ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2012.170.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 170

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

55ό έτος
29 Ιουνίου 2012


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2012/321/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με το μέτρο SA.14588 (C 20/09) που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ του φορέα De Post — La Poste (νυν bpost) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2012) 178]  ( 1 )

1

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

29.6.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 170/1


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Ιανουαρίου 2012

σχετικά με το μέτρο SA.14588 (C 20/09) που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ του φορέα De Post — La Poste (νυν «bpost»)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2012) 178]

(Τα κείμενα στη γαλλική και στην ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2012/321/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (2) και αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ 2003 ΠΟΥ ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

(1)

Τον Δεκέμβριο του 2002, οι βελγικές αρχές κοινοποίησαν (3) στην Επιτροπή μία αύξηση κεφαλαίου υπέρ του βελγικού ταχυδρομικού φορέα De Post — La Poste (Βελγικά Ταχυδρομεία) (εφεξής «DPLP», νυν «bpost (4)»). Στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 23 Ιουλίου 2003 (5), να μην εγείρει αντιρρήσεις έναντι του κοινοποιηθέντος μέτρου. Στην απόφασή της, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι η εν λόγω αύξηση κεφαλαίου, όπως και τα λοιπά μέτρα υπέρ των DPLP που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, δεν είχαν ως συνέπεια υπεραντιστάθμιση των καθαρών δαπανών της επιχείρησης στην εκτέλεση της αποστολής της δημόσιας υπηρεσίας από το 1992 έως το 2002.

(2)

Στις 27 Νοεμβρίου 2003, η Deutsche Post AG και η βελγική θυγατρική της DHL International (6) προσέβαλαν την απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του Πρωτοδικείου. Στις 10 Φεβρουαρίου 2009, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, κρίνοντας ότι η αυτή η τελευταία είχε αποφασίσει να μην εγείρει αντιρρήσεις παρά την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που θα έπρεπε να την είχαν οδηγήσει στο να κινήσει επίσημη διαδικασία εξέτασης.

(3)

Τον Απρίλιο του 2009, το Βέλγιο άσκησε αναίρεση (7) (C-148/2009) ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της ακύρωσης εκ μέρους του Πρωτοδικείου της απόφασης της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 2003 να μην εγείρει αντιρρήσεις.

(4)

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2011, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που υποβλήθηκε από το Βέλγιο, διαπιστώνοντας ότι το Πρωτοδικείο είχε ορθώς ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής το 2003.

1.2.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΤΥΠΟΥ

(5)

Το 2005, πολλές βελγικές ιδιωτικές εταιρείες διανομής τύπου κατέθεσαν καταγγελία (8), δυνάμει των κανόνων σχετικά με τις συμπράξεις και τις κρατικές ενισχύσεις, έναντι συμφωνίας για τη διανομή τύπου, η οποία συνάφθηκε μεταξύ των βελγικών αρχών και των DPLP. Η εν λόγω συμφωνία αναθέτει στα DPLP την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας σχετικά με τη διανομή τύπου σε ολόκληρο το Βέλγιο και καθορίζει τις τιμές της εν λόγω υπηρεσίας, καθώς και την αντιστάθμιση την οποία δικαιούνται τα DPLP, λόγω των πρόσθετων δαπανών που συνεπάγεται η εκτέλεση της εν λόγω αποστολής. Η καταγγελία αφορά κυρίως τις τιμές των υπηρεσιών που προτείνονται από τα DPLP, για τις οποίες οι καταγγέλλοντες πιστοποιούν ότι είναι τόσο χαμηλές ώστε αποκλείουν στην πράξη κάθε απόπειρα ανταγωνισμού.

(6)

Σχετικά με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απέρριψαν την καταγγελία, εφόσον η προκαταρκτική εξέταση επέτρεψε να διαπιστωθεί η έλλειψη υπεραντιστάθμισης των πρόσθετων καθαρών δαπανών που προκύπτουν από την εν λόγω δημόσια υπηρεσία. Πάντως, τον Μάιο του 2009, οι καταγγέλλοντες αμφισβήτησαν αυτή την προκαταρκτική θέση, υπέβαλαν συμπληρωματικές πληροφορίες και ζήτησαν από την Επιτροπή να προβεί σε διεξοδική έρευνα.

1.3.   ΤΕΤΑΡΤΗ «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ» (2005-2010)

(7)

Η εξέταση της καταγγελίας σχετικά με την αντιστάθμιση που χορηγήθηκε για τη διανομή τύπου επέτρεψε στην Επιτροπή να ανακαλύψει ότι το 2005 είχε συνάψει με τα DPLP μία «διαχειριστική σύμβαση», μη κοινοποιηθείσα, που προέβλεπε την καταβολή αντιστάθμισης για υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή κίνησε αυτεπαγγέλτως (9) τη διαδικασία και απηύθυνε αίτηση πληροφοριών στο Βέλγιο τον Απρίλιο του 2007.

(8)

Τον Δεκέμβριο του 2007, οι βελγικές αρχές απάντησαν ότι θεωρούσαν ότι η αντιστάθμιση των ΥΓΟΣ δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση, εφόσον τηρούντο και οι τέσσερις προϋποθέσεις που αναφέρονταν στην υπόθεση Altmark (10). Μεταγενέστερα, κοινοποίησαν πληροφορίες σχετικά με την τέταρτη διαχειριστική σύμβαση και ειδικότερα με το σύστημα αναλυτικής λογιστικής που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης η οποία καταβάλλεται από το κράτος.

(9)

Στη συνέχεια, τα μέτρα που προβλέπονται στην αυτεπάγγελτη διαδικασία, καθώς και οι καταγγελίες, περιλήφθηκαν στην επίσημη διαδικασία εξέτασης C20/09 που κινήθηκε στις 23 Ιουλίου 2009.

1.4.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(10)

Λαμβανομένης υπόψη της ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2003, από το Πρωτοδικείο, και αφού εξέτασε τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τις βελγικές αρχές σχετικά με τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 13 Ιουλίου 2009, να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (11).

(11)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

1.5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(12)

Οι βελγικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 13 Αυγούστου 2009 και τις συμπλήρωσαν με άλλες παρατηρήσεις στις 10 Σεπτεμβρίου 2009, 12 Οκτωβρίου 2009, 23 Απριλίου 2010, 26 Απριλίου 2010, 19 Οκτωβρίου 2010, 19 Νοεμβρίου 2010, 21 Δεκεμβρίου 2010, 18 Ιανουαρίου 2011, 17 Φεβρουαρίου 2011, 2 Μαρτίου 2011, 29 Μαρτίου 2011, 11 Απριλίου 2011, 10 Μαΐου 2011, 27 Μαΐου 2011, 14 Ιουνίου 2011, 10 Αυγούστου 2011, 26 Αυγούστου 2011, 7 Οκτωβρίου 2011, 14 Δεκεμβρίου 2011, 19 Δεκεμβρίου 2011, 20 Δεκεμβρίου 2011 και 26 Δεκεμβρίου 2011. Ανέφεραν ότι άσκησαν αναίρεση στις 22 Απριλίου 2009 κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου της 10ης Φεβρουαρίου 2009 και υπέβαλαν διευκρινίσεις σχετικά με την αντιστάθμιση δημοσίων υπηρεσιών και άλλων μέτρων ad hoc υπέρ των DPLP.

1.6.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΡΙΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ

(13)

Η Deutsche Post AG και η DHL International NV/S.A. υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 28 Αυγούστου 2009.

(14)

Η Vlaamse Federatie van Persverspreiders («εφεξής VFP», η φλαμανδική ομοσπονδία διανομέων τύπου) και η Prodipresse («ένωση επαγγελματικών διανομής τύπου») υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 28 Αυγούστου 2009.

(15)

Η Belgische Distributiedienst B.V.B.A («εφεξής BD», ανταγωνίστρια των DPLP στην αγορά διανομής τύπου) υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 28 Αυγούστου 2009.

(16)

Η Association belge des éditeurs de quotidiens A.S.B.L υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 28 Αυγούστου 2009.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.   ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ DPLP

(17)

Τα Βελγικά Ταχυδρομεία υπάγονταν στο κράτος («Régie des Postes») μέχρι το 1992, αφ’ ότου απετέλεσαν χωριστό νομικό πρόσωπο (αυτόνομη δημόσια επιχείρηση — («entreprise publique autonome»). Το 2000, τα Βελγικά Ταχυδρομεία άλλαξαν νομικό καθεστώς για να καταστούν ανώνυμη εταιρεία δημοσίου δικαίου («société anonyme de droit public»).

(18)

Το 2010, τα DPLP πραγματοποίησαν έσοδα εκμετάλλευσης ύψους 2 318 εκατ. ευρώ και κέρδη εκμετάλλευσης ύψους 319 εκατ. ευρώ. Στα τέλη του 2010, απασχολούσαν 33 616 άτομα. Συγκριτικά, το 2002 απασχολούσαν 42 000 μισθωτούς. Οι δαπάνες προσωπικού αντιπροσωπεύουν το 65 % των συνολικών δαπανών εκμετάλλευσης.

(19)

Μειοψηφική συμμετοχή ύψους 50 % μείον ένα μερίδιο κατέχει ο ιδιώτης επενδυτής CVC Capital Partners. Το βελγικό κράτος είναι πλειοψηφικός μέτοχος.

2.2.   ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΝΛΟΓΩ ΚΡΑΤΙΚΏΝ ΜΕΤΡΩΝ

2.2.1.   Αποστολές δημόσιας υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της περιόδου 1992-2010

(20)

ΤΑ DPLP είχαν αποστολή δημόσιας υπηρεσίας βάσει του ταχυδρομικού νόμου (12) και τεσσάρων διαχειριστικών συμβάσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που συνδέεται με την έρευνα, ήτοι από το 1992 έως το 2010.

2.2.1.1.   Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που καθορίστηκαν στις διαχειριστικές συμβάσεις

(21)

Οι συμβάσεις προβλέπουν κανόνες και λεπτομέρειες εκτέλεσης των καθηκόντων των DPLP στο πλαίσιο της εκτέλεσης των δραστηριοτήτων του δημοσίου συμφέροντος και καθορίζουν την οικονομική παρέμβαση του βελγικού κράτους.

(22)

Από της συστάσεώς τους το 1992, τα DPLP υπέγραψαν με το βελγικό κράτος τέσσερις διαχειριστικές συμβάσεις που καλύπτουν τις ακόλουθες περιόδους (13):

(1)

πρώτη σύμβαση: από 14.9.1992 έως 31.12.1996·

(2)

δεύτερη σύμβαση: από 1.1.1997 έως 23.9.2002·

(3)

τρίτη σύμβαση: από 24.9.2002 έως 23.9.2005·

(4)

τέταρτη σύμβαση: από 24.9.2005 έως 23.9.2010· σύμβαση που παρατάθηκε εν αναμονή της νέας σύμβασης.

(23)

Οι διαχειριστικές συμβάσεις θεσπίζουν κατάλογο αποστολών δημόσιας υπηρεσίας. Οι αποστολές δημόσιας υπηρεσίας που προβλέπονται από το βελγικό κράτος στην ισχύουσα διαχειριστική σύμβαση είναι οι ακόλουθες: (14)

 

Ταχυδρομικές υπηρεσίες

i)

Καθολική ταχυδρομική υπηρεσία

ii)

Διανομή ημερήσιου τύπου

iii)

Διανομή περιοδικών

iv)

Διανομή εκλογικών εντύπων

v)

Ειδικά τιμολόγια για ενώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα

vi)

Ταχυδρομικές αποστολές επιστολών που υπόκεινται σε καθεστώς ταχυδρομικής ατέλειας (βασιλική αλληλογραφία και άλλη ειδική αλληλογραφία)

vii)

Διεθνείς ταχυδρομικές υπηρεσίες

viii)

Διεθνής ταχυδρομική μεταφορά δεμάτων

 

Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες

ix)

Αποδοχή καταθέσεων σε μετρητά σε τρεχούμενο ταχυδρομικό λογαριασμό

x)

Έκδοση ταχυδρομικών ενταλμάτων

xi)

Πληρωμή κατ’ οίκον συντάξεων ή επιδομάτων γήρατος, επιζώντων και αναπηρίας

xii)

Πληρωμή εξόδων παράστασης στο πλαίσιο εκλογών

xiii)

Λογιστική καταχώρηση πόρων και προστίμων οδικής κυκλοφορίας

xiv)

Υπηρεσίες που αφορούν άδειες αλιείας

 

Πώληση γραμματοσήμων

xv)

Πώληση γραμματοσήμων

 

Άλλες δημόσιες υπηρεσίες

xvi)

Κοινωνικός ρόλος του ταχυδρόμου

xvii)

Κατάλληλη ενημέρωση του κοινού

xviii)

Εκτύπωση και παράδοση ηλεκτρονικών μηνυμάτων

xix)

Υπηρεσίες πιστοποίησης μηνυμάτων

xx)

Παροχή υπηρεσιών στους ορκωτούς λογιστές

xxi)

Διάθεση χαρτοσήμων και ανάλογων αξιών

xxii)

Συνεργασία στη διανομή εκλογικού υλικού

2.2.2.   Εξέταση κρατικών μέτρων στο πλαίσιο της έρευνας

(24)

Από το 1992 έως το 2010, τα DPLP έλαβαν κρατική στήριξη με τη μορφή ποικίλων μέτρων:

(1)

ανάληψη του κόστους των συντάξεων: μετά τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που πραγματοποιήθηκε το 1997, το κράτος αποδέσμευσε τα DPLP από τις συνταξιοδοτικές τους δεσμεύσεις, ποσού ύψους 3,8 δισεκατ. ευρώ·

(2)

ετήσια αντιστάθμιση των δαπανών εκτέλεσης υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας (15), για συνολικό ποσό ύψους 5,2 δισεκατ. ευρώ για την περίοδο 1992-2010·

(3)

εισφορές κεφαλαίων: δύο το 1997 (62 εκατ. ευρώ), μία το 2003 (297,5 εκατ. ευρώ) και μία το 2006 (40 εκατ. ευρώ)·

(4)

φορολογικές απαλλαγές: απαλλαγή από το φόρο εταιρειών, τον φόρο ακινήτων και από άλλους έμμεσους και τοπικούς φόρους·

(5)

μεταβίβαση ακινήτων: το 1992, 63 ακίνητα, αξίας ύψους 112,2 εκατ. ευρώ μεταβιβάστηκαν στα DPLΡ·

(6)

εγγύηση που χορηγήθηκε από το κράτος το 2004, έναντι προμήθειας εγγύησης 0,25 %, για δάνειο ύψους 100 εκατ. ευρώ.

2.2.2.1.   Ανάληψη του κόστους των συντάξεων

(25)

Το 1992, η «Régie des Postes» μετατράπηκε με νόμο σε αυτόνομη δημόσια επιχείρησης (EPA), καλούμενη «De Post-La Poste». Τα DPLP, ως διάδοχος της «Régie des Postes», απέκτησε τα περιουσιακά στοιχεία και το προσωπικό αυτής της τελευταίας. Η αλλαγή αυτή προκάλεσε σημαντική ανατροπή στο επιχειρησιακό μοντέλο:

(1)

αντίθετα από τη «Régie des Postes», που η διαχείρισή ήταν υπό την ευθύνη και με την καθοδήγηση του αρμόδιου υπουργού, τα DPLP διαχειριζόταν στο εξής το διοικητικό τους συμβούλιο και η επιτροπή διαχείρισης, ενώ η κυβέρνηση δεν διατηρούσε παρά εξουσία εποπτείας για την επιβολή του νόμου και της διαχειριστικής σύμβασης (16)·

(2)

Τα DPLP ήταν, καταρχήν, υπεύθυνα για την οικονομική ισορροπία τους, ενώ ο ετήσιος προϋπολογισμός της «Régie des Postes» μέχρι τότε καταρτιζόταν από τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος τον υπέβαλε προς έγκριση στο Κοινοβούλιο, στο παράρτημα του προϋπολογισμού του δικού του υπουργείου.

(26)

Έτσι, το 1992, τα DPLP ανέλαβαν 43 747 υπαλλήλους, καθώς και τη νομική προστασία τους στον τομέα της ασφάλειας της θέσης εργασίας, των συντάξεων και των αποδοχών (άρθρο 33 του νόμου της 21ης Μαρτίου 1991).

(27)

Το 2008, τα DPLP απασχολούσαν ακόμη περίπου 23 500 μονίμους υπαλλήλους (το καθεστώς των οποίων ήταν αντίστοιχο με εκείνο των δημοσίων υπαλλήλων), που αντιπροσώπευαν περίπου τα 2/3 του συνόλου του προσωπικού τους, όπως αναφέρεται παρακάτω.

Πίνακας 1

Καθεστώτα απασχόλησης των DPLP

Image 1

Πηγή: Βελγικές αρχές

ΙΠΑ 2008 (1)

Αριθμός απασχολούμενων 2008

Περιγραφή του καθεστώτος απασχόλησης

Μόνιμοι υπάλληλοι

20 895

67 %

23 538

67 %

Προσωπικό που ασχολείται βάσει κανόνων που απορρέουν από κανονιστικές πράξεις για τους δημόσιους υπαλλήλους (εφεξής αναφορά του γαλλικού όρου "statut") και διέπεται από το διοικητικό δίκαιο

Συμβασιούχοι

10 095 (2)

33 %

11 349

33 %

Προσωπικό που ασχολείται βάσει συμβάσεων εργασίας και διέπεται από το γενικό εργατικό δίκαιο

Σύνολο

30 990

34 887

(1) Όπως αναγράφεται στην έκθεση κοινωνικής πρόνοιας 2008 (ΙΠΑ: ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης)

(2) […] (επαγγελματικό απόρρητο)

(28)

Στο διάστημα μεταξύ 1972 και 1996, οι συντάξεις καταβλήθηκαν δυνάμει ενός διανεμητικού συστήματος. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, τα DPLP επέστρεφαν στο κράτος το ποσό των συντάξεων που καταβλήθηκαν από αυτά στους συνταξιοδοτημένους υπαλλήλους (17) για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχαν σωρευθεί από το 1972, έτος κατά το οποίο τα Βελγικά Ταχυδρομεία κατέστησαν οικονομική οντότητα χωριστής λογιστικής εντός του κράτους («Régie des Postes»).

(29)

Δεν είχε γίνει καμία αλλαγή στο σύστημα χρηματοδότησης των συντάξεων μέχρι τη μεταρρύθμιση των συντάξεων του 1997. Η εν λόγω μεταρρύθμιση συνίσταται στην ευθυγράμμιση του συστήματος συντάξεων του πρώτου πυλώνα που εφαρμόζεται στο μόνιμο προσωπικό των DPLP με εκείνο του ιδιωτικού τομέα: από το 1997, τα DLPL όφειλαν να καταβάλουν στον εθνικό οργανισμό κοινωνικών ασφαλίσεων (ONSS) συνεισφορά για τις συντάξεις σε ποσοστό 8,86 % των μισθών.

(30)

Παράλληλα, το κράτος δέχτηκε να αναλάβει τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που σώρευσαν τα DPLP, ύψους 3,8 δισεκατ. ευρώ.

2.2.2.2.   Ετήσια αντιστάθμιση του κόστους εκτέλεσης των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας

(31)

Κάθε σύμβαση προέβλεπε την καταβολή ετήσιας αντιστάθμισης από το κράτος για την εκτέλεση των καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας που καθορίστηκαν στην εν λόγω σύμβαση.

(32)

Στις τρεις πρώτες συμβάσεις, η αντιστάθμιση καθορίστηκε βάσει της πραγματικής διαφοράς μεταξύ των δαπανών και των εσόδων των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας. Η τέταρτη διαχειριστική σύμβαση προβλέπει την καταβολή στην επιχείρηση μιας καθορισμένης αμοιβής που υπολογίζεται βάσει της αναμενόμενης διαφοράς μεταξύ των δαπανών που καλύπτουν τα DPLP και των εσόδων που προέρχονται από τους χρήστες των δημοσίων υπηρεσιών. Ωστόσο, η αντιστάθμιση υπόκειται σε ανώτατο όριο που καθορίζεται στις διαχειριστικές συμβάσεις (18).

(33)

Οι δημόσιες υπηρεσίες για τις οποίες τα DPLP εξουσιοδοτούνται να λαμβάνουν αποζημίωση του κράτους, σύμφωνα με την ισχύουσα διαχειριστική σύμβαση (19), είναι οι ακόλουθες:

 

Ταχυδρομικές υπηρεσίες

ii)

Διανομή ημερήσιου τύπου

iii)

Διανομή περιοδικών

iv)

Διανομή εκλογικών εντύπων

v)

Ειδικά τιμολόγια για ενώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα

vi)

Ταχυδρομικές αποστολές επιστολών που υπόκεινται σε καθεστώς ταχυδρομικής ατέλειας (βασιλική αλληλογραφία και άλλη ειδική αλληλογραφία)

 

Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

ix)

Αποδοχή καταθέσεων σε μετρητά σε τρεχούμενο ταχυδρομικό λογαριασμό

x)

Έκδοση ταχυδρομικών ενταλμάτων

xi)

Πληρωμή κατ’ οίκον συντάξεων ή επιδομάτων γήρατος, επιζώντων και αναπηρίας

xiii)

Λογιστική καταχώρηση πόρων και προστίμων οδικής κυκλοφορίας

xiv)

Υπηρεσίες που αφορούν άδειες αλιείας

 

Πώληση γραμματοσήμων

xv)

Πώληση γραμματοσήμων

 

Άλλες δημόσιες υπηρεσίες

xvi)

Κοινωνικός ρόλος του ταχυδρόμου

xx)

Παροχή υπηρεσιών στους ορκωτούς λογιστές

xxi)

Διάθεση χαρτοσήμων και ανάλογων αξιών

Η διανομή του τύπου αποτελεί χωριστή αποστολή καθολικής υπηρεσίας

(34)

Πρέπει να σημειωθεί ότι η καθολική ταχυδρομική υπηρεσία δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντιστάθμιση, σύμφωνα με τις τρεις τελευταίες διαχειριστικές συμβάσεις (20). Παρότι η διανομή του τύπου μπορεί γενικά να ενταχθεί στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας, σύμφωνα με την οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών (21), οι ειδικές αποστολές (διανομή εφημερίδων και περιοδικών) που οδηγούν σε αντιστάθμιση δυνάμει των διαχειριστικών συμβάσεων καθορίστηκαν από τις βελγικές αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια που τις διακρίνουν από την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία. Τα κριτήρια αυτά είναι: 1) οι στόχοι της αποστολής, που υπερβαίνουν τους στόχους της καθολικής υπηρεσίας, 2) οι ειδικοί όροι που προβλέπονται στις εν λόγω συμβάσεις και 3) οι ειδικές διατάξεις στον τομέα της τιμολόγησης, που διαφέρουν από εκείνες οι οποίες εφαρμόζονται για την τιμολόγηση της καθολικής υπηρεσίας.

(35)

Στόχοι της αποστολής: οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διασφαλιστεί η ευρεία διανομή γραπτού τύπου για το σύνολο της επικράτειας του Βελγίου, ώστε να αυξηθεί το επίπεδο ενημέρωσης και η πολυμορφία των απόψεων και να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή του κοινού στην πολιτική συζήτηση.

(36)

Η σύμβαση καθορίζει ειδικούς όρους εκμετάλλευσης: Η ειδική υπηρεσία διανομής του τύπου, που επιβάλλεται στα DPLP και οδηγεί σε αντιστάθμιση, υπερβαίνει την κλασική υπηρεσία διανομής που περιλαμβάνεται στην καθολική υπηρεσία. Υπόκειται σε μια σειρά αυστηρών όρων για τα σχέδια ποιότητας και τα αποτελέσματα, που αφορούν την ώρα της διανομής (για παράδειγμα, διανομή πριν από τις 7:30 π.μ.), τη συχνότητα, τις επιλογές διανομής για τους εκδότες, την ευελιξία που παρέχεται στους εκδότες όσον αφορά τον όγκο, καθώς και τη συνεχή παροχή υπηρεσιών (περιλαμβανομένου ενός αυστηρού ορισμού των περιπτώσεων ανωτέρας βίας).

(37)

Ειδική τιμολόγηση: Τα τιμολόγια της αποστολής διανομής τύπου που οδηγούν σε αντιστάθμιση καθορίζονται στο πλαίσιο τριμερών διαπραγματεύσεων (βελγικό κράτος/DPLP/τομέας του τύπου) και δεν είναι απαραίτητο να εγκριθούν από την κανονιστική αρχή, αντίθετα από ό,τι ισχύει στις τιμολογήσεις της καθολικής δημόσιας υπηρεσίας. Ενώ τα τιμολόγια της καθολικής δημόσιας υπηρεσίας βασίζονται στις δαπάνες, τα τιμολόγια της ειδικής αποστολής διανομής τύπου που συνδέονται με αντιστάθμιση είναι σημαντικά χαμηλότερα, κατά τρόπο ώστε να καταστεί δυνατή η επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

Ποσό της αντιστάθμισης που καταβλήθηκε για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας

(38)

Οι δημόσιες υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη (33) μπορούν να λάβουν αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που όντως καταβάλλονται για κάθε οικονομικό έτος είναι οι ακόλουθες:

Πρώτη διαχειριστική σύμβαση

Έτος

Ποσό (σε EUR)

1992 (*1)

91 720 000

1993

351 327 000

1994

322 138 000

1995

368 308 000

1996

314 205 000

Δεύτερη διαχειριστική σύμβαση

Έτος

Ποσό (σε EUR)

1997

208 934 000

1998

228 629 000

1999

213 788 000

2000

216 282 000

2001

224 269 000

2002

194 559 000

Τρίτη διαχειριστική σύμβαση

Έτος

Ποσό (σε EUR)

2003

175 554 000

2004

247 606 000

2005

254 825 000

Τέταρτη διαχειριστική σύμβαση

Έτος

Ποσό (σε EUR)

2006

299 729 000

2007

306 396 000

2008

315 683 000

2009

321 244 000

2010

325 735 000

2.2.2.3.   Εισφορές κεφαλαίων:

(39)

Εισφορές κεφαλαίων το 1997: Τα DPLP έλαβαν δύο εισφορές κεφαλαίων, μη κοινοποιηθεισών, για συνολικό ποσό ύψους 62 εκατ. ευρώ. Οι βελγικές αρχές επεσήμαναν ωστόσο στη συνέχεια, ότι οι πόροι αυτοί αποτελούσαν στην πραγματικότητα αναβληθείσες αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που δεν είχαν καταβληθεί εγκαίρως στα DPLP.

(40)

Εισφορές κεφαλαίων το 2003: οι βελγικές αρχές προέβησαν σε μία εισφορά κεφαλαίου υπέρ των DPLP, ύψους 297,5 εκατ. ευρώ. Ισχυρίζονται ότι η εν λόγω εισφορά πραγματοποιήθηκε με όρους αποδεκτούς για έναν ιδιώτη επενδυτή που δραστηριοποιείται σε συνήθεις συνθήκες οικονομίας της αγοράς· ως εκ τούτου, σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, η εισφορά αυτή δεν θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(41)

Εισφορές κεφαλαίων το 2006: οι βελγικές αρχές προέβησαν σε νέα εισφορά κεφαλαίου ύψους 40 εκατ. ευρώ. Ισχυρίζονται ότι η εν λόγω εισφορά ήταν σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, εφόσον πραγματοποιήθηκε με τους ίδιους όρους οι οποίοι εφαρμόζονται στους ιδιώτες επενδυτές (pari passu).

2.2.2.4.   Φορολογικές απαλλαγές:

(42)

Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2005, χορηγήθηκε στα DPLP απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών.

(43)

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας, έτυχαν απαλλαγής του φόρου ακίνητης περιουσίας για τα κτίρια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της εκτέλεσης δημοσίων υπηρεσιών, που αντιπροσωπεύει πλεονέκτημα ύψους […] (*2) σε […] ευρώ ετησίως. Εάν ο φόρος αυτός είχε καταβληθεί, το κόστος των προϊόντων (δημόσιας υπηρεσίας και εμπορικών προϊόντων) που παράγονται στα κτίρια αυτά θα ήταν αναλογικά υψηλότερο.

(44)

Τα DPLP τυγχάνουν επίσης απαλλαγής από άλλους έμμεσους και δημοτικούς φόρους. Οι βελγικές αρχές δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν την ακριβή αξία του πλεονεκτήματος αυτού, αλλά αναφέρουν ότι το εν λόγω μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων de minimis.

(45)

Οι φορολογικές απαλλαγές είναι προγενέστερες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚ του 1958 και διατηρήθηκαν χωρίς σημαντικές τροποποιήσεις. Ενώ έληξε η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών στις 31 Δεκεμβρίου 2005, τα δύο τελευταία μέτρα εξακολουθούν να παραμένουν σε ισχύ.

2.2.2.5.   Μεταβίβαση ακινήτων

(46)

Το 1992, το βελγικό κράτος μεταβίβασε στα DPLP 63 ακίνητα, χωρίς αντιπαροχή (22). Ο εν λόγω φορέας τα χρησιμοποιούσε ήδη, έστω και αν από νομική άποψη ανήκαν στο κράτος. Η συνολική αξία των εν λόγω αγαθών ανερχόταν σε 112,2 εκατ. ευρώ (23). Τα ακίνητα αυτά ήταν χωριστά από τα αρχικά στοιχεία ενεργητικού, στα οποία προστέθηκαν, που είχαν διαχωριστεί από αγαθά που ανήκαν στο κράτος όταν τα Βελγικά Ταχυδρομεία κατέστησαν κρατικός οργανισμός («Régie des Postes») με χωριστή νομική προσωπικότητα το 1971. Η «Régie des Postes» κατείχε ήδη νομίμως τα στοιχεία ενεργητικού που είχαν εγγραφεί στον ισολογισμό της. Τα πρόσθετα αυτά ακίνητα που μεταβιβάστηκαν το 1992 επρόκειτο, αντίθετα, να αντισταθμίσουν την επιβάρυνση για τις συντάξεις, που εξακολουθούσε να παραμένει σε βάρος των DPLP, κατά τη στιγμή που ο εν λόγω φορέας από κρατικός οργανισμός κατέστη αυτόνομη δημόσια επιχείρηση.

(47)

Οι βελγικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι η μεταβίβαση αυτών των ακινήτων εντασσόταν αποκλειστικά στο πλαίσιο μιας εσωτερικής αναδιοργάνωσης αγαθών που ανήκουν στο κράτος και δεν αποτελούσε πλεονέκτημα. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, τα ακίνητα αυτά είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από τα Βελγικά Ταχυδρομεία προτού αυτά μετατραπούν σε DPLP το 1992 (και κατά συνέπεια είχαν χρησιμοποιηθεί από τη «Régie des Postes»).

2.2.2.6.   Κρατική εγγύηση

(48)

Δόθηκε η δυνατότητα στα DPLP να ζητήσουν κρατική εγγύηση για τον δανεισμό, με προμήθεια εγγύησης ύψους 0,25 %.

(49)

Κατά την περίοδο που καλύπτει η έρευνα, η εν λόγω εγγύηση χρησιμοποιήθηκε μία μόνο φορά, για δάνειο ύψους 100 εκατ. ευρώ που συνάφθηκε με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Η συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ των DPLP και της ΕΤΕπ στις 22 Δεκεμβρίου 2004 επέτρεψε στα DPLP να χρησιμοποιήσουν την πιστωτική διευκόλυνση της ΕΤΕπ μέχρι τις 10 Ιουνίου 2008. Χρησιμοποιώντας τη διευκόλυνση αυτή, τα DPLP ζήτησαν ποσό ύψους 100 εκατ. ευρώ στις 8 Νοεμβρίου 2007, το οποίο πράγματι έλαβαν στις 5 Δεκεμβρίου 2007. Τα DPLP δεσμεύτηκε να εξοφλήσουν το δάνειο σε 11 ίσες ετήσιες δόσεις, ύψους περίπου 9,09 εκατ. ευρώ. Η πρώτη δόση πρέπει να καταβληθεί στις 5 Δεκεμβρίου 2012 και η τελευταία στις 5 Δεκεμβρίου 2022. Οι τόκοι καταβάλλονται ανά τρίμηνο (5 Δεκεμβρίου, 5 Μαρτίου, 5 Σεπτεμβρίου). Το επιτόκιο καθορίζεται βάσει του επιτοκίου Euribor, προθεσμίας τριών μηνών, μείον 37 μονάδες βάσης.

3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟ 2009

(50)

Βάσει της απόφασης Altmark (24), η Επιτροπή έκρινε ότι οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που καταβλήθηκαν από το 1992, καθώς και οι φορολογικές απαλλαγές, οι εισφορές κεφαλαίων, η κρατική εγγύηση και η μεταβίβαση ακινήτων που αναφέρονται παραπάνω, ενδέχεται να αποτελούσαν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(51)

Οι κρατικές ενισχύσεις που συνίστανται σε αντισταθμίσεις του κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας μπορούν να κηρυχθούν συμβιβάσιμες βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, εφόσον είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εν λόγω υπηρεσιών και δεν επηρεάζουν την ανάπτυξη των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(52)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας του 2009, η Επιτροπή διερωτήθηκε σχετικά με την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα των μέτρων ενίσχυσης που χορηγήθηκαν στα DPLP για την εκτέλεση των καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας.

(53)

Όσον αφορά τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης δυνάμει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή έκρινε ότι το σύνολο των εσόδων και εξόδων που συνδέονται με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, εξασφαλίζοντας την απουσία υπεραντιστάθμισης για τις αποστολές δημόσιας υπηρεσίας. Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, πρέπει να ελεγχθεί η ευστάθεια της λογιστικής μεθόδου που εφαρμόστηκε για τον καθορισμό των δαπανών που συνδέονται με τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, καθώς και να ληφθεί υπόψη το σύνολο του καθαρού κόστους της δημόσιας υπηρεσίας και των πρόσθετων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν υπό οποιαδήποτε μορφή.

(54)

Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των συντάξεων των μονίμων υπαλλήλων από το κράτος, η Επιτροπή διερωτάται σε ποιο βαθμό το να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους στον τομέα των συντάξεων, έθετε τα DPLP σε συγκρίσιμη κατάσταση με εκείνη των ανταγωνιστών τους όσον αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.

(55)

Σύμφωνα με την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή στην απόφασή της σχετικά με τη δημόσια χρηματοδότηση του κόστους των συντάξεων των υπαλλήλων των γαλλικών Ταχυδρομείων (25), έπρεπε να εξεταστεί εάν το εν λόγω μέτρο ενίσχυσης συμβιβάζεται με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ και για το σκοπό αυτό, να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης που κατέβαλαν τα DPLP αφού προηγουμένως είχαν απαλλαγεί των υποχρεώσεων αυτών, ήταν συγκρίσιμες με εκείνες που επιβαρύνουν τους ανταγωνιστές τους.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

4.1.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ VFP ΚΑΙ PRODIPRESSE

(56)

Στις 28 Αυγούστου 2009, η VFP και η Prodipresse υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με το σύστημα διανομής του τύπου που εφαρμόστηκε από τα DPLP.

(57)

Σύμφωνα με την καταγγελία που είχαν υποβάλει νωρίτερα, η VFP και η Prodipresse υπογράμμισαν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού λόγω των χαμηλών τιμών που εφάρμοσαν τα DPLP για τη διανομή του τύπου, αποτρέποντας οποιοδήποτε ανταγωνισμό εκ μέρους άλλων επιχειρηματιών στην αγορά.

(58)

Ανέφεραν ότι οι τιμές που εφαρμόστηκαν από τα DPLP είχαν καθοριστεί στο πλαίσιο τριμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ των DPLP, των εκδοτών και του κράτους. Οι απώλειες που υπέστησαν τα DPLP εξαιτίας αυτών των χαμηλότερων τιμών στην αγορά, κατά τη γνώμη τους, αντισταθμίστηκαν από το κράτος στο πλαίσιο της αντιστάθμισης των ΥΓΟΣ. Εάν τα DPLP είναι ο άμεσος αποδέκτης της ενίσχυσης αυτής, οι εκδότες εφημερίδων επωφελήθηκαν επίσης από την ενίσχυση, με έμμεσο τρόπο.

(59)

Η VFP και η Prodipresse θεωρούν ότι τα DPLP θα μπορούσαν να τύχουν υπεραντιστάθμισης για το σύστημα διανομής του τύπου, την οποία θα χρησιμοποιούσαν για τη χρηματοδότηση των λοιπών δραστηριοτήτων τους.

4.2.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΕΛΓΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΚΔΟΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

(60)

Στις 28 Αυγούστου 2009, η βελγική ένωση εκδοτών εφημερίδων υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Με την ευκαιρία αυτή, υπογράμμισε τη σημασία, από άποψη δημοκρατικότητας και ισότητας, ενός αποτελεσματικού συστήματος διανομής εφημερίδων για το σύνολο της βελγικής επικράτειας, σε ενιαίες και λογικές τιμές που επιτρέπουν στους συνδρομητές των ημερήσιων εφημερίδων να τις παραλαμβάνουν νωρίς το πρωί.

