ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2011.116.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 116

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

54ό έτος
5 Μαΐου 2011


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

 

*

Κανονισμός — 7η κοινοβουλευτική περίοδος — Μάρτιος 2011

1

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

5.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 116/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ

7η κοινοβουλευτική περίοδος

Μάρτιος 2011

Σημείωμα προς τον αναγνώστη:

Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου για τη χρήση γλώσσας ουδέτερης ως προς το φύλο στα κείμενά του, ο κανονισμός προσαρμόσθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες επί του θέματος γραμμές τις οποίες ενέκρινε η ομάδα υψηλού επιπέδου για την ισότητα και τη διαφοροποίηση των φύλων στις 13 Φεβρουαρίου 2008 και επικύρωσε το Προεδρείο στις 19 Μαΐου 2008.

Τα κείμενα με πλάγια στοιχεία αποτελούν ερμηνείες του κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 211.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΙΤΛΟΣ I

ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ, ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 1

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Άρθρο 2

Ανεξαρτησία της εντολής

Άρθρο 3

Έλεγχος της εντολής

Άρθρο 4

Διάρκεια της εντολής

Άρθρο 5

Προνόμια και ασυλίες

Άρθρο 6

Άρση της βουλευτικής ασυλίας

Άρθρο 7

Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία

Άρθρο 8

Εφαρμογή του καθεστώτος των βουλευτών

Άρθρο 9

Οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών, κανόνες συμπεριφοράς και πρόσβαση στο Κοινοβούλιο

Άρθρο 10

Εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

Άρθρο 11

Παρατηρητές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ

Άρθρο 12

Προσωρινή άσκηση προεδρίας

Άρθρο 13

Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις

Άρθρο 14

Εκλογή του Προέδρου — Εναρκτήριος λόγος

Άρθρο 15

Εκλογή των Αντιπροέδρων

Άρθρο 16

Εκλογή των Κοσμητόρων

Άρθρο 17

Διάρκεια της θητείας

Άρθρο 18

Χηρεύοντα αξιώματα

Άρθρο 19

Πρόωρη λήξη καθηκόντων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

Άρθρο 20

Καθήκοντα του Προέδρου

Άρθρο 21

Καθήκοντα των Αντιπροέδρων

Άρθρο 22

Σύνθεση του Προεδρείου

Άρθρο 23

Καθήκοντα του Προεδρείου

Άρθρο 24

Σύνθεση της Διάσκεψης των Προέδρων

Άρθρο 25

Καθήκοντα της Διάσκεψης των Προέδρων

Άρθρο 26

Καθήκοντα των Κοσμητόρων

Άρθρο 27

Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών

Άρθρο 28

Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών

Άρθρο 29

Δημοσιότητα των αποφάσεων του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Άρθρο 30

Συγκρότηση των πολιτικών ομάδων

Άρθρο 31

Δραστηριότητες και νομική κατάσταση των πολιτικών ομάδων

Άρθρο 32

Διακομματικές ομάδες

Άρθρο 33

Μη εγγεγραμμένοι βουλευτές

Άρθρο 34

Κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων

ΤΙΤΛΟΣ II

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ — ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 35

Πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής

Άρθρο 36

Τήρηση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Άρθρο 37

Έλεγχος της νομικής βάσης

Άρθρο 37α

Ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων

Άρθρο 38

Έλεγχος της δημοσιονομικής συμβατότητας

Άρθρο 38α

Εξέταση της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας

Άρθρο 39

Ενημέρωση και πρόσβαση του Κοινοβουλίου στα έγγραφα

Άρθρο 40

Εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου

Άρθρο 41

Δικαιώματα πρωτοβουλίας που έχουν μεταβιβαστεί στο Κοινοβούλιο βάσει των Συνθηκών

Άρθρο 42

Πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 225 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Άρθρο 43

Εξέταση των νομοθετικών εγγράφων

Άρθρο 44

Νομοθετικές διαδικασίες σχετικά με πρωτοβουλίες που υποβάλλουν κράτη μέλη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 45

Νομοθετικές εκθέσεις

Άρθρο 46

Απλοποιημένη διαδικασία

Άρθρο 47

Μη νομοθετικές εκθέσεις

Άρθρο 48

Εκθέσεις πρωτοβουλίας

Άρθρο 49

Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών

Άρθρο 50

Διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών

Άρθρο 51

Διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών

Άρθρο 52

Σύνταξη εκθέσεων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Στάδιο της εξέτασης σε επιτροπή

Άρθρο 53

Τροποποίηση πρότασης νομοθετικής πράξης

Άρθρο 54

Θέση της Επιτροπής και του Συμβουλίου επί των τροπολογιών

Στάδιο της εξέτασης στην ολομέλεια

Άρθρο 55

Περάτωση της πρώτης ανάγνωσης

Άρθρο 56

Απόρριψη πρότασης της Επιτροπής

Άρθρο 57

Έγκριση τροπολογιών επί πρότασης της Επιτροπής

Διαδικασία παρακολούθησης

Άρθρο 58

Παρακολούθηση της θέσης του Κοινοβουλίου

Άρθρο 59

Εκ νέου παραπομπή στο Κοινοβούλιο

Άρθρο 60

Διαγράφεται

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Στάδιο της εξέτασης σε επιτροπή

Άρθρο 61

Ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου

Άρθρο 62

Παράταση των προθεσμιών

Άρθρο 63

Παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή και ακολουθούμενη διαδικασία

Στάδιο της εξέτασης στην ολομέλεια

Άρθρο 64

Περάτωση της δεύτερης ανάγνωσης

Άρθρο 65

Απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου

Άρθρο 66

Τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Συνδιαλλαγή

Άρθρο 67

Σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής

Άρθρο 68

Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής

Στάδιο της εξέτασης στην ολομέλεια

Άρθρο 69

Κοινό σχέδιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 70

Διοργανικές διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας

Άρθρο 71

Συμφωνία κατά την πρώτη ανάγνωση

Άρθρο 72

Συμφωνία κατά τη δεύτερη ανάγνωση

Άρθρο 73

Απαιτήσεις για τη σύνταξη νομοθετικών πράξεων

Άρθρο 74

Υπογραφή εγκριθεισών πράξεων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6α

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Άρθρο 74α

Συνήθης αναθεώρηση της Συνθήκης

Άρθρο 74β

Απλοποιημένη αναθεώρηση της Συνθήκης

Άρθρο 74γ

Συνθήκες προσχώρησης

Άρθρο 74δ

Αποχώρηση από την Ένωση

Άρθρο 74ε

Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών από κράτος μέλος

Άρθρο 74στ

Σύνθεση του Κοινοβουλίου

Άρθρο 74ζ

Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 75

Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

Άρθρο 75α

Έγγραφα Συνόδου

Άρθρο 75β

Εξέταση του σχεδίου προϋπολογισμού — πρώτη φάση

Άρθρο 75γ

Τριμερής διάλογος για δημοσιονομικά θέματα

Άρθρο 75δ

Συνδιαλλαγή για τον προϋπολογισμό

Άρθρο 75ε

Οριστική έγκριση του προϋπολογισμού

Άρθρο 75στ

Σύστημα προσωρινών δωδεκατημορίων

Άρθρο 76

Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού

Άρθρο 77

Άλλες διαδικασίες απαλλαγής

Άρθρο 78

Έλεγχος του Κοινοβουλίου επί της εκτέλεσης του προϋπολογισμού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 79

Κατάσταση προβλέψεων του Κοινοβουλίου

Άρθρο 79α

Διαδικασία για την κατάρτιση της κατάστασης προβλέψεων του Κοινοβουλίου

Άρθρο 80

Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ

Άρθρο 81

Διαδικασία έγκρισης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ

Άρθρο 82

Διαγράφεται

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Άρθρο 83

Διαδικασία γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 140 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Άρθρο 84

Διαδικασίες σχετικές με τον κοινωνικό διάλογο

Άρθρο 85

Διαδικασίες σε σχέση με την εξέταση των εθελοντικών συμφωνιών

Άρθρο 86

Κωδικοποίηση

Άρθρο 87

Αναδιατύπωση

Άρθρο 87α

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Άρθρο 88

Εκτελεστικά μέτρα

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙα

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

Άρθρο 89

Διαγράφεται

Άρθρο 90

Διεθνείς συμφωνίες

Άρθρο 91

Διαδικασίες που βασίζονται στο άρθρο 218 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής ή αναστολής διεθνών συμφωνιών ή καθορισμού της θέσης της Ένωσης σε όργανο που συνιστάται από διεθνή συμφωνία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 92

Διαγράφεται

Άρθρο 93

Ειδικοί εντεταλμένοι

Άρθρο 94

Διαγράφεται

Άρθρο 95

Διεθνής εκπροσώπηση

Άρθρο 96

Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας

Άρθρο 97

Συστάσεις στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας

Άρθρο 98

Παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

ΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ

Άρθρο 99

Διαγράφεται

Άρθρο 100

Διαγράφεται

Άρθρο 101

Διαγράφεται

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

ΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ

Άρθρο 102

Διαγράφεται

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Άρθρο 103

Διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου

Άρθρο 104

Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΑΛΛΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΔΙΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 105

Εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής

Άρθρο 106

Εκλογή της Επιτροπής

Άρθρο 107

Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής

Άρθρο 107α

Διορισμός των Δικαστών και Γενικών Εισαγγελέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Άρθρο 108

Διορισμός των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Άρθρο 109

Διορισμός των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΗΛΩΣΕΙΣ

Άρθρο 110

Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

Άρθρο 111

Επεξήγηση των αποφάσεων της Επιτροπής

Άρθρο 112

Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Άρθρο 113

Δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Άρθρο 114

Σύσταση σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Άρθρο 115

Ερωτήσεις με αίτημα προφορικής απάντησης, ακολουθούμενης από συζήτηση

Άρθρο 116

Ώρα των ερωτήσεων

Άρθρο 117

Ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης

Άρθρο 118

Ερωτήσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αίτημα γραπτής απάντησης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Άρθρο 119

Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

Άρθρο 120

Προτάσεις ψηφίσματος

Άρθρο 121

Συστάσεις προς το Συμβούλιο

Άρθρο 122

Συζητήσεις σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου

Άρθρο 123

Γραπτές δηλώσεις

Άρθρο 124

Διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

Άρθρο 125

Διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών

Άρθρο 126

Υποβολή αιτήσεων προς τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

Άρθρο 127

Διοργανικές συμφωνίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 128

Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Άρθρο 129

Διαγράφεται

ΤΙΤΛΟΣ V

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΑ

Άρθρο 130

Ανταλλαγή πληροφοριών, επαφές και αμοιβαίες διευκολύνσεις

Άρθρο 131

Διάσκεψη των οργάνων που ασχολούνται ειδικώς με τα κοινοτικά θέματα (COSAC)

Άρθρο 132

Διάσκεψη Κοινοβουλίων

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΥΝΟΔΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 133

Κοινοβουλευτικές περίοδοι, σύνοδοι, περίοδοι συνόδου, συνεδριάσεις

Άρθρο 134

Σύγκληση του Κοινοβουλίου

Άρθρο 135

Τόπος των συνεδριάσεων

Άρθρο 136

Συμμετοχή στις συνεδριάσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 137

Σχέδιο ημερήσιας διάταξης

Άρθρο 138

Διαδικασία στην Ολομέλεια χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση

Άρθρο 139

Συνοπτική παρουσίαση

Άρθρο 140

Έγκριση και τροποποίηση της ημερήσιας διάταξης

Άρθρο 141

Έκτακτη συζήτηση

Άρθρο 142

Κατεπείγον

Άρθρο 143

Κοινή συζήτηση

Άρθρο 144

Προθεσμίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ

Άρθρο 145

Είσοδος στην αίθουσα συνεδριάσεων

Άρθρο 146

Γλώσσες

Άρθρο 147

Μεταβατική ρύθμιση

Άρθρο 148

Διανομή εγγράφων

Άρθρο 149

Κατανομή του χρόνου αγόρευσης και κατάλογος αγορητών

Άρθρο 150

Ενός λεπτού αγόρευση επί σημαντικού πολιτικού ζητήματος

Άρθρο 151

Παρέμβαση επί προσωπικού ζητήματος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΜΕΤΡΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Άρθρο 152

Άμεσα μέτρα

Άρθρο 153

Κυρώσεις

Άρθρο 154

Δυνατότητες προσφυγής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΑΠΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

Άρθρο 155

Απαρτία

Άρθρο 156

Κατάθεση και υποστήριξη των τροπολογιών

Άρθρο 157

Παραδεκτό των τροπολογιών

Άρθρο 158

Διαδικασία ψηφοφορίας

Άρθρο 159

Ισοψηφία

Άρθρο 160

Βάσεις της ψηφοφορίας

Άρθρο 161

Σειρά ψηφοφορίας για τις τροπολογίες

Άρθρο 162

Εξέταση από την επιτροπή των τροπολογιών που θα υποβληθούν στην Ολομέλεια

Άρθρο 163

Ψηφοφορία κατά τμήματα

Άρθρο 164

Δικαίωμα ψήφου

Άρθρο 165

Ψηφοφορία

Άρθρο 166

Τελική ψηφοφορία

Άρθρο 167

Ψηφοφορία με ονομαστική κλήση

Άρθρο 168

Ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα

Άρθρο 169

Μυστική ψηφοφορία

Άρθρο 170

Αιτιολόγηση της ψήφου

Άρθρο 171

Αμφισβητήσεις επί της ψηφοφορίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 172

Αιτήσεις επί της διαδικασίας

Άρθρο 173

Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού

Άρθρο 174

Απόρριψη συζήτησης λόγω απαραδέκτου

Άρθρο 175

Αναπομπή σε επιτροπή

Άρθρο 176

Περάτωση της συζήτησης

Άρθρο 177

Αναβολή της συζήτησης και της ψηφοφορίας

Άρθρο 178

Διακοπή ή λήξη της συνεδρίασης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Άρθρο 179

Συνοπτικά πρακτικά

Άρθρο 180

Εγκριθέντα κείμενα

Άρθρο 181

Πλήρη πρακτικά

Άρθρο 182

Οπτικοακουστική εγγραφή των πρακτικών των συνεδριάσεων

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ — ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

Άρθρο 183

Σύσταση μονίμων επιτροπών

Άρθρο 184

Σύσταση ειδικών επιτροπών

Άρθρο 185

Εξεταστικές επιτροπές

Άρθρο 186

Σύνθεση των επιτροπών

Άρθρο 187

Αναπληρωτές

Άρθρο 188

Καθήκοντα των επιτροπών

Άρθρο 189

Επιτροπή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής

Άρθρο 190

Υποεπιτροπές

Άρθρο 191

Προεδρείο των επιτροπών

Άρθρο 192

Συντονιστές επιτροπής και σκιώδεις εισηγητές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ — ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Άρθρο 193

Συνεδριάσεις των επιτροπών

Άρθρο 194

Συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών

Άρθρο 195

Ψηφοφορία στις επιτροπές

Άρθρο 196

Διατάξεις για την Ολομέλεια που εφαρμόζονται στις συνεδριάσεις των επιτροπών

Άρθρο 197

Ώρα των ερωτήσεων στις επιτροπές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ

Άρθρο 198

Σύσταση και καθήκοντα των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών

Άρθρο 199

Συνεργασία με την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης

Άρθρο 200

Μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Άρθρο 201

Δικαίωμα αναφοράς

Άρθρο 202

Εξέταση των αναφορών

Άρθρο 203

Γνωστοποίηση των αναφορών

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ

Άρθρο 204

Εκλογή του Διαμεσολαβητή

Άρθρο 205

Δράση του Διαμεσολαβητή

Άρθρο 206

Παύση του Διαμεσολαβητή

ΤΙΤΛΟΣ X

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 207

Γενική Γραμματεία

ΤΙΤΛΟΣ XI

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Άρθρο 208

Αρμοδιότητες του Προέδρου

Άρθρο 209

Αρμοδιότητες του Προεδρείου

Άρθρο 210

Αρμοδιότητες της αρμόδιας επιτροπής και της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου

ΤΙΤΛΟΣ XII

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 211

Εφαρμογή του κανονισμού

Άρθρο 212

Τροποποίηση του κανονισμού

ΤΙΤΛΟΣ XIII

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 213

Τα σύμβολα της Ένωσης

Άρθρο 214

Εκκρεμή ζητήματα

Άρθρο 215

Διάρθρωση των παραρτημάτων

Άρθρο 216

Διορθωτικά

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 1 — Διαφάνεια και οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων κατά το άρθρο 116

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Κατευθυντήριες γραμμές για τις ερωτήσεις με αίτηση για γραπτή απάντηση σύμφωνα με τα άρθρα 117 και 118

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Κατευθυντήριες γραμμές και γενικά κριτήρια που πρέπει να ακολουθούνται κατά την επιλογή θεμάτων προς εγγραφή στην ημερήσια διάταξη για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, κατά το άρθρο 122

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Διαγράφεται

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Διαδικασία για την εξέταση και έγκριση των αποφάσεων για τη χορήγηση απαλλαγής

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Αρμοδιότητες των μονίμων κοινοβουλευτικών επιτροπών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Εμπιστευτικά και ευαίσθητα έγγραφα και πληροφορίες

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

Λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

Εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 4 — Ομάδες συμφερόντων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

Άσκηση των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII

Εσωτερικές έρευνες όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

Συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV

Συμφωνία πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XV

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση στα έγγραφα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVI

Κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία των κανόνων συμπεριφοράς που ισχύουν για τους βουλευτές

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVII

Κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή ψήφου έγκρισης προς την Επιτροπή

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVIII

Διαδικασία εξουσιοδότησης της κατάρτισης εκθέσεων πρωτοβουλίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIX

Σύμπραξη για την επικοινωνιακή προβολή των ευρωπαϊκών θεμάτων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XX

Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2007, σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 της συνθήκης ΕΚ)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XXI

Κώδικας συμπεριφοράς του ΕΚ για τη διαπραγμάτευση φακέλων στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας

ΤΙΤΛΟΣ I

ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ, ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 1

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

1.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι η συνέλευση που εκλέγεται κατά τις Συνθήκες, βάσει της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία, και των εθνικών νομοθεσιών που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών.

2.

Οι εκλεγμένοι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιπρόσωποι ονομάζονται:

 

«Членове на Европейския парламент» στα βουλγαρικά,

 

«Diputados al Parlamento Europeo» στα ισπανικά,

 

«Poslanci Evropského parlamentu» στα τσεχικά,

 

«Medlemmer af Europa-Parlamentet» στα δανικά,

 

«Mitglieder des Europäischen Parlaments» στα γερμανικά,

 

«Euroopa Parlamendi liikmed» στα εσθονικά,

 

«Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» στα ελληνικά,

 

«Members of the European Parliament» στα αγγλικά,

 

«Députés au Parlement européen» στα γαλλικά,

 

«Feisirí de Pharlaimint na hEorpa» στα ιρλανδικά,

 

«Deputati al Parlamento europeo» στα ιταλικά,

 

«Eiropas Parlamenta deputāti» στα λετονικά,

 

«Europos Parlamento nariai» στα λιθουανικά,

 

«Európai Parlamenti Képviselők» στα ουγγρικά,

 

«Membri tal-Parlament Ewropew» στα μαλτέζικα,

 

«Leden van het Europees Parlement» στα ολλανδικά,

 

«Posłowie do Parlamentu Europejskiego» στα πολωνικά,

 

«Deputados ao Parlamento Europeu» στα πορτογαλικά,

 

«Deputați în Parlamentul European» στα ρουμανικά,

 

«Poslanci Európskeho parlamentu» στα σλοβακικά,

 

«Poslanci Evropskega parlamenta» στα σλοβενικά,

 

«Euroopan parlamentin jäsenet» στα φινλανδικά,

 

«Ledamöter av Europaparlamentet» στα σουηδικά.

Άρθρο 2

Ανεξαρτησία της εντολής

Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ασκούν την εντολή τους ελευθέρως. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε από επιτακτικές εντολές.

Άρθρο 3

Έλεγχος της εντολής

1.

Μετά τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο αμελλητί τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.

Συγχρόνως, ο Πρόεδρος εφιστά την προσοχή των αρχών αυτών στις σχετικές διατάξεις της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 και τις καλεί να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί κάθε ασυμβίβαστο με το αξίωμα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2.

Οι βουλευτές, η εκλογή των οποίων έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο, προβαίνουν σε γραπτή δήλωση, προτού καταλάβουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο, ότι δεν κατέχουν οιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητά του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Κατόπιν γενικών εκλογών, η δήλωση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο έξι ημέρες πριν από την σύνοδο για τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου σε Σώμα. Έως ότου ελεγχθεί η εντολή των βουλευτών ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχουν προηγουμένως υπογράψει την προαναφερθείσα έγγραφη δήλωση, οι βουλευτές καταλαμβάνουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο και συμμετέχουν στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.

Εφόσον έχει διαπιστωθεί με στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό ότι βουλευτής κατέχει αξίωμα ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, το Κοινοβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που προσκομίζει ο Πρόεδρός του, διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.

3.

Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, εξαιρουμένων των αμφισβητήσεων που απορρέουν από εθνικούς εκλογικούς νόμους.

4.

Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη ανακοίνωση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων, καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών, με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.

Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ο τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απαιτούνται κατά το παρόν άρθρο, καθώς και κατά το παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

Το Κοινοβούλιο, στηριζόμενο σε έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφαίνεται επί ενδεχομένων ενστάσεων σχετικά με το κύρος της εντολής οιουδήποτε βουλευτή του.

5.

Εφόσον ο διορισμός βουλευτή είναι συνέπεια της παραίτησης υποψηφίων του ίδιου ψηφοδελτίου, η αρμόδια για τον έλεγχο της εντολής επιτροπή μεριμνά ώστε η παραίτηση αυτή να υποβάλλεται σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και του άρθρου 4 παράγραφος 3, του παρόντος κανονισμού.

6.

Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της εντολής βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή τη σειρά κατάταξης των αντικαταστατών να γνωστοποιείται αμέσως στο Κοινοβούλιο από τις αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης· στη γνωστοποίηση σημειώνεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος, εφόσον πρόκειται περί διορισμού.

Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κινούν κατά βουλευτή διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην κήρυξη της έκπτωσής του, ο Πρόεδρος ζητεί από τις εθνικές αρχές να τον ενημερώνουν τακτικά για την πορεία της διαδικασίας. Παραπέμπει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή, ύστερα από πρόταση της οποίας το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφανθεί.

Άρθρο 4

Διάρκεια της εντολής

1.

Η εντολή αρχίζει και λήγει σύμφωνα με τις διατάξεις της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Εκτός αυτού, η εντολή λήγει σε περίπτωση θανάτου ή παραίτησης.

2.

Κάθε βουλευτής παραμένει εν ενεργεία έως την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές.

3.

Κάθε βουλευτής που υποβάλλει παραίτηση κοινοποιεί στον Πρόεδρο την παραίτηση, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αρχίζει να ισχύει, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση αυτή λαμβάνει τη μορφή πρακτικού που συντάσσεται παρόντος του Γενικού Γραμματέα ή του εκπροσώπου του, υπογράφεται από αυτόν, καθώς και τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, και υποβάλλεται αμέσως στην αρμόδια επιτροπή, η οποία την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα ή το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ενημερώνει το Κοινοβούλιο προκειμένου αυτό να αποφασίσει εάν θα διαπιστώσει ή όχι τη χηρεία.

Σε αντίθετη περίπτωση, η διαπίστωση της χηρείας πραγματοποιείται από την ημερομηνία που αναφέρεται από τον παραιτούμενο βουλευτή στο πρακτικό παραίτησης. Το Κοινοβούλιο δεν προβαίνει σε ψηφοφορία επί του θέματος.

Προκειμένου να αντιμετωπισθούν ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, κυρίως δε στην περίπτωση κατά την οποία μία ή περισσότερες περίοδοι συνόδου επρόκειτο να διεξαχθούν στο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η παραίτηση και της πρώτης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής, πράγμα το οποίο θα στερούσε, λόγω της μη διαπίστωσης της χηρείας της θέσης, από την πολιτική ομάδα στην οποία ανήκει ο βουλευτής που έχει παραιτηθεί τη δυνατότητα της αντικατάστασης του τελευταίου κατά τις εν λόγω περιόδους συνόδου, θεσπίζεται απλοποιημένη διαδικασία. Με τη διαδικασία αυτή ανατίθεται στον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, που είναι επιφορτισμένος με τα θέματα αυτά, να εξετάσει χωρίς καθυστέρηση κάθε παραίτηση η οποία έχει κοινοποιηθεί δεόντως και, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η οιαδήποτε καθυστέρηση στην εξέταση της κοινοποίησης θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες, να ζητήσει από τον Πρόεδρο της επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3:

είτε να ενημερώσει τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εξ ονόματος αυτής της επιτροπής, ότι η χηρεία της έδρας μπορεί να διαπιστωθεί,

είτε να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση της επιτροπής του για να εξετάσει κάθε ιδιαίτερη δυσκολία που αντιμετώπισε ο εισηγητής.

4.

Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους ανακοινώνει στον Πρόεδρο τη λήξη της θητείας βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους, είτε λόγω ασυμβιβάστων κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 3, της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, είτε λόγω στέρησης της εντολής κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 3, της εν λόγω Πράξης, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι η εντολή έληξε κατά την ημερομηνία που ανακοίνωσε το κράτος μέλος και καλεί το κράτος μέλος να πληρώσει την κενή έδρα αμελλητί.

Εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ή ο ενδιαφερόμενος βουλευτής γνωστοποιήσουν στον Πρόεδρο διορισμό ή εκλογή σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο, το οποίο διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.

5.

Οι αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ενημερώνουν προηγουμένως τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για κάθε αποστολή που προτίθενται να αναθέσουν σε βουλευτή. Ο Πρόεδρος αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή να εξετάσει το συμβατό της σχεδιαζόμενης αποστολής με το γράμμα και το πνεύμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Ανακοινώνει τα πορίσματα της επιτροπής αυτής στην Ολομέλεια, στον βουλευτή και στις ενδιαφερόμενες αρχές.

6.

Λογίζεται ως ημερομηνία λήξης της εντολής και έναρξης ισχύος της χηρείας:

σε περίπτωση παραίτησης: η ημερομηνία κατά την οποία το Κοινοβούλιο διαπίστωσε τη χηρεία της έδρας, σύμφωνα με το πρακτικό παραίτησης·

σε περίπτωση διορισμού ή εκλογής σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, η ημερομηνία γνωστοποίησης από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης.

7.

Όταν το Κοινοβούλιο διαπιστώσει τη χηρεία έδρας, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και το καλεί να προβεί σε πλήρωση της έδρας χωρίς καθυστέρηση.

8.

Κάθε αμφισβήτηση του κύρους ήδη ελεγχθείσας εντολής βουλευτή παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία οφείλει να υποβάλει αμέσως έκθεση στο Κοινοβούλιο, το αργότερο δε μέχρι την έναρξη της επομένης περιόδου συνόδου.

9.

Το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται, στην περίπτωση που η αποδοχή της εντολής ή η ακύρωσή της φαίνονται πλημμελείς, είτε λόγω συγκεκριμένης ανακρίβειας είτε λόγω έλλειψης συναίνεσης, να χαρακτηρίσει άκυρη την υπό εξέταση εντολή ή να αρνηθεί να διαπιστώσει τη χηρεία της έδρας.

Άρθρο 5

Προνόμια και ασυλίες

1.

Οι βουλευτές απολαύουν των προνομίων και ασυλιών που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Οι άδειες ελεύθερης διακίνησης που εξασφαλίζουν στους βουλευτές την ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη εκδίδονται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου αμέσως μόλις του γνωστοποιηθεί η εκλογή τους.

3.

Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται κάθε φάκελο που βρίσκεται στην κατοχή του Κοινοβουλίου ή μιας επιτροπής, εξαιρέσει των ατομικών φακέλων και λογαριασμών, τους οποίους μπορούν να συμβουλεύονται μόνο οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές. Εξαιρέσεις από τη βασική αυτή αρχή για το χειρισμό εγγράφων στα οποία μπορεί να απαγορευθεί η πρόσβαση του κοινού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ρυθμίζονται στο παράρτημα VΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 6

Άρση της βουλευτικής ασυλίας

1.

Το Κοινοβούλιο, κατά την άσκηση των εξουσιών του σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες, επιδιώκει πρωτίστως να διατηρεί την ακεραιότητά του ως δημοκρατικής νομοθετικής συνέλευσης και να διασφαλίζει την ανεξαρτησία των βουλευτών του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.

Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή ανακοινώνεται σε συνεδρίαση Ολομέλειας και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

3.

Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση της ασυλίας και των προνομίων ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

Ο βουλευτής ή πρώην βουλευτής μπορεί να εκπροσωπείται από άλλον βουλευτή. Η αίτηση δεν μπορεί να υποβάλλεται από άλλον βουλευτή χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου βουλευτή.

4.

Σε επείγουσες περιπτώσεις, αν βουλευτής συνελήφθη ή η ελευθερία κινήσεών του περιορίσθηκε κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει τα προνόμια και τις ασυλίες του, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, ύστερα από διαβούλευση με τον Πρόεδρο και τον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλία με σκοπό την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών του συγκεκριμένου βουλευτή. Ο Πρόεδρος γνωστοποιεί την πρωτοβουλία του στην επιτροπή και ενημερώνει το Κοινοβούλιο.

Άρθρο 7

Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία

1.

Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει χωρίς καθυστέρηση και με τη σειρά υποβολής τους τις αιτήσεις για άρση της ασυλίας ή για προάσπιση της ασυλίας και των προνομίων.

2.

Η επιτροπή καταρτίζει πρόταση αιτιολογημένης απόφασης που περιορίζεται σε σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης άρσης της ασυλίας ή προάσπισης της ασυλίας και των προνομίων.

3.

Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη αρχή να της παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση θεωρεί αναγκαία προκειμένου να σχηματίσει γνώμη για το εάν η ασυλία πρέπει να αρθεί ή να προασπισθεί. Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής πρέπει να έχει την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του, μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα γραπτά στοιχεία θεωρεί χρήσιμα και μπορεί να εκπροσωπηθεί από άλλον βουλευτή.

4.

Όταν η αίτηση ζητεί την άρση της ασυλίας για διαφόρους λόγους, ο κάθε ένας από αυτούς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής απόφασης. Η έκθεση της επιτροπής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να προτείνει την άρση της ασυλίας μόνο για τις ποινικές διώξεις ενώ, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ο βουλευτής έχει ασυλία από κάθε μορφή σύλληψης ή κράτησης ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο τον παρεμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων που προβλέπει η εντολή του.

5.

Όταν ζητείται από βουλευτές να εμφανισθούν ως μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες δεν υφίσταται ανάγκη αίτησης για άρση της ασυλίας υπό την προϋπόθεση ότι

οι βουλευτές δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν σε ημερομηνία ή χρόνο που εμποδίζει ή καθιστά δυσχερή την άσκηση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων ή ότι θα είναι σε θέση να παράσχουν δήλωση γραπτώς ή σε οιαδήποτε άλλη μορφή που δεν θα καθιστά δυσχερή την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών τους υποχρεώσεων·

οι βουλευτές δεν θα υποχρεούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σχετικά με πληροφορίες που έχουν αποκτήσει εμπιστευτικά κατά την άσκηση της εντολής τους και τις οποίες δεν θεωρούν σκόπιμο να αποκαλύψουν.

6.

Σε περιπτώσεις σχετικά με την υπεράσπιση προνομίου ή ασυλίας, η επιτροπή αποφασίζει εάν οι περιστάσεις συνιστούν διοικητικό ή άλλο περιορισμό επιβαλλόμενο στην ελεύθερη διακίνηση των βουλευτών που ταξιδεύουν προς και από τον τόπο συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή στην έκφραση γνώμης ή ψήφου κατά την άσκηση της εντολής τους ή αν εμπίπτουν στις περιπτώσεις του άρθρου 10 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών που δεν αποτελούν θέμα εθνικής νομοθεσίας, και υποβάλλει πρόταση με την οποία καλεί την ενδιαφερόμενη αρχή να καταλήξει στα αναγκαία συμπεράσματα.

7.

Η επιτροπή μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής και σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, αλλά δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη βουλευτών ούτε για το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που τους καταλογίζονται, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.

8.

Η έκθεση της επιτροπής εγγράφεται αυτοδικαίως στην αρχή της ημερήσιας διάταξης της πρώτης συνεδρίασης μετά την κατάθεσή της. Δεν επιτρέπεται να κατατεθεί οποιαδήποτε τροπολογία στην πρόταση ή τις προτάσεις απόφασης.

Η συζήτηση περιορίζεται μόνο στους υπέρ και κατά λόγους για κάθε μία από τις προτάσεις άρσης ή διατήρησης της ασυλίας ή προάσπισης προνομίου ή ασυλίας.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 151, ο βουλευτής του οποίου τα προνόμια ή τις ασυλίες αφορά η υπόθεση δεν μπορεί να λάβει μέρος στη συζήτηση.

Η πρόταση ή οι προτάσεις απόφασης που περιέχονται στην έκθεση τίθενται σε ψηφοφορία κατά τη διάρκεια της πρώτης ώρας των ψηφοφοριών μετά τη συζήτηση.

Μετά από εξέταση του ζητήματος από το Κοινοβούλιο, διεξάγεται ξεχωριστή ψηφοφορία επί καθεμιάς από τις προτάσεις που περιλαμβάνει η έκθεση. Σε περίπτωση απόρριψης μιας πρότασης, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.

9.

Ο Πρόεδρος ανακοινώνει αμέσως την απόφαση του Κοινοβουλίου στον ενδιαφερόμενο βουλευτή και την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ζητώντας να ενημερώνεται προσωπικώς σχετικά με οιεσδήποτε εξελίξεις της σχετικής διαδικασίας και οιεσδήποτε σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Μόλις ο Πρόεδρος λάβει τις πληροφορίες αυτές, τις κοινοποιεί στο Κοινοβούλιο με τον τρόπο που θεωρεί προσφορότερο, εν ανάγκη ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιτροπή.

10.

Όταν ο Πρόεδρος κάνει χρήση των αρμοδιοτήτων κατά το άρθρο 6 παράγραφος 4, η αρμόδια επιτροπή λαμβάνει γνώση της πρωτοβουλίας του Προέδρου κατά την επόμενη συνεδρίασή της. Εφόσον η επιτροπή το θεωρεί αναγκαίο, μπορεί να συντάξει έκθεση και να την υποβάλει στο Κοινοβούλιο.

11.

Η επιτροπή εξετάζει αυτά τα ζητήματα και χειρίζεται τα όποια έγγραφα λάβει με τη μεγαλύτερη δυνατή εμπιστευτικότητα.

12.

Η επιτροπή μπορεί, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη, να καταρτίσει ενδεικτικό κατάλογο των αρχών των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες να υποβάλουν αίτηση για την άρση της ασυλίας βουλευτή.

13.

Οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους αρμόδιας αρχής για παροχή πληροφοριών ως προς το πεδίο εφαρμογής των προνομίων ή ασυλιών των βουλευτών διεκπεραιώνεται σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες.

Άρθρο 8

Εφαρμογή του καθεστώτος των βουλευτών

Το Κοινοβούλιο εγκρίνει το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε τροποποίησή του με βάση πρόταση της αρμόδιας επιτροπής. Το άρθρο 138 παράγραφος 1, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία. Το Προεδρείο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή των κανόνων αυτών και αποφασίζει για τα δημοσιονομικά κονδύλια με βάση τον ετήσιο προϋπολογισμό.

Άρθρο 9

Οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών, κανόνες συμπεριφοράς και πρόσβαση στο Κοινοβούλιο

1.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει περί των κανόνων διαφάνειας για τα οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών του, οι οποίοι επισυνάπτονται στον παρόντα κανονισμό (1).

Οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θίγουν ή να περιορίζουν την άσκηση της εντολής και των πολιτικών ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων που συνδέονται μ’ αυτήν.

2.

Η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται με τα θεμελιώδη κείμενα της Ένωσης, διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου και δεν δύναται να παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινοβουλευτικών εργασιών ούτε την ηρεμία στο σύνολο των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου. Οι βουλευτές συμμορφώνονται προς τους κανόνες του Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών.

Η μη τήρηση των εν λόγω αρχών και κανόνων δύναται να οδηγήσει στην εφαρμογή μέτρων κατά τα άρθρα 152, 153 και 154.

3.

Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να επηρεάζει την ένταση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων ή την ελευθερία λόγου των βουλευτών.

Βασίζεται στον πλήρη σεβασμό των προνομιών των βουλευτών, όπως καθορίζονται με το πρωτογενές δίκαιο και με το καθεστώς που ισχύει ως προς αυτούς.

Στηρίζεται στην αρχή της διαφάνειας και διασφαλίζει ότι κάθε σχετική διάταξη θα γνωστοποιείται στους βουλευτές, οι οποίοι ενημερώνονται ατομικώς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

4.

Οι Κοσμήτορες είναι αρμόδιοι για την έκδοση ονομαστικών αδειών εισόδου με διάρκεια ισχύος ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο στα πρόσωπα που επιθυμούν να έχουν συχνή πρόσβαση στους χώρους του Κοινοβουλίου με στόχο την πληροφόρηση των βουλευτών στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής τους εντολής, προς το συμφέρον των ίδιων ή τρίτων.

Σε αντιστάθμιση, τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να:

τηρούν τον κώδικα συμπεριφοράς που περιλαμβάνεται σε παράρτημα του κανονισμού (2),

εγγράφονται σε μητρώο το οποίο τηρούν οι Κοσμήτορες.

Το μητρώο αυτό τίθεται στη διάθεση του κοινού, μετά από αίτηση, σε όλους τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου και, με μορφή που καθορίζεται από τους Κοσμήτορες, στα γραφεία πληροφοριών του Οργάνου στα κράτη μέλη.

Οι διατάξεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου διευκρινίζονται σε παράρτημα του κανονισμού (3).

5.

Οι κανόνες συμπεριφοράς, τα δικαιώματα και τα προνόμια πρώην βουλευτών καθορίζονται με απόφαση του Προεδρείου. Δεν γίνεται διάκριση στη μεταχείριση πρώην βουλευτών.

Άρθρο 10

Εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

Το κοινό καθεστώς που προβλέπεται στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και που περιέχει τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της καλής διεξαγωγής των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία εφαρμόζεται στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την απόφαση του Κοινοβουλίου που περιλαμβάνεται ως παράρτημα στον κανονισμό (4).

Άρθρο 11

Παρατηρητές

1.

Μετά την υπογραφή συνθήκης για την προσχώρηση κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να καλέσει το κοινοβούλιο του προσχωρούντος κράτους να ορίσει από τις τάξεις του αριθμό παρατηρητών ίσο με τον αριθμό των μελλοντικών εδρών που θα διαθέτει το κράτος αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

2.

Οι παρατηρητές αυτοί συμμετέχουν στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η συνθήκη προσχώρησης και έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν το λόγο στις επιτροπές και στις πολιτικές ομάδες. Δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή να υποβάλουν υποψηφιότητα για αξιώματα εντός του Κοινοβουλίου. Η συμμετοχή τους δεν έχει νομικές συνέπειες στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου.

3.

Όσον αφορά τη χρήση των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου και την απόδοση των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους ως παρατηρητές, τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τους βουλευτές του Κοινοβουλίου.

4.

Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία, έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η ρύθμιση (5) κατά την οποία ορισμένες πρόσθετες έδρες στο Κοινοβούλιο κατανέμονται σε ορισμένα κράτη μέλη έως τη λήξη της έβδομης κοινοβουλευτικής περιόδου. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη καλούνται να ορίσουν παρατηρητές σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Αξιωματούχοι

Άρθρο 12

Προσωρινή άσκηση προεδρίας

1.

Στη συνεδρίαση που προβλέπει το άρθρο 134 παράγραφος 2, καθώς και σε κάθε άλλη συνεδρίαση για την εκλογή του Προέδρου και του Προεδρείου ο απερχόμενος Πρόεδρος ή απουσία αυτού, ένας από τους Αντιπροέδρους κατά την τάξη της εκλογής τους ή, ελλείψει αυτών, ο βουλευτής με τη μακρότερη θητεία ασκεί χρέη Προέδρου μέχρι την ανακοίνωση της εκλογής του Προέδρου.

2.

Καμία συζήτηση με αντικείμενο άσχετο προς την εκλογή του Προέδρου ή τον έλεγχο της εντολής δεν μπορεί να διεξαχθεί υπό την προεδρία του βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Ο βουλευτής που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με την παράγραφο 1 ασκεί τις αρμοδιότητες του Προέδρου του άρθρου 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με τον έλεγχο της εντολής κατά την προεδρία του βουλευτή, παραπέμπεται στην επιτροπή που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής.

Άρθρο 13

Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις

1.

Ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και οι Κοσμήτορες εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 169. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων. Υποβάλλονται από πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Όταν όμως ο αριθμός των υποψηφιοτήτων δεν υπερβαίνει τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, οι υποψήφιοι μπορούν να εκλέγουν και δια βοής.

2.

Κατά την εκλογή του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων, πρέπει να επιδιώκεται συνολικά η δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών καθώς και των πολιτικών τάσεων.

Άρθρο 14

Εκλογή του Προέδρου — Εναρκτήριος λόγος

1.

Πρώτα εκλέγεται ο Πρόεδρος. Πριν από κάθε ψηφοφορία οι υποψηφιότητες πρέπει να υποβάλλονται στον βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 12, ο οποίος τις ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο. Αν, ύστερα από τρεις ψηφοφορίες, κανένας υποψήφιος δεν έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, υποψηφιότητα στην τέταρτη ψηφοφορία μπορούν να υποβάλουν μόνο οι δύο βουλευτές οι οποίοι έλαβαν στην τρίτη ψηφοφορία το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων· σε περίπτωση ισοψηφίας θεωρείται εκλεγείς ο πρεσβύτερος από τους υποψηφίους.

2.

Αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου, ο βουλευτής που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 12 του παραχωρεί την προεδρική έδρα. Μόνον ο εκλεγείς Πρόεδρος μπορεί να εκφωνήσει εναρκτήριο λόγο.

Άρθρο 15

Εκλογή των Αντιπροέδρων

1.

Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι, με ένα μόνο ψηφοδέλτιο. Εκλέγονται με την πρώτη ψηφοφορία, έως τον αριθμό των δεκατεσσάρων και κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν, οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων. Αν ο αριθμός των εκλεγέντων Αντιπροέδρων είναι μικρότερος από τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, διεξάγεται και δεύτερη ψηφοφορία, με τους ίδιους όρους, για να πληρωθούν οι υπόλοιπες έδρες. Αν απαιτηθεί και τρίτη ψηφοφορία, τότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλεγέντες θεωρούνται οι πρεσβύτεροι από τους υποψηφίους.

Παρά το γεγονός ότι, αντίθετα προς το άρθρο 14 παράγραφος 1, η υποβολή νέων υποψηφιοτήτων μεταξύ των διαφόρων γύρων ψηφοφορίας δεν προβλέπεται ρητώς κατά την εκλογή των Αντιπροέδρων, αυτή ισχύει αυτοδικαίως ως απορρέουσα από το κυριαρχικό δικαίωμα του Σώματος, που πρέπει να μπορεί να αποφασίζει επί κάθε δυνατής υποψηφιότητας, και αυτό εφόσον η έλλειψη της εν λόγω δυνατότητας θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην καλή διεξαγωγή της εκλογής.

2.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 18 παράγραφος 1, η τάξη των Αντιπροέδρων καθορίζεται από τη σειρά της εκλογής τους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, από την ηλικία.

Όταν η εκλογή δεν γίνεται με μυστική ψηφοφορία, η τάξη καθορίζεται από τη σειρά της εκφώνησης των ονομάτων από τον Πρόεδρο.

Άρθρο 16

Εκλογή των Κοσμητόρων

Μετά την εκλογή των Αντιπροέδρων, το Κοινοβούλιο εκλέγει πέντε Κοσμήτορες.

Η εκλογή αυτή διεξάγεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες που εφαρμόζονται και στην εκλογή των Αντιπροέδρων.

Άρθρο 17

Διάρκεια της θητείας

1.

Η θητεία του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων διαρκεί δυόμισυ έτη.

Όταν βουλευτής αλλάζει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας των δυόμισυ ετών, την έδρα που τυχόν κατέχει στο Προεδρείο ή στο Σώμα των Κοσμητόρων.

2.

Αν προκύψει χηρεία έδρας πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος, βουλευτής που εκλέγεται σε αντικατάσταση ασκεί τα βουλευτικά καθήκοντα για το υπολειπόμενο διάστημα της θητείας του προκατόχου.

Άρθρο 18

Χηρεύοντα αξιώματα

1.

Αν παραστεί ανάγκη να αναπληρωθεί ο Πρόεδρος, ή Αντιπρόεδρος ή Κοσμήτορας, η εκλογή διαδόχου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.

Κάθε νέος Αντιπρόεδρος καταλαμβάνει στη σειρά του προβαδίσματος τη θέση του προσώπου που αντικαθιστά.

2.

Εάν χηρεύει η προεδρική έδρα, ο πρώτος Αντιπρόεδρος ασκεί καθήκοντα Προέδρου έως την εκλογή νέου Προέδρου.

Άρθρο 19

Πρόωρη λήξη καθηκόντων

Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί, αποφασίζοντας με πλειοψηφία τριών πέμπτων των ψηφισάντων, που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον τρεις πολιτικές ομάδες, να προτείνει στην Ολομέλεια τον τερματισμό της θητείας του Προέδρου, ενός Αντιπροέδρου, ενός Κοσμήτορα, ενός Προέδρου ή αντιπροέδρου επιτροπής, ενός Προέδρου ή αντιπροέδρου διακοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου που έχει εκλεγεί στο Κοινοβούλιο, όταν θεωρεί ότι ο εν λόγω βουλευτής δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα. Η πρόταση αυτή εγκρίνεται από το Κοινοβούλιο με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψηφισάντων, που αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όργανα και λειτουργίες

Άρθρο 20

Καθήκοντα του Προέδρου

1.

Ο Πρόεδρος διευθύνει, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος κανονισμού, το σύνολο των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και των οργάνων του. Διαθέτει όλες τις εξουσίες για την προεδρία των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής τους.

Στην παρούσα διάταξη δύναται να δοθεί η ερμηνεία ότι μεταξύ των εξουσιών του Προέδρου περιλαμβάνεται και η εξουσία να θέτει τέρμα στην υπερβολική υποβολή αιτημάτων, όπως παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού, αιτήσεις επί της διαδικασίας, αιτιολογήσεις ψήφου και αιτήσεις για χωριστές, κατά τμήματα και δι’ ονομαστικής κλήσεως ψηφοφορίες, όταν ο Πρόεδρος είναι πεπεισμένος ότι προφανώς αποσκοπούν και θα οδηγήσουν σε παρατεταμένη και σοβαρή παρακώλυση των διαδικασιών του Σώματος ή των δικαιωμάτων άλλων βουλευτών.

Μεταξύ των εξουσιών του Προέδρου κατά την παρούσα διάταξη περιλαμβάνεται επίσης η εξουσία να θέτει τα κείμενα σε ψηφοφορία με σειρά διαφορετική από τη σειρά ψηφοφοριών που καθορίζεται στο έγγραφο που αποτελεί το αντικείμενο της ψηφοφορίας. Κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις του άρθρου 161 παράγραφος 7, ο Πρόεδρος μπορεί να λάβει επί τούτου την προηγούμενη συγκατάθεση του Σώματος.

2.

Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη, τη διακοπή και τη λήξη των συνεδριάσεων. Αποφαίνεται σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών, τις ερωτήσεις προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και τη συμμόρφωση των εκθέσεων προς τον κανονισμό. Διασφαλίζει την τήρηση του κανονισμού, τηρεί την τάξη, δίνει το λόγο, κηρύσσει τη λήξη των συνεδριάσεων, θέτει τα ζητήματα σε ψηφοφορία και ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών. Διαβιβάζει στις επιτροπές τις ανακοινώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

3.

Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να λάβει το λόγο σε συζήτηση παρά μόνο για να καθορίσει σε ποιό σημείο βρίσκεται το θέμα και να επαναφέρει τους ομιλητές σ’ αυτό· αν όμως επιθυμεί να συμμετάσχει σε συζήτηση, κατέρχεται από την έδρα του και δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτή πριν λήξει η εν λόγω συζήτηση.

4.

Στις διεθνείς σχέσεις, στις τελετές, στις διοικητικές, δικαστικές ή οικονομικές πράξεις, το Κοινοβούλιο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, ο οποίος μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες αυτές.

Άρθρο 21

Καθήκοντα των Αντιπροέδρων

1.

Αν ο Πρόεδρος απουσιάζει, κωλύεται ή επιθυμεί να συμμετάσχει στη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 3, αναπληρώνεται από έναν Αντιπρόεδρο, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2.

2.

Οι Αντιπρόεδροι ασκούν επίσης τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί με βάση τα άρθρα 23, 25, παράγραφοι 3 και 5, και 68 παράγραφος 3.

3.

Ο Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει στους αντιπροέδρους οποιαδήποτε καθήκοντα, όπως η εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου σε καθορισμένες τελετές ή εκδηλώσεις. Ειδικότερα, ο Πρόεδρος μπορεί να ορίσει Αντιπρόεδρο για να αναλάβει τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στον Πρόεδρο με τα άρθρα 116 παράγραφος 3, και 117 παράγραφος 2.

Άρθρο 22

Σύνθεση του Προεδρείου

1.

Το Προεδρείο αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους δεκατέσσερις Αντιπροέδρους του Κοινοβουλίου.

2.

Οι Κοσμήτορες είναι μέλη του Προεδρείου με συμβουλευτική ψήφο.

3.

Κατά τις συνεδριάσεις του Προεδρείου, σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

Άρθρο 23

Καθήκοντα του Προεδρείου

1.

Το Προεδρείο ασκεί τα καθήκοντα που του αναθέτει ο κανονισμός.

2.

Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου, τη γραμματεία του και τα όργανά του.

3.

Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές, μετά από πρόταση του Γενικού Γραμματέα ή πολιτικής ομάδας.

4.

Το Προεδρείο ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων.

Η έννοια της διεξαγωγής των συνεδριάσεων περιλαμβάνει τα ζητήματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά των βουλευτών εντός του συνόλου των χώρων του Κοινοβουλίου.

5.

Το Προεδρείο εγκρίνει τις διατάξεις περί μη εγγεγραμμένων που προβλέπει το άρθρο 33.

6.

Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας, καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.

7.

Το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο της κατάστασης των προβλεπομένων δαπανών και εσόδων του Κοινοβουλίου.

8.

Το Προεδρείο εγκρίνει τις οδηγίες για τους Κοσμήτορες σύμφωνα με το άρθρο 26.

9.

Το Προεδρείο είναι το αρμόδιο όργανο για την παροχή έγκρισης διεξαγωγής συνεδριάσεων επιτροπών εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, ακροάσεων, καθώς και ταξιδιών μελέτης και ενημέρωσης που πραγματοποιούν οι εισηγητές.

Εφόσον εγκρίνεται η διεξαγωγή των συνεδριάσεων ή συναντήσεων αυτών, το γλωσσικό καθεστώς τους καθορίζεται με βάση τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται και ζητούνται από τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της εν λόγω επιτροπής.

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις αντιπροσωπείες, εκτός εάν υπάρχει συμφωνία των ενδιαφερομένων τακτικών και αναπληρωματικών μελών.

10.

Το Προεδρείο διορίζει το Γενικό Γραμματέα σύμφωνα με το άρθρο 207.

11.

Το Προεδρείο καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και αναλαμβάνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ανωτέρω κανονισμού, τα καθήκοντα που του αναθέτει ο παρών κανονισμός.

12.

Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών από το Κοινοβούλιο και τα όργανά του, τους αξιωματούχους και άλλα μέλη, λαμβάνοντας υπόψη οιαδήποτε διοργανική συμφωνία έχει συναφθεί επί των θεμάτων. Οι εν λόγω κανόνες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσαρτώνται στον παρόντα κανονισμό.

13.

Ο Πρόεδρος ή/και το Προεδρείο μπορούν να αναθέσουν σε ένα ή περισσότερα μέλη του Προεδρείου γενικά ή ειδικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου ή/και του Προεδρείου. Συγχρόνως, καθορίζονται οι όροι άσκησης των εν λόγω καθηκόντων.

14.

Το Προεδρείο ορίζει δύο αντιπροέδρους στους οποίους ανατίθεται η εποπτεία των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια.

Οι εν λόγω αντιπρόεδροι υποβάλλουν τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο αυτό.

15.

Κατά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου, το απερχόμενο Προεδρείο συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του έως την πρώτη συνεδρίαση του νέου Κοινοβουλίου.

Άρθρο 24

Σύνθεση της Διάσκεψης των Προέδρων

1.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους Προέδρους των πολιτικών ομάδων. Ο Πρόεδρος πολιτικής ομάδας μπορεί να εκπροσωπηθεί από μέλος της ομάδας του.

2.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προσκαλεί έναν από τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.

Η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης σχετικά με θέματα των οποίων έχει επιληφθεί.

Σε περίπτωση αδυναμίας να επιτευχθεί συναίνεση, διεξάγεται σταθμισμένη ψηφοφορία με βάση τη δύναμη κάθε πολιτικής ομάδας.

Άρθρο 25

Καθήκοντα της Διάσκεψης των Προέδρων

1.

Η Διάσκεψη των Προέδρων ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει ο κανονισμός.

2.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει σχετικά με την οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου και με τα ζητήματα που αφορούν τον προγραμματισμό του νομοθετικού έργου.

3.

Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τα λοιπά θεσμικά και άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών.

4.

Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τρίτες χώρες και με θεσμικά ή άλλα όργανα εκτός Κοινότητας.

5.

Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή δομημένου διαλόγου με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών σχετικά με μείζονα θέματα. Στο πλαίσιο αυτό δύναται να περιλαμβάνεται η διοργάνωση δημοσίων συζητήσεων επί θεμάτων γενικού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, με δυνατότητα συμμετοχής των ενδιαφερόμενων πολιτών. Το Προεδρείο ορίζει έναν αντιπρόεδρο στον οποίο ανατίθεται η πραγματοποίηση των διαβουλεύσεων και ο οποίος υποβάλλει έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων.

6.

Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει το σχέδιο ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου του Κοινοβουλίου.

7.

Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες των επιτροπών και των εξεταστικών επιτροπών, καθώς και των μεικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών, των μονίμων αντιπροσωπειών και των ειδικών αντιπροσωπειών.

8.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων σύμφωνα με το άρθρο 34.

9.

Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για την εξουσιοδότηση σύνταξης εκθέσεων πρωτοβουλίας.

10.

Η Διάσκεψη των Προέδρων προβαίνει σε προτάσεις προς το Προεδρείο όσον αφορά τα διοικητικά προβλήματα και τα προβλήματα προϋπολογισμού που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές ομάδες.

Άρθρο 26

Καθήκοντα των Κοσμητόρων

Οι Κοσμήτορες είναι υπεύθυνοι για διοικητικής και οικονομικής φύσης θέματα που αφορούν άμεσα τους βουλευτές, σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδίδει το Προεδρείο.

Άρθρο 27

Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών

1.

Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων ή ειδικών επιτροπών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.

Σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος βουλευτής ή, σε περίπτωση κωλύματος αυτού, ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.

2.

Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών και την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου.

3.

Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.

Άρθρο 28

Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών

1.

Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.

Σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος βουλευτής ή, σε περίπτωση κωλύματος αυτού, ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.

2.

Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των αντιπροσωπειών.

3.

Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.

Άρθρο 29

Δημοσιότητα των αποφάσεων του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων

1.

Τα πρακτικά του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων μεταφράζονται στις επίσημες γλώσσες, τυπώνονται και διανέμονται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου και είναι προσβάσιμα στο κοινό, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, το Προεδρείο ή η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσουν διαφορετικά ως προς ορισμένα σημεία των πρακτικών για να διαφυλάξουν το απόρρητο, όπως ορίζεται με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του Προεδρείου, της Διάσκεψης των Προέδρων και των Κοσμητόρων. Οι εν λόγω ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο, κοινοποιούνται στα μέλη και δημοσιεύονται, μαζί με τις απαντήσεις που δίνονται, στην ιστοθέση του Κοινοβουλίου εντός 30 ημερών από της υποβολής τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Πολιτικές ομάδες

Άρθρο 30

Συγκρότηση των πολιτικών ομάδων

1.

Οι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση.

Το Κοινοβούλιο δεν χρειάζεται κανονικά να εκτιμήσει την πολιτική συγγένεια των μελών πολιτικής ομάδας. Όταν βουλευτές σχηματίζουν πολιτική ομάδα βάσει της παρούσας διάταξης του κανονισμού, οι εν λόγω βουλευτές αποδέχονται εξ ορισμού ότι έχουν συγγενή πολιτική τοποθέτηση. Μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν το αποδέχονται, το Κοινοβούλιο πρέπει να εκτιμήσει εάν η συγκρότηση της ομάδας είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του κανονισμού.

2.

Κάθε πολιτική ομάδα απαρτίζεται από βουλευτές που έχουν εκλεγεί στο ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών. Ο ελάχιστος αναγκαίος αριθμός βουλευτών για τη συγκρότηση πολιτικής ομάδας είναι είκοσι πέντε.

3.

Εάν ο αριθμός των μελών μιας ομάδας μειωθεί κάτω από το απαιτούμενο ελάχιστο όριο, ο Πρόεδρος, κατόπιν συμφωνίας της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να της επιτρέψει να συνεχίσει να υφίσταται έως την επόμενη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

τα μέλη εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο τουλάχιστον των κρατών μελών,

η ομάδα υφίσταται επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.

Ο Πρόεδρος δεν εφαρμόζει την παρούσα παρέκκλιση όταν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υπόνοια κατάχρησης.

4.

Κάθε βουλευτής μπορεί να ανήκει σε μία μόνο πολιτική ομάδα.

5.

Η συγκρότηση πολιτικής ομάδας πρέπει να δηλώνεται στον Πρόεδρο. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα της ομάδας, τα ονόματα των μελών της και τη σύνθεση του Προεδρείου της.

6.

Η δήλωση περί συγκροτήσεως πολιτικής ομάδας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 31

Δραστηριότητες και νομική κατάσταση των πολιτικών ομάδων

1.

Οι πολιτικές ομάδες ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που τους αναθέτει ο κανονισμός. Οι πολιτικές ομάδες διαθέτουν γραμματεία, στο πλαίσιο του οργανογράμματος της Γενικής Γραμματείας, διοικητικό εξοπλισμό και πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου.

2.

Το Προεδρείο θεσπίζει ρυθμίσεις για τη διάθεση, τη χρήση και τον έλεγχο του εξοπλισμού και των πιστώσεων αυτών, καθώς και για τις σχετικές μεταβιβάσεις αρμοδιοτήτων όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

3.

Οι εν λόγω ρυθμίσεις προβλέπουν τις διοικητικές και δημοσιονομικές συνέπειες σε περίπτωση διάλυσης πολιτικής ομάδας.

Άρθρο 32

Διακομματικές ομάδες

1.

Μεμονωμένοι βουλευτές μπορεί να σχηματίζουν διακομματικές ομάδες ή άλλες ανεπίσημες ομάδες βουλευτών για την πραγματοποίηση άτυπης διακομματικής ανταλλαγής απόψεων επί συγκεκριμένων ζητημάτων, συνεργαζόμενοι με μέλη διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών, και για την προώθηση των επαφών μεταξύ βουλευτών και κοινωνίας των πολιτών.

2.

Οι εν λόγω ομάδες δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγχυση με τις επίσημες δραστηριότητες του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των όρων που θεσπίζουν οι διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση των διακομματικών ομάδων που ενέκρινε το Προεδρείο, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των διακομματικών ομάδων παρέχοντάς τους υλικοτεχνική υποστήριξη. Οι εν λόγω ομάδες αναφέρουν κάθε εξωτερική υποστήριξη σύμφωνα με το παράρτημα Ι.

Άρθρο 33

Μη εγγεγραμμένοι βουλευτές

1.

Οι βουλευτές που δεν ανήκουν σε πολιτική ομάδα έχουν στη διάθεσή τους γραμματεία. Τις λεπτομέρειες ρυθμίζει το Προεδρείο μετά από πρόταση του Γενικού Γραμματέα.

2.

Το Προεδρείο ρυθμίζει επίσης το καθεστώς και τα κοινοβουλευτικά δικαιώματα των εν λόγω βουλευτών.

3.

Το Προεδρείο θεσπίζει επίσης διατάξεις σχετικά με τη χορήγηση, την εκτέλεση και τον λογιστικό έλεγχο των πιστώσεων που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου για να καλύψουν τα έξοδα γραμματείας και διοικητικού εξοπλισμού των μη εγγεγραμμένων βουλευτών.

Άρθρο 34

Κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων των πολιτικών ομάδων, των μη εγγεγραμμένων βουλευτών και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αίθουσα συνεδριάσεων.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Νομοθετικές διαδικασίες — Γενικές διατάξεις

Άρθρο 35

Πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής

1.

Το Κοινοβούλιο συμβάλλει από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο στον καθορισμό του νομοθετικού προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται κατά την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής —που αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης— με βάση χρονοδιάγραμμα και διαδικασίες που συμφωνούνται από κοινού από τα δύο όργανα και επισυνάπτονται στον παρόντα κανονισμό (6).

2.

Σε επείγουσες και απρόβλεπτες περιπτώσεις, ένα θεσμικό όργανο μπορεί, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τις Συνθήκες διαδικασίες, να προτείνει την προσθήκη νομοθετικού μέτρου, πέραν αυτών που προτείνονται με το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής.

3.

Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το εγκεκριμένο από το Κοινοβούλιο ψήφισμα στα άλλα θεσμικά όργανα που συμβάλλουν στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.

Ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει επί του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, καθώς και επί του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου.

4.

Εφόσον θεσμικό όργανο αδυνατεί να τηρήσει το εγκριθέν χρονοδιάγραμμα, γνωστοποιεί στα άλλα θεσμικά όργανα τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει νέο χρονοδιάγραμμα.

Άρθρο 36

Τήρηση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.

Το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων του, σέβεται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Κοινοβούλιο σέβεται επίσης πλήρως τα δικαιώματα και τις αρχές που κατοχυρώνουν το άρθρο 2 και το άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3, της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.

Όταν η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές διατυπώνουν την άποψη ότι πρόταση νομοθετικής πράξης ή ορισμένα τμήματά της δεν είναι συμβατά με τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ζήτημα παραπέμπεται, μετά από αίτησή τους, στην αρμόδια για την ερμηνεία του Χάρτη επιτροπή. Η γνώμη της επιτροπή αυτής επισυνάπτεται ως παράρτημα στην έκθεση της αρμόδιας επιτροπής.

Άρθρο 37

Έλεγχος της νομικής βάσης

1.

Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει πρώτα τη νομική βάση για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης ή άλλο έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα.

2.

Εφόσον η αρμόδια επιτροπή αμφισβητεί την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, περιλαμβανομένου και του ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας για τα νομικά θέματα επιτροπής.

3.

Η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη νομική βάση των προτεινομένων νομοθετικών πράξεων. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επιτροπή.

4.

Εάν η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή αποφασίσει να αμφισβητήσει την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει επ’ αυτών πριν από την ψηφοφορία επί της ουσίας της πρότασης.

5.

Οι τροπολογίες που υποβάλλονται στην Ολομέλεια με στόχο την τροποποίηση της νομικής βάσης προτεινόμενης νομοθετικής πράξης, χωρίς η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή ή η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή να έχουν αμφισβητήσει την ισχύ και καταλληλότητα της νομικής αυτής βάσης, είναι απαράδεκτες.

6.

Εάν η Επιτροπή δεν δέχεται να τροποποιήσει την πρότασή της ώστε να ευθυγραμμίζεται με τη νομική βάση που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, ο εισηγητής ή ο Πρόεδρος της επιτροπής για τα νομικά θέματα ή της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής μπορούν να προτείνουν την αναβολή της ψηφοφορίας επί της ουσίας της πρότασης για προσεχή συνεδρίαση.

Άρθρο 37α

Ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων

1.

Κατά τον έλεγχο πρότασης για νομοθετική πράξη που αναθέτει εξουσίες στην Επιτροπή κατά το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους στόχους, στο περιεχόμενο, στην έκταση και στη διάρκεια της εξουσιοδότησης, καθώς και στις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται αυτή.

2.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

3.

Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, να εξετάσει ερωτήσεις που αφορούν την ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Άρθρο 38

Έλεγχος της δημοσιονομικής συμβατότητας

1.

Εάν η πρόταση νομοθετικής πράξης έχει οικονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο εξετάζει εάν παρέχονται επαρκείς οικονομικοί πόροι.

2.

Για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης ή άλλο έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα, και με την επιφύλαξη του άρθρου 43, η αρμόδια επιτροπή ελέγχει τη δημοσιονομική συμβατότητα της αντίστοιχης πράξης με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

3.

Εάν η αρμόδια επιτροπή τροποποιήσει τη χρηματοδότηση της υπό εξέταση πράξης, ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού.

4.

Η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη δημοσιονομική συμβατότητα προτάσεων νομοθετικών πράξεων. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επιτροπή.

5.

Εάν η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού αποφασίσει να αμφισβητήσει τη δημοσιονομική συμβατότητα της πρότασης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο, το οποίο τα θέτει σε ψηφοφορία.

6.

Πράξεις κριθείσες ως ασύμβατες μπορούν να εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο με την επιφύλαξη των αποφάσεων της Αρμόδιας επί του Προϋπολογισμού Αρχής.

Άρθρο 38α

Εξέταση της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας

1.

Το Κοινοβούλιο, κατά την εξέταση πρότασης νομοθετικής πράξης, δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

2.

Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας μπορεί να αποφασίσει να απευθύνει συστάσεις προς την επιτροπή που είναι αρμόδια για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης.

3.

Εάν εθνικό κοινοβούλιο διαβιβάσει στον Πρόεδρο αιτιολογημένη γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, το έγγραφο αυτό διαβιβάζεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και, προς ενημέρωση, στην επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας.

4.

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατεπείγοντος σύμφωνα με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν προβαίνει στην τελική ψηφοφορία εφόσον δεν παρέλθει η προθεσμία των οκτώ εβδομάδων που θεσπίζει το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

5.

Όταν οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στο ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων που έχουν χορηγηθεί στα εθνικά κοινοβούλια ή, στην περίπτωση πρότασης νομοθετικής πράξης που έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 76 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο ένα τέταρτο των ψήφων αυτών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει αφού προηγουμένως ο συντάκτης της πρότασης έχει δηλώσει με ποιον τρόπο προτίθεται να ενεργήσει.

6.

Όταν, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στην απλή πλειοψηφία των ψήφων που διαθέτουν τα εθνικά κοινοβούλια, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, αφού εξετάσει τις αιτιολογημένες γνώμες των εθνικών κοινοβουλίων και της Επιτροπής, και αφού ακούσει τις απόψεις της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, είτε συνιστά στο Κοινοβούλιο να απορρίψει την πρόταση λόγω παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας είτε υποβάλλει στο Κοινοβούλιο άλλη σύσταση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις τροπολογιών σχετικών με την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας. Η γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας επισυνάπτεται στη σύσταση αυτή.

Η σύσταση υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο προς συζήτηση και ψηφοφορία. Εάν σύσταση για την απόρριψη της πρότασης γίνει δεκτή με την πλειοψηφία των εκφρασθεισών ψήφων, ο Πρόεδρος κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας. Εάν το Κοινοβούλιο δεν απορρίψει την πρόταση, η διαδικασία συνεχίζεται, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.

Άρθρο 39

Ενημέρωση και πρόσβαση του Κοινοβουλίου στα έγγραφα

1.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας το Κοινοβούλιο και οι επιτροπές του ζητούν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τις προτάσεις νομοθετικών πράξεων υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για το Συμβούλιο και τις ομάδες εργασίας του.

2.

Κατά την εξέταση πρότασης νομοθετικής πράξης, η αρμόδια επιτροπή καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να την κρατούν ενήμερη σχετικά με την πορεία της πρότασης στα πλαίσια του Συμβουλίου και των ομάδων εργασίας του, ιδίως όσον αφορά τυχόν συμβιβασμούς οι οποίοι θα επιφέρουν ουσιώδη τροποποίηση της αρχικής πρότασης, ή για την πρόθεση του συντάκτη να αποσύρει την πρότασή του.

Άρθρο 40

Εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου

Όταν το Συμβούλιο καλεί το Κοινοβούλιο να συμμετάσχει σε συνεδρίαση του Συμβουλίου στην οποία το Συμβούλιο ενεργεί ως νομοθέτης, ο Πρόεδρος ζητεί από τον Πρόεδρο ή τον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, ή από άλλο βουλευτή που ορίζει η επιτροπή, να εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο.

Άρθρο 41

Δικαιώματα πρωτοβουλίας που έχουν μεταβιβαστεί στο Κοινοβούλιο βάσει των Συνθηκών

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Συνθήκες μεταβιβάζουν στο Κοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας.

Η έκθεση περιλαμβάνει:

α)

πρόταση ψηφίσματος·

β)

κατά περίπτωση, σχέδιο απόφασης ή σχέδιο πρότασης·

γ)

αιτιολογική έκθεση, η οποία περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, δημοσιονομικό δελτίο.

Όταν η έγκριση πράξης από το Κοινοβούλιο απαιτεί την έγκριση ή τη συναίνεση του Συμβουλίου και τη γνώμη ή τη συναίνεση της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο δύναται, μετά την ψηφοφορία επί της προταθείσας πράξης και κατόπιν προτάσεως του εισηγητή, να αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία επί της προτάσεως ψηφίσματος, έως ότου το Συμβούλιο ή η Επιτροπή διατυπώσουν τη θέση τους.

Άρθρο 42

Πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 225 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 225 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε κατάλληλη πρόταση για την έκδοση νέων ή την τροποποίηση υφισταμένων πράξεων με την έγκριση ψηφίσματος βάσει έκθεσης πρωτοβουλίας της αρμόδιας επιτροπής, που καταρτίζεται κατά το άρθρο 48. Το ψήφισμα εγκρίνεται κατά την τελική ψηφοφορία με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο μπορεί ταυτόχρονα να ορίσει προθεσμία για την υποβολή της πρότασης.

2.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση για πράξη της Ένωσης στο πλαίσιο του δικαιώματος πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 225 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.

Η πρόταση υποβάλλεται στον Πρόεδρο, ο οποίος τη διαβιβάζει προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. Πριν τη διαβίβαση, η πρόταση μεταφράζεται σε όσες επίσημες γλώσσες κρίνει αναγκαίες ο Πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνοπτική εξέταση. Η επιτροπή αποφασίζει για την περαιτέρω διαδικασία εντός τριών μηνών από της διαβιβάσεως και κατόπιν ακροάσεως του συντάκτη της πρότασης.

Εάν η επιτροπή αποφασίσει να υποβάλει την πρόταση στο Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία του άρθρου 48, το όνομα του συντάκτη της πρότασης σημειώνεται στον τίτλο της έκθεσης.

4.

Το ψήφισμα του Κοινοβουλίου προσδιορίζει την κατάλληλη νομοθετική βάση και συνοδεύεται από λεπτομερείς συστάσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της ζητούμενης πρότασης, η οποία θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αρχή της επικουρικότητας.

5.

Εάν η ζητούμενη πρόταση έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο ορίζει τα μέσα για να εξασφαλισθεί επαρκής οικονομική κάλυψη.

6.

Η αρμόδια επιτροπή παρακολουθεί την πρόοδο κάθε πρότασης νομοθετικής πράξης που καταρτίζεται μετά από ειδική αίτηση του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 43

Εξέταση των νομοθετικών εγγράφων

1.

Προτάσεις νομοθετικών πράξεων ή άλλα έγγραφα νομοθετικού χαρακτήρα παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση.

Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο Πρόεδρος μπορεί να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 188 παράγραφος 2, πριν από την ανακοίνωση στο Σώμα της παραπομπής στην αρμόδια επιτροπή.

Εφόσον πρόταση περιέχεται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή, ο οποίος θα παρακολουθήσει την κατάρτιση της πρότασης.

Οι διαβουλεύσεις που ζητεί το Συμβούλιο ή οι αιτήσεις γνωμοδότησης εκ μέρους της Επιτροπής διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση της σχετικής πρότασης.

Οι διατάξεις για την πρώτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται με τα άρθρα 36 έως 42, 53 έως 59 και 71, εφαρμόζονται στις προτάσεις νομοθετικών πράξεων, ανεξαρτήτως του αν απαιτούν μία, δύο ή τρεις αναγνώσεις.

2.

Οι θέσεις του Συμβουλίου παραπέμπονται, για εξέταση, στην αρμόδια επιτροπή σε πρώτη ανάγνωση.

Οι διατάξεις για τη δεύτερη ανάγνωση, όπως προβλέπονται με τα άρθρα 61 έως 66 και 72, εφαρμόζονται στις θέσεις του Συμβουλίου.

3.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου μετά τη δεύτερη ανάγνωση, δεν μπορεί να γίνει αναπομπή σε επιτροπή.

Οι διατάξεις για την τρίτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 67, 68 και 69, εφαρμόζονται στη διαδικασία συνδιαλλαγής.

4.

Τα άρθρα 45, 46, 49, 55, παράγραφοι 1 και 3, 56, 57 και 175 δεν εφαρμόζονται κατά τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.

5.

Αν η διάταξη του κανονισμού σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση αντίκειται σε άλλη διάταξη του κανονισμού, υπερέχει η διάταξη η σχετική με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.

Άρθρο 44

Νομοθετικές διαδικασίες σχετικά με πρωτοβουλίες που υποβάλλουν κράτη μέλη

1.

Οι πρωτοβουλίες που έχουν υποβάλει κράτη μέλη κατά το άρθρο 76 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξετάζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 36 έως 39, 43 και 55 του κανονισμού.

2.

Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να προσκαλέσει εκπροσώπους των κρατών μελών από τα οποία προέρχεται η πρωτοβουλία για να της παρουσιάσουν την πρωτοβουλία τους. Οι εκπρόσωποι αυτοί μπορεί να συνοδεύονται από την Προεδρία του Συμβουλίου.

3.

Πριν η αρμόδια επιτροπή προβεί σε ψηφοφορία, ερωτά την Επιτροπή εάν επεξεργάζεται γνωμοδότηση επί της πρωτοβουλίας. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, η επιτροπή δεν εγκρίνει την έκθεσή της προτού λάβει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής.

4.

