριασμών του·

γ)

τα έγγραφα που επιδόθηκαν ή κοινοποιήθηκαν στον οφειλέτη κατά το άρθρο 28 δεν πληρούσαν τις γλωσσικές απαιτήσεις του άρθρου 49 παράγραφος 1·

δ)

τα δεσμευμένα ποσά που υπερβαίνουν το ποσό της διαταγής δεν αποδεσμεύτηκαν κατά το άρθρο 27·

ε)

το ποσό της απαίτησης, την ικανοποίηση της οποίας επεδίωκε να εξασφαλίσει ο δανειστής με τη διαταγή, έχει καταβληθεί εξ ολοκλήρου ή εν μέρει·

στ)

έκδοση δικαστικής απόφασης επί της κυρίας υποθέσεως με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση την ικανοποίηση της οποίας επεδίωκε να εξασφαλίσει ο δανειστής με τη διαταγή· ή

ζ)

αναίρεση της απόφασης επί της κυρίας υποθέσεως, ή ενδεχομένως ακύρωση του δικαστικού συμβιβασμού ή του δημοσίου εγγράφου την εκτέλεση των οποίων επεδίωκε να εξασφαλίσει ο δανειστής με τη διαταγή.

2.   Κατόπιν αίτησης του οφειλέτη προς το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης, η απόφαση περί εγγυοδοσίας βάσει του άρθρου 12 αναθεωρείται λόγω μη ικανοποίησης των όρων ή απαιτήσεων του εν λόγω άρθρου.

Αν, βάσει αυτού του ενδίκου βοηθήματος, το δικαστήριο καλέσει τον δανειστή να παράσχει εγγύηση ή πρόσθετη εγγύηση, ισχύει κατά περίπτωση το άρθρο 12 παράγραφος 3 πρώτη πρόταση και το δικαστήριο ορίζει ότι η διαταγή δέσμευσης θα ανακληθεί ή θα μεταρρυθμιστεί αν η απαιτούμενη (πρόσθετη) εγγύηση δεν καταβληθεί εντός της προθεσμίας που τάσσεται από το δικαστήριο.

3.   Το ένδικο βοήθημα δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β) γίνεται δεκτό, εκτός αν η έλλειψη επίδοσης θεραπευτεί εντός 14 ημερών από την ενημέρωση του δανειστή σχετικά με την αίτηση του οφειλέτη για ένδικο βοήθημα κατά το στοιχείο β) της παραγράφου 1.

Η έλλειψη επίδοσης λογίζεται θεραπευθείσα για τον σκοπό της εκτίμησης του αν θα τεθεί στη διάθεση του οφειλέτη το ένδικο βοήθημα του στοιχείου β) ή όχι, εκτός αν έχει ήδη θεραπευθεί με άλλα μέσα:

α)

εφόσον ο δανειστής ζητήσει από τον αρμόδιο για την επίδοση φορέα στο κράτος μέλος προέλευσης να επιδώσει ή να κοινοποιήσει τα έγγραφα στον οφειλέτη· ή

β)

σε περίπτωση που ο οφειλέτης επεσήμανε στο δικόγραφο του ενδίκου βοηθήματός του ότι συμφωνεί να παραλάβει τα έγγραφα στο δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης και σε περίπτωση που ο δανειστής ήταν υπεύθυνος να προσκομίσει τις μεταφράσεις, εφόσον ο δανειστής διαβιβάσει σε αυτό το δικαστήριο τυχόν μεταφράσεις που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 49 παράγραφος 1.

Ο αρμόδιος για την επίδοση φορέας βάσει του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης επιδίδει κατόπιν αιτήσεως του δανειστή κατά το στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, αμελλητί, τα έγγραφα στον οφειλέτη με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής στη διεύθυνση που δήλωσε ο οφειλέτης κατά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Εάν ο δανειστής ήταν υπεύθυνος για την κίνηση της διαδικασίας επίδοσης των εγγράφων που προβλέπονται στο άρθρο 28, η έλλειψη επίδοσης θεραπεύεται μόνο εφόσον ο δανειστής αποδείξει ότι είχε προβεί καταρχάς σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την αρχική επίδοση των εγγράφων.

4.   Το ένδικο βοήθημα δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο γ) γίνεται δεκτό, εκτός αν ο δανειστής παράσχει στον οφειλέτη τις μεταφράσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού εντός 14 εργάσιμων ημερών από την ενημέρωση του δανειστή σχετικά με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος από τον οφειλέτη κατά το στοιχείο γ) της παραγράφου 1.

Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 εφαρμόζονται προσηκόντως.

5.   Στην αίτηση που υποβάλλει δυνάμει των στοιχείων β) και γ) της παραγράφου 1, ο οφειλέτης αναφέρει τη διεύθυνση στην οποία μπορούν να αποστέλλονται τα έγγραφα και οι μεταφράσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28 κατά τις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου ή, εναλλακτικά, δηλώνει ότι συμφωνεί να παραλάβει αυτά τα έγγραφα στο δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης.

Άρθρο 34

Ένδικα βοηθήματα του οφειλέτη κατά της εκτέλεσης της διαταγής δέσμευσης

1.   Παρά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 33 και 35, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη στο αρμόδιο δικαστήριο ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης, η εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης στο εν λόγω κράτος μέλος:

α)

περιορίζεται εφόσον ορισμένα ποσά που διατίθενται στον λογαριασμό θα πρέπει να εξαιρεθούν από κατάσχεση κατά το άρθρο 31 παράγραφος 3, ή τα ποσά που εξαιρούνται από κατάσχεση δεν έχουν ληφθεί υπόψη ή δεν έχουν ληφθεί ορθώς υπόψη κατά την εκτέλεση της διαταγής κατά το άρθρο 31 παράγραφος 2· ή

β)

παύει διότι:

i)

ο υπό δέσμευση τραπεζικός λογαριασμός εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού κατά το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 4,

ii)

η εκτέλεση της απόφασης, του δικαστικού συμβιβασμού ή του δημοσίου εγγράφου, την οποία επεδίωκε να εξασφαλίσει ο δανειστής με την έκδοση της διαταγής, δεν έγινε δεκτή στο κράτος μέλος εκτέλεσης,

iii)

η εκτελεστότητα της απόφασης, την εκτέλεση της οποίας επεδίωκε να εξασφαλίσει ο δανειστής με την έκδοση της διαταγής, έχει ανασταλεί στο κράτος μέλος προέλευσης, ή

iv)

εφαρμόζεται οποιοδήποτε από τα στοιχεία β), γ), δ), ε), στ) ή ζ) του άρθρου 33 παράγραφος 1. Το άρθρο 33 παράγραφοι 3, 4 και 5 εφαρμόζονται κατά περίπτωση.

2.   Κατόπιν αίτησης του οφειλέτη προς το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης, η εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης στο εν λόγω κράτος μέλος παύει εφόσον αντιβαίνει προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους εκτέλεσης.

Άρθρο 35

Άλλες δυνατότητες ενδίκων βοηθημάτων του οφειλέτη και του δανειστή

1.   Ο οφειλέτης ή ο δανειστής δύναται ανά πάσα στιγμή να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή δέσμευσης να τη μεταρρυθμίσει ή να την ανακαλέσει λόγω μεταβολής των περιστάσεων βάσει των οποίων εκδόθηκε.

2.   Το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή δέσμευσης μπορεί επίσης, εφόσον επιτρέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει αυτεπαγγέλτως τη διαταγή λόγω μεταβολής των περιστάσεων.

3.   Ο οφειλέτης και ο δανειστής δύνανται να ζητήσουν από κοινού την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της διαταγής δέσμευσης από το δικαστήριο που την εξέδωσε ή την παύση ή τον περιορισμό της εκτέλεσής της από το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης ή, εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο, από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης του εν λόγω κράτους μέλους, διότι συμφώνησαν να ρυθμιστεί η απαίτηση με διακανονισμό.

4.   Ο δανειστής δύναται να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης ή, εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο, από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης του εν λόγω κράτους μέλους, μεταρρύθμιση της εκτέλεσης της διαταγής δέσμευσης η οποία θα συνίσταται σε προσαρμογή της εξαίρεσης που εφαρμόζεται στο εν λόγω κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 31, για το λόγο ότι έχουν ήδη εφαρμοστεί άλλες εξαιρέσεις για ποσό επαρκώς υψηλό σε σχέση με έναν ή περισσότερους λογαριασμούς που τηρούνται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και ότι κατά συνέπεια θα ήταν σκόπιμη μια προσαρμογή.

Άρθρο 36

Διαδικασία για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος δυνάμει των άρθρων 33, 34 και 35

1.   Το ένδικο βοήθημα των άρθρων 33, 34 ή 35 υποβάλλεται μέσω του σχετικού εντύπου που έχει καταρτισθεί με εκτελεστική πράξη εκδιδομένη σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 52 παράγραφος 2. Η υποβολή της αίτησης μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή και με κάθε μέσο επικοινωνίας, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων, το οποίο είναι αποδεκτό κατά τους δικονομικούς κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο κατατίθεται η αίτηση.

2.   Η αίτηση κοινοποιείται στο έτερο διάδικο μέρος.

3.   Εκτός αν η αίτηση υποβλήθηκε από τον οφειλέτη δυνάμει του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή δυνάμει του άρθρου 35 παράγραφος 3, η απόφαση επί της αίτησης εκδίδεται αφού δοθεί και στα δύο μέρη η ευκαιρία να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους, μεταξύ άλλων με τα κατάλληλα μέσα τεχνολογιών επικοινωνίας τα οποία προβλέπει και αποδέχεται το εθνικό δίκαιο των σχετικών κρατών μελών.

4.   Η απόφαση εκδίδεται χωρίς καθυστέρηση, το αργότερο 21 ημέρες μετά την παραλαβή από το δικαστήριο ή, όπου προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης όλων των αναγκαίων πληροφοριών για τη λήψη της απόφασης. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους.

5.   Η απόφαση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της διαταγής δέσμευσης και η απόφαση περιορισμού ή παύσης της εκτέλεσής της είναι αμέσως εκτελεστές.

Αν η προσφυγή ασκήθηκε στο κράτος μέλος προέλευσης, το δικαστήριο διαβιβάζει, κατά το άρθρο 29, την απόφαση επί της προσφυγής χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης χρησιμοποιώντας το έντυπο που έχει καταρτισθεί με εκτελεστική πράξη εκδιδομένη σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το 52 παράγραφος 2. Η αρχή αυτή μόλις παραλάβει την απόφαση επί της προσφυγής μεριμνά για την εφαρμογή της.

Αν η απόφαση επί της προσφυγής αφορά τραπεζικό λογαριασμό που τηρείται στο κράτος μέλος προέλευσης, εφαρμόζεται, σε σχέση με αυτόν τον τραπεζικό λογαριασμό, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.

Αν η προσφυγή ασκήθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης, η απόφαση επί της προσφυγής εφαρμόζεται κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 37

Δικαίωμα άσκησης έφεσης

Κάθε διάδικος έχει δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 33, 34 ή 35. Αυτή η έφεση ασκείται μέσω του σχετικού εντύπου που έχει καταρτιστεί με εκτελεστική πράξη εκδιδομένη σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 52 παράγραφος 2.

Άρθρο 38

Δικαίωμα παροχής εγγύησης αντί για δέσμευση

1.   Κατόπιν αίτησης του οφειλέτη:

α)

το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή δέσμευσης μπορεί να διατάξει την αποδέσμευση των δεσμευμένων ποσών εάν ο οφειλέτης παράσχει στο δικαστήριο αυτό εγγύηση ίση με το ποσό της διαταγής, ή εναλλακτική εξασφάλιση υπό μορφή αποδεκτή κατά το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το δικαστήριο και αξίας τουλάχιστον ίσης με το ποσό αυτό·

β)

το αρμόδιο δικαστήριο ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, η αρμόδια αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης μπορεί να παύσει την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης στο κράτος μέλος εκτέλεσης εάν ο οφειλέτης παράσχει στο δικαστήριο ή την αρμόδια αρχή εγγύηση για το δεσμευμένο στο κράτος αυτό ποσό ή εναλλακτική εξασφάλιση υπό μορφή αποδεκτή κατά το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το δικαστήριο και αξίας τουλάχιστον ίσης με το ποσό αυτό.

2.   Εφαρμόζονται κατά περίπτωση τα άρθρα 23 και 24 για την αποδέσμευση των δεσμευμένων ποσών. Η παροχή της εγγύησης αντί της δέσμευσης κοινοποιείται στον δανειστή κατά το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 39

Δικαίωμα τρίτων

1.   Το δικαίωμα τρίτου να προσβάλει διαταγή δέσμευσης διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.

2.   Το δικαίωμα τρίτου να προσβάλει την εκτέλεση διαταγής δέσμευσης διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

3.   Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου, η διεθνής δικαιοδοσία για την εκδίκαση οιασδήποτε αγωγής ασκείται από τρίτο:

α)

για να προσβάλει μια διαταγή δέσμευσης, ανήκει στα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης, και

β)

για να προσβάλει την εκτέλεση διαταγής δέσμευσης στο κράτος μέλος εκτέλεσης, ανήκει στα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης, ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 40

Επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση

Καμία επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση δεν απαιτείται κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 41

Νομική εκπροσώπηση

Η εκπροσώπηση από δικηγόρο ή άλλον επαγγελματία του κλάδου δεν είναι υποχρεωτική στη διαδικασία για την έκδοση διαταγής δέσμευσης. Στις διαδικασίες του κεφαλαίου 4, η εκπροσώπηση από δικηγόρο ή άλλον επαγγελματία του κλάδου δεν είναι υποχρεωτική, εκτός αν, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας του δικαστηρίου ή της αρχής που έχει επιληφθεί του ενδίκου βοηθήματος, η εκπροσώπηση είναι υποχρεωτική ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή την κατοικία των διαδίκων.

Άρθρο 42

Δικαστικά έξοδα

Τα δικαστικά έξοδα σε διαδικασίες για την έκδοση διαταγής δέσμευσης ή για την άσκηση προσφυγής κατά διαταγής δεν υπερβαίνουν τα έξοδα για την έκδοση ισοδύναμης εθνικής διαταγής ή την άσκηση προσφυγής κατ’ αυτής.

Άρθρο 43

Έξοδα των τραπεζών

1.   Μια τράπεζα δικαιούται να ζητήσει την καταβολή ή επιστροφή, από τον δανειστή ή τον οφειλέτη, των εξόδων στα οποία υπεβλήθη για την εκτέλεση διαταγής δέσμευσης μόνον αν, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, η τράπεζα δικαιούται την καταβολή ή επιστροφή των εξόδων έκδοσης ισοδύναμων εθνικών διαταγών.

2.   Τα τέλη που χρεώνει η τράπεζα για την κάλυψη των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 εξόδων καθορίζονται με τη συνεκτίμηση των δυσκολιών εκτέλεσης της διαταγής δέσμευσης και δεν υπερβαίνουν τα τέλη που χρεώνονται για την έκδοση ισοδύναμων εθνικών διαταγών.

3.   Τα τέλη που χρεώνει η τράπεζα για την κάλυψη των εξόδων παροχής στοιχείων λογαριασμού κατά το άρθρο 14 δεν υπερβαίνουν τα πραγματοποιηθέντα έξοδα και, κατά περίπτωση, δεν υπερβαίνουν τα τέλη που χρεώνονται για την παροχή στοιχείων λογαριασμού στο πλαίσιο ισοδύναμων εθνικών διαταγών.

Άρθρο 44

Τέλη που επιβάλλουν οι αρχές

Τα τέλη τα οποία επιβάλλει αρχή ή άλλος φορέας στο κράτος μέλος εκτέλεσης που συμμετέχει στη διεκπεραίωση ή την εκτέλεση διαταγής δέσμευσης ή στην παροχή στοιχείων λογαριασμού κατά το άρθρο 14 καθορίζονται βάσει κλίμακας τελών ή άλλων κανόνων που έχουν θεσπιστεί εκ των προτέρων από κάθε κράτος μέλος και ορίζουν με διαφάνεια τα τέλη που πρέπει να επιβληθούν. Για τον καθορισμό της εν λόγω κλίμακας ή άλλων κανόνων, το κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει υπόψη το ποσό της διαταγής και τις δυσκολίες διεκπεραίωσής της. Κατά περίπτωση, τα τέλη δεν υπερβαίνουν τα επιβαλλόμενα για ισοδύναμες εθνικές διαταγές.

Άρθρο 45

Προθεσμίες

Αν, σε εξαιρετικές περιστάσεις, το δικαστήριο ή η συμμετέχουσα αρχή αδυνατεί να τηρήσει τις προθεσμίες του άρθρου 14 παράγραφος 7, του άρθρου 18, του άρθρου 23 παράγραφος 2, του άρθρου 25 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 28 παράγραφοι 2, 3 και 6, του άρθρου 33 παράγραφος 3 και του άρθρου 36 παράγραφοι 4 και 5, προβαίνει στις απαιτούμενες δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων ενέργειες το συντομότερο δυνατόν.

Άρθρο 46

Σχέση με το εθνικό δικονομικό δίκαιο

1.   Όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται συγκεκριμένα στον παρόντα κανονισμό διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους της διαδικασίας.

2.   Οι επιπτώσεις της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των μεμονωμένων διαδικασιών εκτέλεσης, όπως η εκτέλεση διαταγής δέσμευσης, διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο έχει κινηθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας.

Άρθρο 47

Προστασία δεδομένων

1.   Προσωπικά δεδομένα τα οποία λαμβάνονται, τυγχάνουν επεξεργασίας ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού πρέπει να είναι κατάλληλα, συναφή και ανάλογα προς τον σκοπό για τον οποίο ελήφθησαν, αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας ή διαβιβάσθηκαν και να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό.

2.   Η αρμόδια αρχή, η αρχή πληροφόρησης και κάθε άλλος φορέας υπεύθυνος για την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης δεν δικαιούται να αποθηκεύει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 δεδομένα για μεγαλύτερο διάστημα από το απαιτούμενο για τον σκοπό για τον οποίο ελήφθησαν, έτυχαν επεξεργασίας ή διαβιβάσθηκαν, το οποίο δεν μπορεί πάντως να υπερβαίνει τους έξι μήνες μετά την περάτωση της επεξεργασίας, κατά τη διάρκεια δε της περιόδου αυτής, μεριμνά για τη δέουσα ασφάλεια των εν λόγω δεδομένων. Η παρούσα παράγραφος δεν ισχύει για δεδομένα που έτυχαν επεξεργασίας ή αποθηκεύτηκαν από δικαστήρια κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους.

Άρθρο 48

Σχέση με άλλες νομοθετικές πράξεις

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής:

α)

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), με την εξαίρεση όσων προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2, στο άρθρο 14 παράγραφοι 3 και 6, στο άρθρο 17 παράγραφος 5, στο άρθρο 23 παράγραφοι 3 και 6, στο άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 28 παράγραφοι 1, 3, 5 και 6, στο άρθρο 29, στο άρθρο 33 παράγραφος 3, στο άρθρο 36 παράγραφοι 2 και 4, και στο άρθρο 49 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού·

β)

του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012·

γ)

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1346/2000·

δ)

της οδηγίας 95/46/ΕΚ, με την εξαίρεση όσων προβλέπονται στο άρθρο 14 παράγραφος 8 και στο άρθρο 47 του παρόντος κανονισμού·

ε)

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)·

στ)

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 με εξαίρεση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 49

Γλώσσες

1.   Τυχόν έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 28 παράγραφος 5 στοιχεία α) και β), τα οποία πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν στον οφειλέτη και δεν έχουν συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της κατοικίας του οφειλέτη ή, αν υπάρχουν περισσότερες επίσημες γλώσσες στο εν λόγω κράτος μέλος, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου κατοικίας του οφειλέτη ή σε άλλη γλώσσα την οποία αυτός κατανοεί, συνοδεύονται από μετάφραση ή μεταγραφή σε μία από αυτές τις γλώσσες. Έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 28 παράγραφος 5 στοιχείο γ) δεν χρειάζεται να μεταφράζονται. Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει κατ’ εξαίρεση να μεταφραστούν ή να μεταγραφούν συγκεκριμένα έγγραφα για να μπορέσει ο οφειλέτης να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.

2.   Τυχόν έγγραφα που πρέπει να διαβιβαστούν βάσει του παρόντος κανονισμού σε δικαστήριο ή αρμόδια αρχή μπορούν επίσης να είναι συντεταγμένα σε οιαδήποτε άλλη επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει δηλώσει ότι αποδέχεται αυτή την άλλη γλώσσα.

3.   Κάθε μετάφραση βάσει του παρόντος κανονισμού πραγματοποιείται από επίσημο μεταφραστή κράτους μέλους.

Άρθρο 50

Πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη

1.   Έως τις 18 Ιουλίου 2016, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα δικαστήρια που έχουν οριστεί ως αρμόδια για την έκδοση διαταγής δέσμευσης (άρθρο 6 παράγραφος 4)·

β)

την αρχή που έχει οριστεί ως αρμόδια για τη λήψη των στοιχείων λογαριασμού (άρθρο 14)·

γ)

τις μεθόδους για τη λήψη των στοιχείων λογαριασμού που είναι διαθέσιμες βάσει του εθνικού δικαίου (άρθρο 14 παράγραφος 5)·

δ)

τα δικαστήρια στα οποία ασκείται το ένδικο μέσο (άρθρο 21)·

ε)

την αρχή που έχει οριστεί ως αρμόδια για την παραλαβή, διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση της διαταγής δέσμευσης και άλλων εγγράφων δυνάμει του παρόντος κανονισμού [άρθρο 4 σημείο 14)]·

στ)

την αρμόδια για την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης αρχή κατά το κεφάλαιο 3·

ζ)

τον βαθμό στον οποίο το εθνικό δίκαιο επιτρέπει τη δέσμευση κοινών λογαριασμών και λογαριασμών αντιπροσώπου (άρθρο 30)·

η)

τους εφαρμοστέους κανόνες όσον αφορά τα ποσά που εξαιρούνται από την κατάσχεση δυνάμει του εθνικού δικαίου (άρθρο 31)·

θ)

αν, δυνάμει του εθνικού τους δικαίου, οι τράπεζες δικαιούνται να χρεώνουν τέλη για την εκτέλεση ισοδύναμων εθνικών διαταγών ή για την παροχή στοιχείων λογαριασμού, και, εφόσον ναι, ποιο μέρος υποχρεούται, προσωρινώς και τελικώς, να καταβάλλει τα εν λόγω τέλη (άρθρο 43)·

ι)

την κλίμακα τελών ή άλλους κανόνες για τον καθορισμό των τελών που χρεώνονται από οιαδήποτε αρχή ή άλλο φορέα που συμμετέχει στη διεκπεραίωση ή εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης (άρθρο 44)·

ια)

αν προβλέπεται κατάταξη ισοδύναμων εθνικών διαταγών στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 32)·

ιβ)

το δικαστήριο ή, κατά περίπτωση, την αρχή εκτέλεσης που έχει αρμοδιότητα επί προσφυγής (άρθρο 33 παράγραφος 1, άρθρο 34 παράγραφος 1 ή 2)·

ιγ)

τα δικαστήρια στα οποία πρέπει να ασκείται το ένδικο μέσο, την τυχόν προθεσμία άσκησής του κατά το εθνικό δίκαιο και το γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας αυτής (άρθρο 37)·

ιδ)

ενδεικτική αναφορά των δικαστικών εξόδων (άρθρο 42)· και

ιε)

τις γλώσσες που δέχεται το κράτος για τη μετάφραση των εγγράφων (άρθρο 49 παράγραφος 2).

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε μεταγενέστερη μεταβολή των εν λόγω πληροφοριών.

2.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε το κοινό να λαμβάνει γνώση των πληροφοριών με κάθε πρόσφορο μέσον, ιδίως μέσω του Ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Άρθρο 51

Κατάρτιση και μεταγενέστερες τροποποιήσεις των εντύπων

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την κατάρτιση και τη μεταγενέστερη τροποποίηση των εντύπων που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, στο άρθρο 10 παράγραφος 2, στο άρθρο 19 παράγραφος 1, στο άρθρο 25 παράγραφος 1, στο άρθρο 27 παράγραφος 2, στο άρθρο 29 παράγραφος 2, στο άρθρο 36 παράγραφος 1, στο άρθρο 36 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 37. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 52 παράγραφος 2.

Άρθρο 52

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 53

Παρακολούθηση και αναθεώρηση

1.   Έως τις 18 Ιανουαρίου 2022, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης αξιολόγησης που να εκτιμά:

α)

αν πρέπει να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού χρηματοπιστωτικά μέσα, και

β)

αν τα ποσά που πιστώθηκαν στον λογαριασμό του οφειλέτη μετά την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δέσμευσης βάσει της διαταγής.

Εφόσον είναι απαραίτητο, η έκθεση συνοδεύεται από πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού και αξιολόγηση των επιπτώσεων των προτεινομένων τροποποιήσεων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη συγκεντρώνουν και παρέχουν στην Επιτροπή, εφόσον το ζητήσει, στοιχεία σχετικά με:

α)

τον αριθμό των αιτήσεων για διαταγή δέσμευσης και τον αριθμό των υποθέσεων στις οποίες εκδόθηκε η διαταγή·

β)

τον αριθμό των ενδίκων βοηθημάτων που ασκήθηκαν κατά τα άρθρα 33 και 34 και, ει δυνατόν, τον αριθμό των υποθέσεων στις οποίες η προσφυγή έγινε δεκτή· και

γ)

τον αριθμό των εφέσεων που ασκήθηκαν κατά το άρθρο 37 και, εφόσον είναι δυνατόν, τον αριθμό των υποθέσεων στις οποίες η έφεση έγινε δεκτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 54

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τίθεται σε εφαρμογή στις 18 Ιανουαρίου 2017, με την εξαίρεση του άρθρου 50 το οποίο εφαρμόζεται από τις 18 Ιουλίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 191 της 29.6.2012, σ. 57.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2014.

(3)  ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 τού Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων πού εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(7)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 319).

(8)  ΕΕ C 373 της 21.12.2011, σ. 4.

(9)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II») (ΕΕ L 199 της 31.7.2007, σ. 40).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ L 324 της 10.12.2007, σ. 79).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 1).


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/93


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 656/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

περί κανόνων επιτηρήσεως των εξωτερικών θαλάσσιων συνόρων στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 77 παράγραφος 2 στοιχείο δ),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η πολιτική της Ένωσης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης έχει ως στόχο την αποτελεσματική εποπτεία της διέλευσης των εξωτερικών συνόρων μέσω και της επιτήρησης των συνόρων, συμβάλλοντας στην προστασία και διάσωση ανθρωπίνων ζωών. Η επιτήρηση των συνόρων αποβλέπει στην αποτροπή της παράνομης διέλευσης των συνόρων, την καταπολέμηση της διασυνοριακής εγκληματικότητας και τη σύλληψη των παρανόμως διελθόντων τα σύνορα ή τη λήψη άλλων μέτρων κατ’ αυτών. Η επιτήρηση των συνόρων θα πρέπει να είναι αποτελεσματική ώστε να εμποδίζονται και να αποθαρρύνονται όσοι επιχειρούν να αποφύγουν τους ελέγχους στα σημεία διέλευσης των συνόρων. Προς τούτο, η επιτήρηση των συνόρων δεν περιορίζεται στον εντοπισμό κάθε απόπειρας παράνομης διέλευσης των συνόρων αλλά καλύπτει και μέτρα όπως η σύλληψη σκαφών για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι επιχειρούν να εισέλθουν στην Ένωση χωρίς συνοριακό έλεγχο, καθώς και σε ρυθμίσεις με σκοπό την αντιμετώπιση περιστατικών όπως η έρευνα και η διάσωση που ενδέχεται να ανακύψουν κατά τη διάρκεια επιχείρησης επιτήρησης των συνόρων στη θάλασσα και σε ρυθμίσεις για την ευόδωση της επιχείρησης.

(2)

Η υλοποίηση των πολιτικών της Ένωσης σχετικά με τη διαχείριση των συνόρων, το άσυλο και τη μετανάστευση πρέπει να διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών κατά το άρθρο 80 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Όπου κρίνεται απαραίτητο, οι ενωσιακές πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο αυτών των πολιτικών πρέπει να περιλαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της αρχής αυτής και για την προώθηση της κατανομής των βαρών, μεταξύ άλλων μέσω της μεταφοράς, σε εθελοντική βάση, των δικαιούχων διεθνούς προστασίας.

(3)

Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιορισθεί σε επιχειρήσεις επιτήρησης των συνόρων που διεξάγονται από τα κράτη μέλη στα θαλάσσια εξωτερικά τους σύνορα στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Οργανισμός»), ο οποίος συνεστήθη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου (2). Τα μέτρα διερεύνησης και καταστολής διέπονται υπό του εθνικού ποινικού δικαίου και των ισχυουσών πράξεων περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις εντός της Ένωσης.

(4)

Ο Οργανισμός είναι επιφορτισμένος με τον συντονισμό της επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών στον τομέα της διαχείρισης και της επιτήρησης των εξωτερικών συνόρων. Επίσης, ο Οργανισμός συνδράμει τα κράτη μέλη όταν απαιτείται αυξημένη τεχνική συνδρομή στα εξωτερικά σύνορα συνυπολογιζομένου του παράγοντος ότι ορισμένα περιστατικά ενδέχεται να αφορούν έκτακτες ανάγκες ανθρωπιστικού χαρακτήρα και επιχειρήσεις διάσωσης στη θάλασσα. Απαιτούνται ειδικοί κανόνες όσον αφορά τις δραστηριότητες επιτήρησης των συνόρων που διεξάγονται από αεροπορικές, χερσαίες και ναυτικές μονάδες ενός κράτους μέλους στα θαλάσσια σύνορα άλλων κρατών μελών ή στην ανοικτή θάλασσα στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον Οργανισμό με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας αυτής.

(5)

Η συνεργασία με γειτονικές τρίτες χώρες είναι ζωτικής σημασίας για την αποτροπή των παράνομων διελεύσεων των συνόρων, την αντιμετώπιση της διασυνοριακής εγκληματικότητας και την αποφυγή της απώλειας ανθρώπινων ζωών στη θάλασσα. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 και στον βαθμό που διασφαλίζεται ο πλήρης σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μεταναστών, ο Οργανισμός μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, ιδίως όσον αφορά την ανάλυση κινδύνου και την κατάρτιση, και θα πρέπει να διευκολύνει την επιχειρησιακή συνεργασία ανάμεσα σε κράτη μέλη και τρίτες χώρες. Όταν η συνεργασία με τρίτες χώρες πραγματοποιείται στο έδαφος ή στα χωρικά ύδατα των εν λόγω χωρών, τα κράτη μέλη και ο οργανισμός θα πρέπει να τηρούν κανόνες και προδιαγραφές που είναι τουλάχιστον ισοδύναμοι με τους προβλεπόμενους από τη νομοθεσία της Ένωσης.

(6)

Το ευρωπαϊκό σύστημα επιτήρησης των συνόρων (EUROSUR) που συνεστήθη με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), στοχεύει στην ενίσχυση της ανταλλαγή πληροφοριών και της επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και του Οργανισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο βελτιώνονται σημαντικά η επίγνωση της κατάστασης και η ικανότητα αντίδρασης των κρατών μελών, με τη συνδρομή και του Οργανισμού, με σκοπό τον εντοπισμό, την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και του διασυνοριακού εγκλήματος και τη συμβολή στην προστασία και διάσωση της ζωής μεταναστών στα εξωτερικά σύνορά τους. Κατά τον συντονισμό επιχειρήσεων επιτήρησης των συνόρων, ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει στα κράτη μέλη πληροφορίες και αναλύσεις σχετικά με τις εν λόγω επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο κανονισμό.

(7)

Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά την απόφαση 2010/252/ΕΕ του Συμβουλίου (4), η οποία ακυρώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Δικαστήριο») με την απόφασή του της 5ης Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση C-355/10. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο διατήρησε τα έννομα αποτελέσματα της απόφασης 2010/252/ΕΕ μέχρις ότου αρχίσουν να ισχύουν νέοι κανόνες. Ως εκ τούτου, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω απόφαση παύει να παράγει αποτελέσματα.

(8)

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων επιτήρησης των συνόρων στη θάλασσα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους δυνάμει του διεθνούς δικαίου, και ιδίως της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, της διεθνούς σύμβασης για την ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα, της διεθνούς σύμβασης για τη ναυτική έρευνα και διάσωση, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος και το πρωτόκολλό της για την καταπολέμηση της λαθραίας μεταφοράς μεταναστών διά ξηράς, αέρος και θαλάσσης, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού και άλλων σχετικών διεθνών νομικών πράξεων.

(9)

Κατά τον συντονισμό των επιχειρήσεων επιτήρησης των συνόρων στη θάλασσα, ο Οργανισμός θα πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του σε πλήρη συμμόρφωση με το σχετικό δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης») και του συναφούς διεθνούς δικαίου, ιδίως εκείνου στο οποίο γίνεται αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 8.

(10)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο επιχείρησης επιτήρησης θα πρέπει να είναι ανάλογα με τους επιδιωκόμενους στόχους, να μην εισάγουν διακρίσεις και να σέβονται πλήρως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα δικαιώματα των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο, περιλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός δεσμεύονται από τις διατάξεις του κεκτημένου περί ασύλου και ιδίως από τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) σχετικά με τις αιτήσεις για διεθνή προστασία που υποβάλλονται στο έδαφος των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων, των χωρικών υδάτων και των ζωνών διέλευσής τους.

(11)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να θίγει την οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), ιδίως όσον αφορά τη συνδρομή στα θύματα εμπορίας ανθρώπων.

(12)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε πλήρη συμμόρφωση προς την αρχή της μη επαναπροώθησης, όπως ορίζεται στον Χάρτη και όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, ουδείς αποβιβάζεται, εξαναγκάζεται να εισέλθει ή προσάγεται σε χώρα ή κατ’ άλλον τρόπο παραδίδεται στις αρχές χώρας όπου μεταξύ άλλων διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποστεί βασανιστήρια, δίωξη ή άλλη απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ή όπου η ζωή ή η ελευθερία του θα απειληθούν λόγω της φυλής, του θρησκεύματος, της ιθαγένειας, του γενετήσιου προσανατολισμού, της συγκεκριμένης κοινωνικής προέλευσης ή των πολιτικών πεποιθήσεών του ή από την οποία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος απέλασης, απομάκρυνσης ή έκδοσης σε άλλη χώρα κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

(13)

Η πιθανή ύπαρξη ρύθμισης μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο, ιδίως την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης, όταν γνωρίζουν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι οι συστημικές ανεπάρκειες της διαδικασίας χορήγησης ασύλου και των συνθηκών υποδοχής των αιτούντων άσυλο στην εν λόγω τρίτη χώρα αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους που να πείθουν ότι ο αιτών άσυλο θα διατρέξει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή όταν γνωρίζουν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η εν λόγω τρίτη χώρα παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης.

(14)

Κατά τη διάρκεια επιχείρησης επιτήρησης των συνόρων στη θάλασσα, ενδέχεται να ανακύψει ανάγκη να παρασχεθεί συνδρομή σε πρόσωπα που βρίσκονται σε κίνδυνο. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, κάθε κράτος πρέπει να απαιτεί από τον πλοίαρχο σκάφους που φέρει τη σημαία του να παρέχει χωρίς καθυστέρηση, στο μέτρο του δυνατού και χωρίς να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο το σκάφος, το πλήρωμα ή τους επιβάτες, συνδρομή σε κάθε πρόσωπο που κινδυνεύει στη θάλασσα και να προβαίνει, όσο το δυνατόν ταχύτερα, στη διάσωση των προσώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Η συνδρομή αυτή θα πρέπει να παρέχεται ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή του καθεστώτος των προσώπων που τη χρειάζονται ή των συνθηκών στις οποίες βρίσκονται. Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων για τον μοναδικό λόγο ότι διέσωσαν πρόσωπα σε κατάσταση κινδύνου στη θάλασσα και τα μετέφεραν σε ασφαλή τόπο.

(15)

Η υποχρέωση βοηθείας ανθρώπων σε κατάσταση κινδύνου θα πρέπει να εκπληρώνεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις των διεθνών πράξεων που διέπουν τα περιστατικά έρευνας και διάσωσης και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τις ευθύνες των αρχών έρευνας και διάσωσης, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης ότι ο συντονισμός και η συνεργασία διεξάγονται με τέτοιον τρόπο ώστε οι διασωθέντες να οδηγούνται σε ασφαλή τόπο.

(16)

Όταν ο επιχειρησιακός χώρος θαλάσσιας επιχείρησης περιλαμβάνει την περιοχή έρευνας και διάσωσης μιας τρίτης χώρας, θα πρέπει να επιδιωχθεί η δημιουργία διαύλων επικοινωνίας με τις αρχές έρευνας και διάσωσης της εν λόγω τρίτης χώρας κατά τον σχεδιασμό θαλάσσιας επιχείρησης, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρχές αυτές θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στα περιστατικά έρευνας και διάσωσης που εξελίσσονται εντός της οικείας περιοχής τους έρευνας και διάσωσης.

(17)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004, οι επιχειρήσεις επιτήρησης των συνόρων που συντονίζονται από τον Οργανισμό πραγματοποιούνται βάσει επιχειρησιακού σχεδίου. Συνεπώς, όσον αφορά τις θαλάσσιες επιχειρήσεις, το επιχειρησιακό σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες για την εφαρμογή της σχετικής δικαιοδοσίας και νομοθεσίας στη γεωγραφική περιοχή όπου διεξάγεται η κοινή επιχείρηση, το πιλοτικό σχέδιο ή η ταχεία επέμβαση, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών στην ενωσιακή και τη διεθνή νομοθεσία όσον αφορά τη σύλληψη, τη διάσωση στη θάλασσα και την αποβίβαση. Το επιχειρησιακό σχέδιο θα πρέπει να καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που διέπει τα ζητήματα της σύλληψης, της διάσωσης στη θάλασσα και της αποβίβασης στο πλαίσιο των επιχειρήσεων επιτήρησης των συνόρων στη θάλασσα υπό τον συντονισμό του Οργανισμού και έχοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της σχετικής επιχείρησης. Το επιχειρησιακό σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που χρήζουν διεθνούς προστασίας, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και άλλα ευάλωτα πρόσωπα εντοπίζονται και τους παρέχεται η δέουσα βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη διεθνή προστασία.

(18)

Η πρακτική βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 προβλέπει ότι για κάθε θαλάσσια επιχείρηση, δημιουργείται δομή συντονισμού στο κράτος μέλος υποδοχής, η οποία αποτελείται από υπαλλήλους του κράτους μέλους υποδοχής, προσκεκλημένους υπαλλήλους και αντιπροσώπους του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του συντονιστή του Οργανισμού. Αυτή η δομή συντονισμού, που συνήθως καλείται «διεθνές κέντρο συντονισμού», θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των υπαλλήλων που συμμετέχουν στη θαλάσσια επιχείρηση και των οικείων αρχών.

(19)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τα άρθρα 2 και 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και τον Χάρτη, ιδίως τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, το δικαίωμα στη ζωή, την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, την απαγόρευση της εμπορίας ανθρώπων, το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα στο άσυλο και στην προστασία από την απομάκρυνση και την απέλαση, τις αρχές της μη επαναπροώθησης, τη μη διακριτικής μεταχείρισης, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και τα δικαιώματα του παιδιού. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη και τον Οργανισμό σύμφωνα με τα ανωτέρω δικαιώματα και αρχές.

(20)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση ειδικών κανόνων για την επιτήρηση των θαλάσσιων συνόρων από τους συνοριοφύλακες που ενεργούν υπό τον συντονισμό του Οργανισμού, δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω των διαφορών που παρουσιάζουν οι νομοθεσίες και οι πρακτικές τους, μπορούν όμως, λόγω του πολυεθνικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(21)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία θα αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, εντός προθεσμίας έξι μηνών αφότου το Συμβούλιο αποφασίσει επί του παρόντος κανονισμού, εάν θα τον εφαρμόσει ή όχι στο εθνικό της δίκαιο.

(22)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας που συνήφθη από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (8), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (9).

(23)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (10), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (11).

(24)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (12), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (13).

(25)

Ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (14)· το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει, κατά συνέπεια, στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(26)

Ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (15). Η Ιρλανδία δεν συμμετέχει, κατά συνέπεια, στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επιτήρησης των συνόρων που διεξάγονται από τα κράτη μέλη στα θαλάσσια εξωτερικά τους σύνορα στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «Οργανισμός»: ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004·

2)   «θαλάσσια επιχείρηση»: η κοινή επιχείρηση, το πιλοτικό σχέδιο ή η ταχεία επέμβαση που πραγματοποιείται από κράτη μέλη για την επιτήρηση των εξωτερικών θαλάσσιων συνόρων τους υπό τον συντονισμό του Οργανισμού·

3)   «κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιείται ή από το οποίο δρομολογείται θαλάσσια επιχείρηση·

4)   «συμμετέχον κράτος μέλος»: το κράτος μέλος που συμμετέχει σε θαλάσσια επιχείρηση με την παροχή τεχνικού εξοπλισμού, συνοριοφυλάκων ανεπτυγμένων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ομάδας συνοριοφυλάκων ή άλλου σχετικού προσωπικού, αλλά το οποίο δεν είναι κράτος μέλος υποδοχής·

5)   «συμμετέχουσα μονάδα»: η ναυτική, χερσαία ή εναέρια μονάδα υπό την ευθύνη του κράτους μέλους υποδοχής ή συμμετέχοντος κράτους μέλους που συμμετέχει σε θαλάσσια επιχείρηση·

6)   «διεθνές κέντρο συντονισμού»: η δομή συντονισμού που έχει συσταθεί στο κράτος μέλος υποδοχής για τον συντονισμό της θαλάσσιας επιχείρησης·

7)   «εθνικό κέντρο συντονισμού»: το εθνικό κέντρο συντονισμού που έχει συσταθεί για τους σκοπούς του ευρωπαϊκού συστήματος επιτήρησης των συνόρων (EUROSUR), σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1052/2013·

8)   «επιχειρησιακό σχέδιο»: το επιχειρησιακό σχέδιο που αναφέρεται στο άρθρο 3α και στο άρθρο 8ε του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004·

9)   «σκάφος»: οποιοσδήποτε τύπος πλωτού σκάφους, μεταξύ άλλων πλοία, λέμβοι, πλωτές εξέδρες, σκάφη και υδροπλάνα χωρίς εκτόπισμα που χρησιμοποιούνται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη θάλασσα·

10)   «σκάφος που στερείται εθνικότητας»: σκάφος χωρίς εθνικότητα ή που εξομοιώνεται με σκάφος χωρίς εθνικότητα όταν κανένα κράτος δεν έχει δώσει στο σκάφος το δικαίωμα να φέρει τη σημαία του ή όταν ταξιδεύει με τις σημαίες δύο ή περισσότερων κρατών, τις οποίες χρησιμοποιεί όπως το συμφέρει ανάλογα με την περίπτωση·

11)   «πρωτόκολλο κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών»: το πρωτόκολλο κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα, που συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο υπεγράφη στο Παλέρμο της Ιταλίας τον Δεκέμβριο του 2000·

12)   «ασφαλής τόπος»: ο χώρος στον οποίο θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις διάσωσης έχουν περατωθεί και ότι η ζωή των επιζώντων δεν απειλείται, όπου οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες τους μπορούν να ικανοποιούνται και από τον οποίο μπορούν να γίνουν διευθετήσεις για τη μεταφορά τους στον επόμενο ή τον τελικό τους προορισμό, λαμβάνοντας υπόψη την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους σύμφωνα με την αρχή της μη επαναπροώθησης·

13)   «κέντρο συντονισμού διάσωσης»: μονάδα αρμόδια για την προώθηση της αποτελεσματικής οργάνωσης των υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης και για τον συντονισμό των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης εντός μιας περιοχής έρευνας και διάσωσης, όπως ορίζεται στη διεθνή σύμβαση για την έρευνα και διάσωση κατά θάλασσαν·

14)   «συνορεύουσα ζώνη»: ζώνη που συνορεύει με τη χωρική θάλασσα όπως ορίζεται στο άρθρο 33 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, όπου έχει επισήμως οριστεί·

15)   «παράκτιο κράτος μέλος»: κράτος μέλος στου οποίου τα χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη πραγματοποιείται σύλληψη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 3

Ασφάλεια στη θάλασσα

Τα μέτρα που λαμβάνονται για τους σκοπούς θαλάσσιας επιχείρησης εφαρμόζονται κατά τρόπο εξασφαλίζοντα διαρκώς την ασφάλεια των συλληφθέντων ή διασωθέντων, των συμμετεχουσών μονάδων και των τρίτων.

Άρθρο 4

Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχή της μη επαναπροώθησης

1.   Ουδείς αποβιβάζεται, εξαναγκάζεται να εισέλθει, προσάγεται σε χώρα ή άλλως παραδίδεται στις αρχές χώρας, κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, στην οποία μεταξύ άλλων διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποστεί βασανιστήρια, δίωξη ή άλλη απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ή όπου η ζωή ή η ελευθερία του θα απειληθούν λόγω της φυλής, του θρησκεύματος, της ιθαγένειας, του γενετήσιου προσανατολισμού, της συγκεκριμένης κοινωνικής προέλευσης ή των πολιτικών πεποιθήσεών του ή από την οποία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος απέλασης, απομάκρυνσης ή έκδοσης σε άλλη χώρα κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

2.   Όταν εξετάζει το ενδεχόμενο της αποβίβασης σε τρίτη χώρα στο πλαίσιο του σχεδιασμού θαλάσσιας επιχείρησης, το κράτος μέλος υποδοχής, σε συντονισμό με τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τον Οργανισμό, λαμβάνει υπόψη τη γενική κατάσταση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Η αξιολόγηση της γενικής κατάστασης σε τρίτη χώρα βασίζεται σε πληροφορίες από ευρύ φάσμα πηγών, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν κράτη μέλη, όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και σχετικούς διεθνείς οργανισμούς και μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη συμφωνιών και σχεδίων για τη μετανάστευση και το άσυλο που υλοποιούνται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και μέσω ενωσιακών πόρων. Η εν λόγω αξιολόγηση αποτελεί μέρος του επιχειρησιακού σχεδίου και δίδεται στις συμμετέχουσες μονάδες και αν χρειαστεί επικαιροποιείται.

Οι συλληφθέντες ή διασωθέντες δεν αποβιβάζονται, δεν εξαναγκάζονται να εισέλθουν ούτε οδηγούνται σε τρίτη χώρα, ούτε άλλως παραδίδονται στις αρχές τρίτης χώρας όταν το κράτος μέλος υποδοχής ή τα συμμετέχοντα κράτη μέλη γνωρίζουν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η εν λόγω τρίτη χώρα εφαρμόζει πρακτικές που περιγράφονται στην παράγραφο 1.

3.   Στη διάρκεια θαλάσσιας επιχείρησης, προτού οι συλληφθέντες ή διασωθέντες αποβιβαστούν, εξαναγκαστούν να εισέλθουν ή οδηγηθούν σε τρίτη χώρα ή άλλως παραδοθούν στις αρχές τρίτης χώρας και λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση της γενικής κατάστασης στην εν λόγω τρίτη χώρα σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι συμμετέχουσες μονάδες, με την επιφύλαξη του άρθρου 3, χρησιμοποιούν κάθε μέσο στη διάθεσή τους ώστε να ταυτοποιήσουν τους συλληφθέντες ή διασωθέντες, να εκτιμήσουν την προσωπική τους κατάσταση, να τους ενημερώσουν σχετικά με τον προορισμό τους με τρόπο που κατανοούν ή που μπορεί να υποτεθεί εύλογα ότι κατανοούν και να τους δώσουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τους λόγους για τους οποίους πιστεύουν ότι η αποβίβαση στον προτεινόμενο τόπο θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Για τους σκοπούς αυτούς, προβλέπονται περαιτέρω λεπτομέρειες στο επιχειρησιακό σχέδιο περιλαμβάνοντας, εφόσον απαιτείται, τη διαθεσιμότητα στην ξηρά ιατρικού προσωπικού, διερμηνέων, νομικών συμβούλων και άλλων αρμόδιων εμπειρογνωμόνων του κράτους μέλους υποδοχής και των συμμετεχόντων κρατών μελών. Κάθε συμμετέχουσα μονάδα έχει μέλος της τουλάχιστον ένα πρόσωπο με βασική εκπαίδευση παροχής πρώτων βοηθειών.

Η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 13 περιλαμβάνει, βάσει πληροφοριών που παρέχουν το κράτος μέλος υποδοχής και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, περαιτέρω λεπτομέρειες όσον αφορά περιπτώσεις αποβίβασης σε τρίτες χώρες και τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε το κάθε στοιχείο των διαδικασιών που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου από τις συμμετέχουσες μονάδες ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

4.   Καθ’ όλη τη διάρκεια θαλάσσιας επιχείρησης, οι συμμετέχουσες μονάδες καλύπτουν τις ειδικές ανάγκες των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων ανηλίκων, των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, των προσώπων που χρήζουν επείγουσας ιατρικής φροντίδας, των ατόμων με αναπηρίες, των προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας και άλλων προσώπων των οποίων η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ευάλωτη.

5.   Κάθε ανταλλαγή με τρίτες χώρες προσωπικών δεδομένων που συγκεντρώνονται στη διάρκεια θαλάσσιας επιχείρησης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού περιορίζεται αυστηρά στο απολύτως αναγκαίο και πραγματοποιείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (17) και τις σχετικές εθνικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων.

Η ανταλλαγή με τρίτες χώρες προσωπικών δεδομένων σχετικά με συλληφθέντες ή διασωθέντες που συγκεντρώνονται στη διάρκεια θαλάσσιας επιχείρησης απαγορεύεται αν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.

6.   Οι συμμετέχουσες μονάδες εκτελούν τα καθήκοντά τους σεβόμενες πλήρως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

7.   Το παρόν άρθρο ισχύει για όλα τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη ή ο Οργανισμός σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

8.   Οι συνοριοφύλακες και το λοιπό προσωπικό που συμμετέχουν σε θαλάσσια επιχείρηση είναι καταρτισμένοι όσον αφορά τις συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί θεμελιωδών δικαιωμάτων και περί προσφύγων και το διεθνές νομικό καθεστώς που διέπει την έρευνα και διάσωση σύμφωνα με το άρθρο 5 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 5

Εντοπισμός

1.   Οι συμμετέχουσες μονάδες, μόλις εντοπίσουν σκάφος που είναι ύποπτο ότι μεταφέρει πρόσωπα που αποφεύγουν ή έχουν πρόθεση να αποφύγουν τους ελέγχους στα σημεία διέλευσης των συνόρων ή ότι επιδίδεται στη λαθραία μεταφορά μεταναστών διά θαλάσσης, το προσεγγίζουν για να εξακριβώσουν την ταυτότητα και την εθνικότητά του και, εν αναμονή περαιτέρω μέτρων, παρακολουθούν το σκάφος από απόσταση με όλες τις δέουσες προφυλάξεις. Οι συμμετέχουσες μονάδες συλλέγουν και διαβιβάζουν πάραυτα πληροφορίες σχετικά με το σκάφος στο διεθνές κέντρο συντονισμού, συμπεριλαμβανομένων ει δυνατόν πληροφοριών που αφορούν την κατάσταση των επιβαινόντων, ιδίως εάν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τη ζωή τους ή αν υπάρχουν πρόσωπα που χρήζουν επείγουσας ιατρικής φροντίδας. Το διεθνές κέντρο συντονισμού διαβιβάζει τις πληροφορίες στο εθνικό κέντρο συντονισμού του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Όταν επίκειται ή έχει ήδη λάβει χώρα η είσοδος σκάφους στα χωρικά ύδατα ή στη συνορεύουσα ζώνη κράτους μέλους που δεν συμμετέχει στη θαλάσσια επιχείρηση, οι συμμετέχουσες μονάδες συλλέγουν και διαβιβάζουν πληροφορίες σχετικά με το σκάφος αυτό στο διεθνές κέντρο συντονισμού, το οποίο διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στο εθνικό κέντρο συντονισμού του οικείου κράτους μέλους.

3.   Οι συμμετέχουσες μονάδες συλλέγουν και διαβιβάζουν πληροφορίες για κάθε σκάφος ύποπτο για την άσκηση παράνομων δραστηριοτήτων στη θάλασσα, οι οποίες βρίσκονται εκτός του πεδίου της θαλάσσιας επιχείρησης, στο διεθνές κέντρο συντονισμού, το οποίο διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στο εθνικό κέντρο συντονισμού του οικείου κράτους μέλους.

Άρθρο 6

Σύλληψη στα χωρικά ύδατα

1.   Στα χωρικά ύδατα του κράτους μέλους υποδοχής ή γειτονικού συμμετέχοντος κράτους μέλους, όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ένα σκάφος ενδέχεται να μεταφέρει πρόσωπα που επιδιώκουν να αποφύγουν τους ελέγχους στα σημεία διέλευσης των συνόρων ή ότι διενεργεί λαθραία μεταφορά μεταναστών διά θαλάσσης, το εν λόγω κράτος μέλος εξουσιοδοτεί τις συμμετέχουσες μονάδες να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

αίτηση παροχής πληροφοριών και εγγράφων σχετικά με την κυριότητα, τη νηολόγηση και τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του σκάφους καθώς και την ταυτότητα, την ιθαγένεια και άλλα συναφή στοιχεία των επιβαινόντων, όπως αν υπάρχουν πρόσωπα που χρήζουν επείγουσας ιατρικής φροντίδας, καθώς και γνωστοποίηση στους επιβαίνοντες ότι ενδεχομένως δεν θα τους δοθεί άδεια να διέλθουν τα σύνορα·

β)

ανάσχεση του σκάφους, επιβίβαση σε αυτό και διεξαγωγή ερευνών με αντικείμενο το ίδιο το σκάφος, το φορτίο του και τους επιβαίνοντες, καθώς και ανάκριση των επιβαινόντων και ενημέρωσή τους ότι τα πρόσωπα που κυβερνούν το σκάφος ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κυρώσεις για διευκόλυνση του ταξιδιού.

2.   Εάν ευρεθούν αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την υποψία, το εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής ή γειτονικό συμμετέχον κράτος μέλος δύναται να εξουσιοδοτήσει τις συμμετέχουσες μονάδες να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

κατάσχεση του σκάφους και σύλληψη των επιβαινόντων·

β)

διαταγή προς το σκάφος να μεταβάλει πορεία για να βγει από τα χωρικά ύδατα ή να παύσει να κατευθύνεται προς αυτά ή τη συνορεύουσα ζώνη, καθώς και συνοδεία του σκάφους ή πλεύση δίπλα σε αυτό μέχρι να επιβεβαιωθεί ότι το σκάφος τηρεί τη δεδομένη πορεία·

γ)

προσαγωγή του σκάφους ή των επιβαινόντων στο παράκτιο κράτος μέλος σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο.

3.   Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1 ή 2 είναι αναλογικά και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων του παρόντος άρθρου.

4.   Για τους στόχους των παραγράφων 1 και 2, το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει οδηγίες στη συμμετέχουσα μονάδα μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού.

Η συμμετέχουσα μονάδα ενημερώνει το κράτος μέλος υποδοχής, μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού, όταν ο πλοίαρχος του σκάφους ζητεί να ειδοποιηθεί διπλωματικός αντιπρόσωπος ή προξενικός υπάλληλος του κράτους της σημαίας.

5.   Όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ένα σκάφος που στερείται εθνικότητας μεταφέρει πρόσωπα που επιδιώκουν να αποφύγουν τους ελέγχους στα σημεία διέλευσης των συνόρων ή διενεργεί λαθραία μεταφορά μεταναστών διά θαλάσσης, το κράτος μέλος υποδοχής ή το γειτονικό συμμετέχον κράτος μέλος στα χωρικά ύδατα του οποίου πραγματοποιείται η σύλληψη του εν λόγω σκάφους χωρίς εθνικότητα εγκρίνει τη λήψη ενός ή περισσοτέρων εκ των μέτρων της παραγράφου 1 και τη λήψη ενός ή περισσοτέρων εκ των μέτρων της παραγράφου 2. Το κράτος μέλος υποδοχής δίνει οδηγίες στη συμμετέχουσα μονάδα μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού.

6.   Κάθε επιχειρησιακή δραστηριότητα στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους που δεν συμμετέχει στη θαλάσσια επιχείρηση διεξάγεται με βάση την έγκριση του εν λόγω κράτους μέλους. Το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει οδηγίες στη συμμετέχουσα μονάδα μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού βάσει των ενεργειών που έχουν εγκριθεί από το εν λόγω κράτος μέλος.

Άρθρο 7

Σύλληψη στην ανοικτή θάλασσα

1.   Στην ανοικτή θάλασσα, όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ένα σκάφος διενεργεί λαθραία μεταφορά μεταναστών διά θαλάσσης, υπό τον όρο της έγκρισης από το κράτος της σημαίας σύμφωνα με το πρωτόκολλο κατά της λαθραίας μεταφοράς μεταναστών και, κατά περίπτωση, με το εθνικό και το διεθνές δίκαιο, οι συμμετέχουσες μονάδες λαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

αίτηση παροχής πληροφοριών και εγγράφων σχετικά με την κυριότητα, τη νηολόγηση και τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του σκάφους καθώς και την ταυτότητα, την ιθαγένεια και άλλα συναφή στοιχεία των επιβαινόντων, όπως αν υπάρχουν πρόσωπα που χρήζουν επείγουσας ιατρικής φροντίδας·

β)

ανάσχεση του σκάφους, επιβίβαση σε αυτό και διεξαγωγή ερευνών με αντικείμενο το ίδιο το σκάφος, το φορτίο του και τους επιβαίνοντες, καθώς και ανάκριση των επιβαινόντων και ενημέρωσή τους ότι τα πρόσωπα που κυβερνούν το σκάφος ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κυρώσεις για διευκόλυνση του ταξιδιού.

2.   Εάν ευρεθούν αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την υποψία, υπό τον όρο της έγκρισης από το κράτος της σημαίας σύμφωνα με το πρωτόκολλο κατά της λαθραίας μεταφοράς μεταναστών και, κατά περίπτωση, με το εθνικό και το διεθνές δίκαιο, οι συμμετέχουσες μονάδες μπορούν να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

κατάσχεση του σκάφους και σύλληψη των επιβαινόντων·

β)

προειδοποίηση και έκδοση διαταγής προς το σκάφος να μην εισέλθει στα χωρικά ύδατα ή στη συνορεύουσα ζώνη, και, εφόσον απαιτείται, έκκληση προς το σκάφος να αλλάξει την πορεία του προς προορισμό εκτός των χωρικών υδάτων ή της συνορεύουσας ζώνης·

γ)

προσαγωγή του σκάφους ή των επιβαινόντων σε τρίτη χώρα ή παράδοση με άλλο τρόπο του σκάφους ή των επιβαινόντων στις αρχές τρίτης χώρας·

δ)

προσαγωγή του σκάφους ή των επιβαινόντων στο κράτος μέλος υποδοχής ή σε γειτονικό συμμετέχον κράτος μέλος.

3.   Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1 ή 2 είναι αναλογικά και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων του παρόντος άρθρου.

4.   Για τους στόχους των παραγράφων 1 και 2, το κράτος μέλος υποδοχής δίνει οδηγίες στη συμμετέχουσα μονάδα μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού.

5.   Όταν το σκάφος φέρει τη σημαία ή διακριτικά σημεία νηολόγησης του κράτους μέλους υποδοχής ή συμμετέχοντος κράτους μέλους, το εν λόγω κράτος μέλος, αφού επιβεβαιώσει την εθνικότητα του σκάφους, δύναται να εγκρίνει τη λήψη ενός ή περισσοτέρων από τα μέτρα των παραγράφων 1 και 2. Το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει εν συνεχεία οδηγίες στη συμμετέχουσα μονάδα μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού.

6.   Όταν το σκάφος φέρει τη σημαία ή διακριτικά σημεία νηολόγησης κράτους μέλους που δεν συμμετέχει στη θαλάσσια επιχείρηση ή τρίτης χώρας, το κράτος μέλος υποδοχής ή το συμμετέχον κράτος μέλος, ανάλογα με το κράτος στο οποίο ανήκει η συμμετέχουσα μονάδα που συνέλαβε το εν λόγω σκάφος, ενημερώνει το κράτος της σημαίας, ζητεί επιβεβαίωση της νηολόγησης και, εφόσον επιβεβαιωθεί η εθνικότητα, ζητεί από το κράτος της σημαίας να σταματήσει τη χρήση του σκάφους για λαθραία μεταφορά μεταναστών. Εάν το κράτος της σημαίας δεν θέλει ή δεν μπορεί να το πράξει, είτε απευθείας είτε με τη συνδρομή του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει η συμμετέχουσα μονάδα, το εν λόγω κράτος μέλος ζητεί την έγκριση του κράτους της σημαίας να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα των παραγράφων 1 και 2. Το κράτος μέλος υποδοχής ή το συμμετέχον κράτος μέλος ενημερώνει το διεθνές κέντρο συντονισμού για οποιαδήποτε επικοινωνία με το κράτος της σημαίας και για τις σκοπούμενες δράσεις ή μέτρα που εγκρίθηκαν από το κράτος της σημαίας. Το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει εν συνεχεία οδηγίες στη συμμετέχουσα μονάδα μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού.

