ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2011.023.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 23

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

54ό έτος
27 Ιανουαρίου 2011


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 61/2011 της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων καθώς και με τις μεθόδους προσδιορισμού

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 62/2011 της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2011, περί εξαιρέσεως των υποδιαιρέσεων ICES 27 και 28.2 από ορισμένες υποχρεώσεις περιορισμού της αλιευτικής προσπάθειας για το 2011, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1098/2007 του Συμβουλίου για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα γάδου της Βαλτικής Θάλασσας και για τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων

15

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 63/2011 της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων σχετικά με τις αιτήσεις παρέκκλισης από τους στόχους για τις ειδικές εκπομπές CO2 σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

16

 

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 64/2011 της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

29

 

 

IV   Πράξεις θεσπισθείσες πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, της συνθήκης ΕΕ και της συνθήκης Ευρατόμ

 

*

Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 191/09/COL, της 22ας Απριλίου 2009, για εβδομηκοστή τροποποίηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών διατάξεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μέσω της εισαγωγής ενός νέου κεφαλαίου σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον τραπεζικό τομέα του ΕΟΧ

31

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1261/2010 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2010, για την επιβολή προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων ράβδων ανοξείδωτου χάλυβα καταγωγής Ινδίας (ΕΕ L 343 της 29.12.2010)

53

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

27.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 23/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 61/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Ιανουαρίου 2011

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων καθώς και με τις μεθόδους προσδιορισμού

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1), και ιδίως το άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 121 στοιχείο η), σε συνδυασμό με το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 της Επιτροπής (2) ορίζει τα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων, καθώς και τις μεθόδους αναλυτικού προσδιορισμού των χαρακτηριστικών αυτών. Οι εν λόγω μέθοδοι, όπως και οι οριακές τιμές για τα χαρακτηριστικά των ελαιολάδων, πρέπει να επικαιροποιούνται με βάση τη γνωμοδότηση των ειδικών χημικών και σε συμφωνία με το έργο που επιτελείται στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου.

(2)

Δεδομένου ότι οι ειδικοί χημικοί έκριναν, ειδικότερα, ότι η περιεκτικότητα σε αιθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FAEE) και μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FAME) αποτελεί χρήσιμη παράμετρο ποιότητας των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων, είναι σκόπιμο να συμπεριληφθούν οριακές τιμές για τους συγκεκριμένους εστέρες και μέθοδος προσδιορισμού της περιεκτικότητας σε αυτούς.

(3)

Για να υπάρξει περίοδος προσαρμογής στα νέα πρότυπα και να δοθεί χρόνος για τη συγκρότηση των αναγκαίων μέσων εφαρμογής τους, καθώς και για να μη διαταραχθούν οι εμπορικές συναλλαγές, είναι σκόπιμο να εφαρμοστούν οι τροποποιήσεις που επιφέρει ο παρών κανονισμός από την 1η Απριλίου 2011. Για τους ίδιους λόγους, θα πρέπει να προβλεφθεί η διάθεση στην αγορά, μέχρι να εξαντληθούν τα αποθέματα, των ελαιολάδων και πυρηνελαίων που έχουν παραχθεί και επισημανθεί νομίμως στην Ένωση ή έχουν εισαχθεί νομίμως στην Ένωση και τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν από την ημερομηνία αυτή.

(4)

Θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε κηρούς, καθώς και σε μεθυλεστέρες και αιθυλεστέρες λιπαρών οξέων, η μέθοδος που αναφέρεται στο παράρτημα ΧΧ.»

2)

Στη σύνοψη των παραρτημάτων προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Παράρτημα ΧΧ:

Μέθοδος προσδιορισμού της περιεκτικότητας σε κηρούς, καθώς και σε μεθυλεστέρες και αιθυλεστέρες λιπαρών οξέων, με αεριοχρωματογραφία τριχοειδούς στήλης»

3)

Το παράρτημα Ι αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού.

4)

Προστίθεται το παράρτημα ΧΧ που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Τα προϊόντα που έχουν παραχθεί και επισημανθεί νομίμως στην Ένωση ή έχουν εισαχθεί νομίμως στην Ένωση και τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν από την 1η Απριλίου 2011, επιτρέπεται να διατεθούν στην αγορά μέχρι να εξαντληθούν τα αποθέματα.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Απριλίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Ιανουαρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1

(2)  ΕΕ L 248 της 5.9.1991, σ. 1


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ

Σημειώσεις:

α)

Τα αποτελέσματα των αναλύσεων πρέπει να εκφράζονται με τον αριθμό δεκαδικών ψηφίων που προβλέπεται για κάθε χαρακτηριστικό.

Το τελευταίο αριθμητικό ψηφίο πρέπει να αυξάνεται κατά μία μονάδα, εάν το επόμενο ψηφίο είναι μεγαλύτερο από 4.

β)

Αρκεί έστω και ένα χαρακτηριστικό να μην ανταποκρίνεται στις αναγραφόμενες τιμές για να καταταχθεί το ελαιόλαδο σε άλλη κατηγορία ή να δηλωθεί ότι δεν είναι καθαρό για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

γ)

Τα αναφερόμενα στην ποιότητα του ελαιολάδου χαρακτηριστικά που σημειώνονται με αστερίσκο (*) υποδηλώνουν ότι:

προκειμένου για ελαιόλαδο λαμπάντε, τα δύο σχετικά όρια μπορούν να διαφέρουν συγχρόνως από τις αναγραφόμενες τιμές,

προκειμένου για παρθένο ελαιόλαδο, η διαφορά ενός τουλάχιστον από τα όρια αυτά από τις αναγραφόμενες τιμές συνεπάγεται αλλαγή κατηγορίας, το ελαιόλαδο όμως εξακολουθεί να κατατάσσεται σε μία από τις κατηγορίες παρθένου ελαιολάδου.

δ)

Τα αναφερόμενα στην ποιότητα του ελαιολάδου χαρακτηριστικά που σημειώνονται με διπλό αστερίσκο (**) υποδηλώνουν ότι, για όλα τα είδη πυρηνελαίων, τα δύο σχετικά όρια μπορούν να διαφέρουν συγχρόνως από τις αναγραφόμενες τιμές.»

Κατηγορία

Μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FΑΜΕ) και αιθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FΑΕΕ)

Οξύτητα

(%)

(*)

Αριθμός υπεροξειδίων

mEq O2/kg

(*)

Κηροί

mg/kg

(**)

2-μονοπαλμιτικό γλυκερύλιο

(%)

Στιγμασταδιένιο

mg/kg (1)

Διαφορά ECN42 (HPLC) και ECN42

(θεωρητικός υπολογισμός)

K232 (*)

K270 (*)

ΔΚ (*)

Οργανοληπτική εξέταση

Διάμεσος του ελαττώματος (Md) (*)

Οργανοληπτική εξέταση

Διάμεσος του φρουτώδους (Mf) (*)

1.

Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο

Σ FAME + FAEE ≤ 75 mg/kg ή 75 mg/kg <Σ FAME + FAEE ≤ 150 mg/kg και (FAEE/FAME) ≤ 1,5

≤ 0,8

≤ 20

≤ 250

≤ 0,9 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ ≤ 14 %

≤ 0,10

≤ 0,2

≤ 2,50

≤ 0,22

≤ 0,01

Md = 0

Mf > 0

≤ 1,0 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ > 14 %

2.

Παρθένο ελαιόλαδο

≤ 2,0

≤ 20

≤ 250

≤ 0,9 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ ≤ 14 %

≤ 0,10

≤ 0,2

≤ 2,60

≤ 0,25

≤ 0,01

Md ≤ 3,5

Mf > 0

≤ 1,0 1,0 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ > 14 %

3.

Ελαιόλαδο λαμπάντε

> 2,0

≤ 300 (3)

≤ 0,9 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ ≤ 14 %

≤ 0,50

≤ 0,3

Md > 3,5 (2)

≤ 1,1 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ > 14 %

4.

Εξευγενισμένο ελαιόλαδο

≤ 0,3

≤ 5

≤ 350

≤ 0,9 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ ≤ 14 %

≤ 0,3

≤ 1,10

≤ 0,16

≤ 1,1 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ > 14 %

5.

Σύνθετο ελαιόλαδο αποτελούμενο από εξευγενισμένα και παρθένα ελαιόλαδα

≤ 1,0

≤ 15

≤ 350

≤ 0,9 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ ≤ 14 %

≤ 0,3

≤ 0,90

≤ 0,15

≤ 1,0 εάν % ολικό παλμιτικό οξύ % > 14 %

6.

Ακατέργαστο πυρηνέλαιο

> 350 (4)

≤ 1,4

≤ 0,6

7.

Εξευγενισμένο πυρηνέλαιο

≤ 0,3

≤ 5

> 350

≤ 1,4

≤ 0,5

≤ 2,00

≤ 0,20

8.

Πυρηνέλαιο

≤ 1,0

≤ 15

> 350

≤ 1,2

≤ 0,5

≤ 1,70

≤ 0,18


Κατηγορία

Περιεκτικότητα σε οξέα (5)

Ολικά ισομερή του transελαϊκού οξέος

(%)

Ολικά ισομερή του trans-λινελαϊκού + trans- λινολενικού οξέος (%)

(%)

Σύνθεση των στερολών

Ολικές στερόλες

(mg/kg)

Ερυθροδιόλη και ουβαόλη

(%) (**)

Μυριστικό

(%)

Λινολενικό

(%)

Αραχιδικό

(%)

Εικοσενικό

(%)

Βεχενικό

(%)

Λιγνοκηρικό

(%)

Χοληστερόλη

(%)

Βρασικαστερόλη

(%)

Καμπεστερόλη

(%)

Στιγμαστερόλη

(%)

β- Σιτοστερόλη

(%) (6)

δ-7 Στιγμα- στενόλη

(%)

1.

Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο

≤ 0,05

≤ 1,0

≤ 0,6

≤ 0,4

≤ 0,2

≤ 0,2

≤ 0,05

≤ 0,05

≤ 0,5

≤ 0,1

≤ 4,0

< καμπ.

≥ 93,0

≤ 0,5

≥ 1 000

≤ 4,5

2.

Παρθένο ελαιόλαδο

≤ 0,05

≤ 1,0

≤ 0,6

≤ 0,4

≤ 0,2

≤ 0,2

≤ 0,05

≤ 0,05

≤ 0,5

≤ 0,1

≤ 4,0

< καμπ.

≥ 93,0

≤ 0,5

≥ 1 000

≤ 4,5

3.

Ελαιόλαδο λαμπάντε

≤ 0,05

≤ 1,0

≤ 0,6

≤ 0,4

≤ 0,2

≤ 0,2

≤ 0,10

≤ 0,10

≤ 0,5

≤ 0,1

≤ 4,0

≥ 93,0

≤ 0,5

≥ 1 000

≤ 4,5 (7)

4.

Εξευγενισμένο ελαιόλαδο

≤ 0,05

≤ 1,0

≤ 0,6

≤ 0,4

≤ 0,2

≤ 0,2

≤ 0,20

≤ 0,30

≤ 0,5

≤ 0,1

≤ 4,0

< καμπ.

≥ 93,0

≤ 0,5

≥ 1 000

≤ 4,5

5.

Σύνθετο ελαιόλαδο αποτελούμενο από εξευγενισμένα και παρθένα ελαιόλαδα

≤ 0,05

≤ 1,0

≤ 0,6

≤ 0,4

≤ 0,2

≤ 0,2

≤ 0,20

≤ 0,30

≤ 0,5

≤ 0,1

≤ 4,0

< καμπ.

≥ 93,0

≤ 0,5

≥ 1 000

≤ 4,5

6.

Ακατέργαστο πυρηνέλαιο

≤ 0,05

≤ 1,0

≤ 0,6

≤ 0,4

≤ 0,3

≤ 0,2

≤ 0,20

≤ 0,10

≤ 0,5

≤ 0,2

≤ 4,0

≥ 93,0

≤ 0,5

≥ 2 500

> 4,5 (8)

7.

Εξευγενισμένο πυρηνέλαιο

≤ 0,05

≤ 1,0

≤ 0,6

≤ 0,4

≤ 0,3

≤ 0,2

≤ 0,40

≤ 0,35

≤ 0,5

≤ 0,2

≤ 4,0

< καμπ.

≥ 93,0

≤ 0,5

≥ 1 800

> 4,5

8.

Πυρηνέλαιο

≤ 0,05

≤ 1,0

≤ 0,6

≤ 0,4

≤ 0,3

≤ 0,2

≤ 0,40

≤ 0,35

≤ 0,5

≤ 0,2

≤ 4,0

< καμπ.

≥ 93,0

≤ 0,5

≥ 1 600

> 4,5


(1)  Άθροισμα των ισομερών που θα μπορούσαν να διαχωριστούν (ή όχι) με τριχοειδή στήλη.

(2)  Ή εάν η διάμεσος του ελαττώματος είναι μικρότερη ή ίση με 3,5 και η διάμεσος του φρουτώδους ισούται με 0.

(3)  Τα έλαια με περιεκτικότητα σε κηρούς μεταξύ 300 και 350 mg/kg θεωρούνται ελαιόλαδα λαμπάντε, εάν η περιεκτικότητα σε ολικές αλειφατικές αλκοόλες είναι χαμηλότερη ή ίση με 350 mg/kg ή εάν η περιεκτικότητα σε ερυθροδιόλη και ουβαόλη είναι μικρότερη ή ίση με 3,5%.

(4)  Τα έλαια με περιεκτικότητα σε κηρούς μεταξύ 300 και 350 mg/kg θεωρούνται ακατέργαστα πυρηνέλαια, εάν η περιεκτικότητα σε ολικές αλειφατικές αλκοόλες υπερβαίνει τα 350 mg/kg και η περιεκτικότητα σε ερυθροδιόλη και ουβαόλη υπερβαίνει το 3,5%.

(5)  Περιεκτικότητα σε άλλα λιπαρά οξέα (%): παλμιτικό: 7,5-20,0· παλμιτελαϊκό: 0,3-3,5· δεκαεπτανικό: ≤·0,3 δεκαεπτενικό: ≤ 0,3· στεατικό: 0,5-5,0· ελαϊκό: 55,0 - 83,0· λινελαϊκό: 3,5-21,0.

(6)  Άθροισμα: δ-5,23-στιγμασταδιενόλη + κλεροστερόλη + β-σιτοστερόλη + σιτοστανόλη + δ-5-αβεναστερόλη + δ-5,24-στιγμασταδιενόλη.

(7)  Τα έλαια με περιεκτικότητα σε κηρούς μεταξύ 300 και 350 mg/kg θεωρούνται ελαιόλαδα λαμπάντε, εάν η περιεκτικότητα σε ολικές αλειφατικές αλκοόλες είναι χαμηλότερη ή ίση με 350 mg/kg ή εάν η περιεκτικότητα σε ερυθροδιόλη και ουβαόλη είναι μικρότερη ή ίση με 3,5%.

(8)  Τα έλαια με περιεκτικότητα σε κηρούς μεταξύ 300 και 350 mg/kg θεωρούνται ακατέργαστα πυρηνέλαια, εάν η περιεκτικότητα σε ολικές αλειφατικές αλκοόλες υπερβαίνει τα 350 mg/kg και η περιεκτικότητα σε ερυθροδιόλη και ουβαόλη υπερβαίνει το 3,5%.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΧ

Μέθοδος προσδιορισμού της περιεκτικότητας σε κήρους,καθώς και σε μεθυλεστέρες ακι αιθυλεστέρες λιπαρών οξέων,με αεριοχρωματογραφία τριχοειδούς στήλης

1.   ΣΚΟΠΟΣ

Σκοπός της παρούσας μεθόδου είναι ο προσδιορισμός της περιεκτικότητας των ελαιολάδων σε κηρούς, καθώς και σε μεθυλεστέρες και αιθυλεστέρες λιπαρών οξέων. Οι επιμέρους κηροί και αλκυλεστέρες διαχωρίζονται ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων άνθρακα. Η μέθοδος συνιστάται ως μέσο διάκρισης μεταξύ ελαιολάδου και πυρηνελαίου και ως παράμετρος ποιότητας των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων, βάσει της οποίας είναι δυνατόν να εντοπιστεί η παράνομη ανάμιξη εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων με έλαια κατώτερης ποιότητας, ανεξαρτήτως του εάν αυτά είναι παρθένα ελαιόλαδα, μειονεκτικά ελαιόλαδα (λαμπάντε) ή ορισμένα αποσμημένα έλαια.

2.   ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ

Προσθήκη κατάλληλων εσωτερικών προτύπων στο έλαιο και κλασματικός διαχωρισμός με χρωματογραφία σε στήλη ένυδρου διοξειδίου του πυριτίου (silica gel). Παραλαβή του κλάσματος που εκλούεται στις συνθήκες της δοκιμής (με πολικότητα μικρότερη εκείνης των τριακυλογλυκερολών) και απευθείας ανάλυση με αεριοχρωματογραφία τριχοειδούς στήλης.

3.   ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ

3.1.   Κωνική φιάλη (Erlenmeyer) των 25 ml

3.2.   Γυάλινη στήλη για υγροχρωματογραφία, εσωτερικής διαμέτρου 15 mm και μήκους 30-40 cm, εφοδιασμένη με κατάλληλη στρόφιγγα

3.3.   Αεριοχρωματογράφος κατάλληλος για χρήση με τριχοειδή στήλη, εφοδιασμένος με σύστημα απευθείας εισαγωγής του δείγματος στη στήλη (on-column) και αποτελούμενος από:

3.3.1.   Θερμοστατούμενο κλίβανο με προγραμματισμό της θερμοκρασίας

3.3.2.   Ψυχρό εγχυτήρα για την απευθείας εισαγωγή του δείγματος στη στήλη

3.3.3.   Ανιχνευτή ιονισμού φλόγας και μετατροπέα-ενισχυτή

3.3.4.   Καταγραφέα-ολοκληρωτή (σημείωση 1) για χρήση με τον μετατροπέα-ενισχυτή (σημείο 3.3.3), με χρόνο απόκρισης που δεν υπερβαίνει το 1 δευτερόλεπτο και με μεταβλητή ταχύτητα χαρτιού

Σημείωση 1:

Μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά συστήματα, στα οποία τα αεριοχρωματογραφικά δεδομένα εισάγονται μέσω προσωπικού υπολογιστή.

3.3.5.   Τριχοειδή στήλη από τετηγμένο διοξείδιο του πυριτίου (για ανάλυση κηρών, μεθυλεστέρων και αιθυλεστέρων), μήκους 8 έως 12 μέτρων και εσωτερικής διαμέτρου 0,25 έως 0,32 mm, επιστρωμένη εσωτερικά με υγρή φάση (σημείωση 2) ομοιόμορφου πάχους 0,10 έως 0,30 μm

Σημείωση 2:

Στο εμπόριο κυκλοφορούν κατάλληλες για τον σκοπό αυτό υγρές φάσεις, όπως οι SE 52, SE 54 κ.λπ.

3.4.   Μικροσύριγγα των 10 μl, με συγκολλημένη στο σώμα της βελόνα, για την απευθείας εισαγωγή του δείγματος στη στήλη

3.5.   Ηλεκτρικό τάρακτρο

3.6.   Περιστροφικός εξατμιστήρας

3.7.   Θερμομονωμένος κλίβανος

3.8.   Αναλυτικός ζυγός για ζυγίσεις με ακρίβεια ± 0,1 mg

3.9.   Συνήθη εργαστηριακά γυάλινα σκεύη

4.   ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΙΑ

4.1.   Διοξείδιο του πυριτίου (silica gel) κοκκομετρικού βαθμού 60-200 μm. Τοποθετείται το silica gel στον θερμομονωμένο κλίβανο όπου παραμένει σε θερμοκρασία 500 °C επί 4 ώρες τουλάχιστον. Αφήνεται να ψυχθεί και, έπειτα, προστίθεται νερό σε αναλογία 2 % της χρησιμοποιηθείσας ποσότητας silica gel. Το υδαρές μείγμα ανακινείται έντονα ώστε να ομοιογενοποιηθεί και φυλάσσεται στον ξηραντήρα τουλάχιστον επί 12 ώρες πριν χρησιμοποιηθεί.

4.2.   κ-εξάνιο, χρωματογραφικής καθαρότητας ή καθαρότητας για ανάλυση υπολειμμάτων (η καθαρότητα πρέπει να ελέγχεται)

ΠΡΟΣΟΧΗ – Υπάρχει πιθανότητα ανάφλεξης ατμών. Να διατηρείται μακριά από πηγές θερμότητας, σπινθήρες ή γυμνή φλόγα. Να εξακριβώνεται ότι οι φιάλες είναι πάντα πωματισμένες σωστά. Να εξασφαλίζεται ο κατάλληλος εξαερισμός κατά τη χρήση. Να αποφεύγεται η συγκέντρωση ατμών και να απομακρύνεται κάθε πιθανός κίνδυνος πυρκαγιάς, όπως θερμαντικές ή ηλεκτρικές συσκευές που δεν είναι κατασκευασμένες από άφλεκτο υλικό. Εξαιρετικά επιβλαβές μέσω της εισπνοής, διότι μπορεί να βλάψει τα νευρικά κύτταρα. Να αποφεύγεται η εισπνοή των ατμών. Εάν χρειάζεται, να χρησιμοποιείται κατάλληλη αναπνευστική συσκευή. Να αποφεύγεται η επαφή με τους οφθαλμούς και το δέρμα.

4.3.   Αιθυλαιθέρας, χρωματογραφικής καθαρότητας

ΠΡΟΣΟΧΗ – Εξαιρετικά εύφλεκτο και μετρίως τοξικό. Ερεθίζει το δέρμα. Εξαιρετικά επιβλαβές μέσω της εισπνοής. Μπορεί να βλάψει τους οφθαλμούς. Οι επιδράσεις ενδέχεται να εμφανιστούν αργότερα. Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια. Υπάρχει πιθανότητα ανάφλεξης ατμών. Να διατηρείται μακριά από πηγές θερμότητας, σπινθήρες ή γυμνή φλόγα. Να εξακριβώνεται ότι οι φιάλες είναι πάντα πωματισμένες σωστά. Να εξασφαλίζεται ο κατάλληλος εξαερισμός κατά τη χρήση. Να αποφεύγεται η συγκέντρωση ατμών και να απομακρύνεται κάθε πιθανός κίνδυνος πυρκαγιάς, όπως θερμαντικές ή ηλεκτρικές συσκευές που δεν είναι κατασκευασμένες από άφλεκτο υλικό. Να μην εξατμίζεται μέχρι ή σχεδόν μέχρι ξηρού. Ο σχηματισμός υπεροξειδίων είναι δυνατόν να περιοριστεί με την προσθήκη νερού ή κατάλληλου αναγωγικού μέσου. Να μην πίνεται. Να αποφεύγεται η εισπνοή των ατμών. Να αποφεύγεται η παρατεταμένη ή επανειλημμένη επαφή με το δέρμα.

