ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2013.295.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

56ό έτος
6 Νοεμβρίου 2013


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1051/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 562/2006 με σκοπό τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σε εξαιρετικές περιστάσεις

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Επιτήρησης των Συνόρων (Eurosur)

11

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν και την κατάργηση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 σχετικά με τη σύσταση της μόνιμης επιτροπής για την αξιολόγηση και την εφαρμογή της σύμβασης Σένγκεν

27

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

6.11.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1051/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Οκτωβρίου 2013

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 562/2006 με σκοπό τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σε εξαιρετικές περιστάσεις

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η δημιουργία ενός χώρου στον οποίο διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός των εσωτερικών συνόρων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της Ένωσης. Σε έναν τέτοιο χώρο χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, είναι απαραίτητη η κοινή αντιμετώπιση καταστάσεων που επηρεάζουν σοβαρά τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια του χώρου αυτού ή μερών του, ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών, επιτρέποντας προσωρινά την επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σε εξαιρετικές περιστάσεις, χωρίς ωστόσο να τίθεται σε κίνδυνο η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Με δεδομένες τις επιπτώσεις αυτών των μέτρων έσχατης ανάγκης σε όλα τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα να κυκλοφορούν εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, θα πρέπει να προσδιορισθούν οι προϋποθέσεις και διαδικασίες για την επαναφορά τέτοιων μέτρων για να διαφυλαχθεί ο εξαιρετικός χαρακτήρας τους και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Η εμβέλεια και η διάρκεια κάθε προσωρινής επαναφοράς τέτοιων μέτρων θα πρέπει να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα για την αντιμετώπιση σοβαρής απειλής της δημόσιας τάξης ή της εσωτερικής ασφάλειας.

(2)

Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα αποτελεί σημαντικότατο επίτευγμα της Ένωσης. Δεδομένου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων επηρεάζεται από την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, οποιαδήποτε απόφαση περί επαναφοράς τέτοιου ελέγχου θα πρέπει να λαμβάνεται σύμφωνα με αμοιβαίως συμφωνημένα κριτήρια και θα πρέπει να κοινοποιείται δεόντως στην Επιτροπή ή να συνιστάται από θεσμικό όργανο της Ένωσης. Σε κάθε περίπτωση, η επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα θα πρέπει να παραμένει εξαίρεση και να αποτελεί μόνο μέτρο έσχατης ανάγκης, αυστηρά περιορισμένης εμβέλειας και διάρκειας και βασιζόμενο σε συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια και σε εκτίμηση αναγκαιότητας, το οποίο θα πρέπει να παρακολουθείται σε επίπεδο Ένωσης. Στις περιπτώσεις που η σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια απαιτεί άμεση δράση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επαναφέρουν τους ελέγχους στα εσωτερικά τους σύνορα για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις δέκα ημέρες. Οποιαδήποτε παράταση της περιόδου αυτής πρέπει να παρακολουθείται σε επίπεδο Ένωσης.

(3)

Η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα του μέτρου της επαναφοράς των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια που αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάγκη για αυτή την επαναφορά, όπως θα πρέπει να εξετάζονται και εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο, ή αμφότερα, και παράλληλα με τις επιπτώσεις ενός τέτοιου μέτρου στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα.

(4)

Η επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα μπορεί να είναι κατ’ εξαίρεση αναγκαία σε περίπτωση σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια στο επίπεδο του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα ή σε εθνικό επίπεδο, ειδικότερα μετά από τρομοκρατικά συμβάντα ή απειλές, ή μετά από απειλές που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα.

(5)

Η μετανάστευση και η διέλευση των εξωτερικών συνόρων από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών δεν θα πρέπει καθαυτή να θεωρείται απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια.

(6)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά, η δε έννοια της δημόσιας τάξης προϋποθέτει την ύπαρξη πραγματικής, συντρέχουσας και αρκούντως σοβαρής απειλής για κάποιο από τα θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας.

(7)

Βάσει της πείρας που αποκτήθηκε ως προς τη λειτουργία του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα και προκειμένου να διευκολυνθεί η διασφάλιση της συνεκτικής εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χαράσσει κατευθυντήριες γραμμές για την επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, τόσο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα τέτοιο μέτρο απαιτείται σε προσωρινή βάση, όσο και σε περιπτώσεις που χρήζουν άμεσης δράσης. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές θα πρέπει να προβλέπουν σαφείς δείκτες που θα διευκολύνουν την αξιολόγηση των περιστάσεων που θα μπορούσαν να συνιστούν σοβαρές απειλές για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια.

(8)

Όταν διαπιστώνονται σοβαρές αδυναμίες στην πραγματοποίηση ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα σε έκθεση αξιολόγησης που συντάσσεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν (2) και με σκοπό να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τις συστάσεις που έχουν εγκριθεί δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, θα πρέπει να εκχωρηθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ώστε να προβαίνει σε συστάσεις στο αξιολογούμενο κράτος μέλος για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων όπως η ανάπτυξη ευρωπαϊκών ομάδων συνοροφυλάκων, η υποβολή στρατηγικών σχεδίων ή, ως έσχατη ανάγκη και συνεκτιμώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, το κλείσιμο ενός συγκεκριμένου σημείου διέλευσης των συνόρων. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (3). Ενόψει των όρων του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο iii) του εν λόγω κανονισμού, θα πρέπει να εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης.

(9)

Η προσωρινή επαναφορά ελέγχων σε ορισμένα εσωτερικά σύνορα βάσει συγκεκριμένης διαδικασίας σε επίπεδο Ένωσης θα μπορούσε επίσης να δικαιολογηθεί στην περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων και ως μέτρο έσχατης ανάγκης όταν η συνολική λειτουργία του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα τίθεται σε κίνδυνο επειδή παραμένουν σοβαρές αδυναμίες που σχετίζονται με τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα και διαπιστώνονται στο πλαίσιο αυστηρής διαδικασίας αξιολόγησης σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1053/2013, εφόσον οι εν λόγω περιστάσεις θα αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια εντός του χώρου αυτού ή σε τμήματά του. Μια τέτοια ειδική διαδικασία για την προσωρινή επαναφορά ελέγχων σε ορισμένα εσωτερικά σύνορα θα μπορούσε επίσης να ενεργοποιηθεί, υπό τις ίδιες συνθήκες, ως αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας του αξιολογούμενου κράτους μέλους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Λόγω της πολιτικά ευαίσθητης φύσης των μέτρων αυτών, τα οποία άπτονται των εθνικών εκτελεστικών εξουσιών και εξουσιών εφαρμογής των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, οι εκτελεστικές αρμοδιότητες για την έγκριση συστάσεων στο πλαίσιο αυτής της ειδικής διαδικασίας σε επίπεδο Ένωσης θα πρέπει να ανατίθενται στο Συμβούλιο, το οποίο θα ενεργεί κατόπιν πρότασης της Επιτροπής.

(10)

Πριν εγκριθεί σύσταση για την προσωρινή επαναφορά ελέγχων σε ορισμένα εσωτερικά σύνορα, θα πρέπει να διερευνάται πλήρως και εγκαίρως η δυνατότητα προσφυγής σε μέτρα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της υποκείμενης κατάστασης, περιλαμβανομένης της συνδρομής από φορείς, όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα (Frontex) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 (4), ή η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) που ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου (5), καθώς και τεχνικών ή οικονομικών μέτρων στήριξης σε εθνικό επίπεδο, επίπεδο Ένωσης ή αμφότερων. Εάν διαπιστωθούν σοβαρές αδυναμίες, η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης για να βοηθήσει το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Επιπλέον, κάθε σύσταση της Επιτροπής και του Συμβουλίου θα πρέπει να στηρίζεται σε τεκμηριωμένα στοιχεία.

(11)

Η Επιτροπή θα πρέπει να δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με άμεση εφαρμογή όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που σχετίζονται με την ανάγκη επέκτασης του συνοριακού ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα, συντρέχουν προς τούτο εξαιρετικοί λόγοι έκτακτης ανάγκης.

(12)

Οι εκθέσεις αξιολόγησης και οι συστάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 θα πρέπει να αποτελούν τη βάση για την ενεργοποίηση των ειδικών μέτρων, σε περίπτωση σοβαρών αδυναμιών που συνδέονται με τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, και της ειδικής διαδικασίας, σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων που θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, κατά τα προβλεπόμενα σε αυτόν τον κανονισμό. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή από κοινού προβαίνουν σε τακτικές, αντικειμενικές και αμερόληπτες αξιολογήσεις προκειμένου να ελέγξουν την ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η δε Επιτροπή συντονίζει τις αξιολογήσεις σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. Ο εν λόγω μηχανισμός αξιολόγησης συνίσταται στα εξής στοιχεία: πολυετή και ετήσια προγράμματα αξιολόγησης, προαναγγελλόμενες και απροειδοποίητες επιτόπιες επισκέψεις από μικρή ομάδα εκπροσώπων της Επιτροπής και εμπειρογνωμόνων που υποδεικνύουν τα κράτη μέλη, εκθέσεις για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης τις οποίες εγκρίνει η Επιτροπή και συστάσεις για διορθωτικές ενέργειες τις οποίες εγκρίνει το Συμβούλιο ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, ενδεδειγμένη εκ των υστέρων παρακολούθηση, ενεργό παρακολούθηση και υποβολή αναφορών.

(13)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με την προσωρινή επαναφορά ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα σε εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να επιτευχθεί μόνον σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν βαίνει πέραν των αναγκαίων για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(14)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, ως αυτό προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και, συνεπώς, δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός αναπτύσσει το κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 4 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, εντός προθεσμίας έξι μηνών αφότου το Συμβούλιο αποφασίσει επί του παρόντος κανονισμού, εάν θα τον εφαρμόσει ή όχι στο εθνικό της δίκαιο.

(15)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, στο οποίο δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (6). Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(16)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, στο οποίο η Ιρλανδία δεν συμμετέχει, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (7). Ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(17)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των τελευταίων προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (8) οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (9) σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας.

(18)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (10) οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (11).

(19)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (12) οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (13).

(20)

Όσον αφορά την Κύπρο, ο παρών κανονισμός συνιστά πράξη που αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο του Σένγκεν ή συνδέεται άλλως με αυτό κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2003.

(21)

Όσον αφορά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ο παρών κανονισμός συνιστά πράξη που αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο του Σένγκεν ή συνδέεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2005.

(22)

Όσον αφορά την Κροατία, ο παρών κανονισμός συνιστά πράξη που αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο του Σένγκεν ή συνδέεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2011.

(23)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένης της ελευθερίας κυκλοφορίας των προσώπων και διαμονής. Ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με αυτά τα δικαιώματα και αυτές τις αρχές.

(24)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (14) θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 562/2006 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στον Τίτλο ΙΙ προστίθεται το ακόλουθο κεφάλαιο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ IVα

Ειδικά μέτρα σε περίπτωση σοβαρών αδυναμιών που συνδέονται με τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων

Άρθρο 19α

Μέτρα στα εξωτερικά σύνορα και συνδρομή του Οργανισμού

1.   Όταν διαπιστώνονται σοβαρές αδυναμίες στην πραγματοποίηση ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα σε έκθεση αξιολόγησης που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 της 7ης Οκτωβρίου 2013 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν (15), και προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να συνιστά, μέσω εκτελεστικής πράξης, στο αξιολογούμενο κράτος μέλος να λάβει ορισμένα ειδικά μέτρα, τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν ένα ή αμφότερα από τα ακόλουθα:

α)

έναρξη της ανάπτυξης των ευρωπαϊκών ομάδων συνοροφυλάκων σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004,

β)

υποβολή των στρατηγικών του σχεδίων βάσει αξιολόγησης κινδύνου, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την παροχή προσωπικού και εξοπλισμού για σχετική γνωμοδότηση από τον Οργανισμό.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 33α παράγραφος 2.

2.   Η Επιτροπή ενημερώνει σε τακτά διαστήματα την επιτροπή που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 33α παράγραφος 1 σχετικά με την πρόοδο της υλοποίησης των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και σχετικά με τον αντίκτυπό τους στις διαπιστωθείσες αδυναμίες.

Ενημερώνει επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.   Όταν, από έκθεση αξιολόγησης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το αξιολογούμενο κράτος μέλος αμελεί σοβαρά τις υποχρεώσεις του και πρέπει συνεπώς να υποβάλει έκθεση σχετικά με την υλοποίηση του σχετικού σχεδίου δράσης εντός τριών μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1053/2013, και αν, μετά το πέρας της περιόδου των τριών μηνών, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι εξακολουθεί να ισχύει η ίδια κατάσταση, μπορεί να ενεργοποιήσει την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.

2)

Τα άρθρα 23 έως 27 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Γενικό πλαίσιο για την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα

1.   Όταν στον χώρο χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα υπάρχει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια σε ένα κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί κατ’ εξαίρεση να επαναφέρει τους ελέγχους στα σύνορα σε όλα τα εσωτερικά του σύνορα ή σε συγκεκριμένα μέρη τους για περιορισμένη περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες ή για την προβλεπόμενη διάρκεια της σοβαρής απειλής εάν αυτή υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Η εμβέλεια και η διάρκεια της προσωρινής επαναφοράς του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα για την αντιμετώπιση της σοβαρής απειλής.

2.   Οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα επαναφέρονται μόνο ως έσχατη ανάγκη και σύμφωνα με τα άρθρα 24, 25 και 26. Τα κριτήρια που αναφέρονται στα άρθρα 23α και 26α αντίστοιχα λαμβάνονται υπόψη σε κάθε περίπτωση που εξετάζεται το ενδεχόμενο να ληφθεί απόφαση για την επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σύμφωνα με τα άρθρα 24, 25 ή 26 αντίστοιχα.

3.   Εάν η σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια στο συγκεκριμένο κράτος μέλος συνεχίζεται πέραν της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να παρατείνει τους ελέγχους στα εσωτερικά του σύνορα, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 23α και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 24, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν νέα στοιχεία, για ανανεώσιμες περιόδους μέγιστης διάρκειας 30 ημερών.

4.   Η συνολική περίοδος κατά την οποία επαναφέρονται οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα περιλαμβανομένων και των παρατάσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Όταν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 26, αυτή η συνολική περίοδος μπορεί να παραταθεί κατ’ ανώτατο όριο στα δύο έτη, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.

Άρθρο 23α

Κριτήρια για την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα

Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει ως έσχατη ανάγκη να επαναφέρει προσωρινά τους ελέγχους σε ένα ή περισσότερα εσωτερικά σύνορά του ή σε τμήματα αυτών ή αποφασίζει να παρατείνει την εν λόγω επαναφορά σύμφωνα με το άρθρο 23 ή το άρθρο 25 παράγραφος 1, εξετάζει τον βαθμό στον οποίο ένα τέτοιο μέτρο ενδέχεται να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια και αξιολογεί την αναλογικότητα του μέτρου σε σχέση με την απειλή αυτή. Κατά την αξιολόγηση αυτή τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδίως υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τις πιθανές επιπτώσεις των απειλών για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλειά του, ειδικότερα έπειτα από τρομοκρατικά συμβάντα ή απειλές, και συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα,

β)

τις πιθανές επιπτώσεις ενός τέτοιου μέτρου στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα.

Άρθρο 24

Διαδικασία για την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 1

1.   Όταν ένα κράτος μέλος σχεδιάζει να επαναφέρει τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 1, προβαίνει σε κοινοποίηση στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή το αργότερο εντός τεσσάρων εβδομάδων πριν από τη σχεδιαζόμενη επαναφορά ή εντός συντομότερης προθεσμίας όταν οι περιστάσεις που επιτάσσουν την επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα δεν γίνονται γνωστές νωρίτερα από τέσσερις εβδομάδες πριν από τη σχεδιαζόμενη επαναφορά. Προς τον σκοπό αυτό, το εν λόγω κράτος μέλος παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους λόγους της προτεινόμενης επαναφοράς, περιλαμβανομένων όλων των σχετικών στοιχείων με λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων που αποτελούν σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλειά του,

β)

την εμβέλεια της προτεινόμενης επαναφοράς, διευκρινίζοντας το τμήμα ή τα τμήματα των εσωτερικών συνόρων στα οποία προτείνεται η επαναφορά των ελέγχων,

γ)

τις ονομασίες των επιτρεπόμενων σημείων διέλευσης,

δ)

την ημερομηνία και τη διάρκεια της σχεδιαζόμενης επαναφοράς,

ε)

όπου απαιτείται, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τα άλλα κράτη μέλη.

Η κοινοποίηση, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, μπορεί να υποβληθεί από κοινού από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

Εάν απαιτείται, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από το οικείο/οικεία κράτος μέλος/κράτη μέλη.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο την ίδια στιγμή που κοινοποιούνται στα λοιπά κράτη μέλη και στην Επιτροπή, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο.

3.   Τα κράτη μέλη που προβαίνουν σε κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 μπορούν, όταν κρίνεται απαραίτητο και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να αποφασίσουν τη διαβάθμιση μέρους των πληροφοριών.

Η διαβάθμιση αυτή δεν αποκλείει τη διάθεση των πληροφοριών από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η διαβίβαση και η διαβάθμιση των πληροφοριών και των εγγράφων που διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει του παρόντος άρθρου συνάδουν με τους ισχύοντες κανόνες περί προώθησης και διαχείρισης διαβαθμισμένων πληροφοριών μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής.

4.   Μετά την κοινοποίηση εκ μέρους του κράτους μέλους δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και ενόψει της διαβούλευσης που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή ή οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα κράτη μέλη μπορεί με την επιφύλαξη του άρθρου 72 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατυπώσει γνώμη.

