ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2012.139.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 139

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

55ό έτος
26 Μαΐου 2012


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2012/268/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.14554 (C 7/04) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γερμανία υπέρ της Gesellschaft für Weinabsatz (εταιρεία εμπορίας οίνου) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 4426]

1

 

 

2012/269/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις αριθ. SA.32504 (2011/N) και C 11/10 (πρώην N 667/09) που χορήγησε η Ιρλανδία στην Anglo Irish Bank και στην Irish Nationwide Building Society [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 4432]  ( 1 )

18

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

26.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 139/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Ιουνίου 2011

σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.14554 (C 7/04) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γερμανία υπέρ της Gesellschaft für Weinabsatz (εταιρεία εμπορίας οίνου)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 4426]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2012/268/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

Αφού, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Μετά από καταγγελία που έλαβε στις 10 Μαΐου 2001, η Επιτροπή έστειλε, στις 9 Νοεμβρίου 2001, γραπτό αίτημα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το μέτρο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή με επιστολή της 5ης Μαρτίου 2002, που παρελήφθη στις 8 Μαρτίου 2002, έπειτα από το εν λόγω αίτημα που είχε απευθύνει η Επιτροπή. Επειδή το μέτρο είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή εκείνη τη χρονική στιγμή, η ενίσχυση καταχωρίσθηκε στο μητρώο των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων (ενίσχυση αριθ. NN 159/02).

(2)

Η Γερμανία κοινοποίησε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 20ής Νοεμβρίου 2002, που ελήφθη στις 25 Νοεμβρίου 2002, με επιστολή της 28ης Απριλίου 2003, που ελήφθη στις 2 Μαΐου 2003, με επιστολή της 27ης Μαΐου 2003, που ελήφθη στις 28 Μαΐου 2003, και με φαξ της 2ας Οκτωβρίου 2003.

(3)

Με επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 2004, με τα στοιχεία SG-Greffe (2004) D/200645, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(5)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων (4).

(6)

Η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή με επιστολή της 18ης Μαρτίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε στις 23 Μαρτίου 2004. Περαιτέρω σχόλια διαβιβάστηκαν με επιστολή της 10ης Ιανουαρίου 2006, που πρωτοκολλήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2006, και με επιστολή της 13ης Ιουλίου 2007, που πρωτοκολλήθηκε στις 16 Ιουλίου 2007.

(7)

Με επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 2008, με τα στοιχεία SG-Greffe (2008) D/206430, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία ότι είχε αποφασίσει να επεκτείνει τη διαδικασία που είχε κινήσει βάσει του άρθρου παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ενίσχυση.

(8)

Η απόφαση της Επιτροπής για την επέκταση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5). Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(9)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων.

(10)

Η Γερμανία υπέβαλε (μετά από αίτηση για παράταση της προθεσμίας της 17ης Νοεμβρίου 2008, που έγινε δεκτή από την Επιτροπή στις 21 Νοεμβρίου 2008) παρατηρήσεις στην Επιτροπή με επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2008, που πρωτοκολλήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2009.

II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

II.1.   Τίτλος του μέτρου

(11)

Kredit an die Gesellschaft für Weinabsatz mit nachfolgendem Forderungsverzicht [δάνειο στην Gesellschaft für Weinabsatz (εταιρεία εμπορίας οίνου) και μετέπειτα παραίτηση από απαιτήσεις].

II.2.   Νομική βάση

(12)

Το μέτρο τέθηκε σε εφαρμογή με βάση συμβατική συμφωνία μεταξύ του Wiederaufbaukasse der Rheinland-pfälzischen Weinbaugebiete (Ταμείο για την ανασυγκρότηση των οινοπαραγωγών περιοχών Ρηνανίας-Παλατινάτου, εφεξής «WAK») και της Gesellschaft für Weinabsatz Pfalz GmbH (Εταιρεία Οινεμπορίας Παλατινάτου, εφεξής «GfW»).

II.3.   Στόχος

(13)

Ο στόχος ήταν να χορηγηθεί δάνειο στην GfW για να αγοράσει γλεύκος από οινοπαραγωγούς επιχειρήσεις και εμπόρους. Ως εξασφάλιση, η GfW παραχώρησε στο WAK την εξασφαλιστική κυριότητα επί των αποθεμάτων. Τα αποθέματα αυτά υπόκειντο σε διαφορετικούς βαθμούς επιφύλαξης της κυριότητας (Eigentumsvorbehalt), καθώς οι οινοπαραγωγοί επιχειρήσεις και οι έμποροι (Weinbaubetriebe und Kommissionäre) διατήρησαν την κυριότητα με απλή, διευρυμένη ή παρατεταμένη επιφύλαξη. Η παραίτηση από απαιτήσεις προέκυψε όταν η GfW άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομική στενότητα λόγω της πτώσης των τιμών στην αγορά.

II.4.   Δημόσια επιχείρηση

(14)

Το WAK είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, με έδρα το Mainz. Δραστηριοποιείται ως τράπεζα για τον αμπελοοινικό τομέα. Ο επιχειρηματικός σκοπός του WAK είναι κατά κανόνα η χορήγηση δανείων για αναδασμό (Flurbereinigung). Το WAK χρηματοδοτείται από εισφορές, τέλη, δάνεια και επιχορηγήσεις [άρθρο 8 παράγραφος 1 του Weinbergsaufbaugesetz (νόμος για την ανάπτυξη των οινοπαραγωγών επιχειρήσεων)].

II.5.   Δικαιούχοι

(15)

Δικαιούχος του μέτρου ήταν η GfW, στην οποία χορηγήθηκε δάνειο από το WAK με όρους που δεν ήταν σύμφωνοι με τις συνθήκες της αγοράς,

(16)

Η GfW ήταν θυγατρική εταιρεία υπό την πλήρη κυριότητα της Bauern-und Winzerverband Rheinland-Pfalz Süd (Ένωση γεωργικών και αμπελοοινικών επιχειρήσεων της Νότιας Ρηνανίας-Παλατινάτου). Ιδρύθηκε το 1984 με σκοπό την εμπορία οίνου και αντικείμενο των δραστηριοτήτων της ήταν η παραγωγή και εμπορία αφρώδους οίνου, χυμού σταφυλιού, ζελέ σταφυλιού, αποστάγματος σταφυλιού και μπράντι. Επιπλέον, η GfW παρείχε στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις υπηρεσίες σχετικές με τα μέτρα απόσταξης (Destillationsmaßnahmen). Αυτά τα μέτρα απόσταξης αφορούσαν μέτρα υπαγόμενα στην κοινή οργάνωση της αγοράς (6) και κρατικά χρηματοδοτούμενη απόσταξη που συνήθως πραγματοποιείται με βάση αποφάσεις του Συμβουλίου (7). Εν προκειμένω, η GfW παρείχε συμβουλές σε μικρές οινοπαραγωγούς επιχειρήσεις και οργάνωνε τη μεταφορά των οίνων σε οινοπνευματοποιεία.

(17)

Άλλοι πιθανοί δικαιούχοι είναι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι, από τους οποίους, χάρη στο δάνειο, η GfW είχε τη δυνατότητα να αγοράζει γλεύκος και οι οποίοι δεν παραιτήθηκαν από τις απαιτήσεις τους στην GfW όταν το WAK αποφάσισε να παραιτηθεί από τις απαιτήσεις του αφού η GfW άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομική στενότητα.

II.6.   Ιστορικό της ενίσχυσης

(18)

Το 1999, η GfW χρησιμοποιώντας δάνειο ύψους 15 302 696,25 ευρώ από το WAK και ίδια κεφάλαια, αγόρασε 44 εκατ. λίτρα γλεύκους. Ποσοστό 60 % αυτού του γλεύκους είχε πυκνότητα 60 βαθμών Oechsle και κατά μέσο όρο 81 βαθμών Oechsle. Ποσοστό 40 % του γλεύκους αυτού ήταν γλεύκος για συνήθη επιτραπέζιο οίνος με πυκνότητα 44 βαθμών Oechsle τουλάχιστον, το οποίο αγοράστηκε προκειμένου να αξιοποιηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για προληπτική απόσταξη. Για το σύνολο της ποσότητας γλεύκους που αγοράστηκε καταβλήθηκε μέση τιμή 0,38 ευρώ ανά λίτρο. Δεν αγοράστηκε έτοιμος οίνος. Κατά την πώληση, οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι διατήρησαν την κυριότητα ως απλή, διευρυμένη ή παρατεταμένη επιφύλαξη κυριότητας (einfache, erweiterte, verlängerte Eigentumsvorbehalte). Ταυτόχρονα, συμφωνήθηκε να μεταβιβαστεί στο WAK η κυριότητα των αποθεμάτων, ως μέτρο εξασφάλισης.

(19)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλε η Γερμανία, το επιχειρηματικό σχέδιο της GfW ήταν να αποσταχθεί το 40 % του γλεύκους, ώστε να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που παρέχονταν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 και να μεταποιηθεί το 60 % του γλεύκους σε οίνο βάσης για την παραγωγή αφρώδους οίνου, ο οποίος να πωληθεί στους παραγωγούς αφρώδους οίνου. Επιπλέον, η GfW προγραμμάτιζε να αποθηκεύσει το 20 % του οίνου βάσης για εννέα μήνες έως ένα έτος, προκειμένου να επωφεληθεί από τις επιδοτήσεις της ΕΕ για την αποθεματοποίηση οίνου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87, προτού το πωλήσει στην αγορά ως οίνο βάσης για την παραγωγή αφρώδους οίνου.

(20)

Στις 11 Νοεμβρίου 1999, οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι έλαβαν προκαταβολή του 80 % της τιμής αγοράς. Πληρώθηκε προκαταβολή 0,31 ευρώ ανά λίτρο κατά μέσο όρο.

(21)

Το 1999, η GfW έστειλε το 40 % των αποθεμάτων της για προληπτική απόσταξη. Λόγω της πτώσης των τιμών στην αγορά οίνου βάσης, στα τέλη του 1999, η GfW αποφάσισε να μην πωλήσει καθόλου οίνο βάσης εκείνο το έτος, αλλά να περιμένει να ανακάμψει η αγορά το 2000.

(22)

Το 2000, λόγω του συγκριτικά ιδιαίτερα αποδοτικού τρύγου και της μείωσης των πωλήσεων αφρώδους οίνου, η αγορά λευκού οίνου υποχώρησε ακόμη περισσότερο (σε ορισμένες περιπτώσεις, μέση πτώση των τιμών έως και 0,20 ευρώ). Χρειάστηκε να σταλούν εκ νέου στα αποστακτήρια μεγάλες ποσότητες οίνου που παρέμεναν αποθεματοποιημένες σε βαρέλια.

(23)

Ως αποτέλεσμα της τροποποίησης της κοινής οργάνωσης της αμπελοοινικής αγοράς, που εγκρίθηκε το 1999 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2000, η προληπτική απόσταξη που προβλεπόταν στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 αντικαταστάθηκε, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, από την απόσταξη για τον εφοδιασμό της αγοράς πόσιμης αλκοόλης. Οι όροι επιδεινώθηκαν σημαντικά, καθώς ήταν δυνατό να επιτευχθεί μόνο το ήμισυ της τιμής των 0,50-0,55 ευρώ ανά λίτρο που προβλεπόταν προγενέστερα για την προληπτική απόσταξη.

(24)

Μετά την πτώση των τιμών το 2000, αποδείχθηκε αδύνατο να επιτύχει η GfW τα αναμενόμενα κέρδη στην αγορά του οίνου για απόσταξη ή για τον εφοδιασμό της αγοράς πόσιμης αλκοόλης. Ως αποτέλεσμα, χρειάστηκε να μειωθεί σημαντικά η λογιστική αξία των αποθεμάτων της GfW και, ως εκ τούτου, οι υποχρεώσεις της GfW υπερέβησαν την αξία των περιουσιακών της στοιχείων.

(25)

Λαμβάνοντας υπόψη τα εμπορικά προβλήματα που περιγράφονται ανωτέρω, καταρτίστηκε ενδιάμεση κατάσταση λογαριασμού για το έτος μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2000, η οποία ελέγχθηκε από ορκωτό ελεγκτή. Στις 31 Οκτωβρίου 2000 οι υποχρεώσεις της GfW (15 670 155 ευρώ) υπερέβαιναν τα κεφάλαια κίνησης (9 886 856 ευρώ) κατά 5 783 299 ευρώ και τα στοιχεία του παθητικού της GfW κατανέμονταν όπως αναλύεται στον παρακάτω πίνακα. Σύμφωνα με έκθεση που εκπονήθηκε από την εταιρεία οικονομικών ελεγκτών Falk&Co GmbH, καθώς οι υποχρεώσεις της GfW υπερέβαιναν τα περιουσιακά της στοιχεία (Überschuldung), η εταιρεία αυτή πολύ σύντομα θα αντιμετώπιζε διαδικασία αφερεγγυότητας εάν δεν λαμβανόταν κανένα μέτρο για να αποφευχθεί αυτό.

(26)

Πίνακας 1

(σε ευρώ)

Υποχρεώσεις σε

Ποσό

WAK

10 150 959

Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

726 892

Προμηθευτές

218 460

Αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους

4 355 581

Λοιπούς

218 263

Σύνολο

15 670 155

(27)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του γερμανικού πτωχευτικού κώδικα (Insolvenzordnung), όταν οι υποχρεώσεις εταιρείας υπερβαίνουν τα στοιχεία του ενεργητικού της εταιρείας (Überschuldung) υφίσταται αιτία για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Κατά συνέπεια, το διοικητικό συμβούλιο της GfW ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με το άρθρο 64 του τότε ισχύοντος γερμανικού νόμου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (GmbHG λ.) σε συνδυασμό με το άρθρο 19 του InsO, να υποβάλει, εντός τριών εβδομάδων από τη στιγμή της υπερχρέωσης, αίτηση για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

(28)

Ως αποτέλεσμα της επικείμενης αφερεγγυότητας, η GfW ζήτησε από ορισμένους πιστωτές (το WAK, αμπελοοινικές επιχειρήσεις και περίπου 130 εμπόρους οι οποίοι συμμετείχαν στην αγορά που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 18), να παραιτηθούν από μέρος των υπόλοιπων απαιτήσεών τους για να επιτρέψουν στην εταιρεία να συνεχίσει την εμπορική δραστηριότητά της. Η παραίτηση από τις απαιτήσεις εκ μέρους των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και των εμπόρων θα κάλυπτε το 90 % των υπόλοιπων απαιτήσεών τους, που σημαίνει ότι θα λάμβαναν μόνο πρόσθετο 2 % της συμφωνηθείσας τιμής αγοράς. Η υπόλοιπη υπερχρέωση προβλεπόταν να καλυφθεί με την αναγκαία υπόταξη των απαιτήσεων του WAK και την παραίτησή του από απαιτήσεις.

(29)

Ως κύριος πιστωτής (βλέπε πίνακα 1) με υποδεέστερη τάξη εξασφαλίσεων, το WAK είχε σημαντικό συμφέρον να αποτρέψει την επικείμενη πτώχευση. Ως εκ τούτου, προσπάθησε να πείσει τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και τους εμπόρους να συμφωνήσουν να παραιτηθούν από μέρος των απαιτήσεών τους. Επιπλέον, το WAK υπέγραψε γραπτή συμφωνία με την GfW, στις 4 Δεκεμβρίου 2000, με την οποία συναίνεσε να υποτάξει μέρος των υπόλοιπων απαιτήσεων του —το οποίο αντιστοιχεί στην υπερχρέωση της GfW— υπέρ των λοιπών πιστωτών. Το τελικό ποσό που θα αφορούσε η υπόταξη των απαιτήσεων του WAK προβλεπόταν να καθοριστεί μετά την παραίτηση των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και των εμπόρων από τις υπόλοιπες απαιτήσεις τους, ώστε το ποσό αυτό να ελαχιστοποιηθεί. Στη συμφωνία προβλεπόταν επίσης το WAK, εάν αποδεικνυόταν αναγκαίο σε μεταγενέστερο στάδιο προκειμένου να αποφευχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας, να παραιτηθεί από απαιτήσεις κατά το ισόποσο που αφορούσε η παραίτησή από την τάξη προτεραιότητάς του.

(30)

Από τις 2 700 αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους, οι 1 700 είχαν δηλώσει ότι ήταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν από το 90 % των λοιπών απαιτήσεών τους, ποσοστό που αντιστοιχούσε σε περίπου 60 % των υπόλοιπων απαιτήσεων της ομάδας στο σύνολό της. Ωστόσο, οι λοιπές αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι, είτε απέρριψαν ρητά την προσφορά είτε δεν απάντησαν στο αίτημα. Προφανώς ορισμένοι από αυτούς είχαν αποφασίσει να μην παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους, λόγω της ισχυρότερης θέσης των εγγυήσεών τους —μερικοί είχαν παρατεταμένη επιφύλαξη κυριότητας και είχαν ήδη λάβει ως προκαταβολή το 80 % της συμφωνηθείσας τιμής. Αυτό σήμαινε ότι, σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας, θα ελάμβαναν περισσότερο από το 2 % της συμφωνηθείσας τιμής αγοράς που τους προσέφεραν.

(31)

Επιπλέον, ορισμένες αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι είχαν προσφύγει δικαστικώς κατά της GfW και το δικαστήριο που εκδίκασε τις αγωγές πρότεινε συμφωνίες διακανονισμού. Στις συμφωνίες συμβιβασμού προβλεπόταν η καταβολή από την GfW του 70 % των υπόλοιπων απαιτήσεων και η παραίτηση από το 30 % των απαιτήσεων. Το δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι η GfW θα έπρεπε να αναλάβει το 80 % των δικαστικών εξόδων. Ανάλογες συμφωνίες διακανονισμού προτάθηκαν και από άλλα δικαστήρια και, κατά συνέπεια, η GfW δεν μπορούσε πλέον να αναμένει ότι οι λοιπές αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι θα συμφωνούσαν να παραιτηθούν από το 90 % των υπόλοιπων απαιτήσεών τους. Επιπλέον, οι περισσότερες αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι δήλωσαν πλέον ότι θα ζητήσουν την κατά 100 % εξόφληση του υπόλοιπου 20 %.

(32)

Στο άρθρο 305A του γερμανικού νόμου περί αφερεγγυότητας προβλέπεται ότι εξώδικος συμβιβασμός (außergerichtliche Einigung) για τον διακανονισμό χρεών αποτυγχάνει όταν ένας πιστωτής αποφασίσει να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων για εξώδικο συμβιβασμό.

(33)

Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με την αρχική πρόθεσή της, η GfW δεν μπορούσε πλέον να ζητήσει από τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους να παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους. Αντ’ αυτού, στις 21 Φεβρουαρίου 2001, η GfW υπέγραψε συμφωνία με το WAK, με βάση την οποία το WAK συμφωνούσε να καλύψει πλήρως το έλλειμμα της GfW του έτους 2000 παραιτούμενο των απαιτήσεών του ύψους 5 005 441,60 ευρώ. Επιπλέον, προβλεπόταν ότι το WAK δεν θα αξίωνε τόκους για το υπόλοιπο του χρέους της χρονικής περιόδου 1 Ιανουαρίου 2001 – 31 Δεκεμβρίου 2001. Στη συμφωνία προβλεπόταν επίσης ότι θα αποπληρωνόταν το υπόλοιπο των απαιτήσεων των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίστηκαν οι απαιτήσεις από τις οποίες δεν είχε παραιτηθεί το WAK, αποφεύχθηκε η κατάσταση υπερχρέωσης και, προσωρινά, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας, ώστε η GfW να μπορέσει να συνεχίσει τις εμπορικές δραστηριότητές της.

(34)

Την περίοδο 1 Νοεμβρίου 2000 – 31 Δεκεμβρίου 2000 η GfW αποπλήρωσε στο WAK δάνειο ύψους 1 440 446,92 ευρώ. Την περίοδο 2001 – 2005 η GfW συνέχισε τις δραστηριότητές της και αποπλήρωνε τακτικά το δάνειό της στο WAK, συνολικού ύψους 3 728 969,40 ευρώ. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του 2001, η GfW κατέβαλε στο WAK τόκους συνολικού ύψους 149 757,16 ευρώ.

(35)

Στις 31 Δεκεμβρίου 2004 η GfW αποφάσισε, λόγω της μείωσης του κύκλου εργασιών στους συνήθεις τομείς δραστηριότητάς της και της ανεπάρκειας ιδίων κεφαλαίων, να σταματήσει κάθε δραστηριότητα και να εκκαθαρίσει την εταιρεία. Όλα τα αποθηκευμένα εμπορεύματα από τους εναπομένοντες τομείς δραστηριότητας της εταιρείας πωλήθηκαν. Όλα τα έσοδα από αυτή την πώληση χρησιμοποιήθηκαν για τη διευθέτηση των απαιτήσεων του WAK. Με τον (ιδιώτη) αγοραστή είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί στο WAK έως το τέλος του 2005 η αξία του συνόλου των αποθεμάτων σύμφωνα με το βιβλίο απογραφής της 31ης Δεκεμβρίου 2004. Η αξία τους καθορίστηκε σε 79 579,79 ευρώ, που ήταν η αρχική τιμή αγοράς τους.

(36)

Τελικά, η GfW διαλύθηκε την 1η Ιουνίου 2005 και διαγράφηκε από το εμπορικό μητρώο κατά τη διάρκεια του 2006. Δεν υπάρχει νόμιμος διάδοχος ή νομική οντότητα από την οποία θα ήταν δυνατόν να ανακτηθεί η ενίσχυση.

(37)

Στις 31 Δεκεμβρίου 2005 είχε αποπληρωθεί από το δάνειο ποσό 9 897 154,65 ευρώ και είχαν πληρωθεί τόκοι ύψους 793 994,99 ευρώ. Μετά την εκκαθάριση του υπολοίπου των στοιχείων ενεργητικού της GfW (87 079,79 ευρώ), οι υπόλοιπες απαιτήσεις του WAK ύψους 313 000 ευρώ περίπου χαρακτηρίστηκαν μη ανακτήσιμες και διαγράφηκαν. Ως εκ τούτου, το μέρος του δανείου που ποτέ δεν εξοφλήθηκε ανήλθε συνολικά σε 5 318 441,60 ευρώ (η αρχική παραίτηση από απαιτήσεις ύψους 5 005 441,60 ευρώ συν 313 000 ευρώ υπόλοιπων απαιτήσεων μετά την εκκαθάριση).

II.7.   Χαρακτήρας και ένταση της ενίσχυσης

(38)

Το δάνειο συνολικού ύψους 15 302 696,25 ευρώ χορηγήθηκε από το WAK στην GfW σε δόσεις το 1999, με προθεσμία εξόφλησης 12 έως 18 μήνες

(σε ευρώ)

11.11.1999

5 936 061,62

25.11.1999

6 868 777,04

1.12.1999

585 429,72

13.12.1999

112 110,66

17.12.1999

1 800 317,21

Σύνολο

15 302 696,25

(39)

Επιβλήθηκαν τα ακόλουθα επιτόκια:

4ο τρίμηνο 1999

3,28 %

1ο τρίμηνο 2000

3,51 %

2ο τρίμηνο 2000

4,15 %

3ο τρίμηνο 2000

4,80 %

4ο τρίμηνο 2000

5,15 %

2001

4,55 %-5,25 %

(40)

Στις 11 Νοεμβρίου 1999 οι προμηθευτές έλαβαν προκαταβολή 80 % της συμφωνηθείσας τιμής. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης παρακράτησης της κυριότητας η οποία εκχωρήθηκε σε ορισμένους προμηθευτές και δεν έληξε μετά τη μεταποίηση, την ανάμειξη και τη μείξη, μέρος των αποθεμάτων χρησιμοποιήθηκε ως εγγύηση για το 20 % των υπόλοιπων απαιτήσεων των εν λόγω προμηθευτών. Για τα αποθέματα αυτά είχε επίσης συμφωνηθεί να μεταβιβαστεί η κυριότητα στο WAK, ως εξασφάλιση. Ωστόσο, λόγω της παρακράτησης της κυριότητας, οι απαιτήσεις του WAK επί του μέρους των αποθεμάτων ήταν υποδεέστερης τάξης για όσο διάστημα δεν αποπληρώνονταν οι απαιτήσεις που καλύπτονταν με την παρατεταμένη επιφύλαξη της κυριότητας. Κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο μερίδιο του κινδύνου διακυμάνσεων των τιμών επιβάρυνε την GfW και τους πιστωτές της, από τους οποίους ο κυριότερος ήταν το WAK.

(41)

Οι τόκοι που πληρώθηκαν για το δάνειο από το WAK στην GfW κάλυψαν τα περιορισμένα διαστήματα: 11η Νοεμβρίου 1999 – 31 Δεκεμβρίου 1999 (επιτόκιο 3,28 %), 1η Ιανουαρίου 2000 – 31η Δεκεμβρίου 2000 (επιτόκιο 3,51 % – 5,15 %) και 1η Ιανουαρίου 2001 – 31η Δεκεμβρίου 2001 (επιτόκιο 4,55 % – 5,25 %). Μετά την 31η Δεκεμβρίου 2001 δεν χρεώθηκαν τόκοι.

(42)

Λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο που ανέλαβε το WAK όταν δάνεισε χρήματα στην GfW, το κανονικό επιτόκιο θα έπρεπε να ήταν επαυξημένο με σημαντικό ασφάλιστρο κινδύνου. Δεδομένου ότι δεν προβλέφθηκε επαύξηση του κανονικού επιτοκίου με ασφάλιστρο κινδύνου, υπήρχε στοιχείο ενίσχυσης κατά τη στιγμή της χορήγησης του δανείου. Αυτό το στοιχείο ενίσχυσης μπορεί να υπολογιστεί ως η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που χρεώθηκε και του προσαυξημένου με το ασφάλιστρο κινδύνου επιτοκίου της αγοράς που θα έπρεπε να είχε χρεωθεί.

(43)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (8), όπως τροποποιήθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την τεχνική προσαρμογή της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (9), η οποία ήταν η εφαρμοστέα για την εν λόγω περίοδο, το επιτόκιο αναφοράς για τη Γερμανία ήταν μεταξύ 5,23 % και 6,33 %. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το επιτόκιο αναφοράς που καθορίζεται είναι κατώτατο επιτόκιο το οποίο μπορεί να αυξηθεί σε περιπτώσεις ιδιαίτερου κινδύνου (παραδείγματος χάρη, επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, απουσία εγγυήσεων τις οποίες συνήθως απαιτούν οι τράπεζες κ.λπ.). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η προσαύξηση μπορεί να ανέλθει σε 400 μονάδες βάσης και σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο, εφόσον καμία ιδιωτική τράπεζα δεν θα δέχονταν να χορηγήσει το υπό εξέταση δάνειο.

(44)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, την εν λόγω περίοδο οι γερμανικές τράπεζες χρέωναν για παρόμοιες πιστώσεις επιτόκια 5,25 %-6,50 % (π.χ., VR-Bank Südliche Weinstrasse) και 5,40 %-6 % (Die Kreissparkasse Bad Dürkheim).

II.8.   Διάρκεια του μέτρου

(45)

'Εκτακτο μέτρο.

II.9.   Λόγοι για τους οποίους κινήθηκε η επίσημη διαδικασία έρευνας

(46)

Η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ επειδή υπάρχουν υποψίες ότι η υπόταξη των απαιτήσεων και η παραίτηση από απαιτήσεις θα μπορούσε να στοιχειοθετούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ.

(47)

Ειδικότερα, η Επιτροπή, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών όταν κινήθηκε η αρχική επίσημη διαδικασία έρευνας, εξέτασε κατά πόσον η υπόταξη των απαιτήσεων και η παραίτηση από απαιτήσεις πραγματοποιήθηκαν κατ’ εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

(48)

Με βάση το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή αξιολογείται κατά πόσο, υπό τις ίδιες συνθήκες της αγοράς, ο ιδιώτης πιστωτής θα είχε ενεργήσει ή θα ενεργούσε κατά τον ίδιο τρόπο που έπραξε ο δημόσιος πιστωτής. Όσον αφορά την προκειμένη περίπτωση, οι ιδιώτες πιστωτές της είχαν απαιτήσεις έναντι της GfW συνολικού ύψους 5,5 εκατ. ευρώ στις 31 Οκτωβρίου 2000, αλλά κανένας από αυτούς δεν παραιτήθηκε από τις απαιτήσεις του. Σύμφωνα με πραγματογνωμοσύνη ανεξάρτητου οικονομικού ελεγκτή προέκυψε ότι ήταν εύλογο από οικονομική άποψη για το WAK να υποτάξει τις απαιτήσεις του και να παραιτηθεί από μέρος των απαιτήσεών του, αλλά δεν εξηγήθηκε γιατί κανένας από τους λοιπούς πιστωτές δεν ήταν έτοιμος να παραιτηθεί από τις δικές του απαιτήσεις.

(49)

Όταν αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά την έναρξη της διαδικασίας, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην συνάδουν με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή η υπόταξη των απαιτήσεων και η παραίτηση από απαιτήσεις (όσον αφορά το δάνειο στην GfW και τις μελλοντικές πληρωμές τόκων για αυτό το δάνειο), επειδή φαίνονταν να είναι μεγαλύτερες από ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο και ευνοούσαν υπερβολικά όχι μόνο GfW αλλά και τους λοιπούς πιστωτές (κυρίως αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους), των οποίων οι απαιτήσεις εξοφλήθηκαν στο ακέραιο.

(50)

Ακολούθως, η επίσημη διαδικασία έρευνας επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει τη χορήγηση του δανείου. Συγκεκριμένα, προέκυψαν αμφιβολίες για το κατά πόσον η χορήγηση του δανείου έγινε με όρους αγοράς (δεν χρεώθηκε ασφάλιστρο κινδύνου) και με επαρκείς εγγυήσεις.

(51)

Με την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας τέθηκε εκ νέου το ερώτημα σχετικά με το ενδεχόμενο ενίσχυσης των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων. Σύμφωνα με τις τότε διαθέσιμες πληροφορίες, φαινόταν ότι η τιμή που καταβλήθηκε για το γλεύκος ήταν υψηλότερη από την τιμή της αγοράς, ότι ο στόχος της συναλλαγής δεν ήταν η μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά η υποστήριξη της αγοράς οίνου και γλεύκους, και ότι οι εγγυήσεις προς τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους που προβλέφθηκαν στο πλαίσιο της σύμβασης αγοράς ήταν ευνοϊκότερες από ό,τι κατά τους συνήθεις όρους της αγοράς.

(52)

Τις αμφιβολίες ως προς την τιμή επιβεβαίωσαν τα έγγραφα που προσκόμισε η Γερμανία μετά την πρώτη φορά που κινήθηκε η διαδικασία, σύμφωνα με τα οποία η τιμή ανά λίτρο επιτραπέζιου οίνου (χωρίς ΦΠΑ) από την περιοχή Rheinhessen του Παλατινάτου κυμαινόταν το 1999 από τουλάχιστον 0,26 ευρώ (Οκτώβριος/Νοέμβριος) έως 0,30 ευρώ (Ιούνιο έως Σεπτέμβριο), 0,35 ευρώ (Απρίλιος), και κατ’ ανώτατο όριο 1,10 ευρώ (Φεβρουάριο, Ιούνιο, Νοέμβριο/Δεκέμβριο). Η ελάχιστη τιμή αγοράς που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τους επιτραπέζιους οίνους κατά τη στιγμή της χορήγησης του δανείου ήταν ως εκ τούτου 0,26 ευρώ ανά λίτρο.

(53)

Συνεπώς, η μέση τιμή αγοράς —0,38 ευρώ ανά λίτρο γλεύκους— υπερέβαινε τη χαμηλότερη αγοραία τιμή των 0,26 ευρώ ανά λίτρο.

III.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΡΙΤΟΥΣ

(54)

Σύμφωνα με πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, η προαναφερόμενη παραίτηση από απαιτήσεις χρηματοδοτήθηκε με κεφάλαια του WAK. Η δημόσια αρχή χρηματοδότησης του WAK, το ομόσπονδο κράτος Ρηνανίας-Παλατινάτου, είχε εξετάσει την πιθανότητα εισφοράς κεφαλαίου λόγω της μειωμένης κεφαλαιακής βάσης του WAK, αλλά τελικά την απέρριψε.

(55)

Η Επιτροπή έλαβε καταγγελία σχετικά με εικαζόμενη κρατική ενίσχυση που αφορά την παραίτηση του WAK από απαιτήσεις του. Ο καταγγέλλων δήλωσε ότι η GfW ήταν ανταγωνίστρια του στην πώληση αποσταγμάτων οίνου και, ως αποτέλεσμα της παραίτησης του WAK από απαιτήσεις του υπέρ της εν λόγω εταιρείας, οι ανταγωνιστές είχαν σημαντικά προβλήματα να πωλήσουν τα δικά τους προϊόντα. Ο καταγγέλλων υπέβαλε διάφορα άρθρα εφημερίδων με πληροφορίες σχετικά με την παραίτηση του WAK από απαιτήσεις του προς όφελος της GfW.

(56)

Ο ίδιος καταγγέλλων διαβίβασε, επίσης, επιστολή που είχε λάβει από το γραφείο του εισαγγελέα Kaiserslautern (Zentralstelle für Wirtschaftsstrafsachen/Κεντρική υπηρεσία καταπολέμησης οικονομικού εγκλήματος), ως απάντηση σε επιστολή που είχε στείλει ο ίδιος καταγγέλλων. Στην επιστολή από το γραφείο του εισαγγελέα Kaiserslautern συνοψίζονται οι πληροφορίες που διαβίβασε ο καταγγέλλων, με τη μορφή των άρθρων εφημερίδων και δηλώσεων, και ενημερώνεται ο καταγγέλλων ότι, με βάση τις πληροφορίες που είχαν υποβληθεί, δεν υφίσταται λόγος για να κινηθεί διαδικασία ποινικής έρευνας (strafrechtliches Ermittlungsverfahren einzuleiten).

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(57)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους ενδιαφερομένων στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(58)

Οι επιστολές που κατ’ επανάληψη απέστειλε ο καταγγέλλων μετά την αρχική έναρξη της διαδικασίας δεν πρόσθεσαν νέα πραγματικά περιστατικά ή επιχειρήματα.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

V.1.   Στοιχείο ενίσχυσης κατά τη στιγμή της χορήγησης του δανείου

(59)

Η Γερμανία διαβίβασε εκτενείς πληροφορίες για τους όρους του δανείου που χορήγησε η WAK στην GfW οι οποίες έχουν συμπεριληφθεί στην περιγραφή του μέτρου, στο τμήμα II.

(60)

Στις παρατηρήσεις της, η Γερμανία αποδέχεται ότι το επιτόκιο που χρέωσε το WAK για το δάνειο προς την GfW ήταν χαμηλότερο από το επιτόκιο της αγοράς. Η Γερμανία αναγνωρίζει ότι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς και του επιτοκίου που χρεώθηκε συνιστά ενίσχυση υπέρ της GfW κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(61)

Η Γερμανία παρέχει επίσης αποδείξεις ότι η GfW τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης και διαλύθηκε την 1η Ιουνίου 2005. Όλα τα αποθηκευμένα εμπορεύματα από τους εναπομένοντες τομείς δραστηριότητας της εταιρείας πωλήθηκαν. Όλα τα έσοδα από αυτή την πώληση χρησιμοποιήθηκαν για τη διευθέτηση των απαιτήσεων του WAK. Με τον (ιδιώτη) αγοραστή είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί στο WAK έως το τέλος του 2005 η αξία του συνόλου των αποθεμάτων σύμφωνα με το βιβλίο απογραφής της 31ης Δεκεμβρίου 2004. Η αξία τους καθορίστηκε σε 79 579,79 ευρώ, που ήταν η αρχική τιμή αγοράς τους. Η GfW διαγράφηκε από το εμπορικό μητρώο κατά τη διάρκεια του 2006 και δεν υπάρχει νόμιμος διάδοχος ή νομική οντότητα από την οποία θα ήταν δυνατόν να ανακτηθεί η ενίσχυση. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία (10) δεν είναι δυνατόν, κατά τη Γερμανία, να ανακτηθεί η ενίσχυση.

(62)

Η Γερμανία διαβεβαιώνει ότι ήταν σύμφωνη με τη συνήθη εμπορική πρακτική η μεταβίβαση από την GfW απλής, διευρυμένης ή παρατεταμένης επιφύλαξης κυριότητας στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και τους εμπόρους σε σχέση με την πώληση του γλεύκους. Επιπλέον, η Γερμανία διαβεβαιώνει επίσης ότι ανταποκρινόταν στη συνήθη εμπορική πρακτική η αποδοχή εκ μέρους του WAK, για τη χορήγηση του δανείου στην GfW, της εξασφαλιστικής μεταβίβασης της κυριότητας των εμπορευμάτων παρά την επιφύλαξη της κυριότητας επ’ αυτών.

(63)

Περαιτέρω, η Γερμανία δηλώνει ότι το γλεύκος αγοράστηκε το φθινόπωρο του 1999 από την GfW με την αγοραία τιμή, καθώς το 60 % του γλεύκους ήταν υψηλής ποιότητας (60 βαθμών Oechsle τουλάχιστον) και δεν επρόκειτο για γλεύκος προοριζόμενο για συνήθη επιτραπέζιο οίνο, όπως εκτιμήθηκε όταν κινήθηκε η διαδικασία. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι απαιτήσεις ποιότητας για την παραγωγή αφρώδους οίνου είναι υψηλότερες από τις απαιτήσεις για τους επιτραπέζιους οίνους (ελάχιστη πυκνότητα 60 και 44 βαθμών Oechsle, αντίστοιχα). Το υπόλοιπο 40 % του γλεύκους προοριζόταν για συνήθη επιτραπέζιο οίνο και αγοράστηκε προκειμένου να αξιοποιηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για προληπτική απόσταξη.

(64)

Στις παρατηρήσεις της η Γερμανία τονίζει ότι η εμπορική στρατηγική της GfW προέβλεπε να αγοράσει για το 60 % των αποθεμάτων της μεγάλες ποσότητες γλεύκους υψηλής ποιότητας, το οποίο να μεταποιήσει κατόπιν σε ομοιογενείς παρτίδες οίνου βάσης για αφρώδη οίνο (Sektgrundwein), σύμφωνα με τις απαιτήσεις των οινοποιείων σχετικά με την ομοιογένεια και την ποιότητα. Ο οίνος βάσης για την παραγωγή αφρώδους οίνου πρέπει να έχει χαμηλή περιεκτικότητα SO2 και υψηλή περιεκτικότητα οξέων φρούτου. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την αγορά του γλεύκους κατά τη φθινοπωρινή περίοδο πώλησης και τη μεταποίησή του σε οίνο βάσης από την ίδια την GfW.

(65)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δόθηκαν από τη Γερμανία, στην αγορά οίνου βάσης για αφρώδη οίνο, η βασική τιμή για το γλεύκος 60 βαθμών Oechsle ήταν 0,312 ευρώ ανά λίτρο. Για κάθε επιπλέον βαθμό Oechsle (με ανώτατο όριο 80 βαθμούς Oechsle) πληρωνόταν 0,005 ευρώ ανά λίτρο. Αυτός ήταν ο τρόπος καθορισμού της τιμής που πληρώθηκε στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμπορους για το υψηλής ποιότητας γλεύκος, δηλαδή για το 60 % του γλεύκους που αγοράστηκε.

