ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2012.279.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 279

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

55ό έτος
12 Οκτωβρίου 2012


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2012/540/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 25/08 (πρώην NN 23/08) μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν υπαχθεί στην France Télécom την οποία χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στη France Télécom [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2012) 9403]  ( 1 )

1

 

 

2012/541/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26534 — (C 27/10 πρώην NN 6/09) που χορήγησε η Ελλάδα υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ΑΕ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2011) 9385]  ( 1 )

30

 

 

2012/542/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 21ης Μαρτίου 2012, σχετικά με το μέτρο SA.31479 (2011/C) (πρώην 2011/N) που προτίθεται να εφαρμόσει το Ηνωμένο Βασίλειο υπέρ της Royal Mail Group [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2012) 1834]  ( 1 )

40

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

12.10.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 279/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Δεκεμβρίου 2011

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 25/08 (πρώην NN 23/08) μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν υπαχθεί στην France Télécom την οποία χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στη France Télécom

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2012) 9403]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2012/540/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α) (2),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (3) σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα και έλαβε υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Σύμφωνα με καταγγελία τής 4ης Οκτωβρίου 2002, η οποία συμπληρώθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή έλαβε γνώση ισχυρισμών κατά τους οποίους η Γαλλική Δημοκρατία είχε χορηγήσει ενίσχυση στη France Télécom η οποία απαλλάχθηκε εν μέρει από τις οικονομικές επιβαρύνσεις της, και ιδίως όσον αφορά τη χρηματοδότηση των συντάξεων. Με επιστολή της 17ης Μαρτίου 2004, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή πληροφορίες τις οποίες της είχε ζητήσει σε σχέση με την καταγγελία.

(2)

Με επιστολές της 2ας Απριλίου 2004 και της 24ης Φεβρουαρίου 2006, οι καταγγέλλοντες υπέβαλαν συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία τους.

(3)

Με επιστολή της 20ής Μαΐου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλική Δημοκρατία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») για την εν λόγω ενίσχυση.

(4)

Η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 18 Ιουλίου 2008.

(5)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με την εν λόγω ενίσχυση.

(6)

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις της France Télécom και, μετά από παράταση της προθεσμίας, έλαβε παρατηρήσεις των καταγγελλόντων και ενός οργανισμού τηλεπικοινωνιών, την 1η και τη 16η Οκτωβρίου 2008, αντίστοιχα. Η Επιτροπή τις διαβίβασε στη συνέχεια στη Γαλλική Δημοκρατία, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις και έλαβε τις παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας με επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2009.

(7)

Στις 16 Φεβρουαρίου 2009, η France Télécom υπέβαλε παρατηρήσεις με τις οποίες εφιστούσε την προσοχή της Επιτροπής σε απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Νοεμβρίου 2008 (5) η οποία, κατά την άποψή της, επιβεβαιώνει τα επιχειρήματά της. Στις 14 Μαΐου 2009, ο αναφερόμενος στην αιτιολογική σκέψη 6 οργανισμός τηλεπικοινωνιών υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες σε σχέση με τις παρατηρήσεις του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αναφερόμενος σε απόφαση της Επιτροπής της 11ης Φεβρουαρίου 2009 (6), η οποία, κατά την άποψή του ενισχύει τις απόψεις του.

(8)

Με αίτηση της France Télécom, πραγματοποιήθηκαν συσκέψεις μεταξύ εκπροσώπων της Επιτροπής και της France Télécom στις 17 Δεκεμβρίου 2009, 23 Σεπτεμβρίου 2010 και 12 Οκτωβρίου 2010. Η France Télécom κοινοποίησε συμπληρωματικές παρατηρήσεις στις 18 Οκτωβρίου 2010.

(9)

Με αίτηση της Επιτροπής, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε στις 18 Μαρτίου 2010 διευκρινίσεις και επικαιροποίηση ορισμένων δεδομένων που περιέχονταν στις αρχικές παρατηρήσεις, οι οποίες συνοδεύονταν με υπενθύμιση του περιεχομένου τους.

(10)

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτηση για την πραγματοποίηση σύσκεψης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2010. Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή διαβίβασε διευκρινίσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αναφέρθηκαν στην εν λόγω σύσκεψη και τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της France Télécom, καλώντας τη Γαλλική Δημοκρατία να υποβάλει ενδεχομένως τις παρατηρήσεις της. Η Επιτροπή κοινοποίησε στις 17 Νοεμβρίου 2010 συμπληρωματικές διευκρινίσεις τις οποίες ζήτησαν οι γαλλικές αρχές για να επεξεργαστούν τις παρατηρήσεις τους, στις 10 Νοεμβρίου 2010.

(11)

Με επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 2010, και συμπληρωματική επιστολή της 24ης Ιουνίου 2011, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε τις πρόσθετες παρατηρήσεις της, μαζί με επικαιροποίηση ορισμένων δεδομένων που περιέχονταν στις αρχικές παρατηρήσεις της. Πραγματοποιήθηκαν συσκέψεις με τις γαλλικές αρχές στις 28 Ιουνίου και 4 Ιουλίου 2011. Υποβλήθηκαν νέες παρατηρήσεις στις 7 Οκτωβρίου 2011.

2.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(12)

Τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας συνίστανται στις μεταβολές που επήλθαν το 1996 στο καθεστώς των επιβαρύνσεων επιχείρησης France Télécom σε σχέση με την πληρωμή συντάξεων του προσωπικού της που υπάγεται στο καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου. Το προηγούμενο καθεστώς είχε θεσπιστεί με τη σύσταση, το 1990, της France Télécom ως αυτοτελούς επιχείρησης της δημόσιας διοίκησης. Στην πραγματικότητα, ο νόμος του 1990 επαναλάμβανε την προηγούμενη πρακτική σε σχέση με τις ασφαλιστικές εισφορές της France Télécom. Το 1996, θεσπίστηκε ένα νέο καθεστώς με αφορμή, αφενός, τη μετατροπή της France Télécom σε ανώνυμη εταιρεία, την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο και το άνοιγμα μεγαλύτερου μέρους του κεφαλαίου της και, αφετέρου, με την πλήρη απελευθέρωση των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνταν, στη Γαλλία και στα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το καθεστώς που θεσπίστηκε το 1996 εξακολουθεί να ισχύει σήμερα, ως προς τα βασικά στοιχεία του.

2.1.   Το νομικό πλαίσιο του καθεστώτος της France Télécom και του προσωπικού της από το 1990 έως το 1996

2.1.1.   Καθεστώς της France Télécom και κατάσταση του προσωπικού της από το 1990 έως το 1996

(13)

Δυνάμει του νόμου αριθ. 90-568 της 2ας Ιουλίου 1990 (εφεξής «νόμος του 1990») (7), η France Télécom συστάθηκε ως δημόσια επιχείρηση με νομική προσωπικότητα. Στο παρελθόν, ήταν Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών. Με τον ίδιο νόμο, μεταβιβάστηκε εξ ολοκλήρου και δωρεάν στη France Télécom η πλήρης ιδιοκτησία των κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του κράτους που κατείχαν οι υπηρεσίες οι οποίες υπάγονταν σε αυτήν τη γενική διεύθυνση.

(14)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου του 1990, η βασική αποστολή της France Télécom είναι: i) να εξασφαλίζει όλες τις δημόσιες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών στις εσωτερικές και διεθνείς σχέσεις· ii) να δημιουργεί, να αναπτύσσει και να εκμεταλλεύεται τα δημόσια δίκτυα που είναι αναγκαία για την παροχή αυτών των υπηρεσιών και να εξασφαλίζει τη σύνδεσή τους με τα δίκτυα του εξωτερικού· iii) να παρέχει κάθε άλλη υπηρεσία, τις εγκαταστάσεις και τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών, και να δημιουργεί δίκτυα καλωδιακής διανομής υπηρεσιών ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.

(15)

Βάσει του άρθρου 29 του νόμου του 1990, το προσωπικό της France Télécom υπάγεται σε ειδικό καθεστώς, κατ’ εφαρμογή του νόμου που διέπει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων και του νόμου σχετικά με τις καταστατικές διατάξεις που διέπουν τη δημόσια διοίκηση του κράτους. Ο νόμος του 1990 επέτρεπε την απασχόληση συμβασιούχων υπαλλήλων υπό το καθεστώς συλλογικών συμβάσεων εντός του πλαισίου που ορίζεται με σύμβαση μεταξύ του κράτους και της επιχείρησης. Η εν λόγω σύμβαση όριζε ανώτατο όριο 3 % του προσωπικού για προσλήψεις αυτού του τύπου.

(16)

Τηρώντας την προγενέστερη πρακτική σε θέματα προϋπολογισμού, το άρθρο 30 του νόμου του 1990 προέβλεπε τον επιμερισμό των αρμοδιοτήτων σχετικά με τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών εισφορών του προσωπικού μεταξύ του γαλλικού κράτους και της France Télécom ως ακολούθως:

«Οι εν ενεργεία υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι του Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών και των δημόσιων φορέων εκμετάλλευσης που υπάγονται στο γενικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και οι έλκοντες δικαιώματα, δικαιούνται κοινωνικές παροχές ασφάλισης ασθενείας, μητρότητας και αναπηρίας μέσω του Γενικού Ταμείου Αλληλοβοήθειας των Ρ.Τ.Τ. με τους όρους που προβλέπονται στο βιβλίο ΙΙΙ και το κεφάλαιο II του τίτλου I του βιβλίου VII του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης. Εντούτοις, το μερίδιο της εισφοράς που καταλογίζεται στο κράτος βάσει του άρθρου L. 712-9 βαρύνει τους δημόσιους φορείς εκμετάλλευσης για τους υπαλλήλους τους.

Η εκκαθάριση και καταβολή των συντάξεων που χορηγούνται, κατ’ εφαρμογή του κώδικα των συντάξεων γήρατος των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών, στους υπαλλήλους της La Poste και της France Télécom γίνεται από το κράτος. Σε αντάλλαγμα, οι δημόσιοι φορείς εκμετάλλευσης υποχρεούνται να καταβάλουν στο Δημόσιο Ταμείο:

α)

το ποσό της κράτησης από τη σύνταξη του υπαλλήλου, το ύψος της οποίας καθορίζεται από το άρθρο L. 61 του κώδικα συντάξεων γήρατος των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών·

β)

πρόσθετη εισφορά που επιτρέπει την εξ ολοκλήρου ανάληψη των τρεχουσών και μελλοντικών συνταξιοδοτικών δαπανών για τους συνταξιούχους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Οι επιβαρύνσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου L. 134-1 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης στους υπαλλήλους της La Poste και της France Télécom βαρύνουν εξ ολοκλήρου τους δημόσιους φορείς εκμετάλλευσης.

Διάταγμα του Συμβουλίου Επικρατείας καθορίζει, εάν παραστεί ανάγκη, τους όρους εφαρμογής αυτών των διατάξεων.»

(17)

Από το 1991 έως το 1996, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 του νόμου του 1990, η εισφορά «εργοδότη» (δηλαδή η «πρόσθετη εισφορά») που προβλέπεται στο σημείο β) του άρθρου 30 του νόμου του 1990 στην αρχική του έκδοση), το οποίο επωμιζόταν η France Télécom για τους υπάλληλους της είχε καθοριστεί ως η διαφορά ανάμεσα στο συνολικό ποσό των συντάξεων που καταβάλλει το γαλλικό κράτος και του μέρους που καταβάλλουν οι εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι επί των αποδοχών τους. Η France Télécom συμμετείχε επίσης στα επονομαζόμενα καθεστώτα «αντιστάθμισης» και «υπεραντιστάθμισης» που προβλέπουν μεταβιβάσεις με σκοπό να εξασφαλιστεί η ισορροπία ανάμεσα στα συνταξιοδοτικά συστήματα των δημοσίων υπαλλήλων άλλων δημόσιων φορέων. Το ύψος των εισφορών από τον μισθό για τη χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων των δημοσίων υπαλλήλων είχε καθοριστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου L. 61 του κώδικα συντάξεων γήρατος των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών με την παρακράτηση ενός ποσού από τις αποδοχές του υπαλλήλου και έχει οριστεί στο 7,85 % των ακαθάριστων αυτόματων αποδοχών.

(18)

Οι πληρωμές της France Télécom αυξήθηκαν από 920 εκατ. ευρώ σε 1 151 εκατ. ευρώ από το 1991 έως το 1996 και είναι οι ακόλουθες:

Πίνακας 1

Συνταξιοδοτικές εισφορές εργαζομένων και εργοδότη της France Télécom 1991-1996  (8)

(εκατ. EUR)

 

1991

1992

1993

1994

1995

1996

A/Συνολικές καταβληθείσες συντάξεις

939

983

1 070

1 079

1 173

1 214

α 1/εισφορές εργαζομένων

195

201

217

213

229

238

α 2/εργοδοτικές εισφορές

743

782

853

866

944

976

B/Αντιστάθμιση — υπεραντιστάθμιση

176

188

277

136

201

175

Σύνολο επιβαρύνσεων (A + B)

1 115

1 171

1 348

1 215

1 375

1 389

Συνολικό μερίδιο France Télécom (α2 + B)

920

970

1 131

1 002

1 146

1 151

(19)

Η France Télécom καταλόγιζε τις δαπάνες για τις συντάξεις με βάση τις καταβαλλόμενες εισφορές. Επειδή ήταν βέβαιο ότι οι δαπάνες αυτές θα αυξάνονταν, λαμβάνοντας υπόψη την προβλέψιμη εξέλιξη των συντάξεων γήρατος που έπρεπε να καταβληθούν στους παλαιούς υπαλλήλους της, η France Télécom καταχωρούσε επίσης στους λογαριασμούς της μια ετήσια πρόβλεψη για να καλύψει την εκτιμώμενη επίπτωση των μελλοντικών αυξήσεων των εισφορών σε περίοδο 30 ετών. Το συνολικό ποσό της πρόβλεψης που καταγράφηκε με τον τρόπο αυτό μέχρι το 1996 ήταν 23,4 δισεκατ. FRF (3,6 δισεκατ. ευρώ). Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, εφόσον το γαλλικό κράτος είναι ασφαλιστής του εαυτού του, δεν δημιουργούσε από την πλευρά του αποθεματικά γι’ αυτές τις συντάξεις (9).

2.1.2.   Οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο καθεστώς της France Télécom και του προσωπικού των δημοσίων υπαλλήλων της από το 1996

(20)

Ο νόμος αριθ. 96-660 της 26ης Ιουλίου 1996 (10) (εφεξής ο «νόμος του 1996») τροποποίησε ορισμένες διατάξεις του νόμου του 1990. Από την 31η Δεκεμβρίου 1996 απένειμε, αφενός, στην France Télécom τον τίτλο της εθνικής επιχείρησης που υπόκειται στις νομοθετικές διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στις ανώνυμες εταιρείες, εφόσον αυτές δεν είναι αντίθετες με το νόμο και, αφετέρου, μετέφερε δωρεάν τον κύριο όγκο των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου France Télécom στη δημόσια επιχείρηση France Télécom.

(21)

Το κεφάλαιο της επιχείρησης France Télécom SA («France Télécom») συστάθηκε με διάταγμα στο ποσό των 25 δισεκατ. FRF (3,8 δισεκατ. ευρώ) με ίδια κεφάλαια που ήταν εγγεγραμμένα στον ισολογισμό την 31η Δεκεμβρίου 1995. Οι μετοχές της France Télécom εισήχθησαν τον Οκτώβριο του 1997 στο Χρηματιστήριο των Παρισίων και στο Χρηματιστήριο Αξιών της Νέας Υόρκης (NYSE). Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του 1998, το κεφάλαιο της France Télécom κατανέμονταν κατά 63,6 % στο κράτος, κατά 31,2 % σε ιδιώτες επενδυτές, κατά 3,2 % στο προσωπικό της France Télécom και κατά 2 % στην Deutsche Telekom. Από τις 7 Σεπτεμβρίου 2004, με τη μεταβίβαση ποσοστού 10,85 % του κεφαλαίου, το γαλλικό κράτος έπαψε να κατέχει την πλειοψηφική συμμετοχή. Στη συνέχεια, το μερίδιο του κράτους μειωνόταν συνεχώς και, στις 31 Δεκεμβρίου 2008 διαμορφώθηκε στο 26,65 % του κεφαλαίου. Εντούτοις, με ποσοστό 26,65 % των δικαιωμάτων ψήφου και, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλες σημαντικές συμπαγείς ομάδες μετόχων, το γαλλικό κράτος ορίζει τον Πρόεδρο-Γενικό Διευθυντή, παραμένει ο κύριος μέτοχος της France Télécom και μπορεί στην πράξη να κρίνει την έκβαση της ψηφοφορίας των μετόχων για τα θέματα για τα οποία απαιτείται απλή πλειοψηφία (11).

(22)

Η αλλαγή του καθεστώτος της France Télécom που επήλθε με τον νόμο του 1996 αφορούσε και διάφορες διατάξεις σχετικά με το προσωπικό του. Σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom υπάγεται στη δημόσια επιχείρηση France Télécom και υπόκειται στη διαχείρισή της. Το προσωπικό με καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου διατηρούσε αυτή την ιδιότητα και τις εγγυήσεις που του έχουν δοθεί. Οι όροι απασχόλησης των δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom είναι ταυτόσημοι με αυτούς των υπαλλήλων του κράτους· απολαμβάνουν την εγγύηση της μονιμότητας και η απόλυση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο για σοβαρό λόγο, σε περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Όσον αφορά την πρόσληψη νέου προσωπικού, ο νόμος του 1996 έδωσε στη France Télécom το δικαίωμα να πραγματοποιεί έως την 1η Ιανουαρίου 2002 προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, παρέχοντας ταυτόχρονα και τη δυνατότητα πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων με το καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων.

(23)

Στις 31 Δεκεμβρίου 1996, η France Télécom απασχολούσε 165 200 άτομα, εκ των οποίων το 94,1 % ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Στην πράξη, χωρίς να περιμένει την προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 2002 που όρισε ο νόμος του 1996, η France Télécom έπαψε να προσλαμβάνει δημοσίους υπαλλήλους ήδη από το 1997. Κατά συνέπεια, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκε κατά 47 % σε διάστημα δέκα ετών, από 133 434 δημοσίους υπαλλήλους το 1997 σε 69 892 υπαλλήλους το 2007. Η μείωση αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη από τη μείωση του συνολικού αριθμού των εργαζομένων της France Télécom (-25 %), ο οποίος ανερχόταν σε 124 166 απασχολούμενους την 31η Δεκεμβρίου 2007.

(24)

Το άρθρο 6 του νόμου του 1996 τροποποίησε επίσης το άρθρο 30 του νόμου του 1990, με την προσθήκη δύο εδαφίων γ) και δ) στο αρχικό κείμενο. Ο νόμος επιβάλλει στην France Télécom να καταβάλει στο Δημόσιο Ταμείο, ως αντιστάθμισμα για τη διεκπεραίωση και καταβολή από το κράτος των συντάξεων που χορηγούνται στους δημοσίους υπαλλήλους της France Télécom:

«γ)

[…], εργοδοτική εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα, από την 1η Ιανουαρίου 1997, κατ’ αναλογία των ποσών που έχουν καταβληθεί για μισθούς υποκείμενους σε παρακράτηση για σύνταξη. Το ύψος της εξοφλητικής εισφοράς υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να εξισώνονται τα επίπεδα των κοινωνικών ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών υποχρεώσεων επί των μισθών μεταξύ της France Télécom και των άλλων επιχειρήσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών που υπάγονται στο κοινό καθεστώς των κοινωνικών ασφαλιστικών εισφορών, έναντι κινδύνων οι οποίοι είναι κοινοί και για τους μισθωτούς κοινού δικαίου και για τους δημοσίους υπαλλήλους. Το ποσοστό αυτό μπορεί να αναθεωρηθεί σε περίπτωση τροποποίησης των εν λόγω επιβαρύνσεων. Οι τρόποι καθορισμού και καταβολής της εργοδοτικής εισφοράς στο κράτος καθορίζονται με διάταγμα του Συμβουλίου Επικρατείας·

δ)

[…], έκτακτη κατ’ αποκοπή εισφορά, το ύψος και οι τρόποι καταβολής της οποίας θα καθοριστούν με τον νόμο του προϋπολογισμού πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1996».

(25)

Ο νόμος του 1996 εξαίρεσε επίσης την France Télécom από το πεδίο γενικής και ειδικής εφαρμογής του μηχανισμού των εισφορών για συντάξεις γήρατος που προέβλεπε ο νόμος του 1993 και είχε ως αποτέλεσμα, για τη France Télécom, την πληρωμή των αναφερόμενων στον πίνακα 1 πρόσθετων αντισταθμίσεων και υπεραντισταθμίσεων επί της εισφοράς εργοδότη. Κατά το διάστημα 1991 έως 1996, τα ποσά που καταβλήθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό αντιπροσώπευαν το 18 % των συντάξεων που είχαν καταβληθεί στο προσωπικό δημοσίων υπαλλήλων.

(26)

Η εργοδοτική εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1996 αντικατέστησε τη συμπληρωματική εισφορά που προέβλεπε το άρθρο 30 στοιχείο β) του νόμου του 1990. Η εισφορά αυτή βασίζεται σε συντελεστή ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών με εξίσωση του επιπέδου των υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών εισφορών για ίσο καθαρό μισθό. Η μέθοδος εξίσωσης βασίζεται σε μια ανασύσταση αυτού που θα αντιπροσώπευε, για έναν ανταγωνιστή εργοδότη, το μισθολογικό κόστος των εργαζομένων που υπάγονται στο κοινό δίκαιο των κοινωνικών εισφορών, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων, εξασφαλίζοντάς τους καθαρό μισθό ίσο με αυτόν των υπαλλήλων της France Télécom με ταυτόσημη δομή εργασίας.

(27)

Η μέθοδος εξαιρεί τις εισφορές που καταβάλλουν οι ανταγωνιστές για την ασφάλιση των κινδύνων που δεν είναι κοινοί μεταξύ μισθωτών και δημοσίων υπαλλήλων, και ιδίως για τον κίνδυνο της ανεργίας και των αξιώσεων των μισθωτών σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης ή εκκαθάρισης της επιχείρησης (εφεξής «ασφάλιση απαιτήσεων των μισθωτών» ή «ΑΑΜ»). Κατά την ψήφιση του νόμου του 1996, αυτή η διαφορά ανάμεσα στην France Télécom και τους ανταγωνιστές της δεν πέρασε απαρατήρητη για τον νομοθέτη, ο οποίος διαπίστωνε ότι: «οι διατάξεις του άρθρου 6 επιτρέπουν στην France Télécom να απαλλαγεί από τις εισφορές UNEDIC τις οποίες, ωστόσο, καταβάλλουν οι ανταγωνιστές της» (12).

(28)

Η εργοδοτική εισφορά της France Télécom, που υπολογίζεται εκ νέου κάθε έτος, εκφράζεται ως ποσοστό των ακαθάριστων αυτόματων αποδοχών των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων. Το ποσοστό αυτής της εργοδοτικής εισφοράς ήταν κατά μέσο όρο […] (13) % το διάστημα μεταξύ 1997 και 2010 και διαμορφώθηκε, όπως αναφέρεται στον πίνακα 2, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας:

Πίνακας 2

Εργοδοτική εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα που κατέβαλε η France Télécom το διάστημα 1997-2010

Έτος

Ποσοστό εισφοράς

Εκατ. ευρώ

1997

36,20 %

1 088,9

1998

35,40 %

1 069,6

1999

36,70 %

1 108,5

2000

36,40 %

1 085,0

2001

37,00 %

1 088,6

2002

37,70 %

1 100,1

2003

37,60 %

1 085,0

2004

[…]%

1 048,6

2005

[…]%

984,6

2006

[…]%

957,6

2007

[…]%

917,6

2008

[…]%

859,2

2009

[…]%

805,4

2010

[…]%

744,5

(29)

Με την παύση της πρόσληψης δημοσίων υπαλλήλων από το 1997 τέθηκε ανώτατο όριο στο προσωπικό των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom. Μολονότι αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης μεγάλο ποσοστό του προσωπικού των δημοσίων υπαλλήλων από το 1991 έως το 2010, ο πίνακας δείχνει ότι η εισφορά εργοδότη ύψους 744 εκατ. ευρώ που κατέβαλε η France Télécom το 2010 ήταν κατώτερη κατά 407 εκατ. ευρώ από τις εισφορές για συντάξεις που κατέβαλε η επιχείρηση στο γαλλικό κράτος πριν τεθεί σε ισχύ η μεταρρύθμιση του 1996 και ήταν ισοδύναμη με την εισφορά εργοδότη την οποία κατέβαλε η France Télécom 20 έτη νωρίτερα, το 1991 (1 151 εκατ. ευρώ και 743 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, βλέπε πίνακα 1).

(30)

Η μεταρρύθμιση που θεσπίστηκε με το νόμο του 1996 είχε, συνεπώς, ως αποτέλεσμα το ποσό της εισφοράς της France Télécom να μειώνεται σε απόλυτες τιμές και να μην συνδέεται πλέον με τον αριθμό δημοσίων υπαλλήλων που συνταξιοδοτούνται. Η μεταβίβαση των επιβαρύνσεων στο κράτος, την οποία θέσπισε ο νόμος του 1996, πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο όπου η Γερουσία είχε προβλέψει σημαντική επιβάρυνση του όγκου των συντάξεων από το 2005, με αύξηση σε 13 δισεκατ. FRF (1,98 δισεκατ. ευρώ) το 2007, σε 21,5 δισεκατ. FRF (3,3 δισεκατ. ευρώ) το 2017 και σε 34 δισεκατ. FRF (6,1 δισεκατ. ευρώ) το 2027 (14).

(31)

Έτσι, στις συζητήσεις για το νομοσχέδιο στην Εθνική Συνέλευση και τη Γερουσία αναφέρθηκε μεταφορά επιβαρύνσεων για συντάξεις προς τον προϋπολογισμό του κράτους ύψους 250 δισεκατ. FRF, το οποίο δεν θα μπορούσε να καλυφθεί από τα ποσά των 100 δισεκατ. FRF των ετήσιων εισφορών και των 40 δισεκατ. FRF της έκτακτης εισφοράς, ακόμη και αν προστίθετο σε αυτό το προϊόν της μεταβίβασης μέρους των μετοχών της επιχείρησης. Στις ίδιες συζητήσεις αναφέρθηκε κατ’ εκτίμηση ανώτατο ποσό 40 δισεκατ. FRF έκτακτης εισφοράς για να περιοριστεί η νέα και επαχθής επιβάρυνση για το κράτος. Το ποσό αυτό καθορίστηκε με το Συμβούλιο των τραπεζιτών, έτσι ώστε να είναι συμβατό με έναν δείκτη χρέους προς ίδια κεφάλαια 150 % και για να αντιστοιχεί στις προβλέψεις της επιχείρησης για τις συντάξεις και στην πρόσθετη επιβάρυνση για το κράτος σε διάστημα 10 ετών, και μόνο 10 ετών, που είναι αποτέλεσμα της διαφοράς ανάμεσα στις καταβαλλόμενες συντάξεις και στην εξοφλητική εισφορά που θα εισπράττονταν εφεξής (15).

(32)

Ο σκοπός της αντιστάθμισης από το κράτος δεν δηλώνεται μόνο στον τίτλο του άρθρου 30 του νόμου ο οποίος ψηφίστηκε από το νομοθετικό σώμα και κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου το 1996, αλλά και στην ετήσια έκθεση της France Télécom του 1997, η οποία αναφέρει την «καταβολή από το γαλλικό κράτος έκτακτης εισφοράς 37,5 δισεκατ. φράγκων για μελλοντικές συντάξεις πρώην δημοσίων υπαλλήλων». (16) Οι προβλέψεις της France Télécom της επέτρεψαν να μειώσει το καθαρό ποσό που έπρεπε να καταβάλει, εφόσον κατέβαλε μόνο, σε ένα μόνο έτος, το επιπλέον κόστος της μεταρρύθμισης για το κράτος σε διάρκεια δέκα ετών.

(33)

Έτσι, κατά την πρόβλεψη που αποσκοπούσε στη χρονική παράταση της επίπτωσης των μελλοντικών αυξήσεων των εισφορών που επέφερε ο νόμος του 1990 και κατέβαλλε σε ετήσια βάση η France Télécom με συνολικό ποσό 23,4 δισεκατ. FRF (3,6 δισεκατ. ευρώ) το 1996, φαίνεται ότι λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της έκτακτης εισφοράς (ή «ποσό προσαρμογής»). Το μέρος αυτής της εισφοράς που δεν αντιστοιχούσε στις προβλέψεις που είχαν πραγματοποιηθεί θα κάλυπτε αυτό το επιπλέον κόστος για περίοδο δέκα ετών. Το ποσό αυτής της επιβάρυνσης καθορίστηκε λαμβάνοντας υπόψη το ποσό που είχε ήδη προβλέψει η επιχείρηση, όπως προκύπτει χωρίς καμία αμφιβολία από τις συζητήσεις της εποχής εκείνης.

(34)

Πράγματι, λόγω του εξοφλητικού χαρακτήρα της ετήσιας εργοδοτικής εισφοράς που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1996, η υποχρέωση της France Télécom περιορίζεται έκτοτε στην καταβολή αυτής της εισφοράς, χωρίς άλλη δέσμευση κάλυψης ενδεχόμενων μελλοντικών ελλειμμάτων ούτε του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων της ούτε άλλων καθεστώτων της δημόσιας διοίκησης. Συνεπώς, ο νόμος του 1996 καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη λογιστική πρόβλεψη. Η πρόβλεψη περιλήφθηκε στα κέρδη στον λογαριασμό αποτελεσμάτων της France Télécom στις 31 Δεκεμβρίου 1996, για ποσό 17,5 δισεκατ. FRF (2,7 δισεκατ. ευρώ) στο καθαρό αποτέλεσμα (17).

(35)

Εξάλλου, το ποσό της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς που προέβλεπε ο νόμος του 1996, ως αντιστάθμιση της διεκπεραίωσης και της καταβολής από το κράτος των συντάξεων που χορηγούνται στο προσωπικό των δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom, καθορίστηκε σε 37,5 δισεκατ. FRF από τον νόμο του προϋπολογισμού του 1997, ήτοι σε 5,71 δισεκατ. ευρώ. Χρηματοδοτήθηκε με αύξηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων οφειλών της επιχείρησης (18) και καταβλήθηκε σε αρκετές δόσεις μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 1997. Η είσπραξη αυτής της έκτακτης εισφοράς επέτρεψε να μειωθεί το έλλειμμα της γαλλικής δημόσιας διοίκησης σε 41,8 δισεκατ. ευρώ το 1997. Χωρίς αυτήν, το έλλειμμα θα ανερχόταν στο 3,7 % του ΑΕΠ εκείνο το έτος.

(36)

Η είσπραξη αυτής της εισφοράς πραγματοποιήθηκε από τον δημόσιο οργανισμό διαχείρισης της έκτακτης εισφοράς της France Télécom που συστάθηκε με τον νόμο του προϋπολογισμού του 1997. Η έκτακτη εισφορά συνιστά, με ενδεχόμενα χρηματοοικονομικά προϊόντα τα οποία παράγει, το μόνο έσοδο του οργανισμού. Οι δαπάνες του έχουν τη μορφή ετήσιας επιστροφής προς τον προϋπολογισμό του κράτους, που καταλογίζεται στα έσοδα από το 2006 σε λογαριασμό ειδικού σκοπού για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών. Η καταβολή αυτή είχε καθοριστεί σε 1 δισεκατ. FRF (152,4 εκατ. ευρώ) για το 1997, προσαυξανόμενη στη συνέχεια κατά 10 % κάθε έτος, με την επιφύλαξη αντίθετης ειδικής πρόβλεψης στο νόμο του προϋπολογισμού. Ο κύκλος ζωής του δημόσιου οργανισμού τερματίζεται μετά την επιστροφή του συνόλου των εσόδων του στο κράτος (19).

(37)

Η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου του προϋπολογισμού του 1997 για τον καθορισμό των ετήσιων πληρωμών είχε ως αποτέλεσμα η διάρκεια ζωής του δημόσιου οργανισμού να εκτιμάται σε 17 έτη το 1999, χωρίς ενίσχυση της ταμειακής κατάστασής του (20). Εντούτοις, επειδή οι ετήσιες καταβολές ήταν μεγαλύτερες από αυτές που προέβλεπε ο νόμος του προϋπολογισμού του 1997, η διάρκεια αυτή μίκρυνε. Όπως αναφέρεται στον πίνακα 3, το συνολικό ποσό των ετήσιων πληρωμών του οργανισμού ανερχόταν σε 5,47 δισεκατ. ευρώ το 2010. Η κατάργηση του οργανισμού με την εξάντληση των διαθέσιμων πόρων είχε προβλεφθεί για τις 31 Δεκεμβρίου 2011 (21). Έτσι, ο νόμος του προϋπολογισμού του 2011 προβλέπει τη μεταφορά ποσού 243 εκατ. ευρώ στον ειδικό λογαριασμό συντάξεων για το ίδιο έτος, ώστε να γίνει εκκαθάριση των εσόδων του οργανισμού (22).

(38)

Σε κάθε περίπτωση, το ποσό της έκτακτης εισφοράς των 37,5 δισεκατ. FRF που διατέθηκε στον δημόσιο οργανισμό διαχείρισης της έκτακτης εισφοράς της France Télécom το 1997 αντιστοιχεί σε ποσό εισφοράς κατώτερο των 40 δισεκατ. FRF το οποίο αναφέρθηκε κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου του 1996. Μολονότι εγγράφηκε στον προϋπολογισμό του κράτους του 1997 και τον τροφοδοτεί σε ετήσια βάση για την καταβολή των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών, το ποσό αυτής της εισφοράς ορίστηκε για να αντισταθμιστεί το πρόσθετο κόστος που συνεπάγεται για το κράτος η εφαρμογή του νόμου του 1996.

(39)

Η χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων των δημοσίων υπαλλήλων από τον μισθό τους, που καθορίστηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου L. 61 του κώδικα των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών από τη σύσταση του δημόσιου φορέα εκμετάλλευσης France Télécom το 1991, δεν τροποποιήθηκε με τον νόμο του 1996. Εξάλλου, οι νόμοι του 1990 και του 1996 δεν τροποποίησαν το συνταξιοδοτικό καθεστώς των μισθωτών ιδιωτικού δικαίου της France Télécom, που είναι το καθεστώς κοινού δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης για την ασφάλιση σύνταξης, το οποίο συμπληρώνεται με το καθεστώς της AGIRC για τα διοικητικά στελέχη και με το καθεστώς της ARRCO για το λοιπό προσωπικό. Βάσει αυτού του καθεστώτος, η France Télécom και οι υπάλληλοί της ιδιωτικού δικαίου αναλαμβάνουν ισοδύναμες υποχρεώσεις με αυτές των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων ιδίως όσον αφορά τις εργοδοτικές εισφορές εξοφλητικού χαρακτήρα.

(40)

Επ’ ευκαιρία της μεταρρύθμισης που επέφερε ο νόμος του 1996, η εταιρεία αναλογιστών που επέλεξε ως σύμβουλο το γαλλικό κράτος εκτίμησε ότι η διεκπεραίωση και καταβολή από το κράτος των συντάξεων που χορηγούνται στους εν ενεργεία και συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους της France Télécom θα ανέρχονταν σε 242 δισεκατ. FRF (36,9 δισεκατ. ευρώ (23)) σε πιθανή παρούσα αξία την 1η Ιανουαρίου 1997 (24). Ο αριθμός αυτός προσεγγίζει το στρογγυλεμένο ποσό των 250 δισεκατ. FRF που αναφέρθηκε στη Γερουσία. Με τις ίδιες αναλογιστικές υποθέσεις, η εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα του εργοδότη την οποία η France Télécom κατέβαλε ως αντιστάθμισμα εκτιμήθηκε σε 15,2 δισεκατ. ευρώ, στο οποίο πρέπει να προστεθεί η έκτακτη εισφορά των 5,7 δισεκατ. ευρώ που καταβλήθηκε στο σύνολό της τον Οκτώβριο του 1997. Κατά την εκτίμηση των γαλλικών αρχών, η αξία των μελλοντικών εισφορών των εργαζομένων, όταν τέθηκε σε ισχύ η μεταρρύθμιση, ανερχόταν σε […] δισεκατ. ευρώ. Η αξία της καθαρής επιβάρυνσης που μεταβιβάστηκε από την France Télécom στο γαλλικό κράτος, όπως εκτιμήθηκε το 1996, ανερχόταν συνεπώς σε […] δισεκατ. ευρώ.

(41)

Για το διάστημα των δέκα ετών (1997 έως 2006) που αναφέρθηκε κατά τις συζητήσεις του νομοσχεδίου του 1996, το συσσωρευμένο ποσό των εισφορών που έπρεπε να καταβληθούν, όπως εκτιμήθηκε από την εταιρεία αναλογιστών που επελέγη ως σύμβουλος του γαλλικού κράτους, ανερχόταν σε […] δισεκατ. ευρώ. Κατά την ίδια περίοδο, το συνολικό ποσό των εισφορών που πράγματι καταβλήθηκαν ήταν σχεδόν ταυτόσημο, ήτοι […] δισεκατ. ευρώ, με απόκλιση κατώτερη του 0,83 % (25). Αυτό επιβεβαιώνει εκ των υστέρων την ακρίβεια των προβλέψεων που αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων για τον νόμο.

(42)

Βάσει αυτών των αριθμητικών στοιχείων, μπορεί να διαπιστωθεί ότι τα ποσά και η αιτιολόγησή τους που αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων στην Εθνική Συνέλευση και τη Γερουσία για τον καθορισμό του ποσού της προσαρμογής ή της έκτακτης εισφοράς της France Télécom, αντιστοιχούν στα μεγέθη τα οποία επαληθεύθηκαν εκ των υστέρων κατά τη δεκαετή περίοδο η οποία αναφέρθηκε στις συζητήσεις για το νομοσχέδιο. Πράγματι, το αναφερθέν ανώτατο ποσό της έκτακτης εισφοράς των 6 δισεκατ. ευρώ (40 δισεκατ. FRF) αντιστοιχεί στις προβλέψεις που πραγματοποίησε η επιχείρηση μέχρι το 1996 για να αντιμετωπίσει τις μελλοντικές συνταξιοδοτικές επιβαρύνσεις με βάση τις προβλέψεις εκείνης της περιόδου, δηλαδή σε 3,6 δισεκατ. ευρώ (23,4 δισεκατ. FRF) συν τη διαφορά των 2,4 δισεκατ. ευρώ που επιβαρύνουν το κράτος μεταξύ των υπαλληλικών και εργοδοτικών εισφορών που εισπράχθηκαν από το 1997 έως το 2006, αφενός, και τις παροχές που έπρεπε να καταβληθούν κατά την ίδια περίοδο των δέκα ετών, όπως εκτιμήθηκαν το 1996.

(43)

Εξάλλου, από τα στοιχεία που κοινοποίησε η Γαλλική Δημοκρατία και αναγράφονται στον πίνακα 3 συνάγεται ότι, για την περίοδο από το 1997 έως το 2010, η συσσωρευμένη συνταξιοδοτική επιβάρυνση για το προσωπικό των δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom που πρέπει να χρηματοδοτήσει το γαλλικό κράτος λόγω της μεταρρύθμισης του 1996 ανήλθε σε […] δισεκατ. ευρώ. Η επιβάρυνση την οποία επωμίζεται το κράτος ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των ετήσιων εισφορών της France Télécom και των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων της και των συνταξιοδοτικών παροχών που καταβάλλονται κάθε έτος στους συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους, αφού αφαιρεθούν οι ετήσιες πληρωμές του δημόσιου οργανισμού διαχείρισης της έκτακτης εισφοράς της France Télécom. Από το 1997 έως το 2010, η εξέλιξη της επιβάρυνσης ήταν η ακόλουθη:

Πίνακας 3

Επιβαρύνσεις που επωμίσθηκε το γαλλικό κράτος με τη μεταρρύθμιση του 1996 (1997-2010)

(εκατ. ευρώ)

 

Εισφορές

(εργοδοτικές και υπαλληλικές)

Ετήσιες καταβολές από τον δημόσιο οργανισμού διαχείρισης της έκτακτης εισφοράς της France Télécom

Καταβληθείσες παροχές

Επιβάρυνση για το κράτος

1997

[…]

152,4

[…]

[…]

1998

[…]

167,7

[…]

[…]

1999

[…]

184,5

[…]

[…]

2000

[…]

202,9

[…]

[…]

2001

[…]

223,2

[…]

[…]

2002

[…]

245,5

[…]

[…]

2003

[…]

270,0

[…]

[…]

2004

[…]

297,1

[…]

[…]

2005

[…]

326,9

[…]

[…]

2006

[…]

1 359,5

[…]

[…]

2007

[…]

395,4

[…]

[…]

2008

[…]

435,0

[…]

[…]

2009

[…]

578,0

[…]

[…]

2010

[…]

635,8

[…]

[…]

Σύνολο

[…]

5 473,9

[…]

[…]

(44)

Βάσει των διατάξεων του νόμου του προϋπολογισμού του 1997 που τα διέπει, το ποσό των ετήσιων καταβολών του δημόσιου οργανισμού διαχείρισης της έκτακτης εισφοράς της France Télécom που καταβλήθηκε το 1997 δεν αντιστοιχούσε στα ποσά των κατ’ εκτίμηση παροχών ή των παροχών που καταβλήθηκαν όντως στους συνταξιούχους της France Télécom ούτε στα υπολειπόμενα ποσά των επιβαρύνσεων που έπρεπε να χρηματοδοτηθούν από το κράτος και δεν καθορίστηκαν σε συνάρτηση με τα εν λόγω ποσά. Η εξέταση των ποσών που πράγματι καταβλήθηκαν επιβεβαιώνει αυτόν τον διαχωρισμό. Παρά την έκτακτη εισφορά που κατέβαλε η France Télécom το 1997, ο πίνακας 3 δείχνει ότι τα ποσά των παροχών που καταβλήθηκαν στους συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους της France Télécom ήταν υψηλότερα από τους ετήσιους πόρους από το 2004, με εξαίρεση το έτος 2006.

(45)

Έτσι, οι καταβολές των ετήσιων εισφορών της France Télécom και οι ετήσιες καταβολές του οργανισμού που διαχειρίζεται την έκτακτη εισφορά δεν καταλογίζονται στον ειδικό λογαριασμό των συντάξεων χωριστά και πριν την καταβολή των παροχών στους συνταξιούχους της France Télécom. Πράγματι, εάν, αντί του συστήματος επιστροφής του ποσού με ετήσια προσαύξηση 10 %, εφαρμοζόταν ο καταλογισμός της έκτακτης εισφοράς μόνο στη χρηματοδότηση των εν λόγω παροχών από το 1997, όπως προέβλεπε ο νόμος του προϋπολογισμού του 1997, ο δημόσιος οργανισμός θα είχε καταργηθεί στα τέλη του 2008 και όχι στα τέλη του 2011, όπως είχε προβλεφθεί, λαμβανομένου υπόψη του ποσού που δεν καλυπτόταν από τις ετήσιες εισφορές, όπως δείχνει ο πίνακας 3. Και στις δύο περιπτώσεις, το ποσό της έκτακτης εισφοράς θα είχε αναλωθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

2.2.   Η σταδιακή και στη συνέχεια πλήρης απελευθέρωση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών

(46)

Η μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom συνέπεσε με την πλήρη απελευθέρωση των αγορών των υπηρεσιών στον ανταγωνισμό, στις οποίες δραστηριοποιούταν η France Télécom. Από το 1988, υπήρξε σταδιακή απελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών με την οδηγία 88/301/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1988, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών τερματικών (26) και με την οδηγία 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (27). Η οδηγία 90/388/ΕΟΚ προέβλεπε μέτρα ελευθέρωσης που έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1990 όσον αφορά τη μετάδοση δεδομένων και τις υπηρεσίες τηλεφωνίας και δεδομένων για τα δίκτυα επιχειρήσεων και κλειστές ομάδες χρηστών. Η οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (28) πρόβλεπε πλήρη απελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών από την 1η Ιανουαρίου 1998.

(47)

Ο νόμος αριθ. 96-659 της 26ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη ρύθμιση των τηλεπικοινωνιών καθόρισε τους όρους που θα επέτρεπαν την πλήρη απελευθέρωση του τομέα, θέτοντας τέρμα στο μονοπώλιο της France Télécom στη σταθερή τηλεφωνία και τη μετάδοση δεδομένων και καθορίζοντας τις τιμές και τις διασυνδέσεις με τους ανταγωνιστές. Ακόμη και σε άλλους τομείς, οι οποίοι δεν υπόκειντο σε αποκλειστικά δικαιώματα και, ως εκ τούτου, ήταν ανοικτοί στον ανταγωνισμό ήδη από το 1987, όπως οι αγορές της κινητής τηλεφωνίας, η France Télécom κατείχε ηγετική θέση με μερίδιο αγοράς από 53,3 % το 1997 σε 49,8 % το 2002 (29). Ο νόμος αριθ. 96-659 ανέθεσε επίσης στην France Télécom την εκπλήρωση αποστολέων γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος και πρόβλεψε τη δημιουργία ενός ταμείου χρηματοδότησης σχετικών υποχρεώσεων τροφοδοτούμενου από τους ανταγωνιστές.

(48)

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που απαριθμούνται στις αιτιολογικές σκέψεις 46 και 47, από το 1988, η France Télécom είναι αντιμετώπιση με την έλευση ανταγωνιστών, ορισμένοι από τους οποίους ανήκουν εν μέρει σε διεθνείς ομίλους, στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών στις οποίες δραστηριοποιούνταν στη Γαλλία, ορισμένες από τις οποίες, όπως η κινητή τηλεφωνία ή οι διεθνείς επικοινωνίες, έχουν διασυνοριακή διάσταση. Η διαδικασία αυτή εντάθηκε με την απελευθέρωση των αγορών από το 1998. Εξάλλου, η France Télécom συνήψε συμμαχίες με οργανισμούς τηλεπικοινωνιών της αλλοδαπής, όπως η Deutsche Telekom και η Sprint το 1996 (Global One), πολλαπλασιάζοντας είδη από το 1997 τις εταιρικές σχέσεις και αποκτήσεις συμμετοχής στην Ιταλία (Wind), στις Κάτω Χώρες (Casema) ή αποκτώντας άδειες κινητής τηλεφωνίας στη Δανία και την Πορτογαλία (30).

(49)

Η μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των υπαλλήλων της France Télécom συνέπεσε με την απελευθέρωση της αγοράς στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα αποτελέσματά της, συνεπώς, είχαν επίπτωση σε μια πλήρως απελευθερωμένη αγορά στον ανταγωνισμό στην οποία, εξάλλου, η France Télécom συνήψε συμμαχίες και απέκτησε σημαντικές συμμετοχές σε άλλα κράτη μέλη. Πράγματι, η επιθυμία να ευνοηθεί η επέκταση της France Télécom και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές εκτός Γαλλίας εκφράζεται καθαρά με τον νόμο του 1996 και το άνοιγμα της επιχείρησης σε ιδιωτικά κεφάλαια, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις κατά τη συζήτηση του νόμου, οι οποίες κάνουν αναφορά σε «φιλοδοξίες της γαλλικής κυβέρνησης για τον εθνικό πρωταθλητή, τη France Télécom» (31).

(50)

Σήμερα, η France Télécom δηλώνει ότι είναι ο πρώτος φορέας παροχής πρόσβασης υψηλής ταχύτητας στο διαδίκτυο και ο τρίτος φορέας κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη και μεταξύ των ηγετών σε παγκόσμια κλίμακα όσον αφορά την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε πολυεθνικές επιχειρήσεις. Εκτός Γαλλίας, η France Télécom αναπτύσσει σημαντική δραστηριότητα μέσω θυγατρικών, κατέχοντας σημαντικές θέσεις στην Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, τη Σλοβακία, το Βέλγιο και την Αυστρία (32).

3.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(51)

Στην απόφασή της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή παρέθεσε την προκαταρκτική εκτίμησή της για τα μέτρα που θέσπισε ο νόμος του 1996, συγκρίνοντάς τα με το πλαίσιο αναφοράς για τις υποχρεωτικές κοινωνικές και φορολογικές εισφορές της France Télécom, πράγμα το οποίο είχε καθοριστεί με τον νόμο του 1990. Έκρινε ότι τα μέτρα αυτά παρείχαν, με τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων, επιλεκτικό πλεονέκτημα στην France Télécom, το οποίο θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές και θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(52)

Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, εφόσον τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατική ενίσχυση, αυτή δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή πριν τεθεί σε εφαρμογή, ενώ έπρεπε να θεωρηθεί νέα ενίσχυση σύμφωνα με τη νομολογία. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν τήρησε την υποχρέωση της κοινοποίησης βάσει της Συνθήκης και το μέτρο έπρεπε, συνεπώς, να κριθεί παράνομο.

(53)

Η Επιτροπή έκρινε ότι μπορούσε να εξετάσει το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι βάσει της ίδιας διάταξης είχε κρίνει ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε στη La Poste κατά τη μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων της ήταν συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά (33) και ότι, λαμβανομένων υπόψη των ομοιοτήτων μεταξύ των δύο υποθέσεων, έκρινε σκόπιμο να διενεργήσει παρόμοια ανάλυση στην προκειμένη περίπτωση.

(54)

Στην προκαταρκτική εξέταση του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, παρά την ομοιότητα με τη μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των υπαλλήλων της La Poste, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλική Δημοκρατία τις ακόλουθες επιφυλάξεις:

α)

πρώτον, επισημαίνοντας ότι δεν είχε στη διάθεσή της αναλυτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ύψος των εισφορών που κατέβαλλε η France Télécom ήταν ίσο με αυτό που κατέβαλλαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις κοινού δικαίου που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών στη Γαλλία, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ποσό της εξοφλητικής εισφοράς που εφαρμοζόταν στην France Télécom από το 1997 δεν επέτρεπε τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού («level playing field») με τους ανταγωνιστές της. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι το ποσοστό εισφορών που εφαρμόζει η France Télécom ενσωματώνει μόνο τις εισφορές που αντιστοιχούν στους κοινούς κινδύνους μεταξύ των μισθωτών βάσει του κοινού δικαίου και των δημοσίων υπαλλήλων και, ως εκ τούτου, εξαιρεί τις εισφορές που αντιστοιχούν στους μη κοινούς κινδύνους, όπως ο κίνδυνος ανεργίας ή της μη καταβολής μισθών σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης ή εκκαθάρισης της επιχείρησης·

β)

δεύτερον, η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία όσον αφορά την επίπτωση που είχε στον ανταγωνισμό η απαλλαγή από τις συνταξιοδοτικές επιβαρύνσεις, για να αξιολογήσει εάν οι ενδεχόμενες θετικές επιπτώσεις ήταν περισσότερες από τις αρνητικές επιπτώσεις. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η France Télécom δεν είχε ακόμη επιστρέψει εξ ολοκλήρου τις παράνομες και ασυμβίβαστες ενισχύσεις κατ’ εφαρμογή της απόφασης της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 2004 σχετικά με την κρατική ενίσχυση που διέθεσε η Γαλλία στη France Télécom («απόφαση σχετικά με την εφαρμογή του επαγγελματικού φόρου στην France Télécom») (34), με την οποία η Γαλλία δεν συμμορφώθηκε εντός της ορισθείσας προθεσμίας, όπως έκρινε το Δικαστήριο (35).

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(55)

Οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη παρουσιάζονται συνοπτικά στα τμήματα 4.1 έως 4.3.

4.1.   France Télécom

(56)

Στις παρατηρήσεις της, τις οποίες χαρακτηρίζει συμπληρωματικές σε σχέση με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία, η France Télécom θεωρεί ότι αντιμετωπίζει ένα χρόνιο πρόβλημα πλεονασματικού προσωπικού που συνδέεται με το παλαιό καθεστώς της δημόσιας υπηρεσίας και ότι δεν διαθέτει, για τον πληθυσμό των εν λόγω εργαζομένων, τις ίδιες δυνατότητες ευελιξίας της απασχόλησης όπως οι ανταγωνιστές της. Συνεπώς, η France Télécom πρέπει να καταβάλει σημαντικότατη δαπάνη για κατάρτιση της τάξης των 180 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμεί με το 4,5 % του μισθολογικού κόστους έναντι 2,9 % του μέσου όρου των γαλλικών επιχειρήσεων. Η France Télécom ισχυρίζεται επίσης ότι το μισθολογικό κόστος είναι ανώτερο περίπου κατά […]%, χωρίς τις προσαυξήσεις και επιδοτήσεις. Εξάλλου, εφόσον δεν μπορεί να θέσει σε εφαρμογή κοινωνικά προγράμματα, η France Télécom επωμίστηκε το κόστος των μέτρων για την αποχώρηση των δημοσίων υπαλλήλων, όπως η άδεια κατά το τέλος της σταδιοδρομίας, με ποσό άνω των 8 δισεκατ. ευρώ το διάστημα από το 1996 έως το 2006.

(57)

Δεύτερον, η France Télécom θεωρεί ότι οι συνταξιοδοτικές επιβαρύνσεις τις οποίες επωμίστηκε το διάστημα 1990 έως 1996 ήταν ασυνήθιστες και την έθεταν σε θέση διαρθρωτικού μειονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών της του ιδιωτικού τομέα, κατά την έννοια της απόφασης Combus  (36), που αποτελεί πλαίσιο αναφοράς για την εκτίμηση του φυσιολογικού ή μη φυσιολογικού χαρακτήρα των εν λόγω επιβαρύνσεων ως προς το καθεστώς κοινού δικαίου που εφαρμόζεται στους ανταγωνιστές. Οι αρχές που θέτει η απόφαση Combus είχαν επιβεβαιωθεί από το Πρωτοδικείο στην απόφασή του στην υπόθεση Hotel Cipriani  (37). Η France Télécom αμφισβητεί ότι η θέση του ενός μόνο φορέα εκμετάλλευσης, στην προκειμένη περίπτωση της ίδιας, πριν και μετά τη μεταρρύθμιση που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1996, συνιστά το κατάλληλο πλαίσιο σύγκρισης για να εκτιμηθεί η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια της νομολογίας. Σε κάθε περίπτωση, εάν το πλαίσιο αναφοράς έπρεπε να εφαρμοστεί στην France Télécom πριν και μετά τη μεταρρύθμιση του 1996, το μέτρο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιλεκτικό, διότι θα εφαρμοζόταν με ομοιογενή τρόπο εντός του εν λόγω πλαισίου.

(58)

Συνεπώς, τα υπό εξέταση μέτρα είτε δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια της Συνθήκης, διότι απαλλάσσουν τη France Télécom από ένα ασύνηθες διαρθρωτικό μειονέκτημα, είτε δεν μπορούν να χαρακτηριστούν επιλεκτικό πλεονέκτημα που συνιστά κρατική ενίσχυση.

(59)

Επικουρικώς, η France Télécom θεωρεί ότι η κρατική ενίσχυση, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξή της, θα ήταν συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με τα κριτήρια που θέσπισε η Επιτροπή στην απόφασή της σχετικά με το καθεστώς συντάξεων της La Poste (εφεξής «απόφαση La Poste») (38). Ως προς αυτό, ο ειδικός χαρακτήρας του καθεστώτος της που συνίσταται στο ότι καταβάλλει εισφορά η οποία υπολογίζεται βάσει αποκλειστικά κοινών κινδύνων δεν σημαίνει ότι η France Télécom τέθηκε σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της από το 1996· εκτός από τα διαρθρωτικά μειονεκτήματα που συνδέονται με το καθεστώς δημοσίων υπαλλήλων τους οποίους απασχολεί, η France Télécom ήταν αναγκασμένη να επωμιστεί σημαντική επιβάρυνση λόγω της μεταρρύθμισης του 1996, το συμβιβάσιμο της οποίας με την εσωτερική αγορά πρέπει να αναλυθεί και της οποίας το ποσό των 5,7 δισεκατ. ευρώ υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό που θα κατέβαλε η France Télécom εάν η εισφορά της ήταν συνάρτηση των μη κοινών κινδύνων.

(60)

Η France Télécom θεωρεί ότι, στην απόφαση La Poste  (39), η Επιτροπή δέχτηκε ότι το ποσό μιας ενιαίας έκτακτης εισφοράς (2 δισεκατ. ευρώ) στο πλαίσιο μιας μεταρρύθμισης που τέθηκε σε ισχύ μετά την κοινοποίηση, αλλά πριν την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής, αντισταθμίζει τις εισφορές που αντιστοιχούν στους μη κοινούς κινδύνους, μέχρι να εξαντληθεί το ποσό της ενιαίας εισφοράς. Τίποτα δεν θα δικαιολογούσε, κατά την άποψη της France Télécom, το να παρεκκλίνει η Επιτροπή από αυτή την αρχή, εφόσον από τις πολιτικές δηλώσεις της περιόδου εκείνης κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου του 1996 δεν θα μπορούσε να εξαχθεί ότι ο νομοθέτης καθόρισε το ποσό της εφάπαξ εισφοράς της France Télécom κατά τρόπο ώστε να διατηρηθεί η επικρατούσα κατάσταση επί δέκα έτη.