Εάν, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στην κοινοποίηση ή άλλων πρόσθετων πληροφοριών που έχει λάβει, η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την αναγκαιότητα ή την αναλογικότητα της σχεδιαζόμενης επαναφοράς των συνοριακών ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, ή εάν εκτιμά ότι θα ήταν σκόπιμο να διεξαχθούν διαβουλεύσεις για κάποια πτυχή της κοινοποίησης, εκδίδει γνώμη προς τον σκοπό αυτό.

5.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και η γνώμη που μπορεί να διατυπώσει η Επιτροπή ή οποιοδήποτε κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 4, αποτελούν αντικείμενο διαβουλεύσεων, μεταξύ άλλων, όπου απαιτείται, κοινών συνεδριάσεων μεταξύ του κράτους μέλους που σχεδιάζει την επαναφορά των ελέγχων των εσωτερικών συνόρων, των υπόλοιπων κρατών μελών, ιδίως εκείνων που επηρεάζονται άμεσα από την τέτοιων μέτρων, και της Επιτροπής, με σκοπό να οργανωθεί, όπου ενδείκνυται, η αμοιβαία συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και να εξετασθεί η αναλογικότητα των μέτρων με τα γεγονότα που οδήγησαν στην επαναφορά των ελέγχων στα σύνορα και με την απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια.

6.   Η διαβούλευση της παραγράφου 5 πραγματοποιείται τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία επαναφοράς των συνοριακών ελέγχων.

Άρθρο 25

Ειδική διαδικασία για περιπτώσεις που χρήζουν άμεσης δράσης

1.   Όταν σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια ενός κράτους μέλους επιβάλλει την ανάληψη άμεσης δράσης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί κατ’ εξαίρεση να επαναφέρει αμέσως τον έλεγχο στα εσωτερικά σύνορα, για περιορισμένη περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα ημέρες.

2.   Μόλις το κράτος μέλος επαναφέρει τον έλεγχο στα εσωτερικά του σύνορα, ενημερώνει συγχρόνως σχετικά τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή και παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 αναφέροντας τους λόγους που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία που καθορίζεται στο παρόν άρθρο. Η Επιτροπή μπορεί να διαβουλευτεί με τα άλλα κράτη μέλη αμέσως μετά την παραλαβή της κοινοποίησης.

3.   Εάν η σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια διαρκεί πέραν της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει τον έλεγχο στα εσωτερικά σύνορα για ανανεώσιμες περιόδους μέγιστης διάρκειας 20 ημερών. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 23α, περιλαμβανομένης της επικαιροποιημένης αξιολόγησης της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του μέτρου, καθώς και τυχόν νέα στοιχεία.

Σε περίπτωση που λαμβάνεται τέτοια απόφαση παράτασης, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 24 παράγραφοι 4 και 5, και η διαβούλευση πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση μετά την κοινοποίηση της απόφασης παράτασης στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 4, η συνολική περίοδος κατά την οποία επαναφέρονται οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα, βάσει της αρχικής περιόδου της παραγράφου 1 και τυχόν παρατάσεων της παραγράφου 3, δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες.

5.   Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χωρίς καθυστέρηση για κάθε κοινοποίηση που υποβάλλεται βάσει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 26

Ειδική διαδικασία όταν εξαιρετικές περιστάσεις θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα

1.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η συνολική λειτουργία του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα τίθεται σε κίνδυνο επειδή παραμένουν σοβαρές αδυναμίες που σχετίζονται με τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα όπως αναφέρεται στο άρθρο 19α, και στον βαθμό που οι περιστάσεις αυτές συνιστούν σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα ή σε τμήματα αυτού, μπορούν να επαναφερθούν οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί το πολύ τρεις φορές για επιπλέον διάστημα μέγιστης διάρκειας έξι μηνών εάν εξακολουθούν να υφίστανται οι εξαιρετικές περιστάσεις.

2.   Το Συμβούλιο μπορεί, ως έσχατη ανάγκη και ως μέτρο προστασίας των κοινών συμφερόντων εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, όταν όλα τα άλλα μέτρα, ιδίως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 19α παράγραφος 1, έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή για να μετριάσουν τη διαπιστωθείσα σοβαρή απειλή, να συστήσει σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη να επαναφέρουν τους συνοριακούς ελέγχους στο σύνολο ή σε συγκεκριμένα τμήματα των εσωτερικών συνόρων του(ς). Η σύσταση του Συμβουλίου βασίζεται σε πρόταση της Επιτροπής. Τα κράτη μέλη δύνανται να ζητούν από την Επιτροπή να υποβάλει τέτοια πρόταση στο Συμβούλιο για τη διατύπωση σύστασης.

Στη σύστασή του το Συμβούλιο αναφέρει τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε).

Το Συμβούλιο μπορεί να συστήσει παράταση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και διαδικασίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

Προτού ένα κράτος μέλος επαναφέρει τους συνοριακούς ελέγχους στο σύνολο ή σε συγκεκριμένα τμήματα των εσωτερικών συνόρων του βάσει της παρούσας παραγράφου, ενημερώνει σχετικά τα υπόλοιπα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή.

3.   Σε περίπτωση που η σύσταση της παραγράφου 2 δεν εφαρμόζεται από ένα κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει το συντομότερο δυνατό την Επιτροπή εγγράφως για τους λόγους του.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αξιολογώντας τους λόγους που προβάλλει το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και τις συνέπειες για την προστασία των κοινών συμφερόντων του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα.

4.   Όταν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένοι λόγοι έκτακτης ανάγκης που συνδέονται με καταστάσεις των οποίων οι περιστάσεις που επιτάσσουν την παράταση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, σύμφωνα με την παράγραφο 2, γίνονται γνωστές εντός διαστήματος μικρότερου των 10 ημερών πριν από τη λήξη της προηγούμενης περιόδου επαναφοράς, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει οποιαδήποτε από τις απαραίτητες συστάσεις μέσω εκτελεστικών πράξεων με άμεση εφαρμογή σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 33α παράγραφος 3. Εντός 14 ημερών από την έκδοση τέτοιων συστάσεων η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο πρόταση σύστασης σύμφωνα με την παράγραφο 2.

5.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα μέτρα που δύνανται να λάβουν τα κράτη μέλη σε περίπτωση σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια σύμφωνα με τα άρθρα 23, 24 και 25.

Άρθρο 26α

Κριτήρια για την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων που θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα

1.   Όταν, ως έσχατη ανάγκη, το Συμβούλιο συστήνει σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων σε ένα ή περισσότερα εσωτερικά σύνορα ή σε τμήματα αυτών, αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο το μέτρο αυτό ενδέχεται να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, ενώ επίσης αξιολογεί και την αναλογικότητα του μέτρου σε σχέση με την απειλή. Η αξιολόγηση αυτή στηρίζεται σε λεπτομερείς πληροφορίες που υποβάλλονται από το οικείο κράτος μέλος ή κράτη μέλη και την Επιτροπή, καθώς και σε κάθε άλλη σχετική πληροφορία, περιλαμβανομένων τυχόν πληροφοριών που λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Κατά την εν λόγω αξιολόγηση, οι ακόλουθοι παράμετροι λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη:

α)

τη διαθεσιμότητα τεχνικών ή οικονομικών μέτρων στήριξης στα οποία έγινε ή θα μπορούσε να είχε γίνει προσφυγή σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο Ένωσης ή σε αμφότερα, περιλαμβανομένης της συνδρομής από φορείς, όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, όπως ο Οργανισμός, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης Ασύλου (EASO) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) ή η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) που συστάθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου (17) και ο βαθμός στον οποίο αυτά τα μέτρα ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις απειλές για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα,

β)

τις τρέχουσες και πιθανές μελλοντικές επιπτώσεις κάθε σοβαρής αδυναμίας που συνδέεται με τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και διαπιστώνεται στο πλαίσιο των εκθέσεων αξιολόγησης που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 καθώς και ο βαθμός στον οποίο τέτοιες σοβαρές αδυναμίες αποτελούν σοβαρές απειλές για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα,

γ)

τις πιθανές επιπτώσεις της επαναφοράς των ελέγχων στα σύνορα στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα.

2.   Προτού εκδώσει πρόταση σύστασης του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί:

α)

να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τα κράτη μέλη, τον Οργανισμό, την Ευρωπόλ ή άλλους φορείς, όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης,

β)

να πραγματοποιεί επιτόπιες επισκέψεις, με την υποστήριξη εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη και τον Οργανισμό, την Ευρωπόλ ή κάθε άλλο αρμόδιο φορέα, όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, προκειμένου να λάβει ή να επαληθεύσει πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω σύσταση.

Άρθρο 27

Ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

Η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος ή κράτη μέλη ενημερώνουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το συντομότερο δυνατόν σχετικά με οποιουσδήποτε λόγους θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εφαρμογή των άρθρων 19α και 23 έως 26α.

3)

Τα άρθρα 29 και 30 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«Άρθρο 29

Έκθεση για την επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα

Εντός τεσσάρων εβδομάδων μετά την άρση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, το κράτος μέλος που διεξήγαγε τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, περιγράφοντας, ειδικότερα, την αρχική αξιολόγηση και την τήρηση των κριτηρίων που αναφέρονται στα άρθρα 23α, 25 και 26α, τη λειτουργία των ελέγχων, την πρακτική συνεργασία με τα γειτονικά κράτη μέλη, τον αντίκτυπο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, την αποτελεσματικότητα της επαναφοράς των συνοριακών ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και περιλαμβάνοντας μια εκ των υστέρων αξιολόγηση της αναλογικότητας της επαναφοράς των ελέγχων.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει γνωμοδότηση για αυτή την εκ των υστέρων αξιολόγηση της προσωρινής επαναφοράς των συνοριακών ελέγχων σε ένα ή περισσότερα εσωτερικά σύνορα ή σε τμήματα αυτών.

Η Επιτροπή υποβάλλει τουλάχιστον ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα. Στην έκθεση περιλαμβάνεται κατάλογος όλων των αποφάσεων που ελήφθησαν με σκοπό την επαναφορά του συνοριακού ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα κατά το αντίστοιχο έτος.

Άρθρο 30

Ενημέρωση του κοινού

Η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος ενημερώνουν το κοινό κατά τρόπο συντονισμένο για την απόφαση επαναφοράς των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και προσδιορίζουν ειδικότερα την ημερομηνία έναρξης και λήξης του μέτρου αυτού, εκτός αν επιτακτικοί λόγοι ασφαλείας δεν το επιτρέπουν.».

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 33α

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η τελευταία είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (18).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Στις περιπτώσεις που η επιτροπή δεν εκφέρει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όποτε γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού.

5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 37α

Μηχανισμός αξιολόγησης

1.   Σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και υπό την επιφύλαξη των διατάξεών τους σχετικά με τις διαδικασίες επί παραβάσει, η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από κάθε κράτος μέλος θα αξιολογείται βάσει μηχανισμού αξιολόγησης.

2.   Οι κανόνες για τον μηχανισμό αξιολόγησης καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1053/2013. Σύμφωνα με αυτό τον μηχανισμό αξιολόγησης, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή από κοινού προβαίνουν σε τακτικές, αντικειμενικές και αμερόληπτες αξιολογήσεις προκειμένου να ελέγξουν την ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η δε Επιτροπή συντονίζει τις αξιολογήσεις σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. Βάσει του εν λόγω μηχανισμού, κάθε κράτος μέλος αξιολογείται τουλάχιστον ανά πενταετία από μικρή ομάδα εκπροσώπων της Επιτροπής και εμπειρογνωμόνων που ορίζονται από τα κράτη μέλη.

Οι αξιολογήσεις μπορεί να συνίστανται σε προαναγγελλόμενες ή απροειδοποίητες επιτόπιες επισκέψεις σε εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα.

Σύμφωνα με τον εν λόγω μηχανισμό αξιολόγησης, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη να εγκρίνει τα ετήσια και πολυετή προγράμματα αξιολόγησης και τις εκθέσεις αξιολόγησης.

3.   Σε περίπτωση τυχόν αδυναμιών, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούν να απευθυνθούν συστάσεις για διορθωτικές ενέργειες.

Όταν, σε έκθεση αξιολόγησης που υιοθετείται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 εντοπίζονται σοβαρές αδυναμίες στην πραγματοποίηση ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα, εφαρμόζονται τα άρθρα 19α και 26 του εν λόγω κανονισμού.

4.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώνονται σε όλα τα στάδια της αξιολόγησης και τους διαβιβάζονται όλα τα σχετικά έγγραφα, σύμφωνα με τους κανόνες περί διαβαθμισμένων εγγράφων.

5.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως για κάθε πρόταση τροποποίησης ή αντικατάστασης των κανόνων που θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1053/2013.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 22 Οκτωβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Ιουνίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2013.

(2)  Βλέπε σελίδα 27 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 349 της 25.11.2004, σ. 1).

(5)  Απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (ΕΕ L 121 της 15.5.2009, σ. 37).

(6)  ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43.

(7)  ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20.

(8)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(9)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31.

(10)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(11)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(13)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19.

(14)  ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 1.

(15)  ΕΕ L 295 της 6.11.2013, σ. 27.».

(16)  EE L 132 της 29.5.2010, σ. 11.

(17)  EE L 121 της 15.5.2009, σ. 37.».

(18)  EE L 55 της 28.2.2011, σ. 13.».


Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκφράζουν ικανοποίηση για την έκδοση του κανονισμού που τροποποιεί τον κώδικα συνόρων του Σένγκεν με σκοπό τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σε εξαιρετικές περιστάσεις καθώς και του κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης για τον έλεγχο της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν. Εκτιμούν ότι οι εν λόγω νέοι μηχανισμοί ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όπως διατυπώνεται στα συμπεράσματα της 24ης Ιουνίου 2011 για την ενδυνάμωση της συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών του χώρου Σένγκεν καθώς και για τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού και αξιόπιστου συστήματος παρακολούθησης και αξιολόγησης που θα εγγυάται την εφαρμογή των κοινών κανόνων και θα ενισχύει, θα προσαρμόζει και θα διευρύνει τα βασιζόμενα στο κεκτημένο της ΕΕ κριτήρια, ενώ παράλληλα υπενθυμίζουν ότι η διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο αποτελεσματικό και συνεκτικό και να εδράζεται στην κοινή ευθύνη, την αλληλεγγύη και την έμπρακτη συνεργασία.

Δηλώνουν ότι η συγκεκριμένη τροποποίηση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν θα ενισχύσει το συντονισμό και τη συνεργασία στο επίπεδο της Ένωσης μέσω αφενός της θέσπισης κριτηρίων για το ενδεχόμενο επαναφοράς των συνοριακών ελέγχων στα κράτη μέλη και, αφετέρου, μηχανισμού σε επίπεδο ΕΕ για την αντιμετώπιση πραγματικά κρίσιμων καταστάσεων που θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα χώρου.

Υπογραμμίζουν ότι αυτό το νέο σύστημα αξιολόγησης συνιστά μηχανισμό σε επίπεδο ΕΕ που θα καλύψει όλες τις πτυχές του κεκτημένου του Σένγκεν, και ότι θα συμμετέχουν σε αυτό εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, της Επιτροπής και των αρμόδιων οργανισμών της ΕΕ.

Αντιλαμβάνονται ότι τυχόν μελλοντική πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση του εν λόγω συστήματος αξιολόγησης, θα πρέπει να υποβληθεί προς διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να ληφθεί υπόψη η γνώμη του στο μέγιστο δυνατό βαθμό, προτού εκδοθεί η τελική πράξη.


6.11.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295/11


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Οκτωβρίου 2013

για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Επιτήρησης των Συνόρων (Eurosur)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 77 παράγραφος 2 στοιχείο δ),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Επιτήρησης των Συνόρων («EUROSUR») είναι αναγκαία για την ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών και της επιχειρησιακής συνεργασίας, τόσο μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών όσο και με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου (2) («ο Οργανισμός»). Το EUROSUR θα παρέχει στις εν λόγω αρχές και στον Οργανισμό την υποδομή και τα εργαλεία που χρειάζονται ώστε να βελτιώσουν την επίγνωσή τους για την κατάσταση και την ικανότητά τους ανταπόκρισης στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ένωσης («εξωτερικά σύνορα») με σκοπό τον εντοπισμό, την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και του διασυνοριακού εγκλήματος συμβάλλοντας στη διασφάλιση της προστασίας και της διάσωσης της ζωής μεταναστών.

(2)

Η πρακτική της μετακίνησης με μικρά και ακατάλληλα για πλου σκάφη έχει αυξήσει δραματικά τον αριθμό των μεταναστών που πνίγονται στα νότια θαλάσσια εξωτερικά σύνορα. Το EUROSUR θα πρέπει να βελτιώσει σημαντικά την επιχειρησιακή και τεχνική ικανότητα του Οργανισμού και των κρατών μελών να εντοπίζουν τέτοια μικρά σκάφη και να βελτιώσει την ικανότητα ανταπόκρισης των κρατών μελών, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση των απωλειών ζωής των μεταναστών.

(3)

Ο παρών κανονισμός αναγνωρίζει ότι τις μεταναστευτικές οδούς ακολουθούν επίσης άτομα που χρήζουν διεθνούς προστασίας.

(4)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ιδρύσουν εθνικά κέντρα συντονισμού ώστε να βελτιωθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνεργασία σχετικά με την επιτήρηση των συνόρων μεταξύ τους και με τον Οργανισμό. Για τη σωστή λειτουργία τού EUROSUR, είναι απαραίτητο όλες οι εθνικές αρχές που έχουν ευθύνη για την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων δυνάμει του εθνικού δικαίου να συνεργάζονται μέσω εθνικών κέντρων συντονισμού.

(5)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίσει τα κράτη μέλη να καταστήσουν τα δικά τους εθνικά κέντρα συντονισμού αρμόδια και για τον συντονισμό επίσης της ανταλλαγής πληροφοριών και τη συνεργασία όσον αφορά τα εναέρια σύνορα και τους ελέγχους στα σημεία διέλευσης των συνόρων.