4.3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ DEUTSCHE POST AG ΚΑΙ ΤΗΣ DHL INTERNATIONAL

(61)

Στις 28 Αυγούστου 2009, η Deutsche Post AG και η DHL International υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους. Επέμειναν στην ανάγκη να εξεταστεί η ανάληψη των υποχρεώσεων των DPLP στον τομέα των συντάξεων, και ιδίως να εξασφαλιστεί η συμβατότητα του εν λόγω μέτρου με την προηγούμενη πρακτική, να ελεγχθεί η συμβατότητα των εισφορών κεφαλαίων με την αγορά, να επαληθευτεί η συμβατότητα της κατανομής του κόστους με την απόφαση Chronopost και, τέλος, να εξεταστεί η μεταβίβαση ακινήτων.

4.4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ BELGISCHE DISTRIBUTIEDIENST NV/BELGIQUE DIFFUSION SA

(62)

Στις 28 Αυγούστου 2009, η Belgische Distributiedienst NV/Belgique Diffusion SA («BD»), που ανήκει στον όμιλο TNT, υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Η BD είναι ανταγωνίστρια των DPLP και ιδίως της θυγατρικής τους, Deltamedia, που διανέμει τον τύπο, ασκώντας δραστηριότητα στην αγορά διανομής των ημερήσιων εφημερίδων και περιοδικών. Σύμφωνα με την καταγγελία που είχε προηγηθεί, η BD υπογράμμισε ότι τα DPLP εφάρμοζαν τιμές χαμηλότερες του κόστους όσον αφορά τη διανομή των ημερήσιων εφημερίδων. Σύμφωνα με την BD, οι απώλειες που υπέστησαν τα DPLP χρηματοδοτήθηκαν από τις δημόσιες επιδοτήσεις. Οι χαμηλές τιμές θα καθιστούσαν δύσκολο οποιονδήποτε ανταγωνισμό απέναντι στα DPLP.

(63)

Σύμφωνα με την BD, τα DPLP παραβίασαν την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (26), καθώς και το άρθρο 7 της οδηγίας 97/67/ΕΚ. Η BD διερωτήθηκε επίσης σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, καθώς και το συμβιβάσιμο της αντιστάθμισης του κόστους που συνδέεται με τις ΥΓΟΣ, σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(64)

Διερωτάται εάν η διανομή των ημερήσιων εφημερίδων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ΥΓΟΣ, δεδομένου ότι, στα περισσότερα κράτη μέλη, η δραστηριότητα αυτή είναι ανοικτή στον ανταγωνισμό, χωρίς εμπλοκή του ταχυδρομικού φορέα.

(65)

Η BD διερωτάται επίσης εάν μια επιδότηση που προορίζεται αποκλειστικά για τον ταχυδρομικό φορέα, συνιστά το καταλληλότερο μέσο για τη στήριξη της διανομής των ημερήσιων εφημερίδων, σε αντίθεση με τη βοήθεια στους εκδότες που θα μπορούσαν να προμηθευτούν τις υπηρεσίες διανομής από την ελεύθερη αγορά, πράγμα που θα επέτρεπε σε διαφορετικούς παρόχους να ανταγωνίζονται μεταξύ τους.

(66)

Η BD προβληματίζεται σχετικά με την ανάγκη των δαπανών, ακόμα και αν η αποστολή διανομής των ημερήσιων εφημερίδων που ανατέθηκε στα DPLP έπρεπε να εγκριθεί. Κατά την άποψή της, τα DPLP καλύπτουν πολύ υψηλότερες δαπάνες από εκείνες των λοιπών φορέων, πράγμα που αυξάνει το αναγκαίο επίπεδο επιδοτήσεων. Υπό την έννοια αυτή, οι επιδοτήσεις δεν είναι ούτε αναλογικές ούτε αιτιολογούνται.

(67)

Τέλος, η BD θεωρεί ότι οι δαπάνες των DPLP που καλύπτονται από το κράτος θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν επενδυτικές δαπάνες που δεν είναι αναγκαίες για την παροχή της ΥΓΟΣ, δεδομένου ότι τα DPLP θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιήσει τις υποδομές που συγκροτήθηκαν για άλλες υπηρεσίες. Οι εκστρατείες προώθησης εμπορικών προϊόντων θα μπορούσαν επίσης να χρηματοδοτούνται μέσω της δημόσιας επιδότησης.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

5.1.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

(68)

Οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με την προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην υπόθεση Combus (27), η ανάληψη υποχρέωσης καταβολής συντάξεων δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι ελαφρύνει τα Βελγικά Ταχυδρομεία από αφύσικη επιβάρυνση και όχι μία συνήθη επιβάρυνση του προϋπολογισμού μιας επιχείρησης.

(69)

Μια τέτοια αφύσικη επιβάρυνση θα συνεπαγόταν υψηλότερο μισθολογικό κόστος για το μόνιμο προσωπικό και έλλειψη ευελιξίας σε επιχειρησιακό επίπεδο που θα απέτρεπε τα DPLP να μειώσουν στον επιθυμητό βαθμό τον αριθμό των μονίμων υπαλλήλων του προσωπικού τους.

(70)

Οι βελγικές αρχές ορίζουν τρεις αιτίες ανεπαρκούς ευελιξίας:

(1)

την ασφάλεια απασχόλησης των μονίμων υπαλλήλων·

(2)

την απουσία εσωτερικής κινητικότητας·

(3)

την έλλειψη πρόσβασης σε προσωρινή ανεργία.

(71)

Ασφάλεια απασχόλησης των μονίμων υπαλλήλων: Τα DPLP ισχυρίζονται ότι το μόνιμο προσωπικό τους έχει de facto δεσμευτεί για αόριστο χρόνο. Τα DPLP δεν είναι σε θέση να θέσουν τέλος στις συμβάσεις του μονίμου προσωπικού τους, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ή ανεπαρκείς επιδόσεις. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία απόλυσης υπόκειται σε ιδιαίτερα επαχθείς απαιτήσεις.

(72)

Εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας («Conseil d’État» — βελγικό διοικητικό δικαστήριο αρμόδιο για τους μονίμους υπαλλήλους, ενώ οι επί συμβάσει υπάλληλοι εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εργατοδικείων), έτεινε στο να ευνοήσει το μόνιμο προσωπικό, καθορίζοντας ένα αυστηρό πρότυπο για τον καθορισμό του «βάσιμου λόγου». Απορρέει ότι τα DPLP δεν είναι σε θέση να απολύσουν το μόνιμο προσωπικό τους, είτε ατομικά είτε συλλογικά, για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους.

(73)

Κατά συνέπεια, η καταγγελία μιας σύμβασης εργασίας δεν αποτελεί διαχειριστικό εργαλείο που να επιτρέπει αναπροσαρμογή της σύνθεσης του προσωπικού σε συνάρτηση με τις επιχειρησιακές ανάγκες προσωπικού. Επίσης, η αδυναμία απολύσεων για λόγους οικονομικούς περιορίζει αισθητά τα μέσα που διαθέτουν τα DPLP για την επίλυση προβλημάτων, όπως η ανεπαρκής κινητικότητα ή οι υψηλότεροι μισθοί και τα πλεονεκτήματα του μονίμου προσωπικού σε σχέση με εκείνα που επικρατούν στην αγορά. Επιπλέον, το μόνιμο προσωπικό δεν δικαιούται να ζητήσει αυτόματη μετακίνηση προς τη δημόσια διοίκηση και ούτε τα DPLP έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν μια τέτοια μετακίνηση.

(74)

Αυτό σημαίνει ότι η μείωση του μονίμου προσωπικού περιορίζεται κυρίως σε εθελούσια αποχώρηση, πολύ περιορισμένη και στις «φυσικές» αποχωρήσεις.

(75)

Απουσία εσωτερικής κινητικότητας: πέρα από την ανικανότητα των DPLP να μειώσουν το μόνιμο προσωπικό στους τομείς όπου η ζήτηση υπηρεσιών μειώθηκε, οι δυνατότητες που διαθέτουν για την αναδιάταξη του μόνιμου προσωπικού στο πλαίσιο της οργάνωσής τους, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών τους, υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς.

(76)

Στοιχεία όπως η γλωσσική ομάδα, τα προσόντα, η αρχαιότητα και η λειτουργική ταξινόμηση καθιστούν τα DPLP σε μεγάλο βαθμό ανίκανα για την αναδιάταξη του προσωπικού τους, το οποίο απασχολείται σε τομείς όπου οι ανάγκες σε προσωπικό μειώνονται, π.χ. λόγω της μείωσης του παραδοσιακού ταχυδρομείου προς όφελος τομέων όπου υπάρχουν ελλείψεις προσωπικού, ιδίως λόγω του γεγονότος των συνταξιοδοτήσεων ή της αύξησης της ζήτησης.

(77)

Με άλλα λόγια, λόγω των δυσκαμψιών του «κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης», τα DPLP είναι σε μεγάλο βαθμό ανίκανα να προβούν σε αναδιάταξη του μονίμου προσωπικού σε συνάρτηση με τις ανάγκες τους ή να εξισορροπήσουν το επίπεδο μεταξύ των τομέων δραστηριότητας με πλεονάζον προσωπικό και εκείνων με έλλειψη προσωπικού. Παραδόξως, για να ανταποκριθούν στις διαπιστωθείσες ανάγκες στους τομείς με έλλειψη προσωπικού, τα DPLP πρέπει να προσλάβουν έκτακτους ή συμβασιούχους υπαλλήλους, διατηρώντας συγχρόνως το πλεονασματικό μόνιμο προσωπικό στους τομείς με πλεονάζον προσωπικό.

(78)

Έλλειψη πρόσβασης σε προσωρινή ανεργία: επιπλέον, τα DPLP δεν δύνανται να θέσουν το μόνιμο προσωπικό τους σε προσωρινή ανεργία («οικονομική ανεργία»), όπως μπορούν να το πράξουν οι επιχειρηματίες του ιδιωτικού τομέα σε περίπτωση έλλειψης αντικειμένου εργασίας.

(79)

Υψηλότερο μισθολογικό κόστος: όταν η «Régie des Postes» κατέστη αυτόνομη δημόσια επιχείρηση το 1992 και μετονομάστηκε σε DPLP, το μόνιμο προσωπικό είχε μισθούς και πλεονεκτήματα σαφώς ανώτερα του επί συμβάσει προσωπικού του ιδιωτικού τομέα. Από το 1992, οι αυτόματες αυξήσεις μισθών που συνδέονται με την αρχαιότητα και η σημαντική διαπραγματευτική ισχύς των συνδικαλιστικών οργανώσεων συνέβαλαν στη διατήρηση των μισθών και των πλεονεκτημάτων σε αυτά τα συγκριτικά υψηλότερα επίπεδα.

(80)

Εξάλλου, το μόνιμο προσωπικό, πέρα από τους υψηλότερους μισθούς και τα πλεονεκτήματα σε σχέση με τους συμβασιούχους, επωφελείται από επιπλέον 4 έως 11 αμειβόμενες ημέρες άδειας (28), πράγμα που αυξάνει τις δαπάνες που βαρύνουν τα DPLP. Τα στοιχεία αυτά που χαρακτηρίζουν το μόνιμο προσωπικό δυσχέραναν τη διατήρηση εκ μέρους των DPLP του κόστους μονάδας του μόνιμου προσωπικού, το οποίο είναι αισθητά ανώτερο από εκείνο των συμβασιούχων υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα.

(81)

Από την επανένταξη του μόνιμου προσωπικού της «Régie des Postes» το 1992, οι διευθύνοντες τα DPLP αναγνώρισαν ότι το προσωπικό αυτό, με το υψηλότερο μισθολογικό κόστος και τις επιχειρησιακές δυσκαμψίες, αποτελούσε διαρθρωτικό μειονέκτημα που ήταν όλο και πιο δύσκολο να διαχειριστούν, σε συνάρτηση με την πρόοδο της απελευθέρωσης της ταχυδρομικής αγοράς. Κατά συνέπεια, τα DPLP έπαυσαν να προσλαμβάνουν μόνιμο προσωπικό το 1998. Οι συνήθεις αποχωρήσεις που ουσιαστικά συνίστανται σε συνταξιοδοτήσεις οδήγησαν σε μείωση του προσωπικού, σε απόλυτους αριθμούς, το οποίο έφτασε σε 23 538 εργαζομένους το 2008.

(82)

Επειδή η μείωση του μόνιμου προσωπικού εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το ποσοστό των «φυσικών» αποχωρήσεων στο πλαίσιο της πυραμίδας των ηλικιών, η πρόοδος ήταν αργή και κατά πάσα πιθανότητα θα έπρεπε να διατηρηθεί μέχρι το 2030, ήτοι πολύ μετά την πλήρη απελευθέρωση της ταχυδρομικής αγοράς, όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί.

Πίνακας 2

Εξέλιξη των μονίμων υπαλλήλων των DPLP

Image 2

Πηγή: Βελγικές αρχές

Ιστορικός και προβλεπόμενος αριθμός μονίμων υπαλλήλων

Τα DPLP σταμάτησαν να προσλαμβάνουν μονίμους υπαλλήλους το 1998

Ιστορικός αριθμός απασχολούμενων

Προβλεπόμενος αριθμός απασχολούμενων (1)

43 747

41 982

39 572

35 305

27 705

23 538

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

1992

1995

1997

2000

05

08

10

15

20

25

2030

(1) […]

(83)

Συνεπώς, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι το μόνιμο προσωπικό των DPLP αποτελεί σοβαρό μειονέκτημα σε επιχειρησιακό επίπεδο και από πλευράς κόστους έναντι των ιδιωτών επενδυτών και ότι το κράτος ελάφρυνε τα DPLP από αφύσικη επιβάρυνση την οποία δεν φέρουν οι ανταγωνιστές τους.

(84)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, το μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, και η γραμμή που ακολουθείται από την Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, σύμφωνα με προηγούμενες υποθέσεις που αφορούν συνταξιοδοτικά καθεστώτα [EDF (29), La Poste (Γαλλία) (30), Royal Mail (31)], κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση των DPLP.

(85)

Ωστόσο, οι βελγικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι η ενδεχόμενη εφαρμογή μιας τέτοιας μεθόδου στα DPLP οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μερίδιο των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης, ως ποσοστό του μισθολογικού κόστους που επιβαρύνει τα DPLP ισοδυναμεί με εκείνο των ανταγωνιστών του.

5.2.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

(86)

Οι βελγικές αρχές ανακοίνωσαν τα λογιστικά στοιχεία των DPLP και εξέθεσαν τις αρχές αναλυτικής λογιστικής (32) που εφαρμόζονται από τα DPLP.

(87)

Καταρχάς ισχυρίζονται ότι η αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας που καταβάλλεται ετησίως δεν συνιστά ενίσχυση, εφόσον είναι σύμφωνη με τη νομολογία Altmark.

(88)

Στη συνέχεια, θεωρούν ότι εάν η αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας συνιστά ενίσχυση, είναι συμβιβάσιμη, δεδομένου ότι δεν συνιστά υπέρμετρη αντιστάθμιση των καθαρών δαπανών που επιβαρύνουν τα DPLP στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας. Οι υπολογισμοί που παρουσιάζονται από τις βελγικές αρχές αποκαλύπτουν, σύμφωνα με τις ίδιες, υποαντιστάθμιση του κόστους που φέρουν τα DPLP.

(89)

Τέλος, οι βελγικές αρχές αναφέρουν ότι ορισμένα από τα μέτρα συνιστούν υφιστάμενη ενίσχυση. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται αναφορά στο τμήμα που εξετάζει υφιστάμενες ενισχύσεις [σκέψεις 6.3.2 και επόμενες].

5.3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

5.3.1.   Εισφορές κεφαλαίων το 1997

(90)

Με επιστολή τους προς την Επιτροπή της 12ης Αυγούστου 2009, οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι πρέπει να θεωρηθούν οι εισφορές κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκαν το 1997, συνολικού ύψους 62 εκατ. ευρώ, ως μεταγενέστερη αντιστάθμιση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

5.3.2.   Εισφορές κεφαλαίων το 2003 και το 2006

(91)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, οι αυξήσεις κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν το 2003 και το 2006 βασίζονταν αμφότερες σε ένα στρατηγικό σχέδιο (33), του οποίου ο απώτατος στόχος ήταν να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η αποδοτικότητα της επιχείρησης στο πλαίσιο της σταδιακής απελευθέρωσης της αγοράς των ταχυδρομείων.

(92)

Το στρατηγικό αυτό σχέδιο αποσκοπούσε στην επίτευξη δύο βασικών στόχων:

(1)

βελτίωση της παραγωγικότητας για να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα και η αποδοτικότητα σε περιβάλλον πιο ελεύθερης αγοράς·

(2)

εξέλιξη των DPLP προς μια λογική αγοράς, με άνοιγμα του κεφαλαίου της στους ιδιώτες επενδυτές, δηλαδή την επίτευξη και διατήρηση της απόδοσης στο απαιτούμενο για την προσέγγιση ιδιωτών επενδυτών επίπεδο και απελευθερώνοντας δυναμικό της επιχείρησης σε ό,τι αφορά την αποδοτικότητα.

(93)

Εισφορές κεφαλαίων το 2003: Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, η αύξηση κεφαλαίου το 2003 στόχευε στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των DPLP όσον αφορά τις σημαντικές χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει, ενόψει ιδίως της κατασκευής τεσσάρων νέων κέντρων διαλογής και του εκσυγχρονισμού ενός υπάρχοντος κέντρου, της βελτιστοποίησης των διαδρομών διανομής αλληλογραφίας και του αυτοματισμού.

(94)

Επιπλέον, οι βελγικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι τα κεφάλαια που εισέρευσαν κάλυπταν επίσης τις δαπάνες προσωπικού που προκύπτουν από τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων που συνδέεται με ένα σύστημα πρόωρης συνταξιοδότησης, τη μείωση του χρόνου εργασίας και την αύξηση των νέων μελών του προσωπικού.

(95)

Τα μέτρα αυτά είχαν προσφέρει εύλογη βεβαιότητα όσον αφορά την αύξηση της αποδοτικότητας για την περίοδο 2003-2007, ανταποκρινόμενα στις προσδοκίες των ιδιωτών επενδυτών. Έτσι, το βελγικό κράτος, ως μοναδικός μέτοχος των DPLP το 2003, είχε γνώμονα τις προοπτικές αποδοτικότητας, σε μία λογική που σεβόταν πλήρως την αρχή του ιδιώτη επενδυτή που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς, όταν αποφάσισε να πραγματοποιήσει επένδυση κεφαλαίων.

(96)

Εξάλλου, στις 5 Αυγούστου 2009, οι βελγικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι οι προβλέψεις αποδοτικότητας έδειχναν ότι η εισφορά κεφαλαίων πραγματοποιήθηκε υπό όρους οι οποίοι συνάδουν προς την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, δεδομένου ότι η αναμενόμενη απόδοση υπερέβαινε την απαιτούμενη από ιδιώτη επενδυτή. Οι προβλέψεις αυτές δεν ήταν αβάσιμες, εφόσον η πραγματική αποδοτικότητα που σημειώθηκε από το 2003 έως το 2008 ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αποδοτικότητα.

(97)

Οι βελγικές αρχές διευκρίνισαν ότι η εισφορά κεφαλαίου το 2003 και η ακύρωση των απαιτήσεων του δημοσίου στους λογαριασμούς των DPLP το 2005 δεν συνδέονταν καθόλου. Η ακύρωση αυτή, που πραγματοποιήθηκε σε άλλη χρονική στιγμή, συνιστούσε συνήθη λογιστική πράξη, δεδομένου ότι το κράτος είχε διευκρινίσει σαφώς ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν θα καταβάλλονταν στα DPLP. Τα τελικά ποσά που ακυρώθηκαν στο πλαίσιο της εξυγίανσης του ισολογισμού το 2005 διέφεραν των ποσών της εισφοράς κεφαλαίων το 2003 και των ζημιών που σωρεύθηκαν στο τέλος του έτους 2002.

(98)

Εισφορές κεφαλαίων το 2006: οι βελγικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι η εν λόγω εισφορά κεφαλαίων ήταν σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, εφόσον πραγματοποιήθηκε επί ίσοις όροις (pari passu) με εκείνους που εφαρμόζονται σε ιδιώτη επενδυτή, ήτοι την Post Invest Europe SA που επένδυσε 300 εκατ. ευρώ. Νέες μετοχές αναλήφθηκαν από το κράτος και τον ιδιώτη επενδυτή, πράγμα που επέτρεψε στον νέο επενδυτή να εξασφαλίσει το 50 % των μετοχών μείον μία μετοχή, ενώ το κράτος διατήρησε το 50 % των μετοχών συν μία μετοχή (34).

(99)

Για τον υπολογισμό της τιμής των νέων μετοχών, η τράπεζα επενδύσεων στην οποία απευθύνθηκαν οι βελγικές αρχές έκρινε ότι η συνολική αξία των DPLP κυμαινόταν μεταξύ […] και […] ευρώ. Το κράτος επέλεξε τελικά το ποσό […] ευρώ για το σύνολο της επιχείρησης πριν από τις εισφορές κεφαλαίων. Οι βελγικές αρχές αναγνωρίζουν ότι τα μεταγενέστερα αποτελέσματα των DPLP υπερέβησαν τις υποθέσεις που διατυπώθηκαν κατά την εκτίμηση.

(100)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, η υλοποίηση του σχεδίου είχε επιτρέψει να καταστούν τα DPLP ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς οργανισμούς της Ευρώπης. Τα DPLP θα είχαν πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα (35) και την ποιότητα, διατηρώντας παράλληλα ένα εύλογο επίπεδο τιμών που χρεώνονται στους πελάτες.

5.4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ

Απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών

(101)

Στη δήλωσή τους της 12ης Αυγούστου 2009, οι βελγικές αρχές παραδέχτηκαν ότι τα DPLP δεν είχαν υπαχθεί στο καθεστώς του φόρου εταιρειών αλλά του φόρου εισοδήματος (ήτοι, φορολόγηση νομικών προσώπων) μέχρι την 27η Δεκεμβρίου 2005. Ωστόσο, ισχυρίζονται ότι κατά την περίοδο 2003-2005, τα DPLP δεν υπάχθηκε σε αυτό το φορολογικό καθεστώς: πράγματι, εάν είχε υπαχθεί στο φόρο εταιρειών, θα είχε επίσης την ευχέρεια να μεταφέρει τις ζημίες που σημειώθηκαν κατά το παρελθόν και δεν θα όφειλε καταβολή φόρου εταιρειών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

(102)

Ισχυρίζονται επιπλέον ότι τα DPLP χρειάστηκε να καταβάλουν τους φόρους εισοδήματος, ύψους 2 εκατ. ευρώ κατά την περίοδο 2003-2005.

(103)

Από το οικονομικό έτος 2006, ο DLPL χρειάστηκε να καταβάλουν φόρο εταιρειών χωρίς να είναι σε θέση να μεταφέρουν τις προγενέστερες ζημίες τους. Οι βελγικές αρχές αξιολογούν τη «θυσιασθείσα» πίστωση φόρου κατά την ημερομηνία αυτή σε 51,87 εκατ. ευρώ.

(104)

Συμπεραίνουν λοιπόν ότι τα DPLP δεν αποκόμισαν καθαρό κέρδος από την απαλλαγή από το φόρο εταιρειών πριν από το 2006.

Απαλλαγή από το φόρο ακίνητης περιουσίας

(105)

Οι βελγικές αρχές διευκρινίζουν ότι τα DPLP επωφελούνται απαλλαγής από τον έγγειο φόρο εισοδήματος από ακίνητα που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος.

(106)

Εκτίμησαν το καθαρό όφελος των DPLP, που κατά την άποψή τους δεν αντιπροσωπεύει παρά μικρό μόνο μέρος του πρόσθετου κόστους το οποίο επωμίζονται, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση να διατηρήσουν ένα ταχυδρομικό δίκτυο που χαρακτηρίζεται από εδαφική πυκνότητα αυστηρά καθορισμένη, υποχρέωση η οποία δεν υπόκειται σε καμία άλλη αποζημίωση.

Απαλλαγές από άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις

(107)

Οι βελγικές αρχές εξηγούν ότι τα DPLP επωφελούνται από ορισμένες απαλλαγές έμμεσων φόρων και φόρων τοπικής αυτοδιοίκησης. Ισχυρίζονται ότι οι απαλλαγές αυτές έχουν καθαρή επίπτωση de minimis.

5.5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

(108)

Στη δήλωσή τους της 12ης Αυγούστου 2009, οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι ορισμένα ακίνητα είχαν μεταβιβαστεί στα DPLP κατά τη στιγμή της μετατροπής τους σε αυτόνομη δημόσια επιχείρηση. Τα εν λόγω κτίρια χρησιμοποιούνταν ήδη από τα DPLP από το 1971 και ήταν απαραίτητα για την εκτέλεση της αποστολής της ταχυδρομικής υπηρεσίας.

(109)

Οι βελγικές αρχές ισχυρίζονται ότι η μεταβίβαση αυτών των ακινήτων δεν προσέφερε κανένα πλεονέκτημα στα DPLP, εφόσον τα χρησιμοποιούσαν ήδη στο πλαίσιο της αποστολής τους δημόσιας υπηρεσίας. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, επρόκειτο για αναδιοργάνωση δημόσιων αγαθών.

5.6.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΔΑΝΕΙΩΝ

(110)

Στη δήλωσή τους της 12ης Αυγούστου 2009, οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι τα DPLP δεν απολαύουν αυτομάτως κρατικής εγγύησης για τα δάνειά τους. Εάν τα DPLP έπρεπε να ζητήσουν μια τέτοια εγγύηση, θα έπρεπε να λάβουν έγκριση των βελγικών αρχών και να καταβάλουν ετήσια προμήθεια εγγύησης ύψους 0,25 % στο δημόσιο.

(111)

Κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, τα DPLP δεν χρησιμοποίησαν παρά μία μόνο φορά την κρατική εγγύηση.

(112)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η προμήθεια εγγύησης ύψους 0,25 % είναι κατάλληλη σε σχέση με την οικονομική κατάσταση των DPLP και την περιορισμένη πιθανότητα μη επιστροφής εκ μέρους των DPLP. Θεωρούν εξάλλου ότι οι τιμές της αγοράς για αντίστοιχο δάνειο, ελλείψει κρατικής εγγύησης, θα ήταν έως 40 μονάδες βάσης υψηλότερες.

5.7.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΕΒΑΛΑΝ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

(113)

Στη δήλωσή τους της 12ης Οκτωβρίου 2009, οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι μόνον οι δηλώσεις των BD και FVP/Prodipresse περιέχουν καθοριστικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά αφορούν κυρίως την προηγμένη διανομή εφημερίδων και περιοδικών.

Παρατηρήσεις σχετικά με την κατανομή της διανομής εντύπων

(114)

Οι βελγικές αρχές ισχυρίζονται ότι, σε αντίθεση με αυτό που υπογραμμίζει η BD, η ανάθεση της παροχής μη αποκλειστικών ταχυδρομικών υπηρεσιών (όπως η διανομή του τύπου) δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κανονιστικής ρύθμισης της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις [οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36)].

(115)

Εξάλλου, ισχυρίζονται ότι η διανομή των εφημερίδων και περιοδικών, που αποτελεί υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, δεν παραβιάζει τις διατάξεις της Ένωσης για την απελευθέρωση της ταχυδρομικής αγοράς.

(116)

Οι βελγικές αρχές αναφέρουν επίσης ότι η ανάθεση αυτή δεν συνεπάγεται λήψη αυθαίρετων αποφάσεων. Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, τα DPLP είναι η μόνη επιχείρηση που μπορεί να εκτελεί τους όρους και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον παρέχοντα υπηρεσίες αυτού του είδους.

Απουσία υπεραντιστάθμισης για τη διανομή του τύπου

(117)

Οι βελγικές αρχές ισχυρίζονται ότι, αντίθετα απ’ ό,τι ισχυρίζεται η BD, τα DPLP δεν επωφελήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 2002-2008 από υπεραντιστάθμιση των δαπανών που συνδέονται με την εκτέλεση της υπηρεσίας τους διανομής εφημερίδων και περιοδικών.

(118)

Οι εν λόγω αρχές δεν συμμερίζονται τη γνώμη της FVP/Prodipresse σύμφωνα με την οποία τα DPLP έχουν διογκώσει τις επενδύσεις τους και τις επιπλέον δαπάνες που συνδέονται με την επέκταση της εθνικής κάλυψης που πέρασε από 82 σε 100 %. Επειδή το 18 % αφορά κυρίως απομακρυσμένες περιοχές, οι δαπάνες προσωπικού των DPLP αυξήθηκαν κατά μη αναλογικό τρόπο και τα DPLP έπρεπε να αποκτήσουν οχήματα μεταφοράς για μεγάλες αποστάσεις, που χαρακτηρίζονται από υψηλό κόστος απόσβεσης.

(119)

Τέλος, οι βελγικές αρχές ισχυρίζονται ότι οι δαπάνες διαφημιστικής εκστρατείας δεν λήφθηκαν υπόψη κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης που έλαβε από το κράτος για την προηγμένη διανομή του τύπου.

Σχέση κόστους και αποδοτικότητας

(120)

Η BD αναφέρει ότι τα DPLP προφανώς δεν έχουν αποδοτικότητα σε συνάρτηση με το κόστος. Οι βελγικές αρχές αμφισβητούν το επιχείρημα αυτό, τονίζοντας ότι δεν λαμβάνεται πλήρως υπόψη το πρόσθετο υψηλό κόστος που συνδέεται με την προηγμένη διανομή του τύπου και ότι παραβλέπονται οι σημαντικές προσπάθειες που καταβάλλονται από τα DPLP για τον έλεγχο των δαπανών τους και την αύξηση της παραγωγικότητάς τους.

Deltamedia

(121)

Σύμφωνα με την BD, το κόστος της Deltamedia είναι χαμηλότερο από εκείνο των DPLP. Η κατάσταση αυτή, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, οφείλεται στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

η Deltamedia δεν προτείνει εθνική κάλυψη·

β)

η Deltamedia συνεργάζεται με ανεξάρτητους διανομείς·

γ)

η υπηρεσία που παρέχει η Deltamedia είναι απλοποιημένη, δεδομένου ότι συνεργάζεται με περιορισμένο αριθμό εκδοτών σε έναν και μόνο δημοσιογραφικό όμιλο·

δ)

οι εκδότες παραδίδουν τις εφημερίδες αμέσως μετά την εκτύπωση στα σημεία διανομής.

5.8.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

(122)

Στη δήλωσή τους της 21ης Δεκεμβρίου 2010, οι βελγικές αρχές αναφέρουν ότι ορισμένα από τα μέτρα που καλύπτονται από την έρευνα αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις.

Φορολογικές απαλλαγές

(123)

Πρώτον, οι βελγικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι φορολογικές απαλλαγές που διέθεταν τα DPLP είναι προγενέστερες από την προσχώρηση του Βελγίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συνεπώς, αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις.

Απελευθέρωση της ταχυδρομικής αγοράς

(124)

Δεύτερον, οι βελγικές αρχές ισχυρίζονται ότι η ετήσια επιδότηση που καταβάλλεται στα DPLP ξεκίνησε πριν από το 1999, ήτοι πριν από την απελευθέρωση της ταχυδρομικής αγοράς και κατά συνέπεια αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση. Ομοίως, οι εισφορές κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκαν πριν από το 1999 δεν θα πρέπει, εφόσον συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, να θεωρούνται υφιστάμενες ενισχύσεις.

Προθεσμία παραγραφής δέκα ετών

(125)

Τρίτον, οι βελγικές αρχές διατείνονται, εξαιτίας της προθεσμίας παραγραφής δέκα ετών, ότι όλα τα μέτρα που έχουν εγκριθεί έως τις 13 Ιουλίου 1999 (δηλαδή δέκα έτη πριν από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση) αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις, δεδομένου ότι η ακύρωση από το Πρωτοδικείο που προηγήθηκε είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ακύρωση του συνόλου των προγενέστερων πράξεων έρευνας της Επιτροπής. Αντίθετα, ισχυρίζονται ότι, εφόσον η Επιτροπή κίνησε την πρώτη πράξη έρευνας τον Δεκέμβριο του 2002, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην έρευνα μέτρα τα οποία τέθηκαν σε εφαρμογή πριν από τον Δεκέμβριο του 1992. Αυτό αφορά τη μεταβίβαση ακινήτων και την πρώτη ετήσια επιδότηση που χορηγήθηκε το 1992.

6.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

6.1.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΩΝ DPLP

(126)

Το άρθρο 14 της οδηγίας 97/67/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών (37) (τρίτη ταχυδρομική οδηγία) απαιτεί από τους φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών να τηρούν ξεχωριστούς λογαριασμούς στα εσωτερικά λογιστικά συστήματά τους, ώστε να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των διάφορων υπηρεσιών και προϊόντων που αποτελούν μέρη της καθολικής υπηρεσίας και εκείνων που δεν αποτελούν μέρη της. Η λογιστική τους πρέπει να επηρεάζει άμεσα τις άμεσες δαπάνες των προϊόντων και να επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τις κοινές δαπάνες και ιδίως να καταλογίσει με τον κατάλληλο τρόπο τις αναγκαίες κοινές δαπάνες για την εξασφάλιση παροχής τόσο καθολικής όσο και μη καθολικής υπηρεσίας. Η αναλυτική λογιστική των DPLP συνίσταται σε μία μέθοδο λογιστικής οργάνωσης κατά δραστηριότητες (CPA), που καταλογίζει το σύνολο των εξόδων λειτουργίας, έως το επίπεδο του αποτελέσματος προ τόκων και φόρων (EBIT), στα διάφορα προϊόντα, σύμφωνα με τη μέθοδο συνολικής κατανομής του κόστους (FDC). Η αναλυτική λογιστική καλύπτει το σύνολο των εξόδων λειτουργίας και τις οργανικές οντότητες των DPLP. Το 2009, τα εμπορικά προϊόντα αντιπροσώπευαν το […]% του κύκλου εργασιών των DPLP, έναντι […]% για τα προϊόντα που συνδέονται με τη δημόσια υπηρεσία.

(127)

Η μέθοδος αναλυτικής λογιστικής περιλαμβάνει τρία επίπεδα: τους πόρους, τις δραστηριότητες και τα προϊόντα. Στοχεύει στον προσδιορισμό του μέρους των δαπανών που συνδέονται με κάθε προϊόν.

(128)

Οι δαπάνες χωρίζονται σε 398 διαφορετικά είδη δαπανών και 3 954 κέντρα ευθύνης. Για λογιστικούς σκοπούς, ομαδοποιήθηκαν σε 34 ομάδες πόρων και 108 ομάδες κωδικών. Υπάρχουν 986 διαφορετικές δραστηριότητες.

(129)

Οι δαπάνες των πόρων καταλογίζονται στις δραστηριότητες ανάλογα με τη φύση τους: οι «άμεσοι πόροι» συνδέονται άμεσα με μια ειδική δραστηριότητα ενώ οι «έμμεσοι πόροι» συμβάλλουν στην επίτευξη πολλών δραστηριοτήτων και θα πρέπει να καταλογίζονται μέσω μεθόδων κατανομής, ανάλογα με το βαθμό χρήσης του εν λόγω πόρου για κάθε δραστηριότητα. Τέλος, η συνολική συμβολή στη δραστηριότητα περιλαμβάνει τα γενικά έξοδα που δεν μπορούν να καταλογισθούν σε ειδικές δραστηριότητες· συνεπώς, τα έξοδα αυτά καταλογίζονται ομοιόμορφα στο σύνολο των προϊόντων, βάσει της προσαυξημένης τιμής κόστους.

(130)

Οι 986 διαφορετικές δραστηριότητες αποτελούν τα συστατικά στοιχεία της αλυσίδας αξίας κάθε προϊόντος. Ένα μέρος του κόστους που συνδέεται με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα επηρεάζει προϊόντα σε συνάρτηση με τη χρήση της εν λόγω δραστηριότητας σε κάθε προϊόν. Το κόστος των μη λειτουργικών δραστηριοτήτων καταρχάς επηρεάζει τις δραστηριότητες εκμετάλλευσης που συνδέονται άμεσα με τα προϊόντα.

(131)

Στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας, οι δαπάνες των δραστηριοτήτων τελικά χρεώνονται για κάθε προϊόν, σύμφωνα με μία μέθοδο κατανομής, συνήθως με βάση τον όγκο. Με άλλα λόγια, όλα τα προϊόντα που χρησιμοποιούν μια δραστηριότητα καταγράφονται λογιστικά με μέρος του κόστους της δραστηριότητας αυτής, που αναλογεί στον όγκο της χρήσης της.

(132)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η μέθοδος αναλυτικής λογιστικής που εφαρμόζεται σήμερα από τα DPLP είναι ικανοποιητική, δεδομένου ότι επηρεάζει σε επαρκές επίπεδο και με ορθό τρόπο όλες τις δαπάνες. Πάντως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα DPLP ανέπτυξαν τη μέθοδο αυτή σταδιακά· μπορεί λοιπόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα λογιστικά δεδομένα που χρονολογούνται από την έναρξη της περιόδου που καλύπτει η έρευνα, ακόμη και αν συνολικά είναι αξιόπιστα, δεν είναι τόσο εμπεριστατωμένα όσο τα δεδομένα του σημερινού λογιστικού συστήματος.