Όταν στο Κοινοβούλιο παραπέμπονται ταυτόχρονα ή σε μικρό χρονικό διάστημα δύο ή περισσότερες πρωτοβουλίες, προερχόμενες από την Επιτροπή ή/και κράτη μέλη, με το ίδιο νομοθετικό αντικείμενο, το Κοινοβούλιο τις εξετάζει σε ενιαία έκθεση. Στην έκθεσή της, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αναφέρει ποιο κείμενο αφορούν οι τροπολογίες που προτείνει, και το νομοθετικό ψήφισμα περιλαμβάνει αναφορά σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διαδικασια σε επιτροπη

Άρθρο 45

Νομοθετικές εκθέσεις

1.

Ο πρόεδρος της επιτροπής στην οποία έχει παραπεμφθεί πρόταση νομοθετικής πράξης προτείνει στην επιτροπή την ακολουθητέα διαδικασία.

2.

Μετά από τη λήψη της απόφασης επί της ακολουθητέας διαδικασίας και εάν το άρθρο 46 δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως νομοθετικής πράξης μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής που θεσπίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35.

3.

Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:

α)

τις ενδεχόμενες τροπολογίες επί της πρότασης, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις οι οποίες γράφονται με την ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας·

β)

το νομοθετικό ψήφισμα, κατά το άρθρο 55 παράγραφος 2·

γ)

αιτιολογική έκθεση, εφόσον απαιτείται, συμπεριλαμβανομένου δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

Άρθρο 46

Απλοποιημένη διαδικασία

1.

Μετά από πρώτη συζήτηση επί προτάσεως νομοθετικής πράξης, ο Πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να προτείνει την έγκρισή της χωρίς τροποποίηση. Αν δεν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, ο Πρόεδρος υποβάλλει στην Ολομέλεια έκθεση που εγκρίνει την πρόταση. Εφαρμόζεται το άρθρο 138 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο παράγραφος 2 και παράγραφος 4.

2.

Ο Πρόεδρος μπορεί εναλλακτικά να προτείνει την εκ μέρους του ή εκ μέρους του εισηγητή υποβολή σειράς τροπολογιών που αντανακλούν τη συζήτηση στην επιτροπή. Εφόσον η επιτροπή συμφωνεί, οι τροπολογίες αυτές διαβιβάζονται στα μέλη της επιτροπής. Αν, εντός προθεσμίας 21 τουλάχιστον ημερών από τη διαβίβαση, δεν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, η έκθεση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος και οι τροπολογίες υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο παράγραφος 2 και παράγραφος 4.

3.

Αν το ένα δέκατο τουλάχιστον των μελών της επιτροπής αντιτεθεί, οι τροπολογίες τίθενται σε ψηφοφορία κατά την επόμενη συνεδρίαση της επιτροπής.

4.

Η πρώτη και δεύτερη περίοδος της παραγράφου 1, η πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίοδος της παραγράφου 2 και η παράγραφος 3 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις γνωμοδοτήσεις των επιτροπών κατά την έννοια του άρθρου 49.

Άρθρο 47

Μη νομοθετικές εκθέσεις

1.

Όταν επιτροπή συντάσσει μη νομοθετική έκθεση, ορίζει εισηγητή μεταξύ των τακτικών μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών.

2.

Ο εισηγητής αναλαμβάνει την σύνταξη της έκθεσης της επιτροπής και την παρουσίασή της στο Κοινοβούλιο εξ ονόματος της επιτροπής.

3.

Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:

α)

πρόταση ψηφίσματος·

β)

αιτιολογική έκθεση, συμπεριλαμβανομένου δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·

γ)

τα κείμενα των προτάσεων ψηφίσματος που πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 120 παράγραφος 4.

Άρθρο 48

Εκθέσεις πρωτοβουλίας

1.

Αν επιτροπή, χωρίς να της έχει υποβληθεί αίτηση διαβούλευσης ή αίτηση γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 188 παράγραφος 1, προτίθεται να συντάξει έκθεση επί αντικειμένου της αρμοδιότητάς της και να υποβάλει σχετικό ψήφισμα στην Ολομέλεια, πρέπει να ζητήσει προηγουμένως την εξουσιοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων. Κάθε ενδεχόμενη άρνηση πρέπει να είναι πάντοτε δεόντως αιτιολογημένη. Εφόσον η έκθεση έχει ως αντικείμενο πρόταση που υπέβαλε βουλευτής σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 2, μπορεί να υπάρξει ενδεχόμενο άρνησης της εξουσιοδότησης μόνον εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και του άρθρου 225 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφαίνεται επί των αιτήσεων εξουσιοδότησης για τη σύνταξη εκθέσεως οι οποίες της υποβάλλονται κατά την παράγραφο 1, με βάση τις εκτελεστικές διατάξεις που η ίδια ορίζει. Αν τίθεται υπό αμφισβήτηση η αρμοδιότητα επιτροπής να συντάξει έκθεση, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός έξι εβδομάδων βάσει συστάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών ή, ελλείψει αυτής της σύστασης, του Προέδρου της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Αν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει εμπροθέσμως, η σύσταση θεωρείται εγκριθείσα.

2.

Το Κοινοβούλιο εξετάζει τις προτάσεις ψηφίσματος που περιέχονται σε εκθέσεις πρωτοβουλίας σύμφωνα με τη διαδικασία συνοπτικής παρουσίασης του άρθρου 139. Τροπολογίες στις προτάσεις αυτές ψηφίσματος είναι παραδεκτές προς εξέταση στην ολομέλεια μόνον εάν κατατίθενται από τον εισηγητή προκειμένου να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία ή τουλάχιστον από το ένα δέκατο των μελών του Κοινοβουλίου. Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να καταθέσουν εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος σύμφωνα με το άρθρο 157 παράγραφος 4. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται όταν το θέμα της έκθεσης πληροί τις προϋποθέσεις για συζήτηση κατά προτεραιότητα στην ολομέλεια, όταν η έκθεση καταρτίζεται σύμφωνα με το δικαίωμα πρωτοβουλίας κατά τα άρθρα 41 ή 42, ή όταν η έκθεση μπορεί να χαρακτηρισθεί στρατηγική σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει καθορίσει η Διάσκεψη των Προέδρων (7).

3.

Εφόσον το θέμα της έκθεσης εμπίπτει στο δικαίωμα πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 41, η έγκριση μπορεί να απορριφθεί μόνο λόγω μη τηρήσεως των όρων που θέτουν οι Συνθήκες.

4.

Στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 41 και 42, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός δύο μηνών.

Άρθρο 49

Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών

1.

Εφόσον η επιτροπή στην οποία αρχικά παραπέμφθηκε κάποιο ζήτημα, επιθυμεί να έχει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής ή εφόσον άλλη επιτροπή επιθυμεί να γνωμοδοτήσει επί του αντικειμένου της έκθεσης της επιτροπής που αρχικά επελήφθη του ζητήματος, μπορούν να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 188 παράγραφος 3, να ορισθεί η μία ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και η άλλη ως γνωμοδοτική.

2.

Στην περίπτωση κειμένων νομοθετικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 1, η γνωμοδότηση περιέχει προτάσεις τροποποίησης του κειμένου το οποίο έχει παραπεμφθεί σε επιτροπή, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις. Οι αιτιολογήσεις γράφονται με ευθύνη του συντάκτη τους και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας. Εν ανάγκη, η επιτροπή μπορεί να υποβάλει σύντομη γραπτή αιτιολόγηση για τη γνωμοδότηση στο σύνολό της.

Στην περίπτωση μη νομοθετικών κειμένων, η γνωμοδότηση περιέχει προτάσεις για τμήματα της πρότασης ψηφίσματος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή θέτει σε ψηφοφορία τις εν λόγω τροπολογίες ή προτάσεις.

Οι γνωμοδοτήσεις αφορούν αποκλειστικώς ζητήματα που εμπίπτουν στους τομείς αρμοδιότητας της γνωμοδοτικής επιτροπής.

3.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας η γνωμοδοτική επιτροπή πρέπει να υποβάλει τη γνωμοδότησή της, ούτως ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Η τελευταία γνωστοποιεί πάραυτα στις γνωμοδοτικές επιτροπές οιεσδήποτε τροποποιήσεις στο ανακοινωθέν χρονοδιάγραμμα. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν εκδίδει πόρισμα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής.

4.

Όλες οι εγκριθείσες γνωμοδοτήσεις επισυνάπτονται στην έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

5.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να καταθέτει τροπολογίες στην Ολομέλεια.

6.

Ο Πρόεδρος και ο εισηγητής της γνωμοδοτικής επιτροπής καλούνται να λάβουν μέρος στις συνεδριάσεις της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής με συμβουλευτική ψήφο, εφόσον οι συνεδριάσεις αυτές άπτονται του κοινού ζητήματος.

Άρθρο 50

Διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών

Εφόσον ζήτημα αρμοδιότητας έχει παραπεμφθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων κατά τα άρθρα 188 παράγραφος 2, ή 48, και η Διάσκεψη των Προέδρων, βάσει του παραρτήματος VII του κανονισμού, φρονεί ότι το θέμα εμπίπτει σχεδόν εξίσου στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών ή ότι διαφορετικά μέρη του θέματος εμπίπτουν στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών, εφαρμόζεται το άρθρο 49, με τις ακόλουθες προσθήκες:

το χρονοδιάγραμμα συμφωνείται από κοινού από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές,

ο εισηγητής και οι συντάκτες της γνωμοδότησης αλληλοενημερώνονται και προσπαθούν να συμφωνήσουν επί των κειμένων που προτείνουν στις επιτροπές τους και επί των θέσεών τους όσον αφορά τις τροπολογίες,

οι ενδιαφερόμενοι πρόεδροι επιτροπών, εισηγητές και συντάκτες εντοπίζουν από κοινού τομείς του κειμένου που εμπίπτουν στην αποκλειστική ή κοινή τους αρμοδιότητα και συμφωνούν για τους ακριβείς όρους της συνεργασίας τους. Σε περίπτωση διαφωνίας για την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων, το ζήτημα υποβάλλεται, μετά από αίτηση μιας εκ των ενδιαφερομένων επιτροπών, στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία μπορεί να αποφασίσει επί του θέματος των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων ή να αποφανθεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών σύμφωνα με το άρθρο 51· το άρθρο 188 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία,

η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αποδέχεται χωρίς ψηφοφορία τροπολογίες από συνδεδεμένη επιτροπή, εφόσον αφορούν ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της συνδεδεμένης επιτροπής. Εάν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή απορρίψει τροπολογίες επί θεμάτων που εμπίπτουν στην κοινή αρμοδιότητα της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής και μιας συνδεδεμένης επιτροπής, η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να καταθέσει τις τροπολογίες αυτές απευθείας στο Κοινοβούλιο,

σε περίπτωση διαδικασίας συνδιαλλαγής σχετικά με την πρόταση, στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου περιλαμβάνεται και ο εισηγητής οιασδήποτε συμμετέχουσας επιτροπής.

Το κείμενο του παρόντος άρθρου δεν προβλέπει περιορισμό στο πεδίο εφαρμογής του. Οι αιτήσεις για εφαρμογή της διαδικασίας συνδεδεμένων επιτροπών σχετικά με τις μη νομοθετικές εκθέσεις βάσει των άρθρων 48 παράγραφος 1, και 119 παράγραφοι 1 και 2, είναι παραδεκτές.

Στο πλαίσιο του ελέγχου διεθνών συμφωνιών βάσει του άρθρου 90, η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών του παρόντος άρθρου δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί στη διαδικασία έγκρισης του άρθρου 81.

Η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων να εφαρμοστεί η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της εν λόγω διαδικασίας.

Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον ρόλο της «αρμόδιας επιτροπής» ασκούνται από την κυρίως αρμόδια επιτροπή. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, η επιτροπή αυτή πρέπει να σέβεται τα προνόμια της συνδεδεμένης επιτροπής, ιδίως την υποχρέωση έντιμης συνεργασίας όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και το δικαίωμα της συνδεδεμένης επιτροπής να καθορίσει τις τροπολογίες που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο εντός του πεδίου της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της.

Σε περίπτωση που η κυρίως αρμόδια επιτροπή δεν λάβει υπόψη τα προνόμια της συνδεδεμένης επιτροπής, οι αποφάσεις που έλαβε η κυρίως αρμόδια επιτροπή εξακολουθούν να ισχύουν, ωστόσο η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να καταθέσει τροπολογίες απευθείας στο Κοινοβούλιο, εντός των ορίων της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της.

Άρθρο 51

Διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών

Εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 49 παράγραφος 1, και του άρθρου 50, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί, εφόσον διαπιστώνει ότι το ζήτημα έχει μείζονα σημασία, να αποφασίσει ότι πρέπει να εφαρμοστεί διαδικασία με κοινές συνεδριάσεις επιτροπών και κοινή ψηφοφορία. Στην περίπτωση αυτή, οι οικείοι εισηγητές συντάσσουν ενιαίο σχέδιο έκθεσης το οποίο εξετάζουν και ψηφίζουν οι ενδιαφερόμενες επιτροπές σε κοινές συνεδριάσεις υπό την κοινή προεδρία των ενδιαφερομένων προέδρων επιτροπής. Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές δύνανται να συγκροτήσουν διεπιτροπικές ομάδες εργασίας για να προετοιμάσουν τις κοινές συνεδριάσεις και ψηφοφορίες.

Άρθρο 52

Σύνταξη εκθέσεων

1.

Η αιτιολογική έκθεση συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Εντούτοις, η αιτιολογική έκθεση πρέπει να συμφωνεί με το κείμενο της πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σε ψηφοφορία και με τις τυχόν τροπολογίες που προτείνει η επιτροπή. Σε αντίθετη περίπτωση, ο Πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να διαγράψει την αιτιολογική έκθεση.

2.

Στην έκθεση σημειώνεται το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου της. Αν, εξάλλου, κατά την ώρα της ψηφοφορίας, το ζητήσει το ένα τρίτο των παρόντων μελών, η έκθεση κάνει μνεία της ψήφου κάθε μέλους.

3.

Αν η επιτροπή δεν αποφάσισε ομόφωνα, τότε πρέπει η έκθεση να αναφέρει επίσης τις απόψεις της μειοψηφίας. Οι απόψεις της μειοψηφίας, κατά την ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου, μπορούν, αιτήσει αυτών που τις διατύπωσαν, να αποτελέσουν αντικείμενο γραπτής δήλωσης 200 λέξεων κατ’ ανώτατο όριο, η οποία επισυνάπτεται στην αιτιολογική έκθεση.

Ο Πρόεδρος επιλύει τις διαφορές που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών.

4.

Μετά από πρόταση του προεδρείου της, μια επιτροπή μπορεί να ορίσει προθεσμία εντός της οποίας ο εισηγητής θα υποβάλει σχέδιο έκθεσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ή μπορεί να ορισθεί νέος εισηγητής.

5.

Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η επιτροπή μπορεί να αναθέσει στον Πρόεδρό της να ζητήσει να εγγραφεί το ζήτημα που της παραπέμφθηκε στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, οι συζητήσεις μπορούν να διεξαχθούν βάσει προφορικής έκθεσης της ενδιαφερομένης επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Πρώτη ανάγνωση

Στάδιο της εξέτασης σε επιτροπή

Άρθρο 53

Τροποποίηση πρότασης νομοθετικής πράξης

1.

Εάν η Επιτροπή ενημερώσει το Κοινοβούλιο ή εάν η αρμόδια επιτροπή πληροφορηθεί με άλλο τρόπο ότι η Επιτροπή προτίθεται να τροποποιήσει την πρότασή της, η αρμόδια επιτροπή αναβάλλει την εξέταση του θέματος έως ότου λάβει τη νέα πρόταση ή τις τροποποιήσεις της Επιτροπής.

2.

Εάν το Συμβούλιο τροποποιήσει ουσιωδώς την πρόταση νομοθετικής πράξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 59.

Άρθρο 54

Θέση της Επιτροπής και του Συμβουλίου επί των τροπολογιών

1.

Πριν η αρμόδια επιτροπή προχωρήσει στην τελική ψηφοφορία επί πρότασης νομοθετικής πράξης, ζητεί από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τη θέση της επί όλων των τροπολογιών στην εν λόγω πρόταση, τις οποίες ενέκρινε η επιτροπή, και από το Συμβούλιο να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις του.

2.

Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προβεί σε τέτοια ανακοίνωση ή εάν δηλώσει ότι δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί όλες τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν από την αρμόδια επιτροπή, η τελευταία μπορεί να αναβάλει την τελική ψηφοφορία.

3.

Εφόσον συντρέχει λόγος, η θέση της Επιτροπής συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση.

Στάδιο της εξέτασης στην ολομέλεια

Άρθρο 55

Περάτωση της πρώτης ανάγνωσης

1.

Το Κοινοβούλιο εξετάζει την πρόταση νομοθετικής πράξης βάσει έκθεσης, την οποία έχει συντάξει η αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 45.

2.

Το Κοινοβούλιο ψηφίζει αρχικά επί των τροπολογιών που αφορούν την πρόταση στην οποία βασίζεται η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής, κατόπιν επί της ενδεχομένως κατ’ αυτό τον τρόπο τροποποιηθείσας πρότασης, εν συνεχεία επί των τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος, τέλος δε επί του συνόλου του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, το οποίο περιέχει μόνο δήλωση η οποία αναφέρει εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίπτει ή προτείνει τροπολογίες στην προτεινόμενη νομοθετική πράξη, και τυχόν αιτήματα επί της διαδικασίας.

Η πρώτη ανάγνωση περατώνεται εάν το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος εγκριθεί. Εάν το Κοινοβούλιο δεν εγκρίνει το νομοθετικό ψήφισμα, η πρόταση παραπέμπεται εκ νέου στην αρμόδια επιτροπή.

Κάθε έκθεση που υποβάλλεται στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 37, 43 και 45. Η υποβολή μη νομοθετικού ψηφίσματος από επιτροπή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ειδικής παραπομπής, όπως προβλέπεται στα άρθρα 48 ή 188.

3.

Το κείμενο της πρότασης, με τη μορφή που εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο, και το σχετικό ψήφισμα διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, ως θέση του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 56

Απόρριψη πρότασης της Επιτροπής

1.

Αν πρόταση της Επιτροπής δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των ψηφισάντων ή αν γίνει δεκτή πρόταση για την απόρριψή της, την οποία δύναται να υποβάλει η αρμόδια επιτροπή ή, τουλάχιστον, σαράντα βουλευτές, ο Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να ανακαλέσει την πρότασή της πριν το Κοινοβούλιο ψηφίσει επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος.

2.

Αν η Επιτροπή ανακαλέσει την πρότασή της, ο Πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της διαδικασίας και πληροφορεί σχετικά το Συμβούλιο.

3.

Αν η Επιτροπή δεν ανακαλέσει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο παραπέμπει εκ νέου το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή χωρίς να ψηφίσει επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, εκτός εάν το Κοινοβούλιο θέτει το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος σε ψηφοφορία, μετά από πρόταση του Προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μιας πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών.

Σε περίπτωση εκ νέου παραπομπής, η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία και υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που τάσσει το Κοινοβούλιο, και η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.

Κατόπιν εκ νέου παραπομπής σε επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3, η κυρίως αρμόδια επιτροπή, πριν αποφασίσει σχετικά με τη διαδικασία, πρέπει να επιτρέψει σε συνδεδεμένη επιτροπή του άρθρου 50 να καθορίσει τις επιλογές της ως προς τις τροπολογίες που εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, ιδίως την επιλογή των τροπολογιών που πρόκειται να υποβληθούν εκ νέου στο Κοινοβούλιο.

Η προθεσμία κατά την παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο, εφαρμόζεται για την γραπτή κατάθεση ή την προφορική παρουσίαση της έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής. Δεν δεσμεύει τον καθορισμό από το Κοινοβούλιο της κατάλληλης χρονικής στιγμής για να συνεχίσει την εξέταση της εν λόγω διαδικασίας.

4.

Εφόσον η αρμόδια επιτροπή δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία, οφείλει να ζητήσει την αναπομπή σε επιτροπή βάσει του άρθρου 175 παράγραφος 1. Εφόσον απαιτείται, το Κοινοβούλιο μπορεί να ορίσει νέα προθεσμία βάσει του άρθρου 175 παράγραφος 5. Εάν δεν γίνει δεκτή η αίτηση της επιτροπής, το Κοινοβούλιο προβαίνει στη διεξαγωγή ψηφοφορίας επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος.

Άρθρο 57

Έγκριση τροπολογιών επί πρότασης της Επιτροπής

1.

Αν η πρόταση της Επιτροπής γίνει δεκτή στο σύνολό της, βάσει όμως τροπολογιών που εγκρίθηκαν συγχρόνως, η ψηφοφορία επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος αναβάλλεται έως ότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει τη θέση της για κάθε μία από τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου.

Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τέτοια δήλωση μετά το τέλος της ψηφοφορίας του Κοινοβουλίου επί της πρότασής της, η Επιτροπή ενημερώνει τον Πρόεδρο ή την αρμόδια επιτροπή για το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή τη δήλωση· η πρόταση εγγράφεται τότε στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αυτό το χρονικό σημείο.

2.

Εφόσον η Επιτροπή ανακοινώσει ότι δεν προτίθεται να δεχθεί όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου, ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής ή, άλλως, ο Πρόεδρος αυτής της επιτροπής υποβάλλει επίσημη πρόταση στο Κοινοβούλιο όσον αφορά τη σκοπιμότητα διεξαγωγής ψηφοφορίας επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος. Πριν από την υποβολή της πρότασης αυτής, ο εισηγητής ή ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο να αναστείλει την εξέταση του εν λόγω θέματος.

Εφόσον το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία, το θέμα λογίζεται ως αναπεμφθέν στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση.

Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.

Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν είναι σε θέση να τηρήσει την προθεσμία αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 56 παράγραφος 4.

Μόνο οι τροπολογίες που κατατίθενται από την αρμόδια επιτροπή και αποβλέπουν στην επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή είναι παραδεκτές στο στάδιο αυτό.

3.

Η εφαρμογή της παραγράφου 2 δεν στερεί από οιονδήποτε βουλευτή τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση αναπομπής σύμφωνα με το άρθρο 175.

Σε περίπτωση αναπομπής βάσει της παραγράφου 2, η αρμόδια επιτροπή οφείλει, καταρχήν, σύμφωνα με την εντολή που της έχει δοθεί, να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο μέσα στην καθορισμένη προθεσμία και, ενδεχομένως, να υποβάλει τροπολογίες με στόχο την επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή, χωρίς υποχρέωση να επανεξετάσει στο σύνολό τους τις διατάξεις που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.

Υπ’ αυτήν ωστόσο την ιδιότητα, λόγω του ανασταλτικού αποτελέσματος της αναπομπής, η επιτροπή είναι απολύτως ελεύθερη, εάν το θεωρεί αναγκαίο για την επίτευξη συμβιβασμού, να προτείνει την επανεξέταση των διατάξεων που έχουν υπερψηφισθεί στην Ολομέλεια.

Στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι είναι παραδεκτές μόνο οι συμβιβαστικές τροπολογίες της επιτροπής και προκειμένου να μη θιγεί η κυριαρχία του Σώματος, η έκθεση της παραγράφου 2 πρέπει να αναφέρει σαφώς τις διατάξεις που έχουν ήδη εγκριθεί και οι οποίες θα ακυρωθούν εφόσον υιοθετηθούν οι προτεινόμενες τροπολογίες.

Διαδικασία παρακολούθησης

Άρθρο 58

Παρακολούθηση της θέσης του Κοινοβουλίου

1.

Κατά την περίοδο που ακολουθεί την έγκριση από το Κοινοβούλιο της θέσης του επί της πρότασης της Επιτροπής, ο Πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής παρακολουθούν την πρόοδο της διαδικασίας που οδηγεί στην έγκριση της πρότασης εκ μέρους του Συμβουλίου, μεριμνώντας ιδίως ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή έναντι του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη θέση του.

2.

Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξετάσουν μαζί της το εν λόγω ζήτημα.

3.

Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, εάν κρίνει ότι είναι απαραίτητο και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος βάσει του παρόντος άρθρου, με το οποίο να συνιστά στο Κοινοβούλιο:

να καλέσει την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της, ή

να καλέσει την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να ζητήσουν εκ νέου από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 59, ή να ζητήσει από την Επιτροπή να καταθέσει νέα πρόταση, ή

να αποφασίσει να λάβει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο.

Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της συνόδου που ακολουθεί την απόφαση της επιτροπής.

Άρθρο 59

Εκ νέου παραπομπή στο Κοινοβούλιο

Συνήθης νομοθετική διαδικασία

1.

Ο Πρόεδρος μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί την Επιτροπή να παραπέμψει εκ νέου την πρότασή της στο Κοινοβούλιο:

εάν, αφού το Κοινοβούλιο εγκρίνει τη θέση του, η Επιτροπή ανακαλέσει την αρχική της πρόταση για να την αντικαταστήσει με άλλο κείμενο, εκτός εάν η ανάκληση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου, ή

εάν η Επιτροπή τροποποιήσει ή προτίθεται να επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις στην αρχική της πρόταση, εκτός εάν η τροποποίηση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου, ή

εάν, λόγω παρόδου του χρόνου η αλλαγής των περιστάσεων, μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση του προβλήματος που αφορά η πρόταση, ή

εάν, από τότε που το Κοινοβούλιο ενέκρινε τη θέση του, έχουν διεξαχθεί νέες εκλογές για το Κοινοβούλιο και εάν η Διάσκεψη των Προέδρων το κρίνει σκόπιμο.

2.

Το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ζητεί από το Συμβούλιο να παραπέμψει εκ νέου στο Κοινοβούλιο πρόταση που έχει υποβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 294 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το Συμβούλιο προτίθεται να τροποποιήσει τη νομική βάση της πρότασης, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον εφαρμογή η συνήθης νομοθετική διαδικασία.

Άλλες διαδικασίες

3.

Μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ο Πρόεδρος καλεί το Συμβούλιο να ζητήσει εκ νέου τη γνώμη του Κοινοβουλίου εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες και όροι της παραγράφου 1, και επίσης εφόσον το Συμβούλιο τροποποιεί ή προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά την αρχική πρόταση επί της οποίας το Κοινοβούλιο είχε γνωμοδοτήσει, εκτός εάν τούτο αποσκοπεί στην ενσωμάτωση των τροπολογιών του Κοινοβουλίου.

4.

Ο Πρόεδρος ζητεί επίσης να παραπεμφθεί εκ νέου στο Κοινοβούλιο πρόταση για την έκδοση πράξης, βάσει του παρόντος άρθρου, εφόσον το Κοινοβούλιο λάβει απόφαση σχετικώς, μετά από πρόταση μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών.

Άρθρο 60

Διαγράφεται

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Δεύτερη ανάγνωση

Στάδιο της εξέτασης σε επιτροπή

Άρθρο 61

Ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου

1.

Η ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματοποιείται όταν ο Πρόεδρος προβαίνει στη σχετική αναγγελία σε συνεδρίαση Ολομέλειας. Ο Πρόεδρος προβαίνει στην αναγγελία αφού λάβει τα έγγραφα που περιέχουν την θέση, όλες τις δηλώσεις στα πρακτικά του Συμβουλίου όταν καθόρισε την θέση, τους λόγους που ώθησαν το Συμβούλιο να την υιοθετήσει και τη θέση της Επιτροπής, καθώς και τις μεταφράσεις τους στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακοίνωση του Προέδρου πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή των εγγράφων αυτών.

Προτού προβεί στην ανακοίνωση, ο Προέδρου εξακριβώνει, σε διαβούλευση με τον Προέδρου της αρμόδιας επιτροπής ή/και τον εισηγητή, ότι το κείμενο που του διαβιβάστηκε έχει πραγματικά χαρακτήρα θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση και ότι δεν υφίστανται οι περιπτώσεις του άρθρου 59. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Προέδρου αναζητεί, σε συνεννόηση με την αρμόδια επιτροπή και, ει δυνατόν, σε συμφωνία με το Συμβούλιο, την κατάλληλη λύση.

2.

Κατάλογος των ανακοινώσεων δημοσιεύεται στα Συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.

Άρθρο 62

Παράταση των προθεσμιών

1.

Μετά από αίτηση του Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής όσον αφορά τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη δεύτερη ανάγνωση, ή μετά από αίτηση της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής όσον αφορά τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη συνδιαλλαγή, ο Πρόεδρος παρατείνει τις εν λόγω προθεσμίες σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο κάθε παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 63

Παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή και ακολουθούμενη διαδικασία

1.

Κατά την ημέρα της ανακοίνωσής της στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 1, η θέση του Συμβουλίου λογίζεται αυτομάτως παρεπεμφθείσα στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και στις γνωμοδοτικές επιτροπές που είχαν επιληφθεί κατά την πρώτη ανάγνωση.

2.

Η θέση του Συμβουλίου εγγράφεται ως πρώτο θέμα της ημερήσιας διάταξης κατά την πρώτη συνεδρίαση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής, η οποία διεξάγεται μετά την ημερομηνία της ανακοίνωσής της. Το Συμβούλιο μπορεί να κληθεί να παρουσιάσει την θέση του.

3.

Αν δεν ληφθεί διαφορετική απόφαση, κατά τη δεύτερη ανάγνωση παραμένει ως εισηγητής ο εισηγητής της πρώτης ανάγνωσης.

4.

Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 66, παράγραφοι 2, 3 και 5, που αφορούν τη δεύτερη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο· μόνο τακτικά μέλη ή μόνιμοι αναπληρωτές αυτής της επιτροπής μπορούν να καταθέσουν προτάσεις απόρριψης ή τροπολογίες. Η επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων.

5.

Πριν από την ψηφοφορία, η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο και τον εισηγητή να εξετάσουν με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή εκπρόσωπό του και μαζί με τον παρόντα αρμόδιο επίτροπο τις τροπολογίες που υποβλήθηκαν στην επιτροπή. Ο εισηγητής μπορεί να καταθέσει συμβιβαστικές τροπολογίες μετά την εξέταση αυτή.

6.

Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση με την οποία προτείνει την έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη της θέσης που καθόρισε το Συμβούλιο. Η σύσταση περιέχει σύντομη αιτιολόγηση της προτεινόμενης απόφασης.

Στάδιο της εξέτασης στην Ολομέλεια

Άρθρο 64

Περάτωση της δεύτερης ανάγνωσης

1.

Η θέση του Συμβουλίου και, αν υπάρχει, η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της αρμόδιας επιτροπής εγγράφονται αυτοδικαίως στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου, της οποίας η Τετάρτη είναι η πλησιέστερη πριν από την ημερομηνία εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας ή, αν αυτή έχει παραταθεί, της τετράμηνης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 62, εκτός αν το θέμα έχει συζητηθεί σε προηγούμενη περίοδο συνόδου.

Επειδή οι συστάσεις για τη δεύτερη ανάγνωση είναι κείμενα που μπορούν να εξομοιωθούν με αιτιολογική έκθεση με την οποία η κοινοβουλευτική επιτροπή αιτιολογεί τη στάση της ως προς την θέση του Συμβουλίου, δεν διενεργείται ψηφοφορία επ’ αυτών των κειμένων.

2.

Η δεύτερη ανάγνωση περατώνεται όταν εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 294 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίψει ή τροποποιήσει την θέση του Συμβουλίου.

Άρθρο 65

Απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου

1.

Η αρμόδια επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν, εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον Πρόεδρο, να καταθέσουν εγγράφως πρόταση απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου. Αυτή η πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει, για να εγκριθεί, την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Πρόταση για την απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου πρέπει να ψηφισθεί πριν από την ψηφοφορία επί των τυχόν τροπολογιών.

2.

Παρά την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου κατά της πρότασης για την απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου, το Κοινοβούλιο μπορεί, μετά από σύσταση του εισηγητή, να εξετάσει περαιτέρω πρόταση απόρριψης αφού ψηφίσει επί των τροπολογιών και ακούσει δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 5.

3.

Εάν η θέση του Συμβουλίου απορριφθεί, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί.

Άρθρο 66

Τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου

1.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες επί της θέσης του Συμβουλίου, οι οποίες εξετάζονται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας.

2.

Οι τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου θεωρούνται παραδεκτές μόνον εφόσον είναι σύμφωνες προς τα άρθρα 156 και 157 και αποσκοπούν

α)

στη συνολική ή μερική αποκατάσταση της θέσης που ενέκρινε το Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση· ή

β)

στην επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου· ή

γ)

στην τροποποίηση τμήματος του κειμένου της θέσης του Συμβουλίου που δεν υπήρχε ή υπήρχε με διαφορετικό περιεχόμενο στην πρόταση η οποία είχε υποβληθεί σε πρώτη ανάγνωση, χωρίς να συνιστούν ουσιώδη τροποποίηση υπό την έννοια του άρθρου 59· ή

δ)

στο να λάβουν υπόψη γεγονός ή νέα νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την πρώτη ανάγνωση.

Η απόφαση του Πρόεδρος περί του παραδεκτού τροπολογίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

3.

Εάν μετά την πρώτη ανάγνωση έχουν πραγματοποιηθεί εκλογές χωρίς, ωστόσο, να εφαρμοσθεί το άρθρο 59, ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των περιορισμών του παραδεκτού που προβλέπονται με την παράγραφο 2.

4.

Τροπολογία εγκρίνεται μόνο εφόσον συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

5.

Πριν από την ψηφοφορία επί των τροπολογιών, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τη θέση της και από το Συμβούλιο να προβεί σε παρατηρήσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Τρίτη ανάγνωση

Συνδιαλλαγή

Άρθρο 67

Σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής

Αν το Συμβούλιο γνωστοποιήσει στο Κοινοβούλιο ότι αδυνατεί να εγκρίνει όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου στην θέση του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος ορίζει, σε συμφωνία με το Συμβούλιο, την ημερομηνία και τον τόπο της πρώτης συνεδρίασης της επιτροπής συνδιαλλαγής. Η προθεσμία των έξι εβδομάδων ή, σε περίπτωση παράτασης, των οκτώ εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 294 παράγραφος 10, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία συνεδριάζει για πρώτη φορά η επιτροπή.

Άρθρο 68

Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής

1.

Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής αποτελείται από αριθμό μελών ίσο με τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας του Συμβουλίου.

2.

Η πολιτική σύνθεση της αντιπροσωπείας αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του Κοινοβουλίου ως προς τις πολιτικές ομάδες. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τον ακριβή αριθμό των μελών από κάθε πολιτική ομάδα που την απαρτίζουν.

3.

Τα μέλη της αντιπροσωπείας ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συνδιαλλαγής, κατά προτίμηση μεταξύ των μελών των ενδιαφερομένων επιτροπών, εξαιρέσει τριών μελών, τα οποία ορίζονται ως μόνιμα μέλη διαδοχικών αντιπροσωπειών για χρονικό διάστημα 12 μηνών. Τα τρία μόνιμα μέλη ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες μεταξύ των αντιπροέδρων και εκπροσωπούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές πολιτικές ομάδες. Ο Πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής είναι σε κάθε περίπτωση μέλη της αντιπροσωπείας.

4.

Οι εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες ορίζουν αναπληρωτές.

5.

Μη εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες και μη εγγεγραμμένοι βουλευτές μπορούν να αποστέλλουν έναν εκπρόσωπο η κάθε μια στις εσωτερικές προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις της αντιπροσωπείας.

6.

Επικεφαλής της αντιπροσωπείας είναι ο Πρόεδρος ή ένα από τα τρία μόνιμα μέλη.

7.

Η αντιπροσωπεία αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της. Οι διαβουλεύσεις της δεν είναι δημόσιες.

Η Διάσκεψη των Προέδρων καθορίζει συμπληρωματικές οδηγίες διαδικασίας για τις εργασίες της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.

8.

Η αντιπροσωπεία ανακοινώνει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τα αποτελέσματα της συνδιαλλαγής.

Στάδιο της εξέτασης στην ολομέλεια

Άρθρο 69

Κοινό σχέδιο

1.

Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής συμφωνήσει επί ενός κοινού σχεδίου, το θέμα εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη συνόδου Ολομέλειας που προβλέπεται να διεξαχθεί εντός έξι εβδομάδων ή, εάν δοθεί παράταση, εντός οκτώ εβδομάδων από την ημέρα που η επιτροπή συνδιαλλαγής έδωσε την έγκρισή της.

2.

Ο Πρόεδρος της αντιπροσωπείας ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση επί του κοινού σχεδίου, το οποίο συνοδεύεται από έκθεση.

3.

Δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κοινό σχέδιο.

4.

Το κοινό σχέδιο στο σύνολό του αποτελεί αντικείμενο μίας και μοναδικής ψηφοφορίας. Προς έγκριση του κοινού σχεδίου απαιτείται η πλειοψηφία των ψηφισάντων.

5.

Εφόσον δεν επιτυγχάνεται συμφωνία επί ενός κοινού σχεδίου στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής, ο Πρόεδρος ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση. Μετά τη δήλωση αυτή πραγματοποιείται συζήτηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ολοκλήρωση της νομοθετικής διαδικασίας

Άρθρο 70

Διοργανικές διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας

1.

Οι διαπραγματεύσεις με τα άλλα όργανα, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας κατά τη διάρκεια νομοθετικής διαδικασίας, διεξάγονται λαμβανομένου υπόψη του κώδικα συμπεριφοράς για τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της συνήθης νομοθετικής διαδικασίας (8).

2.

Πριν από την έναρξη αυτών των διαπραγματεύσεων, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή πρέπει, καταρχήν, να λαμβάνει απόφαση με την πλειοψηφία των μελών της και να εγκρίνει εντολή, κατευθυντήριες γραμμές ή προτεραιότητες.

3.

Εάν οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμβιβασμό με το Συμβούλιο μετά από την έγκριση της έκθεσης από την επιτροπή, η επιτροπή καλείται σε κάθε περίπτωση να γνωμοδοτήσει εκ νέου πριν από την ψηφοφορία στην Ολομέλεια.

Άρθρο 71

Συμφωνία κατά την πρώτη ανάγνωση

Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 4, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, αφού η θέση λάβει την οριστική της διατύπωση κατά το άρθρο 180, ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η πρόταση έχει οριστικά εγκριθεί κατά την διατύπωση που ανταποκρίνεται στη θέση του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 72

Συμφωνία κατά τη δεύτερη ανάγνωση

Εφόσον δεν γίνει δεκτή πρόταση για απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου και δεν εγκριθούν τροπολογίες στην εν λόγω θέση, σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 66, εντός των προθεσμιών για την υποβολή και ψήφιση τροπολογιών ή προτάσεων απόρριψης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η προτεινόμενη πράξη έχει οριστικά εγκριθεί. Ο Πρόεδρος, από κοινού με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, υπογράφει την πρόταση και μεριμνά για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 74.

Άρθρο 73

Απαιτήσεις για τη σύνταξη νομοθετικών πράξεων

1.

Στις πράξεις που εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία αναγράφεται το είδος της αντίστοιχης πράξης, ακολουθούμενο από τον αύξοντα αριθμό, την ημερομηνία έγκρισής της και μνεία του αντικειμένου της.

2.

Οι πράξεις που εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο περιλαμβάνουν:

α)

τη φράση «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης»·

β)

μνεία των διατάξεων δυνάμει των οποίων εκδίδεται η πράξη, κατόπιν των λέξεων «έχοντας υπόψη»·

γ)

μνεία των υποβληθεισών προτάσεων, των γνωμών που έχουν συλλεγεί και των διαβουλεύσεων που πραγματοποιήθηκαν·

δ)

το σκεπτικό της πράξης, που αρχίζει με τη λέξη «εκτιμώντας»·

ε)

τις φράσεις «εξέδωσαν τον παρόντα κανονισμό», «εξέδωσαν την παρούσα οδηγία» ή «εξέδωσαν την παρούσα απόφαση», των οποίων έπεται το κυρίως σώμα της πράξης.

3.

Οι πράξεις διαιρούνται σε άρθρα τα οποία, ενδεχομένως, συνενώνονται σε κεφάλαια και τμήματα.

4.

Το τελευταίο άρθρο της πράξης ορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος στην περίπτωση κατά την οποία είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της εικοστής ημέρας από τη δημοσίευση.

5.

Έπονται του τελευταίου άρθρου της πράξης:

η δέουσα διατύπωση, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών, όσον αφορά τη θέση σε ισχύ της πράξης αυτής,

η μνεία του τόπου έκδοσης, ακολουθούμενη από την ημερομηνία έκδοσης,

οι λέξεις «Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος», «Για το Συμβούλιο, ο Πρόεδρος», ακολουθούμενες από τα ονόματα του Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του εν ενεργεία Πρόεδρος του Συμβουλίου την στιγμή κατά την οποία εγκρίθηκε η πράξη.

Άρθρο 74

Υπογραφή εγκριθεισών πράξεων

Μετά την οριστική διατύπωση του κειμένου που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 180 και αφού έχει προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, οι πράξεις που εγκρίνονται κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιμελεία των Γενικών Γραμματέων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6α

Συνταγματικά ζητήματα

Άρθρο 74α

Συνήθης αναθεώρηση της Συνθήκης

1.

Σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 48, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο έκθεση, η οποία περιλαμβάνει προτάσεις προς το Συμβούλιο για την αναθεώρηση των Συνθηκών.

2.

Όταν ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 3, της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση επί προτάσεως για απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την εξέταση τροποποιήσεων στις Συνθήκες, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή. Η επιτροπή συντάσσει έκθεση η οποία περιλαμβάνει:

πρόταση ψηφίσματος με την οποία το Κοινοβούλιο εγκρίνει ή απορρίπτει την προταθείσα απόφαση και η οποία μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις προς τη Συνέλευση ή τη διάσκεψη των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών,

εφόσον απαιτείται, αιτιολογική έκθεση.

3.

Εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίσει να συγκαλέσει Συντακτική Συνέλευση, οι εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ορίζονται από το Κοινοβούλιο μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων.

Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου εκλέγει τον επικεφαλής και τα υποψήφια μέλη για κάθε συντονιστική ομάδα ή προεδρείο που θα συστήσει η Συντακτική Συνέλευση.

4.

Όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητεί την έγκριση του Κοινοβουλίου προκειμένου να αποφασίσει να μη συγκαλέσει Συντακτική Συνέλευση για την εξέταση των προτάσεων αναθεώρησης των Συνθηκών, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 81.

Άρθρο 74β

Απλοποιημένη αναθεώρηση της Συνθήκης

1.

Σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 48, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 6, της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, έκθεση η οποία περιλαμβάνει προτάσεις προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την πλήρη ή μερική αναθεώρηση των διατάξεων του τρίτου μέρους της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Όταν ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση επί προτάσεως για απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του τρίτου μέρους της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία το άρθρο 74α παράγραφος 2. Στην περίπτωση αυτή, η πρόταση ψηφίσματος μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις για την τροποποίηση διατάξεων μόνον του τρίτου μέρους της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 74γ

Συνθήκες προσχώρησης

1.

Κάθε αίτηση ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραπέμπεται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

2.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συμμετάσχουν σε συζήτηση πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το αιτούν κράτος.

3.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέχουν τακτικά στην αρμόδια επιτροπή πλήρη ενημέρωση σχετικά με την πρόοδό τους και, εφόσον απαιτείται, σε εμπιστευτική βάση.

4.

Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν αυτές υπόψη πριν από τη σύναψη της συνθήκης για την προσχώρηση αιτούντος κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

5.

Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 81.

Άρθρο 74δ

Αποχώρηση από την Ένωση

Εάν κράτος μέλος αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 50 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ζήτημα διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή. Το άρθρο 74γ εφαρμόζεται αναλόγως. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει για την έγκριση συμφωνίας για την αποχώρηση με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

Άρθρο 74ε

Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών από κράτος μέλος

1.

Το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει ειδικής έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής που καταρτίστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 48:

α)

να ψηφίσει επί αιτιολογημένης προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

β)

να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί την Επιτροπή ή τα κράτη μέλη να υποβάλουν πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

γ)

να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3, ή, εν συνεχεία, το άρθρο 7 παράγραφος 4, της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.

Κάθε αίτηση που έχει ληφθεί από το Συμβούλιο για την έγκριση πρότασης με βάση το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2, της συνθήκης ΕΕ, ανακοινώνεται στο Κοινοβούλιο, μαζί με τις παρατηρήσεις που έχει υποβάλει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 81. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, εκτός από επείγουσες και αιτιολογημένες περιπτώσεις.

3.

Οι αποφάσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 απαιτούν πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων, που αποτελούν ταυτόχρονα την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

4.

Με την επιφύλαξη της έγκρισης της Διάσκεψης των Προέδρων, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει συνοδευτική πρόταση ψηφίσματος. Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εκφράζει τις απόψεις του Κοινοβουλίου για σοβαρή παραβίαση από κράτος μέλος, τις κατάλληλες κυρώσεις, καθώς και για την τροποποίηση ή ανάκληση των κυρώσεων αυτών.

5.

Η αρμόδια επιτροπή εξασφαλίζει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και, εφόσον απαιτείται, τη δυνατότητά του να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με όλα τα μέτρα που δίδουν συνέχεια στη σύμφωνη γνώμη του, η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. Το Συμβούλιο καλείται να παρουσιάσει όλες τις σχετικές εξελίξεις. Μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, διατυπούμενης με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει συστάσεις προς το Συμβούλιο.

Άρθρο 74στ

Σύνθεση του Κοινοβουλίου

Εν ευθέτω χρόνω πριν από τη λήξη μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του σύμφωνα με το άρθρο 41, να υποβάλλει πρόταση για την αλλαγή της σύνθεσής του. Το σχέδιο απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό της σύνθεσης του Κοινοβουλίου εξετάζεται σύμφωνα με το άρθρο 81.

Άρθρο 74ζ

Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

1.

Οι αιτήσεις για την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 20 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση παραπέμπονται από τον Πρόεδρο προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. Εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, τα άρθρα 37, 38, 39, 43, 53 έως 59 και 81.

2.

Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 20 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και των άρθρων 326 έως 334 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.

Οι Πράξεις που προτείνονται μετέπειτα στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, όταν αποφασιστεί η εφαρμογή της, αντιμετωπίζονται από το Κοινοβούλιο βάσει των ίδιων διαδικασιών που ισχύουν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εφαρμόζεται η ενισχυμένη συνεργασία. Εφαρμόζεται το άρθρο 43.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Διαδικασιεσ του προϋπολογισμου

Άρθρο 75

Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

Όταν το Συμβούλιο ζητεί την έγκριση του Κοινοβουλίου επί της πρότασης κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 81. Για την έγκριση του Κοινοβουλίου απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν.

Άρθρο 75α

Έγγραφα Συνόδου

1.

Τα εξής έγγραφα τίθενται στη διάθεση των βουλευτών:

α)

το σχέδιο προϋπολογισμού που υποβάλλει η Επιτροπή·

β)

συνοπτική παρουσίαση, από το Συμβούλιο, των συζητήσεών του επί του σχεδίου προϋπολογισμού·

γ)

η θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 3, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

δ)

ενδεχόμενα σχέδια αποφάσεων σχετικά με τα προσωρινά δωδεκατημόρια σύμφωνα με το άρθρο 315 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Τα έγγραφα αυτά παραπέμπονται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει.

3.

Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι επιτροπές που επιθυμούν να εκδώσουν γνωμοδότηση οφείλουν να την κοινοποιήσουν στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Άρθρο 75β

Εξέταση του σχεδίου προϋπολογισμού — πρώτη φάση

1.

Κάθε βουλευτής μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω, να υποβάλει και να υποστηρίξει σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού.

2.

Τα σχέδια τροπολογιών είναι παραδεκτά μόνον εφόσον υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδας ή επιτροπής, προσδιορίζουν ποιον τομέα του προϋπολογισμού αφορούν και διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της ισοσκέλισης εσόδων και εξόδων. Τα σχέδια τροπολογιών περιέχουν κάθε χρήσιμο στοιχείο όσον αφορά τις παρατηρήσεις που πρέπει να εγγραφούν στον αντίστοιχο τομέα του προϋπολογισμού.

Όλα τα σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού αιτιολογούνται εγγράφως.

3.

Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία κατάθεσης των σχεδίων τροπολογιών.

4.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί των κειμένων που έχουν υποβληθεί, πριν αυτά εξετασθούν στην Ολομέλεια.

Τα σχέδια τροπολογιών που απορρίπτονται από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν τίθενται σε ψηφοφορία ενώπιον της Ολομέλειας, εκτός εάν το ζητήσουν εγγράφως, εντός προθεσμίας που καθορίζει ο Πρόεδρος, μία επιτροπή ή τουλάχιστον 40 βουλευτές· η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 24 ωρών πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

5.

Τα σχέδια τροπολογιών επί της κατάστασης προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα οποία έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνα που απορρίφθηκαν ήδη από το Κοινοβούλιο κατά την κατάρτιση αυτής της κατάστασης προβλέψεων εξετάζονται μόνο αν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συνηγορεί σε αυτό.

6.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 55 παράγραφος 2, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με χωριστές και διαδοχικές ψηφοφορίες επί:

κάθε σχεδίου τροπολογίας,

κάθε τμήματος του σχεδίου προϋπολογισμού,

πρότασης ψηφίσματος επί του σχεδίου προϋπολογισμού.

Εφαρμόζονται, ωστόσο, οι διατάξεις του άρθρου 161, παράγραφοι 4 έως 8.

7.

Λογίζονται εγκριθέντα τα άρθρα, τα κεφάλαια, οι τίτλοι και τα τμήματα του σχεδίου προϋπολογισμού για τα οποία δεν έχουν κατατεθεί σχέδια τροπολογιών.

8.

Προκειμένου να εγκριθούν τα σχέδια τροπολογιών πρέπει να ψηφισθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

9.

Εφόσον το Κοινοβούλιο τροποποιήσει το σχέδιο προϋπολογισμού, το εν λόγω σχέδιο διαβιβάζεται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, μαζί με τις αιτιολογήσεις.

10.

Τα πρακτικά της συνεδρίασης στην οποία το Κοινοβούλιο γνωμοδότησε επί του σχεδίου προϋπολογισμού διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Άρθρο 75γ

Τριμερής διάλογος για δημοσιονομικά θέματα

Ο Πρόεδρος συμμετέχει στις τακτικές συναντήσεις μεταξύ των προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα με πρωτοβουλία της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών του προϋπολογισμού στις οποίες αναφέρεται ο τίτλος ΙΙ του Έκτου Μέρους της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Πρόεδρος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να προωθήσει τη διαβούλευση και την προσέγγιση των θέσεων των οργάνων, προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή των ανωτέρω διαδικασιών.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορεί να εκχωρήσει την εν λόγω αρμοδιότητα σε έναν Αντιπρόεδρο ο οποίος διαθέτει πείρα σε δημοσιονομικά ζητήματα, ή στον Πρόεδρο της αρμόδιας για τα δημοσιονομικά ζητήματα επιτροπής.

Άρθρο 75δ

Συνδιαλλαγή για τον προϋπολογισμό

1.

Ο Πρόεδρος συγκαλεί την Επιτροπή Συνδιαλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 4, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Συνδιαλλαγής στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού απαρτίζεται από αριθμό μελών ίσο προς τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας του Συμβουλίου.

3.

Τα μέλη της αντιπροσωπείας ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες κάθε χρόνο πριν από την ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο επί της θέσεως του Συμβουλίου, κατά προτίμηση από τα μέλη της αρμόδιας για τα δημοσιονομικά ζητήματα επιτροπής και άλλων ενδιαφερομένων επιτροπών. Την αντιπροσωπεία διευθύνει ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου. Ο Πρόεδρος μπορεί να εκχωρήσει τον ρόλο αυτόν σε έναν Αντιπρόεδρο που διαθέτει πείρα σε δημοσιονομικά ζητήματα ή στον Πρόεδρο της αρμόδιας για τα δημοσιονομικά ζητήματα επιτροπής.

4.

Εφαρμόζεται το άρθρο 68 παράγραφοι 2, 4, 5, 7 και 8.

5.

Όταν επιτυγχάνεται συμφωνία επί κοινού σχεδίου στην Επιτροπή Συνδιαλλαγής, το θέμα εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη συνεδρίασης του Κοινοβουλίου που πραγματοποιείται μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της συμφωνίας. Το κοινό σχέδιο τίθεται στη διάθεση όλων των βουλευτών. Εφαρμόζεται το άρθρο 69, παράγραφοι 2 και 3.

6.

Το κοινό σχέδιο στο σύνολό του υποβάλλεται σε μία μοναδική ψηφοφορία. Η ψηφοφορία διεξάγεται με ονομαστική κλήση. Το κοινό σχέδιο θεωρείται ότι έχει εγκριθεί αν δεν απορριφθεί από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

7.

Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει το κοινό σχέδιο ενώ το Συμβούλιο το απορρίπτει, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει προς επιβεβαίωση το σύνολο των τροπολογιών του Κοινοβουλίου στη θέση του Συμβουλίου ή ορισμένες από αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 7 στοιχείο δ) της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ψηφοφορία για την επιβεβαίωση εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη συνεδρίασης του Κοινοβουλίου που διεξάγεται μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία το Συμβούλιο ανακοίνωσε ότι απορρίπτει το κοινό κείμενο.

Οι τροπολογίες θεωρείται ότι επιβεβαιώνονται, αν εγκριθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο και τα τρία πέμπτα των ψηφισάντων.

Άρθρο 75ε

Οριστική έγκριση του προϋπολογισμού

Όταν ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι ο προϋπολογισμός έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 314 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κηρύσσει σε συνεδρίαση Ολομέλειας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 75στ

Σύστημα προσωρινών δωδεκατημορίων

1.

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου για την έγκριση δαπανών που υπερβαίνουν το προσωρινό δωδεκατημόριο των δαπανών διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή.

2.

Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει σχέδιο απόφασης για τη μείωση των δαπανών της παραγράφου 1. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει σχετικά εντός 30 ημερών μετά την έγκριση της απόφασης του Συμβουλίου.

3.

Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν.

Άρθρο 76

Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού

Οι διατάξεις για τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά με την απόφαση περί χορηγήσεως απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον δημοσιονομικό κανονισμό, προσαρτώνται στον παρόντα κανονισμό (9). Το εν λόγω παράρτημα εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 212 παράγραφος 2, του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 77

Άλλες διαδικασίες απαλλαγής

Οι διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού εφαρμόζονται, αναλόγως:

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των προϋπολογισμών άλλων θεσμικών και άλλων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Συμβούλιο (όσον αφορά τη δραστηριότητά του ως εκτελεστικού οργάνου), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών,

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης,

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα όργανα τα υπεύθυνα για την εκτέλεση του προϋπολογισμού νομικώς αυτοτελών οργανισμών που επιτελούν έργο της Ένωσης, εφόσον στις νομικές διατάξεις που διέπουν τη δραστηριότητά τους προβλέπεται η χορήγηση απαλλαγής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Άρθρο 78

Έλεγχος του Κοινοβουλίου επί της εκτέλεσης του προϋπολογισμού

1.

Το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εκτέλεσης του τρέχοντος προϋπολογισμού. Αναθέτει το καθήκον αυτό στις αρμόδιες επιτροπές του για τον προϋπολογισμό και για τον έλεγχο του προϋπολογισμού, καθώς και στις άλλες ενδιαφερόμενες επιτροπές.

2.

Εξετάζει κάθε χρόνο τα προβλήματα τα σχετικά με την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού, ενδεχομένως βάσει πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται από την αρμόδια επιτροπή του και πριν από την πρώτη ανάγνωση του σχεδίου προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Εσωτερικές διαδικασίες του προϋπολογισμού

Άρθρο 79

Κατάσταση προβλέψεων του Κοινοβουλίου

1.

Βάσει έκθεσης που συντάσσεται από το Γενικό Γραμματέα, το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο κατάστασης προβλέψεων.

2.

Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το προσχέδιο αυτό στην αρμόδια επιτροπή, η οποία καταρτίζει το σχέδιο κατάστασης προβλέψεων και υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο.

3.

Ο Πρόεδρος καθορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών επί του σχεδίου κατάστασης προβλέψεων.

Η αρμόδια επιτροπή γνωμοδοτεί επί των εν λόγω τροπολογιών.

4.

Το Κοινοβούλιο εγκρίνει την κατάσταση προβλέψεων.

5.

Ο Πρόεδρος διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων στην Επιτροπή και το Συμβούλιο.

6.

Οι προηγούμενες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης για καταστάσεις προβλέψεων των διορθωτικών προϋπολογισμών.

Άρθρο 79α

Διαδικασία για την κατάρτιση της κατάστασης προβλέψεων του Κοινοβουλίου

1.

Όσον αφορά τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου, το Προεδρείο και η αρμόδια επί θεμάτων προϋπολογισμού επιτροπή αποφασίζουν, σε διαδοχικά στάδια, για:

α)

το οργανόγραμμα·

β)

το προσχέδιο και το σχέδιο κατάστασης προβλέψεων.

2.

Οι αποφάσεις για το οργανόγραμμα λαμβάνονται σύμφωνα με την εξής διαδικασία:

α)

το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα κάθε οικονομικού έτους·

β)

εφόσον η γνωμοδότηση της αρμόδιας επί θεμάτων προϋπολογισμού επιτροπής διαφέρει από τις πρώτες αποφάσεις του Προεδρείου, κινείται διαδικασία συνεννόησης μεταξύ του Προεδρείου και της Επιτροπής Προϋπολογισμών·

γ)

μετά το πέρας της διαδικασίας, το Προεδρείο είναι αρμόδιο να λάβει την τελική απόφαση για την κατάσταση προβλέψεων του οργανογράμματος, κατά το άρθρο 207 παράγραφος 3, του κανονισμού, με την επιφύλαξη των αποφάσεων που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 314 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.

Όσον αφορά την κατάσταση προβλέψεων, η διαδικασία κατάρτισης των προβλέψεων αρχίζει μετά την τελική απόφαση του Προεδρείου επί του οργανογράμματος. Τα στάδια της διαδικασίας αυτής περιγράφονται στο άρθρο 79 του κανονισμού. Εφόσον οι απόψεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών και του Προεδρείου διίστανται σοβαρά, κινείται διαδικασία συνεννόησης.

Άρθρο 80

Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών

1.

Ο Πρόεδρος προβαίνει ο ίδιος ή αναθέτει περαιτέρω την ανάληψη και την εκκαθάριση των δαπανών, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το Προεδρείο εσωτερικού δημοσιονομικού κανονισμού, μετά από γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής.

2.

Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το σχέδιο ετήσιων λογαριασμών στην αρμόδια επιτροπή.

3.

Βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, το Κοινοβούλιο εγκρίνει τους λογαριασμούς του και αποφασίζει επί της απαλλαγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Διαδικασία έγκρισης

Άρθρο 81

Διαδικασία έγκρισης

1.

Το Κοινοβούλιο, όταν του ζητηθεί να παράσχει την έγκρισή του σε προτεινόμενη πράξη, αποφασίζει βάσει σύστασης της αρμόδιας επιτροπής του, η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή στην απόρριψη της εν λόγω πράξης.

Το Κοινοβούλιο αποφασίζει στη συνέχεια σε μία και μοναδική ψηφοφορία σχετικά με την πράξη για την οποία η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτούν την έγκρισή του, χωρίς να επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες. Η απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκριση είναι η προβλεπόμενη στο αντίστοιχο άρθρο της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της προτεινόμενης πράξης.

2.

Για τις Συνθήκες προσχώρησης, τις διεθνείς συμφωνίες και τις περιπτώσεις διαπίστωσης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης των κοινών αρχών εκ μέρους κράτους μέλους εφαρμόζονται αντιστοίχως τα άρθρα 74γ, 90 και 74ε. Για τις διαδικασίες ενισχυμένης συνεργασίας σε τομέα που εμπίπτει στη συνήθη νομοθετική διαδικασία, εφαρμόζεται το άρθρο 74ζ του παρόντος κανονισμού.

3.

Εφόσον απαιτείται η έγκριση του Κοινοβουλίου επί προτεινόμενης νομοθετικής πράξης ή σχεδιαζόμενης διεθνούς συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, προκειμένου να διευκολυνθεί η θετική έκβαση της διαδικασίας, την υποβολή στο Κοινοβούλιο προσωρινής έκθεσης επί της πρότασης, η οποία περιλαμβάνει σχέδιο ψηφίσματος που περιέχει συστάσεις για την τροποποίηση ή την εφαρμογή της προτεινόμενης πράξης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Διαγράφεται

Άρθρο 82

Διαγράφεται

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Άλλες διαδικασίες

Άρθρο 83

Διαδικασία γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 140 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.

Το Κοινοβούλιο, όταν καλείται να δώσει τη γνώμη του επί των συστάσεων που διατύπωσε το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από την παρουσίασή τους στην Ολομέλεια από το Συμβούλιο, αποφαίνεται με βάση πρόταση που υποβλήθηκε εγγράφως ή προφορικώς από την αρμόδια επιτροπή του και η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη των συστάσεων που αποτελούν το αντικείμενο της διαβούλευσης.

2.

Το Κοινοβούλιο ψηφίζει στη συνέχεια επί όλων μαζί των εν λόγω συστάσεων, επί των οποίων δεν επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες.

Άρθρο 84

Διαδικασίες σχετικές με τον κοινωνικό διάλογο

1.

Κάθε έγγραφο που συντάσσει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 154 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε συμφωνία στην οποία έχουν καταλήξει οι κοινωνικοί εταίροι βάσει του άρθρου 155 παράγραφος 1, της Συνθήκης, καθώς και οι προτάσεις που υποβάλλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 2, της Συνθήκης, διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο για εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

2.

Όταν οι κοινωνικοί εταίροι ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να κινήσουν τη διαδικασία του άρθρου 155 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση επί της ουσίας του προβλήματος.

3.

Όταν οι κοινωνικοί εταίροι έχουν καταλήξει σε συμφωνία και ζητούν από κοινού την εφαρμογή της συμφωνίας με απόφαση του Συμβουλίου, μετά από πρόταση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 2, της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει πρόταση ψηφίσματος με την οποία συνιστά την έγκριση ή την απόρριψη του αιτήματος.

Άρθρο 85

Διαδικασίες σε σχέση με την εξέταση των εθελοντικών συμφωνιών

1.

Όταν η Επιτροπή γνωστοποιεί στο Κοινοβούλιο την πρόθεσή της να διερευνήσει το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης εθελοντικών συμφωνιών ως εναλλακτικής λύσης έναντι της νομοθεσίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση επί της ουσίας του προκειμένου ζητήματος σύμφωνα με το άρθρο 48.

2.

Όταν η Επιτροπή ανακοινώνει ότι προτίθεται να προσφύγει σε σύναψη εθελοντικής συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος με την οποία συνιστά την έγκριση ή απόρριψη της πρότασης και διευκρινίζει τις σχετικές προϋποθέσεις.

Άρθρο 86

Κωδικοποίηση

1.

Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για κωδικοποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης, διαβιβάζεται στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή. Η επιτροπή αυτή εξετάζει την πρόταση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο (10), για να επαληθεύσει ότι περιορίζεται σε απλή κωδικοποίηση χωρίς τροποποίηση της ουσίας.

2.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή για τις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο κωδικοποίησης μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς της ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής να επιληφθεί γνωμοδοτήσεως όσον αφορά τη σκοπιμότητα της κωδικοποίησης.

3.

Οι τροπολογίες στο κείμενο της πρότασης δεν είναι παραδεκτές.

Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του εισηγητή, ο Πρόεδρος της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής μπορεί να υποβάλει προς έγκριση στην εν λόγω επιτροπή τροπολογίες που αφορούν τεχνικές προσαρμογές, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσαρμογές αυτές είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση της πρότασης προς τους κανόνες της κωδικοποίησης και ουδεμία τροποποίηση επιφέρουν επί της ουσίας της προτάσεως.

4.

Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της νομοθεσίας της Ένωσης, την υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση.

Εάν κρίνει ότι η πρόταση συνεπάγεται ουσιώδη τροποποίηση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψή της.

Και στις δύο περιπτώσεις, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μία και μοναδική ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση.

Άρθρο 87

Αναδιατύπωση

1.

Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για αναδιατύπωση της νομοθεσίας της Ένωσης, η πρόταση διαβιβάζεται προς εξέταση στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή και στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

2.

Η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή την εξετάζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο (11), προκειμένου να επαληθεύσει ότι ουδεμία τροποποίηση επί της ουσίας επιφέρει πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση.

Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, οι τροπολογίες επί του κειμένου της πρότασης είναι απαράδεκτες. Ωστόσο, όσον αφορά τις διατάξεις που παρέμειναν αμετάβλητες στην πρόταση αναδιατύπωσης, εφαρμόζεται το άρθρο 86 παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο.

3.

Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της κοινοτικής νομοθεσίας, πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, ενημερώνει σχετικώς την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Στην περίπτωση αυτή, και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 156 και 157, γίνονται δεκτές από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μόνο οι τροπολογίες επί της πρότασης που αφορούν τα τμήματά της που περιλαμβάνουν τροποποιήσεις.

Ωστόσο, εάν, σύμφωνα με το σημείο 8 της διοργανικής συμφωνίας, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή προτίθεται επίσης να υποβάλει τροπολογίες στα κωδικοποιημένα τμήματα της πρότασης, κοινοποιεί αμέσως την πρόθεσή της στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να ενημερώσει την επιτροπή, πριν από την ψηφοφορία κατά το άρθρο 54, σχετικά με την τοποθέτησή της όσον αφορά τις τροπολογίες καθώς και εάν προτίθεται ή όχι να αποσύρει την πρόταση αναδιατύπωσης.

4.

Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση επιφέρει τροποποιήσεις επί της ουσίας πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψη της πρότασης και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος καλεί την Επιτροπή να αποσύρει την πρόταση. Εάν η Επιτροπή αποσύρει την πρότασή της, ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι η διαδικασία κατέστη άνευ αντικειμένου και ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο. Εάν η Επιτροπή δεν αποσύρει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο την αναπέμπει στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, η οποία την εξετάζει κατά τη συνήθη διαδικασία.

Άρθρο 87α

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Όταν νομοθετική πράξη αναθέτει στην Επιτροπή την εξουσία συμπλήρωσης ή τροποποίησης ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων νομοθετικής πράξης, η αρμόδια επιτροπή:

εξετάζει κάθε σχέδιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που διαβιβάζεται στο Κοινοβούλιο για έλεγχο,

μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο με πρόταση ψηφίσματος κάθε κατάλληλη πρόταση σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθετικής πράξης.

Οι διατάξεις του άρθρου 88, παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Άρθρο 88

Εκτελεστικά μέτρα

1.

Όταν η Επιτροπή διαβιβάζει στο Κοινοβούλιο σχέδιο εκτελεστικών μέτρων, ο Πρόεδρος διαβιβάζει το σχέδιο μέτρων στην επιτροπή που είναι αρμόδια για την πράξη από την οποία απορρέουν τα εκτελεστικά μέτρα. Όταν έχει εφαρμοστεί η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών όσον αφορά τη βασική πράξη, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καλεί κάθε συνδεδεμένη επιτροπή να της ανακοινώσει τις απόψεις της προφορικώς ή διά επιστολής.

2.

Ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ορίζει προθεσμία εντός της οποίας οι βουλευτές δύνανται να προτείνουν να αντιταχθεί η επιτροπή στο σχέδιο μέτρων. Εφόσον η επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, δύναται να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή από τα μέλη της ή τους μόνιμους αναπληρωτές τους. Εάν η επιτροπή αντιταχθεί στο σχέδιο μέτρων, υποβάλλει πρόταση ψηφίσματος που αντιτίθεται στην έγκριση του σχεδίου μέτρων· η πρόταση αυτή μπορεί επίσης να περιλαμβάνει τις αλλαγές που θα πρέπει να επέλθουν στο σχέδιο μέτρων.

Εάν, εντός της προθεσμίας που υπολογίζεται από την ημέρα παραλαβής του σχεδίου μέτρων, το Κοινοβούλιο εγκρίνει τέτοιο ψήφισμα, ο Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να αποσύρει ή να τροποποιήσει το σχέδιο μέτρων ή να υποβάλει πρόταση κατά την ενδεδειγμένη νομοθετική διαδικασία.

3.

Εάν δεν μεσολαβεί περίοδος συνόδου πριν παρέλθει η προθεσμία, τεκμαίρεται ότι το δικαίωμα απάντησης έχει μεταβιβαστεί στην αρμόδια επιτροπή. Η απάντηση αυτή λαμβάνει τη μορφή επιστολής του Πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής προς τον αρμόδιο Επίτροπο και γνωστοποιείται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου.

4.

Εάν τα εκτελεστικά μέτρα που προβλέπει η Επιτροπή εμπίπτουν στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 3, ενώ οι παράγραφοι 1 και 2 συμπληρώνονται ως εξής:

α)

η προθεσμία για τον έλεγχο υπολογίζεται από τη στιγμή της υποβολής του σχεδίου μέτρων στο Κοινοβούλιο σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Εφόσον ισχύουν συντομότερες προθεσμίες [κατά το άρθρο 5α παράγραφος 5 στοιχείο β), της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή] και σε επείγουσες περιπτώσεις (κατά το άρθρο 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ), η προθεσμία ελέγχου υπολογίζεται, εκτός εάν ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής προβάλει αντιρρήσεις, από την ημερομηνία παραλαβής από το Κοινοβούλιο του τελικού σχεδίου των εκτελεστικών μέτρων στις γλώσσες στις οποίες έχει υποβληθεί στα μέλη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ. Το άρθρο 146 του κανονισμού δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή·

β)

το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των μελών του, δύναται να αντιταχθεί στην έγκριση του σχεδίου μέτρων αιτιολογώντας την αντίθεσή του με την επισήμανση ότι το σχέδιο μέτρων υπερβαίνει τις εκτελεστικές εξουσίες που προβλέπει η βασική πράξη, δεν συνάδει προς το σκοπό ή το περιεχόμενο της βασικής πράξης ή δεν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας ή της αναλογικότητας·

γ)

εάν το σχέδιο μέτρων βασίζεται στο άρθρο 5α παράγραφος 5 ή 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ, η οποία προβλέπει συντετμημένες προθεσμίες για την έκφραση αντίθεσης από το Κοινοβούλιο, πρόταση ψηφίσματος που αντιτίθεται στην έγκριση του σχεδίου μέτρων δύναται να κατατεθεί από τον Πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής εάν η επιτροπή δεν κατέστη δυνατό να συνεδριάσει στον διαθέσιμο χρόνο.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙα

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Διεθνείς συμφωνίες

Άρθρο 89

Διαγράφεται

Άρθρο 90

Διεθνείς συμφωνίες

1.

Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ή να παρακολουθήσει με άλλο τρόπο τη διαδικασία και να ενημερώσει τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Κατά περίπτωση, ζητείται και από άλλες επιτροπές να γνωμοδοτήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1. Το άρθρο 188 παράγραφος 2, το άρθρο 50 ή το άρθρο 51 εφαρμόζονται κατά περίπτωση.

Οι Πρόεδροι και οι εισηγητές της αρμόδιας επιτροπής και, κατά περίπτωση, των γνωμοδοτικών επιτροπών, λαμβάνουν από κοινού τα ενδεδειγμένα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι παρέχεται στο Κοινοβούλιο άμεση, τακτική και πλήρης ενημέρωση, εφόσον απαιτείται εμπιστευτικά, σε όλα τα στάδια των διαπραγματεύσεων και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων του σχεδίου και του τελικώς εγκριθέντος κειμένου των διαπραγματευτικών οδηγιών, καθώς και οι πληροφορίες κατά την παράγραφο 3:

από την Επιτροπή σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε δυνάμει της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής και

από το Συμβούλιο σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του δυνάμει της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Το Κοινοβούλιο, βάσει πρότασης της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει την έναρξη διαπραγματεύσεων προτού το Κοινοβούλιο εκφράσει την άποψή του επί της προτεινόμενης διαπραγματευτικής εντολής, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής.

3.

Κατά τη στιγμή που πρόκειται να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται από την Επιτροπή όσον αφορά την επιλεγείσα νομική βάση για τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας που μνημονεύεται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει την επιλεγείσα νομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 37. Εάν η Επιτροπή παραλείπει να υποδείξει νομική βάση ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την καταλληλότητά της, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 37.

4.

Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του και αφού εξετάσει όλες τις σχετικές προτάσεις που έχουν υποβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 121, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας.

5.

Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για γνωμοδότηση ή έγκριση. Για τη διαδικασία έγκρισης εφαρμόζεται το άρθρο 81.

6.

Πριν από την ψηφοφορία επί της σύμφωνης γνώμης, η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το ένα δέκατο των βουλευτών μπορούν να προτείνουν στο Κοινοβούλιο να ζητήσει τη γνώμη του Δικαστηρίου σχετικά με τη συμβατότητα διεθνούς συμφωνίας με τις Συνθήκες. Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει την πρόταση αυτή, η ψηφοφορία επί της εγκρίσεως αναβάλλεται έως ότου το Δικαστήριο διατυπώσει τη γνώμη του.

7.

Το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, σε μία μοναδική ψηφοφορία, εκδίδει γνωμοδότηση ή έγκριση για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας ή χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κείμενο της συμφωνίας ή του πρωτοκόλλου.

8.

Εάν η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να μη συνάψει την εν λόγω συμφωνία.

9.

Εάν το Κοινοβούλιο αρνηθεί να παράσχει την έγκρισή του για διεθνή συμφωνία, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο ότι δεν μπορεί να συναφθεί η σχετική συμφωνία.

Άρθρο 91

Διαδικασίες που βασίζονται στο άρθρο 218 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής ή αναστολής διεθνών συμφωνιών ή καθορισμού της θέσης της Ένωσης σε όργανο που συνιστάται από διεθνή συμφωνία

Όταν η Επιτροπή, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, ενημερώνει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την πρόθεσή της να προτείνει την προσωρινή εφαρμογή ή την αναστολή διεθνούς συμφωνίας, διατυπώνεται δήλωση και πραγματοποιείται συζήτηση στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 90 ή το άρθρο 97.

Η ίδια διαδικασία ισχύει όταν η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για πρόταση που αφορά τις θέσεις που πρόκειται να εγκριθούν εξ ονόματος της Ένωσης σε όργανο το οποίο έχει συσταθεί με διεθνή συμφωνία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Εξωτερική εκπροσώπηση της Ένωσης και Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας

Άρθρο 92

Διαγράφεται

Άρθρο 93

Ειδικοί εντεταλμένοι

1.

Όταν το Συμβούλιο προτίθεται να διορίσει ειδικό εντεταλμένο σύμφωνα με το άρθρο 33 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί το Συμβούλιο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την εντολή, τους στόχους και άλλα συναφή θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα και το ρόλο που θα διαδραματίσει ο ειδικός εντεταλμένος.

2.

Μόλις διορισθεί ο ειδικός εντεταλμένος, αλλά πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο διορισθείς καλείται να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

3.