4.4.   κ-επτάνιο, χρωματογραφικής καθαρότητας, ή ισοοκτάνιο

ΠΡΟΣΟΧΗ – Εύφλεκτο. Εξαιρετικά επιβλαβές μέσω της εισπνοής. Να διατηρείται μακριά από πηγές θερμότητας, σπινθήρες ή γυμνή φλόγα. Να εξακριβώνεται ότι οι φιάλες είναι πάντα πωματισμένες σωστά. Να εξασφαλίζεται ο κατάλληλος εξαερισμός κατά τη χρήση. Να αποφεύγεται η εισπνοή των ατμών. Να αποφεύγεται η παρατεταμένη ή επανειλημμένη επαφή με το δέρμα.

4.5.   Πρότυπο διάλυμα αραχιδικού λαυρυλίου (σημείωση 3) σε επτάνιο, συγκέντρωσης 0,05% (m/V) (εσωτερικό πρότυπο για τους κηρούς)

Σημείωση 3:

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται παλμιτικό παλμιτύλιο, στεατικό μυριστύλιο ή λαυρικό αραχιδύλιο.

4.6.   Πρότυπο διάλυμα δεκαεπτανικού μεθυλίου σε επτάνιο, συγκέντρωσης 0,02 % (m/V) (εσωτερικό πρότυπο για τους μεθυλεστέρες και αιθυλεστέρες)

4.7.   Χρωστική Soudan 1 (1-φαινυλαζωναφθόλη-2)

4.8.   Φέρον αέριο: υδρογόνο ή ήλιο, καθαρό, αεριοχρωματογραφικής καθαρότητας

ΠΡΟΣΟΧΗ

Υδρογόνο. Εξαιρετικά εύφλεκτο, υπό πίεση. Να διατηρείται μακριά από πηγές θερμότητας, σπινθήρες, γυμνή φλόγα ή ηλεκτρικές συσκευές που δεν είναι κατασκευασμένες από άφλεκτο υλικό. Να εξακριβώνεται ότι όταν η φιάλη δεν χρησιμοποιείται, η βαλβίδα της είναι κλειστή. Να χρησιμοποιείται πάντα με μειωτήρα πίεσης. Να απελευθερώνεται το ελατήριο του μειωτήρα πριν από το άνοιγμα της βαλβίδας της φιάλης. Να μη στέκεται κανείς μπροστά από το στόμιο εξόδου της φιάλης όταν ανοίγεται η βαλβίδα. Να εξασφαλίζεται ο κατάλληλος εξαερισμός κατά τη χρήση. Να μη μεταφέρεται υδρογόνο από μία φιάλη σε άλλη ούτε να αναμιγνύονται αέρια στη φιάλη. Να εξασφαλίζεται ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο ανατροπής των φιαλών. Να διατηρούνται οι φιάλες μακριά από το ηλιακό φως και από πηγές θερμότητας. Να αποθηκεύονται σε περιβάλλον χωρίς διαβρωτικούς παράγοντες. Να μη χρησιμοποιούνται φιάλες που έχουν υποστεί φθορές ή δεν φέρουν επισήμανση.

Ήλιο. Συμπιεσμένο αέριο υπό υψηλή πίεση. Μειώνει τη διαθέσιμη για την αναπνοή ποσότητα οξυγόνου. Να διατηρείται η φιάλη κλειστή. Να εξασφαλίζεται ο κατάλληλος εξαερισμός κατά τη χρήση. Να μην εισέρχονται άτομα στους χώρους αποθήκευσης εάν δεν εξασφαλίζεται κατάλληλος εξαερισμός. Να χρησιμοποιείται πάντα με μειωτήρα πίεσης. Να απελευθερώνεται το ελατήριο του μειωτήρα πριν από το άνοιγμα της βαλβίδας της φιάλης. Να μη μεταφέρεται αέριο από μία φιάλη σε άλλη. Να εξασφαλίζεται ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο ανατροπής των φιαλών. Να μη στέκεται κανείς μπροστά από το στόμιο εξόδου της φιάλης όταν ανοίγεται η βαλβίδα. Να διατηρούνται οι φιάλες μακριά από το ηλιακό φως και από πηγές θερμότητας. Να αποθηκεύονται σε περιβάλλον χωρίς διαβρωτικούς παράγοντες. Να μη χρησιμοποιούνται φιάλες που έχουν υποστεί φθορές ή δεν φέρουν επισήμανση. Να μην εισπνέεται. Να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τεχνικούς σκοπούς.

4.9.   Βοηθητικά αέρια:

υδρογόνο, καθαρό, αεριοχρωματογραφικής καθαρότητας

αέρας, καθαρός, αεριοχρωματογραφικής καθαρότητας

ΠΡΟΣΟΧΗ

Αέρας. Συμπιεσμένο αέριο υπό υψηλή πίεση. Να χρησιμοποιείται με προσοχή παρουσία εύφλεκτων ουσιών, καθώς η θερμοκρασία αυτανάφλεξης των περισσότερων από τις οργανικές ενώσεις που περιέχει ο αέρας μειώνεται σημαντικά σε συνθήκες υψηλής πίεσης. Να εξακριβώνεται ότι όταν η φιάλη δεν χρησιμοποιείται, η βαλβίδα της είναι κλειστή. Να χρησιμοποιείται πάντα μειωτήρας πίεσης. Να απελευθερώνεται το ελατήριο του μειωτήρα πριν από το άνοιγμα της βαλβίδας της φιάλης. Να μη στέκεται κανείς μπροστά από το στόμιο εξόδου της φιάλης όταν ανοίγεται η βαλβίδα. Να μη μεταφέρεται αέριο από μία φιάλη σε άλλη. ούτε να αναμιγνύονται αέρια στη φιάλη. Να εξασφαλίζεται ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο ανατροπής των φιαλών. Να διατηρούνται οι φιάλες μακριά από το ηλιακό φως και από πηγές θερμότητας. Να αποθηκεύονται σε περιβάλλον χωρίς διαβρωτικούς παράγοντες. Να μη χρησιμοποιούνται φιάλες που έχουν υποστεί φθορές ή δεν φέρουν επισήμανση. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε συσκευές εισπνοής ή αναπνευστικές αέρας που προορίζεται για τεχνικούς σκοπούς.

5.   ΤΡΟΠΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

5.1.   Ετοιμασία της χρωματογραφικής στήλης

Σχηματίζεται εναιώρημα 15 g silica gel (σημείο 4.1) σε κ-εξάνιο (σημείο 4.2), εισάγεται στη στήλη (σημείο 3.2) και αφήνεται προς αυθόρμητη καθίζηση. Η καθίζηση συμπληρώνεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού ταράκτρου, ώστε η χρωματογραφική κλίνη να γίνει πιο ομοιογενής. Διηθούνται μέσω της στήλης 30 ml κ-εξανίου για να απομακρυνθούν οι ενδεχόμενες ξένες προσμείξεις. Ζυγίζονται με ακρίβεια στον αναλυτικό ζυγό (σημείο 3.8) περίπου 500 mg δείγματος μέσα στη φιάλη των 25 ml (σημείο 3.1) και προστίθεται η κατάλληλη ποσότητα εσωτερικού προτύπου (σημείο 4.5), ανάλογα με την εκτιμώμενη περιεκτικότητα σε κηρούς. Για παράδειγμα, προστίθεται 0,1 mg αραχιδικού λαυρυλίου στην περίπτωση του ελαιολάδου, 0,25-0,50 mg στην περίπτωση του πυρηνελαίου και 0,05 mg δεκαεπτανικού μεθυλίου (σημείο 4.6) προκειμένου για ελαιόλαδο.

Το παρασκευαζόμενο με τον τρόπο αυτό δείγμα μεταφέρεται στη χρωματογραφική στήλη με τη βοήθεια δύο ποσοτήτων κ-εξανίου των 2 ml (σημείο 4.2).

Αφήνεται ο διαλύτης να εκρεύσει μέχρι ύψους 1 mm πάνω από την ανώτερη στάθμη του προσροφητικού υλικού. Διηθείται μέσω της στήλης μείγμα κ-εξανίου/αιθυλαιθέρα (99:1) και συλλέγονται 220 ml με ταχύτητα ροής 15 σταγόνων περίπου ανά 10 δευτερόλεπτα. (Το κλάσμα αυτό περιέχει τους μεθυλεστέρες, τους αιθυλεστέρες και τους κηρούς.) (Σημείωση 4) (Σημείωση 5)

Σημείωση 4:

Το μείγμα κ-εξανίου/αιθυλαιθέρα (99:1) πρέπει να είναι πρόσφατο και να παρασκευάζεται καθημερινά.

Σημείωση 5:

Για τον οπτικό έλεγχο της ορθής έκλουσης των κηρών, είναι δυνατόν να προστεθούν στο διάλυμα του δείγματος 100 μl διαλύματος χρωστικής Soudan Ι στο μείγμα έκλουσης σε αναλογία 1 %.

Η τιμή του χρόνου κατακράτησης της χρωστικής αυτής περικλείεται μεταξύ των αντίστοιχων τιμών των κηρών και των τριακυλογλυκερολών. Συνεπώς, όταν το χρώμα φθάσει στον πυθμένα της χρωματογραφικής στήλης, η έκλουση πρέπει να διακοπεί, καθώς έχουν εκλουσθεί όλοι οι κηροί.

Τα λαμβανόμενα με τον τρόπο αυτό κλάσματα εξατμίζονται σε περιστροφικό εξατμιστήρα μέχρι να απομακρυνθεί σχεδόν τελείως ο διαλύτης. Τα εναπομένοντα 2 ml διαλύτη απομακρύνονται με διαβίβαση ασθενούς ρεύματος αζώτου. Το κλάσμα που περιέχει τους μεθυλεστέρες και αιθυλεστέρες συλλέγεται με 2-4 ml κ-επτανίου ή ισοοκτανίου.

5.2.   Αεριοχρωματογραφική ανάλυση

5.2.1.   Προκαταρκτικές εργασίες

Τοποθετείται η στήλη στον αεριοχρωματογράφο (σημείο 3.3) και συνδέεται το άκρο εισόδου με το σύστημα απευθείας εισαγωγής του δείγματος και το άκρο εξόδου με τον ανιχνευτή. Ελέγχεται το όργανο αεριοχρωματογραφίας (λειτουργία των βρόχων των αερίων, απόδοση του συστήματος ανιχνευτή και καταγραφέα κ.λπ.).

Εάν η στήλη χρησιμοποιείται για πρώτη φορά, συνιστάται η ρύθμιση των συνθηκών της. Διαβιβάζεται ασθενές ρεύμα αερίου μέσω της στήλης και έπειτα τίθεται σε λειτουργία το όργανο. Αυξάνεται σταδιακά η θερμοκρασία μέχρι να φθάσει, μετά από 4 ώρες περίπου, τους 350 °C.

Η θερμοκρασία αυτή διατηρείται επί 2 τουλάχιστον ώρες και ύστερα ρυθμίζεται το όργανο στις συνθήκες λειτουργίας (ρύθμιση της ροής των αερίων, αφή της φλόγας, σύνδεση με τον ηλεκτρονικό καταγραφέα (σημείο 3.3.4), ρύθμιση της θερμοκρασίας του κλιβάνου για τη στήλη και του ανιχνευτή κ.λπ.). Καταγράφεται το σήμα με ευαισθησία τουλάχιστον διπλάσια της απαιτούμενης για την ανάλυση. Η γραμμή βάσης (baseline) πρέπει να είναι ευθεία, χωρίς καμία κορυφή, και να μην παρουσιάζει απόκλιση (ολίσθηση).

Ευθύγραμμη αρνητική απόκλιση υποδηλώνει εσφαλμένες συνδέσεις της στήλης, ενώ θετική απόκλιση υποδηλώνει ακατάλληλη ρύθμιση των συνθηκών της στήλης.

5.2.2.   Επιλογή των συνθηκών λειτουργίας για κηρούς και για μεθυλεστέρες και αιθυλεστέρες (σημείωση 6)

Κατά κανόνα, εφαρμόζονται οι ακόλουθες συνθήκες εργασίας:

—   θερμοκρασία της στήλης: 20 °C/min 5 °C/min

80 °C κατά την έναρξη (1′) Image 140 °C Image 335 °C (20)

—   θερμοκρασία του ανιχνευτή: 350 °C,

—   εγχεόμενη ποσότητα: 1 μl του κ-επτανικού διαλύματος (2-4 ml),

—   φέρον αέριο: ήλιο ή υδρογόνο με τη βέλτιστη γραμμική ταχύτητα για το επιλεγμένο αέριο (βλ. προσάρτημα Α),

—   ευαισθησία των οργάνων: κατάλληλη ώστε να πληρούνται οι ανωτέρω όροι.

Σημείωση 6:

Λόγω της υψηλής τελικής θερμοκρασίας, γίνεται δεκτή θετική απόκλιση, η οποία όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10 % της τιμής της πλήρους κλίμακας.

Οι συνθήκες αυτές μπορούν να τροποποιούνται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της στήλης και του αεριοχρωματογράφου, ώστε να επιτυγχάνονται διαχωρισμός όλων των κηρών και των μεθυλεστέρων και αιθυλεστέρων λιπαρών οξέων, ικανοποιητική διαχωριστική ικανότητα (βλέπε σχήματα 2, 3 και 4) και χρόνος κατακράτησης 18 ± 3 λεπτών για το εσωτερικό πρότυπο αραχιδικό λαυρύλιο. Η αντιπροσωπευτικότερη κορυφή των κηρών πρέπει να υπερβαίνει το 60 % της τιμής της πλήρους κλίμακας, ενώ η κορυφή του δεκαεπτανικού μεθυλίου, εσωτερικού προτύπου για τους μεθυλεστέρες και αιθυλεστέρες, πρέπει να φθάνει την τιμή της πλήρους κλίμακας.

Οι παράμετροι ολοκλήρωσης των κορυφών πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να υπολογίζονται σωστά τα εμβαδά των κορυφών που λαμβάνονται υπόψη.

5.3.   Εκτέλεση της ανάλυσης

Λαμβάνονται 10 μl διαλύματος με τη μικροσύριγγα των 10 μl και αποσύρεται το έμβολο της σύριγγας ώστε να εκκενωθεί η βελόνα. Εισάγεται η βελόνα στο σύστημα έγχυσης και μετά από 1 έως 2 δευτερόλεπτα εγχέεται το διάλυμα γρήγορα. Μετά από 5 δευτερόλεπτα περίπου, η βελόνα εξάγεται αργά.

Καταγράφονται οι ενδείξεις του οργάνου μέχρι την πλήρη έκλουση των κηρών ή των στιγμασταδιενίων, ανάλογα με το κλάσμα που υποβάλλεται σε ανάλυση.

Η γραμμή βάσης πρέπει πάντοτε να ανταποκρίνεται στους απαιτούμενους όρους.

5.4.   Ταυτοποίηση των κορυφών

Ταυτοποιούνται οι διάφορες κορυφές βάσει των χρόνων κατακράτησης, με σύγκριση με μείγματα κηρών γνωστών χρόνων κατακράτησης τα οποία υποβλήθηκαν σε ανάλυση στις ίδιες συνθήκες. Οι αλκυλεστέρες ταυτοποιούνται με τη βοήθεια μειγμάτων μεθυλεστέρων και αιθυλεστέρων των κυριότερων λιπαρών οξέων του ελαιολάδου (παλμιτικό και ελαϊκό οξύ).

Στο σχήμα 1 εμφαίνεται χρωματογράφημα των κηρών παρθένου ελαιολάδου. Στα σχήματα 2 και 3 εμφαίνονται τα χρωματογραφήματα δύο εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων του λιανικού εμπορίου, από τα οποία το ένα περιέχει μεθυλεστέρες και αιθυλεστέρες και το άλλο όχι. Στο σχήμα 4 εμφαίνονται τα χρωματογραφήματα ενός εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου κορυφαίας ποιότητας και του ίδιου ελαιολάδου μετά από επιβάρυνση με 20 % αποσμημένου ελαίου.

5.5.   Ποσοτικός προσδιορισμός των κηρών

Υπολογίζονται με τη βοήθεια του ολοκληρωτή τα εμβαδά των κορυφών που αντιστοιχούν στο εσωτερικό πρότυπο αραχιδικό λαυρύλιο και στους αλειφατικούς εστέρες με αριθμό ατόμων άνθρακα C40 έως C46.

Υπολογίζεται η συνολική περιεκτικότητα σε κηρούς, σε mg/kg λίπους, με πρόσθεση των επιμέρους κηρών ως εξής:

Formula

όπου:

Ax

=

το εμβαδόν της κορυφής που αντιστοιχεί σε κάθε εστέρα, σε μονάδες υπολογιστή,

As

=

το εμβαδόν της κορυφής που αντιστοιχεί στο εσωτερικό πρότυπο αραχιδικό λαυρύλιο, σε μονάδες υπολογιστή,

ms

=

η προστιθέμενη μάζα αραχιδικού λαυρυλίου ως εσωτερικού προτύπου, σε χιλιοστόγραμμα,

m

=

η μάζα του λαμβανόμενου για τον προσδιορισμό δείγματος, σε γραμμάρια.

5.5.1.   Ποσοτικός προσδιορισμός των μεθυλεστέρων και αιθυλεστέρων

Υπολογίζονται με τη βοήθεια του ολοκληρωτή τα εμβαδά των κορυφών που αντιστοιχούν στο εσωτερικό πρότυπο δεκαεπτανικό μεθύλιο, στους μεθυλεστέρες των λιπαρών οξέων με αριθμό ατόμων άνθρακα C16 και C18 και στους αιθυλεστέρες των οξέων αυτών.

Υπολογίζεται η περιεκτικότητα σε καθέναν από τους αλκυλεστέρες, σε mg/kg λίπους, ως εξής:

Formula

όπου:

Ax

=

το εμβαδόν της κορυφής που αντιστοιχεί σε κάθε εστέρα C16 και C18, σε μονάδες υπολογιστή,

As

=

το εμβαδόν της κορυφής που αντιστοιχεί στο εσωτερικό πρότυπο δεκαεπτανικό μεθύλιο, σε μονάδες υπολογιστή,

ms

=

η προστιθέμενη μάζα δεκαεπτανικού μεθυλίου ως εσωτερικού προτύπου, σε χιλιοστόγραμμα,

m

=

η μάζα του λαμβανόμενου για τον προσδιορισμό δείγματος, σε γραμμάρια.

6.   ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Αναφέρεται η συνολική περιεκτικότητα στους διάφορους κηρούς C40 έως C46 (σημείωση 7), σε mg/kg λίπους.

Αναφέρεται η συνολική περιεκτικότητα σε μεθυλεστέρες C16 έως C18 και αιθυλεστέρες C16 έως C18 και το άθροισμα των δύο.

Τα αποτελέσματα θα πρέπει να εκφράζονται στο πλησιέστερο mg/kg.

Σημείωση 7:

Τα συστατικά που προσδιορίζονται ποσοτικά αναφέρονται στις κορυφές που αντιστοιχούν σε εστέρες με άρτιο αριθμό ατόμων άνθρακα μεταξύ C40 και C46, κατά το παράδειγμα του χρωματογραφήματος κηρών ελαιολάδου που παρατίθεται στο κατωτέρω σχήμα. Για την ταυτοποίηση, σε περίπτωση διαίρεσης της κορυφής του εστέρα C46, συνιστάται η ανάλυση του κλάσματος κηρών πυρηνελαίου, όπου η κορυφή C46 είναι διακριτή επειδή υπερισχύει εμφανώς.

Αναφέρεται η αναλογία μεταξύ των αιθυλεστέρων και των μεθυλεστέρων.

Σχήμα 1

Παράδειγμα χρωματογραφήματος του κλάσματος κηρών ελαιολάδου  (1)

Image

Σχήμα 2

Μεθυλεστέρες, αιθυλεστέρες και κηροί παρθένου ελαιολάδου

Image

Σχήμα 3

Μεθυλεστέρες, αιθυλεστέρες και κηροί εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου

Image

Σχήμα 4

Τμήμα χρωματογραφήματος ενός εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου και του ίδιου ελαιολάδου μετά από επιβάρυνση με αποσμημένο έλαιο

Image

Προσάρτημα Α

Προσδιορισμός της γραμμικής ταχύτητας αερίου

Εγχέονται 1 έως 3 μl μεθανίου (ή προπανίου) στον αεριοχρωματογράφο, ο οποίος έχει προηγουμένως ρυθμιστεί στις κανονικές συνθήκες λειτουργίας. Χρονομετρείται η διαδρομή του αερίου μέσω της στήλης από την έγχυσή του μέχρι την εμφάνιση της κορυφής (tM).

Η γραμμική ταχύτητα, σε cm/s, δίδεται από τη σχέση L/tM, όπου L το μήκος της στήλης, σε εκατοστόμετρα, και tM ο χρόνος, σε δευτερόλεπτα.

»

(1)  Μετά την έκλουση των εστέρων των στερολών, το χρωματογράφημα δεν πρέπει να παρουσιάζει σημαντικές κορυφές (τριακυλογλυκερόλες).


27.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 23/15


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 62/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Ιανουαρίου 2011

περί εξαιρέσεως των υποδιαιρέσεων ICES 27 και 28.2 από ορισμένες υποχρεώσεις περιορισμού της αλιευτικής προσπάθειας για το 2011, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1098/2007 του Συμβουλίου για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα γάδου της Βαλτικής Θάλασσας και για τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1098/2007 του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα γάδου της Βαλτικής Θάλασσας και για τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 779/97 (1), και ιδίως το άρθρο 29 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τις εκθέσεις που υπέβαλαν η Δανία, η Εσθονία, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Πολωνία και η Σουηδία,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας (ΕΤΟΕΑ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1098/2007 του Συμβουλίου προβλέπονται διατάξεις για τη θέσπιση περιορισμών της αλιευτικής προσπάθειας για τα αποθέματα γάδου της Βαλτικής Θάλασσας.

(2)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1124/2010 του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 2010, περί καθορισμού, για το 2011, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στη Βαλτική Θάλασσα (2), προβλέπεται ο περιορισμός της αλιευτικής προσπάθειας για το 2011 στη Βαλτική Θάλασσα.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, η Επιτροπή μπορεί να εξαιρέσει τις υποδιαιρέσεις 27 και 28.2 από ορισμένες υποχρεώσεις περιορισμού της αλιευτικής προσπάθειας, εφόσον τα αλιεύματα γάδου δεν υπερέβησαν το καθορισμένο όριο κατά την τελευταία περίοδο αναφοράς.

