ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2011.145.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 145

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

54ό έτος
31 Μαΐου 2011


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 510/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα όσον αφορά τις εκπομπές, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Ένωσης για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 511/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, για την εφαρμογή της διμερούς ρήτρας διασφάλισης της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της και της Δημοκρατίας της Κορέας

19

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 512/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως την 31η Δεκεμβρίου 2011

28

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 513/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ( 1 )

30

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

31.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 145/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 510/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2011

σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα όσον αφορά τις εκπομπές, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Ένωσης για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 94/69/ΕΚ του Συμβουλίου (3), έχει στόχο τη σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων των αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα σε επίπεδα τα οποία αποτρέπουν την επικίνδυνη ανθρωπογενή παρεμβολή στο κλιματικό σύστημα. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, η συνολική ετήσια μέση αύξηση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη δεν θα πρέπει να υπερβεί τους 2 °C σε σύγκριση με τα προ της βιομηχανικής εποχής επίπεδα. Σύμφωνα με την τέταρτη έκθεση αξιολόγησης του 2007 της διακυβερνητικής επιτροπής για την αλλαγή του κλίματος (Intergovernmental Panel on Climate Change — IPCC), προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου πρέπει να έχουν φθάσει στο ανώτατο επίπεδό τους έως το 2020. Στη σύνοδο της 8ης-9ης Μαρτίου 2007, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεσμεύθηκε ρητά για μείωση, έως το 2020, των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας τουλάχιστον κατά 20 % σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 και κατά 30 %, εφόσον υπάρξουν δεσμεύσεις για συγκρίσιμες μειώσεις των εκπομπών από άλλες ανεπτυγμένες χώρες και εφόσον οι πιο προηγμένες οικονομικά αναπτυσσόμενες χώρες συμβάλλουν αναλόγως προς τις αντίστοιχες δυνατότητές τους.

(2)

Το 2009, η Επιτροπή ολοκλήρωσε την επανεξέταση της ενωσιακής στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη, εστιάζοντας στα πιο πιεστικά προβλήματα για τη βιώσιμη ανάπτυξη, όπως οι μεταφορές, η αλλαγή του κλίματος, η δημόσια υγεία και η εξοικονόμηση ενέργειας.

(3)

Για να επιτευχθούν οι απαιτούμενες μειώσεις εκπομπών, θα πρέπει να εφαρμόζονται, σε επίπεδο κρατών μελών και σε ενωσιακό επίπεδο, πολιτικές και μέτρα σε όλους τους τομείς της ενωσιακής οικονομίας και όχι μόνο στους τομείς της βιομηχανίας και της ενέργειας. Η απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 (4), ορίζει μια μέση μείωση κατά 10 % σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2005 στους τομείς που δεν καλύπτονται από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ, το οποίο θεσπίστηκε με την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (5), συμπεριλαμβανομένων των οδικών μεταφορών. Οι οδικές μεταφορές είναι ο δεύτερος σε μέγεθος τομέας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην Ένωση και οι εκπομπές του, συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών από ελαφρά επαγγελματικά οχήματα, εξακολουθούν να αυξάνουν. Εάν συνεχιστεί η αύξηση των εκπομπών των οδικών μεταφορών, θα υπονομευθούν σημαντικά οι προσπάθειες που καταβάλλονται σε άλλους κλάδους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

(4)

Οι στόχοι της Ένωσης για τα καινούργια οδικά οχήματα προσφέρουν στους κατασκευαστές μεγαλύτερη βεβαιότητα προγραμματισμού και περισσότερη ευελιξία για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις μείωσης των εκπομπών CO2, απ’ ό,τι θα προσέφεραν οι επιμέρους εθνικοί στόχοι μείωσης. Κατά τον καθορισμό προτύπων επιδόσεων για τις εκπομπές, έχει σημασία να συνεκτιμώνται οι συνέπειες για τις αγορές και την ανταγωνιστικότητα των κατασκευαστών, το άμεσο και έμμεσο κόστος για τις επιχειρήσεις και τα οφέλη που προκύπτουν από πλευράς τόνωσης της καινοτομίας, καθώς και μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας και του κόστους καυσίμων.

(5)

Προκειμένου να προωθηθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται συστήματα κινήτρων, όπως ο συνυπολογισμός των οικολογικών καινοτομιών και η χορήγηση πιστωτικών υπερμορίων.

(6)

Στις ανακοινώσεις της από 7 Φεβρουαρίου 2007 με τίτλο «Αποτελέσματα της επανεξέτασης της κοινοτικής στρατηγικής για τη μείωση των εκπομπών CO2 από τα επιβατηγά αυτοκίνητα και τα ελαφρά εμπορικά οχήματα» και «Ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο για την αυτοκινητοβιομηχανία για τον 21ο αιώνα (CARS21)», η Επιτροπή υπογράμμισε ότι ο κοινοτικός στόχος μέσων εκπομπών 120 g CO2/km από τον στόλο των νέων επιβατηγών αυτοκινήτων δεν θα επιτευχθεί μέχρι το 2012, αν δεν ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα.

(7)

Στις ανακοινώσεις αυτές, προτείνεται η διαμόρφωση ολοκληρωμένης προσέγγισης, για την υλοποίηση μέχρι το 2012 του κοινοτικού στόχου μέσων εκπομπών των 120 g CO2/km από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα και τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται στην Κοινότητα, με έμφαση σε υποχρεωτικές μειώσεις των εκπομπών CO2, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος των 130 g CO2/km, κατά μέσον όρο, για τον στόλο καινούργιων αυτοκινήτων μέσω βελτιώσεων της τεχνολογίας κινητήρων οχημάτων, καθώς και σε μια περαιτέρω μείωση κατά 10 g CO2/km ή ισοδύναμη, εφόσον είναι τεχνικώς αναγκαίο, με άλλες τεχνολογικές βελτιώσεις, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της απόδοσης καυσίμου στα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα.

(8)

Οι διατάξεις για την υλοποίηση του στόχου σχετικά με τις εκπομπές από ελαφρά επαγγελματικά οχήματα θα πρέπει να εναρμονίζονται με το νομοθετικό πλαίσιο για την υλοποίηση των στόχων σχετικά με τις εκπομπές από τον στόλο καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων, το οποίο ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Κοινότητας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (6).

(9)

Το νομοθετικό πλαίσιο για την επίτευξη του στόχου για τον μέσο όρο εκπομπών των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων θα πρέπει να διασφαλίζει ανταγωνιστικώς ουδέτερους, κοινωνικώς ισότιμους και βιώσιμους στόχους μείωσης, να λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των Ευρωπαίων κατασκευαστών αυτοκινήτων και να αποφεύγει κάθε αδικαιολόγητη στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ τους. Το νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει να είναι συμβατό με τον γενικό σκοπό της επίτευξης των στόχων μείωσης εκπομπών της Ένωσης και να συμπληρωθεί από άλλα μέσα που αφορούν αμεσότερα τη χρήση, όπως η διαφοροποίηση των φόρων αυτοκινήτων και ενέργειας ή μέτρα για τον περιορισμό της ταχύτητας των ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων.

(10)

Προκειμένου να διατηρηθεί η ποικιλία στην αγορά ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων και η ικανότητά της να καλύπτει τις διαφορετικές ανάγκες των καταναλωτών, οι στόχοι σχετικά με τις εκπομπές CO2 για τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα θα πρέπει να καθοριστούν ως γραμμική συνάρτηση της χρησιμότητας των οχημάτων. Για να περιγραφεί η χρησιμότητα αυτή, η μάζα αποτελεί μία ενδεδειγμένη παράμετρο, καθώς επιτρέπει τη συσχέτιση με τις τρέχουσες εκπομπές και επομένως οδηγεί σε ρεαλιστικότερους και ουδέτερους από πλευράς ανταγωνισμού στόχους. Επιπλέον, τα δεδομένα για τη μάζα είναι ευχερώς διαθέσιμα. Θα πρέπει να συγκεντρωθούν δεδομένα για εναλλακτικές παραμέτρους χρησιμότητας, όπως το αποτύπωμα (μέσο μετατρόχιο επί μεταξόνιο) και το ωφέλιμο φορτίο, ώστε να διευκολυνθούν πλέον μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις της προσέγγισης με βάση τη χρησιμότητα.

(11)

Ο παρών κανονισμός προάγει ενεργά την οικολογική καινοτομία και συνεκτιμά τις μελλοντικές τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας και να δημιουργήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας. Ως μέσο για τη συστηματική εκτίμηση των βελτιώσεων στις εκπομπές χάρη στην οικολογική καινοτομία, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο ένταξης μέτρων οικολογικής καινοτομίας στην επανεξέταση των διαδικασιών δοκιμής σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (7), λαμβάνοντας υπόψη τον τεχνολογικό και οικονομικό αντίκτυπο της ένταξης αυτής.

(12)

Η οδηγία 1999/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, για τις πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση των καταναλωτών σχετικά με την οικονομία καυσίμου και τις εκπομπές CO2 όσον αφορά την εμπορία νέων επιβατηγών αυτοκινήτων (8), ορίζει ήδη ότι τα διαφημιστικά έντυπα των οχημάτων πρέπει να παρέχουν στους τελικούς καταναλωτές τα επίσημα στοιχεία όσον αφορά τις εκπομπές CO2 και την επίσημη κατανάλωση καυσίμου του οχήματος. Η Επιτροπή, στη σύστασή της 2003/217/ΕΚ, της 26ης Μαρτίου 2003, για την εφαρμογή σε άλλα μέσα των διατάξεων της οδηγίας 1999/94/ΕΚ που αφορούν τα διαφημιστικά έντυπα (9), δίδει την ερμηνεία ότι τούτο περιλαμβάνει τη διαφήμιση. Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/94/ΕΚ θα πρέπει, συνεπώς, να επεκταθεί στα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα, ούτως ώστε οι διαφημίσεις για οποιοδήποτε ελαφρύ επαγγελματικό όχημα να επιβάλλεται να παρέχουν στον τελικό καταναλωτή τα στοιχεία για τις επίσημες πληροφορίες σχετικά με τις εκπομπές CO2 και για την επίσημη κατανάλωση καυσίμου του οχήματος, εφόσον δίδονται πληροφορίες σχετικά με την ενεργειακή κατανάλωση ή την τιμή, το αργότερο μέχρι το 2014.

(13)

Αναγνωρίζοντας ότι είναι ιδιαίτερα υψηλό το κόστος, τόσο για την έρευνα και την ανάπτυξη, όσο και για τη μοναδιαία παραγωγή, για τις πρώτες γενεές τεχνολογιών οχημάτων πολύ χαμηλών εκπομπών άνθρακα που προβλέπεται να κυκλοφορήσουν στην αγορά μετά την έναρξη ισχύος του, ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην επιτάχυνση και τη διευκόλυνση, προσωρινά, της διαδικασίας διάθεσης στην ενωσιακή αγορά οχημάτων εξαιρετικά χαμηλών εκπομπών άνθρακα στα αρχικά στάδια της διάθεσής τους στο εμπόριο.

(14)

Η χρήση ορισμένων εναλλακτικών καυσίμων μπορεί να αποφέρει σημαντικές μειώσεις των εκπομπών CO2 από την παραγωγή έως την κατανάλωση. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις που αποσκοπούν στην προώθηση της περαιτέρω ανάπτυξης ορισμένων οχημάτων εναλλακτικών καυσίμων στην ενωσιακή αγορά.

(15)

Το αργότερο από την 1η Ιανουαρίου 2012 και με σκοπό τη βελτίωση της συγκέντρωσης στοιχείων σχετικά με τη μέτρηση της κατανάλωσης καυσίμου, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον πρέπει να τροποποιηθεί η σχετική νομοθεσία, προκειμένου να περιληφθεί η από πλευράς των κατασκευαστών υποχρέωση που ζητούν την έγκριση τύπου για οχήματα της κατηγορίας Ν1, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (10), να εξοπλίζουν κάθε όχημα με σύστημα παρακολούθησης της κατανάλωσης καυσίμου.

(16)

Για λόγους συνέπειας με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 και για την αποτροπή καταχρήσεων, ο στόχος θα πρέπει να ισχύει για τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται στην Ένωση για πρώτη φορά και δεν έχουν ταξινομηθεί προηγουμένως εκτός Ένωσης, παρά μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

(17)

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ καθιερώνει εναρμονισμένο πλαίσιο με διοικητικές διατάξεις και γενικές τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση των πάσης φύσεως καινούργιων οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Ο φορέας που είναι υπεύθυνος για τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι ο ίδιος με εκείνον που είναι υπεύθυνος για τις πάσης φύσεως πτυχές της διαδικασίας έγκρισης τύπου σύμφωνα με την οδηγία 2007/46/ΕΚ και για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της παραγωγής.

(18)

Οι κατασκευαστές θα πρέπει να έχουν, αφενός, την ευελιξία να αποφασίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα επιτυγχάνουν τους στόχους τους βάσει του παρόντος κανονισμού και, αφετέρου, τη δυνατότητα να μεσοτιμούν τις εκπομπές στον στόλο των καινούργιων οχημάτων τους, αντί να οφείλουν να τηρούν στόχους CO2 για κάθε μεμονωμένο όχημα. Οι κατασκευαστές θα πρέπει, συνεπώς, να υποχρεωθούν να διασφαλίζουν ότι οι μέσες ειδικές εκπομπές από όλα τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται στην Ένωση και για τα οποία είναι υπεύθυνοι δεν υπερβαίνουν τον μέσο όρο των στόχων εκπομπών για τα εν λόγω οχήματα. Η απαίτηση αυτή θα πρέπει να εφαρμοστεί σταδιακά από το 2014 έως το 2017, προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση. Αυτό συνάδει με τους χρόνους προπορείας και τη διάρκεια της περιόδου σταδιακής εφαρμογής που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009.

(19)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι στόχοι αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες των μικρών κατασκευαστών και εκείνων που απευθύνονται σε εξειδικευμένες αγορές, καθώς και ότι εναρμονίζονται με τις δυνατότητές του κατασκευαστή για μείωση των εκπομπών, θα πρέπει να οριστούν εναλλακτικοί στόχοι μείωσης των εκπομπών για τους εν λόγω κατασκευαστές, λαμβανομένων υπόψη των τεχνολογικών δυνατοτήτων των οχημάτων ενός δεδομένου κατασκευαστή για τη μείωση των οικείων ειδικών εκπομπών CO2 και σε εναρμόνιση με τα χαρακτηριστικά των σχετικών τμημάτων της αγοράς. Αυτή η παρέκκλιση θα πρέπει να καλυφθεί από την επανεξέταση των στόχων ειδικών εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα I, η οποία προβλέπεται να ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι τις αρχές του 2013.

(20)

Η ενωσιακή στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών CO2 από τα επιβατικά και τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα καθιέρωσε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση με σκοπό την επίτευξη του ενωσιακού στόχου των 120 g CO2/km έως το 2012, ενώ παράλληλα παρουσιάζει μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική περαιτέρω μείωσης των εκπομπών. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 443/2009 συγκεκριμενοποιεί αυτήν την πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, θέτοντας στόχο τα 95 g CO2/km για τις μέσες εκπομπές του στόλου καινούργιων αυτοκινήτων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια με αυτήν την προσέγγιση και να παρασχεθεί στη βιομηχανία βεβαιότητα προγραμματισμού, θα πρέπει να οριστεί ένας μακροπρόθεσμος στόχος για τις ειδικές εκπομπές CO2 από ελαφρά επαγγελματικά οχήματα για το έτος 2020.

(21)

Για να διαθέτουν οι κατασκευαστές ευελιξία όσον αφορά την επίτευξη των οικείων στόχων εκπομπών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι κατασκευαστές μπορούν να συμφωνούν στον σχηματισμό συνδυασμού, κατά τρόπο ανοικτό, διαφανή και χωρίς διακρίσεις. Όταν σχηματίζουν συνδυασμό, οι ατομικοί στόχοι των κατασκευαστών θα πρέπει να αντικαθίστανται από έναν κοινό στόχο για τον συνδυασμό, ο οποίος θα πρέπει να επιτυγχάνεται συλλογικά από τα μέλη του συνδυασμού.

(22)

Οι ειδικές εκπομπές CO2 ολοκληρωμένων οχημάτων θα πρέπει να αποδίδονται στον κατασκευαστή του οχήματος βάσης.

(23)

Για να διασφαλισθεί ότι οι τιμές των εκπομπών CO2 και η απόδοση καυσίμου των ολοκληρωμένων οχημάτων είναι αντιπροσωπευτικές, η Επιτροπή θα πρέπει να προτείνει συγκεκριμένη διαδικασία και να εξετάζει, όπου χρειαστεί, τη δυνατότητα αναθεώρησης της νομοθεσίας για την έγκριση τύπου.

(24)

Είναι αναγκαίος ένας άρτιος μηχανισμός συμμόρφωσης, ώστε να διασφαλισθεί η τήρηση των στόχων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

(25)

Οι ειδικές εκπομπές CO2 από καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα μετρούνται κατά τρόπο εναρμονισμένο στην Ένωση με βάση τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007. Για να ελαχιστοποιηθεί η διοικητική επιβάρυνση του συστήματος, η συμμόρφωση προς αυτό θα πρέπει να κρίνεται με παραπομπή σε δεδομένα για τις ταξινομήσεις καινούργιων οχημάτων στην Ένωση, τα οποία συλλέγονται από τα κράτη μέλη και υποβάλλονται στην Επιτροπή. Για να εξασφαλιστεί η συνέπεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της συμμόρφωσης, οι κανόνες συλλογής και υποβολής των δεδομένων αυτών θα πρέπει να εναρμονισθούν κατά το δυνατόν περισσότερο.

(26)

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ ορίζει ότι οι κατασκευαστές εκδίδουν πιστοποιητικό συμμόρφωσης το οποίο συνοδεύει κάθε καινούργιο ελαφρύ επαγγελματικό όχημα και ότι τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ταξινόμηση και θέση σε κυκλοφορία καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων μόνον εφόσον συνοδεύονται από έγκυρο πιστοποιητικό συμμόρφωσης. Τα δεδομένα που συλλέγονται από τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμφωνούν με το πιστοποιητικό συμμόρφωσης που έχει εκδοθεί από τον κατασκευαστή για το ελαφρύ επαγγελματικό όχημα και να βασίζονται μόνο στο εν λόγω έγγραφο. Θα πρέπει να υπάρχει ενωσιακή τυποποιημένη βάση δεδομένων για τα δεδομένα που αφορούν το πιστοποιητικό συμμόρφωσης. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως μοναδικό σημείο αναφοράς, ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να διατηρούν ευκολότερα τα δικά τους δεδομένα ταξινόμησης, όταν τα οχήματα ταξινομούνται για πρώτη φορά.

(27)

Η συμμόρφωση των κατασκευαστών προς τους στόχους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να εκτιμάται σε ενωσιακό επίπεδο. Οι κατασκευαστές των οποίων οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 υπερβαίνουν τις επιτρεπόμενες βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καταβάλλουν τίμημα υπέρβασης εκπομπών για κάθε ημερολογιακό έτος από την 1η Ιανουαρίου 2014. Το τίμημα θα πρέπει να διαμορφώνεται σε συνάρτηση με τον βαθμό στον οποίο ο κατασκευαστής δεν συμμορφώνεται προς τον στόχο του. Για λόγους διασφάλισης της συνέπειας, ο μηχανισμός του τιμήματος θα πρέπει να είναι παρόμοιος με αυτόν που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009. Τα ποσά από το τίμημα υπέρβασης εκπομπών θα πρέπει να θεωρούνται έσοδο για τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(28)

Δεδομένου του σκοπού του παρόντος κανονισμού και των διαδικασιών που προβλέπει, κάθε εθνικό μέτρο που τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν ή να θεσπίζουν κατά το άρθρο 193 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) δεν θα πρέπει να επιβάλλει επιπρόσθετες ή αυστηρότερες ποινές στους κατασκευαστές που δεν συμμορφώνονται με τους στόχους που ορίζει ο παρών κανονισμός.

(29)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει υπό την επιφύλαξη της πλήρους εφαρμογής των ενωσιακών κανόνων περί ανταγωνισμού.

(30)

Όσον αφορά την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου, θα πρέπει να εξεταστούν νέες λεπτομέρειες, ιδιαίτερα σχετικά με την κλίση της καμπύλης, την παράμετρο χρησιμότητας και το σύστημα του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών.

(31)

Η ταχύτητα των οδικών οχημάτων επηρεάζει σημαντικά την κατανάλωση καυσίμου και τις εκπομπές CO2 από αυτά. Επιπλέον, η απουσία ορίου ταχύτητας για τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα μπορεί να δημιουργήσει ανταγωνισμό για την ανώτερη ταχύτητα, ο οποίος με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε υπερμεγέθη συστήματα κίνησης και συναφείς ανεπάρκειες σε πιο ήπιες συνθήκες λειτουργίας. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να διερευνηθεί κατά πόσον είναι εφικτό να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με την εγκατάσταση και τη χρήση διατάξεων περιορισμού της ταχύτητας σε ορισμένες κατηγορίες οχημάτων με κινητήρα στην Κοινότητα (11), προκειμένου να συμπεριληφθούν τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(32)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, ιδίως για την έγκριση λεπτομερών κανόνων όσον αφορά την παρακολούθηση και την υποβολή στοιχείων σχετικά με τις μέσες εκπομπές, δηλαδή τη συλλογή, την καταχώριση, την παρουσίαση, τη διαβίβαση, τον υπολογισμό και την κοινοποίηση δεδομένων που αφορούν τις μέσες εκπομπές και την εφαρμογή των απαιτήσεων που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ, καθώς και για την υιοθέτηση λεπτομερών διευθετήσεων σχετικά με την είσπραξη τιμημάτων υπέρβασης εκπομπών και λεπτομερών διατάξεων για τη διαδικασία έγκρισης καινοτόμων τεχνολογιών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (12).

(33)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ να τροποποιεί, υπό το πρίσμα της εμπειρίας εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τις απαιτήσεις παρακολούθησης και διαβίβασης δεδομένων που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, να προσαρμόζει την τιμή Μ0 που αναφέρεται στο παράρτημα Ι στη μέση μάζα των καινούργιων ελαφρών εμπορικών οχημάτων κατά τα τρία προηγούμενα ημερολογιακά έτη, να θεσπίζει κανόνες σχετικά με την ερμηνεία των κριτηρίων επιλεξιμότητας για παρεκκλίσεις, το περιεχόμενο των αιτήσεων χορήγησης παρέκκλισης και το περιεχόμενο και την εκτίμηση των προγραμμάτων για τη μείωση των ειδικών εκπομπών CO2, καθώς και να προσαρμόζει τους τύπους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν κάθε αλλαγή που επέρχεται στην κανονιστική διαδικασία δοκιμών για τη μέτρηση των ειδικών εκπομπών CO2. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή τις δέουσες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

(34)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή ο καθορισμός απαιτήσεων επιδόσεων όσον αφορά τις εκπομπές CO2 για τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και στόχοι

1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει απαιτήσεις επιδόσεων όσον αφορά τις εκπομπές CO2 για τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα. Ο παρών κανονισμός ορίζει την τιμή των μέσων εκπομπών CO2 για καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα σε 175 g CO2/km, μέσω βελτιώσεων της τεχνολογίας των οχημάτων, όπως αυτές μετρούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και τα μέτρα εφαρμογής του, καθώς και μέσω καινοτόμων τεχνολογιών.

2.   Από το 2020 και εφεξής, ο παρών κανονισμός θέτει ως στόχο τα 147 g CO2/km για τις μέσες εκπομπές των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που ταξινομούνται στην Ένωση, υπό τον όρο ότι επιβεβαιώνεται η σχετική τεχνική δυνατότητα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε μηχανοκίνητα οχήματα της κατηγορίας N1, όπως ορίζονται στο παράρτημα II της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, των οποίων η μάζα αναφοράς δεν υπερβαίνει τα 2 610 kg, καθώς και σε οχήματα της κατηγορίας N1 στα οποία έχει επεκταθεί η έγκριση τύπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 («ελαφρά επαγγελματικά οχήματα») και τα οποία ταξινομούνται για πρώτη φορά στην Ένωση και δεν έχουν ταξινομηθεί προηγουμένως εκτός της Ένωσης («καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα»).