(61)

Εξάλλου, τα διαθέσιμα το 1996 αριθμητικά στοιχεία αντικρούουν την άποψη ότι το ποσό των 5,7 δισεκατ. ευρώ είχε κριθεί την εποχή εκείνη κατά τρόπο που να αντιστοιχεί ακριβώς στην πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπαγόταν για το κράτος η εφαρμογή του νόμου του 1996 για διάστημα δέκα ετών, αντισταθμίζοντας, για κάθε έτος, τις φθίνουσες ετήσιες επιβαρύνσεις τις οποίες κατέβαλλε η επιχείρηση, ακόμα και αν ληφθούν υπόψη οι επιβαρύνσεις αντιστάθμισης μεταξύ καθεστώτων συντάξεων από τις οποίες η France Télécom απαλλάχθηκε το 1996 (40). Το ποσό της έκτακτης εισφοράς αποσκοπούσε στη συνολική αποζημίωση του γαλλικού κράτους λόγω της μεταρρύθμισης. Έπρεπε, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη αναγκαστικά για να αναλυθεί αν από τότε που τέθηκε σε ισχύ το 1997 εξασφάλιζε ίσους όρους ανταγωνισμού.

(62)

Τέλος, η France Télécom θεωρεί ότι, εφόσον, χωρίς τη μεταρρύθμιση του 1996, θα είχε υποστεί σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στις αγορές, η απελευθέρωση των οποίων αποτελούσε στόχο της Ένωσης και οι γαλλικές αρχές είχαν συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση σχετικά με την εφαρμογή του φόρου επιτηδεύματος στην France Télécom (41), το μέτρο δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

4.2.   Οι καταγγέλλοντες

(63)

Οι καταγγέλλοντες συμμερίζονται την εκτίμηση της Επιτροπής στην απόφασή της για την κίνηση διαδικασίας ότι η απαλλαγή από τις επιβαρύνσεις για συντάξεις τις οποίες έπρεπε να καταβάλει η France Télécom, που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1996, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της Συνθήκης. Σύμφωνα με το αιτιολογικό της εν λόγω απόφασης, για την οποία οι καταγγέλλοντες εκφράζουν την απογοήτευσή τους διότι δεν περιέχει ποσοτικό προσδιορισμό, το ποσό της ενίσχυσης ανερχόταν σε 12,3 δισεκατ. ευρώ και σε καμία περίπτωση δεν ήταν κατώτερο από 9,9 δισεκατ. ευρώ (42). Οι καταγγέλλοντες θεωρούν ότι αυτό που καθορίζει τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενίσχυσης είναι αποτελέσματα της εφαρμογής του μέτρου, δηλαδή η απαλλαγή από την επιβάρυνση των κοινωνικών εισφορών που βαρύνουν συνήθως τον προϋπολογισμό της επιχείρησης και όχι το αντικείμενό της, δηλαδή η αντιστάθμιση ενός υποθετικού μειονεκτήματος. Εξάλλου, δεν υφίστατο μειονέκτημα όσον αφορά την απασχόληση δημοσίων υπαλλήλων από την France Télécom, εφόσον η επιχείρηση κατέβαλλε εισφορές για επιδόματα ανεργίας και μισθολογικό κόστος κατά 13 % χαμηλότερα σε σχέση με τους ανταγωνιστές και διέθετε σταθερό και ευέλικτο προσωπικό όσον αφορά τη μείωση του μισθολογικού κόστους μέσω πρόωρων συντάξεων και μετατάξεων στη δημόσια διοίκηση.

(64)

Κατά την άποψη των καταγγελλόντων, η κρατική ενίσχυση, που τεκμηριώνεται με αυτό τον τρόπο, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Πράγματι, το σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που παρέχεται στην France Télécom ήταν ακόμη περισσότερο ζημιογόνο, διότι η απαλλαγή από τις επιβαρύνσεις δεν ήταν αναγκαία για να αποτραπεί η υπονόμευση της χρηματοοικονομικής διάρθρωσής της: απαλλαγμένη από καθαρό τρέχον χρέος συντάξεων ύψους τουλάχιστον 9,9 δισεκατ. ευρώ το 1996 και χωρίς να είναι υποχρεωμένη να εγγράφει αυτή την επιβάρυνση στον ισολογισμό της ή σε παράρτημά του, η France Télécom συνήψε χρέη για πολύ μεγαλύτερα ποσά, με καθαρό δημοσιονομικό χρέος ύψους 44 δισεκατ. ευρώ κατά μέσο όρο το διάστημα από το 1997 έως το 2007. Στη συνέχεια, η ενίσχυση που απάλλασσε την France Télécom από τις επιβαρύνσεις για συντάξεις που κληρονόμησε από την εποχή που κατείχε το μονοπώλιο της επέτρεψε να επενδύσει στη διεθνή επέκταση της, ενισχύοντας τη θέση της στη Γαλλία, όπου διέθετε σημαντικά πλεονεκτήματα μονοπωλίου για το οποίο οι εξεταζόμενες επιβαρύνσεις ήταν απλά το δίκαιο αντιστάθμισμα.

(65)

Εξάλλου, οι παράνομες και μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις που δεν είχαν επιστραφεί στο παρελθόν απαγορεύουν να κηρυχθεί συμβιβάσιμη η εν λόγω λειτουργική ενίσχυση, λαμβανομένης υπόψη της σωρευτικής επίπτωσής της. Τέλος, η απουσία ίσων όρων ανταγωνισμού από τη μεταρρύθμιση του 1996, λόγω της μη καταβολής εισφορών για την κάλυψη από τους κινδύνους ανεργίας και μη πληρωμής μισθών σε περίπτωση εξυγίανσης της επιχείρησης, αποκλείει το συμβιβάσιμο της μεταρρύθμισης με τις διατάξεις της Συνθήκης. Συνεπώς, οι συνταξιοδοτικές οφειλές της France Télécom πρέπει να υπολογιστούν από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα και η Γαλλία να δεσμευθεί να εξασφαλίσει τη χρηματοδοτική ουδετερότητα του καθεστώτος, προβλέποντας ιδίως τους μηχανισμούς προσαρμογής της εργοδοτικής εισφοράς και της προσαρμογής κατά 5,7 δισεκατ. ευρώ σε περίπτωση διακύμανσης των επιβαρύνσεων.

4.3.   Ο φορέας τηλεπικοινωνιών

(66)

Ο φορέας τηλεπικοινωνιών συμμερίζεται και στηρίζει την προκαταρκτική ανάλυση που παρατίθεται στην απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας, χαρακτηρίζοντας ως νέα και παράνομη κρατική ενίσχυση τις τροποποιήσεις που θέσπισε ο νόμος του 1996 για να αντικατασταθούν οι ετήσιες εισφορές εξοφλητικού χαρακτήρα της France Télécom με την πραγματική καταβολή των συντάξεων από το κράτος, αφαιρώντας τις εισφορές που καταβάλλουν οι εν ενεργεία εργαζόμενοι με καθεστώς μόνιμου υπαλλήλου. Ο ίδιος χαρακτηρισμός ισχύει, κατά την άποψη του εν λόγω φορέα, και για τις κοινωνικές ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στους μη κοινούς κινδύνους για τους απασχολούμενους ιδιωτικού δικαίου τις οποίες καταβάλλουν οι ανταγωνιστές της France Télécom, και που η ίδια δεν καταβάλλει, τουλάχιστον από το 1996, για το προσωπικό της μονίμων υπαλλήλων και για το προσωπικό της που υπάγεται στο κοινό δίκαιο. Εξάλλου, σε αντίθεση με το αντικείμενο της απόφασης La Poste  (43), ο υπολογισμός της εργοδοτικής εισφοράς της France Télécom δεν ενσωμάτωνε και εξακολουθεί να μην ενσωματώνει τις εν λόγω εισφορές, γεγονός που δεν επιτρέπει να κηρυχθεί η εν λόγω ενίσχυση συμβιβάσιμη.

(67)

Όσον αφορά την ενίσχυση που προκύπτει από την κατάργηση της επιστροφής στο κράτος των συντάξεων που έχουν καταβληθεί, ο φορέας τηλεπικοινωνιών θεωρεί ότι η ανάλυση του ανταγωνιστικού πλαισίου που πραγματοποίησε η Επιτροπή στην απόφασή της στην υπόθεση La Poste θα έπρεπε, αντιθέτως, να την οδηγήσει στο να την κρίνει ασυμβίβαστη. Η ανάλυση αυτή θα έπρεπε να βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά από το 1996 και όχι, όπως συνέβη στην απόφαση La Poste, με υποθετικό τρόπο για το μέλλον.

(68)

Όμως, κατά την άποψη αυτού του φορέα, σε πολλές από τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται η France Télécom κατέχει ισχυρή θέση στην αγορά εξομοιούμενη με δεσπόζουσα θέση. Ως εκ τούτου, υπόκειται σε υποχρεώσεις εκ των προτέρων ρύθμισης στις χονδρικές αγορές παροχής υπηρεσιών ταχείας και ταχύτατης πρόσβασης, προέλευσης και προορισμού κλήσεων σε σταθερές γραμμές. Στην απόφασή της, της 16ης Ιουλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ στην υπόθεση COMP-38.233, η Επιτροπή διαπίστωσε και επέβαλε κυρώσεις για παράβαση του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ στην France Télécom μέσω της θυγατρικής της Wanadoo (44). Εφόσον η επιχείρηση βρίσκεται σε υγιή χρηματοοικονομική κατάσταση, οι ενισχύσεις που έλαβε της επέτρεψαν να χρηματοδοτήσει τη διεθνή επέκτασή της, ιδίως με την εξαγορά των επιχειρήσεων Orange, Retevisión και AMENA.

(69)

Τέλος, ο φορέας τηλεπικοινωνιών ζητεί από την Επιτροπή να προσδιορίσει με ακρίβεια τα ποσά της εν λόγω ενίσχυσης και, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας Deggendorf (45), να αρνηθεί να κρίνει τα επίμαχα μέτρα συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά, εφόσον οι παράνομες ενισχύσεις του παρελθόντος δεν έχουν επιστραφεί.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

(70)

Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι οι μεταβολές που επήλθαν το 1996 στον τρόπο χρηματοδότησης των συντάξεων των μονίμων υπαλλήλων του γαλλικού κράτους που υπάγονται στην France Télécom δεν ενέχουν κανένα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης. Σε κάθε περίπτωση, η μεταρρύθμιση του 1996 ήταν συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, και ιδίως με την εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση του αιτιολογικού που ακολούθησε η Επιτροπή στην απόφασή της La Poste  (46).

5.1.   Όσον αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(71)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, ο νόμος του 1990 έθετε την France Télécom σε ασυνήθη κατάσταση, κατά παρέκκλιση του κοινού δικαίου που προέβλεπε ότι οι επιχειρήσεις καταβάλλουν εργοδοτική εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα κατ’ αναλογία προς το μισθολογικό κόστος και μη συνδεόμενη με το επίπεδο των καταβαλλόμενων συντάξεων. Η επιβάρυνση την οποία επωμίστηκε η France Télécom ήταν, συνεπώς, ασυνήθης, εφόσον το χρηματοδοτικό έλλειμμα του επιμέρους καθεστώτος για τους εν λόγω εργαζομένους ήταν δεδομένο και θα γινόταν αβάσταχτο λόγω της αναπόφευκτης μείωσης του αριθμού των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων και της ταυτόχρονης αύξησης του αριθμού των συνταξιούχων.

(72)

Η μεταρρύθμιση του 1996 εναρμόνισε τον τρόπο χρηματοδότησης των συντάξεων με το κοινό δίκαιο, χωρίς να έχει ως αποτέλεσμα να περιέλθει η επιχείρηση σε ευνοϊκότερη ανταγωνιστική θέση, εφόσον η εισφορά της France Télécom υπολογίζεται σε ετήσια βάση κατά τρόπο που να εναρμονίζει το επίπεδο των υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων με αυτές των ανταγωνιστών του τομέα των τηλεπικοινωνιών. Εντούτοις, ο μη συνυπολογισμός των εισφορών που αντιστοιχούν στους μη κοινούς κινδύνους μεταξύ των μισθωτών ιδιωτικού δικαίου και των δημοσίων υπαλλήλων στον υπολογισμό της εισφοράς κατ’ εφαρμογή του «συντελεστή ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών» είναι δικαιολογημένος λόγω του καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων, που αποκλείει παραδείγματος χάρη τον κίνδυνο ανεργίας, με εξαίρεση έκτακτες περιστάσεις, απόλυσης ή ανάκλησης.

(73)

Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι η κατάσταση των ανταγωνιστών της επιχείρησης στη Γαλλία πρέπει να αποτελέσει το πλαίσιο αναφοράς για τον καθορισμό του συνήθους ή ασυνήθους χαρακτήρα των επιβαρύνσεων που έχει επωμισθεί η France Télécom. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν ληφθεί υπόψη ο άκρως ιδιαίτερος, που παρεκκλίνει από το κοινό δίκαιο, άνισος και μη βιώσιμος χαρακτήρας της επιβάρυνσης που επέβαλε ο νόμος του 1990 στην France Télécom, η κατάργησή της και η εναρμόνιση με την κατάσταση των ανταγωνιστών που προέβλεπε η μεταρρύθμιση του 1996 απλώς απεκατέστησαν τις κανονικές συνθήκες του ανταγωνισμού. Η France Télécom δεν αποζημιώθηκε για τα μειονεκτήματα που υπέστη βάσει εκείνου του καθεστώτος, ενώ, όπως επισημαίνει στις παρατηρήσεις της, εξακολουθεί να υφίσταται διαρθρωτικά μειονεκτήματα, πρόσθετες επιβαρύνσεις και επαχθείς καταστάσεις λόγω του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους δημόσιους υπαλλήλους τους οποίους απασχολεί, όσον αφορά τα μέσα χρηματοδότησης που πλαισιώνουν την αποχώρηση ή την επάνοδο στη δημόσια διοίκηση, τις προσπάθειες στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης ή το υψηλότερο μισθολογικό κόστος. Ως εκ τούτου, το ισχύον καθεστώς που είναι αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα στην France Télécom και δεν ενέχει, συνεπώς, κανένα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια της Συνθήκης.

(74)

Η ερμηνεία αυτή απορρέει από τις γενικές αρχές που συνάγονται από τις αποφάσεις των Δικαστηρίων της Ένωσης, σύμφωνα με τις οποίες, εφόσον συνιστούν κρατικές ενισχύσεις μόνο οι παρεμβάσεις οι οποίες απαλλάσσουν από τις δαπάνες οι οποίες επιβαρύνουν συνήθως τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης, ένας νόμος που επιδιώκει απλώς να μην επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός μιας επιχείρησης με μια επιπλέον δαπάνη η οποία, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα υφίστατο, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση (47). Το ίδιο ισχύει επίσης και στην περίπτωση των μέτρων που απαλλάσσουν έναν ανταγωνιστή δημόσιο φορέα από ένα διαρθρωτικό μειονέκτημα σε σχέση με τους ιδιώτες ανταγωνιστές τους (48). Η ερμηνεία αυτή είναι επίσης σύμφωνη με την πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής (49).

(75)

Τέλος, γενικότερα, η Γαλλική Δημοκρατία δεν θεωρεί ότι πρέπει να περιληφθούν στην παρούσα διαδικασία οι μηχανισμοί αντιστάθμισης και υπεραντιστάθμισης βάσει των οποίων η France Télécom κατέβαλλε δαπάνες από το 1991 έως το 1996 (βλέπε πίνακα 1) για να προσδιοριστεί η ύπαρξη ενίσχυσης ή η ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε στην πράξη πλεονέκτημα που είναι αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης η οποία θεσπίστηκε με το νόμο του 1996, ο οποίος δεν περιέχει καμία διάταξη γι’ αυτό τον σκοπό. Η καταβολή παρόμοιων επιβαρύνσεων ήταν επίσης αποτέλεσμα ενός καθεστώτος παρέκκλισης από το κοινό δίκαιο βάσει του οποίου το καθεστώς συντάξεων που εφαρμόζεται στη France Télécom κρίθηκε ως αυτόνομο καθεστώς συντάξεων, το οποίο δεν ίσχυε πλέον από το 1997.

(76)

Με αυτή την επιφύλαξη, η Γαλλική Δημοκρατία επεξεργάστηκε την εκτίμηση των επιβαρύνσεων που υπέβαλε η France Télécom και αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 61, με τις οποίες δεν βαρύνεται πλέον η επιχείρηση από το 1997. Βάσει πραγματικής ανασύστασης για το 2008 έως το 2010 με την εφαρμογή ενός πρόσκαιρου συντελεστή, η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι οι επιβαρύνσεις τις οποίες θα κατέβαλε η France Télécom για τον σκοπό αυτό είναι κατά 165 εκατ. ευρώ κατώτερες από αυτές που υπολόγισε η επιχείρηση.

5.2.   Όσον αφορά το συμβιβάσιμο μιας ενδεχόμενης κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά

(77)

Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι, εάν η μεταρρύθμιση του 1996 σχετικά με την France Télécom συνιστούσε κρατική ενίσχυση, αυτή θα έπρεπε να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με την ανάλυση της Επιτροπής στην απόφαση La Poste  (50). Η μεταρρύθμιση του 1996 απάλλαξε την France Télécom από διαρθρωτική δαπάνη που έπληττε την ανταγωνιστικότητά της στην αγορά σε συνθήκες απελευθέρωσης και οι εισφορές της υπολογίζονται πλέον βάσει ενός συντελεστή ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών όσον αφορά τους κοινούς κινδύνους.

(78)

Το γεγονός ότι η συνεισφορά την οποία καταβάλλει η France Télécom από το 1997 δεν ενσωματώνει τους μη κοινούς κινδύνους για τους μισθωτούς ιδιωτικού δικαίου δεν εμποδίζει να κριθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Για τον σκοπό αυτό, ο πίνακας 4, που καταρτίστηκε με βάση τα στοιχεία που έδωσε η Γαλλική Δημοκρατία, παρουσιάσει τη διαφορά ανάμεσα στην εισφορά που καταβάλλει η France Télécom και σε αυτήν που θα κατέβαλλε εάν είχαν ενσωματωθεί στον υπολογισμό οι μη κοινοί κίνδυνοι, αφού αφαιρεθούν οι παροχές αυτασφάλισης από την France Télécom και άλλες εισφορές, που την επιβαρύνουν σε σχέση με τους ανταγωνιστές της.

Πίνακας 4

Εισφορά εργοδότη της France Télécom την περίοδο 1997-2010 υπολογιζόμενη με την εφαρμογή συντελεστή ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών (ΣΙΑ) και ενός τροποποιημένου συντελεστή ισότητας των ανταγωνιστών (ΣΙΑ*) για την ενσωμάτωση των μη κοινών κινδύνων

Έτος

ΣΙΑ

εκατ. ευρώ

ΣΙΑ*

εκατ. ευρώ

ΣΙΑ-ΣΙΑ*

1997

36,2 %

1 088,9

48,1 %

1 446,9

– 358,0

1998

35,4 %

1 069,6

47,1 %

1 423,1

– 353,5

1999

36,7 %

1 108,5

48,4 %

1 460,3

– 351,8

2000

36,4 %

1 085,0

48,0 %

1 429,3

– 344,3

2001

37,0 %

1 088,6

47,9 %

1 407,9

– 319,3

2002

37,7 %

1 100,1

43,5 %

1 267,9

– 167,8

2003

37,6 %

1 085,0

45,0 %

1 298,5

– 213,5

2004

[…]%

1 048,6

[…]%

[…]

[…]

2005

[…]%

984,6

[…]%

[…]

[…]

2006

[…]%

957,6

[…]%

[…]

[…]

2007

[…]%

917,6

[…]%

[…]

[…]

2008

[…]%

859,2

[…]%

[…]

[…]

2009

[…]%

805,4

[…]%

[…]

[…]

2010

[…]%

744,5

[…]%

[…]

[…]

(79)

Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι, κατά το διάστημα από το 1997 έως και το 2043, η παρούσα αξία των εισφορών που έχει πράγματι καταβάλει και θα καταβάλει η France Télécom ανέρχεται σε 13,5 δισεκατ. ευρώ. Ένας συντελεστής ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών που τροποποιείται με τη συνεκτίμηση των μη κοινών κινδύνων στον υπολογισμό, αφού αφαιρεθούν οι εισφορές που βαρύνουν την France Télécom και όχι τους ανταγωνιστές της, θα οδηγούσε σε ετήσια εισφορά ανώτερη κατά την ίδια περίοδο, ήτοι σε 16,7 δισεκατ. ευρώ. Εφόσον θεωρούν ότι η συνεκτίμηση αυτών των κινδύνων δεν είναι ορθή, οι γαλλικές αρχές υπολόγισαν ότι η διαφορά (3,2 δισεκατ. ευρώ) θα αντισταθμίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την έκτακτη άπαξ εισφορά ύψους 5, δισεκατ. ευρώ που κατέβαλε η France Télécom το 1997.

(80)

Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι, όπως συνέβη στην απόφαση La Poste  (51), η εφάπαξ εισφορά μπορεί να εξομοιωθεί με προσαρμογή που θα μπορούσε να αντισταθμίσει την πληρωμή εισφορών που συνδέονται με τροποποιημένο συντελεστή ο οποίος ενσωματώνει τις εισφορές για τους μη κοινούς κινδύνους. Σε αυτή την περίπτωση, φαίνεται ότι το ποσό αυτής της προσαρμογής υπερβαίνει προς το παρόν το ποσό που προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό που καθορίστηκε με τη μεταρρύθμιση του 1996 και το τροποποιημένο ποσοστό που αναγράφεται στον πίνακα 4 και ότι το ποσό αυτό της προσαρμογής δεν θα καλυφθεί ποτέ από την απόκλιση των ποσοστών. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επιφυλάξεις που διατύπωσε η Επιτροπή στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας ως προς την απουσία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ της France Télécom και των ανταγωνιστών της θα αρθούν.

(81)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων που υπάγονται στη La Poste, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή το 2006 και εμπνέεται από τη μεταρρύθμιση της France Télécom το 1996, είναι απολύτως συγκρίσιμη με αυτήν, ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά της. Δεδομένης αυτής της ομοιότητας, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί καμία δικαιολογία για να λάβει διαφορετική απόφαση από την απόφασή της στην υπόθεση La Poste. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή πρέπει να παραδεχθεί ότι η έκτακτη άπαξ εισφορά που επιβλήθηκε στην France Télécom πρέπει να συνεκτιμηθεί στην ανάλυση της μεταρρύθμισης σε σχέση με τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού, θεωρώντας την εκ των πραγμάτων ως προκαταβολή επί της πληρωμής των εισφορών που συναρτώνται με τους μη κοινούς κινδύνους.

(82)

Αντιθέτως, οι συζητήσεις στην Εθνική Συνέλευση και στη Γερουσία κατά τις οποίες έγινε αναφορά εκείνη την περίοδο για χρηματοδοτική κάλυψη της μεταρρύθμισης για διάστημα δέκα ετών αφορούσαν συγκεκριμένες δηλώσεις. Παρόμοια επιχειρηματολογία δεν παρατίθεται ούτε στις αιτιολογικές σκέψεις των νομοσχεδίων ούτε στους εν λόγω νόμους ή σε διατάξεις εφαρμογής τους. Η πρόθεση του νομοθέτη το 1996 ήταν να καθοριστούν οι επιβαρύνσεις των συντάξεων της France Télécom σε επίπεδο ισοδύναμο με αυτό των ανταγωνιστών της και όχι να μην αποφέρει η μεταρρύθμιση αποτελέσματα για περίοδο δέκα ετών, όπως ενδεχομένως θα υποστήριζε το αιτιολογικό της Επιτροπής εάν βασιζόταν σε εκτός θέματος δηλώσεις.

(83)

Από τις κοινοβουλευτικές εργασίες συνάγεται χωρίς αμφιβολία ότι το ποσό της εισφοράς θα καθοριζόταν κατ’ αποκοπή, χωρίς να συνδέεται με την επιβάρυνση την οποία θα έπρεπε πράγματι να επωμιστεί το κράτος. Επίσης, στην απόφασή του αριθ. 96-385 DC της 30ής Δεκεμβρίου 1996, το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε ότι η άπαξ εισφορά ύψους 37,5 δισεκατ. FRF ήταν δικαιολογημένη για την ανάληψη από το κράτος της επιβάρυνσης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να συνιστά αντιστάθμισμα, ενώ οι εισφορές στον προϋπολογισμό του κράτους δεν θα καταλογίζονταν σε ειδική δαπάνη και θα τη συνέτρεχαν στους γενικούς όρους ισοσκελισμού του προϋπολογισμού, σύμφωνα με το άρθρο 18 του οργανικού διατάγματος της 2ας Ιανουαρίου 1959 σχετικά με τους νόμους του προϋπολογισμού.

(84)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, το συγκεκριμένο ποσό της έκτακτης εισφοράς καθορίστηκε με τον νόμο του προϋπολογισμού του 1997 λαμβάνοντας υπόψη όχι μια περίοδο δέκα ετών κατά τη διάρκεια την οποίας η εν λόγω εισφορά θα «αποζημίωνε» το κράτος, αλλά, αντιθέτως, σε συνάρτηση με την επίπτωση στη διάρθρωση του ισολογισμού της France Télécom που θα έπρεπε να είναι βιώσιμος. Ο προσδιορισμός του ύψους αυτού του ποσού πραγματοποιήθηκε όχι με βάση μια λογική αντιστάθμισης των επιβαρύνσεων για το κράτος, αλλά λαμβάνοντας υπόψη την εισφοροδοτική ικανότητα της επιχείρησης.

(85)

Ο τρόπος χειρισμού αυτής της εισφοράς, που αποσυνδέθηκε από τις συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται πράγματι από το 1997, επιβεβαιώνει τον κατ’ αποκοπή χαρακτήρα της. Συνεπώς, από τα αριθμητικά στοιχεία που υπέβαλε το γαλλικό κράτος συνάγεται ότι, κατά το διάστημα από το 1997 έως το 2006, οι συντάξεις που χορηγούνται στους δημόσιους υπαλλήλους της France Télécom μέσω του ειδικού λογαριασμού συντάξεων ανέρχονται σε […] δισεκατ. ευρώ, ενώ ο δημόσιος οργανισμός που είναι υπεύθυνος να διαχειρίζεται την έκτακτη εισφορά της France Télécom κατέβαλε ποσό 3,4 δισεκατ. ευρώ στον εν λόγω λογαριασμό. Κατά την ίδια περίοδο, το υπόλοιπο που δεν χρηματοδοτείται από τις καταβαλλόμενες εισφορές ανέρχεται σε 1,2 δισεκατ. ευρώ. Εξάλλου, το 1997, η διάρκεια ζωής αυτών των κεφαλαίων υπολογίζονταν από 17 έως 25 έτη, χωρίς να συσχετίζεται με την περίοδο των δέκα ετών στην οποία η Επιτροπή βασίζει την επιχειρηματολογία την οποία φαίνεται ότι επιθυμεί να υιοθετήσει.

(86)

Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι, χωρίς τη μεταρρύθμιση, η France Télécom θα είχε εξοστρακιστεί από την αγορά, με ποσοστό εισφοράς που θα προσέγγιζε το 77 % των ακαθάριστων αυτόματων αποδοχών το 2010 και πρόβλεψης στους λογαριασμούς της για τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις έναντι των δημοσίων υπαλλήλων της. Η μεταρρύθμιση αποτέλεσε, συνεπώς, καθοριστικό στάδιο κατά την προσαρμογή στην απελευθέρωση της αγοράς, ήταν σύμφωνη με τον στόχο της Ένωσης, προσαρμοσμένη σε αυτόν και περιοριζόταν στο ελάχιστο αναγκαίο. Χωρίς αυτή τη μεταρρύθμιση, η France Télécom θα εξοστρακιζόταν από την αγορά και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες επενδύσεις, ιδίως για την αποδεσμοποίηση του τοπικού βρόχου, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και ο κίνδυνος πτώχευσης, προκειμένου να μην έχει η μεταρρύθμιση αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

(87)

Εξάλλου, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων της France Télécom και, ιδίως, η επιβολή της καταβολής έκτακτης εισφοράς, δεν συνεπαγόταν κόστος για το κράτος από το 1997 έως το 2006, αλλά στην πράξη δημιούργησε καθαρά έσοδα άνω των 9,1 δισεκατ. ευρώ για το γαλλικό κράτος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γαλλικών αρχών (52). Εάν έπρεπε να υπολογιστεί η απόδοση της έκτακτης εισφοράς, η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί προεξοφλητικό επιτόκιο 7 %. Έτσι, η αρχή μιας έκτακτης εισφοράς θα είχε ήδη εξασφαλιστεί ήδη από το 1996. Ο ορίζοντας τοποθέτησης θα έπρεπε να είναι μακροχρόνιος, εφόσον οι αναμενόμενες αποκλίσεις ανάμεσα στις παροχές που έπρεπε να καταβληθούν και τις εισφορές που αναμένονταν υπερέβησαν το ποσό των 500 εκατ. ευρώ μόλις το 2005, δηλαδή μετά από εννέα έτη, και το 1 δισεκατ. ευρώ μόλις μετά από 12 έτη. Κατά μέσο όρο για το 1996, το ποσοστό των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολογιών (obligations assimilables du Trésor) (εφεξής «OAT») σε 15 έτη ανερχόταν στο 6,9 %. Η France Télécom προέβη, από την πλευρά της, σε έκδοση ομολόγων μεταξύ Νοεμβρίου 1991 και Νοεμβρίου 1997 με συγκρίσιμο μέσο επιτόκιο 7 %.

(88)

Τέλος, η κατάσχεση των ποσών που ζητεί η Επιτροπή κατ’ εφαρμογή της απόφασής της σχετικά με την εφαρμογή του φόρου επιτηδεύματος στην France Télécom (53) και η καταβολή των εν λόγω ποσών, θα έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή στο να θεωρήσει ότι η απόφασή της έχει εκτελεστεί, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της του 2007 για το εν λόγω θέμα (54). Συνεπώς, δεν πρέπει να εξεταστεί η συσσωρευμένη επίπτωση αυτών των ενισχύσεων.

6.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

6.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(89)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι: «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως».

(90)

Η εφαρμογή των σωρευτικών όρων αυτού του άρθρου στην προκειμένη περίπτωση εξετάζεται στα σημεία 6.1.1 έως 6.1.5.

6.1.1.   Ενίσχυση που χορήγησε το κράτος με κρατικούς πόρους

(91)

Ο νόμος του 1990 και ο νόμος του 1996 είναι νόμοι του γαλλικού κράτους. Προβλέπουν το μέτρο βάσει του οποίου η France Télécom καταβάλλει στο κράτος αντιστάθμισμα για την εκκαθάριση και καταβολή των συντάξεων στους δημόσιους υπαλλήλους της France Télécom που έχουν προσληφθεί από το κράτος. Εφόσον, κατ’ εφαρμογή του νόμου του 1996, το αντιστάθμισμα που καταβάλλει η France Télécom στο δημόσιο είναι μικρότερο από αυτό που προέβλεπε η αρχική διατύπωση του νόμου του 1990, η ενίσχυση χορηγείται στην France Télécom με πόρους του γαλλικού κράτους.

6.1.2.   Ευνοϊκή μεταχείριση συγκεκριμένων επιχειρήσεων

(92)

Οι διατάξεις του νόμου του 1990 όριζαν το καθεστώς που εφαρμόζεται στον δημόσιο φορέα εκμετάλλευσης με νομική προσωπικότητα France Télécom. Ο νόμος του 1996 σχετικά με τη δημόσια επιχείρηση France Télécom τροποποιεί το εν λόγω καθεστώς με διατάξεις που εφαρμόζονται στην France Télécom με τους τρόπους τους οποίους ο νόμος ορίζει αποκλειστικά γι’ αυτήν την επιχείρηση.

(93)

Σκοπός του καθεστώτος που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1990 είναι να καθοριστεί ειδικό αντιστάθμισμα σε σχέση με τις αρχές και τα ποσά των εργοδοτικών εισφορών για τις συντάξεις που καταβάλλει η France Télécom στο γαλλικό κράτος. Έτσι, το αντιστάθμισμα που πρέπει να καταβάλει η France Télécom, όπως προέβλεπε η αρχική διατύπωση του νόμου του 1990, ο οποίος εφαρμόστηκε από το 1991 έως το 1995, όπως και το διαφορετικό αντιστάθμισμα που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1996, το οποίο εφαρμόζεται από το 1997, είναι ειδικά μέτρα που αφορούν αποκλειστικά την France Télécom, και συνεπώς πληρούν τον όρο της επιλεκτικότητας, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η France Télécom.

6.1.3.   Οικονομικό πλεονέκτημα που νοθεύει ή υπάρχει κίνδυνος να νοθεύσει τον ανταγωνισμό

(94)

Πρέπει να προσδιοριστεί αν τα μέτρα για τον καθορισμό του ύψους του εν λόγω αντισταθμίσματος ευνοούν την France Télécom. Το ζήτημα αν οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 30 του νόμου του 1990 με τον νόμο του 1996 συνιστούν κρατική ενίσχυση, από την άποψη ότι παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στη France Télécom, πρέπει να εκτιμηθεί με βάση τη φύση και την οικονομία του υπό εξέταση συνταξιοδοτικού συστήματος και τις επιπτώσεις που απορρέουν για την France Télécom και όχι με βάση τις αιτίες ή τους στόχους των τροποποιήσεων. Ο στόχος που επιδίωκε η τροποποίηση του νόμου του 1990 δεν είναι, συνεπώς, καταρχήν, το σωστό μέτρο για να εκτιμηθούν τα αποτελέσματά της, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία.

(95)

Η ανάληψη από το κράτος της εκκαθάρισης και καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους υπαλλήλους της France Télécom πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογή του κώδικα των συντάξεων γήρατος των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών, ο οποίος είναι ο μόνος που εφαρμόζεται στους εν λόγω πρώην δημοσίους υπαλλήλους. Ούτε ο νόμος του 1990, ούτε ο νόμος του 1996 τροποποίησαν το καθεστώς αυτών των υπαλλήλων, ούτε την αρχή της ανάληψης από το κράτος της καταβολής των συντάξεών τους. Αυτή η ευθύνη του κράτους φαίνεται ότι απορρέει από την αρχή κατά την οποία όσοι έχουν το καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον με πλήρη ανεξαρτησία προς όφελος του γενικού συμφέροντος. Αυτό δεν ισχύει όταν οι εν λόγω υπάλληλοι εργάζονται για μια επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες επ’ αμοιβή με σκοπό την εξυπηρέτηση του συμφέροντος και το κέρδος αυτής της επιχείρησης, σε ανταγωνισμό με άλλες επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες.

(96)

Υπό αυτό το πρίσμα, η καταβολή αντισταθμίσματος στο κράτος, που προβλέπει ο νόμος του 1990 τόσο στην αρχική διατύπωσή του όσο και μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον νόμο του 1996, συνιστά εξαίρεση από την αρχή της ανάληψης των υποχρεώσεων από το γαλλικό κράτος. Η εξαίρεση αυτή δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος που εφαρμόζεται στις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων που απασχολούνται από την France Télécom. Πράγματι, κατά τον κώδικα των συντάξεων γήρατος των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών, το γαλλικό κράτος αναλαμβάνει την εκκαθάριση και καταβολή των συντάξεων στους υπαλλήλους της France Télécom οι οποίοι υπάγονται στο γενικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων του γαλλικού κράτους και όχι στο κοινό δίκαιο των παροχών κοινωνικής ασφάλισης.

(97)

Ακόμη και χωρίς την καταβολή του αντισταθμίσματος από την France Télécom, το γαλλικό κράτος δεν θα ήταν λιγότερο υποχρεωμένο να τηρεί τις ισόβιες δεσμεύσεις του έναντι του προσωπικού με το καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου, εκτός εάν τροποποιήσει μονομερώς τις εν λόγω δεσμεύσεις. Αντιθέτως, η διάθεση δημοσίων υπαλλήλων εκπαιδευμένων από το κράτος στη France Télécom χωρίς κανένα αντιστάθμισμα για τις καταβαλλόμενες ή τις προς καταβολή συντάξεις θα παρείχε σαφές πλεονέκτημα σε αυτήν την επιχείρηση.

(98)

Εφόσον οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις της France Télécom δεν χρησιμοποιούν προσωπικό με το καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου έναντι των οποίων το γαλλικό κράτος θα είχε παρόμοια οικονομική υποχρέωση, η λογική του συστήματος χρηματοδότησης των συντάξεων και της καταβολής των αντισταθμίσεων για την France Télécom που θέσπισε ο νόμος δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτές. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το καθεστώς του προσωπικού που απασχολούν οι ανταγωνιστές είναι διαφορετικό όσον αφορά τους κινδύνους της μη πληρωμής των μισθών που καλύπτονται από το κοινό δίκαιο των παροχών κοινωνικής ασφάλισης. Οι γαλλικές αρχές φαίνεται να θεωρούν ότι η καταβολή κοινωνικών ασφαλιστικών εισφορών για την κάλυψη αυτού του κινδύνου δικαιολογείται στην περίπτωσή τους. Όμως αυτό ακριβώς το καθεστώς επικαλούνται οι γαλλικές αρχές για να θεωρήσουν ότι δεν δικαιολογείται η συνεκτίμηση των μη κοινών κινδύνων για τους δημόσιους υπαλλήλους και το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου στον υπολογισμό του ύψους της αντιστάθμισης που καταβάλλει η France Télécom στο κράτος κατ’ εφαρμογή του νόμου του 1996.

(99)

Συνεπώς, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όσον αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιούν για το προσωπικό τους που υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο, οι επιχειρήσεις αυτές δεν βρίσκονται ούτε κατά τον νόμο ούτε εκ των πραγμάτων σε συγκρίσιμη θέση με αυτήν της France Télécom όσον αφορά το προσωπικό των δημοσίων υπαλλήλων της, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν στις παρατηρήσεις τους η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télécom.

(100)

Επίσης, δεν πρέπει να συγκρίνεται το καθεστώς της καταβολής ανταλλάγματος που εφαρμόζεται στην France Télécom με το καθεστώς που έχει καθοριστεί για άλλες δημόσιες επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό με το καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου, όπως το Γαλλικό Νομισματοκοπείο, ο Εθνικός Οργανισμός Δασών, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επιχειρήσεις για ορισμένες από τις δραστηριότητές τους κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ή άλλοι δημόσιοι οργανισμοί βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, όπως η EDF, ή η GDF στο παρελθόν. Η EDF ή η GDF είχαν ειδικά συνταξιοδοτικά συστήματα που δεν ταυτίζονταν με αυτά της δημόσιας διοίκησης. Τα καθεστώτα της EDF και της GDF έχουν εξάλλου υπαχθεί στο γενικό καθεστώς, μολονότι πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υφίστατο ενίσχυση μόνο στο βαθμό που η εν λόγω υπαγωγή είναι χρηματοδοτικά ουδέτερη για το κράτος (55), το οποίο δεν ισχύει με τη μεταρρύθμιση του 1996 στην προκειμένη περίπτωση.

(101)

Αντιθέτως, το καθεστώς καταβολής ανταλλάγματος υπέρ του κράτους για την πληρωμή των συντάξεων των υπαλλήλων που έχουν υπαχθεί στην France Télécom, πριν τις ανωτέρω τροποποιήσεις οι οποίες εγκρίθηκαν υπό όρους από την Επιτροπή στην απόφασή της στην υπόθεση La Poste, ήταν το καθεστώς μιας δημόσιας επιχείρησης που εξομοιώνεται με ένα δημόσιο οργανισμό βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα και εξακολουθούσε να είναι, σύμφωνα με την αρχική διατύπωση του νόμου του 1990, παρόμοιο με αυτό της France Télécom, εφόσον προέβλεπε επιστροφή στο κράτος των χορηγούμενων στους δημοσίους υπαλλήλους συντάξεων γήρατος σε ετήσια βάση και την καταβολή των επιβαρύνσεων που προβλέπονται στο άρθρο L.134 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης.

(102)

Αν και, εκ πρώτης όψεως, η La Poste δεν βρίσκεται σε ανταγωνισμό με την France Télécom, τον οποίο θα μπορούσαν να νοθεύσουν ή θα απειλούσαν να νοθεύσουν τα πλεονεκτήματα που έχουν παρασχεθεί στη France Télécom, παρ’ όλα αυτά, η λογική και οι διατάξεις του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom πριν τη μεταρρύθμιση του 1996 ήταν οι ίδιες με αυτές του συγκρίσιμου καθεστώτος που εφαρμοζόταν στη La Poste την ίδια περίοδο. Εξάλλου, στην απόφασή της στην υπόθεση La Poste, η Επιτροπή έκρινε ότι η μεταρρύθμιση του καθεστώτος της La Poste συνιστούσε κρατική ενίσχυση, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία όσον αφορά την France Télécom. Γενικά, για να εκτιμηθεί η κατάσταση της France Télécom, πρέπει να ληφθεί υπόψη ως κατάσταση αναφοράς η κατάσταση μιας επιχείρησης, δημόσιας ή ιδιωτικής, που θα απασχολούσε προσωπικό από δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι διατήρησαν αυτό το καθεστώς. Παρόμοιες επιχειρήσεις θα βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση αναφοράς με την France Télécom. Σε συνάρτηση, συνεπώς, με ένα τέτοιο σύστημα αναφοράς θα μπορούσε να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ της France Télécom.

(103)

Επιπλέον, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ένα μέτρο δεν αποφέρει πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση, στην προκειμένη περίπτωση τη France Télécom, για τον απλό λόγο ότι αντισταθμίζει ένα συγκεκριμένο μειονέκτημα το οποίο είχε υποστεί η εν λόγω επιχείρηση στο παρελθόν, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télécom. Η Επιτροπή έχει απορρίψει, και μάλιστα πρόσφατα, το επιχείρημα ενός παραδοσιακού φορέα τηλεπικοινωνιών, ανταγωνιστή της France Télécom, ότι τα ειδικά συνταξιοδοτικά κοινωνικά δικαιώματα που εξομοιώνονται με αυτά της δημόσιας διοίκησης που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν και διαφέρουν από τα δικαιώματα του κοινού δικαίου για ένα μέρος του προσωπικού δικαιολογούν μέτρα μείωσης των κοινωνικών εισφορών που συνδέονται με τις συντάξεις αυτής της κατηγορίας προσωπικού που καταβάλλει ο οργανισμός (56). Ως προς αυτό, όπως επισήμαναν οι γαλλικές αρχές κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου, ο νόμος του 1996 επέβαλε νέα και επαχθή επιβάρυνση στο γαλλικό κράτος για την εκκαθάριση και καταβολή των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom. Ταυτόχρονα, ο νόμος του 1996 είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί το αντιστάθμισμα που έπρεπε να συνεχίσει να καταβάλλει η France Télécom.

(104)

Βάσει των μεθόδων υπολογισμού του ποσοστού της εργοδοτικής εισφοράς που προβλέπει ο νόμος, από τις 31 Δεκεμβρίου 1996 η France Télécom καταβάλλει στο κράτος αντάλλαγμα χαμηλότερο από αυτό που θα κατέβαλλε, εάν δεν υπήρχε ο νόμος. Επίσης, λόγω του εξοφλητικού χαρακτήρα της εργοδοτικής εισφοράς που θεσπίστηκε με αυτό τον νόμο, η France Télécom ενέγραψε αμέσως στις 31 Δεκεμβρίου 1996 την πρόβλεψη σε αυτούς τους λογαριασμούς για την καταβολή των μελλοντικών υποχρεώσεών της. Έτσι, η επιβάρυνση από την οποία απαλλάχθηκε η France Télécom δεν ήταν ούτε νέα, εφόσον ο νόμος του 1990 συνέχιζε την προηγούμενη δημοσιονομική πρακτική, ούτε απρόβλεπτη, εφόσον η επιχείρηση έκανε προβλέψεις γι’ αυτό τον σκοπό, ούτε κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο ασφαλιστικών εισφορών, εφόσον αυτό δεν εφαρμόζεται στο αντιστάθμισμα το οποίο καταβάλλει η France Télécom.

(105)

Από τότε που τέθηκε σε ισχύ, ο νόμος του 1996 μεταβίβασε στο γαλλικό κράτος την υποχρέωση της ετήσιας εισφοράς που καλύπτει εξ ολοκλήρου το βάρος της χρηματοδότησης των συντάξεων του εν λόγω προσωπικού. Το ποσό της ενίσχυσης που εγκρίθηκε με τον νόμο του 1996 μπορεί να υπολογιστεί, από τότε που τέθηκε ο νόμος σε ισχύ, με βάση την ετήσια διαφορά ανάμεσα στο αντιστάθμισμα που συνιστά η εργοδοτική εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα την οποία καταβάλλει η France Télécom στο γαλλικό κράτος και στις δαπάνες που θα είχε καταβάλει κατ’ εφαρμογή του νόμου του 1990, όπως αναφέρονται στον πίνακα 1, εάν αυτός παρέμενε αμετάβλητος, αφαιρούμενου του ποσού της εφάπαξ εισφοράς που καταβλήθηκε το 1997.

(106)

Από τις εκτιμήσεις που υπέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία και παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 40 συνάγεται ότι, κατά τον χρόνο της μεταρρύθμισης το 1996 και μέχρι την προβλεπόμενη εξάλειψη των χρηματοδοτικών υποχρεώσεων που προκύπτουν από την επιβάρυνση που επωμίστηκε το γαλλικό κράτος, οι γαλλικές αρχές μπορούσαν να εκτιμήσουν αυτό το συνολικό ποσό της καθαρής νέας επιβάρυνσης μέχρι το 2043, ημερομηνία κατά την οποία θα εξέλιπαν οι χρηματοδοτικές υποχρεώσεις του κράτους έναντι των συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων ή των ελκόντων δικαιώματα, σε […] δισεκατ. ευρώ. Η παρούσα αξία της καθαρής επιβάρυνσης προσδιορίστηκε σε […] δισεκατ. ευρώ το 1996, αφού αφαιρέθηκαν οι ετήσιες εισφορές της France Télécom (ύψους 15,2 δισεκατ. ευρώ), οι εισφορές των εργαζομένων ([…] δισεκατ. ευρώ) και η κατ’ αποκοπή έκτακτη εισφορά των 5,7 δισεκατ. ευρώ.

(107)

Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι τα ποσά που εκτιμήθηκαν την εποχή της μεταρρύθμισης το 1996 προσεγγίζουν το πραγματικό ποσό (57). Τα προβλεφθέντα ποσά του αντισταθμίσματος που βαρύνουν την France Télécom υπό μορφή ετήσιων εισφορών, όπως και η διαφορά των 5,7 δισεκατ. ευρώ που καταβλήθηκε το 1997 δεν είχαν ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την επιδίωξη της δημοσιονομικής ουδετερότητας για το γαλλικό κράτος. Εάν αυτό συνέβαινε, με την επιφύλαξη του κατάλληλου χαρακτήρα των υποθέσεων αναλογιστικού υπολογισμού, θα υπήρχε ισοδυναμία ανάμεσα στα έξοδα και τα έσοδα για το σύνολο της περιόδου και, κατά συνέπεια, δεν θα υφίστατο οικονομικό πλεονέκτημα για την France Télécom.

(108)

Οι γαλλικές αρχές γνώριζαν ότι «η μεταφορά των συνταξιοδοτικών επιβαρύνσεων των δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους ήταν νέα και επαχθής επιβάρυνση για το κράτος» και ότι η έκτακτη κατ’ αποκοπή εισφορά ή το προϊόν της μεταβίβασης μέρους των μετοχών της επιχείρησης που κατείχε το κράτος θα καλύπτονταν μόνο εν μέρει. Έτσι, οι συζητήσεις που αναφέρθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 31 αποδεικνύουν ότι το γαλλικό κράτος δεν επιδίωξε το 1996 να αντισταθμίσει εξ ολοκλήρου τη νέα επιβάρυνση την οποία επωμιζόταν για το μέλλον, αλλά αντίθετα επιδίωξε να αναλάβει μια νέα επιβάρυνση και ότι «αυτό που μέτρησε πρωταρχικά σε αυτή την υπόθεση ήταν τα συμφέροντα της επιχείρησης».

(109)

Είναι προφανές ότι, ακόμη και με διαφορετικές αναλογιστικές υποθέσεις από αυτές που επέλεξε το γαλλικό κράτος για να εκτιμήσει τη νέα επιβάρυνση την οποία επωμιζόταν, και παρά την έκτακτη εφάπαξ εισφορά που κατέβαλε το 1997, η μεταρρύθμιση παρείχε σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα υπό μορφή μειωμένων εργοδοτικών εισφορών για τις συντάξεις. Εφόσον η κατ’ αποκοπή εισφορά ή το ποσό της προσαρμογής δεν επέτρεπε την πλήρη κάλυψη των επιβαρύνσεων που μεταβιβάστηκαν στο γαλλικό κράτος και, ακόμη περισσότερο τη μείωσή τους, και λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά μεγέθη, δεν πρέπει να κριθεί κατάλληλη η μέθοδος αναλογιστικού υπολογισμού που επελέγη εκείνη την εποχή και η ακρίβεια των εκτιμήσεων που προέκυψαν για το σύνολο της περιόδου μέχρι το 2043.

(110)

Εξάλλου, δεν πρέπει να συγκρίνονται τα χρηματοοικονομικά πλεονεκτήματα που ήταν αποτέλεσμα της μείωσης των εισφορών της France Télécom με τα υποτιθέμενα μειονεκτήματα που είναι αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης προσωπικού δημοσίων υπαλλήλων, όπως υποστηρίζει η France Télécom με τη στήριξη του γαλλικού κράτους. Πράγματι, ο νόμος του 1996 δεν επιδείνωσε σε καμία περίπτωση αυτά τα υποτιθέμενα μειονεκτήματα, εφόσον δεν είχε ως αποτέλεσμα την πρόσληψη πρόσθετων δημόσιων υπαλλήλων. Απαλλάσσοντας την France Télécom από μέρος των χρηματοδοτικών υποχρεώσεών της, ωστόσο, ο στόχος του νόμου του 1996 δεν ήταν η αντιστάθμιση ενός υποτιθέμενου μειονεκτήματος που συνδέεται με τους μισθούς ή, σύμφωνα με τους όρους της France Télécom, τη μειωμένη ευελιξία ως προς την απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων.

(111)

Πρέπει, συνεπώς, να απαντηθούν συμπληρωματικά τα επιχειρήματα σχετικά με τα υποτιθέμενα μειονεκτήματα της απασχόλησης δημοσίων υπαλλήλων που επικαλούνται η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télécom.

Πρώτον, η France Télécom διέθετε, την παραμονή της πλήρους απελευθέρωσης της γαλλικής αγοράς στον ανταγωνισμό, ένα εκπαιδευμένο και ικανό προσωπικό χωρίς το οποίο, εάν έπρεπε να αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου, δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τη θέση της στην αγορά, όπως παρέλειψε να επισημάνει στις παρατηρήσεις της η France Télécom.

Επιπλέον, το ύψος των μισθών και η επένδυση για την κατάρτιση του προσωπικού τα οποία η France Télécom θεωρεί μειονεκτήματα, συνιστούν συνήθεις δαπάνες στον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και δεν έχει αποδειχθεί ότι δεν βελτιώνουν την αφοσίωση και την παραγωγικότητα του προσωπικού σε σχέση με τους ανταγωνιστές.

Εξάλλου, μολονότι πράγματι η France Télécom δεν διαθέτει δυνατότητες προσαρμογής του μισθολογικού κόστους της με την εφαρμογή ενός κοινωνικού σχεδίου μείωσης προσωπικού για το εν λόγω προσωπικό, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να εφαρμοστεί παρόμοιο σχέδιο που θα αφορούσε αποκλειστικά εργαζόμενους με το καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου, ενώ η διακοπή προσλήψεων μονίμων υπαλλήλων το 1997 και η πρόσληψη προσωπικού ιδιωτικού δικαίου της πρόσφερε συγκεκριμένες δυνατότητες ευελιξίας στην προσαρμογή του μισθολογικού κόστους της.

Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι η επιχείρηση διαθέτει σημαντικούς πόρους για να παράσχει κίνητρα για την πρόωρη συνταξιοδότηση των εν λόγω υπαλλήλων, είναι εξίσου ακριβές ότι η επιχείρηση θα είχε μικρότερο κίνητρο και συμφέρον να θέσει σε εφαρμογή έναν τέτοιο μηχανισμό χωρίς τη μεταβίβαση στο γαλλικό κράτος οικονομικών υποχρεώσεων τις οποίες επωμίστηκε η France Télécom βάσει του νόμου του 1996. Ο μηχανισμός επιτρέπει επίσης την παροχή κινήτρων για την πρόωρη συνταξιοδότηση και, κατά συνέπεια, για το σχετικό προσωπικό, την ανάληψη της επιβάρυνσης από το κράτος. Χωρίς τον νόμο του 1996, η France Télécom θα εξακολουθούσε να επιβαρύνεται με αυτή τη δαπάνη.

(112)

Εξίσου αστήρικτη, λόγω έλλειψης συνάφειας με το ζήτημα της ύπαρξης ή μη οικονομικού πλεονεκτήματος που απορρέει από τα εν λόγω μέτρα κρίνεται και η συνεκτίμηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που αποκόμισε η France Télécom από το παλαιό μονοπωλιακό καθεστώς της, που επικαλούνται οι καταγγέλλοντες. Τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα δεν έχουν σχέση στην πράξη με το ζήτημα της εξίσωσης των όρων ανταγωνισμού στις αγορές των τηλεπικοινωνιών ως προς τις ασφαλιστικές εισφορές.

(113)

Μόνο η έκτακτη κατ’ αποκοπή εισφορά που προέβλεψε ο νόμος του 1996 βάρυνε άμεσα τις δαπάνες της France Télécom σε σχέση με την ήδη προσδιορισθείσα κατάσταση αναφοράς. Η καταβολή της εφάπαξ εισφοράς μείωσε το ποσό της ενίσχυσης από το οποίο επωφελήθηκε και θα επωφελείται η France Télécom μέχρι την εξάλειψη της χρηματοδοτικής επιβάρυνσης που ανέλαβε το κράτος αντί της France Télécom κατ’ εφαρμογή του νόμου του 1996. Με την επιφύλαξη της ορθότητας των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποίησε η γαλλική κυβέρνηση την περίοδο εκείνη, χωρίς αυτή την εφάπαξ εισφορά, το ποσό των επιβαρύνσεων τις οποίες θα επωμιζόταν η France Télécom θα ανερχόταν σε 18,9 δισεκατ. ευρώ και όχι σε […] δισεκατ. ευρώ, σε καθαρή αξία 1996.

(114)

Ο νόμος του 1996 επέτρεψε, συνεπώς και εξακολουθεί να επιτρέπει στην France Télécom να διαθέτει αυξημένους χρηματοδοτικούς πόρους για να λειτουργεί στις αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται. Οι πόροι αυτοί ήταν, λόγω του νόμου του 1996, σημαντικότεροι από αυτούς που διέθετε η France Télécom βάσει του νόμου του 1990 στην αρχική του διατύπωση. Όμως, οι αγορές υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών στις οποίες δραστηριοποιούνταν και δραστηριοποιείται η France Télécom στο σύνολο της γαλλικής επικράτειας και σε άλλα κράτη μέλη σταδιακά άνοιξαν στον ανταγωνισμό με την προοδευτική κατάργηση των αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που άρχισαν το 1988 και στη συνέχεια, με ειδικές εξαιρέσεις, καταργήθηκαν πλήρως από 1998. Η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς επήλθε στη Γαλλία το 2002. Η κατάργηση των νομικών φραγμών συνοδεύθηκε με την είσοδο άλλων φορέων εκμετάλλευσης με τους οποίους η France Télécom ήταν και εξακολουθεί να είναι σε ανταγωνισμό, πριν καν τεθούν σε εφαρμογή τα νομοθετικά μέτρα του 1990 και 1996 που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

(115)

Απαλλαγμένη από την υποχρέωση πρόβλεψης των μελλοντικών συνταξιοδοτικών επιβαρύνσεων για τις συντάξεις του προσωπικού της με καθεστώς μονίμου υπαλλήλου οι οποίοι υπόκεινται σε καθεστώς χαμηλότερης ετήσιας εισφοράς, δόθηκε στη France Télécom η δυνατότητα να εξαλείψει από τον ισολογισμό της δεσμεύσεις και επιβαρύνσεις και, με τον τρόπο αυτό, να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική για την προσέλκυση κεφαλαίων, γεγονός που την έθεσε σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με την περίοδο πριν τη μεταρρύθμιση του 1996. Απαλλαγμένη από μια ιστορική επιβάρυνση της παρουσίας της στη γαλλική αγορά, η France Télécom μπόρεσε να αναπτυχθεί ευκολότερα σε αγορές άλλων κρατών μελών που απελευθερώθηκαν πρόσφατα, και όντως το έπραξε, όπως αποδείχθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 50.