Εντός τριών μηνών από την ακρόαση αυτή, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να διατυπώσει, σύμφωνα με το άρθρο 121, σύσταση που σχετίζεται άμεσα με τη δήλωση του ειδικού εντεταλμένου και τις απαντήσεις του.

4.

Ο ειδικός εντεταλμένος καλείται να τηρεί το Κοινοβούλιο πλήρως και συνεχώς ενήμερο σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της εντολής του.

5.

Ειδικός εντεταλμένος που έχει διορισθεί από το Συμβούλιο με εντολή για συγκεκριμένα πολιτικά θέματα, μπορεί, με πρωτοβουλία του Κοινοβουλίου ή με δική του, να κληθεί να προβεί σε δήλωση στην αρμόδια επιτροπή.

Άρθρο 94

Διαγράφεται

Άρθρο 95

Διεθνής εκπροσώπηση

1.

Όταν ορισθεί ο υποψήφιος επικεφαλής εξωτερικής αντιπροσωπείας της Ένωσης, μπορεί να κληθεί να εμφανισθεί ενώπιον του αρμοδίου οργάνου του Κοινοβουλίου για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

2.

Εντός τριών μηνών από την ακρόαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια επιτροπή μπορεί ή να εγκρίνει ψήφισμα ή να διατυπώσει σύσταση που σχετίζεται άμεσα με την πραγματοποιηθείσα δήλωση και τις δοθείσες απαντήσεις.

Άρθρο 96

Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας

1.

Όταν ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 36 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να διατυπώσει συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 97 του παρόντος κανονισμού.

2.

Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές διασφαλίζουν ότι η ΑντιΠρόεδρος της Επιτροπής/Υπάτη Εκπρόσωπος της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας τους παρέχει τακτική και έγκαιρη ενημέρωση για τις εξελίξεις και την εφαρμογή της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Ένωσης, το προβλεπόμενο κόστος κάθε φορά που εγκρίνεται απόφαση στο πεδίο της εν λόγω πολιτικής η οποία συνεπάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις και όλες τις άλλες δημοσιονομικές πλευρές που σχετίζονται με την εκτέλεση δράσεων της εν λόγω πολιτικής. Κατ’ εξαίρεση, μια επιτροπή μπορεί, μετά από αίτηση της ΑντιΠρόεδρος/Υπάτης Εκπροσώπου, να αποφασίσει να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών.

3.

Δύο φορές το χρόνο διεξάγεται συζήτηση σχετικά με το έγγραφο διαβούλευσης που συντάσσει η ΑντιΠρόεδρος/Υπάτη Εκπρόσωπος όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της κοινής πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα καθώς και των δημοσιονομικών επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διαδικασίες του άρθρου 110.

(Βλέπε επίσης την ερμηνεία στο άρθρο 121)

4.

Η ΑντιΠρόεδρος/Υπάτη Εκπρόσωπος πρέπει να καλείται να παρευρίσκεται σε κάθε συζήτηση στην Ολομέλεια που αφορά την εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφάλειας ή την αμυντική πολιτική.

Άρθρο 97

Συστάσεις στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας

1.

Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, αφού λάβει την άδεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων ή μετά από πρόταση κατά την έννοια του άρθρου 121, έχει δικαίωμα να διατυπώσει συστάσεις προς το Συμβούλιο για θέματα της αρμοδιότητάς της.

2.

Σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, η άδεια που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να χορηγηθεί από τον Πρόεδρο, ο οποίος μπορεί επίσης να επιτρέψει την επείγουσα συνεδρίαση της ενδιαφερόμενης επιτροπής.

3.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης των συστάσεων αυτών, οι οποίες πρέπει να τίθενται σε ψηφοφορία υπό τη μορφή γραπτού κειμένου, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 146 και επιτρέπεται η κατάθεση προφορικών τροπολογιών.

Η μη εφαρμογή του άρθρου 146 δεν είναι δυνατή παρά μόνο σε επιτροπή και μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις. Στις συνεδριάσεις επιτροπής που δεν χαρακτηρίζονται ως επείγουσες και στη συνεδρίαση Ολομέλειας δεν επιτρέπεται η παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 146.

Η διάταξη που επιτρέπει την υποβολή προφορικών τροπολογιών έχει το νόημα ότι οι βουλευτές δεν μπορούν να αντιταχθούν στη θέση σε ψηφοφορία προφορικών τροπολογιών σε επιτροπή.

4.

Οι συστάσεις που διατυπώνονται με τον τρόπο αυτό εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αμέσως μετά την υποβολή τους. Σε περίπτωση κατεπείγοντος που αποφασίζεται από τον Πρόεδρο, οι συστάσεις μπορούν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη της τρέχουσας περιόδου συνόδου. Οι συστάσεις θεωρούνται εγκριθείσες, εκτός εάν τουλάχιστον σαράντα βουλευτές εκφράσουν την αντίρρησή τους γραπτώς πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου· στην περίπτωση αυτή, οι συστάσεις της αρμόδιας επιτροπής τίθενται σε συζήτηση και ψηφοφορία στο πλαίσιο της ημερήσιας διάταξης της ίδιας περιόδου συνόδου. Μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες.

Άρθρο 98

Παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Σε κάθε περίοδο συνόδου κάθε αρμόδια επιτροπή μπορεί, χωρίς να ζητήσει εξουσιοδότηση, να υποβάλει ψήφισμα, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 97 παράγραφος 4, σχετικά με περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Διαγράφεται

Άρθρο 99

Διαγράφεται

Άρθρο 100

Διαγράφεται

Άρθρο 101

Διαγράφεται

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Διαγράφεται

Άρθρο 102

Διαγράφεται

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Άρθρο 103

Διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου

1.

Το Κοινοβούλιο μεριμνά για τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του άρθρου 15 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Οι συζητήσεις του Κοινοβουλίου διεξάγονται δημοσίως.

3.

Οι επιτροπές του Κοινοβουλίου συνεδριάζουν κατά κανόνα δημοσίως. Ωστόσο, οι επιτροπές μπορούν να αποφασίσουν, το αργότερο κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξης της σχετικής συνεδρίασης, να χωρίσουν την ημερήσια διάταξη συγκεκριμένης συνεδρίασης σε θέματα εξεταζόμενα δημοσίως και σε θέματα εξεταζόμενα κεκλεισμένων των θυρών. Αν η συνεδρίαση διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, η επιτροπή μπορεί να θέσει τα έγγραφα και τα πρακτικά της συνεδρίασης στη διάθεση του κοινού, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί του απορρήτου, εφαρμόζεται το άρθρο 153.

4.

Η εξέταση από την αρμόδια επιτροπή των αιτήσεων που υπόκεινται στις διαδικασίες τις σχετικές με την ασυλία, σύμφωνα με το άρθρο 7, λαμβάνει πάντα χώρα κεκλεισμένων των θυρών.

Άρθρο 104

Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα

1.

Οι ευρωπαίοι πολίτες, καθώς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή έχουν την καταστατική έδρα τους σε κράτος μέλος έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 15 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που θέτει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και βάσει των ειδικών διατάξεων που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό.

Στο μέτρο του δυνατού, επιτρέπεται η πρόσβαση στα έγγραφα του Κοινοβουλίου κατά τον ίδιο τρόπο και σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Για λόγους πληροφόρησης, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δημοσιεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρόντα κανονισμό.

2.

Για τους σκοπούς της πρόσβασης στα έγγραφα, ως έγγραφο του Κοινοβουλίου νοείται οποιοδήποτε περιεχόμενο κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 το οποίο συντάσσεται ή παραλαμβάνεται από υπαλλήλους του Κοινοβουλίου υπό την έννοια του τίτλου I κεφάλαιο 2, από τα όργανα, τις επιτροπές ή τις διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες του Κοινοβουλίου, καθώς και από τη Γραμματεία του Κοινοβουλίου.

Έγγραφα που συνέταξαν μεμονωμένοι βουλευτές ή πολιτικές ομάδες θεωρούνται έγγραφα του Κοινοβουλίου όσον αφορά τους όρους της πρόσβασης στα έγγραφα, εφόσον και μόνο έχουν κατατεθεί σύμφωνα με τον κανονισμό.

Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες προκειμένου να εξασφαλισθεί η καταχώριση όλων των απαραίτητων εγγράφων του Κοινοβουλίου.

3.

Το Κοινοβούλιο τηρεί μητρώο των εγγράφων του. Μέσω του μητρώου παρέχεται, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, άμεση πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα και σε ορισμένες άλλες κατηγορίες εγγράφων. Το μητρώο συμπεριλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία αναφοράς για τα άλλα έγγραφα του Κοινοβουλίου

Οι κατηγορίες των εγγράφων στα οποία επιτρέπεται άμεση πρόσβαση περιέχονται σε κατάλογο που εγκρίνεται από το Προεδρείο και δημοσιεύεται στην ιστοθέση του Κοινοβουλίου. Ο εν λόγω κατάλογος δεν περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες του καταλόγου· τα έγγραφα αυτά διατίθενται μετά από γραπτή αίτηση.

Το Προεδρείο μπορεί να θεσπίσει κανόνες, σύμφωνους προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, σχετικά με τις λεπτομέρειες της πρόσβασης, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.

Το Προεδρείο προσδιορίζει τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων [άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001] και εγκρίνει αποφάσεις σχετικά με τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις (άρθρο 8 του ανωτέρω κανονισμού) και τις αιτήσεις για ευαίσθητα έγγραφα (άρθρο 9 του ανωτέρω κανονισμού).

5.

Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει αντιπροσώπους του Κοινοβουλίου στη διοργανική επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

6.

Η εποπτεία της επεξεργασίας των αιτήσεων για πρόσβαση στα έγγραφα ανατίθεται σε έναν/μία από τους/τις ΑντιΠρόεδροςς.

7.

Η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου συντάσσει, βάσει πληροφοριών που παρέχονται από το Προεδρείο και άλλες πηγές, την ετήσια έκθεση που προβλέπει το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 και την υποβάλλει στην Ολομέλεια.

Επίσης, η αρμόδια επιτροπή εξετάζει και αξιολογεί τις εκθέσεις που εγκρίνονται από άλλα θεσμικά και άλλα όργανα σύμφωνα με το άρθρο 17 του ανωτέρω κανονισμού.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΑΛΛΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διορισμοί

Άρθρο 105

Εκλογή του Πρόεδρος της Επιτροπής

1.

Αφού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προτείνει τον υποψήφιο Πρόεδρο της Επιτροπής, ο Πρόεδρος ζητεί από τον υποψήφιο να προβεί σε δήλωση και να παρουσιάσει τις πολιτικές του κατευθύνσεις ενώπιον της Ολομέλειας. Τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλείται να συμμετάσχει στη συζήτηση.

2.

Το Κοινοβούλιο εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν.

Η ψηφοφορία είναι μυστική.

3.

Εάν ο υποψήφιος εκλεγεί, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο και το καλεί, όπως και τον εκλεγέντα ως Πρόεδρο της Επιτροπής, να ορίσουν με κοινή συμφωνία τους υποψηφίους για τις διάφορες θέσεις Επιτρόπων.

4.

Εάν ο υποψήφιος δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προτείνει εντός ενός μηνός νέο υποψήφιο, ο οποίος εκλέγεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

Άρθρο 106

Εκλογή της Επιτροπής

1.

Ο Πρόεδρος, μετά από διαβούλευση με τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής, ζητεί από τους υποψηφίους που έχουν προταθεί από τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής και το Συμβούλιο για τις διάφορες θέσεις της Επιτροπής να παρουσιασθούν ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τον πιθανό τομέα της αρμοδιότητάς τους. Οι εν λόγω ακροάσεις είναι δημόσιες.

2.

Η αντίστοιχη επιτροπή ή οι αντίστοιχες επιτροπές καλούν τον ορισθέντα Επίτροπο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι ακροάσεις οργανώνονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι ορισθέντες Επίτροποι να παρέχουν στο Κοινοβούλιο κάθε σημαντική πληροφορία. Οι διατάξεις που διέπουν την οργάνωση των ακροάσεων εκτίθενται σε παράρτημα του κανονισμού (12).

3.

Ο εκλεγείς Πρόεδρος παρουσιάζει το Σώμα των Επιτρόπων και το πρόγραμμά του ενώπιον της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου, ενώ καλούνται να συμμετάσχουν όλα τα Μέλη του Συμβουλίου. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.

4.

Για την ολοκλήρωση της συζήτησης, οι πολιτικές ομάδες ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 110, παράγραφοι 3, 4 και 5.

Το Κοινοβούλιο, μετά την ψηφοφορία επί της πρότασης ψηφίσματος, εκλέγει ή απορρίπτει την Επιτροπή με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

Η ψηφοφορία είναι μυστική.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την επόμενη σύνοδο.

5.

Ο Πρόεδρος γνωστοποιεί στο Συμβούλιο την εκλογή ή την απόρριψη της Επιτροπής.

6.

Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής των χαρτοφυλακίων στο πλαίσιο της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας της, πλήρωσης κενής έδρας ή ορισμού νέου Επιτρόπου λόγω της προσχώρησης νέου κράτους μέλους, τα μέλη της Επιτροπής τα οποία αφορά η αλλαγή αυτή καλούνται να εμφανισθούν ενώπιον των επιτροπών που είναι επιφορτισμένες με τους τομείς αρμοδιότητάς τους, σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Άρθρο 107

Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής

1.

Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να καταθέσει στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής.

2.

Η πρόταση μομφής πρέπει να φέρει την ένδειξη «πρόταση μομφής» και να είναι αιτιολογημένη, διαβιβάζεται δε στην Επιτροπή.

3.

Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στους βουλευτές την κατάθεση της πρότασης αμέσως μετά την παραλαβή της.

4.

Η συζήτηση σχετικά με τη μομφή πραγματοποιείται 24 ώρες τουλάχιστον μετά την ανακοίνωση στους βουλευτές της κατάθεσης της πρότασης μομφής.

5.

Η ψηφοφορία επί της πρότασης μομφής πραγματοποιείται με ονομαστική κλήση, 48 ώρες τουλάχιστον μετά την έναρξη της συζήτησης.

6.

Η συζήτηση και η ψηφοφορία πραγματοποιούνται το αργότερο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την κατάθεση της πρότασης μομφής.

7.

Η πρόταση μομφής εγκρίνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων και με πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας κοινοποιείται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής.

Άρθρο 107α

Διορισμός των Δικαστών και Γενικών Εισαγγελέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το Κοινοβούλιο ορίζει, μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του, τον υποψήφιο για την επταμελή επιτροπή η οποία είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της καταλληλότητας των υποψηφίων για το αξίωμα του Δικαστή ή του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.

Άρθρο 108

Διορισμός των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου

1.

Οι προτεινόμενες προσωπικότητες ως μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλούνται να προβούν σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της. Η επιτροπή πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.

2.

Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος, υπό μορφή έκθεσης που περιέχει χωριστή πρόταση απόφασης για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.

3.

Η ψηφοφορία στην Ολομέλεια διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία. Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο και αποφασίζει με πλειοψηφία των ψηφισάντων.

4.

Εάν η γνώμη του Κοινοβουλίου για προτεινόμενο υποψήφιο είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

Άρθρο 109

Διορισμός των μελών της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

1.

Ο προτεινόμενος υποψήφιος για το αξίωμα του Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

2.

Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον η προτεινόμενη υποψηφιότητα πρέπει να εγκριθεί ή να απορριφθεί.

3.

Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει διαφορετικά.

4.

Εάν το Κοινοβούλιο γνωμοδοτήσει αρνητικά, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

5.

Η ίδια διαδικασία ισχύει για τους υποψηφίους για τα αξιώματα του ΑντιΠρόεδρος και των άλλων μελών της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δηλώσεισ

Άρθρο 110

Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

1.

Τα μέλη της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορούν οποτεδήποτε να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να τους δώσει το λόγο για να προβούν σε δήλωση. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προβαίνει σε δήλωση μετά από κάθε συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποφασίζει πότε ακριβώς μπορεί να γίνει η εν λόγω δήλωση και εάν αυτή τη δήλωση ακολουθεί πλήρης συζήτηση ή ημίωρη υποβολή σύντομων και σαφών ερωτήσεων εκ μέρους των βουλευτών.

2.

Το Κοινοβούλιο, όταν εγγράφει δήλωση με συζήτηση στην ημερήσια διάταξή του, αποφασίζει εάν θα περατώσει τη συζήτηση με ψήφισμα. Δεν περατώνει τη συζήτηση με ψήφισμα εφόσον αναμένεται έκθεση για το ίδιο θέμα στην ίδια ή την επόμενη περίοδο συνόδου, εκτός εάν ο Πρόεδρος υποβάλει, κατ’ εξαίρεση, διαφορετική πρόταση. Εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να περατώσει συζήτηση με ψήφισμα, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος.

3.

Επί των προτάσεων ψηφίσματος διεξάγεται ψηφοφορία την ίδια ημέρα. Ο Πρόεδρος λαμβάνει απόφαση σε περιπτώσεις εξαιρέσεων στον κανόνα αυτό. Επιτρέπεται η αιτιολόγηση της ψήφου.

4.

Η κοινή πρόταση ψηφίσματος αντικαθιστά τις προηγούμενες που έχουν προσυπογράψει οι ίδιοι βουλευτές, όχι όμως και εκείνες που υπέβαλαν άλλες επιτροπές, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές.

5.

Μετά την έγκριση πρότασης ψηφίσματος δεν διεξάγεται ψηφοφορία επί άλλης πρότασης, εφόσον ο Πρόεδρος δεν λάβει, κατ’ εξαίρεση, άλλη απόφαση.

Άρθρο 111

Επεξήγηση των αποφάσεων της Επιτροπής

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, μετά από διαβούλευση με τη Διάσκεψη των Προέδρων, μπορεί να καλέσει τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον αρμόδιο για τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Επίτροπο ή, κατόπιν συμφωνίας, άλλον Επίτροπο να προβεί σε δήλωση προς το Κοινοβούλιο μετά από κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής και να εξηγήσει τις κυριότερες αποφάσεις της. Τη δήλωση ακολουθεί τουλάχιστον ημίωρη συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι βουλευτές μπορούν να θέσουν σύντομες και σαφείς ερωτήσεις.

Άρθρο 112

Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου

1.

Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να κληθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής ή των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα του ελέγχου του προϋπολογισμού, να λάβει το λόγο για να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις που περιέχονται στην ετήσια έκθεση, στις ειδικές εκθέσεις ή στις γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και για να παρουσιάσει το πρόγραμμα εργασίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ξεχωριστής συζήτησης για θέματα που θίγονται στις εν λόγω δηλώσεις, με συμμετοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ιδίως όταν διαπιστώνονται παρατυπίες όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση.

Άρθρο 113

Δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

1.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρουσιάζει στο Κοινοβούλιο την ετήσια έκθεση της Τράπεζας για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους.

2.

Το Κοινοβούλιο διεξάγει γενική συζήτηση μετά την εν λόγω παρουσίαση.

3.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να παρακολουθήσει συνεδριάσεις της αρμόδιας επιτροπής τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο προκειμένου να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

4.

Ύστερα από αίτησή τους ή αίτηση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, ο ΑντιΠρόεδρος και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλούνται να παραστούν σε άλλες συνεδριάσεις.

5.

Για τις συνεδριάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 συντάσσονται πλήρη πρακτικά στις επίσημες γλώσσες.

Άρθρο 114

Σύσταση σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών

1.

Η σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία υποβάλλει έκθεση στην Ολομέλεια.

2.

Το Συμβούλιο καλείται να ενημερώσει το Κοινοβούλιο σχετικά με το περιεχόμενο της σύστασής του και με τη θέση που έλαβε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Κοινοβουλευτικές ερωτήσεις

Άρθρο 115

Ερωτήσεις με αίτημα προφορικής απάντησης, ακολουθούμενης από συζήτηση

1.

Μία επιτροπή, πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή και να ζητήσουν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου.

Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, ο οποίος και τις διαβιβάζει αμέσως στη Διάσκεψη των Προέδρων.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εάν και σε ποιά σειρά θα εγγραφούν οι ερωτήσεις στην ημερήσια διάταξη. Καταπίπτουν οι ερωτήσεις που δεν έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου εντός τριών μηνών από της υποβολής τους.

2.

Οι ερωτήσεις προς την Επιτροπή πρέπει να διαβιβάζονται τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν, οι δε ερωτήσεις προς το Συμβούλιο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχουν εγγραφεί.

3.

Για ερωτήσεις που αφορούν τομείς του άρθρου 42 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ισχύει η προθεσμία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Το Συμβούλιο πρέπει να απαντήσει εντός εύλογου προθεσμίας, ούτως ώστε να ενημερώνεται δεόντως το Κοινοβούλιο.

4.

Ένας από τους συντάκτες της ερώτησης μπορεί να μιλήσει επί πέντε λεπτά για να αναπτύξει την ερώτηση. Ένα μέλος του ερωτωμένου οργάνου απαντά στην ερώτηση.

Ο συντάκτης της ερώτησης έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει όλη την προαναφερθείσα διάρκεια του χρόνου αγόρευσης.

5.

Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται κατ’ αναλογία το άρθρο 110 παράγραφοι 2 έως 5.

Άρθρο 116

Ώρα των ερωτήσεων

1.

Η ώρα των ερωτήσεων προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή διεξάγεται σε κάθε περίοδο συνόδου και σε χρόνο που καθορίζει το Κοινοβούλιο μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων.

2.

Κάθε βουλευτής μπορεί κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου συνόδου να απευθύνει μόνο μία ερώτηση προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

3.

Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, ο οποίος αποφασίζει ως προς το παραδεκτό και τη σειρά με την οποία θα εξετασθούν. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται αμέσως στο συντάκτη της ερώτησης.

4.

Η ακολουθητέα διαδικασία για τη διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων αποτελεί αντικείμενο κατευθυντήριων γραμμών (13).

5.

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Διάσκεψη των Προέδρων, είναι δυνατόν να διεξάγονται ειδικές ώρες ερωτήσεων με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, την Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Υπάτη Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας και με τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας.

Άρθρο 117

Ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης

1.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή ή στην Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Υπάτη Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κατευθυντήριες γραμμές (14) που καθορίζονται με παράρτημα του κανονισμού. Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.

2.

Οι ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο, ο οποίος τις διαβιβάζει στους αποδέκτες. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον Πρόεδρο. Η απόφασή του κοινοποιείται στον ερωτώντα.

3.

Όταν δεν μπορεί να δοθεί εμπροθέσμως απάντηση σε ερώτηση, τότε, μετά από αίτηση του συντάκτη της, η ερώτηση εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής. Εφαρμόζεται κατ’ αναλογία η διαδικασία του άρθρου 116.

4.

Σε ερωτήσεις οι οποίες απαιτούν άμεση απάντηση αλλά όχι λεπτομερή έρευνα (ερωτήσεις με προτεραιότητα) δίδεται απάντηση εντός τριών εβδομάδων από τη διαβίβασή τους στους αποδέκτες. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει μία τέτοια ερώτηση προτεραιότητας κάθε μήνα.

Στις λοιπές ερωτήσεις (ερωτήσεις χωρίς προτεραιότητα) δίδεται απάντηση εντός έξι εβδομάδων από τη διαβίβασή τους στους αποδέκτες.

Οι βουλευτές διευκρινίζουν για τί είδους ερώτηση πρόκειται. Τη σχετική απόφαση λαμβάνει ο Πρόεδρος.

5.

Οι ερωτήσεις, με τις απαντήσεις τους, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 118

Ερωτήσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αίτημα γραπτής απάντησης

1.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κατευθυντήριες γραμμές (15) που καθορίζονται με παράρτημα του κανονισμού.

2.

Οι ερωτήσεις υποβάλλονται γραπτώς προς τον Πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής, ο οποίος τις διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

3.

Οι ερωτήσεις, με τις απαντήσεις τους, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.

Αν ερώτηση δεν λάβει απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, εγγράφεται, μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων

Άρθρο 119

Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων

1.

Οι ετήσιες εκθέσεις και οι άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων σχετικά με τις οποίες οι Συνθήκες προβλέπουν διαβούλευση με το Κοινοβούλιο ή όταν άλλες νομικές διατάξεις απαιτούν τη γνωμοδότησή του, διεκπεραιώνονται ως έκθεση που υποβάλλεται στην Ολομέλεια.

2.

Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να προτείνει τη σύνταξη έκθεσης βάσει του άρθρου 48.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Ψηφίσματα και συστάσεις

Άρθρο 120

Προτάσεις ψηφίσματος

1.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος επί θεμάτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να έχει περισσότερες από 200 λέξεις.

2.

Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει επί της διαδικασίας.

Η επιτροπή μπορεί να εξετάσει την πρόταση ψηφίσματος από κοινού με άλλες προτάσεις ψηφίσματος ή εκθέσεις.

Μπορεί επίσης να εγκρίνει γνωμοδότηση, ενδεχομένως υπό μορφή επιστολής.

Μπορεί επίσης να λάβει απόφαση ως προς την σύνταξη έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 48.

3.

Οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος ενημερώνονται για τις αποφάσεις της επιτροπής και της Διάσκεψης των Προέδρων.

4.

Η έκθεση περιλαμβάνει το κείμενο της υποβληθείσας πρότασης ψηφίσματος.

5.

Οι γνωμοδοτήσεις υπό μορφή επιστολής προς άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο.

6.

Ο συντάκτης ή οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 2, το άρθρο 115 παράγραφος 5, ή το άρθρο 122 παράγραφος 2, έχουν δικαίωμα να την αποσύρουν πριν από την τελική ψηφοφορία επ’ αυτής.

7.

Πρόταση ψηφίσματος που κατατέθηκε βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να αποσυρθεί από το συντάκτη ή τους συντάκτες της ή τον πρώτο υπογράφοντα την πρόταση πριν αποφασίσει η αρμόδια επιτροπή βάσει της παραγράφου 2 για τη σύνταξη έκθεσης επ’ αυτής.

Εάν η πρόταση εγκριθεί με τη μορφή αυτή από την επιτροπή, μόνο η τελευταία έχει πλέον το δικαίωμα να την αποσύρει ως την έναρξη της τελικής ψηφοφορίας.

8.

Την πρόταση ψηφίσματος που αποσύρθηκε μπορεί να αναδεχθεί και να υποβάλει αμέσως εκ νέου ομάδα, κοινοβουλευτική επιτροπή ή αριθμός βουλευτών ίσος με εκείνον που απαιτείται για την υποβολή της.

Εναπόκειται στις επιτροπές να φροντίσουν ώστε οι προτάσεις ψηφίσματος που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και ανταποκρίνονται στους όρους που έχουν καθορισθεί, να αποτελέσουν το αντικείμενο συνέχειας και να μνημονευθούν δεόντως στα έγγραφα με τα οποία υλοποιείται αυτή η συνέχεια.

Άρθρο 121

Συστάσεις προς το Συμβούλιο

1.

Μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση σύστασης προς το Συμβούλιο σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στον τίτλο V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή όταν το Κοινοβούλιο δεν έχει κληθεί να γνωμοδοτήσει σχετικά με διεθνή συμφωνία, στο πλαίσιο των άρθρων 90 και 91 του κανονισμού.

2.

Οι προτάσεις αυτές παραπέμπονται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

Εφόσον η εν λόγω επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, ζητεί από το Κοινοβούλιο να αποφανθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

3.

Όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συντάξει έκθεση, αποστέλλει στο Κοινοβούλιο πρόταση σύστασης προς το Συμβούλιο, καθώς και σύντομη αιτιολογική έκθεση και, ενδεχομένως, τη γνωμοδότηση των επιτροπών των οποίων ζήτησε τη γνώμη.

Η εφαρμογή της παραγράφου αυτής δεν απαιτεί προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων.

4.

Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 97.

Άρθρο 122

Συζητήσεις σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου

1.

Μία επιτροπή, μία διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν εγγράφως από τον Πρόεδρο να συζητηθεί επείγουσα περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου (άρθρο 137 παράγραφος 3).

2.

Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει, βάσει των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα IV, κατάλογο θεμάτων προς εγγραφή για την επόμενη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων στην ημερήσια διάταξη θεμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία, συνυπολογιζομένων των επί μέρους θεμάτων.

Σύμφωνα με το άρθρο 140, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να διαγραφεί προβλεπόμενο για τη συζήτηση θέμα και να αντικατασταθεί στη συζήτηση από μη προβλεπόμενο θέμα. Οι προτάσεις ψηφίσματος επί των επιλεγέντων θεμάτων κατατίθενται το αργότερο το απόγευμα της έγκρισης της ημερήσιας διάταξης, ενώ ο Πρόεδρος ορίζει επακριβώς την προθεσμία για την κατάθεση των αντίστοιχων προτάσεων ψηφίσματος.

3.

Στο πλαίσιο της ολικής διάρκειας των συζητήσεων, που δεν υπερβαίνει κατ’ ανώτατο όριο τα 60 λεπτά ανά περίοδο συνόδου, ο συνολικός χρόνος αγόρευσης των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 149 παράγραφοι 4 και 5.

Ο υπόλοιπος χρόνος αγόρευσης, αφού αφαιρεθεί ο χρόνος που απαιτείται για την παρουσίαση των προτάσεων ψηφίσματος, τις ψηφοφορίες, καθώς και ο συμφωνηθείς χρόνος για τυχόν παρεμβάσεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων.

4.

Στο τέλος της συζήτησης διεξάγεται αμέσως ψηφοφορία. Το άρθρο 170 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.

Οι ψηφοφορίες που πραγματοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορούν να διεξαχθούν από κοινού υπό την ευθύνη του Πρόεδρος και της Διάσκεψης των Προέδρων.

5.

Εάν υποβληθούν επί του ιδίου θέματος δύο ή περισσότερες προτάσεις ψηφίσματος, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 110 παράγραφος 4.

6.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και οι Πρόεδροι των πολιτικών ομάδων μπορούν να αποφασίσουν ότι μία πρόταση ψηφίσματος θα τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς συζήτηση. Η απόφαση αυτή απαιτεί ομοφωνία των προέδρων όλων των πολιτικών ομάδων.

Οι διατάξεις των άρθρων 174, 175 και 177 δεν ισχύουν για τις προτάσεις ψηφίσματος που έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Οι προτάσεις ψηφίσματος για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου κατατίθενται μόνο μετά την έγκριση του καταλόγου των θεμάτων. Όλα τα ψηφίσματα τα οποία δεν μπορούν να εξετασθούν στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται για τη συζήτηση αυτή καθίστανται άκυρα. Το αυτό ισχύει και για τις προτάσεις ψηφίσματος για τις οποίες, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 3, διαπιστώνεται η έλλειψη απαρτίας. Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου αυτές τις προτάσεις ψηφίσματος, ώστε να παραπεμφθούν για εξέταση σε επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 120, ή να εγγραφούν στη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου της επόμενης περιόδου συνόδου.

Ένα θέμα δεν μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, εάν υπάρχει ήδη στην ημερήσια διάταξη της ίδιας περιόδου συνόδου.

Καμία διάταξη του κανονισμού δεν επιτρέπει την κοινή συζήτηση πρότασης ψηφίσματος που κατατέθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, και έκθεσης που έγινε από επιτροπή με το ίδιο αντικείμενο.

* * *

Όταν ζητείται η διαπίστωση απαρτίας σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 3, η αίτηση αυτή ισχύει μόνο για την πρόταση ψηφίσματος που πρόκειται να τεθεί σε ψηφοφορία και όχι για τις επόμενες.

Άρθρο 123

Γραπτές δηλώσεις

1.

Το πολύ πέντε βουλευτές μπορούν να υποβάλουν γραπτή δήλωση 200 λέξεων το πολύ, η οποία αφορά θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν αφορά ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο τρέχουσας νομοθετικής διαδικασίας. Την άδεια χορηγεί ο Πρόεδρος κατά περίπτωση. Οι γραπτές δηλώσεις τυπώνονται στις επίσημες γλώσσες και διανέμονται. Περιλαμβάνονται σε πρωτόκολλο, με τα ονόματα των προσυπογραφόντων. Το πρωτόκολλο αυτό είναι δημόσιο και τηρείται, κατά τη διάρκεια των περιόδων συνόδου, έξω από την είσοδο της αίθουσας συνεδριάσεων Ολομέλειας και, μεταξύ των περιόδων συνόδου, σε κατάλληλο χώρο που προσδιορίζει το Σώμα των Κοσμητόρων.

Το περιεχόμενο των γραπτών δηλώσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το πλαίσιο της δήλωσης και, ειδικότερα, δεν πρέπει να περιέχει απόφαση επί θεμάτων των οποίων η έγκριση αποτελεί αντικείμενο ειδικών διαδικασιών και αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τους όρους του κανονισμού.

2.

Κάθε βουλευτής μπορεί να προσυπογράψει δήλωση καταχωρισμένη στο πρωτόκολλο.

3.

Όταν δήλωση προσυπογράφεται από την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο και καταχωρίζει τα ονόματα των προσυπογραφόντων στα Συνοπτικά πρακτικά και τη δήλωση ως εγκριθέν κείμενο.

4.

Η διαδικασία περατώνεται με τη διαβίβαση στο τέλος της επόμενης συνόδου της δήλωσης στους αποδέκτες, με μνεία των ονομάτων των προσυπογραφόντων.

5.

Γραπτή δήλωση που παρέμεινε πλέον των τριών μηνών στο πρωτόκολλο και δεν έχει υπογραφεί από το ήμισυ τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο καθίσταται άκυρη.

Άρθρο 124

Διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

1.

Όταν η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ο Πρόεδρος κινεί τη διαδικασία διαβούλευσης και ενημερώνει σχετικά την Ολομέλεια.

2.

Οι επιτροπές μπορούν να ζητήσουν τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί προβλημάτων γενικής φύσης ή επί ειδικών θεμάτων.

Η επιτροπή καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να γνωμοδοτήσει η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

Οι αιτήσεις για διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εγκρίνονται από την Ολομέλεια χωρίς συζήτηση.

3.

Οι γνωμοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή.

Άρθρο 125

Διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών

1.

Όταν η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει διαβούλευση με την Επιτροπή Περιφερειών, ο Πρόεδρος κινεί τη διαδικασία διαβούλευσης και ενημερώνει σχετικά την Ολομέλεια.

2.

Οι επιτροπές μπορούν να ζητήσουν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών επί προβλημάτων γενικής φύσης ή επί ειδικών θεμάτων.

Η επιτροπή καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να γνωμοδοτήσει η Επιτροπή των Περιφερειών.

Οι αιτήσεις για διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών εγκρίνονται από την Ολομέλεια χωρίς συζήτηση.

3.

Οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Περιφερειών διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή.

Άρθρο 126

Υποβολή αιτήσεων προς τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς

1.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Κοινοβούλιο δικαιούται να υποβάλει αίτηση προς ευρωπαϊκό οργανισμό, οιοσδήποτε βουλευτής δύναται να υποβάλει γραπτώς σχετική αίτηση προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι αιτήσεις αναφέρονται σε θέματα που εμπίπτουν στα καθήκοντα του αντίστοιχου οργανισμού και συνοδεύονται από συμπληρωματικές πληροφορίες με τις οποίες εξηγείται το ζήτημα και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για την Ένωση.

2.

Ο Πρόεδρος, αφού ζητήσει τη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής, είτε διαβιβάζει την αίτηση προς τον οργανισμό, είτε προβαίνει σε άλλες ενδεδειγμένες ενέργειες. Ο βουλευτής που υπέβαλε την αίτηση ενημερώνεται αμέσως σχετικά. Οιαδήποτε αίτηση διαβιβάζει ο Πρόεδρος προς οργανισμό περιλαμβάνει προθεσμία απάντησης.

3.

Εφόσον ο οργανισμός αδυνατεί να ανταποκριθεί στην αίτηση όπως έχει διατυπωθεί ή επιθυμεί την τροποποίησή της, ενημερώνει πάραυτα τον Πρόεδρο, ο οποίος προβαίνει στις ενδεδειγμένες ενέργειες αφού ζητήσει, όπως απαιτείται, τη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Διοργανικές συμφωνίες

Άρθρο 127

Διοργανικές συμφωνίες

1.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με άλλα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της εφαρμογής των Συνθηκών ή προκειμένου να βελτιώσει ή διασαφηνίσει τις διαδικασίες.

Οι συμφωνίες αυτές μπορεί να έχουν τη μορφή κοινών δηλώσεων, ανταλλαγών επιστολών ή κωδίκων συμπεριφοράς ή άλλων κατάλληλων μέσων. Υπογράφονται από τον Πρόεδρο μετά την εξέτασή τους από την αρμόδια για συνταγματικά θέματα επιτροπή και μετά την έγκριση του Κοινοβουλίου. Μπορούν να επισυναφθούν, για ενημέρωση, ως παραρτήματα στον κανονισμό.

2.

Όταν οι συμφωνίες αυτές συνεπάγονται την τροποποίηση υφισταμένων διαδικαστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή θεσπίζουν νέα διαδικαστικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τους βουλευτές ή τα όργανα του Κοινοβουλίου, ή συνεπάγονται κατ’ άλλο τρόπο τροποποίηση ή ερμηνεία του κανονισμού, το ζήτημα διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 211, παράγραφοι 2 έως 6, πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Άρθρο 128

Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.

Το Κοινοβούλιο εξετάζει την νομοθεσία της Ένωσης και τα εκτελεστικά μέτρα εντός των προθεσμιών που τάσσουν οι Συνθήκες και ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για άσκηση προσφυγής των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φυσικών ή νομικών προσώπων, με σκοπό τη διασφάλιση της πλήρους τηρήσεως των συνθηκών, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου.

2.

Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει, εν ανάγκη προφορικώς, έκθεση στο Κοινοβούλιο όταν έχει υπόνοιες ότι παραβιάζεται το δίκαιο της Ένωσης.

3.

Ο Πρόεδρος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με σύσταση της αρμόδιας επιτροπής.

Μπορεί να υποβάλει στην κρίση της Ολομέλειας, στην αρχή της επόμενης περιόδου συνόδου, την απόφαση σχετικά με την επικύρωση της προσφυγής. Εάν η Ολομέλεια απορρίψει στην πλειοψηφία της την προσφυγή, ο Πρόεδρος την αποσύρει.

Εάν ο Πρόεδρος ασκήσει προσφυγή παρά την αντίθετη σύσταση της αρμόδιας επιτροπής, υποβάλλει στην κρίση της Ολομέλειας, στην αρχή της επόμενης περιόδου συνόδου, την απόφαση σχετικά με την επικύρωση της προσφυγής.

4.

Ο Πρόεδρος υποβάλλει παρατηρήσεις ή παρεμβαίνει εξ ονόματος του Κοινοβουλίου σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια επιτροπή.

Εάν ο Πρόεδρος προτίθεται να απομακρυνθεί από τη γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής, ενημερώνει σχετικά την επιτροπή και παραπέμπει το θέμα στη Διάσκεψη των Προέδρων, εκθέτοντας τους λόγους του.

Εάν η Διάσκεψη των Προέδρων εκτιμά ότι, κατ’ εξαίρεση, το Κοινοβούλιο δεν θα πρέπει να υποβάλει παρατηρήσεις, ούτε να παρέμβει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αμφισβητείται η ισχύς πράξεως του Κοινοβουλίου, το θέμα παραπέμπεται αμελλητί στην ολομέλεια.

Σε επείγουσες περιπτώσεις, ο Πρόεδρος μπορεί να ενεργήσει προληπτικά προκειμένου να συμμορφωθεί με τις προθεσμίες που έχει τάξει το αρμόδιο δικαστήριο. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαδικασία που προβλέπει η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται όσο το δυνατόν νωρίτερα.

Ο κανονισμός ουδόλως εμποδίζει την αρμόδια επιτροπή να λάβει τα κατάλληλα διαδικαστικά μέτρα για την έγκαιρη διαβίβαση της σύστασής της σε επείγουσες περιπτώσεις.

Το άρθρο 90 παράγραφος 6 θεσπίζει μια συγκεκριμένη διαδικασία όσον αφορά την απόφαση του Κοινοβουλίου να ασκήσει το δικαίωμά του να ζητήσει από το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 218 παράγραφος 11, της συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να γνωμοδοτήσει σχετικά με το κατά πόσο μια διεθνής συμφωνία είναι συμβατή με τις Συνθήκες. Η διάταξη αυτή αποτελεί «lexspecialis» που υπερισχύει του γενικού κανόνα του άρθρου 128 του κανονισμού.

Στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο ασκεί τα δικαιώματά του ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η σχετική πράξη δεν καλύπτεται από το άρθρο 128, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Άρθρο 129

Διαγράφεται

ΤΙΤΛΟΣ V

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΑ

Άρθρο 130

Ανταλλαγή πληροφοριών, επαφές και αμοιβαίες διευκολύνσεις

1.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνει τακτικά τα κοινοβούλια των κρατών μελών για τις δραστηριότητές του.

2.

Η Διάσκεψη των Προέδρων, αφού ζητήσει την άποψη της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, αναθέτει την εντολή διαπραγμάτευσης σχετικά με την οργάνωση και την προαγωγή αποτελεσματικής και τακτικής διακοινοβουλευτικής συνεργασίας εντός της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το Κοινοβούλιο εγκρίνει τυχόν συμφωνίες επί των θεμάτων αυτών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 127.

3.

Μια επιτροπή μπορεί να πραγματοποιήσει άμεσα διάλογο με τα εθνικά κοινοβούλια σε επίπεδο επιτροπής εντός των ορίων των πιστώσεων του προϋπολογισμού που προβλέπονται για το σκοπό αυτό. Τούτο μπορεί να περιλαμβάνει κατάλληλες μορφές προνομοθετικής και μετανομοθετικής συνεργασίας.

4.

Κάθε έγγραφο που αφορά νομοθετική διαδικασία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο διαβιβάζεται επισήμως από εθνικό κοινοβούλιο στο Κοινοβούλιο προωθείται στην επιτροπή που είναι αρμόδια επί της ουσίας του εγγράφου.

5.

Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να αναθέτει στον Πρόεδρο την εντολή να διαπραγματεύεται διευκολύνσεις προς τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών στη βάση της αμοιβαιότητας και να προτείνει κάθε άλλο μέτρο για τη διευκόλυνση των επαφών με τα εθνικά κοινοβούλια.

Άρθρο 131

Διάσκεψη των οργάνων που ασχολούνται ειδικώς με τα κοινοτικά θέματα (COSAC)

1.

Μετά από πρόταση του Πρόεδρος, η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τα μέλη της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην COSAC και μπορεί να τους αναθέσει εντολή. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας τίθεται ο ΑντιΠρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είναι επιφορτισμένος με την παρακολούθηση των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια και ο Πρόεδρος της αρμόδιας για τα θεσμικά θέματα επιτροπής.

2.

Τα υπόλοιπα μέλη της αντιπροσωπείας επιλέγονται με βάση τα θέματα που θα συζητηθούν στη συνεδρίαση της COSAC και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, κατά το δυνατόν, εκπρόσωποι των επιτροπών που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω θέματα. Μετά από κάθε συνεδρίαση, η αντιπροσωπεία υποβάλλει έκθεση.

3.

Η συνολική πολιτική ισορροπία εντός του Κοινοβουλίου λαμβάνεται δεόντως υπόψη.

Άρθρο 132

Διάσκεψη Κοινοβουλίων

Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τα μέλη της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου σε κάθε διάσκεψη ή παρόμοιο σώμα απαρτιζόμενο από αντιπροσώπους κοινοβουλίων και παρέχει εντολή σύμφωνη με τα σχετικά ψηφίσματα του Κοινοβουλίου. Η αντιπροσωπεία εκλέγει τον Πρόεδρό της και, εφόσον απαιτείται, έναν ή περισσότερους αντιΠρόεδροςς.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΥΝΟΔΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Σύνοδοι του Κοινοβουλίου

Άρθρο 133

Κοινοβουλευτικές περίοδοι, σύνοδοι, περίοδοι συνόδου, συνεδριάσεις

1.

Κοινοβουλευτική περίοδος είναι η προβλεπόμενη με την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 διάρκεια της εντολής των βουλευτών.

2.

Σύνοδος είναι το χρονικό διάστημα ενός έτους, όπως προκύπτει από την εν λόγω Πράξη και τις Συνθήκες.

3.

Περίοδος συνόδου είναι η κατά κανόνα μηνιαία σύγκληση του Κοινοβουλίου που υποδιαιρείται σε ημερήσιες συνεδριάσεις.

Οι συνεδριάσεις της Ολομελείας του Κοινοβουλίου που διεξάγονται την ίδια ημέρα θεωρούνται μία μόνη συνεδρίαση.

Άρθρο 134

Σύγκληση του Κοινοβουλίου

1.

Το Κοινοβούλιο συνέρχεται αυτοδικαίως τη δεύτερη Τρίτη του Μαρτίου κάθε έτους και αποφασίζει κυριαρχικά για τη διάρκεια των διακοπών της συνόδου.

2.

Το Κοινοβούλιο συνέρχεται επίσης αυτοδικαίως την πρώτη Τρίτη μετά παρέλευση μηνός από το πέρας της περιόδου που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1, της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976.

3.

Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να τροποποιεί τη διάρκεια των διακοπών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, με αιτιολογημένη απόφαση, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες από την προκαθορισμένη από το Κοινοβούλιο ημερομηνία επανάληψης της συνόδου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί περισσότερο από δύο εβδομάδες.

4.

Μετά από αίτηση είτε της πλειοψηφίας των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, είτε της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος, αφού συμβουλευθεί τη Διάσκεψη των Προέδρων, συγκαλεί εκτάκτως το Κοινοβούλιο.

Εκτός αυτού, ο Πρόεδρος έχει την ευχέρεια, με τη συναίνεση της Διάσκεψης των Προέδρων, να συγκαλέσει εκτάκτως το Κοινοβούλιο σε επείγουσες περιπτώσεις.

Άρθρο 135

Τόπος των συνεδριάσεων

1.

Οι συνεδριάσεις Ολομέλειας του Κοινοβουλίου καθώς και οι συνεδριάσεις των επιτροπών του διεξάγονται σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών.

Για την έγκριση προτάσεων για πρόσθετες περιόδους συνόδου στις Βρυξέλλες, καθώς και τροποποιήσεων στις προτάσεις αυτές, απαιτείται η πλειοψηφία των ψηφισάντων.

2.

Κάθε επιτροπή μπορεί με απόφασή της να ζητήσει τη διεξαγωγή μίας ή περισσοτέρων συνεδριάσεών της σε άλλο τόπο. Η αιτιολογημένη αίτησή της διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος την υποβάλλει στο Προεδρείο. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, ο Πρόεδρος μπορεί να λάβει μόνος του την απόφαση. Οι αποφάσεις του Προεδρείου ή του Πρόεδρος, όταν είναι αρνητικές, πρέπει να είναι αιτιολογημένες.

Άρθρο 136

Συμμετοχή στις συνεδριάσεις

1.

Σε κάθε συνεδρίαση εκτίθεται κατάλογος παρουσίας προς υπογραφή από τους βουλευτές.

2.

Τα ονόματα των βουλευτών των οποίων η παρουσία πιστοποιείται από τον εν λόγω κατάλογο αναγράφονται στα Συνοπτικά πρακτικά κάθε συνεδρίασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διάταξη των εργασιών του Κοινοβουλίου

Άρθρο 137

Σχέδιο ημερήσιας διάταξης

1.

Πριν από κάθε περίοδο συνόδου, το σχέδιο ημερήσιας διάταξης καταρτίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων βάσει των συστάσεων της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών και λαμβανομένου υπόψη του συμφωνηθέντος προγράμματος εργασίας της Επιτροπής που προβλέπει το άρθρο 35.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να παρίστανται στη σύσκεψη της Διάσκεψης των Προέδρων για το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μετά από πρόσκληση του Πρόεδρος.

2.

Το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μπορεί να αναφέρει το χρόνο της ψηφοφορίας επί ορισμένων από τα σημεία των οποίων προβλέπει την εξέταση.

3.

Το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μπορεί να προβλέπει ένα ή δύο χρονικά διαστήματα μέγιστης συνολικής διαρκείας 60 λεπτών για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 122.

4.

Το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης διανέμεται στους βουλευτές τουλάχιστον τρεις ώρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου.

Άρθρο 138

Διαδικασία στην Ολομέλεια χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση

1.

Κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης (πρώτη ανάγνωση) και κάθε μη νομοθετική πρόταση ψηφίσματος που έχει εγκριθεί σε επιτροπή και έχει καταψηφιστεί από λιγότερα από το ένα δέκατο των μελών της, εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης του Κοινοβουλίου για ψηφοφορία χωρίς τροπολογίες.

Το θέμα τίθεται τότε σε μοναδική ψηφοφορία εκτός εάν, πριν από την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές που αποτελούν συνολικά το ένα δέκατο των βουλευτών του Κοινοβουλίου ζητήσουν γραπτώς να παρασχεθεί δυνατότητα κατάθεσης τροπολογιών· στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών.

2.

Για τα ζητήματα που εγγράφονται στο τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης για ψηφοφορία χωρίς τροπολογίες δεν διεξάγεται συζήτηση, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, όταν εγκρίνει την ημερήσια διάταξή του κατά την έναρξη της περιόδου συνόδου, αποφασίσει διαφορετικά ύστερα από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων ή ζητηθεί συζήτηση από μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές.

3.

Η Διάσκεψη των Προέδρων, κατά την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου, μπορεί να προτείνει την εξέταση και άλλων θεμάτων χωρίς τροπολογίες ή χωρίς συζήτηση. Το Κοινοβούλιο, κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξής του, δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε τέτοια πρόταση εφόσον μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές υποβάλουν γραπτώς τις αντιρρήσεις τους το αργότερο μία ώρα πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου.

4.

Όταν ζήτημα εξετάζεται χωρίς συζήτηση, ο εισηγητής ή ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής μπορεί να προβεί αμέσως πριν από την ψηφοφορία σε δήλωση, η διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τα δύο λεπτά.

Άρθρο 139

Συνοπτική παρουσίαση

Κατόπιν αιτήσεως του εισηγητή ή κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει ότι ένα σημείο για το οποίο δεν απαιτείται πλήρης συζήτηση, εξετάζεται στην ολομέλεια με συνοπτική παρουσίαση από τον εισηγητή. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να απαντήσει, και στη συνέχεια ακολουθεί συζήτηση διαρκείας έως δέκα λεπτών, στη διάρκεια της οποίας ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει το λόγο, για ένα λεπτό αντιστοίχως κατ’ ανώτατο όριο, σε βουλευτές που επιθυμούν να λάβουν το λόγο και υποπίπτουν στην αντίληψή του.

Άρθρο 140

Έγκριση και τροποποίηση της ημερήσιας διάταξης

1.

Στην αρχή κάθε περιόδου συνόδου το Κοινοβούλιο αποφασίζει για το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης. Προτάσεις τροποποίησης μπορούν να υποβληθούν από μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Οι προτάσεις τροποποίησης πρέπει να περιέλθουν στον Πρόεδρο μία τουλάχιστον ώρα πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου. Ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει το λόγο, για κάθε πρόταση, στο συντάκτη της, σε έναν αγορητή υπέρ και σε έναν κατά. Ο χρόνος αγόρευσης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα λεπτό.

2.

Αφού εγκριθεί η ημερήσια διάταξη, δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί παρά μόνο κατ’ εφαρμογή των άρθρων 142 και 174 έως 178 ή μετά από πρόταση του Πρόεδρος.

Αν πρόταση επί της διαδικασίας, αποβλέπουσα στην τροποποίηση της ημερήσιας διάταξης, απορριφθεί, δεν είναι δυνατό να επανεισαχθεί κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου συνόδου.

3.

Πριν κηρύξει τη λήξη της συνεδρίασης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία, την ώρα και την ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδρίασης.

Άρθρο 141

Έκτακτη συζήτηση

1.

Μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου έκτακτη συζήτηση επί ζητήματος μείζονος ενδιαφέροντος σχετικά με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά κανόνα, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου συνόδου, δεν διεξάγονται περισσότερες από μία έκτακτες συζητήσεις.

2.

Η αίτηση υποβάλλεται εγγράφως στον Πρόεδρο τουλάχιστον τρεις ώρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου κατά την οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί η έκτακτη συζήτηση. Η ψηφοφορία επί της αίτησης αυτής διεξάγεται στην αρχή της περιόδου συνόδου, όταν το Κοινοβούλιο εγκρίνει την ημερήσια διάταξή του.

3.

Προκειμένου να εκφρασθεί θέση για γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έγκριση της ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου, ο Πρόεδρος μπορεί, αφού συμβουλευθεί τους Πρόεδροςς των πολιτικών ομάδων, να ζητήσει έκτακτη συζήτηση. Επί της αίτησης αυτής διεξάγεται ψηφοφορία κατά την έναρξη συνεδρίασης ή σε προγραμματισμένη ώρα ψηφοφορίας, αφού αυτό γνωστοποιηθεί στους βουλευτές πριν από μία τουλάχιστον ώρα.

4.

Ο Πρόεδρος καθορίζει το χρόνο διεξαγωγής της συζήτησης αυτής. Η συνολική διάρκεια της συζήτησης δεν υπερβαίνει τα 60 λεπτά. Ο χρόνος αγόρευσης κατανέμεται στις πολιτικές ομάδες και τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές σύμφωνα με το άρθρο 149 παράγραφοι 4 και 5.

5.

Η συζήτηση περατούται χωρίς την έγκριση ψηφίσματος.

Άρθρο 142

Κατεπείγον

1.

Το κατεπείγον συζήτησης επί πρότασης για την οποία απαιτείται η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1, μπορεί να προταθεί στο Κοινοβούλιο από τον Πρόεδρο, από επιτροπή, από πολιτική ομάδα, από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως και να είναι αιτιολογημένη.

2.

Ο Πρόεδρος, μόλις του υποβληθεί αίτηση για κατεπείγουσα συζήτηση, ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο· η ψηφοφορία επί της αίτησης αυτής διεξάγεται κατά την έναρξη της συνεδρίασης που ακολουθεί τη συνεδρίαση κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώθηκε η αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόταση στην οποία αναφέρεται η αίτηση έχει διανεμηθεί στις επίσημες γλώσσες. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες αιτήσεις για κατεπείγουσα συζήτηση επί του ιδίου θέματος, η έγκριση ή η απόρριψη του κατεπείγοντος ισχύει για όλες τις αιτήσεις επί του θέματος αυτού.

3.

Πριν από την ψηφοφορία μπορούν να λάβουν το λόγο μόνο ο συντάκτης της αίτησης, ένας αγορητής υπέρ και ένας κατά, καθώς και ο Πρόεδρος ή/και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής, επί τρία λεπτά ο καθένας κατ’ ανώτατο όριο.

4.

Τα θέματα τα οποία αποφασίσθηκαν ως κατεπείγοντα έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων ζητημάτων της ημερήσιας διάταξης. Ο χρόνος της συζήτησης και της ψηφοφορίας επ’ αυτών ορίζεται από τον Πρόεδρο.

5.

Η συζήτηση με διαδικασία κατεπείγοντος μπορεί να διεξαχθεί χωρίς έκθεση ή, κατ’ εξαίρεση, βάσει προφορικής έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής.

Άρθρο 143

Κοινή συζήτηση

Κοινή συζήτηση θεμάτων της αυτής φύσης ή που εκ των πραγμάτων συνδέονται μπορεί να αποφασισθεί οποτεδήποτε.

Άρθρο 144

Προθεσμίες

Εκτός από τις περιπτώσεις κατεπείγοντος που προβλέπονται στα άρθρα 122 και 142, δεν είναι δυνατό να αρχίσει συζήτηση και ψηφοφορία επί κειμένου παρά μόνο αν το κείμενο αυτό έχει διανεμηθεί τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες νωρίτερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Γενικοί κανόνες διεξαγωγής των συνεδριάσεων

Άρθρο 145

Είσοδος στην αίθουσα συνεδριάσεων

1.

Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην αίθουσα συνεδριάσεων εκτός από τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου, το Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, τα μέλη του προσωπικού που πρέπει να παρίστανται για υπηρεσιακούς λόγους και τους εμπειρογνώμονες ή τους υπαλλήλους της Ένωσης.

2.

Μόνο όσοι κατέχουν δελτίο εισόδου εκδοθέν κανονικά προς τούτο από τον Πρόεδρο ή το Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου γίνονται δεκτοί στα θεωρεία.

3.

Όσοι γίνονται δεκτοί στα θεωρεία οφείλουν να μένουν καθιστοί και να σιωπούν. Όποιος εκφράζει επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία αποβάλλεται αμέσως από τους κλητήρες.

Άρθρο 146

Γλώσσες

1.

Όλα τα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες.

2.

Όλοι οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να μιλούν στο Κοινοβούλιο στην επίσημη γλώσσα της επιλογής τους. Για τις ομιλίες που γίνονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας γίνεται ταυτόχρονη διερμηνεία σε όλες τις άλλες επίσημες γλώσσες και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κρίνει αναγκαίο το Προεδρείο.

3.

Στις συνεδριάσεις των επιτροπών και των αντιπροσωπειών εξασφαλίζεται διερμηνεία από και προς τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται και ζητούνται από τα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη κάθε επιτροπής ή αντιπροσωπείας.

4.

Στις συνεδριάσεις επιτροπής ή αντιπροσωπείας εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, πραγματοποιείται διερμηνεία από και προς τις γλώσσες των μελών τα οποία έχουν επιβεβαιώσει τη συμμετοχή τους στη συνεδρίαση. Το καθεστώς αυτό μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να απλοποιηθεί με τη συμφωνία των μελών της επιτροπής ή της αντιπροσωπείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, αποφασίζει το Προεδρείο.

Όταν διαπιστωθεί, μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας, ότι υπάρχει διαφορετική διατύπωση του κειμένου στις διάφορες γλώσσες, ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος σύμφωνα με το άρθρο 171 παράγραφος 5. Αν θεωρήσει έγκυρο το αποτέλεσμα, θα αποφασίσει ποιά διατύπωση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί. Παρόλα αυτά, η διατύπωση του πρωτότυπου κειμένου δεν μπορεί να θεωρείται επίσημο κείμενο κατά γενικό κανόνα, διότι μπορεί να προκύψει περίπτωση στην οποία η διατύπωση σε όλες τις άλλες γλώσσες να διαφέρει από το πρωτότυπο κείμενο.

Άρθρο 147

Μεταβατική ρύθμιση

1.

Κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου που λήγει με το πέρας της 7ης κοινοβουλευτικής περιόδου (16) επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του άρθρου 146 εάν και στο μέτρο που δεν διατίθεται επαρκής αριθμός διερμηνέων και μεταφραστών σε μια επίσημη γλώσσα παρά τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

2.

Το Προεδρείο διαπιστώνει, κατόπιν προτάσεως του Γενικού Γραμματέα, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 για κάθε μία από τις εν λόγω επίσημες γλώσσες και επανεξετάζει την απόφασή του ανά εξάμηνο με βάση την έκθεση του Γενικού Γραμματέα για την πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Το Προεδρείο καθορίζει τις απαιτούμενες εκτελεστικές διατάξεις.

3.

Εφαρμόζονται οι προσωρινές ειδικές διατάξεις σχετικά με τη διατύπωση των νομοθετικών πράξεων που εκδίδει το Συμβούλιο σύμφωνα με τις Συνθήκες, εξαιρουμένων των κανονισμών που θεσπίζουν από κοινού το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

4.

Το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτιολογημένης συστάσεως του Προεδρείου, μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή την πρόωρη κατάργηση του παρόντος άρθρου ή, στο τέλος της προθεσμίας της παραγράφου 1, την παράτασή του.

Άρθρο 148

Διανομή εγγράφων

Τα έγγραφα επί των οποίων βασίζονται οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου τυπώνονται και διανέμονται στους βουλευτές. Κατάλογος των εγγράφων αυτών δημοσιεύεται στα Συνοπτικά πρακτικά των Συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, οι βουλευτές και οι πολιτικές ομάδες έχουν άμεση πρόσβαση στο εσωτερικό σύστημα πληροφορικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να συμβουλεύονται οποιοδήποτε μη εμπιστευτικό προπαρασκευαστικό έγγραφο (σχέδιο έκθεσης, σχέδιο σύστασης, σχέδιο γνωμοδότησης, έγγραφο εργασίας, τροπολογίες που έχουν κατατεθεί σε επιτροπή).

Άρθρο 149

Κατανομή του χρόνου αγόρευσης και κατάλογος αγορητών

1.

Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να προτείνει, ενόψει της διεξαγωγής συζήτησης, την κατανομή του χρόνου αγόρευσης. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει χωρίς συζήτηση επί της πρότασης αυτής.

2.

Κανένας βουλευτής δεν μπορεί να λάβει το λόγο χωρίς να κληθεί από τον Πρόεδρο. Κάθε αγορητής αγορεύει από τη θέση του και απευθύνεται στον Πρόεδρο. Αν απομακρυνθεί από το θέμα, ο Πρόεδρος τον ανακαλεί στην τάξη.

3.

Ο Πρόεδρος μπορεί να συντάξει, για το πρώτο μέρος συγκεκριμένης συζήτησης κατάλογο αγορητών, ο οποίος περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους αγορητές από κάθε πολιτική ομάδα που επιθυμούν να λάβουν το λόγο, αναλόγως του μεγέθους της πολιτικής ομάδας, και ένα μη εγγεγραμμένο βουλευτή.

4.

Ο χρόνος αγόρευσης για το εν λόγω μέρος της συζήτησης κατανέμεται με τα εξής κριτήρια:

α)

το πρώτο μέρος του χρόνου αγόρευσης κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ όλων των πολιτικών ομάδων·

β)

το δεύτερο μέρος του χρόνου κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων αναλόγως του συνολικού αριθμού των μελών τους·

γ)

στους μη εγγεγραμμένους διατίθεται συνολικά χρόνος αγόρευσης που υπολογίζεται βάσει του χρόνου που παραχωρήθηκε σε κάθε πολιτική ομάδα σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β).

5.

Αν, για δύο ή περισσότερα θέματα της ημερήσιας διάταξης, διατεθεί συνολικός χρόνος αγόρευσης, οι πολιτικές ομάδες γνωστοποιούν στον Πρόεδρο πώς θα κατανείμουν το χρόνο τους στα διάφορα θέματα. Ο Πρόεδρος μεριμνά για την τήρηση της κατανομής του χρόνου αγόρευσης.

6.

Το υπόλοιπο μέρος του χρόνου συζήτησης δεν κατανέμεται εκ των προτέρων. Αντιθέτως, ο Πρόεδρος καλεί τους βουλευτές, κατά γενικό κανόνα, να λάβουν το λόγο για χρόνο όχι μεγαλύτερο του ενός λεπτού. Ο Πρόεδρος διασφαλίζει κατά το δυνατόν ότι οι αγορητές οι οποίοι διατυπώνουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και προέρχονται από διάφορα κράτη μέλη ακούονται εναλλάξ.

7.

Προτεραιότητα αγόρευσης μπορεί πάντως να δοθεί, εφόσον το ζητήσουν, στον Πρόεδρο ή στον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής και στους Πρόεδροςς των πολιτικών ομάδων που εκφράζονται εξ ονόματος των ομάδων τους ή στους αγορητές που τους αναπληρώνουν.

8.

Ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει το λόγο σε βουλευτές που εκδηλώνουν, υψώνοντας μια γαλάζια κάρτα, την επιθυμία τους να υποβάλουν ερώτηση διάρκειας που δεν υπερβαίνει το μισό λεπτό, σε άλλον βουλευτή, κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του, εφόσον ο αγορητής συμφωνεί και ο Πρόεδρος έχει τη βεβαιότητα ότι αυτό δεν θα προκαλέσει διατάραξη της συζήτησης.

9.

Ο χρόνος αγόρευσης περιορίζεται σε ένα λεπτό για τις παρεμβάσεις επί των Συνοπτικών Πρακτικών της διαδικασίας, τις αιτήσεις επί της διαδικασίας, τις τροποποιήσεις του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης ή της ημερήσιας διάταξης.

10.

Ο Πρόεδρος, με την επιφύλαξη των άλλων πειθαρχικών εξουσιών του, μπορεί να διατάξει να διαγραφούν από τα πρακτικά των συνεδριάσεων οι παρεμβάσεις των βουλευτών που δεν έλαβαν προηγουμένως κανονικά το λόγο ή όσων εξακολουθούν να αγορεύουν πέραν του χρόνου που τους έχει παραχωρηθεί.

11.

Κατά τη συζήτηση των εκθέσεων, δίδεται ο λόγος στην Επιτροπή και το Συμβούλιο, κατά κανόνα αμέσως μετά την παρουσίαση της έκθεσης από τον εισηγητή. Η Επιτροπή, το Συμβούλιο και ο εισηγητής μπορούν να λάβουν εκ νέου τον λόγο, ιδίως για να απαντήσουν στις παρεμβάσεις των βουλευτών του Κοινοβουλίου.

12.

Οι βουλευτές που δεν έχουν λάβει το λόγο σε συζήτηση μπορούν, το πολύ μία φορά σε κάθε περίοδο συνόδου, να καταθέσουν γραπτή δήλωση που δεν υπερβαίνει τις 200 λέξεις και η οποία προσαρτάται στα Πλήρη πρακτικά της συζήτησης.

13.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 230 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Πρόεδρος επιδιώκει να συμφωνήσει με την Επιτροπή, το Συμβούλιο και τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τον κατάλληλο χρόνο αγόρευσης που τους παρέχεται.

Άρθρο 150

Ενός λεπτού αγόρευση επί σημαντικού πολιτικού ζητήματος

Για χρονικό διάστημα έως τριάντα λεπτών κατά τη διάρκεια της πρώτης συνεδρίασης κάθε περιόδου συνόδου, ο Πρόεδρος δίνει το λόγο στους βουλευτές που επιθυμούν να επιστήσουν την προσοχή του Κοινοβουλίου σε σημαντικό πολιτικό ζήτημα. Ο χρόνος αγόρευσης κάθε βουλευτή δεν υπερβαίνει το ένα λεπτό. Ο Πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει στη συνέχεια άλλη μία τέτοια περίοδο ομιλιών κατά τη διάρκεια της ιδίας περιόδου συνόδου.

Άρθρο 151

Παρέμβαση επί προσωπικού ζητήματος

1.

Κάθε βουλευτής που το ζητεί, παίρνει το λόγο για προσωπικό ζήτημα στο τέλος της συζήτησης επί του θέματος της ημερήσιας διάταξης που συζητείται ή κατά την έγκριση των Συνοπτικών Πρακτικών της συνεδρίασης στην οποία αναφέρεται η αίτηση παρέμβασης.

Ο αγορητής δεν ομιλεί επί του αντικειμένου της συζήτησης, αλλά οφείλει να περιορισθεί στο να αντικρούσει είτε λεχθέντα κατά τη συζήτηση που τον αφορούν προσωπικά, είτε απόψεις που του αποδόθηκαν ή στο να διευκρινίσει προηγούμενες δηλώσεις του.

2.

Εκτός αντίθετης απόφασης του Κοινοβουλίου, καμία παρέμβαση επί προσωπικού ζητήματος δεν διαρκεί περισσότερο από τρία λεπτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Μέτρα σε περίπτωση μη τήρησης των κανόνων συμπεριφοράς

Άρθρο 152

Άμεσα μέτρα

1.

Ο Πρόεδρος ανακαλεί στην τάξη κάθε βουλευτή που παρεμποδίζει την ομαλή διεξαγωγή της συνεδρίασης ή του οποίου η συμπεριφορά δεν είναι συμβατή με τις συναφείς διατάξεις του άρθρου 9.

2.

Σε περίπτωση υποτροπής, ο Πρόεδρος ανακαλεί και πάλι το βουλευτή στην τάξη, με σχετική εγγραφή στα Συνοπτικά πρακτικά.

3.

Αν η διατάραξη συνεχισθεί, ή σημειωθεί νέα υποτροπή, ο Πρόεδρος μπορεί να αφαιρέσει τον λόγο από τον βουλευτή ή να τον αποβάλει από την αίθουσα μέχρι το τέλος της συνεδρίασης. Σε εξαιρετικά σοβαρές περιπτώσεις, ο Πρόεδρος μπορεί να εφαρμόσει πάραυτα και χωρίς δεύτερη ανάκληση στην τάξη το μέτρο της αποβολής από την αίθουσα. Ο Γενικός Γραμματέας μεριμνά αμελλητί για την εκτέλεση των εν λόγω πειθαρχικών μέτρων, επικουρούμενος από τους κλητήρες και, εφόσον απαιτείται, από το προσωπικό ασφάλειας του Κοινοβουλίου.

4.

Εφόσον δημιουργείται ταραχή η οποία απειλεί να διαταράξει τη διεξαγωγή των συζητήσεων, ο Πρόεδρος διακόπτει τη συνεδρίαση για ορισμένο χρονικό διάστημα ή κηρύσσει τη λήξη της συνεδρίασης, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Αν δεν είναι δυνατό να εισακουσθεί, εγκαταλείπει την έδρα, γεγονός το οποίο συνεπάγεται διακοπή της συνεδρίασης. Η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται κατόπιν προσκλήσεως του Πρόεδρος.

5.

Τις εξουσίες που καθορίζονται με τις παραγράφους 1 έως 4 ασκεί, κατ’ αναλογία, ο προεδρεύων των οργάνων, επιτροπών ή αντιπροσωπειών, κατά τον παρόντα κανονισμό.

6.

Εφόσον απαιτείται, και συνυπολογίζοντας τη σοβαρότητα της παραβίασης των κανόνων συμπεριφοράς, ο Πρόεδρος της συνεδρίασης μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο την εφαρμογή του άρθρου 153, το αργότερο έως την προσεχή περίοδο συνόδου ή την επόμενη συνεδρίαση του εκάστοτε οργάνου, επιτροπής ή αντιπροσωπείας.

Άρθρο 153

Κυρώσεις

1.

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες βουλευτής διαταράσσει την τάξη κατά τρόπο εξαιρετικά σοβαρό ή διαταράσσει τις εργασίες του Κοινοβουλίου κατά παράβαση των αρχών του άρθρου 9, ο Πρόεδρος, αφού πρώτα ακούσει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, επιβάλλει την κατάλληλη κύρωση με αιτιολογημένη απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο και στους Πρόεδροςς των οργάνων, επιτροπών και αντιπροσωπειών στις οποίες ανήκει, και στη συνέχεια την ανακοινώνει στην Ολομέλεια.

2.

Κατά την αξιολόγηση των παρατηρούμενων συμπεριφορών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ειδικός, επαναλαμβανόμενος ή διαρκής χαρακτήρας τους, καθώς και ο βαθμός σοβαρότητάς τους, βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών που προσαρτώνται στον παρόντα κανονισμό (17).

3.

Η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται σε ένα ή περισσότερα από τα εξής μέτρα:

α)

επίπληξη·

β)

απώλεια του δικαιώματος αποζημίωσης διαμονής για χρονικό διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από δύο έως δέκα ημέρες·

γ)

χωρίς να θίγεται η άσκηση του δικαιώματος ψήφου στην ολομέλεια, και υπό την επιφύλαξη, στην περίπτωση αυτή, της αυστηρής τήρησης των κανόνων συμπεριφοράς, προσωρινή αναστολή, για χρονικό διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από δύο έως δέκα συναπτές ημέρες συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή οποιουδήποτε από τα όργανα, τις επιτροπές ή τις αντιπροσωπείες του, της συμμετοχής στο σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου·

δ)

υποβολή στη Διάσκεψη των Προέδρων, κατά το άρθρο 19, πρότασης για την αναστολή ή την αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων από τα αιρετά αξιώματα που κατέχει ο βουλευτής στο Κοινοβούλιο.

Άρθρο 154

Δυνατότητες προσφυγής

Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Προεδρείου εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση της κύρωσης που επέβαλε ο Πρόεδρος· η προσφυγή αναστέλλει την εφαρμογή της κύρωσης αυτής. Το Προεδρείο μπορεί, το αργότερο τέσσερις εβδομάδες από την κατάθεση της προσφυγής, να ακυρώσει, να επικυρώσει ή να μειώσει την επιβληθείσα κύρωση, χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου. Αν δεν υπάρξει απόφαση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η προσφυγή θεωρείται άκυρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Απαρτία και ψηφοφορία

Άρθρο 155

Απαρτία

1.

Το Κοινοβούλιο συνεδριάζει, καταρτίζει την ημερήσια διάταξή του και εγκρίνει τα Συνοπτικά πρακτικά, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των παρόντων βουλευτών του.

2.

Απαρτία υπάρχει όταν το ένα τρίτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων.

3.

Κάθε ψηφοφορία είναι έγκυρη, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των βουλευτών που ψηφίζουν, εκτός αν με την ευκαιρία της ψηφοφορίας ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση σαράντα τουλάχιστον βουλευτών που έχει υποβληθεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας. Αν η ψηφοφορία δείξει έλλειψη απαρτίας, η ψηφοφορία εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης.

Αίτηση διαπίστωσης της απαρτίας μπορεί να υποβληθεί μόνο από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Αίτηση η οποία υποβάλλεται εξ ονόματος πολιτικής ομάδας δεν γίνεται δεκτή.

Για τον καθορισμό του αποτελέσματος της ψηφοφορίας υπολογίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 2, όλοι οι βουλευτές που είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων και, σύμφωνα με την παράγραφο 4, όλοι οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπίστωσης απαρτίας. Για τη διαπίστωση απαρτίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας και δεν επιτρέπεται να είναι κλειστές οι θύρες της αίθουσας συνεδριάσεων.

Εάν δεν υπάρχει ο απαραίτητος για την απαρτία αριθμός παρόντων, ο Πρόεδρος δεν ανακοινώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, αλλά διαπιστώνει την έλλειψη απαρτίας.

Η παράγραφος 3 τελευταία περίοδος δεν εφαρμόζεται στις ψηφοφορίες για αιτήσεις επί της διαδικασίας, αλλά μόνο σε ψηφοφορία επί της ουσίας.

4.

Οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπίστωσης απαρτίας συνυπολογίζονται στην καταμέτρηση των παρόντων, σύμφωνα με την παράγραφο 2, ακόμα και αν δεν βρίσκονται πλέον στην αίθουσα συνεδριάσεων.

Οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπίστωσης απαρτίας πρέπει να είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας όταν υποβάλλεται η εν λόγω αίτηση.

5.

Αν είναι παρόντες λιγότεροι από σαράντα βουλευτές, ο Πρόεδρος δύναται να διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας.

Άρθρο 156

Κατάθεση και υποστήριξη των τροπολογιών

1.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες για εξέταση στην Ολομέλεια.

Οι τροπολογίες πρέπει να υποβάλλονται εγγράφως και να υπογράφονται από τους συντάκτες τους.

Οι τροπολογίες σε έγγραφα νομοθετικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 1, μπορούν να συνοδεύονται από σύντομες αιτιολογήσεις. Οι αιτιολογήσεις γράφονται με ευθύνη του συντάκτη τους και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας.