2.   Δεν λαμβάνεται υπόψη προηγούμενη ταξινόμηση εκτός της Ένωσης που έγινε λιγότερο από τρεις μήνες πριν από την ταξινόμηση στην Ένωση.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε οχήματα ειδικού σκοπού, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ μέρος Α σημείο 5 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «μέσες ειδικές εκπομπές CO2»: αναφορικά με κάποιον κατασκευαστή, ο μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 όλων των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων των οποίων είναι ο κατασκευαστής·

β)   «πιστοποιητικό συμμόρφωσης»: το πιστοποιητικό του άρθρου 18 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ·

γ)   «ολοκληρωμένο όχημα»: όχημα του οποίου η έγκριση τύπου χορηγείται μετά την ολοκλήρωση διαδικασίας έγκρισης τύπου σε πολλαπλά στάδια σύμφωνα με την οδηγία 2007/46/ΕΚ·

δ)   «πλήρες όχημα»: οποιοδήποτε όχημα δεν χρειάζεται να ολοκληρωθεί ώστε να πληροί τις σχετικές τεχνικές απαιτήσεις της οδηγίας 2007/46/ΕΚ·

ε)   «όχημα βάσης»: οποιοδήποτε όχημα χρησιμοποιείται κατά το αρχικό στάδιο μιας διαδικασίας έγκρισης τύπου σε πολλαπλά στάδια·

στ)   «κατασκευαστής»: το πρόσωπο ή ο φορέας που είναι υπεύθυνος έναντι της εγκριτικής αρχής για όλες τις πτυχές της διαδικασίας έγκρισης τύπου της ΕΚ κατά την οδηγία 2007/46/ΕΚ και για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης παραγωγής·

ζ)   «μάζα»: η μάζα του οχήματος με το αμάξωμα σε ετοιμότητα λειτουργίας, όπως αναφέρεται στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης και ορίζεται στο παράρτημα I σημείο 2.6 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ·

η)   «ειδικές εκπομπές CO2»: οι εκπομπές ελαφρού επαγγελματικού οχήματος, οι οποίες μετρούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και προσδιορίζονται στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης του πλήρους ή του ολοκληρωμένου οχήματος ως η μάζα εκπομπών CO2 (συνδυασμένη μάζα)·

θ)   «στόχος ειδικών εκπομπών» αναφορικά με κάποιο κατασκευαστή: ο μέσος όρος των ενδεικτικών ειδικών εκπομπών CO2 που καθορίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I για κάθε καινούργιο ελαφρύ επαγγελματικό όχημα του οποίου είναι ο κατασκευαστής ή, όταν χορηγείται στον κατασκευαστή εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 11, ο σύμφωνα με αυτήν την εξαίρεση καθοριζόμενος στόχος ειδικών εκπομπών·

ι)   «αποτύπωμα»: το γινόμενο του μεταξονίου ενός οχήματος επί το μετατρόχιο, όπως αναγράφεται στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης και ορίζεται στα τμήματα 2.1 και 2.3 του παραρτήματος I της οδηγίας 2007/46/ΕΚ·

ια)   «ωφέλιμο φορτίο»: η διαφορά μεταξύ της μέγιστης τεχνικά επιτρεπτής μάζας έμφορτου οχήματος, σύμφωνα με το παράρτημα II της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, και της μάζας του οχήματος.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών» νοείται ο κατασκευαστής και οι συνδεδεμένες με αυτόν επιχειρήσεις. Αναφορικά με κάποιον κατασκευαστή, ως «συνδεδεμένες επιχειρήσεις» νοούνται:

α)

οι επιχειρήσεις στις οποίες ο κατασκευαστής έχει, άμεσα ή έμμεσα:

i)

την εξουσία να ασκεί πάνω από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου ή

ii)

την εξουσία να διορίζει πάνω από τα μισά μέλη του εποπτικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων που νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν την επιχείρηση ή

iii)

το δικαίωμα να διευθύνει τις υποθέσεις της επιχείρησης·

β)

οι επιχειρήσεις οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, διαθέτουν επί του κατασκευαστή τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που απαριθμούνται στο στοιχείο α)·

γ)

οι επιχειρήσεις στις οποίες επιχείρηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) έχει, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που απαριθμούνται στο στοιχείο α)·

δ)

οι επιχειρήσεις στις οποίες ο κατασκευαστής, από κοινού με μία ή περισσότερες από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ), ή στις οποίες δύο ή περισσότερες από τις τελευταίες επιχειρήσεις διαθέτουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που απαριθμούνται στο στοιχείο α)·

ε)

οι επιχειρήσεις στις οποίες τα δικαιώματα ή οι εξουσίες που απαριθμούνται στο στοιχείο α) ανήκουν από κοινού στον κατασκευαστή ή σε μία ή περισσότερες από τις συνδεδεμένες με αυτόν επιχειρήσεις κατά τα στοιχεία α) έως δ) και σε ένα ή περισσότερα τρίτα μέρη.

Άρθρο 4

Στόχοι ειδικών εκπομπών

Για το ημερολογιακό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2014 και κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, κάθε κατασκευαστής ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων διασφαλίζει ότι οι οικείες μέσες ειδικές εκπομπές του CO2 δεν υπερβαίνουν τον οικείο στόχο του ειδικών εκπομπών που καθορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I ή, στην περίπτωση των κατασκευαστών για τους οποίους εγκρίνεται παρέκκλιση βάσει του άρθρου 11, σύμφωνα με την παρέκκλιση αυτή.

Εάν οι ειδικές εκπομπές του ολοκληρωμένου οχήματος δεν είναι διαθέσιμες, ο κατασκευαστής του οχήματος βάσης χρησιμοποιεί τις ειδικές εκπομπές του οχήματος βάσης, για να προσδιορίσει τον δικό του μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2.

Για τον καθορισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 κάθε κατασκευαστή, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα ποσοστά καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων του εκάστοτε κατασκευαστή που έχουν ταξινομηθεί κατά το αντίστοιχο έτος:

70 % το 2014,

75 % το 2015,

80 % το 2016,

100 % από το 2017 και εφεξής.

Άρθρο 5

Πιστωτικά υπερμόρια

Κατά τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2, κάθε καινούργιο ελαφρό επαγγελματικό όχημα με ειδικές εκπομπές CO2 χαμηλότερες από 50 g CO2/km λογίζεται ως:

3,5 ελαφρά επαγγελματικά οχήματα το 2014,

3,5 ελαφρά επαγγελματικά οχήματα το 2015,

2,5 ελαφρά επαγγελματικά οχήματα το 2016,

1,5 ελαφρύ επαγγελματικό όχημα το 2017,

1 ελαφρύ επαγγελματικό όχημα από το 2018.

Για τη διάρκεια του προγράμματος πιστωτικών υπερμορίων, ο μέγιστος αριθμός των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων, με ειδικές εκπομπές CO2 χαμηλότερες από 50 g CO2/km, που λαμβάνεται υπόψη όσον αφορά την εφαρμογή των πολλαπλασιαστών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, δεν υπερβαίνει τα 25 000 ελαφρά επαγγελματικά οχήματα ανά κατασκευαστή.

Άρθρο 6

Στόχος ειδικών εκπομπών για ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που κινούνται με εναλλακτικό καύσιμο

Προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό ένας κατασκευαστής πληροί τους αναφερόμενους στο άρθρο 4 στόχους του ειδικών εκπομπών, οι ειδικές εκπομπές CO2 για κάθε ελαφρύ επαγγελματικό όχημα το οποίο έχει κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να κινηθεί με μείγμα βενζίνης και βιοαιθανόλης με περιεκτικότητα αιθανόλης 85 % («E85»), το οποίο πληροί τις σχετικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας ή τα ευρωπαϊκά τεχνικά πρότυπα, μειώνονται, έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, κατά 5 %, ως αναγνώριση του γεγονότος ότι κατά τη λειτουργία με βιοκαύσιμα υπάρχουν μεγαλύτερες δυνατότητες όσον αφορά την τεχνολογία και τη μείωση των εκπομπών. Η μείωση αυτή ισχύει μόνο όταν τουλάχιστον το 30 % των πρατηρίων καυσίμων στο κράτος μέλος στο οποίο έχει ταξινομηθεί το ελαφρύ επαγγελματικό όχημα προσφέρουν αυτόν τον τύπο εναλλακτικού καυσίμου, το οποίο να πληροί τα κριτήρια βιωσιμότητας για βιοκαύσιμα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας.

Άρθρο 7

Συνδυασμός

1.   Οι κατασκευαστές καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων, εκτός από εκείνους στους οποίους έχει παραχωρηθεί παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 11, δύνανται να σχηματίζουν συνδυασμό για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν βάσει του άρθρου 4.

2.   Η συμφωνία για τον σχηματισμό συνδυασμού είναι δυνατόν να αφορά ένα ή περισσότερα ημερολογιακά έτη, υπό τον όρο ότι η συνολική διάρκεια κάθε συμφωνίας δεν υπερβαίνει τα πέντε ημερολογιακά έτη, και πρέπει να τίθεται σε ισχύ στις ή πριν από τις 31 Δεκεμβρίου του πρώτου ημερολογιακού έτους για το οποίο πρόκειται να συνδυαστούν οι εκπομπές. Οι κατασκευαστές που σχηματίζουν συνδυασμό ενημερώνουν την Επιτροπή με σχετικό φάκελο, στον οποίο:

α)

αναφέρονται οι κατασκευαστές που συμμετέχουν στον συνδυασμό·

β)

κατονομάζεται κάποιος από τους κατασκευαστές ως επικεφαλής του συνδυασμού, ο οποίος θα αποτελεί το σημείο επαφής για τον συνδυασμό και θα είναι υπεύθυνος για την πληρωμή τυχόν τιμήματος υπέρβασης εκπομπών επιβαλλόμενου στον συνδυασμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9·

γ)

παρέχονται αποδεικτικά στοιχεία ότι ο επικεφαλής του συνδυασμού θα είναι σε θέση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το στοιχείο β).

3.   Εφόσον ο προταθείς επικεφαλής του συνδυασμού δεν εκπληρώνει την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών που έχει επιβληθεί στον συνδυασμό σύμφωνα με το άρθρο 9, η Επιτροπή ειδοποιεί σχετικά τους κατασκευαστές.

4.   Οι κατασκευαστές που συμμετέχουν σε συνδυασμό ενημερώνουν από κοινού την Επιτροπή για τυχόν αλλαγή του επικεφαλής του συνδυασμού ή της οικονομικής του κατάστασης, στον βαθμό που αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητά του να εκπληρώνει την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών που έχει επιβληθεί στον συνδυασμό σύμφωνα με το άρθρο 9, καθώς και για τυχόν αλλαγές των μελών του συνδυασμού ή τη λύση του συνδυασμού.

5.   Οι κατασκευαστές δύνανται να συνομολογούν διακανονισμούς συνδυασμού με την προϋπόθεση ότι οι σχετικές συμφωνίες τους συνάδουν με τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ και ότι επιτρέπουν την ανοικτή, διαφανή και χωρίς διακρίσεις συμμετοχή, υπό εμπορικώς εύλογους όρους, οποιουδήποτε κατασκευαστή ζητήσει να γίνει μέλος του συνδυασμού. Με την επιφύλαξη της γενικής εφαρμογής των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού επί τέτοιων συνδυασμών, όλα τα μέλη ενός συνδυασμού διασφαλίζουν, ειδικότερα, ότι, στο πλαίσιο των διακανονισμών τους που διέπουν τον συνδυασμό, δεν μπορεί να υπάρξει κοινή χρήση δεδομένων ούτε ανταλλαγή πληροφοριών, με εξαίρεση όσον αφορά:

α)

τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2·

β)

τον στόχο ειδικών εκπομπών·

γ)

τον συνολικό αριθμό ταξινομούμενων οχημάτων.

6.   Η παράγραφος 5 δεν έχει εφαρμογή εάν όλοι οι κατασκευαστές που συμμετέχουν στον συνδυασμό ανήκουν στην ίδια ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών.

7.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις ειδοποίησης βάσει της παραγράφου 3, οι κατασκευαστές που συμμετέχουν σε συνδυασμό για τον οποίο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή με σχετικό φάκελο θεωρούνται ως ένας κατασκευαστής για τους σκοπούς της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 4. Οι πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων σε σχέση με μεμονωμένους κατασκευαστές και συμπράξεις θα καταγράφονται, θα αναφέρονται και θα καθίστανται διαθέσιμες στο κεντρικό μητρώο του άρθρου 8 παράγραφος 4.

Άρθρο 8

Παρακολούθηση και αναφορά των μέσων εκπομπών

1.   Για το ημερολογιακό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2012 και για κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, κάθε κράτος μέλος καταγράφει πληροφορίες για κάθε καινούργιο ελαφρύ επαγγελματικό όχημα που ταξινομείται στην επικράτειά του, σύμφωνα με το μέρος Α του παραρτήματος ΙΙ. Οι εν λόγω πληροφορίες τίθενται στη διάθεση των κατασκευαστών και των εισαγωγέων ή αντιπροσώπων που έχουν οριστεί από τους κατασκευαστές στα επιμέρους κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσουν ότι οι φορείς που υποβάλλουν αναφορές λειτουργούν με διαφάνεια.

2.   Μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από το 2013, κάθε κράτος μέλος προσδιορίζει και διαβιβάζει στην Επιτροπή τα στοιχεία που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος ΙΙ για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Τα δεδομένα διαβιβάζονται με τον μορφότυπο που ορίζεται στο μέρος Γ του παραρτήματος ΙΙ.

3.   Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν επίσης το πλήρες σύνολο δεδομένων που έχουν συλλέξει κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1.

4.   Η Επιτροπή τηρεί κεντρικό μητρώο των δεδομένων που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη βάσει του παρόντος άρθρου και το δημοσιοποιεί. Από τις 30 Ιουνίου 2013 και κάθε επόμενο έτος, η Επιτροπή υπολογίζει προσωρινά για κάθε κατασκευαστή:

α)

τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος·

β)

τον στόχο ειδικών εκπομπών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος·

γ)

τη διαφορά μεταξύ των μέσων ειδικών εκπομπών του CO2 κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και του στόχου ειδικών εκπομπών του για το εν λόγω έτος.

Η Επιτροπή κοινοποιεί σε κάθε κατασκευαστή τον προσωρινό υπολογισμό της που τον αφορά. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει δεδομένα ανά κράτος μέλος όσον αφορά τον αριθμό καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που έχουν ταξινομηθεί και τις ειδικές τους εκπομπές CO2.

5.   Οι κατασκευαστές δικαιούνται, εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση του προσωρινού υπολογισμού βάσει της παραγράφου 4, να γνωστοποιούν στην Επιτροπή τυχόν σφάλματα στα δεδομένα, ορίζοντας το κράτος μέλος στο οποίο θεωρούν ότι έγινε το σφάλμα.

6.   Η Επιτροπή εξετάζει τυχόν γνωστοποιήσεις των κατασκευαστών και μέχρι τις 31 Οκτωβρίου είτε επιβεβαιώνει είτε τροποποιεί τους προσωρινούς υπολογισμούς βάσει της παραγράφου 4.

7.   Για τα ημερολογιακά έτη 2012 και 2013 και με βάση τους υπολογισμούς που εκτελούνται σύμφωνα με την παράγραφο 5, η Επιτροπή ενημερώνει τον κατασκευαστή σε περίπτωση που η Επιτροπή εκτιμά ότι οι μέσες ειδικές εκπομπές από τον κατασκευαστή υπερέβησαν τον οικείο στόχο του ειδικών εκπομπών CO2.

8.   Σε κάθε κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή για τη συλλογή και τη διαβίβαση των δεδομένων παρακολούθησης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό είναι εκείνη που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009.

9.   Η Επιτροπή εκδίδει λεπτομερείς κανόνες για την παρακολούθηση και την υποβολή δεδομένων βάσει του παρόντος άρθρου και για την εφαρμογή του παραρτήματος II. Οι εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να τροποποιεί το παράρτημα ΙΙ με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15 και υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στα άρθρα 16 και 17.

10.   Τα κράτη μέλη συλλέγουν επίσης και υποβάλλουν, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεδομένα για τις ταξινομήσεις οχημάτων των κατηγοριών Μ2 και Ν2, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, των οποίων η μάζα αναφοράς δεν υπερβαίνει τα 2 610 kg, και οχημάτων στα οποία έχει επεκταθεί η έγκριση τύπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007.

Άρθρο 9

Τίμημα υπέρβασης εκπομπών

1.   Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου ως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 και κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, η Επιτροπή επιβάλλει τίμημα υπέρβασης εκπομπών σε κατασκευαστή ή σε επικεφαλής συνδυασμού, κατά περίπτωση, εάν οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 του εν λόγω κατασκευαστή υπερβαίνουν τον οικείο στόχο ειδικών εκπομπών.

2.   Το τίμημα υπέρβασης εκπομπών κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

α)

Από το 2014 έως το 2018:

i)

Για υπέρβαση εκπομπών πάνω από 3 g CO2/km:

[(Εκπομπές καθ’ υπέρβαση – 3 g CO2/km) × 95 EUR + 45 EUR] × αριθμός των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων.

ii)

Για υπέρβαση εκπομπών πάνω από 2 g CO2/km αλλά μέχρι 3 g CO2/km:

[(Εκπομπές καθ’ υπέρβαση – 2 g CO2/km) × 25 EUR + 20 EUR] × αριθμός των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων.

iii)

Για υπέρβαση εκπομπών πάνω από 1 g CO2/km αλλά μέχρι 2 g CO2/km:

[(Εκπομπές καθ’ υπέρβαση – 1 g CO2/km) × 15 EUR + 5 EUR] × αριθμός των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων.

iv)

Για υπέρβαση εκπομπών μέχρι 1 g CO2/km:

(Εκπομπές καθ’ υπέρβαση × 5 EUR) × αριθμός των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων.

β)

Από το 2019 και εφεξής:

(Εκπομπές καθ’ υπέρβαση × 95 EUR) × αριθμός των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

ως «υπέρβαση εκπομπών» νοείται ο θετικός αριθμός γραμμαρίων ανά χιλιόμετρο κατά τον οποίο οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 του κατασκευαστή —λαμβανομένων υπόψη των μειώσεων των εκπομπών CO2 λόγω καινοτόμων τεχνολογιών που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 12— υπερέβησαν τον οικείο στόχο ειδικών εκπομπών κατά το ημερολογιακό έτος ή μέρος αυτού για το οποίο ισχύει η υποχρέωση του άρθρου 4, στρογγυλοποιημένος στο πλησιέστερο τρίτο δεκαδικό ψηφίο, και

ως «αριθμός καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων» νοείται το πλήθος καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων των οποίων είναι ο κατασκευαστής και τα οποία ταξινομήθηκαν κατά την εν λόγω περίοδο με τα κριτήρια σταδιακής εφαρμογής που καθορίζονται στο άρθρο 4.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει λεπτομερείς ρυθμίσεις για την είσπραξη του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

4.   Τα ποσά από το τίμημα υπέρβασης εκπομπών θεωρούνται έσοδο για τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 10

Δημοσίευση των επιδόσεων των κατασκευαστών

1.   Μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2013 και τις 31 Οκτωβρίου κάθε επόμενου έτους, η Επιτροπή δημοσιεύει κατάλογο όπου για κάθε κατασκευαστή αναφέρονται:

α)

ο οικείος στόχος ειδικών εκπομπών για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος·

β)

οι οικείες μέσες ειδικές εκπομπές CO2 κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος·

γ)

η διαφορά μεταξύ των οικείων μέσων ειδικών εκπομπών CO2 κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και του στόχου ειδικών εκπομπών του κατά το εν λόγω έτος·

δ)

οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 για όλα τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομήθηκαν στην Ένωση κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, και

ε)

η μέση μάζα για όλα τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομήθηκαν στην Ένωση κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

2.   Από τις 31 Οκτωβρίου 2015, στον κατάλογο που δημοσιεύεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 αναφέρεται επίσης κατά πόσον ο κατασκευαστής τήρησε τις απαιτήσεις του άρθρου 4 ως προς το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 11

Παρεκκλίσεις για ορισμένους κατασκευαστές

1.   Αίτηση παρέκκλισης από τον στόχο ειδικών εκπομπών που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I δύναται να υποβάλει κατασκευαστής του οποίου τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται στην Ένωση ανά ημερολογιακό έτος είναι λιγότερα από 22 000 και ο οποίος:

α)

δεν είναι μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών, ή

β)

είναι μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών η οποία είναι υπεύθυνη συνολικώς για λιγότερα από 22 000 καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται στην Ένωση ανά ημερολογιακό έτος, ή

γ)

είναι μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών, αλλά χρησιμοποιεί τις δικές του εγκαταστάσεις παραγωγής και το δικό του κέντρο σχεδιασμού.

2.   Η κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 παρέκκλιση μπορεί να χορηγηθεί για πέντε ημερολογιακά έτη κατ’ ανώτατο όριο. Υποβάλλεται αίτηση στην Επιτροπή, η οποία περιλαμβάνει:

α)

την επωνυμία του κατασκευαστή και τον αρμόδιο επικοινωνίας με αυτόν·

β)

στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο κατασκευαστής είναι επιλέξιμος για παρέκκλιση κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1·

γ)

λεπτομερή στοιχεία για τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που κατασκευάζει, συμπεριλαμβανομένων της μάζας και των ειδικών εκπομπών CO2 των εν λόγω ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων, και

δ)

στόχο ειδικών εκπομπών ανταποκρινόμενο στις δυνατότητές του για μείωση των εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων μείωσης των ειδικών εκπομπών CO2 και λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της αγοράς για τον τύπο του κατασκευαζόμενου ελαφρού επαγγελματικού οχήματος.

3.   Εφόσον η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κατασκευαστής είναι επιλέξιμος για την παρέκκλιση που αιτήθηκε κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 και κρίνει ότι ο προτεινόμενος από τον κατασκευαστή στόχος ειδικών εκπομπών ανταποκρίνεται στις δυνατότητές του για μείωση των εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων μείωσης των ειδικών εκπομπών CO2 και λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της αγοράς για τον τύπο του κατασκευαζόμενου ελαφρού επαγγελματικού οχήματος, η Επιτροπή παραχωρεί στον κατασκευαστή παρέκκλιση. Η παρέκκλιση ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του έτους που ακολουθεί την ημερομηνία χορήγησης της παρέκκλισης.

4.   Ο κατασκευαστής που υπόκειται σε παρέκκλιση σύμφωνα με το παρόν άρθρο κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή κάθε μεταβολή που επηρεάζει ή ενδέχεται να επηρεάσει την επιλεξιμότητά του για παρέκκλιση.

5.   Εφόσον η Επιτροπή θεωρεί, είτε με βάση την κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4 κοινοποίηση είτε για άλλους λόγους, ότι κατασκευαστής δεν είναι πλέον επιλέξιμος για παρέκκλιση, ανακαλεί την παρέκκλιση με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου ημερολογιακού έτους και απευθύνει σχετική κοινοποίηση στον κατασκευαστή.

6.   Εφόσον ο κατασκευαστής δεν επιτύχει τον οικείο στόχο ειδικών εκπομπών, η Επιτροπή τού επιβάλλει τίμημα υπέρβασης εκπομπών, όπως ορίζει το άρθρο 9.

7.   Η Επιτροπή εκδίδει συμπληρωματικούς κανόνες για τις παραγράφους 1 έως 6 του παρόντος άρθρου, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ερμηνεία των κριτηρίων επιλεξιμότητας για παρεκκλίσεις, το περιεχόμενο των αιτήσεων και το περιεχόμενο και την εκτίμηση των προγραμμάτων μείωσης των ειδικών εκπομπών CO2, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15 και υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στα άρθρα 16 και 17.

8.   Οι αιτήσεις παρέκκλισης, οι οποίες περιλαμβάνουν τις υποστηρικτικές πληροφορίες, κάθε κοινοποίηση κατά την παράγραφο 4, κάθε ανάκληση κατά την παράγραφο 5 και κάθε επιβολή τιμήματος υπέρβασης εκπομπών κατά την παράγραφο 6, καθώς και τις πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 7, είναι διαθέσιμες στο κοινό, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (13).

Άρθρο 12

Οικολογικές καινοτομίες

1.   Κατόπιν αιτήσεως προμηθευτή ή κατασκευαστή, λαμβάνονται υπόψη οι εξοικονομήσεις CO2 που επιτυγχάνονται με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών. Η συνολική συμβολή των τεχνολογιών αυτών στη μείωση του στόχου ειδικών εκπομπών ενός κατασκευαστή μπορεί να ανέρχεται σε 7 g CO2/km κατ’ ανώτατο όριο.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει λεπτομερείς διατάξεις για τη διαδικασία έγκρισης καινοτόμων τεχνολογιών έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012. Οι εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Οι λεπτομερείς αυτές διατάξεις είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 και βασίζονται στα κατωτέρω κριτήρια για καινοτόμους τεχνολογίες:

α)

ο προμηθευτής ή ο κατασκευαστής πρέπει να είναι υπεύθυνοι για την εξοικονόμηση CO2 που επιτυγχάνεται με τη χρήση των καινοτόμων τεχνολογιών·

β)

οι καινοτόμοι τεχνολογίες πρέπει να έχουν επαληθευμένη συμβολή στη μείωση του CO2·

γ)

οι καινοτόμοι τεχνολογίες πρέπει να μην εμπίπτουν στον πρότυπο κύκλο δοκιμών για τη μέτρηση του CO2 ή σε υποχρεωτικές διατάξεις λόγω πρόσθετων συμπληρωματικών μέτρων για τη συμμόρφωση προς τη μείωση των 10 g CO2/km κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 ούτε να είναι υποχρεωτικές δυνάμει άλλων διατάξεων ενωσιακού δικαίου.

3.   Ο προμηθευτής ή κατασκευαστής που αιτείται την έγκριση μέτρου ως καινοτόμου τεχνολογίας υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση, συμπεριλαμβανομένης έκθεσης επαλήθευσης από ανεξάρτητο και πιστοποιημένο φορέα. Σε περίπτωση πιθανής αλληλεπίδρασης μεταξύ του μέτρου και άλλης καινοτόμου τεχνολογίας που έχει ήδη εγκριθεί, στην έκθεση αναφέρεται η εν λόγω αλληλεπίδραση και στην έκθεση επαλήθευσης εκτιμάται ο βαθμός στον οποίο η αλληλεπίδραση αυτή τροποποιεί τη μείωση που επιτυγχάνεται με κάθε μέτρο.

4.   Η Επιτροπή βεβαιώνει την επιτευχθείσα μείωση με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 2.

Άρθρο 13

Επανεξέταση και υποβολή έκθεσης

1.   Το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ολοκληρώνει την επανεξέταση των στόχων ειδικών εκπομπών του παραρτήματος Ι και των παρεκκλίσεων του άρθρου 11, με σκοπό τον καθορισμό:

των λεπτομερειών επίτευξης, έως το έτος 2020, μακροπρόθεσμου στόχου 147 g CO2/km με οικονομικώς συμφέροντα τρόπο, εφόσον επιβεβαιωθεί η δυνατότητα επίτευξής του με βάση τα επικαιροποιημένα αποτελέσματα εκτίμησης επιπτώσεων, και

των θεμάτων που αφορούν την υλοποίηση του εν λόγω στόχου, συμπεριλαμβανομένου του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών.

Με βάση την επανεξέταση αυτή και την οικεία εκτίμηση επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής εκτίμησης των επιπτώσεων στην αυτοκινητοβιομηχανία και τις βιομηχανίες που εξαρτώνται από αυτή, η Επιτροπή, εάν κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, κατά τον πλέον ουδέτερο τρόπο από άποψη ανταγωνισμού, και η οποία είναι κοινωνικά δίκαιη και βιώσιμη.

2.   Η Επιτροπή, εάν κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έως το 2014, για συμπερίληψη στον παρόντα κανονισμό οχημάτων των κατηγοριών Ν2 και Μ2 όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, των οποίων η μάζα αναφοράς δεν υπερβαίνει τα 2 610 kg, καθώς και οχημάτων στα οποία έχει επεκταθεί η έγκριση τύπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007, με σκοπό την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου από το 2020.