7.   Αν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ένα σκάφος, μολονότι φέρει ξένη σημαία ή αρνείται να επιδείξει τη σημαία του, έχει στην πραγματικότητα εθνικότητα ίδια με εκείνη της συμμετέχουσας μονάδας, η μονάδα αυτή εξακριβώνει το δικαίωμα του σκάφους να φέρει τη σημαία του. Για τον σκοπό αυτόν, μπορεί να προσεγγίσει το ύποπτο σκάφος. Αν η υπόνοια εξακολουθεί να υπάρχει, προβαίνει σε περαιτέρω έρευνα πάνω στο σκάφος με κάθε δυνατή επιμέλεια.

8.   Αν υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ένα σκάφος, μολονότι φέρει ξένη σημαία ή αρνείται να επιδείξει τη σημαία του, έχει στην πραγματικότητα την εθνικότητα του κράτους μέλους υποδοχής ή συμμετέχοντος κράτους μέλους, η συμμετέχουσα μονάδα εξακριβώνει το δικαίωμα του σκάφους να φέρει τη σημαία του.

9.   Όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 7 ή 8, ευρεθούν στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις υποψίες για την εθνικότητα του σκάφους, το εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής ή το εν λόγω συμμετέχον κράτος μέλος δύναται να εγκρίνει τη λήψη ενός ή περισσοτέρων από τα μέτρα των παραγράφων 1 και 2. Το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει εν συνεχεία τις δέουσες οδηγίες στη συμμετέχουσα μονάδα μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού.

10.   Εν αναμονή της έγκρισης από το κράτος της σημαίας ή εφόσον δεν υπάρχει έγκριση του κράτους της σημαίας, το σκάφος παρακολουθείται από απόσταση ασφαλείας. Κανένα άλλο μέτρο δεν λαμβάνεται χωρίς τη ρητή έγκριση του κράτους της σημαίας, με εξαίρεση τα μέτρα που απαιτούνται για την αποσόβηση επικείμενου κινδύνου για τη ζωή προσώπων ή τα μέτρα που απορρέουν από συναφείς διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες.

11.   Όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ένα σκάφος που στερείται εθνικότητας διενεργεί λαθραία μεταφορά μεταναστών διά θαλάσσης, η συμμετέχουσα μονάδα μπορεί να επιβιβασθεί και να ερευνήσει το σκάφος για να εξακριβώσει κατά πόσον το σκάφος στερείται εθνικότητας. Εάν ευρεθούν αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την υποψία, η συμμετέχουσα μονάδα ενημερώνει το κράτος μέλος υποδοχής, το οποίο μπορεί να λάβει, απευθείας ή με τη συνδρομή του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει η συμμετέχουσα μονάδα, περαιτέρω κατάλληλα μέτρα όπως προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, σύμφωνα με το εθνικό και το διεθνές δίκαιο.

12.   Το κράτος μέλος του οποίου η συμμετέχουσα μονάδα έχει λάβει οποιοδήποτε μέτρο σύμφωνα με την παράγραφο 1 ενημερώνει πάραυτα το κράτος της σημαίας για τα αποτελέσματα του εν λόγω μέτρου.

13.   Ο εθνικός υπάλληλος που αντιπροσωπεύει το κράτος μέλος υποδοχής ή το συμμετέχον κράτος μέλος στο διεθνές κέντρο συντονισμού είναι υπεύθυνος για τη διευκόλυνση των επικοινωνιών με τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους προκειμένου να ζητηθεί η έγκριση για την εξακρίβωση του δικαιώματος σκάφους να φέρει τη σημαία του κράτους μέλους ή για τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα των παραγράφων 1 και 2.

14.   Όταν δεν ευρεθούν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις υποψίες ότι ένα σκάφος διενεργεί λαθραία μεταφορά μεταναστών στην ανοικτή θάλασσα ή όταν η συμμετέχουσα μονάδα δεν έχει δικαιοδοσία να δράσει, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι το σκάφος μεταφέρει πρόσωπα που επιδιώκουν να φθάσουν στα σύνορα κράτους μέλους και να αποφύγουν τους ελέγχους στα σημεία διέλευσης των συνόρων, το εν λόγω σκάφος εξακολουθεί να παρακολουθείται. Το διεθνές κέντρο συντονισμού κοινοποιεί πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω σκάφος στο εθνικό κέντρο συντονισμού των κρατών μελών προς το οποίο αυτό κατευθύνεται.

Άρθρο 8

Σύλληψη στη συνορεύουσα ζώνη

1.   Στη συνορεύουσα ζώνη του κράτους μέλους υποδοχής ή γειτονικού συμμετέχοντος κράτους μέλους, τα μέτρα που θεσπίζονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 λαμβάνονται σύμφωνα με τις εν λόγω παραγράφους και τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 6. Κάθε έγκριση του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 2 μπορεί να χορηγηθεί μόνον για μέτρα αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η παραβίαση των σχετικών νόμων και των κανόνων που ισχύουν στο έδαφος ή στα χωρικά ύδατα αυτού του κράτους μέλους.

2.   Τα μέτρα που θεσπίζονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 δεν λαμβάνονται στη συνορεύουσα ζώνη κράτους μέλους που δεν συμμετέχει στη θαλάσσια επιχείρηση χωρίς την έγκριση του εν λόγω κράτους μέλους. Το διεθνές κέντρο συντονισμού ενημερώνεται για κάθε επικοινωνία με το εν λόγω κράτος μέλος και για κάθε επακόλουθη ενέργεια που εγκρίνεται από το εν λόγω κράτος μέλος. Εάν το εν λόγω κράτος μέλος δεν δώσει την έγκρισή του και εφόσον υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι το σκάφος μεταφέρει πρόσωπα που προτίθενται να φθάσουν στα σύνορα κράτους μέλους, εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφος 14.

3.   Όταν ένα σκάφος που στερείται εθνικότητας διέρχεται από τη συνορεύουσα ζώνη, εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφος 11.

Άρθρο 9

Περιστατικά έρευνας και διάσωσης

1.   Τα κράτη μέλη τηρούν την υποχρέωσή τους να παρέχουν βοήθεια σε κάθε σκάφος ή πρόσωπο σε κατάσταση κινδύνου στη θάλασσα και κατά τη διάρκεια θαλάσσιας επιχείρησης και εξασφαλίζουν ότι οι συμμετέχουσες μονάδες τους τηρούν την υποχρέωση αυτή σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το πράττουν δε ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή του καθεστώτος του προσώπου αυτού ή των συνθηκών υπό τις οποίες βρίσκεται το πρόσωπο αυτό.

2.   Για την αντιμετώπιση των περιστατικών έρευνας και διάσωσης που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια θαλάσσιας επιχείρησης, το επιχειρησιακό σχέδιο περιέχει, σύμφωνα με το σχετικό διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου για την έρευνα και τη διάσωση, τουλάχιστον τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

Όταν, κατά τη διάρκεια θαλάσσιας επιχείρησης, οι συμμετέχουσες μονάδες έχουν λόγους να πιστεύουν ότι αντιμετωπίζουν φάση αβεβαιότητας, συναγερμού ή κινδύνου για σκάφος ή κάποιον εκ των επιβαινόντων σε αυτό, τότε διαβιβάζουν ταχέως κάθε διαθέσιμη πληροφορία στο κέντρο συντονισμού διάσωσης το οποίο είναι αρμόδιο για την περιοχή έρευνας και διάσωσης όπου ανακύπτει η κατάσταση και τίθενται στη διάθεση αυτού του κέντρου συντονισμού διάσωσης.

β)

Οι συμμετέχουσες μονάδες ενημερώνουν το διεθνές κέντρο συντονισμού το ταχύτερο δυνατό για κάθε επικοινωνία με το κέντρο συντονισμού διάσωσης και για τις ενέργειες που έχουν αναλάβει οι μονάδες αυτές.

γ)

Ένα σκάφος ή οι επιβαίνοντες σε αυτό θεωρούνται ότι βρίσκονται σε φάση αβεβαιότητας ιδίως:

i)

όταν ένα πρόσωπο αναφερθεί ως αγνοούμενο ή ένα σκάφος παρουσιάζει καθυστέρηση, ή

ii)

όταν πρόσωπο ή σκάφος δεν έχει διαβιβάσει αναμενόμενη αναφορά θέσεως ή ασφαλείας.

δ)

Ένα σκάφος ή οι επιβαίνοντες σε αυτό θεωρούνται ότι βρίσκονται σε φάση συναγερμού ιδίως:

i)

όταν, ύστερα από κατάσταση αβεβαιότητας, έχουν αποτύχει οι προσπάθειες επικοινωνίας με πρόσωπο ή σκάφος και δεν ευοδώθηκαν οι αναζητήσεις προς άλλες κατάλληλες πηγές, ή

ii)

όταν έχουν ληφθεί πληροφορίες που υποδηλώνουν ότι η λειτουργική αποτελεσματικότητα του σκάφους έχει υποστεί πλήγμα, αλλά όχι σε βαθμό που να είναι πιθανή η κατάσταση κινδύνου.

ε)

Ένα σκάφος ή οι επιβαίνοντες σε αυτό θεωρούνται ότι βρίσκονται σε φάση κινδύνου ιδίως:

i)

όταν λαμβάνονται θετικές πληροφορίες ότι πρόσωπο ή σκάφος είναι σε κίνδυνο και χρειάζεται άμεση βοήθεια, ή

ii)

όταν, μετά τη φάση συναγερμού, ακολουθούν περαιτέρω αποτυχημένες προσπάθειες επικοινωνίας με πρόσωπο ή σκάφος και ευρύτερες ανεπιτυχείς έρευνες δηλώνουν την πιθανότητα να υφίσταται κατάσταση κινδύνου, ή

iii)

όταν λαμβάνονται πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι η λειτουργική αποτελεσματικότητα του σκάφους έχει υποστεί πλήγμα σε βαθμό που να είναι πιθανή η κατάσταση κινδύνου.

στ)

Οι συμμετέχουσες μονάδες, προκειμένου να εξετάσουν εάν το σκάφος είναι σε φάση αβεβαιότητας, συναγερμού ή κινδύνου, λαμβάνουν υπόψη και διαβιβάζουν όλες τις σχετικές πληροφορίες και παρατηρήσεις στο αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης, περιλαμβανομένων και πληροφοριών σχετικά με:

i)

την ύπαρξη αιτήματος συνδρομής, μολονότι το αίτημα δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα απόφασης ότι υφίσταται κατάσταση κινδύνου,

ii)

το αξιόπλοο του σκάφους και την πιθανότητα το σκάφος να μη φθάσει στον τελικό του προορισμό,

iii)

τον αριθμό των επιβαινόντων σε συνάρτηση με τον τύπο και την κατάσταση του σκάφους,

iv)

την ύπαρξη επαρκών εφοδίων όπως καυσίμων, νερού και τροφίμων μέχρι να φθάσει το πλοίο στην ξηρά,

v)

την ύπαρξη καταρτισμένου πληρώματος και πλοιάρχου,

vi)

την ύπαρξη και το δυναμικό του εξοπλισμού ασφαλείας, πλοήγησης και επικοινωνίας,

vii)

την παρουσία επιβαινόντων που χρήζουν επείγουσας ιατρικής φροντίδας,

viii)

την παρουσία αποβιωσάντων επί του σκάφους,

ix)

την ύπαρξη εγκύων γυναικών ή παιδιών επί του σκάφους,

x)

τις καιρικές συνθήκες και την κατάσταση της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προβλέψεων.

ζ)

Εν αναμονή οδηγιών από το κέντρο συντονισμού διάσωσης, οι συμμετέχουσες μονάδες λαμβάνουν όλα τα δέοντα μέτρα για να εγγυηθούν την ασφάλεια των εν λόγω προσώπων.

η)

Όταν ένα σκάφος θεωρείται ότι βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας, συναγερμού ή κινδύνου, αλλά οι επιβαίνοντες αρνούνται να δεχθούν συνδρομή, η συμμετέχουσα μονάδα ενημερώνει σχετικά το αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης και ακολουθεί τις οδηγίες του. Η συμμετέχουσα μονάδα εξακολουθεί να εκπληρώνει το καθήκον επιμέλειας παρακολουθώντας το σκάφος και λαμβάνοντας κάθε μέτρο που κρίνεται απαραίτητο για την ασφάλεια των σχετικών προσώπων, απέχοντας συγχρόνως από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση ή να αυξήσει την πιθανότητα πρόκλησης σωματικής βλάβης ή απώλειας ζωής.

θ)

Όταν το κέντρο συντονισμού διάσωσης τρίτης χώρας που είναι αρμόδιο για την περιοχή έρευνας και διάσωσης δεν απαντήσει στις πληροφορίες που του έχει διαβιβάσει η συμμετέχουσα μονάδα, η μονάδα αυτή επικοινωνεί με το κέντρο συντονισμού διάσωσης του κράτους μέλους υποδοχής εκτός εάν η συμμετέχουσα μονάδα κρίνει ότι άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο κέντρο συντονισμού διάσωσης είναι περισσότερο σε θέση να αναλάβει τον συντονισμό του περιστατικού έρευνας και διάσωσης.

Το επιχειρησιακό σχέδιο μπορεί να περιέχει στοιχεία προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες της σχετικής θαλάσσιας επιχείρησης.

3.   Όταν ολοκληρωθεί το περιστατικό έρευνας και διάσωσης, η συμμετέχουσα μονάδα, σε συνεννόηση με το διεθνές κέντρο συντονισμού, συνεχίζει τη θαλάσσια επιχείρηση.

Άρθρο 10

Αποβίβαση

1.   Το επιχειρησιακό σχέδιο περιέχει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποβίβαση των συλληφθέντων ή διασωθέντων κατά τη διάρκεια θαλάσσιας επιχείρησης:

α)

σε περίπτωση σύλληψης στα χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη κατά τα όσα ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1, 2, ή 6 ή στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 ή 2, η αποβίβαση πραγματοποιείται στο παράκτιο κράτος μέλος, με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 2 στοιχείο β)·

β)

σε περίπτωση σύλληψης στην ανοικτή θάλασσα όπως καθορίζεται στο άρθρο 7, η αποβίβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί στην τρίτη χώρα από την οποία εικάζεται ότι αναχώρησε το σκάφος. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, η αποβίβαση πραγματοποιείται στο κράτος μέλος υποδοχής·

γ)

σε περιστατικά έρευνας και διάσωσης κατά τα όσα ορίζονται στο άρθρο 9 και με την επιφύλαξη της ευθύνης του κέντρου συντονισμού διάσωσης, το κράτος μέλος υποδοχής και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη συνεργάζονται με το αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης προκειμένου να εντοπίσουν ασφαλή τόπο και, όταν το αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης υποδείξει τέτοιον ασφαλή τόπο, εξασφαλίζουν ότι η αποβίβαση των διασωθέντων πραγματοποιείται με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.

Εάν δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί η συμμετέχουσα μονάδα από την υποχρέωσή της που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, μόλις υπάρχει πρακτικά η δυνατότητα, λαμβανομένης υπόψη της ασφάλειας των διασωθέντων και της ίδιας της μονάδας, παρέχεται στη μονάδα έγκριση αποβίβασης των διασωθέντων στο κράτος μέλος υποδοχής.

Οι εν λόγω λεπτομερείς ρυθμίσεις αποβίβασης δεν έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή υποχρεώσεων σε κράτη μέλη τα οποία δεν συμμετέχουν στη θαλάσσια επιχείρηση εκτός εάν αυτά τα κράτη μέλη εγκρίνουν ρητά τη λήψη μέτρων στα χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη τους σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6 ή το άρθρο 8 παράγραφος 2.

Το επιχειρησιακό σχέδιο μπορεί να περιέχει στοιχεία προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες της σχετικής θαλάσσιας επιχείρησης.

2.   Οι συμμετέχουσες μονάδες ενημερώνουν το διεθνές κέντρο συντονισμού για την παρουσία προσώπων κατά την έννοια του άρθρου 4 και το διεθνές κέντρο συντονισμού διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες εθνικές αρχές της χώρας όπου γίνεται η αποβίβαση.

Το επιχειρησιακό σχέδιο περιέχει τα στοιχεία επικοινωνίας αυτών των αρμόδιων εθνικών αρχών, οι οποίες θα λάβουν τα κατάλληλα μέτρα συνέχειας.

Άρθρο 11

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004

Στο άρθρο 3α παράγραφος 1 και στο άρθρο 8ε παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004, στο τέλος του στοιχείου ι) αντιστοίχως, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Εν προκειμένω, το επιχειρησιακό σχέδιο καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 656/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18).

Άρθρο 12

Μηχανισμοί αλληλεγγύης

1.   Κράτος μέλος που αντιμετωπίζει κατάσταση επείγουσας και εξαιρετικής πίεσης στα εξωτερικά του σύνορα μπορεί να ζητήσει:

α)

την ανάπτυξη ευρωπαϊκών ομάδων συνοριοφυλάκων σύμφωνα με το άρθρο 8α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 για την παροχή ταχείας επιχειρησιακής βοήθειας στο εν λόγω κράτος μέλος·

β)

από τον Οργανισμό τεχνική και επιχειρησιακή συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004, για να λάβει συνδρομή σε ζητήματα συντονισμού μεταξύ κρατών μελών και/ή την επιστράτευση εμπειρογνωμόνων για τη στήριξη των αρμόδιων εθνικών αρχών·

γ)

επείγουσα συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) για την αντιμετώπιση επειγουσών και ειδικών αναγκών σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης.

2.   Κράτος μέλος που αντιμετωπίζει ισχυρή μεταναστευτική πίεση που προκαλεί έκτακτες επιβαρύνσεις στις οικείες εγκαταστάσεις υποδοχής και συστήματα ασύλου μπορεί να ζητήσει:

α)

από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την αποστολή ομάδας υποστήριξης για το άσυλο, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), για την παροχή εμπειρογνωμοσύνης, π.χ. για υπηρεσίες διερμηνείας, πληροφορίες για τις χώρες καταγωγής και γνώση όσον αφορά την εξέταση και διαχείριση των φακέλων ασύλου·

β)

επείγουσα συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) για την αντιμετώπιση επειγουσών και ειδικών καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

Άρθρο 13

Έκθεση

1.   Ο Οργανισμός υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή με θέμα την εφαρμογή στην πράξη του παρόντος κανονισμού έως τις 18 Ιουλίου 2015 και κατόπιν κάθε χρόνο.

2.   Η έκθεση περιλαμβάνει περιγραφή των διαδικασιών που έχει θεσπίσει ο Οργανισμός για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε θαλάσσιες επιχειρήσεις και πληροφορίες σχετικά με την πρακτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τον αντίκτυπο στα εν λόγω δικαιώματα, καθώς και τυχόν περιστατικά που έλαβαν χώρα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Αποτελέσματα της απόφασης 2010/252/ΕΕ

Η απόφαση 2010/252/ΕΕ παύει να παράγει αποτελέσματα την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 15

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2014.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 349 της 25.11.2004, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Επιτήρησης των Συνόρων (Eurosur) (ΕΕ L 295 της 6.11.2013, σ. 11).

(4)  Απόφαση 2010/252/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2010, για τη συμπλήρωση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν όσον αφορά την επιτήρηση των θαλάσσιων εξωτερικών συνόρων στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον ευρωπαϊκό οργανισμό για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 111 της 4.5.2010, σ. 20).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 60).

(7)  Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 101 της 15.4.2011, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(9)  Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).

(10)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(11)  Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(13)  Απόφαση 2011/350/EE του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19).

(14)  Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σέγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).

(15)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).

(16)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(17)  Απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση, στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, του μέσου χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 574/2007/ΕΚ (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 143).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΕ L 132 της 29.5.2010, σ. 11).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 516/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τη δημιουργία του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, την τροποποίηση της απόφασης 2008/381/ΕΚ του Συμβουλίου και την κατάργηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθ. 573/2007/ΕΚ και αριθ. 575/2007/ΕΚ και της απόφασης 2007/435/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 168).


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/108


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 657/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 του Συμβουλίου, όσον αφορά την ανάθεση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών εξουσιών στην Επιτροπή

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 του Συμβουλίου (2) ανατίθενται στην Επιτροπή εξουσίες για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Συνεπεία της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(3)

Για την εφαρμογή ορισμένων από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2173/2005, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τις τροποποιήσεις των παραρτημάτων I, ΙΙ και ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξαγάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(4)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2173/2005, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για να αξιολογήσει και να εγκρίνει υφιστάμενα συστήματα που εγγυώνται τη νομιμότητα και την αξιόπιστη ιχνηλάτηση των προϊόντων ξυλείας που εξάγονται από χώρες-εταίρους, ώστε αυτά να αποτελούν τη βάση εθελοντικού συστήματος αδειών για την επιβολή δασικής νομοθεσίας, τη διακυβέρνηση και το εμπόριο προϊόντων ξυλείας (FLEGT), και να εκπονήσει πρακτικούς κανόνες και τυποποιημένα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής μορφής τους (σε ηλεκτρονική μορφή ή σε χαρτί) σε σχέση με το σύστημα αδειών FLEGT. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(5)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Προκειμένου να παρέχονται οι αναγκαίες εγγυήσεις όσον αφορά τη νομιμότητα των συγκεκριμένων προϊόντων ξυλείας, η Επιτροπή αξιολογεί υφιστάμενα συστήματα που εγγυώνται τη νομιμότητα και την αξιόπιστη ιχνηλάτηση των προϊόντων ξυλείας που εξάγονται από χώρες-εταίρους και εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την έγκρισή τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 11 παράγραφος 3.

Τα συστήματα που εγκρίνει η Επιτροπή μπορούν να αποτελούν τη βάση αδειών FLEGT.

3.   Τα προϊόντα ξυλείας των ειδών που απαριθμούνται στα παραρτήματα Α, Β και Γ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου (4). εξαιρούνται από την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Η Επιτροπή επανεξετάζει την εν λόγω εξαίρεση λαμβανομένων υπόψη των εξελίξεων στην αγορά και της πείρας που θα αποκτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, υποβάλλει έκθεση περί των ευρημάτων της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και παρουσιάζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 1996, για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους (ΕΕ L 61 της 3.3.1997, σ. 1).»"

2)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Η Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος άρθρου, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των διαδικαστικών κανόνων και των τυποποιημένων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένης πιθανής μορφής τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 11 παράγραφος 3.».

3)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α για την τροποποίηση του καταλόγου των χωρών-εταίρων και των αντίστοιχων αρχών χορήγησης αδειών, ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα I.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α για την τροποποίηση του καταλόγου των προϊόντων ξυλείας που απαριθμούνται στο παράρτημα II, στα οποία εφαρμόζεται το σύστημα αδειών FLEGT. Κατά την έγκριση των εν λόγω τροποποιήσεων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εφαρμογή των συμφωνιών εταιρικής σχέσης FLEGT. Οι εν λόγω τροποποιήσεις περιλαμβάνουν τους κωδικούς αριθμούς των εμπορευμάτων, τετραψήφιο κωδικό των κλάσεων ή εξαψήφιο των διακρίσεων της ισχύουσας έκδοσης του παραρτήματος I του εναρμονισμένου συστήματος περιγραφής και κωδικοποίησης εμπορευμάτων.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α για την τροποποίηση του καταλόγου των προϊόντων ξυλείας που απαριθμούνται στο παράρτημα III, στα οποία εφαρμόζεται το σύστημα αδειών FLEGT. Κατά την έγκριση των εν λόγω τροποποιήσεων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εφαρμογή των συμφωνιών εταιρικής σχέσης FLEGT. Οι εν λόγω τροποποιήσεις περιλαμβάνουν τους κωδικούς αριθμούς των εμπορευμάτων, τετραψήφιο κωδικό των κλάσεων ή εξαψήφιο των διακρίσεων της ισχύουσας έκδοσης του παραρτήματος I του εναρμονισμένου συστήματος περιγραφής και κωδικοποίησης εμπορευμάτων και εφαρμόζονται μόνο στις συγκεκριμένες χώρες-εταίρους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III.».

4)

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας, τη διακυβέρνηση και το εμπόριο (FLEGT). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»"

β)

η παράγραφος 2 διαγράφεται·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.»·

δ)

η παράγραφος 4 διαγράφεται.

5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 11α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 30 Ιουνίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέρμα στην εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Η απόφαση δεν επηρεάζει την εγκυρότητα ήδη ισχυουσών κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται του άρθρου 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 τίθεται σε ισχύ μόνο εάν δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα διατυπώσουν αντίρρηση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τέσσερις μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Μαΐου 2014.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2005, περί δημιουργίας εθελοντικού συστήματος αδειών FLEGT για τις εισαγωγές ξυλείας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ L 347 της 30.12.2005, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υπενθυμίζει τη δέσμευση που ανέλαβε στην παράγραφο 15 της συμφωνίας πλαίσιο για τις σχέσεις Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλήρη ενημέρωση και τεκμηρίωση για τις συναντήσεις που πραγματοποιεί με εθνικούς εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο των εργασιών της για την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/112


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 658/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

σχετικά με τα τέλη που καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων για τη διενέργεια των δραστηριοτήτων φαρμακοεπαγρύπνησης όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο γ),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα έσοδα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (εφεξής «ο Οργανισμός») αποτελούνται από μια συνεισφορά εκ μέρους της Ένωσης και από τα τέλη που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις για την εξασφάλιση και τη διατήρηση της άδειας κυκλοφορίας της Ένωσης και για άλλες υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(2)

Οι διατάξεις για τη φαρμακοεπαγρύπνηση όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση («φάρμακα») οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 και στην οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) τροποποιήθηκαν από την οδηγία 2010/84/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1235/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), από την οδηγία 2012/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1027/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Οι εν λόγω τροποποιήσεις προβλέπουν νέα καθήκοντα φαρμακοεπαγρύπνησης για τον Οργανισμό, όπως είναι οι διαδικασίες φαρμακοεπαγρύπνησης στο επίπεδο της Ένωσης, η παρακολούθηση των βιβλιογραφικών περιστατικών και η βελτιωμένη χρήση εργαλείων τεχνολογίας των πληροφοριών. Επιπλέον, οι εν λόγω τροποποιήσεις προβλέπουν ότι ο Οργανισμός θα πρέπει να μπορεί να χρηματοδοτεί τις δραστηριότητες αυτές χρεώνοντας τέλη στους κατόχους άδειας κυκλοφορίας. Θα πρέπει, επομένως, να δημιουργηθούν νέα είδη τελών προκειμένου να καλυφθούν τα νέα και ειδικά καθήκοντα του Οργανισμού.

(3)

Για να μπορέσει ο Οργανισμός να εισπράττει τέλη για τα εν λόγω νέα καθήκοντα φαρμακοεπαγρύπνησης και εν αναμονή μιας συνολικής νομοθετικής αναθεώρησης των καθεστώτων είσπραξης τελών στον τομέα των φαρμάκων, θα πρέπει να εκδοθεί ο παρών κανονισμός. Τα τέλη που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να καταβάλλονται χωρίς να θίγονται τα τέλη που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 297/95 του Συμβουλίου (9).

(4)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να βασίζεται στη διττή νομική βάση που συνθέτουν το άρθρο 114 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Αποσκοπεί στη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων φαρμακοεπαγρύπνησης που συμβάλλουν στην υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τα φάρμακα, λαμβάνοντας ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας. Ταυτόχρονα, ο παρών κανονισμός έχει ως στόχο τη διασφάλιση οικονομικών πόρων για τη στήριξη των δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων ασφάλειας, έτσι ώστε να διατηρούνται υψηλά επίπεδα ποιότητας, ασφάλειας και αποτελεσματικότητας των φαρμάκων. Και οι δύο στόχοι επιδιώκονται ταυτοχρόνως και συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ώστε κανένας από τους δύο να μην είναι υποδεέστερος του άλλου.

(5)

Θα πρέπει να καθοριστούν η διάρθρωση και τα ποσά των τελών φαρμακοεπαγρύπνησης που εισπράττονται από τον Οργανισμό καθώς και οι κανόνες που διέπουν την πληρωμή τους. Η διάρθρωση των τελών θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν απλούστερη στην εφαρμογή της, έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο σχετικός διοικητικός φόρτος.

(6)

Σύμφωνα με την κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2012 για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς, για οργανισμούς των οποίων τα έσοδα αποτελούνται από τέλη και επιβαρύνσεις συμπληρωματικά προς τη συνεισφορά της Ένωσης, το ύψος των τελών θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να αποφεύγονται τα ελλείμματα ή η συσσώρευση σημαντικών πλεονασμάτων και να αναθεωρείται όταν αυτός ο στόχος δεν επιτυγχάνεται. Συνεπώς, τα τέλη που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να βασίζονται σε εξέταση των εκτιμήσεων και των προβλέψεων του Οργανισμού όσον αφορά τον φόρτο εργασίας του και τις συναφείς δαπάνες καθώς και σε εξέταση του κόστους των εργασιών που πραγματοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που ενεργούν ως εισηγητές και, κατά περίπτωση, ως συνεισηγητές σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 6 και το άρθρο 62 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 και τα άρθρα 107ε, 107ι και 107ιζ της οδηγίας 2001/83/ΕΚ.

(7)

Τα τέλη που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι διαφανή, δίκαια και αναλογικά με τις εκτελούμενες εργασίες. Οι πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω τέλη θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού. Οιεσδήποτε μελλοντικές αναθεωρήσεις των τελών φαρμακοεπαγρύπνησης ή άλλων τελών που εισπράττονται από τον Οργανισμό θα πρέπει να βασίζονται σε διαφανή και ανεξάρτητη εξέταση των δαπανών του Οργανισμού και των δαπανών για τα καθήκοντα που εκτελούνται από τις εθνικές αρμόδιες αρχές.

(8)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ρυθμίζει μόνο τέλη που επιβάλλονται από τον Οργανισμό, ενώ η δυνατότητα λήψης αποφάσεων σχετικά με πιθανά τέλη που εισπράττονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να παραμείνει αρμοδιότητα των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που αφορούν την ανίχνευση σήματος. Οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας δεν θα πρέπει να χρεώνονται δύο φορές για την ίδια δραστηριότητα φαρμακοεπαγρύπνησης. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει συνεπώς να εισπράττουν τέλη για τις δραστηριότητες που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(9)

Για λόγους προβλεψιμότητας και σαφήνειας, το ύψος των τελών θα πρέπει να καθορίζεται σε ευρώ.

(10)

Βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να επιβάλλονται δύο διαφορετικά είδη τελών, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πολυμορφία των καθηκόντων του Οργανισμού αφενός και των εισηγητών και, κατά περίπτωση, των συνεισηγητών αφετέρου. Πρώτον, τα τέλη για τις διαδικασίες φαρμακοεπαγρύπνησης που διεκπεραιώνονται στο επίπεδο της Ένωσης θα πρέπει να επιβαρύνουν τους κατόχους άδειας κυκλοφορίας των οποίων τα φάρμακα υπάγονται στη διαδικασία. Οι διαδικασίες αυτές αφορούν την αξιολόγηση των περιοδικών επικαιροποιημένων εκθέσεων για την ασφάλεια, την αξιολόγηση των μετεγκριτικών μελετών ασφάλειας και τις αξιολογήσεις που διενεργούνται στο πλαίσιο διαδικασιών παραπομπής σε διαιτησία που κινούνται συνεπεία της εξέτασης δεδομένων φαρμακοεπαγρύπνησης. Δεύτερον, θα πρέπει να καταβάλλεται ετήσιο τέλος για τις λοιπές δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης που διεξάγει ο Οργανισμός προς το γενικότερο όφελος των κατόχων άδειας κυκλοφορίας. Οι εν λόγω δραστηριότητες αφορούν την τεχνολογία των πληροφοριών, ιδίως τη διατήρηση της βάσης δεδομένων Eudravigilance που αναφέρεται στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 και την παρακολούθηση επιλεγμένης ιατρικής βιβλιογραφίας.

(11)

Οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας για φάρμακα που έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 καταβάλλουν ήδη ετήσιο τέλος στον Οργανισμό για τη διατήρηση των αδειών τους, στο οποίο περιλαμβάνονται οι δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης που καλύπτονται από το ετήσιο τέλος που θεσπίζεται από τον παρόντα κανονισμό. Για να αποφευχθεί η διπλή χρέωση τελών για τις εν λόγω δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης του Οργανισμού, το ετήσιο τέλος που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό δεν θα πρέπει να χρεώνεται για τις άδειες κυκλοφορίας που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004.

(12)

Το έργο που επιτελείται στο επίπεδο της Ένωσης όσον αφορά την αξιολόγηση των μη παρεμβατικών μετεγκριτικών μελετών ασφάλειας που ο Οργανισμός ή η εθνική αρμόδια αρχή επιβάλλει να διενεργηθούν σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, και των οποίων το πρωτόκολλο πρέπει να εγκριθεί από την επιτροπή φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου, περιλαμβάνει την εποπτεία των εν λόγω μελετών, συμπεριλαμβανομένων της αξιολόγησης του σχεδίου πρωτοκόλλου και της αξιολόγησης των τελικών εκθέσεων της μελέτης. Ως εκ τούτου, το τέλος που επιβάλλεται για τη διαδικασία αυτή θα πρέπει να καλύπτει όλες τις εργασίες σχετικά με τη μελέτη. Καθώς η νομοθεσία για τη φαρμακοεπαγρύπνηση ενθαρρύνει τη διεξαγωγή κοινών μετεγκριτικών μελετών ασφάλειας, οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας θα πρέπει να καταβάλλουν από κοινού το σχετικό τέλος σε περίπτωση υποβολής κοινής μελέτης. Προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή χρέωση, οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας που επιβαρύνονται με το τέλος για την αξιολόγηση τέτοιων μετεγκριτικών μελετών ασφάλειας, θα πρέπει να απαλλάσσονται από κάθε άλλο τέλος που χρεώνεται από τον Οργανισμό ή μια αρμόδια εθνική αρχή για την υποβολή των εν λόγω μελετών.

(13)

Για τις αξιολογήσεις τους, οι εισηγητές βασίζονται στις επιστημονικές εκτιμήσεις και στους πόρους που διαθέτουν οι εθνικές αρμόδιες αρχές, ενώ ο Οργανισμός έχει την ευθύνη να συντονίζει τους υφιστάμενους επιστημονικούς πόρους που θέτουν στη διάθεσή του τα κράτη μέλη. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό και για να εξασφαλιστούν επαρκείς πόροι για τις επιστημονικές αξιολογήσεις που αφορούν τις διαδικασίες φαρμακοεπαγρύπνησης στο επίπεδο της Ένωσης, ο Οργανισμός θα πρέπει να καλύπτει την αμοιβή για τις υπηρεσίες επιστημονικής αξιολόγησης που παρέχουν οι εισηγητές και, κατά περίπτωση, οι συνεισηγητές που ορίζονται από τα κράτη μέλη ως μέλη της Επιτροπής Φαρμακοεπαγρύπνησης - Αξιολόγησης Κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 56 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 ή, όπου ενδείκνυται, οι εισηγητές και οι συνεισηγητές στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 27 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ. Το ύψος της αμοιβής για τις εργασίες που εκτελούνται από τους εν λόγω εισηγητές και συνεισηγητές θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε εκτιμήσεις του συνεπαγόμενου φόρτου εργασίας και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους των τελών για διαδικασίες φαρμακοεπαγρύπνησης στο επίπεδο της Ένωσης. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τους κανόνες ορθής πρακτικής, όταν κινείται διαδικασία παραπομπής σε διαιτησία κατόπιν αξιολόγησης δεδομένων φαρμακοεπαγρύπνησης, η επιτροπή φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου αποφεύγει εν γένει να ορίσει ως εισηγητή το μέλος που προτάθηκε από το κράτος μέλος το οποίο κίνησε τη διαδικασία παραπομπής.

(14)

Τα τέλη θα πρέπει να επιβάλλονται ισότιμα σε όλους τους κατόχους άδειας κυκλοφορίας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεσπιστεί μονάδα υποκείμενη σε τέλη, ανεξάρτητα από τη διαδικασία χορήγησης άδειας κυκλοφορίας στο φάρμακο, είτε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 είτε δυνάμει της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, και ανεξάρτητα από τον τρόπο απόδοσης αριθμού άδειας κυκλοφορίας από τα κράτη μέλη ή την Επιτροπή. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με τον καθορισμό της υποκείμενης σε τέλη μονάδας βάσει της δραστικής ουσίας/των δραστικών ουσιών και της φαρμακοτεχνικής μορφής των φαρμάκων που υπόκεινται στην υποχρέωση εγγραφής στην τράπεζα δεδομένων του άρθρου 57 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004, με βάση πληροφορίες από τον κατάλογο όλων των φαρμάκων που έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας στην Ένωση όπως αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού. Στην περίπτωση των εγκεκριμένων ομοιοπαθητικών φαρμάκων και των εγκεκριμένων βοτανοθεραπευτικών φαρμάκων δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δραστική ουσία/οι δραστικές ουσίες, κατά τον καθορισμό της υποκείμενης σε τέλη μονάδας.

(15)

Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη το πεδίο εφαρμογής των αδειών κυκλοφορίας φαρμάκων που έχουν χορηγηθεί στους κατόχους αδειών κυκλοφορίας, κατά τον υπολογισμό του αριθμού των υποκείμενων σε τέλη μονάδων που αντιστοιχούν στις εν λόγω άδειες κυκλοφορίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των κρατών μελών όπου ισχύει η εν λόγω άδεια.

(16)

Σύμφωνα με την πολιτική της Ένωσης για τη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, θα πρέπει να επιβληθούν μειωμένα τέλη στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (10). Κατά τον καθορισμό του ύψους των τελών πρέπει να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη οι οικονομικές δυνατότητες των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων. Με βάση την πολιτική αυτή, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά την έννοια της εν λόγω σύστασης θα πρέπει να απαλλάσσονται από όλα τα τέλη βάσει του παρόντος κανονισμού.

(17)

Τα γενόσημα φάρμακα, τα φάρμακα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις σχετικά με την καθιερωμένη ιατρική χρήση, τα εγκεκριμένα ομοιοπαθητικά φάρμακα και τα εγκεκριμένα βοτανοθεραπευτικά φάρμακα θα πρέπει να υπόκεινται σε μειωμένο ετήσιο τέλος, καθώς τα εν λόγω φάρμακα είναι προϊόντα που διαθέτουν εν γένει καθιερωμένο προφίλ ασφάλειας. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που τα προϊόντα αυτά υπόκεινται σε οποιαδήποτε διαδικασία φαρμακοεπαγρύπνησης στο επίπεδο της Ένωσης, θα πρέπει να καταβάλλεται το τέλος στο ακέραιο λόγω του συνεπαγόμενου φόρτου εργασίας.

(18)

Τα ομοιοπαθητικά και βοτανοθεραπευτικά φάρμακα που καταχωρίζονται, αντιστοίχως, σύμφωνα με το άρθρο 14 και το άρθρο 16α της οδηγίας 2001/83/ΕΚ θα πρέπει να εξαιρούνται από τον παρόντα κανονισμό, καθώς οι δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης για τα φάρμακα αυτά διενεργούνται από τα κράτη μέλη. Τα φάρμακα η διάθεση των οποίων στην αγορά επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 126α της οδηγίας 2001/83/ΕΚ θα πρέπει επίσης να εξαιρούνται από τον παρόντα κανονισμό.

(19)

Προκειμένου να αποφευχθεί δυσανάλογος διοικητικός φόρτος εργασίας για τον Οργανισμό, οι μειώσεις τελών και οι απαλλαγές τελών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να εφαρμόζονται με βάση δήλωση του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας ότι δικαιούται την εν λόγω μείωση ή απαλλαγή τέλους. Η υποβολή ανακριβών πληροφοριών θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αποθαρρύνεται με την αύξηση του ποσού του ισχύοντος τέλους.

(20)

Για λόγους συνέπειας, οι προθεσμίες για την καταβολή των τελών που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καθορίζονται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις προθεσμίες των διαδικασιών φαρμακοεπαγρύπνησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 και στην οδηγία 2001/83/ΕΚ.

(21)

Τα ποσά των τελών και των αμοιβών των εισηγητών και συνεισηγητών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να προσαρμόζονται, κατά περίπτωση, με βάση τον πληθωρισμό. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο ευρωπαϊκός δείκτης τιμών καταναλωτή, όπως δημοσιεύεται από την Eurostat δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου (11). Για τον σκοπό της εν λόγω προσαρμογής, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(22)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση κατάλληλης χρηματοδότησης για τις δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης στο επίπεδο της Ένωσης, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(23)

Για λόγους προβλεψιμότητας, ασφάλειας δικαίου και αναλογικότητας, η ημερομηνία πρώτης επιβολής του ετήσιου τέλους συστημάτων τεχνολογίας πληροφοριών και παρακολούθησης βιβλιογραφίας θα πρέπει να είναι η 1η Ιουλίου 2015,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα τέλη για δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης σχετικά με τα φάρμακα για ανθρώπινη χρήση («φάρμακα») που έχουν εγκριθεί στην Ένωση βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 και της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, τα οποία εισπράττει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ο «Οργανισμός») από τους κατόχους άδειας κυκλοφορίας.

2.   Τα ομοιοπαθητικά και βοτανοθεραπευτικά φάρμακα που καταχωρίζονται, αντιστοίχως, σύμφωνα με το άρθρο 14 και το άρθρο 16α της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και τα φάρμακα η διάθεση των οποίων στην αγορά επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 126α της οδηγίας 2001/83/ΕΚ εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

3.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης που διεξάγονται στο επίπεδο της Ένωσης για τις οποίες καταβάλλονται τέλη, τα σχετικά ποσά και τους κανόνες για την πληρωμή των τελών στον Οργανισμό καθώς και το ύψος της αμοιβής που καταβάλλει ο Οργανισμός στους εισηγητές και, κατά περίπτωση, στους συνεισηγητές για τις υπηρεσίες τους.

4.   Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την καταβολή κάθε τέλους βάσει του παρόντος κανονισμού.

5.   Τα τέλη που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των τελών που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 297/95.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «υποκείμενη σε τέλη μονάδα»: μονάδα που ταυτοποιείται από τον μοναδικό συνδυασμό των ακόλουθων δεδομένων όπως προκύπτουν από τα στοιχεία που τηρεί ο Οργανισμός σχετικά με όλα τα φάρμακα και κατ’ εκπλήρωση της υποχρέωσης των κατόχων άδειας κυκλοφορίας βάσει του άρθρου 57 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 να υποβάλλουν τα εν λόγω στοιχεία στην τράπεζα δεδομένων του άρθρου 57 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο ιβ) του εν λόγω κανονισμού:

α)

ονομασία του φαρμάκου, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 20 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ·

β)

κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας·

γ)

κράτος μέλος όπου ισχύει η άδεια κυκλοφορίας·

δ)

δραστική ουσία ή συνδυασμός δραστικών ουσιών· και

ε)

φαρμακοτεχνική μορφή.

Το στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εγκεκριμένων ομοιοπαθητικών φαρμάκων ή εγκεκριμένων βοτανοθεραπευτικών φαρμάκων, όπως καθορίζεται, αντίστοιχα, στο άρθρο 1 σημεία 5 και 30 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ·

2)   «μεσαία επιχείρηση»: μια επιχείρηση μεσαίου μεγέθους, κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ·

3)   «μικρή επιχείρηση»: μια επιχείρηση μικρού μεγέθους, κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ·

4)   «πολύ μικρή επιχείρηση»: μια επιχείρηση πολύ μικρού μεγέθους, κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ.

Άρθρο 3

Είδη τελών

1.   Τα τέλη για τις δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης αποτελούνται από τα εξής:

α)

τέλη για διαδικασίες στο επίπεδο της Ένωσης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 4, 5 και 6·

β)

ετήσιο τέλος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7.

2.   Όταν εισπράττεται τέλος από τον Οργανισμό σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός καταβάλλει αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 9, στις αρμόδιες εθνικές αρχές:

α)

για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τον εισηγητή και, κατά περίπτωση, από τους συνεισηγητές, που συμμετέχουν στην επιτροπή φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου ως μέλη διορισθέντα από τα κράτη μέλη·

β)

για την εργασία που παρασχέθηκε από τα κράτη μέλη που αναλαμβάνουν τον ρόλο των εισηγητών και, κατά περίπτωση, των συνεισηγητών στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού.

Άρθρο 4

Τέλος για την αξιολόγηση των περιοδικών επικαιροποιημένων εκθέσεων για την ασφάλεια

1.   Ο Οργανισμός επιβάλλει τέλος για την αξιολόγηση των περιοδικών επικαιροποιημένων εκθέσεων για την ασφάλεια που αναφέρονται στα άρθρα 107ε και 107ζ της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004.

2.   Το ποσό του τέλους και το αντίστοιχο ύψος της αμοιβής που καταβάλλεται στην εθνική αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 καθορίζονται στο μέρος I σημείο 1 του παραρτήματος.

3.   Όταν μόνο ένας κάτοχος άδειας κυκλοφορίας υπόκειται στην υποχρέωση να υποβάλλει περιοδική επικαιροποιημένη έκθεση για την ασφάλεια στο πλαίσιο των διαδικασιών της παραγράφου 1, ο Οργανισμός εισπράττει το συνολικό ποσό του επιβαλλόμενου τέλους από τον εν λόγω κάτοχο άδειας κυκλοφορίας.

4.   Σε περίπτωση που δύο ή περισσότεροι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας υπόκεινται στην υποχρέωση να υποβάλλουν περιοδικές επικαιροποιημένες εκθέσεις για την ασφάλεια στο πλαίσιο των διαδικασιών της παραγράφου 1, ο Οργανισμός κατανέμει το συνολικό ποσό του τέλους μεταξύ των εν λόγω κατόχων άδειας κυκλοφορίας σύμφωνα με το μέρος I σημείο 2 του παραρτήματος.

5.   Σε περίπτωση που ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση, το ποσό που καταβάλλεται από τον κάτοχο άδειας κυκλοφορίας υπόκειται σε μείωση σύμφωνα με το μέρος I σημείο 3 του παραρτήματος.

6.   Ο Οργανισμός εισπράττει το τέλος βάσει του παρόντος άρθρου εκδίδοντας χωριστό τιμολόγιο για τον εκάστοτε κάτοχο άδειας κυκλοφορίας. Ως ημερομηνία καταβολής του τέλους ορίζεται η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αξιολόγησης της περιοδικής επικαιροποιημένης έκθεσης για την ασφάλεια. Τα τέλη που οφείλονται βάσει του παρόντος άρθρου καταβάλλονται στον Οργανισμό εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία του τιμολογίου.

Άρθρο 5

Τέλος για την αξιολόγηση των μετεγκριτικών μελετών ασφάλειας

1.   Ο Οργανισμός εισπράττει τέλος για τη δυνάμει των άρθρων 107ιδ έως 107ιζ της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και του άρθρου 28β του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 αξιολόγηση των μετεγκριτικών μελετών ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 21α στοιχείο β) και στο άρθρο 22α παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο γβ) και στο άρθρο 10α παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 οι οποίες διεξάγονται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.

2.   Το ποσό του τέλους και το αντίστοιχο ύψος της αμοιβής που καταβάλλεται στην εθνική αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 καθορίζονται στο μέρος II σημείο 1 του παραρτήματος.

3.   Όταν η υποχρέωση διεξαγωγής μετεγκριτικής μελέτης ασφάλειας επιβάλλεται σε περισσότερους από έναν κατόχους άδειας κυκλοφορίας, λόγω του ότι οι ίδιες ανησυχίες αφορούν περισσότερα του ενός φάρμακα, και όταν οι ενδιαφερόμενοι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας διεξάγουν κοινή μετεγκριτική μελέτη ασφάλειας, το ποσό που οφείλεται από τον κάθε κάτοχο άδειας κυκλοφορίας εισπράττεται όπως προβλέπεται στο μέρος II σημείο 2 του παραρτήματος.

4.   Όταν η υποχρέωση διεξαγωγής μετεγκριτικής μελέτης ασφάλειας επιβάλλεται σε κάτοχο άδειας κυκλοφορίας που είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση, το ποσό που καταβάλλεται από τον κάτοχο άδειας κυκλοφορίας υπόκειται σε μείωση σύμφωνα με το μέρος II σημείο 3 του παραρτήματος.

5.   Ο Οργανισμός εισπράττει το τέλος εκδίδοντας δύο τιμολόγια για κάθε ενδιαφερόμενο κάτοχο άδειας κυκλοφορίας, ένα για την αξιολόγηση του σχεδίου πρωτοκόλλου και ένα για την αξιολόγηση της τελικής έκθεσης της μελέτης. Το αντίστοιχο τμήμα του τέλους καθίσταται πληρωτέο με την έναρξη της διαδικασίας αξιολόγησης του σχεδίου πρωτοκόλλου και με την έναρξη της διαδικασίας αξιολόγησης της τελικής έκθεσης της μελέτης και καταβάλλεται στον Οργανισμό εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία του αντίστοιχου τιμολογίου.

6.   Οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας που επιβαρύνονται με το τέλος βάσει του παρόντος άρθρου απαλλάσσονται από την καταβολή οποιωνδήποτε άλλων τελών επιβάλλονται από τον Οργανισμό ή αρμόδια εθνική αρχή για την υποβολή μελετών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 6

Τέλος για τις αξιολογήσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών παραπομπής σε διαιτησία που κινούνται κατόπιν αξιολόγησης δεδομένων φαρμακοεπαγρύπνησης

1.   Ο Οργανισμός επιβάλλει τέλος για την αξιολόγηση που πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε κατόπιν αξιολόγησης δεδομένων φαρμακοεπαγρύπνησης βάσει του άρθρου 31 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 31 παράγραφος 2 και των άρθρων 107θ έως 107ια της οδηγίας 2001/83/ΕΚ ή βάσει του άρθρου 20 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004.

2.   Το ποσό του τέλους και το αντίστοιχο ποσό της αμοιβής της εθνικής αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 καθορίζονται στο μέρος III σημείο 1 του παραρτήματος.

3.   Όταν μόνο ένας κάτοχος άδειας κυκλοφορίας εμπλέκεται στη διαδικασία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός επιβάλλει το συνολικό ποσό του τέλους στον εν λόγω κάτοχο άδειας κυκλοφορίας, όπως καθορίζεται στο μέρος III σημείο 1 του παραρτήματος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

4.   Όταν δύο ή περισσότεροι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας εμπλέκονται στη διαδικασία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός κατανέμει το συνολικό ποσό του τέλους μεταξύ των κατόχων άδειας κυκλοφορίας, σύμφωνα με το μέρος III σημείο 2 του παραρτήματος.

5.   Όταν η διαδικασία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αφορά μία ουσία ή έναν συνδυασμό ουσιών και έναν κάτοχο άδειας κυκλοφορίας, ο Οργανισμός επιβάλλει μειωμένο τέλος στον εν λόγω κάτοχο άδειας κυκλοφορίας και αμείβει την εθνική αρμόδια αρχή για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τον εισηγητή ή τον συνεισηγητή, όπως προβλέπεται στο μέρος III σημείο 3 του παραρτήματος. Εάν ο εν λόγω κάτοχος άδειας κυκλοφορίας είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση, το ποσό που καταβάλλεται υπόκειται σε μείωση σύμφωνα με το μέρος III σημείο 3 του παραρτήματος.

6.   Εάν ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση, το ποσό που καταβάλλεται από τον κάτοχο άδειας κυκλοφορίας υπόκειται σε μείωση σύμφωνα με το μέρος III σημείο 4 του παραρτήματος.

7.   Ο Οργανισμός εισπράττει το τέλος, βάσει του παρόντος άρθρου, εκδίδοντας χωριστό τιμολόγιο για κάθε κάτοχο άδειας κυκλοφορίας που εμπλέκεται στη διαδικασία. Το τέλος καθίσταται πληρωτέο με την έναρξη της διαδικασίας. Τα τέλη που οφείλονται βάσει του παρόντος άρθρου καταβάλλονται στον Οργανισμό εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία του τιμολογίου.

Άρθρο 7

Ετήσιο τέλος για τα συστήματα τεχνολογίας πληροφοριών και την παρακολούθηση της βιβλιογραφίας

1.   Για τις δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης που αφορούν συστήματα τεχνολογίας πληροφοριών, σύμφωνα με τα άρθρα 24, 25α, 26, το άρθρο 57 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο ιβ) και το άρθρο 57 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 και την παρακολούθηση επιλεγμένης ιατρικής βιβλιογραφίας σύμφωνα με το άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού, ο Οργανισμός επιβάλλει ετησίως τέλος, όπως αυτό καθορίζεται στο μέρος IV σημείο 1 του παραρτήματος («ετήσιο τέλος»).

2.   Το ετήσιο τέλος καταβάλλεται από τους κατόχους άδειας κυκλοφορίας για όλα τα φάρμακα που έχουν εγκριθεί στην Ένωση σύμφωνα με την οδηγία 2001/83/ΕΚ, βάσει των υποκείμενων σε τέλη μονάδων που αντιστοιχούν σε αυτά τα φάρμακα. Οι υποκείμενες σε τέλη μονάδες που αντιστοιχούν σε φάρμακα εγκεκριμένα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 δεν υπόκεινται στο ετήσιο τέλος.

Το συνολικό οφειλόμενο ποσό του ετήσιου τέλους για κάθε κάτοχο άδειας κυκλοφορίας υπολογίζεται από τον Οργανισμό με βάση τις υποκείμενες σε τέλη μονάδες οι οποίες αντιστοιχούν στα στοιχεία που καταχωρίζονται την 1η Ιουλίου κάθε έτους. Το ποσό αυτό καλύπτει την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου έτους.

3.   Σε περίπτωση που ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση, το ποσό ετήσιου τέλους που καταβάλλεται από τον κάτοχο άδειας κυκλοφορίας υπόκειται σε μείωση σύμφωνα με το μέρος IV σημείο 2 του παραρτήματος.

4.   Σύμφωνα με το μέρος IV σημείο 3 του παραρτήματος, επιβάλλεται μειωμένο ετήσιο τέλος για τα φάρμακα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 και στο άρθρο 10α της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και στα εγκεκριμένα ομοιοπαθητικά και βοτανοθεραπευτικά φάρμακα.

5.   Σε περίπτωση που ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας των φαρμακευτικών προϊόντων της παραγράφου 4 είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση, εφαρμόζεται μόνο η μείωση τέλους που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

6.   Το ετήσιο τέλος εισπράττεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους για το εν λόγω ημερολογιακό έτος.

Τα τέλη που οφείλονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου καταβάλλονται εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την έκδοση του τιμολογίου.

7.   Ο Οργανισμός παρακρατεί τα έσοδα από τέλη που προκύπτουν από το ετήσιο τέλος.

Άρθρο 8

Μειώσεις τελών και απαλλαγές τελών

1.   Κάθε κάτοχος άδειας κυκλοφορίας που ισχυρίζεται ότι αποτελεί μικρομεσαία επιχείρηση και, ως εκ τούτου, δικαιούται μείωση του τέλους τέλος σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5, το άρθρο 5 παράγραφος 4, το άρθρο 6 παράγραφος 5, το άρθρο 6 παράγραφος 6 ή το άρθρο 7 παράγραφος 3, υποβάλλει σχετική δήλωση στον Οργανισμό εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου από τον τελευταίο. Ο Οργανισμός εφαρμόζει τη μείωση τέλους βάσει της εν λόγω δήλωσης.

2.   Κάθε κάτοχος άδειας κυκλοφορίας που ισχυρίζεται ότι αποτελεί πολύ μικρή επιχείρηση και ότι δικαιούται απαλλαγή τέλους βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 4 υποβάλλει σχετική δήλωση στον Οργανισμό εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου από τον τελευταίο. Ο Οργανισμός εφαρμόζει την απαλλαγή βάσει της εν λόγω δήλωσης.

3.   Κάθε κάτοχος άδειας κυκλοφορίας που ισχυρίζεται ότι δικαιούται μείωση του ετήσιου τέλους δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4 υποβάλλει σχετική δήλωση στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο διατύπωσης της εν λόγω δήλωσης από τον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας. Ο Οργανισμός εφαρμόζει τη μείωση τέλους βάσει της εν λόγω δήλωσης. Όταν ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας υποβάλλει τη δήλωση μετά την παραλαβή του τιμολογίου από τον Οργανισμό, η δήλωση πραγματοποιείται εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία του εν λόγω τιμολογίου.

4.   Ο Οργανισμός δύναται να ζητήσει, ανά πάσα στιγμή, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις μείωσης τέλους ή απαλλαγής τέλους. Στην περίπτωση αυτή, ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας που ισχυρίζεται ή ισχυρίστηκε ότι δικαιούται μείωση τέλους ή απαλλαγή τέλους βάσει του παρόντος κανονισμού υποβάλλει στον Οργανισμό, εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή του αιτήματος του Οργανισμού, τα απαραίτητα στοιχεία που επιτρέπουν στον Οργανισμό να επαληθεύσει ότι όντως πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

5.   Όταν ένας κάτοχος άδειας κυκλοφορίας που ισχυρίζεται ή ισχυρίστηκε ότι δικαιούται μείωση τέλους ή απαλλαγή από τέλη βάσει του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να αποδείξει ότι δικαιούται την εν λόγω μείωση ή απαλλαγή, το ποσό του τέλους που καθορίζεται στο παράρτημα προσαυξάνεται κατά 10 % και ο Οργανισμός χρεώνει το πλήρες ποσό που προκύπτει ή, ανάλογα με την περίπτωση, το υπόλοιπο του προβλεπόμενου πλήρους ποσού.

Άρθρο 9

Καταβολή της αμοιβής από τον Οργανισμό προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές

1.   Ο Οργανισμός καταβάλλει αμοιβή στις αρμόδιες εθνικές αρχές για τις υπηρεσίες των εισηγητών και, κατά περίπτωση, των συνεισηγητών, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, στις εξής περιπτώσεις:

α)

εάν το κράτος μέλος έχει ορίσει μέλος της επιτροπής φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου ως εισηγητή ή, κατά περίπτωση συνεισηγητή για την αξιολόγηση των περιοδικών επικαιροποιημένων εκθέσεων για την ασφάλεια που αναφέρονται στο άρθρο 4·

β)

εάν η ομάδα συντονισμού έχει ορίσει κράτος μέλος ως εισηγητή ή, κατά περίπτωση, συνεισηγητή στο πλαίσιο της αξιολόγησης των περιοδικών επικαιροποιημένων εκθέσεων για την ασφάλεια που αναφέρονται στο άρθρο 4·

γ)

εάν το κράτος μέλος έχει ορίσει μέλος της επιτροπής φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου ως εισηγητή ή, κατά περίπτωση, συνεισηγητή για την αξιολόγηση των μετεγκριτικών μελετών ασφαλείας που αναφέρονται στο άρθρο 5·

δ)

εάν το κράτος μέλος έχει ορίσει μέλος της επιτροπής φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου ως εισηγητή ή, κατά περίπτωση συνεισηγητή για τις διαδικασίες παραπομπής σε διαιτησία που αναφέρονται στο άρθρο 6.

Εφόσον η επιτροπή φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου, ή η ομάδα συντονισμού αποφασίσει το διορισμό συνεισηγητή, η αμοιβή για τον εισηγητή και τον συνεισηγητή καθορίζεται σύμφωνα με τα μέρη I, ΙΙ και ΙΙΙ του παραρτήματος.

2.   Τα αντίστοιχα ποσά της αμοιβής για καθεμία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ορίζονται στα μέρη I, II και III του παραρτήματος.

3.   Η αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και δ) καταβάλλεται μόνο αφότου υποβληθεί στον Οργανισμό η τελική έκθεση αξιολόγησης για σύσταση που πρόκειται να εγκριθεί από την επιτροπή φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου. Η αμοιβή για τις μετεγκριτικές μελέτες ασφαλείας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) καταβάλλεται σε δύο δόσεις. Η πρώτη δόση που αφορά την αξιολόγηση του σχεδίου πρωτοκόλλου και η δεύτερη που αφορά την αξιολόγηση της τελικής έκθεσης για τη μελέτη καταβάλλονται αφού οι αντίστοιχες τελικές εκθέσεις αξιολόγησης έχουν υποβληθεί στην επιτροπή φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου.

4.   Η αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών του εισηγητή και του συνεισηγητή καθώς και για οποιαδήποτε σχετική επιστημονική και τεχνική υποστήριξη δεν θίγει την υποχρέωση των κρατών μελών να μην δίνουν στα μέλη και στους εμπειρογνώμονες της επιτροπής φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου οδηγίες ασυμβίβαστες με τα καθήκοντά τους ως εισηγητών ή συνεισηγητών και με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του Οργανισμού.

5.   Η αμοιβή καταβάλλεται σύμφωνα με τη γραπτή σύμβαση που αναφέρεται στο άρθρο 62 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004. Τυχόν τραπεζικά έξοδα που σχετίζονται με την καταβολή αυτής της αμοιβής καλύπτονται από τον Οργανισμό.

Άρθρο 10

Μέθοδος καταβολής των τελών

1.   Τα τέλη καταβάλλονται σε ευρώ.

