ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2011.235.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 235

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

54ό έτος
10 Σεπτεμβρίου # 2011


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2011/526/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 32/09 (πρώην NN 50/09) της Γερμανίας για την αναδιάρθρωση του Sparkasse KölnBonn [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 6470]  ( 1 )

1

 

 

2011/527/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 7/10 (πρώην CP 250/09 και NN 5/10) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία Νόμος περί φορολογίας νομικών προσώπων, ρήτρα εξυγίανσης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 275]  ( 1 )

26

 

 

2011/528/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση στην υπόθεση C 24/09 (πρώην N 446/08) — Κρατική ενίσχυση υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων, Αυστριακός Νόμος για την Πράσινη Ηλεκτρική Ενέργεια, Αυστρία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 1363]  ( 1 )

42

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

10.9.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 235/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Σεπτεμβρίου 2010

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 32/09 (πρώην NN 50/09) της Γερμανίας για την αναδιάρθρωση του Sparkasse KölnBonn

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 6470]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/526/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα κράτη μέλη και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Η Γερμανία κοινοποίησε τα μέτρα στις 21 Οκτωβρίου 2009.

(2)

Στην απόφασή της στις 4 Νοεμβρίου 2009 (2) (στο εξής «απόφαση κίνησης της διαδικασίας»), η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης υπέρ του Sparkasse KölnBonn (στο εξής «Sparkasse») συνιστούν κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο τα μέτρα υπέρ του Sparkasse μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή ζήτησε επίσης από τη Γερμανία να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(3)

Με τη δημοσίευση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 6 Ιανουαρίου 2010, όλοι οι ενδιαφερόμενοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(4)

Στις 11 Φεβρουαρίου 2010 η Γερμανία διαβίβασε το σχέδιο αναδιάρθρωσης υπέρ του Sparkasse KölnBonn, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο πολυάριθμων συνεδριάσεων και τηλεδιασκέψεων κατά την περίοδο που μεσολάβησε από τον Δεκέμβριο του 2009 έως τον Σεπτέμβριο του 2010.

(5)

Η Γερμανία διαβίβασε στις 15 Ιανουαρίου 2010, στις 10, 12 και 24 Φεβρουαρίου 2010, στις 10 και 26 Μαρτίου 2010, στις 21 και στις 28 Μαΐου 2010, στις 8 και στις 11 Ιουνίου 2010, στις 23 Ιουλίου 2010 καθώς και στις 10 και στις 23 Αυγούστου 2010 περαιτέρω πληροφορίες και επικαιροποιημένα στοιχεία σχετικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η τελική έκδοση του σχεδίου αναδιάρθρωσης διαβιβάστηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2010.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΩΦΕΛΟΥΜΕΝΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ

(6)

Το Sparkasse KölnBonn είναι γερμανικό ταμιευτήριο (Sparkasse). Δημιουργήθηκε το 2005 από τη συγκέντρωση του Stadtsparkasse Köln και του Sparkasse Bonn, των οποίων επιχειρηματικοί φορείς (δημόσιες οντότητες υπεύθυνες για το ταμιευτήριο, στο εξής «ιδιοκτήτες») ήταν ο δήμος Κολωνίας και ο δήμος Βόννης αντίστοιχα. Ο δήμος Κολωνίας έχει έμμεση συμμετοχή της τάξεως του 70 % στο νέο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ενώ ο δήμος Βόννης 30 %. Μετά τη συγκέντρωση των δύο ταμιευτηρίων, επιχειρηματικός φορέας του νέου Sparkasse είναι η ένωση ειδικού σκοπού Zweckverband Sparkasse KölnBonn (στο εξής «ένωση ειδικού σκοπού»). Η ένωση ειδικού σκοπού είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου στον οποίο συμμετέχει ο δήμος Κολωνίας με ποσοστό 70 % και ο δήμος Βόννης με ποσοστό 30 %.

(7)

Στα τέλη του 2008, το Sparkasse αποτελούσε με σύνολο ισολογισμού ύψους 31 δισεκατ. ευρώ το μεγαλύτερο ταμιευτήριο της Γερμανίας. Η πιστοληπτική διαβάθμισή του σύμφωνα με τη Moody’s ήταν την εποχή εκείνη «Aa2». Στις 15 Μαρτίου 2010 η πιστοληπτική διαβάθμιση υποβαθμίστηκε σε «A1».

(8)

Το Sparkasse παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες για ιδιώτες πελάτες (επιχειρηματικές δραστηριότητες για ιδιώτες πελάτες) και επιχειρήσεις (επιχειρηματικές δραστηριότητες για εταιρικούς πελάτες). Επίσης, δραστηριοποιείται στη χρηματοδότηση έργων περιφερειακού χαρακτήρα, σε δραστηριότητες κεφαλαιαγορών, καθώς και σε άλλους τομείς του χρηματοπιστωτικού κλάδου, όπως στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.

(9)

Το Sparkasse διεκπεραιώνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες αποκλειστικά στον οικονομικό χώρο Κολωνίας-Βόννης, όπου κατά το 2008 κατείχε στον τομέα των καταθέσεων ιδιωτών πελατών μερίδιο αγοράς της τάξεως περίπου του [30-35] (3) %. Στις επιχειρηματικές δραστηριότητες παροχής πιστώσεων σε ιδιώτες πελάτες κατείχε το 2008 μερίδιο αγοράς περίπου [20-25] % και σε εταιρικούς πελάτες το [15-20] % (4).

3.   ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(10)

Το μετοχικό κεφάλαιο του Sparkasse ενισχύθηκε συνολικά με 650 εκατ. ευρώ, και συγκεκριμένα:

i)

μέσω της χορήγησης δικαιωμάτων συμμετοχής (Genussrechte) στο τέλος του 2008, και

ii)

μέσω σιωπηρής συμμετοχής (Stille Einlage) στις αρχές του 2009.

3.1.   Δικαιώματα συμμετοχής

(11)

Τον Δεκέμβριο του 2008, η Rheinische Sparkassen-Förderungsgesellschaft (στο εξής «εταιρεία προώθησης» (Förderungsgesellschaft) προέβη στη χορήγηση ονομαστικών δικαιωμάτων συμμετοχής στο Sparkasse συνολικού ύψους 300 εκατ. ευρώ (σε δύο δόσεις των 150 εκατ. ευρώ).

(12)

Η εταιρεία προώθησης είναι σε ποσοστό 100 % θυγατρική του Rheinischer Sparkassen- und Giroverband (στο εξής «RSGV»). Το RSGV είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου και αποτελεί τον οργανισμό-ομπρέλα για όλα τα ταμιευτήρια που είναι εγκατεστημένα στη Ρηνανία, εκπροσωπώντας τα ταμιευτήρια και, προσφάτως, τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και τους (κρατικούς) ιδιοκτήτες αυτών. Ο επιχειρηματικός στόχος της εταιρείας προώθησης συνίσταται, βάσει του καταστατικού της, στην προώθηση των ταμιευτηρίων που είναι μέλη του RSGV. Έχει το δικαίωμα να ενισχύει το κεφάλαιο των ταμιευτηρίων αποκλειστικά για την προώθηση της δανειοδοσίας καθώς και να δανείζεται.

(13)

Η απόδοση τοκομεριδίου των δικαιωμάτων συμμετοχής είναι 8 %. Έχουν διάρκεια έως την 31η Δεκεμβρίου 2013. Τα δικαιώματα συμμετοχής από άποψης τραπεζικής εποπτείας αποτελούν δευτεροβάθμιο κεφάλαιο (Tier 2) (συμπληρωματικό κεφάλαιο).

(14)

Τα δικαιώματα συμμετοχής συμμετέχουν στις ζημίες χρήσης βάσει της αναλογίας του κεφαλαίου των δικαιωμάτων συμμετοχής προς τα λοιπά ίδια κεφάλαια που συμμετέχουν στις ζημίες και συνοδεύονται από […] δικαίωμα καθυστερημένης πληρωμής, δηλ. οι εκπρόθεσμες πληρωμές επί των δικαιωμάτων συμμετοχής πρέπει να καταβάλλονται εντός [2-6] ετών από τη λήξη τους. Το ίδιο ισχύει για πληρωμές αναπλήρωσης της ονομαστικής αξίας των δικαιωμάτων συμμετοχής που απομειώνεται λόγω ζημιών.

(15)

Για τη χρηματοδότηση των δικαιωμάτων συμμετοχής η εταιρεία προώθησης έλαβε από την […] δύο δάνεια. Τα δάνεια αυτά έχουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο [4-5] % καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαιωμάτων συμμετοχής. Το RSGV παρέχει εγγυήσεις στην […] για τα εν λόγω δάνεια και λαμβάνει για τον σκοπό αυτό από την εταιρεία προώθησης προμήθεια εγγύησης της τάξεως του [1,8-2,5] %.

3.2.   Σιωπηρή συμμετοχή

(16)

Στις 2 Ιανουαρίου 2009 και στις 27 Φεβρουαρίου 2009 υπεγράφησαν συμφωνίες μεταξύ του Sparkasse και της ένωσης ειδικού σκοπού για τη συγκρότηση κεφαλαίων σιωπηρής συμμετοχής συνολικού ύψους 350 εκατ. ευρώ. Η πρώτη δόση ύψους 300 εκατ. ευρώ καταβλήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2009 και η δεύτερη δόση ύψους 50 εκατ. ευρώ την 1η Απριλίου 2009. Η σιωπηρή συμμετοχή είναι μια δομή στην οποία ο επενδυτής δεν αποκτά δικαιώματα ψήφου αλλά λαμβάνει αποζημίωση. Δεν περιορίζεται χρονικά και καταγράφεται στα βιβλία του Sparkasse ως κεφάλαιο Tier 1 (βασικό ίδιο κεφάλαιο). Η σιωπηρή συμμετοχή διατηρείται από την ένωση ειδικού σκοπού.

(17)

Για τη χρηματοδότηση της σιωπηρής συμμετοχής, η ένωση ειδικού σκοπού έλαβε για την πρώτη δόση δάνειο ύψους 300 εκατ. ευρώ. Το δάνειο αυτό χορηγήθηκε από την […] και την […] σε ποσοστό 50 % αντίστοιχα. Η ένωση ειδικού σκοπού καταβάλλει για το δάνειο αυτό προμήθεια [0,7-1,1] % βάσει Euribor 1 έτους. Η δεύτερη δόση ύψους 50 εκατ. ευρώ αναχρηματοδοτήθηκε με τη βοήθεια δανείου από την […] με προμήθεια [0,7-1,1] % βάσει Euribor. Για τα δάνεια της ένωσης ειδικού σκοπού δεν παρασχέθηκαν ειδικές εγγυήσεις από τον δήμο Κολωνίας ή από τον δήμο Βόννης. Ωστόσο, σύμφωνα με το καταστατικό της ένωσης ειδικού σκοπού υφίσταται απεριόριστη ευθύνη των δύο δήμων για τις χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις της ένωσης ειδικού σκοπού.

(18)

Το Sparkasse καταβάλλει για τη σιωπηρή συμμετοχή προμήθεια της τάξεως του 7,25 % βάσει Euribor 1 έτους. Το ύψος της προμήθειας αυτής καθορίστηκε βάσει πιστοποιητικού δίκαιης αποτύπωσης των οικονομικών στοιχείων (fairness opinion) της Deutsche Bank. Οι πληρωμές αποζημίωσης εξαρτώνται από τα έσοδα προηγούμενης χρήσης και διακόπτονται όταν το Sparkasse δεν έχει επιδείξει κέρδη για το συγκεκριμένο έτος. Αποκλείεται η καταβολή πληρωμής όταν ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων κατά τη χρονική στιγμή λήξης της προθεσμίας είναι χαμηλότερος από 9 % και η πληρωμή ενδέχεται να οδηγήσει σε ζημία χρήσης ή στην αύξηση υφιστάμενης ζημίας χρήσης για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος. Σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης της σιωπηρής συμμετοχής δεν υφίσταται υποχρέωση καθυστερημένης πληρωμής των απολεσθέντων ποσών. Η σιωπηρή συμμετοχή επιβαρύνεται επίσης αναλογικά με τις συνολικές ζημίες του κεφαλαίου, σε περίπτωση ζημιών προς μεταφορά στην επόμενη χρήση.

4.   ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

(19)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει τον προσανατολισμό του Sparkasse —βάσει καταστατικού— προς το επιχειρηματικό μοντέλο ενός ταμιευτηρίου με πολιτική εμπορικής διανομής περιφερειακής εμβέλειας. Το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα επικεντρωθεί στις συνήθεις υπηρεσίες που παρέχει μια τράπεζα λιανικής προς τις παραδοσιακές κατηγορίες πελατών της, ήτοι σε ιδιώτες πελάτες και σε ΜΜΕ, θα αποσυρθεί από δραστηριότητες διαπραγματεύσεων για ίδιο όφελος και επενδύσεων σε δομημένα προϊόντα και δεν θα πωλήσει θυγατρικές εταιρείες που ανήκουν στο βασικό επιχειρηματικό του πεδίο. Επιπλέον, το Sparkasse θα μειώσει σημαντικά τις λειτουργικές του δαπάνες.

4.1.   Περιγραφή του σχεδίου αναδιάρθρωσης

(20)

Το κύριο επιχειρηματικό πεδίο του Sparkasse θα αφορά πελάτες εγκατεστημένους στον οικονομικό χώρο της Κολωνίας και της Βόννης στους τομείς ιδιωτών πελατών, ιδιωτικής τραπεζικής, ΜΜΕ, εταιρικών πελατών και θεσμικών πελατών. Στον τομέα των εταιρικών πελατών το Sparkasse θα επικεντρωθεί σε πελάτες με ετήσιο κύκλο εργασιών χαμηλότερο από 250 εκατ. ευρώ.

(21)

Το Sparkasse θα καταργήσει τα μεγαλύτερα δάνεια που χορηγεί, μεταξύ άλλων, μέσω της μείωσης των πιστωτικών ορίων, της εισαγωγής επιπρόσθετων εξασφαλίσεων και συναλλαγών πιστωτικού κινδύνου σε συνεργασία με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στον τομέα των εταιρικών πελατών, το Sparkasse έχει ήδη μειώσει κατά 551,5 εκατ. ευρώ τις δανειοδοτήσεις. Έως τα τέλη του 2013 πρέπει να επιτευχθεί περαιτέρω μείωση των αρχικών δανειοδοτήσεων ύψους 2,8 δισεκατ. ευρώ (στοιχεία 2008) κατά [0,9-1,1] δισεκατ. ευρώ. Επιπλέον, έως τα τέλη του 2013, πρέπει με τα ίδια μέσα ιδίου κεφαλαίου (βλ. παράρτημα Ι σημείο 4), να μειώσει ένα δάνειο ύψους [0,8-0,9] δισεκατ. ευρώ προς δημόσιους οργανισμούς μη εγκατεστημένους στην επικράτεια Κολωνίας-Βόννης.

(22)

Το Sparkasse έχει ήδη μειώσει τις συναλλαγές διαπραγμάτευσης για ίδιο όφελος αρχικού ύψους 550 εκατ. ευρώ σε [20-23] εκατ. ευρώ και πρόκειται να τις καταργήσει ολοσχερώς. Το Sparkasse δεν θα αναλαμβάνει πλέον στο μέλλον ανάλογες συναλλαγές διαπραγμάτευσης για ίδιο όφελος και προτίθεται να εγκαταλείψει τις δραστηριότητες οργανισμού διαπραγμάτευσης, έτσι ώστε να διεξάγει τις υπόλοιπες και περιορισμένες σε έκταση συναλλαγές διαπραγμάτευσης για ίδιο όφελος ως τραπεζικές δραστηριότητες. Θα περιορίζονται σε συγκεκριμένα προϊόντα και δεν πρέπει να υπερβαίνουν συγκεκριμένο ημερήσιο πιστωτικό κίνδυνο (κίνδυνος αγοραίας τιμής < [3-5] εκατ. ευρώ, βλ. παράρτημα I σημείο 2).

(23)

Μια από τις κύριες αιτίες για τις ζημίες του Sparkasse κατά το έτος 2008 ήταν οι επενδύσεις του στα χαρτοφυλάκια χρεογράφων εξασφαλισμένων με περιουσιακά στοιχεία (asset-backed securities, «ABS») και στρατηγικής κατανομής επενδύσεων (strategic asset allocation, «SAA»). Κατά την αγορά του χαρτοφυλακίου ABS, το Sparkasse αγόρασε γεωγραφικά διαφοροποιημένα (5) στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική διαβάθμιση «AAA», μεταξύ άλλων, RMBS (6), CDO (7), CMBS (8), ABS (9) και CLO (10). Στα τέλη του 2007 το χαρτοφυλάκιο ABS κατέγραψε 1,05 δισεκατ. ευρώ στον ισολογισμό του Sparkasse. Το χαρτοφυλάκιο SAA αφορά τη διαχείριση διαφοροποιημένων χρεογράφων μέσω ειδικών κεφαλαίων τα οποία, μεταξύ άλλων, αποτελούνται από διεθνείς συμμετοχές κεφαλαίου, REIT (11) και ομολογίες, περιλαμβανομένων των κατηγοριών ενεργητικού υψηλής απόδοσης (high yield) και αναδυόμενων αγορών (emerging markets). Στα τέλη του 2007, το εν λόγω χαρτοφυλάκιο κατέγραψε 2,2 δισεκατ. ευρώ στον ισολογισμό του Sparkasse. Παρά τις προσπάθειες του Sparkasse για ευρεία διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων ABS και SAA, η κρίση στη χρηματοπιστωτική αγορά είχε ως αποτέλεσμα απτές ζημίες στην αξία των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού. Το 2008 το Sparkasse έπρεπε να προβεί σε αποσβέσεις ύψους 249 εκατ. ευρώ (12), οι οποίες αφορούσαν κυρίως τα εν λόγω δύο χαρτοφυλάκια. Κατά το 2007 είχε ήδη αναγκαστεί να καταγράψει αποσβέσεις ύψους 108 εκατ. ευρώ.

(24)

Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης του Sparkasse, οι επενδύσεις ABS και SAA δεν αντιστοιχούν στο προφίλ κινδύνου ενός παραδοσιακού ταμιευτηρίου με πολιτική διανομής ούτε στον νέο στρατηγικό προσανατολισμό του προς το βασικό επιχειρηματικό πεδίο του. Για τον λόγο αυτό, το Sparkasse αποφάσισε να εκποιήσει και/ή να καταργήσει τις εν λόγω υποχρεώσεις έως το 2014. Τον Μάρτιο του 2008 το Sparkasse μείωσε τις επενδύσεις SAA κατά το ήμισυ για να ελαττώσει τον κίνδυνο που αυτές συνεπάγονταν. Πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω πωλήσεις το 2009 που κατέστησαν εφικτή τη μείωση του χαρτοφυλακίου SAA σε 468 εκατ. ευρώ (στοιχεία της 30ής Σεπτεμβρίου 2009). Οι επιπτώσεις των υπολειπόμενων χαρτοφυλακίων ABS (κατά την ημερομηνία αναφοράς της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 με ονομαστική αξία 970 εκατ. ευρώ) αντισταθμίστηκαν στον ισολογισμό του Sparkasse για το 2010 μέσω αντίστοιχης πρόληψης κινδύνου και εξασφαλίσεων. Κατά την περίοδο [2012-2014] πρόκειται να πωληθούν και τα υπόλοιπα στοιχεία του χαρτοφυλακίου.

(25)

Το Sparkasse ξεκίνησε την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος μείωσης των δαπανών, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μείωση προσωπικού, τη βελτιστοποίηση των εσωτερικών διεργασιών και, έως τα μέσα του 2011, το κλείσιμο 22 (εκ των συνολικά 131) υποκαταστημάτων. Με αυτόν τον τρόπο σχεδιάζεται η μείωση των λειτουργικών δαπανών κατά [5-8] % έως το 2014 (13).

(26)

Η Γερμανία διαβεβαιώνει ότι το Sparkasse θα τηρήσει περιορισμούς στις πληρωμές τοκομεριδίων (παράρτημα I σημείο 7) και στις διαφημιστικές δαπάνες (παράρτημα I σημείο 9), απαγορεύσεις σχετικά με εξαγορές (παράρτημα I σημείο 8) καθώς και απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό τιμών. Τέλος, μέχρι τα τέλη του 2014 το Sparkasse δεν θα μπορεί να προσφέρει χαμηλότερες τιμές για καταθέσεις και χρηματοδότηση ανέγερσης κατοικιών από τον ανταγωνιστή με τις ελκυστικότερες τιμές μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων ανταγωνιστών (κατά γενικό κανόνα, στον τομέα των καταθέσεων βάσει των μεριδίων αγοράς που ισχύουν στη σχετική αγορά, στον οικονομικό χώρο Κολωνίας/Βόννης, ενώ στον τομέα της χρηματοδότησης ανέγερσης κατοικιών βάσει των μεριδίων αγοράς σε νέες εργασίες που ισχύουν στην Ομοσπονδία της Γερμανίας, βλ. παράρτημα Ι σημείο 5).

4.2.   Αναδιάρθρωση των θυγατρικών εταιρειών

(27)

Το Sparkasse σχεδιάζει να μειώσει τον αριθμό θυγατρικών εταιρειών κατά ένα τρίτο. Η λογιστική αξία των συνδεδεμένων επιχειρήσεων στον ισολογισμό του Sparkasse στις 31 Δεκεμβρίου 2008 ανερχόταν στα 635 εκατ. ευρώ. [20-40] εκατ. ευρώ εκποιήθηκαν και/ή ρευστοποιήθηκαν έως τα τέλη του 2009, ενώ σχεδιάζονται περαιτέρω πωλήσεις ύψους [180-250] εκατ. ευρώ. Το Sparkasse επιδιώκει με αυτόν τον τρόπο, και ανάλογα με τον τύπο της θυγατρικής εταιρείας, δύο στόχους: πρώτον, μέσω της εκποίησης θυγατρικών εταιρειών που δεν ανήκουν στο βασικό επιχειρηματικό πεδίο (14), και οι οποίες συμμετέχουν σε έργα περιφερειακής ανάπτυξης ή δημοτικά έργα ή κρατικά στεγαστικά προγράμματα, θα μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος και η τρωτότητα του Sparkasse· δεύτερον, τα κέρδη από την πώληση συμμετοχών κεφαλαίου, οι οποίες μόνο έμμεσα συνδέονται με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Sparkasse, θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσής του (βλ. παράρτημα Ι σημείο 10). Ο πλήρης κατάλογος των θυγατρικών εταιρειών προς πώληση παρατίθεται στο παράρτημα Ι σημεία 10 και 13.

(28)

Στην τελευταία ομάδα ανήκουν, μεταξύ άλλων, οι συμμετοχές στις εταιρείες RW Holding AG, S ProFinanz Versicherungsmakler GmbH, Schufa Holding AG και Neue Leben Pensionsverwaltung AG. Οι συμμετοχές αυτές έχουν ήδη εκποιηθεί και τα έσοδα που απέφεραν ανέρχονται συνολικά σε περίπου [25-35] εκατ. ευρώ.

(29)

Για ορισμένες θυγατρικές εταιρείες με αξία πώλησης ύψους περίπου [70-100] εκατ. ευρώ, λόγω του τύπου των επιχειρήσεων αυτών, το Sparkasse αναμένει ελάχιστο μόνο ενδιαφέρον από τον ιδιωτικό τομέα για την αγορά τους. Το ελάχιστο αυτό ενδιαφέρον οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι πρόκειται κατά κύριο λόγο για μικρές επιχειρήσεις οι οποίες, σε συνεργασία με τον δήμο Κολωνίας, δραστηριοποιούνται στους τομείς δημόσιων στεγαστικών προγραμμάτων και περιφερειακής ανάπτυξης ή των οποίων η ιδιοκτησιακή δομή έχει ήδη επηρεαστεί έντονα από τη συμμετοχή του δήμου Κολωνίας. Για τον λόγο αυτό, το Sparkasse προτίθεται να εκποιήσει τις δραστηριότητες αυτές στον [δήμο Κολωνίας ή σε εταιρεία συνδεδεμένη με αυτόν]. Η μεταβίβαση θα γίνει έναντι της αγοραίας τιμής που θα υπολογιστεί από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Τα στοιχεία ενεργητικού των θυγατρικών εταιρειών που πρόκειται να πωληθούν στον δήμο Κολωνίας αφορούν κυρίως τον τομέα των ακινήτων.

(30)

Κατά την υλοποίηση των μέτρων αναδιάρθρωσης, το Sparkasse πρόκειται να μειώσει το σταθμισμένο ενεργητικό του (RWA) κατά [2-5] δισεκατ. ευρώ στα [15-20] δισεκατ. ευρώ (ήτοι κατά [15-20] %). (Η ανάπτυξη του βασικού επιχειρηματικού πεδίου κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης δεν λαμβάνεται υπόψη στην ως άνω εκτίμηση). Εάν συνυπολογιστεί η ανάπτυξη του βασικού επιχειρηματικού πεδίου, η μείωση του σταθμισμένου ενεργητικού έως το 2014 θα ανέρχεται σε [10-15] %. Το […] του Sparkasse Köln μειώνεται ονομαστικά κατά [4-6] δισεκατ. ευρώ, στα [20-30] δισεκατ. (ήτοι κατά [15-20] %). (Η ανάπτυξη του βασικού επιχειρηματικού πεδίου κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης δεν λαμβάνεται υπόψη στην ως άνω εκτίμηση.) Εάν συνυπολογιστεί η ανάπτυξη του βασικού επιχειρηματικού πεδίου, η μείωση που επιτυγχάνεται στα στοιχεία ενεργητικού στο πλαίσιο των μέτρων αναδιάρθρωσης ανέρχεται στο 5 %.

4.3.   Αποκατάσταση της βιωσιμότητας στο βασικό σενάριο και στο σενάριο προσομοίωσης κρίσης

(31)

Για να αποδείξει ότι το Sparkasse είναι σε θέση να αποκαταστήσει μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητά του η Γερμανία υπέβαλε ένα βασικό σενάριο και ένα σενάριο προσομοίωσης κρίσης.

(32)

Οι χρηματοπιστωτικές προβλέψεις στις οποίες βασίζεται το βασικό σενάριο στηρίζονται στις προβλέψεις διακεκριμένων οικονομικών ινστιτούτων της Γερμανίας. Τίθεται ως προϋπόθεση ότι η αύξηση του ΑΕΠ κατά τη συνολική περίοδο αναδιάρθρωσης θα κυμαίνεται στα ίδια μέτρια επίπεδα και ότι το ποσοστό ανεργίας θα συνεχίσει να αυξάνεται έως το 2011 ενώ, στη συνέχεια, θα μειωθεί σταδιακά. Για το 2010 αναμένεται βελτίωση του δυσμενούς λόγω των χαμηλών επιτοκίων επιχειρηματικού πλαισίου, η οποία θα διατηρηθεί και κατά την υπόλοιπη περίοδο αναδιάρθρωσης.

(33)

Σύμφωνα με τον πίνακα 1, το Sparkasse στο βασικό σενάριο θα επανακτήσει το 2010 τη βιωσιμότητά του και θα συνεχίσει έως το 2014 να βελτιώνει τα επιχειρηματικά του αποτελέσματα. Για το 2014 αναμένεται απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) της τάξεως του [9-10] %. Στη διαφάνεια 1 παρουσιάζονται τα σημαντικότερα αριθμητικά στοιχεία του Sparkasse για την περίοδο 2008-2014.

Πίνακας 1

Sparkasse KölnBonn — Κέρδη προ φόρων 2010-2014 (Βασικό σενάριο)

Σενάριο

2009

2010

2011

2012

2013

2014

Βασικό σενάριο

– 98,8

[5-10]

[80-100]

[125-150]

[150-175]

[200-225]

Διαφάνεια 1

Αριθμητικά στοιχεία του Sparkasse KölnBonn για την περίοδο 2008-2014 (Βασικό σενάριο)

Αριθμητικά στοιχεία

 

2008

2009

2010

2011

2012

2013

2014

RWA  (15) (σε δισεκατ. ευρώ)

20,2

19,1

[17,5-20]

[…]

[…]

[…]

[15-20]

Δείκτης Tier 1  (16)

6,4 %

(5,5 %)

6,9 %

(6,1 %)

[7-8] %

([6-7] %)

[8-9] %

([7-8] %)

[8-9] %

([7-8] %)

[8-9] %

([7-8] %)

[8-10] %

([8-9] %)

RoE

- 13,5 %

- 6,5 %

[0-3] %

[4-6] %

[7-9] %

[7-9] %

[9-10] %

CIR

73,0 %

70,0 %

[65-75] %

[60-70] %

[55-65] %

[50-60] %

[50-60] %

VZÄ

3 824

3 672

[3 500-3 750]

[3 250-3 500]

[3 000-3 250]

[3 000-3 250]

[2 750-3 000]

(34)

Στο σενάριο προσομοίωσης κρίσης ως προϋπόθεση στις μακροοικονομικές υποθέσεις τίθεται η συνέχιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης έως το 2011 και μικρή βελτίωση της οικονομικής συγκυρίας το 2012. Σε αντίθεση με το βασικό σενάριο, τίθεται ως προϋπόθεση η παράταση του δυσμενούς λόγων χαμηλών επιτοκίων επιχειρηματικού πλαισίου για ακόμη δύο χρόνια.

(35)

Στο σενάριο προσομοίωσης κρίσης τίθεται ως προϋπόθεση ότι το Sparkasse θα αποκαταστήσει το 2012 τη βιωσιμότητά του και, στη συνέχεια, θα βελτιώνει συνεχώς τα αποτελέσματά του έως το 2014. Για το 2014 αναμένεται απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) της τάξεως του [10-12,5] %. Σύμφωνα με το σενάριο προσομοίωσης κρίσης, οι δείκτες κεφαλαίου του Sparkasse και όλου του ενοποιημένου ομίλου καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης κυμαίνονται σαφώς πάνω από τα κατώτατα όρια που έχουν θεσπίσει οι ρυθμιστικές αρχές. Ο πίνακας 2 και η διαφάνεια 2 παρουσιάζουν τα σημαντικότερα αριθμητικά στοιχεία για το Sparkasse KölnBonn κατά την περίοδο 2008-2014 βάσει του σεναρίου προσομοίωσης κρίσης.

Πίνακας 2

Sparkasse KölnBonn — Κέρδη προ φόρων 2010-2014 (Σενάριο προσομοίωσης κρίσης)

Σενάριο

2009

2010

2011

2012

2013

2014

Σενάριο προσομοίωσης κρίσης

- 98,8

– [125-150]

– [25-50]

[50-75]

[125-150]

[175-200]

Διαφάνεια 2

Αριθμητικά στοιχεία του Sparkasse KölnBonn για την περίοδο 2008-2014 (σενάριο προσομοίωσης κρίσης)

Αριθμητικά στοιχεία

 

2008

2009

2010

2011

2012

2013

2014

RWA  (17) (σε δισεκατ. ευρώ)

20,2

19,1

[17-20]

[17-19]

[17-19]

[17-19]

[16-18]

Δείκτης Tier 1  (18)

6,4 %

(5,5 %)

6,9 %

(6,1 %)

[6-7] %

([5-6])

[6-7] %

([6-7])

[6-7] %

([6-7])

[6-7] %

([6-7])

[7-8] %

([6-7])

ROE

- 13,5 %

- 6,5 %

– [8-9] %

– [1-3] %

[3-5] %

[8-10] %

[10-12] %

CIR

73,0 %

70,0 %

[70-75] %

[65-70] %

[60-65] %

[55-60] %

[50-55] %

VZÄ

3 824

3 672

[3 500-3 750]

[3 250-3 500]

[3 000-3 250]

[3 000-3 250]

[2 750-3 000]

(36)

Καθότι τα έσοδα του Sparkasse επηρεάζονται κυρίως από τα ισχύοντα χαμηλά βραχυπρόθεσμα επιτόκια, διενεργήθηκε δεύτερη ανάλυση ευαισθησίας σχετικά με τα επιτόκια (σενάριο 1: ανοδική πορεία της καμπύλης επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης και, σενάριο 2: πτωτική πορεία κατά 50 μονάδες βάσης). Η ανάλυση επιβεβαίωσε ότι η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων θα ήταν ευνοϊκή για τη βιωσιμότητα του Sparkasse, ενώ η μείωση των επιτοκίων θα την συρρίκνωνε. Η γραμμική μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης θα συνεπάγετο απώλειες κερδών ύψους [20-25] εκατ. ευρώ ετησίως. Συνολικά, από την ανάλυση ευαισθησίας που διαβίβασε η Γερμανία προκύπτει ότι η τρωτότητα του Sparkasse για μεγαλύτερες διακυμάνσεις επιτοκίων είναι περιορισμένη.

4.4.   Εταιρική διακυβέρνηση (Corporate Governance)

(37)

Από τα στοιχεία που διαβίβασε η Γερμανία προκύπτει ότι οι επενδύσεις βάσει πολιτικών κινήτρων, οι οποίες συνέβαλαν στα προβλήματα του Sparkasse, αποφασίστηκαν κατά την περίοδο 1997-2004, ήτοι οι αποφάσεις λήφθηκαν πριν από τη συγκέντρωση του Stadtsparkasse Köln με το Sparkasse Bonn το 2005, που οδήγησε στο σημερινό δημοτικό ταμιευτήριο (Stadtsparkasse), και επί διαφορετικής νομικής βάσης η οποία ρυθμιζόταν κυρίως από τον νόμο περί ταμιευτηρίων του ομόσπονδου κράτους Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (Sparkassengesetz Nordrhein-Westfalen) (19). Εν τω μεταξύ η εταιρική διακυβέρνηση του Sparkasse έχει βελτιωθεί.

(38)

Μετά τις διαρθρωτικές αλλαγές που υλοποίησε ο νέος επιχειρηματικός φορέας λόγω της συγκέντρωσης των δύο ταμιευτηρίων το 2005, για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων στην ένωση ειδικού σκοπού απαιτείται πλέον ειδική πλειοψηφία των μετόχων. Η ειδική πλειοψηφία ορίστηκε στο 85 % και κυμαίνεται, συνεπώς, πάνω από το ποσοστό συμμετοχής του ενός μόνο δήμου.

(39)

Ο αριθμός και το μέγεθος των οργάνων του ταμιευτηρίου μειώθηκαν, ενώ παράλληλα συρρικνώθηκε σημαντικά το διοικητικό συμβούλιο και το προεδρείο (20). Καταργήθηκε επίσης η επιτροπή συμμετοχών αποτελούμενη από τρία μέλη του προεδρείου, η οποία στο πρώην Stadtsparkasse Köln ήταν επιφορτισμένη με τη λήψη προκαταρκτικών αποφάσεων σχετικά με επενδύσεις σε θυγατρικές εταιρείες. Η ευθύνη για την επενδυτική πολιτική σε ζητήματα συμμετοχών κεφαλαίου, οι οποίες πρέπει να ελέγχονται βάσει οικονομικών κριτηρίων, μεταβιβάστηκε στο προεδρείο. Όλες οι νέες επενδύσεις του Sparkasse πρέπει επίσης να εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο.

(40)

Βάσει των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει του τροποποιημένου νόμου περί ταμιευτηρίων, το Sparkasse όφειλε να συστήσει μια επιτροπή διαχείρισης κινδύνων και ελέγχου ισολογισμού στην οποία εκχώρησε ευρείες ελεγκτικές αρμοδιότητες. Επιπλέον, απαιτείται διά του νόμου τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός ταμιευτηρίου. Το προεδρείο φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για τη διαχείριση του Sparkasse και δεν δεσμεύεται σε καμία περίπτωση από τις οδηγίες του διοικητικού συμβουλίου ή των μετόχων.

(41)

Εκτός από τις ήδη υλοποιηθείσες βελτιώσεις στη δομή εταιρικής διακυβέρνησης, το Sparkasse πρόκειται να την ενισχύσει αυξάνοντας στο μέλλον τον αριθμό των ανεξάρτητων (21) μελών του διοικητικού συμβουλίου από 2 σε 4, από τα συνολικά 18 μέλη. Από την 1η Ιανουαρίου 2011 η επιτροπή ελέγχου ισολογισμού θα αριθμεί 7 αντί 9 μελών και η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων θα αποτελείται από 6 αντί των 9 μελών που αριθμεί σήμερα. Πρέπει να καταργηθεί έως το τέλος του 2011 η επιτροπή συμμετοχών και έως το τέλος του 2010 η επιτροπή σχεδιασμού στρατηγικών. Η επιτροπή συμμετοχών θα αποκτήσει αυτομάτως μικρότερο κύρος αφότου πωλήσει το Sparkasse μεγάλο μέρος των θυγατρικών εταιρειών του. Τα καθήκοντα της επιτροπής σχεδιασμού στρατηγικών αναλαμβάνονται πλέον από το προεδρείο. Τέλος, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων, σε περίπτωση εξαγοράς επιχειρήσεων, αλλάζουν ώστε το προεδρείο να μπορεί να λάβει αποφάσεις σε ζητήματα συμμετοχών μόνο ομόφωνα, ενώ για συμμετοχές ονομαστικού ποσού άνω των [2-5] εκατ. ευρώ απαιτείται προηγουμένως η διενέργεια ελέγχου δέουσας επιμέλειας ή αξιολόγησης της επιχείρησης από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα.

4.5.   Υβριδικά χρηματοδοτικά μέσα

(42)

Το Sparkasse διατηρεί σε ανεξάρτητους επενδυτές υβριδικό κεφάλαιο (πιστοποιητικά συμμετοχής πελατών) ύψους 224 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, τα δικαιώματα συμμετοχής και τα πιστοποιητικά συμμετοχής πελατών είναι ισότιμα. Η σιωπηρή συμμετοχή κατατάσσεται μετά από τα δύο αυτά μέσα. Όπως παρουσιάζεται στον πίνακα 3, από το 2008 δεν καταβλήθηκαν πλέον τοκομερίδια σε υβριδικό κεφάλαιο. Το 2008 και το 2009 τα δικαιώματα συμμετοχής συμμετείχαν στις ζημίες κατά 57,4 εκατ. ευρώ. Η σιωπηρή συμμετοχή και τα πιστοποιητικά συμμετοχής πελατών συμμετείχαν στις ζημίες του έτους 2009. Από το 2010 θα αναπληρωθούν τα υβριδικά χρηματοδοτικά μέσα, ενώ από το 2011 θα καταβληθούν έως το 2012 οι μέχρι τότε μη πραγματοποιηθείσες πληρωμές τοκομεριδίων. Το 2013 θα αναπληρωθούν όλα τα υβριδικά χρηματοδοτικά μέσα εκ νέου και θα γίνουν όλες οι μέχρι τότε μη πραγματοποιηθείσες πληρωμές τοκομεριδίων έτσι ώστε για κάθε χρηματοδοτικό μέσο να πραγματοποιηθεί πλήρης πληρωμή τοκομεριδίου. Επειδή οι πληρωμές τοκομεριδίων πρέπει να πραγματοποιούνται όταν υπάρχει θετική αναλογία κερδών και ζημιών, ήτοι σε θετικό ισολογισμό, το Sparkasse δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση διακριτική ευχέρεια σχετικά με το ενδεχόμενο αναστολής των πληρωμών τοκομεριδίων, εφόσον διασφαλίσει τη βιωσιμότητά του και αναπληρώσει εκ νέου ενδεχόμενες μειώσεις του ονομαστικού κεφαλαίου.

Πίνακας 3

Κατανομή κερδών του Sparkasse KölnBonn για την περίοδο 2009-2014 (Βασικό σενάριο)

 

2008

2009

2010

2011

2012

2013

2014

Κέρδη προ φόρου

 

- 98,8

[5-10]

[80-100]

[125-150]

[150-175]

[200-225]

Κατανομή κερδών ανά μέσο κεφαλαίου

Δικαιώματα συμμετοχής

Απορρόφηση ζημιών

40,6

16,8

0

0

0

0

0

Αναπλήρωση κεφαλαίου

0

0

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Τοκομερίδιο

0

0

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Πιστοποιητικά συμμετοχής πελατών

Απορρόφηση ζημιών

0

12,5

0

0

0

0

0

Αναπλήρωση κεφαλαίου

0

0

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Τοκομερίδιο

0

0

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Σιωπηρή συμμετοχή

Απορρόφηση ζημιών

0

19,5

0

0

0

0

0

Αναπλήρωση κεφαλαίου

0

0

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Τοκομερίδιο

0

0

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

(43)

Η Γερμανία διαβεβαίωσε ότι το Sparkasse —εκτός της ύπαρξης συμβατικής υποχρέωσης— δεν θα προβεί σε πληρωμές τοκομεριδίων για υβριδικό κεφάλαιο ιδιωτών επενδυτών (βλ. παράρτημα I σημείο 7).

4.6.   WestLB

(44)

Μια περαιτέρω αιτία για τα χρηματοπιστωτικά προβλήματα του Sparkasse ήταν η συμμετοχή του στην WestLB. Το Sparkasse υπέστη συνολικές ζημίες ύψους […] εκατ. ευρώ, διότι ως μέλος της Rheinischer Sparkassen- und Giroverband (RSGV) συνέβαλε στην ενίσχυση του αποθεματικού κεφαλαίου το οποίο είχε συστήσει η RSGV ως δίχτυ ασφαλείας για τα μέλη της ένωσης και τις Landesbank. Το αποθεματικό κεφάλαιο χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο των μέτρων διάσωσης υπέρ της WestLB το 2008. Η υπολειπόμενη έκθεση σε κίνδυνο υφίσταται λόγω της έμμεσης συμμετοχής του Sparkasse στην WestLB και της υπολειπόμενης έμμεσης ευθύνης που έχει για την τράπεζα επισφαλειών (Bad Bank) της WestLB ως μέλος της RSGV.

(45)

Παρόλο που το Sparkasse δεν διαθέτει άμεσες επενδύσεις στην West LB, εκτίθεται σε κίνδυνο μέσω της συμμετοχής του στη RSGV στην οποία συμμετέχει με ποσοστό 19 %. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, ο κίνδυνος αρνητικών επιπτώσεων για το Sparkasse από την ενδεχόμενη επιδείνωση της λογιστικής αξίας της RSGV λόγω της WestLB είναι ελάχιστος. Πρώτον, η WestLB αξιολογήθηκε πρόσφατα από ανεξάρτητο τρίτο εμπειρογνώμονα και, επιπλέον, η λογιστική αξία της στον ισολογισμό της RSGV κατά την ημερομηνία αναφοράς της 31ης Δεκεμβρίου 2009 διορθώθηκε από το ιστορικό ποσό των […] δισεκατ. ευρώ στα […] εκατ. ευρώ. Η έμμεση συμμετοχή του Sparkasse στη WestLB αντιστοιχεί συνεπώς επί του παρόντος σε περίπου […] ευρώ. Επειδή το Sparkasse διατρέχει κίνδυνο από τη WestLB μόνο λόγω της συμμετοχής του στην RSGV, αυτό που έχει σημασία για το Sparkasse είναι μόνο η εσωτερική αξία της RSGV. Αυτή διαμορφώνεται, ωστόσο, όχι μόνο σύμφωνα με την αξία της WestLB αλλά και οιασδήποτε άλλης θυγατρικής εταιρείας και επένδυσης που υπάγεται στη RSGV. Από την αξιολόγηση των υπόλοιπων θυγατρικών εταιρειών της RSGV που διενεργήθηκε στο τέλος του 2009 προέκυψε ότι υπάρχουν σημαντικά σιωπηρά αποθεματικά τα οποία θα επαρκούσαν να καλύψουν ακόμη και την απαιτούμενη απόσβεση της WestLB σε 0 βάσει του χειρότερου σεναρίου.

(46)

Η υποχρεωτική συνεισφορά του Sparkasse [στην …], με την οποία θα καλυφθούν ενδεχόμενες ζημίες τής πρόσφατα συσταθείσας τράπεζας επισφαλειών της WestLB, ανέρχεται σε […] εκατ. ευρώ για χρονική περίοδο 25 ετών. Η συνεισφορά αυτή δεν έχει ωστόσο αρνητικές επιπτώσεις στην ικανότητα του Sparkasse να επιτύχει στο μέλλον τους δείκτες κεφαλαίου που απαιτούνται από τις ρυθμιστικές αρχές, διότι η συνεισφορά [στην …] θα καταβληθεί αποκλειστικά από μελλοντικά κέρδη.

4.7.   Μερική πρόωρη αποχώρηση

(47)

Η Γερμανία διαβεβαίωσε ότι το Sparkasse θα εξοφλήσει μέρος του ληφθέντος κεφαλαίου νωρίτερα από τη συμβατική προθεσμία που προβλέπεται για τα χρηματοδοτικά μέσα (βλ. παράρτημα Ι σημείο 27). Η εξόφληση θα ξεκινήσει το 2011 και θα πραγματοποιηθεί σε δύο στάδια.