(6)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να βελτιώσει την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία με άλλους οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της Ένωσης, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας και το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτως ώστε να γίνεται η βέλτιστη δυνατή χρήση των υφισταμένων πληροφοριών, ικανοτήτων και συστημάτων που ήδη διατίθενται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Παρακολούθησης της Γης.

(7)

Ο παρών κανονισμός αποτελεί τμήμα του ευρωπαϊκού μοντέλου ολοκληρωμένης διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων και της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εσωτερική ασφάλεια. Το EUROSUR θα συμβάλλει επίσης στην ανάπτυξη του Κοινού Περιβάλλοντος Ανταλλαγής Πληροφοριών για την επιτήρηση του θαλάσσιου τομέα της Ένωσης (CISE), παρέχοντας ένα ευρύτερο πλαίσιο για την επίγνωση της κατάστασης στη θάλασσα μέσα από την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ δημόσιων αρχών διατομεακά εντός της Ένωσης.

(8)

Για να εξασφαλισθεί ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο EUROSUR είναι κατά το δυνατόν πλήρεις και επικαιροποιημένες, ειδικότερα αναφορικά με την κατάσταση σε τρίτες χώρες, ο Οργανισμός θα πρέπει να συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης. Για τους σκοπούς αυτούς, οι αντιπροσωπείες και τα γραφεία της Ένωσης θα πρέπει να παρέχουν κάθε πληροφορία που ενδέχεται να ενδιαφέρει το EUROSUR.

(9)

O Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει την αναγκαία συνδρομή για την ανάπτυξη και λειτουργία του EUROSUR και, κατά περίπτωση, για την ανάπτυξη του CISE, συμπεριλαμβανομένης της διαλειτουργικότητας των συστημάτων, ειδικότερα με την εγκατάσταση, τη διατήρηση και τον συντονισμό του πλαισίου EUROSUR.

(10)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να εφοδιάζεται με τους δέοντες χρηματοδοτικούς και ανθρώπινους πόρους προκειμένου να εκπληρώνει επαρκώς τα πρόσθετα καθήκοντα που του ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(11)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τα άρθρα 2 και 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στη ζωή, την απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης, την απαγόρευση της εμπορίας ανθρώπων, το δικαίωμα της ελευθερίας και της ασφάλειας, το δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα της πρόσβασης σε έγγραφα, το δικαίωμα ασύλου, και προστασίας σε περιπτώσεις απομάκρυνσης και απέλασης, τη μη επαναπροώθηση, την απαγόρευση των διακρίσεων και τα δικαιώματα του παιδιού. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη και τον Οργανισμό σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(12)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004, ο Υπεύθυνος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το συμβουλευτικό φόρουμ που ορίζονται από τον εν λόγω κανονισμό θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αφορούν τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, σε σχέση με όλες τις δραστηριότητες του Οργανισμού στο πλαίσιο του EUROSUR.

(13)

Οιαδήποτε ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης και στην κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών θα πρέπει να αποτελεί εξαίρεση. Θα πρέπει να διενεργείται βάσει των υφιστάμενων εθνικών και ενωσιακών δικαίων και να σέβεται τις ειδικές απαιτήσεις για την προστασία δεδομένων. Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και η απόφαση - πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (5) εφαρμόζονται σε περιπτώσεις στις οποίες άλλα ειδικότερα μέσα, όπως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2007/2004, δεν παρέχουν καθεστώς πλήρους προστασίας των δεδομένων.

(14)

Προκειμένου να υλοποιηθεί η σταδιακή γεωγραφική επέκταση του EUROSUR, η υποχρέωση σύστασης και λειτουργίας εθνικών κέντρων συντονισμού θα πρέπει να εφαρμοσθεί σε δύο διαδοχικά στάδια, αρχικά για τα κράτη μέλη που βρίσκονται στα νότια και ανατολικά εξωτερικά σύνορα και, σε δεύτερο στάδιο, για τα εναπομείναντα κράτη μέλη.

(15)

Ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει διατάξεις για τη συνεργασία με γειτονικές τρίτες χώρες, διότι η καλά συγκροτημένη και σταθερή ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία με τις χώρες αυτές, ιδίως στην περιοχή της Μεσογείου, είναι σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη των στόχων του EUROSUR. Είναι ουσιώδους σημασίας οιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και γειτονικών τρίτων χωρών να διεξάγονται σε πλήρη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ιδίως με την αρχή της μη επαναπροώθησης.

(16)

Ο παρών κανονισμός περιέχει διατάξεις περί της δυνατότητας στενής συνεργασίας με την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη επίτευξη των στόχων του EUROSUR.

(17)

Ο Οργανισμός και τα κράτη μέλη θα πρέπει, κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, να κάνουν την καλύτερη δυνατή χρήση των υπαρχουσών δυνατοτήτων από άποψη ανθρωπίνων πόρων καθώς και τεχνικού εξοπλισμού, τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

(18)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί τακτικά τα αποτελέσματα της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού για να προσδιορίζει τον βαθμό στον οποίο έχουν επιτευχθεί οι στόχοι του EUROSUR.

(19)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στη έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός βασίζεται στο κεκτημένο Σένγκεν, η Δανία αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, εντός περιόδου έξι μηνών αφότου το Συμβούλιο έχει αποφασίσει σχετικά με τον παρόντα κανονισμό, εάν θα τον μεταφέρει στο εθνικό της δίκαιο.

(20)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (6)· ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(21)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (7)· ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοσή του και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(22)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (8), οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 1 σημείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (9). Η Νορβηγία θα πρέπει να συστήσει εθνικό κέντρο συντονισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από τις 2 Δεκεμβρίου 2013.

(23)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (10) που εμπίπτει στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (11).

(24)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (12) που εμπίπτει στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1, στοιχείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (13).

(25)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν επηρεάζει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, ούτε τις υποχρεώσεις των κρατών μελών δυνάμει της Σύμβασης του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, της Διεθνούς Σύμβασης για τη ναυτική έρευνα και διάσωση, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και των πρωτοκόλλων της για την καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών μέσω ξηράς, θαλάσσης και αέρος, της Σύμβασης σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και άλλων σχετικών διεθνών μέσων.

(26)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν επηρεάζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) ούτε τους κανόνες επιτήρησης των θαλάσσιων εξωτερικών συνόρων στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζει ο Οργανισμός.

(27)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η θέσπιση του EUROSUR, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς αποκλειστικά από τα κράτη μέλη, μπορεί ωστόσο, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ένα κοινό πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και του Οργανισμού με στόχο την ενίσχυση της επίγνωσης της κατάστασης και της βελτίωσης της ικανότητας ανταπόκρισης στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ένωσης («εξωτερικά σύνορα») με σκοπό τον εντοπισμό, την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και του διασυνοριακού εγκλήματος και τη συμβολή στη διασφάλιση της προστασίας και της διάσωσης της ζωής μεταναστών («EUROSUR»).

Άρθρο 2

Πεδίο

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην επιτήρηση των εξωτερικών χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων, η οποία περιλαμβάνει την την επιτήρηση, τον εντοπισμό, την αναγνώριση, την παρακολούθηση, την αποτροπή και την αναχαίτιση παράνομων συνοριακών διελεύσεων με σκοπό την ανίχνευση, την αποτροπή και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και του διασυνοριακού εγκλήματος και τη συμβολή στη διασφάλιση της προστασίας και της διάσωσης της ζωής μεταναστών.

2.   Ο παρών κανονισμός δύναται επίσης να εφαρμόζεται στην επιτήρηση των εναέριων συνόρων καθώς και στους ελέγχους στα σημεία συνοριακής διέλευσης εφόσον τα κράτη μέλη παρέχουν οικειοθελώς τις σχετικές πληροφορίες στο EUROSUR.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε οιοδήποτε νομικό ή διοικητικό μέτρο το οποίο λαμβάνεται μόλις οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους εντοπίσουν εγκληματικές διασυνοριακές δραστηριότητες ή διέλευση χωρίς άδεια από άτομα των εξωτερικών συνόρων.

4.   Όταν εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό, τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός συμμορφώνονται προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως των αρχών της μη επαναπροώθησης και σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των απαιτήσεων για την προστασία των δεδομένων. Δίδουν προτεραιότητα στις ειδικές ανάγκες των παιδιών, των ασυνόδευτων ανηλίκων, των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, των ατόμων που έχουν ανάγκη επείγουσας ιατρικής βοήθειας, ατόμων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα και ατόμων των οποίων η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ευάλωτη.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «Οργανισμός», νοείται ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004,

β)

ως «επίγνωση της κατάστασης», νοείται η ικανότητα επιτήρησης, εντοπισμού, αναγνώρισης, παρακολούθησης και αντίληψης παράνομων διασυνοριακών δραστηριοτήτων προκειμένου να εξευρεθεί βάσιμη αιτιολόγηση για τη λήψη μέτρων αντίδρασης επί τη βάσει του συνδυασμού νέων και υφιστάμενων πληροφοριών, και προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα μείωσης των απωλειών της ζωής μεταναστών στα εξωτερικά σύνορα, κατά μήκος ή πλησίον των εξωτερικών συνόρων,

γ)

ως «ικανότητα ανταπόκρισης», νοείται η ικανότητα ανάληψης δράσεων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση παράνομων διασυνοριακών δραστηριοτήτων στα εξωτερικά σύνορα και κατά μήκος ή πλησίον των εξωτερικών συνόρων, συμπεριλαμβανομένων των μέσων και των χρονιδιαγραμμάτων για επαρκή αντίδραση,

δ)

ως «εικόνα της κατάστασης», νοείται μια γραφική διεπαφή για την παρουσίαση, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, δεδομένων και πληροφοριών που λαμβάνονται από διαφορετικές αρχές, αισθητήρες, πλατφόρμες και άλλες πηγές και ανταλλάσσεται μέσω διαύλων επικοινωνίας και πληροφόρησης με άλλες αρχές, προκειμένου να επιτυγχάνεται επίγνωση της κατάστασης και να υποστηρίζεται η ικανότητα ανταπόκρισης κατά μήκος των εξωτερικών συνόρων και στην προσυνοριακή περιοχή,

ε)

ως «διασυνοριακό έγκλημα», νοείται οιοδήποτε σοβαρό έγκλημα με διασυνοριακή διάσταση το οποίο διαπράττεται στα εξωτερικά σύνορα, κατά μήκος ή πλησίον των εξωτερικών συνόρων,

στ)

ως «τμήμα εξωτερικών συνόρων», νοείται το σύνολο ή μέρος των εξωτερικών χερσαίων ή θαλάσσιων συνόρων ενός κράτους μέλους, όπως αυτά καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο ή προσδιορίζονται από το εθνικό κέντρο συντονισμού ή από οιαδήποτε άλλη αρμόδια εθνική αρχή,

ζ)

ως «προσυνοριακή περιοχή», νοείται η γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται πέρα από τα εξωτερικά σύνορα,

η)

ως «κατάσταση κρίσης», νοείται η φυσική ή ανθρωπογενής καταστροφή, το ατύχημα, η ανθρωπιστική ή πολιτική κρίση ή οποιοδήποτε άλλη σοβαρή κατάσταση που εκδηλώνεται στα εξωτερικά σύνορα, κατά μήκος ή πλησίον των εξωτερικών συνόρων και ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων,

θ)

ως «συμβάν», νοείται μια κατάσταση που σχετίζεται με την παράνομη μετανάστευση, το διασυνοριακό έγκλημα ή με κίνδυνο για τις ζωές των μεταναστών στα εξωτερικά σύνορα, κατά μήκος ή πλησίον των εξωτερικών συνόρων.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΛΑΙΣΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Στοιχεία

Άρθρο 4

Πλαίσιο EUROSUR

1.   Για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών και για τη συνεργασία στο πεδίο της επιτήρησης των συνόρων, και λαμβάνοντας υπόψη τους υφιστάμενους μηχανισμούς ανταλλαγής πληροφοριών και συνεργασίας, τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός χρησιμοποιούν το πλαίσιο του EUROSUR, το οποίο αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

εθνικά κέντρα συντονισμού,

β)

εθνικές εικόνες της κατάστασης,

γ)

ένα δίκτυο επικοινωνίας,

δ)

μία ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης,

ε)

μια κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών (intelligence),

στ)

μια κοινή εφαρμογή προϊόντων επιτήρησης.

2.   Τα εθνικά κέντρα συντονισμού παρέχουν στον Οργανισμό μέσω του δικτύου επικοινωνίας πληροφορίες από την εθνική εικόνα της κατάστασης, οι οποίες απαιτούνται για τη δημιουργία και διατήρηση της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης και της κοινής προσυνοριακής εικόνας βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών.

3.   Ο Οργανισμός παρέχει στα εθνικά κέντρα συντονισμού, μέσω του δικτύου επικοινωνίας, απεριόριστη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης και στην κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών.

4.   Τα στοιχεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 θεσπίζονται και διατηρούνται σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο Παράρτημα.

Άρθρο 5

Εθνικό Κέντρο Συντονισμού

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει λειτουργεί και διατηρεί ένα εθνικό κέντρο συντονισμού, το οποίο συντονίζει και ανταλλάσσει πληροφορίες με κάθε αρχή που έχει αρμοδιότητα για την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων σε εθνικό επίπεδο καθώς και με άλλα εθνικά κέντρα συντονισμού και τον Οργανισμό. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί την ίδρυση του εθνικού κέντρου συντονισμού του στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει αμέσως τα υπόλοιπα κράτη μέλη και τον Οργανισμό.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 και στο πλαίσιο του EUROSUR, το εθνικό κέντρο συντονισμού αποτελεί το μοναδικό σημείο επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών και για τη συνεργασία με άλλα εθνικά κέντρα συντονισμού και τον Οργανισμό.

3.   Το εθνικό κέντρο συντονισμού:

α)

διασφαλίζει την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών και την έγκαιρη συνεργασία μεταξύ όλων των εθνικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα για την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων καθώς και με τα υπόλοιπα εθνικά κέντρα συντονισμού και με τον Οργανισμό,

β)

διασφαλίζει την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρχές έρευνας και διάσωσης, επιβολής του νόμου, ασύλου και μετανάστευσης σε εθνικό επίπεδο,

γ)

συμβάλλει στην αποτελεσματική και αποδοτική διαχείριση πόρων και προσωπικού,

δ)

δημιουργεί και διατηρεί την εθνική εικόνα της κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 9,

ε)

παρέχει στήριξη στο σχεδιασμό και την υλοποίηση εθνικών δραστηριοτήτων επιτήρησης των συνόρων,

στ)

συντονίζει το εθνικό σύστημα επιτήρησης των συνόρων, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

ζ)

συμβάλει στην τακτική μέτρηση των αποτελεσμάτων των εθνικών δραστηριοτήτων επιτήρησης των συνόρων για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού,

η)

συντονίζει επιχειρησιακά μέτρα σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Οργανισμού και των κρατών μελών.

4.   Το εθνικό κέντρο συντονισμού λειτουργεί εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα και επτά ημέρες την εβδομάδα.

Άρθρο 6

Ο Οργανισμός

1.   Ο Οργανισμός:

α)

δημιουργεί και διατηρεί το δίκτυο επικοινωνίας του συστήματος EUROSUR σύμφωνα με το άρθρο 7,

β)

καταρτίζει και διατηρεί την ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 10,

γ)

δημιουργεί και διατηρεί την κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 11,

δ)

συντονίζει την κοινή εφαρμογή των προϊόντων επιτήρησης σύμφωνα με το άρθρο 12.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο Οργανισμός λειτουργεί εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα και επτά ημέρες την εβδομάδα.

Άρθρο 7

Δίκτυο επικοινωνίας

1.   Ο Οργανισμός δημιουργεί και διατηρεί ένα δίκτυο επικοινωνίας προκειμένου να παρέχει εργαλεία επικοινωνίας και ανάλυσης και να επιτρέπει την ανταλλαγή μη διαβαθμισμένων, ευαίσθητων και διαβαθμισμένων πληροφοριών με τρόπο ασφαλή και σε σχεδόν πραγματικό χρόνο τόσο με τα εθνικά κέντρα συντονισμού, όσο και μεταξύ των κέντρων αυτών. Το δίκτυο λειτουργεί εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα και επτά ημέρες την εβδομάδα και επιτρέπει:

α)

τη διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών σε σχεδόν πραγματικό χρόνο,

β)

ακουστικές και οπτικές τηλεδιασκέψεις,

γ)

ασφαλή χειρισμό, αποθήκευση, διαβίβαση και επεξεργασία μη διαβαθμισμένων ευαίσθητων πληροφοριών,

δ)

ασφαλή χειρισμό, αποθήκευση, διαβίβαση και επεξεργασία πληροφοριών της ΕΕ διαβαθμισμένων έως το επίπεδο RESTREINT UE/EU RESTRICTED ή αντίστοιχων εθνικών επιπέδων διαβάθμισης, διασφαλίζοντας ότι ο χειρισμός, η αποθήκευση, η διαβίβαση και η επεξεργασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών γίνεται σε χωριστό και δεόντως διαπιστευμένο τμήμα του δικτύου επικοινωνίας.

2.   Ο Οργανισμός παρέχει τεχνική υποστήριξη και διασφαλίζει ότι το δίκτυο επικοινωνίας είναι διαλειτουργικό με οιοδήποτε άλλο σχετικό σύστημα επικοινωνίας και πληροφοριών διαχειρίζεται ο ίδιος.

3.   Ο Οργανισμός ανταλλάσσει, επεξεργάζεται και αποθηκεύει μη διαβαθμισμένες ευαίσθητες και διαβαθμισμένες πληροφορίες στο δίκτυο επικοινωνίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11δ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004.

4.   Τα εθνικά κέντρα συντονισμού ανταλλάσσουν, επεξεργάζονται και αποθηκεύουν μη διαβαθμισμένες ευαίσθητες και διαβαθμισμένες πληροφορίες στο δίκτυο επικοινωνίας σύμφωνα με τους κανόνες και τα κοινά πρότυπα που ισοδυναμούν με τους κανόνες που καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής (15).