Αναδρομική τροποποίηση της αναλυτικής λογιστικής

(133)

Τον Μάρτιο 2011, οι βελγικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή μια αναδρομική τροποποίηση της μεθόδου αναλυτικής λογιστικής των DPLP, ενόψει μιας διαφορετικής κατανομής ορισμένων δαπανών μεταξύ των εμπορικών δραστηριοτήτων και των δραστηριοτήτων δημόσιας υπηρεσίας. Η προβλεπόμενη από τις βελγικές αρχές τροποποίηση αφορά το τελευταίο στάδιο κατανομής των δαπανών, όταν τα προϊόντα καταγράφονται λογιστικά μαζί με τις δαπάνες, ανάλογα με τον όγκο χρήσης για κάθε δραστηριότητα.

(134)

Η τροποποίηση αλλάζει τη μέθοδο κατανομής των εξόδων εκμετάλλευσης την οποία εφάρμοζαν μέχρι τώρα τα DPLP. Μετά από την τροποποίηση αυτή, ορισμένες δαπάνες που σχετίζονται με εμπορικά προϊόντα θα περνούσαν στη σφαίρα των δημοσίων υπηρεσιών, πράγμα που θα διεύρυνε τη βάση των δαπανών των δημοσίων υπηρεσιών. Λόγω του γεγονότος αυτού, οι δημόσιες υπηρεσίες θα κάλυπταν ετησίων δαπάνες ύψους […] ευρώ που αυτή τη στιγμή συνδέονται με εμπορικά προϊόντα. Οι άλλες πτυχές της μεθόδου αναλυτικής λογιστικής παραμένουν αμετάβλητες.

(135)

Οι βελγικές αρχές αναφέρουν ότι λόγω της φύσης τους, οι δαπάνες ορισμένων δραστηριοτήτων καθορίζονται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, σε συνάρτηση με τις ανάγκες δημόσιας υπηρεσίας. Με άλλα λόγια, το κόστος των δραστηριοτήτων αυτών που χρησιμοποιούνται για παροχή δημοσίων υπηρεσιών θα παρέμενε αμετάβλητο ακόμη και αν κανένα εμπορικό προϊόν δεν χρησιμοποιούσε τις εν λόγω δραστηριότητες. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα εμπορικό προϊόν δεν προκάλεσε την εν λόγω δραστηριότητα, το προϊόν δεν θα πρέπει να απορροφήσει το κόστος εκμετάλλευσης που συνδέεται με την εν λόγω δραστηριότητα, ακόμα και αν τη χρησιμοποιεί.

(136)

Μολονότι οι βελγικές αρχές ισχυρίζονται ότι η αναθεωρηθείσα μεθοδολογία είναι συμβατή με την οδηγία 97/67/ΕΚ, η απόφαση Chronopost (38) και το κοινοτικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για παροχή δημόσιας υπηρεσίας (39) (εφεξής «το πλαίσιο για τις ΥΓΟΣ»), δεδομένου ότι επηρεάζει στα προϊόντα τα άμεσα αποδόσιμα έξοδα και ένα μέρος των κοινών εξόδων και αντικατοπτρίζει καλύτερα τις πραγματικές δαπάνες που συνδέονται με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι η νέα αυτή επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή για λόγους τυπικούς, οικονομικούς και νομικούς.

(137)

Από τυπική άποψη, η προτεινόμενη μέθοδος δεν χρησιμοποιείται στην πράξη στο πλαίσιο της εσωτερικής λογιστικής των DPLP, αλλά συνίσταται κυρίως σε μία τροποποίηση εκ των υστέρων παλαιότερων δεδομένων. Η αναθεωρημένη μέθοδος δεν έλαβε έγκριση της ρυθμιστικής αρχής ως βάση τιμολόγησης και ούτε χρησιμοποιείται από το κράτος για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης των ΥΓΟΣ. Η αναθεωρημένη μέθοδος φαίνεται λοιπόν να αποτελεί μια θεωρητική παρουσίαση που εκπονήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας για τις κρατικές ενισχύσεις. Από οικονομική άποψη, δεν μπορεί να υποτεθεί, όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής εσωτερικής μεταβίβασης, ότι τα εμπορικά προϊόντα δεν θα έπρεπε να επιβαρύνονται με τμήμα του κόστους των πόρων που χρησιμοποιούν (σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, για παράδειγμα, τα εμπορικά προϊόντα δεν θα συνέβαλαν στην κάλυψη των δαπανών της διανομής από τους ταχυδρόμους, έστω και εάν αυτοί οι τελευταίοι διανέμουν επίσης εμπορικά προϊόντα). Τέλος, με νομικούς όρους, μία τέτοια τροποποίηση δεν φαίνεται να συνάδει με το άρθρο 14 παράγραφος 3 σημείο β) στοιχείο iv) της οδηγίας 97/67/ΕΚ, στην απόφαση Chronopost (40) και με το πλαίσιο για τις ΥΓΟΣ του 2005 (41), που όλα αυτά απαιτούν τα κοινά στοιχεία κόστους να καταλογίζονται με τον τρόπο που αντιστοιχεί στις εμπορικές δραστηριότητες.

(138)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν θα βασίσει την εκτίμησή της στους τροποποιημένους λογαριασμούς, αλλά στα επικυρωμένα δεδομένα αναλυτικής λογιστικής, σύμφωνα με την οδηγία 97/67/ΕΚ, από το βελγικό ινστιτούτο ταχυδρομικών υπηρεσιών και τηλεπικοινωνιών (το IBPT, που αποτελεί την αρμόδια βελγική κανονιστική αρχή για τον τομέα των ταχυδρομείων (42), που έχουν κοινοποιηθεί προηγουμένως και που βασίζονται στη μέθοδο αναλυτικής λογιστικής που εφαρμόζεται επίσημα από τα DPLP.

6.2.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

6.2.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(139)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι συνθήκες ορίζουν άλλως».

(140)

Ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι τέσσερις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

να προσφέρει πλεονέκτημα στο δικαιούχο·

ii)

να νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων·

iii)

να χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους·

iv)

να δύναται να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

6.2.1.1.   Πλεονέκτημα και επιλεκτικότητα

(141)

Βάσει της προσέγγισης που υιοθετήθηκε στην απόφαση Combus (43), οι βελγικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι δεσμεύσεις σε θέματα συντάξεων συνιστούσαν αντικανονική επιβάρυνση την οποία δεν όφειλαν να χρηματοδοτήσουν οι ανταγωνιστές και ως εκ τούτου, ότι η ανάληψη από το κράτος δεν συνιστά ενίσχυση.

(142)

Προβάλλουν κυρίως το επιχείρημα ότι, λόγω της έλλειψης ευελιξίας που χαρακτηρίζει το καθεστώς του μονίμου προσωπικού, δεν ήταν δυνατόν για τα DPLP να μειώσει το ποσοστό που αντιπροσωπεύει αυτή η κατηγορία προσωπικού, παρόλο που είναι πολύ πιο επαχθής από το υποθετικό προσωπικό που αποτελείται από εργαζομένους με λιγότερο ευνοϊκές συμβάσεις.

(143)

Πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί ότι εν γένει η απόφαση Combus δεν έχει επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο. Αντίθετα, η νομολογία του Δικαστηρίου αντικρούει την υπόθεση σύμφωνα με την οποία η αντιστάθμιση ενός διαρθρωτικού μειονεκτήματος θα απέκλειε κάθε χαρακτηρισμό ως ενισχύσεως. Επομένως, απορρέει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη ενίσχυσης πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τις επιπτώσεις και όχι τις αιτίες ή τους στόχους της κρατικής παρέμβασης (44). Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της ενίσχυσης καλύπτει τα πλεονεκτήματα που παρέχουν οι δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης (45).

(144)

Εξάλλου, το Δικαστήριο ανέφερε ότι οι δαπάνες που σχετίζονται με τις αμοιβές των εργαζομένων βαρύνουν, εκ της φύσεώς τους, τον προϋπολογισμό των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το εάν αυτές οι δαπάνες απορρέουν ή όχι από νόμιμες υποχρεώσεις ή από συλλογικές συμβάσεις (46). Ως προς αυτό, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως το γεγονός ότι τα κρατικά μέτρα στοχεύουν στην αντιστάθμιση των πρόσθετων δαπανών δεν μπορεί να τα απαλλάξει από το χαρακτήρα ενίσχυσης (47).

(145)

Επιπλέον, μπορεί να σημειωθεί ότι το ανταγωνιστικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν η Combus ήταν διαφορετικό από εκείνο των DPLP. Η Combus έπρεπε να διεξάγει τις δραστηριότητές της στον τομέα των μεταφορών επί εμπορικής βάσης και να λειτουργεί στην αγορά σε συνθήκες ανταγωνισμού παρόμοιες με αυτές των ιδιωτικών εταιρειών λεωφορείων. Μετά από διαδικασία υποβολής προσφορών, οι οργανισμοί δημόσιων συγκοινωνιών εκχωρούν τις δραστηριότητές τους στον τομέα των μεταφορών με λεωφορεία σε ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τους κανόνες για την ανάθεση συμβάσεων, οι συμβάσεις ανατίθενται στην «πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά», ανεξάρτητα από το αν ο υποψήφιος αποτελεί δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αξιολόγησης, τα DPLP είχαν μια ευρέως μονοπωλιακή θέση όπου οι οικονομικές πιέσεις ασκούνταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Επιπλέον, αντίθετα με την υπόθεση Combus, το Βέλγιο δεν έχει, στην περίπτωση αυτή, εγκρίνει καμία νομοθετική διάταξη με σκοπό την κατάργηση ή την προσαρμογή του ειδικού εργασιακού καθεστώτος που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους των DPLP ή του τρόπου που αποκτούν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα.

(146)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι πραγματικές διαφορές μεταξύ της υπόθεσης Combus και της επίμαχης υπόθεσης δικαιολογούν διαφορετικό συμπέρασμα στην παρούσα υπόθεση.

(147)

Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να καθοριστεί εάν τα μέτρα αυτά παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στα DPLP, εφόσον τους επιτρέπουν την αποφυγή δαπανών που θα έπρεπε κανονικά να επιβαρύνουν τους οικονομικούς τους πόρους και κατά τον τρόπο αυτό απέτρεψαν τις δυνάμεις της αγοράς να παράγουν τα συνήθη αποτελέσματά τους. Μία ενίσχυση συνίσταται στην ελάφρυνση των δαπανών που βαρύνουν υπό κανονικές συνθήκες τον προϋπολογισμό των επιχειρήσεων, λαμβανομένης υπόψη της φύσης ή της οικονομίας του υπό εξέταση συστήματος δαπανών. Αντίστροφα, θα μπορούσε να ορισθεί η έννοια της «ειδικής δαπάνης», η οποία θα συνίστατο σε μία συμπληρωματική επιβάρυνση σε σχέση με τις συνήθεις επιβαρύνσεις. Η άρση μιας τέτοιας ειδικής δαπάνης δυνάμει μιας νομοθετικής διάταξης δεν θα παρείχε πλεονέκτημα στον δικαιούχο και, ως εκ τούτου, δεν θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(148)

Με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά την ανάλυση της επιλεκτικότητας που συνεπάγεται σύγκριση με ένα πλαίσιο αναφοράς για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης ή μη συμμόρφωσης με τη «φύση και την οικονομία του συστήματος» ειδικής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, σε κανονική κατάσταση της αγοράς από διαρθρωτική άποψη, ο χαρακτηρισμός της «κανονικής» ή «ειδικής» δαπάνης συνεπάγεται τον καθορισμό ενός πλαισίου αναφοράς ή σύγκρισης, με στόχο τον εντοπισμό των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση από νομικής και πραγματικής απόψεως, συγκρίσιμη όσον αφορά τον στόχο που επιδιώκουν τα υπό εξέταση μέτρα.

(149)

Ωστόσο, δεν φαίνεται δυνατό να καθοριστεί ένα εξωγενές πλαίσιο αναφοράς το οποίο να επιτρέπει τον προσδιορισμό μιας «συνήθους» συνεισφοράς που θα επωμίζονται επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε νομική και πραγματική κατάσταση συγκρίσιμη με αυτή των DPLP, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο στόχο του επίμαχου μέτρου. Ειδικότερα, οι ανταγωνιστές των DPLP είναι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου που δραστηριοποιούνται σε ανταγωνιστικές αγορές, ενώ τα DPLP επωφελήθηκαν από νόμιμο μονοπώλιο κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται η αξιολόγηση, πριν από την πλήρη απελευθέρωση το 2011.

(150)

Κατά συνέπεια, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει την κατάσταση των DPLP και να συγκρίνει τις κοινωνικές εισφορές πριν και μετά την ανάληψη του κόστους των συντάξεων.

(151)

Από το νόμο της 6ης Ιουλίου 1971 και έως τη μεταρρύθμιση των συντάξεων του 1997, τα DPLP επιβαρύνθηκαν με το σύνολο του κόστους συνταξιοδότησης και κοινωνικών επιβαρύνσεων των υπαλλήλων τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες αυτές αποτελούν μέρος των συνήθων δαπανών που τα DPLP θα έπρεπε να χρηματοδοτήσουν από ιδίους πόρους, λαμβάνοντας υπόψη τη νομική και πραγματική θέση τους στην ταχυδρομική αγορά του Βελγίου.

(152)

Όπως η ανάληψη του κόστους των συντάξεων που πραγματοποιήθηκε το 1997 και που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας επέτρεψε στα DPLP να μην επιβαρυνθούν με δαπάνες τις οποίες κανονικά όφειλαν να χρηματοδοτήσουν από ιδίους πόρους, τα υπό εξέταση μέτρα παρέχουν στον φορέα πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(153)

Το εν λόγω πλεονέκτημα είναι επιλεκτικό, εφόσον αφορά μόνον τα DPLP.

6.2.1.2.   Κρατικοί πόροι

(154)

Η ανάληψη του κόστους των συντάξεων χρηματοδοτήθηκε από το κράτος, το οποίο ανέλαβε τις ευθύνες των DPLP όσον αφορά τις συντάξεις.

(155)

Δεδομένου ότι το κράτος καταβάλλει απευθείας τις συντάξεις στο αποχωρήσαν προσωπικό των DPLP από ίδιο προϋπολογισμό, χρησιμοποιεί σαφώς κρατικούς πόρους.

6.2.1.3.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών

(156)

Τα μέτρα που παρουσιάζονται ανωτέρω μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, δεδομένου ότι τα DPLP δραστηριοποιούνται σε ανοιχτές στον ανταγωνισμό αγορές, όπως οι υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων, που χαρακτηρίζονται από σημαντικές διασυνοριακές συναλλαγές. Στην αγορά των δεμάτων, αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό από επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη, όπως οι UPS, FedEx ή επίσης η TNT Express. Τα DPLP ασκούν επίσης δραστηριότητες στην αγορά διανομής τύπου, στην οποία δραστηριοποιούνται ή μπορούν να δραστηριοποιηθούν επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών. Τα DPLP δεν είχαν ποτέ αποκλειστικότητα για τη διανομή δεμάτων, εφόσον και άλλες επιχειρήσεις πρότειναν ορισμένες υπηρεσίες διανομής δεμάτων (48) ή άλλες ειδικές ταχυδρομικές υπηρεσίες ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (49). Επίσης, τα DPLP είναι παρόντα στην αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ταχυδρομικοί τρεχούμενοι λογαριασμοί, λογαριασμοί ταμιευτηρίου και υπηρεσίες πληρωμών), όπου αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό φορέων οι οποίοι προτείνουν χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όπως των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών φορέων. Οι τρεχούμενοι λογαριασμοί και οι λογαριασμοί ταχυδρομικού ταμιευτηρίου που χρησιμοποιούνται για σκοπούς τόσο πληρωμής όσο και αποταμίευσης, ανταγωνίζονται τους τραπεζικούς τρεχούμενους λογαριασμούς και λογαριασμούς αποταμίευσης. Ο τραπεζικός τομέας είχε ήδη ανοίξει στον ανταγωνισμό πριν από το 1992 και χαρακτηριζόταν από εκτεταμένες συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Τράπεζες διαφόρων κρατών μελών είναι εγκατεστημένες στο Βέλγιο πριν από το 1992: την εποχή εκείνη, πράγματι, υπήρχαν πάνω από 70 αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο έδαφός του (50).

(157)

Βάσει των ανωτέρω, είναι σαφές ότι οποιοδήποτε κρατικό μέτρο το οποίο παραχωρεί στα DPLP οικονομικό πλεονέκτημα ενδέχεται να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(158)

Για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 157, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάληψη του κόστους των συντάξεων συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

6.2.2.   Αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της ανάληψης του κόστους των συντάξεων με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

(159)

Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης των συντάξεων του 1997, η επιστροφή στο κράτος εκ μέρους των DPLP του καθαρού ετήσιου συνταξιοδοτικού κόστους παραχώρησε τη θέση της σε μία εξοφλητικού χαρακτήρα συνεισφορά που εναρμόνιζε τις δαπάνες των συντάξεων που επιβαρύνουν τα DPLP με τις αντίστοιχες των ανταγωνιστών τους. Ελλείψει της μεταρρύθμισης αυτής, το επίπεδο του κόστους των συντάξεων θα συνέχιζε να αυξάνεται αισθητά κατά τα επόμενα έτη, ιδίως λόγω της επιδείνωσης του δείκτη μεταξύ ενεργών υπαλλήλων (εισφέροντες) και μη ενεργών υπαλλήλων (δικαιούχοι) κατόπιν της αποφάσεως των DPLP να μην προσλάβουν πλέον μονίμους υπαλλήλους.

(160)

Δεδομένου ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 και στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) της ΣΛΕΕ προφανώς δεν εφαρμόζονται και ότι το Βέλγιο δεν επικαλέστηκε το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με τη συμβατότητα της ανάληψης του κόστους των συντάξεων υπέρ των DPLP, η Επιτροπή θα εξετάσει εάν αυτή η ανάληψη μπορεί να κηρυχθεί συμβατή δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

(161)

Καταρχάς, η Επιτροπή θα εξετάσει τον βαθμό στον οποίο η ανάληψη του συνόλου των συνταξιοδοτικών δαπανών πληροί έναν στόχο κοινού συμφέροντος και είναι απαραίτητο για τον σκοπό αυτό, πριν εξεταστεί η αναλογικότητα του εν λόγω μέτρου να σταθμιστούν οι θετικές και οι αρνητικές επιπτώσεις της ενίσχυσης.

6.2.2.1.   Η απελευθέρωση του τομέα ταχυδρομικών υπηρεσιών αποτελεί σημαντικό στόχο κοινού συμφέροντος

(162)

Το δίκαιο της Ένωσης ενθάρρυνε μια όλο και μεγαλύτερη απελευθέρωση του ταχυδρομικού τομέα από το 1992 με την έκδοση της Πράσινης Βίβλου, η οποία κατέληξε στη συνέχεια στην έκδοση τριών οδηγιών, ήτοι: i) της οδηγίας 97/67/ΕΚ, ii) της οδηγίας 2002/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ όσον αφορά το περαιτέρω άνοιγμα των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό (51) και iii) της οδηγίας 2008/6/ΕΚ. Έγινε επίσης δεκτό ότι η απελευθέρωση των ταχυδρομικών υπηρεσιών σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση.

(163)

Κατά συνέπεια, πρέπει όχι μόνο να εξασφαλιστεί η παροχή βασικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως εκφράζεται στην έννοια της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας, αλλά και να εφαρμοστεί με ισότιμους όρους για τον κατεστημένο φορέα, τους ανταγωνιστές που είναι ήδη παρόντες και τους νεοεισερχομένους.

(164)

Στην απόφαση σχετικά με τα γαλλικά ταχυδρομεία, ήδη, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η δημιουργία ίσων όρων όσον αφορά τις εισφορές της κοινωνικής ασφάλισης για τον κατεστημένο φορέα και τους ανταγωνιστές του αποτελεί βασική προϋπόθεση για θεμιτό ανταγωνισμό στον τομέα των ταχυδρομείων. Έκρινε ότι η ανάληψη των υποχρεώσεων χρηματοδότησης των συντάξεων των υπαλλήλων που επιβλήθηκε στα γαλλικά ταχυδρομεία ήταν συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, εφόσον οι δημόσιες επιδοτήσεις εγγυώνται ίσους συντελεστές κοινωνικών εισφορών για τα γαλλικά ταχυδρομεία και τους ανταγωνιστές τους. Η Επιτροπή προτίθεται να ακολουθήσει στην προκειμένη περίπτωση την ίδια λογική με εκείνη που εφαρμόζεται στο κεφάλαιο 6.3 της εν λόγω απόφασης που πρέπει να θεωρείται εφαρμοστέα εν προκειμένω, στο βαθμό που είναι κατάλληλη.

6.2.2.2.   Ανάγκη κάλυψης του κόστους των συντάξεων

(165)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η μετατροπή των DPLP το 1992 ήταν αναγκαία για την προώθηση του ανταγωνισμού στην αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών: το μέτρο αυτό πράγματι έθεσε τα DPLP και τους ανταγωνιστές τους επί ίσοις όροις όσον αφορά τη νομική μορφή (και επομένως, εξαφάνισε την απεριόριστη κρατική εγγύηση της οποίας επωφελούντο τα DPLP μέχρι τότε, ως δημόσια επιχείρηση).

(166)

Ωστόσο, ούτε το βελγικό κράτος ούτε η «Régie des Postes» δεν είχαν σωρευμένα αποθέματα που να αντιστοιχούν στις σωρευθείσες δεσμεύσεις σχετικά με τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις. Κατά τη σύστασή τους, το 1992, τα DPLP συνέχισαν να αναλαμβάνουν τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις, αλλά κανένα αντίστοιχο στοιχείο ενεργητικού δεν καταχωρίστηκε στη λογιστική τους για την κάλυψή τους.

(167)

Συνεπώς, η καταβολή των συντάξεων προοδευτικά κατέστη εξαιρετικά επαχθής για τα DPLP, εφόσον η ηλικία συνταξιοδότησης πλησίαζε για πολλούς υπαλλήλους. Παρότι λήφθηκαν μέτρα (βελτίωση της παραγωγικότητας, προοδευτική μείωση του προσωπικού χάρη στη φυσιολογική αποχώρηση προσωπικού, αναπροσαρμογή των μισθών) για τη βελτίωση της κατάστασης αυτής, αυτό δεν ήταν επαρκές για την επίτευξη βιώσιμης ισορροπίας όσον αφορά τα οικονομικά των DPLP (βλέπε παρακάτω πίνακα 1).

(168)

Αυτό οφειλόταν ιδίως στο ότι η μετατροπή σε επιχείρηση ιδιωτικού δικαίου συνεπαγόταν επίσης για τα DPLP το να μην προσλαμβάνουν μονίμους υπαλλήλους και συμβασιούχους υπαλλήλους (που υπάγονται στη γενική σύμβαση εργασίας και τις διατάξεις του εργατικού δικαίου). Κατά συνέπεια, τα DPLP θα έπρεπε, μετά το 1997, να χρηματοδοτήσουν από ίδια έσοδα συγχρόνως τις συνταξιοδοτικές δαπάνες των συνταξιούχων μονίμων υπαλλήλων και τις κοινωνικές εισφορές που αφορούν την ασφάλιση σύνταξης των συμβασιούχων υπαλλήλων.

(169)

Η αρνητική τάση των ταμειακών ροών των DPLP πρόκειται να επιδεινωθεί με την πάροδο των ετών, δεδομένου ότι οι πληρωμές υψηλότερων συντάξεων πρόκειται να υπερβούν τα έσοδα που προέρχονται από τις δραστηριότητές τους (βλέπε πίνακα 3).

Πίνακας 3

Προσομοιώσεις των ταμειακών ροών των DPLP που πραγματοποιήθηκαν από τις βελγικές αρχές το 1996

Image 3

(Πηγή: Βελγικές αρχές)

Προσομοιώσεις ταμειακών ροών, περιλαμβανομένων των νομίμων συντάξεων των μονίμων υπαλλήλων, ελλείψει μεταρρύθμισης των συντάξεων

Status quo (1)

Μέτρα βελτίωσης (2)

200

0

-200

-400

-600

-800

-1000

-1200

1993

95

97

99

2001

03

05

07

09

11

13

15

17

2019

(1) Status quo: διατήρηση του αριθμού των μονίμων υπαλλήλων των DPLP, μη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών, μη ουσιώδης βελτίωση της παραγωγικότητας

(2) Μέτρα βελτίωσης: βελτίωση της παραγωγικότητας, βαθμιαία μείωση του προσωπικού λόγω των φυσικών αποχωρήσεων, τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών

(170)

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα DPLP θα αντιμετώπιζαν πολύ υψηλότερο κόστος εάν όφειλαν να χρηματοδοτούν τις συντάξεις του συνόλου των συνταξιούχων μονίμων υπαλλήλων από τους ίδιους πόρους τους μετά το 1997. Είναι προφανές ότι, ελλείψει ενίσχυσης, η μετάβαση από το νομικό καθεστώς δημόσιας διοίκησης σε εκείνο της ιδιωτικής επιχείρησης θα είχε διακυβευθεί.

(171)

Εξάλλου, μία πλήρης αναχρηματοδότηση του κόστους των συντάξεων μέσω αύξησης των εσόδων από τις νομοθετικά ρυθμιζόμενες ταχυδρομικές αποστολές θα οδηγούσε σε εξαιρετικά υψηλές τιμές αποστολής και σε δυνητικά πολύ σημαντική μείωση του αριθμού των αποστελλόμενων επιστολών, σε βαθμό που η προσφορά καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας θα διακυβευόταν.

(172)

Εξάλλου, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι τα υπό εξέταση μέτρα είναι προσαρμοσμένα στο στόχο του κοινοτικού συμφέροντος στον οποίο σκοπούν. Κανένα άλλο μέσο δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο ζήτημα αυτό με αποτελεσματικότερο τρόπο. Στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο των ΥΓΟΣ, θα μπορούσαν ασφαλώς να είχαν εκχωρηθεί αντισταθμίσεις δημόσιας υπηρεσίας, αλλά μία τέτοια προσέγγιση δεν θα ήταν μακροπρόθεσμα βιώσιμη, λόγω του ειδικού διαρθρωτικού χαρακτήρα του προβλήματος.

(173)

Λαμβανομένων υπόψη των στόχων απελευθέρωσης των αγορών ταχυδρομικών υπηρεσιών, που συνίστανται ιδίως στην εγγύηση μιας προσφοράς καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών καλής ποιότητας σε προσιτές τιμές, και δεδομένου του στόχου της προώθησης του θεμιτού ανταγωνισμού, η ανάληψη του κόστους των συντάξεων συνιστούσε αναγκαίο μέτρο.

6.2.2.3.   Αναλογικότητα της ανάληψης του κόστους των συντάξεων

(174)

Η απόφαση για τα γαλλικά ταχυδρομεία περιλαμβάνει την εκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της αναλογικότητας των μέτρων ενίσχυσης που συνδέονται με την κάλυψη των δαπανών για τις συντάξεις που βαρύνουν τους κατεστημένους φορείς του ταχυδρομικού τομέα, όπου εξακολουθούν να απασχολούνται δημόσιοι υπάλληλοι υπό όρους που συμφωνήθηκαν την εποχή που αποτελούσαν μονοπώλιο. Η αναλογικότητα πρέπει να αξιολογηθεί σε σχέση με τη δημιουργία δίκαιων όρων σε αγορές ανοιχτές στον ανταγωνισμό (παραδείγματος χάρη αλληλογραφία, δέματα και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες). Ο κατεστημένος φορέας οφείλει να καταβάλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αντίστοιχες με εκείνες των ανταγωνιστών του.

(175)

Επειδή οι συμβασιούχοι των DPLP βρίσκονται από νομική άποψη στην ίδια κατάσταση με τους μισθωτούς οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης, αντίθετα από το μόνιμο προσωπικό που εμπίπτει σε καθεστώς αντίστοιχο με εκείνο των δημοσίων υπαλλήλων, μία σύγκριση των εισφορών που καταβάλλουν τα DPLP για κάθε κατηγορία εργαζομένων επιτρέπει να ελεγχθεί εάν ο εν λόγω φορέας ικανοποιεί, από τότε που απαλλάσσεται του κόστους των συντάξεων, την προϋπόθεση σχετικά με την πληρωμή κοινωνικών εισφορών αντίστοιχων με εκείνες των ανταγωνιστών του.

(176)

Ο συνοπτικός πίνακας που ακολουθεί παρουσιάζει λεπτομερώς τις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν τα DPLP για το μόνιμο προσωπικό τους και τους συμβασιούχους:

Κόστος κοινωνικής ασφάλισης που πραγματοποιείται και καταβάλλεται από τα DPLP

Μόνιμο προσωπικό

Συμβασιούχοι

Συνεισφορά των DPLP στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εκ της οποίας 8,86 % για συντάξεις

[…] %

[…] %

Δαπάνες που καλύφθηκαν απευθείας από τα DPLP

[…] %

[…] %

Ασθενείας και αναπηρίας

[…] %

[…] %

Οικογενειακά επιδόματα

[…] %

Συμβολή στην καταβολή των αποζημιώσεων  (52)

 

[…] %

Διαρθρωτική μείωση  (53)

 

[…] %

ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ συνολικά

[…] %

[…] %

ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

[…] %

[…] %

Συνεισφορά του εργαζομένου στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης

[…] %

[…] %

(177)

Όπως φαίνεται στον ανωτέρω πίνακα, το επίπεδο της συνεισφοράς των DPLP στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ποσοστό ονομαστικής αξίας των μισθολογικών δαπανών) είναι σαφώς κατώτερο του ποσοστού της συνεισφοράς των ιδιωτικών επιχειρήσεων ([…]% έναντι […]%).

(178)

Ωστόσο, εάν ληφθούν υπόψη οι άμεσες δαπάνες που βαρύνουν τον εργοδότη για τους σκοπούς της σύγκρισης των πραγματικών συντελεστών κοινωνικών εισφορών, τα δύο ποσοστά είναι πανομοιότυπα, και μάλιστα ελαφρά ανώτερα για τους μονίμους υπαλλήλους των DPLP […]% έναντι […]%).

(179)

Διαπιστώνεται επίσης ότι οι συνεισφορές που καταβάλλονται από τους εργαζομένους είναι πανομοιότυπες στις δύο περιπτώσεις ([…]% έναντι […]%).

(180)

Ο χαμηλότερος ονομαστικός συντελεστής της εισφοράς κοινωνικής ασφάλισης που καταβλήθηκε από τα DPLP για τους μονίμους υπαλλήλους οφείλεται στην εξαίρεση ορισμένων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που δεν εφαρμόζονται στους μονίμους υπαλλήλους (παραδείγματος χάρη επαγγελματικές ασθένειες, ανεργία, εργατικά ατυχήματα). Πάντως, τα ίδια τα DPLP καλύπτουν άμεσα το κόστος των εισφορών που τυγχάνουν απαλλαγής λόγω του ειδικού καθεστώτος του μονίμου προσωπικού τους. Η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται υψηλό άμεσο κόστος για τα DPLP.

(181)

Όσον αφορά τη συνεισφορά των ίδιων των εργαζομένων, που θα έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη, εφόσον οι εργαζόμενοι οφείλουν να καταβάλουν την εν λόγω συνεισφορά με βάση τον μισθό που καταβάλλεται από τον εργοδότη (συνεπώς, συνεισφορά που συνεπάγεται κόστος για αυτόν τον τελευταίο), είναι ελαφρώς υψηλότερη για το μόνιμο προσωπικό από ό,τι για τους συμβασιούχους.

(182)

Οι βελγικές αρχές και τα DPLP διαβίβασαν πληροφορίες που καταδεικνύουν ότι οι άμεσες συνεισφορές παρέμειναν εν γένει σταθερές με την πάροδο του χρόνου.

(183)

Μολονότι οι άμεσες δαπάνες τις οποίες φέρουν άμεσα τα DPLP ([…]%) δεν αντιστοιχούν απόλυτα με τις κοινωνικές εισφορές, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν είναι εθελοντικές εισφορές, αλλά απορρέουν απευθείας από το ειδικό καθεστώς των μονίμων υπαλλήλων και κατά συνέπεια επιβάλλονται στα DPLP. Ως εκ τούτου, φαίνεται λογικό να εξομοιωθούν με τις λοιπές υποχρεωτικές δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης ως προς την προέλευση και τον σκοπό τους.

(184)

Συνεπώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη αυτές οι άμεσες δαπάνες για τον υπολογισμό των πραγματικών κοινωνικών εισφορών των DPLP. Ο συνολικός συντελεστής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που θα προκύψει θα είναι ελαφρώς υψηλότερος για το μόνιμο προσωπικό των DPLP ([…]%) από ό,τι για το προσωπικό επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα ([…]%).

6.2.2.4.   Κριτήριο εξισορρόπησης της ανάληψης του κόστους των συντάξεων

Θετικές επιπτώσεις των μέτρων ενίσχυσης

(185)

Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στα DPLP σηματοδότησε ένα σημαντικό στάδιο για την προσαρμογή της επιχείρησης στη σταδιακή απελευθέρωση, όπως και ενόψει της πλήρους απελευθέρωσης της βελγικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση.

(186)

Στην απόφαση για την «La Poste», η Επιτροπή ανέφερε ότι η απελευθέρωση του τομέα ταχυδρομικών υπηρεσιών θα μπορούσε να είναι δυσχερέστερη εάν δεν είχαν εγκριθεί τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα των συντάξεων (σε σύγκριση με εκείνα που πραγματοποιήθηκαν στο Βέλγιο).

(187)

Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι τα υπό εξέταση μέτρα, ακόμη και αν δεν αφορούν ένα ειδικό καθεστώς όσον αφορά τις παροχές που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, επιτρέπουν να καταστεί βιώσιμος ένας μηχανισμός χρηματοδότησης τον οποίο οι ιστορικές εξελίξεις κατέστησαν παρωχημένο. Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα εν λόγω μέτρα εγγράφονται, ως εκ τούτου, στο γενικότερο πλαίσιο της μεταρρύθμισης των συστημάτων συνταξιοδότησης των κρατών μελών, μιας μεταρρύθμισης την οποία υποστηρίζουν ταυτόχρονα το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

Αρνητικές επιπτώσεις των μέτρων ενίσχυσης

(188)

Οι αρνητικές επιπτώσεις του μέτρου φαίνονται περιορισμένες δεδομένου ότι, λόγω του παρελθόντος των DPLP και των δραστηριοτήτων τους, είναι προφανές ότι μεγάλο μέρος των υποχρεώσεών τους σε θέματα συντάξεων αφορά τις δραστηριότητες του προστατευόμενου τομέα, όπου η νόθευση του ανταγωνισμού είναι από τη φύση την περιορισμένη.

(189)

Το επίμαχο μέτρο θα μπορούσε θεωρητικά να επιτρέψει στα DPLP να διατηρήσουν δεσπόζουσα θέση. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κίνδυνος αυτός είναι μικρός διότι τα μέτρα περιορίζονται στην εναρμόνιση των εισφορών που καταβάλλουν τα DPLP με εκείνες των ανταγωνιστών τους.

(190)

Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στα DPLP είναι περιορισμένες, σε σχέση με τις θετικές επιπτώσεις του μέτρου.

(191)

Δεδομένου ότι τα μέτρα περιορίζονται σε ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού όσον αφορά τις κοινωνικές εισφορές και τον τερματισμό στρέβλωσης του ανταγωνισμού που ζημίωνε τα DPLP, δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών σε μέτρο που αντίκειται στο κοινό συμφέρον.

(192)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το μέτρο ανάληψης του κόστους των συντάξεων που υιοθετήθηκε το 1997 μπορεί να θεωρηθεί ως ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι τα DPLP δεν είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις όσον αφορά το κόστος κοινωνικής ασφάλισης του μόνιμου προσωπικού τους.

6.3.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΜΕΤΡΑ

6.3.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

6.3.1.1.   Πλεονέκτημα και επιλεκτικότητα

Ετήσιες αντισταθμίσεις

(193)

Όσον αφορά την αντιστάθμιση του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας, η απόφαση Altmark (54) καθορίζει τα κριτήρια που πρέπει να πληροί μια δημόσια παρέμβαση ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας και να μην χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(194)

Στην προκειμένη περίπτωση, αυτά τα κριτήρια, και ειδικότερα το τέταρτο κριτήριο, δεν πληρούνται: η επιλογή των DPLP δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης. Επιπλέον, οι βελγικές αρχές δεν απέδειξαν ότι το επίπεδο της αντιστάθμισης είχε καθοριστεί βάσει ανάλυσης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα μέσα για την εκτέλεση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που της ζητήθηκαν και η Επιτροπή δεν διαθέτει καμία ένδειξη ή πληροφορίες που να δείχνουν ότι το τέταρτο κριτήριο πληρούται.

(195)

Επειδή από τις ετήσιες αντισταθμίσεις δεν έχει επωφεληθεί παρά μία μόνον επιχείρηση και τέθηκαν συμπληρωματικοί πόροι στη διάθεση της εν λόγω επιχείρησης, το μέτρο προσέφερε επιλεκτικό πλεονέκτημα στα DPLP.