(48)

Καταρχάς η ένωση ειδικού σκοπού […] θα εισπράξει μια πρώτη δόση ύψους 150 εκατ. ευρώ από τα δικαιώματα συμμετοχής της εταιρείας προώθησης. Η κατάσταση της εταιρείας προώθησης δεν θα βελτιωθεί περισσότερο μέσω της συναλλαγής και ιδίως μέσω του ύψους της τιμής αγοράς από ό,τι αν διατηρούσε το χρηματοδοτικό μέσο (22). Η ένωση ειδικού σκοπού θα μετατρέψει στη συνέχεια τα δικαιώματα συμμετοχής, τα οποία επί του παρόντος αποτελούν κεφάλαιο Tier 2 (συμπληρωματικό κεφάλαιο), σε χρηματοδοτικά μέσα κεφαλαίου Tier 1. Το νέο αυτό μέσο με μη σωρευτικά τοκομερίδια θα αποτελείται από τίτλους μειωμένης εξασφάλισης, ελάχιστης διάρκειας 30 ετών. Η διαδικασία αυτή αναμένεται να βελτιώσει τον δείκτη Tier 1 του Sparkasse κατά [0,8-1,0] %.

(49)

Ο βελτιωμένος δείκτης βασικού κεφαλαίου αποτελεί με τη σειρά του προϋπόθεση για το δεύτερο στάδιο το οποίο συνίσταται στην επαναγορά το 2011 από το Sparkasse της δεύτερη δόσης των δικαιώματα συμμετοχής που διατηρεί η εταιρεία προώθησης (ονομαστικής αξίας ύψους 150 εκατ. ευρώ). Αμφότερα τα στάδια θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κεφαλαίου Tier 2 συνολικά κατά [0,5-1,0] %. Επιπλέον, η RSGV ή άλλο μέλος του κλάδου ταμιευτηρίων θα αγοράσει τις συμμετοχές που έχει το Sparkasse σε δύο […] συνδεδεμένες με το Sparkasse και […] στην τιμή που ισχύει στην αγορά (23). Μέσω της πώλησης των έμμεσων συμμετοχών στις δύο αυτές εταιρείες, αναμένεται ότι το σύνολο ισολογισμού του Sparkasse θα μειωθεί περαιτέρω κατά [0,2-0,5] %. Η εκποίηση των δύο αυτών εταιρειών σχετίζεται άρρηκτα με την επαναγορά της δεύτερης δόσης δικαιωμάτων συμμετοχής, διότι η RSGV προτίθεται να χρηματοδοτήσει την αγορά των δύο εταιρειών από τα έσοδα της πώλησης των δικαιωμάτων συμμετοχής.

5.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

(50)

Πρέπει να υπομνησθεί ότι στην προκείμενη περίπτωση η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας για να ελέγξει, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ (24), το συμβιβάσιμο των υπό εξέταση μέτρων ανακεφαλαιοποίησης που χορηγήθηκαν ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης στις 4 Νοεμβρίου 2009 με την εσωτερική αγορά.

(51)

Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο διασφαλίζεται κατάλληλος επιμερισμός των βαρών και περιορίζεται η νόθευση του ανταγωνισμού, όπως ορίζεται στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις (βλ. αιτιολογική σκέψη 50 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(52)

Επειδή δεν ήταν σαφές κατά πόσο τα προβλήματα του Sparkasse προκλήθηκαν από επενδυτικές αποφάσεις, οι οποίες είχαν ληφθεί πολύ πριν από την έναρξη της κρίσης, ή οφείλονται όντως στη χρηματοπιστωτική κρίση, η Επιτροπή δεν είχε ακόμη αποφασίσει εάν τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης εμπίπτουν στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ΣΛΕΕ ή στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή αποφάσισε, με στόχο τον καθορισμό της ισχύουσας νομικής βάσης, να προβεί σε αναλυτικό έλεγχο των γεγονότων και να λάβει απόφαση σε μεταγενέστερο στάδιο.

6.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(53)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις άλλων ενδιαφερομένων στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας σχετικά με το υπό εξέταση μέτρο ανακεφαλαιοποίησης.

7.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

(54)

Η Γερμανία εξέτασε την απόφαση της Επιτροπής της 4ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την κίνηση διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δήλωσε στην Επιτροπή, ότι κατά την άποψή της, τα υπό εξέταση μέτρα ανακεφαλαιοποίησης υπέρ του Sparkasse υπό μορφή σιωπηρής συμμετοχής και κεφαλαίου δικαιωμάτων συμμετοχής δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με τη Γερμανία, τα μέτρα, όπως παρουσιάζονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 28 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας) είναι συμβιβάσιμα με την αρχή του επενδυτή υπό όρους οικονομίας της αγοράς.

(55)

Η Γερμανία αντικρούει την εκτίμηση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η αγορά για υβριδικά κεφάλαια κατά τη στιγμή της υλοποίησης των μέτρων ανακεφαλαιοποίησης (ήτοι τέλη 2008/αρχές 2009) ήταν τελείως «στεγνή» (25), και ότι σύμφωνα με το συμπέρασμά της τη δεδομένη στιγμή κανένας επενδυτής ή ιδιοκτήτης που ενεργεί υπό όρους οικονομίας της αγοράς δεν θα προέβαινε σε ανάλογη επένδυση —έστω και με υψηλότερο αντιστάθμισμα— (βλ. αιτιολογική σκέψη 38 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας). Η Γερμανία υποστηρίζει ότι το Sparkasse δεν είχε επηρεαστεί από τις εν λόγω εξελίξεις στην αγορά διότι ήταν σε θέση να εκδώσει τίτλους μειωμένης εξασφάλισης ύψους περίπου [10-15] εκατ. ευρώ κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2008 και περίπου [35-40] εκατ. ευρώ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2009 σε δόσεις πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.

(56)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η ανακεφαλαιοποίηση του Sparkasse Köln Bonn μέσω της εταιρείας προώθησης δεν χρηματοδοτήθηκε από κρατικούς πόρους.

(57)

Εάν η Επιτροπή αποφανθεί ωστόσο στο προκαταρκτικό συμπέρασμά της ότι η ανακεφαλαιοποίηση του Sparkasse εμπεριέχει κρατική ενίσχυση, η Γερμανία είναι πεπεισμένη ότι πρόκειται για ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ΣΛΕΕ.

(58)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης πληροί όλες τις προϋποθέσεις της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 2009 περί αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης, βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (26) (στο εξής «ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης»).

(59)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, μέσω του σχεδίου αναδιάρθρωσης διασφαλίζεται ότι το Sparkasse θα επιτύχει εκ νέου τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του, ότι θα έχει επαρκή ιδία συνεισφορά στα έξοδα αναδιάρθρωσης και ότι οι ενδεχόμενες στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό λόγω της ενίσχυσης περιορίζονται μέσω εκτεταμένων διαρθρωτικών μέτρων και διασφαλίσεων σε επίπεδο συμπεριφοράς.

(60)

Οι δεσμεύσεις της Γερμανίας παρατίθενται στα παραρτήματα I, II και III και αποτελούν άρρηκτο στοιχείο της παρούσας απόφασης. Για να διασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις υλοποιούνται πραγματικά, ορίζεται εντολοδόχος παρακολούθησης. Η διαδικασία διορισμού καθώς και τα καθήκοντα του εντολοδόχου παρακολούθησης καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ. Η Γερμανία έχει επίσης δεσμευτεί ως προς το χρονικό πλαίσιο υλοποίησης των εκποιήσεων (παράρτημα Ι αιτιολογικές σκέψεις 10 και 13). Εάν δεν τηρηθεί το εν λόγω χρονικό πλαίσιο, διορίζεται εντολοδόχος παρακολούθησης. Η διαδικασία διορισμού καθώς και τα καθήκοντα του εντολοδόχου παρακολούθησης καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

8.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΠΕΡΙ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

8.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και ποσό ενίσχυσης

(61)

Η Επιτροπή οφείλει να ελέγξει εάν τα υπό εξέταση μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Το άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ ορίζει ότι: «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.».

(62)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας (τμήμα 5.1) η Επιτροπή καταλήγει στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι τα δύο μέτρα ανακεφαλαιοποίησης υπέρ του Sparkasse συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχτεί το επιχείρημα της Γερμανίας, ότι δηλαδή τα μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις διότι οι όροι για αμφότερα τα χρηματοδοτικά μέσα διατυπώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο που και ένας επενδυτής υπό όρους οικονομίας της αγοράς θα τους είχε αποδεχτεί. Ακόμη και αν η προμήθεια για αμφότερα τα μέσα αντιστοιχούσε έως τις αρχές του 2008 στους τόκους που καταβάλλονται για συγκρίσιμα χρηματοδοτικά μέσα, στην προκείμενη περίπτωση και λόγω του υψηλού κινδύνου που διέτρεχε το Sparkasse εξαιτίας ελλιπούς κερδοφορίας, η εν λόγω προμήθεια ήταν υπερβολικά χαμηλή. Επιπλέον, η αγορά για υβριδικό κεφάλαιο ήταν κατά τη χρονική στιγμή της ανακεφαλαιοποίησης τελείως «στεγνή». Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή δεδομένων των όρων πλαισίου και ιδίως της κατάστασης της αγοράς, δεν μπορεί να δεχτεί το επιχείρημα της Γερμανίας, ότι δηλαδή ένας επενδυτής υπό όρους οικονομίας της αγοράς —και μάλιστα υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες— θα είχε πραγματοποιήσει την εν λόγω επένδυση.

(63)

Από τον ενδελεχή έλεγχο δεν προέκυψαν πληροφορίες ότι οι διαπιστώσεις αυτές θα μπορούσαν να αλλάξουν. Οι τίτλοι μειωμένης εξασφάλισης που εκδόθηκαν από το Sparkasse στα τέλη του 2008 και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2009, λόγω του χαμηλού ύψους των επιμέρους δόσεων δεν αποτελούν αξιόπιστη απόδειξη για το ότι οι αγορές για υβριδικά κεφάλαια πράγματι λειτουργούσαν. Ο κίνδυνος που συνδέεται με δόσεις υβριδικού κεφαλαίου αξίας μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ δεν μπορεί να συγκριθεί με τον κίνδυνο ενός χρηματοδοτικού μέσου ονομαστικής αξίας ύψους 150 εκατ. ευρώ και είναι ευκολότερα αποδεκτός από τις ιδιωτικές αγορές. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή επιμένει στη διαπίστωσή της ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο κανένας επενδυτής υπό όρους οικονομίας της αγοράς δεν θα αγόραζε ομολογίες υβριδικού κεφαλαίου με έκταση και χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης που χορηγήθηκαν υπέρ του Sparkasse.

(64)

Σε ό,τι αφορά τον τύπο των πόρων που διατέθηκαν από την εταιρεία προώθησης για την ανακεφαλαιοποίηση του Sparkasse, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ήδη σε άλλες περιπτώσεις είχε αποφανθεί ότι οι πόροι των εταιρειών προώθησης αποτελούν πόρους που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από δημόσιους φορείς (27). Κατά την άποψη της Επιτροπής αυτό ισχύει επίσης για τη συγκεκριμένη εταιρεία προώθησης, η οποία είναι κατά 100 % θυγατρική της RSGV. Για τον λόγο αυτό, οι συγκεκριμένοι πόροι πρέπει να χαρακτηριστούν ως κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(65)

Για τους ανωτέρω λόγους η Επιτροπή επιβεβαιώνει το προκαταρκτικό συμπέρασμα που διατύπωσε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, ότι δηλαδή τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης υπέρ του Sparkasse συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(66)

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενισχύσεις διάσωσης μετατράπηκαν σε ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, οι οποίες συνιστούν περαιτέρω πλεονέκτημα υπέρ του Sparkasse. Τα μέτρα κατέστησαν εφικτή τη χρηματοδότηση του Sparkasse σε χρονική στιγμή κατά την οποία, ιδίως λόγω της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, δεν ήταν σε θέση να αντλήσει κεφάλαια από την αγορά. Αυτό συνεπάγεται οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ του Sparkasse και ενισχύει τη θέση του έναντι των ανταγωνιστών του στη Γερμανία και σε άλλα κράτη μέλη στους οποίους δεν παρασχέθηκε η ίδια στήριξη. Τα μέτρα είναι συνεπώς ικανά να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(67)

Το στοιχείο ενίσχυσης στις εισφορές κεφαλαίου ανέρχεται σε 650 εκατ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 3,3 % των σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού του Sparkasse (στοιχεία: τέλη του 2008).

8.2.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά

8.2.1.   Νομική βάση για τον έλεγχο του συμβιβάσιμου

(68)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 4ης Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή δεν είχε λάβει ακόμη απόφαση σχετικά με τη νομική βάση που ισχύει για τον έλεγχο των μέτρων ανακεφαλαιοποίησης. Σύμφωνα με τις τότε διαθέσιμες πληροφορίες, οι αποφάσεις που λήφθηκαν πολύ πριν από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης σχετικά με επενδύσεις σε έργα περιφερειακής ανάπτυξης φάνηκε ότι αποτελούσαν την κύρια αιτία για τα προβλήματα του Sparkasse. Επειδή η χρηματοπιστωτική κρίση μάλλον επιδείνωσε μόνο τα ήδη υφιστάμενα χρηματοοικονομικά προβλήματα του Sparkasse, δεν αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ. Επειδή τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης υλοποιήθηκαν στο ζενίθ της χρηματοπιστωτικής κρίσης, θα μπορούσε πιθανόν επίσης να εφαρμοστεί —μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά την πάγια πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής σε περιπτώσεις προβληματικών τραπεζών— το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ΣΛΕΕ.

(69)

Ακόμη και αν οι μέχρι τώρα αποφάσεις λήφθηκαν βάσει των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης») (28), η Επιτροπή στο σημείο 49 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης διασαφήνισε ότι όλες οι ενισχύσεις που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή έως και την 31η Δεκεμβρίου 2010, βάσει της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης και όχι βάσει των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης, πρέπει να εξετάζονται ως ενισχύσεις αναδιάρθρωσης υπέρ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

(70)

Σε ό,τι αφορά τη συνεχιζόμενη τρωτότητα του γερμανικού τραπεζικού κλάδου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενδεχόμενη διάλυση ενός από τα μεγαλύτερα ταμιευτήρια της Γερμανίας λόγω […] θα είχε συστημικές επιπτώσεις και θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Γερμανίας.

(71)

Για τον λόγο αυτό, ως νομική βάση για τον έλεγχο του κατά πόσο η χρηματοπιστωτική στήριξη του Sparkasse είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης για τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας λαμβάνεται το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ΣΛΕΕ.

8.2.2.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης με την εσωτερική αγορά

(72)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης πρέπει, καταρχάς, από το σχέδιο αναδιάρθρωσης να προκύπτει για το ωφελούμενο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, το οποίο υποβάλλεται σε αναδιάρθρωση, ότι είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Δεύτερον, η ενίσχυση πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό και τόσο το ωφελούμενο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα όσο και οι κάτοχοι του κεφαλαίου του θα πρέπει να συνεισφέρουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό με ιδίους πόρους στην αναδιάρθρωση. Τρίτον, πρέπει να προβλέπονται μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων που προκαλούνται στον ανταγωνισμό από την τεχνητή ενίσχυση της θέσης του ωφελούμενου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στην αγορά καθώς και για την εξασφάλιση ενός ανταγωνιστικού τραπεζικού τομέα. Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν υπόψη ζητήματα παρακολούθησης και διαδικαστικά θέματα.

i)   Αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας

(73)

Η Γερμανία, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 9 έως 11 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, διαβίβασε ολοκληρωμένο και λεπτομερές σχέδιο αναδιάρθρωσης με πλήρη στοιχεία σχετικά με το επιχειρηματικό μοντέλο του Sparkasse. Στο σχέδιο αναδιάρθρωσης αναλύονται επίσης οι λόγοι για τα χρηματοοικονομικά προβλήματα του Sparkasse.

(74)

Το επιχειρηματικό μοντέλο προβλέπει νέο στρατηγικό προσανατολισμό στις βασικές επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός παραδοσιακού περιφερειακού ταμιευτηρίου με πολιτική εμπορικής διανομής. Το Sparkasse θα επικεντρωθεί στις συνήθεις υπηρεσίες ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος λιανικής για τις παραδοσιακές κατηγορίες πελατών του στον οικονομικό χώρο Κολωνίας-Βόννης, ήτοι σε ιδιώτες πελάτες, ΜΜΕ, καθώς και σε μικρότερους βιομηχανικούς και θεσμικούς πελάτες. Το Sparkasse θα επικεντρωθεί επίσης στα επιχειρηματικά πεδία που ορίζει το καταστατικό του και στις βασικές αρμοδιότητές του και θα αποσυρθεί από τους τομείς που προκάλεσαν τα χρηματοοικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Το Sparkasse θα αποσυρθεί στο μέλλον από οιεσδήποτε δραστηριότητες διαπραγματεύσεων για ίδιο όφελος, θα εκποιήσει θυγατρικές εταιρείες που δεν ανήκουν στο βασικό επιχειρηματικό του πεδίο και δεν θα προβαίνει πλέον σε επενδύσεις χαρτοφυλακίων SAA και ABS. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το νέο επιχειρηματικό μοντέλο του Sparkasse παρουσιάζει συνοχή και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.

(75)

Τα προβλήματα του Sparkasse οφείλονται κυρίως σε τρία επιχειρηματικά πεδία: i) σχέδια περιφερειακής ανάπτυξης, ii) επενδύσεις σε χαρτοφυλάκια ABS και SAA και iii) συμμετοχή του Sparkasse στη WestLB.

(76)

Το Sparkasse ξεκίνησε ήδη το 2008 την εκποίηση και/ή εκκαθάριση θυγατρικών εταιρειών που δεν ανήκαν στο βασικό επιχειρηματικό του πεδίο και δραστηριοποιούνταν στον τομέα της περιφερειακής ανάπτυξης. Η πλήρης παύση των εν λόγω επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είναι απαραίτητη και κατάλληλη για να καθησυχάσει τις ανησυχίες της Επιτροπής σε ό,τι αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού, διότι μέσω των εκποιήσεων μπορούν να αποκλειστούν περαιτέρω ζημίες ή έκθεση σε περαιτέρω κινδύνους που σχετίζονται με τις θυγατρικές εταιρείες. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό δεν αποδεσμεύεται μόνο κεφάλαιο αλλά και ανθρώπινοι πόροι στον τομέα της διαχείρισης οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ νέου για τις βασικές επιχειρηματικές δραστηριότητες του Sparkasse. Οι εκποιήσεις θα μειώσουν επίσης τον ισολογισμό του Sparkasse κατά περίπου [180-230] εκατ. ευρώ ([0-2] %) (29).

(77)

Καθότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των θυγατρικών εταιρειών που πρέπει να πωληθούν στον δήμο Κολωνίας αφορούν κυρίως την ανάπτυξη ακινήτων και υπηρεσίες σε σχέση με ακίνητα, η εφαρμογή της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα (ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων) (30) δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε πρόσφορη κατά την άποψη της Επιτροπής. Η λογιστική αξία των εν λόγω θυγατρικών εταιρειών έχει ήδη διορθωθεί σημαντικά προς τα κάτω τα τελευταία χρόνια προκειμένου να προσαρμοστεί στην αγοραία αξία. Για τον λόγο αυτό, η εκποίηση των θυγατρικών εταιρειών δεν θα συνεπάγετο σημαντικές ζημίες για το Sparkasse. Επιπλέον, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Γερμανίας, το Sparkasse θα πωλήσει τις θυγατρικές εταιρείες στην αγοραία αξία τους, η οποία πρόκειται να καθοριστεί από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εκποιήσεις δεν θα συνοδευτούν από περαιτέρω κρατικές ενισχύσεις.

(78)

Τα χαρτοφυλάκια ABS και SAA ήταν μια ακόμη αιτία για τα χρηματοοικονομικά προβλήματα του Sparkasse. Οι επενδύσεις αυτές έχουν ήδη περιοριστεί σημαντικά. Το Sparkasse πρόκειται να αποσυρθεί τελείως από τα εν λόγω χαρτοφυλάκια έως το 2014. Επειδή οι επενδύσεις δεν αντιστοιχούν πλέον στο νέο επιχειρηματικό μοντέλο του Sparkasse, η απόσυρση από τα εν λόγω χαρτοφυλάκια αποτελεί απαραίτητο βήμα για την εφαρμογή της νέας στρατηγικής του. Καθότι η τρέχουσα λογιστική αξία των υπολειπόμενων στοιχείων ενεργητικού στα χαρτοφυλάκια ABS και SAA αντιστοιχούν συνολικά στην αγοραία αξία τους, η υπολειπόμενη έκθεση σε κίνδυνο για τα εν λόγω χαρτοφυλάκια είναι περιορισμένη και δεν επηρεάζει τη βιωσιμότητα του Sparkasse.

(79)

Τέλος, ο υπολειπόμενος κίνδυνος του Sparkasse σε σχέση με τη συμμετοχή του στη WestLB, η οποία οδήγησε σε ζημίες ύψους […] εκατ. ευρώ, είναι περιορισμένος και εξασφαλίζεται από σιωπηρά αποθέματα στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της RSGV. Επειδή η εισφορά του Sparkasse [στην …] θα προέρχεται μόνο από μελλοντικά καθαρά κέρδη, η υποχρεωτική αυτή εισφορά δεν διακυβεύει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Sparkasse. Επιπλέον, η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως θετικό το γεγονός ότι οι εισφορές [στην …] μπορούν να πληρωθούν μόνο αφότου επιστραφεί το κρατικό κεφάλαιο σύμφωνα με τους όρους ανακεφαλαιοποίησης.

(80)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι αδυναμίες στη διοίκηση του Sparkasse έχουν ήδη αποτελέσει και συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο στοχευμένων βελτιωτικών μέτρων εκ μέρους του Sparkasse. Η αλλαγή που πραγματοποιήθηκε το 2005, μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης του Stadtsparkasse Köln και του Sparkasse Bonn, στη μετοχική δομή και στην εισαγωγή της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία διασφαλίζει ότι τα πολιτικά συμφέροντα των ιδιοκτητών δεν θα υπερτερούν των οικονομικών συμφερόντων του Sparkasse. Επιπλέον, οι αλλαγές στη σύνθεση και στον αριθμό μελών των οργάνων του Sparkasse καθώς και οι βελτιώσεις στη διαδικασία λήψης αποφάσεων καθιστούν εφικτή τη λογοδοσία των ανώτατων στελεχών της διοίκησης. Η αυστηρότερη ανάληψη ευθυνών και το υψηλότερο ποσοστό [εξωτερικών …] καθώς και ο διορισμός μελών στα όργανα του Sparkasse μη προερχόμενων από πολιτικούς κύκλους διασφαλίζουν μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τα μέτρα αυτά —σε συνδυασμό με την τροποποιημένη μετοχική δομή— εστιάζουν στις αιτίες των προβλημάτων του Sparkasse έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος να συμμετάσχει εκ νέου το Sparkasse σε έργα με πολιτικά κίνητρα, τα οποία συγκρούονται με τα οικονομικά του συμφέροντα. Επιπλέον, ο υφιστάμενος νόμος περί ταμιευτηρίων φαίνεται ότι διασφαλίζει επαρκώς την ανεξαρτησία της διοίκησης του Sparkasse. Οι αποδείξεις που έχει υποβάλει το Sparkasse, βάσει των οποίων δεν έχει συμμετάσχει από το 2004 σε νέα έργα με πολιτικό κίνητρο, καθιστούν σαφές ότι είναι επιτυχή τα υλοποιηθέντα μέτρα. Συνολικά, ο νέος κώδικας εταιρικής διακυβέρνησης συνάδει με τα αποτελέσματα τα οποία έχουν επιτευχθεί σε συγκρίσιμες περιπτώσεις (31). Οι υλοποιηθείσες και εξασφαλισμένες αλλαγές στην εταιρική διακυβέρνηση του Sparkasse μπορούν για τον λόγο αυτό να χαρακτηριστούν ως κατάλληλη και επαρκής συνεισφορά στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του Sparkasse.

(81)

Κατά την άποψη της Επιτροπής το σχέδιο αναδιάρθρωσης του Sparkasse πληροί τους όρους των σημείων 9 και 12 έως 15 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης. Βάσει αυτής, από το σχέδιο πρέπει να προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα αποκαταστήσει το συντομότερο δυνατόν την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του χωρίς τη λήψη κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει επαρκή απόδοση ιδίων κεφαλαίων και, παράλληλα, να αναλάβει όλα τα έξοδα της συνήθους επιχειρηματικής του δραστηριότητας και να πληροί τα ισχύοντα κριτήρια που ορίζουν οι ρυθμιστικές αρχές.

(82)

Το Sparkasse διαβίβασε τις χρηματοοικονομικές προβλέψεις για την περίοδο 2008-2014 με στοιχεία σχετικά με τα έσοδα, τα έξοδα, τις απομειώσεις αξίας, τα κέρδη και τις τοποθετήσεις κεφαλαίου. Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι προβλέψεις βασικού σεναρίου βασίζονται σε ρεαλιστικές μακροοικονομικές υποθέσεις. Το Sparkasse θέτει ως προϋπόθεση ότι από το 2010 θα επιτυγχάνει κέρδη και, στη συνέχεια, καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος αναδιάρθρωσης θα βελτιώνει διαρκώς τα ετήσια αποτελέσματά του. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων για το 2014 θα ανέρχεται στο [9-10] %, που υπό κανονικές συνθήκες αγοράς αποτελεί ικανοποιητικό αποτέλεσμα για χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λιανικής. Επιπλέον, το Sparkasse θα καταβάλει από το 2013 την πλήρη αποζημίωση για τα μέτρα ενίσχυσης. Οι δείκτες κεφαλαίου του Sparkasse θα κυμαίνονται εκ νέου σαφώς πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπουν οι ρυθμιστικές αρχές, ενώ για το 2014 αναμένεται δείκτης βασικού κεφαλαίου της τάξεως του [8-9] % (έναντι του 6,1 % για το 2009).

(83)

Επιπλέον, το Sparkasse απέδειξε ότι θα ήταν βιώσιμο ακόμη και βάσει του σεναρίου προσομοίωσης κρίσης. Οι παραδοχές στις οποίες βασίστηκε το σενάριο προσομοίωσης κρίσης ήταν εύλογες. Επειδή βάσει της δοκιμασίας αντοχής προέκυψε ότι τα αποτελέσματα του Sparkasse θα κυμαίνονται πάνω από τους δείκτες κεφαλαίου που προβλέπουν οι ρυθμιστικές αρχές, πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 13 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης. Επιπλέον, από την ανάλυση ευαισθησίας προέκυψε ότι το Sparkasse θα ήταν σε θέση να επιδείξει ανθεκτικότητα σε ενδεχόμενη σημαντική μεταβολή των επιτοκίων στο μέλλον.

(84)

Επιπλέον, το Sparkasse πρότεινε μια στρατηγική για την πρόωρη μερική επιστροφή των κρατικών εισφορών κεφαλαίου. Η μερική αυτή επιστροφή θα ήταν εφικτή χωρίς να επηρεαστεί η κεφαλαιακή βάση του Sparkasse διότι ο δείκτης βασικού κεφαλαίου του Sparkasse εκτιμάται για το 2010 στο [6-7] %, και σύμφωνα με το βασικό σενάριο αναμένεται να είναι ακόμη υψηλότερος. Αλλά και στο σενάριο προσομοίωσης κρίσης ο δείκτης θα κυμαινόταν πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζουν οι ρυθμιστικές αρχές. Για την πρόωρη μερική επιστροφή δεν απαιτείται ούτε για το Sparkasse ούτε για άλλη επιχείρηση που συμμετέχει στη συναλλαγή επιπρόσθετη υποστήριξη. Πρώτον, δεν θα βελτιωνόταν η θέση της εταιρείας προώθησης, λόγω της διαμόρφωσης της τιμής αγοράς για την πρώτη δόση των δικαιωμάτων συμμετοχής ύψους 150 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί σχεδόν στην ταμειακή ροή της εταιρείας προώθησης που θα λάμβανε εάν διατηρούσε το χρηματοδοτικό μέσο. Δεύτερον, η μεταβίβαση γίνεται μεταξύ δύο δημόσιων οντοτήτων. Καθότι το χρηματοδοτικό μέσο που μετατράπηκε σε κεφάλαιο Tier 1 έχει ήδη χαρακτηριστεί ως ενίσχυση και το Sparkasse μετά τη μετατροπή θα καταβάλει εξίσου υψηλή αποζημίωση στην ένωση ειδικού σκοπού, κατά την άποψη της Επιτροπής, η μετατροπή δεν συνεπάγεται περαιτέρω ενίσχυση. Τέλος, η επιστροφή της δεύτερης δόσης ύψους 150 εκατ. ευρώ εκ μέρους του Sparkasse αντιστοιχεί σχεδόν στην ταμειακή ροή της εταιρείας προώθησης που θα λάμβανε αν διατηρούσε το χρηματοδοτικό μέσο.

(85)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκε από το Sparkasse πληροί τα κριτήρια της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας και, άρα, καθησυχάζει τις ανησυχίες που εξέφρασε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας για ζητήματα δικαίου του ανταγωνισμού.

ii)   Ίδια συνεισφορά/Επιμερισμός των βαρών

(86)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι κάτοχοι κεφαλαίου αυτών πρέπει να συνεισφέρεουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό με ιδίους πόρους στην αναδιάρθρωση προκειμένου να διασφαλιστεί ο περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό. Για τον σκοπό αυτό μπορούν, για παράδειγμα, να πωληθούν στοιχεία του ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Επιπλέον, οι κάτοχοι κεφαλαίου πρέπει να περιορίσουν στον βαθμό του δυνατού τις ζημίες του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Μέσω των υποχρεώσεων που υπέχει το Sparkasse διασφαλίζεται ότι θα χρησιμοποιήσει ιδίους πόρους και ότι οι ιδιώτες επενδυτές που διατηρούν υβριδικό κεφάλαιο του Sparkasse θα συμβάλουν στην αναδιάρθρωση.

(87)

Από το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν προκύπτει ότι η ενίσχυση υπερβαίνει τα έξοδα που συνδέονται με την αποκατάσταση της βιωσιμότητας. Μέσω της χορηγηθείσας ενίσχυσης πρέπει να διασφαλιστεί ότι το Sparkasse διαθέτει στο βασικό σενάριο επαρκή κεφαλαιακή εφεδρεία και ότι στο σενάριο προσομοίωσης κρίσης πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζουν οι εποπτικές αρχές.

(88)

Πρέπει να σημειωθεί ότι το Sparkasse υλοποιεί μέτρα μείωσης των εξόδων και, έτσι, μέσω των εσωτερικών πόρων που εξοικονομεί διασφαλίζει ίδια συνεισφορά στα έξοδα αναδιάρθρωσης. Τα εν λόγω μέτρα αναμένεται ότι στο τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ετήσιων δαπανών κατά [25-35] εκατ. ευρώ (περίπου [5-8] % των συνολικών δαπανών κατά το 2009).

(89)

Επιπλέον, μέσω της εκποίησης κερδοφόρων θυγατρικών εταιρειών που δεν ανήκουν στο βασικό επιχειρηματικό πεδίο επιδιώκονται έσοδα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη χρηματοδότηση των εξόδων αναδιάρθρωσης.

(90)

Το Sparkasse δεν μπορεί να αναστείλει ούτε να καθυστερήσει την εξυπηρέτηση των τοκομεριδίων των υβριδικών χρηματοδοτικών μέσων, εφόσον επιτευχθούν κέρδη για κάποιο συγκεκριμένο έτος. Ωστόσο, και οι κάτοχοι υβριδικών χρηματοδοτικών μέσων περιορίζουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις ζημίες του Sparkasse διότι οι πληρωμές τοκομεριδίων για το υβριδικό κεφάλαιο θα αναστέλλονταν ή η ονομαστική αξία του υβριδικού κεφαλαίου θα μειωνόταν σε περίπτωση συμμετοχής στις ζημίες του Sparkasse. Η Επιτροπή κρίνει συνεπώς ότι απαιτείται από τους ιδιώτες επενδυτές υβριδικού κεφαλαίου να επωμιστούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βάρος ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης αναφορικά με τη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών στα έξοδα αναδιάρθρωσης.

(91)

Σύμφωνα με το σημείο 24 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, ο πρόσφορος επιμερισμός των βαρών μπορεί να διασφαλιστεί και από την πρόσφορη αποζημίωση της κρατικής ενίσχυσης. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αποζημίωση που ορίζεται στο πλαίσιο των μέτρων ανακεφαλαιοποίησης σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ήδη περιγραφέντα μέτρα είναι εύλογη για τον επιμερισμό των βαρών. Τα αναμενόμενα κέρδη θα επιτρέψουν στο Sparkasse να επιστρέψει το κεφάλαιο που του διέθεσε το Δημόσιο και να καταβάλει τα καθυστερημένα τοκομερίδια σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την ανακεφαλαιοποίηση και, συγκεκριμένα, από το 2011 για τα δικαιώματα συμμετοχής και από το 2013 για τη σιωπηρή συμμετοχή μετά την αναπλήρωση του ονομαστικού κεφαλαίου των χρηματοδοτικών μέσων. Οι τόκοι των δικαιωμάτων συμμετοχής που διατηρεί το κράτος σωρεύονται για [2-6] χρόνια και το κεφάλαιο που μειώθηκε λόγω συμμετοχής στις ζημίες αναπληρώνεται εκ νέου με τα δύο μέσα ανακεφαλαιοποίησης. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του βασικού σεναρίου το Δημόσιο θα λάβει του τόκους που δεν έχουν καταβληθεί επί των δικαιωμάτων συμμετοχής καθώς και την απομειωμένη ονομαστική αξία αμφότερων των χρηματοδοτικών μέσων σε μεταγενέστερο χρόνο.

(92)

Ως εκ τούτου, πρέπει να σημειωθεί ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υπέβαλε η Γερμανία προβλέπει επαρκή ιδία συνεισφορά στην αναδιάρθρωση και, άρα, διασκεδάζει τις αμφιβολίες περί στρέβλωσης του ανταγωνισμού που εκφράστηκαν στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

iii)   Μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

(93)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης, το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να προβλέπει μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και την εξασφάλιση ενός ανταγωνιστικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Επιπλέον, πρέπει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου και να διασφαλίζει ότι οι κρατικές ενισχύσεις δεν θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση συμπεριφορών αθέμιτου ανταγωνισμού.

(94)

Η δέσμη μέτρων αντιμετωπίζει επαρκώς το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. Το Sparkasse υποχρεούται να εκποιήσει σε μεγάλο βαθμό κερδοφόρες εταιρείες που δεν ανήκουν στο βασικό επιχειρηματικό του πεδίο. Μεταξύ αυτών ανήκουν οι συμμετοχές σε διάφορες μεγάλες […] του Sparkasse: […], […], RW Holding AG, S ProFinanz Versicherungsmakler GmbH, Schufa Holding AG και Neue Leben Pensionsverwaltung AG.

(95)

Η Γερμανία υπέβαλε λεπτομερές χρονοδιάγραμμα για τις προγραμματισμένες εκποιήσεις και δεσμεύεται να διορίσει εντολοδόχο παρακολούθησης ο οποίος θα διασφαλίσει ότι όλες οι υποχρεώσεις θα εκπληρωθούν εμπρόθεσμα. Σε περίπτωση αθέτησης του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος, διορίζεται για τις εκποιήσεις εντολοδόχος εκποίησης.

(96)

Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του Sparkasse, πρέπει να μειωθεί η παρουσία του σε ορισμένες κατηγορίες πελατών. Μέσω των σχεδιαζόμενων μέτρων οι ανταγωνιστές διατηρούν πρόσβαση σε μέρος των μεγάλων εταιρικών και θεσμικών πελατών του Sparkasse. Επειδή πρόκειται κυρίως για μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν γενικά πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, η Επιτροπή θεωρεί αμελητέο τον κίνδυνο πιθανών επιπτώσεων του μέτρου στην πραγματική οικονομία.

(97)

Επιπλέον, το Sparkasse, μέσω των μέτρων αναδιάρθρωσης πρόκειται να μειώσει ονομαστικά το σύνολο του ισολογισμού του κατά [15-20] % των σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού ([15-20] % επί του συνόλου του ισολογισμού) και κατά [10-15] % συνυπολογιζόμενης της μελλοντικής ανάπτυξης (5 % επί του συνόλου ισολογισμού). Αναμένεται ότι η μείωση αυτή θα προκύψει κυρίως από την απόσυρση από τις επενδύσεις SAA και ABS, από την παύση των συναλλαγών διαπραγμάτευσης για ίδιο όφελος ([6-8] % των σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, [6-8] % του συνόλου ισολογισμού), καθώς και από την κατάργηση μεγάλων πιστώσεων και τη μείωση των πιστωτικών ορίων για θεσμικούς πελάτες ([5-7] % των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού, [5-7] % του συνόλου ισολογισμού).

(98)

Σε ό,τι αφορά το ύψος της ενίσχυσης για το Sparkasse (3,3 % των σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού), τα εν λόγω μέτρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως επαρκή αναφορικά με τη μείωση του όγκου και της εμβέλειας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Sparkasse. Το Sparkasse δραστηριοποιείται αποκλειστικά στον οικονομικό χώρο Κολωνίας-Βόννης, όπου κατέχει σημαντική ([18-23] – [30-35] % ανάλογα με το προϊόν), όμως όχι κυρίαρχη θέση στην αγορά. Επιπλέον, το Sparkasse δεν κατέχει στους τομείς του βασικού επιχειρηματικού του πεδίου ηγετική θέση όσον αφορά τον καθορισμό τιμών. Για τον λόγο αυτό, πρόσθετα μέτρα τα οποία στοχεύουν σε περαιτέρω μείωση του μεριδίου αγοράς του Sparkasse στο επιχειρηματικό πεδίο των ιδιωτών πελατών δεν θεωρούνται εύλογα για τους εξής λόγους. Το βασικό επιχειρηματικό πεδίο δεν ευθύνεται για τα προβλήματα του Sparkasse. Επιπλέον, η Γερμανία έχει αποδείξει επαρκώς ότι η υλοποίηση ανάλογων επιπρόσθετων μέτρων θα ήταν δύσκολη και θα συνδεόταν με μη αναλογικά υψηλά έξοδα σε βαθμό που η επιδιωκόμενη απόδοση του Sparkasse θα επηρεαζόταν αρνητικά και θα διακυβευόταν η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Επιπλέον, ανάλογα μέτρα θα είχαν αρνητικές επιπτώσεις στους τομείς του βασικού επιχειρηματικού πεδίου του Sparkasse, ήτοι στις επιχειρηματικές δραστηριότητες προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ιδιώτες πελάτες, που ωστόσο δεν ευθύνονται για τα προβλήματα του Sparkasse. Δεδομένων των περιορισμένων εναλλακτικών δυνατοτήτων χρηματοδότησης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών και της πάγιας πρακτικής έκδοσης αποφάσεων της Επιτροπής που στοχεύει στη διατήρηση της δανειοδότησης στην πραγματική οικονομία, η Επιτροπή κρίνει ότι περαιτέρω περιορισμοί στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Sparkasse θα επηρέαζαν το βασικό επιχειρηματικό του πεδίο και θα έβλαπταν τόσο το Sparkasse όσο και τις αγορές που αυτό εξυπηρετεί.

(99)

Η Επιτροπή εξετάζει επίσης τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν το Sparkasse και η Γερμανία. Οι δεσμεύσεις αυτές περιλαμβάνουν απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό τιμών και απαγόρευση που αφορά την κρατική υποστήριξη έτσι ώστε το Sparkasse να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει την ενίσχυση για να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες αθέμιτου ανταγωνισμού στην αγορά. Σύμφωνα με την παράγραφο 40 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, η απαγόρευση εξαγοράς διασφαλίζει επίσης ότι η κρατική ενίσχυση δεν θα χρησιμοποιηθεί για την εξαγορά από ανταγωνιστές.

(100)

Από τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο τύπος και η εμβέλεια των μέτρων που προτείνει το Sparkasse είναι επαρκή και κατάλληλα για να αντιμετωπισθούν ενδεχόμενες στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, το σχέδιο αναδιάρθρωσης του Sparkasse πληροί τις διατάξεις που περιέχονται στην ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης σχετικά με τη βιωσιμότητα, τον επιμερισμό των βαρών και τα μέτρα περιορισμού των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και διασκεδάζει τις αμφιβολίες που εκφράστηκαν στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

8.2.3.   Παρακολούθηση

(101)

Σύμφωνα με την παράγραφο 5 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, πρέπει να υποβάλλονται συστηματικές εκθέσεις προκειμένου να ελέγχει η Επιτροπή κατά πόσο το σχέδιο αναδιάρθρωσης υλοποιείται δεόντως. Η Γερμανία διορίζει εντολοδόχο παρακολούθησης ο οποίος υποβάλλει εξαμηνιαία έκθεση παρακολούθησης. Η πρώτη έκθεση θα υποβληθεί τον Φεβρουάριο του 2011. Κατά την άποψη της Επιτροπής, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η δέουσα παρακολούθηση της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

(102)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης που περιγράφεται στην παράγραφο 4 της παρούσας απόφασης συμμορφώνεται προς το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ΣΛΕΕ.

9.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(103)

Τα μέτρα αναδιάρθρωσης είναι κατάλληλα για να καταστήσουν εφικτή την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του Sparkasse, είναι επαρκή σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των βαρών και περιορίζουν δεόντως και αναλογικά τις στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό που ενδέχεται να προκληθούν από τα υπό εξέταση μέτρα ενίσχυσης. Βάσει των ανωτέρω, το υποβληθέν σχέδιο αναδιάρθρωσης πληροί, κατά την άποψη της Επιτροπής, τα κριτήρια της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης στον βαθμό που τα μέτρα αναδιάρθρωσης μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ΣΛΕΕ. Συνεπώς, οι εισφορές κεφαλαίου μπορούν να εγκριθούν βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγείται υπέρ του Sparkasse KölnBonn από τους δημόσιους μετόχους του συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με την επιφύλαξη της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης και της τήρησης των υποχρεώσεων που παρατίθενται στα παραρτήματα I, II και III, η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 29 Σεπτεμβρίου 2010.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 32/09 (πρώην NN 50/09), Αναδιάρθρωση του Sparkasse KölnBonn (ΕΕ C 2 της 6.1.2010, σ. 13).

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Καλύπτεται από το επιχειρηματικό απόρρητο.

(4)  Το μερίδιο του Sparkasse KölnBonn στο σύνολο του γερμανικού τραπεζικού κλάδου είναι αμελητέο.

(5)  Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2009 καταργήθηκε το 64 % του όγκου του χαρτοφυλακίου ABS στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ το ποσοστό σε απαιτήσεις προς τις ΗΠΑ ανερχόταν στο 17 %.

(6)  Τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια (Residential mortgage-backed securities): χρεόγραφα εξασφαλισμένα από συγκέντρωση ιδιωτικών ενυπόθηκων δανείων.

(7)  Δομημένα χρεωστικά ομόλογα (Collateral debt obligation): χρεόγραφα εξασφαλισμένα από πιστωτικό χαρτοφυλάκιο (συγκέντρωση επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων).

(8)  Τιτλοποιημένα εμπορικά ενυπόθηκα δάνεια (Commercial mortgage-backed securities): χρεόγραφα εξασφαλισμένα από απαιτήσεις επιχειρηματικών ενυπόθηκων δανείων.

(9)  Χρεόγραφα εξασφαλισμένα με περιουσιακά στοιχεία (Asset-backed securities).

(10)  Εγγυημένα δανειακά ομόλογα (Collateralized loan obligation): χρεόγραφα εξασφαλισμένα από πιστωτικό χαρτοφυλάκιο.

(11)  Εταιρείες επενδύσεων ακινήτων.

(12)  Τα 104,5 εκατ. ευρώ των αποσβέσεων το 2008 αφορούσαν το χαρτοφυλάκιο ABS.

(13)  Λαμβάνονται υπόψη οι αυξήσεις τιμών και μισθών.

(14)  Μια από τις κύριες αιτίες που ευθύνεται για τα προβλήματα του Sparkasse KölnBonn εντοπίζεται στις συμμετοχές του σε έργα και θυγατρικές εταιρείες οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση με το βασικό επιχειρηματικό του πεδίο. Από τις δραστηριότητες αυτές προέκυψε σημαντικό ποσοστό των ζημιών. Για την προώθηση της εγκατάστασης νέων επιχειρήσεων στην Κολωνία, η τράπεζα συμμετείχε στην ανάπτυξη επαγγελματικών ακινήτων και γραφείων και χορήγησε εγγυήσεις μισθώματος για την προώθηση έργων ανάπτυξης ακινήτων. Η τράπεζα επαναδιαπραγματεύεται εκ νέου τις εγγυήσεις και τα μισθωτήρια συμβόλαια με στόχο να αποσυρθεί από τις αντίστοιχες συμφωνίες και, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, να εκχωρήσει τις εν λόγω δραστηριότητες σε τρίτους.

(15)  Τα στοιχεία αφορούν αποκλειστικά το Sparkasse KölnBonn.

(16)  Δείκτης βασικού κεφαλαίου (Tier 1) για το Sparkasse Köln Bonn. Τα στοιχεία εντός παρενθέσεων αφορούν τον όμιλο. CIR: cost income ratio (λόγος εξόδων/εσόδων), VZÄ: Vollzeitäquivalent (Ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης).