(4)

Έχοντας υπόψη τις εκθέσεις που υπέβαλαν τα κράτη μέλη και τη γνωμοδότηση της ΕΤΟΕΑ, οι υποδιαιρέσεις 27 και 28.2 πρέπει να εξαιρεθούν το 2011 από τις εν λόγω υποχρεώσεις περιορισμού της αλιευτικής προσπάθειας.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1124/2010 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011. Για να εξασφαλιστεί η συνοχή με τον εν λόγω κανονισμό, ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμοστεί αναδρομικά από την προαναφερόμενη ημερομηνία.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) και παράγραφοι 3, 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1098/2007 δεν εφαρμόζονται όσον αφορά τις υποδιαιρέσεις ICES 27 και 28.2 για το έτος 2011.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Ιανουαρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 248 της 22.9.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 318 της 4.12.2010, σ. 1.


27.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 23/16


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 63/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Ιανουαρίου 2011

για τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων σχετικά με τις αιτήσεις παρέκκλισης από τους στόχους για τις ειδικές εκπομπές CO2 σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούρια επιβατικά αυτοκίνητα, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Κοινότητας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 8,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, οι μικροί κατασκευαστές και εκείνοι που απευθύνονται σε εξειδικευμένες αγορές μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για εναλλακτικούς στόχους μείωσης των εκπομπών, οι οποίοι συνδέονται με τις δυνατότητες μείωσης των ειδικών εκπομπών CO2 από τα οχήματα ενός συγκεκριμένου κατασκευαστή, και ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά της αγοράς για τους σχετικούς τύπους αυτοκινήτων.

(2)

Κατά τον καθορισμό των δυνατοτήτων μείωσης των μικρών κατασκευαστών, πρέπει να αξιολογούνται οι οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες του αιτούντος. Για τον σκοπό αυτό, ο αιτών θα πρέπει να παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές του δραστηριότητες, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις τεχνολογίες μείωσης του CO2 που χρησιμοποιούνται στα αυτοκίνητα. Στις πληροφορίες που απαιτούνται περιλαμβάνονται δεδομένα τα οποία είναι άμεσα διαθέσιμα στον αιτούντα και δεν πρέπει να συνεπάγονται πρόσθετο διοικητικό φόρτο.

(3)

Για λόγους συνέπειας μεταξύ του στόχου μείωσης που απαιτείται από τους μικρούς κατασκευαστές και εκείνους που απευθύνονται σε εξειδικευμένες αγορές και για να να μην τεθούν σε μειονεκτική θέση οι μικροί κατασκευαστές που μείωσαν τις μέσες ειδικές τους εκπομπές CO2 πριν από το 2012, οι στόχοι όσον αφορά τις ειδικές εκπομπές CO2 για τους συγκεκριμένους κατασκευαστές πρέπει να συγκρίνονται με τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 του 2007, που λαμβάνεται ως γραμμή βάσης. Όταν δεν υπάρχουν αυτά τα δεδομένα, ο στόχος πρέπει να συγκρίνεται με τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 κατά το επόμενο πλησιέστερο στο 2007 ημερολογιακό έτος.

(4)

Για να ληφθεί υπόψη η περιορισμένη προσφορά προϊόντων ορισμένων μικρών κατασκευαστών και τα συνακόλουθα περιορισμένα περιθώρια καταμερισμού της προσπάθειας μείωσης στον στόλο οχημάτων, θα πρέπει να επιτραπεί στους αιτούντες να επιλέγουν μεταξύ ενός ενιαίου ετήσιου στόχου μείωσης των ειδικών εκπομπών για την περίοδο της παρέκκλισης ή διαφορετικών ετήσιων στόχων, οι οποίοι έχουν ως αποτέλεσμα μείωση από τη γραμμή βάσης του 2007 κατά τη λήξη της περιόδου παρέκκλισης.

(5)

Το άρθρο 11 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, επιτρέπει σε ορισμένους κατασκευαστές που απευθύνονται σε εξειδικευμένες αγορές να επωφεληθούν από εναλλακτικό στόχο ειδικών εκπομπών, ο οποίος είναι κατά 25 % χαμηλότερος από τον μέσο όρο των οικείων ειδικών εκπομπών CO2 του 2007. Όταν δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 ενός κατασκευαστή για το έτος 2007, πρέπει να καθορίζεται ισοδύναμος στόχος ειδικών εκπομπών με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνολογίες μείωσης του CO2 κατά το 2007. Για τον προσδιορισμό των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνολογιών μείωσης των εκπομπών CO2, πρέπει να χρησιμοποιείται ο λόγος της μέγιστης ισχύος προς τη μάζα ενός οχήματος για τη διάκριση μεταξύ των διαφορετικών χαρακτηριστικών της αγοράς για αυτοκίνητα συγκεκριμένης μάζας.

(6)

Για να παρασχεθεί στους μικρούς κατασκευαστές και εκείνους που απευθύνονται σε εξειδικευμένες αγορές σαφής γραμμή βάσης, προκειμένου να τη χρησιμοποιούν στον καθορισμό των στόχων ειδικών εκπομπών, καταρτίστηκε κατάλογος με τους κατασκευαστές και τον μέσο όρο των αντίστοιχων ειδικών εκπομπών CO2 στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2007, μετά από επίσημη διαδικασία διαβούλευσης με τα κράτη μέλη και τα κυριότερα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των ενώσεων αυτοκινητοβιομηχανιών της Ευρώπης (ACEA), της Ιαπωνίας (JAMA) και της Κορέας (KAMA) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μικρών Κατασκευαστών (ESCA).

(7)

Ορισμένες πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονται στην αίτηση παρέκκλισης πρέπει να εξαιρούνται από τη δημοσιοποίηση, όταν η γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών θίγει την προστασία εμπορικών συμφερόντων, κυρίως στην περίπτωση πληροφοριών που αφορούν τον προγραμματισμό προϊόντων του κατασκευαστή, το αναμενόμενο κόστος και τις συνέπειες για την κερδοφορία της εταιρείας. Οι αποφάσεις έγκρισης παρεκκλίσεων θα δημοσιεύονται από την Επιτροπή στο Διαδίκτυο.

(8)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής κλιματικών μεταβολών η οποία συστάθηκε βάσει του άρθρου 9 της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός ορίζει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τους κατασκευαστές προκειμένου να αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 ή 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Επιπροσθέτως των ορισμών των άρθρων 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «αιτών»: κατασκευαστής κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 ή 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009·

β)   «χαρακτηριστικά οχήματος»: οι παράμετροι του οχήματος, μεταξύ των οποίων η μάζα, οι ειδικές του εκπομπές CO2, ο αριθμός θέσεων, οι επιδόσεις του κινητήρα, ο λόγος ισχύος προς μάζα και η ανώτατη ταχύτητα·

γ)   «χαρακτηριστικά της αγοράς»: πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά οχήματος, τις ονομασίες και τις κλίμακες τιμών των αυτοκινήτων που ανταγωνίζονται άμεσα τα οχήματα για τα οποία επιδιώκεται η παρέκκλιση·

δ)   «ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής»: βιομηχανική μονάδα κατασκευής ή συναρμολόγησης η οποία χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τον αιτούντα για την κατασκευή ή συναρμολόγηση καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων αποκλειστικά για τον συγκεκριμένο κατασκευαστή, συμπεριλαμβανομένων, όπου ισχύει, επιβατικών αυτοκινήτων που προορίζονται για εξαγωγή·

ε)   «ίδιο κέντρο σχεδιασμού»: εγκαταστάσεις όπου σχεδιάζεται και αναπτύσσεται το σύνολο του οχήματος και τις οποίες ελέγχει και χρησιμοποιεί αποκλειστικά ο αιτών.

Άρθρο 3

Αίτηση παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009

1.   Οι αιτήσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 υποβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους σύμφωνα με τη μορφή που καθορίζεται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού και περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αιτήσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 υποβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους σύμφωνα με τη μορφή που καθορίζεται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού και περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 4

Πληροφορίες για τα κριτήρια επιλεξιμότητας

1.   Ο αιτών παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας:

α)

πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κατασκευαστή ή της ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών, μαζί με τη σχετική δήλωση που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ·

β)

προκειμένου για κατασκευαστή που υποβάλλει αίτηση παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 ή για ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού ή για μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του ίδιου κανονισμού, τον αριθμό των επιβατικών αυτοκινήτων που ταξινομήθηκαν επίσημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τα τρία ημερολογιακά έτη πριν από την ημερομηνία της αίτησης ή, όταν αυτά τα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα, ένα από τα ακόλουθα:

εκτίμηση, με βάση επαληθεύσιμα στοιχεία, του αριθμού των αυτοκινήτων που ταξινομήθηκαν κατά την περίοδο που αναφέρεται στο στοιχείο β) και για τα οποία υπεύθυνος είναι ο αιτών,

εάν δεν ταξινομήθηκαν αυτοκίνητα κατά την περίοδο που αναφέρεται στο στοιχείο β), τον αριθμό των αυτοκινήτων που ταξινομήθηκαν κατά το τελευταίο ημερολογιακό έτος για το οποίο υπάρχουν τα στοιχεία αυτά.

2.   Όσοι υποβάλλουν αίτηση παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 παρέχουν τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μόνο για το ημερολογιακό έτος που προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης.

Άρθρο 5

Στόχος ειδικών εκπομπών και δυνατότητες μείωσης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009

1.   Ο αιτών παρέχει τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 από τα επιβατικά αυτοκίνητά του που ταξινομήθηκαν το 2007, εκτός εάν ο μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 για το συγκεκριμένο έτος αναφέρεται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού. Όταν οι πληροφορίες αυτές δεν είναι διαθέσιμες, ο αιτών παρέχει τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 των επιβατικών αυτοκινήτων του που ταξινομήθηκαν κατά το επόμενο πλησιέστερο στο 2007 ημερολογιακό έτος.

2.   Ο αιτών παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητές του:

α)

για το ημερολογιακό έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας της αίτησης, τον αριθμό των υπαλλήλων και το μέγεθος των εγκαταστάσεων παραγωγής, σε τετραγωνικά μέτρα·

β)

το λειτουργικό μοντέλο των εγκαταστάσεων παραγωγής, προσδιορίζοντας τις σχεδιαστικές και παραγωγικές δραστηριότητες που διεκπεραιώνονται από τον αιτούντα ή ανατίθενται σε τρίτους·

γ)

σε περίπτωση συνδεδεμένης επιχείρησης, το κατά πόσον οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν από κοινού την τεχνολογία και ποιες δραστηριότητες ανατίθενται σε τρίτους·

δ)

για πέντε ημερολογιακά έτη πριν από την ημερομηνία της αίτησης, τους όγκους πωλήσεων, τον ετήσιο κύκλο εργασιών, τα καθαρά κέρδη και τις δαπάνες για την Ε&Α και, σε περίπτωση συνδεδεμένης επιχείρησης, τις καθαρές ροές προς τη μητρική εταιρεία·

ε)

τα χαρακτηριστικά της αγοράς του·

στ)

τον τιμοκατάλογο για όλες τις εκδόσεις των αυτοκινήτων που πρόκειται να υπαχθούν στην παρέκκλιση κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης, καθώς και τον αναμενόμενο τιμοκατάλογο για τα αυτοκίνητα που προγραμματίζεται να παρουσιαστούν στην αγορά και να καλύπτονται από την παρέκκλιση.

Όταν υποβάλλεται αίτηση από κατασκευαστή που είναι υπεύθυνος για περισσότερα από 100 αυτοκίνητα ετησίως, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο δ) συνοδεύονται από τους επίσημα πιστοποιημένους λογαριασμούς ή πιστοποιούνται από ανεξάρτητο ελεγκτή.

3.   Ο αιτών παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις τεχνολογικές του δυνατότητες:

α)

τον κατάλογο με τις τεχνολογίες μείωσης του CO2 που χρησιμοποιήθηκαν στα επιβατικά του αυτοκίνητα τα οποία διατέθηκαν στην αγορά το 2007 ή, όταν αυτά τα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα, για το επόμενο πλησιέστερο στο 2007 έτος ή, σε περίπτωση κατασκευαστή που προτίθεται να εισέλθει στην αγορά, για το έτος έναρξης εφαρμογής της παρέκκλισης·

β)

τον κατάλογο με τις τεχνολογίες μείωσης του CO2 που χρησιμοποιούνται στα επιβατικά του αυτοκίνητα βάσει του προγράμματος μείωσης εκπομπών και το πρόσθετο κόστος αυτών των τεχνολογιών για κάθε έκδοση οχήματος που καλύπτεται από την αίτηση.

4.   Ανάλογα με τις δικές του δυνατότητες μείωσης των εκπομπών, ο αιτών προτείνει στόχο ειδικών εκπομπών για την περίοδο της παρέκκλισης. Ο αιτών μπορεί επίσης να προτείνει ετήσιους στόχους ειδικών εκπομπών.

Ο στόχος ειδικών εκπομπών ή οι ετήσιοι στόχοι ειδικών εκπομπών καθορίζονται κατά τρόπο ώστε ο μέσος όρος των ειδικών εκπομπών κατά τη λήξη της περιόδου της παρέκκλισης να είναι μειωμένος σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

5.   Ο στόχος ειδικών εκπομπών ή οι ετήσιοι στόχοι ειδικών εκπομπών που προτείνονται από τον αιτούντα σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα μείωσης για τις ειδικές εκπομπές CO2 του νέου στόλου αυτοκινήτων.

Στο πρόγραμμα μείωσης των εκπομπών προσδιορίζονται τα ακόλουθα:

α)

το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής τεχνολογιών μείωσης του CO2 στον στόλο αυτοκινήτων του αιτούντος·

β)

οι εκτιμώμενες ετήσιες ταξινομήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την περίοδο της παρέκκλισης, ο αναμενόμενος μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 και η αναμενόμενη μέση μάζα·

γ)

στην περίπτωση των ετήσιων στόχων ειδικών εκπομπών, η ετήσια βελτίωση των ειδικών εκπομπών CO2 των εκδόσεων οχημάτων για τις οποίες εισάγονται τεχνολογίες μείωσης του CO2.

6.   Η συμμόρφωση του αιτούντος με στόχο ειδικών εκπομπών ή με ετήσιους στόχους ειδικών εκπομπών αξιολογείται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 κάθε έτος κατά την περίοδο της παρέκκλισης.

Άρθρο 6

Στόχος μείωσης για παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009

1.   Ο αιτών παρέχει τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 από τα επιβατικά αυτοκίνητά του που ταξινομήθηκαν το 2007, εκτός εάν ο μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 για το συγκεκριμένο έτος αναφέρεται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο στόχος μείωσης ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 εφαρμόζεται σε σχέση με τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 γραμμής βάσης που καθορίζεται στην παράγραφο 1.

3.   Όταν δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 του κατασκευαστή το 2007, ο αιτών παρέχει πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά οχήματος για όλους τους τύπους αυτοκινήτων που κατασκευάζει, καθώς και τον αριθμό των αυτοκινήτων που κατασκευάζει και τα οποία αναμένει να ταξινομηθούν στην Ένωση κατά το πρώτο έτος της παρέκκλισης. Ο αιτών αναφέρει, για κάθε παραλλαγή αυτοκινήτων, την κατηγορία οχημάτων στην οποία ανήκει μεταξύ εκείνων που καθορίζονται στον πίνακα του παραρτήματος V.

4.   Ο στόχος ειδικών εκπομπών υπολογίζεται ετησίως με βάση τη μείωση κατά 25 % από τη γραμμή βάσης για κάθε κατηγορία οχημάτων που καθορίζεται στο παράρτημα V.

Άρθρο 7

Αξιολόγηση από την Επιτροπή

1.   Εάν η Επιτροπή δεν εγείρει αντιρρήσεις εντός εννέα μηνών από την επίσημη λήψη πλήρους αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 ή το άρθρο 11 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, θεωρείται ότι πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις για εφαρμογή της παρέκκλισης.

Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η αίτηση είναι ελλιπής, ενδέχεται να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες. Εάν οι συμπληρωματικές πληροφορίες δεν υποβληθούν εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο αίτημα, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει την αίτηση. Σε περίπτωση απόρριψης λόγω ελλιπούς αίτησης ή επειδή η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο προτεινόμενος στόχος ειδικών εκπομπών δεν συνάδει με τις δυνατότητες μείωσης του αιτούντος, ο αιτών μπορεί να υποβάλει συμπληρωμένη ή αναθεωρημένη αίτηση παρέκκλισης.

2.   Οι αιτήσεις αποστέλλονται σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή και απευθύνονται στη Γενική Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη διεύθυνση Secretariat General of the European Commission, 1049 Brussels, Belgium, με την ένδειξη «Derogation under Regulation (EC) No 443/2009». Η ηλεκτρονική μορφή αποστέλλεται επίσης στην υπηρεσιακή ηλεκτρονική διεύθυνση που καθορίζεται στο παράρτημα I.

3.   Εάν διαπιστωθεί ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στην αίτηση είναι εσφαλμένες ή ανακριβείς, ανακαλείται η απόφαση έγκρισης παρέκκλισης.

Άρθρο 8

Πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες

1.   Οι αιτούντες που θεωρούν ότι οι υποβαλλόμενες με την αίτηση πληροφορίες δεν πρέπει να γνωστοποιηθούν σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 το δηλώνουν στην αίτηση και αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της διανοητικής ιδιοκτησίας.

2.   Η εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα, η οποία καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), θεωρείται ότι ισχύει για τους ακόλουθους τύπους πληροφοριών:

α)

λεπτομέρειες για το πρόγραμμα μείωσης που αναφέρεται στο άρθρο 5 και, ιδιαίτερα, λεπτομέρειες σχετικά με την ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου προϊόντων του κατασκευαστή·

β)

αναμενόμενες επιπτώσεις των τεχνολογιών μείωσης του CO2 στο κόστος παραγωγής, στις τιμές αγοράς των οχημάτων και στην κερδοφορία της εταιρείας.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Ιανουαρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 49 της 19.2.2004, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Τυποποιημένη μορφή της αίτησης για παρέκκλιση η οποία υποβάλλεται από τους κατασκευαστές που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009

Η ηλεκτρονική μορφή της αίτησης αποστέλλεται στην ακόλουθη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου:

EC-CO2-LDV-IMPLEMENTATION@ec.europa.eu

1.   Επωνυμία, διεύθυνση και αρμόδιος επικοινωνίας για τον κατασκευαστή ή την ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών

Επωνυμίες κατασκευαστή

Ταχυδρομική διεύθυνση

Όνομα αρμοδίου επικοινωνίας

Διεύθυνση ηλ. ταχυδρομείου του αρμοδίου επικοινωνίας

Αριθμός τηλεφώνου του αρμοδίου επικοινωνίας

 

 

 

 

 

2.   Κριτήρια επιλεξιμότητας

2.1.   Είναι ο αιτών μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών;

 ΝΑΙ (επισυνάπτεται η δήλωση που παρατίθεται στο παράρτημα III)

 ΟΧΙ

2.2.   Είναι ο αιτών μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών, αλλά εκμεταλλεύεται ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής και ίδιο κέντρο σχεδιασμού;

 ΝΑΙ (επισυνάπτεται η δήλωση που παρατίθεται στο παράρτημα III, βλ. σημείο 2.3)

 ΟΧΙ (βλ. σημεία 2.4 και 2.5)

2.3.   Αριθμός ταξινομήσεων στην Ένωση, εάν η αίτηση αφορά μη συνδεδεμένο κατασκευαστή ή συνδεδεμένο κατασκευαστή που εκμεταλλεύεται ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής και ίδιο κέντρο σχεδιασμού:

2.3.1.   Επίσημος αριθμός κατά τα τρία ημερολογιακά έτη πριν από την ημερομηνία της αίτησης

Έτος

 

 

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

 

 

2.3.2.   Όταν ο επίσημος αριθμός που αναφέρεται στο σημείο 2.3.1 δεν είναι διαθέσιμος για την περίοδο που αναφέρεται στο ίδο σημείο, εκτίμηση με βάση επαληθεύσιμα στοιχεία

Έτος

 

 

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

 

 

2.3.3.   Όταν τα αριθμητικά στοιχεία των σημείων 2.3.1 και 2.3.2 δεν είναι διαθέσιμα για τη συγκεκριμένη περίοδο, οι αριθμοί για το τελευταίο ημερολογιακό έτος για το οποίο υπάρχουν τα εν λόγω στοιχεία

Έτος

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

2.4.   Εάν η αίτηση αφορά ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών, αναφέρονται τα ακόλουθα:

Επωνυμίες κατασκευαστή

Ταχυδρομική διεύθυνση

Όνομα αρμοδίου επικοινωνίας

Διεύθυνση ηλ. ταχυδρομείου του αρμοδίου επικοινωνίας

Αριθμός τηλεφώνου του αρμοδίου επικοινωνίας

 

 

 

 

 

2.5.   Αριθμός ταξινομήσεων στην Ένωση από ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών, εάν η αίτηση αφορά ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών και ο αιτών δεν εκμεταλλεύεται ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής και ίδιο κέντρο σχεδιασμού:

2.5.1.   Επίσημος αριθμός κατά τα τρία ημερολογιακά έτη πριν από την ημερομηνία της αίτησης

Έτος

 

 

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

 

 

2.5.2.   Όταν ο επίσημος αριθμός που αναφέρεται στο σημείο 2.5.1 δεν είναι διαθέσιμος για την περίοδο που αναφέρεται στο ίδιο σημείο, εκτίμηση με βάση επαληθεύσιμα στοιχεία

Έτος

 

 

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

 

 

2.5.3.   Όταν τα αριθμητικά στοιχεία των σημείων 2.5.1 και 2.5.2 δεν είναι διαθέσιμα για τη συγκεκριμένη περίοδο, ο αριθμός για το τελευταίο ημερολογιακό έτος για το οποίο υπάρχουν τα εν λόγω στοιχεία

Έτος

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

3.   Αιτούμενη διάρκεια της παρέκκλισης

Αριθμός ημερολογιακών ετών (έως πέντε)

 

4.   Πρόταση για στόχο ειδικών εκπομπών ο οποίος υπολογίζεται ως μέσος όρος στόλου οχημάτων για την περίοδο της παρέκκλισης ή για χωριστούς στόχους ειδικών εκπομπών σε περίπτωση ετήσιων μειώσεων (σε g CO2/km)

Έτος

 

 

 

 

 

Στόχος μέσου όρου ειδικών εκπομπών (g CO2/km)

 

 

 

 

 

5.   Πληροφορίες για την εταιρεία

5.1.   Μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 το 2007, εάν δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV (ή, εάν δεν είναι διαθέσιμος, για το επόμενο πλησιέστερο στο 2007 ημερολογιακό έτος)

5.2.   Αριθμός υπαλλήλων κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης

5.3.   Μέγεθος των εγκαταστάσεων παραγωγής, σε τετραγωνικά μέτρα, κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της αίτησης

5.4.   Όγκος πωλήσεων κατά τα πέντε έτη πριν από την ημερομηνία της αίτησης

Έτος

 

 

 

 

 

Όγκος πωλήσεων

 

 

 

 

 

5.5.   Ετήσιος κύκλος εργασιών κατά τα πέντε έτη που προηγούνται της ημερομηνίας της αίτησης

Έτος

 

 

 

 

 

Κύκλος εργασιών

 

 

 

 

 

5.6.   Χαρακτηριστικά της αγοράς

Οι πληροφορίες για προγραμματισμένα προϊόντα τα οποία δεν κυκλοφορούν στην αγορά κατά το χρόνο της αίτησης πρέπει να αναφέρονται στην εμπιστευτική ενότητα της παρούσας αίτησης:

α)

τα χαρακτηριστικά οχήματος·

β)

οι ονομασίες και οι κλίμακες των οχημάτων που βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό κατά το έτος που προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης·

γ)

ο τιμοκατάλογος των οχημάτων που πρόκειται να υπαχθούν στην παρέκκλιση κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης ή κατά το πλησιέστερο στην ημερομηνία της αίτησης έτος.