(116)

Συνεπώς, η απαλλαγή της France Télécom από επιβαρύνσεις, η οποία προκύπτει από τις μεθόδους υπολογισμού του αντισταθμίσματος που καταβάλλει στο γαλλικό κράτος για να επωμιστεί το συνταξιοδοτικό κόστος του προσωπικού της υπό καθεστώς δημοσίων υπαλλήλων νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ της France Télécom και των νέων φορέων τηλεπικοινωνιών στη Γαλλία και στα άλλα κράτη μέλη όπου έχει παρουσία η France Télécom.

6.1.4.   Επηρεασμός των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών

(117)

Οι αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται η France Télécom στη Γαλλία άρχισαν να απελευθερώνονται σταδιακά από το 1988 και, ως εκ τούτου, είναι σε μεγάλο βαθμό ανοικτές στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Η οδηγία 96/19/ΕΚ αποσκοπούσε στην πλήρη απελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών από την 1η Ιανουαρίου 1998. Φορείς τηλεπικοινωνιών στους οποίους έχουν συμμετοχή επιχειρήσεις και άλλων κρατών μελών εκτός από αυτές της Γαλλίας εγκαταστάθηκαν σε αυτή την αγορά. Ορισμένες από αυτές τις αγορές αφορούν τις διεθνείς επικοινωνίες μεταξύ κρατών μελών. Επίσης, μέσω θυγατρικών η France Télécom παρέχει υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως στην Ισπανία, το Βέλγιο ή το Ηνωμένο Βασίλειο.

(118)

Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα μέτρο το οποίο μειώνει τα γενικά έξοδα εκμετάλλευσης και λειτουργίας της France Télécom και, ως εκ τούτου, απελευθερώνει πόρους τους οποίους η επιχείρηση αυτή διαθέτει για επενδύσεις ή για να βελτιώσει τις εμπορικές προσφορές της στη Γαλλία ή για να εγκατασταθεί σε άλλα κράτη μέλη μπορεί να επηρεάσει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές.

6.1.5.   Συμπέρασμα όσον αφορά την ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(119)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, με τη μείωση του αντισταθμίσματος που συνιστά η εργοδοτική εισφορά που καταβάλλεται στο κράτος για τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις βάσει του νόμου του 1990 στην αρχική διατύπωσή του και υποκαθιστώντας το αντιστάθμισμα που προβλέπει ο νόμος του 1996, στο βαθμό που το εν λόγω αντιστάθμισμα είναι κατώτερο από αυτό που εφαρμοζόταν στο παρελθόν, η Γαλλική Δημοκρατία χορήγησε, με δικούς της πόρους, ενίσχυση στη France Télécom η οποία νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, κατά τη μεταβίβαση των βαρών που θέσπισε ο νόμος του 1996.

(120)

Είναι, κατά συνέπεια, αναγκαίο να εξετασθεί αν η εν λόγω ενίσχυση μπορεί να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

6.2.   Εναλλακτικές νομικές βάσεις του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης

(121)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Γαλλία δεν έχει επικαλεσθεί το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ ως βάση του συμβιβάσιμου των υπό εξέταση μέτρων.

(122)

Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγούνται σε μεμονωμένους καταναλωτές, τις ενισχύσεις που αποσκοπούν στην αποκατάσταση φυσικών καταστροφών και άλλων έκτακτων γεγονότων καθώς και τις ενισχύσεις που χορηγούνται σε ορισμένες περιφέρειες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, προφανώς δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.

(123)

Όσον αφορά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι σκοπός των ενισχύσεων αυτών δεν είναι να ευνοήσουν την οικονομική ανάπτυξη περιφερειών με ασυνήθιστα χαμηλό βιοτικό επίπεδο ή με σοβαρή υποαπασχόληση, δεν αποσκοπούν στην προώθηση ενός σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε στην άρση σοβαρής διαταραχής της γαλλικής οικονομίας. Πολύ δε περισσότερο, δεν αποσκοπούν στην προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της κληρονομιάς.

(124)

Φαίνεται, συνεπώς, ότι μόνο το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί για να αξιολογηθεί το συμβιβάσιμο αυτού του μέτρου.

6.3.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ

(125)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ: «Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά: […] οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον […]».

(126)

Για να μπορεί μια ενίσχυση να κριθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά για τον λόγο ότι διευκολύνει την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων τομέων οικονομικής δραστηριότητας, πρέπει να βελτιώνει τον τρόπο άσκησης αυτής της οικονομικής δραστηριότητας. Μια ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) μόνο εφόσον δεν αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Στην εκτίμησή της, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη σημασία στα κριτήρια της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (58).

(127)

Ως προκαταρκτική παρατήρηση και λαμβανομένων υπόψη των επιφυλάξεων που διατύπωσε η Επιτροπή στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, πρέπει να επισημανθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρακράτησε από την France Télécom ένα ικανοποιητικό ποσό, που αντιστοιχεί στην ανάκτηση των ενισχύσεων την οποία απαίτησε η Επιτροπή στην απόφασή της σχετικά με την εφαρμογή του επαγγελματικού φόρου στη France Télécom (59). Η Επιτροπή θεωρεί, μετά την επικύρωση από το Δικαστήριο (60) της απόφασης του Πρωτοδικείου, απορρίπτοντας την αίτηση αναιρέσεως κατά αυτής της αποφάσεως, ότι η Γαλλική Δημοκρατία έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή την απόφαση. Εφόσον η σωστή ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατ’ εφαρμογή του φόρου επιτηδεύματος καταργεί το οικονομικό πλεονέκτημα που απολάμβανε η France Télécom, δεν συντρέχει λόγος να εξεταστούν οι επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης συσσώρευσης με την ενίσχυση που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

(128)

Κατά τα λοιπά, πρέπει εξαρχής να επισημανθεί ότι, σε αντίθεση με τις επενδυτικές δαπάνες, οι κοινωνικές επιβαρύνσεις μιας επιχείρησης είναι επαναλαμβανόμενα λειτουργικά έξοδα και ότι μια ενίσχυση η οποία μειώνει τα έξοδα αυτά συνιστά λειτουργική ενίσχυση της επιχείρησης, το συμβιβάσιμο της οποίας με την εσωτερική αγορά πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να εκτιμάται με πολύ συσταλτικό τρόπο από την Επιτροπή.

6.3.1.   Συμβατότητα του μέτρου της ενίσχυσης με έναν στόχο κοινού συμφέροντος

(129)

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενίσχυση που χορηγείται από το 1997 μπορεί να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σε συνθήκες πλήρους απελευθέρωσης αυτών των αγορών. Πράγματι, ο νόμος του 1996 εκδόθηκε παράλληλα με τον νόμο αριθ. 96/659, της 26ης Ιουλίου 1996, για τη ρύθμιση του τομέα των τηλεπικοινωνιών, ο οποίος ενσωμάτωνε τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τη Γαλλία από το δίκαιο της Ένωσης και, συγκεκριμένα, την οδηγία 96/19/ΕΚ.

(130)

Ως προς αυτό, ο γενικός στόχος που προωθείται με τον νόμο του 1996 όσον αφορά την καταβολή χρηματικού αντισταθμίσματος στο γαλλικό κράτος είναι η προσέγγιση των επιπέδων των υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στους μισθούς μεταξύ της France Télécom και των άλλων επιχειρήσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών οι οποίες υπάγονται στο κοινό δίκαιο των κοινωνικών εισφορών. Το μέσο που χρησιμοποιήθηκε, δηλαδή ένα μέτρο που αποβλέπει άμεσα και αποκλειστικά στον τρόπο καθορισμού των εργοδοτικών εισφορών της France Télécom κρίνεται επαρκές για την επίτευξη του καθορισθέντος στόχου.

(131)

Ένα μέτρο ενίσχυσης που αποσκοπεί στη μείωση των τρεχουσών επιβαρύνσεων ασφαλιστικών εισφορών της France Télécom τις οποίες η εταιρεία επωμίσθηκε σε μια εποχή κατά την οποία η παροχή μιας υπηρεσίας με καθεστώς μονοπωλίου για ένα μεγάλο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων δεν απαιτούσε αποτελεσματική από οικονομική άποψη συμπεριφορά μπορεί να συμβάλει, σε ένα διαφορετικό ανταγωνιστικό πλαίσιο, στη βελτίωση του τρόπου παροχής των υπηρεσιών που στο παρελθόν είχαν μονοπωλιακό χαρακτήρα, εφόσον η διάθεση χρηματοδοτικών πόρων των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων στις αντίστοιχες κοινωνικές επιβαρύνσεις τους δεν εισάγει μεροληπτική αντιμετώπιση σε μια διαδικασία ισότιμου ανταγωνισμού. Ασφαλώς διατυπώνονται επιφυλάξεις στη συνέχεια σχετικά με την ορθότητα ορισμένων διατάξεων του νόμου για την επίτευξη του στόχου τον οποίο ορίζει. Εντούτοις, δεν θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση ούτε η νομιμότητά του ούτε η συμβατότητα με τον στόχο κοινού συμφέροντος για την ανάπτυξη των αγορών υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι ανοικτές στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην τεχνολογική πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη αυτής της δραστηριότητας.

6.3.2.   Αναγκαιότητα του μέτρου ενίσχυσης

(132)

Η επιβολή ανώτατου ορίου ως προς τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων που υπάγονται στην France Télécom, που επιβλήθηκε με την απαγόρευση προσλήψεων μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με τον νόμο του 1996, θα είχε ως αναπόφευκτο επακόλουθο να αυξηθεί σημαντικά η επιβάρυνση των συνταξιοδοτικών δαπανών της France Télécom σε σχέση με τους εν ενεργεία μονίμους υπαλλήλους της. Με το να στερηθεί την ικανότητα να προσλαμβάνει υπαλλήλους από τη δημόσια διοίκηση, το οποίο είναι κατανοητό εξάλλου με βάση τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, η France Télécom θα ήταν αναγκασμένη να επωμισθεί μια υπέρμετρα μεγάλη επιβάρυνση για την καταβολή συντάξεων για το εν λόγω προσωπικό σε σχέση με αυτήν που έπρεπε και πρέπει να επωμίζονται οι ανταγωνιστές της. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι δεσμεύσεις για την καταβολή αντισταθμίσματος στο γαλλικό κράτος που προέβλεπαν οι αρχικές διατάξεις του νόμου του 1990 δεν αφορούσαν μόνο τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους στις ανταγωνιστές αγορές το 1990 και στη συνέχεια, αλλά και τους δημοσίους υπαλλήλους της Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών που είχαν συνταξιοδοτηθεί το 1990.

(133)

Ενδεικτικά, το ποσοστό εισφορών τις οποίες θα έπρεπε να καταβάλει η France Télécom, εάν παρέμεναν αμετάβλητες οι διατάξεις του νόμου του 1990, θα ανερχόταν στο 77 % των ακαθάριστων αυτόματων αποδοχών των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων το 2010, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές. Το ποσοστό αυτό πρέπει να συγκριθεί με ποσοστό […]% που θα επέτρεπε την εξασφάλιση απολύτως ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τους κοινούς και τους μη κοινούς κινδύνους μεταξύ της France Télécom και των ανταγωνιστών της. Σε απόλυτες τιμές, η διαφορά θα αντιστοιχούσε σε πρόσθετο ετήσιο ποσό […] εκατ. ευρώ σε σχέση με το ποσό της συνεισφοράς που θα εξασφάλιζε ίσους όρους ανταγωνισμού. Επιπλέον, εάν ο νόμος δεν θέσπιζε τον εξοφλητικό χαρακτήρα των εργοδοτικών εισφορών, η France Télécom θα έπρεπε να συνεχίσει να βαρύνεται με σημαντικά μεγάλες προβλέψεις σε σχέση με τις προβλέψεις ύψους 3,6 δισεκατ. ευρώ που πραγματοποιήθηκαν ήδη το 1996.

(134)

Ως προς αυτό, οι εκτιμήσεις των καταγγελλόντων για το γεγονός ότι η France Télécom μπόρεσε να επωμισθεί από το 1996 πολύ ανώτερο δημοσιονομικό χρέος από την επιβάρυνση που της άφησε το γαλλικό κράτος είναι αλυσιτελείς, διότι δεν σχετίζονται με το εξεταζόμενο ζήτημα. Μολονότι η αύξηση του χρέους που επωμίστηκε η France Télécom από το 1996 και τα επίμαχα ποσά μέχρι σήμερα φαίνεται να αποκλείουν τον κίνδυνο πτώχευσης της επιχείρησης τον οποίο επικαλέστηκε η Γαλλική Δημοκρατία, εάν συνεχιζόταν η εφαρμογή του καθεστώτος που προέβλεπε ο νόμος του 1990, το μέτρο της ενίσχυσης κρίνεται αναγκαίο για το μέλλον, ώστε να μπορέσει η France Télécom να ανταγωνιστεί στις σχετικές αγορές με τις δικές τις δυνάμεις, χωρίς το μειονέκτημα του άχθους των κοινωνικών επιβαρύνσεων που κληρονόμησε από το παρελθόν, το οποίο δεν είναι αναγκασμένοι να επωμίζονται οι ανταγωνιστές της.

(135)

Οι εκτιμήσεις των καταγγελλόντων και του φορέα τηλεπικοινωνιών σχετικά με την καταλληλότητα ενός συνολικού απολογισμού που αποσκοπεί στο να κρίνει την αναγκαιότητα της ενίσχυσης σε σχέση με άλλα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει η France Télécom από το μονοπωλιακό παρελθόν της είναι αβάσιμα στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, από το 1996, η France Télécom εξακολουθεί να κατέχει εξέχουσα θέση, ιδίως λόγω των αποτελεσμάτων δικτύου που είναι εγγενή στις αγορές τηλεπικοινωνιών. Ακόμη, η France Télécom επέκτεινε την παρουσία της στις αγορές άλλων κρατών μελών, αποκτώντας σε αυτά σημαντικές θέσεις, ιδίως στην Πολωνία και την Ισπανία. Επίσης, όπως επισημαίνει έμμεσα ο φορέας τηλεπικοινωνιών στις παρατηρήσεις του, λόγω της δεσπόζουσας θέσης της, κατά την έννοια του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ, ή της σημαντικής ισχύος της στην αγορά, κατά την έννοια των ρυθμίσεων που ισχύουν για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες στην Ένωση (61), η France Télécom υπόκειται σε ειδικές ασύμμετρες υποχρεώσεις στις οποίες δεν υπόκεινται οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις με μικρότερη ισχύ στην αγορά.

(136)

Οι υποχρεώσεις αυτές, παραδείγματος χάρη σε θέματα πρόσβασης στο δίκτυό της, προσανατολισμού των τιμών σε σχέση με τα έξοδα ή αποχής από εμπορικές συμπεριφορές που θα επιτρέπονταν σε μια επιχείρηση η οποία δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση, έχουν ακριβώς ως σκοπό η θέση την οποία κληρονόμησε η France Télécom στην αγορά λόγω του μονοπωλιακού παρελθόντος της να μη δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα στον ανταγωνισμό. Αυτά τα ad hoc κανονιστικά μέσα, που σχεδιάστηκαν και εφαρμόζονταν σε τακτά διαστήματα από εθνικές ρυθμιστικές αρχές και τις αρχές ανταγωνισμού και την Επιτροπή (62), είναι περισσότερο στοχευμένα και αποτελεσματικά για να διορθώσουν τα μόνιμα μειονεκτήματα που κληρονόμησε η France Télécom από το παλαιό μονοπωλιακό καθεστώς της, τα οποία επικαλούνται οι καταγγέλλοντες.

(137)

Επίσης, η κρατική ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας φαίνεται, καταρχήν, αναγκαία για την επίτευξη του στόχου εξυπηρέτησης ενός γενικού συμφέροντος, μέσω της βελτίωσης των όρων ανταγωνισμού όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές επιβαρύνσεις και, ως εκ τούτου, την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

6.3.3.   Αναλογικότητα του μέτρου της ενίσχυσης

(138)

Πρέπει να διαπιστωθεί ότι το χρηματοδοτικό αντιστάθμισμα προς όφελος του κράτους που θέσπισε ο νόμος του 1990 για την εκκαθάριση και καταβολή των συντάξεων αφορά ειδικά την France Télécom και είναι sui generis. Η αρχή της πλήρους επιστροφής που προέβλεπε ο αρχικός νόμος του 1990 αντικαταστάθηκε από ένα διαφορετικό καθεστώς καθορισμού του ποσού του ανταλλάγματος που πρέπει να καταβάλλεται στο κράτος από το 1996 και μετά. Θεωρητικά υπήρχαν αρκετές εναλλακτικές δυνατότητες καθορισμού του ποσού της εργοδοτικής εισφοράς που πρέπει να καταβάλει η France Télécom, μέχρι την καθολική ανάληψη της επιβάρυνσης από το κράτος χωρίς αποζημίωση. Αυτό το αντιστάθμισμα υπολογίζεται από το 1997 με αναγωγή σε ορισμένες δαπάνες που βαρύνουν τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις του κλάδου. Για να κριθεί αν η ενίσχυση είναι ανάλογη με τον επιδιωκόμενο στόχο πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί ο αντικειμενικός και δικαιολογημένος χαρακτήρας του σημείου αναφοράς για τον καθορισμό του ποσού του ανταλλάγματος που ελήφθη υπόψη στον νόμο του 1996.

(139)

Πρέπει εξαρχής να επισημανθεί ότι, στις διαδικασίες που αφορούν απαλλαγές από επιβαρύνσεις σε σχέση με τις συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων πρώην μονοπωλιακών φορέων εκμετάλλευσης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, του ΟΤΕ στην Ελληνική Δημοκρατία και της ΒΤ Plc στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή επαλήθευσε ιδίως αν οι επιχειρήσεις αυτές επωμίζονταν ισοδύναμες κοινωνικές επιβαρύνσεις με αυτές των ανταγωνιστών, προκειμένου να αποφασίσει, αντίστοιχα, αν οι κρατικές ενισχύσεις οι οποίες χορηγήθηκαν στους εν λόγω οργανισμούς ήταν ή δεν ήταν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ (63). Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι εξοφλητικές εισφορές τις οποίες κατέβαλλε κάθε έτος η France Télécom και προέβλεπε ο νόμος του 1996 δεν επέτρεπαν να εξασφαλιστεί η καταβολή ισοδύναμων κοινωνικών επιβαρύνσεων με αυτές των ανταγωνιστών. Ο συντελεστής ισότητας μεταξύ ανταγωνιστών (εφεξής «ΣΙΑ») δεν έχει επιτευχθεί.

(140)

Εντούτοις, η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télécom επικαλούνται την έκτακτη εφάπαξ εισφορά των 5,7 δισεκατ. ευρώ την οποία κατέβαλε η France Télécom το 1997 κατ’ εφαρμογή του νόμου του 1996. Το ποσό αυτής εφάπαξ εισφοράς καθορίστηκε το 1996 κατά τρόπο που να αντισταθμίζει, για δεκαετή περίοδο εφαρμογής του νόμου του 1996, την πρόσθετη επιβάρυνση που είχε προβλεφθεί τότε για το κράτος, λαμβάνοντας εξάλλου υπόψη τις λογιστικές προβλέψεις που είχε πραγματοποιήσει η France Télécom και μπορούσε να επαναλάβει η επιχείρηση κατά τη χρήση 1996-1997. Η έκτακτη εφάπαξ εισφορά αναλύεται στα επιμέρους δύο στοιχεία:

αφενός, σε ποσό 3,6 δισεκατ. ευρώ που αντιστοιχεί στις προβλέψεις της France Télécom μέχρι το 1996 για να αντιμετωπίσει τις μελλοντικές συνταξιοδοτικές επιβαρύνσεις των δημοσίων υπαλλήλων που είχαν προβλεφθεί εκείνη την περίοδο,

αφετέρου, σε ποσό 2,1 δισεκατ. ευρώ (εφεξής το «πρόσθετο ποσό»), που αντιστοιχεί τόσο στις προβλέψεις των δημόσιων αρχών όσο και εκ των πραγμάτων στις καθαρές κοινωνικές επιβαρύνσεις για την εξυπηρέτηση των συντάξεων τις οποίες θα έπρεπε να επωμιστεί το κράτος για περίοδο 10 ετών, από το 1997 έως το 2006, λόγω της μεταβίβασης της επιβάρυνσης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων του τομέα των τηλεπικοινωνιών.

(141)

Επειδή το εφάπαξ ποσό των 5,7 δισεκατ. ευρώ δεν είχε ποτέ ως αντικείμενο την αντιστάθμιση της απουσίας συντελεστή ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών, δηλαδή της France Télécom και των ανταγωνιστών της, δεν θα ήταν δικαιολογημένο το ποσό αυτό να αντιπαραβληθεί στις ετήσιες εισφορές εξοφλητικού χαρακτήρα τις οποίες δεν κατέβαλε ποτέ η France Télécom, ενώ αυτές θα ήταν αναγκαίες για να επιτευχθεί ένας συντελεστής πραγματικής ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών.

(142)

Αντίθετα, από την εξέταση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων συνάγεται ότι το πρόσθετο ποσό των 2,1 δισεκατ. ευρώ προοριζόταν να καλύψει αυτή τη μεταβίβαση των επιβαρύνσεων από το 1997 έως το 2006 και, εκ των πραγμάτων, να εξαλείψει τα αποτελέσματα της ενίσχυσης για περίοδο δέκα ετών. Έτσι, η καθαρή χρηματοδοτική προσπάθεια της France Télécom που αντιστοιχεί σε αυτό το συμπληρωματικό ποσό συνίστατο στη χρηματοδότηση για διάστημα δέκα ετών της πρόσθετης επιβάρυνσης που επέφερε η μεταρρύθμιση για το γαλλικό κράτος.

(143)

Εξάλλου, η έκτακτη εισφορά ενσωματώνει τις λογιστικές προβλέψεις που είχαν γίνει μέχρι το 1996 και ήταν πλέον άνευ αντικειμένου. Οι προβλέψεις τις οποίες ανέλαβε το κράτος είχαν πραγματοποιηθεί από την France Télécom για την αντιμετώπιση της επιβάρυνσης με τις μελλοντικές συντάξεις και αυτή η ανάληψη των προβλέψεων καταργεί τις επιπτώσεις της ενίσχυσης για την περίοδο πληρωμής των συντάξεων τις οποίες επρόκειτο να καλύψουν.

(144)

Ο νόμος του 1996 αναφέρεται, ωστόσο, σε μια ενιαία έκτακτη εισφορά, χωρίς οι διατάξεις εφαρμογής, ούτε και οι διατάξεις του νόμου του προϋπολογισμού και των μεταγενέστερων διαταγμάτων, να διαχωρίζουν ένα ποσό που προκύπτει από τις προβλέψεις το οποίο θα έπρεπε να αφαιρεθεί από την επιβάρυνση που μεταβιβάστηκε στο κράτος για τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το άρθρο 6 του νόμου του 1996 προσδιορίζει με σαφήνεια ότι η έκτακτη εφάπαξ εισφορά καταβάλλεται σε αντιστάθμιση της ανάληψης από το κράτος της επιβάρυνσης των συντάξεων που χορηγούνται στους δημοσίους υπαλλήλους του κράτους. Το ποσό αυτής της έκτακτης εισφοράς πρέπει, συνεπώς να εξεταστεί στο σύνολό του κατά την ανάλυση της μεταρρύθμισης.

(145)

Εφόσον η France Télécom κάλυψε, μέσω της καταβολής αυτής της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς, την επιβάρυνση για τις συντάξεις γήρατος των δημοσίων υπαλλήλων των τηλεπικοινωνιών και την επιβάρυνση της αντιστάθμισης ανάμεσα στα συνταξιοδοτικά καθεστώτα για περίοδο περίπου 15 ετών, οι επιπτώσεις της ενίσχυσης έχουν εξουδετερωθεί. Καταβάλλοντας, λοιπόν, αυτή την έκτακτη εισφορά, η France Télécom εξουδετέρωσε τις επιπτώσεις της ενίσχυσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Συνεπώς, είναι δικαιολογημένο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, να μην αναγκαστεί η France Télécom να ικανοποιήσει τους όρους του συμβιβάσιμου αυτής της ενίσχυσης και, κατά συνέπεια, να μην καταβάλει την ετήσια εισφορά που είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί ένας συντελεστής ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών που να εμπεριέχει τους μη κοινούς κινδύνους με αυτούς των μισθωτών ιδιωτικού δικαίου.

(146)

Πρέπει να εξεταστούν διεξοδικά τα στάδια αυτής της συλλογιστικής.

(147)

Είναι επιβεβλημένη η διαπίστωση ότι οι ετήσιες εισφορές εξοφλητικού χαρακτήρα που κατέβαλε η France Télécom από τη μεταρρύθμιση του 1996 δεν επιτρέπουν την επίτευξη συντελεστή ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών, όπως επισήμαινε η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ο συντελεστής που εφάρμοσε η France Télécom ενσωματώνει μόνο τις εισφορές που αντιστοιχούν στους κοινούς κινδύνους μεταξύ του προσωπικού που υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο και των δημοσίων υπαλλήλων και, ως εκ τούτου, εξαιρεί τις εισφορές που αντιστοιχούν στους μη κοινούς κινδύνους, όπως οι κίνδυνοι της ανεργίας ή της μη καταβολής των μισθών σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης ή εκκαθάρισης της επιχείρησης.

(148)

Από τον πίνακα 4 συνάγεται συνεπώς ότι το γεγονός ότι κατά τον υπολογισμό της εισφοράς που έπρεπε να καταβάλει η France Télécom δεν συνεκτιμήθηκαν οι μη κοινοί κίνδυνοι είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική απόκλιση ανάμεσα στο αντιστάθμισμα το οποίο καταβάλλει η France Télécom στο γαλλικό κράτος και σε αυτό που θα κατέβαλε εάν είχε υπολογιστεί ο συντελεστής εισφοράς για να εξασφαλιστεί η πλήρης ισότητα ανταγωνισμού με τις βάσεις υπολογισμού των συνταξιοδοτικών επιβαρύνσεων των ανταγωνιστών. Συνεπώς, το μέτρο ενίσχυσης που απορρέει από τον νόμο δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας. Για να ικανοποιήσει αυτήν την αρχή και για να επιτευχθεί ο διακηρυγμένος θεμιτός στόχος της βελτίωσης των όρων του ανταγωνισμού μέσω της εξίσωσης των τρόπων υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δαπανών οι οποίες επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις εξεταζόμενες αγορές υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών στη Γαλλία, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην France Télécom κατ’ εφαρμογή του νόμου του 1996 θα έπρεπε να είχε και πρέπει να εξισώσει πράγματι στο μέλλον τις εν λόγω επιβαρύνσεις με το να συμπεριλάβει τις επιβαρύνσεις που συνδέονται με τους μη κοινούς κινδύνους στις δύο κατηγορίες προσωπικού.

(149)

Ως προς αυτό, το επιχείρημα που πρόβαλε η Γαλλία ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι εκτεθειμένοι σε ορισμένους κινδύνους και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η καταβολή εισφορών γι’ αυτούς τους κινδύνους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Καταρχήν, οι κίνδυνοι αυτοί δεν υφίστανται λόγω των κρατικών μέτρων και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται να αποκομίζει η France Télécom οικονομικό πλεονέκτημα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, λόγω της δέσμευσης του γαλλικού κράτους έναντι των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom και του γεγονότος ότι το γαλλικό κράτος είναι ασφαλιστής του εαυτού του, δεν θα εκδηλωνόταν ποτέ ο κίνδυνος μη καταβολής μισθών σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης της επιχείρησης. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να κηρύξει πτώχευση η France Télécom, όπως και κάθε ανταγωνιστής της. Και στις δύο περιπτώσεις, το πλεονέκτημα δεν παρέχεται στην επιχείρηση, αλλά απευθείας στους υπαλλήλους της. Η εγγύηση της καταβολής των μισθών ενεργοποιείται αφού παύσει να υφίσταται η επιχείρηση. Όμως, μια ανταγωνιστική επιχείρηση πρέπει να καταβάλλει εισφορές για να εγγυηθεί τον κίνδυνο μη καταβολής των μισθών μετά τον αφανισμό της, σε αντίθεση με την France Télécom. Δεν δικαιολογείται, συνεπώς, να της παρέχεται πλεονέκτημα υπό μορφή καταβολής χαμηλότερης εισφοράς ή, στην πράξη, εξαίρεσης αυτού του κινδύνου από τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών της France Télécom.

(150)

Στη συνέχεια, το σημαντικότερο είναι ότι βασικός σκοπός της μεταρρύθμισης που θεσπίστηκε το 1996, η οποία φαίνεται ότι δεν ήταν μέχρι τέλος συνεπής με τη λογική της, ήταν η εξίσωση των όρων ανταγωνισμού για τις κοινωνικές και φορολογικές επιβαρύνσεις ανάμεσα σε όλους τους ανταγωνιστές αυτού του τομέα και, ανεξάρτητα από το καθεστώς του προσωπικού τους και την ύπαρξη πραγματικής υποχρέωσης για την France Télécom να γίνει μέλος και να καταβάλει εισφορές στους αρμόδιους οργανισμούς διαχείρισης. Αυτή ακριβώς η λογική της εξίσωσης των όρων ανταγωνισμού θα μπορούσε να καταστήσει συμβιβάσιμο το εξεταζόμενο μέτρο με την εσωτερική αγορά. Το αν το προσωπικό της France Télécom είναι ή δεν είναι εκτεθειμένο σε παρόμοιους κινδύνους είναι, συνεπώς, άσχετο με αυτή τη λογική.

(151)

Εν κατακλείδι, η μείωση των συνταξιοδοτικών επιβαρύνσεων με τη μεταβίβαση της καθαρής επιβάρυνσης στο κράτος θα τηρούσε την αρχή της αναλογικότητας μόνο εάν επέτρεπε την εξίσωση των όρων ανταγωνισμού. Ωστόσο, η France Télécom δεν τέθηκε σε κατάσταση πλήρους ισοδυναμίας με τις επιχειρήσεις του τομέα όσον αφορά τις κοινωνικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στους μισθούς, εφόσον ορισμένες κοινωνικές και φορολογικές επιβαρύνσεις δεν ενσωματώθηκαν στη μέθοδο υπολογισμού της ετήσιας εισφοράς.

(152)

Επιπλέον, δεν δικαιολογείται, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Γαλλικής Δημοκρατίας και της France Télécom, να ληφθεί υπόψη το ποσό της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς των 5,7 δισεκατ. ευρώ που κατέβαλε ήδη η France Télécom το 1997 για να συμψηφιστεί με την ανεπάρκεια του συντελεστή της εισφοράς εξοφλητικού χαρακτήρα που εφαρμόστηκε στην France Télécom.

(153)

Εξαρχής, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι, σε κάθε κατάσταση, οφείλει να διαπιστώνει αν πληρούνται οι όροι εφαρμογής της εξαίρεσης που προβλέπεται από το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, χωρίς να είναι υποχρεωμένη, με βάση την προηγούμενη πρακτική της κατά τη λήψη αποφάσεων, να υποθέτει ότι έχει διαπιστωθεί (64).

(154)

Σε κάθε περίπτωση, η εξεταζόμενη μεταρρύθμιση διακρίνεται σαφώς και από πολλές απόψεις, από τη μεταρρύθμιση την οποία εξέτασε η απόφαση La Poste  (65) την οποία επικαλούνται οι γαλλικές αρχές.

(155)

Πράγματι, σε αντίθεση με τη μεταρρύθμιση την οποία εξετάζει η απόφαση στην υπόθεση La Poste, την οποία επικαλούνται η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télécom, η μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων του προσωπικού δημοσίων υπαλλήλων της France Télécom επήλθε την παραμονή της απελευθέρωσης των αγορών στο επίπεδο της Ένωσης στο οποίο μπορούσε να δραστηριοποιείται η France Télécom.

(156)

Φαίνεται, εξάλλου, ότι η France Télécom αποκόμισε πλεονέκτημα από αυτή την απελευθέρωση της αγοράς, εφόσον εγκαταστάθηκε στις αγορές άλλων κρατών μελών και αυτό χάριν όχι μόνο της μεταβολής του καθεστώτος σε ανώνυμη εταιρεία αλλά επίσης, εν μέρει, και χάρη στην εξάλειψη των υποχρεώσεων συνταξιοδοτικών εισφορών στον ισολογισμό της και στη μείωση των δυνητικών μελλοντικών επιβαρύνσεων ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης. Η εν λόγω απαλλαγή από τις υποχρεώσεις στον ισολογισμό της επέτρεψε στη France Télécom να αυξήσει τη φερεγγυότητά της και την ικανότητα δανεισμού. Από τα στοιχεία του χρέους που υπέβαλαν οι καταγγέλλοντες στις παρατηρήσεις τους και τα ποσά των οποίων δεν αμφισβήτησε η Γαλλική Δημοκρατία, συνάγεται ότι το καθαρό οικονομικό χρέος της France Télécom αυξήθηκε από 19,2 δισεκατ. ευρώ το 1997 σε 83 δισεκατ. ευρώ το 2002.

(157)

Είναι αληθές ότι αυτή η σημαντικότατη αύξηση του χρέους μπορεί να οφείλεται σε μια πολιτική επενδύσεων για την επέκταση στις αγορές άλλων κρατών μελών την οποία κατέστησε δυνατή η απελευθέρωση της αγοράς. Είναι εξίσου αληθές ότι η άντληση των αναγκαίων κεφαλαίων κατέστη δυνατή εν μέρει λόγω της απαλλαγής από τις συνταξιοδοτικές επιβαρύνσεις για καθαρό ποσό […] δισεκατ. ευρώ που μεταβιβάστηκαν στο γαλλικό κράτος το 1996. Ως εκ τούτου, οι παρατηρήσεις του φορέα τηλεπικοινωνιών που επιχειρεί να αποδείξει ότι η ενίσχυση επέτρεψε στη France Télécom να χρηματοδοτήσει την επέκτασή της διεθνώς (παρατηρήσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 68) δεν είναι, έστω και έμμεσα, αβάσιμες.

(158)

Αντίθετα, το σύνολο των αγορών ταχυδρομικών υπηρεσιών στις οποίες μπορεί να δραστηριοποιείται η γαλλική La Poste στην Ένωση δεν έχει ακόμη απελευθερωθεί πλήρως και δεν υπήρχε υποχρέωση απελευθέρωσης τους μέχρι το 2012, δηλαδή 6 έτη μετά τη μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των υπαλλήλων της (66). Συνεπώς, η επίπτωση της χορηγηθείσας στη France Télécom ενίσχυσης όσον αφορά τον περιορισμό του ανταγωνισμού σε πλήρως απελευθερωμένες αγορές είναι σημαντικότερο από αυτό της ενίσχυσης στην επιχείρηση La Poste. Άρα, δεν επιβάλλεται πλήρης παραλληλισμός των όρων που είναι αναγκαίοι για το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης, εφόσον πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις του ανταγωνισμού σε αγορές στις οποίες η προτεραιότητα όσον αφορά την απελευθέρωση της αγοράς στο επίπεδο της Ένωσης και τη συμβολή στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της ήταν επίσης διαφορετικές. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το κριτήριο του κοινού συμφέροντος που ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ δεν πρέπει αναγκαστικά να εκτιμηθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στις δύο εν λόγω περιπτώσεις.

(159)

Εξάλλου, η οικονομική κατάσταση της La Poste και, κατά συνέπεια, η ικανότητα επέκτασής της σε αγορές της αλλοδαπής ή ενίσχυσής της στη γαλλική αγορά δεν ήταν συγκρίσιμη με αυτήν της France Télécom. Όπως επισήμανε η απόφαση La Poste, χωρίς τη μεταρρύθμιση του 2006, η μετάβαση σε νέους λογιστικούς κανόνες θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχρέωση της La Poste να εγγράφει στους λογαριασμούς της πρόβλεψη για τη δέσμευση υπέρ του κράτους ποσού 76 δισεκατ. ευρώ (67), το οποίο δεν εγγραφόταν μέχρι τότε στον ισολογισμό της. Σε αντίθεση, ωστόσο, με την περίπτωση της La Poste, η France Télécom πραγματοποιούσε λογιστικές προβλέψεις στα βιβλία της για να αντιμετωπίσει τις μελλοντικές υποχρεώσεις της χωρίς τη μεταρρύθμιση, γεγονός που διαφοροποιούσε αντικειμενικά την οικονομική κατάσταση της κάθε επιχείρησης.

(160)

Επιπλέον, εάν δεν πραγματοποιούνταν η μεταρρύθμιση για την France Télécom και συνεχιζόταν το καθεστώς που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1990, θα αυξάνονταν οι συνταξιοδοτικές επιβαρύνσεις οι οποίες θα ήταν πλέον σημαντικές από το 2005-2007, σύμφωνα με τις προβλέψεις της εποχής εκείνης που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 30, στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνεται από τα εκ των υστέρων αποτελέσματα τα οποία παρατίθενται στον πίνακα 3. Ωστόσο, όταν πραγματοποιήθηκε η μεταρρύθμιση, η συνέχιση του καθεστώτος που είχε θεσπιστεί με τον νόμο ο οποίος εφαρμόζεται στη La Poste είχε ως άμεσο αποτέλεσμα μία ετήσια πρόσθετη επιβάρυνση ύψους […] εκατ. ευρώ περίπου για την επιχείρηση La Poste (68).

(161)

Δεν έχει συνεπώς διαπιστωθεί ότι η κατάσταση των δύο επιχειρήσεων βάσει του νόμου που ήταν εφαρμοστέος πριν τις αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις και, κατά συνέπεια, την ανταγωνιστική επίπτωσή τους, ήταν παρόμοια. Τα γεγονότα δείχνουν το αντίθετο. Δεν δικαιολογείται, συνεπώς, η διενέργεια εξέτασης που θα οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα στις δύο περιπτώσεις.

(162)

Εξάλλου, στην περίπτωση της απόφασης στην υπόθεση La Poste, υπήρχαν επαρκείς λόγοι για να θεωρηθεί ότι η έκτακτη εφάπαξ εισφορά μπορούσε να διατεθεί εκ νέου στο μέλλον ως προκαταβολή για την πληρωμή των εισφορών σε σχέση με τον τροποποιημένο συντελεστή ισότητας μεταξύ ανταγωνιστών. Οι λόγοι αυτοί δεν υφίστανται στην παρούσα περίπτωση. Πράγματι, ο όρος που επιβάλλει την εκ νέου διάθεση της έκτακτης εισφοράς της La Poste καθορίστηκε αφού προηγουμένως η Επιτροπή είχε κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας θέτοντας υπό αμφισβήτηση την υποεκτίμηση της εξοφλητικής εισφοράς που ήταν αναγκαία για να επιτευχθεί ένας συντελεστής ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών.

(163)

Σε ένα μεγάλο βαθμό, και μολονότι οι γαλλικές αρχές δεν το αναγνώρισαν ρητά, η απόδοση της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς στην απόφαση La Poste ήταν το αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης μεταξύ της Επιτροπής και του γαλλικού κράτους, σκοπός της οποίας ήταν να εξασφαλιστεί η πληρωμή μιας εξοφλητικής εισφοράς που να εξασφαλίζει συντελεστή ισότητας μεταξύ των ανταγωνιστών. Κατά την εν λόγω διαπραγμάτευση, η αφετηρία των γαλλικών αρχών που διατυπώθηκε στην κοινοποίησή τους της 23ης Ιουνίου 2006, μετά τις πρώτες επαφές που πραγματοποιήθηκαν για την υπόθεση τον Δεκέμβριο του 2005, ήταν ότι η έκτακτη εισφορά που είχε προβλεφθεί για τη La Poste δεν ήταν αναγκαία από την άποψη της εξασφάλισης ισότιμων όρων ανταγωνισμού, σε αντίθεση με το σχέδιο μεταρρύθμισης της ετήσιας εισφοράς.

(164)

Η απόφαση της Επιτροπής δεν ενέκρινε εκ των υστέρων μια μεταρρύθμιση που είχε ήδη τεθεί σε ισχύ, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η France Télécom. Πράγματι, η κοινοποίηση και η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, της 12ης Οκτωβρίου 2006, ήταν προγενέστερες του καθορισμού του ποσού της έκτακτης εισφοράς με τον νόμο αριθ. 2006/1771 της 30ής Δεκεμβρίου 2006 (διορθωτικός προϋπολογισμός του 2006). Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις αφορούσαν διάφορα στοιχεία της μεταρρύθμισης και ιδίως τη συνεκτίμηση του πλεονεκτήματος που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει η κοινοποιηθείσα μεταρρύθμιση στο παρελθόν, την προβλεφθείσα μέθοδο υπολογισμού του συντελεστή εισφοράς και τους τρόπους συνεκτίμησης της ιδιαιτερότητας του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου σε σχέση με τις ταχυδρομικές δραστηριότητες και το προσωπικό της επιχείρησης. Οι διαπραγματεύσεις αυτές συνεχίστηκαν και μόνο στις παρατηρήσεις της 8ης Ιουνίου 2007 οι γαλλικές αρχές αποδέχτηκαν τους τρόπους καταβολής της έκτακτης εισφοράς στο πλαίσιο μιας συνολικής συμφωνίας που αφορούσε τη μεταρρύθμιση, επανερχόμενες, με τον τρόπο αυτό, στην κοινοποιηθείσα θέση τους για το θέμα της έκτακτης εισφοράς και τον τρόπο υπολογισμού των ετήσιων εισφορών στο μέλλον.

(165)

Εξάλλου, σε αντίθεση με τις διατάξεις του νόμου του προϋπολογισμού του 1997 που θέσπισε τον δημόσιο οργανισμό διαχείρισης της εισφοράς της France Télécom, οι οποίες προέβλεπαν αυστηρούς κανόνες όσον αφορά τις ετήσιες καταβολές στο κράτος, ο δημόσιος οργανισμός διαχείρισης της εισφοράς της La Poste δεν υπόκειτο σε ειδικούς κανόνες (69). Εφόσον επρόκειτο για έκτακτη εισφορά και ελεύθερη απόδοση, η Επιτροπή έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία θα μπορούσε να μειώσει το ποσό τής εισφοράς και να προσαυξήσει ταυτόχρονα τον συντελεστή ετήσιας εισφοράς της La Poste.

(166)

Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι οι όροι του νόμου του 1996 για τον καθορισμό των παραμέτρων υπολογισμού της ετήσιας εισφοράς που καταβάλλεται τακτικά στο κράτος ως αντιστάθμισμα για τις συντάξεις του προσωπικού των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να αμφισβητείται ο συνυπολογισμός των μη κοινών κινδύνων μεταξύ του προσωπικού των δημοσίων υπαλλήλων και του προσωπικού ιδιωτικού δικαίου. Ως προς αυτό, το Πρωτοδικείο και το Δικαστήριο διευκρίνισαν, αναφορικά με τον οφειλόμενο από την France Télécom φόρο επιτηδεύματος, ότι μια απαλλαγή από τις επιβαρύνσεις δεν θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με μια διαφορετική ειδική επιβάρυνση, ιδίως όταν το κράτος μέλος, στην προκειμένη περίπτωση η Γαλλική Δημοκρατία, δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι προηγούμενες επιβαρύνσεις είχαν καθοριστεί βάσει προβλέψεων χαμηλότερων μελλοντικών επιβαρύνσεων στο πλαίσιο ενός διαφορετικού καθεστώτος εισφορών (70).

(167)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να αγνοήσει ότι σκοπός της ειδικής εφάπαξ εισφοράς που είχε ήδη καταβληθεί το 1997 ήταν, όπως ορίζει ρητά το άρθρο 6 του νόμου του 1996, να αποζημιώσει εν μέρει το γαλλικό κράτος για την οικονομική επιβάρυνση την οποία επωμίστηκε με τον νόμο του 1996.

(168)

Εξάλλου, από το περιεχόμενο της έκθεσης της Γερουσίας που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 27 συνάγεται ότι, εγκρίνοντας την αρχή της έκτακτης εισφοράς, η του νομοθέτη δεν ήταν να ληφθεί υπόψη, και πολύ λιγότερο να αντισταθμιστεί, η διαφορά ανάμεσα στις ετήσιες εισφορές της France Télécom και σε αυτές, σχετικά υψηλότερες, των ανταγωνιστών της. Αντίθετα, ο νομοθέτης επέβαλε συνειδητά στην France Télécom την καταβολή ετήσιων επιβαρύνσεων που δεν καλύπτουν τους μη κοινούς κινδύνους των δύο κατηγοριών προσωπικού (δημοσίων και μη υπαλλήλων) και μάλιστα χωρίς να συσχετίζει αυτή την επιλογή με την καταβολή της έκτακτης εισφοράς το 1997.

(169)

Η επιβάρυνση που αντιπροσώπευε για την France Télécom η εφάπαξ εισφορά καταβλήθηκε ως γενικό έσοδο στον προϋπολογισμό του κράτους, που διατέθηκε στον δημόσιο οργανισμό διαχείρισής της και αναλώθηκε. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν μπορεί, συνεπώς, συνολικά ή εν μέρει, να ανακατανείμει εικονικά και εκ των υστέρων την έκτακτη εφάπαξ εισφορά που έχει ήδη αναληφθεί σε ένα εξ ολοκλήρου διαφορετικό σκοπό από αυτόν τον οποίο της απέδωσαν οι γαλλικές αρχές και δεν προβλεπόταν από τον νόμο, δηλαδή την αντιστάθμιση του μη συνυπολογισμού των μη κοινών κινδύνων στους μισθούς του προσωπικού ιδιωτικού δικαίου και των δημοσίων υπαλλήλων του κράτους. Αυτή η εφάπαξ εισφορά δεν θεσπίστηκε, συνεπώς, ως πρόβλεψη για την πλήρη εξίσωση, στο πλαίσιο ενός διαφορετικού νομοθετικού και κανονιστικού καθεστώτος, των ετήσιων επιβαρύνσεων της France Télécom με αυτές των ανταγωνιστών της.

(170)

Για τους ίδιους λόγους, λόγω των κανόνων διαχείρισης και επιστροφής στον προϋπολογισμό που προβλέπονταν στον νόμο του προϋπολογισμού από το 1997 και τέθηκαν σε εφαρμογή μέχρι σήμερα, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί και οι υπολογισμοί του γαλλικού κράτους που αποσκοπούν στο να αποδείξουν ότι η μεταρρύθμιση του 1996 ολοκληρώθηκε εκείνη την ημερομηνία με ένα σημαντικό πλεόνασμα εσόδων για το κράτος.

(171)

Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των τρόπων διαχείρισης και χρησιμοποίησης της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς της France Télécom από τον αρμόδιο δημόσιο οργανισμό, όπως αυτές καθορίστηκαν στον νόμο του προϋπολογισμού, και των στοιχείων πραγματικής επιστροφής αυτών των εισφορών από το 1997 τα οποία διαβίβασε η Γαλλική Δημοκρατία και περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 και στον πίνακα 3, επιβάλλεται να διαπιστωθεί ότι τα έσοδα τα οποία επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία, με τοποθέτηση με τόκο 7 % δεν υπήρξαν ποτέ.

[…]. Εξάλλου, ο ισχυρισμός δεν αντανακλά την πραγματική συμπεριφορά των γαλλικών αρχών. Λαμβανομένων υπόψη των κανόνων διαχείρισης που καθορίστηκαν στους νόμους του προϋπολογισμού μετά τη σύστασή του, ο εν λόγω δημόσιος οργανισμός δεν παρήγαγε παρόμοια έσοδα, τα οποία δεν προβλέπονταν εξάλλου και δεν απέφεραν τόκους. Αντιθέτως, οι πόροι του εν λόγω οργανισμού έπρεπε να αναλωθούν εξ ολοκλήρου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011 και θα είχαν αναλωθεί νωρίτερα, εάν είχαν διατεθεί για τη χρηματοδότηση της μεταρρύθμισης του 1996, γεγονός το οποίο η Γαλλική Δημοκρατία αμφισβητεί, εξάλλου, ακόμη και ενσωματώνοντας σε αυτούς τα επιπλέον έσοδα από τη φορολόγηση επιχειρήσεων, την οποία επικαλούνται οι γαλλικές αρχές. Εντούτοις, ο συνυπολογισμός πρόσθετων εσόδων από τη φορολόγηση επιχειρήσεων είναι παράνομος, διότι δημιουργεί σύγχυση των διαφορετικών ρόλων του κράτους. Το αμάλγαμα που προτείνουν οι γαλλικές αρχές ανάμεσα σε αυτούς τους διαφορετικούς ρόλους δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και πρέπει να διατηρηθεί ένας διαχωρισμός ανάμεσα, αφενός, στο κράτος που χορηγεί ενίσχυση στην France Télécom με το να αναλαμβάνει την επιβάρυνση της πληρωμής των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, με στόχο να αναπτυχθεί μια διαδικασία ανταγωνισμού βασιζόμενη στις ίδιες δυνάμεις και, αφετέρου, στο κράτος μέτοχο της France Télécom και, τέλος, το κράτος ως δημόσιας εξουσίας που ασκεί τη φορολογική εξουσία του.

(172)

Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η αίτηση που υπέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télécom να ληφθεί υπόψη η έκτακτη εισφορά κατά την εξέταση του συμβιβάσιμου της μεταρρύθμισης αντικρούει τις παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας που διατυπώθηκαν στην επιστολή τής, της 17ης Μαρτίου 2004, σύμφωνα με τις οποίες «η έκτακτη εφάπαξ εισφορά που προβλέπεται από το άρθρο 6 του νόμου της 26ης Ιουλίου 1996 δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να εκληφθεί ως αντιστάθμιση ενός υποτιθέμενου «πλεονεκτήματος». Η ανάλυση του ποσού της εισφοράς a fortiori δεν έχει συνάφεια σε σχέση με τη ρύθμιση των κρατικών ενισχύσεων» εφόσον το ποσό αυτό ήταν «έκτακτη εισφορά προς όφελος του μοναδικού μετόχου [του γαλλικού κράτους], που εξομοιώνεται με έκτακτο μέρισμα το οποίο διανέμεται πριν από το άνοιγμα του κεφαλαίου σε ιδιώτες επενδυτές».

(173)

Η συλλογιστική που διέπει το επιχείρημα που διατύπωσε η Γαλλία έχει μια συγκεκριμένη οικονομική και δημοσιονομική λογική. Είναι λογικό ο μοναδικός μέτοχος να διατηρεί για αποκλειστικό του όφελος τα διαθέσιμα κεφάλαια στην επιχείρηση, εφόσον αυτό είναι δυνατό, πριν από το άνοιγμα του κεφαλαίου σε άλλους επενδυτές, και εφόσον αυτό δεν υπονομεύει την ελκυστικότητα της τοποθέτησης. Αυτό το τελευταίο στοιχείο ελήφθη υπόψη στις οικονομικές παραμέτρους που επιβλήθηκαν στον αρχικό ισολογισμό της France Télécom, από τον οποίο προκύπτει έμμεσα το ποσό της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς, όπως αναφέρθηκε ενώπιον του Κοινοβουλίου το 1996. Συνεπώς, ήταν απόλυτα συνεπές εκ μέρους του κράτους ως μοναδικού μετόχου να εισπράξει το μεγαλύτερο δυνατό ποσό έκτακτου μερίσματος σύμφωνα με τους όρους της Γαλλικής Δημοκρατίας, αντί να αφήσει τα κεφάλαια στην επιχείρηση από την οποία, μετά το άνοιγμα του κεφαλαίου το 1997, θα μπορούσε να αποκομίσει μόνο το μερίδιο που θα του αναλογούσε από το κεφάλαιο της επιχείρησης.

(174)

Η εγκυρότητα αυτής της συλλογιστικής που πρόβαλε την εποχή εκείνη η Γαλλική Δημοκρατία, η οποία ζητούσε να μην ληφθεί κατά κανένα τρόπο υπόψη η ανάλυση του ποσού της διαφοράς των 5,7 δισεκατ. ευρώ κατά την εκτίμηση της μεταρρύθμισης σε σχέση με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, επιβεβαιώνεται εξάλλου από τις παρατηρήσεις της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Πράγματι, με το να δηλώνει ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός του ποσού προσαρμογής θα ήταν συνάρτηση όχι του εκτιμώμενου κόστους της μεταρρύθμισης για το κράτος ή των πλεονεκτημάτων που θα αποκόμιζε η France Télécom, αλλά της εισφοροδοτικής ικανότητας της επιχείρησης, η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρει ότι η επιβολή ενός ποσού προσαρμογής θα ήταν μάλλον αποτέλεσμα της συμπεριφοράς ενός μόνο ενημερωμένου μετόχου παρά της συμπεριφοράς ενός κράτους — ρυθμιστή που επιδιώκει την εξισορρόπηση των συνταξιοδοτικών επιβαρύνσεων τις οποίες επωμιζόταν βάσει της μεταρρύθμισης.

(175)

Εάν ακολουθηθεί μια παρόμοια συλλογιστική, η Επιτροπή δεν θα έπρεπε, όπως ζήτησε την εποχή εκείνη η Γαλλική Δημοκρατία, να λάβει υπόψη την έκτακτη εφάπαξ εισφορά στην ανάλυση του συμβιβάσιμου της μεταρρύθμισης με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων. Εξυπακούεται ότι θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη μόνο η μείωση των ετήσιων εισφορών της France Télécom σε επίπεδο κατώτερο από αυτό των ανταγωνιστών που επεδίωκε η μεταρρύθμιση από το 1997.

(176)

Για τους ίδιους λόγους, η Επιτροπή δεν μπορεί να ακολουθήσει τις παρατηρήσεις των καταγγελλόντων που ζητούν τη θέσπιση μηχανισμών προσαρμογής της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς που καταβλήθηκε το 1997 και της ετήσιας εργοδοτικής εισφοράς της France Télécom, για να εξασφαλιστεί η δημοσιονομική ουδετερότητα της μεταρρύθμισης. Αυτό θα οδηγούσε επίσης σε νέο υπολογισμό και σε εικονική εκ των υστέρων ανακατανομή συνολικά ή εν μέρει της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς που καταβλήθηκε στον προϋπολογισμό του κράτους το 1997. Επιπλέον, ο μηχανισμός τον οποίο επικαλούνται θα θέσπιζε έναν εκ των υστέρων έλεγχο κάθε έτος, σκοπός του οποίου δεν θα ήταν να διασφαλίσει την αναλογικότητα της χορηγούμενης ενίσχυσης, αν και μειωμένης κατά την έκτακτη εφάπαξ συνεισφορά του 1997, αλλά η κατάργηση κάθε ενίσχυσης στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης.

(177)

Αντιθέτως, πρέπει να εξεταστεί αν η καταβολή της έκτακτης εισφοράς μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του μέτρου της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, εγκρίνοντας την αιτιολόγηση αυτής της καταβολής όπως διατυπώθηκε στο νόμο του 1996.

(178)

Σύμφωνα με το νόμο του 1996, η έκτακτη εφάπαξ εισφορά του 1997 καταβλήθηκε ως αντιστάθμισμα για την ανάληψη των συνταξιοδοτικών επιβαρύνσεων από το γαλλικό κράτος. Υπό αυτούς τους όρους, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις της επιβολής αυτής της εισφοράς στον συνολικό ισολογισμό της μεταρρύθμισης που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1996, όπως εφαρμόζεται μέχρι σήμερα. Πρέπει να ληφθεί υπόψη το διάστημα κατά το οποίο η επιβάρυνση για τις συντάξεις γήρατος καλυπτόταν από την έκτακτη εφάπαξ εισφορά.

(179)

Όσον αφορά τη σύγκριση των χρηματικών ροών για την France Télécom κλιμακούμενων σε διάρκεια χρόνου, δηλαδή την καταβολή της έκτακτης εισφοράς το 1997 και τις μικρότερες ετήσιες επιβαρύνσεις που ήταν αποτέλεσμα του νόμου του 1996 έκτοτε, είναι απαραίτητο να γίνει αναγωγή των εν λόγω ποσών στην παρούσα αξία. Κατά τη διάρκεια του 1997, διάφορες πληρωμές έκτακτης εισφοράς κλιμακώθηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 1997, αν και η χρηματοδότηση αυτής με δάνειο μετέθεσε, εκ των πραγμάτων, για μεταγενέστερο χρόνο τη χρηματοδοτική επιβάρυνση για την France Télécom. Αφετέρου, οι πληρωμές της εξοφλητικής εισφοράς πραγματοποιήθηκαν από την αρχή του έτους 1997. Το επιτόκιο προεξόφλησης πρέπει, καταρχήν να είναι σύμφωνο με την ανακοίνωση της Επιτροπής που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση (71), το οποίο, ενδεικτικά, ήταν 5,53 % τον Οκτώβριο του 1997. Πρέπει να εξεταστεί αν ενδείκνυται στην προκειμένη περίπτωση να εφαρμοστεί διαφορετικό επιτόκιο από αυτό που ορίζεται στην ανακοίνωση, κατά παρέκκλιση από τους κανόνες οι οποίοι κοινοποιήθηκαν στα κράτη μέλη, τους οποίους όρισε η Επιτροπή και τους οποίους οφείλει να εφαρμόζει, εκτός εάν υπάρχει δεόντως αιτιολογημένη εξαίρεση.