3.   Μέχρι το 2014, η Επιτροπή, μετά από εκτίμηση επιπτώσεων, δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων αποτυπώματος και ωφέλιμου φορτίου και με τη χρήση τους ως παραμέτρων χρησιμότητας για τον καθορισμό των στόχων ειδικών εκπομπών και, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την τροποποίηση του παραρτήματος Ι, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

4.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή ορίζει διαδικασία για τον υπολογισμό αντιπροσωπευτικών τιμών για τις εκπομπές CO2, την αποδοτικότητα καυσίμου και τη μάζα των ολοκληρωμένων οχημάτων, διασφαλίζοντας την έγκαιρη πρόσβαση του κατασκευαστή του οχήματος βάσης στη μάζα και στις ειδικές εκπομπές CO2 του ολοκληρωμένου οχήματος.

5.   Έως τις 31 Οκτωβρίου 2016 και, εν συνεχεία, ανά τριετία, η Επιτροπή τροποποιεί το παράρτημα Ι με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 15 και υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στα άρθρα 16 και 17, με σκοπό την προσαρμογή της τιμής M0 που περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα στη μέση μάζα των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων κατά τα προηγούμενα τρία ημερολογιακά έτη.

Οι προσαρμογές αυτές τίθενται σε ισχύ για πρώτη φορά την 1η Ιανουαρίου 2018 και, εν συνεχεία, ανά τριετία.

6.   Η Επιτροπή συμπεριλαμβάνει τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα στην επανεξέταση των διαδικασιών μέτρησης των εκπομπών CO2 σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009.

Από την ημερομηνία εφαρμογής της αναθεωρημένης διαδικασίας μέτρησης των εκπομπών CO2, παύουν να εγκρίνονται καινοτόμοι τεχνολογίες με τη διαδικασία του άρθρου 12.

Η Επιτροπή συμπεριλαμβάνει τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα στην επανεξέταση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009.

Προκειμένου κάθε αλλαγή να αντικατοπτρίζεται στην κανονιστική διαδικασία δοκιμών για τη μέτρηση των ειδικών εκπομπών CO2, η Επιτροπή προσαρμόζει τους τύπους που παρατίθενται στο παράρτημα Ι με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 15 και υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στα άρθρα 16 και 17.

Άρθρο 14

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή κλιματικών μεταβολών, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 9 της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για μηχανισμό παρακολούθησης των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου στην Κοινότητα και εφαρμογής του πρωτοκόλλου του Κιότο (14). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 15

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 11 παράγραφος 7, στο άρθρο 13 παράγραφος 5 και στο άρθρο 13 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο, ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 3η Ιουνίου 2011. Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με τη δοθείσα εξουσιοδότηση το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της πενταετίας. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 16.

2.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3.   Η εξουσία για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 16 και 17.

Άρθρο 16

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 11 παράγραφος 7, στο άρθρο 13 παράγραφος 5 και στο άρθρο 13 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο, μπορεί να ανακληθεί, ανά πάσα στιγμή, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που κίνησε εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει εάν πρόκειται να ανακαλέσει την εξουσιοδότηση επιδιώκει να ενημερώσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή, πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας την εξουσιοδότηση που ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο ανάκλησης και τους πιθανούς λόγους της ανάκλησης.

3.   Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που διευκρινίζεται σε αυτή. Δεν επηρεάζει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 17

Διατύπωση αντιρρήσεων έναντι των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις σχετικά με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης.

Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, αυτή η προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες.

2.   Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο διατύπωσε αντιρρήσεις έναντι της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία που ορίζεται στις διατάξεις της.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αρχίζει να ισχύει πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην προβάλλουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις έναντι της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αυτή δεν τίθεται σε ισχύ. Το θεσμικό όργανο που διατυπώνει αντιρρήσεις έναντι της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης εκθέτει τους σχετικούς λόγους.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

GYŐRI E.


(1)  ΕΕ C 44 της 11.2.2011, σ. 157.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2011.

(3)  ΕΕ L 33 της 7.2.1994, σ. 11.

(4)  ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 136.

(5)  ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32.

(6)  ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 12 της 18.1.2000, σ. 16.

(9)  ΕΕ L 82 της 29.3.2003, σ. 33.

(10)  ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 57 της 2.3.1992, σ. 27.

(12)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(13)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(14)  ΕΕ L 49 της 19.2.2004, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΣΤΌΧΟΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2

1.

Οι ενδεικτικές ειδικές εκπομπές CO2 για κάθε ελαφρύ επαγγελματικό όχημα, μετρούμενες σε γραμμάρια ανά χιλιόμετρο, προσδιορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

α)

Από το 2014 έως το 2017:

Ενδεικτικές ειδικές εκπομπές CO2 = 175 + a × (M – M0)

όπου:

M

=

μάζα του οχήματος σε χιλιόγραμμα (kg)

M0

=

1 706,0

a

=

0,093.

β)

Από το 2018 και εφεξής:

Ενδεικτικές ειδικές εκπομπές CO2 = 175 + a × (M – M0)

όπου:

M

=

μάζα του οχήματος σε χιλιόγραμμα (kg)

M0

=

η εγκριθείσα τιμή βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 5

a

=

0,093.

2.

Ο στόχος ειδικών εκπομπών για έναν κατασκευαστή σε δεδομένο ημερολογιακό έτος υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των ενδεικτικών ειδικών εκπομπών CO2 από κάθε καινούργιο ελαφρύ επαγγελματικό όχημα που ταξινομήθηκε κατά το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και του οποίου είναι ο κατασκευαστής.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΚΠΟΜΠΩΝ

Α.   Συλλογή δεδομένων για καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα και προσδιορισμός των στοιχείων παρακολούθησης των εκπομπών CO2

1.

Για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2012 και κάθε επόμενο έτος, τα κράτη μέλη καταγράφουν τα ακόλουθα στοιχεία για κάθε καινούργιο ελαφρύ επαγγελματικό όχημα που ταξινομείται στην επικράτειά τους:

α)

τον κατασκευαστή·

β)

τον τύπο, την παραλλαγή και την έκδοσή του·

γ)

τις ειδικές εκπομπές CO2 (g/km) του οχήματος·

δ)

τη μάζα του (kg)·

ε)

το μεταξόνιό του (mm)·

στ)

το εύρος του ίχνους των τροχών του άξονα διεύθυνσης (mm) και του άλλου άξονα (mm)·

ζ)

το μέγιστο τεχνικώς αποδεκτό βάρος έμφορτου οχήματος (σε kg) σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 2007/46/ΕΚ.

2.

Οι λεπτομέρειες που αναφέρονται στο σημείο 1 λαμβάνονται από το πιστοποιητικό συμμόρφωσης για το αντίστοιχο ελαφρύ επαγγελματικό όχημα. Όταν το πιστοποιητικό συμμόρφωσης ορίζει τόσο κατώτατη όσο και ανώτατη μάζα για ελαφρύ επαγγελματικό όχημα, για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν μόνο την ανώτατη αριθμητική τιμή. Στην περίπτωση των οχημάτων διπλής τροφοδοσίας (βενζίνη-αέριο) στα πιστοποιητικά συμμόρφωσης των οποίων σημειώνονται οι ειδικές εκπομπές CO2 και για τα δύο είδη καυσίμου, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν μόνο την τιμή που αφορά το αέριο.

3.

Για το ημερολογιακό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2012 και κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, κάθε κράτος μέλος προσδιορίζει για κάθε κατασκευαστή, σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στο μέρος Β του παρόντος παραρτήματος:

α)

τον συνολικό αριθμό καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που ταξινομήθηκαν στην επικράτειά του·

β)

τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2, όπως ορίζονται στο μέρος Β σημείο 2 του παρόντος παραρτήματος·

γ)

τη μέση μάζα, όπως ορίζεται στο μέρος Β σημείο 3 του παρόντος παραρτήματος·

δ)

για κάθε παραλλαγή κάθε έκδοσης κάθε τύπου καινούργιου ελαφρού επαγγελματικού οχήματος:

i)

τον συνολικό αριθμό καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που ταξινομήθηκαν στην επικράτειά του, όπως ορίζεται στο μέρος Β σημείο 4 του παρόντος παραρτήματος,

ii)

τις ειδικές εκπομπές CO2,

iii)

τη μάζα,

iv)

το αποτύπωμα του οχήματος, όπως ορίζεται στο μέρος Β σημείο 5 του παρόντος παραρτήματος,

v)

το ωφέλιμο φορτίο.

Β.   Μεθοδολογία προσδιορισμού των στοιχείων παρακολούθησης των εκπομπών CO2 για τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα

Τα στοιχεία παρακολούθησης που τα κράτη μέλη οφείλουν να προσδιορίζουν σύμφωνα με το μέρος Α σημείο 3 του παρόντος παραρτήματος προσδιορίζονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιγράφεται στο παρόν μέρος.

1.   Αριθμός ταξινομηθέντων καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων (N)

Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τον αριθμό των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που ταξινομήθηκαν στην επικράτειά τους κατά το αντίστοιχο έτος παρακολούθησης (N).

2.   Μέσες ειδικές εκπομπές CO2 από καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα (Save)

Οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 από όλα τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά στην επικράτεια κράτους μέλους κατά το έτος παρακολούθησης (Save) υπολογίζονται διαιρώντας το άθροισμα των ειδικών εκπομπών CO2 των επιμέρους καινούργιων οχημάτων, S, διά του πλήθους των καινούργιων οχημάτων, N.

Save = (1/N) × Σ S

3.   Μέση μάζα καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων

Η μέση μάζα όλων των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που ταξινομήθηκαν στην επικράτεια κράτους μέλους κατά το έτος παρακολούθησης (Mave) υπολογίζεται διαιρώντας το άθροισμα των μαζών των επιμέρους καινούργιων οχημάτων, M, διά του πλήθους των καινούργιων οχημάτων, N.

Mave = (1/N) × Σ M

4.   Κατανομή των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων ανά έκδοση

Για κάθε έκδοση κάθε παραλλαγής κάθε τύπου καινούργιου ελαφρού επαγγελματικού οχήματος, καταγράφονται ο αριθμός των οχημάτων που ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά, η μάζα των οχημάτων, οι ειδικές εκπομπές CO2, το μεταξόνιο, το εύρος ίχνους των τροχών και η μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα του οχήματος.

5.   Αποτύπωμα

Το αποτύπωμα του οχήματος υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το μεταξόνιο του οχήματος επί το μέσο μετατρόχιό του.

6.   Ωφέλιμο φορτίο

Το ωφέλιμο φορτίο του οχήματος ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της μέγιστης τεχνικά επιτρεπτής μάζας έμφορτου οχήματος σύμφωνα με το παράρτημα II της οδηγίας 2007/46/ΕΚ και της μάζας του οχήματος.

7.   Ολοκληρωμένα οχήματα

Σε οχήματα πολλαπλών σταδίων, οι ειδικές εκπομπές CO2 ολοκληρωμένων οχημάτων αποδίδονται στον κατασκευαστή του οχήματος βάσης.

Για να διασφαλισθεί η αντιπροσωπευτικότητα των τιμών των εκπομπών CO2, ενεργειακής απόδοσης και μάζας των ολοκληρωμένων οχημάτων, χωρίς να επιβαρυνθεί υπερβολικά ο κατασκευαστής του οχήματος βάσης, το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2011, η Επιτροπή θα παρουσιάσει συγκεκριμένη διαδικασία παρακολούθησης και θα προβεί σε αναθεώρηση και στις αναγκαίες τροποποιήσεις της σχετικής νομοθεσίας περί έγκρισης τύπου.

Κατά τον καθορισμό της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή, εφόσον χρειαστεί, καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα παρακολουθούνται η μάζα και οι τιμές CO2, με βάση πίνακα τιμών CO2 που αντιστοιχούν σε διάφορες κλάσεις τελικής ροπής αδράνειας ή με βάση μια μόνο τιμή CO2 που θα προκύπτει από τη μάζα του οχήματος βάσης επαυξημένη κατά μια εξ ορισμού προστιθέμενη μάζα, διαφοροποιούμενη αναλόγως της κλάσης N1. Στην τελευταία περίπτωση, η εν λόγω μάζα θα λαμβάνεται υπόψη και για το μέρος Γ του παρόντος παραρτήματος.

Η Επιτροπή διασφαλίζει επίσης ότι ο κατασκευαστής του οχήματος βάσης έχει έγκαιρη πρόσβαση στα δεδομένα της μάζας και των ειδικών εκπομπών CO2 του ολοκληρωμένου οχήματος.

Γ.   Μορφότυπος για τη διαβίβαση των δεδομένων

Για κάθε κατασκευαστή, για κάθε έτος, τα κράτη μέλη υποβάλλουν τα δεδομένα που περιγράφονται στο μέρος Α σημείο 3 του παρόντος παραρτήματος χρησιμοποιώντας τους ακόλουθους μορφότυπους:

Τμήμα 1 —   Συγκεντρωτικά δεδομένα παρακολούθησης

Κράτος μέλος (1):

 

Έτος:

 

Πηγή:

 


Κατασκευαστής

Συνολικός αριθμός ταξινομηθέντων καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων

Αριθμός καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που διαθέτουν τιμή εκπομπών

Αριθμός καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που διαθέτουν τιμή μάζας

Αριθμός καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που διαθέτουν τιμή μεταξονίου

Αριθμός καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που διαθέτουν τιμή εύρους ίχνους των τροχών του άξονα διεύθυνσης

Αριθμός καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που διαθέτουν τιμή εύρους ίχνους των τροχών του άλλου άξονα

(Κατασκευαστής 1)

(Κατασκευαστής 2)

Σύνολο όλων των κατασκευαστών

Τμήμα 2 –   Λεπτομερή δεδομένα παρακολούθησης

Όνομα κατασκευαστή

Ονομασία με βάση τα πρότυπα ΕΕ

Όνομα κατασκευαστή

Ονομασία με βάση τα εθνικά πρότυπα

Όνομα κατασκευαστή

Ονομασία με βάση το εθνικό μητρώο

Τύπος

Παραλλαγή

Έκδοση

Κατασκευή

Εμπορική ονομασία

Κατηγορία εγκεκριμένου τύπου οχήματος

Κατηγορία ταξινομημένου οχήματος

Συνολικός αριθμός καινούργιων ταξινομήσεων

Ειδικές εκπομπές CO2

(g/km)

Μάζα

(kg)

Μέγιστο τεχνικώς αποδεκτό βάρος έμφορτου οχήματος

(kg)

Μεταξόνιο

(mm)

Εύρος ίχνους τροχών άξονα διεύθυνσης

(mm)

Εύρος ίχνους τροχών άλλου άξονα

(mm)

Τύπος καυσίμου

Τρόπος ανεφοδιασμού καυσίμου

Χωρητικότητα

(cm3)

Κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας

(Wh/km)

Κωδικός καινοτόμου τεχνολογίας ή ομάδας καινοτόμων τεχνολογιών

Μείωση εκπομπών μέσω καινοτόμων τεχνολογιών

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Τύπος 1

Παραλλαγή 1

Έκδοση 1

 

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Τύπος 1

Παραλλαγή 1

Έκδοση 2

 

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Τύπος 1

Παραλλαγή 2

Έκδοση 1

 

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Τύπος 1

Παραλλαγή 2

Έκδοση 2

 

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Τύπος 2

Παραλλαγή 1

Έκδοση 1

 

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Τύπος 2

Παραλλαγή 1

Έκδοση 2

 

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Τύπος 2

Παραλλαγή 2

Έκδοση 1

 

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Τύπος 2

Παραλλαγή 2

Έκδοση 2

 

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

Κατασκευαστής 1

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Τύπος 1

Παραλλαγή 1

Έκδοση 1

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Τύπος 1

Παραλλαγή 1

Έκδοση 2

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Τύπος 1

Παραλλαγή 2

Έκδοση 1

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Τύπος 1

Παραλλαγή 2

Έκδοση 2

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Τύπος 2

Παραλλαγή 1

Έκδοση 1

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Τύπος 2

Παραλλαγή 1

Έκδοση 2

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Τύπος 2

Παραλλαγή 2

Έκδοση 1

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Τύπος 2

Παραλλαγή 2

Έκδοση 2

 

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

Κατασκευαστής 2

 


(1)  Κωδικοί ISO 3166 alpha-2, με εξαίρεση την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, για τα οποία ισχύουν οι κωδικοί «EL» και «UK» αντιστοίχως.


31.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 145/19


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 511/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2011

για την εφαρμογή της διμερούς ρήτρας διασφάλισης της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της και της Δημοκρατίας της Κορέας

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 23 Απριλίου 2007 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Δημοκρατία της Κορέας («Κορέα») εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της.

(2)

Οι διαπραγματεύσεις αυτές ολοκληρώθηκαν και η συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της και της Δημοκρατίας της Κορέας (στο εξής «η συμφωνία») υπεγράφη στις 6 Οκτωβρίου 2010 (2), εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 17 Φεβρουαρίου 2011 (3) και πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή όπως προβλέπεται από το άρθρο 15.10 της συμφωνίας.

(3)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι διαδικασίες εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της συμφωνίας όσον αφορά τις ρήτρες διασφάλισης.

(4)

Θα πρέπει να οριστούν οι έννοιες της «σοβαρής ζημίας», του «κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας» και της «μεταβατικής περιόδου» που αναφέρονται στο άρθρο 3.5 της συμφωνίας.

(5)

Το ενδεχόμενο μέτρων διασφάλισης μπορεί να εξεταστεί μόνο εάν το υπό εξέταση προϊόν εισάγεται στην Ένωση σε τόσο αυξημένες ποσότητες και υπό τέτοιες συνθήκες, ώστε να προκαλείται ή να υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημία στους παραγωγούς της Ένωσης οι οποίοι παράγουν ομοειδή ή ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3.1 της συμφωνίας.

(6)

Τα μέτρα διασφάλισης πρέπει να λαμβάνουν μία από τις μορφές που αναφέρονται στο άρθρο 3.1 της συμφωνίας.

(7)

Τα καθήκοντα της παρακολούθησης και της επανεξέτασης της συμφωνίας, και, εάν χρειάζεται, η επιβολή μέτρων διασφάλισης πρέπει να επιτελούνται με τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια.

(8)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει ετήσια έκθεση για την εκτέλεση της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών και την εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης.

(9)

Πρέπει να υπάρχουν λεπτομερείς διατάξεις για την έναρξη της διαδικασίας. Η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει από τα κράτη μέλη πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, σχετικά με τυχόν τάσεις των εισαγωγών που ενδέχεται να επιβάλλουν την εφαρμογή μέτρων διασφάλισης.

(10)

Η αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων σχετικά με όλες τις εισαγωγές από την Κορέα στην Ένωση είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας για να προσδιοριστεί κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή μέτρων διασφάλισης.

(11)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αύξηση των εισαγωγών που επικεντρώνεται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ενδέχεται να προκαλέσει ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει από μόνη της σοβαρή ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Σε περίπτωση που υπάρχει αύξηση εισαγωγών προϊόντων που συγκεντρώνεται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, η Επιτροπή μπορεί να εισαγάγει μέτρα προηγούμενης εποπτείας. Η Επιτροπή θα εξετάσει πλήρως πώς μπορεί το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας και, κατά συνέπεια, ο κλάδος της Ένωσης που παράγει το ομοειδές προϊόν να οριστεί κατά τρόπο που θα προβλέπει την άσκηση πραγματικής προσφυγής, τηρώντας παράλληλα πλήρως τα κριτήρια δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της συμφωνίας.

(12)

Εάν υπάρχουν επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ώστε η έναρξη διαδικασίας να είναι δικαιολογημένη, η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.2.2 της συμφωνίας, οφείλει να δημοσιεύσει ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(13)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθούν λεπτομερείς διατάξεις για την έναρξη των ερευνών, για την πρόσβαση και για τον έλεγχο εκ μέρους των ενδιαφερόμενων μερών στις λαμβανόμενες πληροφορίες, για την ακρόαση των εμπλεκόμενων μερών καθώς και για την παροχή σε αυτά της δυνατότητας να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 3.2.2 της συμφωνίας.

(14)

Η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει εγγράφως την Κορέα για την έναρξη έρευνας και να πραγματοποιεί διαβούλευση με την Κορέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3.2.1 της συμφωνίας.

(15)

Είναι επίσης αναγκαίο, σύμφωνα με τα άρθρα 3.2 και 3.3 της συμφωνίας, να καθοριστούν προθεσμίες για την έναρξη των ερευνών και τον προσδιορισμό του κατά πόσον είναι ή δεν είναι ενδεδειγμένα τα μέτρα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ταχεία αξιολόγηση αυτού του προσδιορισμού, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς.

(16)

Θα πρέπει να διεξάγεται έρευνα πριν από την εφαρμογή κάθε μέτρου διασφάλισης, με την επιφύλαξη της δυνατότητας που έχει η Επιτροπή να λαμβάνει, σε επείγουσες περιπτώσεις, προσωρινά μέτρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3.3 της συμφωνίας.

(17)

Τα μέτρα διασφάλισης πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στο βαθμό και κατά το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαία για την αποτροπή της πρόκλησης σοβαρής ζημίας και για τη διευκόλυνση της προσαρμογής. Πρέπει να καθοριστεί η μέγιστη περίοδος εφαρμογής των μέτρων διασφάλισης και θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις για την παράταση και την επανεξέταση αυτών των μέτρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3.2.5 της συμφωνίας.

(18)

Η στενή παρακολούθηση θα διευκολύνει την έγκαιρη λήψη οιασδήποτε απόφασης όσον αφορά την πιθανή έναρξη έρευνας ή την επιβολή μέτρων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί τακτικά τις εισαγωγές και τις εξαγωγές στους ευαίσθητους κλάδους από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας.

(19)

Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν ορισμένες διαδικασίες όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 14 (επιστροφή ή απαλλαγή από τελωνειακούς δασμούς) του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των «καταγόμενων προϊόντων» ή «προϊόντων καταγωγής» και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας (στο εξής «πρωτόκολλο κανόνων καταγωγής») της συμφωνίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η ουσιαστική λειτουργία των μηχανισμών που προβλέπονται σε αυτό και να καταστεί δυνατή η ευρεία ανταλλαγή πληροφοριών με τους ενδιαφερομένους του τομέα.

(20)

Επειδή δεν θα είναι δυνατόν να περιορισθεί η επιστροφή τελωνειακών δασμών μέχρι να παρέλθουν πέντε έτη από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, ενδέχεται να χρειαστεί, βάσει του παρόντος κανονισμού, να επιβληθούν μέτρα διασφάλισης έναντι σοβαρής ζημίας ή κινδύνου σοβαρής ζημίας σε παραγωγούς της Ένωσης, η οποία προκαλείται από εισαγωγές για τις οποίες προβλέπεται επιστροφή ή απαλλαγή τελωνειακών δασμών. Κατά τη διαδικασία αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί όλους τους σχετικούς παράγοντες που επηρεάζουν την κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.1 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί τα κορεατικά στατιστικά στοιχεία για ευαίσθητους τομείς οι οποίοι ενδέχεται να επηρεαστούν από την επιστροφή των τελωνειακών δασμών από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας.

(21)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς, από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας, ειδικά στους ευαίσθητους τομείς, τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν την εξέλιξη των εισαγωγών και εξαγωγών από και προς την Κορέα.

(22)

Τα κράτη μέλη μπορούν να αναφέρουν τα οριστικά μέτρα διασφάλισης που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό στις αιτήσεις για χρηματοδοτική συνεισφορά βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1927/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση (4).

(23)

Η εφαρμογή της διμερούς ρήτρας διασφάλισης της συμφωνίας απαιτεί την εφαρμογή ενιαίων όρων για την έγκριση προσωρινών και οριστικών μέτρων διασφάλισης, για την επιβολή μέτρων προηγούμενης εποπτείας και για την περάτωση της έρευνας χωρίς λήψη μέτρων. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω μέτρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση των κανόνων και των γενικών αρχών σχετικά με τους μηχανισμούς ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (5).

(24)

Είναι σκόπιμο να χρησιμοποιείται η συμβουλευτική διαδικασία για την έγκριση εποπτικών και προσωρινών μέτρων λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων αυτών των μέτρων και του γεγονότος ότι η έγκριση των οριστικών μέτρων διασφάλισης αποτελεί τη λογική τους συνέχεια. Όταν μια καθυστέρηση στην επιβολή των μέτρων ενδέχεται να προκαλέσει ζημία δυσχερώς επανορθώσιμη, είναι απαραίτητο να επιτρέπεται στην Επιτροπή να εγκρίνει αμέσως εφαρμοστέα προσωρινά μέτρα.

(25)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει μόνο για προϊόντα καταγωγής από την Ένωση ή την Κορέα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)   «εμπορεύματα»: τα προϊόντα καταγωγής από την Ένωση ή την Κορέα. Προϊόν που υπόκειται σε έρευνα μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες δασμολογικές κλάσεις ή υποδιαίρεση αυτών, ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις της αγοράς, ή οιαδήποτε κατηγορία προϊόντων που εφαρμόζεται ευρέως στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής·

β)   «ενδιαφερόμενα μέρη»: μέρη που επηρεάζονται από τις εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος·

γ)   «ενωσιακός κλάδος παραγωγής»: οι ενωσιακοί παραγωγοί στο σύνολό τους που παράγουν ομοειδή ή ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα και οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο έδαφος της Ένωσης, ή οι ενωσιακοί παραγωγοί των οποίων η αθροιζόμενη παραγωγή ομοειδών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων αντιπροσωπεύει μεγάλο ποσοστό της συνολικής ενωσιακής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων. Σε περίπτωση που το ομοειδές ή ευθέως ανταγωνιστικό προϊόν είναι μόνον ένα μεταξύ περισσότερων προϊόντων που παράγονται από τους παραγωγούς που συνιστούν τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, ο κλάδος παραγωγής ορίζεται ως οι συγκεκριμένες δραστηριότητες που εμπλέκονται στην παραγωγή του ομοειδούς ή ευθέως ανταγωνιστικού προϊόντος·

δ)   «σοβαρή ζημία»: σημαντική γενική επιδείνωση της θέσης των ενωσιακών παραγωγών·

ε)   «κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας»: σοβαρή ζημία η οποία είναι πέραν αμφιβολίας επικείμενη. Ο προσδιορισμός της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας βασίζεται σε επαληθεύσιμα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο τυχόν σε ισχυρισμούς, εικασίες ή απομακρυσμένες πιθανότητες. Προβλέψεις, εκτιμήσεις και αναλύσεις που γίνονται με βάση τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη για να προσδιορισθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας·

στ)   «μεταβατική περίοδος»: η περίοδος που αφορά ένα προϊόν και εκτείνεται από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15.10, έως δέκα έτη μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατάργησης ή της μείωσης του δασμού, ανάλογα με το προϊόν.