2.

Με την επιφύλαξη των περιορισμών που θεσπίζει το άρθρο 157, μία τροπολογία μπορεί να αποσκοπεί στην τροποποίηση οιουδήποτε μέρους ενός κειμένου ή στη διαγραφή, προσθήκη ή αντικατάσταση λέξεων ή αριθμών.

Στο άρθρο αυτό, καθώς και στο άρθρο 157, ο όρος «κείμενο» σημαίνει το σύνολο μιας πρότασης ψηφίσματος/σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, πρότασης απόφασης ή πρότασης νομοθετικής πράξης.

3.

Ο Πρόεδρος καθορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.

4.

Κάθε τροπολογία μπορεί να υποστηριχθεί κατά τη συζήτηση από το συντάκτη της ή από κάθε άλλο βουλευτή που ο συντάκτης ορίζει ως αντικαταστάτη.

5.

Εφόσον τροπολογία αποσυρθεί από το συντάκτη της, καθίσταται άκυρη, εκτός αν την αναδεχθεί αμέσως άλλος βουλευτής.

6.

Οι τροπολογίες μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία μόνον αν έχουν τυπωθεί και διανεμηθεί σε όλες τις επίσημες γλώσσες, εκτός εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει άλλως, Η απόφαση αυτή δεν είναι δυνατό να ληφθεί εάν σαράντα τουλάχιστον βουλευτές εκφράσουν την αντίθεσή τους. Το Κοινοβούλιο αποφεύγει τη λήψη αποφάσεων οι οποίες θα έθεταν βουλευτές που χρησιμοποιούν συγκεκριμένη γλώσσα σε μη αποδεκτή μειονεκτική θέση.

Όταν είναι παρόντες λιγότεροι από εκατό βουλευτές, το Κοινοβούλιο δεν δύναται να αποφασίσει άλλως, εφόσον αντιτίθεται τουλάχιστον το ένα δέκατο των παρόντων μελών.

Προφορικές τροπολογίες που κατατέθηκαν σε επιτροπή μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία εφόσον δεν έχει αντίρρηση κάποιος βουλευτής της επιτροπής.

Άρθρο 157

Παραδεκτό των τροπολογιών

1.

Καμία τροπολογία δεν γίνεται παραδεκτή εφόσον:

α)

το περιεχόμενό της δεν έχει άμεση σχέση με το κείμενο στην τροποποίηση του οποίου αποσκοπεί·

β)

αποσκοπεί στη διαγραφή ή αντικατάσταση του συνόλου του κειμένου·

γ)

αποσκοπεί στην τροποποίηση περισσοτέρων του ενός άρθρων ή περισσοτέρων της μίας παραγράφων του κειμένου στο οποίο αναφέρεται. Η διάταξη αυτή δεν αφορά τις συμβιβαστικές τροπολογίες, ούτε τις τροπολογίες οι οποίες επιφέρουν ταυτόσημες τροποποιήσεις σε ειδικές εκφράσεις σε ολόκληρο το κείμενο·

δ)

αποδειχθεί ότι σε μία τουλάχιστον από τις επίσημες γλώσσες η διατύπωση του κειμένου το οποίο τροποποιεί δεν χρειάζεται τροποποίηση· στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος αναζητεί από κοινού με τους ενδιαφερομένους την αρμόζουσα γλωσσική λύση.

2.

Κάθε τροπολογία καθίσταται άκυρη αν αντιβαίνει σε προηγούμενες αποφάσεις επί του αυτού κειμένου που έχουν ληφθεί κατά την αυτή ψηφοφορία.

3.

Το παραδεκτό των τροπολογιών κρίνει ο Πρόεδρος.

Η απόφαση του Πρόεδρος, που λαμβάνεται βάσει της παραγράφου 3, σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών, δεν λαμβάνεται μόνο βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αλλά βάσει των διατάξεων του κανονισμού γενικά.

4.

Μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές μπορούν να καταθέσουν εναλλακτική πρόταση ψηφίσματος σε μη νομοθετική πρόταση ψηφίσματος που περιέχεται σε έκθεση επιτροπής.

Στην περίπτωση αυτή, η ομάδα ή οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες στην πρόταση ψηφίσματος της αρμόδιας επιτροπής. Η εναλλακτική πρόταση ψηφίσματος της πολιτικής ομάδας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την πρόταση ψηφίσματος της επιτροπής. Τίθεται σε ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο σε μοναδική ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες.

Το άρθρο 110 παράγραφος 4, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Άρθρο 158

Διαδικασία ψηφοφορίας

1.

Το Κοινοβούλιο εφαρμόζει, σε ψηφοφορίες επί εκθέσεων, την ακόλουθη διαδικασία:

α)

αρχικά, ψηφοφορία επί των ενδεχομένων τροπολογιών του κειμένου στο οποίο αναφέρεται η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής·

β)

κατόπιν, ψηφοφορία επί του συνόλου του τυχόν τροποποιηθέντος κειμένου·

γ)

εν συνεχεία, ψηφοφορία επί των τροπολογιών στην πρόταση ψηφίσματος ή στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος·

δ)

τέλος, ψηφοφορία επί του συνόλου της πρότασης ψηφίσματος ή του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος (τελική ψηφοφορία).

Το Κοινοβούλιο δεν ψηφίζει επί της αιτιολογικής έκθεσης που περιέχεται στην έκθεση.

2.

Η διαδικασία που εφαρμόζεται στη δεύτερη ανάγνωση είναι η ακόλουθη:

α)

εάν δεν υποβληθεί πρόταση απόρριψης ή τροποποίησης της θέσης του Συμβουλίου, η θέση λογίζεται εγκριθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 72·

β)

η ψηφοφορία επί της πρότασης απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου διεξάγεται πριν από την ψηφοφορία επί των τυχόν τροπολογιών (βλέπε άρθρο 65 παράγραφος 1)·

γ)

εάν κατατεθούν πολλές τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου, πρέπει να τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με τη σειρά που προβλέπεται στο άρθρο 161·

δ)

εάν το Κοινοβούλιο προέβη σε ψηφοφορία για τροποποίηση της θέσης του Συμβουλίου, περαιτέρω ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου μπορεί να διενεργηθεί μόνο σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2.

3.

Στην τρίτη ανάγνωση εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 69.

4.

Σε ψηφοφορίες επί νομοθετικών κειμένων και επί μη νομοθετικών ψηφισμάτων, πραγματοποιούνται πρώτα οι ψηφοφορίες που αφορούν το διατακτικό και ακολουθούν οι ψηφοφορίες που αφορούν αιτιολογικές αναφορές και σκέψεις. Οι τροπολογίες καταπίπτουν αν είναι αντίθετες με προηγούμενη ψηφοφορία.

5.

Κατά την ψηφοφορία επιτρέπεται να μιλήσει μόνον ο εισηγητής, προκειμένου να εκθέσει με συντομία την άποψη της επιτροπής του για τις τροπολογίες που τίθενται σε ψηφοφορία.

Άρθρο 159

Ισοψηφία

1.

Εάν υπάρχει ισοψηφία στο πλαίσιο του άρθρου 158 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή στοιχείο δ), το κείμενο στο σύνολό του αναπέμπεται στην επιτροπή. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά τις ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 7 και τις τελικές ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 186 και 198· εξυπακούεται ότι, όσον αφορά τα δύο αυτά τελευταία άρθρα, η αναπομπή γίνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων.

2.

Εάν υπάρξει ισοψηφία όσον αφορά την ημερήσια διάταξη στο σύνολό της (άρθρο 140) ή τα πρακτικά στο σύνολό τους (άρθρο 179) ή κείμενο που έχει τεθεί σε ψηφοφορία κατά τμήματα σύμφωνα με το άρθρο 163, το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι εγκρίνεται.

3.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισοψηφίας, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων που απαιτούν ειδική πλειοψηφία, το κείμενο ή η πρόταση που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι απορρίπτεται.

Άρθρο 160

Βάσεις της ψηφοφορίας

1.

Βάση της ψηφοφορίας επί των εκθέσεων αποτελεί μία σύσταση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής. Η επιτροπή αυτή μπορεί να αναθέσει το έργο αυτό στον Πρόεδρο και τον εισηγητή της.

2.

Η επιτροπή μπορεί να συστήσει να ψηφισθούν όλες ή ορισμένες τροπολογίες μαζί, να εγκριθούν ή να απορριφθούν ή να θεωρηθούν άκυρες.

Μπορεί να προτείνει επίσης συμβιβαστικές τροπολογίες.

3.

Εφόσον συστήσει να ψηφισθούν οι τροπολογίες όλες μαζί, τότε διεξάγεται καταρχάς η ψηφοφορία επί όλων αυτών των τροπολογιών μαζί.

4.

Εφόσον προτείνει συμβιβαστική τροπολογία, διενεργείται επ’ αυτής ψηφοφορία κατά προτεραιότητα.

5.

Επί τροπολογίας για την οποία έχει ζητηθεί ονομαστική ψηφοφορία διενεργείται χωριστή ψηφοφορία.

6.

Σε ψηφοφορία πολλών τροπολογιών μαζί ή επί συμβιβαστικής τροπολογίας δεν επιτρέπεται ψηφοφορία κατά τμήματα.

Άρθρο 161

Σειρά ψηφοφορίας για τις τροπολογίες

1.

Οι τροπολογίες έχουν προτεραιότητα έναντι του κειμένου στο οποίο αναφέρονται και τίθενται σε ψηφοφορία πριν από αυτό.

2.

Αν δύο ή περισσότερες τροπολογίες οι οποίες αλληλοαναιρούνται αναφέρονται στο ίδιο τμήμα του κειμένου, εκείνη που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο έχει την προτεραιότητα και τίθεται πρώτη σε ψηφοφορία. Η έγκρισή της συνεπάγεται την ακύρωση των άλλων τροπολογιών. Αν όμως απορριφθεί αυτή, τίθεται σε ψηφοφορία η τροπολογία η οποία ακολουθεί κατά σειρά προτεραιότητας και ούτω καθεξής για κάθε μία από τις επόμενες τροπολογίες. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την προτεραιότητα, αποφασίζει ο Πρόεδρος. Εάν απορριφθούν όλες οι τροπολογίες, το αρχικό κείμενο θεωρείται εγκριθέν, εκτός αν έχει ζητηθεί χωριστή ψηφοφορία εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

3.

Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία πρώτα το αρχικό κείμενο ή να θέσει σε ψηφοφορία την τροπολογία που αποκλίνει λιγότερο από αυτό πριν από την τροπολογία που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο.

Αν κάποιο από τα κείμενα συγκεντρώσει την πλειοψηφία, όλες οι άλλες τροπολογίες που αναφέρονται στο ίδιο κείμενο καθίστανται άκυρες.

4.

Κατ’ εξαίρεση, μετά από πρόταση του Πρόεδρος, τροπολογίες που κατατίθενται μετά τη λήξη της συζήτησης είναι δυνατό να τεθούν σε ψηφοφορία αν πρόκειται για συμβιβαστικές τροπολογίες ή αν ανακύψουν προβλήματα τεχνικής φύσης. Ο Πρόεδρος θα πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου προκειμένου να τις θέσει σε ψηφοφορία.

Σύμφωνα με το άρθρο 157 παράγραφος 3, ο Πρόεδρος κρίνει το παραδεκτό των τροπολογιών. Για συμβιβαστική τροπολογία που κατατίθεται μετά το πέρας της συζήτησης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, ο Πρόεδρος κρίνει το παραδεκτό κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συμβιβαστικό χαρακτήρα της τροπολογίας.

Μπορούν να εφαρμοστούν τα εξής γενικά κριτήρια περί του παραδεκτού:

κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες δεν μπορούν να αναφέρονται σε τμήματα του κειμένου που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο τροπολογιών πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση τροπολογιών,

κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες προέρχονται από τις πολιτικές ομάδες, τους Πρόεδροςς ή τους εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών ή τους συντάκτες άλλων τροπολογιών,

κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες έχουν ως αποτέλεσμα να αποσύρονται άλλες τροπολογίες για το ίδιο σημείο.

Μόνο ο Πρόεδρος μπορεί να προτείνει να ληφθεί υπόψη συμβιβαστική τροπολογία. Για να θέσει την τροπολογία σε ψηφοφορία, ο Πρόεδρος πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου· ερωτά δηλαδή αν υπάρχουν αντιρρήσεις να τεθεί σε ψηφοφορία συμβιβαστική τροπολογία. Στην περίπτωση αυτή, το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

5.

Εάν η αρμόδια επιτροπή έχει καταθέσει σειρά τροπολογιών σε κείμενο που αποτελεί αντικείμενο της έκθεσης, ο Πρόεδρος τις θέτει όλες μαζί σε ψηφοφορία, εκτός εάν έχει ζητηθεί χωριστή ψηφοφορία από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές ή εάν έχουν κατατεθεί άλλες τροπολογίες.

6.

Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες μαζί όταν αυτές αλληλοσυμπληρώνονται. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί τη διαδικασία της παραγράφου 5. Οι συντάκτες τέτοιων τροπολογιών μπορούν να προτείνουν να ψηφιστούν όλες μαζί οι τροπολογίες που αλληλοσυμπληρώνονται.

7.

Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, μετά την έγκριση ή απόρριψη συγκεκριμένης τροπολογίας, να θέσει μαζί σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες, με παρόμοιο περιεχόμενο ή παρόμοιους στόχους. Πριν εφαρμόσει τη διαδικασία αυτή, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου.

Η δέσμη τροπολογιών μπορεί να αφορά διαφορετικά μέρη του αρχικού κειμένου.

8.

Εφόσον κατατίθενται δύο ή περισσότερες ταυτόσημες τροπολογίες από διαφορετικούς συντάκτες, τίθενται σε ψηφοφορία ως ενιαία τροπολογία.

Άρθρο 162

Εξέταση από την επιτροπή των τροπολογιών που θα υποβληθούν στην Ολομέλεια

Εφόσον σε μία έκθεση έχουν κατατεθεί, αθροιστικώς, περισσότερες από 50 τροπολογίες και αιτήσεις για χωριστή ψηφοφορία ή ψηφοφορία κατά τμήματα για εξέταση στην Ολομέλεια, ο Πρόεδρος μπορεί, μετά από διαβούλευση με τον πρόεδρό της, να ζητήσει από την αρμόδια επιτροπή να συνεδριάσει για να εξετάσει τις εν λόγω τροπολογίες ή αιτήσεις. Κάθε τροπολογία ή αίτηση για χωριστή ψηφοφορία ή ψηφοφορία κατά τμήματα που δεν υπερψηφίζεται σε αυτό το στάδιο από το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής δεν τίθεται σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια.

Άρθρο 163

Ψηφοφορία κατά τμήματα

1.

Όταν το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία περιέχει δύο ή περισσότερες διατάξεις ή αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα ζητήματα ή προσφέρεται σε χωρισμό σε δύο ή περισσότερα μέρη με ανεξάρτητη λογική ή/και κανονιστική ισχύ, μπορεί να υποβληθεί αίτηση ψηφοφορίας κατά τμήματα από μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές.

2.

Η αίτηση αυτή υποβάλλεται το απόγευμα πριν από την ψηφοφορία, εκτός εάν ο Πρόεδρος καθορίσει άλλη προθεσμία. Ο Πρόεδρος αποφασίζει όσον αφορά την αίτηση.

Άρθρο 164

Δικαίωμα ψήφου

Το δικαίωμα ψήφου είναι προσωπικό.

Οι βουλευτές ψηφίζουν ατομικά και αυτοπροσώπως.

Οιαδήποτε παραβίαση του παρόντος άρθρου θεωρείται σοβαρή διατάραξη της συνεδρίασης υπό την έννοια του άρθρου 153 παράγραφος 1 και έχει τις έννομες συνέπειες που αναγράφονται στο άρθρο αυτό.

Άρθρο 165

Ψηφοφορία

1.

Το Κοινοβούλιο ψηφίζει γενικά με ανάταση του χεριού.

2.

Εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι το αποτέλεσμα δεν είναι προφανές, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ηλεκτρονικώς ή, εάν το σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας βρίσκεται εκτός λειτουργίας, δι' εγέρσεως των βουλευτών.

3.

Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής καταγράφεται.

Άρθρο 166

Τελική ψηφοφορία

Το Κοινοβούλιο, κατά την ψηφοφορία επί προτεινόμενης νομοθετικής πράξης, είτε πρόκειται για μία και μοναδική είτε για τελική ψηφοφορία, ψηφίζει με ονομαστική κλήση χρησιμοποιώντας το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας.

Άρθρο 167

Ψηφοφορία με ονομαστική κλήση

1.

Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται με το άρθρο 106 παράγραφος 4, το άρθρο 107 παράγραφος 5 και το άρθρο 166, η ψηφοφορία γίνεται με ονομαστική κλήση αν το απόγευμα πριν από την έναρξή της το ζητήσουν εγγράφως μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, εκτός αν ο Πρόεδρος ορίσει διαφορετική προθεσμία.

2.

Η ψηφοφορία με ονομαστική κλήση διεξάγεται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας. Εάν η χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος είναι αδύνατη για τεχνικούς λόγους, η ονομαστική κλήση γίνεται με αλφαβητική σειρά και αρχίζει από το όνομα βουλευτή που επελέγη με κλήρο. Ο Πρόεδρος ψηφίζει τελευταίος.

Η ψηφοφορία γίνεται μεγαλοφώνως, η δε ψήφος εκφράζεται με «ναι», «όχι» ή «αποχή». Για την έγκριση ή την απόρριψη πρότασης μόνο οι ψήφοι «υπέρ» και «κατά» υπολογίζονται. Ο Πρόεδρος διαπιστώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και το ανακοινώνει.

Οι ψήφοι καταγράφονται στα Συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης, ανά πολιτική ομάδα και με αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών. Αναφέρεται επίσης τί ψήφισε κάθε βουλευτής.

Άρθρο 168

Ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα

1.

Ο Πρόεδρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει τη χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος για τις ψηφοφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 165, 167 και 169.

Αν η χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος είναι αδύνατη για τεχνικούς λόγους, τότε η ψηφοφορία γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 165, το άρθρο 167 παράγραφος 2, ή το άρθρο 169.

Οι τεχνικές λεπτομέρειες της χρησιμοποίησης του συστήματος αυτού ρυθμίζονται με οδηγίες του Προεδρείου.

2.

Σε περίπτωση ψηφοφορίας με ηλεκτρονικό σύστημα μόνο το αριθμητικό αποτέλεσμά της καταγράφεται.

Αν πάντως ζητηθεί ψηφοφορία με ονομαστική κλήση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 167 παράγραφος 1, το αποτέλεσμά της καταγράφεται ονομαστικά και καταχωρίζεται στα Συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης, ανά πολιτική ομάδα και με αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών.

3.

Η ψηφοφορία με ονομαστική κλήση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 167 παράγραφος 2, κάθε φορά που η πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών το ζητεί. Για να διαπιστωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σύστημα που προβλέπεται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 169

Μυστική ψηφοφορία

1.

Για τους διορισμούς, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 13 παράγραφος 1, του άρθρου 186 παράγραφος 1, και του άρθρου 191 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, η ψηφοφορία είναι μυστική.

Μόνο τα ψηφοδέλτια που περιέχουν τα ονόματα των προσώπων που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπολογίζονται κατά την καταμέτρηση των ψήφων.

2.

Η ψηφοφορία μπορεί επίσης να είναι μυστική αν αυτό ζητηθεί από το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

Εφόσον, πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο ζητήσει τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας, η ψηφοφορία πρέπει να διεξαχθεί μυστικά.

3.

Αίτηση για μυστική ψηφοφορία έχει προτεραιότητα έναντι αίτησης για ψηφοφορία με ονομαστική κλήση.

4.

Η διαλογή των ψήφων σε κάθε μυστική ψηφοφορία διενεργείται από δύο έως οκτώ ψηφολέκτες, που ορίζονται με κλήρο μεταξύ των βουλευτών, εκτός αν η ψηφοφορία διεξάγεται ηλεκτρονικά.

Σε ψηφοφορίες που διεξάγονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι υποψήφιοι δεν μπορούν να είναι και ψηφολέκτες.

Τα ονόματα των βουλευτών που πήραν μέρος σε μυστική ψηφοφορία καταγράφονται στα Συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε η ψηφοφορία.

Άρθρο 170

Αιτιολόγηση της ψήφου

1.

Όταν η γενική συζήτηση περατωθεί, μπορεί κάθε βουλευτής να προβεί σε προφορική αιτιολόγηση ψήφου επί της τελικής ψηφοφορίας, που επιτρέπεται να διαρκέσει κατ’ ανώτατο όριο ένα λεπτό, ή σε σύντομη γραπτή δήλωση 200 λέξεων κατ’ ανώτατο όριο, η οποία περιλαμβάνεται στα Πλήρη πρακτικά της συνεδρίασης.

Μία πολιτική ομάδα μπορεί να προβεί σε αιτιολόγηση διάρκειας δύο λεπτών κατ’ ανώτατο όριο.

Αιτήσεις αιτιολόγησης της ψήφου που υποβάλλονται μετά την έναρξη της πρώτης αιτιολόγησης ψήφου δεν γίνονται πλέον δεκτές.

Αιτιολογήσεις ψήφου γίνονται δεκτές στην τελική ψηφοφορία επί οιουδήποτε θέματος που υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο. Ο όρος «τελική ψηφοφορία» δεν προδικάζει το είδος της ψηφοφορίας, αλλά σημαίνει την τελευταία ψηφοφορία επί οιουδήποτε θέματος.

2.

Αιτιολόγηση της ψήφου δεν γίνεται δεκτή σε περίπτωση ψηφοφορίας επί θεμάτων διαδικασίας.

3.

Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 138, η ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου περιλαμβάνει πρόταση νομοθετικής πράξης ή έκθεση οι βουλευτές μπορούν να προβούν σε γραπτή αιτιολόγηση ψήφου, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Οι αιτιολογήσεις ψήφου, προφορικές ή γραπτές, πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία.

Άρθρο 171

Αμφισβητήσεις επί της ψηφοφορίας

1.

Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη κάθε ψηφοφορίας.

2.

Εφόσον ο Πρόεδρος κηρύξει την έναρξη ψηφοφορίας, μόνον ο ίδιος μπορεί να παρέμβει πριν κηρύξει τη λήξη της.

3.

Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού σχετικά με την εγκυρότητα ψηφοφορίας είναι δυνατό να γίνουν αφού κηρυχθεί η λήξη της ψηφοφορίας.

4.

Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας με ανάταση του χεριού, μπορεί να ζητηθεί επαλήθευση με το ηλεκτρονικό σύστημα.

5.

Ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος. Η απόφασή του είναι αμετάκλητη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Παρεμβάσεις επι της διαδικασίας

Άρθρο 172

Αιτήσεις επί της διαδικασίας

1.

Ο λόγος δίνεται στους βουλευτές κατά προτεραιότητα για τις ακόλουθες αιτήσεις επί της διαδικασίας:

α)

αίτηση απόρριψης συζήτησης λόγω απαραδέκτου (άρθρο 174)·

β)

αίτηση αναπομπής σε επιτροπή (άρθρο 175)·

γ)

αίτηση τερματισμού της συζήτησης (άρθρο 176)·

δ)

αίτηση αναβολής της συζήτησης και της ψηφοφορίας (άρθρο 177)·

ε)

αίτηση διακοπής ή λήξης της συνεδρίασης (άρθρο 178).

Όσον αφορά τις αιτήσεις αυτές μπορούν να λάβουν το λόγο,

εκτός από τον αιτούντα, μόνο ένας αγορητής υπέρ και ένας αγορητής κατά, καθώς επίσης και ο Πρόεδρος ή ο εισηγητής της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

2.

Ο χρόνος αγόρευσης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα λεπτό.

Άρθρο 173

Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού

1.

Κάθε βουλευτής μπορεί να λάβει το λόγο για να επιστήσει την προσοχή του Πρόεδρος σε παράβαση του κανονισμού. Κατά την έναρξη της παρέμβασής του, ο βουλευτής πρέπει να μνημονεύσει το άρθρο του κανονισμού το οποίο επικαλείται.

2.

Κάθε παρέμβαση επί της εφαρμογής του κανονισμού έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων παρεμβάσεων.

3.

Ο χρόνος αγόρευσης δεν υπερβαίνει το ένα λεπτό.

4.

Ο Πρόεδρος αποφασίζει αμέσως επί των παρατηρήσεων επί της εφαρμογής του κανονισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού και ανακοινώνει την απόφασή του αμέσως μετά την παρατήρηση επί του κανονισμού. Δεν διενεργείται ψηφοφορία επ’ αυτής της απόφασης.

5.

Ο Πρόεδρος μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να δηλώσει ότι η σχετική απόφαση θα ανακοινωθεί αργότερα, αλλά οπωσδήποτε εντός 24 ωρών από την παρατήρηση επί της εφαρμογής του κανονισμού και εφόσον η αναβολή της απόφασης δεν αναστέλλει τη διεξαγόμενη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος μπορεί να υποβάλει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή.

Η αίτηση αγόρευσης για παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού πρέπει να αφορά το εξεταζόμενο σημείο της ημερήσιας διάταξης. Ο Πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει αίτηση αγόρευσης που αφορά άλλο αντικείμενο, σε κατάλληλο χρονικό σημείο, για παράδειγμα μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης του σχετικού σημείου της ημερήσιας διάταξης ή πριν από διακοπή της συνεδρίασης.

Άρθρο 174

Απόρριψη συζήτησης λόγω απαραδέκτου

1.

Κατά την έναρξη της συζήτησης επί συγκεκριμένου θέματος της ημερήσιας διάταξης, μπορεί να υποβληθεί αίτηση απόρριψης του σχετικού θέματος συζήτησης ως απαραδέκτου. Η ψηφοφορία επί της αίτησης αυτής διεξάγεται αμέσως.

Η πρόθεση υποβολής τέτοιας αίτησης κοινοποιείται το αργότερο πριν από 24 ώρες στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

2.

Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί αμέσως στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης.

Άρθρο 175

Αναπομπή σε επιτροπή

1.

Η αναπομπή σε επιτροπή μπορεί να ζητηθεί από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές κατά τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης ή πριν από την έναρξη της συζήτησης.

Η πρόθεση να προταθεί αναπομπή γνωστοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

2.

Η αναπομπή σε επιτροπή μπορεί επίσης να ζητηθεί από μια πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές πριν ή κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας. Η πρόταση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

3.

Η αίτηση αναπομπής σε επιτροπή μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά κατά τη διάρκεια καθεμιάς από τις διάφορες αυτές φάσεις της διαδικασίας.

4.

Με την αναπομπή σε επιτροπή αναβάλλεται η συζήτηση επί του υπό εξέταση θέματος.

5.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να θέσει στην επιτροπή προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβάλει τα πορίσματά της.

Άρθρο 176

Περάτωση της συζήτησης

1.

Η περάτωση της συζήτησης πριν εξαντληθεί ο κατάλογος των αγορητών μπορεί να προταθεί από τον Πρόεδρο ή από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Η ψηφοφορία επί της πρότασης ή της αίτησης αυτής διεξάγεται αμέσως.

2.

Αν αυτή η πρόταση ή αίτηση γίνει δεκτή, επιτρέπεται να μιλήσει μόνο ένας βουλευτής από κάθε ομάδα στην οποία δεν έχει ακόμα δοθεί ο λόγος.

3.

Αφού πραγματοποιηθούν οι παρεμβάσεις που προβλέπει η παράγραφος 2, η συζήτηση λήγει και το Κοινοβούλιο προχωρεί στην ψηφοφορία επί του εξεταζόμενου θέματος, εφόσον δεν έχει καθορισθεί προηγουμένως συγκεκριμένος χρόνος ψηφοφορίας.

4.

Αν η αίτηση ή η πρόταση απορριφθούν, δεν μπορούν να υποβληθούν και πάλι κατά τη διάρκεια της ίδιας συζήτησης παρά μόνο από τον Πρόεδρο.

Άρθρο 177

Αναβολή της συζήτησης και της ψηφοφορίας

1.

Κατά την έναρξη της συζήτησης επί συγκεκριμένου θέματος της ημερήσιας διάταξης, μπορεί μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές να ζητήσουν την αναβολή της συζήτησης μέχρις ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου. Η σχετική ψηφοφορία διεξάγεται αμέσως.

Η πρόθεση να ζητηθεί αναβολή της συζήτησης κοινοποιείται το αργότερο πριν από 24 ώρες στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

2.

Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης. Η αναβληθείσα συζήτηση συνεχίζεται κατά το καθορισθέν συγκεκριμένο χρονικό σημείο.

3.

Αν απορριφθεί η αίτηση, δεν μπορεί να υποβληθεί και πάλι κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου συνόδου.

4.

Πριν από τη διεξαγωγή ή κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας, μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν αίτηση για αναβολή της ψηφοφορίας. Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

Απόφαση του Κοινοβουλίου που αναβάλλει συζήτηση για μεταγενέστερη περίοδο συνόδου πρέπει να αναφέρει την περίοδο συνόδου στην ημερήσια διάταξη της οποίας πρέπει να εγγραφεί η συζήτηση, εξυπακουομένου βέβαια ότι η ημερήσια διάταξη αυτής της περιόδου συνόδου καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 137 και 140 του κανονισμού.

Άρθρο 178

Διακοπή ή λήξη της συνεδρίασης

Κατά τη διάρκεια συζήτησης ή ψηφοφορίας, η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί ή να λήξει αν το αποφασίσει το Κοινοβούλιο μετά από πρόταση του Πρόεδρος ή αίτηση πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών. Η ψηφοφορία επ’ αυτής της πρότασης ή αίτησης αυτής διεξάγεται αμέσως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Δημοσιότητα των εργασιών

Άρθρο 179

Συνοπτικά πρακτικά

1.

Τα Συνοπτικά πρακτικά κάθε συνεδρίασης που περιέχουν λεπτομέρειες της διαδικασίας και των αποφάσεων του Κοινοβουλίου και τα ονόματα των αγορητών, διανέμονται τουλάχιστον μισή ώρα πριν από την έναρξη της απογευματινής περιόδου της επόμενης συνεδρίασης.

Αποφάσεις κατά την έννοια της παρούσας διάταξης θεωρούνται επίσης στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας όλες οι τροπολογίες που εγκρίνει το Κοινοβούλιο, ακόμα και εάν έχει απορριφθεί η σχετική πρόταση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 1, ή η θέση του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 3.

2.

Στην αρχή της απογευματινής περιόδου κάθε συνεδρίασης, ο Πρόεδρος υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση τα Συνοπτικά πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης.

3.

Αν προβληθεί ένσταση κατά των Συνοπτικών Πρακτικών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει, κατά περίπτωση, εάν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αιτούμενες τροποποιήσεις. Κανένας βουλευτής δεν επιτρέπεται να μιλήσει περισσότερο από ένα λεπτό επί του θέματος.

4.

Τα Συνοπτικά πρακτικά φέρουν την υπογραφή του Πρόεδρος και του Γενικού Γραμματέα και φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 180

Εγκριθέντα κείμενα

1.

Τα κείμενα που ενέκρινε το Κοινοβούλιο δημοσιεύονται αμέσως μετά την ψηφοφορία. Υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο μαζί με τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίασης και τηρούνται στα αρχεία του Κοινοβουλίου.

2.

Τα κείμενα που ενέκρινε το Κοινοβούλιο υπόκεινται σε νομική - γλωσσική επεξεργασία για την οριστική τους διατύπωση, με ευθύνη του Πρόεδρος. Όταν τα κείμενα αυτά εγκρίνονται βάσει συμφωνίας μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, την επεξεργασία πραγματοποιούν τα δύο όργανα στο πλαίσιο στενής συνεργασίας και αμοιβαίας συνεννόησης.

3.

Η διαδικασία του άρθρου 216 εφαρμόζεται όταν, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή και η ποιότητα του κειμένου σύμφωνα με την εκφρασθείσα βούληση του Κοινοβουλίου, απαιτούνται προσαρμογές που υπερβαίνουν τη διόρθωση τεχνικών σφαλμάτων ή τις διορθώσεις που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλισθεί η συμφωνία όλων των γλωσσικών εκδοχών καθώς επίσης και η γλωσσική τους ορθότητα και ορολογική τους συνοχή.

4.

Οι θέσεις που ενέκρινε το Κοινοβούλιο κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία λαμβάνουν τη μορφή ενοποιημένου κειμένου. Όταν η ψηφοφορία του Κοινοβουλίου δεν βασίζεται σε συμφωνία με το Συμβούλιο, επισημαίνονται στο ενοποιημένο κείμενο όλες οι εγκριθείσες τροπολογίες.

5.

Μετά την οριστική διατύπωση, τα κείμενα που εγκρίθηκαν υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 181

Πλήρη πρακτικά

1.

Πλήρη πρακτικά των συζητήσεων κάθε συνεδρίασης συντάσσονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

2.

Οι αγορητές οφείλουν να επιστρέφουν τις διορθώσεις των κειμένων των αγορεύσεών τους στη Γραμματεία εντός μίας εβδομάδας.

3.

Τα Πλήρη πρακτικά δημοσιεύονται ως παράρτημα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.

Οι βουλευτές μπορούν να ζητήσουν να πραγματοποιηθεί μετάφραση αποσπασμάτων των πρακτικών σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Άρθρο 182

Οπτικοακουστική εγγραφή των πρακτικών των συνεδριάσεων

Αμέσως μετά τη συνεδρίαση, παράγεται και διατίθεται στο Διαδίκτυο η οπτικοακουστική εγγραφή των πρακτικών των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ηχογραφήσεων από όλους τους θαλάμους διερμηνείας.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Επιτροπές — Σύσταση και καθήκοντα

Άρθρο 183

Σύσταση μονίμων επιτροπών

Μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες επιτροπές, οι αρμοδιότητες των οποίων καθορίζονται σε παράρτημα του κανονισμού (18). Τα μέλη τους εκλέγονται κατά την πρώτη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου και εκ νέου μετά από δυόμισυ χρόνια.

Οι αρμοδιότητες των μονίμων επιτροπών μπορούν να καθορισθούν σε χρόνο διαφορετικό από αυτόν της σύστασής τους.

Άρθρο 184

Σύσταση ειδικών επιτροπών

Κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί ανά πάσα στιγμή να συστήσει ειδικές επιτροπές, των οποίων οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η λήξη της θητείας καθορίζονται ταυτόχρονα με τη λήψη της απόφασης περί σύστασης της επιτροπής· η θητεία της επιτροπής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, εκτός αν, κατά τη λήξη της, το Κοινοβούλιο την παρατείνει.

Καθόσον οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η θητεία των ειδικών επιτροπών καθορίζονται ταυτόχρονα με τη σύστασή τους, το Κοινοβούλιο δεν θα μπορεί στη συνέχεια να αποφασίσει τροποποίηση των αρμοδιοτήτων τους, είτε περιορίζοντας είτε διευρύνοντάς τες.

Άρθρο 185

Εξεταστικές επιτροπές

1.

Το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση του ενός τετάρτου των βουλευτών, μπορεί να συστήσει εξεταστική επιτροπή για να εξετάζει τις καταγγελίες παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης ή περιστατικά κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, τα οποία καταλογίζονται σε όργανο ή υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή σε δημόσια διοίκηση ενός κράτους μέλους, ή σε πρόσωπα στα οποία το δίκαιο της Ένωσης αναθέτει την εντολή της εφαρμογής του.

Η απόφαση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής δημοσιεύεται εντός ενός μηνός στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Κοινοβούλιο λαμβάνει εξάλλου κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου η απόφαση αυτή να καταστεί όσο το δυνατό περισσότερο γνωστή.

2.

Η λειτουργία εξεταστικής επιτροπής διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι οποίες εφαρμόζονται στις επιτροπές, πλην των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το παρόν άρθρο και από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, σχετικά με τους τρόπους άσκησης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων, που επισυνάπτεται στον παρόντα κανονισμό (19).

3.

Η αίτηση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής θα πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της έρευνας και να περιλαμβάνει λεπτομερή αιτιολογική έκθεση που να την υποστηρίζει. Το Κοινοβούλιο, μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, αποφασίζει σχετικά με τη σύσταση της επιτροπής και, αν αποφασίσει τη σύστασή της, σχετικά με τη σύνθεσή της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 186.

4.

Η εξεταστική επιτροπή περατώνει τις εργασίες της με την υποβολή έκθεσης εντός δώδεκα μηνών κατ’ ανώτατο όριο. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει δύο φορές την προθεσμία αυτή για άλλους τρεις μήνες.

Εντός της εξεταστικής επιτροπής έχουν δικαίωμα ψήφου μόνο τα τακτικά μέλη ή, κατά την απουσία τους, οι μόνιμοι αναπληρωτές τους.

5.

Η εξεταστική επιτροπή εκλέγει τον Πρόεδρό της και δύο αντιΠρόεδροςς και ορίζει έναν ή περισσότερους εισηγητές. Εξάλλου, η επιτροπή μπορεί επίσης να αναθέσει αποστολές, ειδικά καθήκοντα ή αρμοδιότητες στα μέλη της, τα οποία στη συνέχεια της υποβάλλουν λεπτομερή έκθεση.

Στη διάρκεια που μεσολαβεί μεταξύ δύο συνεδριάσεων, το προεδρείο ασκεί, σε περιπτώσεις κατεπείγοντος ή ανάγκης, τις εξουσίες της επιτροπής, με την προϋπόθεση ότι οι ενέργειές του θα επικυρωθούν στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση.

6.

Εφόσον εξεταστική επιτροπή θεωρεί ότι κάποιο δικαίωμά της δεν έχει γίνει σεβαστό, προτείνει στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα.

7.

Η εξεταστική επιτροπή μπορεί να αποταθεί στα όργανα ή στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 3 της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, με σκοπό τη διεξαγωγή ακροάσεων ή την παραλαβή εγγράφων.

Τα έξοδα ταξιδίου και παραμονής των μελών και των υπαλλήλων των θεσμικών και άλλων οργάνων της Ένωσης επιβαρύνουν τις αντίστοιχες υπηρεσίες. Τα έξοδα ταξιδίου και παραμονής των άλλων προσώπων που καταθέτουν ενώπιον εξεταστικής επιτροπής θα επιστρέφονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τους όρους που εφαρμόζονται για τις ακροάσεις των εμπειρογνωμόνων.

Κάθε άτομο που καλείται να καταθέσει ενώπιον εξεταστικής επιτροπής έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που θα είχε ως μάρτυρας ενώπιον δικαστικής αρχής της χώρας προέλευσής του και θα πρέπει να ενημερωθεί σχετικά με τα δικαιώματα αυτά πριν από την κατάθεσή του.

Όσον αφορά τη χρήση των γλωσσών, η εξεταστική επιτροπή εφαρμόζει το άρθρο 146. Ωστόσο, το προεδρείο της επιτροπής:

μπορεί να περιορίσει τη διερμηνεία στις επίσημες γλώσσες όσων πρέπει να συμμετάσχουν στις εργασίες, εάν το κρίνει απαραίτητο για λόγους εμπιστευτικότητας και

αποφασίζει σχετικά με τη μετάφραση των εγγράφων που παραλαμβάνει κατά τρόπο ώστε η επιτροπή να μπορεί να διεξάγει τις εργασίες της με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα, με σεβασμό του απαιτούμενου απορρήτου και της εμπιστευτικότητας.

8.

Ο Πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής μεριμνά μαζί με τα μέλη του προεδρείου για την τήρηση του απορρήτου ή του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εργασιών, προειδοποιώντας εγκαίρως τα μέλη επ’ αυτού.

Επίσης, υπενθυμίζει ρητώς τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2, της προαναφερθείσας απόφασης. Εφαρμόζεται το παράρτημα VIII μέρος Α του κανονισμού.

9.

Η εξέταση των εγγράφων που διαβιβάζονται με τη διαδικασία του απορρήτου ή εμπιστευτικώς διεξάγεται με τη βοήθεια τεχνικών μέσων που εξασφαλίζουν την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στα έγγραφα αυτά μόνον των ειδικώς επιφορτισμένων για το σκοπό αυτό βουλευτών. Οι εν λόγω βουλευτές πρέπει να αναλάβουν την επίσημη δέσμευση να μην επιτρέψουν σε κανέναν άλλον την πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι απόρρητες ή εμπιστευτικές σύμφωνα με το παρόν άρθρο και να τις χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για τη σύνταξη της έκθεσής τους προς την εξεταστική επιτροπή. Οι συνεδριάσεις θα διεξάγονται σε αίθουσες με ειδική εγκατάσταση κατά τρόπο που να μην επιτρέπεται η ακρόαση εκ μέρους μη εξουσιοδοτημένων προσώπων.

10.

Όταν λήξουν οι εργασίες της, η εξεταστική επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο έκθεση με τα πορίσματα των εργασιών της, συνοδευόμενη ενδεχομένως από γνώμες της μειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 52. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται.

Μετά από αίτηση της εξεταστικής επιτροπής, το Κοινοβούλιο διεξάγει συζήτηση επί της τελικής αυτής έκθεσης κατά την αμέσως επόμενη από την υποβολή της έκθεσης περίοδο συνόδου.

Η επιτροπή αυτή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο σχέδιο σύστασης προοριζόμενο για θεσμικά ή άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των κρατών μελών.

11.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το παράρτημα VII του κανονισμού, να εξακριβώσει τη συνέχεια που δόθηκε στα πορίσματα της εξεταστικής επιτροπής και, ενδεχομένως, τη σύνταξη σχετικής έκθεσης. Λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο που θεωρείται σκόπιμο προκειμένου να προωθηθεί η ουσιαστική εφαρμογή των πορισμάτων των ερευνών.

Μόνο στην πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων σχετικά με τη σύνθεση εξεταστικής επιτροπής (παράγραφος 3) είναι δυνατό να υποβληθούν τροπολογίες, σύμφωνα με το άρθρο 186 παράγραφος 2.

Το αντικείμενο της έρευνας, όπως προσδιορίζεται από το ένα τέταρτο των βουλευτών του Κοινοβουλίου (παράγραφος 3), καθώς και το χρονικό διάστημα που καθορίζεται με την παράγραφο 4 δεν επιδέχονται τροπολογίες.

Άρθρο 186

Σύνθεση των επιτροπών

1.

Η εκλογή των μελών των επιτροπών και των εξεταστικών επιτροπών γίνεται μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών. Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει προτάσεις στο Κοινοβούλιο. Η σύνθεση των επιτροπών αντικατοπτρίζει στο μέτρο του δυνατού τη σύνθεση του Κοινοβουλίου.

Όταν βουλευτές αλλάζουν πολιτική ομάδα, διατηρούν για το υπόλοιπο της θητείας τους των δυόμισυ ετών τις έδρες που κατέχουν στις κοινοβουλευτικές επιτροπές. Εντούτοις, αν αυτή η αλλαγή πολιτικής ομάδας διαταράσσει τη δίκαιη εκπροσώπηση των πολιτικών τάσεων σε μία επιτροπή, τότε η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει νέες προτάσεις για τη σύνθεση της εν λόγω επιτροπής, κατά τη διαδικασία που προβλέπει η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 1, με την προϋπόθεση του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου βουλευτή.

Για την τήρηση της αναλογικότητας της διανομής των εδρών μεταξύ των πολιτικών ομάδων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο εγγύτερος κατάλληλος ακέραιος αριθμός. Εάν πολιτική ομάδα αποφασίσει να μην λάβει έδρες σε μία επιτροπή, οι έδρες αυτές παραμένουν κενές και η επιτροπή μειώνεται σε μέγεθος κατά τον αντίστοιχο αριθμό. Η ανταλλαγή εδρών μεταξύ των πολιτικών ομάδων δεν επιτρέπεται.

2.

Τροπολογίες στις προτάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων γίνονται παραδεκτές υπό τον όρο να έχουν κατατεθεί από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μυστική ψηφοφορία επί των τροπολογιών αυτών.

3.

Εκλέγονται οι βουλευτές που αναφέρονται στις προτάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων, όπως έχουν ενδεχομένως τροποποιηθεί βάσει της παραγράφου 2.

4.

Αν η πολιτική ομάδα δεν υποβάλει υποψηφιότητες σε εξεταστική επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 1, εντός προθεσμίας που ορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων, η τελευταία θα υποβάλει στο Κοινοβούλιο μόνο τις μέχρι εκείνη τη στιγμή υποβληθείσες υποψηφιότητες.

5.

Η πλήρωση κενών θέσεων σε επιτροπές είναι δυνατό να αποφασισθεί προσωρινά από τη Διάσκεψη των Προέδρων με τη συναίνεση των βουλευτών που πρόκειται να διορισθούν και λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της παραγράφου 1.

6.

Οι τροποποιήσεις αυτές υποβάλλονται προς επικύρωση στο Κοινοβούλιο κατά την επόμενη συνεδρίασή του.

Άρθρο 187

Αναπληρωτές

1.

Οι πολιτικές ομάδες και οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές μπορούν να ορίσουν για κάθε επιτροπή ορισμένους μόνιμους αναπληρωτές σε αριθμό ίσο προς τον αριθμό των τακτικών μελών που εκπροσωπούν τις διάφορες πολιτικές ομάδες και τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές στο πλαίσιο της επιτροπής. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πρέπει να έχει ενημερωθεί σχετικά. Οι μόνιμοι αναπληρωτές δικαιούνται να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, να λαμβάνουν το λόγο και, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους, να συμμετέχουν στις ψηφοφορίες.

2.

Εκτός τούτου, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους και αν δεν έχουν διορισθεί μόνιμοι αναπληρωτές ή αν αυτοί απουσιάζουν, το τακτικό μέλος της επιτροπής μπορεί να αναπληρωθεί στις συνεδριάσεις από άλλο βουλευτή της ίδιας πολιτικής ομάδας, με δικαίωμα συμμετοχής στις ψηφοφορίες. Το όνομα του αναπληρωτή πρέπει να γνωστοποιείται στον Πρόεδρο της επιτροπής πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους μη εγγεγραμμένους βουλευτές.

Η προηγουμένη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, πρέπει να γίνει πριν από το πέρας της συζήτησης ή πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σημείου ή επί των σημείων για τα οποία το τακτικό μέλος αναπληρώνεται.

* * *

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αφορούν δύο στοιχεία που προκύπτουν σαφώς από το κείμενο:

μια πολιτική ομάδα δεν μπορεί να έχει περισσότερα μόνιμα αναπληρωματικά μέλη από τα τακτικά της μέλη σε μία επιτροπή,

μόνο οι πολιτικές ομάδες έχουν το δικαίωμα να ορίζουν μόνιμα αναπληρωματικά μέλη, με τη μόνη προϋπόθεση να ενημερώνουν προηγουμένως τον Πρόεδρο.

Συμπερασματικά:

η ιδιότητα του μόνιμου αναπληρωτή απορρέει αποκλειστικά από τη συμμετοχή στην καθορισμένη ομάδα,

όταν ο αριθμός των τακτικών μελών που διαθέτει πολιτική ομάδα σε μία επιτροπή μεταβάλλεται, ο ανώτατος αριθμός των μονίμων αναπληρωματικών μελών που μπορεί να διορίσει στην επιτροπή αυτή μεταβάλλεται αναλόγως,

όταν μέλος αλλάζει πολιτική ομάδα, δεν μπορεί να διατηρήσει την ιδιότητα του μόνιμου αναπληρωματικού μέλους που κατείχε στην αρχική του ομάδα,

σε καμία περίπτωση μέλος της επιτροπής δεν μπορεί να είναι αναπληρωτής συναδέλφου που ανήκει σε άλλη πολιτική ομάδα.

Άρθρο 188

Καθήκοντα των επιτροπών

1.

Οι μόνιμες επιτροπές έχουν ως αποστολή την εξέταση των ζητημάτων που παραπέμπονται σ’ αυτές από το Κοινοβούλιο ή, κατά τις διακοπές της συνόδου, από τον Πρόεδρο εξ ονόματος της Διάσκεψης των Προέδρων. Τα καθήκοντα των προσωρινών και των εξεταστικών επιτροπών καθορίζονται όταν συνιστώνται· οι επιτροπές δεν δικαιούνται να γνωμοδοτούν προς άλλες επιτροπές.

(Βλ. την ερμηνεία στο άρθρο 184).

2.

Εφόσον μόνιμη επιτροπή αποφανθεί ότι είναι αναρμόδια για την εξέταση ζητήματος ή σε περίπτωση σύγκρουσης αρμοδιοτήτων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μονίμων επιτροπών, το ζήτημα της αρμοδιότητας παραπέμπεται στη Διάσκεψη των Προέδρων εντός τεσσάρων εργασίμων εβδομάδων από την αναγγελία στην Ολομέλεια της παραπομπής στην επιτροπή.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εντός έξι εβδομάδων βάσει σύστασης της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, ή, εάν δεν αναμένεται τέτοια σύσταση, του Πρόεδρος της. Εάν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει εμπροθέσμως, η σύσταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί.

Οι Πρόεδροι επιτροπών μπορούν να συμφωνούν με άλλους Πρόεδροςς επιτροπών όσον αφορά την ανάθεση θέματος σε συγκεκριμένη επιτροπή, υπό τον όρο, κατά περίπτωση, της έγκρισης της διαδικασίας συνδεδεμένων επιτροπών κατά το άρθρο 50.

3.

Σε περίπτωση που περισσότερες από μία μόνιμες επιτροπές είναι αρμόδιες για την εξέταση ενός ζητήματος, μία επιτροπή ορίζεται ως αρμόδια επί της ουσίας και οι άλλες ως γνωμοδοτικές.

Ο αριθμός πάντως των επιτροπών που επιλαμβάνονται ταυτόχρονα ενός ζητήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εκτός αν, για εύλογες αιτίες, αποφασισθεί παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

4.

Δύο ή περισσότερες επιτροπές ή υποεπιτροπές μπορούν να προβούν σε από κοινού εξέταση ζητημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, χωρίς όμως να μπορούν να λάβουν απόφαση.

5.

Κάθε επιτροπή μπορεί, με τη συναίνεση του Προεδρείου, να αναθέσει σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη της αποστολή μελέτης ή ενημέρωσης.

Άρθρο 189

Επιτροπή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής

Μεταξύ των επιτροπών που συγκροτούνται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, μία επιτροπή είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής και την προεργασία των αποφάσεων που αφορούν τις αμφισβητήσεις των εκλογών.

Άρθρο 190

Υποεπιτροπές

1.

Με προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, κάθε μόνιμη ή ειδική επιτροπή μπορεί, αν το απαιτούν οι εργασίες της, να συγκροτήσει μεταξύ των μελών της μία ή περισσότερες υποεπιτροπές, τη σύνθεση, σύμφωνα με το άρθρο 186, και την αρμοδιότητα των οποίων καθορίζει η ίδια. Οι υποεπιτροπές υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στην επιτροπή η οποία τις έχει συγκροτήσει.

2.

Η διαδικασία που ισχύει για τις επιτροπές εφαρμόζεται και στις υποεπιτροπές.

3.

Οι αναπληρωτές γίνονται δεκτοί στις συνεδριάσεις των υποεπιτροπών με τους ίδιους όρους όπως και στις συγκεντρώσεις των επιτροπών.

4.

Η εφαρμογή αυτών των διατάξεων πρέπει να κατοχυρώνει τη σχέση εξάρτησης μεταξύ υποεπιτροπής και της επιτροπής εκείνης στο πλαίσιο της οποίας η υποεπιτροπή έχει συσταθεί. Προς το σκοπό αυτό, όλα τα τακτικά μέλη υποεπιτροπής επιλέγονται μεταξύ εκείνων που είναι μέλη της κύριας επιτροπής.

Άρθρο 191

Προεδρείο των επιτροπών

1.

Κατά την πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής που ακολουθεί την εκλογή των μελών των επιτροπών, σύμφωνα με το άρθρο 186, η επιτροπή εκλέγει έναν Πρόεδρο και με χωριστές ψηφοφορίες αντιΠρόεδροςς που αποτελούν το προεδρείο της επιτροπής. Ο αριθμός των εκλεγομένων αντιπροέδρων καθορίζεται από το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων.

Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει, αντίθετα μάλιστα δίνει το δικαίωμα στον Πρόεδρο της κύριας επιτροπής, να ευνοεί τη συμμετοχή των προέδρων των υποεπιτροπών στις εργασίες του προεδρείου των επιτροπών ή να τους επιτρέπει να προεδρεύουν στις συζητήσεις επί θεμάτων που αφορούν ειδικώς τις υποεπιτροπές τους εφόσον η διαδικασία αυτή έχει υποβληθεί προς εξέτασιν στο σύνολο του προεδρείου και το προεδρείο συμφωνεί.

2.

Εφόσον ο αριθμός των υποψηφίων αντιστοιχεί στον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, η εκλογή μπορεί να γίνει δια βοής.

Σε αντίθετη περίπτωση ή μετά από αίτηση του ενός έκτου των μελών της επιτροπής, η εκλογή γίνεται με μυστική ψηφοφορία.

Εφόσον υπάρχει ένας μόνο υποψήφιος, η εκλογή του πραγματοποιείται με την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, υπολογιζομένων μόνο των ψήφων υπέρ και κατά.

Εφόσον υπάρχουν περισσότεροι υποψήφιοι κατά τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας, εκλέγεται ο υποψήφιος που λαμβάνει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, όπως αυτή ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο. Κατά το δεύτερο γύρο, εκλέγεται ο υποψήφιος που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Σε περίπτωση ισοψηφίας εκλέγεται ο πρεσβύτερος υποψήφιος.

Εφόσον απαιτείται δεύτερος γύρος ψηφοφορίας, μπορούν να υποβληθούν νέες υποψηφιότητες.

Άρθρο 192

Συντονιστές επιτροπής και σκιώδεις εισηγητές

1.

Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να ορίσουν από τις τάξεις τους ένα συντονιστή.

2.

Οι συντονιστές της επιτροπής καλούνται, εφόσον απαιτείται, από τον Πρόεδρο να προετοιμάσουν τις αποφάσεις που θα λάβει η επιτροπή και ιδίως αποφάσεις που αφορούν τη διαδικασία και τον ορισμό εισηγητών. Η επιτροπή μπορεί να εκχωρήσει την εξουσία λήψης ορισμένων αποφάσεων στους συντονιστές με εξαίρεση τις αποφάσεις που αφορούν έγκριση εκθέσεων, γνωμοδοτήσεων ή τροπολογιών. Οι αντιπρόεδροι μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις των συντονιστών επιτροπής με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Οι συντονιστές προσπαθούν να επιτύχουν συναίνεση. Όταν η επίτευξη συναίνεσης δεν είναι δυνατή, δύνανται να αποφασίζουν μόνο με πλειοψηφία που αντιπροσωπεύει σαφώς τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης ισχύος των διαφόρων ομάδων.

3.

Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να ορίσουν για κάθε έκθεση σκιώδη εισηγητή, ο οποίος παρακολουθεί την πρόοδο της σχετικής έκθεσης και βρίσκει συμβιβαστικές λύσεις στο πλαίσιο της επιτροπής εξ ονόματος της πολιτικής ομάδας. Τα ονόματά τους ανακοινώνονται στον Πρόεδρο. Η επιτροπή, μετά από πρόταση των εισηγητών, μπορεί ειδικότερα να αποφασίσει να συμπράξει με τους σκιώδεις εισηγητές για την επίτευξη συμφωνίας με το Συμβούλιο στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Επιτροπές — Λειτουργία

Άρθρο 193

Συνεδριάσεις των επιτροπών

1.

Οι επιτροπές συνεδριάζουν με πρόσκληση του Πρόεδρος τους ή με πρωτοβουλία του Πρόεδρος του Κοινοβουλίου.

2.

Με πρόσκληση του Πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματός της, η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής.

Με ειδική απόφαση της επιτροπής, μπορούν να προσκληθούν και άλλα άτομα να παρευρεθούν σε συνεδρίαση και να λάβουν το λόγο.

Κατ’ αναλογία, η απόφαση όσον αφορά την παρουσία των προσωπικών βοηθών των μελών στις συνεδριάσεις των επιτροπών εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κάθε επιτροπής.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη της έγκρισης του Προεδρείου, να οργανώσει ακρόαση εμπειρογνωμόνων όταν κρίνει ότι η ακρόαση αυτή είναι απαραίτητη για την καλή διεξαγωγή των εργασιών της επί συγκεκριμένου θέματος.

Οι γνωμοδοτικές επιτροπές μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετάσχουν στην ακρόαση.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ερμηνεύονται σύμφωνα με το σημείο 50 της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  (20).

3.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 49 παράγραφος 6, και εφόσον δεν αποφασίσει διαφορετικά η ενδιαφερόμενη επιτροπή, οι βουλευτές μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις των επιτροπών των οποίων δεν είναι μέλη, χωρίς όμως δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες τους.

Οι βουλευτές αυτοί μπορούν πάντως να λάβουν από την επιτροπή άδεια συμμετοχής στις εργασίες της με συμβουλευτική ψήφο.

Άρθρο 194

Συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών

Τα Συνοπτικά πρακτικά κάθε συνεδρίασης επιτροπής διανέμονται σε όλα τα μέλη της επιτροπής και υποβάλλονται για έγκριση.

Άρθρο 195

Ψηφοφορία στις επιτροπές

1.

Κάθε βουλευτής μπορεί να καταθέσει τροπολογίες για εξέταση σε επιτροπή.

2.

Μία επιτροπή μπορεί να ψηφίσει έγκυρα όταν το ένα τέταρτο των μελών που την αποτελούν είναι παρόντα. Εφόσον όμως το ένα έκτο των μελών που αποτελούν την επιτροπή το ζητήσει πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, η ψηφοφορία είναι έγκυρη μόνον αν συμμετείχε σ’ αυτήν η πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν την επιτροπή.

3.

Η ψηφοφορία στην επιτροπή διεξάγεται με ανάταση του χεριού, εκτός αν το ένα τέταρτο των μελών που αποτελούν την επιτροπή απαιτήσει ψηφοφορία με ονομαστική κλήση. Στην περίπτωση αυτή, η ψηφοφορία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 167 παράγραφος 2.

4.

Ο Πρόεδρος της επιτροπής συμμετέχει στις συζητήσεις και τις ψηφοφορίες χωρίς όμως η ψήφος του να υπερισχύει.

5.

Λαμβανομένων υπόψη των κατατεθεισών τροπολογιών, η επιτροπή μπορεί, αντί να προβεί σε ψηφοφορία, να ζητήσει από τον εισηγητή να συντάξει νέο σχέδιο στο οποίο να λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατό περισσότερες τροπολογίες. Στην περίπτωση αυτή ορίζεται νέα προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών στο νέο αυτό σχέδιο.

Άρθρο 196

Διατάξεις για την Ολομέλεια που εφαρμόζονται στις συνεδριάσεις των επιτροπών

Τα άρθρα 12, 13, 14, 17, 18, 36 έως 44, 148, 149, παράγραφοι 2 και 10, 152, 154, 156 έως 159, 161, 163 παράγραφος 1, 164, 165, 168, 169, 171 έως 174, 177 και 178 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις συνεδριάσεις των επιτροπών.

Άρθρο 197

Ώρα των ερωτήσεων στις επιτροπές

Ώρα των ερωτήσεων είναι δυνατό να προβλεφθεί και σε συνεδρίαση επιτροπής, εφόσον η επιτροπή το αποφασίσει. Κάθε επιτροπή αποφασίζει για τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων στις συνεδριάσεις της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες

Άρθρο 198

Σύσταση και καθήκοντα των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών

1.

Μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες και αποφασίζει για τη φύση τους και τον αριθμό των μελών τους, ανάλογα με τις αρμοδιότητές τους. Τα μέλη των αντιπροσωπειών εκλέγονται κατά την πρώτη ή τη δεύτερη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου για όλη τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου.

2.

Η εκλογή των μελών των αντιπροσωπειών γίνεται μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων στη Διάσκεψη των Προέδρων εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών. Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προτάσεις ώστε να εξασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, η δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών και των πολιτικών τάσεων. Εφαρμόζεται το άρθρο 186, παράγραφοι 2, 3, 5 και 6.

3.

Η συγκρότηση σε σώμα των προεδρείων των αντιπροσωπειών πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που ισχύει για τις μόνιμες επιτροπές, σύμφωνα με το άρθρο 191.

4.

Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων αντιπροσωπειών καθορίζονται από το Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί οποτεδήποτε να αποφασίσει επέκταση ή περιορισμό αυτών των αρμοδιοτήτων.

5.

Οι εκτελεστικές διατάξεις που απαιτούνται για τον καθορισμό των δραστηριοτήτων των αντιπροσωπειών εγκρίνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.

6.

Ο Πρόεδρος της αντιπροσωπείας υποβάλλει έκθεση δραστηριοτήτων στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τις εξωτερικές υποθέσεις και την ασφάλεια.

7.

Εφόσον θέμα της ημερήσιας διάταξης εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιότητας της αντιπροσωπείας, παρέχεται στον Πρόεδρο της αντιπροσωπείας η δυνατότητα να ακουστεί από επιτροπή. Το ίδιο ισχύει για συνεδριάσεις των αντιπροσωπειών όσον αφορά τον Πρόεδρο ή εισηγητή της επιτροπής αυτής.

Άρθρο 199

Συνεργασία με την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης

1.

Τα όργανα του Κοινοβουλίου, και ιδιαίτερα οι επιτροπές, συνεργάζονται με τα αντίστοιχα όργανα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος, με στόχο ιδιαίτερα τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εργασιών τους και την αποφυγή της επικάλυψης εργασιών.

2.

Η Διάσκεψη των Προέδρων, κατόπιν κοινής συμφωνίας με τις αρμόδιες αρχές της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθορίζει τους όρους εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

Άρθρο 200

Μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές

1.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να συνιστά μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές με τα κοινοβούλια κρατών τα οποία είναι συνδεδεμένα με την Ένωση ή κρατών με τα οποία έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για την ένταξή τους.

Οι επιτροπές αυτές μπορούν να υποβάλλουν συστάσεις στα συμμετέχοντα κοινοβούλια. Οι συστάσεις αυτές παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία υποβάλλει προτάσεις για την περαιτέρω εξέτασή τους.

2.

Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων μεικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τις ίδιες τις τρίτες χώρες.

3.

Για τις μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές ισχύουν οι διαδικαστικές διατάξεις που καθορίζονται στην εκάστοτε συμφωνία. Η σύνθεσή τους βασίζεται στην ίση εκπροσώπηση της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ομολόγου κοινοβουλίου.

4.

Οι μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές καταρτίζουν εσωτερικό κανονισμό και τον υποβάλλουν προς έγκριση στο Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του συνεργαζόμενου κοινοβουλίου.

5.

Η εκλογή των μελών των αντιπροσωπειών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές, καθώς και η συγκρότηση των προεδρείων αυτών των αντιπροσωπειών πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται για τις διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Άρθρο 201

Δικαίωμα αναφοράς

1.

Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος, δικαιούνται να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο τους αφορά άμεσα.

2.

Οι αναφορές προς το Κοινοβούλιο πρέπει να περιέχουν το όνομα, την ιθαγένεια και την κατοικία καθενός από τους αναφέροντες.

3.

Εφόσον αναφορά φέρει την υπογραφή πλειόνων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι υπογράφοντες ορίζουν εκπρόσωπο, ο οποίος θεωρείται αναφέρων για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου.

Εφόσον δεν έχει ορισθεί εκπρόσωπος, αναφέρων θεωρείται ο πρώτος υπογράφων ή κάποιο άλλο κατάλληλο πρόσωπο.

4.

Κάθε αναφέρων μπορεί οποτεδήποτε να αποσύρει την υποστήριξή του από την αναφορά.

Η αναφορά καθίσταται άκυρη όταν όλοι οι αναφέροντες πάψουν να την υποστηρίζουν.

5.

Οι αναφορές πρέπει να συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αναφορές οι οποίες έχουν συνταχθεί σε άλλη γλώσσα εξετάζονται μόνον εάν ο αναφέρων έχει επισυνάψει μετάφραση σε μία από τις επίσημες γλώσσες. Η αλληλογραφία του Κοινοβουλίου με τον αναφέροντα πραγματοποιείται στην επίσημη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η μετάφραση του περιεχομένου.

Το Προεδρείο μπορεί να αποφασίσει ότι οι αναφορές και η αλληλογραφία με τους αναφέροντες μπορεί να συντάσσονται σε άλλες γλώσσες χρησιμοποιούμενες σε κράτος μέλος.

6.

Οι αναφορές καταχωρίζονται σε γενικό πρωτόκολλο κατά σειρά παραλαβής, αν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2· αν δεν τις πληρούν, αρχειοθετούνται και ο λόγος γνωστοποιείται στον αναφέροντα.

7.

Οι αναφορές που εγγράφονται στο γενικό πρωτόκολλο παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή, η οποία ελέγχει το παραδεκτό της αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 227 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν καταλήγει σε συμφωνία όσον αφορά το παραδεκτό της αναφοράς, η αναφορά κηρύσσεται παραδεκτή κατόπιν αιτήσεως τουλάχιστον του ενός τετάρτου των μελών της επιτροπής.

8.

Οι αναφορές που χαρακτηρίζονται μη παραδεκτές από την επιτροπή αρχειοθετούνται. Η αιτιολόγηση της απόφασης κοινοποιείται στον αναφέροντα. Εφόσον είναι δυνατόν, μπορούν να του υποδειχθούν άλλα μέσα προσφυγής.

9.

Κατά γενικό κανόνα, οι αναφορές, αφού καταχωριστούν, καθίστανται δημόσια έγγραφα και το όνομα του αναφέροντος και το περιεχόμενο των αναφορών δύνανται να δημοσιευθούν από το Κοινοβούλιο για λόγους διαφάνειας.

10.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου 9, ο αναφέρων μπορεί να ζητήσει τη μη δημοσίευση του ονόματός του προκειμένου να προστατευθεί ο ιδιωτικός του βίος·στην περίπτωση αυτή το Κοινοβούλιο πρέπει να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό.

Εάν το αίτημα του αναφέροντος δεν μπορεί να εξετασθεί για λόγους ανωνυμίας, πραγματοποιείται διαβούλευση με τον αναφέροντα όσον αφορά τα περαιτέρω μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

11.

Ο αναφέρων μπορεί να ζητήσει την εμπιστευτική εξέταση της αναφοράς, οπότε το Κοινοβούλιο λαμβάνει κατάλληλες προφυλάξεις προκειμένου να διασφαλίσει ότι το περιεχόμενο δεν δημοσιοποιείται. Ο αναφέρων ενημερώνεται όσον αφορά τους συγκεκριμένους όρους υπό τους οποίους εφαρμόζεται η διάταξη αυτή.

12.

Η επιτροπή μπορεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να υποβάλει το θέμα στον Διαμεσολαβητή.

13.

Οι αναφορές που απευθύνουν στο Κοινοβούλιο φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε έχουν ως τόπο κατοικίας ή έδρα κράτος μέλος πρωτοκολλούνται και αρχειοθετούνται χωριστά. Κάθε μήνα ο Πρόεδρος διαβιβάζει κατάλογο των αναφορών του είδους αυτού που έλαβε το Κοινοβούλιο κατά τον προηγούμενο μήνα, με περίληψη του περιεχομένου τους, στην αρμόδια για την εξέταση των αναφορών επιτροπή, η οποία μπορεί ακολούθως να ζητήσει να της διαβιβασθούν εκείνες τις οποίες κρίνει σκόπιμο να εξετάσει.

Άρθρο 202

Εξέταση των αναφορών

1.

Οι παραδεκτές αναφορές εξετάζονται από την αρμόδια επιτροπή στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητάς της, είτε με συζήτηση σε τακτική συνεδρίαση είτε με γραπτή διαδικασία. Οι αναφέροντες μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, εάν η αναφορά τους πρόκειται να συζητηθεί ή μπορούν να ζητήσουν να είναι παρόντες. Απόκειται στη διάκριση του Πρόεδρος να παραχωρήσει στους αναφέροντες το δικαίωμα να λάβουν το λόγο.

2.

Η επιτροπή, μπορεί, σε σχέση με παραδεκτή αναφορά, να αποφασίσει τη σύνταξη εκθέσεων ιδίας πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 1, ή την κατάθεση σύντομης πρότασης ψηφίσματος στο Κοινοβούλιο, εφόσον η Διάσκεψη των Προέδρων δεν προβάλλει αντίρρηση. Οι εν λόγω προτάσεις ψηφίσματος εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου το αργότερο οκτώ εβδομάδες μετά την έγκρισή τους από την επιτροπή. Ψηφίζονται με ενιαία ψηφοφορία χωρίς συζήτηση, εκτός εάν η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσει κατ’ εξαίρεση να εφαρμόσει το άρθρο 139.

Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής που έχει ειδική αρμοδιότητα στο υπό εξέταση ζήτημα, σύμφωνα με το άρθρο 49 και το παράρτημα VΙΙ.

3.

Όταν η έκθεση αφορά ειδικότερα την εφαρμογή ή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή προτάσεις τροποποίησης της ισχύουσας νομοθεσίας, η αρμόδια για το συγκεκριμένο θέμα επιτροπή γνωμοδοτεί σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1, και το άρθρο 50, πρώτη και δεύτερη περίπτωση. Η αρμόδια επιτροπή κάνει δεκτές χωρίς ψηφοφορία προτάσεις που της διαβίβασε η αρμόδια για το συγκεκριμένο ζήτημα επιτροπή για τμήματα της πρότασης ψηφίσματος που αφορούν την εφαρμογή ή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή τροποποιήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν αποδέχεται τις προτάσεις αυτές, η γνωμοδοτική επιτροπή μπορεί να τις υποβάλει άμεσα στην Ολομέλεια.

4.

Δημιουργείται ηλεκτρονικός κατάλογος στον οποίο οι πολίτες μπορούν να υποστηρίξουν ή να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς τον αναφέροντα, προσυπογράφοντας ηλεκτρονικά αναφορές που έχουν κηρυχθεί παραδεκτές και έχουν εγγραφεί στο γενικό δημόσιο πρωτόκολλο.

5.

Για την διερεύνηση των αναφορών ή για τη διαπίστωση γεγονότων ή για την αναζήτηση λύσεων, η επιτροπή μπορεί να οργανώνει εξεταστικές αποστολές στο κράτος μέλος ή στην περιοχή που αφορά η αναφορά.

Οι συμμετέχοντες στις αποστολές αυτές συντάσσουν εκθέσεις, τις οποίες διαβιβάζουν στον Πρόεδρο κατόπιν εγκρίσεως της επιτροπής.

6.

Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της Επιτροπής, συγκεκριμένα ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή ή την τήρηση της νομοθεσίας της Ένωσης, καθώς και την κοινοποίηση όλων των πληροφοριών και εγγράφων που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αναφοράς. Εκπρόσωποι της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Αναφορών.

7.

Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο να διαβιβάσει τη γνώμη της ή τη σύστασή της προς την Επιτροπή, το Συμβούλιο ή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους για λήψη μέτρων ή απάντηση.

8.

Η επιτροπή πληροφορεί κάθε εξάμηνο το Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα των εργασιών της.

Η επιτροπή πληροφορεί ειδικότερα το Κοινοβούλιο για τα μέτρα τα οποία έλαβε το Συμβούλιο ή η Επιτροπή σχετικά με τις αναφορές που διαβιβάσθηκαν από το Κοινοβούλιο.

9.

Ο αναφέρων ενημερώνεται για τις αποφάσεις που έλαβε η επιτροπή και του κοινοποιούνται οι λόγοι βάσει των οποίων ελήφθη η σχετική απόφαση.

Όταν ολοκληρωθεί η εξέταση μιας παραδεκτής αναφοράς, αυτή κηρύσσεται περατωθείσα και ενημερώνεται ο αναφέρων.

Άρθρο 203

Γνωστοποίηση των αναφορών

1.

Οι αναφορές που καταχωρίστηκαν στο γενικό πρωτόκολλο που αναφέρει το άρθρο 201 παράγραφος 6, καθώς και οι σημαντικότερες διαδικαστικές αποφάσεις επί της εξέτασης των σχετικών αναφορών, γνωστοποιούνται κατά τη διάρκεια συνεδρίασης Ολομέλειας. Οι ανακοινώσεις αυτές εγγράφονται στα Συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης.

2.

Ο τίτλος και η περίληψη των εγγεγραμμένων στο γενικό πρωτόκολλο αναφορών, οι γνωμοδοτήσεις που συνοδεύουν την εξέταση της αναφοράς, καθώς και οι σημαντικότερες αποφάσεις, εισάγονται, εφόσον συμφωνεί ο αναφέρων, σε τράπεζα δεδομένων στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό. Οι αναφορές που εξετάζονται εμπιστευτικά φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου, όπου μπορεί να τις συμβουλευθεί οποιοσδήποτε βουλευτής.

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ

Άρθρο 204

Εκλογή του Διαμεσολαβητή

1.

Κατά την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, αμέσως μετά την εκλογή του ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, ο Πρόεδρος ζητεί να υποβληθούν υποψηφιότητες για το διορισμό του Διαμεσολαβητή και ορίζει την προθεσμία για την κατάθεσή τους. Η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Οι υποψηφιότητες πρέπει να υποστηριχθούν από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, προερχόμενους από δύο τουλάχιστον κράτη μέλη.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποστηρίξει μία μόνο υποψηφιότητα.

Οι υποψηφιότητες πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν σαφώς ότι ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το καθεστώς του Διαμεσολαβητή.

3.

Οι υποψηφιότητες διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους να παρουσιαστούν για ακρόαση.

Οι ακροάσεις αυτές είναι ανοιχτές για όλους τους βουλευτές.

4.

Ο αλφαβητικός κατάλογος των υποψηφιοτήτων που έχουν κριθεί παραδεκτές υποβάλλεται εν συνεχεία στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση.

5.

Η ψηφοφορία αυτή είναι μυστική και απαιτείται πλειοψηφία των ψηφισάντων.

Εάν μετά τους δύο πρώτους γύρους δεν εκλεγεί κανείς υποψήφιος, συνεχίζουν μόνο οι δύο υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στο δεύτερο γύρο.

Σε όλες τις περιπτώσεις ισοψηφίας επικρατεί ο πρεσβύτερος των υποψηφίων.

6.

Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόν τουλάχιστον το ήμισυ του αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

7.

Ο εκλεγείς υποψήφιος καλείται αμέσως να ορκισθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

8.

Ο Διαμεσολαβητής παραμένει εν ενεργεία έως ότου αναλάβει τα καθήκοντά του ο διάδοχός του, εκτός περιπτώσεων θανάτου ή παύσης του.

Άρθρο 205

Δράση του Διαμεσολαβητή

1.

Η απόφαση για το καθεστώς και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή και οι εκτελεστικές διατάξεις αυτής της απόφασης, όπως έχουν εγκριθεί από το Διαμεσολαβητή, προσαρτώνται προς ενημέρωση στον παρόντα κανονισμό (21).

2.

Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το Κοινοβούλιο για κρούσματα κακοδιοίκησης που ανακαλύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7 της ανωτέρω απόφασης, για τα οποία η αρμόδια επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 8, της ανωτέρω απόφασης, υποβάλλει έκθεση προς το Κοινοβούλιο κατά τη λήξη κάθε συνόδου σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών του. Η αρμόδια επιτροπή συντάσσει σχετικώς έκθεση, την οποία υποβάλλει προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο.

3.

Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει την αρμόδια επιτροπή κατόπιν αιτήματός της ή, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, να γίνει δεκτός σε ακρόαση από αυτήν.

Άρθρο 206

Παύση του Διαμεσολαβητή

1.

Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του εάν αυτός παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα.

2.

Η αίτηση διαβιβάζεται στο Διαμεσολαβητή και την αρμόδια επιτροπή. Αν η πλειοψηφία των μελών της κρίνει βάσιμους τους λόγους, υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο. Πριν τεθεί σε ψηφοφορία η έκθεση, πραγματοποιείται ακρόαση με το Διαμεσολαβητή εάν αυτός το ζητήσει. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει, μετά από συζήτηση, με μυστική ψηφοφορία.

3.

Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόντες τουλάχιστον οι μισοί από τους βουλευτές που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

4.

Εάν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι υπέρ της παύσης του Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, και εφόσον ο ίδιος δεν υποβάλει παραίτηση, ο Πρόεδρος, το αργότερο μέχρι την περίοδο συνόδου που ακολουθεί εκείνη κατά την οποία διεξήχθη η ψηφοφορία, υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο να απαλλάξει το Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, με αίτημα να αποφανθεί αμέσως.

Αν ο Διαμεσολαβητής παραιτηθεί οικειοθελώς, διακόπτεται η διαδικασία.

ΤΙΤΛΟΣ X

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 207

Γενική Γραμματεία

1.

Το Κοινοβούλιο επικουρείται από Γενικό Γραμματέα, που διορίζεται από το Προεδρείο.

Ο Γενικός Γραμματέας δίνει επίσημη υπόσχεση ενώπιον του Προεδρείου να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία.

2.

Ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου διευθύνει τη Γραμματεία, της οποίας η σύνθεση και η οργάνωση καθορίζονται από το Προεδρείο.

3.

Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας, καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.

Το Προεδρείο καθορίζει επίσης τις κατηγορίες των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού στους οποίους εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 11 έως 13 του πρωτοκόλλου περί Προνομίων και Ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προβαίνει στις απαραίτητες ανακοινώσεις προς τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΤΙΤΛΟΣ XI

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Άρθρο 208

Αρμοδιότητες του Πρόεδρος

Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο στις σχέσεις του με τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 4.

Άρθρο 209

Αρμοδιότητες του Προεδρείου

1.

Το Προεδρείο αποφασίζει για την αίτηση χρηματοδότησης που υπέβαλε πολιτικό κόμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς και για την κατανομή των πιστώσεων μεταξύ των δικαιούχων πολιτικών κομμάτων. Εκδίδει κατάλογο των δικαιούχων και των χορηγουμένων ποσών.

2.

Το Προεδρείο αποφασίζει σχετικά με ενδεχόμενη αναστολή ή μείωση χρηματοδότησης και την ενδεχόμενη είσπραξη αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

3.

Το Προεδρείο, μετά το τέλος του οικονομικού έτους, εγκρίνει την τελική έκθεση δραστηριότητας και την τελική οικονομική εκκαθάριση του δικαιούχου πολιτικού κόμματος.

4.

Το Προεδρείο, στο πλαίσιο των όρων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, μπορεί να παράσχει τεχνική βοήθεια στα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τις προτάσεις τους. Το Προεδρείο μπορεί να μεταβιβάσει ειδικούς τύπους αποφάσεων για παροχή τεχνικής βοήθειας στο Γενικό Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

5.

Σε όλες τις περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων, το Προεδρείο ενεργεί με βάση πρόταση του Γενικού Γραμματέα. Εκτός από τις περιπτώσεις της πρώτης και της τετάρτης παραγράφου, το Προεδρείο, πριν λάβει απόφαση, ακούει τους εκπροσώπους του ενδιαφερομένου πολιτικού κόμματος. Το Προεδρείο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων.

6.

Εφόσον το Κοινοβούλιο διαπιστώσει, κατόπιν επαληθεύσεως, ότι πολιτικό κόμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν τηρεί τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου, το Προεδρείο αποφασίζει την εξαίρεση του εν λόγω πολιτικού κόμματος από τη χρηματοδότηση.

Άρθρο 210

Αρμοδιότητες της αρμόδιας επιτροπής και της ολομέλειας του Κοινοβουλίου

1.

Κατόπιν αιτήματος του ενός τετάρτου των μελών του Κοινοβουλίου, που εκπροσωπούν τουλάχιστον τρεις πολιτικές ομάδες, ο Πρόεδρος, κατόπιν ανταλλαγής απόψεων στη Διάσκεψη των Προέδρων, ζητεί από την αρμόδια επιτροπή να επαληθεύσει εάν πολιτικό κόμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξακολουθεί να τηρεί, κυρίως στο πρόγραμμά του και με τη δράση του, τις αρχές στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκεκριμένα τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου.

2.

Η αρμόδια επιτροπή, προτού υποβάλει πρόταση απόφασης στο Κοινοβούλιο, ακούει τους εκπροσώπους του σχετικού πολιτικού κόμματος, ζητεί και εξετάζει τη γνώμη της επιτροπής ανεξαρτήτων προσωπικοτήτων, την οποία προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

3.

Το Κοινοβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων σχετικά με την πρόταση απόφασης που διαπιστώνει εάν το εν λόγω πολιτικό κόμμα τηρεί τις αρχές που εμφαίνονται στην παράγραφο 1. Δεν είναι δυνατή η κατάθεση τροπολογίας. Και στις δύο περιπτώσεις, εάν η πρόταση απόφασης δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.

4.

Η απόφαση του Κοινοβουλίου παράγει αποτέλεσμα από την ημέρα της κατάθεσης της αίτησης της παραγράφου 1.

5.

Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην επιτροπή ανεξαρτήτων προσωπικοτήτων.

6.

Η αρμόδια επιτροπή συντάσσει την έκθεση που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, καθώς και σχετικά με τις χρηματοδοτηθείσες δραστηριότητες, και την υποβάλλει στην ολομέλεια.

ΤΙΤΛΟΣ XII

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 211

Εφαρμογή του κανονισμού

1.

Αν προκύψουν αμφιβολίες σχετικά με την εφαρμογή ή ερμηνεία του παρόντος κανονισμού, ο Πρόεδρος μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

Οι Πρόεδροι των επιτροπών δύνανται να πράξουν ομοίως εφόσον οι αμφιβολίες προκύψουν κατά τις εργασίες της επιτροπής και σχετίζονται προς αυτές.

2.

Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει αν απαιτείται να γίνει πρόταση τροποποίησης του κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, ακολουθεί τη διαδικασία του άρθρου 212.

3.

Αν η αρμόδια επιτροπή αποφασίσει ότι αρκεί η ερμηνεία των υφισταμένων διατάξεων του κανονισμού, τότε διαβιβάζει την ερμηνεία αυτή στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο κατά την επόμενη περίοδο συνόδου του.

4.

Αν μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές αντιτεθούν στην ερμηνεία της επιτροπής, το ζήτημα υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο, το οποίο αποφασίζει επ’ αυτού με σχετική πλειοψηφία εάν είναι παρόν τουλάχιστον το ένα τρίτο των βουλευτών του. Σε περίπτωση απόρριψης, το ζήτημα παραπέμπεται εκ νέου στην επιτροπή.

5.

Οι ερμηνείες για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί ένσταση και οι ερμηνείες που έχουν γίνει δεκτές από το Κοινοβούλιο προστίθενται με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία ως ερμηνείες του άρθρου ή των αντίστοιχων άρθρων.

6.

Οι ερμηνείες αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μελλοντική εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών άρθρων.

7.

Ο κανονισμός και οι ερμηνείες επανεξετάζονται τακτικά από την αρμόδια επιτροπή.

8.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διατάξεις του κανονισμού παρέχουν ορισμένα δικαιώματα σε συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών, ο αριθμός αυτός θα προσαρμόζεται αυτομάτως στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στο αυτό ποσοστό των βουλευτών του Κοινοβουλίου όταν το σύνολο των τελευταίων αυξάνεται, ιδίως λόγω διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 212

Τροποποίηση του κανονισμού

1.

Κάθε βουλευτής μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις στον κανονισμό και στα παραρτήματά του, συνοδευόμενες, εφόσον απαιτείται από σύντομες αιτιολογήσεις.

Οι εν λόγω προτάσεις τροποποίησης μεταφράζονται, εκτυπώνονται, διανέμονται και αποστέλλονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία τις εξετάζει και αποφασίζει περί της υποβολής τους ή μη στο Κοινοβούλιο.

Για την εφαρμογή των άρθρων 156, 157 και 161 στην εξέταση των εν λόγω προτάσεων στην Ολομέλεια, οι αναφορές που γίνονται στα άρθρα αυτά στο «αρχικό κείμενο» ή στην «προτεινόμενη νομοθετική πράξη» θεωρούνται ότι παραπέμπουν στην ισχύουσα διάταξη.

2.

Οι τροπολογίες επί του παρόντος κανονισμού γίνονται δεκτές μόνο εφόσον λάβουν την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

3.

Εκτός προβλεπομένων εξαιρέσεων κατά την ψηφοφορία, οι τροποποιήσεις επί του παρόντος κανονισμού και επί των παραρτημάτων του αρχίζουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου η οποία ακολουθεί την έγκρισή τους.

ΤΙΤΛΟΣ XIII

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 213

Τα σύμβολα της Ένωσης

1.

Το Κοινοβούλιο αναγνωρίζει και υιοθετεί τα ακόλουθα σύμβολα της Ένωσης:

τη σημαία που απεικονίζει κύκλο δώδεκα χρυσών αστέρων σε κυανό βάθος,

τον ύμνο που προέρχεται από την «Ωδή στη χαρά» της ενάτης συμφωνίας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν,

το σύνθημα «Ενωμένη στην πολυμορφία».

2.

Το Κοινοβούλιο εορτάζει την ημέρα της Ευρώπης την 9η Μαΐου.

3.

Η σημαία κυματίζει σε όλα τα κτήρια του Κοινοβουλίου και επ’ ευκαιρία επισήμων εκδηλώσεων. Η σημαία χρησιμοποιείται σε κάθε αίθουσα συνεδρίασης του Κοινοβουλίου.

4.

Ο ύμνος ανακρούεται κατά την έναρξη εκάστης συνόδου για τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου σε Σώμα και σε άλλες επίσημες συνεδριάσεις, κυρίως για την υποδοχή αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων ή για το χαιρετισμό νέων βουλευτών μετά από διευρύνσεις.

5.

Το σύνθημα αναπαράγεται στα επίσημα έγγραφα του Κοινοβουλίου.

6.

Το Προεδρείο εξετάζει την περαιτέρω χρήση των συμβόλων στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου. Το Προεδρείο θεσπίζει λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 214

Εκκρεμή ζητήματα

Στο τέλος της τελευταίας περιόδου συνόδου πριν από τις εκλογές, θεωρούνται άκυρα όλα τα εκκρεμούντα ενώπιον του Κοινοβουλίου ζητήματα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου του παρόντος άρθρου.

Στην αρχή κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, η Διάσκεψη των Προέδρων αποφαίνεται επί εκείνων των αιτιολογημένων αιτήσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών και των λοιπών θεσμικών οργάνων, θέμα των οποίων είναι η επανάληψη ή η συνέχιση της εξέτασης των ζητημάτων αυτών.

Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται για αναφορές ή κείμενα επί των οποίων δεν απαιτείται λήψη απόφασης.

Άρθρο 215

Διάρθρωση των παραρτημάτων

Τα παραρτήματα στον παρόντα κανονισμό κατατάσσονται σύμφωνα με τις εξής τέσσερεις κατηγορίες:

α)

διατάξεις εφαρμογής των κανονιστικών διαδικασιών που εγκρίνονται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων (παράρτημα VII)·

β)

διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή ειδικών κανόνων που περιλαμβάνονται στον κανονισμό και σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους κανόνες πλειοψηφίας που προβλέπονται από αυτόν (παραρτήματα I, II, III, IV, VI, VIII, μέρος Α, Γ και Δ, και X)·

γ)

διοργανικές συμφωνίες ή λοιπές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με τις Συνθήκες και εφαρμόζονται στο Κοινοβούλιο ή παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τη λειτουργία του. Η εγγραφή σε παράρτημα αυτών των διατάξεων αποφασίζεται από το Κοινοβούλιο με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του (παραρτήματα VIII, μέρος Β, IX, XI, XII, XIII, XIV, XV, XIX και XX)·

δ)

κατευθυντήριες γραμμές και κώδικες συμπεριφοράς που έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα του Κοινοβουλίου (παραρτήματα XVI, XVII, XVIII και XXI).

Άρθρο 216

Διορθωτικά

1.

Όταν εντοπίζεται λάθος σε κείμενο που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος διαβιβάζει, κατά περίπτωση, σχέδιο διορθωτικού στην αρμόδια επιτροπή.

2.

Όταν εντοπίζεται λάθος σε κείμενο που έχει εγκριθεί από το Κοινοβούλιο και έχει συμφωνηθεί με άλλα θεσμικά όργανα, ο Πρόεδρος ζητεί τη συγκατάθεση των εν λόγω θεσμικών οργάνων ως προς τις αναγκαίες διορθώσεις, πριν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.

Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει το σχέδιο διορθωτικού και το υποβάλλει στο Σώμα, αν διαπιστώσει ότι έχει γίνει λάθος που μπορεί να διορθωθεί με τον προτεινόμενο τρόπο.

4.

Το διορθωτικό ανακοινώνεται κατά την προσεχή περίοδο συνόδου και λογίζεται εγκριθέν, εκτός αν, εντός το πολύ σαράντα οκτώ ωρών από την ανακοίνωσή του, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές υποβάλουν αίτηση να τεθεί σε ψηφοφορία. Αν το διορθωτικό δεν εγκριθεί, αναπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να προτείνει τροποποιημένο διορθωτικό ή να θεωρήσει τη διαδικασία περατωθείσα.

5.

Τα εγκριθέντα διορθωτικά δημοσιεύονται με τον ίδιο τρόπο όπως το κείμενο στο οποίο αναφέρονται. Εν προκειμένω εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα άρθρα 72, 73 και 74.


(1)  Βλέπε παράρτημα I.

(2)  Βλ. παράρτημα X.

(3)  Βλ. παράρτημα X.

(4)  Βλ. παράρτημα XII.

(5)  Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 11ης και 12ης Δεκεμβρίου 2008.

(6)  Βλέπε παράρτημα XIV.

(7)  Βλέπε τη σχετική απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα XVIII του κανονισμού.

(8)  Βλέπε παράρτημα ΧΧΙ.

(9)  Βλέπε παράρτημα VI.

(10)  Διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994, που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων, σημείο 4 (ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 2).

(11)  Διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001, για πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων, σημείο 9 (ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1).

(12)  Βλέπε παράρτημα XVII.

(13)  Βλέπε παράρτημα II.

(14)  Βλέπε παράρτημα ΙΙΙ.

(15)  Βλέπε παράρτημα ΙΙΙ.

(16)  Παρατάθηκε με την απόφαση του Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009.

(17)  Βλέπε παράρτημα XVI.

(18)  Βλέπε παράρτημα VII.

(19)  Βλέπε παράρτημα IX.

(20)  Βλέπε παράρτημα XIV.

(21)  Βλέπε παράρτημα XI.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 — ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ

Άρθρο 1

1.   Όταν λάβει το λόγο στο Κοινοβούλιο ή σε κάποιο από τα όργανά του ή όταν προταθεί ως εισηγητής, κάθε βουλευτής που έχει άμεσο οικονομικό συμφέρον σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα πρέπει να γνωστοποιήσει το συμφέρον αυτό προφορικά.

2.   Προτού βουλευτής αναλάβει εγκύρως αξίωμα στο Κοινοβούλιο ή σε όργανό του, σύμφωνα με τα άρθρα 13, 191 ή 198 παράγραφος 2, του κανονισμού, ή συμμετάσχει σε επίσημη αντιπροσωπεία, σύμφωνα με το άρθρο 68 ή 198 παράγραφος 2, του κανονισμού, οφείλει να έχει συμπληρώσει δεόντως τη δήλωση που προβλέπει το άρθρο 2.

Άρθρο 2

Οι Κοσμήτορες τηρούν πρωτόκολλο στο οποίο κάθε βουλευτής δηλώνει προσωπικώς και με ακρίβεια:

α)

τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, καθώς και οιαδήποτε άλλα αμειβόμενα καθήκοντα ή δραστηριότητές του·

β)

κάθε αποζημίωση που λαμβάνει ο βουλευτής για την άσκηση εντολής σε άλλο κοινοβούλιο·

γ)

οιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που έρχεται να προστεθεί στα παρεχόμενα από το Κοινοβούλιο μέσα και που χορηγείται στο βουλευτή στο πλαίσιο των πολιτικών του δραστηριοτήτων από τρίτους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών.

Οι βουλευτές απαγορεύεται να λαμβάνουν οιαδήποτε άλλη δωρεά ή παροχή κατά την άσκηση της εντολής τους.

Οι δηλώσεις στο πρωτόκολλο γίνονται υπό την προσωπική ευθύνη του βουλευτή και πρέπει να ενημερώνονται κάθε χρόνο.

Το Προεδρείο μπορεί να εκδίδει περιοδικά κατάλογο των στοιχείων που πρέπει να δηλώνονται, κατά την άποψή του, στο πρωτόκολλο.

Εφόσον βουλευτής δεν εκπληρώσει, μετά από σχετική πρόσκληση, την υποχρέωσή του για υποβολή της δήλωσης σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β), τότε ο Πρόεδρος τον καλεί εκ νέου να υποβάλει τη δήλωση εντός προθεσμίας δύο μηνών. Εφόσον παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να υποβληθεί η δήλωση, τότε δημοσιεύεται το όνομα του βουλευτή με αναφορά της παράβασης στα Συνοπτικά πρακτικά της πρώτης ημέρας συνεδρίασης κάθε περιόδου συνόδου μετά την παρέλευση της προθεσμίας. Εφόσον ο βουλευτής αρνείται και μετά τη δημοσίευση της παράβασης να υποβάλει τη δήλωση, ο Πρόεδρος ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 153 του κανονισμού προκειμένου να απαγορευθεί η παρουσία του εν λόγω βουλευτή στην αίθουσα συνεδριάσεων.

Οι πρόεδροι ομάδων βουλευτών, είτε πρόκειται για διακομματικές ομάδες ή άλλες ανεπίσημες ομάδες βουλευτών, υποχρεούνται να δηλώνουν κάθε βοήθημα, σε χρήματα ή σε είδος (π.χ. αποζημίωση γραμματείας) το οποίο, εάν εδίδετο ατομικά στους βουλευτές, θα έπρεπε να δηλωθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Οι Κοσμήτορες είναι αρμόδιοι για την τήρηση πρωτοκόλλου και την κατάρτιση λεπτομερών κανόνων για τη δήλωση των εξωτερικών βοηθημάτων εκ μέρους των εν λόγω ομάδων βουλευτών.

Άρθρο 3

Το πρωτόκολλο είναι δημόσιο.

Το πρωτόκολλο μπορεί να τίθεται στη διάθεση του κοινού για εξέταση μέσω ηλεκτρονικού συστήματος.

Άρθρο 4

Οι βουλευτές υπόκεινται, όσον αφορά τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων, στις υποχρεώσεις που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχουν εκλεγεί.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 116

Α.   ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

1.

Οι ερωτήσεις γίνονται παραδεκτές εφόσον:

είναι συνοπτικές και η διατύπωσή τους επιτρέπει σύντομη απάντηση,

εμπίπτουν στην αρμοδιότητα και την ευθύνη της Επιτροπής και του Συμβουλίου και είναι γενικού ενδιαφέροντος,

δεν απαιτούν προκαταρκτική μελέτη ή εκτεταμένη έρευνα εκ μέρους του ερωτώμενου οργάνου,

η διατύπωσή τους είναι σαφής και αφορούν συγκεκριμένο θέμα,

δεν περιέχουν διαπίστωση ή κρίση,

δεν αφορούν αμιγώς προσωπική υπόθεση,

δεν αποβλέπουν στην παροχή στατιστικών πληροφοριών ή εγγράφων,

διατυπώνονται υπό τύπον ερώτησης.

2.

Ερώτηση σχετική με ζήτημα το οποίο ήδη περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη και για τη συζήτηση του οποίου προβλέπεται η συμμετοχή του ενδιαφερομένου οργάνου δεν γίνεται αποδεκτή.

3.

Ερώτηση δεν γίνεται παραδεκτή εάν κατά τους τρεις τελευταίους μήνες ετέθη και έλαβε απάντηση ίδια ή παρεμφερής ερώτηση, ή εφόσον με την ερώτηση ζητούνται απλώς πληροφορίες για τη συνέχεια που δόθηκε σε συγκεκριμένο ψήφισμα του Κοινοβουλίου, ανάλογες με πληροφορίες τις οποίες η Επιτροπή παρέσχε ήδη με γραπτή ανακοίνωση εν συνεχεία σχετικού ζητήματος, εκτός εάν υπάρχουν νέες εξελίξεις ή ο συντάκτης ζητεί περαιτέρω πληροφορίες. Στην πρώτη περίπτωση, αντίγραφο της ερώτησης και της απάντησης διαβιβάζεται στο συντάκτη της.

Συμπληρωματικές ερωτήσεις

4.

Κάθε βουλευτής μπορεί να δώσει συνέχεια σε απάντηση με μία συμπληρωματική ερώτηση για κάθε ερώτηση. Μπορεί να απευθύνει εν όλω δύο συμπληρωματικές ερωτήσεις.

5.

Οι συμπληρωματικές ερωτήσεις υπόκεινται στους κανόνες παραδεκτού που αναφέρονται στις παρούσες οδηγίες.

6.

Ο Πρόεδρος αποφαίνεται για το παραδεκτό των συμπληρωματικών ερωτήσεων και περιορίζει τον αριθμό τους, ώστε κάθε βουλευτής να μπορεί να λάβει απάντηση στην ερώτηση που υπέβαλε.

Ο Πρόεδρος δεν είναι υποχρεωμένος να κηρύξει παραδεκτή μία συμπληρωματική ερώτηση, έστω και αν πληροί τους ανωτέρω όρους παραδεκτού,

α)

αν απειλείται η κανονική διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων· ή

β)

αν η κύρια ερώτηση στην οποία αναφέρεται έχει διευκρινισθεί επαρκώς με άλλες συμπληρωματικές ερωτήσεις· ή

γ)

αν δεν έχει άμεση σχέση με την κύρια ερώτηση.

Απαντήσεις στις ερωτήσεις

7.

Το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο μεριμνά ώστε οι απαντήσεις του να είναι σύντομες και να αναφέρονται στο αντικείμενο της ερώτησης.

8.

Αν το περιεχόμενο των ερωτήσεων το επιτρέπει, ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, αφού ακούσει τη γνώμη των συντακτών των ερωτήσεων αυτών, να δοθεί σε αυτές ταυτόχρονα απάντηση από το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο.

9.

Η απάντηση δίνεται μόνο παρουσία του συντάκτη τους, εκτός αν αυτός, πριν από την έναρξη της ώρας των ερωτήσεων, γνωστοποιήσει εγγράφως στον Πρόεδρο τον αναπληρωτή του.

10.

Σε περίπτωση απουσίας του ερωτώντος και του αναπληρωτή του, η ερώτηση καθίσταται άνευ αντικειμένου.

11.

Εάν βουλευτής υποβάλει ερώτηση αλλά ούτε αυτός ούτε κάποιος αναπληρωτής του είναι παρόντες κατά την Ώρα των Ερωτήσεων, ο Πρόεδρος υπενθυμίζει με επιστολή του στο βουλευτή την υποχρέωσή του να είναι παρών ή να αναπληρώνεται. Εάν ο Πρόεδρος υποχρεωθεί να απευθύνει τέτοια επιστολή τρεις φορές σε διάστημα δώδεκα μηνών, ο ενδιαφερόμενος βουλευτής χάνει το δικαίωμά του να υποβάλλει ερωτήσεις για περίοδο έξι μηνών.

12.

Ερωτήσεις που παραμένουν αναπάντητες λόγω έλλειψης χρόνου λαμβάνουν απάντηση σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, εκτός εάν ο συντάκτης ζητήσει την εφαρμογή του άρθρου 117 παράγραφος 3.

13.

Η διαδικασία για τις γραπτές απαντήσεις διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 117, παράγραφοι 3 και 5.

Προθεσμίες

14.

Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την έναρξη της ώρας των ερωτήσεων. Οι ερωτήσεις οι οποίες δεν έχουν κατατεθεί εντός της προθεσμίας αυτής μπορούν να συζητηθούν κατά την ώρα των ερωτήσεων εφόσον συναινέσει το ενδιαφερόμενο όργανο.

Οι ερωτήσεις που έχουν γίνει παραδεκτές διανέμονται στους βουλευτές και διαβιβάζονται στα ενδιαφερόμενα όργανα.

Β.   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

(απόσπασμα του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 1986)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

1.

εκφράζει την επιθυμία αυστηρότερης εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών περί διεξαγωγής της ώρας των ερωτήσεων που προβλέπει το άρθρο 43 του κανονισμού (1), και ιδίως του σημείου 1 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, που αφορά το παραδεκτό των ερωτήσεων·

2.

συνιστά τη συχνότερη χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 43 παράγραφος 3, του κανονισμού (2) στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ταξινομεί τις ερωτήσεις για την ώρα των ερωτήσεων σύμφωνα με το αντικείμενό τους· θεωρεί, ωστόσο, ότι πρέπει να ταξινομούνται σε ομάδες μόνο οι ερωτήσεις που αναγράφονται στο πρώτο ήμισυ του καταλόγου ερωτήσεων μιας περιόδου συνόδου·

3.

συνιστά όσον αφορά τις συμπληρωματικές ερωτήσεις, κατά γενικό κανόνα, ο Πρόεδρος να κάνει αποδεκτή την υποβολή μίας συμπληρωματικής ερώτησης από τον υποβάλλοντα κύρια ερώτηση και μίας ή, το πολύ, δύο συμπληρωματικών ερωτήσεων από βουλευτές προερχόμενους, κατά προτίμηση, από άλλη πολιτική ομάδα ή/και άλλο κράτος μέλος από ό,τι ο συντάκτης της κύριας ερώτησης· υπενθυμίζει ότι οι συμπληρωματικές ερωτήσεις πρέπει να είναι σύντομες και να διατυπώνονται υπό τύπον ερώτησης και προτείνει η διάρκειά τους να μην υπερβαίνει τα τριάντα δευτερόλεπτα·

4.

καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να μεριμνούν, σύμφωνα με το σημείο 7 των κατευθυντηρίων γραμμών, ώστε οι απαντήσεις να είναι σύντομες και σαφείς.


(1)  Νυν άρθρο 116.

(2)  Νυν άρθρο 116 παράγραφος 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΓΡΑΠΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 117 ΚΑΙ 118

1.

Οι ερωτήσεις με αίτηση για γραπτή απάντηση πρέπει:

να σημειώνουν σαφώς τον αποδέκτη στον οποίο θα πρέπει να διαβιβασθούν μέσω των συνήθων διοργανικών οδών,

να αφορούν θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο και στις αρμοδιότητες του αποδέκτη και να είναι γενικού ενδιαφέροντος,

να είναι συνοπτικές και να περιέχουν κατανοητή ερώτηση,

να μην έχουν προσβλητικό περιεχόμενο,

να μην αφορούν αμιγώς προσωπικές υποθέσεις.

2.

Εάν ερώτηση δεν ανταποκρίνεται στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές, η Γραμματεία παρέχει συμβουλές στον συντάκτη σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει να διατυπωθεί η ερώτηση για να είναι παραδεκτή.

3.

Εάν κατά τη διάρκεια των προηγουμένων έξι μηνών έχει υποβληθεί και απαντηθεί όμοια ή παρεμφερής ερώτηση, ή εφόσον με την ερώτηση ζητούνται απλώς πληροφορίες για τη συνέχεια που δόθηκε σε συγκεκριμένο ψήφισμα του Κοινοβουλίου, ανάλογες με πληροφορίες τις οποίες η Επιτροπή παρέσχε ήδη με γραπτή ανακοίνωση εν συνεχεία σχετικού ζητήματος, η Γραμματεία διαβιβάζει στον συντάκτη αντίγραφο της προηγούμενης ερώτησης και απάντησης. Η εκ νέου υποβληθείσα ερώτηση δεν διαβιβάζεται στον αποδέκτη, εκτός εάν ο συντάκτης επικαλείται νέες σημαντικές εξελίξεις ή ζητεί περαιτέρω πληροφορίες.

4.

Εάν με ερώτηση ζητούνται πληροφορίες επί πραγματικών γεγονότων ή στατιστικές πληροφορίες που είναι ήδη διαθέσιμες στη βιβλιοθήκη του Κοινοβουλίου, το Κοινοβούλιο ενημερώνει τον βουλευτή, ο οποίος δύναται να αποσύρει την ερώτηση.

5.

Ερωτήσεις που αφορούν συναφή θέματα δύνανται να τύχουν κοινής απάντησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 122

Βασικές αρχές

1.

Πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στις προτάσεις ψηφίσματος που αποβλέπουν στο να επιτρέψουν στο Κοινοβούλιο να αποφανθεί με ψηφοφορία, απευθυνόμενο στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τα κράτη μέλη, άλλα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς για προβλεπόμενο γεγονός πριν αυτό επέλθει, όταν η τρέχουσα σύνοδος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία για το Κοινοβούλιο να εκφράσει εγκαίρως την άποψή του.

2.

Οι προτάσεις ψηφίσματος δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 500 λέξεις.

3.

Στα θέματα τα οποία άπτονται των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπονται από τις Συνθήκες θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα υπό τον όρο ότι θα είναι ιδιαίτερα σημαντικά.

4.

Ο αριθμός των επιλεγέντων θεμάτων πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να επιτρέπει τη διεξαγωγή συζήτησης, ανάλογης με τη σημασία των θεμάτων αυτών, με ανώτατο όριο τρία θέματα, συνυπολογιζομένων των επί μέρους θεμάτων.

Όροι εφαρμογής

5.

Τα κριτήρια προτεραιότητας που εφαρμόστηκαν για την κατάρτιση του καταλόγου των θεμάτων προς εγγραφή για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου θα γνωστοποιούνται στο Κοινοβούλιο και τις πολιτικές ομάδες.

Διάρκεια και κατανομή του χρόνου αγόρευσης

6.

Για να χρησιμοποιηθεί καλύτερα ο διαθέσιμος χρόνος, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αφού προηγηθούν διαβουλεύσεις με τους προέδρους των πολιτικών ομάδων, συμφωνεί με το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τον περιορισμό της χρονικής διάρκειας των ενδεχομένων παρεμβάσεων αυτών των δύο οργάνων στη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών

7.

Η προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει τη διανομή των τροπολογιών στις επίσημες γλώσσες, ο δε χρόνος συζήτησης των ψηφισμάτων πρέπει να είναι αρκετός για την κατάλληλη εξέταση των τροπολογιών εκ μέρους των βουλευτών και των πολιτικών ομάδων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Διαγράφεται.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ

Άρθρο 1

Έγγραφα

1.   Τυπώνονται και διανέμονται τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

ο λογαριασμός διαχείρισης, η δημοσιονομική ανάλυση και ο ισολογισμός που έχει υποβάλει η Επιτροπή·

β)

η ετήσια έκθεση και οι ειδικές εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνοδευόμενες από τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων·

γ)

η δήλωση με την οποία βεβαιούται η ακρίβεια των λογαριασμών, καθώς και η νομιμότητα και κανονικότητα των σχετικών πράξεων, στην οποία προβαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο βάσει του άρθρου 287 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

δ)

η σύσταση του Συμβουλίου.

2.   Τα έγγραφα αυτά παραπέμπονται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει.

3.   Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι επιτροπές που επιθυμούν να εκδώσουν γνωμοδότηση οφείλουν να την κοινοποιήσουν στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Άρθρο 2

Εξέταση της έκθεσης

1.   Το Κοινοβούλιο εξετάζει έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής σχετικά με την απαλλαγή έως τις 30 Απριλίου του έτους που έπεται της έγκρισης της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως απαιτεί ο δημοσιονομικός κανονισμός.

2.   Εφαρμόζονται τα σχετικά με τις τροπολογίες και την ψηφοφορία άρθρα του κανονισμού του Κοινοβουλίου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο παράρτημα αυτό.

Άρθρο 3

Περιεχόμενο της έκθεσης

1.   Η έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής περί απαλλαγής περιλαμβάνει:

α)

πρόταση απόφασης σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής ή την αναβολή της λήψης απόφασης περί απαλλαγής (ψηφοφορία την περίοδο συνόδου του Απριλίου) ή πρόταση απόφασης σχετικά με τη χορήγηση ή μη απαλλαγής (ψηφοφορία την περίοδο συνόδου του Οκτωβρίου)·

β)

πρόταση απόφασης που κλείνει τους λογαριασμούς σε ό,τι αφορά το σύνολο των εσόδων και δαπανών, καθώς και το ενεργητικό και το παθητικό της Ένωσης·

γ)

πρόταση ψηφίσματος που περιέχει παρατηρήσεις που συνοδεύουν την προτεινόμενη κατά το στοιχείο α) απόφαση απαλλαγής, συμπεριλαμβανομένης και της αξιολόγησης της εκτέλεσης του προϋπολογισμού εκ μέρους της Επιτροπής για το εν λόγω οικονομικό έτος, και παρατηρήσεις σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών για το μέλλον·

δ)

συνημμένη κατάσταση των ληφθέντων από την Επιτροπή εγγράφων και των αιτηθέντων από την Επιτροπή αλλά μη ληφθέντων εγγράφων·

ε)

τις γνωμοδοτήσεις των ενδιαφερομένων επιτροπών.

2.   Αν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή προτείνει την αναβολή της λήψης απόφασης περί απαλλαγής, στη σχετική πρόταση ψηφίσματος πρέπει να σημειώνονται μεταξύ άλλων:

α)

οι λόγοι της αναβολής·

β)

τα περαιτέρω μέτρα που αναμένονται από την Επιτροπή, καθώς και η σχετική προθεσμία·

γ)

τα έγγραφα των οποίων η υποβολή είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου το Κοινοβούλιο να είναι σε θέση να λάβει απόφαση έχοντας πλήρη εικόνα της κατάστασης.

Άρθρο 4

Εξέταση και ψηφοφορίες στο Κοινοβούλιο

1.   Κάθε έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής περί απαλλαγής εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την κατάθεσή της.

2.   Τροπολογίες επιτρέπονται μόνο στην πρόταση ψηφίσματος που υποβάλλεται κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1, στοιχείο γ).

3.   Η ψηφοφορία επί των προτάσεων απόφασης περί απαλλαγής και της πρότασης ψηφίσματος, εφόσον δεν ορίζει διαφορετικά το άρθρο 5, γίνεται με τη σειρά που προβλέπει το άρθρο 3.

4.   Το Κοινοβούλιο αποφασίζει επί των προτάσεων απόφασης με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, σύμφωνα με το άρθρο 231 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Παραλλαγές της διαδικασίας

1.   Ψηφοφορία κατά την περίοδο συνόδου του Απριλίου

Κατά την πρώτη φάση, η περί απαλλαγής έκθεση προτείνει είτε τη χορήγηση απαλλαγής είτε την αναβολή της.

α)

Εάν η πρόταση για τη χορήγηση απαλλαγής εξασφαλίσει πλειοψηφία, χορηγείται απαλλαγή. Αυτό σημαίνει επίσης κλείσιμο των λογαριασμών.

Εάν η πρόταση για τη χορήγηση απαλλαγής δεν εξασφαλίσει πλειοψηφία, η απαλλαγή θεωρείται ότι αναβάλλεται, η δε αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καταθέτει εντός εξαμήνου νέα έκθεση, με νέα πρόταση για τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης απαλλαγής.

β)

Εάν η πρόταση για αναβολή της χορήγησης απαλλαγής εγκριθεί, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καταθέτει εντός εξαμήνου νέα έκθεση με νέα πρόταση για τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης απαλλαγής. Στην περίπτωση αυτή αναβάλλεται επίσης το κλείσιμο των λογαριασμών, που προτείνεται εκ νέου με τη νέα έκθεση.

Εάν η πρόταση για αναβολή της χορήγησης απαλλαγής δεν συγκεντρώσει πλειοψηφία, θεωρείται ότι χορηγείται απαλλαγή. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση σημαίνει επίσης κλείσιμο των λογαριασμών. Η πρόταση ψηφίσματος μπορεί εν τούτοις να τεθεί σε ψηφοφορία.

2.   Ψηφοφορία κατά την περίοδο συνόδου του Οκτωβρίου

Κατά τη δεύτερη φάση, η περί απαλλαγής έκθεση προτείνει είτε τη χορήγηση είτε την άρνηση χορήγησης απαλλαγής.

α)

Εάν η πρόταση για τη χορήγηση απαλλαγής εξασφαλίσει πλειοψηφία, χορηγείται απαλλαγή. Αυτό σημαίνει επίσης κλείσιμο των λογαριασμών.

Εάν η πρόταση για τη χορήγηση απαλλαγής δεν συγκεντρώσει πλειοψηφία, δεν χορηγείται απαλλαγή. Επίσημη πρόταση για το κλείσιμο των λογαριασμών του συγκεκριμένου έτους υποβάλλεται σε επόμενη περίοδο συνόδου, κατά την οποία καλείται επίσης η Επιτροπή να προβεί σε δήλωση.

β)

Εάν η πρόταση για άρνηση χορήγησης απαλλαγής εξασφαλίσει πλειοψηφία, επίσημη πρόταση για το κλείσιμο των λογαριασμών του συγκεκριμένου έτους υποβάλλεται σε επόμενη περίοδο συνόδου, κατά την οποία η Επιτροπή καλείται να προβεί σε δήλωση

Εάν η πρόταση για άρνηση χορήγησης απαλλαγής δεν συγκεντρώσει πλειοψηφία, θεωρείται ότι χορηγείται απαλλαγή. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση σημαίνει επίσης κλείσιμο των λογαριασμών. Η πρόταση ψηφίσματος μπορεί εν τούτοις να τεθεί σε ψηφοφορία

3.   Εάν η πρόταση ψηφίσματος ή η πρόταση για το κλείσιμο των λογαριασμών περιέχουν διατάξεις που αντιβαίνουν στην περί απαλλαγής ψηφοφορία του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος μπορεί, μετά από διαβούλευση με τον Πρόεδρο της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής, να αναβάλει τη συγκεκριμένη ψηφοφορία και να ορίσει νέα προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.

Άρθρο 6

Εκτέλεση των αποφάσεων απαλλαγής

1.   Ο Πρόεδρος διαβιβάζει κάθε απόφαση ή ψήφισμα του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 3, στην Επιτροπή και τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα. Μεριμνά για τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη σειρά «Νομοθεσία».

2.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες των θεσμικών οργάνων, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν τις αποφάσεις απαλλαγής και τις άλλες παρατηρήσεις που περιέχονται στα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών.

3.   Ο Πρόεδρος, ενεργώντας εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, και μετά από έκθεση της αρμόδιας σε θέματα ελέγχου του προϋπολογισμού επιτροπής, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά του οικείου θεσμικού οργάνου ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση απαλλαγής ή τα άλλα ψηφίσματα σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΟΝΙΜΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ  (1)

I.   Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και την ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας (ΕΠΑΑ). Στο πλαίσιο αυτό, την επιτροπή επικουρεί υποεπιτροπή ασφάλειας και άμυνας·

2.

τις σχέσεις με τα άλλα θεσμικά όργανα και φορείς της ΕΕ, τον ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς και διακοινοβουλευτικές συνελεύσεις για ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της·

3.

την ενίσχυση των πολιτικών σχέσεων με τρίτες χώρες και ιδίως εκείνες με τις οποίες η Ένωση συνορεύει άμεσα, μέσω προγραμμάτων μείζονος συνεργασίας και αρωγής ή διεθνών συμφωνιών, όπως συμφωνίες σύνδεσης και εταιρικής σχέσης·

4.

την έναρξη, παρακολούθηση και ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την προσχώρηση ευρωπαϊκών κρατών στην Ένωση·

5.

θέματα που άπτονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της προστασίας των μειονοτήτων και της προαγωγής των δημοκρατικών αξιών σε τρίτες χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, την επιτροπή επικουρεί η υποεπιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με την επιφύλαξη των σχετικών κανόνων, βουλευτές άλλων επιτροπών και σωμάτων με αρμοδιότητες στον τομέα αυτό προσκαλούνται για να παρακολουθήσουν τις συνεδριάσεις της υποεπιτροπής.

Η επιτροπή συντονίζει τις εργασίες των μεικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών και των επιτροπών κοινοβουλευτικής συνεργασίας καθώς επίσης και τις εργασίες των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών, των αντιπροσωπειών ad hoc και των αποστολών εκλογικών παρατηρητών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της.

II.   Επιτροπή Ανάπτυξης

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

την προώθηση, την εφαρμογή και τον έλεγχο της πολιτικής ανάπτυξης και συνεργασίας της Ένωσης, και ιδίως:

α)

τον πολιτικό διάλογο με τις αναπτυσσόμενες χώρες, τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και σε συνάρτηση με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς και διακοινοβουλευτικά φόρα·

β)

τη βοήθεια στις αναπτυσσόμενες χώρες και τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας με αυτές·

γ)

την προώθηση των δημοκρατικών αξιών, της χρηστής διακυβέρνησης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες·

2.

ζητήματα που αφορούν τις συμφωνίες εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΕ και τις σχέσεις με τους αρμόδιους φορείς·

3.

τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου σε αποστολές παρακολούθησης εκλογών, εφόσον απαιτείται σε συνεργασία με άλλες αρμόδιες επιτροπές και αντιπροσωπείες.

Η επιτροπή συντονίζει τις εργασίες των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και αντιπροσωπειών ad hoc που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

III.   Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου

Επιτροπή αρμόδια για:

ζητήματα που αφορούν τον καθορισμό και την εφαρμογή της κοινής εμπορικής πολιτικής της Ένωσης και τις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της, και ειδικότερα:

1.

τις χρηματοπιστωτικές, οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες και περιφερειακούς οργανισμούς·

2.

τα μέτρα τεχνικής εναρμόνισης ή τυποποίησης σε τομείς που διέπονται από συμβάσεις διεθνούς δικαίου·

3.

τις σχέσεις με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς και τις οργανώσεις για την προαγωγή της περιφερειακής οικονομικής και εμπορικής ολοκλήρωσης εκτός της Ένωσης·

4.

τις σχέσεις με τον ΠΟΕ, συμπεριλαμβανομένης της κοινοβουλευτικής διάστασής του.

Η επιτροπή έρχεται σε επαφή με τις αρμόδιες διακοινοβουλευτικές και ειδικές αντιπροσωπείες όσον αφορά τα οικονομικά και εμπορικά ζητήματα των σχέσεων με τρίτες χώρες.

IV.   Επιτροπή Προϋπολογισμών

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο σχετικά με τα έσοδα και τα έξοδα της Ένωσης και το σύστημα των ιδίων πόρων της Ένωσης·

2.

τις δημοσιονομικές εξουσίες του Κοινοβουλίου, δηλαδή τον προϋπολογισμό της Ένωσης καθώς και τη διαπραγμάτευση και εφαρμογή των διοργανικών συμφωνιών στον τομέα αυτό·

3.

τις προβλέψεις του Κοινοβουλίου κατά την διαδικασία που ορίζει ο κανονισμός·

4.

τον προϋπολογισμό των αποκεντρωμένων οργανισμών·

5.

τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων·

6.

την εγγραφή στον προϋπολογισμό του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της επιτροπής που είναι αρμόδια για τη συμφωνία εταιρικής σχέσης των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού με την Ευρωπαϊκή Ένωση·

7.

τις δημοσιονομικές επιπτώσεις και τη συμβατότητα με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο όλων των πράξεων της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των εξουσιών των αρμοδίων επιτροπών·

8.

την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της εκτέλεσης του τρέχοντος προϋπολογισμού, με την επιφύλαξη του άρθρου 78 παράγραφος 1, του κανονισμού, τις μεταφορές πιστώσεων, τις διαδικασίες που αφορούν τα οργανογράμματα, τις διοικητικές πιστώσεις και τις γνώμες για σχέδια που αφορούν κατασκευές με σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις·

9.

τον δημοσιονομικό κανονισμό, εκτός από τα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση, τη διαχείριση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού.

V.   Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τον έλεγχο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης καθώς και τις αποφάσεις για τη χορήγηση απαλλαγής που λαμβάνει το Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής διαδικασίας απαλλαγής και όλων των άλλων μέτρων που συνοδεύουν ή θέτουν σε εφαρμογή αυτές τις αποφάσεις·

2.

το κλείσιμο, την απόδοση και τον έλεγχο των λογαριασμών και ισολογισμών της Ένωσης, των θεσμικών οργάνων της και κάθε οργανισμού που χρηματοδοτείται από αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής των πιστώσεων εις μεταφορά και τον καθορισμό των υπολοίπων·

3.

τον έλεγχο των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων·

4.

την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας, από πλευράς κόστους, των διαφόρων μορφών χρηματοδότησης της Ένωσης κατά την εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης·

5.

την εξέταση των περιπτώσεων απάτης και ατασθαλιών κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης και μέτρων που αποσκοπούν στην πρόληψη και δίωξη αυτών των περιπτώσεων, καθώς επίσης και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εν γένει·

6.

τις σχέσεις με το Ελεγκτικό Συνέδριο, το διορισμό των μελών του και την εξέταση των εκθέσεών του·

7.

το δημοσιονομικό κανονισμό όσον αφορά την εκτέλεση, τη διαχείριση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού.

VI.   Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

την οικονομική και νομισματική πολιτική της Ένωσης, την ομαλή λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής Ένωσης και το ευρωπαϊκό νομισματικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με τα αρμόδια θεσμικά όργανα και οργανισμούς·

2.

την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και πληρωμών (διασυνοριακές πληρωμές, ενιαίος χώρος πληρωμών, ισοζύγιο πληρωμών, κινήσεις κεφαλαίων και δανειοδοτική και δανειοληπτική πολιτική, έλεγχος των κινήσεων κεφαλαίων που προέρχονται από τρίτες χώρες, μέτρα ενθάρρυνσης των εξαγωγών κεφαλαίων από την Ένωση)·

3.

το διεθνές νομισματικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με τα χρηματοπιστωτικά και νομισματικά θεσμικά όργανα και οργανισμούς·

4.

τους κανόνες για τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ή δημόσιες ενισχύσεις·

5.

τις φορολογικές διατάξεις·

6.

τη ρύθμιση και εποπτεία των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, θεσμικών οργάνων και αγορών, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς οικονομικών αποτελεσμάτων, του ελέγχου, των λογιστικών κανόνων, της διοίκησης των εταιριών και άλλων ζητημάτων εταιρικού δικαίου που αφορούν ειδικώς τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

VII.   Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

την πολιτική απασχόλησης και όλες τις πτυχές της κοινωνικής πολιτικής, όπως συνθήκες εργασίας, κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική προστασία·

2.

τα μέτρα υγείας και ασφάλειας στο χώρο εργασίας·

3.

το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο·

4.

την πολιτική στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών προσόντων·

5.

την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και των συνταξιούχων·

6.

τον κοινωνικό διάλογο·

7.

κάθε μορφή διάκρισης στον τόπο εργασίας και στην αγορά εργασίας, με εξαίρεση εκείνες που βασίζονται στο φύλο·

8.

τις σχέσεις με:

το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ανάπτυξης και Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop),

το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας,

το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης,

το Ευρωπαϊκό Γραφείο για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία,

καθώς και με τα άλλα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνείς οργανισμούς.

VIII.   Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφαλείας των Τροφίμων

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

την πολιτική περιβάλλοντος και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, και ειδικότερα:

α)

τη ρύπανση του αέρα, του εδάφους και των υδάτων, τη διαχείριση των αποβλήτων και την ανακύκλωση, τις επικίνδυνες ουσίες και τα επικίνδυνα παρασκευάσματα, τα επίπεδα θορύβου, τις κλιματικές μεταβολές, την προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας·

β)

την αειφόρο ανάπτυξη·

γ)

τα διεθνή και περιφερειακά μέτρα και τις συμφωνίες που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος·

δ)

την αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον·

ε)

την πολιτική προστασία·

στ)

την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος,·

ζ)

τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων·

2.

τη δημόσια υγεία, και ειδικότερα:

α)

τα προγράμματα και τις ειδικές δράσεις στον τομέα της δημόσιας υγείας·

β)

τα φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα·

γ)

τις υγειονομικές πλευρές της βιοτρομοκρατίας·

δ)

τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αξιολόγησης των Φαρμακευτικών Προϊόντων, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου των Ασθενειών·

3.

ζητήματα ασφάλειας των τροφίμων, και ειδικότερα:

α)

τη σήμανση και την ασφάλεια των τροφίμων·

β)

την κτηνιατρική νομοθεσία που αφορά την προστασία από τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία· τον υγειονομικό έλεγχο των τροφίμων και των συστημάτων παραγωγής προϊόντων διατροφής·

γ)

την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Προστασία των Τροφίμων και το Ευρωπαϊκό Διατροφικό και Κτηνιατρικό Γραφείο.

IX.   Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενεργείας

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τη βιομηχανική πολιτική της Ένωσης και την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών, ιδίως σχετικά με τα μέτρα που αφορούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις·

2.

την πολιτική ενέργειας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης και εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων της έρευνας·

3.

την πολιτική για το διάστημα·

4.

τις δραστηριότητες του Κοινού Κέντρου Ερευνών, του Κεντρικού Γραφείου Πυρηνικών Μετρήσεων, καθώς και το JET, το ITER και άλλα προγράμματα του ιδίου τομέα·

5.

τα μέτρα της Ένωσης που αφορούν την ενεργειακή πολιτική γενικώς, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και της ενεργειακής αποτελεσματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας και ανάπτυξης διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα της ενεργειακής υποδομής·

6.

τη Συνθήκη Ευρατόμ και τον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ (ΕSΑ), την πυρηνική ασφάλεια, την παύση λειτουργίας πυρηνικών εγκαταστάσεων και την διάθεση πυρηνικών αποβλήτων·

7.

την κοινωνία των πληροφοριών και την τεχνολογία των πληροφοριών συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας και ανάπτυξης διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα της υποδομής των τηλεπικοινωνιών.

X.   Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τον συντονισμό, σε επίπεδο Ένωσης, της εθνικής νομοθεσίας στους τομείς της εσωτερικής αγοράς και της τελωνειακής ένωσης, και ειδικότερα:

α)

την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της εναρμόνισης των τεχνικών προτύπων·

β)

το δικαίωμα εγκατάστασης·

γ)

την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών με εξαίρεση τον χρηματοπιστωτικό και ταχυδρομικό τομέα·

2.

τα μέτρα που αποσκοπούν στον εντοπισμό και την άρση των δυνητικών εμποδίων στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς·

3.

την προώθηση και προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, με εξαίρεση τα ζητήματα της δημόσιας υγείας και της ασφάλειας τροφίμων, στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης της εσωτερικής αγοράς.

XI.   Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

την ανάπτυξη κοινής πολιτικής για τις σιδηροδρομικές, οδικές, εσωτερικές πλωτές, θαλάσσιες και εναέριες μεταφορές, και ειδικότερα:

α)

τους κοινούς κανόνες οι οποίοι πρέπει να ισχύουν στις μεταφορές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

β)

την καθιέρωση και ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα των υποδομών μεταφορών·

γ)

την παροχή μεταφορικών υπηρεσιών και τις σχέσεις με τρίτες χώρες στον τομέα των μεταφορών·

δ)

την ασφάλεια των μεταφορών·

ε)

τις σχέσεις με διεθνείς φορείς και οργανισμούς μεταφορών·

2.

τις ταχυδρομικές υπηρεσίες·

3.

τον τουρισμό.

XII.   Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης

Επιτροπή αρμόδια για:

την περιφερειακή πολιτική και την πολιτική συνοχής και ειδικότερα:

α)

το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ταμείο Συνοχής και τα άλλα όργανα περιφερειακής πολιτικής της Ένωσης·

β)

την εκτίμηση των επιπτώσεων των άλλων πολιτικών της Ένωσης στην οικονομική και κοινωνική συνοχή·

γ)

το συντονισμό των χρηματοδοτικών οργάνων διαρθρωτικής παρέμβασης της Ένωσης·

δ)

τις εξόχως απόκεντρες και νησιωτικές περιοχές καθώς και τη διασυνοριακή και τη διαπεριφερειακή συνεργασία·

ε)

τις σχέσεις με την Επιτροπή των Περιφερειών, με τις οργανώσεις διαπεριφερειακής συνεργασίας και με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές.

XIII.   Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τη λειτουργία και την ανάπτυξη της κοινής γεωργικής πολιτικής·

2.

την ανάπτυξη της υπαίθρου, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των οικείων χρηματοδοτικών οργάνων·

3.

τη νομοθεσία σχετικά με:

α)

τα κτηνιατρικά και φυτοϋγειονομικά θέματα, τις ζωοτροφές, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν αποβλέπουν στην προστασία κατά των κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία·

β)

την εκτροφή και καλή μεταχείριση των ζώων·

4.

τη βελτίωση της ποιότητας των γεωργικών προϊόντων·

5.

τον ανεφοδιασμό σε γεωργικές πρώτες ύλες·

6.

το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών·

7.

τη δασοκομική πολιτική.

XIV.   Επιτροπή Αλιείας

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τη λειτουργία και την ανάπτυξη της κοινής αλιευτικής πολιτικής και τη διαχείρισή της·

2.

τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων·

3.

την κοινή οργάνωση της αγοράς αλιευτικών προϊόντων·

4.

τη διαρθρωτική πολιτική στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών μέσων προσανατολισμού της αλιείας·

5.

τις διεθνείς συμφωνίες αλιείας.

XV.   Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τα πολιτιστικά θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα:

α)

τη βελτίωση της γνώσης και διάδοσης του πολιτισμού·

β)

την προστασία και προώθηση της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας·

γ)

τη διατήρηση και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, τις πολιτιστικές ανταλλαγές και την καλλιτεχνική δημιουργία·

2.

την εκπαιδευτική πολιτική της Ένωσης συμπεριλαμβανομένου του τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ευρώπη, την προώθηση του συστήματος των ευρωπαϊκών σχολείων και την διά βίου εκπαίδευση·

3.

την οπτικοακουστική πολιτική και τις πολιτιστικές και εκπαιδευτικές πτυχές της κοινωνίας της πληροφορίας·

4.

την πολιτική για τους νέους και την ανάπτυξη πολιτικής αθλητισμού και ψυχαγωγίας·

5.

την πολιτική της πληροφορίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης·

6.

τη συνεργασία με τρίτες χώρες στους τομείς του πολιτισμού και της εκπαίδευσης και τις σχέσεις με τις αρμόδιες διεθνείς οργανώσεις και θεσμικά όργανα.

XVI.   Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, τη συμμόρφωση των πράξεων της Ένωσης με το πρωτογενές δίκαιο, και ιδίως την επιλογή της νομικής βάσης και τον σεβασμό των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας·

2.

την ερμηνεία και εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, στο μέτρο που αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση·

3.

την απλούστευση του δικαίου της Ένωσης, ιδίως τις νομοθετικές προτάσεις που αποβλέπουν στην επίσημη κωδικοποίησή του·

4.

την έννομη προστασία των δικαιωμάτων και προνομίων του Κοινοβουλίου και ιδίως τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στις προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

5.

τις πράξεις της Ένωσης που αφορούν το νομικό καθεστώς των κρατών μελών, ιδίως στους τομείς:

α)

του αστικού και εμπορικού δικαίου·

β)

του εταιρικού δικαίου·

γ)

του δικαίου διανοητικής ιδιοκτησίας·

δ)

του δικονομικού δικαίου·

6.

μέτρα σχετικά με την δικαστική και διοικητική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις·

7.

την περιβαλλοντική ευθύνη και τις κυρώσεις κατά των περιβαλλοντικών εγκλημάτων·

8.

ηθικά ζητήματα που αφορούν τις νέες τεχνολογίες κατά την εφαρμογή της διαδικασίας συνδεδεμένων επιτροπών με τις οικείες επιτροπές·

9.

το καθεστώς των βουλευτών και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

10.

τα προνόμια και τις ασυλίες καθώς και τον έλεγχο της εντολής των βουλευτών·

11.

την οργάνωση και τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

12.

το Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς.

XVII.   Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

την προστασία, εντός του εδάφους της Ένωσης, των δικαιωμάτων των πολιτών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των μειονοτήτων, που έχουν θεσπισθεί με τις Συνθήκες και με τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

2.

τα απαιτούμενα μέτρα για την καταπολέμηση κάθε διάκρισης, εκτός της διάκρισης λόγω φύλου ή στον τόπο εργασίας και την αγορά εργασίας·

3.

τη νομοθεσία στους τομείς της διαφάνειας και της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

4.

τη δημιουργία και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, και ιδίως:

α)

μέτρα σχετικά με την είσοδο και την κυκλοφορία των προσώπων, το άσυλο και τη μετανάστευση·

β)

μέτρα σχετικά με την ενιαία διαχείριση των εξωτερικών συνόρων·

γ)

μέτρα σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις·

5.

το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Φαινόμενα Ρατσισμού και Ξενοφοβίας, τη Europol, τη Eurojust, τη CEPOL καθώς και άλλους φορείς και υπηρεσίες στον ίδιο τομέα·

6.

τη διαπίστωση ότι συντρέχει σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης, εκ μέρους κράτους μέλους, των κοινών σε όλα τα κράτη μέλη αρχών.

XVIII.   Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τις θεσμικές πτυχές της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ιδίως στο πλαίσιο της προετοιμασίας και της διεξαγωγής των διακυβερνητικών διασκέψεων·

2.

τη θέση σε εφαρμογή της συνθήκης ΕΕ και την αποτίμηση της λειτουργίας της·

3.

τις θεσμικές επιπτώσεις των διαπραγματεύσεων για τη διεύρυνση της Ένωσης·

4.

τις διοργανικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των διοργανικών συμφωνιών υπό το πρίσμα του άρθρου 127 παράγραφος 2, του κανονισμού, ενόψει της έγκρισής τους από την ολομέλεια του Κοινοβουλίου·

5.

την ενιαία εκλογική διαδικασία·

6.

τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Προεδρείου·

7.

τη διαπίστωση ότι συντρέχει σαφής κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς παραβίασης εκ μέρους κράτους μέλους των κοινών σε όλα τα κράτη μέλη αρχών·

8.

την ερμηνεία και εφαρμογή του κανονισμού και των προτάσεων για την τροποποίησή του.

XIX.   Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τον ορισμό, την προώθηση και προστασία των δικαιωμάτων της γυναίκας στην Ένωση και συναφή μέτρα της Κοινότητας·

2.

την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών σε τρίτες χώρες·

3.

την πολιτική των ίσων ευκαιριών, η οποία περιλαμβάνει την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες που τους παρέχονται στην αγορά εργασίας και τη μεταχείρισή τους στο χώρο εργασίας·

4.

την κατάργηση όλων των μορφών διάκρισης που βασίζονται στο φύλο·

5.

την εφαρμογή και την περαιτέρω προώθηση της αρχής των ίσων ευκαιριών και την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου σε όλους τους τομείς πολιτικής·

6.

την παρακολούθηση και εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών και συμβάσεων που άπτονται των δικαιωμάτων των γυναικών·

7.

την πολιτική πληροφόρησης που αφορά τις γυναίκες.

XX.   Επιτροπή Αναφορών

Επιτροπή αρμόδια για:

1.

τις αναφορές·

2.

τις σχέσεις με τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή.


(1)  Καθορίστηκαν με απόφαση του Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 2009.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Α.   Εξέταση των εμπιστευτικών εγγράφων που διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο

Διαδικασία που εφαρμόζεται για την εξέταση των εμπιστευτικών εγγράφων που διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο (1)

1.

Ως εμπιστευτικά έγγραφα νοούνται τα έγγραφα και οι πληροφορίες που είναι δυνατό να εξαιρεθούν από την πρόσβαση του κοινού δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα ευαίσθητα έγγραφα, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού.

Οσάκις αμφισβητείται από κάποιο από τα θεσμικά όργανα ο εμπιστευτικός χαρακτήρας εγγράφων που παραλαμβάνονται από το Κοινοβούλιο, το θέμα παραπέμπεται στη διοργανική επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

Οσάκις εμπιστευτικά έγγραφα διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο με την επιφύλαξη του εμπιστευτικού χειρισμού τους, ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής του Κοινοβουλίου εφαρμόζει αυτοδικαίως την εμπιστευτική διαδικασία όπως προβλέπεται στο σημείο 3 κατωτέρω.

2.

Κάθε επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί, μετά από γραπτή ή προφορική αίτηση ενός των μελών της, να επιβάλει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας για πληροφορία ή έγγραφο που προσδιορίζει. Για να ληφθεί απόφαση περί εφαρμογής της εμπιστευτικής διαδικασίας απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων μελών.

3.

Όταν ο Πρόεδρος της επιτροπής κηρύξει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας, στη συζήτηση που ακολουθεί μπορούν να παραστούν μόνο τα μέλη της επιτροπής και οι απολύτως απαραίτητοι υπάλληλοι και εμπειρογνώμονες που έχουν ορισθεί από τον πρόεδρο.

Τα αριθμημένα έγγραφα διανέμονται στην αρχή της συνεδρίασης και συγκεντρώνονται άμα τη λήξει της. Δεν λαμβάνονται σημειώσεις και, κατά μείζονα λόγο, δεν γίνονται φωτοαντίγραφα.

Τα συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης ουδεμία λεπτομέρεια αναφέρουν όσον αφορά την εξέταση του σημείου ο χειρισμός του οποίου έγινε σύμφωνα με την εμπιστευτική διαδικασία. Μόνο η απόφαση, εφόσον υπάρξει, μπορεί να αναγράφεται στα πρακτικά.

4.

Η εξέταση των περιπτώσεων παραβίασης του απορρήτου μπορεί να ζητηθεί από τρία μέλη της επιτροπής που κίνησε τη διαδικασία και να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη. Η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής μπορεί να αποφασίσει ότι η εξέταση της παραβίασης του απορρήτου θα περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά από την κατάθεση της αίτησης αυτής ενώπιον του Προέδρου της επιτροπής.

5.

Κυρώσεις: σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου, ο Πρόεδρος της επιτροπής ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 9 παράγραφος 2, 152, 153 και 154.

Β.   Πρόσβαση του Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας

Διοργανική Συμφωνία της 20ης Νοεμβρίου 2002 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (2)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 21 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η Προεδρία του Συμβουλίου ζητεί τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και μεριμνά ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις του. Το εν λόγω άρθρο ορίζει επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται τακτικά από την Προεδρία του Συμβουλίου και την Επιτροπή για τις εξελίξεις της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Θα πρέπει να εισαχθεί μηχανισμός προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται στον τομέα αυτό.

(2)

Λαμβανομένης υπόψη της ειδικής φύσης και του ιδιαίτερα ευαίσθητου περιεχομένου ορισμένων πληροφοριών υψηλής διαβάθμισης στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, θα πρέπει να εισαχθούν ειδικές ρυθμίσεις για το χειρισμό εγγράφων που περιέχουν τέτοιες πληροφορίες.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (3), το Συμβούλιο ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα ευαίσθητα έγγραφα, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού σύμφωνα με τους διακανονισμούς που συμφωνούνται μεταξύ των θεσμικών οργάνων.

(4)

Στα περισσότερα κράτη μέλη υφίστανται ειδικοί μηχανισμοί για τη διαβίβαση και το χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών μεταξύ κυβερνήσεων και εθνικών κοινοβουλίων. Η παρούσα διοργανική συμφωνία θα πρέπει να παράσχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μεταχείριση εμπνευσμένη από τις βέλτιστες πρακτικές των κρατών μελών,

ΣΥΝΗΨΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ:

1.   Πεδίο εφαρμογής

1.1.

Η παρούσα διοργανική συμφωνία αφορά την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες, δηλ. πληροφορίες διαβαθμισμένες ως «TRÈS SECRET/TOP SECRET», «SECRET» ή «CONFIDENTIEL» (ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΕΣ, ΑΠΟΡΡΗΤΕΣ ή ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΕΣ), ανεξάρτητα από προέλευση, υλικό φορέα ή βαθμό πληρότητας, τις οποίες κατέχει το Συμβούλιο στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, καθώς και το χειρισμό εγγράφων τέτοιας διαβάθμισης.

1.2.

Οι πληροφορίες που προέρχονται από τρίτο κράτος ή από διεθνή οργανισμό διαβιβάζονται μετά από συναίνεση του εν λόγω κράτους ή οργανισμού.

Οσάκις πληροφορίες που προέρχονται από κράτος μέλος διαβιβάζονται στο Συμβούλιο χωρίς ρητό περιορισμό για τη διανομή τους σε άλλα θεσμικά όργανα πέρα από τη διαβάθμισή τους, εφαρμόζονται οι κανόνες που περιέχονται στα μέρη 2 και 3 της παρούσας διοργανικής συμφωνίας. Αλλιώς, αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται μετά από συναίνεση του εν λόγω κράτους μέλους.

Σε περίπτωση άρνησής του να διαβιβάσει πληροφορίες που προέρχονται από τρίτο κράτος, διεθνή οργανισμό ή κράτος μέλος, το Συμβούλιο αιτιολογεί την άρνηση αυτή.

1.3.

Οι διατάξεις της παρούσας διοργανικής συμφωνίας εφαρμόζονται σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία και με την επιφύλαξη της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 19ης Απριλίου 1995 περί των λεπτομερών διατάξεων άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (4) και με την επιφύλαξη των ισχυουσών ρυθμίσεων, ιδιαίτερα της διοργανικής συμφωνίας της 6ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού (5).

2.   Γενικοί κανόνες

2.1.

Τα δύο θεσμικά όργανα ενεργούν σύμφωνα με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους για ειλικρινή συνεργασία και σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς και σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις της Συνθήκης. Κατά τη διαβίβαση και το χειρισμό των πληροφοριών που καλύπτει η παρούσα διοργανική συμφωνία πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα τα οποία αποσκοπεί να διαφυλάξει η διαβάθμιση, και ιδίως το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την ασφάλεια και άμυνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της ή τη στρατιωτική ή μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων.

2.2.

Μετά από αίτημα ενός από τα πρόσωπα που αναφέρονται κατωτέρω στο σημείο 3.1 η Προεδρία του Συμβουλίου ή ο Γενικός Γραμματέας/Ύπατος Εκπρόσωπος τα ενημερώνει αμελλητί για το περιεχόμενο κάθε ευαίσθητης πληροφορίας που απαιτείται για την άσκηση των εξουσιών που απονέμει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα διοργανική συμφωνία, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον σε θέματα ασφάλειας και άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της, ή τη στρατιωτική ή μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ορίζονται κατωτέρω στο μέρος 3.

3.   Ρυθμίσεις ως προς την πρόσβαση και το χειρισμό ευαίσθητων πληροφοριών

3.1.

Στα πλαίσια της παρούσας διοργανικής συμφωνίας, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει τη διαβίβαση, από την Προεδρία του Συμβουλίου ή το Γενικό Γραμματέα/Ύπατο Εκπρόσωπο, πληροφοριών στην εν λόγω επιτροπή για εξελίξεις ως προς την ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας, συμπεριλαμβανομένων ευαίσθητων πληροφοριών για τις οποίες εφαρμόζεται το σημείο 3.3.

3.2.

Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται αμελλητί σε περίπτωση κρίσης ή μετά από αίτηση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής.

3.3.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ειδική επιτροπή, υπό την προεδρία του Προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής, απαρτιζόμενη από τέσσερα μέλη που διορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων, ενημερώνονται από την Προεδρία του Συμβουλίου ή από το Γενικό Γραμματέα/Ύπατο Εκπρόσωπο για το περιεχόμενο των ευαίσθητων πληροφοριών, όπου αυτό απαιτείται για την άσκηση των εξουσιών που απονέμει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα που καλύπτει η παρούσα διοργανική συμφωνία. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η ειδική επιτροπή μπορούν να ζητούν να ανατρέχουν στα εν λόγω έγγραφα στο κτίριο του Συμβουλίου.

Τα σχετικά έγγραφα ή πληροφορίες τίθενται στη διάθεση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όποτε αυτό απαιτείται και είναι δυνατό λόγω της φύσης και του περιεχομένου τους. Ο Πρόεδρος επιλέγει μία από τις ακόλουθες δυνατότητες:

α)

πληροφορίες προοριζόμενες για τον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής·

β)

πρόσβαση στις πληροφορίες μόνο για τα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής·

γ)

συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής, σύμφωνα με ρυθμίσεις που μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τον εκάστοτε βαθμό εμπιστευτικότητας·

δ)

διαβίβαση εγγράφων από τα οποία έχουν περικοπεί πληροφορίες λόγω του απαιτούμενου βαθμού απορρήτου.

Οι ανωτέρω δυνατότητες δεν ισχύουν στην περίπτωση που οι ευαίσθητες πληροφορίες έχουν διαβαθμισθεί ως «TRÈS SECRET/TOP SECRET».

Όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα έγγραφα που έχουν διαβαθμισθεί ως «SECRET» ή «CONFIDENTIEL», η επιλογή από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μιας από τις ανωτέρω δυνατότητες συμφωνείται προηγουμένως με το Συμβούλιο.

Οι εν λόγω πληροφορίες ή έγγραφα δεν δημοσιεύονται ούτε διαβιβάζονται σε άλλο παραλήπτη.

4.   Τελικές διατάξεις

4.1.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το καθένα κατ’ ιδίαν, λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή της παρούσας διοργανικής συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που απαιτούνται για την εξουσιοδότηση των οικείων προσώπων για τη διαχείριση διαβαθμισμένου υλικού.

4.2.

Τα δύο θεσμικά όργανα είναι διατεθειμένα να συζητήσουν παρόμοιες διοργανικές συμφωνίες που θα καλύπτουν διαβαθμισμένες πληροφορίες σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων του Συμβουλίου, υπό τον όρο ότι οι διατάξεις της παρούσας διοργανικής συμφωνίας δεν αποτελούν προηγούμενο για άλλους τομείς δραστηριοτήτων της Ένωσης ή της Κοινότητας και δεν θίγουν το περιεχόμενο οιασδήποτε άλλης διοργανικής συμφωνίας.

4.3.

Η παρούσα διοργανική συμφωνία αναθεωρείται μετά από δύο έτη ύστερα από αίτηση ενός από τα δύο θεσμικά όργανα με βάση την εμπειρία που θα αποκτηθεί κατά την εφαρμογή της.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η παρούσα διοργανική συμφωνία εφαρμόζεται σύμφωνα με τους σχετικούς εφαρμοστέους κανονισμούς και ιδίως βάσει της αρχής ότι η συγκατάθεση του συντάκτη αποτελεί απαραίτητο όρο για τη διαβίβαση διαβαθμισμένων πληροφοριών όπως ορίζεται στο σημείο 1.2.

Τα μέλη της ειδικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορούν να συμβουλεύονται ευαίσθητα έγγραφα σε ασφαλή αίθουσα εντός των χώρων του Συμβουλίου.

Η παρούσα διοργανική συμφωνία αρχίζει να ισχύει μετά τη θέσπιση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εσωτερικών μέτρων ασφαλείας που είναι σύμφωνα με τις αρχές του σημείου 2.1 και ανάλογα προς εκείνα των λοιπών οργάνων, προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των εκάστοτε ευαίσθητων πληροφοριών.

Γ.   Εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας που αφορά την πρόσβαση του Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας που αφορά την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (6)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,

Έχοντας υπόψη το άρθρο 9 και, ειδικότερα, τις παραγράφους του 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (7),

Έχοντας υπόψη το παράρτημα VII (8), μέρος Α σημείο 1 του κανονισμού του,

Έχοντας υπόψη το άρθρο 20 της απόφασης του Προεδρείου, της 28ης Νοεμβρίου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (9),

Έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση του Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας,

Έχοντας υπόψη την πρόταση του Προεδρείου,

Λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό χαρακτήρα και το ιδιαίτερα ευαίσθητο περιεχόμενο ορισμένων εξαιρετικά εμπιστευτικών πληροφοριών στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας,

Λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση του Συμβουλίου να παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πληροφορίες σχετικά με τα ευαίσθητα έγγραφα, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων,

Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αποτελούν μέλη της ειδικής επιτροπής η οποία δημιουργήθηκε βάσει της διοργανικής συμφωνίας πρέπει να διαθέτουν εξουσιοδότηση για πρόσβαση στις ευαίσθητες πληροφορίες σύμφωνα με την αρχή της «ανάγκης για ενημέρωση»,

Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη θέσπισης ειδικών μηχανισμών για τη λήψη, την επεξεργασία και τον έλεγχο ευαίσθητων πληροφοριών που προέρχονται από το Συμβούλιο, από κράτη μέλη ή τρίτες χώρες ή από διεθνείς οργανισμούς,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Η παρούσα απόφαση αποβλέπει στην έγκριση συμπληρωματικών μέτρων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας σχετικά με την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.

Άρθρο 2

Το Συμβούλιο, τηρώντας τους ισχύοντες κανόνες του, εξετάζει τις αιτήσεις πρόσβασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου. Εάν τα ζητούμενα έγγραφα έχουν εκδοθεί από άλλα θεσμικά όργανα, κράτη μέλη, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, διαβιβάζονται κατόπιν σύμφωνης γνώμης των εν λόγω οργάνων.

Άρθρο 3

Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας εντός του θεσμικού οργάνου.

Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνει όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα για να διασφαλίσει την εμπιστευτική επεξεργασία των πληροφοριών που λαμβάνονται απευθείας από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή από το Γενικό Γραμματέα / Ύπατο Εκπρόσωπο, ή των πληροφοριών που λαμβάνονται κατά την εξέταση ευαίσθητων εγγράφων στους χώρους του Συμβουλίου.

Άρθρο 4

Όταν, μετά από αίτηση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής, η Προεδρία του Συμβουλίου ή ο Γενικός Γραμματέας / Ύπατος Εκπρόσωπος καλούνται να παράσχουν ευαίσθητες πληροφορίες στην ειδική επιτροπή που δημιουργήθηκε από τη διοργανική συμφωνία, οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονται το συντομότερο δυνατό. Για το σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξοπλίζει μια αίθουσα ειδικού προορισμού. Η επιλογή της αίθουσας πραγματοποιείται με γνώμονα την εξασφάλιση ισοδύναμου επιπέδου προστασίας με εκείνο που προβλέπει η απόφαση 2001/264/ΕΚ της 19ης Μαρτίου 2001 (10), για την έγκριση των κανονισμών ασφάλειας του Συμβουλίου, όσον αφορά τη διεξαγωγή συνεδριάσεων αυτού του τύπου.