2.   Οι πληρωμές των τελών πραγματοποιούνται μόνον αφότου ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας λάβει το τιμολόγιο που εκδίδει ο Οργανισμός.

3.   Οι πληρωμές των τελών πραγματοποιούνται με τραπεζικό έμβασμα στον λογαριασμό του Οργανισμού. Τυχόν τραπεζικά έξοδα που συνδέονται με τις πληρωμές επιβαρύνουν τον κάτοχο άδειας κυκλοφορίας.

Άρθρο 11

Στοιχεία της πληρωμής του τέλους

Ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας αναφέρει τον αριθμό αναφοράς του τιμολογίου για κάθε πληρωμή. Για πληρωμές που πραγματοποιούνται μέσω συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών, ως αριθμός αναφοράς θεωρείται ο αριθμός που παράγεται αυτόματα από το σύστημα τιμολόγησης του Οργανισμού.

Άρθρο 12

Ημερομηνία καταβολής των τελών

Η ημερομηνία λήψης του συνολικού ποσού της πληρωμής σε τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα του Οργανισμού θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται η πληρωμή. Η προθεσμία πληρωμής θεωρείται ότι τηρείται μόνο εάν έχει καταβληθεί εμπρόθεσμα το πλήρες ποσό του οφειλομένου τέλους.

Άρθρο 13

Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

Τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται από τον Οργανισμό στον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας, εκτός αν συμφωνηθεί άλλως με τον κάτοχο άδειας κυκλοφορίας. Ωστόσο, εάν το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό δεν υπερβαίνει τα 100 EUR και ο οικείος κάτοχος άδειας κυκλοφορίας δεν έχει ζητήσει ρητώς την επιστροφή του, το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό δεν επιστρέφεται.

Άρθρο 14

Προσωρινή εκτίμηση του προϋπολογισμού του Οργανισμού

Ο Οργανισμός, κατά την εκτίμηση των εσόδων και δαπανών για το επόμενο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004, περιλαμβάνει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα έσοδα από τέλη που αφορούν δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης. Στις πληροφορίες αυτές γίνεται διάκριση μεταξύ του ετήσιου τέλους και των τελών για κάθε διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α). Ο Οργανισμός παρέχει επίσης ειδικές αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τα έσοδα και τις δαπάνες του από δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης ούτως ώστε να γίνεται διάκριση μεταξύ του ετήσιου τέλους και καθενός από τα τέλη για τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Άρθρο 15

Διαφάνεια και παρακολούθηση

1.   Τα ποσά και οι συντελεστές που καθορίζονται στα μέρη I έως IV του παραρτήματος δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο του Οργανισμού.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής του Οργανισμού υποβάλλει, στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο τις πληροφορίες σχετικά με τους συντελεστές που μπορεί να επηρεάσουν τις δαπάνες που καλύπτονται από τα τέλη που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται η ανάλυση του κόστους που συνδέεται με το προηγούμενο έτος και οι προβλέψεις για το επόμενο έτος. Ο Οργανισμός δημοσιεύει επίσης επισκόπηση των πληροφοριών αυτών στην ετήσια έκθεσή του.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής του Οργανισμού υποβάλλει επίσης στην Επιτροπή και το διοικητικό συμβούλιο μία φορά ετησίως πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις που καθορίζονται στο μέρος V του παραρτήματος με βάση τους δείκτες επιδόσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

4.   Έως τις 18 Ιουλίου 2015, ο Οργανισμός θεσπίζει ένα σύνολο δεικτών επιδόσεων λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που παρατίθενται στο μέρος V του παραρτήματος.

5.   Το ποσοστό πληθωρισμού, όπως μετράται με τη βοήθεια του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιεύεται από την Eurostat σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2494/95, παρακολουθείται σε σχέση με τα ποσά που ορίζονται στο παράρτημα. Αυτό γίνεται για πρώτη φορά, αφότου ο εν λόγω κανονισμός εφαρμοστεί για ένα πλήρες ημερολογιακό έτος και, στη συνέχεια, ετησίως.

6.   Εφόσον αιτιολογείται με βάση την παρακολούθηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για να προσαρμόζει τα ποσά των τελών και τα ποσά της αμοιβής των εισηγητών και των συνεισηγητών που προβλέπονται στα μέρη I έως IV του παραρτήματος. Όταν οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις τίθενται σε ισχύ πριν από την 1η Ιουλίου, οι εν λόγω προσαρμογές ισχύουν από την 1η Ιουλίου. Όταν οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις τίθενται σε ισχύ μετά τις 30 Ιουνίου, ισχύουν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης.

Άρθρο 16

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 ανατίθεται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα πέντε ετών από τις 17 Ιουλίου 2014. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση όσον αφορά την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν το τέλος της πενταετούς περιόδου. Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 είναι δυνατόν να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 6 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει εκφρασθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την προς αυτά κοινοποίηση της εν λόγω πράξης ή εφόσον, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να εκφράσουν αντίρρηση. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 17

Μεταβατικές διατάξεις

Τα τέλη που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6 δεν επιβάλλονται για τις διαδικασίες που διεξάγονται στο επίπεδο της Ένωσης η αξιολόγηση των οποίων ξεκίνησε πριν από τις 26 Αυγούστου 2014.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Το ετήσιο τέλος που αναφέρεται στο άρθρο 7 εισπράττεται από την 1η Ιουλίου 2015.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 67 της 6.3.2014, σ. 92.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Μαΐου 2014.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ L 136 της 30.4.2004, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).

(5)  Οδηγία 2010/84/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2010, για την τροποποίηση, όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 348 της 31.12.2010, σ. 74).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1235/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2010, για τροποποίηση, όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση για φάρμακα ανθρώπινης χρήσης, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1394/2007 για τα φάρμακα προηγμένων θεραπειών (ΕΕ L 348 της 31.12.2010, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2012/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση (ΕΕ L 299 της 27.10.2012, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1027/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 38).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 297/95 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1995, σχετικά με τα τέλη που καταβάλλονται στον Οργανισμό (ΕΕ L 35 της 15.2.1995, σ. 1).

(10)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 1995, για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕΕ L 257 της 27.10.1995, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΕΡΟΣ I

ΤΕΛΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 4

1.

Το τέλος που επιβάλλεται για την αξιολόγηση των περιοδικών επικαιροποιημένων εκθέσεων για την ασφάλεια ορίζεται σε ποσό 19 500 EUR ανά διαδικασία. Από το ανωτέρω ποσό, 13 100 EUR αντιστοιχούν στην αμοιβή του εισηγητή. Η εν λόγω αμοιβή επιμερίζεται μεταξύ του εισηγητή και των συνεισηγητών, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση.

2.

Για τον υπολογισμό του ποσού που πρέπει να καταβάλει κάθε κάτοχος άδειας κυκλοφορίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 4, ο Οργανισμός υπολογίζει το ποσοστό των υποκείμενων σε τέλη μονάδων που κατέχει ο ενδιαφερόμενος κάτοχος άδειας κυκλοφορίας επί του συνόλου των υποκείμενων σε τέλη μονάδων που κατέχουν όλοι οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας που εμπλέκονται στη διαδικασία.

Το μερίδιο που πρέπει να καταβάλει κάθε κάτοχος άδειας κυκλοφορίας υπολογίζεται ως εξής:

α)

με διαίρεση του συνολικού ποσού του τέλους μεταξύ των εμπλεκόμενων κατόχων άδειας κυκλοφορίας αναλογικά προς τον αριθμό των υποκείμενων σε τέλη μονάδων, και

β)

στη συνέχεια, με εφαρμογή της μείωσης τέλους βάσει του σημείου 3 του παρόντος μέρους και της απαλλαγής τέλους που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4, κατά περίπτωση.

3.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 5, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις καταβάλλουν το 60 % του προβλεπόμενου ποσού.

4.

Στην περίπτωση που εφαρμόζονται μειώσεις τελών και απαλλαγές τελών, προσαρμόζεται αναλόγως η αμοιβή του εισηγητή και του/των συνεισηγητή/ών, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Στην περίπτωση που ο Οργανισμός εισπράξει στη συνέχεια το σύνολο του οφειλόμενου ποσού, συμπεριλαμβανομένης της προσαύξησης του 10 % που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5, η αμοιβή του εισηγητή και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του/των συνεισηγητή/ών, επίσης προσαρμόζεται αναλόγως.

ΜΕΡΟΣ II

ΤΕΛΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΕΓΚΡΙΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 5

1.

Το τέλος που επιβάλλεται για την αξιολόγηση κάθε μετεγκριτικής μελέτης ασφαλείας ορίζεται στα 43 000 EUR τα οποία καταβάλλονται σε δύο δόσεις ως εξής:

α)

17 200 EUR καταβάλλονται την ημέρα έναρξης της διαδικασίας αξιολόγησης του σχεδίου πρωτοκόλλου που αναφέρεται στο άρθρο 107ιδ της οδηγίας 2001/83/ΕΚ. Από το παραπάνω ποσό, η αμοιβή του εισηγητή ορίζεται στα 7 280 EUR, και, κατά περίπτωση επιμερίζεται μεταξύ του εισηγητή και του ή των συνεισηγητών·

β)

25 800 EUR καταβάλλονται την ημέρα έναρξης της διαδικασίας αξιολόγησης της τελικής έκθεσης επί της μελέτης που αναλαμβάνει η επιτροπή φαρμακοεπαγρύπνησης — αξιολόγησης κινδύνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 107ιστ της οδηγίας 2001/83/ΕΚ. Από το παραπάνω ποσό, η αμοιβή του εισηγητή ορίζεται στα 10 920 EUR και, κατά περίπτωση επιμερίζεται μεταξύ του εισηγητή και του ή των συνεισηγητών.

2.

Στην περίπτωση που οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας διενεργούν από κοινού τη μετεγκριτική μελέτη για την ασφάλεια που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3, ο Οργανισμός εισπράττει το καταβλητέο από κάθε κάτοχο άδειας κυκλοφορίας ποσό με ισόποση κατανομή του συνολικού ποσού του τέλους μεταξύ των εν λόγω κατόχων άδειας κυκλοφορίας. Εφόσον είναι σκόπιμο, η μείωση τέλους που προβλέπεται στο σημείο 3 του παρόντος μέρους ή, κατά περίπτωση, η απαλλαγή τέλους που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4, εφαρμόζεται στο τμήμα του τέλους που πρέπει να καταβάλει ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας.

3.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 4, οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις καταβάλλουν το 60 % του ορισθέντος ποσού.

4.

Στην περίπτωση που εφαρμόζεται μείωση τέλους ή απαλλαγή τέλους, προσαρμόζεται αναλόγως η αμοιβή του εισηγητή και των συνεισηγητών, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Στην περίπτωση που ο Οργανισμός εισπράξει στη συνέχεια το σύνολο του οφειλόμενου ποσού, συμπεριλαμβανομένης της προσαύξησης του 10 % που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5, η αμοιβή του εισηγητή και, κατά περίπτωση, του/των συνεισηγητή/ών, επίσης προσαρμόζεται αναλόγως.

ΜΕΡΟΣ III

ΤΕΛΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΕ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΠΟΥ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΦΑΡΜΑΚΟΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 6

1.

Το τέλος που καταβάλλεται για την αξιολόγηση της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ορίζεται στα 179 000 EUR, εφόσον στην αξιολόγηση περιλαμβάνονται μία ή δύο δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμοί δραστικών ουσιών. Από την τρίτη δραστική ουσία ή συνδυασμό ουσιών, το τέλος αυξάνεται κατά 38 800 EUR για κάθε επιπλέον δραστική ουσία ή συνδυασμό δραστικών ουσιών. Το τέλος δεν ξεπερνά τα 295 400 EUR, ανεξαρτήτως του αριθμού δραστικών ουσιών και/ή συνδυασμών δραστικών ουσιών.

Από το ύψος του τέλους προκύπτει το συνολικό ύψος της αμοιβής του εισηγητή και του/των συνεισηγητή/ών ως εξής:

α)

119 333 EUR εφόσον στην αξιολόγηση περιλαμβάνονται μία ή δύο δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμοί δραστικών ουσιών·

β)

145 200 EUR εφόσον στην αξιολόγηση περιλαμβάνονται τρεις δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμοί δραστικών ουσιών·

γ)

171 066 EUR εφόσον στην αξιολόγηση περιλαμβάνονται τέσσερις δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμοί δραστικών ουσιών·

δ)

196 933 EUR εφόσον στην αξιολόγηση περιλαμβάνονται πέντε ή περισσότερες δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμοί δραστικών ουσιών.

Εφόσον στην αξιολόγηση περιλαμβάνονται μία ή δύο δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμοί δραστικών ουσιών ο Οργανισμός καταβάλλει αμοιβή στις αρμόδιες εθνικές αρχές για τις υπηρεσίες του εισηγητή και του/των συνεισηγητών επιμερίζοντας ισομερώς το συνολικό ποσό της αμοιβής.

Εφόσον στην αξιολόγηση περιλαμβάνονται τρεις ή περισσότερες δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμοί δραστικών ουσιών ο Οργανισμός καταβάλλει αμοιβή στις αρμόδιες εθνικές αρχές για τις υπηρεσίες του εισηγητή και του/των συνεισηγητών:

α)

επιμερίζοντας ισομερώς το συνολικό ποσό της αμοιβής μεταξύ των εθνικών αρμόδιων αρχών, και

β)

αυξάνοντας στη συνέχεια το ποσό της αμοιβής του εισηγητή κατά 1 000 EUR, εφόσον στην αξιολόγηση περιλαμβάνονται τρεις δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμοί δραστικών ουσιών, κατά 2 000 EUR εφόσον πρόκειται για τέσσερις δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμούς δραστικών ουσιών και κατά 3 000 EUR εφόσον πρόκειται για πέντε ή περισσότερες δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμούς δραστικών ουσιών. Η αύξηση αυτή καλύπτεται από τα μέρη των τελών που αποδίδονται στον Οργανισμό και στον/στους συνεισηγητή/ές, καθένας εκ των οποίων συνεισφέρει εξίσου.

2.

Για τον υπολογισμό του ποσού που πρέπει να εισπράττεται από κάθε κάτοχο άδειας κυκλοφορίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 4, ο Οργανισμός υπολογίζει το ποσοστό των υποκείμενων σε τέλη μονάδων που κατέχει ο ενδιαφερόμενος κάτοχος άδειας κυκλοφορίας επί του συνόλου των υποκείμενων σε τέλη μονάδων που κατέχουν όλοι οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας που εμπλέκονται στη διαδικασία.

Το καταβλητέο από κάθε κάτοχο άδειας κυκλοφορίας ποσό υπολογίζεται ως εξής:

α)

με διαίρεση του συνολικού ποσού του τέλους μεταξύ των εμπλεκόμενων κατόχων άδειας κυκλοφορίας αναλογικά προς τον αριθμό των υποκείμενων σε τέλη μονάδων, και

β)

στη συνέχεια, με εφαρμογή της μείωσης τέλους βάσει του σημείου 4 του παρόντος μέρους και της απαλλαγής τέλους που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4, κατά περίπτωση.

Στην περίπτωση που εφαρμόζεται μείωση τέλους ή απαλλαγή τέλους, προσαρμόζεται αναλόγως η αμοιβή του εισηγητή και του/των συνεισηγητή/ών. Στην περίπτωση που ο Οργανισμός εισπράξει στη συνέχεια το σύνολο του οφειλόμενου ποσού, συμπεριλαμβανομένης της προσαύξησης του 10 % που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5, η αμοιβή του εισηγητή και του/των συνεισηγητή/ών, προσαρμόζεται αναλόγως.

3.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 5, το ποσό που καταβάλλεται από τον κάτοχο άδειας κυκλοφορίας συνίσταται στα δύο τρίτα του τέλους που ορίζεται στο σημείο 1 του παρόντος μέρους. Οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις καταβάλλουν το 60 % του εν λόγω ποσού.

Το συνολικό ποσό της αμοιβής του εισηγητή και του/των συνεισηγητή/ών που καλύπτεται από οποιοδήποτε από τα μειωμένα ποσά του τέλους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αντιστοιχεί ως ποσοστό στο συνολικό ποσό της αμοιβής του εισηγητή και του/των συνεισηγητή/ών που καλύπτεται από το τέλος που ορίζεται στο σημείο 1 του παρόντος μέρους σχετικά με τις αξιολογήσεις που περιλαμβάνουν μία ή δύο δραστικές ουσίες και/ή συνδυασμούς δραστικών ουσιών. Ο Οργανισμός επιμερίζει το εν λόγω ποσό ισομερώς μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών για τις υπηρεσίες του εισηγητή και του/των συνεισηγητή/ών.

4.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 6, οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις καταβάλλουν το 60 % του ορισθέντος ποσού.

ΜΕΡΟΣ IV

ΕΤΗΣΙΟ ΤΕΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 7

1.

Το ετήσιο τέλος ανέρχεται στα 67 EUR ανά υποκείμενη σε τέλη μονάδα.

2.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 3, οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις καταβάλλουν το 60 % του ορισθέντος ποσού.

3.

Οι κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας φαρμάκων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 καταβάλλουν το 80 % του ποσού που επιβάλλεται στις υποκείμενες σε τέλη μονάδες που αντιστοιχούν στα εν λόγω φάρμακα.

ΜΕΡΟΣ V

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ

Οι ακόλουθες πληροφορίες αφορούν κάθε ημερολογιακό έτος:

 

Ο αριθμός των υπαλλήλων του Οργανισμού που συμμετέχουν σε δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης σύμφωνα με την εφαρμοστέα κατά την περίοδο αναφοράς νομοθεσία της Ένωσης, με προσδιορισμό του προσωπικού στο οποίο έχουν ανατεθεί δραστηριότητες που αντιστοιχούν σε καθένα από τα τέλη που αναφέρονται στο άρθρα 4 έως 7.

 

Ο αριθμός των ωρών που ανατίθενται σε τρίτα μέρη με προσδιορισμό των σχετικών δραστηριοτήτων και των εξόδων.

 

Το συνολικό κόστος της φαρμακοεπαγρύπνησης και η κατανομή των εξόδων προσωπικού καθώς και των εξόδων που δεν αφορούν το προσωπικό, τα οποία συνδέονται με τις δραστηριότητες που αντιστοιχούν σε καθένα από τα τέλη που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 7.

 

Ο αριθμός των διαδικασιών που αφορούν την αξιολόγηση των περιοδικών επικαιροποιημένων εκθέσεων για την ασφάλεια, ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας και ο αριθμός των υποκείμενων σε τέλη μονάδων ανά διαδικασία. Ο αριθμός των εκθέσεων που υποβάλλονται ανά διαδικασία και ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας που έχουν υποβάλει κοινή περιοδική επικαιροποιημένη έκθεση για την ασφάλεια.

 

Ο αριθμός των διαδικασιών που αφορούν την αξιολόγηση σχεδίων πρωτοκόλλων και τελικών εκθέσεων επί μετεγκριτικών μελετών ασφαλείας, ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας που έχουν υποβάλλει σχέδιο πρωτοκόλλου, ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας που έχουν υποβάλει τελική έκθεση επί μελέτης και ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας που έχουν υποβάλει κοινή μελέτη.

 

Ο αριθμός των διαδικασιών που αφορούν τις διαδικασίες παραπομπής που κινήθηκαν βάσει της εξέτασης δεδομένων για τη φαρμακοεπαγρύπνηση, καθώς και ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας και ο αριθμός των υποκείμενων σε τέλη μονάδων ανά κάτοχο άδειας κυκλοφορίας και ανά διαδικασία.

 

Ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας που συμμετέχουν σε κάθε διαδικασία και έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής τους στο καθεστώς μικρής ή μεσαίας επιχείρησης και ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας των οποίων η σχετική αίτηση έχει απορριφθεί.

Ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας που έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής τους στο καθεστώς πολύ μικρής επιχείρησης και ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας των οποίων η αίτηση απαλλαγής από το τέλος έχει απορριφθεί.

 

Ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας φαρμάκων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 που έχουν επωφεληθεί από μειωμένα ετήσια τέλη και ο αριθμός των υποκείμενων σε τέλη μονάδων ανά ενδιαφερόμενο κάτοχο άδειας κυκλοφορίας.

 

Ο αριθμός των τιμολογίων που αποστέλλονται και των ετήσιων τελών που επιβάλλονται σε σχέση με το ετήσιο τέλος και το μέσο και συνολικό ποσό που χρεώνεται στους κατόχους άδειας κυκλοφορίας.

Ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας που έχουν ζητήσει να τους χορηγηθεί καθεστώς μικρής ή μεσαίας επιχείρησης ή καθεστώς πολύ μικρής επιχείρησης για κάθε καταβολή του ετήσιου τέλους και ο αριθμός των κατόχων άδειας κυκλοφορίας η αίτηση των οποίων έχει απορριφθεί.

 

Η κατανομή των εισηγητών και των συνεισηγητών ανά κράτος μέλος και ανά τύπο διαδικασίας.

 

Ο αριθμός των εργάσιμων ωρών που αφιέρωσαν ο εισηγητής και ο/οι συνεισηγητής/ές ανά διαδικασία βάσει των στοιχείων που κοινοποιούν στον Οργανισμό οι οικείες αρμόδιες εθνικές αρχές.


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/128


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 659/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 638/2004 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για τις συναλλαγές αγαθών μεταξύ κρατών μελών, όσον αφορά την ανάθεση στην Επιτροπή κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιοτήτων και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων, την κοινοποίηση πληροφοριών από την τελωνειακή διοίκηση, την ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ κρατών μελών και τον ορισμό της στατιστικής αξίας

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 338 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ως συνέπεια της έναρξης ισχύος της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), οι εξουσίες που ανατέθηκαν στην Επιτροπή θα πρέπει να ευθυγραμμισθούν με τα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ.

(2)

Σε συνάρτηση με τη θέσπιση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), η Επιτροπή δεσμεύτηκε να επανεξετάσει, με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στη ΣΛΕΕ, τις νομοθετικές πράξεις που περιέχουν επί του παρόντος αναφορές στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 638/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) αναθέτει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να εκτελεί ορισμένες διατάξεις του.

(4)

Προκειμένου να ευθυγραμμισθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 638/2004 με τα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ, εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή με τον εν λόγω κανονισμό θα πρέπει να αντικατασταθούν από αρμοδιότητες για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων.

(5)

Προκειμένου να καλυφθούν ικανοποιητικά οι ανάγκες των χρηστών για στατιστικές πληροφορίες χωρίς να επιβαρυνθούν υπερβολικά οι οικονομικοί φορείς και προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που απαιτούνται για μεθοδολογικούς λόγους και η ανάγκη σύστασης ενός αποτελεσματικού συστήματος για τη συλλογή των στοιχείων και την κατάρτιση των στατιστικών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, όσον αφορά τη θέσπιση διαφορετικών ή ιδιαίτερων διατάξεων για ειδικά εμπορεύματα ή ειδική κυκλοφορία, την προσαρμογή των ποσοστών κάλυψης του Intrastat, τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων για τον καθορισμό των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 638/2004, τον καθορισμό των προϋποθέσεων για την απλούστευση των πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλονται για μεμονωμένες συναλλαγές ήσσονος σημασίας και τον ορισμό των συγκεντρωτικών στοιχείων.

(6)

Όταν η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί τις δέουσες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Όταν η Επιτροπή καταρτίζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που προβλέπονται από τις νομοθετικές πράξεις δεν συνεπάγονται σημαντικές πρόσθετες επιβαρύνσεις στα κράτη μέλη ή στους ερωτώμενους και ότι παραμένουν κατά το δυνατόν οικονομικότερες.

(7)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 638/2004, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες, ώστε να μπορεί να θεσπίζει διατάξεις για τη συλλογή στοιχείων, ιδίως όσον αφορά τους κωδικούς που πρέπει να χρησιμοποιούνται, τον καθορισμό του επιπέδου ανάλυσης των εκτιμήσεων, τις τεχνικές διατάξεις για την κατάρτιση των ετήσιων στατιστικών εμπορίου με βάση τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων, και οιοδήποτε μέτρο απαραίτητο για τη διασφάλιση της ποιότητας των στατιστικών που διαβιβάζονται σύμφωνα με τα ποιοτικά πρότυπα. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(8)

Η επιτροπή στατιστικών για τις συναλλαγές αγαθών μεταξύ των κρατών μελών («επιτροπή Intrastat»), που αναφέρεται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 638/2004, συμβουλεύει και επικουρεί την Επιτροπή κατά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της.

(9)

Στο πλαίσιο της στρατηγικής για μια νέα δομή του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ΕΣΣ), η οποία έχει στόχο τη βελτίωση του συντονισμού και της σύμπραξης σε μια σαφή πυραμιδοειδή δομή εντός του ΕΣΣ, η Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (επιτροπή ΕΣΣ), η οποία συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), θα πρέπει να έχει συμβουλευτικό ρόλο και να επικουρεί την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών της αρμοδιοτήτων. Η βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των εθνικών αρχών και της Επιτροπής (Eurostat) αποτελεί κομβικό στοιχείο για την παραγωγή υψηλότερης ποιότητας στατιστικών στην Ένωση.

(10)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 638/2004 θα πρέπει να τροποποιηθεί με την αντικατάσταση της αναφοράς στην επιτροπή Intrastat από αναφορά στην επιτροπή ΕΣΣ.

(11)

Λόγω των απλουστεύσεων των διαδικασιών τελωνισμού δεν διατίθενται πλέον, σε επίπεδο τελωνείων, στατιστικά στοιχεία για τα εμπορεύματα που τίθενται υπό τελωνειακό καθεστώς τελειοποίησης. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η κάλυψη των στοιχείων, η κυκλοφορία των εμπορευμάτων αυτών θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο σύστημα Intrastat.

(12)

Η ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων που αφορούν στατιστικές για το εμπόριο εντός της Ένωσης θα πρέπει να επιτρέπεται μεταξύ κρατών μελών, με σκοπό να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της ανάπτυξης, παραγωγής και διάδοσης ή να βελτιωθεί η ποιότητα των στατιστικών αυτών. Τέτοιες ανταλλαγές εμπιστευτικών δεδομένων θα πρέπει να είναι εθελοντικές, να αντιμετωπίζονται με προσοχή και να μην επιτείνουν καθαυτές τον διοικητικό φόρτο των επιχειρήσεων.

(13)

Ο ορισμός της στατιστικής αξίας θα πρέπει να αποσαφηνισθεί και να ευθυγραμμισθεί προς τον ορισμό που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των στατιστικών για το εμπόριο εκτός της Ένωσης ώστε να καταστεί δυνατή η καλύτερη συγκρισιμότητα μεταξύ των στατιστικών για το εμπόριο εντός και εκτός της Ένωσης. Οι ενιαίοι ορισμοί έχουν ουσιώδη σημασία για την εναρμονισμένη καταγραφή του διασυνοριακού εμπορίου και είναι ιδιαίτερα σημαντικοί ως προαπαιτούμενο ώστε οι εθνικές αρχές να είναι σε θέση να ακολουθούν συγκλίνουσα ερμηνεία των κανόνων που έχουν αντίκτυπο στις διασυνοριακές δραστηριότητες των επιχειρήσεων.

(14)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, είναι αναγκαίο και σκόπιμο να θεσπισθούν εναρμονισμένοι κανόνες σχετικά με την κοινοποίηση πληροφοριών από την τελωνειακή διοίκηση, την ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ κρατών μελών και τον ορισμό της στατιστικής αξίας στον τομέα των στατιστικών για το εμπόριο εντός της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(15)

Η διαβίβαση δεδομένων από τις εθνικές αρχές θα πρέπει να διενεργείται χωρίς κόστος για τα κράτη μέλη και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

(16)

Είναι σημαντική η εγγύηση της ασφάλειας των τρόπων διαβίβασης ευαίσθητων στατιστικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών δεδομένων.

(17)

Χάριν ασφάλειας δικαίου, οι διαδικασίες θέσπισης μέτρων οι οποίες έχουν αρχίσει, αλλά δεν ολοκληρώθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, δεν θα πρέπει να επηρεασθούν από τον παρόντα κανονισμό.

(18)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 638/2004 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 638/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 13α, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αφορούν διαφορετικές ή ιδιαίτερες διατάξεις για ειδικά εμπορεύματα ή ειδική κυκλοφορία.»·

2)

το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, διαγράφεται η λέξη «κοινοτικών»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι στατιστικές πληροφορίες για τις αποστολές και τις αφίξεις εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο ενιαίου διοικητικού εγγράφου για τελωνειακούς ή φορολογικούς σκοπούς, παρέχονται απευθείας από τα τελωνεία στις εθνικές αρχές, τουλάχιστον μία φορά το μήνα.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η υπεύθυνη τελωνειακή υπηρεσία σε κάθε κράτος μέλος, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος της εθνικής αρχής, παρέχει στην εθνική αρχή κάθε διαθέσιμη πληροφορία ώστε να ταυτοποιήσει το πρόσωπο που πραγματοποιεί αποστολές και αφίξεις εμπορευμάτων που υπάγονται σε τελωνειακό καθεστώς τελειοποίησης για επανεξαγωγή ή μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο.»·

3)

το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Περίοδος αναφοράς

Η περίοδος αναφοράς για την παροχή των πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 5 είναι:

α)

ο ημερολογιακός μήνας αποστολής ή άφιξης των εμπορευμάτων·

β)

ο ημερολογιακός μήνας κατά τον οποίο επέρχεται η γενεσιουργός αιτία του φόρου για τα κοινοτικά εμπορεύματα για τα οποία καθίσταται απαιτητός ο ΦΠΑ σε ενδοκοινοτικές αποκτήσεις και παραδόσεις· ή

γ)

ο ημερολογιακός μήνας κατά τον οποίο η δήλωση γίνεται δεκτή από τα τελωνεία όταν η τελωνειακή διασάφηση χρησιμοποιείται ως πηγές δεδομένων.»·

4)

στο άρθρο 9 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι ορισμοί των στατιστικών δεδομένων που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως η) παρατίθενται στο παράρτημα. Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις διατάξεις συλλογής αυτών των πληροφοριών, και ιδίως τους κωδικούς και τον μορφότυπό τους που πρέπει να χρησιμοποιούνται.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.»·

5)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων

Η ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), μπορεί να διενεργείται μόνο για στατιστικούς σκοπούς, μεταξύ των υπεύθυνων εθνικών αρχών κάθε κράτους μέλους, όταν η ανταλλαγή χρησιμεύει για την αποτελεσματική ανάπτυξη, παραγωγή και διάδοση ευρωπαϊκών στατιστικών όσον αφορά τις συναλλαγές αγαθών μεταξύ κρατών μελών ή τη βελτίωση της ποιότητάς τους.

Οι εθνικές αρχές που λαμβάνουν εμπιστευτικά δεδομένα επεξεργάζονται τις εν λόγω πληροφορίες με εμπιστευτικό τρόπο και τις χρησιμοποιούν αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).»·"

6)

το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 13α, ώστε να προσαρμόζει τα ποσοστά κάλυψης του Intrastat σε τεχνικές και οικονομικές εξελίξεις οσάκις είναι δυνατό να τα μειώσει, διατηρώντας ταυτόχρονα στατιστικές που συμμορφώνονται με ισχύοντες δείκτες και πρότυπα ποιότητας.»·

β)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 13α, ώστε να προσδιορίσει τις προϋποθέσεις για τον καθορισμό αυτών των κατώτατων ορίων.»·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη δύνανται, υπό ορισμένους όρους που πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας, να απλουστεύουν τις πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται για μεμονωμένες συναλλαγές ήσσονος σημασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η απλούστευση αυτή δεν αποβαίνει εις βάρος της ποιότητας των στατιστικών. Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 13α, για τον καθορισμό αυτών των όρων.»·

7)

το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

40 ημερολογιακές ημέρες μετά το τέλος του μήνα αναφοράς για τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα που καθορίζονται από την Επιτροπή. Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 13α, για τον καθορισμό των συγκεντρωτικών αυτών αποτελεσμάτων. Αυτές οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις λαμβάνουν υπόψη τις συναφείς οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή (Eurostat) τα μηνιαία αποτελέσματα που καλύπτουν το σύνολο των συναλλαγών τους σε εμπορεύματα, διά της χρήσεως, ενδεχομένως, εκτιμήσεων, όπου είναι απαραίτητο. Η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει το επίπεδο ανάλυσης αυτών των εκτιμήσεων. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.»·

γ)

στην παράγραφο 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τεχνικές διατάξεις για να καταρτισθούν οι στατιστικές αυτές κατά τον πλέον οικονομικό τρόπο.

Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.»·

8)

στο άρθρο 13, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, οιαδήποτε αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της ποιότητας των στατιστικών που διαβιβάζονται σύμφωνα με τα ποιοτικά κριτήρια, αποφεύγοντας το υπέρμετρο κόστος για τις εθνικές αρχές.

Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.»·

9)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 13α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.

2.   Όταν ασκεί τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 4, του άρθρου 10 παράγραφοι 3, 4 και 5 και του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή μεριμνά ώστε σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις να μην συνεπάγονται σημαντική επιπρόσθετη επιβάρυνση για τα κράτη μέλη και τους ερωτώμενους.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να ακολουθεί τη συνήθη πρακτική της και να διενεργεί διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων αυτών των κρατών μελών, πριν από την έκδοση των εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

3.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4, του άρθρου 10 παράγραφοι 3, 4 και 5 και του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 17 Ιουλίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρώς για περιόδους της αυτής διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν στην παράταση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

4.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4, στο άρθρο 10 παράγραφοι 3, 4 και 5 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Μια απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

5.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 4, του άρθρου 10 παράγραφοι 3, 4 και 5 και του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν διατυπωθεί ένσταση ούτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»·

10)

το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Επιτροπή Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος, η οποία συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»·"

11)

στο παράρτημα, το σημείο 3 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τη στατιστική αξία, δηλαδή η αξία που υπολογίζεται στα εθνικά σύνορα των κρατών μελών. Βασίζεται στο φορολογητέο ποσό ή, ανάλογα με την περίπτωση, στην αξία που το αντικαθιστά. Περιλαμβάνει μόνο τις συναφείς δαπάνες (ναύλος, ασφάλεια) στην περίπτωση των αποστολών, στο τμήμα της διαδρομής που βρίσκεται επί του εδάφους του κράτους μέλους αποστολής και, στην περίπτωση των αφίξεων, στο τμήμα της διαδρομής που βρίσκεται εκτός του εδάφους του κράτους μέλους άφιξης. Πρόκειται για την αξία fob (ελεύθερο επί του πλοίου), για τις αποστολές, και για την αξία cif (κόστος, ασφάλεια και ναύλος), για τις αφίξεις.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τις διαδικασίες θέσπισης μέτρων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 638/2004, οι οποίες έχουν ξεκινήσει αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2014.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 638/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για τις συναλλαγές αγαθών μεταξύ κρατών μελών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3330/91 του Συμβουλίου (ΕΕ L 102 της 7.4.2004, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/135


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 660/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 για τις μεταφορές αποβλήτων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου να προστατευτεί το περιβάλλον, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ορίζει απαιτήσεις για τις μεταφορές αποβλήτων, τόσο στο εσωτερικό της Ένωσης, όσο και μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών. Ωστόσο, έχουν εντοπιστεί αποκλίσεις και ελλείψεις στην επιβολή της εφαρμογής και στις επιθεωρήσεις που διενεργούν οι αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη.

(2)

Ο κατάλληλος σχεδιασμός των επιθεωρήσεων που αφορούν μεταφορές αποβλήτων είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη της ικανότητας που απαιτείται για τις επιθεωρήσεις και για την αποτελεσματική πρόληψη των παράνομων μεταφορών. Οι διατάξεις του άρθρου 50 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 που αφορούν την επιβολή της εφαρμογής και τις επιθεωρήσεις θα πρέπει, επομένως, να ενισχυθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί ο τακτικός και συνεπής σχεδιασμός των εν λόγω επιθεωρήσεων. Θα πρέπει να καταρτιστούν σχέδια επιθεωρήσεων για επιθεωρήσεις που διενεργούνται σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις. Τα σχέδια επιθεωρήσεων θα πρέπει να βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου και να περιλαμβάνουν ορισμένα βασικά στοιχεία, δηλαδή στόχους, προτεραιότητες, τη σχετική γεωγραφική περιοχή, πληροφορίες σχετικά με τις προβλεπόμενες επιθεωρήσεις, τα καθήκοντα των αρχών που μετέχουν στις επιθεωρήσεις, ρυθμίσεις για τη συνεργασία μεταξύ των εν λόγω αρχών που μετέχουν στις επιθεωρήσεις σε ένα κράτος μέλος, σε διαφορετικά κράτη μέλη, καθώς και, κατά περίπτωση, για τη συνεργασία μεταξύ των εν λόγω αρχών σε κράτη μέλη και τρίτες χώρες, και πληροφορίες σχετικά με τις ανάγκες κατάρτισης των επιθεωρητών και τους ανθρώπινους, χρηματοοικονομικούς και λοιπούς πόρους για την υλοποίηση του εκάστοτε σχεδίου επιθεωρήσεων.

(3)

Τα σχέδια επιθεωρήσεων μπορούν να καταρτίζονται είτε χωριστά είτε ως σαφώς οριζόμενα μέρη άλλων σχεδίων.

(4)

Καθόσον τα σχέδια επιθεωρήσεων καλύπτονται από την οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), εφαρμόζονται στα εν λόγω σχέδια οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων, όποτε τυγχάνουν εφαρμογής, των εξαιρέσεων στο άρθρο 4 αυτής.

(5)

Το αποτέλεσμα των επιθεωρήσεων και των μέτρων που λαμβάνονται, μεταξύ των οποίων και οι κυρώσεις που επιβάλλονται, θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού, μεταξύ άλλων και ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτύου.

(6)

Εμφανίζονται αποκλίσεις μεταξύ των κανόνων που ισχύουν ανά την Ένωση όσον αφορά την αρμοδιότητα και τη δυνατότητα των αρχών που μετέχουν στις επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη να ζητούν αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη νομιμότητα των μεταφορών. Τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν να αφορούν, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον η ουσία ή το αντικείμενο είναι απόβλητα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006, το κατά πόσον τα απόβλητα έχουν ταξινομηθεί ορθά και το κατά πόσον τα απόβλητα πρόκειται να μεταφερθούν σε εγκαταστάσεις περιβαλλοντικά ορθής διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 49 του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς, το άρθρο 50 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 θα πρέπει να παρέχει στις αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ζητούν τα εν λόγω αποδεικτά στοιχεία. Τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να ζητηθούν στο πλαίσιο γενικών διατάξεων ή κατά περίπτωση. Όταν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν προσκομίζονται ή θεωρούνται ανεπαρκή, η μεταφορά της σχετικής ουσίας ή αντικειμένου ή η μεταφορά των εκάστοτε αποβλήτων θα πρέπει να θεωρείται παράνομη μεταφορά και να αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006.

(7)

Οι παράνομες μεταφορές αποβλήτων συχνά οφείλονται στην ανεξέλεγκτη συλλογή, διαλογή και αποθήκευση. Η διενέργεια επιθεωρήσεων για τις μεταφορές αποβλήτων με συστηματικό τρόπο θα πρέπει συνεπώς να συμβάλει στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των εν λόγω ανεξέλεγκτων δραστηριοτήτων, προωθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006.

(8)

Προκειμένου να δοθεί επαρκής χρόνος στα κράτη μέλη να προετοιμαστούν για την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 50 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006, όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, κρίνεται σκόπιμη η έγκριση των πρώτων σχεδίων επιθεωρήσεων την 1η Ιανουαρίου 2017.

(9)

Ως αποτέλεσμα της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(10)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(11)

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(12)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«7α.

“επαναχρησιμοποίηση”: όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 13 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

35α.   “επιθεώρηση”: οι ενέργειες που αναλαμβάνουν οι μετέχουσες αρχές ώστε να επιβεβαιώσουν κατά πόσο μια εγκατάσταση, μια επιχείρηση, ένας μεσίτης, ένας έμπορος, η μεταφορά αποβλήτων ή η σχετική αξιοποίηση ή διάθεση συμμορφώνεται με τις σχετικές απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(7)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).»."

2)

Στο άρθρο 26, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Υπό την επιφύλαξη της συμφωνίας των οικείων αρμοδίων αρχών και του κοινοποιούντος, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 είναι δυνατόν να υποβάλλονται και να ανταλλάσσονται μέσω ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων, με ηλεκτρονική υπογραφή ή ηλεκτρονική απόδειξη γνησιότητας, σύμφωνα με την οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) ή με εφάμιλλο σύστημα ηλεκτρονικής απόδειξης γνησιότητας, το οποίο να παρέχει το ίδιο επίπεδο ασφάλειας.

Για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή, στο μέτρο του δυνατού, θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις που συστήνουν τις τεχνικές και οργανωτικές απαιτήσεις όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή της ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων για την υποβολή εγγράφων και πληροφοριών. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τα τυχόν σχετικά διεθνή πρότυπα και διασφαλίζει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις συνάδουν με την οδηγία 1999/93/ΕΚ ή προβλέπουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο ασφάλειας που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 59α παράγραφος 2.

(8)  Οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές (ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12).»."

3)

Το άρθρο 50 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη, δυνάμει μέτρων επιβολής της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, προβλέπουν, μεταξύ άλλων, επιθεωρήσεις εγκαταστάσεων, επιχειρήσεων, μεσιτών και εμπόρων σύμφωνα με το άρθρο 34 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, καθώς και επιθεωρήσεις που αφορούν τις μεταφορές αποβλήτων και τη σχετική αξιοποίηση ή διάθεση.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2017, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, όσον αφορά το σύνολο της γεωγραφικής τους επικράτειας, την κατάρτιση ενός ή περισσότερων σχεδίων, είτε χωριστά είτε ως σαφώς οριζόμενα μέρη άλλων σχεδίων, για τις επιθεωρήσεις που διενεργούνται σύμφωνα με την παράγραφο 2 (“σχέδιο επιθεωρήσεων”). Τα σχέδια επιθεωρήσεων βασίζονται σε εκτιμήσεις κινδύνων οι οποίες καλύπτουν συγκεκριμένες ροές αποβλήτων και πηγές παράνομης μεταφοράς και εξετάζουν, ει δυνατόν και κατά περίπτωση, δεδομένα προερχόμενα από συλλογή πληροφοριών, όπως έρευνες αστυνομικών και τελωνειακών αρχών και αναλύσεις εγκληματικών δραστηριοτήτων. Η εν λόγω εκτίμηση κινδύνου αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στον εντοπισμό του ελάχιστου αριθμού των απαιτούμενων επιθεωρήσεων, περιλαμβανομένων και των φυσικών ελέγχων σε εγκαταστάσεις, επιχειρήσεις, μεσίτες, εμπόρους και μεταφορές αποβλήτων ή στη σχετική αξιοποίηση ή διάθεση. Το σχέδιο επιθεωρήσεων περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τους στόχους και τις προτεραιότητες των επιθεωρήσεων, καθώς και περιγραφή του τρόπου προσδιορισμού των εν λόγω προτεραιοτήτων·

β)

τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτει το εν λόγω σχέδιο επιθεωρήσεων·

γ)

ενδεικτικές πληροφορίες για τις προβλεπόμενες επιθεωρήσεις, μεταξύ άλλων και για τους υλικούς ελέγχους·

δ)

τα καθήκοντα που ανατίθενται σε κάθε αρχή που μετέχει στις επιθεωρήσεις·

ε)

ρυθμίσεις για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών που μετέχουν στις επιθεωρήσεις·

στ)

πληροφορίες για την κατάρτιση των επιθεωρητών σε θέματα που σχετίζονται με τις επιθεωρήσεις, και

ζ)

πληροφορίες σχετικά με τους ανθρώπινους, χρηματοοικονομικούς και λοιπούς πόρους για την υλοποίηση του εν λόγω σχεδίου επιθεωρήσεων.

Τα σχέδια επιθεωρήσεων επανεξετάζονται τουλάχιστον κάθε τρία έτη και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται. Κατά την εν λόγω επανεξέταση, αξιολογείται ο βαθμός υλοποίησης των στόχων και των λοιπών στοιχείων του εν λόγω σχεδίου επιθεωρήσεων.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ειδικότερα, οι επιθεωρήσεις μεταφορών μπορούν να διενεργούνται:

α)

στο σημείο προέλευσης και να αφορούν τον παραγωγό, τον κάτοχο ή τον κοινοποιούντα·

β)

στο σημείο προορισμού, συμπεριλαμβανομένης της ενδιάμεσης ή μη ενδιάμεσης ανάκτησης ή διάθεσης, και να αφορούν τον παραλήπτη ή την εγκατάσταση·

γ)

στα σύνορα της Ένωσης και/ή

δ)

κατά τη διάρκεια της μεταφοράς εντός της Ένωσης.»·

δ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι επιθεωρήσεις που αφορούν μεταφορές περιλαμβάνουν τον έλεγχο εγγράφων, την επιβεβαίωση ταυτότητας και, ενδεχομένως, τον υλικό έλεγχο των αποβλήτων.»·

ε)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4α.   Προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι μια ουσία ή ένα αντικείμενο που μεταφέρεται από οδικά, σιδηροδρομικά, εναέρια, θαλάσσια ή εσωτερικά πλωτά δίκτυα δεν συνιστά απόβλητο, οι αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις μπορούν, με την επιφύλαξη της οδηγίας 2012/19/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), να ζητήσουν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει στην κατοχή του την εν λόγω ουσία ή το αντικείμενο ή που οργανώνει τη μεταφορά του να προσκομίσει αποδεικτικά έγγραφα:

α)

όσον αφορά την προέλευση και τον προορισμό της εκάστοτε ουσίας ή αντικειμένου· και

β)

ότι δεν πρόκειται για απόβλητο, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της απόδειξης της λειτουργίας του εξοπλισμού.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, εξακριβώνεται επίσης το ενδεχόμενο προστασίας της σχετικής ουσίας ή αντικειμένου από ζημιές κατά τη μεταφορά, τη φόρτωση και την εκφόρτωση, όπως η επαρκής συσκευασία και η κατάλληλη στοίβαξη.

4β.   Οι αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις μπορούν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η εκάστοτε ουσία ή το αντικείμενο συνιστά απόβλητο, όταν:

οι αποδείξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4α ή απαιτούνται δυνάμει άλλων ενωσιακών νομοθετικών διατάξεων, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι μια ουσία ή ένα αντικείμενο δεν συνιστά απόβλητο, δεν έχουν υποβληθεί εντός προθεσμίας ορίζεται από αυτές, ή

κρίνουν ότι οι αποδείξεις και οι πληροφορίες που τους παρέχονται είναι ανεπαρκείς για την εξαγωγή συμπεράσματος ή κρίνουν ότι η προβλεπόμενη προστασία για ζημιές, που αναφέρεται στην παράγραφο 4α δεύτερο εδάφιο, είναι ανεπαρκής.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεταφορά της εκάστοτε ουσίας ή του αντικειμένου ή η μεταφορά αποβλήτων θεωρείται παράνομη μεταφορά. Συνεπώς, αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 και οι αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις ενημερώνουν σχετικά, χωρίς καθυστέρηση, την αρμόδια αρχή της χώρας όπου διενεργήθηκε η σχετική επιθεώρηση.

4γ.   Προκειμένου να επιβεβαιωθεί κατά πόσο μια μεταφορά αποβλήτων συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό, οι αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις μπορούν να ζητήσουν από τον κοινοποιούντα, το πρόσωπο που οργανώνει τη μεταφορά, τον κάτοχο, τον μεταφορέα, τον παραλήπτη και την εγκατάσταση παραλαβής των αποβλήτων να προσκομίσει σε αυτές τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα εντός προθεσμίας που ορίζεται από αυτές.

Προκειμένου να επιβεβαιωθεί κατά πόσο μια μεταφορά αποβλήτων που εμπίπτει στις γενικές απαιτήσεις ενημέρωσης του άρθρου 18 προορίζεται για εργασίες αξιοποίησης, οι οποίες συνάδουν με το άρθρο 49, οι αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις μπορούν να ζητήσουν από το πρόσωπο που οργανώνει τη μεταφορά να προσκομίσει σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία έχουν παρασχεθεί από την ενδιάμεση ή μη ενδιάμεση εγκατάσταση αξιοποίησης και, εφόσον είναι αναγκαίο, έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή προορισμού.

4δ.   Όταν οι αποδείξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4γ δεν έχουν υποβληθεί στις ενεχόμενες στις επιθεωρήσεις αρχές εντός της περιόδου που προσδιορίζεται από αυτές ή όταν κρίνουν ότι οι αποδείξεις και οι πληροφορίες που διατίθενται σε αυτές είναι ανεπαρκείς για την εξαγωγή συμπεράσματος, η σχετική μεταφορά θεωρείται παράνομη μεταφορά. Συνεπώς, αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 και οι αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις ενημερώνουν σχετικά, χωρίς καθυστέρηση, την αρμόδια αρχή της χώρας όπου διενεργήθηκε η σχετική επιθεώρηση.

4ε.   Έως τις 18 Ιουλίου 2015, η Επιτροπή εγκρίνει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, προκαταρκτικό πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των κωδικών συνδυασμένης ονοματολογίας, που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου (10), και των καταχωρίσεων αποβλήτων που περιλαμβάνονται στους καταλόγους των παραρτημάτων III, IIIA, IIIB, IV, IVA και V του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή επικαιροποιεί τον εν λόγω πίνακα αντιστοιχίας τακτικά, προκειμένου να αντικατοπτρίζονται οι αλλαγές όσον αφορά την εν λόγω ονοματολογία και τις εν λόγω καταχωρίσεις που περιλαμβάνονται στους καταλόγους των εν λόγω παραρτημάτων, καθώς και να περιλαμβάνονται τυχόν νέοι κωδικοί της ονοματολογίας εναρμονισμένου συστήματος που σχετίζονται με τα απόβλητα και που μπορεί να θεσπίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 59α παράγραφος 2.

(9)  Οδηγία 2012/19/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 38)."

(10)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256 της 7.9.1987, σ. 1).»·"

στ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους, διμερώς και πολυμερώς, ώστε να διευκολύνεται η πρόληψη και ο εντοπισμός παράνομων μεταφορών. Ανταλλάσσουν πληροφορίες για τις μεταφορές αποβλήτων, τα ρεύματα αποβλήτων, τις επιχειρήσεις και τις εγκαταστάσεις αποβλήτων και ανταλλάσσουν εμπειρίες και γνώσεις σχετικά με τα μέτρα επιβολής της εφαρμογής, περιλαμβανομένης της εκτίμησης κινδύνου δυνάμει της παραγράφου 2α του παρόντος άρθρου, στο πλαίσιο καθιερωμένων δομών, ιδίως μέσω του δικτύου ανταποκριτών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 54.».

4)

Στο άρθρο 51, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Πριν από το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, τα κράτη μέλη συντάσσουν επίσης έκθεση για το προηγούμενο έτος, με βάση το συμπληρωματικό ερωτηματολόγιο υποβολής εκθέσεων του παραρτήματος IX, και την αποστέλλουν στην Επιτροπή. Εντός μηνός από τη διαβίβαση της εν λόγω έκθεσης στην Επιτροπή, τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν επίσης, και ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, το τμήμα της εν λόγω έκθεσης που αφορά το άρθρο 24 και το άρθρο 50 παράγραφοι 1, 2 και 2α, περιλαμβανομένου του πίνακα 5 του παραρτήματος IX, μεταξύ άλλων και ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, μαζί με τυχόν διευκρινίσεις που κρίνονται σκόπιμες από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των υπερσυνδέσμων των κρατών μελών που αναγράφονται στο τμήμα που αφορά το άρθρο 50 παράγραφοι 2 και 2α στο παράρτημα IX και τον δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της.».

5)

Το άρθρο 58 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 58

Τροποποίηση των παραρτημάτων

1.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 58α για να τροποποιήσει τα ακόλουθα:

α)

τα παραρτήματα IA, IB, ΙΓ, II, III, IIIA, IIIB, IV, V, VI και VII, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της σύμβασης της Βασιλείας και της απόφασης του ΟΟΣΑ·

β)

το παράρτημα V, προκειμένου να αντικατοπτρίζονται οι αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί όσον αφορά τον κατάλογο των αποβλήτων που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

γ)

το παράρτημα VIII, προκειμένου να αντικατοπτρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει συναφών διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών.».

6)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 58α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 58 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 17 Ιουλίου 2014. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρώς για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν αντιρρήσεις για την εν λόγω παράταση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 58 εξουσιοδότηση είναι δυνατόν να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Με την απόφαση ανάκλησης παύει να ισχύει η εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η εν λόγω απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύ κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 58 τίθενται σε ισχύ μόνον εάν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της εκάστοτε πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προαναφερόμενης προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

7)

Το άρθρο 59 διαγράφεται.

8)

Το άρθρο 59α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 59α

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 39 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.».

9)

Στο άρθρο 60, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή διεξάγει επανεξέταση του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εκθέσεις που έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 51, και υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα, η οποία συνοδεύεται, ενδεχομένως, από νομοθετική πρόταση. Στην επανεξέταση αυτή, η Επιτροπή αξιολογεί, ειδικότερα, την αποτελεσματικότητα του άρθρου 50 παράγραφος 2α για την καταπολέμηση των παράνομων μεταφορών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές πτυχές.».

10)

Το παράρτημα IX τροποποιείται ως εξής:

α)

το τμήμα που αφορά το άρθρο 50 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα των επιθεωρήσεων που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 50 παράγραφος 2, μεταξύ των οποίων:

αριθμός επιθεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών ελέγχων σε εγκαταστάσεις, επιχειρήσεις, μεσίτες και εμπόρους, που σχετίζονται με μεταφορές αποβλήτων:

αριθμός επιθεωρήσεων που αφορούν μεταφορές αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων των υλικών ελέγχων:

αριθμός των υποτιθέμενων παρανομιών σχετικά με εγκαταστάσεις, επιχειρήσεις, μεσίτες και εμπόρους που σχετίζονται με μεταφορές αποβλήτων:

αριθμός των φερόμενων ως παράνομων μεταφορών που επιβεβαιώθηκαν κατά τις επιθεωρήσεις:

Πρόσθετες παρατηρήσεις:»·

β)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα που αφορά το άρθρο 50 παράγραφος 2α:

«Άρθρο 50 παράγραφος 2α

Πληροφορίες για το σχέδιο ή τα σχέδια επιθεωρήσεων

Αριθμός σχεδίου ή σχεδίων επιθεωρήσεων για το σύνολο της γεωγραφικής επικράτειας:

Η ημερομηνία έγκρισης του σχεδίου ή των σχεδίων επιθεωρήσεων και η περίοδος που καλύπτεται από αυτά:

Η ημερομηνία της τελευταίας επανεξέτασης του σχεδίου ή των σχεδίων επιθεωρήσεων:

Οι αρχές που μετέχουν στις επιθεωρήσεις και η συνεργασία μεταξύ των εν λόγω αρχών:

Επισημάνετε τα πρόσωπα ή τους φορείς στους οποίους μπορούν να δηλωθούν ανησυχίες ή παρατυπίες:»·

γ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα που αφορά το άρθρο 50 παράγραφοι 2 και 2α:

«Ο σύνδεσμος μέσω του οποίου μπορεί να γίνει πρόσβαση ηλεκτρονικά σε πληροφορίες που δημοσιοποιούνται μέσω του διαδικτύου από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2:».

11)

Στο παράρτημα IX πίνακας 5, ο τίτλος της τελευταίας στήλης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ληφθέντα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των επιβαλλόμενων κυρώσεων».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 1 σημείο 4) εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.

(2)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2014.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/143


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 661/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 του Συμβουλίου για την ίδρυση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 175 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 212 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ταμείο Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης («το Ταμείο») ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 του Συμβουλίου (4).

(2)

Είναι σημαντικό για την Ένωση να διαθέτει ένα υγιές και ευέλικτο μέσο προκειμένου να μπορεί να επιδεικνύει αλληλεγγύη, να αποστέλλει ένα σαφές πολιτικό μήνυμα και να συνδράμει ουσιαστικά τους πολίτες που έχουν πληγεί από μείζονες φυσικές καταστροφές οι οποίες έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

(3)

Η δεδηλωμένη πρόθεση της Ένωσης να συνδράμει τις υποψήφιες χώρες στην πορεία προς τη σταθερότητα και τη βιώσιμη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη μέσα από μια σαφή ευρωπαϊκή προοπτική δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται από τις δυσμενείς επιπτώσεις μείζονων φυσικών καταστροφών. Η Ένωση θα πρέπει, συνεπώς, να συνεχίσει να επιδεικνύει αλληλεγγύη προς τις τρίτες χώρες που συμμετέχουν σε διαπραγματεύσεις προσχώρησης με αυτή και με τις οποίες έχει ξεκινήσει η διακυβερνητική διάσκεψη προσχώρησης. Η συμπερίληψη των χωρών αυτών στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού έχει, συνεπώς, ως αποτέλεσμα την προσφυγή στο άρθρο 212 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πρόσθετης νομικής βάσης.

(4)

Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίζει ταχύτατα για τη δέσμευση ειδικών οικονομικών πόρων και για την κινητοποίησή τους, το συντομότερο δυνατόν. Οι διοικητικές διαδικασίες θα πρέπει να προσαρμοσθούν αναλόγως και να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο. Προς τούτο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συνήψαν, στις 2 Δεκεμβρίου 2013, διοργανική συμφωνία σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (5).

(5)

Η ορολογία που χρησιμοποιείται και οι διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 θα πρέπει να ευθυγραμμισθούν με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(6)

Ο ορισμός της φυσικής καταστροφής, που καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002, δεν θα πρέπει να είναι αμφίσημος.

(7)

Η ζημία που προκαλείται από άλλα είδη καταστροφών τα οποία αποτελούν, μέσω αλυσιδωτών επιπτώσεων, άμεση συνέπεια μιας φυσικής καταστροφής, για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002, θα πρέπει να θεωρείται τμήμα της άμεσης ζημίας που προκαλείται από τη φυσική καταστροφή.

(8)

Για να κωδικοποιηθεί η καθιερωμένη πρακτική και να εξασφαλισθεί η ισότιμη μεταχείριση των αιτήσεων, οικονομικές ενισχύσεις από το Ταμείο θα πρέπει να χορηγούνται μόνο για άμεση ζημία.

(9)

Θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω ο ορισμός της μείζονος φυσικής καταστροφής κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 ως καταστροφή που έχει προκαλέσει άμεση ζημία υπερβαίνουσα ένα κατώτατο όριο εκπεφρασμένο σε οικονομικούς όρους. Η ζημία αυτή θα πρέπει να εκφράζεται στις τιμές ενός έτους αναφοράς ή ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ) του ενδιαφερόμενου κράτους.

(10)

Προκειμένου να ληφθεί ικανοποιητικότερα υπόψη η συγκεκριμένη φύση των φυσικών καταστροφών, οι οποίες, μολονότι έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των σχετικών περιοχών, δεν φθάνουν το ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται προκειμένου να επωφεληθούν της οικονομικής ενίσχυσης του Ταμείου, θα πρέπει τα κριτήρια των περιφερειακών φυσικών καταστροφών να προσδιορίζονται βάσει της ζημίας που υπολογίζεται με βάση το περιφερειακό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ), ούτως ώστε η συγκεκριμένη διαρθρωτική κοινωνική και οικονομική κατάσταση, επιτεινόμενη από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Γουαδελούπης, της Γαλλικής Γουιάνας, της Μαρτινίκας, της Ρεϋνιόν, της Μαγιότ, του Αγίου Μαρτίνου, των Αζορών, της Μαδέρας και των Καναρίων Νήσων ως εξόχως απόκεντρων περιοχών κατά την έννοια του άρθρου 349 ΣΛΕΕ, να δικαιολογεί για τις περιοχές αυτές ειδικό κατώτατο όριο 1 % ως παρέκκλιση. Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή και απλό προκειμένου να μειώνεται η δυνατότητα υποβολής αιτήσεων που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002.

(11)

Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της άμεσης ζημίας, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται στοιχεία σε εναρμονισμένο μορφότυπο, που παρέχεται από τη Eurostat, ώστε να είναι δυνατή η ισότιμη μεταχείριση των αιτήσεων.

(12)

Το Ταμείο θα πρέπει να συμβάλλει στην επαναφορά των υποδομών σε κατάσταση λειτουργίας, στον καθαρισμό των περιοχών που έχουν πληγεί από την καταστροφή και στην κάλυψη των δαπανών που επιβαρύνουν τις υπηρεσίες διάσωσης, καθώς και στην προσωρινή στέγαση του πληγέντος πληθυσμού στη διάρκεια όλης της περιόδου εφαρμογής. Θα πρέπει να ορισθεί η έννοια της αποκατάστασης των έργων υποδομής σε λειτουργική κατάσταση, καθώς και να διευκρινισθεί ο βαθμός στον οποίο θα μπορεί το Ταμείο να συμβάλλει στις αντίστοιχες δαπάνες. Θα πρέπει επίσης να καθορισθεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η στέγαση των αστέγων λόγω φυσικής καταστροφής μπορεί να χαρακτηρίζεται ως προσωρινή.

(13)

Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 θα πρέπει να ευθυγραμμισθούν με τη γενική χρηματοδοτική πολιτική της Ένωσης για τον φόρο προστιθέμενης αξίας.