(180)

Ως προς αυτό, η επιλογή του συντελεστή 7 % που χρησιμοποίησε η αναλογιστική υπηρεσία της γαλλικής κυβέρνησης για την προεξόφληση των ταμειακών ροών της μεταρρύθμισης του 1996 μέχρι το 2043 δεν ήταν δικαιολογημένη, […], εφόσον η παρούσα ανάλυση αφορά μικρότερη περίοδο λόγω του διαπιστωθέντος χρονοδιαγράμματος. Ο συντελεστής του 7 % είναι επίσης πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο του 4,4 % των ετήσιων επιτοκίων προεξόφλησης για την περίοδο 1997-2010 που επέλεξε η Γαλλική Δημοκρατία στις παρατηρήσεις της επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας ή το επιτόκιο προεξόφλησης του […]% που επελέγη το 1998 κατά τη μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των υπαλλήλων της La Poste (72).

(181)

Τα επιτόκια της τάξης του 7 % για τους ΟΑΤ σε 15 έτη για το 1996 που πρόβαλε η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Το επιτόκιο πρέπει να καθοριστεί για το 1997 και όχι για τον μέσο όρο του 1996. Επιπλέον, η διάρκεια των 15 ετών είναι υπερβολικά μεγάλη σε σχέση με τη σημασία των ροών των ετήσιων πληρωμών τις οποίες θεωρητικά θα έπρεπε να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της περιόδου η έκτακτη εφάπαξ εισφορά, για τις οποίες δεν θα αρκούσαν μόνο οι τόκοι. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη η επιλογή ενός σύνθετου επιτοκίου που καθορίζεται με βάση διαφορετικά επιτόκια για τη βέλτιστη τοποθέτηση της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς για την αντιμετώπιση εντός του χρονοδιαγράμματος των ροών που επέφερε η μεταρρύθμιση του 1996 από την πλευρά του γαλλικού κράτους. Πέρα από το γεγονός ότι ένα παρόμοιο επιτόκιο, της τάξης του 5,50 %, δεν θα διέφερε ουσιαστικά από το επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής για τον Οκτώβριο του 1997, η επιλογή δεν θα λάμβανε υπόψη το γεγονός ότι η ανάλυση πραγματοποιείται από την άποψη της France Télécom (73).

(182)

Τέλος, ως προς αυτό, το επιτόκιο αναφοράς του 7 % για τα υποχρεωτικά δάνεια της France Télécom το διάστημα από το 1991 έως το 1997 που προβάλλουν οι γαλλικές αρχές καλύπτει μια περίοδο 10 ετών πολύ προγενέστερη των εξεταζόμενων γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός είναι ότι η France Télécom χρηματοδότησε την έκτακτη εφάπαξ εισφορά το 1996 με εκδόσεις κατά κανόνα βραχυπρόθεσμες και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, με εκδόσεις ομολόγων. Όμως, από τους τόκους που κατέβαλε η France Télécom για τα νέα δάνεια που συνήψε το 1996 προκύπτει προεξοφλητικό επιτόκιο 4,8 %, με βάση τον ισολογισμό της στις 31 Δεκεμβρίου 1996 (74). Ένα παρόμοιο επιτόκιο προσαρμόζεται στο ουσιαστικό περιεχόμενο των πραγματικών χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων τις οποίες επωμίστηκε η France Télécom την περίοδο εκείνη για να χρηματοδοτήσει την έκτακτη εισφορά. Εντούτοις, κρίνεται σκόπιμο να μην εξαρτηθεί το επιτόκιο προεξόφλησης από την επιλογή της επιχείρησης εκείνη την περίοδο, αλλά να χρησιμοποιηθεί το αντικειμενικό επιτόκιο αναφοράς που όρισε η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της που εφαρμόζεται σε θέματα επιτοκίων προεξόφλησης (75).

(183)

Εν ολίγοις, δεν κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί στην προκειμένη περίπτωση διαφορετικό επιτόκιο αναφοράς από αυτό που προκύπτει από την ανακοίνωση της Επιτροπής που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατά παρέκκλιση από τους κανόνες που έθεσε η Επιτροπή και οι οποίοι κοινοποιήθηκαν στα κράτη μέλη.

Πίνακας 5

Ταμειακές ροές που ήταν αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης του 1996 για τη France Télécom (1997-2011)

(εκατ. ευρώ)

Έτος

Καταβληθείσες συντάξεις

(A)

Αντιστάθμιση και υπεραντιστάθμιση

(B)

Ετήσιες εισφορές

(Γ)

Πλεονέκτημα υπέρ της FT

(Δ)

(A + B – Γ) (76)

Ποσό προσαρμογής την 1η Ιανουαρίου

(E)

Τόκος

(F)

Ποσό προσαρμογής 31 Δεκεμβρίου

(E + F – D)

1997  (77)

[…]

[…]

[…]

122,3

5 716,8

184,4

5 777,9

1998

[…]

[…]

[…]

188,2

5 777,9

319,5

5 909,2

1999

[…]

[…]

[…]

189,8

5 909,2

326,8

6 046,2

2000

[…]

[…]

[…]

298,3

6 046,2

334,4

6 082,2

2001

[…]

[…]

[…]

302,9

6 082,2

336,3

6 115,6

2002

[…]

[…]

[…]

305,9

6 115,6

338,2

6 148,0

2003

[…]

[…]

[…]

364,7

6 148,0

340,0

6 123,3

2004

[…]

[…]

[…]

477,4

6 123,3

338,6

5 984,5

2005

[…]

[…]

[…]

619,1

5 984,5

330,9

5 696,3

2006

[…]

[…]

[…]

744,4

5 696,3

315,0

5 266,9

2007

[…]

[…]

[…]

909,9

5 266,9

291,3

4 648,2

2008

[…]

[…]

[…]

1 101,0

4 648,2

257,0

3 804,3

2009

[…]

[…]

[…]

1 255,8

3 804,3

210,4

2 758,9

2010

[…]

[…]

[…]

1 386,6

2 758,9

152,6

1 524,8

2011

(est.)

[…]

[…]

[…]

1 497,5

1 524,8

84,3

111,6

(184)

Κεφαλαιοποιημένη με επιτόκιο προεξόφλησης 5,53 %, η συνεκτίμηση του ποσού της προσαρμογής έπρεπε να αντισταθμίσει μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2012 (78) την απαλλαγή από τις ετήσιες επιβαρύνσεις με την οποία ωφελήθηκε η France Télécom από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης του 1996.

(185)

Επιπλέον, η λήξη αυτής της αντιστάθμισης, που εξουδετερώνει τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης, θα συνέπιπτε εξάλλου, με διαφορά ορισμένων μηνών, με την πραγματική εξάντληση των πόρων του δημόσιου οργανισμού στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείριση της έκτακτης εισφοράς της France Télécom, η οποία προβλέφθηκε για τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Στην ανάλυση της επικαιροποίησης προστίθεται επίσης το γεγονός ότι, σε κάθε περίπτωση, η έκτακτη εισφορά θα αναλωθεί πράγματι. Ως εκ τούτου, δεν θα υφίσταντο ποσά που δεν θα είχαν επιστραφεί στον προϋπολογισμό του κράτους και τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχε προβλεφθεί στον εφαρμοστέο νόμο του προϋπολογισμού.

(186)

Δικαιολογείται, συνεπώς, λόγω της καταβολής αυτής της έκτακτης εισφοράς το 1997, να μην αναγκασθεί η France Télécom να καταβάλει πρόσθετη ετήσια εισφορά για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1997 και σε ημερομηνία μεταγενέστερη από τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η οποία θα πρέπει να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Πράγματι, στο βαθμό που τα αριθμητικά στοιχεία για το έτος 2011, όπως εμφανίζονται στον πίνακα 5, και τα στοιχεία της επιβάρυνσης για την αντιστάθμιση και υπεραντιστάθμιση είναι αποτέλεσμα εκτιμήσεων, πρέπει η ακριβής ημερομηνία να προσδιοριστεί από τη Γαλλική Δημοκρατία βάσει των οριστικών ημερομηνιών των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν, των οριστικών ποσών των παροχών που καταβλήθηκαν και των μειωμένων εισφορών και άλλων πλεονεκτημάτων προς όφελος της France Télécom που είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου του 1996, εφαρμόζοντας τις αρχές υπολογισμού που αναφέρονται στον πίνακα 5.

(187)

Αντίθετα, μετά την εξουδετέρωση των αποτελεσμάτων της έκτακτης εισφοράς και την εξάντληση των πόρων που καταβάλλονται στο κράτος, η χορηγηθείσα το 1996 ενίσχυση στην France Télécom θα παράγει τα πλήρη αποτελέσματά της παρέχοντας στη France Télécom πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της. Η μόνη αιτιολογία θα μπορεί να είναι τότε για την ενίσχυση η υποχρέωση της France Télécom να καταβάλει εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα υπολογιζόμενη βάσει συντελεστή που εξασφαλίζει πραγματική ισότητα του ανταγωνισμού. Συνεπώς, εάν παρέμεναν αμετάβλητες οι διατάξεις του νόμου του 1990, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο του 1996, καθώς και οι συνακόλουθες εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις, εφόσον προβλέπουν ότι το ποσοστό της εισφοράς εξοφλητικού χαρακτήρα υπολογίζεται κατά τρόπο που να εξισώνει τα επίπεδα των υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στους μισθούς μεταξύ της France Télécom και των άλλων επιχειρήσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών οι οποίες υπάγονται στο κοινό δίκαιο όσον αφορά τις κοινωνικές εισφορές, περιορίζοντας τον υπολογισμό στους κινδύνους που είναι κοινοί και για τους μισθωτούς ιδιωτικού δικαίου και για τους δημοσίους υπαλλήλους, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην France Télécom μέχρι την εξάλειψη των οικονομικών υποχρεώσεων τις οποίες επωμίστηκε το γαλλικό κράτος αντί της France Télécom δυνάμει του νόμου του 1996 δεν θα ήταν πλέον σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

(188)

Για να ικανοποιηθεί το κριτήριο της συμμόρφωσης με το γενικό συμφέρον που προβλέπεται από το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, για να είναι συμβιβάσιμη η ενίσχυση πρέπει να ικανοποιούνται οι όροι τους οποίους επιβάλλει η παρούσα απόφαση.

7.   ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

(189)

Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο η Γαλλική Δημοκρατία να τροποποιήσει τις εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις για να θεσπίσει, να υπολογίσει και να εισπράξει την εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα την οποία πρέπει να καταβάλει η France Télécom, κατά τρόπο ώστε να εξισωθεί το επίπεδο των υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων επί των μισθών μεταξύ της France Télécom και των άλλων επιχειρήσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών οι οποίες υπάγονται στο κοινό δίκαιο ως προς τις κοινωνικές παροχές. Εξάλλου, οι τρόποι και οι παράμετροι υπολογισμού πρέπει να καθοριστούν με διαφανή και αντικειμενικό τρόπο και να είναι δυνατή η άσκηση ελέγχων και προσφυγών.

(190)

Η Γαλλική Δημοκρατία οφείλει επίσης, κατά τον υπολογισμό του συντελεστή της εισφοράς εξοφλητικού χαρακτήρα, να εξισώσει πράγματι το επίπεδο των υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων επί των μισθών μεταξύ της France Télécom και των άλλων επιχειρήσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών οι οποίες υπάγονται στο κοινό δίκαιο των κοινωνικών παροχών, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τους μη κοινούς κινδύνους για τους μισθωτούς ιδιωτικού δικαίου και δημοσίους υπαλλήλους που απασχολούνται από τη France Télécom.

(191)

Στις παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας που αναλύονται διεξοδικότερα στα επικαιροποιημένα παραρτήματα III και V, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν εκτιμήσεις του συντελεστή της εξοφλητικής εισφοράς που έπρεπε να καταβάλει η France Télécom από το 1997 (βλέπε πίνακα 4), εάν είχαν ενσωματωθεί στον τρόπο υπολογισμού οι μη κοινοί κίνδυνοι (εφεξής «τροποποιημένος συντελεστής»). Ο τροποποιημένος συντελεστής ενσωματώνει ταυτόχρονα τις εισφορές ανεργίας και τη διασφάλιση των αξιώσεων των μισθωτών, οι οποίες προσαυξάνονται, και τις ειδικές εισφορές τις οποίες δεν καταβάλλουν οι ανταγωνιστές της France Télécom, όπως η αλληλεγγύη του 1 % και οι παροχές σε είδος για την παύση της εργασίας αυτοασφαλισμένων της France Télécom, κατά τις οποίες μειώνεται. Από τα ανωτέρω προκύπτει συντελεστής ανώτερος περίπου κατά 7 εκατοστιαίες μονάδες από τον συντελεστή που εφαρμόζεται πράγματι σήμερα.

(192)

Ένας παρόμοιος συντελεστής εξασφαλίζει πράγματι ισότιμους όρους ανταγωνισμού σε σχέση με τη μερική ισότητα μόνο η οποία θεσπίστηκε με τον νόμο του 1996, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές κοινωνικές εισφορές της France Télécom. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί συνεπώς, τις αρχές, τη μέθοδο και τους τρόπους υπολογισμού που εφάρμοσε η Γαλλική Δημοκρατία για να καθορίσει έναν τροποποιημένο συντελεστή εξοφλητικής εισφοράς, ώστε να εξισώσει το επίπεδο των υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων επί των μισθών μεταξύ της France Télécom και των άλλων επιχειρήσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών οι οποίες υπάγονται στο κοινό δίκαιο των κοινωνικών παροχών, όπως αναφέρει στις επικαιροποιημένες παρατηρήσεις της η Γαλλική Δημοκρατία και περιγράφονται αναλυτικά στα παραρτήματα III και V των εν λόγω παρατηρήσεων.

(193)

Κατά συνέπεια, ο ετήσιος καθορισμός του συντελεστή που θα εξασφαλίζει την εξίσωση των όρων ανταγωνισμού εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας πρέπει να είναι σύμφωνος με τις αρχές, τη μέθοδο και τους τρόπους υπολογισμού της εισφοράς εξοφλητικού χαρακτήρα, που παρατίθενται στις παρατηρήσεις οι οποίες αναφέρονται την αιτιολογική σκέψη 191. Ειδικότερα, ο τροποποιημένος συντελεστής θα ενσωματώνει ταυτόχρονα τις εισφορές ανεργίας και διασφάλισης των αξιώσεων των μισθωτών και των εισφορών ή ειδικών επιβαρύνσεων τις οποίες δεν καταβάλλουν οι ανταγωνιστές της France Télécom, όπως το 1 % αλληλεγγύης και τις παροχές σε είδος για την παύση της εργασίας αυτοασφαλισμένων της France Télécom.

(194)

Αυτή η εξίσωση θα διασφαλίσει εκ των πραγμάτων πραγματικά ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ της France Télécom και των ανταγωνιστών της και θα εγγυηθεί την αναλογικότητα και το συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά μιας ενίσχυσης που χορηγήθηκε το 1996.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(195)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλική Δημοκρατία χορήγησε παράνομα μια ενίσχυση η οποία θεσπίστηκε με τη μεταρρύθμιση το 1996 του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν υπαχθεί στην France Télécom κατά παράβαση, από τότε που τέθηκε σε ισχύ, του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(196)

Η χορήγηση αυτής της ενίσχυσης από το 1997 επέτρεψε την απαλλαγή της France Télécom από τις ετήσιες κοινωνικές επιβαρύνσεις. Εντούτοις, το αποτέλεσμα αυτό εξουδετερώθηκε, τουλάχιστον μέχρι το 2010, από την καταβολή της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς που προβλέφθηκε από την εν λόγω μεταρρύθμιση. Αυτή η εξουδετέρωση αιτιολογεί ότι οι όροι που επέτρεπαν την πραγματικά ίση μεταχείριση της France Télécom και των ανταγωνιστών της σε σχέση με αυτές τις επιβαρύνσεις και οι οποίοι καθιστούσαν την εν λόγω ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά τηρήθηκαν αρχής γενομένης από ημερομηνία μεταγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 2010, η οποία δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί.

(197)

Συνεπώς, στον βαθμό που και εφόσον η Γαλλική Δημοκρατία λάβει υπόψη, κατά τον υπολογισμό της εισφοράς εξοφλητικού χαρακτήρα την οποία οφείλει η France Télécom, τα επίπεδα των υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων επί των μισθών μεταξύ της France Télécom και των άλλων επιχειρήσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών οι οποίες υπάγονται στο κοινό δίκαιο των κοινωνικών παροχών, λαμβάνοντας υπόψη τους κοινούς και μη κοινούς κινδύνους για τους μισθωτούς ιδιωτικού δικαίου και τους δημοσίους υπαλλήλους, η μεταρρύθμιση που θεσπίστηκε με τον νόμο του 1996 μπορεί να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Η Γαλλική Δημοκρατία οφείλει, συνεπώς, να λάβει τα μέτρα, ιδίως νομοθετικού και κανονιστικού χαρακτήρα, που είναι αναγκαία για την τήρηση του όρου που αναφέρεται στην παρούσα αιτιολογική σκέψη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που είναι αποτέλεσμα της μείωσης του αντισταθμίσματος που καταβάλλεται στο κράτος για την εκκαθάριση και καταβολή των συντάξεων οι οποίες χορηγούνται, κατ’ εφαρμογή του κώδικα συντάξεων γήρατος των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών, στους δημόσιους υπαλλήλους της France Télécom, κατ’ εφαρμογή του νόμου αριθ. 96-660 της 26ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη δημόσια επιχείρηση France Télécom, ο οποίος τροποποίησε τον νόμο αριθ. 90-568 της 2ας Ιουλίου 1990 σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας των ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών, είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2.

Άρθρο 2

Η εργοδοτική εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα την οποία οφείλει η France Télécom βάσει του άρθρου 30 στοιχείο γ) του νόμου αριθ. 60-568 της 2ας Ιουλίου 1990 σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών, υπολογίζεται και εισπράττεται κατά τρόπο που να εξισώνει τα επίπεδα των συνολικών υποχρεωτικών κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων επί των μισθών μεταξύ της France Télécom και των άλλων επιχειρήσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών οι οποίες υπάγονται στο κοινό δίκαιο των κοινωνικών παροχών.

Για να τηρήσει αυτόν τον όρο, το αργότερο εντός επτά μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γαλλική Δημοκρατία οφείλει:

α)

να τροποποιήσει το άρθρο 30 του νόμου αριθ. 90-568, της 2ας Ιουλίου 1990, σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών καθώς και τις κανονιστικές ή άλλες πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή του, κατά τρόπο ώστε η μέθοδος υπολογισμού και η είσπραξη της εργοδοτικής εισφοράς εξοφλητικού χαρακτήρα την οποία οφείλει η France Télécom να μην περιορίζεται μόνο στους κοινούς κινδύνους των μισθωτών ιδιωτικού δικαίου και των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά να περιλαμβάνει επίσης και τους μη κοινούς κινδύνους·

β)

να εισπράξει από την France Télécom, από την ημερομηνία κατά την οποία τα ποσά της έκτακτης εισφοράς, η οποία θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 96-660 της 26ης Ιουλίου 1996, κεφαλαιοποιημένα με το επιτόκιο προεξόφλησης που προκύπτει από την εφαρμογή της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, εξισώνονται με το ποσό των εισφορών και επιβαρύνσεων τις οποίες η France Télécom θα συνέχιζε να καταβάλει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 του νόμου αριθ. 90-568 της 2ας Ιουλίου 1990 στην αρχική διατύπωσή του, εργοδοτική εισφορά εξοφλητικού χαρακτήρα υπολογιζόμενη με βάση τους τρόπους που προσδιορίζονται στο στοιχείο α), συνεκτιμώντας τους κοινούς και τους μη κοινούς κινδύνους στους οποίους υπόκεινται οι μισθωτοί ιδιωτικού δικαίου και οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Άρθρο 3

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γαλλική Δημοκρατία υποβάλλει στην Επιτροπή αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Ενημερώνει ιδίως την Επιτροπή σχετικά με:

α)

την κατάσταση προόδου των τροποποιήσεων των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 2·

β)

τα οριστικά ποσά των αντισταθμίσεων και εισφορών για το έτος 2011 και αυτά που, κατά περίπτωση, προβλέπονται για το 2012, σε σχέση ιδίως με το ενδεχόμενο υπόλοιπο των κεφαλαιοποιηθέντων ποσών της έκτακτης εισφοράς·

γ)

τα ποσά της εργοδοτικής εισφοράς εξοφλητικού χαρακτήρα που υπολογίζονται με τους τρόπους που προσδιορίζονται στο άρθρο 2 για τις επόμενες χρήσεις, σε αναμονή της τροποποίησης της νομοθεσίας·

δ)

τις πληρωμές της εργοδοτικής εισφοράς που πραγματοποιήθηκαν αφότου τα ποσά της έκτακτης εισφοράς που θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 96-660 της 26ης Ιουλίου 1996, κεφαλαιοποιημένα με το επιτόκιο προεξόφλησης που προκύπτει από την εφαρμογή της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης, τα οποία εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, έπαψαν να εξουδετερώνουν τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης του 1996.

2.   Η Γαλλική Δημοκρατία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Κοινοποιεί αμελλητί, με απλή αίτηση της Επιτροπής, κάθε πληροφορία σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Οι διατάξεις και των δύο άρθρων είναι κατ’ ουσία ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται κατά περίπτωση ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88, αντίστοιχα, της συνθήκης ΕΚ.

(2)  ΕΕ L 1 της 3.1.1994, σ. 3.

(3)  ΕΕ C 213 της 21.8.2008, σ. 11.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 3.

(5)  Απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2008, Hotel Cipriani κ.α. κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-254/00, T-270/00 και Τ-277/00, Συλλογή, σ. II-3269.

(6)  Απόφαση της Επιτροπής 2009/703/ΕΚ της 11ης Φεβρουαρίου 2009 σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 55/2007 που χορηγήθηκε στην BT Plc (ΕΕ L 242 της 15.9.2009, σ. 21).

(7)  Νόμος αριθ. 90-568 της 2ας Ιουλίου 1990 σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών, JORF αριθ. 157 της 8ης Ιουλίου 1990, σ. 8069.

(8)  Στρογγυλοποιημένα στοιχεία.

(9)  France Télécom, Rapport annuel 1996, σελίδες 35, 60 και 64 και απάντηση των γαλλικών αρχών της 17ης Μαρτίου 2004, σημείο 4(1) α).

(10)  Νόμος αριθ. 96-660 της 26ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη δημόσια επιχείρηση France Télécom, JORF αριθ. 174 της 27ης Ιουλίου 1996 σ. 11398.

(11)  Έγγραφο αναφοράς 2008 της France Télécom που κατατέθηκε στην l’Autorité des Marchés Financiers, σ. 18.

(12)  Γερουσία, έκθεση αριθ. 406 που υποβλήθηκε εξ ονόματος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων και Προγραμματισμού για το σχέδιο νόμου σχετικά με τη δημόσια επιχείρηση France Télécom από τον M. Gérard Larcher, σ. 17.

(13)  Οι αριθμοί ή τα μέρη που είναι ανάμεσα σε […] είναι εμπιστευτικά ή καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο.

(14)  Γερουσία, έκθεση αριθ. 406 του M. Gérard Larcher, προαναφερθείσα, σ. 15.

(15)  Πρακτικά της συζήτησης στην Εθνοσυνέλευση της 26ης Ιουνίου 1996, σ. 4 έως 6 και 20. Πρακτικά της συνόδου της Γερουσίας της 10ης Ιουνίου 1996 σ. 6.

(16)  France Télécom, Rapport annuel 1996, σ. 56.

(17)  France Télécom, Rapport annuel 1996, σελίδες. 35, 60 και 64.

(18)  France Télécom, Rapport annuel 1996, σ. 70 έως 73. Η υποσημείωση αριθ. 15 στους λογαριασμούς αναφέρει την αύξηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων οφειλών από 6,2 δισεκατ. FRF σε 30,8 δισεκατ. FRF και από 66,9 δισεκατ. FRF σε 74,2 δισεκατ. FRF αντίστοιχα, ήτοι συνολική αύξηση κατά 31,8 δισεκατ. FRF κατά τη διάρκεια της χρήσης 1996. Η αύξηση των χρεών της εταιρείας το 1996, η οποία οφείλεται σχεδόν κατά τα τρία τέταρτα στην αύξηση των εμπορικών χρεογράφων προερχόμενων από τιτλοποίηση και βραχυπρόθεσμων χρεογράφων, αποδίδεται από τους ελεγκτές στη χρηματοδότηση της οφειλόμενης στο κράτος έκτακτης εισφοράς ύψους 37,5 δισεκατ. FRF. Το μέσο επιτόκιο που εφαρμόστηκε στο χρέος της France Télécom στις 21 Δεκεμβρίου 1996 ήταν 4,33 % για τις βραχυπρόθεσμες και 6,57 % για τις μακροπρόθεσμες οφειλές.

(19)  Άρθρο 46 του νόμου του προϋπολογισμού του 1997 αριθ. 96-1181, JORF αριθ. 304 της 31ης Δεκεμβρίου 1996, σ. 19490.

(20)  Έκθεση στην Εθνική Συνέλευση αριθ. 3030 του M. Philippe Auberger για τον νόμο του προϋπολογισμού του 1997, σ. 453.

(21)  Το 2006, η ετήσια καταβολή από το ίδρυμα προσαυξήθηκε κατά 1 δισεκατ. ευρώ για τις ανάγκες του ταμείου κίνησης του ειδικού λογαριασμού για τις συντάξεις. Και άλλες παρεκκλίσεις με ανώτατο όριο 10 % της ετήσιας καταβολής λόγω αναγκών χρηματοδότησης του λογαριασμού ειδικού σκοπού που συνεπάγεται μεγαλύτερες ετήσιες καταβολές πραγματοποιήθηκαν από το 1996, βλέπε Annexe 37 με τίτλο «Les Régimes Sociaux et de Retraite – Pensions», αριθ. 1198 (chapitre II-2 B-3) της έκθεσης υπ’ αριθ. 1127 στην Εθνική Συνέλευση σχετικά με το σχέδιο νόμου του προϋπολογισμού του 2008 του κ. Gilles Carrez. Βλέπε επίσης Rapport de l’Inspection Générale des Finances M2007-005-02, «La gestion pluriannuelle des finances publiques», Απρίλιος 2007, Annexe VI, σ. 9.

(22)  νόμος του προϋπολογισμού του 2011 υπ’ αριθ. 2010-1657 της 29ης Δεκεμβρίου 2010, Etats législatifs Annexe III, Comptes d’affectation spéciale, Pensions, ligne 60, JORF αριθ. 0302 της 30ής Δεκεμβρίου 2010 σελίδα 23033. Στο παράρτημα 37 με τίτλο «Les Régimes Sociaux et de Retraite — Pensions», αριθ. 1198, ο νομοθέτης πρόβλεψε ότι η καταβολή το 2008 ποσού 252 εκατ. ευρώ θα εξαντλούσε τους διαθέσιμους πόρους του δημόσιου οργανισμού στις 31 Δεκεμβρίου 2011 βάσει ετήσιας καταβολής ύψους 626 εκατ. ευρώ για το 2010, ενώ η πραγματική καταβολή αφορούσε ποσό 635,8 εκατ. ευρώ. Αυτή η απόκλιση κατά 10 εκατ. ευρώ φαίνεται ότι εξηγεί την καταβολή ποσού 243 εκατ. ευρώ που προβλέπονταν στον νόμο του προϋπολογισμού του 2011.

(23)  Το ποσό των 36,9 δισεκατ. ευρώ (242 δισεκατ. FRF) αντιστοιχεί στην πιθανή αξία των μελλοντικών δεσμεύσεων κατά την 1η Ιανουαρίου 1997. Είναι συνεπώς διαφορετικό, και σωστότερο για την εκτίμηση των εν λόγω μέτρων, από το ποσό των 35,7 δισεκατ. ευρώ (234 δισεκατ. FRF) που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 24 της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, που αντιστοιχεί στην πιθανή αξία των μελλοντικών υποχρεώσεων την ημερομηνία της 1ης Ιανουαρίου 1996, δηλαδή πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος του 1996.

(24)  Μια τέτοια αξιολόγηση, που καλύπτει το σύνολο της περιόδου μέχρι την εξάλειψη των οικονομικών υποχρεώσεων του γαλλικού κράτους έναντι των συνταξιοδοτούμενων δημοσίων υπαλλήλων και των δικαιούχων τους, βασίζεται αναγκαστικά σε πολλές υποθέσεις οι οποίες αφορούν, ιδίως, τη γαμηλιότητα, τις γεννήσεις καθώς και τις ημερομηνίες συνταξιοδότησης και θανάτου του ενδιαφερόμενου πληθυσμού, σε συνάρτηση πάντοτε με το επιλεγόμενο ποσοστό προεξόφλησης, στην προκειμένη περίπτωση 7 %. Η αναλογιστική εταιρεία JWA, την οποία διόρισε η γαλλική κυβέρνηση, έκρινε ότι τα ποσοστά αυτά ήταν υψηλά εφόσον, εάν αφαιρεθεί μια πληθωριστική τιμή της τάξης του 2 %, το καθαρό επιτόκιο προεξόφλησης θα παρέμενε 5 %, «τιμή που πρέπει να συγκριθεί, παραδείγματος χάρη με την ανώτατη τιμή του 3,5 % που επιτρέπει το γαλλικό δίκαιο για την προεξόφληση των ροών των ισόβιων αποδοχών». Βλέπε έκθεση JWA, ως παράρτημα 2 της επιστολής των γαλλικών αρχών της 17ης Μαρτίου 2004, σ. 6 και 13 έως 15.

(25)  Παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και της France Télécom (Έκθεση JWA) της 18ης Οκτωβρίου 2010.

(26)  ΕΕ L 131 της 27.5.1988, σ. 73.

(27)  ΕΕ L 192 της 24.7.1990, σ. 10.

(28)  ΕΕ L 74 της 22.3.1996, σ. 13.

(29)  Βλέπε ετήσια έκθεση France Télécom 1997 και έκθεση της Ρυθμιστικής Αρχής Τηλεπικοινωνιών για το 1997 και το 2002, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα: http://www.arcep.fr/index.php?id=2105

(30)  France Télécom, Rapport annuel 1997.

(31)  Assemblée Nationale, Compte Rendu du débat du 26 juin 1996, σ. 3.

(32)  Βλέπε σχετικά, έγγραφο αναφοράς 2008 της France Télécom, που κατατέθηκε στην Autorité des Marchés Financiers, ιδίως, «Description des Activités», σελίδες 25-122.

(33)  Απόφαση της Επιτροπής της 10ης Οκτωβρίου 2007, στην υπόθεση C 43/2006 (ΕΕ L 63 της 7.3.2008, σ. 16).

(34)  Απόφαση 2005/709/ΕΚ της Επιτροπής, που κοινοποιήθηκε με τον αριθμό C(2004) 3061 (ΕΕ L 269 της 14.10.2005, σ. 30).

(35)  Απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2007 στην υπόθεση C-441/06, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή, σ. I-8887.

(36)  Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, Danske Busvognmaend κατά Επιτροπής, («Combus») T-157/01, Συλλογή. σ. II-917, σκέψη 57.

(37)  Απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2008, Hotel Cipriani κ.α. κατά Επιτροπής, (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-254/00, T-270/00 και T-277/00, Συλλογή., σ. II-3269) σκέψεις 181, 185, 186, 189, 192 και 193.

(38)  Βλέπε υποσημείωση 32.

(39)  Βλέπε υποσημείωση αριθ. 32.

(40)  Η συνέχιση των καταβολών που διακόπηκε με τον νόμο του 1996 θα είχε ως αποτέλεσμα αντισταθμιστική επιβάρυνση της τάξης του […]% των συντάξεων που χορηγήθηκαν το 1997, η οποία θα μειωνόταν κατά […]% ετησίως στη συνέχεια. Παρατηρήσεις της France Télécom της 18ης Οκτωβρίου 2010, πίνακας 4.

(41)  Βλέπε υποσημείωση αριθ. 33.

(42)  Το ποσό υπολογίζεται εάν αφαιρεθούν από το ποσό της συνολικής παρούσας οφειλής της France Télécom για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων της (38,1 δισεκατ. ευρώ) το ποσό της τρέχουσας αξίας των εργοδοτικών εισφορών εξοφλητικού χαρακτήρα το 1996 (-15,2 δισεκατ. ευρώ), η κατ’ αποκοπή εισφορά που καθορίστηκε το 1996 (-5,7 δισεκατ. ευρώ) και οι σχετικές εισφορές των εργαζομένων (-4,9 δισεκατ. ευρώ χωρίς αναγωγή στην παρούσα αξία), ήτοι συνολικό ποσό 12,3 δισεκατ. ευρώ ή, τουλάχιστον, 9,9 δισεκατ. ευρώ, εάν η συνολική καθαρή τρέχουσα αξία του χρέους της France Télécom για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων της υπολογιζόταν σε 35,7 δισεκατ. ευρώ, όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

(43)  Βλέπε υποσημείωση 32.

(44)  Το κείμενο είναι διαθέσιμο στον ακόλουθο ιστότοπο: http://ec.europa.eu/competition/elojade/isef/case_details.cfm?proc_code=1_38233

(45)  Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011 στην υπόθεση C-421/10 Deggendorf, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή.

(46)  Βλέπε υποσημείωση αριθ. 32.

(47)  Απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, Enirisorse, C-237/04, Συλλογή σ. I-2843.

(48)  Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, Danske Busvognmaend κατά Επιτροπής («Combus»), T-157/01, Συλλογή σ. II-917.

(49)  Απόφαση της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 1995, Sabena/Swissair — Aspect aide.

(50)  Βλέπε υποσημείωση 32.

(51)  Βλέπε υποσημείωση 32.

(52)  Αυτό το ποσό των 9,1 δισεκατ. ευρώ θα κάλυπτε το ποσό της προσαρμογής των 5,7 δισεκατ. ευρώ συν πρόσθετο ποσό 3,4 δισεκατ. ευρώ. Αυτό το επιπλέον ποσό προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ του πραγματικού κόστους για το κράτος από τη μεταρρύθμιση κατά τη διάρκεια της περιόδου, που υπολογίζεται σε 2,37 δισεκατ. ευρώ, αφενός, και του ποσού των 4,9 δισεκατ. ευρώ τόκων που θα παράγονταν από την τοποθέτηση του ποσού της προσαρμογής με επιτόκιο 7 % συν 840 εκατ. ευρώ από πρόσθετα φορολογικά έσοδα από τις εταιρείες για τις μικρότερες ετήσιες εισφορές της France Télécom.

(53)  Βλέπε υποσημείωση 33.

(54)  Ανακοίνωση της Επιτροπής «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις». (2007/C 272/05) (ΕΕ C 272 της 15.11.2007, σ. 4).

(55)  Απόφαση της Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2003 για τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου [C(2003) 4637 τελικό], άρθρο 2 (ΕΕ L 49 της 22.2.2005, σ. 9).

(56)  Απόφαση της Επιτροπής 2009/703/ΕΚ, της 11ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 55/07 που χορηγήθηκε στην BT Plc, σ. 21, αιτιολογική σκέψη 80 (ΕΕ L 242 της 15.9.2009).

(57)  Αυτή η προσέγγιση είναι έγκυρη αποκλειστικά και μόνο εφόσον επαληθευθούν στην πράξη οι πολυάριθμες υποκείμενες υποθέσεις. Εξάλλου, το επιτόκιο προεξόφλησης του 8 % που λήφθηκε υπόψη για τις συντάξεις της France Télécom είναι πολύ ανώτερο παραδείγματος χάρη από το επιτόκιο του 3 % που εφάρμοζε η Γαλλική Δημοκρατία, ασφαλώς μετά τα περιστατικά της προκειμένης περίπτωσης, στην περίπτωση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, για το οποίο η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2003 (προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου [C(2003) 4637 τελικό].

(58)  Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2001, Agrana Zucker und Stärke AG κατά Επιτροπής, T-187/99, Συλλογή σ. II-1587, σκέψη 74.

(59)  Βλέπε υποσημείωση 33.

(60)  Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλική Δημοκρατία και France Télécom SA κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-427/04 και T-17/05, Συλλογή. σ. II-4315. Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής T-81/10 P (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί).

(61)  Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με το κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία «πλαίσιο») (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33)· οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία «πρόσβαση») (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7)· οδηγία 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 249 της 17.9.2002, σ. 21).

(62)  Αναφορικά με τη ρύθμιση της γαλλικής Ρυθμιστικής Αρχής των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ARCEP, οι θέσεις της Επιτροπής όσον αφορά τα σχέδια που κοινοποιήθηκαν από το 2003 είναι διαθέσιμες στην ακόλουθη διεύθυνση: http://circa.europa.eu/Public/irc/infso/ecctf/library?l=/commissionsdecisions&vm=detailed&sb=Title.

Η απόφαση της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2003 στην υπόθεση COMP-38.233 που επιβάλλει ποινή λόγω κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της Wanadoo, θυγατρικής της France Télécom την περίοδο εκείνη, είναι διαθέσιμη στην ακόλουθη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/competition/elojade/isef/case_details.cfm?proc_code=1_38233.

Η αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου απορρίφθηκε στις 2 Απριλίου 2009 από το Δικαστήριο, στην υπόθεση C-202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή, σ. I-2369.

(63)  Απόφαση της Επιτροπής 2008/722/ΕΚ της, 10ης Μαΐου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 2/2006 που επρόκειτο να χορηγηθεί στον ΟΤΕ (ΕΕ L 243 της 11.9.2008, σ. 7), αιτιολογική σκέψη 137. Απόφαση της Επιτροπής 2009/703/ΕΚ, της 11ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την προαναφερθείσα κρατική ενίσχυση C 55/2007 που χορηγήθηκε στην BT Plc, αιτιολογικές σκέψεις 72, 81, 82 και 98.

(64)  Βλέπε ιδίως απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, Regione autonoma Sardegna κατά Επιτροπής, υπόθεση T-171/02, σκέψη 177.

(65)  Βλέπε υποσημείωση 32.

(66)  Οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 52 της 27.2.2008, σ. 3). Ένα μέρος των αγορών απελευθερώθηκε από τις 30 Δεκεμβρίου 2010.

(67)  Απόφαση La Poste, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 32, αιτιολογικές σκέψεις 35, 36, 167 και 169.

(68)  Απόφαση La Poste, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 32, αιτιολογική σκέψη 169.

(69)  Βλέπε παράρτημα 37 «Les Régimes Sociaux et de Retraite — Pensions», αριθ. 1198 (κεφάλαιο II-2 B-3) της έκθεσης αριθ. 1127 που υποβλήθηκε στην Εθνοσυνέλευση σχετικά με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2008 από τον Gilles Carrez.

(70)  Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλική Δημοκρατία και France Télécom SA κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-427/04 και T-17/05, Συλλογή, σ. II-4315, σκέψεις 215 και 217. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κατά αυτής της αποφάσεως (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom, υπόθεση C-81/10 P, βλέπε ιδίως σκέψεις 43 και επόμενες).

(71)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 232 της 10.8.1996, σ. 10) και ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα επιτόκια που εφαρμόζονται για την ανάκτηση ενισχύσεων και τα επιτόκια αναφοράς και προεξόφλησης για 15 κράτη μέλη, που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2005, καθώς και τα επιτόκια που εφαρμόζονται στην ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων καθώς και τα ιστορικά επιτόκια αναφοράς και προεξόφλησης που εφαρμόζονται από την 1η Αυγούστου 1997 (ΕΕ C 88 της 12.4.2005, σ. 5).

(72)  Απόφαση La Poste, προαναφερθείσα στην υποσημείωση αριθ. 32.

(73)  Η προσέγγιση αυτή θα συνίστατο στην εικονική τοποθέτηση μέρους των ποσών της έκτακτης εισφοράς σε χρηματοοικονομικά μέσα με διαφορετικές ληκτικότητες (π.χ. x% ετησίως, y% για τρία έτη, z% για δέκα έτη), ανάλογα με τα χρονοδιαγράμματα των πληρωμών (το ετήσιο υπόλοιπο των παροχών δεν καλύπτεται από τις εισφορές). Για το δεύτερο εξάμηνο του 1997, τα μέσα επιτόκια των ΟΑΤ σε 10 έτη διαμορφώθηκαν στο 5,49 %, ενώ στα επιτόκια για μικρότερη διάρκεια ήταν κατώτερα από αυτή την τιμή.

(74)  Βλέπε υποσημείωση 17. Το επιτόκιο προεξόφλησης αντανακλά το μέσο επιτόκιο στις 31 Δεκεμβρίου 1996 για τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οφειλές της France Télécom, σταθμισμένο με τα αντίστοιχα ποσά των νέων βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων οφειλών που συνάφθηκαν το 1996, τις οποίες οι ελεγκτές αποδίδουν κατά κύριο λόγο στη χρηματοδότηση της καταβολής της έκτακτης εισφοράς στο γαλλικό κράτος. Η αύξηση αυτή αποδίδεται σχεδόν κατά τα τρίτα τέταρτα (72 %) σε βραχυπρόθεσμα μέσα (εμπορικά χρεόγραφα προερχόμενα από τιτλοποίηση και βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα), το μέσο επιτόκιο των οποίων διαμορφώθηκε για το έτος στο 4,33 % στις 31 Δεκεμβρίου 1996.

(75)  Βλέπε υποσημείωση 69.

(76)  Η στήλη αυτή παραθέτει την ελάχιστη ετήσια εισφορά της France Télécom βάσει του νόμου του 1996, αφαιρώντας από τις καταβληθείσες εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών το κόστος των παροχών που εξυπηρετήθηκαν και την επιβάρυνση της αντιστάθμισης και υπεραντιστάθμισης που η France Télécom θα συνέχιζε να καταβάλλει χωρίς τη μεταρρύθμιση, όπως υπολογίστηκε από την France Télécom και διορθώθηκε με βάση τους υπολογισμούς της Γαλλικής Δημοκρατίας, μειώνοντας την επιβάρυνση ύψους 165 εκατ. ευρώ για την περίοδο 1997-2010.

(77)  Για το έτος 1997 κατά το οποίο οι καταβολές της έκτακτης εισφοράς πραγματοποιήθηκαν σε δόσεις μέχρι τον μήνα Οκτώβριο, η ισοδύναμη ημερομηνία καταβολής, όπως υπολογίστηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία είναι η 4η Ιουνίου 1997. Οι τόκοι έχουν υπολογιστεί με βάση αυτή την ημερομηνία.

(78)  Πρόκειται για κατά προσέγγιση εκτίμηση.


12.10.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 279/30


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 22ας Φεβρουαρίου 2012

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26534 — (C 27/10 πρώην NN 6/09) που χορήγησε η Ελλάδα υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ΑΕ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2011) 9385]

(Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2012/541/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης (1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Κατόπιν πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα σκόπευε να χορηγήσει εγγύηση για νέα δάνεια ύψους 35 εκατ. ευρώ για τη χρηματοδότηση της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το συγκεκριμένο μέτρο με επιστολές της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, της 14ης Οκτωβρίου 2008, της 20ής Οκτωβρίου 2008, της 18ης Νοεμβρίου 2008 και της 4ης Δεκεμβρίου 2008. Οι ελληνικές αρχές έδωσαν μη ολοκληρωμένες απαντήσεις με τις επιστολές της 15ης Οκτωβρίου 2008 και της 10ης Νοεμβρίου 2008.

(2)

Για αυτόν τον λόγο, στις 3 Μαρτίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε διαταγή για την παροχή πληροφοριών βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (2) της συνθήκης ΕΚ (3) στην οποία ζητούσε από την Ελλάδα να υποβάλει όλες τις πληροφορίες που ήταν απαραίτητες για να εκτιμήσει εάν η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία είχε λάβει κρατική ενίσχυση και εάν η ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά. Η Ελλάδα υπέβαλε τις πληροφορίες που ζητήθηκαν με επιστολή της 11ης Μαρτίου 2009.

(3)

Η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες όσον αφορά το μέτρο που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1 καθώς και για ορισμένα άλλα μέτρα, υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας και των πιστωτριών τραπεζών της, με επιστολές της 20ής Μαρτίου 2009, της 8ης Φεβρουαρίου 2010, της 17ης Μαρτίου 2010, της 19ης Ιουλίου 2010 και της 23ης Αυγούστου 2010. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν με επιστολές της 7ης Απριλίου 2009, της 25ης Φεβρουαρίου 2010, της 26ης Μαρτίου 2010, της 13ης Αυγούστου 2010 και της 30ής Αυγούστου 2010.

(4)

Μετά από αίτημα των ελληνικών αρχών, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στις 7 Ιουλίου 2010. Με την ευκαιρία αυτή, υποβλήθηκε νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Η εταιρεία αναγνώρισε ότι το σχέδιο αυτό δεν συνδεόταν με προηγούμενα μέτρα αναδιάρθρωσης που ελήφθησαν το 2007, τα οποία είχαν αποτύχει.

(5)

Με επιστολή της 27ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελλάδα για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) σχετικά με ακόλουθα μέτρα:

α)

κρατική εγγύηση του Μαΐου 2007·

β)

αναδιάταξη οφειλών του 2009 για εισφορές κοινωνικής ασφάλισης·

γ)

κρατική εγγύηση του Ιουνίου 2010.

(6)

Στις 31 Δεκεμβρίου 2010, η Ελλάδα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής για κίνηση της διαδικασίας.

(7)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα εν λόγω μέτρα.

(8)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία στις 7 και 9 Φεβρουαρίου 2011. Οι παρατηρήσεις διαβιβάστηκαν στην Ελλάδα, στην οποία δόθηκε η δυνατότητα να τις σχολιάσει. Οι παρατηρήσεις της παρελήφθησαν στις 4 Μαΐου 2011.

(9)

Η Επιτροπή ζήτησε, στις 28 Ιουλίου 2011, συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές, σχετικά με τις οποίες η Ελλάδα απάντησε με επιστολή της 30ής Αυγούστου 2011.

(10)

Μετά από αίτημα των ελληνικών αρχών, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στις 4 Απριλίου 2011. Κατά τη σύσκεψη αυτή, οι ελληνικές αρχές προέβαλαν επιχειρήματα όσον αφορά τα εικαζόμενα μέτρα ενίσχυσης.

II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

II.α)   Πιθανοί δικαιούχοι

(11)

Η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία είναι μεγάλη ελληνική κλωστοϋφαντουργική εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Το 2008, πραγματοποίησε το 45 % των πωλήσεών της στην Ελλάδα (38 % το 2007), το 54 % σε άλλες χώρες της ΕΕ (60 % το 2007) και το 1 % σε τρίτες χώρες (2 % το 2007).

(12)

Το 2009, είχε σύνολο ενεργητικού 201,7 εκατ. ευρώ και κύκλο εργασιών 4,5 εκατ. ευρώ (περιορισμένες πωλήσεις αποθεμάτων). Οι πωλήσεις των προηγούμενων ετών ήταν 30,6 εκατ. ευρώ το 2008 και 74,7 εκατ. ευρώ το 2007. Στα τέλη του 2009 το προσωπικό της αριθμούσε 839 εργαζομένους. Η εταιρεία έχει τέσσερις θυγατρικές σε τρεις χώρες, Βουλγαρία, Αλβανία και πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ο βασικός της μέτοχος είναι υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία European Textiles Investments Ltd (Μαυρίκιος).

(13)

Η επιχειρηματική δραστηριότητα της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας συνίσταται στην παραγωγή ενδυμάτων, νημάτων και υφασμάτων. Οι πωλήσεις της πραγματοποιούνται τόσο σε αγορές χονδρικής όσο και λιανικής. Διαθέτει 12 μονάδες παραγωγής σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Οι εν λόγω μονάδες παραγωγής, καθώς και αυτές των θυγατρικών εταιρειών που μνημονεύτηκαν στη αιτιολογική σκέψη 12, δεν λειτουργούν από το 2008, λόγω ελλείψεως κεφαλαίου κινήσεως.

(14)

Η κατάσταση της εταιρείας παρουσιάζει σταθερή επιδείνωση τουλάχιστον από το 2004, με σταδιακή μείωση των πωλήσεων, αρνητικά κέρδη προ φόρων και αρνητικά ίδια κεφάλαια από το 2008. Λόγω αυτού του προβλήματος, η εταιρεία μπορεί να λυθεί σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (5).

(15)

Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της εταιρείας, από το 2001, η στήριξη των πιστωτριών τραπεζών προς την εταιρεία ήταν περιορισμένη, με μειωμένες πιστωτικές διευκολύνσεις και δάνεια. Από τον Ιούνιο του 2008, μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων της έχει διακοπεί. Από τον Μάρτιο του 2009, η παραγωγή έχει σταματήσει σχεδόν εντελώς. Τον Ιούλιο του 2008, ο βασικός μέτοχος της εταιρείας αποφάσισε να μη συμμετάσχει σε προγραμματισμένη αύξηση του κεφαλαίου. Από το 2008, σχεδόν το σύνολο των τραπεζικών της δανείων βρίσκεται σε κατάσταση υπερημερίας. Από τον Φεβρουάριο του 2010, οι μετοχές της εταιρείας έχουν τεθεί σε αναστολή διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Σύμφωνα με ανακοινώσεις της εταιρείας, όπως δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα της (6) καθώς και στην ιστοσελίδα του Χρηματιστηρίου Αθηνών (7), οι οικονομικές καταστάσεις για το 2010 δεν δημοσιεύτηκαν λόγω επίσχεσης εργασίας που συνεχιζόταν έως τις 29 Αυγούστου 2011 (τελευταία διαθέσιμη ανακοίνωση).

(16)

Οι πιστώτριες ελληνικές τράπεζες της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, που εμπλέκονται στα εξεταζόμενα μέτρα κρατικών ενισχύσεων, είναι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Εμπορική Τράπεζα, η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, η Alpha Bank και η Eurobank. Είναι όλες εμπορικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην παροχή ενός πλήρους φάσματος χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι παρούσες, μέσω θυγατρικών, σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στη Βουλγαρία, την Κύπρο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, τη Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (8).

II.β)   Εξεταζόμενα μέτρα

(17)

Κατά την περίοδο 2007-2010, ελήφθησαν τρία κρατικά μέτρα υπέρ της εταιρείας Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία τα οποία θα μπορούσαν να εμπεριέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 23.

Μέτρο 1:   Η κρατική εγγύηση του Μαΐου 2007

(18)

Στις 30 Μαΐου 2007, χορηγήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, που δανειοδοτούσε την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, κρατική εγγύηση για νέο δάνειο που περιλάμβανε: α) αναδιάταξη υφιστάμενου δανείου ύψους 7,5 εκατ. ευρώ και β) νέο δάνειο ύψους 12,5 εκατ. ευρώ. Η κρατική εγγύηση κάλυπτε ποσοστό 80 % του δανείου. Αυτό το νέο δάνειο είχε εξάμηνο επιτόκιο Euribor, συν προσαύξηση (spread) ύψους 1,85 % (9), ανερχόμενο συνολικά σε 6,10 % στις 30 Μαΐου 2007. Δεν είχε προβλεφθεί προμήθεια για την κρατική εγγύηση. Σύμφωνα με την υποβληθείσα σύμβαση αναδιάταξης του δανείου, το αρχικό υφιστάμενο δάνειο ήταν καλυμμένο με υποθήκη επί πάγιου περιουσιακού στοιχείου. Επίσης, σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας για τα έτη 2007, 2008 και 2009, το εν λόγω νέο δάνειο ήταν καλυμμένο με την εγγύηση του βασικού μετόχου και προβλεπόταν επίσης να καλυφθεί με εμπράγματες ασφάλειες, αλλά δεν υπάρχει μνεία σχετικά με τη σύσταση των ασφαλειών αυτών.

(19)

Η εγγύηση βασιζόταν σε υπουργική απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2007 (απόφαση 2/75172/0025/26.01.2007). Η απόφαση προέβλεπε ότι θα μπορούσαν να παρασχεθούν κρατικές εγγυήσεις για υφιστάμενα δάνεια σε βιομηχανικές, μεταλλευτικές, κτηνοτροφικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στο Νομό Ημαθίας (όπου βρίσκεται μέρος των δραστηριοτήτων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας). Το καθεστώς δεν απέκλειε προβληματικές επιχειρήσεις και δεν προέβλεπε προμήθεια για την κρατική εγγύηση. Το καθεστώς δεν προέβλεπε κανενός είδους αντικειμενικό κριτήριο για την επιλογή των δικαιούχων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή σημειώνει ότι το καθεστώς δεν είχε κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 108 της ΣΛΕΕ και, συνεπώς, η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να ερευνήσει άλλα μέτρα κρατικών ενισχύσεων που ενδέχεται να χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος.

(20)

Με βάση την εγγύηση, οι συμφωνίες δανειοδότησης υπεγράφησαν στις 11 Οκτωβρίου 2007.

Μέτρο 2:   Αναδιάταξη οφειλών για εισφορές κοινωνικής ασφάλισης

(21)

Στις 25 Μαΐου 2009, οι ελληνικές αρχές προχώρησαν σε αναδιάταξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης της εταιρείας της περιόδου 2004-2009, που ανέρχονταν σε 14,57 εκατ. ευρώ, για μια περίοδο 96 μηνιαίων πληρωμών ύψους 0,19 εκατ. ευρώ εκάστη. Η αναδιάταξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του νόμου 3762/2009 (10). Στο ποσό της αναδιάταξης περιλαμβάνονταν εν μέρει χρέη που είχαν ήδη ρυθμιστεί σε προηγούμενες αναδιατάξεις, οι οποίες δεν τηρήθηκαν. Επίσης, βάσει των πληροφοριών που υποβλήθηκαν, η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία δεν φαίνεται να κατέβαλε εισφορές μέχρι τώρα.

Μέτρο 3:   Η κρατική εγγύηση του Οκτωβρίου 2009 και του Ιουνίου 2010

(22)

Στις 30 Ιουνίου 2010, με την υπουργική απόφαση 2/35129/0025 το ελληνικό δημόσιο χορήγησε εγγύηση στις πιστώτριες τράπεζες της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Οι τράπεζες αυτές είναι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Εμπορική Τράπεζα, η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, η Alpha Bank και η Eurobank. Η εγγύηση κάλυπτε νέο προβλεπόμενο κοινοπρακτικό δάνειο ύψους 63,6 εκατ. ευρώ, που υποδιαιρείται σε τρία επιμέρους ποσά για τους εξής σκοπούς:

α)

36,6 εκατ. ευρώ για την αναδιάταξη δανείων που είχαν χορηγηθεί στην εταιρεία από τις πιστώτριες τράπεζές της την περίοδο από τον Αύγουστο του 2008 έως τον Σεπτέμβριο του 2009. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, τα εν λόγω δάνεια είχαν επιτόκια μεταξύ 3 μηνών και 6 μηνών Euribor, συν 1,25 % έως 3 %. Επίσης σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, τα δάνεια αυτά δεν καλύπτονταν αρχικά με κρατική εγγύηση·

β)

15 εκατ. ευρώ για τη χρηματοδότηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της εταιρείας προς το δημόσιο, τους προμηθευτές και τους εργαζομένους της·

γ)

12 εκατ. ευρώ για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και λειτουργικών δαπανών.

(23)

Το υποκείμενο προγραμματισμένο κοινοπρακτικό δάνειο είχε διάρκεια 9 ετών. Στην υπουργική απόφαση 2/35129/0025 για τη χορήγηση εγγύησης δεν προσδιοριζόταν το επιτόκιο για τα δάνεια που επρόκειτο να καλυφθούν. Αναφερόταν απλώς ότι τα δάνεια έπρεπε να είναι με το επιτόκιο της αγοράς. Η κρατική εγγύηση καλύπτει ποσοστό 80 % του δανείου. Προβλέπεται για το δημόσιο ετήσια προμήθεια εγγύησης 2 % επί του μέσου ετήσιου οφειλόμενου ποσού. Οι πιστώτριες τράπεζες λαμβάνουν, εκτός από την κρατική εγγύηση, εξασφαλίσεις για το νέο δάνειο με τη μορφή ενεχυρίασης μετοχών της εταιρείας για τουλάχιστο το 25,9 % του συνόλου των μετοχών της και προσημειώσεων υποθήκης πρώτης σειράς επί των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Το κράτος δεν έλαβε εξασφαλίσεις για την εγγύησή του, αλλά, σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης, οι εξασφαλίσεις του δανείου θα μεταφέρονταν στο κράτος.