5.   Οι αρχές, οργανισμοί και άλλοι φορείς των κρατών μελών που χρησιμοποιούν το δίκτυο επικοινωνίας διασφαλίζουν ότι για το χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών τηρούνται κανονισμοί και πρότυπα ασφαλείας ισοδύναμα με εκείνα που εφαρμόζει ο Οργανισμός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Επίγνωση της κατάστασης

Άρθρο 8

Εικόνες της κατάστασης

1.   Οι εθνικές εικόνες της κατάστασης, η ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης και η κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών διαμορφώνονται μέσα από τη συλλογή, την αξιολόγηση, τη συσχέτιση, την ανάλυση, την ερμηνεία, την παραγωγή, την οπτικοποίηση και τη διάχυση πληροφοριών.

2.   Οι εικόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συνίστανται στα ακόλουθα επίπεδα:

α)

επίπεδο γεγονότων,

β)

επιχειρησιακό επίπεδο,

γ)

επίπεδο ανάλυσης.

Άρθρο 9

Εθνική Εικόνα της Κατάστασης

1.   Το εθνικό κέντρο συντονισμού δημιουργεί και διατηρεί την εθνική εικόνα της κατάστασης προκειμένου να παρέχει σε όλες τις αρχές που έχουν αρμοδιότητα στον έλεγχο, και ειδικότερα στην επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων σε εθνικό επίπεδο, αποτελεσματικές, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες.

2.   Η εθνική εικόνα της κατάστασης απαρτίζεται από πληροφορίες οι οποίες συγκεντρώνονται από τις ακόλουθες πηγές:

α)

το εθνικό σύστημα επιτήρησης των συνόρων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

β)

σταθερούς και κινητούς αισθητήρες τους οποίους χειρίζονται εθνικές αρχές που έχουν αρμοδιότητα για την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων,

γ)

περιπολίες για την επιτήρηση των συνόρων και άλλες αποστολές παρακολούθησης,

δ)

τοπικά, περιφερειακά και λοιπά κέντρα συντονισμού,

ε)

άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές και συστήματα, συμπεριλαμβανομένων αξιωματικών συνδέσμων, επιχειρησιακών κέντρων και σημείων επαφής,

στ)

τον Οργανισμό,

ζ)

εθνικά κέντρα συντονισμού σε άλλα κράτη μέλη,

η)

αρχές τρίτων χωρών, βάσει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών, και περιφερειακά δίκτυα όπως αναφέρεται στο άρθρο 20,

θ)

συστήματα αναφορών πλοίων κατά τα οριζόμενα στις αντίστοιχες νομικές τους βάσεις,

ι)

άλλους σχετικούς ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς,

ια)

άλλες πηγές.

3.   Το επίπεδο γεγονότων της εθνικής εικόνας της κατάστασης αποτελείται από τα ακόλουθα υποεπίπεδα:

α)

ένα υποεπίπεδο για τη διέλευση συνόρων χωρίς άδεια, στο οποίο περιλαμβάνονται οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο εθνικό κέντρο συντονισμού, όσον αφορά συμβάντα που σχετίζονται με κίνδυνο για τη ζωή των μεταναστών,

β)

ένα υποεπίπεδο σχετικά με το διασυνοριακό έγκλημα,

γ)

ένα υποεπίπεδο σχετικά με τις καταστάσεις κρίσης,

δ)

ένα υποεπίπεδο για άλλα γεγονότα, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με μη ταυτοποιημένα και ύποπτα οχήματα, πλοία και άλλα σκάφη καθώς και άτομα που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα, κατά μήκος ή πλησίον των εξωτερικών συνόρων του οικείου κράτους μέλους καθώς και με οιοδήποτε άλλο γεγονός το οποίο μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων.

4.   Το εθνικό κέντρο συντονισμού καθορίζει ένα μοναδικό ενδεικτικό επίπεδο επίπτωσης, από «χαμηλό» και «μεσαίο» έως «υψηλό» σε κάθε συμβάν στο επίπεδο γεγονότων της εθνικής εικόνας της κατάστασης. Όλα τα συμβάντα ανταλλάσσονται με τον Οργανισμό.

5.   Το επιχειρησιακό επίπεδο της εθνικής εικόνας της κατάστασης αποτελείται από τα ακόλουθα υποεπίπεδα:

α)

ένα υποεπίπεδο για τους ίδιους πόρους, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών πόρων που επικουρούν αποστολές επιβολής του νόμου, και τις περιοχές επιχειρήσεων, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τη θέση, την κατάσταση και το είδος των ίδιων πόρων και για τις αρχές που εμπλέκονται. Όσον αφορά στρατιωτικούς πόρους που επικουρούν αποστολές επιβολής του νόμου, το εθνικό κέντρο συντονισμού μπορεί να αποφασίζει, κατόπιν αιτήματος της εθνικής αρχής που είναι υπεύθυνη για τους πόρους αυτούς, να περιορίζει την πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες μόνο στις περιπτώσεις που υφίσταται ανάγκη γνώσης,

β)

ένα υποεπίπεδο σχετικά με περιβαλλοντικές πληροφορίες, το οποίο περιέχει ή παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες για τις εδαφικές και καιρικές συνθήκες που επικρατούν στα εξωτερικά σύνορα του οικείου κράτους μέλους.

6.   Οι πληροφορίες σχετικά με τους ίδιους πόρους του επιχειρησιακού επιπέδου διαβαθμίζονται ως RESTREINT UE/EU RESTRICTED.

7.   Το επίπεδο ανάλυσης της εθνικής εικόνας της κατάστασης αποτελείται από τα ακόλουθα υποεπίπεδα:

α)

ένα υποεπίπεδο πληροφοριών, το οποίο περιέχει τις κυριότερες εξελίξεις και δείκτες που αφορούν τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού,

β)

ένα αναλυτικό υποεπίπεδο, το οποίο περιέχει αναλυτικές εκθέσεις, τάσεις στη διαβάθμιση του κινδύνου, περιφερειακά συστήματα παρακολούθησης και ενημερωτικά σημειώματα που αφορούν στους σκοπούς του παρόντος κανονισμού,

γ)

ένα υποεπίπεδο επεξεργασμένων πληροφοριών, το οποίο περιέχει αναλυμένες πληροφορίες που αφορούν στους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα στον καθορισμό των επιπέδων επίπτωσης στα τμήματα των εξωτερικών συνόρων,

δ)

ένα υποεπίπεδο σχετικά με εικονικά και γεωγραφικά δεδομένα, το οποίο περιέχει απεικόνιση αναφοράς, χάρτες υπόβαθρου, επικύρωση αναλυμένων πληροφοριών και ανάλυση μεταβολών (εικόνες γεωσκόπησης) καθώς και ανίχνευση μεταβολών, δεδομένα από γεωαναφορά και χάρτες διαπερατότητας των εξωτερικών συνόρων.

8.   Οι πληροφορίες που περιέχονται στο επίπεδο ανάλυσης και στις περιβαλλοντικές πληροφορίες του επιχειρησιακού επιπέδου της εθνικής εικόνας της κατάστασης δύνανται να βασίζονται στις πληροφορίες που παρέχονται στην ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης και στην κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών.

9.   Τα εθνικά κέντρα συντονισμού γειτονικών κρατών μελών ανταλλάσσουν μεταξύ τους απευθείας και σε σχεδόν πραγματικό χρόνο την εικόνα της κατάστασης των γειτονικών τμημάτων των εξωτερικών συνόρων αναφορικά με:

α)

συμβάντα και τυχόν άλλα σημαντικά γεγονότα που περιέχονται στο επίπεδο γεγονότων,

β)

στρατηγικές εκθέσεις ανάλυσης του κινδύνου, όπως αυτές περιέχονται στο επίπεδο ανάλυσης.

10.   Τα εθνικά κέντρα συντονισμού γειτονικών κρατών μελών μπορούν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους απευθείας και σε σχεδόν πραγματικό χρόνο την εικόνα της κατάστασης των γειτονικών τμημάτων των εξωτερικών συνόρων αναφορικά με τις θέσεις, την κατάσταση και τον τύπο των ιδίων πόρων που επιχειρούν στα τμήματα των γειτονικών εξωτερικών συνόρων, όπως περιλαμβάνονται στο επιχειρησιακό επίπεδο.

Άρθρο 10

Ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης

1.   Ο Οργανισμός δημιουργεί και διατηρεί μια ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης προκειμένου να παρέχει σε όλα τα εθνικά κέντρα συντονισμού αποτελεσματικές, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες και αναλύσεις.

2.   Η ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης απαρτίζεται από πληροφορίες οι οποίες συγκεντρώνονται από τις ακόλουθες πηγές:

α)

τις εθνικές εικόνες της κατάστασης στον βαθμό που απαιτείται από το παρόν άρθρο,

β)

τον Οργανισμό,

γ)

την Επιτροπή, η οποία παρέχει στρατηγικής φύσεως πληροφορίες για τον έλεγχο των συνόρων, μεταξύ άλλων και για αδυναμίες κατά τη διενέργεια του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων,

δ)

αντιπροσωπείες και γραφεία της Ένωσης,

ε)

άλλους αρμόδιους οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της Ένωσης και διεθνείς οργανισμούς, όπως αναφέρονται στο άρθρο 18,

στ)

άλλες πηγές.

3.   Το επίπεδο γεγονότων της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με:

α)

τα συμβάντα και τυχόν άλλα γεγονότα που περιλαμβάνονται στο επίπεδο γεγονότων της εθνικής εικόνας της κατάστασης,

β)

τα συμβάντα και τα τυχόν άλλα γεγονότα που περιλαμβάνονται στην κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών,

γ)

τα συμβάντα στην επιχειρησιακή περιοχή μικτής επιχείρησης, πιλοτικού προγράμματος ή ταχείας επέμβασης που συντονίζει ο Οργανισμός.

4.   Στην ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη του το επίπεδο επίπτωσης που έχει καθορισθεί από το εθνικό κέντρο συντονισμού σε ένα συγκεκριμένο συμβάν στην εθνική εικόνα της κατάστασης.

5.   Το επιχειρησιακό επίπεδο της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης αποτελείται από τα ακόλουθα υποεπίπεδα:

α)

ένα υποεπίπεδο για τους ίδιους πόρους, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τη θέση, την ώρα, την κατάσταση και το είδος των πόρων που συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις, πιλοτικά προγράμματα ή ταχείες επεμβάσεις του Οργανισμού ή βρίσκονται στη διάθεσή του, καθώς και το σχέδιο ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής της επιχείρησης, των χρονοδιαγραμμάτων των περιπολιών και των κωδικών επικοινωνίας,

β)

ένα υποεπίπεδο που αφορά στις επιχειρήσεις, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με μικτές επιχειρήσεις, πιλοτικά προγράμματα ή ταχείες επεμβάσεις που συντονίζει ο Οργανισμός, όπως η δήλωση αποστολής, η θέση, η κατάσταση, η διάρκεια, πληροφορίες για τα κράτη μέλη και άλλους εμπλεκόμενους φορείς, καθημερινές και εβδομαδιαίες εκθέσεις κατάστασης, στατιστικά δεδομένα και πακέτα πληροφοριών για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης,

γ)

ένα υποεπίπεδο σχετικά με περιβαλλοντικές πληροφορίες, το οποίο περιέχει πληροφορίες για τις εδαφικές και καιρικές συνθήκες που επικρατούν στα εξωτερικά σύνορα.

6.   Οι πληροφορίες σχετικά με τους ίδιους πόρους του επιχειρησιακού επιπέδου της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης διαβαθμίζονται ως RESTREINT UE/EU RESTRICTED.

7.   Το επίπεδο ανάλυσης της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης δομείται κατά τον ίδιο τρόπο που ισχύει και για την εθνική εικόνα της κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 7.

Άρθρο 11

Κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών

1.   Ο Οργανισμός δημιουργεί και διατηρεί μία κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών προκειμένου να παρέχει σε όλα τα εθνικά κέντρα συντονισμού αποτελεσματικές, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες και αναλύσεις σχετικά με την προσυνοριακή περιοχή.

2.   Η κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών αποτελείται από πληροφορίες οι οποίες συγκεντρώνονται από τις ακόλουθες πηγές:

α)

εθνικά κέντρα συντονισμού, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών και εκθέσεων που συλλέγονται από τους αξιωματικούς συνδέσμους των κρατών μελών μέσω των αρμοδίων εθνικών αρχών,

β)

αντιπροσωπείες και γραφεία της Ένωσης,

γ)

τον Οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των εκθέσεων που υποβάλλουν οι αξιωματικοί σύνδεσμοί του,

δ)

άλλους σχετικούς οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της Ένωσης και διεθνείς οργανισμούς, όπως αναφέρονται στο άρθρο 18,

ε)

αρχές τρίτων χωρών, βάσει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών και περιφερειακών δικτύων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 20, μέσω των εθνικών κέντρων συντονισμού,

στ)

άλλες πηγές.

3.   Η κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών μπορεί να περιέχει πληροφορίες που αφορούν επιτήρηση των εναέριων συνόρων και ελέγχους σε σημεία διέλευσης των εξωτερικών συνόρων.

4.   Τα επίπεδα γεγονότων, επιχειρήσεων και αναλύσεων της κοινής προσυνοριακής εικόνας βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών δομούνται κατά τον ίδιο τρόπο που ισχύει και για την ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 10.

5.   Ο Οργανισμός καθορίζει ένα μοναδικό ενδεικτικό επίπεδο επίπτωσης σε κάθε συμβάν στο επίπεδο γεγονότων της κοινής προσυνοριακής εικόνας βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών. Ο Οργανισμός ενημερώνει τα εθνικά κέντρα συντονισμού για οιοδήποτε συμβάν στην προσυνοριακή περιοχή.

Άρθρο 12

Κοινή εφαρμογή προϊόντων επιτήρησης

1.   Ο Οργανισμός συντονίζει την κοινή εφαρμογή των προϊόντων επιτήρησης προκειμένου να παρέχει στα εθνικά κέντρα συντονισμού και στον ίδιο πληροφορίες επιτήρησης στα εξωτερικά σύνορα και στην προσυνοριακή περιοχή σε τακτική, αξιόπιστη και αποδοτική ως προς το κόστος βάση.

2.   Ο Οργανισμός παρέχει στα εθνικά κέντρα συντονισμού πληροφορίες, κατόπιν αίτησής τους, σχετικά με τα εξωτερικά σύνορα του αιτούντος κράτους μέλους και με την προσυνοριακή περιοχή, οι οποίες μπορούν να προέρχονται από:

α)

επιλεκτική παρακολούθηση καθορισμένων λιμένων και ακτών τρίτων χωρών που έχουν ταυτοποιηθεί, μέσω ανάλυσης του κινδύνου και πληροφοριών, ως σημεία επιβίβασης ή διέλευσης οχημάτων, πλοίων ή λοιπών σκαφών που χρησιμοποιούνται για παράνομη μετανάστευση ή διασυνοριακό έγκλημα,

β)

παρακολούθηση σε ανοιχτές θάλασσες πλοίων ή άλλων σκαφών για τα οποία εικάζεται ή έχει διαπιστωθεί ότι χρησιμοποιούνται για παράνομη μετανάστευση ή διασυνοριακό έγκλημα,

γ)

επιτήρηση καθορισμένων περιοχών του θαλάσσιου πεδίου με σκοπό τον εντοπισμό, την αναγνώριση και την παρακολούθηση οχημάτων, πλοίων και λοιπών σκαφών που χρησιμοποιούνται ή για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι χρησιμοποιούνται για παράνομη μετανάστευση ή διασυνοριακό έγκλημα,

δ)

περιβαλλοντική εκτίμηση καθορισμένων περιοχών στον θαλάσσιο πεδίο και στα εξωτερικά χερσαία σύνορα ώστε να βελτιστοποιούνται οι δραστηριότητες παρακολούθησης και περιπολίας,

ε)

επιλεκτική επιτήρηση καθορισμένων προσυνοριακών περιοχών στα εξωτερικά σύνορα, οι οποίες έχουν ταυτοποιηθεί, μέσω ανάλυσης κινδύνου και πληροφοριών, ως δυνητικά σημεία αναχώρησης ή διέλευσης για παράνομη μετανάστευση ή διασυνοριακό έγκλημα.

3.   Ο Οργανισμός παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατόπιν συνδυασμού και ανάλυσης δεδομένων που μπορούν να συλλέγονται από τα ακόλουθα συστήματα, αισθητήρες και πλατφόρμες:

α)

συστήματα αναφορών πλοίων κατά τα οριζόμενα στις αντίστοιχες νομικές τους βάσεις,

β)

δορυφορική απεικόνιση,

γ)

αισθητήρες τοποθετημένους σε οιοδήποτε όχημα, πλοίο ή άλλο σκάφος.

4.   Ο Οργανισμός δύναται να απορρίψει το αίτημα ενός εθνικού κέντρου συντονισμού εξαιτίας τεχνικών, χρηματοοικονομικών ή επιχειρησιακών λόγων. Ο Οργανισμός κοινοποιεί σε εύλογο χρονικό διάστημα στο εθνικό κέντρο συντονισμού τους λόγους της συγκεκριμένης απόρριψης.

5.   Ο Οργανισμός δύναται να χρησιμοποιήσει με ίδια πρωτοβουλία τα προϊόντα επιτήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 για τη συλλογή πληροφοριών που αφορούν στην κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών.

Άρθρο 13

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Όταν χρησιμοποιείται η εθνική εικόνα της κατάστασης για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία πραγματοποιείται σύμφωνα προς την οδηγία 95/46/ΕΚ, την απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ και τις οικείες εθνικές διατάξεις περί προστασίας δεδομένων.

2.   Η ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης και η κοινή προσυνοριακή εικόνα βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στον αριθμό αναγνώρισης των πλοίων.