(14)

Θα πρέπει επίσης να διευκρινισθεί σε ποιο βαθμό είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται στις επιλέξιμες ενέργειες δαπάνες για τεχνική βοήθεια.

(15)

Για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αποκόμισης εκ μέρους των κρατών δικαιούχων καθαρού κέρδους από παρέμβαση μέσω του Ταμείου, θα πρέπει να καθορισθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ενέργειες χρηματοδοτούμενες από το Ταμείο μπορούν να αποφέρουν έσοδα.

(16)

Ορισμένα είδη φυσικών καταστροφών, όπως, μεταξύ άλλων, η ξηρασία, εξελίσσονται επί μακρόν προτού γίνουν αισθητά τα καταστροφικά αποτελέσματά τους. Θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις για να επιτραπεί η χρήση του Ταμείου και σε τέτοιες περιπτώσεις.

(17)

Είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι τα επιλέξιμα κράτη καταβάλλουν τις απαιτούμενες προσπάθειες για την πρόληψη φυσικών καταστροφών και τον μετριασμό των συνεπειών τους, μεταξύ άλλων, με την πλήρη εφαρμογή της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας για την πρόληψη και τη διαχείριση κινδύνου φυσικών καταστροφών και με τη χρήση της διαθέσιμης ενωσιακής χρηματοδότησης για συναφείς επενδύσεις. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθούν διατάξεις ώστε να είναι δυνατόν η τυχόν μη συμμόρφωση βάσει οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενός κράτους μέλους με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία για την πρόληψη και τη διαχείριση κινδύνου φυσικής καταστροφής κατόπιν λήψης οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο για προηγούμενη φυσική καταστροφή, να συνεπάγεται απόρριψη της αίτησής του ή μείωση του ποσού της οικονομικής ενίσχυσης σε περίπτωση νέας αίτησης για φυσική καταστροφή της ίδιας φύσης.

(18)

Είναι δυνατόν τα κράτη μέλη να ζητούν οικονομική ενίσχυση για την αντιμετώπιση φυσικής καταστροφής ταχύτερα από ό,τι είναι δυνατό με την κανονική διαδικασία. Για τον σκοπό αυτό, ενδείκνυται να υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης προκαταβολής κατόπιν αιτήματος του οικείου κράτους μέλους αμέσως μετά την κατάθεση αίτησης στην Επιτροπή για οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο. Η προκαταβολή δεν θα πρέπει να υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό και θα πρέπει να αφαιρείται όταν καταβάλλεται το τελικό ποσό της οικονομικής ενίσχυσης. Οι αδικαιολογήτως καταβληθείσες προκαταβολές θα πρέπει να ανακτώνται από το κράτος μέλος εντός τακτής βραχείας χρονικής περιόδου. Η πληρωμή της προκαταβολής θα πρέπει να γίνεται υπό την επιφύλαξη του αποτελέσματος της οριστικής απόφασης για την κινητοποίηση του Ταμείου.

(19)

Οι διοικητικές διαδικασίες που οδηγούν στην καταβολή οικονομικής ενίσχυσης θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο απλές και σύντομες. Λεπτομερείς διατάξεις για την υλοποίηση της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο θα πρέπει να περιλαμβάνονται, σε ό,τι αφορά τα κράτη μέλη, στις εκτελεστικές πράξεις για τη χορήγηση της εν λόγω οικονομικής ενίσχυσης. Ωστόσο, όσον αφορά κράτη δικαιούχους που δεν είναι ακόμη κράτη μέλη, θα πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν ξεχωριστές συμφωνίες υλοποίησης για νομικούς λόγους.

(20)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να συνδράμει τα κράτη μέλη όσον αφορά την αποτελεσματική πρόσβαση και τη χρήση του Ταμείου, καθώς και την απλούστερη υποβολή αιτήσεων συνδρομής από το Ταμείο.

(21)

Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 εισήγαγε αλλαγές στην επιμεριζόμενη και έμμεση διαχείριση, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων, που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Οι υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την περίοδο υλοποίησης των επιχειρησιακών ενεργειών του Ταμείου. Οι διαδικασίες για τον ορισμό των οργάνων που θα είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση και τον έλεγχο των κονδυλίων της Ένωσης, θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη φύση του μέσου και να μην καθυστερούν την καταβολή της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο. Είναι, συνεπώς, αναγκαία η παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

(22)

Θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις για την αποφυγή διπλής χρηματοδότησης των ενεργειών που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο με άλλα χρηματοδοτικά μέσα της Ένωσης ή διεθνή νομικά μέσα που αφορούν αποζημίωση ειδικής ζημίας.

(23)

Η δήλωση των δαπανών που πραγματοποίησαν χώρες με οικονομική ενίσχυση του Ταμείου θα πρέπει να είναι η απλούστερη δυνατή. Συνεπώς, όσον αφορά τις χώρες που δεν είναι μέλη της ζώνης του ευρώ, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μια ενιαία ισοτιμία για τη συνολική περίοδο υλοποίησης της οικονομικής ενίσχυσης.

(24)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά αποφάσεις επί συγκεκριμένης οικονομικής ενίσχυσης ή επί οιασδήποτε προκαταβολής από το Ταμείο προς επιλέξιμα κράτη.

(25)

Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 που προστατεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης θα πρέπει να εξειδικευθούν ώστε να διασαφηνισθούν πλήρως τα μέτρα πρόληψης, ανίχνευσης και διερεύνησης των παρατυπιών, καθώς και ανάκτησης κεφαλαίων απολεσθέντων, αχρεωστήτως καταβληθέντων ή κακώς χρησιμοποιηθέντων.

(26)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η εξασφάλιση αλληλεγγύης ανά την Ένωση προς ένα κράτος που έχει πληγεί από φυσική καταστροφή, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη σε ad-hoc βάση πλην όμως μπορούν, με την εφαρμογή συστηματικής, τακτικής και ισότιμης μεθόδου χορήγησης οικονομικής ενίσχυσης με τη συμμετοχή όλων των κρατών μελών, ανάλογα με τις δυνατότητές τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(27)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

1.   Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή χώρας που συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις προσχώρησης με την Ένωση, εφεξής “επιλέξιμο κράτος”, μπορεί να κινητοποιηθεί ενίσχυση από το Ταμείο, όταν μία ή περισσότερες περιοχές του εν λόγω επιλέξιμου κράτους υφίστανται σοβαρές συνέπειες στις συνθήκες διαβίωσης, το φυσικό περιβάλλον ή την οικονομία από μείζονα ή περιφερειακή φυσική καταστροφή που έπληξε την επικράτεια του εν λόγω επιλέξιμου κράτους ή γειτονικού επιλέξιμου κράτους. Άμεση ζημία προκληθείσα ως άμεση συνέπεια φυσικής καταστροφής θεωρείται μέρος της ζημίας που προκαλεί η συγκεκριμένη φυσική καταστροφή.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως “μείζων φυσική καταστροφή” νοείται κάθε φυσική καταστροφή που έχει ως αποτέλεσμα, σε επιλέξιμο κράτος, άμεση ζημία εκτιμώμενη άνω των 3 000 000 000 EUR σε τιμές 2011 ή η οποία υπερβαίνει το 0,6 % του ΑΕΕ αυτού.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως “περιφερειακή φυσική καταστροφή” νοείται κάθε φυσική καταστροφή που έχει ως αποτέλεσμα άμεση ζημία σε μία περιοχή επιπέδου NUTS 2 σε επιλέξιμο κράτος, η οποία υπερβαίνει το 1,5 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕγχΠ) της εν λόγω περιοχής.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όταν η συγκεκριμένη περιοχή η οποία επλήγη από τη φυσική καταστροφή είναι εξόχως απόκεντρη περιοχή κατά την έννοια του άρθρου 349 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως “περιφερειακή φυσική καταστροφή” νοείται κάθε φυσική καταστροφή που έχει ως αποτέλεσμα άμεση ζημία που υπερβαίνει το 1 % του ΑΕγχΠ της οικείας περιοχής.

Όταν η φυσική καταστροφή αφορά διάφορες περιοχές επιπέδου NUTS 2, το ανώτατο όριο εφαρμόζεται στο μέσο ΑΕγχΠ των περιοχών αυτών, σταθμισμένο αναλόγως του μέρους της συνολικής ζημίας σε κάθε περιοχή.

4.   Ενίσχυση από το Ταμείο μπορεί επίσης να κινητοποιηθεί για κάθε φυσική καταστροφή σε επιλέξιμο κράτος η οποία είναι επίσης μείζων φυσική καταστροφή σε γειτονικό επιλέξιμο κράτος.

5.   Για τον σκοπό του παρόντος άρθρου, χρησιμοποιούνται εναρμονισμένα στατιστικά στοιχεία που παρέχονται από την Eurostat.».

2)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η βοήθεια λαμβάνει τη μορφή οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο. Για κάθε φυσική καταστροφή, χορηγείται μία μόνον οικονομική ενίσχυση σε ένα επιλέξιμο κράτος.

2.   Το Ταμείο έχει σκοπό να συμπληρώνει τις προσπάθειες των οικείων κρατών και να καλύπτει ένα μέρος από τις κρατικές δαπάνες, προκειμένου να βοηθήσει το επιλέξιμο κράτος να προβεί, ανάλογα με τη φύση της φυσικής καταστροφής, στις ακόλουθες ουσιώδεις ενέργειες έκτακτης ανάγκης και ανάκαμψης:

α)

αποκατάσταση της λειτουργίας υποδομών και εξοπλισμού στους τομείς της ενέργειας, των υδάτων, της αποχέτευσης, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, της υγείας και της εκπαίδευσης·

β)

εφαρμογή προσωρινών μέτρων στέγασης και χρηματοδότηση υπηρεσιών διάσωσης με σκοπό την κάλυψη των αναγκών του σχετικού πληθυσμού·

γ)

διασφάλιση των υποδομών πρόληψης και λήψη μέτρων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς·

δ)

καθαρισμός των πληγεισών από την καταστροφή περιοχών, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών ζωνών, σύμφωνα με μεθόδους που σέβονται το οικοσύστημα, όπου ενδείκνυται, και άμεση αποκατάσταση των πληγεισών φυσικών ζωνών προκειμένου να αποφευχθούν οι άμεσες επιπτώσεις από τη διάβρωση του εδάφους.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), ως “αποκατάσταση λειτουργίας” νοείται η αποκατάσταση των υποδομών και των εγκαταστάσεων στην κατάσταση υπό την οποία τελούσαν πριν από την επέλευση της φυσικής καταστροφής. Όταν η αποκατάσταση στην κατάσταση που προηγείτο της φυσικής καταστροφής δεν είναι νομικώς εφικτή ή οικονομικώς αιτιολογημένη ή όταν το κράτος δικαιούχος αποφασίζει να μετεγκαταστήσει ή να αναβαθμίσει τις πληγείσες υποδομές ή εγκαταστάσεις προκειμένου να ενισχύσει την ανθεκτικότητά τους έναντι μελλοντικών φυσικών καταστροφών, το Ταμείο μπορεί να συμβάλει στο κόστος της αποκατάστασης μόνο έως το υπολογισθέν κόστος επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση.

Το κόστος που υπερβαίνει το επίπεδο του κόστους που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο καλύπτεται από το κράτος δικαιούχο με ίδια κονδύλια ή, όπου είναι δυνατόν, με άλλα ενωσιακά κονδύλια.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ως “προσωρινή στέγαση” νοείται η στέγαση που διαρκεί έως ότου ο πληγείς πληθυσμός να είναι σε θέση να επιστρέψει στις αρχικές οικίες του, ύστερα από επισκευή ή ανακατασκευή τους.

3.   Οι πληρωμές του Ταμείου περιορίζονται στη χρηματοδότηση μέτρων αποκατάστασης μη ασφαλισμένης ζημίας και επιστρέφονται εάν, στη συνέχεια, το κόστος αποκατάστασης των ζημιών καλύπτεται από τρίτο σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4.».

β)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) δεν αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη ενέργειας, εκτός εάν δεν ανακτάται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας για τον ΦΠΑ.

5.   Η τεχνική υποστήριξη σε θέματα διαχείρισης, παρακολούθησης, ενημέρωσης και επικοινωνίας, διευθέτησης παραπόνων καθώς και ελέγχου και λογιστικού ελέγχου, δεν είναι επιλέξιμη για οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο.

Οι δαπάνες που αφορούν την προετοιμασία και την εκτέλεση των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένου του κόστους της απαραίτητης τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης, είναι επιλέξιμες ως μέρος του κόστους του έργου.

6.   Σε περίπτωση που προκύπτει εισόδημα από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 με οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο, η συνολική οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο δεν υπερβαίνει τις συνολικές καθαρές δαπάνες για ενέργειες έκτακτης ανάγκης και ανάκαμψης που επιβαρύνουν το κράτος-δικαιούχο. Το κράτος δικαιούχος προβαίνει σε δήλωση για τον σκοπό αυτό στην έκθεση υλοποίησης της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 3.

7.   Την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους θα πρέπει να παραμένει διαθέσιμο τουλάχιστον το ένα τέταρτο του ετήσιου ποσού του Ταμείου, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες που θα προκύψουν μέχρι το τέλος του έτους.».

3)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός δώδεκα εβδομάδων μετά την πρώτη επέλευση ζημίας λόγω φυσικής καταστροφής, οι υπεύθυνες εθνικές αρχές, στο επιλέξιμο κράτος, μπορούν να υποβάλουν αίτηση οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο στην Επιτροπή, παρέχοντας, τουλάχιστον, κάθε διαθέσιμη πληροφορία ως προς:

α)

τις συνολικές ζημίες που προκάλεσε η φυσική καταστροφή και τις συνέπειές της για τον πληθυσμό, την οικονομία και το περιβάλλον που έπληξε·

β)

το εκτιμώμενο κόστος των ενεργειών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2·

γ)

τυχόν άλλες πηγές ενωσιακής χρηματοδότησης·

δ)

τυχόν άλλες εθνικές ή διεθνείς πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας και ιδιωτικής ασφαλιστικής κάλυψης, που μπορούν να συμβάλλουν στο κόστος αποκατάστασης των ζημιών·

ε)

σύντομη περιγραφή της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την πρόληψη και τη διαχείριση κινδύνου φυσικών καταστροφών σε σχέση με τη φύση της φυσικής καταστροφής.».

β)

Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.   Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να υποβάλλουν πρόσθετες πληροφορίες, παρελθούσας της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 προθεσμίας, προκειμένου να ολοκληρώσουν ή να επικαιροποιήσουν την αίτησή τους.

1β.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αποτελεσματική πρόσβαση στο Ταμείο και την αποτελεσματική αξιοποίησή του. Οι κατευθυντήριες γραμμές καταρτίζονται έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014 και παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες ως προς τις διαδικασίες σύνταξης της αίτησης, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων υποβολής πληροφοριών στην Επιτροπή. Οι κατευθυντήριες γραμμές δημοσιοποιούνται στις δικτυακές θέσεις των αρμόδιων Γενικών Διευθύνσεων της Επιτροπής και η Επιτροπή διασφαλίζει την ευρεία διάδοσή τους σε επιλέξιμα κράτη.

1γ.   Σε περίπτωση προοδευτικά εξελισσόμενης φυσικής καταστροφής, η προθεσμία υποβολής αίτησης των δώδεκα εβδομάδων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ξεκινά από την ημερομηνία κατά την οποία οι δημόσιες αρχές του επιλέξιμου κράτους αναλαμβάνουν επισήμως δράση για πρώτη φορά κατά των επιπτώσεων της φυσικής καταστροφής ή από την ημερομηνία κατά την οποία κηρύσσουν κατάσταση έκτακτης ανάγκης.».

γ)

Οι παράγραφοι 2 έως 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τυχόν διευκρινίσεων που παρέχει το επιλέξιμο κράτος, η Επιτροπή αξιολογεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις κινητοποίησης του Ταμείου και προσδιορίζει το ποσό της ενδεχόμενης οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο, το συντομότερο δυνατόν, και, το αργότερο, εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της αίτησης, ξεκινώντας από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης και εξαιρουμένου του χρόνου που απαιτείται για μετάφραση, στο πλαίσιο των διαθέσιμων δημοσιονομικών πόρων.

Αν η Επιτροπή αποφασίσει σχετικά με οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο βάσει αίτησης που έλαβε μετά τις 28 Ιουνίου 2014 για φυσική καταστροφή που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δύναται να απορρίψει νέα αίτηση οικονομικής ενίσχυσης για φυσική καταστροφή της ίδιας φύσης ή να μειώσει το ποσό που πρόκειται να διατεθεί, όταν για το κράτος μέλος έχει κινηθεί διαδικασία επί παραβάσει και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εκδώσει οριστική απόφαση ότι το οικείο κράτος μέλος δεν εφήρμοσε ορθά την ενωσιακή νομοθεσία για την πρόληψη και τη διαχείριση κινδύνου καταστροφών που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φύση της εκδηλωθείσας φυσικής καταστροφής.

Η Επιτροπή επεξεργάζεται με ισότιμο τρόπο όλες τις αιτήσεις για οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο.

3.   Όταν η Επιτροπή καταλήξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την καταβολή οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο, υποβάλλει, χωρίς καθυστέρηση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τις αναγκαίες προτάσεις για την κινητοποίηση του Ταμείου και την έγκριση των αντίστοιχων πιστώσεων. Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνουν:

α)

όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

όλες τις άλλες σχετικές πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή·

γ)

απόδειξη ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 2· και

δ)

αιτιολόγηση των προτεινόμενων ποσών.

Η απόφαση για την κινητοποίηση του Ταμείου λαμβάνεται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μόλις αυτό είναι δυνατό μετά την υποβολή της πρότασης από την Επιτροπή.

Η Επιτροπή, αφενός, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αφετέρου, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τον απαιτούμενο χρόνο για την κινητοποίηση του Ταμείου.

4.   Μόλις διατεθούν οι πιστώσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση, μέσω εκτελεστικής πράξης, για τη χορήγηση της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο και καταβάλλει αμέσως την εν λόγω οικονομική ενίσχυση σε μία μόνο δόση στο κράτος δικαιούχο. Εάν έχει καταβληθεί προκαταβολή δυνάμει του άρθρου 4α, καταβάλλεται μόνο το υπόλοιπο.

5.   Η περίοδος επιλεξιμότητας των δαπανών αρχίζει την ημερομηνία της πρώτης επέλευσης ζημίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Σε περίπτωση προοδευτικά εξελισσόμενης φυσικής καταστροφής, η περίοδος επιλεξιμότητας των δαπανών αρχίζει την ημερομηνία που οι αρμόδιες αρχές του επιλέξιμου κράτους αναλαμβάνουν για πρώτη φορά δράση ή από την ημερομηνία που κηρύσσουν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1γ.».

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 4α

1.   Κατά την υποβολή αίτησης στην Επιτροπή για οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο, ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει την πληρωμή προκαταβολής. Η Επιτροπή αξιολογεί προκαταβολικά αν η αίτηση πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 και επαληθεύει αν υπάρχουν διαθέσιμοι δημοσιονομικοί πόροι. Σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις και υπάρχουν επαρκείς πόροι, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση, μέσω εκτελεστικής πράξης, για τη χορήγηση προκαταβολής και να την καταβάλει χωρίς καθυστέρηση, προτού ληφθεί η αναφερόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 4 απόφαση. Η πληρωμή της προκαταβολής γίνεται υπό την επιφύλαξη της οριστικής απόφασης για την κινητοποίηση του Ταμείου.

2.   Το ποσό της προκαταβολής δεν υπερβαίνει το 10 % του ποσού της αναμενόμενης οικονομικής ενίσχυσης και, σε καμία περίπτωση, δεν υπερβαίνει τα 30 000 000 EUR. Μόλις προσδιορισθεί το οριστικό ποσό της οικονομικής ενίσχυσης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το ποσό της προκαταβολής πριν από την καταβολή του υπολοίπου της οικονομικής ενίσχυσης. Η Επιτροπή ανακτά τυχόν αχρεωστήτως καταβληθείσες προκαταβολές.

3.   Οιαδήποτε επιστροφή η οποία οφείλεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης πραγματοποιείται πριν από την ημερομηνία οφειλής που αναφέρεται στο ένταλμα είσπραξης το οποίο συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Η ημερομηνία οφειλής είναι η τελευταία ημέρα του δεύτερου μήνα από την έκδοση του εντάλματος.

4.   Κατά την έγκριση του σχεδίου γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης για συγκεκριμένο οικονομικό έτος, η Επιτροπή, όπου απαιτείται για τη διασφάλιση της έγκαιρης διαθεσιμότητας των δημοσιονομικών πόρων, προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να κινητοποιηθεί το Ταμείο για ποσό που δεν υπερβαίνει τα 50 000 000 EUR για την πληρωμή προκαταβολών και προτείνει να εγγραφούν οι οικείες πιστώσεις στο γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης.

Οι δημοσιονομικές διευθετήσεις συμφωνούν με τα ανώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου (8).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1)."

(8)  Κανονισμός (EE, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 884).»."

5)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

1.   Η εκτελεστική πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 4 περιέχει στο παράρτημά της λεπτομερείς διατάξεις για την υλοποίηση της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο.

Οι διατάξεις αυτές περιγράφουν ιδίως το είδος και τον τόπο διεξαγωγής των ενεργειών που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο κατόπιν πρότασης του επιλέξιμου κράτους.

2.   Πριν από την καταβολή της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο σε επιλέξιμο κράτος που δεν είναι κράτος μέλος, η Επιτροπή συνάπτει συμφωνία ανάθεσης με το εν λόγω κράτος, στην οποία ορίζονται οι λεπτομερείς διατάξεις για την υλοποίηση της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 και τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής (9), καθώς και με τις υποχρεώσεις σχετικά με την πρόληψη και τη διαχείριση κινδύνου φυσικών καταστροφών.

3.   Η ευθύνη για την επιλογή των επιμέρους ενεργειών και την υλοποίηση της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο βαρύνει το κράτος δικαιούχο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως το άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3, την εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 για τη χορήγηση της ενίσχυσης από το Ταμείο και, κατά περίπτωση, τη συμφωνία ανάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Η οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο προς κράτος μέλος υλοποιείται εντός του πλαισίου της επιμεριζόμενης διαχείρισης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012. Η οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο προς επιλέξιμο κράτος το οποίο δεν είναι κράτος μέλος υλοποιείται υπό καθεστώς έμμεσης διαχείρισης σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

5.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης της Επιτροπής για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης, τα κράτη δικαιούχοι αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη διαχείριση των ενεργειών που στηρίζονται από το Ταμείο, καθώς και για τον οικονομικό έλεγχο των ενεργειών. Τα λαμβανόμενα μέτρα περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

εξακρίβωση της δημιουργίας και εφαρμογής των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική και ορθή χρησιμοποίηση των κονδυλίων της Ένωσης, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

β)

εξακρίβωση του εάν οι χρηματοδοτηθείσες ενέργειες υλοποιήθηκαν καταλλήλως·

γ)

εξασφάλιση ότι οι καλυφθείσες δαπάνες βασίζονται σε επαληθεύσιμα δικαιολογητικά και ότι είναι ορθές και κανονικές·

δ)

πρόληψη, εντοπισμό και διόρθωση παρατυπιών και ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών μαζί με τους τόκους υπερημερίας, εφόσον απαιτείται. Κοινοποιούν στην Επιτροπή τυχόν παρατυπίες και την τηρούν ενήμερη για την πρόοδο των διοικητικών και νομικών διαδικασιών.

6.   Τα κράτη δικαιούχοι ορίζουν τους οργανισμούς που ευθύνονται για τη διαχείριση και τον έλεγχο των ενεργειών που στηρίζει το Ταμείο σύμφωνα με τα άρθρα 59 και 60 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012. Ενεργώντας ούτως, λαμβάνουν υπόψη κριτήρια που αφορούν το εσωτερικό περιβάλλον, τις δραστηριότητες ελέγχου, την ενημέρωση και την επικοινωνία, καθώς και την παρακολούθηση. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν τους οργανισμούς που έχουν ήδη ορισθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

Οι εν λόγω ορισθέντες οργανισμοί παρέχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 59 παράγραφος 5 ή στο άρθρο 60 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, για το σύνολο της περιόδου υλοποίησης, όταν υποβάλλουν την έκθεση και τη δήλωση που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

7.   Το κράτος δικαιούχος προβαίνει στις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις, όταν βεβαιώνεται μια παρατυπία. Οι διορθώσεις του κράτους δικαιούχου συνίστανται στην ακύρωση του συνόλου ή μέρους της οικονομικής ενίσχυσης του Ταμείου. Το κράτος δικαιούχος ανακτά τυχόν ποσά που απώλεσε εξαιτίας παρατυπίας που εντοπίστηκε.

8.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελέγχων που διενεργεί το κράτος δικαιούχος σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, η Επιτροπή μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους επί των ενεργειών που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο. Η Επιτροπή ενημερώνει το κράτος δικαιούχο που υπέβαλε την αίτηση, ώστε να της παράσχει κάθε αναγκαία βοήθεια. Στους ελέγχους αυτούς μπορούν να συμμετέχουν μόνιμοι ή άλλοι υπάλληλοι του οικείου κράτους μέλους.

9.   Το κράτος δικαιούχος εξασφαλίζει ότι όλα τα δικαιολογητικά για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν παραμένουν στη διάθεση της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί τρία έτη μετά το κλείσιμο της ενίσχυσης από το Ταμείο.

(9)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 362 της 31.12.2012, σ. 1)."

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 320).»."

6)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Το κράτος δικαιούχος ευθύνεται για τον συντονισμό της οικονομικής ενίσχυσης του Ταμείου για τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 3, αφενός, με τη συνδρομή από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και, αφετέρου, με άλλα ενωσιακά χρηματοδοτικά μέσα.

2.   Το κράτος δικαιούχος εξασφαλίζει ότι οι δαπάνες που επιστράφηκαν βάσει του παρόντος κανονισμού δεν επιστρέφονται μέσω άλλων ενωσιακών χρηματοδοτικών μέσων, ιδίως μέσω μέσων της πολιτικής συνοχής, της γεωργικής ή της αλιευτικής πολιτικής.

3.   Οι ζημίες που αποκαθίστανται βάσει ενωσιακών ή διεθνών μέσων σχετικά με την παροχή αποζημίωσης για ειδική ζημία, δεν είναι επιλέξιμες για ενίσχυση από το Ταμείο για τον ίδιο σκοπό.».

7)

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο συνάδουν με τις διατάξεις της Συνθήκης και με τα μέσα που έχουν θεσπισθεί βάσει αυτής, με τις πολιτικές και τα μέτρα της Ένωσης, ιδίως στους τομείς της δημοσιονομικής διαχείρισης, των δημόσιων συμβάσεων, της περιβαλλοντικής προστασίας, της πρόληψης και της διαχείρισης κινδύνου φυσικών καταστροφών, της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένων, όπου ενδείκνυται, μεθόδων που σέβονται το οικοσύστημα, καθώς και με τα μέσα προενταξιακής βοήθειας. Κατά περίπτωση, οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο συμβάλλουν στους στόχους της Ένωσης σε αυτούς τους τομείς.».

8)

Τα άρθρα 8 και 9 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

1.   Η οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο χρησιμοποιείται εντός δεκαοκτώ μηνών από την ημερομηνία εκταμίευσης του πλήρους ποσού της ενίσχυσης από την Επιτροπή. Το μέρος της οικονομικής ενίσχυσης που παραμένει αχρησιμοποίητο εντός της προθεσμίας αυτής ή που διαπιστώνεται ότι χρησιμοποιήθηκε για μη επιλέξιμες ενέργειες, επιστρέφεται από το κράτος δικαιούχο στην Επιτροπή.

2.   Τα κράτη δικαιούχοι διεκδικούν κάθε δυνατή αποζημίωση από τρίτους.

3.   Το αργότερο έξι μήνες μετά την εκπνοή της δεκαοκτάμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το κράτος δικαιούχος υποβάλλει έκθεση σχετικά με την υλοποίηση της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο σε συνδυασμό με δήλωση που δικαιολογεί τις δαπάνες και επίσης αναφέρει κάθε άλλη πηγή χρηματοδότησης που έλαβε για τις σχετικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών διακανονισμών και των αποζημιώσεων από τρίτους.

Η έκθεση υλοποίησης περιλαμβάνει αναλυτικά:

α)

τα προληπτικά μέτρα που ελήφθησαν ή προτάθηκαν από το κράτος δικαιούχο για να περιοριστούν μελλοντικές ζημίες και για να αποφευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η επανάληψη παρόμοιων καταστροφών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων της Ένωσης για τον σκοπό αυτό·

β)

την πρόοδο στην εφαρμογή της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας για την πρόληψη και τη διαχείριση του κινδύνου φυσικών καταστροφών·

γ)

την εμπειρία που αποκτήθηκε από τη φυσική καταστροφή και τα μέτρα που ελήφθησαν ή προτάθηκαν για να εξασφαλισθεί η προστασία του περιβάλλοντος και να κατοχυρωθεί η δυνατότητα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών καταστροφών· και

δ)

τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες για μέτρα πρόληψης και μετριασμού που έχουν ληφθεί ως προς τη φύση της φυσικής καταστροφής.

Η έκθεση υλοποίησης συνοδεύεται από γνώμη ανεξάρτητου οργάνου ελέγχου, η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με διεθνώς αποδεκτά πρότυπα ελέγχου και στην οποία ορίζεται ότι η δήλωση αιτιολόγησης των δαπανών απεικονίζει την κατάσταση με ειλικρινή και ορθό τρόπο και ότι η οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο είναι νόμιμη και κανονική, σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 5 και το άρθρο 60 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

Κατά το πέρας της διαδικασίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή προχωρεί στο κλείσιμο της ενίσχυσης του Ταμείου.

4.   Στην περίπτωση που το κόστος αποκατάστασης των ζημιών καλύπτεται μεταγενέστερα από τρίτους, η Επιτροπή ζητά από το κράτος δικαιούχο να επιστρέψει το αντίστοιχο ποσό από την οικονομική ενίσχυση του Ταμείου.

Άρθρο 9

Οι αιτήσεις οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο και η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4, καθώς και η συμφωνία ανάθεσης, οι εκθέσεις και κάθε άλλο συναφές έγγραφο περιέχουν όλα τα ποσά σε ευρώ.

Τα ποσά των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν σε εθνικά νομίσματα μετατρέπονται σε ευρώ σύμφωνα με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που δημοσιεύονται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ημέρα κατά την οποία εκδίδεται η σχετική εκτελεστική πράξη από την Επιτροπή. Σε περίπτωση που στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δημοσιεύονται συναλλαγματικές ισοτιμίες για την ημέρα κατά την οποία εκδίδεται η σχετική εκτελεστική πράξη από την Επιτροπή, η μετατροπή γίνεται με βάση τον μέσο όρο των μηνιαίων λογιστικών ισοτιμιών που καθορίζει η Επιτροπή, όπως υπολογίζεται για τη συγκεκριμένη περίοδο. Η ενιαία αυτή συναλλαγματική ισοτιμία χρησιμοποιείται καθ’ όλη την υλοποίηση της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο και ως βάση για την τελική έκθεση υλοποίησης και τη δήλωση εκτέλεσης καθώς και για τα στοιχεία που απαιτούνται για την οικονομική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 5 ή το άρθρο 60 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.».

9)

Στο άρθρο 10, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε περίπτωση σημαντικά χαμηλότερης εκτίμησης της ζημίας, βάσει νέων στοιχείων, το κράτος δικαιούχος επιστρέφει το αντίστοιχο ποσό της οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο στην Επιτροπή.».

10)

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

1.   Κατά την υλοποίηση ενεργειών που χρηματοδοτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, με τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων και με την ανάκτηση, σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες, των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, καθώς επίσης, οσάκις κρίνεται σκόπιμο, με την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων.

2.   Η Επιτροπή ή οι αντιπρόσωποί της και το Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν την εξουσία να διενεργούν λογιστικούς ελέγχους, βάσει δικαιολογητικών και επιτόπιων ελέγχων, σε όλους τους δικαιούχους χρηματοδότησης, τους εργολάβους και τους υπεργολάβους που έχουν λάβει ενωσιακά κονδύλια βάσει του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) δύναται να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (12), για να διαπιστώσει εάν έχει διαπραχθεί απάτη, δωροδοκία ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά σύμβαση σχετικά με χρηματοδότηση της Ένωσης.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες ανάθεσης με τρίτες χώρες, οι συμβάσεις και οι αποφάσεις χορήγησης οικονομικής συνδρομής από το Ταμείο που απορρέουν από την υλοποίηση του παρόντος κανονισμού περιέχουν διατάξεις που εξουσιοδοτούν ρητά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διενεργούν παρόμοιους ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

(11)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1)."

(12)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).»."

11)

Τα άρθρα 13 και 14 απαλείφονται.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Γνώμη της 10ης Δεκεμβρίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Γνώμη της 28ης Νοεμβρίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2014.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2012/2002 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 2002, για την ίδρυση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 311 της 14.11.2002, σ. 3).

(5)  Διοργανική συμφωνία, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/155


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 662/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 όσον αφορά την τεχνική εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο στη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 8 Δεκεμβρίου 2012, στην όγδοη διάσκεψη τους, τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος (UNFCCC), που επέχει θέση συνόδου των συμβαλλομένων μερών στο Πρωτόκολλο του Κιότο, ενέκριναν την τροποποίηση της Ντόχα, που καθορίζει δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο, η οποία ξεκινά την 1η Ιανουαρίου 2013 και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020 («η τροποποίηση της Ντόχα»).

(2)

Το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου του Κιότο προβλέπει τη δυνατότητα των συμβαλλομένων μερών να ανταποκρίνονται από κοινού στις δεσμεύσεις που ανέλαβαν δυνάμει του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Κατά την έγκριση της τροποποίησης της Ντόχα, η Ένωση και τα κράτη μέλη της, μαζί με την Κροατία και την Ισλανδία, δήλωσαν ότι οι ποσοτικοποιημένες υποχρεώσεις όσον αφορά τον περιορισμό και τη μείωση των εκπομπών για την Ένωση, τα κράτη μέλη της, την Κροατία και την Ισλανδία για τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κιότο βασίζονται στην παραδοχή ότι θα εκπληρώνονται από κοινού, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Η δήλωση αυτή αποτυπώνεται στην έκθεση της διάσκεψης και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 17 Δεκεμβρίου 2012.

(3)

Το Πρωτόκολλο του Κιότο απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη που συμφωνούν να εκπληρώσουν από κοινού τις δεσμεύσεις τους δυνάμει του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου του Κιότο να ορίσουν στην εν λόγω συμφωνία το επίπεδο εκπομπών που αντιστοιχεί σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Το Πρωτόκολλο του Κιότο απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνίας από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων να κοινοποιήσουν στη Γραμματεία της UNFCCC τους όρους της εν λόγω συμφωνίας κατά την ημερομηνία κατάθεσης των εγγράφων αποδοχής.

(4)

Η σύναψη της τροποποίησης της Ντόχα, η εφαρμογή των συνοδευτικών αποφάσεων της διάσκεψης των μερών της UNFCCC, που επέχει θέση συνόδου των συμβαλλομένων μερών στο Πρωτόκολλο του Κιότο και μία συμφωνία από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων θα απαιτήσουν την καθιέρωση κανόνων για να εξασφαλιστεί η τεχνική εφαρμογή της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της μετάβασης από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων, ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική λειτουργία μιας συμφωνίας από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων και να εξασφαλιστεί η ευθυγράμμισή της με τη λειτουργία του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής της Ένωσης (το «EU ETS»), το οποίο θεσπίστηκε με την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και την απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(5)

Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου δεσμεύσεων βάσει του Πρωτοκόλλου του Κιότο, οι διεθνώς συμφωνηθείσες απαιτήσεις για τη λογιστική καταγραφή και τη διαχείριση των εκπομπών και των μονάδων, καθώς και η από κοινού τήρηση των δεσμεύσεων από την Ένωση και τα κράτη μέλη της εφαρμόστηκαν σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2216/2004 της Επιτροπής (6) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 920/2010 της Επιτροπής (7). Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 2216/2004 και (ΕΕ) αριθ. 920/2010 αντικαταστάθηκαν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 389/2013 της Επιτροπής (8), ο οποίος περιλαμβάνει διατάξεις για τη διαχείριση των μονάδων όσον αφορά την εφαρμογή και τη λειτουργία του EU ETS και την απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ. Ο προσφάτως εκδοθείς κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ο οποίος καταργεί και αντικαθιστά την απόφαση αριθ. 280/2004/ΕΚ, δεν περιλαμβάνει την απαιτούμενη νομική βάση που θα επέτρεπε στην Επιτροπή να θεσπίσει τους αναγκαίους κανόνες τεχνικής εφαρμογής για τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο σύμφωνα με τους όρους της τροποποίησης της Ντόχα, τις αποφάσεις της διάσκεψης των μερών της UNFCCC η οποία λειτουργεί ως συνεδρίαση των συμβαλλομένων μερών στο Πρωτόκολλο του Κιότο και μια συμφωνία από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων.

(6)

Όταν ένα κράτος μέλος λόγω ειδικής και έκτακτης κατάστασης βρίσκεται σε θέση που συνεπάγεται σοβαρά μειονεκτήματα για το ίδιο, συμπεριλαμβανομένων λογιστικών ασυνεπειών στην αντιστοίχιση της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης με τους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί βάσει του Πρωτοκόλλου του Κιότο, χωρίς να θίγεται η εκπλήρωση των δυνάμει της απόφασης αριθ. 406/2009/ΕΚ υποχρεώσεων του κράτους μέλους, η Επιτροπή θα πρέπει, με την επιφύλαξη της διαθεσιμότητας μονάδων στο τέλος της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο, να θεσπίζει μέτρα για την αντιμετώπιση της εν λόγω κατάστασης, διά της μεταφοράς στο μητρώο του ανωτέρω κράτους μέλους πιστοποιημένης μείωσης εκπομπών (CER), μονάδων μείωσης των εκπομπών (ERU) ή καταλογισμένων ποσοτικών μονάδων (AAU) που τηρούνται στο μητρώο της Ένωσης.

(7)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του άρθρου 10 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(8)

Η απόφαση 1/CMP.8 της διάσκεψης των μερών της UNFCCC που επέχει θέση συνόδου των μερών του πρωτοκόλλου του Κιότο («απόφαση 1/CMP.8») τροποποιεί τους κανόνες βάσει των οποίων κρίνεται η επιλεξιμότητα για συμμετοχή στους ευέλικτους μηχανισμούς στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Καθορίζει επίσης όρια σχετικά με τη μεταφορά μονάδων από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων και περιλαμβάνει μια απαίτηση για κάθε μέρος να δημιουργεί λογαριασμό αποθεματικού από το πλεόνασμα προηγούμενης περιόδου. Επιπλέον, η εν λόγω απόφαση προβλέπει την επιβολή εισφοράς («μέρος των εσόδων») ύψους 2 % στην πρώτη διεθνή μεταβίβαση AAU και στην εγγραφή ERU όσον αφορά τα έργα κοινής εφαρμογής αμέσως μετά τη μετατροπή σε ERU των AAU ή των μονάδων απορρόφησης (RMU) που κατείχαν προηγουμένως τα μέρη. Άλλοι κανόνες για την εφαρμογή της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση.

(9)

Στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που πρόκειται να εκδοθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή θα πρέπει να προβλέπει διαδικασία εκκαθάρισης στο τέλος της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο, ώστε τυχόν καθαρές μεταφορές των ετήσιων δικαιωμάτων εκπομπής σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ και τυχόν καθαρές μεταφορές δικαιωμάτων με τρίτες χώρες που συμμετέχουν στο EU ETS οι οποίες δεν είναι μέρη συμφωνίας από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων με την Ένωση και τα κράτη μέλη της, να ακολουθούνται από τη μεταφορά αντίστοιχου αριθμού AAU.

(10)

Οι σχετικοί διεθνείς κανόνες που διέπουν τη λογιστική καταγραφή των εκπομπών και την πρόοδο προς την επίτευξη των δεσμεύσεων αναμένεται να εγκριθούν κατά την προσεχή διάσκεψη για το κλίμα που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στη Λίμα τον Δεκέμβριο του 2014. Η Ένωση και τα κράτη μέλη της θα πρέπει να συνεργαστούν με τρίτες χώρες για να συμβάλουν στην εξασφάλιση των ανωτέρω.

(11)

Δυνάμει της απόφασης 1/CMP.8, η οποία επιβάλλει στα μέρη να επανεξετάσουν έως το 2014 το αργότερο τις δεσμεύσεις τους για τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο ακύρωσης ορισμένων AAU, CER και ERU ώστε οι δεσμεύσεις να μπορούν να είναι πιο φιλόδοξες.

(12)

Προκειμένου να θεσπιστούν συνεκτικοί κανόνες ώστε να εξασφαλιστεί η τεχνική εφαρμογή της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της μετάβασης από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων, να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική υλοποίηση της από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων της Ένωσης, των κρατών μελών της και της Ισλανδίας για τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων και να διασφαλιστεί η ευθυγράμμιση με τη λειτουργία του EU ETS και την απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ επιμερισμού των προσπαθειών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την ημερομηνία σύναψης της τροποποίησης της Ντόχα εκ μέρους της Ένωσης μέχρι τη λήξη της συμπληρωματικής περιόδου για την τήρηση των δεσμεύσεων στο πλαίσιο της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να πραγματοποιεί τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, καθώς και τη συνοχή τους με τις διεθνώς συμφωνημένες λογιστικές απαιτήσεις, συμφωνία από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων που συνάπτεται ανάμεσα στην Ένωση, τα κράτη μέλη της και τρίτες χώρες δυνάμει των άρθρων 3 και 4 του Πρωτοκόλλου του Κιότο και τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

(13)

Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2012 αναφέρεται ότι οι ποσοτικοποιημένοι στόχοι της Ένωσης για τον περιορισμό ή τη μείωση των εκπομπών κατά τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων καθορίζονται βάσει των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της Ένωσης που επιτρέπονται κατά την περίοδο 2013-2020 δυνάμει της νομοθετικής της δέσμης για το κλίμα και την ενέργεια, αντικατοπτρίζοντας με τον τρόπο αυτό τη μονομερή δέσμευση της Ένωσης για μείωση κατά 20 % μέχρι το 2020, και στο πλαίσιο αυτό επιβεβαιώνεται ότι με τη συγκεκριμένη προσέγγιση, οι υποχρεώσεις μείωσης των εκπομπών κάθε κράτους μέλους δεν θα υπερβαίνουν τις υποχρεώσεις που έχουν εγκριθεί στο πλαίσιο της νομοθεσίας της Ένωσης.

(14)

Θα πρέπει να εξασφαλιστεί συμμόρφωση με τα όρια που καθορίζονται στις σχετικές αποφάσεις της UNFCCC ή οργάνων του Πρωτοκόλλου του Κιότο σχετικά με τη μεταφορά ERU και CER από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων.

(15)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 525/2013 θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 525/2013 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3 παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«13α)   “αποθεματικό της περιόδου δεσμεύσεων” ή “CPR”: το αποθεματικό που δημιουργείται σύμφωνα με το παράρτημα της απόφασης 11/CMP.1 ή σύμφωνα με άλλες συναφείς αποφάσεις της UNFCCC ή οργάνων του Πρωτοκόλλου του Κιότο·

13β)   “αποθεματικό από το πλεόνασμα προηγούμενης περιόδου” ή “PPSR”: ο λογαριασμός που δημιουργείται σύμφωνα με την απόφαση 1/CMP.8 της διάσκεψης των μερών της UNFCCC που επέχει θέση συνόδου των μερών του πρωτοκόλλου του Κιότο (“απόφαση 1/CMP.8”) ή σύμφωνα με άλλες συναφείς αποφάσεις της UNFCCC ή οργάνων του Πρωτοκόλλου του Κιότο·

13γ)   “συμφωνία από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων”: οι όροι της συμφωνίας δυνάμει του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου του Κιότο μεταξύ της Ένωσης, των κρατών μελών της και τρίτων χωρών για την από κοινού τήρηση των δεσμεύσεών τους βάσει του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου του Κιότο, για τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων·».

2)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Ένωση και τα κράτη μέλη στα αντίστοιχα μητρώα τους που δημιουργούνται δυνάμει του πρώτου εδαφίου, εγγράφουν τις αντίστοιχες καταλογισμένες ποσότητές τους στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο και πραγματοποιούν τις συναλλαγές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με την απόφαση 1/CMP.8 ή άλλες συναφείς αποφάσεις της UNFCCC ή οργάνων του Πρωτοκόλλου του Κιότο, καθώς και με συμφωνία από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων. Για τον σκοπό αυτό, η Ένωση και κάθε κράτος μέλος, στα αντίστοιχα μητρώα τους:

δημιουργούν και διαχειρίζονται λογαριασμούς αποθέματος συμβαλλόμενου μέρους, συμπεριλαμβανομένου εγγυητικού λογαριασμού, και εγγράφουν ποσότητα AAU που ισοδυναμεί με τις αντίστοιχες καταλογισμένες ποσότητές τους για τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο στους εν λόγω λογαριασμούς αποθέματος συμβαλλόμενου μέρους,

καταλογίζουν την έκδοση, τη διατήρηση, τη μεταφορά, την απόκτηση, την ακύρωση, την απόσυρση, την αντικατάσταση ή την αλλαγή της ημερομηνίας λήξης των AAU, RMU, ERU, CER, tCER και lCER, κατά περίπτωση, που διατηρούνται στα αντίστοιχα μητρώα τους για τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο,

δημιουργούν και διατηρούν αποθεματικό της περιόδου δεσμεύσεων,

μεταφέρουν τις AAU, CER και ERU που διατηρούνται στα αντίστοιχα μητρώα τους από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο και δημιουργούν αποθεματικό από το πλεόνασμα προηγούμενης περιόδου και διαχειρίζονται τις AAU που διατηρούνται εντός αυτού,

εγγράφουν τη μεταφορά AAU ή ERU ως μέρος των εσόδων μετά την έκδοση ERU και κατά την πρώτη διεθνή μεταφορά AAU.».

β)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει επίσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 25 προκειμένου να πραγματοποιηθεί, μέσω των μητρώων της Ένωσης και των κρατών μελών, η απαραίτητη τεχνική εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Κιότο σύμφωνα με την απόφαση 1/CMP.8, ή άλλες συναφείς αποφάσεις της UNFCCC ή οργάνων του Πρωτοκόλλου του Κιότο και τυχόν συμφωνία από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων σύμφωνα με την παράγραφο 1.

6.   Ανατίθεται επίσης στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 25 ώστε να εξασφαλίζεται ότι:

τυχόν καθαρές μεταφορές ετήσιων δικαιωμάτων εκπομπής σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ και τυχόν καθαρές μεταφορές δικαιωμάτων με τρίτες χώρες που συμμετέχουν στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης που θεσπίστηκε με την οδηγία 2003/87/ΕΚ οι οποίες δεν είναι μέρη συμφωνίας από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων, ακολουθούνται από τη μεταφορά του αντίστοιχου αριθμού AAU μέσω διαδικασίας εκκαθάρισης στο τέλος της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο,

πραγματοποιούνται οι συναλλαγές που είναι απαραίτητες για την ευθυγράμμιση των ορίων που καθορίζονται στις αποφάσεις της UNFCCC ή φορέων του Πρωτοκόλλου του Κιότο σχετικά με τη μεταφορά ERU και CER από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο με την εφαρμογή του άρθρου 11α της οδηγίας 2003/87/ΕΚ· οι εν λόγω συναλλαγές δεν θίγουν τη δυνατότητα των κρατών μελών να μεταφέρουν περαιτέρω ERU και CER από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων για άλλους σκοπούς, εφόσον δεν υπερβαίνονται τα όρια μεταφοράς ERU και CER από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο.

7.   Όταν ένα κράτος μέλος λόγω ειδικής και έκτακτης κατάστασης βρίσκεται σε θέση που συνεπάγεται σοβαρά μειονεκτήματα για το ίδιο, συμπεριλαμβανομένων λογιστικών ασυνεπειών στην αντιστοίχιση της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης με τους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί βάσει του Πρωτοκόλλου του Κιότο, η Επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη της διαθεσιμότητας μονάδων στο τέλος της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο, να θεσπίζει μέτρα για την αντιμετώπιση της εν λόγω κατάστασης. Για τον σκοπό αυτόν, ανατίθεται στην Επιτροπή η έκδοση εκτελεστικών πράξεων για τη μεταφορά στο μητρώο του ανωτέρω κράτους μέλους CER, ERU ή AAU που τηρούνται στο μητρώο της Ένωσης. Αυτές οι εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 26 παράγραφος 2. Η αρμοδιότητα έκδοσης των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή από την ημερομηνία σύναψης εκ μέρους της Ένωσης της τροποποίησης της Ντόχα του Πρωτοκόλλου του Κιότο.

8.   Όταν εκδίδει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει των παραγράφων 5 και 6, η Επιτροπή διασφαλίζει τη συνέπεια με την οδηγία 2003/87/ΕΚ και την απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ και τη συνεπή εφαρμογή των λογιστικών απαιτήσεων που έχουν συμφωνηθεί σε διεθνές επίπεδο, βελτιστοποιεί τη διαφάνεια και εξασφαλίζει την ακρίβεια της λογιστικής καταγραφής των AAU, RMU, ERU, CER, tCER και lCER από την Ένωση και τα κράτη μέλη, με ταυτόχρονη αποφυγή, στο μέτρο του δυνατού, του διοικητικού φόρτου και του κόστους, μεταξύ άλλων όσον αφορά το μέρος των εσόδων και την ανάπτυξη και συντήρηση τεχνολογίας πληροφοριών. Έχει ιδιαίτερη σημασία να ακολουθεί η Επιτροπή τη συνήθη πρακτική της και να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, πριν από την έκδοση αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών.».

3)

Στο άρθρο 11 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η Ένωση και τα κράτη μέλη, στο τέλος της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο και σύμφωνα με την απόφαση 1/CMP.8 ή άλλες συναφείς αποφάσεις της UNFCCC ή οργάνων του Πρωτοκόλλου του Κιότο, καθώς και με συμφωνία από κοινού τήρησης των δεσμεύσεων, αποσύρουν από τα αντίστοιχα μητρώα τους τα AAU, RMU, ERU, CER, tCER ή lCER που ισοδυναμούν με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από πηγές και τις απορροφήσεις από καταβόθρες που καλύπτονται από τις αντίστοιχες καταλογισμένες ποσότητές τους.».

4)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 2, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6, στο άρθρο 7 και στο άρθρο 10 παράγραφος 4 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 8 Ιουλίου 2013.».

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 5 και 6 ανατίθεται στην Επιτροπή από την ημερομηνία σύναψης εκ μέρους της Ένωσης της τροποποίησης της Ντόχα του Πρωτοκόλλου του Κιότο μέχρι τη λήξη της συμπληρωματικής περιόδου για την τήρηση των δεσμεύσεων στο πλαίσιο της δεύτερης περιόδου δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο.».

5)

Στο άρθρο 26, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Στην περίπτωση του άρθρου 10 παράγραφος 7, εάν η επιτροπή δεν γνωμοδοτήσει, η Επιτροπή δεν εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Γνώμη της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2014.

(3)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(4)  Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 136).

(5)  Απόφαση αριθ. 280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για μηχανισμό παρακολούθησης των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου στην Κοινότητα και εφαρμογής του πρωτοκόλλου του Κιότο (ΕΕ L 49 της 19.2.2004, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2216/2004 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τυποποιημένο και ασφαλές σύστημα μητρώων δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 386 της 29.12.2004, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 920/2010 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2010, περί σύστασης ενωσιακού μητρώου για το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ, για τις περιόδους που λήγουν στις 31 Δεκεμβρίου 2012, δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 270 της 14.10.2010, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 389/2013 της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, για τη σύσταση ενωσιακού μητρώου δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των αποφάσεων αριθ. 280/2004/ΕΚ και αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 920/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1193/2011 της Επιτροπής (ΕΕ L 122 της 3.5.2013, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με μηχανισμό παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και άλλων πληροφοριών σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο που αφορούν την αλλαγή του κλίματος και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 13).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ΟΔΗΓΙΕΣ

27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/161


ΟΔΗΓΊΑ 2014/64/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για την τροποποίηση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που αποτελούν μέρος των δικτύων επιτήρησης στα κράτη μέλη

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3) εφαρμόζεται στον τομέα του εμπορίου βοοειδών και χοιροειδών εντός της Ένωσης. Η ανωτέρω οδηγία προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να καθιερώσει σύστημα δικτύων επιτήρησης. Τα δίκτυα αυτά περιλαμβάνουν ηλεκτρονική βάση δεδομένων η οποία πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ορισμένα στοιχεία που καθορίζονται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ, περιλαμβανομένου του κωδικού αναγνώρισης κάθε ζώου.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), θεσπίζει σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών. Απαιτεί, κατά γενικό κανόνα, τα δύο επίσημα μέσα αναγνώρισης κάθε ζώου να φέρουν τον ίδιο κωδικό αναγνώρισης. Ωστόσο, κατά την αρχική φάση προσαρμογής στη χρήση συσκευών ηλεκτρονικής αναγνώρισης ως επίσημων μέσων αναγνώρισης δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί ότι, ενίοτε, ο αρχικός κωδικός αναγνώρισης ενός ζώου δεν θα είναι δυνατόν, λόγω τεχνικών περιορισμών σε σχέση με τη διαμόρφωσή του, να αναπαραχθεί σε συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν οι χαρακτήρες που σχηματίζουν τον κωδικό αναγνώρισης καθιστούν αδύνατη τη μετατροπή του εν λόγω κωδικού σε ηλεκτρονική μορφή. Για τον λόγο αυτό, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 προβλέπονται ειδικές μεταβατικές εξαιρέσεις που επιτρέπουν την εφαρμογή συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης και σε αυτά τα ζώα, υπό τον όρο να διασφαλίζεται η πλήρης ιχνηλασιμότητα και να είναι δυνατή η ατομική τους αναγνώριση, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης της εκμετάλλευσης στην οποία γεννήθηκαν. Η δυνατότητα χρήσης παρόμοιων ηλεκτρονικών συσκευών αναγνώρισης θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στον κατάλογο των στοιχείων των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων που καθορίζεται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ.

(3)

Για λόγους συνοχής της νομοθεσίας της Ένωσης, ο τύπος ηλεκτρονικής συσκευής αναγνώρισης, αν τοποθετηθεί στα ζώα, θα πρέπει επίσης να προστεθεί στον κατάλογο των στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνονται στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που καθορίζεται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ.

(4)

Κατά συνέπεια, η οδηγία 64/432/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 14 παράγραφος 3 μέρος Γ της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ, το σημείο 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.

Για κάθε ζώο:

τον αποκλειστικό αριθμό ή τους αποκλειστικούς κωδικούς αναγνώρισης, για τις περιπτώσεις των άρθρων 4 παράγραφος 1, 4β, 4γ παράγραφος 1 και 4δ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5),

την ημερομηνία γέννησης,

το φύλο,

τη φυλή ή το χρώμα τριχώματος,

τον κωδικό αναγνώρισης της μητέρας ή, στην περίπτωση ζώου που έχει εισαχθεί από τρίτη χώρα, τον αποκλειστικό κωδικό του ατομικού μέσου αναγνώρισης που αποδίδεται στο ζώο από το κράτος μέλος προορισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000,

τον αριθμό αναγνώρισης της εκμετάλλευσης όπου γεννήθηκε το ζώο,

τους αριθμούς αναγνώρισης όλων των εκμεταλλεύσεων στις οποίες παρέμεινε το ζώο και τις ημερομηνίες κάθε αλλαγής εκμετάλλευσης,

την ημερομηνία θανάτου ή σφαγής,

τον τύπο της ηλεκτρονικής συσκευής αναγνώρισης, αν χρησιμοποιήθηκε στο ζώο.

Άρθρο 2

1.   Έως τις 18 Ιανουαρίου 2016, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από τις 18 Ιουλίου 2019.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτήν κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 43 της, 15.2.2012, σ. 64.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2014.

(3)  Οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1).


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/164


ΟΔΗΓΊΑ 2014/68/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 97/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί σημαντικά (4). Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων, είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ορίζει τους κανόνες διαπίστευσης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, παρέχει το πλαίσιο για την εποπτεία της αγοράς προϊόντων και για τη διενέργεια ελέγχων σε προϊόντα από τρίτες χώρες, και ορίζει τις γενικές αρχές που διέπουν τη σήμανση CE.

(3)

Η απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) καθορίζει κοινές αρχές και διατάξεις αναφοράς που θα εφαρμόζονται σε όλη την τομεακή νομοθεσία, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται μια συνεκτική βάση για την αναθεώρηση ή την αναδιατύπωση της εν λόγω νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, η οδηγία 97/23/ΕΚ θα πρέπει να προσαρμοστεί στην εν λόγω απόφαση.

(4)

Η παρούσα οδηγία καλύπτει εξοπλισμό υπό πίεση και συγκροτήματα τα οποία είναι νέα στην αγορά της Ένωσης όταν εισάγονται σε αυτήν, υπό την έννοια ότι πρόκειται είτε για νέο εξοπλισμό υπό πίεση ή νέα συγκροτήματα κατασκευασμένα από κατασκευαστή εγκατεστημένο στην Ένωση, είτε για εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα, νέα ή μεταχειρισμένα, τα οποία εισάγονται από τρίτη χώρα.

(5)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να έχει εφαρμογή σε όλες τις μορφές προμηθειών, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης από απόσταση.

(6)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται στον εξοπλισμό υπό πίεση που υφίσταται μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση PS άνω των 0,5 bar. Οι εξοπλισμοί υπό πίεση που υποβάλλονται σε πίεση το πολύ 0,5 bar δεν παρουσιάζουν ουσιαστικούς κινδύνους που οφείλονται στην πίεση. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να εμποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία τους στην Ένωση.

(7)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στα συγκροτήματα πλειόνων εξοπλισμών υπό πίεση που συναρμολογούνται σε ενιαίο λειτουργικό σύνολο. Τα εν λόγω συγκροτήματα μπορούν να εκτείνονται από τα απλά, όπως οι χύτρες ταχύτητας, μέχρι τα περίπλοκα, όπως οι υδραυλωτοί λέβητες. Όταν ο κατασκευαστής ενός συγκροτήματος προτίθεται να το εισαγάγει στην αγορά και να το θέσει σε λειτουργία ως σύνολο —και όχι υπό μορφή μη συναρμολογημένων συστατικών του στοιχείων—, το συγκρότημα αυτό θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στη συναρμολόγηση εξοπλισμών υπό πίεση που πραγματοποιείται στον χώρο και υπ’ ευθύνη χρήστη ο οποίος δεν είναι ο κατασκευαστής, όπως στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

(8)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίζει τις εθνικές διατάξεις όσον αφορά τους κινδύνους που οφείλονται στην πίεση. Οι άλλοι κίνδυνοι που μπορεί να παρουσιάζουν οι εν λόγω εξοπλισμοί υπάγονται ενδεχομένως σε οδηγίες που εξετάζουν τους εν λόγω κινδύνους.

(9)

Ωστόσο, ορισμένοι εξοπλισμοί υπό πίεση αποτελούν αντικείμενο άλλων οδηγιών που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Οι διατάξεις που προβλέπουν ορισμένες από τις οδηγίες αυτές αφορούν επίσης τους κινδύνους που οφείλονται στην πίεση. Οι εν λόγω οδηγίες θεωρούνται επαρκείς για να προληφθούν κατά ικανοποιητικό τρόπο οι οφειλόμενοι στην πίεση κίνδυνοι που παρουσιάζουν οι εξοπλισμοί αυτοί όταν η επικινδυνότητά τους παραμένει χαμηλή. Συνεπώς, οι εξοπλισμοί αυτοί θα πρέπει να εξαιρεθούν της παρούσας οδηγίας.

(10)

Για ορισμένους εξοπλισμούς υπό πίεση που καλύπτονται από διεθνείς συμφωνίες για τη διεθνή μεταφορά τους, οι κίνδυνοι και οι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με τις εθνικές μεταφορές και την πίεση αντιμετωπίζονται με ενωσιακές οδηγίες που βασίζονται στις ως άνω συμφωνίες. Οι οδηγίες αυτές επεκτείνουν την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών στις εθνικές μεταφορές, ώστε να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των επικίνδυνων εμπορευμάτων, παράλληλα με την ενίσχυση της ασφάλειας των μεταφορών. Οι εξοπλισμοί αυτοί που καλύπτονται από την οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και από την οδηγία 2010/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) θα πρέπει να εξαιρεθούν από την παρούσα οδηγία.

(11)

Ορισμένοι τύποι εξοπλισμών υπό πίεση, αν και υποβάλλονται σε μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση PS ανώτερη των 0,5 bar, δεν παρουσιάζουν άξιους λόγου κινδύνους που οφείλονται στην πίεση και, κατά συνέπεια, η ελεύθερη κυκλοφορία των εξοπλισμών αυτών εντός της Ένωσης δεν θα πρέπει να εμποδίζεται αν νομίμως κατασκευάζονται ή εισάγονται στην αγορά σε ένα κράτος μέλος. Οι εν λόγω εξοπλισμοί δεν χρειάζεται να υπαχθούν στην παρούσα οδηγία για να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία τους. Συνεπώς θα πρέπει να εξαιρεθούν ρητά απ’ αυτή.