Άρθρο 2

Αρχές

1.   Ένα μέτρο διασφάλισης μπορεί να επιβληθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, όταν ένα προϊόν καταγωγής Κορέας, λόγω της μείωσης ή της κατάργησης των δασμών για το εν λόγω προϊόν, εισάγεται στην Ένωση σε τόσο αυξημένες ποσότητες, είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε σύγκριση με την παραγωγή της Ένωσης, και υπό τέτοιες συνθήκες ώστε να προκαλείται ή να υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ομοειδούς ή ευθέως ανταγωνιστικού προϊόντος.

2.   Τα μέτρα διασφάλισης μπορεί να λάβουν μία από τις ακόλουθες μορφές:

α)

αναστολή κάθε περαιτέρω μείωσης του δασμολογικού συντελεστή για το συγκεκριμένο προϊόν, όπως προβλέπεται στη συμφωνία· ή

β)

αύξηση του ποσοστού του δασμού για το προϊόν σε επίπεδο που δεν υπερβαίνει το μικρότερο από τους δύο παρακάτω δασμούς:

το δασμολογικό συντελεστή του μάλλον ευνοούμενου κράτους (ΜΕΚ) που εφαρμοζόταν για το συγκεκριμένο προϊόν όταν ελήφθη το μέτρο, ή

το βασικό δασμολογικό συντελεστή που καθορίζεται στον πίνακα υποχρεώσεων του παραρτήματος 2-Α της συμφωνίας σύμφωνα με το άρθρο 2.5.2 της συμφωνίας.

Άρθρο 3

Παρακολούθηση

1.   Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη των στατιστικών στοιχείων για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές κορεατικών προϊόντων στους ευαίσθητους κλάδους που ενδέχεται να επηρεαστούν από την επιστροφή των τελωνειακών δασμών από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας και συνεργάζεται και ανταλλάσσει στοιχεία σε τακτική βάση με τα κράτη μέλη και τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

2.   Βάσει δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος των ενδιαφερόμενων κλάδων παραγωγής, η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει τη διεύρυνση του πεδίου παρακολούθησης σε άλλους κλάδους παραγωγής.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση παρακολούθησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα επικαιροποιημένα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές από την Κορέα προϊόντων που ανήκουν στους ευαίσθητους κλάδους και σε εκείνους στους οποίους έχει επεκταθεί η παρακολούθηση.

4.   Για πενταετή περίοδο από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας και κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η Επιτροπή παρακολουθεί προσεκτικά την ενδεχόμενη αύξηση της εισαγωγής στην Ένωση έτοιμων ευαίσθητων προϊόντων καταγωγής Κορέας, όταν η αυξημένη εισαγωγή τους μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη χρήση τμημάτων ή συστατικών τα οποία εισήχθησαν στην Κορέα από τρίτα κράτη με τα οποία η Ένωση δεν έχει συνάψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου και τα οποία εμπίπτουν στο σύστημα επιστροφών ή απαλλαγών τελωνειακών δασμών.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, τα εξής τουλάχιστον προϊόντα θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην κατηγορία των ευαίσθητων προϊόντων: κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και είδη ένδυσης (ΕΣ 2007 κλάσεις 5204, 5205, 5206, 5207, 5408, 5508, 5509, 5510, 5511), ηλεκτρονικά καταναλωτικά είδη (ΕΣ 2007 κλάσεις 8521, 8528), ιδιωτικά αυτοκίνητα (ΕΣ 2007 κλάσεις 870321, 870322, 870323, 870324, 870331, 870332, 870333) καθώς και αυτά που περιλαμβάνονται στον πρόσθετο κατάλογο που καταρτίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 11.

Άρθρο 4

Έναρξη της διαδικασίας

1.   Η διαδικασία έρευνας ξεκινά ύστερα από αίτημα κράτους μέλους, οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή οιασδήποτε ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα που ενεργεί για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής, εάν είναι προφανές στην Επιτροπή ότι υπάρχουν επαρκείς εκ πρώτης όψεως ενδείξεις, όπως ορίζεται επί τη βάσει των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, που δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

2.   Το αίτημα να κινηθεί έρευνα περιέχει αποδεικτικά στοιχεία για το ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή μέτρων διασφάλισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1. Το αίτημα, εν γένει, περιλαμβάνει τις εξής πληροφορίες: το ποσοστό και το ποσό αύξησης των εισαγωγών του σχετικού προϊόντος σε απόλυτες ή σχετικές τιμές, το μερίδιο της εγχώριας αγοράς που καταλαμβάνει η αύξηση των εισαγωγών, τις αλλαγές στο επίπεδο πωλήσεων, στην παραγωγή, στην παραγωγικότητα, στη χρησιμοποίηση της ικανότητας παραγωγής, στα κέρδη και τις ζημίες και στην απασχόληση.

Έρευνα μπορεί επίσης να κινηθεί στην περίπτωση που υπάρχει κύμα εισαγωγών επικεντρωμένο σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, υπό τον όρο ότι υπάρχουν επαρκείς εκ πρώτης όψεως ενδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έναρξη έρευνας, όπως ορίζεται επί τη βάσει των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, εάν οι τάσεις των εισαγωγών από την Κορέα δείχνουν ότι επιβάλλεται η λήψη μέτρων διασφάλισης. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, που καθορίζονται βάσει των παραγόντων του άρθρου 5 παράγραφος 5. Η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές σε όλα τα κράτη μέλη.

4.   Η Επιτροπή διενεργεί πάραυτα διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, εάν λάβει αίτημα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1, ή εάν η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο να αρχίσει έρευνα με δική της πρωτοβουλία. Η διαβούλευση με τα κράτη μέλη πραγματοποιείται εντός οκτώ εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία αποστολής του αιτήματος ή των πληροφοριών της Επιτροπής, όπως ορίζεται αντίστοιχα στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου, στο πλαίσιο της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 14. Εάν, μετά τη διαβούλευση, είναι προφανές ότι υπάρχουν επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά προσδιορίζονται βάσει των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, που να δικαιολογούν έναρξη διαδικασίας, η Επιτροπή δημοσιεύει ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία κινείται εντός ενός μηνός από τη λήψη του αιτήματος, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

5.   Η ανακοίνωση που αναφέρεται στην παράγραφο 4:

α)

περιέχει σύνοψη των πληροφοριών που ελήφθησαν και ορίζει ότι κάθε χρήσιμη πληροφορία γνωστοποιείται στην Επιτροπή·

β)

καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να γνωστοποιούν εγγράφως τις απόψεις τους και να υποβάλλουν πληροφορίες, εφόσον οι απόψεις και οι πληροφορίες αυτές πρόκειται να ληφθούν υπόψη για την έρευνα·

γ)

ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 9.

6.   Τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο της εισαγωγής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής μπορούν να χρησιμοποιούνται και για τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό την επιβολή μέτρων διασφάλισης, όταν πληρούνται οι όροι του παρόντος άρθρου, ιδίως κατά τα πέντε πρώτα έτη από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας.

Άρθρο 5

Έρευνα

1.   Μετά την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή αρχίζει έρευνα. Η περίοδος που ορίζεται στην παράγραφο 3 αρχίζει την ημέρα κατά την οποία η απόφαση για τη διεξαγωγή έρευνας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τα κράτη μέλη να παρέχουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, τα δε κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την ικανοποίηση τέτοιων αιτημάτων. Εάν τα εν λόγω στοιχεία παρουσιάζουν γενικό ενδιαφέρον και δεν είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 12, προστίθενται στους μη εμπιστευτικούς φακέλους, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 8.

3.   Η έρευνα, όποτε είναι εφικτό, περατώνεται εντός έξι μηνών από την έναρξή της. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται για περαιτέρω χρονική περίοδο τριών μηνών σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η συμμετοχή ασυνήθιστα υψηλού αριθμού εμπλεκόμενων μερών ή περίπλοκες καταστάσεις στην αγορά. Η Επιτροπή κοινοποιεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη οιαδήποτε παράταση και να εξηγεί τους λόγους που οδήγησαν στην παράταση αυτή.

4.   Η Επιτροπή αναζητά κάθε πληροφορία που κρίνει αναγκαία προκειμένου να προβεί σε διαπίστωση, με βάση τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και, όταν το κρίνει σκόπιμο, προσπαθεί να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες αυτές.

5.   Κατά την έρευνα, η Επιτροπή αξιολογεί όλους τους σχετικούς αντικειμενικούς και ποσοτικοποιήσιμους παράγοντες που επηρεάζουν την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, και ιδίως το βαθμό και το ποσό αύξησης των εισαγωγών του σχετικού προϊόντος, σε απόλυτες και σχετικές τιμές, το μερίδιο της εγχώριας αγοράς που καταλαμβάνει η αύξηση των εισαγωγών, τις αλλαγές στα επίπεδα πωλήσεων, στην παραγωγή, στην παραγωγικότητα, στη χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού, στα κέρδη και τις ζημίες, και στην απασχόληση. Η απαρίθμηση αυτή δεν είναι εξαντλητική και είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή και άλλοι παράγοντες για τον καθορισμό της ύπαρξης σοβαρής ζημίας ή κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας, όπως αποθέματα, τιμές, απόδοση επενδεδυμένου κεφαλαίου, ρευστότητα, και άλλοι παράγοντες που προκαλούν ή ενδέχεται να έχουν προκαλέσει ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

6.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία γνωστοποίησαν τις απόψεις τους σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β), καθώς και οι αντιπρόσωποι της Κορέας, έχουν τη δυνατότητα, κατόπιν γραπτού αιτήματος, να ελέγχουν όλες τις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας, εκτός από τα εσωτερικά έγγραφα τα οποία συντάσσουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την υποβολή της υπό εξέταση περίπτωσης, δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 12 και χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή για την έρευνα. Τα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν εκδηλώσει σχετικό ενδιαφέρον έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους για τις πληροφορίες. Οι παρατηρήσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη εφόσον στηρίζονται σε επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία.

7.   Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι όλα τα δεδομένα και τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την έρευνα είναι διαθέσιμα, κατανοητά, διαφανή και επαληθεύσιμα.

8.   Μόλις υπάρξει το κατάλληλο τεχνικό πλαίσιο, η Επιτροπή εξασφαλίζει προστατευμένη με συνθηματική λέξη ηλεκτρονική πρόσβαση στον μη εμπιστευτικό φάκελο («επιγραμμική πλατφόρμα»), την οποία διαχειρίζεται η ίδια και μέσω της οποίας διαβιβάζονται όλες οι σχετικές πληροφορίες μη εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 12. Τα ενδιαφερόμενα μέρη που μετέχουν στην έρευνα καθώς και τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν πρόσβαση στην επιγραμμική αυτή πλατφόρμα.

9.   Η Επιτροπή δέχεται σε ακρόαση τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως εφόσον τα τελευταία έχουν υποβάλει εγγράφως σχετικό αίτημα εντός της προθεσμίας που ορίζεται με την ανακοίνωση η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύοντας ότι είναι πράγματι πιθανόν να θιγούν από την έκβαση την έρευνας και ότι υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους.

Η Επιτροπή δέχεται τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη εκ νέου σε ακρόαση εφόσον υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να αναπτύξουν και πάλι τις απόψεις τους.

10.   Όταν οι πληροφορίες δεν παρέχονται εντός της προθεσμίας που έθεσε η Επιτροπή, ή όταν παρεμποδίζεται σημαντικά η έρευνα, είναι δυνατόν να συναχθούν συμπεράσματα βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος ή ένας τρίτος τής έχει παράσχει ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, αγνοεί τις πληροφορίες αυτές και μπορεί να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα στοιχεία.

11.   Η Επιτροπή ενημερώνει εγγράφως την Κορέα για την έναρξη έρευνας και πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με την Κορέα το συντομότερο δυνατόν πριν από την εφαρμογή μέτρου διασφάλισης, με στόχο την επανεξέταση των πληροφοριών που προκύπτουν από την έρευνα και την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με το μέτρο.

Άρθρο 6

Μέτρα προηγούμενης εποπτείας

1.   Όταν οι τάσεις στις εισαγωγές ενός προϊόντος καταγωγής Κορέας είναι τέτοιες ώστε να μπορούν να οδηγήσουν σε μία από τις καταστάσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στα άρθρα 2 και 3, οι εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος μπορούν να υπόκεινται σε μέτρα προηγούμενης εποπτείας.

2.   Σε περίπτωση που υπάρχει κύμα εισαγωγών, οι οποίες συγκεντρώνονται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, προϊόντων που ανήκουν σε ευαίσθητους τομείς, η Επιτροπή μπορεί να εισαγάγει μέτρα προηγούμενης εποπτείας.

3.   Τα μέτρα προηγούμενης εποπτείας λαμβάνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 14 παράγραφος 2.

4.   Η διάρκεια ισχύος των μέτρων προηγούμενης εποπτείας είναι περιορισμένη. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, η ισχύς τους εκπνέει στο τέλος του δεύτερου εξαμήνου που ακολουθεί το πρώτο εξάμηνο μετά τη θέσπιση των μέτρων.

Άρθρο 7

Επιβολή προσωρινών μέτρων διασφάλισης

1.   Τα προσωρινά μέτρα διασφάλισης εφαρμόζονται σε κρίσιμες περιπτώσεις, όταν μια καθυστέρηση θα προκαλούσε ζημία που θα ήταν δύσκολο να αποκατασταθεί, και αφού θα έχει προηγουμένως διευκρινιστεί με βάση τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, ότι υπάρχουν επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι εισαγωγές ενός προϊόντος καταγωγής Κορέας έχουν αυξηθεί ως αποτέλεσμα της μείωσης ή της κατάργησης ενός δασμού δυνάμει της συμφωνίας, και ότι οι εν λόγω εισαγωγές προκαλούν σοβαρή ζημία, ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν σοβαρή ζημία, στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

Τα προσωρινά μέτρα λαμβάνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 14 παράγραφος 2. Σε περιπτώσεις επιτακτικών λόγων κατεπείγοντος, περιλαμβανομένης της περίπτωσης που εμφαίνεται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή θεσπίζει αμέσως εφαρμοστέα προσωρινά μέτρα διασφάλισης σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 4.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος ζητεί άμεση παρέμβαση της Επιτροπής και, εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος.

3.   Η διάρκεια ισχύος των προσωρινών μέτρων δεν υπερβαίνει τις 200 ημέρες.

4.   Σε περίπτωση κατάργησης των προσωρινών μέτρων διασφάλισης επειδή από την έρευνα προέκυψε ότι δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 2 παράγραφος 1, οιοιδήποτε δασμοί έχουν εισπραχθεί ως αποτέλεσμα αυτών των προσωρινών μέτρων επιστρέφονται αυτομάτως.

5.   Τα μέτρα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται σε κάθε προϊόν το οποίο τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την έναρξη ισχύος τους. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων που βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν προς την Ένωση υπό τον όρο ότι δεν δύναται να μεταβληθεί ο προορισμός των εν λόγω προϊόντων.

Άρθρο 8

Περάτωση της έρευνας και διαδικασία χωρίς λήψη μέτρων

1.   Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως έχουν οριστικά καθοριστεί, καταδεικνύουν ότι δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 2 παράγραφος 1, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση για την περάτωση της έρευνας και της διαδικασίας σύμφωνα με την εξεταστική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3.

2.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 12, έκθεση στην οποία παρουσιάζει τα πορίσματά της και τα αιτιολογημένα συμπεράσματά της επί όλων των σχετικών πραγματικών και νομικών θεμάτων.

Άρθρο 9

Επιβολή οριστικών μέτρων

1.   Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως έχουν οριστικά καθοριστεί, αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 2 παράγραφος 1, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση για την επιβολή οριστικών μέτρων διασφάλισης, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3.

2.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 12, έκθεση που περιλαμβάνει περίληψη των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που σχετίζονται με τη διαπίστωση.

Άρθρο 10

Διάρκεια ισχύος και επανεξέταση των μέτρων διασφάλισης

1.   Ένα μέτρο διασφάλισης παραμένει σε ισχύ μόνο για τη χρονική περίοδο που είναι αναγκαία για την αποτροπή ή την αποκατάσταση σοβαρής ζημίας και για τη διευκόλυνση της προσαρμογής. Η εν λόγω χρονική περίοδος δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, εκτός από τις περιπτώσεις παράτασής της βάσει της παραγράφου 3.

2.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου παράτασης, τα μέτρα διασφάλισης εξακολουθούν να ισχύουν εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επανεξέτασης.

3.   Η αρχική διάρκεια ισχύος ενός μέτρου διασφάλισης μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να παρατείνεται έως και δύο έτη, με την προϋπόθεση ότι καθορίζεται ότι το μέτρο διασφάλισης εξακολουθεί να είναι αναγκαίο για την αποτροπή ή την αποκατάσταση σοβαρής ζημίας και για τη διευκόλυνση της προσαρμογής, και ότι αποδεικνύεται βάσει στοιχείων ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διέρχεται φάση προσαρμογής.

4.   Η παράταση θεσπίζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες του παρόντος κανονισμού που ισχύουν για τις έρευνες και εφαρμόζοντας τις ίδιες διαδικασίες που ισχύουν για τα αρχικά μέτρα.

Η συνολική διάρκεια ισχύος ενός μέτρου διασφάλισης δεν δύναται να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε προσωρινού μέτρου.

5.   Τα μέτρα διασφάλισης δεν εφαρμόζονται μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου χωρίς τη συγκατάθεση της Κορέας.

Άρθρο 11

Διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 14 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής

1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 14 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής, η Επιτροπή παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη των στατιστικών στοιχείων για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές τόσο σε αξία όσο και σε όγκο, εάν είναι απαραίτητο, και ανταλλάσσει τα στοιχεία αυτά, και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τα συμπεράσματά της, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τους ενδιαφερόμενους ενωσιακούς κλάδους παραγωγής. Η παρακολούθηση αρχίζει από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας και η ανταλλαγή των στοιχείων πραγματοποιείται ανά δίμηνο.

Πέραν των δασμολογικών κλάσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής, η Επιτροπή καταρτίζει, σε συνεργασία με τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, κατάλογο των βασικών δασμολογικών κλάσεων που δεν αφορούν αποκλειστικά τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά είναι σημαντικές για την κατασκευή αυτοκινήτων και για άλλους συναφείς τομείς. Διενεργείται ειδική παρακολούθηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής.

2.   Μετά από αίτημα κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή εξετάζει πάραυτα κατά πόσον πληρούνται οι όροι επίκλησης του άρθρου 14 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής και υποβάλλει τα συμπεράσματά της εντός 10 εργάσιμων ημερών από την υποβολή του αιτήματος. Μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της ειδικής επιτροπής η οποία αναφέρεται στο άρθρο 207 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή ζητεί διαβουλεύσεις με την Κορέα όποτε πληρούνται οι όροι του άρθρου 14 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής. Η Επιτροπή θεωρεί ότι πληρούνται οι όροι, μεταξύ άλλων, όταν επιτυγχάνονται τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

3.   Διαφορά δέκα ποσοστιαίων μονάδων θεωρείται «σημαντική» για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 2.1 στοιχείο α) του άρθρου 14 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής κατά την αξιολόγηση της αύξησης του δείκτη εισαγωγών ανταλλακτικών ή εξαρτημάτων στην Κορέα σε σύγκριση με την αύξηση του δείκτη εξαγωγών τελικών προϊόντων από την Κορέα στην Ένωση. Αύξηση της τάξης του 10 % θεωρείται «σημαντική» για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 2.1 στοιχείο β) του άρθρου 14 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής κατά την αξιολόγηση της αύξησης των εξαγωγών τελικών προϊόντων από την Κορέα στην Ένωση σε απόλυτους αριθμούς ή σε σχέση με την ενωσιακή παραγωγή. Αυξήσεις μικρότερες των κατώτατων αυτών ορίων μπορούν να θεωρηθούν «σημαντικές» εξεταζόμενες κατά περίπτωση.

Άρθρο 12

Εμπιστευτικότητα

1.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν.

2.   Καμία πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή πληροφορία η οποία παρασχέθηκε εμπιστευτικά, οι οποίες ελήφθησαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, δεν κοινοποιούνται χωρίς ρητή άδεια του παρόχου των πληροφοριών αυτών.

3.   Κάθε αίτηση για εμπιστευτική μεταχείριση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η πληροφορία είναι εμπιστευτική. Ωστόσο, αν το πρόσωπο που έδωσε την πληροφορία δεν επιθυμεί ούτε να την κοινολογήσει ούτε να επιτρέψει την κοινολόγησή της σε γενικές γραμμές ή υπό συνοπτική μορφή και αν φαίνεται ότι η αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης είναι αδικαιολόγητη, η εν λόγω πληροφορία είναι δυνατόν να αγνοηθεί.

4.   Μια πληροφορία θεωρείται πάντοτε εμπιστευτική, αν η κοινολόγησή της μπορεί να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις για το πρόσωπο που την έδωσε ή για την πηγή από την οποία προέρχεται.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εμποδίζουν τις αρχές της Ένωσης να αναφέρονται σε γενικές πληροφορίες, και ιδίως στους λόγους στους οποίους θεμελιώνονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, οι αρχές αυτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το έννομο συμφέρον των ενδιαφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων για τη μη αποκάλυψη των επιχειρηματικών τους μυστικών.

Άρθρο 13

Έκθεση

1.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί ετήσια έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση της συμφωνίας. Η έκθεση περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των διαφόρων οργάνων, τα οποία είναι υπεύθυνα για την εποπτεία της εκτέλεσης της συμφωνίας και την τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτή, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων όσον αφορά τους εμπορικούς περιορισμούς.

2.   Ειδικά τμήματα της έκθεσης αφορούν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κεφάλαιο 13 της συμφωνίας καθώς και τις δραστηριότητες της Εθνικής Συμβουλευτικής Ομάδας και του φόρουμ της Κοινωνίας των Πολιτών.

3.   Η έκθεση παρουσιάζει επίσης περίληψη των στατιστικών στοιχείων και της εξέλιξης του εμπορίου με την Κορέα. Γίνεται ειδική μνεία των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης της επιστροφής των τελωνειακών δασμών.

4.   Η έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

5.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, εντός ενός μηνός από τη δημοσιοποίηση της έκθεσης από την Επιτροπή, να καλέσει την Επιτροπή σε ειδική συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του προκειμένου να παρουσιάσει και να εξηγήσει τα οιαδήποτε θέματα που σχετίζονται με την εκτέλεση της συμφωνίας.

Άρθρο 14

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 260/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών (6). Η επιτροπή αυτή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού.

5.   Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 δεν θίγουν κατ’ ουδένα τρόπο την άσκηση της εξουσίας που θεσπίζει το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 15

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 15.10. Θα δημοσιευτεί ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου θα προσδιορίζεται η ημερομηνία εφαρμογής της συμφωνίας.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

GYŐRI E.


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2011 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Απριλίου 2011.

(2)  Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(3)  Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(4)  ΕΕ L 406 της 30.12.2006, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(6)  ΕΕ L 84 της 31.3.2009, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η Επιτροπή χαιρετίζει την επίτευξη συμφωνίας σε πρώτη ανάγνωση μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον κανονισμό για τις διασφαλίσεις.

Όπως προβλέπεται στον κανονισμό, η Επιτροπή θα υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την εκτέλεση της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της ΕΕ και της Κορέας και θα είναι έτοιμη να συζητήσει με την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οιαδήποτε θέματα ανακύπτουν από την εκτέλεση της συμφωνίας.

Επ’ αυτού η Επιτροπή επιθυμεί να σημειώσει τα ακόλουθα:

α)

Η Επιτροπή θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εκτέλεση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Κορέα επί κανονιστικών θεμάτων, μεταξύ άλλων ιδίως τις δεσμεύσεις σε σχέση με τεχνικούς κανονισμούς στον τομέα των αυτοκινήτων. Στην παρακολούθηση περιλαμβάνονται όλες οι πτυχές των μη δασμολογικών περιορισμών και τα αποτελέσματά της τεκμηριώνονται και υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

β)

Η Επιτροπή θα δώσει επίσης ιδιαίτερη σημασία στην αποτελεσματική εκτέλεση των δεσμεύσεών της για την εργασία και το περιβάλλον του κεφαλαίου 13 της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών (Εμπόριο και Αειφόρος Ανάπτυξη). Επ’ αυτού, η Επιτροπή θα αναζητήσει τη συμβουλή της Εσωτερικής Συμβουλευτικής Ομάδας, που θα περιλαμβάνει εκπροσώπους οργανώσεων επιχειρήσεων, συνδικάτων και μη κυβερνητικών οργανώσεων. Η εκτέλεση του κεφαλαίου 13 της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών τεκμηριώνεται δεόντως και υποβάλλεται σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Η Επιτροπή συμφωνεί επίσης ως προς τη σημασία παροχής μιας αποτελεσματικής προστασίας σε περίπτωση ξαφνικών αυξήσεων των εισαγωγών σε ευαίσθητους τομείς, περιλαμβανομένου του τομέα των μικρών αυτοκινήτων. Η παρακολούθηση ευαίσθητων τομέων περιλαμβάνει αυτοκίνητα, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και ηλεκτρονικά καταναλωτικά είδη. Η Επιτροπή σημειώνει επ’ αυτού ότι ο τομέας των μικρών αυτοκινήτων μπορεί να θεωρείται σχετική αγορά για τους σκοπούς της έρευνας διασφάλισης.

Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο καθορισμός ζωνών τελειοποίησης προς επανεξαγωγή στην Κορεατική Χερσόνησο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του πρωτοκόλλου κανόνων καταγωγής, θα απαιτούσε διεθνή συμφωνία μεταξύ των μερών στην οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έπρεπε να δώσει τη συγκατάθεσή του. Η Επιτροπή θα τηρεί το Κοινοβούλιο πλήρως ενημερωμένο για τις διαβουλεύσεις της επιτροπής ζωνών τελειοποίησης προς επανεξαγωγή στην Κορεατική Χερσόνησο.

Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, εάν λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, αποφασίσει να παρατείνει τη διάρκεια της έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3, θα εξασφαλίσει ότι η παράταση αυτή δεν θα υπερβαίνει την ημερομηνία λήξης της ισχύος των προσωρινών μέτρων που εισάγονται σύμφωνα με το άρθρο 7.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ

Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφωνούν επί της σημασίας της στενής συνεργασίας στην παρακολούθηση της εκτέλεσης της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της ΕΕ και της Κορέας και του κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης. Προς τούτο συμφωνούν για τα ακόλουθα:

Σε περίπτωση που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει σύσταση για να κινηθεί έρευνα διασφάλισης, η Επιτροπή θα εξετάσει προσεκτικά εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις δυνάμει του κανονισμού για αυτεπάγγελτη έναρξη. Σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, θα υποβάλει έκθεση στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην οποία θα περιλαμβάνεται επεξήγηση όλων των σχετικών με την έναρξη έρευνας παραγόντων.

Κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή της κοινοποιεί οιεσδήποτε ειδικές ανησυχίες σε σχέση με την εκτέλεση από την Κορέα των δεσμεύσεών της για μη δασμολογικά μέτρα ή για το κεφάλαιο 13 (Εμπόριο και Αειφόρος Ανάπτυξη) της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών.


31.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 145/28


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 512/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2011

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως την 31η Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Από το 1971, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραχωρεί εμπορικές προτιμήσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες, στο πλαίσιο του συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων («ΣΓΠ»). Το ΣΓΠ εφαρμόζεται μέσω διαδοχικών κανονισμών για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων («το σύστημα») με συνήθως τριετή περίοδο εφαρμογής κάθε φορά.

(2)

Το ισχύον σύστημα θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου (2) και ισχύει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίσει ότι η λειτουργία του συστήματος θα συνεχιστεί μετά την ημερομηνία αυτή.

(3)

Οι μελλοντικές βελτιώσεις του συστήματος θα πρέπει να βασίζονται σε πρόταση της Επιτροπής για νέο κανονισμό («επόμενος κανονισμός») ο οποίος να λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008 ως προς την επίτευξη των στόχων του συστήματος. Ο επόμενος κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει τις απαραίτητες τροποποιήσεις για την εξασφάλιση της διαρκούς αποτελεσματικότητας του συστήματος. Είναι επίσης σημαντικό, όσον αφορά την πρόταση της Επιτροπής, να λάβει υπόψη της δεδομένα εμπορικών στατιστικών, τα οποία διετέθησαν μόλις τον Ιούλιο του 2010, όσον αφορά τις εισαγωγές που καλύπτονται από το σύστημα για την περίοδο μέχρι και το 2009, έτος που σημαδεύτηκε από μια απότομη πτώση των εμπορικών συναλλαγών παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων των αναπτυσσόμενων χωρών. Είναι εξίσου σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι οι οικονομικοί φορείς και οι δικαιούχοι χώρες έχουν επαρκή προθεσμία να προετοιμαστούν για τις αλλαγές που θα επιφέρει ο επόμενος κανονισμός. Γι’ αυτούς τους λόγους, η εναπομένουσα περίοδος εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008 δεν επαρκεί χρονικά για να επιτρέψει στην Επιτροπή να εκπονήσει πρόταση και τη συνακόλουθη έκδοση του επόμενου κανονισμού από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Ωστόσο, είναι επιθυμητό να εξασφαλιστεί η συνέχεια στη λειτουργία του συστήματος και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2011 έως ότου εκδοθεί και τεθεί σε εφαρμογή ο επόμενος κανονισμός.

(4)

Η παράταση ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008 δεν θα πρέπει να είναι αόριστης διάρκειας. Συνεπώς, και προκειμένου να δοθεί ο χρόνος που χρειάζεται για τη νομοθετική διαδικασία με σκοπό την έγκριση του νέου συστήματος, η περίοδος εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008 θα πρέπει να παραταθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Σε περίπτωση που ο επόμενος κανονισμός τεθεί σε εφαρμογή πριν από την ημερομηνία αυτή, η παράταση θα πρέπει να συντομευθεί αναλόγως.

(5)

Είναι απαραίτητο να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις τεχνικού χαρακτήρα στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008, ώστε να εξασφαλίζεται συνοχή και συνέχεια στη λειτουργία του συστήματος.

(6)

Οι αναπτυσσόμενες χώρες που πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας για το ειδικό καθεστώς κινήτρων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση (ΣΓΠ+) θα πρέπει να μπορούν να επωφεληθούν από πρόσθετες δασμολογικές προτιμήσεις βάσει της εν λόγω συμφωνίας, εάν, ύστερα από αίτηση που θα υποβάλουν πριν από τις 31 Οκτωβρίου 2011 ή τις 30 Απριλίου 2013, η Επιτροπή αποφασίσει να τους χορηγήσει το ειδικό καθεστώς κινήτρων πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 2011 ή τις 15 Ιουνίου 2013 αντιστοίχως. Οι αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν ήδη επωφεληθεί από το ειδικό καθεστώς κινήτρων ως αποτέλεσμα των αποφάσεων της Επιτροπής 2008/938/ΕΚ, της 9ης Δεκεμβρίου 2008, για τον κατάλογο των δικαιούχων χωρών που μπορούν να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου (3), και 2010/318/ΕΕ, της 9ης Ιουνίου 2010, για τις δικαιούχους χώρες που μπορούν να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς κινήτρων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2010 έως 31 Δεκεμβρίου 2011, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου (4), θα πρέπει να διατηρήσουν το καθεστώς αυτό κατά την παράταση ισχύος του σημερινού συστήματος.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 732/2008 θα πρέπει επομένως να τροποποιηθεί καταλλήλως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 732/2008 τροποποιείται ως εξής:

1)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον εξής:

2)

Στο άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«γ)

για τον σκοπό του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iii), τα διαθέσιμα στοιχεία την 1η Σεπτεμβρίου 2010, τα οποία αποτελούν τον μέσο όρο τριών συναπτών ετών·

δ)

για τον σκοπό του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv), τα διαθέσιμα στοιχεία την 1η Σεπτεμβρίου 2012, τα οποία αποτελούν τον μέσο όρο τριών συναπτών ετών.».

3)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

στην παράγραφο 1 στοιχείο α), μετά το σημείο ii) παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«είτε

iii)

μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2011, περίπτωση κατά την οποία το ειδικό καθεστώς κινήτρων παρέχεται από 1ης Ιανουαρίου 2012·

είτε

iv)

μέχρι την 30ή Απριλίου 2013, περίπτωση κατά την οποία το ειδικό καθεστώς κινήτρων παρέχεται από 1ης Ιουλίου 2013·»·

β)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

η δεύτερη πρόταση αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Οι χώρες στις οποίες παρέχεται ειδικό καθεστώς κινήτρων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση βάσει αιτήσεως δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο i) δεν υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο ii), σημείο iii) ή σημείο iv).»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι χώρες στις οποίες παρέχεται ειδικό καθεστώς κινήτρων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση βάσει αιτήσεως δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο ii) δεν υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο iii) ή σημείο iv). Οι χώρες στις οποίες παρέχεται ειδικό καθεστώς κινήτρων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση βάσει αιτήσεως δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο iii) δεν υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο iv).».

4)

Το άρθρο 10 παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο τέλος του στοιχείου β) τίθεται η λέξη «ή»·

β)

προστίθενται τα εξής στοιχεία:

«γ)

έως τις 15 Δεκεμβρίου 2011, για αίτηση δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iii)· ή

δ)

έως τις 15 Ιουνίου 2013, για αίτηση δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv).».

5)

Στο άρθρο 32 παράγραφος 2 οι λέξεις: «31η Δεκεμβρίου 2011» αντικαθίστανται από τις λέξεις: «31η Δεκεμβρίου 2013 ή έως την ημερομηνία που ορίζεται από τον επόμενο κανονισμό, εάν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

GYŐRI E.


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Μαρτίου 2011 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2011.

(2)  ΕΕ L 211 της 6.8.2008, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 334 της 12.12.2008, σ. 90.

(4)  ΕΕ L 142 της 10.6.2010, σ. 10.


31.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 145/30


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 513/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2011

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η τελική έκθεση, που δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2009, από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του Jacques de Larosière, κατόπιν εντολής της Επιτροπής, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοοικονομικών κρίσεων, χρειάζεται να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο του χρηματοοικονομικού τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνιστούσε μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας. Η ομάδα εμπειρογνωμόνων συμπέρανε επίσης ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές —μία για τον τραπεζικό τομέα, μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων και μία για τον τομέα των κινητών αξιών— και συνέστησε τη συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

(2)

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», πρότεινε την υποβολή σχεδίου νομοθετικής πράξης για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ, ενώ στην ανακοίνωσή της 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» παρέσχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή δομή αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου, επισημαίνοντας την ιδιαιτερότητα της εποπτείας των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

(3)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 19ης Ιουνίου 2009, συνέστησε τη δημιουργία του ΕΣΧΕ, αποτελούμενου από δίκτυο εθνικών χρηματοοικονομικών εποπτικών αρχών, οι οποίες θα συνεργάζονται με τις τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του ΕΣΧΕ θα πρέπει να είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επίβλεψης διασυνοριακών ομίλων μέσω της σύστασης εποπτικών σωμάτων και η σύνταξη ενιαίου ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου, το οποίο θα ισχύει για όλους τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές της εσωτερικής αγοράς. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών θα πρέπει να διαθέτει εποπτικές αρμοδιότητες όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να διατηρήσει την αρμοδιότητά της για την επιβολή της εφαρμογής των Συνθηκών, ιδίως του κεφαλαίου 1 του τίτλου VII της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όσον αφορά τους κοινού ς κανόνες ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων.

(4)

Με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) («ΕΑΚΑΑ»).

(5)

Θα πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο αρμοδιότητας της ΕΑΚΑΑ, ούτως ώστε οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές να μπορούν να εντοπίζουν την αρμόδια αρχή στον τομέα της δραστηριότητας των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Στην ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να δοθεί γενική αρμοδιότητα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) όσον αφορά θέματα που σχετίζονται με την εγγραφή και τη διαρκή εποπτεία των εγγεγραμμένων οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

(6)

H ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την εγγραφή και την εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στην Ένωση. Όταν η ΕΑΚΑΑ αναθέτει συγκεκριμένα καθήκοντα στις αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εξακολουθεί να είναι κατά νόμον υπεύθυνη. Οι προϊστάμενοι και το λοιπό προσωπικό των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να ενέχονται στη διεργασία λήψης αποφάσεων εντός της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τη διαδικασία του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ενεργώντας ως μέλη των οργάνων της ΕΑΚΑΑ, όπως είναι το συμβούλιο εποπτών της ή οι εσωτερικές ομάδες της. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει την αποκλειστική εξουσία να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών. Στο βαθμό όπου οι εθνικές αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στη διεργασία λήψης αποφάσεων εντός της ΕΑΚΑΑ ή κατά την εκτέλεση καθηκόντων για λογαριασμό της ΕΑΚΑΑ, θα πρέπει να καλύπτονται από αυτές τις συμφωνίες συνεργασίας.

(7)

Η διαφάνεια πληροφοριών που δίδονται από τον εκδότη αξιολογούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου στον ορισθέντα οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσε να έχει μεγάλη δυνάμει προστιθέμενη αξία για τη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των επενδυτών. Θα πρέπει συνεπώς να εξετασθεί ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αυξηθεί η διαφάνεια των πληροφοριών στις οποίες ερείδονται οι αξιολογήσεις όλων των χρηματοοικονομικών μέσων. Εν πρώτοις, η κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών σε άλλους εγγεγραμμένους ή πιστοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πιθανότατα θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, διότι τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει συγκεκριμένα σε αύξηση του αριθμού μη ζητηθεισών αξιολογήσεων. Η έκδοση αυτών των μη ζητηθεισών αξιολογήσεων θα πρέπει να προάγει τη χρήση περισσότερων από μία αξιολογήσεων ανά χρηματοπιστωτικό μέσο. Τούτο επίσης πιθανώς θα βοηθήσει στην αποφυγή δυνατών συγκρούσεων συμφέροντος, ειδικότερα δυνάμει του προτύπου «ο εκδότης πληρώνει», και κατά πάσα πιθανότητα θα βελτιώσει την ποιότητα των αξιολογήσεων. Δεύτερον, η κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών σε ολόκληρη την αγορά θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τη δυνατότητα των επενδυτών να αναπτύξουν τις δικές τους αναλύσεις κινδύνου βασίζοντας τη δέουσα επιμέλειά τους σε αυτές τις πρόσθετες πληροφορίες. Αυτή η κοινοποίηση θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε φθίνουσα εξάρτηση από τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδουν οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Προς επίτευξη αυτών των θεμελιωδών στόχων, η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει αυτά τα θέματα εις βάθος εξετάζοντας περαιτέρω το αρμόζον πεδίο της υποχρέωσης κοινοποίησης, έχοντας υπόψη τον αντίκτυπο στις τοπικές αγορές τιτλοποίησης, τον περαιτέρω διάλογο με τα ενδιαφερόμενα μέρη, την παρακολούθηση των εξελίξεων στην αγορά και στις κανονιστικές διατάξεις, καθώς και την πείρα που έχουν αποκομίσει άλλες δικαιοδοσίες. Με γνώμονα την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις. Η εκτίμηση και οι προτάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να καταστήσουν δυνατό τον ορισμό νέων υποχρεώσεων διαφάνειας κατά τον πλέον αρμόζοντα τρόπο τήρησης του δημοσίου συμφέροντος και τον πλέον συνεπή τρόπο προστασίας των επενδυτών.

(8)

Καθώς οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη την Ένωση, η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ της αρμόδιας αρχής της χώρας καταγωγής και των άλλων αρμόδιων αρχών και η χρήση συντονισμού από εποπτικά σώματα δεν αποτελούν την πλέον κατάλληλη δομή για την εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Μετά τη σύσταση της ΕΑΚΑΑ, δεν είναι πλέον αναγκαία η διατήρηση αυτής της δομής. Επομένως, η διαδικασία εγγραφής θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί και τα χρονικά όρια να μειωθούν αναλόγως.

(9)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για την εγγραφή και τη διαρκή εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, αλλά όχι για την επίβλεψη των χρηστών των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας. Οι αρμόδιες αρχές που διορίζονται στο πλαίσιο της σχετικής τομεακής νομοθεσίας για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επενδυτικών εταιρειών, των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων θα πρέπει επομένως να παραμείνουν υπεύθυνες για την εποπτεία της χρήσης των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας από αυτούς τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και οντότητες που εποπτεύονται σε εθνικό επίπεδο στο πλαίσιο και για τους σκοπούς της εφαρμογής άλλων οδηγιών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, καθώς και της χρήσης αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας σε ενημερωτικά δελτία.

(10)

Είναι αναγκαία η υιοθέτηση ενός αποτελεσματικού τρόπου θέσπισης εναρμονισμένων κανονιστικών τεχνικών προτύπων, ώστε να διευκολυνθεί η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 στην καθημερινή πρακτική και να εξασφαλισθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και κατάλληλη προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Είναι αποτελεσματικό και ενδεδειγμένο να ανατεθεί στην ΕΑΚΑΑ η ανάπτυξη σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων, καθώς αποτελεί σώμα εμπειρογνωμόνων υψηλής εξειδίκευσης.

(11)

Στον τομέα των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ένας οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στην αίτηση εγγραφής του, τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ένας οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για την αίτηση πιστοποίησης και για την εκτίμηση της συστημικής του σημασίας για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα ή την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών, την παρουσίαση των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων της δομής, της μορφής, της μεθόδου και της περιόδου αναφοράς τους, τις οποίες πρέπει να γνωστοποιούν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των μεθοδολογιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, καθώς και το περιεχόμενο και τη μορφή των περιοδικών αναφορών των δεδομένων των αξιολογήσεων που πρέπει να ζητούνται από έναν οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για τον σκοπό της διαρκούς εποπτείας από την ΕΑΚΑΑ. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, αυτά τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων θα πρέπει να εγκρίνονται από την Επιτροπή, για να τους προσδίδεται δεσμευτική νομική ισχύς. Κατά την εκπόνηση σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εξετάζει και, εάν είναι αρμόζον και αναγκαίο, να επικαιροποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές που έχουν ήδη εκδοθεί από την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών όσον αφορά το περιεχόμενο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

(12)

Σε τομείς που δεν καλύπτονται από κανονιστικά τεχνικά πρότυπα, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει και να επικαιροποιεί μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με θέματα που αφορούν την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

(13)

Προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να απαιτεί, με απλό αίτημα ή με απόφαση, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, από πρόσωπα που συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, από αξιολογούμενες οντότητες και τους σχετιζόμενους με αυτές τρίτους, από τρίτους στους οποίους ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και από πρόσωπα που έχουν άλλη στενή και ουσιαστική σχέση ή σύνδεση με οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή με δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Η τελευταία ομάδα προσώπων θα πρέπει να καλύπτει, παραδείγματος χάριν, το προσωπικό οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που δεν συμμετέχει άμεσα στις δραστηριότητες αξιολόγησης, αλλά, λόγω της λειτουργίας του στο πλαίσιο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, μπορεί να κατέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, στην εν λόγω κατηγορία είναι δυνατόν να εμπίπτουν και εταιρείες που έχουν παράσχει υπηρεσίες στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Επιχειρήσεις που κάνουν χρήση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας δεν θα πρέπει να εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Εάν η ΕΑΚΑΑ απαιτεί τις εν λόγω πληροφορίες με απλό αίτημα, το πρόσωπο από το οποίο αιτούνται αυτές οι πληροφορίες δεν είναι υποχρεωμένο να παράσχει τις πληροφορίες, αλλά, σε περίπτωση που το κάνει εκούσια, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν θα πρέπει να είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές. Αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται χωρίς καθυστέρηση.

(14)

Προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τις εποπτικές της αρμοδιότητες, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις.

(15)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να γνωστοποιούν οποιεσδήποτε πληροφορίες απαιτούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και να επικουρούν και να συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να συνεργάζονται στενά με τις τομεακές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οντοτήτων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. H ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να αναθέτει συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, παραδείγματος χάριν, οσάκις εποπτικό καθήκον απαιτεί γνώση και εμπειρία όσον αφορά τις τοπικές συνθήκες, οι οποίες είναι ευκολότερα διαθέσιμες σε εθνικό επίπεδο. Τα είδη των καθηκόντων που θα πρέπει να μπορούν να ανατίθενται περιλαμβάνουν την εκτέλεση συγκεκριμένων ερευνητικών καθηκόντων και την πραγματοποίηση επιτόπιων επιθεωρήσεων. Πριν από τη μεταβίβαση των καθηκόντων, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συμβουλεύεται τη σχετική αρμόδια αρχή για τους λεπτομερείς όρους της ανάθεσης σε αυτήν καθηκόντων, μεταξύ άλλων για το πεδίο εφαρμογής του ανατιθέμενου καθήκοντος, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του καθήκοντος και τη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών από και προς την ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αποζημιώνει τις αρμόδιες αρχές για την εκτέλεση ανατεθειμένου καθήκοντος σύμφωνα με κανονισμό για τα τέλη που πρέπει να θεσπίσει η Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη. Η ΕΑΚΑΑ δεν θα πρέπει να μπορεί να αναθέτει την εξουσία έκδοσης αποφάσεων για την εγγραφή.

(16)

Είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από την ΕΑΚΑΑ να εξετάζει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για απόσυρση εγγραφής οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και να ζητούν από την ΕΑΚΑΑ να αναστέλλει τη χρήση αξιολογήσεων, οσάκις οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θεωρείται ότι διαπράττει σοβαρή και διαρκή παραβίαση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αξιολογεί τα αιτήματα αυτά και να λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο.

(17)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να επιβάλλει περιοδικές χρηματικές ποινές για να υποχρεώνει τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να θέτουν τέλος σε παράβαση που διαπιστώνεται από την ίδια την ΕΑΚΑΑ, να παρέχουν πλήρεις πληροφορίες τις οποίες απαιτεί η ΕΑΚΑΑ ή να υποβάλλονται σε έρευνα ή επιτόπια επιθεώρηση.

(18)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα σε οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οσάκις ευρίσκει ότι έχουν διαπράξει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. Τα πρόστιμα θα πρέπει να επιβάλλονται ανάλογα με το επίπεδο σοβαρότητας των παραβάσεων. Οι παραβάσεις θα πρέπει να διαιρούνται σε διάφορες ομάδες για τις οποίες θα πρέπει να ισχύουν συγκεκριμένα πρόστιμα. Για να ορίζει το πρόστιμο που σχετίζεται με συγκεκριμένη παράβαση, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να χρησιμοποιεί μεθοδολογία με δύο στάδια που να συνίσταται στον ορισμό βασικού ποσού και την προσαρμογή του εν λόγω βασικού ποσού, εάν κρίνεται απαραίτητη, βάσει ορισμένων συντελεστών. Το βασικό ποσό θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τον ετήσιο κύκλο εργασιών του σχετικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, και οι προσαρμογές θα πρέπει να πραγματοποιούνται με αύξηση ή μείωση του βασικού ποσού μέσω της εφαρμογής των σχετικών συντελεστών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(19)

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει συντελεστές που συνδέονται με επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις για να έχει η ΕΑΚΑΑ τα αναγκαία εργαλεία προκειμένου να λαμβάνει απόφαση για την επιβολή προστίμου αναλογικού προς τη σοβαρότητα παράβασης που έχει διαπράξει οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί η εν λόγω παράβαση.

(20)

Πριν να λάβει απόφαση περί επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες, ώστε να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.

(21)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν αρμόδια για τον καθορισμό και την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τις κυρώσεις που ισχύουν για την παράβαση της υποχρέωσης των χρηματοοικονομικών οργανισμών και άλλων οντοτήτων να χρησιμοποιούν, για εποπτικούς σκοπούς, μόνο αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

(22)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να δημιουργήσει προηγούμενο για την επιβολή χρηματικών ή μη χρηματικών ποινών από Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές σε συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές ή άλλες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλους τύπους δραστηριοτήτων.

(23)

H ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αποφεύγει να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν μια προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων γεγονότων ή γεγονότων που είναι κατ’ ουσίαν όμοια έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

(24)

Οι αποφάσεις της ΕΑΚΑΑ που επιβάλλουν πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές θα πρέπει να είναι εκτελεστές και η εκτέλεσή τους να διέπεται από τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στο κράτος στην επικράτεια του οποίου πραγματοποιούνται. Οι κανόνες πολιτικής δικονομίας δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν κανόνες ποινικής δικονομίας, θα πρέπει όμως να μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες διοικητικής δικονομίας.

(25)

Σε περίπτωση παράβασης που διαπράττεται από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει την εξουσία να λαμβάνει διάφορα εποπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, της απαίτησης από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να τερματίζει την παράβαση, της αναστολής της χρήσης αξιολογήσεων για εποπτικούς σκοπούς, της προσωρινής απαγόρευσης στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να εκδίδει αξιολογήσεις και, ως έσχατη λύση, της απόσυρσης της εγγραφής, όταν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει προβεί σε σοβαρή ή επανειλημμένη παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εφαρμόζει τα εποπτικά μέτρα λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης και να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Πριν να λάβει απόφαση σχετικά με εποπτικά μέτρα, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες, ώστε να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.

(26)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται με τήρηση αυτών των δικαιωμάτων και αρχών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης στα ΜΜΕ, και του δικαιώματος στη διερμηνεία και μετάφραση για όσους δεν μιλούν ή δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα της διαδικασίας ως μέρος του γενικού δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

(27)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστούν σαφή μεταβατικά μέτρα για τη διαβίβαση φακέλων και εγγράφων εργασίας από τις αρμόδιες αρχές προς την ΕΑΚΑΑ.

(28)

Η εγγραφή ενός οργανισμού πιστοληπτικής ικανότητας που πραγματοποιείται από αρμόδια αρχή θα πρέπει να εξακολουθεί να ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση μετά τη μεταβίβαση των εποπτικών εξουσιών από τις αρμόδιες αρχές προς την ΕΑΚΑΑ.

(29)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ για την περαιτέρω εξειδίκευση ή τροποποίηση των κριτηρίων για την αξιολόγηση της ισοδυναμίας του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου τρίτης χώρας, για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, για την έκδοση κανονισμού σχετικά με τα τέλη και τους λεπτομερείς κανόνες περί προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών και για την τροποποίηση των παραρτημάτων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να προβαίνει σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων των διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

(30)

Κατά την επεξεργασία και κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την έγκαιρη και συνεχή διαβίβαση των πληροφοριών των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(31)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να διαθέτουν τρεις μήνες από την ημέρα κοινοποίησης για να διατυπώσουν αντίρρηση σε πράξη κατ’ εξουσιοδότηση. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, το διάστημα αυτό θα πρέπει να μπορεί να παρατείνεται κατά τρεις μήνες σε σημαντικούς επίμαχους τομείς. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει επίσης να μπορούν να ενημερώνουν τα άλλα θεσμικά όργανα για την πρόθεσή τους να μη διατυπώνουν αντιρρήσεις. Αυτή η έγκαιρη έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ενδείκνυται ιδιαίτερα όταν πρέπει να τηρούνται προθεσμίες, παραδείγματος χάριν για να τηρηθούν χρονοδιαγράμματα που ορίζονται στον βασικό νόμο για να θεσπίσει η Επιτροπή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

(32)

Στη δήλωση για το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτάται στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης, η οποία ενέκρινε τη συνθήκη της Λισαβόνας, η διάσκεψη έλαβε υπό σημείωση την πρόθεση της Επιτροπής να συνεχίσει να διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τα κράτη μέλη κατά την προετοιμασία των σχεδίων πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της.