5.7.   Σύντομη περιγραφή του λειτουργικού μοντέλου των εγκαταστάσεων παραγωγής

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

5.8.   Καθαρά κέρδη κατά τα πέντε έτη πριν από την ημερομηνία της αίτησης

Έτος

 

 

 

 

 

Καθαρό κέρδος

 

 

 

 

 

5.9.   Δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α) κατά τα πέντε έτη πριν από την ημερομηνία της αίτησης

Έτος

 

 

 

 

 

Δαπάνες για Ε&Α

 

 

 

 

 

5.10.   Σε περίπτωση συνδεδεμένων επιχειρήσεων, καθαρές χρηματοοικονομικές ροές προς τη μητρική εταιρεία κατά τα πέντε έτη πριν από την ημερομηνία της αίτησης

Έτος

 

 

 

 

 

Καθαρές ροές

 

 

 

 

 

6.   Λεπτομερή στοιχεία για τα επιβατικά αυτοκίνητα που θα παρουσιαστούν στην ευρωπαϊκή αγορά για τα οποία υπεύθυνος θα είναι ο αιτών

6.1.   Χαρακτηριστικά της αγοράς

6.1.1.   Χαρακτηριστικά οχήματος

6.1.2.   Ονομασίες και κλίμακες τιμών των οχημάτων που βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό κατά το έτος που προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης

6.1.3.   Αναμενόμενος τιμοκατάλογος των οχημάτων που πρόκειται να υπαχθούν στην παρέκκλιση

7.   Τεχνολογικές δυνατότητες του αιτούντος

7.1.   Κατάλογος τεχνολογιών μείωσης του CO2 που εφαρμόστηκαν στον στόλο οχημάτων του αιτούντος το 2007·

7.2.   Όταν ο κατάλογος που αναφέρεται στο σημείο 7.1 δεν είναι διαθέσιμος, ο κατάλογος για το επόμενο πλησιέστερο στο 2007 έτος·

7.3.   Σε περίπτωση που οι αιτούντες προτίθενται να εισέλθουν στην αγορά της Ένωσης, ο κατάλογος που αναφέρεται στο σημείο 7.1 πρέπει να παρέχεται για το πρώτο έτος της παρέκκλισης.

8.   Πρόγραμμα μείωσης του αιτούντος

8.1.   Χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τεχνολογιών μείωσης του CO2 στον στόλο οχημάτων·

8.2.   Αναμενόμενος μέσος όρος για τον στόλο οχημάτων κατά την περίοδο της παρέκκλισης:

8.2.1.   Ταξινομήσεις στην ΕΕ ανά έτος κατά την περίοδο παρέκκλισης

8.2.2.   Αναμενόμενη μέση μάζα των οχημάτων που θα παρουσιαστούν στην αγορά της Ένωσης

8.2.3.   Αναμενόμενος μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 των οχημάτων που θα παρουσιαστούν στην αγορά της Ένωσης

8.3.   Τεχνολογίες μείωσης του CO2 που θα εφαρμοστούν στον στόλο οχημάτων του αιτούντος στο πλαίσιο του προγράμματος μείωσης εκπομπών·

8.4.   Πρόσθετο κόστος των τεχνολογιών που θα εφαρμοστούν στο πλαίσιο του προγράμματος ανά έκδοση οχήματος·

8.5.   Σε περίπτωση ετήσιων στόχων, η ετήσια βελτίωση των ειδικών εκπομπών CO2 των εκδόσεων οχημάτων στις οποίες εισάγονται τεχνολογίες μείωσης του CO2.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Τυποποιημένη μορφή της αίτησης για παρέκκλιση η οποία υποβάλλεται από τους κατασκευαστές που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 11 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009

ΔΙΑΘΕΣΙΜΗ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

1.   Επωνυμία, διεύθυνση και αρμόδιος επικοινωνίας για τον κατασκευαστή ή την ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών

Επωνυμίες κατασκευαστή

Ταχυδρομική διεύθυνση

Όνομα αρμοδίου επικοινωνίας

Διεύθυνση ηλ. ταχυδρομείου του αρμοδίου επικοινωνίας

Αριθμός τηλεφώνου του αρμοδίου επικοινωνίας

 

 

 

 

 

2.   Κριτήρια επιλεξιμότητας

2.1.   Είναι ο αιτών μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών;

 ΝΑΙ (επισυνάπτεται η δήλωση που παρατίθεται στο παράρτημα III, βλ. σημείο 2.3)

 ΟΧΙ (βλ. στοιχείο 2.2)

2.2.   Αριθμός ταξινομήσεων στην Ένωση, εάν η αίτηση αφορά μη συνδεδεμένο κατασκευαστή:

2.2.1.   Επίσημος αριθμός κατά το τελευταίο ημερολογιακό έτος που προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης

Έτος

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

2.2.2.   Όταν ο επίσημος αριθμός που αναφέρεται στο σημείο 2.2.1 δεν είναι διαθέσιμος για την περίοδο που αναφέρεται στο ίδιο σημείο, εκτίμηση με βάση επαληθεύσιμα στοιχεία

Έτος

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

2.2.3.   Όταν τα αριθμητικά στοιχεία των σημείων 2.2.1 και 2.2.2 δεν είναι διαθέσιμα για τη συγκεκριμένη περίοδο, ο αριθμός για το τελευταίο ημερολογιακό έτος για το οποίο υπάρχουν τα εν λόγω στοιχεία

Έτος

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

2.3.   Εάν η αίτηση αφορά ομάδα συνδεδεμένων κατασκευαστών:

2.3.1.   Επωνυμίες των συνδεδεμένων κατασκευαστών

2.3.2.   Αριθμός των ταξινομήσεων στην Ένωση κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης της ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών

Έτος

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

2.3.3.   Όταν ο αριθμός που αναφέρεται στο σημείο 2.3.2 δεν είναι διαθέσιμος, ο αριθμός ή εκτίμηση με βάση επαληθεύσιμα στοιχεία, για το τελευταίο ημερολογιακό έτος για το οποίο υπάρχουν τα εν λόγω στοιχεία

Έτος

 

Αριθμός ταξινομήσεων ΕΕ

 

3.   Λεπτομερή στοιχεία για τα επιβατικά αυτοκίνητα για τα οποία υπεύθυνος είναι ο αιτών

Οι πληροφορίες για προγραμματισμένα προϊόντα τα οποία δεν κυκλοφορούν στην αγορά κατά το χρόνο της αίτησης πρέπει να αναφέρονται στην εμπιστευτική ενότητα της παρούσας αίτησης.

3.1.   Μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 το 2007, εάν δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού

3.2.   Εάν τα στοιχεία για το 2007 δεν είναι διαθέσιμα, τα ακόλουθα:

α)

Ταξινομήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή εκτίμηση με βάση επαληθεύσιμα στοιχεία, εάν δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία κατά τον χρόνο της αίτησης, για το πλησιέστερο στο 2007 ημερολογιακό έτος

β)

Τα χαρακτηριστικά οχήματος για όλους τους τύπους αυτοκινήτων

γ)

Ο κατάλογος των αυτοκινήτων, ομαδοποιημένων κατά κατηγορία οχήματος που παρατίθεται στο παράρτημα V.

4.   Στόχος μείωσης των ειδικών εκπομπών κατά 25 % από τη γραμμή βάσης του 2007

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

5.   Λεπτομερή στοιχεία για τα επιβατικά αυτοκίνητα που θα παρουσιαστούν στην αγορά της Ένωσης από τον αιτούντα (αφορά τους κατασκευαστές που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV)

5.1.   Χαρακτηριστικά οχήματος για όλα τα αυτοκίνητα

5.2.   Κατάλογος των αυτοκινήτων, ομαδοποιημένων κατά κατηγορία οχήματος που παρατίθεται στο παράρτημα V

5.3.   Αναμενόμενες ταξινομήσεις οχημάτων στην ΕΕ κατά το πρώτο έτος της παρέκκλισης


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Τυποποιημένη μορφή της δήλωσης στην οποία αναφέρεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009

Δηλώνω ότι είμαι νομίμως εξουσιοδοτημένος(–η) να εκπροσωπώ την [επωνυμία] (ο κατασκευαστής) που υποβάλλει αίτηση παρέκκλισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, και δεν είναι μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού. Εξ όσων γνωρίζω, η [επωνυμία] (ο κατασκευαστής) πληροί τις προϋποθέσεις υποβολής αίτησης παρέκκλισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, οι δε πληροφορίες που περιέχονται στην αίτηση είναι αληθείς και ακριβείς. Πληροφορίες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της [επωνυμία] (του κατασκευαστή) επισυνάπτονται σε παράρτημα.

Υπογραφή

Ημερομηνία

Διευθυντής της [κατασκευαστής]

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή άρθρο 11 παράγραφος 4 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009

Δηλώνω ότι είμαι νομίμως εξουσιοδοτημένος(–η) να εκπροσωπώ την [επωνυμία] (ο κατασκευαστής) που υποβάλλει αίτηση παρέκκλισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 [παράγραφος 1] [παράγραφος 4] (1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, και είναι μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού. Εξ όσων γνωρίζω, η [επωνυμία] (ο κατασκευαστής) πληροί τις προϋποθέσεις υποβολής αίτησης παρέκκλισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 [παράγραφος 1] [παράγραφος 4] (1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, οι δε πληροφορίες που περιέχονται στην αίτηση είναι αληθείς και ακριβείς. Πληροφορίες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της [επωνυμία] (του κατασκευαστή) επισυνάπτονται σε παράρτημα.

Υπογραφή

Ημερομηνία

Διευθυντής της [κατασκευαστής]

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009

Δηλώνω ότι είμαι νομίμως εξουσιοδοτημένος(–η) να εκπροσωπώ την [επωνυμία] (ο κατασκευαστής) που υποβάλλει αίτηση για παρέκκλιση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, και η οποία είναι μέλος ομάδας συνδεδεμένων κατασκευαστών, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, αλλά εκμεταλλεύεται ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής και ίδιο κέντρο σχεδιασμού, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 000 της Επιτροπής. Εξ όσων γνωρίζω, η [επωνυμία] (ο κατασκευαστής) πληροί τις προϋποθέσεις υποβολής αίτησης παρέκκλισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009, οι δε πληροφορίες που περιέχονται στην αίτηση είναι αληθείς και ακριβείς. Πληροφορίες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της [επωνυμία] (του κατασκευαστή) επισυνάπτονται σε παράρτημα.

Υπογραφή

Ημερομηνία

Διευθυντής της [κατασκευαστής]


(1)  Προσδιορίζεται η εφαρμοστέα παράγραφος.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Λίστα με τον μέσο όρο των ειδικών εκπομπών CO2 το 2007 ανά κατασκευαστή

Κατασκευαστής

Μέσος όρος εκπομπών [g/km]

AIXAM

164,000

ALPINA

219,932

AM GENERAL

357,000

ASTON MARTIN

377,860

AUDI

184,752

AUSTIN

450,000

AUTOMOBILES DANGEL

153,000

AVTOVAZ

216,632

BEAUFORD

208,000

BENTLEY

411,664

BMW

171,684

BRABUS

246,000

BRONTO

233,000

BUGATTI

577,667

CATERHAM

236,088

CHRYSLER

226,141

CITROEN

142,536

DACIA

154,650

DAIHATSU

153,070

DAIMLER

182,524

DIAMOND

260,000

DONKERVOORT

194,000

DR MOTOR COMPANY

193,048

FERRARI

434,860

FIAT

141,496

FORD

149,343

FUJI HEAVY INDUSTRIES

219,488

GEELY

183,000

GENERAL MOTORS

159,604

GM DAEWOO

160,071

GUMPERT

342,000

GWM

253,480

HC&E

220,000

HONDA

157,613

HYUNDAI

162,046

ISUZU

176,133

IVECO

224,770

JAGUAR

208,219

KIA

157,239

LAMBORGHINI

424,087

LAND ROVER

250,399

LOTUS

208,399

MAGYAR SUZUKI

156,280

MASERATI

354,687

MAZDA

172,568

MG

186,801

MICHALAK

117,000

MICROCAR

178,000

MITSUBISHI

174,649

MK SPORTSCARS

117,000

MORGAN

202,324

NETHERLANDS CAR

141,061

NISSAN

168,408

OPEL

153,699

OSV

135,915

PERODUA

138,135

PEUGEOT

142,205

PGO

201,767

PILGRIM

193,000

PORSCHE

287,710

PROTON

155,185

QUADZILLA

176,000

QUATTRO

290,774

RENAULT

146,893

ROLLS ROYCE

394,526

ROVER

188,399

RUF

327,000

SAAB

190,444

SALVADOR CAETANO

224,000

SANTANA

165,965

SEAT

151,184

SHUANGHUAN

270,000

SKODA

149,387

SOVAB

233,822

SSANGYONG

223,430

SUZUKI

166,012

TATA

168,310

TIGER

244,000

TOYOTA

150,634

TVR

397,500

UAZ

314,000

VM

185,000

VOLKSWAGEN

162,152

VOLVO

189,616

WIESMANN

310,000


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Εκπομπές γραμμής βάσης με κριτήριο τη βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία το 2007 και στόχος μείωσης των ειδικών εκπομπών CO2 κατά 25 % για κάθε κατηγορία οχημάτων

Κατηγορία οχημάτων

Κατηγορία (1) μάζας

Κατηγορία λόγου ισχύος προς μάζα

Εκπομπές γραμμής βάσης [g/km]

Στόχος για το CO2 [g/km]

1

1

χαμηλή

108

81

2

1

μεσαία

118

89

3

1

υψηλή

153

115

4

2

χαμηλή

119

89

5

2

μεσαία

138

104

6

2

υψηλή

153

115

7

3

χαμηλή

121

91

8

3

μεσαία

136

102

9

3

υψηλή

150

113

10

4

χαμηλή

131

98

11

4

μεσαία

144

108

12

4

υψηλή

162

122

13

5

χαμηλή

147

110

14

5

μεσαία

152

114

15

5

υψηλή

179

134

Οι κατηγορίες μάζας αντιστοιχούν στις ακόλουθες τιμές (με στρογγυλοποίηση στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό):

Κατηγορία μάζας

Εύρος [kg]

1

0-1 225 kg

2

1 226-1 375 kg

3

1 376-1 475 kg

4

1 476-1 625 kg

5

1 626+ kg

Οι κατηγορίες λόγου ισχύος προς μάζα αντιστοιχούν στις ακόλουθες τιμές (με στρογγυλοποίηση στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό):

Κατηγορία λόγου ισχύος προς μάζα

Εύρος [W/kg]

Χαμηλή

0-65 W/kg

Μεσαία

66-85 W/kg

Υψηλή

86+


(1)  Η μάζα σε κατάσταση λειτουργίας, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009.


27.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 23/29


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 64/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Ιανουαρίου 2011

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 27 Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Ιανουαρίου 2011.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

José Manuel SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ’ αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

JO

78,3

MA

59,8

TN

100,1

TR

102,1

ZZ

85,1

0707 00 05

EG

182,1

JO

84,0

TR

101,4

ZZ

122,5

0709 90 70

MA

57,2

TR

121,1

ZZ

89,2

0709 90 80

EG

66,7

ZZ

66,7

0805 10 20

AR

41,5

BR

41,5

EG

56,5

MA

57,1

TN

75,2

TR

69,0

ZA

41,5

ZZ

54,6

0805 20 10

IL

217,9

MA

70,8

TR

79,6

ZZ

122,8

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

CN

69,9

IL

67,5

JM

94,5

MA

110,1

PK

51,5

TR

70,4

ZZ

77,3

0805 50 10

AR

45,3

TR

57,2

UY

45,3

ZZ

49,3

0808 10 80

AR

78,5

CA

88,5

CL

81,7

CN

90,8

MK

46,1

NZ

78,5

US

137,9

ZZ

86,0

0808 20 50

CN

48,5

US

127,1

ZA

85,5

ZZ

87,0


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


IV Πράξεις θεσπισθείσες πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, της συνθήκης ΕΕ και της συνθήκης Ευρατόμ

27.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 23/31


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 191/09/COL

της 22ας Απριλίου 2009

για εβδομηκοστή τροποποίηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών διατάξεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μέσω της εισαγωγής ενός νέου κεφαλαίου σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον τραπεζικό τομέα του ΕΟΧ

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (1),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3), και ιδίως το άρθρο 24 και το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή εφαρμόζει τις διατάξεις της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή εκδίδει ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές για θέματα τα οποία ρυθμίζονται στη συμφωνία για τον ΕΟΧ, εφόσον τούτο προβλέπεται ρητά από την εν λόγω συμφωνία ή από τη συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου ή εφόσον το κρίνει αναγκαίο η Αρχή,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων οι οποίοι θεσπίστηκαν από την Αρχή στις 19 Ιανουαρίου 1994 (4),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, στις 25 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής «Επιτροπή των ΕΚ») εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα (5),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η εν λόγω ανακοίνωση παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η ενιαία εφαρμογή των κανόνων του ΕΟΧ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις πρέπει να εξασφαλίζεται σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το σημείο ΙΙ του τμήματος «ΓΕΝΙΚΑ», που βρίσκεται στο τέλος του παραρτήματος ΧV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Αρχή εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή, πράξεις αντίστοιχες με αυτές που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΑΦΟΥ συμβουλεύθηκε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι η Αρχή συμβουλεύθηκε τα κράτη ΕΖΕΣ επί του θέματος με επιστολή της 9ης Απριλίου 2009,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι κατευθυντήριες γραμμές τροποποιούνται μέσω της εισαγωγής ενός νέου κεφαλαίου σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον τραπεζικό τομέα του ΕΟΧ. Το νέο αυτό κεφάλαιο προσαρτάται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Ισλανδίας, στο Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν και στο Βασίλειο της Νορβηγίας.

Άρθρο 3

Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα της παρούσας απόφασης είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 22 Απριλίου 2009.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Per SANDERUD

Πρόεδρος

Kurt JÄGER

Μέλος του Σώματος


(1)  Εφεξής «η Αρχή».

(2)  Στο εξής καλούμενη συμφωνία για τον ΕΟΧ.

(3)  Εφεξής «συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου».

(4)  Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και Δικαστηρίου, που εγκρίθηκαν και εκδόθηκαν από την Αρχή στις 19 Ιανουαρίου 1994, δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η ΕΕ) L 231 της 3.9.1994, σ. 1 και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 32 της 3.9.1994, σ. 1. Οι κατευθυντήριες γραμμές τροποποιήθηκαν τελευταία στις 22 Απριλίου 2009. Εφεξής «Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις». Το ενοποιημένο κείμενο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της Αρχής στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/state-aid/legal-framework/state-aid-guidelines/

(5)  Δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 72 της 26.3.2009, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΜΕΙΩΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΕΟΧ  (1)

1.   Εισαγωγή

(1)

Από τα μέσα του 2007, η λειτουργία των πιστωτικών αγορών χονδρικής παρουσίασε σοβαρές διαταραχές. Αποτέλεσμα ήταν η διάβρωση της ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και η απροθυμία των τραπεζών να χορηγούν δάνεια μεταξύ τους καθώς και προς την ευρύτερη οικονομία. Καθώς η διαταραχή των πιστωτικών αγορών εντάθηκε τους δεκαοκτώ τελευταίους μήνες, η χρηματοπιστωτική κρίση οξύνθηκε και η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε βαθιά ύφεση.

(2)

Είναι δύσκολο να προβλεφθεί η διευθέτηση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας χωρίς να εξασφαλιστεί η σταθερότητα του τραπεζικού κλάδου και του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μόνο τότε θα επανέλθει η εμπιστοσύνη των επενδυτών και θα αποκατασταθεί η κανονική δανειοδοτική συμπεριφορά των τραπεζών. Κατά συνέπεια, τα κράτη ΕΟΧ θέσπισαν μέτρα για τη στήριξη της σταθερότητας των τραπεζικών τους κλάδων και την ενίσχυση της δανειοδοσίας, όπως η εισφορά νέων κεφαλαίων με τη χρήση δημοσίων πόρων και η χορήγηση κρατικών εγγυήσεων για τις δανειοληπτικές πράξεις των τραπεζών.

(3)

Ορισμένα κράτη ΕΟΧ έκαναν γνωστή την πρόθεσή τους να συμπληρώσουν τα υφιστάμενα μέτρα στήριξης παρέχοντας κάποια μορφή αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους οι τράπεζες. Οι εξαγγελίες αυτές, παράλληλα με παρόμοια πρωτοβουλία στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκάλεσαν μια γενικότερη συζήτηση εντός του ΕΟΧ για τα πλεονεκτήματα μιας αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία ως κρατικού μέτρου στήριξης των τραπεζών. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτή, η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αντιστοιχεί στο παρόν κεφάλαιο των κατευθυντήριων γραμμών της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, καταρτίσθηκε από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και βασίζεται στις συστάσεις που εξέδωσε τις 5 Φεβρουαρίου 2009 το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών (Ευρωσύστημα) (βλέπε παράρτημα 1).