Τα εν λόγω δεδομένα υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 11γα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004. Η επεξεργασία τους γίνεται μόνο για τον εντοπισμό, την αναγνώριση και την παρακολούθηση σκαφών, καθώς και για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 11γ, παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού. Διαγράφονται αυτομάτως εντός επτά ημερών από την παραλαβή τους από τον Οργανισμό ή, εάν χρειάζεται επιπλέον χρόνος για την παρακολούθηση σκάφους, εντός δύο μηνών μετά την παραλαβή των σχετικών δεδομένων από τον Οργανισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Ικανότητα αντίδρασης

Άρθρο 14

Καθορισμός τμημάτων εξωτερικών συνόρων

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κάθε κράτος μέλος διαιρεί τα εξωτερικά χερσαία και θαλάσσια σύνορά του σε τμήματα συνόρων και τα κοινοποιεί στον Οργανισμό.

Άρθρο 15

Καθορισμός επιπέδων επίπτωσης σε τμήματα εξωτερικών συνόρων

1.   Βάσει της ανάλυσης του κινδύνου που εκπονεί ο Οργανισμός και σε συμφωνία με τα οικεία κράτη μέλη, ο Οργανισμός καθορίζει ή τροποποιεί τα ακόλουθα επίπεδα επίπτωσης σε κάθε τμήμα των εξωτερικών χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων των κρατών μελών:

α)

χαμηλό επίπεδο επίπτωσης όπου τα συμβάντα που συνδέονται με την παράνομη μετανάστευση ή το διασυνοριακό έγκλημα και εκδηλώνονται στο σχετικό τμήμα των συνόρων έχουν ασήμαντη επίπτωση στην ασφάλεια των συνόρων,

β)

μεσαίο επίπεδο επίπτωσης όπου τα συμβάντα που συνδέονται με την παράνομη μετανάστευση ή το διασυνοριακό έγκλημα και εκδηλώνονται στο σχετικό τμήμα των συνόρων έχουν μέτρια επίπτωση στην ασφάλεια των συνόρων,

γ)

υψηλό επίπεδο επίπτωσης όπου τα συμβάντα που συνδέονται με την παράνομη μετανάστευση ή το διασυνοριακό έγκλημα και εκδηλώνονται στο σχετικό τμήμα των συνόρων έχουν σημαντική επίπτωση στην ασφάλεια των συνόρων.

2.   Το εθνικό κέντρο συντονισμού αξιολογεί σε τακτική βάση την ανάγκη μεταβολής του επιπέδου επίπτωσης κάθε συνοριακού τμήματος λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που περιέχει η εθνική εικόνα της κατάστασης.

3.   Ο Οργανισμός οπτικοποιεί τα επίπεδα επίπτωσης που αποδίδονται στα εξωτερικά σύνορα στην ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης.

Άρθρο 16

Ανταπόκριση βάσει των επιπέδων επίπτωσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι δραστηριότητες επιτήρησης που διενεργούνται στα τμήματα των εξωτερικών συνόρων αντιστοιχούν στα επίπεδα επίπτωσης που έχουν καθορισθεί, ως εξής:

α)

όταν έχει καθορισθεί χαμηλό επίπεδο επίπτωσης σε ένα τμήμα των εξωτερικών συνόρων, οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων οργανώνουν τακτική επιτήρηση με βάση αναλύσεις κινδύνου και μεριμνούν προκειμένου επαρκής αριθμός προσωπικού και πόρων να παραμένει σε ετοιμότητα στην περιοχή της μεθορίου για παρακολούθηση, αναγνώριση και αναχαίτιση,

β)

όταν έχει καθορισθεί μέτριο επίπεδο επίπτωσης σε ένα τμήμα των εξωτερικών συνόρων, οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων μεριμνούν ώστε, πέραν των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του στοιχείου α), να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα επιτήρησης στο εν λόγω τμήμα των συνόρων. Όποτε λαμβάνονται τέτοια μέτρα επιτήρησης, το εθνικό κέντρο συντονισμού ειδοποιείται σχετικά. Το εθνικό κέντρο συντονισμού συντονίζει την τυχόν στήριξη που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφο 3,

γ)

όταν έχει καθορισθεί υψηλό επίπεδο επίπτωσης σε ένα τμήμα των εξωτερικών συνόρων, το οικείο κράτος μέλος μεριμνά ώστε, πέραν των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του στοιχείου β), μέσω του εθνικού κέντρου συντονισμού, να παρέχεται στις εθνικές αρχές που επιχειρούν στο συγκεκριμένο τμήμα των συνόρων η κατάλληλη στήριξη και να λαμβάνονται ενισχυμένα μέτρα επιτήρησης. Το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει στήριξη από τον Οργανισμό, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων για την έναρξη μικτών επιχειρήσεων ή ταχειών επεμβάσεων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004.

2.   Το εθνικό κέντρο συντονισμού ενημερώνει τακτικά τον Οργανισμό για τα μέτρα που λαμβάνονται στο εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με το στοιχείο γ) της παραγράφου 1.

3.   Σε περίπτωση που έχει καθορισθεί μεσαίο ή υψηλό επίπεδο επίπτωσης σε ένα τμήμα των εξωτερικών συνόρων όμορο με τμήμα των συνόρων άλλου κράτους μέλους ή χώρας με την οποία υφίστανται διμερείς συμφωνίες ή περιφερειακά δίκτυα, όπως αναφέρεται στα άρθρα 19 και 20, το εθνικό κέντρο συντονισμού επικοινωνεί με το εθνικό κέντρο συντονισμού του γειτονικού κράτους μέλους ή την αρμόδια αρχή της γειτονικής χώρας και καταβάλλει προσπάθειες για τον συντονισμό της εφαρμογής των απαραίτητων διασυνοριακών μέτρων.

4.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος υποβάλλει αίτημα σύμφωνα με το στοιχείο γ) της παραγράφου 1, ο Οργανισμός, απαντώντας στο εν λόγω αίτημα, δύναται να στηρίξει το εν λόγω κράτος μέλος, ειδικότερα με τους εξής τρόπους:

α)

δίνοντας προτεραιότητα στην κοινή εφαρμογή προϊόντων επιτήρησης,

β)

συντονίζοντας την ανάπτυξη Ευρωπαϊκών Ομάδων Συνοροφυλάκων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004,

γ)

διασφαλίζοντας την ανάπτυξη τεχνικού εξοπλισμού που έχει στη διάθεσή του σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004,

δ)

συντονίζοντας την τυχόν πρόσθετη στήριξη που προσφέρουν άλλα κράτη μέλη.

5.   Ο Οργανισμός, από κοινού με το οικείο κράτος μέλος, αξιολογεί τον καθορισμό των επιπέδων επίπτωσης και τα αντίστοιχα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο στις εκθέσεις ανάλυσης κινδύνου που εκπονεί.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 17

Ανάθεση καθηκόντων σε άλλες αρχές των κρατών μελών

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν σε περιφερειακές, τοπικές, λειτουργικές ή άλλες αρχές που είναι σε θέση να λαμβάνουν επιχειρησιακές αποφάσεις, την ευθύνη να διασφαλίζουν επαρκή επίγνωση της κατάστασης και ικανότητα ανταπόκρισης στο αντίστοιχο πεδίο αρμοδιοτήτων, περιλαμβανομένων των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία γ), ε) και στ) της παραγράφου 3 του άρθρου 5.

2.   Η απόφαση των κρατών μελών να αναθέσουν καθήκοντα σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν πρέπει να επηρεάζει την ικανότητα του εθνικού κέντρου συντονισμού να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλα εθνικά κέντρα συντονισμού και τον Οργανισμό.

3.   Σε προκαθορισμένες περιπτώσεις, που επιλέγονται σε εθνικό επίπεδο, το εθνικό κέντρο συντονισμού μπορεί να εξουσιοδοτεί μια από τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να επικοινωνεί και να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις περιφερειακές αρχές ή το εθνικό κέντρο συντονισμού άλλου κράτους μέλους ή τις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αρχή ενημερώνει τακτικά το δικό του κέντρο συντονισμού σχετικά με αυτή την επικοινωνία και την ανταλλαγή πληροφοριών.

Άρθρο 18

Συνεργασία του Οργανισμού με τρίτους

1.   Ο Οργανισμός αξιοποιεί τις υφιστάμενες πληροφορίες, τις δυνατότητες και τα συστήματα που διαθέτουν άλλα θεσμικά όργανα, οργανισμοί, υπηρεσίες και φορείς της Ένωσης και διεθνείς οργανισμοί, εντός του αντίστοιχου νομικού πλαισίου.

2.   Σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο Οργανισμός συνεργάζεται ιδιαίτερα με τα ακόλουθα θεσμικά όργανα, οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της Ένωσης και διεθνείς οργανισμούς:

α)

την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το διασυνοριακό έγκλημα για να περιληφθούν στην Ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης,

β)

το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας κατά την παροχή της κοινής εφαρμογής των προϊόντων επιτήρησης,

γ)

την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης και τους οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της Ένωσης περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, που μπορούν να παρέχουν στον Οργανισμό πληροφορίες που αφορούν στη διατήρηση της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης και της κοινής προσυνοριακής εικόνας βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών,

δ)

διεθνείς οργανισμούς οι οποίοι μπορούν να παρέχουν στον Οργανισμό πληροφορίες που αφορούν στη συντήρηση της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης και της κοινής προσυνοριακής εικόνας βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών.

3.   Σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο Οργανισμός μπορεί να συνεργάζεται με το Κέντρο Θαλάσσιων Αναλύσεων και Επιχειρήσεων - Ναρκωτικών (MAOC-N) και το Κέντρο για τον συντονισμό της καταπολέμησης της διακίνησης ναρκωτικών στη Μεσόγειο (CeCLAD-M) με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το διασυνοριακό έγκλημα για να περιληφθούν στην ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης.

4.   Οι πληροφορίες μεταξύ του Οργανισμού και των οργανισμών, υπηρεσιών και φορέων της Ένωσης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 ανταλλάσσονται μέσω του αναφερόμενου στην παράγραφο 7 δικτύου επικοινωνίας ή μέσω άλλων δικτύων επικοινωνίας τα οποία πληρούν τα κριτήρια της διαθεσιμότητας, της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας.

5.   Η συνεργασία μεταξύ του Οργανισμού και των οργανισμών, υπηρεσιών και φορέων της Ένωσης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 διέπεται, ως μέρος των ρυθμίσεων εργασίας, από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 και την αντίστοιχη νομική βάση του συγκεκριμένου οργανισμού, υπηρεσίας ή φορέα της Ένωσης ή διεθνούς οργανισμού. Σε ό,τι αφορά τον χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών, οι ρυθμίσεις αυτές προβλέπουν τη συμμόρφωση του συγκεκριμένου οργανισμού, υπηρεσίας ή φορέα της Ένωσης ή διεθνούς οργανισμού με κανονισμούς και πρότυπα ασφαλείας ισοδύναμα με εκείνα που εφαρμόζει ο Οργανισμός.

6.   Οι οργανισμοί, υπηρεσίες και φορείς της Ένωσης και οι διεθνείς οργανισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 χρησιμοποιούν πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο του EUROSUR μόνον εντός των ορίων των νομικών τους πλαισίων και σε συμμόρφωση προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των προδιαγραφών περί προστασίας των δεδομένων.

Άρθρο 19

Συνεργασία με την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνεργασία με την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δύναται να διεξάγεται επί τη βάσει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών μεταξύ της Ιρλανδίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου, αντιστοίχως, και ενός ή περισσότερων γειτονικών κρατών μελών, ή μέσω περιφερειακών δικτύων βασισμένων στις εν λόγω συμφωνίες. Τα εθνικά κέντρα συντονισμού των κρατών μελών συνιστούν τα σημεία επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αντίστοιχες αρχές της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο του EUROSUR. Μόλις οι εν λόγω συμφωνίες συναφθούν, κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

2.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιορίζονται στην ακόλουθη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών κέντρων συντονισμού ενός κράτους μέλους και της αντίστοιχης αρχής της Ιρλανδίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου:

α)

πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην εθνική εικόνα της κατάστασης κράτους μέλους, στο βαθμό που διαβιβάζονται προς τον Οργανισμό για τους σκοπούς της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης και της κοινής προσυνοριακής εικόνας βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών,

β)

πληροφορίες που συλλέγουν η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες έχουν σημασία για τους σκοπούς της ευρωπαϊκής εικόνας της κατάστασης και της κοινής προσυνοριακής εικόνας βάσει επεξεργασμένων πληροφοριών,

γ)

πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 παράγραφος 9.

3.   Πληροφορίες που παρέχονται στο πλαίσιο του EUROSUR από τον Οργανισμό ή από κράτος μέλος που δεν είναι μέρος ουδεμίας εκ των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή του Οργανισμού δεν μπορέσουν να αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγής με την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Οργανισμού ή του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός δεσμεύονται από την άρνηση ανταλλαγής των εν λόγω πληροφοριών με την Ιρλανδία ή το Ηνωμένο Βασίλειο.

4.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει του παρόντος άρθρου απαγορεύεται να διαβιβάζονται περαιτέρω ή να γνωστοποιούνται σε τρίτες χώρες ή σε άλλους τρίτους.

5.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν διατάξεις περί του οικονομικού κόστους που προκύπτει από τη συμμετοχή της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου στην εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών.

Άρθρο 20

Συνεργασία με γειτονικές τρίτες χώρες

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να συνεργάζονται με μία ή περισσότερες γειτονικές τρίτες χώρες. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνεργασία διεξάγεται επί τη βάσει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή μέσω περιφερειακών δικτύων ιδρυθέντων βάσει των συμφωνιών αυτών. Τα εθνικά κέντρα συντονισμού των κρατών μελών αποτελούν το σημείο επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών με γειτονικές τρίτες χώρες.

2.   Προτού συναφθεί οποιαδήποτε συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα οικεία κράτη μέλη κοινοποιούν τη συμφωνία στην Επιτροπή, η οποία επαληθεύει ότι οι διατάξεις της που είναι κρίσιμες για το EUROSUR συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό. Μόλις συναφθεί η συμφωνία, το οικείο κράτος μέλος την κοινοποιεί στην Επιτροπή η οποία ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τον Οργανισμό.

3.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συμμορφώνονται με το σχετικό ενωσιακό και διεθνές δίκαιο περί θεμελιωδών δικαιωμάτων και διεθνούς προστασίας, όπου περιλαμβάνεται ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, ιδίως όσον αφορά την αρχή της μη επαναπροώθησης.

4.   Οιαδήποτε ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες στο πλαίσιο του EUROSUR περιορίζεται αυστηρά σε όσα είναι τελείως απαραίτητα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ και τις οικείες εθνικές διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων.

5.   Απαγορεύεται οιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει της παραγράφου 1, η οποία παρέχει στην τρίτη χώρα πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με σκοπό την ταυτοποίηση ατόμων ή ομάδων ατόμων, των οποίων το αίτημα για υπαγωγή στη διεθνή προστασία τελεί υπό εξέταση ή τα οποία διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να υποστούν βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση ή οιαδήποτε άλλη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

6.   Οιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1 συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις των διμερών και πολυμερών συμφωνιών που συνάπτονται με γειτονικές τρίτες χώρες.

7.   Πληροφορίες που παρέχονται στο πλαίσιο του EUROSUR από τον Οργανισμό ή από κράτος μέλος που δεν είναι μέρος ουδεμίας εκ των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή του Οργανισμού δεν μπορέσουν να αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγής με τρίτη χώρα σύμφωνα με την εν λόγω συμφωνία χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Οργανισμού ή του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός δεσμεύονται από την άρνηση ανταλλαγής των εν λόγω πληροφοριών με την οικεία τρίτη χώρα.

8.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει του παρόντος άρθρου απαγορεύεται να διαβιβάζονται περαιτέρω ή να γνωστοποιούνται σε άλλες τρίτες χώρες ή τρίτους.

9.   Οιαδήποτε ανταλλαγή με τρίτες χώρες πληροφοριών οι οποίες έχουν αποκτηθεί μέσω της κοινής εφαρμογής των προϊόντων επιτήρησης, υπόκειται στη νομοθεσία και τους κανόνες που διέπουν τα εν λόγω προϊόντα καθώς και στις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ.

Άρθρο 21

Εγχειρίδιο

1.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, τον Οργανισμό και οποιουσδήποτε άλλους οργανισμούς, υπηρεσίες ή φορείς της Ένωσης, καθιστά διαθέσιμο ένα πρακτικό εγχειρίδιο για την εφαρμογή και τη διαχείριση του EUROSUR («εγχειρίδιο»). Το εγχειρίδιο παρέχει τεχνικές και επιχειρησιακές κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές, μεταξύ άλλων και για τη συνεργασία με τρίτες χώρες. Η Επιτροπή υιοθετεί το εγχειρίδιο υπό μορφή σύστασης.

2.   Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη και τον Οργανισμό, τη διαβάθμιση μερών του εγχειριδίου ως RESTREINT UE/EU RESTRICTED σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής.

Άρθρο 22

Παρακολούθηση και αξιολόγηση

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο Οργανισμός και τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τίθενται σε λειτουργία διαδικασίες για την παρακολούθηση της τεχνικής και επιχειρησιακής λειτουργίας του EUROSUR σε σχέση με τους στόχους της επίτευξης επαρκούς επίγνωσης της κατάστασης και ικανότητας ανταπόκρισης στα εξωτερικά σύνορα, καθώς και για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της αρχή της μη επαναπροώθησης.

2.   Ο Οργανισμός υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του EUROSUR έως την 1η Δεκεμβρίου 2015 και, εν συνεχεία, ανά διετία.