Άρθρο 5

Η ενημερωτική συνεδρίαση, της οποίας προεδρεύει ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής, διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών.

Εκτός των 4 βουλευτών που έχει ορίσει η Διάσκεψη των Προέδρων, πρόσβαση στην αίθουσα της συνεδρίασης έχουν μόνο οι υπάλληλοι οι οποίοι, λόγω των καθηκόντων τους ή των αναγκών της υπηρεσίας, είναι εξουσιοδοτημένοι και έχουν λάβει άδεια να εισέλθουν στην αίθουσα υπό την επιφύλαξη της «ανάγκης για ενημέρωση».

Άρθρο 6

Κατ’ εφαρμογή του σημείου 3.3 της προαναφερθείσας διοργανικής συμφωνίας, όταν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής, αποφασίζουν να ζητήσουν την εξέταση των εγγράφων στα οποία περιέχονται ευαίσθητες πληροφορίες, η εξέταση αυτή πραγματοποιείται στους χώρους του Συμβουλίου.

Η επιτόπια εξέταση γίνεται στη διαθέσιμη μορφή των εγγράφων.

Άρθρο 7

Τα μέλη του Κοινοβουλίου που προβλέπεται να παραστούν στις ενημερωτικές συνεδριάσεις ή να λάβουν γνώση των ευαίσθητων εγγράφων υπόκεινται σε διαδικασία εξουσιοδότησης αντίστοιχη με εκείνη που ισχύει για τα μέλη του Συμβουλίου και τα μέλη της Επιτροπής. Για το σκοπό αυτό, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβαίνει στα αναγκαία διαβήματα προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

Άρθρο 8

Οι υπάλληλοι που χρειάζεται να λάβουν γνώση ευαίσθητων πληροφοριών εξουσιοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για τα άλλα θεσμικά όργανα. Οι υπάλληλοι που έχουν εξουσιοδοτηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, και υπό την επιφύλαξη της «ανάγκης για ενημέρωση», προσκαλούνται να παρευρεθούν στις προαναφερθείσες ενημερωτικές συνεδριάσεις ή να λάβουν γνώση του περιεχομένου τους. Τη σχετική άδεια χορηγεί ο Γενικός Γραμματέας, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών των κρατών μελών, βάσει της έρευνας ασφάλειας που διενεργείται από τις εν λόγω αρχές.

Άρθρο 9

Οι ευαίσθητες πληροφορίες που λαμβάνονται κατά τις ανωτέρω συνεδριάσεις ή κατά την εξέταση των σχετικών εγγράφων στους χώρους του Συμβουλίου δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο δημοσιοποίησης, διάδοσης και ολικής ή μερικής αναπαραγωγής, ανεξαρτήτως μέσου. Ομοίως, δεν επιτρέπεται η καταγραφή των ευαίσθητων πληροφοριών που παρέχονται από το Συμβούλιο.

Άρθρο 10

Οι βουλευτές του Κοινοβουλίου που ορίζονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων για να αποκτήσουν πρόσβαση στις ευαίσθητες πληροφορίες έχουν υποχρέωση εχεμύθειας. Όσοι παραβαίνουν την υποχρέωση αυτή αντικαθίστανται στο πλαίσιο της ειδικής επιτροπής με άλλο μέλος, που ορίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων. Στην περίπτωση αυτή, το μέλος που υποπίπτει στο παράπτωμα δύναται, πριν αποκλεισθεί από την ειδική επιτροπή, να γίνει δεκτό σε ακρόαση από τη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία συνέρχεται σε ειδική συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών. Εκτός του αποκλεισμού του από την ειδική επιτροπή, το μέλος που ευθύνεται για διαρροή πληροφοριών μπορεί, ενδεχομένως, να διωχθεί δικαστικώς κατ’ εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.

Άρθρο 11

Οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι που χρειάζεται να λάβουν γνώση ευαίσθητων πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή της αρχής της «ανάγκης για ενημέρωση», έχουν υποχρέωση εχεμύθειας. Κάθε παράβαση του κανόνα αυτού αποτελεί αντικείμενο έρευνας που διενεργείται υπό την εποπτεία του Προέδρου του Κοινοβουλίου και, ενδεχομένως, πειθαρχικής διαδικασίας κατά τον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης. Σε περίπτωση δικαστικής δίωξης, ο Πρόεδρος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να έχουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές τη δυνατότητα να κινήσουν τις προσήκουσες διαδικασίες.

Άρθρο 12

Το Προεδρείο είναι αρμόδιο να προβαίνει σε ενδεχόμενες προσαρμογές, τροποποιήσεις ή ερμηνείες οι οποίες καθίστανται απαραίτητες για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 13

Η παρούσα απόφαση προσαρτάται ως παράρτημα στον κανονισμό του Κοινοβουλίου και αρχίζει να ισχύει κατά τη ημερομηνία της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δ.   Προσωπικές συγκρούσεις συμφερόντων

Με τη σύμφωνη γνώμη του Προεδρείου είναι δυνατόν να μην επιτραπεί, με αιτιολογημένη απόφαση, σε βουλευτή να εξετάσει έγγραφο του Κοινοβουλίου, εάν το Προεδρείο, κατόπιν ακροάσεως του βουλευτή, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξέταση θα οδηγούσε σε απαράδεκτη βλάβη των θεσμικών συμφερόντων του Κοινοβουλίου ή του δημοσίου συμφέροντος και ότι ο ενδιαφερόμενος βουλευτής επιδιώκει την εξέταση αυτή για ιδιωτικούς και προσωπικούς λόγους. Ο βουλευτής μπορεί να ασκήσει έγγραφη αιτιολογημένη ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της ένστασης. Επί της ενστάσεως αποφασίζει το Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως που ακολουθεί την υποβολή της.


(1)  Εγκρίθηκε με απόφαση του Κοινοβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 1989 και τροποποιήθηκε με απόφασή του της 13ης Νοεμβρίου 2001.

(2)  ΕΕ C 298 της 30.11.2002, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(4)  ΕΕ L 113 της 19.5.1995, σ. 1.

(5)  ΕΕ C 172 της 18.6.1999, σ. 1.

(6)  ΕΕ C 298 της 30.11.2002, σ. 4.

(7)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(8)  Νυν παράρτημα VIII.

(9)  ΕΕ C 374 της 29.12.2001, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 101 της 11.4.2001, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, περί των λεπτομερών διατάξεων άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (1)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και ιδίως το άρθρο της 20 Β,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο της 193,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και ιδίως το άρθρο της 107 Β,

Εκτιμώντας ότι οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να καθορισθούν τηρουμένων των διατάξεων οι οποίες προβλέπονται από τις Συνθήκες για την Ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

Εκτιμώντας ότι οι προσωρινές εξεταστικές επιτροπές πρέπει να διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους· ότι, για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη καθώς και τα θεσμικά και άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρέπει να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της εκτέλεσης αυτών των καθηκόντων,

Εκτιμώντας ότι πρέπει να διαφυλάσσονται το απόρρητο και ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εργασιών των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών,

Εκτιμώντας ότι οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων θα μπορεί να αναθεωρηθούν μετά το πέρας της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπό το φως της αποκτηθείσας πείρας και κατ’ αίτηση ενός εκ των τριών ενδιαφερομένων θεσμικών οργάνων,

ΕΝΕΚΡΙΝΑΝ ΜΕ ΚΟΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζονται από την παρούσα απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 20 Β της συνθήκης ΕΚΑΧ, το άρθρο 193 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 107 Β της συνθήκης ΕΚΑΕ.

Άρθρο 2

1.   Υπό τους όρους και τους περιορισμούς που καθορίζονται από τις Συνθήκες και αναφέρονται στο άρθρο 1, και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, αιτήσει του ενός τετάρτου των μελών του, να συνιστά προσωρινή εξεταστική επιτροπή για να εξετάσει τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, που καταλογίζονται είτε σε θεσμικό ή άλλο όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είτε στη δημόσια διοίκηση κράτους μέλους, ή σε πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από το κοινοτικό δίκαιο να το εφαρμόζουν.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθορίζει τη σύνθεση και τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών.

Η απόφαση σύστασης μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, με την οποία διευκρινίζεται μεταξύ άλλων το αντικείμενό της και τάσσεται η προθεσμία υποβολής της έκθεσής της, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή εκτελεί τα καθήκοντά της σεβόμενη τις αρμοδιότητες που ανατίθενται από τις Συνθήκες στα θεσμικά και άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τα μέλη της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο στην αντίληψη του οποίου περιήλθαν, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, γεγονότα, πληροφορίες, γνώσεις, έγγραφα ή αντικείμενα που καλύπτονται από το απόρρητο δυνάμει διατάξεων που θέσπισε κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο της Κοινότητας, οφείλουν ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους να τηρήσουν το απόρρητο έναντι κάθε μη εντεταλμένου προσώπου, καθώς και έναντι του κοινού.

Οι ακροάσεις και καταθέσεις μαρτύρων πραγματοποιούνται δημόσια. Αιτήσει όμως του ενός τετάρτου των μελών της εξεταστικής επιτροπής, ή των κοινοτικών ή εθνικών αρχών, ή εάν οι πληροφορίες που έχουν υποβληθεί στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή είναι απόρρητες, πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών. Κάθε μάρτυς ή πραγματογνώμων έχει το δικαίωμα να καταθέσει κεκλεισμένων των θυρών.

3.   Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή δεν μπορεί να εξετάσει γεγονότα για τα οποία εκκρεμεί δίκη σε εθνικό ή κοινοτικό δικαστήριο μέχρις ότου ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία.

Η Επιτροπή μπορεί, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών μετά από δημοσίευση γενόμενη δυνάμει της παραγράφου 1, ή αφότου λάβει γνώση καταγγελίας που έχει υποβληθεί ενώπιον μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής ότι κάποιο κράτος μέλος παρέβη το κοινοτικό δίκαιο, να γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι ένα γεγονός υποκείμενο στον έλεγχο προσωρινής εξεταστικής επιτροπής αποτελεί αντικείμενο κοινοτικής διαδικασίας που προηγείται της άσκησης προσφυγής· στην περίπτωση αυτή, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα που θα δώσουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται σύμφωνα με τις Συνθήκες.

4.   Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή παύει να υφίσταται από τη στιγμή που καταθέτει την έκθεσή της εντός της προθεσμίας που ορίζεται κατά τη σύστασή της ή, το αργότερο, μετά πάροδο δώδεκα μηνών από τη σύστασή της, και οπωσδήποτε κατά τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να παρατείνει δύο φορές, με αιτιολογημένη απόφαση, την προθεσμία των δώδεκα μηνών κατά τρεις μήνες. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Δεν μπορεί να συσταθεί ή να ανασυσταθεί προσωρινή εξεταστική επιτροπή για πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έρευνας μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής προ της παρόδου δώδεκα τουλάχιστον μηνών από την κατάθεση της σχετικής προς την έρευνα αυτή έκθεσης ή το τέλος της αποστολής της, και τούτο εφόσον προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά.

Άρθρο 3

1.   Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή προβαίνει στις απαραίτητες έρευνες για να εξακριβώσει το βάσιμο ή μη των καταγγελιών περί παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, υπό τους όρους που αναφέρονται κατωτέρω.

2.   Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή μπορεί να απευθύνει πρόσκληση σε θεσμικό ή άλλο όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή σε κυβέρνηση κράτους μέλους να ορίσει ένα μέλος του προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες της.

3.   Μετά από αιτιολογημένη αίτηση της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, τα οικεία κράτη μέλη και τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορίζουν έναν μόνιμο ή μη υπάλληλο, τον οποίο εξουσιοδοτούν να εμφανιστεί ενώπιον της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής εφόσον σε αυτό δεν αντίκεινται λόγοι απορρήτου ή δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας που επιβάλλονται από εθνική ή κοινοτική νομοθεσία.

Οι εν λόγω μόνιμοι ή μη υπάλληλοι καταθέτουν εξ ονόματος και σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης ή του οργάνου όπου ανήκουν. Παραμένουν δεσμευμένοι από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους αντίστοιχους κανονισμούς περί υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων.

4.   Οι αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέχουν στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή, όταν τους το ζητήσει ή με δική τους πρωτοβουλία, τα απαραίτητα έγγραφα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν κωλύονται από λόγους απορρήτου, δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, που επιβάλλονται από εθνικές ή κοινοτικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις.

5.   Οι παράγραφοι 3 και 4 δεν θίγουν τις άλλες διατάξεις κάθε κράτους μέλους οι οποίες αντίκεινται στην εμφάνιση υπαλλήλων ενώπιον της σχετικής επιτροπής ή στη διαβίβαση εγγράφων.

Το εμπόδιο που προκύπτει από λόγους απορρήτου, δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας ή των διατάξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από έναν εκπρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να δεσμεύσει την κυβέρνηση του οικείου κράτους μέλους ή το θεσμικό όργανο.

6.   Τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέχουν στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή τα έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος μόνο αφού ενημερώσουν το εν λόγω κράτος.

Της κοινοποιούν τα έγγραφα για τα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος 5 μόνο αφού συμφωνήσει τα οικείο κράτος.

7.   Οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 εφαρμόζονται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα εντεταλμένα από το κοινοτικό δίκαιο για την εφαρμογή του.

8.   Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή μπορεί, εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της, να καλέσει κάθε άλλο πρόσωπο να καταθέσει ενώπιόν της. Εάν κατά τη διεξαγωγή της έρευνας γίνει αναφορά σε πρόσωπο η οποία είναι δυνατό να το βλάψει, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή ενημερώνει το πρόσωπο αυτό και υποχρεούται να το ακούσει, εφόσον της το ζητήσει.

Άρθρο 4

1.   Οι πληροφορίες που συγκεντρώνει η προσωρινή εξεταστική επιτροπή προορίζονται μόνο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της. Δεν δίδονται στη δημοσιότητα εάν περιέχουν στοιχεία που εμπίπτουν στο απόρρητο ή σε υποχρέωση εχεμύθειας, ή εάν αφορούν ονομαστικώς συγκεκριμένα πρόσωπα.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει τα αναγκαία διοικητικά και εκ του κανονισμού του προβλεπόμενα μέτρα για να διασφαλίσει το απόρρητο και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εργασιών των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών.

2.   Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί να αποφασίσει να τη δημοσιεύσει, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1.

3.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να διαβιβάσει στα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή στα κράτη μέλη συστάσεις τις οποίες ενδεχομένως ενέκρινε βάσει της έκθεσης της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής. Τα εν λόγω κράτη και όργανα λαμβάνουν υπόψη τους τις συστάσεις αυτές κατά τον τρόπο που κρίνουν ως ενδεδειγμένο.

Άρθρο 5

Οι κοινοποιήσεις στις εθνικές αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας απόφασης γίνονται μέσω των Μονίμων Αντιπροσωπειών τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άρθρο 6

Αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής οι διατάξεις που διατυπώνονται ανωτέρω μπορούν να αναθεωρηθούν μετά τη λήξη της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βάσει της αποκτηθείσας πείρας.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Ένωσης.


(1)  ΕΕ L 113 της 19.5.1995, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4 — ΟΜΑΔΕΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Άρθρο 1

Άδειες εισόδου

1.   Οι άδειες εισόδου έχουν τη μορφή πλαστικών καρτών που φέρουν φωτογραφία του κατόχου, το ονοματεπώνυμό του, καθώς και την εμπορική επωνυμία της επιχείρησης, του οργανισμού ή του φυσικού προσώπου για το οποίο εργάζεται.

Ο κάτοχος άδειας εισόδου πρέπει να την φέρει μονίμως και εμφανώς σε όλους τους χώρους του Κοινοβουλίου. Η μη τήρηση του όρου αυτού μπορεί να έχει ως συνέπεια την αφαίρεση της άδειας.

Οι άδειες εισόδου διαφέρουν ως προς το σχήμα και το χρώμα από τις κάρτες που χορηγούνται στους περιστασιακούς επισκέπτες.

2.   Οι άδειες εισόδου ανανεώνονται μόνο εφόσον οι κάτοχοί τους έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4.

Σε περίπτωση που ένας βουλευτής διατυπώσει αντιρρήσεις ως προς τη δραστηριότητα εκπροσώπου ή ομάδας ειδικών συμφερόντων, αυτές γνωστοποιούνται στους Κοσμήτορες, οι οποίοι εξετάζουν την περίπτωση και μπορούν να αποφασίζουν σχετικά με την ανανέωση ή την αφαίρεση της άδειας εισόδου.

3.   Η άδεια εισόδου δεν παρέχει σε καμία περίπτωση στον κάτοχό της το δικαίωμα πρόσβασης στις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του, πλην των συνεδριάσεων που χαρακτηρίζονται ως δημόσιες· στην περίπτωση αυτή, ουδεμία παρέκκλιση επιτρέπεται στον κάτοχο της άδειας από τους κανόνες πρόσβασης που ισχύουν για οποιονδήποτε άλλο πολίτη της Ένωσης.

Άρθρο 2

Βοηθοί

1.   Με την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, οι Κοσμήτορες ορίζουν τον ανώτατο αριθμό διαπιστευμένων βοηθών που δικαιούται κάθε βουλευτής.

Με την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι διαπιστευμένοι βοηθοί καλούνται να υπογράψουν έγγραφη δήλωση σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, καθώς και οιαδήποτε καθήκοντα ή αμειβόμενη δραστηριότητα ασκούν.

2.   Οι βοηθοί έχουν πρόσβαση στο Κοινοβούλιο με τους ίδιους όρους που ισχύουν για το προσωπικό της Γενικής Γραμματείας ή των πολιτικών ομάδων.

3.   Οιοδήποτε άλλο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνεργάζονται άμεσα με τους βουλευτές, υπόκειται όσον αφορά την πρόσβαση στο Κοινοβούλιο στις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 4 του κανονισμού.

Άρθρο 3

Κώδικας συμπεριφοράς

1.   Στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το Κοινοβούλιο, τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4:

α)

οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 και του παρόντος παραρτήματος·

β)

οφείλουν να δηλώνουν στους βουλευτές, το προσωπικό τους ή τους υπαλλήλους του οργάνου το συμφέρον ή τα συμφέροντα που εκπροσωπούν·

γ)

οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια που έχει στόχο να λάβουν πληροφορίες κατά τρόπο αθέμιτο·

δ)

δεν μπορούν να επικαλούνται οιαδήποτε επίσημη σχέση με το Κοινοβούλιο σε οποιεσδήποτε συναλλαγές με τρίτους·

ε)

δεν μπορούν να διανέμουν σε τρίτους, με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, αντίγραφα εγγράφων που έχουν λάβει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

στ)

οφείλουν να συμμορφώνονται αυστηρά προς τις διατάξεις του παραρτήματος I, άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο·

ζ)

οφείλουν να βεβαιώνονται οι ίδιοι ότι κάθε οικονομική υποστήριξη που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος I άρθρο 2, δηλώνεται στο προβλεπόμενο πρωτόκολλο·

η)

οφείλουν να συμμορφώνονται, κατά την πρόσληψη πρώην μονίμων υπαλλήλων των οργάνων, με τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

θ)

οφείλουν να συμμορφώνονται με τους κανόνες που έχει θεσπίσει το Κοινοβούλιο σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πρώην βουλευτών·

ι)

προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων, οφείλουν να λαμβάνουν την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του ή των ενδιαφερομένων βουλευτών όσον αφορά οιαδήποτε συμβατική σχέση με βοηθό ή κάθε πρόσληψη βοηθού, και στη συνέχεια να βεβαιώνονται ότι αυτό έχει καταχωρισθεί στο προβλεπόμενο από το άρθρο 9 παράγραφος 4 μητρώο.

2.   Κάθε παράβαση του κώδικα συμπεριφοράς μπορεί να οδηγήσει στην αφαίρεση της άδειας εισόδου που χορηγείται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και, ενδεχομένως, στην επιχείρησή τους.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ

Α.   Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του  (1)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,

Έχοντας υπόψη την συνθήκη για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 195 παράγραφος 4, τη συνθήκη ΕΚ, και το άρθρο 107 Δ παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚΑΕ,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη την έγκριση του Συμβουλίου,

Εκτιμώντας ότι πρέπει να ορισθεί το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή, τηρουμένων των διατάξεων που προβλέπονται στις Συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

Εκτιμώντας ότι πρέπει να καθορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες υποβάλλεται καταγγελία στο Διαμεσολαβητή, καθώς και οι σχέσεις μεταξύ της άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή και των δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών,

Εκτιμώντας ότι ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος μπορεί να ενεργεί και με δική του πρωτοβουλία, πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για την άσκηση των καθηκόντων του· εκτιμώντας ότι, προς το σκοπό αυτό, τα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητεί και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του Διαμεσολαβητή να μην τις κοινοποιεί· εκτιμώντας ότι η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα, ιδίως σε ευαίσθητα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 (2), υπόκειται στην τήρηση των κανόνων περί ασφαλείας που ισχύουν στο σχετικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό· εκτιμώντας ότι τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί που παρέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα, όπως ορίζει το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 3, κοινοποιούν στον Διαμεσολαβητή αυτή τη διαβάθμιση· εκτιμώντας ότι, για την εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 3, ο Διαμεσολαβητής πρέπει να συμφωνήσει εκ των προτέρων με τα σχετικά θεσμικά όργανα ή οργανισμούς τις ειδικές προϋποθέσεις για τον χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών ή εγγράφων ή άλλων πληροφοριών που καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου· εκτιμώντας ότι εάν δεν λάβει τη βοήθεια που ζητεί, ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο να προβεί στα ενδεικνυόμενα διαβήματα,

Εκτιμώντας ότι πρέπει να ορισθεί ποιες διαδικασίες κινούνται όταν τα αποτελέσματα των ερευνών του Διαμεσολαβητή καταδεικνύουν περιπτώσεις κακής διοίκησης· ότι πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι, στο τέλος κάθε ετήσιας συνόδου, ο Διαμεσολαβητής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλήρη έκθεση,

Εκτιμώντας ότι ο Διαμεσολαβητής και οι υφιστάμενοί του είναι υποχρεωμένοι να τηρούν εχεμύθεια όσον αφορά τις πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους· ότι ο Διαμεσολαβητής, αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές για τα γεγονότα των οποίων έλαβε γνώση στα πλαίσια μιας έρευνας και κρίνει ότι μπορεί να εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο,

Εκτιμώντας ότι πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ του Διαμεσολαβητή και των παρεμφερών αρχών που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών,

Εκτιμώντας ότι είναι έργο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ορίζει το Διαμεσολαβητή, στην αρχή και για όλη τη διάρκεια της κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, μεταξύ προσωπικοτήτων που είναι πολίτες της Ένωσης και παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αρμοδιότητας,

Εκτιμώντας ότι πρέπει να προβλεφθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες παύουν τα καθήκοντα του Διαμεσολαβητή,

Εκτιμώντας ότι ο Διαμεσολαβητής οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία, πράγμα για το οποίο δεσμεύεται επίσημα ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την ανάληψη των καθηκόντων του· ότι πρέπει να καθοριστούν οι δραστηριότητες που είναι ασυμβίβαστες με το λειτούργημα του Διαμεσολαβητή, καθώς και οι αποδοχές, τα προνόμια και οι ασυλίες που του παρέχονται,

Εκτιμώντας ότι πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις σχετικές με τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Γραμματείας που επικουρεί το Διαμεσολαβητή, όπως και διατάξεις σχετικές με τον προϋπολογισμό της· ότι έδρα του Διαμεσολαβητή είναι η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας ότι ο Διαμεσολαβητής θεσπίζει τις εκτελεστικές διατάξεις της παρούσας απόφασης· ότι πρέπει να θεσπισθούν, εξάλλου, ορισμένες μεταβατικές διατάξεις για τον πρώτο Διαμεσολαβητή που θα διορισθεί μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

1.   Το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή καθορίζονται από την παρούσα απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 195 παράγραφος 4 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και το άρθρο 107Δ παράγραφος 4 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

2.   Ο Διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του σεβόμενος τις εξουσίες που παρέχονται από τις Συνθήκες στα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα.

3.   Ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να παρέμβει σε διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον δικαστικής αρχής, ούτε να αμφισβητήσει το βάσιμο μιας δικαστικής απόφασης.

Άρθρο 2

1.   Υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται στις προαναφερόμενες Συνθήκες, ο Διαμεσολαβητής συμβάλλει στη διαπίστωση κρουσμάτων κακής διοίκησης κατά τη δράση των κοινοτικών θεσμικών και άλλων οργάνων, πλην του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου όταν ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα, και στην υποβολή συστάσεων για τη θεραπεία των κρουσμάτων αυτών. Η δράση οιασδήποτε άλλης αρχής ή προσώπου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καταγγελίας στο Διαμεσολαβητή.

2.   Κάθε πολίτης της Ένωσης ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος της Ένωσης δικαιούται να υποβάλει στο Διαμεσολαβητή απευθείας ή μέσω βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταγγελία σχετική με περίπτωση κακής διοίκησης των θεσμικών ή άλλων οργάνων, πλην του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου όταν ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα. Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το θεσμικό όργανο ή οργανισμό αμέσως μόλις λάβει την καταγγελία.

3.   Στην καταγγελία εμφαίνεται το θέμα της, καθώς και η ταυτότητα του καταγγέλλοντος· αυτός μπορεί να ζητήσει η καταγγελία να παραμείνει εμπιστευτική.

4.   Η καταγγελία πρέπει να υποβάλλεται εντός δύο ετών αφότου ο καταγγέλλων έλαβε γνώση των γεγονότων· προηγουμένως, πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί τα ενδεδειγμένα διοικητικά διαβήματα προς τα ενδιαφερόμενα θεσμικά και άλλα όργανα.

5.   Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συμβουλεύσει τον καταγγέλλοντα να απευθυνθεί σε άλλη αρχή.

6.   Οι καταγγελίες που υποβάλλονται στο Διαμεσολαβητή δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά τις προθεσμίες σχετικά με την άσκηση δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής.

7.   Εάν ο Διαμεσολαβητής, λόγω εκκρεμούσας ή περατωθείσας δικαστικής διαδικασίας ως προς τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, οφείλει να κηρύξει την καταγγελία απαράδεκτη ή να θέσει τέλος στην εξέτασή της, τα αποτελέσματα των ερευνών τις οποίες ενδεχομένως διεξήγαγε προηγουμένως τίθενται στο αρχείο.

8.   Δεν μπορεί να υποβληθεί στο Διαμεσολαβητή καταγγελία σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ θεσμικών οργάνων της Κοινότητας και των μονίμων ή λοιπών υπαλλήλων τους παρά μόνο αν έχουν εξαντληθεί από τον ενδιαφερόμενο όλες οι εσωτερικές δυνατότητες απαίτησης ή διοικητικής προσφυγής, και ιδίως οι διαδικασίες του άρθρου 90 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, και μετά τη λήξη των προθεσμιών απάντησης εκ μέρους της αρχής.

9.   Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το συντομότερο δυνατό τον καταγγέλλοντα σχετικά με την τύχη της καταγγελίας του.

Άρθρο 3

1.   Ο Διαμεσολαβητής διενεργεί κάθε έρευνα που κρίνει αναγκαία για τη διαλεύκανση ενδεχομένων περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά τη δράση των κοινοτικών θεσμικών και άλλων οργάνων, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν καταγγελίας. Ενημερώνει σχετικώς το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό, που μπορεί να απευθύνει στο Διαμεσολαβητή κάθε χρήσιμη παρατήρηση.

2.   Τα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητεί και να του επιτρέπουν την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα. Η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα, ιδίως σε ευαίσθητα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, υπόκειται στην τήρηση των κανόνων περί ασφαλείας που ισχύουν στο σχετικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό.

Τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί που παρέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα, όπως ορίζει το προηγούμενο εδάφιο, κοινοποιούν στον Διαμεσολαβητή αυτή τη διαβάθμιση.

Για την εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζονται στο πρώτο εδάφιο, ο Διαμεσολαβητής πρέπει να συμφωνήσει εκ των προτέρων με τα σχετικά θεσμικά όργανα ή οργανισμούς τις ειδικές προϋποθέσεις για τον χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών ή εγγράφων ή άλλων πληροφοριών που καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου.

Τα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα επιτρέπουν την πρόσβαση σε έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος και καλύπτονται από απόρρητο δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης μόνο με τη συγκατάθεση του εν λόγω κράτους μέλους.

Επιτρέπουν την πρόσβαση σε άλλα έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος αφού ειδοποιήσουν σχετικά το εν λόγω κράτος μέλος.

Και στις δύο περιπτώσεις, και σύμφωνα με το άρθρο 4, ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να κοινολογήσει το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων.

Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των κοινοτικών θεσμικών και άλλων οργάνων υποχρεούνται να καταθέτουν ως μάρτυρες, εάν τους το ζητήσει ο Διαμεσολαβητής· δεσμεύονται από τους σχετικούς κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ιδίως από το επαγγελματικό απόρρητο.

3.   Οι αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση του Διαμεσολαβητή, όταν τους το ζητά, και μέσω των Μόνιμων Αντιπροσωπειών τους στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, όλες τις πληροφορίες που μπορούν να συμβάλουν στη διαλεύκανση περιπτώσεων κακής διοίκησης εκ μέρους κοινοτικών θεσμικών ή άλλων οργάνων, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές καλύπτονται είτε από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί απορρήτου, είτε από οιαδήποτε άλλη διάταξη εμποδίζει την κοινοποίησή τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει στο Διαμεσολαβητή να λάβει γνώση αυτών των πληροφοριών, υπό τον όρο ότι θα δεσμευθεί να μην κοινοποιήσει το περιεχόμενό τους.

4.   Εάν δεν του παρασχεθεί η αιτούμενη συνδρομή, ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο και προβαίνει στα κατάλληλα διαβήματα.

5.   Στο μέτρο του δυνατού, ο Διαμεσολαβητής αναζητεί, από κοινού με το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό, λύση ικανή να εξαλείψει τις περιπτώσεις κακής διοίκησης και να ικανοποιήσει τον καταγγέλλοντα.

6.   Όταν ο Διαμεσολαβητής ανακαλύπτει κρούσμα κακοδιοίκησης, το θέτει υπόψη του σχετικού θεσμικού οργάνου ή οργανισμού, υποβάλλοντας ενδεχομένως σχέδια συστάσεων. Το θεσμικό όργανο ή οργανισμός πρέπει να του αποστείλει αιτιολογημένη σχετική γνώμη εντός προθεσμίας τριών μηνών.

7.   Ο Διαμεσολαβητής υποβάλλει εν συνεχεία έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό. Μπορεί να υποβάλει και σχετικές συστάσεις. Ο καταγγέλλων ενημερώνεται, με φροντίδα του Διαμεσολαβητή, για το αποτέλεσμα της έρευνας, για τη γνώμη του ενδιαφερόμενου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού, καθώς και για τις συστάσεις που ενδεχομένως έχει διατυπώσει ο Διαμεσολαβητής.

8.   Στο τέλος κάθε ετήσιας συνόδου, ο Διαμεσολαβητής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών του.

Άρθρο 4

1.   Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του —για τους οποίους ισχύουν τα άρθρα 287 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 194 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας— υποχρεούνται να μην κοινολογούν τις πληροφορίες και τα στοιχεία των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο των ερευνών τους. Είναι ειδικότερα υποχρεωμένοι να μην κοινολογούν οιανδήποτε διαβαθμισμένη πληροφορία ή οιοδήποτε έγγραφο που παρέχονται στον Διαμεσολαβητή, ιδίως ευαίσθητα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ή έγγραφα που εμπίπτουν στο πεδίο της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς επίσης και να τηρούν εχεμύθεια για κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βλάψει τον καταγγέλλοντα ή κάθε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2.

2.   Αν ο Διαμεσολαβητής λάβει γνώση, στο πλαίσιο των ερευνών του, γεγονότων που κρίνει ότι εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, ενημερώνει πάραυτα σχετικώς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μέσω των Μόνιμων Αντιπροσωπειών των κρατών μελών στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, καθώς και, στο βαθμό που η περίπτωση εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, το αρμόδιο κοινοτικό θεσμικό όργανο, οργανισμό ή υπηρεσία που είναι επιφορτισμένα για την καταπολέμηση της απάτης· ενδεχομένως ο Διαμεσολαβητής πληροφορεί επίσης το κοινοτικό όργανο ή οργανισμό στο οποίο υπάγεται ο εν λόγω υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού και το οποίο μπορεί ενδεχομένως να εφαρμόσει το άρθρο 18, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει το ενδιαφερόμενο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό σχετικά με γεγονότα που, από πειθαρχική άποψη, βαρύνουν τη συμπεριφορά υπαλλήλου τους ή μέλους του λοιπού προσωπικού τους.

Άρθρο 4α

Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του χειρίζονται τις αιτήσεις για την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα άλλα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σύμφωνα με τους όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

Άρθρο 5

1.   Στο μέτρο που αυτό μπορεί να συμβάλει στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δικών του ερευνών και να διασφαλίσει καλύτερα τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των προσώπων που καταθέτουν καταγγελίες ενώπιόν του, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συνεργάζεται με τις ανάλογες αρχές που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών. Ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να απαιτήσει μέσω αυτής της οδού έγγραφα στα οποία δεν θα είχε πρόσβαση βάσει του άρθρου 3.

2.   Διαμεσολαβητής μπορεί, στο πλαίσιο των καθηκόντων του όπως ορίζονται στο άρθρο 195 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και στο άρθρο 107 Δ της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και αποφεύγοντας οποιαδήποτε επικάλυψη με τις δραστηριότητες των λοιπών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών, να συνεργάζεται, υπό τους ίδιους όρους, με τα όργανα και τους φορείς των κρατών μελών που είναι αρμόδια για την προαγωγή και προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Άρθρο 6

1.   Ο Διαμεσολαβητής διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύστερα από κάθε εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και για τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου. Η εντολή του είναι ανανεώσιμη.

2.   Ο Διαμεσολαβητής επιλέγεται μεταξύ προσωπικοτήτων που είναι πολίτες της Ένωσης, απολαύουν πλήρως των αστικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων, παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων ανώτατης βαθμίδας ή διαθέτουν αναγνωρισμένη πείρα και ικανότητες για να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του Διαμεσολαβητή.

Άρθρο 7

1.   Η άσκηση των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή λήγει είτε με τη λήξη της θητείας του, είτε μετά από εκούσια ή αναγκαστική παραίτηση.

2.   Πλην της περίπτωσης αναγκαστικής παραίτησης, ο Διαμεσολαβητής εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του έως ότου αντικατασταθεί.

3.   Σε περίπτωση πρόωρης παύσης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή, ορίζεται διάδοχός του εντός τριών μηνών από της έναρξης της χηρείας, και τούτο αποκλειστικά για το εναπομένον έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου χρονικό διάστημα.

Άρθρο 8

Διαμεσολαβητής ο οποίος δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση των καθηκόντων του ή έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα είναι δυνατό να παυθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 9

1.   Ο Διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία, προς το γενικό συμφέρον των Κοινοτήτων και των πολιτών της Ένωσης. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή οργανισμό, απέχει δε από κάθε πράξη αντιβαίνουσα προς τη φύση των καθηκόντων του.

2.   Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Διαμεσολαβητής δεσμεύεται επισήμως ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι θα εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία, ότι θα τηρεί, καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων του και μετά το πέρας της, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του, ιδίως δε την υποχρέωση να ενεργεί με εντιμότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την ανάληψη, μετά την αποχώρησή του, ορισμένων δραστηριοτήτων ή την αποδοχή ορισμένων προνομίων.

Άρθρο 10

1.   Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να ασκεί άλλα πολιτικά ή διοικητικά καθήκοντα ή επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη.

2.   Ο Διαμεσολαβητής εξομοιώνεται, όσον αφορά τις αποδοχές, τις αποζημιώσεις και τη σύνταξη αρχαιότητας, προς δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.   Τα άρθρα 12 έως και 15 και το άρθρο 18 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται και για το Διαμεσολαβητή και τους υπαλλήλους και λοιπά μέλη του προσωπικού της Γραμματείας του.

Άρθρο 11

1.   Ο Διαμεσολαβητής επικουρείται από Γραμματεία της οποίας διορίζει τον κύριο υπεύθυνο.

2.   Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Γραμματείας του Διαμεσολαβητή υπόκεινται στους κανονισμούς και κανόνες που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο αριθμός τους καθορίζεται κάθε χρόνο στα πλαίσια της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

3.   Οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών που διορίζονται στη Γραμματεία του Διαμεσολαβητή αποσπώνται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με την εγγύηση της αυτοδίκαιης επανένταξής τους στο θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχονται.

4.   Για όλα τα θέματα που αφορούν το προσωπικό του, ο Διαμεσολαβητής εξομοιώνεται με τα θεσμικά όργανα κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 12

Διαγράφεται.

Άρθρο 13

Έδρα του Διαμεσολαβητή είναι η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 14

Ο Διαμεσολαβητής θεσπίζει τις εκτελεστικές διατάξεις της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 15

Ο πρώτος Διαμεσολαβητής διορίζεται μετά τη θέση σε ισχύ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και για το εναπομένον έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου χρονικό διάστημα.

Άρθρο 16

Διαγράφεται.

Άρθρο 17

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής της.

B.   Απόφαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή περί έγκρισης εκτελεστικών διατάξεων  (3)

Άρθρο 1

Ορισμοί

Στις παρούσες εκτελεστικές διατάξεις:

α)

υπό τον όρο «σχετικό θεσμικό όργανο» νοείται το θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας το οποίο αποτελεί αντικείμενο καταγγελίας ή έρευνας ιδία πρωτοβουλία·

β)

υπό τον όρο «Καταστατικό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή» νοούνται οι διατάξεις και γενικοί όροι οι οποίοι διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή·

γ)

όσον αφορά τα έγγραφα και τις πληροφορίες, υπό τον όρο «εμπιστευτικό» νοείται η «μη κοινοποίηση».

Άρθρο 2

Παραλαβή καταγγελιών

2.1.

Με την παραλαβή μιας καταγγελίας, πρoσδιoρίζεται ο χαρακτήρας της, η καταγγελία εγγράφεται σε μητρώο και λαμβάνει σχετικό αριθμό.

2.2.

Βεβαίωση παραλαβής αποστέλλεται στον καταγγέλλοντα, με γνωστoπoίηση του αριθμού μητρώου της καταγγελίας και του νoμικoύ υπαλλήλου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης.

2.3.

Αναφορά που διαβιβάζεται στον Διαμεσολαβητή από το Ευρωπαϊκό Κoινoβoύλιo με τη συναίνεση του αναφέρoντoς αντιμετωπίζεται ως καταγγελία.

2.4.

Στις κατάλληλες περιπτώσεις και με τη συναίνεση τoυ καταγγέλλoντoς, o Διαμεσολαβητής μπορεί να διαβιβάσει καταγγελία στο Ευρωπαϊκό Κoινoβoύλιo για να αντιμετωπισθεί ως αναφορά.

2.5.

Στις κατάλληλες περιπτώσεις και με τη συναίνεση του καταγγέλλoντoς o Διαμεσολαβητής μπορεί να διαβιβάσει καταγγελία σε άλλη αρμόδια αρχή.

Άρθρο 3

Το παραδεκτό των καταγγελιών

3.1.

Βάσει των κριτηρίων που καθoρίζoυν η Συνθήκη και το Καταστατικό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, o Διαμεσολαβητής πρoσδιoρίζει εάν μία καταγγελία εμπίπτει στο πεδίο της εντολής του και, εάν εμπίπτει, κατά πόσον είναι παραδεκτή. Μπορεί να ζητήσει από τον καταγγέλλοντα την παροχή περαιτέρω πληροφοριών ή εγγράφων πριν προβεί στην παραπάνω απόφαση.

3.2.

Εάν μία καταγγελία είναι εκτός πεδίου εντολής του ή κρίνεται μη παραδεκτή, o Διαμεσολαβητής κλείνει το φάκελο της καταγγελίας αυτής. Ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την απόφασή του και τους λόγους βάσει των oπoίων ελήφθη. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συμβουλεύσει τον καταγγέλλοντα να απευθυνθεί προς άλλη αρχή.

Άρθρο 4

Εξέταση παραδεκτών καταγγελιών

4.1.

Ο Διαμεσολαβητής αποφαίνεται περί του εάν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να δικαιoλoγoύν τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με παραδεκτή καταγγελία.

4.2.

Εάν κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι που να δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας, o Διαμεσολαβητής κλείνει το φάκελο της καταγγελίας και ενημερώνει σχετικώς τον καταγγέλλοντα. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει το σχετικό θεσμικό όργανο.

4.3.

Εάν o Διαμεσολαβητής κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι που να δικαιoλoγoύν τη διεξαγωγή έρευνας, πληρoφoρεί σχετικώς τον καταγγέλλοντα και το σχετικό θεσμικό όργανα. Διαβιβάζει στο σχετικό θεσμικό όργανο αντίγραφο της καταγγελίας και τo καλεί να υπoβάλει γνώμη εντός συγκεκριμένης πρoθεσμίας, η oπoία κανoνικά δεν υπερβαίνει τoυς τρεις μήνες. Απευθυνόμενoς πρoς τo σχετικό θεσμικό όργανo μπoρεί να επισημάνει ειδικά oρισμένες πτυχές της καταγγελίας ή συγκεκριμένα θέματα στα oπoία πρέπει να αναφερθεί η γνώμη αυτή.

4.4.

Η γνώμη δεν θα περιλαμβάνει πληροφορίες ή έγγραφα που το σχετικό θεσμικό όργανο θεωρεί εμπιστευτικά.

4.5.

Το σχετικό θεσμικό όργανο μπορεί να ζητήσει ορισμένα αποσπάσματα της γνώμης του να κοινοποιηθούν μόνο στον καταγγέλλοντα. Θα διευκρινίσει με σαφήνεια τα τμήματα αυτά και θα εξηγήσει τον λόγο ή τους λόγους του αιτήματός του.

4.6.

Ο Διαμεσολαβητής αποστέλλει την γνώμη του σχετικού θεσμικού οργάνου στον καταγγέλλοντα. Ο καταγγέλλων έχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις στο Διαμεσολαβητή εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η οποία κανονικά δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.

4.7.

Αν το θεωρεί σκόπιμο, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να προβεί σε περαιτέρω έρευνες. Τα σημεία 4.3 έως 4.6 αφορούν περαιτέρω έρευνες, πέραν του γεγονότος ότι, κανονικά, η προθεσμία απάντησης για το σχετικό θεσμικό όργανο είναι ένας μήνας.

4.8.

Όπου κρίνει απαραίτητο, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να χρησιμοποιήσει μία απλοποιημένη διαδικασία, με σκοπό την επίτευξη γρήγορης λύσης.

4.9.

Ύστερα από την ολοκλήρωση των ερευνών, ο Διαμεσολαβητής κλείνει την υπόθεση με μία αιτιολογημένη απόφαση και ενημερώνει τον καταγγέλλοντα και το σχετικό θεσμικό όργανο.

Άρθρο 5

Εξουσίες έρευνας

5.1.

Με την επιφύλαξη των όρων πoυ θέτει το Καταστατικό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, o Διαμεσολαβητής μπoρεί να ζητήσει από θεσμικά όργανα και oργανισμoύς της Κoινότητας, καθώς και από τις αρχές των κρατών μελών, να παράσχoυν εντός ευλόγoυ χρόνoυ πληρoφoρίες ή έγγραφα για τις ανάγκες μιας έρευνας. Εκείνοι πρέπει να διευκρινίσουν με σαφήνει τις πληροφορίες ή τα έγγραφα που θεωρούν εμπιστευτικά.

5.2.

Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να επιθεωρήσει τον φάκελο του σχετικού θεσμικού οργάνου. Το σχετικό θεσμικό όργανο θα διευκρινίσει με σαφήνεια τις πληροφορίες ή τα έγγραφα του φακέλου που θεωρεί εμπιστευτικό. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να λάβει αντίγραφα ολόκληρου του φακέλου ή συγκεκριμένων εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο. Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για τη διεξαγωγή της εξέτασης αυτής.

5.3.

Ο Διαμεσολαβητής μπoρεί να ζητήσει από τoυς υπαλλήλoυς ή τo λoιπό πρoσωπικό θεσμικών oργάνων ή oργανισμών της Κoινότητας να καταθέσoυν στoιχεία, όπως καθoρίζει το Καταστατικό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να αποφασίσει ότι το πρόσωπο που καταθέτει στοιχεία πρέπει να πράξει με τρόπο εμπιστευτικό.

5.4.

Ο Διαμεσoλαβητής μπoρεί να ζητήσει από θεσμικά όργανα και oργανισμoύς της Κoινότητας να τoν διευκoλύνoυν στη διεξαγωγή ερευνών επί τόπoυ.

5.5.

Εάν το κρίνει απαραίτητο για την επιτυχή έκβαση μιας έρευνας, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να αναθέσει την εκπόνηση μελετών ή τη σύνταξη εκθέσεων εμπειρογνωμόνων.

Άρθρο 6

Διακανονισμός σε φιλική βάση

6.1.

Εάν διαπιστώσει ότι στoιχειoθετείται περίπτωση κακοδιoίκησης, o Διαμεσoλαβητής συνεργάζεται στo μέτρo τoυ δυνατoύ με τo σχετικό θεσμικό όργανo πρoς αναζήτηση τρόπoυ για την άρση της και για την ικανoπoίηση τoυ πoλίτη μέσω διακανoνισμoύ σε φιλική βάση.

6.2.

Εάν θεωρήσει ότι η ως άνω συνεργασία ήταν επιτυχής, o Διαμεσoλαβητής κλείνει την υπόθεση με τη λήψη αιτιoλoγημένης απόφασης. Για την απόφασή τoυ αυτή ενημερώνει τoν καταγγέλλοντα και τo σχετικό θεσμικό όργανo.

6.3.

Εάν θεωρήσει ότι η επίτευξη διακανoνισμoύ σε φιλική βάση δεν είναι δυνατή ή ότι η αναζήτηση διακανoνισμoύ σε φιλική βάση απέτυχε, o Διαμεσoλαβητής είτε κλείνει την υπόθεση με τη λήψη αιτιoλoγημένης απόφασης, η oπoία ενδεχoμένως περιέχει επικριτική παρατήρηση, ή συντάσσει έκθεση με σχέδιo συστάσεων.

Άρθρο 7

Επικριτικές παρατηρήσεις

7.1.

Ο Διαμεσολαβητής διατυπώνει επικριτική παρατήρηση εάν θεωρεί:

 

ότι δεν είναι πλέον δυνατό το σχετικό θεσμικό όργανο να άρει την περίπτωση κακοδιοίκησης και

 

ότι η περίπτωση κακοδιοίκησης δεν έχει συνέπειες γενικού χαρακτήρα.

7.2.

Όταν ο Διαμεσολαβητής κλείνει την υπόθεση με επικριτική παρατήρηση, ενημερώνει για την απόφασή του αυτή τον καταγγέλλοντα και το σχετικό θεσμικό όργανο.

Άρθρο 8

Εκθέσεις και συστάσεις

8.

Ο Διαμεσολαβητής συντάσσει έκθεση με σχέδιο συστάσεων προς το σχετικό θεσμικό όργανο εάν θεωρεί:

α)

ότι το σχετικό θεσμικό όργανο έχει τη δυνατότητα να άρει την περίπτωση κακοδιοίκησης· ή

β)

ότι η περίπτωση κακοδιοίκησης έχει συνέπειες γενικού χαρακτήρα.

8.2.

Ο Διαμεσολαβητής αποστέλλει αντίγραφο της έκθεσης και του σχεδίου συστάσεων προς το σχετικό θεσμικό όργανο και τον καταγγέλλοντα.

8.3.

Το σχετικό θεσμικό όργανο αποστέλλει στο Διαμεσολαβητή εμπεριστατωμένη γνώμη εντός τριμήνου. Η εμπεριστατωμένη γνώμη μπορεί να συνίσταται σε αποδοχή της απόφασης του Διαμεσολαβητή και περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται προς υλοποίηση του σχεδίου συστάσεων.

8.4.

Εάν o Διαμεσολαβητής κρίνει ότι η εμπεριστατωμένη γνώμη δεν είναι ικανoπoιητική, μπορεί να συντάξει ειδική έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με θέμα την περίπτωση κακοδιοίκησης. Η έκθεση μπορεί να περιέχει συστάσεις. Ο Διαμεσολαβητής αποστέλλει αντίγραφο της έκθεσης στο σχετικό θεσμικό όργανο και τον καταγγέλλοντα.

Άρθρο 9

Έρευνες ιδία πρωτοβουλία

9.1.

Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ερευνών ιδία πρωτοβουλία.

9.2.

Οι εξουσίες διερεύνησης τις οποίες έχει ο Διαμεσολαβητής κατά τη διεξαγωγή ερευνών ιδία πρωτοβουλία ταυτίζονται με εκείνες τις οποίες έχει κατά τη διεξαγωγή ερευνών κατόπιν καταγγελίας.

9.3.

Οι διαδικασίες που ακολουθούνται κατά τη διεξαγωγή ερευνών κατόπιν καταγγελίας ισχύουν κατ’ αναλογία και στην περίπτωση ερευνών ιδία πρωτοβουλία.

Άρθρο 10

Διαδικαστικά θέματα

10.1

Εάν αυτό απoτελεί επιθυμία τoυ καταγγέλλοντος, o Διαμεσολαβητής χαρακτηρίζει μία καταγγελία ως εμπιστευτική. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να απoφασίσει ιδία πρωτoβoυλία να χαρακτηρίσει μία καταγγελία ως εμπιστευτική, εάν κρίνει ότι αυτό απαιτείται για την πρoστασία των συμφερόντων τoυ καταγγέλλοντος ή τρίτoυ.

10.2.

Εάν τo θεωρήσει σκόπιμo, o Διαμεσoλαβητής μπoρεί να πρoβεί σε ενέργειες για να επιληφθεί μιας καταγγελίας κατά πρoτεραιότητα.

10.3.

Εάν κινηθεί διαδικασία ενώπιoν της δικαιoσύνης σχετικά με θέματα πoυ τελoύν υπό διερεύνηση από αυτόν, o Διαμεσoλαβητής κλείνει την υπόθεση. Τo απoτέλεσμα τυχόν ερευνών πoυ έχει ήδη διεξαγάγει αρχειoθετείται χωρίς περαιτέρω ενέργειες.

10.4.

Ο Διαμεσoλαβητής ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και, εάν τo κρίνει σκόπιμo, ένα θεσμικό όργανo ή oργανισμό της Κoινότητας όσον αφορά θέματα πoινικoύ δικαίoυ πoυ υπoπίπτoυν στην αντίληψή τoυ κατά τη διάρκεια μιας έρευνας. Ο Διαμεσoλαβητής μπoρεί επίσης να ενημερώσει θεσμικό όργανo ή oργανισμό της Κoινότητας σχετικά με στoιχεία τα oπoία κατ’ αυτόν μπoρεί να δικαιoλoγoύν την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας.

Άρθρο 11

Εκθέσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

11.1.

Ο Διαμεσoλαβητής υπoβάλλει ετήσια έκθεση στo Ευρωπαϊκό Κoινoβoύλιo με θέμα τις δραστηριότητές τoυ εν τω συνόλω, συμπεριλαμβανoμένης και της έκβασης των ερευνών στις oπoίες έχει πρoβεί.

11.2.

Πέρα από τις ειδικές εκθέσεις που υποβάλλονται κατ’ εφαρμoγή του ανωτέρω άρθρου 8.4, ο Διαμεσoλαβητής υπoβάλλει στo Ευρωπαϊκό Κoινoβoύλιo άλλες ειδικές εκθέσεις τις oπoίες κρίνει oρθό να υπoβάλει πρoς επιτέλεση των καθηκόντων τoυ βάσει των Συνθηκών και του Καταστατικού του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή.

11.3.

Η ετήσια έκθεση και oι ειδικές εκθέσεις τoυ Διαμεσoλαβητή μπορούν να εμπεριέχoυν τις συστάσεις τις oπoίες κρίνει oρθό να διατυπώσει πρoς επιτέλεση των καθηκόντων τoυ βάσει των Συνθηκών και του Καταστατικού του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή.

Άρθρο 12

Συνεργασία με τους διαμεσολαβητές και ανάλογους φορείς των κρατών μελών

Ο Διαμεσoλαβητής μπoρεί να συνεργασθεί με τoυς διαμεσoλαβητές και τoυς ανάλογους φoρείς των κρατών μελών για τη μεγαλύτερη απoτελεσματικότητα των ερευνών τόσο εκείνων στις oπoίες πρoβαίνει ο ίδιος, όσο και εκείνων πoυ διεξάγoυν oι διαμεσoλαβητές και oι ανάλογοι φoρείς των κρατών μελών, καθώς και για την απoτελεσματικότερη διασφάλιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων των ευρωπαίων πoλιτών δυνάμει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 13

Δικαίωμα του καταγγέλλοντος να δει το φάκελο

13.1.

Ο καταγγέλλων έχει δικαίωμα να δει το φάκελο του Διαμεσολαβητή σχετικά με την καταγγελία του/της, με την επιφύλαξη του κατωτέρω άρθρου 13.3.

13.2.

Ο καταγγέλλων μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του να δει το φάκελο επί τόπου. Μπορεί να ζητήσει από το Διαμεσολαβητή να του παράσχει αντίγραφο ολόκληρου του φακέλου ή συγκεκριμένων εγγράφων που περιέχονται στο φάκελο.

13.3.

Ο καταγγέλλων δεν θα έχει πρόσβαση σε:

α)

έγγραφα ή πληροφορίες που αποκτώνται σύμφωνα με τα ως άνω άρθρα 5.1 και 5.2 και που έχουν παρουσιαστεί στον Διαμεσολαβητή ως εμπιστευτικά·

β)

στοιχεία που κατατίθενται με τρόπο εμπιστευτικό, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 5.3.

Άρθρο 14

Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του Διαμεσολαβητή

14.1.

Το κοινό έχει πρόσβαση στα έγγραφα που έχει στην κατοχή του ο Διαμεσολαβητής, τα οποία δεν σχετίζονται με τις έρευνες, υπό την επιφύλαξη των αυτών όρων και περιορισμών που θεσπίζουν ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (4) και το κατωτέρω άρθρο 14.2.

14.2.

Το κοινό μπορεί να αιτηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα που σχετίζονται με τις έρευνες και που είναι στην κατοχή του Διαμεσολαβητή, υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν έχει ταξινομηθεί ως εμπιστευτική κατά το αίτημα του καταγγέλλοντα ή από τον Διαμεσολαβητή, κατά το ως άνω άρθρο 10.1. Δεν θα παρέχεται πρόσβαση σε:

α)

έγγραφα ή πληροφορίες που αποκτώνται σύμφωνα με τα ως άνω άρθρα 5.1 και 5.2 και που έχουν παρουσιαστεί στον Διαμεσολαβητή ως εμπιστευτικά·

β)

στοιχεία που κατατίθενται με τρόπο εμπιστευτικό, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 5.3·

γ)

τα αποσπάσματα της γνώμης του και οι απαντήσεις σε οιεσδήποτε περαιτέρω έρευνες των οποίων την κοινοποίηση, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 4.5., το σχετικό θεσμικό όργανο έχει ζητήσει μόνο προς τον καταγγέλλοντα. Ο αιτών πρέπει να ενημερώνεται για τον λόγο ή τους λόγους που το σχετικό θεσμικό όργανο έχει παραθέσει για το αίτημά του·

δ)

το έγγραφο του οποίου η κοινοποίηση θα ζημίωνε την ακεραιότητα μίας έρευνας που είναι σε εξέλιξη.

14.3.

Οι αιτήσεις για πρόσβαση στα έγγραφα υποβάλλονται γραπτώς (επιστολή, φαξ ή e-mail) και με επαρκή σαφήνεια ώστε να μπορεί να προσδιορισθεί για ποιο έγγραφο πρόκειται.

14.4.

Η πρόσβαση παρέχεται επί τόπου ή με τη χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να επιβάλει εύλογο τέλος για την παροχή αντιγράφων των εγγράφων. Για τον τρόπο υπολογισμού των τυχόν επιβαλλομένων τελών παρέχονται εξηγήσεις.

14.5.

Οι αποφάσεις για τις αιτήσεις πρόσβασης του κοινού λαμβάνονται εντός 15 εργασίμων ημερών από της παραλαβής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες. Ο αιτών ειδοποιείται εκ των προτέρων για την παράταση της προθεσμίας και γίνεται λεπτομερής αιτιολόγηση.

14.6.

Εάν αίτηση για την πρόσβαση σε έγγραφo απoρριφθεί εν όλω ή εν μέρει, η άρνηση πρέπει να αιτιoλoγείται.

Άρθρο 15

Γλώσσες

15.1.

Καταγγελίες μπορούν να υποβληθούν στο Διαμεσολαβητή σε οποιαδήποτε από τις γλώσσες της Συνθήκης. Ο Διαμεσολαβητής δεν υποχρεούται να επιληφθεί καταγγελιών που υποβάλλονται σε άλλες γλώσσες.

15.2.

Η γλώσσα των διαδικασιών που διεκπεραιώνονται από τον Διαμεσολαβητή είναι μία εκ των γλωσσών της Συνθήκης. Στην περίπτωση καταγγελίας είναι η γλώσσα στην οποία έχει καταγραφεί η καταγγελία.

15.3.

Ο Διαμεσολαβητής καθορίζει ποια έγγραφα συντάσσονται στη γλώσσα των εργασιών.

Άρθρο 16

Δημοσίευση των εκθέσεων

16.1.

Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοινώσεις σχετικά με την έγκριση ετήσιων ή ειδικών εκθέσεων, δημοσιοποιώντας για κάθε ενδιαφερόμενο τους τρόπους απόκτησης πρόσβασης στο πλήρες κείμενο των εγγράφων.

16.2.

Οι εκθέσεις ή περιλήψεις των αποφάσεων του Διαμεσολαβητή επί εμπιστευτικών καταγγελιών δημοσιεύονται υπό μορφή που δεν επιτρέπει την αναγνώριση της ταυτότητας του καταγγέλλοντος.

Άρθρο 17

Έναρξη ισχύος

17.1.

Οι εκτελεστικές διατάξεις που εγκρίθηκαν στις 16 Οκτωβρίου 1997 ακυρώνονται.

17.2.

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003.

17.3.

Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενημερώνεται για την έγκριση της απόφασης αυτής. Σχετική ανακοίνωση δημοσιεύεται επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα.


(1)  Εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο στις 9 Μαρτίου 1994 (ΕΕ L 113 της 4.5.1994, σ. 15) και τροποποιήθηκε με τις αποφάσεις του της 14ης Μαρτίου 2002 (ΕΕ L 92 της 9.4.2002, σ. 13) και της 18ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ L 189 της 17.7.2008, σ. 25).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(3)  Εγκρίθηκε στις 8 Ιουλίου 2002 και τροποποιήθηκε με αποφάσεις του Διαμεσολαβητή της 5ης Απριλίου 2004 και της 3ης Δεκεμβρίου 2008.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής ( ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ, ΤΗΣ ΔΩΡΟΔΟΚΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΛΛΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΕΠΙΖΗΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων (1)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο της 199,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και ιδίως το άρθρο της 25,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο της 112,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό, και ιδίως το άρθρο του 186 στοιχείο γ) (2),

Εκτιμώντας ότι ο

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), καθώς και ο κανονισμός (Euratοm) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (4), σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης προβλέπουν ότι η Υπηρεσία κινεί και διεξάγει διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών και άλλων οργάνων και οργανισμών που έχουν δημιουργηθεί με τις συνθήκες ΕΚ και Euratοm ή δυνάμει αυτών,

Εκτιμώντας ότι η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, όπως θεσπίζεται από την Επιτροπή, εκτείνεται πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, προκειμένου να συμπεριλάβει το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την ανάγκη διαφύλαξης των κοινοτικών συμφερόντων από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ή ποινική δίωξη,

Εκτιμώντας ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της απάτης, με την αξιοποίηση της κτηθείσας πείρας στον τομέα των διοικητικών ερευνών,

Εκτιμώντας ότι κατά συνέπεια θα πρέπει όλα τα θεσμικά και άλλα όργανα και οργανισμοί, στο πλαίσιο της διοικητικής αυτονομίας τους, να αναθέσουν στην Υπηρεσία την αποστολή να πραγματοποιεί στους κόλπους τους διοικητικές έρευνες με στόχο τον εντοπισμό σοβαρών περιπτώσεων που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζονται στο άρθρο 11, στο άρθρο 12 δεύτερο και τρίτο εδάφιο, στα άρθρα 13, 14, 16 και στο άρθρο 17 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων (εφεξής: «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»), η οποία είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων και μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή βαρύ προσωπικό παράπτωμα, όπως ορίζει το άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή παράλειψη των ανάλογων υποχρεώσεων των βουλευτών ή του προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δεν υπόκειται στον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης,

εκτιμώντας ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται τηρουμένων πλήρως των οικείων διατάξεων των Συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, των σχετικών για την εφαρμογή τους κειμένων, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

εκτιμώντας ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται κάτω από ισοδύναμες συνθήκες σε όλα τα θεσμικά και άλλα όργανα ή οργανισμούς των Κοινοτήτων, χωρίς η ανάθεση του καθήκοντος αυτού στην υπηρεσία να θίγει τις κατ’ ιδίαν αρμοδιότητες των θεσμικών και άλλων οργάνων ή οργανισμών και να μειώνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την έννομη προστασία των ενδιαφερομένων προσώπων,

εκτιμώντας ότι εν αναμονή της τροποποίησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα πρέπει να καθορισθούν οι πρακτικοί όροι εφαρμογής βάσει των οποίων τα μέλη των θεσμικών και άλλων οργάνων, οι διευθύνοντες τους οργανισμούς, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό τους, θα συνεργάζονται για την καλή διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Υποχρέωση συνεργασίας με την Υπηρεσία

Ο Γενικός Γραμματέας, οι υπηρεσίες, καθώς και κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οφείλουν να συνεργάζονται πλήρως με τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας και να τους παρέχουν κάθε αναγκαία για τις έρευνες βοήθεια. Προς το σκοπό αυτό, παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και εξηγήσεις.

Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων των Συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, καθώς και των σχετικών με την εφαρμογή τους κειμένων, οι βουλευτές συνεργάζονται πλήρως με την Υπηρεσία.

Άρθρο 2

Υποχρέωση ενημέρωσης

Κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που λαμβάνει γνώση στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων ή του προσωπικού που δεν υπόκειται στον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ενημερώνει αμέσως τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του ή το γενικό διευθυντή του, ή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, το Γενικό Γραμματέα ή απευθείας την Υπηρεσία εάν πρόκειται για υπάλληλο, μέλος του λοιπού προσωπικού ή μέλος του προσωπικού που δεν υπόκειται στον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης ή, εφόσον πρόκειται για παράλειψη ανάλογων υποχρεώσεων των βουλευτών, τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ο Πρόεδρος, ο Γενικός Γραμματέας, οι γενικοί διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαβιβάζουν αμέσως στην Υπηρεσία όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει σε γνώση τους και βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Οι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υφίστανται άδικη ή διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση εξ αιτίας γνωστοποίησης στοιχείων, όπως αυτή που αναφέρεται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο.

Οι βουλευτές που λαμβάνουν γνώση των γεγονότων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνουν τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο, απ’ ευθείας την Υπηρεσία.

Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που θεσπίζονται από το νόμο ή τον κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 3

Συνδρομή του γραφείου ασφαλείας

Μετά από αίτημα του διευθυντή της Υπηρεσίας, το γραφείο ασφαλείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρέχει υλική συνδρομή στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των ερευνών.

Άρθρο 4

Ασυλία και δικαίωμα άρνησης να εμφανίζονται ως μάρτυρες

Οι κανόνες που αφορούν την κοινοβουλευτική ασυλία και το δικαίωμα άρνησης των βουλευτών να εμφανίζονται ως μάρτυρες παραμένουν αναλλοίωτοι.

Άρθρο 5

Ενημέρωση του ενδιαφερομένου

Στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής βουλευτή, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά βουλευτή, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν.

Στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η υποχρέωση να κληθεί ο βουλευτής, ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να εκφρασθεί μπορεί να αναβληθεί, σε συμφωνία με τον Πρόεδρο, εφόσον πρόκειται για βουλευτή, ή το Γενικό Γραμματέα, εφόσον πρόκειται για υπάλληλο.

Άρθρο 6

Ενημέρωση σχετικά με τη θέση της έρευνας στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια

Εάν, κατά τη λήξη της εσωτερικής έρευνας, δεν προκύψει επιβαρυντικό στοιχείο για τον εγκαλούμενο βουλευτή, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η εσωτερική έρευνα που τον αφορά τίθεται στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια, με απόφαση του διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενημερώνει γραπτώς τον ενδιαφερόμενο.

Άρθρο 7

Άρση ασυλίας

Κάθε αίτηση εθνικής αστυνομικής ή δικαστικής αρχής που αφορά την άρση της ασυλίας υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας διαβιβάζεται για γνωμοδότηση στο διευθυντή της Υπηρεσίας. Εφόσον η αίτηση άρσης της ασυλίας αφορά βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Υπηρεσία ενημερώνεται σχετικά.

Άρθρο 8

Έναρξη εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα έγκρισής της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.


(1)  Εγκρίθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1999.

(2)  Νυν άρθρο 215 στοιχείο γ).

(3)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1999/468/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 2006/512/ΕΚ

Ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

1.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ (1), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα από την Επιτροπή σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών (2), σύμφωνα με ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαβίβασης και τον προσδιορισμό των διαβιβαζόμενων πληροφοριών, καθώς και των επιμέρους σταδίων της διαδικασίας. Παραλαμβάνει, για τον σκοπό αυτόν, ταυτόχρονα με τα μέλη των επιτροπών και υπό τις ίδιες συνθήκες, τα σχέδια ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων, τα σχέδια εκτελεστικών μέτρων που υποβάλλονται στις επιτροπές αυτές δυνάμει βασικών πράξεων που εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης ΕΚ, τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών, τα συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων και τις καταστάσεις με τις αρχές στις οποίες υπάγονται τα πρόσωπα που ορίζουν τα κράτη μέλη για την εκπροσώπησή τους.

Μητρώο

2.

Η Επιτροπή καταρτίζει μητρώο, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα έγγραφα που διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (3). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει άμεση πρόσβαση στο μητρώο αυτό. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τα στοιχεία όλων των εγγράφων που διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθίστανται προσιτά στο κοινό.

3.

Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Επιτροπής στη δήλωσή της σχετικά με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ (4), και μόλις υλοποιηθούν οι απαραίτητες τεχνικές ρυθμίσεις, το μητρώο που προβλέπει η παράγραφος 2 θα καταστήσει, ειδικότερα, δυνατά τα εξής:

σαφή προσδιορισμό των εγγράφων στα οποία εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία και κάθε τροποποίησης η οποία επιφέρεται στο εκτελεστικό μέτρο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας,

επισήμανση του σταδίου της διαδικασίας και του χρονοδιαγράμματος,

σαφή διάκριση μεταξύ του σχεδίου μέτρων που παραλαμβάνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγχρόνως με τα μέλη της επιτροπής σύμφωνα με το δικαίωμα ενημέρωσης και του οριστικού σχεδίου μετά τη γνωμοδότηση της επιτροπής, το οποίο διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

σαφή προσδιορισμό όλων των τροποποιήσεων σε έγγραφα που έχουν ήδη διαβιβασθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

4.

Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή, μετά από μεταβατική περίοδο που αρχίζει με την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, διαπιστώνουν ότι το σύστημα λειτουργεί ικανοποιητικά, η διαβίβαση των εγγράφων προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πραγματοποιείται ηλεκτρονικά με μεταφορά στο μητρώο που προβλέπει η παράγραφος 2. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των Προέδρων των δύο οργάνων. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου τα έγγραφα διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπό μορφήν συνημμένων εγγράφων σε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

5.

Επιπλέον, η Επιτροπή συμφωνεί να αποστέλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προς ενημέρωση, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής του, ειδικά σχέδια εκτελεστικών μέτρων των οποίων οι βασικές πράξεις δεν έχουν εγκριθεί με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης αλλά τα οποία, εντούτοις, παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα μέτρα αυτά καταχωρίζονται στο μητρώο που προβλέπει η παράγραφος 2, το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται σχετικά.

6.

Εκτός από τα συνοπτικά πρακτικά που αναφέρει η παράγραφος 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει πρόσβαση στα πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών (5). Η Επιτροπή εξετάζει κάθε αίτηση ξεχωριστά σύμφωνα με τους κανόνες περί διαβίβασης εμπιστευτικών πληροφοριών που καθορίζονται στο παράρτημα 1 της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής (6).

Έγγραφα εμπιστευτικού χαρακτήρα

7.

Τα έγγραφα εμπιστευτικού χαρακτήρα εξετάζονται σύμφωνα με τις εσωτερικές διοικητικές διαδικασίες που θεσπίζει κάθε όργανο, κατά τρόπον ώστε να παρέχονται όλες οι απαιτούμενες εγγυήσεις.

Ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 8 της απόφασης 1999/468/ΕΚ

8.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να επισημάνει, με αιτιολογημένο ψήφισμα, ότι ένα σχέδιο εκτελεστικών μέτρων μιας βασικής πράξης που εγκρίθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη συγκεκριμένη βασική πράξη.

9.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει το αιτιολογημένο ψήφισμά του σύμφωνα με τον κανονισμό του. Έχει στη διάθεσή του προθεσμία ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής του οριστικού σχεδίου εκτελεστικών μέτρων στις γλώσσες στις οποίες υποβλήθηκε στα μέλη της αρμόδιας επιτροπής.

10.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συμφωνούν ότι είναι απαραίτητο να θεσπίσουν επί μονίμου βάσεως συντομότερες προθεσμίες για ορισμένα είδη επειγόντων εκτελεστικών μέτρων, για τα οποία πρέπει να ληφθεί απόφαση εντός βραχύτερου χρονικού διαστήματος χάριν της χρηστής διαχείρισης. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για ορισμένα είδη μέτρων που αφορούν τομείς της εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της ανθρωπιστικής και της επείγουσας βοήθειας, την προστασία της υγείας και ασφάλειας την ασφάλεια των μεταφορών και τις εξαιρέσεις από τις διατάξεις για τις δημόσιες συμβάσεις. Συμφωνία μεταξύ του μέλους της Επιτροπής και του Προέδρου της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθορίζει τα είδη των σχετικών μέτρων και τις εφαρμοστέες προθεσμίες. Η συμφωνία αυτή μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή μονομερώς.

11.

Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων της παραγράφου 10, σε επείγουσες περιπτώσεις καθώς και για μέτρα τρέχουσας διαχείρισης ή/και περιορισμένης διάρκειας, θα ορίζεται συντομότερη προθεσμία. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι βραχύτατη για υπερεπείγουσες περιπτώσεις, ειδικά για λόγους δημόσιας υγείας. Ο αρμόδιος Επίτροπος ορίζει τη δέουσα προθεσμία και την αιτιολογεί. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, στις περιπτώσεις αυτές, να κάνει χρήση διαδικασίας με την οποία η εφαρμογή του άρθρου 8 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ανατίθεται στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή η οποία μπορεί να αποστείλει απάντηση στην Επιτροπή εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας.

12.

Μόλις οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβλέπουν ότι σχέδιο μέτρων που εμπίπτει στις παραγράφους 10 και 11 ενδέχεται να υποβληθεί σε επιτροπή, ενημερώνουν σχετικώς άτυπα τη γραμματεία της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ή των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Μόλις τα πρώτα σχέδια μέτρων υποβληθούν στα μέλη της επιτροπής, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενημερώνουν τη γραμματεία της κοινοβουλευτικής επιτροπής ή των κοινοβουλευτικών επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον επείγοντα χαρακτήρα τους και τις προθεσμίες που θα ισχύουν μόλις υποβληθεί το οριστικό σχέδιο.

13.

Μετά από την έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του ψηφίσματος που αναφέρεται στην παράγραφο 8 ή απάντησης σύμφωνα με την παράγραφο 11, ο αρμόδιος Επίτροπος ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή, ενδεχομένως, την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή σχετικά με τη συνέχεια που προτίθεται να δώσει η Επιτροπή.

14.

Τα στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 10 έως 13 καταχωρίζονται στο μητρώο.

Κανονιστική διαδικασία με έλεγχο

15.

Όταν εφαρμόζεται η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν ψηφοφορίας στην επιτροπή, για τις ισχύουσες προθεσμίες. Σύμφωνα με την παράγραφο 16, οι προθεσμίες αυτές αρχίζουν να υπολογίζονται μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει παραλάβει όλες τις γλωσσικές διατυπώσεις.

16.

Όταν ισχύουν συντετμημένες προθεσμίες [άρθρο 5α παράγραφος 5 στοιχείο β) της απόφασης 1999/468/ΕΚ] και σε επείγουσες περιπτώσεις (άρθρο 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ), οι προθεσμίες αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία παραλαβής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του οριστικού σχεδίου εκτελεστικών μέτρων στις γλωσσικές διατυπώσεις που έχουν υποβληθεί στα μέλη της επιτροπής, εκτός εάν αντιτίθεται ο Πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή καταβάλλει προσπάθεια να διαβιβάσει όλες τις γλωσσικές διατυπώσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το ταχύτερο δυνατόν. Μόλις οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβλέπουν ότι σχέδιο μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 5α παράγραφος 5 στοιχείο β), ή παράγραφος 6, ενδέχεται να πρέπει να υποβληθεί σε επιτροπή, ενημερώνουν σχετικώς άτυπα τη γραμματεία της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ή των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών.

Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες

17.

Σύμφωνα με τη δήλωσή της σχετικά με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, η Επιτροπή δεσμεύεται όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες:

να μεριμνά ώστε ο υπάλληλος της Επιτροπής που προεδρεύει συνεδρίασης επιτροπής να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεώς του, μετά από κάθε συνεδρίαση για τις συζητήσεις που αφορούν σχέδια εκτελεστικών μέτρων που έχουν υποβληθεί στην επιτροπή αυτή,

να απαντά προφορικά ή γραπτά σε ερωτήσεις για συζητήσεις που αφορούν σχέδια εκτελεστικών μέτρων που έχουν υποβληθεί σε επιτροπή.