(4)

Το παρόν κεφάλαιο εστιάζεται σε θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τα κράτη ΕΖΕΣ κατά την εξέταση, το σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Σε γενικό επίπεδο, σε αυτά τα θέματα περιλαμβάνεται το σκεπτικό της αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία ως μέτρου για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τη στήριξη της δανειοδοτικής δραστηριότητας των τραπεζών· οι πιο μακροπρόθεσμες παράμετροι της βιωσιμότητας του τραπεζικού τομέα και της διατηρησιμότητας των δημοσίων οικονομικών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν εξετάζεται η προοπτική θέσπισης μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία· και η ανάγκη μιας κοινής και συντονισμένης προσέγγισης εντός του ΕΟΧ σχετικά με τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, και ιδίως η εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσέγγισης ΕΟΧ, το παρόν κεφάλαιο παρέχει επίσης πιο ειδική καθοδήγηση σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, με ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα όπως i) οι υποχρεώσεις διαφάνειας και γνωστοποίησης· ii) ο επιμερισμός των βαρών μεταξύ του κράτους, των μετόχων και των πιστωτών· iii) η ευθυγράμμιση των κινήτρων που παρέχονται στους δικαιούχους με τους στόχους της δημόσιας πολιτικής · iv) οι αρχές που διέπουν το σχεδιασμό μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία σε σχέση με την επιλεξιμότητα, την εκτίμηση της αξίας και τη διαχείριση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων και v) η σχέση μεταξύ των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, άλλων κρατικών μέτρων στήριξης και της αναδιάρθρωσης των τραπεζών.

2.   Η αρωγή για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία ως μέτρο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τη στήριξη της δανειοδοτικής δραστηριότητας των τραπεζών

(5)

Οι δέσμες των μέτρων διάσωσης που εξήγγειλαν τα κράτη ΕΟΧ το 2008 είχαν ως άμεσο στόχο τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τη στήριξη της παροχής πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Είναι πολύ νωρίς για την άντληση οριστικών συμπερασμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους, αλλά είναι σαφές ότι αποσόβησαν τον κίνδυνο της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης και στήριξαν τη λειτουργία σημαντικών διατραπεζικών αγορών. Από την άλλη πλευρά, η εξέλιξη της δανειοδότησης προς την πραγματική οικονομία αφότου ανακοινώθηκαν οι δέσμες μέτρων δεν ήταν ευνοϊκή, και οι πρόσφατες στατιστικές δείχνουν σφοδρή επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης (2). Σε πολλά κράτη ΕΟΧ, αναφέρονται όλο και περισσότερες περιπτώσεις επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν άρνηση πρόσβασης σε τραπεζικές πιστώσεις και φαίνεται ότι η πιστωτική στενότητα υπερβαίνει τις δικαιολογημένες επιπτώσεις των κυκλικών παραγόντων.

(6)

Σημαντικός λόγος για την ανεπαρκή ροή πιστώσεων διαπιστώθηκε ότι είναι η αβεβαιότητα σχετικά με την εκτίμηση της αξίας και τη θέση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, που αποτελεί πηγή προβλημάτων για τον τραπεζικό τομέα από την έναρξη της κρίσης. Η αβεβαιότητα σχετικά με την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων συνέχισε όχι μόνο να υπονομεύει την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα, αλλά εξασθένισε τα αποτελέσματα των μέτρων κρατικής στήριξης που ελήφθησαν μέχρι στιγμής. Παραδείγματος χάρη, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών εξασφάλισε προστασία κατά της απομείωσης της αξίας περιουσιακών στοιχείων, αλλά μεγάλο μέρος των χορηγηθέντων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας απορροφήθηκε από τις τράπεζες για δημιουργία αποθεματικών έναντι μελλοντικών απομειώσεων της αξίας περιουσιακών στοιχείων. Οι τράπεζες έλαβαν ήδη μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων. Κατέγραψαν σημαντικές απομειώσεις της αξίας των περιουσιακών στοιχείων (3), έλαβαν μέτρα για τον περιορισμό των υπολοίπων ζημιών με αναταξινόμηση των περιουσιακών στοιχείων εντός των ισολογισμών τους και σταδιακά έθεσαν κατά μέρος πρόσθετα κεφάλαια για να ενισχύσουν τη φερεγγυότητά τους. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν επιλύθηκε σε επαρκή βαθμό και το απροσδόκητο βάθος της οικονομικής επιβράδυνσης δείχνει τώρα μια μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων.

(7)

Τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν άμεσα το πρόβλημα της αβεβαιότητας σχετικά με την ποιότητα των τραπεζικών ισολογισμών και συνεπώς θα συμβάλουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό κλάδο. Επίσης θα βοηθήσουν στην αποφυγή του κινδύνου επαναλαμβανόμενων γύρων ανακεφαλαιοποιήσεων τραπεζών καθώς αυξάνονται οι απομειώσεις της αξίας περιουσιακών στοιχείων μέσα στην επιδεινούμενη κατάσταση της πραγματικής οικονομίας. Στη βάση αυτή, διάφορα κράτη ΕΟΧ μελετούν επισταμένως το ενδεχόμενο χορήγησης βοήθειας για απομειωμένης αξίας τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία ως συμπλήρωμα άλλων μέτρων.

3.   Πιο μακροπρόθεσμες παράμετροι: Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας του τραπεζικού τομέα και της διατηρησιμότητας των δημοσίων οικονομικών

(8)

Τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν με τρόπο που επιτυγχάνει αποτελεσματικότερα τους άμεσους στόχους της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και στήριξης της δανειοδοτικής δραστηριότητας των τραπεζών. Ένα σημαντικό θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε αυτό το πλαίσιο είναι να εξασφαλιστεί επαρκής συμμετοχή στα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία με τον καθορισμό των κατάλληλων τιμών και όρων και με την υποχρεωτική συμμετοχή εφόσον κριθεί αναγκαία. Ωστόσο, το κέντρο βάρους κατά το σχεδιασμό και την εφαρμογή των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε αυτούς τους άμεσους στόχους. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να λαμβάνονται επίσης υπόψη και πιο μακροπρόθεσμες παράμετροι.

(9)

Εάν τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία δεν εφαρμοστούν κατά τρόπο που να αποκλείεται ο κίνδυνος σοβαρών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών (τόσο εντός των κρατών ΕΖΕΣ όσο και σε διασυνοριακό επίπεδο) σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, περιλαμβανομένης της αναδιάρθρωσης των δικαιούχων στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητο, το αποτέλεσμα θα είναι ένας διαρθρωτικά ασθενέστερος τραπεζικός κλάδος στον ΕΟΧ με αρνητικές επιπτώσεις για το παραγωγικό δυναμικό της ευρύτερης οικονομίας. Επιπλέον, θα οδηγούσε σε συνεχείς ανάγκες κρατικών παρεμβάσεων στον κλάδο, με αποτέλεσμα σταδιακά μεγαλύτερη επιβάρυνση για τα δημόσια οικονομικά. Αυτοί οι κίνδυνοι είναι σοβαροί λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα των ανοιγμάτων που αναλαμβάνει το δημόσιο. Προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος τέτοιων μακροπρόθεσμων επιβλαβών αποτελεσμάτων, οι κρατικές παρεμβάσεις στον τραπεζικό κλάδο θα πρέπει να είναι κατάλληλα στοχοθετημένες και να συνοδεύονται από διασφαλίσεις σε επίπεδο συμπεριφοράς με τις οποίες τα κίνητρα των τραπεζών θα ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της δημόσιας πολιτικής. Τα μέτρα αυτά πρέπει να αποτελούν μέρος μιας συνολικής προσπάθειας για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του τραπεζικού κλάδου, που θα στηρίζεται στην απαραίτητη αναδιάρθρωσή του. Η ανάγκη αναδιάρθρωσης του τραπεζικού κλάδου ως αντίβαρο της κρατικής στήριξης εξετάζεται αναλυτικότερα στο πλαίσιο των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στις ενότητες 5 και 6 στη συνέχεια του παρόντος εγγράφου.

(10)

Κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, τα κράτη ΕΖΕΣ είναι επίσης σημαντικό να λαμβάνουν υπόψη το δημοσιονομικό πλαίσιο. Οι εκτιμήσεις των συνολικών αναμενόμενων απομειώσεων περιουσιακών στοιχείων υποδηλώνουν ότι το δημοσιονομικό κόστος —πραγματικό, ενδεχόμενο ή αμφότερα— των μέτρων αυτών μπορεί να είναι σημαντικό, τόσο σε απόλυτους όρους όσο και σε σχέση με το ΑΕΠ στα κράτη ΕΖΕΣ. Η κρατική στήριξη μέσω μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία (και άλλων μέτρων) δεν θα πρέπει να φθάνει σε τέτοια κλίμακα ώστε να προκαλεί προβλήματα για τη διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών όπως υπερχρέωση ή προβλήματα χρηματοδότησης. Αυτές οι παράμετροι είναι ιδιαίτερα σημαντικές στο παρόν πλαίσιο διευρυνόμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αυξανόμενου δημοσίου χρέους και προκλήσεων όσον αφορά την έκδοση κρατικών χρεογράφων.

(11)

Ειδικότερα, η δημοσιονομική κατάσταση των κρατών ΕΖΕΣ θα αποτελέσει σημαντική παράμετρο για την επιλογή του τρόπου διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων που θα αποτελέσουν αντικείμενο των μέτρων, είτε πρόκειται για αγορά, ασφάλιση ή ανταλλαγή (swap) περιουσιακών στοιχείων, είτε για άλλο υβριδικό συνδυασμό (4). Οι επιπτώσεις στη δημοσιονομική αξιοπιστία μπορεί να μην διαφέρουν αισθητά για τις διάφορες προσεγγίσεις όσον αφορά τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, καθώς οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πιθανό ότι θα προεξοφλήσουν τις πιθανές ζημίες σε παρόμοια βάση (5). Ωστόσο, μια προσέγγιση που θα απαιτούσε την οριστική αγορά περιουσιακών στοιχείων μειωμένης αξίας θα είχε πιο άμεσες επιπτώσεις στους δημοσιονομικούς δείκτες και στις κρατικές χρηματοδοτήσεις. Ενώ η επιλογή του τρόπου διαχείρισης των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων αποτελεί ευθύνη του κάθε κράτους ΕΖΕΣ, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο υβριδικών προσεγγίσεων μέσω των οποίων τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία απομακρύνονται από τον ισολογισμό των τραπεζών και αναλαμβάνονται από χωριστή οντότητα (είτε εντός είτε εκτός των τραπεζών) με την παροχή κάποιας μορφής κρατικής εγγύησης. Μια τέτοια προσέγγιση είναι ελκυστική δεδομένου ότι προσφέρει πολλά από τα οφέλη της προσέγγισης με τη μορφή αγοράς περιουσιακών στοιχείων από πλευράς αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, ενώ περιορίζονται οι άμεσες δημοσιονομικές επιπτώσεις.

(12)

Λαμβάνοντας υπόψη τη στενότητα των δημοσιονομικών πόρων, μπορεί να είναι σκόπιμο να εστιαστούν τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία σε περιορισμένο αριθμό τραπεζών συστημικής σημασίας. Ορισμένα κράτη ΕΖΕΣ διαθέτουν ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για τη θέσπιση μέτρων αρωγής υπέρ των τραπεζών, λόγω των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών και/ή του μεγέθους των ισολογισμών των τραπεζών τους σε σχέση με το ΑΕΠ.

4.   Ανάγκη μιας κοινής και συντονισμένης προσέγγισης εντός του ΕΟΧ

(13)

Κατά την εξέταση της μορφής που θα λάβουν τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, είναι απαραίτητο να εναρμονιστούν οι άμεσοι στόχοι της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ενίσχυσης του τραπεζικού δανεισμού με την ανάγκη αποφυγής πιο μακροπρόθεσμων επιβλαβών αποτελεσμάτων στον τραπεζικό κλάδο εντός του ΕΟΧ, στην αγορά του ΕΟΧ και στην ευρύτερη οικονομία. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να επιτευχθεί η εναρμόνιση αυτή είναι να υιοθετηθεί μια κοινή συντονισμένη προσέγγιση εντός του ΕΟΧ, με τους εξής γενικούς στόχους:

Τόνωση της εμπιστοσύνης στην αγορά αποδεικνύοντας την ικανότητα να δοθεί μια αποτελεσματική απάντηση σε επίπεδο ΕΟΧ στη χρηματοπιστωτική κρίση και δημιουργώντας τα περιθώρια επίτευξης θετικών δευτερογενών αποτελεσμάτων στα κράτη ΕΟΧ και στις ευρύτερες χρηματοπιστωτικές αγορές.

Περιορισμός των αρνητικών δευτερογενών αποτελεσμάτων μεταξύ των κρατών ΕΟΧ, εφόσον η θέσπιση μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία από ένα κράτος ΕΟΧ που αναλαμβάνει πρώτο μια τέτοια πρωτοβουλία ασκεί πιέσεις στα άλλα κράτη μέλη να ακολουθήσουν, με κίνδυνο να εξωθούνται τα άλλα κράτη ΕΟΧ σε αγώνα επιχορηγήσεων.

Προστασία της αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του ΕΟΧ εξασφαλίζοντας συνεκτικότητα μεταξύ των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία που θεσπίζονται από τα κράτη ΕΟΧ και εμποδίζοντας τον χρηματοπιστωτικό προστατευτισμό.

Εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και τυχόν άλλες κανονιστικές υποχρεώσεις με την περαιτέρω εξασφάλιση της συνεκτικότητας μεταξύ των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, και ελαχιστοποιώντας τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και τον ηθικό κίνδυνο.

(14)

Ο συντονισμός μεταξύ κρατών ΕΟΧ θα είναι απαραίτητος μόνο σε ένα γενικό επίπεδο και μπορεί να επιτευχθεί διατηρώντας συγχρόνως επαρκή βαθμό ευελιξίας για την προσαρμογή των μέτρων στις ειδικές ανάγκες των επιμέρους τραπεζών. Αν δεν υπάρχει επαρκής ex ante συντονισμός, πολλοί από αυτούς τους στόχους θα μπορέσουν να επιτευχθούν μόνο με πρόσθετες ex post απαιτήσεις ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Συνεπώς, οι κοινές κατευθύνσεις όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία θα συμβάλουν στην ελαχιστοποίηση της ανάγκης διορθώσεων και προσαρμογών που θα καταστούν απαραίτητες μετά από εκτίμηση βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Αυτές οι κατευθύνσεις παρέχονται στις ενότητες που ακολουθούν.

5.   Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία

(15)

Αποτελεί πάγια υποχρέωση των τραπεζών να προβαίνουν σε εκτίμηση κινδύνων όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτούν και να αναλαμβάνουν την κάλυψη των τυχόν συνακόλουθων ζημιών (6). Ωστόσο, τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τα δημόσια μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία είναι κρατικές ενισχύσεις στο μέτρο που απαλλάσσουν τη δικαιούχο τράπεζα (ή της παρέχουν κατάλληλη αντιστάθμιση) από την ανάγκη είτε να καταχωρίσει ζημία είτε να συστήσει αποθεματικά για πιθανή ζημία όσον αφορά τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει και/ή ελευθερώνουν για άλλες χρήσεις κεφάλαια που είναι υποχρεωτικά βάσει των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Αυτό θα συνέβαινε ιδίως στην περίπτωση που τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία αγοράζονται ή ασφαλίζονται σε τιμή υψηλότερη της αγοραίας τιμής, ή εάν η τιμή της εγγύησης δεν παρέχει την απαιτούμενη αντιστάθμιση στο κράτος για την πιθανή μέγιστη υποχρέωση που αναλαμβάνει βάσει της εγγύησης (7).

(16)

Ωστόσο, κάθε ενίσχυση με σκοπό την αρωγή για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις γενικές αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της ελαχιστοποίησης των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Μια τέτοια στήριξη συνεπάγεται σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ δικαιούχων και μη δικαιούχων τραπεζών, καθώς και μεταξύ δικαιούχων τραπεζών με διαφορετικούς βαθμούς αναγκών. Ορισμένες μη επωφελούμενες από τα μέτρα τράπεζες που είναι κατά βάση υγιείς θα θεωρήσουν ενδεχομένως ότι πρέπει να επιζητήσουν κρατική παρέμβαση προκειμένου να διατηρήσουν την ανταγωνιστική θέση τους στην αγορά. Ανάλογες στρεβλώσεις μπορεί να προκύψουν μεταξύ των κρατών ΕΟΧ με κίνδυνο να ξεκινήσει ένας συναγωνισμός επιχορηγήσεων μεταξύ των κρατών ΕΟΧ (προσπαθώντας να σώσουν τις τράπεζές τους χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις για τις τράπεζες άλλων κρατών ΕΟΧ) και να δημιουργηθούν συνθήκες χρηματοπιστωτικού προστατευτισμού και κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς, η συμμετοχή σε καθεστώς αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να υπόκειται σε σαφώς καθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, έτσι ώστε να αποφεύγεται η παροχή αδικαιολόγητων πλεονεκτημάτων σε μεμονωμένες τράπεζες.

(17)

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (στο εξής «η Αρχή») καθόρισε τις αρχές που διέπουν την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και, ιδίως, το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σε κάθε μέτρο στήριξης τραπεζών στο πλαίσιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης στις κατευθυντήριες γραμμές για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που εξέδωσε (8). Στη συνέχεια, η Αρχή έδωσε αναλυτικότερες κατευθύνσεις για την πρακτική εφαρμογή αυτών των αρχών όσον αφορά την ανακεφαλαιοποίηση σε νέο κεφάλαιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις (9). Στο ίδιο πνεύμα, οι ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές, με βάση τις ίδιες αρχές, προσδιορίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά των μέτρων ή καθεστώτων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, που καθορίζουν την αποτελεσματικότητά τους καθώς και τις επιπτώσεις τους στον ανταγωνισμό. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται εξίσου σε όλες τις τράπεζες που επωφελούνται από μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη κατάστασή τους, αλλά οι πρακτικές επιπτώσεις της εφαρμογής τους μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το προφίλ κινδύνου και τη βιωσιμότητα της δικαιούχου τράπεζας. Οι αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές εφαρμόζονται mutatis mutandis όταν δύο ή περισσότερα κράτη ΕΟΧ συντονίζουν μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία για διασυνοριακές τράπεζες.

(18)

Οι παρούσες κατευθύνσεις αποσκοπούν στον καθορισμό συντονισμένων αρχών και όρων προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία στην αγορά του ΕΟΧ στο μέτρο του δυνατού, λαμβάνοντας υπόψη το μακροπρόθεσμο στόχο της επανόδου σε κανονικές συνθήκες αγοράς, διατηρώντας συγχρόνως επαρκή βαθμό ευελιξίας έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη ειδικά χαρακτηριστικά ή να προβλέπονται πρόσθετα μέτρα ή διαδικασίες σε ατομικό ή εθνικό επίπεδο για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Τα αποτελεσματικά μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της χορήγησης δανείων προς την πραγματική οικονομία.

5.1.   Κατάλληλος προσδιορισμός του προβλήματος και εναλλακτικές λύσεις: πλήρης ex-ante διαφάνεια και γνωστοποίηση των απομειώσεων της αξίας και αρχική αξιολόγηση των επιλέξιμων τραπεζών

(19)

Κάθε μέτρο αρωγής από απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να στηρίζεται στον σαφή προσδιορισμό του μεγέθους των προβλημάτων της τράπεζας που συνδέονται με περιουσιακά στοιχεία, της εγγενούς φερεγγυότητάς της πριν από τη στήριξη και των προοπτικών αποκατάστασης της βιωσιμότητάς της, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η αναγκαία διαδικασία αναδιάρθρωσης, να αποφευχθεί η στρέβλωση των κινήτρων όλων των συμμετεχόντων και να προληφθεί η σπατάλη κρατικών πόρων χωρίς συμβολή στην αποκατάσταση της κανονικής ροής πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.

(20)

Συνεπώς, για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος συνεχούς προσφυγής σε κρατικές παρεμβάσεις υπέρ των ιδίων δικαιούχων, οι υποψήφιοι, για να μπορούν να επωφεληθούν από μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

Όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης, οι επιλέξιμες τράπεζες έχουν την υποχρέωση πλήρους ex ante διαφάνειας και γνωστοποίησης των μειωμένης αξίας περιουσιακών στοιχείων που θα αποτελέσουν αντικείμενο των μέτρων αρωγής, με βάση κατάλληλη εκτίμηση της αξίας, πιστοποιημένη από αναγνωρισμένους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και επικυρωμένη από την αρμόδια εποπτική αρχή, σύμφωνα με τις αρχές εκτίμησης της αξίας που αναπτύσσονται στην ενότητα 5.5 (10). Μια τέτοια γνωστοποίηση των μειωμένης αξίας περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να λαμβάνει χώρα πριν από την κρατική παρέμβαση. Θα πρέπει να οδηγεί στον προσδιορισμό του ποσού της ενίσχυσης και των ζημιών της τράπεζας από τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων (11).

Η αίτηση μιας δεδομένης τράπεζας για χορήγηση ενίσχυσης θα πρέπει να συνοδεύεται από την πλήρη επισκόπηση των δραστηριοτήτων και του ισολογισμού της, έτσι ώστε να αξιολογηθεί η κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας και οι προοπτικές της για τη μελλοντική αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της (ανάλυση βιωσιμότητας). Η ανάλυση αυτή πρέπει να υποβληθεί παράλληλα με την πιστοποίηση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων που καλύπτονται από το πρόγραμμα μέτρων αρωγής αλλά, δεδομένης της κλίμακάς της, θα μπορούσε να οριστικοποιηθεί αφού η τράπεζα ενταχθεί στο πρόγραμμα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης βιωσιμότητας θα κοινοποιούνται στην Αρχή και θα λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση των αναγκαίων μέτρων παρακολούθησης (βλέπε ενότητα 6).