(24)

Η εγγύηση που χορηγήθηκε τον Ιούνιο 2010 δυνάμει της υπουργικής απόφασης 2/35129/0025 αντικατέστησε (με ανάκλησή της) την προηγούμενη εγγύηση που είχε χορηγηθεί στις 2 Οκτωβρίου 2009 (υπουργική απόφαση 2/71055/0025). Η εγγύηση αυτή είχε χορηγηθεί για ένα νέο δάνειο ύψους 40 εκατ. ευρώ που αποσκοπούσε επίσης στην αναδιάταξη δανείων που είχαν χορηγηθεί στην εταιρεία κατά την περίοδο από τον Αύγουστο του 2008 έως τον Φεβρουάριο του 2009 [βλέπε αιτιολογική σκέψη 22 στοιχείο α)]. Ωστόσο, το δάνειο των 40 εκατ. ευρώ ουδέποτε χορηγήθηκε και συνεπώς η εγγύηση του Οκτωβρίου 2009 ουδέποτε ενεργοποιήθηκε. Αντίθετα, η εγγύηση αυτή αντικαταστάθηκε από τη νέα εγγύηση του Ιουνίου 2010, η οποία κάλυπτε το κοινοπρακτικό δάνειο ύψους 63,6 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, ο λόγος της αντικατάστασης αυτής ήταν ότι το ύψος του δανείου των 40 εκατ. ευρώ δεν αρκούσε πλέον για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας της εταιρείας.

(25)

Παρά την εγγύηση αυτή, το υποκείμενο δάνειο δεν χορηγήθηκε ποτέ. Λόγω των σοβαρών προβλημάτων της εταιρείας, οι τράπεζες απέφυγαν να υπογράψουν τη συμφωνία δανειοδότησης και ουδέποτε κατέβαλαν το δάνειο.

ΙΙΙ.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(26)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 27ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις για το κατά πόσον οι όροι των κρατικών εγγυήσεων του 2007 (μέτρο 1) και του 2010 (μέτρο 3) ήταν σύμφωνοι με τους όρους της αγοράς και με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (11) («ανακοίνωση για τις κρατικές εγγυήσεις»).

(27)

Όσον αφορά το μέτρο της αναδιάταξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης (μέτρο 2), στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 27ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις για το κατά πόσον ένας ιδιώτης πιστωτής στις δεδομένες συνθήκες θα είχε δεχθεί οποιοδήποτε είδος αναδιάταξης των χρεών. Πράγματι, η δυνατότητα μεταγενέστερης εξόφλησης του χρέους φαινόταν περιορισμένη, καθώς η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία αντιμετώπιζε ήδη πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα και είχε παύσει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της.

(28)

Συνεπώς, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον τα εξεταζόμενα μέτρα συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και κατά πόσον ήταν συμβατά με τη ΣΛΕΕ.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ

(29)

Οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τις ελληνικές αρχές και την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία (δικαιούχος) σχετικά με τα εξεταζόμενα μέτρα μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

IV.α)   Μέτρο 1: Η κρατική εγγύηση του Μαΐου 2007

(30)

Όσον αφορά το μέτρο 1, δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις της Ελλάδας και του δικαιούχου συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, η Επιτροπή θα τις εκθέσει από κοινού, ως εξής:

(31)

Η Ελλάδα και ο δικαιούχος αναγνωρίζουν ότι την εποχή της εγγύησης του 2007 η εταιρεία ήταν προβληματική λόγω, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, του διεθνούς ανταγωνισμού των χωρών χαμηλότερου κόστους. Η Ελλάδα αναγνωρίζει επίσης ότι χορήγησε τις ανωτέρω εγγυήσεις.

(32)

Οι ελληνικές αρχές και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι η εγγύηση του 2007 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση δεδομένου ότι δεν είχε επιλεκτικό χαρακτήρα υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Χορηγήθηκε με υπουργική απόφαση που δεν αφορούσε μόνο την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, αλλά και άλλες επιχειρήσεις.

(33)

Εκτός αυτού, η Ελλάδα και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι η εγγύηση του 2007 χορηγήθηκε σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο 2322/1995, που επέτρεπε στο Υπουργείο Οικονομικών να χορηγεί κρατικές εγγυήσεις σε τραπεζικά ιδρύματα για δάνεια που είχαν σκοπό την αναδιάταξη οφειλών ή τη χορήγηση νέου κεφαλαίου κίνησης.

(34)

Επιπλέον, η Ελλάδα και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι πριν από τη χορήγηση της εγγύησης, η επιχείρηση είχε υποβάλει στις ελληνικές αρχές σχέδιο αναδιάρθρωσης με χρηματοδότηση από τράπεζες και χωρίς καμία κρατική εγγύηση. Αυτό το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν υπεβλήθη ποτέ επισήμως στην Επιτροπή.

(35)

Η Ελλάδα ισχυρίζεται επίσης ότι η εγγύηση του 2007 χορηγήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ελλάδας, η εγγύηση είχε μέγιστο ποσοστό κάλυψης 80 % και είχε χορηγηθεί για δάνεια που είχαν συναφθεί με επιτόκια της αγοράς. Επίσης η Ελλάδα υποστηρίζει ότι το δάνειο ήταν κατάλληλα εξασφαλισμένο με ενεχυρίαση εμπορευμάτων και προσωπικές εγγυήσεις μετόχων και είχε χορηγηθεί για μια συγκεκριμένη πράξη και διάρκεια.

(36)

Επιπλέον, η Ελλάδα και ο δικαιούχος υποστηρίζουν ότι ο τελευταίος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες κλωστοϋφαντουργικές εταιρείες της Ελλάδας, η οποία απασχολεί πολλούς εργαζομένους και λειτουργεί κυρίως σε περιοχές κοντά στα σύνορα.

(37)

Η Ελλάδα και ο δικαιούχος ισχυρίζονται επίσης ότι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (η πιστώτρια τράπεζα) δέχτηκε να παραιτηθεί από την κρατική εγγύηση και αντ’ αυτής να εγγράψει υποθήκη επί των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, η οποία θα απενεργοποιήσει την εγγύηση.

(38)

Τέλος, η Ελλάδα και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι η εγγύηση ενσωματώθηκε στην εγγύηση του 2010, δηλαδή ότι υπάρχει ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά τη ρύθμιση των οφειλών της εταιρείας.

IV.β)   Μέτρο 2: Αναδιάταξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης

(39)

Η Ελλάδα και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι το μέτρο βασίζεται στον νόμο 3762/2009, ο οποίος αποτελεί γενικό νόμο και εφαρμόζεται σε όλες τις εταιρείες με ληξιπρόθεσμες ή απλήρωτες υποχρεώσεις κοινωνικής ασφάλισης· συνεπώς το εξεταζόμενο μέτρο δεν είναι επιλεκτικό.

IV.γ)   Μέτρο 3: Η κρατική εγγύηση του Ιουνίου 2010

(40)

Η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι χορήγησε την εγγύηση του 2010 και ισχυρίζεται ότι αυτή χορηγήθηκε επειδή η έκταση της προηγούμενης εγγύησης του 2009 (η οποία ουδέποτε εφαρμόστηκε) δεν αρκούσε πλέον για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας της εταιρείας, οπότε η εγγύηση του 2009 ενσωματώθηκε στην εγγύηση του 2010.

(41)

Η Ελλάδα ισχυρίζεται ότι εγγύηση του 2010 ήταν σύμφωνη με ανακοίνωση της Επιτροπής — κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (12) («κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης») και ότι δεν παρέχει πλεονέκτημα στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία. Επίσης, ισχυρίζεται ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης» που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης, διότι η εγγύηση του 2010 αντικαθιστά την εγγύηση του 2009 και μεταβάλλει αρκετές διατάξεις της εγγύησης του 2007 (βλέπε μέτρο 1 στην αιτιολογική σκέψη 14). Συνεπώς, η εγγύηση του 2010 ενσωματώνει το σύνολο των ρητρών των δανείων της εταιρείας σε ένα και μόνο κείμενο με ενιαίες διατάξεις. Η Ελλάδα αναφέρει επίσης ότι η εγγύηση δεν ισχύει ακόμη, διότι η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου δεν την έχει εγκρίνει ακόμη.

(42)

Τέλος, η Ελλάδα ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η εγγύηση του 2010 δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί, δεδομένου ότι η εταιρεία δεν υπέγραψε οποιαδήποτε δανειακή σύμβαση με την τράπεζα και ότι δεν καταβλήθηκε το δάνειο. Επίσης, οι ελληνικές αρχές επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι η υπουργική απόφαση 2/35129/0025/28.06.2010 για τη χορήγηση προβλέπει ότι τα δύο πρώτα μέρη του δανείου (36,6 εκατ. ευρώ + 15 εκατ. ευρώ) έπρεπε να καταβληθούν μέχρι τις 28 Ιουλίου 2010 και ότι η προθεσμία αυτή έληξε, οπότε η εγγύηση ουσιαστικά δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί.

(43)

Η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ισχυρίζεται ότι η υποκείμενη δανειακή σύμβαση δεν έχει υπογραφεί ακόμη, οπότε δεν έχει καθοριστεί και το επιτόκιο. Όταν υπογραφεί η σύμβαση αυτή, το επιτόκιο θα είναι σύμφωνο με τους όρους της αγοράς.

(44)

Όσον αφορά το σχέδιο αναδιάρθρωσης του 2010 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 4), η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία υποστηρίζει ότι προβλέπει δραστική μείωση της παραγωγής, συνεπώς η προβλεπόμενη αποκατάσταση της βιωσιμότητας δεν προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(45)

Βάσει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και των επιχειρημάτων της Ελλάδας και της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, η Επιτροπή θα προβεί σε εκτίμηση των υπό εξέταση μέτρων στο παρόν τμήμα. Καταρχάς, η Επιτροπή θα αξιολογήσει την κατάσταση της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας κατά τον χρόνο λήψης των εξεταζόμενων μέτρων, προκειμένου να συμπεράνει εάν η επιχείρηση ήταν προβληματική ή όχι [ενότητα V.α)]. Έπειτα, η Επιτροπή θα εκτιμήσει κατά πόσον υπάρχει ενίσχυση στα εξεταζόμενα μέτρα, προκειμένου να συμπεράνει εάν στοιχειοθετείται ή όχι κρατική ενίσχυση [ενότητα V.β)]. Στη συνέχεια, σε περίπτωση που κάποιο μέτρο συνιστά πράγματι ενίσχυση, η Επιτροπή θα εκτιμήσει κατά πόσον το μέτρο συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά [ενότητα V.γ)].

V.α)   Κατάσταση της εταιρείας

(46)

Όπως διαπιστώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 και αναλύεται λεπτομερέστερα στον πίνακα 1 που ακολουθεί, η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι οικονομικές επιδόσεις της εταιρείας επιδεινώθηκαν σημαντικά κατά την περίοδο 2004-2009.

Πίνακας 1

Βασικά οικονομικά στοιχεία της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας (σε εκατ. ευρώ)

 

2004

2005

2006

2007

2008

2009

Κύκλος εργασιών

154,3

97,5

64,6

74,7 (13)

30,6

4,5

ΚΠΦ

–89,6

–61,3

–49,3

–38,5

–62,4

–60,6

Συσσωρευμένες ζημίες

264,1

316

378,3

418,7

481

520,3 (14)

Εγγεγραμμένο κεφάλαιο

276,3

283,3

280,8

288,9

290,4

290,4 (14)

Ίδια κεφάλαια

95,2

35,7

32,9

4,6

–49,1

– 111,5

Χρέος/ίδια κεφάλαια

281 %

692 %

829 %

6 243 %

– 561 %

– 280 %

Στοιχεία από τις οικονομικές καταστάσεις 2004-2009.

(47)

Με βάση αυτά τα οικονομικά στοιχεία, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση ήταν προβληματική κατά την έννοια του σημείου 10 των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης κατά το χρόνο που λήφθηκαν τα υπό εξέταση μέτρα υπέρ αυτής (περίοδος 2007-2010). Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η εταιρεία είναι προβληματική επί του παρόντος.

(48)

Ειδικότερα, όσον αφορά το σημείο 10α) των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, το εγγεγραμμένο κεφάλαιο της εταιρείας, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις των ετών 2004-2009, δεν είχε απολεσθεί αλλά αυξηθεί την περίοδο 2004-2009. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι την ίδια περίοδο τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας μειώθηκαν στο ελάχιστο (2007) ή έγιναν αρνητικά (2008 και 2009). Συγχρόνως, η εταιρεία δεν έλαβε κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσει τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων της, όπως προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία (15). Τα μέτρα αυτά θα συνίσταντο είτε στην αύξηση του κεφαλαίου είτε στην κεφαλαιοποίηση των ζημιών, πράγμα που θα οδηγούσε στην εξάλειψη του εγγεγραμμένου κεφαλαίου. Φαίνεται ότι μόνο η δεύτερη περίπτωση θα ήταν εφικτή για την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, λόγω της κρίσιμης οικονομικής της κατάστασης (βλέπε πίνακα 1) και των δυσχερειών πρόσβασής της σε χρηματοδότηση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 15). Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εταιρεία είχε απολέσει περισσότερο από το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της.

(49)

Επιπλέον, όσον αφορά το σημείο 10γ) των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, από το 2008 η εταιρεία πληρούσε, βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία (16).

(50)

Τέλος, όσον αφορά το σημείο 11 των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης όπως η αύξηση των ζημιών, η μείωση του κύκλου εργασιών και η συσσώρευση του χρέους, υπήρχαν τουλάχιστον από το 2004.

V.β)   Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(51)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».

(52)

Η Επιτροπή θα εκτιμήσει στη συνέχεια κατά πόσον τα υπό εξέταση μέτρα υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

V.β)1.   Μέτρο 1: Κρατική εγγύηση του Μαΐου 2007

α)   Κρατικοί πόροι

(53)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εν λόγω κρατική εγγύηση περιλαμβάνει πράγματι κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι χορηγήθηκε απευθείας από το κράτος. Η απόφαση ελήφθη από τον αρμόδιο υπουργό· συνεπώς, το μέτρο καταλογίζεται επίσης στο κράτος. Επομένως, ικανοποιείται το κριτήριο των κρατικών πόρων.

β)   Πλεονέκτημα

(54)

Η Ελλάδα και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (η πιστώτρια τράπεζα) δέχτηκε να παραιτηθεί από την κρατική εγγύηση και αντ’ αυτής να εγγράψει υποθήκη επί των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, η οποία θα απενεργοποιήσει την εγγύηση. Για να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους, η Ελλάδα και ο δικαιούχος υποβάλλουν επιστολή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της 24ης Δεκεμβρίου 2010 (απάντηση σε επιστολή της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας της 23ης Δεκεμβρίου 2010).

(55)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τα ανωτέρω. Πράγματι, στην υποβληθείσα επιστολή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρεται μόνο ότι η τράπεζα είναι πρόθυμη να εξετάσει την προτεινόμενη ανταλλαγή εξασφαλίσεων, κυρίως υπό τον όρο ότι θα επιλεγούν από την τράπεζα τα στοιχεία ενεργητικού για εγγραφή βαρών και ότι η ανταλλαγή θα γίνει δεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος δεν δέχτηκε στην πράξη την προτεινόμενη ανταλλαγή εξασφαλίσεων.

(56)

Η Ελλάδα ισχυρίζεται επίσης ότι η εγγύηση του 2007 χορηγήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ελλάδας, η εγγύηση είχε μέγιστο ποσοστό κάλυψης 80 % και είχε χορηγηθεί για δάνεια που είχαν συναφθεί με επιτόκια της αγοράς.

(57)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχτεί τα ανωτέρω επιχειρήματα και θεωρεί ότι η εγγύηση του 2007 πράγματι χορήγησε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία. Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τις κρατικές εγγυήσεις, σημεία 2.2 και 3.2, όταν ο δανειολήπτης δεν καταβάλλει για την εγγύηση τιμή που καθορίζεται βάσει κριτηρίων αγοράς, του παρέχονται πλεονεκτικοί όροι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο δανειολήπτης, ως επιχείρηση που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, δεν θα μπορούσε να εξεύρει πιστωτικό ίδρυμα διατεθειμένο να του χορηγήσει πιστώσεις με οποιουσδήποτε όρους, χωρίς κρατική εγγύηση.

(58)

Στην προκειμένη υπόθεση, η εγγύηση του 2007 χορηγήθηκε για δάνεια σε προβληματική επιχείρηση και δεν προβλεπόταν προμήθεια για τον εγγυητή (το Δημόσιο). Λαμβάνοντας υπόψη τα σημεία 3.2 και 4.2 της ανακοίνωσης για τις κρατικές εγγυήσεις, η Επιτροπή επισημαίνει τη σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης την περίοδο 2004-2007, την υπερημερία των δανείων της και το γεγονός ότι ήδη από το 2001, η στήριξη που της παρείχαν οι πιστώτριες τράπεζές της ήταν περιορισμένη, με μειωμένες πιστωτικές διευκολύνσεις και δάνεια. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία κατατάσσεται στην κατηγορία αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας «κακή», δεδομένου ότι κατά τη στιγμή χορήγησης του μέτρου αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες.

(59)

Εκτός των ανωτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της επιχείρησης του 2007, 2008 και 2009, το εγγυημένο δάνειο προβλεπόταν ακόμη να εξασφαλιστεί με περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, επομένως, δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί η εν λόγω εξασφάλιση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 18). Επίσης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, τον Δεκέμβριο του 2010, προτάθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (πιστώτρια τράπεζα) να παραιτηθεί από την κρατική εγγύηση και αντ’ αυτής να εγγράψει υποθήκη επί των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 37). Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πρόταση αυτή αποτελεί σαφή ένδειξη του ότι όντως η εν λόγω εξασφάλιση δεν είχε παρασχεθεί. Οι ελληνικές αρχές ανέφεραν σχετικά ότι η εγγύηση του 2007 ήταν εξασφαλισμένη μέσω ενεχυρίασης εμπορευμάτων της εταιρείας και προσωπικών εγγυήσεων από μέρους των μετόχων της (βλέπε αιτιολογική σκέψη 35), αλλά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης επιβεβαιώνουν μόνο την ύπαρξη προσωπικών εγγυήσεων των μετόχων. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι το υποκείμενο δάνειο δεν ήταν εξασφαλισμένο.

(60)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή αμφιβάλλει αν οποιοσδήποτε ιδιώτης εγγυητής θα είχε χορηγήσει παρόμοια εγγύηση και αν οποιαδήποτε ιδιωτική τράπεζα θα είχε δεχθεί να χρηματοδοτήσει την εταιρεία χωρίς κρατική εγγύηση, δεδομένου ότι σε μια τέτοια κατάσταση θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την εταιρεία να εξοφλήσει το δάνειο και ο εγγυητής δεν θα μπορούσε να αποφύγει την κατάπτωση της εγγύησης του. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ποσό της ενίσχυσης που προκύπτει από την εγγύηση του 2007 ανέρχεται στο συνολικό ποσό του εγγυημένου δανείου, δηλαδή 16 εκατ. ευρώ (80 % των 20 εκατ. ευρώ).

γ)   Επιλεκτικός χαρακτήρας

(61)

Οι ελληνικές αρχές και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι η εγγύηση του 2007 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση δεδομένου ότι δεν είχε επιλεκτικό χαρακτήρα υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Χορηγήθηκε με την υπουργική απόφαση 2/75172/0025/26.01.2007 που δεν αφορούσε μόνο την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, αλλά και άλλες επιχειρήσεις.

(62)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η υπουργική απόφαση στην οποία στηριζόταν η εγγύηση αφορούσε ορισμένους μόνο τομείς μιας γεωγραφικής περιοχής, και συγκεκριμένα το Νομό Ημαθίας. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, οι ελληνικές αρχές είχαν μεγάλα περιθώρια ελιγμών όσον αφορά τη χορήγηση εγγύησης υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, καθώς δεν υπήρχαν αντικειμενικά κριτήρια για να αποφασιστεί αν θα έπρεπε να χορηγηθεί η εγγύηση ή όχι. Εφόσον δεν υπήρχαν τέτοια αντικειμενικά κριτήρια, το μέτρο ήταν πράγματι επιλεκτικό διότι οι αρχές το εφάρμοσαν σε ατομική βάση κατά τη διακριτική τους ευχέρεια (17). Κατά πάγια νομολογία (18), όταν ένας οργανισμός που χορηγεί οικονομικά πλεονεκτήματα διαθέτει διακριτική ευχέρεια η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους δικαιούχους ή τις προϋποθέσεις του χορηγούμενου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, πράγματι πληρούται το κριτήριο της επιλεκτικότητας.

δ)   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των συναλλαγών των κρατών μελών

(63)

Η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία δραστηριοποιείται σε τομέα τα προϊόντα του οποίου αποτελούν αντικείμενο εκτενών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών και στον οποίο επικρατεί έντονος ανταγωνισμός. Κατά τον χρόνο λήψης των μέτρων ενίσχυσης, η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ήταν επιχείρηση η οποία πραγματοποιούσε το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεών της σε άλλα κράτη μέλη (βλέπε αιτιολογική σκέψη 11). Επίσης, το υπό εξέταση μέτρο εξασφάλισε στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 45, 46 και 47). Κατά πάγια νομολογία (19), όταν μια κρατική ενίσχυση ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι άλλων επιχειρήσεων που ασκούν ανταγωνισμό σε επίπεδο εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, οι τελευταίες πρέπει να θεωρηθεί ότι θίγονται από την εν λόγω ενίσχυση. Συνεπώς, ικανοποιείται πράγματι το κριτήριο της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και του επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

(64)

Όσον αφορά την τράπεζα που χορήγησε το υποκείμενο δάνειο της εγγύησης του 2007 (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), η έρευνα έδειξε ότι δεν επωφελήθηκε από την εξεταζόμενη εγγύηση. Πράγματι, η εγγύηση χορηγήθηκε στο πλαίσιο νέας δανειακής σύμβασης, με νέα διάρκεια 10 ετών. Σύμφωνα με το σημείο 2.3.1 της ανακοίνωσης για τις κρατικές εγγυήσεις, σε περίπτωση που μια κρατική εγγύηση για δάνειο παρέχεται εκ των υστέρων χωρίς να προσαρμοστούν οι όροι του δανείου αυτού, μπορεί να υπάρχει ενίσχυση και προς το δανειοδότη. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση οι όροι του υφιστάμενου δανείου μεταβλήθηκαν, με τη μεταβολή της διάρκειας του δανείου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εγγύηση του 2007 δεν συνιστούσε ενίσχυση προς τον πιστωτικό οργανισμό.

(65)

Συγχρόνως, η εγγύηση του 2007 είχε απλώς ως αποτέλεσμα ότι η τράπεζα που χορήγησε το δάνειο δεν επεδίωξε την άμεση είσπραξή του. Ωστόσο, η τράπεζα θα μπορούσε να ανακτήσει το υφιστάμενο δάνειο μέσω των διαδικασιών εκκαθάρισης. Ως προς την πτυχή αυτή, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το δάνειο του 2007 καλυπτόταν ήδη με υποθήκη επί πάγιου περιουσιακού στοιχείου (20).

(66)

Βάσει των ανωτέρω, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η κρατική εγγύηση του Μαΐου 2007 συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(67)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κρατική εγγύηση του Μαΐου 2007 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της πιστώτριας τράπεζας, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

V.β)2.   Μέτρο 2: Αναδιάταξη ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων κοινωνικής ασφάλισης

α)   Κρατικοί πόροι

(68)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο σκοπός των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης είναι η χρηματοδότηση του προϋπολογισμού των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υπό την εποπτεία του Δημοσίου. Αυτό σημαίνει ότι η μη είσπραξη αυτών των εισφορών στερεί πόρους από το κράτος. Συνεπώς, πληρούται το κριτήριο αυτό.

β)   Πλεονέκτημα

(69)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι δόθηκε πράγματι στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία προθεσμία 8 ετών για την πληρωμή οικονομικής οφειλής, σε μια εποχή που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεών της. Σύμφωνα με πάγια νομολογία (21), για να διαπιστωθεί κατά πόσο έχει δοθεί επιλεκτικό πλεονέκτημα με τη μη είσπραξη οφειλών και κατά πόσο το πλεονέκτημα θα μπορούσε να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, θα πρέπει να εξακριβωθεί ότι η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία δεν θα μπορούσε να αποκτήσει ένα τέτοιο πλεονέκτημα κάτω από κανονικές συνθήκες της αγοράς. Από την άποψη αυτή, το ουσιώδες ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι κατά πόσο η συμπεριφορά του κράτους ως πιστωτή στις δεδομένες συνθήκες θα μπορούσε να συγκριθεί με τη συμπεριφορά ενός συνετού ιδιώτη πιστωτή.

(70)

Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, οι προηγούμενες συμφωνίες αναδιάταξης δεν είχαν τηρηθεί από την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία. Συγχρόνως, δόθηκε πράγματι παράταση οκτώ ετών στην εταιρεία για την εξόφληση οικονομικής οφειλής ύψους 14,57 εκατ. ευρώ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 16), σε μια εποχή που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεών της. Μια τέτοια παράταση δεν θα είχε χορηγηθεί από πιστωτή οικονομίας της αγοράς, ιδίως αφού είχαν ήδη αποτύχει οι προηγούμενες προσπάθειες αναδιάταξης των οφειλών.

(71)

Για τους προαναφερθέντες λόγους, η Επιτροπή θεωρεί ότι η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών δεν θα μπορούσε συγκριθεί με τη συμπεριφορά ενός συνετού ιδιώτη πιστωτή, δεδομένου ότι η αναδιάταξη του 2009 εφαρμόστηκε παρά την αποτυχία των προηγούμενων συμφωνιών αναδιάταξης και η εταιρεία αντιμετώπιζε ήδη σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες και είχε σταματήσει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της, με αποτέλεσμα να φαίνεται απίθανη μια προοπτική εξόφλησης του χρέους.

(72)

Έτσι, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αναδιάταξη των οφειλών της εταιρείας όσον αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που έγινε το 2009 έχει προσφέρει πλεονέκτημα στην εταιρεία κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

γ)   Επιλεκτικός χαρακτήρας

(73)

Οι ελληνικές αρχές και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι η αναδιάταξη στηριζόταν σε γενικές εθνικές νομοθετικές διατάξεις (22), που ίσχυαν για όλες τις εταιρείες στην Ελλάδα, και συνεπώς το μέτρο δεν είχε επιλεκτικό χαρακτήρα.

(74)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί αυτό το επιχείρημα. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, οι ελληνικές αρχές είχαν μεγάλα περιθώρια ελιγμών όσον αφορά την αντιμετώπιση των οφειλόμενων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, καθώς δεν υπήρχαν αντικειμενικά κριτήρια για να αποφασιστεί αν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί η αναδιάταξη του χρέους ή όχι. Εφόσον δεν υπήρχαν τέτοια αντικειμενικά κριτήρια, το μέτρο ήταν πράγματι επιλεκτικό διότι οι αρχές το εφάρμοσαν σε ατομική βάση κατά τη διακριτική τους ευχέρεια (23). Επίσης, κατά πάγια νομολογία (24), όταν ένας οργανισμός που χορηγεί οικονομικά πλεονεκτήματα διαθέτει διακριτική ευχέρεια η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους δικαιούχους ή τις προϋποθέσεις του χορηγούμενου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, πράγματι ικανοποιείται το κριτήριο της επιλεκτικότητας.

δ)   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των συναλλαγών των κρατών μελών

(75)

Τέλος, το κριτήριο της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και του επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών ικανοποιείται με τον ίδιο τρόπο όπως και στην αιτιολογική σκέψη 63.

ε)   Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης στο μέτρο 2

(76)

Σύμφωνα με τις ανωτέρω παρατηρήσεις, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι η αναδιάταξη του 2009 των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(77)

Το ποσό της ενίσχυσης ισούται με 14,57 εκατ. ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην εταιρεία κατά τη στιγμή που έγινε η αναδιάταξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης στις 25 Μαΐου 2009, ως το συνολικό ποσό των οφειλών που αναδιατάχθηκαν.

V.β)3.   Μέτρο 3: Η κρατική εγγύηση του Ιουνίου 2010

(78)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι η εταιρεία έπαυσε ήδη τις δραστηριότητές της το 2009 και έκτοτε δεν δημοσίευσε καν οικονομικές καταστάσεις (βλέπε αιτιολογική σκέψη 15). Η εγγύηση δεν ήταν επαρκής για την εξασφάλιση νέας χρηματοδότησης και η επιχείρηση δεν άρχισε εκ νέου την άσκηση των δραστηριοτήτων της εντός της περιόδου ισχύος της εγγύησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εγγύηση δεν προκάλεσε στρέβλωση, ούτε απείλησε να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό. Συνεπώς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

V.γ)   Συμβιβάσιμο των μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά

V.γ)1.   Γενικά

(79)

Στον βαθμό που τα μέτρα 1 και 2 συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, το συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων πρέπει να εξεταστεί βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού.

V.γ)2.   Προβληματική επιχείρηση

(80)

Όπως αναλύθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 50, η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι οικονομικές επιδόσεις της εταιρείας επιδεινώθηκαν σημαντικά κατά την περίοδο 2004-2009. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση ήταν προβληματική κατά την έννοια των σημείων 10 και 11 των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης κατά τον χρόνο που λήφθηκαν τα εξεταζόμενα μέτρα υπέρ της επιχείρησης (περίοδος 2007-2010), όπως αναγνωρίζουν και η Ελλάδα και ο δικαιούχος. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η επιχείρηση είναι προβληματική επί του παρόντος διότι η κατάστασή της δεν έχει βελτιωθεί έκτοτε.

V.γ)3.   Παρεκκλίσεις βάσει του άρθρου 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ

(81)

Είναι σαφές ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 στοιχεία δ) και ε), δεν ισχύουν και οι ελληνικές αρχές δεν τις επικαλέστηκαν.

(82)

Το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) ορίζει ότι δύνανται να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά «οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση». Η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία βρίσκεται σε ενισχυόμενη περιοχή σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) και, επομένως, θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι επιλέξιμη για περιφερειακή ενίσχυση.

(83)

Οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (25) («κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις»), οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο που εφαρμόστηκε η εγγύηση του 2007 και η αναδιάταξη χρέους του 2009 (μέτρα 1 και 2), καθορίζουν τις προϋποθέσεις έγκρισης ενίσχυσης περιφερειακών επενδύσεων.

(84)

Οι προβληματικές επιχειρήσεις εξαιρούνται σαφώς από το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ήταν ήδη προβληματική όταν λήφθηκαν τα μέτρα 1 και 2 και συνεπώς δεν ήταν επιλέξιμη για τη χορήγηση περιφερειακής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η ενίσχυση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμβιβάσιμη με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις.

(85)

Η Επιτροπή θα εξετάσει επίσης το συμβιβάσιμο των εξεταζόμενων μέτρων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία) (26). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία. Η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ήταν ήδη προβληματική όταν λήφθηκαν τα μέτρα 1 και 2 και συνεπώς η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία δεν είναι συμβιβάσιμη βάσει του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία.

(86)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να εξετάσει κατά πόσο ορισμένα από τα επίμαχα μέτρα θα ήταν συμβιβάσιμα βάσει των κανόνων για την αντιμετώπιση της κρίσης που προβλέπονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής — Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (27) (εφεξής «προσωρινό πλαίσιο»). Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ήταν σαφώς προβληματική επιχείρηση πριν από την 1η Ιουλίου 2008 και, συνεπώς, δεν είναι επιλέξιμη για τη χορήγηση ενίσχυσης βάσει του προσωρινού πλαισίου.

(87)

Δεδομένου ότι η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ήταν προβληματική επιχείρηση κατά τον χρόνο που λήφθηκαν τα μέτρα για τη στήριξή της, το συμβιβάσιμο των μέτρων ενίσχυσης μπορεί να αξιολογηθεί μόνο βάσει των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, δηλαδή βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(88)

Πρώτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εξεταζόμενα μέτρα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα ως ενισχύσεις διάσωσης. Πράγματι, η εγγύηση δεν έχει περιορισμένη διάρκεια 6 μηνών, όπως προβλέπεται στο σημείο 25γ) των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, και η αναδιάταξη του χρέους, που είναι συγκρίσιμη με δάνειο, έχει και αυτή διάρκεια μεγαλύτερη της περιόδου των έξι μηνών που επιτρέπεται για τις ενισχύσεις διάσωσης. Επίσης τα μέτρα δεν περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο ποσό, όπως προβλέπεται στο σημείο 25δ) των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης και προκύπτει από τον τύπο που ορίζεται στο παράρτημα αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών.

(89)

Δεύτερον, κανένα επίσης από τα μέτρα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβιβάσιμο ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Η Ελλάδα και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι πριν από τη χορήγηση της εγγύησης του 2007, η εταιρεία είχε υποβάλει στις ελληνικές αρχές σχέδιο αναδιάρθρωσης με χρηματοδότηση από τράπεζες και χωρίς καμία κρατική εγγύηση. Ωστόσο, δεν υπεβλήθη ποτέ επισήμως στην Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης. Συνεπώς, τα επίμαχα μέτρα λήφθηκαν χωρίς να υπάρχει σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο όμως είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης. Πράγματι, βάσει των στοιχείων της έρευνας, δεν υπήρξε τέτοιο σχέδιο, και όλες οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης την περίοδο εκείνη είχαν αποτύχει, σε βαθμό που πρακτικά η λειτουργία της εταιρείας είχε σταματήσει και είχε τεθεί εκτός χρηματιστηρίου. Παρά αυτήν την αποτυχία της αναδιάρθρωσης, το κράτος συνέχισε να παρέχει κεφάλαια κίνησης στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, μέσω της κρατικής εγγύησης του 2007. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα 1 και 2 συνιστούσαν καθαρή ενίσχυση λειτουργίας χωρίς οποιοδήποτε υπόβαθρο αξιόπιστης αναδιάρθρωσης.

(90)

Τέλος, δεν υποβλήθηκαν επίσημα αντισταθμιστικά μέτρα κατά την έννοια των σημείων 38 έως 42 των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης.

(91)

Όσον αφορά την επιλεξιμότητα της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας για ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή σημειώνει ότι η εταιρεία λάμβανε ενισχύσεις λειτουργίας τουλάχιστον από το 2007, έτος κατά το οποίο αντιμετώπιζε ήδη δυσχέρειες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το ανωτέρω γεγονός αντιβαίνει την αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης», πράγμα που αποδεικνύει ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία έχουν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα και ότι τα μέτρα ενίσχυσης υπέρ της εταιρείας έχουν οδηγήσει σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που αντίκεινται στο κοινό συμφέρον. Επιπλέον, ο δικαιούχος ισχυρίζεται ότι η εγγύηση του 2007 ενσωματώθηκε στην εγγύηση του 2010, και κατά συνέπεια υπάρχει ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά τη ρύθμιση των δανείων της εταιρείας. Ωστόσο, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι υπάρχει ολοκληρωμένη προσέγγιση για την αναδιάρθρωση, δεδομένου ότι τα μέτρα ενίσχυσης του 2007, του 2009 και του 2010 χορηγήθηκαν επί σειρά ετών και δεν υπήρχε το προαπαιτούμενο ενός ενιαίου σχεδίου αναδιάρθρωσης ή στρατηγικής ικανής να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχείρησης.

(92)

Με βάση τις ανωτέρω παρατηρήσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν έχει τηρηθεί η αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης».

(93)

Τέλος, δεδομένου ότι Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ήταν προβληματική επιχείρηση κατά τον χρόνο που λήφθηκαν τα μέτρα, η Επιτροπή δεν έχει υπόψη της άλλο σύνολο κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, το οποίο να καθιστά την εικαζόμενη ενίσχυση συμβιβάσιμη με τη ΣΛΕΕ.

V.γ)4.   Συμπέρασμα για το συμβιβάσιμο

(94)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα μέτρα ενίσχυσης 1 και 2 δεν είναι συμβιβάσιμα με τη ΣΛΕΕ.

VI.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΠΟΣΩΝ

(95)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κρατική εγγύηση του 2007 και η αναδιάταξη του 2009 όσον αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν κρατική ενίσχυση που είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η κρατική εγγύηση που δόθηκε το 2010 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

(96)

Το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/99 ορίζει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

(97)

Συνεπώς, δεδομένου ότι τα υπό εξέταση μέτρα χαρακτηρίζονται ως παράνομη και ασυμβίβαστη ενίσχυση, το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να ανακτηθεί προκειμένου να αποκατασταθεί η κατάσταση που επικρατούσε στην αγορά πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Για την ανάκτηση, ως σημείο εκκίνησης λαμβάνεται η στιγμή κατά την οποία χορηγήθηκε το πλεονέκτημα στον δικαιούχο, ήτοι όταν η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου, ο οποίος επιβαρύνεται με τους τόκους ανάκτησης έως την πραγματική ανάκτηση της ενίσχυσης.

(98)

Το ασυμβίβαστο στοιχείο ενίσχυσης της κρατικής εγγύησης του 2007 (μέτρο 1) υπολογίζεται ότι ανέρχεται στο συνολικό ποσό του εγγυημένου δανείου. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε με αυτόν τον τρόπο στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ανέρχεται σε 16 εκατ. ευρώ.

(99)

Το ασυμβίβαστο στοιχείο ενίσχυσης του μέτρου 2 υπολογίζεται ως το συνολικό ποσό των αναδιαταχθέντων χρεών, δηλαδή το ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ανέρχεται σε 14,57 εκατ. ευρώ.. Οι πραγματοποιηθείσες πληρωμές που δεν αφορούν ποσά που καταβλήθηκαν βάσει της συμφωνίας μπορούν να αφαιρεθούν από το συνολικό ποσό που πρέπει να ανακτηθεί ως παράνομη και ασυμβίβαστη ενίσχυση.

(100)

Το ακριβές ποσό ανάκτησης και το επιτόκιο ανάκτησης πρέπει να υπολογιστούν από τις ελληνικές αρχές,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από την Ελλάδα κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ΑΕ, υπό μορφή κρατικής εγγύησης το 2007 και αναδιάταξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης το 2009, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

2.   Η κρατική εγγύηση του 2010 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

1.   Η Ελλάδα ανακτά από τον δικαιούχο την ενίσχυση που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1.

2.   Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους παραγόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (28).

4.   Η Ελλάδα ακυρώνει όλες τις εκκρεμούσες πληρωμές δυνάμει της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Η Ελλάδα εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ελλάδα υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για τη συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τον δικαιούχο η επιστροφή της ενίσχυσης.

2.   Η Ελλάδα τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Εφόσον ζητηθεί εκ μέρους της Επιτροπής, η Ελλάδα παρέχει αμελλητί όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή πρόκειται να λάβει για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων ανάκτησης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 22 Φεβρουαρίου 2012.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 357 της 30.12.2010, σ. 18.

(2)  Μετέπειτα άρθρο 88 της Συνθήκης ΕΚ και από 1ης Δεκεμβρίου 2009 τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(5)  Βάσει του άρθρου 47 του ελληνικού νόμου 2190/1920, σε περίπτωση που το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας γίνει κατώτερο από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου, η γενική συνέλευση των μετόχων πρέπει να αποφασίσει (εντός 6 μηνών από τη λήξη της χρήσης) τη λύση της εταιρείας ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου.

(6)  http://www.unitedtextiles.com/Alist.asp?catid=312&section=0.08.00.

(7)  http://www.ase.gr/content/gr/companies/ListedCo/Profiles/pr_press.asp?Cid=111&coname=%C5%CD%D9%CC%C5%CD%C7+%CA%CB%D9%D3%D4%CF%DB%D6%C1%CD%D4%CF%D5%D1%C3%C9%C1+%C1%2E%C5%2E.

(8)  Όπως αναφέρεται στις οικονομικές εκθέσεις και τους δικτυακούς τόπους των τραπεζών.

(9)  Περιλαμβανομένου φόρου 0,6 %, που εφαρμόζεται σε όλα τα δάνεια στην Ελλάδα (εκτός των ενυπόθηκων και των αγροτικών δανείων, για τα οποία ο φόρος είναι 0,12 %).

(10)  ΦΕΚ A’ 75, 15.5.2009.

(11)  ΕΕ C 155 της 20.6.2008, σ. 10.

(12)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(13)  Αύξηση λόγω των υψηλότερων κεφαλαίων που επέτρεπαν τη λειτουργία περισσότερων εργοστασίων.

(14)  Σεπτέμβριος 2009.

(15)  Βλέπε υποσημείωση 4.

(16)  Βλέπε υποσημείωση 4.

(17)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3). Βλέπε επίσης απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής (Kimberly Clark Sopalin), Συλλογή 1996, σ. I-4551.

(18)  Απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικό Δικαστήριο) της 11ης Ιουλίου 2002 στην υπόθεση 152/99, Hamsa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. 3049, σκέψεις 156 και 157.

(19)  Απόφαση του Δικαστηρίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, στην υπόθεση 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, σκέψη 11, Συλλογή 1980, σ. 2671, ελληνική ειδική έκδοση 1980/ΙΙΙ, σ. 13.

(20)  Σημειώνεται επίσης ότι, καταρχήν, οι τράπεζες στην Ελλάδα συνήθως δέχονται ως εξασφαλίσεις μόνο περιουσιακά στοιχεία των οποίων η αξία σε περίπτωση πώλησης εκτάκτου ανάγκης (περίπου 75 % της αγοραίας αξίας) είναι τουλάχιστον ίση με το δάνειο.

(21)  Βλέπε π.χ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 1999 στην υπόθεση C-342/96 Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ.I-2459· απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικό Δικαστήριο) της 11ης Ιουλίου 2002 στην υπόθεση T-152/99 HAMSA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3049· απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-256/97 DM Transport, Συλλογή 1999, σ. I-3913.

(22)  Νόμος 3762/2009, ΦΕΚ A’75 της 15.5.2009.

(23)  Βλέπε υποσημείωση 14.

(24)  Βλέπε υποσημείωση 15.

(25)  ΕΕ C 54 της 4.3.2006, σ. 13.

(26)  ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3.

(27)  ΕΕ C 16 της 22.1.2009, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την τροποποίηση του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΕΕ C 303 της 15.12.2009, σ. 6).

(28)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


12.10.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 279/40


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 21ης Μαρτίου 2012

σχετικά με το μέτρο SA.31479 (2011/C) (πρώην 2011/N) που προτίθεται να εφαρμόσει το Ηνωμένο Βασίλειο υπέρ της Royal Mail Group

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2012) 1834]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2012/542/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (1) και αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις τους,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 10 Ιουνίου 2011, ύστερα από άτυπες επαφές (προειδοποίηση) με την Επιτροπή, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας («Ηνωμένο Βασίλειο») κοινοποίησε σύνολο μέτρων (βλέπε τμήμα 2.3) υπέρ της Royal Mail Group («RMG»).

(2)

Με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε το Ηνωμένο Βασίλειο ότι αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης σε σχέση με τα εν λόγω κοινοποιηθέντα μέτρα.

(3)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(4)

Με επιστολή της 9ης Αυγούστου 2011, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε παράταση της προθεσμίας να απαντήσει έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2011, η οποία παραχωρήθηκε από την Επιτροπή με επιστολή της 11ης Αυγούστου 2011. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στις 8 Σεπτεμβρίου 2011.

(5)

Η Επιτροπή έλαβε τις ακόλουθες παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη:

5 Οκτωβρίου 2011

UK Mail

6 Οκτωβρίου 2011

Communication Workers Union

6 Οκτωβρίου 2011

UPS

7 Οκτωβρίου 2011

Deutsche Post

7 Οκτωβρίου 2011

DX Group

7 Οκτωβρίου 2011

Mail Competition Forum

7 Οκτωβρίου 2011

TNT

7 Οκτωβρίου 2011

Free Fair Post Initiative

9 Οκτωβρίου 2011

Secured Mail

(6)

Οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών διαβιβάστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 12 Οκτωβρίου 2001. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε τα σχόλιά του επί των παρατηρήσεων με επιστολή που πρωτοκολλήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2011.

(7)

Στις 22 Αυγούστου 2011, η Επιτροπή απέστειλε αίτηση παροχής πληροφοριών στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο απάντησε με επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2011.

(8)

Στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των αρχών του ΗΒ, της RMG και των τραπεζιτών της, κατά την οποία η RMG υπέβαλε αναλυτικότερα στοιχεία για το κοινοποιηθέν σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(9)

Η Επιτροπή πραγματοποίησε διάφορες συσκέψεις με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στις 12 Οκτωβρίου 2011, 10 και 23 Νοεμβρίου 2011 και 12 Ιανουαρίου 2012, για να συζητήσουν την υπόθεση. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με επιστολές στις 30 Σεπτεμβρίου 2011, 20 Οκτωβρίου 2011, στις 7, 11, 18, 20, 28 και 30 Νοεμβρίου 2011, 6 Δεκεμβρίου 2011 και 14 Φεβρουαρίου 2012.

(10)

Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου υπέβαλαν τελικές επικαιροποιήσεις της κοινοποίησης και διευκρινίσεις για το σχέδιο αναδιάρθρωσης στις 17 Φεβρουαρίου 2012.

2.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

2.1.   Πλαίσιο: απελευθέρωση του τομέα ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ

(11)

Το Ηνωμένο Βασίλειο εντάσσει τα κοινοποιηθέντα μέτρα στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής του για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και τονίζει τη στρατηγική σημασία της RMG για τη διασφάλιση της σταθερής παροχής καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών.

(12)

Η πολιτική της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου ορίζεται στον νόμο για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες (3) («Postal Services Act 2011»), ο οποίος έλαβε βασιλική επικύρωση (Royal Assent) στις 13 Ιουνίου 2011. Ο Νόμος υλοποιεί τις συστάσεις ανεξάρτητης εξέτασης του Richard Hooper («εκθέσεις Hooper») (4) και συνοπτικά:

i)

επιτρέπει την πραγματοποίηση ιδιωτικής επένδυσης στην RMG με στόχο την επιβολή εμπορικών κανόνων και την εισφορά νέου κεφαλαίου·

ii)

επιτρέπει τη μεταφορά του συσσωρευμένου συνταξιοδοτικού ελλείμματος στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αφήνοντας την εταιρεία με ένα μικρότερο πλήρως χρηματοδοτούμενο καθεστώς («απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα»)·

iii)

καθιστά σαφές ότι δεν πρόκειται να πωληθεί η Post Office Limited («POL», ο κλάδος των υπηρεσιών λιανικής της RMG), αλλά θα παραμείνει στην ιδιοκτησία του κράτους·

iv)

δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τον εκσυγχρονισμό της ρύθμισης του τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, και

v)

επιβάλλει ένα σύστημα διανομής μετοχών στους εργαζομένους που θα κατέχουν τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου της RMG μέχρις ότου η κυβέρνηση του ΗΒ πωλήσει το σύνολο των μετοχών της στην RMG.

2.2.   Δικαιούχοι του μέτρου

2.2.1.   Διάρθρωση της Royal Mail Group

(13)

Η RMG ανήκει κατά 100 % στο κράτος μέσω της Royal Mail Holdings plc («RMH»). Η RMG είναι ο κυριότερος φορέας ταχυδρομικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου και κατείχε νόμιμο μονοπώλιο για ορισμένες βασικές υπηρεσίες αλληλογραφίας μέχρι την πλήρη απελευθέρωση των αγορών ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του 2005. Η RMG παρέχει υπηρεσίες συλλογής, διαλογής, μεταφοράς και παράδοσης αλληλογραφίας (επιστολών, πακέτων και δεμάτων) κάνοντας χρήση των σημάτων «Royal Mail» και «Parcelforce Worldwide».

(14)

Η διαχείριση του δικτύου των ταχυδρομείων ασκείται από την POL, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στην RMG (και κατ’ επέκταση στην κυβέρνηση του ΗΒ). Η RMG και η POL είναι χωριστές νομικές οντότητες, αν και αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου. Σύμφωνα με τις συστάσεις των Εκθέσεων Hooper, προτείνεται να παραμείνει η POL υπό την πλήρη κυριότητα του δημοσίου μετά τη μεταρρύθμιση και να γίνει αδελφή εταιρεία της RMG υπό την RMH.

(15)

H RMG έχει και άλλες θυγατρικές, ιδίως την General Logistics System BV («GLS»), η οποία εκμεταλλεύεται τον ευρωπαϊκό κλάδο μεταφοράς δεμάτων, εφοδιαστικής και τις υπηρεσίες επείγουσας μεταφοράς (express) σε όλη την Ευρώπη. Το δίκτυο της GLS περιλαμβάνει θυγατρικές εταιρείες και εταίρους δικτύου που καλύπτουν 36 ευρωπαϊκές χώρες.

Διάγραμμα 1:   τρέχουσα οργανωτική δομή της RMG

Image

2.2.2.   Royal Mail Group (RMG)

(16)

Η RMG διαθέτει από τις 23 Μαρτίου 2001 άδεια παροχής υπηρεσιών μεταφοράς επιστολών στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του Νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες του 2000. Βάσει των όρων της άδειας, οφείλει να εκπληρώνει την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας («ΥΠΚΥ»). Οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών (5) («Οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες»). Βάσει των όρων της άδειάς της, η RMG υποχρεούται να διαπραγματεύεται εμπορικές συμφωνίες με κάθε ενδιαφερόμενο επιχειρηματικό φορέα για την παροχή πρόσβασης στο εθνικό δίκτυό της. Νέοι επιχειρηματικοί φορείς προσπάθησαν να εισέλθουν στην αγορά με τη σύναψη παρόμοιων συμφωνιών πρόσβασης με την RMG.

(17)

Η RMG είναι ο μοναδικός δικαιοδόχος στην αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου με υποχρέωση να παρέχει καθολική υπηρεσία. Τα κυριότερα στοιχεία της ισχύουσας ΥΠΚΥ είναι: i) η παράδοση ταχυδρομικών αντικειμένων (επιστολών, πακέτων και δεμάτων) βάρους μέχρι 20 kg κάθε εργάσιμη ημέρα στην οικία ή τις εγκαταστάσεις ιδιωτών ή άλλων προσώπων στο Ηνωμένο Βασίλειο (υποχρέωση παράδοσης επιστολών από Δευτέρα έως Σάββατο), ii) τουλάχιστον μία συλλογή κάθε εργάσιμη ημέρα από όλα τα σημεία πρόσβασης και υπηρεσία αποστολής, παραλαβής, συλλογής, διαλογής και παράδοσης ταχυδρομικών δεμάτων σε προσιτές τιμές που καθορίζονται βάσει ενιαίου τιμολογίου, και iii) η παροχή υπηρεσίας συστημένων επιστολών σε τιμές που καθορίζονται σύμφωνα με το ενιαίο τιμολόγιο.

(18)

Η άδεια της RMG επιβάλλει ελέγχους τιμών σε σχέση με την παροχή κρατικά ελεγχόμενων υπηρεσιών. Το υφιστάμενο σύστημα ελέγχου των τιμών θεσπίστηκε τον Απρίλιο του 2006 για περίοδο τεσσάρων ετών, αλλά παρατάθηκε μέχρι τον Μάρτιο του 2012.

(19)

Επιπλέον, η άδεια υποχρεώνει την RMG να παρέχει σε πελάτες και σε άλλες ταχυδρομικές εταιρείες χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στο εθνικό της δίκτυο και, στην πράξη, οι περισσότεροι ανταγωνιστές της RMG έχουν εισέλθει στην αγορά χρησιμοποιώντας την πρόσβαση τρίτου μέρους στο δίκτυο επόμενου σταδίου της RMG (όπως η τελική διαλογή αλληλογραφίας και παράδοση στον τελικό προορισμό («τελευταίο χιλιόμετρο») στους πελάτες).

(20)

Ο ανταγωνισμός όσον αφορά την πρόσβαση σε επόμενο στάδιο της αγοράς συνεπάγεται ότι ένας τρίτος φορέας συλλέγει και διεκπεραιώνει την αλληλογραφία μέσω του δικού του δικτύου μέχρι να την παραδώσει στα κέντρα διαλογής της RMG, όπου εισάγεται στο δίκτυο της RMG για την τελική διαλογή και παράδοση στους πελάτες. Βάσει ισοδύναμων συμφωνιών που είναι γνωστές ως συμφωνίες «άμεσης πρόσβασης στον πελάτη», οι πελάτες που πραγματοποιούν μεγάλο όγκο συναλλαγών μπορούν να παραδίδουν τα προς αποστολή αντικείμενά τους μετά την πρώτη διαλογή στα κέντρα διαλογής της RMG για προώθηση στο επόμενο στάδιο.

(21)

Ο ανταγωνισμός στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών επιστολών του Ηνωμένου Βασιλείου δημιουργήθηκε με την πρόσβαση στο δίκτυο επόμενου σταδίου της RMG και όχι σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών μεταξύ της RMG και νεοεισερχομένων στην αγορά. Από το άνοιγμα της αγοράς το 2006, ο όγκος επιστολών που εισάγουν οι άλλοι πάροχοι ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ στο δίκτυο του επόμενου σταδίου της RMG αυξάνεται κατά μέσο όρο κατά περισσότερο από 1 εκατ. ταχυδρομικά αντικείμενα ετησίως και αντιπροσωπεύει πλέον ποσοστό άνω του 45 % της εσωτερικής αλληλογραφίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Η RMG εκτιμά ότι θα απολέσει ακόμη μεγαλύτερα μερίδια αγοράς προς όφελος των ανταγωνιστών της κατά τα επόμενα έτη. Για ορισμένες αγορές μεγάλου όγκου συναλλαγών, οι ανταγωνιστές εκτιμάται ότι θα επιτύχουν μερίδια αγοράς της τάξης του […] (6).

2.2.3.   Post Office Limited (POL)

(22)

Η POL, ο κλάδος λιανικής της RMG, είναι υπεύθυνη για το δίκτυο περίπου 11 500 ταχυδρομικών καταστημάτων. Η POL είναι ιδιοκτήτης και διαχειρίζεται άμεσα λιγότερα από 400 από αυτά. Όλα τα άλλα ανήκουν σε ιδιώτες και τα εκμεταλλεύονται ταχυδρομικοί πράκτορες ή κάτοχοι δικαιωμάτων δικαιόχρησης. Η POL έχει αναλάβει τη διατήρηση ενός δικτύου που πληροί ορισμένα κριτήρια πρόσβασης για τον πληθυσμό του ΗΒ (το 99 % του πληθυσμού να βρίσκεται σε απόσταση 3 μιλίων (4,8 km) από ένα κατάστημα κ.λπ.).

(23)

Η POL δεν διαθέτει υπαλλήλους, αφού το σύνολο του προσωπικού που εργάζεται σήμερα στην POL (με εξαίρεση τους αυτοαπασχολούμενους) είναι υπάλληλοι αποσπασμένοι από την RMG. Περίπου 9 000 υπάλληλοι της RMG είναι αποσπασμένοι και εργάζονται εξολοκλήρου για την POL.

(24)

Η POL παρέχει ταχυδρομικές υπηρεσίες λιανικής μέσω ταχυδρομικών θυρίδων στην RMG, ενώ η RMG παρέχει κοινές υπηρεσίες υποστήριξης στην POL. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένες κοινές υπηρεσίες μεταξύ της RMG και της POL (όπως υπηρεσίες οχημάτων, ασφάλειας κτιρίων κ.λπ.) οι οποίες παρέχονται με δαπάνες της RMG. H παροχή των υπηρεσιών αυτών υπόκειται σε συμφωνία παροχής υπηρεσιών μεταξύ της RMG και της POL, η οποία θα αντικατασταθεί από μια σειρά νέων συμφωνιών παροχής υπηρεσιών, όταν η POL γίνει αδελφή εταιρεία της RMG.

(25)

Εκτός από την ιδιότητα του παρόχου υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος («ΥΓΟΕ»), η POL ασκεί και ορισμένες «εμπορικές» δραστηριότητες (όπως η πώληση προϊόντων τηλεφωνίας και ασφαλειών) μέσω του δικτύου της και επίσης με απευθείας πωλήσεις από το Διαδίκτυο.

(26)

Στις 23 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή ενέκρινε τη χορήγηση δημόσιας ενίσχυσης ύψους 180 εκατ. GBP στην POL για τη χρηματοδότηση του δικτύου των ταχυδρομείων της κατά τη διάρκεια ενός έτους, με έναρξη την 1η Απριλίου 2011 (7). Η Επιτροπή ενέκρινε επίσης τη συνέχιση, κατά το ίδιο διάστημα, των υφιστάμενων δανειακών διευκολύνσεων για τη χρηματοδότηση της παροχής υπηρεσιών μετρητών στις θυρίδες των ταχυδρομείων. Η Επιτροπή έκρινε ότι η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με τους κανόνες της Ένωσης, διότι δεν υπεραντισταθμίζει το καθαρό κόστος της παροχής δημόσιας υπηρεσίας που ανατέθηκε στην POL.

