ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
27 Ιουνίου 2014


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 709/2014 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009 όσον αφορά τον προσδιορισμό των επιπέδων των διοξινών και των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων ( 1 )

1

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 710/2014 της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2014, για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης για τις εποπτικές απαιτήσεις ανά ίδρυμα, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

19

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 711/2014 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2014, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95 όσον αφορά τον καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης

60

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 712/2014 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2014, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

62

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2014/398/ΕΕ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2014, για τον διορισμό τριών τακτικών και τεσσάρων αναπληρωματικών μελών από την Ιταλία στην Επιτροπή των Περιφερειών

64

 

 

2014/399/ΕΕ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2014, για τον καθορισμό της θέσης που θα ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γενικό Συμβούλιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου σχετικά με την προσχώρηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου

66

 

*

Απόφαση 2014/400/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2014, για την παράταση της εντολής του ειδικού εντεταλμένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο

68

 

*

Απόφαση 2014/401/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2014, σχετικά με το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση της κοινής δράσης 2001/555/ΚΕΠΠΑ για τη σύσταση Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

73

 

 

2014/402/ΕΕ

 

*

Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 2014, για τους περιορισμούς στις εγκρίσεις βιοκτόνων που περιέχουν IPBC, που γνωστοποιήθηκαν από τη Γερμανία σύμφωνα με την οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 4167]  ( 1 )

85

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 709/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 20ής Ιουνίου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009 όσον αφορά τον προσδιορισμό των επιπέδων των διοξινών και των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής (2) περιλαμβάνει μεθόδους για τον προσδιορισμό των επιπέδων των πολυχλωριωμένων διβενζο-π-διοξινών (PCDD), των πολυχλωριωμένων διβενζοφουρανίων (PCDF) και των παρόμοιων με διοξίνες πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) στις ζωοτροφές.

(2)

Θα πρέπει να καθοριστούν απαιτήσεις σχετικά με τις μεθόδους διαλογής με τις οποίες ταυτοποιούνται τα δείγματα με σημαντικά επίπεδα PCDD/F και παρόμοια με διοξίνες PCB (με επιλογή, κατά προτίμηση, δειγμάτων τα οποία υπερβαίνουν τα όρια ανάληψης δράσης και με εξασφάλιση της επιλογής δειγμάτων που υπερβαίνουν τα ανώτατα επίπεδα) και οι οποίες έχουν υψηλή απόδοση. Όσον αφορά τα ανώτατα επίπεδα, το ποσοστό των ψευδοσυμμορφούμενων αποτελεσμάτων των εν λόγω μεθόδων διαλογής πρέπει να είναι κάτω από 5 %.

(3)

Όταν τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται με τη μέθοδο διαλογής υπερβαίνουν την τιμή αποκοπής, το αρχικό δείγμα θα πρέπει να αναλύεται με τη βοήθεια μεθόδου ικανής για την ταυτοποίηση και τον ποσοτικό προσδιορισμό των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB που περιλαμβάνονται στο δείγμα. Εφεξής, οι μέθοδοι αυτές αναφέρονται ως «μέθοδοι επιβεβαίωσης». Η τεχνική πρόοδος και οι εξελίξεις έχουν καταδείξει ότι η χρήση αεριοχρωματογραφίας/δίδυμης φασματομετρίας μαζών (GC-MS/MS) θα πρέπει να διατεθεί για χρήση ως μέθοδος επιβεβαίωσης για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με το ανώτατο επίπεδο, πέραν της αεριοχρωματογραφίας/φασματομετρίας μαζών υψηλής διακριτικής ικανότητας (GC-HRMS).

(4)

Από την πείρα που αποκτήθηκε με την εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν σήμερα, ενδείκνυται μια τροποποίηση όσον αφορά τις τρέχουσες διατάξεις σχετικά με την αναγκαιότητα της δεύτερης ανάλυσης, τη διαπίστωση της συμμόρφωσης σε περίπτωση δεύτερης ανάλυσης και την απαίτηση για αποδεκτή διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων ανώτατου ορίου και κατώτατου ορίου.

(5)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 152/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το μέρος Β του παραρτήματος V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)   ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2009, για τον καθορισμό μεθόδων δειγματοληψίας και ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των ζωοτροφών (ΕΕ L 54 της 26.2.2009, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στο παράρτημα v του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009, το μέρος B «ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΩΝ ΔΙΟΞΙΝΩΝ (PCDD/PCDF) ΚΑΙ ΤΩΝ PCB» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Β.   ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΩΝ ΔΙΟΞΙΝΩΝ (PCDD/PCDF) ΚΑΙ ΤΩΝ PCB

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Μέθοδοι δειγματοληψίας και ερμηνεία των αποτελεσμάτων των αναλύσεων

1.   Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

Τα δείγματα που προορίζονται για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων των πολυχλωριωμένων διβενζο-π-διοξινών (PCDD), των πολυχλωριωμένων διβενζοφουρανίων (PCDF), των παρόμοιων με διοξίνες πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) (1) και των μη παρόμοιων με διοξίνες PCB στις ζωοτροφές λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος I. Ισχύουν οι ποσοτικές απαιτήσεις σε σχέση με τον έλεγχο των ουσιών ή προϊόντων που κατανέμονται ομοιόμορφα μέσα στις ζωοτροφές, όπως προβλέπεται στο σημείο 5.1 του παραρτήματος I. Τα συνολικά δείγματα που λαμβάνονται με τον τρόπο αυτό θεωρούνται αντιπροσωπευτικά των παρτίδων ή υποπαρτίδων από τις οποίες ελήφθησαν. Η συμμόρφωση με τα ανώτατα επίπεδα που προβλέπονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ διαπιστώνεται με βάση τα επίπεδα που προσδιορίζονται στα εργαστηριακά δείγματα.

Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους Β εφαρμόζονται οι ορισμοί του παραρτήματος I της απόφασης 2002/657/ΕΚ της Επιτροπής (2).

Επιπλέον των εν λόγω ορισμών, για τους σκοπούς του παρόντος μέρους Β εφαρμόζονται και οι ακόλουθοι ορισμοί:

 

Μέθοδοι διαλογής ”: μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την επιλογή δειγμάτων με επίπεδα PCDD/F και παρόμοιων με διοξίνες PCB που υπερβαίνουν τα ανώτατα επίπεδα ή τα όρια ανάληψης δράσης. Επιτρέπουν επεξεργασία μεγάλων ποσοτήτων δειγμάτων, με καλή σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες εντοπισμού νέων περιστατικών με υψηλή έκθεση και κινδύνους για την υγεία των καταναλωτών. Οι μέθοδοι διαλογής βασίζονται σε βιοαναλυτικές μεθόδους ή μεθόδους GC-MS. Τα αποτελέσματα των δειγμάτων που υπερβαίνουν την τιμή αποκοπής όσον αφορά τον έλεγχο της συμμόρφωσης με το ανώτατο επίπεδο επαληθεύονται με πλήρη νέα ανάλυση από το αρχικό δείγμα με μια μέθοδο επιβεβαίωσης.

 

Μέθοδοι επιβεβαίωσης ”: μέθοδοι που παρέχουν πλήρεις ή συμπληρωματικές πληροφορίες οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα ταυτοποίησης και σαφούς ποσοτικού προσδιορισμού των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB στο ανώτατο επίπεδο ή, σε περίπτωση ανάγκης, στο επίπεδο του ορίου ανάληψης δράσης. Οι μέθοδοι αυτές χρησιμοποιούν αεριοχρωματογραφία/φασματομετρία μαζών υψηλής διακριτικής ικανότητας (GC-HRMS) ή αεριοχρωματογραφία/δίδυμη φασματομετρία μαζών (GC-MS/MS).

2.   Συμμόρφωση της παρτίδας ή της υποπαρτίδας με το ανώτατο επίπεδο

2.1.   Όσον αφορά τα μη παρόμοια με διοξίνες PCB

Η παρτίδα συμμορφώνεται με το ανώτατο επίπεδο αν το αναλυτικό αποτέλεσμα δεν υπερβαίνει το ανώτατο επίπεδο των μη παρόμοιων με διοξίνες PCB που προβλέπεται στην οδηγία 202/32/ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας μέτρησης.

Η παρτίδα δεν συμμορφώνεται με το ανώτατο επίπεδο αν το αναλυτικό αποτέλεσμα ανώτατου ορίου (3) που επιβεβαιώθηκε από δεύτερη ανάλυση (4) υπερβαίνει το ανώτατο επίπεδο που προβλέπεται στην οδηγία 2001/32/ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας μέτρησης. Για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης χρησιμοποιείται ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων των δύο προσδιορισμών, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας μέτρησης.

Η αβεβαιότητα μέτρησης λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

με υπολογισμό της διευρυμένης αβεβαιότητας, χρησιμοποιώντας συντελεστή κάλυψης 2 που δίνει επίπεδο εμπιστοσύνης περίπου 95 %. Μια παρτίδα ή υποπαρτίδα θεωρείται μη συμμορφούμενη αν η μετρούμενη τιμή μείον U υπερβαίνει το ανώτατο επίπεδο,

με τον καθορισμό του ορίου απόφασης (CCα) σύμφωνα με το σημείο 3.1.2.5 του παραρτήματος I της απόφασης 2002/657/ΕΚ. Μια παρτίδα ή υποπαρτίδα θεωρείται μη συμμορφούμενη αν η μετρούμενη τιμή ισούται ή υπερβαίνει το όριο απόφασης CCα.

Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται για τα αποτελέσματα των αναλύσεων που προκύπτουν από το δείγμα που λαμβάνεται για επίσημο έλεγχο. Στην περίπτωση αναλύσεων για λόγους προσφυγής ή αναφοράς, εφαρμόζεται η εθνική νομοθεσία.

2.2.   Όσον αφορά τα PCDD/F και τα παρόμοια με διοξίνες PCB

Η παρτίδα συμμορφώνεται με τα ανώτατα επίπεδα αν το αναλυτικό αποτέλεσμα μεμονωμένης ανάλυσης,

που εκτελείται με τη μέθοδο διαλογής με ποσοστό ψευδοσυμμορφούμενων αποτελεσμάτων χαμηλότερο από 5 %, δείχνει ότι το επίπεδο δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο ανώτατο επίπεδο των PCDD/F και το άθροισμα των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB που καθορίζονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ,

που εκτελείται με μέθοδο επιβεβαίωσης, δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο ανώτατο επίπεδο των PCDD/PCDF και το άθροισμα των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB που καθορίζονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας μέτρησης.

Για τις δοκιμασίες διαλογής καθορίζεται μια τιμή αποκοπής (cut-off value) για τη λήψη των αποφάσεων σχετικά με τη συμμόρφωση ή μη του δείγματος με τα αντίστοιχα ανώτατα επίπεδα τα οποία έχουν καθοριστεί είτε για τις PCDD/PCDF είτε για το άθροισμα των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB.

Η παρτίδα δεν συμμορφώνεται με το ανώτατο επίπεδο αν το αναλυτικό αποτέλεσμα ανώτατου ορίου (5), που ελήφθη με μέθοδο επιβεβαίωσης και επιβεβαιώθηκε με δεύτερη ανάλυση, υπερβαίνει το ανώτατο επίπεδο που προβλέπεται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας μέτρησης (6). Για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης χρησιμοποιείται ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων των δύο προσδιορισμών, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας μέτρησης.

Η αβεβαιότητα μέτρησης λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

με υπολογισμό της διευρυμένης αβεβαιότητας, χρησιμοποιώντας συντελεστή κάλυψης 2 που δίνει επίπεδο εμπιστοσύνης περίπου 95 %. Μια παρτίδα ή υποπαρτίδα δεν συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές αν η μετρούμενη τιμή μείον U υπερβαίνει το ανώτατο επίπεδο. Σε περίπτωση χωριστού προσδιορισμού των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB, χρησιμοποιείται για το άθροισμα των διοξινών και των παρόμοιων με διοξίνες PCB το άθροισμα των εκτιμήσεων της διευρυμένης αβεβαιότητας των χωριστών αναλυτικών αποτελεσμάτων για τις PCDD/PCDF και για τα παρόμοια με διοξίνες PCB,

με τον καθορισμό του ορίου απόφασης (CCα), σύμφωνα με το σημείο 3.1.2.5 του παραρτήματος της απόφασης 2002/657/ΕΚ της Επιτροπής. Μια παρτίδα ή υποπαρτίδα θεωρείται μη συμμορφούμενη αν η μετρούμενη τιμή ισούται ή υπερβαίνει το όριο απόφασης CCα.

Οι παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται για τα αποτελέσματα των αναλύσεων που προκύπτουν από το δείγμα που λαμβάνεται για επίσημο έλεγχο. Στην περίπτωση αναλύσεων για λόγους προσφυγής ή αναφοράς, εφαρμόζεται η εθνική νομοθεσία.

3.   Αποτελέσματα που υπερβαίνουν τα όρια ανάληψης δράσης σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2002/32/ΕΚ

Τα όρια ανάληψης δράσης χρησιμεύουν ως μέσο για την επιλογή δειγμάτων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αναγκαίο να εντοπιστεί η πηγή της επιμόλυνσης και να ληφθούν μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψή της. Οι μέθοδοι διαλογής καθορίζουν τις κατάλληλες τιμές αποκοπής για την επιλογή αυτών των δειγμάτων. Στην περίπτωση που απαιτούνται σημαντικές προσπάθειες για τον προσδιορισμό μιας πηγής και τη μείωση ή την εξάλειψη της επιμόλυνσης, μπορεί να ενδείκνυται να επιβεβαιωθεί η υπέρβαση του ορίου ανάληψης δράσης μέσω δεύτερης ανάλυσης δείγματος χρησιμοποιώντας μια μέθοδο επιβεβαίωσης και λαμβάνοντας υπόψη την αβεβαιότητα μέτρησης (7).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Προετοιμασία των δειγμάτων και απαιτήσεις για τις μεθόδους ανάλυσης που χρησιμοποιούνται για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων των διοξινών (PCDD/PCDF) και των παρόμοιων με διοξίνες PCB σε ζωοτροφές

1.   Πεδίο εφαρμογής

Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο εφαρμόζονται στις αναλύσεις ζωοτροφών για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων των υποκατεστημένων στις θέσεις 2,3,7,8 πολυχλωριωμένων διβενζο-π-διοξινών και πολυχλωριωμένων διβενζοφουρανίων (PCDD/F) και των παρόμοιων με διοξίνες πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (παρόμοια με διοξίνες PCB) και για άλλους κανονιστικούς σκοπούς.

Ο έλεγχος για την παρουσία PCDD/F και παρόμοιων με διοξίνες PCB στις ζωοτροφές μπορεί να διενεργηθεί με δύο διαφορετικούς τύπους αναλυτικών μεθόδων:

α)

Μέθοδοι διαλογής

Στόχος των μεθόδων διαλογής είναι η επιλογή δειγμάτων με επίπεδα PCDD/F και παρόμοιων με διοξίνες PCB που υπερβαίνουν τα ανώτατα επίπεδα ή τα όρια ανάληψης δράσης. Οι μέθοδοι διαλογής επιτρέπουν επεξεργασία μεγάλων ποσοτήτων δειγμάτων, με καλή σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες εντοπισμού νέων περιστατικών με υψηλή έκθεση και κινδύνους για την υγεία των καταναλωτών. Η εφαρμογή τους πρέπει να αποσκοπεί στην αποφυγή αποτελεσμάτων ψευδούς συμμόρφωσης. Μπορεί να περιλαμβάνουν βιοαναλυτικές μεθόδους και μεθόδους GC-MS.

Οι μέθοδοι διαλογής συγκρίνουν το αναλυτικό αποτέλεσμα με μια τιμή αποκοπής, παρέχοντας μια απόφαση τύπου ναι/όχι για πιθανή υπέρβαση του ανώτατου επιπέδου ή του ορίου ανάληψης δράσης. Η συγκέντρωση των PCDD/F και του αθροίσματος των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB σε δείγματα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι δεν συμμορφώνονται με το ανώτατο επίπεδο πρέπει να προσδιορίζεται/επιβεβαιώνεται με μια μέθοδο επιβεβαίωσης.

Επιπλέον, οι μέθοδοι διαλογής μπορούν να παρέχουν ένδειξη των επιπέδων των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB που περιέχονται στο δείγμα. Σε περίπτωση εφαρμογής βιοαναλυτικών μεθόδων διαλογής, το αποτέλεσμα εκφράζεται σε βιοαναλυτικά ισοδύναμα (BEQ), ενώ σε περίπτωση εφαρμογής φυσικοχημικών μεθόδων GC-MS εκφράζεται σε τοξικά ισοδύναμα (TEQ). Τα αριθμητικώς υποδεικνυόμενα αποτελέσματα των μεθόδων διαλογής είναι κατάλληλα για να καταδείξουν τη συμμόρφωση ή την υπόνοια μη συμμόρφωσης ή την υπέρβαση των ορίων ανάληψης δράσης και να παράσχουν μια ένδειξη για το φάσμα των επιπέδων σε περίπτωση ελέγχου με μεθόδους επιβεβαίωσης. Δεν είναι κατάλληλα για σκοπούς όπως η εκτίμηση των ιστορικών επιπέδων, η εκτίμηση της πρόσληψης, η παρακολούθηση της χρονικής εξέλιξης των επιπέδων ή η εκ νέου αξιολόγηση των ορίων ανάληψης δράσης και των ανώτατων επιπέδων.

β)

Μέθοδοι επιβεβαίωσης

Οι μέθοδοι επιβεβαίωσης επιτρέπουν την αναμφισβήτητη ταυτοποίηση και την ποσοτικοποίηση των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB που υπάρχουν σε ένα δείγμα, καθώς και την παροχή πλήρων στοιχείων σε επίπεδο συγγενών ουσιών. Ως εκ τούτου, οι μέθοδοι αυτές επιτρέπουν τον έλεγχο των ανώτατων επιπέδων και των ορίων ανάληψης δράσης, καθώς και την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων που λαμβάνονται από μεθόδους διαλογής. Επιπλέον, τα αποτελέσματα μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των χαμηλών επιπέδων υπόβαθρου κατά τον έλεγχο των ζωοτροφών, την παρακολούθηση των χρονικών τάσεων, την αξιολόγηση της έκθεσης και τη δημιουργία βάσης δεδομένων για πιθανή επαναξιολόγηση των ορίων ανάληψης δράσης και των ανώτατων επιπέδων. Αυτές οι μέθοδοι είναι επίσης σημαντικές για τον καθορισμό του προφίλ συγγενών ουσιών με σκοπό για τον εντοπισμό της πηγής πιθανής επιμόλυνσης. Αυτές οι μέθοδοι χρησιμοποιούν GC-HRMS. Για την επιβεβαίωση της συμμόρφωσης ή της μη συμμόρφωσης με το ανώτατο επίπεδο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και GC-MS/MS.

2.   Ιστορικό

Για τον υπολογισμό των τοξικών ισοδυνάμων (TEQ), οι συγκεντρώσεις των επιμέρους ουσιών σε ένα δεδομένο δείγμα πολλαπλασιάζονται επί τον αντίστοιχο συντελεστή τοξικής ισοδυναμίας τους (TEF) [βλέπε υποσημείωση (*) του κεφαλαίου Ι] και στη συνέχεια αθροίζονται για να προκύψει η συνολική συγκέντρωση των παρόμοιων με διοξίνες ενώσεων, εκφρασμένη σε τοξικά ισοδύναμα (TEQ).

Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους Β, το αποδεκτό ειδικό όριο ποσοτικού προσδιορισμού μιας επιμέρους συγγενούς ουσίας είναι η χαμηλότερη περιεκτικότητα της προσδιοριζόμενης ουσίας που μπορεί να μετρηθεί με ικανοποιητική στατιστική βεβαιότητα και η οποία πληροί τα κριτήρια ταυτοποίησης που περιγράφονται σε διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα, για παράδειγμα στο πρότυπο EN 16215:2012 (Ζωοτροφές — Προσδιορισμός των διοξινών και των παρόμοιων με διοξίνες PCB με την τεχνική GC-HRMS και των δεικτών PCB με την τεχνική GC-HRMS) και/ή στις μεθόδους του Οργανισμού Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) 1613 και 1668 όπως αναθεωρήθηκαν.

Το όριο ποσοτικού προσδιορισμού μιας επιμέρους συγγενούς ουσίας είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ως

α)

η συγκέντρωση μιας προσδιοριζόμενης ουσίας στο εκχύλισμα δείγματος η οποία παράγει απόκριση των οργάνων σε δύο διαφορετικά ιόντα που πρόκειται να ελεγχθούν με λόγο σήματος προς θόρυβο (S/N) 3:1 για το λιγότερο εντατικό σήμα ανεπεξέργαστων δεδομένων· ή

β)

αν, για τεχνικούς λόγους, ο υπολογισμός του λόγου σήματος προς θόρυβο δεν παρέχει αξιόπιστα αποτελέσματα, το κατώτατο σημείο συγκέντρωσης σε μια καμπύλη βαθμονόμησης που παρέχει μια αποδεκτή (≤ 30 %) και συνεπή (μετρημένη τουλάχιστον στην αρχή και στο τέλος μιας αναλυτικής σειράς δειγμάτων) απόκλιση από τον μέσο σχετικό συντελεστή απόκρισης, υπολογισμένη για όλα τα σημεία στην καμπύλη βαθμονόμησης σε κάθε σειρά δειγμάτων. Το όριο ποσοτικού προσδιορισμού (LOQ) υπολογίζεται από το κατώτατο σημείο συγκέντρωσης λαμβάνοντας υπόψη την ανάκτηση των εσωτερικών προτύπων και τη φόρτωση δείγματος.

Οι βιοαναλυτικές μέθοδοι διαλογής δεν δίνουν αποτελέσματα στο επίπεδο των συγγενών ουσιών αλλά παρέχουν απλώς μια ένδειξη (8) του επιπέδου TEQ, εκφρασμένου σε βιοαναλυτικά ισοδύναμα (BEQ), ώστε να λαμβάνεται υπόψη ότι είναι πιθανό κάποιες από τις ενώσεις που περιέχονται σε ένα εκχύλισμα δείγματος και προκαλούν απόκριση στη δοκιμή να μην ικανοποιούν όλες τις απαιτήσεις της αρχής TEQ.

Οι μέθοδοι διαλογής και οι μέθοδοι επιβεβαίωσης μπορούν να εφαρμόζονται μόνο για τον έλεγχο συγκεκριμένης μήτρας αν είναι αρκετά ευαίσθητες ώστε να ανιχνεύουν με αξιόπιστο τρόπο συγκεντρώσεις στο όριο ανάληψης δράσης ή στο ανώτατο επίπεδο.

3.   Απαιτήσεις ασφάλισης ποιότητας

3.1.   Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την αποφυγή της επιμόλυνσης σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δειγματοληψίας και ανάλυσης.

3.2.   Τα δείγματα πρέπει να αποθηκεύονται και να μεταφέρονται σε κατάλληλους για τον σκοπό αυτό περιέκτες από γυαλί, αλουμίνιο, πολυπροπυλένιο ή πολυαιθυλένιο, έτσι ώστε να μην επηρεάζεται η περιεκτικότητα των δειγμάτων σε PCDD/F και σε παρόμοιες με διοξίνες PCB. Πρέπει να αφαιρούνται τα ίχνη σκόνης χαρτιού από τον περιέκτη του δείγματος.

3.3.   Η αποθήκευση και η μεταφορά των δειγμάτων πρέπει να διεξάγονται κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η ακεραιότητα του δείγματος ζωοτροφής.

3.4.   Εφόσον ενδείκνυται, κάθε εργαστηριακό δείγμα κονιοποιείται και αναμειγνύεται πλήρως με διαδικασία που αποδεδειγμένα επιτυγχάνει πλήρη ομογενοποίηση (π.χ. το κονιοποιημένο δείγμα να διέρχεται από κόσκινο 1 mm)· τα δείγματα ξηραίνονται πριν από την κονιοποίηση αν η περιεκτικότητα σε υγρασία είναι πολύ υψηλή.

3.5.   Πρέπει να διενεργείται έλεγχος των αντιδραστηρίων, των γυάλινων σκευών και του εξοπλισμού για το ενδεχόμενο να επηρεάζουν τα αποτελέσματα που βασίζονται στα TEQ ή τα BEQ.

3.6.   Πρέπει να εκτελείται ανάλυση τυφλού δείγματος με τη διεξαγωγή ολόκληρης της αναλυτικής διαδικασίας, από την οποία παραλείπεται μόνο το δείγμα.

3.7.   Για τις βιοαναλυτικές μεθόδους, πρέπει να εξακριβώνεται αν όλα τα γυάλινα σκεύη και οι διαλύτες που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση είναι απαλλαγμένα από ενώσεις που παρεμποδίζουν την ανίχνευση των στοχευόμενων ενώσεων στο πεδίο τιμών εργασίας. Τα γυάλινα σκεύη πλένονται με διαλύτες ή θερμαίνονται σε θερμοκρασίες κατάλληλες για την απομάκρυνση από την επιφάνειά τους των ιχνών PCDD/F, παρόμοιων με διοξίνες ενώσεων και παρεμποδιστικών ενώσεων.

3.8.   Η ποσότητα των δειγμάτων που χρησιμοποιείται για την εκχύλιση πρέπει να είναι αρκετή ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις όσον αφορά ένα επαρκώς χαμηλό πεδίο τιμών εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των συγκεντρώσεων ανώτατων επιπέδων ή ορίων ανάληψης δράσης.

3.9.   Κατά τις ειδικές διαδικασίες προετοιμασίας των δειγμάτων που χρησιμοποιούνται για τα υπό εξέταση προϊόντα τηρούνται οι διεθνώς αποδεκτές κατευθυντήριες γραμμές.

4.   Απαιτήσεις για τα εργαστήρια

4.1.   Σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, η διαπίστευση των εργαστηρίων γίνεται από αναγνωρισμένο οργανισμό που λειτουργεί σύμφωνα με τον οδηγό ISO 58, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα εργαστήρια εφαρμόζουν μεθόδους διασφάλισης της ποιότητας. Η διαπίστευση των εργαστηρίων πραγματοποιείται σύμφωνα με το πρότυπο EN ISO/IEC 17025.

4.2.   Η επάρκεια των εργαστηρίων πρέπει να αποδεικνύεται με συνεχή επιτυχή συμμετοχή σε διεργαστηριακές μελέτες για τον προσδιορισμό των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB σε σχετικές μήτρες δείγματος ζωοτροφών και περιοχές συγκέντρωσης.