(33)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6), ισχύει για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργείται για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

(34)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7), εφαρμόζεται πλήρως στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

(35)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, ήτοι η δημιουργία αποδοτικού και αποτελεσματικού εποπτικού πλαισίου για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με την ανάθεση της εποπτείας των δραστηριοτήτων πιστοληπτικής αξιολόγησης στην Ένωση σε μία ενιαία εποπτική αρχή, η παροχή ενιαίου σημείου επαφής για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και η εξασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των κανόνων για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της πανευρωπαϊκής δομής και επίπτωσης των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που πρέπει να εποπτεύονται, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(36)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3 παράγραφος 1 προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιστ)

ως “αρμόδιες αρχές” νοούνται οι αρχές οι οποίες ορίζονται από έκαστο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 22·

ιζ)

ως “τομεακή νομοθεσία” νοούνται οι νομικές πράξεις της Ένωσης στις οποίες παραπέμπει το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 1·

ιη)

ως “τομεακές αρμόδιες αρχές” νοούνται οι εθνικές αρμόδιες αρχές που διορίζονται στο πλαίσιο της σχετικής τομεακής νομοθεσίας για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επενδυτικών εταιρειών, των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων.».

2)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται στην πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (8), οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (9), οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (10), οι ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (11), τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ και οι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων δύνανται να χρησιμοποιούν για κανονιστικούς σκοπούς μόνο τις αξιολογήσεις που εκδίδονται από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση και έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

β)

Η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία β), γ) και δ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει επαληθεύσει και είναι σε θέση να αποδεικνύει συνεχώς στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) («ΕΑΚΑΑ») ότι η διενέργεια δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τρίτης χώρας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της αξιολόγησης που θα πρέπει να προσυπογραφεί, πληροί απαιτήσεις τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις προβλεπόμενες στα άρθρα 6 έως 12·

γ)

η ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να εκτιμά και να παρακολουθεί την εκπλήρωση των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β) από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα δεν είναι περιορισμένη·

δ)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαθέτει στην ΕΑΚΑΑ, κατ’ αίτησή της, όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται ώστε να μπορεί η ΕΑΚΑΑ να εποπτεύει διαρκώς την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού·

ii)

το στοιχείο η) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«η)

υπάρχει κατάλληλη ρύθμιση συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και της σχετικής εποπτικής αρχής του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα. Η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι η εν λόγω ρύθμιση συνεργασίας προσδιορίζει τουλάχιστον:

i)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και της σχετικής εποπτικής αρχής του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα· και

ii)

τις διαδικασίες σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, ώστε να μπορεί η ΕΑΚΑΑ να παρακολουθεί συνεχώς τις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση της προσυπογραφόμενης αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.».

3)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο κατά την παράγραφο 1 οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί να ζητήσει πιστοποίηση. Η αίτηση υποβάλλεται στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 15.»·

β)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η ΕΑΚΑΑ εξετάζει την αίτηση πιστοποίησης και αποφασίζει σχετικά, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16. Η απόφαση σχετικά με την πιστοποίηση βασίζεται στα κριτήρια της παραγράφου 1 στοιχεία α) έως δ) του παρόντος άρθρου.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά την παράγραφο 1 μπορεί επίσης να υποβάλει αίτηση εξαίρεσης:

α)

κατά περίπτωση, από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος Ι ενότητα Α και του άρθρου 7 παράγραφος 4, εφόσον ο εν λόγω οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αποδεικνύει ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν είναι αναλογικές σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, καθώς επίσης και τη φύσης και το φάσμα της έκδοσης από αυτόν αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας·

β)

από την απαίτηση φυσικής παρουσίας στην Ένωση, εφόσον η απαίτηση αυτή θα ήταν υπέρμετρα επαχθής και δυσανάλογη σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, καθώς επίσης και τη φύση και το φάσμα της έκδοσης από αυτόν αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.

Αίτηση για εξαίρεση που προβλέπεται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μαζί με την αίτηση πιστοποίησης. Κατά την εξέταση αυτής της αίτησης, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη το μέγεθος του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά την παράγραφο 1, σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του και τη φύση και το φάσμα της έκδοσης των αξιολογήσεών του πιστοληπτικής ικανότητας, καθώς και τον αντίκτυπο των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στη χρηματοοικονομική σταθερότητα και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ενός ή περισσότερων κρατών μελών. Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να χορηγήσει εξαίρεση στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά την παράγραφο 1.»·

δ)

η παράγραφος 5 διαγράφεται·

ε)

στην παράγραφο 6, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 38α και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 38β και 38γ, μέτρα για την περαιτέρω διευκρίνιση ή τροποποίηση των κριτηρίων που καθορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.»·

στ)

οι παράγραφοι 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η ΕΑΚΑΑ συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο έχει κριθεί ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 6. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των σχετικών εποπτικών αρχών των τρίτων χωρών που αφορά· και

β)

τις διαδικασίες συντονισμού των εποπτικών δραστηριοτήτων.

8.   Τα άρθρα 20 και 24 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στους πιστοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες εκδίδουν αυτοί.».

4)

Στο άρθρο 6, η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κατ’ αίτηση οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εξαιρεί οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παραρτήματος Ι ενότητα Α σημεία 2, 5 και 6 και του άρθρου 7 παράγραφος 4, εφόσον ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν είναι αναλογικές σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα, των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του, καθώς και τη φύσης και το φάσμα της έκδοσης από αυτόν αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και ότι:»·

β)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η ΕΑΚΑΑ μεριμνά ώστε ένας τουλάχιστον από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας του ομίλου να μην εξαιρείται από την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παραρτήματος Ι ενότητα Α σημεία 2, 5 και 6 και του άρθρου 7 παράγραφος 4.».

5)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Εξωτερική ανάθεση

Η εξωτερική ανάθεση σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών γίνεται με τρόπο που να μη βλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ούτε την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να εποπτεύει τη συμμόρφωση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με τις υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.».

6)

Στο άρθρο 10, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν χρησιμοποιεί το όνομα της ΕΑΚΑΑ ή οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής με τρόπο που να υποδεικνύει ή να υποδηλώνει ότι η ΕΑΚΑΑ ή η οποιαδήποτε αρμόδια αρχή προσυπογράφει ή εγκρίνει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ή οποιεσδήποτε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.».

7)

Στο άρθρο 11, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθιστά διαθέσιμες, σε κεντρικό αρχείο που δημιουργεί η ΕΑΚΑΑ, τις πληροφορίες σχετικά με τα ιστορικά δεδομένα των επιδόσεών του, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας της μεταβολής των αξιολογήσεων, και πληροφορίες σχετικά με παλαιότερες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδόθηκαν στο παρελθόν και τις αλλαγές τους. Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρέχει πληροφορίες στο αρχείο αυτό σε τυποποιημένη μορφή, όπως προβλέπεται από την ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ παρέχει στο κοινό πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες και δημοσιεύει, σε συνοπτική μορφή, πληροφορίες σχετικά με τις σημαντικότερες εξελίξεις που παρατηρούνται σε ετήσια βάση.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρέχει στην ΕΑΚΑΑ, έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, τις πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζονται στο παράρτημα I ενότητα E μέρος II σημείο 2.».

8)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η εγγραφή έχει αποτέλεσμα σε ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης μόλις τεθεί σε εφαρμογή η κατά το άρθρο 16 παράγραφος 3 ή το άρθρο 17 παράγραφος 3 απόφαση εγγραφής οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδει η ΕΑΚΑΑ.»·

β)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ, οποιεσδήποτε ουσιώδεις αλλαγές στους όρους αρχικής εγγραφής, συμπεριλαμβάνοντας οποιοδήποτε άνοιγμα ή κλείσιμο υποκαταστήματος στην Ένωση.»·

γ)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 16 ή 17, η ΕΑΚΑΑ εγγράφει τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, εφόσον συμπεραίνει από την εξέταση της αίτησης ότι ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πληροί τους όρους για την έκδοση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 4 και 6.

5.   Η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει απαιτήσεις για την εγγραφή οι οποίες δεν προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό.».

9)

Τα άρθρα 15 έως 21 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Αίτηση εγγραφής

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάλλει αίτηση εγγραφής στην ΕΑΚΑΑ. Η αίτηση περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζονται στο παράρτημα II.

2.   Σε περίπτωση που η αίτηση εγγραφής υποβάλλεται από όμιλο οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τα μέλη του ομίλου εξουσιοδοτούν ένα από τα μέλη του ομίλου να υποβάλλει όλες τις αιτήσεις στην ΕΑΚΑΑ, εκ μέρους του ομίλου. Ο εξουσιοδοτημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρέχει τις πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζονται στο παράρτημα II για κάθε μέλος του ομίλου.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάλλει την αίτησή του σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (13) εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε κάθε άλλη επικοινωνία μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και του προσωπικού τους.

4.   Εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η ΕΑΚΑΑ εκτιμά αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να παράσχει τις πρόσθετες πληροφορίες.

Η ΕΑΚΑΑ, αφού εκτιμήσει ότι η αίτηση είναι πλήρης, ειδοποιεί σχετικά τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Άρθρο 16

Εξέταση της αίτησης εγγραφής οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από την ΕΑΚΑΑ

1.   Εντός 45 εργάσιμων ημερών από την ειδοποίηση κατά το άρθρο 15 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ εξετάζει την αίτηση εγγραφής οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ως προς τη συμμόρφωση από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με τους όρους που θέτει ο παρών κανονισμός.

2.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να παρατείνει την προθεσμία εξέτασης κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες, ιδίως εάν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας:

α)

προτίθεται να προσυπογράψει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3·

β)

προτίθεται να προσφύγει σε εξωτερική ανάθεση· ή

γ)

ζητεί εξαίρεση από τη συμμόρφωση με ορισμένους όρους σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3.

3.   Εντός 45 εργάσιμων ημερών από την ειδοποίηση κατά το άρθρο 15 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο ή εντός εξήντα εργάσιμων ημερών από τότε, εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση εγγραφής ή άρνησης της εγγραφής.

4.   Η απόφαση που εκδίδεται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 3 τίθεται σε ισχύ την πέμπτη εργάσιμη μέρα από την έκδοσή της.

Άρθρο 17

Εξέταση των αιτήσεων εγγραφής ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από την ΕΑΚΑΑ

1.   Εντός 55 εργάσιμων ημερών από την κατά το άρθρο 15 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο ειδοποίηση, η ΕΑΚΑΑ εξετάζει τις αιτήσεις εγγραφής ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ως προς τη συμμόρφωση από τους εν λόγω οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με τους όρους που θέτει ο παρών κανονισμός.

2.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να παρατείνει την προθεσμία εξέτασης κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες, ιδίως εάν οποιοσδήποτε από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που συμμετέχουν στον όμιλο:

α)

προτίθεται να προσυπογράψει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3·

β)

προτίθεται να προσφύγει σε εξωτερική ανάθεση· ή

γ)

ζητεί εξαίρεση από τη συμμόρφωση με ορισμένους όρους σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3.

3.   Εντός 55 εργάσιμων ημερών από την ειδοποίηση κατά το άρθρο 15 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο ή εντός εβδομήντα εργάσιμων ημερών από τότε, εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει πλήρως αιτιολογημένη ατομική απόφαση εγγραφής ή άρνησης της εγγραφής για κάθε οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας του ομίλου.

4.   Η απόφαση που εκδίδει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 3 τίθεται σε ισχύ την πέμπτη εργάσιμη μέρα από την έκδοσή της.

Άρθρο 18

Κοινοποίηση απόφασης εγγραφής, άρνησης ή απόσυρσης εγγραφής και δημοσίευση του καταλόγου των εγγεγραμμένων οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

1.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την έκδοση απόφασης δυνάμει των άρθρων 16, 17 ή 20, η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί την απόφασή της στον ενδιαφερόμενο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Όταν η ΕΑΚΑΑ αρνείται την εγγραφή οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή ανακαλεί την εγγραφή του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, αιτιολογεί πλήρως την απόφασή της.

2.   Η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί στην Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που ιδρύθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) (ΕΑΤ), την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που ιδρύθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) (ΕΑΑΕΣ), τις αρμόδιες αρχές και τις τομεακές αρμόδιες αρχές οποιαδήποτε απόφαση λαμβανόμενη δυνάμει των άρθρων 16, 17 ή 20.

3.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της κατάλογο οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την έκδοση απόφασης δυνάμει των άρθρων 16, 17 ή 20. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον ενημερωμένο κατάλογο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός τριάντα ημερών από την εν λόγω ενημέρωση.

Άρθρο 19

Τέλη εγγραφής και εποπτικά τέλη

1.   Η ΕΑΚΑΑ χρεώνει στους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με τέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τον κανονισμό για τα τέλη που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Τα τέλη αυτά καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες τις ΕΑΚΑΑ που είναι σχετικές με την εγγραφή και την εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και την κάλυψη κάθε δαπάνης στην οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 30.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κανονισμό για τα τέλη. Ο εν λόγω κανονισμός καθορίζει ιδίως το είδος των τελών και τα θέματα για τα οποία οφείλονται τέλη, το ύψος των τελών, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να καταβάλλονται και τον τρόπο με τον οποίο η ΕΑΚΑΑ πρέπει να αποδίδει στις αρμόδιες αρχές κάθε δαπάνη στην οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 30.

Το ύψος τέλους που χρεώνεται σε οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καλύπτει όλα τα διοικητικά έξοδα και είναι ανάλογο του κύκλου εργασιών του σχετικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Η Επιτροπή εκδίδει τον κανονισμό για τα τέλη που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 38α και υπό τους όρους των άρθρων 38β και 38γ.

Άρθρο 20

Απόσυρση εγγραφής

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 24, η EAKAA αποσύρει την εγγραφή ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε περίπτωση που ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας:

α)

παραιτείται ρητά από την εγγραφή ή δεν έχει παράσχει καμία αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας κατά τους προηγούμενους έξι μήνες·

β)

επέτυχε την εγγραφή με ψευδείς δηλώσεις ή με άλλο παράτυπο μέσο· ή

γ)

δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες έγινε δεκτή η εγγραφή του.

2.   Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο χρησιμοποιούνται αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εκδοθεί από τον σχετικό οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κρίνει ότι πληρούται ένας από τους όρους της παραγράφου 1, μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να εξετάσει αν πληρούνται οι όροι για την απόσυρση της εγγραφής του σχετικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Εάν η ΕΑΚΑΑ αποφασίσει να μην αποσύρει την εγγραφή του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, παρέχει πλήρη αιτιολόγηση.

3.   Η απόφαση απόσυρσης της εγγραφής τυγχάνει άμεσης εφαρμογής σε όλη την Ένωση, με την επιφύλαξη της μεταβατικής περιόδου χρήσης των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 24 παράγραφος 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΑΚΑΑ

Άρθρο 21

ΕΑΚΑΑ

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 25α, η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει και ενημερώνει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των αρμόδιων αρχών και των τομεακών αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και για τους σκοπούς της σχετικής τομεακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών και των λεπτομερών όρων σχετικά με την ανάθεση καθηκόντων.

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει ή ενημερώνει, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ, κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του καθεστώτος προσυπογραφής του άρθρου 4 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού έως τις 7 Ιουνίου 2011.

4.   Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έως τις 2 Ιανουαρίου 2012 σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προς προσυπογραφή από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στην αίτηση εγγραφής του, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ·

β)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για την αίτηση πιστοποίησης και για την εκτίμηση της συστημικής του σημασίας για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα ή ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών κατά το άρθρο 5·

γ)

την παρουσίαση των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων της δομής, της μορφής, της μεθόδου και της περιόδου παρουσίασής τους, που κοινοποιούν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 και το παράρτημα I ενότητα Ε μέρος II σημείο 1·

δ)

την εκτίμηση της συμμόρφωσης των μεθοδολογιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προς τις απαιτήσεις του άρθρου 8 παράγραφος 3·

ε)

το περιεχόμενο και τη μορφή των περιοδικών αναφορών των δεδομένων των αξιολογήσεων που πρέπει να ζητούνται από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για τον σκοπό της διαρκούς εποπτείας από την ΕΑΚΑΑ.

5.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει κάθε χρόνο και για πρώτη φορά έως την 1η Ιανουαρίου 2012 έκθεση με θέμα την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή περιέχει ιδίως εκτίμηση της εφαρμογής του παραρτήματος Ι από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εγγραφεί βάσει του παρόντος κανονισμού.

6.   Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει κατ’ έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τα εποπτικά μέτρα που έχουν ληφθεί και τις ποινές που έχουν επιβληθεί από την ΕΑΚΑΑ βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών.

7.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η ΕΑΚΑΑ συνεργάζεται με την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ και διαβουλεύεται με την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ πριν από την έκδοση και ενημέρωση των κατευθυντήριων γραμμών και την υποβολή των σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπουν οι παράγραφοι 2, 3 και 4.

10)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22α

Εξέταση της συμμόρφωσης με την υποχρέωση για δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο

1.   Κατά την άσκηση από αυτήν της διαρκούς εποπτείας των δυνάμει του παρόντος κανονισμού εγγεγραμμένων οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η ΕΑΚΑΑ εξετάζει τακτικά τη συμμόρφωση προς το άρθρο 8 παράγραφος 3.

2.   Στο πλαίσιο της εξέτασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και με την επιφύλαξη του άρθρου 23, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει επίσης σε:

α)

επαλήθευση της εκτέλεσης δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας·

β)

ανάλυση των αποτελεσμάτων αυτού του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου, και

γ)

επαλήθευση ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εφαρμόζουν διαδικασίες για να λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου στις μεθοδολογίες αξιολόγησης που ακολουθούν.».

11)

Τα άρθρα 23 έως 27 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Μη επέμβαση στο περιεχόμενο ή τις μεθοδολογίες αξιολογήσεων

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ, η Επιτροπή ή οποιαδήποτε δημόσια αρχή κράτους μέλους δεν επεμβαίνει στο περιεχόμενο των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας ή των μεθοδολογιών.

Άρθρο 23α

Άσκηση των εξουσιών κατά τα άρθρα 23β έως 23δ

Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή οιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 23β έως 23δ δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η γνωστοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό επαγγελματικό προνόμιο.

Άρθρο 23β

Αιτήματα για παροχή πληροφοριών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δύναται, με απλή αίτηση ή με απόφαση, να ζητήσει από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, από πρόσωπα που συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, από αξιολογούμενες οντότητες και σχετιζόμενους με αυτές τρίτους, από τρίτους στους οποίους ανέθεσαν επιχειρησιακές λειτουργίες ή δραστηριότητες οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, καθώς και από πρόσωπα που έχουν άλλη στενή και ουσιαστική σχέση ή σύνδεση με τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή με δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, να παράσχουν κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Κατά τη διαβίβαση απλής αίτησης για παροχή πληροφοριών δυνάμει της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ:

α)

αναφέρεται στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β)

δηλώνει τον σκοπό της αίτησης·

γ)

προσδιορίζει τις απαιτούμενες πληροφορίες·

δ)

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε)

πληροφορεί το πρόσωπο από το οποίο ζητούνται οι πληροφορίες ότι δεν υπάρχει υποχρέωση παροχής πληροφοριών, αλλά οποιαδήποτε απάντηση στην αίτηση για πληροφορίες δεν πρέπει να είναι ανακριβής ή παραπλανητική·

στ)

επισημαίνει το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 36α, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ ενότητα ΙΙ σημείο 7, στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.   Όταν ζητεί την παροχή πληροφοριών στο πλαίσιο της παραγράφου 1 με απόφαση, η ΕΑΚΑΑ:

α)

αναφέρεται στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β)

δηλώνει τον σκοπό της αίτησης·

γ)

προσδιορίζει τις απαιτούμενες πληροφορίες·

δ)

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε)

επισημαίνει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 36β στην περίπτωση ελλιπούς παροχής των απαιτούμενων πληροφοριών·

στ)

επισημαίνει το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 36α, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ ενότητα ΙΙ σημείο 7, στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές, και

ζ)

επισημαίνει το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών και επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από τον νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ανακριβών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών.

5.   Η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζει αμελλητί αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τα οποία σχετίζονται με την αίτηση πληροφοριών.

Άρθρο 23γ

Γενικές έρευνες

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες έρευνες προσώπων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23β παράγραφος 1. Για αυτόν τον σκοπό, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:

α)

να εξετάζουν οποιαδήποτε αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες και κάθε άλλο υλικό συναφές με την εκτέλεση των καθηκόντων της, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αποθηκεύονται·

β)

να λαμβάνουν ή να αποκτούν πιστοποιημένα αντίγραφα ή αποσπάσματα από αυτά τα αρχεία, τα δεδομένα, τις διαδικασίες και άλλο υλικό·

γ)

να καλούν και να ζητούν από οποιοδήποτε πρόσωπο αναφερόμενο στο άρθρο 23β παράγραφος 1 ή τους εκπροσώπους ή τα μέλη του προσωπικού του προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις σχετικά με γεγονότα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης και να καταγράφουν τις απαντήσεις·

δ)

να εξετάζουν κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας·

ε)

να ζητούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διαβίβασης δεδομένων.

2.   Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση αναγράφονται επίσης οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 36β στην περίπτωση όπου τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή κάθε άλλο υλικό ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 23β παράγραφος 1, δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 36α, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ ενότητα ΙΙ σημείο 8, στην περίπτωση όπου οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 23β παράγραφος 1 είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 23β παράγραφος 1 υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 36β, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Εγκαίρως πριν από την έρευνα, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής επικουρούν, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής δύνανται επίσης να παρίστανται στις έρευνες, κατόπιν αιτήματος.

5.   Εάν για μια αίτηση αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διαβίβασης δεδομένων που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, ζητείται η άδεια αυτή. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.

6.   Όταν ζητείται άδεια στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 5, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ, καθώς και κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα μέτρα καταναγκασμού δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά σε σχέση με το αντικείμενο των ερευνών. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω αναγκαστικών μέτρων, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως σχετικά με τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα αναγκαστικά μέτρα. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν μπορεί να επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε να ζητήσει να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται αποκλειστικά στην επανεξέταση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 23δ

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των κατά το άρθρο 23β παράγραφος 1 νομικών προσώπων. Οσάκις απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση.

2.   Οι υπάλληλοι και τα άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και οικόπεδα των νομικών προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα κατόπιν απόφασης για επιθεώρηση που εκδόθηκε από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 23γ παράγραφος 1. Διαθέτουν επίσης την εξουσία να σφραγίζουν οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά την περίοδο της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτήν.

3.   Οι υπάλληλοι και τα άλλα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ πρόσωπα για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 36β, οσάκις τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται να υποβληθούν στην επιθεώρηση. Εγκαίρως πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται αυτή να πραγματοποιηθεί.

4.   Τα κατά το άρθρο 23β παράγραφος 1 πρόσωπα υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, προσδιορίζει την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 36β, τα ένδικα μέσα που προσφέρονται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις έπειτα από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση.

5.   Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτήν, επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και τα άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Για τον σκοπό αυτό, διαθέτουν τις εξουσίες που ορίζονται στην παράγραφο 2. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δύνανται επίσης, κατόπιν αιτήσεως, να παρίστανται στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 23γ παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες με την ΕΑΚΑΑ, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 23γ παράγραφος 1.

7.   Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι και τα άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα, εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ, θεωρούν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή, αιτούμενο, κατά περίπτωση, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ούτως ώστε να καταστεί εφικτή η επιτόπια επιθεώρησή τους.

8.   Εάν, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, ζητείται η άδεια αυτή. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.

9.   Όταν ζητείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 8, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ, καθώς και κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα αναγκαστικά μέτρα δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά σε σχέση με το αντικείμενο της επιθεώρησης. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω αναγκαστικών μέτρων, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα αναγκαστικά μέτρα. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή του κράτους μέλους δεν μπορεί να επανεξετάσει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της επιθεώρησης, ούτε να ζητήσει να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται αποκλειστικά σε επανεξέταση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 23ε

Κανόνες διαδικασίας σχετικά με τη λήψη εποπτικών μέτρων και την επιβολή προστίμων

1.   Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις πιθανής ύπαρξης περιστατικών δυνάμενων να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, η ΕΑΚΑΑ διορίζει ανεξάρτητο ελεγκτή εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο ελεγκτής δεν συμμετέχει ούτε πρέπει να έχει συμμετάσχει στην άμεση ή έμμεση εποπτεία ή διαδικασία εγγραφής του σχετικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και ασκεί τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ.

2.   Ο ελεγκτής ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν οιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ.

Προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά του, ο ελεγκτής δύναται να ασκεί την εξουσία να αιτείται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 23β και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 23γ και 23δ. Κατά την άσκηση αυτών των εξουσιών, ο ελεγκτής συμμορφώνεται με το άρθρο 23α.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο ελεγκτής έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που συλλέγει η ΕΑΚΑΑ κατά τις εποπτικές δραστηριότητές της.

3.   Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ, ο ελεγκτής δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο ελεγκτής βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία έχει δοθεί στα πρόσωπα που αφορά η έρευνα η δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα.

4.   Όταν υποβάλλει τον φάκελο των πορισμάτων του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ, ο ελεγκτής κοινοποιεί σχετικά στα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τρίτους.

5.   Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του ελεγκτού και, εφόσον ζητηθεί από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των υπό έρευνα προσώπων σύμφωνα με το άρθρα 25 και 36γ, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ αποφασίζει εάν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μια από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ και, σε περίπτωση που αποφανθεί ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 24 και επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 36α.