(17)  Τα στοιχεία αφορούν αποκλειστικά το Sparkasse KölnBonn.

(18)  Δείκτης βασικού κεφαλαίου (Tier 1) για το Sparkasse Köln Bonn. Τα στοιχεία εντός παρενθέσεων αφορούν τον όμιλο. CIR: cost income ratio (λόγος εξόδων/εσόδων), VZÄ: Vollzeitäquivalent (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης).

(19)  Βλ. http://www.wlsgv.de/download/spkg28112008.pdf στην ισχύουσα έκδοση της 29ης Νοεμβρίου 2008.

(20)  Το προεδρείο αριθμεί κατά το 2010 μόνο 5 μέλη (έναντι 9 μελών το 2005), ενώ το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται πλέον από 18 (έναντι 27) μελών.

(21)  Στο πλαίσιο αυτό, ως «ανεξάρτητα» μέλη του διοικητικού συμβουλίου νοούνται τα μέλη που δεν προέρχονται από το δημοτικό συμβούλιο το οποίο έχει διορίσει το μέλος.

(22)  Η Γερμανία προτείνει ως λύση την αποκαλούμενη ρήτρα «de retour à meilleure fortune» η οποία θα ίσχυε για την ίδια χρονική περίοδο με εκείνη της σώρευσης για το αρχικό χρηματοδοτικό μέσο. Στην περίπτωση αυτή, η ένωση ειδικού σκοπού θα πλήρωνε στην εταιρεία προώθησης τιμή αγοράς η οποία θα προσανατολίζεται αρχικά στη λογιστική αξία του χρηματοδοτικού μέσου (διαφορά μεταξύ ονομαστικής αξίας και συμμετοχής στις ζημίες). Σύμφωνα με τη ρήτρα «de retour à meilleure fortune» η εταιρεία προώθησης θα λάμβανε στη συνέχεια από την ένωση ειδικού σκοπού αντισταθμιστικές πληρωμές έκτασης συγκρίσιμης με τα έσοδα τα οποία θα είχε συγκεντρώσει λόγω της μη πώλησης του χρηματοδοτικού μέσου μέχρι τη χρονική στιγμή της πώλησης. Η ένωση ειδικού σκοπού λαμβάνει από την Sparkasse KölnBonn παρόμοιες πληρωμές (πληρωμές τόκων επί του χορηγηθέντος κεφαλαίου), διότι οι προγραμματισμένες πληρωμές τοκομεριδίων, οι οποίες κατά τη χρονική περίοδο που η εταιρεία προώθησης κατείχε το εν λόγω χρηματοδοτικό μέσο, θα καταβάλλονταν στην εταιρεία προώθησης με απομειωμένη αξία έως και κατά 25 %. Η Γερμανία θεωρεί την εν λόγω μείωση ως κατάλληλο μέσο για την αποζημίωση της ένωσης ειδικού σκοπού ως προς την ανάληψη του κινδύνου επιτοκίων και/ή αναχρηματοδότησης και για την αντιστάθμιση του προνομίου που παρέχεται στην εταιρεία προώθησης, καθότι λαμβάνει το κεφάλαιό της νωρίτερα από την προβλεπόμενη συμβατική ημερομηνία εξόφλησης. Πιο συγκεκριμένα, εάν η εταιρεία προώθησης πωλούσε το χρηματοδοτικό μέσο ονομαστικής αξίας ύψους 150 εκατ. ευρώ αλλά συνοδευόμενο από ζημίες ύψους 25 εκατ. ευρώ το 2011 στην εταιρεία ειδικού σκοπού, θα λάμβανε αρχικά 125 εκατ. ευρώ. Εάν το Sparkasse KölnBonn αποκομίσει κατά το 2012 κέρδη και υποχρεούται συνεπώς να αναπληρώσει το κεφάλαιο του χρηματοδοτικού μέσου (εφόσον το διατηρήσει η εταιρεία προώθησης), η ένωση ειδικού σκοπού θα καταβάλει το αντίστοιχο ποσό αναπλήρωσης στην εταιρεία προώθησης. Εάν τα κέρδη του 2012 επαρκούν για την πληρωμή των τοκομεριδίων που δεν κατεβλήθησαν κατά την περίοδο 2009-2011, τότε η ένωση ειδικού σκοπού θα έπρεπε να καταβάλει με τη σειρά της συγκρίσιμο ποσό στην εταιρεία προώθησης.

(23)  Λόγω συμβατικών διατάξεων αναφορικά με την έμμεση συμμετοχή του στις εν λόγω επιχειρήσεις το Sparkasse KölnBonn υποχρεούται να πωλήσει τη συμμετοχή που έχει στην RSGV και σε άλλα μέλη του κλάδου των ταμιευτηρίων.

(24)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 107 και 108 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημα. Στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, όπου αυτά εφαρμόζονται, νοούνται ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ.

(25)  Με εξαίρεση τις εκδόσεις τίτλων στο εσωτερικό του ομίλου καθώς και περιπτώσεις όπου το κράτος αγόρασε τα χρηματοδοτικά μέσα.

(26)  ΕΕ C 195 της 19.8.2009, σ. 9.

(27)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 29 της απόφασης της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2008 στην υπόθεση NN 25/2008, Θωράκιση έναντι κινδύνου υπέρ της WestLB, απόφαση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2008 στην υπόθεση C 43/2008, Θωράκιση έναντι κινδύνου υπέρ της WestLB (ΕΕ C 322 της 17.12.2008, σ.16) και απόφαση της 12ης Μαΐου 2009 στην υπόθεση C 43/2008, Θωράκιση έναντι κινδύνου υπέρ της WestLB. Στην εν εξελίξει διαδικασία σχετικά με τη θωράκιση έναντι κινδύνου υπέρ της WestLB η Γερμανία δεν αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό της ενίσχυσης που χορήγησαν οι ενώσεις Sparkassen- und Giroverbänden RSGV και WLSGV βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού ως κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(28)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2. Αναλυτική μνεία γίνεται στο σημείο 42 της ανακοίνωσης της Επιτροπής — Η εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων σε μέτρα για τη στήριξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της διεθνούς χρηματοπιστωτικής χρήσης (ανακοίνωση περί τραπεζών).

(29)  Η μείωση του ισολογισμού λόγω των εκποιήσεων αντικατοπτρίζει μόνο τη λογιστική αξία των εταιρειών.

(30)  ΕΕ C 72 της 26.3.2009, σ. 1.

(31)  Απόφαση της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2009 στην υπόθεση C 17/2009, Αναδιάρθρωση της Landesbank Baden-Württemberg (ΕΕ L 188 της 21.7.2010, σ. 1).


ΣΥΝΗΜΜΕΝΑ

Europäische Kommission — Taskforce Finanzkrise

GD Wettbewerb

Rue Joseph II / Jozef II-straat 70

1000 Bruxelles / Brussel

Belgium

Υπόθεση C 32/09 — Sparkasse KölnBonn

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η Γερμανία αναλαμβάνει δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (1), όπως έχει τροποποιηθεί, τις ακόλουθες δεσμεύσεις αναφορικά με το Sparkasse KölnBonn (στο εξής «Sparkasse»), προκειμένου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής «Επιτροπή») να διαπιστώσει δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι η ανακεφαλαιοποίηση του Sparkasse είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

Οι δεσμεύσεις τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

Το παρόν κείμενο ερμηνεύεται στο γενικό πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/99 και της απόφασης στην οποία επισυνάπτονται οι υποχρεώσεις.


(1)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τμήμα A —   Υποχρεώσεις

1.   Εταιρική διακυβέρνηση: Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το Sparkasse διαβεβαιώνουν ότι το Sparkasse θα προβεί στις ακόλουθες προσαρμογές του μοντέλου εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζει:

α)

Ο αριθμός των εξωτερικών μελών στο διοικητικό συμβούλιο αυξάνεται την 1η Ιανουαρίου 2011 από δύο σε τέσσερα μέλη. Ο μέγιστος συνολικός αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου μειώνεται σε 18.

β)

Το διοικητικό συμβούλιο του Sparkasse θα συστήνει μελλοντικά μόνο τις ακόλουθες επιτροπές των οποίων ο αριθμός μελών θα μειωθεί το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2011 ως εξής:

Επιτροπή ελέγχου ισολογισμού (7 μέλη)

Επιτροπή διαχείρισης κινδύνων (6 μέλη)

Κεντρική επιτροπή (3 μέλη)

γ)

Η επιτροπή σχεδιασμού στρατηγικών καταργείται το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 καθώς και η επιτροπή συμμετοχών έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

δ)

Όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διαθέτουν τις δεξιότητες που προβλέπονται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο του γερμανικού νόμου περί τραπεζών (KWG).

ε)

Το προεδρείο του Sparkasse από την 1η Ιανουαρίου 2011 θα επιβάλει αυστηρότερες οδηγίες για αποφάσεις που αφορούν συμμετοχές, ως εξής: οι αποφάσεις σχετικά με συμμετοχές λαμβάνονται πλέον σε επίπεδο προεδρείου μόνο ομόφωνα —για συμμετοχές ονομαστικού ποσού άνω των [2-5] εκατ. ευρώ— κατόπιν ελέγχου δέουσας επιμέλειας και, κατά περίπτωση, με τη συμμετοχή ορκωτού λογιστή.

2.   Συναλλαγές διαπραγμάτευσης για ίδιο όφελος: Το Sparkasse παύει τις συναλλαγές διαπραγμάτευσης για ίδιο όφελος. Αυτό σημαίνει ότι το Sparkasse θα δραστηριοποιείται μόνο σε δραστηριότητες διαπραγμάτευσης οι οποίες:

α)

είτε απαιτούνται για τη λήψη, επεξεργασία και εκτέλεση εντολών αγοράς ή πώλησης εκ μέρους των πελατών του ή

β)

χρησιμεύουν στη διαχείριση ρευστότητας ή κινδύνων του Sparkasse.

Σε καμία περίπτωση το Sparkasse δεν προβαίνει για ίδιο λογαριασμό σε επενδυτικές τοποθετήσεις, εκτός και αν αυτές προκύπτουν από, π.χ., μη ταυτόχρονη εκτέλεση εντολών πελατών. Ανάλογες επενδυτικές τοποθετήσεις, όπως τοποθετήσεις στον τομέα της διαχείρισης ρευστότητας ή κινδύνων, επιτρέπονται μόνον εφόσον δεν διακυβεύουν τη βιωσιμότητα και/ή την κατάσταση ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Το Sparkasse περιορίζει για τον λόγο αυτό την έκθεση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του στους κινδύνους βάσει τιμών αγοράς στα [3-5] εκατ. ευρώ (αξία σε κίνδυνο (Value at Risk) με διάστημα εμπιστοσύνης 99 %).

3.   Χρηματοδότηση της οικονομίας: Το Sparkasse στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων δανειοδότησης και επένδυσης κεφαλαίων λαμβάνει υπόψη τις πιστωτικές ανάγκες της οικονομίας, ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εφαρμόζοντας όρους συνήθεις για την αγορά και κατάλληλους σύμφωνα με τις απαιτήσεις των εποπτικών αρχών και του τραπεζικού τομέα.

4.   Κατάργηση μεγάλων δανείων και δανείων ρευστότητας

Στο πλαίσιο του νέου προσανατολισμού του, το Sparkasse θα καταργήσει σταδιακά τις μεγάλες δανειοδοτήσεις στον τομέα των εταιρικών πελατών. Στόχος είναι η εξάλειψη των κινδύνων που προκύπτουν από τις εν λόγω μεγάλες δανειοδοτήσεις. Στα μέτρα αυτά ανήκει, μεταξύ άλλων, η μείωση των πιστωτικών ορίων, η εισαγωγή πρόσθετων εξασφαλίσεων ή οι συναλλαγές πιστωτικού κινδύνου σε συνεργασία με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Έως το τέλος του 2013 μειώνεται η συμμετοχή σε μεγάλα δάνεια κατά [0,9-1,1] δισεκατ. ευρώ. Έως το τέλος του 2010 καταργούνται εξ αυτών ήδη [400-550] εκατ. ευρώ περίπου. Έως το τέλος του 2013 καταργούνται τα δάνεια ρευστότητας που χορηγούνται σε διαπεριφερειακούς θεσμικούς πελάτες κατά [0,8-0,9] δισεκατ. ευρώ.

5.   Απαγόρευσης ηγετικής θέσης στον καθορισμό τιμών: Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, και χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, το Sparkasse δεν προτείνει στις σχετικές αγορές στον τομέα των επενδύσεων […] καθώς και στον τομέα των μακροπρόθεσμων στεγαστικών δανείων […] χαμηλότερες τιμές από αυτές του ανταγωνιστή με τις ελκυστικότερες τιμές μεταξύ των δέκα ανταγωνιστών με τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς (1) στην σχετική αγορά προϊόντος.

6.   Μόλις το Sparkasse διαπιστώσει ότι προτείνει ελκυστικότερες τιμές από τον ανταγωνιστή με τις καλύτερες τιμές, προσαρμόζει αμελλητί τις τιμές του αντίστοιχα.

7.   Απαγόρευση πληρωμών μερισμάτων και τοκομεριδίων: Η Γερμανία διαβεβαιώνει ότι σε ό,τι αφορά τις πληρωμές τοκομεριδίων και τα δικαιώματα πώλησης μετοχών για μέσα ιδίου κεφαλαίου

α)

το Sparkasse ή επιχειρήσεις του Sparkasse δεν χρησιμοποιούν ούτε το κεφάλαιο ούτε τα αποθεματικά του Sparkasse για να καταβάλουν τις πληρωμές τοκομεριδίων για μέσα ιδίου κεφαλαίου, εκτός εάν α) υφίσταται σχετική υποχρέωση διά του νόμου ή β) η πληρωμή για το σχετικό τοκομερίδιο καλύπτεται από τα τρέχοντα κέρδη του Sparkasse. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο υφίσταται υποχρέωση διά του νόμου για τους σκοπούς της συγκεκριμένης υποχρέωσης ή για το κατά πόσο επαρκούν τα τρέχοντα κέρδη για τους σκοπούς της συγκεκριμένης υποχρέωσης, το Sparkasse ζητεί την έγκριση της Επιτροπής για τη σχεδιαζόμενη πληρωμή τοκομεριδίου·

β)

καμία επιχείρηση του Sparkasse δεν ασκεί δικαίωμα πώλησης μετοχών για τα συγκεκριμένα υβριδικά χρηματοδοτικά μέσα, εφόσον κάτι τέτοιο θα μείωνε το συνολικό ίδιο κεφάλαιο του Sparkasse.

Κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης, και το πολύ έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, το Sparkasse θα χρησιμοποιήσει κεφάλαιο μειωμένης εξασφάλισης ή θα αποφύγει συμμετοχή στις ζημίες από κεφάλαιο μειωμένης εξασφάλισης μόνον εφόσον υποχρεώνεται σε αυτό, ακόμη και χωρίς κάλυψη, μέσω των αποθεματικών ή του ειδικού λογαριασμού, σύμφωνα με το άρθρο 340 f/g του γερμανικού εμπορικού κώδικα (HGB).

8.   Απαγόρευση εξαγοράς: Το Sparkasse από την έναρξη ισχύος της απόφασης και για περίοδο τριών ετών, απαγορεύεται να εξαγοράσει ποσοστό μεγαλύτερο του 20 % των μετοχών σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Άλλες δραστηριότητες συμμετοχών, οι οποίες δεν ανήκουν στις αρχικές δραστηριότητες για πελάτες στο πλαίσιο του επιχειρηματικού μοντέλου του Sparkasse, συνεχίζουν να πραγματοποιούνται, εφόσον δεν επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του Sparkasse και έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επιπλέον, απαγορεύεται στο Sparkasse να επενδύει σε συμμετοχές οι οποίες δεν είναι απαραίτητες για το βασικό επιχειρηματικό του πεδίο ή συνεπάγονται υπερβολική έκθεση σε κινδύνους.

9.   Καμία υπόδειξη στη διαφήμιση σχετικά με την κρατική ενίσχυση: Το Sparkasse δεν θα χρησιμοποιήσει για διαφημιστικούς σκοπούς τη διαπίστωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι τα μέτρα που ενέκρινε ως κρατική ενίσχυση είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά ούτε θα χρησιμοποιήσει άλλα διαφημιστικά προνόμια που προκύπτουν από τα εν λόγω μέτρα.

Τμήμα B —   Εκποιούμενες επιχειρήσεις

10.   Το Sparkasse θα εκποιήσει τις ακόλουθες συμμετοχές (στο εξής «εκποιούμενες επιχειρήσεις»), εφόσον δεν το έχει ήδη πράξει, το αργότερο εντός των αναγραφόμενων προθεσμιών υπό τους βέλτιστους δυνατούς όρους. Διατηρούνται έως την πώληση τα σημαντικά στοιχεία που καθορίζουν την αξία του σημερινού ποσού συμμετοχών και διατίθενται προς πώληση οι εξής συμμετοχές:

Συμμετοχή

Τελική προθεσμία εκποίησης

Golfclub Gut Lärchenhof GmbH

πωληθείσα ήδη από το 2009

TA Triumph Adler AG

πωληθείσα ήδη από το 2009

RW Holding AG

πωληθείσα ήδη από το 2009

S ProFinanz Versicherungsmakler GmbH

πωληθείσα ήδη από το 2009

Schufa Holding AG

πωληθείσα ήδη από το 2009

Sparkassen Servicegesellschaft für Zahlungssysteme und elektronische Vertriebskanäle mbH & Co KG

το ενεργητικό έχει πωληθεί / εκκαθάριση έως το τέλος του 2010

[…]

[…]

Campus Grundstückentwicklungs GmbH

το ενεργητικό έχει πωληθεί / εκκαθάριση έως το τέλος του 2011

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

neue leben Pensionsverwaltung AG

πωληθείσα τον Αύγουστο του 2010

[…]

[…]

[…] (2)

[…]

[…] (3)

[…]

11.   Για την αποφυγή δυσανάλογων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, το Sparkasse υποχρεούται να εκποιήσει ή να μεριμνήσει για την εκποίηση των εκποιούμενων επιχειρήσεων σύμφωνα με τους εγκεκριμένους από την Επιτροπή όρους πώλησης κατά τη διαδικασία που περιγράφεται στο σημείο 26 του παρόντος παραρτήματος ως επιχειρήσεων σε λειτουργία. Το Sparkasse υποχρεούται, εντός της πρώτης προθεσμίας εκποίησης (4), να έχει συνάψει οριστική σύμβαση πώλησης για τις εκποιούμενες επιχειρήσεις. Σε περίπτωση που το Sparkasse μετά το πέρας της προθεσμίας εκποίησης δεν έχει συνάψει σχετική σύμβαση,

α)

η προθεσμία παρατείνεται για ακόμη […], εφόσον το Sparkasse αποδείξει ότι […]. Το Sparkasse δεσμεύεται […] να συνάψει οριστική δεσμευτική σύμβαση πώλησης για τις εκποιούμενες επιχειρήσεις εντός της νέας προθεσμίας εκποίησης·

β)

δίνει στον εντολοδόχο εκποίησης την αποκλειστική εντολή να πωλήσει τις εκποιούμενες επιχειρήσεις εντός της προθεσμίας που θα ορίσει ο ίδιος (5). Η διαδικασία για τον διορισμό και τα καθήκοντα του εντολοδόχου εκποίησης ορίζονται στο παράρτημα III.

12.   Θεωρείται ότι η υποχρέωση εκποίησης έχει εκπληρωθεί όταν το Sparkasse συνάψει εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο σημείο 10 του παρόντος παραρτήματος ή της νέας προθεσμίας σύμφωνα με το σημείο 11 του παρόντος παραρτήματος, οριστική δεσμευτική σύμβαση πώλησης με αγοραστή ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στα σημεία 25 και 26 του παρόντος παραρτήματος, και η μεταβίβαση των εκποιούμενων επιχειρήσεων ολοκληρωθεί το αργότερο έξι μήνες από τη σύναψη της σύμβασης πώλησης.

13.   Το Sparkasse υποχρεούται να πωλήσει τις ακόλουθες συμμετοχές το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2011 στον δήμο Κολωνίας, σε επιχείρηση συνδεδεμένη με τον δήμο Κολωνίας ή σε τρίτο:

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

14.   Οι επιμέρους συναλλαγές με τον δήμο Κολωνίας διεκπεραιώνονται υπό όρους συνήθεις για την αγορά. Για τον σκοπό αυτόν, η τρέχουσα αγοραία αξία που αντιστοιχεί τη χρονική στιγμή της μεταβίβασης για τα πωλούμενα προϊόντα καθορίζεται από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Οι επιμέρους συναλλαγές παρακολουθούνται από τον εντολοδόχο παρακολούθησης.

Στο πλαίσιο της συναλλαγής, αντί της εκάστοτε εταιρείας, είναι επίσης δυνατή η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού ή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αυτής, εφόσον κατά τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος οικονομικός στόχος.

15.   Ο υπολογισμός της αξίας καθώς και τα οικονομικά στοιχεία-πλαίσιο που συνομολογούνται βάσει σύμβασης ελέγχονται από εταιρεία ορκωτών λογιστών κατ’ εντολή του αγοραστή.

16.   Ο εντολοδόχος παρακολούθησης ενημερώνεται εκ των προτέρων σχετικά με τις λεπτομέρειες της συναλλαγής.

17.   Για να διασφαλιστεί η διαρθρωτική ισχύς των υποχρεώσεων, το Sparkasse κατά τη διάρκεια περιόδου […] από την έναρξη ισχύος των υποχρεώσεων δεν ασκεί άμεση ή έμμεση επιρροή στις εκποιούμενες επιχειρήσεις ούτε αγοράζει μέρος αυτών, εκτός εάν η Επιτροπή έχει διαπιστώσει εκ των προτέρων ότι η διάρθρωση της αγοράς έχει αλλάξει σε τέτοιον βαθμό που δεν απαιτείται πλέον η προστασία των εκποιούμενων επιχειρήσεων έναντι επιρροών προκειμένου να διασφαλιστεί το συμβιβάσιμο των σχεδιαζόμενων ενισχύσεων αναδιάρθρωσης με την εσωτερική αγορά.

18.   Το Sparkasse αναλαμβάνει στο μέλλον το [30-60] % μεγίστως των χρηματοδοτήσεων των εκποιούμενων θυγατρικών εταιρειών. Εξαιρούνται οι υφιστάμενες χρηματοδοτήσεις μέχρι τη λήξη των συμφωνιών δανειοδότησης.

19.   Τα κέρδη από την εκποίηση των συμμετοχών του Sparkasse χρησιμοποιούνται εξ ολοκλήρου για τη χρηματοδότηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Τμήμα Γ —   Υποχρεώσεις συνδεόμενες με την εκποίηση

Διατήρηση της βιωσιμότητας, της εμπορευσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας των εκποιούμενων επιχειρήσεων

20.   Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των υποχρεώσεων έως την τελική μεταβίβαση το Sparkasse διατηρεί σύμφωνα με την ορθή επιχειρηματική πρακτική την οικονομική βιωσιμότητα, την εμπορευσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των εκποιούμενων επιχειρήσεων και ελαχιστοποιεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό τον κίνδυνο απώλειας του ανταγωνιστικού δυναμικού αυτών. Συγκεκριμένα, το Sparkasse υποχρεούται:

α)

να μην προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αρνητική επίπτωση στην αξία, στην επιχειρηματική διαχείριση ή στην ανταγωνιστικότητα των εκποιούμενων επιχειρήσεων ή θα μπορούσαν να αλλοιώσουν τον τύπο και την εμβέλεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας, την τεχνική ή εμπορική στρατηγική ή την επενδυτική πολιτική που ακολουθούν οι εκποιούμενες επιχειρήσεις·

β)

να διαθέτει βάσει υφιστάμενων και νέων επιχειρηματικών σχεδίων επαρκείς πόρους για την ανάπτυξη των εκποιούμενων επιχειρήσεων·

γ)

να προβαίνει σε όλες τις εύλογες ενέργειες και, μεταξύ άλλων, να παρέχει κατάλληλα (συνήθη για τον κλάδο) κίνητρα προκειμένου το βασικό προσωπικό να μην εγκαταλείψει τις εκποιούμενες επιχειρήσεις.

Χωριστή διαχείριση (hold-separate) των εκποιούμενων επιχειρήσεων εκ μέρους του Sparkasse

21.   Το Sparkasse δεσμεύεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των υποχρεώσεων έως την ημερομηνία μεταβίβασης να διαχειρίζεται χωριστά τις εκποιούμενες επιχειρήσεις από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που κατέχει και να μεριμνά ώστε οι διαχειριστές των θυγατρικών εταιρειών οι οποίοι διαχειρίζονται τις εκποιούμενες επιχειρήσεις να μην συμμετέχουν στη διαχείριση των υπολειπόμενων επιχειρήσεων και αντίστροφα.

22.   Μέχρι τη μεταβίβαση, το Sparkasse επικουρεί τον εντολοδόχο παρακολούθησης ώστε να διασφαλίσει ότι οι εκποιούμενες επιχειρήσεις μπορούν να λειτουργούν ως αυτόνομες εμπορεύσιμες επιχειρήσεις.

Ρήτρα απαγόρευσης προσέλκυσης προσωπικού

23.   Το Sparkasse δεσμεύεται, με την επιφύλαξη των συνήθων περιορισμών, να μην προσελκύει το βασικό προσωπικό που μεταβιβάζεται με τις εκποιούμενες επιχειρήσεις για περίοδο δώδεκα μηνών από τη μεταβίβαση και μεριμνά για τη μη προσέλκυση αυτού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

Υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας (due diligence)

24.   Για να καταστήσει εφικτό τον κατάλληλο έλεγχο δέουσας επιμέλειας των εκποιούμενων επιχειρήσεων από υποψήφιους αγοραστές, το Sparkasse υπέχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις με γνώμονα τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και ανάλογα με την εξέλιξη της διαδικασίας εκποίησης:

α)

παρέχει στους υποψήφιους αγοραστές επαρκή στοιχεία σχετικά με τις εκποιούμενες επιχειρήσεις·

β)

παρέχει στους υποψήφιους αγοραστές επαρκή στοιχεία σχετικά με το προσωπικό και τους διασφαλίζει εύλογη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό.

Τμήμα Δ —   Ο αγοραστής

25.   Για να διασφαλιστεί η άμεση αποκατάσταση του ανταγωνισμού,

α)

ο αγοραστής πρέπει να είναι ανεξάρτητος από το Sparkasse και να μηνσυνδέεται με αυτό —με εξαίρεση την πώληση της […], […] και των συμμετοχών στους δήμους-επιχειρηματικούς φορείς που παρατίθενται στο σημείο 13 του παρόντος παραρτήματος και συνδεδεμένες με αυτούς επιχειρήσεις και/ή των συμμετοχών σε μέλη του χρηματοπιστωτικού ομίλου ταμιευτηρίων·

β)

ο αγοραστής διαθέτει όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα, τις επαγγελματικές γνώσεις και το ενδιαφέρον που απαιτούνται για να συνεχίσει και να αναπτύξει την εκποιούμενη επιχείρηση ως βιώσιμο, ενεργό ανταγωνιστή του Sparkasse και των λοιπών ανταγωνιστών·

γ)

σύμφωνα με τις πληροφορίες που υποβάλλονται στην Επιτροπή, ο αγοραστής δεν πρέπει να γεννά prima facie ανησυχίες περί ανταγωνισμού ούτε πρέπει εξ αιτίας του να υπάρχει κίνδυνος παρεμπόδισης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, και αναμένεται ιδίως από τον αγοραστή να προσκομίσει στις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές όλες τις απαραίτητες άδειες για την αγορά της εκποιούμενης επιχείρησης.

26.   Μόλις το Sparkasse καταλήξει σε συμφωνία με κάποιον αγοραστή, υποβάλλει στην Επιτροπή και στον εντολοδόχο παρακολούθησης πρόταση με όλα τα έγγραφα και αναλυτική αιτιολόγηση, καθώς και αντίγραφο της οριστικής σύμβασης. Το Sparkasse υποχρεούται να αποδείξει στην Επιτροπή ότι ο αγοραστής πληροί τις προϋποθέσεις που η ίδια έχει ορίσει και ότι η εκποιούμενη επιχείρηση πωλείται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις. Η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσο πληρούνται αμφότερες οι προϋποθέσεις.

Τμήμα E —   Λοιπές υποχρεώσεις

27.   Πρόωρη μερική εξόφληση και μερική μετατροπή των δικαιωμάτων συμμετοχής: Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το Sparkasse διασφαλίζουν διά του παρόντος μια ολοκληρωμένη δέσμη αλληλεξαρτώμενων μέτρων για τη βελτίωση του δείκτη βασικού κεφαλαίου του Sparkasse:

α)

Η ένωση ειδικού σκοπού Sparkasse KölnBonn θα λάβει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 με έναρξη ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2011 μια πρώτη δόση ύψους 150 εκατ. ευρώ των δικαιωμάτων συμμετοχής της εταιρείας προώθησης Rheinische Sparkassen-Förderungsgesellschaft και θα τη μετατρέψει σε χρηματοδοτικό μέσο που, σύμφωνα με τους κανόνες των ρυθμιστικών αρχών, κατατάσσεται ως βασικό κεφάλαιο (κεφάλαιο Tier 1).

β)

To Sparkasse θα επαναγοράσει πρόωρα, έως τις 31.12.2011, μια δεύτερη δόση ύψους 150 εκατ. ευρώ των δικαιωμάτων συμμετοχής της Rheinische Sparkassen-Förderungsgesellschaft, εφόσον αυτό δεν επηρεάζει την ανθεκτικότητα του Sparkasse σε κινδύνους και εγκριθεί από την Ομοσπονδιακή Εποπτική Αρχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (BaFin).

28.   Η Γερμανία διασφαλίζει ότι οι όροι της μερικής μετατροπής και της μερικής επαναγοράς των δικαιωμάτων συμμετοχής είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο που δεν υφίσταται περαιτέρω κρατική ενίσχυση.

29.   Μείωση του συνόλου ισολογισμού

Εκτός από τα ήδη υλοποιηθέντα μέτρα για τη μείωση του συνόλου ισολογισμού, το Sparkasse θα προβεί στη μείωση περαιτέρω στοιχείων ενεργητικού (μεγάλες δανειοδοτήσεις, δάνεια ρευστότητας, συναλλαγές διαπραγμάτευσης για ίδιο όφελος) συνολικού ποσού [2,5-4] δισεκατ. ευρώ έως το τέλος του 2014. Από την άλλη, το Sparkasse θα επεκτείνει τις δραστηριότητες που ανήκουν στο βασικό επιχειρηματικό του πεδίο (ιδίως περιφερειακές πιστωτικές δραστηριότητες με ιδιώτες και εταιρικούς πελάτες) ώστε το καθαρό σύνολο ισολογισμού να μην υπερβαίνει στο τέλος του 2014 τα [25-30] δισεκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, τα στοιχεία ενεργητικού υψηλού κινδύνου του Sparkasse δεν πρέπει να υπερβαίνουν στο τέλος του 2014 τα [16-19] δισεκατ. ευρώ.

30.   Η πλήρης και ορθή εκπλήρωση όλων των όρων που συνοψίζονται στο παρόν έγγραφο παρακολουθείται και ελέγχεται ενδελεχώς και αδιάλειπτα από επαρκώς εξειδικευμένο και ανεξάρτητο εντολοδόχο παρακολούθησης (monitoring trustee). Ο διορισμός και τα καθήκοντα του εντολοδόχου παρακολούθησης ρυθμίζονται στο Παράρτημα ΙΙ.

Πληρεξούσιος αντιπρόσωπος, εξ ονόματος

[Αναγράφεται το όνομα του κράτους μέλους]


(1)  […].

(2)  […]

(3)  […]

(4)  Χρονική περίοδος από την έναρξη ισχύος της απόφασης έως τις ημερομηνίες που αναφέρονται στο σημείο 10 του παρόντος παραρτήματος.

(5)  […].

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ

Ι.   Ο εντολοδόχος παρακολούθησης

1.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διορίζει εντολοδόχο παρακολούθησης (monitoring trustee).

2.

Ως εντολοδόχος παρακολούθησης νοείται (νοούνται) ένα ή περισσότερα ανεξάρτητα από το Sparkasse φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εγκρίνεται (εγκρίνονται) από την Επιτροπή και διορίζεται (διορίζονται) από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατίας της Γερμανίας με αποστολή να παρακολουθεί (παρακολουθούν) κατά πόσο το Sparkasse εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι της Επιτροπής και υλοποιεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

3.

Ο εντολοδόχος παρακολούθησης είναι ανεξάρτητος από το Sparkasse. Διαθέτει, για παράδειγμα, ως τράπεζα επενδύσεων, ως σύμβουλος ή ορκωτός λογιστής, επαρκείς τεχνικές γνώσεις για την εκπλήρωση της αποστολής του και σε καμία χρονική στιγμή δεν πρέπει να εμπλακεί σε σύγκρουση συμφερόντων. Ο εντολοδόχος λαμβάνει από το Sparkasse αμοιβή η οποία δεν εμποδίζει την ανεξάρτητη και αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων του.

II.   Διορισμός εντολοδόχου παρακολούθησης

Πρόταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

4.

Το αργότερο τέσσερις εβδομάδες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προτείνει στην Επιτροπή δύο ή περισσότερα πρόσωπα ως εντολοδόχους παρακολούθησης προς έγκριση και εκφράζει την προτίμησή της για κάποιο από αυτά. Η πρόταση περιέχει επαρκείς πληροφορίες για τα εν λόγω πρόσωπα ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να ελέγξει κατά πόσο ο προτεινόμενος εντολοδόχος παρακολούθησης πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 3 του παρόντος παραρτήματος και, συγκεκριμένα, περιλαμβάνει τα εξής:

α)

τους πλήρεις όρους της προτεινόμενης εντολής με όλες τις ρυθμίσεις που απαιτούνται ώστε ο εντολοδόχος παρακολούθησης να είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του όπως αυτά ορίζονται στις παρούσες υποχρεώσεις·

β)

την κατάρτιση προγράμματος εργασίας όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο εντολοδόχος παρακολούθησης σχεδιάζει να εκπληρώσει τα καθήκοντα που επωμίζεται.

Έγκριση ή απόρριψη από την Επιτροπή

5.

Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής η έγκριση ή η απόρριψη του προτεινόμενου εντολοδόχου παρακολούθησης καθώς και η έγκριση της προτεινόμενης εντολής με τις τροποποιήσεις που κρίνει απαραίτητες ώστε ο εντολοδόχος παρακολούθησης να είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. Εντός μιας εβδομάδας από την έγκριση της Επιτροπής, ο εντολοδόχος παρακολούθησης διορίζεται σύμφωνα με την εγκεκριμένη από την Επιτροπή εντολή.

Νέα πρόταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

6.

Εάν απορριφθούν όλοι οι προτεινόμενοι εντολοδόχοι παρακολούθησης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προτείνει, εντός μιας εβδομάδας από την κοινοποίηση της απόρριψης, τουλάχιστον δύο ακόμη πρόσωπα ή οντότητες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 5 του παρόντος παραρτήματος.

Διορισμός του εντολοδόχου παρακολούθησης από την Επιτροπή

7.

Εάν απορριφθούν από την Επιτροπή όλοι οι προτεινόμενοι εντολοδόχοι παρακολούθησης, τότε ονομάζει η Επιτροπή εντολοδόχο παρακολούθησης τον οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διορίζει ή μεριμνά για τον διορισμό αυτού βάσει της εγκεκριμένης από την Επιτροπή εντολής.

III.   Καθήκοντα του εντολοδόχου παρακολούθησης

8.

Αποστολή του εντολοδόχου παρακολούθησης είναι να διασφαλίσει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων και των απαιτήσεων που παρατίθενται στην απόφαση, καθώς και την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Καθήκοντα και υποχρεώσεις του εντολοδόχου παρακολούθησης

9.

Ο εντολοδόχος παρακολούθησης:

i)

προτείνει στην Επιτροπή εντός τεσσάρων εβδομάδων από τον διορισμό του αναλυτικό πρόγραμμα εργασίας όπου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι της Επιτροπής και να παρακολουθήσει την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης·

ii)

επιτηρεί τη διαχείριση των τρεχουσών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των εκποιούμενων επιχειρήσεων ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση της οικονομικής βιωσιμότητας, της εμπορευσιμότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους·

iii)

παρακολουθεί την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων έναντι της Επιτροπής καθώς και την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης·

iv)

προτείνει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία για να διασφαλιστεί η εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας έναντι της Επιτροπής, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της οικονομικής βιωσιμότητας, της εμπορευσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας των εκποιούμενων επιχειρήσεων, τη χωριστή διαχείριση των εκποιούμενων επιχειρήσεων και την τήρηση εμπιστευτικότητας για πληροφορίες που αφορούν τον ανταγωνισμό·

v)

υποβάλλει στην Επιτροπή, στο Sparkasse και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εντός 30 ημερών από το τέλος κάθε εξαμήνου, το σχέδιο γραπτής έκθεσης στη γερμανική ή στην αγγλική γλώσσα. Αντικείμενο της έκθεσης είναι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εντολής εκ μέρους του εντολοδόχου παρακολούθησης και η εκπλήρωση όλων των προϋποθέσεων και απαιτήσεων, καθώς και η υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Όλοι οι παραλήπτες του σχεδίου έκθεσης μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των παρατηρήσεων, ο εντολοδόχος παρακολούθησης συντάσσει την τελική έκθεση στην οποία, κατά διακριτική ευχέρεια, λαμβάνει υπόψη τις υποβληθείσες παρατηρήσεις στον μέγιστο δυνατό βαθμό και την υποβάλλει στην Επιτροπή. Ο εντολοδόχος διαβιβάζει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο Sparkasse αντίγραφο της τελικής έκθεσης. Σε περίπτωση που το σχέδιο έκθεσης ή η τελική έκθεση περιέχει πληροφορίες που δεν πρέπει να κοινοποιηθούν στο Sparkasse ή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Sparkasse ή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας λαμβάνουν μόνο τη μη απόρρητη έκδοση του σχεδίου έκθεσης ή της τελικής έκθεσης. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης δεν υποβάλλει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και/ή στο Sparkasse οιαδήποτε εκδοχή της έκθεσης προτού την υποβάλει στην Επιτροπή.

10.

Η Επιτροπή δύναται να δώσει στον εντολοδόχο παρακολούθησης εντολές ή οδηγίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις έναντι της Επιτροπής και υλοποιείται το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

11.

Οι δήμοι Κολωνίας και Βόννης και το Sparkasse δεσμεύονται να παρέχουν οδηγίες στον εντολοδόχο παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της θητείας του μόνον κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής.

12.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διασφαλίζει τη συνεργασία, την υποστήριξη και την πληροφόρηση που απαιτείται κατά την εύλογη κρίση του εντολοδόχου παρακολούθησης για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης έχει απεριόριστη πρόσβαση στα βιβλία, στα έγγραφα, στα διοικητικά στελέχη και άλλα μέλη του προσωπικού, σε εγκαταστάσεις, χώρους και τεχνικές πληροφορίες του Sparkasse ή των εκποιούμενων επιχειρήσεων που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του σύμφωνα με τις υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΥ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ

Ο ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΣ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ

I.   Ο εντολοδόχος εκποίησης

1.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διορίζει εντολοδόχο εκποίησης (divestiture trustee).

2.

Ως εντολοδόχος εκποίησης νοείται (νοούνται) ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εγκρίνονται από την Επιτροπή και διορίζονται από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με αποστολή να εκποιήσουν τις εκποιούμενες επιχειρήσεις σύμφωνα με τις υποχρεώσεις έναντι της Επιτροπής.

3.

Ο εντολοδόχος εκποίησης πρέπει να είναι ανεξάρτητος από το Sparkasse. Διαθέτει, για παράδειγμα, ως τράπεζα επενδύσεων, ως σύμβουλος ή ορκωτός λογιστής, επαρκείς τεχνικές γνώσεις για την εκπλήρωση της αποστολής του και σε καμία χρονική στιγμή δεν πρέπει να εμπλακεί σε σύγκρουση συμφερόντων. Ο εντολοδόχος εκποίησης λαμβάνει από το Sparkasse συνήθη υπό όρους αγοράς αμοιβή η οποία δεν εμποδίζει την ανεξάρτητη και αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων του.

II.   Διορισμός του εντολοδόχου εκποίησης

Πρόταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

4.

Σε περίπτωση που το Sparkasse δεν έχει συνάψει δεσμευτική σύμβαση αγοράς εντός μήνα από τη λήξη της παράτασης της προθεσμίας εκποίησης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προτείνει στην Επιτροπή δύο ή περισσότερα πρόσωπα ως εντολοδόχους εκποίησης προς έγκριση και εκφράζει την προτίμησή της σε κάποιο από αυτά. Η πρόταση περιέχει επαρκείς πληροφορίες για τα εν λόγω πρόσωπα ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να ελέγξει κατά πόσο ο προτεινόμενος εντολοδόχος παρακολούθησης πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 3 του παρόντος παραρτήματος και, συγκεκριμένα, περιλαμβάνει τα εξής:

α)

τους πλήρεις όρους της προτεινόμενης εντολής με όλες τις ρυθμίσεις που απαιτούνται ώστε ο εντολοδόχος εκποίησης να είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του όπως αυτά ορίζονται στις παρούσες υποχρεώσεις·

β)

την κατάρτιση προγράμματος εργασίας όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο εντολοδόχος εκποίησης σχεδιάζει να εκπληρώσει τα καθήκοντα που επωμίζεται.

Έγκριση ή απόρριψη από την Επιτροπή

5.

Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής η έγκριση ή απόρριψη του προτεινόμενου εντολοδόχου εκποίησης καθώς και η έγκριση της προτεινόμενης εντολής με τις τροποποιήσεις που κρίνει απαραίτητες ώστε ο εντολοδόχος εκποίησης να είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. Εντός μίας εβδομάδας από την έγκριση της Επιτροπής, ο εντολοδόχος εκποίησης διορίζεται σύμφωνα με την εγκεκριμένη από την Επιτροπή εντολή.

Νέα πρόταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

6.

Εάν απορριφθούν όλοι οι προτεινόμενοι εντολοδόχοι εκποίησης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προτείνει, εντός μιας εβδομάδας από την κοινοποίηση της απόρριψης, τουλάχιστον δύο ακόμη πρόσωπα ή οντότητες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 5 του παρόντος παραρτήματος.

Διορισμός του εντολοδόχου εκποίησης από την Επιτροπή

7.

Εάν απορριφθούν από την Επιτροπή όλοι οι προτεινόμενοι εντολοδόχοι εκποίησης, τότε ονομάζει η Επιτροπή εντολοδόχο εκποίησης τον οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διορίζει ή μεριμνά για τον διορισμό αυτού βάσει της εγκεκριμένης από την Επιτροπή εντολής.

III.   Καθήκοντα του εντολοδόχου εκποίησης

8.

Αποστολή του εντολοδόχου εκποίησης είναι να πληρούνται οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που ορίζει η απόφαση σχετικά με τις εκποιούμενες επιχειρήσεις. Ο εντολοδόχος εκποίησης προετοιμάζει και πραγματοποιεί την πώληση έτσι ώστε […] να υπογραφεί σύμβαση πώλησης. Ο εντολοδόχος εκποίησης είναι εξουσιοδοτημένος να διενεργήσει […] την πώληση των εκποιούμενων επιχειρήσεων για λογαριασμό του Sparkasse χωρίς υποδείξεις.

9.

Ο εντολοδόχος εκποίησης:

i)

εντός τεσσάρων εβδομάδων από τον διορισμό του προτείνει στην Επιτροπή αναλυτικό πρόγραμμα εργασίας όπου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην απόφαση σχετικά με τις εκποιούμενες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει μια γενική ιδέα για την εκποίηση και μια εκτίμηση για την αποτελεσματικότερη κατά τη γνώμη του στρατηγική εκποίησης·

ii)

πωλεί τις εκποιούμενες επιχειρήσεις […] σε αγοραστή, εφόσον η Επιτροπή εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη γνωστοποίηση δεν έχει προβάλλει επιφυλάξεις αναφορικά με τον αγοραστή και τη δεσμευτική σύμβαση πώλησης. Ο εντολοδόχος εκποίησης εισάγει στη σύμβαση αγοράς όρους που κρίνει εύλογους για την ομαλή πώληση. Ο εντολοδόχος εκποίησης μπορεί να ενσωματώσει τις συνήθεις διατάξεις σχετικά με την εκπροσώπηση, την εγγύηση και την αποζημίωση που κρίνει απαραίτητες για τη διεκπεραίωση της πώλησης·

iii)

αναλαμβάνει τα λοιπά καθήκοντα που αναλογούν στον εντολοδόχο εκποίησης βάσει της απόφασης·

iv)

προτείνει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία για να διασφαλιστεί η εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας έναντι της Επιτροπής, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της οικονομικής βιωσιμότητας, της εμπορευσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας των εκποιούμενων επιχειρήσεων, τη χωριστή διαχείριση των εκποιούμενων επιχειρήσεων και την τήρηση εμπιστευτικότητας για πληροφορίες που αφορούν τον ανταγωνισμό·

v)

υποβάλλει στην Επιτροπή γραπτές μηνιαίες εκθέσεις στην αγγλική ή γερμανική γλώσσα σχετικά με την πορεία της διαδικασίας εκποίησης. Οι εκθέσεις αυτές υποβάλλονται εντός 15 ημερών από το τέλος κάθε μήνα. Παράλληλα διαβιβάζει στο Sparkasse ή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μη απόρρητη εκδοχή της έκθεσης.