(66)

Εν προκειμένω, η Γερμανία αναφέρεται στο θέμα της σχετικής αγοράς. Κατά την άποψη της Γερμανίας, η αγοραία τιμή για τους συνήθεις επιτραπέζιους οίνους δεν μπορεί να ληφθεί ως σημείο αναφοράς για το 60 % των αποθεμάτων, επειδή η καθοριστική αγορά για την GfW δεν είναι η αγορά του συνήθους επιτραπέζιου οίνου, αλλά η αγορά του υψηλότερης ποιότητας οίνου βάσης για την παραγωγή αφρώδους οίνου. Η Γερμανία αναφέρει επίσης τη θεωρία της δυνατότητας υποκατάστασης της ζήτησης, σύμφωνα με την οποία δύο προϊόντα δεν υπάγονται στην ίδια αγορά εφόσον ένα από αυτά δεν είναι δυνατό να αντικατασταθεί από το άλλο, ακόμη και αν η τιμή του πρώτου μεταβληθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ειδικές απαιτήσεις σχετικά με το γλεύκος και τον οίνο βάσης για την παραγωγή αφρώδους οίνου καθιστούν αδύνατη την αντικατάστασή τους με γλεύκος ή οίνο βάσης για συνήθη επιτραπέζιο οίνο, ακόμη και εάν η τιμή του επιτραπέζιου οίνου μειωνόταν σημαντικά. Ως εκ τούτου, η μείωση της τιμής του επιτραπέζιου οίνου δεν θα επηρεάσει την τιμή του γλεύκους για την παραγωγή αφρώδους οίνου, επειδή δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο.

(67)

Σύμφωνα με τις στατιστικές εισαγωγών της Ένωσης Γερμανών Οινοπαραγωγών (Deutsche Weinbauverband) για τα έτη 1998–2001, ο λευκός οίνος εισαγωγής, ο οποίος λόγω της υψηλής ποιότητάς του είναι κατάλληλος για την παραγωγή αφρώδους οίνου, είχε αγοραία τιμή 0,38 ευρώ ανά λίτρο, δηλαδή σημαντικά υψηλότερη από το 0,26 ευρώ ανά λίτρο που αφορούσε τον επιτραπέζιο οίνο. Στις παρατηρήσεις της, η Γερμανία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν δύο διακριτές αγορές: η αγορά των συνήθων επιτραπέζιων οίνων και γλεύκους για επιτραπέζιους οίνους και η αγορά των υψηλής ποιότητας οίνων βάσης και γλεύκους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αφρώδους οίνου.

(68)

Σύμφωνα με τη Γερμανία θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η σχετική αγορά οίνου που δεν προορίζεται για απόσταξη είναι η αγορά των υψηλής ποιότητας οίνων βάσης για την παραγωγή αφρώδους οίνου, στην οποία είναι εφικτή πολύ υψηλότερη τιμή (0,38 ευρώ ανά λίτρο) και όχι η τιμή της αγοράς των συνήθων επιτραπέζιων οίνων (0,26 ευρώ ανά λίτρο). Κατά συνέπεια, ισχυρίζεται η Γερμανία, η τιμή που κατέβαλε για το γλεύκος η GfW ήταν σύμφωνη με την αγοραία τιμή στη σχετική αγορά και περιλάμβανε σύνηθες περιθώριο κέρδους.

(69)

Επιπλέον, η GfW προγραμμάτιζε να συμμετάσχει στα ενωσιακά προγράμματα αποθεματοποίησης και απόσταξης (η GfW είχε προσφέρει προγενέστερα τις υπηρεσίες αυτές σε αμπελουργούς). Στο πλαίσιο του προγράμματος αποθεματοποίησης πληρώθηκε 0,06 ευρώ ανά λίτρο για το 20 % των αποθεμάτων που προβλεπόταν να πωληθεί αργότερα ως οίνος βάσης για την παραγωγή αφρώδους οίνου. Στο πλαίσιο του προγράμματος απόσταξης καταβλήθηκε 0,50 – 0,55 ευρώ ανά λίτρο για το 40 % των αποθεμάτων που προωθήθηκαν στην απόσταξη.

(70)

Κατά την άποψη της Γερμανίας δεν ήταν δυνατό να ήταν επικερδείς οι δραστηριότητες αυτές, όταν το WAK χορήγησε το δάνειο στην GfW. Αφενός, η GfW σκόπευε να χρησιμοποιήσει το 40 % του γλεύκους που αγόρασε για προληπτική απόσταξη, τον Δεκέμβριο του 1999, όταν η τιμή απόσταξης ήταν σημαντικά υψηλότερη από την τιμή που αγοράς του γλεύκους (0,50 – 0,55 ευρώ ανά λίτρο). Αφετέρου, είχε προβλέψει ότι οι οινοπαραγωγοί αφρώδους οίνου θα πλήρωναν σχετικά καλές τιμές (μεταξύ 0,36 και 0,41 ευρώ ανά λίτρο) για τις μεγάλες παρτίδες ομοιογενούς, εγγυημένης ποιότητας οίνου βάσης. Η Γερμανία θεωρεί ότι η GfW θα μπορούσε να είχε επιτύχει έσοδα από την πώληση σε τιμή 0,44 έως 0,46 ευρώ ανά λίτρο κατά μέσον όρο, τιμή πολύ υψηλότερη από τον μέσον όρο των 0,38 ευρώ ανά λίτρο που είχε καταβάλει στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμπορους.

(71)

Ο σχεδιασμός βασίστηκε στις εξής παραδοχές αναμενόμενων τιμών:

 

Ποσότητα

Τιμή σε ευρώ/λίτρο

Απόσταξη

40 %

0,50 – 0,55

Επιδότηση της ΕΕ για την αποθεματοποίηση του οίνου/γλεύκους (1 έτος): 0,06 ευρώ/λίτρο και ακολούθως πώληση ως οίνου βάσης για παραγωγή αφρώδους οίνου

20 %

0,435

Πώληση ως οίνου βάσης για παραγωγή αφρώδους οίνου

40 %

0,375

(72)

Με βάση αυτές τις παραδοχές, αναμενόταν μέση τιμή πώλησης 0,44 – 0,46 ευρώ/λίτρο.

(73)

Από τις παραπάνω εκτιμήσεις προκύπτει ο ακόλουθος υπολογισμός αναμενόμενου κέρδους:

 

Τιμή σε ευρώ/λίτρο

Τιμή αγοράς και μεταποίησης

0,37 – 0,38

Τα έσοδα από την πώληση οίνου βάσης για αφρώδη οίνο, την απόσταξη, τις επιδοτήσεις αποθεματοποίησης

0,44 – 0,46

Αναμενόμενο κέρδος

0,06 – 0,09

(74)

Για τη συνολική ποσότητα των 44 εκατ. λίτρων περίπου αναμενόταν κέρδος 2,64 έως 3,96 εκατ. ευρώ.

(75)

Η Γερμανία αναφέρει επίσης ότι η αγοραία τιμή για τους επιτραπέζιους οίνους (0,26 ευρώ ανά λίτρο) την οποία ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις αρχικές αποφάσεις ήταν η χαμηλότερη τιμή για τον επιτραπέζιο οίνο τον Νοέμβριο του 1999. Η πλήρης προσφερόμενη κλίμακα αγοραίων τιμών για τον επιτραπέζιο οίνο τον Νοέμβριο του 1999 ήταν 0,26 έως 0,56 ευρώ ανά λίτρο. Επιπλέον, αυτό ήταν το πλήρες εύρος τιμών ολόκληρο το έτος 1999. Το 2000 οι τιμές κυμάνθηκαν μεταξύ 0,20 και 0,41 ευρώ ανά λίτρο. Η Γερμανία επισημαίνει επίσης ότι το 60 % του γλεύκους που αγόρασε η GfW είχε μέση πυκνότητα 81 βαθμών Oechsle, η οποία ήταν πολύ μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη για τους επιτραπέζιους οίνους (44 βαθμοί Oechsle) και, φυσικά, αποτυπώθηκε στην τιμή που κατέβαλε η GfW για το γλεύκος.

V.2.   Στοιχείο ενίσχυσης κατά τη στιγμή της υπόταξης των απαιτήσεων και της παραίτησης από απαιτήσεις

(76)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, όταν τον Νοέμβριο του 2000 συντάχθηκε ενδιάμεση κατάσταση λογαριασμών διαπιστώθηκε θέμα αφερεγγυότητας της GfW. Το έλλειμμα της GfW ανερχόταν σε 6 εκατ. ευρώ περίπου, που επιβεβαιώθηκε με τον ισολογισμό της χρήσης 2000. Το έλλειμμα οφειλόταν στη μείωση της αξίας των αποθεμάτων υπό την κυριότητα της GfW μετά τη σημαντική πτώση των αγοραίων τιμών, που σήμαινε ότι η μοναδική δυνατότητα που είχε η GfW ήταν να πωλήσει τα αποθέματά της σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη που είχε προβλεφθεί.

(77)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία, οι απαιτήσεις του WAK έναντι της GfW ανέρχονταν, στις 31 Οκτωβρίου 2000 σε 10 εκατ. ευρώ περίπου. Η GfW είχε παραχωρήσει στο WAK την εξασφαλιστική κυριότητα επί των αποθεμάτων, αξίας 5,7 εκατ. ευρώ. Οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι είχαν διαφορετικού βαθμού (απλή, διευρυμένη ή παρατεταμένη) εξασφαλιστική κυριότητα επί των εν λόγω αποθεμάτων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το γερμανικό πτωχευτικό δίκαιο, οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι θα είχαν προτεραιότητα σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη Γερμανία, σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας, η GfW θα έπρεπε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων, ύψους 3,5 εκατ. ευρώ περίπου, προτού εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις οποιουδήποτε άλλου πιστωτή.

(78)

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση της υπερχρέωσης και να αποφευχθεί η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 64 του τότε ισχύοντος γερμανικού νόμου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (GmbHG λ.) σε συνδυασμό με το άρθρο 19 του InsO, ήταν απαραίτητο να ληφθούν επειγόντως μέτρα.

(79)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι το WAK, ως κύριος πιστωτής με υποδεέστερης τάξης εξασφάλιση πιστώσεων, είχε σημαντικό συμφέρον να αποφύγει επαπειλούμενη αφερεγγυότητα. Ως εκ τούτου, προσπάθησε να πείσει τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και τους εμπόρους να παραιτηθούν μέρους των απαιτήσεών τους και, επιπλέον, στις 4 Δεκεμβρίου 2000, συμφώνησε με την GfW τα ακόλουθα:

να υποτάξει τις απαιτήσεις του κατά το ισόποσο της υπερχρέωσης υπό τον όρο ότι οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι θα συμφωνούσαν να παραιτηθούν από το 90 % των υπόλοιπων απαιτήσεών τους·

μόνο εάν είναι αναγκαίο, να παραιτηθεί από το ισόποσο των απαιτήσεών του που συμφωνεί να υποτάξει.

(80)

Μολονότι οι διαπραγματεύσεις άρχισαν επιτυχώς, με την πλειονότητα των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων να συμφωνούν να παραιτηθούν των απαιτήσεών τους, το αποτέλεσμα για την GfW ήταν τελικώς ανεπιτυχές λόγω της συντονισμένης δράσης από μερικές αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους και τους δικηγόρους τους. Δεν ήταν πρόθυμοι να παραιτηθούν των απαιτήσεών τους, λόγω της προνομιακής θέσης των εξασφαλίσεών τους, ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης και παρατεταμένης επιφύλαξης κυριότητας, και άσκησαν αγωγές. Αυτές οι αγωγές εκδικάστηκαν από δικαστήριο το οποίο πρότεινε συμφωνίες διακανονισμού. Στις συμφωνίες διακανονισμού προβλεπόταν η καταβολή από την GfW του 70 % των υπόλοιπων απαιτήσεων και η παραίτηση από το 30 % των απαιτήσεων. Το δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι η GfW θα έπρεπε να αναλάβει το 80 % των δικαστικών εξόδων. Ανάλογες συμφωνίες διακανονισμού προτάθηκαν και από άλλα δικαστήρια και, κατά συνέπεια, η GfW δεν μπορούσε πλέον να αναμένει ότι οι λοιπές αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι θα συμφωνούσαν να παραιτηθούν από το 90 % των υπόλοιπων απαιτήσεών τους. Επιπλέον, οι περισσότερες αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι δήλωσαν πλέον ότι θα ζητήσουν την κατά 100 % εξόφληση του υπόλοιπου 20 %. Το γεγονός ότι 1 700 από τις 2 700 αμπελοοινικές εκμεταλλεύσεις και εμπόρους είχαν ήδη δηλώσει ότι ήταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν από μέρος των απαιτήσεών τους ήταν πλέον άνευ αντικειμένου, καθώς στο άρθρο 305A του γερμανικού νόμου περί αφερεγγυότητας προβλέπεται ότι εξώδικος συμβιβασμός (außergerichtliche Einigung) για τον διακανονισμό χρεών αποτυγχάνει όταν ένας πιστωτής αποφασίσει να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων για εξώδικο συμβιβασμό.

(81)

Ως εκ τούτου, στις 21 Φεβρουαρίου 2001 η GfW υπέγραψε συμφωνία με το WAK, με βάση την οποία το WAK κάλυψε το έλλειμμα της GfW του έτους 2000, καθώς παραιτήθηκε απαιτήσεών του ύψους 5 005 441,60 ευρώ, δεν αξίωσε τόκους για το υπόλοιπο του χρέους της χρονικής περιόδου 1 Ιανουαρίου 2001 – 31 Δεκεμβρίου 2001 και ανέλαβε να αποπληρώσει τις απαιτήσεις των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων. Εξασφαλίστηκαν οι μη δευτερεύουσες απαιτήσεις. Αντιμετωπίστηκε η κατάσταση υπερχρέωσης και αποφεύχθηκαν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας, ώστε η GfW να μπορέσει να συνεχίσει τις εμπορικές δραστηριότητές της.

(82)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι τόσο η υπόταξη απαιτήσεων όσο και η παραίτηση από απαιτήσεις πληρούν το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Για την υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού, η Γερμανία παραπέμπει στη σχετική νομολογία.

(83)

Ενδέχεται να χρειάζεται παραίτηση από μέρος των απαιτήσεων προκειμένου να αυξηθεί το πράγματι ανακτώμενο ποσό (11). Έτσι θα ενεργούσε ο ιδιώτης πιστωτής προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες του. Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις δεν είναι επαρκώς εξασφαλισμένες, η αναμονή εκ μέρους των πιστωτών αυξάνει τις πιθανότητες ανακτήσεως οφειλομένων ποσών χωρίς ζημία μόνον εάν ο οφειλέτης υπερβεί την κρίση και βελτιώσει τη θέση του (12). Με την απόφασή του στην υπόθεση HAMSA, το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απέρριψε τη μέχρι τότε πρακτική της Επιτροπής να απαιτεί από τους ιδιώτες και τους δημόσιους πιστωτές να παραιτούνται από τις απαιτήσεις τους κατά μερίδια ανάλογα με τα οφειλόμενα. Αντ’ αυτού, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη και στην περίπτωση που είναι ασύμμετρα μεταξύ των διαφόρων πιστωτών τα μερίδια παραίτησης από τις απαιτήσεις τους. Το Πρωτοδικείο τονίζει ότι καθοριστικής σημασίας για τον πιστωτή είναι η ιδιότητά του ως ενυπόθηκου, προνομιούχου ή εγχειρόγραφου πιστωτή, δηλαδή η κατάταξη των εξασφαλίσεων των διαφόρων πιστωτών. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δημόσιος πιστωτής συμπεριφέρεται ως ιδιώτης πιστωτής όταν αποφασίζει να παραιτηθεί από μέρος των απαιτήσεών του, μετά από εκτενή και εύλογη εκτίμηση του ποσού που θα είναι δυνατόν να ανακτήσει, του κινδύνου της εκκαθάρισης και της δυνατότητας να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της επιχείρησης (13). Τέλος, η Γερμανία παραπέμπει στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Huta Cynku, σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται πλεονέκτημα —επομένως ούτε και κρατική ενίσχυση— σε περίπτωση που η αναδιάρθρωση θα απέφερε περισσότερα έσοδα σε σχέση με την εκκαθάριση (14).

(84)

Για τους λόγους αυτούς η Γερμανία ισχυρίζεται ότι, εάν ληφθεί υπόψη η θέση του WAK ως κύριου πιστωτή και η υποδεέστερη εξασφάλιση των πιστώσεών του σε σχέση με τις αμπελοοινικές εκμεταλλεύσεις και εμπόρους, τόσο η υπόταξη των απαιτήσεων όσο και η παραίτηση από απαιτήσεις πληρούν το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Μετά από διαδικασία αφερεγγυότητας το WAK θα είχε απολέσει τουλάχιστον το ίδιο, κατά πάσα δε πιθανότητα σημαντικά μεγαλύτερο, ποσό των υπόλοιπων απαιτήσεων.

(85)

Μόνο χάρη στην αποφυγή της αφερεγγυότητας της GfW και στον διακανονισμό των υπόλοιπων απαιτήσεων των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και έμπορων, το WAK κατοχύρωσε πλήρως τα εξασφαλιστικά δικαιώματα του στα υπόλοιπα αποθέματα και, συνεπώς, μπόρεσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερο ποσοστό αποπληρωμής των απαιτήσεών του σε σύγκριση με το ποσό που θα απέφερε η διαδικασία αφερεγγυότητας.

(86)

Από εκ των προτέρων προοπτική, η συμπεριφορά του WAK ήταν ορθή, σύμφωνα με τη Γερμανία, καθώς το WAK επέτυχε να εξασφαλίσει υψηλότερο ποσοστό αποπληρωμής των απαιτήσεών του, αναβάθμισε την εξασφαλιστική του κυριότητα και αποφεύχθηκε η απειλούμενη αφερεγγυότητα της GfW. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οποιαδήποτε ιδιωτική τράπεζα θα είχε ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο στην ίδια κατάσταση.

(87)

Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, από εκ των προτέρων εκτίμηση των λογαριασμών της GfW θα προέκυπτε ότι, εάν η GfW συνέχιζε τη δραστηριότητά της, το WAK θα μπορούσε να αναμένει αποπληρωμές ύψους 5 112 918,81 ευρώ. Από την άλλη πλευρά, εάν η GfW είχε τεθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας, το μέγιστο ποσό αποπληρωμών στο WAK θα ανέρχονταν μόνο σε 2,4 εκατ. ευρώ. Πρόκειται λοιπόν για διαφορά αποπληρωμών ύψους 2,7 εκατ. ευρώ τουλάχιστον.

(88)

Αυτό επιβεβαιώνεται με έκθεση πραγματογνωμοσύνης από 3ης Φεβρουαρίου 2003, η οποία ανατέθηκε σε ανεξάρτητο ελεγκτή (15) από το WAK και υποβλήθηκε στις γερμανικές αρχές. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν οικονομικά ενδεδειγμένο το WAK να υποτάξει τις απαιτήσεις του, να παραιτηθεί μέρους των απαιτήσεών του κατά τα προαναφερόμενο ποσό και από μελλοντικές πληρωμές τόκων. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους που κοινοποίησε η Γερμανία:

Εάν το WAK δεν είχε υποτάξει τις απαιτήσεις του και δεν είχε παραιτηθεί από απαιτήσεις και πληρωμές τόκων, η GfW θα έπρεπε να καταθέσει αίτηση κηρύξεως πτωχεύσεως και θα είχε τεθεί υπό εκκαθάριση. Οι απαιτήσεις του WAK θα έπρεπε να καλυφθούν από την πώληση των αποθεμάτων της GfW.

Εάν η εταιρεία είχε τεθεί υπό εκκαθάριση θα είχε μειωθεί η αξία των αποθεμάτων της. Τα πραγματικά έσοδα από την πώληση των αποθεμάτων θα ήταν μόνο 50 % – 70 % περίπου της λογιστικής αξίας τους. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων εξασφάλισης των απαιτήσεων, τα έσοδα θα ανέρχονταν σε 1,84 – 2,4 εκατ. ευρώ.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι δαπανηρές.

Ο γερμανικός πτωχευτικός κώδικας (deutsche Insolvenzordnung, «InsO») προβλέπει το δικαίωμα διαχωρισμού για τα προϊόντα με επιφύλαξη της κυριότητας επ’ αυτών, αλλά αποτελεί δικαίωμα του συνδίκου πτώχευσης να επιλέξει μεταξύ της εκτέλεσης της σύμβασης και του διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 103 InsO). Ο διαχωρισμός των περιουσιακών στοιχείων είναι δυνατός μόνο εάν ο σύνδικος πτώχευσης αρνείται να εκτελέσει τη σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή, ο πιστωτής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση, να απαιτήσει τον διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων και δικαιούται αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός προκαταβολών. Από την άλλη πλευρά, η GfW θα μπορούσε να διεκδικήσει την ανάκτηση των πληρωμών που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί, ώστε να καταστεί δυνατός ο συμψηφισμός με την αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης.

Αντιθέτως, αφού το WAK υπέταξε μέρος των απαιτήσεών του, ήταν νομικά δυνατό να αποφευχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας της GfW και, αφού το WAK παραιτήθηκε από μέρος των απαιτήσεών του και την καταβολή τόκων, το WAK είχε υπόλοιπες απαιτήσεις ύψους 5,15 εκατ. ευρώ, τις οποίες μπορούσε να αναμένει ότι θα ανακτήσει επειδή η GfW θα μπορούσε να συνεχίσει τις εμπορικές δραστηριότητές της.

Επίσης, επισημαίνεται ότι, εάν είχαν κινηθεί οι διαδικασίες αφερεγγυότητας, η GfW θα μπορούσε, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αφερεγγυότητας, να έχει προσβάλει τις αποπληρωμές της περιόδου 1η Νοεμβρίου – 31η Δεκεμβρίου 2000 προς το WAK, που ανέρχονταν σε 1 440 476,92 ευρώ. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί το WAK να επιστρέψει τα κεφάλαια αυτά.

(89)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι από εκ των υστέρων αξιολόγηση προκύπτει ότι η υπόταξη και η παραίτηση από απαιτήσεις ήταν οικονομικά σκοπιμότερη, καθώς το ποσό που επιστράφηκε λόγω της αποφυγής της πτώχευσης της GfW ήταν 4 670 517,65 ευρώ, ήταν δηλαδή μεγαλύτερο από το ποσό των 2,4 εκατ. ευρώ που θα μπορούσε κατ’ ανώτατο όριο να αναμένει κανείς στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

(90)

Η Γερμανία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, επειδή η υπόταξη και η παραίτηση πληρούσαν το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, δεν χορηγήθηκε καμία ενίσχυση στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους κατά την υπόταξη και παραίτηση από απαιτήσεις εκ μέρους του WAK.

VI.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

VI.1.   Κοινή οργάνωση αγοράς

(91)

Μέχρι την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (16), η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποίηση καλύπτονταν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999. Στο άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 ορίζεται ότι στην παραγωγή και στο εμπόριο των προϊόντων που καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό εφαρμόζονται τα άρθρα 87, 88 και 89 της Συνθήκης (νυν άρθρα 107, 108 και 109 της ΣΛΕΕ). Πριν από τις 31 Ιουλίου 2000, η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποίηση καλύπτονταν από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87. Στο άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 ορίζεται ότι στην παραγωγή και στο εμπόριο των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται τα άρθρα 92, 93 και 94 της Συνθήκης (νυν άρθρα 107, 108 και 109 της ΣΛΕΕ). Ως εκ τούτου, τα επίμαχα μέτρα πρέπει να εξεταστούν σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

VI.2.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(92)

Στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζεται ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(93)

Το WAK είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου και χρηματοδοτείται εν μέρει από κεφάλαια του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου και εν μέρει από επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων. Ως εκ τούτου το μέτρο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

(94)

Η χορήγηση ενίσχυσης σε επιχείρηση μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών όταν η επιχείρηση δραστηριοποιείται σε αγορά ανοιχτή στις εμπορικές συναλλαγές εντός της Ένωσης (17). Είναι σημαντικότατες οι εμπορικές συναλλαγές γεωργικών προϊόντων εντός της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η εν λόγω ενίσχυση είναι πιθανό να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (18).

(95)

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, για την εκτίμηση του εάν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να προσδιορισθεί εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (19) ή/και εάν το μέτρο κατέστησε δυνατό στην επιχείρηση να αποφύγει να επωμιστεί τις δαπάνες που κανονικά έπρεπε να πραγματοποιηθούν από τους οικονομικούς πόρους της (20). Αυτό θα ήταν πράγματι επαρκής ένδειξη δυνητικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (21).

VI.2.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ της Gesellschaft für Weinabsatz (GfW)

VI.2.1.α.   Η χορήγηση του δανείου από το WAK

(96)

Το WAK χορήγησε το φθινόπωρο του 1999 δάνειο ύψους 15 302 696,25 ευρώ. Η GfW χρεώθηκε για την περίοδο του δανείου με επιτόκιο μεταξύ 3,28 % και 5,25 %. Δεν χρεώθηκε ασφάλιστρο κινδύνου. Το επιτόκιο αναφοράς στη Γερμανία την περίοδο αυτή κυμαινόταν μεταξύ 5,23 % και 6,33 %.

(97)

Η Γερμανία συμφωνεί με την άποψη της Επιτροπής ότι η χορήγηση του δανείου δεν έγινε με όρους αγοράς. Εάν το δάνειο είχε χορηγηθεί με όρους της αγοράς, θα είχε χρεωθεί υψηλότερο επιτόκιο αναφοράς και πρόσθετο ασφάλιστρο κινδύνου, λόγω των περιορισμένων εγγυήσεων του δανείου.

(98)

Επειδή στην GfW παρασχέθηκε οικονομικό πλεονέκτημα, το οποίο δεν θα είχε λάβει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το δάνειο που χορηγήθηκε στην GfW περιείχε στοιχείο κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Το στοιχείο ενίσχυσης υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που χρεώθηκε και του επιτοκίου της αγοράς προσαυξημένου με επαρκές ασφάλιστρο κινδύνου.

(99)

Πιθανή μετακύλιση της ενίσχυσης σε νόμιμους διαδόχους

(100)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, η GfW τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης και διαλύθηκε την 1η Ιουνίου 2005. Όλα τα υπόλοιπα αποθέματα από τους εναπομένοντες τομείς δραστηριότητας της εταιρείας πωλήθηκαν. Όλα τα έσοδα χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή του WAK. Με τον (ιδιώτη) αγοραστή είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί στο WAK έως το τέλος του 2005 η αξία του συνόλου των αποθεμάτων σύμφωνα με το βιβλίο απογραφής της 31ης Δεκεμβρίου 2004. Η αξία τους καθορίστηκε σε 79 579,79 ευρώ, που ήταν η αρχική τιμή αγοράς τους. Η GfW διαγράφηκε από το εμπορικό μητρώο κατά τη διάρκεια του 2006 και δεν υπάρχει νόμιμος διάδοχος ή νομική οντότητα από την οποία θα ήταν δυνατόν να ανακτηθεί η ενίσχυση. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη Γερμανία, δεν είναι δυνατόν να ανακτηθεί η ενίσχυση με βάση την πάγια νομολογία (22).

(101)

Δεδομένου ότι εκποιήθηκαν τα υπόλοιπα στοιχεία ενεργητικού της GfW, ο αγοραστής θα μπορούσε ενδεχομένως να ωφεληθεί από την ενίσχυση που χορηγήθηκε στην GfW. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο αγοραστής κατέβαλε την αρχική τιμή αγοράς και ότι στην αγορά είχε σημειωθεί πτώση τα προηγούμενα έτη, είναι σαφές ότι η τιμή που κατέβαλε ο αγοραστής αντιστοιχούσε τουλάχιστον στις αγοραίες τιμές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στον αγοραστή των υπόλοιπων αποθεμάτων της GfW δεν μετακυλίστηκε καμία ενίσχυση. Ταυτόχρονα, η GfW έπαυσε να υφίσταται και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει ενίσχυση που είναι δυνατόν να ανακτηθεί.

VI.2.1.β.   Η υπόταξη των απαιτήσεων εκ μέρους του WAK και η παραίτηση από απαιτήσεις του

(102)

Η υπόταξη των απαιτήσεων εκ μέρους του WAK και η παραίτησή του από απαιτήσεις και καταβολή τόκων χρηματοδοτήθηκαν από ιδίους πόρους του WAK και αντίστοιχο δάνειο που έλαβε το WAK και, επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι χρηματοδοτήθηκαν με κρατικούς πόρους.

(103)

Για να καθοριστεί κατά πόσον η υπόταξη των απαιτήσεων και η παραίτηση από απαιτήσεις και καταβολή τόκων συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί κατά πόσον στην GfW παρασχέθηκε οικονομικό πλεονέκτημα, το οποίο δεν θα είχε λάβει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς ή/και κατά πόσον το μέτρο επέτρεψε στην GfW να αποφύγει να επωμιστεί τις δαπάνες που κανονικά έπρεπε να πραγματοποιηθούν με ίδιους οικονομικούς πόρους. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνει με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Με βάση το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή αξιολογείται κατά πόσο, υπό τις ίδιες συνθήκες της αγοράς, ο ιδιώτης πιστωτής θα είχε ενεργήσει ή θα ενεργούσε κατά τον ίδιο τρόπο που έπραξε ο δημόσιος πιστωτής.

(104)

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, ενδέχεται να χρειάζεται παραίτηση από μέρος των απαιτήσεων προκειμένου να αυξηθεί το πράγματι ανακτώμενο ποσό. Έτσι θα ενεργούσε ο ιδιώτης πιστωτής προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες του (23). Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις δεν είναι επαρκώς εξασφαλισμένες, η αναμονή εκ μέρους των πιστωτών αυξάνει τις πιθανότητες ανακτήσεως οφειλομένων ποσών χωρίς ζημία μόνον εφόσον ο οφειλέτης υπερβεί την κρίση και βελτιώσει τη θέση του (24).

(105)

Με την απόφασή του στην υπόθεση HAMSA (25), το Πρωτοδικείο απέρριψε τη μέχρι τότε πρακτική της Επιτροπής να απαιτεί από τους ιδιώτες και τους δημόσιους πιστωτές να παραιτούνται από τις απαιτήσεις τους κατά μερίδια ανάλογα με τα οφειλόμενα. Αντ’ αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη και στην περίπτωση που είναι ασύμμετρα μεταξύ των διαφόρων πιστωτών τα μερίδια παραίτησης από τις απαιτήσεις τους. Στις σκέψεις 168 και 169 της απόφασης ορίζεται ότι:

«(168)

Όταν μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της προτείνει στους δανειστές της μια συμφωνία, ή μια σειρά συμφωνιών, για τη ρύθμιση του χρέους της, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση της και να αποφευχθεί η θέση της υπό εκκαθάριση, κάθε δανειστής πρέπει να προβεί σε επιλογή μεταξύ, αφενός, του ποσού που του προσφέρεται στο πλαίσιο της προτεινόμενης συμφωνίας και, αφετέρου, του ποσού που εκτιμά ότι μπορεί να ανακτήσει κατά το πέρας της ενδεχόμενης θέσεως της επιχειρήσεως υπό εκκαθάριση. Η επιλογή του επηρεάζεται από σειρά παραγόντων, όπως η ιδιότητα του ως ενυπόθηκου, προνομιούχου ή εγχειρόγραφου δανειστή, η φύση και η έκταση των ενδεχομένων ασφαλειών που κατέχει, η αξιολόγηση των πιθανοτήτων εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως καθώς και το κέρδος που θα απεκόμιζε σε περίπτωση εκκαθαρίσεως. Αν αποδεικνυόταν, παραδείγματος χάριν, ότι, στην περίπτωση εκκαθαρίσεως μιας επιχειρήσεως, η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της επιτρέπει την ικανοποίηση μόνον των ενυπόθηκων και προνομιούχων απαιτήσεων, οι εγχειρόγραφες απαιτήσεις ουδεμία αξία θα είχαν. Σε τέτοια κατάσταση, το γεγονός ότι ένας εγχειρόγραφος δανειστής δέχεται να παραιτηθεί από την ικανοποίηση σημαντικού μέρους της απαιτήσεως του δεν συνιστά πραγματική θυσία.

(169)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ιδίως ότι, εφόσον δεν είναι γνωστοί οι παράγοντες που καθορίζουν τις αντίστοιχες αξίες των επιλογών που προσφέρονται στους δανειστές, το απλό γεγονός ότι υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ των ποσών από τα οποία παραιτήθηκαν οι διάφορες κατηγορίες δανειστών δεν επιτρέπει, καθεαυτό, τη συναγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά την αιτία που τους ώθησε να δεχθούν τις προτεινόμενες διαγραφές χρεών.»

(106)

Επιπλέον, στην υπόθεση HAMSA (26) το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι δημόσιος πιστωτής ενεργεί ως ιδιώτης πιστωτής όταν αποφασίζει να παραιτηθεί από μέρος των απαιτήσεών του, μετά από εκτενή και εύλογη εκτίμηση του ποσού που θα είναι δυνατόν να ανακτήσει, του κινδύνου της εκκαθάρισης και της δυνατότητας να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της επιχείρησης. Τέλος, στην απόφασή της στην υπόθεση Huta Cynku (27), η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υφίσταται πλεονέκτημα —επομένως ούτε και κρατική ενίσχυση— σε περίπτωση που η αναδιάρθρωση θα απέφερε περισσότερα έσοδα σε σχέση με την εκκαθάριση.

(107)

Με βάση τη νομολογία που αναφέρεται ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση του εάν ιδιώτης πιστωτής θα είχε ενεργήσει ή έχει ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο με το WAK, πρέπει να εξεταστούν οι επιλογές που είχε το WAK όταν διαπιστώθηκε θέμα αφερεγγυότητας της GfW και ποιες θα ήταν οι οικονομικές επιπτώσεις αυτών των επιλογών. Ως δεύτερο βήμα, είναι επίσης απαραίτητη η ίδια έρευνα όσον αφορά τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους και, ακολούθως, να εκτιμηθεί κατά πόσον η κατάσταση που αντιμετώπιζε το WAK είναι δυνατόν να συγκριθεί και αξιολογηθεί με βάση τις ενέργειες των αμπελουργικών επιχειρήσεων και εμπόρων.

(108)

Όταν το WAK ενημερώθηκε σχετικά με την επαπειλούμενη αφερεγγυότητα της GfW είχε δύο επιλογές. Είχε τη δυνατότητα είτε να επιτρέψει να κινηθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας είτε να προσπαθήσει να την αποφύγει, με την επίτευξη συμφωνίας με την GfW που θα καθιστούσε δυνατή τη συνέχιση των εμπορικών δραστηριοτήτων της. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία και την πραγματογνωμοσύνη ανεξάρτητου ελεγκτή από τις 3 Φεβρουαρίου 2003 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 88), οι οικονομικές επιπτώσεις των δύο αυτών επιλογών, σύμφωνα με τη Γερμανία, ήταν οι ακόλουθες. Εκ των προτέρων, στην περίπτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, το WAK θα μπορούσε να αναμένει να ανακτήσει κατ’ ανώτατο όριο περίπου 2,4 εκατ. ευρώ των απαιτήσεών του. Εάν το WAK υπέγραφε με την GfW συμφωνία με την οποία παραιτείτο από μέρος των απαιτήσεών του και, με τον τρόπο αυτό, καθιστούσε δυνατή τη συνέχιση των εμπορικών δραστηριοτήτων της GfW, το WAK μπορούσε εκ των προτέρων να αναμένει να ανακτήσει περίπου 5,1 εκατ. ευρώ των απαιτήσεών του. Κατά συνέπεια, το WAK θα μπορούσε να αναμένει να ανακτήσει 2,7 εκατ. ευρώ περισσότερα εάν καθιστούσε δυνατό να αποφευχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας. Κατά πόσον οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι ήταν διατεθειμένοι να πράξουν το ίδιο είχε ελάχιστη επίπτωση στους υπολογισμούς του ποσού ανάκτησης, αλλά δεν αλλάζει το αποτέλεσμα της σύγκρισης των δύο επιλογών.

(109)

Το ποσό ανάκτησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας εκτιμήθηκε σε 2,4 εκατ. ευρώ στην πραγματογνωμοσύνη, η οποία βασίστηκε στην παραδοχή εκ μέρους της Γερμανίας ότι η αποπληρωμή των απαιτήσεων των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων, ύψους 4,4 εκατ. ευρώ, θα έπρεπε να προταχθεί της αποπληρωμής των απαιτήσεων του WAK. Ωστόσο, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν από τις απαιτήσεις του WAK θα έπρεπε, σύμφωνα με τον γερμανικό πτωχευτικό κώδικα (InsO), να αποπληρωθούν μόνο οι απαιτήσεις των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και έμπορων με παρατεταμένη επιφύλαξη κυριότητας. Οι λοιπές απαιτήσεις ήταν ισότιμες με τις απαιτήσεις του WAK. Ωστόσο, οι υπολογισμοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δείχνουν ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ήταν πλήρως ισότιμες οι απαιτήσεις του WAK και οι απαιτήσεις των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και έμπορων, το μέγιστο ποσό που θα μπορούσε να αναμένει να ανακτήσει το WAK θα ήταν 4,7 εκατ. ευρώ σε περίπτωση αφερεγγυότητας (με την εκτίμηση ότι το μέγιστο συνολικό ποσό αποπληρωμής θα ήταν 6,8 εκατ. ευρώ σε περίπτωση αφερεγγυότητας, το οποίο θα κατανεμόταν στο WAK και στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις κατ’ αναλογία των απαιτήσεών τους — 10 εκατ. ευρώ απαιτήσεις του WAK και 4,4 εκατ. ευρώ απαιτήσεις των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και έμπορων). Συνεπώς, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εκ των προτέρων ευνοϊκότερη επιλογή του WAK θα ήταν να καταστεί δυνατόν να αποφευχθεί η αφερεγγυότητα της GfW.

(110)

Από την άλλη πλευρά, ήταν τελείως διαφορετικός ο υπολογισμός όσον αφορά τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους. Πρώτον, είχαν ήδη λάβει το 80 % της πληρωμής για την παράδοση των προϊόντων τους. Δεύτερον, σύμφωνα με την προσφορά της GfW, θα αποπληρωνόταν μόνο το 10 % από το 20 % των υπόλοιπων απαιτήσεών τους. Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε ότι, εάν υπέγραφαν τη συμφωνία, θα λάμβαναν μόνο ένα πρόσθετο 2 % του συμφωνηθέντος τιμήματος. Αυτό ήταν με βεβαιότητα λιγότερο απ’ ό,τι θα μπορούσαν να αναμένουν από τη διαδικασία αφερεγγυότητας, ανεξάρτητα από την τάξη των εξασφαλίσεών τους (απλή, διευρυμένη ή παρατεταμένη κυριότητα). Κατά μέσο όρο θα μπορούσαν να αναμένουν να λάβουν το 48 % των υπόλοιπων απαιτήσεών τους (2,1 εκατ. ευρώ από το συνολικά οφειλόμενο ποσό των 4,4 εκατ. ευρώ). Συνεπώς, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το ότι μερικές από τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους αρνήθηκαν την προσφορά της GfW. Τρίτον, πρέπει να ήταν προφανές ότι θα ήταν προς το συμφέρον του WAK να παραιτηθεί από μέρος των απαιτήσεών του και να αποφευχθεί η αφερεγγυότητα της GfW, έστω και εάν οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι δεν έπρατταν το ίδιο, πράγμα που θα καθιστούσε δυνατόν να ανακτήσουν οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι μεγαλύτερο μερίδιο των υπόλοιπων απαιτήσεών τους από το 10 % που προβλεπόταν στην προσφορά της GfW. Τέταρτον, αρκετοί από αυτούς είχαν ήδη προσφύγει δικαστικώς κατά της GfW και το δικαστήριο είχε αποφανθεί προς όφελός τους, υποχρεώνοντας την GfW να αποπληρώσει το 80 % των υπόλοιπων απαιτήσεων.