(12)

Άλλοι εξοπλισμοί υπό πίεση οι οποίοι εκτίθενται σε μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση άνω των 0,5 bar και παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο λόγω πίεσης, για τους οποίους όμως εξασφαλίζεται τόσο η ελεύθερη κυκλοφορία όσο και ένα κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας, θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, ο αποκλεισμός αυτός θα πρέπει να αναθεωρείται τακτικά για να εξακριβωθεί εάν απαιτείται να ληφθεί δράση σε επίπεδο Ένωσης.

(13)

Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να βασίζεται σε κάποιο γενικό ορισμό του όρου «εξοπλισμοί υπό πίεση», ώστε να λαμβάνεται υπόψη η τεχνική εξέλιξη των προϊόντων.

(14)

Για την ασφάλεια των εξοπλισμών υπό πίεση, είναι αναγκαία η συμμόρφωση προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας. Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να διακρίνονται σε γενικές και ειδικές απαιτήσεις που είναι αναγκαίο να τηρούνται από τους εξοπλισμούς υπό πίεση. Ιδιαίτερα, οι ειδικές απαιτήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κάλυψη συγκεκριμένων τύπων εξοπλισμού υπό πίεση. Ορισμένοι τύποι εξοπλισμού υπό πίεση των κατηγοριών III και IV θα πρέπει να υποστούν τελική αξιολόγηση που να περιλαμβάνει τελική επιθεώρηση και δοκιμές αντοχής.

(15)

Τα κράτη μέλη οφείλουν να είναι σε θέση να επιτρέπουν σε εμπορικές εκθέσεις την παρουσίαση εξοπλισμών υπό πίεση που δεν πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Κατά τις επιδείξεις, θα πρέπει να λαμβάνονται τα προσήκοντα μέτρα ασφάλειας, κατ’ εφαρμογή των γενικών κανόνων ασφάλειας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια των προσώπων.

(16)

Η οδηγία 97/23/ΕΚ προβλέπει την ταξινόμηση του εξοπλισμού υπό πίεση σε κατηγορίες, σύμφωνα με το αύξον επίπεδο κινδύνου. Αυτό περιλαμβάνει την ταξινόμηση του ρευστού που περιέχεται στον εξοπλισμό υπό πίεση ως επικίνδυνου ή μη, σύμφωνα με την οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου (9). Την 1η Ιουνίου 2015 η οδηγία 67/548/ΕΟΚ πρόκειται να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), ο οποίος εφαρμόζει στην Ένωση το Παγκόσμια Εναρμονισμένο Σύστημα Ταξινόμησης και Επισήμανσης των Χημικών Ουσιών (GHS), που έχει εγκριθεί σε διεθνές επίπεδο στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 θεσπίζει νέες τάξεις και κατηγορίες κινδύνου, οι οποίες αντιστοιχούν μόνο εν μέρει σε εκείνες που προβλέπονται στην οδηγία 67/548/ΕΟΚ. Κατά συνέπεια, η οδηγία 97/23/ΕΚ θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και να διατηρηθούν παράλληλα τα υφιστάμενα επίπεδα προστασίας που προβλέπονται στην ίδια οδηγία.

(17)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να φέρουν την ευθύνη για τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση και των συγκροτημάτων με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, σε σχέση με τον ρόλο που διαδραματίζουν αντιστοίχως στην αλυσίδα εφοδιασμού, έτσι ώστε να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των δημόσιων συμφερόντων, όπως η υγεία και η ασφάλεια των προσώπων και η προστασία των κατοικίδιων ζώων και της περιουσίας, και να εγγυώνται θεμιτό ανταγωνισμό στην ενωσιακή αγορά.

(18)

Όλοι οι οικονομικοί φορείς που παρεμβαίνουν στην αλυσίδα εφοδιασμού και διανομής θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι καθιστούν διαθέσιμο στην αγορά μόνο εξοπλισμό υπό πίεση και συγκροτήματα που είναι σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί σαφής και αναλογική κατανομή των υποχρεώσεων που να ανταποκρίνεται στον ρόλο κάθε οικονομικού φορέα στην αλυσίδα εφοδιασμού και διανομής.

(19)

Ο κατασκευαστής, γνωρίζοντας λεπτομερώς τη διαδικασία σχεδιασμού και παραγωγής, βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να διενεργεί τη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Η αξιολόγηση της συμμόρφωσης θα πρέπει, συνεπώς, να παραμείνει υποχρέωση του κατασκευαστή και μόνο.

(20)

Για να διευκολυνθεί η επικοινωνία μεταξύ των οικονομικών φορέων, των αρχών εποπτείας της αγοράς, και των καταναλωτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους οικονομικούς φορείς να περιλαμβάνουν και ηλεκτρονική διεύθυνση μαζί με την ταχυδρομική τους διεύθυνση.

(21)

Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση και τα συγκροτήματα από τρίτες χώρες που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, ιδίως, ότι οι κατασκευαστές έχουν διενεργήσει τις κατάλληλες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης όσον αφορά τον εν λόγω εξοπλισμό υπό πίεση ή τα εν λόγω συγκροτήματα. Θα πρέπει, επομένως, να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγείς υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα που εισάγουν στην αγορά συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να μην εισάγουν στην αγορά εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα που δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις αυτές ή ενέχουν κίνδυνο. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγείς υποχρεούνται να μεριμνούν ότι έχουν διενεργηθεί οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και ότι η σήμανση του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων και τα έγγραφα που καταρτίζουν οι κατασκευαστές είναι στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών για λόγους ελέγχου.

(22)

Κατά τη διάθεση εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων στην αγορά, κάθε εισαγωγέας θα πρέπει να σημειώνει επί του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα του και την ταχυδρομική διεύθυνσή του για τυχόν επικοινωνία. Θα πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις όταν κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν λόγω του μεγέθους ή της φύσης του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος. Τούτο περιλαμβάνει την περίπτωση κατά την οποία ο εισαγωγέας θα πρέπει να ανοίξει τη συσκευασία για να θέσει το όνομα και τη διεύθυνσή του επί του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος.

(23)

Ο διανομέας διαθέτει τον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα στην αγορά αφού τα προϊόντα αυτά έχουν εισαχθεί στην αγορά από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα και θα πρέπει να ενεργεί με τη δέουσα προσοχή, ώστε να εξασφαλίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα δεν επηρεάζει αρνητικά τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(24)

Οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας εισάγει εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα στην αγορά με τη δική του επωνυμία ή εμπορικό σήμα ή τροποποιεί εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα κατά τρόπο ώστε να επηρεαστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι ο κατασκευαστής και να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή.

(25)

Οι διανομείς και οι εισαγωγείς, επειδή βρίσκονται κοντά στην αγορά, θα πρέπει να συμμετέχουν σε καθήκοντα εποπτείας της αγοράς που εκτελούνται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να συμμετάσχουν ενεργά με την προσκόμιση στις αρμόδιες αρχές όλων των αναγκαίων πληροφοριών που αφορούν τον οικείο εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα.

(26)

Η διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας του εξοπλισμού υπό πίεση και των συγκροτημάτων σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού συμβάλλει στη διαμόρφωση απλούστερης και αποτελεσματικότερης εποπτείας της αγοράς. Εάν το σύστημα ιχνηλασιμότητας είναι αποτελεσματικό, διευκολύνεται το έργο των αρμόδιων για την εποπτεία της αγοράς αρχών όσον αφορά τον εντοπισμό των οικονομικών φορέων που είναι υπεύθυνοι για τη διάθεση μη συμμορφούμενου εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων στην αγορά.

(27)

Στο πλαίσιο της τήρησης των στοιχείων που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας για την ταυτοποίηση άλλων οικονομικών φορέων, δεν θα πρέπει να απαιτείται από τους οικονομικούς φορείς να ενημερώνουν τα στοιχεία αυτά για άλλους οικονομικούς φορείς που είτε τους έχουν προμηθεύσει είτε έχουν προμηθευτεί από αυτούς εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκρότημα.

(28)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιορίζεται στη διατύπωση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφάλειας. Για να διευκολυνθεί η αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαιτήσεις είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ότι υπάρχει τεκμήριο συμμόρφωσης για εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα τα οποία συμμορφώνονται με εναρμονισμένα πρότυπα τα οποία εκδίδονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) για την ευρωπαϊκή τυποποίηση, με σκοπό τη διατύπωση λεπτομερών τεχνικών προδιαγραφών των εν λόγω απαιτήσεων, ιδίως όσον αφορά τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη δοκιμή του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων.

(29)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 προβλέπει διαδικασία υποβολής ενστάσεων κατά εναρμονισμένων προτύπων όταν τα εν λόγω πρότυπα δεν ικανοποιούν πλήρως τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(30)

Η κατασκευή των εξοπλισμών υπό πίεση απαιτεί τη χρησιμοποίηση ασφαλών υλικών. Εν απουσία εναρμονισμένων προτύπων, θα πρέπει να καθορίζονται τα χαρακτηριστικά των υλικών που προορίζονται για επαναλαμβανόμενη χρήση. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά θα πρέπει να καθορίζονται μέσω ευρωπαϊκών εγκρίσεων των υλικών, οι οποίες χορηγούνται από ειδικώς οριζόμενους κοινοποιημένους οργανισμούς. Τα υλικά που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση των ευρωπαϊκών εγκρίσεων θα πρέπει να απολαύουν το τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας.

(31)

Με δεδομένο τον κίνδυνο από τη χρήση εξοπλισμών υπό πίεση και συγκροτημάτων και προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους μεν οικονομικούς φορείς να αποδείξουν, στις δε αρμόδιες αρχές να εξασφαλίσουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που διατίθενται στην αγορά συμμορφώνονται προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν διαδικασίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης. Οι εν λόγω διαδικασίες θα πρέπει να διαμορφώνονται με γνώμονα το επίπεδο του εγγενούς κινδύνου των εξοπλισμών υπό πίεση ή των συγκροτημάτων. Κατά συνέπεια, σε κάθε κατηγορία εξοπλισμών υπό πίεση θα πρέπει να αντιστοιχεί η ενδεδειγμένη διαδικασία ή μία επιλογή μεταξύ διαφόρων διαδικασιών ίσης αυστηρότητας. Με την απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ θεσπίζονται ενότητες για τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, που περιλαμβάνουν από τη λιγότερο αυστηρή έως την περισσότερο αυστηρή διαδικασία, ανάλογα με το επίπεδο του υφιστάμενου κινδύνου και το επίπεδο της απαιτούμενης ασφάλειας. Για να εξασφαλιστεί διατομεακή συνοχή και να αποφευχθούν ad hoc παραλλαγές, οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα πρέπει να επιλέγονται από αυτές τις ενότητες. Οι λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται σε αυτές τις διαδικασίες δικαιολογούνται από το είδος της εξακρίβωσης που απαιτείται για τους εξοπλισμούς υπό πίεση.

(32)

Θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να εξουσιοδοτούν ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών για τη διεξαγωγή ορισμένων εργασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. Για τον σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεσπίζει κριτήρια για την παροχή εξουσιοδότησης από τα κράτη μέλη προς τις υπηρεσίες αυτές.

(33)

Υπό ορισμένες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα πρέπει να είναι εφικτές η επιθεώρηση και δοκιμή κάθε επιμέρους στοιχείου από κοινοποιημένο οργανισμό ή ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών, στο πλαίσιο της τελικής αξιολόγησης του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος. Σε άλλες περιπτώσεις θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα παρακολούθησης της τελικής αξιολόγησης εκ μέρους ενός κοινοποιημένου οργανισμού, με αιφνιδιαστική επίσκεψη.

(34)

Οι κατασκευαστές θα πρέπει να καταρτίσουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ, ώστε να παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και άλλης σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

(35)

Για να εξασφαλίζεται αποτελεσματική πρόσβαση στις πληροφορίες στο πλαίσιο της εποπτείας της αγοράς, σε περιπτώσεις στις οποίες ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα καλύπτεται από περισσότερες πράξεις ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, οι πληροφορίες που απαιτούνται για τον εντοπισμό όλων των ενωσιακών πράξεων θα πρέπει να είναι διαθέσιμες σε «ενιαία δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ». Για τη μείωση του διοικητικού φόρτου που βαρύνει τους οικονομικούς φορείς, αυτή η ενιαία δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ μπορεί να είναι φάκελος που περιλαμβάνει τις σχετικές επιμέρους δηλώσεις συμμόρφωσης.

(36)

Η αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας είναι απαραίτητη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών, άλλων χρηστών και των τρίτων μερών.

(37)

Κατά γενικό κανόνα, οι εξοπλισμοί υπό πίεση και τα συγκροτήματα θα πρέπει να φέρουν τη σήμανση CE. Η σήμανση CE, που δηλώνει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων, είναι η ορατή συνέπεια ολόκληρης διαδικασίας η οποία συμπεριλαμβάνει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης υπό ευρεία έννοια. Οι γενικές αρχές που διέπουν τη σήμανση CE και τη σχέση της με άλλες σημάνσεις διατυπώνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008. Οι κανόνες που διέπουν την τοποθέτηση της σήμανσης CE θα πρέπει να καθοριστούν στην παρούσα οδηγία.

(38)

Η σήμανση CE δεν θα πρέπει να τοποθετείται σε εξοπλισμό υπό πίεση, όπως αυτός ορίζεται στην παρούσα οδηγία, ο οποίος παρουσιάζει αμελητέο κίνδυνο που οφείλεται στην πίεση και για τον οποίο, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται καμία διαδικασία πιστοποίησης.

(39)

Ορισμένες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία απαιτούν την παρέμβαση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οι οποίοι κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.

(40)

Η πείρα έχει δείξει ότι τα κριτήρια που θεσπίζονται στην οδηγία 97/23/ΕΚ, τα οποία οφείλουν να πληρούν οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης για να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, δεν επαρκούν για την εξασφάλιση ομοιόμορφα υψηλού επιπέδου επίδοσης των οργανισμών αυτών σε όλη την Ένωση. Είναι ωστόσο αναγκαίο όλοι οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης να εκτελούν τα καθήκοντά τους στο ίδιο επίπεδο και με συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού. Αυτό προϋποθέτει τον καθορισμό υποχρεωτικών απαιτήσεων για τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που επιθυμούν να κοινοποιηθούν για να παρέχουν υπηρεσίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

(41)

Εάν ένας οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης αποδεικνύει συμμόρφωση με τα κριτήρια που ορίζονται στα εναρμονισμένα πρότυπα, τότε θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται και με τις αντίστοιχες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(42)

Για να εξασφαλιστεί συνεκτικό επίπεδο ποιότητας κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν απαιτήσεις για τις κοινοποιούσες αρχές και άλλους φορείς που συμμετέχουν στην αξιολόγηση, στην κοινοποίηση και στην παρακολούθηση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

(43)

Το σύστημα που θεσπίζεται με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμπληρώνεται με το σύστημα διαπίστευσης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008. Επειδή η διαπίστευση είναι βασικό μέσο για να επαληθευτεί η επάρκεια των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης για τον σκοπό της κοινοποίησης.

(44)

Η διαφανής διαπίστευση που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και εξασφαλίζει το αναγκαίο επίπεδο εμπιστοσύνης στα πιστοποιητικά συμμόρφωσης, θα πρέπει να θεωρείται από τις εθνικές δημόσιες αρχές σε ολόκληρη την Ένωση ως το κατ’ εξοχήν μέσο απόδειξης της τεχνικής επάρκειας των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Ωστόσο, οι εθνικές αρχές μπορούν να θεωρούν ότι διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να διενεργούν οι ίδιες τη συγκεκριμένη αξιολόγηση. Στις περιπτώσεις αυτές, για να εξασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο αξιοπιστίας της αξιολόγησης από άλλες εθνικές αρχές, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να προσκομίζουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τις αναγκαίες αποδείξεις ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης που έχουν αξιολογηθεί πληρούν τις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις.

(45)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης συχνά αναθέτουν υπεργολαβικά σε τρίτους ή σε θυγατρική τους μέρη των δραστηριοτήτων τους που συνδέονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης. Για να εξασφαλιστεί το επίπεδο της προστασίας που απαιτείται για τον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που πρόκειται να εισαχθούν στην αγορά της Ένωσης, έχει σημασία οι υπεργολάβοι και οι θυγατρικές που αξιολογούν τη συμμόρφωση να πληρούν, για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τις ίδιες απαιτήσεις όπως και οι κοινοποιημένοι οργανισμοί. Είναι συνεπώς σημαντικό, η αξιολόγηση της επάρκειας και της απόδοσης των οργανισμών που πρόκειται να κοινοποιηθούν, καθώς και η παρακολούθηση των ήδη κοινοποιημένων οργανισμών, να καλύπτουν και δραστηριότητες που διεξάγονται από υπεργολάβους και θυγατρικές.

(46)

Είναι αναγκαίο να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια της διαδικασίας κοινοποίησης και, ειδικότερα, να προσαρμοστεί η διαδικασία αυτή στις νέες τεχνολογίες, ώστε να καταστεί δυνατή η τηλεματική (on-line) κοινοποίηση.

(47)

Επειδή οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ένωση, ενδείκνυται να δοθεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή η δυνατότητα να προβάλουν ενστάσεις για κοινοποιημένο οργανισμό. Συνεπώς, είναι σημαντικό να προβλεφθεί χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα μπορούν να αποσαφηνίζονται τυχόν αμφιβολίες ή ανησυχίες για την επάρκεια των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, προτού αυτοί αρχίσουν να λειτουργούν ως κοινοποιημένοι οργανισμοί.

(48)

Για λόγους ανταγωνιστικότητας, έχει καθοριστική σημασία να εφαρμόζουν οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης τις διαδικασίες χωρίς περιττές επιβαρύνσεις για τους οικονομικούς φορείς. Για τον ίδιο λόγο, και για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των οικονομικών φορέων, θα πρέπει να εξασφαλίζεται συνέπεια στην τεχνική εφαρμογή των διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα με τον κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

(49)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για να εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση και τα συγκροτήματα μπορούν να εισάγονται στην αγορά μόνο με την προϋπόθεση ότι, εφόσον αποθηκεύονται σωστά και χρησιμοποιούνται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται, δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων. Ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν συμμορφώνονται προς τις βασικές απαιτήσεις ασφάλειας που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία μόνο υπό εύλογα προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, δηλαδή όταν η χρήση τους θα μπορούσε να είναι απόρροια νόμιμης και άμεσα προβλέψιμης ανθρώπινης συμπεριφοράς.

(50)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(51)

Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων μέσω των οποίων ζητείται από το κοινοποιούν κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα σχετικά με κοινοποιημένους οργανισμούς οι οποίοι δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις απαιτήσεις για την κοινοποίησή τους.

(52)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων όσον αφορά τις ευρωπαϊκές εγκρίσεις των υλικών που παρουσιάζουν ελλείψεις και των οποίων τα στοιχεία αναφοράς είχαν ήδη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι αυτές οι αποφάσεις θα μπορούσαν να είχαν συνέπειες στο τεκμήριο συμμόρφωσης με τις εφαρμοστέες ουσιώδεις απαιτήσεις.

(53)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις σχετικά με συμμορφούμενο εξοπλισμό πίεσης ή συγκροτήματα που ενέχουν κίνδυνο για την υγεία ή ασφάλεια προσώπων ή για την προστασία των κατοικίδιων ζώων ή της περιουσίας, αν τούτο επιβάλλεται για επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης.

(54)

Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, η επιτροπή που συγκροτείται με βάση την παρούσα οδηγία μπορεί να διαδραματίσει χρήσιμο ρόλο στην εξέταση θεμάτων που αφορούν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα οποία θέτει είτε ο πρόεδρός της είτε εκπρόσωπος κράτους μέλους σύμφωνα με τον κανονισμό της.

(55)

Όταν εξετάζονται, π.χ. από μια ομάδα εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, ζητήματα που σχετίζονται με την παρούσα οδηγία, εκτός της εφαρμογής ή τυχόν παράβασής της, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει, σύμφωνα με την ισχύουσα πρακτική, να λαμβάνει πλήρη ενημέρωση και τεκμηρίωση και, κατά περίπτωση, να καλείται να παραστεί στις εν λόγω συνεδριάσεις.

(56)

H Επιτροπή θα πρέπει, με εκτελεστικές πράξεις και, δεδομένης της ιδιαίτερής τους φύσης, ενεργώντας χωρίς να εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011, να καθορίζει αν τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη σχετικά με μη συμμορφούμενο εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα δικαιολογούνται ή όχι.

(57)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη πολύ σοβαροί λόγοι ασφάλειας που προκύπτουν, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ όσον αφορά τις τροποποιήσεις της ταξινόμησης του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων. Η αναταξινόμηση θα πρέπει να βασίζεται σε κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία και αιτιολόγηση σε κάθε περίπτωση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

(58)

Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(59)

Η οδηγία 97/23/ΕΚ προβλέπει μεταβατική περίοδο κατά την οποία θα επιτρέπεται να τεθούν σε λειτουργία ο εξοπλισμός υπό πίεση και τα συγκροτήματα που συμμορφώνονται με τις ισχύουσες εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις κατά την ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας 97/23/ΕΚ. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι αναγκαίο να περιληφθεί η εν λόγω μεταβατική περίοδος και στην παρούσα οδηγία.

(60)

Είναι απαραίτητο να προβλεφθούν εύλογες μεταβατικές διευθετήσεις που να επιτρέπουν τη διάθεση στην αγορά και τη θέση σε λειτουργία εξοπλισμού υπό πίεση και συγκροτημάτων που έχουν ήδη εισαχθεί στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 97/23/ΕΚ, χωρίς να χρειάζεται η συμμόρφωσή τους προς άλλες απαιτήσεις, πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας. Οι διανομείς θα πρέπει συνεπώς να μπορούν να προμηθεύουν εξοπλισμό υπό πίεση και συγκροτήματα που έχουν εισαχθεί στην αγορά, δηλαδή εμπόρευμα που βρίσκεται ήδη στην αλυσίδα διανομής, πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

(61)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί βάσει της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίζουν την επιβολή των κανόνων αυτών. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(62)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή να εξασφαλιστεί ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που κυκλοφορούν στην αγορά πληρούν τις απαιτήσεις που εγγυώνται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και ασφάλειας των προσώπων και την προστασία των κατοικίδιων ζώων ή της περιουσίας, με ταυτόχρονη κατοχύρωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(63)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν ουσιαστικές τροποποιήσεις της προηγούμενης οδηγίας. Η υποχρέωση μεταφοράς των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες προκύπτει ήδη από την προηγούμενη οδηγία.

(64)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και την ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας που παρατίθενται στο παράρτημα V μέρος B,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στον σχεδιασμό, στην κατασκευή και στην αξιολόγηση της συμμόρφωσης εξοπλισμού υπό πίεση και συγκροτημάτων με μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση PS άνω των 0,5 bar.

2.   Από την παρούσα οδηγία δεν καλύπτονται:

α)

οι αγωγοί που περιλαμβάνουν σωληνώσεις ή σύνολα σωληνώσεων που προορίζονται για τη μεταφορά οποιουδήποτε ρευστού ή άλλου υλικού προς ή από (χερσαία ή θαλάσσια) εγκατάσταση, αρχίζοντας από το τελευταίο μονωτικό όργανο που βρίσκεται στον χώρο της εγκατάστασης, συμπεριλαμβάνοντας τον βοηθητικό εξοπλισμό που προβλέπεται ειδικά για τις σωληνώσεις· δεν περιλαμβάνεται στην εξαίρεση ο συνήθης εξοπλισμός υπό πίεση που βρίσκεται ενδεχομένως στους σταθμούς μείωσης της πίεσης ή στους σταθμούς συμπίεσης·

β)

τα δίκτυα για την παροχή, διανομή και εκροή ύδατος και ο εξοπλισμός τους καθώς και οδοί κινητήριου ύδατος όπως π.χ. αγωγοί βεβιασμένης ροής, σήραγγες υπό πίεση, φρέατα εξισορρόπησης της πίεσης σε υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις και τα ειδικότερα εξαρτήματά τους·

γ)

τα απλά δοχεία πίεσης που διέπονται από την οδηγία 2014/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13)·

δ)

οι συσκευές αερολυμάτων (αεροζόλ) που διέπονται από την οδηγία 75/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου (14)·

ε)

ο εξοπλισμός που προορίζεται για τη λειτουργία των οχημάτων που ορίζονται από τις ακόλουθες νομικές πράξεις:

i)

οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15),

ii)

κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 167/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16),

iii)

κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 168/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17)·

στ)

ο εξοπλισμός που ταξινομείται, κατ’ ανώτατο όριο, στην κατηγορία I κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της παρούσας οδηγίας και ο οποίος εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες οδηγίες:

i)

οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18),

ii)

οδηγία 2014/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19),

iii)

οδηγία 2014/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20),

iv)

οδηγία 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου (21),

v)

οδηγία 2009/142/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22),

vi)

οδηγία 2014/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23),

ζ)

ο εξοπλισμός που διέπεται από το άρθρο 346 παράγραφος 1 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ·

η)

οι εξοπλισμοί που είναι ειδικά σχεδιασμένοι για πυρηνικές εγκαταστάσεις, των οποίων η βλάβη μπορεί να προκαλέσει εκπομπή ραδιενέργειας·

θ)

ο εξοπλισμός προστασίας φρεάτων που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία αναζήτησης και άντλησης πετρελαίου, φυσικού αερίου και γεωθερμικής ενέργειας, καθώς και στην υπόγεια αποθήκευση, και που αποσκοπεί στη συγκράτηση και/ή διατήρηση της πίεσης του φρέατος· σε αυτόν περιλαμβάνεται η κεφαλή του φρέατος («χριστουγεννιάτικο δέντρο») και οι αποφρακτήρες ασφαλείας (blow-out preventers — BOP), οι σωληνώσεις και συλλεκτήρες τους και ο εξοπλισμός που βρίσκεται στα ανάντη·

ι)

ο εξοπλισμός που περιλαμβάνει περιβλήματα (κάρτερ) ή μηχανισμούς όπου η διαστασιολόγηση, η εκλογή υλικού και οι κατασκευαστικοί κανόνες βασίζονται κυρίως σε απαιτήσεις αντοχής, ακαμψίας και ευστάθειας έναντι των στατικών και δυναμικών λειτουργικών καταπονήσεων ή έναντι άλλων χαρακτηριστικών λειτουργίας τους, και για τον οποίον η πίεση δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα σχεδιασμού· στον εν λόγω εξοπλισμό μπορούν να περιληφθούν:

i)

οι κινητήρες, συμπεριλαμβανομένων των στροβιλοκινητήρων και των κινητήρων εσωτερικής καύσης,

ii)

οι ατμομηχανές, οι αεριοστρόβιλοι/ατμοστρόβιλοι, οι στροβιλογεννήτριες, οι συμπιεστές, οι αντλίες και οι σερβομηχανισμοί·

ια)

οι υψικάμινοι, περιλαμβανομένων του συστήματος ψύξης της εστίας, των ανακτητών θερμότητας της υψικαμίνου, των κονιοσυλλεκτών και των υδροαυτοκαθαριστών απαερίων της υψικαμίνου, καθώς και κάμινοι αμέσου αναγωγής, περιλαμβανομένου του συστήματος ψύξης της εστίας, των μεταλλακτών και των δοχείων τήξης, ανάτηξης, εξαερίωσης και χύτευσης χάλυβα, σιδήρου και μη σιδηρούχων μετάλλων·

ιβ)

τα περιβλήματα ηλεκτρικού εξοπλισμού υψηλής τάσης, όπως διακοπτών, οργάνων ελέγχου, μετασχηματιστών και περιστρεφόμενων μηχανών·

ιγ)

τα περιβλήματα υπό πίεση που καλύπτουν στοιχεία δικτύων μετάδοσης, όπως π.χ. ηλεκτρικών και τηλεφωνικών καλωδίων·

ιδ)

τα πλοία, οι πύραυλοι, τα αεροσκάφη και οι κινητές μονάδες ανοιχτής θάλασσας, καθώς και ο εξοπλισμός ο ειδικά προοριζόμενος να εγκατασταθεί σ’ αυτά ή να τα προωθεί·

ιε)

ο εξοπλισμός υπό πίεση που αποτελείται από εύκαμπτο περίβλημα, όπως π.χ. τα ελαστικά, τα φουσκωτά μαξιλαράκια, οι μπάλες που χρησιμεύουν ως παιχνίδια και τα φουσκωτά πλωτά μέσα, και παρεμφερής εξοπλισμός υπό πίεση·

ιστ)

οι σιγαστήρες εισαγωγής και εξαγωγής·

ιζ)

οι φιάλες ή τα μεταλλικά κουτιά για αεριούχα ποτά που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή·

ιη)

τα δοχεία τα σχεδιασμένα για τη μεταφορά και διανομή αεριούχων ποτών με PS·V που δεν υπερβαίνει τα 500 bar·L και μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση μη υπερβαίνουσα τα 7 bar·

ιθ)

ο εξοπλισμός που υπάγεται στην οδηγία 2008/68/ΕΚ και στην οδηγία 2010/35/ΕΕ και ο εξοπλισμός που εμπίπτει στον διεθνή ναυτιλιακό κώδικα για τη μεταφορά των επικίνδυνων εμπορευμάτων και στη σύμβαση για τη διεθνή οργάνωση πολιτικής αεροπορίας·

κ)

τα θερμαντικά σώματα και οι σωλήνες των συστημάτων θέρμανσης διά θερμού ύδατος·

κα)

τα δοχεία που περιέχουν υγρά με πίεση του αερίου επάνω από το υγρό που δεν υπερβαίνει τα 0,5 bar.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1)   «εξοπλισμός υπό πίεση»: τα δοχεία, οι σωληνώσεις, τα εξαρτήματα ασφαλείας και τα εξαρτήματα υπό πίεση, όπου περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, τα στοιχεία τα προσαρτημένα σε μέρη υπό πίεση, όπως φλάντζες, ακροφύσια, ζεύξεις, στηρίγματα, κρίκοι αναρτήσεως·

2)   «δοχείο»: κάθε περίβλημα σχεδιασμένο και κατασκευασμένο για να περιέχει ρευστά υπό πίεση, συμπεριλαμβανομένων των άμεσα προσδεδεμένων σ’ αυτό στοιχείων, μέχρι το σημείο που προβλέπεται για τη σύνδεση άλλου εξοπλισμού· ένα δοχείο μπορεί να αποτελείται από έναν ή περισσότερους θαλάμους·

3)   «σωληνώσεις»: τα στοιχεία αγωγών που προορίζονται για τη μεταφορά ρευστών, όταν συνδέονται προκειμένου να ενσωματωθούν σε ένα σύστημα υπό πίεση· οι σωληνώσεις περιλαμβάνουν, ιδίως, σωλήνες ή σύστημα σωλήνων, αυλούς, εξαρτήματα σωληνώσεων, αρμούς διαστολής, εύκαμπτους σωλήνες ή, κατά περίπτωση, άλλα κατασκευαστικά στοιχεία ανθεκτικά στην πίεση· οι εναλλάκτες θερμότητας που αποτελούνται από σωλήνες οι οποίοι προορίζονται για την ψύξη ή τη θέρμανση του αέρα, θεωρούνται σωληνώσεις·

4)   «εξαρτήματα ασφαλείας»: οι διατάξεις που προορίζονται για την προστασία του εξοπλισμού υπό πίεση κατά της υπέρβασης των επιτρεπόμενων ορίων, στις οποίες περιλαμβάνονται συστήματα για τον άμεσο περιορισμό της πίεσης, όπως ασφαλιστικές δικλίδες, ασφαλιστικοί διαρρηγνυόμενοι δίσκοι, ράβδοι λυγισμού, ελεγχόμενα συστήματα ασφάλειας ανακούφισης της πίεσης (CSPRS) και συστήματα περιορισμού που ενεργοποιούν μέσα επέμβασης ή συνεπάγονται διακοπή ή διακοπή και μανδάλωση, όπως μεταγωγείς οι οποίοι ενεργοποιούνται από την πίεση, τη θερμοκρασία ή τη στάθμη του ρευστού και συστήματα μέτρησης, ελέγχου και ρύθμισης που αφορούν την ασφάλεια (SRMCR)·

5)   «εξαρτήματα υπό πίεση»: τα εξαρτήματα που έχουν λειτουργικό ρόλο των οποίων το περίβλημα υπόκειται σε πίεση·

6)   «συγκροτήματα»: τα σύνολα εξοπλισμών υπό πίεση που συναρμολογούνται από τον κατασκευαστή προκειμένου να αποτελέσουν ένα ολοκληρωμένο και λειτουργικό συγκρότημα·

7)   «πίεση»: η πίεση σε σχέση με την ατμοσφαιρική πίεση, δηλαδή η πίεση στο μανόμετρο. Ως εκ τούτου, το κενό έχει αρνητικό πρόσημο·

8)   «μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση PS»: η μέγιστη πίεση λειτουργίας για την οποία έχει σχεδιαστεί ο εξοπλισμός και η οποία προσδιορίζεται από τον κατασκευαστή και ορίζεται σε μια θέση που καθορίζεται από αυτόν· η εν λόγω θέση είναι είτε το σημείο όπου συνδέονται τα όργανα προστασίας και/ή περιορισμού ή το άνω μέρος του εξοπλισμού ή, αν τα σημεία αυτά δεν προσφέρονται, οποιοδήποτε άλλο καθορισμένο σημείο·

9)   «μέγιστη/ελάχιστη επιτρεπόμενη θερμοκρασία TS»: η μέγιστη/ελάχιστη θερμοκρασία για την οποία έχει σχεδιαστεί ο εξοπλισμός, όπως προσδιορίζεται από τον κατασκευαστή·

10)   «όγκος V»: ο εσωτερικός όγκος κάθε θαλάμου, περιλαμβανομένου του όγκου των στομίων έως την πρώτη σύνδεση ή συγκόλληση, αφαιρουμένου του όγκου των μόνιμων εσωτερικών στοιχείων·

11)   «ονομαστικό μέγεθος (DN)»: ο αριθμητικός προσδιορισμός μεγέθους, κοινός σε όλα τα κατασκευαστικά στοιχεία ενός συστήματος σωληνώσεων, πλην των προσδιοριζόμενων από τις εξωτερικές διαμέτρους ή τα μεγέθη σπειρωμάτων· το ονομαστικό μέγεθος είναι ένας στρογγυλός αριθμός για ευκολία αναφοράς και συνδέεται μόνο κατά προσέγγιση με τις κατασκευαστικές διαστάσεις· συμβολίζεται με τα γράμματα DN ακολουθούμενα από έναν αριθμό·

12)   «ρευστά»: τα αέρια, τα υγρά και οι ατμοί σε καθαρή φάση καθώς και τα μείγματά τους· τα ρευστά μπορούν να περιέχουν αιώρημα στερεών,

13)   «μόνιμοι σύνδεσμοι»: σύνδεσμοι οι οποίοι μπορούν να διασπαστούν μόνο με καταστροφικές μεθόδους·

14)   «ευρωπαϊκή έγκριση υλικών»: τεχνικό έγγραφο που καθορίζει τα χαρακτηριστικά των υλικών τα οποία προορίζονται για επανειλημμένη χρήση με σκοπό την κατασκευή εξοπλισμών υπό πίεση και δεν υπάγονται σε εναρμονισμένο πρότυπο·

15)   «διάθεση στην αγορά»: κάθε προσφορά εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στην ενωσιακή αγορά στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν·

16)   «εισαγωγή στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα καθίστανται διαθέσιμα στην ενωσιακή αγορά·

17)   «θέση σε λειτουργία»: η πρώτη χρήση εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτήματος από τον χρήστη του·

18)   «κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκρότημα ή που αναθέτει σε άλλους τον σχεδιασμό ή την κατασκευή του εν λόγω εξοπλισμού ή συγκροτήματος, και διοχετεύει στην αγορά τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα αυτό υπό την επωνυμία ή το εμπορικό σήμα του ή τα χρησιμοποιεί για δικούς του σκοπούς·

19)   «εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων·

20)   «εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση το οποίο εισάγει εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα τρίτης χώρας στην ενωσιακή αγορά·

21)   «διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, άλλο από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο διαθέτει εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα στην αγορά·

22)   «οικονομικοί φορείς»: ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας και ο διανομέας·

23)   «τεχνική προδιαγραφή»: έγγραφο με το οποίο ορίζονται οι τεχνικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται από τον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα·

24)   «εναρμονισμένο πρότυπο»: εναρμονισμένο πρότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

25)   «διαπίστευση»: διαπίστευση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

26)   «εθνικός οργανισμός διαπίστευσης»: εθνικός οργανισμός διαπίστευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

27)   «αξιολόγηση της συμμόρφωσης»: η διεργασία αξιολόγησης με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας σχετικά με εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα·

28)   «οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης»: φορέας που εκτελεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, περιλαμβανομένων της βαθμονόμησης, της δοκιμής, της πιστοποίησης και της επιθεώρησης·

29)   «ανάκληση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην επιστροφή εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων που έχουν ήδη διατεθεί σε καταναλωτές ή άλλους χρήστες·

30)   «απόσυρση»: κάθε μέτρο που έχει ως στόχο να αποτρέψει τη διάθεση στην αγορά εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων τα οποία βρίσκονται στην αλυσίδα εφοδιασμού·

31)   «σήμανση CE»: σήμανση με την οποία ο κατασκευαστής δηλώνει ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα συμμορφώνεται προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που προβλέπει την τοποθέτηση της εν λόγω σήμανσης,

32)   «ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης»: κάθε ενωσιακή νομοθεσία η οποία εναρμονίζει τους όρους εμπορίας των προϊόντων.

Άρθρο 3

Διάθεση στην αγορά και θέση σε λειτουργία

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση και τα συγκροτήματα διατίθενται στην αγορά και τίθενται σε λειτουργία μόνο όταν πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, εφόσον εγκαθίστανται και συντηρούνται σωστά και χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονται.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίζουν τις απαιτήσεις που θεωρούν απαραίτητες για την προστασία των προσώπων και, ιδιαιτέρως, των εργαζομένων που χειρίζονται τους εξοπλισμούς υπό πίεση ή το συγκρότημα, εφόσον τούτο δεν συνεπάγεται τροποποιήσεις αυτού του εξοπλισμού ή του συγκροτήματος κατά τρόπο μη οριζόμενο στην παρούσα οδηγία.

3.   Σε εμπορικές εκθέσεις, άλλες εκθέσεις, επιδείξεις και παρόμοιες εκδηλώσεις, τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν την επίδειξη εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων που δεν συμμορφώνονται προς την παρούσα οδηγία εφόσον αναφέρεται σαφώς σε ορατή πινακίδα ότι ο εν λόγω εξοπλισμός υπό πίεση ή τα εν λόγω συγκροτήματα δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά και/ή να τεθούν σε λειτουργία μέχρι να εξασφαλιστεί η σχετική συμμόρφωση. Κατά τις επιδείξεις, λαμβάνονται τα προσήκοντα μέτρα ασφάλειας σύμφωνα με τις απαιτήσεις που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια των προσώπων.

Άρθρο 4

Τεχνικές απαιτήσεις

1.   Ο ακόλουθος εξοπλισμός υπό πίεση πληροί τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας του παραρτήματος I:

α)

δοχεία, πλην των αναφερομένων στο στοιχείο β), για:

i)

αέρια, υγροποιημένα αέρια, αέρια διαλυμένα υπό πίεση, ατμούς καθώς και υγρά των οποίων η πίεση ατμών στη μέγιστη επιτρεπόμενη θερμοκρασία είναι κατά 0,5 bar μεγαλύτερη της κανονικής ατμοσφαιρικής πίεσης (1 013 mbar), εντός των κατωτέρω ορίων:

για ρευστά της ομάδας 1, με όγκο μεγαλύτερο του 1 λίτρου και γινόμενο PS·V μεγαλύτερο των 25 bar·L, καθώς και όταν ή πίεση PS είναι μεγαλύτερη των 200 bar (παράρτημα II πίνακας 1),

για ρευστά της ομάδας 2, με όγκο μεγαλύτερο του 1 λίτρου και γινόμενο PS·V μεγαλύτερο των 50 bar·L, καθώς και πίεση μεγαλύτερη των 1 000 bar, καθώς και για όλους τους φορητούς πυροσβεστήρες και τις φιάλες για αναπνευστικές συσκευές (παράρτημα II πίνακας 2),

ii)

υγρά με πίεση ατμών στη μέγιστη επιτρεπόμενη θερμοκρασία κατώτερη ή ίση των 0,5 bar άνω της κανονικής ατμοσφαιρικής πίεσης (1 013 mbar), εντός των κατωτέρω ορίων:

για ρευστά της ομάδας 1, με όγκο μεγαλύτερο του 1 λίτρου και γινόμενο PS·V μεγαλύτερο των 200 bar·L, καθώς και όταν η πίεση PS είναι μεγαλύτερη των 500 bar (παράρτημα II πίνακας 3),

για ρευστά της ομάδας 2, με πίεση PS μεγαλύτερη των 10 bar, γινόμενο PS·V μεγαλύτερο των 10 000 bar·L, καθώς και πίεση μεγαλύτερη των 1 000 bar (παράρτημα II πίνακας 4)·

β)

εξοπλισμός υπό πίεση ο οποίος εκτίθεται σε φλόγα ή σε άλλη θερμιδική εισροή που δημιουργεί κίνδυνο υπερθέρμανσης και ο οποίος προορίζεται για παραγωγή ατμού ή υπέρθερμου νερού σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 110 °C, με όγκο μεγαλύτερο των 2 λίτρων, καθώς και όλες οι χύτρες ταχύτητας (παράρτημα II πίνακας 5)·

γ)

σωληνώσεις που προορίζονται για:

i)

αέρια, υγροποιημένα αέρια, αέρια διαλυμένα υπό πίεση, ατμούς και για υγρά των οποίων η πίεση ατμών στη μέγιστη επιτρεπόμενη θερμοκρασία υπερβαίνει την κανονική ατμοσφαιρική πίεση (1 013 mbar) κατά τουλάχιστον 0,5 bar, εντός των κατωτέρω ορίων:

για ρευστά της ομάδας 1 με DN μεγαλύτερο του 25 (παράρτημα II πίνακας 6),

για ρευστά της ομάδας 2 με DN μεγαλύτερο του 32 και γινόμενο PS·DN μεγαλύτερο των 1 000 bar (παράρτημα II πίνακας 7),

ii)

υγρά των οποίων η πίεση ατμών στη μέγιστη επιτρεπόμενη θερμοκρασία υπερβαίνει την κανονική ατμοσφαιρική πίεση (1 013 mbar) κατά έως 0,5 bar, εντός των κατωτέρω ορίων:

για ρευστά της ομάδας 1 με DN μεγαλύτερο του 25 και γινόμενο PS·DN μεγαλύτερο των 2 000 bar (παράρτημα II πίνακας 8),

για ρευστά της ομάδας 2 με PS μεγαλύτερη των 10 bar και DN μεγαλύτερο του 200 και γινόμενο PS·DN μεγαλύτερο των 5 000 bar (παράρτημα II πίνακας 9)·

δ)

εξαρτήματα ασφαλείας και εξαρτήματα υπό πίεση που προορίζονται για τον εξοπλισμό που καλύπτεται από τα στοιχεία α), β) και γ), καθώς επίσης και όταν εξοπλισμοί του είδους αυτού είναι ενσωματωμένοι σε συγκρότημα.

2.   Τα ακόλουθα συγκροτήματα που περιλαμβάνουν τουλάχιστον ένα στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση που υπάγεται στην παράγραφο 1 ικανοποιούν τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας του παραρτήματος I:

α)

τα συγκροτήματα που προορίζονται για την παραγωγή ατμού και υπέρθερμου ύδατος θερμοκρασίας άνω των 110 °C και τα οποία περιλαμβάνουν τουλάχιστον έναν εξοπλισμό υπό πίεση που υπόκειται σε δράση φλόγας ή σε θερμαντική ενέργεια με κίνδυνο υπερθέρμανσης·

β)

τα συγκροτήματα, πλην εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α), όταν ο κατασκευαστής τους προτίθεται να τα καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά και να τα θέσει σε λειτουργία ως σύνολα.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα συγκροτήματα παραγωγής θερμού ύδατος θερμοκρασίας ίσης ή κατώτερης των 110 °C που τροφοδοτούνται διά χειρός με στερεό καύσιμο και έχουν PS·V άνω των 50 bar·L πληρούν τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας των σημείων 2.10, 2.11, 3.4, 5 στοιχείο α) και 5 στοιχείο δ) του παραρτήματος I.

3.   Ο εξοπλισμός υπό πίεση και τα συγκροτήματα των οποίων τα χαρακτηριστικά είναι κατώτερα ή ίσα προς τα όρια που καθορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 2 σχεδιάζονται και κατασκευάζονται σύμφωνα με την ορθή μηχανολογική πρακτική ενός κράτους μέλους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται απόλυτη ασφάλεια χρήσης. Ο εξοπλισμός υπό πίεση και τα συγκροτήματα συνοδεύονται από επαρκείς οδηγίες χρήσης.

Με την επιφύλαξη άλλης εφαρμοστέας νομοθεσίας εναρμόνισης της Ένωσης που προβλέπει την τοποθέτηση σήματος CE, o εν λόγω εξοπλισμός ή τα συγκροτήματα δεν φέρουν τη σήμανση που αναφέρεται στο άρθρο 18.

Άρθρο 5

Ελεύθερη κυκλοφορία

1.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαγορεύσουν, να περιορίσουν ή να εμποδίσουν, λόγω κινδύνων σχετικών με την πίεση, τη διάθεση στην αγορά ή τη θέση σε λειτουργία, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει ο κατασκευαστής εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων που συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία.

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαγορεύσουν, να περιορίσουν ή να εμποδίσουν, λόγω κινδύνων σχετικών με την πίεση, τη διάθεση στην αγορά ή τη θέση σε λειτουργία, εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων σύμφωνων προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 3.

2.   Εφόσον κράτος μέλος ορίσει ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 25, δεν μπορεί, λόγω κινδύνων σχετικών με την πίεση, να απαγορεύει, να περιορίζει ή να εμποδίζει τη διάθεση στην αγορά ή τη θέση σε λειτουργία, υπό τις συνθήκες του άρθρου 16, εξοπλισμών υπό πίεση ή συγκροτημάτων των οποίων η συμμόρφωση έχει αξιολογηθεί από ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών η οποία έχει οριστεί από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 25.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν, αν είναι απαραίτητο για την ορθή και ασφαλή χρήση του εξοπλισμού υπό πίεση και των συγκροτημάτων, να απαιτούν να δίνονται οι πληροφορίες του παραρτήματος I σημεία 3.3 και 3.4 στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, που μπορεί να προσδιοριστούν από το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται ο εξοπλισμός ή το συγκρότημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ

Άρθρο 6

Υποχρεώσεις των κατασκευαστών

1.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 που διαθέτουν στην αγορά ή χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα σύμφωνα με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας του παραρτήματος I.

Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα του άρθρου 4 παράγραφος 3 που διαθέτουν στην αγορά ή χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα σύμφωνα με την ορθή μηχανολογική πρακτική ενός κράτους μέλους.

2.   Για τον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, οι κατασκευαστές καταρτίζουν τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο παράρτημα III και διενεργούν ή αναθέτουν τη διενέργεια της σχετικής διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρεται στο άρθρο 14.

Όταν η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις αποδεικνύεται με τη διαδικασία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, οι κατασκευαστές καταρτίζουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και θέτουν τη σήμανση CE.

3.   Οι κατασκευαστές φυλάσσουν τον τεχνικό φάκελο και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων στην αγορά.

4.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται οι διαδικασίες ώστε να διατηρείται η συμμόρφωση της εν σειρά παραγωγής προς την παρούσα οδηγία. Οι αλλαγές στον σχεδιασμό ή στα χαρακτηριστικά του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων και οι αλλαγές στα εναρμονισμένα πρότυπα ή σε άλλες τεχνικές προδιαγραφές με βάση τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων λαμβάνονται δεόντως υπόψη.

Όταν κρίνεται σκόπιμο όσον αφορά τους κινδύνους που παρουσιάζει ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα, οι κατασκευαστές διενεργούν, για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών και άλλων χρηστών, δοκιμές με δειγματοληψία στον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που έχουν διατεθεί στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν, αν κρίνεται αναγκαίο, αρχείο με τις καταγγελίες για τον μη συμμορφούμενο εξοπλισμό υπό πίεση και τα μη συμμορφούμενα συγκροτήματα και τις ανακλήσεις του εν λόγω εξοπλισμού και τηρούν ενήμερους τους διανομείς για τις έρευνές τους.

5.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός τους υπό πίεση ή τα συγκροτήματά τους φέρουν αριθμό τύπου, παρτίδας ή σειράς ή άλλο στοιχείο που να επιτρέπει την ταυτοποίησή τους ή, όταν δεν το επιτρέπει το μέγεθος ή η φύση του εν λόγω εξοπλισμού ή συγκροτήματος, εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές αναγράφονται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει τον εξοπλισμό.

6.   Οι κατασκευαστές αναγράφουν στον εξοπλισμό υπό πίεση ή στο συγκρότημα το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και την ταχυδρομική διεύθυνσή τους ή, όταν δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία ή σε συνοδευτικό έγγραφο του εξοπλισμού ή του συγκροτήματος. Η διεύθυνση υποδεικνύει ένα μοναδικό σημείο επικοινωνίας με τον κατασκευαστή. Τα στοιχεία επικοινωνίας παρέχονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, τους άλλους χρήστες και τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

7.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 συνοδεύονται από οδηγίες και πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια σύμφωνα με τα σημεία 3.3 και 3.4 του παραρτήματος I, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους χρήστες, όπως έχει αποφασίσει το οικείο κράτος μέλος. Αυτές οι οδηγίες και πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια είναι σαφείς, κατανοητές και εύληπτες.

Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 συνοδεύονται από οδηγίες και πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους χρήστες, όπως έχει αποφασίσει το οικείο κράτος μέλος. Αυτές οι οδηγίες και πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια είναι σαφείς, κατανοητές και εύληπτες.

8.   Οι κατασκευαστές που θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που έχουν εισαγάγει στην αγορά δεν συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του εν λόγω εξοπλισμού υπό πίεση ή των εν λόγω συγκροτημάτων, τα αποσύρουν ή τα ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα παρουσιάζουν κίνδυνο, οι κατασκευαστές ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στις αγορές των οποίων διαθέτουν τον εν λόγω εξοπλισμό υπό πίεση ή το εν λόγω συγκρότημα και παραθέτουν λεπτομέρειες, συγκεκριμένα, για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

9.   Οι κατασκευαστές παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος με την παρούσα οδηγία, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τις εν λόγω αρχές. Οι εν λόγω πληροφορίες και τεκμηρίωση μπορεί να παρέχονται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι από τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα που έχουν εισαγάγει στην αγορά.

Άρθρο 7

Εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι

1.   Οι κατασκευαστές μπορούν να διορίζουν, με γραπτή εντολή, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.

Οι υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 και η υποχρέωση κατάρτισης του τεχνικού φακέλου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 δεν περιλαμβάνονται στην εντολή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου.

2.   Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στην εντολή την οποία λαμβάνει από τον κατασκευαστή. Η εντολή επιτρέπει στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

να τηρεί τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των εθνικών αρχών εποπτείας της αγοράς επί 10 έτη αφότου εισαχθεί ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα στην αγορά·

β)

να παρέχει στην αρμόδια εθνική αρχή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της αρχής αυτής, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος·

γ)

να συνεργάζεται με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτήματός τους, για τα τυχόν μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί για την εξάλειψη των κινδύνων που ενέχει ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα που καλύπτει η εντολή του.

Άρθρο 8

Υποχρεώσεις των εισαγωγέων

1.   Οι εισαγωγείς εισάγουν στην αγορά μόνο συμμορφούμενο εξοπλισμό υπό πίεση ή συμμορφούμενα συγκροτήματα.

2.   Προτού εισαγάγουν στην αγορά τον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, οι εισαγωγείς διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει διενεργήσει την κατάλληλη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 14. Διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει καταρτίσει τον τεχνικό φάκελο, ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα φέρουν τη σήμανση CE και συνοδεύονται από οδηγίες και πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια σύμφωνα με τα σημεία 3.3 και 3.4 του παραρτήματος I και ότι ο κατασκευαστής έχει τηρήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παράγραφοι 5 και 6.

Προτού εισαγάγουν στην αγορά τον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, οι εισαγωγείς διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει καταρτίσει τον τεχνικό φάκελο και ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα συνοδεύονται από επαρκείς οδηγίες χρήσης και ότι ο κατασκευαστής έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παράγραφοι 5 και 6.

Εφόσον εισαγωγέας θεωρεί ή έχει λόγους να πιστεύει ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα δεν συμμορφώνονται με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας του παραρτήματος I, δεν εισάγει τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα στην αγορά έως ότου εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους. Επίσης, ο εισαγωγέας ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα παρουσιάζουν κίνδυνο.

3.   Οι εισαγωγείς σημειώνουν στον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνση αλληλογραφίας τους ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, αναγράφουν τα στοιχεία αυτά στη συσκευασία του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος ή σε έγγραφο που τα συνοδεύει. Τα στοιχεία επικοινωνίας παρέχονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, τους άλλους χρήστες και τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

4.   Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 συνοδεύονται από οδηγίες και πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια σύμφωνα με τα σημεία 3.3 και 3.4 του παραρτήματος I, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους χρήστες, όπως έχει αποφασίσει το οικείο κράτος μέλος.

Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 συνοδεύονται από οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους χρήστες, όπως έχει αποφασίσει το οικείο κράτος μέλος.

5.   Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι, όσο ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 βρίσκονται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή τους με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας του παραρτήματος I.

6.   Όταν κρίνεται σκόπιμο όσον αφορά τους κινδύνους που παρουσιάζει ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα, οι εισαγωγείς διενεργούν, για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών και άλλων χρηστών, δοκιμές με δειγματοληψία στον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που έχουν διατεθεί στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν, αν κρίνεται αναγκαίο, αρχείο με τις καταγγελίες για τον μη συμμορφούμενο εξοπλισμό υπό πίεση ή τα μη συμμορφούμενα συγκροτήματα και τις ανακλήσεις του εν λόγω εξοπλισμού και τηρούν ενήμερους τους διανομείς για τις έρευνές τους.

7.   Οι εισαγωγείς που θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που έχουν εισαγάγει στην αγορά δεν συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του εν λόγω εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων, τα αποσύρουν ή τα ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα παρουσιάζουν κίνδυνο, οι εισαγωγείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στις αγορές των οποίων διαθέτουν τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα και παραθέτουν λεπτομέρειες, συγκεκριμένα, για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

8.   Οι εισαγωγείς τηρούν, επί 10 έτη μετά την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος στην αγορά, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ στη διάθεση των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της αγοράς και εξασφαλίζουν ότι ο τεχνικός φάκελος μπορεί να τεθεί στη διάθεση των εν λόγω αρχών, κατόπιν αιτήματός τους.

9.   Οι εισαγωγείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τις εν λόγω αρμόδιες εθνικές αρχές. Οι εν λόγω πληροφορίες και τεκμηρίωση μπορούν να παρέχονται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι από τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα που έχουν εισαγάγει στην αγορά.

Άρθρο 9

Υποχρεώσεις των διανομέων

1.   Όταν οι διανομείς διαθέτουν εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκροτήματα στην αγορά ενεργούν με τη δέουσα προσοχή σε σχέση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι διανομείς, προτού διαθέσουν στην αγορά τον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, επαληθεύουν ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα φέρουν τη σήμανση CE, ότι συνοδεύονται από τα απαιτούμενα έγγραφα και τις οδηγίες και πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια σύμφωνα με τα σημεία 3.3 και 3.4 του παραρτήματος I, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους χρήστες στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί ο εν λόγω εξοπλισμός υπό πίεση ή το εν λόγω συγκρότημα και ότι ο κατασκευαστής και ο εισαγωγέας έχουν τηρήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παράγραφοι 5 και 6 και του άρθρου 8 παράγραφος 3 αντίστοιχα.

Εφόσον εισαγωγέας θεωρεί ή έχει λόγους να πιστεύει ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα δεν συμμορφώνονται με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας του παραρτήματος I, δεν εισάγει τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα στην αγορά έως ότου εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους. Ο διανομέας ενημερώνει επίσης τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα παρουσιάζει κίνδυνο.

Οι διανομείς, προτού διαθέσουν στην αγορά τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, επαληθεύουν ότι ο εν λόγω εξοπλισμός υπό πίεση ή συγκρότημα συνοδεύονται από επαρκείς οδηγίες χρήσης σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους χρήστες στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθούν ο εν λόγω εξοπλισμός υπό πίεση ή συγκρότημα και ότι ο κατασκευαστής και ο εισαγωγέας έχουν τηρήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παράγραφοι 5 και 6 και του άρθρου 8 παράγραφος 3 αντίστοιχα.

3.   Οι διανομείς εξασφαλίζουν ότι, όσο ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 βρίσκονται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή τους με τις ουσιώδεις απαιτήσεις του παραρτήματος I.

4.   Οι διανομείς που θεωρούν ή έχουν λόγους να πιστεύουν ότι εξοπλισμός υπό πίεση ή συγκροτήματα που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία εξασφαλίζουν τη λήψη των αναγκαίων διορθωτικών μέτρων για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του εν λόγω εξοπλισμού ή των εν λόγω συγκροτημάτων, να τα αποσύρουν ή να τα ανακαλέσουν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα παρουσιάζουν κίνδυνο, οι κατασκευαστές ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στις αγορές των οποίων διαθέτουν τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα και παραθέτουν λεπτομέρειες, συγκεκριμένα, για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

5.   Οι διανομείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων. Οι εν λόγω πληροφορίες και τεκμηρίωση μπορούν να παρέχονται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι από τον εξοπλισμό υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που έχουν διαθέσει στην αγορά.

Άρθρο 10

Περιπτώσεις στις οποίες οι υποχρεώσεις των κατασκευαστών εφαρμόζονται στους εισαγωγείς και στους διανομείς

Ένας εισαγωγέας ή διανομέας θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπόκειται στις υποχρεώσεις του κατασκευαστή σύμφωνα με το άρθρο 6, όταν εισάγει εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκρότημα στην αγορά με το όνομα ή το εμπορικό σήμα του ή τροποποιεί εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκρότημα που έχει ήδη εισαγάγει στην αγορά κατά τρόπο που μπορεί να επηρεάσει τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 11

Ταυτοποίηση των οικονομικών φορέων

Οι οικονομικοί φορείς προσδιορίζουν, εάν ζητηθεί, στις αρχές εποπτείας της αγοράς, τα ακόλουθα:

α)

κάθε οικονομικό φορέα ο οποίος τους έχει προμηθεύσει εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκρότημα·

β)

κάθε οικονομικό φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκρότημα.

Οι οικονομικοί φορείς πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο για 10 έτη από τη στιγμή που έχουν προμηθευτεί τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα και για 10 έτη από τη στιγμή που έχουν προμηθεύσει οι ίδιοι τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΩΝ

Άρθρο 12

Τεκμήριο συμμόρφωσης

1.   Ο εξοπλισμός υπό πίεση ή τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 και συμμορφώνονται με εναρμονισμένα πρότυπα ή μέρη αυτών τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας τις οποίες αφορούν τα εν λόγω πρότυπα ή τα μέρη αυτών και οι οποίες ορίζονται στο παράρτημα I.

2.   Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων και τα οποία συμμορφώνονται με τις ευρωπαϊκές εγκρίσεις υλικών των οποίων τα στοιχεία δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4, τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται με τις εφαρμοστέες ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας του παραρτήματος I.

Άρθρο 13

Ταξινόμηση του εξοπλισμού υπό πίεση

1.   Ο εξοπλισμός υπό πίεση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ταξινομείται σε κατηγορίες αύξοντος κινδύνου βάσει του παραρτήματος II.