5.2.   Καταμερισμός του κόστους που συνδέεται με απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία μεταξύ κράτους, μετόχων και πιστωτών

(21)

Η γενική αρχή είναι ότι οι τράπεζες οφείλουν να επωμίζονται στο μέγιστο βαθμό τις ζημίες που συνδέονται με απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Αυτό απαιτεί, πρώτον πλήρη ex ante διαφάνεια και γνωστοποίηση, και στη συνέχεια ορθή εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων πριν την κρατική παρέμβαση και ορθή αμοιβή του κράτους ως αντάλλαγμα για τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, οποιαδήποτε μορφή και αν έχουν, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ισοδύναμη ευθύνη των μετόχων και καταμερισμός του κόστους, ανεξαρτήτως του μοντέλου που επιλέγεται. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων θα πρέπει να οδηγεί σε συνολική συνεκτικότητα όσον αφορά τον καταμερισμό του κόστους για τις διάφορες μορφές κρατικής στήριξης, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων τύπων αρωγής (12).

(22)

Αφ’ ης στιγμής τα περιουσιακά στοιχεία αποτιμηθούν ορθά και προσδιοριστούν με ακρίβεια οι ζημίες (13), και εάν αυτό οδηγεί σε κατάσταση τεχνικής αφερεγγυότητας χωρίς την κρατική παρέμβαση, η τράπεζα θα πρέπει να τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση ή κανονική λύση και εκκαθάριση, σύμφωνα με τη νομοθεσία του ΕΟΧ και την εθνική νομοθεσία. Σε τέτοια περίπτωση, για να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η εμπιστοσύνη, μπορεί να είναι σκόπιμη η παροχή προστασίας ή εγγυήσεων προς τους κατόχους ομολογιών (14).

(23)

Στην περίπτωση που το ενδεχόμενο να τεθεί μια τράπεζα υπό αναγκαστική διαχείριση ή κανονική λύση και εκκαθάριση δεν ενδείκνυται για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (15), μπορεί να χορηγηθεί στην τράπεζα ενίσχυση με τη μορφή εγγύησης ή αγοράς περιουσιακών στοιχείων, η οποία πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό, έτσι ώστε να συνεχιστεί η λειτουργία της τράπεζας για την περίοδο που είναι απαραίτητη για την εκπόνηση σχεδίου αναδιάρθρωσης ή κανονικής λύσης και εκκαθάρισης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θεωρείται εύλογο να αναλάβουν την κάλυψη των ζημιών και οι μέτοχοι, τουλάχιστον έως τα όρια που προβλέπει η νομοθεσία σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια. Μπορεί επίσης να εξεταστεί το ενδεχόμενο εθνικοποίησης.

(24)

Όταν δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί πλήρης ex ante καταμερισμός των βαρών, πρέπει να ζητηθεί από την τράπεζα να συμμετάσχει στην κάλυψη των ζημιών ή του κινδύνου σε μεταγενέστερο στάδιο, παραδείγματος χάρη με τη μορφή ρητρών ανάκτησης ή, στην περίπτωση ασφαλιστικού καθεστώτος, μέσω ρήτρας «πρωτεύουσας ζημίας» που θα καλυφθεί από την τράπεζα (συνήθως τουλάχιστον 10 %) και ρήτρας «καταμερισμού της εναπομένουσας ζημίας», με την οποία η τράπεζα συμμετέχει κατά ένα ποσοστό (συνήθως τουλάχιστον 10 %) σε τυχόν πρόσθετες ζημίες (16).

(25)

Κατά γενικό κανόνα, όσο χαμηλότερη είναι η αρχική συμμετοχή, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη συμμετοχής των μετόχων σε μεταγενέστερο στάδιο, είτε με τη μορφή μετατροπής των ζημιών του κράτους σε μετοχές της τράπεζας και/είτε με τη μορφή πρόσθετων αντισταθμιστικών μέτρων ώστε να περιοριστεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού κατά την εκτίμηση της αναγκαίας αναδιάρθρωσης.

5.3.   Εναρμόνιση των κινήτρων για τη συμμετοχή των τραπεζών στα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία με τους στόχους δημόσιας πολιτικής

(26)

Κατά κανόνα, τα προγράμματα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να έχουν περίοδο εγγραφής σε αυτά μέχρι έξι μήνες από την έναρξη του προγράμματος από την κυβέρνηση. Αυτό θα περιορίσει την τάση των τραπεζών να καθυστερήσουν τη δημοσίευση των απαραίτητων πληροφοριών ελπίζοντας ότι θα τύχουν αρωγής υψηλότερου επιπέδου σε μεταγενέστερη ημερομηνία, και θα διευκολύνει την ταχεία επίλυση των τραπεζικών προβλημάτων προτού η οικονομική επιβράδυνση επιδεινώσει την κατάσταση. Κατά την περίοδο των έξι μηνών, οι τράπεζες θα μπορούν να υποβάλουν «καλάθια» επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να καλυφθούν από τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, με τη δυνατότητα παράτασης (17)

(27)

Ίσως χρειαστεί να σχεδιαστούν κατάλληλοι μηχανισμοί ώστε να εξασφαλιστεί ότι συμμετέχουν στο μέτρο της κυβέρνησης οι τράπεζες που έχουν περισσότερο ανάγκη αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Αυτοί οι μηχανισμοί θα μπορούσαν να προβλέπουν υποχρεωτική συμμετοχή στο πρόγραμμα καθώς και τουλάχιστον υποχρεωτική γνωστοποίηση στις εποπτικές αρχές. Η υποχρέωση για όλες τις τράπεζες να αποκαλύπτουν την έκταση των προβλημάτων τους σχετικά με περιουσιακά στοιχεία θα βοηθήσει να καταστεί σαφής η ανάγκη και το απαιτούμενο εύρος ενός προγράμματος αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία σε επίπεδο κράτους ΕΖΕΣ.

(28)

Όταν η συμμετοχή δεν είναι υποχρεωτική, το πρόγραμμα μπορεί να περιλαμβάνει κατάλληλα κίνητρα (όπως η παροχή στους υφιστάμενους μετόχους δικαιωμάτων αγοράς ή άλλων δικαιωμάτων ώστε να μπορούν να συμμετέχουν σε μελλοντική άντληση ιδιωτικών κεφαλαίων με προτιμησιακούς όρους) που θα διευκολύνουν την αποδοχή της από τις τράπεζες χωρίς παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας και της υποχρεωτικής γνωστοποίησης, της ορθής εκτίμησης και του επιμερισμού των βαρών.

(29)

Η συμμετοχή μετά τη λήξη της περιόδου εγγραφής των έξι μηνών θα είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές και απρόβλεπτες περιστάσεις για τις οποίες δεν ευθύνεται η τράπεζα (18), και με την επιφύλαξη αυστηρότερων όρων όπως η καταβολή υψηλότερης αμοιβής προς το κράτος και/ή σημαντικότερα αντισταθμιστικά μέτρα.

(30)

Η πρόσβαση σε αρωγή για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να υπόκειται πάντα σε ορισμένες σχετικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Ειδικότερα, οι τράπεζες που είναι δικαιούχοι πρέπει να υπόκεινται σε διασφαλίσεις οι οποίες να εξασφαλίζουν ότι τα κεφαλαιακά αποτελέσματα της αρωγής χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση πιστώσεων προκειμένου να αντιμετωπιστεί δεόντως η ζήτηση σύμφωνα με εμπορικά κριτήρια και χωρίς διακρίσεις, και όχι για να χρηματοδοτηθεί μια στρατηγική ανάπτυξης (και συγκεκριμένα η απόκτηση υγιών τραπεζών) εις βάρος των ανταγωνιστών τους.

(31)

Επίσης, πρέπει να προβλεφθούν περιορισμοί σχετικά με την πολιτική διανομής μερισμάτων, καθώς και ανώτατα όρια των αποδοχών των διευθυντικών στελεχών. Η συγκεκριμένη μορφή των υποχρεώσεων συμπεριφοράς πρέπει να καθοριστεί με βάση εκτίμηση της αναλογικότητας αφού ληφθούν υπόψη οι διάφοροι παράγοντες που μπορεί να επιβάλλουν αναδιάρθρωση (βλέπε ενότητα 6).

5.4.   Επιλεξιμότητα των περιουσιακών στοιχείων

(32)

Κατά τον καθορισμό των διαφόρων επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων, πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στην επίτευξη του στόχου άμεσης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την ανάγκη να διασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα η αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας της αγοράς. Τα περιουσιακά στοιχεία που κοινώς χαρακτηρίζονται ως «τοξικά» (π.χ., τίτλοι εξασφαλισμένοι με ενυπόθηκα δάνεια στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και συνδεόμενες αντισταθμίσεις και παράγωγα), τα οποία προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση και τα οποία έχουν παύσει, ως επί το πλείστον, να έχουν ρευστότητα ή υπέστησαν σημαντικές προσαρμογές της αξίας προς τα κάτω, θεωρούνται προφανώς σε μεγάλο βαθμό η αιτία για την αβεβαιότητα και τον σκεπτικισμό που επικρατούν όσον αφορά τη βιωσιμότητα των τραπεζών. Ο περιορισμός του φάσματος επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία θα περιόριζε την έκταση των πιθανών ζημιών για το κράτος και θα συνέβαλλε στην πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (19). Ωστόσο, ένα υπερβολικά περιορισμένο μέτρο αρωγής για περιουσιακά στοιχεία ίσως δεν θα επέτρεπε την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα, λόγω των διαφορών μεταξύ των ειδικών προβλημάτων που αντιμετώπισαν τα κράτη ΕΟΧ και οι τράπεζες, καθώς και του βαθμού εξάπλωσης του προβλήματος της μείωσης της αξίας σε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Αυτό συνηγορεί μάλλον υπέρ μιας ρεαλιστικής αντιμετώπισης που περιλαμβάνει στοιχεία ευελιξίας, η οποία θα επέτρεπε να τύχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία μέτρων αρωγής σε ανάλογο βαθμό και εφόσον υπάρχει η δέουσα αιτιολόγηση.

(33)

Είναι απαραίτητη μια κοινή και συντονισμένη προσέγγιση εντός του ΕΟΧ όσον αφορά τη διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων που είναι επιλέξιμα για μέτρα αρωγής, προκειμένου αφενός να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών ΕΟΧ και εντός του τραπεζικού τομέα του ΕΟΧ, και αφετέρου να περιοριστούν τα κίνητρα αντιπαραβολής των διαφόρων εθνικών μέτρων αρωγής από διασυνοριακές τράπεζες. Πρέπει να οριστούν οι κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων («καλαθιών») που αντικατοπτρίζουν τον υφιστάμενο βαθμό μείωσης της αξίας προκειμένου να υπάρχει συνοχή σε όλα τα κράτη ΕΟΧ όσον αφορά τη διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων που είναι επιλέξιμα για μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Λεπτομερέστερες οδηγίες σχετικά με τον ορισμό αυτών των κατηγοριών αναφέρονται στο παράρτημα 3. Με βάση αυτές τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων θα είναι ευκολότερη η σύγκριση των τραπεζών και των χαρακτηριστικών κινδύνου που εμφανίζουν σε ολόκληρο τον ΕΟΧ. Τα κράτη ΕΖΕΣ πρέπει στη συνέχεια να αποφασίσουν ποια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να καλυφθεί και σε ποια έκταση, με την επιφύλαξη ότι η Αρχή θα εξετάσει τον βαθμό μείωσης της αξίας.

(34)

Πρέπει να αναπτυχθεί μια αναλογική προσέγγιση ώστε να μπορούν τα κράτη ΕΖΕΣ των οποίων ο τραπεζικός τομέας θίγεται και από άλλους εξίσου σημαντικούς παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (όπως π.χ. η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων) να επεκτείνουν την επιλεξιμότητα σε σαφώς καθορισμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που αντιστοιχούν σε αυτή τη συστημική απειλή, εφόσον δικαιολογείται δεόντως και χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς.

(35)

Θα μπορούσε επίσης να προβλεφθεί επιπρόσθετη ευελιξία παρέχοντας τη δυνατότητα στις τράπεζες να απαλλαγούν από απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι επιλέξιμα βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων, χωρίς να είναι απαραίτητη συγκεκριμένη αιτιολόγηση για ανώτατο ποσοστό 10-20 % επί του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων μιας τράπεζας που καλύπτονται από μηχανισμό αρωγής, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διάφορες περιστάσεις των διαφόρων κρατών ΕΖΕΣ και τραπεζών. Ωστόσο, τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν μπορούν επί του παρόντος να θεωρηθούν απομειωμένα δεν πρέπει να περιληφθούν σε πρόγραμμα αρωγής. Τα μέτρα αρωγής από απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία δεν πρέπει να παρέχουν απεριόριστη ασφάλεια από τις μελλοντικές συνέπειες της ύφεσης.

(36)

Κατ’ αρχήν, όσο ευρύτερα είναι τα κριτήρια επιλεξιμότητας και όσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύουν τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας, τόσο μεγαλύτερες θα πρέπει να είναι οι αναδιαρθρώσεις και ριζικά τα διορθωτικά μέτρα προκειμένου να αποφευχθούν οι αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, η Αρχή δεν πρόκειται να θεωρήσει επιλέξιμα για μέτρα αρωγής τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν εγγραφεί στον ισολογισμό της δικαιούχου τράπεζας μετά από συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία η οποία προηγείται της ανακοίνωσης του προγράμματος αρωγής (20). Μια διαφορετική προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιπαραβολή περιουσιακών στοιχείων και θα προκαλούσε απαράδεκτο ηθικό κίνδυνο παρακινώντας τις τράπεζες να αποφεύγουν να εκτιμούν ορθά τους κινδύνους σε μελλοντικές δανειοδοτήσεις και σε άλλες επενδύσεις, και επομένως να επαναλάβουν ακριβώς τα ίδια λάθη που οδήγησαν στη σημερινή κρίση (21).

5.5.   Εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων επιλέξιμων για μέτρα αρωγής και αποτίμηση

(37)

Προκειμένου να προληφθούν οι αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να αποφευχθεί ο αγώνας δρόμου επιδοτήσεων μεταξύ των κρατών ΕΟΧ, είναι απαραίτητη η ορθή και συνεπής εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων των περιουσιακών στοιχείων που είναι πιο πολύπλοκα και λιγότερο ρευστά. Η εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να βασίζεται σε γενική μεθοδολογία καθιερωμένη σε επίπεδο ΕΟΧ και να συντονίζεται στενά εκ των προτέρων από την Αρχή μεταξύ όλων των κρατών ΕΖΕΣ, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία και να περιορίζεται ο κίνδυνος στρεβλώσεων και επιζήμιας αντιπαραβολής, ιδιαίτερα για τις διασυνοριακές τράπεζες. Μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν άλλες μέθοδοι προκειμένου να ληφθούν υπόψη ειδικές περιστάσεις σχετικά, για παράδειγμα, με τη διαθεσιμότητα των σχετικών δεδομένων, εφόσον οι μέθοδοι αυτές εξασφαλίζουν ισοδύναμη διαφάνεια. Εν πάση περιπτώσει, οι επιλέξιμες τράπεζες πρέπει να αποτιμούν τα χαρτοφυλάκιά τους καθημερινά και να γνωστοποιούν τακτικά και συχνά στις εθνικές αρχές και στις εποπτικές αρχές τις σχετικές πληροφορίες.

(38)

Όταν η εκτίμηση της αξίας ορισμένων περιουσιακών στοιχείων κρίνεται ιδιαίτερα πολύπλοκη, μπορούν να προβλέπονται άλλες προσεγγίσεις όπως η δημιουργία μιας «καλής τράπεζας» με την οποία το κράτος θα αγόραζε μάλλον τα υγιή παρά τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Η αγορά τράπεζας από το κράτος (καθώς και η εθνικοποίηση) θα ήταν μια άλλη δυνατότητα, προκειμένου να γίνει εκτίμηση της αξίας συν τω χρόνω στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης ή εύρυθμης λύσης και εκκαθάρισης, οπότε θα εξέλειπε κάθε αβεβαιότητα όσον αφορά την ορθή αξία των σχετικών περιουσιακών στοιχείων (22).

(39)

Σε πρώτο στάδιο, τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει, ει δυνατόν, να αποτιμηθούν με βάση την τρέχουσα αγοραία αξία τους. Κατ’ αρχήν, κάθε μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων που καλύπτεται από πρόγραμμα με εκτίμηση της αξίας που υπερβαίνει την αγοραία τιμή αποτελεί κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, η τρέχουσα αγοραία αξία μπορεί να απέχει σημαντικά από τη λογιστική αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων υπό τις παρούσες περιστάσεις, ή να είναι ανύπαρκτη λόγω απουσίας αγοράς (η αξία ορισμένων περιουσιακών στοιχείων μπορεί πράγματι να είναι έως και μηδενική).

(40)

Σε δεύτερο στάδιο, η αξία που αποδίδεται στα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο προγράμματος αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία («αξία μεταβίβασης») θα είναι αναπόφευκτα μεγαλύτερη από τις τρέχουσες αγοραίες τιμές ώστε να επιτευχθεί η αρωγή. Προκειμένου να υπάρχει συνοχή στην αξιολόγηση της συμβατότητας των ενισχύσεων, η Αρχή προτίθεται να εξετάσει μια αξία μεταβίβασης που αντικατοπτρίζει την υποκείμενη μακροπρόθεσμη οικονομική αξία (την «πραγματική οικονομική αξία») των περιουσιακών στοιχείων, με βάση τις υποκείμενες χρηματορροές και ευρύτερους χρονικούς ορίζοντες, δηλαδή ένα αποδεκτό μέγεθος αναφοράς που δηλώνει ότι το ποσό της ενίσχυσης αντιστοιχεί στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό. Θα πρέπει να εξεταστεί η εφαρμογή ομοιόμορφων περιθωρίων ασφαλείας σε ορισμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να προσεγγίσουν την πραγματική οικονομική αξία περιουσιακών στοιχείων τα οποία είναι τόσο πολύπλοκα ώστε θεωρείται αδύνατη μια αξιόπιστη πρόβλεψη των εξελίξεων στο προσεχές μέλλον.

(41)

Συνεπώς, τα μέτρα σχετικά με την αξία μεταβίβασης για την αγορά ή την ασφάλιση περιουσιακών στοιχείων (23) πρέπει να βασίζονται στην πραγματική οικονομική αξία τους. Επίσης, πρέπει να διασφαλίζεται κατάλληλη αμοιβή για το κράτος. Εφόσον τα κράτη ΕΖΕΣ κρίνουν απαραίτητο – ιδίως για να αποφευχθεί η περίπτωση τεχνικής αφερεγγυότητας – να χρησιμοποιήσουν αξία μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων που υπερβαίνει την πραγματική οικονομική αξία τους, το στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στο μέτρο είναι αντιστοίχως μεγαλύτερο. Αυτό μπορεί να γίνει δεκτό μόνο εάν συνοδεύεται από ευρεία αναδιάρθρωση και από την επιβολή όρων που επιτρέπουν την ανάκτηση της συμπληρωματικής αυτής ενίσχυσης σε μεταγενέστερο στάδιο, για παράδειγμα μέσω μηχανισμών ανάκτησης.

(42)

Η διαδικασία εκτίμησης τόσο της αγοραίας αξίας όσο και της πραγματικής οικονομικής αξίας, καθώς και η αμοιβή του κράτους, πρέπει να ακολουθούν τις ίδιες κατευθυντήριες αρχές και διαδικασίες που αναφέρονται στο παράρτημα 4.

(43)

Κατά την αξιολόγηση των μεθόδων εκτίμησης της αξίας που θα υποβάλλουν τα κράτη ΕΖΕΣ για τα μέτρα αρωγής για περιουσιακά στοιχεία, και της εφαρμογής τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Αρχή μπορεί να συμβουλεύεται εμπειρογνώμονες σε θέματα εκτίμησης της αξίας (24). Η Αρχή θα βασιστεί επίσης στην εμπειρογνωμοσύνη των υφιστάμενων σε επίπεδο ΕΕ οργανισμών προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνοχή των μεθόδων εκτίμησης της αξίας.

5.6.   Διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε μέτρα αρωγής

(44)

Τα κράτη ΕΖΕΣ είναι αρμόδια να επιλέξουν τον καταλληλότερο τρόπο για να παράσχουν αρωγή σε τράπεζες για ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, με βάση τις επιλογές που αναφέρονται στην ενότητα 4, και αφού λάβουν υπόψη το μέγεθος του προβλήματος των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, την κατάσταση της κάθε τράπεζας και ζητήματα σχετικά με τον προϋπολογισμό. Στόχος του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων είναι να εξασφαλίσει ότι ο τρόπος παρέμβασης που επιλέγεται σχεδιάζεται έτσι ώστε να διασφαλίζει ίση μεταχείριση και να προλαμβάνει αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(45)

Αν και οι ειδικές ρυθμίσεις αποτίμησης για τα μέτρα ενίσχυσης είναι δυνατόν να διαφέρουν, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους δεν πρέπει να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον κατάλληλο επιμερισμό των βαρών μεταξύ του κράτους και των δικαιούχων τραπεζών. Με βάση την ορθή εκτίμηση της αξίας, ο συνολικός μηχανισμός χρηματοδότησης μιας εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, μιας ασφάλειας ή υβριδικής λύσης πρέπει να εξασφαλίζει ότι η τράπεζα θα πρέπει να αναλάβει το ίδιο μερίδιο ζημιών. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να προβλεφθούν ρήτρες ανάκτησης. Γενικά, όλα τα προγράμματα πρέπει να προβλέπουν ότι οι τράπεζες που είναι δικαιούχοι αναλαμβάνουν τις ζημίες που προκύπτουν από τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων (βλέπε πιο κάτω παράγραφο 50 και υποσημείωση 11).

(46)

Ανεξάρτητα από τον τρόπο παρέμβασης, για να μπορέσει η τράπεζα να επικεντρωθεί στην αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της και να αποφύγει τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί σαφής λειτουργικός και οργανωτικός διαχωρισμός ανάμεσα στη δικαιούχο τράπεζα και στα απομειωμένα περιουσιακά της στοιχεία, ιδίως όσον αφορά τη διαχείριση, το προσωπικό και την πελατεία.

5.7.   Διαδικαστικά θέματα

(47)

Στο παράρτημα 5 αναφέρονται λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τις συνέπειες αυτών των κατευθυντήριων γραμμών για τη διαδικασία κρατικής ενίσχυσης όσον αφορά αφενός την αρχική κοινοποίηση των ενισχύσεων και αφετέρου την αξιολόγηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης, στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητο.