10.

Για την προετοιμασία και τη διεκπεραίωση της εκποίησης, ο εντολοδόχος εκποίησης παρέχει, συγκεκριμένα, τις ακόλουθες υπηρεσίες:

i)

έλεγχο πιθανών μεταβλητών της εκποίησης, αναλυτική πρόταση, λαμβανομένων υπόψη των βασικών συνθηκών για τη διάρθρωση, και ολοκλήρωση της διαδικασίας πώλησης·

ii)

σύνταξη των απαραίτητων εγγράφων εμπορικής προώθησης σχετικά με την εκάστοτε συμμετοχή του Sparkasse (ιδίως μνημόνιο πώλησης, προδιαφήμιση (teaser) και λοιπές παρουσιάσεις που απαιτούνται και/ή κρίνονται θεμιτές για την προβλεπόμενη διαδικασία πώλησης). Τα έγγραφα αυτά παρέχουν κατόπιν αιτήματος στα ενδιαφερόμενα μέρη κάποιες πρώτες πληροφορίες σχετικά με την επικείμενη πώληση·

iii)

αυστηρά κατόπιν συνεννόησης με το Sparkasse: προετοιμασία του περιεχομένου και συντονισμό εφοδιαστικής στο πλαίσιο της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας·

iv)

ανεύρεση υποψήφιων αγοραστών και επικοινωνία με τους υπευθύνους λήψης αποφάσεων των εν λόγω ενδιαφερομένων. Για λόγους που ορίζονται διά του νόμου και για λόγους τήρησης εμπιστευτικότητας και διαφυλάσσοντας την άνευ διακρίσεων πώληση, μπορεί κατ’ απαίτηση του Sparkasse να αποκλειστεί σε κάποιον υποψήφιο αγοραστή η δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες δέουσας επιμέλειας (το σχετικό βάρος αποδείξεως φέρει το Sparkasse). Το δικαίωμα αυτό ασκείται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κατάστασης των ενδιαφερομένων·

v)

συγκέντρωση και έλεγχο των προσφορών αγοράς εκ μέρους των ενδιαφερομένων, παροχή υποστήριξης κατά την αξιολόγηση των προσφορών·

vi)

διεκπεραίωση διαπραγματεύσεων πώλησης με επιλεγμένους ενδιαφερομένους, καθώς και προετοιμασία της σύναψης σύμβασης.

11.

Στον εντολοδόχο εκποίησης εκχωρούνται όλα τα απαραίτητα πληρεξούσια με τα οποία το Sparkasse ή οι ελεγχόμενες από αυτό θυγατρικές εταιρείας εξουσιοδοτούν τον εντολοδόχο εκποίησης για τη διεκπεραίωση και ολοκλήρωση της εκποίησης. Το πληρεξούσιο περιλαμβάνει επίσης τη δυνατότητα μεταβίβασης εξουσιών για την εκποίηση και την εκτέλεση της εκποίησης κατά ομαλό τρόπο.

12.

Τα εκάστοτε πληρεξούσια διατηρούνται έως την πλήρη διεκπεραίωση της εκποίησης. Τα πληρεξούσια και όλες οι δευτερεύουσες μεταβιβάσεις εξουσίας καταργούνται με τη λήξη της θητείας του εντολοδόχου εκποίησης.

13.

Ο εντολοδόχος εκποίησης εξουσιοδοτείται να προσλαμβάνει περαιτέρω συμβούλους προς υποστήριξη του έργου του κατά τη διαδικασία εκποίησης. Εάν τα έξοδα συμβούλων υπερβούν το συνολικό ποσό των […] ευρώ, η πρόσληψη συμβούλων προϋποθέτει την έγκριση του Sparkasse. Εάν το Sparkasse αρνηθεί την έγκριση, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει αντ’ αυτού την πρόσληψη των συμβούλων κατόπιν διαβούλευσης με το Sparkasse. Μόνον ο εντολοδόχος εκποίησης μπορεί να δίνει εντολές ή οδηγίες στους συμβούλους.

14.

Σε κάθε επικοινωνία με το Sparkasse, τον επιχειρηματικό φορέα ή την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο εντολοδόχος εκποίησης προσκαλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή την ενημερώνει αμελλητί σχετικά με την επικοινωνία.

15.

Ο επιχειρηματικός φορέας και το Sparkasse δεσμεύονται να υποστηρίζουν τον εντολοδόχο εκποίησης, να συνεργάζονται μαζί του και να του παρέχουν όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται και απαιτεί για την ομαλή εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο εντολοδόχος εκποίησης έχει, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται διά του νόμου και σε ώρες γραφείου, πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και βιβλία καθώς και στα διοικητικά στελέχη και τους λοιπούς συνεργάτες του Sparkasse.

16.

Στον βαθμό που αυτό απαιτείται για την ομαλή διεκπεραίωση της εκποίησης κατά την εκτίμηση του Sparkasse και του επιχειρηματικού φορέα, καθίσταται εφικτή κατόπιν αιτήματος η πρόσβαση του εντολοδόχου εκποίησης σε πληροφορίες και έγγραφα που ανήκουν στην αποκλειστική κατοχή τους. Αυτό ισχύει ιδίως για την εκάστοτε εγκεκριμένη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδοχή του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

17.

Το Sparkasse δεσμεύεται να απαλλάσσει τον εντολοδόχο εκποίησης από όλες τις αξιώσεις αποζημίωσης τρίτων που προκύπτουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή σε σχέση με αυτά. Εξαιρούνται οι ζημίες που προκύπτουν από την αθέτηση υποχρέωσης του εντολοδόχου εκποίησης. Σε περίπτωση που ο εντολοδόχος εκποίησης λάβει γνώση αξιώσεων οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποχρέωση πληρωμής εκ μέρους του επιχειρηματικού φορέα ή του Sparkasse, ο εντολοδόχος εκποίησης οφείλει να αναφέρει το γεγονός αυτό αμελλητί.

18.

Ο εντολοδόχος εκποίησης υποχρεούται να παρέχει τις υπηρεσίες του με την επιμέλεια ενός κανονικού εμπόρου. Σε περίπτωση, ωστόσο, αθέτησης υποχρέωσης έναντι του Sparkasse, του επιχειρηματικού φορέα ή της Γερμανίας, ο εντολοδόχος εκποίησης υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση μόνον εφόσον ο ίδιος, τα εκτελεστικά όργανα, οι συνεργάτες ή οι βοηθοί του συνέβαλαν εσκεμμένα ή λόγω βαρείας αμέλειας στην αθέτηση της υποχρέωσης, στον βαθμό που δεν πρόκειται για συμβατικές υποχρεώσεις. Για αθέτηση ανάλογων υποχρεώσεων η ευθύνη του εντολοδόχου εκποίησης, ακόμη και σε περίπτωση απλής αμέλειας, περιορίζεται μόνο στο ύψος της τυπικής και προβλέψιμης ζημίας. Δεν υφίσταται ευθύνη για διαφυγόντα κέρδη.

19.

Η Επιτροπή δίδει στον εντολοδόχο εκποίησης εντολές ή οδηγίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις και απαιτήσεις που ορίζονται στην απόφαση σχετικά με τις εκποιούμενες επιχειρήσεις.

20.

Οι δήμοι Κολωνίας και Βόννης δεσμεύονται να μη δίνουν οδηγίες στον εντολοδόχο εκποίησης κατά τη διάρκεια της θητείας του.


10.9.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 235/26


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Ιανουαρίου 2011

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 7/10 (πρώην CP 250/09 και NN 5/10) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία «Νόμος περί φορολογίας νομικών προσώπων, ρήτρα εξυγίανσης»

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 275]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/527/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολές της 5ης Αυγούστου 2009 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία πληροφορίες σχετικά με το άρθρο 8γ του νόμου περί φορολογίας νομικών προσώπων (Körperschaftsteuergesetz, στο εξής «StG»). Οι γερμανικές αρχές απάντησαν με επιστολές της 20ής Αυγούστου 2009 και της 5ης Νοεμβρίου 2009. Με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με την ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(2)

Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας της Επιτροπής δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Ταυτόχρονα ζητήθηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(3)

Ακολούθως, οι γερμανικές αρχές διαβίβασαν επιστολή στις 9 Απριλίου 2010.

(4)

Στις 9 Απριλίου και στις 3 Ιουνίου 2010 πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες δύο συναντήσεις με εκπροσώπους της Γερμανίας. Στις 2 Ιουλίου 2010 η Γερμανία διαβίβασε περαιτέρω πληροφορίες. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

2.1.   Ιστορικό

(5)

Στη Γερμανία, η φορολόγηση των επιχειρήσεων γίνεται βάσει του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz, στο εξής «EStG») και του KStG. Σύμφωνα με το άρθρο 10δ παράγραφος 2 του EstG, οι ζημίες ενός φορολογικού έτους μπορούν να μεταφέρονται σε επόμενες χρήσεις, ήτοι τα φορολογητέα εισοδήματα επόμενων φορολογικών ετών μπορούν, σύμφωνα με την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας, να μειώνονται έως το συνολικό ποσό 1 εκατ. ευρώ ανά έτος κατόπιν συμψηφισμού με τις ζημίες. Η δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του KStG, και για επιχειρήσεις που καταβάλλουν φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων.

(6)

Η δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών είχε ως αποτέλεσμα την εξαγορά επιχειρήσεων οι οποίες είχαν προ πολλού αναστείλει οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά εξακολουθούσαν να εγγράφουν μεταφερόμενες ζημίες (οι λεγόμενες ανενεργές εταιρείες ή empty-shell companies).

(7)

Προκειμένου να εμποδίσει ανάλογες εξαγορές ανενεργών εταιρειών, το 1997 ο γερμανός νομοθέτης περιόρισε τη δυνατότητα μεταφοράς ζημιών εισάγοντας στο άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG τη λεγόμενη ρύθμιση για τις αγορές ανενεργών εταιρειών. Βάσει της εν λόγω ρύθμισης, η δυνατότητα μεταφοράς ζημιών περιορίστηκε σε επιχειρήσεις νομικά και οικονομικά ταυτόσημες με την επιχείρηση που κατέγραφε ζημίες. Η ρύθμιση δεν περιέχει μεν ορισμό του όρου «οικονομικά ταυτόσημος», περιγράφει όμως ένα αρνητικό και δύο θετικά παραδείγματα:

α)

οικονομική ταύτιση δεν υφίσταται εάν μεταβιβάζεται περισσότερο από το ήμισυ των μεριδίων μιας εταιρείας κεφαλαίου, η δε εταιρεία κεφαλαίου συνεχίζει ή αρχίζει εκ νέου την επιχειρηματική της δραστηριότητα με νέα κυρίως κεφάλαια κίνησης·

β)

αντίθετα, οικονομική ταύτιση υφίσταται εάν η εισροή νέου κεφαλαίου κίνησης εξυπηρετεί αποκλειστικά την εξυγίανση της επιχειρηματικής δραστηριότητας για την οποία εκπίπτει το υπόλοιπο των ζημιών, και για τα επόμενα πέντε έτη το νομικό πρόσωπο συνεχίζει να ασκεί την επιχειρηματική δραστηριότητα σε βαθμό, που με βάση τις συνολικές οικονομικές συνθήκες, είναι παρόμοιος·

γ)

οικονομική ταύτιση υφίσταται επίσης εάν ο αγοραστής, αντί να εισαγάγει νέο κεφάλαιο κίνησης, αντισταθμίζει τις ζημίες που αναλογούν στην επιχείρηση η οποία καταγράφει ζημίες.

(8)

Τα δύο τελευταία παραδείγματα αποκαλούνται συλλογικά «ρήτρα εξυγίανσης».

(9)

Το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG καταργήθηκε με τον νόμο για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των επιχειρήσεων (Unternehmensteuerreformgesetz) του 2008 με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2008.

(10)

Με τον νόμο για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των επιχειρήσεων του 2008, εισήχθη στον KStG το νέο άρθρο 8γ παράγραφος 1, το οποίο περιορίζει πολύ περισσότερο, σε σύγκριση με το προηγούμενο άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG, τη δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών στις περιπτώσεις αγοράς εταιρικών μεριδίων. Η νέα διάταξη προβλέπει τα εξής:

α)

το σύνολο των ζημιών που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί δεν εκπίπτει πλέον στις περιπτώσεις που μεταβιβάζεται σε έναν αγοραστή περισσότερο από το 50 % του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, των δικαιωμάτων μέλους, των δικαιωμάτων συμμετοχής ή των δικαιωμάτων ψήφου ενός νομικού προσώπου·

β)

εάν σε διάστημα πέντε ετών μεταβιβαστεί ποσοστό από 25 % έως 50 % του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, των δικαιωμάτων μέλους, των δικαιωμάτων συμμετοχής ή των δικαιωμάτων ψήφου ενός νομικού προσώπου, οι ζημίες που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί χάνονται κατ’ αναλογία προς το ύψος της ποσοστιαίας μεταβολής των μεριδίων.

(11)

Η νέα ρύθμιση δεν προέβλεπε αρχικά εξαιρέσεις για τις επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε διαδικασία εξυγίανσης και ταυτόχρονα υφίστανται σημαντικές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.

(12)

Βάσει της αιτιολογικής έκθεσης που ψηφίστηκε από το γερμανικό κοινοβούλιο μαζί με τον νόμο για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των επιχειρήσεων του 2008, το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG αντικαταστάθηκε από τη διάδοχη ρύθμιση του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG ώστε να απλουστευθεί η ρύθμιση (από την αιτιολογική έκθεση προκύπτει ότι η πρακτική εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG ήγειρε πολυάριθμα σύνθετα νομικά ζητήματα) και να αντιμετωπιστούν πιο στοχευμένα ενδεχόμενες καταχρήσεις (4). Ο νομοθέτης γνώριζε ότι με την εν λόγω τροποποίηση δεν θα ήταν πλέον εφικτή η μεταφορά ζημιών στις περιπτώσεις εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων μέσω της αγοράς μεριδίων. Κάτι τέτοιο θεωρήθηκε όμως αποδεκτό, δεδομένου ότι οι φορολογικές αρχές μπορούν σε τέτοιες περιπτώσεις να παραιτούνται από φορολογικές απαιτήσεις για λόγους ισότητας, χωρίς να απαιτείται ρητή νομοθετική ρύθμιση (5).

2.2.   Το μέτρο

(13)

Τον Ιούνιο του 2009 θεσπίστηκε με τροποποίηση του άρθρου 8γ του KStG η διάταξη του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG, σύμφωνα με την οποία καθίσταται εφικτή η μεταφορά ζημιών στις περιπτώσεις όπου η αγορά μιας προβληματικής επιχείρησης γίνεται για σκοπούς εξυγίανσης. Η εν λόγω τροποποίηση περιλαμβανόταν στον νόμο για την ελάφρυνση των πολιτών από δαπάνες υγειονομικής ασφάλισης (Bürgerentlastungsgesetz Krankenversicherung) (6). Η νέα διάταξη χαρακτηρίζεται και αυτή ως ρήτρα εξυγίανσης ή (για τη διάκρισή της από την προγενέστερη ρύθμιση του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG) ως νέα ρήτρα εξυγίανσης και εισάγει εξαίρεση από τον περιορισμό της μεταφοράς των ζημιών ο οποίος θεσπίστηκε με το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG από 1ης Ιανουαρίου 2008.

(14)

Σύμφωνα με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να προβαίνει σε μεταφορά των ζημιών ακόμη και σε περίπτωση αγοράς μεριδίων βάσει του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG, υπό τους ακόλουθους όρους:

α)

Η αγορά των μεριδίων γίνεται για σκοπούς εξυγίανσης του νομικού προσώπου (7).

β)

Κατά τη στιγμή της αγοράς η επιχείρηση είναι αφερέγγυα ή υπερχρεωμένη ή απειλείται με αφερεγγυότητα ή υπερχρέωση (8).

γ)

Διατηρούνται οι βασικές δομές της εκμετάλλευσης, γεγονός που προϋποθέτει ότι:

το νομικό πρόσωπο εφαρμόζει επιχειρησιακή συμφωνία που προβλέπει ρύθμιση σχετικά με τις θέσεις εργασίας

το 80 % των θέσεων εργασίας (υπολογισμένων επί τη βάσει του μέσου ετήσιου μισθολογικού κόστους) πρόκειται να διατηρηθούν για τα πέντε πρώτα έτη μετά την αγορά των μεριδίων ή

εντός δώδεκα μηνών πρόκειται να γίνει εισροή σημαντικού κεφαλαίου κίνησης ή να καταργηθούν υποχρεώσεις οι οποίες εξακολουθούν να έχουν αξία. Εισροή σημαντικού κεφαλαίου κίνησης υφίσταται όταν το νέο κεφάλαιο αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 25 % του ενεργητικού της προηγούμενης χρήσης. Οι μεταβιβάσεις της εταιρείας κεφαλαίου που γίνονται εντός τριών ετών από την εισροή του νέου κεφαλαίου μειώνουν την αξία του κεφαλαίου κίνησης που εισέρρευσε.

δ)

Δεν γίνεται αλλαγή κλάδου κατά τα πρώτα πέντε έτη από την αγορά των μεριδίων.

ε)

Η επιχείρηση δεν είχε αναστείλει την επιχειρηματική δραστηριότητα κατά τη στιγμή της αγοράς των μεριδίων.

(15)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG τέθηκε σε εφαρμογή στις 10 Ιουλίου 2009 με αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2008.

(16)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG θεσπίστηκε αρχικά με διάρκεια ισχύος έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009. Ωστόσο, στις 22 Δεκεμβρίου 2009, το γερμανικό κοινοβούλιο ψήφισε, στο πλαίσιο του νόμου για την επιτάχυνση της ανάπτυξης (Wachstumsbeschleunigungsgesetz) του 2009 (9), διάταξη με την οποία απαλείφθηκε από τον KStG η ρήτρα σχετικά με τη λήξη της ισχύος.

(17)

Σε αυτό το πλαίσιο επισημαίνεται ότι οι ζημίες που μπορούν να μεταφέρονται συμψηφίζονται μόνο με τα κέρδη της υπό εξυγίανση επιχείρησης. Ο αγοραστής δεν μπορεί να συμψηφίσει τις ζημίες με ίδια κέρδη.

(18)

Αυτό ισχύει ακόμη και εάν ο αγοραστής έχει ενοποιήσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις σε επίπεδο ομίλου, δεδομένου ότι το άρθρο 15 πρώτο εδάφιο σημείο 1 του KStG απαγορεύει τη μεταφορά των ζημιών όταν μια εταιρεία εξαρτάται οργανικά από άλλη (10).

(19)

Σύμφωνα όμως με το γερμανικό δίκαιο για τη φορολογία των νομικών προσώπων, τέτοιου είδους ζημίες δεν χάνονται, αλλά απλά «παγώνουν» σε επίπεδο εξαρτημένης εταιρείας και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο όταν η επιχείρηση πάψει πλέον να είναι ενοποιημένη. Για τις εν λόγω δεσμευμένες ζημίες δεν υφίσταται προθεσμία μεταφοράς.

(20)

Οι διατάξεις του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG ευνοούν έμμεσα τον αγοραστή διότι, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της εξυγίανσης, οι φορολογικές επιβαρύνσεις της υγιούς πλέον επιχείρησης μειώνονται. Επιπλέον, ο αγοραστής μπορεί ασφαλώς να εντάξει πλήρως ή εν μέρει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην αγορασθείσα επιχείρηση και να χρησιμοποιήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις μεταφερθείσες ζημίες.

2.3.   Σύγκριση του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG με το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG

(21)

Η νέα ρύθμιση του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG διαφοροποιείται από την προηγούμενη ρύθμιση, ήτοι το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG που καταργήθηκε, ως προς μια σημαντική και αποφασιστική για τη νομική εκτίμηση του μέτρου πτυχή.

(22)

Σύμφωνα με το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG, μια επιχείρηση που μεταβιβάζει περισσότερο από το 50 % των μεριδίων της δεν μπορεί να μεταφέρει τις ζημίες της, εκτός εάν τεθεί σε εφαρμογή η ρήτρα εξυγίανσης. Συνεπώς, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα οι μεταφερόμενες ζημίες χάνονται σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής στο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Η ρήτρα εξυγίανσης αποτελεί λοιπόν εξαίρεση στον γενικό κανόνα.

(23)

Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του πρώην άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG, η μεταφορά ζημιών εξακολουθούσε να είναι εφικτή σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, εφόσον υφίστατο οικονομική ταύτιση της επιχείρησης. Στόχος της εξαίρεσης ήταν να εμποδίσει τις καταχρήσεις (π.χ. υπό μορφή εξαγοράς ανενεργών εταιρειών).

3.   Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(24)

Με επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με την ενίσχυση.

(25)

Η Επιτροπή διατύπωσε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας την άποψη ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG διαχωρίζει τις υγιείς επιχειρήσεις που καταγράφουν ζημίες από τις (ενδεχομένως) αφερέγγυες ή υπερχρεωμένες επιχειρήσεις προνοώντας μόνο για τις τελευταίες. Συνεπώς, το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG φαίνεται να εισάγει εξαίρεση στο σύστημα αναφοράς, βάσει του οποίου καμία από τις δύο κατηγορίες επιχειρήσεων δεν θα μπορούσε να προβεί σε μεταφορά των ζημιών. Καθότι πληρούνται εμφανώς οι προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι το μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα και εμπεριέχει κρατική ενίσχυση. Τέλος, η Επιτροπή δήλωσε ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τον συμβιβάσιμο χαρακτήρα του μέτρου με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύεται στο προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο (11), και με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύεται στις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης (12) και στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (13).

(26)

Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας της Επιτροπής δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (14). Η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία και από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(27)

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομικών έδωσε εντολή στις αρμόδιες φορολογικές αρχές να μην εφαρμόζουν πλέον το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, έως ότου η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση για το θέμα, και να ενημερώσουν τις οικείες επιχειρήσεις ότι τα χορηγηθέντα ποσά θα πρέπει να επιστραφούν σε περίπτωση αρνητικής απόφασης της Επιτροπής (15).

4.   Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

(28)

Η Γερμανία διατύπωσε την άποψη ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν συνιστά κρατική ενίσχυση για τους εξής τρεις λόγους:

α)

Η ρύθμιση λαμβάνει υπόψη την αρχή του ιδιώτη πιστωτή (βλέπε τμήμα 4.1).

β)

Δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα (βλέπε τμήμα 4.2).

γ)

Θεμελιώνεται στη φύση και στην εσωτερική διάρθρωση του γερμανικού φορολογικού συστήματος (βλέπε τμήμα 4.3).

(29)

Επιπλέον, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι η νέα ρήτρα εξυγίανσης του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG αντιστοιχεί ουσιαστικά στην παλαιά ρήτρα εξυγίανσης του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG, για την οποία η Επιτροπή ποτέ δεν εξέφρασε επιφυλάξεις (βλέπε τμήμα 4.4), και ότι παρόμοιες φορολογικές ρυθμίσεις ισχύουν και σε πολλά άλλα κράτη μέλη (βλέπε τμήμα 4.5).

4.1.   Εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη πιστωτή

(30)

Η Γερμανία επικαλέστηκε το συγκεκριμένο επιχείρημα για πρώτη φορά στην επιστολή της 2ας Ιουλίου 2010, όπου οι γερμανικές αρχές εξηγούσαν ότι η αρχή του ιδιώτη πιστωτή εφαρμόζεται και στο πεδίο της είσπραξης φορολογικών ή παρεμφερών απαιτήσεων (16). Η σχέση του γερμανικού κράτους με τους φορολογούμενους πολίτες του είναι ανάλογη με τη διαρκή ενοχική σχέση ανάμεσα σε έναν ιδιώτη πιστωτή και σε έναν οφειλέτη η οποία βασίζεται, για παράδειγμα, σε μισθωτήριο συμβόλαιο ή σε σύμβαση εργασίας. Σύμφωνα με τη Γερμανία, ο ιδιώτης πιστωτής που είναι μέρος μιας διαρκούς ενοχικής σχέσης θα παραιτείτο από τμήμα των μελλοντικών του απαιτήσεων εάν κάτι τέτοιο επέτρεπε την υπαγωγή του οφειλέτη σε άλλη επιχείρηση και, κατ’ επέκταση, τη συνέχιση της διαρκούς ενοχικής σχέσης.

4.2.   Απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα

(31)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG συνιστά γενικό μέτρο, δεδομένου ότι μπορεί να εφαρμοστεί από όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως γεωγραφικής περιφέρειας, κλάδου παραγωγής ή μεγέθους. Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι κάθε επιχείρηση μπορεί δυνητικά να αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες που δεν οφείλονται στην ίδια και να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης.

(32)

Η Γερμανία παραπέμπει σε ανακοίνωση της Επιτροπής του 1998 σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων, όπου η ίδια υποστηρίζει ότι τα καθαρά φοροτεχνικά μέτρα, όπως οι κανόνες για τη μεταφορά των ζημιών, δεν έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα «με την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους κλάδους παραγωγής» και ότι «το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις ή τομείς επωφελούνται περισσότερο από άλλες από ορισμένα φορολογικά μέτρα δεν τα εντάσσει κατ’ ανάγκη στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού για τις κρατικές ενισχύσεις» (17).

(33)

Η Γερμανία διατυπώνει την άποψη ότι τα ανωτέρω επιχειρήματα είναι εξαιρετικά σημαντικά για τη φορολογική στήριξη της έρευνας και της ανάπτυξης, αλλά και για τον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, της κατάρτισης ή της απασχόλησης. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι φορολογικές ρυθμίσεις από τις οποίες επωφελούνται οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στους τομείς αυτούς, δεν έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα, με το σκεπτικό ότι είναι προσβάσιμες από όλες τις επιχειρήσεις, ακόμη και εάν εκ των πραγμάτων ορισμένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους κλάδους ευνοούνται περισσότερο από άλλες. Σύμφωνα με τη Γερμανία, αυτό θα έπρεπε να ισχύει και για τις φορολογικές ρυθμίσεις που βοηθούν προβληματικές επιχειρήσεις οι οποίες εξαγοράζονται για σκοπούς εξυγίανσης.

(34)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο είχαν αποδεχτεί ότι ένα μέτρο το οποίο βοηθά αποκλειστικά προβληματικές επιχειρήσεις θα μπορούσε να έχει κατά βάση γενικό και όχι επιλεκτικό χαρακτήρα. Παρέπεμψε δε εν πρώτοις στην υπόθεση DMT, όπου το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει τα εξής σχετικά με επίμαχη διευκόλυνση πληρωμών που είχε θεσπίσει το Βέλγιο για τις προβληματικές επιχειρήσεις (18):

«Η Γαλλική κυβέρνηση τονίζει ότι ευκολίες πληρωμής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση όταν παρέχονται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, σε οποιαδήποτε επιχείρηση που αντιμετωπίζει ταμειακές δυσκολίες. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του συστήματος της βελγικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, αντιθέτως, ότι η ONSS διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την παροχή ευκολιών πληρωμής.

Από το γράμμα του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης προκύπτει ότι μέτρα γενικού χαρακτήρα που δεν ευνοούν μόνον ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής δεν εμπίπτουν στη διάταξη αυτή. Αντιθέτως, όταν ο οργανισμός που χορηγεί τα οικονομικά προνόμια διαθέτει διακριτική ευχέρεια που του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους δικαιούχους ή τις προϋποθέσεις του χορηγουμένου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4551, σκέψεις 23 και 24).

Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, στην υπόθεση της κύριας δίκης, να καθορίσει αν η ευχέρεια της ONSS να παρέχει ευκολίες πληρωμής είναι ή όχι διακριτική και, αν δεν είναι, να αποδείξει αν οι ευκολίες πληρωμής που χορήγησε η ONSS έχουν γενικό χαρακτήρα ή ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις».

(35)

Επιπλέον, η Γερμανία παρέπεμψε στην υπόθεση HAMSA, στο πλαίσιο της οποίας οι ισπανικές αρχές είχαν υποστηρίξει για κάποιο επίμαχο μέτρο ότι δεν είχε επιλεκτικό χαρακτήρα, εφόσον ίσχυε για όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις. Το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ως εξής (19):

«Εν προκειμένω, το επιχείρημα που αντλούν η προσφεύγουσα και το Βασίλειο της Ισπανίας από το γεγονός ότι ο ισπανικός νόμος της 26ης Ιουλίου 1922 περί παύσεως των πληρωμών εισάγει διαδικασία γενικού χαρακτήρα, ισχύουσα για κάθε επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, είναι απορριπτέο. Αληθεύει μεν ότι αυτός ο νόμος δεν προορίζεται για επιλεκτική εφαρμογή υπέρ ορισμένων κατηγοριών επιχειρήσεων ή τομέων δραστηριότητας, αλλά διαπιστώνεται ότι οι διαγραφές χρεών κατά των οποίων στρέφεται η Επιτροπή δεν απορρέουν αυτόματα από την εφαρμογή του εν λόγω νόμου, αλλά από την επιλογή, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, των οικείων δημόσιων οργανισμών. Κατά τη νομολογία όμως, όταν ένας οργανισμός που χορηγεί οικονομικά πλεονεκτήματα διαθέτει διακριτική ευχέρεια η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους δικαιούχους ή τις προϋποθέσεις του χορηγούμενου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DM Transport, Συλλογή 1999, σ. I-3913, σκέψη 27.»

(36)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, σε αντίθεση με τα επίμαχα μέτρα των υποθέσεων DMT και HAMSA, δεν αναγνωρίζει διακριτική ευχέρεια στις δημόσιες αρχές και ότι η εφαρμογή του μέτρου απορρέει αυτομάτως από τον νόμο. Η Γερμανία καταλήγει συνεπώς στο a contrario συμπέρασμα ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

(37)

Επιπλέον, η Γερμανία υποστηρίζει ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG συνιστά κανονική περίπτωση του πτωχευτικού δικαίου. Η επιλεξιμότητα των επιχειρήσεων βασίζεται στις έννοιες της αφερεγγυότητας, της επαπειλούμενης αφερεγγυότητας και της υπερχρέωσης, οι οποίες ορίζονται στον πτωχευτικό κώδικα και αποτελούν λόγο υποβολής αίτησης πτώχευσης.

(38)

Όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα, η Γερμανία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από την άποψη της Επιτροπής συνάγεται ότι κάθε φορολογική έκπτωση αποτελεί κρατική ενίσχυση, ακόμη και εάν η εφαρμογή της έχει γενικό χαρακτήρα, και ότι μια τέτοια άποψη αντιβαίνει στη ΣΛΕΕ.

4.3.   Θεμελίωση στη φύση ή στην εσωτερική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος

(39)

Η Γερμανία διατυπώνει την άποψη ότι η εξαίρεση που εισάγει το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG θεμελιώνεται στη φύση και στην εσωτερική διάρθρωση του γερμανικού συστήματος φορολόγησης νομικών προσώπων. Η Γερμανία θεωρεί ότι υπάρχει μια αντικειμενική διαφορά μεταξύ των προβληματικών επιχειρήσεων που πρέπει να εξυγιανθούν και των λοιπών επιχειρήσεων, και αυτή η αντικειμενική διαφορά δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των προβληματικών επιχειρήσεων που αγοράζονται για σκοπούς εξυγίανσης. Η Γερμανία στηρίζει αυτό το επιχείρημα σε τρεις συλλογισμούς.

(40)

Πρώτον, οι προβληματικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις οικονομικά εύρωστες επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να επιλέγουν είτε τη χρηματοδότηση μέσω της κεφαλαιαγοράς είτε την αναζήτηση αγοραστή, έχουν στη διάθεσή τους μόνο τη δυνατότητα αναζήτησης αγοραστή, διότι ούτε μπορούν να αντλούν εξωτερικά κεφάλαια από την κεφαλαιαγορά ούτε να εξασφαλίζουν τραπεζικές πιστώσεις. Συνεπώς, οι προβληματικές επιχειρήσεις θα έχαναν συστηματικά τη δυνατότητα να μεταφέρουν τις ζημίες τους, ενώ οι υγιείς θα μπορούσαν πάντα να επιλέγουν ανάμεσα στην άντληση εξωτερικών κεφαλαίων και στην αναζήτηση αγοραστή.

(41)

Δεύτερον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η έννοια και ο σκοπός του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG, ήτοι η αποτροπή της αγοράς ανενεργών εταιρειών, δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μεταφοράς ζημιών στις περιπτώσεις όπου η αγορά πραγματοποιείται για σκοπούς εξυγίανσης και δεν έχει αμιγώς φορολογικά κίνητρα. Χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG στην αγορά προβληματικών επιχειρήσεων για σκοπούς εξυγίανσης, ήτοι με τη συμπερίληψη και άλλων περιπτώσεων αγοράς, δεν θα μπορούσε να διαφυλαχθεί ο σκοπός του κανόνα.

(42)

Τρίτον, η Γερμανία προβάλλει το επιχείρημα ότι με το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG πρέπει να διασφαλίζεται ότι η τιμή αγοράς των εταιρικών μεριδίων βασίζεται αποκλειστικά στην οικονομική αξία της επιχείρησης και ότι η αξία των σωρευμένων ζημιών δεν μετακυλίεται στην τιμή αγοράς για ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Αντίθετα, η πιθανή αξία των σωρευμένων ζημιών δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην περίπτωση αγοράς μιας προβληματικής επιχείρησης για σκοπούς εξυγίανσης. Προς θεμελίωση του συγκεκριμένου επιχειρήματος, η Γερμανία παραπέμπει στο γεγονός ότι κατά την απόδοση των λογαριασμών σε επίπεδο ομίλου, οι οικονομικοί ελεγκτές δεν προσμετρούν αξία στις ενδεχομένως μεταφερόμενες ζημίες μιας προβληματικής επιχείρησης, όπως προβλέπεται από το εμπορικό δίκαιο.

(43)

Αξιολογώντας συνδυαστικά τα ανωτέρω, η Γερμανία διατυπώνει την άποψη ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, ακόμη και εάν εκ πρώτης όψεως φαίνεται επιλεκτικό, δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση από τη φύση και την εσωτερική διάρθρωση του γερμανικού συστήματος φορολόγησης νομικών προσώπων.

4.4.   Σύνδεση της νέας με την παλαιά ρήτρα εξυγίανσης

(44)

Η Γερμανία σημειώνει ότι το άρθρο 8γ του KStG αντικατέστησε από 1ης Ιανουαρίου 2008 μια παρόμοια ρύθμιση –το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG– η οποία ταυτόχρονα καταργήθηκε. Αμφότερες οι ρυθμίσεις είχαν τον αυτό σκοπό, ήτοι να εμποδίσουν τις αγορές ανενεργών εταιρειών.

(45)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν εξέφρασε ποτέ επιφυλάξεις σχετικά με το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG και, άρα, η εν λόγω ρύθμιση δεν ισοδυναμούσε με ενίσχυση.

(46)

Ως εκ τούτου, η Γερμανία θεωρεί τη θέση της Επιτροπής μη συνεπή.

4.5.   Παρόμοιες ρυθμίσεις σε άλλα φορολογικά συστήματα

(47)

Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η Γερμανία, ρυθμίσεις παρεμφερείς με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG υπάρχουν και σε πολλά άλλα κράτη μέλη. Παραδειγματικά, αναφέρονται το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες και η Αυστρία. Παρά τη μεγάλη ομοιότητα των συστημάτων, η Επιτροπή δεν έλαβε για κανένα από τα εν λόγω κράτη μέλη κάποιο από τα μέτρα που μπορεί να λάβει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για τις κρατικές ενισχύσεις.

(48)

Η Γερμανία δηλώνει σχετικά με το σημείο 34 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, όπου παρουσιάζονται τα μέτρα της Επιτροπής σε συνάρτηση με το γαλλικό φορολογικό σύστημα, ότι το γερμανικό σύστημα διαφέρει από το γαλλικό, το οποίο περιορίζεται σε συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους και προβλέπει πλήρη απαλλαγή από τον φόρο νομικών προσώπων.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(49)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

5.1.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός σε κρατικούς πόρους

(50)

Ένα μέτρο πρέπει να χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους και η χρήση των κρατικών πόρων πρέπει να καταλογίζεται στο κράτος. Η απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με την κατανάλωση κρατικών πόρων υπό μορφή φορολογικών δαπανών. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιτρέπει στις επιχειρήσεις να μεταφέρουν τις ζημίες τους και να μειώνουν έτσι τα φορολογικά βάρη που τους αναλογούν ως νομικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα τη διαφυγή εσόδων για τη Γερμανία, γεγονός που συνιστά κρατική ενίσχυση. Η Γερμανία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η εφαρμογή του μέτρου θα μπορούσε να επιφέρει μείωση στα φορολογικά έσοδα κατά 900 εκατ. ευρώ ετησίως. Το γεγονός ότι το μέτρο συνεπάγεται την απώλεια κρατικών πόρων σημαίνει ότι χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους. Η ενίσχυση χορηγείται βάσει νόμου και, συνεπώς, καταλογίζεται στο κράτος.

5.2.   Ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος

(51)

Επιπλέον, το μέτρο πρέπει να προσφέρει στον δικαιούχο επιλεκτικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η έννοια της ενίσχυσης δεν περιλαμβάνει μόνο θετικές παροχές, αλλά και μέτρα που περιορίζουν με διάφορους τρόπους τα βάρη τα οποία θα επωμιζόταν μια επιχείρηση υπό φυσιολογικές συνθήκες (20).

(52)

Βάσει του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG, ορισμένες αλλαγές στη διάρθρωση των εταιρικών μεριδίων μιας επιχείρησης καταργούν εν μέρει ή εξ ολοκλήρου τη δυνατότητα μεταφοράς ζημιών προηγούμενων χρήσεων για φορολογικούς σκοπούς.

(53)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG εισάγει εξαίρεση στον κανόνα αυτόν για τις περιπτώσεις όπου η αγορά μεριδίων αφορά προβληματικές επιχειρήσεις και πραγματοποιείται για σκοπούς εξυγίανσης.

(54)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG μπορεί, συνεπώς, να εξασφαλίσει επιλεκτικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που πληρούν τις ως άνω προϋποθέσεις, καθώς τους προσφέρει, κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματός τους, τη δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών που κατέγραψαν στο παρελθόν με μελλοντικά κέρδη.

(55)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι, όπως παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 28, το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν συνιστά τέτοιου είδους επιλεκτικό πλεονέκτημα. Το συγκεκριμένο επιχείρημα βασίζεται στους τρεις ακόλουθους συλλογισμούς:

α)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG στηρίζεται στην αρχή του ιδιώτη πιστωτή (5.2.1).

β)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα εκ πρώτης όψεως (5.2.2).

γ)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG θεμελιώνεται στη φύση ή στην εσωτερική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος (5.2.3).

(56)

Επιπλέον, η Γερμανία παραπέμπει στην ομοιότητα μεταξύ του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG και της παλαιότερης ρύθμισης, του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG (βλέπε 5.2.4), καθώς και στο γεγονός ότι παρεμφερείς ρυθμίσεις ισχύουν και σε άλλα κράτη μέλη (βλέπε 5.2.5).

5.2.1.   Πιθανή εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη πιστωτή σε οικονομία της αγοράς

(57)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG συνάδει με την αρχή του ιδιώτη πιστωτή, διότι αντανακλά τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη πιστωτή που ενεργεί σε οικονομία της αγοράς και βρίσκεται σε διαρκή ενοχική σχέση με τον οφειλέτη.

(58)

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν ευσταθεί για διάφορους λόγους. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, η αρχή του ιδιώτη πιστωτή σε οικονομία της αγοράς εφαρμόζεται μόνο όταν το κράτος ενεργεί ως οικονομικός φορέας. Η αρχή δεν ισχύει όταν το κράτος ασκεί τα αποκλειστικά του δικαιώματα ως φορέας δημόσιας εξουσίας (21). Στην προκείμενη περίπτωση, το κράτος ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας που εκμεταλλεύεται το κρατικό φορολογικό μονοπώλιο.

(59)

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η νομολογία την οποία επικαλείται η Γερμανία δεν διαφοροποιεί την εκτίμηση αυτή. Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG αφορά τη δημιουργία μιας φορολογικής οφειλής, ενώ τα πραγματικά περιστατικά που εκτιμήθηκαν στο πλαίσιο της έκδοσης των αποφάσεων για τις υποθέσεις Ισπανία κατά Επιτροπής (22) και DMT (23) αφορούσαν τη δυνατότητα της διοίκησης να διαγράψει υφιστάμενες φορολογικές οφειλές. Συνεπώς, η αρχή του ιδιώτη πιστωτή σε οικονομία της αγοράς δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση.

(60)

Δεύτερον, ακόμη και εάν εφαρμοζόταν η εν λόγω αρχή, κάτι που αμφισβητείται από την Επιτροπή, η τελευταία διαπιστώνει ότι το φορολογικό πλεονέκτημα χορηγείται αυτόματα, χωρίς να ελεγχθεί προηγουμένως το συνολικό ύψος των ζημιών (το οποίο είναι αποφασιστικής σημασίας για το μέγιστο ποσό της μελλοντικής φορολογικής έκπτωσης), το κατά πόσο ο δικαιούχος θα είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά του και το κατά πόσο ο οφειλέτης διαδραματίζει στρατηγικά σημαντικό ρόλο. Ένας ιδιώτης πιστωτής σε οικονομία της αγοράς δεν θα προέβλεπε στους γενικούς του όρους μια τέτοια αυτόματη παραίτηση από τις απαιτήσεις επί μελλοντικών οφειλών, εκτός εάν είχε προηγουμένως διαμορφώσει εικόνα για την έκταση της παραίτησης από τις απαιτήσεις, για τις οικονομικές προοπτικές του οφειλέτη και για τη στρατηγική του σημασία.

(61)

Τρίτον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, σε αντίθεση με μια μακροχρόνια συμβατική σχέση, δεν αφορά την παραίτηση από απαιτήσεις επί υφιστάμενων οφειλών, αλλά τη μείωση πιθανών μελλοντικών οφειλών που θα μπορούσαν να προκύψουν μετά την οικονομική εξυγίανση του οφειλέτη. Ούτως ειπείν, τη στιγμή που το κράτος επιτρέπει τη μεταφορά των ζημιών δεν υπάρχουν οφειλές σε εκκρεμότητα.

(62)

Τέταρτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σε περίπτωση πτώχευσης, τις συναλλαγές του οφειλέτη αναλαμβάνει κανονικά κάποια άλλη επιχείρηση, από την οποία το κράτος μπορεί στη συνέχεια να εισπράξει τους φόρους δεδομένου του φορολογικού μονοπωλίου. Στη θέση λοιπόν του οφειλέτη που εγκαταλείπει την αγορά μπαίνει ένας άλλος οφειλέτης. Σε αντίθεση με την αρχή του ιδιώτη πιστωτή σε οικονομία της αγοράς, η έννοια της πίστης ενός πελάτη δεν συνεκτιμάται στην απόφαση του κράτους.

(63)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρχή του ιδιώτη πιστωτή σε οικονομία της αγοράς δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση, διότι το κράτος ασκεί τα αποκλειστικά δικαιώματα που έχει ως φορέας δημόσιας εξουσίας και δεν ενεργεί ως οικονομικός φορέας. Ακόμη και εάν η αρχή του ιδιώτη πιστωτή σε οικονομία της αγοράς εφαρμοζόταν στην προκειμένη υπόθεση, ο ιδιώτης πιστωτής που θα βρισκόταν στην ίδια θέση με το κράτος στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας συμβατικής σχέσης δεν θα λάμβανε μέτρα συγκρίσιμα με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, όπως κατέδειξε η Επιτροπή.

5.2.2.   Επιλεκτικότητα – prima facie

64)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα φορολογικών μέτρων, πρέπει να ελεγχθεί βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ εάν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο είναι ικανό να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» σε σχέση με άλλους, οι οποίοι τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς, υπό παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση (24).

(65)

Συνεπώς, κατά τη νομική εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα μιας φορολογικής ρύθμισης, η Επιτροπή πρέπει καταρχάς να προσδιορίσει τον τρόπο ρύθμισης του οικείου φορολογικού τομέα βάσει του ισχύοντος φορολογικού συστήματος (στο εξής «σύστημα αναφοράς») γενικά, ήτοι σε «κανονικές περιπτώσεις». Κατά δεύτερον, θα πρέπει να ελεγχθεί και να διαπιστωθεί εάν το μέτρο εισάγει εξαίρεση στο σύστημα αναφοράς διαφοροποιώντας οικονομικούς φορείς που τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα του οικείου κράτους μέλους, υπό παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση.