(196)

Εισφερθέντα κεφάλαια το 1997: οι βελγικές αρχές παραδέχτηκαν ότι οι εισφορές κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκαν το 1997, ύψους 62 εκατ. ευρώ, αποτελούν στην πραγματικότητα την καθυστερημένη πληρωμή μιας αντιστάθμισης ΥΓΟΣ που οφειλόταν για το έτος 1996. Οι εισφορές αυτές πρέπει επομένως να αξιολογηθούν στις ίδιες βάσεις με τις ετήσιες αντισταθμίσεις. Εφόσον οι επιμέρους όροι που ορίζονται στην απόφαση Altmark δεν πληρούνται, το μέτρο προσέφερε επιλεκτικό πλεονέκτημα στα DPLP.

Εισφορές κεφαλαίων

(197)

Εισφερθέντα κεφάλαια το 2003: οι βελγικές αρχές δήλωσαν ότι η εισφορά κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκε το 2003 (297,5 εκατ. ευρώ) ήταν σύμφωνη προς την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, και επομένως, δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση. Κατά την άποψή τους, η εν λόγω εισφορά κεφαλαίων είχε στόχο την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των DPLP για την κατασκευή και τον εκσυγχρονισμό των κέντρων διαλογής, τη βελτιστοποίηση των διαδρομών διανομής αλληλογραφίας και τον αυτοματισμό. Τα κεφάλαια που εισέρευσαν αποσκοπούσαν επίσης στην κάλυψη δαπανών προσωπικού που προέκυψαν από τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων η οποία συνδέεται με ένα σύστημα πρόωρης συνταξιοδότησης, τη μείωση του χρόνου εργασίας και την αύξηση των μισθών των νέων μελών του προσωπικού.

(198)

Για να καταδείξουν ότι η εν λόγω εισφορά κεφαλαίων ήταν σύμφωνη προς την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, οι βελγικές αρχές πραγματοποίησαν προβλέψεις αποδοτικότητας στο πλαίσιο του στρατηγικού τους σχεδίου, πράγμα που οδήγησε σε ένα επίπεδο αποδοτικότητας ανώτερο του κόστους του κεφαλαίου που θα απαιτούσε ένας ιδιώτης επενδυτής.

(199)

Οι προβλέψεις και ο υπολογισμός των κερδών εκ μέρους των βελγικών αρχών έχουν χαρακτήρα προσανατολισμένο στο μέλλον, είναι πολύ αναλυτικές και συνάδουν με τη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε ένας ιδιώτης επενδυτής:

1.

η αποδοτικότητα υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των μελλοντικών ταμειακών ροών που έχουν αναχθεί στην παρούσα αξία, που λαμβάνει υπόψη τη μελλοντική ανάπτυξη της επιχείρησης και την ικανότητα των επενδύσεων να μπορούν να αποφέρουν οικονομικό όφελος και ταμειακές ροές για τους μετόχους·

2.

τρία διαφορετικά σενάρια: ένα αισιόδοξο σενάριο, ένα απαισιόδοξο σενάριο και το πιθανότερο σενάριο, που τελικά επιλέχτηκε για την αξιολόγηση της ευαισθησίας των προβλέψεων·

3.

οι προβλέψεις δείχνουν αύξηση του περιθωρίου κέρδους σε […] % το 2007 (βλέπε πίνακα 4) και ένα ποσοστό εσωτερικής απόδοσης που υπολογίζεται σε […] % για την περίοδο 2003-2012 (βλέπε πίνακα 5), δηλαδή ποσοστό υψηλότερο από εκείνο του […] % που προσδιορίστηκε από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα (Τράπεζα Degroof) ως το περιθώριο κέρδους που οι ιδιώτες επενδυτές του ταχυδρομικού τομέα θα έκριναν κατάλληλο.

Πίνακας 4

Προβλέψεις εκ των προτέρων σχετικά με τα κέρδη από την περίοδο 2003-2007 που πραγματοποίησαν οι βελγικές αρχές

[…]

(Πηγή: Βελγικές αρχές)

Πίνακας 5

Υπολογισμός του εσωτερικού ποσοστού απόδοσης εκ των προτέρων που πραγματοποιήθηκε από τις βελγικές αρχές για το πιθανότερο σενάριο

[…]

(Πηγή: Βελγικές αρχές)

(200)

Μπορεί επίσης να σημειωθεί ότι η στιβαρότητα των προβλέψεων επικυρώθηκε γενικά από τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά τα επόμενα έτη (βλέπε πίνακα 6). Λόγω της αύξησης της αποδοτικότητας, τα DPLP άρχισαν τη διανομή μερισμάτων από το 2007.

Πίνακας 6

Κέρδη εκ των υστέρων για την περίοδο 2003-2007

[…]

(Πηγή: Βελγικές αρχές)

(201)

Τα αποτελέσματα που σημειώθηκαν σε δεκαετή περίοδο είναι επίσης σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2003, δεδομένου ότι το ποσοστό εσωτερικής απόδοσης εκ των υστέρων θα έπρεπε να ανέλθει σε […] %, ήτοι ένα επίπεδο ανώτερο εκείνου του […]% που προβλέφθηκε το 2003.

(202)

Παρόλο που η απόδοση της επένδυσης η οποία πραγματοποιήθηκε από το βελγικό κράτος φαίνεται επαρκής για την επιβεβαίωση της τήρησης, βάσει της εν λόγω επένδυσης, της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα αναμενόμενα έσοδα, που χρησιμεύουν ως βάση για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας, περιελάμβαναν, κρατικές ενισχύσεις και, ιδίως, τις ετήσιες αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν στα DPLP.

(203)

Ωστόσο, τα εν λόγω μέτρα κρατικής ενίσχυσης έχουν σαφώς διαφορετικούς στόχους και δεν έχουν καμία χρονολογική σχέση με την εισφορά κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκε το 2003.

(204)

Επιπλέον, η αβεβαιότητα που ενδέχεται να ανακύψει, για έναν ιδιώτη επενδυτή, από τη μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση υπέρ των DPLP μετριάστηκε από τη ρητή έγκριση της εισφοράς κεφαλαίων που χορηγήθηκε από την Επιτροπή με βάση την απόφασή της του 2003. Κατά τη στιγμή της υλοποίησης της επένδυσης, κάθε ιδιώτης επενδυτής με καλές προοπτικές απόδοσης θα είχε πιθανότατα αναλάβει τον κίνδυνο να πραγματοποιήσει την εν λόγω επένδυση μετά την έγκριση της θετικής απόφασης της Επιτροπής, έστω και αν η εν λόγω απόφαση δεν είχε ακόμη οριστικό χαρακτήρα. Για τη λήψη της απόφασης αυτής, ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε αναμείνει πολλά χρόνια δηλαδή μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, η μεταγενέστερη ακύρωση της απόφασης αυτής αποτελεί ένα γεγονός που δεν ήταν προβλέψιμο τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε η επένδυση, αλλά θα πρέπει να φαινόταν απίθανο, δεδομένου ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής θεωρούνται ως νόμιμες όσο δεν έχουν ακυρωθεί.

(205)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εισφορά κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκε το 2003 μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς και δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(206)

Εισφορά κεφαλαίων το 2006: οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι η εισφορά κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκε το 2006 (ύψους 40 εκατ. ευρώ) ήταν σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς και επομένως δεν αποτελούσαν κρατική ενίσχυση.

(207)

Η εισφορά αυτή πραγματοποιήθηκε βάσει των ίδιων όρων με εκείνους που εφαρμόζονται σε ιδιώτη επενδυτή: η αύξηση κεφαλαίου των DPLP συστάθηκε από το Δημόσιο (ύψους 40 εκατ. ευρώ) και από την Post Invest Europe (μέχρι ποσού 300 εκατ. ευρώ), σε τιμή ισοδύναμη ανά μετοχή (pari passu). Η Post Invest Europe ήταν τότε εξωτερικός επενδυτής που δεν είχε καμία σχέση με τα DPLP ή με το βελγικό κράτος.

(208)

Επιπλέον, η τιμή έκδοσης των μετοχών καθορίστηκε σωστά. Για τον υπολογισμό της τιμής των νέων μετοχών που έχουν εκδοθεί, η Τράπεζα Επενδύσεων προς την οποία στράφηκαν οι βελγικές αρχές έκρινε ότι η συνολική αξία των DPLP κυμαινόταν μεταξύ […] και […] ευρώ. Το κράτος τελικά επέλεξε το ποσό των […] ευρώ για το σύνολο της επιχείρησης πριν από τις εισφορές κεφαλαίων. Οι υποθέσεις σχετικά με το επίπεδο απόδοσης και τον κίνδυνο με βάση ένα κοινό επιχειρηματικό σχέδιο στηρίχτηκαν σε διαπιστώσεις που συνδέονται με τη βελτιστοποίηση των κερδών μακροπρόθεσμα. Τα αποτελέσματα που σημειώθηκαν στη συνέχεια από τα DPLP, μετά την αύξηση κεφαλαίου του 2006 (βλέπε παρακάτω) επιβεβαιώνουν επίσης την ισχύ των υποθέσεων και των παραμέτρων που λήφθηκαν υπόψη κατά τη στιγμή της απόφασης για επένδυση.

Πίνακας 7

Αποτελέσματα των DPLP για το διάστημα μεταξύ 2006 και 2010

[…]

(Πηγή: Βελγικές αρχές)

(209)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εισφορά κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκε το 2006 ύψους 40 εκατ. ευρώ, συνάδει σαφώς προς τη συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς και ως εκ τούτου δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

Φορολογικές απαλλαγές

(210)

Η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών, αν και ενδέχεται να προσδώσει πλεονέκτημα στα DPLP, λόγω του γεγονότος μιας ενδεχόμενης μείωσης του ποσού της οφειλόμενης φορολογίας, αν όχι της απαλλαγής της, δεν παρήγαγε κανένα συγκεκριμένο πλεονέκτημα. Πράγματι, από το 1992 έως το 2005, έτος κατά το οποίο η εν λόγω απαλλαγή καταργήθηκε, το σωρευτικό αποτέλεσμα των DPLP μετά τη φορολογία ήταν αρνητικό. Παρότι το καθαρό αποτέλεσμα, υπήρξε, για ορισμένα έτη, θετικό, η έκπτωση φόρου που θα είχε μεταφερθεί από το ένα έτος στο άλλο θα είχε επιτρέψει στα DPLP να μην πληρώνουν φόρο, ακόμη και αν είχαν υπαχθεί στο καθεστώς φόρου εταιρειών. Κατά συνέπεια, αυτή η απαλλαγή δεν εξετάζεται λεπτομερέστερα στην παρούσα απόφαση.

(211)

Οι απαλλαγές φόρου ακίνητης περιουσίας και τοπικών φόρων, αντίθετα, τοποθετούν τα DPLP σε ευνοϊκότερη θέση από εκείνη των λοιπών επιχειρήσεων, εφόσον τα απαλλάσσουν από υποχρεώσεις που θα έπρεπε κανονικά να επωμισθούν. Κατά συνέπεια, οι απαλλαγές αυτές τους προσφέρουν επιλεκτικό πλεονέκτημα.

Μεταβίβαση ακινήτων

(212)

Οι βελγικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η μεταβίβαση ακινήτων αποτελούσε μια εσωτερική αναδιοργάνωση κρατικών περιουσιακών στοιχείων, εφόσον τα DPLP τότε ανήκαν εξολοκλήρου στο κράτος. Ωστόσο, η μεταβίβαση ακινήτων έθεσε στη διάθεση των DPLP νέα στοιχεία ενεργητικού που προηγουμένως ανήκαν στο κράτος. Τα DPLP χρησιμοποιούσαν ήδη τα κτίρια αυτά ενώ ανήκαν στο κράτος, αλλά δεν είχαν την κυριότητά τους. Η μεταβίβαση του νόμιμου τίτλου ιδιοκτησίας έδωσε στα DPLP, χωριστή επιχείρηση από το κράτος, δικαιώματα κυριότητας επί των ακινήτων. Συνεπώς, τα DPLP απέκτησαν πρόσθετους πόρους σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από τη μεταβίβαση. Κατά συνέπεια, το εν λόγω μέτρο τους παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα.

Κρατική εγγύηση

(213)

Ελλείψει κρατικής εγγύησης, τα DPLP δεν θα μπορούσαν να είχαν λάβει δάνειο βάσει των ίδιων όρων. Οι βελγικές αρχές έκριναν ότι οι τιμές της αγοράς θα ήταν έως 40 μονάδες βάσης υψηλότερες, ενώ η προμήθεια εγγύησης που καταβλήθηκε στο κράτος ήταν 25 μονάδες βάσης.

(214)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (55) [σημείο 3.2. δ)], «η ανάληψη του κινδύνου θα πρέπει κανονικά να ανταμείβεται με μια κατάλληλη προμήθεια εγγύησης επί του ποσού επί του οποίου παρέχεται εγγύηση ή αντεγγύηση. Σε περίπτωση που η τιμή που καταβλήθηκε για την εγγύηση είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη προμήθεια αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η εγγύηση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης. Εάν στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν εφαρμόζονται αντίστοιχες προμήθειες αναφοράς, το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος του δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου του δανείου και της προμήθειας εγγύησης θα πρέπει να συγκριθεί με την αγοραία τιμή παρόμοιου μη εγγυημένου δανείου». Δεδομένου ότι η προμήθεια εγγύησης δεν φαίνεται να συνάδει προς την αγορά, η κρατική εγγύηση επέτρεψε στα DPLP να επιτύχουν χρηματοδότηση με κόστος κατώτερο από εκείνο που θα έπρεπε κανονικά να επωμισθούν.

(215)

Ως εκ τούτου, το μέτρο χορήγησε επιλεκτικό πλεονέκτημα στα DPLP που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα έπρεπε να καταβάλουν τα DPLP ελλείψει κρατικής εγγύησης και του πραγματικού επιτοκίου συν την προμήθεια εγγύησης. Το πλεονέκτημα που επιτεύχθηκε ήταν, κάθε έτος, 15 μονάδες βάσης στο αποπληρωτέο κεφάλαιο. Συνεπώς, το πλεονέκτημα μπορεί να εκτιμάται σε 1,5 εκατ. ευρώ για όλη τη διάρκεια του δανείου.

6.3.1.2.   Ύπαρξη κρατικών πόρων

Ετήσια αντιστάθμιση των ΥΓΟΣ, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κεφαλαίων του 1997

(216)

Η ετήσια αντιστάθμιση των ΥΓΟΣ χρηματοδοτήθηκε από τον προϋπολογισμό του βελγικού κράτους, σύμφωνα με τις διαδοχικές συμβάσεις διαχείρισης που συνάφθηκαν μεταξύ των DPLP και του βελγικού κράτους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν από το βελγικό κράτος, οι εισφορές κεφαλαίων που έγιναν το 1997 αντιπροσωπεύουν de facto αντιστάθμιση ΥΓΟΣ και κατά συνέπεια πρέπει να περιλαμβάνονται στο μέρος αυτό της απόφασης.

Φορολογικές απαλλαγές

(217)

Οι φορολογικές απαλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους, λόγω της μείωσης των εσόδων που θα πραγματοποιούσε το κράτος ελλείψει των εν λόγω απαλλαγών. Κατά συνέπεια, συνεπάγονται μεταβίβαση κρατικών πόρων που συνίσταται σε απώλεια εσόδων για το βελγικό κράτος.

Μεταβίβαση ακινήτων

(218)

Τα ακίνητα που μεταβιβάστηκαν στα DPLP ανήκαν προηγουμένως στο κράτος. Το κράτος εκχώρησε την κυριότητα στα DPLP, μειώνοντας κατά τον τρόπο αυτό τα δικά του στοιχεία ενεργητικού και αυξάνοντας τα στοιχεία ενεργητικού των DPLP. Κατά συνέπεια, το μέτρο αποτελεί μεταφορά κρατικών πόρων.

Κρατική εγγύηση

(219)

Η εγγύηση για το δάνειο χορηγήθηκε από το κράτος το οποίο ανέλαβε κινδύνους από τον προϋπολογισμό του χωρίς αντάλλαγμα· ως εκ τούτου, συνιστά κρατικούς πόρους με τη μορφή διαφυγόντων εσόδων.

Τα έσοδα από τις υπηρεσίες διανομής ταχυδρομείου δεν αποτελούν κρατικούς πόρους

(220)

Σύμφωνα με την απόφαση Preussen Elektra (56), τα έσοδα από τις υπηρεσίες διανομής ταχυδρομείου δεν αποτελούν κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι οι τιμές που καταβλήθηκαν από τους χρήστες χρηματοδοτήθηκαν από ιδίους πόρους, που διαφεύγουν του κρατικού ελέγχου.

(221)

Ωστόσο, όσον αφορά την αξιολόγηση της συμβατότητας, τα έσοδα αυτά είναι σε άμεση σχέση με την παροχή μιας υπηρεσίας γενικού συμφέροντος στον ταχυδρομικό τομέα και, κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με το σημείο 17 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ΥΓΟΣ και το άρθρο 7 της οδηγίας 97/67/ΕΚ, για τον καθορισμό της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας της αντιστάθμισης.

6.3.1.3.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών

(222)

Τα μέτρα μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 156 ανωτέρω.

6.3.1.4.   Ανακεφαλαιωτικός πίνακας των μέτρων ενισχύσεων

(223)

Για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις (193) έως (222), τα ακόλουθα μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ:

α)

ετήσια αντιστάθμιση ΥΓΟΣ (1992-2010)·

β)

εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιηθήκαν το 1997·

γ)

απαλλαγή από τον φόρο ακίνητης περιουσίας (1992-2005)·

δ)

μεταφορά των κτιρίων το 1992·

ε)

εγγύηση που χορήγησε το κράτος το 2004.

6.3.2.   Υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(224)

Ορισμένα από τα μέτρα που εξετάζονται στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

6.3.2.1.   Απαλλαγές από τον φόρο εισοδήματος και από τον φόρο ακίνητης περιουσίας

(225)

Οι απαλλαγές από τον φόρο επιχειρήσεων και από τον φόρο ακίνητης περιουσίας χορηγήθηκαν στα DPLP όταν ανήκαν στη δημόσια διοίκηση, δηλαδή πριν το 1971, και είναι προγενέστερες της προσχώρησης του Βελγίου στην ΕΟΚ. Αυτές δεν μεταβλήθηκαν έκτοτε. Τα μέτρα αυτά, συνεπώς, συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις.

(226)

Η απαλλαγή από τον φόρο επιχειρήσεων καταργήθηκε το 2005, ενώ η απαλλαγή από τον φόρο ακίνητης περιουσίας εξακολουθεί να εφαρμόζεται.

6.3.2.2.   Απελευθέρωση της ταχυδρομικής αγοράς

(227)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, όλα τα προγενέστερα μέτρα από την απελευθέρωση των ταχυδρομικών αγορών το 1999 πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις. Ωστόσο, τα εν λόγω μέτρα χορηγήθηκαν για το σύνολο των δραστηριοτήτων DPLP, παρούσες σε ανταγωνιστικές αγορές (όπως είναι οι αγορές διανομής δεμάτων και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) ήδη πολύ πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 97/67/ΕΚ το 1999. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την απόφαση Alzetta (57), μια τέτοια ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθίσταται υφιστάμενη ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της εσωτερικής αγοράς: Μπορεί να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση για έναν συγκεκριμένο δικαιούχο στον βαθμό που αυτός ασκούσε δραστηριότητες αποκλειστικά σε αγορές που δεν ήταν ανοικτές στον ανταγωνισμό όταν η ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή.

(228)

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί κατά συνέπεια να γίνει δεκτό από την Επιτροπή.

6.3.2.3.   Δεκαετής προθεσμία παραγραφής

(229)

Ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο η δεκαετής προθεσμία παραγραφής θα πρέπει να αρχίσει από την έναρξη της τρέχουσας διαδικασίας επίσημης έρευνας, το 2009, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Η απόφαση του Δικαστηρίου το 2009 δεν ακύρωσε το σύνολο των πράξεων της προηγούμενης έρευνας. Άφησε μόνο να εννοηθεί ότι οι πράξεις αυτές θα έπρεπε να παρακινήσουν την Επιτροπή να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας (58).

(230)

Αντίθετα, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε θέσει την πρώτη πράξη έρευνας στις 23 Δεκεμβρίου 2002, όταν είχε υποβάλει την πρώτη αίτηση πληροφοριών από τις βελγικές αρχές, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν πριν από τις 23 Δεκεμβρίου 1992 πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις.

6.3.3.   Συμβατότητα της αντιστάθμισης των ΥΓΟΣ βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ

(231)

Η συμβατότητα της αντιστάθμισης των ΥΓΟΣ αξιολογείται σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και το πλαίσιο ΥΓΟΣ. Το πλαίσιο ΥΓΟΣ εφαρμόζεται από την έναρξη ισχύος του, στις 29 Νοεμβρίου 2005. Δεδομένου ότι συνίσταται κυρίως σε κωδικοποίηση κανόνων που υπήρχαν ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του, θα γίνεται επίσης αναφορά σε αυτούς κατά την αξιολόγηση μέτρων προγενέστερων της έναρξης ισχύος του.

6.3.3.1.   Πεδίο αξιολόγησης που καθορίζεται με βάση την εντολή που δίδεται από τις συμβάσεις διαχείρισης

(232)

Στις παρατηρήσεις τους, οι βελγικές αρχές και τα DPLP εξέφρασαν την έντονη αντίθεσή τους στο να προβαίνει η Επιτροπή, σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε προηγουμένως για την αξιολόγηση άλλων υποθέσεων που αφορούσαν ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα κατά το παρελθόν, σε συνολική ανάλυση όλης της βοήθειας που χορηγήθηκε στα DPLP στο σύνολο της περιόδου, πράγμα που προϋποθέτει ότι αυτή η ενίσχυση χρηματοδότησε αδιακρίτως όλες τις αποστολές δημόσιας υπηρεσίας που έχουν ανατεθεί στην επιχείρηση. Οι βελγικές αρχές και τα DPLP ισχυρίστηκαν ότι στην προκειμένη περίπτωση, αντίθετα από ό, τι συμβαίνει σε άλλες υποθέσεις, οι συμβάσεις διαχείρισης που έχουν συνάψει οριοθετούν επακριβώς το πεδίο των δραστηριοτήτων των DPLP για τις οποίες προοριζόταν η ενίσχυση, καθώς και τα ποσά ενίσχυσης που θα απαιτούνταν για αυτές τις δραστηριότητες (59).

(233)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εν λόγω συμβάσεις διαχείρισης ορίζουν αυστηρά τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις του κράτους και του δικαιούχου της ενίσχυσης καθορίζοντας τις παραμέτρους για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης που ο τελευταίος μπορεί να απαιτήσει για τις ειδικές δραστηριότητες που απαριθμούνται και για τις περιόδους που αναφέρονται στις υποχρεώσεις αυτές. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα βασίσει την εκτίμησή της στις διατάξεις των διαφόρων συμβάσεων διαχείρισης.

(234)

Οι ΥΓΟΣ, των οποίων το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης πρέπει να ελέγχεται, ορίζονται στις εντολές που έχουν καθοριστεί από το κράτος μέλος. Η αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, την οποία τα DPLP πρέπει να εκπληρώσουν, τους ανατίθεται με διαδοχικές διοικητικές πράξεις για την έγκριση των συμβάσεων διαχείρισης που συνάπτουν με το κράτος ανά πενταετία περίπου. Οι συμβάσεις αυτές αναπτύσσουν και συμπληρώνουν τις διατάξεις του νόμου περί ταχυδρομείων.

(235)

Κάθε επόμενη σύμβαση διαχείρισης αποτελεί ειδική εντολή που περιγράφει τα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας που πρέπει να εκπληρώνουν τα DPLP και καθορίζει τη διάρκεια της εντολής, καθώς και τις βασικές παραμέτρους βάσει των οποίων υπολογίζεται η καταβλητέα από το κράτος αντιστάθμιση. Οι συμβάσεις διαχείρισης προσδιορίζουν τις δραστηριότητες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της οικονομικής αντιστάθμισης που χορηγείται από το κράτος.

(236)

Το συμβιβάσιμου των μέτρων ενίσχυσης πρέπει να εκτιμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, εφόσον η αντιστάθμιση χορηγήθηκε για τη χρηματοδότηση των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας. Η αντιστάθμιση θα είναι συμβιβάσιμη εφόσον δεν αντισταθμίζει υπερβολικά τις πρόσθετες δαπάνες που βαρύνουν τα DPLP κατά την άσκηση των καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας που τους έχουν ανατεθεί από τις συμβάσεις διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους. Τυχόν υπεραντιστάθμιση θα αποτελεί αντικείμενο ανάκτησης.

(237)

Το πεδίο εκτίμησης της υπεραντιστάθμισης περιλαμβάνει τις ΥΓΟΣ για τις οποίες οι διατάξεις των διαδοχικών συμβάσεων διαχείρισης προβλέπουν αντιστάθμιση.

(238)

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι διατάξεις των διαδοχικών συμβάσεων διαχείρισης παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές. Συνεπώς, η υπεραντιστάθμιση πρέπει να υπολογίζεται με βάση τις ειδικές παραμέτρους που ορίζονται σε καθεμία από τις συμβάσεις.

Οι δραστηριότητες που τυγχάνουν ενίσχυσης στο πλαίσιο της πρώτης σύμβασης διαχείρισης περιλαμβάνουν το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών

(239)

Στην πρώτη σύμβαση διαχείρισης (1992-1996), η αντιστάθμιση των ΥΓΟΣ πρέπει να καλύπτει το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών. Οι διατάξεις αυτής της πρώτης σύμβασης διαχείρισης δεν κατανέμουν την αντιστάθμιση μεταξύ των διαφόρων δημόσιων υπηρεσιών ανάλογα με το κατά πόσο δικαιούνται ή όχι να απαιτήσουν αντιστάθμιση βάσει της εν λόγω σύμβασης.

(240)

Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αντιστάθμιση που προβλέπεται στη σύμβαση αυτή καλύπτει τις πρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από την εκπλήρωση όλων των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς διάκριση. Για την περίοδο αυτή, ο έλεγχος της ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης θα αφορά επομένως όλα τα μέτρα δημόσιας υπηρεσίας: την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία (υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας-OSU), καθώς και τη διανομή του τύπου και άλλες αποστολές που ανατίθενται στις DPLP.

Δραστηριότητες που τυγχάνουν ενίσχυσης στο πλαίσιο της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης σύμβασης διαχείρισης περιλαμβάνουν τη διανομή του τύπου και άλλες αποστολές που δικαιούνται αντιστάθμισης

(241)

Αντίθετα με την πρώτη σύμβαση διαχείρισης, η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη σύμβαση διαχείρισης προβλέπουν την παροχή ενίσχυσης σε ορισμένες ΥΓΟΣ που καθορίζονται σ ‘αυτήν. Οι ΥΓΟΣ που δικαιούνται αντιστάθμισης είναι: η διανομή ημερήσιων εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και οι άλλες δημόσιες υπηρεσίες που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη (33). Οι ρήτρες περί καθορισμού των υπηρεσιών που τυγχάνουν ενίσχυσης περιλαμβάνονται στις συμβάσεις διαχείρισης: άρθρο 7 της δεύτερης σύμβασης διαχείρισης, άρθρο 15 της τρίτης σύμβασης διαχείρισης και άρθρα 12 και 13 της τέταρτης σύμβασης διαχείρισης.

(242)

Η καθολική ταχυδρομική υπηρεσία, αντίθετα, δεν λαμβάνει καμία αντιστάθμιση βάσει των συμβάσεων διαχείρισης, με εξαίρεση την πρώτη.

(243)

Οι δαπάνες και τα έσοδα σχετικά με την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία δεν μπορούν, συνεπώς, να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης, εκτός, όπου ενδείκνυται, από τα πλεονάζοντα κέρδη από τον τομέα ανατιθέμενων κατ’ αποκλειστικότητα ταχυδρομικών υπηρεσιών (60).

6.3.3.2.   Υπολογισμός της υπεραντιστάθμισης

(244)

Λόγω των διαφορών μεταξύ των εντολών δημόσιας υπηρεσίας που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις (239) έως (243), η ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση υπολογίζεται χωριστά για την πρώτη σύμβαση διαχείρισης από τις τρεις συμβάσεις διαχείρισης που ακολούθησαν.

Εύλογο κέρδος

(245)

Επιπλέον της κάλυψης των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, το πλαίσιο ΥΓΟΣ προβλέπει επίσης την αντιστάθμιση ενός συντελεστή εύλογου κέρδους (61).

(246)

Το σημείο 18 του πλαισίου ΥΓΟΣ ορίζει ότι με τον όρο εύλογο κέρδος «νοείται ποσοστό απόδοσης του ιδίου κεφαλαίου που λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο ή την έλλειψη κινδύνου για την επιχείρηση λόγω της κρατικής παρέμβασης, ιδίως εάν το κράτος παρέχει αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα. Κανονικά το ποσοστό αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέσο ποσοστό στο σχετικό τομέα τα τελευταία έτη. Στους τομείς όπου δεν υπάρχει επιχείρηση αντίστοιχη με την ανάδοχο επιχείρηση της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, η σύγκριση μπορεί να γίνει με επιχειρήσεις που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη ή, εάν κριθεί απαραίτητο, σε άλλους τομείς υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τομέα. Για να προσδιοριστεί σε τι ανέρχεται το εύλογο κέρδος, το κράτος μέλος μπορεί να θεσπίσει κριτήρια παροχής κινήτρων, σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων, με την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας και με τα οφέλη όσον αφορά την παραγωγική αποτελεσματικότητα».

(247)

Το αντίστοιχο επίπεδο εύλογου κέρδους πρέπει να επιλέγεται λαμβάνοντας υπόψη διάφορες παραμέτρους, ιδίως τον μέσο όρο για τον οικείο τομέα, τον κίνδυνο που συνδέεται με τις δραστηριότητες της επιχείρησης και, ανάλογα με την περίπτωση, τα κριτήρια παροχής κινήτρων που συνδέονται με την εν λόγω εταιρεία.

(248)

Για τον καθορισμό ενός επιπέδου εύλογου κέρδους, η Επιτροπή βασίστηκε σε αρκετές μελέτες εμπειρογνωμόνων, που εκτίθενται λεπτομερέστερα παρακάτω. Βάσει των μελετών και του επιπέδου κινδύνου κάθε σύμβασης διαχείρισης, η Επιτροπή καθόρισε ένα φάσμα επιπέδων εύλογου κέρδους για τα DPLP που αφορά, αφενός, την ταχυδρομική διανομή και, αφετέρου, τη διανομή του τύπου για καθεμία από τις τέσσερις διαχειριστικές συμβάσεις. Οι εν λόγω μελέτες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους το γεγονός ότι προσπαθούν να καθορίσουν ομάδες επιχειρήσεων επαρκώς συγκρίσιμες από άποψη δραστηριοτήτων και προφίλ κινδύνου σε σχέση με τον εν λόγω παραδοσιακό ταχυδρομικό φορέα και να καθορίσουν ένα επίπεδο αναφοράς κέρδους για τον τελευταίο βασιζόμενο στα κέρδη που παρατηρήθηκαν σε αυτές τις συγκρίσιμες επιχειρήσεις.

(249)

Όσον αφορά ιδίως τον κίνδυνο, η Επιτροπή επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι τα DPLP, καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο, είχαν να αντιμετωπίσουν ανταγωνισμό χαμηλό ή ανύπαρκτο για τη μεγάλη πλειονότητα των δραστηριοτήτων τους, είτε επειδή κατείχαν ένα διά νόμου προστατευμένο μονοπώλιο (ισχύει για την πλειονότητα των υπηρεσιών διανομής ταχυδρομείου) είτε επειδή κατείχαν δεσπόζουσα θέση που χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλά μερίδια αγοράς και από φραγμούς εισόδου που σχηματίζονται μέσω επιδοτήσεων των τιμών κάτω του κόστους (διανομή του τύπου, για παράδειγμα). Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτό το γεγονός πρέπει να ληφθεί υπόψη σε όλες τις συγκριτικές μελέτες που πραγματοποιούνται για εταιρείες οι οποίες, αν και παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες με εκείνες των DPLP, ήταν υποχρεωμένες να ασκούν τη δραστηριότητά τους σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.

(250)

Εξάλλου, ο βαθμός έκθεσης σε κινδύνους ενός παραδοσιακού ταχυδρομικού φορέα εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού ρύθμισης που θεσπίστηκε από τις δημόσιες αρχές.

(251)

Όσον αφορά την ταχυδρομική διανομή, τομέα στον οποίο η υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας των DPLP χρηματοδοτείτο κυρίως χάρη στις τιμές των γραμματοσήμων (62), η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κίνδυνος είναι αισθητά διαφορετικός· ανάλογα με το κατά πόσο οι τιμές των γραμματοσήμων ήταν προσαρμοσμένες περισσότερο ή λιγότερο συχνά από τη ρυθμιστική αρχή (π.χ., στις αρχές κάθε έτους ή απλά κάθε φορά που αυτό ήταν αναγκαίο) για τη σταθερή κάλυψη του καθαρού κόστους της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας ή κατά πόσο οι τιμές των γραμματοσήμων (63) είχαν καθοριστεί εκ των προτέρων για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. για τέσσερα ή πέντε έτη) στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης σύμβασης (64). Ο πρώτος τρόπος ρύθμισης των τιμών ενέχει για την εν λόγω επιχείρηση ένα αρκετά χαμηλό κίνδυνο, στον βαθμό που οι τιμές των γραμματοσήμων προσαρμόζονται με κάποια συχνότητα ώστε να διατηρηθεί μια σταθερή χρηματοοικονομική ισορροπία μεταξύ των εσόδων και των δαπανών. Αυτή η μορφή ρύθμισης προστατεύει τα περιθώρια κέρδους της εταιρείας έναντι των αβεβαιοτήτων. Ο δεύτερος τρόπος συνεπάγεται μεγαλύτερο κίνδυνο, διότι εκθέτει την επιχείρηση στις συνέπειες των μεταβολών των δαπανών και των εσόδων για μια μεγάλη χρονική περίοδο.

(252)

Ομοίως, για ό, τι αφορά τη διανομή του τύπου (υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας που χρηματοδοτείται μέσω οικονομικών αντισταθμίσεων), η διαφορά είναι σημαντική ανάλογα με το κατά πόσο η αντιστάθμιση βασίζεται σε καθαρές πραγματικές δαπάνες (καθαρές δαπάνες που έχουν όντως πραγματοποιηθεί) ή σε καθαρές δαπάνες που προβλέπονται για μακρά χρονική περίοδο. Έτσι, η αντιστάθμιση που καταβάλλεται υπό μορφή κατ’ αποκοπή ποσού που καλύπτει τις καθαρές δαπάνες που θα προκύψουν στη διάρκεια μιας μακράς περιόδου που ακολουθεί εκθέτει την επιχείρηση σε όλες τις μεταβολές εσόδων και δαπανών. Η επιχείρηση αντιμετωπίζει τότε υψηλότερο κίνδυνο απ’ ό, τι σε περίπτωση πλήρους αντιστάθμισης με βάση τις δαπάνες και τα έσοδα που καθορίζονται εκ των υστέρων.

(253)

Εάν η σύμβαση που συνδέει την επιχείρηση και τις δημόσιες αρχές είναι τέτοια ώστε η δημόσια υπηρεσία να συνοδεύεται από ορισμένο βαθμό κινδύνου, για παράδειγμα επειδή εκθέτει την παραδοσιακή επιχείρηση σε σημαντικές μεταβολές των εσόδων και δαπανών, το εύλογο κέρδος που δικαιούται η παραδοσιακή επιχείρηση πρέπει να είναι ανάλογο με το αντίστοιχο επίπεδο κινδύνου που διατρέχει. Αντίθετα, αν η σύμβαση μεταξύ της παραδοσιακής επιχείρησης και των δημόσιων αρχών είναι τέτοια ώστε η δημόσια υπηρεσία δεν συνοδεύεται από σημαντικό κίνδυνο, το επιτρεπόμενο εύλογο κέρδος πρέπει επίσης να είναι χαμηλό.

(254)

Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι το επίπεδο του αναλαμβανόμενου κινδύνου από την εταιρεία και το ύψος των αποζημιώσεων που δικαιούται αυτή για βελτίωση της αποτελεσματικότητας συνδέονται στενά. Έτσι, οι δημόσιες αρχές μπορούν να καθορίσουν εκ των προτέρων ένα επίπεδο καθορισμένης αντιστάθμισης που προβλέπει και ενσωματώνει τις βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας που η επιχείρηση θα πρέπει κανονικά να πραγματοποιεί κατά τη διάρκεια της εντολής. Εκθέτοντας την επιχείρηση σε όλες τις μεταβολές δαπανών και εσόδων, η σύμβαση την προτρέπει να καταστεί πιο αποτελεσματική και να βελτιώσει τη σχέση κόστους - αποδοτικότητας. Ταυτόχρονα, την ωθεί να διατρέξει μεγαλύτερο κίνδυνο. Σε κάποιο βαθμό, ο κίνδυνος και τα κίνητρα για αποδοτικότητα συμβαδίζουν. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια ανώτατη τιμή που καθορίζεται εκ των προτέρων για μεγάλο χρονικό διάστημα παρακινεί κατά κανόνα περισσότερο σε μεγαλύτερη απόδοση, αλλά είναι επίσης περισσότερο παρακινδυνευμένη για την εν λόγω εταιρεία.

Συγκριτική μελέτη του εύλογου κέρδους

(255)

Για να εξετάσει το ζήτημα του ποσοστού εύλογου κέρδους των DPLP, η Επιτροπή στηρίζεται σε διάφορες μελέτες εμπειρογνωμόνων:

(256)

Μελέτη WIK: Στο πλαίσιο της υπόθεσης C 36/07, μια διαδικασία κρατικών ενισχύσεων που αφορούσε τον γερμανικό ταχυδρομικό φορέα Deutsche Post AG (εφεξής ο «DP»), η Επιτροπή ζήτησε από τη WIK Consult να εκπονήσει μελέτη σχετικά με το κατάλληλο επίπεδο εύλογου κέρδους για τους παραδοσιακούς φορείς εκμετάλλευσης των ταχυδρομικών υπηρεσιών (65) (εφεξής: «η μελέτη WIK»). Οι σχετικές πτυχές της μελέτης WIK κοινοποιήθηκαν στο Βέλγιο στις 25 Μαρτίου 2010 και στις τις 7 Φεβρουαρίου 2011. Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις του Βελγίου σχετικά με τη μελέτη WIK στις 23 Απριλίου 2010 και την 1η Μαρτίου 2011.

(257)

Μελέτη Deloitte: Στις 23 Απριλίου 2010, η Επιτροπή έλαβε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τη Deloitte (66) (εφεξής η «μελέτη Deloitte») στην οποία η τελευταία παρείχε τη γνώμη της σχετικά με το επίπεδο εύλογου κέρδους προς καθιέρωση για τις καθολικές υπηρεσίες του DP. Η μελέτη αυτή διαβιβάστηκε στο Βέλγιο στις 9 Δεκεμβρίου 2011. Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις του Βελγίου σχετικά με τη μελέτη Deloitte στις 26 Δεκεμβρίου 2011.

(258)

Μελέτη CRA: Την 1η Μαρτίου 2011, το Βέλγιο υπέβαλε μελέτη της Charles Rivers Associates (67) η οποία αμφισβητούσε τη μελέτη WIK (εφεξής «CRA»).

Η μελέτη WIK

(259)

Στην εν λόγω μελέτη, η WIK καθορίζει ένα εύλογο κέρδος αναφοράς για τον DP. Συγκεκριμένα, καταρχάς η WIK αναλύει τις αποστολές και τον κίνδυνο του DP και συμπεραίνει ότι ο τελευταίος διασφαλίζει κυρίως τις αποστολές ρουτίνας και αντιμετωπίζει περιορισμένο επιχειρηματικό κίνδυνο (68). Βάσει της ανάλυσης αυτής, η WIK επιλέγει τις επιχειρήσεις για τη σύγκριση, δηλαδή, καθορίζει τη σύνθεση των ομάδων αναφοράς που θα επιτρέψουν τον καθορισμό του εύλογου κέρδους αναφοράς. Γενικά, η WIK τονίζει ότι η διαδικασία αξιολόγησης που υιοθετήθηκε επαναλαμβάνει τις αρχές της μεθοδολογίας τύπου που χρησιμοποιείται για τις τιμές αναφοράς της αποδοτικότητας στις τιμές μεταβίβασης (69). Τέτοιου είδους μεθοδολογία όχι μόνο εφαρμόζεται στους εθνικούς κανονισμούς σε θέματα τιμών μεταβίβασης, αλλά επίσης και στις αρχές του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις τιμές μεταβίβασης (εφεξής οι αρχές του ΟΟΣΑ) (70).

(260)

Η WIK χρησιμοποιεί πολλά μέσα μέτρησης της αποδοτικότητας και κάνει διάκριση μεταξύ του συντελεστή εσωτερικής απόδοσης, που βασίζεται στις ταμειακές ροές και θεωρείται ως το θεωρητικά ορθό όργανο μέτρησης της αποδοτικότητας μιας δραστηριότητας, και άλλων δεικτών που προέρχονται από τα λογιστικά στοιχεία (ποσοστό απόδοσης), όπως η απόδοση απασχολούμενου κεφαλαίου, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων, η απόδοση του ενεργητικού και τα κέρδη εκμετάλλευσης (71). Όπως εξηγείται στο κεφάλαιο 5 της μελέτης, η WIK προτείνει εν προκειμένω να χρησιμοποιήσει τον δείκτη των κερδών εκμετάλλευσης ως δείκτη της αποδοτικότητας. Ένα από τα πλεονεκτήματα αυτού του μέσου είναι ότι εξαρτάται μόνο από τα λογιστικά στοιχεία επί των μεικτών κερδών (72) και επί των πωλήσεων, δύο θέσεις εύκολα παρατηρήσιμες στους λογαριασμούς της εταιρείας. Συν τοις άλλοις, η χρήση του δείκτη των κερδών εκμετάλλευσης αποτρέπει την εκτίμηση και την κατανομή περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών, πράγμα που θα καθίστατο αναγκαίο για ένα δείκτη αναφοράς βασιζόμενο στα κεφάλαια, όπως ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων και ο δείκτης απόδοσης απασχολούμενου κεφαλαίου, και συνήθως αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα. Η WIK επισημαίνει επίσης ότι ένας δείκτης αναφοράς που βασίζεται στα κέρδη εκμετάλλευσης συνιστάται στο κατά πόσο οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και η εταιρεία που υπόκειται σε συγκριτική μελέτη ανήκουν στον ίδιο κλάδο/τομέα, πράγμα που εξασφαλίζει ομοιογένεια της δομής των μεικτών κερδών και των πωλήσεων.

(261)

Όσον αφορά τη σύνθεση της ομάδας αναφοράς, η WIK καταλήγει ότι χρειάζεται να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση ανάμεσα στη συγκρισιμότητα των επιχειρήσεων που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και το μέγεθος αυτού. Η WIK αποκλείει την προσθήκη παραδοσιακών ευρωπαϊκών ταχυδρομικών φορέων στο δείγμα επειδή οι τιμές τους ήταν ρυθμισμένες σε μια αγορά, κλειστή στον ανταγωνισμό στις περισσότερες χώρες καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο. Για τον ίδιο λόγο, ο αριθμός των εταιρειών οι οποίες βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό με τους παραδοσιακούς ταχυδρομικούς φορείς είναι αρκετά περιορισμένος. Πρόκειται κυρίως για εταιρείες μικρότερου μεγέθους. Για να συγκροτήσει μια ισόρροπη ομάδα συγκρίσιμων επιχειρήσεων, η WIK περιλαμβάνει ταυτόχρονα στο δείγμα τους άμεσους ανταγωνιστές στις εθνικές αγορές και τους μεγάλους διεθνείς φορείς, όπως οι διεθνείς εταιρείες ταχυμεταφορών (UPS, FedEx, DHL), οι οποίες ασκούν δραστηριότητες περισσότερο διακινδυνευμένες και υψηλότερης έντασης κεφαλαίου από έναν παραδοσιακό ταχυδρομικό φορέα παρόντα σε μία προστατευμένη εθνική αγορά.

(262)

Σχετικά με το θέμα του συμβιβασμού ανάμεσα στη συγκρισιμότητα και το μέγεθος του δείγματος, η WIK προβλέπει τρεις ομάδες αναφοράς: i) την ομάδα αναφοράς Ι, ή περιορισμένο τομέα των δεμάτων, που περιλαμβάνει τις εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών δεμάτων (10 εταιρείες, που κρίνονται ιδιαίτερα συγκρίσιμες με τους παρόχους καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας)· ii) την ομάδα αναφοράς ΙΙ, ή ευρύτερο τομέα των δεμάτων, που περιλαμβάνει τις εταιρείες των οποίων η κύρια δραστηριότητα μπορεί να καλύπτει άλλες υπηρεσίες, όπως οι υπηρεσίες ταχυδρομείου (26 εταιρείες που παρουσιάζουν επίπεδο συγκρισιμότητας κάπως χαμηλότερο) και iii) την ομάδα αναφοράς ΙΙΙ, η οποία περιλαμβάνει επίσης τις επιχειρήσεις του τομέα των χερσαίων μεταφορών (1 163 εταιρείες που παρουσιάζουν μικρότερη συγκρισιμότητα) (73). Σύμφωνα με τη WIK, αυτή η προσέγγιση ενισχύει τη στατιστική αξία της τελικής συγκριτικής μελέτης.

(263)

Ένα από τα κριτήρια επιλογής που εφαρμόζονται σε όλες τις ομάδες αναφοράς αφορά το μέγεθος της εταιρείας· μόνο οι εταιρείες των οποίων τα έσοδα υπερβαίνουν τα 3 εκατ. ευρώ λαμβάνονται υπόψη (74). Όσον αφορά την περίοδο που καλύπτεται από τα δεδομένα, δεν υπήρχαν διαθέσιμα αξιόπιστα στοιχεία για την περίοδο 1998-2007 και χρησιμοποιήθηκαν αναδρομικές παρεμβολές για την περίοδο 1990-1997 (75).

(264)

Επιπλέον, η WIK ενσωματώνει την ανάλυση που υιοθετήθηκε στις τιμές μεταβίβασης βάσει της έννοιας του ενδοτεταρτημοριακού εύρους για να ισοκατανείμει τον αντίκτυπο των ακραίων τιμών και για να καθορίσει ένα επίπεδο εύλογου κέρδους (76).

(265)

Η WIK επιτυγχάνει τα ακόλουθα αποτελέσματα για την περίοδο 1998-2007:

α)

ομάδα αναφοράς Ι: 25ο εκατοστημόριο ίσο με -0,42 %, 75ο εκατοστημόριο ίσο με 6,72 % και διάμεσος (50ό εκατοστημόριο) ίσο με 3,86 %·

β)

ομάδα αναφοράς II: 25ο εκατοστημόριο ίσο με -0,45 %, 75ο εκατοστημόριο ίσο με 6,77 % και διάμεσος (50ό εκατοστημόριο) ίσο με 3,48 %·

γ)

ομάδα αναφοράς ΙΙΙ: 25ο εκατοστημόριο ίσο με -0,64 %, 75ο εκατοστημόριο ίσο με 5,57 % και διάμεσος (50ό εκατοστημόριο) ίσο με 2,59 %.

(266)

Η WIK συμπεραίνει ότι ο ευρύτερος τομέας των δεμάτων, ή ομάδα αναφοράς ΙΙ, είναι η καταλληλότερη ομάδα αναφοράς, δεδομένου ότι τα επιτευχθέντα αποτελέσματα είναι σχετικά σταθερά στο χρόνο σε σχέση με την άλλη ομάδα αναφοράς (περιορισμένος τομέας δεμάτων) και επειδή ο τομέας αυτός είναι λειτουργικά πλησιέστερος προς τις δραστηριότητες ταχυδρομείου και δεμάτων από ό,τι η άλλη ομάδα αναφοράς (τομέας των χερσαίων μεταφορών).

(267)

Μια άλλη προσαρμογή πραγματοποιείται για την απόκτηση ενός ανώτατου ορίου του εύλογου κέρδους του DP βασιζόμενη στην ανάλυση του επιχειρηματικού κινδύνου που διατρέχει η επιχείρηση σε σχέση με την ομάδα αναφοράς. Στη βάση αυτή, η WIK προτείνει ως ανώτατο όριο του εύλογου κέρδους του DP την τιμή 3,48 % που αντιστοιχεί στη διάμεση τιμή των κερδών εκμετάλλευσης της ομάδας αναφοράς II. Επιλέγοντας τη διάμεση τιμή αντί του 75ου εκατοστημόριου ως τιμή ανώτερη του εύλογου κέρδους, η WIK επιθυμεί να επισημάνει το γεγονός ότι οι εταιρείες στο δείγμα αναλαμβάνουν ένα μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι οι παραδοσιακοί ταχυδρομικοί φορείς, δεδομένου ότι δεν τυγχάνουν κανενός ειδικού δικαιώματος.

Παρατηρήσεις των βελγικών αρχών σχετικά με τη μελέτη WIK

Παρατηρήσεις σχετικά με τη μελέτη WIK

(268)

Οι βελγικές αρχές θεώρησαν ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στην έκθεση WIK ήταν ανακριβής και υπέβαλαν διάφορα έγγραφα (επιστολές, θέσεις και εκθέσεις) στις 23 Απριλίου 2010, την 1η Μαρτίου 2011, στις 14 Ιουνίου 2011, στις 5 Αυγούστου 2011, στις 10 Αυγούστου 2011, στις 14 Δεκεμβρίου 2011 και στις 19 Δεκεμβρίου 2011 απορρίπτοντας την προσέγγιση της έκθεσης WIK και παρουσιάζοντας τη δική τους μέθοδο εκτίμησης ενός ευλόγου κέρδους αναφοράς.

(269)

Σε ένα έγγραφο διατύπωσης θέσεων που έστειλαν στις 5 Αυγούστου 2011, οι βελγικές αρχές ισχυρίστηκαν, κατ’ ουσίαν, ότι το δείγμα που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη WIK δεν ήταν αντιπροσωπευτικό της δραστηριότητας, του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου και της περιόδου αναφοράς. Το Βέλγιο ισχυρίζεται, συνεπώς, ότι είναι πολύ δύσκολη η νομιμοποίηση του δείγματος βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στο σημείο 18 του πλαισίου ΥΓΟΣ.

(270)

Στην ίδια θέση, το Βέλγιο ισχυρίζεται επίσης ότι θα ήταν λογικό να γίνει διάκριση ανάμεσα στα περιθώρια κέρδους των δραστηριοτήτων που παρουσιάζουν επίπεδα κινδύνου σημαντικά διαφορετικά: αν η διανομή του τύπου και του ταχυδρομείου είναι δραστηριότητες οι οποίες έχουν διαφορετικό προφίλ κινδύνου, οι βελγικές αρχές διατείνονται ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν διαφορετικά επίπεδα εύλογου κέρδους.

(271)

Επιπλέον, οι βελγικές αρχές ισχυρίζονται ότι οι δραστηριότητες των DPLP παρουσιάζουν βελτίωση της παραγωγικότητας και ότι η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη της την παράμετρο αυτή όταν καθορίζει το ποσοστό εύλογου κέρδους, όπως ορίζει το σημείο 18 των κατευθυντήριων γραμμών του πλαισίου ΥΓΟΣ. Οι βελγικές αρχές επισημαίνουν ότι τα DPLP κατέστησαν κερδοφόρα μετά από πολλές μεταρρυθμίσεις και αφού υπήρξαν ζημιογόνα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι δαπάνες των DPLP μειώθηκαν, ιδίως χάρη στο κλείσιμο ταχυδρομικών γραφείων. Το μερίδιο του 50 % που έχουν στην κατοχή τους οι ιδιώτες επενδυτές από το 2006 οδήγησε στη γένεση νέας νοοτροπίας προσανατολισμένης στην αποτελεσματικότητα. Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, η εν λόγω βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του συντελεστή εύλογου κέρδους που μπορεί να χορηγηθεί στα DPLP.

Η μελέτη Charles River Associates

(272)

Την 1η Μαρτίου 2011, οι βελγικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή μια έκθεση που συνέταξε η Charles River Associates (CRA) η οποία αντιμετωπίζει επικριτικά τη μελέτη WIK και προτείνει μια άλλη μέθοδο αξιολόγησης του εύλογου κέρδους των DPLP.

(273)

Όσον αφορά τη σύνθεση του δείγματος, η CRA ισχυρίζεται ότι τα τρία δείγματα WIK περιλαμβάνουν πολλές εταιρείες μικρού μεγέθους των οποίων το προφίλ κινδύνου δεν είναι συγκρίσιμο με εκείνο ενός μεγάλου ταχυδρομικού φορέα. Συνεπώς, η CRA αμφισβητεί τα συμπεράσματα της WIK ισχυριζόμενη ότι η παροχή υπηρεσιών διανομής επιστολών από τον εν λόγω παραδοσιακό ταχυδρομικό φορέα συνεπάγεται χαμηλό κίνδυνο και ότι οι εταιρείες που συμπεριλαμβάνονται στις ομάδες αναφοράς επιτρέπουν να γίνει ορθή σύγκριση.

(274)

Η CRA εφιστά την προσοχή στη σχέση μεταξύ της δομής του κόστους μιας επιχείρησης (όσον αφορά την αναλογία του πάγιου και του μεταβλητού κόστους) και τον εμπορικό κίνδυνο που αυτή διατρέχει. Η CRA ισχυρίζεται ότι οι ταχυδρομικοί φορείς αναλαμβάνοντας υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας αντιμετωπίζουν υψηλότερο πάγιο κόστος και είναι συνεπώς περισσότερο εκτεθειμένοι σε μια πτώση της ζήτησης από ό,τι μια εταιρεία με χαμηλότερο πάγιο κόστος. Επιπλέον, η CRA υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ των κερδών εκμετάλλευσης των μικρών και των μεγάλων εταιρειών των ομάδων WIK (77), πράγμα που σημαίνει, κατά την άποψή της, την ύπαρξη συστηματικών διαφορών μεταξύ των μικρών εταιρειών δεμάτων και των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, όπως η UPS και η Fedex, που μπορούν να εξηγηθούν από τη διαφορετική διάρθρωση των εξόδων.

(275)

Η CRA αναλύει, επίσης, διεξοδικότερα τα χαρακτηριστικά ορισμένων μικρών εταιρειών δεμάτων που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα της ομάδας αναφοράς I της WIK και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προφίλ κινδύνου δεν είναι συγκρίσιμο με εκείνο ενός μεγάλου ταχυδρομικό φορέα. Η CRA εκτιμά επίσης ότι δεν συντρέχει λόγος να αυξηθεί το μέγεθος αυτού του δείγματος που ήδη μπορεί να συγκριθεί δύσκολα με την προσθήκη των επιχειρήσεων ακόμη λιγότερο συγκρίσιμες.

(276)

Η CRA απορρίπτει το επιχείρημα της WIK σύμφωνα με το οποίο οι ευρωπαϊκοί παραδοσιακοί ταχυδρομικοί φορείς δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα, δεδομένου ότι τα κέρδη τους δεν καθορίστηκαν μέσω ανταγωνισμού, αλλά από τη ρύθμιση των τιμών, δεδομένου ότι υπάρχει ο κίνδυνος ότι οι παραδοσιακοί ταχυδρομικοί φορείς μπόρεσαν, χάρη σε αυτή τη ρύθμιση των τιμών, να αποκομίσουν υπερβολικά κέρδη. Η CRA ισχυρίζεται ότι απορρίπτοντας τους άλλους παραδοσιακούς φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών με σκοπό τη σύγκριση, η WIK βασίζεται στη θεωρητική υπόθεση σύμφωνα με την οποία αυτοί οι υφιστάμενοι ταχυδρομικοί φορείς θα μπορούσαν να προσφέρουν τιμές υπερβολικές, χωρίς όμως να παρέχει εμπειρικά στοιχεία προς επίρρωση του ισχυρισμού της. Εν προκειμένω, η CRA επισημαίνει ότι βάσει των μηχανισμών ρύθμισης των τιμών που εφαρμόζονται σε διάφορα κράτη μέλη, όπως το ανώτατο όριο των τιμών (78), τα υψηλά κέρδη που παρατηρήθηκαν μάλλον θα οφείλονται σε κέρδη παραγωγικότητας παρά σε υψηλές τιμές.

(277)

Η CRA ισχυρίζεται ότι η φυσική μέθοδος υπολογισμού ενός εύλογου περιθωρίου κέρδους για τα DPLP σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας έπρεπε να βασίζεται στα διαθέσιμα στοιχεία όσον αφορά τα περιθώρια κέρδους που πραγματοποιήθηκαν από τις δραστηριότητες ταχυδρομείου άλλων ταχυδρομικών φορέων της Δυτικής Ευρώπης. Αυτή η μέθοδος είναι ακόμη πιο φυσική αφού οι εν λόγω δημόσιες υπηρεσίες είναι πρώτα απ’ όλα υπηρεσίες διανομής επιστολών και τα στοιχεία για τα περιθώρια κέρδους που πραγματοποιήθηκαν σχετικά με τις υπηρεσίες διανομής επιστολών των άλλων φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών της Δυτικής Ευρώπης είναι άμεσα προσβάσιμα και δεν αποκαλύπτουν καμιά ρύθμιση των τιμών αδικαιολόγητα επιεική.

(278)

Η CRA ισχυρίζεται, συγκεκριμένα, ότι η ανάλυση πρέπει να βασίζεται στα περιθώρια μεικτού κέρδους (κέρδη εκμετάλλευσης) που πραγματοποιήθηκαν από τις δραστηριότητες διανομής επιστολών των ταχυδρομικών φορέων της Δυτικής Ευρώπης παρέχουν τομεακές πληροφορίες σχετικά με τα περιθώρια μεικτού κέρδους των δραστηριοτήτων τους διανομής επιστολών ή (εάν οι τομεακές πληροφορίες για τα περιθώρια μεικτού κέρδους δεν ανακοινώνονται) σχετικά με τα συνολικά περιθώρια μεικτού κέρδους των ταχυδρομικών φορέων της Δυτικής Ευρώπης που αντλούν άνω του 75 % των εσόδων τους από τον τομέα των υπηρεσιών διανομής επιστολών. Η CRA εξαιρεί από το δείγμα τους φορείς της Ανατολικής Ευρώπης λόγω της σχετικής αναποτελεσματικότητάς τους σε σχέση με τους ταχυδρομικούς φορείς της Δυτικής Ευρώπης.

(279)

Ως εκ τούτου, η ανάλυση της CRA βασίζεται σε δείγμα 11 ταχυδρομικών φορών της Δυτικής Ευρώπης για την περίοδο 2002-2009 (73 παρατηρήσεις συνολικά). Ο μέσος όρος των κερδών εκμετάλλευσης αυτού του δείγματος είναι […]%, η διάμεση τιμή είναι […]% και το 75ο εκατοστημόριο ισούται με […]% (79). Η CRA υπολογίζει επίσης τον σταθμισμένο μέσο όρο σε ([…]%) και τη μέση τιμή σύμφωνα με τη μέθοδο Winsor σε ([…]%), οι οποίες, όπως και η διάμεση τιμή, δεν μεταβάλλονται από τις ακραίες τιμές (80).

(280)

Όσον αφορά τον ορισμό μιας τιμής αναφοράς για το εύλογο περιθώριο κέρδους, η CRA ισχυρίζεται ότι η χρήση μέσων τιμών δημιουργεί προβλήματα μεθοδολογίας. Η CRA εξηγεί ότι λόγω των μεταβολών των περιθωρίων που παρατηρούνται στο δείγμα, το κρίσιμο όριο το οποίο καθορίζει μια υπερβολική αποδοτικότητα αναμένεται να είναι υψηλότερο από το μέσο όρο ή από κάθε άλλο μέτρο κεντρικής τάσης και θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ισούται με το 75ο εκατοστημόριο. Σύμφωνα με τη CRA μια τέτοια προσέγγιση θα συμβάδιζε με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται κατά τις έρευνες για τις τιμές μεταβίβασης και που βασίζεται σε ένα διάστημα (π.χ. διατεταρτημοριακό διάστημα ή άλλων εκατοστημόριων).

Έγγραφο που υποβλήθηκε από τις βελγικές αρχές στις 14 Δεκεμβρίου 2011 — Απόδειξη του δικαιώματος των DPLP να εισπράττουν ασφάλιστρο κινδύνου επί ενός ευλόγου κέρδους για την περίοδο 1992 - 2010

(281)

Στις 14 Δεκεμβρίου 2011, οι βελγικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή ένα έγγραφο που περιλαμβάνει τη θέση των DPLP για τους κινδύνους που διατρέχουν ταχυδρομικοί φορείς και πρότεινε μια μεθοδολογία ενόψει της ανάπτυξης ενός εργαλείου μέτρησης του ασφάλιστρου κινδύνου που προστιθέμενο στο λειτουργικό περιθώριο χωρίς κίνδυνο, θα έδινε ένα εύλογο επίπεδο κερδών εκμετάλλευσης.

(282)

Το έγγραφο δεν εξηγεί με ποιο τρόπο το περιθώριο εκμετάλλευσης χωρίς κίνδυνο (εκφρασμένη σε κέρδη εκμετάλλευσης) θα μπορούσε να προσδιοριστεί εν προκειμένω και δεν αποφαίνεται σαφώς ποια πρέπει να είναι η ακριβώς τα εύλογα κέρδη εκμετάλλευσης με βάση την προτεινόμενη μεθοδολογία. Η ανάλυση εστιάζεται μάλλον στην εκτίμηση των διαφόρων κινδύνων και στον υπολογισμό του ασφάλιστρου κινδύνου που αντανακλά όλους τους τύπους κινδύνου.

(283)

Οι βελγικές αρχές επικεντρώνονται κυρίως σε τρεις βασικές κατηγορίες κινδύνου – τον τομεακό κίνδυνο, τον κίνδυνο που συνδέεται με την υπηρεσία και τον συμβατικό κίνδυνο – και τους συνήθεις τύπους κινδύνου, για κάθε κατηγορία, στους οποίους εκτίθενται οι ταχυδρομικοί φορείς. Η μεθοδολογία εκτίμησης του ασφάλιστρου κινδύνου προβλέπει: i) τον ορισμό ενός «μέγιστου ασφάλιστρου κινδύνου» (81)· ii) τον διαχωρισμό της περιόδου που λαμβάνεται υπόψη σε συμβατικές περιόδους, προκειμένου να αποσαφηνισθούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με κάθε σύμβαση· iii) τη χρήση μια απλής κλίμακας για την αξιολόγηση κάθε κινδύνου για κάθε συμβατική περίοδο, (χαμηλό, μεσαίο ή υψηλό)· iv) τη μετατροπή του βαθμού για κάθε κίνδυνο σε ένα συνολικό βαθμό για κάθε μία από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες κινδύνων και v) τη μετατροπή των συνολικών βαθμών σε ασφάλιστρα κινδύνων, των οποίων το άθροισμα παρέχει το ασφάλιστρο του συνολικού κινδύνου.

(284)

Επιπλέον, τα παραδείγματα που δίνονται για να αποδειχθεί ότι τα DPLP διατρέχουν κινδύνους υψηλότερους από τον μέσο όρο. Έτσι, οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι τα DPLP αντιμετωπίζουν κίνδυνο που συνδέεται με τους υψηλότερους όγκους επειδή πραγματοποιούν ένα σημαντικό μέρος των εσόδων τους από τη δραστηριότητα του «ταχυδρομείου» και επειδή παρουσιάζει σημαντική ανελαστικότητα κόστους που οφείλεται σε ποσοστό των πάγιου κόστους υψηλότερου του μέσου όρου. Άλλος τύπος κινδύνου που θεωρείται πιο υψηλός για τα DPLP είναι ο κίνδυνος που συνδέεται με την ασφάλεια. Σύμφωνα με την ανάλυση, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα DPLP είναι από τους σπάνιους ευρωπαϊκούς ταχυδρομικούς φορείς που διανέμουν κατ’ οίκον τις συντάξεις σε μετρητά.

(285)

Με βάση την αξιολόγηση των διαφόρων κινδύνων, οι βελγικές αρχές συμπεραίνουν ότι η τέταρτη διαχειριστική σύμβαση παρουσιάζει υψηλό επίπεδο των τριών τύπων κινδύνου, ενώ η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη σύμβαση χαρακτηρίζονται από ένα μεσαίο επίπεδο κινδύνου (με μόνη εξαίρεση τον τομεακό κίνδυνο, που θεωρείται χαμηλός για την πρώτη σύμβαση). Οι βελγικές αρχές παρέχουν άλλα παραδείγματα για τον τρόπο μετατροπής σε ασφάλιστρο κινδύνου την ανωτέρω κατάταξη των διαφόρων κινδύνων, με βάση διαφορετικές τιμές για το «μέγιστο ασφάλιστρο κινδύνου».

Η μελέτη Deloitte

(286)

Η μελέτη Deloite που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (257) ανωτέρω συμβαδίζει με τη μελέτη WIK σε πολλά σημεία:

1.

αμφότερες χρησιμοποιούν την ίδια μεθοδολογία έρευνας εταιρειών συγκρίσιμων όσον αφορά τις λειτουργίες και τον κίνδυνο στις βάσεις δημοσιονομικών δεδομένων·

2.

αμφότερες προτείνουν τη χρήση των κερδών εκμετάλλευσης ως του καταλληλότερου μέτρου αναφοράς για τον καθορισμό του κέρδους αναφοράς (λόγω της έλλειψης δεδομένων, των διαφορών λογιστικής μεταχείρισης μεταξύ των διαφόρων εταιρειών)·

3.

τέλος, οι φορείς παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εξαιρούνται της ομάδας συγκρίσιμων επιχειρήσεων, επειδή λειτουργούν κυρίως σε ρυθμιζόμενες αγορές και απολαύουν αποκλειστικών δικαιωμάτων.

(287)

Όσον αφορά την ομάδα συγκρίσιμων επιχειρήσεων, η κύρια διαφορά μεταξύ της μελέτης WIK και της μελέτης Deloitte αφορά το μέγεθος των εταιρειών που λαμβάνονται υπόψη. Η Deloitte περιλαμβάνει στο δείγμα της μόνο τις εταιρείες των οποίων τα ετήσια έσοδα είναι άνω των 100 εκατ. ευρώ (82). Ο περιορισμός αυτός εξηγείται από την ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παροχή καθολικής υπηρεσίας και τους συναφείς εμπορικούς κινδύνους και της αγοράς (83).

(288)

Η Deloitte κρίνει ειδικότερα ότι οι εταιρείες του τομέα αλληλογραφίας και δεμάτων που εκμεταλλεύονται ευρέα και σύνθετα δίκτυα συλλογής και διανομής μπορούν να συγκριθούν εύλογα με τα DP. Λαμβανομένων υπόψη των οικονομιών κλίμακας, της εμβέλειας και της πυκνότητας που επικρατούν στα ταχυδρομικά δίκτυα και της υψηλής αναλογίας των δαπανών λειτουργίας σε σχέση με το κόστος κεφαλαίου, καθώς και των συναφών κινδύνων (όπως ο κίνδυνος που σχετίζεται με τον όγκο, ο κίνδυνος αντικατάστασης από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο), οι μεγάλες επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται πολλά προϊόντα του τομέα αλληλογραφίας και δεμάτων προσφέρονται περισσότερο για σύγκριση από τις μικρές ταχυδρομικές επιχειρήσεις. Οι εταιρείες εμπορευματικών μεταφορών και εφοδιασμού μπορούν επίσης – σε μικρότερο βαθμό – να συμβάλουν στη σύγκριση διότι χρησιμοποιούν τα ίδια αγαθά.

(289)

Για να καταδειχθεί η σημασία του μεγέθους των εταιρειών, Deloitte συγκρίνει το δείγμα της με εκείνες της ομάδας αναφοράς WIK II. Η Deloitte επισημαίνει ότι ο μέσος όρος των κερδών εκμετάλλευσης στο δείγμα WIK διαφέρει σημαντικά μεταξύ των ομάδων εταιρειών διαφορετικού μεγέθους (που συνάγεται από τον αριθμό των εργαζομένων) (84). Η Deloitte ισχυρίζεται ότι στο δείγμα της (που βασίζεται σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις), δεν υπάρχει, αντιθέτως, στενή σχέση μεταξύ της κλίμακας και την των κερδών εκμετάλλευσης.

(290)

Μετά τη λήξη της διαδικασίας επιλογής του δείγματος, η Deloitte βασίζει την ανάλυσή της σε 7 εταιρείες ταχυδρομικές και δεμάτων, 18 εταιρείες εφοδιασμού και 19 εταιρείες μεταφοράς εμπορευμάτων. Όσον αφορά τον τομέα ταχυδρομείου και δεμάτων, η μικρή ομάδα επτά συγκρίσιμων εταιρειών περιλαμβάνει μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις δεμάτων εξπρές όπως η UPS, η FedEx και η TNT Express, καθώς και ορισμένα άλλους ταχυδρομικούς φορείς καταγωγής κυρίως των ΗΠΑ και του ΗΒ (85). Κατ’ αρχήν, το σύνολο δεδομένων καλύπτει την περίοδο 1990-2007, αλλά τα δεδομένα για τα πρώτα έτη είναι, ωστόσο, περιορισμένα η και Deloitte θεωρεί κατά συνέπεια ότι τα αποτελέσματα για τα έτη αυτά είναι λιγότερο αξιόπιστα (86).

(291)

Η Deloitte εξετάζει επιπλέον τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα περισσότερων άλλων μέσων μέτρησης της αποδοτικότητας. Απορρίπτει τη χρήση του συντελεστή εσωτερικής απόδοσης στην προκειμένη περίπτωση, λόγω των πρακτικών δυσκολιών που συνδέονται με την παροχή δεδομένων σχετικά με τις ταμειακές ροές. Απορρίπτει επίσης τη χρήση του δείκτη απόδοσης απασχολούμενου κεφαλαίου και του δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων λόγω, π.χ., διαφορών μεταξύ των εταιρειών όσον αφορά τη λογιστική επεξεργασία των δαπανών και την κεφαλαιακή διάρθρωση (η τελευταία είναι σημαντική για τον δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων). Η απόδοση του ενεργητικού έχει επίσης κριθεί ακατάλληλη δεδομένου ότι επικεντρώνεται στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού. Η Deloitte προτείνει συνεπώς την επιλογή των κερδών εκμετάλλευσης, αλλά υπογραμμίζει ότι δεδομένου ότι αυτά δεν μετρούν άμεσα την απόδοση του κεφαλαίου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς συγκριτικής μελέτης υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκρινόμενες επιχειρήσεις εμφανίζουν παρόμοια ένταση κεφαλαίου.

(292)

Η Deloitte υπολογίζει ωστόσο, τον δείκτη απόδοσης απασχολούμενου κεφαλαίου (καθώς και τον δείκτη απόδοσης απασχολούμενου κεφαλαίου στην αξία της αγοράς και τον δείκτη απόδοσης του ενεργητικού) για ένα μικρό επιμέρους δείγμα έξι εταιρειών, αλλά εξάγει το συμπέρασμα ότι η κλίμακα και η απόκλιση του δείκτη απόδοσης απασχολούμενου κεφαλαίου μπορεί να αντανακλά διάφορους παράγοντες, γεγονός που επιβάλλει μια συνετή ερμηνεία και βλάπτει τη χρησιμότητά του ως δείκτη αναφοράς. Μεταξύ των παραγόντων αυτών, η Deloitte τονίζει τη σημασία της έντασης κεφαλαίου. Η Deloitte υποστηρίζει ότι όσον αφορά την ένταση κεφαλαίου, η καθολική υπηρεσία του DP είναι πλησιέστερη εκείνης π.χ. της UPS και της Fedex παρά εκείνης των φορέων εμπορευματικών μεταφορών όπως η Kuehne&Nagel ή η Wincanton.

(293)

Η Deloitte υπογραμμίζει επίσης τις σημαντικές διαφορές αποδοτικότητας των εταιρειών με την πάροδο του χρόνου, καθώς και στο πλαίσιο των διαφόρων τομέων όπως και μεταξύ αυτών. Αυτές οι διαφορές, σύμφωνα με την Deloitte, δικαιολογούν τη χρησιμοποίηση των κλιμάκων εύλογου κέρδους παρά μια μοναδική μέση αξία. Μία τέτοια προσέγγιση θα είναι επίσης σκόπιμη λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να μην αδικούνται τα αποτελέσματα άνω του μέσου όρου που επιτυγχάνονται χάρη της βελτίωση της αποτελεσματικότητας.

(294)

Τα αποτελέσματα που συνέλεξε η Deloitte, ανά τομέα και για όλους τους τομείς, συνοψίζονται στον πίνακα 22 της μελέτης Deloitte. Έτσι:

α)

στον ταχυδρομικό τομέα και στον τομέα δεμάτων, για την περίοδο 1998-2007, ο μέσος όρος των ετήσιων μέσων όρων των κερδών εκμετάλλευσης είναι 8,1 %, ο μέσος όρος των ετήσιων διάμεσων τιμών των κερδών εκμετάλλευσης είναι 7,4 %, ο μέσος όρος των ετήσιων 25 εκατοστημορίων είναι 4,8 % και ο μέσος όρος των ετήσιων 75 εκατοστημορίων είναι 12 %·

β)

για το σύνολο των τομέων, για την περίοδο 1990-2007 ο μέσος όρος των ετήσιων μέσων όρων των κερδών εκμετάλλευσης είναι 6 %, ο μέσος όρος των ετήσιων διάμεσων τιμών των κερδών εκμετάλλευσης είναι 5,4 %, ο μέσος όρος των ετήσιων 25 εκατοστημορίων είναι 3,6 % και ο μέσος όρος των ετήσιων 75 εκατοστημορίων είναι 8,1 % (87)·

(295)

Ως δείκτη αναφοράς, η Deloitte προτείνει μια τιμή που βασίζεται στον μέσο όρο των ετήσιων μέσων όρων των κερδών εκμετάλλευσης ίσης με 7,9 % (88)· λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς των κερδών εκμετάλλευσης που παρατηρήθηκε, η Deloitte συνάγει επίσης μια εύλογη κλίμακα των κερδών εκμετάλλευσης που βασίζεται στα ετήσια διατεταρτημοριακά διαστήματα (89).

Εκτίμηση της συγκριτικής μελέτης

Εύλογο κέρδος (κλίμακα εξ ορισμού)

(296)

Η επιλογή ενός δείγματος συγκρίσιμων επιχειρήσεων για τους παραδοσιακούς φορείς εκμετάλλευσης των ταχυδρομικών υπηρεσιών αποτελεί ένα πολύπλοκο έργο. Είναι αυτονόητο ότι η μεγαλύτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην επιλογή ενός ομίλου επιχειρήσεων που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς για τις εμπορικές δραστηριότητες και τον κίνδυνο.

(297)

Οι μελέτες WIK και Deloitte έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους το γεγονός ότι αφορούν τις εμπορικές εταιρείες που ασκούν δραστηριότητες παρόμοιες με εκείνες των DPLP, αποκλείοντας τους παραδοσιακούς ταχυδρομικούς φορείς εκμετάλλευσης από το δείγμα σύγκρισης. Η CRA, αντίθετα, χρησιμοποιεί ένα δείγμα σύγκρισης που απαρτίζεται αποκλειστικά από άλλους ευρωπαϊκούς παραδοσιακούς φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών.

(298)

Η Επιτροπή συμμερίζεται τη γνώμη των WIK και Deloitte, σύμφωνα με την οποία τα οφέλη των ταχυδρομικών φορέων εκμετάλλευσης (που χρησιμοποιούνται από την CRA στη συγκριτική μελέτη) δεν είναι οι κανονικές συνθήκες της αγοράς, αλλά οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην επιλογή άλλων κρατών μελών σε θέματα ρύθμισης. Θα μπορούσαν, κατά συνέπεια, να μην αντικατοπτρίζουν κατάλληλα την αντιστάθμιση αναφοράς. Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι το δείγμα της CRA αφορά τους παραδοσιακούς ταχυδρομικούς φορείς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, φαίνεται να συνιστά το δείγμα επιχειρήσεων που πλησιάζουν περισσότερο προς τα DPLP. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να ληφθεί πλήρως υπόψη το δείγμα της CRA, ιδίως για την επαλήθευση μέσω διασταύρωσης των επιπέδων αναφοράς του εύλογου κέρδους (κέρδη εκμετάλλευσης) καθοριζόμενων βάσει των μελετών WIK και Deloitte.

(299)

Τόσο η μελέτη WIK ότι η μελέτη Deloitte αναγνωρίζουν ότι είναι αναγκαία η πρόβλεψη ενός ικανοποιητικού μεγέθους δείγματος για να αντληθούν ουσιώδη συμπεράσματα για τους σκοπούς της συγκριτικής μελέτης. Για τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω αρχές βασίζονται σε ένα δείγμα (σχετικά) περιορισμένου αριθμού επιχειρήσεων στον ταχυδρομικό τομέα και των δεμάτων και σε δείγματα ευρύτερα συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών στους τομείς της υλικοτεχνικής υποστήριξης και της μεταφοράς εμπορευμάτων. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι είναι σημαντικό να υπάρχει ένα δείγμα επαρκούς μεγέθους για στατιστικούς σκοπούς. Όσον αφορά τη θέση της CRA εν προκειμένω, η οποία αμφισβητεί τη χρησιμότητα αύξησης του μεγέθους του δείγματος προσθέτοντας εταιρείες λιγότερο συγκρίσιμες, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα ευρύτερα δείγματα που ορίζουν η WIK, και ιδίως η Deloitte, βάσει των μεθόδων επιλογής δειγμάτων, είναι επαρκώς συγκρίσιμα ώστε να χρησιμεύσουν ως σημαντικές ομάδες αναφοράς προκειμένου να αξιολογηθεί το όφελος των DPLP.

(300)

Η μελέτη WIK επιχειρεί να καθορίσει κέρδη εκμετάλλευσης αναφοράς με βάση τρεις ομάδες για λόγους σύγκρισης. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η μελέτη WIK μπορεί να προσβληθεί σε δύο σημεία χωριστά αν και συνδεόμενα (90): i) Η προσφυγή εκ μέρους της WIK σε δείγματα στα οποία περιλαμβάνονται επίσης πολλές μικρότερες εταιρείες (91) που δεν είναι, προφανώς, συγκρίσιμες με τους παραδοσιακούς ταχυδρομικούς φορείς όπως τα DPLΡ· και ii) οι παραδοχές της WIK σχετικά με το επίπεδο κινδύνου που συνδέεται με τον ταχυδρομικό φορέα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.

(301)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κλίμακα των δραστηριοτήτων, καθώς και η διάρθρωση του κόστους των παραδοσιακών ταχυδρομικών φορέων όπως τα DPLP (από κοινού με τον τύπο του ισχύοντος μηχανισμού ρύθμισης) αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για την εκτίμηση της συγκριτικής μελέτης των επιπέδων κέρδους.

(302)

Πρώτον, αν το πάγιο κόστος είναι υψηλό (και αφορά, παραδείγματος χάριν, το κόστος του κεφαλαίου ή άλλα πάγια έξοδα που σχετίζονται με το δίκτυο), οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις ωφελούνται περισσότερο από τις οικονομίες κλίμακας και της πυκνότητας από ό,τι οι μικρές. Συγκρίνοντας τα μέσα κέρδη εκμετάλλευσης των μεγάλων και των μικρών επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο δείγμα της WIK, η μελέτη Deloitte-II κατορθώνει να αποδείξει ότι τα μέσα κέρδη εκμετάλλευσης αυξάνονται με το μέγεθος των επιχειρήσεων (υπολογιζόμενο βάσει του αριθμού των εργαζομένων) (92). Πράγματι, η μέση τιμή του πρώτου τέταρτο (Q1) είναι πολύ χαμηλή στα τρία δείγματα WIK (π.χ. μόνο 0,75 % για το δείγμα WIK II για την περίοδο 1998-2007) (93), γεγονός που μπορεί να σημαίνει μια ορισμένη υπερεκπροσώπηση των (μικρότερων) επιχειρήσεων που υφίστανται ζημίες και αγωνίζονται να παραμείνουν στην αγορά. Συμπεριλαμβάνοντας τόσες μικρές επιχειρήσεις στα δείγματά της (συμπεριλαμβανομένων στο βασικό δείγμα της ομάδας αναφοράς II) η WIK ενδεχομένως έχει υποτιμήσει τα κέρδη εκμετάλλευσης αναφοράς που θα εφαρμόζονταν περισσότερο σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις και καλύτερα εδραιωμένες όπως το DP ή τα DPLP.

(303)

Δεύτερον, μολονότι η WIK αναφέρει, ορθώς, το χαμηλό προφίλ κινδύνου της επιχείρησης λόγω του μονοπωλιακού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων της, δεν φαίνεται να έχει λάβει επαρκώς υπόψη τα σημαντικά πάγια έξοδα (σε σχέση με τα μεταβλητά) που επιφέρει η υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, ούτε την εξέλιξη του προφίλ κινδύνου που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις τροποποιήσεις του κανονιστικού καθεστώτος που γνώρισε ο φορέας κατά την πάροδο του χρόνου, ιδίως μεταξύ των διαφόρων περιόδων ρύθμισης (π.χ. οι διαφορετικές συμβάσεις διαχείρισης, στην περίπτωση των DPLP).

(304)

Το μερίδιο των πάγιων δαπανών μπορεί όχι μόνο να αυξηθεί λόγω της υψηλής έντασης κεφαλαίου μιας επιχείρησης (μία από τις εξηγήσεις των υψηλών πάγιων εξόδων), αλλά και επειδή μπορεί να προσαρμόσει το συνολικό κόστος λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης (που συνδέεται με την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας) να διατηρήσουν ένα ευρύ δίκτυο διανομής και επειδή αδυνατεί να μειώσει το κόστος λόγω των ισχυουσών συμβάσεων εργασίας. Η υψηλή αναλογία των πάγιων δαπανών (94) θέτει περαιτέρω υπό αμφισβήτηση τη συμπερίληψη των μικρών εταιρειών στις οποίες η διάρθρωση του κόστους (το ποσοστό του πάγιου κόστους/μεταβλητού κόστους) φαίνεται να διαφέρουν σημαντικά (95).

(305)

Όπως περιγράφεται στην εισαγωγή, η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι το επίπεδο έκθεσης στον κίνδυνο ενός παραδοσιακού ταχυδρομικού φορέα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα χαρακτηριστικά του ρυθμιστικού μηχανισμού που συστήθηκε από τις δημόσιες αρχές για τη χρηματοδότηση της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας. Η μετάβαση σε ένα μακροπρόθεσμο σύστημα ανώτατων τιμών για την τιμή των γραμματοσήμων (όπως το γνώρισαν τα DPLP το 2006) συνεπάγεται ιδίως σημαντική αύξηση του μεγέθους του κινδύνου που συνδέεται με τον όγκο. Η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου κλονίζει την παραδοχή της WIK σχετικά με τον εγγενώς χαμηλό κίνδυνο των δραστηριοτήτων των DPLP, τουλάχιστον για την περίοδο που χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα ανώτατων τιμών.

(306)

Λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις (286) έως (290), η Επιτροπή θεωρεί ότι για την αξιολόγηση του κέρδους των DPLP, τα δείγματα της Deloitte συνιστούν βελτίωση σε σχέση με τα δείγματα της WIK, δεδομένου ότι περιορίζονται σε επιχειρήσεις με υψηλότερο ελάχιστο μέγεθος (ετήσιος κύκλος εργασιών άνω των 100 εκατ. ευρώ).

(307)

Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι για διάφορα θέματα, η προσέγγιση της Deloitte παρουσιάζει επίσης ορισμένες δυνητικές αδυναμίες και τα συμπεράσματά της πρέπει να ερμηνεύονται με σύνεση.

(308)

Τα δείγματα Deloitte φαίνεται να περιλαμβάνουν πολλές εταιρείες των οποίων η ένταση του κεφαλαίου είναι μεγαλύτερη από εκείνη που εφαρμόζεται στους ταχυδρομικούς φορείς (96). Από μεθοδολογική άποψη, τη χρήση των κερδών εκμετάλλευσης ως εργαλείου αξιολόγησης του κέρδους απαιτεί ένα συγκριτικό δείγμα εταιρειών με παρόμοια επίπεδα έντασης κεφαλαίου (που ορίζεται ως ο δείκτης κεφαλαίου/πωλήσεων). Η υπόθεση εργασίας είναι ότι οι εταιρείες που έχουν ίδια κέρδη εκμετάλλευσης θα έχουν απόδοση απασχολούμενου κεφαλαίου αντιστρόφως ανάλογη προς τον δείκτη κεφάλαιο/πωλήσεις (97). Κατά συνέπεια, η προσφυγή στα κέρδη εκμετάλλευσης ως δείκτη αναφοράς της αποδοτικότητας απαιτεί ένταση κεφαλαίου ίδια με εκείνη των εταιρειών που εμφανίζονται στην ομάδα αναφοράς. Παρότι είναι δύσκολο να υπάρξουν αξιόπιστες εκτιμήσεις της έντασης κεφαλαίου (98), φαίνεται ότι οι δραστηριότητες διανομής αλληλογραφίας και τύπου εμφανίζουν ένταση κεφαλαίου χαμηλότερη από ότι οι δεμάτων εξπρές των μεγάλων πολυεθνικών όπως UPS, Fedex, TNT και DHL (99). Κατά συνέπεια, ίσως ο δείκτης εύλογου κέρδους που ορίζεται με βάση τα δείγματα Deloitte υπερεκτιμά το κέρδος αναφοράς που θα πρέπει να εφαρμοστεί σε εταιρείες που παρουσιάζουν την ίδια διάρθρωση του κεφαλαίου με τα DPLP (100).

(309)

Υπό το πρίσμα των πολυάριθμων αβεβαιοτήτων που συνοδεύουν αυτό το εγχείρημα αξιολόγησης, η Επιτροπή θεωρεί δικαιολογημένο να καθορίσει μια εύλογη κλίμακα των κερδών εκμετάλλευσης βάσει των εκτιμήσεων της Deloitte όσον αφορά τη διάμεση τιμή των κερδών εκμετάλλευσης για το ευρύτερο δείγμα όλων των τομέων (5,4 %), καθώς και τη διάμεση τιμή των κερδών εκμετάλλευσης για το δείγμα των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον ταχυδρομικό τομέα και στον τομέα των δεμάτων (7,4 %) (101). Η κλίμακα που προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο [5,4 % -7,4 %] θα αποτελούσε, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, μια «κλίμακα εξ ορισμού» για το εύλογο κέρδος, τουλάχιστον για τις περιόδους κατά τις οποίες τα DPLP αντιμετώπισαν σημαντικό βαθμό κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της σύμβασης αντιστάθμισης σε ισχύ, και τα σημαντικά κίνητρα για να καταστούν πιο αποτελεσματικά (102).

(310)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κλίμακα [5,4 % — 7,4 %] είναι κατάλληλη ως τιμή εξ ορισμού, τόσο για τις δραστηριότητες διανομής αλληλογραφίας των DPLP όσο και για τις δραστηριότητες διανομής του τύπου, δεδομένου ότι πρόκειται για δραστηριότητες που συνδέονται στενά και παρουσιάζουν παρόμοια εμπορικά χαρακτηριστικά.

(311)

Είναι αλήθεια ότι τα DPLP έχουν αντιμετωπίσει χαμηλό ή μηδενικό ανταγωνισμό στους σχετικούς τομείς δραστηριότητας (διανομή επιστολών και τύπου). Στη βάση αυτή, τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να υπολογιστεί το κέρδος με βάση τη διάμεση τιμή του κέρδους των δειγμάτων εταιρειών που αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό και εάν μια τιμή αναφοράς πιο περιοριστική (δηλαδή χαμηλότερη), ως το πρώτο τέταρτο (25ο εκατοστημόριο), δεν θα ήταν επαρκής για μια εταιρεία στη θέση των DPLP. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν θα αναγνωρίσει επαρκώς την ύπαρξη σημαντικής μεταβολής των επιπέδων κέρδους, τόσο μεταξύ των εταιρειών όσο και με την πάροδο του χρόνου. Επιπλέον, πρέπει να αποφευχθεί οιαδήποτε αδικαιολόγητη κατάργηση των πιθανών βελτιώσεων της αποτελεσματικότητας επιβάλλοντας ένα ανώτατο όριο εξίσου αυστηρό στα κέρδη εκμετάλλευσης που επέτυχε εκ των υστέρων η εταιρεία.

(312)

Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή εκτιμά, επίσης, ότι δεν είναι σκόπιμο να βασιστεί σε μέτρα πέραν της διάμεσης τιμής, όπως το τρίτο τέταρτο (103). Δεδομένου ότι η προσέγγιση που θα εφαρμοστεί ορίζει ήδη μια κλίμακα μεταξύ διαφόρων δειγμάτων, η προστιθέμενη αξία από τον συνυπολογισμό, για στατιστικούς σκοπούς, των κλιμάκων εκατέρωθεν της διάμεσης τιμής στα δείγματα (το διατεταρτημοριακό διάστημα χρησιμοποιείται συχνά στις τιμές μεταβίβασης) φαίνεται κάπως περιορισμένη (104). Επομένως η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή της διάμεσης τιμής στις διάφορες ομάδες αναφοράς, παρά τη μεταβολή γύρω από τη διάμεση τιμή στο συγκεκριμένο δείγμα (105).

(313)

Αλλά κυρίως, δεδομένου ότι ο τομέας «ταχυδρομείο» των DPLP παρουσιάζει χαμηλότερη ένταση κεφαλαίου από εκείνον των επιχειρήσεων δεμάτων εξπρές (106), φαίνεται ότι η χρησιμοποίηση της διάμεσης τιμής αυτού του τελευταίου δείγματος παρέχει ήδη αυτό καθεαυτό ένα ορισμένο περιθώριο ελιγμών που θα επιτρέψουν να αντιμετωπισθούν τα κυμαινόμενα επίπεδα κέρδους γύρω από τη διάμεση τιμή για τις εταιρείες που παρουσιάζουν χαμηλότερη ένταση κεφαλαίου, όπως τα DPLP, και να επιβραβεύσει επαρκώς τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, κατά περίπτωση.

(314)

Περισσότεροι διασταυρούμενοι έλεγχοι συνέπειας μπορούν να πραγματοποιηθούν συγκρίνοντας την κλίμακα εξ ορισμού που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (308) με άλλες διαθέσιμες εκτιμήσεις του εύλογου κέρδους. Όπως αναφέρθηκε ήδη στην αρχή του παρόντος υποτμήματος, είναι χρήσιμο να γίνει ένας διασταυρούμενος έλεγχος με τα διάμεση τιμή των κερδών εκμετάλλευσης της μελέτης CRA, που ανέρχεται σε […]% (107). Η διάμεση τιμή των κερδών εκμετάλλευσης υπολογίζεται με βάση το δείγμα της ομάδας αναφοράς II της WIK, που περιορίζεται στις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 100 εκατ. ευρώ, παρέχει κέρδη εκμετάλλευσης 7,1 %. Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι αριθμοί αυτοί περιλαμβάνονται στην κλίμακα [5,4 % -7,4 %], πράγμα που ενισχύει τον ισχυρισμό ότι αυτή η κλίμακα μπορεί να θεωρηθεί λογική.

(315)

Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ένα εξ ορισμού περιθώριο που περιλαμβάνεται σε μία κλίμακα [5,4 % -7,4 %] φαίνεται να αποτελεί ένα κατάλληλο περιθώριο αναφοράς για το κέρδος, τουλάχιστον για τις περιόδους κατά τις οποίες τα DPLP αντιμετώπισαν σημαντικό βαθμό κινδύνου και σημαντικά κίνητρα για την απόδοση.

Περιθώριο εύλογου κέρδους ελλείψει σημαντικού κινδύνου που συνδέεται με τη σύμβαση

(316)

Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή θεωρεί ότι όταν η σύμβαση μεταξύ του παραδοσιακού φορέα και των δημόσιων αρχών είναι τέτοια ώστε η δημόσια υπηρεσία συνδέεται με έναν σημαντικό βαθμό κινδύνου, το εύλογο κέρδος που χορηγείται στον παραδοσιακό φορέα πρέπει να είναι ανάλογο με το αντίστοιχο επίπεδο κινδύνου που διατρέχει. Αντίθετα, εάν η σύμβαση δεν συνεπάγεται παρά μικρό κίνδυνο, το επίπεδο εύλογου κέρδους θα πρέπει να είναι μικρό.

(317)

Στο προηγούμενο τμήμα, η Επιτροπή εξήγησε το διάβημά της με στόχο να καθορίσει μια εξ ορισμού κλίμακα εύλογου κέρδους [5,4 % -7,4 %], που θεωρείται κατάλληλο για τις συμβάσεις που παρουσιάζουν ένα επίπεδο σημαντικού κινδύνου. Είναι δύσκολο να υπολογιστεί η κατάλληλη τιμή αναφοράς από άποψη εύλογης κλίμακας κερδών εκμετάλλευσης σε περιπτώσεις χαμηλού κινδύνου, αλλά είναι προφανές ότι μια τέτοια κλίμακα κερδών εκμετάλλευσης πρέπει να βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της κατανομής στο δείγμα επιπέδων κέρδους που παρατηρήθηκαν. Η Επιτροπή θεωρεί δικαιολογημένο, σε αυτή την προοπτική, να υιοθετηθεί μια κλίμακα για το εύλογο κέρδος με βάση το πρώτο τεταρτημόριο (25ο εκατοστημόριο) αντί της διάμεσης τιμής.

(318)

Η προσφυγή στο 25ο εκατοστημόριο ως τιμής αναφοράς για τις συμβάσεις χαμηλού κινδύνου δίνει μια εύλογη κλίμακα κερδών εκμετάλλευσης [3,6 % — 4,8 %] βάσει των διαφόρων δειγμάτων Deloitte.

(319)

Επίσης, μια σύγκριση με τα αποτελέσματα της CRA σχετικά με τους παραδοσιακούς ταχυδρομικούς φορείς μπορεί να αποτελέσει μια χρήσιμη διασταυρούμενη επαλήθευση. Ο μέσος όρος του ετήσιου 25ο εκατοστημόριου υπολογισμένη από την Επιτροπή ισούται με […]%. Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι αριθμοί αυτοί περιλαμβάνονται στην κλίμακα [3,6 % — 4,8 %], πράγμα που ενισχύει τον ισχυρισμό ότι αυτή η κλίμακα μπορεί να θεωρηθεί λογική.

(320)

Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ένα εξ ορισμού περιθώριο που περιλαμβάνεται μέσα σε μία κλίμακα [3,6 % - 4,8 %] φαίνεται να αποτελεί ένα κατάλληλο περιθώριο αναφοράς του κέρδους για τις περιόδους κατά τις οποίες τα DPLP αντιμετώπισαν χαμηλό βαθμό κινδύνου.

Αξιολόγηση των κινδύνων που ενυπάρχουν στις συμβάσεις με τα DPLP

(321)

Όπως εξηγείται στην εισαγωγή του παρόντος τμήματος, ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν τα DPLP εξαρτάται από τον μηχανισμό αντιστάθμισης που εφαρμόζεται από το Βέλγιο. Αυτός ο μηχανισμός προβλέπεται στις διάφορες διαχειριστικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ των DPLP και του βελγικού κράτους και ποικίλλει κατά την πάροδο του χρόνου. Είναι επομένως εύλογο να ληφθούν υπόψη διάφορες κλίμακες για τα «εύλογα κέρδη εκμετάλλευσης» σύμφωνα με τον μηχανισμό αντιστάθμισης που είχε εφαρμοστεί, ο οποίος καθορίζει το επίπεδο του κινδύνου που τα DPLP αντιμετωπίζουν, αλλά και τον βαθμό στον οποίο τα DPLP ωθούνται να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους.

(322)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι ο χαρακτηρισμός του κινδύνου στις συμβάσεις δεν εξαρτάται από την απλή παρουσία του κινδύνου στις συμβάσεις διαχείρισης των DPLP, και μάλιστα του απόλυτου βαθμού κινδύνου, αλλά μάλλον τον βαθμό στον οποίο ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος από εκείνος που συναντάται από τις εταιρείες που εμφανίζονται στις ίδιες ομάδες δειγμάτων. Το ίδιο ισχύει με την ένταση των κινήτρων που προτρέπουν τα DPLP να επιτύχουν βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Δεδομένου ότι οι εν λόγω ομάδες δειγμάτων αποτελούνται από εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, συνήθως είναι αντιμέτωπες με σημαντικό κίνδυνο και ισχυρά κίνητρα ώστε να καταστούν πιο αποτελεσματικές.

(323)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η τέταρτη σύμβαση υπηρεσιών διαχείρισης (2006-2010) προβλέπει σαφώς μηχανισμούς που περιλαμβάνουν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις σχετικά με τις τιμές και τη χρηματοδότηση που βασίζονται σε ex ante παραμέτρους. Αυτό εφαρμόζεται στις δραστηριότητες των DPLP που αφορούν τόσο τη διανομή αλληλογραφίας όσο και του τύπου.

(324)

Ειδικότερα, όσον αφορά τη διανομή του τύπου, το άρθρο 9 της τέταρτης διαχειριστικής σύμβασης προβλέπει ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης (συνήθως περίοδος 5 ετών), ο μέσος σταθμισμένος όρος των τιμολογίων για την παροχή υπηρεσιών που ανήκουν στο «δείγμα μικρών χρηστών» δεν θα αυξηθεί ταχύτερα από ότι επιτρέπει ο μηχανισμός καθορισμού ανώτατων τιμών που βασίζεται στον δείκτη υγείας (ειδικό δείκτη των τιμών καταναλωτή) και μπόνους ποιότητας που αντικατοπτρίζει το ποσοστό του ατομικού ταχυδρομείου που διανέμεται εγκαίρως. Σύμφωνα με την Επιτροπή, ο καθορισμός κατ’ αυτόν τον τρόπο των τιμολογίων για όλη την περίοδο της σύμβασης φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σύμβασης παροχής κινήτρων, η οποία εκθέτει την εταιρεία σε ένα επίπεδο σημαντικού κινδύνου.

(325)

Όσον αφορά τη διανομή του τύπου, το άρθρο 2 της τέταρτης διαχειριστικής σύμβασης διευκρινίζει ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης, τα τιμολόγια διανομής τύπου δεν μπορούν να αυξηθούν ταχύτερα από τον δείκτη υγείας. Για την κάλυψη του καθαρού κόστους διανομής του τύπου, λαμβανομένων υπόψη τις προβλεπόμενες αποδόσεις το άρθρο 13 παράγραφος 2 ορίζει την ετήσια αντιστάθμιση που τα DPLP δικαιούνται σε 290 613 000 ευρώ (ποσό προσαρμοσμένο για να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός) (108). Το άρθρο 13 παράγραφος 5 ορίζει ότι εάν το περιεχόμενο ή οι όροι της ΥΓΟΣ αλλάζουν ή εφόσον επέλθει μια σημαντική εξέλιξη του κόστους που τα DPLP δεν δύνανται να θέσουν υπό έλεγχο, τα συμβαλλόμενα μέρη εξετάζουν κατά πόσο η αντιστάθμιση πρέπει να προσαρμοστεί προκειμένου να παρακολουθήσει την εξέλιξη του κόστους. Μια τέτοια προσαρμογή θεσπίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η εν λόγω ρήτρα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ρήτρα διαφυγής που επανεισάγει ex post ορισμένα στοιχεία στη σύμβαση (τα οποία προστατεύουν τα DPLP έναντι του κινδύνου). Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται από τις δημόσιες αρχές είναι αρκετά ασαφείς και ότι τα DPLP δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να στηριχθούν στη χρήση τους. Εν γένει, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ρυθμίσεις για τις δραστηριότητες των DPLP που συνδέονται με τη διανομή του τύπου προϋποθέτουν μακροπρόθεσμη δέσμευση σχετικά με το επίπεδο αντιστάθμισης.

(326)

Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η τέταρτη σύμβαση διαχείρισης (2006-2010) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται χαμηλό κίνδυνο, αλλά μάλλον ένα σημαντικό βαθμό κινδύνου. Γενικά, η κλίμακα εξ ορισμού [5,4 % -7,4 %] φαίνεται να ταιριάζει στους δύο τύπους δραστηριοτήτων που προβλέπονται από την τέταρτη διαχειριστική σύμβαση που έχει συνάψει.

(327)

Αντίθετα, οι προγενέστερες διαχειριστικές συμβάσεις (μέχρι το 2005) φαίνεται να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μηχανισμούς τιμών και αντιστάθμισης με χαμηλό βαθμό κινδύνου για τα DPLP.

(328)

Όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών των γραμματοσήμων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι τρεις πρώτες συμβάσεις διαχείρισης δεν εφαρμόζουν μηχανισμό ανώτατων τιμών του τύπου που χρησιμοποιείται στην τέταρτη σύμβαση διαχείρισης (προβλέπει μακροπρόθεσμη δέσμευση σχετικά με τις τιμές). Οι συμβάσεις αυτές αναφέρονται κυρίως, σε αρκετά γενικές γραμμές, σε τιμολόγια που βασίζονται στις πραγματικές δαπάνες, που καθορίζονται με βάση τις κατάλληλες λογιστικές αρχές (109).

(329)

Κατά τον ίδιο τρόπο, σχετικά με τη διανομή τον τύπο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι τρεις πρώτες συμβάσεις διαχείρισης δεν προβλέπουν κανένα προϋπολογισμό κατά αποκοπή που καλύπτει την περίοδο της σύμβασης κατά τρόπο παρεμφερή με την τέταρτη διαχειριστική σύμβαση (110). Αναφέρονται μάλλον στις αντισταθμίσεις βάσει των πραγματικών δαπανών (111). Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η δεύτερη σύμβαση ορίζει εξάλλου ένα συνολικό ανώτατο όριο για την αντιστάθμιση, αλλά τα πραγματικά αντισταθμιστικά ποσά που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου φαίνεται να θέτουν υπό αμφισβήτηση τον πραγματικά δεσμευτικό χαρακτήρα του ανωτάτου ορίου (112). Η πρώτη σύμβαση διαχείρισης καθόριζε επίσης ετήσια επιχορήγηση (αντιστάθμιση), αλλά η Επιτροπή παρατηρεί ότι, συγχρόνως, η σύμβαση δεν προσδιορίζει ένα μακροπρόθεσμο ανώτατο όριο για τα τιμολόγια κατανομής τύπου.

(330)

Η Επιτροπή είναι λοιπόν της γνώμης ότι η κλίμακα [3,6 % — 4,8 %], που θεωρήθηκε εύλογη επειδή δεν υπήρχε σημαντικός κίνδυνος που να συνδέεται με τη σύμβαση, πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στη διανομή του τύπου όσο και στη διανομή ταχυδρομείου για την περίοδο των πρώτων τριών συμβάσεων διαχείρισης.

(331)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια προσέγγιση βάσει των συμβάσεων προτείνεται επίσης από τις βελγικές αρχές στο έγγραφο που υπέβαλαν στις 14 Δεκεμβρίου 2011. Μολονότι η προτεινόμενη μεθοδολογία εγείρει διάφορα ζητήματα όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου και τον τρόπο με τον οποίο αυτοί σταθμίζονται (113), μια ανάλυση ανά συμβατική περίοδο που ταξινομεί κυρίως τον κίνδυνο που διατρέχουν τα DPLP σε συνάρτηση με μία κλίμακα τριών επιπέδων (χαμηλό, μεσαίο, υψηλό) συνάδει εν πολλοίς με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή. Συνολικά, η σχετική κατάταξη που πραγματοποίησαν τα DPLP των συμβάσεων σε όρους κινδύνου φαίνεται συνεπής με την ανάλυση της Επιτροπής, δεδομένου ότι οι βελγικές αρχές εκτιμούν, επίσης, ότι η τέταρτη σύμβαση είναι συνολικά περισσότερο επικίνδυνη από ό,τι οι τρεις πρώτες.

Συμπέρασμα σχετικά με το επίπεδο εύλογου κέρδους

(332)

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια εξ ορισμού κλίμακα του περιθωρίου εκμετάλλευσης (κέρδη εκμετάλλευσης) μεταξύ [5,4 % — 7,4 %] αποτελεί κατάλληλη κλίμακα αναφοράς για τον καθορισμό του εύλογου κέρδους για τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων τα DPLP αντιμετώπιζαν σημαντικό κίνδυνο και συνεκτιμά τα ισχυρά κίνητρα για αποδοτικότητα.

(333)

Η Επιτροπή συμπεραίνει επίσης ότι μια κλίμακα των κερδών εκμετάλλευσης μεταξύ [3,6 % — 4,8 %] αποτελεί κατάλληλη κλίμακα αναφοράς για τον καθορισμό του εύλογου κέρδους για τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων τα DPLP δεν αντιμετώπιζαν σημαντικό κίνδυνο.

(334)

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι προσπάθειες, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, που τα DPLP έχουν καταβάλει για την επίτευξη βελτίωσης της αποδοτικότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να επιδείξει σύνεση χρησιμοποιώντας τα ανώτατα όρια των δύο κλιμάκων για τον καθορισμό του εύλογου κέρδους που πρέπει να περιληφθούν στο κόστος των δημοσίων υπηρεσιών. Αυτή η προσέγγιση τονίζεται επίσης στη μελέτη Deloitte [βλέπε αιτιολογική σκέψη (292)] σύμφωνα με την οποία η προσφυγή σε κλίμακες ήταν σκόπιμη λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να μην αδικούνται τα αποτελέσματα άνω του μέσου όρου που επιτεύχθηκαν χάρη σε βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας.

(335)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι τρεις πρώτες συμβάσεις διαχείρισης (1992-1996, 1997 – 2002 και 2003-2005) παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο και ότι η χρησιμοποίηση ενός επιπέδου εύλογου κέρδους που αντιστοιχεί σε κέρδη εκμετάλλευσης 4,8 % μπορεί να εφαρμοστεί στη διανομή τόσο του ταχυδρομείου όσο και του τύπου. Θεωρεί, αντίθετα, ότι η τέταρτη σύμβαση διαχείρισης (2006-2010) συνοδεύεται σαφώς από σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο, με αποτέλεσμα ένα επίπεδο εύλογου κέρδους που αντιστοιχεί σε κέρδη εκμετάλλευσης 7,4 % μπορεί να εφαρμόζεται στη διανομή τόσο του ταχυδρομείου όσο και του τύπου.

Έλεγχος της υπεραντιστάθμισης για την περίοδο που καλύπτεται από την πρώτη σύμβαση διαχείρισης (1992-1996)

(336)

Η πρώτη σύμβαση διαχείρισης ορίζει ότι η ετήσια αντιστάθμιση που καταβάλλει το Δημόσιο προορίζεται για το σύνολο των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας.

(337)

Η ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση πρέπει συνεπώς να υπολογιστεί προσθέτοντας το σύνολο των εξόδων και των εσόδων όλων των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας.

(338)

Η ετήσια αντιστάθμιση που καταβάλλει το Δημόσιο για την αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να περιλαμβάνεται στα έσοδα. Οι ετήσιες αντισταθμίσεις που έλαβαν τα DPLP στο πλαίσιο της πρώτης σύμβασης διαχείρισης αντιπροσωπεύουν συνολικό ποσό 1,5 δισεκατ. ευρώ.

(339)

Επιπλέον, τα ακόλουθα μέτρα ενίσχυσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:

Μεταβίβαση ακινήτων

(340)

Η πρώτη σύμβαση διαχείρισης προέβλεπε επίσης μεταβίβαση κρατικών ακινήτων στα DPLP. Αυτή η μεταβίβαση ακινήτων ύψους 112,2 εκατ. ευρώ, για την οποία δεν καταβλήθηκε καμία αντιστάθμιση, πρέπει να περιληφθεί στα έσοδα των DPLP για τους σκοπούς του υπολογισμού της υπεραντιστάθμισης για την περίοδο που καλύπτεται από την πρώτη σύμβαση διαχείρισης. Τα DPLP δεν κατέβαλαν καμία αντιστάθμιση στο κράτος για τη χρήση των κτιρίων κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της μεταβίβασης.

Καθυστερημένη αντιστάθμιση ΥΓΟΣ για το 1996, ποσού ύψους 62 εκατ. ευρώ, που κατεβλήθη υπό μορφή εισφοράς κεφαλαίου το 1997

(341)

Το 1997, κατεβλήθη ποσό 62 εκατ. ευρώ από το κράτος στα DPLP και ενεγράφη από αυτά ως εισφορά κεφαλαίου. Οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν στη συνέχεια ότι η εν λόγω μεταβίβαση αντιστοιχούσε πράγματι στην καθυστερημένη καταβολή του υπολοίπου της ετήσιας αντιστάθμισης που προβλεπόταν για το 1996 από την πρώτη σύμβαση διαχείρισης.

(342)

Στην αρχή, το εν λόγω ποσό δεν είχε καταβληθεί εγκαίρως στα DPLP το 1996, ενώ η κρατική αντισταθμιστική πληρωμή δεν υπερέβαινε το ετήσιο ποσό που προβλέπεται από τη σύμβαση διαχείρισης για το εν λόγω έτος.

(343)

Για τους σκοπούς του ελέγχου της υπεραντιστάθμισης, η καταβολή 62 εκατ. ευρώ περιλαμβάνεται στην αντιστάθμιση ΥΓΟΣ για την περίοδο που καλύπτεται από την πρώτη σύμβαση διαχείρισης.

(344)

Ο υπολογισμός της υπεραντιστάθμισης για την πρώτη σύμβαση διαχείρισης μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

Καθαρό κόστος (κόστος — έσοδα) όλων των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας

Εύλογο κέρδος που έχει εγκριθεί για τις ΥΓΟΣ

+

Ετήσιες αντισταθμίσεις των ΥΓΟΣ

+

Μεταβίβαση ακινήτων

+

Εισφορά κεφαλαίου 1997

=

Υπεραντιστάθμιση

Έλεγχος της υπεραντιστάθμισης για την περίοδο που καλύπτεται από τις τρεις συμβάσεις διαχείρισης (1997-2010)

(345)

Σύμφωνα με τις ακόλουθες τρεις συμβάσεις διαχείρισης, ο υπολογισμός της υπεραντιστάθμισης θα λάβει υπόψη μόνον τα έξοδα και τα έσοδα των ΥΓΟΣ που, δυνάμει των διατάξεων αυτών των συμβάσεων, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Τα έξοδα και τα έσοδα που αντιστοιχούν στις άλλες ΥΓΟΣ που, σύμφωνα με τις διατάξεις των συμβάσεων διαχείρισης, δεν μπορούν να διεκδικήσουν ενίσχυση δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι γενικές ταχυδρομικές υπηρεσίες δεν αποτελούν μέρος των δραστηριοτήτων που τυγχάνουν ενίσχυσης, το ενδεχόμενο καθαρό κόστος δεν θα ληφθεί υπόψη και πρέπει να χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από ιδίους πόρους των DPLP σύμφωνα με την εντολή δημόσιας υπηρεσίας που ορίζεται από τις συμβάσεις διαχείρισης. Οι δραστηριότητες που, σύμφωνα με τις συμβάσεις διαχείρισης, απολαύουν του ποσού αντιστάθμισης που καθορίζεται σε αυτές περιλαμβάνουν ιδίως τη διανομή του τύπου (εφημερίδες και περιοδικά) και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη (33).