(27)

Στις 24 Ιανουαρίου 2012, το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε δέσμη μέτρων για τη στήριξη των παρεχόμενων από την POL ΥΓΟΣ, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες με τα μέτρα που εγκρίθηκαν το 2011.

2.2.4.   Οικονομικές δυσκολίες

(28)

Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι η RMG είναι προβληματική επιχείρηση, διότι αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες (τα χρηματοοικονομικά στοιχεία που δηλώθηκαν αφορούν τα ενοποιημένα αποτελέσματα της RMG, περιλαμβανομένων όλων των θυγατρικών, εάν δεν δηλώνεται διαφορετικά):

i)

την κατάσταση του ισολογισμού της, ιδίως το σημαντικό μέγεθος του συνταξιοδοτικού ελλείμματος·

ii)

τις προβλεπόμενες ελλείψεις ρευστότητας·

iii)

τη μελλοντική αδυναμία της να εξυπηρετήσει τα χρέη της κατά τη λήξη, εάν δεν εφαρμοστούν τα κοινοποιηθέντα μέτρα·

iv)

τα μειούμενα έσοδα της RMG από την υπηρεσία επιστολών: κατά το διάστημα των οικονομικών ετών από 2008/09 έως 2010/11, τα εξωτερικά έσοδα μειώθηκαν κατά 3,1 %, ενώ τα έσοδα από την εσωτερική αλληλογραφία μειώθηκαν το ίδιο διάστημα κατά 11,7 %.

(29)

Ο ισολογισμός της RMG δείχνει ότι η επιχείρηση είχε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες στο τέλος του οικονομικού έτους 2010/11· τόσο τα κεφάλαια κίνησης όσο και το καθαρό κεφάλαιο εκμετάλλευσής της ήταν αρνητικά.

(30)

Με βάση τις κοινοποιηθείσες από το Ηνωμένο Βασίλειο προβλέψεις, η RMG θα έχει αρνητικό ταμειακό περιθώριο […], δηλαδή δεν θα έχει επαρκή κεφάλαια για να χρηματοδοτεί τις καθημερινές της λειτουργίες, εάν δεν εφαρμοστούν τα κοινοποιηθέντα μέτρα. Κατά συνέπεια, η RMG δεν θα είναι σε θέση να συμπληρώσει τις υφιστάμενες ταμειακές διευκολύνσεις της κατά τη λήψη τους την […].

(31)

Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η RMG θα αντιμετωπίσει σοβαρή δυσκολία να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις πληρωμών της έως […] και, κατ’ επέκταση, δεν θα είναι σε θέση να αναλάβει ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και αποκατάστασης της βιωσιμότητας με δικούς της πόρους, με αποτέλεσμα να περιέλθει η εταιρεία σε κατάσταση να πρέπει να βασίζεται στην κρατική ενίσχυση για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση της οικονομικής της βιωσιμότητας και την αδιάκοπη παροχή της δημόσιας υπηρεσίας.

2.3.   Τα υπό εξέταση μέτρα

2.3.1.   Απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα

(32)

Ο νόμος για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες του 2011 προβλέπει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αναλάβει την ευθύνη για ορισμένες συσσωρευμένες οφειλές από το συνταξιοδοτικό καθεστώς Royal Mail Pension Plan («RMPP»). Το προτεινόμενο μέτρο θα απαλλάξει την RMG από την υποχρέωση να εξαλείψει το έλλειμμα που προέκυψε βάσει αυτού του καθεστώτος, απαλλάσσοντας την RMG από μια σημαντική χρηματοοικονομική επιβάρυνση.

(33)

Σύμφωνα με το Ηνωμένο Βασίλειο, το μέγεθος και η μεταβλητότητα του συστήματος RMPP είναι απολύτως δυσανάλογα με την τρέχουσα επιχειρηματική κατάσταση της RMG και αποδείχτηκε ότι αποτελούν σοβαρό μειονέκτημα για την ικανότητα της RMG να αντεπεξέλθει με τις δυνάμεις της στον ανταγωνισμό στην απελευθερωμένη αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου πιστεύουν ότι με το να μειώσουν το παθητικό του RMPP και συμβάλλοντας στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της RMG, η RMG θα έχει την ικανότητα, ως αποκλειστικός φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, να προσαρμοστεί μέσω του εκσυγχρονισμού της στην απελευθερωμένη αγορά αυτού του κλάδου. Η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα θα άρει, κατά συνέπεια, ένα από τα βασικότερα εμπόδια για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων στην RMG.

(34)

Εκτός από το RMPP, η RMG χρηματοδοτεί σήμερα άλλα τρία συνταξιοδοτικά προγράμματα: το Royal Mail Senior Executives Pension Plan («RMSEPP»), το Royal Mail Retirement Savings Plan («RMRSP») και το Royal Mail Defined Contribution Pension Plan («RMDCPP»). Το κοινοποιηθέν μέτρο αφορά μόνο το RMPP και δεν θα επηρεάσει τους ασφαλισμένους των RMSEPP, RMRSP ή RMDCPP.

(35)

Το RMPP είναι επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα των εργαζομένων της RMG, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αποσπασμένοι στην POL και όσοι εργάζονται εξολοκλήρου γι’ αυτήν (8). Είναι ένα ιδιωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα από την άποψη ότι λειτουργεί με βάση τον νόμο για τις συνήθεις συντάξεις του ΗΒ, όπως αυτός εφαρμόζεται από τις ιδιωτικές εταιρείες. Την 31η Μαρτίου 2011, το RMPP είχε περίπου 436 000 ασφαλισμένους, εκ των οποίων περίπου 130 000 ήταν ενεργά μέλη που τροφοδοτούσαν το σύστημα (εν ενεργεία ασφαλισμένοι), περίπου 118 000 ήταν πρώην εργαζόμενοι που είχαν εγκαταλείψει την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης χωρίς να έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα (ασφαλισμένοι που διέκοψαν τη συμμετοχή τους στο σύστημα) και περίπου 188 000 ήταν συνταξιούχοι.

(36)

Το RMPP διέπεται από το Third Principal Trust Deed and Rules της 21ης Δεκεμβρίου 2009, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια («Trust Deed» — έγγραφο καταπιστεύματος). Ο κύριος εργοδότης σε σχέση με το σύστημα είναι η RMG και ο διαχειριστής είναι μια εταιρεία, η Royal Mail Pensions Trustees Limited («διαχειριστής»). Εκτός από το έγγραφο καταπιστεύματος, οι υποχρεώσεις του διαχειριστή και της RMG στο πλαίσιο του RMPP διέπονται από τη νομοθεσία που θέσπισε το Υπουργείο Εργασίας και Συντάξεων και εφαρμόζεται στα επαγγελματικά συστήματα, που ορίζονται κυρίως στο Pension Schemes Act 1993 (νόμος για τα συνταξιοδοτικά συστήματα του 1993), στο Pensions Act (νόμος για τις συντάξεις) του 1995) και στο Pensions Act (νόμος για τις συντάξεις) του 2004. Το RMPP υπάγεται στη δικαιοδοσία της Ρυθμιστικής Αρχής Συντάξεων του Ηνωμένου Βασιλείου.

(37)

ΤΟ RMPP είναι σύστημα καθορισμένων παροχών, βάσει του οποίου οι παροχές καθορίζονται με αναφορά σε μια σύνταξη ενός ποσού-στόχου σε κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, σε σχέση με το ποσό των ετήσιων αμοιβών του ασφαλισμένου και τον χρόνο υπηρεσίας στον εργοδότη. Αυτό είναι αντίθετο με τα συστήματα καθορισμένων παροχών που καθορίζουν μόνο το επίπεδο των εισφορών που απαιτούνται από τον εργοδότη/εργαζόμενο. Οι εισφορές επενδύονται και όταν ένας ασφαλισμένος συνταξιοδοτείται, χρησιμοποιείται η αξία του συσσωρευμένου κεφαλαίου για την παροχή ενός μόνιμου εισοδήματος στον ασφαλισμένο.

(38)

Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι συστημάτων καθορισμένων παροχών που είναι γνωστά ως σύστημα με βάση τον τελευταίο μισθό και σύστημα με βάση τα έτη υπηρεσίας. Το σύστημα παροχών βάσει του τελευταίου μισθού προβλέπει σύνταξη που βασίζεται σε συγκεκριμένο κλάσμα ή ποσοστό του τελικού συντάξιμου μισθού του ασφαλισμένου για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας. Αντίθετα, το σύστημα συνταξιοδότησης με βάση τα έτη υπηρεσίας παρέχει σύνταξη με βάση ένα καθορισμένο ποσοστό του μέσου μισθού του ασφαλισμένου για όλη τη διάρκεια της συντάξιμης περιόδου εργασίας (συνήθως προσαρμόζεται με κάποιο τρόπο, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός) για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας.

(39)

Μέχρι τον Απρίλιο του 2008, τα θεμελιωμένα δικαιώματα των ασφαλισμένων του RMPP υπολογίζονταν με βάση τον τελευταίο μισθό. Όμως, τον Απρίλιο του 2008, η RMPP έθεσε σε εφαρμογή συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις τροποποιώντας τους κανόνες του RMPP, οι οποίοι περιελάμβαναν αλλαγές στα θεμελιωμένα δικαιώματα όσον αφορά την υπηρεσία από την 1η Απριλίου 2008, όπως ο υπολογισμός των παροχών στο εξής βάσει μεθόδου του μέσου μισθού των ετών υπηρεσίας αντί της μεθόδου του τελικού μισθού (μολονότι τα θεμελιωμένα δικαιώματα για υπηρεσία πριν από αυτή την ημερομηνία θα συνεχίσουν να συνδέονται με τον τελευταίο μισθό του ασφαλισμένου). Άλλες μεταρρυθμίσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή την 1η Απριλίου 2008 περιλάμβαναν την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 έτη για τη συνολική υπηρεσία από την 1η Απριλίου 2010 (δικαιώματα που θεμελιώθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή μπορούν να εισπράττονται στην ηλικία των 60 ετών χωρίς την εφαρμογή μείωσης πρόωρης συνταξιοδότησης) και κλείσιμο του RMPP για νέους ασφαλισμένους και νεοεισερχόμενους στην εργασία, με ισχύ από την 1η Απριλίου 2008. Το RMPP αντικαταστάθηκε με σύστημα καθορισμένων συνεισφορών για νέους ασφαλισμένους και νεοεισερχόμενους στην εργασία μετά την 1η Απριλίου 2008, το RMDCPP.

(40)

Το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι η δυνατότητα της RMG να τροποποιήσει το RMPP με την πάροδο του χρόνου έχει ουσιαστικά περιοριστεί. Οι περιορισμοί αυτοί απορρέουν από τη γενική νομοθεσία του ΗΒ για τις συντάξεις και από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του συστήματος RMPP.

(41)

Βάσει της νομοθεσίας του ΗΒ, η RMG δεν έχει εξουσία αρνησικυρίας όσον αφορά τον συντελεστή εισφοράς της στο RMPP. Ο συντελεστής εισφοράς συνήθως συμφωνείται μεταξύ του χρηματοδοτούντος εργοδότη και του διαχειριστή ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά βάσει πλαισίου σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση αδυναμίας να επιτευχθεί συμφωνία εντός 15 ημερών από την αποτίμηση, το ύψος των εισφορών καθορίζεται από τη Ρυθμιστική Αρχή Συντάξεων του ΗΒ, η οποία θεσπίστηκε στις 6 Απριλίου 2005 με τον νόμο για τις συντάξεις του 2004 και επιβάλλει τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία για τις συντάξεις. Η Ρυθμιστική Αρχή Συντάξεων έχει καταστήσει σαφές, μεταξύ άλλων, ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα πρέπει να έχουν ένα συγκεκριμένο βαθμό φερεγγυότητας και ότι αναμένει από τους διαχειριστές να επιδιώκουν την ανάκτηση κάθε ελλείμματος με βάση τις τεχνικές διατάξεις της χρηματοδότησης από τον χρηματοδοτούνται εργοδότη «όσο συντομότερα μπορεί εύλογα να πληρώσει ο εργοδότης».

(42)

Σε αυτό το πλαίσιο, η RMG συνήψε, τον Ιούνιο του 2006, μνημόνιο συμφωνίας με τον διαχειριστή του συστήματος για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος του RMPP σε διάρκεια 17 ετών, επιπλέον των ετήσιων πληρωμών της RMG προς το RMPP για τη χρηματοδότηση του κόστους των θεμελιωμένων δικαιωμάτων. Οι όροι περιλάμβαναν τη σύσταση λογαριασμών μεσεγγύησης συνολικού ύψους 1 δισεκατ. GBP εγγυημένου υπέρ του RMPP, σύμφωνα με την απόφαση 2009/613/ΕΚ της Επιτροπής (9).

(43)

Στις 30 Ιουνίου 2010, η RMG συμφώνησε με τον διαχειριστή για ένα ακόμη σχέδιο κάλυψης του ελλείμματος με σκοπό τη χρηματοδότηση του ελλείμματος του RMPP μέχρι τον Μάρτιο του 2047, καταβάλλοντας τις ακόλουθες ετήσιες συνεισφορές:

i)

από την 1η Απριλίου 2009 έως την 31η Μαρτίου 2047: ετήσιες πληρωμές 282 εκατ. GBP για την κάλυψη του ελλείμματος, που αυξάνονται σύμφωνα με τον πληθωρισμό λιανικών τιμών·

ii)

από 1η Απριλίου 2013 έως 31 Μαρτίου 2023: πρόσθετες εισφορές 4 % των εισφορών των ασφαλισμένων.

(44)

Η POL καλύπτει το 7 % των πληρωμών για την κάλυψη του ελλείμματος. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται βάσει του αριθμού των αποσπασμένων υπαλλήλων στην POL σε σχέση με τον συνολικό αριθμό εργαζομένων της RMG. Η ετήσια εισφορά της POL για την κάλυψη του συνταξιοδοτικού ελλείμματος το οικονομικό έτος 2010/11 ανήλθε σε 21 εκατ. GBP.

(45)

Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνουν τη δημιουργία ενός νέου συστήματος συντάξεων που θα βαρύνει την κυβέρνηση του ΗΒ και δεν θα έχει νομική σύνδεση με την RMG ή το RMPP. Ένα συγκεκριμένο ποσοστό του συσσωρευμένου παθητικού και ενεργητικού του RMPP θα μεταβιβαστεί στο νέο σύστημα. Πρόθεση είναι να μεταφερθούν στο νέο σύστημα τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα μέχρι την 31η Μαρτίου 2012. Στα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται η πρόταση αυτή περιλαμβάνονται σημερινοί συνταξιούχοι, ασφαλισμένοι που έχουν διακόψει τη συμμετοχή τους στο σύστημα και ενεργοί ασφαλισμένοι του RMPP.

(46)

Σε γενικούς όρους, εκτιμάται ότι το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα θα αναλάβει υποχρεώσεις 32 200 εκατ. GBP και ενεργητικό 27 700 εκατ. GBP (με βάση τα στοιχεία των αναλογιστικών αποτιμήσεων στις 31 Μαρτίου 2011) και, συνεπώς, έλλειμμα 4 500 εκατ. GBP. Μετά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα την 1η Απριλίου 2012, η RMG θα συνεχίσει να καταβάλλει μόνο τις συνήθεις συνταξιοδοτικές εισφορές για όλους τους ασφαλισμένους του RMPP οι οποίοι εξακολουθούν να εργάζονται για την RMG και, κατά συνέπεια, θα παραμείνει υπεύθυνη μόνο για τα νέα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτώνται μετά τον Μάρτιο του 2012 (στο εξής αναφέρεται ως υφιστάμενο σύστημα RMPP).

(47)

Το υφιστάμενο σύστημα RMPP θα συνίσταται αμέσως μετά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα από περίπου 2 100 εκατ. GBP (10) υποχρεώσεις και αντίστοιχο ποσό περιουσιακών στοιχείων που θα παραμείνουν στην RMG. Η RMG θα εξακολουθήσει να βαρύνεται με όλα τα μελλοντικά έξοδα της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης για όλες τις τρέχουσες υποχρεώσεις βάσει του RMPP για τη διατήρηση μιας συνεχούς σύνδεσης του τελικού μισθού με ορισμένες αυξήσεις (παραδείγματος χάρη με την πρόωρη συνταξιοδότηση) σε σχέση με τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Αυτό σημαίνει ότι μετά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, η RMG θα συνεχίσει να φέρει τον κίνδυνο της ενδεχόμενης αύξησης των συσσωρευμένων υποχρεώσεων για ασφαλισμένους που έχουν διακόψει τη συμμετοχή τους στο σύστημα λόγω ενδεχόμενων μισθολογικών αυξήσεων που θα υπερβαίνουν τον πληθωρισμό, εφόσον οι συνταξιοδοτικές παροχές πρέπει να συνδέονται με το τρέχον επίπεδο του τελικού μισθού. Η RMG θα διατηρήσει επίσης την ευθύνη για το υφιστάμενο RMSEPP που παρουσιάζει υποχρεώσεις ύψους 300 εκατ. GBP και έλλειμμα περίπου 30 εκατ. GBP (όπως αποτιμήθηκε στις 31 Μαρτίου 2011).

2.3.2.   Ενίσχυση αναδιάρθρωσης

(48)

Για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες της, τον Ιούνιο του 2011, η RMG κατάρτισε σχέδιο αναδιάρθρωσης που καλύπτει την περίοδο 2008-2016.

(49)

Τα σχέδια της RMG, που εστιάζονται κυρίως στη μείωση του κόστους και τη διαφοροποίηση των εσόδων, βασίζονται στα σημαντικά μέτρα αναδιάρθρωσης που έλαβε η RMG από το 2002 (συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής σημαντικών αλλαγών στο RMPP), για να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία της και να μειώσει τα έξοδά της. Το σχέδιο του Ιουνίου του 2011 για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της RMG υποδιαιρείται σε 5 βασικούς τομείς:

i)

λειτουργικός εκσυγχρονισμός, που καλύπτει τις αλλαγές σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της RMG και τα αποτελέσματα σε σημαντικές εξοικονομήσεις κόστους για την επιχείρηση·

ii)

μέτρα αναδιάρθρωσης της εταιρείας και των υποστηρικτικών υπηρεσιών·

iii)

οργάνωση σε εμπορικά πρότυπα·

iv)

επένδυση σε μια νέα πλατφόρμα ΤΠ·

v)

πρωτοβουλίες παραγωγής μετρητών.

(50)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης αποσκοπεί στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της RMG. Σύμφωνα με το Ηνωμένο Βασίλειο, η ικανότητα εξάλειψης πάγιων δαπανών που βρίσκονται σε διαρθρωτικά υψηλά επίπεδα, βελτίωσης του συνολικού ρυθμιστικού πλαισίου και διαφοροποίησης των εσόδων για να εξαλειφθούν οι απώλειες εσόδων από τη μείωση του όγκου των ταχυδρομικών υπηρεσιών θα συμβάλει στη δημιουργία μιας βιώσιμης RMG που θα είναι σε θέση να προσελκύει επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα για να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα το μέλλον της.

(51)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της RMG αποτελεί κεντρικό στόχο πολιτικής για την επίτευξη καθολικής διαθεσιμότητας και πραγματικής εκπλήρωσης της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας. Σύμφωνα με το Ηνωμένο Βασίλειο, μόνο η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα δεν θα είναι αρκετή για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της RMG. Ακόμη και μετά την εξάλειψη του συνταξιοδοτικού ελλείμματος, η RMG δεν θα είναι σε θέση να ξεπεράσει τις οικονομικές δυσκολίες της με τους δικούς της πόρους ή με κεφάλαια που θα προέρχονται από πηγές της αγοράς.

(52)

Για τον λόγο αυτό, εκτός από την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε και ορισμένα μέτρα για την ενίσχυση του ισολογισμού της RMG, τα οποία συνίστανται σε:

i)

διαγραφή μέρους του χρέους της RMG προς την κυβέρνηση του ΗΒ (στο εξής «μέτρα μείωσης του χρέους») που εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 1 700 εκατ. GBP (συν τους δεδουλευμένους τόκους), και

ii)

διάθεση από την RMH ορισμένων ποσών στο «αποθεματικό ταχυδρομικών υπηρεσιών» (11) στην RMG μέσω διευκόλυνσης ανανεούμενης πίστωσης με ανώτατο πιστοληπτικό όριο 200 εκατ. GBP.

2.4.   Λόγοι για την κίνηση σε βάθος έρευνας

(53)

Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίστηκε στην κοινοποίησή του ότι η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα θα μπορούσε να κριθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, διότι το συσσωρευμένο κόστος από την περίοδο πριν από την απελευθέρωση του συστήματος, βασιζόταν στην πρακτική της Επιτροπής. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι τα προταθέντα μέτρα είναι σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (12) («κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α»). Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν επικαλέστηκε το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης ως αιτιολόγηση για τα κοινοποιηθέντα μέτρα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

(54)

Στην απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή εξέτασε αν η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα μπορούσε να κριθεί συμβιβάσιμη ως αντιστάθμιση έκτακτης επιβάρυνσης που ήταν αποτέλεσμα του προηγούμενου καθεστώτος της RMG ως κρατικού μονοπωλίου. Το 2007, η Επιτροπή ενέκρινε πράγματι γαλλική μεταρρύθμιση για τη χρηματοδότηση του υφιστάμενων και μελλοντικών συντάξεων των υπαλλήλων της La Poste με το καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου (13). Εντούτοις, ενώ η απόφαση του 2007 εξασφάλιζε ότι το πραγματικό κόστος κοινωνικής ασφάλισης της La Poste ήταν συγκρίσιμο με αυτά των ανταγωνιστών της, κρίθηκε ότι η απαλλαγή της RMG από το σύνολο του συνταξιοδοτικού της ελλείμματος θα την έφερε σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι μιας μέσης επιχείρησης του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Επιτροπή αμφέβαλε, συνεπώς, ότι το σύνολο των επιβαρύνσεων από τις οποίες απαλλάχθηκε η RMG αντιστοιχεί στο συσσωρευμένο κόστος κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι θα υπήρχαν πράγματι δίκαιοι όροι ανταγωνισμού, εάν εφαρμοζόταν η εξάλειψη του ελλείμματος.

(55)

Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις σχετικά με το συμβιβάσιμο του σχεδίου αναδιάρθρωσης με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α, ιδίως όσον αφορά την προοπτική αποκατάστασης της βιωσιμότητας, την έκταση της εισφοράς της RMG και το επίπεδο των αντισταθμιστικών μέτρων.

(56)

Σύμφωνα με την Επιτροπή, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απέδειξε πειστικά ότι το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης ήταν σύμφωνο με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αμφισβητούσε ότι η αποστολή της RMG ως αποκλειστικός πάροχος καθολικής υπηρεσίας και οι υποχρεώσεις της που απέρρεαν από το γεγονός ότι ήταν μονοπώλιο του δημοσίου θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον μετριασμό των όρων των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α και ιδίως αυτών που εξασφαλίζουν τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και ότι το κόστος αναδιάρθρωσης καλύπτεται από το απαιτούμενο 50 % της ίδιας εισφοράς.

(57)

Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι η διάρκεια του αρχικού σχεδίου αναδιάρθρωσης από το 2008 έως το 2016 ήταν υπερβολικά μεγάλη και ότι οι προβολές στο αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης ήταν ευαίσθητες σε αλλαγές των παραδοχών, όπως ο συνολικός όγκος ταχυδρομικών υπηρεσιών. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς τη μακροπρόθεσμη αποκατάσταση της βιωσιμότητας της RMG με την εφαρμογή του κοινοποιηθέντος σχεδίου και την αξιοπιστία των προβολών βιωσιμότητας.

2.5.   Τροποποίηση των κοινοποιηθέντων μέτρων μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας

(58)

Στις συζητήσεις με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επίσημης έρευνας, το Ηνωμένο Βασίλειο παραιτήθηκε από τη μείωση του χρέους των 1 700 εκατ. και μείωσε το εύρος των μέτρων μείωσης του χρέους σε 1 089 εκατ. GBP. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο αποποιήθηκε την κοινοποιηθείσα διευκόλυνση ανανεούμενης πίστωσης των 200 εκατ. GBP. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν θεωρεί πλέον τα εν λόγω μέτρα ως κοινοποιηθέντα, αλλά μόνο το μέτρο μείωσης του χρέους κατά 1 089 εκατ. GBP.

(59)

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της έρευνας, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε επικαιροποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης που καλύπτει μικρότερη περίοδο αναδιάρθρωσης: 2010-2015. Κατά την περίοδο αυτή, η RMG θα εφαρμόσει λειτουργικά και βιομηχανικά μέτρα για την αναδιάρθρωση της λειτουργίας της. Το σχέδιο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της RMG μπορεί να χωριστεί στις ακόλουθες βασικές δράσεις: αναδιάρθρωση σε σχέση με το εργατικό δυναμικό, διαρθρωτική αναδιάρθρωση για τη μείωση της δυναμικότητάς της και αναδιάρθρωση των συστημάτων ΤΠ.

(60)

Η αναδιάρθρωση της εργασίας αποτελεί τον πυρήνα των αλλαγών της RMG για να διασφαλιστεί η δυνατότητα παροχής μιας χρηματοδοτικά βιώσιμης καθολικής υπηρεσίας μακροπρόθεσμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η RMG έχει ήδη σημειώσει πρόοδο και προτίθεται να προβεί και σε περαιτέρω σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού της μέσω προγράμματος εθελούσιας αποχώρησης και φυσικής μείωσης κατά την περίοδο εφαρμογής του προγράμματος. Αυτό το μέτρο από μόνο του αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο του συνολικού κόστους αναδιάρθρωσης και θα μειώσει σημαντικά τα βασικά έξοδα της RMG.

(61)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει, κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης, μείωση του προσωπικού της RMG στην Letters & Parcels and International (UKLPI) από περίπου 160 000 εργαζόμενους στην αρχή του έτους που έληγε τον Μάρτιο του 2011 σε περίπου […] εργαζόμενους τον Μάρτιο του 2015. Αυτό αντιπροσωπεύει συνολική μείωση περίπου κατά […] στην UKLPI από τον Μάρτιο του 2011 έως τον Μάρτιο του 2015, το οποίο είναι ισοδύναμο περίπου […] ετησίως. Αυτή η αναδιάρθρωση της εργασίας περιλαμβάνει μείωση περίπου […] σε υψηλά διευθυντικά στελέχη (από αυτούς είχαν ήδη αποχωρήσει έως τον Μάρτιο του 2011 περισσότεροι από 1 000). Προβλέπεται να επιτευχθούν εξοικονομήσεις από τη μείωση του κόστους εργασίας ύψους […] εκατ. GBP σε πραγματικές τιμές από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2015.

(62)

Οι προταθείσες αλλαγές στον τομέα της εργασίας θα έχουν αντίκτυπο σε κάθε τομέα της δραστηριότητας της RMG. Ενδεικτικά:

i)

πραγματοποιείται αναδιάρθρωση του συστήματος εξωτερικής παράδοσης και αποστολής, που είναι δραστηριότητες εντάσεως εργασίας με υψηλό πάγιο κόστος· η αναδιάρθρωση εστιάζεται στην επίτευξη εξοικονομήσεων που περιλαμβάνουν την ένταξη της World Class Mail (βλέπε αιτιολογική σκέψη 68) με εξοικονομήσεις από αυτό το συνολικό σύστημα για τη βελτίωση της ασφάλειας, την εξυπηρέτηση πελατών, την ποιότητα και την παραγωγικότητα σε όλα τα γραφεία διανομής·

ii)

συντελείται μετάβαση από τη χειρωνακτική επεξεργασία που είναι εντάσεως εργασίας προς την αυτοματοποιημένη επεξεργασία, με αντίστοιχες επιπτώσεις για την εργασία·

iii)

απομακρύνονται περίπου […] διευθυντικά στελέχη σε κεντρικές υπηρεσίες.

(63)

Τα βασικά στοιχεία του κόστους αναδιάρθρωσης της εργασίας που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης του Ιουνίου 2011 είναι: i) αποζημιώσεις λόγω απόλυσης, ii) έξοδα ταξιδιού και επανένταξης και iii) καταβολές ορισμένων έκτακτων κατ’ αποκοπήν ποσών. Οι αποζημιώσεις λόγω απόλυσης εκτιμάται ότι θα ανέλθουν περίπου σε […] εκατ. GBP από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2015. Τα έξοδα ταξιδιού και επανένταξης (που καταβάλλονται σε προσωπικό που παραμένει, αλλά πρέπει να αλλάξει τόπο εργασίας στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της υποδομής της RMG, περιλαμβανομένου του κλεισίματος διαφόρων ταχυδρομικών κέντρων) θα αντιπροσωπεύσουν κόστος περίπου […] εκατ. GBP έως το 2014/15. Οι έκτακτες πληρωμές κατ’ αποκοπή ποσών, που απαιτούνται για να διατηρηθεί ο ρυθμός και το εύρος της αλλαγής, εφόσον αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας εκσυγχρονισμού του 2010 με την Communication Workers Union, ανέρχονται σε […] εκατ. GBP. Οι πληρωμές αυτές δεν θα απαιτούνταν με πιο αργό και συμβατικό ρυθμό εκσυγχρονισμού.

(64)

Αυτά τα βασικά στοιχεία της αναδιάρθρωσης της εργασίας στο σύνολό τους αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ του συνολικού κόστους αναδιάρθρωσης την περίοδο από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2015.

(65)

Εκτός από τα μέτρα που συνδέονται με το εργατικό δυναμικό της RMG, το κοινοποιηθέν σχέδιο αναδιάρθρωσης περιλαμβάνει διαρθρωτική αναδιάρθρωση για τη μείωση της μεταφορικής ικανότητας κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Συνολικά, το ποσό που δαπανάται για τη διαρθρωτική αναδιάρθρωση αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο του συνολικού κόστους αναδιάρθρωσης κατά την περίοδο από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2015. Συγκεκριμένα, αυτό το στοιχείο αναδιάρθρωσης αφορά τη σημαντική μείωση του δικτύου των ταχυδρομικών καταστημάτων, με αντίστοιχη επίπτωση στο εργατικό δυναμικό.

(66)

Η διαρθρωτική αναδιάρθρωση συνίσταται επίσης στην αυτοματοποίηση και, κατά κύριο λόγο, σε νέες μεθόδους παράδοσης που θα επιτρέψουν μεγαλύτερες και πιο ευέλικτες διαδρομές παράδοσης. Αυτό με τη σειρά του θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για το εργατικό δυναμικό και αποτελεί βασικό στοιχείο της αναδιάρθρωσης.

(67)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης περιλαμβάνει πρόγραμμα άπαξ εξορθολογισμού των περιουσιακών στοιχείων με μείωση του αριθμού των ταχυδρομικών κέντρων από 64 κατά την έναρξη του οικονομικού έτους 2010/11 σε […] μέχρι τον Μάρτιο του 2015, με σημαντική μείωση της γεωγραφικής εμβέλειας της RMG και τον εξορθολογισμό των λειτουργιών της. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει, συνεπώς, το κλείσιμο […] ταχυδρομικών κέντρων από το 2010/11 έως το 2014/15, που ισοδυναμεί με μείωση […] σε όλο το δίκτυο. Κατά τη διάρκεια του έτους από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2011, έκλεισαν σημαντικά 5 ταχυδρομικά κέντρα.

(68)

Σε συνδυασμό με αυτό, η RMG εισάγει το World Class Mail σε όλα τα ταχυδρομικά κέντρα τα οποία θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν. Το World Class Mail είναι ένα συνολικό σύστημα για τη βελτίωση της ασφάλειας, της εξυπηρέτησης πελατών, της ποιότητας και της παραγωγικότητας και τη μείωση των αστοχιών. Η επίδοση του World Class επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή όλων των εργαζομένων για την αντιμετώπιση της απώλειας χρόνου και πόρων λόγω της μειωμένης αξιοπιστίας του συστήματος και με τη λειτουργική επίδοση των συστημάτων επεξεργασίας. Όλα τα ταχυδρομικά κέντρα θα ενταχθούν στο World Class Mail έως τα τέλη του οικονομικού έτους 2011/12 και το World Class Mail θα εισαχθεί στα γραφεία διανομής.

(69)

Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη μηχανών έξυπνης διαλογής επιστολών θα επιφέρει αλλαγή στην αυτοματοποιημένη διαλογή και τη μείωση των εξόδων που συνδέονται με τη χειρωνακτική διαλογή. Οι μηχανές αυτές θεωρούνται ταχύτερες από τις υφιστάμενες μεθόδους και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιεί η RMG σχεδόν επί 20 έτη.

(70)

Επιπλέον, αναπτύσσεται η μέθοδος οργάνωσης της διαδικασίας κυκλοφορίας, η οποία αυτοματοποιεί τη διαλογή επιστολών κατά τη σειρά παράδοσής τους. Αυτό είναι ένα κομβικό στοιχείο της αναδιάρθρωσης και απαιτεί την αγορά και την ανάπτυξη μηχανών διαλογής και επιφέρει μεταβολές στις μεθόδους εργασίας για τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους που εργάζονται ιδίως στη διανομή. Η αυτόματη διαλογή επιστολών κατά τη σειρά παράδοσής τους μειώνει τη χειρωνακτική διαλογή στα κέντρα διανομής (και το σχετικό κόστος) και, συνεπώς, επιτρέπει τον αποτελεσματικότερο προγραμματισμό του χρόνου έναρξης και λήξης για τους διανομείς. Η διαλογή με βάση τη σειρά διανομής είναι μια διαρθρωτική αλλαγή στην επεξεργασία της αλληλογραφίας για την RMG που θα αυξήσει την παραγωγικότητά της. Το ποσοστό διαλογής βάσει της σειράς διανομής στην RMG ήταν 0 % της αλληλογραφίας το 2008, το 1 % της αλληλογραφίας το 2009 και το 50 % έως τον Αύγουστο του 2011.

(71)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της RMG περιλαμβάνει την αυτοματοποίηση της διαλογής μικρών πακέτων η οποία σήμερα πραγματοποιείται χειρωνακτικά. Η εταιρεία μελετά την καλύτερη λύση που θα αναπτύξει κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης.

(72)

Τέλος, οι νέες μέθοδοι διανομής επιτρέπουν στην RMG να μεταστραφεί από τις παραδοσιακές μεθόδους διανομής (με τα πόδια, με ποδήλατο) κυρίως στη χρησιμοποίηση ασφαλών κυλιόμενων φορείων (είτε χειρωνακτικά είτε μηχανοκίνητα) και οχημάτων. Αυτές οι νέες μέθοδοι αποτελούν σημαντική αλλαγή για την RMG και η υλοποιούμενη αλλαγή, που περιλαμβάνει και τις πραγματοποιούμενες δαπάνες, θα διευκολύνει μεγαλύτερες και πιο ευέλικτες διαδρομές παράδοσης. Αυτό, με τη σειρά του, θα επιτρέψει στην RMG να μειώσει τον αριθμό των διαδρομών διανομής και το λειτουργικό κόστος της εξωτερικής διανομής.

(73)

Η αναδιάρθρωση περιλαμβάνει κρίσιμες κεφαλαιακές επενδύσεις σε ΤΠ κατά την περίοδο υλοποίησης του σχεδίου. Συμπληρωματικά προς τις μεταβολές στο εργασιακό πεδίο, η RMG είναι σε διαδικασία εισαγωγής ηλεκτρονικών συσκευών χειρός που θα αντικαταστήσουν τις χειρωνακτικές διαδικασίες, γεγονός που θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα. Μία από τις βασικές λειτουργίες τους είναι η αποθήκευση υπογραφών πελατών για την επιβεβαίωση της παραλαβής αντικειμένων. Οι συσκευές αυτές επιτρέπουν την παρακολούθηση της πορείας των αντικειμένων σε πραγματικό χρόνο. Αυτό εξαλείφει την ανάγκη για περαιτέρω επεξεργασία υπογραφών και αποδείξεων σε χαρτί, μετά την ολοκλήρωση των διανομών από τους διανομείς.

(74)

Επιπλέον, η RMG θα πραγματοποιήσει και άλλες επενδύσεις σε ΤΠ και σε λειτουργίες, όπως οι σημαντικές υποδομές σε διάφορους κρίσιμους τομείς:

i)

βελτίωση των ικανοτήτων λειτουργικής αναφοράς·

ii)

εκσυγχρονισμός των διαδικασιών ανθρώπινων πόρων·

iii)

διευκόλυνση της αυτόματης ανάγνωσης στοιχείων διεύθυνσης και της χρήσης των πληροφοριών για αναφορά των επιδόσεων·

iv)

[…], και

v)

[…].

(75)

Η επένδυση σε συστήματα και η αναδιάρθρωση ΤΠ συνολικά αντιπροσωπεύει περίπου το ένα πέμπτο του συνολικού κόστους αναδιάρθρωσης κατά την περίοδο από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2015.

(76)

Σύμφωνα με το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά την εφαρμογή των συνταξιοδοτικών μέτρων και την ολοκλήρωση των μέτρων αναδιάρθρωσης, η RMG προβλέπεται ότι θα είναι σε θέση:

i)

να καλύψει τα έξοδά της, συμπεριλαμβανομένης της απόσβεσης και των χρηματοοικονομικών αλλαγών, ιδίως η εταιρεία θα έχει θετική ελεύθερη ταμειακή ροή μετά τόκων και φόρων ύψους […] εκατ. GBP μέχρι τον Μάρτιο του 2015·

ii)

να έχει απόδοση κεφαλαίου που θα της επιτρέπει να ανταγωνίζεται με τις δικές της δυνάμεις στην αγορά, και ιδίως η εταιρεία θα έχει θετική απόδοση επενδυμένου κεφαλαίου […] έως τον Μάρτιο του 2015, και

iii)

να παράγει ταμειακή ροή από την υφιστάμενη δραστηριότητα (πριν από την πώληση περιουσιακών στοιχείων), ιδίως η εταιρεία θα έχει θετική ελεύθερη λειτουργική ταμειακή ροή […] εκατ. GBP.

(77)

Το συμπέρασμα αυτό ισχύει επίσης και με βάση το εύλογο δυσμενές σενάριο (πρόσθετη μείωση του όγκου εργασίας […] κατά την περίοδο του σχεδίου αναδιάρθρωσης) που υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 30 Νοεμβρίου 2011 στο πλαίσιο της ανάλυσης ευαισθησίας. Με βάση αυτό το δυσμενές σενάριο, μέχρι τον Μάρτιο του 2015, η RMG θα είναι σε θέση:

i)

να έχει θετική ελεύθερη ταμειακή ροή μετά τόκων και φόρων ύψους […] εκατ. GBP μέχρι τον Μάρτιο του 2015·

ii)

να έχει θετική απόδοση επενδυμένου κεφαλαίου […] μέχρι τον Μάρτιο του 2015, και

iii)

να έχει θετική ελεύθερη λειτουργική ταμειακή ροή […] εκατ. GBP.

(78)

Το ΗΒ υποστηρίζει ότι οι προβλέψεις αυτές αποδεικνύουν το μέγεθος και την ισχύ της προβλεφθείσας αναδιάρθρωσης.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(79)

Παρατηρήσεις επί της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας υπέβαλαν πολλά ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων και μικρότεροι εγχώριοι ανταγωνιστές της RMG και οι ενώσεις του κλάδου τους, μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες, ομάδες πίεσης και συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων που εκπροσωπούν την πλειοψηφία του προσωπικού της RMG.

(80)

Ως ένωση του κλάδου που αποτελείται από μικρότερους φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Mail Competition Forum («MCF») δίνει μεγάλη έμφαση στη σημασία μιας υγιούς και βιώσιμης RMG ως της μόνης επιχείρησης που είναι σε θέση να εκπληρώσει την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ταυτόχρονα διατυπώνει και ανησυχίες ότι μια τεχνητά ενισχυμένη RMG θα μπορούσε να εξοστρακίσει τους μικρότερους ανταγωνιστές της από μια ήδη δύσκολη αγορά, εφαρμόζοντας επιθετική τιμολογιακή πολιτική, συμπίεση του περιθωρίου και αρνούμενη την πρόσβασή τους σε βασικές εγκαταστάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η MCF επιμένει ότι πρέπει να ληφθούν αυστηρά μέτρα εκ των προτέρων ρύθμισης για την προστασία των μικρότερων ανταγωνιστών και για να διασφαλιστεί η πρόσβασή τους στο δίκτυο της Royal Mail.

(81)

Η MCF συμφωνεί με την εκτίμηση του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η RMG είναι προβληματική επιχείρηση και συμφωνεί να εφαρμοστούν οι κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α ως το κατάλληλο πλαίσιο για την εκτίμηση των προταθέντων μέτρων. Επισημαίνει, ακόμα, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει την ενίσχυση με το επιχείρημα ότι η ενίσχυση αυτή είναι αναγκαία για τη διατήρηση μιας ΥΓΟΣ, αλλά τονίζει ότι, εάν η Επιτροπή επιτρέψει τη χορήγηση αποζημίωσης στην RMG για την παροχή ΥΓΟΣ, αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με αυστηρές διασφαλίσεις για την προστασία του ανταγωνισμού.

(82)

Η ΜCF πιστεύει ότι τα μέτρα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο αναγκαίο και να αποσκοπούν στην αντιμετώπιση μόνο του προβλήματος του συνταξιοδοτικού ελλείμματος. Η MCF απορρίπτει κάθε μέτρο αποκατάστασης του ισολογισμού ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου με στόχο να καταστεί η επιχείρηση ελκυστικότερη για έναν επενδυτή της οικονομίας της αγοράς. Σε αυτό το πλαίσιο, η MCF εκφράζει επιφυλάξεις για την ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης.

(83)

Όσον αφορά την απαιτούμενη βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α ίδια εισφορά του 50 % για τις μεγάλες επιχειρήσεις, η MCF τονίζει ότι πρέπει να εφαρμοστεί αυστηρά το καθορισμένο όριο και συνιστά την εκποίηση στοιχείων ενεργητικού και την κατάσχεση ζημιογόνων δραστηριοτήτων για τη χρηματοδότησή του.

(84)

Όσον αφορά τα αντισταθμιστικά μέτρα, η MCF πιστεύει ότι απαιτούνται ορισμένα φιλόδοξα διαρθρωτικά, δημοσιονομικά και κανονιστικά μέτρα, περιλαμβανομένης της αναμόρφωσης του νόμου του ΗΒ για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, με στόχο να αποτραπεί η χορήγηση πρόσθετης ενίσχυσης στην RMG για τον ίδιο σκοπό στο μέλλον, τον πλήρη διαρθρωτικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων υπηρεσιών λιανικής και δικτύου της επιχείρησης και τον τερματισμό της απαλλαγής από τον ΦΠΑ από την οποία επωφελείται η RMG για υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας.

(85)

Η Secured Mail επισημαίνει τη σημασία της RMG γα την παροχή καθολικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ταυτόχρονα, η Secured Mail παρακινεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι η RMG δεν θα έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τη νέα της ισχύ με τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο το επιχειρηματικό μοντέλο των μικρότερων ανταγωνιστών της. Όπως και η Mail Competition Forum, η Secured Mail δίνει έμφαση στην ανάγκη να υπάρξει επαρκής ίδια εισφορά που θα χρηματοδοτηθεί με την εκποίηση στοιχείων ενεργητικού και κατάσχεση ζημιογόνων δραστηριοτήτων. Ακόμη, η Secured Mail θα επιθυμούσε τη λήψη κανονιστικών μέτρων, όπως ο διαχωρισμός των δραστηριοτήτων δικτύου και των υπηρεσιών λιανικής της RMG.

(86)

Η UK Mail, μικρός εγχώριος ανταγωνιστής, παρατηρεί ότι, ενώ η εταιρεία γενικά δέχτηκε με ικανοποίηση την κρατική ενίσχυση προς την RMG με στόχο να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας, τα μέτρα πρέπει να επιτραπούν μόνο στο πλαίσιο της αυστηρής τήρησης των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α.

(87)

Η DX, ένας άλλος μικρός εγχώριος ανταγωνιστής, εκφράζει επίσης ανησυχίες για την ανεξέλεγκτη ενίσχυση της θέσης της RMG στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου και υποστηρίζει τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων για την αποτροπή δυνητικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(88)

Η Communication Workers Union («CWU») εντάσσει τα μέτρα στο πλαίσιο των ευρύτερων προσπαθειών εκσυγχρονισμού της RMG κατά τα τελευταία έτη. Η CWU χαιρετίζει τα μέτρα ενίσχυσης, αλλά εκφράζει ανησυχία σχετικά με το επίπεδο της πίεσης που ασκείται στο εργατικό δυναμικό από τη διαδικασία αναδιάρθρωσης και επισημαίνει τις βαθιές και διαρκείς αλλαγές στις γενικές συνθήκες εργασίας των απασχολούμενων της Royal Mail. Η CWU ζητεί από την Επιτροπή να περιορίσει την αναδιάρθρωση στο ελάχιστο αναγκαίο, ώστε να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις στις γενικές συνθήκες εργασίας. Η CWU απορρίπτει εκτίμηση βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α και υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να επιτρέψει την ενίσχυση ως αντιστάθμιση για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος. Η CWU πιστεύει ότι δεν πρέπει να ζητηθεί από την RMG καμία ίδια εισφορά και υποστηρίζει μια γενναιόδωρη εκτίμηση των μέτρων ενίσχυσης, με στόχο να καταστεί η διαδικασία μετάβασης όσο το δυνατόν ομαλότερη για τους εργαζόμενους της RMG.

(89)

Η Free and Fair Postal Initiative («FFPI»), ομάδα πίεσης, εκφράζει γενικά την ικανοποίησή της για τα μέρα κρατικής ενίσχυσης υπέρ της RMG και εκφράζει μόνο ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της RMG σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Με βάση το τρέχον οικονομικό κλίμα, η FFPI αμφιβάλλει για τις προοπτικές πωλήσεων και εκφράζει την απογοήτευσή της για την έλλειψη συνολικού σχεδίου ιδιωτικοποίησης.

(90)

Επιπλέον, η FFPI επισημαίνει ότι πρέπει να ικανοποιούνται όλες οι απαιτήσεις των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, ιδίως όσον αφορά την ίδια εισφορά, η οποία κατά την FFPI πρέπει να είναι ουσιαστική (της τάξης του 50 %), σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α. Επιπλέον, η FFPI θεωρεί ότι τα φιλόδοξα αντισταθμιστικά μέτρα πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνουν την εκποίηση στοιχείων ενεργητικού τα οποία δεν είναι απολύτως απαραίτητα για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας και, ιδίως, τις εγγυήσεις όσον αφορά την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην αγορά.

(91)

Η FFPI υποστηρίζει ακόμη ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση η αιτιολόγηση βάσει συσσωρευμένου κόστους που εφαρμόστηκε στις αποφάσεις EDF  (14) και La Poste, (15) επικαλούμενη ότι υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ιδίως όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά συστήματα στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

(92)

Η Deutsche Post εντάσσει το ζήτημα της ανάγκης ενίσχυσης της RMG στο πλαίσιο της ελευθέρωσης της αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου και τη συνακόλουθη ανάγκη να προσαρμοστεί το κατεστημένο πρώην μονοπώλιο στις συνθήκες μιας ανταγωνιστικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών και εκσυγχρονισμού των επιχειρηματικών πρακτικών του. Σε αυτό το πλαίσιο, η Deutsche Post παρακινεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει μια ομοιόμορφη εφαρμογή της νομοθεσίας σε όλα τα κράτη μέλη ως προς αυτό το ζήτημα. Συνεπώς, η Deutsche Post απορρίπτει την επιχειρηματολογία που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την οποία η RMG αποτελεί «ειδική περίπτωση» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, και εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εφαρμοστέο των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α στην προκειμένη περίπτωση.

(93)

Σε αυτό το πλαίσιο, η Deutsche Post υποστηρίζει επίσης ότι, βάσει της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Combus  (16), κατά τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης πρώην κρατικών φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας, η δημόσια αντιστάθμιση συνταξιοδοτικών δαπανών, οι οποίες υπερβαίνουν το σύνηθες επίπεδο των δαπανών των ιδιωτών ανταγωνιστών, δεν συνιστά ενίσχυση. Η Deutsche Post ισχυρίζεται ότι η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα της RMG πρέπει να εξαιρεθεί από την απαγόρευση του άρθρου 107 της Συνθήκης με το επιχείρημα ότι το εν λόγω μέτρο έχει σχεδιαστεί για την αποκατάσταση ενός διαρθρωτικού μειονεκτήματος κατά την έννοια της απόφασης Combus.

(94)

Η Deutsche Post πιστεύει επίσης ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη ότι η RMG έχει ήδη λάβει αντιστάθμιση για το συνταξιοδοτικό της έλλειμμα υπό μορφή υψηλότερων τιμών των γραμματόσημων.

(95)

Η TNT παρατηρεί ότι το ποσό της ενίσχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το κατώτατο ποσό που είναι απολύτως αναγκαίο για τη διάσωση της RMG λόγω των οικονομικών δυσκολιών της. Ταυτόχρονα, η ΤΝΤ εκφράζει ανησυχίες ότι η RMG θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη νέα της ισχύ για να περιορίσει αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό στην αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τον έλεγχο της αγοράς και τα μερίδια αγοράς που έχει απολέσει.

(96)

Για την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης, η ΤΝΤ ζητεί να ληφθούν αυστηρά μέτρα ως αντιστάθμιση της κρατικής ενίσχυσης, που να περιλαμβάνουν εγγύηση της μελλοντικής πρόσβασης στο δίκτυο, εάν είναι δυνατόν μέσω του διαχωρισμού και του τερματισμό της απαλλαγής από ΦΠΑ, ώστε να ενισχυθεί η εξέλιξη του ανταγωνισμού στις τελικές αγορές και τις αγορές της διανομής.

(97)

Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο καθαυτό, η ΤΝΤ συμφωνεί με το Ηνωμένο Βασίλειο ότι τα μέτρα πρέπει να εκτιμηθούν ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α και απορρίπτει τη διεξαγωγή ανάλυσης βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(98)

Στις παρατηρήσεις της, η UPS υποστηρίζει ότι τα προταθέντα μέτρα ενίσχυσης θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών και να επηρεάσουν τις άμεσα στοχευόμενες αγορές, τις αγορές υπηρεσιών αποστολής δεμάτων εξπρές στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη. Συνεπώς, η UPS εκφράζει αντιρρήσεις για τον τρόπο με τον οποίο έχουν υπολογιστεί τα πλεονεκτήματα προς όφελος της RMG και το εφαρμοστέο των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α στην παρούσα περίπτωση.

(99)

Επιπλέον, η UPS έχει αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο των μέτρων με το άρθρο 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης και τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α.

(100)

Αναφορικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα, η UPS υποστηρίζει ότι τα αναγκαία μέτρα πρέπει να είναι αναλογικά προς τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Συνεπώς, η UPS απορρίπτει το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι, κατά την εκτίμηση των μέτρων βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, πρέπει να ληφθεί υπόψη η επιβάρυνση από την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Η UPS δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη να αναλυθούν και να ληφθούν υπόψη οι δυνητικές δευτερογενείς δυσμενείς επιπτώσεις σε όμορες αγορές, σε περίπτωση που τα μέτρα δεν ενισχύσουν μόνο την RMG αλλά και τις θυγατρικές της, ιδίως την GLS.

(101)

Ως προς το ποσό της ενίσχυσης, η UPS τονίζει ότι αυτό πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστα αναγκαίο και ότι η RMG πρέπει να καταβάλει ουσιαστική ίδια εισφορά. Συνεπώς, η UPS αμφισβητεί ότι συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις που θα επέτρεπαν το ποσοστό της ίδιας εισφοράς να είναι κατώτερο του 50 %, όπως προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, η UPS πιστεύει ότι, εάν η Επιτροπή κάνει αποδεκτή την επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς αυτό, το ποσοστό της ίδιας εισφοράς δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερο του 40 %, σύμφωνα με την πρακτική κατά τη λήψη αποφάσεων της Επιτροπής σε προηγούμενες υποθέσεις.

(102)

Όσον αφορά το επιχείρημα του συσσωρευμένου κόστους σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης, η UPS επισημαίνει ότι τα μέτρα δεν θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με βάση το προηγούμενο (La Poste) ή ως ζήτημα αρχής, αλλά απαιτείται ένας συνολικός έλεγχος για την εξισορρόπηση των θετικών επιπτώσεων του μέτρου και της νόθευσης του ανταγωνισμού.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΗΒ

4.1.   Σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης και τους δικαιούχους της ενίσχυσης

(103)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δέχεται ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα και μείωσης του χρέους συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(104)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται ενίσχυση όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση της μεταβίβασης καθαρών υποχρεώσεων από την RMG στο Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον οι υφιστάμενες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις στους λογαριασμούς της RMG αντιπροσωπεύουν ποσά τα οποία δεν έχουν καταβληθεί μέχρι σήμερα και είναι εκπεστέα από τον φόρο μόνο όταν πραγματοποιείται η πληρωμή. Από την άποψη αυτή, η RMG δεν έχει ζητήσει φορολογική απαλλαγή για καμία από τις υποχρεώσεις στους λογαριασμούς της. Σύμφωνα με το Ηνωμένο Βασίλειο, θα ήταν άδικο να επιβαρυνθεί η RMG με φόρους για την αποδέσμευση παροχών, όταν δεν έχει εφαρμοστεί φορολογική απαλλαγή για τις διατάξεις αυτές σε πρώτο στάδιο (17).

(105)

Απαντώντας στον ισχυρισμό της Επιτροπής στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας ότι δεν είναι σαφές αν η POL θα επωφελούνταν από τα μέτρα μείωσης του χρέους, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι η χρηματοδότηση και λογιστική της POL διαχωρίζεται από αυτά της RMG. Σύμφωνα με το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτό διασφαλίζεται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις είναι νομικά διαχωρισμένες.

4.2.   Σχετικά με το συμβιβάσιμο της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα ως αντιστάθμισης για το συσσωρευμένο συνταξιοδοτικό κόστος, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης

(106)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει πρωτίστως ότι υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες ανάμεσα στην παρούσα υπόθεση και την υπόθεση La Poste. Μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζει ότι το συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΗΒ είναι διαφορετικό από αυτό της Γαλλίας και ότι δεν υπάρχει ειδικό σημείο σύγκρισης του ΗΒ με το σύστημα της RMG, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το προηγούμενο της απόφασης La Poste. Το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν επαρκείς ομοιότητες ανάμεσα στις δύο υποθέσεις, ώστε να εφαρμοστεί πλήρως το δεδικασμένο, εφόσον και οι δύο υποθέσεις αφορούν ουσιαστικό οικονομικό κίνδυνο και απεριόριστες υποχρεώσεις και διότι και οι δύο υποθέσεις αφορούν ανελαστικά συστήματα.

(107)

Συν τοις άλλοις, το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι, μολονότι υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στις υποθέσεις, η προτεινόμενη λύση για την RMG δεν είναι τόσο περιεκτική ή ουσιαστική όσο εκείνη για την La Poste, διότι το Ηνωμένο Βασίλειο απαλλάσσει την RMG από τις παλαιές υποχρεώσεις της και διότι οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που ανέλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο συνοδεύονται από τα περισσότερα στοιχεία ενεργητικού του συνταξιοδοτικού συστήματος RMPP, με αποτέλεσμα η εξεταζόμενη ενίσχυση να περιορίζεται στο έλλειμμα και όχι στο σύνολο των υποχρεώσεων.

(108)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ακόμη ότι η κλίμακα των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων της RMG είναι ασυνήθιστα μεγάλη λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων που περιλαμβάνουν την κλίμακα του κόστους εργασίας της RMG, τις συμφωνίες αναπροσαρμογής και πρόωρης συνταξιοδότησης και τους βελτιωμένους όρους για τις απολύσεις που επέβαλαν οι συλλογικές συμβάσεις με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι οι υποχρεώσεις αυτές μπορεί να θεωρηθούν ως «υπερβάλλον κόστος» κατά την έννοια των προηγούμενων αποφάσεων της Επιτροπής για τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις στον τομέα της ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι το συνταξιοδοτικό έλλειμμα πρέπει να θεωρηθεί ως αμετάκλητη (κοινωνική) επένδυση που πραγματοποιήθηκε πριν από την απελευθέρωση του τομέα, η οποία αποδείχτηκε μη επικερδής βάσει των νέων συνθηκών ελευθέρωσης του τομέα που δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί όταν λήφθηκε η απόφαση. Αυτή η συλλογιστική του Ηνωμένου Βασιλείου περί υπερβάλλοντος κόστους βασίζεται στους ακόλουθους παράγοντες:

i)

η μορφή και η κλίμακα των υποχρεώσεων συνδέονται άμεσα με το καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας και μονοπωλίου της RMG·

ii)

η διαχείριση του RMPP ήταν λιγότερο προβληματική όταν αυτό ενταγμένο σε περιβάλλον μονοπωλίου, και

iii)

οι γενναιόδωρες παροχές σε ασφαλισμένους, σε συνδυασμό με τον αριθμό των εν ενεργεία ασφαλισμένων, των ασφαλισμένων που δεν συνεισφέρουν στο σύστημα (στους οποίους παραχωρήθηκε αναπόφευκτα η καθολική υπηρεσία της RMG) αντιπροσωπεύουν πρόσθετο συνταξιοδοτικό κόστος με το οποίο δεν βαρύνονται οι ανταγωνιστές της RMG.