(111)

Μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, παρά το γεγονός ότι οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι και το WAK ήταν όλοι πιστωτές της GfW, οι επιλογές και τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών για την WAK, αφενός, και τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους, αφετέρου, ήταν τόσο ανόμοια, ώστε να μην είναι συγκρίσιμα. Το γεγονός ότι οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι επέλεξαν να μην παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους δεν θα πρέπει να επηρεάσει αρνητικά την κρίση του κατά πόσον το WAK ενήργησε σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

(112)

Σταθμίζοντας τις διάφορες επιλογές του WAK, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μερική υπόταξη των απαιτήσεων και η παραίτηση από απαιτήσεις, στις 4 Δεκεμβρίου 2000 και στις 21 Φεβρουαρίου 2001, συνολικού ύψους 5 005 441,60 ευρώ, και η παραίτηση από πληρωμές τόκων, στις 31 Δεκεμβρίου 2000, ήταν η πιο συμφέρουσα επιλογή για το WAK και, ως εκ τούτου, είναι σύμφωνες με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Η υπόταξη των απαιτήσεων και η παραίτηση από απαιτήσεις σημαίνουν αναστολή πληρωμών, που είναι πιο συμφέρουσα για τον πιστωτή σε σύγκριση με την εκκαθάριση. Σύμφωνα με πάγια νομολογία (28), ο δημόσιος πιστωτής θα πρέπει να συγκρίνει προσεκτικά τα πλεονεκτήματα που θα είχε αν εισέπραττε το ποσό που του προσφέρεται σύμφωνα με σχέδιο αναδιάρθρωσης και το ποσό που θα μπορούσε να λάβει στο πλαίσιο ενδεχόμενης διαδικασίας εκκαθάρισης της επιχείρησης. Ως εκ τούτου, η GfW δεν αποκόμισε κανένα πλεονέκτημα που δεν θα είχε χορηγηθεί υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς και, συνεπώς, δεν χορηγήθηκε κρατική ενίσχυση στην GfW, ως αποτέλεσμα της απόφασης του WAK να υποτάξει τις απαιτήσεις του και να παραιτηθεί από μέρος των απαιτήσεών του.

(113)

Όταν κινήθηκε η διαδικασία εκφράστηκαν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το WAK περιόρισε στο ελάχιστο δυνατό την υπόταξη των απαιτήσεών του και την παραίτηση από απαιτήσεις του. Ωστόσο, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Γερμανίας, το WAK παραιτήθηκε από το μερίδιο των απαιτήσεών του που ήταν αναγκαίο για να καλυφθεί η υπερχρέωση της GfW το 2000, που ήταν απαραίτητο σύμφωνα με τον γερμανικό πτωχευτικό κώδικα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 25) προκειμένου να αποφευχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας και να καταστεί δυνατή η συνέχιση των εμπορικών δραστηριοτήτων της GfW. Στην πρώτη σύμβαση μεταξύ GfW και WAK (που υπογράφηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2000) προκειμένου να αποφευχθεί η πτώχευση της GfW, το WAK συμφωνεί με την GfW να υποτάξει τις απαιτήσεις του κατά το ισόποσο της υπερχρέωσης υπό τον όρο ότι οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι συμφωνήσουν να παραιτηθούν από το 90 % των υπόλοιπων απαιτήσεών τους και, εφόσον είναι αναγκαίο, να παραιτηθεί από το ποσό απαιτήσεων του που συμφωνεί να υποτάξει (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 79 και 80). Το ποσό της παραίτησης από απαιτήσεις ήταν τελικά μεγαλύτερο από το αρχικώς αναμενόμενο επειδή παρά τις προσπάθειες του WAK και της GfW να πείσουν τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους να συνεισφέρουν στην αποφυγή της πτώχευσης της GfW (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 79 και 80 των παρατηρήσεων της Γερμανίας), οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι αποφάσισαν να μην παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους για τους λόγους που αναφέρονται στην ανωτέρω αιτιολογική σκέψη 110. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 108, η απόφαση των αμπελοοινικών επιχειρήσεις και εμπόρων να μην παραιτηθούν από μέρος των υπόλοιπων απαιτήσεών τους είχαν περιορισμένη μόνο επίπτωση στην οικονομική εκτίμηση από το WAK και δεν άλλαξε το αποτέλεσμα αυτής της εκτίμησης ότι ήταν οικονομικά πιο συμφέρον για το WAK να αποφευχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας της GfW.

(114)

Η Επιτροπή καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι η μερική υπόταξη των απαιτήσεων του WAK και η παραίτηση του από απαιτήσεις ήταν η πιο συμφέρουσα επιλογή για το WAK και, ως εκ τούτου, ανταποκρίνεται στην αρχή του ιδιώτη πιστωτή και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση υπέρ της GfW κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

VI.2.2.   Ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων

(115)

Όταν κινήθηκε και, ακολούθως, επεκτάθηκε η επίσημη διαδικασία έρευνας ανέκυψαν ερωτήματα σχετικά με ενδεχόμενη ενίσχυση υπέρ των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων. Πρώτον, η τάξη των εξασφαλίσεων που είχε παράσχει η GfW τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους κατά τη στιγμή της αγοράς φαινόταν σχετικά ισχυρή και διατυπώθηκαν αμφιβολίες κατά πόσον η τάξη των εξασφαλίσεων που είχαν παρασχεθεί ήταν σύμφωνη με τη συνήθη εμπορική πρακτική. Δεύτερον, εκτιμήθηκε ότι η τιμή που καταβλήθηκε για την αγορά του γλεύκους ήταν υψηλότερη της αγοραίας τιμής. Τρίτον, αμφισβητήθηκε η απόφαση των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων να μην παραιτηθούν από μέρος των απαιτήσεών τους, όταν η GfW αντιμετώπιζε αφερεγγυότητα, σε συνδυασμό με την απόφαση του WAK να υποτάξει τις απαιτήσεις του και, ακολούθως, να παραιτηθεί από μέρος των απαιτήσεών του, παρόλο που οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι αποφάσισαν να μην παραιτηθούν από το 90 % των υπόλοιπων απαιτήσεών τους (20 % της αξίας των αποθεμάτων).

VI.2.2.α.   Η τάξη των εξασφαλίσεων που είχαν παρασχεθεί όταν αγοράστηκε το γλεύκος

(116)

Στις παρατηρήσεις της, η Γερμανία διαβεβαίωσε ότι η απλή, η διευρυμένη ή η παρατεταμένη εξασφαλιστική κυριότητα που είχε παρασχεθεί στις διάφορες αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους σε σχέση με την αγορά του γλεύκους ήταν πράγματι σύμφωνη με τη συνήθη εμπορική πρακτική. Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι ήταν σχετικά ισχυρή η τάξη των εξασφαλίσεων που διέθεταν οι αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμποροι, ιδιαίτερα εκείνων που είχαν παρασχεθεί με παρατεταμένη επιφύλαξη κυριότητας, ήταν σύμφωνη με τη συνήθη εμπορική πρακτική και δεν ήταν ισχυρότερη από ό,τι θα είχε συμφωνηθεί με ιδιώτη αγοραστή.

(117)

Η Επιτροπή παραπέμπει στις συστάσεις (29) της Bundesverband der Deutschen Weinkellereien und des Weinfachhandels eV, Trier (Ομοσπονδιακή Ένωση Οινοποιείων και Λιανοπωλητών Οίνου της Γερμανίας, με έδρα το Τρίερ), της Bundesverband der Deutschen Weinkommissionäre eV, Mainz (Ομοσπονδιακή Ένωση Οινεμπόρων της Γερμανίας, με έδρα το Μάιντς) και της Deutsche Weinbauverband eV, Bonn (Ομοσπονδιακή Ένωση Αμπελοοινικών Επιχειρήσεων, με έδρα τη Βόννη), που καταχωρίσθηκαν από την Bundezkartellamt (Γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για τις Συμπράξεις) σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3 αριθ. 2 του νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού (Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen) (30). Η πρώτη έκδοση των συστάσεων είχε καταχωρισθεί το 1990 και η επίκαιρη έκδοση το 2005. Οι συστάσεις αυτές καθιστούν σαφές ότι εάν το πλήρες τίμημα αγοράς δεν έχει καταβληθεί κατά τη στιγμή της μεταφοράς των εμπορευμάτων, ο πωλητής θα πρέπει να διατηρεί την κυριότητα μέχρις ότου ο αγοραστής εξοφλήσει το τίμημα αγοράς. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν διαφορετική η τάξη των εξασφαλίσεων που είχαν παρασχεθεί στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους. Μόνο αυτοί με παρατεταμένη επιφύλαξη κυριότητας είχαν πλήρη εξασφάλιση αποπληρωμής. Αυτό σημαίνει ότι η τάξη των εξασφαλίσεων που είχαν παρασχεθεί στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους δεν ήταν κατά μέσο όρο τόσο ισχυρή όσο προβλέπεται στις συστάσεις που αναφέρονται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις και την τάξη των εξασφαλίσεων που είχαν παρασχεθεί, αποδέχεται τις διαβεβαιώσεις της Γερμανίας ότι η τάξη των εξασφαλίσεων που είχαν παρασχεθεί στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους στην προκειμένη περίπτωση ανταποκρίνεται στη συνήθη εμπορική πρακτική και δεν ήταν ευνοϊκότερη από ό,τι για κανονική σύμβαση μεταξύ δύο ιδιωτικών επιχειρήσεων, και, επομένως, δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

VI.2.2.β.   Η τιμή που καταβλήθηκε για το γλεύκος όταν αγοράστηκε

(118)

Όταν κινήθηκε η διαδικασία είχε δηλωθεί ότι η τιμή που είχε καταβάλει η GfW για την αγορά του γλεύκους ήταν υψηλότερη της αγοραίας τιμής. Επειδή ως αγοραία τιμή χρησιμοποιήθηκε η τιμή για τον επιτραπέζιο οίνο, η τιμή αναφοράς ήταν 0,26 ευρώ ανά λίτρο. Στις παρατηρήσεις της, η Γερμανία παρείχε σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την επιχειρηματική στρατηγική της GfW, σύμφωνα με τις οποίες η σχετική αγορά δεν ήταν η αγορά συνήθους επιτραπέζιου οίνου και ότι η στρατηγική της GfW ήταν τριπλή. Πρώτον, να αγοράσει επιτραπέζιο οίνο προκειμένου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα της ΕΕ για την απόσταξη (40 % του αποθέματος). Δεύτερον, να αγοράσει γλεύκος υψηλής ποιότητας προκειμένου να το πωλήσει στην αγορά οίνου βάσης υψηλής ποιότητας για την παραγωγή αφρώδους οίνου (60 % του αποθέματος). Τρίτον, να συμμετάσχει στο πρόγραμμα της ΕΕ για την αποθεματοποίηση με το 20 % του αποθέματος προτού το πωλήσει για την παραγωγή αφρώδους οίνου. Κατά την ανάλυση του κατά πόσον δύο προϊόντα ανήκουν στην ίδια αγορά, η Επιτροπή κάνει χρήση της ανακοίνωσης της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού  (31). Σύμφωνα με το σημείο 7 της ανακοίνωσης «Η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται».

(119)

Η αγορά γλεύκους με σκοπό τη συμμετοχή στο πρόγραμμα της ΕΕ για την απόσταξη είναι βέβαια η αγορά για τον συνήθη επιτραπέζιο οίνο. Ωστόσο, η σχετική τιμή πρέπει να είναι η τιμή αγοράς του οίνου που αποστέλλεται για απόσταξη.

(120)

Όπως όλα τα συνήθη μέτρα παρέμβασης στις γεωργικές αγορές, η προληπτική απόσταξη του οίνου, σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87, αποσκοπεί κυρίως στην εξάλειψη της υπερβολικής προσφοράς στην αμπελοοινική αγορά και, επομένως, η τιμή αυτής της προαιρετικής απόσταξης έπρεπε να είναι αρκετά υψηλή, ώστε να δοθεί στους παραγωγούς το κίνητρο να αποστάζουν οίνο. Η πραγματική ετήσια τιμή στο πλαίσιο του μέτρου της απόσταξης ορίστηκε από το Συμβούλιο σε 65 % της καλούμενης τιμής προσανατολισμού.

(121)

Η τιμή προσανατολισμού καθοριζόταν από το Συμβούλιο ανά έτος και αποσκοπούσε ρητώς στη στήριξη της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτό, προφανώς θα έπρεπε να καθορίζεται σε αρκετά υψηλό επίπεδο. Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1676/1999 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1999, για τον καθορισμό των τιμών προσανατολισμού στον τομέα του οίνου για την περίοδο 1999/2000 (32), καθορίστηκαν οι τιμές προσανατολισμού για τις διαφορετικές κατηγορίες οίνων. Η τιμή για την κατηγορία ΑΙΙ (λευκός επιτραπέζιος οίνος που προέρχεται από ποικιλίες του τύπου Sylvaner ή του τύπου Mueller–Thurgau) καθορίστηκε σε 82,81 ευρώ ανά εκατόλιτρο και για την κατηγορία ΑΙΙΙ (λευκός επιτραπέζιος οίνος που προέρχεται από ποικιλίες του τύπου Riesling) σε 94,57 ευρώ ανά εκατόλιτρο. Σύμφωνα με το παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1681/1999, της 26ης Ιουλίου 1999, για τον καθορισμό των τιμών αγοράς και των ενισχύσεων καθώς και ορισμένων άλλων στοιχείων που εφαρμόζονται για την περίοδο εμπορίας 1999/2000 στα μέτρα παρέμβασης στον αμπελοοινικό τομέα (33), η ακριβής τιμή αγοράς που καταβλήθηκε για την απόσταξη ήταν συνάρτηση του βαθμού αλκοόλης του παραδιδόμενου οίνου, επειδή η τιμή για την προληπτική απόσταξη (65 % της τιμής προσανατολισμού) υπολογίστηκε εκείνο το έτος από την Επιτροπή όχι ανά εκατόλιτρο, αλλά ανάλογα με το βαθμό αλκοόλης ανά εκατόλιτρο.

(122)

Ο κύριος ρόλος της Επιτροπής όσον αφορά την απόσταξη οίνου ήταν να εκτιμά την πραγματική κατάσταση της αγοράς και, αναλόγως, να καθορίζει κάθε έτος τις ποσότητες οίνου για προληπτική απόσταξη σε κάθε κράτος μέλος. Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2367/1999, της 5ης Νοεμβρίου 1999, για την έναρξη της προληπτικής απόσταξης που αναφέρεται στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 του Συμβουλίου για την περίοδο εμπορίας 1999/2000 (34) κατανεμήθηκαν στη γερμανική αγορά 148 000 εκατόλιτρα για την αμπελοοινική περίοδο 1999/2000. Η ποσότητα αυτή αυξήθηκε σε 468 000 εκατόλιτρα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 546/2000 της Επιτροπής, της 14ης Μαρτίου 2000, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2367/1999 για την έναρξη της προληπτικής απόσταξης που αναφέρεται στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 του Συμβουλίου για την περίοδο εμπορίας 1999/2000 (35). Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2367/1999 περιορίστηκε η ποσότητα οίνου για απόσταξη στο 40 % της παραγωγής. Σύμφωνα με τα αρχεία της Επιτροπής, οι Γερμανοί παραγωγοί απέσταξαν περίπου 400 000 εκατόλιτρα βάσει αυτού του καθεστώτος.

(123)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, η τιμή που καταβλήθηκε για τον οίνο που διατέθηκε για απόσταξη ήταν 0,50 έως 0,55 ευρώ ανά λίτρο. Με τη μέθοδο υπολογισμού που προαναφέρεται, η Επιτροπή κρίνει ότι η τιμή που ανέφερε η Γερμανία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

(124)

Η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι, λόγω της παρέμβασης στην αγορά της ΕΕ, δημιουργήθηκαν δύο διακριτές αγορές για σημαντικό μερίδιο των οίνων: Αφενός, η αγορά στην οποία καταβαλλόταν η τιμή αναφοράς για τον οίνο προς απόσταξη, στην προκειμένη περίπτωση 0,50-0,55 ευρώ ανά λίτρο και, αφετέρου, η αγορά στην οποία η τιμή αναφοράς ήταν η αγοραία τιμή. Η τιμή 0,26 ευρώ ανά λίτρο, που αναφερόταν στην απόφαση με την οποία κινήθηκε η διαδικασία, δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ως η σχετική τιμή αναφοράς του γλεύκους που αγοράστηκε προς απόσταξη.

(125)

Για να διαπιστωθεί ποια ήταν η σχετική αγορά γλεύκους το οποίο αγοράστηκε προκειμένου να μεταποιηθεί σε οίνο βάσης για την παραγωγή αφρώδους οίνου, είναι απαραίτητο πρώτα να εξεταστεί εάν υπάρχουν χωριστές αγορές για τον οίνο και κατά πόσον ο οίνος που αγόρασε η GfW ανήκει στην ίδια αγορά με τους επιτραπέζιους οίνους ή όχι. Πρέπει επίσης να εξεταστεί το κατά πόσο θα ήταν δυνατό να επιτευχθούν υψηλότερες τιμές για τον οίνο υψηλής ποιότητας. Στις στατιστικές της Επιτροπής αναφέρονται πάντα διαφορετικές τιμές ανάλογα με την ποιότητα του οίνου. Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες εντός της Επιτροπής για τον οίνο, η τιμή του οίνου δεν είναι η ίδια για κάθε παρτίδα και στα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία αναφέρονται οι μέσες τιμές για διαφορετικές ποιότητες οίνου. Η πραγματική τιμή επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες. Τα βασικά στοιχεία είναι η ποιότητα, η παλαιότητα, η φήμη, η ζήτηση και ο αλκοολικός τίτλος ή οι βαθμοί Oechsle. Οι βαθμοί Oechsle δηλώνουν την ωριμότητα και την περιεκτικότητα των σταφυλιών σε σάκχαρα. Είναι σημαντική ιδιότητα, δεδομένου ότι καθορίζει τον τελικό φυσικό αλκοολικό τίτλο των οίνων. Σύμφωνα με το Deutsches Weininstitut (Γερμανικό Οινολογικό Ινστιτούτο), για την παραγωγή αφρώδους οίνου απαιτείται οίνος βάσης με υψηλό αλκοολικό τίτλο (36).

(126)

Αυτό επιρρωνύει τον ισχυρισμό της Γερμανίας ότι οι βαθμοί Oechsle του γλεύκους για την παραγωγή αφρώδους οίνου πρέπει να είναι υψηλότεροι από τους βαθμούς Oechsle του γλεύκους για την παραγωγή επιτραπέζιου οίνου και ότι έπρεπε να καταβληθεί υψηλότερη τιμή για το γλεύκος με περισσότερους βαθμούς Oechsle. Η Επιτροπή αποδέχεται, ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Γερμανίας ότι υπάρχουν χωριστές αγορές και ότι η τιμή του γλεύκους για την παραγωγή αφρώδους οίνου πράγματι πρέπει να ήταν υψηλότερη από την τιμή του γλεύκους για την παραγωγή επιτραπέζιου οίνου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποδέχεται επίσης ότι η τιμή που κατέβαλε η GfW κατά την αγορά δεν μπορεί να συγκριθεί — όπως συνέβη όταν κινήθηκε η διαδικασία – με την τιμή για τους επιτραπέζιους οίνους, ύψους 0,26 ευρώ ανά λίτρο.

(127)

Επιπλέον, η Γερμανία παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις εφικτές τιμές στη σχετική αγορά, δηλαδή στην αγορά γλεύκους υψηλής ποιότητας που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή αφρώδους οίνου. Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες, στην αγορά οίνου βάσης για αφρώδη οίνο, η βασική τιμή του γλεύκους 60 βαθμών Oechsle ήταν 0,312 ευρώ ανά λίτρο. Για κάθε επιπλέον βαθμό Oechsle (με ανώτατο όριο 80 βαθμούς Oechsle) πληρωνόταν 0,005 ευρώ ανά λίτρο. Αυτός ήταν ο τρόπος καθορισμού της τιμής που πληρώθηκε στις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και έμπορους για το υψηλής ποιότητας γλεύκος, δηλαδή για το 60 % του γλεύκους που αγοράστηκε. Επίσης, σύμφωνα με τις στατιστικές εισαγωγών της Γερμανικής Ένωσης Οινοπαραγωγών (Deutsche Weinbauverband) για τα έτη 1998–2001, που διαβίβασε η Γερμανία, η αγοραία τιμή για τον χύδην εισαγόμενο λευκό οίνο, ο οποίος λόγω της υψηλής ποιότητάς του είναι κατάλληλος για την παραγωγή αφρώδους οίνου, ήταν 0,38 ευρώ ανά λίτρο.

(128)

Με βάση τις πληροφορίες από τους εμπειρογνώμονες εντός της Επιτροπής για τον οίνο σχετικά με τη διαμόρφωση της τιμής του οίνου, τις πληροφορίες από το Deutsches Weininstitut που αναφέρονται ανωτέρω και τον υπολογισμό του κέρδους στο επιχειρηματικό σχέδιο της GfW, η Επιτροπή είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί τα επιχειρήματα της Γερμανίας για τη σχετική αγοραία τιμή της τάξης του 0,38 ευρώ ανά λίτρο.

(129)

Από το επιχειρηματικό σχέδιο της GfW, που διαβίβασε η Γερμανία, διαπιστώνεται ότι κατά τη στιγμή της αγοράς του γλεύκους, η GfW ανέμενε να είναι σε θέση να διαθέσει 40 % του αποθέματος για προληπτική απόσταξη, στην τιμή των 0,50 – 0,55 ευρώ ανά λίτρο, να πωλήσει το 60 % του αποθέματος στην τιμή των 0,375 ευρώ ανά λίτρο και, ένα έτος αργότερα, να λάβει από την ΕΕ για το 20 % του αποθέματος επιπλέον επιδότηση 0,06 ευρώ ανά λίτρο για την αποθεματοποίηση του οίνου πριν την πώλησή του σε τιμή 0,375 ευρώ ανά λίτρο. Συνολικά, ανέμενε να πωλήσει το απόθεμα σε μια μέση τιμή 0,44 – 0,46 ευρώ ανά λίτρο και να αποκομίσει κέρδος 0,06 – 0,09 ευρώ ανά λίτρο. Αναμενόταν συνολικό κέρδος 2,64 έως 3,96 εκατ. ευρώ.

(130)

Το 1999 η GfW διέθεσε το 40 % των αποθεμάτων της για προληπτική απόσταξη, για την οποία έλαβε τιμή 0,50 – 0,55 ευρώ ανά λίτρο. Λόγω της πτώσης των τιμών στην αγορά οίνου, στο τέλος του 1999 —που δεν ήταν αναμενόμενη από την GfW λόγω των υψηλότερων τιμών του προηγουμένου έτους— η GfW αποφάσισε να μην πωλήσει το υπόλοιπο απόθεμα αυτό το έτος, αλλά να το αποθηκεύσει και να το πωλήσει το 2000 ή, σε περίπτωση που οι τιμές στην αγορά παρέμεναν χαμηλές, να επωφεληθεί από δεύτερη προληπτική απόσταξη. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στην παραδοχή ότι θα συνεχιζόταν η προληπτική απόσταξη. Ωστόσο, ο νέος κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς κατάργησε την προληπτική απόσταξη. Αντ’ αυτής, θέσπισε την προαιρετική απόσταξη για την προμήθεια της αγοράς πόσιμης αλκοόλης. Το νέο μέτρο της απόσταξης κρίσης επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις διαταραχής της αγοράς. Η αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 αναφέρεται ρητώς στην κατάργηση του συστήματος απόσταξης, ως τεχνητής διεξόδου για την πλεονάζουσα παραγωγή. Ο νέος κανονισμός τέθηκε σε ισχύ στις 31 Ιουλίου 2000.

(131)

Αυτό σήμαινε για την GfW ότι τα μέτρα απόσταξης για την αμπελοοινική περίοδο 2000/2001 ήταν πολύ λιγότερο ευνοϊκά από εκείνα των προηγούμενων ετών. Στην απόσταξη για την προμήθεια της αγοράς πόσιμης αλκοόλης ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μόνο το ήμισυ περίπου της προηγουμένως επιτευχθείσας μέσης τιμής των 0,50 ευρώ – 0,55 ευρώ ανά λίτρο.

(132)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, η εξέλιξη αυτή δεν ήταν προβλέψιμη όταν η GfW αποφάσισε να κρατήσει τον οίνο αποθηκευμένο. Η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ότι η εξέλιξη αυτή ήταν ολωσδιόλου προβλέψιμη. Στη νέα κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς προβλεπόταν ρητώς η κατάργηση του συστήματος απόσταξης. Κατά συνέπεια, θα έπρεπε να ήταν σαφές για την GfW, όταν αποφασίστηκε το δεύτερο στάδιο απόσταξης, ότι, από το δεύτερο εξάμηνο του 2000 και μετά, δεν θα προβλέπονταν μέτρα απόσταξης για την αποφυγή της πτώσης των τιμών στην αγορά οίνου.

(133)

Ωστόσο, είναι άνευ σημασίας τα επιχειρήματα σχετικά με το κατά πόσον η GfW θα έπρεπε να γνωρίζει την αλλαγή του κανονισμού. Στο επιχειρηματικό σχέδιο κατά τη στιγμή της αγοράς, με βάση το οποίο θα πρέπει να κριθεί η συμπεριφορά της GfW ως ιδιώτης επενδυτής, προβλέπεται μόνο μία προληπτική απόσταξη, η οποία πραγματοποιήθηκε και για την οποία η GfW έλαβε 0,50 – 0,55 ευρώ ανά λίτρο. Δεν περιλαμβάνεται δεύτερη προληπτική απόσταξη και, επομένως, τα αναμενόμενα έσοδα από την απόσταξη αυτή δεν ήταν μέρος του συνολικού υπολογισμού του κέρδους κατά τη στιγμή της αγοράς. Η δεύτερη προληπτική απόσταξη δεν ήταν μέρος του επιχειρηματικού σχεδίου και, μολονότι αναμφισβήτητα ήταν εσφαλμένη η απόφαση της GfW να συμμετάσχει σε δεύτερη προληπτική απόσταξη, όταν η τιμή στην αγορά μειώθηκε, δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση υπέρ των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων κατά τη στιγμή της αγοράς.

(134)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η GfW κατέβαλε την αγοραία τιμή για το γλεύκος το φθινόπωρο του 1999 και ότι, συνεπώς, δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ υπέρ των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων.

VI.2.2.γ.   Κατά τη στιγμή της υπόταξης των απαιτήσεων εκ μέρους του WAK και της παραίτησης από απαιτήσεις του

(135)

Στην αιτιολογική σκέψη 114 συνάγεται το συμπέρασμα ότι η υπόταξη των απαιτήσεων εκ μέρους του WAK και η παραίτηση από απαιτήσεις του έγινε καθαρά από ίδιο συμφέρον και σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε κρατική ενίσχυση υπέρ της GfW. Το γεγονός ότι η απόφαση του WAK ευνόησε τις αμπελοοινικές επιχειρήσεις και εμπόρους είναι άνευ σημασίας, καθώς δεν ήταν αυτή η πρόθεση, αλλά απλώς μια συνέπεια της προσπάθειας του WAK να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες ανάκτησης των ιδίων πόρων του.

(136)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όταν το WAK υπέταξε και παραιτήθηκε από απαιτήσεις του δεν χορήγησε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ υπέρ των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων.

VI.3.   Χαρακτηρισμός της ενίσχυσης ως παράνομης

(137)

Επειδή το στοιχείο ενίσχυσης που περιέχει το δάνειο από το WAK στην GfW χορηγήθηκε και καταβλήθηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, συνιστά παράνομη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (37).

VI.4.   Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 της Συνθήκης όσον αφορά το δάνειο στην GfW

(138)

Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον εφαρμόζεται μια από τις παρεκκλίσεις από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(139)

Από σημερινή σκοπιά, δεν εφαρμόζονται οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 και στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και δ), επειδή η εν λόγω ενίσχυση δεν εμπίπτει σε καμία από τις ακόλουθες παρεκκλίσεις:

ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση ή

ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους ή

ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Ένωση σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον.

(140)

Κατά συνέπεια, η μόνη παρέκκλιση που θα μπορούσε ενδεχομένως να εφαρμοστεί είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(141)

Όταν χορηγήθηκε η ενίσχυση, οι ενισχύσεις στους πρωτογενείς παραγωγούς αξιολογήθηκαν άμεσα βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την τότε πρακτική, οι ενισχύσεις για επενδύσεις, πιστώσεις, στον τομέα της κτηνοτροφίας, για οργανώσεις παραγωγών, για δημοσιότητα και προβολή, για αποζημίωση βλαβών που προκαλούν ασθένειες, για ασφάλιστρα και τεχνική βοήθεια ήταν δυνατόν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά εάν πληρούσαν ορισμένα κριτήρια. Καμία από τις προαναφερθείσες μορφές συμβατής ενίσχυσης δεν μπορεί ωστόσο να χρησιμοποιηθεί για να εξαιρεθεί η επίμαχη ενίσχυση.

(142)

Επιπλέον, προκειμένου να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα, η Επιτροπή εξέτασε εάν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Η πρώτη προϋπόθεση για το δικαίωμα ενίσχυσης διάσωσης ή αναδιάρθρωσης είναι να θεωρείται η οικεία επιχείρηση προβληματική κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (38). Από τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν προκύπτει ότι η επιχείρηση ήταν προβληματική, κατά την έννοια των προαναφερθεισών κατευθυντήριων γραμμών, όταν χορηγήθηκε η ενίσχυση. Η GfW κατέστη προβληματική ένα έτος αργότερα, λόγω της ύφεσης στην αγορά.

(143)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι το οικείο κράτος μέλος, προκειμένου να ανταποκριθεί στο καθήκον συνεργασίας που υπέχει έναντι της Επιτροπής, έχει την υποχρέωση να παράσχει όλα τα στοιχεία που θα δώσουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ελέγξει αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως στην οποία ζητεί να υπαχθεί το κράτος αυτό (39). Στην προκειμένη περίπτωση, η Γερμανία δεν διαβίβασε επαρκείς πληροφορίες οι οποίες θα καθιστούσαν δυνατό να εξετάσει η Επιτροπή τα δεδομένα υπό το πρίσμα των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, ούτε προσκόμισε επαρκή τεκμηρίωση η οποία θα καθιστούσε δυνατό να εκτιμήσει η Επιτροπή την ενίσχυση υπό το πρίσμα των άλλων μορφών συμβατής ενίσχυσης που αναφέρονται στην παράγραφο 126, και τούτο παρά τις υποδείξεις της Επιτροπής στη σκέψη 44 της απόφασης με την οποία κίνησε τη διαδικασία έρευνας.

(144)

Για την απευθείας αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των μέτρων ενίσχυσης βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, το εν λόγω άρθρο πρέπει να ερμηνευτεί συσταλτικά. Πρέπει να αποδεικνύεται σαφώς ότι τα θετικά αποτελέσματα του μέτρου ενίσχυσης αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στον ανταγωνισμό και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Τα μονομερή μέτρα κρατικών ενισχύσεων που αποσκοπούν απλώς στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των παραγωγών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη του τομέα, δεν θεωρείται ότι πληρούν τα κριτήρια αυτά και, ως εκ τούτου, συνιστούν ενίσχυση λειτουργίας, η οποία δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

(145)

Για τους ανωτέρω λόγους, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην GfW ως στοιχείο του δανείου δεν συμμορφώνεται με κάποια από τις πιθανές παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 3. Επομένως συνιστά ενίσχυση που δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

(146)

Δεν εφαρμόζονται άλλες παρεκκλίσεις βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

VII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(147)

Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το δάνειο που χορηγήθηκε στην GfW δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή κρίνει επίσης ότι η Γερμανία εφάρμοσε το μέτρο παράνομα.

(148)

Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η συνακόλουθη υπόταξη των απαιτήσεων και η παραίτηση από απαιτήσεις και μελλοντικές πληρωμές τόκων δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ της GfW ούτε υπέρ των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων.

(149)

Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η αγορά γλεύκους έγινε σε αγοραίες τιμές και σύμφωνα με τη συνήθη εμπορική πρακτική και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων.

(150)

Εάν ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα κριθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, η εύλογη συνέπεια είναι να απαιτηθεί από τον αποδέκτη να την επιστρέψει, ώστε να αποκατασταθεί —στο μέτρο του δυνατού— η θέση του στον ανταγωνισμό πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης.

(151)

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει νόμιμος διάδοχος της GfW, δεν είναι δυνατή η ανάκτηση σύμφωνα με την πάγια νομολογία (40),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση υπέρ της Gesellschaft für Weinabsatz Pfalz GmbH, η οποία ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που χρεώθηκε στην GfW και του επιτοκίου της αγοράς προσαυξημένου με το ασφάλιστρο κινδύνου που θα έπρεπε να είχε χρεωθεί για το δάνειο και η οποία χορηγήθηκε παράνομα από τη Γερμανία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά

Άρθρο 2

Η υπόταξη των απαιτήσεων εκ μέρους του WAK και η παραίτησή του από απαιτήσεις δεν συνιστούν ενίσχυση υπέρ της GfW ή των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Η αγορά γλεύκους το 1999 από την GfW δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των αμπελοοινικών επιχειρήσεων και εμπόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η Γερμανία δεν υποχρεούται να ανακτήσει την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 από τον δικαιούχο, επειδή ο δικαιούχος έχει πτωχεύσει, έχει εκκαθαριστεί και διαγραφεί από το εμπορικό μητρώο και δεν υπάρχει νόμιμος διάδοχός του.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 29 Ιουνίου 2011.

Για την Επιτροπή

Dacian CIOLOȘ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009 τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται κατά περίπτωση ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ.

(2)  ΕΕ C 69 της 19.3.2004, σ. 11 και ΕΕ C 329 της 24.12.2008, σ. 18.

(3)  ΕΕ C 69 της 19.3.2004, σ. 11.

(4)  Ο καταγγέλλων απέστειλε οχλήσεις στην Επιτροπή, αλλά δεν υπέβαλε πρόσθετες επίσημες παρατηρήσεις.

(5)  ΕΕ C 329 της 24.12.2008, σ. 18.

(6)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ L 84 της 27.3.1987, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από 1ης Αυγούστου 2000 με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ L 179 της 14.7.1999, σ. 1).

(7)  Βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση 2000/808/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη χορήγηση έκτακτης εθνικής ενίσχυσης από τις αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην απόσταξη ορισμένων προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα (ΕΕ L 328 της 23.12.2000, σ. 49).

(8)  ΕΕ C 273 της 9.9.1997, σ. 3.

(9)  ΕΕ C 241 της 26.8.1999, σ. 9.

(10)  Απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990 στην υπόθεση C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Tubemeuse), Συλλογή σ. I-959.

(11)  Απόφαση της 29ης Απριλίου 1999 στην υπόθεση C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I-2459.

(12)  Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007 στην υπόθεση C525/04, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή σ. I-9947.

(13)  Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002 στην υπόθεση T-152/99, HAMSA κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II-3049.

(14)  Απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2007, για την κρατική ενίσχυση C 32/06 (πρώην N 179/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Πολωνία υπέρ της επιχείρησης Huta Cynku Miasteczko Śląskie SA, 2008/142/ΕΚ.

(15)  Εταιρεία οικονομικού ελέγχου Falk & Co. GmbH.

(16)  ΕΕ L 148 της 6.6.2008, σ. 1.

(17)  Βλέπε ιδίως την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1988 στην υπόθεση C-102/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. 4067.

(18)  Οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές της Γερμανίας στον τομέα του οίνου ανήλθαν το 1999 σε 10 364 600 λίτρα (εισαγωγές) και 1 881 900 λίτρα (εξαγωγές). Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη Ρηνανία-Παλατινάτο. (Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας.)

(19)  Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996 στην υπόθεση C-39/94, SFEI και λοιποί, Συλλογή σ. I-3547, σκέψη 60.

(20)  Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990 στην υπόθεση C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I-307, σκέψη 41.

(21)  Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 στην υπόθεση C-730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. 2671.

(22)  Βλέπε υποσημείωση 10.

(23)  Βλέπε υποσημείωση 11.

(24)  Βλέπε υποσημείωση 12.

(25)  Βλέπε υποσημείωση 13.

(26)  Βλέπε υποσημείωση 13.

(27)  Βλέπε υποσημείωση 14.

(28)  Απόφαση της 29ης Απριλίου 1999 στην υπόθεση C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I-2459, σκέψη 46· απόφαση της 29ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-256/97, DMT, Συλλογή σ. I-3913, σκέψη 24· και απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002 στην υπόθεση T-152/99, HAMSA κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II-3049, σκέψη 168.

(29)  http://www.doerr-weinkommission.de/fileadmin/user_upload/agb_doerr.pdf

(30)  http://www.bundeskartellamt.de/wDeutsch/download/pdf/Merkblaetter/Merkblaetter_deutsch/Konditionenempfehlungen0509.pdf

(31)  ΕΕ C 372 της 9.12.1997, σ. 5.

(32)  ΕΕ L 199 της 30.7.1999, σ. 7.

(33)  ΕΕ L 199 της 30.7.1999, σ. 15.

(34)  ΕΕ L 283 της 6.11.1999, σ. 10.

(35)  ΕΕ L 67 της 15.3.2000, σ. 7.

(36)  http://www.deutscheweine.de/icc/Internet-EN/nav/0f2/0f207d71-9ffe-401e-76cd-461d7937aae2&sel_uCon=02a235d6-994d-7017-288b-5952196117f5&uTem=0e3307d7-19ff-e401-e76c-d461d7937aae

(37)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(38)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(39)  Απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005 στην υπόθεση T-171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II-2123, σκέψη 129.

(40)  Απόφαση της 2ας Ιουλίου 2002 στην υπόθεση C 499/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Magefesa), Συλλογή σ. I-6031.


26.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 139/18


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Ιουνίου 2011

σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις αριθ. SA.32504 (2011/N) και C 11/10 (πρώην N 667/09) που χορήγησε η Ιρλανδία στην Anglo Irish Bank και στην Irish Nationwide Building Society

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 4432]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2012/269/ΕΕ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Anglo Irish Bank

(1)

Με απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε προσωρινά την ανακεφαλαιοποίηση της Anglo Irish Bank (εφεξής «Anglo») (2), η οποία όμως δεν υλοποιήθηκε διότι η Ιρλανδία αποφάσισε αντ’ αυτού να προβεί σε εθνικοποίηση της Anglo. Με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εθνικοποίηση δεν προέβλεπε τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων (3).