Για τους σκοπούς της ως άνω ταξινόμησης, τα ρευστά κατανέμονται στις ακόλουθες δύο ομάδες:

α)

στην ομάδα 1, η οποία περιλαμβάνει ρευστά που αποτελούνται από ουσίες και μείγματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημεία 7 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, που ταξινομούνται ως επικίνδυνα σύμφωνα με τις ακόλουθες τάξεις κινδύνων από φυσικούς παράγοντες ή κινδύνων για την υγεία που ορίζονται στα μέρη 2 και 3 του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού:

i)

ασταθή εκρηκτικά ή εκρηκτικά των υποδιαιρέσεων 1.1, 1.2, 1.3, 1.4 και 1.5,

ii)

εύφλεκτα αέρια, κατηγορίες 1 και 2,

iii)

οξειδωτικά αέρια, κατηγορία 1,

iv)

εύφλεκτα υγρά, κατηγορίες 1 και 2,

v)

εύφλεκτα υγρά, κατηγορία 3, όταν η ανώτατη επιτρεπόμενη θερμοκρασία υπερβαίνει το σημείο ανάφλεξης,

vi)

εύφλεκτα στερεά, κατηγορίες 1 και 2,

vii)

αυτοαντιδρώσες ουσίες και μείγματα, τύποι Α έως F,

viii)

πυροφορικά υγρά, κατηγορία 1,

ix)

πυροφορικά στερεά, κατηγορία 1,

x)

ουσίες και μείγματα τα οποία, σε επαφή με το νερό, εκλύουν εύφλεκτα αέρια, κατηγορίες 1, 2 και 3,

xi)

οξειδωτικά υγρά, κατηγορίες 1, 2 και 3,

xii)

οξειδωτικά στερεά, κατηγορίες 1, 2 και 3,

xiii)

οργανικά υπεροξείδια, τύποι A έως F,

xiv)

οξεία τοξικότητα από του στόματος, κατηγορίες 1 και 2,

xv)

οξεία τοξικότητα διά του δέρματος, κατηγορίες 1 και 2,

xvi)

οξεία τοξικότητα διά της εισπνοής, κατηγορίες 1, 2 και 3,

xvii)

ειδική τοξικότητα στα όργανα-στόχους — εφάπαξ έκθεση, κατηγορία 1.

Η ομάδα 1 περιλαμβάνει επίσης ουσίες και μείγματα που περιέχονται σε εξοπλισμό υπό πίεση με ανώτατη επιτρεπόμενη θερμοκρασία TS η οποία υπερβαίνει το σημείο ανάφλεξης του ρευστού·

β)

στην ομάδα 2, η οποία περιλαμβάνει όλες τις ουσίες και τα μείγματα που δεν αναφέρονται στο στοιχείο α).

2.   Όταν ένα δοχείο αποτελείται από πολλούς θαλάμους, κατατάσσεται στην υψηλότερη κατηγορία καθενός από τους μεμονωμένους θαλάμους. Όταν ένας θάλαμος περιέχει περισσότερα ρευστά, ταξινομείται σε συνάρτηση με το ρευστό που απαιτεί την υψηλότερη κατηγορία κινδύνου.

Άρθρο 14

Διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που χρησιμοποιούνται επί στοιχείου εξοπλισμού υπό πίεση εξαρτώνται από την καθοριζόμενη στο άρθρο 13 κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ο εξοπλισμός.

2.   Ο διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης ανά κατηγορία είναι οι ακόλουθες:

α)

κατηγορία I:

ενότητα A

β)

κατηγορία II:

ενότητα A2

ενότητα Δ1

ενότητα E1

γ)

κατηγορία III:

ενότητες B (τύπος σχεδιασμού) + Δ

ενότητες B (τύπος σχεδιασμού) + ΣΤ

ενότητες Β (τύπος παραγωγής) + Ε

ενότητες Β (τύπος παραγωγής) + Γ2

ενότητα H

δ)

κατηγορία IV:

ενότητες Β (τύπος παραγωγής) + Δ

ενότητες Β (τύπος παραγωγής) + ΣΤ

ενότητα Ζ

ενότητα H1

Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης καθορίζονται στο παράρτημα III.

3.   Ο εξοπλισμός υπό πίεση υποβάλλεται κατ’ επιλογή του κατασκευαστή σε μία από τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπονται για την κατηγορία στην οποία ταξινομείται. Ο κατασκευαστής μπορεί επίσης να επιλέξει μία από τις διαδικασίες που προβλέπονται για ανώτερη κατηγορία, αν υπάρχει.

4.   Στο πλαίσιο των διαδικασιών διασφάλισης της ποιότητας για εξοπλισμό υπό πίεση των κατηγοριών III και IV κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) πρώτη περίπτωση και το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), ο κοινοποιημένος οργανισμός, όταν πραγματοποιεί αιφνιδιαστική επίσκεψη, λαμβάνει δείγμα εξοπλισμού από τους χώρους κατασκευής ή αποθήκευσης για να εκτελέσει, αμέσως ή εμμέσως, την τελική αξιολόγηση κατά το παράρτημα I σημείο 3.2. Προς τούτο, ο κατασκευαστής γνωστοποιεί στον κοινοποιημένο οργανισμό το προβλεπόμενο πρόγραμμα παραγωγής. Ο οργανισμός αυτός διενεργεί δύο τουλάχιστον επισκέψεις κατά το πρώτο έτος παραγωγής. Η συχνότητα των μετέπειτα επισκέψεων καθορίζεται από τον κοινοποιημένο οργανισμό βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στο σημείο 4.4 των ενοτήτων Δ, Ε και Η και στο σημείο 5.4 της ενότητας Η1.

5.   Στην περίπτωση εφάπαξ παραγωγής δοχείων και εξοπλισμού υπό πίεση κατηγορίας III κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), με τη διαδικασία της ενότητας Η, ο κοινοποιημένος οργανισμός εκτελεί, αμέσως ή εμμέσως, τελική αξιολόγηση κατά τα διαλαμβανόμενα στο παράρτημα I σημείο 3.2 για κάθε μονάδα. Προς τούτο, ο κατασκευαστής γνωστοποιεί στον κοινοποιημένο οργανισμό το προβλεπόμενο πρόγραμμα παραγωγής.

6.   Τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 υπόκεινται σε γενική διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης η οποία περιλαμβάνει τις ακόλουθες αξιολογήσεις:

α)

την αξιολόγηση καθενός από τα στοιχεία εξοπλισμού υπό πίεση που αποτελούν συστατικά στοιχεία του συγκροτήματος και αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, τα οποία δεν έχουν υποβληθεί προηγουμένως σε χωριστές διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και σήμανσης CE. Η διαδικασία αξιολόγησης εξαρτάται από την κατηγορία κάθε εξοπλισμού·

β)

την αξιολόγηση της συναρμολόγησης των διαφόρων στοιχείων του συγκροτήματος σύμφωνα με τα σημεία 2.3, 2.8 και 2.9 του παραρτήματος I, η οποία καθορίζεται από την υψηλότερη κατηγορία που εφαρμόζεται στους εν λόγω εξοπλισμούς, διαφορετική από την κατηγορία που εφαρμόζεται στα εξαρτήματα ασφαλείας·

γ)

την αξιολόγηση της προστασίας του συγκροτήματος κατά της υπέρβασης των επιτρεπόμενων ορίων λειτουργίας, όπως αυτά αναφέρονται στα σημεία 2.10 και 3.2.3 του παραρτήματος I, η οποία διεξάγεται σε συνάρτηση με την υψηλότερη κατηγορία των εξοπλισμών των οποίων επιζητείται η προστασία.

7.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εφόσον δικαιολογείται, να επιτρέπουν τη διάθεση στην αγορά και τη θέση σε λειτουργία, στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, μεμονωμένου εξοπλισμού υπό πίεση και μεμονωμένων συγκροτημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 τα οποία προορίζονται για πειραματισμούς, για τα οποία οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμοστεί.

8.   Οι φάκελοι και η αλληλογραφία που αφορούν τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης συντάσσονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός που είναι επιφορτισμένος με τη διεξαγωγή των διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή σε γλώσσα αποδεκτή από τον οργανισμό αυτόν.

Άρθρο 15

Ευρωπαϊκή έγκριση υλικών

1.   Η ευρωπαϊκή έγκριση υλικών χορηγείται με αίτηση ενός ή περισσοτέρων κατασκευαστών υλικών ή εξοπλισμού από κοινοποιημένο οργανισμό αναφερόμενο στο άρθρο 20 ο οποίος έχει οριστεί ειδικά για τον σκοπό αυτό. Ο κοινοποιημένος οργανισμός καθορίζει και διενεργεί ή αναθέτει σε τρίτους τις επιθεωρήσεις και δοκιμές που απαιτούνται για την πιστοποίηση της συμμόρφωσης των τύπων υλικού προς τις αντίστοιχες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Όταν πρόκειται για υλικά που έχουν αναγνωριστεί ως ασφαλούς χρήσης πριν από την 29η Νοεμβρίου 1999, ο κοινοποιημένος οργανισμός λαμβάνει υπόψη τα υφιστάμενα στοιχεία για την πιστοποίηση της συμμόρφωσης.

2.   Πριν χορηγήσει ευρωπαϊκή έγκριση υλικών, ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη τα σχετικά στοιχεία. Η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος, εντός προθεσμίας τριών μηνών, δύνανται να υποβάλουν παρατηρήσεις, εκθέτοντας τους λόγους. Ο κοινοποιημένος οργανισμός, αφού λάβει υπόψη τις υποβληθείσες παρατηρήσεις, μπορεί να χορηγήσει την ευρωπαϊκή έγκριση υλικών.

3.   Αντίγραφο της ευρωπαϊκής έγκρισης υλικών διαβιβάζεται στα κράτη μέλη, στους κοινοποιημένους οργανισμούς και στην Επιτροπή.

4.   Όταν η ευρωπαϊκή έγκριση υλικών ικανοποιεί τις απαιτήσεις που αφορά και οι οποίες ορίζονται στο παράρτημα I, η Επιτροπή δημοσιεύει τα στοιχεία αναφοράς της έγκρισης. Η Επιτροπή επικαιροποιεί κατάλογο των εν λόγω εγκρίσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός που έχει χορηγήσει ευρωπαϊκή έγκριση υλικών ανακαλεί την έγκριση εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή δεν θα έπρεπε να έχει χορηγηθεί ή εφόσον ο τύπος υλικού καλύπτεται από εναρμονισμένο πρότυπο. Ενημερώνει αμέσως τα άλλα κράτη μέλη, τους κοινοποιημένους οργανισμούς και την Επιτροπή σχετικά με κάθε ανάκληση της έγκρισης.

6.   Όταν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή έγκριση υλικών των οποίων τα στοιχεία αναφοράς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πληροί απολύτως τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας που αφορά και οι οποίες ορίζονται στο παράρτημα I, η Επιτροπή αποφασίζει με εκτελεστικές πράξεις κατά πόσον θα αποσύρει τα στοιχεία αναφοράς της συγκεκριμένης ευρωπαϊκής έγκρισης υλικών από την Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εκτελεστικές πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 44 παράγραφος 3.

Άρθρο 16

Ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών

1.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις σχετικά με τα καθήκοντα των κοινοποιημένων οργανισμών, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στο έδαφός τους την εισαγωγή στην αγορά και τη θέση σε λειτουργία από χρήστες εξοπλισμών υπό πίεση ή συγκροτημάτων των οποίων η συμμόρφωση προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας έχει βεβαιωθεί από ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών σύμφωνα με την παράγραφο 7.

2.   Οι εξοπλισμοί υπό πίεση και τα συγκροτήματα των οποίων η συμμόρφωση έχει αξιολογηθεί από ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών δεν φέρουν τη σήμανση CE.

3.   Οι εξοπλισμοί υπό πίεση ή τα συγκροτήματα της παραγράφου 1 χρησιμοποιούνται μόνο στις εγκαταστάσεις τις οποίες εκμεταλλεύεται η ομάδα στην οποία συμμετέχει η ελεγκτική υπηρεσία. Η ομάδα εφαρμόζει κοινή πολιτική ασφάλειας όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού, κατασκευής, ελέγχου, συντήρησης και χρησιμοποίησης του εξοπλισμού υπό πίεση και των συγκροτημάτων.

4.   Οι ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών ενεργούν αποκλειστικά για λογαριασμό της ομάδας στην οποία συμμετέχουν.

5.   Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που εφαρμόζονται από τις ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών είναι οι ενότητες Α2, Γ2, ΣΤ και Ζ του παραρτήματος III.

6.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τις εγκεκριμένες ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών, τα καθήκοντά τους, καθώς και, για καθεμία εξ αυτών, τον κατάλογο των εγκαταστάσεων που ανταποκρίνονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.

7.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν, για τον καθορισμό των ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών, τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 25 και βεβαιώνονται ότι η ομάδα στην οποία συμμετέχει η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών εφαρμόζει τα κριτήρια της δεύτερης πρότασης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 17

Δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

1.   Με τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ δηλώνεται ότι πληρούνται αποδεδειγμένα οι ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I.

2.   Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ έχει τη δομή που ορίζει το παράρτημα IV της παρούσας οδηγίας, περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται στις σχετικές διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης οι οποίες προβλέπονται στο παράρτημα III και επικαιροποιείται συνεχώς. Μεταφράζεται στη γλώσσα ή στις γλώσσες που απαιτεί το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου εισάγεται ή διατίθεται ο εξοπλισμός υπό πίεση ή το συγκρότημα.

3.   Όταν ένας εξοπλισμός υπό πίεση ή ένα συγκρότημα διέπεται από περισσότερες ενωσιακές πράξεις βάσει των οποίων απαιτείται δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ, καταρτίζεται μία και μόνο δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για όλες τις εν λόγω ενωσιακές πράξεις. Η δήλωση αυτή περιέχει την ταυτότητα των οικείων πράξεων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων δημοσίευσής τους.

4.   Με την κατάρτιση της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ, ο κατασκευαστής αναλαμβάνει την ευθύνη για τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 18

Γενικές αρχές της σήμανσης CE

Η σήμανση CE υπόκειται στις γενικές αρχές του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

Άρθρο 19

Κανόνες και όροι για την τοποθέτηση της σήμανσης CE

1.   Η σήμανση CE τοποθετείται κατά τρόπο ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

σε κάθε στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ή στην πινακίδα με τα στοιχεία του·

β)

σε κάθε συγκρότημα που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ή στην πινακίδα με τα στοιχεία του.

Όταν η φύση του εξοπλισμού ή του συγκροτήματος δεν το επιτρέπει ή δεν το δικαιολογεί, η σήμανση CE τοποθετείται στη συσκευασία και στα συνοδευτικά έγγραφα.

Το στοιχείο ή το συγκρότημα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου είναι πλήρη ή σε κατάσταση που επιτρέπει την τελική αξιολόγηση, όπως περιγράφεται στο σημείο 3.2 του παραρτήματος I.

2.   Η σήμανση CE δεν χρειάζεται να τοποθετείται σε κάθε μεμονωμένο στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση που αποτελεί μέρος συγκροτήματος. Τα μεμονωμένα στοιχεία εξοπλισμού υπό πίεση που ήδη φέρουν σήμανση CE κατά την ενσωμάτωσή τους στο συγκρότημα διατηρούν την εν λόγω σήμανση.

3.   Η σήμανση CE τοποθετείται προτού εισαχθεί το στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση ή το συγκρότημα στην αγορά.

4.   Τη σήμανση CE ακολουθεί ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού, όταν ο οργανισμός αυτός εμπλέκεται στο στάδιο ελέγχου της παραγωγής.

Ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού τοποθετείται είτε από τον ίδιο τον οργανισμό είτε, σύμφωνα με τις οδηγίες του, από τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

5.   Η σήμανση CE και, κατά περίπτωση, ο αριθμός μητρώου που αναφέρεται στην παράγραφο 4 μπορούν να συνοδεύονται από τυχόν άλλο σήμα που υποδεικνύει ειδικό κίνδυνο ή χρήση.

6.   Τα κράτη μέλη βασίζονται στους υφιστάμενους μηχανισμούς για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τη σήμανση CE και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση αθέμιτης χρήσης της εν λόγω σήμανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Άρθρο 20

Κοινοποίηση

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη, αφενός, τους κοινοποιημένους οργανισμούς και τις ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών που έχουν λάβει έγκριση για την εκτέλεση καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δυνάμει του άρθρου 14, του άρθρου 15 ή του άρθρου 16 και, αφετέρου, τους τρίτους οργανισμούς που έχουν αναγνωρίσει, για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I.

Άρθρο 21

Κοινοποιούσες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν μια κοινοποιούσα αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό και τη διεξαγωγή των αναγκαίων διαδικασιών αξιολόγησης και κοινοποίησης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών, των αναγνωρισμένων τρίτων οργανισμών και των ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 27.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι η αξιολόγηση και η παρακολούθηση στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 διεξάγονται από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και σύμφωνα με αυτόν.

3.   Εφόσον η κοινοποιούσα αρχή εκχωρήσει ή αναθέσει με άλλο τρόπο την αξιολόγηση, κοινοποίηση ή παρακολούθηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε οργανισμό που δεν είναι κρατική οντότητα, ο οργανισμός αυτός είναι νομικό πρόσωπο και συμμορφώνεται, τηρουμένων των αναλογιών, προς τις απαιτήσεις του άρθρου 22. Επιπλέον, προβαίνει σε διευθετήσεις ώστε να καλύπτει τις ευθύνες που προκύπτουν από τις δραστηριότητές του.

4.   Η κοινοποιούσα αρχή αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελεί ο οργανισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 22

Απαιτήσεις σχετικά με τις κοινοποιούσες αρχές

1.   H κοινοποιούσα αρχή συγκροτείται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται σύγκρουση συμφερόντων με τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Η κοινοποιούσα αρχή οργανώνεται και λειτουργεί κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δραστηριοτήτων της.

3.   Η κοινοποιούσα αρχή οργανώνεται κατά τρόπο ώστε κάθε απόφαση που αφορά την κοινοποίηση του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λαμβάνεται από αρμόδια πρόσωπα που είναι άλλα από τα πρόσωπα που διεξήγαγαν την αξιολόγηση.

4.   Η κοινοποιούσα αρχή δεν προσφέρει ούτε παρέχει δραστηριότητες που εκτελούνται από τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης ούτε προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε εμπορική ή ανταγωνιστική βάση.

5.   Η κοινοποιούσα αρχή εξασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει.

6.   Η κοινοποιούσα αρχή διαθέτει επαρκές προσωπικό για τη σωστή εκτέλεση των καθηκόντων της.

Άρθρο 23

Υποχρέωση ενημέρωσης για τις κοινοποιούσες αρχές

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις διαδικασίες για την αξιολόγηση και την κοινοποίηση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών, των αναγνωρισμένων τρίτων οργανισμών και των ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών, καθώς και σχετικά με τυχόν αλλαγές στις πληροφορίες αυτές.

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί αυτές τις πληροφορίες.

Άρθρο 24

Απαιτήσεις για τους κοινοποιημένους οργανισμούς και τους αναγνωρισμένους τρίτους οργανισμούς

1.   Για τους σκοπούς της κοινοποίησης, κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ή αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 11.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης συγκροτείται βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι ανεξάρτητος από τον οργανισμό ή τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα που αξιολογεί.

Ένας οργανισμός που ανήκει σε ένωση επιχειρήσεων ή επαγγελματική ομοσπονδία που εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν στον σχεδιασμό, την κατασκευή, την παροχή, τη συναρμολόγηση, τη χρήση ή τη συντήρηση του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων τα οποία αξιολογεί, μπορεί να θεωρείται οργανισμός αξιολόγησης, υπό την προϋπόθεση ότι η ανεξαρτησία του και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων είναι αποδεδειγμένες.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν συμπίπτουν με τον σχεδιαστή, τον κατασκευαστή, τον προμηθευτή, τον υπεύθυνο εγκατάστασης, τον αγοραστή, τον ιδιοκτήτη, τον χρήστη ή τον συντηρητή του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος που αξιολογούν ούτε με τον αντιπρόσωπο των ανωτέρω. Αυτό δεν αποκλείει τη χρήση αξιολογημένου εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων που είναι αναγκαία για τις λειτουργίες του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή τη χρήση του εν λόγω εξοπλισμού για προσωπικούς σκοπούς.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εμπλέκονται άμεσα στον σχεδιασμό, την παραγωγή ή την κατασκευή, την εμπορία, την εγκατάσταση, τη χρήση ή τη συντήρηση του εν λόγω εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτήματος ούτε εκπροσωπούν μέρη που εμπλέκονται στις δραστηριότητες αυτές. Επίσης, δεν αναλαμβάνουν καμιά δραστηριότητα που ενδέχεται να επηρεάσει την ανεξάρτητη κρίση και την ακεραιότητά τους σε σχέση με τις δραστηριότητες αξιολόγησης για τις οποίες είναι κοινοποιημένοι. Αυτό ισχύει ιδίως για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης εξασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες των θυγατρικών ή των υπεργολάβων του δεν επηρεάζουν την εμπιστευτικότητα, την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

5.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης και το προσωπικό του εκτελούν τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τη μεγαλύτερη επαγγελματική ακεραιότητα και την απαιτούμενη τεχνική επάρκεια στον συγκεκριμένο τομέα και οφείλουν να είναι απαλλαγμένοι από κάθε πίεση και προτροπή, κυρίως οικονομική, που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει την κρίση τους ή τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους όσον αφορά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, ιδιαίτερα από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν συμφέρον από τα αποτελέσματα αυτών των δραστηριοτήτων.

6.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι σε θέση να εκτελεί όλα τα καθήκοντα σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης που του έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 14 ή του άρθρου 15, ή των σημείων 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I και για τα οποία έχει κοινοποιηθεί, είτε πρόκειται για καθήκοντα που εκτελούνται από τον ίδιο τον οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του.

Ανά πάσα στιγμή και για κάθε διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για κάθε είδος ή κατηγορία εξοπλισμού υπό πίεση για τα οποία είναι κοινοποιημένος, ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης έχει στη διάθεσή του:

α)

το αναγκαίο προσωπικό με τις τεχνικές γνώσεις και την επαρκή και κατάλληλη πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

τις αναγκαίες περιγραφές των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες διενεργείται η αξιολόγηση συμμόρφωσης και εξασφαλίζονται η διαφάνεια και η δυνατότητα αναπαραγωγής αυτών των διαδικασιών. Διαθέτει την κατάλληλη πολιτική και τις διαδικασίες που κάνουν διάκριση μεταξύ των καθηκόντων τα οποία εκτελεί ως οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης και οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας·

γ)

τις αναγκαίες διαδικασίες για να ασκεί τις δραστηριότητές του λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος μιας επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, τον βαθμό πολυπλοκότητας της τεχνολογίας του προϊόντος και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των τεχνικών και διοικητικών καθηκόντων που συνδέονται με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και έχει πρόσβαση σε όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό ή εγκαταστάσεις.

7.   Το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει:

α)

πλήρη τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, η οποία καλύπτει όλα τα καθήκοντα αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τα οποία έχει κοινοποιηθεί ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

επαρκή γνώση των απαιτήσεων των αξιολογήσεων που διενεργεί και επαρκές κύρος για τη διενέργεια των αξιολογήσεων αυτών·

γ)

κατάλληλες γνώσεις και κατανόηση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφάλειας που ορίζονται στο παράρτημα I, των εφαρμοστέων εναρμονισμένων προτύπων και των σχετικών διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και της εθνικής νομοθεσίας·

δ)

την απαιτούμενη ικανότητα να καταρτίζει τα πιστοποιητικά, τα πρακτικά και τις εκθέσεις που αποδεικνύουν τη διεξαγωγή των αξιολογήσεων.

8.   Η αμεροληψία του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης, των διευθυντικών στελεχών του και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι εγγυημένη.

Οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης ενός οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εξαρτώνται από τον αριθμό των αξιολογήσεων που διενεργούνται ή από τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών.

9.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης συνάπτει ασφάλεια αστικής ευθύνης, εάν η ευθύνη αυτή δεν καλύπτεται από το κράτος βάσει του εθνικού δικαίου ή εάν η αξιολόγηση της συμμόρφωσης δεν πραγματοποιείται υπό την άμεση ευθύνη του κράτους μέλους.

10.   Το προσωπικό του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεσμεύεται να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για κάθε πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 14, το άρθρο 15 ή τα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I, ή οποιαδήποτε εκτελεστική διάταξη του εθνικού δικαίου· η δέσμευση αυτή δεν ισχύει έναντι των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του οργανισμού. Τα δικαιώματα κυριότητας προστατεύονται.

11.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης συμμετέχει στις σχετικές δραστηριότητες τυποποίησης και στις δραστηριότητες της ομάδας συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, ή εξασφαλίζει ότι το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης ενημερώνεται για τις δραστηριότητες αυτές και εφαρμόζει ως γενικές οδηγίες τις διοικητικές αποφάσεις και τα έγγραφα που είναι το αποτέλεσμα των εργασιών της ομάδας αυτής.

Άρθρο 25

Απαιτήσεις σχετικά με τις ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών

1.   Για τους σκοπούς της κοινοποίησης, η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 11.

2.   Η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών συγκροτείται βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

3.   Η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών έχει σαφώς αναγνωρίσιμη οργανωτική δομή και εφαρμόζει μεθόδους αναφοράς στο εσωτερικό του ομίλου στον οποίο ανήκει οι οποίες εγγυώνται και αποδεικνύουν την αμεροληψία της.

4.   Η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών, τα διευθυντικά της στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν συμπίπτουν με τον σχεδιαστή, τον κατασκευαστή, τον προμηθευτή, τον υπεύθυνο εγκατάστασης, τον αγοραστή, τον ιδιοκτήτη, τον χρήστη ή τον συντηρητή του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος που αξιολογούν ούτε με τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο των ανωτέρω. Αυτό δεν αποκλείει τη χρήση αξιολογημένου εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων που είναι αναγκαία για τις λειτουργίες της ελεγκτικής υπηρεσίας των χρηστών ή τη χρήση του εν λόγω εξοπλισμού για προσωπικούς σκοπούς.

Η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών, τα διευθυντικά της στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εμπλέκονται άμεσα στον σχεδιασμό, την παραγωγή ή την κατασκευή, την εμπορία, την εγκατάσταση, τη χρήση ή τη συντήρηση του εν λόγω εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτήματος ούτε εκπροσωπούν μέρη που εμπλέκονται στις δραστηριότητες αυτές. Επίσης, δεν αναλαμβάνουν καμιά δραστηριότητα που ενδέχεται να επηρεάσει την ανεξάρτητη κρίση και την ακεραιότητά τους σε σχέση με τις δραστηριότητες αξιολόγησης για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί. Αυτό ισχύει ιδίως για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες.

5.   Η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών και το προσωπικό της εκτελούν τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τη μεγαλύτερη επαγγελματική ακεραιότητα και την απαιτούμενη τεχνική επάρκεια στον συγκεκριμένο τομέα και οφείλουν να είναι απαλλαγμένοι από κάθε πίεση και προτροπή, κυρίως οικονομική, που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει την κρίση τους ή τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους αυτών, ιδιαίτερα από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν συμφέρον από τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων αυτών.

6.   Η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών είναι σε θέση να εκτελεί όλα τα καθήκοντα τα σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 16 και για τα οποία έχει κοινοποιηθεί, είτε πρόκειται για καθήκοντα που εκτελούνται από την ίδια την ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών ή εξ ονόματός της και υπό την ευθύνη της.

Ανά πάσα στιγμή και για κάθε διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για κάθε είδος ή κατηγορία εξοπλισμού υπό πίεση για τα οποία είναι κοινοποιημένη, η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών έχει στη διάθεσή της:

α)

το αναγκαίο προσωπικό με τις τεχνικές γνώσεις και την επαρκή και κατάλληλη πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

τις αναγκαίες περιγραφές των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες διενεργείται η αξιολόγηση συμμόρφωσης και εξασφαλίζονται η διαφάνεια και η δυνατότητα αναπαραγωγής αυτών των διαδικασιών. Διαθέτει την κατάλληλη πολιτική και τις διαδικασίες που κάνουν διάκριση μεταξύ των καθηκόντων τα οποία εκτελεί ως ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών και οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας·

γ)

τις αναγκαίες διαδικασίες για να ασκεί τις δραστηριότητές της λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος μιας επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, τον βαθμό πολυπλοκότητας της τεχνολογίας του προϊόντος και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας.

Η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών διαθέτει τα αναγκαία μέσα για την ενδεδειγμένη εκτέλεση των τεχνικών και διοικητικών καθηκόντων που συνδέονται με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και έχει πρόσβαση σε όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό ή εγκαταστάσεις.

7.   Το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει:

α)

πλήρη τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, η οποία καλύπτει όλα τα καθήκοντα αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τα οποία έχει κοινοποιηθεί ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

επαρκή γνώση των απαιτήσεων των αξιολογήσεων που διενεργεί και επαρκές κύρος για τη διενέργεια των αξιολογήσεων αυτών·

γ)

κατάλληλες γνώσεις και κατανόηση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφάλειας που ορίζονται στο παράρτημα I, των εφαρμοστέων εναρμονισμένων προτύπων και των σχετικών διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και της εθνικής νομοθεσίας·

δ)

την απαιτούμενη ικανότητα να καταρτίζει τα πιστοποιητικά, τα πρακτικά και τις εκθέσεις που αποδεικνύουν τη διεξαγωγή των αξιολογήσεων.

8.   Η αμεροληψία της ελεγκτικής υπηρεσίας των χρηστών, των διευθυντικών στελεχών της και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι εγγυημένη. Οι ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών δεν εκτελούν δραστηριότητες που ενδέχεται να αντιβαίνουν στην ανεξαρτησία ή την ακεραιότητά τους σε σχέση με τις δραστηριότητες ελέγχου.

Οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης μιας ελεγκτικής υπηρεσίας των χρηστών δεν εξαρτώνται από τον αριθμό των αξιολογήσεων που διενεργούνται ή από τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών.

9.   Οι ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών συνάπτουν σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης, εκτός εάν η ευθύνη αυτή καλύπτεται από την ομάδα στην οποία ανήκουν.

10.   Το προσωπικό της ελεγκτικής υπηρεσίας των χρηστών δεσμεύεται να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για κάθε πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 16 ή οποιαδήποτε εκτελεστική διάταξη του εθνικού δικαίου· η δέσμευση αυτή δεν ισχύει έναντι των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες της ελεγκτικής υπηρεσίας. Τα δικαιώματα κυριότητας προστατεύονται.

11.   Η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών συμμετέχει στις σχετικές δραστηριότητες τυποποίησης και στις δραστηριότητες της ομάδας συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, ή εξασφαλίζει ότι το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης ενημερώνεται για τις δραστηριότητες αυτές, και εφαρμόζει ως γενικές οδηγίες τις διοικητικές αποφάσεις και τα έγγραφα που είναι το αποτέλεσμα των εργασιών της ομάδας αυτής.

Άρθρο 26

Τεκμήριο συμμόρφωσης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης

Αν ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης αποδείξει ότι πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή σε μέρη των προτύπων αυτών, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 24 ή του άρθρου 25, στον βαθμό που τα εφαρμοστέα εναρμονισμένα πρότυπα τηρούν τις απαιτήσεις αυτές.

Άρθρο 27

Θυγατρικές και υπεργολάβοι των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Όταν ο κοινοποιημένος οργανισμός, η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών ή ο αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός αναθέτουν υπεργολαβικά συγκεκριμένα καθήκοντα που συνδέονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή προσφεύγουν σε θυγατρική, εξασφαλίζουν ότι ο υπεργολάβος ή η θυγατρική πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 24 ή του άρθρου 25, και ενημερώνουν σχετικά την κοινοποιούσα αρχή.

2.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός, η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών και ο αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελούν οι υπεργολάβοι ή οι θυγατρικές, όπου κι αν είναι εγκατεστημένοι.

3.   Οι δραστηριότητες μπορούν να ανατίθενται σε υπεργολάβο ή να διεξάγονται από θυγατρική μόνον εφόσον συμφωνήσει ο πελάτης.

4.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός, η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών και ο αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός τηρούν στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής τα έγγραφα σχετικά με την αξιολόγηση των προσόντων του υπεργολάβου ή της θυγατρικής και σχετικά με τις εργασίες που διεξήγαγαν ο υπεργολάβος ή η θυγατρική δυνάμει του άρθρου 14, του άρθρου 15, του άρθρου 16 ή των σημείων 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I.

Άρθρο 28

Αίτηση για κοινοποίηση

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης υποβάλλει αίτηση κοινοποίησης στην κοινοποιούσα αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.

2.   Η αίτηση κοινοποίησης συνοδεύεται από περιγραφή των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, της ενότητας ή των ενοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης και του εξοπλισμού υπό πίεση για τον οποίο ο οργανισμός ισχυρίζεται ότι διαθέτει την απαιτούμενη επάρκεια, καθώς και από πιστοποιητικό διαπίστευσης, όταν αυτό υπάρχει, το οποίο εκδόθηκε από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, με το οποίο πιστοποιείται ότι ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 24 ή του άρθρου 25.

3.   Αν ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν μπορεί να προσκομίσει πιστοποιητικό διαπίστευσης, τότε παρέχει στην κοινοποιούσα αρχή όλη την τεκμηρίωση που είναι αναγκαία για την επαλήθευση, αναγνώριση και τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσής του με τις απαιτήσεις του άρθρου 24 ή του άρθρου 25.

Άρθρο 29

Διαδικασία κοινοποίησης

1.   Οι κοινοποιούσες αρχές μπορούν να κοινοποιούν μόνο τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 24 ή του άρθρου 25.

2.   Τους κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη, με χρήση του ηλεκτρονικού μέσου κοινοποίησης που έχει δημιουργήσει και διαχειρίζεται η Επιτροπή.

3.   Στην κοινοποίηση περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία για τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, την ενότητα ή τις ενότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και τον οικείο εξοπλισμό υπό πίεση και τη σχετική βεβαίωση επάρκειας.

4.   Όταν η κοινοποίηση δεν βασίζεται σε πιστοποιητικό διαπίστευσης του άρθρου 28 παράγραφος 2, η κοινοποιούσα αρχή παρέχει στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την τεκμηρίωση που πιστοποιεί την επάρκεια του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης και τις υφιστάμενες ρυθμίσεις για να εξασφαλιστεί ότι ο οργανισμός θα ελέγχεται τακτικά και θα συνεχίσει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 24 ή του άρθρου 25.

5.   Ο εν λόγω οργανισμός μπορεί να εκτελεί τις δραστηριότητες κοινοποιημένου οργανισμού, αναγνωρισμένου τρίτου οργανισμού ή ελεγκτικής υπηρεσίας των χρηστών μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση, εάν χρησιμοποιείται πιστοποιητικό διαπίστευσης, και εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση εάν δεν χρησιμοποιείται διαπίστευση.

Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις θεωρείται κοινοποιημένος οργανισμός, αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός ή ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

6.   Η κοινοποιούσα αρχή ενημερώνει την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τυχόν επακόλουθες αλλαγές στην κοινοποίηση.

Άρθρο 30

Αριθμοί μητρώου και κατάλογοι κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή χορηγεί αριθμό μητρώου στους κοινοποιημένους οργανισμούς.

Χορηγεί έναν και μόνο αριθμό, ακόμη και αν ο οργανισμός είναι κοινοποιημένος βάσει διαφόρων ενωσιακών πράξεων.

2.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον κατάλογο των οργανισμών που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών ταυτοποίησης που τους έχουν αποδοθεί και των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί.

Η Επιτροπή μεριμνά για την ενημέρωση του καταλόγου.

Άρθρο 31

Κατάλογοι αναγνωρισμένων τρίτων οργανισμών και ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον κατάλογο των τρίτων οργανισμών και των ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών που έχουν αναγνωριστεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας και των καθηκόντων για τα οποία έχουν αναγνωριστεί.

Η Επιτροπή μεριμνά για την ενημέρωση του καταλόγου.

Άρθρο 32

Αλλαγές στην κοινοποίηση

1.   Όταν κοινοποιούσα αρχή διαπιστώνει ή πληροφορείται ότι κοινοποιημένος οργανισμός ή αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του άρθρου 24 ή ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, η κοινοποιούσα αρχή περιορίζει, αναστέλλει ή ανακαλεί, κατά περίπτωση, την κοινοποίηση, ανάλογα με τη σοβαρότητα της μη τήρησης των απαιτήσεων ή της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων. Ενημερώνει αμέσως σχετικά την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

Όταν κοινοποιούσα αρχή διαπιστώνει ή πληροφορείται ότι ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του άρθρου 25 ή ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, η κοινοποιούσα αρχή περιορίζει, αναστέλλει ή ανακαλεί, κατά περίπτωση, την κοινοποίηση, ανάλογα με τη σοβαρότητα της μη τήρησης των απαιτήσεων ή της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων. Ενημερώνει αμέσως σχετικά την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

2.   Στην περίπτωση περιορισμού, αναστολής ή ανάκλησης της κοινοποίησης ή όταν ο κοινοποιημένος οργανισμός, ο αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός ή η ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών παύσει τη δραστηριότητά του (της), το κοινοποιούν κράτος μέλος προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για να εξασφαλίσει ότι τα αρχεία του οργανισμού αυτού τα χειρίζεται άλλος κοινοποιημένος οργανισμός, αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός ή ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών ή τα καθιστά διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές κοινοποίησης και εποπτείας της αγοράς, εφόσον το ζητήσουν.

Άρθρο 33

Αμφισβήτηση της επάρκειας των κοινοποιημένων οργανισμών, των αναγνωρισμένων τρίτων οργανισμών και των ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών

1.   Η Επιτροπή ερευνά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει αμφιβολίες ή περιέρχονται σε γνώση της αμφιβολίες για την επάρκεια κοινοποιημένου οργανισμού, αναγνωρισμένου τρίτου οργανισμού ή ελεγκτικής υπηρεσίας των χρηστών, ή για την ικανότητα αδιάλειπτης εκπλήρωσης από κοινοποιημένο οργανισμό, αναγνωρισμένο τρίτο οργανισμό ή ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που υπέχει.

2.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή, εάν αυτή το ζητήσει, όλες τις πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγηση της κοινοποίησης ή την επιβεβαίωση της επάρκειας του εν λόγω οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

3.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των ευαίσθητων πληροφοριών που έλαβε από τις έρευνες αυτές.

4.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κοινοποιημένος οργανισμός, αναγνωρισμένος τρίτος οργανισμός ή ελεγκτική υπηρεσία των χρηστών δεν πληροί ή παύει να πληροί τις απαιτήσεις κοινοποίησης, εκδίδει εκτελεστική πράξη με την οποία καλεί το κοινοποιούν κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της άρσης της κοινοποίησης, εφόσον είναι αναγκαίο.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 44 παράγραφος 2.

Άρθρο 34

Λειτουργικές υποχρεώσεις των κοινοποιημένων οργανισμών, των ελεγκτικών υπηρεσιών και των αναγνωρισμένων τρίτων οργανισμών

1.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί, οι ελεγκτικές υπηρεσίες και οι αναγνωρισμένοι τρίτοι οργανισμοί διενεργούν αξιολογήσεις της συμμόρφωσης σύμφωνα με τις αρμοδιότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 14, 15 και 16 ή στα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I.

2.   Οι αξιολογήσεις συμμόρφωσης διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται οι περιττές επιβαρύνσεις για τους οικονομικούς φορείς.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης ασκούν τις δραστηριότητές τους λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το μέγεθος της επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, την πολυπλοκότητα της τεχνολογίας του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος που χρησιμοποιείται και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της διαδικασίας παραγωγής.

Στο πλαίσιο αυτό τηρούν πάντως τον βαθμό αυστηρότητας και το επίπεδο προστασίας που απαιτούνται για τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

3.   Όταν κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώσει ότι οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας του παραρτήματος I ή των αντίστοιχων εναρμονισμένων προτύπων ή των λοιπών τεχνικών προδιαγραφών δεν πληρούνται από τον κατασκευαστή, ζητεί από τον κατασκευαστή να λάβει τα ενδεδειγμένα διορθωτικά μέτρα και δεν εκδίδει πιστοποιητικό συμμόρφωσης.

4.   Όταν, κατά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης μετά την έκδοση του πιστοποιητικού, οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαπιστώσει ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση δεν συμμορφώνεται πλέον, τότε απαιτεί από τον κατασκευαστή να λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα και αναστέλλει ή αποσύρει το πιστοποιητικό, εφόσον απαιτείται.

5.   Εάν δεν ληφθούν διορθωτικά μέτρα ή αυτά δεν έχουν το απαιτούμενο αποτέλεσμα, τότε ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης περιορίζει, αναστέλλει ή αποσύρει τυχόν πιστοποιητικά, κατά περίπτωση.

Άρθρο 35

Προσφυγή κατά αποφάσεων κοινοποιημένων οργανισμών, αναγνωρισμένων τρίτων οργανισμών και ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να προβλέπονται διαδικασίες προσφυγής κατά αποφάσεων κοινοποιημένων οργανισμών, αναγνωρισμένων τρίτων οργανισμών και ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών.

Άρθρο 36

Υποχρέωση ενημέρωσης για τους κοινοποιημένους οργανισμούς, τους αναγνωρισμένους τρίτους οργανισμούς και τις ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών

1.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί, οι αναγνωρισμένοι τρίτοι οργανισμοί και οι ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών ενημερώνουν την κοινοποιούσα αρχή για τα εξής:

α)

απόρριψη, περιορισμό, αναστολή ή ανάκληση των πιστοποιητικών·

β)

περιστάσεις που επηρεάζουν το πεδίο εφαρμογής ή τους όρους της κοινοποίησης·

γ)

τυχόν αίτημα για ενημέρωση σχετικά με δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, το οποίο έλαβαν από τις αρχές εποπτείας της αγοράς·

δ)

εφόσον τους ζητηθεί, σχετικά με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που εκτελούν στο πλαίσιο της κοινοποίησής τους και σχετικά με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων διασυνοριακών δραστηριοτήτων και υπεργολαβιών.

2.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί, οι αναγνωρισμένοι τρίτοι οργανισμοί και οι ελεγκτικές υπηρεσίες των χρηστών παρέχουν στους άλλους κοινοποιημένους δυνάμει της παρούσας οδηγίας οργανισμούς που διεξάγουν παρόμοιες δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και καλύπτουν τον ίδιο εξοπλισμό υπό πίεση τις σχετικές πληροφορίες για ζητήματα που αφορούν αρνητικά και, εάν τους ζητηθεί, θετικά αποτελέσματα αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

Άρθρο 37

Ανταλλαγή εμπειριών

Η Επιτροπή μεριμνά για την οργάνωση ανταλλαγής εμπειριών μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την πολιτική κοινοποίησης.

Άρθρο 38

Συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών, των αναγνωρισμένων τρίτων οργανισμών και των ελεγκτικών υπηρεσιών των χρηστών

Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι θεσμοθετούνται και λειτουργούν σωστά ο κατάλληλος συντονισμός και συνεργασία μεταξύ των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, με τη μορφή τομεακής ομάδας ή τομεακών ομάδων των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης τους οποίους έχουν κοινοποιήσει συμμετέχουν στις εργασίες της εν λόγω ομάδας ή των εν λόγω ομάδων, απευθείας ή διά διορισθέντων αντιπροσώπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΙΑΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Άρθρο 39

Εποπτεία της ενωσιακής αγοράς και έλεγχος του εξοπλισμού υπό πίεση και των συγκροτημάτων που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά

Στον εξοπλισμό υπό πίεση και τα συγκροτήματα που καλύπτονται από το άρθρο 1 της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται το άρθρο 15 παράγραφος 3 και τα άρθρα 16 έως 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

Άρθρο 40

Διαδικασία αντιμετώπισης του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων που παρουσιάζουν κίνδυνο σε εθνικό επίπεδο

1.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι εξοπλισμός υπό πίεση ή συγκροτήματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία παρουσιάζουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή των κατοικίδιων ζώων ή για την ιδιοκτησία, διενεργούν αξιολόγηση για τον εξοπλισμό υπό πίεση ή το συγκρότημα, η οποία καλύπτει όλες τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Για τον σκοπό αυτό, οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται όπως απαιτείται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

Αν, κατά την αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, οι αρχές εποπτείας της αγοράς διαπιστώσουν ότι ο εξοπλισμός ή το συγκρότημα δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ζητούν αμελλητί από τον σχετικό οικονομικό φορέα να προβεί σε όλες τις διορθωτικές ενέργειες που απαιτούνται για να επιτύχει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος προς τις απαιτήσεις, να τα αποσύρει από την αγορά ή να τα ανακαλέσει εντός εύλογης χρονικής περιόδου, ανάλογα προς τη φύση του κινδύνου, όπως αυτές ορίζουν.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν σχετικά τον οικείο κοινοποιημένο οργανισμό.

Το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 εφαρμόζεται στα μέτρα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς θεωρούν ότι η μη συμμόρφωση δεν περιορίζεται στην εθνική τους επικράτεια, ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και τα μέτρα που ζήτησαν να λάβει ο οικονομικός φορέας.

3.   Ο οικονομικός φορέας εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα για το σύνολο του οικείου εξοπλισμού υπό πίεση και των οικείων συγκροτημάτων που έχει διαθέσει στην αγορά σε ολόκληρη την Ένωση.

4.   Εάν ο οικείος οικονομικός φορέας δεν λάβει, μέσα στο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τη διάθεση του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος στην εθνική αγορά ή να αποσύρουν τον εξοπλισμό ή το συγκρότημα από την αγορά ή να τα ανακαλέσουν.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα αυτά.

5.   Στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο περιλαμβάνονται όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που απαιτούνται για την ταύτιση του μη συμμορφούμενου εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτήματος, την προέλευση του εξοπλισμού ή συγκροτήματος, τη φύση της τυχόν μη συμμόρφωσης και του σχετικού κινδύνου, τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν, καθώς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο σχετικός οικονομικός φορέας. Συγκεκριμένα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς αναφέρουν αν η μη συμμόρφωση οφείλεται σε έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)

ο εξοπλισμός ή το συγκρότημα δεν πληρούν τις απαιτήσεις που αφορούν την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή την προστασία των κατοικίδιων ζώων ή της περιουσίας· ή

β)

υπάρχουν ελλείψεις στα εναρμονισμένα πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 12 και στα οποία βασίζεται το τεκμήριο της συμμόρφωσης.

6.   Τα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους που κίνησε τη διαδικασία δυνάμει του παρόντος άρθρου ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα που έλαβαν και παρέχουν τυχόν άλλες πρόσθετες πληροφορίες που έχουν όσον αφορά τη μη συμμόρφωση του σχετικού εξοπλισμού ή συγκροτήματος, και, σε περίπτωση διαφωνίας με εθνικό μέτρο που έχει θεσπιστεί, για τις τυχόν αντιρρήσεις τους.

7.   Εάν εντός τριών μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από κράτος μέλος ή από την Επιτροπή σε σχέση με προσωρινό μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος, τότε το μέτρο θεωρείται δικαιολογημένο.

8.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν αμελλητί τη λήψη κατάλληλων περιοριστικών μέτρων σε σχέση με τον οικείο εξοπλισμό ή συγκρότημα, όπως η απόσυρση του εξοπλισμού ή συγκροτήματος από την αγορά.

Άρθρο 41

Ενωσιακή διαδικασία διασφάλισης

1.   Εάν, κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του άρθρου 40 παράγραφοι 3 και 4, διατυπωθούν ενστάσεις για μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος ή εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι το εθνικό μέτρο αντίκειται στη νομοθεσία της Ένωσης, η Επιτροπή διαβουλεύεται αμελλητί με τα κράτη μέλη και τον σχετικό οικονομικό φορέα ή φορείς και διενεργεί αξιολόγηση του εθνικού μέτρου. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που ορίζει αν το εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο.

Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον σχετικό οικονομικό φορέα ή φορείς.

2.   Εάν το εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο, όλα τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι ο μη συμμορφούμενος εξοπλισμός ή το μη συμμορφούμενο συγκρότημα αποσύρονται από την εθνική τους αγορά και ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά. Αν το εθνικό μέτρο δεν θεωρηθεί δικαιολογημένο, το οικείο κράτος μέλος ανακαλεί το συγκεκριμένο μέτρο.

3.   Αν το εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο και η μη συμμόρφωση του εξοπλισμού ή του συγκροτήματος αποδοθεί σε ελλείψεις των εναρμονισμένων προτύπων τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 40 παράγραφος 5 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή εφαρμόζει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.

Άρθρο 42

Συμμορφούμενος εξοπλισμός υπό πίεση ή συμμορφούμενα συγκροτήματα που ενέχουν κίνδυνο

1.   Όταν κράτος μέλος διαπιστώσει, αφού έχει διενεργήσει αξιολόγηση δυνάμει του άρθρου 40 παράγραφος 1, ότι εξοπλισμός υπό πίεση ή συγκρότημα, αν και συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία, ενέχουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων, για τα κατοικίδια ζώα ή για την περιουσία, απαιτεί από τον σχετικό οικονομικό φορέα να λάβει όλα τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι ο εν λόγω εξοπλισμός ή το εν λόγω συγκρότημα, όταν εισαχθούν στην αγορά, δεν ενέχουν πλέον τον εν λόγω κίνδυνο, ή για να αποσύρει τον εξοπλισμό ή το συγκρότημα από την αγορά ή να τα ανακαλέσει εντός εύλογης περιόδου που αυτό ορίζει, ανάλογης με τη φύση του κινδύνου.

2.   Ο οικονομικός φορέας εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα για το σύνολο του εξοπλισμού ή των συγκροτημάτων που έχει διαθέσει στην αγορά σε όλη την Ένωση.

3.   Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ταυτοποίηση του συγκεκριμένου εξοπλισμού ή συγκροτήματος, την προέλευσή του και την αλυσίδα εφοδιασμού του εξοπλισμού ή του συγκροτήματος, τη φύση του σχετικού κινδύνου, καθώς και τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν.

4.   Η Επιτροπή διαβουλεύεται αμελλητί με τα κράτη μέλη και τον σχετικό οικονομικό φορέα (ή φορείς) και διενεργεί αξιολόγηση των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης, η Επιτροπή αποφασίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αν το εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο ή όχι και, εφόσον απαιτείται, προτείνει τα κατάλληλα μέτρα.

Οι εκτελεστικές πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 44 παράγραφος 3.

Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγοντος που αφορούν την προστασία της υγείας και ασφάλειας των προσώπων, ή των κατοικίδιων ζώων ή της περιουσίας, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 44 παράγραφος 4.

5.   Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον σχετικό οικονομικό φορέα ή φορείς.

Άρθρο 43

Τυπική μη συμμόρφωση

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 40, όταν κράτος μέλος προβεί σε μία από τις κατωτέρω διαπιστώσεις, απαιτεί από τον οικείο οικονομικό φορέα να θέσει τέλος στη μη συμμόρφωση:

α)

η σήμανση CE έχει τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 ή του άρθρου 19 της παρούσας οδηγίας·

β)

δεν έχει τεθεί η σήμανση CE·

γ)

ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού που εμπλέκεται στο στάδιο ελέγχου της παραγωγής έχει τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 19 ή δεν έχει τεθεί·

δ)

οι σημάνσεις και επισημάνσεις που αναφέρονται στο σημείο 3.3 του παραρτήματος I δεν έχουν τεθεί, κατά παράβαση του άρθρου 19 ή του σημείου 3.3 του παραρτήματος I·

ε)

δεν έχει καταρτιστεί δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ·

στ)

η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ δεν έχει καταρτιστεί σωστά·

ζ)

ο τεχνικός φάκελος είτε δεν είναι διαθέσιμος είτε δεν είναι πλήρης·

η)

οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 ή στο άρθρο 8 παράγραφος 3 λείπουν, είναι λανθασμένες ή είναι ελλιπείς·

θ)

δεν ικανοποιείται κάποια άλλη από τις διοικητικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 ή στο άρθρο 8.

2.   Εάν η μη συμμόρφωση της παραγράφου 1 εξακολουθεί να υφίσταται, το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διάθεση στην αγορά του εξοπλισμού ή του συγκροτήματος, ή να εξασφαλίσει την ανάκληση ή απόσυρσή τους από την αγορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 44

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για τον εξοπλισμό υπό πίεση. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού.

5.   Η επιτροπή καλείται σε διαβούλευση από την Επιτροπή για κάθε ζήτημα για το οποίο απαιτείται η παροχή υπηρεσιών συμβούλου από εμπειρογνώμονες του τομέα, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.

Η επιτροπή μπορεί επίσης να εξετάζει κάθε άλλο θέμα σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας το οποίο τίθεται από τον πρόεδρό της ή από εκπρόσωπο κράτους μέλους σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 45

Αρμοδιότητες κατ’ εξουσιοδότηση

1.   Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη πολύ σοβαροί προκύπτοντες λόγοι ασφάλειας, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 46 όσον αφορά την αναταξινόμηση του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων ώστε:

α)

εξοπλισμός υπό πίεση ή οικογένεια εξοπλισμών υπό πίεση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 να υπαχθεί στο άρθρο 4 παράγραφος 1·

β)

ένα συγκρότημα ή μία οικογένεια συγκροτημάτων που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 να υπαχθεί στο άρθρο 4 παράγραφος 2·

γ)

εξοπλισμός υπό πίεση ή οικογένεια εξοπλισμών υπό πίεση, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παραρτήματος II, να ταξινομηθεί σε άλλη κατηγορία.

2.   Αν ένα κράτος μέλος ανησυχεί για την ασφάλεια του εξοπλισμού υπό πίεση ή των συγκροτημάτων, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή σχετικά με τις ανησυχίες του υποβάλλοντας τους σχετικούς λόγους.

3.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης η Επιτροπή διενεργεί ενδελεχή διεξοδική αξιολόγηση των κινδύνων για τους οποίους απαιτείται αναταξινόμηση.

Άρθρο 46

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 45 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 1η Ιουνίου 2015. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 45 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 45 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 47

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε οικονομικούς φορείς οι οποίοι παραβιάζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι κανόνες αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν ποινικές κυρώσεις για σοβαρές παραβάσεις.

Οι προβλεπόμενες στο πρώτο εδάφιο κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 48

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τη θέση σε λειτουργία εξοπλισμού υπό πίεση και συγκροτημάτων τα οποία συμμορφώνονται με τους κανονισμούς που ισχύουν στην επικράτειά τους κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της οδηγίας 97/23/ΕΚ και τα οποία είχαν εισαχθεί στην αγορά έως τις 29 Μαΐου 2002.

2.   Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά και/ή τη θέση σε λειτουργία εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτημάτων που υπόκεινται στην οδηγία 97/23/ΕΚ, τα οποία συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία και έχουν εισαχθεί στην αγορά πριν από την 1η Ιουνίου 2015.

3.   Τα πιστοποιητικά και οι αποφάσεις που εκδίδονται από κοινοποιημένους οργανισμούς δυνάμει της οδηγίας 97/23/ΕΚ ισχύουν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 49

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως την 28η Φεβρουαρίου 2015, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 13. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από την 1η Ιουνίου 2015.

Κατά τη θέσπισή τους από τα κράτη μέλη, τα μέτρα αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στο άρθρο 9 της οδηγίας 97/23/ΕΚ, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρείται ότι γίνονται στο άρθρο 13 της παρούσας οδηγίας. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 18 Ιουλίου 2016, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 2 παράγραφοι 15 έως 32, τα άρθρα 6 έως 12, τα άρθρα 14, 17 και 18, το άρθρο 19 παράγραφοι 3 έως 5, τα άρθρα 20 έως 43, τα άρθρα 47 και 48 και τα παραρτήματα I, ΙΙ, III και IV. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των μέτρων.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 19 Ιουλίου 2016.

Κατά τη θέσπισή τους από τα κράτη μέλη, τα μέτρα αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στην οδηγία που καταργείται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο της παραπομπής και τον τρόπο διατύπωσης της δήλωσης.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 50

Κατάργηση

Το άρθρο 9 της οδηγίας 97/23/ΕΚ διαγράφεται από την 1η Ιουνίου 2015, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και της ημερομηνίας εφαρμογής του άρθρου αυτού, όπως ορίζεται στο παράρτημα V μέρος Β.

Η οδηγία 97/23/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από τις πράξεις που παρατίθενται στο παράρτημα V μέρος A, καταργείται με ισχύ από τις 19 Ιουλίου 2016, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και της ημερομηνίας εφαρμογής της οδηγίας που αναφέρονται στο παράρτημα V μέρος Β.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VI.

Άρθρο 51

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1, το άρθρο 2 σημεία 1) έως 14), τα άρθρα 3, 4, 5, 14, 15 και 16, το άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 44, 45 και 46 εφαρμόζονται από τις 19 Ιουλίου 2016.

Άρθρο 52

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 67 της 6.3.2014, σ. 101.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2014.

(3)  Οδηγία 97/23/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον εξοπλισμό υπό πίεση (ΕΕ L 181 της 9.7.1997, σ. 1).

(4)  Βλέπε παράρτημα V μέρος A.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(6)  Απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων και για την κατάργηση της απόφασης 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82).

(7)  Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).

(8)  Οδηγία 2010/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2010, σχετικά με τον μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση και την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 76/767/ΕΟΚ, 84/525/ΕΟΚ, 84/526/ΕΟΚ, 84/527/ΕΟΚ και 1999/36/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 30.6.2010, σ. 1).

(9)  Οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί ταξινομήσεως, συσκευασίας και επισημάνσεως των επικίνδυνων ουσιών (ΕΕ 196 της 16.8.1967, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(13)  Οδηγία 2014/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διάθεση στην αγορά απλών δοχείων πίεσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 45).

(14)  Οδηγία 75/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στις συσκευές αερολυμάτων (αεροζόλ) (ΕΕ L 147 της 9.6.1975, σ. 40).

(15)  Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 167/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 2013, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς γεωργικών και δασικών οχημάτων (ΕΕ L 60 της 2.3.2013, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 168/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2013, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς δίκυκλων ή τρίκυκλων οχημάτων και τετράκυκλων (ΕΕ L 60 της 2.3.2013, σ. 52).

(18)  Οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, σχετικά με τα μηχανήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 95/16/ΕΚ (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 24).

(19)  Οδηγία 2014/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους ανελκυστήρες και τα κατασκευαστικά στοιχεία ασφάλειας για ανελκυστήρες (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 251).

(20)  Οδηγία 2014/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ηλεκτρολογικού υλικού που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 357).

(21)  Οδηγία 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί των ιατροτεχνολογικών προϊόντων (ΕΕ L 169 της 12.7.1993, σ. 1).

(22)  Οδηγία 2009/142/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τις συσκευές αερίου (ΕΕ L 330 της 16.12.2009, σ. 10).

(23)  Οδηγία 2014/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες (OJ L 96 της 29.3.2014, σ. 309).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1.

Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας που περιέχονται στο παρόν παράρτημα για τους εξοπλισμούς υπό πίεση ισχύουν επίσης και για τα συγκροτήματα, εφόσον υφίσταται αντίστοιχος κίνδυνος.

2.

Οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας που καθορίζονται από την παρούσα οδηγία είναι υποχρεωτικές. Οι υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τις παρούσες ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας ισχύουν μόνο όταν ο αντίστοιχος κίνδυνος υφίσταται για τον εν λόγω εξοπλισμό υπό πίεση όταν χρησιμοποιείται υπό τις συνθήκες που ευλόγως μπορεί να προβλέψει ο κατασκευαστής.

3.

Ο κατασκευαστής έχει την υποχρέωση να αναλύει τους κινδύνους και τους παράγοντες κινδύνου, προκειμένου να εντοπίζει εκείνους που αφορούν τους εξοπλισμούς που παράγει και οφείλονται στην πίεση· κατά τον σχεδιασμό και την κατασκευή τους λαμβάνει υπόψη την εν λόγω ανάλυση.

4.

Οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη το επίπεδο της τεχνολογίας και η πρακτική κατά τη χρονική στιγμή του σχεδιασμού και της παραγωγής, καθώς και τα τεχνικά και οικονομικά κριτήρια τα οποία συμφωνούν με υψηλό βαθμό προστασίας της υγείας και της ασφάλειας.

1.   ΓΕΝΙΚΑ

1.1.

Ο εξοπλισμός υπό πίεση σχεδιάζεται, κατασκευάζεται, δοκιμάζεται και, κατά περίπτωση, εξοπλίζεται και εγκαθίσταται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλειά του όταν τίθεται σε λειτουργία σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή ή υπό ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες.

1.2.

Προκειμένου να επιλέξει τις καταλληλότερες λύσεις, ο κατασκευαστής εφαρμόζει τις αρχές που εκτίθενται παρακάτω με την ακόλουθη σειρά:

εξάλειψη ή μείωση των κινδύνων όσο είναι ευλόγως εφικτό,

εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων προστασίας από τους αναπόφευκτους κινδύνους,

ενημέρωση, κατά περίπτωση, των χρηστών για τους παραμένοντες κινδύνους, και ένδειξη αν είναι αναγκαίο να ληφθούν ειδικά μέτρα για τον περιορισμό της επικινδυνότητας κατά την εγκατάσταση και/ή τη χρήση.

1.3.

Όταν ο κίνδυνος κακής χρήσης είναι γνωστός ή μπορεί ευχερώς να προβλεφθεί, τότε ο εξοπλισμός υπό πίεση σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να προλαμβάνεται ο κίνδυνος από την κακή αυτή χρήση ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, παρέχεται κατάλληλη προειδοποίηση ότι ο εξοπλισμός αυτός δεν χρησιμοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

2.   ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

2.1.   Γενικά

Ο εξοπλισμός υπό πίεση είναι κατάλληλα σχεδιασμένος λαμβανομένων υπόψη όλων των οικείων παραγόντων, ώστε να είναι ασφαλής καθ’ όλη την προβλεπόμενη διάρκεια ζωής του.