6.   Μέτρα παρακολούθησης – αναδιάρθρωση και αποκατάσταση της βιωσιμότητας

(48)

Οι ανωτέρω αρχές και όροι καθορίζουν το πλαίσιο του σχεδιασμού των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Στόχος των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, στο παρόν πλαίσιο, είναι να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν λιγότερες ενισχύσεις και όσο το δυνατόν λιγότερες στρεβλώσεις, ώστε να απομακρύνουν από τις δικαιούχους τράπεζες τους κινδύνους που συνδέονται με μια ιδιαίτερη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων και να προετοιμάσουν σωστά το έδαφος για την αποκατάσταση μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας χωρίς κρατική στήριξη. Αν και η αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τις ανωτέρω αρχές είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας των τραπεζών, δεν αρκεί μόνη της για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση και τα χαρακτηριστικά τους, οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα προς το συμφέρον τους, προκειμένου να αποφύγουν την επανάληψη παρόμοιων προβλημάτων και να εξασφαλίσουν βιώσιμη αποδοτικότητα.

(49)

Σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, και ιδίως τους κανόνες για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης, αυτή η απαλλαγή από απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία ισοδυναμεί με διαρθρωτική ενέργεια και απαιτεί να εξεταστούν προσεκτικά τρεις προϋποθέσεις: i) επαρκή συνεισφορά του δικαιούχου στο κόστος του προγράμματος για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία· ii) ενέργειες που θα εξασφαλίσουν την αποκατάσταση της βιωσιμότητας· και iii) μέτρα που είναι απαραίτητα για να διορθωθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(50)

Για να ικανοποιηθεί η πρώτη προϋπόθεση, αρκεί κανονικά να πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα προηγούμενα κεφάλαια, και συγκεκριμένα η γνωστοποίηση, η εκτίμηση της αξίας, η αποτίμηση και ο επιμερισμός των βαρών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η συνεισφορά του δικαιούχου θα καλύψει τουλάχιστον το σύνολο των ζημιών που θα προκύψουν από τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων στο κράτος. Εφόσον αυτό είναι υλικά αδύνατο, μπορεί παρ’ όλα αυτά να εγκριθεί η ενίσχυση, κατ’ εξαίρεση, με την επιφύλαξη αυστηρότερων απαιτήσεων όσον αφορά τις άλλες δύο προϋποθέσεις.

(51)

Οι απαιτήσεις για αποκατάσταση της βιωσιμότητας και η ανάγκη να διορθωθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού καθορίζονται κατά περίπτωση. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, την ανάγκη αποκατάστασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρωγή από απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να συμβάλει σε αυτόν τον στόχο. Η ανάλυση της βιωσιμότητας πρέπει να βεβαιώνει την πραγματική και μελλοντική κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας μετά από πλήρη εκτίμηση και εξέταση των ενδεχόμενων παραγόντων κινδύνου (25).

(52)

Η αξιολόγηση της Αρχής όσον αφορά την έκταση της απαιτούμενης αναδιάρθρωσης, μετά την αρχική έγκριση των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, θα πραγματοποιηθεί με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: κριτήρια που τίθενται στις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας που υπόκεινται σε μέτρα αρωγής, την τιμή μεταβίβασης αυτών των περιουσιακών στοιχείων συγκριτικά με την αγοραία τιμή, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χορηγούμενης αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, το συνολικό άνοιγμα του κράτους σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία σταθμισμένου κινδύνου της τράπεζας, τη φύση και την προέλευση των προβλημάτων της δικαιούχου τράπεζας, καθώς και την ευρωστία του επιχειρηματικού μοντέλου και της επενδυτικής στρατηγικής της τράπεζας. Η Αρχή θα λαμβάνει επίσης υπόψη κάθε συμπληρωματική χορήγηση εγγυήσεων του δημοσίου ή ανακεφαλαιοποίηση από το κράτος, προκειμένου να σχηματίσει πλήρη εικόνα της κατάστασης της δικαιούχου τράπεζας (26).

(53)

Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα προϋποθέτει ότι η τράπεζα μπορεί να επιβιώσει χωρίς κρατική στήριξη, αυτό όμως συνεπάγεται σαφή σχέδια για την εξόφληση των κρατικών κεφαλαίων που έχει λάβει και παραίτηση από εγγυήσεις του δημοσίου. Ανάλογα με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης αυτής, η αναδιάρθρωση θα πρέπει να περιλαμβάνει εμπεριστατωμένη ανασκόπηση της στρατηγικής και των δραστηριοτήτων της τράπεζας, με επικέντρωση, για παράδειγμα, στη κύρια δραστηριότητα, τον επαναπροσανατολισμό των επιχειρηματικών μοντέλων, το κλείσιμο ή την εκχώρηση τομέων δραστηριότητας ή θυγατρικών, τις αλλαγές στη διαχείριση ενεργητικού και παθητικού, καθώς και άλλες αλλαγές.

(54)

Η ανάγκη για διεξοδική αναδιάρθρωση θα προκύψει εφόσον η σχετική εκτίμηση της αξίας των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στην ενότητα 5.5 και στο παράρτημα 4, καταλήγει σε αρνητικό μετοχικό κεφάλαιο ή τεχνική αφερεγγυότητα χωρίς κρατική παρέμβαση. Τα επανειλημμένα αιτήματα για ενίσχυση και μη τήρηση των γενικών αρχών που αναφέρονται στα προηγούμενα τμήματα δείχνουν γενικά την ανάγκη για μια τέτοια διεξοδική αναδιάρθρωση.

(55)

Διεξοδική αναδιάρθρωση θα χρειαστεί επίσης εφόσον η τράπεζα έχει ήδη λάβει κρατική ενίσχυση υπό οιαδήποτε μορφή, η οποία είτε συμβάλλει στην κάλυψη ή στην αποφυγή ζημιών, είτε υπερβαίνει συνολικά κατά 2 % το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων σταθμισμένου κινδύνου της τράπεζας, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κατάστασης κάθε δικαιούχου (27).

(56)

Το χρονοδιάγραμμα των μέτρων που απαιτούνται για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας θα λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση της ενδιαφερόμενης τράπεζας, καθώς και τη γενική κατάσταση στον τραπεζικό τομέα, χωρίς να καθυστερεί αδικαιολόγητα τις απαραίτητες προσαρμογές.

(57)

Τρίτον, πρέπει να εξεταστεί η έκταση των απαραίτητων αντισταθμιστικών μέτρων, με βάση τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από την ενίσχυση. Τα μέτρα αυτά θα απαιτήσουν ενδεχομένως περιορισμό του μεγέθους ή εκχώρηση των προσοδοφόρων επιχειρηματικών μονάδων ή θυγατρικών, ή ακόμη και την ανάληψη δεσμεύσεων συμπεριφοράς ώστε να περιοριστεί η εμπορική επέκταση.

(58)

Θα θεωρείται ότι υπάρχει ανάγκη για αντισταθμιστικά μέτρα όταν η δικαιούχος τράπεζα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους και ιδίως τις σχετικές με τη γνωστοποίηση, την εκτίμηση της αξίας, την αποτίμηση και τον επιμερισμό των βαρών.

(59)

Η Αρχή θα εκτιμήσει το πεδίο εφαρμογής των απαιτούμενων αντισταθμιστικών μέτρων, με βάση την εκτίμησή της όσον αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από την ενίσχυση, και ιδίως με βάση τους ακόλουθους παράγοντες: το συνολικό ποσό της ενίσχυσης, περιλαμβανομένων των μέτρων εγγυήσεων και ανακεφαλαιοποίησης, τον όγκο των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων που υπάγονται στο μέτρο, το ποσοστό των ζημιών που απορρέουν από το περιουσιακό στοιχείο, τη γενική οικονομική υγεία της τράπεζας, το προφίλ κινδύνου των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία παρέχεται αρωγή, την ποιότητα της διαχείρισης κινδύνων της τράπεζας, το επίπεδο των δεικτών φερεγγυότητας εάν δεν χορηγηθεί ενίσχυση, τη θέση στην αγορά της δικαιούχου τράπεζας και τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από τη συνέχιση των εμπορικών δραστηριοτήτων της τράπεζας, καθώς και τις επιπτώσεις της ενίσχυσης στη διάρθρωση του τραπεζικού τομέα.

7.   Τελική διάταξη

(60)

Το παρόν κεφάλαιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις ισχύει από την ημερομηνία της έκδοσής του σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό και οικονομικό πλαίσιο που απαιτούσε άμεσες ενέργειες.


(1)  Το παρόν κεφάλαιο αντιστοιχεί στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα.

(2)  Ενώ σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για τη ζώνη του ευρώ ο τραπεζικός δανεισμός προς τις επιχειρήσεις εξακολουθεί να δείχνει ανθεκτικότητα, η υποκείμενη τάση εμφανίζει εξασθένιση, καθώς τα ποσοστά αύξησης της δανειοδότησης σε μηνιαία βάση παρουσιάζουν αισθητή επιβράδυνση προς τα τέλη του 2008. Το Δεκέμβριο του 2008, τα τραπεζικά δάνεια προς την ιδιωτική οικονομία (δάνεια προς μη ΝΧΙ εκτός των κυβερνήσεων) μειώθηκαν κατά 0,4 % σε σχέση με τον Νοέμβριο.

(3)  Από τα μέσα του 2007 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2009, οι απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων έφθασαν συνολικά σε 1 063 δισεκατ. USD, εκ των οποίων 737,6 δισεκατ. USD αφορούσαν τράπεζες με έδρα τις ΗΠΑ και 293,7 δισεκατ. USD αφορούσαν τράπεζες με έδρα σε ευρωπαϊκές χώρες. Από τις δεύτερες, 68 δισεκατ. USD αφορούσαν ελβετικές τράπεζες. Παρά την κλίμακα των απομειώσεων των περιουσιακών στοιχείων που ήδη καταγράφηκαν, το ΔΝΤ εκτιμά σήμερα ότι το σύνολο των ζημιών των τραπεζών που συνδέονται με απομείωση περιουσιακών στοιχείων είναι πιθανό να φθάσει σε 2 200 δισεκατ. USD. Η εκτίμηση αυτή, που στηρίζεται σε στοιχεία για την κατοχή, σε παγκόσμιο επίπεδο, υποθηκών, καταναλωτικών δανείων και εταιρικών χρεών, που προέρχονται από τις ΗΠΑ και έχουν τιτλοποιηθεί, αυξάνεται σταθερά από την έναρξη της κρίσης. Ορισμένοι σχολιαστές της αγοράς προβλέπουν ότι οι συνολικές ζημίες θα είναι αισθητά υψηλότερες. Παραδείγματος χάρη, ο Nouriel Roubini που υποστήριζε πάντοτε ότι οι επίσημες εκτιμήσεις είναι υπερβολικά χαμηλές, θεωρεί τώρα ότι οι συνολικές ζημίες θα ανέλθουν σε 3 600 δισεκατ. USD μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

(4)  Οι ρυθμίσεις αυτές εξετάζονται αναλυτικότερα στο παράρτημα 2.

(5)  Οι αγορές περιουσιακών στοιχείων από το δημόσιο δεν συνεπάγονται αναγκαστικά σημαντικό δημοσιονομικό κόστος σε πιο μακροπρόθεσμη βάση εάν ένα επαρκές μέρος των αγορασθέντων περιουσιακών στοιχείων μπορεί να πωληθεί μεταγενέστερα με κέρδος (βλέπε παραδείγματα για τις ΗΠΑ και τη Σουηδία στο παράρτημα 2). Ωστόσο, συνεπάγονται μια αρχική δημοσιονομική δαπάνη η οποία αυξάνει το ακαθάριστο δημόσιο χρέος και τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του δημοσίου. Μια προσέγγιση που στηρίζεται στην ανταλλαγή του δημοσίου χρέους με περιουσιακά στοιχεία μειωμένης αξίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διευκόλυνση προβλημάτων λειτουργίας που συνδέονται με εκδόσεις χρεογράφων, αλλά δεν αποφεύγονται οι επιπτώσεις στους δημοσιονομικούς δείκτες ούτε η αύξηση της προσφοράς κρατικών χρεογράφων στην αγορά.

(6)  Οι τράπεζες συνήθως κατέχουν διάφορα περιουσιακά στοιχεία, όπως μετρητά, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, ομόλογα, μετοχές, δάνεια που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών και βασικά εμπορεύματα), παράγωγα (συμβάσεις ανταλλαγής, συμβάσεις δικαιωμάτων προαίρεσης), δάνεια, χρηματοπιστωτικές επενδύσεις, άυλα περιουσιακά στοιχεία, ακίνητα, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό. Ζημίες προκύπτουν όταν τα περιουσιακά στοιχεία πωλούνται σε τιμή χαμηλότερη από τη λογιστική τους αξία, όταν η αξία τους μειώνεται και δημιουργούνται αποθεματικά για πιθανές ζημίες ή ex-post όταν οι ροές εσόδων κατά τη λήξη είναι χαμηλότερες από τη λογιστική αξία.

(7)  Μια εγγύηση θεωρείται ότι συνιστά κρατική ενίσχυση όταν η δικαιούχος τράπεζα δεν δύναται να εξεύρει ανεξάρτητο ιδιωτικό φορέα στην αγορά διατεθειμένο να χορηγήσει παρόμοια εγγύηση. Το ποσό της κρατικής ενίσχυσης καθορίζεται στο ύψος της μέγιστης καθαρής υποχρέωσης που αναλαμβάνει το κράτος.

(8)  Κεφάλαιο 10A των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις: «Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης», ακόμη δημοσιευθεί στην ΕΕ L 17 της 20.1.2011, σ. 1 και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 3 της 20.1.2011, σ. 1. Η επικαιροποιημένη εκδοχή των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις που εξέδωσε η Αρχή δημοσιεύονται στον δικτυακό της τόπο:

http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/state_aid_guidelines/

(9)  Μέρος VIII των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις: «H ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης: περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού». δημοσιευθεί ακόμη στην ΕΕ L 17 της 20.1.2011, σ. 1 και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 3 της 20.1.2011, σ. 1.. Η επικαιροποιημένη εκδοχή των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις που εξέδωσε η Αρχή δημοσιεύονται στον δικτυακό της τόπο:

http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/state_aid_guidelines/

(10)  Με την επιφύλαξη της αναγκαιότητας να κοινοποιηθούν οι επιπτώσεις στον ισολογισμό μέτρων αρωγής για περιουσιακά στοιχεία μειωμένης αξίας που συνεπάγονται καταμερισμό βαρών, οι όροι «διαφάνεια» και «πλήρης γνωστοποίηση» νοούνται ότι σημαίνουν διαφάνεια έναντι των εθνικών αρχών, των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που συμμετέχουν και της Αρχής.

(11)  Το ποσό της ενίσχυσης αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων (κανονικά βάσει την πραγματικής οικονομικής αξίας τους) και της αγοραίας τιμής. Στο παρόν κεφάλαιο, οι προκύπτουσες ζημίες αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ της τιμής μεταβίβασης και της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Οι πραγματικές ζημίες γίνονται συνήθως γνωστές μόνον ex post.

(12)  Τα μέτρα αρωγής για περιουσιακά στοιχεία μειωμένης αξίας είναι σε κάποιο βαθμό συγκρίσιμα με εισφορές κεφαλαίου στο μέτρο που εξασφαλίζουν ένα μηχανισμό απορρόφησης των ζημιών και παράγουν αποτελέσματα σε επίπεδο κανονιστικού κεφαλαίου. Ωστόσο, με τα μέτρα αρωγής το κράτος αναλαμβάνει εν γένει μεγαλύτερο κίνδυνο, αναφορικά με ένα συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων μειωμένης αξίας, χωρίς άμεση συμμετοχή σε άλλες δραστηριότητες ή κεφάλαια της τράπεζας που παράγουν έσοδα, και πέραν της πιθανής συμμετοχής του στην τράπεζα. Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγαλύτερα μειονεκτήματα και τα μικρότερα πλεονεκτήματα, η αμοιβή που παρέχεται για τα μέτρα αρωγής για περιουσιακά στοιχεία μειωμένης αξίας θα πρέπει κανονικά να είναι υψηλότερη από ό,τι για εισφορές κεφαλαίου.

(13)  Συγκρίνοντας τη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων με την αξία μεταβίβασής τους (δηλαδή την πραγματική οικονομική αξία τους).

(14)  Ωστόσο, η προστασία των μετόχων πρέπει κανονικά να αποκλειστεί. Βλέπε αποφάσεις της Επιτροπής NN 39/08 (Δανία, ενίσχυση υπέρ της εκκαθάρισης της Roskilde Bank) και NN 41/08 (Ηνωμένο Βασίλειο, ενίσχυση διάσωσης υπέρ της Bradford & Bingley).

(15)  Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν το μέγεθος της τράπεζας ή το είδος των δραστηριοτήτων της θα καθιστούσε αδύνατη τη διαχείρισή της στο πλαίσιο αναγκαστικής διαχείρισης, δικαστικής διαδικασίας ή κανονικής λύσης και εκκαθάρισης χωρίς να υπάρξουν επικίνδυνες συστημικές επιπτώσεις σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή στη χορήγηση δανείων προς την πραγματική οικονομία. Σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι αναγκαία αιτιολόγηση από την αρμόδια νομισματική ή/και εποπτική αρχή.

(16)  Άλλοι παράγοντες, παραδείγματος χάρη υψηλότερη αμοιβή, ενδέχεται να επηρεάσουν το κατάλληλο επίπεδο. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ex post αντισταθμίσεις μπορεί να λάβουν χώρα μόνο αρκετά έτη αφού έχει θεσπιστεί το μέτρο και συνεπώς να παρατείνουν την ανεπιθύμητη αβεβαιότητα που συνδέεται με την εκτίμηση της αξίας των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων. Οι ρήτρες ανάκτησης που βασίζονται σε ex ante εκτίμηση της αξίας λύνουν το πρόβλημα αυτό.

(17)  Στην περίπτωση εγγεγραμμένων περιουσιακών στοιχείων τα οποία ενδεχομένως λήγουν αργότερα

(18)  «Απρόβλεπτη» θεωρείται η περίσταση η οποία δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να προβλεφθεί από τη διοίκηση της εταιρείας κατά τη λήψη της απόφασής της να προσχωρήσει στο πρόγραμμα αρωγής για μειωμένα περιουσιακά στοιχεία κατά την περίοδο εγγραφής και η οποία δεν οφείλεται σε αμέλεια ή σφάλμα εκ μέρους της διοίκησης της εταιρείας ή σε αποφάσεις του ομίλου στον οποίο ανήκει. «Εξαιρετική» θεωρείται η περίσταση που έχει τον χαρακτήρα αυτόν ανεξάρτητα από την τρέχουσα κρίση. Τα κράτη ΕΖΕΣ που επιθυμούν να επικαλεσθούν τέτοιες περιστάσεις κοινοποιούν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στην Αρχή.

(19)  Αυτή είναι η προσέγγιση που φαίνεται ότι επελέγη στις ΗΠΑ για την Citigroup και την Bank of America.

(20)  Γενικά, η Αρχή θεωρεί ότι μια ενιαία και αντικειμενική καταληκτική ημερομηνία, όπως π.χ. το τέλος του 2008, θα εξασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών και κρατών ΕΟΧ.

(21)  Στις περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαίο, η κρατική στήριξη σε σχέση με κινδύνους μελλοντικών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να εξετάζεται βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις, της Αρχής, ιδίως το κεφάλαιο για τις κρατικές εγγυήσεις και το κεφάλαιο για το προσωρινό πλαίσιο μέτρων κρατικών ενισχύσεων για τη στήριξη της πρόσβασης σε χρηματοδότηση στην τρέχουσα χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση.

(22)  Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, σε περίπτωση που το κράτος ανταλλάξει περιουσιακά στοιχεία με κρατικά ομόλογα στο ποσό της ονομαστικής αξίας τους αλλά λάβει ενδεχόμενα δικαιώματα αγοράς μετοχών επί του κεφαλαίου της τράπεζας, η αξία των οποίων εξαρτάται από την τελική τιμή πώλησης των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων.

(23)  Στην περίπτωση μέτρου ασφάλισης, η αξία μεταβίβασης ισοδυναμεί με το ασφαλισμένο ποσό.

(24)  Η Αρχή θα χρησιμοποιεί τις γνωμοδοτήσεις των εμπειρογνωμόνων αυτών όπως σε άλλες διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων στις οποίες καταφεύγει σε εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη.

(25)  Πρέπει εξίσου να εξασφαλιστεί στο μέτρο του δυνατού η συμμόρφωση με τα κριτήρια της παραγράφου 40 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για την ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης.

(26)  Για τις τράπεζες που υποχρεούνται ήδη να εφαρμόσουν σχέδιο αναδιάρθρωσης, μετά τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη νέα ενίσχυση και να προβλέπει όλες τις επιλογές από την αναδιάρθρωση έως την εύρυθμη λύση και εκκαθάριση.