(109)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, το Ηνωμένο Βασίλειο έδωσε επίσης συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τον ασυνήθη χαρακτήρα των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων της RMG, οι οποίες θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με βάση τις προτάσεις της κυβέρνησης του ΗΒ. Ανέπτυξε διεξοδικότερα την αρχική ανάλυση του εμπειρογνώμονα Towers Watson, ο οποίος εξέτασε τον εγγενή βαθμό ανωμαλίας του συστήματος RMPP.

(110)

Αυτή η συμπληρωματική ανάλυση συνέκρινε το σύστημα RMPP με το σύστημα παροχών του μέσου ιδιωτικού τομέα και, κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου, αποδεικνύει ότι ποσό περίπου 6 900 εκατ. GBP των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων του RMPP αφορούν ασυνήθιστα υψηλά έξοδα σε σύγκριση με το μέσο καθεστώς.

(111)

Αυτό υπερβαίνει το επίπεδο του συνταξιοδοτικού ελλείμματος του RMPP των 4 500 εκατ. GBP σε λογιστική βάση τον Μάρτιο του 2011, το οποίο, σύμφωνα με το Ηνωμένο Βασίλειο, υποδηλώνει ότι όλο το συνταξιοδοτικό έλλειμμα του RMPP θα μπορούσε να θεωρηθεί μη φυσιολογικό.

4.3.   Σχετικά με το συμβιβάσιμο των μέτρων μείωσης του χρέους βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α

(112)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει πρωτίστως ότι η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α κατά τρόπο που να αποτρέπει το ενδεχόμενο αρνητικής επίπτωσης στη διαθεσιμότητα της καθολικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι η RMG είναι απολύτως αναγκαία για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας και υποστηρίζει ότι οι δυσκολίες της επιχείρησης θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο την επιβίωση της RMG ως επιχείρησης αλλά και τη διαθεσιμότητα της καθολικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ηνωμένο Βασίλειο συνεπώς, ζητεί από την Επιτροπή να λάβει υπόψη, κατά την εκτίμηση των μέτρων βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, τη νομοθετική διάταξη του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης. Για να στηρίξει το επιχείρημά του, το Ηνωμένο Βασίλειο παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι κανόνες της Συνθήκης πρέπει να εφαρμόζονται σε σχέση με την αποτελεσματική εκπλήρωση και τη χωρίς στρεβλώσεις διαθεσιμότητα της καθολικής υπηρεσίας στις περιπτώσεις που απειλείται η ικανότητα μιας επιχείρησης να παράσχει μια βασική υπηρεσία, και ιδίως όταν απειλείται η επιβίωση της επιχείρησης η οποία παρέχει την εν λόγω υπηρεσία (18).

(113)

Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια συμβατότητας βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για να είναι δυνατή η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η ικανότητα της κυβέρνησης του ΗΒ να τηρήσει τις υποχρεώσεις της βάσει της οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες.

(114)

Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η RMG πρέπει να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, δηλαδή επιχείρηση η οποία, χωρίς την παρέμβαση του κράτους, δεν θα ήταν σε θέση να αποκτήσει τα αναγκαία κεφάλαια για να περιορίσει τις ζημίες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωσή της, είτε από τους μετόχους της είτε από πηγές της αγοράς. Από αυτή την άποψη, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει τις σοβαρές χρηματοπιστωτικές δυσκολίες της επιχείρησης που προκλήθηκαν από τη μείωση των εσόδων, το σημαντικό μέγεθος του συνταξιοδοτικού ελλείμματος, που προκαλεί σοβαρότατο πρόβλημα στον ισολογισμό, και τις προβλεπόμενες ελλείψεις στις ταμειακές ροές του.

(115)

Στις παρατηρήσεις του, το Ηνωμένο Βασίλειο έδωσε πολύ περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Συγκεκριμένα υπέβαλε:

i)

αναλυτικότερη περιγραφή των λειτουργικών και βιομηχανικών μέτρων που αναλαμβάνει η RMG για την αναδιάρθρωση της δραστηριότητάς της και για την οποία τα κοινοποιηθέντα μέτρα αναδιάρθρωσης του ΗΒ θα παρείχαν επίσης χρηματοδοτική στήριξη·

ii)

διευκρίνιση του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη διάρκεια του σχεδίου αναδιάρθρωσης·

iii)

διαβεβαίωση ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης διασφαλίζει τη μελλοντική βιωσιμότητα της RMG, ακόμα και βάσει ενός απαισιόδοξου σεναρίου·

iv)

διευκρίνιση της πλήρους κλίμακας της ίδιας εισφοράς της RMG για την αναδιάρθρωσή της.

(116)

Όσον αφορά το εύρος του σχεδίου αναδιάρθρωσης, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη τον ρυθμό με τον οποίο είναι δυνατή η κλιμάκωση της λειτουργικής αναδιάρθρωσης που απαιτείται, λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα των λειτουργιών της RMG, το πλαίσιο των σχέσεών της στον τομέα δραστηριότητάς της και την υποχρέωσή της να εξακολουθήσει να παρέχει την καθολική υπηρεσία σε συγκεκριμένα ποιοτικά πρότυπα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

(117)

Όσον αφορά την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας και της δυνατότητας υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης, κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου έχει αποδειχθεί επαρκώς ότι η αποκατάσταση της βιωσιμότητας της RMG θα επιτευχθεί μέχρι το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α.

(118)

Βασιζόμενο στην εκτίμηση των χρηματοοικονομικών συμβούλων του, το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ότι η υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης θα αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα της RMG μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους 201/15 (δηλαδή έως τα τέλη Μαρτίου του 2015). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι, μετά την εξάλειψη του συνταξιοδοτικού ελλείμματος και την ολοκλήρωση των μέτρων αναδιάρθρωσης που συνδέονται με τους σκοπούς της κρατικής ενίσχυσης, το Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπει ότι η RMG θα είναι σε θέση να καλύπτει όλα της τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένης της απόσβεσης και των χρηματοπιστωτικών επιβαρύνσεων. Επιπλέον, η προσδοκώμενη κεφαλαιακή απόδοση θα είναι αρκετή, ώστε να επιτρέψει την αναδιαρθρωμένη RMG να ανταγωνίζεται στην αγορά με τις δικές της δυνάμεις.

(119)

Σε σχέση με την απαίτηση ίδιας εισφοράς, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να έχει την άποψη ότι ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούν μια ευέλικτη προσέγγιση του ζητήματος της ίδιας εισφοράς.

(120)

Παρ’ όλα αυτά, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο η RMG χρησιμοποιεί επίσης τους δικούς της πόρους για να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες που συνδέονται με τη δραστηριότητα αναδιάρθρωσης, όπως ορίζονται στο τμήμα 2.5.

(121)

Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι οποιαδήποτε στρέβλωση του ανταγωνισμού προερχόμενη από τα κοινοποιηθέντα μέτρα θα είναι ελάχιστη. Επαναλαμβάνει επίσης ότι τα μέτρα δεν έχουν άμεση επίπτωση στη θυγατρική GLS της RMG και, ως εκ τούτου, τα υπό εξέταση μέτρα δεν θα επηρεάσουν τον ανταγωνισμό στις ευρωπαϊκές αγορές ταχυδρομικών υπηρεσιών δεμάτων και κατεπείγουσας αλληλογραφίας στις οποίες δραστηριοποιείται η GLS.

(122)

Όσον αφορά τα αντισταθμιστικά μέτρα, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει σε ποιο βαθμό θα έπρεπε να εφαρμοστεί η εν λόγω αρχή, ώστε να αποφευχθεί κάθε μέτρο που θα παρεμπόδιζε άμεσα ή έμμεσα την RMG να παρέχει την καθολική υπηρεσία.

4.4.   Σχετικά με τις παρατηρήσεις των τρίτων μερών

(123)

Απαντώντας στις παρατηρήσεις των τρίτων μερών, το Ηνωμένο Βασίλειο εξετάζει τα ζητήματα σε θεματική βάση.

(124)

Απαντώντας στους φόβους για πιθανές δευτερογενείς αρνητικές επιπτώσεις στις όμορες αγορές μέσω της θυγατρικής GLS της RMG, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η GLS δεν ωφελείται από τα προταθέντα μέτρα ενίσχυσης, διότι οι απασχολούμενοι της GLS δεν ανήκουν ούτε σήμερα ούτε ήταν ποτέ στο παρελθόν ενταγμένοι στο RMPP και το συνταξιοδοτικό σύστημα της επιχείρησης δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το RMPP, γεγονός που αποκλείει την ύπαρξη δυσμενών επιπτώσεων. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι, με όποιον τρόπο και να εφαρμοστούν, τα μέτρα δεν θα έχουν καμία επίπτωση στην ταμειακή κατάσταση της GLS.

(125)

Απαντώντας στα σχόλια που αμφισβητούν το επίπεδο του χρέους το οποίο προέρχεται από τις οριζόμενες από το νόμο συνταξιοδοτικές εισφορές, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι το μέγεθος του ελλείμματος ήταν άμεσα συνδεδεμένο με το συσσωρευμένο κόστος και ότι η RMG έπρεπε, συνεπώς, να απαλλαγεί από το σύνολο του ελλείμματός της.

(126)

Αναφορικά με τη γενική συμβατότητα των μέτρων με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α, το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι τα προταθέντα μέτρα εντάσσονται στο πεδίο των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει τη θέση που εξέφρασε στην κοινοποίηση ότι η Επιτροπή έπρεπε να πραγματοποιήσει την εκτίμηση των προταθέντων μέτρων βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης, κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(127)

Απαντώντας στα σχόλια που αμφισβητούν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της RMG μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης, το Ηνωμένο Βασίλειο απορρίπτει τις ανησυχίες των ενδιαφερόμενων μερών και υποστηρίζει ότι, βάσει ανεξάρτητης γνώμης των οικονομικών συμβούλων του, πιστεύει ακράδαντα στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας και της ευημερίας της RMG μακροπρόθεσμα.

(128)

Το Ηνωμένο Βασίλειο απορρίπτει τους υπαινιγμούς ότι το ποσό της ενίσχυσης δεν περιοριζόταν στο απολύτως αναγκαίο και ότι ουσιαστικά αποσκοπούσε στο να καταστεί η RMG περισσότερο ελκυστική σε δυνητικούς επενδυτές, με στόχο την επιτυχή ιδιωτικοποίησή της στο μέλλον. Εξηγεί ότι τα μέτρα είχαν σχεδιαστεί ειδικά για να δαπανηθεί το αυστηρά ελάχιστο αναγκαίο ποσό για να διασφαλιστεί το μέλλον της καθολικής υπηρεσία και η αποκατάσταση της βιωσιμότητας της RMG με αυτό τον σκοπό.

(129)

Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο απορρίπτει τους ισχυρισμούς ότι τα μέτρα θα προκαλούσαν αδικαιολόγητη στρέβλωση του ανταγωνισμού, εφόσον τα οφέλη για τους καταναλωτές που απορρέουν από την επιβίωση της RMG θα υπερκάλυπταν σημαντικά τον περιορισμένο βαθμό στρέβλωσης της αγοράς.

(130)

Απαντώντας στα σχόλια σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο ίδιας εισφοράς, το Ηνωμένο Βασίλειο απορρίπτει τα επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων μερών που αμφισβητούν την ύπαρξη έκτακτων περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν παρέκκλιση από τον κανόνα του 50 % της ίδιας εισφοράς, όπως προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α. Το Ηνωμένο Βασίλειο εμμένει στη θέση που διατύπωσε στην κοινοποίηση ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη το κληροδότημα δημόσιου τομέα της RMG και την επιβάρυνση με την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, όταν καθόρισε το αναγκαίο επίπεδο της ίδιας εισφοράς.

(131)

Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι ο διαχωρισμός της POL από την RMG θέτει ήδη την RMG σε θέση που θα απολέσει επιχειρηματικές ευκαιρίες να αναπτύξει συναφείς υπηρεσίες, όπως η ατομική τραπεζική και άλλες χρήσεις της υποδομής της POL.

(132)

Το Ηνωμένο Βασίλειο απορρίπτει επίσης κατηγορηματικά τα αιτήματα να εκποιήσει την επιχείρησή της επείγουσας μεταφοράς δεμάτων GLS ως αντισταθμιστικό μέτρο, όπως πρότειναν στις παρατηρήσεις τους ορισμένα τρίτα μέρη. Το Ηνωμένο Βασίλειο διευκρινίζει ότι θεωρεί την GLS αναπόσπαστο μέρος της συνολικής στρατηγικής της RMG και ότι η επιχείρηση αυτή έχει ζωτική σημασία για την επίτευξη της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας. Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι η διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων σε περισσότερο επικερδείς τομείς αναγνωρίζεται ρητά από τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α (παράγραφος 17) ως ζωτικό στοιχείο της διάσωσης μιας προβληματικής επιχείρησης. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ότι η πώληση της GLS θα απειλούσε τη βιωσιμότητα της RMG κατά τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο το σχέδιο αναδιάρθρωσης, αλλά και την παροχή της καθολικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

(133)

Το Ηνωμένο Βασίλειο τονίζει τη θέση του ότι στην παρούσα υπόθεση πρέπει να εφαρμοστεί η συλλογιστική περί συσσωρευμένου κόστους κατά τα πρότυπα των αποφάσεων του Δικαστηρίου στις υποθέσεις La Poste, EDF (19) και OTE (20). Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει τη θέση του ότι, παρά τις τεχνικού χαρακτήρα διαφορές ανάμεσα στα συνταξιοδοτικά συστήματα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, εξακολουθεί να υπάρχει επαρκής λογική αναλογία που θα επέτρεπε να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση η συλλογιστική περί συσσωρευμένου κόστους.

(134)

Απαντώντας στα σχόλια που συνιστούσαν την εκτίμηση των μέτρων βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης και όχι βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α κατ’ εφαρμογή του άρθρου 107 της Συνθήκης, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει εκ νέου τη θέση του ότι μια τέτοια αντιμετώπιση δεν θα ήταν κατάλληλη για την RMG υπό τις παρούσες περιστάσεις. Παρ’ όλα αυτά, το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α.

(135)

Το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρεται επίσης στις παρατηρήσεις της Deutsche Post, η οποία καλεί την Επιτροπή να αφαιρέσει από την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα τα ενδεχόμενα κέρδη που έχουν ήδη δημιουργηθεί προς όφελος της RMG, όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της, υπό μορφή υψηλότερων τιμών σε τομείς με ρύθμιση τιμών. Το Ηνωμένο Βασίλειο προσπαθεί να αντικρούσει αυτή τη συλλογιστική και εκφράζει την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κανένας διπλός υπολογισμός ανάμεσα στις ρυθμιζόμενες τιμές και το συνταξιοδοτικό έλλειμμα λόγω μεθοδολογίας και των κανονιστικών ρυθμίσεων που εφάρμοσε η RMG στο παρελθόν και στις τρέχουσες ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι η RMG δεν θα εισέπραττε κεφάλαια για τον ίδιο σκοπό δύο φορές.

(136)

Το Ηνωμένο Βασίλειο απορρίπτει τον ισχυρισμό της Deutsche Post ότι η εκτίμηση της κρατικής ενίσχυσης σε πρώην μονοπώλια ταχυδρομικών υπηρεσιών πρέπει να πραγματοποιηθεί με ταυτόσημο σύνολο κριτηρίων, ώστε να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη και, αντ’ αυτού, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει ελεύθερα κάθε υπόθεση με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης.

(137)

Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο σχολιάζει τις πολυάριθμες παρατηρήσεις και προτάσεις ορισμένων τρίτων μερών που, κατά την άποψη του, εμπίπτουν στο πεδίο της κανονιστικής δραστηριότητας και όχι της παρούσας υπόθεσης. Όσον αφορά ζητήματα όπως ο διαρθρωτικός διαχωρισμός, η διαφάνεια, η επανεξέταση και η παύση ορισμένων δραστηριοτήτων, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι τα μέτρα αυτά έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και πρέπει να τεθούν στο κατάλληλο φόρουμ του εθνικού ρυθμιστικού φορέα και όχι στο πλαίσιο των διαδικασιών για τις κρατικές ενισχύσεις. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι η έκταση της απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει ήδη εξεταστεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (21) και υπόκειται σε περαιτέρω επανεξέταση από τις φορολογικές αρχές του ΗΒ.

5.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

5.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και δυνητικοί δικαιούχοι

(138)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης προβλέπει ότι «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές». Για να καθορίσει αν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόζει τα ακόλουθα κριτήρια: το μέτρο πρέπει να καταλογίζεται στο κράτος και να χρησιμοποιούνται κρατικοί πόροι, πρέπει να αποφέρει πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή συγκεκριμένους τομείς που νοθεύει τον ανταγωνισμό και πρέπει να επηρεάζει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές.

5.1.1.   Κρατικοί πόροι

(139)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης αφορά ενισχύσεις που χορηγούνται από κράτος μέλος ή με κρατικούς πόρους. Με διαφορετικούς όρους, τα υπό εξέταση μέτρα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συμπεριφοράς που αποδίδεται στο κράτος ή να ενέχει κρατικούς πόρους.

(140)

Όσον αφορά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, η κάλυψη από το Ηνωμένο Βασίλειο ορισμένων παλαιών συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων της RMG χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους και καταλογίζεται στο κράτος: το Ηνωμένο Βασίλειο θα δημιουργήσει ένα νέο συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο θα υπάγεται στην ευθύνη της κυβέρνησης του ΗΒ και στο οποίο θα μεταβιβαστεί ένα συγκεκριμένο μέρος των συσσωρευμένων υποχρεώσεων σε βάρος του RNPP.

(141)

Όσον αφορά τα μέτρα μείωσης του χρέους, αυτά χρηματοδοτούνται σαφώς με κρατικούς πόρους και καταλογίζονται στο κράτος: το Ηνωμένο Βασίλειο θα διαγράψει το χρέος από τα εκκρεμή δάνεια που οφείλει σήμερα σε αυτό η RMG.

5.1.2.   Επιλεκτικό πλεονέκτημα

(142)

Για να επιβεβαιωθεί αν τα υπό εξέταση μέτρα ενέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να καθοριστεί αν παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στην RMG από την άποψη ότι της επιτρέπουν να αποφύγει δαπάνες τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να καλύψει με δικούς της χρηματοοικονομικούς πόρους και, με τον τρόπο αυτό, εμπόδισαν τις δυνάμεις της αγοράς να παράγουν το φυσιολογικό αποτέλεσμά τους (22).

(143)

Ως προς αυτό, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι αρκετές αποφάσεις του Δικαστηρίου αντικρούουν τη θεωρία ότι η αντιστάθμιση για ένα διαρθρωτικό μειονέκτημα αποκλείει τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη ενίσχυσης πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τις επιπτώσεις και όχι σε σχέση με τις αιτίες ή τους στόχους της κρατικής παρέμβασης (23). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι η έννοια της ενίσχυσης περιλαμβάνει πλεονεκτήματα που παρέχονται από δημόσιες αρχές τα οποία, με διάφορες μορφές, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις οι οποίες συνήθως εγγράφονται στον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης (24). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει με σαφήνεια ότι τα έξοδα που συνδέονται με τις αμοιβές των εργαζομένων συνήθως επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως αν τα έξοδα αυτά απορρέουν από νομικές υποχρεώσεις ή συλλογικές συμβάσεις (25). Ως προς αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι τα κρατικά μέτρα αποσκοπούν στην αντιστάθμιση για τα πρόσθετα έξοδα δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός τους ως κρατική ενίσχυση (26).

(144)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι υποχρεώσεις με τις οποίες βαρύνεται μια επιχείρηση βάσει της εργατικής νομοθεσίας ή συλλογικών συμβάσεων με τα συνδικάτα, όπως οι συνταξιοδοτικές δαπάνες, αποτελούν μέρος των συνήθων δαπανών μιας επιχείρησης τις οποίες η επιχείρηση πρέπει να καλύπτει με δικούς της πόρους (27). Οι δαπάνες αυτές είναι εγγενείς της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης (28). Δεν έχει σημασία από αυτή την άποψη αν η επιχείρηση βαρύνεται με το συνταξιοδοτικό κόστος χρηματοδοτώντας άμεσα τις συντάξεις των πρώην εργαζομένων της ή καταβάλλοντας εισφορές σε ένα συνταξιοδοτικό ταμείο, που με τη σειρά του χρησιμοποιεί τις εισπραχθείσες εισφορές για τη χρηματοδότηση των συντάξεων των πρώην εργαζομένων των επιχειρήσεων. Το καθοριστικό στοιχείο είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι οι επιχειρήσεις βαρύνονται με το πλήρες κόστος των συντάξεων.

(145)

Όσον αφορά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτό θα αποφέρει χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα στην RMG, δεδομένων των επιπτώσεων που έχει το έλλειμμα του RΜΡΡ στην RMG και της υποχρέωσης της RMG έναντι του RMPP βάσει της νομοθεσίας του ΗΒ περί συντάξεων. Οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν την πληρωμή εισφορών, ιδίως για την αντιμετώπιση του ελλείμματος, και αντανακλώνται στο γεγονός ότι το έλλειμμα εγγράφεται στον ισολογισμό της RMG, όπως απαιτεί ο κανόνας 19 των διεθνών προτύπων λογιστικής (εφεξής IAS). Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάληψη ορισμένων συσσωρευμένων συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων από το Ηνωμένο Βασίλειο θα ελαφρύνει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της RMG με τις οποίες η επιχείρηση θα έπρεπε κανονικά να επιβαρυνθεί και, με τον τρόπο αυτό, θα εμποδίσει τις δυνάμεις της αγοράς να παράγουν το φυσιολογικό αποτέλεσμά τους.

(146)

Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα όχι μόνο αποφέρει πλεονέκτημα στην RMG, αλλά και στη θυγατρική της POL, εφόσον την απαλλάσσει από την υποχρέωση βάσει των συμφωνιών απόσπασης με την RMG να συνεισφέρει για την κάλυψη του συνταξιοδοτικού ελλείμματος. Από την άλλη πλευρά, η GLS δεν θεωρείται δικαιούχος της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα επειδή οι απασχολούμενοι της δεν είναι ενταγμένοι στο RMPP και το συνταξιοδοτικό σύστημά της δεν έχει την παραμικρή σύνδεση με το RMPP.

(147)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι τα επιχειρήματα που επιχειρούν να αποδείξουν ότι το συνταξιοδοτικό κόστος με το οποίο βαρύνεται η RMG είναι υψηλότερο από αυτά των ανταγωνιστών της, δεν είναι συναφή για να διαπιστωθεί αν η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα συνιστά κρατική ενίσχυση. Εντούτοις, το συγκριτικό επίπεδό τους μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα.

(148)

Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στην RMG και την POL κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(149)

Όσον αφορά τη μη φορολόγηση της απαλλαγής των προβλέψεων στους λογαριασμούς ως αποτέλεσμα του συνταξιοδοτικού ελλείμματος, η Επιτροπή δέχεται το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι αυτό δικαιολογείται διότι η συσσώρευση των παροχών δεν θα μπορούσε να εκπέσει από τον φόρο. Οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις στους λογαριασμούς της RMG αντιπροσωπεύουν σήμερα ποσά που δεν έχουν καταβληθεί μέχρι σήμερα στο πλαίσιο του RMPP και βάσει της φορολογικής νομοθεσίας του ΗΒ και η φορολογική απαλλαγή παρέχεται μόνο για συνταξιοδοτικές εισφορές όπου και όταν οι εν λόγω εισφορές καταβάλλονται. Έτσι, η RMG δεν έχει ζητήσει φορολογική απαλλαγή για καμία από τις υποχρεώσεις που έχουν εγγραφεί στους λογαριασμούς της μέχρι σήμερα. Μετά τη μεταφορά αυτών των υποχρεώσεων στο νέο σύστημα, η RMG δεν θα είναι πλέον υπεύθυνη για τη χρηματοδότηση του RMPP και, ως εκ τούτου, δεν θα διεκδικεί καμία φορολογική απαλλαγή. Εφόσον η RMG δεν θα είναι σε θέση να αξιώνει φορολογική απαλλαγή για τις σχετικές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις οι οποίες είναι σήμερα εγγεγραμμένες στους λογαριασμούς της, δεν θα αναμένει ούτε να επιβαρυνθεί με φόρους από την αντιστροφή της πρόβλεψης στους λογαριασμούς. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η φορολογική μεταχείριση της διαγραφής του συνταξιοδοτικού ελλείμματος δεν συνεπάγεται επιλεκτικό πλεονέκτημα για την RMG και, κατά συνέπεια, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

(150)

Όσον αφορά την εκτίμηση αν τα μέτρα μείωσης του χρέους θα έχουν επιλεκτικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή εκτιμά αυτό τον τύπο των μέτρων βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή (29). Με βάση αυτό το κριτήριο τίθεται το ερώτημα αν ένας ιδιώτης επενδυτής υπό τις ίδιες συνθήκες θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο για να μεγιστοποιήσει τις ευκαιρίες να ανακτήσει την πίστωσή του. Η Επιτροπή παρατηρεί, καταρχάς, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ισχυρίζεται ότι ενεργεί όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής σε σχέση με τα μέτρα μείωσης του χρέους και, ως εκ τούτου, δεν έχει υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία που θα μπορούσαν να της επιτρέψουν να εξετάσει αυτό το κριτήριο. Δεύτερο, η Επιτροπή πιστεύει ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα δεχόταν μείωση της πίστωσής του χωρίς να ζητήσει περαιτέρω ρυθμίσεις ή, τουλάχιστον, συμφωνίες για την αναδιάταξη του υπόλοιπου της πίστωσής του, με στόχο να μεγιστοποιήσει τις ευκαιρίες του για την αποπληρωμή του χρέους μετά την επιτυχή αναδιάρθρωση. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα για τη μείωση του χρέους στο σχέδιο αναδιάρθρωσης παρέχουν επιλεκτικό πλεονέκτημα στην RMG κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

5.1.3.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των συναλλαγών εντός της Ένωσης

(151)

Όταν ενίσχυση που χορηγείται από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι άλλων επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται στο εμπόριο εντός της Ένωσης, τότε πρέπει να θεωρηθεί ότι το εμπόριο επηρεάζεται από την εν λόγω ενίσχυση. Κατά πάγια νομολογία, (30) για να νοθεύει ένα μέτρο τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές είναι αρκετό ο αποδέκτης της ενίσχυσης να ανταγωνίζεται με άλλες επιχειρήσεις σε αγορές οι οποίες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό.

(152)

Η αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ απελευθερώθηκε πλήρως για τον ανταγωνισμό το 2006, ενώ ήδη ήταν ανοικτή στον ανταγωνισμό πριν από την εν λόγω ημερομηνία για ορισμένα τμήματα της αγοράς (όπως η παράδοση δεμάτων και γενικής αλληλογραφίας σε περίπτωση αποστολής περισσότερων από 4 000 αντικείμενα και, γενικά, κάθε ταχυδρομική υπηρεσία που δεν προοριζόταν για κάποια συγκεκριμένη επιχείρηση). Ως εκ τούτου, αρκεί να επισημανθεί ότι η RMG ανταγωνίζεται με επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη (όπως η Post NL ή η Deutsche Post) και δραστηριοποιείται και η ίδια σε αγορές εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, μέσω της θυγατρικής της GLS, για την αποστολή δεμάτων εξπρές. Συνεπώς, τα υπό εξέταση μέτρα μπορεί να νοθεύουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές.

5.1.4.   Συμπέρασμα όσον αφορά την ύπαρξη ενίσχυσης

(153)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τόσο η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα όσο και τα μέτρα μείωσης του χρέους που περιέχονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

5.2.   Το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης

(154)

Εφόσον είναι σαφές ότι δεν εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) της Συνθήκης, η Επιτροπή θα εκτιμήσει κατά πόσο η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα και τα μέτρα μείωσης του χρέους μπορεί να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

(155)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει επικαλεστεί το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης ως αιτιολόγηση του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην RMG.

5.2.1.   Το συμβιβάσιμο της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα ως αντιστάθμιση του συσσωρευμένου συνταξιοδοτικού κόστους βάσει το υ άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης

(156)

Η Επιτροπή θα εκτιμήσει αν η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα μπορεί να κριθεί συμβιβάσιμη με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, το οποίο προβλέπει ότι δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

(157)

Σύμφωνα με τη νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να κρίνει μια κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, εάν η ενίσχυση συμβάλλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος (31), είναι αναγκαία για την επίτευξη αυτού του στόχου (32) και δεν επηρεάζει αρνητικά τους όρους συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον (αναλογικότητα).

(158)

Οι ταχυδρομικές υπηρεσίες συμβάλλουν στην κοινωνική, οικονομική και εδαφική συνοχή στην Ένωση. Το σταδιακό άνοιγμα των ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό, το οποίο άρχισε στο επίπεδο της Ένωσης το 1998, συνέβαλε στη βελτίωση της ποιότητας, στην αύξηση της αποτελεσματικότητας και την καλύτερη αντιμετώπιση των αναγκών των χρηστών. Το άνοιγμα της αγοράς επέτρεψε στη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, συμβάλλει στο στόχο της δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς, όπως ορίζει το άρθρο 3 παράγραφος 3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(159)

Εντούτοις, κατά τη διαδικασία απελευθέρωσης, ο πρώην κατεστημένος φορέας μπορεί να υποστεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα, επειδή βαρύνεται με το «ιστορικό κόστος», δηλαδή δαπάνες από δεσμεύσεις οι οποίες αναλήφθηκαν πριν από την έναρξη του ανοίγματος της αγοράς και οι οποίες δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετούνται με τους ίδιους όρους σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον της αγοράς, διότι ο παραδοσιακός φορέας εκμετάλλευσης δεν είναι πλέον σε θέση να μετακυλήσει τα αντίστοιχα στοιχεία του κόστους στους καταναλωτές.

(160)

Κατά την πρακτική της λήψης αποφάσεων, η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει ότι η σταδιακή μετάβαση από μια κατάσταση μεγάλου περιορισμού του ανταγωνισμού σε κατάσταση πραγματικού ανταγωνισμού στο επίπεδο της Ένωσης πρέπει να πραγματοποιηθεί με αποδεκτούς οικονομικούς όρους (33). Συνεπώς, έχει δεχθεί σε ορισμένες αποφάσεις ότι τα κράτη μέλη χορηγούν κρατική ενίσχυση για την απαλλαγή του ιστορικού φορέα εκμετάλλευσης από ένα μέρος των «παλαιών» του συνταξιοδοτικών του υποχρεώσεων (34).

(161)

Στην απόφασή της σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην EDF (35), η Επιτροπή κήρυξε συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση που απάλλασσε την EDF από ειδικές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις οι οποίες υπερέβαιναν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το γενικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και είχαν καθοριστεί κατά τη διάρκεια της περιόδου μονοπωλίου. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν διέφεραν σημαντικά στη φύση τους από εκείνες του «υπερβάλλοντος κόστους» στον τομέα της ενέργειας (36) και ότι η ενίσχυση για την αντιστάθμιση υπέρμετρων συνταξιοδοτικών δαπανών θα αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο τρόπο όπως η αντιστάθμιση για υπερβάλλον κόστος. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι η ίδια μέθοδος θα εφαρμοζόταν και στις αναλύσεις παρόμοιων υποθέσεων στο μέλλον.

(162)

Στην απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007 σχετικά με τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στην εταιρεία La Poste (37), η Επιτροπή έκρινε συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά την κρατική ενίσχυση που απάλλαξε τη La Poste από ειδικές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις οι οποίες υπερέβαιναν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις συνήθεις συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και οι οποίες είχαν οριστεί κατά τη διάρκεια της περιόδου μονοπωλίου. Οι υποχρεώσεις αυτές προέκυπταν, πρώτον, από την καταβολή υψηλότερων συνταξιοδοτικών εισφορών για εργαζόμενους που είχαν το καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου και, δεύτερον, από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ισορροπία του συστήματος συνταξιοδότησης γι’ αυτούς τους εργαζόμενους.

(163)

Η Επιτροπή επισήμανε ότι τα μέτρα περιορίζονταν στο αυστηρά αναγκαίο για να εξασφαλιστεί δίκαιος ανταγωνισμός για τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και, σε τελική ανάλυση, θα ήταν προς όφελος της ανάπτυξης του ανταγωνισμού και της περαιτέρω ελευθέρωσης του τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Επισήμανε ακόμα, παραλληλίζοντας με την απόφαση για την EDF, ότι η La Poste δεν προσλάμβανε πλέον δημόσιους υπαλλήλους και ότι οι μελλοντικές πληρωμές της La Poste για συντάξεις την έθεταν σε συγκρίσιμη κατάσταση έναντι των ανταγωνιστών της όσον αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.

(164)

Στην απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2012 σχετικά με τις επιχορηγήσεις για τη χρηματοδότηση του κόστους συνταξιοδότησης δημοσίων υπαλλήλων στην Deutsche Post (38), η Επιτροπή επαλήθευσε, σύμφωνα με την απόφασή της στην υπόθεση La Poste, αν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που επιβάρυναν την Deutsche Post ήταν ισοδύναμες με εκείνες των ιδιωτών ανταγωνιστών. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, εκτός από τις επιδοτήσεις για συντάξεις, η Deutsche Post ωφελήθηκε και από ειδικές αυξήσεις των τιμών των γραμματοσήμων για τη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού κόστους των δημοσίων υπαλλήλων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την πρόσθετη απαλλαγή, η Deutsche Post επιβαρυνόταν πράγματι με σημαντικά χαμηλότερες κοινωνικές εισφορές από τους ιδιώτες ανταγωνιστές της σε συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε τις επιδοτήσεις για συντάξεις εν μέρει ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και διέταξε τη Γερμανία να ανακτήσει το παράνομο μέρος των επιχορηγήσεων για συντάξεις.

(165)

Στην απόφασή της με την ίδια ημερομηνία στην υπόθεση BPost (39), η Επιτροπή κήρυξε την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στη BPost για την απαλλαγή από τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, εφόσον αυτή απάλλασσε την BPost μόνο από το παλαιό συνταξιοδοτικό κόστος, χωρίς να θέτει την επιχείρηση σε ευνοϊκότερη θέση έναντι των ανταγωνιστών της ως προς τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η Επιτροπή επαλήθευσε ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης με τις οποίες επιβαρύνεται η Belgian Post ήταν ισοδύναμες με αυτές των ιδιωτών ανταγωνιστών της.

(166)

Υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες ανάμεσα στην υπόθεση της RMG και προηγούμενες υποθέσεις.

(167)

Καταρχάς, όλες οι υποθέσεις ενέχουν ουσιαστικό οικονομικό κίνδυνο και αφορούν μη προσαρμοσμένες υποχρεώσεις: η RMG φέρει τον οικονομικό κίνδυνο ενός συνταξιοδοτικού συστήματος που απορρέει από το γεγονός ότι η RMG ήταν παραδοσιακά δημόσιο μονοπώλιο. Οι άλλοι κατεστημένοι φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών έφεραν παρόμοιο οικονομικό κίνδυνο πριν απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους και ήταν σε παρόμοια μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους. Όλες οι υποθέσεις αφορούν δικαιούχους ενίσχυσης σε ισοδύναμες καταστάσεις, διότι οι συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις τους παρουσίαζαν πολύ σημαντικές διαφορές από τις συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις των ανταγωνιστών τους.

(168)

Δεύτερον, όπως και στις προηγούμενες υποθέσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι, χωρίς κρατική παρέμβαση για να απαλλαγεί η RMG τουλάχιστον από ένα μέρος των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεών της, η RMG δεν θα ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί τους ανταγωνιστές της με τις δικές της δυνάμεις. Τελικά, εάν η RMG εξακολουθούσε να βαρύνεται με το συνταξιοδοτικό της έλλειμμα, θα οδηγούνταν σε πτώχευση Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 29, η RMG παρουσίαζε στα τέλη του οικονομικού έτους 2010-2011 αρνητικό κεφάλαιο εκμετάλλευσης στον ισολογισμό της. Ακόμη και μετά την επιτυχή εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η RMG θα παρέμενε με καθαρές υποχρεώσεις ύψους τουλάχιστον 2 000 εκατ. GBP χωρίς απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα.

(169)

Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που διαχωρίζουν τις προηγούμενες υποθέσεις από την παρούσα υπόθεση.

(170)

Καταρχάς, το συνταξιοδοτικό σύστημα του ΗΒ διαφέρει σημαντικά από αυτά των άλλων κρατών μελών. Τα περισσότερα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα έχουν διαχωριστεί από το κρατικό συνταξιοδοτικό καθεστώς που είναι γνωστό ως State Earnings Related Pension Scheme (Κρατικό σύστημα συντάξεων με βάση τις αποδοχές). Οι περισσότεροι μεγάλοι εργοδότες έχουν το δικό τους συνταξιοδοτικό σύστημα. Βάσει της βρετανικής νομοθεσίας για τις συντάξεις, τα συστήματα αυτά πρέπει να παρέχουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα που πληροί ορισμένα πρότυπα, ενώ οι εργοδότες έχουν ορισμένες υποχρεώσεις για την εξασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης των συστημάτων. Σύμφωνα με τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα (IAS), οι εργοδότες πρέπει να εγγράφουν τα ελλείμματα των συνταξιοδοτικών συστημάτων στους ισολογισμούς τους.

(171)

Ως προς αυτό, το RMPP είναι καταρχήν παρόμοιο με τα συνταξιοδοτικά ταμεία των ιδιωτών ανταγωνιστών. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στην RMG και στους ανταγωνιστές της έγκειται στο γεγονός ότι το επίπεδο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων —και κατά συνέπεια το έλλειμμα του RMPP— έχει προκύψει από όρους και προϋποθέσεις που συμφωνήθηκαν κατά την περίοδο που η εταιρεία είχε μονοπώλιο και σύμφωνα με το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων.

(172)

Επιπλέον, οι όροι και τα επίπεδα των άλλων κοινωνικών δαπανών (παραδείγματος χάρη οι εισφορές στο κρατικό σύστημα συνταξιοδότησης, οι εισφορές στα συστήματα ασφάλισης υγείας και ανεργίας) δεν διαφέρουν για τους εργαζόμενους της RMG και τους εργαζόμενους των ιδιωτών ανταγωνιστών της.

(173)

Τέλος, η RMG θα εξακολουθήσει να έχει την ευθύνη για τις νέες υποχρεώσεις στο μέλλον καθώς και για τις νέες υποχρεώσεις που προκύπτουν από την αύξηση των δικαιωμάτων σημερινών εργαζομένων που θεμελιώθηκαν στο παρελθόν και θα είναι αποτέλεσμα μελλοντικών μισθολογικών αυξήσεων πάνω από τον πληθωρισμό. Αυτό σημαίνει ότι η RMG θα συνεχίσει να βαρύνεται με το ίδιο επίπεδο συνταξιοδοτικού κόστους για τα νέα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Η κοινοποιηθείσα απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, συνεπώς, θα μειώσει απλώς τις παλαιές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις μέχρι την ημερομηνία της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, την 1η Απριλίου 2012, ενώ η RMG θα εξακολουθήσει να φέρει την πλήρη ευθύνη για κάθε έλλειμμα που μπορεί να προκύψει από τη θεμελίωση νέων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μετά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα την 1η Απριλίου 2012.

(174)

Οι διαφορές αυτές δικαιολογούν μια προσαρμογή της προσέγγισης που ακολουθήθηκε σε προηγούμενες υποθέσεις για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου των εν λόγω μέτρων και την εξέταση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του συνταξιοδοτικού συστήματος του ΗΒ. Στις προηγούμενες υποθέσεις, οι υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (όπως η εισφορά στις κοινωνικές ασφαλίσεις συνταξιοδότησης, υγείας και ανεργίας) χρησιμοποιούνταν ως σημείο αναφοράς, αλλά αυτό δεν ενδείκνυται στην προκειμένη περίπτωση.

(175)

Πρώτον, εφόσον η RMG βαρύνεται, εκτός από το συνταξιοδοτικό κόστος, με το ίδιο επίπεδο δαπανών με αυτό των ανταγωνιστών της για άλλες κοινωνικές ασφαλίσεις (π.χ. οι όροι χρηματοδότησης της ασφάλισης υγείας και ανεργίας δεν διαφέρουν από τους αντίστοιχους όρους των ανταγωνιστών), η συγκριτική αξιολόγηση πρέπει να πραγματοποιηθεί σε σχέση με τη χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η RMG θα είναι στην ίδια θέση με αυτή των ανταγωνιστών της όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με τη χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών ταμείων.

(176)

Δεύτερον, στις προηγούμενες υποθέσεις, η Επιτροπή ενέκρινε ένα τέτοιο επίπεδο ενίσχυσης ώστε οι μελλοντικές κοινωνικές δαπάνες του κατεστημένου φορέα ταχυδρομικών υπηρεσιών να έχουν ως όριο τα ποσοστά κοινωνικών εισφορών των ανταγωνιστών. Η μεταρρύθμιση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι τόσο ριζική, αλλά αφήνει στην RMG την πλήρη δημοσιονομική ευθύνη για κάθε έλλειμμα που θα είναι αποτέλεσμα των νέων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Συνεπώς, πρέπει να γίνει σύγκριση με βάση τις συσσωρευμένες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της RMG κατά την ημερομηνία της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα την 1η Απριλίου 2012.

(177)

Τρίτον, δεν είναι εύκολο να εξευρεθεί ένα ενιαίο σημείο αναφοράς για το επίπεδο του συνταξιοδοτικού κόστους των ανταγωνιστών, διότι κάθε συνταξιοδοτικό ταμείο προσφέρει διαφορετικές παροχές. Κάθε συνταξιοδοτικό ταμείο έχει ατομικές ρυθμίσεις με τις χρηματοδοτούσες εταιρείες. Στην καλύτερη περίπτωση, η σύγκριση μπορεί να γίνει βάσει ενός μέσου όρου συγκρίσιμων συνταξιοδοτικών ταμείων.

(178)

Συνεπώς, η Επιτροπή θα εκτιμήσει αν η RMG θα είναι, λόγω της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, σε συγκρίσιμη θέση με αυτήν των ανταγωνιστών της και άλλων εταιρειών του ΗΒ όσον αφορά την ευθύνη για τα συσσωρευμένα συνταξιοδοτικά ελλείμματα.

(179)

Όσον αφορά την παρατήρηση της Deutsche Post ότι η εκτίμηση θα πρέπει να λάβει υπόψη τον βαθμό μετακύλισης του συνταξιοδοτικού κόστους μέσω της αύξησης των ελεγχόμενων τιμών των γραμματοσήμων, η Επιτροπή εξέτασε τις αποφάσεις του ρυθμιστικού φορέα ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ σε θέματα τιμολόγησης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, στην περίπτωση της RMG, το συνταξιοδοτικό κόστος κατανεμόταν ισομερώς στις διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες της RMG, σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές αρχές της κατανομής του κόστους. Αυτό σημαίνει ότι τόσο οι υπηρεσίες που υπόκεινται σε ελεγχόμενες τιμές όσο και οι άλλες υπηρεσίες που είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό βαρύνονται με το σχετικό μερίδιο του συνταξιοδοτικού ελλείμματος. Δεν είναι, συνεπώς, αληθές ότι, στην περίπτωση της RMG, οι ελεγχόμενες τιμές χρηματοδότησαν ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνταξιοδοτικών δαπανών προς όφελος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που δεν υπόκεινται σε ελεγχόμενες τιμές. Ο ρυθμιστικός φορέας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες του ΗΒ έχει εξασφαλίσει ότι όλες οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της RMG έχουν συμβάλει ισομερώς και αναλογικά στη χρηματοδότηση του ελλείμματος της RMPP και δεν έχουν τεθεί σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της.

(180)

Η Επιτροπή θα εκτιμήσει πρώτα τον ισχυρισμό του Ηνωμένου Βασιλείου ότι το τρέχον έλλειμμα του RMPP μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως, διότι το ποσό των υποχρεώσεων που οφείλονται λόγω περισσότερων δικαιωμάτων που το RMPP πρόσφερε στα μέλη του υπερβαίνει το τρέχον έλλειμμα.

(181)

Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υποβάλει μελέτη για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι το συνταξιοδοτικό έλλειμμα προκλήθηκε από τις αφύσικα μεγάλες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις. Η μελέτη αυτή εκτιμά ότι το επίπεδο των ασυνήθιστα μεγάλων υποχρεώσεων του συστήματος της Royal Mail ανέρχεται σε 12,7 δισεκατ. GBP σε σύγκριση με τις υποχρεώσεις που θα απέρρεαν από ένα συνταξιοδοτικό ταμείο το οποίο προσφέρει τις ελάχιστες συνταξιοδοτικές παροχές σύμφωνες που απαιτούνται από το νόμο. Σε σύγκριση με τις μέσες υποχρεώσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων του ΗΒ, οι αφύσικες υποχρεώσεις ανέρχονται σε 6,9 δισεκατ. GBP. Εφόσον, και στις δύο περιπτώσεις, οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι υψηλότερες από το τρέχον έλλειμμα των 4,5 δισεκατ. GBP, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι δικαιολογείται η συνολική απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα.

(182)

Πρώτον, η Επιτροπή αντικρούει τη σύγκριση με το ελάχιστο απαιτούμενο από το νόμο, διότι από τα υποβληθέντα στοιχεία για τον μέσο όρο των συνταξιοδοτικών συστημάτων του ΗΒ συνάγεται καθαρά ότι τα περισσότερα συνταξιοδοτικά συστήματα του ΗΒ προσφέρουν παροχές σημαντικά υψηλότερες από τις νομικά κατοχυρωμένες ελάχιστες παροχές.

(183)

Δεύτερον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η υποβληθείσα σύγκριση με τα μέσα συνταξιοδοτικά συστήματα πρέπει να επανεξεταστεί σοβαρά, διότι από τα διάφορα στοιχεία της σύγκρισης προκύπτουν διαφορετικοί βαθμοί ποιότητας και αξιοπιστίας.

(σε δισεκατ. GBP)

 

 

Κόστος σε σχέση με το μέσο συνταξιοδοτικό σύστημα

1

Ηλικία συνταξιοδότησης 60 ετών βάσει του RMPP σε σύγκριση με τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης των 63,5 ετών

3,5

2

Παροχές για απολύσεις

0,5

3

Επανεκτίμηση συντάξεων εργαζομένων που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από το 1991

1,1

4

Αυξήσεις σε καταβληθείσες συμβάσεις που αφορούν υπηρεσία πριν από το 1997

1,9

 

ΣΥΝΟΛΟ

6,9

(184)

Σε σύγκριση με την ηλικία συνταξιοδότησης των 60 ετών στο RMPP, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ήταν 63,5 έτη σε όλα τα συστήματα του ιδιωτικού τομέα του Ηνωμένου Βασιλείου την περίοδο 1990 έως 2010. Η διαφορά στο συνταξιοδοτικό κόστος των 3,5 δισεκατ. GBP υπολογίζεται βάσει αξιόπιστων δεδομένων.

(185)

Οι παροχές για απολύσεις ύψους 0,5 δισεκατ. GBP βάσει του RMPP είναι ένα ασυνήθιστο στοιχείο για τα συστήματα του ιδιωτικού τομέα και χαρακτηρίζεται ως συνταξιοδοτικό κόστος που υπερβαίνει το κόστος των γενικών ρυθμίσεων συνταξιοδότησης.

(186)

Για τους ασφαλισμένους των συνταξιοδοτικών συστημάτων του ΗΒ οι οποίοι αποχώρησαν από την ενεργό υπηρεσία πριν από το 1991, τα συνταξιοδοτικά συστήματα δεν απαιτείται να παρέχουν αποπληθωρισμένες αυξήσεις για όλες τις παροχές τους για το διάστημα από την αποχώρηση από την εργασία μέχρι τη συνταξιοδότηση. Εντούτοις, το RMPP παρέχει αυξήσεις μεγαλύτερες από τον πληθωρισμό σε όλες τις παροχές γι’ αυτούς τους ασφαλισμένους. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν σε θέση να παράσχει ακριβείς αριθμούς για τα συστήματα του ιδιωτικού τομέα που επίσης παρέχουν νέο υπολογισμό των συντάξεων εργαζομένων που είχαν αποχωρήσει από την εργασία πριν από το 1991 αλλά βεβαιώνει την Επιτροπή ότι η σαφής πλειοψηφία των συστημάτων δεν προβλέπει παρόμοια επανεκτίμηση. Κατά τον υπολογισμό των αφύσικων υποχρεώσεων ύψους 1,1 δισεκατ. GBP, εικάζεται χωρίς επαρκή αιτιολόγηση ότι το 75 % όλων των συστημάτων του ιδιωτικού τομέα δεν θα παρείχαν παρόμοιες πρόσθετες παροχές.

(187)

Σε αντίθεση με το RMPP, τα δικαιώματα που θεμελιώθηκαν πριν από το 1997 δεν απαιτείται γενικά να αυξηθούν, όταν αρχίσουν να καταβάλλονται οι συντάξεις στον κάθε ασφαλισμένο του συστήματος. Εντούτοις, το 36 % των συστημάτων του ιδιωτικού τομέα εγγυάται αυξήσεις σύμφωνα με τον πληθωρισμό, όπως και το RMPP. Τα άλλα ιδιωτικά συστήματα δεν παρέχουν εγγυημένες αυξήσεις του ίδιου μεγέθους, αλλά ήταν πάγια πρακτική κατά το παρελθόν τα περισσότερα από τα εν λόγω συστήματα να αποφασίζουν τις δικές τους αυξήσεις, οι οποίες προσέγγιζαν τις εγγυημένες αυξήσεις. Ο εμπειρογνώμονας του Ηνωμένου Βασιλείου αμφισβητεί ότι η πρακτική αυτή θα συνεχιστεί στο μέλλον, διότι τα ιδιωτικά συστήματα είναι πλέον ελλειμματικά και ενδέχεται να αποφασιστεί περικοπή των αυξήσεων. Το υπολογισθέν ιστορικό κόστος του 1,9 δισεκατ. GBP εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παραδοχές σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των συστημάτων του ιδιωτικού τομέα και είναι, κατά συνέπεια, η χαμηλότερη εκτίμηση από τα τέσσερα στοιχεία του ιστορικού κόστους.

(188)

Όπως παραδέχεται το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο, μια ανάλυση του ιστορικού κόστους σε σύγκριση με ένα μέσο σημείο αναφοράς χαρακτηρίζεται αναγκαστικά από ένα συγκεκριμένο περιθώριο κατά προσέγγιση εκτίμησης, δεδομένης της πολυμορφίας των συνταξιοδοτικών συστημάτων του ΗΒ και της έλλειψης αναλυτικών δεδομένων συγκριτικής αξιολόγησης κατά τα τελευταία 20-30 έτη. Μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις των τεσσάρων στοιχείων κρίνονται εύλογες με βάση την πείρα των εμπειρογνωμόνων τους, επισημαίνει, παρ’ όλα αυτά, ότι ο βαθμός αξιοπιστίας και το επίπεδο εξωτερικών υποστηρικτικών δεδομένων πράγματι διαφέρει ανά αντικείμενο.

(189)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις του ιστορικού κόστους όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδότησης και τις παροχές για απολύσεις είναι αξιόπιστες, διότι υπολογίζονται βάσει αντικειμενικών δεδομένων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επισημαίνει ως ενδιάμεσο αποτέλεσμα της εκτίμησής της ότι τα δεδομένα που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με τον αφύσικο χαρακτήρα των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων θα παρείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να αιτιολογήσει μια (μερική) εξάλειψη του συνταξιοδοτικού ελλείμματος, εφόσον η ενίσχυση περιοριζόταν στο ιστορικό κόστος που προέρχεται από αυτά τα δύο στοιχεία.

(190)

Εντούτοις, όσον αφορά τα άλλα στοιχεία, το μέγεθος της ανωμαλίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παραδοχές του εμπειρογνώμονα. Μολονότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το RMPP πρόσφερε περισσότερο γενναιόδωρες παροχές από αυτές των μέσων ιδιωτικών συστημάτων, είναι δύσκολος ο ακριβής ποσοτικός προσδιορισμός τους.

(191)

Συνεπώς, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι, μολονότι η υποβληθείσα μελέτη εμπειρογνώμονα βασίζεται σε λογικές παραδοχές όσον αφορά τις παροχές για πρόωρη συνταξιοδότηση και απολύσεις, πάσχει από έλλειψη (ιστορικών) δεδομένων για τις άλλες πηγές ανωμαλίας και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετά αξιόπιστη για να αιτιολογήσει μια πλήρη εξάλειψη του συνταξιοδοτικού ελλείμματος του RMPP.

(192)

Επιπλέον, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η πλήρης απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα θα έθετε την RMG σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της και άλλων εταιρειών του ΗΒ ως προς τις συνταξιοδοτικές της υποχρεώσεις. Πράγματι, εξετάζοντας τα συνταξιοδοτικά ελλείμματα που παρουσιάζουν οι εταιρείες του FTSE 100 (40) στους ισολογισμούς τους, η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των εταιρειών με συγκρίσιμα χαρακτηριστικά με αυτά της RMG, πράγματι παρουσιάζουν σήμερα συνταξιοδοτικά ελλείμματα λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής των ασφαλισμένων αυτών των ασφαλιστικών συστημάτων και των δυσμενών συνθηκών στις χρηματαγορές.

(193)

Για την υπέρβαση αυτών των δυσκολιών όσον αφορά την εκτίμηση του συμβιβάσιμου της εξεταζόμενης ενίσχυσης, η Επιτροπή έχει εξετάσει τα μέσα συνταξιοδοτικά ελλείμματα εταιρειών που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά της RMG.

(194)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι ο λόγος συνταξιοδοτικού ελλείμματος προς τα ΚΠΤΦΑ (κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) παρέχει ένα μέτρο της σχετικής επιβάρυνσης των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων και της ικανότητας μιας επιχείρησης να χρηματοδοτήσει αυτές τις υποχρεώσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε τα τελευταία διαθέσιμα λογιστικά δεδομένα από το 2011 για τα συνταξιοδοτικά ελλείμματα και τα ΚΠΤΦΑ των εταιρειών του FTSE 100. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατά μέσο όρο, οι εταιρείες του FTSE 100 παρουσιάζουν συνταξιοδοτικό έλλειμμα της τάξης του [16 έως 23 %] των ΚΠΤΦΑ.

(195)

Αντίθετα, το συνταξιοδοτικό έλλειμμα της RMG είναι σημαντικά υψηλότερο από τα ΚΠΤΦΑ της —παραδείγματος χάρη, εάν μετρηθούν σε σχέση με τα ΚΠΤΦΑ του 2011— και υπερβαίνει κατά περισσότερες από 12 φορές τα ΚΠΤΦΑ της. Επειδή η μεταφορά επιστολών χαρακτηρίζεται από υψηλή ένταση εργασίας, η RMG είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στα αυξημένα συνταξιοδοτικά ελλείμματα από τα συστήματα προκαθορισμένων παροχών τα οποία εφάρμοζε η RMG πριν από την περίοδο της ελευθέρωσης της αγοράς. Σε σύγκριση με άλλες εταιρείες με παρόμοια χαρακτηριστικά, η RMG βρίσκεται, συνεπώς, σε χειρότερη δημοσιονομική κατάσταση όσον αφορά την ικανότητά της να καλύψει τα συνταξιοδοτικά της ελλείμματα από τα τρέχοντα έσοδα.