3.   Η Επιτροπή υποβάλει συνολική αξιολόγηση του EUROSUR στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έως την 1η Δεκεμβρίου 2016 και εν συνεχεία ανά τέσσερα έτη. Η εν λόγω αξιολόγηση περιλαμβάνει αποτίμηση των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν σε σχέση με τους στόχους, της συνέχισης ισχύος της λογικής θεμελίωσης του συστήματος, της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού από τα κράτη μέλη και τον Οργανισμό και της συμμόρφωσης προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και των επιπτώσεών της σε αυτά. Περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση κόστους/ οφέλους. Η εν λόγω αξιολόγηση συνοδεύεται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, από κατάλληλες προτάσεις τροποποίησης του παρόντος κανονισμού.

4.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στον Οργανισμό τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη σύνταξη της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Ο Οργανισμός παρέχει στην Επιτροπή τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπόνηση της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 23

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

παρέχουν την απαραίτητη συνδρομή για την ανάπτυξη και λειτουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος επιτήρησης των συνόρων και, εφόσον απαιτηθεί, για την ανάπτυξη κοινού περιβάλλοντος ανταλλαγής πληροφοριών, ιδίως της διαλειτουργικότητας των συστημάτων, κυρίως με τη δημιουργία, διατήρηση και συντονισμό του πλαισίου του EUROSUR σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16)

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 11γα

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του EUROSUR

Ο Οργανισμός μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1052/2013, το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 11α του εν λόγω κανονισμού. Ειδικότερα, η επεξεργασία των δεδομένων αυτών πρέπει να τηρεί πλήρως τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, και απαγορεύεται η περαιτέρω διαβίβαση ή άλλη ανακοίνωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται ο Οργανισμός προς τρίτες χώρες.».

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 2 Δεκεμβρίου 2013.

3.   Η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Κροατία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Λεττονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Φινλανδία συστήνουν εθνικό κέντρο συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 5 από τις 2 Δεκεμβρίου 2013.

Τα υπόλοιπα κράτη μέλη συστήνουν εθνικό κέντρο συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 5 από την 1η Δεκεμβρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 22 Οκτωβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Οκτωβρίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 349 της 25.11.2004, σ. 1).

(3)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (EE L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(5)  Απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60).

(6)  Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετάσχουν σε ορισμένες διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).

(7)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετάσχει σε ορισμένες διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).

(8)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(9)  Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας αυτής σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).

(10)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(11)  Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(13)  Απόφαση 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 1).

(15)  ΕΕ L 308 της 8.12.2000, σ. 26.

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ης Οκτωβρίου 2013, για την κατάρτιση του ευρωπαϊκού συστήματος επιτήρησης των συνόρων (EUROSUR) (ΕΕ L 295, 6.11.2013, σ. 11).»,


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατά τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη διατήρηση των διάφορων στοιχείων του πλαισίου EUROSUR λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες αρχές:

α)

Αρχή της κοινότητας ενδιαφέροντος: τα εθνικά κέντρα συντονισμού και ο Οργανισμός σχηματίζουν συγκεκριμένα δίκτυα με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία στο πλαίσιο του EUROSUR. Οι κοινότητες ενδιαφέροντος αξιοποιούνται για την οργάνωση διαφόρων εθνικών κέντρων συντονισμού και του Οργανισμού, ώστε να υπάρχει ανταλλαγή πληροφοριών με σκοπό την επιδίωξη κοινών στόχων, απαιτήσεων και συμφερόντων.

β)

Αρχές της συνεκτικής διαχείρισης και της χρήσης υφιστάμενων δομών: ο Οργανισμός διασφαλίζει τη συνεκτικότητα μεταξύ των διάφορων στοιχείων του πλαισίου EUROSUR παρέχοντας, μεταξύ άλλων, καθοδήγηση και στήριξη στα εθνικά κέντρα συντονισμού και προάγοντας τη διαλειτουργικότητα πληροφοριών και τεχνολογίας. Στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, το πλαίσιο του EUROSUR αξιοποιεί υφιστάμενα συστήματα και δυνατότητες, προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η χρήση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και να αποφευχθεί η αλληλοεπικάλυψη. Στο πλαίσιο αυτό, το EUROSUR θεσπίζεται σε πλήρη συμμόρφωση με την CISE και, με τον τρόπο αυτό, συνεισφέρει και επωφελείται από μια συντονισμένη και αποδοτική ως προς το κόστος προσέγγιση για την ανταλλαγή διατομεακών πληροφοριών στην Ένωση.

γ)

Αρχές ανταλλαγής πληροφοριών και διασφάλισης των πληροφοριών: οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο πλαίσιο EUROSUR είναι διαθέσιμες σε όλα τα εθνικά κέντρα συντονισμού και τον Οργανισμό, εκτός εάν έχουν προβλεφθεί ή συμφωνηθεί συγκεκριμένοι περιορισμοί. Τα εθνικά κέντρα συντονισμού εγγυώνται τη διαθεσιμότητα, την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των πληροφοριών προς ανταλλαγή σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Ο Οργανισμός εγγυάται τη διαθεσιμότητα, την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των πληροφοριών προς ανταλλαγή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

δ)

Αρχές του προσανατολισμού στις υπηρεσίες και αρχές της τυποποίησης: οι διάφορες δυνατότητες του EUROSUR εφαρμόζονται με τη χρήση μιας προσέγγισης προσανατολισμού στις υπηρεσίες. Ο Οργανισμός διασφαλίζει ότι, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, το πλαίσιο EUROSUR βασίζεται σε διεθνώς συμπεφωνημένα πρότυπα.

ε)

Αρχή της ευελιξίας: η οργάνωση, οι πληροφορίες και η τεχνολογία σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε οι ενδιαφερόμενοι του EUROSUR να αντιδρούν σε μεταβαλλόμενες καταστάσεις με ευέλικτο και δομημένο τρόπο.


Δήλωση του Συμβουλίου

Το EUROSUR θα συμβάλει στην προστασία και τη διάσωση της ζωής μεταναστών. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η αναζήτηση και η διάσωση στη θάλασσα αποτελούν αρμοδιότητα των κρατών μελών την οποία και ασκούν στο πλαίσιο των διεθνών συμβάσεων.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

6.11.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295/27


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 7ης Οκτωβρίου 2013

σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν και την κατάργηση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 σχετικά με τη σύσταση της μόνιμης επιτροπής για την αξιολόγηση και την εφαρμογή της σύμβασης Σένγκεν

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 70,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο χώρος Σένγκεν χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα στηρίζεται στην αποτελεσματική και ουσιαστική εφαρμογή από τα κράτη μέλη των συνοδευτικών μέτρων στους τομείς των εξωτερικών συνόρων, της πολιτικής θεωρήσεων, του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν, της προστασίας των δεδομένων, της αστυνομικής συνεργασίας, της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της πολιτικής κατά των ναρκωτικών.

(2)

Με την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 (2) SCH/Com-ex (98) 26 def (καλούμενη εφεξής «απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1998»), συστάθηκε μόνιμη επιτροπή για την αξιολόγηση και την εφαρμογή του Σένγκεν. Η μόνιμη επιτροπή ανέλαβε την εντολή, καταρχάς, να διαπιστώνει κατά πόσο πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την άρση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα με υποψήφια χώρα και, κατά δεύτερο λόγο, να εξασφαλίζει ότι εφαρμόζεται ορθά το κεκτημένο του Σένγκεν από τα κράτη που ήδη το εφαρμόζουν πλήρως.

(3)

Είναι αναγκαίος ένας ειδικός μηχανισμός αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν λόγω της ανάγκης να εξασφαλίζονται υψηλού επιπέδου ενιαία πρότυπα κατά την πρακτική εφαρμογή του, καθώς και της ανάγκης να διατηρηθεί υψηλό επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών που αποτελούν τμήμα ενός χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα. Αυτός ο μηχανισμός θα πρέπει να στηριχθεί στη στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εν λόγω κρατών μελών.

(4)

Το πρόγραμμα της Χάγης (3) καλεί την Επιτροπή να υποβάλει, μόλις ολοκληρωθεί η εξάλειψη των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, πρόταση για τη συμπλήρωση του υφιστάμενου μηχανισμού αξιολόγησης Σένγκεν με εποπτικό μηχανισμό που θα διασφαλίζει την πλήρη συμμετοχή των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, καθώς και αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις.

(5)

Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης (4) θεωρεί ότι η αξιολόγηση του χώρου Σένγκεν θα εξακολουθήσει να έχει καίρια σημασία και ότι συνεπώς θα πρέπει να βελτιωθεί μέσω της ενίσχυσης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου (5), στον τομέα αυτό.

(6)

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναθεωρηθεί ο μηχανισμός αξιολόγησης που συστάθηκε με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 και να καταργηθεί η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1998.

(7)

Η πείρα που αποκτήθηκε από προηγούμενες αξιολογήσεις καταδεικνύει την ανάγκη να διατηρηθεί ένας συνεκτικός μηχανισμός αξιολόγησης που θα καλύπτει όλους τους τομείς του κεκτημένου του Σένγκεν εκτός από εκείνους για τους οποίους υφίσταται ήδη στο ενωσιακό δίκαιο ειδικός μηχανισμός αξιολόγησης.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 70 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, θα πρέπει να προβαίνουν σε αντικειμενική και αμερόληπτη αξιολόγηση της εφαρμογής των πολιτικών της Ένωσης εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Για να είναι αποτελεσματική, μια ορθή διαδικασία αξιολόγησης θα πρέπει να προβλέπει σωστή συνέχεια και παρακολούθηση των εκθέσεων αξιολόγησης που θα εξασφαλίζεται από την Επιτροπή.

(9)

Επιπλέον, για την καλύτερη αποτελεσματικότητα του μηχανισμού αξιολόγησης, θα πρέπει να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτό, ορισμένες εκτελεστικές αρμοδιότητες θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή και άλλες στο Συμβούλιο.

(10)

Οι αρμοδιότητες προετοιμασίας και σχεδιασμού των αξιολογήσεων, καθώς και η αρμοδιότητα έκδοσης εκθέσεων αξιολόγησης, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή. Κάποιες από τις εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (6). Βάσει των όρων του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο iii) του εν λόγω κανονισμού, για την έκδοση παρόμοιων πράξεων εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης.

(11)

Προκειμένου να ενδυναμωθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, να διασφαλιστεί ο καλύτερος συντονισμός τους σε επίπεδο Ένωσης και να ενισχυθεί η πίεση μεταξύ των εταίρων, η εκτελεστική αρμοδιότητα έγκρισης των συστάσεων σχετικά με μέτρα αποκατάστασης που αποσκοπούν στην κάλυψη τυχόν ελλείψεων οι οποίες προσδιορίζονται στις εκθέσεις αξιολόγησης θα πρέπει να ανατεθεί στο Συμβούλιο. Αυτή η εκτελεστική αρμοδιότητα αντανακλά τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες που ανατίθενται στο Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 70 ΣΛΕΕ, στο πεδίο της αμοιβαίας αξιολόγησης της εφαρμογής των πολιτικών της Ένωσης εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Αντανακλά με σαφήνεια τη σκοπιμότητα ενός μηχανισμού αξιολόγησης βασισμένου σε αυτόν τον ειδικό κανόνα (lex specialis) που, στον συγκεκριμένο τομέα, και παράλληλα με τη γενική αρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβλέπει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω διαδικασιών επί παραβάσει, συνίσταται στην εκπλήρωση της συμπληρωματικής λειτουργίας παρακολούθησης της αποτελεσματικότητας της πρακτικής εφαρμογής των πολιτικών της Ένωσης μέσω αξιολόγησης από ομοτίμους.

Επιπλέον, η εκτελεστική αρμοδιότητα που εκχωρείται στο Συμβούλιο συμβάλλει στην υλοποίηση της βούλησης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως εκφράστηκε στα συμπεράσματα της 23ης και 24ης Ιουνίου 2011, τα οποία αναφέρουν ότι η συνεργασία στον χώρο Σένγκεν πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω με τη βελτίωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών και ότι τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα να εγγυηθούν ότι όλοι οι κανόνες Σένγκεν εφαρμόζονται αποτελεσματικά σύμφωνα με τα συμφωνημένα κοινά πρότυπα και τις θεμελιώδεις αρχές και κανόνες. Αυτή η εκτελεστική αρμοδιότητα συμβάλλει επίσης, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 8ης Μαρτίου 2012, στη βελτίωση της διακυβέρνησης του χώρου Σένγκεν μέσω πολιτικών συζητήσεων σε επίπεδο υπουργών για την ορθή λειτουργία του χώρου Σένγκεν, μεταξύ άλλων μέσω συζητήσεων σε καταστάσεις όπου έχουν εντοπιστεί σοβαρές ελλείψεις βάσει των εκθέσεων αξιολόγησης. Οι συζητήσεις αυτές, που διεξάγονται στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής η οποία αποτελείται από τα κράτη μέλη της ΕΕ και τα συνδεδεμένα κράτη Σένγκεν, θα πρέπει να συνδράμει το Συμβούλιο στη λήψη αποφάσεων εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων του, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία του χώρου Σένγκεν. Τέλος, για την εκχώρηση αυτής της εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ενδεχομένως ευαίσθητη, από πολιτική άποψη, φύση των συστάσεων, οι οποίες συχνά άπτονται εθνικών εκτελεστικών αρμοδιοτήτων.

(12)

Ο μηχανισμός αξιολόγησης θα πρέπει να καθορίζει διάφανους, αποτελεσματικούς και σαφείς κανόνες ως προς τη μεθοδολογία που θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αξιολογήσεις, τη χρήση εμπειρογνωμόνων ανωτέρου επιπέδου για επιτόπιες επισκέψεις και τη συνέχεια που θα πρέπει να δίνεται στα πορίσματα των αξιολογήσεων. Εν προκειμένω, η μέθοδος θα πρέπει να προβλέπει απροειδοποίητες επιτόπιες επισκέψεις που θα συμπληρώνουν τις προαναγγελλόμενες επιτόπιες επισκέψεις, ιδίως όσον αφορά τους συνοριακούς ελέγχους και τις θεωρήσεις.

(13)

Ο μηχανισμός αξιολόγησης και παρακολούθησης θα πρέπει να καλύπτει όλο το φάσμα του κεκτημένου του Σένγκεν. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των συνόρων, ο μηχανισμός αξιολόγησης και παρακολούθησης θα πρέπει να καλύπτει αφενός την αποτελεσματικότητα των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα και αφετέρου την απουσία ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα.

(14)

Κατά την αξιολόγηση και παρακολούθηση θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν.

(15)

Η αξιολόγηση θα πρέπει να εγγυάται την εφαρμογή των κανόνων του Σένγκεν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και κανόνες. Ως εκ τούτου, ο μηχανισμός αξιολόγησης θα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο της σχετικής νομοθεσίας και των επιχειρησιακών δράσεων που συμβάλλουν στη λειτουργία ενός χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα.

(16)

Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της αξιοπιστίας του μηχανισμού αξιολόγησης, όλες οι αξιολογήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ορθή λειτουργία των αρχών οι οποίες εφαρμόζουν τα σχετικά μέρη του κεκτημένου του Σένγκεν. Αυτό θα ενισχύσει την ικανότητα του μηχανισμού αξιολόγησης να εγγυάται αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων Σένγκεν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και κανόνες, όπως ζητείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα συμπεράσματά του της 23ης και 24ης Ιουνίου 2011. Θα συνάδει με το αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που καθορίστηκε στα συμπεράσματά του της 1ης και 2ας Μαρτίου 2012, ο μηχανισμός αξιολόγησης να ρυθμίζει την απαιτούμενη λειτουργία των θεσμικών οργάνων που εμπλέκονται στην εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν.

(17)

Ο Frontex θα πρέπει να στηρίζει την εφαρμογή του μηχανισμού αξιολόγησης, κυρίως στον τομέα της ανάλυσης κινδύνου σχετικά με τα εξωτερικά σύνορα. Ο μηχανισμός αξιολόγησης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να στηρίζεται στην εμπειρογνωμοσύνη που παρέχει ο Frontex σε ad hoc βάση για τη διεξαγωγή επιτόπιων επισκέψεων στα εξωτερικά σύνορα.

(18)

Άλλοι οργανισμοί, φορείς και υπηρεσίες της Ένωσης, όπως η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ), που συστάθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου (7), και η Eurojust, που συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου (8), θα πρέπει, κατά περίπτωση, να στηρίζουν την εφαρμογή του μηχανισμού αξιολόγησης στους τομείς που καλύπτει η εντολή τους. Ο μηχανισμός αξιολόγησης θα πρέπει επίσης, κατά περίπτωση, να μπορεί να αξιοποιεί την εμπειρογνωμοσύνη των οργανισμών, φορέων ή υπηρεσιών της Ένωσης, όταν συμμετέχουν στη διεξαγωγή επιτόπιων επισκέψεων σχετικά με τομείς του κεκτημένου του Σένγκεν που εμπίπτουν στην εντολή τους. Για παράδειγμα αυτό θα πρέπει να ισχύει στην περίπτωση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας των Δεδομένων σε ό,τι αφορά τις αξιολογήσεις της προστασίας δεδομένων, στις οποίες μπορεί επίσης να λαμβάνουν μέρος οι εθνικές αρχές προστασίας των δεδομένων.

(19)

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι εμπειρογνώμονες που διατίθενται για τις επιτόπιες επισκέψεις διαθέτουν την αναγκαία πείρα και έχουν εκπαιδευθεί ειδικά προς τον σκοπό αυτό, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Θα πρέπει να παρέχεται κατάλληλη επιμόρφωση από τους σχετικούς οργανισμούς, φορείς και υπηρεσίες της Ένωσης, όπως ο Frontex, και να διατίθενται πόροι στα κράτη μέλη για πρωτοβουλίες που στοχεύουν σε ειδική επιμόρφωση στον τομέα της αξιολόγησης του κεκτημένου του Σένγκεν από τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά μέσα της Ένωσης και την εξέλιξη αυτών των μέσων.