(2)

Με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε την παροχή επείγουσας ενίσχυσης στην Anglo υπό μορφή εισφοράς κεφαλαίου ύψους 4 δισεκατ. ευρώ (4 000 εκατ.) για διάστημα έξι μηνών δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η Επιτροπή σημείωσε τη δέσμευση της Ιρλανδίας να της κοινοποιήσει σχέδιο αναδιάρθρωσης έως το τέλος του Νοεμβρίου του 2009 (4).

(3)

Την 30ή Νοεμβρίου 2009 η Ιρλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή (5) ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης (εφεξής «αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo»), το οποίο είχε προετοιμάσει η Anglo. Την 24η Νοεμβρίου και τη 18η Δεκεμβρίου 2009 η Επιτροπή ζήτησε από την Ιρλανδία να την ενημερώσει σχετικά με το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo.

(4)

Τη 17η Φεβρουαρίου 2010 η Ιρλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να προβεί σε πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου ύψους 10,44 δισεκατ. ευρώ στην Anglo (εφεξής «δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση»).

(5)

Με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2010 (6), η Επιτροπή ενέκρινε τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση σε προσωρινή βάση έως την έκδοση τελικής απόφασής της σχετικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo. Στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «Συνθήκη») όσον αφορά το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo και τα σχετικά μέτρα ενίσχυσης που ελήφθησαν από την Ιρλανδία (εφεξής «απόφαση κίνησης της διαδικασίας»). Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 7η Αυγούστου 2010. Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ενίσχυση. Δεν διατυπώθηκαν παρατηρήσεις από τρίτα μέρη.

(6)

Την 31η Μαΐου 2010 η Ιρλανδία υπέβαλε αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo Irish Bank (εφεξής «δεύτερο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo»).

(7)

Στις 2 Ιουνίου 2010 η Επιτροπή ζήτησε από την Ιρλανδία να την ενημερώσει σχετικά με το δεύτερο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo. Οι σχετικές ερωτήσεις συζητήθηκαν την 24η Ιουνίου 2010 σε συνεδρίαση των υπαλλήλων της Επιτροπής, των ιρλανδικών αρχών και των εκπροσώπων της Anglo. Οι ιρλανδικές αρχές μάλιστα απάντησαν στα ερωτήματα γραπτώς την 9η και 12η Ιουλίου 2010.

(8)

Την 28η Ιουνίου 2010 η Ιρλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου ύψους 10 054 εκατ. ευρώ υπέρ της Anglo (εφεξής «τρίτη ανακεφαλαιοποίηση») (7).

(9)

Με απόφαση της 10ης Αυγούστου 2010 (8), η Επιτροπή ενέκρινε την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση σε προσωρινή βάση έως την έκδοση τελικής απόφασής της σχετικά με το τελικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo.

(10)

Την 31η Αυγούστου 2010 η Ιρλανδία υπέβαλε στην Επιτροπή νέα πρόταση αναδιάρθρωσης της Anglo, η οποία προέβλεπε διαχωρισμό και εκκαθάριση της τράπεζας εντός της επόμενης δεκαετίας.

(11)

Βάσει λεπτομερούς εκτίμησης των προοπτικών της Anglo, στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε ότι, σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις για την εξυγίανση της Anglo, απαιτείται συνολική εισφορά κεφαλαίου ύψους 29,3 δισεκατ. ευρώ ενώ βάσει ενός σεναρίου ακραίων καταστάσεων υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου ύψους 5 δισεκατ. ευρώ.

(12)

Την 26η Οκτωβρίου 2010 η Ιρλανδία υπέβαλε σχέδιο ρύθμισης για την Anglo (εφεξής «τρίτο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo»), στο οποίο περιγράφεται λεπτομερώς η διαδικασία ρύθμισης της οντότητας, η οποία είχε υποβληθεί για πρώτη φορά στις 31 Αυγούστου 2010.

(13)

Τις επόμενες εβδομάδες, η Επιτροπή ζήτησε ορισμένες διευκρινίσεις και την 29η Οκτωβρίου 2010 ζήτησε την παροχή πρόσθετων πληροφοριών. Οι ιρλανδικές αρχές απάντησαν μέσω ανταλλαγής μιας σειράς μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και μέσω τηλεδιασκέψεων.

(14)

Την 8η Δεκεμβρίου 2010 η Ιρλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση ύψους 4 946 εκατ. ευρώ (εφεξής «τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση») και την παροχή κρατικών εγγυήσεων για συγκεκριμένες υποχρεώσεις της Anglo.

(15)

Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2010 (9), η Επιτροπή ενέκρινε την τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση και τις εγγυήσεις για συγκεκριμένες υποχρεώσεις της Anglo σε προσωρινή βάση έως την έγκριση του τελικού σχεδίου αναδιάρθρωσης της Anglo.

1.2.   Irish Nationwide Building Society

(16)

Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2010, η Επιτροπή ενέκρινε προσωρινά ανακεφαλαιοποίηση της Irish Nationwide Building Society (εφεξής «INBS») ύψους 2,7 δισεκατ. ευρώ για διάστημα έξι μηνών από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της ανακεφαλαιοποίησης (22 Δεκεμβρίου 2009), ή διαφορετικά, σε περίπτωση που η Ιρλανδία υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης πριν από την ορισμένη ημερομηνία, έως την έκδοση τελικής απόφασης της Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης της INBS (εφεξής «πρώτη ανακεφαλαιοποίηση της INBS») (10).

(17)

Επιπροσθέτως, την 30ή Μαρτίου 2010, ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε ότι εξαιτίας της μείωσης του ισολογισμού της INBS που οφειλόταν στις μεταφορές στην εθνική υπηρεσία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (National Asset Management Agency, εφεξής «NAMA»), το ίδρυμα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ως αυτόνομη οντότητα.

(18)

Στις 22 Ιουνίου 2010 η Ιρλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης της INBS (εφεξής «σχέδιο αναδιάρθρωσης της INBS»), το οποίο προβλέπει διαρκή διαχείριση του ιδρύματος ως δυναμικής επιχείρησης προσδοκώντας την πώλησή του σε αγοραστή του κλάδου.

(19)

Στο διάστημα των εβδομάδων που ακολούθησαν, η Ιρλανδία ενημέρωσε ανεπίσημα την Επιτροπή ότι εξέταζε άλλες επιλογές για το μέλλον της INBS. Πιο συγκεκριμένα, η Ιρλανδία σχεδίαζε να βολιδοσκοπήσει την προθυμία της αγοράς να αποκτήσει τμήματα της INBS.

(20)

Την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών προέβη σε δημόσια δήλωση σχετικά με την κατάσταση του τραπεζικού τομέα στην Ιρλανδία ανακοινώνοντας ότι η INBS χρειαζόταν πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση ύψους 2,7 δισεκατ. ευρώ (ήτοι συνολική ανακεφαλαιοποίηση ύψους 5,4 δισεκατ. ευρώ). Η πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου (εφεξής «δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση της INBS») κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή τη 12η Οκτωβρίου 2010.

(21)

Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή ενέκρινε προσωρινά τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση της INBS για διάστημα έξι μηνών, ή διαφορετικά, σε περίπτωση που η Ιρλανδία υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης πριν από τις 31 Ιανουαρίου 2011, έως την έκδοση τελικής απόφασης της Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης της συγκεκριμένης τράπεζας (11).

1.3.   Κοινή διαδικασία

(22)

Την 28η Νοεμβρίου 2010, επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ της Ιρλανδίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «ΕΚΤ») και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ως προς το πρόγραμμα για την υποστήριξη της Ιρλανδίας (εφεξής «πρόγραμμα για την υποστήριξη»). Στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος η Ιρλανδία συμφώνησε να αναλάβει συγκεκριμένα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης και αναδιοργάνωσης των τραπεζών βάσει του σχεδίου «Programme for the Recovery of the Banking System» (εφεξής «πρόγραμμα για την ανάκτηση του τραπεζικού συστήματος»), στο οποίο εμπίπτει το μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής πολιτικής (εφεξής «ΜΟΧΠ») που καθιερώνει τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση της βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ιρλανδία (12). Στο σημείο 10 του ΜΟΧΠ αναφέρονται τα εξής: «θα αναληφθεί ταχεία και αποφασιστική δράση για την επίλυση της κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει τα πιστωτικά ιδρύματα Anglo Irish Bank (Anglo) και Irish Nationwide Building Society (INBS) κατά τρόπο που να προστατεύει τους καταθέτες και να ενισχύει το τραπεζικό σύστημα. Προς τούτο, σε συνεργασία με το ΔΝΤ σκοπεύουμε να υποβάλουμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεωρημένη πρόταση για την εξυγίανση των ιδρυμάτων Anglo και INBS έως το τέλος του Ιανουαρίου του 2011»  (13).

(23)

Τη 12η Ιανουαρίου 2011, η Ιρλανδία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την προγραμματισμένη πώληση των καταθέσεων της Anglo και της INBS. Περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία πώλησης υποβλήθηκαν στις 2 και 21 Φεβρουαρίου 2011.

(24)

Την 16η Ιανουαρίου 2011, η Ιρλανδία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την υπό εξέταση εξυγίανση της Anglo και της INBS. Την 31η Ιανουαρίου 2011, η Ιρλανδία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης και ρύθμισης της Anglo και της INBS (εφεξής «κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης»).

(25)

Την 5η Απριλίου 2011, η Ιρλανδία επικαιροποίησε το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης προσθέτοντας τον αντίκτυπο των ενεργειών όσον αφορά τις καταθέσεις και της μεταφοράς των ομολόγων στη NAMA που έλαβαν χώρα στο ενδιάμεσο διάστημα και αντικαθιστώντας τα προβλεπόμενα αποτελέσματα και τους ισολογισμούς της Anglo και της INBS για το 2010 με τα πραγματικά, τα οποία στο μεταξύ είχαν καταστεί γνωστά. Την 21η Απριλίου 2010 υποβλήθηκε νέα επικαιροποίηση του σχεδίου.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.   Δικαιούχοι και δυσκολίες αυτών

2.1.1.   Anglo Irish Bank

(26)

Από άποψη μεγέθους του ισολογισμού, η Anglo είναι μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Ιρλανδία. Την 31η Δεκεμβρίου 2010, ο ισολογισμός της ανερχόταν σε 72,2 δισεκατ. ευρώ (14) και το χαρτοφυλάκιο δανείων σε […] (15) δισεκατ. ευρώ. Η Anglo υπαγόταν στο επιχειρηματικό μοντέλο των «monoline» τραπεζών και ειδικευόταν σε δάνεια εμπορικών ακινήτων σε τρεις βασικές αγορές: την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Από τότε που εκδηλώθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση, η Anglo έχει υποστεί σοβαρές απώλειες οφειλόμενες κυρίως σε επιβαρύνσεις απομείωσης του χαρτοφυλακίου εμπορικών δανείων. Η Ιρλανδία προέβη σε εθνικοποίηση της Anglo την […] 2009.

(27)

Λεπτομερής περιγραφή της Anglo και των δυσκολιών της παρατίθεται στις ενότητες 2.2 και 2.3 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας της 31ης Μαρτίου 2010.

(28)

Το επιχειρηματικό μοντέλο της Anglo αποδείχθηκε μη βιώσιμο και οδήγησε σε χρηματοπιστωτικές δυσκολίες και απώλειες άνευ προηγουμένου στο πλαίσιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το επιχειρηματικό μοντέλο της Anglo ήταν υπερβολικά εστιασμένο σε δάνεια εμπορικών ακινήτων, γεγονός που οδήγησε σε υπερβολικά ανοίγματα στον συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας, ο οποίος υπέστη σοβαρό πλήγμα από τη χρηματοπιστωτική κρίση: η μείωση των τιμών των εμπορικών ακινήτων από το υψηλότερο στο χαμηλότερο σημείο άγγιξε το 62 % στην Ιρλανδία, το 37 % στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 45 % στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (16). Επιπλέον, μέρος της χρηματοδότησης των δανείων της Anglo προερχόταν από χονδρική χρηματοδότηση, μια πηγή χρηματοδότησης που δεν χρησιμοποιείται πλέον λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

(29)

Η Anglo δεν ανέπτυξε επαρκή μηχανισμό διαχείρισης κινδύνου και παρείχε τη δυνατότητα μη ελεγχόμενης αύξησης του ισολογισμού σε συνδυασμό με τη χρήση επισφαλών πρακτικών δανεισμού (όπως δάνεια με υψηλό δείκτη δανείου-αξίας και δάνεια τα οποία απαιτούν μόνο την καταβολή των τόκων), ειδικότερα κατά τη διάρκεια της φούσκας των ακινήτων στην Ιρλανδία. Στο διάστημα μεταξύ των ετών 1984 και 2008, ο ισολογισμός της τράπεζας σημείωσε σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης περίπου του 30 %, σημειώνοντας ισολογισμό ύψους […] δισεκατ. ευρώ το 2008. Η αναλογία δανείων προς καταθέσεις αυξήθηκε από 100 % την περίοδο πριν από το 1990 σε κατά μέσο όρο 217 % την περίοδο από το 2008 έως το 2009.

(30)

Η Anglo επωφελήθηκε από τέσσερις ανακεφαλαιοποιήσεις, από ένα μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία χάρη στο οποίο κατέστη εφικτή η μεταφορά απομειωμένων δανείων ύψους περίπου 35 δισεκατ. ευρώ στη NAMA, καθώς και από κρατικές εγγυήσεις για τις περισσότερες από τις υποχρεώσεις της τράπεζας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 66).

2.1.2.   INBS

(31)

Λεπτομερής περιγραφή της INBS παρατίθεται στην ενότητα 2.1 της απόφασης της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2010, σχετικά με την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση της INBS. Συνεπώς, στην παρούσα ενότητα παρατίθεται συνοπτική μόνο περιγραφή.

(32)

Η INBS είναι εταιρεία κτηματικής πίστης με συνολικό ισολογισμό ύψους 12,1 δισεκατ. ευρώ, όπως υπολογίστηκε την 31η Δεκεμβρίου 2010. Πριν από την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης αποτελούσε το έκτο μεγαλύτερο ιρλανδικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα από άποψη μεγέθους του ισολογισμού. Προσέφερε προϊόντα λιανικής τραπεζικής στα μέλη της (ήτοι, προγράμματα αποταμίευσης και ενυπόθηκα δάνεια). Την προ χρηματοπιστωτικής κρίσης εποχή η INBS προέβη σε κατά κόρον αύξηση των επισφαλών δανείων εμπορικών ακινήτων, τα οποία αποτελούσαν και την κύρια δραστηριότητά της. Η INBS ήταν ιδιαίτερα ενεργή στην Ιρλανδία, με δίκτυο 50 υποκαταστημάτων και 40 γραφείων αντιπροσωπείας, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου όμως δεν διέθετε υποκαταστήματα.

(33)

Την 31η Δεκεμβρίου 2010 η αξία του χαρτοφυλακίου δανείων της INBS ανερχόταν σε 1,9 δισεκατ. ευρώ ύστερα από μεταφορά δανείων ύψους 8,5 δισεκατ. ευρώ στη NAMA (17). Το ποσό των καταθέσεων ιδιωτών ανερχόταν σε 3,9 δισεκατ. ευρώ την 31η Δεκεμβρίου 2010. Η INBS σημείωσε απώλειες ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ το 2009.

(34)

Οι δυσκολίες της INBS οφείλονται σε υπερβολικά ανοίγματα σε ιρλανδικά δάνεια εμπορικών ακινήτων με ανεπαρκείς εγγυήσεις (περίπου το 80 % του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων της INBS). Συνεπώς, με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και τη δραματική πτώση των τιμών των ακινήτων, και ιδίως των τιμών των εμπορικών ακινήτων τόσο στην Ιρλανδία όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η INBS βρέθηκε ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε απώλειες του χαρτοφυλακίου δανείων, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να προβεί σε σημαντικές απομειώσεις το 2009 και το 2010.

(35)

Η INBS επωφελήθηκε από δύο ανακεφαλαιοποιήσεις, από ένα μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία χάρη στο οποίο κατέστη εφικτή η μεταφορά απομειωμένων δανείων εμπορικών ακινήτων ύψους περίπου 8,9 δισεκατ. ευρώ στη NAMA, καθώς και από κρατικές εγγυήσεις για τις περισσότερες από τις υποχρεώσεις του ιδρύματος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 67).

(36)

Πριν από την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση από την Ιρλανδία, η INBS ήταν στην κατοχή των μελών της. Μετά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση της INBS, ο πλήρης έλεγχος της τράπεζας περιήλθε στο κράτος. Τα μέλη συνεπώς δεν διατηρούν πλέον τον έλεγχο της INBS και έχουν απολέσει όλα τα δικαιώματα οικονομικής ιδιοκτησίας.

2.2.   Τα επιμέρους σχέδια αναδιάρθρωσης

2.2.1.   Το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo

(37)

Το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή την 30ή Νοεμβρίου 2009. Λεπτομερής περιγραφή του αρχικού σχεδίου αναδιάρθρωσης της Anglo παρατίθεται στην ενότητα 2.4 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας. Η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του σχεδίου με τους όρους της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης (18). Ειδικότερα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο το σχέδιο είναι σε θέση οδηγήσει σε αποκατάσταση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας της Anglo, να μειώσει το κόστος της αναδιάρθρωσης στο ελάχιστο και να περιορίσει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης όσον αφορά το εν λόγω σχέδιο. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή ζήτησε την υποβολή αναθεωρημένου σχεδίου αναδιάρθρωσης έως την 31η Μαΐου 2010.

2.2.2.   Το δεύτερο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo

(38)

Την 31η Μαΐου 2010 η Ιρλανδία υπέβαλε αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης με πολύ διαφορετική προσέγγιση ως προς την αναδιάρθρωση της Anglo.

(39)

Όπως ζητήθηκε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, στο δεύτερο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo παρουσιάζεται μια σειρά πιθανών σεναρίων αναδιάρθρωσης: i) 100 % ρευστοποίηση της Anglo κατά τους επόμενους 12 μήνες, ii) 100 % εκκαθάριση της Anglo τα επόμενα 10 χρόνια, iii) 100 % εκκαθάριση της Anglo τα επόμενα 20 χρόνια, iv) σταθεροποίηση ολόκληρης της Anglo και διατήρησή της ως δυναμικής εταιρείας, και v) διαχωρισμός, σύμφωνα με τον οποίο το 80 % της Anglo θα υποβληθεί σε εκκαθάριση μέσω σύστασης εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ενώ το υπόλοιπο 20 % θα συνεχίσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες (υγιής τράπεζα).

(40)

Το σενάριο διαχωρισμού, που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 39 σημείο v), παρουσιάστηκε ως η προτιμώμενη επιλογή των ιρλανδικών αρχών. Στο συγκεκριμένο σενάριο, η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων θα διατηρούσε «περιουσιακά στοιχεία χαμηλότερης ποιότητας», τα οποία δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν στη NAMA ή σε υγιή τράπεζα (με χαρτοφυλάκιο ύψους 13,6 δισεκατ. ευρώ κατά τον διαχωρισμό) και θα διαχειριζόταν με τρόπο που θα διασφάλιζε αφενός τη μεγιστοποίηση των εισπράξεων από τα περιουσιακά στοιχεία και αφετέρου την ελαχιστοποίηση της κρατικής χρηματοδότησης. Η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δεν θα συμμετείχε σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες και το 2020 θα υποβαλλόταν σε ρευστοποίηση.

(41)

Η υγιής τράπεζα θα μετατρεπόταν σε σημαντικά μικρότερη κρατική εμπορική τράπεζα με προοπτική μακροχρόνιας βιωσιμότητας, σημαντικά μειωμένο ισολογισμό και προφίλ χαμηλότερου κινδύνου. Το εν λόγω σχέδιο προέβλεπε την ιδιωτικοποίηση της υγιούς τράπεζας σε διάστημα πέντε ετών και την παραχώρηση τμήματος των αποδόσεων στο κράτος για τις επενδύσεις του στην Anglo.

2.2.3.   Το τρίτο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo

(42)

Την 26η Οκτωβρίου 2010 σε μια προσπάθεια περαιτέρω βελτίωσης του σχεδίου που υποβλήθηκε την 31η Αυγούστου 2010, η Ιρλανδία υπέβαλε σημαντικά αναθεωρημένη πρόταση για την αναδιάρθρωση της Anglo. Το τρίτο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo καθιερώνει τις γενικές γραμμές που διέπουν τον διαχωρισμό της Anglo σε δύο νομικά ανεξάρτητες κρατικές οντότητες, δηλαδή σε μια χρηματοδοτική τράπεζα (Funding Bank) και μια τράπεζα ανάκτησης (Recovery Bank), σχέδιο που θα οδηγούσε στην εκκαθάριση της Anglo σε διάστημα περίπου δέκα ετών. Σε αυτήν την περίπτωση κρίνεται αναγκαία η διά βίου παροχή περαιτέρω κρατικών ενισχύσεων και στις δύο τράπεζες υπό μορφή εισφορών κεφαλαίου, διαρκούς χρηματοδότησης από την Κεντρική Τράπεζα και πλήρους δόμησης των κρατικών εγγυήσεων. Βάσει των αρχικών προβλέψεων οι κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 29,3 δισεκατ. ευρώ ενώ σε περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων το ποσό αγγίζει τα 34 δισεκατ. ευρώ.

(43)

Η Ιρλανδία επισήμανε ότι η νέα προσέγγιση για την αναδιάρθρωση της Anglo, βάσει της οποίας προβλέπεται η διακοπή της λειτουργίας του ιδρύματος ως δανειστή, ήταν απόρροια των δυσμενών συνθηκών της αγοράς. Δήλωσε ότι οι όροι χρηματοδότησης για την Anglo και το αίσθημα απέναντι στο κράτος (κυριαρχία) έχει επιδεινωθεί από την υποβολή του δεύτερου σχεδίου αναδιάρθρωσης της Anglo, ενώ οι μειώσεις στα δάνεια που μεταφέρθηκαν στη NAMA και οι απώλειες που σημειώθηκαν στο χαρτοφυλάκιο δανείων εκτός NAMA ήταν υψηλότερες από το αναμενόμενο.

2.2.4.   Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της INBS

(44)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της INBS υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 22 Ιουνίου 2010. Σύμφωνα με τα αιτήματα για την πρώτη απόφαση ανακεφαλαιοποίησης της INBS, το σχέδιο αναδιάρθρωσης της INBS εξέτασε πολλές επιλογές για την τράπεζα: i) αναδιάρθρωση και συνέχιση της επιχείρησης με στόχο την πώλησή της περίπου το 2013, ii) άμεση εκκαθάριση ή iii) σταδιακή εκκαθάριση έως το 2020. Η πώληση απαιτούσε την καταβολή του χαμηλότερου ποσού κρατικής υποστήριξης πλέον 2,7 δισεκατ. ευρώ που καταβλήθηκαν ήδη από το κράτος με την υποβολή του σχεδίου.

(45)

Κατά την προετοιμασία της πώλησης, η INBS θα μετατρεπόταν σε μικρό αποταμιευτικό και δανειοδοτικό ίδρυμα. Θα μετέφερε σημαντικό ποσό του υφιστάμενου εμπορικού χαρτοφυλακίου δανείων στη NAMA και θα διέκοπτε τη χορήγηση εμπορικών δανείων, περιορίζοντας τις υπηρεσίες σε ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια και παροχή λογαριασμών ταμιευτηρίου προς τους πελάτες της.

(46)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της INBS δεν προέβλεπε συγκεκριμένα μέτρα με στόχο τον περιορισμό της στρέβλωσης του ανταγωνισμού που προκαλείται από την ενίσχυση.

2.3.   Το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo και της INBS

2.3.1.   Περιγραφή του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης

(47)

Την 31η Ιανουαρίου 2011, η Ιρλανδία υπέβαλε στην Επιτροπή κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης και ρύθμισης της Anglo και της INBS. Το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι μετά την πώληση των αντίστοιχων βιβλιαρίων καταθέσεων θα γίνει συγχώνευση της Anglo και της INBS σε μία οντότητα (εφεξής «συγχωνευμένη οντότητα»), η οποία θα διαθέτει άδεια, θα τελεί υπό καθεστώς πλήρους διοικητικού ελέγχου και θα είναι 100 % κρατική. Ο κοινός ισολογισμός έναρξης ύστερα από τη συγχώνευση θα ανέρχεται σε ποσό ύψους [60-70] δισεκατ. ευρώ.

(48)

Η συγχωνευμένη οντότητα: i) θα προβεί σε ρύθμιση του κληροδοτημένου χαρτοφυλακίου δανείων εμπορικών ακινήτων της Anglo για διάστημα δέκα ετών μέσω εξαγορών και πωλήσεων· ii) θα προβεί σε ρύθμιση του χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων προς ιδιώτες της INBS για διάστημα […] ετών […] και iii) θα βασίζεται […]. Η συγχωνευμένη τράπεζα θα διατηρεί μικρό μόνο ποσό καταθέσεων και δεν θα συμμετέχει σε νέους δανεισμούς ή άλλες δραστηριότητες.

(49)

Η συγχωνευμένη οντότητα θα έχει στην κατοχή της τα γραμμάτια εις διαταγή που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανακεφαλαιοποιήσεις της Anglo και της INBS και τα οποία εξοφλούνται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα πληρωμών (19). […]. Η συγχωνευμένη οντότητα θα διαθέτει επίσης ένα μικρό ποσό δευτερευουσών οφειλών, οι οποίες αντιστοιχούν στο ποσό που δεν κατάφερε να επαναγοράσει στο πλαίσιο των αλλεπάλληλων πράξεων διαχείρισης παθητικού.

(50)

Στόχος του προτεινόμενου κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης είναι η αποφυγή του κινδύνου περαιτέρω απωλειών από νέους δανεισμούς, η αποδοτική διαχείριση της ρύθμισης των χαρτοφυλακίων δανείων και η διατήρηση της παροχής κρατικών ενισχύσεων στο ελάχιστο. Η ρύθμιση των δύο χαρτοφυλακίων δανείων σε μία συγχωνευμένη οντότητα καθιστά εφικτή τη δημιουργία συνεργειών σε επίπεδο ικανοτήτων, υποδομών και διαδικασιών.

2.3.1.1.   Καταθέσεις

(51)

Σε συμμόρφωση με το πρόγραμμα για την υποστήριξη, η Ιρλανδία δεσμεύτηκε να μεταφέρει, πριν από τη συγχώνευση, τις καταθέσεις (που καταχωρίζονται στο παθητικό του ισολογισμού) και τα ομόλογα NAMA (που καταχωρίζονται στο ενεργητικό του ισολογισμού) της Anglo και της INBS σε βιώσιμα ιδρύματα με ανοιχτή διαδικασία. Προκηρύχθηκε διαγωνισμός υποβολής προσφορών για τη δέσμη των ομολόγων NAMA και των καταθέσεων. Η πώληση των καταθέσεων ύψους περίπου 12,2 δισεκατ. ευρώ και των ομολόγων NAMA ύψους 15,9 δισεκατ. ευρώ και των δύο οντοτήτων ολοκληρώθηκε (20) την 24η Φεβρουαρίου 2011.

(52)

Σε αντίθεση με προηγούμενες εκδοχές των σχεδίων αναδιάρθρωσης της Anglo, η συγχωνευμένη οντότητα, καταρχήν, δεν θα διατηρεί καταθέσεις για τη χρηματοδότηση του ενεργητικού της και θα εξέλθει από την αγορά των καταθέσεων.

(53)

Ωστόσο, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις (βλέπε ενότητα 2.2.5.1), η συγχωνευμένη οντότητα θα μπορεί να διατηρεί μικρό ποσό εταιρικών καταθέσεων ως εγγυήσεων για δάνεια χορηγούμενα σε διάφορα εταιρικά ιδρύματα (καταθέσεις προστατευμένες από μεταφορές ή καταθέσεις που σχετίζονται με λογαριασμούς των δανειοληπτών). Σύμφωνα με εκτιμήσεις του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης, κατά τη συγχώνευση το μέγιστο ποσό των καταθέσεων θα ανέρχεται σε 1 δισεκατ. ευρώ.

2.3.1.2.   Χρηματοδότηση

(54)

Το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης βασίζεται στις ακόλουθες παραδοχές:

i)

[…]

ii)

Υφιστάμενη χονδρική χρηματοδότηση ύψους […] δισεκατ. ευρώ με διάρκεια ανάλογη με τα ισχύοντα χρονοδιαγράμματα (στις περισσότερες περιπτώσεις τετραετής), […].

2.3.1.3.   Εγγυήσεις

(55)

Για τη συγχωνευμένη οντότητα απαιτείται πλήρης δέσμη κρατικών εγγυήσεων (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 69), η οποία θα καλύπτει τα ακόλουθα ανοίγματα:

i)

παροχή κρατικής εγγύησης για καταθέσεις και ομόλογα που δεν έχουν εξοφληθεί ακόμα, η οποία θα ήταν αναγκαία για ολόκληρη τη διάρκεια του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης και προς το παρόν παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος Eligible Liabilities Guarantee (εφεξής «πρόγραμμα ELG»). Με τη λήξη του προγράμματος ELG, η εγγύηση θα παρέχεται σε βάση ad hoc·

ii)

παροχή κρατικής εγγύησης στη CBI (κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας) για το ακάλυπτο τμήμα της επείγουσας ενίσχυσης υπό μορφή ρευστότητας που παρέχεται στην Anglo/INBS, γεγονός που θα παράσχει στη συγχωνευμένη οντότητα δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοδότηση της CBI […]·

iii)

παροχή κρατικής ενίσχυσης για συγκεκριμένες υποχρεώσεις που αφορούν συναλλαγές, υπηρεσίες και ικανότητες συναλλαγής εκτός ισολογισμού [….] (21).

(56)

Στο πλαίσιο του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης, η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα προβαίνει σε πληρωμή των κρατικών εγγυήσεων, με εξαίρεση το ποσό που θα καταβάλλει για τις εγγυήσεις καταθέσεων (50 μονάδες βάσης) κατά τη διάρκεια του προγράμματος ELG και τα ανεξόφλητα εγγυημένα ομόλογα (για τα οποία απαιτείται η καταβολή ποσού ύψους 95 έως 125 μονάδων βάσης κατά τη διάρκεια του προγράμματος ELG και έως τη λήξη τους).

2.3.1.4.   Κεφάλαιο

(57)

Σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις, το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι δεν θα χρειαστεί πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου πέραν εκείνης που έχει ήδη ολοκληρωθεί επιτυχώς έως σήμερα και ανέρχεται σε 34,7 δισεκατ. ευρώ (29,3 δισεκατ. ευρώ για την Anglo και 5,4 δισεκατ. ευρώ για την INBS) (22), ποσά που συνάδουν με εκείνα που είχαν ήδη εγκριθεί στο πλαίσιο των τεσσάρων αποφάσεων διάσωσης για την Anglo και των δύο αποφάσεων διάσωσης για την INBS (23). Στο κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης επισημαίνεται ότι βάσει ενός σεναρίου ακραίων καταστάσεων (με ιδιαίτερα υψηλότερες απομειώσεις και απώλειες κατά τη διάθεση δανείων), οι κεφαλαιακές απαιτήσεις αναμένεται να σημειώσουν αύξηση αγγίζοντας τα 38 δισεκατ. ευρώ, γεγονός που συνεπάγεται πρόσθετο κεφάλαιο ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ […] για την περίοδο του σχεδίου (ήτοι για μια δεκαετία). Εκτός όμως από τον κίνδυνο εμφάνισης υψηλότερων απομειώσεων και απωλειών κατά τη διάθεση δανείων, το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης εντοπίζει επίσης διάφορους πρόσθετους κινδύνους, οι οποίοι βάσει ενός σεναρίου ακραίων καταστάσεων θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη συγχωνευμένη οντότητα να προσφύγει σε […] για κεφάλαιο ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ.

2.3.1.5.   Κύριοι πρόσθετοι κίνδυνοι που συνδέονται με το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης

(58)

Πρώτον, το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης εντοπίζει κίνδυνο αύξησης του κόστους της χρηματοδότησης, καθώς και συναλλαγματικό κίνδυνο. […] (24). Συνολικά, τη χρονική στιγμή της συγχώνευσης, η συγχωνευμένη οντότητα θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση της Κεντρικής Τράπεζας ύψους περίπου […], χρηματοδότηση που σταδιακά θα πρέπει να μειωθεί σε […]. Αν η στήριξη στην Κεντρική Τράπεζα δεν είναι εφικτή στον βαθμό και για το διάστημα που προβλέπεται (25), τότε η συγχωνευμένη οντότητα θα πρέπει να βασιστεί σε άλλες πηγές χρηματοδότησης, εφόσον υπάρχουν, οι οποίες ενδέχεται να αποδειχθούν πιο δαπανηρές.

(59)

Επιπρόσθετα, ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία της συγχωνευμένης οντότητας είναι μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία σταθερού επιτοκίου (κατά κανόνα γραμμάτια εις διαταγή), τα οποία λαμβάνουν ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση […].

(60)

[…].

(61)

Επιπλέον, το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης επισημαίνει τους κινδύνους που απορρέουν από τις δυσκολίες που αναμένεται να συναντήσει η συγχωνευμένη οντότητα στην προσπάθειά της να εκτελεί τις δραστηριότητές της ως δυναμική επιχείρηση ενώ βρίσκεται σε στάδιο εκκαθάρισης. […]. Τέλος, η διαδικασία συγχώνευσης εγκυμονεί αυξημένους κινδύνους σε επιχειρησιακό επίπεδο, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε ανάγκη εύρεσης περαιτέρω κεφαλαίου.

(62)

Η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των κινδύνων είναι δύσκολο να αξιολογηθεί. Οι εν λόγω κίνδυνοι, αλλά και οι αβεβαιότητες δεν ενσωματώθηκαν στις αναμενόμενες κεφαλαιακές ανάγκες του σεναρίου ακραίων καταστάσεων.

2.3.2.   Δεσμεύσεις

(63)

Η Ιρλανδία προέβη σε μια σειρά δεσμεύσεων ως προς τη συγχωνευμένη οντότητα προκειμένου να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από την κρατική υποστήριξη που χορηγήθηκε στην Anglo και στην INBS. Όλες οι δεσμεύσεις παρατίθενται στο παράρτημα I της παρούσας απόφασης. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή παρουσιάζει μη εξαντλητική περίληψη των δεσμεύσεων στις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 66.

i)

Διάρκεια των δεσμεύσεων. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, όλες οι δεσμεύσεις της Ιρλανδίας θα παραμείνουν ισχύουσες και εφαρμοστέες έως την πλήρη ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων της συγχωνευμένης οντότητας, περιλαμβανομένων των γραμματίων εις διαταγή.

ii)

Απαγόρευση ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων και εισαγωγής σε νέες αγορές: Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα αναπτύξει νέες δραστηριότητες και δεν θα εισαχθεί σε νέες αγορές, γεγονός που σημαίνει ότι η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα εκτελεί δραστηριότητες εκτός εκείνων που συνάδουν με τη διαχείριση της ρύθμισης του κληροδοτημένου χαρτοφυλακίου δανείων της Anglo και της INBS (μεταξύ των οποίων οι πωλήσεις των δανείων, όταν κρίνονται κατάλληλες, για τη μεγιστοποίηση του εισπρακτέου ποσού). Ειδικότερα, η συγχωνευμένη οντότητα θα διατηρήσει και θα χρησιμοποιεί την άδεια λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματος μόνο για το απαιτούμενο διάστημα της ρύθμισης των χαρτοφυλακίων δανείων και όχι για την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων. […].

iii)

Διαχείριση των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων: Η συγχωνευμένη οντότητα θα διαχειρίζεται τα υφιστάμενα εμπορικά περιουσιακά στοιχεία κατά τρόπο που μεγιστοποιεί την καθαρή παρούσα αξία (εφεξής «ΚΠΑ») των περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τη συνήθη εμπορική πρακτική. Συγκεκριμένα, αν ένας πελάτης δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τους όρους του δανείου του/της, τότε η συγχωνευμένη οντότητα θα προβαίνει σε αναδιάρθρωση των όρων δανειοδότησης μόνο εάν η συγκεκριμένη ενέργεια αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της ΚΠΑ του δανείου (ήτοι, αν η ΚΠΑ των μελλοντικών εισπράξεων και πληρωμών που αναμένεται από την αναδιάρθρωση είναι υψηλότερη από την παρούσα αξία των μελλοντικών εισπράξεων και πληρωμών που αναμένεται από τη ρευστοποίηση). Συνοπτικά, η συγχωνευμένη οντότητα θα διαχειριστεί το χαρτοφυλάκιο εμπορικών περιουσιακών στοιχείων σαν να ήταν εταιρεία διαχείρισης ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων.

Όσον αφορά τα ενυπόθηκα περιουσιακά στοιχεία της συγχωνευμένης οντότητας, θα ισχύουν mutatis mutandis οι ίδιες υποχρεώσεις που ισχύουν για τα εμπορικά περιουσιακά στοιχεία.

iv)

Απαγόρευση των εξαγορών: Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα προβεί σε εξαγορές ούτε θα συμμετάσχει σε άλλη επιχείρηση χωρίς την προηγούμενη συναίνεση της Επιτροπής.

v)

Απαγόρευση τοκομεριδίων και άσκησης του δικαιώματος αγοράς χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης και υβριδικών κεφαλαιακών μέσων: Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα πληρώσει τοκομερίδια ούτε θα ασκήσει το δικαίωμα αγοράς χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης και υβριδικών κεφαλαιακών μέσων, εκτός και αν φέρει νομική υποχρέωση.

vi)

Επιβολή ανώτατων ορίων (οροφής) στη χορήγηση νέων δανείων: Το χαρτοφυλάκιο καθαρών εμπορικών δανείων της συγχωνευμένης οντότητας σε κανένα έτος κατά τη διάρκεια της περιόδου του σχεδίου δεν θα υπερβεί τις προβλέψεις του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης κατά ποσό μεγαλύτερο από […]. Όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων, η συγχωνευμένη οντότητα πρέπει να περιορίσει περαιτέρω βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις δανείων για ποσά που αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων και ποσά που απορρέουν από την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων ενυπόθηκων διευκολύνσεων. Το συνολικό ανώτατο όριο (οροφή) χορήγησης περαιτέρω ενυπόθηκων δανείων ανέρχεται σε […] για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως την 31η Δεκεμβρίου 2012 και κατόπιν, σε […] ετησίως.

vii)

Επιπρόσθετα, για το χαρτοφυλάκιο εμπορικών δανείων θα ισχύουν οι ακόλουθες δεσμεύσεις δανειοδότησης:

α)

Ποσά που αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων αλλά δεν έχουν καταβληθεί ακόμα: Η συγχωνευμένη οντότητα επιτρέπεται να χορηγεί κεφάλαια στο πλαίσιο της παροχής διευκόλυνσης για δάνεια με συμβατικές δεσμεύσεις τα οποία δεν έχουν αποπληρωθεί ακόμα. Ωστόσο, τα εν λόγω κεφάλαια δεν θα υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των […] για ολόκληρη την περίοδο του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο δανείων της συγχωνευμένης οντότητας.

β)

Πρόσθετη χρηματοδότηση προς τους υφιστάμενους δανειολήπτες: Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα μπορεί να παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση, χωρίς συμβατική δέσμευση κατά την περίοδο της έγκρισης του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης [σύμφωνα με τη δέσμευση που αναφέρεται στο σημείο ii)].