4.3.   Τα εργαστήρια που εφαρμόζουν μεθόδους διαλογής για έλεγχο ρουτίνας των δειγμάτων συνεργάζονται στενά με τα εργαστήρια που εφαρμόζουν τη μέθοδο επιβεβαίωσης, τόσο για τον έλεγχο ποιότητας όσο και για την επιβεβαίωση του αναλυτικού αποτελέσματος των ύποπτων δειγμάτων.

5.   Βασικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρεί μια αναλυτική διαδικασία για τις διοξίνες (PCDD/FS) και τα παρόμοια με διοξίνες PCB

5.1.   Το χαμηλό εύρος εργασίας και τα όρια ποσοτικού προσδιορισμού

Όσον αφορά τις PCDD/PCDF, οι ανιχνεύσιμες ποσότητες πρέπει να είναι στην ανώτερη κλίμακα των φεμτογραμμαρίων (10–15 g) εξαιτίας της εξαιρετικής τοξικότητας ορισμένων από τις ενώσεις αυτές. Για τα περισσότερα συγγενή PCB, το όριο του ποσοτικού προσδιορισμού στο φάσμα των νανογραμμαρίων (10–9 g) είναι ήδη επαρκές. Για τη μέτρηση των πιο τοξικών παρόμοιων με διοξίνες συγγενών PCB (ιδίως των μη-ορθο-υποκατεστημένων συγγενών ουσιών), το κατώτατο άκρο του πεδίου τιμών εργασίας πρέπει να φθάνει τα χαμηλά επίπεδα των πικογραμμαρίων (10–12 g). Για όλα τα υπόλοιπα συγγενή PCB, ένα όριο ποσοτικού προσδιορισμού στην κλίμακα των νανογραμμαρίων (10–9 g) είναι ήδη επαρκές.

5.2.   Υψηλή εκλεκτικότητα (ειδικότητα

5.2.1.   Οι PCDD/PCDF και τα παρόμοια με διοξίνες PCB πρέπει να διακρίνονται από την πληθώρα άλλων ενώσεων που συνεκχυλίζονται και πιθανώς είναι παρεμποδιστικές και οι οποίες περιέχονται σε συγκεντρώσεις έως και πολλές τάξεις μεγέθους υψηλότερες από εκείνες των προσδιοριζόμενων ουσιών που ενδιαφέρουν. Για τις μεθόδους GC-MS είναι αναγκαία η διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων συγγενών ουσιών, όπως μεταξύ των τοξικών (π.χ. τα δεκαεπτά υποκατεστημένα στις θέσεις 2,3,7,8 PCDD/PCDF και τα δώδεκα παρόμοια με διοξίνες PCB) και των άλλων συγγενών ουσιών.

5.2.2.   Οι βιοαναλυτικές μέθοδοι πρέπει να μπορούν να ανιχνεύουν τις στοχευόμενες ενώσεις, όπως το άθροισμα των PCDD/PCDF και/ή των παρόμοιων με διοξίνες PCB. Ο καθαρισμός των δειγμάτων αποσκοπεί στην αφαίρεση των ενώσεων που προκαλούν ψευδώς μη συμμορφούμενα αποτελέσματα ή ενώσεις που μπορούν να μειώσουν την απόκριση, προκαλώντας ψευδώς συμμορφούμενα αποτελέσματα.

5.3.   Υψηλή ακρίβεια (ορθότητα και πιστότητα, φαινόμενη ανάκτηση βιολογικής δοκιμασίας)

5.3.1.   Για τις μεθόδους GC-MS ο προσδιορισμός παρέχει έγκυρη εκτίμηση της αληθούς συγκέντρωσης σε ένα δείγμα. Η υψηλή ορθότητα είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η απόρριψη του αποτελέσματος της ανάλυσης του δείγματος λόγω έλλειψης αξιοπιστίας του προσδιορισμού του TEQ. Η ακρίβεια εκφράζεται ως ορθότητα (διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής που μετρήθηκε για μια προσδιοριζόμενη ουσία σε ένα πιστοποιημένο υλικό και της πιστοποιημένης τιμής του, που εκφράζεται ως ποσοστό της τιμής αυτής) και ως πιστότητα (RSDR, σχετική τυπική απόκλιση που υπολογίζεται με βάση τα αποτελέσματα που προκύπτουν υπό συνθήκες αναπαραγωγιμότητας).

5.3.2.   Για τις βιοαναλυτικές μεθόδους προσδιορίζεται η φαινόμενη ανάκτηση βιολογικής δοκιμασίας. Ως φαινόμενη ανάκτηση βιολογικής δοκιμασίας νοείται το επίπεδο BEQ υπολογισμένο από την καμπύλη βαθμονόμησης TCDD ή PCB 126 με διόρθωση για τυφλό και κατόπιν διαίρεση διά της τιμής TEQ που καθορίζεται με τη μέθοδο επιβεβαίωσης. Αποσκοπεί στη διόρθωση παραγόντων όπως η απώλεια PCDD/PCDF και παρόμοιων με διοξίνες ενώσεων κατά τα στάδια της εκχύλισης και του καθαρισμού, οι συνεκχυλιζόμενες ενώσεις που αυξάνουν ή μειώνουν την απόκριση (αγωνιστική και ανταγωνιστική επίδραση), η ποιότητα της προσαρμογής της καμπύλης ή οι διαφορές μεταξύ των τιμών συντελεστή τοξικής ισοδυναμίας (TEF) και σχετικής ισχύος (REP). Η φαινόμενη ανάκτηση βιολογικής δοκιμασίας υπολογίζεται από κατάλληλα δείγματα αναφοράς με αντιπροσωπευτικό προφίλ συγγενών ουσιών κοντά στο επίπεδο που ενδιαφέρει.

5.4.   Επικύρωση στο εύρος του ανώτατου επιπέδου και γενικά μέτρα ελέγχου ποιότητας

5.4.1.   Τα εργαστήρια αποδεικνύουν την επίδοση μιας μεθόδου στην κλίμακα του ανώτατου επιπέδου, π.χ. 0,5, 1 και 2 φορές το ανώτατο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου ενός αποδεκτού συντελεστή μεταβλητότητας για επαναλαμβανόμενες αναλύσεις, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επικύρωσης και της ανάλυσης ρουτίνας.

5.4.2.   Οι τακτικές τυφλές δοκιμές και πειράματα εμβολιασμού των δειγμάτων ή η ανάλυση των δειγμάτων ελέγχου (κατά προτίμηση, εφόσον είναι διαθέσιμο, πιστοποιημένου υλικού αναφοράς) πρέπει να εκτελούνται ως μέτρα εσωτερικής διασφάλισης της ποιότητας. Τα διαγράμματα ποιοτικού ελέγχου για τους τυφλούς ελέγχους, τα πειράματα εμβολιασμού και τις αναλύσεις δειγμάτων-μαρτύρων καταγράφονται και ελέγχονται ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι αναλυτικές επιδόσεις πληρούν τις απαιτήσεις.

5.5.   Όριο ποσοτικού προσδιορισμού

5.5.1.   Για μια βιοαναλυτική μέθοδο διαλογής, ο καθορισμός του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού (LOQ) δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται ότι η μέθοδος μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ της τιμής του τυφλού και της τιμής αποκοπής. Κατά την αναφορά του επιπέδου BEQ καθορίζεται ένα επίπεδο δήλωσης ώστε να καλύπτονται τα δείγματα με απόκριση χαμηλότερη από αυτό το επίπεδο. Το επίπεδο αναφοράς πρέπει αποδεδειγμένα να είναι τουλάχιστον τριπλάσιο εκείνου των τυφλών δειγμάτων διαδικασίας, με απόκριση χαμηλότερη από το εύρος εργασίας. Επομένως, πρέπει να υπολογίζεται με βάση δείγματα που περιέχουν περίπου το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο των στοχευόμενων ενώσεων και όχι με βάση τον λόγο σήματος προς θόρυβο ή το τυφλό δοκιμασίας.

5.5.2.   Το LOQ για μια μέθοδο επιβεβαίωσης αντιστοιχεί περίπου στο ένα πέμπτο του ανώτατου επιπέδου.

5.6.   Κριτήρια ανάλυσης

Για αξιόπιστα αποτελέσματα από μεθόδους επιβεβαίωσης ή μεθόδους διαλογής πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια στην περιοχή του ανώτατου επιπέδου ή του ορίου ανάληψης δράσης για την τιμή TEQ ή BEQ, αντίστοιχα, είτε προσδιορίζεται ως συνολικό TEQ (ως άθροισμα των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB) είτε χωριστά για τις PCDD/PCDF και τα παρόμοια με διοξίνες PCB:

 

Διαλογή με βιοαναλυτικές ή φυσικοχημικές μεθόδους

Μέθοδοι επιβεβαίωσης

Ποσοστό ψευδώς συμμορφούμενων (1)

< 5 %

 

Ορθότητα

 

– 20 % έως + 20 %

Επαναληψιμότητα (RSDr)

< 20 %

 

Ενδοεργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα (RSDR)

< 25 %

< 15 %

5.7.   Ειδικές απαιτήσεις για μεθόδους διαλογής

5.7.1.   Για τη διαλογή μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο οι μέθοδοι GC-MS όσο και βιοαναλυτικές μέθοδοι. Για τις μεθόδους GC-MS πρέπει να πληρούνται οι απαιτήσεις του σημείου 6. Για τις κυτταρικές βιοαναλυτικές μεθόδους καθορίζονται ειδικές απατήσεις στο σημείο 7.

5.7.2.   Τα εργαστήρια που εφαρμόζουν μεθόδους διαλογής για τον έλεγχο ρουτίνας των δειγμάτων συνεργάζονται στενά με τα εργαστήρια που εφαρμόζουν τη μέθοδο επιβεβαίωσης.

5.7.3.   Η επαλήθευση των επιδόσεων της μεθόδου διαλογής είναι αναγκαία κατά τη διάρκεια της ανάλυσης ρουτίνας, μέσω αναλυτικού ελέγχου ποιότητας και μεθόδου διαρκούς επικύρωσης. Πρέπει να υπάρχει πρόγραμμα συνεχούς ελέγχου των συμμορφούμενων αποτελεσμάτων.

5.7.4.   Έλεγχος για πιθανή καταστολή της κυτταρικής απόκρισης και της κυτταροτοξικότητας:

Το 20 % των εκχυλισμάτων δειγμάτων υποβάλλονται σε μέτρηση με διαλογή ρουτίνας χωρίς και με την προσθήκη 2,3,7,8-TCDD που αντιστοιχούν στο ανώτατο επίπεδο ή στο όριο ανάληψης δράσης, για να ελεγχθεί αν η απόκριση εξαλείφεται ενδεχομένως από παρεμποδιστές που βρίσκονται στο εκχύλισμα δείγματος. Η μετρούμενη συγκέντρωση του εμβολιασμένου δείγματος συγκρίνεται με το άθροισμα της συγκέντρωσης του μη εμβολιασμένου εκχυλίσματος και της συγκέντρωσης εμβολιασμού. Αν αυτή η μετρούμενη συγκέντρωση είναι χαμηλότερη από την υπολογισθείσα συγκέντρωση (άθροισμα) κατά ποσοστό άνω του 25 %, αυτό αποτελεί ένδειξη πιθανής καταστολής του σήματος και το αντίστοιχο δείγμα πρέπει να υποβληθεί σε επιβεβαιωτική ανάλυση με GC-HRMS. Τα αποτελέσματα παρακολουθούνται σε διαγράμματα ποιοτικού ελέγχου.

5.7.5.   Ποιοτικός έλεγχος σε συμμορφούμενα δείγματα:

Περίπου 2 έως 10 % των συμμορφούμενων δειγμάτων, ανάλογα με το υπόστρωμα του δείγματος και την εργαστηριακή πείρα, επιβεβαιώνονται με της GC-HRMS.

5.7.6.   Προσδιορισμός των ποσοστών ψευδοσυμμορφούμενων αποτελεσμάτων με βάση τα στοιχεία του ποιοτικού ελέγχου:

Προσδιορίζεται το ποσοστό των ψευδοσυμμορφούμενων αποτελεσμάτων από τη διαλογή των δειγμάτων κάτω και πάνω από το ανώτατο επίπεδο ή το όριο ανάληψης δράσης. Τα πραγματικά ποσοστά ψευδώς συμμορφούμενων είναι κάτω από 5 %. Όταν από τον ποιοτικό έλεγχο σε συμμορφούμενα δείγματα προκύπτουν τουλάχιστον 20 επιβεβαιωμένα αποτελέσματα ανά μήτρα/ομάδα μητρών δείγματος, τα συμπεράσματα για το ποσοστό των ψευδοσυμμορφούμενων αποτελεσμάτων εξάγονται από αυτά τα στοιχεία. Στον ελάχιστο αριθμό των 20 αποτελεσμάτων για την αξιολόγηση του ποσοστού των ψευδοσυμμορφούμενων μπορούν να περιλαμβάνονται επίσης τα αποτελέσματα από δείγματα που έχουν αναλυθεί σε δοκιμές δακτυλίου ή κατά τα περιστατικά επιμόλυνσης και καλύπτουν εύρος συγκεντρώσεων έως και, π.χ., το διπλάσιο του ανώτατου επιπέδου (ΑΕ). Τα δείγματα καλύπτουν τα συχνότερα προφίλ συγγενών ουσιών και αντιπροσωπεύουν διάφορες πηγές.

Παρότι οι δοκιμασίες διαλογής αποσκοπούν κατά προτίμηση στην ανίχνευση δειγμάτων που υπερβαίνουν το όριο ανάληψης δράσης, το κριτήριο προσδιορισμού των ποσοστών των ψευδοσυμμορφούμενων αποτελεσμάτων είναι το ανώτατο επίπεδο, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας μέτρησης της μεθόδου επιβεβαίωσης.

5.7.7.   Τα δυνητικώς μη συμμορφούμενα δείγματα από τη διαλογή επαληθεύονται πάντα με πλήρη νέα ανάλυση του αρχικού δείγματος με μια επιβεβαιωτική μέθοδο ανάλυσης. Τα εν λόγω δείγματα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση του ποσοστού των ψευδώς συμμορφούμενων αποτελεσμάτων. Για τις μεθόδους διαλογής, το ποσοστό των ψευδοσυμμορφούμενων αποτελεσμάτων αντιστοιχεί στο μέρος των αποτελεσμάτων των οποίων η συμμόρφωση επιβεβαιώνεται μέσω της επιβεβαιωτικής ανάλυσης, ενώ στην προηγούμενη διαλογή είχε δηλωθεί ότι υπήρχαν υπόνοιες μη συμμόρφωσης του δείγματος. Η αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων της μεθόδου διαλογής βασίζεται στη σύγκριση των ψευδώς μη συμμορφούμενων δειγμάτων με τον συνολικό αριθμό των ελεγχθέντων δειγμάτων. Αυτό το ποσοστό είναι αρκετά χαμηλό ώστε η χρήση της μεθόδου διαλογής να είναι πλεονεκτική.

5.7.8.   Τουλάχιστον με βάση τους όρους επικύρωσης, οι βιοαναλυτικές μέθοδοι παρέχουν έγκυρη ένδειξη του επιπέδου TEQ, υπολογισμένου και εκφρασμένου σε BEQ.

Επίσης για τις βιοαναλυτικές μεθόδους που εφαρμόζονται σε συνθήκες επαναληψιμότητας, η διεργαστηριακή RSDr είναι κατά κανόνα μικρότερη από την αναπαραγωγιμότητα RSDR.

6.   Ειδικές απαιτήσεις για μεθόδους GC-MS που πρέπει να τηρούνται για σκοπούς διαλογής ή επιβεβαίωσης

6.1.   Αποδεκτές διαφορές μεταξύ αποτελεσμάτων WHO-TEQ ανώτατου και κατώτατου ορίου

Η διαφορά μεταξύ ανώτατου και κατώτατου ορίου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 20 % για την επαλήθευση της υπέρβασης του ανώτατου επιπέδου ή, σε περίπτωση ανάγκης, των ορίων ανάληψης δράσης.

6.2.   Έλεγχος ποσοστών ανάκτησης

6.2.1.   Η προσθήκη των εσωτερικών προτύπων υποκατεστημένα στις θέσεις 2, 3, 7, 8 PCDD/PCDF με ισοτοπική επισήμανση 13C και παρόμοια με διοξίνες PCB με ισοτοπική επισήμανση 13C πρέπει να πραγματοποιείται πολύ νωρίς, στην αρχή της μεθόδου ανάλυσης, δηλαδή πριν από την εκχύλιση, προκειμένου να επικυρώνεται η αναλυτική διαδικασία. Πρέπει να προστίθεται τουλάχιστον μία συγγενής ουσία για καθεμία από τις ομόλογες ομάδες των τετρα- έως οκτα-χλωριωμένων PCDD/PCDF και τουλάχιστον μία συγγενής ουσία για καθεμία από τις ομόλογες ομάδες των παρόμοιων με διοξίνες PCB (εναλλακτικά, τουλάχιστον μία συγγενής ουσία για κάθε φασματομετρική λειτουργία καταγραφής επιλεγμένου ιόντος που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB). Στην περίπτωση των μεθόδων επιβεβαίωσης, χρησιμοποιούνται ως εσωτερικά πρότυπα και τα 17 υποκατεστημένα στις θέσεις 2,3,7,8 PCDD/PCDF με ισοτοπική επισήμανση 13C, καθώς επίσης και τα 12 παρόμοια με διοξίνες PCB με ισοτοπική επισήμανση 13C.

6.2.2.   Πρέπει επίσης να προσδιοριστούν οι σχετικοί συντελεστές απόκρισης για εκείνες τις συγγενείς ουσίες για τις οποίες δεν προστίθεται κανένα ανάλογο με ισοτοπική επισήμανση 13C με τη χρησιμοποίηση των κατάλληλων διαλυμάτων.

6.2.3.   Για τις ζωοτροφές φυτικής προέλευσης και τις ζωοτροφές ζωικής προέλευσης που περιέχουν λιγότερο από 10 % λίπος, είναι υποχρεωτική η προσθήκη των εσωτερικών προτύπων πριν από την εκχύλιση. Για τις ζωοτροφές ζωικής προέλευσης που περιέχουν περισσότερο από 10 % λίπος, τα εσωτερικά πρότυπα μπορούν να προστίθενται είτε πριν είτε μετά την εκχύλιση του λίπους. Πραγματοποιείται κατάλληλη επικύρωση της αποτελεσματικότητας της εκχύλισης, ανάλογα με το στάδιο στο οποίο εισάγονται εσωτερικά πρότυπα και ανάλογα με το αν τα αποτελέσματα αναφέρονται με βάση το προϊόν ή το λίπος.

6.2.4.   Πριν από την ανάλυση GC-MS πρέπει να προστίθενται 1 ή 2 πρότυπα ανάκτησης (υποκατάστατα).

6.2.5.   Απαιτείται έλεγχος της ανάκτησης. Για τις μεθόδους επιβεβαίωσης, τα ποσοστά ανάκτησης των μεμονωμένων εσωτερικών προτύπων κυμαίνονται από 60 έως 120 %. Χαμηλότερα ή υψηλότερα ποσοστά ανάκτησης για επιμέρους συγγενείς ουσίες, ιδίως ορισμένες επτα- και οκτα-χλωριωμένες διβενζοδιοξίνες και διβενζοφουράνια, είναι αποδεκτά, υπό τον όρο ότι η συμμετοχή τους στην τιμή TEQ δεν υπερβαίνει το 10 % της συνολικής τιμής TEQ (με βάση το άθροισμα των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB). Για τις μεθόδους διαλογής GC-MS τα ποσοστά ανάκτησης κυμαίνονται από 30 έως 140 %.

6.3.   Αφαίρεση ενώσεων που παρεμποδίζουν

Διαχωρίζονται οι PCDD/PCDF από τις παρεμποδιστικές χλωριωμένες ενώσεις, όπως τα μη παρόμοια με διοξίνες PCB και οι χλωριωμένοι διφαινυλικοί αιθέρες, με τις κατάλληλες χρωματογραφικές τεχνικές (κατά προτίμηση με στήλη florisil, αλουμίνας και/ή άνθρακα).

Κατά τον διαχωρισμό των ισομερών με αεριοχρωματογραφία, η απόσταση μεταξύ των κορυφών που αντιστοιχούν στα 1,2,3,4,7,8-HxCDF και 1,2,3,6,7,8-HxCDF είναι < 25 %).

6.4.   Βαθμονόμηση με πρότυπη καμπύλη

Το εύρος της καμπύλης βαθμονόμησης καλύπτει το σχετικό εύρος του ανώτατου επιπέδου ή των ορίων ανάληψης δράσης.

6.5.   Ειδικά κριτήρια για τις μεθόδους επιβεβαίωσης

Για την GC-HRMS:

Στη μέθοδο HRMS, η διακριτική ικανότητα πρέπει τυπικά να είναι ίση ή μεγαλύτερη των 10 000 για ολόκληρο το πεδίο τιμών μάζας σε κοιλάδα 10 %.

Εκπλήρωση περαιτέρω κριτηρίων ταυτοποίησης και επιβεβαίωσης όπως περιγράφεται σε διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα, για παράδειγμα στο πρότυπο EN 16215:2012 (Ζωοτροφές — Προσδιορισμός των διοξινών και των παρόμοιων με διοξίνες PCB με την τεχνική GC-HRMS και των δεικτών PCB με την τεχνική GC-HRMS) και/ή στις μεθόδους EPA 1613 και 1668 όπως αναθεωρήθηκαν.

Για την GC-MS/MS:

Έλεγχος τουλάχιστον 2 ειδικών μητρικών ιόντων, καθένα με ένα συγκεκριμένο αντίστοιχο θυγατρικό ιόν μετάβασης για όλες τις επισημασμένες και μη επισημασμένες προσδιοριζόμενες ουσίες στο πεδίο εφαρμογής της ανάλυσης.

Μέγιστη επιτρεπόμενη τιμή ανοχής των σχετικών εντάσεων ιόντων ± 15 % για επιλεγμένα θυγατρικά ιόντα μετάβασης σε σύγκριση με υπολογισμένες ή μετρημένες τιμές (μέσος όρος από πρότυπα βαθμονόμησης), με την εφαρμογή ίδιων συνθηκών MS/MS, ιδίως την ενέργεια σύγκρουσης και την πίεση αερίου σύγκρουσης, για κάθε μετάβαση μιας προσδιοριζόμενης ουσίας.

Η διακριτική ικανότητα για κάθε τετράπολο θα οριστεί ως ίση ή ανώτερη της διακριτικής ικανότητας μάζας μονάδας (διακριτική ικανότητα μάζας μονάδας: επαρκής διακριτική ικανότητα για τον διαχωρισμό δύο κορυφών ανά μία μονάδα μάζας) για την ελαχιστοποίηση πιθανών παρεμβολών στις προσδιοριζόμενες ουσίες που ενδιαφέρουν.

Εκπλήρωση περαιτέρω κριτηρίων όπως περιγράφονται σε διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα, για παράδειγμα στο πρότυπο EN 16215:2012 (Ζωοτροφές — Προσδιορισμός των διοξινών και των παρόμοιων με διοξίνες PCB με την τεχνική GC-HRMS και των δεικτών PCB με την τεχνική GC-HRMS) και/ή στις μεθόδους EPA 1613 και 1668 όπως αναθεωρήθηκαν, με εξαίρεση την υποχρέωση χρήσης GC-HRMS.

7.   Ειδικές απαιτήσεις για τις βιοαναλυτικές μεθόδους

Οι βιοαναλυτικές μέθοδοι είναι μέθοδοι που βασίζονται στη χρήση βιολογικών αρχών όπως οι δοκιμασίες με βάση κύτταρα, οι δοκιμασίες με υποδοχείς ή οι ανοσολογικές δοκιμασίες. Το παρόν σημείο 7 καθορίζει απαιτήσεις για βιοαναλυτικές μεθόδους γενικά.

Κατ' αρχήν, μια μέθοδος διαλογής ταξινομεί ένα δείγμα ως συμμορφούμενο ή πιθανώς μη συμμορφούμενο. Για τον σκοπό αυτό, το υπολογιζόμενο επίπεδο BEQ συγκρίνεται με την τιμή αποκοπής (βλέπε 7.3). Τα δείγματα κάτω από την τιμή αποκοπής δηλώνονται ως συμμορφούμενα· για τα δείγματα που βρίσκονται στην τιμή αποκοπής ή πάνω από αυτήν υπάρχει υπόνοια ότι δεν συμμορφώνονται και απαιτείται ανάλυση με μέθοδο επιβεβαίωσης. Στην πράξη, ένα επίπεδο BEQ που αντιστοιχεί στα 2/3 του ανώτατου επιπέδου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως η πιο κατάλληλη τιμή αποκοπής που εξασφαλίζει ένα ποσοστό ψευδώς συμμορφούμενων κάτω από 5 % και ένα αποδεκτό ποσοστό για ψευδώς μη συμμορφούμενα αποτελέσματα. Με χωριστά μέγιστα επίπεδα για PCDD/F και για το άθροισμα των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB, ο έλεγχος της συμμόρφωσης των δειγμάτων χωρίς κλασμάτωση απαιτεί κατάλληλες τιμές αποκοπής για τη βιολογική δοκιμασία για τις PCDD/F. Για τον έλεγχο των δειγμάτων που υπερβαίνουν τα όρια ανάληψης δράσης, ως τιμή αποκοπής θα μπορούσε κάλλιστα να ληφθεί ένα κατάλληλο ποσοστό του αντίστοιχου ορίου ανάληψης δράσης.

Επίσης, στην περίπτωση ορισμένων βιοαναλυτικών μεθόδων, μπορεί να δοθεί για τα δείγματα στο εύρος εργασίας ενδεικτικό επίπεδο εκφρασμένο σε BEQ, το οποίο να υπερβαίνει το όριο αναφοράς (βλέπε 7.1.1 και 7.1.6).

7.1.   Αξιολόγηση της απόκρισης στη δοκιμή

7.1.1.   Γενικές απαιτήσεις

Κατά τον υπολογισμό των συγκεντρώσεων σε μια καμπύλη βαθμονόμησης TCDD, οι τιμές στο κατώτατο και ανώτατο άκρο της καμπύλης θα δείχνουν σημαντική διαφορά [μεγάλος συντελεστής μεταβλητότητας (CV)]. Το εύρος εργασίας είναι η περιοχή στην οποία αυτή η CV είναι μικρότερη από 15 %. Το κατώτατο άκρο του πεδίου τιμών εργασίας (όριο δήλωσης) ορίζεται τουλάχιστον σε επίπεδο τριπλάσιο εκείνου των τυφλών δειγμάτων διαδικασίας. Το ανώτατο άκρο του εύρους εργασίας αντιπροσωπεύεται συνήθως από την τιμή EC70 (70 % της μέγιστης πραγματικής συγκέντρωσης), αλλά είναι σε χαμηλότερο επίπεδο αν η CV είναι υψηλότερη από το 15 % σε αυτό το εύρος. Το πεδίο εργασίας καθορίζεται κατά την επικύρωση. Η τιμή αποκοπής (βλέπε σημείο 7.3) πρέπει να βρίσκεται εντός του πεδίου τιμών εργασίας.