(196)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο λόγος συνταξιοδοτικού ελλείμματος προς ΚΠΤΦΑ παρέχει ένα εύλογο σημείο αξιολόγησης για το συνταξιοδοτικό έλλειμμα που αναλαμβάνουν γενικά οι εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου οι οποίες έχουν συγκρίσιμα χαρακτηριστικά με αυτά της RMG. Η ενίσχυση που χορηγείται για την ελάφρυνση των αφύσικα υψηλών συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων της RMG μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί συμβιβάσιμη, εφόσον η RMG παρουσιάζει, μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης, στον ισολογισμό της υποχρέωση συγκρίσιμη με το συνταξιοδοτικό έλλειμμα που παρουσιάζει στον ισολογισμό της μια εταιρεία παρόμοιου μεγέθους του ΗΒ. Η χρησιμοποίηση των εταιρειών του FTSE 100 ως ομάδας σύγκρισης που παρουσιάζει μέση υποχρέωση για τα συνταξιοδοτικά ελλείμματα της τάξης του [16-23 %] των ΚΠΤΦΑ τους, η RMG θα έπρεπε επίσης να διατηρεί υποχρέωση για συνταξιοδοτικό έλλειμμα ίσο προς το [16-23 %] των ΚΠΤΦΑ της. Με τον τρόπο αυτό, η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα θα περιοριστεί στο κόστος συνταξιοδότησης που δεν έχουν γενικά αναλάβει οι συγκρίσιμου μεγέθους ιδιωτικές εταιρείες.

(197)

Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υπολογίσει τον λόγο του συνταξιοδοτικού ελλείμματος της RMG προς τα ΚΠΤΦΑ βάσει των ΚΠΤΦΑ που παρουσίασε η RMG το 2011. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι λανθασμένο να χρησιμοποιηθούν τα ΚΠΤΦΑ του 2011, διότι τα ΚΠΤΦΑ του 2011 είναι ιδιαίτερα χαμηλά εξαιτίας των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών δυσκολιών της RMG.

(198)

Για τη συγκριτική αξιολόγηση του συνταξιοδοτικού ελλείμματος, η Επιτροπή κρίνει, συνεπώς, σκόπιμο να χρησιμοποιήσει την προβολή των μέσων ΚΠΤΦΑ κατά την περίοδο από το 2010 έως το 2015, ώστε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα κέρδη της RMG αναμένεται να αυξηθούν κατά τα επόμενα έτη. Εφόσον τα μέσα ΚΠΤΦΑ εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε […] εκατ. GBP, το συνταξιοδοτικό έλλειμμα που θα πρέπει να διατηρήσει η RMG στον ισολογισμό της μετά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα ανέρχεται σε 150 εκατ. GBP.

(199)

Για τη σωστή αποτίμηση της επίπτωσης στον ισολογισμό της RMG, απαιτούνται περαιτέρω διευκρινίσεις:

i)

εφόσον η συγκριτική αξιολόγηση πραγματοποιείται βάσει του επιπέδου της συνολικής έκθεσης μιας εταιρείας στο συνταξιοδοτικό της έλλειμμα, το σημείο αναφοράς του ελλείμματος των 150 εκατ. GBP πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει τα ελλείμματα όλων των συνταξιοδοτικών συστημάτων που χρηματοδοτεί σήμερα η RMG·

ii)

η τιμή αναφοράς των 150 εκατ. GBP αντιπροσωπεύει τη συνολική υποχρέωση της RMG για τα ιστορικά συνταξιοδοτικά ελλείμματα που έχουν συσσωρευτεί μέχρι την ημερομηνία της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα της 1ης Απριλίου 2012, σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες των IAS.

(200)

Η Επιτροπή κρίνει ότι, για να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα πρέπει να είναι περιορισμένη, έτσι ώστε η RMG να εξακολουθήσει να είναι υπεύθυνη για ένα συνταξιοδοτικό έλλειμμα σύμφωνο με το μέσο συνταξιοδοτικό έλλειμμα που παρουσιάζουν στους ισολογισμούς τους οι εταιρείες του ΗΒ με συγκρίσιμα χαρακτηριστικά. Συνεπώς, λαμβάνοντας ως σημείο σύγκρισης το μέσο συνταξιοδοτικό έλλειμμα των εταιρειών του FTSE 100, η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα βάσει του άρθρου 100 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ως αντιστάθμιση του ιστορικού συνταξιοδοτικού κόστους πρέπει να περιορίζεται κατά τρόπο ώστε η RMG να διατηρήσει την ημερομηνία της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα της 1ης Απριλίου 2012 υποχρέωση 150 εκατ. GBP στον ισολογισμό της για τα συσσωρευμένα ελλείμματα των συνταξιοδοτικών συστημάτων τα οποία χρηματοδοτεί η RMG.

(201)

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με προηγούμενες υποθέσεις, η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα δεν θα επηρεάσει το τρέχον συνταξιοδοτικό κόστος της RMG, εφόσον η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα περιορίζεται στο ιστορικό συνταξιοδοτικό έλλειμμα που συσσωρεύτηκε μέχρι την ημερομηνία της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα της 1ης Απριλίου 2012. Εφόσον στις 31 Μαρτίου 2008 έπαψαν να εντάσσονται νέοι ασφαλισμένοι στο RMPP και οι εν ενεργεία ασφαλισμένοι του RMPP αποδέχτηκαν μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών τους, η έκθεση της RMG σε καθορισμένες παροχές θα μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η RMG δεν πρέπει να εισπράξει καμία ενίσχυση στο μέλλον ως αντιστάθμιση για το ιστορικό κόστος σε σχέση με τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που θα δημιουργούνται μετά τις 31 Μαρτίου 2012 για τους ασφαλισμένους που υπάγονται στο RMPP.

(202)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφαρμογή αυτών των όρων θα εξασφαλίσει ότι η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα δεν θα θέσει την RMG σε καλύτερη θέση από αυτή των ανταγωνιστών της όσον αφορά την ευθύνη για τα συσσωρευμένα συνταξιοδοτικά ελλείμματα καθώς και την καταβολή των τρεχουσών συνταξιοδοτικών δαπανών.

5.2.2.   Το συμβιβάσιμο των μέτρων μείωσης του χρέους βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α

(203)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α, για να είναι μία ενίσχυση συμβιβάσιμη βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, πρέπει να πληροί τα κριτήρια συμβατότητας που ορίζονται στο τμήμα 3.2.2 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών:

(204)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α, μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική όταν δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες/μετόχους της και τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει σε σχεδόν βέβαιο οικονομικό αφανισμό. Οι κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α παραθέτουν επίσης ορισμένες συνήθεις ενδείξεις τέτοιων επιχειρήσεων, όπως το αυξανόμενο χρέος ή η μείωση ή μηδενισμός της καθαρής αξίας των στοιχείων ενεργητικού.

(205)

Όπως έχει ήδη οριστεί στο τμήμα 3.4 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας, η RMG είναι μια προβληματική επιχείρηση, σύμφωνα με τον ορισμό του τμήματος 2.1 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, διότι η RMG παρουσιάζει τα συνήθη χαρακτηριστικά μιας τέτοιας επιχείρησης: π.χ. αρνητική καθαρή αξία περίπου 3 000 εκατ. GBP στον ισολογισμό της την 1η Μαρτίου 2004, μείωση εσόδων κατά 3 % από το 2008 έως το 2011 και αρνητική ταμειακή ροή προ τόκων περίπου […] εκατ. GBP το οικονομικό έτος 2011/12.

(206)

Μολονότι η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, την οποία η Επιτροπή θεωρεί συμβιβάσιμη ενίσχυση για την αντιστάθμιση ιστορικού συνταξιοδοτικού κόστους σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, εφόσον αυτή περιορίζεται κατά τρόπο που η RMG θα διατηρήσει στον ισολογισμό της ποσό 150 εκατ. GBP, θα μειώσει τις υποχρεώσεις της RMG και θα βελτιώσει την ταμειακή ροή της, οι οικονομικές δυσκολίες της RMG δεν θα επιλυθούν. Ακόμη και μετά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, οι προβλεπόμενες ταμειακές ροές της RMG προ τόκων εξακολουθούν να είναι αρνητικές ή μόνο ελαφρά θετικές. Σε κάθε περίπτωση, η RMG δεν θα είναι ικανή να αποπληρώσει τις πιστωτικές διευκολύνσεις της ύψους […] εκατ. GBP στη λήξη τους την […]. Παρομοίως, αν και εκτιμάται ότι ο ισολογισμός θα παρουσιάσει καθαρά στοιχεία ενεργητικού ύψους […] εκατ. GBP μετά την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, η RMG δεν θα επιτύχει ικανοποιητική πιστοληπτική διαβάθμιση, ώστε να είναι σε θέση να αντλήσει κεφάλαια από τις χρηματαγορές.

(207)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι η RMG μπορεί να χαρακτηριστεί «προβληματική επιχείρηση» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α και δικαιούται, συνεπώς, να λάβει ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

(208)

Σύμφωνα με τις παραγράφους 34-37 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, η χορήγηση ενίσχυσης πρέπει να εξαρτάται από την εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο πρέπει να εγκριθεί από την Επιτροπή και για το οποίο έχει δεσμευθεί το κράτος μέλος. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να αναλύει διεξοδικά τα προβλήματα που προκάλεσαν τις δυσκολίες και να καθορίζει τα μέσα για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας και την εξυγίανση της εταιρείας σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα αναδιάρθρωσης είναι κατάλληλα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της επιχείρησης και θα επιτρέψουν στην επιχείρηση να αποκτήσει προοδευτικά νέα διάρθρωση που να της προσδίδει προοπτικές βιωσιμότητας με τις δικές της δυνάμεις. Η βελτίωση προς την επίτευξη της βιωσιμότητας πρέπει να προέρχεται κυρίως από εσωτερικά μέσα.

(209)

Επίσης, το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερης διάρκειας και να βασίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές σε σχέση με τους όρους μελλοντικής λειτουργίας. Η αναμενόμενη κεφαλαιακή απόδοση πρέπει να είναι αρκετά ικανοποιητική, ώστε να επιτρέψει στην αναδιαρθρωθείσα εταιρεία να ανταγωνιστεί στην αγορά με τις δικές της δυνάμεις.

(210)

Το επικαιροποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης που υπέβαλαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στην Επιτροπή καλύπτει το διάστημα 2010-2015.

(211)

Πράγματι, το οικονομικό έτος 2010/11, η RMG άρχισε να λαμβάνει σημαντικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ανεπάρκειας στον κλάδο των ταχυδρομικών επιστολών. Το 2010 η RMG άρχισε να κλείνει τα ζημιογόνα ταχυδρομικά κέντρα σε μεγαλύτερη κλίμακα, να εγκαθιστά νέες μηχανές για την αυτοματοποίηση των δραστηριοτήτων διαλογής και να αναδιοργανώνει τα γραφεία διανομής σύμφωνα με το πρόγραμμα αποτελεσματικότητας «World Class Mail».

(212)

Επιπλέον, το 2010, το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισε προειδοποιητικές επαφές με την Επιτροπή για να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα προβλεπόμενα μέτρα αναδιάρθρωσης και την ανάγκη για τη χορήγηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης.

(213)

Από το 2010 και μετά, η RMG έχει αναλάβει την εφαρμογή σημαντικών μέτρων αναδιάρθρωσης, όπως περιγράφονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, για τη σταδιακή αλλαγή της δραστηριότητας της RMG στον τομέα των επιστολών. Τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζουν τις ανεπάρκειες των λειτουργιών μεταφοράς επιστολών (πλεονασματικό προσωπικό, έλλειψη αυτοματοποίησης, υπερβολικά μεγάλος αριθμός κέντρων διαλογής αλληλογραφίας) σε σύγκριση με τις άλλες εγκατεστημένες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ταχυδρομικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν ήδη αναλάβει παρόμοιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού και έχουν επιτύχει μια οικονομικά ασφαλή θέση.

(214)

Ο προταθείς λειτουργικός εκσυγχρονισμός της RMG καλύπτει αλλαγές σε όλους τους τομείς και τα αποτελέσματα σε σημαντική εξοικονόμηση κόστους για την επιχείρηση. Ο εκσυγχρονισμός θα αποφέρει εξοικονομήσεις μέσω της εισαγωγής νέας τεχνολογίας και αποτελεσματικότερων μεθόδων εργασίας, καθ’ όσο η RMG θα εισάγει λειτουργίες «World Class Mail» σε όλο το δίκτυο επιστολών της, που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας με την ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών. Ο λειτουργικός εκσυγχρονισμός προβλέπεται ότι θα αποφέρει ετήσιες εξοικονομήσεις κόστους ύψους […] εκατ. GBP (καθαρές από μισθολογικές αυξήσεις) μέχρι το 2014-2015, με μείωση […].

(215)

Η Επιτροπή κρίνει, συνεπώς, ότι το επικαιροποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης αντιμετωπίζει σωστά τις αδυναμίες της δραστηριότητας επιστολών της RMG και επιτρέπει στην RMG να προχωρήσει σε μια νέα και βιώσιμη διάρθρωση. Η βελτίωση της κερδοφορίας της RMG προέρχεται από τα εσωτερικά μέτρα (όπως το κλείσιμο κέντρων διαλογής, ο εξορθολογισμός εσωτερικών διαδικασιών και η σημαντική μείωση εργατικού δυναμικού) που αυξάνουν την παραγωγικότητα της RMG σε μια φθίνουσα αγορά ταχυδρομικών επιστολών.

(216)

Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη, ότι σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α, το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να διασφαλίζει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης. Εφόσον το σχέδιο αναδιάρθρωσης δείχνει ότι η RMG θα παρουσιάσει ήδη κερδοφορία που θα της επιτρέψει να καλύπτει τις λειτουργίες της μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους 2014/15, τον Μάρτιο του 2015, δεν είναι συνεπώς απαραίτητο να χορηγήσει περαιτέρω ενίσχυση μετά τον Μάρτιο του 2015.

(217)

Συνεπώς, η βιωσιμότητα θα αποκατασταθεί σε μια περίοδο αναδιάρθρωσης πέντε ετών, την οποία η Επιτροπή θεωρεί εύλογο χρονικό διάστημα (41). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν θεωρείται εφικτή η αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της RMG σε μικρότερο χρονικό διάστημα, λόγω της εκτεταμένης αναδιάρθρωσης που περιλαμβάνει μια μεγάλη αλλαγή σε πολλές επιχειρηματικές δραστηριότητες της RMG, μείωση του προσωπικού και κλείσιμο πολλών ταχυδρομικών κέντρων, σε συνδυασμό με την ανάγκη να διασφαλιστεί η αδιάκοπη παροχή της καθολικής υπηρεσίας.

(218)

Όσον αφορά τις παραδοχές για τη μελλοντική προσφορά και ζήτηση στις σχετικές αγορές, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης λαμβάνει ήδη ως παραδοχή στο σενάριο αναφοράς (βλέπε αιτιολογική σκέψη 76) ετήσια μείωση της ζήτησης στο τμήμα των επιστολών κατά […]. Ενόψει της υποκατάστασης των παραδοσιακών επιστολών από τις ηλεκτρονικές επιστολές, η Επιτροπή συμφωνεί οι προβολές να έχουν ως βάση σημαντική μείωση του όγκου των ταχυδρομικών επιστολών. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υποβάλει επίσης χρηματοοικονομικές προβολές της RMG για περισσότερα απαισιόδοξα και αισιόδοξα σενάρια: με βάση το απαισιόδοξο σενάριο, η ετήσια μείωση της δραστηριότητας στον τομέα των επιστολών θα ήταν […] αντί […] ετησίως, ενώ με το αισιόδοξο σενάριο η ετήσια μείωση θα ήταν μόνο […]. Η αναμενόμενη ζήτηση θα μειωνόταν, συνεπώς, κατά […] ταχύτερα με το απαισιόδοξο σενάριο και […] με πιο αργό ρυθμό με το αισιόδοξο σενάριο σε σχέση με το βασικό σενάριο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προβολές αυτές παρέχουν μια ρεαλιστική εικόνα με επαρκώς ευρύ φάσμα αποτελεσμάτων (παραδείγματος χάρη ο αναμενόμενος όγκος των επιστολών θα παρουσίαζε μετά από 10 έτη μείωση της τάξης του […] σε σχέση με τον σημερινό όγκο επιστολών της RMG).

(219)

Με βάση το βασικό επιχειρηματικό σχέδιο, η RMG προσδοκά να ισοσκελίσει το […] και να επιτύχει απόδοση […]% του επενδυμένου κεφαλαίου μετά τον Μάρτιο του 2015. Σε σύγκριση με εγκατεστημένους ταχυδρομικούς φορείς σε άλλα κράτη μέλη και με ιδιωτικές επιχειρήσεις του ΗΒ (42), η αναμενόμενη απόδοση της RMG τοποθετείται εντός της κλίμακας αποδόσεων αυτών των επιχειρήσεων. Εφόσον τα μέτρα αναδιάρθρωσης θα προσφέρουν στην RMG επίπεδο επιχειρησιακής επάρκειας συγκρίσιμο με αυτό άλλων ταχυδρομικών φορέων, είναι εύλογο να αναμένεται ότι η RMG θα έχει, μακροπρόθεσμα, κέρδη της ίδιας τάξης με αυτά των ομόλογων φορέων.

(220)

Με βάση το απαισιόδοξο σενάριο, η RMG αναμένεται να ισοσκελίσει το οικονομικό έτος […] και να επιτυγχάνει στη συνέχεια επίπεδο κερδοφορίας που θα χρηματοδοτεί τις λειτουργίες της και θα παρέχει απόδοση […] επί του επενδυμένου κεφαλαίου από το 2015. Η RMG θα επιτύχει, συνεπώς, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα βάσει των λιγότερο ευνοϊκών συνθηκών της αγοράς.

(221)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης βασίζεται σε ρεαλιστικές προβλέψεις. Οι παραδοχές που υποβλήθηκαν σε σχέση με την ανάπτυξη της αγοράς είναι εύλογες και οι προβλέψεις στο σχέδιο αναδιάρθρωσης όσον αφορά την πρόοδο σε όρους συνολικού αποτελέσματος της RMG κρίνονται, συνεπώς, αξιόπιστες.

(222)

Αφού ανέλυσε και επαλήθευσε το επικαιροποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή κρίνει ότι το σχέδιο είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις των παραγράφων 34-37 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α και, συγκεκριμένα, θα αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα της RMG σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α.

(223)

Σύμφωνα με τις παραγράφους 43-45 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο και ο αποδέκτης της ενίσχυσης πρέπει να εισφέρει σημαντικά στην αναδιάρθρωση με δικούς του πόρους ή με εξωτερική χρηματοδότηση με τους όρους της αγοράς. Οι κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α ορίζουν σαφώς ότι σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης της αναδιάρθρωσης πρέπει να προέρχεται από ίδιους πόρους, περιλαμβανομένης της πώλησης στοιχείων ενεργητικού που δεν είναι απαραίτητα για την επιβίωση της επιχείρησης, και από εξωτερική χρηματοδότηση με όρους της αγοράς. Αυτή η συνεισφορά πρέπει να είναι πραγματική και όσο το δυνατόν υψηλότερη, τουλάχιστον 50 % για τις μεγάλες εταιρείες. Η Επιτροπή θεωρεί την RMG μεγάλη επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α.

(224)

Στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς το επίπεδο των εξόδων αναδιάρθρωσης που είναι αναγκαία για την υλοποίηση της αναδιάρθρωσης. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι αρχές του ΗΒ έδωσαν αναλυτικότερο κατάλογο των δαπανών αναδιάρθρωσης:

(σε εκατ. GBP)

 

 

Πρόταση ΗΒ

2010-2015

Εκτίμηση της Επιτροπής

2010-2015

Κόστος αναδιάρθρωσης της εργασίας

 

[…]

[…]

Πληρωμές για απολύσεις

[…]

 

 

Έξοδα ταξιδιού και μετακίνησης

[…]

 

 

Έκτακτες άπαξ πληρωμές

[…]

 

 

Έξοδα αναδιάρθρωσης δυναμικότητας

 

[…]

[…]

Μείωση ταχυδρομικών κέντρων

[…]

 

 

Ευέλικτες μέθοδοι διανομής

[…]

 

 

Παρακολούθηση της πορείας

[…]

 

 

Άλλες επενδυτικές πράξεις

[…]

 

 

Μηχανές διαλογής επιστολών

[…]

 

 

Διαλογή δεμάτων

[…]

 

 

Κόστος αναδιάρθρωσης ΤΠ

 

[…]

[…]

Απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα

 

150

150

Έκτακτες δαπάνες αναδιάρθρωσης για τον διαχωρισμό της Royal Mail από την Post Office Limited

 

[…]

0

Σύνολο

 

2 357

2 179

(225)

Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται αυτομάτως όλες οι δαπάνες ως δαπάνες αναδιάρθρωσης. Κατά την Επιτροπή, οι δαπάνες για τον διαχωρισμό της POL δεν συνδέονται με την αναδιάρθρωση της δραστηριότητας μεταφοράς επιστολών της RMG, αλλά μάλλον με τη μελλοντική ιδιωτικοποίηση της RMG και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως επιλέξιμες δαπάνες αναδιάρθρωσης.

(226)

Εντούτοις, η Επιτροπή αποδέχεται όλες τις δαπάνες που συνδέονται με το εργασιακό, τη μεταφορική ικανότητα και τα προγράμματα αναδιάρθρωσης ΤΠ ως επιλέξιμες, διότι είναι αναγκαίες για τη δραστηριότητα μεταφοράς επιστολών της RMG για την επίτευξη των προτύπων του κλάδου και την εξασφάλιση επαρκούς απόδοσης από αυτήν τη δραστηριότητα. Άλλωστε, η Επιτροπή αποδέχεται περαιτέρω απαλλαγή από το εναπομένον συνταξιοδοτικό έλλειμμα ως επιλέξιμες δαπάνες δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας.

(227)

Οι δαπάνες αναδιάρθρωσης αφορούν πρωτίστως τις δραστηριότητες της RMG στο τμήμα της μεταφοράς επιστολών που έχει ζωτική σημασία και για τη διατήρηση της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας αλλά και για τον ρόλο της RMG ως φορέα παροχής πρόσβασης στους άλλους παρόχους στο δίκτυο επόμενου σταδίου ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τόσο το κόστος εργασίας όσο και το κόστος αναδιάρθρωσης της ικανότητας αφορούν αποκλειστικά τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού των κέντρων διαλογής και τη διανομή των επιστολών σε επόμενα στάδια (παραδείγματος χάρη τελική διανομή στους πελάτες στο «τελευταίο χιλιόμετρο»). Και οι δύο διευκολύνσεις έχουν ζωτική σημασία για τους ανταγωνιστές οι οποίοι παραδίδουν τις επιστολές τους στα κέντρα διαλογής για την τελική παράδοση στον πελάτη, διότι οι ίδιοι δεν κατέχουν δίκτυα επόμενων σταδίων διανομής.

(228)

Συγκεκριμένα, το κόστος αναδιάρθρωσης της εργασίας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πληρωμές για απολύσεις ύψους […] εκατ. GBP για το προσωπικό που αποχωρεί λόγω του κλεισίματος κέντρων διαλογής και τον εξορθολογισμό της εξωτερικής παράδοσης καθώς και […] εκατ. GBP εξόδων ταξιδιού και μετακίνησης για προσωπικό που έχει παραμείνει αλλά έχει μετατεθεί σε διαφορετικούς τόπους.

(229)

Η αναδιάρθρωση μεταφορικής ικανότητας συνίσταται στην αυτοματοποίηση των κέντρων διαλογής και την εισαγωγή νέων μεθόδων διανομής για την επίτευξη αποδοτικότερων λειτουργιών. Τα σημαντικότερα στοιχεία κόστους αναδιάρθρωσης της μεταφορικής ικανότητας είναι μεταξύ άλλων:

i)

[…] εκατ. GBP για το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού περιουσιακών στοιχείων με τη μείωση του αριθμού των ταχυδρομικών κέντρων από 64 τον Μάρτιο του 2010 σε […] έως τον Μάρτιο του 2015·

ii)

[…] εκατ. GBP για την εφαρμογή νέων και περισσότερων ευέλικτων μεθόδων διανομής·

iii)

[…] εκατ. GBP για την επένδυση νέων μηχανών διαλογής και ταξινόμησης των επιστολών με βάση τη σειρά παράδοσής τους.

(230)

Η Επιτροπή κρίνει, συνεπώς, ότι, σύμφωνα με την απαίτηση ίδιας εισφοράς του 50 % για τις μεγάλες εταιρείες, η ενίσχυση αναδιάρθρωσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % του ποσού των 2 179 εκατ. GBP.

(231)

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διατύπωσε επίσης το ερώτημα αν η RMG θα καταβάλει σημαντική ίδια εισφορά στην αναδιάρθρωση, όπως η παράγραφος 44 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α.

(232)

Απαντώντας στις ανησυχίες της Επιτροπής στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου υπέβαλαν διάφορα στοιχεία σχετικά με τα ποσά που διατηρούνται ως ίδια εισφορά για το κόστος αναδιάρθρωσης της RMG.

(233)

Με βάση την τελευταία απάντηση, η RMG θα συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του κόστους των μέτρων αναδιάρθρωσης της περιόδου 2010-2015 με την πώληση περιουσιακών στοιχείων και πρόσθετα κεφάλαια από την αποδέσμευση από τον συνταξιοδοτικό λογαριασμό μεσεγγύησης για συντάξεις ως εξής:

(σε εκατ. GBP)

Πώληση περιουσιακών στοιχείων

[…]

Αποδέσμευση από τον συνταξιοδοτικό λογαριασμό μεσεγγύησης

[…]

Σύνολο ίδιας εισφοράς

1 090

(234)

Τα προς πώληση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν τη διάθεση μεριδίων σε άλλες εταιρείες καθώς και ακίνητης περιουσίας που δεν έχουν ζωτική σημασία για την επιβίωση της RMG. Επιπλέον, η RMG έχει πωλήσει ή θα πωλήσει ακίνητα, οχήματα και εξοπλισμό που είναι απολύτως αναγκαία για τις λειτουργίες, αλλά θα τα επαναμισθώσει. Ο πλήρης κατάλογος περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

πώληση του 20 % του μετοχικού κεφαλαίου της RMG στην Camelot plc, τον εθνικό φορέα τυχερών παιχνιδιών και λαχείων του ΗΒ σε καναδικό συνταξιοδοτικό ταμείο (OTPP) τον Ιούνιο του 2010·

ii)

πώληση της Romec Services Limited τον Απρίλιο του 2011·

iii)

πώληση, ή πώληση και επαναμίσθωση, ορισμένων ταχυδρομικών κέντρων και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Σε αυτά περιλαμβάνεται η πώληση και χρηματοδοτική παραχώρηση εγκαταστάσεων στο Λονδίνο, όπως […]. Βάσει του προγράμματος πώλησης και χρηματοδοτικής παραχώρησης, η RMG έχει μεταβιβάσει ή θα μεταβιβάσει την πλήρη κυριότητα αυτών των περιουσιακών στοιχείων και έχει παραχωρηθεί πλήρης κυριότητα για τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων από τον νέο κάτοχο·

iv)

πώληση μη αναγκαίας γης, και

v)

πώληση και χρηματοδοτική παραχώρηση εξοπλισμού και οχημάτων.

(235)

Ενώ η αξία των πωλήσεων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί βασίζεται στα τρέχοντα έσοδα από τη διάθεση (που ανέρχεται σε […] εκατ. GBP), οι αποτιμήσεις της αξίας των μελλοντικών πωλήσεων είναι συντηρητικές και βασίζονται στην πείρα της RMG κατά τις πρόσφατες πράξεις πώλησης.

(236)

Πρόσθετα χρηματοοικονομικά μέσα παράγονται με την αποδέσμευση του συνταξιοδοτικού λογαριασμού μεσεγγύησης της RMG με την εφαρμογή της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα την 1η Απριλίου 2012. Εφόσον ο διαχειριστής συντάξεων δεν θα απαιτεί πλέον την ασφάλεια του λογαριασμού μεσεγγύησης, το ποσό του λογαριασμού μεσεγγύησης της RMG θα επιστραφεί στην RMG. Τότε, το ποσό του λογαριασμού μεσεγγύησης της RMG (150 εκατ. GBP) εκτιμάται ότι θα αποφέρει δεδουλευμένους τόκους ύψους […] εκατ. GBP (οπότε η συνολική αξία θα ανέλθει σε […] εκατ. GBP).

(237)

Αφού επαλήθευσε ότι τα μέτρα αναφορικά με την ίδια εισφορά της RMG έχουν ήδη εφαρμοστεί ή θα εφαρμοστούν μέχρι τις 15 Μαρτίου 2015 και ότι, όπως επιβεβαίωσε το Ηνωμένο Βασίλειο, οι τιμές πώλησης είναι οι αγοραίες τιμές, η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί ότι το ποσό των 1 090 εκατ. GBP αποτελεί ίδια εισφορά στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Συσχετίζοντας την ίδια εισφορά με τις επιλέξιμες δαπάνες αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το 50 % των δαπανών αναδιάρθρωσης χρηματοδοτείται από ίδια εισφορά της RMG και ότι ικανοποιείται η απαίτηση ίδιας εισφοράς που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α για τις μεγάλες εταιρείες.

(238)

Ενόψει της ίδιας εισφοράς της RMG, η Επιτροπή κρίνει συνεπώς ότι η ενίσχυση με τη μορφή μέτρων μείωσης του χρέους κατά 1 089 εκατ. GBP περιορίζεται στις απολύτως αναγκαίες δαπάνες αναδιάρθρωσης. Σε σύγκριση με το αρχικά κοινοποιηθέν ποσό των μέτρων μείωσης του χρέους κατά 1 700 εκατ. GBP και ενός πρόσθετου ποσού ανανεούμενης πιστωτικής διευκόλυνσης 200 εκατ. GBP, η ενίσχυση αναδιάρθρωσης υπό μορφή μείωσης του χρέους ανώτατου ποσού 1 089 εκατ. GBP περιορίζεται πλέον στο 50 % του αναγκαίου κόστους αναδιάρθρωσης για την περίοδο από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2015. Η σημαντική μείωση του ποσού της ενίσχυσης σε σύγκριση με το αρχικά κοινοποιηθέν ποσό εξασφαλίζει ότι η RMG δεν θα έχει ταμειακό πλεόνασμα μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης τον Μάρτιο του 2015.

(239)

Σύμφωνα με τις παραγράφους 38-42 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, πρέπει να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα για να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατόν οι δυσμενείς επιπτώσεις της ενίσχυσης στους ανταγωνιστές. Η ενίσχυση δεν πρέπει να νοθεύει τον ανταγωνισμό αδικαιολόγητα. Αυτό συνήθως συνεπάγεται περιορισμό της παρουσίας της επιχείρησης στις αγορές της κατά το πέρας της περιόδου αναδιάρθρωσης. Ο υποχρεωτικός περιορισμός ή η μείωση της παρουσίας της επιχείρησης στις σχετικές αγορές αποτελεί αντισταθμιστικό παράγοντα προς όφελος των ανταγωνιστών της. Ο περιορισμός αυτός πρέπει να είναι ανάλογος με τις στρεβλωτικές επιπτώσεις της ενίσχυσης και τη σχετική σημασία της επιχείρησης στην αγορά ή τις αγορές της.

(240)

Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι προς το παρόν, βάσει των υφισταμένων κανονιστικών όρων όσον αφορά την πρόσβαση στο δίκτυο διανομής της, η RMG είναι αναγκαίος επιχειρηματικός εταίρος για άλλους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ, εφόσον πραγματοποιεί την τελική διανομή των επιστολών των ανταγωνιστών της στους πελάτες (στο «τελευταίο χιλιόμετρο»). Η RMG εκπληρώνει, συνεπώς, μια ζωτική λειτουργία για την αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ, η οποία βασίζεται σήμερα κατά κύριο λόγο στον ανταγωνισμό σε προηγούμενο στάδιο των ταχυδρομικών υπηρεσιών και όχι στον ανταγωνισμό σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών. Επιπλέον, η σημασία της RMG για τον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών αποτυπώνεται σαφώς στις παρατηρήσεις των ανταγωνιστών της οι οποίοι τονίζουν με έμφαση την αναγκαιότητα μιας υγιούς και ασφαλούς RMG για το τελικό στάδιο της διανομής επιστολών και, ως εκ τούτου, για τη διατήρηση της παροχής της καθολικής υπηρεσίας. Η αναδιάρθρωση της RMG θα αποφέρει, συνεπώς, οικονομικά οφέλη σε ολόκληρο τον κλάδο ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ και θα επιτρέψει σε όλους τους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών να παρέχουν καλύτερες και αποτελεσματικότερες υπηρεσίες.

(241)

Συνεπώς, κατά τον καθορισμό του απαιτούμενου επιπέδου αντισταθμιστικών μέτρων, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τον ιδιαίτερο λόγο που διαδραματίζει η RMG στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ ως πάροχος καθολικής υπηρεσίας και πρόσβασης σε όλους τους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών στο ΗΒ.

(242)

Ως προς αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η σημαντικά μειωμένη ενίσχυση αναδιάρθρωσης, σε σχέση με τα αρχικά μέτρα διαρθρωτικής ενίσχυσης που κοινοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο ύψους άνω των 1 700 εκατ. GBP, θα χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο για τη διασφάλιση της λειτουργίας του δικτύου επόμενου σταδίου της RMG, το οποίο έχει ζωτική σημασία για τη διασφάλιση της διαρκούς παροχής καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και για τη διασφάλιση, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 38 του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και των συνακόλουθων κανονιστικών ρυθμίσεων (βλ κατωτέρω), της παροχής πρόσβασης στο δίκτυο διανομής της.

(243)

Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 227, το μέτρο μείωσης του χρέους κατά 1 089 εκατ. GBP στηρίζει κατά κύριο λόγο την αναδιάρθρωση των βασικών δραστηριοτήτων της RMG στο δίκτυο επόμενου σταδίου διανομής (όπως τα κέντρα διαλογής, η παράδοση στο «τελευταίο χιλιόμετρο»). Τόσο το κόστος αναδιάρθρωσης της εργασίας ύψους […] εκατ. GBP όσο και το κόστος αναδιάρθρωσης της μεταφορικής ικανότητας ύψους […] εκατ. GBP αφορούν αποκλειστικά τις δραστηριότητες του επόμενου σταδίου διανομής οι οποίες έχουν ζωτική σημασία για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας και την άσκηση της δραστηριότητας διανομής επιστολών από τους ανταγωνιστές. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος του υπολειπόμενου κόστους αναδιάρθρωσης συνδέεται με αυτές τις δραστηριότητες στο επόμενο στάδιο διανομής.

(244)

Ενόψει του καθοριστικού ρόλου της RMG στο δίκτυο επόμενου σταδίου διανομής επιστολών που έχει ζωτική σημασία για όλους τους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών στο ΗΒ, η αναδιάρθρωση της RMG κρίνεται ότι θα έχει περιορισμένο στρεβλωτικό αποτέλεσμα στην τρέχουσα διάρθρωση του τομέα ταχυδρομικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου. Η αναδιάρθρωση του δικτύου επόμενου σταδίου διανομής της RMG θα έχει ως αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη και φθηνότερη υπηρεσία τόσο για το ευρύ κοινό όσο και για τους άλλους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ που εξαρτώνται από την πρόσβαση στο δίκτυο τελικής διανομής της RMG, όπως ορίζουν οι σχετικές κανονιστικές διατάξεις.

(245)

Η Επιτροπή έχει επαληθεύσει ότι οι άλλοι φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ θα εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση στο δίκτυο τελικής διανομής της RMG. Ο αρμόδιος ρυθμιστικός φορέας —το Office of Communications (Ofcom)— έχει προτείνει την επιβολή όρων πρόσβασης στην RMG για την επόμενη επταετή ρυθμιστική περίοδο που αρχίζει την 1η Απριλίου 2012, απαιτώντας μεταξύ άλλων να ικανοποιηθούν οι ακόλουθοι όροι (43):

i)

η RMG θα παρέχει πρόσβαση σε άλλους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών μετά από σχετική αίτηση και θα παρέχει την πρόσβαση αυτή με δίκαιους και λογικούς όρους·

ii)

η RMG δεν θα εφαρμόζει αδικαιολόγητες διακρίσεις (44)·

iii)

η RMG δεν θα αποκομίζει αδικαιολόγητο εμπορικό πλεονέκτημα με την παροχή πρόσβασης στο δίκτυο και δεν θα χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος πληροφορίες που έχει στην κατοχή της και οι οποίες απορρέουν από την παροχή πρόσβασης·

iv)

η RMG θα καθορίσει τιμές πρόσβασης για τη διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου περιθωρίου μεταξύ των τιμών πρόσβασης και ανάλογων υπηρεσιών λιανικής, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο παρεμπόδισης άλλων φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών να ανταγωνίζονται την RMG μέσω της συμπίεσης των περιθωρίων.

(246)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εν λόγω όροι θα περιορίσουν αποτελεσματικά την επίδειξη ισχύος της RMG στην αγορά και θα διασφαλίσουν επαρκώς την πρόσβαση των ανταγωνιστών στο δίκτυο επόμενου σταδίου διανομής της RMG. Συνεπώς, θα εξασφαλίσουν σε άλλους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ ότι μπορούν να ανταγωνίζονται με τις δικές τους δυνάμεις στις αγορές υπηρεσιών προηγούμενου σταδίου με την RMG και θα μπορούν να διατηρήσουν ή και να επεκτείνουν ακόμα την ισχυρή παρουσία τους στην αγορά των προηγούμενων σταδίων. Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι οι εν λόγω όροι μπορούν να θεωρηθούν ως κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα προς όφελος των ανταγωνιστών της RMG που θα μετριάσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της ενίσχυσης.

(247)

Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι […] Ofcom θα εκδώσει απόφαση σχετικά με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις πρόσβασης για τα επόμενα επτά έτη, όπως ορίζεται στις προτάσεις της.

(248)

Εφόσον η ενίσχυση αναδιάρθρωσης περιορίζεται κυρίως στις δραστηριότητες επόμενου σταδίου προς το γενικό συμφέρον καθώς και προς το συμφέρον των άλλων φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο ΗΒ και δεν ενισχύσουν τη θέση της RMG σε άλλα προηγούμενα στάδια της αγοράς επιστολικού ταχυδρομείου ή στις αγορές ταχυμεταφοράς δεμάτων, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση αναδιάρθρωσης θα έχει περιορισμένες στρεβλωτικές επιπτώσεις σε βάρος των ανταγωνιστών.

(249)

Δεύτερον, το σχέδιο αναδιάρθρωσης συνεπάγεται σημαντική μείωση της απασχόλησης λόγω της τεχνικής προόδου και μεγαλύτερης αυτοματοποίησης του τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, γενικά, αντιμετωπίζει ευνοϊκά τις κρατικές ενισχύσεις για την κάλυψη του κοινωνικού κόστους της αναδιάρθρωσης. Σύμφωνα με την παράγραφο 64 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, η Επιτροπή δεν αντιτίθεται εκ προοιμίου στις ενισχύσεις αυτού του είδους, όταν χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις, επειδή αποφέρουν οικονομικά οφέλη που υπερβαίνουν τα συμφέροντα της οικείας επιχείρησης, διευκολύνουν τις διαρθρωτικές αλλαγές και περιορίζουν τα κοινωνικά προβλήματα.

(250)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ένα μεγάλο μέρος των δαπανών αναδιάρθρωσης συνίσταται σε πληρωμές για απολύσεις καθώς και σε έξοδα ταξιδιού και μετακίνησης βάσει συμφωνιών με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση που θα χορηγηθεί για τη χρηματοδότηση αυτών των στοιχείων εργατικού κόστους δεν ωφελεί μόνο την RMG αλλά και τους απολυόμενους. Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι η εν λόγω ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της εργασίας διευκολύνει τις διαρθρωτικές αλλαγές και περιορίζει το κοινωνικό κόστος.

(251)

Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η RMG θα εκποιήσει την POL. Ενόψει της μελλοντικής ιδιωτικοποίησης της RMG και, συνεπώς, της αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος της RMG και της POL, η RMG θα απολέσει τον άμεσο έλεγχο στις υπηρεσίες λιανικής της POL και η θέση της στην αγορά θα αποδυναμωθεί. Συγκεκριμένα, πρέπει να επισημανθεί ότι η συμφωνία μεταξύ της RMG και της POL έχει περιορισμένη διάρκεια 10 ετών […].

(252)

Σε αντίθεση με την τρέχουσα κατάσταση, η RMG δεν θα ωφελείται πλέον από το δίκτυο λιανικής που έχει υπό τον άμεσο έλεγχό της, αλλά θα οφείλει, όπως όλοι οι ανταγωνιστές της, να διαπραγματεύεται και να αναθέτει τις δραστηριότητες λιανικών υπηρεσιών της σε ανεξάρτητο τρίτο φορέα (π.χ. συγκρίσιμο με το δίκτυο της DHL, το οποίο αποτελείται από ανεξάρτητα καταστήματα λιανικών υπηρεσιών (παραδείγματος χάρη τα καταστήματα WHSmith και Staples)). Ως εκ τούτου, η RMG θα ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις με τους ανταγωνιστές της και δεν θα ωφελείται πλέον από την κατοχή της ιδιοκτησίας ολόκληρου του δικτύου υπηρεσιών λιανικής. Ειδικότερα, η RMG δεν θα μπορεί πλέον να αποφασίζει ποιες άλλες υπηρεσίες και προϊόντα (όπως υπηρεσίες τραπεζικής) θα παρέχει η POL, γεγονός που σημαίνει ότι η RMG θα απολέσει μόχλευση σε άλλες αγορές. Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι η εκχώρηση της POL θα περιορίσει την παρουσία της RMG στην αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου και μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο που μετριάζει τις επιπτώσεις της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης στους ανταγωνιστές της RMG.

(253)

Ενόψει των θετικών επιπτώσεων τις οποίες θα έχει το αποτελεσματικότερο δίκτυο υπηρεσιών επόμενου σταδίου της RMG για το ευρύ κοινό, το οποίο βασίζεται στην RMG ως φορέα παροχής καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, καθώς και για όλους τους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ, οι οποίοι έχουν ανάγκη από την πρόσβαση στο δίκτυο επόμενου σταδίου διανομής της RMG για την παράδοση των δικών τους επιστολών στους πελάτες, και του γεγονότος ότι ένα σημαντικό μέρος των δαπανών αναδιάρθρωσης θα διατεθεί στους απολυμένους και της εκποίησης της POL, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι στρεβλώσεις σε βάρος του ανταγωνισμού που απορρέουν από την ενίσχυση αναδιάρθρωσης είναι μάλλον περιορισμένες, με αποτέλεσμα να μην απαιτούνται πρόσθετα αντισταθμιστικά μέτρα.

(254)

Τέλος, ικανοποιείται ο όρος της εφάπαξ ενίσχυσης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 72 και επόμενες των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, εφόσον η RMG δεν έχει λάβει ενίσχυση διάσωσης και αναδιάρθρωσης στο παρελθόν.

(255)

Σύμφωνα με την παράγραφο 47 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, η RMG πρέπει να εφαρμόσει πλήρως το σχέδιο αναδιάρθρωσής της και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεσμευθεί για την τήρηση αυτής της υποχρέωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνεται για την πρόοδο της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τις παραγράφους 49 και 50 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α.

(256)

Η Επιτροπή κρίνει ότι το πενταετές σχέδιο αναδιάρθρωσης της περιόδου 2010 έως 2015 για την RMG πληροί τους όρους των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α και ότι τα μέτρα μείωσης του χρέους κατά 1 089 εκατ. GBP συνιστούν ενίσχυση αναδιάρθρωσης συμβιβάσιμη με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(257)

Σύμφωνα με την πρακτική της σε προηγούμενες υποθέσεις, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει μόνο τη χορήγηση ενίσχυσης ως αντιστάθμιση για το συσσωρευμένο κόστος συνταξιοδότησης στον βαθμό που ο δικαιούχος δεν τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών του όσον αφορά τις γενικές υποχρεώσεις για τις συνεισφορές στα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων.

(258)

Λόγω της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης υπόθεσης, η Επιτροπή προσάρμοσε τον τρόπο εκτίμησης του συμβιβάσιμου μιας ενίσχυσης για την αντιστάθμιση του συσσωρευμένου συνταξιοδοτικού κόστους και προέβη σε σύγκριση του τρέχοντος συνταξιοδοτικού ελλείμματος της RMG με τα συνταξιοδοτικά ελλείμματα με τα οποία βαρύνεται κατά μέσο όρο ο ισολογισμός των επιχειρήσεων παρόμοιου μεγέθους του ΗΒ.

(259)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα συνιστά συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση για το συσσωρευμένο συνταξιοδοτικό κόστος σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, με την επιφύλαξη των ακόλουθων δύο όρων:

i)

κατά την 1η Απριλίου 2012, ημερομηνία απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, η RMG θα διατηρεί στον ισολογισμό της υποχρέωση ύψους 150 εκατ. GBP η οποία είναι σύμφωνη με το μέσο συνταξιοδοτικό έλλειμμα συγκρίσιμων επιχειρήσεων του ΗΒ·

ii)

η RMG δεν θα λάβει καμία ενίσχυση ως αντιστάθμιση για συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που συσσωρεύονται μετά τις 31 Μαρτίου 2012 για τους ασφαλισμένους του RMPP.

(260)

Όσον αφορά την κοινοποιηθείσα ενίσχυση αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επικαιροποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης που καλύπτει την περίοδο 2010 έως 2015 είναι κατάλληλο και επαρκές για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της RMG και την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ίδια εισφορά της RMG στο κόστος αναδιάρθρωσης περιορίζει την ενίσχυση στο αυστηρά ελάχιστο αναγκαίο ποσό των 1 089 εκατ. GBP. Ενόψει των θετικών επιπτώσεων που θα έχει η αναδιάρθρωση για την αποτελεσματικότητα ολόκληρου του τομέα ταχυδρομικών υπηρεσιών του ΗΒ, τη μοναδική θέση της RMG ως φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας, την απόσχιση της POL και το γεγονός ότι η ενίσχυση αναδιάρθρωσης διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την αναγκαία μείωση του εργατικού δυναμικού της RMG, η Επιτροπή κρίνει ότι η ενίσχυση ύψους 1 089 εκατ. GBP δεν έχει στρεβλωτικές επιπτώσεις δυσανάλογες με τις θετικές επιπτώσεις μιας επιτυχούς αναδιάρθρωσης της RMG,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Τα κοινοποιηθέντα μέτρα σε σχέση με την απαλλαγή από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα τα οποία προτίθεται να εφαρμόσει το Ηνωμένο Βασίλειο υπέρ της Royal Mail Group συνιστούν ενίσχυση η οποία είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.

2.   Την 1η Απριλίου 2012, ημερομηνία της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα, η Royal Mail Group διατηρεί στον ισολογισμό της υποχρέωση ύψους 150 εκατ. GBP για τα συσσωρευμένα ελλείμματα που είναι αποτέλεσμα των συνταξιοδοτικών συστημάτων τα οποία έχει χρηματοδοτήσει.

3.   Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα χορηγήσει κρατική ενίσχυση στη Royal Mail Group ως αντιστάθμιση για το συσσωρευμένο κόστος σε σχέση με τη δημιουργία νέων συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων έναντι των ασφαλισμένων του Royal Mail Pension Plan μετά την 1η Απριλίου 2012, ημερομηνία της απαλλαγής από το συνταξιοδοτικό έλλειμμα.

Άρθρο 2

Τα μέτρα μείωσης του χρέους που προτίθεται να εφαρμόσει το Ηνωμένο Βασίλειο υπέρ της Royal Mail Group, τα οποία αντιπροσωπεύουν ποσό ύψους 1 089 εκατ. GBP, συνιστούν κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστεί πλήρως το κοινοποιηθέν στην Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Άρθρο 3

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποβάλλει στην Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η πρώτη έκθεση θα υποβληθεί εντός ενός έτους από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι επόμενες εκθέσεις θα υποβάλλονται εντός ενός έτους από την υποβολή της προηγούμενης έκθεσης μέχρι τη λήξη του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

Βρυξέλλες, 21 Μαρτίου 2012.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 265 της 9.9.2011, σ. 2.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  http://services.parliament.uk/bills/2010-12/postalservices.html

(4)  «Modernise or Decline — Policies to maintain the universal postal service in the United Kingdom; an independent review of the UK postal services sector», 16 Δεκεμβρίου 2008, διαθέσιμο στη διεύθυνση http://www.berr.gov.uk/files/file49389.pdf, επικαιροποιημένο από την έκθεση Hooper του Δεκεμβρίου 2008, «Saving the Royal Mail’s universal postal service in the digital age», διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.bis.gov.uk/assets/biscore/business-sectors/docs/s/10-1143-saving-royal-mail-universal-postal-service.pdf

(5)  ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14.

(6)  Επιχειρηματικό απόρρητο.

(7)  Απόφαση C(2011) 1770 της Επιτροπής. Η τρέχουσα έγκριση των μέτρων αυτών λήγει στις 31 Μαρτίου 2012.

(8)  Το RMPP και άλλα συστήματα του ΗΒ που χρηματοδοτούνται από την RMG δεν καλύπτουν τους εργαζομένους της GLS.

(9)  ΕΕ L 210 της 14.8.2009, σ. 16.

(10)  Βάσει των τελευταίων εκτιμήσεων. Το ακριβές ποσό θα εξαρτηθεί από τις κινήσεις της αγοράς έως τον Μάρτιο του 2012 και θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από αυτό το ποσό.

(11)  Η RMG κατέχει ορισμένες επενδύσεις σε κρατικούς τίτλους ή σε καταθέσεις στο National Loan Fund, που κατατάσσονται στο κυκλοφορούν ενεργητικό και αναφέρονται συχνά ως κρατικοί τίτλοι «gilts». Υπόκεινται σε ειδικό νομικό καθεστώς σύμφωνα με τις οδηγίες των αρχών του ΗΒ βάσει του τμήματος 72 του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες 2000. Βάσει των οδηγιών της 30ής Ιανουαρίου 2003, η RMG τοποθέτησε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σε ειδικό αποθεματικό («αποθεματικό ταχυδρομικών υπηρεσιών») για να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση ειδικών μέτρων.

(12)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(13)  Απόφαση 2008/204/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία σε σχέση με τη μεταρρύθμιση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης των συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων που εργάζονται για τη La Poste (ΕΕ L 63 της 7.3.2008, σ. 16).

(14)  Απόφαση 2005/145/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και τις βιομηχανίες ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου (ΕΕ L 49 της 22.2.2005, σ. 9).

(15)  Βλέπε υποσημείωση 12.

(16)  Υπόθεση T-157-01 Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής [2004] Συλλογή II-917.

(17)  Παραπομπή στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση British Energy [Υπόθεση αριθ. C 52/03, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2004 (ΕΕ L 142 της 6.6.2005, σ. 26)].

(18)  Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-159/94, Συλλογή 1997, I-5815, σκέψη 59.

(19)  Βλέπε υποσημειώσεις 12 και 13.

(20)  Απόφαση 2008/722/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2007, για την κρατική ενίσχυση C 2/06 (πρώην N 405/05) την οποία σχεδιάζει η Ελλάδα να χορηγήσει σε σχέση με το σύστημα πρόωρης εθελουσίας συνταξιοδότησης του ΟΤΕ (ΕΕ L 243 της 11.9.2008, σ. 7).

(21)  Υπόθεση C-357/07, TNT Post UK [2009] Συλλογή I-3025.

(22)  Π.χ. υπόθεση C-301/87 Γαλλία κατά Επιτροπής [1990] Συλλογή I-307, σκέψη 41.

(23)  Υπόθεση 173/73 Ιταλία κατά Επιτροπής [1974] Συλλογή 709, σκέψη 13· υπόθεση 310/85 Deufil κατά Επιτροπής [1987] Συλλογή 901, σκέψη 8· Υπόθεση C-241/94 Γαλλία κατά Επιτροπής Συλλογή I-4551, σκέψη 20.

(24)  C-387/92 Banco Exterior [1994] Συλλογή I-877, σκέψη13· προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση C-241/94, σκέψη 34.

(25)  Υπόθεση C-5/01 Βέλγιο κατά Επιτροπής [2002] Συλλογή I-1191, σκέψη 39

(26)  Υπόθεση 30/59 Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg v High Authority [1961] Συλλογή 3, σκέψεις 29 και 30· προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση C-173/73, σκέψεις 12 και 13· προαναφερθείσα υπόθεση στην απόφαση C-241/94, σκέψεις 29 και 35· υπόθεση C-251/97 Γαλλία κατά Επιτροπής [1999] Συλλογή I-6639, σκέψεις 40, 46 και 47· και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P Comitato Venezia vuole vivere κατά Επιτροπής [2011] Συλλογή I-0000, σκέψεις 90 έως 96.

(27)  Απόφαση La Poste (βλέπε υποσημείωση 12), αιτιολογική σκέψη 141, και Κατευθυντήριες Γραμμές Δ&Α (βλέπε υποσημείωση 11), αιτιολογική σκέψη 63.

(28)  Υπόθεση T-20/03 Kahla κατά Επιτροπής [2008] Συλλογή II-2305, σκέψεις 194 έως 197. Βλέπε επίσης απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ, της 22ας Αυγούστου 2011, στην υπόθεση E-14/10, Konkurrenten.no AS κατά Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, n.y.p., σκέψη 86.

(29)  Υπόθεση-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής (Fogasa) [1999] Συλλογή I-2459, σκέψεις 31-34· Υπόθεση-256/97, Déménagements-Manutention Transport (DMT), [1999] Συλλογή I-3913, σκέψη 24· Υπόθεση T- 152/99, Hijos de Andres de Molina SA (HAMSA) κατά Επιτροπής [2002] Συλλογή II-3049, σκέψη 166.

(30)  Υπόθεση T-214/95, Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής [1998] Συλλογή II-717.

(31)  Υπόθεση T-162/06, Kronoply/Επιτροπή [2009] Συλλογή II-1, ιδίως σκέψεις 65, 66, 74 και 75.

(32)  Υπόθεση T-187/99, Agrana Zucker und Stärke/Επιτροπή [2001] Συλλογή II-1587, σκέψη 74· Υπόθεση T-126/99, Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής [2002] Συλλογή II-2427, σκέψεις 41 έως 43· Υπόθεση C-390/06, Nuova Agricast [2008] Συλλογή I-2577, σκέψεις 68 και 69.

(33)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μεθοδολογία για την ανάλυση κρατικών ενισχύσεων σε συνδυασμό με τα πάγια στοιχεία κόστους, επιστολή της Επιτροπής SG (2001) D/290869 της 6.8.2001.

(34)  Απόφαση 2005/145/ΕΚ σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου (βλέπε υποσημείωση 13)· απόφαση 2008/204/ΕΚ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται από τη Γαλλία για τη μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων που υπάγονται στα ταχυδρομεία (βλέπε υποσημείωση 12)· απόφαση της Επιτροπής 2009/945/ΕΚ σχετικά με τη μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της RATP [κρατική ενίσχυση C 42/07 (πρώην N 428/06)] που η Γαλλία προτίθεται να χορηγήσει υπέρ της RΑΤΡ· απόφαση της Επιτροπής της 20ής Δεκεμβρίου 2011 στην υπόθεση C 25/2008 σχετικά με τον τρόπο χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων που είναι αποσπασμένοι στη France Télécom, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(35)  Βλέπε υποσημείωση 13.

(36)  Βλέπε επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο ανάλυσης των κρατικών ενισχύσεων που σχετίζονται με το λανθάνον κόστος, εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 26 Ιουλίου 2001.

(37)  Βλέπε υποσημείωση 12.

(38)  N.y.p., βλέπε δελτίο τύπου IP/12/45 και MEMO/12/37 της 25ης Ιανουαρίου 2012.

(39)  N.y.p., βλέπε δελτίο τύπου IP/12/45 και MEMO/12/38 της 25ης Ιανουαρίου 2012.

(40)  Ο δείκτης TSE 100 είναι δείκτης μετοχών των 100 εταιρειών του ΗΒ με τη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο του Λονδίνου.

(41)  Επίσης, σε προηγούμενες υποθέσεις, η Επιτροπή έχει αποδεχθεί περιόδους αναδιάρθρωσης 5 ετών ή μεγαλύτερης διάρκειας, π.χ. απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Αυστριακών Αερογραμμών (ΕΕ L 59 της 9.3.2010, σ. 1), ιδίως αιτιολογική σκέψη 296 (περίοδος αναδιάρθρωσης 6 ετών).

(42)  Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υποβάλει δεδομένα συγκριτικής αξιολόγησης για την κερδοφορία άλλων φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη.

(43)  Κοινοποίηση προτάσεων για την επιβολή κανονιστικού όρου σύμφωνα με τον νόμο περί ταχυδρομικών υπηρεσιών του 2011· βλέπε παράρτημα 12 της διαβούλευσης της Ofcom «Review of regulatory conditions — postal regulation», δημοσιεύθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2011.

(44)  Η RMG μπορεί να θεωρηθεί ότι εφαρμόζει αδικαιολόγητη διάκριση, εάν ευνοεί αδικαιολόγητα μια δραστηριότητα που ασκεί η ίδια με στόχο να φέρει σε μειονεκτική ανταγωνιστική θέση άλλους φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών.