|
ISSN 1977-0669 doi:10.3000/19770669.L_2012.236.ell |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 236 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Νομοθεσία |
55ό έτος |
|
|
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
|
EL |
Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος. Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο. |
II Μη νομοθετικές πράξεις
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
|
1.9.2012 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 236/1 |
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
της 25ης Απριλίου 2012
σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.25051 (C 19/10) (πρώην NN 23/10) που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Zweckverband Tierkörperbeseitigung στη Ρηνανία-Παλατινάτο, στο Σάαρ, στο διαμέρισμα Rheingau -Taunus και στην επαρχία Limburg -Weilburg
[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2012) 2557]
(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2012/485/ΕΕ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,
Αφού κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο (2) και με βάση τις παρατηρήσεις αυτές,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
1. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
|
(1) |
Μέσω της καταγγελίας που υποβλήθηκε από τη Saria Bio-Industries AG & Co KG (στο εξής: καταγγέλλουσα) την 23η Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή ενημερώθηκε σχετικά με τις ετήσιες εισφορές που κατέβαλε η Γερμανία υπέρ της Zweckverband Tierkörperbeseitigung στα ομόσπονδα κράτη Ρηνανίας-Παλατινάτου και Σάαρ, στο διαμέρισμα Rheingau-Taunus και στην επαρχία Limburg-Weilburg (στο εξής: ZT). |
|
(2) |
Με επιστολή της 20ής Ιουλίου 2010 η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (στο εξής: απόφαση κίνησης της διαδικασίας). Μετά τη δημοσίευση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 26 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση (3). |
|
(3) |
Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της καταγγέλλουσας στις 25 Νοεμβρίου 2010. Κατόπιν έγκρισης των αιτημάτων παράτασης της προθεσμίας στις 20 Αυγούστου 2010 και στις 18 Νοεμβρίου 2010 αντίστοιχα, η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της απόφασης κίνησης της διαδικασίας καθώς και επί των παρατηρήσεων της καταγγέλλουσας τμηματικά, την 3η Μαρτίου 2011, την 1η Απριλίου 2011, την 4η Απριλίου 2011, την 16η Μαΐου 2011, την 15η Ιουλίου 2011 και την 9η Νοεμβρίου 2011 αντίστοιχα. |
|
(4) |
Η ZT διαβίβασε γραπτώς τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή στις 4 Απριλίου 2011. Καίτοι δυνάμει του άρθρου 20 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (4) οι ενδιαφερόμενοι καλούνται καταρχήν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους το αργότερο εντός ενός μήνα μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, η ZT διαβίβασε τις παρατηρήσεις της μετά από τέσσερις μήνες. Η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη εκπρόθεσμα υποβληθείσες παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενους μόνον σε δεόντως αιτιολογημένες μεμονωμένες περιπτώσεις (5). Ωστόσο, δεν μπορεί να αναγνωρίσει αντίστοιχη αιτιολογία στο έγγραφο της ZT ούτε να συναγάγει αντίστοιχη αιτιολογία από τις λοιπές περιστάσεις. Η Επιτροπή γνωστοποίησε, ως εκ τούτου, στη ZT, με έγγραφο της 18ης Απριλίου 2011, ότι η εξέταση των παρατηρήσεων της ZT στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας αντίκειται στη φύση της διαδικασίας και θα προκαλούσε αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση των μερών της διαδικασίας. Για την έκδοση της παρούσας απόφασης έλαβε εξάλλου υπόψη όλες τις πληροφορίες που περιείχαν οι εν λόγω παρατηρήσεις. |
|
(5) |
Παράλληλα με την επίσημη διαδικασία έρευνας της Επιτροπής, η καταγγέλλουσα είχε κινήσει εθνική δικαστική διαδικασία στη Γερμανία, όπου άσκησε προσφυγή κατά της ΖΤ ενώπιον του Verwaltungsgericht Trier. Το Verwaltungsgericht Trier, με απόφασή του της 2ας Δεκεμβρίου 2008, απεφάνθη ότι οι ετήσιες εισφορές συνιστούν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Αναφορικά με την ανάκτηση των παράνομων ενισχύσεων, το Verwaltungsgericht Trier έκρινε ότι η ZT δεν υποχρεούται να επιστρέψει το ποσό που έλαβε κατά την περίοδο 2005-2008 λόγω εξαιρετικών συνθηκών που καθιστούν μη προσήκουσα την ανάκτησή του. |
|
(6) |
Τόσο η καταγγέλλουσα όσο και η ZT άσκησαν ενώπιον του Oberverwaltungsgericht Koblenz έφεση κατά της απόφασης του Verwaltungsgericht Trier. Με την απόφασή του της 24ης Νοεμβρίου 2009, το Oberverwaltungsgericht κύρωσε την απόφαση του Verwaltungsgericht Trier. |
|
(7) |
Στη συνέχεια, η καταγγέλλουσα και η ZT άσκησαν ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (στο εξής: BVerwG) αναίρεση κατά της απόφασης του Oberverwaltungsgericht Koblenz. Με απόφασή του της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (6), το BVerwG απέρριψε το αίτημα αναίρεσης της καταγγέλλουσας, τροποποίησε την απόφαση του Oberverwaltungsgericht Koblenz και απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της, καθόσον το BVerwG έκρινε ότι η προσφυγή σχετικά με την περίοδο 2005-2009 ήταν απαράδεκτη και ότι η υπό εξέταση εισφορά για το έτος 2010 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. |
2. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ
2.1. Νομικό πλαίσιο
2.1.1. Διατάξεις του δικαίου της Ένωσης
|
(8) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) (7) ρυθμίζει την παραλαβή, τη μεταφορά, την αποθεματοποίηση, τη διαχείριση, την επεξεργασία και τη χρήση ή την καταστροφή ζωικών υποπροϊόντων ώστε τα εν λόγω προϊόντα να μην αποτελούν κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων. Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πρόληψη εξάρσεων σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ) και άλλων μεταδιδόμενων ζωονόσων, όπως της κλασικής πανώλης των χοίρων (ΚΠΧ) ή του ιού του αφθώδους πυρετού (ΑΠ). |
|
(9) |
Το τμήμα 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 διακρίνει μεταξύ τριών κατηγοριών ζωικών υποπροϊόντων επί τη βάσει των ειδικών κινδύνων που αυτά εγκυμονούν για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων:
|
|
(10) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, ο οποίος αντιστοιχεί κατ’ ουσία στον παλαιότερο κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή και την εξαγωγή υλικού των κατηγοριών 1 και 2, ενώ προβλέπει ότι η λειτουργία εγκαταστάσεων απόρριψης του υλικού αυτού προϋποθέτει την έγκριση των αρμόδιων αρχών οι οποίες υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις του κανονισμού. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 προβλέπει συνεπώς ειδικές διατάξεις ελέγχου για την απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2. Ωστόσο, στον κανονισμό δεν λαμβάνεται μέριμνα για την οικονομική οργάνωση της απόρριψης του υλικού των κατηγοριών 1 και 2. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 δεν προβλέπει την ανάθεση των υπηρεσιών απόρριψης εντός ορισμένης περιοχής αποκλειστικά σε μία επιχείρηση, όπως ισχύει στη Γερμανία. |
2.1.2. Διατάξεις εθνικού δικαίου
|
(11) |
Στη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου περί εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την επεξεργασία και απόρριψη συγκεκριμένων ζωικών υποπροϊόντων ακατάλληλων για κατανάλωση από τον άνθρωπο («Gesetz zur Durchführung gemeinschaftsrechtlicher Vorschriften über die Verarbeitung und Beseitigung von nicht für den menschlichen Verzehr bestimmten tierischen Nebenprodukten» (9), στο εξής: TierNebG), οι επαρχίες και οι ανεξάρτητοι δήμοι υποχρεούνται να αναλαμβάνουν την απόρριψη και επεξεργασία του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 — των αποκαλούμενων «ελεγμένων προϊόντων». Οι εν λόγω εργασίες μπορούν να εκτελούνται από τους ίδιους ή να ανατίθενται σε τρίτους. |
|
(12) |
Η απόρριψη του υλικού της κατηγορίας 3 —των αποκαλούμενων «μη ελεγμένων προϊόντων»— πραγματοποιείται από οιαδήποτε εταιρεία επεξεργασίας υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009. |
2.2. Zweckverband Tierkörperbeseitigung
|
(13) |
Η ZT είναι μια εταιρεία δημοσίου δικαίου η οποία ιδρύθηκε το 1979 δυνάμει των άρθρων 1 και 2 του νόμου του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου για την εφαρμογή του TierNebG (10) (στο εξής: TierNebGAG RP). Έκτοτε, όλες οι επαρχίες και οι μεγαλύτεροι ανεξάρτητοι δήμοι στη Ρηνανία-Παλατινάτο και στο Σάαρ καθώς και στις επαρχίες της Έσσης —διαμέρισμα Rheingau-Taunus και επαρχία Limburg-Weilburg— είναι πλέον μέλη της ZT (βλέπε άρθρο 1 του καταστατικού της ZT). |
|
(14) |
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού της η ΖΤ εξουσιοδοτείται από τα μέλη της να αναλαμβάνει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 3 του TierNebG σε συνδυασμό με τους εκάστοτε ισχύοντες νόμους των ομόσπονδων κρατών για τις επαρχίες και τους ανεξάρτητους δήμους ως αρμόδιους για την απόρριψη φορείς. |
|
(15) |
Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο μια ένωση ειδικού σκοπού («Zweckverband») λόγω της νομικής της υπόστασης ως εταιρείας δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να υπαχθεί σε πτωχευτική διαδικασία. Ωστόσο, τα μέλη της δύνανται να αποφασίσουν τη λύση της. |
2.3. Καταστροφή νεκρών ζώων και σφαγειοαπορριμμάτων
2.3.1. Δραστηριότητες της ZT
|
(16) |
Η ZT δεν εκτελεί μόνον την αποστολή που της έχει ανατεθεί βάσει του καταστατικού της, ήτοι την απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 από την επικράτειά της (στο εξής: «υλικό εσωτερικής προέλευσης»), αλλά απορρίπτει επίσης το υλικό των κατηγοριών 1 και 2 από τα όμορα ομόσπονδα κράτη Βάδης-Βυρτεμβέργης και Έσσης (βλέπε αναλυτική περιγραφή στην αιτιολογική σκέψη 20 επόμενες) καθώς και το υλικό της κατηγορίας 3 (στο εξής: «υλικό εξωτερικής προέλευσης»). |
|
(17) |
Όπως προκύπτει από τον πίνακα που ακολουθεί, η ZT έχει επεξεργαστεί στο παρελθόν μεγάλες ποσότητες υλικού εξωτερικής προέλευσης το οποίο τα τελευταία χρόνια αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο ήμισυ σχεδόν του συνολικού επεξεργασμένου υλικού. Πίνακας 1 Ποσότητες επεξεργασμένες από την ZT κατά την περίοδο 1998 – 2009
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
(18) |
Το υλικό εσωτερικής προέλευσης αποτελείται από νεκρά ζώα στις εκμεταλλεύσεις και σε σφαγειοαπορρίμματα. Η ZT αναλαμβάνει στην περίπτωση αυτή τόσο την αποκομιδή όσο και την επεξεργασία (στο εξής οι όροι «αποκομιδή» και «επεξεργασία» θα συνοψίζονται υπό τον όρο «απόρριψη»). Για την κάλυψη του σχετικού κόστους η ZT επιβάλλει τέλη. Για τα νεκρά ζώα στις εκμεταλλεύσεις και για τα σφαγειοαπορρίμματα επιβάλλεται διαφορετικός συντελεστής χρέωσης. |
|
(19) |
Καθόσον το υλικό της κατηγορίας 3 διατίθεται στην ελεύθερη αγορά, η ZT διαπραγματεύεται χρεώσεις για την απόρριψη του υλικού αυτού βάσει του ιδιωτικού δικαίου. Παρόλο που η πλειονότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων απόρριψης απορρίπτουν ξεχωριστά το υλικό της κατηγορίας 3 ώστε μέσω της επεξεργασίας του —π.χ. της μετατροπής του σε τροφές για οικόσιτα ζώα— να επιτύχουν υψηλότερα έσοδα πωλήσεων, η ΖΤ επεξεργάζεται το υλικό της κατηγορίας 3 από κοινού με τα ελεγμένα προϊόντα, διότι δεν διαθέτει ξεχωριστή μονάδα. Από την επεξεργασία των ελεγμένων προϊόντων προκύπτουν, ως εκ τούτου, μόνον χαμηλής αξίας τελικά προϊόντα, όπως έλαια και λίπη, τα οποία αποδίδουν χαμηλότερα έσοδα. |
|
(20) |
Από το 2000 η ZT επεξεργάζεται επίσης υλικό των κατηγοριών 1 και 2 προερχόμενο από τη Βάδη-Βυρτεμβέργη. Για τον σκοπό αυτό συνάφθηκε μεταξύ της ΖΤ και της Zweckverband Neckar-Franken ειδική σύμβαση δημοσίου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, η αποκομιδή γίνεται επιτόπου από την Zweckverband Neckar-Franken και στη συνέχεια το υλικό αποστέλλεται προς επεξεργασία στην ZT. |
|
(21) |
Το 2007 η ΖΤ συμμετείχε σε διαγωνισμό για την απόρριψη των ελεγμένων προϊόντων στις επαρχίες της Βόρειας και Κεντρικής Έσσης, στο πλαίσιο του οποίου της ανατέθηκε η σχετική σύμβαση. Πριν από την ανάληψη των υπηρεσιών απόρριψης από τη ΖΤ την 1η Απριλίου 2009 οι υπηρεσίες απόρριψης παρέχονταν από εταιρεία του ομίλου της καταγγέλλουσας. |
|
(22) |
Η ΖΤ επεδίωξε συνεπώς τη μέγιστη αξιοποίηση των μονάδων της όχι μόνο μέσω της επεξεργασίας υλικού εσωτερικής προέλευσης των κατηγοριών 1 και 2, αλλά και μέσω της έντονης δραστηριοποίησής της στην πέραν της καταστατικής αποστολής της επεξεργασία υλικού της κατηγορίας 3, το οποίο είναι ελεύθερα εμπορεύσιμο προϊόν, αλλά και υλικού των κατηγοριών 1 και 2 με προέλευση εκτός της επικράτειάς της. Κατά την περίοδο 2002-2008 οι ποσότητες υλικού εσωτερικής προέλευσης των κατηγοριών 1 και 2 που επεξεργάστηκε η ΖΤ ανέρχονταν σε μόλις 54 % και 58 % αντίστοιχα. Το 2009, επίσης λόγω της παραλαβής υλικού από τη Βόρεια και Κεντρική Έσση, το ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά στο 39 %, σε λιγότερο δηλαδή από το ήμισυ της συνολικής ποσότητας υλικού που επεξεργαζόταν η ΖΤ. |
2.3.2. Δυναμικότητα των μονάδων της ZT
|
(23) |
Η ZT διαθέτει δύο μονάδες απόρριψης στο Rivenich και στο Sandersmühle. Υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας οι δύο μονάδες λειτουργούν κατά μέσο όρο σε πενθήμερη βάση με διπλή βάρδια (πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας) και επεξεργάζονται μέγιστη ποσότητα 2 160 τόνων εβδομαδιαίως. Η διαθέσιμη δυναμικότητα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας είναι σε γενικές γραμμές επαρκής για την επεξεργασία της ετήσιας ποσότητας 88 000 τόνων, ήτοι 1 700 τόνων εβδομαδιαίως. |
|
(24) |
Όπως και άλλοι φορείς απόρριψης η ΖΤ διαθέτει εφεδρική λειτουργική δυναμικότητα η οποία προκύπτει από τις βάρδιες που δεν καλύπτονται εντός της εβδομάδας και κατά το σαββατοκύριακο. Η εν λόγω εφεδρική λειτουργική δυναμικότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις επιδημιών για την επεξεργασία των πρόσθετων νεκρών ζώων. |
2.3.2.1.
|
(25) |
Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλε η ZT οι μονάδες έχουν ικανότητα βραχυπρόθεσμης λειτουργίας διάρκειας μεταξύ 6 έως 12 εβδομάδων σε τριπλή βάρδια επτά ημέρες την εβδομάδα (επταήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας). Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται βραχυπρόθεσμα εβδομαδιαία δυναμικότητα ύψους έως 4 536 τόνων. Ωστόσο, λόγω της επακόλουθης φθοράς της μονάδας και της κόπωσης του προσωπικού δεν είναι εφικτή η διατήρηση της συνεχούς επταήμερης λειτουργίας τριπλής βάρδιας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. |
|
(26) |
Συνεπώς, η ZT διαθέτει βραχυπρόθεσμα, για διάστημα έως και 12 εβδομάδων, εφεδρική λειτουργική δυναμικότητα επεξεργασίας 2 376 τόνων εβδομαδιαίως που σε περίπτωση επιδημίας μπορεί να επεξεργαστεί ταυτόχρονα με τον κανονικό όγκο εργασίας (βλέπε επίσης πίνακα 3 στην παράγραφο 9.3.1). |
2.3.2.2.
|
(27) |
Μακροπρόθεσμα οι μονάδες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σε τριπλή βάρδια το πολύ για 5 εργάσιμες ημέρες (πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας) προκειμένου να επεξεργαστούν πρόσθετο υλικό σε περίπτωση επιδημίας, καθόσον ο μακροπρόθεσμα μεγαλύτερος φόρτος εργασίας καθιστά αναγκαία την εκτέλεση εργασιών συντήρησης κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Με βάση τα παραπάνω, η δυνατότητα επεξεργασίας εγγίζει τους 3 240 τόνους εβδομαδιαίως. |
|
(28) |
Συνεπώς, η ZT διαθέτει μακροπρόθεσμα, για περίοδο διάρκειας άνω των 12 εβδομάδων, εφεδρική λειτουργική δυναμικότητα της τάξεως των 1 080 τόνων εβδομαδιαίως που σε περίπτωση επιδημίας μπορεί να επεξεργαστεί ταυτόχρονα με τον κανονικό όγκο εργασίας (βλέπε επίσης πίνακα 3 στην παράγραφο 9.3.1). |
2.4. Ετήσια εισφορά και δημόσια αποστολή
|
(29) |
Οι ετήσιες εισφορές που λαμβάνει η ZT από τα μέλη της (επαρχίες και ανεξάρτητους δήμους) κατοχυρώνονται νομικά στο καταστατικό της. Στόχος των ετήσιων εισφορών είναι η αντιστάθμιση εξόδων που δεν καλύπτονται από τα έσοδα (βλέπε άρθρο 9 παράγραφος 1 του καταστατικού). |
|
(30) |
Το ακριβές ύψος των ετήσιων εισφορών υπολογίζεται βάσει του ετήσιου προϋπολογισμού που εγκρίνεται εκ των προτέρων από τη γενική συνέλευση των μελών. Μόλις εγκριθεί ο προϋπολογισμός, η ΖΤ έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τις εισφορές μέσω της έκδοσης σχετικής διοικητικής πράξης. |
|
(31) |
Τον Φεβρουάριο του 2010 το καταστατικό της ZT τροποποιήθηκε με αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2009. Ενώ έως τον χρόνο εκείνο, με εξαίρεση το άρθρο 9 παράγραφος 1, το καταστατικό δεν περιείχε ρυθμίσεις σχετικά με τη χρήση και τον υπολογισμό των ετήσιων εισφορών, τον Φεβρουάριο του 2010 προστέθηκαν στο καταστατικό οι διατάξεις που αναλύονται κάτωθι: |
|
(32) |
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του καταστατικού η ετήσια εισφορά καθορίζεται πλέον εκ των προτέρων βάσει του καταστατικού. Επιπλέον, προβλέπεται ότι η εισφορά επιβάλλεται μόνο προς αντιστάθμιση εξόδων τα οποία προκύπτουν από την αναληφθείσα υποχρέωση απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 καθώς και προς διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(33) |
Βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2 του καταστατικού, η εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών που πρέπει να διατηρείται από το 2009 ορίζεται σε 7 110 τόνους ετησίως, οι οποίοι πρέπει να υφίστανται επεξεργασία εντός έξι εβδομάδων (ήτοι έξι φορές επί 1 185 τόνοι εβδομαδιαίως). Κατά τον καθορισμό του μεγέθους της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών λήφθηκε υπόψη ότι πέραν της δυναμικότητας της ΖΤ διατίθεται επιπρόσθετη δυναμικότητα 5 000 τόνων ετησίως ως εναλλακτική δυναμικότητα απόρριψης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις επιδημιών. Το κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών ορίζεται εκ των προτέρων στο εκάστοτε οικονομικό πρόγραμμα. Αντικείμενο του κόστους της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών μπορούν να αποτελούν αποκλειστικά τα κατ’ αναλογία πάγια έξοδα (αποσβέσεις, φόροι, ασφάλειες, τόκοι δανεισμού), τα έξοδα που προκύπτουν από την ανάθεση εργασιών συντήρησης σε τρίτους καθώς και τα ανάλογα έξοδα προσωπικού για τη διατήρηση μόνιμης λειτουργικής ετοιμότητας. Το κόστος διατήρησης της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών, ξεχωριστά από τα υπόλοιπα έξοδα της επιχείρησης, καταχωρίζεται σε ξεχωριστούς λογαριασμούς. Η κατανομή του κόστους γίνεται κατ’ αναλογία προς τα εκάστοτε ποσοστά δυναμικότητας. |
|
(34) |
Από την ίδρυσή της το 1979 έως το 2011 η ZT έλαβε ετήσιες εισφορές ύψους 66 493 680 ευρώ. Από το 1998 και εφεξής προκύπτουν τα ακόλουθα ετήσια ποσά:
|
|
(35) |
Οι ετήσιες εισφορές για την περίοδο 1998-2011 ανήλθαν συνολικά στα 30 932 198 ευρώ. |
|
(36) |
Σύμφωνα με τα υποβληθέντα αποτελέσματα χρήσεως κατά την περίοδο 1998-2009, συνυπολογιζομένων των ετήσιων εισφορών, η ZT παρουσίασε σωρευτική ζημία ύψους 4 562 795 ευρώ. Εάν δεν συνυπολογιστούν οι ετήσιες εισφορές ύψους 26 757 292 ευρώ προκύπτουν σωρευτικές ζημίες ύψους 31 320 678 ευρώ. Συνεπώς, οι ετήσιες εισφορές δεν επαρκούσαν για την πλήρη αντιστάθμιση των σωρευτικών ζημιών. |
2.5. Κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε σχέση με εξετάσεις ΣΕΒ, νεκρά ζώα σε εκμεταλλεύσεις και σφαγειοαπορρίμματα
|
(37) |
Σύμφωνα με το άρθρο 191 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, για την απόρριψη των ζωικών υποπροϊόντων ισχύει καταρχήν η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Συνεπώς, αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κατόχων εκμεταλλεύσεων και των σφαγείων να μεριμνούν σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για την απόρριψη των νεκρών ζώων σε εκμεταλλεύσεις και των σφαγειοαπορριμμάτων και να αναλαμβάνουν τα σχετικά έξοδα (11). |
|
(38) |
Λόγος της έξαρσης της ΣΕΒ κρίθηκε αναγκαίο να διασφαλιστεί η δέουσα διαχείριση των νεκρών ζώων στις εκμεταλλεύσεις και των σφαγειοαπορριμμάτων, ήτοι υλικού των κατηγοριών 1 και 2, αλλά και η στήριξη των κατόχων εκμεταλλεύσεων μέσω κρατικών ενισχύσεων. Μέσω των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών της 24ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με κρατικές ενισχύσεις για εξετάσεις ΣΕΒ, νεκρά ζώα στην εκμετάλλευση και σφαγειοαπορρίμματα (στο εξής: κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ) (12) η Επιτροπή θέσπισε τον σχετικό κανονισμό. Ο κανονισμός συμπεριλήφθηκε με αυστηρότερη διατύπωση στην ενότητα V.B.4 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007–2013 (στο εξής: κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις γεωργικές ενισχύσεις 2007-2013) (13). |
|
(39) |
Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ και οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις γεωργικές ενισχύσεις 2007-2013 προβλέπουν καταρχήν ότι ο ρυπαίνων αναλαμβάνει το κόστος για την καταστροφή των ζωικών υποπροϊόντων (14), επιτρέπεται όμως υπό συγκεκριμένες και αυστηρά περιορισμένες προϋποθέσεις η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για εξετάσεις ΣΕΒ και για την απόρριψη νεκρών ζώων σε εκμεταλλεύσεις (15). Για την καταστροφή των σφαγειοαπορριμμάτων απαγορεύεται καταρχήν να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις (16). Ωστόσο, οι κρατικές ενισχύσεις είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά εφόσον αποδειχθεί ότι αποδέκτες τους είναι μόνον οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων και όχι επιχειρήσεις του οικονομικού χώρου που ασχολούνται στα κατάντη σε σχέση με τον κάτοχο της εκμετάλλευσης, (όπως σφαγεία ή εγκαταστάσεις απόρριψης νεκρών ζώων. (17) |
2.5.1. Απόφαση της Επιτροπής της 29ης Ιανουαρίου 2004 στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης NN 33/03
|
(40) |
Το 2004 η Επιτροπή ενέκρινε μέτρα κρατικής ενίσχυσης υπέρ της TSE-Gefahrenabwehr στη Ρηνανία-Παλατινάτο τα οποία είχε αιτηθεί η Γερμανία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών ΣΕΒ και των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις γεωργικές ενισχύσεις της 12ης Αυγούστου 2000 (18). Στόχος των εν λόγω μέτρων ενίσχυσης ήταν η πρόληψη της εξάπλωσης της ΣΕΒ και για τον λόγο αυτό, μεταξύ άλλων, οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων αποζημιώθηκαν για το πρόσθετο κόστος καταστροφής του επικίνδυνου υλικού το οποίο προέκυψε λόγω της απαγόρευσης χορήγησης κρεατάλευρων και οστεάλευρων στα βοοειδή. |
|
(41) |
Παράλληλα με άλλα μέτρα, η Επιτροπή ενέκρινε τη χορήγηση εφάπαξ ενίσχυσης για την κάλυψη σε ποσοστό 100 % του κόστους καταστροφής συγκεκριμένων επικίνδυνων σφαγειοαπορριμμάτων τα οποία είχαν προκύψει λόγω της απαγόρευσης χορήγησης αλεύρων ζωικής προέλευσης κατά την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2000 και Σεπτεμβρίου 2001 στην επικράτεια της επιχείρησης. Στην περίπτωση εκείνη, ωστόσο, αποδέκτης της ενίσχυσης δεν θεωρήθηκε η ΖΤ αλλά τα σφαγεία. |
2.5.2. Απόφαση της Επιτροπής της 6ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης N 15/04
|
(42) |
Η δεύτερη ενίσχυση που χορηγήθηκε, επίσης εντός του 2004, αποσκοπούσε στην αντιστάθμιση του κόστους αποκομιδής και επεξεργασίας των νεκρών ζώων σε εκμεταλλεύσεις με το οποίο επιβαρύνθηκαν κάτοχοι εκμεταλλεύσεων στη Ρηνανία-Παλατινάτο, καθόσον η συγκεκριμένη ενίσχυση προερχόταν από εισφορές που οι ίδιοι είχαν καταβάλει στο ταμείο ζωικών ασθενειών (19). Τα τέλη που χρεώνει η ZT για την αποκομιδή και την επεξεργασία των νεκρών ζώων σε εκμεταλλεύσεις εντός τις επικράτειας κατανέμονται ισόποσα στα ομόσπονδα κράτη (Ρηνανία-Παλατινάτο, Έσση, Σάαρ), στα μέλη της ένωσης και στο ταμείο ζωικών ασθενειών. Για το κόστος επεξεργασίας οι κτηνοτρόφοι υποχρεούνται να καταβάλουν ωστόσο ιδία εισφορά της τάξεως του 25 %. |
|
(43) |
Η ενίσχυση που καταβάλλεται απευθείας στην ZT έχει την έγκριση της Επιτροπής για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1999 έως 31 Δεκεμβρίου 2013. Η ενίσχυση εγκρίθηκε υπό όρους, ήτοι καταβάλλεται αποκλειστικά στους κατόχους εκμεταλλεύσεων και δεν υπολογίζεται σωρευτικά με άλλες εισφορές. |
|
(44) |
Επειδή η ενίσχυση αντιστάθμιζε ποσοστό των προκαθορισμένων τελών (100 % για την αποκομιδή και 75 % για την επεξεργασία), η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω μέτρο ενίσχυσης προοριζόταν αποκλειστικά για τους κατόχους εκμεταλλεύσεων και δεν πρόσφερε οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της ZT. |
2.5.3. Αναλογία των εγκριθεισών ενισχύσεων NN 33/03 και N 15/04 προς τις ετήσιες εισφορές
|
(45) |
Αμφότερες οι εγκριθείσες ενισχύσεις (στο εξής: γεωργικές ενισχύσεις) καταχωρίζονται στα βιβλία της ΖΤ ως έσοδα. Συνεπώς, στις ζημίες προ ετήσιων εισφορών που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 36 έχει συνυπολογιστεί ότι η ΖΤ έλαβε τις γεωργικές ενισχύσεις υπό μορφή εσόδων. |
|
(46) |
Η ZT λαμβάνει συνεπώς τις ετήσιες εισφορές επιπλέον των γεωργικών ενισχύσεων προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις υπολειπόμενες ζημίες της. |
3. ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
|
(47) |
Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι η ΖΤ δεν θα μπορούσε να επιβιώσει οικονομικά εάν τα μέλη της δεν κάλυπταν μέσω ετήσιας εισφοράς τις ζημίες που προκύπτουν ετησίως από την απόρριψη του υλικού εσωτερικής και εξωτερικής προέλευσης. Η ZT, η οποία διαθέτει μονοπώλιο στην απόρριψη του υλικού εσωτερικής προέλευσης και, άρα, δεν υπόκειται σε κανενός είδους ανταγωνισμό, υποβάλλει στους δημόσιους διαγωνισμούς για το υλικό εξωτερικής προέλευσης προσφορές χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς. Η τιμολογιακή πολιτική της ΖΤ προσανατολίζεται αποκλειστικά στην κάλυψη της υψηλής αδρανούς δυναμικότητας των μονάδων της. |
|
(48) |
Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι μέσω των ετήσιων εισφορών παρατηρείται μεγάλης έκτασης νόθευση του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, επικρίνει τη διαμόρφωση των τιμών εκ μέρους της ΖΤ σε σχέση με την επεξεργασία υλικού της κατηγορίας 3 καθώς και την προσφορά που υπέβαλε στον διαγωνισμό ανάθεσης σύμβασης για την απόρριψη υλικού στη Βόρεια και Κεντρική Έσση:
|
|
(49) |
Αντιθέτως, η Γερμανία θεωρεί ότι η εισφορά είναι απαραίτητη προκειμένου να καλύπτονται τα έξοδα που προκύπτουν για την ΖΤ από την υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Η Γερμανία διαβίβασε σχετική πραγματογνωμοσύνη του ινστιτούτου Fraunhofer του Μαρτίου του 2007 (20) (στο εξής: πραγματογνωμοσύνη Fraunhofer) προκειμένου να καταδείξει ότι το κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών ανέρχεται σε περίπου 50 % επί του συνολικού κόστους δυναμικότητας. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η εισφορά είναι απαραίτητη για την κάλυψη του κόστους αποκατάστασης μολυσμένων χώρων. |
|
(50) |
Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνάς της η Επιτροπή διαπίστωσε καταρχάς ότι οι ετήσιες εισφορές παρέχουν καταρχήν οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της ΖΤ καθόσον μειώνουν τις τρέχουσες δαπάνες της, και ότι τα υπόλοιπα πραγματικά γεγονότα συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης. |
|
(51) |
Η Επιτροπή υπέδειξε ότι απαγορεύεται κατά κανόνα η χορήγηση ανάλογων ενισχύσεων σε επιχειρήσεις. Η Επιτροπή διατύπωσε στη συνέχεια τις αμφιβολίες της για το κατά πόσον η εισφορά μπορεί να δικαιολογηθεί ως αντιστάθμιση για τη διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών, τεκμηρίωσε δε την άποψή της αναφερόμενη στα τέσσερα κριτήρια της απόφασης Altmark (21):
|
|
(52) |
Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον υφίσταται υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, η Επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της για το αν η εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον, καθόσον σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» η υποχρέωση απόρριψης των νεκρών ζώων στις εκμεταλλεύσεις και των σφαγειοαπορριμμάτων βαρύνει στους κατόχους εκμεταλλεύσεων, οι οποίοι και λαμβάνουν την αντίστοιχη υποστήριξη μέσω των ως άνω ενισχύσεων που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή. Επιπλέον, αμφισβητείται η αναγκαιότητα χορήγησης της εισφοράς διότι η εμπειρία σε άλλα γερμανικά ομόσπονδα κράτη καταδεικνύει ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις διαθέτουν επαρκή εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις ζωικών επιδημιών χωρίς να λαμβάνουν επιπρόσθετη αντιστάθμιση για το κόστος διατήρησης αυτής. |
|
(53) |
Επιπροσθέτως, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες για το κατά πόσον το καταστατικό της ΖΤ πληροί της απαιτήσεις διαφάνειας μιας πράξης ανάθεσης, καθώς πριν από το 2010 δεν είχε καθοριστεί η διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών ως υποχρέωση της ΖΤ για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ούτε είχαν διατυπωθεί οι απαραίτητες παράμετροι για τον υπολογισμό του σχετικού κόστους. |
|
(54) |
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αναγκαιότητας χορήγησης αντιστάθμισης, η Επιτροπή έθεσε το ερώτημα μήπως οι ετήσιες εισφορές χρηματοδοτούν στην πραγματικότητα τις ζημίες της ζημιογόνου αδρανούς δυναμικότητας. Αμφίβολη κρίνεται η αναγκαιότητα χορήγησης επιπρόσθετης εισφοράς, εφόσον σε άλλα ομόσπονδα κράτη το σύνολο του κόστους καλύπτεται από τους ρυπαίνοντες μέσω των τελών. |
|
(55) |
Καθόσον η ZT δεν επιλέχθηκε στο πλαίσιο δημόσιου διαγωνισμού, θεωρείται αμφίβολο κατά πόσον η ΖΤ συνιστά μέση επιχείρηση με χρηστή διοίκηση. |
|
(56) |
Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο προσωρινό συμπέρασμα ότι πρέπει να ερευνηθεί λεπτομερώς κατά πόσον η εισφορά υπέρ της ΖΤ είναι πράγματι απαραίτητη για τη διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών ή εάν η ίδια η αγορά διαθέτει επαρκή ελεύθερη δυναμικότητα μονάδων για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(57) |
Τέλος, αμφισβητείται το επιχείρημα της Γερμανίας, ότι δηλαδή οι εισφορές μπορούν να αιτιολογηθούν ως αντιστάθμιση του κόστους αποκατάστασης μολυσμένων χώρων. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 132 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος της 1ης Απριλίου 2008 (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για περιβαλλοντικές ενισχύσεις) (22), ανάλογες ενισχύσεις μπορούν καταρχήν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά μόνον εάν ο υπεύθυνος για τη ρύπανση δεν είναι δυνατόν να καταστεί υπόλογος βάσει της εθνικής νομοθεσίας, κάτι που εν προκειμένω δεν ισχύει. |
4. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
|
(58) |
Στην απόφασή του της 16ης Δεκεμβρίου 2010,το BVerwG διαπιστώνει ότι η εισφορά για το 2010 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ διότι ικανοποιούνται τα κριτήρια Altmark. Το BVerwG δεν απεφάνθη σχετικά με προηγούμενες εισφορές, καθόσον απέρριψε λόγω απαραδέκτου την προσφυγή σχετικά με εισφορές που χορηγήθηκαν πριν από το 2010. |
4.1. Πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(59) |
Το BVerwG απεφάνθη ότι η απόρριψη ζωικών υποπροϊόντων σύμφωνα με το διάταγμα περί ζωικών υποπροϊόντων και το άρθρο 3 παράγραφος 1 του TierNebG συνιστά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και περιλαμβάνει τη διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(60) |
Το BVerwG διακρίνει μεταξύ της δυναμικότητας που χρησιμοποιείται για την κανονική λειτουργία, περιλαμβανομένης της εφεδρικής λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας, και της κατά κανόνα μη χρησιμοποιούμενης δυναμικότητας. Εάν οι εισφορές κάλυπταν το κόστος της κανονικής δυναμικότητας, περιλαμβανομένης της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας, το BVerwG θα είχε διατυπώσει τη γνώμη ότι λόγω της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» η εισφορά συνιστά κρατική ενίσχυση. |
|
(61) |
Εάν, ωστόσο, οι ετήσιες εισφορές καλύπτουν το κόστος αδρανούς δυναμικότητας, η οποία διατηρείται αποκλειστικά για περιπτώσεις επιδημιών, τότε η εισφορά δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Επιπλέον, δεν κρίνεται απαραίτητο η αδρανής δυναμικότητα να είναι μεγαλύτερη από εκείνη που απαιτείται βάσει επιχειρηματικών κριτηρίων διότι κατά κανόνα δεν χρησιμοποιείται. Μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι η αδρανής δυναμικότητα χρησιμοποιείται και κατά την κανονική λειτουργία (παραδείγματος χάριν για την απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3), εξάγεται διαφορετικό συμπέρασμα. Επειδή όμως προφανώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει, η εισφορά προορίζεται αποκλειστικά για την αντιστάθμιση του κόστους που συνεπάγεται η υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε ό,τι αφορά τη διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
4.2. Δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(62) |
Αναφορικά με το κριτήριο της διαφάνειας, το BVerwG διαπιστώνει ότι το καταστατικό της 2ας Φεβρουαρίου 2010 τροποποιήθηκε λίγο πριν από την έκδοση της απόφασης χορήγησης της ετήσιας εισφοράς για το έτος 2010. Το BVerwG καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, βάσει του άρθρου 9 του καταστατικού του 2010, καθίσταται σαφές ότι η εισφορά αποσκοπεί αποκλειστικά στην αντιστάθμιση του κόστους διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
4.3. Τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(63) |
Βάσει του τροποποιημένου άρθρου 9 του καταστατικού διασφαλίζεται ότι η εισφορά προορίζεται αποκλειστικά για την αντιστάθμιση του κόστους διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(64) |
Επιπλέον, η απόφαση σχετικά με το μέγεθος της εφεδρικής δυναμικότητας δεν αποτελεί επιχειρηματική απόφαση η οποία λαμβάνεται κατ’ αναλογία προς την κερδοφορία της επιχείρησης. Η διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών είναι εκ των πραγμάτων οικονομικά ασύμφορη, καθόσον το κόστος της εν λόγω αδρανούς δυναμικότητας είναι δυσανάλογο προς τις πιθανότητες ευρείας έξαρσης ζωικών επιδημιών. |
4.4. Τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(65) |
Το BVerwG έκρινε ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω το τέταρτο κριτήριο Altmark διότι η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 εκτελείται ξεχωριστά από την απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3. Μεταξύ των υπηρεσιών δημόσιας ωφέλειας και των εμπορικών υπηρεσιών που παρέχει η ΖΤ δεν υπάρχει αλληλεπικάλυψη, ενώ αντιθέτως στην υπόθεση Altmark επιβλήθηκε σε μια ιδιωτική επιχείρηση λεωφορείων πλήθος υποχρεώσεων παροχής δημόσιων υπηρεσιών (παραδείγματος χάριν, αναφορικά με τον αριθμό των στάσεων και τα δρομολόγια), οι οποίες τροποποίησαν σημαντικά τον τρόπο παροχής των υπό εξέταση υπηρεσιών συγκοινωνίας. Οι ετήσιες εισφορές υπέρ της ZT αποσκοπούν συνεπώς στην αντιστάθμιση του κόστους μιας δημόσιας υπηρεσίας η οποία παρέχεται εκτός αγοράς. |
|
(66) |
Το BVerwG υποστήριξε επίσης την άποψη ότι ένας δημόσιος φορέας έχει το δικαίωμα να εκτελεί από μόνος του την αποστολή γενικού συμφέροντος που του έχει ανατεθεί χωρίς να εξαναγκάζεται να προσφεύγει σε ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων, το BVerwG υπογραμμίζει ότι ένας δημόσιος φορέας έχει το δικαίωμα να αποφασίζει εάν θα εκτελέσει μια δεδομένη αποστολή με ίδια μέσα ή εάν θα προμηθευτεί τα μέσα αυτά από την αγορά (23). |
5. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΝΤΟΣ
5.1. Πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(67) |
Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» η διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών δεν συνιστά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) υπό την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. |
|
(68) |
Ως ρυπαίνοντες χαρακτηρίζονται προφανώς οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων και τα σφαγεία: οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων αποκομίζουν όφελος από την αποτελεσματική καταπολέμηση των ζωικών επιδημιών διότι οι επιδημίες αυτές αποτελούν ενδεχόμενο κίνδυνο για τα κοπάδια τους και, κατά συνέπεια, για την αξία της περιουσίας τους. Τα σφαγεία από την πλευρά τους μπορούν χάρη στη γρήγορη και αποτελεσματική καταπολέμηση των ζωικών επιδημιών να συνεχίσουν απρόσκοπτα την κανονική λειτουργία τους. |
|
(69) |
Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» αναγνωρίζεται επίσης από τους ισχύοντες γερμανικούς νόμους, βάσει των οποίων οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων και οι επιχειρήσεις σφαγείων χαρακτηρίζονται συστηματικά ως ρυπαίνοντες και υποχρεούνται να αναλαμβάνουν το κόστος απόρριψης (24). |
5.2. Δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(70) |
Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι μετά την έναρξη των εθνικών ερευνών και των ερευνών της Επιτροπής η ΖΤ ισχυρίστηκε για πρώτη φορά ότι ήταν ανέκαθεν επιφορτισμένη με τη διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Εξάλλου, πριν από την τροποποίηση του καταστατικού το 2010 δεν υφίστατο ρητή δέσμευση για τη διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών εκ μέρους της ΖΤ ούτε καθορίζονταν εκ των προτέρων οι παράμετροι υπολογισμού της αντιστάθμισης. |
5.3. Τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(71) |
Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι η εντολή διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών δεν συνεπάγεται καθαρό κόστος για τις μονάδες απόρριψης νεκρών ζώων. |
5.3.1. Η εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών καλύπτεται από τη λειτουργική αδρανούσα δυναμικότητα της επιχείρησης
|
(72) |
Οι μονάδες καταστροφής νεκρών ζώων στη Γερμανία λειτουργούν κατά κανόνα σε πενθήμερη ή εξαήμερη βάση διπλής βάρδιας με διακυμάνσεις της τάξεως του +/– 5 % στις ώρες λειτουργίας. Ανάλογα με τις εποχιακές διακυμάνσεις σε περιόδους υψηλής ζήτησης εφαρμόζεται λειτου-ργία τριπλής βάρδιας, ενώ αντιθέτως σε περιπτώσεις χαμηλής ζήτησης επιλέγεται πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας. Βάσει της πραγματογνωμοσύνης Böckenhoff (25) καταδεικνύεται ότι μέσω της τρίτης βάρδιας εντός της εβδομάδας και των επιπρόσθετων βαρδιών κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου μπορεί να διατηρείται επαρκής εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο αυξημένος όγκος υλικού σε περίπτωση επιδημίας. |
|
(73) |
Η απαιτούμενη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών μπορεί ως εκ τούτου να καλύπτεται μέσω της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας που προκύπτει από την κανονική λειτουργία των μονάδων απόρριψης. Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι ουδέποτε αναγκάστηκε να προβεί σε επιπρόσθετες επενδύσεις για τη διατήρηση επαρκούς εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(74) |
Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται επίσης ότι κατά τον σχεδιασμό της δυναμικότητας μιας μονάδας απόρριψης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός δυναμικότητας που καταγράφεται στα όμορα ομόσπονδα κράτη διότι σε περίπτωση μεγάλης έξαρσης νόσου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση της βραχυχρόνιας αύξησης των αναγκών δυναμικότητας η διαθέσιμη δυναμικότητα άλλων ομόσπονδων κρατών. Ο νόμος δεν απαγορεύει τη μεταφορά υλικών των κατηγοριών 1 και 1. Αντιθέτως, σε περίπτωση επιδημίας οι οικείες διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας (26) προβλέπουν την προσφυγή στη διαθέσιμη δυναμικότητα γειτονικών περιοχών ως προφανή εναλλακτική λύση για τη διαχείριση του αυξημένου φόρτου εργασίας των μονάδων επεξεργασίας. |
5.3.2. Το συνολικό κόστος πρέπει να χρηματοδοτείται μέσω των εσόδων από τα επιβαλλόμενα τέλη
|
(75) |
Σύμφωνα με τα στοιχεία της καταγγέλλουσας το κόστος για το σύνολο της δυναμικότητας χρηματοδοτείται κατά κανόνα μέσω των εσόδων από τα τέλη τα οποία επιβάλλει κατά την κανονική της λειτουργία η επιχείρηση που έχει αναλάβει την απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2. Επειδή το κόστος της αδρανούς δυναμικότητας της επιχείρησης αποτελεί πάγια δαπάνη της μονάδας, το κόστος αυτό μπορεί να μετακυλισθεί στους χρήστες μέσω των τελών. Η καταγγέλλουσα υποδεικνύει σχετικά, μεταξύ άλλων, μια απόφαση του BVerwG (27) στην οποία καθίσταται σαφές ότι το κόστος αντικειμενικά αιτιολογημένης εφεδρικής δυναμικότητας μπορεί να συνυπολογίζεται στα τέλη. |
|
(76) |
Σε 10 εκ των 16 ομόσπονδων κρατών η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 ανατίθεται αποκλειστικά σε ιδιωτικές εταιρείες (Βερολίνο, Βραδεμβούργο, Βρέμη, Αμβούργο, Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία, Κάτω Σαξονία, Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, Σαξονία-Άνχαλτ, Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και Θουριγγία). Σε ορισμένα από τα ως άνω ομόσπονδα κράτη υπάρχουν περιφέρειες με εξαιρετικά μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες, για παράδειγμα, στην Κάτω Σαξονία, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν. Στη Βαυαρία και στην Έσση η απόρριψη των νεκρών ζώων ανατίθεται εν μέρει σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. |
|
(77) |
Στα ομόσπονδα κράτη στα οποία η καταγγέλλουσα ή συνδεδεμένες επιχειρήσεις αυτής έχουν αναλάβει την απόρριψη ζωικών υποπροϊόντων, ήτοι Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία, Σαξονία-Άνχαλτ και Θουριγγία, οι αρμόδιες αρχές και η ανάδοχος επιχείρηση ορίζουν από κοινού την ετήσια μέγιστη δυναμικότητα που υποχρεούται να διατηρεί η μονάδα απόρριψης, καθορίζοντας την επαρκή δυναμικότητα για αντιμετώπιση της υψηλότερης ζήτησης σε περίπτωση επιδημίας. Η καταγγέλλουσα γνωρίζει επίσης ότι σε ορισμένους διαγωνισμούς στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία το ύψος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών καθορίζεται εκ των προτέρων. Ενδεικτικά αναφέρει τον διαγωνισμό στην επαρχία Steinfurt, οι όροι του οποίου προσδιόρισαν το ύψος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών στο 5 % επί του πληθυσμού βοοειδών του προηγούμενου έτους. Τα τέλη απόρριψης υπολογίζονται κατά τρόπο που η αναχρηματοδότηση των συνολικών πάγιων εξόδων των μονάδων απόρριψης να προκύπτει από τα τέλη τα οποία επιβάλλονται στους κατόχους εκμεταλλεύσεων και στα σφαγεία. |
|
(78) |
Η εμπειρία από τα υπόλοιπα ομόσπονδα κράτη καταδεικνύει συνεπώς ότι τα συνολικά έξοδα μιας μονάδας απόρριψης, περιλαμβανομένου του κόστους διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών, πρέπει να χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου μέσω των εσόδων από τα τέλη έτσι ώστε να μην κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση πρόσθετης αντιστάθμισης από το κράτος. |
5.3.3. Πραγματική χρήση της εισφοράς εκ μέρους της ZT
|
(79) |
Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι η ZT χρησιμοποιεί την εισφορά όχι μόνο για τη χρηματοδότηση ζημιών που προκύπτουν από την κανονική λειτουργία αλλά και για τη χρηματοδότηση ζημιών λόγω της διατήρησης πλεονάζουσας δυναμικότητας η οποία χρησιμοποιείται στη συνέχεια για σκοπούς εκτός της επικράτειάς της. |
5.3.3.1.
|
(80) |
Από τη σύγκριση μεταξύ της αδρανούς δυναμικότητας που παρουσιάζεται στην πραγματογνωμοσύνη Fraunhofer (28) και της αδρανούς δυναμικότητας που αναφέρει η ΖΤ στην προσφορά της στο πλαίσιο του διαγωνισμού για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση το 2009 παρατηρείται σημαντική μείωση της αδρανούς δυναμικότητας με την πάροδο του χρόνου: ενώ η αδρανής δυναμικότητα και συνεπώς η εικαζόμενη επιβεβλημένη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη Fraunhofer ανερχόταν ακόμη στο περίπου 50 % της συνολικής δυναμικότητας το 2005, μειώθηκε έως το 2009 στο μόλις 35 %, όπως προκύπτει από την προσφορά της ZT για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση. |
|
(81) |
Σύμφωνα με την υπόθεση ότι η ZT ανέλαβε πράγματι την αποστολή να διατηρεί εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών και ότι το 50 % της μέσης δυναμικότητας της ΖΤ συνιστά εύλογη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών (όπως διατυπώνεται στην πραγματογνωμοσύνη Fraunhofer), η ZT δεν θα ήταν σε θέση να συμμετάσχει στον δημόσιο διαγωνισμό για τη Βόρεια Έσση ούτε να αναλάβει περαιτέρω υποχρεώσεις απόρριψης στη Βάδη-Βυρτεμβέργη. |
|
(82) |
Επειδή, ωστόσο, στο πλαίσιο του δημόσιου διαγωνισμού για τη Βόρεια Έσση η ΖΤ κέρδισε την ανάθεση για την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών απόρριψης, η ΖΤ θα χρησιμοποιούσε αναγκαστικά μέρος της εικαζόμενης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών για την κανονική της λειτουργία. Συνεπώς, είναι προφανές ότι οι ετήσιες εισφορές χρηματοδοτούν έξοδα της αδρανούς δυναμικότητας που δεν θα χρησιμοποιούνταν ως εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών. |
5.3.3.2.
|
(83) |
Η καταγγέλλουσα συγκρίνει τη διαθέσιμη αδρανή δυναμικότητα της ZT με τη διαθέσιμη αδρανή δυναμικότητα που ισχύει σε άλλα ομόσπονδα κράτη και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι λαμβανομένου υπόψη του διαφορετικού μεγέθους του πληθυσμού βοοειδών, η αδρανής δυναμικότητα της ΖΤ είναι τετραπλάσια έως πενταπλάσια της αδρανούς δυναμικότητας που διατίθεται σε άλλα κράτη μέλη για τους σκοπούς εφεδρικής δυναμικότητας σε περιπτώσεις επιδημιών. Συνεπώς, μέσω της εισφοράς χρηματοδοτείται αδρανής δυναμικότητα η οποία, συγκριτικά με την εμπειρία άλλων ομόσπονδων κρατών, υπερβαίνει σαφώς την απαιτούμενη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών. Η πλεονάζουσα αδρανής δυναμικότητα της ΖΤ ήταν συνεπώς διαθέσιμη για σκοπούς εκτός της επικράτειάς της, όπως για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση. |
5.4. Τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(84) |
Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι η ανάθεση δημόσιας σύμβασης στην ZT δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο δημόσιου διαγωνισμού, ενώ στην πλειονότητα των υπόλοιπων ομόσπονδων κρατών επιλέγεται ο βέλτιστος προσφέρων στο πλαίσιο δημόσιου διαγωνισμού. Επιπλέον δεν διενεργήθηκε ανάλυση κόστους για τη σύγκριση του κόστους της ΖΤ με το κόστος μιας μέσης επιχείρησης με χρηστή διοίκηση. |
|
(85) |
Κατά την άποψη της καταγγέλλουσας δεν συνέτρεχαν νομικά κωλύματα για τη διεξαγωγή δημόσιου διαγωνισμού στη Ρηνανία-Παλατινάτο. |
5.5. Νόθευση του ανταγωνισμού σε αγορές εκτός της επικράτειας της ΖΤ
5.5.1. Προσφορά της ΖΤ κάτω του κόστους στον δημόσιο διαγωνισμό για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση
|
(86) |
Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα οι επιπτώσεις νόθευσης του ανταγωνισμού ως αποτέλεσμα των ετήσιων εισφορών είναι ορατές κατά τη διαδικασία του δημόσιου διαγωνισμού για τη Βόρεια Έσση: |
|
(87) |
Πριν από τη διεξαγωγή του διαγωνισμού η υπηρεσία απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 ήταν ανατεθειμένη στην Tierbeseitigungsanlage Schäfer GmbH (στο εξής: TBA Schäfer), συνδεδεμένη επιχείρηση της καταγγέλλουσας. Ωστόσο, η TBA Schäfer δεν ήταν σε θέση να επικρατήσει έναντι της ΖΤ στο πλαίσιο του διαγωνισμού το 2009. Ενώ η TBA Schäfer ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει προσφορά βάσει των συνολικών εξόδων, η ΖΤ είχε τη δυνατότητα να προτείνει τέλη κάτω του κόστους, διότι μέρος του κόστους κάλυψης της δυναμικότητάς της χρηματοδοτείτο ήδη μέσω των ετήσιων εισφορών. |
|
(88) |
Περαιτέρω απόδειξη για τον ισχυρισμό ότι στον διαγωνισμό για τη Βόρεια Έσση η ΖΤ υπέβαλε προσφορά κάτω του κόστους αποτελεί η αντιπαραβολή των τελών που η ΖΤ επιβάλλει στην επικράτειά της. Τα εν λόγω τέλη ανέρχονται σε 328 ευρώ ανά τόνο, ενώ η ΖΤ στην προσφορά της στον διαγωνισμό για τη Βόρεια Έσση υπέβαλε προσφορά ύψους μόλις 208 ευρώ ανά τόνο. Επειδή το κόστος αποκομιδής μεταξύ των δύο περιοχών δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές, δεν συνάγεται ο τρόπος με τον οποίο η ΖΤ δύναται να προσφέρει για την ίδια ακριβώς υπηρεσία στη Βόρεια Έσση τέλη τα οποία είναι περίπου κατά ένα τρίτο χαμηλότερα από εκείνα που επιβάλλει στη δική της επικράτεια. |
|
(89) |
Καθόσον η βάση κόστους της TBA Schäfer ήταν γνωστή από παλαιότερους διαγωνισμούς, ήταν εύκολο για την ZT να υποβάλει προσφορά ύψους 208 ευρώ ανά τόνο, η οποία ήταν κατά μόλις 4 ευρώ χαμηλότερη από την προσφορά της TBA Schäfer ύψους 212 ευρώ ανά τόνο και, έτσι, να επικρατήσει στον διαγωνισμό. |
5.5.2. Τέλη της ZT κάτω του κόστους για την απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3
|
(90) |
Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι μέσω της πολιτικής της κατ’ αποκοπή χρέωσης που εφαρμόζει η ΖΤ στη Ρηνανία-Παλατινάτο νοθεύεται η παροχή κινήτρων στα σφαγεία για τον διαχωρισμό του υλικού κατηγορίας 3 από το υλικό των κατηγοριών 1 και 2. Ως αποτέλεσμα, μαζί με το χαμηλής αξίας υλικό των κατηγοριών 1 και 2 απορρίπτονται σημαντικές ποσότητες υλικού της κατηγορίας 3 που θα μπορούσαν ειδάλλως να υποστούν μετεπεξεργασία για την παραγωγή τροφών για οικόσιτα ζώα (29). |
|
(91) |
Επιπροσθέτως, η ποσότητα υλικού της κατηγορίας 3 που παραλαμβάνει η ΖΤ λόγω της τιμολογιακής πολιτικής της είναι υψηλότερη από τις υποθέσεις που διατύπωσε η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική εκτίμηση της αγοράς. Στην αιτιολογική σκέψη 33 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας τίθεται ως υπόθεση ότι στη Ρηνανία-Παλατινάτο πραγματοποιείται διαχωρισμός των υλικών της κατηγορίας 3 σε ποσοστό 72 % επί του συνόλου των σφαγίων. Η παραδοχή αυτή βασίζεται αποκλειστικά στον αριθμό των σφαγίων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τη σφαγή βοοειδών προκύπτει σημαντικά μεγαλύτερη ποσότητα υλικού της κατηγορίας 3 συγκριτικά με τη σφαγή χοίρων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο διαχωρισμός του υλικού της κατηγορίας 3 αφορά μόνο το 45 % επί του συνόλου των σφαγίων. Συνεπώς, η νόθευση της αγοράς λόγω της τιμολογιακής πολιτικής της ΖΤ είναι πολύ εντονότερη από όσο θεωρείτο μέχρι σήμερα. |
6. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ZT
|
(92) |
Οι παρατηρήσεις της ZT συμπίπτουν με τις συναφείς παρατηρήσεις της Γερμανίας, οι οποίες παρουσιάζονται στην ενότητα που ακολουθεί. Ως εκ τούτου, οι παρατηρήσεις της ΖΤ δεν θα παρουσιαστούν ξεχωριστά ώστε να αποφευχθούν περιττές επαναλήψεις. |
7. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
|
(93) |
Η Γερμανία αντικρούει τον ισχυρισμό ότι η εισφορά που χορηγείται σύμφωνα με το καταστατικό της ZT συνιστά παράνομη ενίσχυση καθόσον, όπως ισχυρίζεται, ικανοποιούνται τα κριτήρια της απόφασης Altmark. Υποστηρίζει επίσης ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά καθόσον η εισφορά δεν υπερβαίνει το κόστος διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών και το κόστος αποκατάστασης μολυσμένων χώρων. |
7.1. Πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(94) |
Η Γερμανία υποστηρίζει επίσης ότι η διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών αποτελεί υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η Γερμανία θεμελιώνει το επιχείρημα αυτό στο γεγονός ότι η απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 συνιστά υποχρεωτική αποστολή των δημόσιων φορέων. |
|
(95) |
Οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης ανέθεσαν στην ZT ως εταιρεία δημοσίου δικαίου έχουσα δικαιοπρακτική ικανότητα την εκτέλεση της εν λόγω υποχρεωτικής αποστολής. Το γενικό οικονομικό συμφέρον συνίσταται στο γεγονός ότι η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 συμβάλλει στην προστασία της δημόσιας ανθρώπινης υγείας. Και αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν για τις ζωικές επιδημίες. |
|
(96) |
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι ακόμη και η δυνατότητα χρηματοδότησης με βάση τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ και τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές γεωργικών ενισχύσεων 2007-2013 δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη ενίσχυση υπέρ της ΖΤ. Και τούτο διότι τα ως άνω κείμενα ρυθμίζουν μόνον τη χρηματοδότηση του κόστους απόρριψης των νεκρών ζώων (στις εκμεταλλεύσεις) αλλά όχι του κόστους διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Η εισφορά δεν υπολογίζεται, συνεπώς, σωρευτικά με τις χορηγηθείσες ενισχύσεις ΣΕΒ. |
|
(97) |
Επιπροσθέτως, στην περίπτωση απόρριψης νεκρών ζώων στις εκμεταλλεύσεις οι κάτοχοι των εκμεταλλεύσεων ορίζονται ως ρυπαίνοντες, ενώ είναι δύσκολο να οριστούν οι ρυπαίνοντες σε ό,τι αφορά την κάλυψη του κόστους διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
7.2. Δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(98) |
Δυνάμει του TierNebGAG RP η ΖΤ αναλαμβάνει από το 1979 την απόρριψη ζωικών υποπροϊόντων. |
|
(99) |
Βάσει του καταστατικού, όπως τροποποιήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2010, ορίζεται το μέγεθος της απαιτούμενης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών και οι παράμετροι υπολογισμού των καθαρών εξόδων με βάση την πραγματογνωμοσύνη Fraunhofer. |
|
(100) |
Η Γερμανία υπογραμμίζει ότι πριν από την τροποποίηση του καταστατικού το 2010, οι εισφορές που χορηγήθηκαν στην ΖΤ είχαν υπολογιστεί από τα μέλη της με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια. Ειδικότερα, ο προϋπολογισμός για το εκάστοτε έτος καταρτιζόταν από τη γενική συνέλευση της ZT στο πλαίσιο ανοιχτής διαδικασίας, εγκρινόταν από τις εποπτικές αρχές και δημοσιευόταν στη εφημερίδα της κυβερνήσεως της Ρηνανίας-Παλατινάτου και της Έσσης καθώς και στην επίσημη εφημερίδα του Σάαρ. |
7.3. Τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(101) |
Κατά την άποψη της Γερμανίας η διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών είναι απαραίτητη για την προάσπιση της δημόσιας υγείας σε περίπτωση επιδημίας. |
7.3.1. Πραγματογνωμοσύνη για το μέγεθος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών
|
(102) |
Η Γερμανία υποστηρίζει ότι ο καθορισμός του μεγέθους της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών στο τροποποιημένο καταστατικό της 2ας Φεβρουαρίου 2010 βασίζεται στην πραγματογνωμοσύνη Fraunhofer. Μετά την κίνηση της διαδικασίας η Γερμανία υπέβαλε μια δεύτερη πραγματογνωμοσύνη (30) του Institut für Strukturforschung und Planung in agrarischen Intensivgebieten [Ίδρυμα διαρθρωτικής έρευνας και σχεδιασμού σε αγροτικές περιοχές εντατικής καλλιέργειας (στο εξής: πραγματογνωμοσύνη ISPA-RP)]. |
|
(103) |
Η πραγματογνωμοσύνη Fraunhofer εκτιμά την αναμενόμενη ποσότητα υλικού για διάφορα σενάρια συνυπολογίζοντας τις πιθανότητες εκπλήρωσης των σεναρίων αυτών. Στην πραγματογνωμοσύνη ISPA-RP εφαρμόζεται μια μεθοδολογικώς αναλυτική προσέγγιση για την προτυποποίηση των διαφόρων σεναρίων επιδημιών σε περίπτωση έξαρσης του ιού του αφθώδους πυρετού (ΑΠ) ή της κλασικής πανώλης των χοίρων (ΚΠΧ). |
|
(104) |
Αμφότερες οι μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η διαθέσιμη συνολική δυναμικότητα της ZT είναι επαρκής για την επεξεργασία ποσοτήτων που θα προκύψουν από κρούσματα επιδημιών μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας παράλληλα με τις τακτικές μέσες ποσότητες υλικού εσωτερικής και εξωτερικής προέλευσης ύψους 1 700 τόνων εβδομαδιαίως. |
7.3.1.1.
|
(105) |
Από την πραγματογνωμοσύνη ISPA-RP προκύπτει ότι σε κρούσματα επιδημιών μικρής διάρκειας ακόμη και όταν προκύπτουν πρόσθετες ποσότητες υλικού έως και 200 τόνων ημερησίως, η επεξεργασία του έκτακτου υλικού μπορεί να ολοκληρώνεται χωρίς κανένα πρόβλημα εντός 2 έως 5 ημερών, παράλληλα με την επεξεργασία των τακτικών ποσοτήτων, μέσω της διαθέσιμης εβδομαδιαίας αδρανούς δυναμικότητας έως και 1 523 τόνων σε πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας χωρίς να απαιτείται η προσθήκη επιπρόσθετων βαρδιών κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου. |
|
(106) |
Ακόμη και για κρούσματα επιδημιών που πλήττουν μεγάλες περιοχές της επικράτειας προκύπτει ότι για πρόσθετες ποσότητες υλικού μεταξύ 1 300 και 1 800 τόνων εβδομαδιαίως για περίοδο 8 εβδομάδων, είναι εφικτή η επεξεργασία του υλικού εάν προστεθούν βάρδιες κατά το σαββατοκύριακο και αξιοποιηθεί, κατά συνέπεια, βραχυπρόθεσμη αδρανής δυναμικότητα έως και 2 819 τόνων εβδομαδιαίως (βλέπε επίσης πίνακα 3 στην ενότητα 9.3.1). |
7.3.1.2.
|
(107) |
Στην περίπτωση αυτή το σενάριο μιας επιδημίας του ιού ΑΠ σε ολόκληρη την επικράτεια υπολογίζεται με συντελεστή σφαγής 10 %, όπως συνέβη το 2001 στη Μεγάλη Βρετανία. Για μέση έκτακτη ποσότητα 1 300 τόνων εβδομαδιαίως υπολογίζεται διάρκεια επιδημίας 18 εβδομάδων. Σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη ISPA-RP, οι μονάδες της ZT θα μπορούσαν παράλληλα με την κανονική ροή εργασίας να επεξεργαστούν ακόμη και αυτές τις ποσότητες σε πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (βλέπε πίνακα 3 επίσης στην ενότητα 9.3.1). |
7.3.1.3.
|
(108) |
Κατά την άποψη της Γερμανίας, οι υποβληθείσες μελέτες καταδεικνύουν ότι η διαθέσιμη συνολική δυναμικότητα για πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας είναι επαρκής για την επεξεργασία των πρόσθετων ποσοτήτων που προκύπτουν σε κρούσματα επιδημιών μικρότερης αλλά και μεγαλύτερης διάρκειας, παράλληλα με την επεξεργασία του κανονικού φόρτου εργασίας. Στην πλειονότητα των σεναρίων δεν υποδεικνύεται η προσθήκη των βαρδιών που διατίθενται το σαββατοκύριακο με ικανότητα πλήρους λειτουργίας για διάστημα 6 έως 12 εβδομάδων. |
|
(109) |
Οι μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας παρέχει στην ZT επαρκή συνολική δυναμικότητα για την επεξεργασία του κανονικού φόρτου εργασίας αλλά και του υλικού που αναμένεται να προκύψει σε περιπτώσεις επιδημιών μεγαλύτερης διάρκειας. Η επί του παρόντος διαθέσιμη συνολική δυναμικότητα δεν πρέπει συνεπώς να χαρακτηριστεί ως υπερβολική αλλά μάλλον ως επιβεβλημένη βάσει των αναγκών. |
7.3.2. Κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών
|
(110) |
Οι υπολογισμοί που υπέβαλε η Γερμανία σχετικά με το κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών ακολουθούν την προσέγγιση της πραγματογνωμοσύνης Fraunhofer. Η κατανομή του κόστους δυναμικότητας μεταξύ της κανονικής λειτουργίας και της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών βασίζεται στη μέση αξιοποίηση της συνολικής δυναμικότητας που προκύπτει από την πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας. Κατά μέσο όρο, καταδεικνύεται ότι υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας η ZT αξιοποιεί τη συνολική της δυναμικότητα, όπως προκύπτει για πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας, σε ποσοστό περίπου 50 %. |
|
(111) |
Βάσει του ως άνω βαθμού αξιοποίησης αποδίδεται αντίστοιχα στην κανονική λειτουργία και στην εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών περίπου 50 % του κόστους δυναμικότητας που αφορά τους τομείς αποκομιδής και επεξεργασίας (31). Από τα παραπάνω προκύπτει το εξής κόστος διατήρησης της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών: Πίνακας 2 Κόστος εφεδρικής δυναμικότητας σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας για την περίοδο 2000-2009
|
||||||||||||||||||||||||||
|
(112) |
Σημειωτέον ότι στην εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών κατά τα έτη 2000 και 2001 αποδόθηκε μόλις το 45 % περίπου του κόστους δυναμικότητας, ενώ το 2009 η εφεδρική δυναμικότητα μειώθηκε κατά ένα πέμπτο περίπου λόγω της αναδοχής της δημόσιας σύμβασης για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση. Για τα έτη 1998 και 1999 δεν υποβλήθηκε υπολογισμός του κόστους εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
7.3.3. Χρηματοδότηση του κόστους εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών μέσω των ετήσιων εισφορών
|
(113) |
Οι εισφορές που καταβλήθηκαν στην ZT από τα μέλη της αναγράφονται για όλα τα έτη, πλην του 2009, στον πίνακα 2 στη στήλη του κόστους εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Για το έτος 2009 το ύψος της τελικής εισφοράς ισοδυναμεί με το κόστος. |
|
(114) |
Η Γερμανία διευκρινίζει ότι το κόστος διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας δεν συνυπολογίζεται στα τέλη χρήσης διότι αυτό δεν προβλέπεται εκ του νόμου. Οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν μεν σύμφωνα με το άρθρο 7 του νόμου περί κοινοτικών συμβάσεων της Ρηνανίας-Παλατινάτου (Kommunalabgabengesetz Rheinland-Pfalz, στο εξής: KAG RP) να επιβάλλουν προς κάλυψη του κόστους τέλη χρήσης ως αντιπαροχή για τη χρήση δημόσιων εγκαταστάσεων και μονάδων, ωστόσο απαγορεύεται η διαπίστωση προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ των υπηρεσιών της εκάστοτε εγκατάστασης ή μονάδας και του επιβαλλόμενου τέλους. Σύμφωνα με το άρθρο 8 KAG RP το κόστος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των τελών χρήσης πρέπει να προκύπτει από τις αρχές της οικονομίας περί λογιστικής κόστους. Κατά την άποψη της Γερμανίας, μόνον η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 αιτιολογεί την επιβολή τελών, σε αντίθεση με την εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών η οποία δεν λαμβάνει τη μορφή αντιπαροχής για τους εκάστοτε υπόχρεους, αλλά διατηρείται για την αντιμετώπιση μελλοντικών κινδύνων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. |
7.3.4. Χρηματοδότηση σε άλλα ομόσπονδα κράτη
|
(115) |
Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Γερμανία διενήργησε έρευνα σε ομοσπονδιακό επίπεδο σχετικά με τις πρακτικές που εφαρμόζονται για τον καθορισμό και τη χρηματοδότηση της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(116) |
Σε όλα τα ομόσπονδα κράτη —πλην της επικράτειας της ZT— η εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών καλύπτεται από τη λειτουργική αδρανή δυναμικότητα που διατίθεται κατά τη διάρκεια της εβδομάδας και του σαββατοκύριακου. Όπως αναφέρεται στην πραγματογνωμοσύνη Böckenhoff σχετικά με την καταπολέμηση επιδημιών δεν πραγματοποιούνται κατά παράδοση πρόσθετες επενδύσεις με στόχο την αύξηση της δυναμικότητας. Η διαθέσιμη αδρανής δυναμικότητα που προκύπτει από την τρίτη βάρδια εντός της εβδομάδας και από τις βάρδιες του σαββατοκύριακου κρίνεται επαρκής για τη διασφάλιση της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Παράλληλα, εφαρμόζονται εναλλακτικές μέθοδοι υπολογισμού βάσει πραγματογνωμοσύνης —παραδείγματος χάριν, της πραγματογνωμοσύνης ISPA για την Κάτω Σαξονία (στο εξής: πραγματογνωμοσύνη ISPA-NS) (32)— ή κατόπιν συνεννόησης με τους ενδιαφερόμενους. Ωστόσο, ισχύει η βασική αρχή τις πραγματογνωμοσύνης Böckenhoff η οποία προβλέπει ότι δεν απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις για την αύξηση της αδρανούς δυναμικότητας. |
|
(117) |
Η λειτουργική αδρανής δυναμικότητα χρηματοδοτείται μέσω των τελών ή των χρεώσεων (ανάλογα με το νομικό καθεστώς τις επιχείρησης). Ισχύουν διάφοροι κανονισμοί σχετικά με την κλίμακα κατανομής του κόστους λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας μεταξύ του κόστους καταστροφής των νεκρών ζώων και των σφαγειοαπορριμμάτων. |
|
(118) |
Σε ό,τι αφορά τις κρατικές ενισχύσεις σε κατόχους εκμεταλλεύσεων για την απόρριψη νεκρών ζώων στις εκμεταλλεύσεις με βάση τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ και τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές γεωργικών ενισχύσεων 2007-2013, στην πλειονότητα των ομόσπονδων κρατών πρόκειται για κρατικές επιχορηγήσεις ύψους 67 % έως 75 % επί των τελών για την απόρριψη των νεκρών ζώων σε εκμεταλλεύσεις:
|
|
(119) |
Η ως άνω επισκόπηση καταδεικνύει, σύμφωνα με τη Γερμανία, ότι ελάσσονος σημασίας ζήτημα είναι το εάν το κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών συνυπολογίζεται στα τέλη και στις χρεώσεις ή εάν χρηματοδοτείται μέσω εισφοράς όπως ισχύει στη Ρηνανία-Παλατινάτο. Αποφασιστικής σημασίας είναι ο φορέας που καλύπτει στην πραγματικότητα το κόστος. Συμπερασματικά προκύπτει ότι μεγάλο μέρος του κόστους της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών χρηματοδοτείται από δημόσιους φορείς μέσω κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ ή τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές γεωργικών ενισχύσεων 2007-2013. |
7.4. Τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(120) |
Η Γερμανία υποστήριξε ότι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης δεν υφίσταται υποχρέωση απελευθέρωσης της αγοράς απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 μέσω δημόσιων διαγωνισμών, όπως άλλωστε έχει επιβεβαιώσει στο παρελθόν το Δικαστήριο (33). |
7.5. Απουσία επιπτώσεων νόθευσης του ανταγωνισμού στις αγορές εκτός επικράτειας
|
(121) |
Η Γερμανία κρίνει ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει καμία περίπτωση νόθευσης του ανταγωνισμού στις αγορές. |
7.5.1. Απόρριψη μη ελεγμένων προϊόντων εκ μέρους της ZT χωρίς έμμεση επιδότηση
|
(122) |
Κατά την άποψη της Γερμανίας, στην περίπτωση υλικού της κατηγορίας 3 η εισφορά που χορηγήθηκε υπέρ της ΖΤ δεν προκάλεσε νόθευση του ανταγωνισμού διότι δεν υπήρξε έμμεση επιδότηση:
|
|
(123) |
Ο ισχυρισμός της καταγγέλλουσας ότι λόγω της τιμολογιακής πολιτικής που εφαρμόζει η ZT διαχωρίζεται μόνον το 45 % της εν λόγω κατηγορίας είναι απολύτως αβάσιμος. Ουδέποτε επεξεργάστηκε η ΖΤ τόσο μεγάλες ποσότητες υλικού της κατηγορίας 3 και αυτό επιβεβαιώνεται από μια σύντομη επισκόπηση των σχετικών στατιστικών. Για το έτος 2009 η Επιτροπή επιβεβαιώνει στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας το αναφερόμενο ποσοστό διαχωρισμού της τάξεως του 72 %. |
|
(124) |
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το 85 % των εργασιών σφαγιασμού εντός της επικράτειας πραγματοποιούνται σε 6 επιχειρήσεις οι οποίες αναλαμβάνουν τον διαχωρισμό του υλικού στον βαθμό του εφικτού. Η καταγγέλλουσα δραστηριοποιείται στις επιχειρήσεις αυτές και λαμβάνει από αυτές διαχωρισμένο υλικό της κατηγορίας 3. Η καταγγέλλουσα διαθέτει επίσης πρόσβαση στις αγορές της κατηγορίες 3 όπου διατηρεί πολύ υψηλό μερίδιο. |
7.5.2. Διαγωνισμός στη Βόρεια και Κεντρική Έσση
|
(125) |
Το γεγονός ότι η ZT επιβάλλει στη Βόρεια και Κεντρική Έσση διαφορετικές χρεώσεις σε σχέση με την επικράτειά της δεν συνεπάγεται νόθευση του ανταγωνισμού. Οι διαφορές στις μεθόδους χρηματοδότησης αιτιολογούνται από τις διαφορετικές βάσει του νόμου παραμέτρους υπολογισμού. Στη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του TierNebG, η απόρριψη ζωικών υποπροϊόντων των κατηγοριών 1 και 2 ανατίθεται καταρχήν στους αρμόδιους βάσει της νομοθεσίας του ομόσπονδου κράτους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης. Συνεπώς, βάσει των οικείων διατάξεων σε επίπεδο ομόσπονδων κρατών και κοινοτήτων, ενδέχεται να προκύπτουν αποκλίνουσες μέθοδοι χρηματοδότησης. |
|
(126) |
Εάν η αποκομιδή των ζωικών υποπροϊόντων δεν διενεργείται από τους ίδιους τους υπόχρεους για την αποκομιδή αλλά ανατίθεται σε τρίτους —όπως στην περίπτωση της Βόρειας και Κεντρικής Έσσης— οι διατάξεις περί υπολογισμού δεν βασίζονται στον εκάστοτε ισχύοντα νόμο περί υπολογισμού των τελών των τοπικών αρχών αλλά στις «κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την τιμολόγηση βάσει κόστους [Leitsätzen für die Preisermittlung aufgrund von Selbstkosten (LSP)]» (34). |
|
(127) |
Ιδίως σε ό,τι αφορά το ύψος του κόστους για τόκους που συνυπολογίζονται στα τέλη ή στις χρεώσεις, διαπιστώνονται σημαντικές διαφορές μεταξύ του KAG RP και των LSP. Οι εν λόγω διαφορές αποδεικνύονται ζωτικής σημασίας για την ZT, καθόσον είχε χρηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό τις σχετικές επενδύσεις μέσω δανείων για την εξόφληση των οποίων καταβάλλει ετησίως σημαντικά ποσά σε τόκους. |
|
(128) |
Καίτοι βάσει του άρθρου 8 του KAG RP το κόστος των τόκων μπορεί πράγματι να συνυπολογίζεται στα τέλη, οι LSP για τις χρεώσεις στη Βόρεια και Κεντρική Έσση ορίζουν ότι οι τόκοι υπολογίζονται βάσει του μέσου απαιτούμενου κεφαλαίου κίνησης. Κατά συνέπεια, δεν αφαιρούνται περαιτέρω οι συνολικοί οφειλόμενοι τόκοι. |
|
(129) |
Ο ισχυρισμός της καταγγέλλουσας ότι η TBA Schäfer υποβαθμίστηκε στον διαγωνισμό επιλογής στη Βόρεια και Κεντρική Έσση λόγω της ύπαρξης έμμεσης επιδότησης μέσω της εισφοράς είναι απολύτως αβάσιμος. Η υψηλότερη προσφορά που υπέβαλε η TBA Schäfer εξηγείται από το γεγονός ότι υπολόγισε υπερβολικά χαμηλά έσοδα και υψηλότερα διαχειριστικά έξοδα και εισφορές υπέρ του ομίλου. Η ZT, αντιθέτως, υπολόγισε ορθά τα έσοδα και, εφόσον δεν συμμετέχει σε όμιλο, δεν υποχρεούται να καταβάλλει ανάλογες εισφορές. |
7.6. Αποκατάσταση μολυσμένων εγκαταστάσεων
|
(130) |
Η Γερμανία υποστηρίζει επίσης ότι τμήμα της εισφοράς που επέβαλε η ZT αποσκοπούσε στη χρηματοδότηση του κόστους αποκατάστασης δύο μολυσμένων χώρων, στο Sprendling-Gensingen και στο Sohrschied. |
|
(131) |
Σε αμφότερους τους μολυσμένους χώρους είχε προκληθεί ρύπανση του εδάφους και των υπόγειων υδάτων λόγω της χρήσης υδρογονάνθρακα από παλαιότερους ιδιοκτήτες ή/και επιχειρήσεις. Αμφότερα τα γεωτεμάχια επήλθαν στην ιδιοκτησία της ΖΤ μετά την ίδρυσή της το 1979. |
|
(132) |
Βάσει των εντολών αποκατάστασης που εξέδωσε η περιφέρεια της Κομπλέντς την 21η Απριλίου 1997 και την 31η Μαρτίου 1998 ανατέθηκε στην ZT η απομάκρυνση των ρύπων. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση αποκατάστασης του χώρου στο Sprendlingen-Gensingen, με νέα εντολή της 13ης Ιουλίου 2001 επιβλήθηκαν περαιτέρω υποχρεώσεις. Το κόστος αποκατάστασης για την υπό εξέταση περίοδο 1998-2010 για αμφότερους τους χώρους ανέρχεται συνολικά σε 2 413 049,36 ευρώ. |
7.6.1. Μολυσμένος χώρος στο Sprendling-Gensingen
|
(133) |
Η Γερμανία αναγνωρίζει ότι η ZT σύμφωνα με την εντολή αποκατάστασης της 31ης Μαρτίου 1998 αναλαμβάνει το κόστος αποκατάστασης του μολυσμένου χώρου στο Sprendlingen-Gensingen. Ωστόσο, σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων δεν αιτιολογείται η επιβάρυνση της ZT με το σύνολο του κόστους αποκατάστασης, καθόσον η απεριόριστη αστική ευθύνη σύμφωνα με τη νεότερη γερμανική νομολογία συνεπάγεται άνιση μεταχείριση εις βάρος των ιδιωτικών επιχειρήσεων. |
|
(134) |
Σύμφωνα με την απόφαση του ανώτατου ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου (Bundesverfassungsgericht) της 16ης Φεβρουαρίου 2000 (35), μια ιδιωτική επιχείρηση φέρει αστική ευθύνη δυνάμει του εθνικού δικαίου μόνον έως τα όρια της ευλόγως ανεκτής υπαίτιας συμπεριφοράς. Τα όρια αυτά παραβιάζονται σύμφωνα με το Bundesverfassungsgericht όταν η ευθύνη αυτή υπερβαίνει την αξία του γεωτεμαχίου. Πέραν των ορίων αυτών η ευθύνη δεν θεωρείται πλέον ως αναλογικώς ουσιώδης και περιοριστική διάταξη υπό την έννοια του άρθρου 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του Deutsches Grundgesetz (βασικός νόμος). Καθόσον όμως για την ZT ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν ισχύουν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου βάσει του Deutsches Grundgesetz, δεν ισχύει για την ZT ο συγκεκριμένος περιορισμός της αστικής ευθύνης. |
|
(135) |
Η Γερμανία υποστηρίζει ότι ο μολυσμένος χώρος στο Sprendlingen-Gensingen παρουσιάζει αρνητική αγοραία τιμή διότι στον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2009 εμφανίζεται εκτιμώμενη λογιστική αξία ύψους 128 500 ευρώ, όμως το κόστος αποκατάστασης, που ανέρχεται συνολικά σε περίπου 1 542 315,85 ευρώ, υπερβαίνει την αξία αυτή. Συνεπώς, παραβιάζονται τα ως άνω αναφερόμενα όρια της αστικής ευθύνης. |
|
(136) |
Η χρηματοδότηση μέσω της εισφοράς του κόστους αποκατάστασης που υπερβαίνει το όριο αστικής ευθύνης πρέπει να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση υπό την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 132 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, καθόσον σε ανάλογη περίπτωση μια ιδιωτική επιχείρηση θα ήταν υποχρεωμένη να καλύψει το κόστος αποκατάστασης μόνον έως το ύψος της αγοραίας αξίας του γεωτεμαχίου. |
7.6.2. Μολυσμένος χώρος στο Sohrschied
|
(137) |
Παρόλο που η ZT, βάσει της απόφασης αποκατάστασης της 21ης Απριλίου 1997, καθίσταται υπεύθυνη ως ρυπαίνων, η Γερμανία αμφιβάλλει κατά πόσον η ΖΤ ήταν πράγματι υποχρεωμένη βάσει του γερμανικού δικαίου να αναλάβει το κόστος αποκατάστασης για ζημίες που είχαν προκαλέσει οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες ή επιχειρήσεις. Καθόσον μάλιστα τα γεγονότα χρονολογούνται πριν από 30 και πλέον χρόνια, το ζήτημα της ευθύνης δεν μπορεί να εξακριβωθεί πλέον με σαφήνεια. |
|
(138) |
Η Γερμανία θεωρεί ότι η εισφορά, στον βαθμό που συνέβαλε στο κόστος αποκατάστασης του μολυσμένου χώρου στο Sohrschied, συνιστά συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, καθόσον η ΖΤ δεν ήταν υποχρεωμένη να αναλάβει την αποκατάσταση. |
|
(139) |
Η Γερμανία υποστηρίζει επίσης ότι ο μολυσμένος χώρος στο Sohrschied παρουσιάζει και αυτός αρνητική αγοραία τιμή και, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή παραβιάζεται εξίσου το προαναφερόμενο όριο αστικής ευθύνης. |
8. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 107 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΛΕΕ (ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ALTMARK)
|
(140) |
Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν ή απειλούν να επηρεάσουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. |
8.1. Χρηματοδότηση της εισφοράς με κρατικούς πόρους
|
(141) |
Η Γερμανία δεν αμφισβητεί ότι οι εισφορές των μελών της ZT προέρχονται από κρατικούς πόρους. Τα μέλη της ZT είναι επαρχίες και ανεξάρτητοι δήμοι της Ρηνανίας-Παλατινάτου, του Σάαρ και της Έσσης. Επειδή η ZT επιβάλλει από το 1979 μέσω διοικητικών πράξεων την καταβολή εισφοράς από τα μέλη της, η ενίσχυση εμπεριέχει το στοιχείο της άμεσης μεταβίβασης κρατικών πόρων. Καθόσον πρόκειται για διοικητικές πράξεις, οι ετήσιες εισφορές μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος. |
8.2. Οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της ZT
|
(142) |
Καταρχάς ο αποδέκτης πρέπει να είναι επιχείρηση. Ο όρος «επιχείρηση» περιλαμβάνει οιαδήποτε οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος και του τρόπου χρηματοδότησης αυτής. Ο ορισμός αυτός δεν ισχύει μόνο για τις ιδιωτικές αλλά και για τις δημόσιες επιχειρήσεις (36). Οιαδήποτε δραστηριότητα συνίσταται στη διάθεση προϊόντων ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά, κατά κανόνα εξ επαχθούς αιτίας, αποτελεί οικονομική δραστηριότητα (37). Καθόσον η ΖΤ προσφέρει υπηρεσίες στον τομέα της απόρριψης συγκεκριμένων ζωικών υποπροϊόντων έναντι αμοιβής, η ΖΤ είναι επιχείρηση. |
|
(143) |
Οι ετήσιες εισφορές παρέχουν καταρχήν στην ΖΤ οικονομικό πλεονέκτημα διότι μειώνουν τα τρέχοντα έξοδα και δεν χορηγούνται έναντι εύλογης αντιπαροχής. Η Γερμανία υποστηρίζει ωστόσο ότι οι ετήσιες εισφορές αντιστάθμισαν μόνον το κόστος που συνεπάγεται για την ΖΤ η υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών και, συνεπώς, δεν της παρέχουν κανένα οικονομικό πλεονέκτημα. |
|
(144) |
Το Δικαστήριο απεφάνθη στην απόφαση Altmark ότι η αντιστάθμιση για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, ήτοι δεν παρέχει στον αποδέκτη κανένα πλεονέκτημα εφόσον ικανοποιούνται σωρευτικά συγκεκριμένα κριτήρια (38). |
|
(145) |
Λόγω της σημασίας της απόφασης Altmark για την προκειμένη περίπτωση, το επιχείρημα της Γερμανίας σχετικά με την ικανοποίηση των κριτηρίων Altmark αξιολογείται ξεχωριστά και αναλυτικά στην ενότητα 9. |
8.3. Νόθευση του ανταγωνισμού και διατάραξη των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών
|
(146) |
Η Γερμανία υποστήριξε ότι η αγορά της απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 που προέρχεται από το εσωτερικό της επικράτειας της ΖΤ δεν είναι ανοιχτή στον ανταγωνισμό και, συνεπώς, αποκλείεται το ενδεχόμενο νόθευσης του ανταγωνισμού ή διατάραξης των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών. |
|
(147) |
Η Επιτροπή διαπιστώνει καταρχάς ότι για την απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 υφίστανται μεν περιφερειακά μονοπώλια, η πλειονότητα ωστόσο των αρμόδιων φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης παραχωρεί τα μονοπώλια αυτά στο πλαίσιο δημόσιων διαγωνισμών. Συνεπώς, υφίσταται ανταγωνισμός στην εν λόγω αγορά και στην προκειμένη περίπτωση αυτό επιβεβαιώνεται μέσω του διαγωνισμού για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση. |
|
(148) |
Σύμφωνα με την απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2011 σχετικά με την κρατική ενίσχυση C58/06 (πρώην NN 98/05) που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Bahnen der Stadt Monheim (BSM) και της Rheinische Bahngesellschaft (RBM) της Verkehrsverband Rhein-Ruhr (39) η Επιτροπή κρίνει συνεπώς ότι η αγορά απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 είναι ανοιχτή στον ανταγωνισμό. Το δίκαιο της Ένωσης και το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζουν στους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης που είναι επιφορτισμένοι με την υποχρέωση απόρριψης του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 την επιλογή είτε να αναζητήσουν στην αγορά μέσω διαγωνισμού κάποιον προσφέροντα και να του αναθέσουν το έργο είτε να αναλάβουν οι ίδιοι την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας μέσω «εσωτερικής» (in-house) ανάθεσης (40). Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς της Γερμανίας ότι η ZT πληροί τα κριτήρια εσωτερικής ανάθεσης (41), οι ετήσιες εισφορές ενισχύουν τη χρηματοοικονομική θέση της ΖΤ έναντι άλλων υποψηφίων. Επειδή στους διαγωνισμούς μπορούν να συμμετέχουν υποψήφιοι προσφέροντες από όλα τα κράτη μέλη, κρίνεται ότι η εισφορά μπορεί να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. |
|
(149) |
Υπό αυτήν την έννοια, τα οικονομικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν μέσω των ετήσιων εισφορών ενισχύουν τη θέση της ZT στις αγορές όπου ανταγωνίζεται άμεσα άλλους προσφέροντες (απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3, διαγωνισμός για την απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 στη Βόρεια και στην Κεντρική Έσση). |
8.4. Προσωρινό συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης
|
(150) |
Οι ετήσιες εισφορές πληρούν τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Στην ενότητα που ακολουθεί εξετάζεται διεξοδικά ο ισχυρισμός της Γερμανίας, ότι δηλαδή ικανοποιούνται τα τέσσερα κριτήρια της απόφασης Altmark. |
9. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ALTMARK ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 107 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΛΕΕ
9.1. Πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(151) |
Σύμφωνα με το πρώτο κριτήριο Altmark, προβλέπεται ότι οι δικαιούχοι επιχειρήσεις είναι πράγματι επιφορτισμένες με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι δε υποχρεώσεις αυτές πρέπει να καθορίζονται με σαφήνεια. |
|
(152) |
Πρέπει να καταστεί εκ των προτέρων σαφές ότι για τους σκοπούς έκδοσης της παρούσας απόφασης πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ της περιόδου 1979-2008 και της περιόδου 2009-2011. |
|
(153) |
Πριν από την τροποποίηση του καταστατικού στις 2 Φεβρουαρίου 2010 με αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2009, η ZT ήταν επιφορτισμένη μόνον με την απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2. Το παλαιότερο καταστατικό δεν προέβλεπε την υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Συνεπώς, δεν υφίστατο σαφώς καθορισμένη υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών υπό την έννοια του πρώτου κριτηρίου της απόφασης Altmark. |
|
(154) |
Σύμφωνα με το τροποποιημένο καταστατικό προβλέπεται πλέον για την ΖΤ πέραν της υποχρέωσης απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 ρητή υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(155) |
Ακολούθως, η Επιτροπή αποδεικνύει ότι οι ετήσιες εισφορές υπέρ της ΖΤ δεν μπορούν να αιτιολογηθούν ως κρατικές αντισταθμίσεις υπό την έννοια του πρώτου κριτηρίου της απόφασης Altmark ούτε βάσει της υποχρέωσης απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 ούτε βάσει της υποχρέωσης διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
9.1.1. Υποχρέωση απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2
9.1.1.1.
|
(156) |
Κατά την άποψη του BVerwG η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 συνιστά δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 και του άρθρου 3 παράγραφος 1 του TierNebG υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας και ως εκ τούτου υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Το BVerwG υπογραμμίζει ιδιαιτέρως το γεγονός ότι η απόρριψη του εν λόγω υλικού σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο συνιστά υποχρεωτική αποστολή των δημόσιων φορέων και διατυπώνει την παραδοχή ότι ΖΤ ενεργεί βάσει δημόσιας εντολής. Το BVerwG υποστηρίζει ότι η υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας συμπεριλαμβάνει τη διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών (42). |
|
(157) |
Η Γερμανία συμμερίζεται την ως άνω άποψη υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι η καταστροφή του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 καθώς και η διατήρηση του εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών συμβάλλουν στην προάσπιση της δημόσιας υγείας. |
|
(158) |
Καθόσον η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 συνιστά υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, το BVerwG και η Γερμανία υποστηρίζουν ότι οι ετήσιες εισφορές αιτιολογούνται ως κρατικές αντισταθμίσεις για το κόστος που συνεπάγονται οι εν λόγω υποχρεώσεις εις βάρος της ΖΤ. |
|
(159) |
Όπως διευκρινίζεται επίσης στην αιτιολογική σκέψη 13 του κοινοτικού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (στο εξής: κοινοτικό πλαίσιο ΥΓΟΣ) (43), κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να αποφασίσουν ποιοι τύποι παροχών χαρακτηρίζονται ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, εκτός εάν πρόκειται για τομείς που υπόκεινται σε ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
|
(160) |
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος υφίσταται μόνον εφόσον το συμφέρον που αυτή εξυπηρετεί διαφοροποιείται από τα συμφέροντα που εξυπηρετούν άλλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής (44). |
|
(161) |
Το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση GEMO το ζήτημα κατά πόσον οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων και τα σφαγεία υποχρεούνται να αναλαμβάνουν το σύνολο του κόστους απόρριψης νεκρών ζώων και σφαγειοαπορριμμάτων ή εάν το κράτος πρέπει να αναλαμβάνει μέρος του κόστους με την αιτιολογία ότι πρόκειται για υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Στην απόφασή του το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι το συνολικό κόστος βαρύνει τους κατόχους εκμεταλλεύσεων και τα σφαγεία (45). |
|
(162) |
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται η καταστροφή νεκρών ζώων και σφαγειοαπορριμμάτων συνιστά πηγή εξόδων άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική δραστηριότητα των κατόχων εκμεταλλεύσεων και των σφαγείων. Από τις δραστηριότητες που ασκούν οι εν λόγω επιχειρήσεις παράγονται μη επαναχρησιμοποιούμενα και κυρίως επιβλαβή για το περιβάλλον προϊόντα και υπολείμματα η απόρριψη των οποίων αποτελεί υποχρέωση του ρυπαίνοντος. |
|
(163) |
Συνεπώς, μέσω της δραστηριοποίησης δημόσιων φορέων με στόχο την απαλλαγή των κατόχων εκμεταλλεύσεων και των σφαγείων από την επιβάρυνση αυτή, προκύπτει οικονομικό πλεονέκτημα που νοθεύει ενδεχομένως τον ανταγωνισμό. Ακόμη και όταν μέσω της ανάληψης του κόστους απόρριψης από το κράτος εξυπηρετείται στόχος πολιτικής της υγείας, αυτό δεν καταργεί την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος προς όφελος των κατόχων εκμεταλλεύσεων και των σφαγείων, καθόσον το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ κατά πάγια νομολογία δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (46). |
|
(164) |
Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για εξετάσεις ΜΕΒ, νεκρά ζώα στην εκμετάλλευση και σφαγειοαπορρίμματα (2002/C 324/02) (έως το 2006), αιτιολογικές σκέψεις 27 και 37, καθώς και οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007–2013 (2006/C 319/01), ενότητα V.B.4, επιβεβαιώνουν με τη σειρά τους ότι ο εκάστοτε ιδιοκτήτης ή παραγωγός των ζωικών υποπροϊόντων είναι αυτός που υποχρεούται να μεριμνά για τη νόμιμη απόρριψή τους και σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» επιβαρύνεται με τα σχετικά έξοδα. Εξαιρέσεις στον κανόνα αποτελούν σύμφωνα με τα ως άνω έγγραφα οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται αποκλειστικά σε ειδικές περιστάσεις (ιδίως για νεκρά ζώα στην εκμετάλλευση). |
|
(165) |
Η καταρχήν εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» επικυρώνεται από τη νομοθεσία του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου. Το άρθρο 4 παράγραφος 1 του TierNebGAG ορίζει σχετικά ότι το κόστος απόρριψης και οι σχετικές απαραίτητες διαδικασίες μπορούν να επιβληθούν στους ιδιοκτήτες. |
|
(166) |
Στην προκείμενη περίπτωση συνάγονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ και τις κοινοτικές ενισχύσεις γεωργικών ενισχύσεων 2007-2013 τα εξής συμπεράσματα: |
|
(167) |
Εν πρώτοις, σε ό,τι αφορά την ύπαρξη υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, το γεγονός ότι το κράτος μέλος ορίζει την οικεία υπηρεσία ως δημόσια υποχρεωτική υπηρεσία δεν είναι καθοριστικής σημασίας. Ο ορισμός μιας υπηρεσίας ως δημόσιας υποχρεωτικής υπηρεσίας συνεπάγεται την εκχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος. Εάν η απόφαση του BVerwG ήταν ορθή, το κράτος μέλος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει οιαδήποτε υπηρεσία ως δημόσια υποχρεωτική υπηρεσία και, κατά συνέπεια, να τη χρίσει υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η ερμηνεία αυτή θα στερούσε εξάλλου από το άρθρο 106 της ΣΛΕΕ οιαδήποτε πρακτική αποτελεσματικότητα, καθόσον το λεκτικό και ο σκοπός του άρθρου είναι η δυνατότητα χορήγησης αντισταθμίσεων να παρέχεται μόνον σε περιπτώσεις στις οποίες αυτό δικαιολογείται λόγω υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. |
|
(168) |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της εκχώρησης αποκλειστικού δικαιώματος αφενός και του χαρακτηρισμού μιας υπηρεσίας ως υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος αφετέρου. |
|
(169) |
Η εκχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος για την απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 δύναται να συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 56 της ΣΛΕΕ. Η άσκηση περιορισμού δύναται να αιτιολογείται σύμφωνα με το άρθρο 52 σε συνδυασμό με το άρθρο 62 της ΣΛΕΕ από την προστασία της δημόσιας υγείας. Ορίζοντας ότι για μια συγκεκριμένη περιφέρεια υπεύθυνη για την απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 θα είναι μόνον μια επιχείρηση, η Γερμανία και η Ρηνανία-Παλατινάτο επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι η εν λόγω επιχείρηση υπόκειται σε εξαιρετικά εντατική επιτήρηση και εγγυώνται έτσι την προστασία της δημόσιας υγείας. |
|
(170) |
Σε αντίθεση με την άποψη της Γερμανίας και του BVerwG, μια κρατική ενίσχυση η οποία εξυπηρετεί την προστασία της δημόσιας υγείας δεν συνιστά αυτομάτως υπηρεσία γενικού συλλογικού συμφέροντος. |
|
(171) |
Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 συνιστά καταστροφή αποβλήτων τα οποία λόγω της φύσης τους εγκυμονούν ιδιαίτερο κίνδυνο για την υγεία. Για τον λόγο αυτόν ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 προβλέπει αυστηρό σύστημα ελέγχου των εγκαταστάσεων απόρριψης των εν λόγω αποβλήτων. Από τις αυστηρότερες αυτές διατάξεις προκύπτουν ασφαλώς για τις επιχειρήσεις απόρριψης επιπρόσθετα έξοδα, τα οποία όμως συνυπολογίζονται στα τέλη και στις χρεώσεις. |
|
(172) |
Η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 δεν διαφοροποιείται υπό αυτή την έννοια από την απόρριψη άλλων αποβλήτων τα οποία λόγω της φύσης τους αποτελούν ιδιαίτερο κίνδυνο για την υγεία. Το κόστος απόρριψης ανάλογων αποβλήτων βαρύνει κατά κανόνα τους ρυπαίνοντες και όχι το κοινωνικό σύνολο. |
|
(173) |
Το περιεχόμενο της υπηρεσίας αφορά εν προκειμένω την απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2. Η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να εξετάσει στην προκείμενη περίπτωση κατά πόσον η εν λόγω υπηρεσία διαφοροποιείται καταρχήν ως προς άλλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής έτσι ώστε να παρέχεται προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και όχι αποκλειστικά προς όφελος των συμμετεχόντων οικονομικών φορέων που αποκομίζουν κέρδη από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. |
|
(174) |
Συνεπώς, κατά την άποψη της Επιτροπής η απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 δεν διαφοροποιείται καταρχήν βάσει του περιεχομένου της ως προς άλλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. |
|
(175) |
Αντίθετα με την άποψη του BVerwG ο αυστηρός έλεγχος που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 δεν συνηγορεί στον χαρακτηρισμό της υπηρεσίας απόρριψης του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 ως υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. |
|
(176) |
Εξάλλου, ο συγκεκριμένος κλάδος ρυθμίζεται από νομοθετικές ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες προβλέπουν ειδικότερα ότι οι ρυπαίνοντες υποχρεούνται να αναλαμβάνουν το κόστος απόρριψης του υλικού των κατηγοριών 1 και 2. Συνάγεται ως εκ τούτου ότι δεν προβλέπεται καταρχήν η ανάληψη μέρους του κόστους από το κράτος όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στην απόφαση GEMO (47). Λόγω των ειδικών αυτών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δεν προβλέπεται πλέον περιθώριο εφαρμογής εθνικών διατάξεων οι οποίες κατά παρέκκλιση του δικαίου της Ένωσης χαρακτηρίζουν την απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Για τον λόγο αυτόν απορρίπτεται ο χαρακτηρισμός της εν λόγω υπηρεσίας ως υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. |
|
(177) |
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό της Γερμανίας ότι η απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 συμβάλλει στην προάσπιση της δημόσιας υγείας, η Επιτροπή παραπέμπει εκ νέου στην απόφαση GEMO, στην οποία το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το άρθρο 107 παράγραφος της ΣΛΕΕ δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους. |
|
(178) |
Από τα ως άνω συνάγεται ότι ο εκάστοτε εμπλεκόμενος οικονομικός φορέας υποχρεούται να αναλαμβάνει καταρχήν το κόστος που προκύπτει από ρυθμιστικές διατάξεις σχετικά με την άσκηση της οικείας δραστηριότητας, όπως ισχύει στην προκειμένη περίπτωση με τις αυστηρές διατάξεις σχετικά με την απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2. Ο στόχος της προάσπισης της δημόσιας υγείας λαμβάνεται υπόψη για την αιτιολόγηση της εκχώρησης αποκλειστικού δικαιώματος σε ό,τι αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και το συμβιβάσιμο των κρατικών ενισχύσεων υπέρ των κατόχων εκμεταλλεύσεων με την εσωτερική αγορά. |
|
(179) |
Για τους ως άνω λόγους η Επιτροπή κρίνει ότι η Γερμανία δεν δύναται να χαρακτηρίζει την απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. |
9.1.1.2.
|
(180) |
Εναλλακτικά, η Επιτροπή υποδεικνύει ότι σύμφωνα με το πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark εξετάζεται επίσης η αναγκαιότητα των αντισταθμίσεων για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Ακόμη και αν η απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2 συνιστά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, πρέπει να εξεταστεί η αναγκαιότητα χορήγησης της αντιστάθμισης. |
|
(181) |
Η Γερμανία και το BVerwG παραβλέπουν στην επιχειρηματολογία τους το γεγονός ότι το Δικαστήριο κατέστησε σαφές στην απόφαση GEMO ότι οι υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με την απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 δεν δικαιούνται κρατικές αντισταθμίσεις για το κόστος που συνεπάγονται οι εν λόγω υποχρεώσεις. Το συνολικό κόστος απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 βαρύνει τους ρυπαίνοντες, καθόσον πρόκειται για έξοδα τα οποία συνδέονται άρρηκτα με την οικονομική δραστηριότητα των κατόχων εκμεταλλεύσεων και των σφαγείων. |
|
(182) |
Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν αιτιολογείται η καταβολή κρατικής αντιστάθμισης για το κόστος που συνεπάγεται η εν λόγω υποχρέωση, καθόσον διότι το κόστος αυτό βαρύνει τους ρυπαίνοντες. |
|
(183) |
Αντίθετα με την κρίση του BVerwG, δεν συνάγεται συνεπώς από τους αυστηρούς ελέγχους που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 ότι το κόστος της απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2 μπορεί να καλύπτεται με κρατικές αντισταθμίσεις. |
|
(184) |
Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη και μόνον υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν αιτιολογεί τη χορήγηση κρατικής αντιστάθμισης προς κάλυψη του κόστους που συνεπάγεται η εν λόγω υποχρέωση. |
|
(185) |
Κατά την άποψη της Επιτροπής η Γερμανία δεν μπορεί να αιτιολογήσει τις ετήσιες εισφορές ως κρατική αντιστάθμιση για το κόστος που συνεπάγεται εις βάρος της ΖΤ η υποχρέωση απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2, καθόσον σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» το συνολικό κόστος πρέπει να καλύπτεται από τα τέλη που επιβάλλει η ΖΤ στους ρυπαίνοντες. |
9.1.2. Διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών
|
(186) |
Σε ό,τι αφορά το ερώτημα κατά πόσον η εφεδρική δυναμικότητα, εξεταζόμενη μεμονωμένα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, διατυπώνονται οι ακόλουθες σκέψεις. Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο η επιχείρηση που διαθέτει μονοπώλιο στην επικράτειά της για την απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 πρέπει να διασφαλίζει ότι μπορεί να διαχειριστεί ακόμη και αυξημένο όγκο υλικού σε περίπτωση επιδημίας. Όπως καταδεικνύεται από τη σύγκριση των 16 ομόσπονδων κρατών που υπέβαλε η Γερμανία, το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις περιοχές πλην της επικράτειας της ΖΤ, δηλαδή οι επιχειρήσεις θέτουν τις εγκαταστάσεις τους σε λειτουργία τριπλής βάρδιας ή/και σε λειτουργία κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου και αποστέλλουν, εάν συντρέχει ανάγκη, υλικό σε άλλα ομόσπονδα κράτη. Με αυτόν τον τρόπο η υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών δεν συνεπάγεται πρόσθετο κόστος, καθόσον η εφεδρική αυτή δυναμικότητα μπορεί να καλύπτεται από τη διαθέσιμη λειτουργική αδρανή δυναμικότητα. |
|
(187) |
Ακόμη όμως και όταν προκύπτει πρόσθετο κόστος, αυτό πρέπει να μετακυλίεται στους κατόχους εκμεταλλεύσεων και στα σφαγεία, καθόσον η αντιμετώπιση αυξημένου όγκου υλικού σε περιόδους έξαρσης ασθενειών συγκαταλέγεται στο κόστος που κατά κανόνα συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία μονάδων απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2. |
|
(188) |
Σε καμία περίπτωση δεν έχει σημασία εάν οι ιδιοκτήτες, ήτοι οι φορείς δημόσιας αυτοδιοίκησης, υποχρεώνουν μέσω επίσημης εντολής την επιχείρηση που τελεί υπό την κυριότητά τους να διατηρεί εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών, καθόσον η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος για τους δύο κάτωθι αναφερόμενους λόγους. |
|
(189) |
Στην περίπτωση που η λειτουργική διαθέσιμη αδρανής δυναμικότητα, η οποία δεν συνεπάγεται πρόσθετο κόστος, δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της προβλεπόμενης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών και, συνεπώς, προκύπτει πρόσθετο επενδυτικό κόστος λόγω της υποχρέωσης διατήρησης της εν λόγω δυναμικότητας, το κόστος αυτό καλύπτεται καταρχήν σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» από τα επιβαλλόμενα τέλη και τις χρεώσεις. Στο σημείο αυτό, δεν γίνεται διάκριση σε σχέση με την απόρριψη άλλων αποβλήτων (βλέπε συναφώς αναλυτικά τις αιτιολογικές σκέψεις 156 έως 185). |
|
(190) |
Σε περίπτωση διάθεσης μεγαλύτερης αδρανούς δυναμικότητας από εκείνη που απαιτείται στην πράξη για περιπτώσεις επιδημιών, η διατήρηση ανάλογης πλεονάζουσας αδρανούς δυναμικότητας δεν συνεπάγεται κανένα όφελος για το κοινωνικό σύνολο. |
|
(191) |
Το BVerwG διατυπώνει σχετικά την άποψη ότι για τον χαρακτηρισμό της υποχρέωσης διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας παρέλκει η εξέταση του κατά πόσον η ZT διατηρεί υπερβολικά μεγάλη δυναμικότητα η οποία στην πράξη δεν είναι καν αναγκαία. Έγκειται στη διακριτική ευχέρεια των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης να αποφασίσουν κατά πόσον θα χρηματοδοτούν την πλεονάζουσα δυναμικότητα ή θα απαιτήσουν την κατάργησή της. Αυτό είναι ζήτημα πολιτικής ευθύνης των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης και δεν εμπίπτει στο δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων (48), βάσει του οποίου δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πλεονάζουσα δυναμικότητα που δεν είναι καν απαραίτητη εξυπηρετεί το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. |
|
(192) |
Όπως εξηγείται αναλυτικότερα στην ενότητα 9.3, στην περίπτωση της ΖΤ η προβλεπόμενη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών μπορεί να καλύπτεται από τη διαθέσιμη αδρανή δυναμικότητα και, συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν αιτιολογείται η χορήγηση αντιστάθμισης. |
|
(193) |
Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή κρίνει ότι ούτε η υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Άλλως ειπείν, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ετήσιες εισφορές δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αιτιολογηθούν ως κρατικές αντισταθμίσεις. |
9.1.3. Απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3
|
(194) |
Επειδή στην ZT δεν έχει ανατεθεί η απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3, γι’ αυτόν και μόνον τον λόγο αποκλείεται ο χαρακτηρισμός της εν λόγω δραστηριότητας ως υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός αυτός αποκλείεται και για τους λόγους που παρατίθενται στην ενότητα 9.1.1. |
9.1.4. Περίληψη
|
(195) |
Ως εκ τούτου, στην προκείμενη περίπτωση δεν πληρούται το πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark. |
|
(196) |
Η ανάλυση που ακολουθεί σχετικά με τα υπόλοιπα τρία κριτήρια της απόφασης Altmark παρέχεται συνεπώς ως επικουρική επιχειρηματολογία. |
9.2. Δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(197) |
Σύμφωνα με το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark οι βασικές παράμετροι δυνάμει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια. Συνεπώς, εάν ένα κράτος μέλος αντισταθμίσει τις ζημίες μιας επιχείρησης χωρίς να έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων οι σχετικές παράμετροι, προκύπτει πλεονέκτημα υπέρ της εν λόγω επιχείρησης υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. |
|
(198) |
Στην προκειμένη περίπτωση κρίνεται απαραίτητη η διάκριση μεταξύ των περιόδων 1979-2008 και 2009-2012. |
9.2.1. Περίοδος 1979-2008
|
(199) |
Σύμφωνα με το καταστατικό της 28ης Οκτωβρίου 1994, η ΖΤ είχε τη δυνατότητα μετά τη λήξη του οικονομικού έτους να καλύπτει όλες τις προηγούμενες ζημίες μέσω της ετήσιας εισφοράς. Όπως ισχυρίζεται ωστόσο η Γερμανία, οι ετήσιες εισφορές χρηματοδοτούσαν το κόστος που προέκυπτε εις βάρος της ΖΤ από την υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(200) |
Στο καταστατικό του 1994 δεν γίνεται εξάλλου αναφορά ούτε στο μέγεθος της εφεδρικής δυναμικότητας που υποχρεούται να διατηρεί η ΖΤ για περιπτώσεις επιδημιών ούτε στις παραμέτρους που πρέπει να οριστούν για τον υπολογισμό του κόστους της εφεδρικής δυναμικότητας. Οι παρελθούσες ζημίες δεν συνιστούν αντικειμενική βάση μέτρησης του κόστους διατήρησης της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών, καθόσον το ύψος των ζημιών επηρεάζεται από πολυάριθμους παράγοντες που δεν σχετίζονται με το κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας. |
|
(201) |
Δεν ορίστηκε συνεπώς εκ των προτέρων αντικειμενική και διαφανής μέθοδος για τον υπολογισμό του κόστους διατήρησης της εφεδρικής δυναμικότητας. Ως εκ τούτου, για την περίοδο 1979-2008 δεν πληρούται το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark. |
9.2.2. Περίοδος 2009-2012
|
(202) |
Το καταστατικό τροποποιήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2010 με αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2009. Στο άρθρο 10 παράγραφος 2 ορίζεται πλέον ρητά το μέγεθος της εφεδρικής δυναμικότητας που πρέπει να διατηρείται. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 και το άρθρο 10 παράγραφος 4 το κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών, και συνεπώς το ύψος της εισφοράς, καθορίζεται πλέον στον προϋπολογισμό πριν από την έναρξη έκαστου οικονομικού έτους. |
|
(203) |
Με το άρθρο 10 παράγραφος 5 του νέου καταστατικού θεσπίζονται διατάξεις για τον υπολογισμό του κόστους της εφεδρικής δυναμικότητας. Σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη Fraunhofer αναλογικό ποσοστό του συνολικού κόστους δυναμικότητας αποδίδεται στην εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών. Στο καταστατικό και στους ετήσιους προϋπολογισμούς ορίζονται οι αναγκαίες παράμετροι υπολογισμού του κόστους. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι παράμετροι βασίζονται σε αντικειμενικά επαληθεύσιμα στοιχεία, η δε μέθοδος υπολογισμού διατυπώνεται με σαφήνεια και διαφάνεια. Ως εκ τούτου, για τα έτη μετά το 2010 οι ετήσιες εισφορές καθορίζονται εκ των προτέρων βάσει αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων. |
|
(204) |
Συνεπώς, οι προϋποθέσεις διαφάνειας που προβλέπει το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark πληρούνται για την περίοδο 2010-2012. Η Επιτροπή ωστόσο επισημαίνει ότι, καίτοι αναγνωρίζει ως κατοχυρωθείσα εκ των προτέρων την πραγματοποίηση των υπολογισμών με τη δέουσα διαφάνεια, ο σχετικός υπολογιστικός τύπος κρίνεται ακατάλληλος για την πρόληψη της υπεραντιστάθμισης υπό την έννοια του τρίτου κριτηρίου της απόφασης Altmark. |
|
(205) |
Αντίθετα, για το έτος 2009 οι διατάξεις για τον υπολογισμό του κόστους, ο προϋπολογισμός και το ύψος της ετήσιας εισφοράς ορίστηκαν αναδρομικά και όχι εκ των προτέρων. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται σε καμία περίπτωση το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark για το έτος 2009. |
9.3. Τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(206) |
Το τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark προβλέπει ότι η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. |
|
(207) |
Κατά τον υπολογισμό του κόστους που απαιτείται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας η Επιτροπή βασίζεται στη μεθοδολογία καθαρού αποφευχθέντος κόστους (49), σύμφωνα με την οποία το καθαρό κόστος που απαιτείται ή επιτρέπεται να απαιτείται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιων υπηρεσιών υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού κόστους που προκύπτει για τον πάροχο της υπηρεσίας λόγω της εκπλήρωσης της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας και του καθαρού κόστους που αντιστοιχεί στον ίδιο πάροχο εάν δεν συνυπολογιστεί η εν λόγω υποχρέωση. Δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στον ορθό υπολογισμό του κόστους ή/και των εσόδων που ο πάροχος δεν θα υποχρεούτο να αναλάβει ή δεν θα δικαιούτο εάν δεν είχε αναλάβει την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Κατά τον υπολογισμό του καθαρού κόστους πρέπει να εκτιμώνται τα οφέλη, περιλαμβανομένων στο μέτρο του δυνατού των άυλων οφελών που αποκομίζει ο πάροχος της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (50). |
|
(208) |
Το άρθρο 10 παράγραφος 2 του καταστατικού της 2ας Φεβρουαρίου 2010 προβλέπει αναφορικά με το μέγεθος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών ότι από το 2009 και εφεξής διατηρείται υποχρεωτικά εφεδρική δυναμικότητα της τάξεως των 7 110 τόνων η επεξεργασία των οποίων πρέπει να ολοκληρώνεται εντός έξι εβδομάδων. Εάν ο όγκος αυτός μετατραπεί σε τόνους/εβδομάδα η ΖΤ οφείλει να μεριμνά ώστε σε περίπτωση ζωικής επιδημίας να είναι σε θέση να επεξεργάζεται για περίοδο έξι εβδομάδων 1 185 τόνους εβδομαδιαίως παράλληλα με τον κανονικό φόρτο εργασίας (51). |
|
(209) |
Η Γερμανία υποστηρίζει ότι οι ετήσιες εισφορές αντισταθμίζουν το καθαρό κόστος που συνεπάγεται για τη ΖΤ η διατήρηση της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Παρόλο που πριν από την τροποποίησή του στις 2 Φεβρουαρίου 2010 το καταστατικό δεν περιείχε ρητή υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας, η ΖΤ διατηρούσε και παλαιότερα αντίστοιχη εφεδρική δυναμικότητα και υποχρεούτο να αναλαμβάνει τα σχετικό κόστος. Ειδικότερα, λόγω των διατάξεων περί επιβολής τελών στη Ρηνανία-Παλατινάτο, η ΖΤ δεν ήταν σε θέση να μετακυλήσει το κόστος αυτό στα τέλη απόρριψης υλικού των κατηγοριών 1 και 2. |
|
(210) |
Βάσει της πραγματογνωμοσύνης Fraunhofer, η Γερμανία υπολογίζει το καθαρό κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών στο ήμισυ περίπου του συνολικού κόστους των μονάδων για την περίοδο 2002-2009, καθόσον η τεχνικώς εφικτή δυναμικότητα των μονάδων κατά τη διάρκεια της εργάσιμης εβδομάδας, ήτοι σε πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας, αξιοποιείται σε ποσοστό χαμηλότερο του 50 %. |
|
(211) |
Η Επιτροπή καταδεικνύει στη συνέχεια ότι αντίθετα με τους υπολογισμούς της Γερμανίας η διατήρηση του προβλεπόμενου μεγέθους εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών δεν συνεπάγεται καθαρό κόστος για την ΖΤ. Το κόστος που παραθέτει η Γερμανία συνίσταται αφενός στο κόστος της λειτουργικής διαθέσιμης αδρανούς δυναμικότητας που πρέπει να καλύπτεται από τα τέλη και τις χρεώσεις και αφετέρου στο κόστος αδρανούς δυναμικότητας που προκύπτει από την ελλιπή αξιοποίηση των μονάδων. |
9.3.1. Κάλυψη της υποχρεωτικής εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών από τη λειτουργική διαθέσιμη αδρανή δυναμικότητα της ZT
|
(212) |
Η πραγματογνωμοσύνη Böckenhoff του 1991 πραγματεύθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα κατά πόσον είναι απαραίτητη η κατασκευή μεγαλύτερης μονάδας απόρριψης από εκείνη που απαιτεί η κανονική λειτουργία προκειμένου να υπάρχει επαρκής διαθέσιμη δυναμικότητα σε περίπτωση επιδημίας. Η πραγματογνωμοσύνη κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα, καθόσον η μονάδα απόρριψης λειτουργεί μόνο σε πενθήμερη βάση με διπλή βάρδια και η λειτουργική αδρανής δυναμικότητα της τρίτης βάρδιας θεωρείται επαρκής ως εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών. |
|
(213) |
Με την πάροδο του χρόνου, πολλές επιχειρήσεις απόρριψης κατέφυγαν εν μέρει στη χρήση της τρίτης βάρδιας ακόμη και σε κανονική λειτουργία, ή στη λειτουργία μιας ή δύο βαρδιών το Σάββατο σε περιόδους αιχμής. Αυτό σημαίνει ότι όταν προκύπτει υψηλότερος φόρτος εργασίας στην κανονική λειτουργία και ακόμη μεγαλύτερος όγκος σε περίπτωση επιδημίας, πρέπει να χρησιμοποιηθεί η διαθέσιμη αδρανής δυναμικότητα κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου. |
|
(214) |
Στην πιο πρόσφατη σχετική βιβλιογραφία (52) και δη στο πλαίσιο λεπτομερών υπολογισμών βάσει σεναρίων, επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά το βασικό συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης Böckenhoff, ότι δηλαδή για την καταπολέμηση ζωικών επιδημιών δεν απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις σε αδρανή δυναμικότητα, καθόσον η διαθέσιμη αδρανής δυναμικότητα που προκύπτει από την τρίτη βάρδια εντός της εβδομάδας και από τις βάρδιες του σαββατοκύριακου επαρκεί για την απόρριψη του πρόσθετου έκτακτου όγκου νεκρών ζώων σε περίπτωση επιδημίας. Εν προκειμένω λαμβάνεται υπόψη η μέγιστη αξιοποίηση της δυναμικότητας υπό κανονική λειτουργία. Τα περιστατικά ασθενειών που εξετάστηκαν αφορούν κυρίως τοπικά περιορισμένες και μικρής διάρκειας εξάρσεις της κλασικής πανώλης των χοίρων (ΚΠΧ) ή του ιού του αφθώδους πυρετού (ΑΠ). |
|
(215) |
Η προβλεπόμενη στο καταστατικό της 2ας Φεβρουαρίου 2010 εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών της τάξεως των 1 185 τόνων εβδομαδιαίως που πρέπει να διαθέτει η ΖΤ σε περίπτωση επιδημίας για περίοδο έξι εβδομάδων αφορά επίσης τοπικά περιορισμένες εξάρσεις της κλασικής πανώλης των χοίρων (ΚΠΧ) ή του ιού του αφθώδους πυρετού (ΑΠ). Το μέγεθος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών βασίζεται στην πραγματογνωμοσύνη ISPA-RP, στην οποία καταδεικνύεται ότι στην υπό εξέταση επικράτεια οι αναμενόμενες πρόσθετες ποσότητες νεκρών ζώων για μικρής διάρκειας περιστατικά ζωικών επιδημιών ανάγονται στη συγκεκριμένη τάξη μεγέθους. |
|
(216) |
Όπως συνάγεται από τον πίνακα που ακολουθεί, η προβλεπόμενη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών καλύπτεται στην περίπτωση της ΖΤ, όπως και στα υπόλοιπα ομόσπονδα κράτη, από τη βραχυπρόθεσμη διαθέσιμη αδρανή δυναμικότητα που προκύπτει από τη νυχτερινή βάρδια και από το σαββατοκύριακο. Η λειτουργική αδρανής δυναμικότητα της τάξεως των 2 376 τόνων εβδομαδιαίως που διατίθεται σε επταήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας για διάρκεια 6 εβδομάδων αντιστοιχεί περίπου στο διπλάσιο της προβλεπόμενης εφεδρικής δυναμικότητας των 1 185 τόνων εβδομαδιαίως. |
|
(217) |
Ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που οι μονάδες σε επταήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας δεν επιτυγχάνουν τη μέγιστη δυναμικότητά τους ή δεν είναι εφικτή η συνεχής λειτουργία τους σε επταήμερη βάση, διατίθεται επαρκής λειτουργική αδρανής δυναμικότητα για την κάλυψη της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή της προβλεπόμενης εφεδρικής δυναμικότητας των 1 185 τόνων εβδομαδιαίως και της διαθέσιμης αδρανούς δυναμικότητας των μονάδων της ΖΤ (53), σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη ISPA-RP, η ΖΤ διαθέτει επαρκή λειτουργική αδρανή δυναμικότητα μέσω της νυχτερινής βάρδιας και κατά το σαββατοκύριακο: Πίνακας 3 Διαθέσιμη αδρανής δυναμικότητα της ZT σε αντιπαραβολή με την προβλεπόμενη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών (βάσει της μέσης αξιοποίησης κατά την περίοδο 1998-2009)
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
(218) |
Επιβεβαιώνεται συνεπώς ότι η ZT –όπως και οι επιχειρήσεις στα υπόλοιπα ομόσπονδα κράτη– διαθέτει επαρκή λειτουργική αδρανή δυναμικότητα για την κάλυψη της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Δεν ήταν συνεπώς ποτέ απαραίτητο για την ΖΤ να διασφαλίσει πρόσθετη δυναμικότητα για τους σκοπούς εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Επομένως, δεν προέκυψε εις βάρος της ΖΤ καθαρό κόστος από την εν λόγω υποχρέωση. |
|
(219) |
Η Γερμανία ωστόσο υποστηρίζει ότι διά του νόμου η ΖΤ δεν είναι σε θέση να μετακυλήσει το κόστος της αδρανούς δυναμικότητας που χρησιμοποιείται μόνο σε περίπτωση επιδημίας στα τέλη απόρριψης, καθόσον η εν λόγω εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών παρέχεται προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. |
|
(220) |