Τα πρότυπα διαλύματα και τα εκχυλίσματα των δειγμάτων υποβάλλονται σε δοκιμασία τουλάχιστον εις διπλούν. Σε περίπτωση δοκιμασιών εις διπλούν, ένα πρότυπο διάλυμα ή ένα πρότυπο εκχύλισμα που υποβάλλεται σε δοκιμή κατανεμημένο σε 4 έως 6 θήκες σε όλη την πλάκα παράγει απόκριση ή συγκέντρωση (δυνατό μόνο στο εύρος εργασίας) με βάση CV < 15 %.

7.1.2.   Βαθμονόμηση

7.1.2.1.   Βαθμονόμηση με πρότυπη καμπύλη

Τα επίπεδα στα δείγματα μπορούν να εκτιμώνται με σύγκριση της απόκρισης στη δοκιμή με μια καμπύλη βαθμονόμησης με TCDD (ή PCB 126 ή τυποποιημένο μείγμα PCDD/PCDF/παρόμοιων με διοξίνες PCB) για τον υπολογισμό του επιπέδου BEQ στο εκχύλισμα και κατόπιν στο δείγμα.

Η καμπύλη βαθμονόμησης περιέχει 8 έως 12 συγκεντρώσεις (τουλάχιστον εις διπλούν), με επαρκή αριθμό συγκεντρώσεων στο χαμηλότερο τμήμα της καμπύλης (εύρος εργασίας). Αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην ποιότητα της προσαρμογής της καμπύλης στο εύρος εργασίας. Οι τιμές R2 ως τέτοιες έχουν μικρή ή καμία αξία για την εκτίμηση της καταλληλότητας της προσαρμογής σε μη γραμμική παλινδρόμηση. Επιτυγχάνεται καλύτερη προσαρμογή με την ελαχιστοποίηση της διαφοράς μεταξύ των υπολογιζόμενων και των παρατηρούμενων επιπέδων στο πεδίο τιμών εργασίας της καμπύλης (π.χ. με την ελαχιστοποίηση του αθροίσματος των ελάχιστων τετραγώνων).

Στη συνέχεια, το εκτιμώμενο επίπεδο στο εκχύλισμα του δείγματος διορθώνεται ως προς το επίπεδο BEQ που υπολογίζεται για ένα τυφλό δείγμα μήτρας/διαλύτη (για να ληφθούν υπόψη οι προσμείξεις από διαλύτες και χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν) και ως προς τη φαινόμενη ανάκτηση (που υπολογίζεται από το επίπεδο BEQ κατάλληλων δειγμάτων αναφοράς με αντιπροσωπευτικά προφίλ συγγενών ουσιών κοντά στο ανώτατο επίπεδο ή στο όριο ανάληψης δράσης). Για να γίνει η διόρθωση ως προς την ανάκτηση, η φαινόμενη ανάκτηση πρέπει να βρίσκεται εντός του απαιτούμενου πεδίου τιμών (βλέπε σημείο 7.1.4). Τα δείγματα αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση ως προς την ανάκτηση πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του σημείου 7.2.

7.1.2.2.   Βαθμονόμηση με δείγματα αναφοράς

Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιείται μια καμπύλη βαθμονόμησης που χαράσσεται με τη βοήθεια τουλάχιστον τεσσάρων δειγμάτων αναφοράς (βλέπε σημείο 7.2.4: ένα τυφλό δείγμα μήτρας, συν τρία δείγματα αναφοράς με επίπεδα 0,5, 1,0 και 2,0 φορές το ανώτατο επίπεδο ή το όριο ανάληψης δράσης), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον ανάγκη για διόρθωση ως προς το τυφλό και την ανάκτηση. Στην περίπτωση αυτή η απόκριση της δοκιμής που αντιστοιχεί στα 2/3 του ανώτατου επιπέδου (βλέπε σημείο 7.3) μπορεί να υπολογιστεί άμεσα από τα δείγματα αυτά και να χρησιμοποιηθεί ως τιμή αποκοπής. Για τον έλεγχο των δειγμάτων που υπερβαίνουν τα όρια ανάληψης δράσης, ως τιμή αποκοπής θα μπορούσε κάλλιστα να ληφθεί ένα κατάλληλο ποσοστό των εν λόγω ορίων ανάληψης δράσης.

7.1.3.   Χωριστός προσδιορισμός των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB

Τα εκχυλίσματα μπορούν να διαιρούνται σε μέρη που περιέχουν τις PCDD/PCDF και τα παρόμοια με διοξίνες PCB, έτσι ώστε να αναφέρονται χωριστά τα επίπεδα TEQ (σε BEQ) των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB. Η πρότυπη καμπύλη βαθμονόμησης των PCB 126 χρησιμοποιείται κατά προτίμηση για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων για το τμήμα που περιέχει τα παρόμοια με διοξίνες PCB.

7.1.4.   Φαινόμενες ανακτήσεις βιολογικής διαδικασίας

Η “φαινόμενη ανάκτηση βιολογικής διαδικασίας” υπολογίζεται από κατάλληλα δείγματα αναφοράς με αντιπροσωπευτικά προφίλ συγγενών ουσιών, περίπου στο ανώτατο επίπεδο ή στο όριο ανάληψης δράσης και εκφράζεται ως ποσοστό του επιπέδου BEQ σε σύγκριση με το επίπεδο TEQ. Ανάλογα με τον τύπο της δοκιμασίας και το σύστημα TEF (9) που χρησιμοποιείται, οι διαφορές μεταξύ των συντελεστών TEF και REP για τα παρόμοια με διοξίνες PCB μπορούν να προκαλέσουν χαμηλά ποσοστά φαινόμενης ανάκτησης για τα παρόμοια με διοξίνες PCB σε σύγκριση με τις PCDD/PCDF. Επομένως, σε περίπτωση χωριστού προσδιορισμού των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB, η φαινόμενη ανάκτηση βιολογικής δοκιμασίας είναι: για τα παρόμοια με διοξίνες PCB 20 % έως 60 % και για τις PCDD/PCDF 50 % έως 130 % (το εύρος αυτό ισχύει για την καμπύλη βαθμονόμησης με TCDD). Επειδή η συμμετοχή των παρόμοιων με διοξίνες PCB στο άθροισμα των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των διαφορετικών μητρών δείγματος και δειγμάτων, η φαινόμενη ανάκτηση βιολογικής δοκιμασίας για το άθροισμα των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB αντανακλά αυτά τα πεδία τιμών και κυμαίνεται μεταξύ 30 % και 130 %. Σε περίπτωση σημαντικής αναθεώρησης των τιμών TEF για τη νομοθεσία της Ένωσης για τις PCDD/PCDF και τα παρόμοια με διοξίνες PCB, επιβάλλεται η αναθεώρηση αυτών των πεδίων τιμών.

7.1.5.   Έλεγχος των ποσοστών ανάκτησης για τον καθαρισμό

Η απώλεια ενώσεων κατά τη διάρκεια του καθαρισμού ελέγχεται κατά την επικύρωση. Ένα τυφλό δείγμα εμβολιασμένο με μείγμα των διαφόρων συγγενών ουσιών υποβάλλεται σε καθαρισμό (n = 3 τουλάχιστον), και η ανάκτηση και η μεταβλητότητα ελέγχονται με μια μέθοδο επιβεβαίωσης. Η ανάκτηση κυμαίνεται από 60 % έως 120 %, ιδίως για τις συγγενείς ουσίες που συμμετέχουν σε ποσοστό πάνω από 10 % στο επίπεδο TEQ σε διάφορα μείγματα.

7.1.6.   Όριο αναφοράς

Κατά την αναφορά του επιπέδου BEQ, πρέπει να καθορίζεται ένα όριο αναφοράς από σχετικά υποστρώματα που περιέχουν τυπικά προφίλ συγγενών ουσιών, αλλά όχι από την καμπύλη βαθμονόμησης του προτύπου εξαιτίας της μικρής ακρίβειας στο κατώτατο όριο της καμπύλης. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επιδράσεις της εκχύλισης και του καθαρισμού. Το όριο δήλωσης πρέπει να ορίζεται τουλάχιστον σε επίπεδο τριπλάσιο εκείνου των τυφλών δειγμάτων διαδικασίας.

7.2.   Χρήση δειγμάτων αναφοράς

7.2.1.   Τα δείγματα αναφοράς αντιπροσωπεύουν τη μήτρα του δείγματος, τα προφίλ συγγενών ουσιών και το εύρος συγκεντρώσεων για τις PCDD/PCDF και τα παρόμοια με διοξίνες PCB κοντά στο ανώτατο επίπεδο ή στο όριο ανάληψης δράσης.

7.2.2.   Σε κάθε σειρά δοκιμών πρέπει να περιλαμβάνονται ένα τυφλό δείγμα μήτρας και, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, ένα τυφλό δείγμα διαδικασίας και ένα δείγμα αναφοράς στο ανώτατο επίπεδο ή στο όριο ανάληψης δράσης. Αυτά τα δείγματα πρέπει να υποβάλλονται σε εκχύλιση και δοκιμή ταυτόχρονα και υπό τις ίδιες συνθήκες. Το δείγμα αναφοράς πρέπει να παρουσιάζει μια σαφώς υψηλότερη απόκριση σε σύγκριση με το τυφλό δείγμα, ώστε να εξασφαλίζεται η καταλληλότητα της δοκιμής. Αυτά τα δείγματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διόρθωση τυφλού και ανάκτηση.

7.2.3.   Τα δείγματα αναφοράς που επιλέγονται για τη διόρθωση ως προς την ανάκτηση είναι αντιπροσωπευτικά των δειγμάτων της δοκιμής, πράγμα που σημαίνει ότι τα προφίλ των συγγενών ουσιών δεν μπορούν να οδηγήσουν σε υποτίμηση των επιπέδων.

7.2.4.   Μπορεί να συμπεριληφθούν πρόσθετα δείγματα αναφοράς με, π.χ., 0,5 και 2 φορές το ανώτατο επίπεδο ή το όριο ανάληψης δράσης, ώστε να καταδειχτεί η ορθή επίδοση της δοκιμασίας στην περιοχή που ενδιαφέρει για τον έλεγχο του ανώτατου επιπέδου ή του ορίου ανάληψης δράσης. Αυτά τα δείγματα, συνδυασμένα, μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των επιπέδων BEQ στα δείγματα δοκιμών (βλέπε σημείο 7.1.2.2).

7.3.   Καθορισμός των τιμών αποκοπής

Καθορίζεται η σχέση μεταξύ των βιοαναλυτικών αποτελεσμάτων σε BEQ και των αποτελεσμάτων της μεθόδου επιβεβαίωσης σε TEQ, π.χ. με πειράματα βαθμονόμησης με αντιστοίχιση μήτρας, που περιλαμβάνουν δείγματα αναφοράς εμβολιασμένα με 0, 0,5, 1 και 2 φορές το ανώτατο επίπεδο (ΑΕ), με 6 επαναλήψεις για κάθε επίπεδο (n = 24). Οι διορθωτικοί συντελεστές (ως προς το τυφλό και την ανάκτηση) μπορούν να εκτιμηθούν από αυτή τη σχέση, αλλά πρέπει να ελέγχονται σύμφωνα με το σημείο 7.2.2.

Καθορίζονται τιμές αποκοπής για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης ενός δείγματος με τα ανώτατα επίπεδα ή, στην περίπτωση του ελέγχου των ορίων ανάληψης δράσης, κατά περίπτωση, της συμμόρφωσης με τα αντίστοιχα ανώτατα επίπεδα ή το όριο ανάληψης δράσης που έχουν καθοριστεί είτε μόνο για τις PCDD/PCDF και τα παρόμοια με διοξίνες PCB είτε για το άθροισμα των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB. Εκφράζονται από το χαμηλότερο άκρο της κατανομής των βιοαναλυτικών αποτελεσμάτων (που διορθώνονται για τυφλό και ποσοστό ανάκτησης) τα οποία αντιστοιχούν στο όριο απόφασης της μεθόδου επιβεβαίωσης βάσει επιπέδου εμπιστοσύνης 95 %, με ποσοστό ψευδώς ανταποκρινόμενων < 5 %, και RSDR < 25 %. Το όριο απόφασης της μεθόδου επιβεβαίωσης είναι το ανώτατο επίπεδο, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας μέτρησης.

Η τιμή αποκοπής (σε BEQ) μπορεί να υπολογιστεί σύμφωνα με μία από τις προσεγγίσεις που καθορίζονται στα σημεία 7.3.1, 7.3.2 και 7.3.3 (βλέπε σχήμα 1).

7.3.1.   Χρήση του κατώτατου σημείου του διαστήματος πρόβλεψης 95 % στο όριο απόφασης της μεθόδου επιβεβαίωσης:

Formula

όπου:

BEQDL

το BEQ αντιστοιχεί στο όριο απόφασης της μεθόδου επιβεβαίωσης, που είναι το ανώτατο επίπεδο συμπεριλαμβανομένης της αβεβαιότητας μέτρησης

sy,x

τυπική απόκλιση των υπολοίπων

t α,f = m-2

συντελεστής Student (α = 5 %, f = βαθμοί ελευθερίας, μόνο μία πλευρά)

m

συνολικός αριθμός σημείων βαθμονόμησης (δείκτης j)

n

αριθμός επαναλήψεων σε κάθε επίπεδο

xi

συγκέντρωση δείγματος (σε TEQ) του σημείου βαθμονόμησης i που προσδιορίζεται με μια μέθοδο επιβεβαίωσης

Formula

μέση τιμή των συγκεντρώσεων (σε TEQ) όλων των δειγμάτων βαθμονόμησης

Formula

παράμετρος του αθροίσματος των τετραγώνων, i = δείκτης του σημείου βαθμονόμησης i

7.3.2.   Υπολογισμός των βιοαναλυτικών αποτελεσμάτων (με διόρθωση ως προς το τυφλό και την ανάκτηση) πολλαπλής ανάλυσης (n≥ 6) δειγμάτων επιμολυσμένων στο επίπεδο του ορίου της απόφασης με τη μέθοδο επιβεβαίωσης, όπως το κατώτατο άκρο της κατανομής των στοιχείων που αντιστοιχούν στη μέση τιμή BEQ:

Τιμή αποκοπής = BEQDL – 1,64xSDR

με:

SDR

τυπική απόκλιση των αποτελεσμάτων των βιολογικών δοκιμασιών σε BEQDL, μετρημένα σε συνθήκες επαναληψιμότητας εντός εργαστηρίου

7.3.3.   Υπολογισμός ως μέση τιμή των βιοαναλυτικών αποτελεσμάτων (σε BEQ, με διόρθωση ως προς το τυφλό και την ανάκτηση) από πολλαπλή ανάλυση (n ≥ 6) δειγμάτων επιμολυσμένων σε επίπεδο ίσο με τα 2/3 του ανώτατου επιπέδου ή του ορίου ανάληψης δράσης· αυτή η διαδικασία βασίζεται στην παρατήρηση ότι αυτό το επίπεδο θα είναι περίπου η τιμή αποκοπής που προσδιορίζεται στο σημείο 7.3.1 ή στο σημείο 7.3.2:

Διάγραμμα 1.

Image 1

Βιοαναλυτικά αποτελέσματα (BEQ)

BEQΌριο ανάληψης δράσης

Όριο ανάληψης δράσης

Ανώτατο επίπεδο

Αποτελέσματα HRGC/HRMS (TEQ)

BEQΌριο απόφασης

Τιμή αποκοπής

Γραμμή παλινδρόμησης με διάστηα πρόβλεψης 95 %

β = 5 %

Όριο απόφασης

Διάγραμμα 1. Ο υπολογισμός των τιμών αποκοπής με βάση επίπεδο εμπιστοσύνης 95 %, με ποσοστό ψευδώς συμμορφούμενων < 5 % και RSDR < 25 %:

1.

από το κατώτατο σημείο του διαστήματος πρόβλεψης 95 % στο όριο απόφασης της μεθόδου επιβεβαίωσης,

2.

από πολλαπλή ανάλυση (n ≥ 6) δειγμάτων επιμολυσμένων στο όριο απόφασης της μεθόδου επιβεβαίωσης ως το κατώτατο άκρο της κατανομής των στοιχείων (που απεικονίζεται στο διάγραμμα με κωδωνοειδή καμπύλη) στην αντίστοιχη μέση τιμή BEQ.

7.3.4.   Περιορισμοί των τιμών αποκοπής

Οι τιμές αποκοπής βάσει των BEQ που υπολογίζονται από την RSDR και επιτυγχάνονται κατά την επικύρωση με τη χρήση περιορισμένου αριθμού δειγμάτων με διαφορετική μήτρα/προφίλ συγγενών ουσιών μπορεί να είναι υψηλότερες από τα ανώτατα επίπεδα ή τα όρια ανάληψης δράσης βάσει των TEQ λόγω της μεγαλύτερης ακρίβειας από εκείνη που επιτυγχάνεται συνήθως όταν πρέπει να ελεγχθεί ένα άγνωστο φάσμα πιθανών προφίλ συγγενών ουσιών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι τιμές αποκοπής υπολογίζονται από μια RSDR = 25 %, ή προτιμώνται τα δύο τρίτα του ανώτατου επιπέδου ή του ορίου ανάληψης δράσης.

7.4.   Χαρακτηριστικά επιδόσεων

7.4.1.   Δεδομένου ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εσωτερικά πρότυπα σε βιοαναλυτικές μεθόδους, πραγματοποιούνται οι δοκιμές επαναληψιμότητας για να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με την τυπική απόκλιση στο πλαίσιο μιας σειράς δοκιμών και μεταξύ σειρών δοκιμών. Η επαναληψιμότητα είναι κάτω από 20 % και η διεργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα κάτω από 25 %. Αυτό βασίζεται στα υπολογιζόμενα επίπεδα σε BEQ μετά τη διόρθωση τυφλού και του ποσοστού ανάκτησης.

7.4.2.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας επικύρωσης, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η δοκιμή μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ ενός τυφλού δείγματος και ενός επιπέδου ίσου με την τιμή αποκοπής, επιτρέποντας έτσι την ταυτοποίηση των δειγμάτων που υπερβαίνουν την αντίστοιχη τιμή αποκοπής (βλέπε σημείο 7.1.2).

7.4.3.   Ορίζονται οι ενώσεις-στόχοι, οι πιθανές παρεμποδίσεις και τα μέγιστα ανεκτά επίπεδα τυφλού.

7.4.4.   Η επί τοις εκατό τυπική απόκλιση της απόκρισης ή της συγκέντρωσης, που υπολογίζεται με βάση την απόκριση (είναι δυνατόν μόνο στο πεδίο τιμών εργασίας) σε τριπλό προσδιορισμό με εκχύλισμα δείγματος, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15 %.

7.4.5.   Τα μη διορθωμένα αποτελέσματα για το (τα) δείγμα(-τα) αναφοράς, σε BEQ (τυφλό και στο ανώτατο επίπεδο ή στο όριο ανάληψης δράσης), χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της επίδοσης της βιοαναλυτικής μεθόδου για μια σταθερή περίοδο.

7.4.6.   Τα διαγράμματα ποιοτικού ελέγχου για τα τυφλά δείγματα διαδικασίας και κάθε είδος δείγματος αναφοράς καταγράφονται και ελέγχονται ώστε να εξασφαλίζεται ότι η αναλυτική επίδοση είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις, ιδίως όσον αφορά την απαιτούμενη ελάχιστη διαφορά από το κατώτατο άκρο του πεδίου τιμών εργασίας, για τα τυφλά δείγματα διαδικασίας, και όσον αφορά την ενδοεργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα, για τα δείγματα αναφοράς. Τα τυφλά δείγματα διαδικασίας πρέπει να ελέγχονται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται τα ψευδοσυμμορφούμενα αποτελέσματα κατά την αφαίρεση των επιπέδων των δειγμάτων αυτών.

7.4.7.   Τα αποτελέσματα των δειγμάτων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι δεν συμμορφώνονται και τα οποία λαμβάνονται από τις μεθόδους επιβεβαίωσης καθώς και του 2 έως 10 % των δειγμάτων που συμμορφώνονται (τουλάχιστον 20 δείγματα ανά μήτρα) συγκεντρώνονται και χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της επίδοσης της μεθόδου διαλογής και της σχέσης μεταξύ BEQ και TEQ. Αυτή η βάση δεδομένων μπορεί να χρησιμοποιείται για την επαναξιολόγηση των τιμών αποκοπής που εφαρμόζονται στα δείγματα ρουτίνας για τις επικυρωμένες μήτρες.

7.4.8.   Η επιτυχής επίδοση μιας μεθόδου μπορεί επίσης να αποδειχθεί με τη συμμετοχή σε δοκιμές δακτυλίου. Τα αποτελέσματα από τα δείγματα που αναλύονται στις δοκιμές δακτυλίου και καλύπτουν εύρος συγκεντρώσεων έως και, π.χ., το διπλάσιο του ανώτατου επιπέδου, μπορούν επίσης να συμπεριλαμβάνονται στην αξιολόγηση του ποσοστού των ψευδοσυμμορφούμενων αποτελεσμάτων, εφόσον ένα εργαστήριο είναι σε θέση να αποδείξει την επιτυχή του επίδοση. Τα δείγματα καλύπτουν τα συχνότερα προφίλ συγγενών ουσιών και αντιπροσωπεύουν διάφορες πηγές.

7.4.9.   Κατά τη διάρκεια των περιστατικών οι τιμές αποκοπής μπορούν να αξιολογηθούν εκ νέου και να αντανακλούν την ειδική μήτρα και το ειδικό προφίλ συγγενών ουσιών αυτού του συγκεκριμένου περιστατικού.

8.   Αναφορά των αποτελεσμάτων

8.1.   Μέθοδοι επιβεβαίωσης

8.1.1.   Εφόσον η χρησιμοποιούμενη διαδικασία ανάλυσης το επιτρέπει, τα αποτελέσματα της ανάλυσης περιέχουν τα επίπεδα των επιμέρους συγγενών των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB και αναφέρονται ως κατώτατου ορίου, ανώτατου ορίου και μεσαίου ορίου προκειμένου να περιλαμβάνεται το μέγιστο δυνατό σύνολο πληροφοριών στην υποβαλλόμενη έκθεση των αποτελεσμάτων και να διευκολύνεται έτσι η ερμηνεία τους σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις.

8.1.2.   Η έκθεση περιλαμβάνει τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο για την εκχύλιση των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB.

8.1.3.   Οι ανακτήσεις των μεμονωμένων εσωτερικών προτύπων πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες στην περίπτωση που οι ανακτήσεις είναι εκτός του εύρους που αναφέρεται στο σημείο 6.2.5, στην περίπτωση που υπερβαίνεται το ανώτατο επίπεδο (στην περίπτωση αυτή, οι ανακτήσεις για μία από τις δύο αναλύσεις) και σε άλλες περιπτώσεις κατόπιν σχετικής αίτησης.

8.1.4.   Η αβεβαιότητα μέτρησης πρέπει να αναφέρεται, επειδή η παράμετρος αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν κρίνεται αν ένα δείγμα συμμορφώνεται ή όχι. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης πρέπει να αναφέρονται ως “x +/– U”, όπου x είναι το αποτέλεσμα της ανάλυσης και U είναι η διευρυμένη αβεβαιότητα μέτρησης, χρησιμοποιώντας συντελεστή κάλυψης 2, ο οποίος δίνει επίπεδο εμπιστοσύνης περίπου 95 %. Σε περίπτωση χωριστού προσδιορισμού των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB, πρέπει να χρησιμοποιείται για το άθροισμα των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB το άθροισμα των εκτιμήσεων της διευρυμένης αβεβαιότητας των χωριστών αναλυτικών αποτελεσμάτων για τις PCDD/PCDF και τα παρόμοια με διοξίνες PCB.

8.1.5.   Αν η αβεβαιότητα μέτρησης λαμβάνεται υπόψη μέσω του CCα (όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο I σημείο 2.2 του παρόντος μέρους Β), πρέπει να αναφέρεται αυτή η παράμετρος.

8.1.6.   Τα αποτελέσματα εκφράζονται στις ίδιες μονάδες και με τον ίδιο (τουλάχιστον) αριθμό σημαντικών ψηφίων όπως τα ανώτατα επίπεδα που καθορίζονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ.

8.2.   Βιοαναλυτικές μέθοδοι διαλογής

8.2.1.   Το αποτέλεσμα της διαλογής εκφράζεται ως “συμμορφούμενο” ή “πιθανώς μη συμμορφούμενο” (“ύποπτο”).

8.2.2.   Επιπλέον, μπορεί να αναφέρεται ένα αποτέλεσμα για τις PCDD/PCDF και/ή τα παρόμοια με διοξίνες PCB, εκφρασμένο σε BEQ (αντί των TEQ).

8.2.3.   Τα δείγματα με απόκριση χαμηλότερη από το όριο δήλωσης αναφέρονται με την ένδειξη “κάτω από το όριο δήλωσης”.

8.2.4.   Για κάθε είδος μήτρας δείγματος η έκθεση αναφέρει το ανώτατο επίπεδο ή το όριο ανάληψης δράσης στο οποίο βασίζεται η αξιολόγηση.

8.2.5.   Η έκθεση αναφέρει τον τύπο της εφαρμοζόμενης δοκιμής, τη βασική αρχή της και το είδος της βαθμονόμησης.

8.2.6.   Η έκθεση περιλαμβάνει τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο για την εκχύλιση των PCDD/PCDF και των παρόμοιων με διοξίνες PCB.

8.2.7.   Στην περίπτωση δειγμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι μη συμμορφούμενα, η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει σημείωμα σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Η συγκέντρωση των PCDD/F και το άθροισμα των PCDD/F και των παρόμοιων με διοξίνες PCB στα δείγματα με σημαντικά επίπεδα πρέπει να προσδιοριστεί/επιβεβαιωθεί με μια μέθοδο επιβεβαίωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Προετοιμασία των δειγμάτων και απαιτήσεις για τις μεθόδους ανάλυσης που χρησιμοποιούντα για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων των μη παρόμοιων με διοξίνες PCB (PCB # 28, 52, 101, 138, 153, 180)

1.   Πεδίο εφαρμογής

Οι απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο εφαρμόζονται στις αναλύσεις ζωοτροφών για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων των μη παρόμοιων με διοξίνες πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (μη παρόμοιων με διοξίνες PCB) και για άλλους κανονιστικούς σκοπούς.