Κατ’ εξαίρεση στη συγκεκριμένη απαγόρευση, η συγχωνευμένη οντότητα μπορεί να χορηγεί μικρά πρόσθετα ποσά σε υπάρχουσες ρυθμιστικές ομάδες με την προϋπόθεση να τηρείται η δέσμευση του σημείου iii):

το ποσό είναι άκρως απαραίτητο για τη διατήρηση της διασφαλιστικής αξίας του δανείου (για παράδειγμα, για την κάλυψη της διατήρησης, της ασφάλισης, του φόρου, της ασφάλειας, αφερεγγυότητας ή των νομικών δαπανών της διασφάλισης)·ή

το ποσό συνδέεται με άλλο τρόπο με την ενίσχυση των αναμενόμενων εισπράξεων από τα δάνεια ή άλλα περιουσιακά στοιχεία με βάση την ΚΠΑ (όπως για παράδειγμα η ικανοποίηση των αναγκών εύρεσης των απαραίτητων επενδυτικών κεφαλαίων εργασίας ή ρευστότητας της υποκείμενης επιχείρησης)

Η συγχωνευμένη οντότητα μπορεί να παρέχει πρόσθετη χρηματοδότηση μόνο εφόσον:

το οικείο ονομαστικό άνοιγμα είναι μικρότερο από […], η πρόσθετη χρηματοδότηση δεν υπερβαίνει […] του ονομαστικού ανοίγματος·

το οικείο ονομαστικό άνοιγμα κυμαίνεται μεταξύ […] και […], η πρόσθετη χρηματοδότηση δεν υπερβαίνει […]·

το οικείο ονομαστικό άνοιγμα υπερβαίνει τα […], η πρόσθετη χρηματοδότηση δεν υπερβαίνει […] του ονομαστικού ανοίγματος.

γ)

Νέοι δανειολήπτες: Η συγχωνευμένη οντότητα μπορεί να χορηγεί δάνεια σε νέο δανειολήπτη (ή ομάδα δανειοληπτών, επίσης καλούμενη «ρυθμιστική ομάδα») μόνο εφόσον ικανοποιούνται οι ακόλουθοι όροι:

τα έσοδα χρησιμοποιούνται για τη μείωση του ανοίγματος υφιστάμενου δανειολήπτη ή υπάρχουσας ρυθμιστικής ομάδας·

το συνολικό ποσό της συναλλαγής δεν αυξάνει το συνολικό καθαρό άνοιγμα της συγχωνευμένης οντότητας·

η νέα δανειοδότηση ενισχύει τις αναμενόμενες εισπράξεις (όπως μετράται με βάση την ΚΠΑ) σε σύγκριση με άλλες στρατηγικές αναδιάρθρωσης ή αποκλεισμού, και

δεν διενεργείται κεφαλαιοποίηση των τόκων.

viii)

Συγκεκριμένες δεσμεύσεις δανειοδότησης όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων. Η συγχωνευμένη οντότητα απαγορεύεται να παρέχει χρηματοδότηση χωρίς συμβατική δέσμευση κατά την περίοδο της έγκρισης του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Κατ’ εξαίρεση, η συγχωνευμένη οντότητα δύναται, εφόσον το υπόλοιπο του δανείου υπερβαίνει την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, να διευκολύνει την εξόφληση μέσω της πώλησης του ακινήτου σε αγοραστή με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης, καθιστώντας έτσι εφικτή την αποπληρωμή του ανεξόφλητου υπολοίπου, με την προϋπόθεση ότι η παροχή της χρηματοδότησης συνάδει με τη δέσμευση του σημείου iii).

ix)

Περαιτέρω εξαιρέσεις για λόγους εθνικού συμφέροντος. Κατ’ εξαίρεση και για λόγους εθνικού συμφέροντος, η Ιρλανδία δύναται να αποφασίζει ότι απαιτούνται περαιτέρω εξαιρέσεις στους περιορισμούς δανειοδότησης που ορίζονται στα σημεία vii) και viii) για την ενίσχυση των αναμενόμενων εισπράξεων με βάση την ΚΠΑ. Τέτοιου είδους αποφάσεις θα πρέπει πρώτα να λαμβάνουν την έγκριση της Επιτροπής.

x)

Καταθέσεις – μεταφορά των καταθέσεων της Anglo και της INBS. Ύστερα από τη μεταφορά των κληροδοτημένων καταθέσεων της Anglo και της INBS, η συγχωνευμένη οντότητα θα διατηρεί συγκεκριμένες κατηγορίες καταθέσεων και λογαριασμών, οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο μεταφοράς. Την ημερομηνία της συγχώνευσης, το συνολικό ποσό των καταθέσεων των υφιστάμενων πελατών σε καμία στιγμή δεν θα υπερβαίνει τα […] δισεκατ. ευρώ. Η συγχωνευμένη οντότητα θα μειώνει τις καταθέσεις της περίπου ταυτόχρονα με τη ρύθμιση του συνολικού χαρτοφυλακίου καθαρών δανείων. Επιπρόσθετα, το ποσό του βιβλιαρίου καταθέσεων της συγχωνευμένης οντότητας σε καμία στιγμή δεν θα υπερβαίνει τις προβλέψεις του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης κατά 200 εκατ. και πλέον ευρώ. Οι κατηγορίες των καταθέσεων που διατηρούνται από τη συγχωνευμένη οντότητα απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως η) που ακολουθούν:

α)

καταθέσεις, οι οποίες τη στιγμή της μεταφοράς των κληροδοτημένων καταθέσεων της Anglo και INBS σε βιώσιμα ιδρύματα διατηρούνται από ή εκ μέρους θυγατρικών της Anglo και της INBS, εκτός των καταθέσεων της θυγατρικής της Anglo στη Νήσο του Μαν·

β)

προστατευόμενοι λογαριασμοί (υπέρ της Anglo, της INBS ή άλλου προσώπου) και καταθέσεις σχετικές ή συνδεόμενες με ρυθμιστική ομάδα της Anglo ή της INBS ή λογαριασμοί ομολόγων βασιζόμενων σε δείκτη τη στιγμή της μεταφοράς των καταθέσεων της Anglo και της INBS σε δύο άλλες ιρλανδικές τράπεζες (26)·

γ)

καταθέσεις σε νομίσματα εκτός ευρώ, δολαρίων ΗΠΑ (USD) ή λιρών στερλινών (GBP) τη στιγμή της μεταφοράς των καταθέσεων, οι οποίες δεν θα αντικατασταθούν μετά τη λήξη τους·

δ)

καταθέσεις που τηρούνται ή αποτελούν αντικείμενο κράτησης σε υποκαταστήματα στο Τζέρσεϋ, στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας ή στη Βιέννη της Αυστρίας, οι οποίες δεν θα αντικατασταθούν μετά τη λήξη τους·

ε)

λογαριασμοί με αρνητικό υπόλοιπο

στ)

γενικοί λογαριασμοί ελέγχου

ζ)

λογαριασμοί όπου είτε αυτοί καθαυτοί είτε ο πελάτης προς τον οποίο συνδέονται αποτελούν αντικείμενο ειδοποίησης για διεξαγωγή έρευνας από οποιαδήποτε αστυνομική αρχή ή αρχή αρμόδια για την απάτη ή την έρευνα, και

η)

όλοι οι λογαριασμοί της INBS, οι οποίοι σύμφωνα με τα λογιστικά αρχεία του εντολέα ανήκουν στο υποκατάστημα «[…]».

xi)

Ο εντολοδόχος παρακολούθησης: Η συγχωνευμένη οντότητα θα ορίσει εντολοδόχο παρακολούθησης με την επιφύλαξη της έγκρισης της Επιτροπής, ο οποίος θα εξακριβώσει τη συμμόρφωση της συγχωνευμένης οντότητας προς τις δεσμεύσεις που ορίζονται στο παράρτημα I. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης αναλαμβάνει καθήκοντα για διάστημα τριών ετών.

(64)

Η Ιρλανδία θα διασφαλίσει ότι η συγχωνευμένη οντότητα συμμορφώνεται με τις δεσμεύσεις που ορίζονται στο παράρτημα I. Η Ιρλανδία θα υποβάλλει τακτικές εκθέσεις σχετικά με τα μέτρα που αναλαμβάνονται προς συμμόρφωση με τις εν λόγω δεσμεύσεις. Η πρώτη έκθεση θα υποβληθεί στην Επιτροπή το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης και στη συνέχεια, ανά έξι μήνες.

2.4.   Η εκτίμηση των μέτρων κρατικής ενίσχυσης στην παρούσα απόφαση

(65)

Τόσο η Anglo όσο και η INBS έχουν λάβει σημαντικό ποσό κρατικών ενισχύσεων. Μετά τη συγχώνευση, η συγχωνευμένη οντότητα θα επωφεληθεί επίσης από διάφορα κρατικά μέτρα, τα οποία παρουσιάζονται στην παρούσα ενότητα (βλέπε επίσης πίνακα 1).

(66)

Κατά τη διάρκεια της περιόδου διάσωσης, η Anglo έλαβε κρατικά μέτρα ενίσχυσης, τα οποία η Επιτροπή ενέκρινε με την έκδοση διαφόρων αποφάσεων σχετικών με την παρούσα υπόθεση (27) και τα οποία μνημονεύονται στην παρούσα αιτιολογική σκέψη στοιχεία α) έως κβ) και στις αιτιολογικές σκέψεις 67, 68 και 69:

α)

παροχή κρατικής εγγύησης στο πλαίσιο του προγράμματος CIFS, η οποία κάλυπτε τις καταθέσεις της Anglo (ιδιωτών, εμπορικές, θεσμικές και διατραπεζικές), τα καλυπτόμενα ομόλογα, τις κύριες οφειλές και τις χρονολογημένες δευτερεύουσες οφειλές για την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2008 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 (28)·

β)

πρώτη ανακεφαλαιοποίηση της Anglo ύψους 4 δισεκατ. ευρώ (29)·

γ)

παροχή κρατικών εγγυήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος ELG για καταθέσεις, μη εξασφαλισμένα με εξοφλητική προτεραιότητα πιστοποιητικά καταθέσεων, μη εξασφαλισμένα με εξοφλητική προτεραιότητα εμπορικά γραμμάτια, μη εξασφαλισμένα με εξοφλητική προτεραιότητα ομόλογα και γραμμάτια (30)·

δ)

εφαρμογή μέτρου αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία υπό μορφή μεταφοράς απομειωμένων δανείων εμπορικών ακινήτων ύψους 35 δισεκατ. ευρώ (31) στη NAMA με μέση έκπτωση [50-70]% (32)·

ε)

δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση ύψους 10,44 δισεκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 10,3 δισεκατ. ευρώ χορηγήθηκαν επιτυχώς από την Ιρλανδία (33)·

στ)

τρίτη ανακεφαλαιοποίηση ύψους 10 054 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων τα 8 580 εκατ. ευρώ χορηγήθηκαν με την έγκριση ενώ η εισφορά του υπόλοιπου ποσού —ύψους 1 474 εκατ. ευρώ— πραγματοποιήθηκε μαζί με την τέταρτη εισφορά κεφαλαίου), βλέπε μέτρο η (34)·

ζ)

παροχή εγγύησης για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της Anglo ύστερα από την επανεφαρμογή του προγράμματος ELG για την κάλυψη χρεογράφων, ιδίως εμπορικών γραμματίων, πιστοποιητικών καταθέσεων, διατραπεζικών καταθέσεων και εταιρικών καταθέσεων με ημερομηνία λήξης μικρότερη των τριών μηνών (το καλυπτόμενο ποσό ανερχόταν σε περίπου […] δισεκατ. ευρώ την 31η Δεκεμβρίου 2010) (35)·

η)

χορήγηση πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης ποσού ύψους 4 946 εκατ. με στόχο την κάλυψη περαιτέρω απωλειών που απορρέουν από την εσπευσμένη μεταφορά απομειωμένων στεγαστικών δανείων στη NAMA, καθώς και απωλειών του χαρτοφυλακίου δανείων εκτός NAMA έως την […]. Η εισφορά του υπολοίπου της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης (μέτρο στ) ύψους 1 474 εκατ. ευρώ έχει ήδη πραγματοποιηθεί μαζί με εισφορά κεφαλαίου ύψους 4 946 δισεκατ. ευρώ (36)·

θ)

παροχή εγγύησης για συγκεκριμένες συναλλαγές εκτός ισολογισμού που υπολογίζεται ότι καλύπτει ποσό ύψους περίπου […] δισεκατ. ευρώ (37).

(67)

Κατά τη διάρκεια της περιόδου διάσωσης η INBS έλαβε τα ακόλουθα μέτρα ι έως ιε, τα οποία εγκρίθηκαν από την Επιτροπή:

ι)

παροχή κρατικής εγγύησης στο πλαίσιο του προγράμματος CIFS, η οποία καλύπτει τις καταθέσεις της INBS (ιδιωτών, εμπορικές, θεσμικές και διατραπεζικές), τα καλυπτόμενα ομόλογα, τις κύριες οφειλές και τις χρονολογημένες δευτερεύουσες οφειλές για την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2008 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 (38)·

ια)

πρώτη ανακεφαλαιοποίηση ύψους 2,7 δισεκατ. ευρώ (39)·

ιβ)

παροχή κρατικών εγγυήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος ELG για καταθέσεις, μη εξασφαλισμένα με εξοφλητική προτεραιότητα πιστοποιητικά καταθέσεων, μη εξασφαλισμένα με εξοφλητική προτεραιότητα εμπορικά γραμμάτια, μη εξασφαλισμένα με εξοφλητική προτεραιότητα ομόλογα και γραμμάτια (40)·

ιγ)

εφαρμογή μέτρου αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία υπό μορφή μεταφοράς απομειωμένων δανείων εμπορικών ακινήτων ύψους 8,9 δισεκατ. ευρώ (41) στη NAMA με μέση έκπτωση 64 % (42)·

ιδ)

παροχή κρατικής εγγύησης για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της INBS ύστερα από την επανεφαρμογή του προγράμματος ELG για την κάλυψη χρεογράφων, ιδίως εμπορικών γραμματίων, πιστοποιητικών καταθέσεων, διατραπεζικών καταθέσεων και εταιρικών καταθέσεων με ημερομηνία λήξης μικρότερη των τριών μηνών (το καλυπτόμενο ποσό ανερχόταν σε περίπου […] εκατ. ευρώ την 31η Δεκεμβρίου 2010) (43)·

ιε)

δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση ύψους 2,7 δισεκατ. ευρώ (44).

(68)

Επιπρόσθετα στα κρατικά μέτρα α έως ιε που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67, η Anglo και η INBS πριν από τη συγχώνευση έγιναν αποδέκτες των περαιτέρω μέτρων διάσωσης ιστ και ιζ:

ιστ)

παροχή κρατικής εγγύησης προς την Anglo στο πλαίσιο επείγουσας ενίσχυσης υπό μορφή ρευστότητας παρεχόμενης στην Anglo από την CBI για την περίοδο από τον Μάρτιο του 2009 έως τη συγχώνευση με την INBS. Η εγγύηση καλύπτει επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας για ποσά έως […] δισεκατ. ευρώ (45)·

ιζ)

παροχή κρατικής εγγύησης προς την INBS στο πλαίσιο επείγουσας ενίσχυσης υπό μορφή ρευστότητας παρεχόμενης στην INBS από τη CBI για την περίοδο από την 24η Φεβρουαρίου 2011 έως τη συγχώνευση με την Anglo. Η συγκεκριμένη εγγύηση καλύπτει ποσό ύψους έως […] δισεκατ. ευρώ.

(69)

Ύστερα από τη συγχώνευση, θα ληφθούν τα μέτρα ιη έως κβ προς όφελος της συγχωνευμένης οντότητας:

ιη)

παροχή κρατικής εγγύησης για τις υπόλοιπες καταθέσεις των πελατών, η οποία θα καλύπτει ποσό έως […] δισεκατ. ευρώ·

ιθ)

συνέχιση της κρατικής εγγύησης για συναλλαγές εκτός ισολογισμού, η οποία υπολογίζεται ότι θα καλύπτει ποσό ύψους […] δισεκατ. ευρώ·

κ)

παροχή κρατικής εγγύησης στο πλαίσιο επείγουσας ενίσχυσης υπό μορφή ρευστότητας παρεχόμενης από τη CBI στη συγχωνευμένη οντότητα, κατ’ ανάγκη συνδυάζοντας τις εγγυήσεις που χορηγήθηκαν χωριστά στην Anglo και στην INBS για τις επείγουσες ενισχύσεις υπό μορφή ρευστότητας. Η εγγύηση υπολογίζεται σε ποσό ύψους […] δισεκατ. ευρώ στην αρχή της συγχώνευσης, ενώ αναμένεται να σημειώσει σταδιακή μείωση στη συνέχεια […]·

κα)

πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση, […] για την κάλυψη πρόσθετων απωλειών σε περίπτωση περαιτέρω επιβαρύνσεων ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ·

κβ)

παροχή κρατικής εγγύησης για την ανεξόφλητη χονδρική χρηματοδότηση που θα χορηγήσει η Anglo στη συγχωνευμένη οντότητα μέσω του προγράμματος ELG, η οποία καλύπτει ποσό ύψους […] δισεκατ. ευρώ (46).

2.4.1.   Μέτρα διάσωσης που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή

(70)

Η Επιτροπή στο πλαίσιο προγενέστερων αποφάσεων σχετικά με την Anglo και την INBS έχει ήδη εκτιμήσει τα μέτρα α έως ιε που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67 χαρακτηρίζοντάς τα ως ενισχύσεις διάσωσης. Πέρα από τα μέτρα διάσωσης, η Ιρλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή πρόσθετα μέτρα εξυγίανσης της Anglo και της INBS, ήτοι τα μέτρα ιστ έως κβ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 69.

(71)

Όσον αφορά τα μέτρα που έχουν ήδη λάβει την έγκριση της Επιτροπής (ήτοι τα μέτρα α έως ιε που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67), θα πρέπει να επισημανθεί ότι το πρόγραμμα εγγύησης CIFS έχει τεθεί εκτός εφαρμογής από τις 30 Σεπτεμβρίου 2010 (μέτρα α και ι που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67) και έχει αντικατασταθεί από το πρόγραμμα ELG και την επανεφαρμογή του προγράμματος ELG για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (μέτρα γ, ζ, ιβ και ιδ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67). Ύστερα από τη συγχώνευση, τα εν λόγω προγράμματα θα αντικατασταθούν από μεμονωμένες κρατικές εγγυήσεις (μέτρα ιη και κβ που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 69), όταν το πρόγραμμα ELG δεν θα είναι πλέον σε εφαρμογή, βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 77 και 81.

(72)

Όσον αφορά τα μέτρα δ και ιγ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67, η μεταφορά […] δανείων στη NAMA ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2010 με μέσο κούρεμα 62 % για την Anglo και 64 % για την INBS.

(73)

Μαζί με την τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση, η Anglo έλαβε επίσης κρατική εγγύηση για τις συναλλαγές εκτός ισολογισμού (μέτρο θ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 66). Η εν λόγω εγγύηση, για την οποία η Anglo δεν καταβάλλει κανένα ποσό, παρέχει κατ’ ουσία την άνεση στους ομολόγους της Anglo να διενεργούν συναλλαγές σε παράγωγα (κυρίως συμβάσεις αντιστάθμισης) και ρυθμίσεις συμψηφισμού.

2.4.2.   Περαιτέρω μέτρα διάσωσης

(74)

Τόσο η Anglo όσο και η INBS έγιναν αποδέκτες περαιτέρω μέτρων διάσωσης πριν από τη συγχώνευση και συνεπώς, αποτέλεσαν αντικείμενο της αποτελεσματικής αναδιάρθρωσης (μέτρα ιστ και ιζ που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 68). Από τον Μάρτιο του 2009 έως τη συγχώνευση, η Anglo έχει ήδη λάβει επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας από τη CBI, με μερική κρατική εγγύηση (μέτρο ιστ). Το τμήμα της επείγουσας ενίσχυσης υπό μορφή ρευστότητας που έχει λάβει κρατική εγγύηση έχει παρουσιάσει διακυμάνσεις από […] δισεκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2010 σε […] δισεκατ. ευρώ τον Μάρτιο του 2011. Η Anglo καταβάλλει στη CBI επιτόκιο που συνίσταται στο βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επί του παρόντος 125 μονάδες βάσης) συν […] μονάδες βάσης για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας, ωστόσο δεν καταβάλλει κανένα ποσό για την εγγύηση.

(75)

Η INBS έλαβε επίσης κρατική εγγύηση για μέρος της επείγουσας ενίσχυσης υπό μορφή ρευστότητας που χορήγησε η CBI (μέτρο ιζ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 68). Συνολικά, η INBS έλαβε κρατική εγγύηση για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας ύψους […] δισεκατ. ευρώ από την 24η Φεβρουαρίου 2011 έως τη συγχώνευση με την Anglo. Η INBS καταβάλλει επίσης στη CBI επιτόκιο που συνίσταται στο βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επί του παρόντος 125 μονάδες βάσης) συν […] μονάδες βάσης για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας, ωστόσο δεν καταβάλλει κανένα ποσό για την κρατική εγγύηση.

2.4.3.   Μέτρα για τη συγχωνευμένη οντότητα

(76)

Η συγχωνευμένη οντότητα […] από διάφορες κρατικές ενισχύσεις και μια εισφορά κεφαλαίου ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ βάσει ενός σεναρίου ακραίων καταστάσεων (μέτρα ιη έως κβ που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 69).

(77)

Η συγχωνευμένη οντότητα θα επωφεληθεί από κρατική εγγύηση για τις καταθέσεις που θα μεταφερθούν στην ίδια από την Anglo και την INBS (μέτρο ιη που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69). Το μέγιστο ποσό των εν λόγω καταθέσεων ανέρχεται σε 1,05 δισεκατ. ευρώ ενώ απαρτίζεται κυρίως από καταθέσεις προστατευόμενες από ή συνδεόμενες με λογαριασμό δανειολήπτη που μεταφέρεται στη συγχωνευμένη οντότητα, και κατά συνέπεια, δεν έχουν μεταφερθεί εκτός της Anglo και της INBS. Η συγχωνευμένη οντότητα θα καταβάλει εφάπαξ προμήθεια που θα αντιστοιχεί σε 50 μονάδες βάσης κατά τη διάρκεια του προγράμματος ELG.

(78)

Η συγχωνευμένη οντότητα θα επωφεληθεί επίσης από το μέτρο που χορηγήθηκε στην Anglo πριν από τη συγχώνευση, δηλαδή τη συνέχιση της κρατικής εγγύησης για συναλλαγές εκτός ισολογισμού που υπολογίζεται ότι αντιστοιχούν σε ποσό ύψους περίπου […] δισεκατ. ευρώ (47) (μέτρο ιθ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69). Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα καταβάλει κανένα ποσό για τη συγκεκριμένη εγγύηση.

(79)

Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η εξυγίανση της Anglo και της INBS, το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει την παροχή κρατικής εγγύησης για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας (μέτρο κ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69). Συνολικά, η συγχωνευμένη οντότητα θα έχει πρόσβαση σε επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας ύψους έως […] δισεκατ. ευρώ στην αρχή της συγχώνευσης, η οποία σταδιακά θα μειώνεται τα επόμενα έτη. Η συγχωνευμένη οντότητα θα καταβάλει στη CBI επιτόκιο […] μονάδες βάσης για τη χρηματοδότηση σε ευρώ και […] μονάδες βάσης για τη χρηματοδότηση σε ξένο νόμισμα, ωστόσο δεν θα καταβάλει κανένα ποσό για την κρατική εγγύηση.

(80)

Σύμφωνα με το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης, […] σε περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης της χρηματοπιστωτικής κατάστασης (σενάριο ακραίων καταστάσεων – μέτρο κ. που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69). Στην προκειμένη περίπτωση, […] κεφάλαιο ύψους έως 3,3 δισεκατ. ευρώ […]. Η εν λόγω προσέγγιση θα διασφαλίσει ότι η συγχωνευμένη οντότητα πληροί τις αντίστοιχες ελάχιστες ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις (επί του παρόντος 8 % του συνολικού λόγου κεφαλαίου/υποχρεώσεων) της Irish Financial Regulator (χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή της Ιρλανδίας).

(81)

Τέλος, η συγχωνευμένη οντότητα θα επωφεληθεί από την κρατική εγγύηση για την υφιστάμενη χονδρική χρηματοδότηση ύψους περίπου 3 δισεκατ. ευρώ, η οποία θα μεταφερθεί από την Anglo στη συγχωνευμένη οντότητα (μέτρο κβ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69). Το ποσό που θα καταβάλει η συγχωνευμένη οντότητα κυμαίνεται μεταξύ 95 και 125 μονάδες βάσης κατά τη διάρκεια του προγράμματος ELG, ενώ κατόπιν αυτού δεν απαιτείται η καταβολή περαιτέρω ποσού.

Επισκόπηση των μέτρων που χορηγήθηκαν στην Anglo, στην INBS και στη συγχωνευμένη οντότητα (τα οποία μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69)

Μέτρα που χορηγήθηκαν στην Anglo, στην τράπεζα ανάκτησης (Recovery Bank) και στη χρηματοδοτική τράπεζα (Funding Bank)

Αρ.

Είδος μέτρου

ποσό (EUR, δις)

αμοιβή

Μέτρα διάσωσης που έχουν εγκριθεί

Anglo Irish Bank

α

Εγγύηση στο πλαίσιο του προγράμματος CIFS

τιμή κορυφής […] δις ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2008 (48)

εφάπαξ προμήθεια ύψους 18,5 μονάδων βάση με αύξηση έως τις 32 μονάδες βάσης

β

Πρώτη ανακεφαλαιοποίηση

4 δις ευρώ

χωρίς αμοιβή

γ

Εγγύηση στο πλαίσιο του προγράμματος ELG

[…] δις ευρώ (49)

σύσταση της ΕΚΤ + 40 μονάδες βάσης (50)

δ

Μέτρο αρωγής για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία – μεταφορά επιλέξιμων δανείων στη NAMA

μεταφορά δανείων ύψους 35 δις ευρώ

άνευ αντικειμένου

ε

Δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση

10,44 δις (51) ευρώ (10,3 δις ευρώ)

χωρίς αμοιβή

στ

Τρίτη ανακεφαλαιοποίηση

10 054 εκατ. ευρώ

χωρίς αμοιβή

ζ

Εγγύηση για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις

γ. […] δις ευρώ τον Δεκέμβριο του 2010

160 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο του 2010 (50)

η

Τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση

4 946 εκατ. ευρώ

χωρίς αμοιβή

θ

Εγγύηση για συγκεκριμένες υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού

εκτιμώμενο ανώτατο ακαθάριστο ποσό ύψους […] δις ευρώ (52)

χωρίς καταβολή ποσού

Irish Nationwide Building Society

ι

Εγγύηση στο πλαίσιο του προγράμματος CIFS

τιμή κορυφής […] δις ευρώ τον Οκτώβριο του 2008 (48)

εφάπαξ προμήθεια ύψους 18,5 μονάδων βάσης με αύξηση έως τις 25,6 μονάδες βάσης

ια

Πρώτη ανακεφαλαιοποίηση

2,7 δις ευρώ

Διασφάλισε τα δικαιώματα σε καθαρά πλεονάζοντα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος

ιβ

Εγγύηση στο πλαίσιο του προγράμματος ELG

[…] δις ευρώ (49)

σύσταση της ΕΚΤ + 40 μονάδες βάσης (50)

ιγ

Μέτρο αρωγής για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία – μεταφορά επιλέξιμων δανείων στη NAMA

μεταφορά δανείων ύψους 8,9 δις ευρώ

άνευ αντικειμένου

ιδ

Εγγύηση για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις

γ. […] εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2010

160 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο του 2010 (50)

ιε

Δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση

2,7 δις ευρώ

χωρίς αμοιβή

Περαιτέρω μέτρα διάσωσης

Anglo Irish Bank

ιστ

Εγγύηση για επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας

ανώτερη εγγύηση ύψους […] δις ευρώ έως τις 16 Μαρτίου 2011 (53)

[…], χωρίς καταβολή ποσού για την εγγύηση

Irish Nationwide Building Society

ιζ

Εγγύηση για επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας

εγγύηση ύψους […] δις ευρώ

[…], χωρίς καταβολή ποσού για την εγγύηση

Μέτρα αναδιάρθρωσης

Συγχωνευμένη οντότητα

ιη

Συνέχιση τις εγγύησης για τις υπόλοιπες καταθέσεις

έως […] δις ευρώ

Εγγύηση καθόλη τη διάρκεια της ρύθμισης, αρχικά στο πλαίσιο του προγράμματος ELG και αργότερα, μετά τη λήξη του σε ad hoc βάση, ύψους 50 μονάδων βάσηςs

ιθ

Συνέχιση της εγγύησης για συναλλαγές εκτός ισολογισμού

υπολογίζεται σε περίπου […] δις ευρώ (52)

χωρίς καταβολή ποσού

κ

Συνέχιση της εγγύησης για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας ή για άλλες παρόμοιες διευκολύνσεις

υπολογίζεται μέχρι […] δις ευρώ

3

κα

Ανακεφαλαιοποίηση βάσει σεναρίου ακραίων καταστάσεων

3,2 δις ευρώ

χωρίς αμοιβή

κβ

Εγγύηση για ανεξόφλητη χονδρική χρηματοδότηση στο πλαίσιο του ELG

περίπου […] δις ευρώ

πληρωμή σύμφωνα με το πρόγραμμα ELG και μόνο για τη διάρκειά του, στη συνέχεια, δεν απαιτείται η καταβολή ποσού

3.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(82)

Η Επιτροπή εκκίνησε επίσημη διαδικασία διερεύνησης του αρχικού σχεδίου αναδιάρθρωσης της Anglo την 31η Μαρτίου 2010 με την έκδοση της γνωμοδοτικής απόφασης. Έκτοτε η Ιρλανδία τροποποίησε πολλές φορές και θεμελιωδώς το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo πριν από την υποβολή του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης της Anglo και της INBS την 31η Ιανουαρίου 2011. Οι περισσότερες αμφιβολίες που διατυπώθηκαν στη γνωμοδοτική απόφαση (βλέπε ενότητα 4.3.1 της εν λόγω απόφασης (54)) αφορούσαν συγκεκριμένα το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo, το οποίο βασιζόταν στο σενάριο διαχωρισμού της Anglo σε υγιή τράπεζα και τράπεζα επισφαλειών. Συνεπώς, οι εν λόγω αμφιβολίες δεν ισχύουν πια, καθώς η Anglo δεν θα εκτελεί πλέον νέες δραστηριότητες αλλά αντ’ αυτού θα προβεί σε συγχώνευση με την INBS και κατά τα επόμενα έτη θα επικεντρωθεί στη ρύθμιση του χαρτοφυλακίου δανείων.

(83)

Ωστόσο, για λόγους πληρότητας, στην ενότητα 3.1 παρατίθεται περίληψη με τις αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

3.1.   Απόφαση κίνησης της διαδικασίας

(84)

Η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες όσον αφορά την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της υγιούς τράπεζας (η οποία αναφέρεται επίσης ως «NewCo» στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας) και την ομαλή εκκαθάριση της τράπεζας επισφαλειών (η οποία αναφέρεται και ως «Old Anglo» στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας), διότι την περίοδο που εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση δεν υπήρχαν επαρκείς πληροφορίες για τα επιχειρηματικά σχέδια και των δύο οντοτήτων. Η Επιτροπή αμφέβαλλε επίσης για την επάρκεια των απομειώσεων τόσο των δανείων που μεταφέρθηκαν στη ΝΑΜΑ όσο και των εκτός ΝΑΜΑ δανείων. Επιπρόσθετα, οι μακροοικονομικές παραδοχές του αρχικού σχεδίου αναδιάρθρωσης της Anglo φαινόταν ελλιπείς, με αποτέλεσμα να μην πείθουν για την ευλογοφάνειά τους. Η Επιτροπή διατηρούσε επιπλέον αμφιβολίες σχετικά με συγκεκριμένες νέες δραστηριότητες, τις οποίες θα αναλάμβανε η υγιής τράπεζα σε τομείς χωρίς προηγούμενη εμπειρία. Η Επιτροπή αμφέβαλλε και για τη δυνατότητα του σχεδίου να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης και ρευστότητας της υγιούς τράπεζας.

(85)

Όσον αφορά τον επιμερισμό των βαρών και την ίδια συνεισφορά της Anglo, η Επιτροπή διατηρούσε αμφιβολίες σχετικά με την επάρκεια της ίδιας συνεισφοράς της Anglo για την αναδιάρθρωση δεδομένου ότι η υγιής τράπεζα θα επεκτεινόταν σε νέες δραστηριότητες, γεγονός που θα απαιτούσε σημαντικές επενδύσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι στο αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo, οι ιρλανδικές αρχές δεν είχαν διερευνήσει το αν η Anglo θα μπορούσε να συνεισφέρει στην αναδιάρθρωσή της με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της ή με άλλα μέσα.

(86)

Η Επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της σχετικά με την επάρκεια των μέτρων που παρουσιάστηκαν στο σχέδιο για την αντιστάθμιση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούνται από τη μαζική κρατική ενίσχυση υπέρ της Anglo.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(87)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις τρίτων μερών ύστερα από τη δημοσίευση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ

(88)

Η Ιρλανδία δεν υπέβαλε παρατηρήσεις ως προς την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, αλλά αντ’ αυτού υπέβαλε δεύτερο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo και, στη συνέχεια, τρίτο σχέδιο αναδιάρθρωσης την 26η Οκτωβρίου 2010.

(89)

Το τρίτο σχέδιο αναδιάρθρωσης έχει πλέον αντικατασταθεί από το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκε την 31η Ιανουαρίου 2011 από την Ιρλανδία.

6.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

6.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(90)

Πρέπει να εκτιμηθεί αν τα μέτρα που αναφέρονται στο κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ προβλέπει ότι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

6.1.1.   Μέτρα που έχουν ήδη λάβει προσωρινή έγκριση

(91)

Όσον αφορά τα μέτρα τα οποία η Επιτροπή έχει ήδη εγκρίνει προσωρινά ως ενισχύσεις διάσωσης σε προγενέστερες αποφάσεις για την Anglo και την INBS (συγκεκριμένα τα μέτρα α έως ιε που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67), η Επιτροπή έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούν κρατική ενίσχυση υπέρ της Anglo και της INBS. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης δεν απαιτείται εκ νέου επανεκτίμηση σχετικά με το αν αποτελούν κρατική ενίσχυση.

(92)

Τα μέτρα που πρέπει να εκτιμηθούν στην παρούσα απόφαση προκειμένου να προσδιοριστεί αν συνιστούν κρατική ενίσχυση έχουν ήδη περιγραφεί στις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 69. Τα σχετικά μέτρα είναι τα εξής: για την Anglo το μέτρο ιστ, για την INBS το μέτρο ιζ και για τη συγχωνευμένη οντότητα τα μέτρα ιη έως κβ. Στο παρόν πλαίσιο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ιρλανδία αποδέχεται το γεγονός ότι τα μέτρα αποτελούν κρατική ενίσχυση.

6.1.2.   Κρατικοί πόροι

(93)

Τα μέτρα ιστ έως κβ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 69 χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι συνίστανται σε κρατικές εγγυήσεις και άμεσες κρατικές επιχορηγήσεις και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις.

6.1.3.   Επιλεκτικότητα

(94)

Επίσης, είναι απαραίτητο να εκτιμηθεί αν τα μέτρα που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 αποτελούν επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον δικαιούχο ή τους δικαιούχους της κρατικής ενίσχυσης. Τα εν λόγω μέτρα είναι επιλεκτικά, καθώς χορηγούν πλεονέκτημα μόνο στην Anglo, στην INBS και στη συγχωνευμένη οντότητα.

6.1.4.   Πλεονέκτημα

(95)

Τα μέτρα που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 παρέχουν πλεονέκτημα στις οικονομικές δραστηριότητες τόσο της Anglo όσο και της INBS έως τη συγχώνευση, ενώ μετά εξασφαλίζουν πλεονέκτημα στον διάδοχό τους, τη συγχωνευμένη οντότητα.

(96)

Η Anglo επωφελείται από την κρατική εγγύηση για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας ύψους […] δισεκατ. ευρώ που λαμβάνει από τη CBI (μέτρο ιστ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 68), γεγονός που της παρέχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί το ενεργητικό της. Η συγκεκριμένη εγγύηση αποτελεί πλεονέκτημα για την Anglo, καθώς μια εγγύηση τέτοιου τύπου δεν θα ήταν διαθέσιμη στην αγορά και […]. Επιπροσθέτως, η Anglo δεν απαιτείται να καταβάλει αμοιβή έναντι της κρατικής εγγύησης για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας, γεγονός που εξασφαλίζει περαιτέρω πλεονέκτημα για την Anglo, καθώς την απαλλάσσει από το κόστος που απορρέει από την παροχή εγγύησης.

(97)

Για τους ίδιους λόγους, η κρατική εγγύηση για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας ύψους […] δισεκατ. ευρώ, την οποία η INBS άρχισε να λαμβάνει από την 24η Φεβρουαρίου 2011 παρέχει πλεονέκτημα στην INBS (μέτρο ιζ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 68).

(98)

Όσον αφορά τα μέτρα υπέρ της συγχωνευμένης οντότητας, η εν λόγω οντότητα θα επωφεληθεί από τη συνέχιση διαφόρων κρατικών εγγυήσεων, συγκεκριμένα για τις υπόλοιπες καταθέσεις (μέτρο ιη που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 68), για τις συναλλαγές εκτός ισολογισμού (μέτρο ιθ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69), για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας (μέτρο κ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69) και για την τρέχουσα χονδρική χρηματοδότηση (μέτρο κβ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69). Η συγχωνευμένη οντότητα θα καταβάλει ποσό για την εγγύηση […], τις καταθέσεις και τη χονδρική χρηματοδότηση μόνο κατά τη διάρκεια του προγράμματος ELG (κατόπιν δεν απαιτείται η καταβολή ποσού), ωστόσο δεν επιβαρύνεται καθόλου για τις υπόλοιπες εγγυήσεις, οι οποίες παρέχουν πλεονέκτημα στη συγχωνευμένη οντότητα βοηθώντας τη να διασφαλίσει τη συνέχιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της. Πράγματι, χωρίς την αναγκαία χρηματοδότηση μέσω της εγγυημένης επείγουσας ενίσχυσης υπό μορφή ρευστότητας, των υπόλοιπων καταθέσεων και της υπόλοιπης χονδρικής χρηματοδότησης και χωρίς την εγγύηση για τις υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού, δεν θα ήταν εφικτή η διεκπεραίωση της ομαλής εκκαθάρισης. Επιπλέον, το γεγονός ότι η συγχωνευμένη οντότητα δεν επιβαρύνεται με πρόσθετο ποσό για πολλές από τις εγγυήσεις παρέχει περαιτέρω πλεονέκτημα καθώς απαλλάσσει τη συγχωνευμένη οντότητα από υψηλότερα έξοδα χρηματοδότησης και, συνεπώς, περαιτέρω απώλειες.

(99)

Τέλος, […] ποσό ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ βάσει ενός σεναρίου ακραίων καταστάσεων για την κάλυψη περαιτέρω απωλειών που απορρέουν από τη ρύθμιση του χαρτοφυλακίου δανείων. […] Η ανακεφαλαιοποίηση […] πλεονέκτημα για τη συγχωνευμένη οντότητα, καθώς διασφαλίζει την εκπλήρωση των οικείων ρυθμιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου εκκαθάρισης. […].

6.1.5.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επίπτωση στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών

(100)

Θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέτρα ιστ έως κβ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67 μπορούν να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(101)

Όπως επισημαίνεται στην ενότητα 6.1.4, χωρίς τα κρατικά μέτρα ενίσχυσης, τόσο η Anglo όσο και η INBS θα αναγκάζονταν να προβούν σε παύση εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους και θα εξέρχονταν πλήρως από τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται. Χάρη στο σημαντικό ποσό της κρατικής ενίσχυσης παρέμειναν δραστήριες στην αγορά των καταθέσεων (έως τη μεταφορά των καταθέσεών τους στην Allied Irish Bank και στην Irish Life & Permanent τον Φεβρουάριο του 2011) και σε πολύ περιορισμένο βαθμό στην αγορά δανείων εμπορικών ακινήτων και ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων (όπου εξυπηρετούσαν τα υφιστάμενα δάνεια). Κατά συνέπεια, το συγκεκριμένο κράτος υποστήριξε τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, διότι στις εν λόγω αγορές, η Anglo και η INBS ανταγωνίζονταν όχι μόνο τις ιρλανδικές τράπεζες αλλά και ξένους φορείς που δραστηριοποιούνταν στην Ιρλανδία. Η Anglo εκτελούσε επίσης δραστηριότητες (στον τομέα των καταθέσεων και των εμπορικών δανείων) στο Ηνωμένο Βασίλειο και, κατά συνέπεια, διατηρούσε ανταγωνιστική σχέση με τοπικούς φορείς του Ηνωμένου Βασιλείου και φορείς από άλλα κράτη μέλη που δραστηριοποιούνταν στη συγκεκριμένη αγορά. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η δραστηριότητα των δύο οντοτήτων διαρκώς περιορίζεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, συνεπώς, μειώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές.

(102)

Όσον αφορά τη συγχωνευμένη οντότητα, θα εκτελεί περιορισμένες οικονομικές δραστηριότητες σε αγορά όπου δραστηριοποιούνται τόσο ιρλανδικές όσο και ξένες τράπεζες. Πιο συγκεκριμένα, θα έχει τη δυνατότητα να διατηρεί μικρό ποσό καταθέσεων και να χορηγεί δάνεια στους υπάρχοντες πελάτες προκειμένου να αυξήσει την ΚΠΑ των συγκεκριμένων δανείων σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Ιρλανδίας (βλέπε ενότητα 2.3.2). Χωρίς τα κρατικά μέτρα ενίσχυσης, δεν θα ήταν σε θέση να εκτελεί τις εν λόγω δραστηριότητες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω της μείωσης του ισολογισμού της συγχωνευμένης οντότητας που προκύπτει από την εκκαθάριση, μειώνεται σημαντικά η στρέβλωση του ανταγωνισμού και η επίπτωση στις συναλλαγές, γεγονός που οφείλεται στις ιδιαίτερα περιορισμένες δραστηριότητες που θα συνεχίσει να εκτελεί σε ανταγωνιστικές αγορές.

6.1.6.   Εφαρμογή της αρχής του επενδυτή στην οικονομία της αγοράς

(103)

Τέλος, η αρχή του επενδυτή στην οικονομία της αγοράς δεν εφαρμόζεται στα μέτρα που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 αφού αποτελούν τμήμα σημαντικής δέσμης μέτρων διάσωσης της Anglo και της INBS. Επιπρόσθετα, ακόμα και αν εφαρμοζόταν, τα συγκεκριμένα μέτρα δεν συνάδουν με τη συνήθη συμπεριφορά της αγοράς. Κανένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς δεν θα προέβαινε σε συγχώνευση της Anglo και της INBS προκειμένου να διεκπεραιώσει ρύθμιση του χαρτοφυλακίου των δανείων αφότου είχε ακολουθήσει όλα αυτά τα μέτρα, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πιθανότητες απόσβεσης των επενδύσεων (σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις οι συνολικές ανακεφαλαιοποιήσεις της Anglo και της INBS ανέρχονται σε 34,7 δισεκατ. ευρώ) θα ήταν αμελητέες. Κανένας φορέας της οικονομίας της αγοράς σε παρόμοια κατάσταση με το κράτος δεν θα ήταν σε θέση να παράσχει το αναγκαίο κεφάλαιο και την απαιτούμενη χρηματοδότηση για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης τόσο της Anglo όσο και της INBS. Λαμβάνοντας υπόψη τη γενικότερη κατάσταση της αγοράς και τη ζήτηση σε ιρλανδικά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, δεν θα ήταν εφικτή η εξασφάλιση παρόμοιας χρηματοδότησης από φορέα της οικονομίας της αγοράς.

6.1.7.   Ταυτοποίηση του δικαιούχου της ενίσχυσης

(104)

Η Ιρλανδία σκοπεύει να εισαγάγει νέα μέτρα ενίσχυσης (μέτρα ιη έως κβ που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 69) προκειμένου να διευκολύνει την εξυγίανση της Anglo και της INBS. Τα εν λόγω μέτρα θα καταστήσουν εφικτή τη συγχώνευση της Anglo και της INBS σε μία νομική οντότητα. Κύριος στόχος της συγχωνευμένης οντότητας είναι η ρύθμιση του χαρτοφυλακίου των δανείων της Anglo και της INBS με στόχο τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων και τη μείωση των δαπανών για τους ιρλανδούς φορολογουμένους.

(105)

Σύμφωνα με το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης, οι δανειοδοτικές υποχρεώσεις βάσει υφισταμένων συμβατικών δεσμεύσεων της συγχωνευμένης οντότητας θα είναι περιορισμένες και ουσιαστικά θα διασφαλίζουν απλώς ότι διατηρείται η ΚΠΑ του χαρτοφυλακίου δανείων. Συνεπώς, θα περιοριστούν στο ελάχιστο οι καταστάσεις κατά τις οποίες θα είναι σε ανταγωνισμό με άλλες τράπεζες. Η συγχωνευμένη οντότητα, σύμφωνα με την Ιρλανδία, θα ρευστοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της μόνο μετά τη λήξη τους ή με την πώλησή τους στην αγορά. Η συγχωνευμένη οντότητα θα χρησιμοποιεί τα έσοδα από τις πωλήσεις αυτές για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών της και θα χρηματοδοτεί τα τρέχοντα λειτουργικά έξοδά της, καθώς και ενδεχόμενες παρακρατηθείσες παλαιές υποχρεώσεις. Εξάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι η συγχωνευμένη οντότητα θα συνεχίσει να εκτελεί περιορισμένες οικονομικές δραστηριότητες και μετά τη συγχώνευση και συνεπώς, θα πρέπει να θεωρείται δικαιούχος των κρατικών μέτρων ενίσχυσης.

(106)

Πριν από την προγραμματισμένη συγχώνευση τόσο η Anglo όσο και η INBS ήταν σε θέση να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους με τη βοήθεια των κρατικών εγγυήσεων για τις υποχρεώσεις τους, των ανακεφαλαιοποιήσεων και ενός μέτρου αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία (μέτρα α έως ιε που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 67 και 68). Κατά συνέπεια, η Anglo και η INBS είναι οι δικαιούχοι των εν λόγω μέτρων.

6.1.8.   Συμπέρασμα

(107)

Με βάση τα προαναφερθέντα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα μέτρα α έως κβ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 69 συνιστούν κρατική ενίσχυση.

6.2.   Ποσό της ενίσχυσης

6.2.1.   Ανακεφαλαιοποιήσεις της Anglo και της INBS

(108)

Τόσο η Anglo όσο και η INBS έλαβαν μεμονωμένες κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή διαφόρων ανακεφαλαιοποιήσεων. Η Anglo έλαβε συνολικό ποσό ύψους 29,3 δισεκατ. ευρώ μέσω τεσσάρων εισφορών κεφαλαίου (55). Η INBS έλαβε συνολικό ποσό ύψους 5,4 δισεκατ. ευρώ μέσω δύο εισφορών κεφαλαίου.

6.2.2.   Μέτρα αντιμετώπισης των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων της Anglo και της INBS

(109)

Τόσο η Anglo όσο και η INBS έχουν συμμετάσχει στη NAMA (μέτρα δ και ιγ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67). Όσον αφορά το ποσό της ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στα μέτρα για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, ήτοι τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων στη NAMA, αξίζει να σημειωθεί ότι στην παράγραφο 20 στοιχείο α) υποσημείωση 2 της ανακοίνωσης για την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων (εφεξής «ανακοίνωση για την αντιμετώπιση των ΑΠΣ») (56) το ποσό της ενίσχυσης στο πλαίσιο μέτρου αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της τιμής μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων και της αγοραίας τιμής. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί εκτίμηση της αγοραίας τιμής των καλυπτόμενων περιουσιακών στοιχείων, διότι τα περισσότερα είναι δάνεια τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών. Επιπρόσθετα, το πραγματικό ποσό της ενίσχυσης μπορεί να προσδιοριστεί μόνο κατόπιν πλήρους αξιολόγησης των μεταφερόμενων περιουσιακών στοιχείων από την Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 725/09 (57), η οποία θα οδηγήσει σε τελικά συμπεράσματα σχετικά με το ποσό της εν λόγω ενίσχυσης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πληροφορίες σχετικά με το ποσό της ενίσχυσης που συνδέονται με την πρώτη και δεύτερη δόση των δανείων που μεταφέρονται στη ΝΑΜΑ έχουν ήδη παρασχεθεί στην Επιτροπή, ενώ εκκρεμεί ακόμα η παροχή πληροφοριών για τις τελικές δόσεις.

(110)

Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες για την πρώτη και δεύτερη δόση των δανείων που μεταφέρθηκαν στη NAMA, μπορεί να διεξαχθεί μια σειρά συμπερασμάτων. Πρώτον, η ονομαστική αξία της πρώτης δόσης των δανείων εμπορικών ακινήτων που μετέφερε η Anglo στη NAMA ανερχόταν σε 9 251 εκατ. ευρώ. Στην εν λόγω μεταφορά περιλαμβανόταν ενίσχυση ύψους 870 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στο 9,4 % της ονομαστικής αξίας των μεταφερθέντων δανείων. Δεύτερον, στη δεύτερη δόση, η Anglo μετέφερε στη NAMA δάνεια ονομαστικής αξίας 6 747 εκατ. ευρώ. Στην εν λόγω μεταφορά περιλαμβανόταν ενίσχυση ύψους 427 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στο 6,3 % της ονομαστικής αξίας των μεταφερθέντων δανείων. Ως εκ τούτου, το μέσο ποσοστό ενίσχυσης επί της ονομαστικής αξίας των δανείων και για τις δύο δόσεις είναι 7,9 %. Αν αυτό το μέσο ποσοστό εφαρμοστεί στις ανεξόφλητες δόσεις (ύψους 19 δισεκατ. ευρώ), το ποσό ενίσχυσης για τις εν λόγω δόσεις υπολογίζεται σε περίπου 1,5 δισεκατ. ευρώ. Συνεπώς, το συνολικό ποσό της κρατικής ενίσχυσης που συνδέεται με τη μεταφορά των δανείων εμπορικών ακινήτων, των στεγαστικών και συναφών δανείων στη NAMA υπολογίζεται σε περίπου 2 797 εκατ. ευρώ (58).

(111)

Η INBS στην πρώτη δόση μετέφερε δάνεια ονομαστικής αξίας 669 εκατ. ευρώ. Στην εν λόγω μεταφορά περιλαμβανόταν ενίσχυση ύψους 70 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στο 10,5 % της ονομαστικής αξίας των μεταφερθέντων δανείων. Στο πλαίσιο της δεύτερης δόσης, η INBS μετέφερε δάνεια ονομαστικής αξίας 591 εκατ. ευρώ. Στην εν λόγω μεταφορά περιλαμβανόταν ενίσχυση ύψους 43,7 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στο 7,4 % της ονομαστικής αξίας των μεταφερθέντων δανείων. Ως εκ τούτου, το μέσο ποσοστό ενίσχυσης επί της ονομαστικής αξίας των δανείων και για τις δύο δόσεις είναι 9 %. Αν αυτό το μέσο ποσοστό εφαρμοστεί στις ανεξόφλητες δόσεις (ύψους 7,7 δισεκατ. ευρώ), το ποσό ενίσχυσης για τις εν λόγω δόσεις υπολογίζεται σε περίπου 693 εκατ. ευρώ. Συνεπώς, το συνολικό ποσό της κρατικής ενίσχυσης που συνδέεται με τη μεταφορά των δανείων εμπορικών ακινήτων, των στεγαστικών και συναφών δανείων από την INBS στη NAMA υπολογίζεται σε περίπου 806 εκατ. ευρώ (59).

(112)

Το ακριβές ποσό της κρατικής ενίσχυσης για τις ανεξόφλητες δόσεις θα επαληθευθεί σε μεταγενέστερο στάδιο, ωστόσο δεν είναι αναγκαίο να καταστεί γνωστό το ακριβές ποσό της ενίσχυσης των τελευταίων δόσεων προκειμένου να αξιολογηθεί η συμβατότητα του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης με τη Συνθήκη, διότι: i) ο τρόπος καθορισμού της τιμής μεταβίβασης έχει ήδη συμφωνηθεί από την Επιτροπή στην απόφασή της σχετικά με τη NAMA (60)· ii) τυχόν αλλαγές στο ποσό της ενίσχυσης δεν θα επηρεάσουν την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ενίσχυση στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης δεδομένων των ήδη υψηλών ποσών που περιλαμβάνονται και της εξόδου της Anglo και της INBS από την αγορά· και iii) ειδικότερα, μια αυξημένη ενίσχυση δεν θα σήμαινε αύξηση στη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από την εξυγίανση της συγχωνευμένης οντότητας, καθώς δεν θα συνεπαγόταν συμμετοχή της συγχωνευμένης οντότητας σε περισσότερες ανταγωνιστικές δραστηριότητες.

6.2.3.   Εγγυήσεις για την Anglo και την INBS

(113)

Η Anglo και η INBS έχουν ήδη συμμετάσχει στα προγράμματα εγγύησης CIFS και ELG (μέτρα α, γ, ζ, ι, ιβ και ιδ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67). Το ποσό των καλυπτόμενων υποχρεώσεων για κάθε ίδρυμα στο πλαίσιο και των δύο προγραμμάτων παρουσιάζει διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Anglo, το ποσό των καλυπτόμενων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του προγράμματος CIFS κορυφώθηκε αγγίζοντας τα […] δισεκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2008, ενώ μειώθηκε στα […] ευρώ στις 30 Ιουνίου 2010, εν μέρει λόγω της καθιέρωσης του προγράμματος ELG. Επιπρόσθετα, το ποσό των υποχρεώσεων της Anglo που καλύφθηκαν από το πρόγραμμα ELG έφτασε τα […] δισεκατ. ευρώ στις 31 Μαρτίου 2011 σημειώνοντας μείωση από το ανώτερο ποσό που άγγιζε τα […] δισεκατ. ευρώ στις 30 Ιουνίου 2010, γεγονός που οφειλόταν στη μεταφορά των καταθέσεων της Anglo στην Allied Irish Banks. Η ίδια τάση παρατηρείται και στην INBS.

(114)

Επιπροσθέτως τόσο η Anglo όσο και η INBS έχουν λάβει κρατικές εγγυήσεις για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας, ενώ η Anglo έχει ήδη λάβει κρατική εγγύηση […] για τις υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού.

(115)

Όσον αφορά τις εταιρείες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν μια τράπεζα δεν είναι σε θέση να αντλεί επαρκή δανειακά κεφάλαια χωρίς εγγυήσεις για την κάλυψη όλων των χρηματοδοτικών αναγκών της, το στοιχείο ενίσχυσης τέτοιων εγγυήσεων θα μπορούσε να αυξηθεί αγγίζοντας το επίπεδο της ονομαστικής τους αξίας. Είναι πρόδηλο ότι αυτό ακριβώς συνέβαινε όταν η Anglo και η INBS άρχισαν να χρησιμοποιούν το πρόγραμμα CIFS το 2008 και το πρόγραμμα ELG, καθώς και τις εγγυήσεις για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις το 2010 αλλά και την εγγύηση για τις επείγουσες ενισχύσεις υπό μορφή ρευστότητας, ενώ η Anglo έλαβε επίσης κρατική εγγύηση για τις υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού. Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε σημαντική επικάλυψη μεταξύ των διαφορετικών εγγυήσεων, πιο συγκεκριμένα, των προγραμμάτων CIFS και ELG, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλούς υπολογισμούς. Ταυτόχρονα, τα ποσά που καλύπτονταν από διάφορες εγγυήσεις σημείωσαν διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου (πρόγραμμα CIFS, πρόγραμμα ELG και επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας). Θα πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι η συμμετοχή των εν λόγω δύο τραπεζών σε προγράμματα κρατικής εγγύησης δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού της ενίσχυσης που σχετίζεται με το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό (εφεξής «RWA») προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται εκ βαθέων αναδιάρθρωση. Από την άλλη πλευρά δε, θα λαμβάνεται υπόψη το στοιχείο ενίσχυσης των εγγυήσεων στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, η Επιτροπή δεν έχει υπολογίσει το ποσό της ενίσχυσης που συνδέεται με τις εν λόγω κρατικές εγγυήσεις.

6.2.4.   Μέτρα ενίσχυσης για τη συγχωνευμένη οντότητα

(116)

Η συγχωνευμένη οντότητα […] περαιτέρω κεφάλαιο ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί το σενάριο ακραίων καταστάσεων.

(117)

Η συγχωνευμένη οντότητα επωφελείται επίσης από κρατικές εγγυήσεις για τις υπόλοιπες καταθέσεις, οι οποίες ανέρχονται σε ποσό έως 1 δισεκατ. ευρώ, από τις συναλλαγές εκτός ισολογισμού, που υπολογίζονται σε ανώτατο ακαθάριστο ποσό […], καθώς και από τη συνέχιση των κρατικών εγγυήσεων για τις επείγουσες ενισχύσεις υπό μορφή ρευστότητας ή άλλες παρόμοιες διευκολύνσεις που λαμβάνει, οι οποίες υπολογίζονται σε […] κατά την έναρξη της συγχώνευσης. Όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της κρατικής ενίσχυσης, η Επιτροπή φρονεί ότι ως προς τις εγγυήσεις που παρέχονται στη συγχωνευμένη οντότητα ισχύει το σκεπτικό της αιτιολογικής σκέψης 115.

6.2.5.   Συμπέρασμα για το ποσό της ενίσχυσης

(118)

Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Anglo έλαβε κρατική ενίσχυση υπό μορφή ανακεφαλαιοποιήσεων και μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία ύψους τουλάχιστον 32 δισεκατ. ευρώ (43,9 % του RWA). Η INBS έλαβε κρατική ενίσχυση υπό μορφή ανακεφαλαιοποιήσεων και μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία ύψους τουλάχιστον 6,2 δισεκατ. ευρώ (59 % του RWA). Τα εν λόγω επίπεδα υπερβαίνουν κατά πολύ το κατώτατο όριο της τάξεως του 2 % που επισημαίνεται στην ανακοίνωση για την ανακεφαλαιοποίηση (61) και την ανακοίνωση για την αντιμετώπιση των ΑΠΣ.

(119)

Τέλος, συμπεραίνεται ότι αν προστεθούν τα ποσά των ανακεφαλαιοποιήσεων και των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία προς όφελος της Anglo και της INBS, καθώς και το ποσό της ανακεφαλαιοποίηση της συγχωνευμένης οντότητας βάσει του σεναρίου ακραίων καταστάσεων, το συνολικό ποσό της κρατικής ενίσχυσης υπολογίζεται σε τουλάχιστον 41,5 δισεκατ. ευρώ (62).

6.3.   Συμβατότητα της ενίσχυσης

(120)

Κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης της Anglo και της INBS, θα πρέπει αρχικά να εκτιμηθεί το κατά πόσο εφαρμόζεται το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης προτού εκτιμηθεί το κατά πόσο το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης πληροί τις απαιτήσεις της ανακοίνωσης για την ανακεφαλαιοποίηση και της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης.

6.3.1.   Νομική βάση για την εκτίμηση της συμβατότητας

(121)

Το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να κρίνει μια ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά εάν προορίζεται για «την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους». Συναφώς, από το τελευταίο τρίμηνο του 2008 οι συνθήκες της αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν γίνει δυσμενείς. Ιδίως η Ιρλανδία έχει πληγεί σοβαρά από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Η οικονομική ύφεση σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών των ακινήτων και το άνοιγμα των ιρλανδικών τραπεζών σε έγγεια και στεγαστικά δάνεια έχουν οδηγήσει σε σημαντικές απομειώσεις για τις ιρλανδικές τράπεζες, οι οποίες αντιμετωπίζουν διαρκώς δυσκολίες απόκτησης χρηματοδότησης και κεφαλαίων από τις αγορές λόγω της αβεβαιότητας που συνδέεται με την αγορά ακινήτων στην Ιρλανδία. Ως εκ τούτου, το ιρλανδικό κράτος (κυριαρχίας) βρέθηκε επίσης υπό πίεση, γεγονός που οδήγησε στην κατάρτιση του προγράμματος για την υποστήριξη.

(122)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί να προκαλέσει σοβαρές διαταραχές στην οικονομία ενός κράτους μέλους και ότι τα μέτρα υποστήριξης των τραπεζών είναι κατάλληλα για την άρση της διαταραχής· η εν λόγω άποψη επιβεβαιώθηκε στην ανακοίνωση σχετικά με τις τραπεζικές υπηρεσίες (63), στην ανακοίνωση για την ανακεφαλαιοποίηση, στην ανακοίνωση για την αντιμετώπιση των ΑΠΣ και στην ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης. Όσον αφορά την ιρλανδική οικονομία, έχει επιβεβαιωθεί μέσω των διαφόρων αποφάσεων της Επιτροπής, οι οποίες εγκρίνουν τα μέτρα που έχουν αναληφθεί από την Ιρλανδία για την καταπολέμηση της χρηματοπιστωτικής κρίσης (64).

(123)

Δεδομένων των ιδιαίτερων συνθηκών που ισχύουν στην Ιρλανδία, σε συνδυασμό με τη βελτιωμένη, αλλά όχι ακόμα σταθεροποιημένη κατάσταση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η Επιτροπή φρονεί ότι τα μέτρα μπορούν να εξεταστούν δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης.

6.3.2.   Εκτίμηση της συμβατότητας

(124)

Η Anglo, η INBS και η συγχωνευμένη οντότητα έχουν επωφεληθεί και θα επωφεληθούν από διάφορα μέτρα κρατικής ενίσχυσης, η συμβατότητα των οποίων δεν έχει εκτιμηθεί προηγουμένως από την Επιτροπή. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν κρατικές εγγυήσεις για τις επείγουσες ενισχύσεις υπό μορφή ρευστότητας τόσο για την Anglo όσο και την INBS (μέτρα ιστ και ιζ που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 68), καθώς και κρατικές εγγυήσεις αλλά και ανακεφαλαιοποίηση στην περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων […] (μέτρα ιη έως κβ που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 69). Επιπρόσθετα, η Anglo και η INBS έχουν γίνει αποδέκτες μέτρων, τα οποία θεωρούνται μεν από την Επιτροπή συμβατά ως ενισχύσεις διάσωσης (μέτρα α έως ιε που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67), αλλά πρέπει να αξιολογηθούν προκειμένου να αποφασιστεί αν είναι συμβατά και ως ενισχύσεις αναδιάρθρωσης. Είναι αναγκαίο να εκτιμηθεί η συμβατότητα των εν λόγω μέτρων αλλά και του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο της ανακοίνωσης σχετικά με τις τραπεζικές υπηρεσίες, της ανακοίνωσης για την ανακεφαλαιοποίηση και της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης.

(125)

Μολονότι η Anglo και η INBS έχουν επωφεληθεί από τα μέτρα αρωγής για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία κατά τη μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων στη NAMA, η εξυγίανση της Anglo και της INBS από μόνη της δεν συνεπάγεται κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις της Anglo και της INBS θα συγχωνευθούν σε μία οντότητα, αποκλειστικά για την πλήρη ρύθμισή τους. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται εκτίμηση της συγχώνευσης και της εξυγίανσης των περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με την ανακοίνωση για την αντιμετώπιση των ΑΠΣ.

6.3.3.   Η εφαρμογή της ανακοίνωσης σχετικά με τις τραπεζικές υπηρεσίες και της ανακοίνωσης για την ανακεφαλαιοποίηση στα μέτρα ιστ έως κβ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 69

(126)

Σύμφωνα με το σημείο 15 της ανακοίνωσης σχετικά με τις τραπεζικές υπηρεσίες μια ενίσχυση ή ένα πρόγραμμα ενίσχυσης είναι συμβατό με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης όταν συμμορφώνεται με τα γενικά κριτήρια συμβατότητας του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης, γεγονός που συνεπάγεται συμμόρφωση με τους ακόλουθους όρους:

i)

καταλληλότητα: η ενίσχυση πρέπει να είναι καλά στοχοθετημένη ώστε να μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά ο στόχος της αντιμετώπισης σοβαρής διαταραχής της οικονομίας, γεγονός που δεν θα ήταν εφικτό αν τα μέτρα δεν ήταν κατάλληλα για την αντιμετώπιση της διαταραχής·

ii)

αναγκαιότητα: το μέτρο ενίσχυσης πρέπει, ως προς το ύψος και τη μορφή του, να είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου, απαίτηση που υποδηλώνει ότι το μέτρο ενίσχυσης πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό για την επίτευξη του στόχου και να λαμβάνει την πλέον κατάλληλη μορφή για την αντιμετώπιση της διαταραχής·

iii)

αναλογικότητα: τα θετικά αποτελέσματα του μέτρου ενίσχυσης πρέπει αντισταθμίζουν καταλλήλως τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, έτσι ώστε οι στρεβλώσεις αυτές να περιορίζονται στο ελάχιστο απαραίτητο προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του μέτρου.

(127)

Τα εν λόγω γενικά κριτήρια ισχύουν τόσο για τις ανακεφαλαιοποιήσεις όσο και για τις εγγυήσεις. Η ανακοίνωση για την ανακεφαλαιοποίηση διευκρινίζει περαιτέρω τις τρεις αρχές της ανακοίνωσης σχετικά με τις τραπεζικές υπηρεσίες και δηλώνει ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις μπορούν να συμβάλουν στην αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Συγκεκριμένα, στο σημείο 6 της ανακοίνωσης για την ανακεφαλαιοποίηση επισημαίνεται ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις ενδέχεται να αποτελούν την κατάλληλη λύση για τα προβλήματα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο αφερεγγυότητας.

i)   Καταλληλότητα των μέτρων

(128)

Στόχος της ανακεφαλαιοποίηση της συγχωνευμένης οντότητας σε περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων (μέτρο κ. που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69) είναι να διασφαλίσει επαρκές κεφάλαιο ώστε να συμμορφώνεται με τις ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, ενώ παράλληλα θα υποβάλει σε ρύθμιση τα χαρτοφυλάκια δανείων της Anglo και της INBS. Η εισφορά κεφαλαίου αποτελεί το πλέον αποδοτικό και σαφές μέτρο αντιμετώπισης του κεφαλαιακού ελλείμματος που μπορεί να προκύψει σύμφωνα με σενάριο ακραίων καταστάσεων, καθώς βελτιώνει απευθείας το συνολικό λόγο κεφαλαίου/υποχρεώσεων της συγχωνευμένης οντότητας.

(129)

[…]

(130)

Στόχος των κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν στην Anglo και στην INBS για τις επείγουσες ενισχύσεις υπό μορφή ρευστότητας (μέτρα ιστ και ιζ που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 68), καθώς και στη συγχωνευμένη οντότητα για τις υπόλοιπες καταθέσεις (μέτρο ιη που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69), τη χονδρική χρηματοδότηση (μέτρο κβ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69), όπως επίσης για την επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας (μέτρο κ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69) και για τις υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού (μέτρο ιθ που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 69) είναι να διασφαλίσουν ότι η χρηματοδότηση που λαμβάνει η συγχωνευμένη οντότητα είναι ασφαλής και ότι η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα παρουσιάσει αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της. Η χρηματοδότηση είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τόσο η Anglo όσο και η INBS διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση για να καλύψουν τα περιουσιακά στοιχεία τους, ενώ η χρηματοδότηση που λαμβάνει η συγχωνευμένη οντότητα καθιστά εφικτή τη ρύθμιση των χαρτοφυλακίων δανείων της Anglo και της INBS κατά τα επόμενα χρόνια. […].

(131)

Σε περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων η ανακεφαλαιοποίηση της συγχωνευμένης οντότητας ενδείκνυται διότι πληροί αποτελεσματικά τον στόχο της διασφάλισης της συμμόρφωσης της συγχωνευμένης οντότητας με τις ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Κατά συνέπεια, με αυτό το μέτρο επιτυγχάνεται αποτελεσματικά ο στόχος της πρόληψης της αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της συγχωνευμένης οντότητας.

(132)

Τα μέτρα εγγυήσεων είναι κατάλληλα διότι διασφαλίζουν ότι η Anglo και η INBS πριν από τη συγχώνευση, αλλά και ως συγχωνευμένη οντότητα αργότερα, θα έχουν επαρκή χρηματοδότηση για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους, ενώ προλαμβάνουν την πιθανή αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της συγχωνευμένης οντότητας.

(133)

Επιπρόσθετα, τα διαφορετικά μέτρα κρατικής ενίσχυσης διασφαλίζουν τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ιρλανδία.

ii)   Αναγκαιότητα – περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο

(134)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση σχετικά με τις τραπεζικές υπηρεσίες, το μέτρο ενίσχυσης πρέπει, ως προς το ύψος και τη μορφή του, να είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου. Αυτό σημαίνει ότι το ποσό της εισφοράς κεφαλαίου και των εγγυήσεων πρέπει να είναι το ελάχιστο δυνατό για την επίτευξη του στόχου. Στην προκειμένη περίπτωση, παρατηρείται ότι η εισφορά κεφαλαίου αποτελεί λύση μόνο σε περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων και περιορίζεται σε ποσό ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ. Η ανακεφαλαιοποίηση θα διασφαλίσει ότι η συγχωνευμένη οντότητα πληροί τις οικείες ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Οι κρατικές εγγυήσεις με τη σειρά τους θα διασφαλίσουν ότι η διαθέσιμη χρηματοδότηση προς τη συγχωνευμένη οντότητα επαρκεί για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της ως δυναμικής επιχείρησης.

(135)

Όσον αφορά την αμοιβή που καλείται να καταβάλει η συγχωνευμένη οντότητα για την ανακεφαλαιοποίηση, το κράτος δεν θα λάβει συγκεκριμένη αμοιβή για την ανακεφαλαιοποίηση. Η Anglo, η INBS και η συγχωνευμένη οντότητα επίσης δεν θα καταβάλουν ποσό έναντι της εγγύησης για τις επείγουσες ενισχύσεις υπό μορφή ρευστότητας, ενώ η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα καταβάλει ποσό έναντι της εγγύησης για τις υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού. Μετά τη λήξη του προγράμματος ELG, η συγχωνευμένη οντότητα θα διακόψει επίσης την καταβολή ποσού έναντι της εγγύησης για τη χονδρική χρηματοδότηση και τις καταθέσεις.

(136)

Όσον αφορά την ανακεφαλαιοποίηση, τα σημεία 15 και 44 της ανακοίνωσης για την ανακεφαλαιοποίηση διευκρινίζουν ότι σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις προβληματικών τραπεζών μπορούν να γίνουν βραχυπρόθεσμα αποδεκτές χαμηλότερες αμοιβές με την προϋπόθεση ότι το έλλειμμα της αμοιβής θα αντανακλάται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η συγχωνευμένη οντότητα κατ’ ουσία αποτελεί μέσο που διευκολύνει την ομαλή εξυγίανση της Anglo και της INBS. Δεν θα εκτελεί οικονομικές δραστηριότητες πέραν εκείνων που είναι απαραίτητες για τη ρύθμιση του χαρτοφυλακίου των δανείων. Η Ιρλανδία έχει παράσχει τις απαραίτητες σχετικές δεσμεύσεις (βλέπε ενότητα 2.3.2). Η Anglo και η INBS θα εξαφανιστούν από τις ιρλανδικές αγορές δανειοδότησης και καταθέσεων. Θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια τέτοιου είδους αναδιάρθρωση αντισταθμίζει την έλλειψη αμοιβής. Τέλος, η Anglo και η INBS έχουν εθνικοποιηθεί πλήρως και οι αντίστοιχοι μέτοχοι και των δύο ιδρυμάτων έχουν απολέσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους. Ως εκ τούτου, τυχόν έσοδα που θα προκύψουν μετά την ολοκλήρωση της εξυγίανσης της συγχωνευμένης οντότητας θα εισρεύσουν το κράτος.

(137)

Στο σημείο 26 της ανακοίνωσης σχετικά με τις τραπεζικές υπηρεσίες προβλέπεται ότι για τα προγράμματα εγγυήσεων θα πρέπει να καταβάλλεται κατάλληλο ποσό, το ύψος του οποίου καθορίζεται στο μέτρο του δυνατού από την αγοραία τιμή, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τις δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι δικαιούχοι κατά την καταβολή των ποσών που θα πρέπει κανονικά να τους χρεωθούν. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 135, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συγχωνευμένη οντότητα θα αναλάβει την εξυγίανση της Anglo και της INBS. Στην προκειμένη περίπτωση συνάγεται το συμπέρασμα ότι η μη καταβολή ποσού για την εγγύηση από πλευράς της συγχωνευμένης οντότητας είναι δικαιολογημένη.

(138)

Συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ανακεφαλαιοποίηση της συγχωνευμένης οντότητας σε περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων, καθώς και οι κρατικές εγγυήσεις υπέρ της Anglo, της INBS και της συγχωνευμένης οντότητας είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλιστεί αφενός η κεφαλαιακή επάρκεια και αφετέρου η επάρκεια της διαθέσιμης χρηματοδότησης ενώ παράλληλα μειώνεται ο πιθανός κίνδυνος αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της συγχωνευμένης οντότητας. Προκειμένου να διατηρηθεί η ενίσχυση στο ελάχιστο, δικαιολογείται η μη καταβολή αμοιβής για τα μέτρα ενίσχυσης στο πλαίσιο της εξυγίανσης της Anglo και της INBS από τη συγχωνευμένη οντότητα.

iii)   Αναλογικότητα – μέτρα που περιορίζουν τις δευτερογενείς αρνητικές επιπτώσεις

(139)

Η συγχωνευμένη οντότητα θα διασφαλίσει την εξυγίανση της Anglo και της INBS, γεγονός που θα οδηγήσει στην έξοδο και των δύο ιδρυμάτων από τις ιρλανδικές αγορές καταθέσεων και δανειοδότησης. Όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 105, η συγχωνευμένη οντότητα θα εκτελεί περιορισμένες οικονομικές δραστηριότητες προκειμένου να ρυθμίσει τα χαρτοφυλάκια δανείων της Anglo και της INBS. Η Επιτροπή αξιολογεί θετικά το γεγονός ότι η Ιρλανδία έχει παράσχει τις απαραίτητες δεσμεύσεις για να διασφαλίσει ότι οι οικονομικές δραστηριότητες της συγχωνευμένης οντότητας θα περιοριστούν στο ελάχιστο. Η χορήγηση δανείων από τη συγχωνευμένη οντότητα θα γίνεται αποκλειστικά για λόγους διαχείρισης των κληροδοτημένων χαρτοφυλακίων των δανείων της Anglo και της INBS (αναδιάρθρωση των δανείων, διατήρηση της διασφαλιστικής αξίας) και θα υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς. Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα συλλέγει καταθέσεις ούτε θα συμμετέχει σε νέες δραστηριότητες. Συνεπώς, η στρέβλωση του ανταγωνισμού που απορρέει από τη σημαντική ενίσχυση προς την Anglo, την INBS και τη συγχωνευμένη οντότητα θα είναι περιορισμένη.

(140)

Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι: i) η ανακεφαλαιοποίηση της συγχωνευμένης οντότητας σε περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων, αλλά και οι εγγυήσεις είναι κατάλληλες για τη διασφάλιση της εξυγίανσης της Anglo και της INBS· ii) η Anglo και η INBS θα εξέλθουν από τις ιρλανδικές αγορές καταθέσεων και δανειοδότησης· iii) το γεγονός ότι οι επενδύσεις στην Anglo, στην INBS και στη συγχωνευμένη οντότητα δεν θα συνοδεύονται από αντίστοιχη αμοιβή ή θετικές αποδόσεις είναι δικαιολογημένο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες· και iv) επιστρατεύονται επαρκή μέτρα για τον περιορισμό των δευτερογενών αρνητικών επιπτώσεων για άλλους ανταγωνιστές.

6.3.4.   Η εφαρμογή της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης

(141)

Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης καθορίζει τις διατάξεις κρατικών ενισχύσεων που εφαρμόζονται στην αναδιάρθρωση χρηματοπιστωτικών οργανισμών στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης, για να είναι συμβιβάσιμη με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, η αναδιάρθρωση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης πρέπει να:

i)

οδηγεί στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της τράπεζας ή στην ομαλή εκκαθάριση της τράπεζας·

ii)

περιλαμβάνει επαρκή ίδια συμμετοχή του δικαιούχου (επιμερισμός του βάρους)·

iii)

περιέχει επαρκή μέτρα που περιορίζουν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

6.3.4.1.   Ομαλή εξυγίανση της συγχωνευμένης οντότητας

(142)

Το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης αποσκοπεί στην εξυγίανση της Anglo και της INBS από τη συγχωνευμένη οντότητα με ομαλό τρόπο. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται αξιολόγηση της βιωσιμότητας της συγχωνευμένης οντότητας.

(143)

Το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης παρουσιάζει την ομαλή εξυγίανση της Anglo και της INBS βάσει κρατικής στήριξης. Τα κληροδοτημένα χαρτοφυλάκια δανείων και των δύο τραπεζών θα υποβληθούν σε ρύθμιση για διάστημα δέκα ετών. Η Ιρλανδία έχει υπολογίσει τις απαιτούμενες εισφορές κεφαλαίου […] προκειμένου να παράσχει επαρκείς εγγυήσεις έναντι τυχόν κινδύνων αθέτησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων. Επιπλέον, η συγχωνευμένη οντότητα θα επωφεληθεί από τις κρατικές εγγυήσεις ώστε να επιδιώξει την εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών για τη ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων της Anglo και της INBS.

(144)

Συνεπώς, οι συνθήκες που επικρατούν είναι κατάλληλες για την ομαλή ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων της συγχωνευμένης οντότητας.

6.3.4.2.   Ίδια συνεισφορά/επιμερισμός των βαρών

(145)

Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης επισημαίνει ότι απαιτείται κατάλληλη συνεισφορά από τον δικαιούχο προκειμένου να περιοριστεί η ενίσχυση στο ελάχιστο και να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού αλλά και το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. Προς τούτο: α) περιορίζονται τόσο οι δαπάνες αναδιάρθρωσης όσο και το ποσό της ενίσχυσης και β) απαιτείται σημαντική ίδια συνεισφορά.