5.2.2.1.   Σύστημα αναφοράς

(66)

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το σύστημα αναφοράς είναι το γερμανικό σύστημα φορολόγησης νομικών προσώπων όπως ισχύει σήμερα, ιδίως οι διατάξεις του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG σχετικά με τις ζημίες που εκπίπτουν από νομικά πρόσωπα που πωλούν μερίδιά τους. Όπως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 10, βάσει της συγκεκριμένης ρύθμισης οι μη χρησιμοποιηθείσες ζημίες δεν εκπίπτουν πλέον στην περίπτωση που μεταβιβάζεται στον αγοραστή περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων συμμετοχής σε νομικό πρόσωπο. Οι ζημίες αυτές χάνονται κατ’ αναλογία, σε περίπτωση που εντός πέντε ετών τα δικαιώματα συμμετοχής μεταβιβαστούν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25 % αλλά το ανώτατο έως 50 %. Συνεπώς, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι, σε περίπτωση αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η απώλεια των ζημιών συνιστά την κανονική περίπτωση, ήτοι το σύστημα αναφοράς.

(67)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG είχε προσδιοριστεί ως σύστημα αναφοράς ήδη σε προγενέστερη υπόθεση (25). Τότε, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι μια εξαίρεση του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG, η οποία επέτρεπε στις επιχειρήσεις που εξαγοράζονται από εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου να μεταφέρουν τις ζημίες τους παρά την αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, δεν ήταν συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για την υπό εξέταση υπόθεση.

5.2.2.2.   Διακρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων που τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα, σε παρεμφερή νομική και πραγματική κατάσταση

(68)

Κατά παρέκκλιση από το σενάριο αναφοράς, το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG επιτρέπει σε επιχειρήσεις που κατά τη στιγμή της αγοράς μεριδίων τους για σκοπούς αναδιάρθρωσης είναι αφερέγγυες ή υπερχρεωμένες ή απειλούνται με αφερεγγυότητα ή υπερχρέωση να μεταφέρουν τις ζημίες τους, εφόσον ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις (βλέπε αιτιολογική σκέψη 14).

(69)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG αίρει ένα φορολογικό εμπόδιο στην αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα, μόνο οι προβληματικές επιχειρήσεις τελούν υπό παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση. Δεδομένης της εφαρμογής του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG σε όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις, το εν λόγω άρθρο δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

(70)

Η θέση αυτή ενισχύεται, σύμφωνα με τη Γερμανία, από τις αποφάσεις στις υποθέσεις DMT (26) και HAMSA (27). Στις οικείες περιπτώσεις, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο είχαν αποφανθεί ότι τα μέτρα είχαν επιλεκτικό χαρακτήρα, διότι αφορούσαν αποφάσεις διακριτικής ευχέρειας των αρχών. Ως εκ τούτου, μπορεί να συναγάγει κανείς αντίστροφα ότι ένα μέτρο που ισχύει για όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις και δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρχών δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

(71)

Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι ο σκοπός του φορολογικού συστήματος ορίζεται στο επίπεδο του συστήματος αναφοράς και όχι στο επίπεδο της εξαιρετικής ρύθμισης (28). Η έννοια και ο σκοπός του συστήματος φορολόγησης νομικών προσώπων είναι η δημιουργία εσόδων για τον προϋπολογισμό. Τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός αυτός λαμβάνεται υπόψη όταν οι επιχειρήσεις μειώνουν υπέρμετρα τη φορολογική τους βάση χρησιμοποιώντας τις μεταφερόμενες ζημίες ανενεργών εταιρειών. Το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG επιδιώκει να εμποδίσει τη μεταφορά των ζημιών από επιχειρήσεις που αλλάζουν ιδιοκτησία. Αυτό προκύπτει σαφώς από την αιτιολογική έκθεση του νόμου με τον οποίο εισήχθη το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG και απαλείφθηκε το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG (29). Συνεπώς, όλες οι επιχειρήσεις που αλλάζουν ιδιοκτησία τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα, υπό παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση.

(72)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά προβληματικές επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις που κατά τη στιγμή της αγοράς τους δεν είναι αφερέγγυες ή υπερχρεωμένες ή δεν απειλούνται με αφερεγγυότητα ή υπερχρέωση πιθανώς να καταγράφουν επίσης ζημίες, δεν μπορούν όμως να προβούν σε μεταφορά των ζημιών τους.

(73)

Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG διαχωρίζει τις επιχειρήσεις που καταγράφουν ζημίες, αλλά είναι κατά τα άλλα υγιείς, από τις αφερέγγυες ή υπερχρεωμένες ή απειλούμενες με αφερεγγυότητα ή υπερχρέωση επιχειρήσεις, ευνοώντας τις τελευταίες. Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG διαχωρίζει συνεπώς επιχειρήσεις που τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα, υπό παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση.

(74)

Δεύτερον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, αντίθετα με το επιχείρημα της Γερμανίας, ποτέ δεν υιοθετήθηκε η άποψη ότι ένα μέτρο που λαμβάνει υπόψη όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις και δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρχών δεν έχει εξ ορισμού επιλεκτικό χαρακτήρα.

(75)

Όσον αφορά την υπόθεση DMT, πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο, στην αιτιολογική σκέψη 28 αναφορικά με τους ισχυρισμούς της γαλλικής κυβέρνησης που αντιστοιχούν στη θέση της Γερμανίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου δεν παραχωρείται διακριτική ευχέρεια στις εθνικές αρχές, είναι καθήκον του εθνικού δικαστηρίου να ελέγξει εάν το επίμαχο εθνικό μέτρο έχει γενικό ή επιλεκτικό χαρακτήρα. Το Δικαστήριο δέχεται έτσι έμμεσα ότι ένα εθνικό μέτρο που είναι ανοιχτό σε όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις και δεν παραχωρεί διακριτική ευχέρεια στις αρχές μπορεί, εντούτοις, να έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

(76)

Όσον αφορά την υπόθεση HAMSA, η Επιτροπή σημειώνει ότι το obiter dictum του Δικαστηρίου στην αιτιολογική σκέψη 157 αναφέρεται στο γενικό πτωχευτικό δίκαιο της Ισπανίας. Η υπόθεση HAMSA αφορά ωστόσο όχι ένα μέτρο που άπτεται του πτωχευτικού δικαίου, αλλά την παραίτηση των ισπανικών αρχών από κάποιες απαιτήσεις, η οποία γίνεται σε εθελούσια βάση και όχι υποχρεωτικά βάσει νόμου, και η οποία είναι πολύ μεγαλύτερης έκτασης από την παραίτηση από απαιτήσεις στην οποία θα προέβαιναν ιδιώτες χρηματοδότες. Συνεπώς, η περίπτωση αυτή είναι άνευ σημασίας όσον αφορά την εκτίμηση του υπό εξέταση μέτρου.

(77)

Ο γενικός εισαγγελέας Fennelly επιβεβαίωσε στις προτάσεις του στην υπόθεση Ecotrade ότι διατάξεις που ισχύουν για όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις μπορούν να έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα και να συνιστούν κρατική ενίσχυση (30).

(78)

Ως εκ τούτου, η εκτίμηση της Επιτροπής για το υπό εξέταση μέτρο –σε αντίθεση με τη θέση της Γερμανίας– συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου.

(79)

Συνεπώς, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG έχει prima facie επιλεκτικό χαρακτήρα.

5.2.3.   Αιτιολόγηση βάσει της φύσης και της εσωτερικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος στο οποίο ανήκει το μέτρο

(80)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση της επιλεκτικότητας ενός μέτρου που ευνοεί μεν τον δικαιούχο αλλά δικαιολογείται από τη φύση ή την εσωτερική διάρθρωση του συστήματος στο οποίο ανήκει δεν υφίσταται (31).

(81)

Όταν λοιπόν η Επιτροπή, όπως στην προκείμενη υπόθεση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο φαίνεται να έχει prima facie επιλεκτικό χαρακτήρα, οφείλει να ελέγξει εάν η φύση ή η εσωτερική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος στο οποίο ανήκει το μέτρο δικαιολογούν μια τέτοια διαφοροποίηση.

(82)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις για μια τέτοια αιτιολόγηση (32).

(83)

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Δικαστηρίου, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους στόχους που επιδιώκονται με ένα συγκεκριμένο φορολογικό καθεστώς και δεν εμπίπτουν εντός του πλαισίου του καθεστώτος και στους εγγενείς μηχανισμούς του φορολογικού συστήματος που είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των στόχων αυτών. Μόνο οι τελευταίοι μηχανισμοί μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν αιτιολογία, λαμβανομένης υπόψη της φύσης ή της εσωτερικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος.

(84)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι στην προκειμένη υπόθεση είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση ανάμεσα στον σκοπό του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG και στον σκοπό του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG.

(85)

Σύμφωνα με όσα αναφέρει η Γερμανία, η έννοια και ο σκοπός του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG συνίσταται στον αποκλεισμό καταχρηστικών πρακτικών που στόχο έχουν την εκμετάλλευση της μεταφοράς ζημιών, την οποία προβλέπει το γερμανικό φορολογικό σύστημα, μέσω της αγοράς ανενεργών εταιρειών.

(86)

Ως προς αυτό, η Επιτροπή σημειώνει ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG έχει πολύ μεγαλύτερο πεδίο εφαρμογής από την προγενέστερη ρύθμιση (άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG). Ενώ βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG η μεταφορά ζημιών αποκλειόταν μόνο στις περιπτώσεις που συνέτρεχαν ταυτόχρονα δύο προϋποθέσεις (η αγορά μεριδίων από άλλο νομικό πρόσωπο και η αλλαγή τομέα δραστηριοτήτων), η δεύτερη προϋπόθεση δεν υπάρχει στη νέα ρήτρα εξυγίανσης. Σε περίπτωση αγοράς από άλλο νομικό πρόσωπο, η δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών χάνεται. Η αλλαγή του πεδίου εφαρμογής έγινε εις γνώσιν του νομοθέτη, διότι η νομοθετική τροποποίηση είχε ρητά ως στόχο τη χρηματοδότηση της μείωσης του συντελεστή φορολόγησης νομικών προσώπων από το 25 % στο 15 % (33).

(87)

Από την άλλη, με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν εμποδίζονται καταχρηστικές πρακτικές. Αυτό προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του γερμανικού κοινοβουλίου για τη νέα ρήτρα εξυγίανσης, όπου επισημαίνεται ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG θεσπίστηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα που προέκυψαν λόγω της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (34). Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι περιορισμοί στη μεταφορά των ζημιών αποτελούσαν σημαντικό εμπόδιο στην αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων.

(88)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γερμανία, ακόμη και στις παρατηρήσεις επί της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, επισημαίνει ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν είναι μέτρο που εμποδίζει την κατάχρηση του φορολογικού συστήματος και ότι η ρήτρα εξυγίανσης θεσπίστηκε με σκοπό τη στήριξη προβληματικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης.

(89)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο στόχος που επιδιώκεται με το συγκεκριμένο φορολογικό μέτρο δεν εμπίπτει εντός του πλαισίου του φορολογικού συστήματος. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, ένας τέτοιος εξωγενής στόχος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για την αιτιολόγηση του μέτρου βάσει της φύσης ή της εσωτερικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος (35). Αυτό μπορεί να διερευνηθεί μόνο στο πλαίσιο ελέγχου του συμβιβάσιμου χαρακτήρα του μέτρου με την εσωτερική αγορά.

(90)

Τα τρία επιχειρήματα που επικαλείται η Γερμανία δεν αλλάζουν τίποτε σε αυτήν την εκτίμηση.

(91)

Όσον αφορά το επιχείρημα της Γερμανίας ότι μια προβληματική επιχείρηση μπορεί να εξασφαλίσει χρηματοδοτικούς πόρους μόνο μέσω επενδυτή, ενώ μια υγιής επιχείρηση η οποία καταγράφει προσωρινά ζημίες μπορεί να επιλέξει εάν θα αντλήσει χρηματοδοτικούς πόρους από την κεφαλαιαγορά ή εάν θα περιέλθει σε κάποιον επενδυτή και εν συνεχεία θα εξασφαλίσει νέο κεφάλαιο, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι για τον σκοπό του φορολογικού δικαίου δεν έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο μια επιχείρηση χρηματοδοτεί την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Τα συστήματα φορολόγησης νομικών προσώπων βασίζονται στη φορολόγηση των κερδών και στη δήλωση των ζημιών. Όπως διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, ζημίες κατέγραψαν προσωρινά και οικονομικά εύρωστες επιχειρήσεις. Για αυτές όμως τις οικονομικά εύρωστες επιχειρήσεις η ρήτρα εξυγίανσης δεν προβλέπει δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών, το οποίο σημαίνει ότι σε περίπτωση αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος και μετέπειτα νέας άντλησης κεφαλαίου οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με προβληματικές επιχειρήσεις που καταγράφουν ζημίες. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, η πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές ήταν δύσκολη και για τις υγιείς επιχειρήσεις που κατέγραφαν προσωρινά ζημίες. Ως εκ τούτου, οι ουσιαστικές παραδοχές που αποτελούν τη βάση του πρώτου επιχειρήματος δεν στοιχειοθετούνται. Συνεπώς, η Επιτροπή απορρίπτει το πρώτο επιχείρημα της Γερμανίας.

(92)

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα της Γερμανίας, σύμφωνα με το οποίο η εξαίρεση που εισάγει το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG στην προβλεπόμενη από το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG γενική απαγόρευση της μεταφοράς ζημιών σε περίπτωση αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος δικαιολογείται από τη ratio legis του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG, διότι σε περίπτωση αναδιάρθρωσης μιας προβληματικής επιχείρησης δεν υφίσταται κίνδυνος κατάχρησης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το εν λόγω επιχείρημα δεν δικαιολογεί τον περιορισμό του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG στις προβληματικές επιχειρήσεις. Η Επιτροπή τονίζει ότι κίνδυνος κατάχρησης δεν υφίσταται ούτε στην περίπτωση αγοράς μιας οικονομικά εύρωστης επιχείρησης. Κίνδυνος κατάχρησης υφίσταται μόνο σε συνάρτηση με την αγορά ανενεργών εταιρειών. Η ratio legis του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG δεν περιορίζεται στην αποφυγή καταχρήσεων. Έχει επίσης στόχο την αύξηση της φορολογικής βάσης των γερμανικών νομικών προσώπων και την αντιστάθμιση της μείωσης του συντελεστή φορολόγησης νομικών προσώπων από το 25 % στο 15 %. Έτσι εξηγείται γιατί στο άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG έχει συμπεριληφθεί μια σειρά περιπτώσεων αγοράς μεριδίων οι οποίες δεν ενέχουν κινδύνους κατάχρησης. Συνεπώς, η Επιτροπή αντικρούει το επιχείρημα της Γερμανίας, σύμφωνα με το οποίο η εξαίρεση που εισάγει το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG ανταποκρίνεται στη ratio legis του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG.

(93)

Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα της Γερμανίας, σύμφωνα με το οποίο οι οικονομικοί ελεγκτές, στο πλαίσιο της κατάρτισης των ενοποιημένων ισολογισμών ομίλων, συχνά δεν αποδίδουν αξία στις ζημίες εταιρειών που έχουν πληγεί οικονομικά όταν υπολογίζουν τυχόν αναβαλλόμενους φόρους, με αποτέλεσμα η δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών να μην έχει αντίκτυπο στην τιμή πώλησης των προβληματικών εταιρειών, η Επιτροπή σημειώνει εν πρώτοις ότι αυτό έχει να κάνει με λογιστικά κριτήρια και είναι άνευ σημασίας σε επίπεδο φορολόγησης. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα αντικρούει τη διαπίστωση της Γερμανίας ότι η απουσία δυνατότητας μεταφοράς ζημιών εμποδίζει την αναδιάρθρωση. Κάτι τέτοιο ισχύει μόνο εάν ο αγοραστής αποδίδει στη δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών ορισμένη χρηματική αξία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απορρίπτει και το τρίτο επιχείρημα της Γερμανίας.

(94)

Επιπλέον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι και άλλα κράτη μέλη προβλέπουν φορολογικές ελαφρύνσεις στο πλαίσιο διαδικασιών εξυγίανσης, αναφέρει δε ως παράδειγμα το γαλλικό καθεστώς σχετικά με την εξαγορά προβληματικών επιχειρήσεων. Η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με το εν λόγω επιχείρημα της Γερμανίας το οποίο έχει συγκριτική βάση. Πρώτον, για την αιτιολόγηση μέτρων τα κράτη μέλη μπορούν να επικαλούνται ως σύστημα αναφοράς μόνο εγγενείς αρχές των φορολογικών τους συστημάτων, βάσει των οποίων ελέγχεται κατά πόσο προσφέρεται σε μια επιχείρηση κάποιο πλεονέκτημα σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Το γεγονός ότι υφίστανται πιθανόν σε άλλα κράτη μέλη παρόμοια φορολογικά μέτρα είναι άνευ σημασίας διότι τα μέτρα αυτά μπορούν επίσης να εμπίπτουν στο πεδίο των διατάξεων της συνθήκης. Δεύτερον, τα μέτρα που ορίζει το γαλλικό καθεστώς συνδέονται με άλλες προϋποθέσεις από εκείνες του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG. Το γαλλικό καθεστώς προβλέπει φοροαπαλλαγή για νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις που εξαγοράζουν προβληματικές επιχειρήσεις. Το 2004, η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω καθεστώς δεν είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά (36). Κατόπιν τούτου, η Γαλλία τροποποίησε το καθεστώς προκειμένου να το εναρμονίσει με το δίκαιο για τις ενισχύσεις. Ορισμένα από τα προνόμια που απορρέουν από το καθεστώς είναι πλέον ήσσονος σημασίας. Τα υπόλοιπα προνόμια, υπό μορφή περιφερειακών ενισχύσεων ή ενισχύσεων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις (στο εξής «ΜΜΕ»), έχουν χαρακτήρα συμβιβάσιμο με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων (37).

(95)

Ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση μέτρο δεν προκύπτει άμεσα από τις κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού συστήματος και δεν αιτιολογείται από τη φύση και την εσωτερική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος.

5.2.4.   Η σύνδεση της παλαιάς με τη νέα ρήτρα εξυγίανσης

(96)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG αντιστοιχεί κατά βάση στο παλαιό άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG και ότι η Επιτροπή ποτέ δεν διατύπωσε την άποψη ότι το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG συνιστά κρατική ενίσχυση.

(97)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Γερμανία ουδέποτε της κοινοποίησε το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG, γι’ αυτό και δεν έχει λάβει ακόμη θέση για το κατά πόσο το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG συνιστά κρατική ενίσχυση.

(98)

Η παρούσα διαδικασία αφορά μόνο το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, διότι επίσημη διαδικασία έρευνας κινήθηκε μόνο για τη συγκεκριμένη διάταξη. Για τη θεμελίωση του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG η Γερμανία δεν μπορεί να επικαλεστεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν ήγειρε ποτέ επίσημη ένσταση κατά του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG, διότι η Γερμανία ουδέποτε κοινοποίησε τη συγκεκριμένη ρήτρα.

(99)

Η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εξετάσει το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, εφόσον διαπιστωθεί ότι η εν λόγω διάταξη παρείχε επιλεκτικό πλεονέκτημα σε επιχειρήσεις.

5.2.5.   Παρόμοια φορολογικά συστήματα σε άλλα κράτη μέλη

(100)

Το κατά πόσο ένα συγκεκριμένο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση δεν θα κριθεί από το γεγονός ότι και σε άλλα κράτη μέλη ισχύουν παρόμοια ή ταυτόσημα φορολογικά συστήματα, τα οποία ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή.

(101)

Η Επιτροπή θα ελέγξει τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τη Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 10 του διαδικαστικού κανονισμού (38).

5.2.6.   Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος

(102)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG εξασφαλίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

5.3.   Επιπτώσεις στο εσωτερικό εμπόριο

(103)

To μέτρο πρέπει να είναι ικανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν επικεντρώνεται σε συγκεκριμένο κλάδο, συνεπώς όλοι οι οικονομικοί κλάδοι μπορούν να επωφεληθούν από τη ρύθμιση. Σχεδόν όλοι οι κλάδοι της γερμανικής οικονομίας εκπροσωπούνται σε αγορές όπου υπάρχει ανταγωνισμός και διενεργούνται συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Συνεπώς, το μέτρο θα μπορούσε να είναι ικανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(104)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία, για όλες τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του μέτρου θα μπορούσε να κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας βάσει του γερμανικού πτωχευτικού κώδικα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 14 και υποσημείωση 7). Συνεπώς, όλοι οι πιθανοί δικαιούχοι του μέτρου είναι προβληματικές επιχειρήσεις υπό την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 10 στοιχείο γ) των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης»). Επομένως, κανένας από τους δικαιούχους των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (39) δεν λαμβάνεται υπόψη, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο η) του εν λόγω κανονισμού οι προβληματικές επιχειρήσεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του.

5.4.   Συμπέρασμα

(105)

Δεδομένου ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διατάξεις του νόμου περί φορολογίας νομικών προσώπων σχετικά με τη φορολογική μεταφορά ζημιών – ρήτρα εξυγίανσης συνιστούν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ.

6.   ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

(106)

Η Επιτροπή μπορεί, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, να χαρακτηρίσει ορισμένες ενισχύσεις ως συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το κράτος μέλος πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το μέτρο συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά (40). Η Επιτροπή έχει να παρατηρήσει εν προκειμένω ότι, παρά το σχετικό ρητό αίτημα στην απόφαση κίνησης διαδικασίας της Επιτροπής, η Γερμανία δεν διαβίβασε καμία σχετική πληροφορία. Και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο η Επιτροπή δύναται να χαρακτηρίσει το υπό εξέταση μέτρο ως μη συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά.

(107)

Η Επιτροπή έλεγξε, ωστόσο, κατά πόσο το μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή διαθέτει μεγάλη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις υποθέσεις ενισχύσεων που εμπίπτουν στο άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (41). Στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας, εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές και ανακοινώσεις στις οποίες ορίζονται τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ορισμένα είδη ενισχύσεων μπορούν να θεωρηθεί συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεσμεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές και τις ανακοινώσεις που εκδίδει αναφορικά με τον έλεγχο των ενισχύσεων, εφόσον αυτές δεν παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη (42).

(108)

Επομένως, πρέπει καταρχάς να ελεγχθεί κατά πόσο η κοινοποιηθείσα ενίσχυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας ή περισσοτέρων κατευθυντηρίων γραμμών ή ανακοινώσεων και κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, εφόσον ικανοποιεί τα κριτήρια συμβατότητας που περιέχονται σε αυτές.

6.1.   Ενδεχόμενη συμβατότητα με το προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο  (43)

(109)

Δεδομένου ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG θεσπίστηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα που οφείλονται στη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, η Επιτροπή έλεγξε εάν το καθεστώς μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύεται στο προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο.

(110)

Λόγω της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης και του αντικτύπου της στο σύνολο της οικονομίας των κρατών μελών, η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένα είδη κρατικών ενισχύσεων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της κρίσης δικαιολογούνται για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ. Οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή μπορεί να χαρακτηρίσει ανάλογα καθεστώτα που αφορούν ενισχύσεις ως συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά, ορίζονται στο προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο.

(111)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, ωστόσο, δεν σχετίζεται με κανένα από τα μέτρα που περιγράφονται στο προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο, διότι το καθεστώς αφορά φορολογικά πλεονεκτήματα για προβληματικές επιχειρήσεις. Το προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο, όμως, δεν προβλέπει καμία κρατική ενίσχυση υπό μορφή φορολογικού πλεονεκτήματος.

(112)

Συνεπώς, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν ικανοποιεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύεται στο προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο.

(113)

Ωστόσο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κάποιες ενισχύσεις για ορισμένους δικαιούχους μπορούν, βάσει του τμήματος 4.2 του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου, να θεωρηθούν επιτρεπτές ως περιορισμένες ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά, εφόσον ικανοποιούν όλες τις απαιτήσεις γερμανικού καθεστώτος ενίσχυσης που να έχει εγκριθεί από την Επιτροπή επί της συγκεκριμένης νομικής βάσης. Προκειμένου να διεκδικήσει μια τέτοιου είδους ενίσχυση, ο δικαιούχος πρέπει ειδικότερα να αποδείξει ότι την 1η Ιουλίου 2008 δεν ήταν προβληματική επιχείρηση υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης (στην περίπτωση μεγάλων επιχειρήσεων) ή υπό την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής της 6ης Αυγούστου 2008 για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης (γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία) (44) (στην περίπτωση ΜΜΕ) και ότι το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει τα 500 000 ευρώ. Επιπλέον, πρέπει να ικανοποιούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του τμήματος 4.2.2 του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου και της απόφασης έγκρισης του γερμανικού καθεστώτος ενίσχυσης.

6.2.   Ενδεχόμενη συμβατότητα βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης  (45)

(114)

Δεδομένου ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG αφορά την εκχώρηση φορολογικών πλεονεκτημάτων σε προβληματικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο του ελέγχου του συμβιβάσιμου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη και τις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Σύμφωνα με αυτές, επιλέξιμες για ενίσχυση είναι μόνο οι προβληματικές επιχειρήσεις. Μια αφερέγγυα ή υπερχρεωμένη επιχείρηση ναι μεν μπορεί να θεωρηθεί προβληματική υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, όμως οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν ευρύτερο επιχειρηματικό όμιλο ή πρόκειται να εξαγοραστούν από έναν επιχειρηματικό όμιλο δεν μπορούν κατά κανόνα να διεκδικήσουν ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης (σημείο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης). Μια από τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG είναι η αγορά μεριδίων. Μετά από μια τέτοια αγορά μεριδίων, η στοχευόμενη επιχείρηση θα ανήκει πιθανώς σε όμιλο. Σε μια τέτοια περίπτωση, για την προβληματική επιχείρηση θα μεριμνούσε κανονικά ο όμιλος και, στη συνέχεια, η εν λόγω επιχείρηση δεν θα ήταν επιλέξιμη σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης.

(115)

Επιπλέον, ακόμη και οι δικαιούχοι που μπορούν να διεκδικήσουν ενίσχυση σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης δεν σημαίνει ότι πληρούν τις άλλες προϋποθέσεις των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών.

(116)

Σύμφωνα με το σημείο 25 στοιχείο α) των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, ενισχύσεις διάσωσης μπορούν να χορηγούνται μόνο υπό μορφή δανείων ή δανειακών εγγυήσεων. Ως εκ τούτου, το υπό εξέταση φορολογικό πλεονέκτημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση διάσωσης.

(117)

Στην περίπτωση των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης πρέπει, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης, να υποβληθεί βιώσιμο σχέδιο αναδιάρθρωσης βάσει του οποίου θα επιτευχθεί η αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης. Η ενίσχυση πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο ποσό. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης, ο δικαιούχος οφείλει να συνεισφέρει και ο ίδιος στα έξοδα αναδιάρθρωσης. Επιπλέον, οι κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβλέπουν τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων για να μην υπάρξει υπερβολική στρέβλωση του ανταγωνισμού.

(118)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν πληροί όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου δηλώνεται μεν ότι η στοχευόμενη επιχείρηση πρέπει να υποβάλει σχέδιο εξυγίανσης με θετική εμπορική πρόβλεψη, όμως δεν θεωρείται ως δεδομένο ότι το εν λόγω σχέδιο ικανοποιεί τις απαιτήσεις των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης και ότι η ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο ποσό. Και τούτο διότι το ύψος της ενίσχυσης καθορίζεται με βάση τις ζημίες που κατέγραψε η επιχείρηση στο παρελθόν. Επιπλέον, το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν προβλέπει ούτε ίδια συνεισφορά ούτε αντισταθμιστικά μέτρα.

(119)

Τέλος, οι ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης πρέπει να κοινοποιούνται χωριστά για τις μεγάλες επιχειρήσεις και δεν μπορούν να χορηγούνται στη βάση καθεστώτων. Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, ωστόσο, δεν διακρίνει τις μεγάλες επιχειρήσεις από τις ΜΜΕ.

(120)

Ακόμη και αναφορικά με τις ΜΜΕ, στις οποίες οι βασικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης μπορούν να χορηγούνται υπό μορφή καθεστώτος, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ειδικές απαιτήσεις που ορίζει το σημείο 82 των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης για ένα τέτοιο καθεστώς δεν ικανοποιούνται για τους λόγους που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 117 της παρούσας απόφασης.

(121)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

6.3.   Ενδεχόμενη συμβατότητα βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις  (46)

(122)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG πρέπει να εξεταστεί και βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις.

(123)

Οι πιθανοί δικαιούχοι των περιφερειακών ενισχύσεων πρέπει να εδρεύουν στη Γερμανία και να δραστηριοποιούνται σε τομέα επιλέξιμο για περιφερειακές ενισχύσεις. Κατά την εφαρμογή του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν συμβαίνει υποχρεωτικά κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι η ρήτρα ισχύει για επιχειρήσεις σε όλες τις περιοχές της Γερμανίας.

(124)

Επιπλέον, οι προβληματικές επιχειρήσεις υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις (βλέπε σημείο 9 των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις). Συνεπώς, οι ενισχύσεις για επιχειρήσεις σε ενισχυόμενες περιοχές δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά επί τη βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις.

(125)

Συνεπώς, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι το μέτρο δεν είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά ως περιφερειακή ενίσχυση.

6.4.   Ενδεχόμενη συμβατότητα βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος  (47)

(126)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG πρέπει να εξεταστεί και βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(127)

Κύριος στόχος των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος είναι να εξασφαλιστεί ότι τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων θα έχουν ως αποτέλεσμα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος σε σχέση με αυτό που θα είχε επιτευχθεί χωρίς την ενίσχυση και ότι τα θετικά αποτελέσματα της ενίσχυσης θα υπερτερούν των αρνητικών –ήτοι των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού– λαμβάνοντας υπόψη την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» του άρθρου 191 της ΣΛΕΕ.

(128)

Ο στόχος αυτός δεν επιτυγχάνεται με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου δεν αναφέρεται κανένας στόχος υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(129)

Όπως αναφέρεται στο σημείο 20 των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, μια προβληματική επιχείρηση, δεδομένου ότι απειλείται η ίδια της η ύπαρξη, δεν μπορεί να θεωρείται ως ενδεδειγμένο μέσο για την προώθηση άλλων πολιτικών στόχων πριν διασφαλιστεί η βιωσιμότητά της. Καθώς όλοι οι πιθανοί δικαιούχοι του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG είναι προβληματικές επιχειρήσεις υπό την έννοια του σημείου 10 στοιχείο γ) των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά ως ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος.

6.5.   Ενδεχόμενη συμβατότητα με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ

(130)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου όσο και των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Για τον λόγο αυτό, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) της ΣΛΕΕ δεσμεύεται από αμφότερα τα κείμενα για τους λόγους που επισημαίνονται στην αιτιολογική σκέψη 109 επ.

(131)

Σε περίπτωση όμως που συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι, η Επιτροπή δύναται να ασκήσει εκ νέου τη διακριτική της ευχέρεια, υπό την προϋπόθεση ότι ενεργεί εντός του πλαισίου που θέτουν η ΣΛΕΕ και οι γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως ερμηνεύεται στη νομολογία του Δικαστηρίου (48). Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί να χαρακτηρίσει κρατικές ενισχύσεις ως συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά, εφόσον αυτές στοχεύουν στη άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους (άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ) ή επιδιώκουν στόχο κοινού συμφέροντος (άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ) (49), είναι απαραίτητες για την επίτευξη του στόχου αυτού (50) και οι όροι των συναλλαγών δεν μπορούν να αλλοιωθούν κατά τρόπο που θα αντίκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(132)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Γερμανία δεν παρουσίασε επιχειρήματα που να συνηγορούν υπέρ του συμβιβάσιμου χαρακτήρα της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά άμεσα επί τη βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ή γ) της ΣΛΕΕ.

(133)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, λόγω της φύσης του μέτρου, το ύψος της ενίσχυσης εξαρτάται από τις ζημίες που υπέστη ο δικαιούχος στο παρελθόν. Από τούτο δεν προκύπτει κάποια σχέση ανάμεσα στο ποσό της ενίσχυσης που λαμβάνει μια επιχείρηση και στον στόχο που επιδιώκεται με το καθεστώς ενίσχυσης, ήτοι την άρση των εμποδίων στη διαδικασία εξυγίανσης και τη στήριξη των προβληματικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς ενίσχυσης δεν περιορίζεται στο απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον.

(134)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά άμεσα βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ή γ) της ΣΛΕΕ.

7.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(135)

Δεδομένου ότι καθεστώς ενίσχυσης δεν κοινοποιήθηκε, συνιστά παράνομη ενίσχυση.

(136)

Σύμφωνα με την πάγια πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, όλες οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα και δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ πρέπει να επιστραφούν από τους δικαιούχους. Η συγκεκριμένη πρακτική λήψης αποφάσεων βεβαιώθηκε με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (51), όπου διαπιστώνονται τα εξής: «Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

(137)

Καθώς το υπό εξέταση μέτρο συνιστά παράνομη και μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση, η ενίσχυση πρέπει να επιστραφεί ώστε να αποκατασταθεί η κατάσταση στην αγορά όπως πριν από τη χορήγησή της. Η επιστροφή υπολογίζεται από την ημερομηνία που προέκυψε το προνόμιο για τον δικαιούχο, ήτοι από την ημερομηνία που η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου. Έως την πραγματική αποπληρωμή της ενίσχυσης καταβάλλονται τόκοι.

(138)

Η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι καθοριστική για τη διαπίστωση του χρονικού σημείου στο οποίο η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου είναι η ετήσια καταληκτική ημερομηνία καταβολής του φόρου νομικών προσώπων.

(139)

Η Γερμανία οφείλει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τους παραλήπτες. Προκειμένου να προσδιοριστεί ο αριθμός των περιπτώσεων όπου θα γίνει ανάκτηση, η Γερμανία πρέπει να καταρτίσει κατάλογο με τις επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν από το υπό εξέταση μέτρο από την 1η Ιανουαρίου 2008. Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γερμανία δεν εφαρμόζει πλέον το μέτρο από την 30ή Απριλίου 2010. Το ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομικών υπέδειξε στις φορολογικές αρμόδιες αρχές να μην χρησιμοποιούν πλέον τη ρήτρα εξυγίανσης έως ότου η Επιτροπή λάβει οριστική απόφαση επί του θέματος (52).

(140)

Η κρατική ενίσχυση που πρέπει να ανακτηθεί υπολογίζεται βάσει των φορολογικών δηλώσεων των οικείων επιχειρήσεων, ήτοι των δικαιούχων δυνάμει του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG. Το ποσό της ενίσχυσης υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του φόρου που θα έπρεπε να καταβληθεί χωρίς την εφαρμογή του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG και του φόρου που πραγματικά καταβλήθηκε μετά την εφαρμογή του.

(141)

Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της δυνατότητας να θεωρηθεί η ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύτηκε στο προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο, και γερμανικού καθεστώτος ενίσχυσης που έχει εγκρίνει η Επιτροπή, εφόσον το συνολικό ποσό της χορηγούμενης ενίσχυσης δεν υπερβαίνει ως προς το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης τα 500 000 ευρώ και εφόσον ικανοποιούνται όλες οι λοιπές απαιτήσεις του τμήματος 4.2.2 του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου, καθώς και της απόφασης της Επιτροπής με την οποία εγκρίνεται γερμανικό καθεστώς ενίσχυσης σε αυτήν τη βάση, ιδίως εκείνες που έχουν να κάνουν με το ότι η επιχείρηση δεν ήταν προβληματική την 1η Ιουλίου 2008. Εάν το συνολικό ποσό υπερβαίνει τα 500 000 ευρώ, τότε το πλεονάζον ποσό επιστρέφεται.

(142)

Η Επιτροπή επισημαίνει στη Γερμανία ότι η ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει των κανόνων ήσσονος σημασίας (de minimis) (53), βάσει καθεστώτος που εμπίπτει στον γενικό κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορία (54) ή βάσει καθεστώτος ενίσχυσης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις ή με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (55), διότι όλα αυτά τα νομικά κείμενα αποκλείουν τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε προβληματικές επιχειρήσεις (56). Για όλες τα υπόλοιπα εγκεκριμένα καθεστώτα ενίσχυσης, η Γερμανία πρέπει να ελέγξει εάν η απόφαση έγκρισης του καθεστώτος ενίσχυσης εξαιρεί από το εγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής τις προβληματικές επιχειρήσεις. Κατά τα άλλα, η ενίσχυση θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβιβάσιμη βάσει των εν λόγω καθεστώτων, εφόσον η Γερμανία αποδείξει ότι κατά τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης ικανοποιούνταν όλες οι προϋποθέσεις των οικείων καθεστώτων.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(143)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG (ρήτρα εξυγίανσης) συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η οποία θεσπίστηκε παράνομα κατά παράβαση το άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και ως εκ τούτου δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

(144)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Γερμανία πρέπει να λάβει όλα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τους δικαιούχους της ρήτρας εξυγίανσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς κρατικής ενίσχυσης βάσει του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του νόμου περί φορολογίας νομικών προσώπων θεσπίστηκε παράνομα από τη Γερμανία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και δεν είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

Οι επιμέρους ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύτηκε στο προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο, εφόσον το ποσό της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει τα 500 000 ευρώ, ο δικαιούχος δεν ήταν προβληματική επιχείρηση την 1η Ιουλίου 2008 και εφόσον ικανοποιούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις του τμήματος 4.2.2 του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου και της απόφασης έγκρισης του γερμανικού καθεστώτος ενίσχυσης.

Άρθρο 3

Οι επιμέρους ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, και κατά τη στιγμή της χορήγησής τους ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις καθεστώτος ενίσχυσης που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή σε άλλη νομική βάση πέραν του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία, των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις ή των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία και δεν αποκλείει τις προβληματικές επιχειρήσεις ως πιθανούς δικαιούχους της ενίσχυσης, συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά έως το ανώτατο όριο έντασης ενίσχυσης που ισχύει για το συγκεκριμένο είδος ενισχύσεων.

Άρθρο 4

1.   Η Γερμανία αίρει το καθεστώς ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2.   Η Γερμανία ανακτά από τους δικαιούχους τις μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1.

3.   Τα ανακτώμενα ποσά βαρύνονται με τόκο από την ημερομηνία κατά την οποία η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση των παραληπτών μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής τους ανάκτησης.

4.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (57).

5.   Με την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης η Γερμανία αναστέλλει όλες τις εκκρεμούσες πληρωμές όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1.

Άρθρο 5

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Η Γερμανία εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 6

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γερμανία υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

α)

κατάλογο με τους δικαιούχους που έλαβαν ενισχύσεις βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, καθώς και το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που έλαβε έκαστος βάσει του καθεστώτος

β)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο

γ)

ακριβή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για τη συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση

δ)

έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τον δικαιούχο η επιστροφή της ενίσχυσης.

2.   Η Γερμανία τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1. Εφόσον ζητηθεί από την Επιτροπή, η Γερμανία παρέχει αμελλητί όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή πρόκειται να λάβει για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη επιστραφεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 26 Ιανουαρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Την 1η Δεκεμβρίου 2009 τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ. Τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημα. Στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ θα πρέπει, όταν χρειαστεί, να νοούνται ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ.

(2)  ΕΕ C 90 της 8.4.2010, σ. 8.

(3)  Βλέπε υποσημείωση 2.

(4)  Bundestagsdrucksache 16/4841, σ. 74.

(5)  Bundestagsdrucksache 16/4841, σ. 76, παραπομπή σε επιστολή του ομοσπονδιακού υπουργού οικονομικών της 27ης Μαρτίου 2003, BStBl I σ. 240.

(6)  Νόμος για τη βελτίωση του φορολογικού υπολογισμού δαπανών πρόνοιας (νόμος για την ελάφρυνση των πολιτών από δαπάνες υγειονομικής ασφάλισης) της 16ης Ιουλίου 2009, BGBl. I Nr. 43 σ. 1959.

(7)  Η εξυγίανση είναι μέτρο που έχει ως στόχο να εμποδίσει ή να εξαλείψει προβλήματα αφερεγγυότητας ή υπερχρέωσης. Συνεπώς, αφορά μόνο νομικά πρόσωπα που τη στιγμή της αγοράς των μεριδίων είναι αφερέγγυα ή υπερχρεωμένα ή απειλούνται με αφερεγγυότητα ή υπερχρέωση.

(8)  Οι έννοιες της «αφερεγγυότητας», της «επαπειλούμενης αφερεγγυότητας» και της «υπερχρέωσης» ορίζονται από τον πτωχευτικό κώδικα (στο εξής «InsO»): Αφερεγγυότητα (άρθρο 17 του InsO): Ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος όταν αδυνατεί να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του. Κατά κανόνα, εικάζεται ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος εάν έχει αναστείλει τις πληρωμές του. Επαπειλούμενη αφερεγγυότητα (άρθρο 18 του InsO): Ο οφειλέτης απειλείται με αφερεγγυότητα εάν εκτιμάται ότι δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του τη στιγμή που αυτές θα καταστούν ληξιπρόθεσμες. Υπερχρέωση (άρθρο 19 του InsO): Υπερχρέωση υφίσταται όταν η περιουσία του οφειλέτη δεν καλύπτει πλέον τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του, εκτός εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχιστεί.

(9)  Νόμος για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης της 22ας Δεκεμβρίου 2009 (BGBl. I σ. 3950), άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β).

(10)  Ζημίες πριν από οργανική ενοποίηση, βλέπε άρθρο 15 αριθ. 1 του KStG.

(11)  Ανακοίνωση της Επιτροπής – Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής χρήσης (ΕΕ C 83 της 7.4.2009, σ. 1).

(12)  Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2).

(13)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ C 54 της 4.3.2006, σ. 13).

(14)  Βλέπε υποσημείωση 2.

(15)  Επιστολή του ομοσπονδιακού υπουργείο οικονομικών της 30ής Απριλίου 2010 προς τις (αρμόδιες για την είσπραξη των φόρων) φορολογικές αρχές των κρατών: http://www.bundesfinanzministerium.de/DE/BMF_Startseite/Aktuelles/BMF_Schreiben/Veroffentlichungen_zu_Steuerarten/koerperschaftsteuer_umwandlungsteuerrecht/009.html.

(16)  Η Γερμανία επικαλείται τις εξής αποφάσεις: ΔΕΚ, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2004 στην υπόθεση C-276/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-8091, σκέψεις 15 και 26, και ΔΕΚ, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-256/97, Déménagements-Manutention Transport SA (DMT), Συλλογή 1999, σ. I-3913, σκέψεις 22 και 25.

(17)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3, αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14.

(18)  ΔΕΚ, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-256/97, Déménagements-Manutention Transport SA (DMT), Συλλογή 1999, σ. I-3913, σκέψεις 26 έως 28.

(19)  ΔΕΚ, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002 στην υπόθεση T-152/99, Hijos de Andrés Molina, SA (HAMSA) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3049, σκέψη 157.

(20)  ΔΕΚ, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο κατά Επιτροπής, υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Συλλογή 2006, σ. I 5479, σκέψεις 86 έως 87.

(21)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση T-196/04, Ryanair κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-3643, σκέψεις 84 έως 85, ΔΕΚ, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση C-334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-1139, σκέψεις 133 έως 134.

(22)  Βλέπε υποσημείωση 16.

(23)  Βλέπε υποσημείωση 16.

(24)  ΔΕΚ, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001 στην υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 41, ΔΕΚ, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση C-308/01, GIL Insurance κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-4777, σκέψη 68, ΔΕΚ, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005 στην υπόθεση C-172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 40, βλέπε επίσης την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων.

(25)  Υπόθεση C 2/2009, MoRaKG, όροι για κεφαλαιουχικές εταιρείες (ΕΕ L 6 της 9.1.2010, σ. 32).

(26)  Βλέπε υποσημείωση 18.

(27)  Βλέπε υποσημείωση 19.

(28)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000 στην υπόθεση T-55/99, CETM, σκέψη 53.

(29)  Βλέπε Bundestagsdrucksache 16/4841, σ. 75 επ.

(30)  Υπόθεση C-200/97, προτάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, σκέψεις 26–32.

(31)  ΔΕ, απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974 στην υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 33, ΔΕΚ, απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής. Συλλογή 1999, I-3671, σκέψη 33, καθώς και Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 24, σκέψη 42, GIL Insurance, όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 24, σκέψη 72, Heiser, όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 24, σκέψη 43, ΔΕΚ, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, I-11137, σκέψη 51, ΔΕΚ, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, I-7145, σκέψη 52.

(32)  Πορτογαλία κατά Επιτροπής, όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 31, σκέψη 81.

(33)  Bundestagsdrucksache 16/4841., σ. 30 επ.

(34)  Bundestagsdrucksache 16/13429, σ. 50 και Bundestagsdrucksache 16/12674, σ. 10.