(20)

Δεδομένου ότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 70 ΣΛΕΕ αναθέτει ιδιαίτερο ρόλο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, όπως υπογραμμίζεται στο άρθρο 12 στοιχείο γ) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) σχετικά με τα εθνικά κοινοβούλια, είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια θα ενημερώνονται πλήρως από το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης. Επιπλέον, σε περίπτωση που η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού, το Συμβούλιο θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 7 στοιχείο η) του εσωτερικού του κανονισμού, να διαβουλευθεί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να ληφθεί υπόψη η γνώμη του στον μέγιστο δυνατό βαθμό προτού εκδοθεί η τελική πράξη.

(21)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και, συνεπώς, δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός αναπτύσσει το κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία πρέπει να αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, εντός έξι μηνών αφότου το Συμβούλιο αποφασίσει σχετικά με τον παρόντα κανονισμό, αν θα τον μεταφέρει ή όχι στο εθνικό της δίκαιο.

(22)

Το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετέχει στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 19 σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με το άρθρο 8 παράγραφος 2 της απόφασης 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (9).

(23)

Η Ιρλανδία συμμετέχει στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 19 σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της απόφασης 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (10).

(24)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν (11), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (12) σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας.

(25)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (13), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (14).

(26)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (15), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (16).

(27)

Δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, είχε ήδη αρχίσει η αξιολόγηση της Κύπρου βάσει της απόφασης της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, ο παρών κανονισμός δεν θα εφαρμοστεί για την Κύπρο έως την 1η Ιανουαρίου 2016.

(28)

Δεδομένου ότι η επαλήθευση σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες αξιολόγησης Σένγκεν σχετικά με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία έχει ήδη ολοκληρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2005, η επαλήθευση δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού δεν θα διεξαχθεί όσον αφορά τα εν λόγω κράτη μέλη.

(29)

Οι εμπειρογνώμονες από την Κύπρο, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία θα πρέπει πάντως να συμμετέχουν στην αξιολόγηση όλων των μερών του κεκτημένου του Σένγκεν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος και πεδίο εφαρμογής

1.   Με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζεται μηχανισμός αξιολόγησης και παρακολούθησης που εξυπηρετεί τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν στα κράτη μέλη στα οποία εφαρμόζεται πλήρως, καθώς και στα κράτη μέλη στα οποία, σύμφωνα με τα αντίστοιχα πρωτόκολλα που προσαρτώνται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, το κεκτημένο του Σένγκεν εφαρμόζεται εν μέρει·

β)

την επαλήθευση ότι πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή όλων των σχετικών μερών του κεκτημένου του Σένγκεν στα κράτη μέλη για τα οποία το Συμβούλιο δεν έχει λάβει απόφαση ότι πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν, εξαιρουμένων των κρατών μελών των οποίων η αξιολόγηση θα έχει ήδη ολοκληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

2.   Η επαλήθευση που προβλέπεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν θίγει το άρθρο 23 δεύτερο εδάφιο όσον αφορά τα κράτη μέλη στα οποία οι διαδικασίες αξιολόγησης έχουν ήδη αρχίσει στις 26 Νοεμβρίου 2013.

3.   Οι εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη τα οποία, σύμφωνα με την οικεία πράξη προσχώρησης, δεν εφαρμόζουν ακόμη πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν, συμμετέχουν πάντως στην αξιολόγηση όλων των μερών του κεκτημένου του Σένγκεν.

Άρθρο 2

Ορισμός

Για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, ως «κεκτημένο του Σένγκεν» νοούνται οι διατάξεις που έχουν ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ένωσης σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 19 που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, καθώς και οι πράξεις που τις αναπτύσσουν ή άλλως συνδέονται με αυτές.

Άρθρο 3

Αρμοδιότητες

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή είναι από κοινού αρμόδιοι για την εφαρμογή του μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, με την υποστήριξη των οργανισμών, φορέων και υπηρεσιών της Ένωσης που συμμετέχουν στην εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν.

2.   Η Επιτροπή αναλαμβάνει γενικό συντονιστικό ρόλο όσον αφορά τη θέσπιση ετήσιων και πολυετών προγραμμάτων αξιολόγησης, τη σύνταξη ερωτηματολογίων και τον καθορισμό χρονοδιαγραμμάτων, τη διεξαγωγή επισκέψεων και την εκπόνηση εκθέσεων αξιολόγησης και σχετικών συστάσεων. Εξασφαλίζει επίσης την παρακολούθηση και τον έλεγχο των εκθέσεων αξιολόγησης και των συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται πλήρως σε όλα τα στάδια των αξιολογήσεων, ούτως ώστε να εκτελούν τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 4

Αξιολογήσεις

1.   Οι αξιολογήσεις μπορούν να καλύπτουν όλο το φάσμα του κεκτημένου του Σένγκεν, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής και αποδοτικής εφαρμογής από τα κράτη μέλη των συνοδευτικών μέτρων στους τομείς των εξωτερικών συνόρων, της πολιτικής των θεωρήσεων, του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν, της προστασίας των δεδομένων, της αστυνομικής συνεργασίας, της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και της απουσίας ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα. Όλες οι αξιολογήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη λειτουργία των αρχών οι οποίες εφαρμόζουν τα σχετικά μέρη του κεκτημένου του Σένγκεν, όπως καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

2.   Οι αξιολογήσεις μπορεί να συνίστανται σε ερωτηματολόγια και σε επιτόπιες επισκέψεις, προαναγγελλόμενες ή απροειδοποίητες. Των προαναγγελλόμενων επιτόπιων επισκέψεων προηγείται ερωτηματολόγιο. Οι επιτόπιες επισκέψεις και τα ερωτηματολόγια μπορούν, κατά περίπτωση, να χρησιμοποιούνται ανεξάρτητα ή σε συνδυασμό για την αξιολόγηση συγκεκριμένων κρατών μελών και/ή συγκεκριμένων τομέων.

3.   Τόσο τα ερωτηματολόγια όσο και οι επιτόπιες επισκέψεις μπορούν να συμπληρώνονται από παρουσιάσεις του τομέα που καλύπτει η αξιολόγηση από το αξιολογούμενο κράτος μέλος.

Άρθρο 5

Πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης που καλύπτει περίοδο πέντε ετών, κατά περίπτωση κατόπιν διαβούλευσης με τον Frontex και την Ευρωπόλ, το αργότερο έξι μήνες πριν από την έναρξη της επόμενης πενταετούς περιόδου. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Η Επιτροπή διαβιβάζει το πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.   Κάθε κράτος μέλος αξιολογείται κατά τη διάρκεια κάθε πενταετούς περιόδου που καλύπτει το πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης. Το πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης αναφέρει τη σειρά των κρατών μελών που θα αξιολογούνται κάθε έτος. Η σειρά αξιολόγησης των κρατών μελών λαμβάνει υπόψη το χρόνο που έχει παρέλθει από την προηγούμενη αξιολόγηση και την ισορροπία μεταξύ των διαφόρων μερών του κεκτημένου του Σένγκεν που αξιολογούνται.

3.   Το πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης μπορεί να προσαρμοστεί, αν υπάρχει ανάγκη, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Το πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης μπορεί να περιλαμβάνει παραπομπές σε θεματικές αξιολογήσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β).

5.   Το πρώτο πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης καταρτίζεται έως τις 27ης Μαΐου 2014. Η ημερομηνία έναρξης του εν λόγω προγράμματος είναι η 27ης Νοεμβρίου 2014 και η ημερομηνία λήξης η 31ης Δεκεμβρίου 2019.

Άρθρο 6

Ετήσιο πρόγραμμα αξιολόγησης

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει ετήσιο πρόγραμμα αξιολόγησης έως τις 31 Οκτωβρίου του έτους που προηγείται εκείνου το οποίο αφορά το πρόγραμμα, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις αναλύσεις κινδύνων που παρέχει ο Frontex, σύμφωνα με το άρθρο 7 και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που παρέχονται από την Ευρωπόλ και άλλους οργανισμούς, φορείς και υπηρεσίες της Ένωσης, σύμφωνα ιδίως με το άρθρο 8.

Το ετήσιο πρόγραμμα αξιολόγησης περιέχει προτάσεις για την αξιολόγηση:

α)

της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν ή μερών αυτού από ένα κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης και

β)

κατά περίπτωση, της εφαρμογής συγκεκριμένων μερών του κεκτημένου του Σένγκεν σε διάφορα κράτη μέλη (π.χ. θεματικές αξιολογήσεις).

2.   Η Επιτροπή καταρτίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, το πρώτο τμήμα του ετήσιου προγράμματος αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένου του προσωρινού χρονοδιαγράμματος των επιτόπιων επισκέψεων. Το εν λόγω τμήμα απαριθμεί τα κράτη μέλη που θα αξιολογηθούν κατά το επόμενο έτος σύμφωνα με το πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης, τους τομείς που θα αξιολογηθούν και τις επιτόπιες επισκέψεις. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Η Επιτροπή διαβιβάζει το ετήσιο πρόγραμμα αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3.   Η Επιτροπή καταρτίζει σχέδιο του δεύτερου τμήματος του ετήσιου προγράμματος αξιολόγησης και το εγκρίνει. Το εν λόγω τμήμα περιλαμβάνει κατάλογο των απροειδοποίητων επιτόπιων επισκέψεων που θα διεξαχθούν κατά το επόμενο έτος. Θεωρείται εμπιστευτικό και δεν ανακοινώνεται.

4.   Το ετήσιο πρόγραμμα αξιολόγησης μπορεί να αναπροσαρμοστεί, αν υπάρχει ανάγκη, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

5.   Το πρώτο πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης καταρτίζεται έως τις 27ης Μαΐου 2014. Η ημερομηνία έναρξης του εν λόγω προγράμματος είναι η 27ης Νοεμβρίου 2014 και η ημερομηνία λήξης η 31ης Δεκεμβρίου 2014.

Άρθρο 7

Αναλύσεις κινδύνων του Frontex

1.   Μέχρι τις 31 Αυγούστου κάθε έτους, ο Frontex υποβάλλει στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη ανάλυση κινδύνων σύμφωνα με την εντολή του. Η εν λόγω ανάλυση κινδύνων λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την παράνομη μετανάστευση και τις σημαντικές αλλαγές στο επιχειρησιακό περιβάλλον στα εξωτερικά σύνορα και περιλαμβάνει συστάσεις για τις προτεραιότητες αξιολόγησης κατά το επόμενο έτος. Οι συστάσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένα τμήματα των εξωτερικών συνόρων και σε συγκεκριμένα σημεία διέλευσης των συνόρων που θα πρέπει να αξιολογηθούν κατά το επόμενο έτος στο πλαίσιο του πολυετούς προγράμματος αξιολόγησης. Η Επιτροπή διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση την εν λόγω ανάλυση κινδύνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.   Μέχρι τις 31 Αυγούστου κάθε έτους, ο Frontex υποβάλλει στην Επιτροπή χωριστή ανάλυση κινδύνων η οποία είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και περιλαμβάνει συστάσεις για τις προτεραιότητες αξιολόγησης που θα πραγματοποιηθούν με απροειδοποίητες επιτόπιες επισκέψεις κατά το επόμενο έτος, ανεξαρτήτως της σειράς των κρατών μελών τα οποία θα αξιολογηθούν κάθε έτος κατά το πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2. Οι εν λόγω συστάσεις μπορεί να αφορούν οποιαδήποτε περιοχή ή συγκεκριμένη περιφέρεια και περιλαμβάνουν τουλάχιστον δέκα συγκεκριμένα τμήματα των εξωτερικών συνόρων και τουλάχιστον δέκα συγκεκριμένα σημεία διέλευσης των συνόρων. Η Επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να ζητήσει από τον Frontex να της υποβάλει ανάλυση κινδύνων, διατυπώνοντας συστάσεις για αξιολογήσεις που θα πραγματοποιηθούν με αιφνιδιαστικές επιτόπιες επισκέψεις.

3.   Οι αναλύσεις κινδύνων, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 και θα παράσχει ο Frontex, υποβάλλονται την πρώτη φορά στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 27ης Φεβρουαρίου 2014.

Άρθρο 8

Αναλύσεις κινδύνων από οργανισμούς, φορείς και υπηρεσίες της Ένωσης πέραν του Frontex

Όπου κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή ζητά από οργανισμούς, φορείς και υπηρεσίες της Ένωσης πέραν του Frontex, που συμμετέχουν στην υλοποίηση του κεκτημένου του Σένγκεν, να προβούν σε αναλύσεις κινδύνων, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, στον βαθμό που η διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα ενδεχομένως υπονομεύουν την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν από τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω αναλύσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην κατάρτιση των ετήσιων προγραμμάτων αξιολόγησης.

Άρθρο 9

Ερωτηματολόγιο

1.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, καταρτίζει και επικαιροποιεί σχέδιο τυποποιημένου ερωτηματολογίου σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. Μπορεί να ζητείται η γνώμη του Frontex και της Ευρωπόλ για το σχέδιο τυποποιημένου ερωτηματολογίου. Το τυποποιημένο ερωτηματολόγιο καλύπτει τη σχετική νομοθεσία, τις κοινώς συμφωνηθείσες συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές, ιδίως σύμφωνα με τους καταλόγους Σένγκεν, και τα οργανωτικά και τεχνικά μέσα που προβλέπονται για την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν, καθώς και τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα για κάθε τομέα της αξιολόγησης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2.

2.   Έως την 1η Ιουλίου κάθε έτους, η Επιτροπή αποστέλλει το τυποποιημένο ερωτηματολόγιο σε εκείνα τα κράτη μέλη που θα αξιολογηθούν κατά το επόμενο έτος. Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο εντός οκτώ εβδομάδων από τη διαβίβασή του. Η Επιτροπή καθιστά τις απαντήσεις γνωστές στα άλλα κράτη μέλη και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις απαντήσεις. Αν ζητηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ιδίως λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος, η Επιτροπή, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες σχετικά με τις σχέσεις ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, ενημερώνει επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το περιεχόμενο συγκεκριμένης απάντησης.

Άρθρο 10

Ομάδες υπεύθυνες για τις επιτόπιες επισκέψεις

1.   Η ομάδα που είναι υπεύθυνη για τις επιτόπιες επισκέψεις («επιτόπια ομάδα») απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες διορισμένους από τα κράτη μέλη και από αντιπροσώπους της Επιτροπής.

2.   Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να διορίσουν εμπειρογνώμονες που είναι διαθέσιμοι να συμμετάσχουν στις αντίστοιχες επιτόπιες επισκέψεις, επισημαίνοντας τον τομέα εμπειρογνωμοσύνης τους.

Όσον αφορά τις προαναγγελλόμενες επιτόπιες επισκέψεις, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να διορίσουν εμπειρογνώμονες το αργότερο τρεις μήνες πριν από την προγραμματισμένη αρχή της επιτόπιας επίσκεψης. Τα κράτη μέλη διορίζουν εμπειρογνώμονες εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή της εν λόγω πρόσκλησης.

Όσον αφορά τις απροειδοποίητες επιτόπιες επισκέψεις, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να διορίσουν εμπειρογνώμονες το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη αρχή της επιτόπιας επίσκεψης. Τα κράτη μέλη διορίζουν εμπειρογνώμονες εντός 72 ωρών από την παραλαβή της εν λόγω πρόσκλησης.

3.   Ο μέγιστος αριθμός αντιπροσώπων της Επιτροπής που συμμετέχουν σε επιτόπια επίσκεψη είναι δύο. Ο μέγιστος αριθμός εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών που συμμετέχουν σε προαναγγελλόμενη επιτόπια επίσκεψη είναι οκτώ και έξι για απροειδοποίητη επιτόπια επίσκεψη.

Εάν οι εμπειρογνώμονες που έχουν διοριστεί από τα κράτη μέλη υπερβαίνουν τον σχετικό μέγιστο αριθμό που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, διορίζει τα μέλη της ομάδας με βάση τη γεωγραφική ισορροπία και τις αρμοδιότητες των εμπειρογνωμόνων.

4.   Οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αποστολή αξιολόγησης που περιλαμβάνει επιτόπια επίσκεψη στο κράτος μέλος στο οποίο απασχολούνται.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να καλέσει τον Frontex, την Ευρωπόλ ή άλλους οργανισμούς, φορείς ή υπηρεσίες της Ένωσης που δραστηριοποιούνται στην υλοποίηση του κεκτημένου του Σένγκεν να διορίσουν έναν αντιπρόσωπο για να συμμετάσχει, ως παρατηρητής, σε επιτόπια επίσκεψη που αφορά τομέα ο οποίος καλύπτεται από την εντολή τους.

6.   Οι επικεφαλής εμπειρογνώμονες επιτόπιας ομάδας είναι ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής και ένας εμπειρογνώμονας από ένα κράτος μέλος, που διορίζονται από κοινού από τα μέλη της εν λόγω ομάδας το συντομότερο δυνατό μετά τη συγκρότηση της ομάδας. Οι επικεφαλής εμπειρογνώμονες διορίζονται εγκαίρως πριν από την κατάρτιση του λεπτομερούς προγράμματος που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2.

Άρθρο 11

Ομάδες υπεύθυνες για τις αξιολογήσεις βάσει ερωτηματολογίου

1.   Εάν ένα ερωτηματολόγιο χρησιμοποιείται ανεξάρτητα, δηλαδή χωρίς να ακολουθείται από επιτόπια επίσκεψη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, η ομάδα που είναι υπεύθυνη για τις αξιολογήσεις των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο («ομάδα ερωτηματολογίου») αποτελείται από εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και αντιπροσώπους της Επιτροπής.

2.   Όταν αποστέλλει το ερωτηματολόγιο στο προς αξιολόγηση κράτος μέλος, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να διορίσουν εμπειρογνώμονες που είναι διαθέσιμοι να συμμετάσχουν στην αξιολόγηση, επισημαίνοντας τον τομέα εμπειρογνωμοσύνης τους. Τα κράτη μέλη διορίζουν εμπειρογνώμονες εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή της εν λόγω πρόσκλησης. Οι εμπειρογνώμονες διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4.