α)   Περιορισμός των δαπανών αναδιάρθρωσης και του ποσού της ενίσχυσης

(146)

Σύμφωνα με τις αρχές της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο και οι τράπεζες θα πρέπει πρώτα να χρησιμοποιούν τους ίδιους πόρους για τη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης.

(147)

Η Ιρλανδία αποφάνθηκε ότι η Anglo και η INBS δεν πρέπει να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους λόγω των σημαντικών απωλειών και των δύο ιδρυμάτων αλλά και της αβεβαιότητας που θα επιφέρει η συνέχιση των δραστηριοτήτων τους στην αγορά. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος διατρέχει τον κίνδυνο να υποχρεωθεί σε διαρκείς καταβολές εισφορών κεφαλαίου στην Anglo και στην INBS για το διάστημα που οι δύο τράπεζες παραμένουν ενεργές προκειμένου να καλύπτει τις απώλειες και να διασφαλίζει ότι και τα δύο ιδρύματα πληρούν τις νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται από τη χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή (Financial Regulator). Επιλέγοντας την εξυγίανση και των δύο τραπεζών, η Ιρλανδία έθεσε τέλος στην κερδοσκοπία της αγοράς ως προς την Anglo και την INBS και αποκρυστάλλωσε το κόστος της κρατικής υποστήριξης προς τα συγκεκριμένα ιδρύματα.

(148)

Η εν λόγω απόφαση της Ιρλανδίας σε συνδυασμό με τις δεσμεύσεις που περιγράφονται στην ενότητα 2.3.2 θα διασφαλίσουν ότι η ενίσχυση δεν χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων, οι οποίες θα απαιτούσαν κεφάλαιο και χρηματοδότηση και συνεπώς, συμβάλλει στον περιορισμό του ποσού της ενίσχυσης στο ελάχιστο. Ειδικότερα, η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα συμμετάσχει σε νέες δανειοδοτήσεις και θα περιορίσει τις δραστηριότητές της στη διαχείριση του κληροδοτημένου χαρτοφυλακίου δανείων της Anglo και INBS με αυστηρούς περιορισμούς.

(149)

Στο πλαίσιο της εξυγίανσης τόσο της Anglo όσο και της INBS, η Ιρλανδία αποφάσισε να προβεί σε συγχώνευση των δύο οντοτήτων προκειμένου να διαχειρίζεται μόνο ένα μέσο εξυγίανσης, λύση που είναι πιθανό να δημιουργήσει συνέργειες όσον αφορά τη ρύθμιση των χαρτοφυλακίων δανείων και τη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων και της χρηματοδότησης. Αν και περιορισμένης εμβέλειας, οι εν λόγω συνέργειες θα διευκολύνουν τη διαδικασία ρύθμισης των περιουσιακών στοιχείων. […] Στη συγκεκριμένη περίπτωση η συγχώνευση των δύο οντοτήτων περιορίζει το κεφάλαιο εισφοράς που καλείται να καταβάλει η Ιρλανδίας προς τις εν λόγω τράπεζες.

(150)

Εν γένει, η συγχώνευση των δύο τραπεζών θα απλουστεύσει τη δομή της εξυγίανσης και έχει τη δυναμική να μειώσει τις δομικές δαπάνες, αν και σε περιορισμένο βαθμό.

(151)

Εναλλακτικά, η Ιρλανδία θα μπορούσε να λάβει υπόψη το ενδεχόμενο άμεσης ρευστοποίησης της Anglo και της INBS. Ωστόσο, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η λύση της ρευστοποίησης θα ήταν πιο δαπανηρή από την ομαλή εξυγίανση και θα απαιτούσε υψηλότερη κρατική ενίσχυση. […].

(152)

Όσον αφορά τα εμπορικά δάνεια που μεταφέρθηκαν στη συγχωνευμένη οντότητα από την Anglo, το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει απομειώσεις της ονομαστικής αξίας […] (65). Σύμφωνα με τα επίπεδα έκπτωσης βάσει των εκτιμήσεων των συμβούλων της Anglo σε θέματα αγοράς τον Μάιο του 2010, η έκτακτη εκποίηση των δανείων εκτός NAMA από την Anglo θα οδηγούσε σε σημαντικά υψηλότερες απώλειες από εκείνες που αναμένονται από την ομαλή ρύθμιση του χαρτοφυλακίου των δανείων ([…]) (66). Συνολικά, η άμεση ρευστοποίηση της Anglo θα συνεπαγόταν μεγαλύτερες απώλειες από εκείνες που θα σημειώνονταν σε περίπτωση μακροπρόθεσμης ρύθμισης. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ειδικότερα όσον αφορά τα ιρλανδικά δάνεια, δεν έχουν πραγματοποιηθεί συναλλαγές τέτοιου μεγέθους. Συνεπώς, όλοι οι αριθμοί αποτελούν εκτιμήσεις που στηρίζονται στην κρίση των εμπειρογνωμόνων και άρα στην περίπτωση εσπευσμένης πώλησης τίποτα δεν διασφαλίζει ότι θα μπορούσε να βρεθεί αγοραστής για τέτοιο υπέρογκο ποσό περιουσιακών στοιχείων, ακόμα και αν οι τιμές ήταν εξαιρετικά χαμηλές.

(153)

Σε περίπτωση ρευστοποίησης, τα έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων θα καταβάλλονταν για την εξόφληση των κατά προτεραιότητα (senior) κατόχων ομολόγων και καταθετών, καθώς και για την εξόφληση των χρηματοδοτήσεων των ΕΚΤ/CBI που καλύπτονται από κρατική εγγύηση. […].

(154)

Στην Anglo, ποσό ύψους περίπου […] δισεκατ. ευρώ μη προστατευόμενου χρέους δεν καλύπτεται από κρατική εγγύηση (67). […]. Το υπόλοιπο μη προστατευόμενο χρέος στην Anglo (ύψους περίπου 3 δισεκατ. ευρώ) καλύπτεται από κρατική εγγύηση και οι αντίστοιχοι κάτοχοι χρεωστικών τίτλων θα πληρωνόταν στο άρτιο από το κράτος. Συνεπώς, στην περίπτωση ρευστοποίησης η καθαρή συνεισφορά των κατά προτεραιότητα (senior) κατόχων μη προστατευμένων ομολόγων θα ανέρχεται το πολύ σε […] δισεκατ. ευρώ, ποσό μικρότερο από τις πρόσθετες απώλειες που αναμένεται να σημειωθούν με την πρακτική έκτακτης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της Anglo.

(155)

Επιπρόσθετα, η ρευστοποίηση πιθανότατα συνεπάγεται απώλειες για τους κατόχους δευτερευουσών οφειλών. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι δευτερεύουσες οφειλές έχουν επαναγοραστεί τα τελευταία χρόνια και ότι οι ανεξόφλητες δευτερεύουσες οφειλές που απομένουν είναι μικρές, οι εν λόγω απώλειες δεν θα αντιστάθμιζαν την πρόσθετη κρατική ενίσχυση που απαιτείται για την εξόφληση των υπόλοιπων κατόχων μη προστατευμένων ομολόγων που έχουν μεγαλύτερη προτεραιότητα (senior) (68).

(156)

Εν κατακλείδι, η ταχεία ρευστοποίηση του χαρτοφυλακίου δανείων, με την προϋπόθεση ότι είναι εφικτή —στοιχείο καθόλου σίγουρο— αναμένεται ότι θα επιβάρυνε την Ιρλανδία περισσότερο απ’ ό,τι η δεκαετής ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων της Anglo και της INBS, στο πλαίσιο της οποίας θα διατεθούν τα περιουσιακά στοιχεία που είναι ευκολότερο να πουληθούν πρώτα ενώ τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία δεν υπάρχουν αγορές θα διατηρηθούν για αρκετά χρόνια.

(157)

Παρόμοιοι προβληματισμοί με εκείνους για την Anglo ισχύουν και για την INBS όσον αφορά το κληροδοτημένο χαρτοφυλάκιο εμπορικών δανείων της τράπεζας (το οποίο μεταφέρθηκε στη NAMA σχεδόν στο ακέραιο). Η μεγάλη πλειονότητατων υποχρεώσεων της INBS καλύπτεται επίσης από εγγύηση της Ιρλανδίας (69).

(158)

Όσον αφορά το κληροδοτημένο χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων της INBS στο σχέδιο αναδιάρθρωσης της INBS, η Ιρλανδία επισήμανε ότι με βάση την ποιότητα του χαρτοφυλακίου και τις διαθέσιμες πληροφορίες της αγοράς σε θέματα συναλλαγών με παρόμοια περιουσιακά στοιχεία καλύτερης ποιότητας στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο […], είναι εύλογο να αναμένεται υψηλή έκπτωση σε βραχυπρόθεσμες συναλλαγές σε σχέση με το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων της INBS.

(159)

Το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει συνολικές απώλειες στο χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων της INBS ύψους περίπου […], με βάση απομειώσεις […]. Αν το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων πωλούνταν το 2011, […]. Το όφελος της ομαλής εξυγίανσης της INBS θα μπορούσε να μειωθεί αν προσφερόταν υψηλότερη από το αναμενόμενο έκπτωση στο χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων. Ωστόσο, η έκπτωση είναι πιθανό να […].

(160)

Συνάγεται συνεπώς το συμπέρασμα ότι η ομαλή εξυγίανση της Anglo και της INBS ως συγχωνευμένης οντότητας περιορίζει τις δαπάνες της αναδιάρθρωσης και το ποσό της κρατικής ενίσχυσης στο ελάχιστο απαραίτητο.

β)   Σημαντική ίδια συνεισφορά

(161)

Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την ίδια συνεισφορά της δικαιούχου τράπεζας στο στάδιο αναδιάρθρωσης: i) η δικαιούχος τράπεζα πρέπει να συμβάλει στη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης με όσο το δυνατόν περισσότερους ίδιους πόρους, π.χ. μέσω της πώλησης περιουσιακών στοιχείων· και ii) το κόστος της αναδιάρθρωσης πρέπει να βαρύνει επαρκώς και όσους έχουν επενδύσει στην τράπεζα, απορροφώντας τις ζημίες με το διαθέσιμο κεφάλαιο και καταβάλλοντας την κατάλληλη αμοιβή για τις κρατικές παρεμβάσεις. Ο στόχος καταμερισμού των επιβαρύνσεων είναι διττός: να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να αντιμετωπιστεί ο ηθικός κίνδυνος (70).

i)   Ίδια συνεισφορά των οικείων ιδρυμάτων

(162)

Στην παρούσα εξυγίανση της Anglo και της INBS, η ίδια συνεισφορά και των δύο ιδρυμάτων για την αναδιάρθρωσή τους μεγιστοποιείται επειδή όλα τα περιουσιακά στοιχεία είναι προς πώληση ενώ το σύνολο των εσόδων περιέρχονται στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης. Ωστόσο, η αξία των περιουσιακών στοιχείων είναι τόσο υποβαθμισμένη που τα έσοδα της πώλησής τους είναι ελάχιστα σε σχέση με το ποσό της εισφοράς κεφαλαίου και στις δύο τράπεζες.

(163)

Επιπλέον, αμφότερες οι τράπεζες έχουν πουλήσει τα βιβλιάρια καταθέσεων.

ii)   Επιμερισμός των βαρών από μετόχους και πιστωτές με μειωμένη διασφάλιση

(164)

Όσον αφορά τον επιμερισμό των βαρών, σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης, το κόστος αναδιάρθρωσης δεν επιβαρύνει μόνο το κράτος, αλλά και τους πρώην επενδυτές και μετόχους της τράπεζας.

(165)

Στην ιδιαίτερη περίπτωση της Anglo, οι ιδιώτες μέτοχοι έχουν διαγραφεί παντελώς και η τράπεζα έχει υποβληθεί σε πλήρη εθνικοποίηση.

(166)

Όσον αφορά την INBS, πριν από την κρατική ανακεφαλαιοποίηση η INBS ήταν στην κατοχή των μελών της. Ειδικότερα, οι μέτοχοι (άτομα με λογαριασμούς καταθέσεων στην INBS) διατηρούσαν δικαίωμα στα κέρδη από πλεονάζοντα περιουσιακά στοιχεία που προέκυπταν από τυχόν μετατροπή της αλληλοασφαλιστικής εταιρείας σε άλλης μορφής εταιρεία (μετατροπή της INBS σε κανονική τράπεζα), εκκαθάριση ή διάλυση της εταιρείας. Μετά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση της INBS, το κράτος ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της INBS μέσω της έκδοσης μετοχών ειδικών επενδύσεων, με τις οποίες τα μέλη απώλεσαν κάθε δικαίωμα σε κέρδη από πλεονάζοντα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία περιήλθαν στο κράτος (όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση της πώλησης της INBS). Ως αποτέλεσμα, τα οικονομικά δικαιώματα των μετόχων διαγράφηκαν πλήρως.

(167)

Τόσο οι μέτοχοι της Anglo όσο και τα μέλη της INBS έχουν συνεπώς συνεισφέρει στο μέγιστο βαθμό διαβιβάζοντας τον έλεγχο και την ιδιοκτησία των ιδρυμάτων στο κράτος.

(168)

Οι κάτοχοι δευτερευουσών οφειλών έχουν συνεισφέρει επίσης σε σημαντικό βαθμό στην αναδιάρθρωση μέσω δύο πράξεων διαχείρισης παθητικού (Liability Management Exercises, εφεξής «LME») στην περίπτωση της Anglo και μιας LME στην περίπτωση της INBS. Στην περίπτωση της Anglo, οι δύο πράξεις που υλοποιήθηκαν τον Αύγουστο του 2009 και τον Δεκέμβριο του 2010 αντιστοίχως, αποκρυστάλλωσαν μεγάλες απώλειες για τους μετόχους, παρήγαγαν άτοκα κέρδη ύψους περίπου 3,5 δισεκατ. ευρώ και εξασφάλισαν στην τράπεζα πρόσθετο βασικό κεφάλαιο κατηγορίας ένα (71). Στο πλαίσιο της LME που υλοποιήθηκε το 2009 από την INBS, οι κάτοχοι ομολόγων αντάλλαξαν τα χρεόγραφά τους με έκπτωση 42 %, απελευθερώνοντας έτσι στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα βασικό μετοχικό κεφάλαιο κατηγορίας 1 ύψους 112 εκατ. ευρώ.

(169)

Συνολικά, οι δευτερεύουσες υποχρεώσεις της συγχωνευμένης οντότητας θα ανέρχονται σε 500 εκατ. ευρώ (από τις 31 Δεκεμβρίου 2010), ποσό πολύ χαμηλότερο από τις δευτερεύουσες οφειλές της Anglo και της INBS την 31η Δεκεμβρίου 2008 (5 δισεκατ. ευρώ και 300 εκατ. ευρώ αντιστοίχως), γεγονός που αντανακλά τις μαζικές απώλειες των κατόχων ομολόγων μη προνομιακής ικανοποίησης. Η Ιρλανδία δεσμεύτηκε επίσης ότι η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα πληρώσει τοκομερίδια ούτε θα ασκήσει το δικαίωμα αγοράς χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης και υβριδικών κεφαλαιακών μέσων, εκτός και αν φέρει σχετική νομική υποχρέωση.

(170)

Δεδομένου του εξαιρετικά υψηλού ποσού κρατικής ενίσχυσης που έλαβαν τα δύο ιδρύματα σε σχέση με το μέγεθός τους και του αντίστοιχου κόστους για το κράτος, είναι θεμιτό να αξιολογηθεί αν είναι εφικτός ο επιμερισμός των βαρών από διασφαλισμένους πιστωτές. Στην Ιρλανδία οι κατά προτεραιότητα (senior) κάτοχοι ομολόγων κατέχουν τον ίδιο βαθμό προτεραιότητας με τους κατόχους λογαριασμών καταθέσεων. […]. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η ρευστοποίηση των τραπεζών θα οδηγούσε στην ανάγκη εύρεσης σημαντικά υψηλότερων κρατικών ενισχύσεων και σε ενδεχόμενες δαπάνες για τον φορολογούμενο. Έως σήμερα, η Επιτροπή δεν έχει λάβει λεπτομερή πρόταση τρόπου συμμετοχής των διασφαλισμένων πιστωτών […] στον επιμερισμό των βαρών χωρίς παράλληλη αύξηση του κόστους της εξυγίανσης για το κράτος.

(171)

Συνάγεται εν γένει το συμπέρασμα ότι στο τρέχον νομικό πλαίσιο, η ίδια συνεισφορά της Anglo και της INBS στην ομαλή εξυγίανση πληροί τους όρους που προβλέπονται στην ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης.

6.3.4.3.   Μέτρα που περιορίζουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού

(172)

Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι τα μέτρα που περιορίζουν τις στρεβλώσεις πρέπει να αποτελούν συνάρτηση του ποσού της ενίσχυσης και της παρουσίας των ιδρυμάτων-αποδεκτών της ενίσχυσης στις αγορές μετά την αναδιάρθρωση.

(173)

Όπως περιγράφεται προηγουμένως στην ενότητα 6.2.5, το ποσό που έλαβε η Anglo, η INBS και ο διάδοχός τους, η συγχωνευμένη οντότητα, είναι ιδιαίτερα υψηλό τόσο σε απόλυτα ποσά όσο και συγκριτικά με το μέγεθος και το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό (RWA) των ιδρυμάτων, γεγονός που αντανακλά το μέγεθος του ελλείμματος των εν λόγω ιδρυμάτων.

(174)

Ταυτόχρονα, η στρέβλωση του ανταγωνισμού είναι περιορισμένη καθώς τα ιδρύματα θα προβούν σχεδόν σε πλήρη έξοδο από όλες τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνταν. Οι εμπορικές δραστηριότητες της συγχωνευμένης οντότητας θα περιορίζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Ιρλανδίας, που περιγράφονται στην ενότητα 2.3.2. Η συγχωνευμένη οντότητα θα προβεί σε ρύθμιση των κληροδοτημένων χαρτοφυλακίων δανείων της Anglo και της INBS και δεν θα συμμετάσχει σε νέες δραστηριότητες. Θα διακόψει επίσης τη συλλογή των καταθέσεων (72). Όλες οι δεσμεύσεις της Ιρλανδίας θα ισχύουν και θα εφαρμόζονται έως την πλήρη ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων.

(175)

Οι ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις αποσκοπούν να αποσαφηνίσουν τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω δεσμεύσεις της Ιρλανδίας διασφαλίζουν ότι οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού περιορίζονται στο ελάχιστο.

(176)

Η Επιτροπή αξιολογεί θετικά τη δέσμευση της Ιταλίας να απαγορέψει στη συγχωνευμένη οντότητα να αναπτύξει νέες δραστηριότητες και να εισαχθεί σε νέες αγορές. Η συγχωνευμένη οντότητα θα προβεί αποκλειστικά σε ρύθμιση του κληροδοτημένου χαρτοφυλακίου δανείων της Anglo και της INBS και μετά την ολοκλήρωση της ρύθμισης των κληροδοτημένων περιουσιακών στοιχείων, θα ρευστοποιηθεί.

(177)

Επιπρόσθετα, η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα μπορεί να προβεί σε αγορά ή συμμετοχή σε άλλες εταιρείες, γεγονός που την αποκόπτει από κρατικούς πόρους για την επέκταση των δραστηριοτήτων της.

(178)

Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα χορηγεί δάνεια σε νέους πελάτες και θα περιορίσει τις δανειοδοτικές της δραστηριότητες στη διαχείριση του κληροδοτημένου χαρτοφυλακίου δανείων της Anglo και της INBS. Η συγχωνευμένη οντότητα θα διαχειριστεί ενεργά το χαρτοφυλάκιο δανείων κατά τρόπο που μεγιστοποιεί την ΚΠΑ των περιουσιακών στοιχείων, συνήθη εμπορική πρακτική για όλες τις δυναμικές τράπεζες.

(179)

Όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο εμπορικών δανείων, ενεργή διαχείριση μπορεί επίσης να σημαίνει περιορισμένο πρόσθετο δανεισμό προς συγκεκριμένο δανειολήπτη για την ολοκλήρωση ή τη βελτίωση ακίνητης περιουσίας εφόσον η ενέργεια αυτή διατηρεί ή αυξάνει την ΚΠΑ του περιουσιακού στοιχείου. Ωστόσο, η ενεργή διαχείριση είναι περιορισμένη, υπό την έννοια ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου του σχεδίου το χαρτοφυλάκιο εμπορικών δανείων της συγχωνευμένης οντότητας σε κανένα έτος δεν δύναται να υπερβαίνει τις προβλέψεις του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης κατά ποσό μεγαλύτερο των […]. Επιπλέον, το συνολικό ανώτατο όριο (οροφή) της αύξησης του χαρτοφυλακίου εμπορικών δανείων απαρτίζεται από πολλά πρόσθετα ανώτατα όρια που ισχύουν για συγκεκριμένους δανειολήπτες, όπως περιγράφεται στην ενότητα 2.3.2.

(180)

Επιπλέον, η Ιρλανδία έχει δεσμευτεί ότι δεν θα χορηγηθεί κανένα πρόσθετο στεγαστικό ενυπόθηκο δάνειο σε σχέση με το κληροδοτημένο χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων της INBS (εκτός αν υφίσταται σχετική σύμβαση που δεσμεύει την τράπεζα). Η διαχείριση του χαρτοφυλακίου δανείων θα διεξαχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοποιηθεί η ΚΠΑ ενώ η χορήγηση νέων δανείων θα είναι αυστηρά περιορισμένη, με ανώτατο όριο (οροφή) χορήγησης περαιτέρω ενυπόθηκων δανείων τα 20 εκατ. ευρώ για την περίοδο από το 2011 έως το 2012 και, έπειτα, τα 5 εκατ. ευρώ ετησίως. Τα εν λόγω ανώτερα όρια (μέσο ετήσιο ύψος 10 εκατ. ευρώ το 2011 και το 2012 και, έπειτα, 5 εκατ. ευρώ) αντιστοιχούν σε ποσό μικρότερο του 1 % της ονομαστικής αξίας του χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων της συγχωνευμένης οντότητας, γεγονός που παρεμποδίζει την επέκταση των δραστηριοτήτων της στην αγορά ενυπόθηκων δανείων.

(181)

Συνολικά, το ανώτατο όριο (οροφή) του χαρτοφυλακίου δανείων, καθώς επίσης και οι δεσμεύσεις της Ιρλανδίας θα διασφαλίσουν ότι η διαχείριση των κληροδοτημένων χαρτοφυλακίων δανείων της Anglo και της INBS διενεργείται κατά τρόπο συνετό με στόχο τη μεγιστοποίηση των αποδόσεών τους και την παρεμπόδιση της συμμετοχής της συγχωνευμένης οντότητας σε νέες δανειοδοτικές δραστηριότητες με νέους ή υφιστάμενους πελάτες. Ως εκ τούτου, οι εμπορικές δραστηριότητες της συγχωνευμένης οντότητας θα περιοριστούν στο ελάχιστο αναγκαίο ενώ οι δεσμεύσεις της Ιρλανδίας θα διασφαλίσουν ότι οι δραστηριότητες της συγχωνευμένης οντότητας δεν εγείρουν σημαντικές ανησυχίες όσον αφορά τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

(182)

Σύμφωνα με το πρόγραμμα για την υποστήριξη, η πώληση καταθέσεων της Anglo και της INBS ύψους περίπου 12,2 δισεκατ. ευρώ και των ομολόγων NAMA ύψους περίπου 15,9 δισεκατ. ευρώ και των δύο οντοτήτων ολοκληρώθηκε την 24η Φεβρουαρίου 2011 (βλέπε ενότητα 2.3.1.1).

(183)

Ωστόσο, η συγχωνευμένη οντότητα διατηρούσε καταθέσεις ύψους έως 1 δισεκατ. ευρώ την ημερομηνία της μεταφοράς των καταθέσεων.

(184)

Πιο συγκεκριμένα, ορισμένες εταιρικές καταθέσεις διατηρούνται ως εγγύηση για δάνεια που χορηγούνται σε διάφορα εταιρικά ιδρύματα (μεταβατικοί λογαριασμοί εισοδήματος). Η διατήρηση αυτών των καταθέσεων εμπίπτει στις συμβατικές δανειοδοτικές ρυθμίσεις μεταξύ των ιδρυμάτων και ορισμένων πελατών τους και επομένως εντάσσεται στην ομαλή ρύθμιση των χαρτοφυλακίων δανείων της Anglo και της INBS. Ωστόσο, οι δραστηριότητες της συγχωνευμένης οντότητας θα είναι περιορισμένες, καθώς δεν θα συλλέγει καταθέσεις νέων πελατών ενώ οι καταθέσεις που θα συνεχίσει να διατηρεί σταδιακά θα αποδεσμευθούν.

(185)

Η συγχωνευμένη οντότητα θα μειώσει τις καταθέσεις που της απομένουν περίπου ταυτόχρονα με την εκκαθάριση των οικείων ή συνδεόμενων περιουσιακών στοιχείων (ή αν δεν σχετίζονται ούτε συνδέονται με περιουσιακά στοιχεία, περίπου ταυτόχρονα με την εκκαθάριση του χαρτοφυλακίου καθαρών δανείων). Επιπρόσθετα, η Ιρλανδία δεσμεύτηκε ότι το βιβλιάριο καταθέσεων της συγχωνευμένης οντότητας σε καμία περίπτωση δεν θα υπερβαίνει τις προβλέψεις του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης κατά ποσό μεγαλύτερο των 200 εκατ. ευρώ.

(186)

Εν κατακλείδι, οι εμπορικές δραστηριότητες της συγχωνευμένης οντότητας στην αγορά καταθέσεων έχουν μειωθεί δραματικά περιοριζόμενες αυστηρά στο ελάχιστο απαραίτητο για την ομαλή ρύθμιση των κληροδοτημένων χαρτοφυλακίων δανείων της Anglo και της INBS. Ως εκ τούτου, οι δεσμεύσεις της Ιρλανδίας εγγυώνται ότι οι καταθέσεις της συγχωνευμένης οντότητας δεν θα οδηγήσουν σε σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού στην ιρλανδική αγορά καταθέσεων.

(187)

Συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα ασυνήθιστα υψηλά ποσά κρατικής ενίσχυσης δεν προκαλούν δυσανάλογες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, καθώς αντισταθμίζονται από αντίστοιχες μειώσεις της παρουσίας της συγχωνευμένης οντότητας στην αγορά. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού πληρούν τις απαιτήσεις της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης διότι η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα συμμετάσχει σε νέες δραστηριότητες και θα διακόψει τη συλλογή καταθέσεων, ενώ οι δανειοδοτικές δραστηριότητές της θα περιοριστούν στην απλή διαχείριση και ρύθμιση των κληροδοτημένων χαρτοφυλακίων δανείων της Anglo και της INBS. Εν τέλει, η συγχωνευμένη οντότητα θα εξαφανιστεί πλήρως από τις ιρλανδικές αγορές δανειοδότησης και καταθέσεων, διασφαλίζοντας έτσι ότι δεν θα προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού. Επιπρόσθετα, για τη συγχωνευμένη οντότητα θα ισχύει απαγόρευση των εξαγορών.

6.3.4.4.   Παρακολούθηση

(188)

Σύμφωνα με το σημείο 46 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, προκειμένου να επαληθευθεί αν το σχέδιο αναδιάρθρωσης εφαρμόζεται ορθά, απαιτείται η τακτική υποβολή λεπτομερών εκθέσεων από τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, μετά την ημερομηνία της κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, η Ιρλανδία θα πρέπει να υποβάλλει στην Επιτροπή σχετικές εκθέσεις ανά έξι μήνες.

(189)

Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης της Anglo και της INBS, ορίζεται εντολοδόχος παρακολούθησης που αναλαμβάνει την παρακολούθηση της εφαρμογής των δεσμεύσεων της Ιρλανδίας για περίοδο τριών ετών. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης θα αναλάβει την παρακολούθηση όλων των δεσμεύσεων (βλέπε παράρτημα II). Ειδικότερα, ο εντολοδόχος παρακολούθησης θα ελέγχει σε τακτική βάση το κατά πόσο η συγχωνευμένη οντότητα διαχειρίζεται τα κληροδοτημένα χαρτοφυλάκια δανείων της Anglo και της INBS σύμφωνα με τους όρους των δεσμεύσεων και θα διασφαλίζει ότι η διαχείριση των χαρτοφυλακίων των δανείων της Anglo και της INBS δεν οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά.

6.3.4.5.   Συμπέρασμα

(190)

Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι το κοινό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Anglo και της INBS πληροί τις απαιτήσεις της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης. Το σχέδιο προβλέπει ομαλή ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων της Anglo και της INBS. Η ίδια συνεισφορά των τραπεζών είναι επαρκής, υφίσταται επιμερισμός των βαρών και η κρατική ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού είναι κατάλληλα και τέλος, η συγχωνευμένη οντότητα τελεί υπό πλήρη παρακολούθηση.

7.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(191)

Τα μέτρα α έως κβ που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 και απαριθμούνται στον πίνακα 1 θεωρούνται ενισχύσεις αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή φρονεί ότι δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (73), τα μέτρα ενίσχυσης που αναφέρονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, της 31ης Μαρτίου 2010, είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 659/1999, δεν εγείρει αντιρρήσεις ως προς τα υπόλοιπα μέτρα που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση, καθώς είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι ακόλουθες ενισχύσεις που χορήγησε η Ιρλανδία στην Anglo Irish Bank και στην Irish Nationwide Building Society ή που σκοπεύει να χορηγήσει υπέρ της συγχωνευμένης οντότητας των εν λόγω δύο τραπεζών είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά, δεδομένων των δεσμεύσεων της Ιρλανδίας, που ορίζονται στο παράρτημα I:

α)

[…] ανακεφαλαιοποιήσεις της Anglo Irish Bank ύψους 29,44 δισεκατ. ευρώ·

β)

ολοκληρωμένες ανακεφαλαιοποιήσεις της Irish Nationwide Building Society ύψους 5,4 δισεκατ. ευρώ·

γ)

χορηγηθείσες κρατικές εγγυήσεις για την Anglo Irish Bank, μεταξύ των οποίων τα προγράμματα Guarantee Scheme for Credit Institutions (CIFS) και Eligible Liabilities Guarantee Scheme (ELG), οι επείγουσες ενισχύσεις υπό μορφή ρευστότητας και οι εγγυήσεις για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού·

δ)

χορηγηθείσες κρατικές εγγυήσεις για την Irish Nationwide Building Society, μεταξύ των οποίων τα προγράμματα CIFS και ELG, οι επείγουσες ενισχύσεις υπό μορφή ρευστότητας και οι εγγυήσεις για βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις·

ε)

εφαρμοζόμενο μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία της Anglo Irish Bank, δηλαδή μεταφορές επιλέξιμων δανείων ύψους 35 δισεκατ. ευρώ στην εθνική υπηρεσία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (National Assets Management Agency – NAMA)·

στ)

εφαρμοζόμενο μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία της Irish Nationwide Building Society, δηλαδή μεταφορές επιλέξιμων δανείων ύψους 8,9 δισεκατ. ευρώ στη ΝΑΜΑ·

ζ)

[…] ανακεφαλαιοποίηση της συγχωνευμένης οντότητας ύψους 3,3 δισεκατ. ευρώ σε περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων·

η)

προγραμματισμένες εγγυήσεις υπέρ της συγχωνευμένης οντότητας για τη χονδρική χρηματοδότηση, τις καταθέσεις και τις υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού.

Άρθρο 2

Η Ιρλανδία οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση εντός διαστήματος δύο μηνών από την κοινοποίησή της. Επιπλέον, μετά την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης η Ιρλανδία πρέπει να υποβάλλει λεπτομερείς εκθέσεις ανά έξι μήνες σχετικά με τα μέτρα που έχουν αναληφθεί προς συμμόρφωση με αυτήν.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιρλανδία.

Βρυξέλλες, 29 Ιουνίου 2011.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 214 της 7.8.2010, σ. 3.

(2)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 9/09, Recapitalisation of Anglo Irish Bank by the Irish State (Ανακεφαλαιοποίηση της Anglo Irish Bank από το ιρλανδικό κράτος) (ΕΕ C 177 της 30.7.2009, σ. 1).

(3)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 61/09, Change of ownership of Anglo-Irish Bank (Αλλαγή ιδιοκτησίας της Anglo-Irish Bank) (ΕΕ C 177 της 30.7.2009, σ. 2).

(4)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 356/09, Recapitalisation of Anglo Irish Bank by the Irish State (Ανακεφαλαιοποίηση της Anglo Irish Bank από το ιρλανδικό κράτος) (ΕΕ C 235 της 30.9.2009, σ. 3).

(5)  Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 40 της απόφασης της Επιτροπής στην υπόθεση N 356/09 (βλέπε υποσημείωση 4 της παρούσας απόφασης), η έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης συνάδει με την παράγραφο 28 του προγράμματος «Credit Institutions Financial Support – CIFS)» (ιρλανδικό πρόγραμμα εγγύησης για τα πιστωτικά ιδρύματα) και την παράγραφο 30 της έγκρισης του προγράμματος CIFS από την Επιτροπή. [Βλέπε επίσης απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 48/08, Ireland — Guarantee Scheme for banks in Ireland (Ιρλανδία — Πρόγραμμα εγγύησης για τράπεζες στην Ιρλανδία) (ΕΕ C 312 της 6.12.2008, σ. 2)]. Στο πλαίσιο του προγράμματος CIFS, ο υπουργός Οικονομικών ζήτησε την κατάρτιση σχεδίου αναδιάρθρωσης σε περίπτωση που ο συντελεστής φερεγγυότητας ενός από τα συμμετέχοντα ιδρύματα μειωθεί σε επίπεδο κάτω από τα ισχύοντα ρυθμιστικά πρότυπα που εφαρμόζονται σε αυτόν σε υλική βάση.

(6)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 12/10 και C11/10 (πρώην N 667/09), Δεύτερο μέτρο διάσωσης υπέρ της Anglo Irish Bank (ΕΕ C 214 της 7.8.2010, σ. 3).

(7)  Αρχικά, η κοινοποίηση αφορούσε επίσης μεμονωμένη κρατική εγγύηση για τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της Anglo [ύστερα από τη λήξη του προγράμματος Irish Eligible Liabilities Guarantee (Ιρλανδικό πρόγραμμα εγγύησης επιλέξιμων υποχρεώσεων) την 29η Σεπτεμβρίου 2010]. Ωστόσο, την 4η Αυγούστου 2010 η Ιρλανδία απέσυρε την κοινοποίηση που αφορούσε τη μεμονωμένη κρατική ενίσχυση και διατήρησε μόνο την κοινοποίηση για την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση.

(8)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 35/10 (πρώην N 279/10), Ireland — Temporary approval of the third recapitalisation in favour of Anglo Irish Bank (Ιρλανδία — Προσωρινή έγκριση της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης της Anglo Irish Bank) (ΕΕ C 290 της 27.10.2010, σ. 4).

(9)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση SA.32057 (2010/NN), Ireland — Temporary approval of the fourth recapitalisation and guarantee in respect of certain liabilities in favour of Anglo Irish Bank (Ιρλανδία – Προσωρινή έγκριση της τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης και της εγγύησης για συγκεκριμένες υποχρεώσεις της Anglo Irish Bank) (ΕΕ C 76 της 10.3.2011, σ. 4).

(10)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 11/10, Ireland — Rescue measures in favour of INBS (Ιρλανδία — Μέτρα διάσωσης της INBS) (ΕΕ C 143 της 2.6.2010, σ. 23.).

(11)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 50/10 (πρώην N 441/201) Ireland — Second emergency recapitalisation in favour of Irish Nationwide Building Society (Ιρλανδία — Δεύτερη επείγουσα ανακεφαλαιοποίηση της Irish Nationwide Building Society) (ΕΕ C 60 της 25.2.2011, σ. 6).

(12)  Τα έγγραφα του προγράμματος για την υποστήριξη της Ιρλανδίας βρίσκονται στον ακόλουθο δικτυακό τόπο: http://ec.europa.eu/economy_finance/articles/eu_economic_situation/2010-12-01-financial-assistance-ireland_en.htm

(13)  Σημείο 10 του ΜΟΧΠ της 28ης Νοεμβρίου 2010.

(14)  Σε αντιπαραβολή με το ποσό ύψους 101 δισεκατ. ευρώ που ίσχυε στο τέλος του 2008.

(15)  Εμπιστευτικές πληροφορίες.

(16)  Αριθμητικά δεδομένα που αναφέρονται στα σχέδια αναδιάρθρωσης.

(17)  Η INBS θα μεταβιβάσει συνολικά δάνεια ύψους 8,9 δισεκατ.ευρώ στη NAMA. Έως σήμερα έχει μεταβιβαστεί ποσό ύψους 8,5 δισεκατ.ευρώ, ενώ υπολείπεται η μεταβίβαση επιπλέον 400 εκατ. ευρώ.

(18)  Ανακοίνωση της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ C 195 της 19.8.2009, σ. 9).

(19)  Βλέπε σημείο 35 της απόφασης της Επιτροπής στην υπόθεση NN 12/10 και C 11/10 (πρώην N667/09) (υποσημείωση 6 της παρούσας απόφασης).

(20)  http://www.ntma.ie/Publications/2011/NTMACompletesTransferAngloAndINBSDeposits.pdf

(21)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση SA.32057 (βλέπε υποσημείωση 9 της παρούσας απόφασης).

(22)  Η Επιτροπή ενέκρινε ανακεφαλαιοποιήσεις για την Anglo συνολικού ύψους 29,44 δισεκατ. ευρώ. Η Ιρλανδία χορήγησε ποσό ύψους 29,3 δισεκατ. ευρώ (δηλαδή 0,14 δισεκατ. ευρώ λιγότερα).

(23)  Αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις N 356/09, C 11/10, NN 35/10 και SA.32057 για την Anglo και αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις NN11/10 και SA.31714 για την INBS (βλέπε υποσημειώσεις 4 και 6 και υποσημειώσεις 8 έως 11 της παρούσας απόφασης).

(24)  […]

(25)  […] Η ΕΚΤ έχει λάβει αντίγραφο του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης.

(26)  Στις 24 Φεβρουαρίου 2011 η Allied Irish Banks απέκτησε 8,6 δισεκατ. ευρώ από τις καταθέσεις της Anglo και η Irish Life & Permanent plc απέκτησε 3,6 δισεκατ. ευρώ από τις καταθέσεις της INBS.

(27)  Η Επιτροπή, για λόγους σαφήνειας, κατά την περιγραφή και εκτίμηση των μέτρων θα χρησιμοποιεί την αρίθμηση που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των μέτρων στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 στο υπόλοιπο της παρούσας απόφασης.

(28)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN48/08 (βλέπε υποσημείωση 5 της παρούσας απόφασης).

(29)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 356/09 (βλέπε υποσημείωση 4 της παρούσας απόφασης).