(35)  Πορτογαλία κατά Επιτροπής, όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 31, σκέψη 82, η οποία αναφέρεται στην «κοινωνική συνοχή» και στην «περιφερειακή ανάπτυξη» ως εξωγενείς πολιτικούς στόχους.

(36)  Υπόθεση C 57/02, φορολογική απαλλαγή για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 108 της 16.4.2004, σ. 38).

(37)  Υπόθεση N 553/04, φορολογική απαλλαγή για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών (ΕΕ C 242 της 1.10.2005, σ. 5).

(38)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(39)  ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5.

(40)  ΔΕΚ, απόφαση της 28ης Απριλίου 1993 στην υπόθεση C-364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-2097, σκέψη 20, ΔΕΚ 15 Δεκεμβρίου 1999 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-132/96 και T-143/96, Freistaat Sachsen, Volkswagen AG και Volkswagen Sachsen GmbH κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-3663, σκέψη 140, ΔΕΚ 29 Απριλίου 2004 στην υπόθεση C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 81.

(41)  ΔΕΚ, απόφαση της 21ης Μαρτίου1990 στην υπόθεση C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 56. ΔΕΚ 11 Ιουλίου 1996 στην υπόθεση C-39/94, Syndicat français de l’Express international (SFEI) κ.λπ. κατά La Poste κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 36.

(42)  ΔΕΚ, απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993 στην υπόθεση C-313/90, Comité international de la rayonne et des fibres synthétiques κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 36, ΔΕΚ, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1996 στην υπόθεση C-311/94, IJssel-Vliet Combinatie BV κατά Minister van Economische Zaken, Συλλογή 1996, σ. I-5023, σκέψη 43, ΔΕΚ, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2002 στην υπόθεση C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-8031, σκέψη 53.

(43)  Ανακοίνωση της Επιτροπής – Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής χρήσης (ΕΕ C 83 της 7.4.2009, σ. 1). Η συγκεκριμένη ανακοίνωση αντικαταστάθηκε με νέο κείμενο, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2011 (ΕΕ C 6 της 11.1.2011, σ. 5). Σύμφωνα όμως με το κεφάλαιο 5 του νέου κειμένου, η ανακοίνωση ισχύει μόνο για παράνομες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2011. Επειδή η Γερμανία ανέστειλε την εφαρμογή του μέτρου, δεν χορηγήθηκε καμία ενίσχυση μετά την ημερομηνία αυτή.

(44)  ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3.

(45)  Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2).

(46)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ C 54 της 4.3.2006, σ. 13).

(47)  Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1).

(48)  Βλέπε ειδικότερα ΔΕΚ, απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993 στην υπόθεση C-313/90, Comité International de la Rayonne et des Fibres Synthétiques (CIRFS) κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125.

(49)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2009 στην υπόθεση T-162/06, Kronoply κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-1, ιδίως σκέψεις 65, 66, 74, 75.

(50)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2001 στην υπόθεση T-187/99, Agrana Zucker und Stärke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1587, σκέψη 74, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 2002 στην υπόθεση T-126/99, Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2427, σκέψεις 41-43, ΔΕΚ, απόφαση της 15ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-390/06, Nuova Agricast Srl κατά Ministero delle Attività Produttive, Συλλογή 2008, σ. I-2577, σκέψεις 68-69.

(51)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(52)  Βλέπε υποσημείωση 15.

(53)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2006 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5).

(54)  Βλέπε υποσημείωση 44.

(55)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1).

(56)  Βλέπε άρθρο 1 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία, σκέψη 9 των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις, κεφάλαιο 2.1 (τελευταία παράγραφο) των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία.

(57)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


10.9.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 235/42


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2011

σχετικά με την κρατική ενίσχυση στην υπόθεση C 24/09 (πρώην N 446/08) — Κρατική ενίσχυση υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων, Αυστριακός Νόμος για την Πράσινη Ηλεκτρική Ενέργεια, Αυστρία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 1363]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/528/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα (1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 27 Ιουνίου 2008 η Αυστρία προέβη σε προκαταρκτική κοινοποίηση της πρόθεσής της να τροποποιήσει τον ισχύοντα αυστριακό νόμο για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια (στο εξής: «ÖSG»), την τρέχουσα έκδοση του οποίου η Επιτροπή είχε εγκρίνει το 2006 ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά (2). Στις 4 Σεπτεμβρίου 2008 η Αυστρία κοινοποίησε το νέο κείμενο του ÖSG, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης της Επιτροπής.

(2)

Η Επιτροπή, με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2008, ζήτησε επιπρόσθετες πληροφορίες. Κατόπιν επιστολής υπενθύμισης η Αυστρία διαβίβασε στις 22 Δεκεμβρίου 2008 περαιτέρω πληροφορίες μέσω επιστολής. Μετά από συνάντηση με εκπροσώπους της Αυστρίας στις 11 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε με επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 2009 επιπρόσθετες πληροφορίες τις οποίες διαβίβασε η Αυστρία μέσω επιστολής της 17ης Μαρτίου 2009. Η Επιτροπή ζήτησε, τέλος, με επιστολή της 8ης Μαΐου 2009, συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες υπέβαλε η Αυστρία με επιστολές της 9ης και 19ης Ιουνίου 2009.

(3)

Στις 9 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή έλαβε διαμαρτυρία του αυστριακού ομοσπονδιακού επιμελητηρίου εργαζομένων (österreichische Bundesarbeitskammer) σχετικά με τον ÖSG, η οποία αφορά σε μέτρο που προβλέπει ο ÖSG υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων.

(4)

Στις 22 Ιουλίου 2009 η Επιτροπή υιοθέτησε μια υβριδική απόφαση βάσει της οποίας εγκρίθηκαν μέτρα υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Η Επιτροπή χαρακτήρισε τα εν λόγω μέτρα ως συμβιβάσιμα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (στο εξής: «κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος») (3), ωστόσο αποφάσισε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας του μηχανισμού απαλλαγής που προβλέπει ο ÖSG για τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις (4).

(5)

Με επιστολή της 23ης Ιουλίου 2009 η Επιτροπή ενημέρωσε την Αυστρία σχετικά με την εν λόγω απόφαση και κάλεσε την Αυστρία να διαβιβάσει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση του μέτρου.

(6)

Η Επιτροπή δημοσίευσε την απόφασή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5) και κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του μέτρου.

(7)

Με επιστολή της 19ης Αυγούστου 2009 η Αυστρία ζήτησε παράταση της προθεσμίας την οποία και εκχώρησε η Επιτροπή με επιστολή της 9ης Σεπτεμβρίου 2009. Η Αυστρία υπέβαλε τελικά τις παρατηρήσεις της 8ης Οκτωβρίου 2009.

(8)

Εν τω μεταξύ, το αυστριακό ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων υπέβαλε μέσω επιστολής 7ης Οκτωβρίου 2009 τις παρατηρήσεις του σχετικά με το μέτρο υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων. Οι παρατηρήσεις διαβιβάστηκαν στην Αυστρία, η οποία κλήθηκε να λάβει θέση. Η Αυστρία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 23 Δεκεμβρίου 2009, ενώ στις 23 Απριλίου 2010 διαβίβασε περαιτέρω πληροφορίες.

(9)

Με επιστολές της 21ης Ιουνίου 2010 και 19ης Ιουλίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε από την Αυστρία επιπρόσθετες πληροφορίες, οι οποίες διαβιβάστηκαν στις 13 Σεπτεμβρίου 2010. Κατόπιν πρωτοβουλίας της Αυστρίας, στις 9 Ιουλίου 2010 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και εκπροσώπων της Αυστρίας.

(10)

Με επιστολή της 24ης Νοεμβρίου 2010 η Αυστρία υπογράμμισε τη σημασία του ÖSG για τη χώρα και έκανε έκκληση για την έκδοση απόφασης στην υπόθεση έως στις αρχές Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή απάντησε στην εν λόγω επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 2010. Στις 9 Δεκεμβρίου 2010 πραγματοποιήθηκε δεύτερη συνάντηση με εκπροσώπους της Αυστρίας.

(11)

Με επιστολή της 30ής Δεκεμβρίου 2010, η Αυστρία απέσυρε τα επιχειρήματα που είχε προβάλει υπέρ του μέτρου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και ζήτησε από την Επιτροπή την έγκριση του μηχανισμού απαλλαγής υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή απάντησε στην εν λόγω επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2011.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(12)

Η Επιτροπή ενέκρινε με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009 το τροποποιημένο κείμενο του ÖSG, με εξαίρεση το άρθρο 22c του ÖSG, το οποίο προβλέπει τον μηχανισμό απαλλαγής υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η περιγραφή περιορίζεται στον εν λόγω μηχανισμό.

2.1.   Περιγραφή του μηχανισμού απαλλαγής υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων

(13)

Σύμφωνα με το Μέρος 3 του ÖSG η Αυστρία εκχωρεί σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις άδεια για την ανάληψη καθηκόντων ως κέντρου διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Ο εκδοχέας έχει ιδίως την ευθύνη να αγοράζει έναντι σταθερής τιμής πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από παραγωγούς και να την πωλεί έναντι σταθερής τιμής σε εταιρείες ηλεκτροδότησης. Οι εταιρείες ηλεκτροδότησης υποχρεούνται να αγοράζουν συγκεκριμένο ποσοστό της συνολικής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που προσφέρουν από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, το οποίο ποσοστό αντιστοιχεί στο μέσο μερίδιο πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας επί του συνολικού μείγματος ηλεκτρικής ενέργειας στην Αυστρία.

(14)

Η Αυστρία έχει διορίσει επί του παρόντος την Abwicklungsstelle für Ökostrom AG (OeMAG) ως αποκλειστικό κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια σε όλη τη χώρα. Η OeMAG είναι ανώνυμη εταιρεία ιδιωτικού δικαίου, η οποία ελέγχεται από ορκωτό λογιστή. Το αυστριακό ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομίας και εργασίας καθώς και η αυστριακή ρυθμιστική αρχή για την ενέργεια E-Control GmbH διενεργούν επανέλεγχο της OeMAG. Οι τελικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του μέτρου υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων (όπως οι τρόποι κατανομής της ηλεκτρικής ενέργειας στους εμπόρους ηλεκτρικής ενέργειας, η τιμή που πρέπει να καταβάλλουν οι έμποροι ηλεκτρικής ενέργειας και η συμμετοχή των τελικών καταναλωτών) ορίζονται εκ των προτέρων από τις αυστριακές αρχές μέσω νόμου ή κανονισμού. Οι διαφορές μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων εκδικάζονται σε τακτικό δικαστήριο και δεν επιλύονται μέσω διοικητικών διαδικασιών.

(15)

Η OeMAG είναι ανώνυμη εταιρεία υπό την ιδιοκτησία εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνται ως διαχειριστές δικτύων μεταφοράς, τραπεζών και βιομηχανικών επιχειρήσεων. Ενώ η Verbund-APG κατέχει το 24,4 % των μετοχών, οι VKW Netz AG, TIWAG Netz AG, CISMO GmbH, Oesterreichische Kontrollbank AG (OeKB), Investkreditbank AG και Smart Technologies κατέχουν έκαστη το 12,6 % των μεριδίων της OeMAG. Η Verbund-APG είναι θυγατρική της Verbund AG σε ποσοστό 100 % (Österreichische Elektrizitätswirtschafts-Aktiengesellschaft, Verbundgesellschaft), της οποίας ποσοστό 51 % των μεριδίων ανήκει στη Δημοκρατία της Αυστρίας. Η VKW Netz AG ανήκει στην Illwerke AG, η οποία επίσης ανήκει σε ποσοστό 95,5 % στο ομόσπονδο κράτος Vorarlberg. Η TIWAG-Netz AG ανήκει στην TIWAG AG, η οποία με τη σειρά της ανήκει σε ποσοστό 100 % στο ομόσπονδο κράτος του Τυρόλου. Η CISMO GmbH ανήκει στην Oesterreichische Kontrollbank AG καθώς και σε διαχειριστές δικτύων μεταφοράς και εταιρείες ηλεκτροδότησης και παροχής φυσικού αερίου, η Oesterreichische Kontrollbank AG (OeKB) ανήκει σε αυστριακές τράπεζες, η Investkredit Bank AG ανήκει κυρίως στις Volksbanken (συνεταιριστικές τράπεζες) και, τέλος, η Smart Technologies ανήκει στη Siemens. Συνεπώς, μέτοχοι ελεγχόμενοι από το δημόσιο και μέτοχοι ελεγχόμενοι από ιδιώτες κατέχουν το 49,6 % και το 50,4 % αντίστοιχα των μετοχών της OeMAG. Η Επιτροπή δεν έχει καμία πληροφορία σχετικά με τη δυνατότητα που έχουν οι από το δημόσιο ελεγχόμενοι μέτοχοι να ασκήσουν μεμονωμένα ή τουλάχιστον από κοινού έλεγχο επί της OeMAG.

(16)

Βάσει μηχανισμού που προβλέπεται στο άρθρο 22c παράγραφος 1 του ÖSG, οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μπορούν να ζητήσουν από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να μην τους προμηθεύουν με πράσινη ενέργεια. Βασική προϋπόθεση είναι οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις να προσκομίσουν αποδείξεις ότι:

α)

υφίσταται δικαίωμα επιστροφής κατά την έννοια του νόμου περί επιστροφής των φόρων κατανάλωσης ενέργειας, και

β)

οι δαπάνες για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ανέρχονται σε τουλάχιστον 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους.

Η απαλλαγή, κατόπιν αιτήματος, εγκρίνεται από την αυστριακή ρυθμιστική αρχή για την ενέργεια, την Energie-Control GmbH.

(17)

Εφόσον εγκριθεί η απαλλαγή, απαγορεύεται διά του νόμου στις εταιρείες ηλεκτροδότησης να χρεώνουν στους εν λόγω μεγάλους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας τις συμπληρωματικές δαπάνες για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια.

(18)

Το άρθρο 22c παράγραφος 5 του ÖSG προβλέπει συναφώς ότι «Συμβάσεις μεταξύ των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας και των [μεγάλων] τελικών καταναλωτών [ηλεκτρικής ενέργειας] […] [πρέπει να] προβλέπουν υποχρεωτικά ότι στους εν λόγω τελικούς καταναλωτές δεν παρέχεται […] πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, η οποία διανέμεται στους διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια […], και δεν είναι δυνατή η μετακύλιση δαπανών για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη είναι άκυρη» (6).

(19)

Εφόσον εγκριθεί για μια ενεργειοβόρο επιχείρηση η απαλλαγή από την υποχρέωση αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 22c παράγραφος 2 του ÖSG υποχρεούται να καταβάλει ποσό αντιστάθμισης που αντιστοιχεί στο 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής της επιχείρησης κατά το παρελθόν ημερολογιακό έτος.

2.2.   Σύνοψη του περιεχομένου της απόφασης κίνησης της διαδικασίας

(20)

Στην κοινοποίησή της η Αυστρία υποστήριξε ότι ο μηχανισμός απαλλαγής πρέπει να εξεταστεί ανεξάρτητα από τον γενικό κανόνα περί ενισχύσεων υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, διότι αφορά αποκλειστικά «συμβατικές σχέσεις ιδιωτικού δικαίου» μεταξύ ενεργειοβόρων επιχειρήσεων και διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας. Η Αυστρία προέβαλε το επιχείρημα ότι η απαλλαγή δεν συνιστά κρατική ενίσχυση και ότι, ακόμη και αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η ενίσχυση αυτή θα ήταν συμβιβάσιμη κατ’ αναλογία προς το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(21)

Ωστόσο, ήδη στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι –σε ό,τι αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης– η «απαλλαγή» από τον μηχανισμό χρηματοδότησης δεν μπορεί να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από τον μηχανισμό χρηματοδότησης αυτόν καθεαυτόν. Η Επιτροπή υποστήριξε την άποψη ότι μια «εξαίρεση» (απαλλαγή) είναι εξ ορισμού άρρηκτα συνδεδεμένη με τον «κανόνα» και ότι ο μηχανισμός απαλλαγής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του γενικού κανόνα, πρέπει δε να αξιολογηθεί ως τέτοιος βάσει της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, οι διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας των οποίων μεγάλο μέρος της πελατείας αποτελείται από επιχειρήσεις που εμπίπτουν σε απαλλαγή, μπορούν να ζητήσουν απαλλαγή από την καταβολή του σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης, γεγονός που θα συνεπάγετο άμεσες ζημίες και για την OeMAG, ενισχύοντας το συμπέρασμα ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση (7).

(22)

Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο του μηχανισμού απαλλαγής προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με τον μηχανισμό απαλλαγής.

(23)

Καθότι εκκρεμεί ακόμη η οριστική απόφαση της Επιτροπής, η Αυστρία ενέκρινε τον μηχανισμό απαλλαγής (8) δυνάμει του προσωρινού πλαισίου κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης ενισχύσεων ύψους έως 500 000 ευρώ κατά τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 (9). Η Επιτροπή ενέκρινε τη ρύθμιση «Περιορισμένες κρατικές ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά δυνάμει του προσωρινού πλαισίου («Ρύθμιση μικρών ενισχύσεων για την Αυστρία») (Mit dem Gemeinsamen Markt vereinbare begrenzte Beihilfen nach dem Vorübergehenden Gemeinschaftsrahmen («Österreichregelung Kleinbeihilfen”)» (N 47 a/2009) (10). Η ρύθμιση ισχύει για επιχειρήσεις οι οποίες δεν ήταν προβληματικές την 1η Ιουλίου 2008 και εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, εκτός της αλιείας και της πρωτογενούς παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Περισσότερες από 2 000 επιχειρήσεις επωφελήθηκαν του εν λόγω μέτρου.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ

(24)

Όπως ήδη στη διαδικασία προκαταρκτικής κοινοποίησης και κοινοποίησης, η Αυστρία υποστήριξε ότι το μέτρο υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων δεν συνιστά κρατική ενίσχυση διότι δεν αφορά κρατικούς πόρους και δεν είναι επιλεκτικό.

(25)

Σύμφωνα με την άποψη της Αυστρίας, ο μηχανισμός απαλλαγής μπορεί, ακόμη και αν συνιστά κρατική ενίσχυση, να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος με την εσωτερική αγορά κατ’ αναλογία προς το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία) (11) (στο εξής: «ΓΚΑΚ») και το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (12) (στο εξής: «οδηγία περί ενεργειακών φόρων»).

3.1.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(26)

Αναφορικά με τους κρατικούς πόρους, η Αυστρία υποστηρίζει ότι ο ÖSG είναι ανάλογος του γερμανικού νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας («EEG»), ο οποίος κατά την άποψη της Αυστρίας δεν επιβαρύνει τους κρατικούς πόρους. Η Αυστρία παραπέμπει σχετικά στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση PreussenElektra  (13).

(27)

Σύμφωνα με την Αυστρία, οι μηχανισμοί απαλλαγής στο πλαίσιο του ÖSG και του EEG παρουσιάζουν τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά:

α)

Σε αμφότερα τα συστήματα οι επιπρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από το εγγυημένο τιμολόγιο τροφοδότησης βαρύνουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι υποχρεούνται να αγοράζουν συγκεκριμένο ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας σε σταθερή τιμή.

β)

Σε αμφότερα τα συστήματα οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας δεν υποχρεούνται να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια για πελάτες οι οποίοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

γ)

Αμφότερα τα συστήματα προβλέπουν για παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι δεν ενεργούν ως δημόσιοι οργανισμοί, την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από παραγωγούς. Οι εν λόγω παράγοντες της αγοράς δικαιούνται διά του νόμου να μετακυλούν τις επιπρόσθετες δαπάνες στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλος, οι εκάστοτε υποχρεώσεις αγοράς και οι τιμές καθορίζονται διά του νόμου.

δ)

Σε αμφότερα τα συστήματα η ρυθμιστική αρχή ελέγχει το ενδεχόμενο υπεραντιστάθμισης για επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεούνται να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από παραγωγούς.

(28)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή επεσήμανε στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 48 γιατί και υπό ποια έννοια το υπό εξέταση μέτρο είναι συγκρίσιμο με το μέτρο σχετικά με το οποίο απεφάνθη το Δικαστήριο στην υπόθεση Essent  (14). Η Αυστρία απορρίπτει το συμπέρασμα αυτό για τους εξής λόγους:

α)

Στην OeMAG δεν έχει εκχωρηθεί από το κράτος συγκεκριμένη αρμοδιότητα για την επιβολή τελών. Στο πλαίσιο αυτό, η Αυστρία παραπέμπει εκ νέου στη Γερμανία, όπου κατά τη γνώμη της, οι διαχειριστές δικτύων έχουν τον ίδιο ακριβώς ρόλο με αυτόν της OeMAG.

β)

Η OeMAG είναι ιδιωτική επιχείρηση και όχι οργανισμός δημοσίου δικαίου όπως οι οργανισμοί που αποτελούσαν αντικείμενο των αποφάσεων στις υποθέσεις Air France  (15) και Salvat Père  (16). Στο πλαίσιο αυτό, η Αυστρία υποστηρίζει ότι το κράτος δεν έχει ούτε εξουσία για τον διορισμό μελών του διοικητικού ή του εποπτικού συμβουλίου ούτε δικαιώματα άσκησης αρνησικυρίας σχετικά με αποφάσεις της OeMAG, ούτε εποπτικές αρμοδιότητες. Το κράτος δεν έχει επίσης καμία εξουσία ανάληψης των καθηκόντων της OeMAG.

γ)

Για δικαστικές διαφορές που αφορούν την OeMAG αρμόδια είναι τα τακτικά δικαστήρια.

δ)

Ο μόνος έλεγχος στον οποίο υπόκειται η OeMAG από το κράτος είναι ο μεταγενέστερος έλεγχος από το αυστριακό ελεγκτικό συνέδριο.

ε)

Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν επιβαρύνεται με ενδεχόμενες ζημίες της OeMAG, ενώ ο ρόλος των κρατικών αρχών περιορίζεται στον καθορισμό των τιμών αγοράς και πώλησης της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, όπως συνάγεται από τις υποθέσεις Sloman Neptun  (17) και Pearle  (18).

στ)

Η χορήγηση απαλλαγής δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Energie-Control GmbH σύμφωνα με το άρθρο 22c του ÖSG.

ζ)

Το συνολικό ποσό που καταβάλλουν οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας στην OeMAG δεν εξαρτάται από τον μηχανισμό απαλλαγής. Η κατανομή του συνολικού ποσού εξαρτάται αποκλειστικά από τις διάφορες κατηγορίες τελικών καταναλωτών.

3.2.   Επιλεκτικότητα

(29)

Η Αυστρία υποστηρίζει περαιτέρω ότι η απαλλαγή για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις δεν συνιστά κρατική ενίσχυση διότι δεν είναι επιλεκτική.

(30)

Η Αυστρία υπενθυμίζει ότι οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις απαλλάσσονται μόνο εν μέρει από τη χρηματοδότηση της προώθησης των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Υποχρεούνται να καταβάλλουν απευθείας στην OeMAG ποσό αντιστάθμισης ύψους 0,5 % επί της καθαρής αξίας παραγωγής τους και, άρα, συνεχίζουν να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της προώθησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

(31)

Η Αυστρία, βασιζόμενη στην υπόθεση Adria-Wien Pipeline  (19), υποστηρίζει ότι το μέτρο δεν περιορίζεται de jure σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας ούτε είναι de facto επιλεκτικό. Ακόμη και αν προκύπτει επιλεκτικότητα prima facie, αυτή δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση από τη λογική του συστήματος.

(32)

Επιλεκτικότητα de jure: Σύμφωνα με τον ÖSG δεν είναι επιλέξιμοι για ενίσχυση μόνο συγκεκριμένοι τομείς της οικονομίας ή επιχειρήσεις συγκεκριμένου μεγέθους ούτε προβλέπονται άλλα επιλεκτικά κριτήρια. Η Αυστρία ενισχύει την άποψή της με το επιχείρημα ότι από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι από τον καθορισμό και μόνο συγκεκριμένης καθαρής αξίας παραγωγής πληρούται το στοιχείο της «επιλεκτικότητας» που απαιτείται για την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Η Αυστρία υποστηρίζει περαιτέρω ότι το μέτρο δεν προβλέπει περιορισμούς σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, αναφορικά με το μέγεθος της επιχείρησης ή άλλα επιλεκτικά κριτήρια, και επισημαίνει ότι το μέτρο στο πλαίσιο της χρονικά περιορισμένης ρύθμισης αφορά δεκαεννέα διαφορετικούς τομείς της οικονομίας και περίπου 2 300 επιχειρήσεις. Για τον λόγο αυτόν, το μέτρο δεν είναι de jure επιλεκτικό.

(33)

Επιλεκτικότητα de facto: Κατά την άποψη της Αυστρίας ο μεγάλος αριθμός των τομέων της οικονομίας και των επιχειρήσεων που επωφελούνται του μηχανισμού απαλλαγής, καθώς και το γεγονός ότι το μέτρο δεν προβλέπει περιορισμούς σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, βάσει του μεγέθους της επιχείρησης ή άλλα επιλεκτικά κριτήρια, συνηγορούν στο ότι πρόκειται για de facto γενικό μέτρο. Η άποψη αυτή ενισχύεται επίσης από την υπόθεση Adria-Wien Pipeline. Η Αυστρία αναγνωρίζει ότι το Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση εξέτασε τη μερική επιστροφή φόρων ενέργειας η οποία εκχωρούνταν σε επιχειρήσεις των οποίων οι φόροι ενέργειας υπερέβαιναν το 0,35 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους. Το Δικαστήριο απεφάνθη ως εξής: «[…] Τα εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΚ […] (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 107 της ΣΛΕΕ), εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους» (20).

(34)

Δικαιολόγηση βάσει της λογικής του συστήματος: Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση του μηχανισμού αναχρηματοδότησης και απαλλαγής η Αυστρία σημειώνει ότι η διαφοροποίηση του συστήματος χρηματοδότησης σχεδιάστηκε κατ’ αναλογία προς άλλα συστήματα χρηματοδοτούμενα από φόρους και επιβαρύνσεις. Για να λαμβάνει υπόψη τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης, η διαφοροποίηση αντιστοιχεί υποχρεωτικά στη λογική του συστήματος και, άρα, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Κατά την άποψη της Αυστρίας, η Επιτροπή είχε υποστηρίξει τη θέση αυτή και σε δύο παλαιότερες αποφάσεις κρατικής ενίσχυσης (21).

(35)

Επιπλέον η Αυστρία υποδεικνύει ότι τα οφέλη που προκύπτουν για το περιβάλλον μέσω του ÖSG δεν θα υποβαθμίζονταν από τον μηχανισμό απαλλαγής διότι δεν θα μειωνόταν ο βαθμός προώθησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Μόνο μέσω της μείωσης των δαπανών για το περιβάλλον μπορεί να δημιουργηθεί για ορισμένες επιχειρήσεις ένας βιώσιμος μηχανισμός χρηματοδότησης της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας που απαιτείται για τη διασφάλιση της προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

3.3.   Το συμβιβάσιμο

(36)

Σε ό,τι αφορά το συμβιβάσιμο, η Αυστρία υποστηρίζει ότι μπορεί να διαπιστωθεί αναλογία μεταξύ του μηχανισμού απαλλαγής και του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(37)

Το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (παράγραφοι 151 έως 159) περιέχει διατάξεις για κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους. Προβλέπονται δύο τύποι ελέγχου: οι ενισχύσεις υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους χαρακτηρίζονται ως συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, εφόσον οι δικαιούχοι των ενισχύσεων καταβάλλουν τουλάχιστον το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας όπως ορίζεται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων (22). Εάν το μέτρο προβλέπει εκπτώσεις ή απαλλαγές από εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους, οι οποίες υπερβαίνουν αυτό το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας, ή εκπτώσεις ή απαλλαγές από μη εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαβιβάσουν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του εκάστοτε μέτρου.

(38)

Στο πλαίσιο αυτό, η Αυστρία προτείνει κατ’ αναλογία εφαρμογή του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο αφορά σε μέτρα υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Αυστρίας, το μέτρο μπορεί ειδικότερα να αξιολογηθεί κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις σχετικά με εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους. Επί αυτής της νομικής βάσης ο μηχανισμός απαλλαγής μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος με την εσωτερική αγορά, στον βαθμό που οι ωφελούμενες επιχειρήσεις συνεχίζουν να καταβάλλουν το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζει η οδηγία περί ενεργειακών φόρων, ήτοι 0,5 ευρώ/Α, κάτι που ήδη ισχύει. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιπρόσθετη απαλλαγή από το σύστημα σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης υπό τη μορφή μερικής απαλλαγής από την καταβολή ποσού για τη χρηματοδότησή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά διότι η υπολειπόμενη εισφορά για τη χρηματοδότηση της προώθησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να είναι συμπληρωματική του ελάχιστου φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

(39)

Σύμφωνα με την άποψη της Αυστρίας ο μηχανισμός απαλλαγής συνεπάγεται, εμμέσως τουλάχιστον, υψηλότερο βαθμό προστασίας του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό ο μηχανισμός απαλλαγής είναι απαραίτητος προκειμένου να καταστεί εφικτή η γενικότερη αύξηση του ποσού που καταβάλλουν οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια.

(40)

Η Αυστρία ενισχύει το ως άνω επιχείρημα μέσω της σύγκρισης του λεκτικού της παραγράφου 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του άρθρου 25 του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία (ΓΚΑΚ) (23). Μέσω της σύγκρισης της διατύπωσης του ΓΚΑΚ σε διάφορες γλωσσικές εκδοχές η Αυστρία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ παρουσιάζει ευρύτερη διατύπωση από την παράγραφο 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος: ενώ οι εκπτώσεις από τους περιβαλλοντικούς φόρους, σύμφωνα με την παράγραφο 152 των κατευθυντήριων γραμμών, προϋποθέτουν πλήρως εναρμονισμένους φόρους ενέργειας, από το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ συνάγεται ότι οι εκπτώσεις από τους περιβαλλοντικούς φόρους -όπως εκπτώσεις από επιβαρύνσεις για την ηλεκτρική ενέργεια δυνάμει της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων- χορηγούνται απλώς και μόνο εφόσον πληρούν τις διατάξεις της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων (οδηγία 2003/96/ΕΚ). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις που ορίζονται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων για φορολογικές εκπτώσεις εμπεριέχονται στον μηχανισμό απαλλαγής για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Η λογική, οι εκτιμήσεις και τα στοιχεία των διατάξεων της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων, καθώς και οι διατάξεις που βασίζονται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων όπως το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ, εφαρμόζονται στον προτεινόμενο μηχανισμό απαλλαγής. Συνεπώς, τόσο ο μηχανισμός απαλλαγής όσο και το αυστριακό σύστημα χρέωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας πληρούν συνεπώς τις προϋποθέσεις της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων και δικαιολογούνται δυνάμει του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ και, κατ’ αναλογία προς το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ, είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά (24).

(41)

Στο πλαίσιο αυτό η Αυστρία υπενθυμίζει ότι κατά την προετοιμασία του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος υπήρξαν επικρίσεις από κράτη μέλη. Η Αυστρία παραπέμπει επίσης στο «Joint paper on the revision of the Community guidelines on State aid for environmental protection and Energy Tax Directive» της 7ης Δεκεμβρίου 2006 (25). Στο εν λόγω κοινό έγγραφο καθίσταται σαφές ότι τα κράτη μέλη έχουν ανάγκη από ευελιξία προκειμένου να είναι σε θέση να προβούν σε εύλογες διαφοροποιήσεις. Στη φύση και στη λογική των περιβαλλοντικών φόρων και επιβαρύνσεων ανήκαν επίσης οι εκπτώσεις ή οι διαφοροποιημένοι συντελεστές. Τα κράτη μέλη υποστήριζαν συνεπώς τη διασταλτική ερμηνεία των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του ΓΚΑΚ.

(42)

Τέλος, η Αυστρία περιγράφει αναλυτικά ότι και σε άλλα κράτη μέλη εφαρμόζονται παρόμοια συστήματα, επισημαίνει δε ότι ο ÖSG είναι σε πολλά σημεία συγκρίσιμος με τον γερμανικό νόμο περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (EEG). Καθότι οι αυστριακές ενεργειοβόρες επιχειρήσεις ανταγωνίζονται επιχειρήσεις σε άλλα κράτη μέλη (π.χ. Γερμανία) και σε τρίτες χώρες, ο μηχανισμός απαλλαγής είναι απαραίτητος προκειμένου να αποφευχθούν μειονεκτήματα στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(43)

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας το αυστριακό ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων υπέβαλε παρατηρήσεις. Το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων, το οποίο αριθμεί 3,2 εκατ. μέλη, κρίνει ότι το σύστημα χρηματοδότησης του ÖSG εμπεριέχει κρατική ενίσχυση. Επιπλέον, δεν συμμερίζεται την άποψη της Αυστρίας ως προς το συμβιβάσιμο του μηχανισμού απαλλαγής υπέρ των μεγάλων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων επισημαίνει ότι ο μηχανισμός συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και τα νοικοκυριά που υποχρεούνται να αναλάβουν επιπλέον έξοδα σχετιζόμενα με την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια χωρίς να είναι μεγάλοι καταναλωτές. Η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εις βάρος των ΜΜΕ.

(44)

Το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων παραπέμπει στην απόφαση της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2006 (26), στην οποία η Επιτροπή είχε ήδη χαρακτηρίσει το σταθερό τιμολόγιο τροφοδότησης ως κρατική ενίσχυση. Καθότι το νομικό πλαίσιο για τα σταθερά τιμολόγια τροφοδότησης δεν έχει αλλάξει έκτοτε, το σύστημα προώθησης που προβλέπεται στον ÖSG, στην έκδοση του 2008, συνεχίζει να συνιστά κρατική ενίσχυση. Ως εκ τούτου, το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων θέτει το ερώτημα πώς η Αυστρία υποστηρίζει πλέον διαφορετική θέση από εκείνη που διατύπωσε στην κοινοποίηση της παλαιότερης έκδοσης του ÖSG.

(45)

Το επιμελητήριο δεν συμμερίζεται την άποψη της Αυστρίας ότι η απαλλαγή των μεγάλων καταναλωτών από την υποχρέωση αγοράς, όπως προβλέπεται στον ÖSG, μπορεί να ταυτιστεί με το ανώτατο όριο των φόρων κατανάλωσης ενέργειας. Παραπέμποντας σε παλαιότερη απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την έγκριση ανώτατου ορίου για φόρους κατανάλωσης ενέργειας, η Αυστρία αιτείται τώρα κατά μη αξιόπιστο τρόπο την έγκριση του μηχανισμού απαλλαγής για τους μεγάλους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας. Το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων κρίνει, ωστόσο, ότι η αναλογία αυτή δεν είναι αξιόπιστη.

(46)

Συνεπώς, το ανώτατο όριο για φόρους κατανάλωσης ενέργειας συνιστά φορολογική ενίσχυση με την οποία, έμμεσα τουλάχιστον, επιτυγχάνεται η βελτίωση της προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ η μη στοχοθετημένη στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής απαλλαγή από την υποχρέωση αγοράς για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις δεν εμπίπτει στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(47)

Καθότι ο ÖSG διέπει ιδίως την απαλλαγή μεγάλων καταναλωτών από την υποχρέωση αγοράς, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απαλλαγή από περιβαλλοντικούς φόρους ή έκπτωση κατά την έννοια του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(48)

Ακόμη και αν το κεφάλαιο 4 μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία, ο μηχανισμός απαλλαγής δεν θα ήταν συμβιβάσιμος με τις οικείες διατάξεις για τους εξής λόγους: Δεν προβλέπεται περιορισμός του μέτρου σε δέκα έτη. Επιπλέον, η πιθανή αύξηση του κόστους παραγωγής στους ωφελούμενους τομείς της οικονομίας (π.χ. χαρτί, χάλυβας) μετακυλίεται στους καταναλωτές, διότι υπάρχει επαρκής ελαστικότητα των τιμών βάσει της μέχρι στιγμής κατάστασης της αγοράς. Συνεπώς, ο μηχανισμός απαλλαγής δεν πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 158 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(49)

Επιπροσθέτως, η απαλλαγή δεν είναι αναλογική διότι δεν απαιτείται από τους ενεργειοβόρους καταναλωτές να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και, άρα, δεν αντανακλάται η προώθηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας στις τιμές της αγοράς. Οι ΜΜΕ και τα νοικοκυριά θα πρέπει πλέον να αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου τις συμπληρωματικές δαπάνες για την παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, παρόλο που καταναλώνουν μικρό ποσοστό ενέργειας. Συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 159 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(50)

Δεν υφίστανται συμφωνίες κατά την έννοια της παραγράφου 159 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος βάσει των οποίων οι ωφελούμενοι μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας να υποχρεούνται στην επίτευξη των στόχων που ορίζει ο ÖSG. Τέλος, ο μηχανισμός απαλλαγής υπέρ των μεγάλων καταναλωτών δεν συμβάλλει στην προώθηση της ενεργειακής απόδοσης ή της φιλικής προς το περιβάλλον χρήσης ενέργειας αλλά, αντιθέτως, τους αποκλείει από οιαδήποτε συμμετοχή στην επίτευξη των στόχων της πολιτικής της ΕΕ για το περιβάλλον.

(51)

Κατά την άποψη του ομοσπονδιακού επιμελητηρίου εργαζομένων, το υπό εξέταση άρθρο 22 του ÖSG συνιστά ενίσχυση λειτουργίας sui generis, η οποία δεν εμπίπτει στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, διότι δεν αποφέρει κανένα όφελος για το περιβάλλον. Δεδομένου ότι η ενίσχυση δεν περιορίζεται χρονικά ούτε είναι σταδιακά μειούμενη και με την πάροδο του χρόνου οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού, κυρίως εις βάρος των ΜΜΕ, κατά την άποψη του ομοσπονδιακού επιμελητηρίου εργαζομένων δεν πρέπει να εγκριθεί.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(52)

Η Επιτροπή εξέτασε το κοινοποιηθέν μέτρο βάσει των άρθρων 107 επ. της ΣΛΕΕ και των άρθρων 61 επ. της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (27).

(53)

Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι ο κοινοποιηθείς νόμος περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά μέτρα, τα οποία υποβλήθηκαν αμφότερα σε έλεγχο βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο της απόφασης της Επιτροπής της 22ας Ιουλίου 2009 (28). Αφενός ο ÖSG προβλέπει ενισχύσεις υπό μορφή σταθερών τιμολογίων τροφοδότησης υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Αφετέρου περιέχει μια ρήτρα σύμφωνα με την οποία οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μπορούν –υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις– να απαλλάσσονται (εν μέρει) από την υποχρέωση καταβολής του σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης. Στην απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009 η Επιτροπή ενέκρινε τα σταθερά τιμολόγια τροφοδότησης υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, ωστόσο εξέφρασε ταυτοχρόνως αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο του μηχανισμού απαλλαγής με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και, για τον λόγο αυτό, κίνησε για το συγκεκριμένο τμήμα του ÖSG επίσημη διαδικασία έρευνας. Στην απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε μεν την υποστήριξη των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, ωστόσο δεν τοποθετήθηκε οριστικά ως προς το ερώτημα εάν η απαλλαγή ενεργειοβόρων επιχειρήσεων από την υποχρέωση αγοράς συνιστά κρατική ενίσχυση και εάν, στην περίπτωση αυτή, ο μηχανισμός απαλλαγής είναι συμβιβάσιμος με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προηγήθηκε της παρούσας απόφασης. Όπως αναλύεται ωστόσο στη συνέχεια, το γεγονός ότι στην απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009 οι πόροι που κατανέμονται από την OeMAG στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζονται ως κρατικοί πόροι είναι σημαντικό για τη διερεύνηση της παρουσίας κρατικών πόρων στον μηχανισμό που απαλλάσσει ενεργειοβόρες επιχειρήσεις από τη συνεισφορά τους στους εν λόγω πόρους.

5.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(54)

Ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ όταν 1) μέσω του μέτρου παρέχεται πλεονέκτημα στον αποδέκτη της ενίσχυσης, 2) το μέτρο χρηματοδοτείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους, 3) μέσω του μέτρου επωφελούνται μεμονωμένες επιχειρήσεις ή τομείς της οικονομίας, και 4) το μέτρο είναι σε θέση να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

5.1.1.   Πλεονέκτημα

(55)

Για να αποδειχθεί ότι προκύπτει το εικαζόμενο πλεονέκτημα από την απαλλαγή ή μερική απαλλαγή από επιβάρυνση που πηγάζει από ρύθμιση, πρέπει απλώς να διασαφηνιστεί εάν ένα κρατικό μέτρο ευνοεί, στο πλαίσιο νομοθετικού συστήματος συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή κλάδους της παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ έναντι άλλων επιχειρήσεων οι οποίες, σε ό,τι αφορά τον σκοπό του υπό εξέταση μέτρου, βρίσκονται de jure και de facto σε συγκρίσιμη κατάσταση (29).

(56)

Στην προκείμενη περίπτωση, στόχος του υπό εξέταση μέτρου είναι η συγκέντρωση εσόδων από τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας για τη χρηματοδότηση της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις είναι de facto και de jure ισότιμες με όλους τους υπόλοιπους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας διότι όλοι καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια και προμηθεύονται την ενέργεια αυτή από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας έναντι των οποίων υποχρεούνται να αγοράζουν ως έναν βαθμό πράσινη ηλεκτρική ενέργεια σε σταθερή τιμή καθοριζόμενη διά του νόμου ή βάσει κανονισμού (τιμή διακανονισμού). Χωρίς μηχανισμό απαλλαγής, οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις είναι αυτές που καταβάλλουν στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας τις συμπληρωματικές δαπάνες για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, όπως καταδεικνύεται στα σχετικά τιμολόγιά τους. Στη συνέχεια, οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας μετακυλίουν τις συμπληρωματικές δαπάνες που προκύπτουν από την υποχρέωσή τους να αγοράσουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ενέργεια. Παράλληλα, άλλοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας που βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση, καθότι όλοι αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια, δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Για τον λόγο αυτό, ο μηχανισμός απαλλαγής ευνοεί τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις έναντι όλων των υπόλοιπων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας.

(57)

Χάρη στην απαλλαγή που χορηγεί η E-Control GmbH, οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις έχουν ωστόσο δικαίωμα να μην προμηθεύονται πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας απαγορεύεται διά του νόμου, σύμφωνα με την υποχρέωση εφοδιασμού πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ενέργεια, να μετακυλίουν το προκύπτον κόστος στις απαλλαχθείσες επιχειρήσεις. Αντ’ αυτού, οι επιχειρήσεις καταβάλλουν το 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους στο κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ενέργεια.

(58)

Για τον λόγο αυτό ο μηχανισμός απαλλαγής έχει ως αποτέλεσμα η συνεισφορά των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων στα έσοδα του κέντρου διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια να παραμένει σταθερή όταν επιτευχθεί συγκεκριμένο ανώτατο όριο. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις αυτές απαλλάσσονται βάσει της νομοθεσίας από μια επιβάρυνση την οποία, υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, θα έπρεπε να καταβάλλουν. Ως εκ τούτου, για τις επιχειρήσεις που είναι επιλέξιμες για τον μηχανισμό απαλλαγής υφίσταται πλεονέκτημα.

(59)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε η Αυστρία, η συνολική ελάφρυνση ενδέχεται να ανέρχεται έως και σε 44 εκατ. ευρώ ετησίως (30). Το μέτρο συνιστά συνεπώς πλεονέκτημα για τις εν λόγω ενεργειοβόρες επιχειρήσεις.

5.1.2.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, για να μπορεί ένα πλεονέκτημα να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να χορηγείται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους και να μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο (31).

(60)

Επ’ αυτού, η Αυστρία παρουσίασε διττή επιχειρηματολογία. Πρώτον, οι πόροι που ελέγχονται από την OeMAG δεν καταλογίζονται στο Δημόσιο. Δεύτερον, σε περίπτωση που οι πόροι που ελέγχονται από την OeMAG καταλογίζονταν στο Δημόσιο, οι ζημίες που θα προκαλούνταν στα έσοδα της OeMAG λόγω του μηχανισμού απαλλαγής δεν θα συνιστούσαν ζημίες σε κρατικούς πόρους, διότι κάτω από το επίπεδο της OeMAG (δηλαδή στο επίπεδο των ενεργειοβόρων καταναλωτών και των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας) δεν υπάρχει συμμετοχή του Δημοσίου.

(61)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μειώνει τα έσοδα του κέντρου διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια –OeMAG– διότι οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας δεν υποχρεούνται να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια για τις υπό απαλλαγή ενεργειοβόρες επιχειρήσεις και, άρα, οι άμεσες πληρωμές των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων στην OeMAG είναι χαμηλότερες από τα ποσά που θα εισέπραττε η OeMAG εάν δεν είχε χορηγηθεί απαλλαγή.