2.   Εφαρμοζόμενες μέθοδοι ανάλυσης

Αεριοχρωματογραφία/Ανίχνευση σύλληψης ηλεκτρονίων (GC-ECD), GC-LRMS, GC-MS/MS, GC-HRMS ή ισοδύναμες μέθοδοι.

3.   Ταυτοποίηση και επιβεβαίωση των προσδιοριζόμενων ουσιών που ενδιαφέρουν

3.1.   Ο σχετικός χρόνος κατακράτησης σε σχέση με τα εσωτερικά πρότυπα ή πρότυπα αναφοράς (αποδεκτή απόκλιση +/– 0,25 %).

3.2.   Ο διαχωρισμός με αεριοχρωματογραφία και των έξι δεικτών PCB (PCB 28, PCB 52, PCB 101, PCB 138, PCB 153 και PCB 180) από παρεμποδιστές, κυρίως συνεκλυόμενα PCB, ιδίως αν τα επίπεδα των δειγμάτων είναι στο επίπεδο των νόμιμων ορίων και πρέπει να επιβεβαιωθεί η μη συμμόρφωση.

[Οι συγγενείς ουσίες που διαπιστώνεται συχνά ότι συνεκλύονται είναι π.χ. τα PCB 28/31, PCB 52/69 και PCB 138/163/164. Για τις τεχνικές GC-MS, λαμβάνονται επίσης υπόψη πιθανές παρεμποδίσεις από θραύσματα συγγενών ουσιών υψηλότερου βαθμού χλωρίωσης.

3.3.   Απαιτήσεις για τις τεχνικές GC-MS:

Παρακολούθηση τουλάχιστον:

α)

δύο ειδικών ιόντων για την HRMS·

β)

δύο ειδικών ιόντων με m/z > 200 ή τριών ειδικών ιόντων με m/z > 100 για την LRMS·

γ)

ενός πρόδρομου ιόντος και δύο θυγατρικών ιόντων για την MS-MS.

Μέγιστες επιτρεπόμενες τιμές ανοχής για τους λόγους έντασης των επιλεγμένων θραυσμάτων μαζών:

Η σχετική απόκλιση του λόγου αφθονίας των επιλεγμένων θραυσμάτων μαζών από τη θεωρητική ένταση ή την πρότυπη καμπύλη βαθμονόμησης για στοχευόμενο ιόν (το πιο έντονο ιόν που παρακολουθείται) και προσδιοριστικό(-ά) ιόν(-ντα):

Σχετική ένταση του (των) προσδιοριστικού(-ών) ιόντος(-ων) σε σύγκριση με το στοχευόμενο ιόν

GC-EI-MS

(σχετική απόκλιση)

GC-CI-MS, GC-MSn

(σχετική απόκλιση)

> 50 %

± 10 %

± 20 %

> 20 % έως 50 %

± 15 %

± 25 %

> 10 % έως 20 %

± 20 %

± 30 %

≤ 10 %

± 50 % (2)

± 50 % (2)

3.4.   Απαιτήσεις για τις τεχνικές GC/ECD

Επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων που υπερβαίνουν την ανοχή με δύο στήλες GC με στατικές φάσεις διαφορετικής πολικότητας.

4.   Απόδειξη της επίδοσης της μεθόδου

Επικύρωση της επίδοσης της μεθόδου στην περιοχή του ανώτατου επιπέδου (0,5 έως 2 φορές το ανώτατο επίπεδο) με αποδεκτό συντελεστή μεταβλητότητας για επαναλαμβανόμενες αναλύσεις (βλέπε απαιτήσεις για ενδιάμεση ακρίβεια στο σημείο 9).

5.   Όριο ποσοτικού προσδιορισμού

Οι τιμές του τυφλού δείγματος δεν είναι μεγαλύτερες από το 30 % του επιπέδου επιμόλυνσης που αντιστοιχεί στο ανώτατο επίπεδο (10).

6.   Ποιοτικός έλεγχος

Τακτικοί τυφλοί έλεγχοι, αναλύσεις εμβολιασμένων δειγμάτων, δείγματα ποιοτικού ελέγχου, συμμετοχή σε διεργαστηριακές μελέτες για σχετικές μήτρες.

7.   Έλεγχος ανακτήσεων

7.1.   Χρήση κατάλληλων εσωτερικών προτύπων με φυσικοχημικές ιδιότητες παρόμοιες με των προσδιοριζόμενων ουσιών που ενδιαφέρουν.

7.2.   Προσθήκη εσωτερικών προτύπων:

Προσθήκη στα προϊόντα (πριν από τη διαδικασία εκχύλισης και καθαρισμού).

7.3.   Οι απαιτήσεις για τις μεθόδους που χρησιμοποιούν και τους έξι ομοειδείς δείκτες PCB με ισοτοπική επισήμανση:

α)

διόρθωση των αποτελεσμάτων ως προς την ανάκτηση των εσωτερικών προτύπων·

β)

ανακτήσεις των εσωτερικών προτύπων με ισοτοπική επισήμανση από 50 έως 120 %·

γ)

είναι αποδεκτά χαμηλότερα ή υψηλότερα ποσοστά ανάκτησης για τις επιμέρους συγγενείς ουσίες με συμμετοχή στο άθροισμα των έξι PCB-δεικτών μικρότερη από 10 %.

7.4.   Οι απαιτήσεις για τις μεθόδους που δεν χρησιμοποιούν και τα έξι εσωτερικά πρότυπα με ισοτοπική επισήμανση ή άλλα εσωτερικά πρότυπα:

α)

έλεγχος της ανάκτησης του (των) εσωτερικού(-ών) προτύπου(-ων) για κάθε δείγμα·

β)

ανακτήσεις των εσωτερικών προτύπων από 60 έως 120 %·

γ)

διόρθωση των αποτελεσμάτων ως προς την ανάκτηση των εσωτερικών προτύπων.

7.5.   Οι ανακτήσεις των συγγενών ουσιών ελέγχονται με εμβολιασμένα δείγματα ή δείγματα ποιοτικού ελέγχου με συγκεντρώσεις στην περιοχή του ανώτατου επιπέδου. Τα ποσοστά ανάκτησης γι' αυτές τις συγγενείς ουσίες θεωρούνται αποδεκτά αν κυμαίνονται μεταξύ 70 % και 120 %.

8.   Απαιτήσεις για τα εργαστήρια

Σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, η διαπίστευση των εργαστηρίων γίνεται από αναγνωρισμένο οργανισμό που λειτουργεί σύμφωνα με τον οδηγό ISO 58, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα εργαστήρια εφαρμόζουν μεθόδους διασφάλισης της ποιότητας. Η διαπίστευση των εργαστηρίων πραγματοποιείται σύμφωνα με το πρότυπο EN ISO/IEC 17025.

9.   Χαρακτηριστικά επιδόσεων: Κριτήρια για το σύνολο των έξι δεικτών PCB στο ανώτατο επίπεδο

Ορθότητα

– 30 έως + 30 %

Ενδιάμεση πιστότητα (RSD %)

≤ 20 %

Διαφορά μεταξύ του υπολογισμού του ανώτατου και του κατώτατου ορίου

≤ 20 %

10.   Αναφορά των αποτελεσμάτων

10.1.   Εφόσον η χρησιμοποιούμενη διαδικασία ανάλυσης το επιτρέπει, τα αποτελέσματα της ανάλυσης πρέπει να περιέχουν τα επίπεδα των επιμέρους συγγενών PCB και να αναφέρονται ως κατώτατου ορίου, ανώτατου ορίου και μεσαίου ορίου, προκειμένου να περιλαμβάνεται το μέγιστο δυνατό σύνολο πληροφοριών στην υποβαλλόμενη έκθεση των αποτελεσμάτων και να διευκολύνεται έτσι η ερμηνεία τους σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις.

10.2.   Η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο για την εκχύλιση των PCB και των λιπιδίων.

10.3.   Τα ποσοστά ανάκτησης των επιμέρους εσωτερικών προτύπων πρέπει να αναφέρονται σε περίπτωση που βρίσκονται εκτός του εύρους που αναφέρεται στο σημείο 7, σε περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου επιπέδου, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις, κατόπιν σχετικής αίτησης.

10.4.   Επειδή η αβεβαιότητα μέτρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη απόφασης για το αν ένα δείγμα ανταποκρίνεται, αυτή η παράμετρος γνωστοποιείται επίσης. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης πρέπει να αναφέρονται ως “x +/– U”, όπου x είναι το αποτέλεσμα της ανάλυσης και U είναι η διευρυμένη αβεβαιότητα μέτρησης, χρησιμοποιώντας συντελεστή κάλυψης 2, ο οποίος δίνει επίπεδο εμπιστοσύνης περίπου 95 %.

10.5.   Αν η αβεβαιότητα μέτρησης λαμβάνεται υπόψη μέσω του CCα (όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο I, σημείο 2.1), η παράμετρος αυτή πρέπει να αναφέρεται.

10.6.   Τα αποτελέσματα εκφράζονται στις ίδιες μονάδες και με τον ίδιο (τουλάχιστον) αριθμό σημαντικών ψηφίων όπως τα ανώτατα επίπεδα που καθορίζονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ.


(1)  Πίνακας TEF (= συντελεστές τοξικής ισοδυναμίας) για διοξίνες, φουράνια και παρόμοια με διοξίνες PCB:

Οι WHO-TEF για την εκτίμηση της επικινδυνότητας για τον άνθρωπο βασίζονται στα συμπεράσματα της συνεδρίασης εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Προγράμματος για την Ασφάλεια των Χημικών Ουσιών (IPCS) της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, που διεξήχθη στη Γενεύη τον Ιούνιο του 2005 [Martin van den Berg et al., The 2005 World Health Organization Re-evaluation of Human and Mammalian Toxic Equivalency Factors for Dioxins and Dioxin-like Compounds. Toxicological Sciences 93(2), 223-241 (2006)].

Συγγενής ουσία

Τιμή TEF

Συγγενής ουσία

Τιμή TEF

Διβενζο-π-διοξίνες (PCDD) και διβενζοφουράνια (PCDF)

“Παρόμοια με διοξίνες” PCB Μη-ορθο PCB + Μονο-ορθο PCB

2,3,7,8-TCDD

1

 

 

1,2,3,7,8-PeCDD

1

Μη-ορθο PCB

 

1,2,3,4,7,8-HxCDD

0.1

PCB 77

0.0001

1,2,3,6,7,8-HxCDD

0.1

PCB 81

0.0003

1,2,3,7,8,9-HxCDD

0.1

PCB 126

0.1

1,2,3,4,6,7,8-HpCDD

0.01

PCB 169

0.03

OCDD

0.0003

 

 

 

 

Μονο-ορθο PCB

 

2,3,7,8-TCDF

0.1

PCB 105

0.00003

1,2,3,7,8-PeCDF

0.03

PCB 114

0.00003

2,3,4,7,8-PeCDF

0.3

PCB 118

0.00003

1,2,3,4,7,8-HxCDF

0.1

PCB 123

0.00003

1,2,3,6,7,8-HxCDF

0.1

PCB 156

0.00003

1,2,3,7,8,9-HxCDF

0.1

PCB 157

0.00003

2,3,4,6,7,8-HxCDF

0.1

PCB 167

0.00003

1,2,3,4,6,7,8-HpCDF

0.01

PCB 189

0.00003

1,2,3,4,7,8,9-HpCDF

0.01

 

 

OCDF

0.0003

 

 

Συντομογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν: “T” = τετρα· “Pe” = πεντα· “Hx” = εξα· “Hp” = επτα· “O” = οκτα· “CDD” = χλωροδιβενζοδιοξίνη· “CDF” = χλωροδιβενζοφουράνιο· “CB” = χλωροδιφαινύλιο.

(2)  Απόφαση 2002/657/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 2002, για εφαρμογή της οδηγίας 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την επίδοση των αναλυτικών μεθόδων και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων (ΕΕ L 221 της 17.8.2002, σ. 8).

(3)  Η έννοια του “ανώτατου ορίου” απαιτεί τη χρησιμοποίηση του ορίου του ποσοτικού προσδιορισμού για τη συμμετοχή κάθε μη ποσοτικά προσδιορισμένης συγγενούς ουσίας. Η έννοια του “κατώτατου ορίου” απαιτεί τη χρησιμοποίηση του μηδέν για τη συμμετοχή κάθε μη ποσοτικά προσδιορισμένης συγγενούς ουσίας. Η έννοια του “μεσαίου ορίου” απαιτεί τη χρησιμοποίηση του μισού του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού για τον υπολογισμό της συμμετοχής κάθε μη ποσοτικά προσδιορισμένης συγγενούς ουσίας.

(4)  Γενικά, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις για τη δεύτερη ανάλυση, όπως προβλέπεται στο παράρτημα II κεφάλαιο Γ σημείο 3. Ωστόσο, για τις μεθόδους επιβεβαίωσης με τη χρήση εσωτερικού προτύπου με ισοτοπική επισήμανση 13C για τις σχετικές προσδιοριζόμενες ουσίες, η δεύτερη ανάλυση είναι απαραίτητη μόνο αν το αποτέλεσμα του πρώτου προσδιορισμού που εφαρμόζει τέτοιες επιβεβαιωτικές μεθόδους δεν είναι συμμορφούμενο. Η δεύτερη ανάλυση είναι απαραίτητη για να αποκλειστεί η πιθανότητα εσωτερικής διασταυρούμενης επιμόλυνσης ή τυχαίας ανάμειξης δειγμάτων. Στην περίπτωση που η ανάλυση εκτελείται στο πλαίσιο ενός περιστατικού επιμόλυνσης, η επιβεβαίωση με δεύτερη ανάλυση μπορεί να παραλειφθεί αν τα δείγματα που επιλέγονται για ανάλυση μπορούν να συνδεθούν με το περιστατικό επιμόλυνσης μέσω ιχνηλασιμότητας και το επίπεδο που βρέθηκε υπερβαίνει σημαντικά το ανώτατο επίπεδο.

(5)  Η έννοια του “ανώτατου ορίου” απαιτεί τη χρησιμοποίηση του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού για τη συμμετοχή κάθε μη ποσοτικά προσδιορισμένης συγγενούς ουσίας στο τοξικό ισοδύναμο (TEQ). Η έννοια του “κατώτατου ορίου” απαιτεί τη χρησιμοποίηση του μηδέν για τη συμμετοχή κάθε μη ποσοτικά προσδιορισμένης συγγενούς ουσίας στο TEQ. Η έννοια του “μεσαίου ορίου” απαιτεί τη χρησιμοποίηση του μισού του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού για τον υπολογισμό της συμμετοχής κάθε μη ποσοτικά προσδιορισμένης συγγενούς ουσίας στο TEQ.

(6)  Γενικά, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις για τη δεύτερη ανάλυση, όπως προβλέπεται στο παράρτημα II κεφάλαιο Γ σημείο 3. Ωστόσο, για τις μεθόδους επιβεβαίωσης με τη χρήση εσωτερικού προτύπου με ισοτοπική επισήμανση 13C για τις σχετικές προσδιοριζόμενες ουσίες, η δεύτερη ανάλυση είναι απαραίτητη μόνο αν το αποτέλεσμα του πρώτου προσδιορισμού που εφαρμόζει τέτοιες επιβεβαιωτικές μεθόδους δεν είναι συμμορφούμενο. Η δεύτερη ανάλυση είναι απαραίτητη για να αποκλειστεί η πιθανότητα εσωτερικής διασταυρούμενης επιμόλυνσης ή τυχαίας ανάμειξης δειγμάτων. Στην περίπτωση που η ανάλυση εκτελείται στο πλαίσιο ενός περιστατικού επιμόλυνσης, η επιβεβαίωση με δεύτερη ανάλυση μπορεί να παραλειφθεί αν τα δείγματα που επιλέγονται για ανάλυση μπορούν να συνδεθούν με το περιστατικό επιμόλυνσης μέσω ιχνηλασιμότητας και το επίπεδο που βρέθηκε υπερβαίνει σημαντικά το ανώτατο επίπεδο.

(7)  Οι εξηγήσεις και οι απαιτήσεις για τη δεύτερη ανάλυση για τον έλεγχο των ορίων ανάληψης δράσης είναι ίδιες με εκείνες της υποσημείωσης (*****) για τα ανώτατα επίπεδα.

(8)  Οι βιοαναλυτικές μέθοδοι δεν είναι ειδικές γι’ αυτές τις συγγενείς ουσίες που περιλαμβάνονται στο σύστημα των TEF (συντελεστών τοξικής ισοδυναμίας). Άλλες ανάλογης δομής ενώσεις με δράση στους AhR (υποδοχείς αρυλικών υδρογονανθράκων) μπορεί να υπάρχουν στο δείγμα και να συμβάλλουν στη συνολική ανταπόκριση. Επομένως, τα βιοαναλυτικά αποτελέσματα δεν μπορούν να αποτελούν εκτίμηση, αλλά μάλλον ένδειξη του επιπέδου TEQ στο δείγμα.

(9)  Οι τρέχουσες απαιτήσεις βασίζονται στα TEF που δημοσιεύτηκαν στο: M. Van den Berg et al, Toxicol Sci 93 (2), 223-241 (2006).

(10)  Συνιστάται ιδιαιτέρως η συμμετοχή του σήματος του τυφλού δείγματος να διατηρείται όσο το δυνατόν χαμηλά σε σχέση με το επίπεδο σε ένα επιμολυσμένο δείγμα. Ο έλεγχος της μεταβλητότητας των επιπέδων τυφλού, κυρίως αν τα επίπεδα τυφλού αφαιρούνται από το αποτέλεσμα, αποτελεί αρμοδιότητα του εργαστηρίου.» »


(1)  όσον αφορά τα ανώτατα επίπεδα

(2)  Επαρκής αριθμός θραυσμάτων μαζών με διαθέσιμη σχετική ένταση > 10 %, και για τον λόγο αυτό δεν συνιστάται η χρήση προσδιοριστικού(-ών) ιόντος(-ων) με σχετική ένταση χαμηλότερη από 10 % σε σύγκριση με το στοχευόμενο ιόν.


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/19


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 710/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 23ης Ιουνίου 2014

για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης για τις εποπτικές απαιτήσεις ανά ίδρυμα, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 113 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η αποτελεσματική ανταλλαγή κατάλληλων πληροφοριών είναι απαραίτητη για την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τα εποπτικά μέτρα που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, το ύψος της ρευστότητας και των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ισχύουν για κάθε ίδρυμα εντός ενός ομίλου και για τον όμιλο.

(2)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή της διαδικασίας για την επίτευξη κοινής απόφασης, είναι σημαντικό να είναι σαφώς καθορισμένο το κάθε στάδιο. Η καθιέρωση σαφούς διαδικασίας διευκολύνει επίσης την ανταλλαγή πληροφοριών, προωθεί την αμοιβαία κατανόηση, αναπτύσσει τις σχέσεις μεταξύ των εποπτικών αρχών και προωθεί την αποτελεσματική εποπτεία.

(3)

Προκειμένου να προβεί στην αξιολόγηση κινδύνων και στην αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας ενός ομίλου ιδρυμάτων, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να έχει μια γενική εικόνα των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν όλα τα ιδρύματα εντός του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των ιδρυμάτων που λειτουργούν εκτός της Ένωσης. Θα πρέπει, επομένως, να προωθηθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ των αρμοδίων αρχών στην Ένωση και των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, προκειμένου οι πρώτες να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τους παγκόσμιους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο όμιλος.

(4)

Είναι απαραίτητος ο έγκαιρος και ρεαλιστικός προγραμματισμός της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης. Κάθε εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή θα πρέπει να παρέχει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις σχετικές πληροφορίες εγκαίρως. Προκειμένου οι εξατομικευμένες αξιολογήσεις να παρουσιάζονται και να ερμηνεύονται κατά συνεπή και ομοιόμορφο τρόπο, είναι αναγκαίο να καθιερωθεί κοινό υπόδειγμα για τα αποτελέσματα των διαδικασιών εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης για κάθε συγκεκριμένο ίδρυμα.

(5)

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης, θα πρέπει να καθοριστούν τα στάδια που πρέπει να ακολουθούνται για την πραγματοποίηση της κοινής αξιολόγησης κινδύνων και την επίτευξη της κοινής απόφασης, αναγνωρίζοντας ότι ορισμένες εργασίες της κοινής αξιολόγησης κινδύνων και της διαδικασίας λήψης κοινών αποφάσεων μπορούν να πραγματοποιούνται παράλληλα και άλλες διαδοχικά.

(6)

Για να διευκολυνθεί η επίτευξη κοινών αποφάσεων, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων να συνδιαλέγονται μεταξύ τους, ιδίως πριν από την οριστικοποίηση των εκθέσεων αξιολόγησης των κινδύνων και των κοινών αποφάσεων.

(7)

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να παρέχει στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την προετοιμασία της επιμέρους αξιολόγησης του κινδύνου από τις αρχές αυτές, καθώς και για να καταστεί δυνατή η επίτευξη κοινών αποφάσεων σχετικά με τα κεφάλαια και τη ρευστότητα.

(8)

Η έκθεση που περιλαμβάνει την αξιολόγηση των κινδύνων του ομίλου αποτελεί βασικό έγγραφο, το οποίο επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να κατανοήσουν και να καταγράψουν την αξιολόγηση του συνολικού προφίλ κινδύνου του τραπεζικού ομίλου, με σκοπό την επίτευξη μιας κοινής απόφασης σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων και το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που οφείλει να διατηρεί ο όμιλος. Η έκθεση που περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου αποτελεί σημαντικό έγγραφο, το οποίο επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να κατανοήσουν και να καταγράψουν την αξιολόγηση του συνολικού προφίλ ρευστότητας του ομίλου. Για την παρουσίαση της συνολικής αξιολόγησης κινδύνου και της αξιολόγησης κινδύνου ρευστότητας του ομίλου με συνεπή τρόπο, τη διεξαγωγή ουσιαστικών συζητήσεων μεταξύ των αρμοδίων αρχών και την αξιόπιστη αξιολόγηση των κινδύνων των διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων, θα πρέπει να καθιερωθούν κοινά υποδείγματα για τις εν λόγω εκθέσεις.

(9)

Αναγνωρίζοντας ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης, που αναφέρεται στο άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μπορούν να τεκμηριωθούν με διαφορετικό τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη, ανάλογα με την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου στην εθνική νομοθεσία, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα τυποποιημένα υποδείγματα θα πρέπει να παρέχουν συνεπή μορφότυπα για την ανακοίνωση των πορισμάτων και των αποτελεσμάτων της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, για τους σκοπούς της επίτευξης κοινών αποφάσεων.

(10)

Ούτε η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου, ούτε η έκθεση που περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου ρευστότητας του ομίλου θα πρέπει να περιορίζεται στη συγκέντρωση των επιμέρους εισηγήσεων των αρμοδίων αρχών. Αμφότερες οι εκθέσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για τη διενέργεια της κοινής αξιολόγησης των κινδύνων ολόκληρου του ομίλου και για την ανάλυση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ενδοομιλικών στοιχείων.

(11)

Η καθιέρωση σαφών διαδικασιών για το περιεχόμενο και τη διατύπωση κοινών αποφάσεων θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κοινές αποφάσεις είναι πλήρως αιτιολογημένες, καθώς και ότι διευκολύνουν τον έλεγχο των κοινών αποφάσεων και της επιβολής τους.

(12)

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται μόλις επιτευχθεί η κοινή απόφαση, να εξασφαλιστεί διαφάνεια ως προς τη διαχείριση του αποτελέσματος της απόφασης και να διευκολυνθούν οι επακόλουθες ενέργειες, όπου χρειάζεται, θα πρέπει να καθοριστούν πρότυπα όσον αφορά τη γνωστοποίηση της πλήρως αιτιολογημένης κοινής απόφασης και τον έλεγχο της εφαρμογής της.

(13)

Θα πρέπει να καθοριστεί η διαδικασία που θα ακολουθείται για την προσαρμογή των κοινών αποφάσεων στα πρόσφατα δεδομένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής και διαφανής προσέγγιση, καθώς και κατάλληλη συμμετοχή των αρμοδίων αρχών και γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων.

(14)

Η κοινή διαδικασία λήψης αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ περιλαμβάνει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση. Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της συγκεκριμένης πτυχής της διαδικασίας, καθώς και η διατύπωση πλήρως αιτιολογημένων αποφάσεων και η αποσαφήνιση του τρόπου αντιμετώπισης τυχόν απόψεων και επιφυλάξεων των εποπτικών αρχών υποδοχής, θα πρέπει να καθοριστούν πρότυπα που να καλύπτουν το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης, καθώς και τη γνωστοποίηση των λεπτομερειών των εν λόγω αποφάσεων.

(15)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στο σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΤ στην Επιτροπή.

(16)

Η ΕΑΤ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2)·

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις ακόλουθες διαδικασίες λήψης κοινών αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

α)

τη διαδικασία για την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο α), λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε απαλλαγή χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 7, 10 ή 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3)·

β)

τη διαδικασία για την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο β), λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε απαλλαγή χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 6, 8 ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και οποιοδήποτε ενοποιημένο επίπεδο εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «σχετικές αρμόδιες αρχές»: οι αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ·

2)   «άλλες αρμόδιες αρχές»: οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες αρμόδιες αρχές:

α)

οι αρμόδιες αρχές που δεν είναι μια σχετική αρμόδια αρχή·

β)

δημόσιες αρχές ή όργανα που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από την εθνική νομοθεσία και έχουν εξουσιοδοτηθεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας να ασκούν εποπτεία επί των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που δραστηριοποιούνται στο οικείο κράτος μέλος και που δεν είναι ούτε πιστωτικό ίδρυμα ούτε επιχείρηση επενδύσεων·

3)   «έκθεση της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ)»: η έκθεση που παρουσιάζει τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης, που αναφέρεται στο άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

4)   «έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας»: η έκθεση που παρουσιάζει τα αποτελέσματα του τμήματος της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης, που αναφέρεται στο άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας·

5)   «έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου»: η έκθεση η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων, που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

6)   «έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου»: η έκθεση η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων, που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

7)   «κοινή απόφαση κεφαλαίου»: η κοινή απόφαση σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο α)·

8)   «κοινή απόφαση ρευστότητας»: η κοινή απόφαση σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΟΙΝΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Άρθρο 3

Σχεδιασμός των σταδίων της διαδικασίας λήψης κοινών αποφάσεων

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές συμφωνούν, πριν από την έναρξη της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης, σε ένα χρονοδιάγραμμα για τα στάδια που πρέπει να ακολουθηθούν κατά την εν λόγω διαδικασία (εφεξής «το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης»). Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θέτει το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των σχετικών αρμοδίων αρχών.