6.   Ο ελεγκτής δεν συμμετέχει στις συσκέψεις του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ.

7.   Η Επιτροπή θεσπίζει περαιτέρω διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα υπεράσπισης, προσωρινών διατάξεων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή για περιοδικές χρηματικές ποινές, και εκδίδει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις προθεσμίες για την επιβολή και την εκτέλεση των ποινών.

Οι κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο θεσπίζονται μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 38α και υπό τους όρους των άρθρων 38β και 38γ.

8.   Εάν η ΕΑΚΑΑ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις πιθανής ύπαρξης περιστατικών δυνάμενων να συνιστούν ποινικό αδίκημα, παραπέμπει την υπόθεση στις αρμόδιες εθνικές αρχές, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων περιστατικών ή βάσει περιστατικών που είναι κατ’ ουσίαν τα ίδια έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 24

Εποπτικά μέτρα από την ΕΑΚΑΑ

1.   Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 23ε παράγραφος 5, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει διαπράξει μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, εκδίδει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες αποφάσεις:

α)

αποσύρει την εγγραφή του οργανισμού αξιολόγησης·

β)

επιβάλλει στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προσωρινή απαγόρευση έκδοσης αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας με ισχύ σε ολόκληρη την Ένωση, μέχρι τον τερματισμό της παράβασης·

γ)

επιβάλλει την αναστολή της χρήσης, για κανονιστικούς σκοπούς, των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εκδοθεί από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με ισχύ σε ολόκληρη την Ένωση, μέχρι τον τερματισμό της παράβασης·

δ)

απαιτεί από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τον τερματισμό της παράβασης·

ε)

εκδίδει δημόσιες ανακοινώσεις.

2.   Όταν λαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, έχοντας κατά νου τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη διάρκεια και τη συχνότητα της παράβασης·

β)

το κατά πόσον η παράβαση έχει αποκαλύψει σοβαρές ή συστημικές αδυναμίες στις διαδικασίες της επιχείρησης ή στα συστήματα διαχείρισης της ή στους εσωτερικούς ελέγχους της·

γ)

το κατά πόσον το οικονομικό έγκλημα διευκολύνθηκε, προκλήθηκε από την παράβαση ή οφειλόταν άλλως σε αυτήν·

δ)

το κατά πόσον η παράβαση διεπράχθη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

3.   Πριν από τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ.

4.   Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται για κανονιστικούς σκοπούς μετά την έκδοση των αποφάσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ) της παραγράφου 1 επί χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει:

α)

τις δέκα εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της απόφασης από την ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παραγράφου 5, εφόσον υπάρχουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας του ίδιου χρηματοπιστωτικού μέσου ή οντότητας τις οποίες έχουν εκδώσει άλλοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εγγεγραμμένοι σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ή

β)

τους τρεις μήνες από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της απόφασης από την ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παραγράφου 5, εφόσον δεν υπάρχουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας του ίδιου χρηματοπιστωτικού μέσου ή οντότητας τις οποίες έχουν εκδώσει άλλοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εγγεγραμμένοι σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ μπορεί να παρατείνει, μεταξύ άλλων κατόπιν αιτήματος της ΕΑΤ ή της ΕΑΑΕΣ, το χρονικό διάστημα του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου κατά τρεις μήνες σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου υφίσταται πιθανότητα διαταραχής της αγοράς ή χρηματοοικονομικής αστάθειας.

5.   Το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οιαδήποτε απόφαση εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στον σχετικό οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και ανακοινώνει επίσης κάθε τέτοια απόφαση στις αρμόδιες αρχές και τις τομεακές αρμόδιες αρχές, στην Επιτροπή, στην ΕΑΤ και στην ΕΑΑΕΣ. Κοινοποιεί δημοσίως κάθε τέτοια απόφαση στον δικτυακό της τόπο, εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

Κατά τη δημόσια κοινοποίηση της απόφασής του, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί επίσης δημοσίως το δικαίωμα του σχετικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, καθώς και το γεγονός, κατά περίπτωση, ότι η προσφυγή αυτή έχει ασκηθεί, προσδιορίζοντας ότι η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς και ότι είναι δυνατόν το συμβούλιο εποπτών να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 25

Ακρόαση των ενδιαφερόμενων προσώπων

1.   Πριν από τη λήψη οιασδήποτε απόφασης κατά το άρθρο 24 παράγραφος 1, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ παρέχει στα πρόσωπα τα οποία αφορά η διαδικασία τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα πορίσματα της ΕΑΚΑΑ. Το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις του μόνο στα πορίσματα για τα οποία δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα τα οποία αφορά η διαδικασία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εάν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες προκειμένου να προληφθεί σημαντική και επικείμενη ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης, το συντομότερο δυνατόν μετά τη λήψη της απόφασής του.

2.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων τα οποία αφορά η διαδικασία. Αυτά έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων σχετικά με την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες.

Άρθρο 25α

Τομεακές αρμόδιες αρχές υπεύθυνες για την εποπτεία και την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 1 (χρήση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας)

Οι τομεακές αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για την εποπτεία και την επιβολή της εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 1 σύμφωνα με τη σχετική τομεακή νομοθεσία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΑΚΑΑ, ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΟΜΕΑΚΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ

Άρθρο 26

Υποχρέωση συνεργασίας

Η ΕΑΚΑΑ, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ, οι αρμόδιες αρχές και οι τομεακές αρμόδιες αρχές συνεργάζονται, εφόσον απαιτείται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και για τους σκοπούς της σχετικής τομεακής νομοθεσίας.

Άρθρο 27

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Η ΕΑΚΑΑ, οι αρμόδιες αρχές και οι τομεακές αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν μεταξύ τους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και δυνάμει της σχετικής τομεακής νομοθεσίας.

2.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διαβιβάζει στις κεντρικές τράπεζες, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, καθώς και, κατά περίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές υπεύθυνες για την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων, εμπιστευτικές πληροφορίες για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Ομοίως, παρόμοιες αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθεί η ΕΑΚΑΑ για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.».

12)

Τα άρθρα 28 και 29 διαγράφονται.

13)

Τα άρθρα 30, 31 και 32 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Ανάθεση καθηκόντων από την ΕΑΚΑΑ στις αρμόδιες αρχές

1.   Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την ορθή εκτέλεση εποπτικού καθήκοντος, η ΕΑΚΑΑ δύναται να αναθέσει συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 2. Τέτοια συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα μπορούν ιδίως να περιλαμβάνουν την εξουσία αίτησης για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 23β, καθώς και τη διεξαγωγή ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 23δ παράγραφος 6.

2.   Πριν από τη ανάθεση καθήκοντος, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με τη σχετική αρμόδια αρχή. Η εν λόγω διαβούλευση αφορά:

α)

το πεδίο εφαρμογής του ανατιθέμενου καθήκοντος·

β)

το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του ανατιθέμενου καθήκοντος και

γ)

τη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών από και προς την ΕΑΚΑΑ.

3.   Σύμφωνα με τον κανονισμό περί τελών που πρέπει να εγκρίνει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 2, η ΕΑΚΑΑ καλύπτει κάθε δαπάνη στην οποία υποβάλλεται η αρμόδια αρχή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται.

4.   Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την ανάθεση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα. Η ανάθεση καθήκοντος μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.

Η ανάθεση καθηκόντων δεν αίρει την ευθύνη της ΕΑΚΑΑ και δεν περιορίζει την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να διεξάγει και να επιβλέπει την ανατεθείσα δραστηριότητα. Οι δυνάμει του παρόντος κανονισμού ευθύνες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων εγγραφής, των τελικών εκτιμήσεων και των επακόλουθων αποφάσεων σχετικά με παραβάσεις, δεν αποτελούν αντικείμενο ανάθεσης.

Άρθρο 31

Κοινοποιήσεις και αιτήσεις αναστολής από αρμόδιες αρχές

1.   Εάν μια αρμόδια αρχή κράτους μέλους διαπιστώσει ότι διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στην επικράτεια του οικείου της ή άλλου κράτους μέλους πράξεις αντίθετες προς τον παρόντα κανονισμό, γνωστοποιεί το γεγονός αυτό με τον λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην ΕΑΚΑΑ. Οσάκις η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι είναι σκόπιμο για σκοπούς έρευνας, η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να προτείνει στην ΕΑΚΑΑ να εκτιμήσει εάν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες των άρθρων 23β και 23γ σχετικά με τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που ενέχεται στις πράξεις αυτές.

Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει στις δέουσες ενέργειες. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε για τα αποτελέσματα και, στο μέτρο του δυνατού, για οιεσδήποτε σημαντικές ενδιάμεσες εξελίξεις.

2.   Με την επιφύλαξη του καθήκοντος για κοινοποίηση που ορίζεται στην παράγραφο 1, εάν η κοινοποιούσα αρμόδια αρχή κράτους μέλους θεωρεί ότι εγγεγραμμένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, του οποίου οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας χρησιμοποιούνται εντός της επικράτειας αυτού του κράτους μέλους, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και οι παραβάσεις αυτές είναι αρκούντως σοβαρές και διαρκείς, ώστε να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην προστασία των επενδυτών ή στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στο εν λόγω κράτος μέλος, η γνωστοποιούσα αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει να αναστείλει η ΕΑΚΑΑ, για κανονιστικούς σκοπούς, τη χρήση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας του οικείου οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και λοιπές οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1. Η γνωστοποιούσα αρμόδια αρχή αιτιολογεί πλήρως το αίτημά της στην ΕΑΚΑΑ.

Όταν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι το αίτημα δεν είναι δικαιολογημένο, ενημερώνει τη γνωστοποιούσα αρμόδια αρχή εγγράφως, παραθέτοντας τους λόγους. Όταν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι το αίτημα είναι δικαιολογημένο, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προς επίλυση του θέματος.

Άρθρο 32

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Η υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για την ΕΑΚΑΑ, τις αρμόδιες αρχές και όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή εργάσθηκαν για την ΕΑΚΑΑ, για τις αρμόδιες αρχές ή για οιοδήποτε άλλο πρόσωπο στο οποίο η ΕΑΚΑΑ έχει αναθέσει καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών και των εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ. Οι πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν κοινολογούνται σε άλλο πρόσωπο ή αρχή, εκτός εάν η εν λόγω κοινολόγηση απαιτείται στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

2.   Όλες οι πληροφορίες που αποκτώνται ή ανταλλάσσονται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των αρμόδιων αρχών, των τομεακών αρμόδιων αρχών ή άλλων αρχών και φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 2 θεωρούνται εμπιστευτικές, εκτός εάν η ΕΑΚΑΑ ή η αρμόδια αρχή ή άλλη αρχή ή φορέας δηλώνει, κατά τη στιγμή της επικοινωνίας, ότι οι πληροφορίες αυτές δύνανται να κοινολογηθούν ή εάν η εν λόγω κοινολόγηση απαιτείται για λόγους νομικών διαδικασιών.».

14)

Το άρθρο 33 απαλείφεται.

15)

Τα άρθρα 34 και 35 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 34

Συμφωνία για την ανταλλαγή πληροφοριών

Η ΕΑΚΑΑ δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μόνο εάν οι πληροφορίες που κοινοποιούνται υπόκεινται σε εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισοδύναμες τουλάχιστον με τις οριζόμενες στο άρθρο 32.

Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να αποσκοπεί στην εκτέλεση των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ ή των εν λόγω εποπτικών αρχών.

Όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα, η ΕΑΚΑΑ εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (16).

Άρθρο 35

Κοινοποίηση πληροφοριών από τρίτες χώρες

Η ΕΑΚΑΑ δύναται να κοινολογεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μόνο εάν η ΕΑΚΑΑ ή οι εν λόγω εποπτικές αρχές έχουν εξασφαλίσει τη ρητή συμφωνία της εποπτικής αρχής που έχει διαβιβάσει τις πληροφορίες και οι πληροφορίες κοινολογούνται, κατά περίπτωση, αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω εποπτική αρχή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της ή εφόσον η κοινολόγηση αυτή απαιτείται στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

16)

Η επικεφαλίδα του κεφαλαίου Ι του τίτλου IV «Κυρώσεις, διαδικασία επιτροπής και αναφορές» αντικαθίσταται από την επικεφαλίδα «Κυρώσεις, πρόστιμα, περιοδικές χρηματικές ποινές, διαδικασία επιτροπής, εξουσιοδότηση και υποβολή αναφορών».

17)

Στο άρθρο 36, η πρώτη και η δεύτερη παράγραφος αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες περί κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 4 παράγραφος 1 και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια τομεακή αρχή δημοσιεύει κάθε κύρωση που έχει επιβληθεί λόγω παραβάσεων του άρθρου 4 παράγραφος 1, εκτός εάν η κοινοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοοικονομικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.».

18)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 36α

Πρόστιμα

1.   Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 23ε παράγραφος 5, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει διαπράξει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, εκδίδει απόφαση περί επιβολής προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή η ανώτερη διοίκησή του ενήργησαν εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης.

2.   Τα βασικά ποσά των προστίμων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνονται μεταξύ των εξής ορίων:

α)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία 1 έως 5, 11 έως 15, 19, 20, 23, 28, 30, 32, 33, 35, 41, 43, 50 και 51 της ενότητας I του παραρτήματος III, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 500 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 750 000 ευρώ·

β)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία 6 έως 8, 16 έως 18, 21, 22, 24, 25, 27, 29, 31, 34, 37 έως 40, 42, 45 έως 47, 48, 49, 52 και 54 της ενότητας I του παραρτήματος III, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 300 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 450 000 ευρώ·

γ)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία 9, 10, 26, 36, 44 και 53 της ενότητας I του παραρτήματος III, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 100 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 200 000 ευρώ·

δ)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία 1, 6, 7 και 8 της ενότητας II του παραρτήματος ΙΙΙ, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 50 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 150 000 ευρώ·

ε)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία 2, 4 και 5 της ενότητας II του παραρτήματος ΙΙΙ, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 25 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 75 000 ευρώ·

στ)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο 3 της ενότητας II του παραρτήματος ΙΙΙ, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 10 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 50 000 ευρώ·

ζ)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία 1 έως 3 και 11 της ενότητας III του παραρτήματος III, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 150 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 300 000 ευρώ·

η)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία 4, 6, 8 και 10 της ενότητας III του παραρτήματος ΙΙΙ, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 90 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 200 000 ευρώ·

θ)

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία 5, 7 και 9 της ενότητας III του παραρτήματος ΙΙΙ, τα ποσά των προστίμων ορίζονται στις 40 000 ευρώ κατ’ ελάχιστον και δεν υπερβαίνουν τις 100 000 ευρώ.

Για να αποφασισθεί εάν το βασικό ποσό των προστίμων θα πρέπει να οριστεί στο κατώτερο όριο, στην ενδιάμεση τιμή ή στο ανώτερο όριο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τον ετήσιο κύκλο εργασιών του συγκεκριμένου οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά την προηγούμενη εταιρική χρήση. Το βασικό ποσό ορίζεται στο κατώτερο όριο για οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι κάτω των 10 εκατ. ευρώ, στην ενδιάμεση τιμή για οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι μεταξύ 10 εκατ. και 50 εκατ. ευρώ και στο ανώτερο όριο για οργανισμούς πιστοληπτικής ικανότητας των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι άνω των 50 εκατ. ευρώ.

3.   Τα βασικά ποσά που ορίζονται εντός των ορίων της παραγράφου 2 προσαρμόζονται λαμβανομένων υπόψη, εάν χρειάζεται, επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών παραγόντων σύμφωνα με τους σχετικούς συντελεστές που ορίζονται στο παράρτημα IV.

Οι σχετικοί επιβαρυντικοί συντελεστές εφαρμόζονται έκαστος με τη σειρά του στο βασικό ποσό. Εάν εφαρμόζονται περισσότεροι του ενός επιβαρυντικοί συντελεστές, η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή εκάστου επί μέρους επιβαρυντικού συντελεστή προστίθεται στο βασικό ποσό.

Οι σχετικοί ελαφρυντικοί συντελεστές εφαρμόζονται έκαστος με τη σειρά του στο βασικό ποσό. Εάν εφαρμόζονται περισσότεροι του ενός ελαφρυντικοί συντελεστές, η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που απορρέει από την εφαρμογή εκάστου επί μέρους ελαφρυντικού συντελεστή αφαιρείται από το βασικό ποσό.

4.   Παρά τις παραγράφους 2 και 3, το ύψος του προστίμου δεν υπερβαίνει το 20 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά την προηγούμενη εμπορική χρήση και, εάν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει αποκομίσει, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό όφελος από την παράβαση, το ύψος του προστίμου πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο προς το οικονομικό αυτό όφελος.

Εάν πράξη ή παράλειψη ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας συνιστά περισσότερες της μιας παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, επιβάλλεται μόνο το ανώτερο πρόστιμο το οποίο υπολογίζεται βάσει των παραγράφων 2 και 3 και αφορά μια εκ των εν λόγω παραβάσεων.

Άρθρο 36β

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.   Με απόφασή του το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ επιβάλλει περιοδική χρηματική ποινή προκειμένου να υποχρεώσει:

α)

οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να θέσει τέρμα σε παράβαση, σύμφωνα με απόφαση που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

β)

πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 23β παράγραφος 1 να παράσχει πλήρεις πληροφορίες οι οποίες έχουν απαιτηθεί με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 23β·

γ)

πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 23β παράγραφος 1 να υποβληθεί σε έρευνα και ειδικότερα να παράσχει πλήρη αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή οιοδήποτε άλλο απαιτούμενο υλικό, καθώς και να συμπληρώσει και να διορθώσει άλλες πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια έρευνας που έχει κινηθεί με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 23γ·

δ)

πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 23β παράγραφος 1 να υποβληθεί σε επιτόπια επιθεώρηση που έχει διαταχθεί με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 23δ.

2.   Η περιοδική χρηματική ποινή πρέπει να είναι αποτελεσματική και αναλογική. Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται σε καθημερινή βάση έως ότου ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή το εμπλεκόμενο πρόσωπο συμμορφωθεί με τη σχετική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Παρά την παράγραφο 2, το ποσό περιοδικής χρηματικής ποινής ανέρχεται στο 3 % του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη εταιρική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημερομηνία που αναφέρεται στην απόφαση με την οποία επιβάλλεται η περιοδική χρηματική ποινή.

4.   Μπορεί να επιβάλλεται περιοδική χρηματική ποινή για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες μετά την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 36γ

Ακρόαση των προσώπων τα οποία αφορά η διαδικασία

1.   Πριν από τη λήψη οιασδήποτε απόφασης για επιβολή προστίμου και/ή περιοδικής χρηματικής ποινής κατά το άρθρο 36α ή τα στοιχεία α) έως δ) του άρθρου 36β παράγραφος 1, το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ παρέχει στα πρόσωπα τα οποία αφορά η διαδικασία τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα πορίσματα της ΕΑΚΑΑ. Το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις του μόνο στα πορίσματα για τα οποία δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα τα οποία αφορά η διαδικασία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

2.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων τα οποία αφορά η διαδικασία. Αυτά έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες ή τα εσωτερικής χρήσης προπαρασκευαστικά έγγραφα της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 36δ

Κοινολόγηση, φύση, επιβολή της εφαρμογής και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 36α και 36β, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοοικονομικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

2.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 36α και 36β είναι διοικητικής φύσης.

3.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 36α και 36β είναι εκτελεστά.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος στην επικράτεια του οποίου διενεργείται. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται, χωρίς καμία άλλη διατύπωση πέραν της επαλήθευσης της γνησιότητας της απόφασης, από την αρχή που ορίζει η κυβέρνηση εκάστου κράτους μέλους για τον σκοπό αυτόν και την οποία γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο ενδιαφερόμενος, κατόπιν αιτήσεως του οποίου τηρήθηκαν οι διατυπώσεις αυτές, δύναται να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση κατά το εσωτερικό δίκαιο, απευθυνόμενος απευθείας στον αρμόδιο φορέα.

Η αναγκαστική εκτέλεση αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα δικαστήρια όμως του οικείου κράτους μέλους είναι αρμόδια για την εκδίκαση υποθέσεων σχετικά με αντιρρήσεις που αφορούν την κανονικότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης.

4.   Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών κατανέμονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 36ε

Επανεξέταση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που επιβάλλεται.».

19)

Το άρθρο 37 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 37

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών εξελίξεων, ιδιαίτερα σε σχέση με νέα χρηματοοικονομικά μέσα, η Επιτροπή δύναται, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 38α και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων των άρθρων 38β και 38γ, να θεσπίζει μέτρα για την τροποποίηση των παραρτημάτων, εξαιρουμένου του παραρτήματος ΙΙΙ.».

20)

Στο άρθρο 38, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

21)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 38α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 19 παράγραφος 2, στο άρθρο 23ε παράγραφος 7 και στο άρθρο 37 για διάρκεια τεσσάρων ετών από 1 Ιουνίου 2011 Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την κατ’ ανάθεση εξουσία το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετούς περιόδου. Η ισχύς της ανάθεσης εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο ανακαλέσει την εξουσιοδότηση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 38β.

2.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ανατίθεται στην Επιτροπή υπόκειται στις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα άρθρα 38β και 38γ.

Άρθρο 38β

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 19 παράγραφος 2, το άρθρο 23ε παράγραφος 7 και το άρθρο 37 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση εξουσίας φροντίζει να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις ανατεθείσες εξουσίες που ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο ανάκλησης.

3.   Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία την οποία προσδιορίζει. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 38γ

Διατύπωση αντιρρήσεων έναντι των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύναται να εκφράσει αντιρρήσεις σχετικά με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης.

Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

2.   Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει διατυπώσει αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προβλέπεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αυτή δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το θεσμικό όργανο που διατυπώνει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

22)

Το άρθρο 39 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Έως την 1η Ιουλίου 2011, η Επιτροπή, με βάση τις εξελίξεις στο κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε τρίτες χώρες, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τις επιπτώσεις των εν λόγω εξελίξεων και των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 40 σχετικά με τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ένωση.».

23)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 39α

Έκθεση από την ΕΑΚΑΑ

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2011, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε εκτίμηση των αναγκών για προσωπικό και πόρους, τις οποίες συνεπάγεται η ανάληψη των εξουσιών και καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.».

24)

Στο άρθρο 40, η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι υπάρχοντες οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μπορούν να συνεχίσουν να εκδίδουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιούνται για εποπτικούς σκοπούς από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις άλλες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, εκτός εάν απορριφθεί η αίτηση εγγραφής τους. Σε περίπτωση άρνησης εγγραφής, εφαρμόζεται το άρθρο 24 παράγραφοι 4 και 5.».

25)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 40α

Μεταβατικά μέτρα που αφορούν τη ΕΑΚΑΑ

1.   Όλες οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής στον τομέα των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι οποίοι ανατέθηκαν στις αρμόδιες αρχές, που είτε ενεργούσαν ως αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είτε όχι, και σε εποπτικά σώματα (σώματα) στις περιπτώσεις που αυτά έχουν συσταθεί, παύουν την 1η Ιουλίου 2011.

Ωστόσο, αίτηση εγγραφής που είχε παραληφθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή από το αρμόδιο σώμα έως τις 7 Σεπτεμβρίου 2010 δεν μεταβιβάζεται στην ΕΑΚΑΑ και η απόφαση για εγγραφή ή άρνηση της εγγραφής λαμβάνεται από τις εν λόγω αρχές και το σχετικό σώμα.

2.   Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1, όλα τα αρχεία και έγγραφα εργασίας που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής της εφαρμογής στον τομέα των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, συμπεριλαμβανομένων οιωνδήποτε συνεχιζόμενων εξετάσεων και δράσεων επιβολής, ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, αναλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και τα σώματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ότι οιαδήποτε υπάρχοντα αρχεία και έγγραφα εργασίας ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους διαβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ, το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2011. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και σώματα παρέχουν επίσης όλη την αναγκαία συνδρομή και τις αναγκαίες συμβουλές στην ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και αποδοτική μεταβίβαση και ανάληψη της δραστηριότητας εποπτείας και επιβολής της εφαρμογής στον τομέα των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

4.   Η ΕΑΚΑΑ ενεργεί ως ο νόμιμος διάδοχος των αρμόδιων αρχών και σωμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε οποιεσδήποτε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες απορρέουν από δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής που διενεργείται από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές και τα σώματα σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό.

5.   Οιαδήποτε εγγραφή οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, σύμφωνα με το κεφάλαιο I του τίτλου III, από αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ.

6.   Έως την 1η Ιουλίου 2014 και στο πλαίσιο της διαρκούς εποπτείας από αυτή, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε τουλάχιστον μία επαλήθευση όλων των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίοι υπόκεινται στις αρμοδιότητες εποπτείας τις οποίες έχει.».

26)

Το παράρτημα Ι τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

27)

Προστίθενται τα παραρτήματα που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

GYŐRI E.


(1)  ΕΕ C 337 της 14.12.2010, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 54 της 19.2.2011, σ. 37.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Απριλίου 2011.

(4)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

(5)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(7)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3.

(9)  ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.».

(12)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»;

(13)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.

(14)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(15)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.».

(16)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στην ενότητα Α, το τελευταίο εδάφιο του σημείου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι γνωμοδοτήσεις των ανεξάρτητων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) παρουσιάζονται περιοδικά στο συμβούλιο και τίθενται στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ, κατ’ αίτησή της.».

2)

Στην ενότητα Β, το πρώτο εδάφιο του σημείου 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Τα αρχεία και το ιστορικό ελέγχων που αναφέρονται στο σημείο 7 φυλάσσονται στους χώρους όπου εδρεύει ο εγγεγραμμένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας επί πέντε έτη τουλάχιστον και τίθενται στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ, κατ’ αίτησή της.».