(62)

Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν οι πόροι που ελέγχονται δυνάμει του ÖSG από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια –OeMAG– αποτελούν κρατικούς πόρους. Σε μια τέτοια περίπτωση, το υπό αξιολόγηση μέτρο θα συνεπάγετο ζημίες στα κρατικά έσοδα και, άρα, θα χρηματοδοτούνταν με κρατικούς πόρους.

(63)

Στην υπόθεση Essent  (32) ανατέθηκε από το κράτος στη SEP, μια επιχείρηση υπό την ιδιοκτησία διαφόρων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από τις Κάτω Χώρες, η διαχείριση μιας οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος, συγκεκριμένα, να εισπράττει φορολογικές επιβαρύνσεις οι οποίες επιβάλλονταν στους χρήστες του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Βάσει νομοθετικών ρυθμίσεων η SEP μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα έσοδα από τις επιβαρύνσεις μόνο για τον σκοπό που οριζόταν διά του νόμου, ήτοι για την αντιστάθμιση ζημιών που προέκυπταν για τις εταιρείες ηλεκτροδότησης λόγω της ελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

(64)

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου οι φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβάλλει η SEP συνιστούν κρατικούς πόρους διότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Η προσαύξηση της τιμής αποτελεί φορολογική επιβάρυνση που επιβλήθηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις με επίσημη κρατική πράξη (σκέψεις 47 και 66 της απόφασης).

β)

Στη SEP ανατέθηκε από το κράτος η διαχείριση οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος σχετικά με την επιβολή των φορολογικών επιβαρύνσεων (σκέψη 68).

γ)

Η SEP δεν έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα έσοδα από τις φορολογικές επιβαρύνσεις για σκοπούς πέραν όσων προβλέπονται από τον νόμο και υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο κατά την άσκηση των καθηκόντων της (σκέψη 69).

(65)

Στην απόφαση καθίσταται σαφές ότι η υπόθεση PreussenElektra δεν είναι συγκρίσιμη, διότι στο γερμανικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την απόφαση «το κράτος δεν είχε αναθέσει στις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται έναν κρατικό πόρο, αλλά οι επιχειρήσεις υπείχαν υποχρέωση αγοράς μέσω των δικών τους χρηματικών πόρων» (33). Συνεπώς, η Επιτροπή παρατήρησε στην απόφασή της 22ας Ιουλίου 2009 ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η OeMAG ιδρύθηκε και εξουσιοδοτήθηκε από το αυστριακό Δημόσιο και, λόγω του καθεστώτος αυτού, είχε αναλάβει την αποστολή να διαχειρίζεται τους πόρους που προορίζονται για τη στήριξη της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Από τα ανωτέρω η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας της OeMAG δεν επαρκεί για να διαπιστωθεί ότι το μέτρο δεν ενέχει χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης. Ειδικότερα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ανακοινωθέν μέτρο δεν είναι συγκρίσιμο με το σύστημα PreussenElektra. Ενώ το πλαίσιο της PreussenElektra ρύθμιζε αποκλειστικά την εμπορική σχέση μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων χωρίς την παρέμβαση ενδιάμεσου οργανισμού, ανατέθηκε βάσει του αυστριακού νόμου για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια στην OeMAG η επιβολή και η κατανομή των πόρων που προορίζονται για τη στήριξη της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

(66)

Το Δικαστήριο προβαίνει σε διάκριση μεταξύ της εν λόγω υπόθεσης και των υποθέσεων Pearle και PreussenElektra. Στην υπόθεση Pearle η χρήση των πόρων από επιβαρύνσεις που επιβάλλονταν από αρμόδιο οργανισμό δεν προβλεπόταν από τις κρατικές αρχές αλλά αφορούσε τη χρηματοδότηση ιδιωτικής διαφημιστικής εκστρατείας. Στην υπόθεση PreussenElektra οι ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτροδότησης, οι οποίες υποχρεούνταν στην αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας έναντι σταθερής τιμής, χρησιμοποιούσαν ιδίους πόρους και όχι τα έσοδα φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβάλλονταν για λογαριασμό του κράτους (σκέψεις 72 έως 74).

(67)

Η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να εξετάσει εάν η OeMAG στην προκείμενη περίπτωση έχει επιφορτιστεί από το κράτος, ομοίως όπως η SEP, με την επιβολή και διαχείριση μιας φορολογικής επιβάρυνσης ή εάν η OeMAG, όπως συνέβη στην υπόθεση PreussenElektra, χρησιμοποίησε ιδίους πόρους (34).

(68)

Παρουσία φορολογικής επιβάρυνσης: Η Επιτροπή οφείλει καταρχάς να διαπιστώσει εάν οι πόροι που επιβάλλονται από την OeMAG συνιστούν φορολογική επιβάρυνση. Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά ότι τα άρθρα 10 και 19 του ÖSG υποχρεώνουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να προμηθεύονται συγκεκριμένη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή που υπερβαίνει την αγοραία τιμή, την αποκαλούμενη τιμή διακανονισμού. Συμφωνά με το άρθρο 22b ÖSG, το επίπεδο της τιμής διακανονισμού καθορίζεται ετησίως από το ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομίας και εργασίας, ενώ ορίζονται επίσης προτερόθετες αξίες. Για τον λόγο αυτό η διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας και της τιμής διακανονισμού που καθορίζεται με επίσημη κρατική πράξη συνιστά φορολογική επιβάρυνση στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, και αντίθετα με την υπόθεση PreussenElektra, το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται σε άλλους παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι ασκούν κανονική εμπορική δραστηριότητα, στοιχεία τα οποία είχαν οδηγήσει το Δικαστήριο στην υπόθεση PreussenElektra να θεωρήσει ότι δεν εμπλέκονται κρατικοί πόροι. Αντίθετα, στην προκείμενη περίπτωση το ποσό αυτό καταβάλλεται σε συγκεκριμένη αρχή η οποία έχει αναλάβει αποκλειστικά την επιβολή και την κατανομή των εν λόγω πόρων για σκοπούς γενικού συμφέροντος.

(69)

Διορισμός ιδιωτικού οργανισμού για την επιβολή και διαχείριση της φορολογικής επιβάρυνσης: Ο ÖSG προβλέπει ότι η συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση δεν επιβάλλεται από το κράτος αλλά από οντότητα που έχει εξουσιοδοτηθεί ως κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Επί του παρόντος η OeMAG είναι το εξουσιοδοτημένο κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια σε ολόκληρη την αυστριακή επικράτεια. Μέσω της εξουσιοδότησης αυτής, ανατίθεται στην OeMAG η διαχείριση οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος με την αρμοδιότητα να επιβάλλει φορολογική επιβάρυνση υπό τη μορφή τιμής διακανονισμού σε όλους τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας.

(70)

Οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας είναι εν γένει ελεύθεροι να μετακυλήσουν τη φορολογική επιβάρυνση στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και, από οικονομικής απόψεως, υποθέτει κανείς ότι αυτό πράττουν. Ωστόσο, ο ÖSG τούς απαγορεύει να μετακυλήσουν την επιβάρυνση στις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, οι οποίες απαλλάσσονται από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει του άρθρου 22c ÖSG.

(71)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι στην OeMAG ανατέθηκε από το κράτος η διαχείριση οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος που συνίσταται στην επιβολή και διαχείριση της φορολογικής επιβάρυνσης.

(72)

Χρήση των πόρων για σκοπό καθοριζόμενο διά του νόμου και έλεγχος των πόρων: Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η OeMAG δυνάμει του άρθρου 23 ÖSG πρέπει να διαχειρίζεται τα έσοδα από την τιμή διακανονισμού σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό. Οι πόροι που εισρέουν στον λογαριασμό αυτό πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Η OeMAG οφείλει να υποβάλλει ανά πάσα στιγμή στο ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομίας και εργασίας και στο αυστριακό ελεγκτικό συνέδριο όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τον λογαριασμό. Ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της OeMAG, το αυστριακό ελεγκτικό συνέδριο υποχρεούται να διενεργεί δυνάμει του άρθρου 15 ÖSG μεταγενέστερους ελέγχους στην OeMAG.

(73)

Η Επιτροπή συμπεραίνει από τα ανωτέρω ότι η OeMAG υποχρεούται να χρησιμοποιεί τους πόρους για σκοπό καθοριζόμενο διά του νόμου και ότι το κράτος ασκεί αυστηρό έλεγχο επί της χρήσης των πόρων.

(74)

Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι –κατ’ αναλογία προς τις υποθέσεις Essent και Steinike– οι πόροι που συγκεντρώνει και διαχειρίζεται η OeMAG συνιστούν κρατικούς πόρους.

(75)

Η Αυστρία προέβαλε πολλαπλά επιχειρήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η κατάσταση της OeMAG είναι συγκρίσιμη με εκείνη της PreussenElektra και όχι με αυτήν της Essent. Από τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις καταδεικνύεται ότι τα εν λόγω επιχειρήματα καταρρίπτονται μετά από προσεκτικότερη εξέταση.

(76)

Καταρχάς η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Αυστρία συνέκρινε τον νόμο για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια με τον παλαιότερο και τον ισχύοντα γερμανικό νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αναφέρθηκε στην απόφαση PreussenElektra του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2001 (35). Η σύγκριση ωστόσο αυτή δεν είναι σχετική με την προκείμενη υπόθεση. Στην παρούσα απόφαση η Επιτροπή αξιολογεί αποκλειστικά το προτεινόμενο μέτρο και όχι τη γερμανική ή άλλη συγκρίσιμη νομοθεσία, διότι κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται βάσει των εκάστοτε συνθηκών που συντρέχουν. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διαπιστωθεί σε ό,τι αφορά τα εγειρόμενα επιχειρήματα ότι η αυστριακή νομοθεσία αποκλίνει σημαντικά από τον γερμανικό νόμο, ο οποίος αξιολογήθηκε στην υπόθεση PreussenElektra. Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κρατικοί πόροι μπορούν να εμπεριέχονται μόνο σε πλεονεκτήματα τα οποία χορηγούνται απευθείας από το κράτος ή από ιδιωτικό οργανισμό που διορίζεται ή δημιουργείται από το κράτος. Στη συνέχεια το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η υποχρέωση των ιδιωτικών εταιρειών ηλεκτροδότησης για αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνεπάγεται έμμεση ή άμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων. Το αναφερόμενο πλαίσιο συνεπώς δεν είναι πανομοιότυπο με το πλαίσιο που αξιολογήθηκε στην απόφαση PreussenElektra. Όπως διασαφηνίζεται στην απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το αυστριακό σύστημα εμπεριέχει πόρους που καταλογίζονται στο κράτος. Ειδικότερα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι το αυστριακό σύστημα αποκλίνει από το γερμανικό στον βαθμό που προβλέπει έναν ενδιάμεσο οργανισμό διορισμένο από το κράτος (π.χ. την OeMAG) και το κράτος παρακολουθεί και ελέγχει την επιβολή και την κατανομή των πόρων τους οποίους διαχειρίζεται ο εν λόγω οργανισμός. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το αυστριακό σύστημα προβλέπει τη δυνατότητα απευθείας καταβολής πληρωμών από το κράτος στην OeMAG.

(77)

Σε ό,τι αφορά τον γερμανικό νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας κοινοποίησης, ότι η Επιτροπή δεν έχει μέχρι σήμερα αξιολογήσει το εν λόγω μέτρο και ότι, συνεπώς, δεν μπορεί να προβεί σε λεπτομέρειες μιας εικαζόμενης αναλογίας μεταξύ του αυστριακού νόμου για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και του ισχύοντος γερμανικού νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

(78)

Η Αυστρία υποστηρίζει επίσης ότι η OeMAG αποτελεί ιδιωτική επιχείρηση και όχι οργανισμό δημοσίου δικαίου όπως οι οργανισμοί που εξετάζονται στις αποφάσεις των υποθέσεων Air France και Salvat Père. Οι αυστριακές αρχές ασκούν έλεγχο επί της OeMAG μόνον μέσω του μεταγενέστερου ελέγχου των λογαριασμών και της στέρησης της εξουσιοδότησης.

(79)

Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικά στην υπόθεση Essent υποστηρίζοντας ότι δεν έχει σημασία εάν το κράτος αναθέτει την επιβολή και τη διαχείριση των εσόδων της φορολογικής επιβάρυνσης σε μια ιδιωτική ή δημόσια οντότητα. Από τις δηλώσεις του Δικαστηρίου δεν προκύπτει εάν η SEP τελούσε υπό κρατική ή ιδιωτική ιδιοκτησία και, άρα, αυτό δεν είναι σχετικό για την αξιολόγηση. Τα ανωτέρω συνάδουν με το σημείο 106 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Mengozzi στην υπόθεση Essent και με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Steinike  (36).

(80)

Το γεγονός ότι η OeMAG αποτελεί επιχείρηση ελεγχόμενη από ιδιώτες δεν αποκλείει συνεπώς την παρουσία κρατικών πόρων. Καθοριστικής σημασίας είναι κυρίως εάν η OeMAG διορίστηκε από το κράτος να επιβάλλει και να διαχειρίζεται κάποια φορολογική επιβάρυνση.

(81)

Η Αυστρία υποστηρίζει επίσης ότι ενδεχόμενες ζημίες της OeMAG δεν βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και ότι ο ρόλος των κρατικών αρχών περιορίζεται στον καθορισμό των τιμών αγοράς και πώλησης της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, συνεχίζει, δεν προκύπτει επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό όπως διαπιστώθηκε στις υποθέσεις Sloman Neptun και Pearle.

(82)

Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικά στην υπόθεση Essent και υπογραμμίζει ότι πόροι που τίθενται στη διάθεση ιδιωτικών οντοτήτων, οι οποίες διορίστηκαν από το κράτος για την επιβολή και διαχείριση φορολογικής επιβάρυνσης, συνιστούν κρατικούς πόρους. Αντιστοίχως, μια έκπτωση στο ύψος της επιβάρυνσης την οποία υποχρεούνται να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε αυτήν είναι αρκετή για να επιβαρύνει το κράτος.

(83)

Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της Αυστρίας, σύμφωνα με το οποίο δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Energie-Control GmbH η χορήγηση της απαλλαγής από την υποχρέωση αγοράς για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, η Επιτροπή παραπέμπει στις δηλώσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi, ο οποίος στο σημείο 109 των προτάσεών του στην υπόθεση Essent δήλωσε ότι, για την απάντηση στο ερώτημα εάν συγκεκριμένοι πόροι συνιστούν κρατικούς πόρους, δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο κατά πόσο τα ενδιάμεσα πρόσωπα που διορίζονται από το κράτος για την επιβολή και διαχείριση της φορολογικής επιβάρυνσης διαθέτουν διακριτική ευχέρεια.

(84)

Αναφορικά με το τελευταίο επιχείρημα της Αυστρίας, ότι δηλαδή το συνολικό ποσό που καταβάλλουν οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας στην OeMAG δεν εμπίπτει στον μηχανισμό απαλλαγής και μόνον η κατανομή του συνολικού ποσού αλλάζει για τις διάφορες κατηγορίες, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γεγονός ότι οι ζημίες σε κρατικά έσοδα μπορούν να αντισταθμιστούν με την αύξηση των κρατικών εσόδων από άλλες πηγές, δεν έχει καθοριστική σημασία σε ό,τι αφορά τη χρήση κρατικών πόρων. Καθοριστικής σημασίας είναι κυρίως ότι ευνοείται μια επιχείρηση και ότι αυτή η ευνοϊκή μεταχείριση οδηγεί σε ζημίες στα έσοδα του κράτους από την εν λόγω επιχείρηση. Είναι αυτονόητο ότι το κράτος πρέπει τελικά να αναζητήσει άλλες πηγές εσόδων προκειμένου να αντισταθμίσει τις ζημίες.

(85)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα πραγματικά γεγονότα στην προκείμενη υπόθεση αντιστοιχούν στα πραγματικά γεγονότα που εξετάστηκαν στις υποθέσεις Essent και Steinike. Συγκεκριμένα, πληρούνται όλα τα κριτήρια παρουσίας κρατικών πόρων που ορίστηκαν στις δύο προαναφερθείσες υποθέσεις και, άρα, το υπό εξέταση μέτρο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

(86)

Η χρήση των πόρων που ελέγχονται από την OeMAG ρυθμίζεται νομικά μέσω του ÖSG. Συνεπώς, η χρήση των πόρων είναι καταλογιστέα στο κράτος.

(87)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι λόγω του μηχανισμού απαλλαγής προκύπτουν ζημίες σε κρατικούς πόρους και αυτό καταλογίζεται στο κράτος.

5.1.3.   Επιλεκτικότητα του μέτρου

(88)

Η Επιτροπή αναφέρει το ενδεχόμενο ότι το μέτρο παρουσιάζεται μεν, θεωρητικά, τόσο σε σχέση με τις επιχειρήσεις όσο και με τους τομείς της οικονομίας ως ουδέτερο, ωστόσο στην πράξη θα μπορούσε να παρουσιάζει επιλεκτικότητα.

(89)

Η Αυστρία ισχυρίζεται ότι ο μηχανισμός απαλλαγής δεν συνεπάγεται κρατική ενίσχυση διότι δεν είναι επιλεκτικός αλλά, αντίθετα, αποτελεί γενικό μέτρο το οποίο είναι ανοιχτό προς όλες τις επιχειρήσεις και τους τομείς της οικονομίας. Πρώτον, η Αυστρία υποστηρίζει ότι το κατώφλι του 0,5 % στο κοινοποιηθέν καθεστώς δεν εμπεριέχει περιορισμούς αναφορικά με συγκεκριμένους κλάδους της παραγωγής, με το μέγεθος των επιχειρήσεων ή άλλα επιλεκτικά κριτήρια (37). Δεύτερον, η Αυστρία διαπιστώνει ότι το μέτρο αφορά de facto 2 300 επιχειρήσεις από δεκαεννέα διαφορετικούς τομείς της οικονομίας, γεγονός που καταδεικνύει ότι το μέτρο είναι όντως ανοιχτό προς όλες τις επιχειρήσεις και τους τομείς της οικονομίας.

(90)

Ένα μέτρο είναι επιλεκτικό όταν ευνοεί μόνο συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής. Αντίθετα, δεν είναι επιλεκτικό όταν ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις στην εθνική επικράτεια ενός κράτους, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.

(91)

Σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος της επιχειρηματολογίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το κατώφλι του 0,5 % δεν επαρκεί προκειμένου να χαρακτηριστεί το κοινοποιηθέν καθεστώς ως γενικό μέτρο. Η Επιτροπή διαπιστώνει, αντιθέτως, ότι εξαιτίας του εν λόγω κατωφλίου δεν μπορούν να επωφεληθούν του κοινοποιηθέντος μέτρου όλες οι επιχειρήσεις στην εθνική επικράτεια.

(92)

Η Αυστρία υποστήριξε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο προβλέπεται για επιχειρήσεις των οποίων οι δαπάνες, λόγω της συμμετοχής τους στην προώθηση της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, υπερβαίνουν το 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πλησιάζουν τον ορισμό των ενεργειοβόρων κλάδων παραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων (38). Η Αυστρία υποστηρίζει ωστόσο ότι το εν λόγω κατώφλι του 0,5 % δεν επαρκεί προκειμένου να χαρακτηριστεί ως επιλεκτικό το κοινοποιηθέν μέτρο. Κατά την άποψη της Αυστρίας, η θέση αυτή ενισχύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Adria Wien. Στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο εκδίκασε τη (μερική) επιστροφή των φόρων για την ενέργεια που χορηγήθηκε σε επιχειρήσεις των οποίων οι επιβαρύνσεις για την ενέργεια υπερέβαιναν το 0,35 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους. Το Δικαστήριο απεφάνθη ως εξής: «[…] εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της συνθήκης [νυν άρθρο 107 της ΣΛΕΕ], εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους» (39).

(93)

Η Επιτροπή υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η εν λόγω απόφαση δεν αποκλείει την παρουσία επιλεκτικότητας σε σχέση με το κατώφλι του 0,5 % στην προκείμενη υπόθεση. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου αφορούσε την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως εκ μέρους αυστριακού δικαστηρίου όπου αξιολογήθηκε το ισχύον καθεστώς για την επιστροφή των φόρων για την ενέργεια. Το αυστριακό δικαστήριο είχε υποβάλει δύο ερωτήματα. Πρώτον, ζήτησε να μάθει εάν η επιστροφή φόρων στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιλεκτική διότι χορηγείται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που παράγουν ενσώματα αγαθά. Δεύτερον, υπέβαλε το (υποθετικό) ερώτημα πώς θα έκρινε το Δικαστήριο την επιστροφή φόρων η οποία δεν θα περιοριζόταν σε επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται κυρίως στην παραγωγή ενσώματων αγαθών αλλά θα ίσχυε για όλες τις επιχειρήσεις ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.

(94)

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μέτρο μέσω του περιορισμού της επιστροφής φόρων σε επιχειρήσεις που παράγουν ενσώματα αγαθά ήταν επιλεκτικό. Σε ό,τι αφορά την υποθετική φύση του δεύτερου ερωτήματος, στο πώς θα αξιολογούσε το Δικαστήριο την επιστροφή φόρων που θα απευθυνόταν σε όλους τους τομείς της οικονομίας, το Δικαστήριο απεφάνθη κατά γενικό τρόπο. Διαπίστωσε ότι ένα μέτρο παρουσιάζει επιλεκτικότητα όταν ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής, ενώ δεν παρουσιάζει επιλεκτικότητα όταν αποβαίνει αδιακρίτως υπέρ όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων (40). Τέλος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κρατικά μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις «εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.» (41) Το Δικαστήριο, ωστόσο, δεν καθόρισε εάν ένα μέτρο που υπόκειται σε κατώφλι της τάξεως του 0,35 % έχει κατά την άποψή του εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις. Αυτό διαπίστωσε επίσης ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στις προτάσεις του για την τελική απόφαση του Δικαστηρίου: «… οι συνέπειες της καθιέρωσης του κατωφλίου του 0,35 % δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπόθεσης Adria-Wien…» (42). Το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να κρίνει εάν ο μηχανισμός απαλλαγής αυτός καθεαυτός (ήτοι χωρίς τον περιορισμό σε επιχειρήσεις που παράγουν κυρίως ενσώματα αγαθά) ήταν de facto επιλεκτικός. Το Δικαστήριο, συνεπώς, δεν απέκλεισε ότι το κατώφλι του 0,35 % θα ήταν επιλεκτικό εάν συνεπάγετο ότι το μέτρο δεν θα είχε de facto εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια.

(95)

Η Επιτροπή υποστήριξε, αντιθέτως, την άποψη ότι το Δικαστήριο έδωσε ορισμένες υποδείξεις σχετικά με τον ενδεχόμενο επιλεκτικό χαρακτήρα ενός τέτοιου κατωφλίου ακόμη και αν το μέτρο ισχύει πιθανόν για διάφορους τομείς παραγωγής. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στην απάντησή του επί του δεύτερου ερωτήματος απεφάνθη ότι ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελουμένων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλία και η σημασία των κλάδων στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω επιχειρήσεις καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας κρατικής πρωτοβουλίας ως γενικού μέτρου οικονομικής πολιτικής (43). Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι μεγάλος αριθμός μέτρων ειδικών ανά κλάδο μπορούν να χαρακτηριστούν, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ως de facto επιλεκτικά, εφόσον δεν χορηγούνται σε όλες τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια (44). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ακόμη και μέτρα τα οποία εφαρμόζονται σε όλους τους κλάδους παραγωγής μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιλεκτικά εφόσον δεν χορηγούνται de facto σε όλες τις επιχειρήσεις της εκάστοτε χώρας.

(96)

Την ίδια άποψη εκφέρει και η Επιτροπή σε μια απόφασή της σχετικά με το αυστριακό σύστημα επιστροφής ενεργειακών φόρων (45). Κατ’ εφαρμογή της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου η Αυστρία επέκτεινε το μέτρο κατά τρόπο που πλέον ήταν σε θέση να επωφεληθούν επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Κατά την εκτίμηση της τροποποιημένης ρύθμισης, η Επιτροπή χαρακτήρισε το μέτρο για άλλη μια φορά ως επιλεκτικό διότι παρόλο που τυπικά η επιστροφή ίσχυε για όλες τις επιχειρήσεις, στην πράξη ευνοούσε μόνο επιχειρήσεις οι οποίες παρουσίαζαν υψηλή κατανάλωση ενέργειας σε σχέση με την καθαρή αξία παραγωγής (46). Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιστροφή φόρων συνιστούσε παράνομη (ήτοι μη κοινοποιηθείσα) κρατική ενίσχυση μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά (47).

(97)

Οι επιπτώσεις της απόφασης της Επιτροπής είχαν αργότερα ως αποτέλεσμα την υποβολή στο Δικαστήριο αιτήματος έκδοσης προδικαστικής απόφασης εκ μέρους αυστριακού διοικητικού δικαστηρίου (48). Τα ερωτήματα που υπέβαλε το αυστριακό διοικητικό δικαστήριο αφορούσαν το πεδίο εφαρμογής των επιπτώσεων του παράνομου χαρακτήρα της επιστροφής του φόρου, και το Δικαστήριο δεν εξέδωσε νέα απόφαση σε ό,τι αφορά την επιλεκτικότητα. Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε, ωστόσο, αντικείμενο των παρατηρήσεων του γενικού εισαγγελέα. Στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας διαπίστωσε τα εξής: «… όπως επισημαίνει η Επιτροπή, με την παροχή του δικαιώματος για επιστροφή του φόρου ενέργειας μόνο σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (πέραν των επιχειρήσεων παραγωγής ενσώματων αγαθών) οι οποίες δεν αποκλείονται λόγω μη πληρώσεως του όρου του 0,35 %, απλώς θα διευρυνόταν ο κύκλος των δικαιούχων της ενίσχυσης. Ωστόσο, η μεταβολή αυτή δεν θα ήταν ικανή να άρει τον χαρακτήρα της ρύθμισης ως ενίσχυσης, αφού θα εξακολουθούσε να έχει επιλεκτικό χαρακτήρα» (49). Ο γενικός εισαγγελέας διαπίστωσε επίσης: «Η συλλογιστική της Επιτροπής στην απόφασή της του 2004 είναι πειστική όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του κριτηρίου του 0,35 % στο πλαίσιο της τροποποιημένης ρύθμισης, […]» (50).

(98)

Η Επιτροπή συμπεραίνει από τα ανωτέρω ότι το κατώφλι του 0,5 % στην προκείμενη περίπτωση αποτελεί κριτήριο επιλογής με το οποίο περιορίζεται η εφαρμογή του κοινοποιηθέντος μέτρου σε ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, ενώ αποκλείονται οι μη ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Ανεξαρτήτως του αριθμού των τομέων της οικονομίας οι οποίοι επωφελούνται του μέτρου, το κατώφλι συνεπάγεται ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν έχει εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια. Συνεπώς, το κατώφλι καθιστά το κοινοποιηθέν μέτρο επιλεκτικό.

(99)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι επιλέξιμες για τον υπό εξέταση μηχανισμό απαλλαγής είναι μόνον οι επιχειρήσεις στις οποίες χορηγείται επιστροφή φόρου σύμφωνα με τον αυστριακό νόμο περί έκπτωσης του φόρου κατανάλωσης ενέργειας, ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση στην υπόθεση C-33/2003. Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στην εν λόγω απόφαση ισχύει αντίστοιχα εν προκειμένω.

(100)

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας της Αυστρίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο είναι επιλεκτικό για τον πρόσθετο λόγο ότι απευθύνεται de facto κατά προτεραιότητα σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων που παράγουν συγκεκριμένα ενεργειοβόρα αγαθά. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ένα μέτρο πρέπει να εξετάζεται όχι ως προς τους στόχους ή τα αίτια υιοθέτησής του αλλά ως προς τις επιπτώσεις του (51). Ακόμη και όταν ένα μέτρο απευθύνεται τυπικά σε όλους τους τομείς της οικονομίας και σε όλες τις επιχειρήσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιλεκτικό εφόσον δεν έχει de facto εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια. Το Δικαστήριο διαπίστωσε σχετικά: «Ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελουμένων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλία και η σημασία των κλάδων στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω επιχειρήσεις καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας κρατικής πρωτοβουλίας ως γενικού μέτρου οικονομικής πολιτικής» (52).

(101)

Κατά τον έλεγχο που διενήργησε, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς επικεντρώνεται κατά προτεραιότητα σε πολύ λίγες επιχειρήσεις, κυρίως επιχειρήσεις παραγωγής αγαθών. Η Αυστρία υπέβαλε στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά στοιχεία που βασίζονταν στην επί του παρόντος εφαρμογή του καθεστώτος με εντάσεις ενίσχυσης κάτω των κοινοποιηθέντων κατωφλίων. Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία, από τις περίπου 300 000 αυστριακές επιχειρήσεις, μόνον περίπου 2 000 προσέφυγαν στην εν λόγω ρύθμιση (ήτοι κάτω του 1 % του συνόλου των αυστριακών επιχειρήσεων). Επιπλέον, στο πλαίσιο της σημερινής εφαρμογής του καθεστώτος, περίπου το 66 % των πόρων ευνοούν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή αγαθών (53). Αναφορικά με την περίπτωση που η Αυστρία αυξήσει τις εντάσεις ενίσχυσης πάνω από τα όρια «de minimis», κάτω από τα οποία εφαρμόζεται επί του παρόντος προσωρινά η ρύθμιση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το μέτρο θα συγκεντρωνόταν τότε ακόμη εντονότερα σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή αγαθών. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι βάσει των στοιχείων που υπέβαλε η Αυστρία μόνο δώδεκα επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μεγαλύτερες εντάσεις ενίσχυσης, έναντι αυτού που ισχύει στο πλαίσιο της επί του παρόντος ισχύουσας έκδοσης της ρύθμισης, και ότι μόνο δύο από τις επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται στον κλάδο των μεταφορών, ενώ οι υπόλοιπες δέκα εμπίπτουν στον κλάδο της παραγωγής αγαθών (54).

(102)

Βάσει των ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς δεν εφαρμόζεται καθόλου ή εφαρμόζεται ελάχιστα στην πλειονότητα των τομέων της αυστριακής οικονομίας, ενώ ευνοούνται επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν εξ αυτών, συγκεκριμένα στον τομέα της παραγωγής αγαθών. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των τομέων της οικονομίας στους οποίους ανήκουν επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να επωφεληθούν του μέτρου, το μέτρο επικεντρώνεται κυρίως σε επιχειρήσεις παραγωγής αγαθών και πρέπει άρα να χαρακτηριστεί ως de facto επιλεκτικό.

(103)

Από τα ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κοινοποιηθείς μηχανισμός απαλλαγής είναι επιλεκτικός διότι προβλέπει αφενός το κατώφλι του 0,5 %, μέσω του οποίου το μέτρο περιορίζεται στις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις και, αφετέρου, οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται κυρίως στην παραγωγή αγαθών.

(104)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα μέτρο παρά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του δεν πληροί το κριτήριο της επιλεκτικότητας όταν δικαιολογείται βάσει της φύσης ή της εσωτερικής διάρθρωσης του συστήματος στο οποίο ανήκει (55). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου το εμπλεκόμενο κράτος μέλος πρέπει να υποβάλει σχετικές αποδείξεις (56).

(105)

Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των στόχων που επιδιώκονται μέσω συγκεκριμένου φορολογικού καθεστώτος, και οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο εν λόγω καθεστώς, και των εγγενών μηχανισμών του ίδιου του φορολογικού συστήματος, οι οποίοι απαιτούνται για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. Στο πλαίσιο της δικαιολόγησης βάσει της φύσης και της εσωτερικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος στο οποίο ανήκει το μέτρο εξετάζονται μόνο οι προαναφερόμενοι μηχανισμοί (57). Οι εξωγενείς στόχοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο του συμβιβάσιμου χαρακτήρα του μέτρου (58).

(106)

Η Αυστρία υποστηρίζει την άποψη ότι η διαφοροποίηση των ποσών κατά το άρθρο 22c του ÖSG έχει ως στόχο να λάβει υπόψη τις δυνατότητες των επιχειρήσεων σε σχέση με την καταβολή επιπρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων. Επιπροσθέτως, τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα που προβλέπονται στον ÖSG δεν επηρεάζονται από τον μηχανισμό απαλλαγής διότι τα ποσά ενίσχυσης για την προώθηση της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα μειώνονταν. Μόνο μέσω της μείωσης των περιβαλλοντικών δαπανών για ορισμένες επιχειρήσεις θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας βιώσιμος μηχανισμός χρηματοδότησης για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, ο οποίος είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση της προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

(107)

Η Επιτροπή διαπιστώνει σχετικά ότι ο εγγενής στόχος του συστήματος που διαμορφώνεται μέσω της τιμής διακανονισμού είναι η συγκέντρωση εσόδων που πρέπει να επενδυθούν ιδίως στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο μηχανισμός απαλλαγής βασίζεται, αντιθέτως, στον στόχο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων, στον βαθμό που αυτές καλούνται να καταβάλλουν χαμηλότερη τιμή για την ηλεκτρική ενέργεια, και με αυτόν τον τρόπο, στον στόχο της ευρύτερης αποδοχής του συστήματος που στηρίζεται στην τιμή διακανονισμού. Συνεπώς, επιδιώκεται ένας στόχος που δεν εμπίπτει στη συλλογιστική και στην εσωτερική διάρθρωση του συστήματος.

(108)

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για τη δικαιολόγηση ενός μέτρου βάσει της φύσης και της εσωτερικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος δεν μπορεί να γίνει επίκληση της επιδίωξης ενός τέτοιου εξωγενούς στόχου (59). Αυτό μπορεί να αναλυθεί μόνο κατά τον έλεγχο του συμβιβάσιμου του μέτρου (60).

(109)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι σε αμφότερες τις αποφάσεις κρατικών ενισχύσεων στις οποίες παραπέμπει η Αυστρία προς ενίσχυση του επιχειρήματός της, ότι δηλαδή ο μηχανισμός απαλλαγής δικαιολογείται βάσει της συλλογιστικής και της εσωτερικής διάρθρωσης του συστήματος, συνέτρεχαν διαφορετικές συνθήκες. Η απόφαση N 271/06 σχετικά με τις φορολογικές ρυθμίσεις της Δανίας για την υπερθέρμανση είχε ως στόχο να διασφαλίσει ουδέτερη φορολογική μεταχείριση όλων των προϊόντων ενέργειας και όχι να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα. Η απόφαση N 860/06 σχετικά με απαλλαγές από ενεργειακούς φόρους στη Γερμανία για προϊόντα ενέργειας διττής χρησιμότητας βασιζόταν στη γενική αρχή φορολόγησης αποκλειστικά ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνταν για θέρμανση ή ως καύσιμα.

(110)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κοινοποιηθείσα απαλλαγή ενεργειοβόρων κλάδων παραγωγής δεν δικαιολογείται βάσει της φύσης ή της εσωτερικής διάρθρωσης του συστήματος στο οποίο ανήκει.

(111)

Βάσει των ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κοινοποιηθέν μέτρο πληροί το κριτήριο της επιλεκτικότητας διότι είναι de facto επιλεκτικό και δεν δικαιολογείται βάσει της φύσης ή της εσωτερικής διάρθρωσης του συστήματος.

5.1.4.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επηρεασμός του εμπορίου

(112)

Οι δικαιούχοι του μέτρου, το οποίο κατά την άποψη της Επιτροπής συνιστά κρατική ενίσχυση, δραστηριοποιούνται κυρίως στην παραγωγή ενεργειοβόρων αγαθών όπως μετάλλων ή προϊόντων χάρτου (61). Στους συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας διενεργούνται συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται εκείνες άλλων κρατών μελών. Ως εκ τούτου, το υπό εξέταση μέτρο μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά.

5.1.5.   Συμπέρασμα

(113)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός απαλλαγής συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, διότι συνεπάγεται ζημίες σε κρατικούς πόρους, οι οποίες παρέχουν επιλεκτικό πλεονέκτημα στις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Συνεπώς, το μέτρο θα μπορούσε να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

5.2.   Νομιμότητα της ενίσχυσης

(114)

Η Αυστρία δεσμεύτηκε να μην υλοποιήσει το μέτρο ενίσχυσης προτού λάβει την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Αυστρία κοινοποίησε το μέτρο πριν από την υλοποίησή του και, άρα, συμμορφώνεται προς τη δέσμευση που υπέχει δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (62).

5.3.   Έλεγχος του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά

(115)

Η Επιτροπή δύναται να χαρακτηρίσει κρατικές ενισχύσεις ως συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου το κράτος μέλος οφείλει να προσκομίσει αποδείξεις σχετικά με το συμβιβάσιμο ενός μέτρου με την εσωτερική αγορά (63).

(116)

Η Επιτροπή έχει μεγάλη διακριτική ευχέρεια σε υποθέσεις κρατικής ενίσχυσης που εμπίπτουν στο άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (64). Ασκώντας αυτήν τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, δημοσίευσε κατευθυντήριες γραμμές και ανακοινώσεις στις οποίες ορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων ορισμένοι τύποι κρατικών ενισχύσεων μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμοι με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή κατά πάγια νομολογία δεσμεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές και τις ανακοινώσεις που δημοσιεύονται στον τομέα του ελέγχου κρατικών ενισχύσεων στον βαθμό που αυτές δεν αποκλίνουν από τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και έχουν αναγνωριστεί από τα κράτη μέλη (65).

(117)

Συνεπώς, πρέπει καταρχάς να ελεγχθεί κατά πόσο η κοινοποιηθείσα ενίσχυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας ή περισσότερων κατευθυντήριων γραμμών ή ανακοινώσεων και μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, εφόσον πληροί τα κριτήρια που ορίζονται σε αυτές.

(118)

Η Αυστρία υποστηρίζει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (66) ή/και ότι εφαρμόζονται οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Επιπροσθέτως, η Αυστρία δηλώνει ότι η κρατική ενίσχυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΑΚ (67).

(119)

Δεν υπάρχουν, ωστόσο, σαφώς καθορισμένες συνθήκες υπό τις οποίες μπορούν να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις. Ειδικότερα, μπορούν να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις προς επιχειρήσεις υπό μορφή φορολογικών διευκολύνσεων υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις δυνάμει του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (68) ή δυνάμει του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ (69). Επιπλέον, τα μέτρα μπορούν να εξετάζονται υπό ορισμένες προϋποθέσεις απευθείας βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

5.3.1.   Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος

(120)

Το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ορίζεται ως εξής (70):

(58)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Η εφαρμογή του θα είναι σύμφωνη με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, άλλες διατάξεις της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη νομοθεσία που εκδίδεται σύμφωνα με τις εν λόγω συνθήκες.

(59)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται στις ενισχύσεις [24] για τη στήριξη της προστασίας του περιβάλλοντος σε όλους τους τομείς που διέπονται από τη συνθήκη ΕΚ. Οι κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται επίσης στους τομείς που υπόκεινται σε ειδικούς κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις (μεταποίηση χάλυβα, ναυπηγικές εργασίες, αυτοκίνητα οχήματα, συνθετικές ίνες, μεταφορές, άνθρακας, γεωργία και αλιεία) εκτός εάν οι ειδικοί αυτοί κανόνες ορίζουν διαφορετικά.

(121)

Σύμφωνα με την παράγραφο 70 σημείο 1 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ως προστασία του περιβάλλοντος νοείται κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην αποκατάσταση ή στην πρόληψη βλαβών στο φυσικό περιβάλλον ή στους φυσικούς πόρους από δραστηριότητες του ίδιου του δικαιούχου, στη μείωση του κινδύνου τέτοιων ζημιών ή στην αποτελεσματικότερη χρήση των φυσικών πόρων, περιλαμβανομένων μέτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας και της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στην παράγραφο 151 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οικείων κατευθυντήριων γραμμών οι ενισχύσεις οι οποίες συμβάλλουν, έστω και έμμεσα, στην αύξηση του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας.

(122)

Η Αυστρία υποστηρίζει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής συνεισφέρει έμμεσα στην προστασία του περιβάλλοντος για δύο λόγους: Ο μηχανισμός αποτελεί αφενός σημαντική προϋπόθεση προκειμένου να διασφαλιστεί η πολιτική στήριξη για την αύξηση της τιμής διακανονισμού σε υψηλότερο επίπεδο, η οποία απαιτείται με τη σειρά της για τη χρηματοδότηση μεγαλύτερου ποσοστού της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και, αφετέρου, συνεπάγεται υψηλότερες τιμές κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας παρέχοντας έτσι κίνητρο για ενεργειακά αποδοτικότερο εμπόριο.

(123)

Η Επιτροπή διαπιστώνει αναφορικά με το πρώτο επιχείρημα ότι δεν υπάρχει υποχρεωτικά συσχέτιση μεταξύ της τιμής διακανονισμού και της αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η Αυστρία βάσει της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (στο εξής: «οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας») (71) υποχρεούται να αυξήσει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ωστόσο, εναπόκειται στην Αυστρία να αποφασίσει τους τρόπους χρηματοδότησης που θα εφαρμόσει. Η Αυστρία θα μπορούσε, για παράδειγμα, να χρησιμοποιήσει ακόμη και έσοδα από φόρους. Ο μηχανισμός απαλλαγής δεν είναι άρα απαραίτητος για την αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

(124)

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο επιχείρημα, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής λειτουργεί ως ανώτατο όριο. Η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας που πληρώνουν οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μειώνεται με κάθε πρόσθετη kWh που καταναλώνεται και η οποία υπερβαίνει το κατώφλι. Αντί να αποτελεί κίνητρο για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης, ο μηχανισμός απαλλαγής οδηγεί μάλλον σε μείωση αυτής.

(125)

Η Επιτροπή καταλήγει συνεπώς στο συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός απαλλαγής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(126)

Ακόμη και αν το μέτρο ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, κάτι που δεν ισχύει στην προκείμενη περίπτωση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(127)

Στο κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος σε ό,τι αφορά τον έλεγχο του συμβιβάσιμου γίνεται διάκριση μεταξύ εναρμονισμένων και μη εναρμονισμένων περιβαλλοντικών φόρων. Η παραφορολογική επιβάρυνση υπό τη μορφή της τιμής διακανονισμού δεν συνιστά εναρμονισμένο σε επίπεδο Ένωσης περιβαλλοντικό φόρο. Η Επιτροπή διαπιστώνει σχετικά ότι στην οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επιδιώκονται δεσμευτικοί στόχοι σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όμως εναπόκειται στην κρίση των κρατών μελών ο τρόπος επίτευξης των εν λόγω στόχων.

(128)

Ο μηχανισμός απαλλαγής θα έπρεπε συνεπώς να εξεταστεί βάσει των μη εναρμονισμένων περιβαλλοντικών φόρων σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (72).

(129)

Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, το κράτος μέλος οφείλει να διαβιβάσει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τον σχετικό τομέα (ή τομείς) και τις κατηγορίες δικαιούχων που καλύπτονται από τις εκπτώσεις/απαλλαγές, την κατάσταση των κύριων δικαιούχων σε κάθε σχετικό τομέα και τον τρόπο με τον οποίο η επιβολή του φόρου μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος Οι απαλλασσόμενοι φορείς πρέπει να περιγράφονται σαφώς και πρέπει να παρέχεται κατάλογος με τους μεγαλύτερους δικαιούχους σε κάθε τομέα (λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη τον κύκλο εργασιών, το μερίδιο που κατέχουν στην αγορά και το μέγεθος της φορολογικής τους βάσης) (73). Βάσει των εν λόγω πληροφοριών η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει κατά πόσο οι εκπτώσεις ή απαλλαγές από περιβαλλοντικούς φόρους είναι αναγκαίοι και αναλογικοί. Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της αναγκαιότητας, η επιλογή των δικαιούχων της ενίσχυσης πρέπει να γίνεται βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων. Ο περιβαλλοντικός φόρος χωρίς έκπτωση πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής για κάθε τομέα ή κατηγορία μεμονωμένων δικαιούχων που δεν μπορεί να μετακυλήσει στους καταναλωτές χωρίς να σημειωθεί σημαντική μείωση των πωλήσεων (74). Σε ό,τι αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης, το εκάστοτε κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι οι δικαιούχοι της ενίσχυσης καταβάλλουν το 20 % τουλάχιστον του εθνικού φόρου, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί χαμηλότερο ποσοστό και αν οι εκπτώσεις ή οι απαλλαγές συνδέονται με τη σύναψη συμφωνιών για την επίτευξη στόχων περιβαλλοντικής προστασίας (75).

(130)

Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η Αυστρία δεν διαβίβασε τις προαναφερθείσες πληροφορίες –παρά τις επανειλημμένες προτροπές της Επιτροπής (76). Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να ελέγξει εάν η ενίσχυση είναι αναγκαία και αναλογική ή τον τρόπο με τον οποίο συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος.