Τέλος, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι διαβεβαιώσεις στις οποίες προέβη κατά τη συνεδρίαση της ολομελείας του Κοινοβουλίου στις 5 Φεβρουαρίου 2002 (7) και τις οποίες επανέλαβε κατά τη συνεδρίαση της ολομελείας της 31ης Μαρτίου 2004 (8) και εκείνες που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 7 της επιστολής της 2ας Οκτωβρίου 2001 (9) του Επιτρόπου Bolkestein προς την Πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τηρούνται όσον αφορά ολόκληρο τον τομέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των χρεογράφων, των τραπεζών, της ασφάλισης, των συντάξεων και των λογιστικών διαδικασιών).

Χρονοδιάγραμμα των κοινοβουλευτικών εργασιών

18.

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις συντετμημένων προθεσμιών ή τις περιπτώσεις επείγοντος, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη κατά τη διαβίβαση σχεδίων εκτελεστικών μέτρων δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, τις περιόδους διακοπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (χειμερινές και θερινές διακοπές, καθώς και εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) ώστε να διασφαλίζεται ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του στο πλαίσιο των προθεσμιών που καθορίζονται με την απόφαση 1999/468/ΕΚ και με την παρούσα συμφωνία.

Συνεργασία μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Επιτροπής

19.

Αμφότερα τα όργανα εκφράζουν τη διάθεση αλληλοϋποστήριξης προκειμένου να διασφαλίσουν πλήρη συνεργασία κατά την εξέταση ειδικών εκτελεστικών μέτρων. Προς τον σκοπό αυτόν πραγματοποιούνται οι δέουσες επαφές σε διοικητικό επίπεδο.

Προηγούμενες συμφωνίες

20.

Η συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής του 2000 σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (10) αντικαθίσταται με την παρούσα συμφωνία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ανίσχυρες, σε ό,τι τους αφορά, τις ακόλουθες συμφωνίες: συμφωνία Plumb/Delors του 1988, συμφωνία Samland/Williamson του 1996 και συμφωνία modus vivendi του 1994 (11).


(1)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(2)  Σε ολόκληρο το κείμενο της συμφωνίας αυτής η λέξη «επιτροπή» αναφέρεται σε επιτροπές που έχουν συγκροτηθεί σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ, με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες ορίζεται ειδικώς ότι γίνεται αναφορά σε άλλη επιτροπή.

(3)  Προθεσμία για την κατάρτιση του μητρώου αποτελεί η 31η Μαρτίου 2008.

(4)  ΕΕ C 171 της 22.7.2006, σ. 21.

(5)  Βλέπε την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Ιουλίου 1999 στην υπόθεση T-188/97 Rothmans κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, II-2463.

(6)  ΕΕ C 117 E της 18.5.2006, σ. 123.

(7)  ΕΕ C 284 E της 21.11.2002, σ. 19.

(8)  ΕΕ C 103 E της 29.4.2004, σ. 446 και πλήρη πρακτικά των συνεδριάσεων (CRE) για τη συνεδρίαση της ολομελείας του Κοινοβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004, υπό τον τίτλο «Ψηφοφορίες».

(9)  ΕΕ C 284 E της 21.11.2002, σ. 83.

(10)  ΕΕ L 256 της 10.10.2000, σ. 19.

(11)  ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ (1) ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ (ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΑ ΕΦΕΞΗΣ «ΤΑ ΔΥΟ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ»),

έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και ιδίως το άρθρο 295 αυτής, και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (αποκαλούμενες εφεξής «οι Συνθήκες»),

έχοντας υπόψη τις διοργανικές συμφωνίες και τα κείμενα που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό του Κοινοβουλίου (2) και ειδικότερα τα άρθρα 105, 106 και 127 αυτού και τα παραρτήματα VIII και XIV,

έχοντας υπόψη τους πολιτικούς προσανατολισμούς και τις σχετικές δηλώσεις του εκλεγέντος Προέδρου της Επιτροπής στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 και στις 9 Φεβρουαρίου 2010 καθώς και τις δηλώσεις εκάστου των υποψηφίων μελών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια των ακροάσεών τους από τις κοινοβουλευτικές επιτροπές,

Α.

εκτιμώντας ότι η συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει τη δημοκρατική νομιμότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Ένωσης,

Β.

εκτιμώντας ότι τα δύο θεσμικά όργανα αποδίδουν υψίστη σημασία στην αποτελεσματική μεταφορά της νομοθεσίας της EE στο εθνικό δίκαιο καθώς και την εφαρμογή της,

Γ.

εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία-πλαίσιο δεν θίγει τις εξουσίες και τα προνόμια του Κοινοβουλίου, της Επιτροπής ή οιουδήποτε άλλου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης αλλά αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη και διαφανέστερη άσκηση των εν λόγω εξουσιών και προνομίων,

Δ.

εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία-πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο όπως θεσπίστηκε με τις Συνθήκες,

Ε.

εκτιμώντας ότι η Επιτροπή θα λάβει δεόντως υπόψη τους αντίστοιχους ρόλους που προβλέπονται από τις Συνθήκες για το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ιδίως όσον αφορά τη βασική αρχή της ίσης μεταχείρισης που ορίζεται στο σημείο 9,

ΣΤ.

εκτιμώντας ότι είναι σκόπιμο να επικαιροποιηθεί η συμφωνία-πλαίσιο που συνήφθη τον Μάιο του 2005 (3) και να αντικατασταθεί από το ακόλουθο κείμενο,

ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

I.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Προκειμένου να αντανακλάται καλύτερα η νέα «ειδική εταιρική σχέση» μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν στα ακόλουθα μέτρα για να ενισχυθεί η πολιτική ευθύνη και η νομιμότητα της Επιτροπής, να επεκταθεί ο εποικοδομητικός διάλογος και να βελτιωθεί η ροή των πληροφοριών μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων και η συνεργασία επί των διαδικασιών και του σχεδιασμού.

Εγκρίνουν επίσης ειδικές διατάξεις:

σχετικά με συναντήσεις της Επιτροπής με εθνικούς εμπειρογνώμονες, όπως περιγράφονται στο παράρτημα 1·

σχετικά με τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών στο Κοινοβούλιο, όπως περιγράφεται στο παράρτημα 2·

σχετικά με τη διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών, όπως περιγράφονται στο παράρτημα 3· και

το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος εργασιών της Επιτροπής, όπως περιγράφεται στο παράρτημα 4.

ΙΙ.   ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

2.

Αφού οριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο προτεινόμενος Πρόεδρος της Επιτροπής υποβάλλει στο Κοινοβούλιο τους πολιτικούς προσανατολισμούς της θητείας του προκειμένου η ενημερωμένη ανταλλαγή απόψεων με το Κοινοβούλιο να γίνει πριν από την ψηφοφορία για την έγκρισή του.

3.

Σύμφωνα με το άρθρο 106 του κανονισμού του, το Κοινοβούλιο επικοινωνεί με τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής εγκαίρως πριν από την έναρξη των διαδικασιών οι οποίες αποσκοπούν στο να δώσει την έγκρισή του στην νέα Επιτροπή. Το Κοινοβούλιο λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις που διατυπώνει ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής.

Τα ορισθέντα μέλη της Επιτροπής εξασφαλίζουν την πλήρη κοινοποίηση όλων των συναφών πληροφοριών, σύμφωνα με την υποχρέωση ανεξαρτησίας που ορίζει το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ.

Οι διαδικασίες καταρτίζονται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι το σύνολο της ορισθείσας Επιτροπής αξιολογείται με διαφάνεια, δικαιοσύνη και συνέπεια.

4.

Με την επιφύλαξη της αρχής της συλλογικότητας της Επιτροπής, κάθε μέλος της Επιτροπής φέρει την πολιτική ευθύνη της δράσης του στον τομέα με τον οποίο είναι επιφορτισμένο.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι πλήρως υπεύθυνος για τον εντοπισμό οιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων που παρακωλύει ένα μέλος της Επιτροπής από το να ασκήσει τα καθήκοντά του.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι επίσης υπεύθυνος για την ανάληψη κάθε δράσης την οποία συνεπάγεται μια τέτοια περίπτωση και ενημερώνει πάραυτα και εγγράφως τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου.

Η συμμετοχή των μελών της Επιτροπής σε προεκλογικές εκστρατείες διέπεται από τον Κώδικα Συμπεριφοράς των Επιτρόπων.

Τα μέλη της Επιτροπής που συμμετέχουν ενεργά σε προεκλογικές εκστρατείες ως υποψήφιοι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα πρέπει να λαμβάνουν εκλογική άδεια άνευ αποδοχών από το τέλος της τελευταίας περιόδου συνόδου πριν από τις εκλογές.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ενημερώνει το Κοινοβούλιο εγκαίρως σχετικά με την απόφασή του να χορηγήσει αυτήν την άδεια και ανακοινώνει το μέλος της Επιτροπής που θα αναλάβει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες για αυτήν την περίοδο αδείας.

5.

Αν το Κοινοβούλιο ζητήσει από τον Πρόεδρο της Επιτροπής να αποσύρει την εμπιστοσύνη του σε ένα μέλος της Επιτροπής, εκείνος εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να ζητήσει την παραίτηση του εν λόγω μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της ΣΕΕ· ο Πρόεδρος πρέπει είτε να ζητήσει την παραίτηση του μέλους αυτού της Επιτροπής είτε να εξηγήσει την άρνησή του να ζητήσει την παραίτηση ενώπιον του Κοινοβουλίου στην επόμενη σύνοδο της Ολομέλειας.

6.

Εφόσον παρίσταται ανάγκη να προβλεφθεί η αντικατάσταση ενός μέλους της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 246, δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ, ο Πρόεδρος της Επιτροπής εξετάζει με προσοχή το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων του Κοινοβουλίου πριν δώσει τη συγκατάθεσή του στην απόφαση του Συμβουλίου.

Το Κοινοβούλιο διασφαλίζει την διεκπεραίωση των διαδικασιών του με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, ούτως ώστε να δοθεί στον Πρόεδρο της Επιτροπής η δυνατότητα να εξετάσει με προσοχή τη γνώμη του Κοινοβουλίου, πριν από το διορισμό του νέου μέλους της Επιτροπής.

Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 246 τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ, όταν είναι σύντομο το εναπομένον διάστημα της θητείας της Επιτροπής, ο Πρόεδρος της Επιτροπής εξετάζει με προσοχή τη θέση του Κοινοβουλίου.

7.

Εάν ο Πρόεδρος της Επιτροπής προτίθεται να προβεί σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 248 της ΣΛΕΕ, ενημερώνει το Κοινοβούλιο εγκαίρως για την διαβούλευση σε σχέση με τις αλλαγές αυτές· η απόφαση του Προέδρου να ανακατανείμει τα χαρτοφυλάκια μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή.

8.

Όταν η Επιτροπή προτείνει αναθεώρηση του κώδικα συμπεριφοράς των Επιτρόπων, η οποία σχετίζεται με σύγκρουση συμφερόντων ή ζητήματα δεοντολογίας, ζητεί τη γνώμη του Κοινοβουλίου.

III.   ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΡΟΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

i)   Γενικές διατάξεις

9.

Η Επιτροπή εγγυάται ότι θα εφαρμόσει τη βασική αρχή της ίσης μεταχείρισης Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόσβαση στις συνεδριάσεις και την παροχή ενημερωτικών σημειωμάτων ή άλλων πληροφοριών, κυρίως για νομοθετικά και δημοσιονομικά ζητήματα.

10.

Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της συμμετοχής του Κοινοβουλίου, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις του Κοινοβουλίου στο μέτρο του δυνατού στους τομείς της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας.

11.

Θεσπίζονται ορισμένες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της «ειδικής εταιρικής σχέσης» μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής:

ο Πρόεδρος της Επιτροπής συναντά, κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, τη Διάσκεψη των Προέδρων τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο προκειμένου να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος,

ο Πρόεδρος της Επιτροπής διεξάγει συστηματικό διάλογο με τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για τα βασικά οριζόντια ζητήματα και τις μείζονες νομοθετικές προτάσεις. Ο διάλογος αυτός θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει προσκλήσεις προς τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να παραστεί σε συνεδριάσεις του Σώματος των Επιτρόπων,

ο Πρόεδρος της Επιτροπής ή ο αντιπρόεδρος που είναι υπεύθυνος για τις διοργανικές σχέσεις καλείται να παραστεί σε συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων και της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών όταν συζητούνται ειδικά θέματα σχετικά με την ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας, τις διοργανικές σχέσεις μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής καθώς και νομοθετικά και δημοσιονομικά θέματα,

διεξάγονται συνεδριάσεις σε ετήσια βάση μεταξύ της Διάσκεψης των Προέδρων και της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, αφενός, και του Σώματος των Επιτρόπων, αφετέρου, για την εξέταση σημαντικών ζητημάτων συμπεριλαμβανόμενων της προετοιμασίας και της εφαρμογής του Προγράμματος Εργασίας της Επιτροπής,

η Διάσκεψη των Προέδρων και η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών ενημερώνουν την Επιτροπή εγκαίρως σχετικά με τα αποτελέσματα των συζητήσεών τους που έχουν διοργανική διάσταση. Το Κοινοβούλιο ενημερώνει πλήρως και τακτικά την Επιτροπή για την έκβαση των συνεδριάσεών του που αφορούν στην προετοιμασία των περιόδων συνόδων Ολομελείας, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις της Επιτροπής. Η διάταξη αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη του σημείου 45,

προκειμένου να εξασφαλισθεί η τακτική ροή των συναφών πληροφοριών μεταξύ των δύο οργάνων, οι γενικοί γραμματείς του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής συναντώνται τακτικά.

12.

Κάθε μέλος της Επιτροπής διασφαλίζει την τακτική και άμεση ροή πληροφοριών μεταξύ του μέλους της Επιτροπής και του Προέδρου της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.

13.

Η Επιτροπή δεν δημοσιοποιεί καμία νομοθετική πρόταση ή άλλη σημαντική πρωτοβουλία ή απόφαση πριν ενημερώσει σχετικώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγγράφως.

Βάσει του προγράμματος εργασιών της Επιτροπής, τα δύο θεσμικά όργανα προσδιορίζουν εκ των προτέρων, με κοινή συμφωνία, τις πρωτοβουλίες καίριας σημασίας που θα παρουσιαστούν στην Ολομέλεια. Καταρχήν, η Επιτροπή παρουσιάζει αυτές τις πρωτοβουλίες πρώτα στην Ολομέλεια και μόνον στη συνέχεια στο κοινό.

Ομοίως, προσδιορίζουν τις προτάσεις και πρωτοβουλίες για τις οποίες θα παρασχεθούν πληροφορίες ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων, ή για τις οποίες θα ενημερωθούν δεόντως η αρμόδια επιτροπή και ο Πρόεδρός της.

Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται στο πλαίσιο του τακτικού διαλόγου μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων, όπως προβλέπεται στο σημείο 11, και επικαιροποιούνται τακτικά, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν πολιτικές εξελίξεις.

14.

Εάν ένα εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής —του οποίου δεν έχει λάβει γνώση το Κοινοβούλιο σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία-πλαίσιο— κυκλοφορήσει εκτός των θεσμικών οργάνων, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει να διαβιβασθεί χωρίς καθυστέρηση το έγγραφο αυτό στο Κοινοβούλιο, προκειμένου να το κοινοποιήσει στους βουλευτές που θα προέβαιναν σε σχετικό αίτημα.

15.

Η Επιτροπή παρέχει πλήρεις πληροφορίες και τεκμηρίωση σχετικά με τις συνεδριάσεις της με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο των εργασιών της για την προετοιμασία και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Εφόσον το ζητήσει το Κοινοβούλιο, η Επιτροπή μπορεί επίσης να καλέσει εμπειρογνώμονες του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις αυτές.

Οι σχετικές διατάξεις ορίζονται στο παράρτημα 1.

16.

Εντός τριών μηνών από την έγκριση ψηφίσματος του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή παρέχει εγγράφως ενημέρωση στο Κοινοβούλιο όσον αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν κατόπιν ειδικών αιτημάτων που διατυπώθηκαν προς αυτήν σε ψηφίσματα του Κοινοβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης του Κοινοβουλίου σε περιπτώσεις στις οποίες δεν κατέστη δυνατή η υιοθέτηση των απόψεών του. Η περίοδος αυτή μπορεί να συντομευθεί όταν το αίτημα είναι επείγον. Μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα όταν βάσει του αιτήματος απαιτείται περισσότερο ενδελεχής και δεόντως τεκμηριωμένη εργασία. Το Κοινοβούλιο μεριμνά ώστε αυτή η πληροφορία να διαδοθεί ευρέως εντός του οργάνου.

Το Κοινοβούλιο καταβάλλει προσπάθειες για την αποφυγή προφορικών ή γραπτών ερωτήσεων σχετικά με θέματα για τα οποία η Επιτροπή έχει ήδη κοινοποιήσει τη θέση της στο Κοινοβούλιο μέσω γραπτής ανακοίνωσης συνέχειας.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη συγκεκριμένη συνέχεια που δόθηκε σε οιοδήποτε αίτημα για υποβολή πρότασης σύμφωνα με το άρθρο 225 της ΣΛΕΕ (έκθεση νομοθετικής πρωτοβουλίας) εντός τριών μηνών από την έγκριση του σχετικού ψηφίσματος στην Ολομέλεια. Η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση το αργότερο μετά από ένα έτος ή περιλαμβάνει την πρόταση στο πρόγραμμα εργασιών της Επιτροπής του επόμενου έτους. Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλλει πρόταση, δίδει στο Κοινοβούλιο λεπτομερείς εξηγήσεις για τους λόγους.

Η Επιτροπή αναλαμβάνει επίσης τη δέσμευση για στενή και έγκαιρη συνεργασία μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής για οποιοδήποτε αίτημα νομοθετικής πρωτοβουλίας που απορρέει από πρωτοβουλίες πολιτών.

Όσον αφορά τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις του σημείου 31.

17.

Σε περίπτωση ανάληψης πρωτοβουλιών, συστάσεων ή αιτημάτων για νομοθετικές πρωτοβουλίες σύμφωνα με το άρθρο 289 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο, αν ζητηθεί, σχετικά με τη θέση της επί των προτάσεων αυτών, ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.

18.

Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν να συνεργαστούν στον τομέα των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται για την εκτέλεση του πρωτοκόλλου Αριθ. 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με οιαδήποτε απαραίτητη μετάφραση αιτιολογημένων γνωμών που υποβάλλονται από τα εθνικά κοινοβούλια.

Όταν καλύπτονται τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 7 του πρωτοκόλλου αριθ. 2 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρέχει τις μεταφράσεις όλων των αιτιολογημένων γνωμών που εκδίδονται από τα εθνικά κοινοβούλια καθώς και την θέση της επ’ αυτών.

19.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο σχετικά με τον κατάλογο των ομάδων εμπειρογνωμόνων που έχει συστήσει προκειμένου να επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση του δικαιώματος πρωτοβουλίας που διαθέτει. Ο κατάλογος αυτός επικαιροποιείται τακτικά και δημοσιοποιείται.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ενημερώνει με τον προσήκοντα τρόπο την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αίτησης του Προέδρου της, σχετικά με τις δραστηριότητες και τη σύνθεση των ομάδων αυτών.

20.

Τα δύο θεσμικά όργανα, μέσω των κατάλληλων μηχανισμών, διεξάγουν εποικοδομητικό διάλογο όσον αφορά σημαντικά διοικητικά θέματα και κυρίως ζητήματα που έχουν άμεσο αντίκτυπο στη διοικητική λειτουργία του Κοινοβουλίου.

21.

Το Κοινοβούλιο επιζητεί την γνώμη της Επιτροπής, όταν προτείνει αναθεώρηση του κανονισμού του σχετικά με τις σχέσεις με την Επιτροπή.

22.

Όταν εγείρεται θέμα εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία - πλαίσιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραρτήματος 2.

ii)   Διεθνείς συμφωνίες και διεύρυνση

23.

Το Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σε όλα τα στάδια της διαπραγμάτευσης και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των διαπραγματευτικών οδηγιών. Η Επιτροπή ενεργεί κατά τρόπον ώστε να εφαρμόζονται πλήρως οι υποχρεώσεις της σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, σεβόμενη παράλληλα το ρόλο κάθε οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΕ.

Η Επιτροπή εφαρμόζει τις ρυθμίσεις που ορίζονται στο παράρτημα 3.

24.

Η ενημέρωση που αναφέρεται στο σημείο 23 διαβιβάζεται στο Κοινοβούλιο εγκαίρως, ώστε να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει, ενδεχομένως, τις απόψεις του, η δε Επιτροπή να είναι σε θέση να τις λάβει υπόψη στο μέτρο του δυνατού. Οι πληροφορίες διαβιβάζονται, κατά γενικό κανόνα, στο Κοινοβούλιο μέσω της υπεύθυνης κοινοβουλευτικής επιτροπής και, όπου κρίνεται σκόπιμο, σε σύνοδο της Ολομέλειας. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται σε περισσότερες της μίας επιτροπές.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή αναλαμβάνουν να θεσπίσουν τις κατάλληλες διαδικασίες και τα μέτρα που απαιτούνται για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών από την Επιτροπή στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος 2.

25.

Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι λόγω των διαφορετικών τους θεσμικών ρόλων, η Επιτροπή θα εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διεθνείς διαπραγματεύσεις με εξαίρεση εκείνες που αφορούν την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται από τις Συνθήκες.

Η Επιτροπή, όταν εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διεθνείς διασκέψεις, διευκολύνει, με αίτημα του Κοινοβουλίου, τη συμμετοχή αντιπροσωπείας των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως παρατηρητών στις αντιπροσωπείες της Ένωσης, ούτως ώστε να μπορεί να ενημερώνεται αμέσως και πλήρως για τις εργασίες της διάσκεψης. Η Επιτροπή αναλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, να τηρεί συστηματικά ενήμερη την αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου σχετικά με το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.

Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορούν να συμμετέχουν άμεσα στις διαπραγματεύσεις αυτές. Στα πλαίσια των νομικών, τεχνικών και διπλωματικών δυνατοτήτων, η Επιτροπή μπορεί να τους κάνει δεκτούς ως παρατηρητές. Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για τους λόγους της άρνησης.

Επιπλέον, η Επιτροπή διευκολύνει τη συμμετοχή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως παρατηρητών σε όλες τις σχετικές συνεδριάσεις υπό την ευθύνη της πριν και μετά τις διαπραγματευτικές συνεδριάσεις.

26.

Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η Επιτροπή ενημερώνει συστηματικά το Κοινοβούλιο, και διευκολύνει την πρόσβαση των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που μετέχουν σε αντιπροσωπείες της Ένωσης, όσον αφορά συνεδριάσεις οργάνων που συστάθηκαν με πολυμερείς διεθνείς συμφωνίες στις οποίες συμμετέχει η Ένωση, οποτεδήποτε τα όργανα αυτά καλούνται να λάβουν αποφάσεις για τις οποίες απαιτείται η συναίνεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή για την εφαρμογή των οποίων μπορεί να απαιτείται η έγκριση νομικών πράξεων σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

27.

Η Επιτροπή επιτρέπει επίσης στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου που συμμετέχει στις αντιπροσωπείες της Ένωσης σε διεθνείς διασκέψεις την πρόσβαση στη χρήση όλων των εγκαταστάσεων των αντιπροσωπειών που διαθέτει η Ένωση για τις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με την γενική αρχή της καλής συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων και λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη διοικητική υποστήριξη.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποστέλλει στον Πρόεδρο της Επιτροπής πρόταση σχετικά με τη συμμετοχή αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην αντιπροσωπεία της Ένωσης τέσσερις εβδομάδες το αργότερο πριν από την έναρξη της διάσκεψης, διευκρινίζοντας ποιος θα είναι ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου και ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα συμπεριληφθούν σε αυτήν. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να συντομευθεί.

Ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που συμμετέχει στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου και του προσωπικού στήριξης είναι ανάλογος του συνολικού μεγέθους της αντιπροσωπείας της Ένωσης.

28.

Η Επιτροπή ενημερώνει πλήρως το Κοινοβούλιο για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων προσχώρησης, ιδίως όσον αφορά τις μείζονες πτυχές και εξελίξεις, παρέχοντάς του έτσι τη δυνατότητα να διατυπώνει εγκαίρως τις απόψεις του στο πλαίσιο των ενδεδειγμένων κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

29.

Όταν το Κοινοβούλιο εγκρίνει σύσταση επί των αναφερομένων στο σημείο 28 ζητημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 4 του κανονισμού του, και η Επιτροπή αποφασίζει, για σημαντικούς λόγους, να μην υποστηρίξει τη σύσταση αυτή, η Επιτροπή εκθέτει ενώπιον του Κοινοβουλίου τους λόγους που την οδήγησαν στην απόφασή της, είτε στην Ολομέλεια είτε κατά την επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.

iii)   Εκτέλεση του προϋπολογισμού

30.

Πριν παρασχεθούν οικονομικές δεσμεύσεις σε διασκέψεις δωρητών, οι οποίες συνεπάγονται νέες δημοσιονομικές δεσμεύσεις και προϋποθέτουν τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή και εξετάζει τις παρατηρήσεις της.

31.

Στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας απαλλαγής, η οποία διέπεται από το άρθρο 319 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαβιβάζει κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για τον έλεγχο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του συγκεκριμένου έτους, η οποία της ζητείται προς το σκοπό αυτό από τον Πρόεδρο της κοινοβουλευτικής επιτροπής που είναι αρμόδια για τη διαδικασία απαλλαγής, σύμφωνα με το παράρτημα VII του κανονισμού του Κοινοβουλίου.

Εάν προκύψουν νέα στοιχεία σχετικά με προηγούμενα έτη, για τα οποία έχει ήδη χορηγηθεί απαλλαγή, η Επιτροπή διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες, προκειμένου να εξευρεθεί λύση αποδεκτή και για τα δύο μέρη.

iv)   Σχέση με τους ρυθμιστικούς οργανισμούς

32.

Οι υποψήφιοι για τη θέση του γενικού διευθυντή ρυθμιστικών οργανισμών θα πρέπει να προσέρχονται στις ακροάσεις ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής.

Επιπλέον, στο πλαίσιο των συζητήσεων της διοργανικής ομάδας εργασίας για τους οργανισμούς που συστάθηκε τον Μάρτιο του 2009, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο αποσκοπούν σε κοινή προσέγγιση σχετικά με τον ρόλο και τη θέση των αποκεντρωμένων οργανισμών στο θεσμικό περιβάλλον της Ένωσης, σε συνδυασμό με κοινές κατευθυντήριες αρχές για τη δημιουργία, διάρθρωση και λειτουργία αυτών των οργανισμών, παράλληλα με θέματα χρηματοδότησης, δημοσιονομικά θέματα και θέματα εποπτείας και διαχείρισης.

IV.   ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ

i)   Πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και προγραμματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης

33.

Η Επιτροπή αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης με στόχο την επίτευξη διοργανικών συμφωνιών.

34.

Κάθε χρόνο η Επιτροπή παρουσιάζει το πρόγραμμα εργασίας της.

35.

Τα δύο θεσμικά όργανα συνεργάζονται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ορίζεται στο παράρτημα 4.

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις προτεραιότητες που διατυπώνει το Κοινοβούλιο.

Η Επιτροπή παρέχει επαρκή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο κάθε σημείου του προγράμματος εργασίας της.

36.

Η Επιτροπή παρέχει εξηγήσεις όταν δεν είναι σε θέση να καταθέσει επιμέρους προτάσεις στο πρόγραμμα εργασίας της ή όταν αποκλίνει από αυτό. Ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδιος για τις διοργανικές σχέσεις αναλαμβάνει να αξιολογεί σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων των επιτροπών, τις βασικές γραμμές της πολιτικής εφαρμογής του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το τρέχον έτος.

ii)   Διαδικασίες για την έγκριση πράξεων

37.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να εξετάζει μετά προσοχής τις τροπολογίες που εγκρίνει το Κοινοβούλιο επί των νομοθετικών προτάσεών της, με σκοπό να τις λάβει υπόψη σε κάθε τροποποιημένη πρόταση.

Όταν γνωμοδοτεί επί τροπολογιών του Κοινοβουλίου, δυνάμει του άρθρου 294 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεσμεύεται να λαμβάνει στο μέγιστο βαθμό υπόψη τις τροπολογίες που εγκρίνονται κατά τη δεύτερη ανάγνωση· εάν, για σημαντικούς λόγους και μετά από εξέταση του θέματος από το Σώμα των Επιτρόπων, αποφασίσει να μην υιοθετήσει ή να μην υποστηρίξει τις τροπολογίες αυτές, αιτιολογεί την απόφασή της ενώπιον του Κοινοβουλίου και, σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της γνωμοδότησής της επί των τροπολογιών του Κοινοβουλίου δυνάμει του άρθρου 294 της ΣΛΕΕ παράγραφος 7 στοιχείο γ).

38.

Το Κοινοβούλιο δεσμεύεται, κατά την εξέταση πρότασης που κατατίθεται κατόπιν πρωτοβουλίας του ενός τετάρτου τουλάχιστον των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 76 της ΣΛΕΕ, να μην εγκρίνει καμία έκθεση σε επίπεδο αρμόδιας Επιτροπής πριν λάβει την γνώμη της Επιτροπής επί της πρωτοβουλίας.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να εκδίδει τη γνώμη της επί παρόμοιας πρωτοβουλίας το αργότερο 10 εβδομάδες μετά την υποβολή της πρωτοβουλίας.

39.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να παρέχει εγκαίρως λεπτομερείς επεξηγήσεις πριν αποσύρει τις όποιες προτάσεις της επί των οποίων το Κοινοβούλιο έχει ήδη λάβει θέση σε πρώτη ανάγνωση.

Η νέα Επιτροπή προβαίνει σε επιθεώρηση όλων των εκκρεμών προτάσεων με την έναρξη της θητείας της ώστε να τις επιβεβαιώσει πολιτικώς ή να τις αποσύρει, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις που εξέφρασε το Κοινοβούλιο.

40.

Για τις ειδικές νομοθετικές διαδικασίες για τις οποίες καλείται να γνωμοδοτήσει το Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένων λοιπών διαδικασιών όπως εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 148 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή:

i)

λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της συμμετοχής του Κοινοβουλίου κατά τρόπον ώστε να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις του Κοινοβουλίου στο μέτρο του δυνατού, ιδίως προκειμένου να διασφαλίσει ότι το Κοινοβούλιο έχει τον αναγκαίο χρόνο στη διάθεσή του για να εξετάσει την πρόταση της Επιτροπής·

ii)

μεριμνά ώστε να υπενθυμίζει σε εύλογο χρόνο στα όργανα του Συμβουλίου να μη προχωρούν σε πολιτική συμφωνία επί των προτάσεών της ενόσω το Κοινοβούλιο δεν έχει διατυπώσει τη γνώμη του. Ζητεί να ολοκληρώνεται η συζήτηση σε επίπεδο υπουργών, αφού προηγουμένως έχει δοθεί εύλογη προθεσμία στα μέλη του Συμβουλίου να εξετάσουν τη θέση του Κοινοβουλίου·

iii)

διασφαλίζει ότι το Συμβούλιο συντάσσεται με τους κανόνες που έχει τάξει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την επαναδιαβούλευση με το Κοινοβούλιο σε περίπτωση ουσιώδους τροποποίησης της πρότασης της Επιτροπής από το Συμβούλιο. Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για την ενδεχόμενη υπενθύμιση προς το Συμβούλιο της ανάγκης να διεξαχθεί επαναδιαβούλευση·

iv)

δεσμεύεται, εάν χρειασθεί, να αποσύρει νομοθετική πρόταση που έχει απορριφθεί από το Κοινοβούλιο. Σε περίπτωση που, για σοβαρούς λόγους και μετά από εξέταση του ζητήματος από το Σώμα των Επιτρόπων, η Επιτροπή αποφασίσει να διατηρήσει την πρότασή της, εκθέτει τους λόγους με δήλωση ενώπιον του Κοινοβουλίου.

41.

Από την πλευρά του, προκειμένου να βελτιωθεί ο νομοθετικός προγραμματισμός, το Κοινοβούλιο δεσμεύεται:

i)

να προβαίνει στον προγραμματισμό των νομοθετικών μερών των ημερήσιων διατάξεών του, προσαρμόζοντάς τα στο ισχύον πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και στα ψηφίσματα που έχει εγκρίνει επ’ αυτού, ιδίως ενόψει του βελτιωμένου προγραμματισμού των συζητήσεων προτεραιότητας·

ii)

να τηρεί εύλογες προθεσμίες, εφόσον τούτο κρίνεται χρήσιμο για τη διαδικασία, όταν διατυπώνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία ή τη γνώμη του στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης·

iii)

να ορίζει, στο μέτρο του δυνατού, εισηγητές επί των μελλοντικών προτάσεων ήδη κατά την έγκριση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής·

iv)

να εξετάζει κατ’ απόλυτη προτεραιότητα τα αιτήματα επαναδιαβούλευσης, υπό την προϋπόθεση ότι του έχουν διαβιβασθεί όλες οι χρήσιμες πληροφορίες.

iii)   Ζητήματα που άπτονται της βελτίωσης της νομοθεσίας

42.

Η Επιτροπή μεριμνά ούτως ώστε οι εκτιμήσεις επιπτώσεων να διενεργούνται υπ’ ευθύνη της και σύμφωνα με διαφανή διαδικασία που θα διασφαλίζει τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της αξιολόγησης. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων δημοσιεύονται σε εύθετο χρόνο, λαμβάνουν υπόψη σειρά διαφορετικών υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής «απραξίας», και υποβάλλονται, κατ’ αρχήν, στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή κατά τη φάση της ενημέρωσης των εθνικών κοινοβουλίων, σύμφωνα τα πρωτόκολλα αριθ. 1 και 2 της ΣΛΕΕ.

43.

Σε τομείς όπου το Κοινοβούλιο συμμετέχει συνήθως στη νομοθετική διαδικασία, η Επιτροπή χρησιμοποιεί μη δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις, εφόσον τούτο προσφέρεται και δικαιολογείται πλήρως, αφού δώσει στο Κοινοβούλιο την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του. Η Επιτροπή παρέχει λεπτομερείς επεξηγήσεις στο Κοινοβούλιο σχετικά με το πώς ελήφθησαν υπόψη οι απόψεις του κατά την έγκριση της πρότασής της..

44.

Προκειμένου να διασφαλίζεται καλύτερη εποπτεία της μεταφοράς και της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά πίνακες αντιστοιχίας και δεσμευτική προθεσμία για τη μεταφορά, η οποία για τις οδηγίες δεν θα πρέπει κανονικά να υπερβαίνει τη διετία.

Πέραν των ειδικών εκθέσεων και της ετήσιας έκθεσης για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του Κοινοβουλίου συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διαδικασίες επί παραβάσει ήδη από το στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής αλλά και, εφόσον ζητηθεί από το Κοινοβούλιο, κατά περίπτωση και με τήρηση των κανόνων περί εμπιστευτικότητας, ιδίως όσων αφορούν, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ζητήματα στα οποία αναφέρεται η διαδικασία επί παραβάσει.

V.   ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

45.

Η Επιτροπή, εφόσον της ζητηθεί, μεριμνά για την εκπροσώπησή της κατά προτεραιότητα στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας ή άλλων οργάνων του Κοινοβουλίου και όχι σε άλλες εκδηλώσεις ή γεγονότα όπου έχει προσκληθεί και συμπίπτουν με τις πρώτες.

Η Επιτροπή διασφαλίζει ιδίως ότι, κατά κανόνα, τα μέλη της Επιτροπής είναι παρόντα κατά τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας για την εξέταση θεμάτων της ημερήσιας διάταξης που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατυπώνει σχετικό αίτημα. Το αυτό ισχύει για τα προσχέδια ημερήσιας διάταξης που εγκρίθηκαν από τη Διάσκεψη των Προέδρων κατά την προηγούμενη περίοδο συνόδου.

Το Κοινοβούλιο επιδιώκει, κατά γενικό κανόνα, τα εγγεγραμμένα στην ημερήσια διάταξη περιόδου συνόδου θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων ενός μέλους της Επιτροπής να συγκεντρώνονται για να συζητηθούν από κοινού.

46.

Κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, θα προβλέπεται τακτική Ώρα των Ερωτήσεων για τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Η εν λόγω Ώρα των Ερωτήσεων θα αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο, με συμμετοχή αρχηγών πολιτικών ομάδων ή εκπροσώπων αυτών, διεξάγεται με εντελώς ελεύθερες παρεμβάσεις· το δεύτερο είναι αφιερωμένο σε πολιτικό θέμα κοινοποιημένο εκ των προτέρων και το αργότερο μέχρι την Πέμπτη που προηγείται της εν λόγω περιόδου συνόδου αλλά διεξάγεται χωρίς προετοιμασμένες ερωτήσεις.

Καθιερώνεται, επιπλέον, Ώρα των Ερωτήσεων για τους Επιτρόπους, συμπεριλαμβανομένου του Αντιπροέδρου για τις εξωτερικές σχέσεις/Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, στα πρότυπα της Ώρας των Ερωτήσεων για τον Πρόεδρο της Επιτροπής, με σκοπό την μεταρρύθμιση της δομής της υπάρχουσας Ώρας των Ερωτήσεων. Η εν λόγω Ώρα των Ερωτήσεων θα αναφέρεται στο χαρτοφυλάκιο των αντίστοιχων μελών της Επιτροπής.

47.

Τα μέλη της Επιτροπής λαμβάνουν τον λόγο κατόπιν αιτήσεώς τους.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 230 της ΣΛΕΕ, τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν επί των γενικών κανόνων που διέπουν την κατανομή χρόνου αγόρευσης μεταξύ των θεσμικών οργάνων.

Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι οι ενδεικτικοί χρόνοι αγόρευσης που τους αναλογούν οφείλουν να γίνονται σεβαστοί.

48.

Προκειμένου να διασφαλίζεται η παρουσία των Επιτρόπων, το Κοινοβούλιο δεσμεύεται να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να μην τροποποιούνται τα τελικά σχέδια ημερήσιας διάταξης.

Όταν το Κοινοβούλιο τροποποιεί το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξής του ή όταν τροποποιεί τη σειρά των θεμάτων εντός της ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου, ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή. Η Επιτροπή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διασφαλίσει την παρουσία του αρμόδιου Επιτρόπου.

49.

Η Επιτροπή μπορεί να προτείνει την εγγραφή θεμάτων στην ημερήσια διάταξη, όχι όμως μετά τη συνεδρίαση κατά την οποία η Διάσκεψη των Προέδρων εγκρίνει το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει στο μέγιστο βαθμό υπόψη τις προτάσεις αυτές.

50.

Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές προσπαθούν να διατηρούν αμετάβλητα τα σχέδια ημερήσιας διάταξης και τις ημερήσιες διατάξεις των εργασιών τους.

Όταν κοινοβουλευτική επιτροπή τροποποιεί το σχέδιο ημερήσιας διάταξης ή την ημερήσια διάταξη των εργασιών της, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές ιδίως καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να τηρούν εύλογες προθεσμίες ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η παρουσία μελών της Επιτροπής στις συνεδριάσεις τους.

Όταν δεν έχει ζητηθεί ρητώς η παρουσία Επιτρόπου σε συνεδρίαση κοινοβουλευτικής επιτροπής, η Επιτροπή λαμβάνει μέριμνα ώστε να εκπροσωπείται από αρμόδιο υπάλληλο στο κατάλληλο επίπεδο.

Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές μεριμνούν για τον συντονισμό των εργασιών τους, αποφεύγοντας μεταξύ άλλων παράλληλες συνεδριάσεις επί του ιδίου θέματος, και μεριμνούν επίσης για την τήρηση του σχεδίου ημερήσιας διάταξης ώστε η Επιτροπή να μπορεί να εξασφαλίζει το κατάλληλο επίπεδο εκπροσώπησης.

Εάν έχει ζητηθεί η παρουσία ανωτέρου υπαλλήλου (γενικού διευθυντή ή διευθυντή) σε συνεδρίαση κοινοβουλευτικής επιτροπής με αντικείμενο πρόταση της Επιτροπής, τότε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να παρέμβει.

VI.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

51.

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει την δέσμευση που ανέλαβε να εξετάσει το συντομότερο δυνατό τις νομοθετικές πράξεις που δεν προσαρμόστηκαν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο πριν την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον οι εν λόγω πράξεις πρέπει να προσαρμοστούν στο καθεστώς των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που καθιερώνονται με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ.

Απώτερος σκοπός είναι η καθιέρωση συνεκτικού συστήματος κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων, σε απόλυτη συμφωνία με τη Συνθήκη, το οποίο πρέπει να επιτευχθεί μέσω της σταδιακής αξιολόγησης του χαρακτήρα και του περιεχομένου των μέτρων που προς το παρόν υπάγονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, προκειμένου να προσαρμοστούν αυτά, σε εύθετο χρόνο, στο καθεστώς του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ.

52.

Οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου συμπληρώνουν την διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας (4) χωρίς να την θίγουν και χωρίς να προκαταλαμβάνουν οποιαδήποτε περαιτέρω αναθεώρηση αυτής. Με την επιφύλαξη των προσεχών διαπραγματεύσεων μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου, τα δύο θεσμικά όργανα δεσμεύονται να συμφωνήσουν ως προς τις αναγκαίες καίριες αλλαγές στο πλαίσιο της προπαρασκευής των μελλοντικών διαπραγματεύσεων για την προσαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας στις νέες διατάξεις που θεσπίζει η συνθήκη της Λισαβόνας και έχοντας υπόψη τις τρέχουσες πρακτικές και την παρούσα συμφωνία-πλαίσιο.

Συμφωνούν επίσης επί της ανάγκης να ενισχυθεί ο υφιστάμενος μηχανισμός διοργανικών επαφών, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο και σε σχέση με την βελτίωση της νομοθεσίας ούτως ώστε να διασφαλιστεί αποτελεσματική διοργανική συνεργασία μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου.

53.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να αναλάβει πρωτοβουλίες χωρίς χρονοτριβή για τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης με στόχο την επίτευξη διοργανικών συμφωνιών, σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΣΛΕΕ.

Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης. Εν συνεχεία της έγκρισής του από την Επιτροπή, προβλέπεται τριμερής διάλογος μεταξύ Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας επί του προγραμματισμού της Ένωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο και ευθύς αμέσως επιτευχθεί αμοιβαία συμφωνία μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου ως προς τον προγραμματισμό της Ένωσης, τα δύο όργανα επανεξετάζουν τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου που άπτονται του προγραμματισμού.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή καλούν το Συμβούλιο να συμμετάσχει το συντομότερο δυνατό σε συζητήσεις σχετικά με τον προγραμματισμό της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 17 της συνθήκης ΕΕ.

54.

Τα δύο θεσμικά όργανα προβαίνουν σε περιοδική αξιολόγηση της πρακτικής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου και των παραρτημάτων της. Το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2011 πραγματοποιείται επανεξέταση υπό το φως της πρακτικής εμπειρίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΜΕ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΕΣ

Το παρόν παράρτημα καθορίζει τους όρους εφαρμογής του σημείου 15 της συμφωνίας- πλαισίου

1.   Πεδίο εφαρμογής

Οι διατάξεις του σημείου 15 της συμφωνίας-πλαισίου αφορούν τις ακόλουθες συνεδριάσεις:

1.

συνεδριάσεις της Επιτροπής που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο των ομάδων εμπειρογνωμόνων στη σύσταση των οποίων προβαίνει η Επιτροπή και στις οποίες προσκαλούνται εθνικές αρχές από όλα τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν την προετοιμασία και την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων·

2.

ad hoc συνεδριάσεις της Επιτροπής στις οποίες προσκαλούνται εθνικοί εμπειρογνώμονες από όλα τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν την προετοιμασία και την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Αποκλείονται οι συνεδριάσεις των επιτροπών επιτροπολογίας, με την επιφύλαξη των υφισταμένων και μελλοντικών ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με την παροχή στο Κοινοβούλιο πληροφοριών σχετικά με την άσκηση των εκτελεστικών εξουσιών της Επιτροπής (5).

2.   Πληροφορίες που πρέπει να διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο

Η Επιτροπή δεσμεύεται να αποστέλλει στο Κοινοβούλιο την ίδια τεκμηρίωση που στέλνει στις εθνικές αρχές σε σχέση με τις προαναφερθείσες συνεδριάσεις. Η Επιτροπή αποστέλλει τα έγγραφα αυτά, συμπεριλαμβανομένων των ημερήσιων διατάξεων, σε ειδική διεύθυνση του Κοινοβουλίου ταυτόχρονα με την αποστολή τους στους εθνικούς εμπειρογνώμονες.

3.   Πρόσκληση των εμπειρογνωμόνων του Κοινοβουλίου

Κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καλέσει το Κοινοβούλιο να στείλει τους εμπειρογνώμονές του να παραστούν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες όπως ορίζεται στο σημείο 1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

1.   Πεδίο εφαρμογής

1.1.

Το παρόν παράρτημα διέπει τη διαβίβαση στο Κοινοβούλιο και την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, όπως ορίζονται στο σημείο 1.2, της Επιτροπής στο πλαίσιο της άσκησης των προνομίων και αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου. Τα δύο θεσμικά όργανα ενεργούν με βάση τη τήρηση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εντίμου συνεργασίας, σε πνεύμα πλήρους αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης.

1.2.

Ως «πληροφορία» νοείται κάθε προφορική ή γραπτή πληροφόρηση, ανεξάρτητα από τη μορφή στην οποία διατίθεται ή την πηγή της προέλευσής της.

1.2.1.

Ως «εμπιστευτική πληροφορία» νοείται η «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) και η μη διαβαθμισμένη «άλλη εμπιστευτική πληροφορία».

1.2.2.

Ως «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) νοείται κάθε πληροφορία και υλικό που έχει διαβαθμιστεί ως «TRÈS SECRET UE», «SECRET UE», «CONFIDENTIEL UE/» ή «RESTREINT UE» ή φέρει ισοδύναμες εθνικές ή διεθνείς σημάνσεις διαβάθμισης, και των οποίων η άνευ αδείας κοινολόγηση μπορεί να βλάψει σε ποικίλο βαθμό τα συμφέροντα της ΕΕ, ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, είτε η πληροφορία αυτή προέρχεται από την ΕΕ είτε έχει ληφθεί από κράτος μέλος, τρίτο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

α)   TRÈS SECRET UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρότατα ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.

β)   SECRET UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.

γ)   CONFIDENTIEL UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.

δ)   RESTREINT UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.

1.2.3.

Ως «άλλη εμπιστευτική πληροφορία» νοείται κάθε άλλη εμπιστευτική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων όσων καλύπτονται από την υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου, που ζητείται από το Κοινοβούλιο ή/και διαβιβάζεται από την Επιτροπή.

1.3.

Η Επιτροπή διασφαλίζει την πρόσβαση του Κοινοβουλίου στις εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, όταν λαμβάνει αίτημα για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών από ένα από τα κοινοβουλευτικά όργανα ή τους αξιωματούχους που αναφέρονται στο σημείο 1.4. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να διαβιβάσει στο Κοινοβούλιο, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, οιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος.

1.4.

Βάσει του παρόντος παραρτήματος, μπορούν να ζητούν εμπιστευτικές πληροφορίες από την Επιτροπή:

ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου,

οι πρόεδροι των οικείων κοινοβουλευτικών επιτροπών,

το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων,

και ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου, η οποία περιλαμβάνεται στην αντιπροσωπεία της ΕΕ σε διεθνή διάσκεψη.

1.5.

Εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος οι πληροφορίες που αφορούν τις διαδικασίες επί παραβάσει και τις διαδικασίες για θέματα ανταγωνισμού εφόσον, κατά τη στιγμή της υποβολής του σχετικού αιτήματος από κάποιο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που ορίζονται στο σημείο 1.4, δεν καλύπτονται ακόμη από οριστική απόφαση της Επιτροπής ή από απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι πληροφορίες σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων στην Ένωση. Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη του σημείου 44 της συμφωνίας-πλαισίου και τα δικαιώματα δημοσιονομικού ελέγχου του Κοινοβουλίου.

1.6.

Οι παρούσες διατάξεις εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, σχετικά με τους όρους άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (6), καθώς και των σχετικών διατάξεων της απόφασης 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999, σχετικά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF) (7).

2.   Γενικοί κανόνες

2.1.

Κατόπιν αιτήματος ενός από τα κοινοβουλευτικά όργανα/αξιωματούχους που αναφέρονται στο σημείο 1.4, η Επιτροπή διαβιβάζει στο εν λόγω κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο, το ταχύτερο δυνατό, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που είναι αναγκαία για την άσκηση των προνομίων και αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου. Στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους, τα δύο θεσμικά όργανα σέβονται:

τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υπεράσπισης και προστασίας της ιδιωτικής ζωής,

τις διατάξεις που διέπουν τις πειθαρχικές και δικαστικές διαδικασίες,

την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και των εμπορικών σχέσεων,

την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης, ιδίως δε όσων αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, τις διεθνείς σχέσεις, τη νομισματική σταθερότητα και τα οικονομικά συμφέροντα.

Σε περίπτωση διαφωνίας, το ζήτημα παραπέμπεται στους προέδρους των δύο θεσμικών οργάνων προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά.

Εμπιστευτικές πληροφορίες που προέρχονται από κράτος, θεσμικό όργανο ή διεθνή οργανισμό διαβιβάζονται μόνο κατόπιν συναίνεσής τους.

2.2.

Οι ΔΠΕΕ διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο και τυγχάνουν επεξεργασίας και προστασίας από το Κοινοβούλιο σύμφωνα με τα ελάχιστα κοινά πρότυπα ασφάλειας, όπως εφαρμόζονται από άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ιδίως την Επιτροπή.

Η Επιτροπή, κατά τη διαβάθμιση πληροφοριών που έχουν προέλευση την ίδια, διασφαλίζει την εφαρμογή των κατάλληλων επιπέδων διαβάθμισης που αντιστοιχούν στα διεθνή πρότυπα και ορισμούς και στους εσωτερικούς της κανόνες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη να μπορεί το Κοινοβούλιο να έχει πρόσβαση σε διαβαθμισμένα έγγραφα με στόχο την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων και προνομίων του.

2.3.

Εάν υφίστανται αμφιβολίες ως προς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα μιας πληροφορίας ή το κατάλληλο επίπεδο διαβάθμισής της, ή εάν είναι απαραίτητο να καθορισθούν οι κατάλληλοι λεπτομερείς όροι της διαβίβασής της βάσει των επιλογών που προβλέπονται στο σημείο 3.2, τα δύο θεσμικά όργανα προβαίνουν σε αμοιβαίες διαβουλεύσεις αμελλητί και πριν από τη διαβίβαση του εγγράφου. Κατά τις διαβουλεύσεις αυτές, το Κοινοβούλιο εκπροσωπεί ο Πρόεδρος του κοινοβουλευτικού οργάνου, συνοδευόμενος ενδεχομένως από τον εισηγητή ή τον αξιωματούχο που υποβάλλει το αίτημα. Την Επιτροπή εκπροσωπεί το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής, ύστερα από διαβούλευση με το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τα θέματα ασφαλείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, το ζήτημα παραπέμπεται στους προέδρους των δύο θεσμικών οργάνων προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά.

2.4.

Εάν, μετά το πέρας της διαδικασίας που αναφέρεται στο σημείο 2.3., δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που υποβάλλει το σχετικό αίτημα, καλεί την Επιτροπή να διαβιβάσει, εντός κατάλληλης και δεόντως αναφερόμενης προθεσμίας, την εν λόγω εμπιστευτική πληροφορία, επιλέγοντας μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων που προβλέπονται στο σημείο 3.2 του παρόντος παραρτήματος. Η Επιτροπή ενημερώνει γραπτώς το Κοινοβούλιο, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, για την τελική της θέση, κατά της οποίας το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται να ασκήσει, ενδεχομένως, προσφυγή.

2.5.

Η πρόσβαση σε ΔΠΕΕ παρέχεται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για τον έλεγχο ασφαλείας του προσωπικού.

2.5.1.

Πρόσβαση σε πληροφορίες διαβαθμισμένες ως TRÈS SECRET UE, SECRET UE και CONFIDENTIEL UE μπορεί να παρασχεθεί μόνο στους μόνιμους υπαλλήλους του Κοινοβουλίου και σε αυτούς από τους υπαλλήλους του Κοινοβουλίου που εργάζονται για τις πολιτικές ομάδες για τους οποίους οι πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες, και οι οποίοι έχουν οριστεί εκ των προτέρων από το κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο ότι έχουν ανάγκη γνώσης, και οι οποίοι έχουν υποστεί τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας.

2.5.2.

Δεδομένων των προνομίων και των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου, οι βουλευτές που δεν έχουν υποστεί έλεγχο ασφαλείας έχουν πρόσβαση στα έγγραφα «CONFIDENTIEL UE», με βάση πρακτικές ρυθμίσεις που καθορίζονται με κοινή συμφωνία, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής μιας υπεύθυνης δήλωσης ότι δεν θα αποκαλύψουν τα περιεχόμενα αυτών των εγγράφων σε οιοδήποτε τρίτο πρόσωπο.

Πρόσβαση στα έγγραφα «SECRET UE» παρέχεται στους βουλευτές που έχουν υποστεί τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας.

2.5.3.

Θα πρέπει να θεσπιστούν ρυθμίσεις, με τη βοήθεια της Επιτροπής, ώστε να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να λάβει το ταχύτερο δυνατόν την απαραίτητη συνεισφορά των εθνικών αρχών σε ό,τι αφορά τη διαδικασία ελέγχου ασφαλείας.

Λεπτομέρειες σχετικά με την κατηγορία ή τις κατηγορίες προσώπων που έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες κοινοποιούνται ταυτοχρόνως με το αίτημα.

Προτού να λάβει πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορίες, κάθε πρόσωπο ενημερώνεται για το επίπεδο εμπιστευτικότητάς τους και τις απορρέουσες από αυτό υποχρεώσεις ασφαλείας.

Στο πλαίσιο της αναθεώρησης του παρόντος παραρτήματος και των μελλοντικών διατάξεων ασφαλείας που αναφέρονται στα σημεία 4.1 και 4.2, θα επανεξεταστεί και το ζήτημα των ελέγχων ασφαλείας.

3.   Όροι πρόσβασης και επεξεργασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών

3.1.

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σημείο 2.3 και, ενδεχομένως, στο σημείο 2.4, διατίθενται, με ευθύνη του Προέδρου ή ενός μέλους της Επιτροπής, στο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που υποβάλλει το σχετικό αίτημα σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

 

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή διασφαλίζουν την καταχώριση και την ανιχνευσιμότητα των εμπιστευτικών πληροφοριών.

 

Πιο συγκεκριμένα, οι ΔΠΕΕ των επιπέδων «CONFIDENTIEL UE» και «SECRET UE» διαβιβάζονται από το κεντρικό μητρώο της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής προς την ομόλογη αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, η οποία θα είναι αρμόδια να τις καταστήσει διαθέσιμες, υπό τους συμπεφωνημένους όρους, στο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που υποβάλλει το σχετικό αίτημα.

 

Η διαβίβαση ΔΠΕΕ του επιπέδου «TRÈS SECRET UE» υπόκειται σε περαιτέρω ρυθμίσεις που συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που υποβάλλει το αίτημα, με στόχο να διασφαλιστεί επίπεδο προστασίας ανάλογο με αυτό το επίπεδο διαβάθμισης.

3.2.

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των σημείων 2.2 και 2.4 και των μελλοντικών ρυθμίσεων ασφαλείας που αναφέρονται στο σημείο 4.1, η πρόσβαση και οι όροι τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών καθορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών. Η συμφωνία αυτή μεταξύ του μέλους της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τον οικείο εμπλεκόμενο τομέα πολιτικής και του οικείου κοινοβουλευτικού οργάνου (εκπροσωπουμένου από τον πρόεδρό του)/αξιωματούχου που υποβάλλει το αίτημα, προβλέπει την επιλογή μίας εκ των επιλογών των σημείων 3.2.1 και 3.2.2, προκειμένου να διασφαλιστεί ο κατάλληλος βαθμός εμπιστευτικότητας.

3.2.1.

Σε ό,τι αφορά τους αποδέκτες των εμπιστευτικών πληροφοριών, θα πρέπει να προβλεφθεί μία από τις ακόλουθες επιλογές:

πληροφορία προοριζόμενη μόνο για τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σε περιπτώσεις που δικαιολογούνται για εντελώς έκτακτους λόγους,

το Προεδρείο ή/και η Διάσκεψη των Προέδρων,

ο Πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής,

όλα τα μέλη (τακτικά και αναπληρωματικά) της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής,

όλοι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών ή η διαβίβασή τους σε οιονδήποτε άλλον αποδέκτη χωρίς τη συγκατάθεση της Επιτροπής.

3.2.2.

Σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις για την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, θα πρέπει να προβλεφθούν οι ακόλουθες επιλογές:

α)

Εξέταση των εγγράφων σε ασφαλές αναγνωστήριο, αν οι πληροφορίες είναι διαβαθμισμένες «CONFIDENTIEL UE» και άνω.

β)

Διεξαγωγή της συνεδρίασης κεκλεισμένων των θυρών, με την παρουσία μόνο των μελών του Προεδρείου, των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων ή των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, καθώς και των υπαλλήλων του Κοινοβουλίου και του προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες οι οποίοι έχουν οριστεί εκ των προτέρων από τον Πρόεδρο ως έχοντες ανάγκη γνώσης και των οποίων η παρουσία είναι απολύτως αναγκαία, υπό τον όρο ότι έχουν τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη τους ακόλουθους όρους:

όλα τα έγγραφα μπορούν να αριθμηθούν, να διανεμηθούν κατά την έναρξη της συνεδρίασης και να συλλεγούν και πάλι μετά το πέρας της. Δεν επιτρέπεται να ληφθούν αποσπάσματα ή φωτοαντίγραφα αυτών των εγγράφων,

τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν κάνουν καμία αναφορά στη συζήτηση του σημείου που εξετάστηκε βάσει της εμπιστευτικής διαδικασίας.

Πριν από τη διαβίβαση, όλα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να αφαιρεθούν από τα έγγραφα.

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται προφορικά σε αποδέκτες στο Κοινοβούλιο υποβάλλονται στον ισοδύναμο βαθμό προστασίας με αυτό που παρέχεται για τις εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται σε γραπτή μορφή. Τούτο μπορεί να περιλαμβάνει και υπεύθυνη δήλωση των αποδεκτών των πληροφοριών αυτών ότι δεν θα αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους σε κανένα τρίτο πρόσωπο.

3.2.3.

Όταν γραπτές πληροφορίες πρόκειται να εξεταστούν σε ασφαλές αναγνωστήριο, το Κοινοβούλιο διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται στην πράξη οι ακόλουθες ρυθμίσεις:

ασφαλές σύστημα αποθήκευσης των εμπιστευτικών πληροφοριών,

ασφαλές αναγνωστήριο χωρίς φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, τηλέφωνα, τηλεομοιοτυπικά μηχανήματα (fax), σαρωτές (scanner) ή άλλα τεχνικά μέσα αναπαραγωγής ή διαβίβασης εγγράφων κ.λπ.,

μέτρα ασφαλείας διέποντα την πρόσβαση στο αναγνωστήριο, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής σε μητρώο και υπεύθυνης δήλωσης για τη μη διάδοση των εξετασθεισών εμπιστευτικών πληροφοριών.

3.2.4.

Οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν αποκλείουν άλλες ανάλογες ρυθμίσεις οι οποίες συμφωνούνται μεταξύ των θεσμικών οργάνων.

3.3.

Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων αυτών, εφαρμόζονται οι περί κυρώσεων των βουλευτών διατάξεις που περιέχονται στο παράρτημα VIII του κανονισμού του Κοινοβουλίου, ενώ σε ό,τι αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 86 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των Υπαλλήλων (8) ή το άρθρο 49 του κανονισμού που αφορά το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4.   Τελικές διατάξεις

4.1.

Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε να διασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.

Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου συντονίζουν στενά την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος. Τούτο περιλαμβάνει τον έλεγχο της ανιχνευσιμότητας των εμπιστευτικών πληροφοριών και την περιοδική κοινή παρακολούθηση των εφαρμοζόμενων μέτρων και προτύπων ασφαλείας.

Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει να προσαρμόσει, όπου χρειάζεται, τις εσωτερικές του διατάξεις με στόχο την εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας για τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίοι προβλέπονται στο παρόν παράρτημα.

Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει να εγκρίνει το ταχύτερο δυνατόν τα μελλοντικά μέτρα ασφαλείας του και να ελέγξει τα μέτρα αυτά σε κοινή συμφωνία με την Επιτροπή, με στόχο τη θέσπιση ισοδύναμων προτύπων ασφαλείας. Έτσι θα αποκτήσει ισχύ το παρόν παράρτημα σε ό,τι αφορά:

τις τεχνικές διατάξεις και πρότυπα ασφαλείας που αφορούν την επεξεργασία και την αποθήκευση των εμπιστευτικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων ασφαλείας στον τομέα της φυσικής ασφάλειας και της ασφάλειας του προσωπικού, των εγγράφων και της πληροφορικής,

τη συγκρότηση ειδικής επιτροπής εποπτείας, αποτελούμενης από βουλευτές που έχουν υποστεί τον κατάλληλο έλεγχο ασφαλείας για την επεξεργασία ΔΠΕΕ του επιπέδου «TRÈS SECRET UE».

4.2.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή θα επανεξετάσουν το παρόν παράρτημα και, εφόσον απαιτείται, θα το προσαρμόσουν, όχι αργότερα από τη στιγμή της αναθεώρησης που αναφέρεται στο σημείο 54 της συμφωνίας-πλαισίου, με βάση τις εξελίξεις που αφορούν:

μελλοντικές ρυθμίσεις ασφαλείας με τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής,

άλλες συμφωνίες ή νομικές πράξεις που αφορούν τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των θεσμικών οργάνων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ

Το παρόν παράρτημα θεσπίζει ενδελεχείς ρυθμίσεις για την πρόβλεψη ενημέρωσης του Κοινοβουλίου σχετικά με τις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών που αναφέρονται στα σημεία 23, 24 και 25 της συμφωνίας-πλαισίου:

1.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για την πρόθεσή της να προτείνει την έναρξη διαπραγματεύσεων την ίδια χρονική στιγμή που ενημερώνει και το Συμβούλιο.

2.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 24 της συμφωνίας-πλαισίου, όταν η Επιτροπή προτείνει σχέδια οδηγιών διαπραγμάτευσης με σκοπό την έγκρισή τους από το Συμβούλιο, η Επιτροπή τα υποβάλλει ταυτόχρονα και στο Κοινοβούλιο.

3.

Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

4.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 23 της συμφωνίας-πλαισίου, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο τακτικά και πάραυτα για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων έως ότου μονογραφεί η συμφωνία και εξηγεί κατά πόσο και πώς ενσωματώθηκαν οι παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου στα υπό διαπραγμάτευση κείμενα και στην αντίθετη περίπτωση για ποιο λόγο αυτό δεν έγινε.

5.

Σε περίπτωση διεθνών συμφωνιών για την σύναψη των οποίων απαιτείται η συναίνεση του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή παρέχει στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων όλες τις σχετικές πληροφορίες που παρέχει και στο Συμβούλιο (ή στην ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο). Σ' αυτές περιλαμβάνονται σχέδια τροπολογιών σε εγκριθείσες οδηγίες διαπραγμάτευσης, σχέδια κειμένων διαπραγμάτευσης, συμφωνηθέντα άρθρα, η συμφωνηθείσα ημερομηνία για τη μονογραφή της συμφωνίας και το κείμενο της προς μονογραφή συμφωνίας. Η Επιτροπή διαβιβάζει επίσης στο Κοινοβούλιο, όπως στο Συμβούλιο (ή την ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο) οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα έχουν παραληφθεί από τρίτους, υπό την επιφύλαξη της συγκατάθεσης της πηγής των εν λόγω εγγράφων. Η Επιτροπή τηρεί ενήμερη την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή σχετικά με εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις και συγκεκριμένα εξηγεί πώς ελήφθησαν υπόψη οι απόψεις του Κοινοβουλίου.

6.

Σε περίπτωση διεθνών συμφωνιών για τη σύναψη των οποίων δεν απαιτείται η συναίνεση του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι το Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως μέσω πληροφοριών που καλύπτουν τουλάχιστον τα σχέδια οδηγιών διαπραγμάτευσης, τις εγκριθείσες οδηγίες διαπραγμάτευσης, την επόμενη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.

7.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 24 της συμφωνίας-πλαισίου, η Επιτροπή παρέχει έγκαιρα στο Κοινοβούλιο πλήρη στοιχεία όταν μονογραφείται μια διεθνής συμφωνία και ενημερώνει το Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατόν όταν προτίθεται να προτείνει στο Συμβούλιο την προσωρινή εφαρμογή της και για ποιους λόγους, εκτός εάν επιτακτικοί λόγοι το αποκλείουν.

8.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ταυτόχρονα και έγκαιρα για την πρόθεσή της να προτείνει στο Συμβούλιο την αναστολή της διεθνούς συμφωνίας καθώς επίσης και τους σχετικούς λόγους.

9.

Για διεθνείς συμφωνίες που υπόκεινται στη διαδικασία συναίνεσης σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ, η Επιτροπή τηρεί επίσης πλήρως ενήμερο το Κοινοβούλιο πριν εγκριθούν τροποποιήσεις της συμφωνίας, με εξουσιοδότηση του Συμβουλίου, κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4

ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής συνοδεύεται από κατάλογο νομοθετικών και μη νομοθετικών προτάσεων για τα επόμενα έτη. Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής καλύπτει το υπό συζήτηση επόμενο έτος, και αναφέρει με λεπτομερή τρόπο τις προτεραιότητες της Επιτροπής για τα επακόλουθα έτη. Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής μπορεί τοιουτοτρόπως να αποτελέσει τη βάση για διαρθρωμένο διάλογο με το Κοινοβούλιο σε αναζήτηση αμοιβαίας κατανόησης.

Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής περιλαμβάνει επίσης προγραμματιζόμενες πρωτοβουλίες σχετικά με το μη δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις, ανακλήσεις και απλούστευση.

1.

Το πρώτο εξάμηνο ενός δεδομένου έτους, τα μέλη της Επιτροπής ξεκινούν συνεχή τακτικό διάλογο με τις αντίστοιχες κοινοβουλευτικές επιτροπές σχετικά με την εκτέλεση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το εν λόγω έτος και την προετοιμασία του μελλοντικού προγράμματος εργασίας της Επιτροπής. Με βάση το διάλογο, κάθε κοινοβουλευτική επιτροπή προβαίνει σε απολογισμό των αποτελεσμάτων αυτού του τακτικού διαλόγου προς τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.

2.

Παράλληλα, η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών προβαίνει σε τακτική ανταλλαγή απόψεων με τον αρμόδιο για τις διοργανικές σχέσεις Αντιπρόεδρο της Επιτροπής, προκειμένου να αξιολογηθεί η υλοποίηση του τρέχοντος προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, να συζητηθεί η προετοιμασία του μελλοντικού προγράμματος εργασίας της Επιτροπής και να καταγραφούν τα αποτελέσματα του συνεχούς διμερούς διαλόγου μεταξύ των αρμοδίων κοινοβουλευτικών επιτροπών και των οικείων μελών της Επιτροπής.

3.

Τον Ιούνιο, η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών υποβάλλει συνοπτική έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία πρέπει να περιέχει τα αποτελέσματα του ελέγχου της εκτέλεσης του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής καθώς και τις προτεραιότητες του Κοινοβουλίου για το επερχόμενο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

4.

Με βάση αυτή τη συνοπτική έκθεση, το Κοινοβούλιο εγκρίνει ψήφισμα κατά την περίοδο συνόδου του Ιουλίου, εκθέτοντας τη θέση του που περιλαμβάνει ιδίως αιτήματα βασισμένα σε νομοθετικές εκθέσεις πρωτοβουλίας.

5.

Κάθε χρόνο κατά την πρώτη σύνοδο της Ολομέλειας του Σεπτεμβρίου, διεξάγεται συζήτηση σχετικά με την κατάσταση της Ένωσης, κατά την οποία ο Πρόεδρος της Επιτροπής εκφωνεί λόγο μέσω του οποίου προβαίνει σε αποτίμηση του τρέχοντος έτους και οριοθετεί τις μελλοντικές προτεραιότητες για τα επόμενα έτη. Προς τούτο, παράλληλα ο Πρόεδρος της Επιτροπής κοινοποιεί γραπτώς στο Κοινοβούλιο τα κύρια στοιχεία που διαπνέουν την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το επόμενο έτος.

6.

Από την αρχή του Σεπτεμβρίου, οι αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές και τα αρμόδια μέλη της Επιτροπής μπορούν να συναντηθούν για ενδελεχέστερη ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις μελλοντικές προτεραιότητες σε κάθε τομέα πολιτικής. Οι συναντήσεις αυτές καταλήγουν σε συνάντηση ανάμεσα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών και το Σώμα των Επιτρόπων και σε συνάντηση ανάμεσα στη Διάσκεψη των Προέδρων και του Προέδρου της Επιτροπής, κατά περίπτωση.

7.

Τον Οκτώβριο, η Επιτροπή εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας της για το επόμενο έτος. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Επιτροπής παρουσιάζει αυτό το πρόγραμμα εργασίας στο Κοινοβούλιο στο κατάλληλο επίπεδο.

8.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να διεξάγει συζήτηση και να εγκρίνει ψήφισμα κατά τη σύνοδο της Ολομέλειας του Δεκεμβρίου.

9.

Το χρονοδιάγραμμα υποβάλλεται σε κάθε τακτικό κύκλο προγραμματισμού, εκτός από τα έτη διενέργειας εκλογών για την ανάδειξη του Κοινοβουλίου που συμπίπτουν με τη λήξη της θητείας της Επιτροπής.

10.

Το χρονοδιάγραμμα δεν επηρεάζει οιαδήποτε μελλοντική συμφωνία σχετικά με τον διοργανικό προγραμματισμό.


(1)  Απόφαση του Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010.

(2)  ΕΕ L 44 της 15.2.2005, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 117 Ε της 18.5.2006, σ. 125.

(4)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(5)  Οι πληροφορίες που θα παρέχονται στο Κοινοβούλιο σχετικά με το έργο των επιτροπών επιτροπολογίας και τα προνόμια του Κοινοβουλίου στη λειτουργία των διαδικασιών επιτροπών ορίζονται με σαφή τρόπο σε άλλα μέσα: 1. Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, 2. διοργανική συμφωνία της 3ης Ιουνίου 2008 μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες επιτροπών και 3. μέσα αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 291 ΣΛΕΕ.

(6)  ΕΕ L 113 της 19.5.1995, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 20.

(8)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινά εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XV

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (1)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο της 255 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής (2),

Έχοντας υπόψη αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθιερώνει την έννοια της διαφάνειας στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο η Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατό πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες.

(2)

Η διαφάνεια εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Η διαφάνεια συμβάλλει στην ενίσχυση των αρχών της δημοκρατίας και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως θεσπίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης ΕΕ και το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3)

Τα συμπεράσματα των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων του Μπέρμιγχαμ, του Εδιμβούργου και της Κοπεγχάγης τόνισαν την ανάγκη να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη διαφάνεια στο έργο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός ενοποιεί τις πρωτοβουλίες που έχουν ήδη αναληφθεί από τα θεσμικά όργανα εν όψει της βελτίωσης της διαφάνειας της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

(4)

Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στο να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα και να θεσπίσει τις γενικές αρχές και τα όρια της πρόσβασης αυτής σύμφωνα με το άρθρο 255 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

(5)

Καθώς το ζήτημα της πρόσβασης στα έγγραφα δεν αποτελεί αντικείμενο διατάξεων στις συνθήκες για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας, σύμφωνα με τη δήλωση αριθ. 41 που αποτελεί παράρτημα της τελικής πράξης στη συνθήκη του Άμστερνταμ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να καθοδηγούνται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού προκειμένου για έγγραφα που αφορούν δραστηριότητες καλυπτόμενες από τις εν λόγω δύο Συνθήκες.

(6)

Θα πρέπει να εξασφαλισθεί ευρύτερη πρόσβαση σε έγγραφα όταν τα θεσμικά όργανα ενεργούν ως νομοθέτες, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες ενεργούν μετά από εκχώρηση εξουσιών, ενώ συγχρόνως θα πρέπει να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του οικείου οργάνου. Αυτά τα έγγραφα θα πρέπει να είναι άμεσα προσβάσιμα στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

(7)

Σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 και το άρθρο 41 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΕ, το δικαίωμα πρόσβασης εφαρμόζεται επίσης στα έγγραφα που έχουν σχέση με την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας και με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Κάθε όργανο θα πρέπει να τηρεί τους περί ασφαλείας κανόνες του.

(8)

Για τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε όλες τις δραστηριότητες της Ένωσης, όλοι οι οργανισμοί που δημιουργούνται από τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να εφαρμόζουν τις αρχές που θεσπίζει ο παρών κανονισμός.

(9)

Λαμβανομένου υπόψη του άκρως ευαίσθητου περιεχομένου τους, ορισμένα έγγραφα θα πρέπει να τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης. Οι κανόνες για την ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο παρόμοιων εγγράφων θα πρέπει να τεθούν μέσω διοργανικής συμφωνίας.

(10)

Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια των εργασιών των θεσμικών οργάνων, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα θα πρέπει να χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή όχι μόνο για έγγραφα που συντάσσονται από τα θεσμικά όργανα αλλά και για έγγραφα που παραλαμβάνονται από αυτά. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζονται τα προβλεπόμενα στη δήλωση αριθ. 35, που επισυνάπτεται στη συνθήκη του Άμστερνταμ, σύμφωνα με τα οποία ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να μην κοινοποιήσει ένα έγγραφο προς τρίτους όταν το εν λόγω έγγραφο προέρχεται από το κράτος μέλος αυτό, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του.

(11)

Καταρχήν, θα πρέπει να δοθεί στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Εντούτοις, ορισμένα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα θα πρέπει να προστατεύονται μέσω εξαιρέσεων. Θα πρέπει να επιτραπεί στα θεσμικά όργανα να προστατεύουν τις εσωτερικές γνωμοδοτήσεις και διαβουλεύσεις τους όταν κρίνεται απαραίτητο να προστατευθεί η δυνατότητα λειτουργίας τους. Για τον καθορισμό των εξαιρέσεων, τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων της Ένωσης.

(12)

Όλοι οι κανόνες που αφορούν την πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων θα πρέπει να τηρούν τον παρόντα κανονισμό.

(13)

Για να εξασφαλισθεί η πλήρης πραγμάτωση του δικαιώματος πρόσβασης, θα πρέπει να εφαρμοσθεί μια διοικητική διαδικασία σε δύο στάδια, με πρόσθετη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής ή καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή.