Ο σχεδιασμός γίνεται με τους δέοντες συντελεστές ασφάλειας οι οποίοι βασίζονται σε γενικές μεθόδους για τις οποίες είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν επαρκή περιθώρια ασφάλειας για την πρόληψη οποιασδήποτε βλάβης με συνεκτικό τρόπο.

2.2.   Σχεδιασμός επαρκούς αντοχής

2.2.1.   Ο εξοπλισμός υπό πίεση είναι σχεδιασμένος για φορτία ανάλογα με τη σκοπούμενη χρήση του και για άλλες προβλεπόμενες συνθήκες λειτουργίας. Ειδικότερα, λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

εσωτερική και εξωτερική πίεση,

θερμοκρασίες λειτουργίας και περιβάλλοντος,

στατική πίεση και μάζα της περιεχόμενης ουσίας σε συνθήκες λειτουργίας και δοκιμών,

φορτία κυκλοφορίας, ανέμου και σεισμού,

δυνάμεις και ροπές αντίστασης που προκύπτουν από τα στηρίγματα, τις στερεώσεις, τις σωληνώσεις κ.λπ.,

χημική και μηχανική διάβρωση, κόπωση κ.λπ.,

αποσύνθεση ασταθών ρευστών.

Οι διάφορες φορτίσεις που είναι δυνατόν να εκδηλωθούν συγχρόνως, λαμβάνονται υπόψη σταθμίζοντας την πιθανότητα ταυτόχρονης επενέργειάς τους.

2.2.2.   Ο σχεδιασμός επαρκούς αντοχής βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα:

κατά γενικό κανόνα, σε μέθοδο υπολογισμού, όπως περιγράφεται στο σημείο 2.2.3, η οποία συμπληρώνεται εν ανάγκη από πειραματική μέθοδο σχεδιασμού όπως περιγράφεται στο σημείο 2.2.4,

σε πειραματική μέθοδο σχεδιασμού, χωρίς υπολογισμό, όπως περιγράφεται στο σημείο 2.2.4, όταν το γινόμενο της μέγιστης επιτρεπόμενης πίεσης PS επί τον όγκο V είναι μικρότερο των 6 000 bar·L ή το γινόμενο PS·DN είναι μικρότερο των 3 000 bar.

2.2.3.   Μέθοδος υπολογισμού

α)   Συγκράτηση της πίεσης και άλλες καταστάσεις φόρτισης

Οι επιτρεπόμενες τάσεις στους εξοπλισμούς υπό πίεση περιορίζονται στις ευλόγως προβλεπόμενες βλάβες ανάλογα με τις συνθήκες λειτουργίας. Προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται συντελεστές ασφαλείας ώστε να εξαλείφονται απολύτως όλες οι αβεβαιότητες λόγω κατασκευής, πραγματικών συνθηκών λειτουργίας, ασκουμένων τάσεων, προτύπων υπολογισμού, καθώς και λόγω ιδιοτήτων και συμπεριφοράς του υλικού.

Αυτές οι μέθοδοι υπολογισμού παρέχουν επαρκή περιθώρια ασφάλειας έναντι των προδιαγραφών του σημείου 7, εφόσον ενδείκνυται.

Η συμμόρφωση προς τις ανωτέρω διατάξεις επιτυγχάνεται διά της εφαρμογής μιας από τις κατωτέρω μεθόδους, όπως ενδείκνυται, είτε συμπληρωματικώς είτε ταυτοχρόνως:

σχεδιασμός μέσω τύπων,

σχεδιασμός μέσω ανάλυσης,

σχεδιασμός μέσω μηχανικών δοκιμών θραύσης.

β)   Αντοχή

Η αντοχή των εξοπλισμών υπό πίεση καταδεικνύεται με τους κατάλληλους υπολογισμούς σχεδιασμού.

Ειδικότερα:

οι πιέσεις υπολογισμού δεν είναι κατώτερες από τις μέγιστες επιτρεπόμενες πιέσεις, συνυπολογιζομένων του στατικού φορτίου και της υδροδυναμικής πίεσης καθώς και της αποσύνθεσης των ασταθών ρευστών. Όταν το δοχείο χωρίζεται σε μεμονωμένους θαλάμους για τη συγκράτηση της πίεσης, τα διαχωριστικά τοιχώματα σχεδιάζονται με βάση την υψηλότερη δυνατή πίεση του θαλάμου, σε σχέση με την αντίστοιχη κατώτερη δυνατή πίεση του γειτονικού θαλάμου,

οι θερμοκρασίες υπολογισμού παρέχουν τα δέοντα περιθώρια ασφάλειας,

κατά τον σχεδιασμό λαμβάνονται δεόντως υπόψη όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί θερμοκρασίας και πίεσης που μπορεί να προκύψουν υπό ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες λειτουργίας του εξοπλισμού,

οι μέγιστες τάσεις και οι συγκεντρώσεις αιχμών τάσεων τηρούνται εντός ασφαλών ορίων,

για τον υπολογισμό συγκράτησης της πίεσης χρησιμοποιούνται οι κατάλληλες τιμές για τις ιδιότητες των υλικών, οι οποίες βασίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 4 σε συνδυασμό με τους κατάλληλους συντελεστές ασφάλειας. Τα χαρακτηριστικά υλικών τα οποία, κατά περίπτωση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, περιλαμβάνουν:

το όριο ελαστικότητας που αντιστοιχεί σε παραμόρφωση 0,2 % ή 1,0 %, κατά περίπτωση, στη θερμοκρασία υπολογισμού,

την αντοχή σε εφελκυσμό,

το όριο αντοχής σε συνάρτηση με τον χρόνο, δηλαδή το όριο ερπυσμού,

στοιχεία κόπωσης,

το μέτρο ελαστικότητας (μέτρο του Young),

το κατάλληλο μέγεθος πλαστικής παραμόρφωσης,

η ενέργεια κάμψης μέσω θραύσης,

η αντοχή σε θραύση,

χρησιμοποιούνται κατάλληλοι συντελεστές συνδέσεων για τις ιδιότητες των υλικών, ανάλογα π.χ. με το είδος των μη καταστρεπτικών δοκιμών, τα συναρμοσμένα υλικά και τις προβλεπόμενες συνθήκες λειτουργίας,

κατά τον σχεδιασμό λαμβάνονται δεόντως υπόψη όλοι οι ευλόγως προβλεπόμενοι μηχανισμοί φθοράς (π.χ. διάβρωση, ερπυσμός, κόπωση) που αντιστοιχούν στην προβλεπόμενη χρήση του εξοπλισμού. Στις οδηγίες που αναφέρονται στο σημείο 3.4 εφιστάται η προσοχή στα χαρακτηριστικά σχεδιασμού που είναι καθοριστικά για τη διάρκεια ζωής του εξοπλισμού, όπως:

για τον ερπυσμό: ο θεωρητικός αριθμός ωρών λειτουργίας σε συγκεκριμένες θερμοκρασίες,

για την κόπωση: ο θεωρητικός αριθμός κύκλων λειτουργίας σε συγκεκριμένα επίπεδα τάσεων,

για τη διάβρωση: η θεωρητική ανοχή διάβρωσης.

γ)   Ευστάθεια

Όταν το υπολογιζόμενο πάχος δεν παρέχει επαρκή δομική ευστάθεια, λαμβάνονται τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, αφού συνεκτιμηθούν οι κίνδυνοι λόγω μεταφοράς και χειρισμών.

2.2.4.   Πειραματική μέθοδος σχεδιασμού

Ο σχεδιασμός του εξοπλισμού μπορεί να επικυρωθεί, εν όλω ή εν μέρει, από ένα κατάλληλο πρόγραμμα δοκιμών επί αντιπροσωπευτικού δείγματος του εξοπλισμού ή της κατηγορίας εξοπλισμών.

Το πρόγραμμα δοκιμών καθορίζεται σαφώς πριν από τις δοκιμές και να γίνει δεκτό από τον κοινοποιημένο οργανισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η ενότητα αξιολόγησης του σχεδιασμού, όταν υπάρχει.

Το πρόγραμμα αυτό καθορίζει τις συνθήκες δοκιμών και τα κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης. Πριν από τις δοκιμές θα σημειώνονται οι πραγματικές τιμές των βασικών διαστάσεων και χαρακτηριστικών των υλικών από τα οποία αποτελούνται οι δοκιμαζόμενοι εξοπλισμοί.

Κατά τις δοκιμές υπάρχει, ενδεχομένως, δυνατότητα παρατήρησης των κρίσιμων περιοχών του εξοπλισμού υπό πίεση με κατάλληλα όργανα, ώστε να μετρώνται με αρκετή ακρίβεια οι παραμορφώσεις και οι τάσεις.

Το πρόγραμμα δοκιμών περιλαμβάνει:

α)

δοκιμή αντοχής σε πίεση, με σκοπό να επαληθεύεται ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση που παρέχει περιθώριο ασφάλειας σε σχέση με τη μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση δεν παρουσιάζει σημαντική διαρροή ή παραμόρφωση πέραν ενός καθορισμένου ορίου.

Η πίεση δοκιμής καθορίζεται με βάση τη διαφορά μεταξύ των τιμών των γεωμετρικών χαρακτηριστικών και των χαρακτηριστικών των υλικών όπως μετρώνται σε συνθήκες δοκιμής και των χρησιμοποιούμενων για τον σχεδιασμό τιμών· λαμβάνεται επίσης υπόψη η διαφορά μεταξύ της θερμοκρασίας δοκιμής και της θερμοκρασίας σχεδιασμού·

β)

όταν υπάρχει κίνδυνος ερπυσμού ή κόπωσης, κατάλληλες δοκιμές που καθορίζονται με βάση τις προβλεπόμενες για τον εξοπλισμό συνθήκες λειτουργίας, π.χ. διάρκεια λειτουργίας σε συγκεκριμένες θερμοκρασίες, αριθμός κύκλων σε συγκεκριμένα επίπεδα τάσεων κ.λπ.·

γ)

όταν χρειάζεται, συμπληρωματικές δοκιμές για άλλους ειδικούς παράγοντες που αναφέρονται στο σημείο 2.2.1, όπως η διάβρωση και οι εξωτερικές προσβολές.

2.3.   Μέτρα ασφαλούς χειρισμού και λειτουργίας

Ο τρόπος λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση αποκλείει κάθε ευλόγως προβλέψιμο κίνδυνο κατά τη χρήση του. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται, κατά περίπτωση, στα εξής:

στα συστήματα ανοίγματος και κλεισίματος,

στις επικίνδυνες εκπομπές από δικλίδες ανακούφισης της πίεσης,

στα συστήματα παρεμπόδισης της φυσικής πρόσβασης ενόσω υπάρχει πίεση ή κενό,

στην επιφανειακή θερμοκρασία αναλόγως της προβλεπόμενης χρήσης,

στην αποσύνθεση των ασταθών ρευστών.

Ειδικότερα, ο εξοπλισμός υπό πίεση που φέρει θύρα πρόσβασης είναι εφοδιασμένος με αυτόματο ή χειροκίνητο σύστημα το οποίο να επιτρέπει στον χειριστή να εξακριβώνει ευχερώς ότι το άνοιγμα δεν παρουσιάζει κίνδυνο. Επιπλέον, όταν το άνοιγμα μπορεί να ενεργοποιείται ταχέως, ο εξοπλισμός υπό πίεση διαθέτει διάταξη που να εμποδίζει το άνοιγμά του εφόσον η πίεση ή η θερμοκρασία του ρευστού παρουσιάζει κίνδυνο.

2.4.   Μέσα επιθεώρησης

α)

Ο εξοπλισμός υπό πίεση είναι σχεδιασμένος και κατασκευασμένος κατά τρόπον ώστε να μπορούν να γίνονται όλες οι επιθεωρήσεις που είναι αναγκαίες για την ασφάλειά του·

β)

εφόσον απαιτείται για την επίτευξη συνεχούς ασφάλειας του εξοπλισμού, υπάρχουν μέσα με τα οποία θα είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η κατάσταση στο εσωτερικό του εξοπλισμού υπό πίεση, όπως ανοίγματα από τα οποία είναι δυνατή η είσοδος στο εσωτερικό του εξοπλισμού υπό πίεση ώστε οι δέουσες επιθεωρήσεις να διενεργούνται υπό ασφαλείς και εργονομικές συνθήκες·

γ)

επιτρέπεται η χρήση και άλλων μέσων για να εξακριβώνεται η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις ασφάλειας σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

όταν ο εξοπλισμός είναι υπερβολικά μικρός για είσοδο στο εσωτερικό του,

όταν το άνοιγμα του εξοπλισμού υπό πίεση θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στο εσωτερικό του,

όταν η ουσία την οποία περιέχει είναι αποδεδειγμένα αβλαβής για το υλικό κατασκευής του εξοπλισμού υπό πίεση και όταν λογικά δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί κανένας άλλος μηχανισμός εσωτερικής φθοράς.

2.5.   Μέσα αποστράγγισης και αερισμού

Η αποστράγγιση και ο αερισμός των εξοπλισμών υπό πίεση εξασφαλίζονται με κατάλληλα μέσα, όπου απαιτείται, για:

την αποφυγή βλαβερών συνεπειών, όπως υδραυλικού πλήγματος, κατάρρευσης λόγω κενού, διάβρωσης και ανεξέλεγκτων χημικών αντιδράσεων. Εξετάζονται όλες οι καταστάσεις λειτουργίας και δοκιμών, ιδίως δε δοκιμών υπό πίεση,

τη δυνατότητα καθαρισμού, ελέγχου και συντήρησης υπό συνθήκες ασφάλειας.

2.6.   Διάβρωση ή άλλες χημικές προσβολές

Όταν απαιτείται, αυξάνεται το πάχος του υλικού ή παρέχεται κατάλληλη προστασία κατά της διάβρωσης ή άλλων χημικών προσβολών, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προβλεπόμενη και ευλόγως αναμενόμενη χρήση.

2.7.   Φθορά

Όταν υπάρχει κίνδυνος να υποστεί ο εξοπλισμός σοβαρή μηχανική διάβρωση ή εκτριβή, λαμβάνονται επαρκή μέτρα ώστε:

να μειώνονται στο ελάχιστο οι επιπτώσεις αυτές με τον κατάλληλο σχεδιασμό, π.χ. με πρόσθετο πάχος υλικού ή με τη χρήση επενδύσεων ή υλικών επικάλυψης,

να επιδέχονται αντικατάσταση τα μέρη που προσβάλλονται περισσότερο,

οι οδηγίες που αναφέρονται στο σημείο 3.4 να εφιστούν την προσοχή στα απαραίτητα μέτρα για διαρκή ασφαλή χρήση του εξοπλισμού.

2.8.   Συγκροτήματα

Τα συγκροτήματα σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε:

τα προς συναρμολόγηση στοιχεία να είναι κατάλληλα και αξιόπιστα για τις συνθήκες λειτουργίας τους,

όλα τα στοιχεία να ενσωματώνονται ορθά και να συναρμολογούνται με τον κατάλληλο τρόπο.

2.9.   Προβλέψεις για πλήρωση και κένωση

Όταν χρειάζεται, ο εξοπλισμός υπό πίεση σχεδιάζεται και εφοδιάζεται με κατάλληλα εξαρτήματα ή υπάρχει πρόβλεψη να εφοδιαστεί με αυτά, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής πλήρωση και κένωση, ειδικότερα όσον αφορά κινδύνους, όπως:

α)

κατά την πλήρωση:

κίνδυνοι από υπερπλήρωση ή από ανάπτυξη υπερπίεσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τον βαθμό πλήρωσης και την πίεση των ατμών στη θερμοκρασία αναφοράς,

κίνδυνοι από την αστάθεια του εξοπλισμού υπό πίεση·

β)

κατά την κένωση: κίνδυνοι ανεξέλεγκτης διαφυγής ρευστού υπό πίεση·

γ)

κατά την πλήρωση ή την κένωση: κίνδυνοι μη ασφαλούς σύνδεσης και αποσύνδεσης.

2.10.   Προστασία έναντι της υπέρβασης των επιτρεπόμενων ορίων του εξοπλισμού υπό πίεση

Όταν, υπό ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες, ενδέχεται να σημειωθεί υπέρβαση των επιτρεπόμενων ορίων, ο εξοπλισμός υπό πίεση είναι εφοδιασμένος —ή να προβλέπεται ο εφοδιασμός του— με κατάλληλες προστατευτικές διατάξεις, εκτός αν υπάρχουν άλλες προστατευτικές διατάξεις εντός του συγκροτήματος.

Η κατάλληλη διάταξη ή ο συνδυασμός των κατάλληλων διατάξεων καθορίζονται ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά του εξοπλισμού ή του συγκροτήματος.

Μεταξύ των κατάλληλων προστατευτικών διατάξεων και των συνδυασμών τους συγκαταλέγονται τα ακόλουθα:

α)

τα εξαρτήματα ασφαλείας όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 4)·

β)

κατά περίπτωση, κατάλληλα συστήματα ελέγχου, όπως δείκτες και/ή συναγερμοί που επιτρέπουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, αυτόματα ή διά χειρός, ώστε να διατηρείται ο εξοπλισμός υπό πίεση εντός των επιτρεπόμενων ορίων.

2.11.   Εξαρτήματα ασφαλείας

2.11.1.   Τα εξαρτήματα ασφαλείας:

είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα κατά τρόπον ώστε να είναι αξιόπιστα και κατάλληλα για τις προβλεπόμενες συνθήκες λειτουργίας και λαμβάνουν υπόψη, όπου χρειάζεται, τις απαιτήσεις συντήρησης και δοκιμών των συστημάτων ασφαλείας,

είναι ανεξάρτητα από τις άλλες λειτουργίες, εκτός αν η προστατευτική τους λειτουργία δεν επηρεάζεται από τις άλλες λειτουργίες,

ακολουθούν τις ενδεδειγμένες αρχές σχεδιασμού, ώστε να επιτυγχάνεται κατάλληλη και αξιόπιστη προστασία. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν, ειδικότερα, την ασφαλή λειτουργία σε περίπτωση βλάβης (fail-safe mode), την πλεοναστικότητα, τη διαφοροποίηση και την αυτοδιάγνωση.

2.11.2.   Διατάξεις περιορισμού της πίεσης

Οι διατάξεις αυτές είναι σχεδιασμένες κατά τρόπον ώστε η πίεση να μην υπερβαίνει μόνιμα τη μέγιστη επιτρεπτή πίεση PS· επιτρέπονται όμως σύντομες αιχμές της πίεσης, σύμφωνα, εφόσον ενδείκνυται, προς τις προδιαγραφές του σημείου 7.3.

2.11.3.   Διατάξεις παρακολούθησης της θερμοκρασίας

Οι διατάξεις αυτές διαθέτουν κατάλληλο χρόνο απόκρισης για λόγους ασφάλειας, συμβατό με τη λειτουργία μέτρησης.

2.12.   Εξωτερική πυρκαγιά

Όταν είναι ανάγκη, ο εξοπλισμός υπό πίεση σχεδιάζεται και, όπου απαιτείται, εφοδιάζεται με κατάλληλα εξαρτήματα ή προβλέπεται ο εφοδιασμός του με αυτά, προκειμένου να περιορίζονται οι ζημιές σε περίπτωση εξωτερικής πυρκαγιάς, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της χρήσης για την οποία προορίζεται.

3.   ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

3.1.   Μέθοδοι κατασκευής

Ο κατασκευαστής μεριμνά για την ορθή εκτέλεση των μέτρων που έχουν ληφθεί κατά το στάδιο του σχεδιασμού, εφαρμόζοντας τις κατάλληλες τεχνικές και μεθόδους, ειδικότερα όσον αφορά τα ακόλουθα:

3.1.1.   Προετοιμασία των κατασκευαστικών στοιχείων

Η προετοιμασία των κατασκευαστικών στοιχείων (π.χ. διαμόρφωση και λοξότμηση) δεν δημιουργεί ατέλειες, ρωγμές ή αλλαγές στα μηχανικά χαρακτηριστικά ικανές να αποβούν εις βάρος της ασφάλειας του εξοπλισμού υπό πίεση.

3.1.2.   Μόνιμες συναρμολογήσεις

Οι μόνιμες συναρμολογήσεις και η ζώνη που τις περιβάλλει δεν παρουσιάζουν επιφανειακά ή εσωτερικά ελαττώματα που επηρεάζουν δυσμενώς την ασφάλεια του εξοπλισμού.

Οι ιδιότητες των μόνιμων συναρμολογήσεων αντιστοιχούν στις ελάχιστες ιδιότητες που προδιαγράφονται για τα προς συναρμολόγηση υλικά, εκτός αν λαμβάνονται ειδικά υπόψη στους υπολογισμούς σχεδιασμού άλλες αντίστοιχες τιμές ιδιοτήτων.

Για τους εξοπλισμούς υπό πίεση η μόνιμη συναρμολόγηση των μερών που συμβάλλουν στην αντοχή του εξοπλισμού σε πίεση και τα μέρη που συνδέονται άμεσα με αυτές εκτελούνται από ειδικευμένο προσωπικό κατάλληλων προσόντων και σύμφωνα με τις κατάλληλες μεθόδους εργασίας.

Για τον εξοπλισμό υπό πίεση των κατηγοριών II, III και IV, οι εγκρίσεις των μεθόδων εργασίας και του προσωπικού πραγματοποιούνται από αρμόδιο τρίτο μέρος το οποίο μπορεί να είναι, κατ’ επιλογή του κατασκευαστή:

είτε ο κοινοποιημένος οργανισμός,

είτε τρίτος φορέας αναγνωρισμένος από κράτος μέλος όπως προβλέπει το άρθρο 20.

Προκειμένου να πραγματοποιήσει τις προαναφερόμενες εγκρίσεις, το εν λόγω τρίτο μέρος προβαίνει, το ίδιο ή μέσω τρίτων, στις εξετάσεις και τις δοκιμές που προβλέπουν τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή σε ισοδύναμες εξετάσεις και δοκιμές.

3.1.3.   Μη καταστρεπτικές δοκιμές

Για τους εξοπλισμούς υπό πίεση, οι μη καταστρεπτικές δοκιμές των μόνιμων συναρμολογήσεων εκτελούνται από ειδικευμένο προσωπικό κατάλληλων προσόντων. Όσον αφορά τους εξοπλισμούς υπό πίεση των κατηγοριών III και IV, το εν λόγω προσωπικό έχει εγκριθεί από αρμόδιο τρίτο φορέα αναγνωρισμένο από κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20.

3.1.4.   Θερμική επεξεργασία

Στις περιπτώσεις που υπάρχει κίνδυνος η μέθοδος κατασκευής να μεταβάλει τις ιδιότητες των υλικών σε βαθμό που υπονομεύει την ακεραιότητα του εξοπλισμού υπό πίεση, εφαρμόζεται κατάλληλη θερμική επεξεργασία στο ενδεδειγμένο στάδιο κατασκευής.

3.1.5.   Ιχνηλασιμότητα

Καθορίζονται και διατηρούνται κατάλληλες διαδικασίες για την ταυτοποίηση με κατάλληλα μέσα των υλικών των μερών του εξοπλισμού που συμβάλλουν στην αντοχή του σε πίεση, από τη στιγμή της παραλαβής τους, σε όλα τα στάδια της παραγωγής και μέχρι την τελική δοκιμή των εξοπλισμών υπό πίεση που κατασκευάζονται.

3.2.   Τελική αξιολόγηση

Ο εξοπλισμός υπό πίεση υποβάλλεται στην τελική αξιολόγηση που περιγράφεται στη συνέχεια.

3.2.1.   Τελική επιθεώρηση

Ο εξοπλισμός υπό πίεση υποβάλλεται σε τελική επιθεώρηση προκειμένου να επαληθευτεί οπτικά και μέσω εξέτασης των συνοδευτικών εγγράφων η τήρηση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή μπορούν να ληφθούν υπόψη οι έλεγχοι που έχουν διενεργηθεί κατά τη διάρκεια της κατασκευής. Εφόσον η ασφάλεια το καθιστά αναγκαίο, η τελική επιθεώρηση διενεργείται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό όλων των μερών του εξοπλισμού, ενδεχομένως κατά την κατασκευή (π.χ. εάν η εξέταση δεν είναι πλέον δυνατή κατά την τελική επιθεώρηση).

3.2.2.   Δοκιμές αντοχής

Η τελική αξιολόγηση του εξοπλισμού υπό πίεση περιλαμβάνει δοκιμή αντοχής σε πίεση, που κανονικά θα λαμβάνει τη μορφή δοκιμής υδροστατικής πίεσης με πίεση τουλάχιστον ίση προς την τιμή που ορίζεται στο σημείο 7.4, εφόσον ενδείκνυται.

Για τους εξοπλισμούς υπό πίεση της κατηγορίας I που κατασκευάζονται εν σειρά, η δοκιμή αυτή μπορεί να πραγματοποιείται σε στατιστική βάση.

Όταν η δοκιμή υδροστατικής πίεσης είναι επιβλαβής ή αδύνατη, μπορούν να πραγματοποιούνται άλλες δοκιμές αποδεδειγμένης εγκυρότητας. Για τις δοκιμές εκτός της δοκιμής υδροστατικής πίεσης λαμβάνονται συμπληρωματικά μέτρα, όπως μη καταστρεπτικές δοκιμές ή άλλες μέθοδοι ισοδύναμης αποτελεσματικότητας, πριν από τις δοκιμές.

3.2.3.   Επιθεώρηση των διατάξεων ασφάλειας

Όσον αφορά τα συγκροτήματα, η τελική επιθεώρηση περιλαμβάνει και έλεγχο των διατάξεων ασφάλειας, με σκοπό να επαληθευτεί η πλήρης τήρηση των απαιτήσεων του σημείου 2.10.

3.3.   Σήμανση και επισήμανση

Επιπλέον της σήμανσης CE που αναφέρεται στα άρθρα 18 και 19 και των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 3, παρέχονται οι κατωτέρω πληροφορίες:

α)

για κάθε είδους εξοπλισμό υπό πίεση:

το έτος κατασκευής,

στοιχεία ταυτοποίησης του εξοπλισμού υπό πίεση ανάλογα με τη φύση του, όπως στοιχεία ταυτοποίησης τύπου, σειράς ή παρτίδας και ο αριθμός σειράς,

τα βασικά ανώτατα/κατώτατα επιτρεπόμενα όρια·

β)

ανάλογα με τον τύπο του εξοπλισμού υπό πίεση, περαιτέρω αναγκαίες πληροφορίες για την ασφαλή εγκατάσταση, λειτουργία ή χρήση και, κατά περίπτωση, για τη συντήρηση και τις περιοδικές επιθεωρήσεις, όπως:

η χωρητικότητα V του εξοπλισμού υπό πίεση σε L,

το ονομαστικό μέγεθος DN των σωληνώσεων,

η πίεση δοκιμής PT σε bar και η ημερομηνία,

η πίεση ενεργοποίησης της διάταξης ασφαλείας σε bar,

η ισχύς του εξοπλισμού υπό πίεση σε kW,

η τάση τροφοδότησης σε V,

η προβλεπόμενη χρήση,

ο βαθμός πλήρωσης σε kg/L,

η μέγιστη μάζα πλήρωσης σε kg,

το απόβαρο σε kg,

η ομάδα ρευστών·

γ)

όταν απαιτείται, προειδοποιητικές πινακίδες τοποθετημένες στον εξοπλισμό υπό πίεση, που εφιστούν την προσοχή σε λάθη χειρισμού, τα οποία η πείρα έχει δείξει ότι μπορεί να συμβούν.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) αναγράφονται πάνω στον εξοπλισμό υπό πίεση ή πάνω σε στερεά προσαρτημένη πινακίδα, πλην των κατωτέρω εξαιρέσεων:

όπου συντρέχει περίπτωση, μπορεί να χρησιμοποιείται η κατάλληλη τεκμηρίωση προκειμένου να αποφεύγεται η κατ’ επανάληψη σήμανση επιμέρους κατασκευαστικών στοιχείων, όπως π.χ. στοιχείων σωληνώσεων, προοριζόμενων για ένα και το αυτό συγκρότημα.,

στις περιπτώσεις πολύ μικρού εξοπλισμού υπό πίεση, π.χ. εξαρτημάτων, οι πληροφορίες αυτές δίδονται σε χωριστή πινακίδα που τοποθετείται στον εν λόγω εξοπλισμό υπό πίεση,

μπορεί να χρησιμοποιηθεί επισήμανση ή άλλα ενδεδειγμένα μέσα για τη μάζα πλήρωσης και για τις προειδοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο γ), υπό τον όρο ότι παραμένουν ευανάγνωστα επί κατάλληλο χρονικό διάστημα.

3.4.   Οδηγίες λειτουργίας

α)

Κατά τη διαθεσιμότητά του στην αγορά, ο εξοπλισμός υπό πίεση συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από σημείωμα οδηγιών προς τον χρήστη το οποίο περιέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες ασφάλειας όσον αφορά:

την τοποθέτηση, συμπεριλαμβανομένης της συναρμολόγησης των διαφόρων εξοπλισμών υπό πίεση,

τη θέση σε λειτουργία,

τη χρήση,

τη συντήρηση, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων που διενεργεί ο χρήστης.

β)

Το σημείωμα οδηγιών περιέχει τις πληροφορίες που αναγράφονται στον εξοπλισμό υπό πίεση κατ’ εφαρμογή του σημείου 3.3, εκτός από τα στοιχεία ταυτοποίησης της σειράς και συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από τον τεχνικό φάκελο καθώς και τα σχέδια και διαγράμματα που απαιτούνται για την πλήρη κατανόηση των οδηγιών αυτών.

γ)

Κατά περίπτωση, το σημείωμα οδηγιών εφιστά επίσης την προσοχή στους κινδύνους εσφαλμένης χρήσης σύμφωνα με το σημείο 1.3 και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σχεδιασμού σύμφωνα με το σημείο 2.2.3.

4.   ΥΛΙΚΑ

Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του εξοπλισμού υπό πίεση παραμένουν κατάλληλα καθ’ όλη την προβλεπόμενη διάρκεια ζωής τους, εκτός εάν προβλέπεται αντικατάσταση.

Τα υλικά συγκόλλησης και τα λοιπά υλικά συναρμολόγησης χρειάζεται να πληρούν μόνο τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του σημείου 4.1, του σημείου 4.2 στοιχείο α) και του σημείου 4.3 πρώτο εδάφιο, τόσο μεμονωμένα όσο και από κοινού.

4.1.

Τα υλικά των μερών υπό πίεση:

α)

έχουν χαρακτηριστικά κατάλληλα για το σύνολο των ευλόγως προβλεπόμενων συνθηκών λειτουργίας και για όλες τις συνθήκες δοκιμής, ιδίως δε είναι επαρκώς όλκιμα και ανθεκτικά. Κατά περίπτωση, τα χαρακτηριστικά των υλικών συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του σημείου 7.5. Επιπλέον, τα υλικά θα πρέπει να επιλέγονται με ιδιαίτερη επιμέλεια, ώστε να προλαμβάνεται η ψαθυρή θραύση σε περίπτωση ανάγκης. Λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα όταν, για ειδικούς λόγους, απαιτείται η χρήση ψαθυρών υλικών·

β)

παρουσιάζουν επαρκή χημική αντοχή έναντι του ρευστού που πρόκειται να περιέχει ο εξοπλισμός υπό πίεση. Οι χημικές και φυσικές ιδιότητες που είναι απαραίτητες για την ασφάλεια λειτουργίας δεν αλλοιώνονται σημαντικά κατά την προβλεπόμενη διάρκεια ζωής του εξοπλισμού·

γ)

δεν παρουσιάζουν σημαντικές αλλοιώσεις λόγω γήρανσης·

δ)

επιδέχονται τις προβλεπόμενες επεξεργασίες μεταποίησης·

ε)

επιλέγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκαλούνται σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στην περίπτωση σύνδεσης διαφορετικών υλικών.

4.2.

Ο κατασκευαστής του εξοπλισμού υπό πίεση:

α)

ορίζει καταλλήλως τις τιμές που απαιτούνται για τους υπολογισμούς σχεδιασμού που αναφέρονται στο σημείο 2.2.3 και όλα τα άλλα βασικά χαρακτηριστικά των υλικών και της χρησιμοποίησής τους που αναφέρονται στο σημείο 4.1·

β)

επισυνάπτει στον τεχνικό φάκελο τα στοιχεία που αφορούν την τήρηση των προδιαγραφών της παρούσας οδηγίας των σχετικών με τα υλικά, υπό μία από τις ακόλουθες μορφές:

με τη χρησιμοποίηση υλικών σύμφωνων με τα εναρμονισμένα πρότυπα,

με τη χρησιμοποίηση υλικών που έχουν λάβει ευρωπαϊκή έγκριση υλικών για εξοπλισμούς υπό πίεση σύμφωνα με το άρθρο 15,

με ειδική αξιολόγηση των υλικών·

γ)

για τους εξοπλισμούς υπό πίεση των κατηγοριών III και IV, η ειδική αξιολόγηση των συγκεκριμένων υλικών πραγματοποιείται από τον κοινοποιημένο οργανισμό στον οποίο έχουν ανατεθεί οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση.

4.3.

Ο κατασκευαστής του εξοπλισμού λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι το χρησιμοποιούμενο υλικό είναι σύμφωνο προς τις απαιτούμενες προδιαγραφές. Ειδικότερα, ο κατασκευαστής του υλικού παρέχει, για όλα τα υλικά, έγγραφα που να πιστοποιούν τη συμμόρφωσή τους με συγκεκριμένη προδιαγραφή.

Για τα κυριότερα μέρη υπό πίεση των εξοπλισμών των κατηγοριών II, III και IV, το εν λόγω έγγραφο είναι πιστοποιητικό ειδικού ελέγχου του προϊόντος.

Όταν ένας κατασκευαστής υλικών έχει κατάλληλο σύστημα διασφάλισης της ποιότητας, πιστοποιημένο από έναν αρμόδιο οργανισμό που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση και έχει αποτελέσει αντικείμενο ειδικής αξιολόγησης για τα υλικά, τα πιστοποιητικά που εκδίδει ο κατασκευαστής τεκμαίρεται ότι βεβαιώνουν τη συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες απαιτήσεις του παρόντος σημείου.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ

Εκτός από την εφαρμογή των απαιτήσεων των σημείων 1 έως 4, ισχύουν και οι παρακάτω απαιτήσεις για τον εξοπλισμό υπό πίεση που αναφέρεται στα σημεία 5 και 6.

5.   ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ, ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1, ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΣ ΣΕ ΦΛΟΓΑ Ή ΑΛΛΗ ΘΕΡΜΙΔΙΚΗ ΕΙΣΡΟΗ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΚΙΝΔΥΝΟ ΥΠΕΡΘΕΡΜΑΝΣΗΣ

Στα εν λόγω είδη εξοπλισμού υπό πίεση περιλαμβάνονται:

μονάδες παραγωγής ατμού και υπέρθερμου ύδατος, αναφερόμενες στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), όπως ατμολέβητες και λέβητες υπέρθερμου ύδατος ανοικτής φλόγας, υπερθερμαντές και αναθερμαντές, λέβητες ανάκτησης της θερμότητας, λέβητες αποτεφρωτήρων, ηλεκτρικοί λέβητες με ηλεκτρόδια ή με εμβαπτιζόμενες αντιστάσεις, αυτόκλειστοι κλίβανοι υπό πίεση μαζί με τα εξαρτήματά τους και, ανάλογα με την περίπτωση, τα συστήματά τους για την επεξεργασία του ύδατος τροφοδοσίας και τροφοδοσίας καυσίμου,

συσκευές θέρμανσης βιομηχανικής χρήσης που χρησιμοποιούν άλλα ρευστά πλην ατμού και υπέρθερμου ύδατος που υπάγονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α), όπως θερμαντήρες για χημικές βιομηχανίες και άλλους παρόμοιους βιομηχανικούς κλάδους και εξοπλισμοί υπό πίεση για την επεξεργασία τροφίμων.

Ο εν λόγω εξοπλισμός υπό πίεση υπολογίζεται, σχεδιάζεται και κατασκευάζεται με τρόπο που να αποτρέπει ή να ελαχιστοποιεί τους κινδύνους σημαντικής απώλειας συγκράτησης οφειλόμενης σε υπερθέρμανση. Ανάλογα με την περίπτωση, εξασφαλίζονται ιδιαίτερα οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

παροχή κατάλληλων συστημάτων προστασίας για τον περιορισμό των παραμέτρων λειτουργίας, όπως η εισροή και εκροή θερμότητας και, κατά περίπτωση, η στάθμη του ρευστού, προκειμένου να αποφεύγονται οι κίνδυνοι τοπικής και γενικής υπερθέρμανσης·

β)

όταν χρειάζεται, πρόβλεψη σημείων δειγματοληψίας για την αξιολόγηση των ιδιοτήτων του ρευστού, προκειμένου να αποφεύγονται οι κίνδυνοι λόγω επικαθήσεων και/ή διάβρωσης·

γ)

επαρκείς προβλέψεις για την εξάλειψη κινδύνων βλάβης λόγω επικαθήσεων·

δ)

μέσα ασφαλούς απαγωγής της υπολειπόμενης θερμότητας μετά τη διακοπή λειτουργίας·

ε)

πρόβλεψη διατάξεων προκειμένου να αποφεύγεται η επικίνδυνη συσσώρευση εύφλεκτων μειγμάτων καυσίμων ουσιών και αέρα ή η υποστροφή της φλόγας.

6.   ΣΩΛΗΝΩΣΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΣΤΟΙΧΕΙΟ γ)

Κατά τον σχεδιασμό και την κατασκευή των σωληνώσεων εξασφαλίζονται τα ακόλουθα:

α)

επαρκής έλεγχος έναντι του κινδύνου υπερφόρτισης λόγω υπερβολικής ελευθερίας κίνησης ή λόγω ανάπτυξης υπερβολικών δυνάμεων, π.χ. στις φλάντζες, στις συνδέσεις, στις φυσούνες ή στους εύκαμπτους σωλήνες, μέσω στηριγμάτων, ενισχύσεων, αγκυρώσεων, ευθυγραμμίσεων και προέντασης·

β)

στις περιπτώσεις πιθανότητας συμπύκνωσης αερίων στο εσωτερικό των σωληνώσεων για αεριούχα ρευστά, πρόβλεψη τρόπου αποστράγγισης και απομάκρυνσης των επικαθήσεων από ζώνες χαμηλής στάθμης, ώστε να αποφεύγονται τυχόν βλάβες λόγω υδραυλικού πλήγματος ή διάβρωσης·

γ)

επαρκής αντιμετώπιση των ενδεχόμενων ζημιών λόγω διαταράξεων και σχηματισμού δινών· ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του σημείου 2.7·

δ)

επαρκής αντιμετώπιση του κινδύνου κόπωσης λόγω κραδασμών στο εσωτερικό των σωληνώσεων·

ε)

όταν η σωλήνωση περιέχει ρευστά της ομάδας 1, πρόβλεψη κατάλληλων μέσων για την απομόνωση των διακλαδώσεων που παρουσιάζουν σημαντικούς κινδύνους λόγω των διαστάσεών τους·

στ)

ελαχιστοποίηση του κινδύνου απροειδοποίητης εκκένωσης· τα σημεία απαγωγής φέρουν, στη σταθερή τους πλευρά, σαφή ένδειξη του περιεχομένου ρευστού·

ζ)

περιγραφή της θέσης και όδευσης των υπόγειων σωληνώσεων, τουλάχιστον στον τεχνικό φάκελο, προκειμένου να διευκολύνονται η ασφαλής συντήρηση, η επιθεώρηση ή οι επισκευές.

7.   ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΙΔΗ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ

Οι παρακάτω διατάξεις εφαρμόζονται γενικά. Ωστόσο, όταν δεν εφαρμόζονται, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης όπου κατασκευαστικά υλικά δεν αναφέρονται ρητά και δεν εφαρμόζονται εναρμονισμένα πρότυπα, ο κατασκευαστής αιτιολογεί την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων που επιτρέπουν την επίτευξη ισοδύναμου γενικού επιπέδου ασφάλειας.

Οι διατάξεις που ορίζονται στην παρούσα ενότητα συμπληρώνουν τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας των σημείων 1 έως 6 για τον εξοπλισμό υπό πίεση στον οποίο εφαρμόζονται.

7.1.   Επιτρεπόμενες τάσεις

7.1.1.   Σύμβολα

Το Re/t, το όριο ελαστικότητας, ορίζει την τιμή στη θερμοκρασία υπολογισμού:

του ανώτατου ορίου διαρροής για ένα υλικό που έχει ανώτατο και κατώτατο όριο διαρροής,

του συμβατικού ορίου ελαστικότητας 1,0 % για τον ωστενιτικό χάλυβα και το μη κεκραμένο αργίλιο,

του συμβατικού ορίου ελαστικότητας 0,2 % στις άλλες περιπτώσεις.

Το Rm/20 ορίζει την κατώτατη τιμή της τελικής αντοχής σε εφελκυσμό σε θερμοκρασία 20 °C.

Το Rm/t ορίζει την αντοχή σε εφελκυσμό στη θερμοκρασία υπολογισμού.

7.1.2.   Η γενική επιτρεπόμενη τάση διαφράγματος, για κυρίως στατικά φορτία και για θερμοκρασίες εκτός του φάσματος εντός του οποίου τα φαινόμενα ερπυσμού είναι σημαντικά, δεν υπερβαίνει την κατώτερη από τις ακόλουθες τιμές, ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο υλικό:

στην περίπτωση φερριτικού χάλυβα, συμπεριλαμβανομένου του τυποποιημένου χάλυβα (εξηλασμένος χάλυβας) αλλά εξαιρουμένων του λεπτόκοκκου χάλυβα και του χάλυβα που έχει υποβληθεί σε ειδική θερμική επεξεργασία, 2/3 του Re/t και 5/12 του Rm/20,

στην περίπτωση ωστενιτικού χάλυβα:

εάν η επιμήκυνσή του μετά τη θραύση είναι μεγαλύτερη του 30 %, 2/3 του Re/t,

ή, εναλλακτικά, εάν η επιμήκυνσή του μετά τη θραύση είναι ανώτερη του 35 %, 5/6 του Re/t και 1/3 του Rm/t,

στην περίπτωση μη κεκραμένου ή ελαφρώς κεκραμένου χυτού χάλυβα, 10/19 του Re/t και 1/3 του Rm/20,

στην περίπτωση αργιλίου, 2/3 του Re/t,

στην περίπτωση κραμάτων αργιλίου που δεν είναι δυνατόν να υποστούν σκλήρυνση διά βαφής, 2/3 του Re/t και 5/12 του Rm/20.

7.2.   Συντελεστές συνδέσμων

Για τους συνδέσμους στους οποίους γίνεται συγκόλληση, ο συντελεστής συνδέσμου δεν υπερβαίνει την ακόλουθη τιμή:

για τον εξοπλισμό που υποβάλλεται σε καταστρεπτικές και μη καταστρεπτικές δοκιμές προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι το σύνολο των συνδέσμων δεν παρουσιάζει σημαντικά ελαττώματα: 1,

για τον εξοπλισμό που υποβάλλεται δειγματοληπτικά σε μη καταστρεπτικές δοκιμές: 0,85,

για τον εξοπλισμό που δεν υποβάλλεται σε μη καταστρεπτικές δοκιμές εκτός του οπτικού ελέγχου: 0,7.

Εν ανάγκη, λαμβάνονται επίσης υπόψη ο τύπος τάσης και οι μηχανικές και τεχνολογικές ιδιότητες του συνδέσμου.

7.3.   Διατάξεις περιορισμού της πίεσης, ιδίως για τα δοχεία υπό πίεση

Η στιγμιαία αιχμή πίεσης που αναφέρεται στο σημείο 2.11.2 περιορίζεται στο 10 % της μέγιστης επιτρεπόμενης πίεσης.

7.4.   Πίεση υδροστατικής δοκιμής

Για τα δοχεία υπό πίεση, η πίεση υδροστατικής δοκιμής που αναφέρεται στο σημείο 3.2.2 είναι τουλάχιστον ίση προς μία από τις ακόλουθες τιμές:

την πίεση που αντιστοιχεί στη μεγίστη φόρτιση την οποία μπορεί να αντέξει ο εν λειτουργία εξοπλισμός, λαμβάνοντας υπόψη τη μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση και τη μέγιστη επιτρεπόμενη θερμότητα για τον εξοπλισμό αυτό, πολλαπλασιαζόμενη επί τον συντελεστή 1,25,

τη μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση πολλαπλασιαζόμενη επί τον συντελεστή 1,43, αναλόγως με το ποια τιμή είναι υψηλότερη.

7.5.   Χαρακτηριστικά των υλικών

Εάν δεν απαιτούνται άλλες τιμές βάσει άλλων κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη, ένας χάλυβας θεωρείται αρκετά όλκιμος ώστε να συμμορφώνεται προς το σημείο 4.1 στοιχείο α) εάν η επιμήκυνσή του μετά τη θραύση σε δοκιμή ελκυσμού που διενεργείται με τυποποιημένη μέθοδο είναι τουλάχιστον ίση προς 14 % και εάν η ενέργεια κάμψης του μέσω θραύσης επί δοκιμίου ISO V είναι τουλάχιστον ίση προς 27 J, σε θερμοκρασία το πολύ ίση προς 20 °C αλλά όχι υψηλότερη από την προβλεπόμενη χαμηλότερη θερμοκρασία λειτουργίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

1.

Οι εμφαινόμενες στους πίνακες κατηγορίες ενοτήτων σημαίνουν τα εξής:

I

=

ενότητα A

II

=

ενότητες A2, Δ1, E1

III

=

ενότητες B (τύπος σχεδιασμού) + Δ, B (τύπος σχεδιασμού) + ΣΤ, B (τύπος παραγωγής) + E, B (τύπος παραγωγής) + Γ2, H

IV

=

ενότητες Β (τύπος παραγωγής) + Δ, Β (τύπος παραγωγής) + ΣΤ, Ζ, Η1

2.

Τα εξαρτήματα ασφαλείας που ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 4) και αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) κατατάσσονται στην κατηγορία IV. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, τα εξαρτήματα ασφαλείας που κατασκευάζονται για συγκεκριμένους εξοπλισμούς μπορούν να κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία με τον εξοπλισμό που προστατεύουν.

3.

Τα οριζόμενα στο άρθρο 2 σημείο 5) εξαρτήματα υπό πίεση που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) κατατάσσονται ανάλογα με:

τη μέγιστη επιτρεπόμενη πίεση PS,

τον όγκο τους V ή την ονομαστική τους διάσταση DN, κατά περίπτωση,

την ομάδα ρευστών για την οποία προορίζονται.

Εφαρμόζεται ο αντίστοιχος πίνακας για τα δοχεία ή τις σωληνώσεις για να διευκρινιστεί η κατηγορία αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

Όταν ο όγκος και η ονομαστική διάσταση θεωρούνται κατάλληλα για τους σκοπούς της εφαρμογής της δεύτερης περίπτωσης του πρώτου εδαφίου, το εξάρτημα υπό πίεση κατατάσσεται στην κατηγορία του υψηλότερου κινδύνου.

4.

Οι διαχωριστικές γραμμές στους πίνακες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που ακολουθούν υποδηλώνουν το ανώτατο όριο κάθε κατηγορίας.

Image

Κατ’ εξαίρεση, τα δοχεία που προορίζονται να περιέχουν ασταθές αέριο και υπάγονται στις κατηγορίες Ι ή II κατ’ εφαρμογή του πίνακα 1 ταξινομούνται στην κατηγορία III.

Image

Κατ’ εξαίρεση, οι φορητοί πυροσβεστήρες και οι φιάλες των αναπνευστικών συσκευών κατατάσσονται τουλάχιστον στην κατηγορία III.

Image

Image

Κατ’ εξαίρεση, τα κατ’ άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο συγκροτήματα παραγωγής θερμού ύδατος είτε υφίστανται εξέταση τύπου ΕΕ (ενότητα B — τύπος σχεδιασμού), για να διαπιστωθεί αν συμμορφώνονται προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις του σημείου 2.10, του σημείου 2.11, του σημείου 3.4, του σημείου 5 στοιχείο α) και του σημείου 5 στοιχείο δ) του παραρτήματος I, είτε αποτελούν αντικείμενο συστήματος πλήρους διασφάλισης ποιότητας (ενότητα Η).

Image

Κατ’ εξαίρεση, οι χύτρες ταχύτητας υπόκεινται σε έλεγχο κατά τον σχεδιασμό σύμφωνα με διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε μία από τις ενότητες της κατηγορίας III.

Image

Κατ’ εξαίρεση, οι σωληνώσεις που προορίζονται για τα ασταθή αέρια και που υπάγονται στις κατηγορίες Ι ή II κατ’ εφαρμογή του πίνακα 6 ταξινομούνται στην κατηγορία III.

Image

Κατ’ εξαίρεση, όλες οι σωληνώσεις που περιέχουν ρευστά θερμοκρασίας άνω των 350 °C και οι οποίες εμπίπτουν στην κατηγορία II δυνάμει του πίνακα 7 ταξινομούνται στην κατηγορία III.

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Οι υποχρεώσεις που απορρέουν εκ του παρόντος παραρτήματος για τον εξοπλισμό υπό πίεση εφαρμόζονται επίσης και στα συγκροτήματα.

1.   ΕΝΟΤΗΤΑ A: (ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ)

1.   Ο εσωτερικός έλεγχος παραγωγής είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 3 και 4, και βεβαιώνει και δηλώνει με αποκλειστική του ευθύνη ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Τεχνικός φάκελος

Ο κατασκευαστής καταρτίζει τον τεχνικό φάκελο.

Ο τεχνικός φάκελος επιτρέπει την εκτίμηση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις αντίστοιχες απαιτήσεις και πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του κινδύνου ή των κινδύνων. Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του εξοπλισμού υπό πίεση. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα εξής:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, στην περίπτωση κατά την οποία δεν εφαρμόζονται τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ.,

τις εκθέσεις δοκιμών.

3.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να διασφαλίζει τη συμμόρφωση του κατασκευαζόμενου εξοπλισμού υπό πίεση προς τον τεχνικό φάκελο ο οποίος αναφέρεται στο σημείο 2 και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

4.   Σήμανση συμμόρφωσης CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

4.1.

Ο κατασκευαστής επιθέτει τη σήμανση CE σε κάθε μεμονωμένο εξοπλισμό υπό πίεση που πληροί τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

4.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για το μοντέλο του εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει, μαζί με τον τεχνικό φάκελο, στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει τον εξοπλισμό υπό πίεση για τον οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

5.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στο σημείο 4 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

2.   ΕΝΟΤΗΤΑ A2: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΥΧΑΙΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ

1.   Ο εσωτερικός έλεγχος παραγωγής και οι υπό εποπτεία έλεγχοι εξοπλισμού υπό πίεση κατά τυχαία διαστήματα συνιστούν τη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης, με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 3, 4 και 5, και βεβαιώνει και δηλώνει με αποκλειστική του ευθύνη ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Τεχνικός φάκελος

Ο κατασκευαστής καταρτίζει τον τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος δίνει τη δυνατότητα να αξιολογηθεί η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις σχετικές απαιτήσεις και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του κινδύνου ή των κινδύνων. Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του εξοπλισμού υπό πίεση. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων, που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ., και

τις εκθέσεις δοκιμών.

3.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση του κατασκευαζόμενου εξοπλισμού υπό πίεση προς τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 2 και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σ’ αυτόν.

4.   Τελικός έλεγχος και έλεγχοι εξοπλισμού υπό πίεση

Ο κατασκευαστής διενεργεί τελικό έλεγχο του εξοπλισμού υπό πίεση, ο οποίος παρακολουθείται μέσω αιφνιδιαστικών επισκέψεων εκ μέρους κοινοποιημένου οργανισμού τον οποίο επιλέγει ο κατασκευαστής.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αναλαμβάνει ή αναθέτει τη διεξαγωγή ελέγχων στα προϊόντα σε τυχαία χρονικά διαστήματα που καθορίζονται από αυτόν, προκειμένου να επαληθευτεί η ποιότητα των εσωτερικών ελέγχων του εξοπλισμού υπό πίεση, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την τεχνολογική πολυπλοκότητα του εξοπλισμού υπό πίεση και την ποσότητα της παραγωγής.

Κατά τις αιφνιδιαστικές επισκέψεις του, ο κοινοποιημένος οργανισμός οφείλει:

να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής πράγματι διενεργεί τον τελικό έλεγχο σύμφωνα με το σημείο 3.2 του παραρτήματος I,

να προβαίνει στη δειγματοληψία εξοπλισμού υπό πίεση στους τόπους κατασκευής ή εναπόθεσης, για να πραγματοποιεί ελέγχους. Ο κοινοποιημένος οργανισμός υπολογίζει κατ’ εκτίμηση τον αριθμό των μεμονωμένων εξοπλισμών υπό πίεση από τους οποίους θα ληφθεί δείγμα και κρίνει κατά πόσον πρέπει να αναλάβει ή να αναθέσει ολόκληρο τον τελικό έλεγχο ή μέρος αυτού επί των δειγμάτων εξοπλισμού υπό πίεση.

Σκοπός της εφαρμοστέας διαδικασίας δειγματοληψίας προς έγκριση είναι να καθοριστεί εάν η διαδικασία κατασκευής του εξοπλισμού υπό πίεση λειτουργεί εντός αποδεκτών ορίων, με σκοπό την εξασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση.

Στις περιπτώσεις όπου ένας ή περισσότεροι από τους μεμονωμένους εξοπλισμούς υπό πίεση ή τα συγκροτήματα δεν συμφωνούν προς τις απαιτήσεις, ο κοινοποιημένος οργανισμός λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

Ο κατασκευαστής, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού, επιθέτει τον αριθμό μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού κατά τη διαδικασία κατασκευής.

5.   Σήμανση συμμόρφωσης CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής επιθέτει τη σήμανση CE σε κάθε μεμονωμένο εξοπλισμό υπό πίεση που πληροί τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για το μοντέλο του εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει, μαζί με τον τεχνικό φάκελο, στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει τον εξοπλισμό υπό πίεση για τον οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στο σημείο 5 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, με την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

3.   ΕΝΟΤΗΤΑ B: ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΥΠΟΥ ΕΕ

3.1.    Εξέταση τύπου ΕΕ — τύπος παραγωγής

1.

Η εξέταση τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής είναι το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει τον τεχνικό σχεδιασμό του εξοπλισμού υπό πίεση και επαληθεύει και βεβαιώνει ότι ο τεχνικός σχεδιασμός του εξοπλισμού υπό πίεση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.

Η εξέταση τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής διενεργείται με την αξιολόγηση της επάρκειας του τεχνικού σχεδιασμού του εξοπλισμού υπό πίεση μέσω της εξέτασης του τεχνικού φακέλου και των κατά το σημείο 3 δικαιολογητικών, και με εξέταση δείγματος, αντιπροσωπευτικού της εξεταζόμενης παραγωγής, ολόκληρου εξοπλισμού υπό πίεση.

3.

Η αίτηση για εξέταση τύπου ΕΕ υποβάλλεται από τον κατασκευαστή σε έναν και μόνο κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου,

γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

τον τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος επιτρέπει την εκτίμηση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του (των) κινδύνου(-ων). Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του εξοπλισμού υπό πίεση. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων, που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ.,

τις εκθέσεις δοκιμών,

τα στοιχεία που αφορούν τις δοκιμές που προβλέπονται στο πλαίσιο της κατασκευής,

τα στοιχεία που αφορούν τα προσόντα ή τις εγκρίσεις που απαιτούνται δυνάμει των σημείων 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I,

τα αντιπροσωπευτικά της εξεταζόμενης παραγωγής δείγματα.

Το δείγμα μπορεί να καλύπτει περισσότερες παραλλαγές του εξοπλισμού υπό πίεση, με τον όρο ότι οι μεταξύ τους διαφορές δεν επηρεάζουν το επίπεδο της ασφάλειας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να ζητήσει επιπλέον δείγματα, αν το απαιτούν οι ανάγκες του προγράμματος δοκιμών·

τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού. Τα εν λόγω δικαιολογητικά περιλαμβάνουν παραπομπή σε κάθε έγγραφο που έχει χρησιμοποιηθεί, ιδίως στις περιπτώσεις όπου δεν εφαρμόστηκαν πλήρως τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα. Τα δικαιολογητικά περιλαμβάνουν, όπου είναι αναγκαίο, τα αποτελέσματα δοκιμών που διενεργήθηκαν από το κατάλληλο εργαστήριο του κατασκευαστή και στις οποίες εφαρμόστηκαν άλλες σχετικές τεχνικές προδιαγραφές, ή από άλλο εργαστήριο δοκιμών εξ ονόματός του και με ευθύνη του.

4.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός:

4.1.

εξετάζει τον τεχνικό φάκελο και τα δικαιολογητικά για να εκτιμήσει την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού του εξοπλισμού υπό πίεση και της διαδικασίας κατασκευής.

Ειδικότερα, ο κοινοποιημένος οργανισμός:

αξιολογεί τα υλικά όταν αυτά δεν είναι σύμφωνα με τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή με ευρωπαϊκή έγκριση υλικών για εξοπλισμό υπό πίεση και ελέγχει το πιστοποιητικό που έχει εκδώσει ο κατασκευαστής του υλικού, σύμφωνα με το σημείο 4.3 του παραρτήματος I,

εγκρίνει τους χρησιμοποιούμενους τρόπους μόνιμης συναρμογής των κατασκευαστικών στοιχείων του εξοπλισμού υπό πίεση ή εξακριβώνει ότι έχουν εγκριθεί προηγουμένως σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I,

ελέγχει ότι το προσωπικό το επιφορτισμένο με τη μόνιμη συναρμογή των κατασκευαστικών στοιχείων του εξοπλισμού υπό πίεση και τις μη καταστρεπτικές δοκιμές έχει τα κατάλληλα προσόντα ή εγκρίσεις σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 ή 3.1.3 του παραρτήματος I.

4.2.

επαληθεύει ότι το δείγμα ή τα δείγματα έχουν κατασκευαστεί σύμφωνα με τον τεχνικό φάκελο και προσδιορίζει τα στοιχεία που έχουν σχεδιαστεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων, καθώς και τα στοιχεία που έχουν σχεδιαστεί με τη χρήση άλλων σχετικών τεχνικών προδιαγραφών χωρίς εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων των εν λόγω προτύπων,

4.3.

αναλαμβάνει τη διεξαγωγή των κατάλληλων ελέγχων και απαραίτητων δοκιμών, για να εξακριβώσει εάν, εφόσον ο κατασκευαστής επέλεξε να εφαρμόσει τις λύσεις των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων, οι λύσεις αυτές εφαρμόστηκαν ορθά,

4.4.

αναλαμβάνει τη διεξαγωγή των κατάλληλων ελέγχων και απαραίτητων δοκιμών, για να εξακριβώσει κατά πόσον, στην περίπτωση που δεν εφαρμόστηκαν οι λύσεις των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων, οι λύσεις που επιλέχθηκαν από τον κατασκευαστή με την εφαρμογή άλλων σχετικών τεχνικών προδιαγραφών πληρούν τις αντίστοιχες ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας,

4.5.

συμφωνεί με τον κατασκευαστή για τον τόπο στον οποίο θα διεξαχθούν οι έλεγχοι και οι δοκιμές.

5.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός συντάσσει έκθεση αξιολόγησης στην οποία καταγράφονται οι ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το σημείο 4 καθώς και η έκβασή τους. Ο κοινοποιημένος οργανισμός, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεών του έναντι της κοινοποιούσας αρχής, δημοσιοποιεί το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, μόνο με την έγκριση του κατασκευαστή.

6.

Εφόσον ο τύπος τηρεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής. Με την επιφύλαξη του σημείου 7, το πιστοποιητικό ισχύει για 10 έτη, μπορεί να ανανεωθεί και περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, τα πορίσματα της εξέτασης, τους τυχόν όρους υπό τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό και τα απαραίτητα στοιχεία για την ταυτοποίηση του εγκεκριμένου τύπου.

Στο πιστοποιητικό προσαρτάται κατάλογος των σημαντικών τμημάτων του τεχνικού φακέλου. Ο κοινοποιημένος οργανισμός φυλάσσει αντίγραφο του καταλόγου αυτού.

Το πιστοποιητικό και τα παραρτήματά του περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του κατασκευασθέντος εξοπλισμού υπό πίεση προς τον εξετασθέντα τύπο και τον έλεγχο εν λειτουργία.

Στην περίπτωση που ο σχεδιασμός δεν πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής και ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά, αιτιολογεί δε λεπτομερώς την άρνηση χορήγησης του πιστοποιητικού. Προβλέπεται διαδικασία προσφυγής.

7.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός, αφενός, παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις της γενικώς αναγνωρισμένης τεχνολογίας από τις οποίες προκύπτει ότι ο εγκεκριμένος τύπος μπορεί να μην πληροί πλέον τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, αφετέρου, ορίζει εάν οι εξελίξεις αυτές απαιτούν περαιτέρω έρευνες. Στην περίπτωση αυτή, ο κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τον κατασκευαστή σχετικά.