(346)

Λόγω των φθηνών τιμών που ισχύουν για τη διανομή του τύπου, οι ΥΓΟΣ που λαμβάνουν ενίσχυση παρουσιάζουν εν γένει ζημίες.

(347)

Στον βαθμό που η ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση μιας δεδομένης υπηρεσίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση το καθαρό κόστος που προκύπτει από άλλες υποαντισταθμισμένες αποστολές δημόσιας υπηρεσίας, όλες οι δαπάνες και τα έσοδα που συνδέονται με τις ΥΓΟΣ που είναι επιλέξιμες για ενίσχυση στο πλαίσιο των συμβάσεων διαχείρισης, θα προστεθούν για τους σκοπούς του υπολογισμού.

(348)

Οι ετήσιες αντισταθμίσεις που λαμβάνουν τα DPLP δυνάμει των τριών συμβάσεων διαχείρισης αντιπροσωπεύουν συνολικό ποσό των 3,5 δισεκατ. ευρώ.

Συνεκτίμηση των πλεοναζόντων κερδών του αποκλειστικού τομέα

(349)

Εκτός από τις αντισταθμίσεις που προβλέπονται στις συμβάσεις διαχείρισης, τα DPLP έλαβαν, καθ’ όλη την περίοδο που καλύπτει η έρευνα, αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγούνται από το κράτος για την παροχή ανατιθέμενων κατ’ αποκλειστικότητα ταχυδρομικών υπηρεσιών. Μολονότι τα ενδεχόμενα καθαρά πλεονάσματα που προέρχονται από το εν λόγω αποκλειστικό τομέα δεν αποτελούν κρατικούς πόρους για τους σκοπούς του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελέσουν αντικείμενο εντάλματος είσπραξης σε περίπτωση υπεραντιστάθμισης, μπορούν και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά την εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας οποιαδήποτε άλλης κρατικής ενίσχυσης που χορηγείται στον εν λόγω φορέα υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημοσίων υπηρεσιών. Συνεπώς, κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της αντιστάθμισης που χορηγήθηκε στα DPLP στο πλαίσιο των διαφόρων συμβάσεων διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, τα πλεονάζοντα κέρδη που πραγματοποίησαν τα βελγικά ταχυδρομεία στον τομέα αυτό αφαιρούνται από το κόστος των ΥΓΟΣ που δικαιούνται αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δυνάμει των διατάξεων των συμβάσεων αυτών.

(350)

Πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι η εν λόγω αρχή έχει περιληφθεί στο πλαίσιο ΥΓΟΣ, το οποίο ορίζει ότι «εάν η εξεταζόμενη επιχείρηση διαθέτει αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα που συνδέονται με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος από την οποία προκύπτουν κέρδη που υπερβαίνουν το εύλογο κέρδος, ή εφόσον απολαύει άλλων πλεονεκτημάτων παρεχομένων από το κράτος, αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους σε σχέση με το άρθρο 87 της συνθήκης και να προστίθενται στα έσοδα της επιχείρησης» (114). Η αρχή αυτή αντικατοπτρίζει την προϋπόθεση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας που είναι εγγενής στο άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Πράγματι, η ενίσχυση που καταβλήθηκε για μια ΥΓΟΣ επιπλέον των πλεοναζόντων κερδών που προκύπτουν από αποκλειστικό ή ειδικό δικαίωμα που χορηγείται στην επιχείρηση και αρκούν από μόνες τους για να καλύψει το κόστος μιας άλλης ΥΓΟΣ, δεν είναι απαραίτητη για την παροχή της ΥΓΟΣ. Ο φορέας που πραγματοποιεί τα πλεονάζοντα κέρδη απολαύει ήδη ενός μέτρου που επιτρέπει να διασφαλιστεί η ΥΓΟΣ υπό συνθήκες οικονομικής ισορροπίας, μολονότι δεν είναι απαραίτητη καμία συμπληρωματική αντιστάθμιση.

(351)

Ως εκ τούτου, οποιοδήποτε πλεονάζον κέρδος του αποκλειστικού τομέα λόγω του αποκλειστικού δικαιώματος που χορηγείται πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της αναγκαιότητας αντισταθμίσεων για τις εν λόγω ΥΓΟΣ που χορηγούνται στα DPLP.

(352)

Κατά συνέπεια, όλα τα κέρδη που προκύπτουν από τον αποκλειστικό τομέα που υπερβαίνουν το επίπεδο εύλογου κέρδους λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάλυση της υπεραντιστάθμισης των ΥΓΟΣ.

(353)

Ωστόσο, επειδή ο αποκλειστικός τομέας προορίζεται πρωτίστως για τη χρηματοδότηση της παροχής καθολικής υπηρεσίας, κάθε ζημία καταχωρημένη σε άλλους τομείς της καθολικής υπηρεσίας μειώνει τη συμβολή του αποκλειστικού τομέα στα έξοδα των άλλων σχετικών ΥΓΟΣ.

Δαπάνες που προκύπτουν από τις δυσχέρειες που συνδέονται με την υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας

(354)

Επιπλέον, κατά τον ποσοτικό προσδιορισμό του υπερβολικού κέρδους που προκύπτει από τον αποκλειστικό τομέα, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το κόστος που προκύπτει από την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, αλλά που καλύπτεται από δραστηριότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας. Σύμφωνα με τη νομολογία Chronopost, τα έξοδα του δικτύου λιανικής κατανέμονται σε όλη την αναλυτική λογιστική των DPLP μεταξύ των δραστηριοτήτων οι οποίες απαιτούν να προσφεύγουν στο δίκτυο, η οποία περιλαμβάνει τα προϊόντα καθολικής υπηρεσίας, αλλά όχι μόνο. Ειδικότερα, η υποχρέωση που επιβάλλεται στα DPLP να διατηρεί ένα δίκτυο λιανικής ένα ορισμένου μεγέθους και πυκνότητας, για την παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας υψηλής ποιότητας που ορίζεται από τις βελγικές αρχές συνεπάγεται απώλειες για τις εμπορικές δραστηριότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας δεδομένου ότι ένα μέρος των εξόδων του δικτύου λιανικής καταλογίζεται, σύμφωνα με τη νομολογία Chronopost, στα εμπορικά προϊόντα που χρησιμοποιούν το δίκτυο λιανικής πώλησης.

(355)

Περιορισμοί δικτύου που επιβάλλονται από τις συμβάσεις διαχείρισης: Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από το κράτος αφορούν την πυκνότητα και το είδος των σημείων ταχυδρομικής υπηρεσίας (Ταχυδρομικά γραφεία ή/και σημεία ταχυδρομικής εξυπηρέτησης) που συνθέτουν το δίκτυο λιανικής πώλησης. Ορίζονται στις διαδοχικές συμβάσεις διαχείρισης. Έτσι, η τέταρτη σύμβαση υπηρεσιών διαχείρισης (2005-2010) προβλέπει:

α)

τη γενική επιταγή διατήρησης ενός δικτύου που επιτρέπει την εκτέλεση της καθολικής υπηρεσίας και των άλλων δημόσιων υπηρεσιών που ανατίθενται σε DPLP (115)·

β)

την υποχρέωση διατήρησης τουλάχιστον 1 300 σημεία ταχυδρομικής υπηρεσίας (Ταχυδρομικά γραφεία και σημεία ταχυδρομικής εξυπηρέτησης) (116)·

γ)

την υποχρέωση διατήρησης τουλάχιστον 589 ταχυδρομικών γραφείων·

δ)

επιπλέον, η μέγιστη οδική απόσταση μεταξύ κάθε σημείου ταχυδρομικής υπηρεσίας που προσφέρει ένα φάσμα βασικών υπηρεσιών και ταχυδρομικού γραφείου που παρέχει ένα πλήρες φάσμα υπηρεσιών δεν μπορεί να υπερβεί τα 10 km.

(356)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι οι ειδικές απαιτήσεις για τον αριθμό και τον τύπο των σημείων ταχυδρομικής υπηρεσίας που συγκροτούν το δίκτυο λιανικής των DPLP αποτελούν υποχρέωση χωριστής εδαφικής παρουσίας που επιβάλλεται από το κράτος πέραν των απαιτήσεων της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας. Στη βάση αυτή, το Βέλγιο θεωρεί ότι όλο το καθαρό κόστος που αντιστοιχεί στην εν λόγω ειδική υποχρέωση εδαφικής παρουσίας πρέπει να αντισταθμίζεται από το κράτος.

(357)

Ποσοτικοποίηση του περιορισμού δικτύου: Προκειμένου να καθοριστεί το καθαρό κόστος που η υποχρέωση διατήρησης δικτύου λιανικής που αριθμεί τουλάχιστον 1 300 σημεία ταχυδρομικής υπηρεσίας, εκ των οποίων ένα ελάχιστο αριθμό 589 ταχυδρομικών γραφείων, συνεπάγεται για τα DPLP, οι βελγικές αρχές συνέκριναν το πραγματικό δίκτυο λιανικής, του οποίου η πυκνότητα και ο τύπος των σημείων ταχυδρομικής υπηρεσίας επιβάλλονται από το κράτος, με ένα υποθετικό δίκτυο λιανικής που τα DPLP θα εκμεταλλεύονταν εάν δεν έπρεπε να λάβουν υπόψη τους ειδικούς περιορισμούς. Με άλλα λόγια, το υποθετικό δίκτυο λιανικής είναι αυτό που τα DPLP θα επέλεγαν να εκμεταλλευθούν σε συνθήκες της ελεύθερης αγοράς εάν το κράτος δεν τους επέβαλε τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(358)

Οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι αυτό το υποθετικό δίκτυο θα αποτελείται μόνο από σημεία θέση. Τα ταχυδρομικά γραφεία θα καταργούνταν. Ωστόσο, για να διασφαλισθεί η δυνατότητα να συνεχίσουν να εξυπηρετούν τον ίδιο συνολικό όγκο πελατών, τα DPLP πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τον αριθμό των σημείων θέσης.

Σύγκριση μεταξύ του υφιστάμενου δικτύου λιανικής πώλησης των DPLP και ενός υποθετικού δικτύου χωρίς υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το κράτος

 

Συνολικός αριθμός των σημείων ταχυδρομικής υπηρεσίας

Ταχυδρομικά γραφεία (α) + ταχυδρομικά σημεία (β)

(α)

Αριθμός ταχυδρομικών γραφείων

(σημεία ταχυδρομικής υπηρεσίας που διαχειρίζονται τα DPLP)

(β)

Αριθμός των ταχυδρομικών σημείων

(σημεία εξυπηρέτησης που βρίσκονται σε χώρους τρίτων)

Πραγματικό δίκτυο λιανικής των DPLP (τέλος 2009)

1 401  =

713 +

688

Υποθετικό δίκτυο λιανικής χωρίς υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το κράτος (σύμφωνα με τις βελγικές αρχές)

[…] =

[…] +

[…]

Υποχρέωση δικτύου λιανικής που επιβάλλεται από το κράτος

Ελάχιστο 1 300

Ελάχιστο 589

Καμία υποχρέωση

(359)

Όπως προκύπτει από τον παραπάνω πίνακα, το πραγματικό δίκτυο λιανικής DPLP ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του κράτους: ο συνολικός αριθμός των σημείων ταχυδρομικής υπηρεσίας και ο αριθμός των ταχυδρομικών γραφείων υπερβαίνουν αμφότεροι το απαιτούμενο επίπεδο. Αντίθετα, το υποθετικό δίκτυο που τα DPLP θα εκμεταλλεύονταν εάν τους επιτρεπόταν να επιλέξουν το δίκτυο λιανικής με αποκλειστικά εμπορικές εκτιμήσεις θα ήταν πολύ διαφορετικό: ο συνολικός αριθμός των ταχυδρομικών σημείων θα αυξανόταν, αλλά τα ταχυδρομικά γραφεία που διαχειρίζονται τα DPLP θα καταργούνταν.

(360)

Πραγματικότητα του περιορισμού δικτύου: πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο περιορισμός που το κράτος επιβάλλει στα DPLP δεν είναι σαφώς καθορισμένος.

(361)

Πρώτον, το δίκτυο που πράγματι διατηρούν τα DPLP είναι σημαντικότερο από εκείνο που απαιτείται από το κράτος. Τόσο ο συνολικός αριθμός των σημείων ταχυδρομικής υπηρεσίας όσο και ο αριθμός των ταχυδρομικών γραφείων υπερβαίνουν το ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται από το κράτος, πράγμα που θα μπορούσε αφήσει να εννοηθεί ότι οι υποχρεώσεις που πρέπει να τηρεί δεν επιβαρύνουν τα DPLP, τα οποία διατηρούν με τη βούλησή τους ένα δίκτυο του σημερινού μεγέθους.

(362)

Οι βελγικές αρχές εξηγούν αυτό το πλεόνασμα ταχυδρομικών γραφείων από τον όρο της απόστασης 10 km, από την ανάγκη να διαθέτουν ένα περιθώριο ασφαλείας για την αντιμετώπιση απροσδόκητης κατάργησης ταχυδρομικών σημείων και από την πρόθεσή τους να παρατείνουν τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό ταχυδρομικών γραφείων σε 650 στην επόμενη σύμβαση διαχείρισης, μολονότι θα ήταν αντιπαραγωγικό να ευθυγραμμισθούν με τον αριθμό που έχει ορισθεί κλείνοντας ταχυδρομικά γραφεία και ανοίγοντας τα εκ νέου μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Οι βελγικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους τα DPLP δεν ήταν σε θέση να μειώσουν περισσότερο τον αριθμό των ταχυδρομείων για να προσεγγίσουν το απαιτούμενο ελάχιστο των 589. Σύμφωνα με αυτές, παρά το ονομαστικό πλεόνασμα των σημείων ταχυδρομικής υπηρεσίας, η σημερινή κατάσταση του δικτύου, που αριθμεί 713 ταχυδρομικά γραφεία, υπαγορεύεται, πράγματι, από τις απαιτήσεις του κράτους.

(363)

Δεύτερον, η μέθοδος που επέλεξαν οι βελγικές αρχές στηρίζεται στον αναδρομικό υπολογισμό των δαπανών λιανικού δικτύου από το 2009 έως το 1992. Αυτός ο αναδρομικός υπολογισμός συνεπάγεται αναπόφευκτα μεθοδολογικές αβεβαιότητες. Το επιχειρησιακό μοντέλο των ταχυδρομικών σημείων δεν είναι αναγκαστικά διαθέσιμο από το 1992. Επιπλέον, κατά το παρελθόν, το προσωπικό των DPLP ήταν αποτελείτο ουσιαστικά από μονίμους υπαλλήλους των οποίων οι μισθολογικές δαπάνες ήταν πολύ ανελαστικές. Επειδή τα ταχυδρομικά σημεία δεν διαχειρίζονται από προσωπικό των DPLP, οι μόνιμοι υπάλληλοι που δεν θα είναι πλέον τοποθετημένοι σε ταχυδρομικά γραφεία θα εξακολουθήσουν να αμείβονται από τα DPLP. Συνεπώς, είναι απίθανο το ενδεχόμενο κλείσιμο ταχυδρομείων στην αρχή της περιόδου που καλύπτει η έρευνα να οδηγήσει σε άμεση μείωση των μισθολογικών δαπανών. Αντίθετα, αυτού του είδους οι οικονομίες θα μπορούσαν να επιτευχθούν, σε κάποιο βαθμό, το 2009, επειδή στο προσωπικό συμπεριλαμβάνονταν περισσότεροι συμβασιούχοι. Λαμβανομένης υπόψη της σταδιακής μετάβασης σε προσωπικό υπό καθεστώς λιγότερο ανελαστικό και των διαδοχικών βελτιώσεων του συστήματος αναλυτικής λογιστικής, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα λογιστικά δεδομένα σχετικά με τα πιο πρόσφατα οικονομικά έτη δεν υπόκεινται σε τέτοια στρέβλωση. Ωστόσο, δεδομένου ότι πάνω από 20 000 υπάλληλοι εργάζονται για τα DPLP και δεν μπορούν ούτε να χρησιμοποιηθούν στα ταχυδρομικά σημεία ούτε και να απολυθούν, η αντικατάσταση όλων των ταχυδρομικών γραφείων από ταχυδρομικά σημεία παραμένει, ακόμα και σήμερα, επιλογή θεωρητική και μη ρεαλιστική.

(364)

Οι βελγικές αρχές τονίζουν ωστόσο ότι, κατά το παρελθόν, το κόστος των ενδεχόμενων απολύσεων θα είχε αντισταθμιστεί από τις εξοικονομήσεις από το κόστος εκμετάλλευσης και από την πώληση κτιρίων που είχαν καταστεί άχρηστα. Όσον αφορά την αξιοπιστία των στοιχείων σχετικά με την περίοδο 1992-2002, οι βελγικές αρχές ισχυρίζονται ότι στην πράξη, το κόστος του δικτύου λιανικής είναι πιθανό να έχει υποεκτιμηθεί, διότι ορισμένα στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν κόστος δικτύου έχουν ομαδοποιηθεί σε άλλα κέντρα κόστους. Κατά συνέπεια, οι αδυναμίες της μεθόδου αναδρομικού υπολογισμού θα αντιμετωπισθούν με τις άλλες υποθέσεις, συνετές, που χρησιμοποιούνται από τις βελγικές αρχές για τον υπολογισμό του κόστους των προηγούμενων οικονομικών ετών.

(365)

Ύπαρξη ειδικής υποχρέωσης γεωγραφικής παρουσίας: Ακόμα κι αν γίνει δεκτή η ύπαρξη περιορισμού δικτύου, ο ισχυρισμός των βελγικών αρχών, σύμφωνα με τον οποίο η υποχρέωση αυτή συνοδεύεται από μία διακριτή αποστολή γεωγραφικής παρουσίας δεν φαίνεται δικαιολογημένη. Φαίνεται όντως ότι οι συμβάσεις διαχείρισης δεν περιέχουν συγκεκριμένες διατάξεις που να καθορίζουν μια πραγματική υποχρέωση γεωγραφικής παρουσίας που θα ήταν ξεχωριστή και θα υπερέβαινε τις απαιτήσεις των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας και τις λοιπές υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Αντίθετα, οι διαχειριστικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ των DPLP και του βελγικού κράτους διευκρινίζουν ότι ο περιορισμός του δικτύου έχει ως αποκλειστικό στόχο να εξασφαλίσει την καθολική υπηρεσία και τις άλλες ΥΓΟΣ (διανομή ημερήσιων εφημερίδων και περιοδικών, λογαριασμοί και ταχυδρομικές επιταγές,…) και το κόστος δικτύου που απαιτείται για τον σκοπό αυτόν έχει, a priori, ήδη εγγραφεί στους λογαριασμούς των διαφόρων υπηρεσιών (117). Επιπλέον, οι συμβάσεις διαχείρισης δεν προβλέπουν κανένα μηχανισμό που να αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των δαπανών μιας υποχρέωσης γεωγραφικής παρουσίας. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η υποχρέωση να προσδιοριστούν εκ των προτέρων οι παράμετροι για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης εισήχθη στο πλαίσιο για τις ΥΓΟΣ του 2005 και διαπιστώθηκε, για την περίοδο μετά το 2005, μια υπεραντιστάθμιση των δαπανών των ΥΓΟΣ που επιβαρύνουν τα DPLP [βλέπε αιτιολογική σκέψη (383)].

(366)

Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67/ΕΚ, τα κράτη μέλη οφείλουν να επιβάλουν στους παραδοσιακούς ταχυδρομικούς φορείς την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας κατάλληλης ποιότητας, ιδίως από άποψη γεωγραφικής κάλυψης. Η εν λόγω γεωγραφική κάλυψη, που υπάρχει στην παρούσα υπόθεση όσον αφορά το Βέλγιο δεν είναι, ωστόσο, παρά μία από τις πολλαπλές πτυχές της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας. Στις διαχειριστικές συμβάσεις που αναθέτουν την αποστολή της καθολικής υπηρεσίας στα DPLP, η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει καμία αναφορά σε πρόσθετη αποστολή που να υποχρεώνει τον παραδοσιακό ταχυδρομικό φορέα να διατηρεί ένα πιο σημαντικό δίκτυο, με περισσότερο γραφεία από όσα απαιτεί η γεωγραφική κάλυψη που προβλέπεται από την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας και άλλων συναφών δημόσιων υπηρεσιών, που θα ανταποκρίνεται σε μια λογική συνοχή ή για τη χωροταξική ανάπτυξη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ταχυδρομικό γραφείο των DPLP για να διασφαλίσει την παροχή καθολικής υπηρεσίας συμβάλλει στην εδαφική συνοχή (118), αλλά από νομική άποψη, η υποχρέωση να διατηρήσει το ταχυδρομείο αυτό συνδέεται με την ανάγκη εξασφάλισης καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας και άλλων συναφών υπηρεσιών κατάλληλης ποιότητας. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για την επίκληση μιας συμπληρωματικής γεωγραφικής αποστολής, πρέπει τα DPLP να επιφορτισθούν με μια ξεχωριστή και σαφώς καθορισμένη αποστολή να διατηρούν γραφεία πέραν του ταχυδρομικού δικτύου το μέγεθος της οποίας καθορίστηκε για την καθολική υπηρεσία. Η εντολή αυτή πρέπει να καθορίζει τις υποχρεώσεις, τις απορρέουσες δαπάνες, καθώς και το σύστημα χρηματοδότησης των καθαρών δαπανών της συμπληρωματικής γεωγραφικής αποστολής.

(367)

Η Επιτροπή δεν βρίσκει κανένα αυτών των στοιχείων στις διαχειριστικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του κράτους και των DPLP. Οι βελγικές αρχές και τα DPLP τείνουν στην πραγματικότητα να δικαιολογήσει εκ των υστέρων και τεχνητά την ύπαρξη ξεχωριστής γεωγραφικής αποστολής υποστηρίζοντας ότι η εδαφική κάλυψη που καθορίζεται στις συμβάσεις διαχείρισης έχει μια διττή αιτιολόγηση: προκύπτει ταυτόχρονα από την αποστολή παροχής καθολικής υπηρεσίας και από μία υποτιθέμενη γεωγραφική αποστολή η οποία υπερβαίνει την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας. Ωστόσο, οι αντίστοιχες συμβάσεις δεν περιλαμβάνουν καμία διάταξη που να μαρτυρεί μια υποτιθέμενη ξεχωριστή γεωγραφική αποστολή που υποχρεώνει τα DPLP να διατηρούν ένα δίκτυο μεγαλύτερο από εκείνο που προβλέπεται για τους σκοπούς της παροχής της καθολικής υπηρεσίας.

(368)

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τεχνητός χαρακτήρας των ισχυρισμών των βελγικών αρχών και των DPLP προκύπτει επίσης και από το δικό τους σκεπτικό. Για να μειώσουν το ύψος μιας ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης, οι βελγικές αρχές επιθυμούν η Επιτροπή να θεωρήσει τις δαπάνες που προκύπτουν από μια πρόσθετη γεωγραφική αποστολή που υπερβαίνει την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας ως τη διαφορά μεταξύ του πραγματικού κόστους ενός πλήρους ταχυδρομικού γραφείου και του κόστους ενός υποθετικού ταχυδρομικού σημείου που θα το αντικαθιστούσε. Αυτό το σκεπτικό δεν βασίζεται σε ένα πιο σημαντικό υποθετικό δίκτυο που τα DPLP διατηρούν για την επίτευξη των γεωγραφικών στόχων. Περιορίζονται να προβάλουν το επιπλέον που προκύπτει από την κάλυψη της καθολικής υπηρεσίας, που, σύμφωνα με τις συμβάσεις διαχείρισης, δεν στοιχειοθετεί κανένα δικαίωμα για ενίσχυση. Αυτή η απουσία γεωγραφικού στόχου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι βελγικές αρχές θα πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τον αριθμό των ταχυδρομικών σημείων για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας, αφού είναι αδύνατο να την εξασφαλίσει ο ίδιος αριθμός ταχυδρομικών σημείων.

(369)

Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι, παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται δυνατό να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός των βελγικών αρχών που επικαλούνται μια πραγματική υποχρέωση και ξεχωριστή γεωγραφική παρουσία, o περιορισμός δικτύου που επιβάλλει το βελγικό κράτος, το οποίο απαιτεί τη διατήρηση ενός δικτύου για την εξασφάλιση της παροχής καθολικής υπηρεσίας και άλλων δημόσιων υπηρεσιών, δεν αφορά μόνο τις υπηρεσίες αυτές· συνεπάγεται επίσης πρόσθετο κόστος για τις εμπορικές υπηρεσίες.

(370)

Σύμφωνα με τη λογιστική βάσει δραστηριοτήτων, και σύμφωνα με τη νομολογία Chronopost, όλες οι δραστηριότητες που χρησιμοποιούν το δίκτυο λιανικής συμβάλλουν σε αυτό το κοινό κόστος, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη (354). Κατά συνέπεια, όλα τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών προϊόντων, συμβάλλουν στο κόστος του δικτύου. Οι δαπάνες που προκύπτουν από την υποχρέωση που είχε επιβληθεί από το κράτος, διατήρησης ταχυδρομικών γραφείων επιβαρύνουν τα εμπορικά προϊόντα, που φαίνεται ότι υφίστανται συνεχώς ζημίες, παρόλο που πωλούνται στην τιμή της αγοράς. Τα DPLP παρέχουν εμπορικές υπηρεσίες από το δίκτυο διότι χρηματοδοτούν μέρος των πάγιων εξόδων του τελευταίου και με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν έμμεσα στην καθολική υπηρεσία.

(371)

Από οικονομική άποψη, φαίνεται συνετό, κατά την αξιολόγηση της υπεραντιστάθμισης των DPLP, να ληφθούν υπόψη οι ζημίες των εμπορικών προϊόντων, που προκύπτουν από τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας και άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Εάν τα DPLP έχουν οικονομικό συμφέρον να χρησιμοποιήσουν το δίκτυο λιανικής πώλησης των εμπορικών προϊόντων, αυτό θα έχει ως συνέπεια, υπό το πρίσμα της αναλυτικής λογιστικής, ότι ένα μέρος του κόστους του δικτύου το οποίο, ειδάλλως, θα καταλογιζόταν στη δημόσια υπηρεσία θα καταλογίζεται στα εμπορικά προϊόντα που φαίνεται, ως εκ τούτου, να παρουσιάζουν έλλειμμα.

Σύστημα υπολογισμού της υπεραντιστάθμισης

(372)

Επομένως, ο υπολογισμός της υπεραντιστάθμισης εν προκειμένω μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

Καθαρό κόστος (έξοδα – έσοδα) των ΥΓΟΣ

Εύλογο κέρδος που έχει εγκριθεί για τις ΥΓΟΣ

+

Ετήσιες αντισταθμίσεις των ΥΓΟΣ

+

Πλεονάζοντα κέρδη σε πλεόνασμα προερχόμενα από τον αποκλειστικό τομέα καθολικής υπηρεσίας (κατόπιν χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένου του πρόσθετου κόστους δικτύου που συνεπάγεται για τις εμπορικές υπηρεσίες)

=

Υπεραντιστάθμιση

Συμβατότητα των εισφορών κεφαλαίου

(373)

Το συμβιβάσιμο της εισφοράς κεφαλαίου του 1997 πρέπει να αξιολογηθεί κατωτέρω, σε σχέση με την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των ετήσιων αντισταθμίσεων για ΥΓΟΣ, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για ξεχωριστή ανακεφαλαιοποίηση, αλλά για πληρωμή που συνδέεται με την αντιστάθμιση για τις αποστολές δημόσιας υπηρεσίας για την περίοδο 1992-1996.

(374)

Επειδή η εισφορά κεφαλαίου του 2003 δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεν τίθεται ζήτημα συμβατότητας της ενίσχυσης.

(375)

Επειδή η εισφορά κεφαλαίου του 2006 δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεν τίθεται ζήτημα συμβατότητας της ενίσχυσης.

Ασυμβατότητα της κρατικής εγγύησης

(376)

Πρέπει να σημειωθεί ότι η κρατική εγγύηση δεν εμφανίζεται στη σύμβαση διαχείρισης ως αντιστάθμιση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, μολονότι η συμβατότητά της δεν μπορεί να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Επειδή οι βελγικές αρχές δεν υπέδειξαν καμία άλλη βάση στην οποία μπορεί να στηριχθεί η συμβατότητα και η Επιτροπή δεν έχει εντόπισε καμία, το μέτρο συνιστά ενίσχυση λειτουργίας ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και, συνεπώς, πρέπει να ανακτηθεί.

Φορολογικά μέτρα

(377)

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών δεν είχε προσδώσει κανένα πλεονέκτημα στα DPLP και, κατά συνέπεια, δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(378)

Οι απαλλαγές του φόρου ακίνητης περιουσίας και των τοπικών φόρων συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, αλλά πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, διότι έχουν εφαρμοσθεί πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι τα εν λόγω φορολογικά μέτρα δεν περιλαμβάνονται στις συμβάσεις διαχείρισης ως αντιστάθμιση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(379)

Κατά συνέπεια, οι φορολογικές απαλλαγές δεν επηρεάζουν τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης, ο οποίος βασίζεται στις δαπάνες με τις οποίες πράγματι επιβαρύνθηκαν τα DPLP (που καλύπτουν ήδη τις επιπτώσεις αυτών των φορολογικών απαλλαγών).

(380)

Οι φορολογικές απαλλαγές, επομένως, θα αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας σχετικά με τις υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 17, 18 και 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (119).

6.3.3.3.   Υπολογισμός του ποσό της υπεραντιστάθμισης

(381)

Το ποσό της υπεραντιστάθμισης μπορεί να υπολογιστεί με βάση την αξιολόγηση που περιγράφεται στην ενότητα 6.3.3.2. Σύμφωνα με το μηχανισμό χρηματοδότησης της δημόσιας υπηρεσίας που εφαρμόζεται από τις βελγικές αρχές στις συμβάσεις διαχείρισης, η εν λόγω υπεραντιστάθμιση θα υπολογιστεί χωριστά για κάθε περίοδο ανάθεσης.

Πρώτη σύμβασης διαχείρισης: 1992-1996

 

 

(σε χιλιάδες ευρώ)

Καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας:

:

[…]

 

Δαπάνες δικτύου που προκύπτουν

:

[…]

Εύλογο επιτρεπόμενο κέρδος

:

[…]

(κέρδη εκμετάλλευσης) 4,8 %):

+

Αποζημιώσεις που καταβάλλει το κράτος

:

+

[…]

 

+

Εισφορά κεφαλαίου (1997)

:

+

62 000

(καθυστερημένη αντιστάθμιση ΥΓΟΣ)

+

Μεταβίβαση ακινήτων

:

+

112 209

 

=

Υπεραντιστάθμιση

 

=

[…]

 

Δεύτερη σύμβαση διαχείρισης: 1997-2002

Υπολογισμός των πλεοναζόντων κερδών από το πλεόνασμα του αποκλειστικού τομέα της καθολικής υπηρεσίας (OSU R)

 

 

(σε χιλιάδες ευρώ)

+

Πλεονάζοντα κέρδη από OSU + R

:

+

[…]

(κέρδη από OSU R που υπερβαίνουν τα κέρδη εκμετάλλευσης 4,8 %)

Δαπάνες δικτύου που συνεπάγεται ο OSU

:

 

[…]

 

Καθαρό κόστος OSU NR

:

 

[…]

(OSU NR ζημία)

Εύλογο κέρδος OSU NR

:

 

[…]

(κέρδη εκμετάλλευσης 4,8 %)

=

Κόστος της καθολικής υπηρεσίας πριν να χρηματοδοτηθούν από τον αποκλειστικό τομέα

 

=

[…]

 

Πλεονάζοντα κέρδη που προκύπτουν από το πλεόνασμα του αποκλειστικού τομέα και τα οποία μειώνουν τις καθαρές δαπάνες των ΥΓΟΣ

 

=

[…]

Υπολογισμός της υπεραντιστάθμισης:

 

 

(σε χιλιάδες ευρώ)

Καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας

:

[…]

 

Εύλογο επιτρεπόμενο κέρδος

:

[…]

(κέρδη εκμετάλλευσης 4,8 %)

+

Αντισταθμίσεις που καταβάλλει το κράτος

:

+

1 286 461

 

+

Πλεονάζοντα κέρδη από το πλεόνασμα του OSU R

 

+

[…]

=

Υπεραντιστάθμιση

 

=

[…]

Τρίτη σύμβαση διαχείρισης: 2003-2005

Υπολογισμός των κερδών πλεόνασμα από το πλεόνασμα του αποκλειστικού τομέα της καθολικής υπηρεσίας (OSU R)

 

 

(σε χιλιάδες ευρώ)

+

OSU πλεονάζοντα κέρδη + R

:

+

[…]

(κέρδη OSU R που υπερβαίνουν τα κέρδη εκμετάλλευσης 4,8 %)

Δαπάνες δικτύου που συνεπάγεται ο OSU

:

 

[…]

 

Καθαρό κόστος OSU NR

:

[…]

(OSU NR δικαιούχου)

Εύλογο κέρδος OSU

:

 

[…]

(κέρδη εκμετάλλευσης 4,8 %)

=

Δαπάνες που προκύπτουν από την OSU Πρέπει να χρηματοδοτούνται από τον αποκλειστικό τομέα

 

=

[…]

(Δεν υπάρχουν ζημίες προς χρηματοδότηση)

Πλεονάζοντα κέρδη που προκύπτουν από το πλεόνασμα του αποκλειστικού τομέα και τα οποία μειώνουν τις καθαρές δαπάνες των ΥΓΟΣ

 

=

[…]

 

Υπολογισμός της υπεραντιστάθμισης:

 

 

(σε χιλιάδες ευρώ)

Καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας

:

[…]

 

Εύλογο επιτρεπόμενο κέρδος

:

[…]

(κέρδη εκμετάλλευσης 7,4 %)

+

Αντισταθμίσεις που καταβάλλει το κράτος

:

+

677 985

 

+

Πλεονάζοντα κέρδη από το πλεόνασμα του OSU R

:

+

[…]

 

=

Υπεραντιστάθμιση

 

=

[…]

 

Τέταρτη σύμβαση διαχείρισης: 2006-2010

Υπολογισμός των κερδών πλεόνασμα από το πλεόνασμα του αποκλειστικού τομέα της καθολικής υπηρεσίας (OSU R)

 

 

(σε χιλιάδες ευρώ)

+

OSU πλεονάζοντα κέρδη + R

:

+

[…]

(κέρδη OSU R υπερβαίνουν τα κέρδη εκμετάλλευσης 7,4 %)

OSU nr δικαιούχου

:

 

[…]

 

Καθαρό κόστος OSU NR

:

 

[…]

(OSU nr δικαιούχου)

Εύλογο κέρδος OSU

:

 

[…]

(κέρδη εκμετάλλευσης 7,4 %)

=

Δαπάνες που προκύπτουν από τον OSU και πρέπει να χρηματοδοτούνται από τον αποκλειστικό τομέα

 

=

[…]

(Δεν υπάρχουν ζημίες προς χρηματοδότηση)

Πλεονάζοντα κέρδη που προκύπτουν από το πλεόνασμα του αποκλειστικού τομέα = […] και τα οποία μειώνουν τις καθαρές δαπάνες των ΥΓΟΣ

 

=

[…]

 

Υπολογισμός της υπεραντιστάθμισης:

 

 

(σε χιλιάδες ευρώ)

Καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας

:

[…]

 

Εύλογο επιτρεπόμενο κέρδος

:

[…]

(κέρδη εκμετάλλευσης 7,4 %)

+

Αντισταθμίσεις που καταβάλλει το κράτος:

:

+

1 568 787

 

+

Πλεονάζοντα κέρδη από το πλεόνασμα του OSU R

:

+

[…]

=

Υπεραντιστάθμιση

 

=

[…]

Άλλα μέτρα

Κρατική εγγύηση

(σε χιλιάδες ευρώ)

Εγγύηση που χορήγησε το Δημόσιο το 2004:

1 500

 

=

1 500

Χρονικό διάστημα που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης

(382)

Όπως συμφωνήθηκε με τις βελγικές αρχές (120), η μέθοδος η «πιο αντικειμενική και πιο ισορροπημένη» προκειμένου να οριστεί το χρονικό διάστημα που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής υπεραντιστάθμισης στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η προσέγγιση ανά «σύμβαση προς σύμβαση».Η Επιτροπή δεν έχει καμία αντίρρηση να δεχθεί το αίτημα των βελγικών αρχών. Πράγματι, η μέθοδος αυτή παρουσιάζει μεγαλύτερη προβλεψιμότητα και ασφάλεια δικαίου για τα συμβαλλόμενα μέρη και τείνει επίσης να μειώσει τον κίνδυνο υπεραντιστάθμισης. Κάθε περίοδος θα εξεταστεί χωριστά και καμία υποαντιστάθμιση ή υπεραντιστάθμιση δεν θα μεταφερθεί από μία περίοδο σε άλλη.