Άρθρο 12

Εμπειρογνώμονες

Οι εμπειρογνώμονες που συμμετέχουν στις αξιολογήσεις διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα, μεταξύ άλλων, άριστες θεωρητικές γνώσεις και πρακτική εμπειρία στους τομείς που καλύπτονται από το μηχανισμό αξιολόγησης, καθώς και άρτιες γνώσεις ως προς τις αρχές, τις διαδικασίες και τις τεχνικές αξιολόγησης, και είναι σε θέση να επικοινωνούν αποτελεσματικά σε μια κοινή γλώσσα. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, σε συνεργασία με τους σχετικούς οργανισμούς, φορείς ή υπηρεσίες της Ένωσης, μεριμνούν ώστε οι εμπειρογνώμονες να επιμορφώνονται επαρκώς, μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Άρθρο 13

Διεξαγωγή των επιτόπιων επισκέψεων

1.   Οι επιτόπιες ομάδες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία προπαρασκευαστικά μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, η ακρίβεια και η συνοχή των επιτόπιων επισκέψεων.

2.   Το λεπτομερές πρόγραμμα των προαναγγελλόμενων επιτόπιων επισκέψεων καταρτίζεται από την Επιτροπή σε στενή συνεργασία με τους επικεφαλής εμπειρογνώμονες και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη ενημερώνονται σχετικά με το εν λόγω πρόγραμμα. Το λεπτομερές πρόγραμμα των απροειδοποίητων επιτόπιων επισκέψεων καταρτίζεται από την Επιτροπή.

Ζητείται η γνώμη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και του ανακοινώνονται το χρονοδιάγραμμα και το λεπτομερές πρόγραμμα:

α)

τουλάχιστον έξι εβδομάδες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί η προαναγγελλόμενη επιτόπια επίσκεψη,

β)

τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη διεξαγωγή της απροειδοποίητης επιτόπιας επίσκεψης.

Οι απροειδοποίητες επιτόπιες επισκέψεις στα εσωτερικά σύνορα πραγματοποιούνται χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του ή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τις πρακτικές ρυθμίσεις των εν λόγω επισκέψεων καθορίζονται από την Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη.

3.   Τα μέλη της επιτόπιας ομάδας φέρουν έγγραφα ταυτότητας με τα οποία τους επιτρέπεται η διεξαγωγή των επιτόπιων επισκέψεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

4.   Το κράτος μέλος που πρόκειται να αξιολογηθεί μεριμνά ώστε η επιτόπια ομάδα να είναι σε θέση να ασκεί την εντολή της ώστε να επαληθεύσει τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τους υπό αξιολόγηση τομείς. Εξασφαλίζει ιδίως ότι η επιτόπια ομάδα μπορεί να απευθύνεται απευθείας στα αρμόδια άτομα και έχει πρόσβαση σε όλους τους τομείς, τους χώρους και τα έγγραφα που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της αξιολόγησης.

5.   Το κράτος μέλος που πρόκειται να αξιολογηθεί επικουρεί την επιτόπια ομάδα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της με κάθε μέσο εντός των έννομων εξουσιών του.

6.   Στην περίπτωση προαναγγελλόμενων επισκέψεων, η Επιτροπή παρέχει εκ των προτέρων στο κράτος μέλος που πρόκειται να αξιολογηθεί τα ονόματα των εμπειρογνωμόνων της επιτόπιας ομάδας. Το εν λόγω κράτος μέλος ορίζει ένα σημείο επαφής προκειμένου να ρυθμίζονται οι πρακτικές λεπτομέρειες για την επιτόπια επίσκεψη.

7.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη ρύθμιση των αναγκαίων λεπτομερειών σχετικά με τη μετακίνηση προς και από τα κράτη μέλη που πρόκειται να αξιολογηθούν των αντίστοιχων εμπειρογνωμόνων τους που συμμετέχουν στην επιτόπια ομάδα. Τα οδοιπορικά και τα έξοδα διαμονής των εμπειρογνωμόνων που συμμετέχουν στις επιτόπιες επισκέψεις επιστρέφονται από την Επιτροπή.

Τα κράτη μέλη που πρόκειται να αξιολογηθούν είναι αρμόδια για τη ρύθμιση των αναγκαίων λεπτομερειών σχετικά με τη διαμονή και την αναγκαία μετακίνηση στον συγκεκριμένο τόπο. Όσον αφορά τις απροειδοποίητες επιτόπιες επισκέψεις, η Επιτροπή διευκολύνει τη ρύθμιση των λεπτομερειών σχετικά με τη διαμονή των εμπειρογνωμόνων.

Άρθρο 14

Εκθέσεις αξιολόγησης

1.   Έπειτα από κάθε αξιολόγηση συντάσσεται έκθεση αξιολόγησης. Η έκθεση αξιολόγησης στηρίζεται στα πορίσματα της επιτόπιας επίσκεψης και του ερωτηματολογίου κατά περίπτωση. Όσον αφορά τις επιτόπιες επισκέψεις, η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται από την επιτόπια ομάδα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης.

Οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής αναλαμβάνουν τη γενική ευθύνη της σύνταξης της έκθεσης αξιολόγησης και της εξασφάλισης της ακεραιότητας και της ποιότητάς της. Σε περίπτωση ασυμφωνίας, η επιτόπια ομάδα ή η ομάδα ερωτηματολογίου, κατά περίπτωση, προσπαθεί να επιτύχει συμβιβαστική λύση.

2.   Η έκθεση αξιολόγησης αναλύει τις ποιοτικές, ποσοτικές, επιχειρησιακές, διοικητικές και οργανωτικές πτυχές κατά περίπτωση και καταγράφει τυχόν ελλείψεις που διαπιστώνονται κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης.

3.   Σε κάθε πόρισμα της έκθεσης αξιολόγησης δίδεται μία από τις ακόλουθες αποτιμήσεις:

α)

συμβατό,

β)

συμβατό αλλά απαιτούνται βελτιώσεις,

γ)

μη συμβατό.

4.   Η Επιτροπή κοινοποιεί το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης στο αξιολογούμενο κράτος μέλος εντός έξι εβδομάδων από την επιτόπια επίσκεψη ή την παραλαβή της απάντησης στο ερωτηματολόγιο, κατά περίπτωση. Το αξιολογούμενο κράτος μέλος διατυπώνει παρατηρήσεις επί του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή του. Κατόπιν αιτήματος του αξιολογούμενου κράτους μέλους πραγματοποιείται συντακτική συνεδρίαση. Οι παρατηρήσεις του αξιολογούμενου κράτους μέλους μπορούν να αντικατοπτρίζονται στο σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης.

5.   Το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης και τα επ’ αυτού σχόλια του αξιολογούμενου κράτους μέλους υποβάλλονται από την Επιτροπή στα άλλα κράτη μέλη, τα οποία καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της απάντησης στο ερωτηματολόγιο, του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης και των παρατηρήσεων του αξιολογούμενου κράτους μέλους.

Σε αυτήν τη βάση, η Επιτροπή, εάν είναι αναγκαίο αφού επιφέρει τις σχετικές αλλαγές στο σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης, εκδίδει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, την έκθεση αξιολόγησης. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Άρθρο 15

Συστάσεις

1.   Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης και υπό το πρίσμα των ευρημάτων και των εκτιμήσεων που περιλαμβάνει η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης, οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής καταρτίζουν σχέδια συστάσεων για μέτρα αποκατάστασης που αποσκοπούν στην κάλυψη τυχόν ελλείψεων που εντοπίζονται κατά την αξιολόγηση και καθορίζουν τις προτεραιότητες για την υλοποίησή τους, καθώς και, όπου κρίνεται σκόπιμο, παραδείγματα ορθών πρακτικών.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο για την έκδοση των συστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Το Συμβούλιο εκδίδει τις συστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τις διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια.

Άρθρο 16

Συνέχεια και παρακολούθηση

1.   Εντός τριών μηνών από την έκδοση των συστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 15, το αξιολογούμενο κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο σχέδιο δράσης προς αποκατάσταση των ελλείψεων που τυχόν επισημάνθηκαν στην έκθεση αξιολόγησης. Εάν οι συστάσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το αξιολογούμενο κράτος μέλος αμελεί σοβαρά τις υποχρεώσεις του, το εν λόγω κράτος μέλος υποβάλλει το σχέδιο δράσης του εντός ενός μηνός από την έκδοση των εν λόγω συστάσεων. Η Επιτροπή διαβιβάζει το εν λόγω σχέδιο δράσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

2.   Έπειτα από διαβούλευση με την επιτόπια ομάδα ή την ομάδα ερωτηματολογίου, κατά περίπτωση, η Επιτροπή υποβάλλει την εκτίμησή της ως προς την καταλληλότητα του σχεδίου δράσης στο Συμβούλιο εντός μηνός από την παραλαβή του σχεδίου δράσης του αξιολογούμενου κράτους μέλους. Τα άλλα κράτη μέλη καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου δράσης.

3.   Το αξιολογούμενο κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την υλοποίηση του σχεδίου δράσης του εντός έξι μηνών από την έκδοση των συστάσεων και εξακολουθεί να υποβάλλει εκθέσεις κάθε τρεις μήνες μέχρις ότου υλοποιηθεί πλήρως το σχέδιο δράσης.

4.   Παρά την περίοδο των έξι μηνών που προβλέπεται για την υποβολή έκθεσης σχετικά με την υλοποίηση του σχεδίου δράσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3, εάν οι συστάσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το αξιολογούμενο κράτος μέλος αμελεί σοβαρά τις υποχρεώσεις του, το εν λόγω κράτος μέλος υποβάλλει έκθεση σχετικά με την υλοποίηση του σχεδίου δράσης του εντός τριών μηνών από την έκδοση των συστάσεων.

5.   Ανάλογα με τη σοβαρότητα των ελλείψεων που επισημάνθηκαν και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποκατάστασή τους, η Επιτροπή μπορεί να προγραμματίσει προαναγγελλόμενες νέες επιτόπιες επισκέψεις για να επαληθεύσει την υλοποίηση του σχεδίου δράσης. Η Επιτροπή προσκαλεί τουλάχιστον τέσσερις εμπειρογνώμονες που συμμετείχαν στην επιτόπια επίσκεψη να συμμετάσχουν στη νέα επίσκεψη. Η Επιτροπή μπορεί να προσκαλέσει παρατηρητές να συμμετάσχουν στη νέα επίσκεψη. Η Επιτροπή καταρτίζει το πρόγραμμα της νέας επίσκεψης. Το αξιολογούμενο κράτος μέλος ενημερώνεται σχετικά με το πρόγραμμα τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την προγραμματιζόμενη νέα επίσκεψη. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να προγραμματίσει απροειδοποίητες επιτόπιες νέες επισκέψεις.

6.   Η Επιτροπή ενημερώνει ανά τακτά διαστήματα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την υλοποίηση των σχεδίων δράσης ή των μέτρων βελτίωσης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

7.   Αν επιτόπια επίσκεψη αποκαλύψει σημαντική ανεπάρκεια που θεωρείται ότι συνιστά σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια εντός του χώρου χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, η Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή κράτους μέλους, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το ταχύτερο δυνατό.

8.   Όταν το κράτος μέλος κρίνεται ότι συμμορφώνεται αλλά οι συστάσεις περιέχουν υποδείξεις για πιθανές περαιτέρω βελτιώσεις σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο β), το αξιολογούμενο κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή την εκτίμησή του για την ενδεχόμενη υλοποίηση των εν λόγω υποδείξεων εντός έξι μηνών από την έκδοση των συστάσεων.

Άρθρο 17

Ευαίσθητες πληροφορίες

Οποιεσδήποτε πληροφορίες λαμβάνουν τα μέλη των επιτόπιων ομάδων και των ομάδων ερωτηματολογίου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους θεωρούνται εμπιστευτικού χαρακτήρα. Οι εκθέσεις αξιολόγησης που συντάσσονται μετά τις επιτόπιες επισκέψεις διαβαθμίζονται ως EU RESTRICTED/RESTREINT UE, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Η διαβάθμιση δεν αποκλείει τη διάθεση των πληροφοριών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η διαβίβαση και επεξεργασία των πληροφοριών και των εγγράφων που διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό τηρεί τους κανόνες σχετικά με την περαιτέρω διαβίβαση και την επεξεργασία διαβαθμισμένων πληροφοριών που εφαρμόζονται μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής. Η Επιτροπή, ύστερα από διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, αποφασίζει ποιο μέρος της έκθεσης αξιολόγησης μπορεί να δημοσιοποιηθεί.

Άρθρο 18

Προϋποθέσεις συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας

1.   Οι εμπειρογνώμονες από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία συμμετέχουν στην αξιολόγηση μόνο για όσα μέρη του κεκτημένου του Σένγκεν τούς επιτρέπεται να συμμετέχουν.

2.   Οι αξιολογήσεις, όπως περιγράφονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, καλύπτουν την αποτελεσματική και ουσιαστική εφαρμογή εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας μόνο όσων μερών του κεκτημένου του Σένγκεν τούς επιτρέπεται να συμμετέχουν.

3.   Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία συμμετέχουν στην έκδοση των συστάσεων από το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3, μόνο ως προς τα μέρη του κεκτημένου του Σένγκεν στα οποία τους επιτρέπεται να συμμετέχουν.

Άρθρο 19

Ενημέρωση των εθνικών κοινοβουλίων

Η Επιτροπή ενημερώνει τα εθνικά κοινοβούλια σχετικά με το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης.

Άρθρο 20

Έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια λεπτομερή έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τις αξιολογήσεις που διεξάγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση δημοσιοποιείται και περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις αξιολογήσεις που διεξήχθησαν το προηγούμενο έτος, τα συμπεράσματα σχετικά με κάθε αξιολόγηση και την επικρατούσα κατάσταση ως προς τα μέτρα αποκατάστασης. Η Επιτροπή διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στα εθνικά κοινοβούλια.

Άρθρο 21

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Στις περιπτώσεις που η επιτροπή δεν εκφέρει γνώμη, η Επιτροπή δεν εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 22

Επανεξέταση

Η Επιτροπή επανεξετάζει τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο εντός 6 μηνών από την έγκριση όλων των εκθέσεων αξιολόγησης που αφορούν τις αξιολογήσεις που καλύπτει το πρώτο πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5. Η εν λόγω επανεξέταση καλύπτει όλα τα στοιχεία του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας των διαδικασιών έκδοσης πράξεων βάσει του μηχανισμού αξιολόγησης. Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Άρθρο 23

Μεταβατικές διατάξεις και κατάργηση

Με την επιφύλαξη του δεύτερου και τρίτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 καταργείται από τις 26ης Νοεμβρίου 2013.

Το μέρος I της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εξακολουθεί να εφαρμόζεται έως την 1η Ιανουαρίου 2016 όσον αφορά τις διαδικασίες αξιολόγησης των κρατών μελών οι οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει στις 26 Νοεμβρίου 2013.

Το μέρος II της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εξακολουθεί να εφαρμόζεται έως τις 27ης Νοεμβρίου 2014 όσον αφορά τις διαδικασίες αξιολόγησης των κρατών μελών οι οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει στις 26 Νοεμβρίου 2013.

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Λουξεμβούργο, 7 Οκτωβρίου 2013.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BERNATONIS


(1)  Γνώμη της 12ης Ιουνίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 138.

(3)  ΕΕ C 53 της 3.3.2005, σ. 1.

(4)  ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 349 της 25.11.2004, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(7)  Απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (ΕΕ L 121 της 15.5.2009, σ. 37).

(8)  Απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43.

(10)  ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20.

(11)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(12)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31.

(13)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(14)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1.

(15)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(16)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19.


δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και τησ Επιτροπήσ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκφράζουν ικανοποίηση για την έκδοση του κανονισμού που τροποποιεί τον κώδικα συνόρων του Σένγκεν με σκοπό τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με την προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σε εξαιρετικές περιστάσεις καθώς και του κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης για τον έλεγχο της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν. Εκτιμούν ότι οι εν λόγω νέοι μηχανισμοί ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όπως διατυπώνεται στα συμπεράσματα της 24ης Ιουνίου 2011 για την ενδυνάμωση της συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών του χώρου Σένγκεν καθώς και για τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού και αξιόπιστου συστήματος παρακολούθησης και αξιολόγησης που θα εγγυάται την εφαρμογή των κοινών κανόνων και θα ενισχύει, θα προσαρμόζει και θα διευρύνει τα βασιζόμενα στο κεκτημένο της ΕΕ κριτήρια, ενώ παράλληλα υπενθυμίζουν ότι η διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο αποτελεσματικό και συνεκτικό και να εδράζεται στην κοινή ευθύνη, την αλληλεγγύη και την έμπρακτη συνεργασία.

Δηλώνουν ότι η συγκεκριμένη τροποποίηση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν θα ενισχύσει το συντονισμό και τη συνεργασία στο επίπεδο της Ένωσης μέσω αφενός της θέσπισης κριτηρίων για το ενδεχόμενο επαναφοράς των συνοριακών ελέγχων στα κράτη μέλη και, αφετέρου, μηχανισμού σε επίπεδο ΕΕ για την αντιμετώπιση πραγματικά κρίσιμων καταστάσεων που θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα χώρου.

Υπογραμμίζουν ότι αυτό το νέο σύστημα αξιολόγησης συνιστά μηχανισμό σε επίπεδο ΕΕ που θα καλύψει όλες τις πτυχές του κεκτημένου του Σένγκεν, και ότι θα συμμετέχουν σε αυτό εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, της Επιτροπής και των αρμόδιων οργανισμών της ΕΕ.

Αντιλαμβάνονται ότι τυχόν μελλοντική πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση του εν λόγω συστήματος αξιολόγησης, θα πρέπει να υποβληθεί προς διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να ληφθεί υπόψη η γνώμη του στο μέγιστο δυνατό βαθμό, προτού εκδοθεί η τελική πράξη.