2.   Το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης επικαιροποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

α)

συμφωνία για τη συμμετοχή άλλων αρμοδίων αρχών και αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4·

β)

υποβολή των εκθέσεων ΔΕΕΑ και των εκθέσεων αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 5, και εισηγήσεων από τις άλλες αρμόδιες αρχές και τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

γ)

υποβολή του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6, και άλλες αρμόδιες αρχές και τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 7·

δ)

διάλογο μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών, σχετικά με το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 7·

ε)

υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, και άλλες αρμόδιες αρχές και τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 8 παράγραφος 5·

στ)

υποβολή εισηγήσεων στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1·

ζ)

υποβολή του σχεδίου κοινής απόφασης κεφαλαίου και του σχεδίου κοινής απόφασης ρευστότητας από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προς τις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 6 και το άρθρο 11 παράγραφος 5·

η)

διαβούλευση σχετικά με το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας με το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ και στα ιδρύματα του ομίλου, εφόσον απαιτείται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους·

θ)

διάλογο μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών σχετικά με το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας·

ι)

επίτευξη της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 12·

ια)

γνωστοποίηση της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις σχετικές αρμόδιες αρχές στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ και στα ιδρύματα του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 13·

ιβ)

συμφωνία όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα του επόμενου έτους για τον προγραμματισμό της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης.

3.   Το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης πληροί όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

αντικατοπτρίζει την έκταση και την πολυπλοκότητα της κάθε εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ομίλου, καθώς και το προφίλ κινδύνου του·

β)

λαμβάνει υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, τις δεσμεύσεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο του προγράμματος εποπτικής εξέτασης, που αναφέρεται στο άρθρο 116 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο στοιχείο γ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.   Το χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης αναθεωρείται, εάν χρειάζεται, ιδίως προκειμένου να αντανακλά τον επείγοντα χαρακτήρα της όποιας έκτακτης επικαιροποίησης, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα του ομίλου για τα οποία είναι υπεύθυνες, αντίστοιχα, ενδεικτική ημερομηνία για τη διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο η) σχετικά με τις πτυχές των σχεδίων κοινών αποφάσεων, εφόσον αφορούν τα εν λόγω ιδρύματα.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα του ομίλου για τα οποία είναι υπεύθυνες, αντίστοιχα, εκτιμώμενη ημερομηνία για την ανακοίνωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ια).

Άρθρο 4

Συμμετοχή άλλων αρμοδίων αρχών και αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών στη διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να αποφασίζει για τη συμμετοχή άλλων αρμοδίων αρχών και αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών στη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου. Η εν λόγω απόφαση βασίζεται στη σπουδαιότητα του ρόλου του υποκαταστήματος ή του ιδρύματος εντός του ομίλου, καθώς και στη σημασία του για την τοπική αγορά.

Η εν λόγω συμμετοχή υπόκειται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, ισοδύναμες με εκείνες του τίτλου VII κεφάλαιο 1 τμήμα II της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, των άρθρων 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

Η ισοδυναμία αξιολογείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

2.   Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίσει τη συμμετοχή άλλης αρμόδιας αρχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, ή μιας αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας, αμφότερες οι αρχές καταλήγουν σε συμφωνία σχετικά με την έκταση της συμμετοχής της άλλης αρμόδιας αρχής ή της αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας. Οι εν λόγω συμφωνίες επιτρέπονται για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

υποβολή εισηγήσεων στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας όσον αφορά την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου·

β)

προσθήκη των εισηγήσεων, που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, ως παραρτημάτων στο σχέδιο έκθεσης ή στην τελική έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή στην έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου.

3.   Όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει τη συμμετοχή άλλων αρμοδίων αρχών ή αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δεν παρέχει τα σχέδια και τις τελικές εκθέσεις αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις άλλες αρμόδιες αρχές και στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, χωρίς τη συγκατάθεση όλων των σχετικών αρμοδίων αρχών.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πλήρως τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά την έκταση, το επίπεδο και τη φύση της συμμετοχής των άλλων αρμοδίων αρχών και των αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών στη διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου, καθώς και τον βαθμό στον οποίο οι εισηγήσεις τους ήταν επωφελείς για την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου.

Άρθρο 5

Προετοιμασία των εκθέσεων ΔΕΕΑ και των εκθέσεων αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας

1.   Προκειμένου να λαμβάνεται δεόντως υπόψη στην κοινή απόφαση η αξιολόγηση κινδύνου των θυγατρικών, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι σχετικές αρμόδιες αρχές παρέχουν εγκαίρως στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις εκθέσεις ΔΕΕΑ τους και τις εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β).

2.   Οι εκθέσεις ΔΕΕΑ συντάσσονται με χρήση του υποδείγματος του παραρτήματος 1. Οι εν λόγω εκθέσεις συμπληρώνονται με περιλήψεις βαθμολογιών, με χρήση του πίνακα 1 του παραρτήματος II, και με την περίληψη της αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας, με χρήση του πίνακα 2 του παραρτήματος II.

Οι εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας συντάσσονται με χρήση του υποδείγματος του παραρτήματος V. Οι εν λόγω εκθέσεις συμπληρώνονται με περιλήψεις βαθμολογιών, με χρήση του πίνακα 1 του παραρτήματος VI, και με την περίληψη της αξιολόγησης της ρευστότητας, με χρήση του πίνακα 2 του παραρτήματος VI.

Οι εκθέσεις ΔΕΕΑ και οι εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας μπορούν να περιλαμβάνουν πρόσθετες σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 6

Προετοιμασία του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντάσσει σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, με βάση όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη δική της έκθεση ΔΕΕΑ ή την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του μητρικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ και του ομίλου·

β)

τις εκθέσεις ΔΕΕΑ ή τις εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας για τις θυγατρικές, που παρέχονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 5·

γ)

εισηγήσεις άλλων αρμοδίων αρχών και αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

2.   Οι εκθέσεις ΔΕΕΑ και οι εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), καθώς και οι εισηγήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο γ), προστίθενται, ως παραρτήματα, στο σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή στο σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου.

3.   Το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του κατά πόσον οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται από τον όμιλο και τα ιδρύματά του, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητά τους, εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

4.   Το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου συντάσσεται με χρήση του υποδείγματος του παραρτήματος III. Η εν λόγω έκθεση συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών, με χρήση του πίνακα 1 του παραρτήματος IV, και με την περίληψη της αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας, με χρήση του πίνακα 2 του παραρτήματος IV.

Το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου συντάσσεται με χρήση του υποδείγματος του παραρτήματος VII. Η εν λόγω έκθεση συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών, με χρήση του πίνακα 1 του παραρτήματος VIII, και με την περίληψη της αξιολόγησης της ρευστότητας, με χρήση του πίνακα 2 του παραρτήματος VIII.

5.   Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διασφαλίζει όλα τα ακόλουθα:

α)

η κοινή αξιολόγηση αποτυπώνει τον ρόλο των ιδρυμάτων εντός του ομίλου, καθώς και τη σημασία τους στην τοπική αγορά·

β)

το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη αυτός ο ρόλος και η σημασία τους.

6.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει τα σχέδια εκθέσεων στις σχετικές αρμόδιες αρχές εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο γ).

7.   Υπό την επιφύλαξη της απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να παρέχει το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις άλλες αρμόδιες αρχές και τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Άρθρο 7

Διάλογος σχετικά με το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει για τη μορφή και το αντικείμενο του διαλόγου μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών, όσον αφορά το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές συζητούν για τη συμφωνία των ποσοτικών προτάσεων που περιλαμβάνονται στις επιμέρους εκθέσεις ΔΕΕΑ και στις εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, με τις ποσοτικές προτάσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, εφόσον απαιτείται.

3.   Οι ποσοτικές προτάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 αποτελούνται τουλάχιστον από τις ακόλουθες προτάσεις:

α)

τα προτεινόμενα επίπεδα των ιδίων κεφαλαίων, που υποχρεούνται να διαθέτουν ένας όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο και όλα τα ιδρύματα του εν λόγω ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

τα προτεινόμενα επίπεδα των συγκεκριμένων απαιτήσεων ρευστότητας, που υποχρεούνται να πληρούν ένας όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο και όλα τα ιδρύματα του εν λόγω ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 8

Οριστικοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου

1.   Βάσει του διαλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 7, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας οριστικοποιεί την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, με βάση τη μορφή και το περιεχόμενο του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εξηγεί τυχόν ουσιώδεις αλλαγές τις οποίες επέφερε στην έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή στην έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου. Οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν την έκβαση του διαλόγου και περιλαμβάνουν την κατάλληλη επικαιροποίηση των παραρτημάτων της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου ή της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις σχετικές αρμόδιες αρχές εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου στις σχετικές αρμόδιες αρχές σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών για την επίτευξη της κοινής απόφασης κεφαλαίου.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις σχετικές αρμόδιες αρχές σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας του ενός μηνός για την επίτευξη της κοινής απόφασης ρευστότητας.

5.   Υπό την επιφύλαξη της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να παρέχει την έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και την έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου στις άλλες αρμόδιες αρχές και στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Άρθρο 9

Προετοιμασία των εισηγήσεων στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και στο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές υποβάλλουν εγκαίρως τις εισηγήσεις τους στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και στο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο στ). Οι εισηγήσεις καλύπτουν όλα τα ιδρύματα του ομίλου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει εισηγήσεις για το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου. Οι εισηγήσεις της καλύπτουν όλα τα ακόλουθα:

α)

όλα τα ιδρύματα ενός ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας υπό τη δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης·

β)

τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει εισηγήσεις για το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας. Οι εισηγήσεις της καλύπτουν όλα τα ακόλουθα:

α)

όλα τα ιδρύματα ενός ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, εφόσον τα εν λόγω ιδρύματα έχουν λάβει άδεια λειτουργίας υπό τη δικαιοδοσία της αρχής της ενοποιημένης εποπτείας και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης·

β)

τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο.

4.   Οι εισηγήσεις στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου προσδιορίζουν κάθε ένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 10.

5.   Οι εισηγήσεις στο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας προσδιορίζουν κάθε ένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 11.

Άρθρο 10

Προετοιμασία του σχεδίου κοινής απόφασης κεφαλαίου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει πλήρως αιτιολογημένο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου, που καλύπτει τον όμιλο και τα ιδρύματα του εν λόγω ομίλου. Το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου προσδιορίζει κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα ονόματα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης κεφαλαίου·

β)

το όνομα του ομίλου ιδρυμάτων και έναν κατάλογο με όλα τα ιδρύματα του ομίλου τα οποία αφορά και για τα οποία ισχύει το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου·

γ)

τις αναφορές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την προετοιμασία, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων κεφαλαίου·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης του σχεδίου κοινής απόφασης κεφαλαίου και κάθε σχετική επικαιροποίησή της·

ε)

το συμπέρασμα σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

στ)

το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που διαθέτει ο όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο·

ζ)

το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που διαθέτει κάθε ίδρυμα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο·

η)

το συμπέρασμα σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διαθέτει κάθε ίδρυμα εντός του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

θ)

το συμπέρασμα σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διαθέτει ο όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ι)

πληροφορίες σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 103, 129, 130, 131 και 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και σχετικά με άλλες απαιτήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή προειδοποιήσεις για τους σκοπούς της προληπτικής ή μακροπροληπτικής εποπτείας·

ια)

την ημερομηνία αναφοράς με την οποία συνδέονται τα συμπεράσματα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως θ)·

ιβ)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των συμπερασμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία η) και θ), κατά περίπτωση.

2.   Το συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) καθορίζει κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ιδρύματα του ομίλου διαθέτουν άρτιες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση, τη διατήρηση και την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και του κατά πόσον οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες έχουν επίκαιρο χαρακτήρα·

β)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ποσά, τα είδη και η κατανομή αυτών των εσωτερικών κεφαλαίων είναι επαρκή για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα, ή ενδέχεται να εκτεθούν τα ιδρύματα του ομίλου·

γ)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ιδρύματα του ομίλου έχουν θέσει σε εφαρμογή τις κατάλληλες ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη συμμόρφωση με όλες τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

την εκτίμηση του κατά πόσον οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται από τα ιδρύματα του ομίλου εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους·

ε)

πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων και των αρμοδιοτήτων εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 102 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ιβ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) έως δ).

3.   Τα συμπεράσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία στ) και ζ) συνδέονται με το συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) και υποστηρίζονται από αυτό.

4.   Τα συμπεράσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία η) και θ) πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εκφράζονται ως ποσό ή ποσοστό ή συνδυασμός και των δύο·

β)

παρέχουν λεπτομέρειες για την ποιότητα των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται·

γ)

συνδέονται με το συμπέρασμα που αναφέρεται στη παράγραφο 1 στοιχείο ε) και υποστηρίζονται από αυτό.

5.   Τα συμπεράσματα σχετικά με κάθε ίδρυμα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο και τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο πρέπει να αναγνωρίζονται σαφώς στο σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου.

6.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου στις σχετικές αρμόδιες αρχές εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

Άρθρο 11

Προετοιμασία του σχεδίου κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει πλήρως αιτιολογημένο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας, που καλύπτει τον όμιλο και τα ιδρύματα του εν λόγω ομίλου. Το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας προσδιορίζει κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα ονόματα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης ρευστότητας·

β)

το όνομα του ομίλου ιδρυμάτων και έναν κατάλογο με όλα τα ιδρύματα του ομίλου τα οποία αφορά και για τα οποία ισχύει το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας·

γ)

τις αναφορές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την προετοιμασία, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων ρευστότητας·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης του σχεδίου κοινής απόφασης ρευστότητας και κάθε σχετική επικαιροποίησή της·

ε)

το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια ρευστότητας για τον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο·

στ)

το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια ρευστότητας για κάθε ίδρυμα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο·

ζ)

το συμπέρασμα σχετικά με μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση τυχόν ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της εν λόγω οδηγίας, για κάθε ίδρυμα εντός του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο και για τον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο·

η)

πληροφορίες σχετικά με οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή προειδοποιήσεις για τους σκοπούς της προληπτικής ή μακροπροληπτικής εποπτείας·

θ)

την ημερομηνία αναφοράς με την οποία συνδέονται τα συμπεράσματα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως ζ)·

ι)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του συμπεράσματος που αναφέρεται στο στοιχείο ζ), κατά περίπτωση.

2.   Το συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία ε) και στ) καθορίζει κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ιδρύματα του ομίλου έχουν εφαρμόσει άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων·

β)

την εκτίμηση του κατά πόσον η ρευστότητα την οποία διαθέτουν τα ιδρύματα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο και ο όμιλος σε ενοποιημένο επίπεδο παρέχει επαρκή κάλυψη των κινδύνων ρευστότητας·

γ)

την εκτίμηση του κατά πόσον τα ιδρύματα του ομίλου έχουν θέσει σε εφαρμογή τις κατάλληλες ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη συμμόρφωση με όλες τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Το συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) παρέχει λεπτομέρειες όσον αφορά τη φύση των ληφθέντων μέτρων. Όταν τα εν λόγω μέτρα αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, το συμπέρασμα παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με τη διάρθρωση των εν λόγω ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας.

4.   Τα συμπεράσματα σχετικά με κάθε ίδρυμα του ομίλου σε εξατομικευμένο επίπεδο και τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο πρέπει να αναγνωρίζονται σαφώς στο σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας στις σχετικές αρμόδιες αρχές εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

Άρθρο 12

Επίτευξη της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Μετά τον διάλογο με τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας, που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο θ), η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναθεωρεί το σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας, όπως απαιτείται, προκειμένου να οριστικοποιήσει τις αποφάσεις αυτές.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές καταλήγουν σε συμφωνία όσον αφορά την κοινή απόφαση κεφαλαίου και την κοινή απόφαση ρευστότητας.

3.   Η συμφωνία τεκμηριώνεται εγγράφως από τους εκπροσώπους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών, που διαθέτουν την απαιτούμενη εξουσία ώστε να δεσμεύουν τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους.

Άρθρο 13

Γνωστοποίηση της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας παρέχει εγκαίρως το έγγραφο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το έγγραφο κοινής απόφασης ρευστότητας στο διοικητικό όργανο του μητρικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ια). Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας επιβεβαιώνει την εν λόγω γνωστοποίηση στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

2.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους παρέχουν εγκαίρως στα διοικητικά όργανα των ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος τα αντίστοιχα μέρη του εγγράφου κοινής απόφασης κεφαλαίου και του εγγράφου κοινής απόφασης ρευστότητας που αφορούν καθένα από αυτά τα ιδρύματα, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα της κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ια).

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον απαιτείται, συζητά με το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ σχετικά με το έγγραφο κοινής απόφασης κεφαλαίου και το έγγραφο κοινής απόφασης ρευστότητας, προκειμένου να εξηγήσει τις λεπτομέρειες των αποφάσεων και την εφαρμογή τους.

4.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, εφόσον απαιτείται, συζητούν με τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος τα αντίστοιχα μέρη της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας που αφορούν καθένα από αυτά τα ιδρύματα, προκειμένου να εξηγήσουν τις λεπτομέρειες των αποφάσεων και την εφαρμογή τους.

Άρθρο 14

Έλεγχος της εφαρμογής της κοινής απόφασης κεφαλαίου και της κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Το αποτέλεσμα της συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 γνωστοποιείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές, εφόσον απαιτείται να προβεί ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εκπληρώσει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε εξατομικευμένο ή ενοποιημένο επίπεδο·

β)

να αντιμετωπίσει ουσιώδη ζητήματα ή σημαντικά ευρήματα όσον αφορά την εποπτεία της ρευστότητας ή να καλύψει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε εξατομικευμένο ή ενοποιημένο επίπεδο.

2.   Το αποτέλεσμα της συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 γνωστοποιείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον απαιτείται να προβεί ένα ίδρυμα με άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εκπληρώσει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε εξατομικευμένο επίπεδο·

β)

να αντιμετωπίσει ουσιώδη ζητήματα ή σημαντικά ευρήματα όσον αφορά την εποπτεία της ρευστότητας ή να καλύψει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε εξατομικευμένο επίπεδο.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το αποτέλεσμα της συζήτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές ελέγχουν την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων κεφαλαίου και των κοινών αποφάσεων ρευστότητας που αφορούν καθένα από τα ιδρύματα του ομίλου για τα οποία είναι, αντίστοιχα, υπεύθυνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΛΛΕΙΨΕΙ ΚΟΙΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Άρθρο 15

Διαδικασία λήψης αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης

1.   Ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμοδίων αρχών, εντός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 ή 4, αντίστοιχα, οι αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ τεκμηριώνονται εγγράφως και λαμβάνονται κατά τη μεταγενέστερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

α)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 ή 4, κατά περίπτωση·

β)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά την παροχή οποιασδήποτε συμβουλής από την ΕΑΤ, κατόπιν αιτήματος για διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

γ)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά από κάθε απόφαση που λαμβάνεται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 3 πρώτο ή δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία που ορίζεται από την ΕΑΤ σε τέτοια απόφαση.

2.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν σε εξατομικευμένη βάση ελλείψει κοινής απόφασης.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας περιλαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, μαζί με τις αποφάσεις της που λαμβάνονται σε εξατομικευμένο και σε ενοποιημένο επίπεδο, σε ένα ενιαίο έγγραφο και παρέχει το έγγραφο αυτό σε όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

4.   Σε περίπτωση που έχει ζητηθεί η γνώμη της ΕΑΤ, το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 περιλαμβάνει επεξήγηση για τυχόν αποκλίσεις από τις συμβουλές της ΕΑΤ.

Άρθρο 16

Σύνταξη των αποφάσεων κεφαλαίου που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου

1.   Οι αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της σχετικής αρμόδιας αρχής που λαμβάνει την κοινή απόφαση κεφαλαίου·

β)

το όνομα του ομίλου ιδρυμάτων ή του ιδρύματος του ομίλου, τον/το οποίο αφορά και για τον/το οποίο ισχύει η κοινή απόφαση κεφαλαίου·

γ)

τις αναφορές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την προετοιμασία, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή των αποφάσεων κεφαλαίου·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης κεφαλαίου·

ε)

το συμπέρασμα σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

στ)

για τις αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται σε ενοποιημένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που διαθέτει ο όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο·

ζ)

για τις αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται σε εξατομικευμένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που διαθέτει το σχετικό ίδρυμα σε εξατομικευμένο επίπεδο·

η)

για τις αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται σε ενοποιημένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διαθέτει ο όμιλος ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

θ)

για τις αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται σε εξατομικευμένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που υποχρεούται να διαθέτει το σχετικό ίδρυμα σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ι)

πληροφορίες σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα σχετικά ιδρύματα, σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 103, 129, 130, 131 και 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και σχετικά με άλλες απαιτήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή προειδοποιήσεις για τους σκοπούς της προληπτικής ή μακροπροληπτικής εποπτείας·

ια)

την ημερομηνία αναφοράς με την οποία συνδέονται τα συμπεράσματα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως θ)·

ιβ)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο αξιοποιούνται η αξιολόγηση κινδύνων, οι απόψεις και οι επιφυλάξεις των άλλων σχετικών αρμοδίων αρχών ή της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, κατά περίπτωση·

ιγ)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των συμπερασμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία η) και θ), κατά περίπτωση.

2.   Οι αποφάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου, σε εξατομικευμένο ή ενοποιημένο επίπεδο, πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 2 έως 4, ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 17

Σύνταξη των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Οι αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης ρευστότητας παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της σχετικής αρμόδιας αρχής που λαμβάνει την κοινή απόφαση ρευστότητας·

β)

το όνομα του ομίλου ιδρυμάτων ή του ιδρύματος του ομίλου, τον/το οποίο αφορά και για τον/το οποίο ισχύει η κοινή απόφαση ρευστότητας·

γ)

τις αναφορές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την προετοιμασία, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή των αποφάσεων ρευστότητας·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ρευστότητας·

ε)

για τις αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται σε ενοποιημένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια ρευστότητας για τον όμιλο ιδρυμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο·

στ)

για τις αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται σε εξατομικευμένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με την επάρκεια ρευστότητας για το σχετικό ίδρυμα σε εξατομικευμένο επίπεδο·

ζ)

για τις αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται σε ενοποιημένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση τυχόν ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της εν λόγω οδηγίας, για τον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο·

η)

για τις αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται σε εξατομικευμένη βάση, το συμπέρασμα σχετικά με μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση τυχόν ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας για το σχετικό ίδρυμα σε εξατομικευμένο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 105 της εν λόγω οδηγίας·

θ)

την ημερομηνία αναφοράς με την οποία συνδέονται τα συμπεράσματα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) έως η)·

ι)

πληροφορίες σχετικά με οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή προειδοποιήσεις για τους σκοπούς της προληπτικής ή μακροπροληπτικής εποπτείας·

ια)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο αξιοποιούνται η αξιολόγηση κινδύνων, οι απόψεις και οι επιφυλάξεις των άλλων σχετικών αρμοδίων αρχών ή της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, κατά περίπτωση·

ιβ)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των συμπερασμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία ζ) έως η), κατά περίπτωση.

2.   Οι αποφάσεις ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης ρευστότητας, σε εξατομικευμένο ή ενοποιημένο επίπεδο, πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφοι 2 έως 3.

Άρθρο 18

Γνωστοποίηση των αποφάσεων κεφαλαίου και των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει το έγγραφο απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 στο διοικητικό όργανο του μητρικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.

2.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους παρέχουν εγκαίρως στα διοικητικά όργανα των ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος τα αντίστοιχα μέρη του εγγράφου απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα οποία αφορούν καθένα από τα εν λόγω ιδρύματα.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον απαιτείται, συζητά με το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ σχετικά με το έγγραφο απόφασης, προκειμένου να εξηγήσει τις λεπτομέρειες και την εφαρμογή των αποφάσεων κεφαλαίου ή των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας.

4.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, εφόσον απαιτείται, συζητούν με τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος, τα αντίστοιχα μέρη του εγγράφου απόφασης που αφορούν καθένα από αυτά τα ιδρύματα, προκειμένου να εξηγήσουν τις λεπτομέρειες και την εφαρμογή των αποφάσεων κεφαλαίου ή των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας.

Άρθρο 19

Έλεγχος της εφαρμογής των αποφάσεων κεφαλαίου και των αποφάσεων ρευστότητας που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές ελέγχουν την εφαρμογή των αποφάσεων κεφαλαίου και των αποφάσεων ρευστότητας, που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης κεφαλαίου ή κοινής απόφασης ρευστότητας, που αφορούν καθένα από τα ιδρύματα του ομίλου για τα οποία είναι, αντίστοιχα, υπεύθυνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΛΛΕΙΨΕΙ ΚΟΙΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Άρθρο 20

Έκτακτη επικαιροποίηση των κοινών αποφάσεων

1.   Σε περίπτωση αιτήματος για έκτακτη επικαιροποίηση μιας κοινής απόφασης κεφαλαίου ή μιας κοινής απόφασης ρευστότητας, το οποίο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή από σχετική αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας γνωστοποιεί το εν λόγω αίτημα σε όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Για την έκτακτη επικαιροποίηση ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 14.

2.   Σε περίπτωση που μια σχετική αρμόδια αρχή υποβάλλει αίτημα για επικαιροποίηση κοινής απόφασης σχετικά με ένα ίδρυμα, πλην μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε διμερή βάση, το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και είναι πλήρως αιτιολογημένο.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας γνωστοποιεί το αίτημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, σε όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Το αίτημα περιλαμβάνει σχέδιο κοινής απόφασης κεφαλαίου, που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 10, ή σχέδιο κοινής απόφασης ρευστότητας, που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 11. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θέτει προθεσμία στις σχετικές αρμόδιες αρχές, προκειμένου να αποφανθούν αν η επικαιροποίηση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε διμερή βάση.