3)

Στο σημείο 2 του μέρους ΙΙ της ενότητας Ε, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

κατ’ έτος, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

κατάλογο των είκοσι μεγαλύτερων πελατών του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με βάση τα έσοδα που δημιούργησαν αυτοί·

β)

κατάλογο των πελατών του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας των οποίων η συμβολή στο ποσοστό αύξησης των εσόδων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που δημιουργήθηκαν κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος υπερέβη το ποσοστό αύξησης των συνολικών εσόδων του οργανισμού το ίδιο έτος κατά μιάμιση φορά. Κάθε τέτοιος πελάτης περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο μόνο στην περίπτωση που τα έσοδα που δημιούργησε κατά το συγκεκριμένο έτος αντιστοιχούσαν σε ποσοστό μεγαλύτερο από 0,25% των συνολικών εσόδων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε παγκόσμιο επίπεδο· και

γ)

κατάλογο των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους, σημειώνοντας το ποσοστό των μη ζητηθεισών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Προστίθενται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 τα ακόλουθα παραρτήματα:

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Κατάλογος παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 και στο άρθρο 36α παράγραφος 1

I.   Παραβάσεις που αφορούν συγκρούσεις συμφερόντων, οργανωτικές ή επιχειρησιακές απαιτήσεις

1.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 4 παράγραφος 3, όταν προσυπογράφει μια αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που εκδόθηκε σε τρίτη χώρα χωρίς να τηρούνται οι όροι οι οποίοι ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο, εκτός εάν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί να ελέγξει τον λόγο αυτής της παράβασης.

2.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 4, όταν χρησιμοποιεί την προσυπογραφή της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εκδόθηκε σε τρίτη χώρα με πρόθεση να αποφύγει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

3.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 1 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν δεν συστήσει διοικητικό ή εποπτικό συμβούλιο.

4.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο του σημείου 2 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν δεν εξασφαλίσει ότι το επιχειρηματικό συμφέρον του δεν μειώνει την ανεξαρτησία ή την ακρίβεια των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

5.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το δεύτερο εδάφιο του σημείου 2 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν διορίσει στην ανώτερη διοίκηση πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν εχέγγυα ήθους ούτε επαρκείς ικανότητες και εμπειρία, ή δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη χρηστή και συνετή διαχείριση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

6.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το τρίτο εδάφιο του σημείου 2 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν δεν διορίσει τον απαιτούμενο αριθμό ανεξάρτητων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου του.

7.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το τέταρτο εδάφιο του σημείου 2 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, όταν ορίζει σύστημα αμοιβής των ανεξάρτητων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου του το οποίο εξαρτάται από τις επιχειρηματικές επιδόσεις του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή δεν είναι διευθετημένο έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της κρίσης των μελών ή όταν ορίζει θητεία μεγαλύτερη των πέντε ετών ή ανανεώσιμη για τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου του ή όταν καθαιρεί ανεξάρτητο μέλος του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου χωρίς να συντρέχει περίπτωση παραπτώματος ή χαμηλών επαγγελματικών επιδόσεων.

8.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το πέμπτο εδάφιο του σημείου 2 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν διορίσει μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου τα οποία δεν έχουν επαρκή εμπειρία στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ή όταν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκδίδει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για διαρθρωμένα χρηματοπιστωτικά μέσα χωρίς να έχει διορίσει τουλάχιστον ένα ανεξάρτητο μέλος και ένα άλλο μέλος του συμβουλίου το οποίο να διαθέτει σε βάθος γνώση και εμπειρία υψηλού επιπέδου των αγορών διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.

9.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το έκτο εδάφιο του σημείου 2 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν δεν διασφαλίσει ότι τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου ασκούν τα καθήκοντα παρακολούθησης οιουδήποτε εκ των θεμάτων που αναφέρονται στο έκτο εδάφιο του εν λόγω σημείου.

10.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το έβδομο εδάφιο του σημείου 2 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν δεν διασφαλίσει ότι τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου παρουσιάζουν περιοδικά στο συμβούλιο ή θέτουν στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ, κατ’ αίτησή της, τις διαθέσιμες γνωμοδοτήσεις τους σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο έκτο εδάφιο του εν λόγω σημείου.

11.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 3 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν δεν θεσπίσει κατάλληλες πολιτικές ή διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι θα τηρεί τις υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

12.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 4 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, όταν δεν διαθέτει ορθές διοικητικές ή λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης κινδύνων, ή αποτελεσματικές ρυθμίσεις ελέγχου ή προστασίας των συστημάτων επεξεργασίας πληροφοριών ή όταν δεν εφαρμόζει ή δεν διατηρεί διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή οργανωτική διάρθρωση κατά τα απαιτούμενα από το εν λόγω σημείο.

13.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 5 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν δεν συστήνει ή δεν διατηρεί μόνιμο και αποτελεσματικό τμήμα υπηρεσίας συμμόρφωσης (υπηρεσία συμμόρφωσης) το οποίο να λειτουργεί ανεξάρτητα.

14.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την πρώτη παράγραφο του σημείου 6 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την απρόσκοπτη ή ανεξάρτητη λειτουργία της υπηρεσίας συμμόρφωσης, όπως καθορίζεται στην πρώτη παράγραφο του εν λόγω σημείου.

15.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 7 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, όταν δεν θεσπίζει κατάλληλες και αποτελεσματικές οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις για την πρόληψη, τον εντοπισμό, την εξάλειψη ή τη διαχείριση και την κοινοποίηση τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων που αναφέρονται στο σημείο 1 της ενότητας B του παραρτήματος Ι ή όταν δεν μεριμνά για την τήρηση αρχείου όλων των σοβαρών απειλών κατά της ανεξαρτησίας των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, συμπεριλαμβανομένων των απειλών κατά των κανόνων για τους αναλυτές αξιολογήσεων που αναφέρονται στην ενότητα Γ του παραρτήματος Ι, καθώς και των μέτρων προστασίας που εφαρμόζονται για να μετριασθούν αυτές οι απειλές.

16.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 8 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, όταν δεν χρησιμοποιεί κατάλληλα συστήματα, πόρους ή διαδικασίες για να διασφαλίζει τη συνέχεια και την κανονικότητα στην εκτέλεση των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

17.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 9 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, εάν δεν θεσπίσει υπηρεσία επανεξέτασης η οποία:

α)

να ευθύνεται για την περιοδική επανεξέταση των μεθοδολογιών του, των μοντέλων του και των βασικών του παραδοχών αξιολόγησης, ή σημαντικών αλλαγών ή τροποποιήσεων, ή της καταλληλότητας των εν λόγω μεθοδολογιών, των μοντέλων ή βασικών παραδοχών αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση νέων χρηματοπιστωτικών μέσων·

β)

να είναι ανεξάρτητη από τα επιχειρηματικά καθήκοντα που περιλαμβάνουν τις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ή

γ)

να υποβάλλει εκθέσεις στα μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου.

18.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 10 της ενότητας Α του παραρτήματος Ι, όταν δεν παρακολουθεί ή δεν αξιολογεί την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων του, των εσωτερικών του μηχανισμών ελέγχου και των ρυθμίσεών του που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή όταν δεν λαμβάνει τα δέοντα μέτρα για να αντιμετωπίσει τυχόν αδυναμίες.

19.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 1 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, όταν δεν εντοπίζει, δεν εξαλείφει ή δεν διαχειρίζεται και δεν κοινολογεί ρητά ή ευδιάκριτα οποιεσδήποτε υπάρχουσες ή ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις αναλύσεις ή την κρίση των αναλυτών του αξιολογήσεων, των εργαζομένων του, καθώς και οιωνδήποτε άλλων φυσικών προσώπων οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και τα οποία συμμετέχουν άμεσα στην έκδοση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, ή των προσώπων που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

20.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο του σημείου 3 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, εάν εκδώσει αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας σε οιαδήποτε εκ των περιπτώσεων που εκτίθενται στην πρώτη παράγραφο του εν λόγω σημείου ή, στην περίπτωση υπάρχουσας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, εάν δεν ανακοινώσει αμέσως ότι η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ενδέχεται να παρουσιάζει ελαττώματα εξαιτίας των συγκεκριμένων εν προκειμένω συνθηκών.

21.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το δεύτερο εδάφιο του σημείου 3 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, εάν δεν εκτιμήσει αμέσως μήπως υπάρχουν λόγοι για επαναξιολόγηση ή απόσυρση της υπάρχουσας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

22.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο του σημείου 4 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, όταν παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στην αξιολογούμενη οντότητα ή σε οιονδήποτε σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο σχετικά με την εταιρική ή νομική δομή, το ενεργητικό, το παθητικό ή τις δραστηριότητες της εν λόγω αξιολογούμενης οντότητας ή οιουδήποτε σχετιζόμενου με αυτήν τρίτου.

23.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το πρώτο τμήμα του τρίτου εδαφίου του σημείου 4 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, εάν δεν διασφαλίσει ότι η παροχή συναφούς υπηρεσίας δεν δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων με τη δραστηριότητά του που αφορά τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

24.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 5 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι οι αναλυτές αξιολόγησης ή τα πρόσωπα που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις δεν υποβάλλουν προτάσεις ή συστάσεις σχετικά με τον σχεδιασμό των διαρθρωμένων χρηματοοικονομικών μέσων για τα οποία ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αναμένεται να εκδώσει αξιολόγηση.

25.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 6 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, όταν δεν σχεδιάζει τους διαύλους υποβολής εκθέσεων ή επικοινωνίας κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζει την ανεξαρτησία των προσώπων που αναφέρονται στο σημείο 1 της ενότητας Β από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εκτελούνται υπό εμπορικούς όρους.

26.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το δεύτερο εδάφιο του σημείου 8 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, εάν δεν φυλάσσει τα αρχεία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών μετά την απόσυρση της εγγραφής του.

27.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 1, όταν δεν διασφαλίζει ότι οι αναλυτές αξιολογήσεων, οι εργαζόμενοί του, ή οιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχό του και οι οποίοι συμμετέχουν άμεσα στις δραστηριότητες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, διαθέτουν την κατάλληλη γνώση και εμπειρία για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται.

28.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 2, όταν δεν διασφαλίζει ότι το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 δεν κινεί ούτε συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις σχετικά με αμοιβές ή πληρωμές με οποιαδήποτε αξιολογούμενη οντότητα, σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο ή κάθε άλλο πρόσωπο που, άμεσα ή έμμεσα, συνδέεται μαζί της μέσω ελέγχου.

29.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 3 στοιχείο α) της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 1 της εν λόγω ενότητας λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων ή των αρχείων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από απάτη, κλοπή ή κατάχρηση, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του, καθώς και της φύσης και του φάσματος των δραστηριοτήτων του όσον αφορά την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

30.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 5 της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, εάν επιβάλλει αρνητικές συνέπειες σε πρόσωπο που αναφέρεται στο σημείο 1 της εν λόγω ενότητας, εφόσον αυτό το πρόσωπο ενημέρωσε τον υπεύθυνο συμμόρφωσης με αποτέλεσμα άλλο πρόσωπο κατά τα αναφερόμενα στο σημείο 1 της εν λόγω ενότητας να έχει εμπλακεί σε ενέργειες που είναι κατά τη γνώμη του παράνομες.

31.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 6 της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, οσάκις δεν επανεξετάζει τις σχετικές εργασίες ενός αναλυτή αξιολογήσεων για τα τελευταία δύο έτη πριν από την αποχώρησή του, στην περίπτωση που ο αναλυτής αξιολογήσεων διακόψει τη σχέση εργασίας του και στη συνέχεια προσληφθεί από αξιολογούμενη οντότητα, στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της οποίας είχε συμμετάσχει, ή από χρηματοοικονομική επιχείρηση, με την οποία είχε συναλλαγές στο πλαίσιο των καθηκόντων του στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

32.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 1 της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που αναφέρεται στο εν λόγω σημείο δεν αγοράζουν, ούτε πωλούν, ούτε συμμετέχουν σε συναλλαγή σχετικά με χρηματοοικονομικό μέσο του οποίου μνεία γίνεται στο εν λόγω σημείο.

33.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 2 της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 1 της εν λόγω ενότητας δεν συμμετέχουν ούτε επηρεάζουν κατ άλλον τρόπο τον καθορισμό μιας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά τα οριζόμενα στο σημείο 2 της εν λόγω ενότητας.

34.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 3 στοιχεία β), γ) και δ) της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 1 της εν λόγω ενότητας δεν κοινολογούν, ούτε χρησιμοποιούν, ούτε ανταλλάσσουν πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στα εν λόγω σημεία.

35.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 4 της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 1 της εν λόγω ενότητας δεν ζητούν ούτε αποδέχονται χρήματα, δώρα ή διευκολύνσεις από οποιονδήποτε με τον οποίο συναλλάσσεται ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

36.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 7 της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 1 της εν λόγω ενότητας δεν αναλαμβάνουν σημαντική διοικητική θέση στην αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο πριν παρέλθουν έξι μήνες από τη σχετική αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

37.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το σημείο 8 στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι ο κύριος αναλυτής αξιολογήσεων δεν συμμετέχει σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που αφορούν την ίδια αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τέσσερα έτη.

38.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το σημείο 8 στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι αναλυτής αξιολογήσεων δεν συμμετέχει σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που αφορούν την ίδια αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα πέντε έτη.

39.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το σημείο 8 στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της ενότητας Γ του παραρτήματος Ι, όταν δεν διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας δεν συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που αφορούν την ίδια αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα επτά έτη.

40.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι ενότητα Γ σημείο 8 δεύτερο εδάφιο, εάν δεν διασφαλίζει ότι το πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου του εν λόγω σημείου δεν συμμετέχει σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που σχετίζονται με την αξιολογούμενη οντότητα ή με τα αναφερόμενα στα εν λόγω σημεία τρίτα μέρη επί δύο έτη μετά το πέρας των χρονικών περιόδων που καθορίζονται στα στοιχεία αυτά.

41.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 7 παράγραφος 5, εάν ορίζει αμοιβή ή αξιολόγηση της απόδοσης που εξαρτάται από το ύψος των εσόδων που εισπράττει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τις αξιολογούμενες οντότητες ή τους σχετιζόμενους με αυτές τρίτους.

42.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 8 παράγραφος 2, όταν δεν θεσπίζει, δεν εφαρμόζει ή δεν επιβάλλει την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων για να διασφαλίζει ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδει στηρίζονται σε προσεκτική ανάλυση όλων των πληροφοριών που διαθέτει και οι οποίες είναι σχετικές με την ανάλυσή του σύμφωνα με τις δικές του μεθοδολογίες αξιολόγησης.

43.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 8 παράγραφος 3, εάν δεν χρησιμοποιεί μεθοδολογίες αξιολόγησης που να είναι αυστηρές, συστηματικές και σύγχρονες και οι οποίες να υπόκεινται σε επικύρωση με βάση την ιστορική εμπειρία, περιλαμβανομένου του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου.

44.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το πρώτο εδάφιο του άρθρου 8 παράγραφος 4, εάν αρνηθεί την έκδοση αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οντότητας ή χρηματοοικονομικού μέσου, επειδή μέρος της οντότητας ή του χρηματοοικονομικού μέσου είχε αξιολογηθεί στο παρελθόν από άλλο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

45.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8 παράγραφος 4, εάν δεν καταγράφει όλες τις περιπτώσεις στο πλαίσιο των οποίων η διαδικασία αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εφαρμόζει παρεκκλίνει από υπάρχουσες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες εκδόθηκαν από άλλο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά υποκείμενα στοιχεία του ενεργητικού ή διαρθρωμένα χρηματοοικονομικά μέσα ή εάν δεν αιτιολογεί τη διαφορετική εκτίμηση.

46.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει την πρώτη περίοδο του άρθρου 8 παράγραφος 5, εάν δεν παρακολουθεί τις δικές του αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ή δεν επανεξετάζει τις δικές του αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ή μεθοδολογίες διαρκώς και τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.

47.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 8 παράγραφος 5, εάν δεν θεσπίσει εσωτερικές διαδικασίες για την παρακολούθηση της επίδρασης που έχουν οι αλλαγές των συνθηκών των μακροοικονομικών ή χρηματοοικονομικών αγορών στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

48.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 8 παράγραφος 6 στοιχείο β), οσάκις αλλάζουν οι μεθοδολογίες, τα πρότυπα ή οι βασικές παραδοχές αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται στις δραστηριότητες αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, εάν δεν επανεξετάσει τις θιγόμενες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, σύμφωνα με το εν λόγω στοιχείο, ή εάν δεν θέσει στο ενδιάμεσο διάστημα τις εν λόγω αξιολογήσεις υπό παρακολούθηση.

49.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 8 παράγραφος 6 στοιχείο γ), εάν δεν επαναξιολογήσει αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που έχει βασιστεί σε μεθοδολογίες, πρότυπα ή βασικές παραδοχές αξιολόγησης που έχουν τροποποιηθεί, στην περίπτωση που το συνολικό συνδυασμένο αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών επηρεάζει την εν λόγω αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

50.

O οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 9, εάν αναλάβει την εξωτερική ανάθεση σημαντικών επιχειρησιακών καθηκόντων με τρόπο που να βλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να εποπτεύει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

51.

O οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 10 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι ενότητα Δ μέρος Ι σημείο 4 δεύτερο εδάφιο, εάν εκδώσει αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ή δεν αποσύρει υφιστάμενη αξιολόγηση, σε περίπτωση που η έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων ή η πολυπλοκότητα της δομής ενός νέου τύπου χρηματοοικονομικού μέσου ή η ποιότητα των διαθέσιμων πληροφοριών δημιουργούν αβεβαιότητα ή εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να παράσχει αξιόπιστη αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

52.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 10 παράγραφος 6, εάν χρησιμοποιεί το όνομα της ΕΑΚΑΑ ή οιασδήποτε αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η ΕΑΚΑΑ ή οιαδήποτε αρμόδια αρχή προσυπογράφει ή εγκρίνει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ή οιεσδήποτε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

53.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 13, εάν ζητά αμοιβή για τις πληροφορίες που παρέχει σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 12.

54.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οσάκις είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, παραβαίνει το άρθρο 14 παράγραφος 1, εάν δεν υποβάλει αίτηση εγγραφής για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1.

II.   Παραβάσεις που αφορούν εμπόδια στις εποπτικές δραστηριότητες

1.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι ενότητα Β σημείο 7, εάν δεν μεριμνήσει για τα αρχεία και το ιστορικό ελέγχων των δικών του δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που απαιτούνται από τις εν λόγω διατάξεις.

2.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι ενότητα Β σημείο 8 πρώτο εδάφιο, εάν δεν τηρεί τα αρχεία και το ιστορικό ελέγχων που αναφέρονται στο σημείο 7 της εν λόγω ενότητας στις εγκαταστάσεις του, επί πέντε έτη τουλάχιστον ή εάν δεν θέσει τα εν λόγω αρχεία ή το εν λόγω ιστορικό ελέγχων στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ κατόπιν αιτήματος.

3.

O οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι ενότητα Β σημείο 9, εάν δεν τηρεί αρχεία που περιγράφουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή της αξιολογούμενης οντότητας ή των σχετιζόμενων με αυτήν τρίτων, στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής υπηρεσιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ενόσω διαρκεί η σχέση με την εν λόγω αξιολογούμενη οντότητα ή τους σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους.

4.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 11 παράγραφος 2, εάν δεν καθιστά διαθέσιμες τις απαιτούμενες πληροφορίες ή δεν παρέχει αυτές τις πληροφορίες στην απαιτούμενη μορφή κατά τα αναφερόμενα στην εν λόγω παράγραφο.

5.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 11 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το σημείο 2 του μέρους ΙΙ της ενότητας Ε του παραρτήματος Ι, εάν δεν παράσχει στην ΕΑΚΑΑ κατάλογο των συναφών υπηρεσιών του.

6.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 14 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, εάν δεν γνωστοποιήσει ή δεν γνωστοποιήσει εγκαίρως στην ΕΑΚΑΑ οιεσδήποτε ουσιώδεις αλλαγές στους όρους αρχικής εγγραφής σύμφωνα με το εν λόγω εδάφιο.

7.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 23β παράγραφος 1, εάν παράσχει ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ως απάντηση σε απλή αίτηση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 23β παράγραφος 2 ή ως απάντηση σε απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 23β παράγραφος 3.

8.

O οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 23γ παράγραφος 1 στοιχείο γ), εάν παράσχει ανακριβείς ή παραπλανητικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το εν λόγω στοιχείο.

III.   Παραβάσεις που αφορούν τις διατάξεις περί κοινοποίησης

1.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι ενότητα Β σημείο 2, εάν δεν δημοσιοποιήσει τα ονόματα των αξιολογούμενων οντοτήτων ή των σχετιζόμενων με αυτές τρίτων από τους οποίους εισπράττει περισσότερο από το 5 % των ετήσιων εσόδων του.

2.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 6 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το δεύτερο τμήμα του τρίτου εδαφίου του σημείου 4 της ενότητας Β του παραρτήματος Ι, εάν δεν γνωστοποιήσει στην τελική έκθεση αξιολόγησης την παροχή συναφούς υπηρεσίας στην αξιολογούμενη οντότητα ή οιουσδήποτε σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους.

3.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 8 παράγραφος 1, εάν δεν δημοσιοποιήσει τις μεθοδολογίες, τα πρότυπα ή τις βασικές παραδοχές αξιολόγησης που χρησιμοποιεί στις δραστηριότητές του όσον αφορά την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα Ι ενότητα Ε μέρος Ι σημείο 5.

4.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 8 παράγραφος 6 στοιχείο α) εάν, οσάκις αλλάζουν οι μεθοδολογίες, τα πρότυπα ή οι βασικές παραδοχές αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται στις δραστηριότητες αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, δεν κοινοποιεί αμέσως το πιθανό εύρος των θιγόμενων αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, ή το κοινοποιεί μεν αλλά δεν χρησιμοποιεί τα αυτά μέσα επικοινωνίας με τα χρησιμοποιηθέντα για τη διανομή των θιγόμενων αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.

5.

O οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 10 παράγραφος 1, εάν δεν κοινολογήσει, σε μη επιλεκτική βάση ή εγκαίρως, απόφαση περί τερματισμού της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους σκεπτικού της απόφασης.

6.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 10 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το σημείο 1 ή 2, το πρώτο εδάφιο του σημείου 4 ή το σημείο 5 του μέρους Ι της ενότητας Δ του παραρτήματος Ι ή το μέρος ΙΙ της ενότητας Δ του παραρτήματος Ι, εάν δεν παράσχει τις πληροφορίες που απαιτούνται από τις εν λόγω διατάξεις κατά την παρουσίαση μιας αξιολόγησης.

7.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 10 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το πρώτο μέρος του σημείου 3 του μέρους Ι της ενότητας Δ του παραρτήματος Ι, εάν δεν ενημερώσει την αξιολογούμενη οντότητα τουλάχιστον δώδεκα ώρες πριν από τη δημοσίευση της αξιολόγησης.

8.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 10 παράγραφος 3, εάν δεν διασφαλίζει ότι οι κατηγορίες αξιολογήσεων που αποδίδονται σε διαρθρωμένα χρηματοοικονομικά μέσα διακρίνονται σαφώς με τη χρήση πρόσθετου συμβόλου που τις διαχωρίζει από τις κατηγορίες αξιολογήσεων που χρησιμοποιούνται για οποιεσδήποτε άλλες οντότητες, χρηματοοικονομικά μέσα ή πιστωτικές υποχρεώσεις.

9.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 10 παράγραφος 4, εάν δεν κοινοποιήσει τις πολιτικές του ή τις διαδικασίες που εφαρμόζει σχετικά με τις μη ζητηθείσες αξιολογήσεις.

10.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 10 παράγραφος 5, εάν δεν παράσχει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της προαναφερθείσας παραγράφου κατά την έκδοση μη ζητηθείσας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή εάν δεν επισημαίνει μη ζητηθείσα αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ως τέτοια.

11.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει το άρθρο 11 παράγραφος 1, εάν δεν κοινοποιεί πλήρως ή δεν επικαιροποιεί αμέσως τις πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζονται στο παράρτημα Ι ενότητα E μέρος I.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Κατάλογος των συντελεστών που συνδέονται με επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες για την εφαρμογή του άρθρου 36α παράγραφος 3

Οι ακόλουθοι συντελεστές εφαρμόζονται σωρευτικά στα βασικά ποσά που αναφέρεται στο άρθρο 36α παράγραφος 2 βάσει καθενός από τους ακόλουθους επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες:

I.   Συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με επιβαρυντικούς παράγοντες

1.

Εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί κατ’ επανάληψη, για κάθε φορά που επαναλαμβάνεται, εφαρμόζεται πρόσθετος συντελεστής 1,1.

2.

Εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5.

3.

Εάν η παράβαση έχει αποκαλύψει συστημικές αδυναμίες στην οργάνωση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ιδιαίτερα στις διαδικασίες του, στα συστήματά του διαχείρισης ή στους εσωτερικούς του ελέγχους, εφαρμόζεται συντελεστής 2,2.

4.

Εάν η παράβαση έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα των αξιολογήσεων που πραγματοποιεί ο ενδιαφερόμενος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5.

5.

Εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως, εφαρμόζεται συντελεστής 2.

6.

Εάν δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά τον εντοπισμό της παράβασης, εφαρμόζεται συντελεστής 1,7.

7.

Εάν η ανώτερη διοίκηση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν συνεργάσθηκε με την ΕΑΚΑΑ στη διεξαγωγή των ερευνών της, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5.

II.   Συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με ελαφρυντικούς παράγοντες

1.

Εάν η παράβαση συνδέεται με παραβίαση που απαριθμείται στις ενότητες II ή III του παραρτήματος III και έχει διαπραχθεί για διάστημα μικρότερο των δέκα εργάσιμων ημερών, εφαρμόζεται συντελεστής 0,9.

2.

Εάν η ανώτερη διοίκηση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί να αποδείξει ότι έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προλάβει την παράβαση, εφαρμόζεται συντελεστής 0,7.

3.

Εάν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ενημέρωσε την ΕΑΚΑΑ για την παράβαση με ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και πληρότητα, εφαρμόζεται συντελεστής 0,4.

4.

Εάν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έλαβε εκουσίως μέτρα για να διασφαλισθεί ότι παρόμοια παράβαση δεν θα μπορεί να διαπραχθεί στο μέλλον, εφαρμόζεται συντελεστής 0,6.

».