Τα αποτελέσματα της έρευνας στα άλλα ομόσπονδα κράτη και οι συμβάσεις που υπέβαλε η καταγγέλλουσα καταδεικνύουν, ωστόσο, ότι ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος της επιχείρησης απόρριψης ή των εφαρμοστέων διατάξεων υπολογισμού όλα ανεξαιρέτως τα έξοδα διατήρησης της δυναμικότητας χρηματοδοτούνται από τα έσοδα της επιχείρησης. Αυτό καθίσταται επίσης σαφές στο άρθρο 8 KAG RP σύμφωνα με το οποίο «το κόστος που αποτελεί τη βάση του υπολογισμού των τελών χρήσης και των περιοδικών εισφορών εκτιμάται βάσει των επιχειρηματικών αρχών λογιστικής κόστους». Αυτό σημαίνει ότι το κόστος της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας πρέπει να συνυπολογίζεται κατ’ αναλογία στα τέλη διότι καθορίζεται βάσει αιτιώδους συνάφειας με την απόρριψη υλικού εσωτερικής και εξωτερικής προέλευσης κατά την κανονική λειτουργία. |
|
(221) |
Το BVerwG από την πλευρά του ορθά διατυπώνει στην απόφασή του ότι η κοινή λογική επιτάσσει όπως το κόστος της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας χρηματοδοτείται από τα έσοδα της απόρριψης υλικού εσωτερικής και εξωτερικής προέλευσης (54). Συνεπώς όταν, όπως στην περίπτωση της ΖΤ, η προβλεπόμενη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών μπορεί να καλυφθεί από τη λειτουργική αδρανή δυναμικότητα, δεν υφίσταται ανάγκη λήψης ετήσιας εισφοράς. |
|
(222) |
Η Γερμανία αναφέρει, τέλος, ως αιτιολογία για την καταβολή ετήσιας εισφοράς ότι το συνολικό κόστος της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας κατά την τρίτη βάρδια εντός της εβδομάδας προκύπτει από την υποχρέωση διατήρησης της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Χωρίς την υποχρέωση αυτή η ZT θα ήταν σε θέση να αξιοποιήσει στο 100 % τη μέγιστη τεχνική δυναμικότητά της σε πενθήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας. |
|
(223) |
Η Γερμανία δεν υπέβαλε, ωστόσο, αποδείξεις που να τεκμηριώνουν την υπόθεση ότι χωρίς την υποχρέωση διατήρησης της εφεδρικής δυναμικότητας δεν θα υφίστατο πλέον εντός της εβδομάδας λειτουργική αδρανής δυναμικότητα. Αντιθέτως, πολλά παραδείγματα, π.χ. η πραγματογνωμοσύνη ISPA-NS, υποδεικνύουν ότι ακόμη και επιχειρήσεις οι οποίες απορρίπτουν αποκλειστικά υλικό της κατηγορίας 3, και συνεπώς δεν υποχρεούνται να διατηρούν εφεδρική δυναμικότητα, διαθέτουν σημαντική αδρανή δυναμικότητα και καλύπτουν το συνολικό κόστος μέσω των χρεώσεων που επιβάλλουν. |
9.3.2. Η διαθέσιμη αδρανής δυναμικότητα υπερβαίνει την προβλεπόμενη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών
|
(224) |
Όπως προκύπτει από τον πίνακα 3, η ZT διαθέτει σαφώς μεγαλύτερη αδρανή δυναμικότητα από εκείνη που απαιτείται για τη διατήρηση της προβλεπόμενης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Η διαθέσιμη αδρανής δυναμικότητα είναι βραχυπρόθεσμα υπερδιπλάσια εκείνης που θα κρινόταν απαραίτητη για την αντιμετώπιση ζωικής επιδημίας. Στο Σχήμα 2 υποδεικνύεται ότι για ορισμένα έτη η κανονική δυναμικότητα αποκλειστικά σε πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας παρουσίαζε ελλιπή αξιοποίηση σε ποσοστό έως και 25 %. Το κόστος για την αδρανή δυναμικότητα που δεν απαιτείται καν για την προβλεπόμενη εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών δεν μπορεί ασφαλώς να συνυπολογιστεί στο καθαρό κόστος. Οι υπολογισμοί του καθαρού κόστους που υπέβαλε η Γερμανία απορρίπτονται για τον πρόσθετο λόγο ότι στο κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών συνυπολογίζεται εσφαλμένα το κόστος της συνολικής αδρανούς δυναμικότητας. |
|
(225) |
Οι πραγματογνωμοσύνες ISPA-RP και Fraunhofer καταδεικνύουν ότι η διαθέσιμη αδρανής δυναμικότητα θα επαρκούσε ακόμη και για τις ανάγκες αντιμετώπισης έξαρσης του ιού ΑΠ σε ολόκληρο το ομόσπονδο κράτος εντός 3 μηνών. Στην ZT, ωστόσο, ουδέποτε έχει ανατεθεί η διατήρηση της εφεδρικής δυναμικότητας για περίοδο μεγαλύτερη των 6 εβδομάδων. Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη της ένωσης ουδέποτε υποχρέωσαν την ΖΤ να διαθέτει μακροπρόθεσμη εφεδρική δυναμικότητα για περίοδο πέραν των 6 εβδομάδων ώστε η ΖΤ να είναι σε θέση από μόνη της να αντιμετωπίσει μεγαλύτερης διάρκειας επιδημία που θα εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την επικράτεια του ομόσπονδου κράτους. Συνεπώς, παρέλκει η σύγκριση με τη δυναμικότητα που θα κρινόταν ως απαραίτητη για έξαρση του ιού ΑΠ σε ολόκληρο το ομόσπονδο κράτος (55). |
|
(226) |
Η ZT διαθέτει δυναμικότητα μονάδων που σαφώς υπερβαίνει τις απαιτήσεις του καταστατικού, η διαπίστωση δε αυτή προκύπτει επί τη βάσει των ακόλουθων συλλογισμών: η ΖΤ υποχρεώνεται βάσει καταστατικού να επεξεργάζεται το υλικό εσωτερικής προέλευσης των κατηγοριών 1 και 2 το οποίο ανέρχεται κατά μέσο όρο σε περίπου 900 τόνους εβδομαδιαίως (56). Εάν συνυπολογιστεί η προβλεπόμενη εφεδρική δυναμικότητα της τάξεως των 1 185 τόνων εβδομαδιαίως, η ΖΤ θα χρειαζόταν μια μονάδα δυναμικότητας 2 085 τόνων εβδομαδιαίως σε επταήμερη λειτουργία τριπλής βάρδιας για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καταστατικό. |
|
(227) |
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ΖΤ διαθέτει μονάδες με μέγιστη δυναμικότητα 4 536 τόνων εβδομαδιαίως. Συνεπώς, έχει στην κατοχή της μονάδες διπλάσιας δυναμικότητας από εκείνη που απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της βάσει του καταστατικού. Καθόσον η ΖΤ διαθέτει σαφώς μεγαλύτερη δυναμικότητα από εκείνη που απαιτείται για την εκπλήρωση της δημόσιας αποστολής της, δεν προκύπτει εις βάρος της καθαρό κόστος από την υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. |
9.3.3. Περίληψη
|
(228) |
Συμπερασματικά διαπιστώνεται ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι έχει προκύψει καθαρό κόστος εις βάρος της ΖΤ λόγω της υποχρέωσης διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Η έρευνα κατέδειξε ότι οι ετήσιες εισφορές χρηματοδοτούν το κόστος της αδρανούς δυναμικότητας που διατίθεται αφενός από την επιχείρηση κατά την κανονική λειτουργία (και άρα πρέπει να χρηματοδοτείται μέσω των τελών και των χρεώσεων που επιβάλλονται για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες) ή αφετέρου οφείλεται στο γεγονός ότι οι μονάδες της ΖΤ δεν αξιοποιούνται επαρκώς. |
9.4. Τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark
|
(229) |
Σύμφωνα με το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. |
|
(230) |
Τα τέσσερα κριτήρια της απόφασης Altmark ορίζουν τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση από την αρχή βάσει της οποίας οι αντισταθμίσεις παρέχουν πλεονέκτημα. Κατά συνέπεια, το βάρος της αποδείξεως για την ικανοποίηση των κριτηρίων αυτών φέρει το κράτος μέλος. |
|
(231) |
Η ZT δεν επιλέχθηκε με διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού, η δε Γερμανία ουδέποτε υπέβαλε αποδείξεις που να υποδεικνύουν ότι η ΖΤ αποτελεί μέση επιχείρηση με χρηστή διοίκηση. Συνεπώς η Γερμανία δεν απέδειξε ότι ικανοποιείται το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark. Τα υψηλά τέλη καταστροφής νεκρών ζώων στη Ρηνανία-Παλατινάτο και η ανάγκη χρηματοδότησης μέσω ετήσιας εισφοράς που δεν παρατηρείται σε κανένα άλλο ομόσπονδο κράτος υποδεικνύουν εξίσου ότι η ΖΤ δεν αποτελεί μέση επιχείρηση με χρηστή διοίκηση. |
|
(232) |
Ως εκ τούτου, το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark δεν ικανοποιείται. |
|
(233) |
Το BVerwG διατυπώνει την άποψη ότι το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της ΖΤ διότι η εισφορά δεν αποσκοπεί στην αντιστάθμιση πρόσθετου κόστους που προκύπτει από την ανάληψη υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας στο πλαίσιο δραστηριότητας κατά τα άλλα σύμφωνης με τις αρχές της οικονομίας της αγοράς αλλά στη χρηματοδότηση της εκπλήρωσης δημόσιας αποστολής κατόπιν δημόσιας εντολής εκτός του πλαισίου της αγοράς. Ο χαρακτήρας «ανάθεσης κατόπιν δημόσιας εντολής» για την εκπλήρωση μιας αποστολής συνάγεται σύμφωνα με το BVerwG από την πολιτική απόφαση των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίοι είναι μέλη της ένωσης ειδικού σκοπού, να προβούν σε εσωτερική (in house) ανάθεση της υπηρεσίας απόρριψης του υλικού των κατηγοριών 1 και 2. Το BVerwG θεμελιώνει το σκεπτικό του στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Stadtreinigung Hamburg (57). |
|
(234) |
Κατά την άποψη του BverwG, το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark προϋποθέτει ότι η υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας εκπληρώνεται από ιδιωτική επιχείρηση. Καθώς στην περίπτωση ανάθεσης in house δεν συντρέχει ανάλογη περίπτωση, το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark-Kriterium δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις στις οποίες γίνεται ανάθεση in house (58). |
|
(235) |
Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται το νομικό σκεπτικό του BVerwG. Καταρχάς δεν προκύπτει από το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark έρεισμα σχετικά με τη μη εφαρμογή του σε περίπτωση ανάθεσης in house. Αντιθέτως, μέσω των δύο εναλλακτικών λύσεων (είτε του δημόσιου διαγωνισμού είτε της ανάλυσης του κόστους που θα αναλογούσε σε μέση επιχείρηση με χρηστή διοίκηση) το Δικαστήριο υποδεικνύει ότι το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark εφαρμόζεται ακόμη και όταν δεν προηγείται δημόσιος διαγωνισμός, άρα και στην περίπτωση της ανάθεσης in house. |
|
(236) |
Συναφώς, η απόφαση Stadtreinigung Hamburg εξέτασε το ζήτημα των περιπτώσεων στις οποίες συντρέχει ή απουσιάζει υποχρέωση σύναψης δημόσιας σύμβασης. Από την εν λόγω απόφαση πάντως δεν προκύπτει κανένα συμπέρασμα σχετικά με το δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων. Αντιθέτως, η δεύτερη εναλλακτική επιλογή του τέταρτου κριτηρίου της απόφασης Altmark αφορά ακριβώς την περίπτωση στην οποία δεν υφίσταται υποχρέωση προκήρυξης διαγωνισμού. |
|
(237) |
Το BVerwG βασίζεται στην παραδοχή ότι το μονοπώλιο εντός της επικράτειας έχει ως συνέπεια για την ΖΤ να μην ανταγωνίζεται άλλες επιχειρήσεις και άρα να μην συντρέχει ενδεχόμενο νόθευσης του ανταγωνισμού. Η νόθευση του ανταγωνισμού αποτελεί ωστόσο ξεχωριστό στοιχείο της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης που διαφέρει από το στοιχείο του οικονομικού πλεονεκτήματος σχετικά με το οποίο διατυπώθηκαν τα τέσσερα κριτήρια της απόφασης Altmark. Το στοιχείο της νόθευσης του ανταγωνισμού είναι παρόν στην προκείμενη περίπτωση (βλέπε ενότητα 8.3). Η Επιτροπή υπέδειξε επίσης ρητά στην αιτιολογική σκέψη 37 της ανακοίνωσής της σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (στο εξής: ανακοίνωση ΥΓΟΣ) (59) ότι η πρακτική ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων In house δεν αποκλείει τον κίνδυνο νόθευσης του ανταγωνισμού. |
|
(238) |
Τέλος, η επισήμανση εκ μέρους του BVerwG του χαρακτήρα «ανάθεσης μέσω δημόσιας εντολής» της δραστηριότητας της ZT εγείρει το ερώτημα κατά πόσον το BVerwG απορρίπτει για τον λόγο αυτό την εφαρμοσιμότητα του τέταρτου κριτηρίου της απόφασης Altmark, καθόσον βασίζεται στην παραδοχή ότι η ΖΤ δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, ούτε αυτό ισχύει. Η ΖΤ παρέχει υπηρεσία εξ επαχθούς αιτίας και, συνεπώς, ασκεί οικονομική δραστηριότητα (βλέπε ενότητα 8.2). Η Επιτροπή έχει διατυπώσει ρητά το σκεπτικό αυτό και στην αιτιολογική σκέψη 13 της ανακοίνωσης ΥΓΟΣ. |
9.5. Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη οικονομικών πλεονεκτημάτων υπέρ της ZT
|
(239) |
Αντίθετα με την απόφαση του BVerwG και τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια της απόφασης Altmark. Κατά πρώτον, οι ετήσιες εισφορές δεν μπορούν να αιτιολογηθούν εύλογα ως κρατικές αντισταθμίσεις για τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η ΖΤ, καθόσον το συνολικό κόστος που συνδέεται με τις εν λόγω υποχρεώσεις πρέπει να καλύπτεται μέσω των εσόδων από τα τέλη. Δεύτερον, αποδεικνύεται ότι αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Γερμανίας η υποχρέωση διατήρησης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών δεν συνεπάγεται καθαρό κόστος εις βάρος της ΖΤ. Το κόστος που αναφέρει η Γερμανία αφορά είτε τη λειτουργική αδρανή δυναμικότητα η οποία πρέπει να καλύπτεται από τα τέλη και τα έσοδα είτε την αδρανή δυναμικότητα που υπερβαίνει το μέγεθος της προβλεπόμενης εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών. Τρίτον, οι παράμετροι για τον υπολογισμό των ετήσιων εισφορών έως το 2010 δεν καθορίζονται εκ των προτέρων με τον απαιτούμενο βαθμό διαφάνειας. Τέταρτον, η Γερμανία δεν απέδειξε ότι η ΖΤ αποτελεί μέση επιχείρηση με χρηστή διοίκηση. |
|
(240) |
Ως εκ τούτου, οι ετήσιες εισφορές συνεπάγονται οικονομικά πλεονεκτήματα υπέρ της ΖΤ. |
|
(241) |
Κατανέμοντας το κόστος εφεδρικής δυναμικότητας που εσφαλμένα υπολόγισε η Γερμανία ότι προκύπτει από τις επιμέρους παρεχόμενες υπηρεσίες, ήτοι απόρριψη υλικού εσωτερικής προέλευσης των κατηγοριών 1 και 2, απόρριψη υλικού των κατηγοριών 1 και 2 από τη Βάδη-Βυρτεμβέργη και την Έσση καθώς και απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3, καθίστανται φανερά τα οικονομικά πλεονεκτήματα που προέκυψαν από τις ετήσιες εισφορές υπέρ της ΖΤ στις διάφορες αγορές. |
|
(242) |
Στους ενότητες 9.5.1 έως 9.5.3 που ακολουθούν καταδεικνύεται ότι οι ετήσιες εισφορές αντισταθμίζουν στην πραγματικότητα ζημίες οι οποίες οφείλονται στους εξής λόγους:
|
9.5.1. Ζημίες προκληθείσες από την απόρριψη υλικού εσωτερικής και εξωτερικής προέλευσης όπως παρουσιάζονται μέσω της εσκεμμένης κατανομής του εσφαλμένα υπολογισμένου κόστους εφεδρικής δυναμικότητας
|
(243) |
Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα της ΖΤ για την περίοδο 2002-2009 που παρατίθενται κατωτέρω, όλα τα αναγραφόμενα έξοδα της εφεδρικής δυναμικότητας κατανέμονται εσκεμμένα βάσει της αξιοποίησης της μονάδας σε πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας. |
|
(244) |
Επισημαίνεται καταρχάς ότι τα υψηλά έξοδα αδρανούς δυναμικότητας οφείλονται εν πολλοίς στην ελλιπή αξιοποίηση των μονάδων της ΖΤ. Πρέπει λοιπόν πρωτίστως να υπολογιστούν τα έξοδα αδρανούς δυναμικότητας που προκύπτουν από την ελλιπή αξιοποίηση κατά την κανονική λειτουργία: |
|
(245) |
Όπως προκύπτει από τις στατιστικές στον πίνακα 3 (βλέπε στήλη «αδρανής δυναμικότητα βάσει βαθμού αξιοποίησης»), η ΖΤ ουδέποτε αξιοποίησε τη διαθέσιμη τεχνική δυναμικότητά της σε πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας. Ιδίως μετά το 2002, λόγω της σοβαρής μείωσης του υλικού εσωτερικής προέλευσης, η αξιοποίηση μειώθηκε δραστικά. Ως μέσο μέτρησης της ελλιπούς αξιοποίησης λαμβάνεται στο εξής η αδρανής δυναμικότητα σε πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας. Ως σημείο σύγκρισης για τον υπολογισμό της ελλιπούς αξιοποίησης λαμβάνεται η μέγιστη αξιοποίηση σε πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας που καταγράφηκε το 2002 με ετήσιο όγκο εργασίας 101 855 τόνων. Από τα ανωτέρω προκύπτει κατά μέσον όρο ελλιπής αξιοποίηση της τάξεως του 13 %. |
|
(246) |
Όπως καθίσταται σαφές στη στήλη «αδρανής δυναμικότητα (ΑΔ) βάσει βαθμού αξιοποίησης» του πίνακα 4, το μέσο κόστος της ελλιπούς αξιοποίησης στην κανονική λειτουργία ανέρχεται σε 434 304 ευρώ. Η ZT οφείλει να αναλάβει την επιχειρησιακή ευθύνη για το εν λόγω κόστος, καθώς αυτό προκύπτει από την κατοχή μιας μονάδας η οποία δεν αξιοποιείται υπό κανονική λειτουργία. |
|
(247) |
Το κόστος της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας κατανέμεται αναλογικά για χρήση στην πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας. Τόσο οι υπηρεσίες εντός όσο και εκτός της επικράτειας έχουν συνεπώς αναλογικό μερίδιο επί του κόστους λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας. Στον πίνακα 4 γίνεται διάκριση μεταξύ της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας για την αποκομιδή και για την επεξεργασία. |
|
(248) |
Για την περίοδο 2002-2009 προκύπτει κατά μέσο όρο ότι η ZT δεν ήταν σε θέση να καλύψει το κόστος λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας από τα έσοδα για τις υπηρεσίες τόσο εντός όσο και εκτός της επικράτειας. Η αντίστοιχη «συνεισφορά στα κέρδη ΙΙ» παρουσιάζει στις υπηρεσίες εκτός της επικράτειας μέσες ετήσιες ζημίες ύψους 1 198 257 ευρώ και στις υπηρεσίες εντός της επικράτειας μέσες ετήσιες ζημίες ύψους 1 140 898 ευρώ: Πίνακας 4 Ισολογισμός
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
9.5.2. Οι ετήσιες εισφορές χρηματοδοτούν ζημίες από την απόρριψη υλικού εξωτερικής προέλευσης
|
(249) |
Η ZT ανταγωνίζεται στις αγορές εκτός της επικράτειάς της με ανταγωνιστές οι οποίοι χρηματοδοτούν τα συνολικά έξοδα των μονάδων τους εξ ολοκλήρου με ίδια έσοδα. Ούτε επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται την ΖΤ στην αγορά υλικού κατηγορίας 3 ούτε ο προηγούμενος φορέας εκμετάλλευσης στη Βόρεια και Κεντρική Έσση μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πρόσθετη κρατική αναχρηματοδότηση της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας ή της ελλιπούς αξιοποίησης που ρυθμίζεται από τη ζήτηση. |
9.5.2.1.
|
(250) |
Όπως όλες οι υπόλοιπες επιχειρήσεις που απορρίπτουν υλικό της κατηγορίας 3 χωρίς δημόσια ανάθεση, η ΖΤ οφείλει να αναλαμβάνει μόνη της όλα τα σχετικά έξοδα και τους κινδύνους. |
|
(251) |
Η ZT απορρίπτει υλικό της κατηγορίας 3 μαζί με υλικό των κατηγοριών 1 και 2 και συνεπώς δεν μπορεί να επιτύχει τα ίδια έσοδα με εκείνα που θα της απέδιδε η απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3 ξεχωριστά από το υλικό των κατηγοριών 1 και 2. Λόγω της αυξημένης ζήτησης για αμιγές υλικό της κατηγορίας 3 έπεσαν ωστόσο σημαντικά οι τιμές που μπορεί να διαπραγματευτεί η ΖΤ με τα σφαγεία. Όπως αναφέρει η καταγγέλλουσα, για ορισμένους τύπους υλικού της κατηγορίας 3 οι επιχειρήσεις απόρριψης καταβάλλουν ακόμη και αμοιβή στα σφαγεία. |
|
(252) |
Η τάση αυτή καθίσταται εμφανής στην εξέλιξη των εσόδων ανά επεξεργασμένο τόνο υλικού της κατηγορίας 3: ενώ το 2002 η ΖΤ μπορούσε ακόμη να επιτύχει έσοδα ανά τόνο της τάξεως των […] ευρώ, λόγω της συνεχούς μείωσης το ποσό αυτό ανήλθε το 2009 σε μόλις […] ευρώ που μεταφράζεται σε πτώση των εσόδων ανά τόνο κατά σχεδόν 70 % σε περίοδο επτά ετών. Σχήμα 1 Εξέλιξη των συνεισφορών στα κέρδη για υλικό της κατηγορίας 3 κατά την περίοδο 2000—2009 (σε EUR) […] |
|
(253) |
Η επεξεργασία υλικού της κατηγορίας 3 έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια ολοένα και λιγότερο κερδοφόρος επιχείρηση για την ΖΤ. Ενώ έως το 2004 η ΖΤ μπορούσε να καλύπτει τα άμεσα έξοδά της, η απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3 τα επόμενα έτη δεν παρουσιάζει πλέον θετική συνεισφορά στην κάλυψη του κόστους της αδρανούς δυναμικότητας. |
|
(254) |
Ο υπολογισμός που υπέβαλε η Γερμανία, βάσει του οποίου τα έσοδα που μπορεί να επιτύχει η ΖΤ μέσω της απόρριψης υλικού της κατηγορίας 3 υπερβαίνουν τα άμεσα έξοδα, είναι εσφαλμένος. Ο υπολογισμός της Γερμανίας βασίστηκε στο κόστος αφαιρουμένων των εσόδων [βλέπε γραμμή (2) του πίνακα 4], αντί να υπολογίσει ορθά τα πραγματικά έξοδα που προκύπτουν [βλέπε διορθωμένα έξοδα στη γραμμή (4) του πίνακα 4]. |
|
(255) |
Η ZT αποδέχεται προφανώς τις συνεχιζόμενες ζημίες που προκύπτουν από τη χαμηλής αξίας απόρριψη υλικού της κατηγορίας 3 προκειμένου να διατηρήσει την αξιοποίηση των μονάδων της. |
9.5.2.2.
|
(256) |
Οι ζημίες της ΖΤ οφείλονται επίσης εν πολλοίς στο γεγονός ότι οι μονάδες της παρουσιάζουν τα περισσότερα έτη ελλιπή αξιοποίηση. Η ελλιπής αξιοποίηση αυξήθηκε σε ορισμένα έτη για την πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας σε ποσοστό άνω του 25 % συγκριτικά με τη μέγιστη αξιοποίηση που καταγράφηκε το 2001. Μόνο κατά τα έτη 2001 και 2002 επιτεύχθηκε λόγω της κρίσης της ΣΕΒ υψηλότερη αξιοποίηση, χωρίς ωστόσο να κριθεί αναγκαία η χρήση της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας κατά τη νυχτερινή βάρδια ή το σαββατοκύριακο. Σχήμα 2 Ελλιπής αξιοποίηση της κανονικής δυναμικότητας της ΖΤ για πενθήμερη λειτουργία διπλής βάρδιας κατά την περίοδο 1998-2009 Ελλιπής αξιοποίηση της δυναμικότητας της ZT (όπως υπολογίζεται βάσει της μέγιστης αξιοποίησης που καταγράφηκε το 2001 με την επεξεργασία 103.000 τόνων) |
|
(257) |
Η σημαντική ελλιπής αξιοποίηση μετά το 2002 οφείλεται στη μείωση του πληθυσμού των ζώων και, επομένως, των ποσοτήτων υλικού εντός της επικράτειας, οι οποίες μειώθηκαν κατά την περίοδο 2002-2009 κατά 35 % και πλέον. Η ΖΤ επεδίωξε να αξιοποιήσει τη μη χρησιμοποιούμενη δυναμικότητα μέσω της αυξημένης παραλαβής υλικού εξωτερικής προέλευσης. Ωστόσο, μόνο μετά την επιτυχή συμμετοχή της στον διαγωνισμό για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση κατόρθωσε για πρώτη φορά να προσεγγίσει εκ νέου τα επίπεδα της περιόδου 2002-2003. |
9.5.2.3.