(383)

Ωστόσο, οι βελγικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι πριν από την έναρξη ισχύος του πλαισίου για τις ΥΓΟΣ του 2005, η Επιτροπή εφήρμοζε, σταθερά, μια συνολική μέθοδο υπολογισμού της υπο/υπεραντιστάθμισης. Σε αυτή τη βάση, οι βελγικές αρχές ζήτησαν ειδικά να συγκεντρωθούν τα έτη προ του 2005 (121) για τους σκοπούς συνολικού υπολογισμού της υπο/υπεραντιστάθμισης.

(384)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι για μια υποαντιστάθμιση που διαπιστώθηκε για τις τρεις συμβάσεις διαχείρισης πριν από το 2005, το να συγκεντρωθούν όλα τα έτη δεν θα είχε καμία επίπτωση επί το ποσό της υπεραντιστάθμισης που πρέπει να ανακτηθεί.

(385)

Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, μετά την έκδοση του πλαισίου για τις ΥΓΟΣ του 2005, οι «παραμέτροι για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντιστάθμισης» πρέπει να έχουν προηγουμένως καθοριστεί στην πράξη ή τις πράξεις που αναθέτουν την εντολή (122). Η τέταρτη διαχειριστική σύμβαση επειδή δεν προβλέπει καμία αντιστάθμιση για τις δαπάνες, όποιες και να είναι, που πραγματοποιούνται εκτός της περιόδου ισχύος (2006-2010), η αρνητική αντιστάθμιση που διαπιστώθηκε για τις περιόδους που δεν καλύπτονται από την εν λόγω σύμβαση δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με μια ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση που καταβάλλεται στα DPLP.

Αποτέλεσμα του υπολογισμού της υπεραντιστάθμισης

(386)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα DPLP έχουν λάβει υπεραντιστάθμιση ύψους 415 εκατ. ευρώ για την εκτέλεση της δημόσιας αποστολής τους, ιδίως κατά την περίοδο εφαρμογής της τέταρτης σύμβασης διαχείρισης. Η υπεραντιστάθμιση συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη, και επιβάλλεται να ανακτηθεί.

7.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(387)

Η ανάληψη του κόστους των συντάξεων οι ετήσιες μεταφορές δημοσίων πόρων, οι μεταβιβάσεις κτιρίων, η εισφορά κεφαλαίου του 1997, οι φορολογικές απαλλαγές και η κρατική εγγύηση συνιστούν μέτρα ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι έχουν απαλλάξει τα DPLP από δαπάνες που κατά κανόνα επιβαρύνουν τις ιδιωτικές εταιρείες.

(388)

Οι εισφορές κεφαλαίου του 2003 και του 2006 δεν συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το κράτος ενήργησε σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

(389)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το Βέλγιο έθεσε παρανόμως τα μέτρα σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, με εξαίρεση την εισφορά κεφαλαίου 2003, που κοινοποιήθηκε δεόντως στην Επιτροπή πριν τεθεί σε εκτέλεση, και φορολογικές απαλλαγές, που αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις.

(390)

Η κάλυψη των συντάξεων δεν έθεσε τα DPLP σε ευνοϊκότερη κατάσταση από εκείνη των ανταγωνιστών της όσον αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Το μέτρο μπορεί συνεπώς να κηρυχθεί συμβιβάσιμο βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(391)

Οι ετήσιες αντισταθμίσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο της τέταρτης σύμβασης διαχείρισης συνιστούν ασυμβίβαστες ενισχύσεις σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ στον βαθμό που υπήρξε υπεραντιστάθμιση για τα DPLP.

(392)

Η εγγύηση που χορήγησε το κράτος συνιστά ασυμβίβαστη ενίσχυση.

(393)

Η απαλλαγή του φόρου ακίνητης περιουσίας και η απαλλαγή από τοπικούς φόρους αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις και εξετάζονται χωριστά, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας για τις υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 17, 18 και 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(394)

Σύμφωνα με το σημείο 5 του πλαισίου ΥΓΟΣ, η παρούσα απόφαση δεν θίγει τις διατάξεις της Ένωσης που ισχύουν στους τομείς των δημοσίων συμβάσεων και του ανταγωνισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση υπό τη μορφή ανάληψης του κόστους των συντάξεων, που χορηγήθηκε στα De Post-La Poste (DPLP, νυν bpost) και τέθηκε σε εφαρμογή από το Βέλγιο, είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η κρατική ενίσχυση υπό μορφή αντιστάθμισης του κόστους παροχής δημόσιας υπηρεσίας, που χορηγήθηκε στα De Post-La Poste (DPLP, νυν bpost) και τέθηκε σε εφαρμογή παράνομα από το Βέλγιο κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 3

Οι εισφορές κεφαλαίου στα (De Post-La Poste (DPLP, νυν bpost) από το Βέλγιο το 2003 και 2006 δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η κρατική ενίσχυση υπό μορφή κρατικής εγγύησης που χορηγήθηκε στα De Post-La Poste (DPLP, νυν bpost) και τέθηκε σε εφαρμογή παράνομα από το Βέλγιο κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 5

1.   Το Βέλγιο οφείλει να ανακτήσει τις μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 4.

2.   Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (123) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

4.   Το Βέλγιο ακυρώνει όλες τις εκκρεμούσες πληρωμές των ενισχύσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 4, με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 6

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 4 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Το Βέλγιο οφείλει να διασφαλίσει ότι η παρούσα απόφαση θα τεθεί σε εφαρμογή εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

Άρθρο 7

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, το Βέλγιο διαβιβάζει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκους) προς ανάκτηση από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Το Βέλγιο τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 4. Υποβάλλει αμέσως, με απλό αίτημα της Επιτροπής, όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 8

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου.

Βρυξέλλες, 25 Ιανουαρίου 2012.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι ουσιαστικά ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται, όταν ενδείκνυται, ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 αντιστοίχως της Συνθήκης ΕΚ.

(2)   ΕΕ C 176 της 29.7.2009, σ. 17.

(3)  Υπόθεση Ν 763/02.

(4)  Από της 1ης Σεπτεμβρίου 2010 [http://www.bpost.be/site/fr/postgroup/bpost/intro/index.html].

(5)  C(2003) 2508 final, ΕΕ C 241 της 8.10.2003, σ. 13.

(6)  Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009 στην υπόθεση T-388/03, Deutsche Post et DHL International κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. II-199).

(7)  Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011 στην υπόθεση C-148/09 P, Βέλγιο κατά Deutsche Post AG και DHL International, δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή.

(8)  Υπόθεση αριθ. CP 218/2005.

(9)  Υπόθεση αριθ. CP 100/2007.

(10)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, στην υπόθεση C-280-00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg/Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, (Συλλογή 2003, σ. I-07747)

(11)   ΕΕ C 176 της 29.7.2009, σ. 17.

(12)  Νόμος της 21ης Μαρτίου 1991 για τη μεταρρύθμιση ορισμένων δημοσίων οικονομικών επιχειρήσεων.

(13)  Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, η εκτίμηση της Επιτροπής αναφέρεται στις τέσσερις διαχειριστικές συμβάσεις εκτός αν αναφέρεται άλλως.

(14)  Κεφάλαιο 2 («καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας») της τέταρτης σύμβασης υπηρεσιών διαχείρισης, άρθρα 2 έως 8. Διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.bpost.be/site/fr/docs/corporate_governance/4e_contratgestion_fr.pdf. Στις τρεις πρώτες διαχειριστικές συμβάσεις, τα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας που ανατίθενται στα DPLP είναι επί της ουσίας ταυτόσημα, παρά τις ελάχιστες διαφορές που αφορούν τη διατύπωση και τη συγκέντρωση των καθηκόντων.

(15)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 33.

(16)  Άρθρο 7 παράγραφος 1 του νόμου της 6ης Ιουλίου 1971 για τη σύσταση της «Régie des Postes»: «Η Régie εκπροσωπείται και διαχειρίζεται από τον αρμόδιο για την υπηρεσία ταχυδρομείων και ταχυδρομικών ταμιευτηρίων υπουργού. Ο εν λόγω υπουργός έχει εντολή για την εκτέλεση όλων των πράξεων διαχείριση».

(17)  Κατά την έννοια του άρθρου 21 του νόμου της 6ης Ιουλίου 1971, για τη σύσταση της «Régie des Postes», που προαναφέρθηκε στην προηγούμενη υποσημείωση.

(18)  Άρθρο 13 παράγραφος 1 της τέταρτης διαχειριστικής σύμβασης.

(19)  Κεφάλαιο 3 τμήμα 4 («Κρατική παρέμβαση στο κόστος των καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας») της τέταρτης διαχειριστικής σύμβασης, άρθρα 12 και 13.

(20)  Η πρώτη διαχειριστική σύμβαση είναι προγενέστερη της οδηγίας 97/67/ΕΚ και της εισαγωγής της έννοιας της καθολικής υπηρεσίας.

(21)   ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14. Βλέπε, ιδίως, το άρθρο 2: οι εφημερίδες και τα περιοδικά περιλαμβάνονται στον κατάλογο των ταχυδρομικών αντικειμένων που αναλαμβάνει να αποστείλει ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας.

(*1)  αποκλειστικά τελευταίο τρίμηνο

(*2)  Επιχειρηματικό απόρρητο.

(22)  Το 1992, τα Βελγικά Ταχυδρομεία, μέχρι πρότινος κρατικός οργανισμός («La «Régie des Postes” ») μετατράπηκαν σε αυτόνομη δημόσια επιχείρηση («entreprise publique autonome»).

(23)  Ήτοι 27 ακίνητα για ποσό ύψους 4 138 εκατ. βελγικών φράγκων (εκτιμώμενο το 1992) + 36 ακίνητα για ποσό ύψους 388,5 εκατ. βελγικών φράγκων (εκτιμώμενο το 1997).

(24)  Προαναφερθείσα υπόθεση C 280/00, Altmark Trans GmbH.

(25)  Απόφαση 2008/204/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται από τη Γαλλία για τη μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων που υπάγονται στα Ταχυδρομεία, ΕΕ L 63 της 7.3.2008, σ. 6.

(26)   ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 1.

(27)  Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 στην υπόθεση T-157/01, Danske Busvognmaend κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-917, σκέψη 57.

(28)  Το μόνιμο προσωπικό απολαύει άδειας 24 εργάσιμων ημερών ετησίως, έναντι 20 ημερών για τους συμβασιούχους υπαλλήλους και λαμβάνει έως 7 πρόσθετες ημέρες άδειας, ανάλογα με την ηλικία.

(29)  29 Απόφαση 2005/145/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου, ΕΕ L 49 της 22.2.2005, σ. 9.

(30)  Προαναφερθείσα απόφαση 2008/204/ΕΚ.

(31)  Απόφαση της Επιτροπής 2009/613/ΕΚ, της 8ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα μέτρα C 7/07 (πρώην NN 82/06 και NN 83/06) τα οποία έθεσε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο υπέρ της Royal Mail [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2009) 2486], ΕΕ L 210 της 14.8.2009, σ. 16. Βλέπε ιδίως τις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 113.

(32)  Βλέπε τμήμα 6.1.

(33)  Το στρατηγικό σχέδιο υποβλήθηκε στην κοινοποίηση που απευθύνθηκε στην Επιτροπή στις 3 Δεκεμβρίου 2002.

(34)  Το εγγεγραμμένο κεφάλαιο των DPLP πριν από την έκδοση των νέων μετοχών ανερχόταν σε 443,8 εκατ. ευρώ και κατεχόταν κατά 100 % από το κράτος. Μετά τη νέα έκδοση μετοχών, το κεφάλαιο αυξήθηκε κατά 340 εκατ. ευρώ και ανήλθε σε 783,8 εκατ. ευρώ. Η τιμή των μετοχών ήταν 2 500 ευρώ για το υπάρχον κεφάλαιο, ενώ η τιμή των νέων μετοχών καθορίστηκε σε 1 464 ευρώ.

(35)  Οι βελγικές αρχές αναφέρουν ότι κατά την περίοδο 2003-2009, τα DPLP κατόρθωσαν να μειώσουν το κόστος κατά […] % κατά μέσο όρο ετησίως, διατηρώντας την αύξηση των εσόδων.

(36)   ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.

(37)   ΕΕ L 52 της 27.2.2008, σ. 3.

(38)  Απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/01 P, C-93/01 P και C-94/01 P, Chronopost και λοιποί/Union française de l’express (Ufex) e.a, Συλλογή 2003, σ. I-6993.

(39)   ΕΕ C 297 της 29.11.2005, σ. 4.

(40)  Προαναφερθέν σημείο 40 της απόφασης Chronopost: «[…] όλα τα διάφορα πρόσθετα έξοδα […] που προκαλούνται από την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως, και αποτελεί πρόσφορη συνεισφορά στα σταθερά έξοδα που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, καθώς και πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στο μέτρο που έχουν διατεθεί για την ανταγωνιστική δραστηριότητα της SFMI-Chronopost, και εφόσον, αφετέρου, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά υποεκτιμήθηκαν ή καθορίστηκαν αυθαίρετα».

(41)  Σημείο 16 του πλαισίου των ΥΓΟΣ: «[…]. Οι δαπάνες που καταλογίζονται στην υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος μπορούν να καλύπτουν το μεταβλητό κόστος για την παροχή της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, κατάλληλη συνεισφορά στις πάγιες δαπάνες που είναι κοινές για την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και για άλλες δραστηριότητες και κατάλληλη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων που προορίζονται για την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος».

(42)  Η οδηγία 97/67/ΕΚ ορίζει ως εξής την κανονιστική αρχή: «σε κάθε κράτος μέλος, το όργανο ή τα όργανα στα οποία το κράτος μέλος αναθέτει, μεταξύ άλλων, τα ρυθμιστικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία».

(43)  Προαναφερθείσα υπόθεση T-157/01, Danske Busvognmaend/Επιτροπής.

(44)  Απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974 στην υπόθεση 173/73, Ιταλία/Επιτροπής, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 13· υπόθεση C-310/85, Deufil/Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 8· υπόθεση C-241/94, Γαλλία/Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 20.

(45)  Απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994 στην υπόθεση C-387/92, Banco Exterior, Συλλογή 1994· σ. I-877, σκέψη 13· προαναφερθείσα υπόθεση C-241/94, Γαλλία/Επιτροπής, σκέψη 34.

(46)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2002 στην υπόθεση C-5/01, Βέλγιο/Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-1191, σκέψη 39.

(47)  Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1961 στην υπόθεση 30/59, Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg/Haute Autorité, Συλλογή 1961, σ. 3, σκέψεις 29 και 30· προαναφερθείσα υπόθεση C-173/73, σκέψεις 12 και 13· προαναφερθείσα υπόθεση C-241/94, σκέψεις 29 και 35· υπόθεση C-251/97, Γαλλία/Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-6639, σκέψεις 40, 46 και 47· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011 στην υπόθεση Comitato «Venezia vuole vivere»/Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 90 έως 96.

(48)  Η DHL είναι παρούσα στο Βέλγιο από το 1978, η FedEx από το 1984 και η UPS από το 1988.

(49)  Απόφαση της 19ης Μαΐου 1993 στην υπόθεση C-320/91, Corbeau, Συλλογή 1993, σ. I-2533.

(50)  Donald E. Fair, Robert Raymond, «The competitiveness of financial institutions and centres in Europe», Société universitaire européenne de recherches financières, 1994, Kluwer Economic Publishers.

(51)   ΕΕ L 176 της 5.7.2002, σ. 21.

(52)  Συνεισφορά στην καταβολή επιδομάτων: καταβάλλεται αποκλειστικά για τους συμβασιούχους

(53)  Διαρθρωτικός περιορισμός: μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλει ο εργοδότης για τους συμβασιούχους υπαλλήλους προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα του Βελγίου, που χορηγείται άνευ όρων στο σύνολο των βέλγων εργοδοτών

(54)  Προαναφερθείσα υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH.

(55)   ΕΕ C 155 της 20.6.2008, σ. 10.

(56)  Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001 στην υπόθεση C-379/98, PreussenElektra AG/κατά Schhleswag AG (Συλλογή 2001, σ. I-2099).

(57)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως T-607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98, T 23/98, Alzetta Mauro και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2319.

(58)  Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2008, στην υπόθεση T-301/01, Alitalia — Linee Aeree Italiane SpA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-1753, σκέψεις 98, 99 και 100.

(59)  Παρατηρήσεις της 29.3.2011 σημεία 3 και 4:

«3.

Επιπλέον της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας, αλλά ανεξάρτητα από αυτή La Poste ήταν και παραμένει επιφορτισμένη με ορισμένες ειδικές ΥΓΟΣ εκτός της διανομή αλληλογραφίας, όπως η καταβολή κατ ‘οίκον συντάξεων και επιδομάτων σε άτομα με ειδικές ανάγκες, η διανομή των εκλογικών εντύπων και, κυρίως, η διανομή των ημερήσιων εφημερίδων και περιοδικών. Αυτές οι ΥΓΟΣ έχουν, συνολικά, δημιουργήσει καθαρό κόστος που, ως επί το πλείστον, καλύφθηκε από τις αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν από το κράτος στο πλαίσιο των διαδοχικών συμβάσεων διαχείρισης που έχουν συναφθεί με την La Poste.

4.

Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της χρηματοδότησης, η ταχυδρομική βελγική νομοθεσία έχει πάντοτε διακρίνει προσεκτικά την υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας από τις άλλες ΥΓΟΣ (εκτός του ταχυδρομείου). Οι διαδοχικές συμβάσεις διαχείρισης που συνάπτονται μεταξύ του κράτους και των DPLP, κατά συνέπεια, οργάνωσαν τις περιοδικές αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν από το δημόσιο για την κάλυψη του καθαρού κόστους που προκύπτουν από τις ΥΓΟΣ (εκτός ταχυδρομείου), με εξαίρεση την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας».

Αντίθετα, μια ειδική διάταξη του καταστατικού αντιμετωπίζει ξεχωριστά τη δυνατότητα χρηματοδότησης της επιβάρυνσης που εκπροσωπεί η υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, μέχρι πρόσφατα με την πιθανή δημιουργία ενός ταμείου αντιστάθμισης και, από το 2011, από τη δυνατότητα χορήγησης άμεσης επιδότησης σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο παράρτημα I της οδηγίας 97/67/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ. Ωστόσο, το ταμείο αντιστάθμισης δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ και το βελγικό κράτος δεν έχει ποτέ χορηγήσει άμεση επιχορήγηση για την υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας, σε ζημία.

(60)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 348 και επόμενες.

(61)  Το σημείο 17 του πλαισίου ΥΓΟΣ ορίζει τα εξής: «Τα έσοδα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλα τα έσοδα που προκύπτουν από την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Εάν η εξεταζόμενη επιχείρηση διαθέτει αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα που συνδέονται με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος από την οποία προκύπτουν κέρδη που υπερβαίνουν το εύλογο κέρδος, ή εφόσον απολαύει άλλων πλεονεκτημάτων παρεχομένων από το κράτος, αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους σε σχέση με το άρθρο 87 της συνθήκης και να προστίθενται στα έσοδα της επιχείρησης».

(62)  Δυνάμει της πρώτης σύμβασης διαχείρισης, τα DPLP λάμβαναν οικονομικές αντισταθμίσεις.

(63)  Ή την εξέλιξη των τιμών αυτών.

(64)  Υπάρχουν πολλά είδη οικονομικών πραγματειών για τις ιδιότητες όσον αφορά τους κινδύνους και κίνητρα των συμβάσεων που ρυθμίζουν την εμπορική πολιτική των επιχειρήσεων. Βλέπε J.J. Laffont και J. Tirole, A theory of incentives in regulation and procurement, MIT Press, 1993.

(65)  WIK Consult, «Benchmarking of Cost and Profit Accounting of Certain Services Provided by DP AG (DPAG)», Bad Honnef, octobre 2009. WIK Consult είναι θυγατρική του Wissenschaftliches Institut für Kommunikationsdienste (Institut scientifique des services de communication)..

(66)  Deloitte, «Profit Benchmarking for DP AG – Final Report», 22 Απριλίου 2010.

(67)  CRA, «Estimating a reasonable profit margin for DPLP’s provision of letter services»,1η Μαρτίου 2011.

(68)  Εν προκειμένω, η WIK κρίνει σημαντικά τα μονοπωλιακά δικαιώματα του DP, καθώς και τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού ρύθμισης των τιμών.

(69)  Βλέπε, για παράδειγμα, το τμήμα 5.1.4 της μελέτης WIK.

(70)  Βλέπε τις αρχές του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις τιμές μεταβίβασης για τις πολυεθνικές εταιρείες και τις φορολογικές διοικήσεις (1995) (εφεξής οι αρχές του ΟΟΣΑ)· γερμανικές διοικητικές αρχές και διαδικασίες· άρθρο 482 IRS Tax Code ΗΠΑ.

(71)  Το RCE είναι η σχέση (EBIT/απασχολούμενου κεφαλαίου, η RDA σχέση EBIT/σύνολο των στοιχείων ενεργητικού, το RCP η σχέση EBIT/ιδίων κεφαλαίων και η MDE η σχέση EBIT/κύκλου εργασιών (βλέπε επίσης τμήμα 5.1.5 της μελέτης WIK).

(72)  Το EBIT αντιστοιχεί στα κέρδη προ τόκων και φόρων. Το περιθώριο EBIT ισοδυναμεί με τα MDE.

(73)  Τα τρία δείγματα έχουν συσταθεί ελαφρύνοντας προοδευτικά ορισμένα κριτήρια που συνδέονται σε επίπεδο συγκρισιμότητας των δραστηριοτήτων των εταιρειών που επελέγησαν σε σχέση με εκείνες του DP.

(74)  Σύμφωνα με τη WIK το κριτήριο αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει ένα ελάχιστο οικονομιών κλίμακας (βλέπε π.χ. τον πίνακα 7, σ. 76).

(75)  Η WIK παρουσιάζει τα αποτελέσματα χωριστά για τις δύο αυτές περιόδους προκειμένου να διευκρινιστεί ότι τα στοιχεία που αφορούν την περίοδο που προηγείται 1998 «πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά».

(76)  Το διατεταρτημοριακό διάστημα αντιπροσωπεύει το διάστημα από το 25ο εκατοστημόριο και το 75ου εκατοστημόριο της διανομής, το 25 και το 75 εκατοστημόριο είναι τα επίπεδα κάτω από τα οποία περιλαμβάνονται, αντιστοίχως, 25 και 75 % των παρατηρήσεων στα σύνολα δεδομένων. Με άλλα λόγια, το διατεταρτημοριακό διάστημα δεν περιλαμβάνει το 25 % των χαμηλότερων και το 25 % των υψηλότερων των δεδομένων. Μια συναφής έννοια που χρησιμοποιείται στη μελέτη WIK είναι το 50 εκατοστημόριο, ή διάμεση τιμή, ίση με το σημείο διανομής σε σχέση με το οποίο το ήμισυ των παρατηρήσεων έχουν χαμηλότερη αξία και το άλλο ήμισυ, υψηλότερη αξίας.

(77)  Εν προκειμένω, το μέγεθος συνάγεται από τον αριθμό των εργαζομένων. Βλέπε πίνακα 1 στη σ. 7 και τη συζήτηση στο σημείο 26.

(78)  Βλέπε πίνακα 3, σ. 20.

(79)  Η Επιτροπή υπολόγισε ότι το 25ο εκατοστημόριο ισοδυναμούσε με […]%.

(80)  Ο σταθμισμένος μέσος όρος υπολογίζεται αφαιρώντας το 10 % των υψηλών και το 10 % των χαμηλών παρατηρήσεων (το δείγμα περιέχει 73 παρατηρήσεις, αυτό σημαίνει ότι οι επτά πρώτες και οι επτά τελευταίες παρατηρήσεις αποκλείονται). Ο υπολογιζόμενος μέσος όρος σύμφωνα με τη μέθοδο Winsor υπολογίζεται αντικαθιστώντας τις επτά πρώτες και τις επτά τελικές παρατηρήσεις της με, αντίστοιχα, τις ανώτερες και κατώτερες παρατηρήσεις που ακολουθούν.

(81)  Η ανάλυση δεν διευκρινίζει πώς μπορεί να οριστεί το ασφάλιστρο κινδύνου.

(82)  Ειδικότερα, μόνο οι επιχειρήσεις με περισσότερους από 1 000 μισθωτούς και εκείνες ύψους άνω των 100 εκατ. ευρώ σε έσοδα ή σε περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται στο δείγμα.

(83)  Η Deloitte θεωρεί ότι οι εμπορικές ιδιαιτερότητες προκύπτουν από την υποχρέωση σε έναν πάροχο καθολικής υπηρεσίας να εκμεταλλεύεται ένα πολύπλοκο δίκτυο συλλογής και διανομής.

(84)  Βλέπε πίνακα 6, σ. 36.

(85)  Η κατάλογος των εταιρειών αναφοράς στον καθένα από τους τρεις τομείς παρουσιάζεται στον πίνακα 3, σ. 31.

(86)  Σημειώστε ότι αυτό το πρόβλημα αφορά ειδικότερα το δείγμα των ταχυδρομείων και των δεμάτων, για το οποίο, σύμφωνα με τον πίνακα 5, σ. 35, ο αριθμός παρατηρήσεων ετησίως κυμαίνεται από 2 έως 4 για την περίοδο 1990-1997 έναντι 5 έως 7 για την περίοδο 1998-2007.

(87)  Οι υπολογισμοί της Επιτροπής δείχνουν ότι τα αποτελέσματα του δείγματος, συμπεριλαμβανομένων όλων των τομέων δεν διαφέρουν σημαντικά εάν λαμβάνεται υπόψη μόνο η περίοδος 1998-2007.

(88)  Για να συναχθεί ο ετήσιος μέσος όρος των κερδών εκμετάλλευσης για τον ταχυδρομικό τομέα και των δεμάτων για την περίοδο πριν από το 1997, η Deloitte χρησιμοποιεί τον μέσο όρο των κερδών εκμετάλλευσης όλων των τομέων κατά την περίοδο αυτή προσαρμοσμένο προς τα άνω βάσει της διαφοράς μεταξύ των κερδών εκμετάλλευσης για τον ταχυδρομικό τομέα και των δεμάτων και των κερδών εκμετάλλευσης όλων των τομέων για την περίοδο 1998-2007.

(89)  Η Deloitte αφαιρεί την κλίμακα των εύλογων RDE με βάση τα ετήσια διατεταρτημοριακά του δείγματος του ταχυδρομικού τομέα και των δεμάτων για την περίοδο 1998-2007 και του δείγματος του συνόλου των τομέων για την περίοδο 1990-1997. Η Deloitte δεν παρέχει καμία πληροφορία για τους υπολογισμούς αλλά παρουσιάζει τις ετήσιες τιμές των ανώτατων και κατώτατων ορίων της κλίμακας (βλέπε, για παράδειγμα, την εικόνα 1). Ο μέσος όρος του ανώτατου ορίου της κλίμακας ανέρχεται σε 11,7 % και ο μέσος όρος του κατώτατου ορίου της κλίμακας ανέρχεται σε 6,1 %. Εάν οι ίδιοι υπολογισμοί πραγματοποιούνται στο δείγμα που περιλαμβάνει όλους τους τομείς, τα αποτελέσματα είναι αντιστοίχως τα εξής: ο μέσος όρος του ανώτατου ορίου της κλίμακας είναι 10,6 % και ο μέσος όρος του κατώτατου ορίου της κλίμακας είναι 6,1 %.

(90)  Αυτές οι αιτιάσεις εκφράστηκαν επίσης στις μελέτες Deloitte II και ARC.

(91)  Η WIK περιλαμβάνει επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών ανέρχεται σε ποσό ύψους 3 εκατ. ευρώ.

(92)  Μελέτη Deloitte, σσ. 36-37.

(93)  Μελέτη WIK, σ. 87.

(94)  CRA, σ. 8. Σύμφωνα με τα DPLP, το 66 % του κόστους είναι σταθερό (βλέπε «Demonstration of DPLP’s entitlement to a risk premium on reasonable profit for the period 1992-2010», διαφάνεια 8).

(95)  Σύμφωνα με την ανάλυση της CRA του δείγματος εταιρειών περιλαμβάνονται στην ομάδα αναφοράς Ι της μελέτης WIK. Βλέπε τμήμα 3.2 της μελέτης CRA.

(96)  Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ομάδα περιορισμένης σύνθεσης των επιχειρήσεων ταχυδρομείου και δεμάτων της Deloitte.

(97)  Το RCE μπορεί να θεωρηθεί μια τιμή λογιστικής αντικατάστασης (ατελής) της σχετικής οικονομικής απόδοσης, TRI επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου.

(98)  Βλέπε OXERA (2003), Damodaran (2007).

(99)  Η επαλήθευση των ετήσιων εκθέσεων Deutsche Post δείχνει ότι η ένταση κεφαλαίου (η αναλογία των τομεακών στοιχείων ενεργητικού και των συνολικών τομεακών εσόδων ως τιμή τιμής αντικατάστασης) της DHL, της θυγατρικής της ταχυμεταφορών, είναι ανώτερη από εκείνη των δραστηριοτήτων ταχυδρομείου του DP (βλέπε την ετήσια έκθεση για το 2004, σ. 90, πίνακα 9, τμήμα reporting).

(100)  Βλέπε επίσης, WIK, επιστολή της 5ης Νοεμβρίου 2010.

(101)  Σύμφωνα με την Επιτροπή, είναι προτιμότερο, στην προκειμένη περίπτωση, να ληφθεί υπόψη η διάμεση τιμή των κερδών εκμετάλλευσης και όχι η μέση τιμή, δεδομένου ότι η πρώτη είναι λιγότερο εκτεθειμένη στις ακραίες τιμές από ό,τι η τελευταία. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τόσο η διάμεση τιμή όσο και ο μέσος όρος είναι μέτρα κεντρικής τάσης και συνήθως χρησιμοποιούνται όταν πρόκειται να χαρακτηρίσουμε τον «μέσο όρο».

(102)  Πρέπει να σημειωθεί ότι οι τρεις εκθέσεις εμπειρογνωμόνων πρότειναν αμετάβλητες τιμές αναφοράς κατά την πάροδο του χρόνου για εύλογα κέρδη εκμετάλλευσης, δηλαδή των ενιαίων τιμών αναφοράς που εφαρμόζονται καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο. Η Επιτροπή δεν προτείνει να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας χρόνος καθαυτό, αλλά να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων περιόδων ρύθμισης, πράγμα που είναι θεωρητικά διαφορετικό.

(103)  Όπως προτείνει, για παράδειγμα, η CRA, βλέπε αιτιολογική σκέψη (279) ανωτέρω.

(104)  Στην πραγματικότητα, αυτή η τελευταία προσέγγιση θα ήταν ενδεχομένως πιο πρόσφορη εάν η Επιτροπή διέθετε σχετικό δείγμα εταιρειών που μπορούν να συγκριθούν με τα DPLP και το ζήτημα θα ήταν κατά πόσον ένα ορισμένο επίπεδο κέρδους που διαπιστώθηκε για τα DPLP είναι, από στατιστική άποψη, ουσιαστικά διαφορετικό από τον μέσο όρο του δείγματος.

(105)  Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η εκτίμηση από την Deloitte του τρίτου τεταρτημόριου, ιδίως για το δείγμα περιορισμένης σύνθεσης των ταχυδρομικών υπηρεσιών και των δεμάτων, μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στη μέγεθος του δείγματος.

(106)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 306.

(107)  Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στη μελέτη CRA βασίζονται στο συνολικό δείγμα (ομαδοποίηση) και δεν αντιπροσωπεύουν, όπως τα αποτελέσματα της Deloitte ή της WIK, τις μέσες ετήσιες εκτιμήσεις. Για λόγους συνέπειας, η Επιτροπή υπολόγισε τον μέσο όρο των ετήσιων διάμεσων τιμών του δείγματος CRA και το αποτέλεσμα (6,7 %) δεν διαφέρει σημαντικά από τη συνολική διάμεση τιμή που αναφέρεται στη μελέτη CRA (6,6 %).

(108)   «Με βάση μια ανάλυση εξόδων και εσόδων που αναφέρεται στο σημείο 1, που πραγματοποιήθηκε από το IBPT σε συνεργασία με το Σώμα των Επιτρόπων των LA POSTE, και λαμβανομένων υπόψη των μέτρων εξακρίβωσης της οικονομίας που προβλέπονται από τη διοίκηση των LA POSTE προκειμένου να ευθυγραμμιστεί η διάρθρωση του κόστους των LA POSTE με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του τομέα, η οικονομική δέσμευση του κράτους που αναφέρεται στο σημείο 1 o ορίζεται σε ετήσιο ποσό 290 613 000 ευρώ, για καθεμία από τις περιόδους 24/09/05 – 23/09/06, 24/09/06 – 23/09/07, 24/09/07 – 23/09/08, 24/09/08 – 23/09/09, 24/09/09 – 23/09/10.».

(109)  Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 της δεύτερης σύμβαση διαχείρισης (1997-2001) ορίζει: «Οι τιμές πρέπει να βασίζονται στις πραγματικές δαπάνες. Οι δαπάνες αυτές καθορίζονται ανάλογα με τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις εμπορικές επιχειρήσεις και των οποίων οι λογιστικές αρχές είναι σύμφωνες με εκείνες που έγιναν δεκτές από το Ινστιτούτο των ελεγκτών επιχειρήσεων». Η ίδια ορολογία χρησιμοποιείται στην πρώτη και τρίτη σύμβαση διαχείρισης.

(110)  Η εν λόγω γνώμη σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη σύμβαση διαχείρισης περιλαμβάνεται στο έγγραφο που υποβλήθηκε από τις βελγικές αρχές στις 14 Δεκεμβρίου. Η διαφάνεια 29 της παρουσίασης αυτής αναφέρει ότι στη δεύτερη και την τρίτη σύμβαση διαχείρισης, η αντιστάθμιση βασίστηκε στις πραγματικές δαπάνες (και όχι στα κατ’ αποκοπή ποσά).

(111)  Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 της δεύτερης σύμβασης διαχείρισης (1997-2001) ορίζει: «La Poste τιμολογεί τακτικά στο κράτος, με βάση το πραγματικό κόστος, τις υπηρεσίες που παρέχονται σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή κόστους.»

(112)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη (2.2.2.2. (38)

(113)  Η παρουσίαση δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη για τα σχετικά βάρη των διαφόρων παραγόντων κινδύνου.

(114)  Σημείο 17 του πλαισίου ΥΓΟΣ.

(115)  Άρθρο 19 «La Poste διατηρεί μια βασική υποδομή του δικτύου συλλογής, διαλογής, μεταφοράς και διανομής κατάλληλη για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της σχετικά με την παροχή καθολικής υπηρεσίας και άλλων αποστολών δημόσιας υπηρεσίας που προβλέπονται στο άρθρο 2 της παρούσας σύμβασης διαχείρισης.»

(116)  Τα ταχυδρομικά γραφεία είναι ανεξάρτητα σημεία ταχυδρομικής υπηρεσίας που λειτουργούν με προσωπικό των DPLP, ενώ τα ταχυδρομικά σημεία αποτελούν σημεία εξυπηρέτησης που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις τρίτων, όπως τα σουπερμάρκετ ή βιβλιοπωλεία, που δεν λειτουργούν με προσωπικό των DPLP. Αν το σύνολο των δαπανών των ταχυδρομείων βαρύνουν τα DPLP, οι τρίτοι που υποδέχονται ένα ταχυδρομικό σημείο λαμβάνουν απλή αμοιβή υπηρεσίας για τις ταχυδρομικές πράξεις που έχουν πραγματοποιηθεί. Προκύπτει ότι τα ταχυδρομικά σημεία είναι πάρα πολύ φθηνότερα στα DPLP σε σύγκριση με τα χωριστά και αυτοτελή ταχυδρομεία.

(117)  Πρώτη σύμβασης διαχείρισης: άρθρο 1 του εγγράφου της 10.5.95· δεύτερη σύμβαση διαχείρισης: άρθρο 4· τρίτη σύμβαση διαχείρισης: άρθρο 22 και τέταρτη σύμβαση διαχείρισης: άρθρο 19.

(118)  Οδηγία 2002/39/ΕΚ, αιτιολογική σκέψη 6, και οδηγία 2008/6/ΕΚ, αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 22.

(119)   ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(120)  Επιστολή των βελγικών αρχών της 20ής Δεκεμβρίου 2011.

(121)  Ειδικότερα, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η υιοθέτηση μιας σφαιρικής προσέγγισης για τις περιόδους πριν από το 2006 επιβεβαιώθηκε με την απόφαση 2011/747/της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 88/97 που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία υπέρ της Crédit Mutuel (ΕΕ L 309 της 24.11.2011, σ. 23).

(122)  Πλαίσιο για τις ΥΓΟΣ, σημείο 12δ).

(123)   ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.