Σε περίπτωση που καμία από τις σχετικές αρμόδιες αρχές δεν ζητήσει να πραγματοποιηθεί η επικαιροποίηση σε μη διμερή βάση, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και η σχετική αρμόδια αρχή που ζήτησε την έκτακτη επικαιροποίηση υποβάλουν εισήγηση και καταλήγουν σε συμφωνία σχετικά με τη λήψη κοινής απόφασης σε διμερή βάση.

3.   Σε περίπτωση που μια σχετική αρμόδια αρχή δεν επιθυμεί να υποβάλει εισήγηση για την επικαιροποιημένη κοινή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 9, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντάσσει την επικαιροποιημένη κοινή απόφαση βάσει της πλέον πρόσφατης εισήγησης στο έγγραφο κοινής απόφασης, που λήφθηκε από τη σχετική αρμόδια αρχή.

Άρθρο 21

Ετήσια και έκτακτη επικαιροποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης

1.   Για την ετήσια επικαιροποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης ακολουθούνται τα στάδια σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, εφόσον κάθε στάδιο είναι σκόπιμο για την εφαρμογή του άρθρου 97 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Για οποιαδήποτε έκτακτη επικαιροποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 14.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 22

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουνίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)   ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΔΕΕΑ

Η έκθεση ΔΕΕΑ συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών (Πίνακας 1) και την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας (Πίνακας 2).

Image 2

Κείμενο της εικόνας

Image 3

Κείμενο της εικόνας

Image 4

Κείμενο της εικόνας

Image 5

Κείμενο της εικόνας

Image 6

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΔΕΕΑ

Πίνακας 1.

Περίληψη της βαθμολόγησης

Image 7

Κείμενο της εικόνας

Πίνακας 2.

Συνοπτική παρουσίαση της αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας

Image 8

Κείμενο της εικόνας

Image 9

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου περιλαμβάνει ως παραρτήματα όλες τις εκθέσεις ΔΕΕΑ που υποβάλλονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών (Πίνακας 1) και την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας (Πίνακας 2).

Image 10

Κείμενο της εικόνας

Image 11

Κείμενο της εικόνας

Image 12

Κείμενο της εικόνας

Image 13

Κείμενο της εικόνας

Image 14

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Πίνακας 1.

Περίληψη της βαθμολόγησης

Image 15

Κείμενο της εικόνας

Πίνακας 2.

Συνοπτική παρουσίαση της αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας

Image 16

Κείμενο της εικόνας

Image 17

Κείμενο της εικόνας

Image 18

Κείμενο της εικόνας

Image 19

Κείμενο της εικόνας

Image 20

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

Η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων ρευστότητας συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών (Πίνακας 1) και τη συνολική αξιολόγηση της ρευστότητας (Πίνακας 2).

Image 21

Κείμενο της εικόνας

Image 22

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

Πίνακας 1.

Περίληψη της βαθμολόγησης

Image 23

Κείμενο της εικόνας

Πίνακας 2.

Συνοπτική παρουσίαση της αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας

Image 24

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Η έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου περιλαμβάνει ως παραρτήματα όλες τις εκθέσεις αξιολόγησης του κινδύνου ρευστότητας που υποβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές. Η έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου συμπληρώνεται με περιλήψεις βαθμολογιών (Πίνακας 1) και την αξιολόγηση της επάρκειας ρευστότητας (Πίνακας 2).

Image 25

Κείμενο της εικόνας

Image 26

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙI

ΥΠΌΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΒΟΛΉΣ ΈΚΘΕΣΗΣ ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΎΝΩΝ ΡΕΥΣΤΌΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΟΜΊΛΟΥ

Πίνακας 1.

Περίληψη της βαθμολόγησης

Image 27

Κείμενο της εικόνας

Πίνακας 2.

Συνοπτική παρουσίαση της αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας

Image 28

Κείμενο της εικόνας

Image 29

Κείμενο της εικόνας

27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/60


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 711/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Ιουνίου 2014

σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95 όσον αφορά τον καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 183 στοιχείο β),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 510/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται σε ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 και (ΕΚ) αριθ. 614/2009 (2), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 6 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1484/95 της Επιτροπής (3) καθόρισε τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος συμπληρωματικών εισαγωγικών δασμών και τις αντιπροσωπευτικές τιμές στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης.

(2)

Από τον τακτικό έλεγχο των στοιχείων, στα οποία βασίζεται ο καθορισμός των αντιπροσωπευτικών τιμών για τα προϊόντα των τομέων του κρέατος πουλερικών και των αυγών καθώς και της αυγοαλβουμίνης, προκύπτει ότι πρέπει να τροποποιηθούν οι αντιπροσωπευτικές τιμές για τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις διακυμάνσεις των τιμών ανάλογα με την καταγωγή.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1484/95 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(4)

Λόγω της ανάγκης να διασφαλιστεί η εφαρμογή του εν λόγω μέτρου το ταχύτερο δυνατόν μετά τη διάθεση των επικαιροποιημένων στοιχείων, κρίνεται σκόπιμο ο παρών κανονισμός να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95 αντικαθίσταται από το κείμενο που παρατίθεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2014.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)   ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)   ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1484/95 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του συστήματος συμπληρωματικών δασμών κατά την εισαγωγή και με τον καθορισμό αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών και της αυγοαλβουμίνης καθώς και με την κατάργηση του κανονισμού αριθ. 163/67/ΕΟΚ (ΕΕ L 145 της 29.6.1995, σ. 47).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή των εμπορευμάτων

Αντιπροσωπευτική τιμή

(σε EUR/100 kg)

Εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 3

(σε EUR/100 kg)

Καταγωγή (1)

0207 12 10

Σφάγια από κοτόπουλα, που ονομάζονται «κοτόπουλα 70 %», κατεψυγμένα

122,4

0

AR

0207 12 90

Σφάγια από κοτόπουλα, που ονομάζονται «κοτόπουλα 65 %», κατεψυγμένα

134,3

147,4

0

0

AR

BR

0207 14 10

Τεμάχια χωρίς κόκαλα από πετεινούς ή κότες, κατεψυγμένα

294,3

220,5

315,7

254,6

2

24

0

14

AR

BR

CL

TH

0207 14 60

Μηροί από κοτόπουλα, κατεψυγμένοι

135,0

2

BR

0207 27 10

Τεμάχια χωρίς κόκαλα από γαλοπούλες, κατεψυγμένα

312,5

323,6

0

0

BR

CL

1602 32 11

Παρασκευάσματα άψητα από πετεινούς ή κότες

267,9

6

BR


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός “ZZ” αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».»


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/62


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 712/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Ιουνίου 2014

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ' εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2014.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)   ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)   ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

MK

67,9

TR

78,3

ZZ

73,1

0707 00 05

MK

27,7

TR

74,4

ZZ

51,1

0709 93 10

TR

106,4

ZZ

106,4

0805 50 10

AR

101,8

BO

130,6

TR

125,4

ZA

116,4

ZZ

118,6

0808 10 80

AR

110,6

BR

99,0

CL

112,0

NZ

135,4

US

147,4

ZA

128,8

ZZ

122,2

0809 10 00

TR

225,5

ZZ

225,5

0809 29 00

TR

336,8

ZZ

336,8


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/64


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2014

για τον διορισμό τριών τακτικών και τεσσάρων αναπληρωματικών μελών από την Ιταλία στην Επιτροπή των Περιφερειών

(2014/398/ΕΕ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 305,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της ιταλικής κυβέρνησης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 22 Δεκεμβρίου 2009 και στις 18 Ιανουαρίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε τις αποφάσεις 2009/1014/ΕΕ (1) και 2010/29/ΕΕ (2) για τον διορισμό των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών, για την περίοδο από 26 Ιανουαρίου 2010 έως 25 Ιανουαρίου 2015.

(2)

Τρεις θέσεις τακτικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών έμειναν κενές λόγω της λήξης της θητείας του κ. Luis DURNWALDER, του κ. Ugo CAPPELLACCI και του κ. Luciano CAVERI. Τέσσερις θέσεις αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών έμειναν κενές λόγω της λήξης της θητείας του κ. Vito DE FILIPPO, του κ. Roberto BOMBARDA, της κ. Federica SEGANTI και της κ. Alessia ROSOLEN,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Διορίζονται στην Επιτροπή των Περιφερειών για το εναπομένον διάστημα της θητείας, ήτοι έως τις 25 Ιανουαρίου 2015:

α)

ως τακτικά μέλη:

ο κ. KOMPATSCHER, Consigliere e Presidente della Provincia Autonoma di Bolzano

ο κ. CATTANEO, Consigliere della Regione Lombardia e Presidente del Consiglio regionale

ο κ. Augusto ROLLANDIN, Presidente della Regione Autonoma Valle d'Aosta

και

β)

ως αναπληρωματικά μέλη:

ο κ. Marcello Maurizio PITTELLA, Presidente della Regione Basilicata

ο κ. Ugo ROSSI, Presidente della Provincia Autonoma di Trento

ο κ. Francesco PERONI, Assessore della Regione Friuli Venezia Giulia

ο κ. Franco IACOP, Consigliere e Presidente del Consiglio della Regione Friuli Venezia Giulia.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

Λουξεμβούργο, 20 Ιουνίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Γ. Α. ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ


(1)   ΕΕ L 348 της 29.12.2009, σ. 22.

(2)   ΕΕ L 12 της 19.1.2010, σ. 11.


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/66


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 24ης Ιουνίου 2014

για τον καθορισμό της θέσης που θα ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γενικό Συμβούλιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου σχετικά με την προσχώρηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου

(2014/399/ΕΕ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 91, το άρθρο 100 παράγραφος 2 και το άρθρο 207 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 21 Νοεμβρίου 2004 η κυβέρνηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στη συμφωνία που υπογράφηκε στο Μαρακές για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), δυνάμει του άρθρου XII της εν λόγω συμφωνίας.

(2)

Στις 13 Δεκεμβρίου 2004 συγκροτήθηκε ομάδα εργασίας για την προσχώρηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας όσον αφορά όρους προσχώρησης που να είναι αποδεκτοί από την Ισλαμική Δημοκρατία του Αφγανιστάν και από όλα τα μέλη του ΠΟΕ.

(3)

Η Επιτροπή, εξ ονόματος της Ένωσης, διαπραγματεύτηκε μια πλήρη σειρά δεσμεύσεων για το άνοιγμα της αγοράς εκ μέρους της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν οι οποίες ικανοποιούν τις απαιτήσεις της Ένωσης.

(4)

Οι δεσμεύσεις αυτές ενσωματώνονται τώρα στο πρωτόκολλο προσχώρησης της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν στον ΠΟΕ («πρωτόκολλο προσχώρησης»).

(5)

Η προσχώρηση στον ΠΟΕ αναμένεται ότι θα συμβάλει θετικά και σταθερά στη διαδικασία οικονομικής μεταρρύθμισης και στη βιώσιμη ανάπτυξη της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν.

(6)

Επομένως, το πρωτόκολλο προσχώρησης θα πρέπει να εγκριθεί.

(7)

Το άρθρο XII της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ ορίζει ότι οι όροι προσχώρησης πρέπει να συμφωνηθούν μεταξύ του μέλους που προσχωρεί και του ΠΟΕ, και ότι η υπουργική διάσκεψη του ΠΟΕ εγκρίνει τους όρους προσχώρησης από πλευράς ΠΟΕ. Το άρθρο IV.2 της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ ορίζει ότι, στα ενδιάμεσα διαστήματα μεταξύ των συνόδων της υπουργικής διάσκεψης, τα καθήκοντά της εκτελούνται από το Γενικό Συμβούλιο.

(8)

Συνεπώς, είναι αναγκαίο να καθοριστεί η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης στο Γενικό Συμβούλιο του ΠΟΕ όσον αφορά την προσχώρηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν στον ΠΟΕ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γενικό Συμβούλιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όσον αφορά την προσχώρηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν στον ΠΟΕ είναι να εγκρίνει την εν λόγω προσχώρηση.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

Λουξεμβούργο, 24 Ιουνίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/68


ΑΠΟΦΑΣΗ 2014/400/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 26ης Ιουνίου 2014

για την παράταση της εντολής του ειδικού εντεταλμένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο (1)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 31 παράγραφος 2 και το άρθρο 33,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 25 Ιανουαρίου 2012 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/39/ΚΕΠΠΑ (2) για τον διορισμό του κ. Samuel ŽBOGAR ως ειδικού εντεταλμένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕΕΕ) στο Κοσσυφοπέδιο. Η εντολή του ΕΕΕΕ λήγει στις 30 Ιουνίου 2014.

(2)

Η εντολή του ΕΕΕΕ θα πρέπει να παραταθεί για ένα περαιτέρω χρονικό διάστημα οκτώ μηνών.

(3)

Ο ΕΕΕΕ θα εκτελέσει την εντολή του εν μέσω μιας κατάστασης η οποία ενδέχεται να επιδεινωθεί και η οποία θα μπορούσε να εμποδίσει την επίτευξη των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 21 της Συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ειδικός εντεταλμένος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η εντολή του κ. Samuel ŽBOGAR ως ειδικού εντεταλμένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕΕΕ) παρατείνεται έως τις 28 Φεβρουαρίου 2015. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει ότι η εντολή του ΕΕΕΕ θα τερματιστεί ενωρίτερα, βάσει αξιολόγησης της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ) και κατόπιν πρότασης της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (ΥΕ).

Άρθρο 2

Στόχοι πολιτικής

Η εντολή του ΕΕΕΕ βασίζεται στους στόχους της πολιτικής της Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο. Σε αυτούς περιλαμβάνεται η ανάληψη ηγετικού ρόλου στην προώθηση ενός σταθερού, βιώσιμου, ειρηνικού, δημοκρατικού και πολυεθνοτικού Κοσσυφοπεδίου, η ενίσχυση της σταθερότητας στην περιοχή καθώς και η συμβολή στην περιφερειακή συνεργασία και στις σχέσεις καλής γειτονίας στα Δυτικά Βαλκάνια, η προαγωγή ενός Κοσσυφοπεδίου προσηλωμένου στο κράτος δικαίου και στην προστασία των μειονοτήτων και της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς, και η υποστήριξη της προόδου του Κοσσυφοπεδίου προς την Ένωση σύμφωνα με την ευρωπαϊκή προοπτική για την περιοχή και όπως αναφέρεται στα σχετικά συμπεράσματα του Συμβουλίου.

Άρθρο 3

Εντολή

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πολιτικής, η εντολή του ΕΕΕΕ συνίσταται στα εξής:

α)

παροχή συμβουλών και υποστήριξης από την Ένωση στην πολιτική διαδικασία·

β)

προώθηση του γενικού πολιτικού συντονισμού της Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο·

γ)

ενίσχυση της παρουσίας της Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο και εξασφάλιση της συνεκτικότητας και της αποτελεσματικότητάς της·

δ)

παροχή τοπικής πολιτικής καθοδήγησης στον αρχηγό της αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο (EULEX KOSOVO), συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών πτυχών για θέματα που αφορούν εκτελεστικές αρμοδιότητες·

ε)

διασφάλιση της συνέπειας και της συνεκτικότητας της δράσης της Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο, μεταξύ άλλων καθοδηγώντας σε τοπικό επίπεδο τη μετάβαση στην EULEX·

στ)

υποστήριξη της προόδου του Κοσσυφοπεδίου προς την Ένωση, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή προοπτική για την περιοχή, μέσω στοχευμένης δημόσιας επικοινωνίας και ενωσιακών δραστηριοτήτων προβολής που έχουν σχεδιαστεί ώστε να εξασφαλίσουν ευρύτερη κατανόηση και υποστήριξη για σχετικά με την Ένωση θέματα από τους κατοίκους του Κοσσυφοπεδίου, καθώς και σχετικά με τις δραστηριότητες της EULEX·

ζ)

παρακολούθηση, βοήθεια και διευκόλυνση της προόδου όσον αφορά τις πολιτικές, οικονομικές και ευρωπαϊκές προτεραιότητες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες θεσμικές ικανότητες και ευθύνες·

η)

συμβολή στην ανάπτυξη και εδραίωση του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στο Κοσσυφοπέδιο, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις γυναίκες και τα παιδιά και την προστασία των μειονοτήτων, σύμφωνα με την πολιτική της Ένωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κατευθυντήριες γραμμές της Ένωσης σε θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων·

θ)

βοήθεια στην πραγματοποίηση του διαλόγου μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας τον οποίο διευκολύνει η Ένωση.

Άρθρο 4

Εκτέλεση της εντολής

1.   Ο ΕΕΕΕ είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση της εντολής και ενεργεί υπό την εξουσία της ΥΕ.

2.   Η ΕΠΑ διατηρεί προνομιούχο δεσμό με τον ΕΕΕΕ και είναι το κύριο σημείο επαφής του ΕΕΕΕ με το Συμβούλιο. Η ΕΠΑ παρέχει στον ΕΕΕΕ στρατηγική καθοδήγηση και πολιτική κατεύθυνση στο πλαίσιο της εντολής του, με την επιφύλαξη των εξουσιών της ΥΕ.

3.   Ο ΕΕΕΕ εργάζεται σε πλήρη συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) και τα αρμόδια τμήματά της.

Άρθρο 5

Χρηματοδότηση

1.   Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς που προορίζεται να καλύψει τις δαπάνες που απορρέουν από την εντολή του ΕΕΕΕ, για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουλίου 2014 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2015, ανέρχεται σε 1 450 000 EUR.

2.   Η διαχείριση των δαπανών γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους κανόνες που ισχύουν για τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Οι υπήκοοι των χωρών της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων δικαιούνται να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για συμβάσεις.

3.   Η διαχείριση των δαπανών αποτελεί αντικείμενο σύμβασης μεταξύ του ΕΕΕΕ και της Επιτροπής. Ο ΕΕΕΕ είναι υπόλογος στην Επιτροπή για όλες τις δαπάνες.

Άρθρο 6

Σύσταση και σύνθεση της ομάδας

1.   Ορίζεται ειδικό προσωπικό για να συνδράμει τον ΕΕΕΕ στην εκτέλεση της εντολής του και για να συμβάλει στη συνοχή, στην προβολή και στην αποτελεσματικότητα της συνολικής δράσης της Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο. Εντός των ορίων της εντολής του και των αντίστοιχων διαθέσιμων οικονομικών μέσων, ο ΕΕΕΕ είναι υπεύθυνος για τη σύσταση της ομάδας του. Η ομάδα περιλαμβάνει την εμπειρογνωμοσύνη σε ειδικά ζητήματα πολιτικής, όπως απαιτεί η εντολή. Ο ΕΕΕΕ ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή αμέσως για τη σύνθεση της ομάδας του.

2.   Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και η ΕΥΕΔ δύνανται να προτείνουν την απόσπαση προσωπικού στην υπηρεσία του ΕΕΕΕ. Οι αποδοχές του εν λόγω αποσπασμένου προσωπικού καλύπτονται από το κράτος μέλος, το σχετικό θεσμικό όργανο της Ένωσης ή την ΕΥΕΔ, αντίστοιχα. Οι εμπειρογνώμονες που αποσπώνται από τα κράτη μέλη στα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή στην ΕΥΕΔ μπορούν επίσης να τοποθετηθούν στην υπηρεσία του ΕΕΕΕ. Το διεθνές συμβασιούχο προσωπικό έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους.

3.   Όλο το αποσπασμένο προσωπικό τελεί υπό τη διοικητική εξουσία του αποστέλλοντος κράτους μέλους, του θεσμικού οργάνου της Ένωσης ή της ΕΥΕΔ και ασκεί τα καθήκοντά του και ενεργεί υπέρ των συμφερόντων της εντολής του ΕΕΕΕ.

Άρθρο 7

Προνόμια και ασυλίες του ΕΕΕΕ και του προσωπικού του

Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι λοιπές εγγυήσεις που απαιτούνται για την ολοκλήρωση και την ομαλή λειτουργία της αποστολής του ΕΕΕΕ και των μελών του προσωπικού του συμφωνούνται με τα μέρη υποδοχής, ανάλογα με την περίπτωση. Τα κράτη μέλη και η ΕΥΕΔ παρέχουν την απαιτούμενη υποστήριξη για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 8

Ασφάλεια των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ

1.   Ο ΕΕΕΕ και τα μέλη της ομάδας του τηρούν τις αρχές ασφαλείας και τις στοιχειώδεις προδιαγραφές που θεσπίστηκαν με την απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου (3).

2.   Η ΥΕ εξουσιοδοτείται να κοινολογεί στο ΝΑΤΟ/στην KFOR πληροφορίες και έγγραφα της ΕΕ που φέρουν διαβάθμιση έως «CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL» και έχουν παραχθεί για τους σκοπούς της δράσης, σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ.

3.   Η ΥΕ εξουσιοδοτείται να κοινολογεί στα Ηνωμένα Έθνη (ΗΕ) και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), σύμφωνα με τις επιχειρησιακές ανάγκες του ΕΕΕΕ, διαβαθμισμένες πληροφορίες και έγγραφα της ΕΕ ως τον βαθμό «RESTREINT UE/EU RESTRICTED» που έχουν παραχθεί για τους σκοπούς της δράσης, σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ. Για τον σκοπό αυτό εκπονούνται τοπικές ρυθμίσεις.

4.   Η ΥΕ εξουσιοδοτείται να κοινολογεί σε τρίτα μέρη που συνδέονται με την παρούσα απόφαση μη διαβαθμισμένα έγγραφα της ΕΕ που αφορούν τις συζητήσεις του Συμβουλίου σχετικά με τη δράση, τα οποία καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου (4).

Άρθρο 9

Πρόσβαση στις πληροφορίες και στην υλικοτεχνική στήριξη

1.   Τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου εξασφαλίζουν ότι παρέχεται πρόσβαση στον ΕΕΕΕ σε κάθε σχετική πληροφορία.

2.   Η αντιπροσωπία της Ένωσης και/ή τα κράτη μέλη παρέχουν, κατά περίπτωση, υλικοτεχνική υποστήριξη στην περιοχή.

Άρθρο 10

Ασφάλεια

Σύμφωνα με την πολιτική της Ένωσης σχετικά με την ασφάλεια του προσωπικού που αναπτύσσεται εκτός της Ένωσης και εκτελεί επιχειρησιακά καθήκοντα δυνάμει του τίτλου V της Συνθήκης, ο ΕΕΕΕ λαμβάνει κάθε ευλόγως εφαρμόσιμο μέτρο, σε συμφωνία με την εντολή του και ανάλογα με την κατάσταση της ασφάλειας στην περιοχή ευθύνης του, για την ασφάλεια του συνόλου του προσωπικού υπό την άμεση εξουσία του, κυρίως δε:

α)

καταρτίζει ειδικό σχέδιο ασφάλειας, με βάση καθοδήγηση της ΕΥΕΔ, το οποίο περιλαμβάνει ειδικά υλικά, οργανωτικά και διαδικαστικά μέτρα ασφάλειας, που διέπουν τη διαχείριση της ασφάλειας κινήσεων του προσωπικού προς την περιοχή ευθύνης του και εντός αυτής, καθώς και τη διαχείριση συμβάντων που αφορούν την ασφάλεια, καθώς και σχέδιο έκτακτης ανάγκης και σχέδιο εκκένωσης της αποστολής·

β)

εξασφαλίζει ότι όλο το προσωπικό που αναπτύσσεται εκτός της Ένωσης διαθέτει ασφαλιστική κάλυψη έναντι υψηλού κινδύνου, όπως απαιτείται λόγω των συνθηκών στην περιοχή ευθύνης του·

γ)

μεριμνά ώστε όλα τα μέλη της ομάδας του ΕΕΕΕ που αναπτύσσονται εκτός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού που προσλαμβάνεται επιτόπου, να έχουν λάβει την κατάλληλη κατάρτιση όσον αφορά την ασφάλεια πριν ή μόλις φτάσουν στην περιοχή ευθύνης του, με βάση τις διαβαθμίσεις κινδύνου που έχουν ορισθεί για την εν λόγω περιοχή·

δ)

μεριμνά για την εφαρμογή όλων των εγκεκριμένων συστάσεων που διατυπώνονται στα πλαίσια των τακτικών αξιολογήσεων ασφαλείας και υποβάλλει γραπτές εκθέσεις για την εφαρμογή τους και για άλλα ζητήματα ασφαλείας στο πλαίσιο των ενδιάμεσων εκθέσεων προόδου και των εκθέσεων σχετικά με την εκτέλεση της εντολής, στην ΥΕ, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Άρθρο 11

Υποβολή εκθέσεων

Ο ΕΕΕΕ υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στην ΥΕ και στην ΕΠΑ. Ο ΕΕΕΕ υποβάλλει επίσης εκθέσεις, αν χρειασθεί, στις ομάδες εργασίας του Συμβουλίου. Οι τακτικές εκθέσεις διανέμονται μέσω του δικτύου COREU. Ο ΕΕΕΕ μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 36 της Συνθήκης, ο ΕΕΕΕ μπορεί να συμμετέχει στη συνοπτική ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 12

Συντονισμός

1.   Ο ΕΕΕΕ συμβάλει στην ενότητα, τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα της δράσης της Ένωσης και επιδιώκει να εξασφαλίσει ότι όλα τα μέσα της Ένωσης και οι δράσεις των κρατών μελών αναλαμβάνονται με συνέπεια για την επίτευξη των στόχων πολιτικής της Ένωσης. Οι δραστηριότητες του ΕΕΕΕ συντονίζονται με τις δραστηριότητες της Επιτροπής, καθώς και, αν χρειαστεί, με τις δραστηριότητες άλλων ΕΕΕΕ που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Ο ΕΕΕΕ ενημερώνει τακτικά τις αποστολές των κρατών μελών και τις αντιπροσωπίες της Ένωσης.

2.   Επιτόπου, διατηρείται στενή επαφή με τους αρχηγούς των αντιπροσωπειών της Ένωσης στην περιοχή και τους αρχηγούς αποστολής των κρατών μελών. Καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επικουρούν τον ΕΕΕΕ κατά την εκτέλεση της εντολής. Ο ΕΕΕΕ παρέχει τοπική πολιτική καθοδήγηση στον αρχηγό της αποστολής της EULEX KOSOVO, μεταξύ άλλων και στις πολιτικές πτυχές θεμάτων που αφορούν εκτελεστικές αρμοδιότητες. Ο ΕΕΕΕ και ο διοικητής μη στρατιωτικών επιχειρήσεων διαβουλεύονται μεταξύ τους, ανάλογα με την περίπτωση.

3.   Ο ΕΕΕΕ διατηρεί επίσης επαφή επιτοπίως με σχετικούς τοπικούς οργανισμούς και άλλους διεθνείς και περιφερειακούς παράγοντες.