Ο κατασκευαστής γνωστοποιεί στον κοινοποιημένο οργανισμό ο οποίος έχει στην κατοχή του τον τεχνικό φάκελο για το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής κάθε τροποποίηση του εγκεκριμένου τύπου που ενδέχεται να επηρεάσει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας ή προς τους όρους υπό τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό. Για τις τροποποιήσεις αυτές απαιτείται συμπληρωματική έγκριση με τη μορφή προσθήκης στο αρχικό πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής.

8.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει την κοινοποιούσα αρχή του σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής και/ή κάθε προσθήκη σε αυτά που χορήγησε ή ανακάλεσε και θέτει στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των πιστοποιητικών αυτών και/ή όλων των προσθηκών σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής και/ή τις τυχόν προσθήκες σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανακληθεί, ανασταλεί ή στα οποία έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο και, ύστερα από αίτηση, σχετικά με τα πιστοποιητικά που χορήγησε και/ή τις προσθήκες σε αυτά.

Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και οι άλλοι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν, ύστερα από αίτηση, να λάβουν αντίγραφο των πιστοποιητικών εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής και/ή των προσθηκών σε αυτά. Κατόπιν αιτήματος, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν αντίγραφο του τεχνικού φακέλου και των πορισμάτων των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τον κοινοποιημένο οργανισμό. Ο κοινοποιημένος οργανισμός διατηρεί αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής, των παραρτημάτων του και των προσθηκών του, καθώς και τον τεχνικό φάκελο που περιλαμβάνει τα έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν από τον κατασκευαστή έως τη λήξη ισχύος του πιστοποιητικού.

9.

Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής, των παραρτημάτων και των προσθηκών του μαζί με τον τεχνικό φάκελο επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά.

10.

Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του κατασκευαστή μπορεί να υποβάλλει την αίτηση που προβλέπεται στο σημείο 3 και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα σημεία 7 και 9, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

3.2.    Εξέταση τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού

1.

Η εξέταση τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού είναι το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει τον τεχνικό σχεδιασμό του εξοπλισμού υπό πίεση και επαληθεύει και βεβαιώνει ότι ο τεχνικός σχεδιασμός του εξοπλισμού υπό πίεση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.

Η εξέταση τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού διενεργείται με την αξιολόγηση της επάρκειας του τεχνικού σχεδιασμού του προϊόντος μέσω της εξέτασης του τεχνικού φακέλου και των κατά το σημείο 3 δικαιολογητικών, χωρίς εξέταση δείγματος.

Η πειραματική μέθοδος σχεδιασμού η οποία προβλέπεται στο σημείο 2.2.4 του παραρτήματος I δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της παρούσας ενότητας.

3.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού σε έναν και μόνο κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου,

γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

τον τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος επιτρέπει την εκτίμηση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις της οδηγίας και να περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του (των) κινδύνου(-ων). Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του εξοπλισμού υπό πίεση. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων, που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ.,

τα στοιχεία που αφορούν τα προσόντα ή τις εγκρίσεις που απαιτούνται δυνάμει των σημείων 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I,

τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού. Τα εν λόγω δικαιολογητικά περιλαμβάνουν παραπομπή σε κάθε έγγραφο που έχει χρησιμοποιηθεί, ιδίως στις περιπτώσεις όπου δεν εφαρμόστηκαν πλήρως τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα. Τα δικαιολογητικά αυτά περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τα αποτελέσματα δοκιμών που διεξήχθησαν από το κατάλληλο εργαστήριο του κατασκευαστή ή από άλλο εργαστήριο δοκιμών εξ ονόματός του και με ευθύνη του.

Η αίτηση μπορεί να καλύπτει περισσότερες παραλλαγές του εξοπλισμού υπό πίεση, με τον όρο ότι οι μεταξύ τους διαφορές δεν επηρεάζουν το επίπεδο της ασφάλειας.

4.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός:

4.1.

εξετάζει τον τεχνικό φάκελο και τα δικαιολογητικά για να εκτιμήσει την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού του προϊόντος.

Ειδικότερα, ο κοινοποιημένος οργανισμός:

αξιολογεί τα υλικά όταν αυτά δεν είναι σύμφωνα με τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή με ευρωπαϊκή έγκριση υλικών για εξοπλισμό υπό πίεση,

εγκρίνει τους χρησιμοποιούμενους τρόπους μόνιμης συναρμογής των κατασκευαστικών στοιχείων ή εξακριβώνει ότι έχουν εγκριθεί προηγουμένως σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I,

4.2.

διεξάγει τις ενδεικνυόμενες εξετάσεις για να εξακριβωθεί κατά πόσον, σε περίπτωση που ο κατασκευαστής έχει επιλέξει να εφαρμόσει τις λύσεις στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα, τα πρότυπα αυτά έχουν εφαρμοστεί ορθά,

4.3.

διεξάγει τις ενδεικνυόμενες εξετάσεις για να εξακριβωθεί κατά πόσον, στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόστηκαν οι λύσεις στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα, οι λύσεις που επιλέχθηκαν από τον κατασκευαστή πληρούν τις αντίστοιχες ουσιώδεις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός συντάσσει έκθεση αξιολόγησης στην οποία καταγράφονται οι ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το σημείο 4 καθώς και η έκβασή τους. Ο κοινοποιημένος οργανισμός, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεών του έναντι των κοινοποιουσών αρχών, δημοσιοποιεί το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, μόνο με την έγκριση του κατασκευαστή.

6.

Στην περίπτωση που ο σχεδιασμός πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού. Με την επιφύλαξη του σημείου 7, το πιστοποιητικό ισχύει για 10 έτη, μπορεί να ανανεωθεί και περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, τα πορίσματα της εξέτασης, τους (τυχόν) όρους υπό τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό και τα απαραίτητα στοιχεία για την ταυτοποίηση του εγκεκριμένου σχεδιασμού.

Στο πιστοποιητικό προσαρτάται κατάλογος των σημαντικών τμημάτων του τεχνικού φακέλου. Ο κοινοποιημένος οργανισμός φυλάσσει αντίγραφο του καταλόγου αυτού.

Το πιστοποιητικό και τα παραρτήματά του περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του κατασκευασθέντος εξοπλισμού υπό πίεση προς τον εξετασθέντα σχεδιασμό και τον έλεγχο εν λειτουργία.

Στην περίπτωση που ο σχεδιασμός δεν πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού και ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά, αιτιολογεί δε λεπτομερώς την άρνησή του.

7.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός, αφενός, παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις της γενικώς αναγνωρισμένης τεχνολογίας, από τις οποίες προκύπτει ότι ο εγκεκριμένος τύπος μπορεί να μην πληροί πλέον τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, αφετέρου, ορίζει εάν οι εξελίξεις αυτές απαιτούν περαιτέρω έρευνες. Στην περίπτωση αυτή, ο κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τον κατασκευαστή σχετικά.

Ο κατασκευαστής γνωστοποιεί στον κοινοποιημένο οργανισμό ο οποίος έχει στην κατοχή του τον τεχνικό φάκελο για το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού κάθε τροποποίηση του εγκεκριμένου σχεδιασμού που ενδέχεται να επηρεάσει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας ή προς τους όρους υπό τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό. Για τις τροποποιήσεις αυτές απαιτείται συμπληρωματική έγκριση με τη μορφή προσθήκης στο αρχικό πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού.

8.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού και/ή κάθε προσθήκη σε αυτά που χορήγησε ή ανακάλεσε και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των πιστοποιητικών και/ή όλων των προσθηκών σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού και/ή τις τυχόν προσθήκες σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανακληθεί, ανασταλεί ή στα οποία έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο και, ύστερα από αίτηση, σχετικά με τα πιστοποιητικά που χορήγησε και/ή τις προσθήκες σε αυτά.

Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και οι άλλοι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν, ύστερα από αίτηση, να λάβουν αντίγραφο των πιστοποιητικών εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού και/ή των προσθηκών σε αυτά. Ύστερα από αίτηση, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν αντίγραφο του τεχνικού φακέλου και των πορισμάτων των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν από τον κοινοποιημένο οργανισμό. Ο κοινοποιημένος οργανισμός διατηρεί αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού, των παραρτημάτων του και των προσθηκών του, καθώς και τον τεχνικό φάκελο που περιλαμβάνει τα έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν από τον κατασκευαστή έως τη λήξη ισχύος του πιστοποιητικού.

9.

Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδιασμού, των παραρτημάτων και των προσθηκών του μαζί με τον τεχνικό φάκελο, επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά.

10.

Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του κατασκευαστή μπορεί να υποβάλλει την αίτηση που προβλέπεται στο σημείο 3 και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα σημεία 7 και 9, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

4.   ΕΝΟΤΗΤΑ Γ2: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΔΟΚΙΜΗ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΥΧΑΙΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τον εσωτερικό έλεγχο της παραγωγής και την υπό εποπτεία δοκιμή εξοπλισμού υπό πίεση κατά τυχαία διαστήματα είναι το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 3 και 4 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση είναι σύμφωνος προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζεται σ’ αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση του κατασκευαζόμενου εξοπλισμού υπό πίεση προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή σ’ αυτές.

3.   Τελικός έλεγχος και έλεγχοι εξοπλισμού υπό πίεση

Ο κοινοποιημένος οργανισμός, που επιλέγεται από τον κατασκευαστή, αναλαμβάνει ή αναθέτει τη διεξαγωγή ελέγχων σε τυχαία χρονικά διαστήματα που καθορίζονται από αυτόν, προκειμένου να επαληθευτεί η ποιότητα του τελικού ελέγχου και των εσωτερικών ελέγχων του εξοπλισμού υπό πίεση, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την τεχνολογική πολυπλοκότητα του εξοπλισμού υπό πίεση και την ποσότητα της παραγωγής.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός βεβαιώνει ότι ο κατασκευαστής πράγματι διενεργεί τον τελικό έλεγχο σύμφωνα με το σημείο 3.2 του παραρτήματος I.

Εξετάζεται κατάλληλο δείγμα του τελικού εξοπλισμού υπό πίεση, το οποίο λαμβάνεται επιτόπου από τον κοινοποιημένο οργανισμό πριν από την εισαγωγή στην αγορά, και διεξάγονται οι ενδεδειγμένες δοκιμές, οι οποίες προσδιορίζονται στα σχετικά μέρη των εναρμονισμένων προτύπων, και/ή ισοδύναμες δοκιμές με την εφαρμογή άλλων τεχνικών προδιαγραφών, προκειμένου να εξακριβωθεί η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός υπολογίζει κατ’ εκτίμηση τον αριθμό των μεμονωμένων εξοπλισμών υπό πίεση από τους οποίους θα ληφθεί δείγμα και κρίνει κατά πόσον πρέπει να αναλάβει ή να αναθέσει ολόκληρο τον τελικό έλεγχο ή μέρος αυτού επί των δειγμάτων εξοπλισμού υπό πίεση.

Εφόσον ένα δείγμα δεν συμμορφώνεται με το αποδεκτό επίπεδο ποιότητας, ο οργανισμός λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

Σκοπός της εφαρμοστέας διαδικασίας δειγματοληψίας προς έγκριση είναι να καθοριστεί εάν η διαδικασία κατασκευής του εξοπλισμού υπό πίεση λειτουργεί εντός αποδεκτών ορίων, με σκοπό την εξασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση.

Στην περίπτωση που οι δοκιμές διεξάγονται από κοινοποιημένο οργανισμό, ο κατασκευαστής δύναται να θέτει, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού, τον αριθμό ταυτοποίησης του κοινοποιημένου οργανισμού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατασκευής.

4.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

4.1.

Ο κατασκευαστής θέτει την απαιτούμενη σήμανση CE σε κάθε εξοπλισμό υπό πίεση ή συγκρότημα που συμφωνεί με τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή σ’ αυτόν.

4.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει το μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

5.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στο σημείο 4 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, με την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

5.   ΕΝΟΤΗΤΑ Δ: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας της διαδικασίας παραγωγής αποτελεί το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5 και βεβαιώνει και δηλώνει με αποκλειστική του ευθύνη ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση ή το σχετικό συγκρότημα συμφωνούν προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή σ’ αυτά.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την παραγωγή, την τελική επιθεώρηση του προϊόντος και τη δοκιμή του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση, όπως ορίζεται στο σημείο 3, και υπόκειται σε επιτήρηση κατά το σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση αξιολόγησης του συστήματος ποιότητας που ακολουθεί σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του για τον οικείο εξοπλισμό υπό πίεση.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου,

γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον εξεταζόμενο τύπο εξοπλισμού υπό πίεση,

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τον τεχνικό φάκελο σχετικά με τον εγκεκριμένο τύπο και αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει ότι ο εξοπλισμός υπό πίεση είναι σύμφωνος προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή σ’ αυτόν.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή:

των στόχων ποιότητας, του οργανογράμματος, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών όσον αφορά την ποιότητα των εξοπλισμών υπό πίεση,

των αντίστοιχων τεχνικών, διαδικασιών και συστηματικών ενεργειών που θα εφαρμόζονται για την κατασκευή καθώς και για τον έλεγχο και τη διασφάλιση της ποιότητας, και ιδίως των εγκεκριμένων μεθόδων μόνιμης σύνδεσης των κατασκευαστικών στοιχείων σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I,

των εξετάσεων και των δοκιμών που θα διεξάγονται πριν, κατά και μετά την κατασκευή, και της συχνότητας διεξαγωγής τους,

των φακέλων ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεώρησης και δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, εκθέσεις σχετικά με τα προσόντα ή τις εγκρίσεις του αρμόδιου προσωπικού και ιδίως του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τη μόνιμη συναρμολόγηση των κατασκευαστικών στοιχείων και τις μη καταστρεπτικές δοκιμές σύμφωνα με τα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I κ.λπ., και

των μέσων επιτήρησης τα οποία επιτρέπουν να ελέγχεται η επίτευξη της απαιτούμενης ποιότητας και η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2.

O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα των ελεγκτών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος το οποίο έχει πείρα αξιολόγησης στον σχετικό τομέα του εξοπλισμού υπό πίεση και στην τεχνολογία του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση καθώς και γνώση των εφαρμοστέων απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας. Ο έλεγχος περιλαμβάνει επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 πέμπτη περίπτωση, για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του προϊόντος προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας σχετικά με κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει κατά πόσον το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρει το σημείο 3.2 ή αν κρίνεται αναγκαία μια νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τους φακέλους ποιότητας, όπως τις εκθέσεις επιθεώρησης και τα δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή. Η συχνότητα των περιοδικών ελέγχων είναι τέτοια ώστε κάθε τρία χρόνια να διεξάγεται πλήρης επαναξιολόγηση.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Η αναγκαιότητα και η συχνότητα αυτών των πρόσθετων επισκέψεων καθορίζεται βάσει συστήματος επισκέψεων επιθεωρήσεων το οποίο βρίσκεται υπό τη διαχείριση του κοινοποιημένου οργανισμού. Σε αυτό το σύστημα επισκέψεων επιθεωρήσεων λαμβάνονται ειδικότερα υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

η κατηγορία του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα πορίσματα παλαιότερων επισκέψεων ελέγχου,

η ανάγκη να παρακολουθείται η μετέπειτα εφαρμογή των διορθωτικών ενεργειών,

οι τυχόν ειδικές προϋποθέσεις που συνδέονται με την έγκριση του συστήματος,

οι ουσιώδεις αλλαγές στην οργάνωση, την πολιτική ή τις τεχνικές κατασκευής.

Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διεξάγει ή να αναθέτει σε τρίτους τη διεξαγωγή δοκιμών για να επαληθευτεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε εξοπλισμό υπό πίεση που είναι σύμφωνος προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει το μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για περίοδο που λήγει 10 έτη από την ημερομηνία εισαγωγής του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά:

την τεκμηρίωση που προβλέπεται στο σημείο 3.1,

την τροποποίηση που αναφέρεται στο σημείο 3.5, όπως εγκρίθηκε,

τις αποφάσεις και εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 3.3, 3.5, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του για τις εγκρίσεις του συστήματος ποιότητας που χορηγούνται ή ανακαλούνται και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει απορρίψει, αναστείλει, ανακαλέσει ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο, και, εφόσον του ζητηθεί, σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

8.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που προβλέπονται στα σημεία 3.1, 3.5, 5 και 6 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

6.   ΕΝΟΤΗΤΑ Δ1: ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   Η διασφάλιση της ποιότητας της διαδικασίας παραγωγής είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 4 και 7 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σ’ αυτόν.

2.   Τεχνικός φάκελος

Ο κατασκευαστής καταρτίζει τον τεχνικό φάκελο. Σκοπός του τεχνικού φακέλου είναι να καταστήσει εφικτή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση με τις οικείες απαιτήσεις και να περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του (των) κινδύνου(-ων). Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις εφαρμοστέες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που αυτό απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του προϊόντος. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα εξής:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων, που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ., και

τις εκθέσεις δοκιμών.

3.   Ο κατασκευαστής θέτει τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά.

4.   Κατασκευή

Για την παραγωγή, την επιθεώρηση των τελικών προϊόντων και τις δοκιμές του οικείου εξοπλισμού υπό πίεση ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας σύμφωνα με το σημείο 5 και υπόκειται στην επιτήρηση που ορίζεται στο σημείο 6.

5.   Σύστημα ποιότητας

5.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση αξιολόγησης του συστήματος ποιότητας που ακολουθεί σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του για τον οικείο εξοπλισμό υπό πίεση.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου,

γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον εξεταζόμενο τύπο εξοπλισμού υπό πίεση,

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 2.

5.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτόν.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή:

των στόχων ποιότητας, του οργανογράμματος, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών όσον αφορά την ποιότητα των εξοπλισμών υπό πίεση,

των αντίστοιχων τεχνικών, διαδικασιών και συστηματικών μέτρων που θα εφαρμόζονται για την κατασκευή καθώς και για τον έλεγχο και τη διασφάλιση της ποιότητας, και ιδίως των μεθόδων μόνιμης συναρμολόγησης των κατασκευαστικών στοιχείων των εγκεκριμένων σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I,

των εξετάσεων και των δοκιμών που θα διεξάγονται πριν, κατά και μετά την κατασκευή και της συχνότητας διεξαγωγής τους,

των φακέλων ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεώρησης και δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, εκθέσεις σχετικά με τα προσόντα ή τις εγκρίσεις του αρμόδιου προσωπικού και ιδίως του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τη μόνιμη συναρμολόγηση των κατασκευαστικών στοιχείων σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I κ.λπ.,

των μέσων επιτήρησης που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της επίτευξης της απαιτούμενης ποιότητας του προϊόντος και της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

5.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 5.2. Τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας τα οποία είναι σύμφωνα προς το οικείο εναρμονισμένο πρότυπο τεκμαίρεται ότι ικανοποιούν τις αντίστοιχες απαιτήσεις του σημείου 5.2.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα των ελεγκτών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος το οποίο έχει πείρα στην αξιολόγηση της τεχνολογίας του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση, καθώς και γνώση των εφαρμοστέων απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 2 για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

5.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

5.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας σχετικά με κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει κατά πόσο το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο σημείο 5.2 ή αν πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

6.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

6.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

6.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 2,

τους φακέλους ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.

6.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή. Η συχνότητα των περιοδικών ελέγχων είναι τέτοια ώστε κάθε τρία χρόνια να διεξάγεται πλήρης επαναξιολόγηση.

6.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Η αναγκαιότητα και η συχνότητα αυτών των πρόσθετων επισκέψεων καθορίζεται βάσει συστήματος επισκέψεων επιθεωρήσεων το οποίο βρίσκεται υπό τη διαχείριση του κοινοποιημένου οργανισμού. Σε αυτό το σύστημα επισκέψεων επιθεωρήσεων λαμβάνονται ειδικότερα υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

η κατηγορία του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα πορίσματα παλαιότερων επισκέψεων ελέγχου,

η ανάγκη να παρακολουθείται η μετέπειτα εφαρμογή των διορθωτικών ενεργειών,

οι τυχόν ειδικές προϋποθέσεις που συνδέονται με την έγκριση του συστήματος,

οι ουσιώδεις αλλαγές στην οργάνωση, την πολιτική ή τις τεχνικές κατασκευής.

Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός δύναται να διεξάγει ή να αναθέτει σε τρίτους δοκιμές για να επαληθευτεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

7.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

7.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 5.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε μεμονωμένο εξοπλισμό υπό πίεση που πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

7.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει το μοντέλο του προϊόντος για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

8.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για περίοδο που λήγει 10 έτη από την ημερομηνία εισαγωγής του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά:

την τεκμηρίωση που αναφέρεται στο σημείο 5.1,

την τροποποίηση που αναφέρεται στο σημείο 5.5,

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 5.5, 6.3 και 6.4.

9.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει χορηγήσει ή ανακαλέσει και, περιοδικά ή κατόπιν αίτησης, θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, για τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

10.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στα σημεία 3, 5.1, 5.5, 7 και 8 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

7.   ΕΝΟΤΗΤΑ E: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας του εξοπλισμού υπό πίεση αποτελεί το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5, και βεβαιώνει και δηλώνει με αποκλειστική του ευθύνη ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση συμφωνεί προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή σ’ αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος και τη δοκιμή του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση, όπως ορίζεται στο σημείο 3, και υπόκειται σε επιτήρηση κατά το σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει όσον αφορά τον σχετικό εξοπλισμό υπό πίεση.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου,

γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον εξεταζόμενο τύπο εξοπλισμού υπό πίεση,

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τον τεχνικό φάκελο σχετικά με τον εγκεκριμένο τύπο και αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση των προϊόντων προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή:

των στόχων ποιότητας, του οργανογράμματος, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών όσον αφορά την ποιότητα του προϊόντος,

των ελέγχων και των δοκιμών που θα διεξαχθούν μετά την κατασκευή,

των φακέλων ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεώρησης και δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, εκθέσεις σχετικά με τα προσόντα ή εγκρίσεις του αρμόδιου προσωπικού, και ιδίως του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τις μόνιμες συναρμολογήσεις των κατασκευαστικών στοιχείων και τις μη καταστρεπτικές δοκιμές σύμφωνα με τα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I,

των μέσων παρακολούθησης της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2. O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα των ελεγκτών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος το οποίο έχει πείρα αξιολόγησης στον σχετικό τομέα του εξοπλισμού υπό πίεση και στην τεχνολογία του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση καθώς και γνώση των εφαρμοστέων απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 πέμπτη περίπτωση για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας σχετικά με κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει κατά πόσο το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο σημείο 3.2 ή αν πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τον τεχνικό φάκελο,

τους φακέλους ποιότητας, όπως τις εκθέσεις επιθεώρησης και τα δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή. Η συχνότητα των περιοδικών ελέγχων πρέπει να είναι τέτοια ώστε κάθε τρία χρόνια να διεξάγεται πλήρης επαναξιολόγηση.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή.

Η αναγκαιότητα και η συχνότητα αυτών των πρόσθετων επισκέψεων καθορίζεται βάσει συστήματος επισκέψεων επιθεωρήσεων το οποίο βρίσκεται υπό τη διαχείριση του κοινοποιημένου οργανισμού. Σε αυτό το σύστημα επισκέψεων επιθεωρήσεων λαμβάνονται ειδικότερα υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

η κατηγορία του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα πορίσματα παλαιότερων επισκέψεων ελέγχου,

η ανάγκη να παρακολουθείται η μετέπειτα εφαρμογή των διορθωτικών ενεργειών,

οι τυχόν ειδικές προϋποθέσεις που συνδέονται με την έγκριση του συστήματος,

οι ουσιώδεις αλλαγές στην οργάνωση, την πολιτική ή τις τεχνικές κατασκευής.

Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός δύναται να διεξάγει ή να αναθέτει σε τρίτους δοκιμές για να επαληθευτεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε εξοπλισμό υπό πίεση που είναι σύμφωνος προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει το μοντέλο του προϊόντος για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για περίοδο που λήγει 10 έτη από την ημερομηνία εισαγωγής του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά:

την τεκμηρίωση που αναφέρεται στο σημείο 3.1,

την τροποποίηση στην οποία αναφέρεται το σημείο 3.5, όπως εγκρίθηκε,

τις αποφάσεις και εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 3.3, 3.5, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές για τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορηγήθηκαν και ανακλήθηκαν και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

8.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που προβλέπονται στα σημεία 3.1, 3.5, 5 και 6 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

8.   ΕΝΟΤΗΤΑ E1: ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΟΚΙΜΗ ΤΟΥ ΤΕΛΙΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ

1.   Η διασφάλιση της ποιότητας για την επιθεώρηση και τη δοκιμή του τελικού εξοπλισμού υπό πίεση είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 4 και 7 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σ’ αυτόν.

2.   Τεχνικός φάκελος

Ο κατασκευαστής καταρτίζει τον τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος καθιστά εφικτή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις αντίστοιχες απαιτήσεις και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του (των) κινδύνου(-ων). Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του εξοπλισμού υπό πίεση. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα εξής:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων, που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ., και

τις εκθέσεις δοκιμών.

3.   Ο κατασκευαστής θέτει τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά.

4.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος και τη δοκιμή του εξοπλισμού υπό πίεση, όπως ορίζεται στο σημείο 5, και υπόκειται σε επιτήρηση κατά το σημείο 6.

5.   Σύστημα ποιότητας

5.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει όσον αφορά τον σχετικό εξοπλισμό υπό πίεση.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου,

γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον εξεταζόμενο τύπο εξοπλισμού υπό πίεση,

την τεκμηρίωση για το σύστημα ποιότητας, και

τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 2.

5.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτόν.

Στο πλαίσιο του συστήματος ποιότητας, εξετάζεται κάθε στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση και διενεργούνται οι προσήκουσες δοκιμές που καθορίζονται στο οικείο πρότυπο ή στα οικεία πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 12 ή ισοδύναμες δοκιμές, και ιδίως ο τελικός έλεγχος που αναφέρεται στο σημείο 3.2 του παραρτήματος I, προκειμένου να διαπιστωθεί η συμμόρφωσή του προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή:

των στόχων ποιότητας, του οργανογράμματος, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών όσον αφορά την ποιότητα των εξοπλισμών υπό πίεση,

των εγκεκριμένων, σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I, μεθόδων μόνιμης συναρμολόγησης των κατασκευαστικών στοιχείων,

των ελέγχων και των δοκιμών που θα διεξαχθούν μετά την κατασκευή,

των φακέλων ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεώρησης και δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, εκθέσεις σχετικά με τα προσόντα ή τις εγκρίσεις του αρμόδιου προσωπικού και ιδίως του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τη μόνιμη συναρμολόγηση των κατασκευαστικών στοιχείων σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I,

των μέσων παρακολούθησης της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

5.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 5.2.

O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα των ελεγκτών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος το οποίο έχει πείρα αξιολόγησης στον σχετικό τομέα του εξοπλισμού υπό πίεση και στην τεχνολογία του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση καθώς και γνώση των εφαρμοστέων απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 2 για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

5.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

5.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τυχόν προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει κατά πόσον το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρει το σημείο 5.2 ή εάν χρειάζεται νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

6.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

6.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

6.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 2,

τους φακέλους ποιότητας, όπως τις εκθέσεις δοκιμών και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού κ.λπ.

6.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή. Η συχνότητα των περιοδικών ελέγχων είναι τέτοια ώστε κάθε τρία χρόνια να διεξάγεται πλήρης επαναξιολόγηση.

6.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Η αναγκαιότητα και η συχνότητα αυτών των πρόσθετων επισκέψεων καθορίζεται βάσει συστήματος επισκέψεων επιθεωρήσεων το οποίο βρίσκεται υπό τη διαχείριση του κοινοποιημένου οργανισμού. Σε αυτό το σύστημα επισκέψεων επιθεωρήσεων λαμβάνονται ειδικότερα υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

η κατηγορία του εξοπλισμού,

τα πορίσματα παλαιότερων επισκέψεων ελέγχου,

η ανάγκη να παρακολουθείται η μετέπειτα εφαρμογή των διορθωτικών ενεργειών,

οι τυχόν ειδικές προϋποθέσεις που συνδέονται με την έγκριση του συστήματος,

οι ουσιώδεις αλλαγές στην οργάνωση, την πολιτική ή τις τεχνικές κατασκευής.

Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός δύναται να διεξάγει ή να αναθέτει σε τρίτους δοκιμές για να επαληθευτεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

7.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

7.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 5.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε μεμονωμένο στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση που πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

7.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει το μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

8.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για περίοδο που λήγει 10 έτη από την ημερομηνία εισαγωγής του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά:

την τεκμηρίωση που αναφέρεται στο σημείο 5.1,

την τροποποίηση στην οποία αναφέρεται το σημείο 5.5, όπως εγκρίθηκε,

τις αποφάσεις και εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 5.3, 5.5, 6.3 και 6.4.

9.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει χορηγήσει ή ανακαλέσει, και περιοδικά ή κατόπιν αίτησης, θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

10.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στα σημεία 3, 5.1, 5.5, 7 και 8 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

9.   ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤ: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΕΠΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση την εξακρίβωση επί εξοπλισμού υπό πίεση αποτελεί μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι ο οικείος εξοπλισμός υπό πίεση, στον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του σημείου 3, είναι σύμφωνος προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σε αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των κατασκευαζόμενων προϊόντων προς τον εγκεκριμένο τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύει γι’ αυτά.

3.   Επαλήθευση

Κοινοποιημένος οργανισμός που έχει επιλεγεί από τον κατασκευαστή διενεργεί τις κατάλληλες εξετάσεις και δοκιμές, προκειμένου να ελέγξει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τον εγκεκριμένο τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Οι εξετάσεις και οι δοκιμές για να εξακριβωθεί η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις σχετικές απαιτήσεις διεξάγονται με έλεγχο και δοκιμή κάθε προϊόντος, όπως ορίζεται στο σημείο 4.

4.   Επαλήθευση της συμμόρφωσης με έλεγχο και δοκιμή κάθε στοιχείου εξοπλισμού υπό πίεση

4.1.

Κάθε εξοπλισμός υπό πίεση εξετάζεται μεμονωμένα και διενεργούνται κατάλληλες δοκιμές που ορίζονται στο ή στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή σε ισοδύναμες δοκιμές, προκειμένου να επαληθευτεί η συμμόρφωσή του προς τον εγκεκριμένο τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Εάν δεν υπάρχει σχετικό εναρμονισμένο πρότυπο, αποφασίζει ο εκάστοτε κοινοποιημένος οργανισμός σχετικά με τις κατάλληλες δοκιμές που πρέπει να διεξαχθούν.

Ειδικότερα, ο κοινοποιημένος οργανισμός:

ελέγχει ότι το προσωπικό το επιφορτισμένο με τη μόνιμη συναρμολόγηση των κατασκευαστικών στοιχείων και τις μη καταστρεπτικές δοκιμές έχει τα απαιτούμενα προσόντα ή εγκρίσεις σύμφωνα με τα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I,

ελέγχει το πιστοποιητικό που έχει εκδώσει ο κατασκευαστής του υλικού σύμφωνα με το σημείο 4.3 του παραρτήματος I,

διενεργεί την τελική επιθεώρηση και τη δοκιμή αντοχής που αναφέρονται στο σημείο 3.2 του παραρτήματος I ή αναθέτει αρμοδίως τη διενέργειά της και εξετάζει, ανάλογα με την περίπτωση, τις διατάξεις ασφαλείας.

4.2.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί πιστοποιητικό συμμόρφωσης ως προς τις εξετάσεις και τις δοκιμές που έχουν διεξαχθεί και τοποθετεί ή φροντίζει να τοποθετηθεί με ευθύνη του ο αριθμός μητρώου του σε κάθε εγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση.

Ο κατασκευαστής θέτει τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης στη διάθεση των εθνικών αρχών για σκοπούς επιθεώρησης επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση που είναι σύμφωνος προς τον εγκεκριμένο τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει το μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

Εφόσον συμφωνεί ο κοινοποιημένος οργανισμός στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3, και υπ’ ευθύνη του, ο κατασκευαστής μπορεί επίσης να τοποθετεί στον εξοπλισμό υπό πίεση τον αριθμό μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού.

6.   Αν συμφωνεί ο κοινοποιημένος οργανισμός, και υπ’ ευθύνη του, ο κατασκευαστής μπορεί να τοποθετεί τον αριθμό μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού στον εξοπλισμό υπό πίεση κατά τη διαδικασία κατασκευής.

7.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή. Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στο σημείο 2.

10.   ΕΝΟΤΗΤΑ Ζ: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΑΝΑ ΜΟΝΑΔΑ

1.   Η συμμόρφωση με βάση την επαλήθευση ανά μονάδα είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 3 και 5 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση στον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του σημείου 4 είναι σύμφωνος προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτόν.

2.   Τεχνικός φάκελος

Ο κατασκευαστής καταρτίζει τον τεχνικό φάκελο και τον θέτει στη διάθεση του κοινοποιημένου οργανισμού στον οποίο αναφέρεται το σημείο 4.

Σκοπός του τεχνικού φακέλου είναι να καταστήσει εφικτή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση με τις οικείες απαιτήσεις και να περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του κινδύνου ή των κινδύνων. Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του εξοπλισμού υπό πίεση.

Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα εξής:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων, που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ.,

τις εκθέσεις δοκιμών,

τις προσήκουσες λεπτομέρειες σχετικά με την έγκριση των χρησιμοποιούμενων κατασκευαστικών και ελεγκτικών διαδικασιών ή σχετικά με τα προσόντα ή τις εγκρίσεις του σχετικού προσωπικού, σύμφωνα με όσα ορίζουν τα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I.

Ο κατασκευαστής θέτει τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά.

3.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση του κατασκευαζόμενου εξοπλισμού υπό πίεση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

4.   Επαλήθευση

Κοινοποιημένος οργανισμός που έχει επιλεγεί από τον κατασκευαστή διενεργεί ή αναθέτει σε τρίτους τις κατάλληλες εξετάσεις και δοκιμές, οι οποίες ορίζονται στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα, και/ή ισοδύναμες δοκιμές, προκειμένου να ελέγξει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Εάν δεν υπάρχει σχετικό εναρμονισμένο πρότυπο, ο εκάστοτε κοινοποιημένος οργανισμός αποφασίζει τις κατάλληλες δοκιμές που πρέπει να διεξαχθούν με την εφαρμογή άλλων τεχνικών προδιαγραφών.

Ειδικότερα, ο κοινοποιημένος οργανισμός:

εξετάζει τον τεχνικό φάκελο όσον αφορά τον σχεδιασμό και τις μεθόδους κατασκευής,

αξιολογεί τα χρησιμοποιούμενα υλικά όταν αυτά δεν είναι σύμφωνα με τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή με ευρωπαϊκή έγκριση υλικών για εξοπλισμό υπό πίεση και ελέγχει το πιστοποιητικό που έχει εκδώσει ο κατασκευαστής του υλικού, σύμφωνα με το σημείο 4.3 του παραρτήματος I,

εγκρίνει τους τρόπους μόνιμης συναρμολόγησης των εξαρτημάτων ή εξακριβώνει ότι έχουν εκ των προτέρων εγκριθεί, σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I,

ελέγχει τα προσόντα ή τις εγκρίσεις που απαιτούνται δυνάμει των σημείων 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I,

προβαίνει στην τελική εξέταση που αναφέρεται στο σημείο 3.2.1 του παραρτήματος I, διενεργεί ή αναθέτει τη δοκιμή που αναφέρεται στο σημείο 3.2.2 του παραρτήματος I και εξετάζει τις διατάξεις ασφαλείας, κατά περίπτωση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί πιστοποιητικό συμμόρφωσης ως προς τους ελέγχους και τις δοκιμές που έχουν διεξαχθεί και τοποθετεί ή φροντίζει να τοποθετηθεί με ευθύνη του ο αριθμός μητρώου του στον εγκεκριμένο εξοπλισμό υπό πίεση. Ο κατασκευαστής θέτει τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού στον οποίο αναφέρεται το σημείο 4, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση που πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει τον εξοπλισμό υπό πίεση για τον οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

11.   ΕΝΟΤΗΤΑ H: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

1.   Η συμμόρφωση με βάση την πλήρη διασφάλιση ποιότητας είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σ’ αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για τον σχεδιασμό, την κατασκευή, την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος και τη δοκιμή του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση, όπως ορίζεται στο σημείο 3, και υπόκειται στην επιτήρηση που αναφέρεται στο σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει όσον αφορά τον σχετικό εξοπλισμό υπό πίεση.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου,

τον τεχνικό φάκελο για ένα μοντέλο από κάθε τύπο εξοπλισμού υπό πίεση που προβλέπεται να κατασκευαστεί. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα εξής:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων, που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ.,

τις εκθέσεις δοκιμών,

την τεκμηρίωση για το σύστημα ποιότητας, και

γραπτή δήλωση με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτόν.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο εν λόγω φάκελος του συστήματος ποιότητας καθιστά δυνατή την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή:

των στόχων ποιότητας και του οργανογράμματος καθώς και των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών όσον αφορά τη σχεδίαση και την ποιότητα του προϊόντος,

των προδιαγραφών τεχνικού σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων που εφαρμόζονται, και, όταν τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα δεν εφαρμόζονται πλήρως, των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν ώστε να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας που ισχύουν για τον εξοπλισμό υπό πίεση,

των τεχνικών ελέγχου και επαλήθευσης του σχεδιασμού, των διαδικασιών και των συστηματικών ενεργειών που θα χρησιμοποιούνται κατά τον σχεδιασμό του εξοπλισμού υπό πίεση, που αφορούν τον καλυπτόμενο τύπο προϊόντων, ιδίως ως προς τα υλικά που προβλέπονται στο σημείο 4 του παραρτήματος I,

των αντίστοιχων τεχνικών, διαδικασιών και συστηματικών ενεργειών που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή καθώς και για τον έλεγχο και τη διασφάλιση της ποιότητας, και ιδίως των μεθόδων μόνιμης συναρμολόγησης των εγκεκριμένων κατασκευαστικών στοιχείων σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I,

των εξετάσεων και των δοκιμών που θα διεξάγονται πριν, κατά και μετά την κατασκευή, και της συχνότητας διεξαγωγής τους,

των φακέλων ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεώρησης και δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, εκθέσεις σχετικά με τα προσόντα ή τις εγκρίσεις του αρμόδιου προσωπικού, και ιδίως του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τις μόνιμες συναρμολογήσεις των κατασκευαστικών στοιχείων και τις μη καταστρεπτικές δοκιμές σύμφωνα με τα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I κ.λπ.,

των μέσων επιτήρησης που επιτρέπουν να ελέγχεται η επίτευξη του απαιτούμενου σχεδιασμού και της ποιότητας του εξοπλισμού υπό πίεση, καθώς και η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2. O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα των ελεγκτών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος το οποίο έχει πείρα ως αξιολογητής στον τομέα της τεχνολογίας του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση, καθώς και γνώση των εφαρμοστέων απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 δεύτερη περίπτωση, για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους αναγκαίους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή ή στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει κατά πόσο το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο σημείο 3.2 ή αν πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους σχεδίασης, κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ιδίως:

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τους φακέλους ποιότητας που προβλέπονται από το σχεδιαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως αποτελέσματα αναλύσεων, υπολογισμών, δοκιμών κ.λπ.,

τους φακέλους ποιότητας που προβλέπονται από το κατασκευαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως τις εκθέσεις επιθεωρήσεων, τα δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του αρμοδίου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους, για να επιβεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής συντηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας, και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή. Η συχνότητα των περιοδικών ελέγχων είναι τέτοια ώστε κάθε τρία χρόνια να διεξάγεται πλήρης επαναξιολόγηση.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνίδιες επισκέψεις στον κατασκευαστή.

Η αναγκαιότητα και η συχνότητα αυτών των πρόσθετων επισκέψεων καθορίζεται βάσει συστήματος επισκέψεων επιθεωρήσεων το οποίο βρίσκεται υπό τη διαχείριση του κοινοποιημένου οργανισμού. Σε αυτό το σύστημα επισκέψεων επιθεωρήσεων λαμβάνονται ειδικότερα υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

η κατηγορία του εξοπλισμού,

τα πορίσματα παλαιότερων επισκέψεων ελέγχου,

η ανάγκη να παρακολουθείται η μετέπειτα εφαρμογή των διορθωτικών ενεργειών,

οι τυχόν ειδικές προϋποθέσεις που συνδέονται με την έγκριση του συστήματος,

οι ουσιώδεις αλλαγές στην οργάνωση, την πολιτική ή τις τεχνικές κατασκευής.

Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διεξάγει ή να φροντίζει να διεξάγονται δοκιμές του προϊόντος για να εξακριβωθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός υποβάλλει στον κατασκευαστή έκθεση επίσκεψης και, εφόσον έγιναν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε μεμονωμένο στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση που πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει το μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για περίοδο που λήγει 10 έτη από την ημερομηνία εισαγωγής του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά:

τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 3.1,

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1,

την τροποποίηση που αναφέρεται στο σημείο 3.4, όπως εγκρίθηκε,

τις αποφάσεις και εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 3.3, 3.4, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του σχετικά με τις εγκρίσεις του συστήματος ποιότητας που χορηγούνται ή ανακαλούνται, και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

8.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που προβλέπονται στα σημεία 3.1, 3.5, 5 και 6 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

12.   ΕΝΟΤΗΤΑ H1: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΥΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

1.   Η συμμόρφωση με βάση την πλήρη διασφάλιση της ποιότητας καθώς και με τον έλεγχο του σχεδιασμού και την ιδιαίτερη επιτήρηση της τελικής αξιολόγησης είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 6 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι ο σχετικός εξοπλισμός υπό πίεση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σ’ αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για το σχεδιασμό, την κατασκευή και την επιθεώρηση και τη δοκιμή των σχετικών τελικών προϊόντων, όπως ορίζεται στο σημείο 3, και υπόκειται σε επιτήρηση κατά το σημείο 5. Η επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού του εξοπλισμού υπό πίεση έχει ελεγχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει όσον αφορά τον σχετικό εξοπλισμό υπό πίεση.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου,

τον τεχνικό φάκελο για ένα μοντέλο από κάθε τύπο εξοπλισμού υπό πίεση που προβλέπεται να κατασκευαστεί. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα εξής:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων, που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφή των λύσεων που εφαρμόζονται για να ικανοποιηθούν οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ.,

τις εκθέσεις δοκιμών,

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

γραπτή δήλωση με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτόν.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή:

των στόχων ποιότητας και του οργανογράμματος καθώς και των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών όσον αφορά τη σχεδίαση και την ποιότητα του προϊόντος,

των προδιαγραφών τεχνικού σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων που εφαρμόζονται, και, όταν τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα δεν εφαρμόζονται πλήρως, των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν ώστε να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας που ισχύουν για τον εξοπλισμό υπό πίεση,

των τεχνικών ελέγχου και επαλήθευσης του σχεδιασμού, των διαδικασιών και των συστηματικών ενεργειών που θα χρησιμοποιούνται κατά τον σχεδιασμό του εξοπλισμού υπό πίεση που αφορούν τον καλυπτόμενο τύπο εξοπλισμού υπό πίεση, ιδίως ως προς τα υλικά που προβλέπονται στο σημείο 4 του παραρτήματος I,

των αντίστοιχων τεχνικών, διαδικασιών και συστηματικών ενεργειών που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή καθώς και για τον έλεγχο και τη διασφάλιση της ποιότητας, και ιδίως των μεθόδων μόνιμης συναρμολόγησης των εγκεκριμένων κατασκευαστικών στοιχείων σύμφωνα με το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος I,

των εξετάσεων και των δοκιμών που θα διεξάγονται πριν, κατά και μετά την κατασκευή και της συχνότητας διεξαγωγής τους,

των φακέλων ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεώρησης και δεδομένα δοκιμών και βαθμονόμησης, εκθέσεις σχετικά με τα προσόντα ή τις εγκρίσεις του αρμόδιου προσωπικού, και ιδίως του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τις μόνιμες συναρμολογήσεις των κατασκευαστικών στοιχείων και τις μη καταστρεπτικές δοκιμές σύμφωνα με τα σημεία 3.1.2 και 3.1.3 του παραρτήματος I κ.λπ.,

των μέσων επιτήρησης που επιτρέπουν να ελέγχεται η επίτευξη του απαιτούμενου σχεδιασμού και της ποιότητας του εξοπλισμού υπό πίεση, καθώς και η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2.

O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου. Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος το οποίο έχει πείρα αξιολόγησης στον τομέα του σχετικού εξοπλισμού υπό πίεση και της τεχνολογίας του εξοπλισμού υπό πίεση και γνωρίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 δεύτερη περίπτωση, για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους αναγκαίους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή ή στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει εάν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2 ή εάν πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.6.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του σχετικά με τις εγκρίσεις του συστήματος ποιότητας που χορηγούνται ή ανακαλούνται, και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

4.   Εξέταση σχεδιασμού

4.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει, στον κοινοποιημένο οργανισμό που αναφέρεται στο σημείο 3.1, αίτηση για την εξέταση του σχεδιασμού κάθε στοιχείου εξοπλισμού υπό πίεση που δεν καλύπτεται από προηγούμενη εξέταση σχεδιασμού.

4.2.

Η αίτηση επιτρέπει την κατανόηση του σχεδιασμού, της κατασκευής και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση και δίνει τη δυνατότητα αξιολόγησης της συμμόρφωσής του προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σ’ αυτόν. Περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

το όνομα και η διεύθυνση του κατασκευαστή,

γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

τον τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος δίνει τη δυνατότητα να αξιολογηθεί η συμμόρφωση του εξοπλισμού υπό πίεση προς τις σχετικές απαιτήσεις και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του κινδύνου ή των κινδύνων. Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του εξοπλισμού υπό πίεση. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα εξής:

γενική περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και εξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού υπό πίεση,

κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει και των οποίων τα στοιχεία έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περιγραφές των λύσεων που εφαρμόζονται για την τήρηση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφάλειας της παρούσας οδηγίας, όταν δεν έχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των διενεργηθέντων ελέγχων κ.λπ., και

τις εκθέσεις δοκιμών,

τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού. Τα εν λόγω δικαιολογητικά περιλαμβάνουν παραπομπή σε κάθε έγγραφο που έχει χρησιμοποιηθεί, ιδίως στις περιπτώσεις όπου δεν εφαρμόστηκαν πλήρως τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα και, όπου επιβάλλεται, περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν από το κατάλληλο εργαστήριο του κατασκευαστή, ή από άλλο εργαστήριο δοκιμών εξ ονόματός του και με ευθύνη του.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει την αίτηση και, εφόσον στον σχεδιασμό έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται στον εξοπλισμό υπό πίεση, χορηγεί στον κατασκευαστή πιστοποιητικό εξέτασης σχεδιασμού ΕΕ. Το πιστοποιητικό αυτό περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, τα πορίσματα της εξέτασης, τους (τυχόν) όρους υπό τους οποίους ισχύει και τα απαραίτητα στοιχεία για την αναγνώριση του εγκεκριμένου σχεδιασμού. Στο πιστοποιητικό μπορούν να επισυνάπτονται ένα ή περισσότερα παραρτήματα.

Το πιστοποιητικό και τα παραρτήματά του περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των κατασκευασθέντων προϊόντων προς τον εξετασθέντα τύπο και, κατά περίπτωση, τον έλεγχο εν λειτουργία.

Στην περίπτωση που ο σχεδιασμός δεν πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικό εξέτασης σχεδιασμού και ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά, αιτιολογεί δε λεπτομερώς την άρνηση χορήγησης του πιστοποιητικού.

4.4.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός, αφενός, παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις της γενικώς αναγνωρισμένης τεχνολογίας από τις οποίες προκύπτει ότι ο εγκεκριμένος σχεδιασμός μπορεί να μην πληροί πλέον τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, αφετέρου, καθορίζει εάν οι εξελίξεις αυτές απαιτούν περαιτέρω έρευνες. Στην περίπτωση αυτή, ο κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τον κατασκευαστή σχετικά.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό, ο οποίος έχει εκδώσει το πιστοποιητικό εξέτασης σχεδιασμού ΕΕ, σχετικά με όλες τις τροποποιήσεις του εγκεκριμένου σχεδιασμού οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη συμμόρφωση προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας ή τους όρους με τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό. Για τις τροποποιήσεις αυτές απαιτείται συμπληρωματική έγκριση —από τον κοινοποιημένο οργανισμό που χορήγησε το πιστοποιητικό εξέτασης σχεδιασμού ΕΕ— με μορφή προσθήκης στο αρχικό πιστοποιητικό εξέτασης σχεδιασμού ΕΕ.

4.5.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ και/ή κάθε προσθήκη σε αυτά που χορήγησε ή ανακάλεσε και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των πιστοποιητικών και/ή όλων των προσθηκών σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης σχεδιασμού ΕΕ και/ή τις τυχόν προσθήκες σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανακληθεί, ανασταλεί ή στα οποία έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο και, ύστερα από αίτηση, σχετικά με τα πιστοποιητικά και/ή προσθήκες σε αυτά που χορηγήθηκαν.

Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και οι άλλοι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν, ύστερα από αίτηση, να λάβουν αντίγραφο των πιστοποιητικών εξέτασης σχεδιασμού ΕΕ και/ή των προσθηκών σε αυτά. Ύστερα από αίτηση, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν αντίγραφο του τεχνικού φακέλου και των πορισμάτων των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν από τον κοινοποιημένο οργανισμό.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διατηρεί αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης σχεδιασμού ΕΕ, των παραρτημάτων του και των προσθηκών του καθώς και τον τεχνικό φάκελο που περιλαμβάνει τα έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν από τον κατασκευαστή έως τη λήξη ισχύος του πιστοποιητικού.

4.6.

Ο κατασκευαστής θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης σχεδιασμού ΕΕ, των παραρτημάτων και των προσθηκών του μαζί με τον τεχνικό φάκελο, επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά.

5.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

5.1.   Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

5.2.   Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους σχεδιασμού, κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, και ιδίως:

την τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα ποιότητας,

τους φακέλους ποιότητας που προβλέπονται στο σχεδιαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως αποτελέσματα αναλύσεων, υπολογισμών, δοκιμών κ.λπ.,

τους φακέλους ποιότητας που προβλέπονται στο κατασκευαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεώρησης και στοιχεία δοκιμών, στοιχεία βαθμονόμησης, εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.

5.3.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους, για να επιβεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής συντηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας, και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή. Η συχνότητα των περιοδικών ελέγχων είναι τέτοια ώστε κάθε τρία χρόνια να διεξάγεται πλήρης επαναξιολόγηση.

5.4.   Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνίδιες επισκέψεις στον κατασκευαστή.

Η αναγκαιότητα και η συχνότητα αυτών των πρόσθετων επισκέψεων καθορίζεται βάσει συστήματος επισκέψεων επιθεωρήσεων το οποίο βρίσκεται υπό τη διαχείριση του κοινοποιημένου οργανισμού. Σ’ αυτό το σύστημα λαμβάνονται ειδικότερα υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

η κατηγορία του εξοπλισμού,

τα πορίσματα παλαιότερων επισκέψεων ελέγχου,

η ανάγκη να παρακολουθείται η μετέπειτα εφαρμογή των διορθωτικών ενεργειών,

οι τυχόν ειδικές προϋποθέσεις που συνδέονται με την έγκριση του συστήματος,

οι ουσιώδεις αλλαγές στην οργάνωση, την πολιτική ή τις τεχνικές κατασκευής.

Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διεξάγει ή να φροντίζει να διεξάγονται δοκιμές του προϊόντος για να εξακριβωθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός υποβάλλει στον κατασκευαστή έκθεση επίσκεψης και, εφόσον έγιναν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

5.5.   Ιδιαίτερη επιτήρηση της τελικής αξιολόγησης

Η τελική αξιολόγηση που αναφέρεται στο σημείο 3.2 του παραρτήματος I υπόκειται σε ενισχυμένη επιθεώρηση, με τη μορφή αιφνιδιαστικών επισκέψεων του κοινοποιημένου οργανισμού. Στο πλαίσιο των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί ελέγχους του εξοπλισμού υπό πίεση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός υποβάλλει στον κατασκευαστή έκθεση επίσκεψης και, εφόσον έγιναν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

6.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

6.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε μεμονωμένο στοιχείο εξοπλισμού υπό πίεση που πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

6.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο εξοπλισμού υπό πίεση και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από την εισαγωγή του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει το μοντέλο του εξοπλισμού υπό πίεση για τον οποίο έχει συνταχθεί καθώς και τον αριθμό του πιστοποιητικού εξέτασης του σχεδιασμού.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

7.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για περίοδο που λήγει 10 έτη από την ημερομηνία εισαγωγής του εξοπλισμού υπό πίεση στην αγορά:

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1,

την τροποποίηση στην οποία αναφέρεται το σημείο 3.5, όπως εγκρίθηκε,

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 3.5, 5.3 και 5.4.

8.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του κατασκευαστή μπορεί να υποβάλει την αίτηση που προβλέπεται στα σημεία 4.1 και 4.2 και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα σημεία 3.1, 3.5, 4.4, 4.6, 6 και 7 εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΕ (αριθ. ΧΧΧΧ)  (1)

1.

Εξοπλισμός υπό πίεση ή συγκρότημα (αριθμός προϊόντος, τύπου, παρτίδας ή σειράς):

2.

Όνομα και διεύθυνση του κατασκευαστή και, κατά περίπτωση, του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του:

3.

Η παρούσα δήλωση συμμόρφωσης εκδίδεται με αποκλειστική ευθύνη του κατασκευαστή.

4.

Στόχος της δήλωσης (ταυτοποίηση του εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτήματος που καθιστά δυνατή την ιχνηλασιμότητα· αν κρίνεται σκόπιμο για την ταυτοποίηση του εξοπλισμού υπό πίεση ή συγκροτήματος, μπορεί να περιλαμβάνει εικόνα):

περιγραφή του εξοπλισμού υπό πίεση ή του συγκροτήματος,

εφαρμοζόμενη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης,

για τα συγκροτήματα, περιγραφή των εξοπλισμών υπό πίεση από τους οποίους αποτελούνται, καθώς και εφαρμοζόμενες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

5.

Ο στόχος της δήλωσης που περιγράφεται παραπάνω είναι σύμφωνος με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης:

6.

Μνεία των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων που χρησιμοποιήθηκαν ή μνεία των λοιπών τεχνικών προδιαγραφών σε σχέση με τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση:

7.

Κατά περίπτωση, όνομα, διεύθυνση και αριθμός του κοινοποιημένου οργανισμού που διενέργησε την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και αριθμός του πιστοποιητικού που χορηγήθηκε, καθώς και παραπομπή στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος παραγωγής, στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ – τύπος σχεδίασης ή στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης.

8.

Πρόσθετες πληροφορίες:

Υπογραφή για λογαριασμό και εξ ονόματος:

 

(τόπος και ημερομηνία έκδοσης):

 

(όνομα, θέση) (υπογραφή):

 

(κατά περίπτωση, στοιχεία του υπογράφοντος που έχει εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει τη νομικά δεσμευτική δήλωση για λογαριασμό του κατασκευαστή ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του)


(1)  Ο κατασκευαστής μπορεί, προαιρετικά, να δώσει αριθμό στη δήλωση συμμόρφωσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΜΕΡΟΣ A

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών της

(αναφέρεται στο άρθρο 50)

Οδηγία 97/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 181 της 9.7.1997, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1)

Μόνο το σημείο 13 του παραρτήματος I

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12)

Μόνο το άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο στ)


ΜΕΡΟΣ B

Προθεσμία για τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία και ημερομηνία εφαρμογής

(αναφέρεται στο άρθρο 49)

Οδηγία

Προθεσμία για τη μεταφορά

Ημερομηνία εφαρμογής

97/23/ΕΚ

29 Μαΐου 1999

29 Νοεμβρίου 1999 (1)


(1)  Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 3 της οδηγίας 97/23/ΕΚ, τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν τη θέση σε λειτουργία εξοπλισμού υπό πίεση και συγκροτημάτων συμφώνων με τους κανονισμούς που ισχύουν στην επικράτειά τους κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της οδηγίας, πέραν της ημερομηνίας αυτής.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 97/23/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 14

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφοι 15 έως 32

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 45

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 44 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 44 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 1 εισαγωγική πρόταση

Άρθρο 9 παράγραφος 2 σημείο 1

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 9 παράγραφος 2 σημείο 2

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 10

Άρθρο 14

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 15 παράγραφος 5

Άρθρο 15 παράγραφος 6

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφοι 3 έως 8

Άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 7

Άρθρο 14 παράγραφοι 9 και 10

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 19 παράγραφοι 3 έως 6

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 22

Άρθρο 23

Άρθρο 24

Άρθρο 25

Άρθρο 26

Άρθρο 27

Άρθρο 28

Άρθρο 29

Άρθρο 30

Άρθρο 31

Άρθρο 32

Άρθρο 33

Άρθρο 34

Άρθρο 35

Άρθρο 36

Άρθρο 37

Άρθρο 38

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 39

Άρθρο 40

Άρθρο 41

Άρθρο 42

Άρθρο 43

Άρθρο 44 παράγραφοι 2 έως 4

Άρθρο 44 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 46

Άρθρο 47

Άρθρο 19

Άρθρο 20 παράγραφοι 1 έως 2

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Άρθρο 48 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 49

Άρθρο 50

Άρθρο 51

Άρθρο 21

Άρθρο 52

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II

Παράρτημα III εισαγωγικό μέρος

Παράρτημα III εισαγωγικό μέρος

Παράρτημα III ενότητα Α

Παράρτημα III σημείο 1 ενότητα Α

Παράρτημα III ενότητα Α1

Παράρτημα III σημείο 2 ενότητα Α2

Παράρτημα III ενότητα Β

Παράρτημα III σημείο 3.1 ενότητα B, εξέταση τύπου ΕΕ — τύπος παραγωγής

Παράρτημα III ενότητα Β1

Παράρτημα III σημείο 3.2 ενότητα B, εξέταση τύπου ΕΕ — τύπος σχεδίασης

Παράρτημα III ενότητα Γ1

Παράρτημα III σημείο 4 ενότητα Γ2

Παράρτημα III ενότητα Δ

Παράρτημα III σημείο 5 ενότητα Δ

Παράρτημα III ενότητα Δ1

Παράρτημα III σημείο 6 ενότητα Δ1

Παράρτημα III ενότητα Ε

Παράρτημα III σημείο 7 ενότητα Ε

Παράρτημα III ενότητα Ε1

Παράρτημα III σημείο 8 ενότητα Ε1

Παράρτημα III ενότητα ΣΤ

Παράρτημα III σημείο 9 ενότητα ΣΤ

Παράρτημα III ενότητα Ζ

Παράρτημα III σημείο 10 ενότητα Ζ

Παράρτημα III ενότητα Η

Παράρτημα III σημείο 11 ενότητα Η

Παράρτημα III ενότητα Η1

Παράρτημα III σημείο 12 ενότητα Η1

Παράρτημα IV

Παράρτημα V

Παράρτημα VI

Παράρτημα VII

Παράρτημα IV

Παράρτημα V

Παράρτημα VI


ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι μια επιτροπή μπορεί να θεωρηθεί «επιτροπή επιτροπολογίας» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μόνον όταν και εφόσον συζητούνται σε αυτήν εκτελεστικές πράξεις κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Συνεπώς, οι συνεδριάσεις επιτροπών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 15 της συμφωνίας-πλαισίου όταν και στο μέτρο που σε αυτές συζητιούνται άλλα θέματα.


Διορθωτικά

27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/260


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1295/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για την θέσπιση του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» (2014 έως 2020) και την κατάργηση των αποφάσεων αριθ. 1718/2006/ΕΚ, 1855/2006/ΕΚ και 1041/2009/ΕΚ

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 347 της 20ής Δεκεμβρίου 2013 )

Στη σελίδα 233, άρθρο 24 παράγραφος 6:

αντί:

«6.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 130 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ως επιλέξιμες τις δαπάνες που συνδέονται άμεσα με τις υποστηριζόμενες δράσεις και δραστηριότητες, ακόμα και αν αυτές πραγματοποιούνται από τον δικαιούχο πριν από την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης.»

διάβαζε:

«6.   Βάσει του άρθρου 130 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ως επιλέξιμες τις δαπάνες που συνδέονται άμεσα με τις υποστηριζόμενες δράσεις και δραστηριότητες, ακόμα και αν αυτές πραγματοποιούνται από τον δικαιούχο πριν από την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης.».


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 189/261


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 347 της 20ής Δεκεμβρίου 2013 )

Στη σελίδα 732, στο άρθρο 141 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο ii):

αντί:

«ii)

μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου και της 31ης Αυγούστου της τρέχουσας περιόδου εμπορίας για τις λοιπές μεταφερόμενες ποσότητες ζάχαρης από ζαχαρότευτλα, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης·»

διάβαζε:

«ii)

μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου και της 31ης Αυγούστου της τρέχουσας περιόδου εμπορίας για τις μεταφερόμενες ποσότητες ζάχαρης από ζαχαρότευτλα και σιροπιού ινουλίνης·».