(30)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 349/09, Ireland — Credit Institutions Eligible Liability Guarantee Scheme (Ιρλανδία — Πρόγραμμα εγγύησης επιλέξιμων υποχρεώσεων για πιστωτικά ιδρύματα) (ΕΕ C 72 της 20.3.2010, σ. 6), το οποίο στη συνέχεια παρατάθηκε έως τις 30 Ιουνίου 2010 από την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 198/10, Ireland — Prolongation of the Eligible Liabilities Guarantee Scheme (Ιρλανδία — Παράταση του προγράμματος εγγύησης επιλέξιμων υποχρεώσεων) (ΕΕ C 191 της 15.7.2010, σ. 1), το οποίο παρατάθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 από την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 254/10, Ireland — Extension of the ELG scheme until 31 December 2010 (Ιρλανδία — Παράταση του προγράμματος ELG έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010) (ΕΕ C 238 της 3.9.2010, σ. 2) και ξανά έως τις 30 Ιουνίου 2011 από απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 487/10, Extension of the ELG scheme until June 2011 (Παράταση του προγράμματος ELG έως τον Ιούνιο του 2011), η οποία όμως δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα, και από την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση SA.33006, Prolongation of the ELG scheme until December 2011 (Παράταση του προγράμματος ELG έως τον Δεκέμβριο του 2011), η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα.

(31)  Από τα δάνεια ύψους 35 δισεκατ. ευρώ που πρόκειται να μεταφερθούν στη NAMA, έως σήμερα έχουν μεταφερθεί δάνεια ύψους 34 δισεκατ.ευρώ, ενώ υπολείπεται η μεταφορά δανείων ύψους 1 δισεκατ. ευρώ.

(32)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 725/09, Ireland — Establishment of a National Asset Management relief scheme for banks in Ireland – NAMA (Ιρλανδία — Ίδρυση εθνικής υπηρεσίας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για τις τράπεζες της Ιρλανδίας — ΝΑΜΑ) (ΕΕ C 94 της 14.4.2010, σ. 10).

(33)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C11/10 (βλέπε υποσημείωση 6 της παρούσας απόφασης).

(34)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 35/10 (βλέπε υποσημείωση 8 της παρούσας απόφασης).

(35)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 347/10, Prolongation of the guarantee for certain short-term liabilities and interbank deposits (Παράταση της εγγύησης για συγκεκριμένες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και διατραπεζικές καταθέσεις) (ΕΕ C 37 της 5.2.2011, σ. 4).

(36)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση SA.32057 (βλέπε υποσημείωση 9 της παρούσας απόφασης).

(37)  Βλέπε υποσημείωση 33.

(38)  Βλέπε υποσημείωση 26.

(39)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 11/10 (βλέπε υποσημείωση 10 της παρούσας απόφασης).

(40)  Βλέπε υποσημείωση 28.

(41)  Από το ποσό των 8,9 δισεκατ. ευρώ που πρόκειται να μεταφερθεί στη NAMA, έως σήμερα έχει μεταφερθεί ποσό ύψους 8,5 δισεκατ. ευρώ, ενώ υπολείπεται η μεταφορά ποσού ύψους 400 εκατ. ευρώ.

(42)  Βλέπε υποσημείωση 29.

(43)  Βλέπε υποσημείωση 32.

(44)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 50/10 (βλέπε υποσημείωση 11 της παρούσας απόφασης).

(45)  Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσό που παρέχεται στην Anglo στο πλαίσιο επείγουσας ενίσχυσης υπό μορφή ρευστότητας και το οποίο φέρει κρατική εγγύηση έχει παρουσιάσει διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου. Η κρατική εγγύηση που χορηγήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2010 και αρχικά κάλυπτε ποσό ύψους […] δισεκατ. ευρώ αυξήθηκε σε […] δισεκατ. ευρώ έως τον Δεκέμβριο του 2010. Η κρατική ενίσχυση αυξήθηκε περαιτέρω αγγίζοντας τα […] δισεκατ. ευρώ για την αντιμετώπιση των χρηματοδοτικών αναγκών της Anglo ύστερα από τη μεταφορά των καταθέσεων στην Allied Irish Banks τον Φεβρουάριο του 2011 ενώ αναμένεται να μειωθεί σε περίπου […] δισεκατ. ευρώ πριν από τη συγχώνευση με την INBS.

(46)  Δεδομένου ότι οι καταθέσεις της Anglo και της INBS έχουν ήδη μεταφερθεί (εκτός από ποσό ύψους έως 1 δισεκατ. ευρώ), εδώ γίνεται αναφορά στη χρηματοδότηση οφειλών της Anglo στο πλαίσιο του προγράμματος ELG.

(47)  Πρόκειται για εκτιμώμενο ανώτατο ακαθάριστο ποσό που θα πρέπει να καλυφθεί στο πλαίσιο της κρατικής εγγύησης· το καθαρό άνοιγμα τον Δεκέμβριο του 2010 ανερχόταν σε […] εκατ. ευρώ.

(48)  Το πρόγραμμα CIFS έληξε την 30ή Σεπτεμβρίου 2010.

(49)  Τα αριθμητικά δεδομένα αντανακλούν την κατάσταση στις 31 Δεκεμβρίου 2010. (Ωστόσο, το ανώτατο επίπεδο εγγύησης στο πλαίσιο του προγράμματος ELG άγγιξε τα […] δισεκατ. ευρώ για την Anglo τον Απρίλιο του 2010 και τα […] δισεκατ. ευρώ για την INBS τον Σεπτέμβριο του 2010.)

(50)  Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη συζήτηση της Επιτροπής επί του προγράμματος, η αμοιβή μπορεί να προσαρμοστεί σε περίπτωση παράτασης του προγράμματος πέραν της 30ής Ιουνίου 2011.

(51)  Εντός αγκυλών «[…]» παρατίθεται το ποσό που χορηγήθηκε επιτυχώς από τις ιρλανδικές αρχές.

(52)  Τα ποσό ύψους […] δισεκατ. ευρώ είναι το εκτιμώμενο ανώτατο ακαθάριστο ποσό, το οποίο θα απαιτούσε κάλυψη στο πλαίσιο κρατικής εγγύησης. Τον Δεκέμβριο του 2008 το καθαρό άνοιγμα ανερχόταν σε ποσό ύψους […] εκατ. ευρώ.

(53)  Το ποσό ύψους […] δισεκατ. ευρώ που ήταν αναγκαίο λόγω της μεταφοράς των καταθέσεων των Anglo/INBS, μειώθηκε στα […] δισεκατ. ευρώ στις 16 Μαρτίου 2011.

(54)  Βλέπε υποσημείωση 4.

(55)  Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ενέκρινε ανακεφαλαιοποιήσεις για την Anglo ύψους 29 440 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το ποσό των 140 εκατ. ευρώ της δεύτερης ανακεφαλαιοποίησης που εγκρίθηκε την 31η Μαρτίου 2010 από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας δεν χορηγήθηκε ποτέ και, λόγω της δομής της συγκεκριμένης ανακεφαλαιοποίησης, ενδέχεται πλέον να μη χορηγηθεί ποτέ. Γι’ αυτό, στη συνολική ανακεφαλαιοποίηση είναι καταλληλότερο να αναφέρεται το ποσό των 29,3 δισεκατ. ευρώ, αριθμός που αντανακλά το πραγματικό ποσό που έλαβε η Anglo πριν από τη συγχώνευση με την INBS.

(56)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα (ΕΕ C 72 της 26.3.2009, σ. 1).

(57)  Βλέπε υποσημείωση 29.

(58)  870 εκατ. ευρώ + 427 εκατ. ευρώ + 1,5 δισεκατ. ευρώ = 2 797 εκατ. ευρώ.

(59)  70 εκατ. ευρώ + 43,7 εκατ. ευρώ + 693 εκατ. ευρώ = 806,7 εκατ. ευρώ.

(60)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 725/09, βλέπε υποσημείωση 30.

(61)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης: περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (ΕΕ C 10 της 15.1.2009, σ. 2).

(62)  32 δισεκατ. (Anglo) + 6,2 (INBS) + 3,3 (ανακεφαλαιοποίηση της συγχωνευμένης οντότητας σε περίπτωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων) = 41,5 δισεκατ.

(63)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (ΕΕ C 270 της 25.10.2008, σ. 8).

(64)  Βλέπε μεταξύ άλλων τις αποφάσεις της Επιτροπής που μνημονεύονται στις υποσημειώσεις 26 έως 33.

(65)  Το συγκεκριμένο επίπεδο απομείωσης είναι πιο συντηρητικό απ’ ό,τι αναμενόταν από […] τον Μάιο του 2010 () στην περίπτωση ομαλής εκκαθάρισης του χαρτοφυλακίου δανείων.

(66)  Η λογιστική αξία του κληροδοτημένου χαρτοφυλακίου δανείων της Anglo ανέρχεται σε δισεκατ. ευρώ. Αν στο κληροδοτημένο χαρτοφυλάκιο δανείων εφαρμοστούν τα επίπεδα έκπτωσης που υπολογίζονται από […] για ρευστοποίηση, αναμένεται να σημειωθεί απώλεια μεγαλύτερη από […]. Δεδομένης της επιδείνωσης της κατάστασης στην Ιρλανδία στο διάστημα που ακολούθησε ύστερα από αυτές τις δύο εκτιμήσεις, υπολογίζεται ότι το ποσό των υπερβαλλουσών ζημιών πιθανότατα θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο.

(67)  Στις 18 Φεβρουαρίου 2011 η Anglo διατηρούσε i) μη προστατευόμενα ομόλογα με προτεραιότητα (senior) χωρίς εγγυήσεις αξίας […] εκατ. ευρώ· ii) μη προστατευόμενα εγγυημένα ομόλογα με προτεραιότητα (senior) αξίας […] εκατ. ευρώ· και iii) […] προστατευόμενα ομόλογα με προτεραιότητα (senior) χωρίς εγγυήσεις.

(68)  Στις 18 Φεβρουαρίου 2011 οι δευτερεύουσες υποχρεώσεις της Anglo ανέρχονταν σε μόλις […] εκατ. ευρώ.

(69)  Στις 18 Φεβρουαρίου 2011, η INBS διατηρούσε μη προστατευόμενα ομόλογα με προτεραιότητα (senior) χωρίς εγγυήσεις αξίας […] εκατ. ευρώ ενώ δεν διατηρούσε μη προστατευόμενα εγγυημένα ομόλογα με προτεραιότητα ούτε προστατευόμενα ομόλογα με προτεραιότητα (senior) χωρίς εγγυήσεις.

(70)  Βλέπε σημείο 22 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης.

(71)  Στις 22 Ιουλίου 2009 η Anglo εγκαινίασε πρόσκληση υποβολής προσφορών με σταθερή τιμή για διάφορα χρεόγραφα κατηγορίας 1, καθώς και ανώτερης και κατώτερης κατηγορίας 2. Η τιμή αγοράς κυμαινόταν μεταξύ 27 % και 55 % της ονομαστικής αξίας των χρηματοπιστωτικών μέσων. Προσφέρθηκαν χρεόγραφα συνολικού ύψους 2,5 δισεκατ. ευρώ (με σταθμισμένο μέσο ποσοστό επιτυχίας 77 %) και από τις συναλλαγές εξασφαλίστηκε άτοκο κέρδος ύψους 1,8 δισεκατ. ευρώ για την τράπεζα.

Την 21η Οκτωβρίου 2010 η Anglo εγκαινίασε την πράξη διαχείρισης παθητικού (Liability Management Exercise) για τα χρεόγραφα κατώτερης κατηγορίας 2, προσφέροντας 20 λεπτά του ευρώ για ανταλλαγή με νέους κρατικούς εγγυημένους τίτλους με ημερομηνία λήξης τον Δεκέμβριο του 2011. Η πλειοψηφία των κατόχων ομολόγων υπερψήφισε την ανταλλαγή, η οποία ήταν κατά 20 λεπτά χαμηλότερη από την αγοραία τιμή και τάχθηκε υπέρ της αγοράς των οικείων χρεογράφων, βάσει των οποίων η Anglo θα μπορούσε να επαναγοράσει τα οικεία χρεόγραφα στην τιμή του 1 λεπτού (που ίσχυε για τους κατόχους ομολόγων οι οποίοι δεν αποδέχτηκαν την ανταλλαγή στα 20 λεπτά). Η συναλλαγή αφορούσε χρηματοπιστωτικά μέσα κατηγορίας 2 με ονομαστική αξία 1 890 εκατ. ευρώ και εξασφάλισε άτοκο κέρδος ύψους 1 588 εκατ. ευρώ. Επιπρόσθετα, τα χρεόγραφα που τηρούσαν ιδιωτικές τοποθετήσεις στις ΗΠΑ οι οποίες δεν συμμετείχαν στις πράξεις διαχείρισης παθητικού αγοράστηκαν στην τιμή των 25 λεπτών, για ονομαστική αξία ύψους 200 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ, εξασφαλίζοντας άτοκο κέρδος ύψους 150 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ.

(72)  Εν προκειμένω, το τμήμα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της Anglo θα πωληθεί το 2011 ή θα υποβληθεί σε εκκαθάριση για διάστημα πέντε ετών.

(73)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ

Υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C 11/10 — αναδιάρθρωση της Anglo Irish Bank και της INBS (αμφότερες «η συγχωνευμένη οντότητα»)

1.

Διάρκεια των δεσμεύσεων. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, όλες οι δεσμεύσεις των ιρλανδικών αρχών θα παραμείνουν ισχύουσες και εφαρμοστέες έως την πλήρη ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων της συγχωνευμένης οντότητας, περιλαμβανομένων των γραμματίων εις διαταγή.

Απαγόρευση ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων και εισαγωγής σε νέες αγορές. Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα αναπτύξει δραστηριότητες εκτός εκείνων που συνάδουν με τη διαχείριση της ρύθμισης του κληροδοτημένου χαρτοφυλακίου δανείων της συγχωνευμένης οντότητας (μεταξύ των οποίων οι πωλήσεις δανείων, όπου κρίνονται κατάλληλες για τη μεγιστοποίηση των εισπράξεων και την ελαχιστοποίηση κεφαλαιακών απωλειών). Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα αναπτύξει νέες δραστηριότητες και δεν θα εισαχθεί σε νέες αγορές. Η συγχωνευμένη οντότητα θα διατηρήσει και θα χρησιμοποιεί την άδεια λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματος μόνο για το απαιτούμενο διάστημα της ρύθμισης των χαρτοφυλακίων δανείων και όχι για την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων. Μετά την πλήρη ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων της, η συγχωνευμένη οντότητα θα ρευστοποιηθεί.

2.

Διαχείριση των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων. Η συγχωνευμένη οντότητα θα διαχειρίζεται τα υφιστάμενα εμπορικά περιουσιακά στοιχεία κατά τρόπο που μεγιστοποιεί την καθαρή παρούσα αξία (ΚΠΑ) των περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τη συνήθη εμπορική πρακτική και τις υποχρεώσεις πίστης. Συγκεκριμένα, αν ένας πελάτης αδυνατεί να συμμορφωθεί με τους όρους του δανείου του, τότε η συγχωνευμένη οντότητα θα προβαίνει σε αναδιάρθρωση των όρων δανειοδότησης (προσωρινή αναστολή ή μερική απαλλαγή της εξόφλησης, —εν μέρει— κεφαλαιοποίηση της αξίωσης κ.λπ.) μόνο εάν η συγκεκριμένη ενέργεια αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της ΚΠΑ του δανείου (ήτοι, αν η παρούσα αξία των μελλοντικών εισπράξεων και πληρωμών που αναμένεται από την αναδιάρθρωση είναι υψηλότερη από την παρούσα αξία των μελλοντικών εισπράξεων και πληρωμών που αναμένεται από τη ρευστοποίηση). Συνοπτικά, η συγχωνευμένη οντότητα θα διαχειριστεί το χαρτοφυλάκιο εμπορικών περιουσιακών στοιχείων σαν να ήταν εταιρεία διαχείρισης ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων.

Όσον αφορά τα ενυπόθηκα περιουσιακά στοιχεία της συγχωνευμένης οντότητας, θα ισχύουν mutatis mutandis οι ίδιες υποχρεώσεις που ισχύουν για τα εμπορικά περιουσιακά στοιχεία. Η συγχωνευμένη οντότητα, ειδικότερα, θα δύναται να αναδιαρθρώσει τα ενυπόθηκα περιουσιακά στοιχεία μέσω των ακόλουθων παραλλαγών στους όρους των υφιστάμενων ενυπόθηκων δανείων: i) αλλαγή στη συμφωνία (π.χ. με την παροχή νέου σταθερού επιτοκίου)· ii) μεταφορά των υφιστάμενων ενυπόθηκων δανείων σε νέα ακίνητα και iii) μεταφορά των μετοχικών κεφαλαίων (π.χ. με την προσθήκη ή αφαίρεση δανειοληπτών στο ενυπόθηκο δάνειο).

3.

Απαγόρευση των εξαγορών. Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα προβεί σε εξαγορές ούτε θα συμμετάσχει σε άλλη εταιρεία χωρίς την προηγούμενη συναίνεση της Επιτροπής. Η απαγόρευση των εξαγορών δεν ισχύει για τις κεφαλαιακές συμμετοχές που αποκτώνται από τη συγχωνευμένη οντότητα στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης υφιστάμενου ανοίγματος για ρυθμιστική ομάδα (1) που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες (για παράδειγμα μέσω μετοχοποίησης χρέους), με την προϋπόθεση ότι η αναδιάρθρωση συμμορφώνεται με τις αρχές που ορίζονται ανωτέρω στη δέσμευση 3.

4.

Απαγόρευση τοκομεριδίων και άσκησης του δικαιώματος αγοράς χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης και υβριδικών κεφαλαιακών μέσων. Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα πληρώσει τα τοκομερίδια ούτε θα ασκήσει το δικαίωμα αγοράς χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης και υβριδικών κεφαλαιακών μέσων, εκτός και αν φέρει νομική υποχρέωση.

5.

Επιβολή ανώτατων ορίων (οροφής) στη χορήγηση νέων δανείων. Σε συμμόρφωση με τον στόχο της ρύθμισης του μετά-NAMA χαρτοφυλακίου δανείων της συγχωνευμένης οντότητας για διάρκεια δέκα ετών και με την ανωτέρω δέσμευση 3, το χαρτοφυλάκιο καθαρών εμπορικών δανείων της συγχωνευμένης οντότητα σε κανένα έτος κατά τη διάρκεια του σχεδίου δεν θα υπερβαίνει τις προβλέψεις του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης κατά ποσό μεγαλύτερο από […], εξαιρουμένων των νομισματικών διακυμάνσεων. Το ανώτατο όριο (οροφή) ισχύει σε όλες τις δραστηριότητες χορήγησης εμπορικών δανείων της συγχωνευμένης οντότητας, μεταξύ των οποίων και του είδους δανειοδότησης που περιγράφεται στο σημείο 7.

Επιπρόσθετα, οι ακόλουθες δεσμεύσεις δανειοδότησης θα ισχύουν επίσης για το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων: Η συγχωνευμένη οντότητα πρέπει να περιορίσει περαιτέρω βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις δανείων για ποσά που αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων και ποσά που απορρέουν από την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων ενυπόθηκων διευκολύνσεων. Το σύνολο ανώτατο όριο (οροφή) χορήγησης περαιτέρω ενυπόθηκων δανείων ανέρχεται σε ποσό έως[…] για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως την 31η Δεκεμβρίου 2012 και, κατόπιν, σε […] ετησίως.

Συγκεκριμένες δεσμεύσεις δανειοδότησης όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο εμπορικών δανείων. Οι ακόλουθες δεσμεύσεις δανειοδότησης ισχύουν επίσης για το χαρτοφυλάκιο εμπορικών δανείων.

α)

Ποσά που αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων αλλά δεν έχουν καταβληθεί ακόμα: Η συγχωνευμένη οντότητα επιτρέπεται να χορηγεί κεφάλαια στο πλαίσιο της παροχής διευκόλυνσης για δάνεια με συμβατικές δεσμεύσεις τα οποία δεν έχουν αποπληρωθεί ακόμα. Ωστόσο, τα εν λόγω κεφάλαια δεν μπορούν να υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 1,4 δισεκατ. ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του σχεδίου όσον αφορά το κληροδοτημένο χαρτοφυλάκιο δανείων της συγχωνευμένης οντότητας, το οποίο συνίσταται σε διευκολύνσεις που αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων αλλά δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ύψους 1,1 δισεκατ. ευρώ και σε εγγυήσεις για ποσά εκτός ισολογισμού που αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων ύψους 0,3 δισεκατ. ευρώ (σύμφωνα με ενδιάμεση λογιστική κατάσταση της 30ής Ιουνίου 2010). Οι τμηματικές διευκολύνσεις μετριούνται βάσει του συνολικού ποσού ορίου και όχι με βάση τις μεμονωμένες αναλήψεις βοήθειας.

β)

Πρόσθετη χρηματοδότηση προς τις υφιστάμενες ρυθμιστικές ομάδες: Η συγχωνευμένη οντότητα δεν δύναται να χορηγεί πρόσθετη χρηματοδότηση, χωρίς συμβατική δέσμευση κατά την περίοδο του σχεδίου αναδιάρθρωσης (σύμφωνα με την ανωτέρω δέσμευση 2). Κατ’ εξαίρεση στη συγκεκριμένη απαγόρευση, η συγχωνευμένη οντότητα μπορεί να χορηγεί πρόσθετα ποσά στις υπάρχουσες ρυθμιστικές ομάδες εφόσον συμμορφώνονται με τη δέσμευση του σημείου 3 και

το ποσό είναι άκρως απαραίτητο για τη διατήρηση της διασφαλιστικής αξίας του δανείου (για παράδειγμα, για την κάλυψη της διατήρησης, της ασφάλισης, του φόρου, της ασφάλειας, αφερεγγυότητας ή των νομικών δαπανών της διασφάλισης)· ή

συνδέεται με άλλο τρόπο με την ελαχιστοποίηση των κεφαλαιακών απωλειών και/ή την ενίσχυση των αναμενόμενων εισπράξεων από δάνεια ή άλλα περιουσιακά στοιχεία με βάση την ΚΠΑ (όπως για παράδειγμα η ικανοποίηση των αναγκών εύρεσης των απαραίτητων κεφαλαίων εργασίας ή ρευστότητας της υποκείμενης επιχείρησης/ρυθμιστικής ομάδας).

Η πρόσθετη χρηματοδότηση υπόκειται στους ακόλουθους περιορισμούς:

αν το ονομαστικό άνοιγμα της οικείας ρυθμιστικής ομάδας είναι μικρότερο από […], η πρόσθετη χρηματοδότηση δεν θα υπερβαίνει […] του ονομαστικού ανοίγματος·

αν το εν λόγω ονομαστικό άνοιγμα της οικείας ρυθμιστικής ομάδας κυμαίνεται μεταξύ […] και […], η πρόσθετη χρηματοδότηση δεν θα υπερβαίνει […]·

αν το ονομαστικό άνοιγμα της εν λόγω ρυθμιστικής ομάδας υπερβαίνει τα […] εκατ. ευρώ, η πρόσθετη χρηματοδότηση δεν θα υπερβαίνει το […] % του ονομαστικού ανοίγματος.

γ)

Νέες ρυθμιστικές ομάδες

Χορήγηση νέων δανείων σε νέες ρυθμιστικές ομάδες: Η συγχωνευμένη οντότητα μπορεί να χορηγεί δάνεια σε νέες ρυθμιστικές ομάδες μόνο εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

τα έσοδα χρησιμοποιούνται για τη μείωση του ανοίγματος υφιστάμενης ρυθμιστικής ομάδας· και

 

το συνολικό ποσό της συναλλαγής δεν αυξάνει το συνολικό καθαρό άνοιγμα της συγχωνευμένης οντότητας· και

 

η νέα δανειοδότηση ελαχιστοποιεί τις αναμενόμενες κεφαλαιακές απώλειες και/ή ενισχύει τις αναμενόμενες εισπράξεις (με βάση την ΚΠΑ) σε σύγκριση με άλλες στρατηγικές αναδιάρθρωσης ή αποκλεισμού· και

 

δεν γίνεται κεφαλαιοποίηση των τόκων.

6.

Συγκεκριμένες δεσμεύσεις δανειοδότησης όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων. Οι ακόλουθες δεσμεύσεις χορήγησης ειδικών δανείων θα ισχύουν επίσης κατά την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων ενυπόθηκων δανείων. Όταν το υπόλοιπο του δανείου υπερβαίνει την αξία του ακινήτου, η συγχωνευμένη οντότητα δύναται να διευκολύνει την εξόφληση του δανείου μέσω της πώλησης του ακινήτου σε αγοραστή με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης, καθιστώντας έτσι εφικτή την αποπληρωμή του ανεξόφλητου υπολοίπου, με την προϋπόθεση ότι η παροχή χρηματοδότησης συνάδει με τη δέσμευση του σημείου 3.

7.

Κατ’ εξαίρεση και για λόγους εθνικού συμφέροντος, οι ιρλανδικές εθνικές αρχές δύνανται να αποφασίζουν ότι απαιτούνται περαιτέρω εξαιρέσεις στους παραπάνω περιορισμούς δανειοδότησης που ορίζονται στα σημεία vi) και viii) για την ενίσχυση των αναμενόμενων εισπράξεων με βάση την καθαρή παρούσα αξία. Τέτοιου είδους αποφάσεις θα πρέπει προηγουμένως να λαμβάνουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

8.

Μεταφορά των κληροδοτημένων καταθέσεων της Anglo και της INBS. Ύστερα από τη μεταφορά όλων των κληροδοτημένων καταθέσεων της Anglo και της INBS (οι οποίες δεν περιλαμβάνουν καταθέσεις ομίλων, διατραπεζικές καταθέσεις, χονδρική χρηματοδότηση, ομόλογα ή χρηματοδότηση από κεντρικές τράπεζες και/ή ισότιμα ιδρύματα), η συγχωνευμένη οντότητα θα διατηρεί τα είδη καταθέσεων και λογαριασμών που απαριθμούνται παρακάτω («εξαιρούμενες υποχρεώσεις»), τα οποία επιτρέπεται να παραμείνουν στη συγχωνευμένη οντότητα και υπόκεινται σε συναφείς δεσμεύσεις:

Καταθέσεις, οι οποίες τη στιγμή της μεταφοράς των καταθέσεων διατηρούνταν από ή εκ μέρους θυγατρικής του εκχωρούντος (εκτός των καταθέσεων της Isle of Man Co)·

α)

προστατευόμενοι λογαριασμοί (υπέρ του εκχωρούντος ή τρίτου προσώπου) και καταθέσεις σχετικές ή συνδεόμενες με ρυθμιστική ομάδα του εκχωρούντος ή λογαριασμοί ομολόγων βασιζόμενων σε δείκτη τη στιγμή της μεταφοράς·

β)

καταθέσεις σε νομίσματα εκτός ευρώ, δολαρίων ΗΠΑ (USD) ή λιρών στερλινών (GBP) τη στιγμή της μεταφοράς των καταθέσεων, οι οποίες δεν θα αντικατασταθούν μετά τη λήξη τους·

γ)

καταθέσεις που τηρούνται ή αποτελούν αντικείμενο κράτησης σε υποκαταστήματα στο Τζέρσεϋ, στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας ή στη Βιέννη της Αυστρίας, οι οποίες δεν θα αντικατασταθούν μετά τη λήξη τους·

δ)

λογαριασμοί με αρνητικό υπόλοιπο·

ε)

γενικοί λογαριασμοί ελέγχου·

στ)

λογαριασμοί όπου είτε αυτοί καθαυτοί είτε ο πελάτης προς τον οποίο συνδέονται αποτελούν αντικείμενο ειδοποίησης για διεξαγωγή έρευνας από οποιαδήποτε αστυνομική αρχή ή αρχή αρμόδια για την απάτη ή την έρευνα·

ζ)

όλοι οι λογαριασμοί της INBS, οι οποίοι σύμφωνα με τα λογιστικά αρχεία του εντολέα ανήκουν στο υποκατάστημα […].

9.

Ανώτατα όρια (οροφές) καταθέσεων και εξαιρούμενες υποχρεώσεις. Η συγχωνευμένη οντότητα δεν θα συλλέγει καταθέσεις από νέους πελάτες. Το συνολικό ποσό των καταθέσεων των υφιστάμενων πελατών την ημερομηνία της συγχώνευσης σε καμία στιγμή δεν θα υπερβαίνει το 1 δισεκατ. ευρώ και θα συνίσταται αποκλειστικά στα είδη καταθέσεων που ορίστηκαν ανωτέρω, στο σημείο 10. Η συγχωνευμένη οντότητα θα προβεί σε εκκαθάριση των καταθέσεων περίπου ταυτόχρονα με την εκκαθάριση των οικείων ή συνδεόμενων περιουσιακών στοιχείων (ή αν δεν υπάρχουν οικεία ή συνδεόμενα περιουσιακά στοιχεία, περίπου παράλληλα με την εκκαθάριση του χαρτοφυλακίου των συνολικών καθαρών δανείων) χωρίς να περιλαμβάνει τις νομισματικές διακυμάνσεις και τις συμβατικές δεσμεύσεις για τη διατήρηση καταθέσεων. Επιπρόσθετα, το ποσό του βιβλιαρίου καταθέσεων της συγχωνευμένης οντότητας σε καμία στιγμή δεν θα υπερβαίνει τις προβλέψεις του κοινού σχεδίου αναδιάρθρωσης κατά 200 εκατ. και πλέον ευρώ.

10.

Ο εντολοδόχος παρακολούθησης. Η συγχωνευμένη οντότητα θα ορίσει εντολοδόχο παρακολούθησης με την επιφύλαξη της έγκρισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος θα εξακριβώσει τη συμμόρφωση της συγχωνευμένης οντότητας με τις ως άνω δεσμεύσεις.

Ο εντολοδόχος παρακολούθησης αναλαμβάνει καθήκοντα για διάστημα τριών ετών. Οι κανόνες του διορισμού του εντολοδόχου παρακολούθησης και τα καθήκοντά του καταγράφονται στο παράρτημα II. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης θα πρέπει ιδίως να αποδείξει ότι διαθέτει πείρα στον τομέα της αναδιάρθρωσης και διαχείρισης δανείων προκειμένου να είναι σε θέση να παρακολουθεί τις δεσμεύσεις 3 και 6.

11.

Εφαρμογή και υποβολή εκθέσεων. Οι ιρλανδικές αρχές θα διασφαλίσουν ότι η συγχωνευμένη οντότητα συμμορφώνεται με τις ως άνω δεσμεύσεις. Οι ιρλανδικές αρχές θα υποβάλλουν τακτικά εκθέσεις για τα μέτρα που αναλαμβάνονται για τη συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις. Η πρώτη έκθεση θα υποβληθεί στην Επιτροπή σε διάστημα το αργότερο έξι μηνών μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης και στο εξής, ανά διαστήματα έξι μηνών.


(1)  Για λόγος σαφήνειας, η ρυθμιστική ομάδα μπορεί να απαρτίζεται από έναν μόνο δανειολήπτη ή διάφορους πελάτες στους οποίους η συγχωνευμένη οντότητα έχει χορηγήσει δάνειο. Αν μια ρυθμιστική ομάδα απαρτίζεται από διάφορους πελάτες, μπορούν να τηρούνται πολλαπλά δάνεια, τα οποία διαθέτουν αμοιβαίες διασφαλίσεις. Όταν στόχος είναι η ελαχιστοποίηση των κεφαλαιακών απωλειών ή η μεγιστοποίηση των εισπράξεων, τότε τα δάνεια κατατάσσονται στο επίπεδο ρυθμιστικής ομάδας και όχι μεμονωμένου δανειολήπτη.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ

Η Anglo Irish Bank και η INBS αναφέρονται συνήθως ως «συγχωνευμένη οντότητα».

I.   Ο εντολοδόχος παρακολούθησης

1.

Οι ιρλανδικές αρχές δεσμεύονται ότι η συγχωνευμένη οντότητα θα ορίσει εντολοδόχο παρακολούθησης για διάστημα τριών ετών.

2.

Ως εντολοδόχος παρακολούθησης νοείται (νοούνται) ένα ή περισσότερα ανεξάρτητα από τη συγχωνευμένη οντότητα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εγκρίνεται (εγκρίνονται) από την Επιτροπή και διορίζεται (διορίζονται) από τη συγχωνευμένη οντότητα με αποστολή να παρακολουθεί (παρακολουθούν) κατά πόσο η συγχωνευμένη οντότητα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της έναντι της Επιτροπής και υλοποιεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης και ρύθμισης.

3.

Ο εντολοδόχος παρακολούθησης είναι ανεξάρτητος από τη συγχωνευμένη οντότητα. Διαθέτει, για παράδειγμα, ως τράπεζα επενδύσεων, ως σύμβουλος ή ορκωτός λογιστής, επαρκείς τεχνικές γνώσεις για την εκπλήρωση της αποστολής του και σε καμία χρονική στιγμή δεν πρέπει να εμπλακεί σε σύγκρουση συμφερόντων. Ειδικότερα, ο εντολοδόχος παρακολούθησης πρέπει να διαθέτει πείρα στον τομέα της αναδιάρθρωσης και διαχείρισης των δανείων προκειμένου να είναι σε θέση να παρακολουθεί τις δεσμεύσεις 2 και 5. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης λαμβάνει από τη συγχωνευμένη οντότητα αμοιβή η οποία δεν εμποδίζει την ανεξάρτητη και αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων του.

II.   Διορισμός εντολοδόχου παρακολούθησης

Πρόταση των ιρλανδικών αρχών

Το αργότερο τέσσερις εβδομάδες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, η οποία εγκρίνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης και ρύθμισης της συγχωνευμένης οντότητας, οι ιρλανδικές αρχές θα προτείνουν στην Επιτροπή δύο ή περισσότερα πρόσωπα ως εντολοδόχους παρακολούθησης προς έγκριση και θα εκφράσουν την προτίμησή της για κάποιο από αυτά Η πρόταση πρέπει να περιέχει επαρκείς πληροφορίες για τα εν λόγω πρόσωπα ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να ελέγξει κατά πόσο ο προτεινόμενος εντολοδόχος παρακολούθησης πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος παραρτήματος και, συγκεκριμένα, πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής:

 

τους πλήρεις όρους της προτεινόμενης εντολής με όλες τις ρυθμίσεις που απαιτούνται ώστε ο εντολοδόχος παρακολούθησης να είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του όπως αυτά ορίζονται στις παρούσες υποχρεώσεις·

 

την κατάρτιση προγράμματος εργασίας όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο εντολοδόχος παρακολούθησης σχεδιάζει να εκπληρώσει τα καθήκοντα που επωμίζεται.

Έγκριση ή απόρριψη από την Επιτροπή

Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής η έγκριση ή η απόρριψη του προτεινόμενου εντολοδόχου παρακολούθησης καθώς και η έγκριση της προτεινόμενης εντολής με τις τροποποιήσεις που κρίνει απαραίτητες ώστε ο εντολοδόχος παρακολούθησης να είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. Εντός μιας εβδομάδας από την έγκριση της Επιτροπής, ο εντολοδόχος παρακολούθησης διορίζεται σύμφωνα με την εγκεκριμένη από την Επιτροπή εντολή.

Νέα πρόταση των ιρλανδικών αρχών

4.

Εάν απορριφθούν όλοι οι προτεινόμενοι εντολοδόχοι παρακολούθησης, οι ιρλανδικές αρχές προτείνουν, εντός μιας εβδομάδας από την κοινοποίηση της απόρριψης, τουλάχιστον δύο ακόμη πρόσωπα ή οντότητες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που περιγράφονται στις παραγράφους 1 και 5 του παρόντος παραρτήματος.

Διορισμός του εντολοδόχου παρακολούθησης από την Επιτροπή

5.

Εάν απορριφθούν από την Επιτροπή όλοι οι προτεινόμενοι εντολοδόχοι παρακολούθησης, τότε η Επιτροπή ονομάζει εντολοδόχο παρακολούθησης τον οποίο η συγχωνευμένη οντότητα διορίζει ή μεριμνά για τον διορισμό αυτού βάσει της εγκεκριμένης από την Επιτροπή εντολής.

III.   Καθήκοντα του εντολοδόχου παρακολούθησης

6.

Αποστολή του εντολοδόχου παρακολούθησης είναι να διασφαλίσει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων και των απαιτήσεων που παρατίθενται στην απόφαση, καθώς και την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και ρύθμισης.

Καθήκοντα και υποχρεώσεις του εντολοδόχου παρακολούθησης

7.

Ο εντολοδόχος παρακολούθησης:

i)

προτείνει στην Επιτροπή εντός τεσσάρων εβδομάδων από τον διορισμό του αναλυτικό πρόγραμμα εργασίας όπου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι της Επιτροπής και να παρακολουθήσει την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και ρύθμισης·

ii)

παρακολουθεί τη συμμόρφωση της συγχωνευμένης οντότητας με τις δεσμεύσεις των ιρλανδικών αρχών και την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και ρύθμισης·

iii)

προτείνει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία για να διασφαλιστεί η εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων των ιρλανδικών αρχών έναντι της Επιτροπής·

iv)

υποβάλλει στην Επιτροπή, στη συγχωνευμένη οντότητα και στις ιρλανδικές αρχές εντός 30 ημερών από το τέλος κάθε τριμήνου σχέδιο γραπτής έκθεσης στην αγγλική γλώσσα. Αντικείμενο της έκθεσης είναι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εντολής εκ μέρους του εντολοδόχου παρακολούθησης, η συμμόρφωση με όλες τις δεσμεύσεις, καθώς και η υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και ρύθμισης. Όλοι οι παραλήπτες του σχεδίου έκθεσης μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των παρατηρήσεων, ο εντολοδόχος παρακολούθησης συντάσσει και υποβάλλει στην Επιτροπή την τελική έκθεση στην οποία, κατά διακριτική ευχέρεια, λαμβάνει υπόψη τις υποβληθείσες παρατηρήσεις στον μέγιστο δυνατό βαθμό και την υποβάλλει στην Επιτροπή. Ο εντολοδόχος διαβιβάζει στις ιρλανδικές αρχές και στη συγχωνευμένη οντότητα αντίγραφο της τελικής έκθεσης. Σε περίπτωση που το σχέδιο έκθεσης ή η τελική έκθεση περιέχει πληροφορίες που δεν πρέπει να κοινοποιηθούν στη συγχωνευμένη οντότητα ή στις ιρλανδικές αρχές, η συγχωνευμένη οντότητα ή οι ιρλανδικές αρχές λαμβάνουν μόνο τη μη απόρρητη έκδοση του σχεδίου έκθεσης ή της τελικής έκθεσης. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης δεν υποβάλλει στη συγχωνευμένη οντότητα και/ή στις ιρλανδικές αρχές οιαδήποτε εκδοχή της έκθεσης προτού την υποβάλει στην Επιτροπή.

Η Επιτροπή δύναται να δώσει στον εντολοδόχο παρακολούθησης εντολές ή οδηγίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις έναντι της Επιτροπής και υλοποιείται το σχέδιο αναδιάρθρωσης και ρύθμισης.

Οι ιρλανδικές αρχές και η συγχωνευμένη οντότητα διασφαλίζουν τη συνεργασία, την υποστήριξη και την πληροφόρηση που απαιτείται κατά την εύλογη κρίση του εντολοδόχου παρακολούθησης για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης έχει απεριόριστη πρόσβαση στα βιβλία, στα αρχεία, στα έγγραφα, στα διοικητικά στελέχη και άλλα μέλη του προσωπικού, σε φακέλους, εγκαταστάσεις, και τεχνικές πληροφορίες της συγχωνευμένης οντότητας που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του σύμφωνα με τις υποχρεώσεις.