5.3.2.   Αναλογία προς το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος

(131)

Σε ό,τι αφορά το γεγονός ότι ο κοινοποιηθείς μηχανισμός απαλλαγής δεν συμβάλλει ούτε καν έμμεσα στην προστασία του περιβάλλοντος, η Επιτροπή εξέτασε επίσης εάν θα μπορούσε να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής κατ’ αναλογία προς το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(132)

Σύμφωνα με την άποψη της Αυστρίας, ο μηχανισμός απαλλαγής θα μπορούσε να εξεταστεί κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις σχετικά με τις φορολογικές εκπτώσεις για εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους που προβλέπονται στις παραγράφους 152 και 153 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στο κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος προβλέπονται δύο μέθοδοι για τον έλεγχο των εκπτώσεων από φορολογικές εκπτώσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Πρώτον, το κεφάλαιο 4 περιέχει διατάξεις για εκπτώσεις από εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους στο πλαίσιο της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμοι με την εσωτερική αγορά χωρίς περαιτέρω έλεγχο, στον βαθμό που τηρείται το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζεται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων. Δεύτερον, το κεφάλαιο 4 περιέχει συγκεκριμένους κανόνες για τον έλεγχο εκπτώσεων από μη εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους καθώς και εκπτώσεων από εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους οι οποίοι εμπίπτουν στο ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζεται στην οδηγία περί φορολογίας της ενέργειας. Σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες, το κράτος μέλος πρέπει, μεταξύ άλλων, να υποβάλει αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του εκάστοτε μέτρου. Η Αυστρία προβάλλει το επιχείρημα ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής ως παραφορολογική επιβάρυνση βάσει της γενικής αρχής ότι οι ωφελούμενες επιχειρήσεις καταβάλλουν τουλάχιστον το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας των αυστριακών ενεργειακών φόρων.

(133)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι στην πρακτική λήψης αποφάσεων και στη νομολογία των ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών οργάνων δεν υπάρχουν προδεδικασμένα όπου να εφαρμόστηκαν οι κανόνες για τον έλεγχο εναρμονισμένων ενεργειακών φόρων δυνάμει του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος κατ’ αναλογία προς παραφορολογικές επιβαρύνσεις.

(134)

Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένας πρότυπος κανόνας του κοινοτικού δικαίου μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, οι εφαρμοστέοι βάσει των εκάστοτε πραγματικών γεγονότων κανόνες πρέπει να παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με αυτούς των οποίων επιδιώκεται η κατ’ αναλογία εφαρμογή. Δεύτερον, οι εφαρμοστέοι βάσει των εκάστοτε πραγματικών γεγονότων κανόνες πρέπει να εμφανίζουν κενό που είναι ασυμβίβαστο με κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και που μπορεί να καλυφθεί με την εν λόγω κατ’ αναλογία εφαρμογή (77). Σε ό,τι αφορά τις ως άνω προϋποθέσεις, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι αναλογίες στο κοινοτικό δίκαιο μπορούν να εφαρμόζονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

(135)

Πρώτον, οι εφαρμοστέοι βάσει των εκάστοτε πραγματικών γεγονότων κανόνες πρέπει να παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με αυτούς των οποίων επιδιώκεται η κατ’ αναλογία εφαρμογή. Καθότι το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος προβλέπει απαλλαγές ή/και εκπτώσεις από περιβαλλοντικούς φόρους, πρέπει οι κανόνες οι οποίοι αφορούν τις κοινοποιηθείσες στο πλαίσιο του ÖSG φορολογικές επιβαρύνσεις να εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στους περιβαλλοντικούς φόρους.

Η Επιτροπή διαπίστωσε, ωστόσο, ότι σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο το νομικό καθεστώς που διέπει τους περιβαλλοντικούς φόρους δεν είναι συγκρίσιμο με περιστάσεις όπου σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλονται παραφορολογικές επιβαρύνσεις. Παρόλο που το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες για τις παραφορολογικές επιβαρύνσεις, προβλέπει ειδικούς κανόνες για την επιβολή των περιβαλλοντικών φόρων. Πρόκειται συγκεκριμένα για το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζεται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων καθώς και για απαλλαγές από το εν λόγω ελάχιστο επίπεδο φορολογίας το οποίο διασφαλίζεται υπό τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ. Αναφορικά με τις παραφορολογικές επιβαρύνσεις η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν ούτε κανόνες για τις απαλλαγές ή τις εκπτώσεις ούτε κανόνες για ελάχιστους συντελεστές.

(136)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι παραφορολογικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από την αυστριακή νομοθεσία δεν υπόκεινται σε κανόνες οι οποίοι να αντιστοιχούν στους κανόνες που ισχύουν για τους περιβαλλοντικούς φόρους σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

(137)

Δεύτερον, οι κανόνες που ισχύουν βάσει των πραγματικών γεγονότων πρέπει να περιέχουν κενό το οποίο είναι ασυμβίβαστο με γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και μπορεί να καλυφθεί με την κατ’ αναλογία εφαρμογή.

(138)

Μέτρα τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος μπορούν ωστόσο να εξεταστούν βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή δεν ήταν συνεπώς σε θέση να διαπιστώσει στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ανάλογη «lacuna», η οποία θα δικαιολογούσε εκτίμηση του κοινοποιηθέντος μέτρου μέσω εφαρμογής κατ’ αναλογία ελέγχου. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει για αμφότερα τα σενάρια, ήτοι για αναλογίες με εναρμονισμένους και μη εναρμονισμένους φόρους.

(139)

Επιπλέον, η απουσία κανόνων σχετικά με απαλλαγές από παραφορολογικές επιβαρύνσεις δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την επίκληση αναλογίας προς τους υφιστάμενους βάσει του κοινοτικού δικαίου κανόνες σχετικά με εκπτώσεις από ενεργειακούς φόρους. Η Επιτροπή διαπιστώνει σχετικά ότι η κατ’ αναλογία εφαρμογή των κανόνων για εκπτώσεις από εναρμονισμένους ενεργειακούς φόρους σε μη εναρμονισμένες παραφορολογικές επιβαρύνσεις θα σήμαινε επίσης ότι οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να τηρήσουν το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων μέσω της καταβολής των εν λόγω παραφορολογικών επιβαρύνσεων. Συνεπώς, η εφαρμογή αυτή δεν συνάδει με το πνεύμα της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων. Η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων καθορίστηκε μόνο για τους σκοπούς της εφαρμογής στο πλαίσιο του εναρμονισμένου συστήματος ενεργειακών φόρων. Η χρήση του ως κριτηρίου αξιολόγησης εκτός του πεδίου των εναρμονισμένων κανόνων θα συνεπάγετο μη προβλεπόμενη εφαρμογή. Οι ελάχιστοι συντελεστές δεν ορίστηκαν προφανώς με στόχο τον καθορισμό της συνολικής επιβάρυνσης την οποία θα όφειλαν να αναλάβουν οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις λόγω ρυθμιστικών μέτρων ειδικών για το περιβάλλον, όπως αυτά προκύπτουν ιδίως από μηχανισμούς χρηματοδότησης για σταθερά τιμολόγια τροφοδότησης. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα λαμβάνονταν επίσης υπόψη ότι η πολιτική στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων παρουσιάζει ανοχή σε σχέση με φοροαπαλλαγές όταν υφίσταται υπέρβαση εναρμονισμένου ελάχιστου συντελεστή για τον λόγο ότι η ίση μεταχείριση διασφαλίζεται τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό μέσω της τήρησης των ελάχιστων συντελεστών που ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη. Το επιχείρημα αυτό δεν ισχύει ωστόσο αφεαυτού για επιβαρύνσεις που προκύπτουν από μη εναρμονισμένα συστήματα σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης όπου ενδέχεται, λόγω αποκλίσεων από τις πρότυπες εισφορές, να προκληθεί νόθευση του ανταγωνισμού.

(140)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απουσία κανόνων σχετικά με την έκπτωση παραφορολογικών επιβαρύνσεων δεν συνιστά κενό ασυμβίβαστο με γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου το οποίο θα μπορούσε να καλυφθεί μέσω της επίκλησης αναλογίας προς τους υφιστάμενους κανόνες σχετικά με εκπτώσεις από εναρμονισμένους ενεργειακούς φόρους.

(141)

Ακόμη και αν ήταν εφικτή η κατ’ αναλογία εφαρμογή, ο μηχανισμός απαλλαγής δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος, για τους λόγους που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 129 έως 133.

(142)

Η Επιτροπή συμπεραίνει από τα ανωτέρω ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί αναλογία μεταξύ του κοινοποιηθέντος μηχανισμού απαλλαγής και των κανόνων για τον έλεγχο εκπτώσεων από εναρμονισμένους ενεργειακούς φόρους δυνάμει του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και, άρα, δεν μπορεί να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής βάσει μιας τέτοιας αναλογίας.

5.3.3.   Αναλογία προς το άρθρο 25 του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία (ΓΚΑΚ)

(143)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης εάν θα μπορούσε να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής κατ’ αναλογία προς το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ.

(144)

Κατά την άποψη της Αυστρίας, το διαφορετικό λεκτικό του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ επιτρέπει κάποιο περιθώριο για την έγκριση του μέτρου κατ’ αναλογία προς το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ. Η Αυστρία παρέπεμψε στην παράγραφο 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος όπου αναφέρεται:

«Για να εγκριθούν δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ, οι εκπτώσεις ή οι απαλλαγές από τους εναρμονισμένους φόρους, ιδίως από αυτούς που εναρμονίστηκαν προς την οδηγία 2003/96/ΕΚ, πρέπει να είναι συμβατές με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία και να πληρούν όλους τους όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται σε αυτή».

(145)

Το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ ορίζει αντιθέτως:

«Τα καθεστώτα περιβαλλοντικών ενισχύσεων με τη μορφή μείωσης των περιβαλλοντικών φόρων που πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2003/96/ΕΚ συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, εφόσον πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου» (78).

(146)

Από το ως άνω λεκτικό η Αυστρία έκρινε ότι το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ παρουσιάζει κατά πάσα πιθανότητα πιο διασταλτική διατύπωση σε σχέση με την παράγραφο 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Αυστρία προέβαλε το επιχείρημα ότι η παράγραφος 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ισχύει κατά πάσα πιθανότητα μόνον για φόρους που εναρμονίστηκαν με την οδηγία περί ενεργειακών φόρων, ενώ το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ περιείχε την προϋπόθεση ότι ο μηχανισμός απαλλαγής πρέπει να τηρεί το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζεται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων, ακόμη και αν δεν πρόκειται για εναρμονισμένο ενεργειακό φόρο. Κατά την άποψη της Αυστρίας, το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ θα μπορούσε συνεπώς να εφαρμοστεί στην έκπτωση από μη εναρμονισμένους ενεργειακούς φόρους οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμοι με την εσωτερική αγορά, εφόσον το γενικό φορολογικό σύστημα τηρεί το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας της ενέργειας. Η Αυστρία παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι οι εισφορές που καταβάλλονται στο πλαίσιο του ÖSG δεν αποτελούν φόρους (79), όμως υποστήριξε ότι ο κοινοποιηθείς μηχανισμός απαλλαγής θα μπορούσε να εξεταστεί και να εγκριθεί κατ’ αναλογία προς όσα προβλέπει το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ για καθορισμό των περιβαλλοντικών φόρων.

(147)

Κατά την άποψη της Επιτροπής δεν υπάρχει, ωστόσο, περιθώριο κατ’ εφαρμογή αναλογίας προς το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ. Πρώτον, οι κανόνες που εφαρμόζονται στα προκείμενα πραγματικά γεγονότα δεν εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα με εκείνους των οποίων επιδιώκεται η κατ’ αναλογία εφαρμογή. Σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη διάταξη ισχύει μόνο για περιβαλλοντικούς φόρους οι οποίοι εναρμονίστηκαν με την οδηγία περί ενεργειακών φόρων. Υπό αυτή την έννοια, ο χαρακτηρισμός ενός φόρου ως ενεργειακού αποτελεί «προϋπόθεση» για την εφαρμογή του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι από τη συλλογιστική του συστήματος του ΓΚΑΚ προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του δεν μπορεί να υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος στις οποίες βασίζεται. Το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ ισχύει άρα προφανώς μόνο για περιβαλλοντικούς φόρους οι οποίοι εναρμονίστηκαν με την οδηγία περί ενεργειακών φόρων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι εισφορές που καταβάλλονται στο πλαίσιο του νόμου περί πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνιστούν ωστόσο περιβαλλοντικούς φόρους, και οι διατάξεις της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων δεν ισχύουν. Συνεπώς, οι κανόνες για τους ενεργειακούς φόρους και οι κανόνες για τα αυστριακά σταθερά τιμολόγια τροφοδότησης δεν εμφανίζουν μεγάλη συγκρισιμότητα. Δεύτερον, οι κανόνες που είναι εφαρμοστέοι στα πραγματικά γεγονότα δεν εμπεριέχουν κάποιο κενό το οποίο είναι ασυμβίβαστο με γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και το οποίο μπορεί να καλυφθεί με την κατ’ αναλογία εφαρμογή. Οι φορολογικές εκπτώσεις ή συγκρίσιμα μέτρα τα οποία δεν εμπίπτουν στον ΓΚΑΚ δεν είναι αυτά καθεαυτά ασυμβίβαστα με το κοινοτικό δίκαιο, αλλά προϋποθέτουν μόνο την τήρηση της γενικής υποχρέωσης κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ. Μπορούν να ελεγχθούν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ή –εφόσον δεν εφαρμόζονται αυτές– απευθείας δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ και να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι κανόνες που ισχύουν για τον έλεγχο του αυστριακού κανόνα περί κρατικών ενισχύσεων δεν περιέχουν κενό ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο.

(148)

Βάσει των ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να συνάγει αναλογία μεταξύ των εισφορών στο πλαίσιο του νόμου για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και των εναρμονισμένων ενεργειακών φόρων δυνάμει του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ και, άρα, να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής βάσει μιας τέτοιας αναλογίας.

5.3.4.   Το συμβιβάσιμο δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ

(149)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Αυστρία υποστήριξε πως ο μηχανισμός απαλλαγής μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος απευθείας βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι το κράτος μέλος οφείλει να αναλύσει τους λόγους για τους οποίους μπορεί να διαπιστωθεί το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης (80) και ότι πρέπει να αποδείξει ότι πληρούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις, γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους η Αυστρία δεν μπορεί να επικαλεστεί το συγκεκριμένο άρθρο για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου.

(150)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης κατά πόσο θα μπορούσε ο μηχανισμός απαλλαγής να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος επί της συγκεκριμένης νομικής βάσης.

(151)

Δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) «οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον» μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί να χαρακτηρίσει μια κρατική ενίσχυση ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά εφόσον αυτή συμβάλλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος (81), είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου (82) και δεν αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον.

(152)

Αντίστοιχα, είναι συνήθης πρακτική της Επιτροπής (83) ότι απευθείας δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμα τα μέτρα που είναι αναγκαία και αναλογικά και των οποίων οι θετικές συνέπειες επί του στόχου κοινού συμφέροντος αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να εξετάσει τα εξής ερωτήματα:

1)

Είναι η στοχοθέτηση της κρατικής ενίσχυσης σαφώς ορισμένη και εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον;

2)

Το μέτρο της ενίσχυσης είναι σε θέση να υλοποιήσει τον στόχο κοινού συμφέροντος; Ειδικότερα:

α)

Είναι το μέτρο ενίσχυσης το κατάλληλο και αναγκαίο μέσο ή υπάρχουν άλλα καταλληλότερα μέσα;

β)

Υπάρχει μέσω της ενίσχυσης κάποιο κίνητρο, δηλαδή επηρεάζεται μέσω της ενίσχυσης η συμπεριφορά επιχειρήσεων;

γ)

Είναι η ενίσχυση αναλογική, δηλαδή θα μπορούσε η ίδια αλλαγή συμπεριφοράς να επιτευχθεί με μικρότερη ενίσχυση;

3)

Περιορίζονται οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο σε βαθμό που οι θετικές συνέπειες να υπερτερούν των αρνητικών επιπτώσεων;

(153)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αυστρίας, το μέτρο εξυπηρετεί κατά προτεραιότητα τους στόχους της προστασίας του περιβάλλοντος. Όπως όμως αναλύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 129, ο μηχανισμός απαλλαγής ουδόλως συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος.

(154)

Επιπροσθέτως, η θετική για το περιβάλλον επίδραση του μέτρου επιτυγχάνεται μέσω της γενικής αύξησης του σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης, κάτι που –κατά την άποψη της Αυστρίας– δεν θα ήταν εφικτό χωρίς να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων μέσω του κοινοποιηθέντος μηχανισμού απαλλαγής. Οι αυστριακές αρχές αναγνωρίζουν επίσης στις δηλώσεις τους ότι στόχος του μηχανισμού απαλλαγής είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων της Αυστρίας έναντι ανταγωνιστών σε άλλα κράτη μέλη. Η Επιτροπή ουδέποτε έχει δεχτεί στις αποφάσεις που εκδίδει ότι ανάλογες ενισχύσεις συμβάλλουν στην επίτευξη στόχου κοινού συμφέροντος.

(155)

Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, ακόμη και όταν η Επιτροπή αποδέχεται τη μείωση ενός περιβαλλοντικού φόρου, απαιτεί την επιβολή του ελάχιστου επιπέδου φορολογίας. Η συνολική εισφορά που καταβάλλει η επιχείρηση η οποία επωφελείται από την έκπτωση του φόρου στα φορολογικά έσοδα συνολικά συνεχίζει έτσι να αυξάνεται με κάθε μονάδα ρύπανσης που προκαλείται. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η εισφορά ξεκινά από το κατώφλι του 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής. Επιπλέον, οι προκληθείσες μονάδες ρύπανσης δεν υπόκεινται πλέον σε παραφορολογικές επιβαρύνσεις. Αυτό σημαίνει ότι η εισφορά ανά προκληθείσα μονάδα ρύπανσης συρρικνώνεται με κάθε επιπρόσθετη μονάδα. Το σύστημα παρέχει συνεπώς κίνητρο για την κατασπατάληση περαιτέρω φυσικών πόρων αντί της διαφύλαξής τους.

(156)

Η Επιτροπή υποστηρίζει συνεπώς την άποψη ότι η ενίσχυση δεν συμβάλλει σε στόχο κοινού συμφέροντος.

(157)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου «[…] Οι ενισχύσεις λειτουργίας, δηλαδή οι ενισχύσεις που αποβλέπουν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από τις δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε η ίδια να υποβληθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεως των συνήθων δραστηριοτήτων της, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ] […]». (84) Το Δικαστήριο υπογραμμίζει περαιτέρω: «Πράγματι, κατά τη νομολογία, οι ενισχύσεις αυτές νοθεύουν, καταρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού στους τομείς στους οποίους χορηγούνται, χωρίς ωστόσο να καθιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, δυνατή την επίτευξη ενός από τους στόχους που καθορίζουν οι προμνησθείσες εξαιρετικές διατάξεις» (85). Στην προκείμενη περίπτωση, η Επιτροπή κρίνει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής συνιστά ενίσχυση λειτουργίας διότι απαλλάσσει τις ωφελούμενες επιχειρήσεις από μέρος των δαπανών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στις οποίες θα έπρεπε οι ίδιες να υποβληθούν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών δραστηριοτήτων τους.

(158)

Η Επιτροπή θεωρεί συνεπώς ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν κατάλληλο πολιτικό μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου, ακόμη και αν η ανταγωνιστικότητα αποτελούσε στόχο κοινού συμφέροντος.

(159)

Σε ό,τι αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους η Επιτροπή έχει αποδεχθεί μια περιορισμένη εξαίρεση από αυτή τη βασική αρχή, εφόσον όμως υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος στόχος. Οι εκπτώσεις και οι απαλλαγές από περιβαλλοντικούς φόρους υπέρ συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας ή ομάδων επιτρέπονται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος εφόσον καθιστούν εφικτή την αυστηρότερη φορολόγηση άλλων επιχειρήσεων έτσι ώστε να επιτευχθεί συνολικά καλύτερη εσωτερίκευση των δαπανών και καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος. Συνεπώς, η Επιτροπή κρίνει ότι ανάλογες ενισχύσεις μπορούν να κριθούν αναγκαίες για τον έμμεσο περιορισμό αρνητικών εξωγενών επιδράσεων, διότι καθιστούν εφικτή την εισαγωγή ή/και διατήρηση σχετικά υψηλότερων εθνικών περιβαλλοντικών φόρων.

(160)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ωστόσο ότι οι εισφορές στην προώθηση της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από τις οποίες πρόκειται να απαλλαχθούν οι ωφελούμενες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της κοινοποιηθείσας ρύθμισης, δεν συνιστούν περιβαλλοντικούς φόρους κατά την έννοια της παραγράφου 70 σημείο 14 και της παραγράφου 151 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι φόροι είναι επιβαρύνσεις που εισρέουν στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Οι εισφορές από τις οποίες πρόκειται να απαλλαχθούν οι ωφελούμενες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της κοινοποιηθείσας ρύθμισης δεν θα εισρεύσουν ωστόσο στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Αντιθέτως, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των εισφορών προς την OeMAG, την οποία υποστηρίζουν οι παραγωγοί πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας μέσω σταθερών τιμολογίων τροφοδότησης. Συνεπώς, οι εν λόγω εισφορές δεν αποτελούν περιβαλλοντικούς φόρους.

(161)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το ενδεχόμενο εξαίρεσης από τον γενικό κανόνα του ασυμβίβαστου των ενισχύσεων λειτουργίας που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο περιοριστικό. Συνεπώς, ως εξαίρεση, το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να περιορίζεται στους περιβαλλοντικούς φόρους.

(162)

Η Επιτροπή διαπιστώνει για άλλη μια φορά ότι η εφαρμογή του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος σε ό,τι αφορά παραφορολογικές επιβαρύνσεις θα αντέκρουε στους στόχους των εν λόγω κανόνων και της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων. Επιπλέον, μια τέτοια πρακτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενική εφαρμογή των οικείων διατάξεων στις παραφορολογικές επιβαρύνσεις για τον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος (π.χ. παραφορολογικές επιβαρύνσεις στα απόβλητα κ.λπ.). Μια τόσο όμως ευρεία εφαρμογή υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής και τους στόχους του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(163)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγούνται υπό μορφή έκπτωσης παραφορολογικών επιβαρύνσεων δεν συνιστούν κατάλληλο μέσο για τη βελτίωση της προστασίας του περιβάλλοντος. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μέχρι στιγμής δεν έχει εφαρμόσει τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος σε άλλους τύπους δασμών και παραφορολογικών επιβαρύνσεων.

(164)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι η έκταση ενός περιβαλλοντικού φόρου, ακόμη και όταν εφαρμόζεται μόνο ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής, είναι ευθέως ανάλογος προς την έκταση της ρύπανσης που προκαλεί η ωφελούμενη επιχείρηση στο περιβάλλον. Ακόμη και σε περίπτωση εφαρμογής μειωμένου συντελεστή, ο περιβαλλοντικός φόρος για τις επιχειρήσεις συνεχίζει να αποτελεί κίνητρο για τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων. Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, μετά από συγκεκριμένο ανώτατο όριο η εισφορά παραμένει σταθερή. Μονάδες ρύπανσης που υπερβαίνουν το εν λόγω όριο δεν υπόκεινται πλέον σε φορολογία. Μέσω του μηχανισμού απαλλαγής η παραφορολογική επιβάρυνση δεν αποτελεί πλέον κίνητρο για τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων.

(165)

Για την περίπτωση που οι ενισχύσεις λειτουργίας υπό μορφή εκπτώσεων από παραφορολογικές επιβαρύνσεις αναγνωρίζονταν ως κατάλληλο πολιτικό μέσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι για τον έλεγχο της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας ανάλογων ενισχύσεων λειτουργίας θα απαιτούνταν έλεγχος συγκρίσιμος με τον έλεγχο των εκπτώσεων από μη εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (86) διότι ο έλεγχος μη εναρμονισμένων φόρων κατά το άρθρο 4 αντανακλά τις γενικές βασικές αρχές της λεπτομερέστερης οικονομικής έρευνας κατά το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(166)

Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις το κράτος μέλος οφείλει να διαβιβάσει πληροφορίες σχετικά με τους τομείς της οικονομίας ή τις ομάδες δικαιούχων της ενίσχυσης που εμπίπτουν στις απαλλαγές/εκπτώσεις, την κατάσταση των κύριων δικαιούχων σε κάθε συναφή τομέα και τον τρόπο με τον οποίο η επιβολή του φόρου μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος. Οι απαλλασσόμενοι φορείς πρέπει να περιγράφονται σαφώς και πρέπει να παρέχεται κατάλογος με τους μεγαλύτερους δικαιούχους σε κάθε τομέα (λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη τον κύκλο εργασιών, το μερίδιο που κατέχουν στην αγορά και το μέγεθος της φορολογικής τους βάσης) (87). Βάσει των πληροφοριών αυτών η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει κατά πόσο οι εκπτώσεις/απαλλαγές από περιβαλλοντικούς φόρους είναι αναγκαίες και αναλογικές. Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της αναγκαιότητας, η επιλογή των δικαιούχων πρέπει να πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων. Η ουσιαστική αύξηση του κόστους παραγωγής δεν μπορεί να μετακυλήσει στους καταναλωτές χωρίς σημαντική μείωση των πωλήσεων (88). Σε ό,τι αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης κάθε κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι οι δικαιούχοι της ενίσχυσης καταβάλλουν το 20 % τουλάχιστον του εθνικού φόρου, ανάλογα με τις περιβαλλοντικές τους επιδόσεις, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί χαμηλότερο ποσοστό λόγω περιορισμένης στρέβλωσης του ανταγωνισμού, και ότι οι εκπτώσεις ή απαλλαγές συνδέονται με τη σύναψη συμφωνιών για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων (89).

(167)

Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η Αυστρία δεν διαβίβασε τις προαναφερθείσες πληροφορίες, παρά τις επανειλημμένες προτροπές της Επιτροπής (90). Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να ελέγξει κατά πόσο η ενίσχυση ήταν αναγκαία και αναλογική ή με ποιον τρόπο θα συνέβαλε στην προστασία του περιβάλλοντος.

(168)

Τέλος, η Αυστρία δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής εμπεριέχει χαρακτήρα κινήτρου.

(169)

Η Επιτροπή υποδεικνύει ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου τέτοιου είδους ενισχύσεις λειτουργίας απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συνθήκες διεξαγωγής του εμπορίου (91). Στην προκείμενη περίπτωση, το ενδεχόμενο νόθευσης του ανταγωνισμού εμφανίζεται ακόμη πιο ισχυρό διότι οι επιχειρήσεις που είναι επιλέξιμες για τον μηχανισμό απαλλαγής λαμβάνουν ήδη ενισχύσεις λειτουργίας υπό μορφή εκπτώσεων κατά τη φορολόγηση κατανάλωσης ενέργειας. Η χορήγηση δεύτερης ενίσχυσης λειτουργίας η οποία, συν τοις άλλοις, δεν περιορίζεται χρονικά, θα νόθευε τον ανταγωνισμό και θα επηρέαζε το εμπόριο κατά τρόπο που αντίκειται στο κοινό συμφέρον.

(170)

Η Επιτροπή συνάγει, ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός απαλλαγής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ ως συμβιβάσιμος με την εσωτερική αγορά.

5.4.   Συμπέρασμα

(171)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή εξέτασε τόσο το σύστημα υποστήριξης των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας όσο και τον μηχανισμό απαλλαγής για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Σε ό,τι αφορά την υποστήριξη των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι στην απόφασή της στις 22 Ιουλίου 2009 είχε χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο μέτρο ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Αναφορικά με τον μηχανισμό απαλλαγής, ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι και αυτό το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, κατά την άποψη της Επιτροπής, για τον μηχανισμό απαλλαγής, ο οποίος συνιστά αμιγώς ενίσχυση λειτουργίας, δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από τις εξαιρέσεις στη γενική αρχή της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ.

Η Επιτροπή εκτιμώντας όλα τα γεγονότα των οποίων έλαβε γνώση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κρατική ενίσχυση την οποία προτίθεται να χορηγήσει η Αυστρία σε ενεργειοβόρες επιχειρήσεις δεν πρέπει να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση υπό μορφή μερικής απαλλαγής από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία η Αυστρία προτίθεται να χορηγήσει σε ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Συνεπώς, η ενίσχυση δεν πρέπει να χορηγηθεί.

Άρθρο 2

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Αυστρία ανακοινώνει στην Επιτροπή τα μέτρα που λήφθηκαν για την εκτέλεσή της.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Αυστρία.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2011.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 217 της 11.9.2009, σ. 12.

(2)  ΕΕ C 221 της 14.9.2006, σ. 8, απόφαση της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2006 στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων NN 162/A/03 και N 317/A/06 – Στήριξη της παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βάσει του νόμου για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια (τιμολόγια τροφοδότησης).

(3)  ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1.

(4)  ΕΕ C 217 της 30.12009, σ. 12, υπόθεση C 24/2009 (πρώην N 446/08), K(2009) 3538 τελικό (ΕΕ C 217 της 11.9.2009, σ.12).

(5)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(6)  Άρθρο 22c παράγραφος 5 ÖSG: «Συμβάσεις μεταξύ των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας και των τελικών καταναλωτών σε περίπτωση απόφασης δυνάμει της παραγράφου 1 εμπεριέχουν υποχρεωτικά ρήτρα σύμφωνα με την οποία οι εν λόγω τελικοί καταναλωτές, από τη χρονική στιγμή της απαλλαγής τους από την ποσόστωση προς τους διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 15 παράγραφος 1 σημείο 3 και παράγραφος 1a), δεν προμηθεύονται με πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, η οποία διανέμεται στους διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια (άρθρο 19 παράγραφος 1) και δεν υφίσταται μετακύλιση των δαπανών για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Οποιαδήποτε αντίθετη συμβατική διάταξη είναι άκυρη».

(7)  Άρθρο 15 παράγραφος 1a του ÖSG: «Εάν οι διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας αποδείξουν στο κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ότι προμηθεύουν τελικούς καταναλωτές οι οποίοι εμπίπτουν στην απόφαση δυνάμει του άρθρου 22c παράγραφος 1, αυτό πρέπει να ληφθεί αμμελλητί υπόψη από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια κατά τον καθορισμό των ποσοστώσεων για τους διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 15 παράγραφος 1 σημείο 3). Δεδομένων των ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας που δεν πρέπει να εκχωρούνται, αυξάνεται η ποσόστωση όλων των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας για τις υπόλοιπες ποσότητες ενέργειας προς διανομή. Εάν δεν μπορεί να γίνει άμεσα προσαρμογή της ποσόστωσης λόγω των κανόνων που ισχύουν στην αγορά, το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια έχει το δικαίωμα να συμψηφίσει κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο το πλεόνασμα ενέργειας που προκύπτει από την κατάργηση της δυνατότητας εκχώρησης κατά την έννοια του άρθρου 15 παράγραφος 4».

(8)  Επιστολή της Αυστρίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 σε απάντηση των ερωτημάτων της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2010 (σ. 5).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5).

(10)  ΕΕ C 106 της 8.5.2009, σ. 8.

(11)  ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3.

(12)  ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51.

(13)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2001 στην υπόθεση C-379/98 PreussenElektra/Schleswig-Holstein, Συλλογή 2001, σ. I-2099.

(14)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση C-206/06 Essent, Συλλογή 2008, σ. I- 5497.

(15)  ΔΕΚ, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου1996, υπόθεση T- 358/94, Συλλογή 1996, σ. II-2109.

(16)  ΔΕΚ, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, υπόθεση T 136/05, Συλλογή 2007, σ. II- 4063.

(17)  ΔΕΚ, απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, υποθέσεις C-72/91 και C-73/91, Συλλογή 1993, σ. I-887.

(18)  ΔΕΚ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, υπόθεση C-345/02, Συλλογή 2004, σ. I-7139.

(19)  ΔΕΚ, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline GmbH, υπόθεση C-143/99, Συλλογή 2001, σ. I-8365.

(20)  ΔΕΚ, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline GmbH, υπόθεση C-143/99, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 16.

(21)  N 271/06, Δανία, φοροαπαλλαγή για πλεονάζουσα θερμότητα (ΕΕ C 41 της 24.2.2007, σ. 2) · N 820/06, Γερμανία, φοροαπαλλαγή για συγκεκριμένες ενεργειοβόρες διεργασίες (ΕΕ C 80 της 13.4.2007, σ. 4).

(22)  Οδηγία 2003/96/ΕΚ.

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008.

(24)  Παρατηρήσεις της Αυστρίας που διαβιβάστηκαν στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 αναφορικά με την απόφαση της Επιτροπής της 22ας Ιουλίου 2009 για την κίνηση της διαδικασίας.

(25)  Δημοσιεύθηκε από τη Γερμανία, τη Δανία, τις Κάτω Χώρες, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Αυστρία.

(26)  Βλέπε υποσημείωση 2.

(27)  Η ακόλουθη εκτίμηση βασίζεται τόσο στη ΣΛΕΕ όσο και στη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Χάριν απλότητας θα αναφέρονται στο εξής μόνον οι διατάξεις της ΣΛΕΕ.

(28)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C 24/09 (πρώην-N446/08) – Αυστριακός νόμος για την Πράσινη Ενέργεια — Ενδεχόμενη χορήγηση ενίσχυσης στους μεγάλης κλίμακας καταναλωτές ενέργειας.

(29)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17 Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-75/97 Βέλγιο/Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψεις 28 έως 31. Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 41.

(30)  Επιστολή της Αυστρίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 σε απάντηση της αίτησης πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής στις 19 Ιουλίου 2010.

(31)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, υπόθεση C-482/99 Γαλλία/Επιτροπή (Stardust Marine), Συλλογή 2002, σ. I-4397, σκέψη 24.

(32)  Βλέπε υποσημείωση 14.

(33)  Υπόθεση C-206/06 Essent κατά Aluminium, Συλλογή 2008, σ. I-05497, σκέψη 74.

(34)  Βλέπε συναφώς σκέψη 74 στην απόφαση Essent.

(35)  Υπόθεση C-379/98, PreussenElektra κατά Schleswag, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, Συλλογή 2001, σ. I-2099. Η απόφαση εξέτασε το γερμανικό σύστημα σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης του έτους 1998 και διαπίστωσε ότι δεν εμπεριέχει κρατικές ενισχύσεις. Στο εν λόγω σύστημα, ο γερμανικός νόμος ρυθμίζει απευθείας τη σχέση μεταξύ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας, υποχρεώνοντας τους ιδιωτικούς παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που παράγεται στην επικράτεια διανομής τους έναντι ελάχιστης τιμής (σταθερό τιμολόγιο τροφοδότησης). Οι διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας ήταν στη συνέχεια σε θέση να αποφασίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα εισέπρατταν τις προκύπτουσες συμπληρωματικές δαπάνες για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από τους τελικούς καταναλωτές. Για τη διασφάλιση ομοιόμορφης συμμετοχής στην αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, οι επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας ήταν υποχρεωμένες να αντισταθμίζουν τις ποσότητες πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ τους. Ως αποτέλεσμα προέκυψαν ποσότητες διαθέσιμης πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας που αντιστοιχούσαν κατά προσέγγιση στο μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων.

(36)  Υπόθεση 76/78, Steinike και Weinlig/Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Συλλογή 1977, σ. 595, σκέψη 21: Η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 καλύπτει όλες τις κρατικές ενισχύσεις ή τις ενισχύσεις που χορηγούνται από κρατικούς πόρους, χωρίς να γίνεται διάκριση εάν η ενίσχυση χορηγείται απευθείας από το κράτος ή από δημόσια οντότητα που δημιουργήθηκε ή διορίστηκε από το κράτος για την εφαρμογή της ενίσχυσης ή από ιδιωτική οντότητα. Κατά την εφαρμογή του άρθρου 92 πρέπει να λαμβάνονται κυρίως υπόψη οι επιπτώσεις της ενίσχυσης στις ωφελούμενες επιχειρήσεις ή παραγωγούς και όχι το καθεστώς που διέπει τους οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διάθεση και τη διαχείριση της ενίσχυσης.

(37)  Η Αυστρία διαβίβασε τα εν λόγω στοιχεία βάσει της εμπειρίας που σχετίζεται με την εφαρμογή μιας τροποποιημένης έκδοσης του υπό εξέταση καθεστώτος με εντάσεις ενίσχυσης κάτω των κοινοποιηθέντων ορίων.

(38)  Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων «Ως «ενεργειοβόρος επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11, στην οποία είτε η αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας ανέρχεται τουλάχιστον στο 3,0 % της αξίας παραγωγής, είτε ο καταβλητέος εθνικός ενεργειακός φόρος ανέρχεται τουλάχιστον στο 0,5 % της προστιθέμενης αξίας».

(39)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 36.

(40)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψεις 34-35.

(41)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 36.

(42)  Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 29ης Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-368/04 Transalpine Ölleitung, σκέψη 72.

(43)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 48.

(44)  Το Δικαστήριο εκδίκασε σε πρώτο βαθμό το βασκικό καθεστώς ενισχύσεων υπό μορφή έκπτωσης φόρου για επενδύσεις ύψους άνω των 2,5 δισεκατ. ESP διότι το υπό εξέταση φορολογικό πλεονέκτημα περιοριζόταν σε επιχειρήσεις με σημαντικούς χρηματοοικονομικούς πόρους (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-92/00 και T-103/00 Diputación Foral de Alava κ.λπ./Επιτροπή, Συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 39 (μια έφεση κατά της εν λόγω απόφασης απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-186/02 P και C-188/02 P Ramondín SA κ.λπ./Επιτροπή, Συλλογή 2004, σ. I-10653, σκέψεις 60 επ.). Το Δικαστήριο εκδίκασε επίσης ένα καθεστώς ενίσχυσης για την αγορά επαγγελματικών οχημάτων ως de facto επιλεκτικό διότι, μεταξύ άλλων, αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος μεγάλες επιχειρήσεις (υπόθεση C-409/00 Ισπανία/Επιτροπή, Συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 50).

(45)  Απόφαση της Επιτροπής της 9ης Μαρτίου 2004 C33/2003 σχετικά με μέτρο ενίσχυσης που εφάρμοσε η Αυστρία το οποίο αφορά την έκπτωση του φόρου κατανάλωσης φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού το 2002 και το 2003, αιτιολογικές σκέψεις 47-49 (ΕΕ L 190 της 22.7.2005, σ. 13).

(46)  Απόφαση 2005/565/ΕΚ, αιτιολογική σκέψη 46.

(47)  Απόφαση 2005/565/ΕΚ, αιτιολογικές σκέψεις 68-70.

(48)  Υπόθεση C-368/04, Transalpine Pipeline, Συλλογή 2006, σ. I-09957.

(49)  Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 29ης Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-368/04 Transalpine Pipeline, σκέψη 73.

(50)  Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 29ης Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-368/04 Transalpine Pipeline, σκέψη 72.

(51)  Υπόθεση 173/73, Ιταλία/Επιτροπή, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 13.

(52)  Υπόθεση C-75/97, Βέλγιο/Επιτροπή, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 32.

(53)  Στον συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας παρατηρείται σημαντική συγκέντρωση σε επιμέρους τομείς όπως παραγωγή ξύλου, χάρτου, τροφίμων, υάλου, κεραμικών, μετάλλων και χημικών προϊόντων.

(54)  Επιστολή της Αυστρίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 προς απάντηση των ερωτημάτων της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2010 (σ. 17 και πίνακας 5 στη σ. 17).

(55)  Υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 33, υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψεις 28-31, υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 41.

(56)  Υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-07115, σκέψη 81.

(57)  Βλέπε υποσημείωση 56.

(58)  Υπόθεση C-487/06 P, Επιτροπή κατά British Aggregates Association, Συλλογή 2008, σ. I-10505, σκέψεις 84-92.

(59)  Πορτογαλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 82, όπου λαμβάνονται υπόψη η «κοινωνική συνοχή» και η «περιφερειακή ανάπτυξη» ως εξωγενείς πολιτικοί στόχοι.

(60)  Βλέπε υποσημείωση 58.

(61)  Βλέπε υποσημείωση 54.

(62)  Καθότι εκκρεμεί η οριστική απόφαση της Επιτροπής, η Αυστρία χορήγησε τα πλεονεκτήματα του μηχανισμού απαλλαγής επί τη βάσει των ενισχύσεων «de minimis».

(63)  ΔΕΚ, απόφαση της 28ης Απριλίου 1993, Ιταλία κατά Επιτροπής, υπόθεση C-364/90, Συλλογή 1993, σ. I-2097, σκέψη 20. Πρωτοδικείο, 15 Δεκεμβρίου 1999, Freistaat Sachsen, Volkswagen AG και Volkswagen Sachsen GmbH κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-132/96 και T-143/96, Συλλογή II-3663, σκέψη 140. ΔΕΚ, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, υπόθεση C-372/97, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 81.

(64)  ΔΕΚ, απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, υπόθεση C-142/87, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 56. ΔΕΚ, 11 Ιουλίου 1996, Syndicat français de l’Express international (SFEI) κ.λπ. κατά La Poste κ.λπ., υπόθεση C-39/94, Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 36.

(65)  ΔΕΚ, απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, Comité international de la rayonne et des fibres synthétiques κατά Επιτροπής, υπόθεση C-313/90, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 36, ΔΕΚ, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1996, IJssel-Vliet Combinatie BV κατά Minister van Economische Zaken, υπόθεση C-311/94, Συλλογή 1996, σ. I-5023, σκέψη 43, ΔΕΚ, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής, υπόθεση C 351/98, Συλλογή 2002, σ. I-8031, σκέψη 53.

(66)  Βλέπε υποσημείωση 3.

(67)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της 6ης Αυγούστου 2008 για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία) (ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3).

(68)  Βλέπε υποσημείωση 3.

(69)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008.

(70)  Βλέπε υποσημείωση 3.

(71)  ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 16.

(72)  Όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σταθερό τιμολόγιο τροφοδότησης προφανώς δεν αποτελεί εναρμονισμένο περιβαλλοντικό φόρο.

(73)  Παράγραφος 156 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισύχεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(74)  Παράγραφος 158 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισύχεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(75)  Παράγραφος 159 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισύχεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(76)  Η Αυστρία δεν απάντησε στα σχετικά ερωτήματα που υπέβαλε η Επιτροπή στις 21 Ιουνίου 2010 και 19 Ιουλίου 2010.

(77)  Υπόθεση 165/84 Krohn κατά Bundesanstalt für Landwirtschaftliche Marktordnung, Συλλογή 1985, σ. 3997, σκέψη 14. Υπόθεση 6/78 Union française de Céréales κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Συλλογή 1978, σ. 1675.

(78)  Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 του ΓΚΑΚ, οι δικαιούχοι της μείωσης φόρων καταβάλλουν τουλάχιστον το κοινοτικό ελάχιστο επίπεδο φόρου που θεσπίζεται με την οδηγία 2003/96/ΕΚ (οδηγία περί ενεργειακών φόρων). Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 του ΓΚΑΚ οι φορολογικές μειώσεις χορηγούνται για δεκαετείς το πολύ περιόδους. Μετά το πέρας των εν λόγω δεκαετών περιόδων, τα κράτη μέλη αξιολογούν εκ νέου τη σκοπιμότητα των σχετικών μέτρων ενίσχυσης.

(79)  Επιστολή της Αυστρίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 προς απάντηση των ερωτημάτων που υπέβαλε η Επιτροπή στις 19 Ιουλίου 2010, σ. 19.

(80)  Βλέπε υποσημείωση 63.

(81)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 2009 στην υπόθεση T-162/06 Kronoply κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-1, ιδίως σκέψεις 65, 66, 74, 75.

(82)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2001 στην υπόθεση T-187/99 Agrana Zucker und Stärke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1587, σκέψη 74. Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 2002 στην υπόθεση T-126/99 Graphischer Maschinenbau GmbH κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2427, σκέψεις 41-43. Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-390/06 Nuova Agricast, Συλλογή 2008, σ. I-2577, σκέψεις 68-69.

(83)  Κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία, σημείο 1.3 (ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1). Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, σημείο 1.3 (ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1).

(84)  Υπόθεση T-459/93 Siemens SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψη 48.

(85)  Υπόθεση T-459/93 Siemens SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψη 48. Βλέπε επίσης αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2010, Freistaat Sachsen und Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, υπόθεση T-396/08, σκέψεις 46-48, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-6857, σκέψη 30, καθώς και την παρατεθείσα νομολογία.

(86)  Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σταθερό τιμολόγιο τροφοδότησης προφανώς δεν αποτελεί εναρμονισμένο περιβαλλοντικό φόρο.

(87)  Βλέπε υποσημείωση 73.

(88)  Βλέπε υποσημείωση 74.

(89)  Βλέπε υποσημείωση 75.

(90)  Η Αυστρία δεν απάντησε στα σχετικά ερωτήματα που υπέβαλε η Επιτροπή στις 21 Ιουνίου 2010 και 19 Ιουλίου 2010.

(91)  Υπόθεση T-459/93 Siemens SA/Επιτροπή, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψη 48.