|
(258) |
Καθόσον η ZT ανέλαβε για πρώτη φορά την απόρριψη υλικού για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση το 2009, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εν λόγω ανάθεση. Από τον υποβληθέντα υπολογισμό κόστους το 2009 προκύπτει ότι η νέα ανάθεση επιφέρει θετική συνεισφορά στα κέρδη της τάξεως των 200 000 ευρώ αφαιρουμένου του κόστους λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας. |
|
(259) |
Βάσει της τεκμηρίωσης του διαγωνισμού συνάγεται ωστόσο ότι η ΖΤ υπέβαλε προσφορά κάτω του πραγματικού κόστους. Όπως υποστηρίζει η ίδια η Γερμανία, οι τόκοι που καταβάλλει η ΖΤ για τα τραπεζικά δάνεια που έχει λάβει υπερβαίνουν τους τόκους που έλαβε υπόψη η ΖΤ κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με τις διατάξεις υπολογισμού στο πλαίσιο του διαγωνισμού. Αυτό σημαίνει ότι η ΖΤ δεν προσδοκά να καλύψει το σύνολο των τόκων για τα ληφθέντα δάνεια ούτε να αποκομίσει εύλογη απόδοση ιδίων κεφαλαίων. |
|
(260) |
Οι συνολικοί τόκοι από ληφθέντα δάνεια ανέρχονται για την ΖΤ σε 1,07 εκατ. ευρώ ετησίως. Εάν υποτεθεί ότι βάσει του ποσοστού των ποσοτήτων απόρριψης από τη Βόρεια και Κεντρική Έσση επί της συνολικής δυναμικότητας ένα τέταρτο του κόστους για ληφθέντα κεφάλαια αντιστοιχεί στην ανάθεση για τη Βόρεια και Κεντρική Έσση, προκύπτουν αναλογικά έξοδα ύψους 0,26 εκατ. ευρώ έναντι των 0,16 εκατ. ευρώ που είχε υπολογίσει η ΖΤ για τον καθορισμό των τελών στη Βόρεια και Κεντρική Έσση. Στους ετήσιους μη καλυπτόμενους τόκους για ληφθέντα κεφάλαια ύψους 0,10 εκατ. ευρώ έρχονται να προστεθούν οι μη καλυπτόμενοι τόκοι ιδίου κεφαλαίου. |
|
(261) |
Συνεπώς, ένας επιχειρηματίας ενεργών υπό συνθήκες της οικονομίας της αγοράς δεν θα είχε υποβάλει προσφορά που να μην καλύπτει καν το αναμενόμενο κόστος κεφαλαίου. Οι επανειλημμένες παραπομπές της Γερμανίας σε διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό των χρεώσεων, βάσει των οποίων δεν επιτρέπεται η αφαίρεση του συνολικού κόστους, δεν αλλάζει επ’ ουδενί το γεγονός αυτό. Κανένας ιδιώτης επιχειρηματίας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί ούτε θα ήταν διατεθειμένος να παρέχει υπηρεσίες έναντι τιμών που δεν θα του επέτρεπαν να καλύπτει τα έξοδά του και να αποκομίζει εύλογο κέρδος. |
|
(262) |
Ακόμη και αν ληφθεί ως βάση ο υπολογισμός κόστους που υποβλήθηκε για το 2009, όπου παρουσιάζεται θετική συνεισφορά στα κέρδη της τάξεως των 200 000 ευρώ περίπου, οι αναμενόμενες συνεισφορές στα κέρδη δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις υφιστάμενες ζημίες λόγω ελλιπούς αξιοποίησης για τη δεκαετή διάρκεια της σύμβασης, οι οποίες μετά το 2002 ανέρχονται κατά μέσο όρο σε περίπου 700 000 ευρώ. Ένας επιχειρηματίας ενεργών υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν θα είχε διατηρήσει ελλιπώς αξιοποιούμενη δυναμικότητα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. |
|
(263) |
Σε ό,τι αφορά το υλικό εξωτερικής προέλευσης καταδεικνύεται συνεπώς ότι η ΖΤ χάρη στην εισφορά μπορεί αφενός να προσφέρει στην αγορά δυναμικότητα σε τιμές κάτω του κόστους και αφετέρου να διατηρεί για πολλά χρόνια αναξιοποίητη δυναμικότητα, τα μελλοντικά έσοδα της οποίας δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις ζημίες που προκύπτουν λόγω ελλιπούς αξιοποίησης κατά τα προηγούμενα έτη. Καταδεικνύεται επίσης ότι η ΖΤ διατήρησε δυναμικότητα στην αγορά την οποία δεν θα ήταν σε θέση να διατηρήσει με οικονομικά κριτήρια μια επιχείρηση απόρριψης που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. |
9.5.3. Οι ετήσιες εισφορές χρηματοδοτούν ζημίες από την απόρριψη υλικού εσωτερικής προέλευσης
|
(264) |
Το κόστος της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας που προκύπτει από την απόρριψη υλικού εσωτερικής προέλευσης πρέπει να καλύπτεται μέσω των εσόδων από τα τέλη. Η ΖΤ, όπως όλες οι υπόλοιπες επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με την απόρριψη ελεγμένου υλικού, υποχρεούται να μεριμνά με δική της ευθύνη για την οικονομική εκτέλεση της ανάθεσης μέσω αντίστοιχης διαχείρισης της επιχείρησης. Η χορήγηση πρόσθετης αντιστάθμισης απαλλάσσει την ΖΤ από την οικονομική αυτή υποχρέωση. |
|
(265) |
Το κόστος της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας κατανέμεται συνεπώς στην απόρριψη νεκρών ζώων στην εκμετάλλευση και σφαγειοαπορριμμάτων. Στα ομόσπονδα κράτη εφαρμόζονται διάφορες μέθοδοι υπολογισμού για την κατανομή του κόστους της λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας μεταξύ της απόρριψης σφαγειοαπορριμμάτων και νεκρών ζώων. Σε ορισμένα ομόσπονδα κράτη για τα νεκρά ζώα αντιστοιχούν υψηλότερα ποσοστά επί του κόστους αδρανούς δυναμικότητας από ό,τι για τα σφαγειοαπορρίμματα. Επειδή ούτε ο κανονισμός καθορισμού τελών ούτε το καταστατικό ορίζουν αντίστοιχο συντελεστή κατανομής, το κόστος αδρανούς δυναμικότητας κατανέμεται αναλογικά. |
9.5.3.1.
|
(266) |
Όπως αναφέρει η ίδια η Γερμανία στον τομέα απόρριψης σφαγειοαπορριμμάτων η ΖΤ ανταγωνίζεται άλλες επιχειρήσεις απόρριψης. Το ύψος των τελών που επιβάλλονται για την απόρριψη σφαγειοαπορριμμάτων εσωτερικής προέλευσης επηρεάζει το ποσοστό διαχωρισμού που εφαρμόζουν τα σφαγεία και, επομένως, τις ποσότητες διαχωρισμένου υλικού της κατηγορίας 3 που διατίθεται σε άλλες επιχειρήσεις απόρριψης. |
|
(267) |
Παρόλο που κατά μέσο όρο τα έσοδα μετά βίας καλύπτουν τα άμεσα έξοδα, με την πάροδο του χρόνου παρουσιάζεται παρόμοια εικόνα όπως παρατηρήθηκε για τις συνεισφορές στα κέρδη του υλικού της κατηγορίας 3: Έως το 2004 τα έσοδα υπερέβαιναν τα άμεσα έξοδα. Όμως με τον νέο κανονισμό υπολογισμού των τελών μετά το 2005 που οδήγησε σε μείωση των μέσων εσόδων ανά τόνο από 160 σε 116 ευρώ, ήτοι κατά 27,5 ευρώ, τα επόμενα χρόνια τα έσοδα δεν κάλυπταν τα άμεσα έξοδα και, συνεπώς, δεν είχαν καμία συνεισφορά στην κάλυψη του κόστους λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας. Το 2009 καταγράφηκε εκ νέου θετική συνεισφορά στα κέρδη Ι (βλέπε πίνακα 4). |
|
(268) |
Χωρίς την εισφορά η ΖΤ δεν θα ήταν προφανώς σε θέση να διατηρήσει την ως άνω τιμολογιακή πολιτική. Ακριβώς όπως συνέβη με τα σφαγειοαπορρίμματα της κατηγορίας 3, η ΖΤ αποδέχθηκε μετά το 2005 τιμές που δεν κάλυπταν καν τα άμεσα έξοδά της για να συνεχίσει να αξιοποιεί τις μονάδες της. Συνολικά, καταγράφεται για το υλικό εσωτερικής προέλευσης σαφώς αρνητική συνεισφορά στα κέρδη II — κατόπιν αφαίρεσης του κόστους λειτουργικής αδρανούς δυναμικότητας, της τάξεως περίπου του 13 % επί του κύκλου εργασιών (βλέπε πίνακα 4). |
9.5.3.2.
|
(269) |
Η Γερμανία υποστηρίζει ότι μέσω της ετήσιας εισφοράς δεν προκύπτει οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της ΖΤ, καθόσον είναι ελάσσονος σημασίας εάν το κράτος χορηγεί αποζημίωση για τη διατήρηση της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών απευθείας στην επιχείρηση απόρριψης ή εάν τη χρηματοδοτεί μέσω κρατικής ενίσχυσης ΣΕΒ στους ρυπαίνοντες. Στη δεύτερη περίπτωση το κόστος της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών συνυπολογίζεται μεν στα τέλη, όμως ταυτόχρονα οι ρυπαίνοντες απαλλάσσονται μέσω αντίστοιχα υψηλότερης ενίσχυσης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι δημόσιοι φορείς αναλαμβάνουν μεγάλο μέρος του κόστους, το γεγονός δε αυτό τελεί υπό διερεύνηση υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού. |
|
(270) |
Εν πρώτοις, επισημαίνεται εκ νέου (βλέπε ενότητα 2.5.3) ότι η ZT λαμβάνει στην πραγματικότητα την εισφορά πλέον των ενισχύσεων ΣΕΒ για κατόχους εκμεταλλεύσεων. Επιπλέον, η ΖΤ αποκομίζει μέσω των ενισχύσεων ΣΕΒ στη Ρηνανία-Παλατινάτο ήδη υψηλότερη υποστήριξη σε σύγκριση με τη Βόρεια και Κεντρική Έσση, καθόσον εκεί η τιμή ανά τόνο, και άρα η βάση υπολογισμού της ενίσχυσης ΣΕΒ, κυμαίνεται στα 212 ευρώ και είναι συνεπώς σαφώς χαμηλότερη από την τιμή ανά τόνο των 390 ευρώ που ισχύει στη Ρηνανία-Παλατινάτο. Προφανώς δεν συντρέχει περίπτωση οφέλους για τους κατόχους εκμεταλλεύσεων στην επικράτεια της ΖΤ μέσω χαμηλότερων τελών χάρη στις ετήσιες εισφορές. |
|
(271) |
Δεύτερον, σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ καταδεικνύεται ρητά ότι οι ενισχύσεις δεν χορηγούνται σε επιχειρήσεις του οικονομικού χώρου που ασχολούνται στα κατάντη σε σχέση με τον κάτοχο της εκμετάλλευσης (60). Όπως προκύπτει από προηγούμενες έρευνες που παρουσιάζονται στις ενότητες 9.5.2 και 9.5.3, η ZT χρησιμοποιεί στην πραγματικότητα την εισφορά για να χρηματοδοτεί ζημίες προκαλούμενες από την τιμολογιακή πολιτική της, από ελλιπώς αξιοποιούμενη δυναμικότητα ή από άλλες διαχειριστικές αδυναμίες. |
|
(272) |
Η Γερμανία δεν μπορεί προφανώς να αποδείξει ότι η ετήσια εισφορά χορηγείται στους κατόχους εκμεταλλεύσεων ως αποζημίωση του κόστους απόρριψης νεκρών ζώων στις εκμεταλλεύσεις τους. Αντιθέτως, τίθεται το ερώτημα εάν οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων θα επωφελούνταν χαμηλότερων τελών εάν δεν χορηγείτο η εισφορά, καθόσον η ΖΤ είχε ήδη υποστεί στο παρελθόν έντονη οικονομική πίεση να προσαρμόσει τη δυναμικότητά της και τη διαχείρισή της στα δεδομένα της αγοράς. |
9.5.4. Περίληψη
|
(273) |
Η Γερμανία δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι ετήσιες εισφορές υπέρ της ΖΤ αιτιολογούνται ως κρατικές αντισταθμίσεις για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καταστατικό της. Τα κριτήρια της απόφασης Altmark δεν ικανοποιούνται. |
|
(274) |
Ο λεπτομερής έλεγχος του υπολογισμού εσόδων και εξόδων της ΖΤ καταδεικνύει αντιθέτως ότι οι ετήσιες εισφορές παρέχουν στην ZT οικονομικά πλεονεκτήματα κατά την απόρριψη υλικού εσωτερικής και εξωτερικής προέλευσης. |
|
(275) |
Ως εκ τούτου, οι ετήσιες εισφορές συνιστούν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. |
10. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 108 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΤΗΣ ΣΛΕΕ
|
(276) |
Οι εισφορές που λαμβάνει από το 1979 η ΖΤ δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, οι εισφορές συνιστούν παράνομες ενισχύσεις σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. |
|
(277) |
Δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποίησης σύμφωνα με την απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (61) (στο εξής: απόφαση ΥΓΟΣ 2005) ή την απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (62) (στο εξής: απόφαση ΥΓΟΣ 2011), καθόσον, όπως αναλύεται στην ενότητα 9, η ΖΤ δεν είναι επιφορτισμένη με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Ειδικότερα, η απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2, η διατήρηση αποθεματικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών και η απόρριψη του υλικού της κατηγορίας 3 δεν συνιστούν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Επιπροσθέτως, για την περίοδο 1979-2010 δεν ικανοποιείται το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark, ενώ για το σύνολο της περιόδου από το 1979 δεν ικανοποιείται το τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark. Συνεπώς, δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 της απόφασης ΥΓΟΣ 2005 ούτε τα άρθρα 4 και 5 της απόφασης ΥΓΟΣ 2012 για την απαλλαγή της χορήγησης των ετήσιων εισφορών από την υποχρέωση κοινοποίησης. |
11. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟΥ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 106 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΛΕΕ
|
(278) |
Για επιχειρήσεις επιφορτισμένες με υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος ή με χαρακτήρα χρηματοοικονομικού μονοπωλίου ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ οι διατάξεις της ΣΛΕΕ. Το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ προβλέπει εξάλλου εξαίρεση από τις διατάξεις της ΣΛΕΕ σε περίπτωση που η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού παρακωλύει νομικά ή πρακτικά την εκπλήρωση της ανατεθείσας αποστολής. Η εν λόγω εξαίρεση εφαρμόζεται μόνον εφόσον η πορεία των εμπορικών συναλλαγών δεν επηρεάζεται σε βαθμό που να αντίκειται στο συμφέρον της Ένωσης. |
|
(279) |
Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 69 του κοινοτικού πλαισίου ΥΓΟΣ, η Επιτροπή εφαρμόζει τις αρχές του εν λόγω πλαισίου σε όλες τις παράνομες ενισχύσεις για τις οποίες έχει εκδώσει απόφαση μετά τις 31 Ιανουαρίου 2012, ακόμη και αν οι ενισχύσεις έχουν χορηγηθεί προγενέστερα. Καθόσον οι ετήσιες εισφορές συνιστούν παράνομες κρατικές ενισχύσεις, εφαρμόζεται το κοινοτικό πλαίσιο ΥΓΟΣ. |
|
(280) |
Όπως αναλύεται στην ενότητα 8.1, η ZT δεν είναι επιφορτισμένη με υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος διότι η απόρριψη του υλικού των κατηγοριών 1 και 2, η διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών και η απόρριψη του υλικού της κατηγορίας 3 δεν συνιστούν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Συνεπώς, ήδη για τον λόγο αυτό απορρίπτεται το συμβιβάσιμο των ετήσιων εισφορών δυνάμει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και του κοινοτικού πλαισίου ΥΓΟΣ. |
|
(281) |
Σύμφωνα με το δεύτερο και το τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark, μια ενίσχυση βάσει του πλαισίου της Ένωσης χαρακτηρίζεται ως συμβιβάσιμη δυνάμει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ όταν υφίσταται πράξη ανάθεσης στην οποία καθορίζονται οι μέθοδοι υπολογισμού των αντισταθμίσεων (ενότητα 2.3) και όταν το ύψος της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το καθαρό κόστος της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ενότητα 2.8). |
|
(282) |
Όπως αναλύεται διεξοδικά στην ενότητα 9.2 για την περίοδο 1979-2009 δεν ικανοποιείται το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark, ενώ για το σύνολο της υπό εξέταση περιόδου δεν ικανοποιείται το τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark. Για τον λόγο αυτό δεν πληρούνται οι διατάξεις της ενότητας 2.3 (για την περίοδο 1979-2009) και της ενότητας 2.8 (για το σύνολο της υπό εξέταση περιόδου) του κοινοτικού πλαισίου ΥΓΟΣ. |
|
(283) |
Ως εκ τούτου, η εισφορά δεν μπορεί να αιτιολογηθεί ως ενίσχυση για τη διατήρηση της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών στην επικράτεια της ΖΤ σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και το κοινοτικό πλαίσιο ΥΓΟΣ. |
12. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΩΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΝΕΚΡΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΦΑΓΕΙΟΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 107 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΣΤΟΙΧΕΙΟ γ) ΤΗΣ ΣΛΕΕ
|
(284) |
Οι ετήσιες εισφορές συνιστούν λειτουργικές ενισχύσεις που κατά κανόνα απαγορεύονται (63). Το βάρος αποδείξεως για το συμβιβάσιμο ανάλογων ενισχύσεων φέρει το κράτος μέλος. |
|
(285) |
Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ και οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές γεωργικών ενισχύσεων 2007-2013 απαγορεύουν καταρχήν ενισχύσεις για το κόστος καταστροφής σφαγειοαπορριμμάτων και επιτρέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων για το κόστος απόρριψης νεκρών ζώων στην εκμετάλλευση υπό τον όρο ότι αποδέκτες είναι αποκλειστικά οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων. Σε καμία περίπτωση δεν δικαιούνται ενισχύσεις επιχειρήσεις του οικονομικού χώρου που ασχολούνται στα κατάντη σε σχέση με τον κάτοχο της εκμετάλλευσης, όπως είναι τα σφαγεία ή οι επιχειρήσεις απόρριψης (64). |
|
(286) |
Οι ενισχύσεις για το κόστος απόρριψης νεκρών ζώων στην εκμετάλλευση μπορούν μεν να καταβάλλονται για λόγους διοικητικής διευκόλυνσης απευθείας στις επιχειρήσεις απόρριψης, ωστόσο πρέπει να αποδεικνύεται ότι αποδέκτες του συνόλου της ενίσχυσης είναι οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων (65). |
|
(287) |
Όπως προκύπτει ωστόσο από τον έλεγχο που παρουσιάζεται στην ενότητα 9, οι ετήσιες εισφορές παρέχουν οικονομικά πλεονεκτήματα υπέρ της ΖΤ και στην ουσία δεν ωφελούν τους κατόχους εκμεταλλεύσεων στην επικράτεια της ΖΤ, οι οποίοι μάλιστα καλούνται να καταβάλλουν υψηλότερα τέλη για την απόρριψη νεκρών ζώων σε σύγκριση, παραδείγματος χάριν, με τη Βόρεια και Κεντρική Έσση. Η Γερμανία αδυνατεί συνεπώς να αποδείξει ότι οι ετήσιες εισφορές μεταβιβάζονται στο ακέραιο στους κατόχους εκμεταλλεύσεων. |
|
(288) |
Επιπροσθέτως, η απόφαση της Επιτροπής N 15/2004 της 6ης Ιουλίου 2004 για την έγκριση καθεστώτος ενίσχυσης προς αποζημίωση των κατόχων εκμεταλλεύσεων στην επικράτεια της ZT για το κόστος απόρριψης νεκρών ζώων στην εκμετάλλευση κατά την περίοδο 1998-2013 επιβεβαιώνει ότι το εγκριθέν καθεστώς ενίσχυσης δεν μπορεί να χορηγείται σωρευτικά με άλλες ενισχύσεις. |
|
(289) |
Για ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παρανόμως από 1ης Ιανουαρίου 2003 η ενότητα VI των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών ΣΕΒ προβλέπει κανόνες παρέκκλισης:
|
|
(290) |
Οι ως άνω εξαιρέσεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν εν προκειμένω: οι ετήσιες εισφορές δεν περιορίζονται στο κόστος απόρριψης ζώων νεκρών στην εκμετάλλευση το οποίο ήδη χρηματοδοτείτο στο μεγαλύτερο μέρος του μέσω του καθεστώτος γεωργικών ενισχύσεων, ενώ δεν πρόκειται για βραχυπρόθεσμο και χρονικά περιορισμένο μέτρο όσον αφορά τα σφαγειοαπορρίμματα. |
|
(291) |
Τέλος, επισημαίνεται ότι η Γερμανία δεν πρόβαλε λόγους σχετικά με το συμβιβάσιμο των ετήσιων εισφορών σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ και τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές γεωργικών ενισχύσεων 2007-2013. |
|
(292) |
Καθόσον οι ετήσιες εισφορές ωφελούν την ΖΤ, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κρατικές ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά υπό την έννοια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών ΣΕΒ και των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις γεωργικές ενισχύσεις 2007-2013 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. |
13. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟΥ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 107 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΣΤΟΙΧΕΙΟ γ) ΤΗΣ ΣΛΕΕ
|
(293) |
Οι ετήσιες εισφορές συνιστούν λειτουργικές ενισχύσεις που κατά κανόνα απαγορεύονται (66). Το βάρος αποδείξεως για το συμβιβάσιμο ανάλογων ενισχύσεων φέρει συνεπώς το κράτος μέλος. Η Γερμανία υποστήριξε ότι οι ετήσιες εισφορές συνιστούν κρατική ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος. |
|
(294) |
Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 132 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, οι επενδυτικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις για την επανόρθωση των περιβαλλοντικών ζημιών μέσω της αποκατάστασης μολυσμένων χώρων θεωρείται ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ εφόσον συμβάλλουν στην αύξηση του επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος. Ωστόσο, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» που προβλέπεται στο άρθρο 191 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 132 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, ο ρυπαίνων οφείλει να αναλάβει το κόστος της αποκατάστασης χωρίς να λάβει κρατική ενίσχυση. Ο εντοπισμός του ρυπαίνοντος εξαρτάται από το ποιος φέρει την αστική ευθύνη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. |
|
(295) |
Το κρίσιμο χρονικό σημείο για την εκτίμηση της κατάστασης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο περί αστικής ευθύνης καθορίζεται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία κατά τον χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές. |
|
(296) |
Όπως παραδέχεται η Γερμανία, η ΖΤ μέσω των εντολών αποκατάστασης της 21ης Απριλίου 1997 για τον μολυσμένο χώρο στο Sohrschied και της 31ης Μαρτίου 1998 για τον μολυσμένο χώρο στο Sprendlingen-Gensingen η ΖΤ αναγνωρίστηκε ως μοναδικός ρυπαίνων βάσει της εθνικής νομοθεσίας που ίσχυε την εποχή εκείνη και κατέστη υπεύθυνη για την αποκατάσταση των εν λόγω μολυσμένων χώρων. Συνεπώς, βάσει του γερμανικού δικαίου η ΖΤ φέρει αστική ευθύνη ως ρυπαίνων για το κόστος απόρριψης των ρύπων του εδάφους στους δύο μολυσμένους χώρους. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι βάσει της απόφασης του Bundesverfassungsgericht της 16ης Φεβρουαρίου 2000 (67) η χρηματοδότηση μέσω της εισφοράς του κόστους αποκατάστασης το οποίο υπερβαίνει το όριο αστικής ευθύνης συνιστά συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση διότι δυνάμει της εν λόγω απόφασης η αστική ευθύνη των ιδιωτικών επιχειρήσεων περιορίζεται στην αγοραία αξία του γεωτεμαχίου. |
|
(297) |
Τα επιχειρήματα της Γερμανίας κρίνονται εντούτοις αβάσιμα. Καταρχάς η απόφαση του Bundesverfassungsgericht έχει αποκλειστικά ισχύ «inter partes», ήτοι μεταξύ των διαδίκων. Η αλλαγή θέσης της νομολογίας του ανώτατου δικαστηρίου δεν σηματοδοτεί επ’ ουδενί τροποποίηση της νομικής κατάστασης και συνεπώς δεν εισάγει λόγο αναθεώρησης υπό την έννοια του άρθρου 51 παράγραφος 1 σημείο 1 του νόμου περί διοικητικών διαδικασιών (Verwaltungsverfahrensgesetz) όσον αφορά διοικητικές πράξεις που έχουν ήδη καταστεί απρόσβλητες. |
|
(298) |
Κατά τη γερμανική νομολογία, η απόφαση του Bundesverfassungsgericht δεν επιφέρει καμία αλλαγή σε σχέση με το γεγονός ότι κατά τη στιγμή έκδοσης της εντολής αποκατάστασης όλοι οι ρυπαίνοντες έφεραν πλήρη αστική ευθύνη για το κόστος αποκατάστασης. Ως εκ τούτου, μετά την έκδοση της απόφασης του Bundesverfassungsgericht της 16ης Φεβρουαρίου 2000 κανένας ρυπαίνων δεν θα μπορούσε να απαλλαγεί πλήρως της ευθύνης του για τη ρύπανση που κατά το παρελθόν προκάλεσε δυνάμει προγενέστερης και εντωμεταξύ καταστάσας δεσμευτικής εντολής. |