4.   Ο ΕΕΕΕ, μαζί με άλλους ενωσιακούς παράγοντες παρόντες στην περιοχή, εξασφαλίζει τη διάδοση και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ενωσιακών παραγόντων στο θέατρο των επιχειρήσεων, προκειμένου να επιτυγχάνεται υψηλός βαθμός κοινής αντίληψης και εκτίμησης της κατάστασης.

Άρθρο 13

Συνδρομή σε σχέση με αξιώσεις

Ο ΕΕΕΕ και το προσωπικό του παρέχουν συνδρομή με τη χορήγηση στοιχείων για να ανταποκριθούν σε τυχόν αξιώσεις και υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εντολές των προηγουμένων ΕΕΕΕ στο Κοσσυφοπέδιο, και χορηγούν διοικητική συνδρομή και πρόσβαση στους σχετικούς φακέλους για τους σκοπούς αυτούς.

Άρθρο 14

Επανεξέταση

Η υλοποίηση της παρούσας απόφασης και η συνοχή της με άλλες συμβολές της Ένωσης στην περιοχή υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση. Ο ΕΕΕΕ υποβάλλει στην ΥΕ, το Συμβούλιο και την Επιτροπή συγκεφαλαιωτική έκθεση για την εκτέλεση της εντολής του μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου 2014.

Άρθρο 15

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία της έκδοσής της.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2014.

Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ


(1)  Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την απόφαση 1244/99 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου.

(2)   ΕΕ L 23 της 26.1.2012, σ. 5.

(3)  Απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 274, 15.10.2013, σ. 1).

(4)  Απόφαση 2009/937/ΕΕ, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για την έγκριση του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΕ L 325 της 11.12.2009, σ. 35).


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/73


ΑΠΟΦΑΣΗ 2014/401/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 26ης Ιουνίου 2014

σχετικά με το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση της κοινής δράσης 2001/555/ΚΕΠΠΑ για τη σύσταση Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 28 και το άρθρο 31 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 20 Ιουλίου 2001, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή δράση 2001/555/ΚΕΠΠΑ (1) για την ίδρυση Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (SATCEN). Στις 23 Μαΐου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/297/ΚΕΠΠΑ (2).

(2)

Η λειτουργία του SATCEN, ως ευρωπαϊκή αυτόνομη ικανότητα παροχής προϊόντων και υπηρεσιών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των σχετικών διαστημικών πόρων και συναφών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων αεροφωτογραφιών και συναφών υπηρεσιών, έχει ουσιαστική σημασία για την ενίσχυση των λειτουργιών έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης κρίσεων στη συνάρτηση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), ιδίως της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (KΠΑΑ).

(3)

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, σύμφωνα με τον άρθρο 22 της κοινής δράσης 2001/555/ΚΕΠΠΑ, η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (ΥΕ) υπέβαλε έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία του ΔΚΕΕ.

(4)

Στις 27 Νοεμβρίου 2012, η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ) έλαβε γνώση της έκθεσης αυτής και συνέστησε στο Συμβούλιο να τροποποιήσει την κοινή δράση 2001/555/ΚΕΠΠΑ ανάλογα.

(5)

Είναι σκόπιμο, για λόγους νομικής σαφήνειας, να ενοποιηθούν οι προηγούμενες τροποποιήσεις και οι επιπλέον προτεινόμενες αλλαγές σε μια ενιαία απόφαση και να καταργηθεί η κοινή δράση 2001/555/ΚΕΠΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 23 για τις μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ).

(6)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου (αριθ. 22) σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Δανία δεν συμμετέχει στην εκπόνηση και στην εφαρμογή αποφάσεων και δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν συνέπειες στον τομέα της άμυνας. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν αποκλείει τη συμμετοχή της Δανίας στις μη στρατιωτικές δραστηριότητες του SATCEN, βάσει της δεδηλωμένης βούλησης της Δανίας να συμβάλει στην κάλυψη των δαπανών του SATCEN που δεν έχουν συνέπειες στον τομέα της άμυνας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Συνέχεια και έδρα

1.   Το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ιδρύθηκε με την κοινή δράση 2001/555/ΚΕΠΠΑ (”SATCEN”), συνεχίζει και αναπτύσσει την αποστολή του σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

2.   Η παρούσα απόφαση δεν επηρεάζει τα ισχύοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις και τους κανόνες που θεσπίσθηκαν στο πλαίσιο της κοινής δράσης 2001/555/ΚΕΠΠΑ. Ειδικότερα, δεν επηρεάζει το κύρος των υφισταμένων συμβάσεων απασχόλησης και των εξ αυτών απορρεόντων δικαιωμάτων.

3.   Το SATCEN έχει την έδρα του στο Torrejón de Ardoz της Ισπανίας.

Άρθρο 2

Αποστολή και δραστηριότητες

1.   Το SATCEN υποστηρίζει τη λήψη αποφάσεων και τις δράσεις της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, ιδίως της ΚΠΑΑ, συμπεριλαμβανομένων των αποστολών και επιχειρήσεων διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχοντας, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου ή της ΥΕ, υλικό και υπηρεσίες που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των σχετικών διαστημικών πόρων και συναφών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων αεροφωτογραφιών και συναφών υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 3.

2.   Στο πλαίσιο της αποστολής του SATCEN, η ΥΕ, κατόπιν αιτήματος και εφόσον το επιτρέπουν οι δυνατότητες του SATCEN και με την επιφύλαξη των βασικών αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στην παράγραφο 1, δίνει σχετικές εντολές στο SATCEN ώστε να παρέχει υλικό ή υπηρεσίες σε:

i)

κράτος μέλος, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), την Επιτροπή ή λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης με τους οποίους συνεργάζεται το SATCEN σύμφωνα με το άρθρο 18,

ii)

τρίτα κράτη που έχουν αποδεχθεί τις διατάξεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα για τη σύνδεση με τις δραστηριότητες του SATCEN,

iii)

εάν το αίτημα άπτεται του τομέα της ΚΕΠΠΑ, ιδίως της ΚΠΑΑ, σε διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη, ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη και η Οργάνωση της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ).

3.   Το SATCEN δύναται επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 18 και με την επιφύλαξη των βασικών αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στην παράγραφο 1, να συνεργάζεται με την Επιτροπή και με λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή κράτη μέλη, με στόχο την μεγιστοποίηση των συνεργειών και της συμπληρωματικότητας με άλλες δραστηριότητες της Ένωσης που άπτονται του SATCEN και εφόσον οι δραστηριότητες του SATCEN είναι συναφείς με τις δραστηριότητες της Ένωσης, ιδίως στον τομέα του διαστήματος και της ασφάλειας.

4.   Για να διευκολυνθεί η οργάνωση των δραστηριοτήτων στις Βρυξέλλες, το SATCEN διατηρεί Γραφείο Συνδέσμου στις Βρυξέλλες.

5.   Κατόπιν της διάλυσης της ΔΕΕ, το SATCEN εκτελεί τα διοικητικά καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 23. Η μονάδα που είναι υπεύθυνη για τη συνέχιση των εν λόγω υπολειπόμενων διοικητικών καθηκόντων έχει έδρα στις Βρυξέλλες.

Άρθρο 3

Πολιτική εποπτεία και επιχειρησιακή διεύθυνση

1.   Η ΕΠΑ ασκεί, υπό την ευθύνη του Συμβουλίου, πολιτική εποπτεία στις δραστηριότητες του SATCEN και καθοδηγεί πολιτικά τις προτεραιότητες του SATCEN.

2.   Η ΥΕ σύμφωνα με τις αρμοδιότητες της ΥΕ για την ΚΕΠΠΑ, και ιδίως την ΚΠΑΑ, δίνει επιχειρησιακές εντολές στο SATCEN, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού συμβουλίου και του διευθυντή του SATCEN, αντιστοίχως, όπως εκτίθενται στην παρούσα απόφαση. Ειδικότερα, βάσει της καθοδήγησης της παραγράφου 1, και λαμβάνοντας υπόψη τους διαθέσιμους πόρους, η ΥΕ θέτει προτεραιότητες μεταξύ των αιτημάτων που απευθύνονται στο SATCEN, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές επιμέρους έργων που αποτελούν αντικείμενο τακτικής επανεξέτασης από το διοικητικό συμβούλιο.

3.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ΥΕ, όπως αυτά εκτίθενται στο παρόν άρθρο, η ΥΕ υποβάλλει έκθεση, ανάλογα με την περίπτωση και τουλάχιστον ανά εξάμηνο, στο Συμβούλιο μεταξύ άλλων, για την εκτίμηση του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με την εκ μέρους του SATCEN εκτέλεση της πολιτικής καθοδήγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και των επιχειρησιακών εντολών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 4

Προϊόντα και υπηρεσίες του SATCEN

1.   Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγει το SATCEN, ανταποκρινόμενο στα αιτήματα που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 και το άρθρο 2 παράγραφος 2 σημεία ii) και iii), διατίθενται στα κράτη μέλη, την ΕΥΕΔ, την Επιτροπή και τα λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης με τα οποία συνεργάζεται το SATCEN σύμφωνα με το άρθρο 18, καθώς και το αιτούν μέρος, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί ασφαλείας. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες αυτές διατίθενται στα τρίτα κράτη που έχουν αποδεχθεί τις διατάξεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα και σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που ορίζονται στις διατάξεις αυτές.

2.   Για λόγους διαφάνειας, η ΥΕ διαθέτει αμελλητί όλα τα αιτήματα που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 2, στα κράτη μέλη, την ΕΥΕΔ και την Επιτροπή και τα λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης με τα οποία συνεργάζεται το SATCEN σύμφωνα με το άρθρο 18, και στα τρίτα κράτη που έχουν αποδεχθεί τις διατάξεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που ορίζονται στις διατάξεις αυτές.

3.   Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες του SATCEN που προκύπτουν από τα αιτήματα που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο i), διατίθενται στα κράτη μέλη, την ΕΥΕΔ, την Επιτροπή και τα λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης με τα οποία συνεργάζεται το SATCEN σύμφωνα με το άρθρο 18 ή/και στα τρίτα κράτη που έχουν αποδεχθεί τις διατάξεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα, κατόπιν αποφάσεως του αιτούντος μέρους.

4.   Η ΕΠΑ μπορεί να αναθέσει στην ΥΕ να διαθέτει τα προϊόντα του SATCEN που προκύπτουν από τα αιτήματα που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2, σε κάθε ορισθέν τρίτο κράτος ή οργανισμό ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 5

Νομική προσωπικότητα

Το SATCEN διαθέτει τη νομική προσωπικότητα που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του και την επίτευξη των στόχων του. Το SATCEN μπορεί ιδίως να συνάπτει συμβάσεις, να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου. Το SATCEN δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να παράσχουν στο SATCEN τη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται στα νομικά πρόσωπα από το εθνικό τους δίκαιο, όπως είναι απαραίτητο.

Άρθρο 6

Διοικητικό συμβούλιο

1.   Το SATCEN έχει διοικητικό συμβούλιο που εγκρίνει το ετήσιο και το μακροπρόθεσμο πρόγραμμα εργασιών του και τον ανάλογο προϋπολογισμό. Το διοικητικό συμβούλιο αποτελεί τον χώρο για τη συζήτηση θεμάτων που σχετίζονται με τη λειτουργία, το προσωπικό και τον εξοπλισμό του SATCEN. Το διοικητικό συμβούλιο αξιολογεί τακτικά την εκτέλεση από το SATCEN της πολιτικής καθοδήγησης και των επιχειρησιακών εντολών που αναφέρονται στο άρθρο 3. Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει όλες τις σχετικές αποφάσεις σχετικά με την εκπλήρωση της αποστολής του SATCEN, συμπεριλαμβανομένων προτάσεων για δραστηριότητες σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19 και 20, με την προϋπόθεση ότι η παρούσα απόφαση δεν τις επιφυλάσσει για το Συμβούλιο ή τον διευθυντή του SATCEN.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο προεδρεύεται από την ΥΕ ή από τον/την εκπρόσωπο του ΥΕ. Η ΥΕ υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για τις εργασίες του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν εκπρόσωπο διοριζόμενο από κάθε κράτος μέλος και έναν εκπρόσωπο διοριζόμενο από την Επιτροπή. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να εκπροσωπείται ή να συνοδεύεται από αναπληρωτή. Οι επιστολές διορισμού, δεόντως επικυρωμένες από το κράτος μέλος ή την Επιτροπή, ανάλογα με την περίπτωση, διαβιβάζονται στην ΥΕ.

4.   Ο διευθυντής του SATCEN, ή ο εκπρόσωπος του διευθυντή, παρίστανται, κατά κανόνα, στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος της στρατιωτικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο γενικός διευθυντής του στρατιωτικού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο αρχηγός των πολιτικών (μη στρατιωτικών) επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύνανται να παρίστανται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου. Στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ενδέχεται επίσης να καλούνται εκπρόσωποι των σχετικών λοιπών οργάνων της Ένωσης.

5.   Εκτός αν άλλως προβλέπεται στην παρούσα απόφαση, οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με ψηφοφορία των εκπροσώπων των κρατών μελών με ειδική πλειοψηφία· οι ψήφοι σταθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 4 και 5 της ΣΕΕ. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει τη σύσταση ειδικών ομάδων εργασίας ή μόνιμων επιτροπών με την ίδια σύνθεση, όπως το διοικητικό συμβούλιο, οι οποίες ασχολούνται με συγκεκριμένα θέματα ή αντικείμενα στο πλαίσιο της γενικής του αρμοδιότητας και ενεργούν υπό την εποπτεία του. Στην απόφαση για τη σύσταση των ομάδων εργασίας ή επιτροπών, καθορίζονται η εντολή τους, η σύνθεσή τους και η διάρκειά τους.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλείται από τον πρόεδρο τουλάχιστον δύο φορές ετησίως και επίσης κατόπιν αιτήματος, του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του.

Άρθρο 7

Διευθυντής

1.   Το διοικητικό συμβούλιο επιλέγει και διορίζει τον διευθυντή του SATCEN, μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών κατόπιν σύστασης ειδικής συμβουλευτικής ομάδας. Ο διευθυντής διορίζεται για τρία έτη, με δυνατότητα παράτασης της θητείας του για δύο επιπλέον έτη.

2.   Λαμβάνοντας υπόψη την τεχνική και επιχειρησιακή φύση της αποστολής του SATCEN, οι υποψήφιοι για τη θέση του διευθυντή θα πρέπει να είναι πρόσωπα με επί μακρόν αναγνωρισμένη ειδική γνώση και εμπειρία στον τομέα της γεωδιαστημικής πληροφόρησης και απεικόνισης ή στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων και της πολιτικής ασφάλειας. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τις υποψηφιότητες στο διοικητικό συμβούλιο. Η ειδική συμβουλευτική ομάδα, που αποτελείται από την ΥΕ (ή τον/την εκπρόσωπό της), που προεδρεύει της ειδικής ομάδας, τρεις εκπροσώπους των κρατών μελών από τις τρεις Προεδρίες, και έναν εκπρόσωπο της ΕΥΕΔ, συστήνουν τουλάχιστον τρεις υποψηφίους στο διοικητικό συμβούλιο προς επιλογή και διορισμό του διευθυντή.

3.   Ο διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του SATCEN.

4.   Ο διευθυντής είναι αρμόδιος για την πρόσληψη όλου του λοιπού προσωπικού του SATCEN.

5.   Ο διευθυντής διορίζει τον αναπληρωτή διευθυντή του SATCEN με την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου. Ο αναπληρωτής διευθυντής διορίζεται για τρία έτη, με ενδεχόμενη παράταση της τριετούς θητείας άπαξ με την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου.

6.   Ο διευθυντής εξασφαλίζει την εκτέλεση των καθηκόντων του SATCEN όπως ορίζεται στο άρθρο 2. Ο διευθυντής μεριμνά ώστε να διατηρείται υψηλός βαθμός εμπειρογνωμοσύνης και επαγγελματισμού στο SATCEN, καθώς και να διασφαλίζεται αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του SATCEN. Ο διευθυντής λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα προς το σκοπό αυτόν μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης του προσωπικού και της εκτέλεσης σχεδίων έρευνας και ανάπτυξης προς υποστήριξη των καθηκόντων του.

Ο διευθυντής είναι επίσης υπεύθυνος για τα καθήκοντα που του/της ανατίθενται στην παρούσα απόφαση, ήτοι:

α)

την προετοιμασία των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου, ιδίως την εκπόνηση του σχεδίου ετήσιου προγράμματος εργασιών του SATCEN,

β)

την καθημερινή διοίκηση του SATCEN,

γ)

την εκπόνηση της κατάστασης εσόδων και δαπανών και την εκτέλεση του προϋπολογισμού του SATCEN,

δ)

τα θέματα ασφαλείας,

ε)

όλα τα θέματα προσωπικού,

στ)

την ενημέρωση της ΕΠΑ, σχετικά με το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών,

ζ)

τη σύναψη σχέσεων εργασίας και συνεργασίας με την Επιτροπή και τα λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 18,

η)

τη σύναψη σχέσεων εργασίας και συνεργασίας με ιδρύματα των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 19,

θ)

τη σύναψη σχέσεων εργασίας και συνεργασίας με τρίτες χώρες, οργανισμούς ή οντότητες, σύμφωνα με το άρθρο 20,

ι)

τη διαπραγμάτευση διοικητικών ρυθμίσεων σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 18 και 20.

7.   Στο πλαίσιο του προγράμματος εργασιών και του προϋπολογισμού του SATCEN, ο διευθυντής εξουσιοδοτείται να συνάπτει συμβάσεις, να προσλαμβάνει προσωπικό που έχει εγκριθεί στο πλαίσιο του προϋπολογισμού και να αναλαμβάνει τις δαπάνες που απαιτούνται για τη λειτουργία του SATCEN.

8.   Ο διευθυντής καταρτίζει ετήσια έκθεση πεπραγμένων του SATCEN μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους. Η ετήσια έκθεση υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο και μέσω της ΥΕ, στο Συμβούλιο, το οποίο διαβιβάζει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή.

9.   Ο διευθυντής είναι υπόλογος έναντι του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 8

Προσωπικό

1.   Το προσωπικό του SATCEN, συμπεριλαμβανομένου του διευθυντή, αποτελείται από συμβασιούχους υπαλλήλους επιλεγόμενους, με την ευρύτερη δυνατή βάση, μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών και αποσπασμένων εμπειρογνωμόνων.

2.   Το συμβασιούχο προσωπικό διορίζεται από τον διευθυντή βάσει προσόντων και μέσω δίκαιων και διαφανών διαδικασιών διαγωνισμού.

3.   Η ανάγκη για την απόσπαση προσωπικού στο SATCEN καθορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με το διευθυντή του SATCEN. Σε συμφωνία με τον διευθυντή, εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη καθώς και υπάλληλοι της ΕΥΕΣ, των θεσμικών οργάνων, λοιπών οργάνων ή υπηρεσιών της Ένωσης δύνανται να αποσπώνται στο SATCEN για συμφωνημένο χρονικό διάστημα, σε θέσεις εντός της οργανωτικής δομής του SATCEN και/ή για συγκεκριμένα καθήκοντα και σχέδια.

4.   Μέλη του συμβασιούχου προσωπικού δύνανται να αποσπώνται για ορισμένο χρονικό διάστημα σε θέσεις εκτός του SATCEN, σύμφωνα με τους κανόνες που αφορούν το προσωπικό του SATCEN.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, κατόπιν πρότασης του διευθυντή, τους κανόνες που αφορούν το προσωπικό του SATCEN, οι οποίοι θεσπίζονται από το Συμβούλιο.

6.   Οι διατάξεις σχετικά με τους αποσπασμένους εμπειρογνώμονες θεσπίζονται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν πρότασης του διευθυντή.

Άρθρο 9

Πρόγραμμα εργασιών

1.   Έως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, ο διευθυντής καθορίζει, σχέδιο ετήσιου προγράμματος εργασιών για το επόμενο έτος, συνοδευόμενο από σχέδιο μακροπρόθεσμου προγράμματος εργασιών το οποίο περιλαμβάνει ενδεικτικές προοπτικές για δύο ακόμη έτη, και τα υποβάλλει για έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το ετήσιο και το μακροπρόθεσμο πρόγραμμα εργασιών.

Άρθρο 10

Προϋπολογισμός

1.   Για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες του SATCEN, καταρτίζονται προβλέψεις για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος. Εγγράφονται στον προϋπολογισμό του SATCEN, ο οποίος περιλαμβάνει πίνακα προσωπικού.

2.   Ο προϋπολογισμός πρέπει να περιέχει ισολογισμό εσόδων και εξόδων του SATCEN.

3.   Τα έσοδα του SATCEN συνίστανται από συνεισφορές των κρατών μελών πλην της Δανίας, βάσει της κλείδας του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, πληρωμές που πραγματοποιούνται ως αμοιβή παρεχόμενων υπηρεσιών και διάφορα έσοδα.

4.   Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 και όσα αφορούν αποστολές και επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων επιβαρύνονται με τέλη κάλυψης κόστους σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές των δημοσιονομικών κανόνων του SATCEN κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 12, πλην των κρατών μελών και της ΕΥΕΔ.

5.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τρίτο μέρος ενδέχεται να απαλλάσσεται από τα τέλη κάλυψης κόστους, με απόφαση της ΕΠΑ.

6.   Στο πλαίσιο των διακανονισμών που είναι δυνατόν να επιτρέπονται σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19 ή 20, το SATCEN μπορεί να εισπράττει στον προϋπολογισμό του ως έσοδα ειδικού προορισμού και σκοπού χρηματοδοτικές συνεισφορές από:

α)

τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης κατά περίπτωση, με απόλυτη τήρηση των εφαρμοστέων κανόνων, διαδικασιών και διεργασιών λήψης αποφάσεων·

β)

κράτη μέλη, τρίτα κράτη ή άλλα τρίτα μέρη.

7.   Τα έσοδα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον ειδικό προορισμό για τον οποίο προορίζονται.

Άρθρο 11

Δημοσιονομική διαδικασία

1.   Έως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, ο διευθυντής υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο ετήσιο σχέδιο προϋπολογισμού του SATCEN το οποίο καλύπτει τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες λειτουργίας και τα αναμενόμενα έσοδα του επόμενου οικονομικού έτους, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων με ειδικό προορισμό, καθώς και μακροπρόθεσμες ενδεικτικές εκτιμήσεις για τις δαπάνες και τα έσοδα ενόψει του σχεδίου μακροπρόθεσμου προγράμματος εργασιών.

2.   Έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό του SATCEN με ομοφωνία των εκπροσώπων των κρατών μελών.

3.   Σε περίπτωση αναπόφευκτων, εξαιρετικών ή απρόβλεπτων περιστάσεων, ο διευθυντής μπορεί να προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού. Το διοικητικό συμβούλιο, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, εγκρίνει τον διορθωτικό προϋπολογισμού με ομοφωνία των εκπροσώπων των κρατών μελών.

4.   Ο έλεγχος των αναλήψεων υποχρεώσεων και των πληρωμών όλων των δαπανών και η καταγραφή και η είσπραξη όλων των εσόδων, διενεργούνται από ανεξάρτητο δημοσιονομικό ελεγκτή που διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο.

5.   Μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, ο διευθυντής υποβάλλει στο Συμβούλιο, και στο διοικητικό συμβούλιο, τους λεπτομερείς λογαριασμούς όλων των εσόδων και δαπανών του προηγούμενου οικονομικού έτους καθώς και την έκθεση των πεπραγμένων του SATCEN.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο απαλλάσσει τον διευθυντή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του SATCEN.

Άρθρο 12

Δημοσιονομικοί κανόνες

Με την έγκριση του Συμβουλίου και βάσει προτάσεως του διευθυντή, το διοικητικό συμβούλιο καταρτίζει λεπτομερείς δημοσιονομικούς κανόνες, στους οποίους ορίζεται ιδίως η διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται για την κατάρτιση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού του SATCEN.

Άρθρο 13

Προνόμια και ασυλίες

1.   Τα προνόμια και οι ασυλίες του διευθυντή και του προσωπικού του SATCEN προβλέπονται στην απόφαση των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνερχομένων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες που παραχωρούνται στο Ινστιτούτο Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Ασφάλειας και στο Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα όργανα τους και στο προσωπικό τους. Εκκρεμούσης της έναρξης ισχύος της εν λόγω απόφασης, το κράτος υποδοχής δύναται να παραχωρεί στον διευθυντή και στο προσωπικό του SATCEN τα προνόμια και τις ασυλίες που προβλέπονται στην εν λόγω απόφαση.

2.   Τα προνόμια και οι ασυλίες του SATCEN είναι αυτά που προβλέπονται στο πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ.

Άρθρο 14

Νομική ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη του SATCEN διέπεται από το δίκαιο που διέπει την οικεία σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικαιοδοσία δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει το SATCEN.

3.   Η προσωπική ευθύνη του προσωπικού έναντι του SATCEN διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο προσωπικό του SATCEN.

Άρθρο 15

Προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ

1.   Το SATCEN εφαρμόζει την απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου (3).

2.   Στις σχέσεις τους με το SATCEN και αναφορικά με τα προϊόντα του και τις υπηρεσίες του, τα τρίτα κράτη που έχουν συμφωνήσει με τις διατάξεις του παραρτήματος σχετικά με τη σχέση με τις δραστηριότητες του SATCEN, επιβεβαιώνουν, κατόπιν ανταλλαγής επιστολών με το SATCEN, ότι εφαρμόζουν τους κανόνες ασφάλειας και τις ελάχιστες προδιαγραφές που καθορίζονται από την απόφαση 2013/488/ΕΕ, καθώς και τους κανόνες ασφάλειας και τις ελάχιστες προδιαγραφές που καθορίζονται από ενδεχόμενους προμηθευτές διαβαθμισμένων πληροφοριών.

Άρθρο 16

Πρόσβαση στα έγγραφα

Μετά από πρόταση του διευθυντή, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει κανόνες για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του SATCEN, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές και τα όρια που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

Άρθρο 17

Η θέση της Δανίας

1.   Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου από τη Δανία, λαμβάνει μέρος στις εργασίες του διοικητικού συμβουλίου, τηρουμένου πλήρως του άρθρου 5 του πρωτοκόλλου (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ.

Η Δανία μπορεί να απευθύνει αιτήματα μη έχοντα συνέπειες στην άμυνα στην ΥΕ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο i) της παρούσας απόφασης.

2.   Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προκύπτουν από την αποστολή του SATCEN δυνάμει του άρθρου 2, διατίθενται στη Δανία υπό τους ίδιους όρους όπως για τα άλλα κράτη μέλη, εκτός από τα αιτήματα που έχουν συνέπειες στην άμυνα, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2, και των προϊόντων που προκύπτουν από αυτά.

3.   Η Δανία έχει το δικαίωμα να αποσπά προσωπικό στο SATCEN σύμφωνα με το άρθρο 8.

Άρθρο 18

Συνεργασία σχετικά με άλλες ενωσιακές δραστηριότητες

1.   Το SATCEN δύναται να συνάπτει σχέσεις εργασίας και να συνεργάζεται με την Επιτροπή και τα λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, με στόχο την μεγιστοποίηση των συνεργειών και της συμπληρωματικότητας με άλλες δραστηριότητες της Ένωσης που άπτονται της αποστολής του SATCEN και εφόσον οι δραστηριότητες του SATCEN είναι συναφείς με τις δραστηριότητες της Ένωσης, ιδίως στον τομέα του διαστήματος και της ασφάλειας.

2.   Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας και κατόπιν έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο, το SATCEN μπορεί, μεταξύ άλλων, να συνεργάζεται, να ανταλλάσσει ειδικευμένων γνώσεις και συμβουλές, να συμβάλλει σε συναφή ενωσιακά προγράμματα και σχέδια, να λαμβάνει συμβολές από συναφή ενωσιακά προγράμματα και σχέδια, και να διαθέτει τα προϊόντα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο i).

3.   Για την προώθηση της συνεργασίας αυτής, το SATCEN μπορεί να συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με την Επιτροπή, σχετικά λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή κράτη μέλη. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει να εξουσιοδοτήσει τον διευθυντή να διαπραγματευθεί τέτοιες διοικητικές ρυθμίσεις και απευθύνει σχετικές οδηγίες προς τον διευθυντή. Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε διαβούλευση με το διοικητικό συμβούλιο. Κάθε τέτοια ρύθμιση συνάπτεται από το SATCEN κατόπιν εγκρίσεως από το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 19

Συνεργασία με οργανισμούς των κρατών μελών

Μετά από πρόταση της ΥΕ ή κράτους μέλους και κατόπιν εγκρίσεως από το διοικητικό συμβούλιο, το SATCEN δύναται να συνάπτει σχέσεις εργασίας και να συνεργάζεται με ιδρύματα των κρατών μελών στον τομέα του διαστήματος και της ασφάλειας που άπτονται της αποστολής του SATCEN και εφόσον οι δραστηριότητες του SATCEN είναι συναφείς με τα ιδρύματα αυτά.

Άρθρο 20

Συνεργασία με τρίτα κράτη, οργανισμούς και οντότητες

1.   Για την εκτέλεση της αποστολής του, το SATCEN μπορεί να συνάπτει σχέσεις εργασίας και να συνεργάζεται με τρίτες χώρες, οργανισμούς ή οντότητες. Προς το σκοπό αυτό, μπορεί να συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, διεθνών οργανισμών ή οντοτήτων.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει να εξουσιοδοτήσει τον διευθυντή να διαπραγματευθεί τέτοιες διοικητικές ρυθμίσεις και απευθύνει σχετικές οδηγίες προς τον διευθυντή. Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε διαβούλευση με το διοικητικό συμβούλιο. Κάθε τέτοια ρύθμιση συνάπτεται από το SATCEN μετά από έγκριση του Συμβουλίου και υπογράφεται από τον διευθυντή.

3.   Τα μέλη του ΝΑΤΟ τα οποία δεν είναι μέλη της ΕΕ, καθώς και άλλα κράτη που είναι υποψήφια για προσχώρηση στην Ένωση έχουν, κατά περίπτωση, δικαίωμα να συμμετέχουν στις δραστηριότητες του SATCEN, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσας απόφασης και τις διατάξεις που παρατίθενται στο παράρτημα.

Άρθρο 21

Προστασία δεδομένων

Μετά από πρόταση του διευθυντή, το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει εκτελεστικούς κανόνες σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

Άρθρο 22

Έκθεση

Έως τις 31 Ιουλίου 2019, η ΥΕ υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του SATCEN, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από κατάλληλες συστάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξή του.

Άρθρο 23

Διοικητικά καθήκοντα κατόπιν της διάλυσης της ΔΕΕ

1.   Κατόπιν της διάλυσης της ΔΕΕ, το SATCEN εκτελεί, εξ ονόματος του Βελγίου, της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου («τα δέκα κράτη μέλη»), τα ακόλουθα εναπομένοντα διοικητικά καθήκοντα της ΔΕΕ:

α)

διαχείριση των συντάξεων των πρώην μελών του προσωπικού της ΔΕΕ,

β)

διαχείριση της ιατρικής ασφάλισης των συνταξιούχων πρώην μελών του προσωπικού της ΔΕΕ,

γ)

διαχείριση του κοινωνικού προγράμματος της ΔΕΕ,

δ)

διαχείριση τυχόν διαφορών μεταξύ της ΔΕΕ και πρώην μελών του προσωπικού, και εκτέλεση των αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών της ΔΕΕ ή αρμόδιου δικαστηρίου,

ε)

παροχή συνδρομής στα δέκα κράτη μέλη όσον αφορά εναπομένοντα και λοιπά διοικητικά καθήκοντα της ΔΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων της ΔΕΕ.

2.   Η διαχείριση των συντάξεων των πρώην μελών του προσωπικού της ΔΕΕ:

α)

γίνεται σύμφωνα με το συνταξιοδοτικό καθεστώς της ΔΕΕ, όπως ισχύει την 30ή Ιουνίου 2011, το οποίο μπορεί να τροποποιείται από το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7, εντός του πλαισίου των συντονισμένων οργανισμών,

β)

διεκπεραιώνεται από εξειδικευμένη αρχή, οργανισμό ή πιστωτικό ίδρυμα όπως εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7 μετά από πρόταση του διευθυντή του SATCEN.

Τυχόν διαφορές σχετικές με τις συντάξεις αυτές που αφορούν πρώην μέλη του προσωπικού της ΔΕΕ διευθετούνται σύμφωνα με την παράγραφο 5.

3.   Η διαχείριση της ιατρικής ασφάλισης των συνταξιούχων πρώην μελών του προσωπικού της ΔΕΕ πραγματοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της ΔΕΕ, όπως ισχύει την 30ή Ιουνίου 2011 και όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια από το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

4.   Η διαχείριση του κοινωνικού προγράμματος της ΔΕΕ γίνεται σύμφωνα με το κοινωνικό πρόγραμμα, που εγκρίθηκε από τη ΔΕΕ στις 22 Οκτωβρίου 2010. Είναι επίσης σύμφωνη με όποια τυχόν επακόλουθη δεσμευτική απόφαση λάβει το αρμόδιο συμβούλιο προσφυγών και με τυχόν αποφάσεις που λαμβάνει η ΔΕΕ ή το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7, για την εφαρμογή παρόμοιας απόφασης.

5.   Τυχόν διαφορές που αφορούν πρώην μέλη του προσωπικού της ΔΕΕ και ανακύπτουν από την εφαρμογή των εναπομενόντων καθηκόντων της ΔΕΕ υπόκεινται στη διαδικασία επίλυσης διαφορών του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της ΔΕΕ, όπως ισχύει την 30ή Ιουνίου 2011 και τροποποιήθηκε στη συνέχεια από το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

Το καθεστώς των πρώην μελών του προσωπικού της ΔΕΕ διέπεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της ΔΕΕ, όπως ισχύει την 30ή Ιουνίου 2011 και τροποποιήθηκε στη συνέχεια από το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7, και κάθε άλλη ισχύουσα απόφαση της ΔΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του κοινωνικού προγράμματος της ΔΕΕ.

6.   Η συνδρομή προς τα δέκα κράτη μέλη περιλαμβάνει τη διευθέτηση των τρεχουσών υποθέσεων και οιουδήποτε νομικού ή οικονομικού ζητήματος ανακύψει από τη διάλυση της ΔΕΕ και αναλαμβάνεται υπό τις οδηγίες του διοικητικού συμβουλίου που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

7.   Όλες οι αποφάσεις που συνδέονται με τα καθήκοντα του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου κατά τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο, εκδίδονται ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο το οποίο αποτελείται από αντιπροσώπους των δέκα κρατών μελών. Το διοικητικό συμβούλιο με τη σύνθεση αυτή αποφασίζει με ποιον τρόπο ένα από τα μέλη του ασκεί την προεδρία. Ο διευθυντής του SATCEN, ή ο εκπρόσωπός του διευθυντή, παρίστανται, κατά περίπτωση, στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου υπό τη σύνθεση αυτή. Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλείται από τον πρόεδρο τουλάχιστον μία φορά το χρόνο ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον τριών εκ των μελών του. Οι ad hoc συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να συγκαλούνται σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων για συγκεκριμένα θέματα ή ζητήματα. Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με γραπτή διαδικασία.

8.   Το SATCEN προσλαμβάνει το προσωπικό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της παραγράφου 1. Εάν οιοδήποτε από τα δέκα κράτη μέλη προτείνει την απόσπαση προσώπου για τον σκοπό αυτό, το πρόσωπο αυτό προσλαμβάνεται. Εάν δεν συμβεί αυτό ή εάν δεν καλυφθούν όλες οι απαιτούμενες θέσεις με απόσπαση, προσλαμβάνεται το απαραίτητο προσωπικό. Εφαρμόζεται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του SATCEN, με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου.

9.   Όλες οι δαπάνες και τα έσοδα που συνδέονται με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου αποτελούν μέρος χωριστού προϋπολογισμού από τον προϋπολογισμό του SATCEN.Ο εν λόγω προϋπολογισμός καταρτίζεται για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, και εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7, το οποίο αποφασίζει βάσει πρότασης του διευθυντή του SATCEN, έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους. Ο εν λόγω προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τα έξοδα. Στον εν λόγω προϋπολογισμό περιλαμβάνεται κατάλογος των υπαλλήλων που προσελήφθησαν σύμφωνα με την παράγραφο 8. Τα έσοδα αποτελούνται από συνεισφορές των δέκα κρατών μελών, καθοριζόμενες σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τις συνεισφορές τους στη ΔΕΕ, όπως ισχύουν την 30ή Ιουνίου 2011, και από διάφορα έσοδα.

Το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7 εγκρίνει λεπτομερείς δημοσιονομικούς κανόνες, χωριστούς από του δημοσιονομικούς κανόνες του SATCEN, στους οποίους διευκρινίζεται ιδίως η διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

10.   Ένα ταμείο εκκίνησης ύψους 5,3 εκατομμυρίων EUR χρηματοδοτούμενο από τα δέκα κράτη μέλη αποτελεί επιπλέον εγγύηση της διαθεσιμότητας χρηματοδοτικών πόρων για την εφαρμογή των εναπομενόντων διοικητικών καθηκόντων της ΔΕΕ που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, ιδίως ως προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Άρθρο 24

Κατάργηση

Η κοινή δράση 2001/555/ΚΕΠΠΑ καταργείται.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ


(1)  Κοινή δράση 2001/555/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, για την ίδρυση Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 200 της 25.7.2001, σ. 5).

(2)  Απόφαση 2011/297/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 2011, για την τροποποίηση της κοινής δράσης 2001/555/ΚΕΠΠΑ για την ίδρυση Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 136 της 24.5.2011, σ. 62).

(3)  Απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 274 της 15.10.2013, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΡΙΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ SATCEN

Άρθρο 1

Σκοπός

Οι παρούσες διατάξεις καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής και τους λεπτομερείς κανόνες της σύμπραξης τρίτων κρατών στις δραστηριότητες του SATCEN.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Τα τρίτα κράτη που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3 της παρούσας απόφασης δικαιούνται:

α)

να υποβάλλουν εθνικά αιτήματα για ανάλυση εικόνων πραγματοποιούμενη από το SATCEN,

β)

να προτείνουν υποψηφίους για απόσπαση ως αναλυτές εικόνων στο SATCEN για περιορισμένο διάστημα,

γ)

να έχουν πρόσβαση στα προϊόντα και τις υπηρεσίες του SATCEN σύμφωνα με το άρθρο 5 των παρουσών διατάξεων.

Άρθρο 3

Αιτήματα

1.   Όλα τα αιτήματα έργου ανάλυσης εικόνων, το οποίο εκτελείται από το SATCEN, μπορούν να υποβάλλονται από τρίτα κράτη στην ΥΕ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο ii) της παρούσας απόφασης.

2.   Εφόσον το επιτρέπουν οι δυνατότητες του SATCEN, η ΥΕ δίνει σχετικές εντολές στο SATCEN, σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας απόφασης.

3.   Τα τρίτα κράτη συνοδεύουν κάθε αίτημα από συναφή δεδομένα, ανάλογα με την περίπτωση, και αποζημιώνουν το SATCEN σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 της παρούσας απόφασης και τους κανόνες για τα τέλη κάλυψης κόστους, που ορίζονται στους δημοσιονομικούς κανόνες του SATCEN. Τα τρίτα κράτη αναφέρουν εάν τα αιτήματα και/ή τα προϊόντα, θα πρέπει να διατίθενται σε άλλα τρίτα κράτη και διεθνείς οργανισμούς.

Άρθρο 4

Απόσπαση εμπειρογνωμόνων

1.   Τα τρίτα κράτη δικαιούνται να προτείνουν στο SATCEN υποψηφίους για απόσπαση, ως εμπειρογνώμονες, για περιορισμένο διάστημα προκειμένου να εξοικειωθούν με τη λειτουργία του.

2.   Οι υποψηφιότητες λαμβάνονται υπόψη ανάλογα με την ύπαρξη θέσεων.

3.   Η διάρκεια απόσπασης βασίζεται σε πρόταση του διευθυντή του SATCEN και εξαρτάται από τις διαθέσιμες δυνατότητες του SATCEN. Λαμβάνεται υπόψη η ευρύτερη δυνατή εναλλαγή μεταξύ υποψηφίων από τα ενδιαφερόμενα τρίτα κράτη.

4.   Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι πεπειραμένοι εμπειρογνώμονες με επαρκή επαγγελματικά προσόντα. Κατά κανόνα, οι αποσπασμένοι εμπειρογνώμονες συμμετέχουν στις επιχειρησιακές δραστηριότητες του SATCEN που χρησιμοποιούν εμπορικές εικόνες.

5.   Οι εμπειρογνώμονες από τρίτα κράτη συμμορφώνονται με την απόφαση 2013/488/ΕΕ και αναλαμβάνουν έναντι του SATCEN δέσμευση εχεμύθειας.

6.   Τα τρίτα κράτη καλύπτουν τους μισθούς των αποσπασμένων εμπειρογνωμόνων τους, όλες τις συναφείς δαπάνες, όπως επιδόματα, κοινωνικές εισφορές, δαπάνες εγκατάστασης και ταξιδιού, καθώς και τις τυχόν πρόσθετες επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού του SATCEN, όπως ορίζεται στους λεπτομερείς κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 8.

7.   Οι δαπάνες αποστολής, τις οποίες συνεπάγονται οι δραστηριότητες του αποσπασμένου αναλυτή από τρίτα κράτη στο SATCEN, καλύπτονται από τον προϋπολογισμό του SATCEN.

8.   Οι λεπτομερείς κανόνες της απόσπασης καθορίζονται από τον διευθυντή του SATCEN.

Άρθρο 5

Διαθεσιμότητα των προϊόντων του SATCEN

1.   Η ΥΕ ενημερώνει τα τρίτα κράτη όταν τα προϊόντα που ζητήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2 της παρούσας απόφασης είναι διαθέσιμα στην ΕΥΕΔ.

2.   Τα αιτήματα και τα προϊόντα που παράγονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της παρούσας απόφασης, διατίθενται στα τρίτα κράτη, όταν η ΥΕ θεωρεί ότι είναι χρήσιμα για το διάλογο, τη διαβούλευση και τη συνεργασία μεταξύ των εν λόγω κρατών και της Ένωσης σχετικά με την ΚΠΑΑ.

3.   Τα αιτήματα και τα προϊόντα του SATCEN, που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης, διατίθενται σε τρίτα κράτη κατόπιν αποφάσεως του αιτούντος μέρους.

Άρθρο 6

Συμβουλευτική επιτροπή

1.   Συνιστάται συμβουλευτική επιτροπή, η οποία προεδρεύεται από τον διευθυντή του SATCEN ή τον/την εκπρόσωπό του, και η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των μελών του διοικητικού συμβουλίου και εκπροσώπους των τρίτων κρατών που έχουν αποδεχθεί τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος. Η συμβουλευτική επιτροπή μπορεί να συνεδριάζει με διάφορες συνθέσεις.

2.   Η συμβουλευτική επιτροπή ασχολείται με θέματα κοινού ενδιαφέροντος που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.

3.   Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρο ιδία αυτού πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον ενός τρίτου των μελών του.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

1.   Οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος ενεργοποιούνται όσον αφορά κάθε τρίτο κράτος την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την κοινοποίηση στην ΥΕ, από την αρμόδια αρχή του τρίτου κράτους, της αποδοχής των όρων των παρουσών διατάξεων.

2.   Το τρίτο κράτος κοινοποιεί στην ΥΕ την απόφασή του να μην απολαύει πλέον των παρουσών διατάξεων, τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ενεργοποίηση της απόφασης αυτής.


27.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/85


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Ιουνίου 2014

για τους περιορισμούς στις εγκρίσεις βιοκτόνων που περιέχουν IPBC, που γνωστοποιήθηκαν από τη Γερμανία σύμφωνα με την οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 4167]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2014/402/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το παράρτημα I της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) περιέχει τον κατάλογο των δραστικών ουσιών που έχουν εγκριθεί σε ενωσιακό επίπεδο ως συστατικά βιοκτόνων. Με την οδηγία 2008/79/ΕΚ της Επιτροπής (3) προστέθηκε στον κατάλογο η δραστική ουσία IPBC για χρήση στον τύπο προϊόντων 8, συντηρητικά ξύλου, όπως αυτός ορίζεται στο παράρτημα V της οδηγίας 98/8/ΕΚ. Δυνάμει του άρθρου 86 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012, η ουσία IPBC είναι, επομένως, μια εγκεκριμένη δραστική ουσία που περιλαμβάνεται στον κατάλογο ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εγκρίνει προϊόντα που περιέχουν IPBC για βιομηχανική και επαγγελματική εφαρμογή σε ξύλο μέσω αυτοματοποιημένης εμβάπτισης σε δεξαμενή εμβάπτισης που περιέχει το συντηρητικό ξύλου. Εν συνεχεία, οι εγκρίσεις αναγνωρίστηκαν αμοιβαία από άλλα κράτη μέλη.

(3)

Η αρμόδια αρχή της Γερμανίας για τα βιοκτόνα έλαβε αιτήσεις για αμοιβαία αναγνώριση εγκρίσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 98/8/ΕΚ όσον αφορά μερικά από τα εν λόγω προϊόντα («τα επίμαχα προϊόντα»). Τα επίμαχα προϊόντα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

(4)

Στις 4 Οκτωβρίου 2012 και στις 6 Νοεμβρίου 2012 η Γερμανία γνωστοποίησε στην Επιτροπή, στα άλλα κράτη μέλη και στους αιτούντες την πρότασή της να επιβάλει περιορισμούς στις εγκρίσεις των επίμαχων προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 98/8/ΕΚ. Η Γερμανία πρότεινε να μην εγκρίνει τα προϊόντα για αυτοματοποιημένη εμβάπτιση, καθότι έκρινε ότι τα προϊόντα δεν θα ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 98/8/ΕΚ όσον αφορά τις επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Σύμφωνα με τις γνωστοποιήσεις, η Γερμανία επεσήμανε ορισμένες ανησυχίες όσον αφορά τη δερματική έκθεση των επαγγελματιών χρηστών στην ουσία IPBC, όταν τα προϊόντα εφαρμόζονται με αυτοματοποιημένη εμβάπτιση. Οι ανησυχίες αυτές είχαν ιδιαίτερη σημασία για τη Γερμανία, όπου σημαντικό ποσοστό των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη μέθοδο εφαρμογής φέρονται να έχουν χαμηλό επίπεδο αυτοματοποίησης και, συνεπώς, μεγάλη πιθανότητα επαφής του δέρματος με το επεξεργασμένο ξύλο ή με μολυσμένες επιφάνειες.

(5)

Για κάθε γνωστοποίηση, η Επιτροπή κάλεσε τα άλλα κράτη μέλη και τους αιτούντες να υποβάλουν γραπτώς τις σχετικές παρατηρήσεις τους εντός 90 ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 98/8/ΕΚ. Εντός αυτής της προθεσμίας υποβλήθηκαν παρατηρήσεις από διάφορα κράτη μέλη και από τους αιτούντες. Οι γνωστοποιήσεις συζητήθηκαν επίσης μεταξύ της Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών για τα βιοκτόνα και, ανάλογα με την περίπτωση, με τους αιτούντες, κατά τις συνεδριάσεις της ομάδας έγκρισης προϊόντων και διευκόλυνσης της αμοιβαίας αναγνώρισης, καθώς και της ομάδας συντονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(6)

Από τις εν λόγω συζητήσεις και τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν εξήχθη το συμπέρασμα ότι τα υφιστάμενα υποδείγματα για την αξιολόγηση της ανθρώπινης έκθεσης κατά τις διεργασίες εμβάπτισης θα πρέπει να προσαρμοστούν. Η ομάδα εμπειρογνωμόνων για την ανθρώπινη έκθεση ανέπτυξε προσαρμοσμένα υποδείγματα για την εκτίμηση της έκθεσης των επαγγελματιών χρηστών που πραγματοποιούν βιομηχανική επεξεργασία ξύλου με πλήρως αυτοματοποιημένη εμβάπτιση, και η γνώμη της ομάδας επικυρώθηκε από την τεχνική συνεδρίαση της 16ης-20ής Σεπτεμβρίου 2013 για τα βιοκτόνα (4). Τα προσαρμοσμένα υποδείγματα δείχνουν ότι, όταν τα επίμαχα προϊόντα χρησιμοποιούνται με πλήρως αυτοματοποιημένες διεργασίες, η έκθεση των επαγγελματιών χρηστών στην ουσία IPBC δεν αναμένεται να έχει απαράδεκτες επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 98/8/ΕΚ.

(7)

Κατά συνέπεια, τα επίμαχα προϊόντα θα πρέπει να εγκριθούν με την επιφύλαξη της συμπερίληψης οδηγιών στην επισήμανση που θα περιορίζουν τη χρήση μόνο κατά την πλήρως αυτοματοποιημένη εμβάπτιση.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 528/2012 εφαρμόζεται για τα επίμαχα προϊόντα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού. Δεδομένου ότι η νομική βάση της παρούσας πρότασης είναι το άρθρο 36 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, η παρούσα απόφαση θα πρέπει να απευθύνεται σε όλα τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα βιοκτόνα προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η πρόταση της Γερμανίας να μην εγκρίνει τα βιοκτόνα που απαριθμούνται στο παράρτημα, για αυτοματοποιημένη εμβάπτιση, απορρίπτεται.

Άρθρο 2

Οι εγκρίσεις των βιοκτόνων που απαριθμούνται στο παράρτημα περιλαμβάνουν τον όρο αναγραφής των ακόλουθων οδηγιών στην επισήμανση των προϊόντων:

«Το προϊόν (όνομα του προϊόντος) πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε πλήρως αυτοματοποιημένες διεργασίες εμβάπτισης, όπου όλα τα στάδια της επεξεργασίας και της διαδικασίας στεγνώματος είναι μηχανοποιημένα και δεν εκτελείται καμία χειρωνακτική διακίνηση, ακόμη και όταν τα είδη που υπέστησαν επεξεργασία μεταφέρονται μέσω της δεξαμενής εμβάπτισης στον χώρο αποστράγγισης/στεγνώματος και αποθήκευσης (αν η επιφάνειά τους δεν είναι ήδη στεγνή πριν από τη μεταφορά στον χώρο αποθήκευσης). Όπου είναι δυνατόν, τα ξύλινα είδη προς επεξεργασία πρέπει να είναι πλήρως ασφαλισμένα (π.χ. μέσω ιμάντων τάνυσης ή διατάξεων στερέωσης) πριν από την επεξεργασία και κατά τη διεργασία εμβάπτισης, ενώ δεν πρέπει να διακινούνται χειρωνακτικά μέχρις ότου η επιφάνεια των ειδών που υπέστησαν επεξεργασία είναι στεγνή.».

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 25 Ιουνίου 2014.

Για την Επιτροπή

Janez POTOČNIK

Μέλος της Επιτροπής


(1)   ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1.

(2)  Οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2008/79/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με σκοπό την καταχώριση της ουσίας IPBC ως δραστικής ουσίας στο παράρτημα I (ΕΕ L 200 της 29.7.2008, σ. 12).

(4)  Διατίθεται στη διεύθυνση http://echa.europa.eu/documents/10162/19680902/heeg_opinion_18_fully_automated_dipping_en.pdf


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα βιοκτόνα που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 της παρούσας απόφασης περιλαμβάνουν τα βιοκτόνα που παρατίθενται στον κατωτέρω πίνακα, τα οποία ταυτοποιούνται με τον αριθμό αναφοράς της αίτησής τους στο μητρώο βιοκτόνων, καθώς και όλα τα προϊόντα για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση αμοιβαίας αναγνώρισης των εγκρίσεων των εν λόγω προϊόντων:

2010/7969/7206/UK/AA/8794

2010/7969/7232/UK/AA/8805

2010/8209/8150/UK/AA/10438

2010/7969/7206/UK/AA/9165

2010/7969/7232/UK/AA/9172

 

2010/7969/7226/UK/AA/8795

2010/7969/7233/UK/AA/8806

 

2010/7969/7226/UK/AA/9166

2010/7969/7233/UK/AA/9173

 

2010/7969/7227/UK/AA/8796

2010/7969/7234/UK/AA/8807

 

2010/7969/7227/UK/AA/9167

2010/7969/7234/UK/AA/9174

 

2010/7969/7228/UK/AA/8797

2010/7969/7759/UK/AA/8808

 

2010/7969/7228/UK/AA/9168

2010/7969/7786/UK/AA/8825

 

2010/7969/7229/UK/AA/8798

2010/7969/7786/UK/AA/9176

 

2010/7969/7229/UK/AA/9169

2010/7969/7787/UK/AA/8826

 

2010/7969/7230/UK/AA/8799

2010/7969/7787/UK/AA/9177

 

2010/7969/7230/UK/AA/9170

2010/7969/7788/UK/AA/8827

 

2010/7969/7231/UK/AA/8800

2010/7969/7788/UK/AA/9175

 

2010/7969/7231/UK/AA/9171

2010/1349/8153/UK/AA/10515