(14)

Κάθε θεσμικό όργανο θα πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να ενημερώσει το κοινό για τις νέες διατάξεις που τίθενται σε ισχύ και να εκπαιδεύει το προσωπικό του που καλείται να βοηθήσει τους πολίτες που ασκούν τα εκ του παρόντος κανονισμού δικαιώματά τους. Για να διευκολυνθούν οι πολίτες στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, κάθε θεσμικό όργανο θα πρέπει να χορηγεί πρόσβαση σε μητρώο εγγράφων.

(15)

Ο παρών κανονισμός δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα. Ωστόσο εξυπακούεται ότι δυνάμει της αρχής της έντιμης συνεργασίας που διέπει τις σχέσεις των θεσμικών οργάνων με τα κράτη μέλη, τα τελευταία αυτά θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να μην θίγεται η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας των οργάνων.

(16)

Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να θίγει τα υπάρχοντα δικαιώματα πρόσβασης σε έγγραφα για τα κράτη μέλη, τις δικαστικές ή τις ερευνητικές αρχές.

(17)

Δυνάμει του άρθρου 255 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ το κάθε θεσμικό όργανο θεσπίζει στον εσωτερικό κανονισμό του ειδικές διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφά του. Η απόφαση 93/731/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου (4), η απόφαση 94/90/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής (5), η απόφαση 97/632/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1997, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (6) και οι κανόνες που αφορούν την εμπιστευτικότητα των εγγράφων του Σένγκεν θα πρέπει, επομένως, εάν χρειάζεται, να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι:

α)

να καθορίσει τις αρχές, τους όρους και τους περιορισμούς, για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (εφεξής «τα θεσμικά όργανα»), όπως προβλέπεται στο άρθρο 255 της συνθήκης ΕΚ, ώστε να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα·

β)

να θεσπίσει κανόνες διασφαλίζοντες την ευχερέστερη δυνατή άσκηση του εν λόγω δικαιώματος και

γ)

να προωθήσει ορθή διοικητική πρακτική ως προς την πρόσβαση στα έγγραφα.

Άρθρο 2

Δικαιούχοι και πεδίο εφαρμογής

1.   Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα θεσμικά όργανα μπορούν, υπό την επιφύλαξη των ιδίων αρχών, όρων και περιορισμών, να παραχωρήσουν πρόσβαση στα έγγραφα σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν κατοικεί ή δεν έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 9, παρέχεται στο κοινό πρόσβαση στα έγγραφα είτε ύστερα από γραπτή αίτηση, είτε απευθείας σε ηλεκτρονική μορφή ή μέσω μητρώου εγγράφων. Ειδικότερα, η πρόσβαση σε έγγραφα που συντάχθηκαν ή παραλήφθηκαν κατά τη διάρκεια νομοθετικής διαδικασίας είναι δυνατή απευθείας, σύμφωνα με το άρθρο 12.

5.   Τα ευαίσθητα έγγραφα κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1, υφίστανται ειδική μεταχείριση, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

6.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα δικαιώματα πρόσβασης του κοινού σε έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων και τα οποία ενδεχομένως απορρέουν από πράξεις διεθνούς δικαίου ή από πράξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα προς εφαρμογή τους.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για το σκοπό του παρόντος κανονισμού, νοείται ως:

α)   «έγγραφο»: οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου·

β)   «τρίτος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα εκτός του αρμόδιου θεσμικού οργάνου, περιλαμβανομένων των κρατών μελών, άλλων κοινοτικών ή εξωκοινοτικών θεσμών και φορέων και των τρίτων κρατών.

Άρθρο 4

Εξαιρέσεις

1.   Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

α)

του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά:

τη δημόσια ασφάλεια,

την άμυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις,

τις διεθνείς σχέσεις,

τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους μέλους,

β)

της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

2.   Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας,

των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών,

του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

3.   Προκειμένου περί εγγράφου που συντάχθηκε από ένα θεσμικό όργανο για εσωτερική χρήση ή που έχει παραληφθεί από ένα θεσμικό όργανο, και το οποίο σχετίζεται με θέμα επί του οποίου δεν έχει αποφασίσει, το εν λόγω θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

Ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

4.   Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσο μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στις παραγράφους 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

5.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του.

6.   Εάν μόνο μέρη του ζητούμενου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.

7.   Οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνο ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, οι εξαιρέσεις μπορούν εν ανάγκη να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή.

Άρθρο 5

Έγγραφα στα κράτη μέλη

Όταν ένα κράτος μέλος παραλαμβάνει αίτηση για έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του, προερχόμενο από θεσμικό όργανο, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δοθεί ή όχι, διαβουλεύεται με το σχετικό θεσμικό όργανο προκειμένου να ληφθεί απόφαση η οποία δεν θα θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού.

Ένα κράτος μέλος μπορεί αντ’ αυτού να παραπέμψει το αίτημα στο θεσμικό όργανο.

Άρθρο 6

Αιτήσεις

1.   Η αίτηση πρόσβασης σε ένα έγγραφο διατυπώνεται με οιαδήποτε γραπτή μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής, σε μία από τις γλώσσες που μνημονεύονται στο άρθρο 314 της συνθήκης ΕΚ και με επαρκή ακρίβεια ούτως ώστε το θεσμικό όργανο να μπορέσει να προσδιορίσει το έγγραφο. Ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτηση.

2.   Εάν η αίτηση δεν είναι επαρκώς σαφής, το θεσμικό όργανο ζητεί από τον αιτούντα να διευκρινίσει την αίτησή του βοηθώντας τον, π.χ. παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του δημόσιου μητρώου εγγράφων.

3.   Στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο μπορεί να συνεννοηθεί ανεπίσημα με τον αιτούντα, για να βρεθεί μια λογική λύση.

4.   Τα θεσμικά όργανα παρέχουν πληροφορίες και βοήθεια στους πολίτες ως προς το πώς και πού μπορούν να υποβάλλονται αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφα.

Άρθρο 7

Επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων

1.   Οι αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφο υφίστανται ταχεία επεξεργασία. Στον αιτούντα αποστέλλεται απόδειξη παραλαβής. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της αίτησης, το θεσμικό όργανο είτε καθιστά διαθέσιμο το ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 10 εντός της περιόδου αυτής, είτε, με γραπτή απάντηση, καθορίζει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης και πληροφορεί τον αιτούντα ότι δικαιούται να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Στην περίπτωση ολικής ή μερικής άρνησης, ο αιτών μπορεί, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της απάντησης του θεσμικού οργάνου, να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση, ζητώντας από το θεσμικό όργανο να αναθεωρήσει τη θέση του.

3.   Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία μπορεί, μετά από ενημέρωση του αιτούντος και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες.

4.   Η απουσία απάντησης εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εντός της καθορισμένης προθεσμίας παρέχει στον αιτούντα το δικαίωμα να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση.

Άρθρο 8

Επεξεργασία επιβεβαιωτικής αίτησης

1.   Η επιβεβαιωτική αίτηση υφίσταται ταχεία επεξεργασία. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της εν λόγω αίτησης, το όργανο είτε δέχεται την πρόσβαση του αιτούντος στο ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση εντός της εν λόγω περιόδου, σύμφωνα με το άρθρο 10, είτε εκθέτει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης, με γραπτή απάντηση. Αν το θεσμικό όργανο αρνηθεί την πρόσβαση εν όλω ή εν μέρει, ενημερώνει τον αιτούντα για τα ένδικα μέσα που διαθέτει, δηλαδή τη δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου ή/και την καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, υπό τους όρους που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 230 και 195 της συνθήκης ΕΚ.

2.   Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία μπορεί, μετά από ενημέρωση του αιτούντα και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες.

3.   Η απουσία απάντησης εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εντός της προθεσμίας θεωρείται αρνητική απάντηση και ο αιτών έχει το δικαίωμα να ασκήσει δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου ή/και να καταγγείλει το ζήτημα στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 9

Επεξεργασία ευαίσθητων εγγράφων

1.   Ευαίσθητα έγγραφα είναι τα έγγραφα που προέρχονται από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς που ιδρύουν, από τα κράτη μέλη, τις τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, τα οποία διαβαθμίζονται ως «TRÈS SECRET/TOP SECRET», «SECRET» ή «CONFIDENTIEL» σύμφωνα με τους κανόνες των σχετικών οργάνων οι οποίοι προστατεύουν βασικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της στους τομείς που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α), και κυρίως στους τομείς της δημόσιας ασφαλείας, της άμυνας και των στρατιωτικών υποθέσεων.

2.   Τις αιτήσεις για πρόσβαση σε ευαίσθητα έγγραφα, στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8, χειρίζονται μόνο πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση των εγγράφων αυτών. Τα εν λόγω πρόσωπα αξιολογούν επίσης, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 11 παράγραφος 2, ποιες αναφορές σε ευαίσθητα έγγραφα θα μπορούσαν να καταχωρισθούν στο δημόσιο μητρώο.

3.   Τα ευαίσθητα έγγραφα καταχωρίζονται στο μητρώο ή δίδονται στη δημοσιότητα μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη του συντάκτη τους.

4.   Το θεσμικό όργανο που αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε ευαίσθητο έγγραφο αιτιολογεί την απόφασή του κατά τρόπο ώστε να μη θίγονται τα συμφέροντα που προστατεύονται από το άρθρο 4.

5.   Κατά την επεξεργασία αιτήσεων για ευαίσθητα έγγραφα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των αρχών του παρόντος άρθρου και του άρθρου 4.

6.   Οι κανόνες που θεσπίζουν τα θεσμικά όργανα σχετικά με τα ευαίσθητα έγγραφα δημοσιοποιούνται.

7.   Η Επιτροπή και το Συμβούλιο ενημερώνουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα ευαίσθητα έγγραφα σύμφωνα με τους κανόνες που συμφωνούνται μεταξύ των θεσμικών οργάνων.

Άρθρο 10

Πρόσβαση μετά από αίτηση

1.   Η πρόσβαση στα έγγραφα ασκείται είτε με επιτόπια εξέταση, είτε με χορήγηση αντιγράφου, συμπεριλαμβανομένου, εφόσον διατίθεται, του ηλεκτρονικού αντιγράφου, ανάλογα με την προτίμηση του αιτούντος. Το κόστος της παραγωγής και της αποστολής αντιγράφων μπορεί να χρεωθεί στον αιτούντα. Η επιβάρυνση αυτή δεν υπερβαίνει το πραγματικό κόστος της παραγωγής και της αποστολής αντιγράφων. Η εξέταση επί τόπου, τα αντίγραφα με λιγότερες από 20 σελίδες Α4 και η άμεση πρόσβαση με ηλεκτρονική μορφή ή μέσω του μητρώου εγγράφων είναι δωρεάν.

2.   Εάν ένα έγγραφο έχει ήδη δοθεί στη δημοσιότητα από το σχετικό θεσμικό όργανο και ο αιτών έχει εύκολη πρόσβαση σ’ αυτό, το θεσμικό όργανο μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή του ως προς την παροχή πρόσβασης σε έγγραφα ενημερώνοντας τον αιτούντα με ποιο τρόπο μπορεί να αποκτήσει το ζητούμενο έγγραφο.

3.   Τα έγγραφα χορηγούνται σε υπάρχουσα διατύπωση και μορφή (μεταξύ άλλων ηλεκτρονικά ή σε εναλλακτική μορφή όπως σύστημα Braille, με μεγάλα τυπογραφικά στοιχεία ή σε ταινία μαγνητοφώνου) λαμβανομένης πλήρως υπόψη της προτίμησης του αιτούντος.

Άρθρο 11

Μητρώα

1.   Προκειμένου να πραγματωθούν τα δικαιώματα των πολιτών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, κάθε θεσμικό όργανο προσφέρει πρόσβαση σε μητρώο εγγράφων. Η πρόσβαση στο μητρώο πρέπει να παρέχεται με ηλεκτρονική μορφή. Τα στοιχεία αναφοράς των εγγράφων καταχωρίζονται στο μητρώο χωρίς καθυστέρηση.

2.   Για κάθε έγγραφο, το μητρώο περιέχει μνεία του αριθμού εγγράφου (συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του διοργανικού αριθμού αναφοράς), το θέμα ή/και σύντομη περιγραφή του περιεχομένου του εγγράφου και την ημερομηνία της παραλαβής ή σύνταξης του εγγράφου και της καταχώρισής του στο μητρώο. Τα στοιχεία αναφοράς παρέχονται κατά τρόπο ώστε να μην υπονομεύεται η προστασία των συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 4.

3.   Τα θεσμικά όργανα λαμβάνουν αμέσως τα μέτρα που απαιτούνται για τη δημιουργία μητρώου το οποίο θα βρίσκεται σε λειτουργία το αργότερο στις 3 Ιουνίου 2002.

Άρθρο 12

Άμεση πρόσβαση με ηλεκτρονική μορφή ή μέσω μητρώου

1.   Τα θεσμικά όργανα παρέχουν όσο το δυνατόν ευρύτερη άμεση πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, με ηλεκτρονική μορφή ή μέσω μητρώου, σύμφωνα με τους οικείους κανόνες τους.

2.   Ειδικότερα, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 9, παρέχεται άμεση πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα, ήτοι τα έγγραφα που συντάχθηκαν ή παραλήφθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών για την έγκριση πράξεων που είναι δεσμευτικές στα ή για τα κράτη μέλη.

3.   Όπου είναι δυνατό θα πρέπει να παρέχεται άμεση πρόσβαση και σε άλλα έγγραφα, κυρίως σχετιζόμενα με την ανάπτυξη πολιτικών ή στρατηγικών.

4.   Όταν δεν παρέχεται άμεση πρόσβαση μέσω του μητρώου, το μητρώο πρέπει να υποδεικνύει, κατά το δυνατό, πού βρίσκεται το έγγραφο.

Άρθρο 13

Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα

1.   Εκτός από τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 254 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 163 πρώτη παράγραφος της συνθήκης Ευρατόμ, τα ακόλουθα έγγραφα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 4 και 9 του παρόντος κανονισμού:

α)

οι προτάσεις της Επιτροπής,

β)

οι κοινές θέσεις που καθορίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 251 και 252 της συνθήκης ΕΚ και οι αιτιολογικές εκθέσεις αυτών των κοινών θέσεων, καθώς και η θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις εν λόγω διαδικασίες·

γ)

οι αποφάσεις-πλαίσια και οι αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΕ·

δ)

οι συμβάσεις που καταρτίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΕ·

ε)

οι συμβάσεις που υπογράφονται μεταξύ κρατών μελών βάσει του άρθρου 293 της συνθήκης ΕΚ·

στ)

οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτονται από την Κοινότητα ή σύμφωνα με το άρθρο 24 της συνθήκης ΕΕ.

2.   Τα ακόλουθα έγγραφα δημοσιεύονται, κατά το δυνατό, στην Επίσημη Εφημερίδα:

α)

οι πρωτοβουλίες τις οποίες υποβάλλουν τα κράτη μέλη στο Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ή σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΕ·

β)

οι κοινές θέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΕ·

γ)

οι οδηγίες εκτός εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 254 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης ΕΚ, οι αποφάσεις εκτός εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 254 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, οι συστάσεις και οι γνωμοδοτήσεις.

3.   Κάθε θεσμικό όργανο μπορεί, στον εσωτερικό κανονισμό του, να καθορίσει ποια επιπρόσθετα έγγραφα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα.

Άρθρο 14

Ενημέρωση

1.   Κάθε θεσμικό όργανο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ενημέρωσης του κοινού για τα δικαιώματα που διαθέτει στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με τα θεσμικά όργανα για την παροχή πληροφοριών στους πολίτες.

Άρθρο 15

Διοικητικές πρακτικές εντός των θεσμικών οργάνων

1.   Τα θεσμικά όργανα αναπτύσσουν ορθές διοικητικές πρακτικές προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, που εγγυάται ο παρών κανονισμός.

2.   Τα θεσμικά όργανα συγκροτούν διοργανική επιτροπή με στόχο τη διερεύνηση της βέλτιστης πρακτικής, την εξέταση ενδεχόμενων διαφορών και τη συζήτηση των μελλοντικών εξελίξεων περί την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα.

Άρθρο 16

Αναπαραγωγή των εγγράφων

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τυχόν υπάρχοντες κανόνες περί δικαιώματος δημιουργού, οι οποίοι ενδεχομένως περιορίζουν το δικαίωμα τρίτου να αναπαραγάγει ή να χρησιμοποιήσει τα γνωστοποιηθέντα έγγραφα.

Άρθρο 17

Εκθέσεις

1.   Κάθε θεσμικό όργανο δημοσιεύει ετησίως έκθεση για το προηγούμενο έτος, που περιλαμβάνει τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες το θεσμικό όργανο αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφα, καθώς και τους λόγους για τις αρνήσεις αυτές και τον αριθμό των ευαίσθητων εγγράφων που δεν καταχωρίστηκαν στο μητρώο.

2.   Έως τις 31 Ιανουαρίου 2004 το αργότερο, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση για την εφαρμογή των αρχών του παρόντος κανονισμού και διατυπώνει συστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, εάν χρειάζεται, προτάσεων για την αναθεώρηση του παρόντος κανονισμού, καθώς και προγράμματος δράσης για τα μέτρα που πρέπει να λάβουν τα θεσμικά όργανα.

Άρθρο 18

Μέτρα εφαρμογής

1.   Κάθε θεσμικό όργανο προσαρμόζει τον εσωτερικό κανονισμό του στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω προσαρμογές εφαρμόζονται από τις 3 Δεκεμβρίου 2001.

2.   Εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 354/83 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1983, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα ιστορικά αρχεία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (7) είναι σύμφωνος προς τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να εξασφαλίσει την πληρέστερη δυνατή διατήρηση και αρχειοθέτηση των εγγράφων.

3.   Εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι υπάρχοντες κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα είναι σύμφωνοι προς τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Δεκεμβρίου 2001.


(1)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(2)  ΕΕ C 177 E της 27.6.2000, σ. 70.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Μαΐου 2001 και απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001.

(4)  ΕΕ L 340 της 31.12.1993, σ. 43· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2000/527/ΕΚ (ΕΕ L 212 της 23.8.2000, σ. 9).

(5)  ΕΕ L 46 της 18.2.1994, σ. 58· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 96/567/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ (ΕΕ L 247 της 28.9.1996, σ. 45).

(6)  ΕΕ L 263 της 25.9.1997, σ. 27.

(7)  ΕΕ L 43 της 15.2.1983, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVI

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ

1.

Επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ των συμπεριφορών που παραμένουν στο επίπεδο της όρασης, οι οποίες μπορούν να γίνουν ανεκτές, εφόσον δεν είναι υβριστικές ή/και δυσφημιστικές, τηρούν λογικές αναλογίες και δεν δημιουργούν συγκρούσεις, και των συμπεριφορών που προκαλούν ενεργό διατάραξη οιασδήποτε κοινοβουλευτικής δραστηριότητας.

2.

Οι βουλευτές υπέχουν ευθύνη εφόσον πρόσωπα τα οποία καλούν ή των οποίων διευκολύνουν την πρόσβαση στο Κοινοβούλιο, δεν τηρούν, εντός των εγκαταστάσεών του, τους κανόνες συμπεριφοράς που ισχύουν για τους βουλευτές.

Ο Πρόεδρος ή οι εκπρόσωποί του ασκούν πειθαρχική εξουσία έναντι των προσώπων αυτών ή οιουδήποτε άλλου προσώπου που δεν έχει σχέση με το Κοινοβούλιο και βρίσκεται στους χώρους του.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVII

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΨΗΦΟΥ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

1.   Για την παροχή ψήφου έγκρισης από το Κοινοβούλιο σε ολόκληρο το Σώμα της Επιτροπής ισχύουν οι ακόλουθες αρχές, κριτήρια και διατάξεις:

α)   Βάση της αξιολόγησης

Το Κοινοβούλιο αξιολογεί τους ορισθέντες Επιτρόπους με βάση τις γενικές τους ικανότητες, την προσήλωσή τους στην ευρωπαϊκή ιδέα και την προσωπική ανεξαρτησία τους. Αξιολογεί τις γνώσεις τους για το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο και τις ικανότητές τους επικοινωνίας.

Το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών. Μπορεί να εκφράσει την άποψή του για τη διάθεση των χαρτοφυλακίων από τον εκλεγέντα Πρόεδρο.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει κάθε πληροφορία σημαντική για τη λήψη της απόφασής του όσον αφορά την καταλληλότητα των ορισθέντων Επιτρόπων. Αναμένει πλήρη γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν τα οικονομικά τους συμφέροντα.

β)   Ακροάσεις

Κάθε ορισθείς Επίτροπος καλείται να εμφανιστεί ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής ή των αντίστοιχων επιτροπών για μία και μόνη ακρόαση. Οι ακροάσεις είναι ανοικτές στο κοινό.

Οι ακροάσεις διοργανώνονται από κοινού από τη Διάσκεψη των Προέδρων και τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών. Όταν τα χαρτοφυλάκια αλληλεπικαλύπτονται, γίνονται οι απαραίτητες ρυθμίσεις για τη συμμετοχή των αντιστοίχων αρμοδίων επιτροπών. Υπάρχουν τρία ενδεχόμενα:

i)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει στις αρμοδιότητες μιας μόνο κοινοβουλευτικής επιτροπής, η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται αποκλειστικά ενώπιον της συγκεκριμένης επιτροπής·

ii)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει, σχεδόν εξίσου, στις αρμοδιότητες περισσοτέρων κοινοβουλευτικών επιτροπών η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται ενώπιον των εν λόγω κοινοβουλευτικών επιτροπών·

iii)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει κατά κύριο λόγο στις αρμοδιότητες μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και μόνον σε μικρότερο βαθμό στις αρμοδιότητες μιας ή περισσοτέρων άλλων κοινοβουλευτικών επιτροπών, η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται ενώπιον της κυρίως αρμόδιας επιτροπής, η οποία προσκαλεί την άλλη ή τις λοιπές επιτροπές να λάβουν μέρος στην ακρόαση.

Ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής έχει πλήρη λόγο όσον αφορά τις πρακτικές ρυθμίσεις.

Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές υποβάλλουν γραπτές ερωτήσεις στους ορισθέντες Επιτρόπους εγκαίρως πριν από τις ακροάσεις. Ο αριθμός των επί θεμάτων ουσίας γραπτών ερωτήσεων περιορίζεται στις πέντε ανά αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.

Οι ακροάσεις πραγματοποιούνται σε περιστάσεις και υπό συνθήκες που δίδουν στους ορισθέντες Επιτρόπους ίσες και δίκαιες ευκαιρίες να παρουσιάσουν εαυτούς και τις απόψεις τους.

Οι ορισθέντες Επίτροποι καλούνται να προβούν σε εναρκτήρια προφορική δήλωση μεγίστης διαρκείας 20 λεπτών. Η διεξαγωγή των ακροάσεων πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη πολυφωνικού πολιτικού διαλόγου μεταξύ των ορισθέντων Επιτρόπων και των μελών του Κοινοβουλίου. Πριν από το τέλος της ακρόασης, θα πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στους ορισθέντες Επιτρόπους να προβαίνουν σε σύντομη τελική δήλωση.

γ)   Αξιολόγηση

Η ευρετηριασμένη βιντεοεγγραφή των ακροάσεων θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για δημοσιοποίηση εντός 24 ωρών.

Οι επιτροπές συνεδριάζουν αμέσως μετά τις ακροάσεις για να αξιολογήσουν τους μεμονωμένους ορισθέντες Επιτρόπους. Οι συνεδριάσεις αυτές διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών. Οι επιτροπές καλούνται να δηλώσουν εάν κατά την άποψή τους οι ορισθέντες Επίτροποι διαθέτουν τα προσόντα, τόσο για να αποτελέσουν μέλη του Σώματος, όσο και για να επιτελέσουν τα ειδικά καθήκοντα τα οποία τους έχουν ανατεθεί. Εάν η επιτροπή δεν κατορθώσει να επιτύχει συναίνεση ως προς αμφότερα τα σημεία, ο Πρόεδρός της, ως τελευταία λύση, υποβάλλει τις δύο αποφάσεις σε μυστική ψηφοφορία. Οι δηλώσεις αξιολόγησης των επιτροπών δημοσιοποιούνται και παρουσιάζονται σε κοινή συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων και της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, η οποία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών. Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων, και εφόσον δεν ζητηθούν περαιτέρω πληροφορίες, η Διάσκεψη των Προέδρων και η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών κηρύσσουν τη λήξη των ακροάσεων.

Ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής παρουσιάζει ολόκληρο το Σώμα των ορισθέντων Επιτρόπων και το πρόγραμμά τους σε συνεδρίαση του Κοινοβουλίου, την οποία καλείται να παρακολουθήσει ολόκληρο το Συμβούλιο. Την παρουσίαση ακολουθεί συζήτηση. Για την περάτωση της συζήτησης, οιαδήποτε πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές, μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 110, παράγραφοι 3, 4 και 5. Μετά την ψηφοφορία σχετικά με την πρόταση ψηφίσματος, το Κοινοβούλιο ψηφίζει προκειμένου να δώσει ή όχι τη συγκατάθεσή του για το διορισμό, ως συλλογικού οργάνου, του εκλεγέντος Προέδρου και των ορισθέντων Επιτρόπων. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, σε ψηφοφορία με ονομαστική κλήση. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει την ψηφοφορία για την επόμενη συνεδρίαση.

2.   Σε περίπτωση αλλαγής στη σύνθεση του Σώματος των Επιτρόπων ή σημαντικής αλλαγής των χαρτοφυλακίων της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας της, ισχύουν οι εξής ρυθμίσεις:

α)

όταν πρέπει να πληρωθεί κενή έδρα λόγω παραίτησης, υποχρεωτικής παύσης ή θανάτου, το Κοινοβούλιο καλεί αμελλητί τον ορισθέντα Επίτροπο να συμμετάσχει σε ακρόαση υπό τους ίδιους όρους με τους οριζόμενους στην παράγραφο 1·

β)

σε περίπτωση ένταξης νέου κράτους μέλους, το Κοινοβούλιο καλεί τον ορισθέντα Επίτροπο του κράτους αυτού να συμμετάσχει σε ακρόαση υπό τους ίδιους όρους με τους οριζόμενους στην παράγραφο 1·

γ)

σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής των χαρτοφυλακίων, οι ενδιαφερόμενοι Επίτροποι καλούνται να εμφανιστούν ενώπιον των αντιστοίχων κοινοβουλευτικών επιτροπών πριν αναλάβουν τις νέες τους αρμοδιότητες.

Κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που θεσπίζεται με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) τρίτο εδάφιο, όταν η ψηφοφορία στην ολομέλεια αφορά έναν μόνο Επίτροπο διεξάγεται μυστική ψηφοφορία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVIII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΗΣ 12ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2002 (1)

Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ

Έχοντας υπόψη τα άρθρα 25, 27, 119, 120, 35, 42, 45, 47, 48, 50, 202 παράγραφος 2, και 205 παράγραφος 2 του κανονισμού·

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών και της Ομάδας Εργασίας για την κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση·

Εκτιμώντας ότι, κατόπιν της αποφάσεως της Διάσκεψης των προέδρων της 12ης Δεκεμβρίου 2007, η απόφαση της Διάσκεψης των προέδρων της 12ης Δεκεμβρίου 2002 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Γενικές διατάξεις

1.   Η απόφαση εφαρμόζεται στις ακόλουθες κατηγορίες εκθέσεων πρωτοβουλίας:

α)

στις νομοθετικές εκθέσεις πρωτοβουλίας, που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 192 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 42 του κανονισμού·

β)

στις στρατηγικές εκθέσεις, που καταρτίζονται με βάση μη νομοθετικές πρωτοβουλίες, στρατηγικές και προτεραιότητας, που περιλαμβάνονται στο ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα και το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής·

γ)

στις μη νομοθετικές εκθέσεις πρωτοβουλίας, οι οποίες δεν καταρτίζονται με βάση έγγραφο άλλου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή καταρτίζονται με βάση έγγραφο που διαβιβάστηκε στο Κοινοβούλιο προς ενημέρωση, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 3·

δ)

στις ετήσιες εκθέσεις δραστηριοτήτων και παρακολούθησης (που μνημονεύονται στο παράρτημα 1) (2)·

ε)

στις εκθέσεις εφαρμογής που αφορούν τη μεταφορά της νομοθεσίας της ΕΕ στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή και τήρησή της από τα κράτη μέλη.

2.   Κάθε κοινοβουλευτική επιτροπή δύναται να καταρτίζει εκ παραλλήλου έως έξι εκθέσεις ιδίας πρωτοβουλίας. Επιπλέον, για τις κοινοβουλευτικές επιτροπές που έχουν υποεπιτροπές, η ποσόστωση αυτή αυξάνεται κατά μία έκθεση ανά υποεπιτροπή.

Εξαιρούνται από το όριο αυτό:

οι εκθέσεις νομοθετικής πρωτοβουλίας·

οι εκθέσεις εφαρμογής· κάθε επιτροπή μπορεί να καταρτίζει μία έκθεση εφαρμογής ετησίως·

3.   Η κοινοβουλευτική επιτροπή που ζητεί να καταρτίσει έκθεση δεν μπορεί να εγκρίνει την εν λόγω έκθεση προτού παρέλθουν τρεις μήνες από την ημερομηνία που εξουσιοδοτήθηκε να την καταρτίσει ή, στην περίπτωση ανακοίνωσης, προτού παρέλθουν τρεις μήνες από τη συνεδρίαση της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών κατά την οποία η έκθεση ανακοινώθηκε.

Άρθρο 2

Προϋποθέσεις της εξουσιοδότησης

1.   Η προτεινόμενη έκθεση δεν πρέπει να αφορά θέματα που ανάγονται κυρίως σε δραστηριότητες ανάλυσης και έρευνας τα οποία θα μπορούσαν να καλυφθούν από άλλα μέσα, όπως μελέτες.

2.   Η προτεινόμενη έκθεση δεν πρέπει να αφορά θέματα που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έκθεσης η οποία έχει εγκριθεί στην ολομέλεια κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, εκτός εάν νέα στοιχεία δικαιολογούν κατ’ εξαίρεση τέτοια έκθεση.

3.   Όσον αφορά τις εκθέσεις που καταρτίζονται βάσει εγγράφου που διαβιβάσθηκε στο Κοινοβούλιο προς ενημέρωση, ισχύουν οι εξής προϋποθέσεις:

το έγγραφο βάσης πρέπει να είναι επίσημο έγγραφο προερχόμενο από θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και

α)

να έχει διαβιβαστεί επισήμως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για διαβούλευση ή ενημέρωση· ή

β)

να έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη· ή

γ)

να είναι έγγραφο θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο έχει υποβληθεί επισήμως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή έγγραφο προερχόμενο από αυτό·

το έγγραφο πρέπει να διαβιβάζεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

η αίτηση εξουσιοδότησης πρέπει να υποβληθεί το αργότερο τέσσερις μήνες μετά τη διαβίβαση του εν λόγω εγγράφου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα.

4.   Οι εκθέσεις που δεν αναφέρονται σε κείμενο βάσης προερχόμενο από κοινοτικό όργανο δεν πρέπει να πραγματεύονται θέματα που ήδη μνημονεύονται ρητώς στο νομοθετικό πρόγραμμα και στο πρόγραμμα εργασίας που έχει υποβάλλει η Επιτροπή και έχει κυρώσει το Κοινοβούλιο για το τρέχον έτος.

Άρθρο 3

Διαδικασία

1.   Μετά την ανακοίνωση της αίτησης στη Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών, η άδεια κατάρτισης χορηγείται αυτομάτως για

τις εκθέσεις εφαρμογής,

τις ετήσιες εκθέσεις δραστηριοτήτων και παρακολούθησης που μνημονεύονται στο παράρτημα 1.

2.   Οι αιτήσεις εξουσιοδότησης, δεόντως αιτιολογημένες, υποβάλλονται στη Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών η οποία εξετάζει κατά πόσον πληρούνται τα μνημονευόμενα στα άρθρα 1 και 2 κριτήρια, καθώς και η οριζόμενη στο άρθρο 1 ποσόστωση. Οι αιτήσεις πρέπει να περιέχουν ένδειξη του τύπου και τον ακριβή τίτλο της έκθεσης καθώς και ενδεχόμενα έγγραφα βάσης.

3.   Όταν πρόκειται για στρατηγική έκθεση, η άδεια κατάρτισης χορηγείται από τη Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών μετά την επίλυση ενδεχόμενων συγκρούσεων αρμοδιοτήτων. Η Διάσκεψη των προέδρων δύναται να ανακαλέσει την άδεια αυτή κατόπιν ρητού αιτήματος πολιτικής ομάδας εντός μέγιστης προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων κοινοβουλευτικής δραστηριότητας.

4.   Η Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών διαβιβάζει στη Διάσκεψη των Προέδρων προς έγκριση τις αιτήσεις κατάρτισης νομοθετικών εκθέσεων πρωτοβουλίας και μη νομοθετικών εκθέσεων πρωτοβουλίας οι οποίες κρίθηκαν σύμφωνες με τα κριτήρια και την αναλογούσα ποσόστωση. Η Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών ανακοινώνει ταυτόχρονα στη Διάσκεψη των προέδρων τις άλλες εκθέσεις δραστηριότητας και παρακολούθησης που μνημονεύονται στα παραρτήματα 1 και 2, τις εκθέσεις εφαρμογής και τις στρατηγικές εκθέσεις για τις οποίες έχει δοθεί άδεια κατάρτισης.

5.   Η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση σχετικά με αυτές τις αιτήσεις κατάρτισης νομοθετικών εκθέσεων πρωτοβουλίας ή μη νομοθετικών εκθέσεων πρωτοβουλίας εντός ανώτατης προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων κοινοβουλευτικής δραστηριότητας μετά την παραπομπή τους από την Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών, εκτός εάν η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσει κατ’ εξαίρεση παράταση της προθεσμίας αυτής.

6.   Εφόσον τεθεί υπό αμφισβήτηση η αρμοδιότητα επιτροπής να συντάξει έκθεση, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός έξι εβδομάδων κοινοβουλευτικής δραστηριότητας βάσει συστάσεως της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών ή, ελλείψει αυτής της σύστασης, του Προέδρου της. Αν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει εντός της προθεσμίας αυτής, η σύσταση θεωρείται εγκριθείσα (3).

Άρθρο 4

Εφαρμογή του άρθρου 50 του κανονισμού — διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών (4)

1.   Οι αιτήσεις εφαρμογής του άρθρου 50 του κανονισμού υποβάλλονται το αργότερο τη Δευτέρα που προηγείται της μηνιαίας συνεδρίασης της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών κατά την οποία εξετάζονται οι αιτήσεις κατάρτισης εκθέσεων πρωτοβουλίας.

2.   Η Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών εξετάζει τις αιτήσεις κατάρτισης εκθέσεων πρωτοβουλίας και εφαρμογής του άρθρου 50 κατά τη διάρκεια της μηνιαίας της συνεδρίασης.

3.   Εφόσον οι αρμόδιες επιτροπές δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την αίτηση εφαρμογής του άρθρου 50, η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εντός έξι εβδομάδων κοινοβουλευτικής δραστηριότητας βάσει συστάσεως της Διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών ή, ελλείψει αυτής της σύστασης, του Προέδρου της. Αν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει εντός της προθεσμίας αυτής, η σύσταση θεωρείται εγκριθείσα (5).

Άρθρο 5

Τελικές διατάξεις

1.   Ενόψει της λήξης της κοινοβουλευτικής περιόδου, οι αιτήσεις κατάρτισης εκθέσεων πρωτοβουλίας πρέπει να υποβάλλονται το αργότερο εντός του Ιουλίου του έτους που προηγείται των εκλογών. Όταν παρέλθει η προθεσμία αυτή, ουδεμία αίτηση εγκρίνεται, εκτός εάν πρόκειται για αιτήσεις εξαιρετικού χαρακτήρα, δεόντως αιτιολογημένες.

2.   Η Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών υποβάλλει κάθε δυόμιση έτη στη Διάσκεψη των Προέδρων έκθεση σχετικά με την πορεία της κατάρτισης εκθέσεων πρωτοβουλίας.

3.   Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει στις 12 Δεκεμβρίου 2002. Καταργεί και αντικαθιστά τις κάτωθι αποφάσεις:

— την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων, της 9ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με τη διαδικασία εξουσιοδότησης της κατάρτισης εκθέσεων πρωτοβουλίας κατά την έννοια του άρθρου 48 του κανονισμού και τις αποφάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων της 15ης Φεβρουαρίου και της 17ης Μαΐου 2001 για την ενημέρωση του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης,

— την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων, της 15ης Ιουνίου 2000, σχετικά με τη διαδικασία εξουσιοδότησης της κατάρτισης εκθέσεων επί εγγράφων που διαβιβάστηκαν προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από άλλα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΕΤΗΣΙΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΤΟ ΟΡΙΟ ΤΩΝ ΕΞΙ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΡΤΙΖΟΝΤΑΙ ΕΚ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΥ (ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ)

 

Ετήσια έκθεση για τα δικαιώματα του ανθρώπου στον κόσμο το 2007 και την πολιτική της ΕΕ στον τομέα αυτό — Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων

 

Ετήσια έκθεση του Συμβουλίου κατ’ εφαρμογή του σημείου 8 των διατάξεων του κώδικα συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των εξαγωγών όπλων — Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων

 

Έκθεση σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου — Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

 

Για τη βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας — Εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας και της αναλογικότητας - Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

 

Οι εργασίες της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ/ΕΕ — Επιτροπή Ανάπτυξης

 

Έκθεση σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση — Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

 

Έκθεση σχετικά με την ισότητα ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση — Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων

 

Ολοκληρωμένη προσέγγιση της ισότητας ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών στο πλαίσιο των εργασιών των επιτροπών — Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων

 

Έκθεση σχετικά με τη συνοχή — Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης

 

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων — καταπολέμηση της απάτης εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού — Επιτροπή Ελέγχου των Προϋπολογισμών

 

Ετήσια έκθεση σχετικά με την ΕΤΕ — Επιτροπή Ελέγχου των Προϋπολογισμών/Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων — ανά διετία

 

Δημόσια οικονομικά στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση — Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων

 

Η κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας — προπαρασκευαστική έκθεση σχετικά με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής — Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων

 

Ετήσια έκθεση της ΕΚΤ — Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων

 

Έκθεση σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού — Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων

 

Ετήσια έκθεση σχετικά με τον Πίνακα αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς — Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

 

Ετήσια έκθεση σχετικά με την προστασία των καταναλωτών — Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

 

Ετήσια έκθεση σχετικά με το SΟLVΙΤ — Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΕΤΗΣΙΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΔΕΝ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΤΟ ΟΡΙΟ ΤΩΝ ΕΞΙ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΡΤΙΖΟΝΤΑΙ ΕΚ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΥ)

 

Ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Κοινοβουλίου, άρθρο 104 παράγραφος 7 — Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

 

Έκθεση σχετικά με τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, άρθρο 210 παράγραφος 6 — Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων

 

Έκθεση σχετικά με τις συζητήσεις της Επιτροπής Αναφορών, άρθρο 202 παράγραφος 8 — Επιτροπή Αναφορών

 

Έκθεση σχετικά με την ετήσια έκθεση του Διαμεσολαβητή, άρθρο 205 παράγραφος 2, δεύτερο μέρος — Επιτροπή Αναφορών


(1)  Η παρούσα απόφαση τροποποιήθηκε με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της 26ης Ιουνίου 2003 και κωδικοποιήθηκε στις 3 Μαΐου 2004. Τροποποιήθηκε εκ νέου με απόφαση που εγκρίθηκε από την ολομέλεια στις 15 Ιουνίου 2006 σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 48 του κανονισμού και με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της 14ης Φεβρουαρίου 2008.

(2)  Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές που σκοπεύουν να συντάξουν ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων και παρακολούθησης σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 1 του κανονισμού ή σύμφωνα με άλλες νομικές διατάξεις (εξ αυτών που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα 2), πρέπει να ενημερώνουν εκ των προτέρων σχετικώς τη Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών, δηλώνοντας ιδίως την προσήκουσα νομική βάση που απορρέει από τις συνθήκες και άλλες νομικές διατάξεις, του κανονισμού του Κοινοβουλίου συμπεριλαμβανομένου. Εν συνεχεία, η Διάσκεψη των προέδρων των επιτροπών υποβάλλει τα εν λόγω στοιχεία στη Διάσκεψη των Προέδρων. Η έγκριση για την κατάρτιση των εκθέσεων αυτών δίδεται αυτομάτως και δεν υπόκεινται στην ποσόστωση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

(3)  Η παράγραφος αυτή εισήχθη με απόφαση που εγκρίθηκε στη σύνοδο ολομελείας της 15ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 48 του κανονισμού.

(4)  Το άρθρο αυτό εισήχθη με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της 26ης Ιουνίου 2003.

(5)  Η παράγραφος αυτή εισήχθη κατόπιν της αποφάσεως που εγκρίθηκε στη σύνοδο ολομελείας της 15ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 48 του κανονισμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΙΧ

ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Στόχοι και αρχές

1.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποδίδουν ύψιστη σημασία στη βελτίωση της επικοινωνιακής προβολής των ευρωπαϊκών θεμάτων ώστε οι Ευρωπαίοι πολίτες να είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα συμμετοχής τους στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα και εγγύτητα προς τον πολίτη, σεβόμενοι τις αρχές της πολυφωνίας, της συμμετοχής, της ανοιχτής πρόσβασης και της διαφάνειας.

2.

Τα τρία θεσμικά όργανα επιθυμούν να ενθαρρυνθεί η σύγκλιση απόψεων ως προς τις επικοινωνιακές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνόλου, να προωθηθεί η προστιθέμενη αξία που επιφέρει η ευρωπαϊκή προσέγγιση στην επικοινωνιακή προβολή των ευρωπαϊκών θεμάτων, να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών και να αναπτυχθούν συνέργειες μεταξύ των θεσμικών οργάνων κατά τις επικοινωνιακές δραστηριότητες που αφορούν τις προτεραιότητες αυτές, καθώς και να διευκολυνθεί η συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των κρατών μελών όπου απαιτείται.

3.

Τα τρία θεσμικά όργανα αναγνωρίζουν ότι η επικοινωνιακή προβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί πολιτική δέσμευση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών και ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευθύνη τους ως προς την επικοινωνιακή προβολή των θεμάτων ΕΕ έναντι των πολιτών.

4.

Τα τρία θεσμικά όργανα κρίνουν ότι οι ενημερωτικές και επικοινωνιακές δραστηριότητες για τα ευρωπαϊκά θέματα θα πρέπει να παρέχουν προς όλους πρόσβαση σε επαρκή και πολύπλευρη πληροφόρηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και να δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες να ασκούν το δικαίωμα έκφρασης των απόψεών τους και να συμμετέχουν ενεργά στο δημόσιο διάλογο για τα θέματα που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση.

5.

Τα τρία θεσμικά όργανα προάγουν το σεβασμό της πολυγλωσσίας και της πολιτιστικής πολυμορφίας κατά την ανάληψη ενημερωτικών και επικοινωνιακών δράσεων.

6.

Τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται πολιτικά να εκπληρώσουν τους ως άνω στόχους. Παροτρύνουν τους άλλους οργανισμούς της ΕΕ να στηρίξουν τις προσπάθειές τους και να συμβάλουν, εάν το επιθυμούν, στην προσέγγιση αυτή.

Προσέγγιση σύμπραξης

7.

Τα τρία θεσμικά όργανα αναγνωρίζουν ότι είναι σκόπιμο να αντιμετωπισθεί η επικοινωνιακή πρόκληση σε θέματα ΕΕ με σύμπραξη των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική επικοινωνία με το ευρύτερο δυνατό κοινό καθώς και η αντικειμενική του ενημέρωση, στο κατάλληλο επίπεδο.

Επιθυμούν να αναπτύξουν συνέργειες με τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές καθώς και με εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών.

Προς τούτο, θα ήθελαν να ευνοηθεί η ρεαλιστική προσέγγιση σύμπραξης.

8.

Εν προκειμένω, τα τρία θεσμικά όργανα υπενθυμίζουν το βασικό ρόλο της Διοργανικής Ομάδας Πληροφόρησης (IGI), η οποία χρησιμεύει ως υψηλού επιπέδου πλαίσιο για τα θεσμικά όργανα, προκειμένου να ενθαρρύνεται ο πολιτικός διάλογος για τις ενημερωτικές και επικοινωνιακές δραστηριότητες επί ευρωπαϊκών θεμάτων με στόχο να ευνοηθεί η συνέργεια και η συμπληρωματικότητα. Προς τούτο, η IGI, στην οποία συμπροεδρεύουν αντιπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και συμμετέχουν η Επιτροπή Περιφερειών και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως παρατηρητές, συνέρχεται κατ’ αρχήν δις του έτους.

Πλαίσιο συνεργασίας

Τα τρία θεσμικά όργανα προτίθενται να συνεργαστούν βάσει των κατωτέρω στοιχείων:

9.

Χωρίς να θίγεται η επί μέρους ευθύνη κάθε θεσμικού οργάνου και κράτους μέλους της ΕΕ όσον αφορά τις οικείες επικοινωνιακές στρατηγικές και προτεραιότητες, τα τρία θεσμικά όργανα θα εντοπίζουν ετησίως περιορισμένο αριθμό κοινών επικοινωνιακών προτεραιοτήτων στα πλαίσια της IGI.

10.

Οι προτεραιότητες αυτές θα βασίζονται σε επικοινωνιακές προτεραιότητες που εντοπίζονται από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες και συμπληρώνουν, κατά περίπτωση, τις σχετικές στρατηγικές απόψεις και προσπάθειες των κρατών μελών, λαμβάνοντας υπόψη τις προσδοκίες των πολιτών.

11.

Τα τρία θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη θα επιδιώξουν να προωθήσουν την κατάλληλη στήριξη για την επικοινωνία σχετικά με τις εντοπισθείσες προτεραιότητες.

12.

Οι υπεύθυνες επί επικοινωνιακών θεμάτων υπηρεσίες των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ θα πρέπει να έρχονται σε επαφή προκειμένου να εξασφαλίζεται η επιτυχής εφαρμογή των κοινών επικοινωνιακών προτεραιοτήτων, καθώς και των άλλων δραστηριοτήτων που αφορούν την επικοινωνιακή προβολή της ΕΕ, υιοθετώντας, εφόσον απαιτείται, τους δέοντες διοικητικούς διακανονισμούς.

13.

Τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη καλούνται να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με άλλες περί ΕΕ επικοινωνιακές δραστηριότητες, κυρίως τις τομεακές επικοινωνιακές δραστηριότητες που προβλέπουν θεσμικά όργανα και οργανισμοί, όταν αυτές καταλήγουν σε ενημερωτικές εκστρατείες στα κράτη μέλη.

14.

Η Επιτροπή καλείται να υποβάλλει έκθεση, στην αρχή εκάστου έτους, στα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ σχετικά με τα κυριότερα αποτελέσματα της εφαρμογής των κοινών επικοινωνιακών προτεραιοτήτων του προηγούμενου έτους.

15.

Η παρούσα πολιτική δήλωση υπεγράφη την εικοστή δευτέρα Οκτωβρίου του έτους δύο χιλιάδες οκτώ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΧ

ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ, ΤΗΣ 13ης ΙΟΥΝΙΟΥ 2007, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΥΝΑΠΟΦΑΣΗΣ (ΑΡΘΡΟ 251 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ) (1)

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

1.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, αποκαλούμενα στο εξής συλλογικώς «όργανα», διαπιστώνουν ότι η τρέχουσα πρακτική που περιλαμβάνει επαφές μεταξύ της Προεδρίας του Συμβουλίου, της Επιτροπής και των προέδρων των αρμοδίων επιτροπών ή/και των εισηγητών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς επίσης και μεταξύ των συμπροέδρων της επιτροπής συνδιαλλαγής έχει αποδειχθεί αποτελεσματική.

2.

Τα όργανα επιβεβαιώνουν ότι απαιτείται συνεχής ενθάρρυνση της εν λόγω πρακτικής, η οποία εκτείνεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας της συναπόφασης. Τα όργανα δεσμεύονται να εξετάσουν τις μεθόδους εργασίας τους, προκειμένου να αξιοποιήσουν ακόμη πιο αποτελεσματικά το πλήρες φάσμα των δυνατοτήτων που παρέχει η διαδικασία συναπόφασης όπως την ορίζει η Συνθήκη ΕΚ.

3.

Η παρούσα κοινή δήλωση διευκρινίζει αυτές τις μεθόδους εργασίας και τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή τους. Συμπληρώνει τη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας (2) και κυρίως τις διατάξεις της που αφορούν τη διαδικασία της συναπόφασης. Τα όργανα αναλαμβάνουν να σέβονται απόλυτα τέτοιες δεσμεύσεις σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της υπευθυνότητας και της αποτελεσματικότητας. Από την άποψη αυτή, τα όργανα θα πρέπει να εστιάζουν ιδιαιτέρως την προσοχή τους ώστε να σημειώνεται πρόοδος σε σχέση με προτάσεις απλούστευσης, τηρουμένου του κοινοτικού κεκτημένου.

4.

Τα όργανα συνεργάζονται με καλή πίστη καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προκειμένου να επιτυγχάνουν τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση των θέσεών τους και έτσι να ανοίγουν τον δρόμο, κατά περίπτωση, για την έκδοση της σχετικής πράξης σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας.

5.

Προς εκπλήρωση του στόχου αυτού, συνεργάζονται με κατάλληλες διοργανικές επαφές ώστε να παρακολουθούν την πρόοδο των εργασιών και να αναλύουν τον βαθμό σύγκλισης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας συναπόφασης.

6.

Τα όργανα, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς τους, δεσμεύονται να ανταλλάσσουν τακτικά πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο των διαφόρων φακέλων της συναπόφασης. Μεριμνούν για τον κατά το δυνατό συντονισμό των οικείων χρονοδιαγραμμάτων εργασίας τους, ώστε να διευκολύνεται η διεξαγωγή των εργασιών με συνοχή και συναινετικό πνεύμα. Κατά συνέπεια, προσπαθούν να καταρτίσουν ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα των διαφόρων σταδίων που θα καταλήξουν στην τελική έγκριση διαφόρων νομοθετικών προτάσεων ενώ παράλληλα σέβονται τον πολιτικό χαρακτήρα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

7.

Η συνεργασία μεταξύ των οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης συχνά προσλαμβάνει τη μορφή τριμερών συναντήσεων («τριμερείς διάλογοι»). Το σύστημα των τριμερών διαλόγων έχει αποδείξει την ζωτικότητα και την ευελιξία του αυξάνοντας αισθητά τις δυνατότητες επίτευξης συμφωνίας στο στάδιο της πρώτης ή της δεύτερης ανάγνωσης, καθώς και συνεισφέροντας στην προπαρασκευή των εργασιών της επιτροπής συνδιαλλαγής.

8.

Οι τριμερείς αυτοί διάλογοι συνήθως πραγματοποιούνται ανεπίσημα. Μπορεί να διεξάγονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και σε διάφορα επίπεδα εκπροσώπησης, ανάλογα με τη φύση της αναμενόμενης συζήτησης. Κάθε όργανο, σύμφωνα με τον δικό του εσωτερικό κανονισμό, ορίζει τους συμμετέχοντες σε κάθε συνεδρίαση, καθορίζει την εντολή για τις διαπραγματεύσεις και ενημερώνει εγκαίρως τα άλλα όργανα σχετικά με τις ρυθμίσεις που αφορούν τις συνεδριάσεις.

9.

Στο μέτρο του δυνατού, οιαδήποτε σχέδια συμβιβαστικών κειμένων υποβάλλονται για συζήτηση σε επικείμενη συνεδρίαση, διανέμονται εκ των προτέρων σε όλους τους συμμετέχοντες. Προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια, οι τριμερείς διάλογοι που πραγματοποιούνται εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ανακοινώνονται εκ των προτέρων, εφόσον είναι εφικτό.

10.

Η Προεδρία του Συμβουλίου προσπαθεί να παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών. Εξετάζει προσεκτικά και με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα αιτήματα που δέχεται για παροχή πληροφοριών σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου.

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

11.

Τα όργανα συνεργάζονται με καλή πίστη προκειμένου να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση των θέσεών τους, ώστε η πράξη να εκδίδεται, εφόσον είναι δυνατόν, σε πρώτη ανάγνωση.

Συμφωνία κατά το στάδιο της πρώτης ανάγνωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

12.

Πραγματοποιούνται οι κατάλληλες επαφές ώστε να διευκολύνεται η διεξαγωγή των εργασιών κατά την πρώτη ανάγνωση.

13.

Η Επιτροπή διευκολύνει τις επαφές αυτές και ασκεί το δικαίωμα πρωτοβουλίας της εποικοδομητικά, προκειμένου να επιτευχθεί προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διοργανική ισορροπία, καθώς και τον ρόλο που της ανατίθεται με τη Συνθήκη.

14.

Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία με ανεπίσημες διαπραγματεύσεις σε τριμερείς διαλόγους, ο/η Πρόεδρος της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) διαβιβάζει, με επιστολή προς τον/την Πρόεδρο της οικείας κοινοβουλευτικής επιτροπής, λεπτομέρειες ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας, υπό μορφή τροπολογιών στην πρόταση της Επιτροπής. Με την εν λόγω επιστολή εκφράζεται η προθυμία του Συμβουλίου να αποδεχθεί, με την επιφύλαξη νομικής-γλωσσικής επαλήθευσης, την έκβαση αυτή, εφόσον επιβεβαιωθεί από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην ολομέλεια. Αντίγραφο της εν λόγω επιστολής διαβιβάζεται στην Επιτροπή.

15.

Στο πλαίσιο αυτό, όταν επίκειται το κλείσιμο φακέλου σε πρώτη ανάγνωση, οι πληροφορίες για την πρόθεση σύναψης συμφωνίας θα πρέπει να δημοσιοποιούνται το ταχύτερο δυνατό.

Συμφωνία κατά το στάδιο της κοινής θέσης του Συμβουλίου

16.

Εφόσον δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία κατά την πρώτη ανάγνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι δυνατόν να συνεχισθούν οι επαφές με στόχο να επιτευχθεί συμφωνία κατά το στάδιο της κοινής θέσης.

17.

Η Επιτροπή διευκολύνει παρόμοιες επαφές και ασκεί το δικαίωμα πρωτοβουλίας της εποικοδομητικά, προκειμένου να επιφέρει προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διοργανική ισορροπία, καθώς και τον ρόλο που της ανατίθεται με τη Συνθήκη.

18.

Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία κατά το στάδιο αυτό, ο/η Πρόεδρος της οικείας κοινοβουλευτικής επιτροπής διατυπώνει, με επιστολή της προς τον/την Πρόεδρο της Coreper, σύσταση προς την ολομέλεια να αποδεχθεί την κοινή θέση του Συμβουλίου χωρίς τροποποιήσεις, με την επιφύλαξη επιβεβαίωσης της κοινής θέσης από το Συμβούλιο, καθώς και νομικής-γλωσσικής επαλήθευσης. Αντίγραφο της επιστολής διαβιβάζεται στην Επιτροπή.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

19.

Με την αιτιολογική του έκθεση, το Συμβούλιο εξηγεί, όσο το δυνατόν σαφέστερα, τους λόγους που το οδήγησαν να υιοθετήσει την κοινή του θέση. Στη δεύτερή του ανάγνωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει στο μέγιστο βαθμό υπόψη τους λόγους αυτούς, καθώς και τη θέση της Επιτροπής.

20.

Πριν από τη διαβίβαση κοινής θέσης, το Συμβούλιο προσπαθεί να προσδιορίσει, σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, την ημερομηνία διαβίβασής της, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη αποτελεσματικότητα της νομοθετικής διαδικασίας σε δεύτερη ανάγνωση.

Συμφωνία κατά το στάδιο της δεύτερης ανάγνωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

21.

Οι κατάλληλες επαφές συνεχίζονται αμέσως μόλις διαβιβαστεί η κοινή θέση του Συμβουλίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με στόχο να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι αντίστοιχες θέσεις και έτσι να περατωθεί η νομοθετική διαδικασία το ταχύτερο δυνατό.

22.

Η Επιτροπή διευκολύνει τις επαφές αυτές και γνωμοδοτεί προκειμένου να επιτευχθεί προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διοργανική ισορροπία, καθώς και τον ρόλο που της ανατίθεται με τη Συνθήκη.

23.

Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία με ανεπίσημες διαπραγματεύσεις σε τριμερείς διαλόγους, ο/η Πρόεδρος της Coreper διαβιβάζει, με επιστολή προς τον/την Πρόεδρο της οικείας κοινοβουλευτικής επιτροπής, λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας, υπό μορφή τροπολογιών στην κοινή θέση του Συμβουλίου. Με την εν λόγω επιστολή εκφράζεται η προθυμία του Συμβουλίου να αποδεχτεί την έκβαση, με την επιφύλαξη νομικής-γλωσσικής επαλήθευσης, εφόσον η έκβαση αυτή επιβεβαιωθεί από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην ολομέλεια. Αντίγραφο της επιστολής αυτής διαβιβάζεται στην Επιτροπή.

ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ

24.

Εάν καταστεί σαφές ότι το Συμβούλιο δεν είναι σε θέση να αποδεχθεί όλες τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε δεύτερη ανάγνωση και όταν το Συμβούλιο είναι έτοιμο να παρουσιάσει τη θέση του, διοργανώνεται ο πρώτος τριμερής διάλογος. Κάθε όργανο, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του, ορίζει τους συμμετέχοντες σε κάθε συνεδρίαση και καθορίζει την εντολή για τις διαπραγματεύσεις. Η Επιτροπή κάνει γνωστές το νωρίτερο δυνατό και στις δύο αντιπροσωπείες τις προθέσεις της όσον αφορά τη γνώμη της σε σχέση με τις τροπολογίες δεύτερης ανάγνωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

25.

Τριμερείς διάλογοι πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής με στόχο να διευθετηθούν τα εναπομένοντα προβλήματα και να προετοιμαστεί το έδαφος για την επίτευξη συμφωνίας στην επιτροπή συνδιαλλαγής. Τα αποτελέσματα των τριμερών διαλόγων συζητούνται και, ενδεχομένως, εγκρίνονται κατά τις συνεδριάσεις των οικείων οργάνων.

26.

Η επιτροπή συνδιαλλαγής συγκαλείται από τον/την Πρόεδρο του Συμβουλίου, κατόπιν συμφωνίας με τον/την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τηρουμένων των διατάξεων της Συνθήκης.

27.

Η Επιτροπή συμμετέχει στις εργασίες της συνδιαλλαγής και αναλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πρωτοβουλίες προκειμένου να επιτύχει προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Οι πρωτοβουλίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν σχέδια συμβιβαστικών κειμένων, λαμβανομένων υπόψη των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και με τον δέοντα σεβασμό στον ρόλο που ανατίθεται στην Επιτροπή με τη Συνθήκη.

28.

Η προεδρία της επιτροπής συνδιαλλαγής ασκείται από κοινού από τον/την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τον/την Πρόεδρο του Συμβουλίου. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής προεδρεύονται εκ περιτροπής από κάθε συμπρόεδρο.

29.

Οι συμπρόεδροι καθορίζουν από κοινού τις ημερομηνίες και ημερήσιες διατάξεις των συνεδριάσεων της επιτροπής συνδιαλλαγής, με στόχο την αποτελεσματική λειτουργία της εν λόγω επιτροπής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Ζητείται η γνώμη της Επιτροπής σχετικά με τις προβλεπόμενες ημερομηνίες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο καθορίζουν, ενδεικτικά, κατάλληλες ημερομηνίες για τις εργασίες της συνδιαλλαγής και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

30.

Οι συμπρόεδροι δύνανται να εγγράφουν διάφορα θέματα στην ημερήσια διάταξη κάθε συνεδρίασης της επιτροπής συνδιαλλαγής. παράλληλα με το βασικό θέμα («θέμα Β»), στο οποίο δεν έχει ακόμη επιτευχθεί συμφωνία, είναι δυνατόν να ανοίγουν ή και να κλείνουν διαδικασίες συνδιαλλαγής για άλλα θέματα, χωρίς συζήτηση των θεμάτων αυτών («θέμα Α»).

31.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τηρώντας τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τις προθεσμίες, προσπαθούν, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις χρονοπρογραμματισμού, και ιδίως όσες απορρέουν από διακοπές των δραστηριοτήτων των οργάνων και από τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε κάθε περίπτωση, οι διακοπές των δραστηριοτήτων είναι οι συντομότερες δυνατές.

32.

Η επιτροπή συνδιαλλαγής συνεδριάζει εκ περιτροπής στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με γνώμονα την ισοβαρή χρήση της υπάρχουσας υποδομής, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών διερμηνείας.

33.

Η επιτροπή συνδιαλλαγής έχει στη διάθεσή της την πρόταση της Επιτροπής, την κοινή θέση του Συμβουλίου και τη γνώμη της Επιτροπής επ’ αυτής, τις τροπολογίες που προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τη γνώμη της Επιτροπής επ’ αυτών, καθώς και το κοινό έγγραφο εργασίας των αντιπροσωπειών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Το εν λόγω έγγραφο εργασίας θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να εντοπίζουν εύκολα τα ζητήματα που διακυβεύονται και να ανατρέχουν αποτελεσματικά σ’ αυτά. Η Επιτροπή υποβάλλει τη γνώμη της, κατά γενικό κανόνα εντός τριών εβδομάδων από την επίσημη παραλαβή των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και το αργότερο μέχρι την έναρξη των εργασιών συνδιαλλαγής.

34.

Οι συμπρόεδροι μπορούν να υποβάλλουν στην επιτροπή συνδιαλλαγής κείμενα προς έγκριση.

35.

Η συμφωνία επί κοινού κειμένου διαπιστώνεται κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής συνδιαλλαγής ή, στη συνέχεια, με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των συμπροέδρων. Αντίγραφα των επιστολών αυτών διαβιβάζονται στην Επιτροπή.

36.

Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής καταλήξει σε συμφωνία επί κοινού κειμένου, το κείμενο αυτό, αφού λάβει την οριστική διατύπωση από νομική-γλωσσική άποψη, διαβιβάζεται στους συμπροέδρους για έγκριση. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου να τηρηθούν οι προθεσμίες, το σχέδιο κοινού κειμένου μπορεί να υποβάλλεται στους συμπροέδρους προς έγκριση.

37.

Οι συμπρόεδροι διαβιβάζουν το εγκριθέν κοινό κείμενο στους/στις προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με επιστολή την οποία συνυπογράφουν. Όταν η επιτροπή συνδιαλλαγής δεν είναι σε θέση να συμφωνήσει επί κοινού κειμένου, οι συμπρόεδροι ενημερώνουν σχετικά τους/τις προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με επιστολή την οποία συνυπογράφουν. Οι επιστολές αυτές αποτελούν επίσημα πρακτικά. Αντίγραφα των επιστολών αυτών διαβιβάζονται στην Επιτροπή προς ενημέρωση. Τα έγγραφα εργασίας που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία συνδιαλλαγής είναι διαθέσιμα στο Μητρώο κάθε οργάνου, μόλις περατωθεί η διαδικασία.

38.

Η Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ενεργούν από κοινού ως γραμματεία της επιτροπής συνδιαλλαγής, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

39.

Εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο θεωρούν αναγκαίο να παρατείνουν τις προθεσμίες του άρθρου 251 της Συνθήκης, ενημερώνουν σχετικά τον/την Πρόεδρο του άλλου οργάνου και στην Επιτροπή.

40.

Όταν επιτυγχάνεται συμφωνία στην πρώτη ή την δεύτερη ανάγνωση ή κατά τη διάρκεια της συνδιαλλαγής, το συμφωνηθέν κείμενο λαμβάνει οριστική διατύπωση από τις υπηρεσίες γλωσσομαθών νομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, οι οποίες ενεργούν σε στενή συνεργασία και με κοινή συμφωνία.

41.

Δεν γίνονται αλλαγές σε τυχόν συμφωνηθέν κείμενο χωρίς ρητή συμφωνία, στο κατάλληλο επίπεδο, των εκπροσώπων τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και του Συμβουλίου.

42.

Κατά την οριστική διατύπωση λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διαφορετικές διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ιδίως όσον αφορά τις προθεσμίες για την περάτωση των εσωτερικών διαδικασιών. Τα όργανα δεσμεύονται να μη χρησιμοποιούν τις προθεσμίες που ορίζονται για τη νομική-γλωσσική οριστική διατύπωση των πράξεων για να επανέλθουν σε συζητήσεις επί θεμάτων ουσίας.

43.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφωνούν σε κοινό μορφότυπο των κειμένων που συντάσσουν από κοινού.

44.

Στο μέτρο του δυνατού, τα όργανα δεσμεύονται να χρησιμοποιούν κοινώς αποδεκτές τυποποιημένες ρήτρες για ενσωμάτωση στις πράξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο της συναπόφασης, ιδίως όσον αφορά διατάξεις που αφορούν την άσκηση των εκτελεστικών εξουσιών (σύμφωνα με την απόφαση περί «επιτροπολογίας» (3)), την έναρξη ισχύος, τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή των πράξεων, καθώς και τον σεβασμό του δικαιώματος πρωτοβουλίας της Επιτροπής.

45.

Τα όργανα προσπαθούν να πραγματοποιούν κοινή συνέντευξη τύπου για να ανακοινώνουν την επιτυχή έκβαση της νομοθετικής διαδικασίας σε πρώτη ή δεύτερη ανάγνωση ή σε συνδιαλλαγή. Προσπαθούν επίσης να εκδίδουν κοινά ανακοινωθέντα τύπου.

46.

Μετά την έκδοση νομοθετικής πράξης με τη διαδικασία συναπόφασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το κείμενο υποβάλλεται προς υπογραφή στον/στην Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στον/στην Πρόεδρο του Συμβουλίου, καθώς και στους γενικούς γραμματείς των εν λόγω οργάνων.

47.

Οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου λαμβάνουν το κείμενο προς υπογραφή στις αντίστοιχες γλώσσες τους και, στο μέτρο του δυνατού, συνυπογράφουν το κείμενο σε κοινή τελετή, η οποία οργανώνεται κάθε μήνα με αντικείμενο την υπογραφή σημαντικών κειμένων παρουσία των μέσων ενημέρωσης.

48.

Το συνυπογραφέν κείμενο διαβιβάζεται προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα πραγματοποιείται κανονικά εντός δύο μηνών από την έκδοση της νομοθετικής πράξης εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

49.

Αν ένα από τα όργανα εντοπίσει τεχνικό ή προφανές σφάλμα σε κείμενο (ή σε μια από τις γλωσσικές του αποδόσεις) ενημερώνει αμέσως τα άλλα όργανα σχετικά. Εάν το σφάλμα αφορά πράξη που δεν έχει ακόμη εκδοθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, οι υπηρεσίες γλωσσομαθών νομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου συντάσσουν σε στενή συνεργασία το αναγκαίο διορθωτικό. Εάν το σφάλμα αφορά πράξη η οποία έχει ήδη εκδοθεί από το ένα ή και τα δύο αυτά όργανα, ανεξαρτήτως του αν έχει ή όχι δημοσιευθεί, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκδίδουν, με κοινή συμφωνία, διορθωτικό που συντάσσεται σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες τους.


(1)  EE C 145 της 30.6.2007, σ. 5.

(2)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(3)  Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23)· απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XXI

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΕΚ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΦΑΚΕΛΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΟΥΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ  (1)

1.   Εισαγωγή

Ο παρών κώδικας συμπεριφοράς θεσπίζει γενικές αρχές εντός του Κοινοβουλίου, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις σε όλα τα στάδια της διαδικασίας συναπόφασης με στόχο να ενισχυθεί η διαφάνεια και η ευθύνη τους, ειδικά σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας (2). Συμπληρώνει την «κοινή δήλωση σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της συναπόφασης» που συμφωνήθηκε από το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή (3) και που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη σχέση μεταξύ των εν λόγω θεσμικών οργάνων.

Εντός του Κοινοβουλίου, η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή αποτελεί το κύριο αρμόδιο όργανο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων τόσο σε πρώτη όσο και σε δεύτερη ανάγνωση.

2.   Απόφαση έναρξης διαπραγματεύσεων

Κατά κανόνα, το Κοινοβούλιο αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες που παρέχουν όλα τα στάδια της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Η απόφαση για την προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας λαμβάνεται κατά περίπτωση, κατόπιν συνεκτίμησης των ιδιαιτεροτήτων κάθε επιμέρους φακέλου. Δικαιολογείται από πολιτική άποψη όσον αφορά, για παράδειγμα, τις πολιτικές προτεραιότητες, τη μη αμφισβητούμενη ή «τεχνική» φύση της πρότασης, μια επείγουσα κατάσταση ή/και τη στάση μιας δεδομένης Προεδρίας προς έναν συγκεκριμένο φάκελο.

Το ενδεχόμενο έναρξης διαπραγματεύσεων με το Συμβούλιο παρουσιάζεται από τον εισηγητή σε ολόκληρη την επιτροπή και η απόφαση να ακολουθηθεί η εν λόγω διαδικασία λαμβάνεται είτε με ευρεία συναίνεση είτε, εάν κρίνεται απαραίτητο, με ψηφοφορία.

3.   Σύνθεση της διαπραγματευτικής ομάδας

Η απόφαση της επιτροπής για έναρξη διαπραγματεύσεων με το Συμβούλιο και την Επιτροπή με στόχο την επίτευξη συμφωνίας περιλαμβάνει επίσης απόφαση σχετικά με τη σύνθεση της διαπραγματευτικής ομάδας του ΕΚ. Κατά κανόνα, η πολιτική ισορροπία γίνεται σεβαστή και όλες οι πολιτικές ομάδες εκπροσωπούνται τουλάχιστον σε επίπεδο προσωπικού στις εν λόγω διαπραγματεύσεις.

Η αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας του ΕΚ είναι αρμόδια για την πρακτική οργάνωση των διαπραγματεύσεων.

4.   Εντολή της διαπραγματευτικής ομάδας

Κατά γενικό κανόνα, οι τροπολογίες που εγκρίθηκαν στην επιτροπή ή στην Ολομέλεια αποτελούν τη βάση για την εντολή της διαπραγματευτικής ομάδας του ΕΚ. Η επιτροπή δύναται επίσης να καθορίσει προτεραιότητες και προθεσμία για τις διαπραγματεύσεις.

Στην εξαιρετική περίπτωση διαπραγματεύσεων σχετικά με συμφωνία σε πρώτη ανάγνωση πριν από την ψηφοφορία στην επιτροπή, η επιτροπή παρέχει καθοδήγηση στη διαπραγματευτική ομάδα του ΕΚ.

5.   Οργάνωση τριμερών διαλόγων

Για λόγους αρχής και προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια, οι τριμερείς διάλογοι που λαμβάνουν χώρα εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου κοινοποιούνται.

Οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο τριμερών διαλόγων βασίζονται σε ένα κοινό έγγραφο, που επισημαίνει τη θέση του αντίστοιχου θεσμικού οργάνου όσον αφορά κάθε επιμέρους τροπολογία, και που επίσης περιλαμβάνει όλα τα συμβιβαστικά κείμενα που διανεμήθηκαν στις τριμερείς συνεδριάσεις (π.χ. καθιερωμένη πρακτική τετράστηλου εγγράφου). Κατά το δυνατόν, τα συμβιβαστικά κείμενα που υποβάλλονται προς συζήτηση σε προσεχή συνεδρίαση διανέμονται εκ των προτέρων σε όλους τους συμμετέχοντες.

Εάν κρίνεται απαραίτητο, πρέπει να παρέχεται στη διαπραγματευτική ομάδα του ΕΚ υποδομή διερμηνείας (4).

6.   Ενημέρωση και απόφαση σχετικά με την επιτευχθείσα συμφωνία

Έπειτα από κάθε τριμερή διάλογο, η διαπραγματευτική ομάδα ενημερώνει την επιτροπή σχετικά με το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων και καθιστά διαθέσιμα στην επιτροπή όλα τα διανεμηθέντα έγγραφα. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν λόγω έλλειψης χρόνου, η διαπραγματευτική ομάδα συνεδριάζει με τους σκιώδεις εισηγητές, εάν κρίνεται απαραίτητο από κοινού με τους συντονιστές, για πλήρη ενημέρωση.

Η επιτροπή εξετάζει την επιτευχθείσα συμφωνία ή ανανεώνει την εντολή της διαπραγματευτικής ομάδας σε περίπτωση που απαιτούνται περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό λόγω έλλειψης χρόνου, κυρίως στο στάδιο δεύτερης ανάγνωσης, η απόφαση σχετικά με τη συμφωνία λαμβάνεται από τον εισηγητή και τους σκιώδεις εισηγητές, εάν κρίνεται απαραίτητο από κοινού με τον Πρόεδρο της επιτροπής και τους συντονιστές. Υπάρχει επαρκής χρόνος ανάμεσα στο τέλος των διαπραγματεύσεων και στην ψηφοφορία στην Ολομέλεια, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στις πολιτικές ομάδες να προετοιμάσουν την τελική θέση τους.

7.   Βοήθεια

Η διαπραγματευτική ομάδα έχει διάθεσή της όλους τους πόρους που χρειάζεται για την εκτέλεση των εργασιών της. Σε αυτούς περιλαμβάνεται μια «ομάδα διοικητικής υποστήριξης» αποτελούμενη από τη γραμματεία της επιτροπής, τον πολιτικό σύμβουλο του εισηγητή, τη γραμματεία συναπόφασης και τη νομική υπηρεσία. Ανάλογα με τον εκάστοτε φάκελο και το στάδιο των διαπραγματεύσεων, η εν λόγω ομάδα μπορεί να διευρυνθεί

8.   Οριστική διατύπωση

Η συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου επικυρώνεται εγγράφως με επίσημη επιστολή. Δεν γίνονται αλλαγές σε τυχόν συμφωνηθέν κείμενο χωρίς ρητή συμφωνία, στο κατάλληλο επίπεδο, των εκπροσώπων τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και του Συμβουλίου.

9.   Συνδιαλλαγή

Οι αρχές που ορίζονται στον παρόντα κώδικα συμπεριφοράς ισχύουν επίσης για τη διαδικασία συνδιαλλαγής, με την αντιπροσωπεία του ΕΚ ως το κύριο αρμόδιο όργανο εντός του Κοινοβουλίου.


(1)  Όπως εγκρίθηκε από τη διάσκεψη των Προέδρων στις 18 Σεπτεμβρίου 2008.

(2)  Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιούνται κατά τα στάδια της διαδικασίας στα οποία η προβολή εντός του Κοινοβουλίου είναι πολύ περιορισμένη. Πρόκειται συγκεκριμένα για τις διαπραγματεύσεις: πριν από την ψηφοφορία σε επιτροπή σε πρώτη ανάγνωση με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σε πρώτη ανάγνωση· μετά την πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σε πρώιμη δεύτερη ανάγνωση.

(3)  Βλέπε παράρτημα ΧΧ.

(4)  Σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε το Προεδρείο στις 10 Δεκεμβρίου 2007.