|
(299) |
Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη ακόμη και της απόφασης του Bundesverfassungsgericht της 16ης Φεβρουαρίου 2000 που παρέθεσε η Γερμανία, η ΖΤ φέρει αστική ευθύνη στην περίπτωση των μολυσμένων χώρων στο Sprendlingen-Gensingen και στο Sohrschied. |
|
(300) |
Καθόσον η ZT δεν άσκησε ένδικα μέσα κατά των εντολών αποκατάστασης, οι εντολές κατέστησαν απρόσβλητες και οριστικές. Η επιχειρηματολογία με βάση την οποία η Γερμανία ήθελε τυχόν αμφισβητήσει εκ των υστέρων την ευθύνη της ZT στην περίπτωση του μολυσμένου χώρου Sohrschied δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Η ΖΤ όφειλε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της εντολής αποκατάστασης της 21ης Απριλίου 1997 προτού αυτή καταστεί απρόσβλητη. Δεν εμπίπτει στα καθήκοντα της Επιτροπής να ελέγξει εκ νέου μια απρόσβλητη απόφαση εθνικής αρχής ως προς την ισχύουσα εθνική νομοθεσία περί ευθύνης βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». |
|
(301) |
Εξάλλου η Γερμανία παραδέχεται ότι η απόφαση του Bundesverfassungsgericht της 16ης Φεβρουαρίου 2000 ισχύει μόνον για πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και όχι για νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι νομικό έρεισμα για τον περιορισμό της ευθύνης αποτελεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο δεν μπορούν να επικαλεστούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Αναμφισβήτητα, συνεπώς, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο η ΖΤ ευθύνεται εξ ολοκλήρου για τα παλαιότερα βάρη. |
|
(302) |
Στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα ενδεχόμενης άνισης μεταχείρισης μεταξύ νομικών προσώπων ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, καθόσον οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν ότι ζητήματα ευθύνης λόγω παλαιότερων βαρών εμπίπτουν αποκλειστικά στο πεδίο της εθνικής νομοθεσίας. |
|
(303) |
Καθόσον σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο η ZT φέρει πλήρη ευθύνη για το κόστος αποκατάστασης αμφότερων των μολυσμένων χώρων, η εισφορά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά υπό την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. |
14. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
|
(304) |
Οι ετήσιες εισφορές που χορηγούνται στην ΖΤ από το 1979 συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η Γερμανία χορήγησε τις ετήσιες εισφορές κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. |
|
(305) |
Οι εν λόγω εισφορές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ ούτε βάσει του άρθρου 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ. |
|
(306) |
Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο β) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 σε συνδυασμό με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του ως άνω κανονισμού, οι ενισχύσεις για τις οποίες έχει παρέλθει η προθεσμία παραγραφής συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του ως άνω κανονισμού, οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο, ενώ κάθε ενέργεια της Επιτροπής σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση διακόπτει την περίοδο παραγραφής. Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την αρχή. |
|
(307) |
Τα δικαστήρια της Ένωσης αποφάσισαν ότι η περίοδος παραγραφής δεν διακόπτεται μόνον λόγω επίσημης διαδικασίας, καθώς ακόμη και η αίτηση παροχής πληροφοριών συνιστά διαδικασία που συνεπάγεται διακοπή της περιόδου παραγραφής (68). |
|
(308) |
Η καταγγέλλουσα προσέβαλε την εισφορά υπέρ της ΖΤ τον Ιανουάριο του 2008 και στις 26 Μαΐου 2008 η Γερμανία υπέβαλε αίτημα παροχής πληροφοριών. Το εν λόγω αίτημα παροχής πληροφοριών διέκοψε την περίοδο παραγραφής. Συνεπώς, όλες οι εισφορές που καταβλήθηκαν στην ΖΤ πριν από την 26η Μαΐου 1998 χαρακτηρίζονται ως υφιστάμενες ενισχύσεις. Αντιθέτως, όλες οι εισφορές που έλαβε η ΖΤ μετά την 26η Μαΐου 1998 χαρακτηρίζονται ως νέες εισφορές. |
|
(309) |
Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η Επιτροπή δεν μπορεί να απαιτήσει την ανάκτηση μιας ενίσχυσης εφόσον η επιβολή τέτοιου μέτρου αντίκειται σε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Εν προκειμένω τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η απόφαση του BVerwG, της 16ης Δεκεμβρίου 2010, γέννησε στην ZT βάσιμες προσδοκίες ότι οι ετήσιες εισφορές δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. |
|
(310) |
Η Επιτροπή διαπιστώνει καταρχάς ότι η απόφαση του BVerwG αφορά αποκλειστικά τις ετήσιες εισφορές για το έτος 2010. Εάν υπάρχει ενδεχόμενο βάσιμων προσδοκιών τότε αυτές αφορούν μόνον τις ετήσιες εισφορές για το έτος 2010 (και για τα επόμενα έτη εφόσον δεν υπάρξει τροποποίηση του καταστατικού). |
|
(311) |
Αλλά και για το έτος 2010 (και κατά περίπτωση για τα επόμενα έτη) δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στην ΖΤ βάσιμες προσδοκίες λόγω της απόφασης του BVerwG. Κατά πάγια νομολογία η επίκληση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι δυνατή μόνον εφόσον κάποιο θεσμικό όργανο της Ένωσης μέσω σαφών διαβεβαιώσεων εγείρει βάσιμες προσδοκίες (69). Ανάλογες διαβεβαιώσεις αποτελούν τα ακριβή, ανεπιφύλακτα και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία ανεξαρτήτως του τρόπου κοινοποίησής τους (70). |
|
(312) |
Εν προκειμένω, ωστόσο, η Επιτροπή δεν έδωσε στην ΖΤ ανάλογες διαβεβαιώσεις αλλά αντιθέτως στις 20 Ιουλίου 2010 εξέδωσε την απόφαση κίνησης της διαδικασίας. |
|
(313) |
Το BVerwG δεν αποτελεί θεσμικό όργανο της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία τα εθνικά δικαστήρια και η Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου τήρησης των υποχρεώσεων των κρατών μελών που απορρέουν από τα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ έχουν συμπληρωματικούς και διακριτούς ρόλους (71). Ενώ για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά αποκλειστικά αρμόδια είναι η Επιτροπή υπαγόμενη στον έλεγχο του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ατόμων σε περιπτώσεις αθέτησης της υποχρέωσης της εκ των προτέρων κοινοποίησης κρατικών ενισχύσεων στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (72). |
|
(314) |
Εν προκειμένω το BVerwG εξέδωσε απόφαση σχετικά με μέτρο για το οποίο η Επιτροπή είχε ήδη κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας. Κατά πάγια νομολογία η απόφαση κίνησης της διαδικασίας πρέπει να οδηγεί το κράτος μέλος στην παύση των πληρωμών (73). Επιπλέον, το BVerwG εξέδωσε την απόφασή του, την οποία μεταξύ άλλων θεμελίωσε στην εικαζόμενη μη εφαρμοσιμότητα του τέταρτου κριτηρίου της απόφασης Altmark, χωρίς να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικό αίτημα έκδοσης προδικαστικής απόφασης. |
|
(315) |
Δεδομένων των ως άνω συνθηκών, η Επιτροπή κρίνει ότι η απόφαση του BVerwG δεν συνιστά ακριβές, ανεπιφύλακτο και συγκλίνον πληροφοριακό στοιχείο. |
|
(316) |
Η ανάκτηση των ετήσιων εισφορών δεν αντίκειται, ως εκ τούτου, στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης περί δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:
Άρθρο 1
Οι ετήσιες εισφορές τις οποίες η Γερμανία παρανόμως χορήγησε από 1ης Ιανουαρίου 1979 κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ υπέρ της Zweckverband Tierkörperbeseitigung στη Ρηνανία-Παλατινάτο, στο Σάαρ, στο διαμέρισμα Rheingau-Taunus και στην επαρχία Limburg-Weilburg συνιστούν κρατικές ενισχύσεις μη συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.
Άρθρο 2
1. Η Γερμανία απαιτεί αμελλητί από τον δικαιούχο την ανάκτηση των κατά το άρθρο 1 ενισχύσεων οι οποίες έχουν καταβληθεί από την 26η Μαΐου 1998.
2. Το ανακτώμενο ποσό βαρύνεται με τόκο από την ημερομηνία κατά την οποία οι κατά την παράγραφο 1 ενισχύσεις τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου έως την ημερομηνία της πραγματικής τους ανάκτησης.
3. Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (74).
4. Από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης η Γερμανία αναστέλλει την καταβολή εκκρεμουσών πληρωμών για τις κατά την παράγραφο 1 ενισχύσεις.
Άρθρο 3
Η Γερμανία διασφαλίζει την ανάκτηση των κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 ενισχύσεων εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.
Άρθρο 4
1. Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γερμανία υποβάλλει στην Επιτροπή τα ακόλουθα:
|
α) |
πληροφορίες σχετικά με το συνολικό ποσό (κύρια απαίτηση και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθούν από τον δικαιούχο· |
|
β) |
λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης· |
|
γ) |
έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι δόθηκε στον δικαιούχο εντολή ανάκτησης. |
2. Η Γερμανία τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης έως την ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1. Εφόσον ζητηθεί εκ μέρους της Επιτροπής, η Γερμανία παρέχει αμελλητί όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή πρόκειται να λάβει για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο
Άρθρο 5
Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Βρυξέλλες, 25 Απριλίου 2012.
Για την Επιτροπή
Joaquín ALMUNIA
Αντιπρόεδρος
(1) Από 1ης Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ έχουν αντικατασταθεί, αντιστοίχως, από τα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ είναι ουσιαστικά ταυτόσημα. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται κατά περίπτωση ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88, αντιστοίχως, της συνθήκης ΕΚ. Η ΣΛΕΕ επέφερε επίσης ορισμένες αλλαγές στην ορολογία, όπως παραδείγματος χάριν την αντικατάσταση του όρου «κοινότητα» από τον όρο «Ένωση» και του όρου «εσωτερική αγορά» από τον όρο «εσωτερική αγορά». Στην παρούσα απόφαση χρησιμοποιείται αποκλειστικά η ορολογία της ΣΛΕΕ.
(2) ΕΕ C 289 της 26.10.2010, σ. 8.
(3) Βλέπε υποσημείωση 2.
(4) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.
(5) Υπόθεση T-366/00, Scott κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-797.
(6) BverwG, 3 C 44.09 της 16.12.2010, βλέπε δικτυακό τόπο http://www.bundesverwaltungsgericht.de.
(7) ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1.
(8) ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1.
(9) Στην έκδοση που δημοσιεύθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2004 [BGBl. (εφημερίδα της κυβερνήσεως της ΟΔΓ) I σ. 82], όπως τροποποιήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2010 (BGBl. I σ. 1934).
(10) GVBl. Rheinland-Pfalz (εφημερίδα της κυβερνήσεως της Ρηνανίας-Παλατινάτου) 2010, S. 367.
(*1) Επιχειρηματικό απόρρητο.
(11) Υπόθεση C-126/01, Ministère de l’Économie, des Finances et de l’Industrie κατά GEMO, Συλλογή 2003, σ. I-13769, σκέψεις 31 και 32.
(12) ΕΕ C 324 της 24.12.2002, σ. 2.
(13) ΕΕ C 319 της 27.12.2006, σ. 1.
(14) Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ, αιτιολογικές σκέψεις 27 και 37. Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις γεωργικές ενισχύσεις 2007-2013, αιτιολογικές σκέψεις 132 ζ) και 132 η).
(15) Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ, ενότητες III.Γ και IV.Γ. Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις γεωργικές ενισχύσεις 2007-2013, αιτιολογική σκέψη 134.
(16) Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ, ενότητα V.Γ. Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις γεωργικές ενισχύσεις 2007-2013, αιτιολογική σκέψη 135 β).
(17) Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ΣΕΒ, αιτιολογικές σκέψεις 32 και 33. Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις γεωργικές ενισχύσεις 2007-2013, αιτιολογική σκέψη 135 α).
(18) ΕΕ C 232 της 12.8.2000, σ. 17.
(19) Τα ταμεία ζωικών ασθενειών που λειτουργούν σε όλα τα ομόσπονδα κράτη είναι φορείς δημοσίου δικαίου με αποστολή να καταβάλλουν στους κτηνοτρόφους αποζημιώσεις για ζώα τα οποία πέθαναν λόγω συγκεκριμένων ασθενειών υποχρεωτικής δηλώσεως ή θανατώθηκαν βάσει διαταγής της αρμόδιας κτηνιατρικής υπηρεσίας. Το ταμείο ζωικών ασθενειών χρηματοδοτείται από εισφορές των κτηνοτρόφων και επιχορηγήσεις των ομόσπονδων κρατών.
(20) Fraunhofer Institut, Untersuchung von Verarbeitungskapazität und Seuchenreserve der Tierkörperbeseitigung in Rheinland-Pfalz (Μελέτη της δυναμικότητας επεξεργασίας και της εφεδρικής δυναμικότητας για τη διάθεση νεκρών ζώων στη Ρηνανία-Παλατινάτο), Μάρτιος 2007.
(21) Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, Συλλογή 2003, σ. I-7747).
(22) ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1.
(23) Υπόθεση C-480/06, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2009, σ. I-4747, σκέψη 45.
(24) Άρθρο 4 παράγραφος 1 TierNebGAG RP.
(25) E. Böckenhoff, Voruntersuchung über die Verwertung von ungenießbaren Schlachtabfällen im Gebiet der ehemaligen Deutschen Demokratischen Republik (Προκαταρκτική μελέτη της επεξεργασίας μη βρώσιμων σφαγειοαπορριμμάτων στην επικράτεια της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας), Αύγουστος 1991.
(26) Βλέπε άρθρο3 παράγραφος 3 του TierNebG και άρθρο3 παράγραφος 2 του TierNebGAG RP.
(27) BverwG, 9 BN 3.03 της 27.5.2003, δικτυακός τόπος: http://www.bundesverwaltungsgericht.de.
(28) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 49.
(29) Βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 48.
(30) Institut für Strukturforschung und Planung in agrarischen Intensivgebieten (Ίδρυμα διαρθρωτικής έρευνας και σχεδιασμού σε αγροτικές περιοχές εντατικής καλλιέργειας) (ISPA), Gutachten zur Kapazitätsermittlung der Verarbeitungsbetriebe Tierische Nebenprodukte (VTN) im Verbandsgebiet des Zweckverbands TKB unter Berücksichtigung von Tierbestand und Schlachtzahlen vor dem Hintergrund des Ausbruchs hochkontagiöser Tierseuchen (Πραγματογνωμοσύνη για τον υπολογισμό της δυναμικότητας των επιχειρήσεων επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων στην επικράτεια της ένωσης ειδικού σκοπού ΤΚΒ, λαμβανομένου υπόψη του πληθυσμού των ζώων και των σφαγίων σε περίπτωση έξαρσης εξαιρετικά μεταδοτικών ζωικών ασθενειών), Απρίλιος 2011.
(31) Μεταξύ της κανονικής λειτουργίας και της εφεδρικής δυναμικότητας για περιπτώσεις επιδημιών δεν κατανέμεται μόνον το κόστος αποσβέσεως των μονάδων επεξεργασίας αλλά και οι αποσβέσεις για τον στόλο οχημάτων.
(32) Institut für Strukturforschung und Planung in agrarischen Intensivgebieten (Ίδρυμα διαρθρωτικής έρευνας και σχεδιασμού σε αγροτικές περιοχές εντατικής καλλιέργειας) (ISPA), Gutachten zur Kapazitätsermittlung der Verarbeitungsbetriebe Tierische Nebenprodukte (VTN) in Niedersachsen unter Berücksichtigung von Tierbestand und Schlachtzahlen vor dem Hintergrund des Ausbruchs hochkontagiöser Tierseuchen, April 2011. ISPA, VTN im Verbandsgebiet des Zweckverbands TKB unter Berücksichtigung von Tierbestand und Schlachtzahlen vor dem Hintergrund des Ausbruchs hochkontagiöser Tierseuchen (Πραγματογνωμοσύνη για τον υπολογισμό της δυναμικότητας των επιχειρήσεων επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων στην επικράτεια της ένωσης ειδικού σκοπού ΤΚΒ, λαμβανομένου υπόψη του πληθυσμού των ζώων και των σφαγίων σε περίπτωση έξαρσης εξαιρετικά μεταδοτικών ζωικών ασθενειών), Απρίλιος 2011.
(33) Υπόθεση C-480/06 Stadtreinigung Hamburg, Συλλογή [2009], Ι-4747.
(34) Παράρτημα του κανονισμού Verordnung PR Nr. 30/53 über die Preise bei öffentlichen Aufträgen (σχετικά με τις τιμές δημόσιων συμβάσεων της 21ης Νοεμβρίου 1953 (BAnz 1953 αριθ. 244), το οποίο τροποποιήθηκε πρόσφατα από το άρθρο 289 του κανονισμού της 25ης Νοεμβρίου 2003 (BGBl. I σ. 2304).
(35) Απόφαση του Bundesverfassungsgericht της 16ης Φεβρουαρίου 2000 — 1 BvR 242-91.
(36) Υπόθεση 118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2599.
(37) Υπόθεση C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I-3851. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98, Pavel Pavlov και άλλοι / Stichting Pensionfonds Medische Specialisten, Συλλογή 2000, σ. I-6451.
(38) Βλέπε ανωτέρω υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH καιRegierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, Συλλογή [2003] Ι-7747.
(39) ΕΕ L 210 της 17.8.2011, σ. 1, σκέψη 208.
(40) Ένας δημόσιος φορέας έχει το δικαίωμα να ασκεί τα καθήκοντά του με ίδια μέσα χωρίς να αναγκάζεται να καταφεύγει σε εξωτερικούς φορείς οι οποίοι δεν υπάγονται στη δική του οργανωτική δομή. Μέσω της αποκαλούμενης εσωτερικής (in-house) ανάθεσης οι δημόσιοι φορείς εκπληρώνουν μεν οι ίδιοι τις ανατεθειμένες υπηρεσίες, χρησιμοποιούν όμως για τον σκοπό αυτόν ένα άλλο, νομικά ανεξάρτητο πρόσωπο. Στην απόφασή του, της 18ης Νοεμβρίου 1999, Teckal (C-107/98, Συλλογή 1999, σ. I-8121), το Δικαστήριο όρισε τις ακόλουθες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ανάθεσης «in-house»: πρώτον, ο έλεγχος που ασκείται από τη δημόσια αναθέτουσα αρχή μεμονωμένα ή από κοινού με άλλους φορείς επί του νομικά ανεξάρτητου προσώπου πρέπει να αντιστοιχεί στον έλεγχο που ασκεί η δημόσια αναθέτουσα αρχή επί των δικών της υπηρεσιών. Δεύτερον, το πρόσωπο το οποίο νομικώς διακρίνεται από την αναθέτουσα αρχή πρέπει να εκτελεί κυρίως μέρος της δραστηριότητάς του με τον ή τους οργανισμούς που το ελέγχουν.
(41) Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να διερευνήσει εν ευθέτω χρόνω τις πτυχές της παρούσας υπόθεσης που αφορούν το δίκαιο δημοσίων συμβάσεων.
(42) Βλέπε ανωτέρω BVerwG 3 C 44.09, σκέψεις 26 έως 31.
(43) ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 15.
(44) Υπόθεση C-179/90, Merci convenzionali porto di Genova SpA κατά Siderurgica Gabrielli SpA, Συλλογή 1991, σ. I-5889, σκέψη 27. Υπόθεση C-242/95, GT-Link κατά De Danske Statsbaner, Συλλογή 1997, σ. I-4449, σκέψη 53.
(45) Βλέπε ανωτέρω υπόθεση GEMO, σκέψεις 30 έως 34.
(46) Υπόθεση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 20. Υπόθεση C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-5163, σκέψη 61.
(47) Ωστόσο, δεν αποκλείεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων να δύνανται να λάβουν κρατικές ενισχύσεις για την απόρριψη νεκρών ζώων από τις εκμεταλλεύσεις τους.
(48) BVerwG 3 C 44.09, σκέψεις 37 έως 39.
(49) Κοινοτικό πλαίσιο ΥΓΟΣ, αιτιολογική σκέψη 27.
(50) Κοινοτικό πλαίσιο ΥΓΟΣ, αιτιολογική σκέψη 25.
(51) Στο εξής γίνεται αναφορά στην εφεδρική δυναμικότητα που προβλέπεται μετά το 2010, καθόσον παλαιότερα η ΖΤ δεν ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί εφεδρική δυναμικότητα για περιπτώσεις επιδημιών.
(52) Βλέπε ISPA-NS και πραγματογνωμοσύνη ISPA-RP.
(53) Η πραγματογνωμοσύνη ISPA-NS θέτει ως υπόθεση για την Κάτω Σαξονία ότι κατά μέσο όρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί το 86 % της τεχνικής μέγιστης δυναμικότητας σε κανονική λειτουργία. Σε περίπτωση επιδημίας η πραγματογνωμοσύνη ISPA-NS και η μελέτη Fraunhofer βασίζονται στην παραδοχή ότι βραχυπρόθεσμα μπορεί να αξιοποιηθεί η συνολική τεχνική δυναμικότητα. Η πραγματογνωμοσύνη ISPA- RP δυνάμει των στοιχείων της ΖΤ βασίζεται στην παραδοχή ότι ακόμη και βραχυπρόθεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί μεγαλύτερη ανά ώρα αξιοποίηση από εκείνη που επιτυγχάνεται στην κανονική λειτουργία.
(54) BVerwG 3 C 44.09, σκέψη 31.
(55) Η πραγματογνωμοσύνη ISPA-NS υποδεικνύει ότι η διατήρηση εφεδρικής δυναμικότητας για τη διεκπεραίωση μιας έξαρσης του ιού ΑΠ σε ολόκληρη την επικράτεια ομόσπονδου κράτους εντός 3 μηνών ουδέποτε έχει προβλεφθεί στον σχεδιασμό των αρμόδιων φορέων ούτε θεωρείται ρεαλιστική βάσει οικονομικών κριτηρίων (πραγματογνωμοσύνη ISPA-NS, σσ. 109 και 129).
(56) Αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστό μεταξύ 39 % και 58 % επί των μέσων ποσοτήτων που επεξεργάστηκε η ΖΤ κατά την περίοδο 1998-2009. (βλέπε πίνακα 1).
(57) Βλέπε ανωτέρω υπόθεση Stadtreinigung Hamburg, σκέψεις 44 και επόμενες.
(58) Βλέπε ανωτέρω BVerwG 3 C 44.09, σκέψεις 38 έως 39.
(59) ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 4.
(60) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 39.
(61) ΕΕ L 312 της 29.11.2005, σ. 67.
(62) ΕΕ L 7 της 11.1.2012, σ. 3.
(63) Υπόθεση C-156/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2000, σ. I-6857.
(64) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 39.
(65) Βλέπε υποσημείωση 16.
(66) Βλέπε ανωτέρω υπόθεση C-156/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας.
(67) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 134.
(68) Υπόθεση T-366/00, Scott SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-1763. Υπόθεση C-276/03 P, Scott SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-8437).
(69) Υπόθεση C-537/08 P, Kahla Thüringen Porzellanα κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 63. Υπόθεση C-506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 58. Υπόθεση C-213/06 P, AER κατά Καραντζόγλου, Συλλογή 2007, σ. I-6733, σκέψη. 33.
(70) Υπόθεση C-537/08 P, Kahla Thüringen Porzellanα κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 63. Υπόθεση C-47/07 P, Masdar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-9761, σκέψεις 34 και 81.
(71) Υπόθεση C-39/94, SFEI και άλλοι, Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 41. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-261/01 και C-262/01, van Calster και άλλοι, Συλλογή 2003, σ. I-12249, σκέψη 74.
(72) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-261/01 και C-262/01, van Calster και άλλοι, Συλλογή 2003, σ. I-12249, σκέψη 75.
(73) Υπόθεση C-400/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-7303, σκέψη 59.