(27)  Η συμμετοχή σε εγκεκριμένο καθεστώς εγγύησης πιστώσεων, χωρίς να έχει χρειαστεί να γίνει προσφυγή στην εγγύηση για να καλυφθούν οι ζημίες, δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΕΡ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Το Ευρωσύστημα έχει εντοπίσει επτά βασικές αρχές για τα μέτρα στήριξης περιουσιακών στοιχείων τραπεζών:

επιλεξιμότητα των οργανισμών, που πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση, ενδεχομένως δίνοντας προτεραιότητα σε οργανισμούς με υψηλή συγκέντρωση απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση περιορισμών,

σχετικά ευρύς ορισμός των περιουσιακών στοιχείων που είναι επιλέξιμα προς υποστήριξη,

εκτίμηση της αξίας των επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων με διαφάνεια, κατά προτίμηση βάσει ενός φάσματος μεθόδων και κριτηρίων κοινής αποδοχής που θα θεσπισθούν σε όλα τα κράτη ΕΟΧ, βάσει γνωμοδοτήσεων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, χρησιμοποιώντας υποδείγματα με μικροοικονομικά μεγέθη για την εκτίμηση της οικονομικής αξίας και της πιθανότητας εμφάνισης των αναμενόμενων ζημιών και περιθώρια ασφαλείας ειδικά για κάθε περιουσιακό στοιχείο επί της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων, όταν η εκτίμηση της αγοραίας αξίας είναι ιδιαίτερα προβληματική ή όταν η κατάσταση απαιτεί ταχεία δράση,

κατάλληλος βαθμός επιμερισμού των κινδύνων ως απαραίτητο στοιχείο οιουδήποτε προγράμματος με σκοπό τον περιορισμό του κόστους για την κυβέρνηση, την παροχή των κατάλληλων κινήτρων στους συμμετέχοντες οργανισμούς και την ισοτιμία μεταχείρισης μεταξύ των οργανισμών αυτών,

επαρκής διάρκεια των προγραμμάτων στήριξης περιουσιακών στοιχείων, ενδεχομένως αντίστοιχη προς τη διάρθρωση της ληκτότητας των επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων,

διακυβέρνηση των οργανισμών που πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν σύμφωνα με επιχειρηματικές αρχές και προτίμηση για προγράμματα που προβλέπουν σαφείς στρατηγικές εξόδου, και

εξάρτηση των προγραμμάτων στήριξης από το δημόσιο από ορισμένα μετρήσιμα μεγέθη αναφοράς, όπως οι δεσμεύσεις για συνέχιση της χορήγησης πιστώσεων με σκοπό την κάλυψη της ζήτησης σύμφωνα με εμπορικά κριτήρια.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Οι διάφορες δυνατές προσεγγίσεις όσον αφορά τα μέτρα αρωγής για περιουσιακά στοιχεία και αποκτηθείσα πείρα με μηχανισμούς «κακής τράπεζας» σε ΗΠΑ, Σουηδία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Ελβετία

I.   ΔΥΝΑΤΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Κατ’ αρχήν, μπορούν να ληφθούν υπόψη δύο γενικές προσεγγίσεις όσον αφορά τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων που καλύπτονται από μέτρα αρωγής:

Ο διαχωρισμός των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων από τα καλά περιουσιακά στοιχεία είτε στους κόλπους της τράπεζας είτε εντός του τραπεζικού κλάδου λαμβανόμενου ως σύνολο. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές. Μπορεί να συσταθεί μια εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (κακή τράπεζα ή προστατευτικός μηχανισμός) για κάθε τράπεζα. Στο πλαίσιο αυτό τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία θα μεταβιβάζονται σε χωριστή νομική οντότητα, ενώ θα εξακολουθούν να τελούν υπό τη διαχείριση της προβληματικής τράπεζας, ενώ οι τυχόν ζημίες θα κατανέμονται μεταξύ της καλής τράπεζας και του κράτους. Εναλλακτικά, το κράτος μπορεί να συστήσει έναν αυτόνομο οργανισμό (συχνά αποκαλούμενο aggregator bank) ο οποίος αγοράζει τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία είτε από μεμονωμένες τράπεζες είτε από το σύνολο του τραπεζικού τομέα, επιτρέποντας έτσι στις τράπεζες να επανέλθουν στην κανονική τους δανειοδοτική συμπεριφορά χωρίς να απειλούνται από το ενδεχόμενο της απομείωσης της αξίας περιουσιακών τους στοιχείων. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει και προηγούμενη εθνικοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό το δημόσιο αναλαμβάνει τον έλεγχο ορισμένων ή όλων των τραπεζών του τομέα προτού διαχωρίσει τα καλά από τα κακά περιουσιακά στοιχεία.

Ένα πρόγραμμα ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του οποίου οι τράπεζες διατηρούν απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία στους ισολογισμούς τους αλλά αποζημιώνονται για τις ζημίες που υφίστανται από το δημόσιο. Στην περίπτωση ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων, τα απομειωμένα στοιχεία παραμένουν στον ισολογισμό των τραπεζών οι οποίες αποζημιώνονται από το δημόσιο για μέρος ή το σύνολο των ζημιών που υφίστανται. Ένα συγκεκριμένο πρόβλημα που αφορά την ασφάλιση περιουσιακών στοιχείων είναι ο καθορισμός του κατάλληλου ασφαλίστρου για ετερογενή και σύνθετα περιουσιακά στοιχεία, που μπορεί καταρχήν να αντανακλά κάποιο συνδυασμό εκτίμησης της αξίας και χαρακτηριστικών κινδύνου των ασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι τα ασφαλιστικά προγράμματα είναι από τεχνική άποψη δύσκολο να λειτουργήσουν σε περίπτωση που τα ασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία είναι διάσπαρτα σε μεγάλο αριθμό τραπεζών αντί σε ορισμένες μεγάλες τράπεζες. Τέλος, το γεγονός ότι τα ασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν στους ισολογισμούς των τραπεζών καθιστά δυνατή την εμφάνιση συγκρούσεων συμφερόντων και αναιρεί το σημαντικό ψυχολογικό στοιχείο του σαφούς διαχωρισμού των καλών από τα κακά περιουσιακά στοιχεία.

II.   ΑΠΟΚΤΗΘΕΙΣΑ ΠΕΙΡΑ ΜΕ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ «ΚΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ» (BAD BANKS)

Στις ΗΠΑ, η Resolution Trust Corporation (RTC) ιδρύθηκε το 1989 ως εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ανήκουσα στο δημόσιο. Στην RTC ανατέθηκε η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων (κατά κύριο λόγο περιουσιακά στοιχεία συνδεόμενα με ακίνητα, περιλαμβανομένων των ενυπόθηκων δανείων) τα οποία ανήκαν σε αποταμιευτικές και δανειοδοτικές ενώσεις (savings and loan associations — «S&LVL») που είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση από την υπηρεσία αποταμιευτικής εποπτείας Office of Thrift Supervision, ως αποτέλεσμα της κρίσης του σχετικού τομέα (Savings and Loan crisis (1989-1992)). Η RTC ανέλαβε επίσης τις ασφαλιστικές αρμοδιότητες του πρώην συμβουλίου ομοσπονδιακών στεγαστικών τραπεζών (Federal Home Loan Bank Board). Από το 1989 έως τα μέσα του 1995, η Resolution Trust Corporation έκλεισε ή διέλυσε 747 στεγαστικές τράπεζες (thrifts) με περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους 394 δισεκατ. USD. Το 1995, τα καθήκοντά της μεταβιβάσθηκαν στο Savings Association Insurance Fund της Federal Deposit Insurance Corporation. Συνολικά, το κόστος για τους φορολογούμενους υπολογίσθηκε σε 124 δισεκατ., σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών του 1995.

Η RTC λειτουργούσε μέσω των λεγόμενων «προγραμμάτων συμμετοχής στο κεφάλαιο» (equity partnership programs). Όλες οι συμμετοχές στο κεφάλαιο συνεπάγονταν την απόκτηση από έναν εταίρο προερχόμενο από τον ιδιωτικό τομέα, ενός μεριδίου σε ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων. Διατηρώντας συμμετοχή σε χαρτοφυλάκια περιουσιακών στοιχείων η RTC ήταν σε θέση να έχει μερίδιο επί των εξαιρετικά μεγάλων κερδών που επετύγχαναν οι επενδυτές χαρτοφυλακίου. Επιπλέον, οι συμμετοχές στο κεφάλαιο επέτρεπαν στην RTC να επωφελείται από τη διαχείριση και τις ρευστοποιήσεις που πραγματοποιούσαν οι προερχόμενοι από τον ιδιωτικό τομέα εταίροι τους και η διάρθρωση συνετέλεσε στο να εξασφαλισθεί ευθυγράμμιση κινήτρων καλύτερη από εκείνην που συνήθως υφίσταται μεταξύ εντολέα και εντολοδόχου. Οι διάφορες μορφές συμμετοχών στο κεφάλαιο είναι: Multiple Investment Fund (περιορισμένη και επιλεγμένη εταιρική σχέση, απροσδιόριστο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων), N-series και S-series Mortgage Trusts (ανταγωνιστικές προσφορές για συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων), Land Fund (που επωφελείται από πιο μακροπρόθεσμη ανάκτηση και ανάπτυξη γηπέδων), και JDC Partnership (επιλογή ομόρρυθμου εταίρου με τη μέθοδο των «καλλιστείων» για μη εξασφαλισμένες ή αμφιβόλου αξίας απαιτήσεις).

Στη Σουηδία, συστάθηκαν δύο εταιρείες διαχείρισης τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, οι Securum και Retriva, που ανέλαβαν τη διαχείριση μη αποδοτικών δανείων χρηματοπιστωτικών οργανισμών ως μέρος της πολιτικής αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 1992/1993. Τα περιουσιακά στοιχεία μιας προβληματικής τράπεζας χωρίζονταν σε «καλά» και «κακά», και τα δεύτερα μεταβιβάζονταν σε μία από τις ανωτέρω διαχειριστικές εταιρείες και κυρίως στην Securum (1). Σημαντικό στοιχείο του σουηδικού προγράμματος ήταν το ότι επιβλήθηκε στις τράπεζες να γνωστοποιήσουν τις αναμενόμενες ζημίες από δάνεια στο ακέραιο και να αποτιμήσουν σε ρεαλιστικές τιμές τα ακίνητα και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους. Προς τούτο, η Χρηματοπιστωτική Εποπτική Αρχή επέβαλε αυστηρότερους κανόνες όσον αφορά τον ορισμό των πιθανών δανειακών ζημιών καθώς και την εκτίμηση της αξίας των ακινήτων. Προκειμένου να υπάρξει ομοιόμορφη εκτίμηση της αξίας των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών που ζητούσαν στήριξη, η εποπτική αρχή συνέστησε ένα συμβούλιο εκτιμήσεων απαρτιζόμενο από εμπειρογνώμονες του κτηματικού τομέα. Οι χαμηλές τιμές αγοράς στις οποίες αποτιμήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας βοήθησαν αποτελεσματικά στον καθορισμό ενός κατώτατου ορίου για τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Δεδομένου ότι οι συντελεστές της αγοράς δεν ανέμεναν υποχώρηση των τιμών κάτω από αυτό το επίπεδο, η διεξαγωγή συναλλαγών συνεχίσθηκε (2). Μακροπρόθεσμα αποδείχθηκε ότι οι δύο εταιρείες διαχείρισης τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων ήταν επιτυχείς, υπό την έννοια ότι το δημοσιονομικό κόστος της στήριξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος αντισταθμίσθηκε εν πολλοίς με τα έσοδα των εταιρειών αυτών από τη ρευστοποίηση περιουσιακών τους στοιχείων.

Στη Γαλλία, συστάθηκε τη δεκαετία του 1990 ένας δημόσιος φορέας με απεριόριστες θεσμικές εγγυήσεις του δημοσίου με σκοπό την ανάληψη και ρευστοποίηση των «κακών» περιουσιακών στοιχείων της Credit Lyonnais. Η «κακή» αυτή τράπεζα χρηματοδότησε την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων λαμβάνοντας δάνειο από την Credit Lyonnais. Η τελευταία, ως εκ τούτου, μπόρεσε να αποφύγει την εμφάνιση ζημιών από περιουσιακά στοιχεία και να ελευθερώσει κεφάλαια για ισοδύναμο όγκο στοιχείων σταθμισμένου κινδύνου, δεδομένου ότι το δάνειο προς την «κακή» τράπεζα είχε μηδενικό συντελεστή κινδύνου λόγω της κρατικής εγγύησης που είχε χορηγηθεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη σύσταση της «κακής τράπεζας» ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Χαρακτηριστικό του μοντέλου αυτού ήταν ο προσεκτικός διαχωρισμός μεταξύ «καλής» και «κακής» τραπέζης προκειμένου να αποφευχθούν οι συγκρούσεις συμφερόντων και η ρήτρα «de retour à meilleure fortune» ως προς τα κέρδη της καλής τράπεζας, προς όφελος του δημοσίου. Μετά από κάποια χρόνια η τράπεζα ιδιωτικοποιήθηκε επιτυχώς. Ωστόσο, η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων στην κακή τράπεζα στη λογιστική τους αξία προστάτευσε τους μετόχους από την ευθύνη της κάλυψης των ζημιών και σήμανε υψηλό κόστος για το κράτος διαχρονικά.

Λίγα χρόνια αργότερα, στην Ιταλία, η Banco di Napoli διαιρέθηκε σε μια «κακή» και σε μια «καλή» τράπεζα μετά την απορρόφηση των ζημιών από τους υφιστάμενους μετόχους και μια ανακεφαλαιοποίηση από το δημόσιο στο μέτρο που ήταν απαραίτητο για να διατηρηθεί η τράπεζα εν ζωή. Η Banco di Napoli χρηματοδότησε την απόκτηση από την «κακή» τράπεζα των αναπροσαρμοσμένης αλλά παρά ταύτα απομειωμένης αξίας περιουσιακών της στοιχείων με επιδοτούμενο δάνειο της κεντρικής τράπεζας της χώρας με αντεγγύηση του δημοσίου. Η εξυγιανθείσα τράπεζα ιδιωτικοποιήθηκε ένα έτος αργότερα. Ούτε στην περίπτωση της Credit Lyonnais ούτε σε αυτήν της Banco di Napoli προέκυψε άμεση δημοσιονομική δαπάνη για το δημόσιο στο πλαίσιο της απόκτησης των κακών περιουσιακών στοιχείων, πάνω από το ποσό που διατέθηκε για την εισφορά κεφαλαίου στις εν λόγω τράπεζες.

Μια ηπιότερη εκδοχή κακής τράπεζας χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα στη Γερμανία στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του προβλήματος των κακών περιουσιακών στοιχείων των Landesbanken. Στην περίπτωση της SachsenLB, η δικαιούχος τράπεζα πωλήθηκε «εν λειτουργία» μετά τη μεταβίβαση κακών περιουσιακών στοιχείων αξίας περίπου 17,5 δισεκατ. EUR σε οντότητα ειδικού σκοπού που θα διατηρούσε τα εν λόγω στοιχεία μέχρι τη λήξη τους. Ο πρώην ιδιοκτήτης, δηλαδή το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας, χορήγησε εγγύηση ζημιών αντίστοιχη προς το 17 % περίπου της ονομαστικής αξίας, ποσοστό που θεωρήθηκε ως το μέγιστο δυνατό ύψος των πιθανών ζημιών με βάση μια προσομοίωση ακραίων καταστάσεων (το βασικό σενάριο προέβλεπε ζημίες ύψους μόλις 2 %). Ο νέος ιδιοκτήτης ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της αναχρηματοδότησης και κάλυψε το υπόλοιπο των κινδύνων. Η ενίσχυση προβλεπόταν να ανέλθει τουλάχιστον στο ποσοστό που προέβλεπε το σενάριο της χειρότερης δυνατής περίπτωσης, δηλαδή περίπου 4 %. Στην περίπτωση της WestLB, χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων αξίας 23 δισεκατ. EUR μεταβιβάσθηκε σε οντότητα ειδικού σκοπού, συνοδευόμενο από εγγύηση του δημοσίου ύψους 5 δισεκατ. EUR για την κάλυψη τυχόν ζημιών και την προστασία του ισολογισμού από την αναπροσαρμογή της αξίας των στοιχείων αυτών βάσει των ΔΠΧΑ. Με τον τρόπο αυτόν η WestLB εξάλειψε το στοιχείο της μεταβλητότητας της αγοραίας αξίας των στοιχείων αυτών από τον ισολογισμό της. Η προμήθεια εγγύησης που καταβλήθηκε στο κράτος ήταν 0,5 %. Ο εν λόγω προστατευτικός μηχανισμός εξακολουθεί να υφίσταται και αντιμετωπίζεται ως κρατική ενίσχυση.

Στην Ελβετία η κυβέρνηση συνέστησε ένα νέο ταμείο στο οποίο μεταβιβάσθηκε ένα χαρτοφυλάκιο τοξικών περιουσιακών στοιχείων της UBS, αφού προηγήθηκε αποτίμησή του από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση του εν λόγω ταμείου η Ελβετία εισέφερε καταρχήν κεφάλαια στην UBS (υπό μορφή τίτλων μετατρέψιμων σε μετοχές της τράπεζας), τα οποία η UBS μεταβίβασε αμέσως στο εν λόγω ταμείο. Το υπόλοιπο της χρηματοδότησης του ταμείου εξασφαλίσθηκε με δάνειο από την εθνική τράπεζα της Ελβετίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι όροι χορήγησης δανείων των τσεχικών τραπεζών προς εταιρείες ήταν πολύ χαλαροί. Οι τσεχικές τράπεζες υπέστησαν μεγάλες ζημίες εξαιτίας αυτού και η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να στηρίξει τις τράπεζες στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Πραγματοποιήθηκαν επανειλημμένες προσαρμογές των ισολογισμών των τραπεζών προκειμένου να εξυγιανθεί ο τραπεζικός κλάδος της χώρας.

Τον Φεβρουάριο του 1991 η τσεχική κυβέρνηση ίδρυσε μια τράπεζα εξυγίανσης (Konsolidační banka, KOB), αποστολή της οποίας ήταν να αναλάβει τα κακά δάνεια που είχαν συσσωρευθεί στον τραπεζικό τομέα πριν το 1991 — όπως δάνεια που είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κατευθυνόμενη οικονομία, ιδίως εκείνα που αφορούσαν τις συναλλαγές εντός της σοβιετικής σφαίρας επιρροής. Τον Σεπτέμβριο του 2001, η ειδική αυτή τράπεζα μετατράπηκε σε οργανισμό που έπρεπε να απορροφήσει και κακά δάνεια από «νέου τύπου καινοτόμο δανεισμό» (ιδίως τα λεγόμενα δάνεια ιδιωτικοποίησης, μη αποδοτικά δάνεια και καταχρηστικά δάνεια).

Από το 1991, οι μεγάλες τράπεζες ελευθερώθηκαν από κακά δάνεια και από το 1994 δόθηκε έμφαση σε μικρότερες τράπεζες. Ειδικότερα, η χρεωκοπία της Kreditní banka τον Αύγουστο του 1996 και η ακόλουθη μερική απόσυρση καταθέσεων από την Agrobanka, έθεσαν το τραπεζικό σύστημα της χώρας υπό πίεση. Τα προγράμματα είχαν ως συνέπεια την προσωρινή μόνον αύξηση των συμμετοχών του κράτους στον τραπεζικό κλάδο το 1995, και αργότερα το 1998 λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της Agrobanka. Συνολικά, το μερίδιο της κυβέρνησης στον τραπεζικό τομέα αυξήθηκε σε 32 % στα τέλη του 1995, έναντι 29 % το 1994.

Επιπλέον, για να παρασχεθεί υποστήριξη σε μικρές τράπεζες εγκρίθηκε το 1997 ένα άλλο πρόγραμμα —το πρόγραμμα σταθεροποίησης— το οποίο στην ουσία συνίστατο στην αντικατάσταση περιουσιακών στοιχείων χαμηλής ποιότητας με ρευστότητα έως το 110 % του κεφαλαίου εκάστης συμμετέχουσας τράπεζας μέσω της αγοράς περιουσιακών στοιχείων χαμηλής ποιότητας των τραπεζών από ειδική εταιρεία, την Česká finanční, και εν συνεχεία επαναγορά του υπολοίπου της αξίας των στοιχείων αυτών εντός 5-7 ετών. Στο πρόγραμμα αυτό εντάχθηκαν έξι τράπεζες εκ των οποίων πέντε αποκλείσθηκαν όταν έπαυσαν να πληρούν τα κριτήρια του προγράμματος και ακολούθως έπαυσαν να λειτουργούν. Κατόπιν αυτού το πρόγραμμα σταθεροποίησης κρίθηκε ότι δεν ήταν επιτυχές και διακόπηκε.

Έως τα τέλη του 1998 είχαν χορηγηθεί 63 άδειες λειτουργίας για τράπεζες (εκ των οποίων 60 πριν τα τέλη του 1994). Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2000, 41 τράπεζες και υποκαταστήματα ξένων τραπεζών συνέχιζαν να λειτουργούν, 16 τελούσαν υπό ιδιαίτερο καθεστώς (8 υπό εκκαθάριση, 8 είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση), 4 είχαν συγχωνευθεί με άλλες τράπεζες και η άδεια μιας ξένης τράπεζας είχε ανακληθεί διότι δεν είχε αρχίσει να λειτουργεί. Από τις 42 υπόλοιπες τράπεζες (περιλαμβανομένης της CKA) 15 ήταν υπό εγχώριο και 27 υπό ξένο έλεγχο, περιλαμβανομένων θυγατρικών και υποκαταστημάτων ξένων τραπεζών.

Τον Μάιο του 2000, τέθηκε σε ισχύ ο τροποποιημένος νόμος περί πτωχεύσεως και διακανονισμού, καθώς και ο νόμος περί δημοπρασιών, στόχος των οποίων ήταν η επίσπευση της πτωχευτικής διαδικασίας και η εξισορρόπηση των δικαιωμάτων πιστωτών και οφειλετών, επιτρέποντας σε ειδικευμένα γραφεία ή νομικά πρόσωπα να ενεργούν ως διαχειριστές σε πτωχευτικές διαδικασίες και προσφέροντας τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης εξώδικης διευθέτησης.


(1)  Βλέπε Bergström, Englund και Thorell (2002), και Heikensten (1998a και b).

(2)  Εντελώς αντίθετα με την ιαπωνική πολιτική του καθορισμού υπερβολικά υψηλών τιμών για «κακά» περιουσιακά στοιχεία, που οδήγησε σε πάγωμα της αγοράς ακινήτων επί περίπου μια δεκαετία.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

Ορισμός των κατηγοριών («καλαθιών») επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων και πλήρης γνωστοποίηση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, καθώς και του συνόλου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μιας τράπεζας

I.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ («ΚΑΛΑΘΙΩΝ») ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Ως ορισμός των κατηγοριών απομειωμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τραπεζών πρέπει να ληφθεί ένας κοινός παρονομαστής βασιζόμενος στις κατηγορίες που ήδη χρησιμοποιούνται για:

1.

την υποβολή εκθέσεων και την εκτίμηση της αξίας στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας (Βασιλεία, πυλώνας 3 = οδηγία περί κεφαλαιακής επάρκειας, παράρτημα XII, FINREP και COREP)

2.

τη χρηματοοικονομική αναφορά και εκτίμηση της αξίας (συγκεκριμένα ΔΛΠ 39 και ΔΠΧΑ 7),

3.

την ad hoc υποβολή ειδικών εκθέσεων για την πιστωτική κρίση: ΔΝΤ, FSF, Roubini και εργασίες της CEBS (ΕΕΑΤΕ — ευρωπαϊκή επιτροπή αρχών τραπεζικής εποπτείας) για τη διαφάνεια.

Η χρήση ενός κοινού παρονομαστή με βάση τις υφιστάμενες κατηγορίες αναφοράς και εκτίμησης της αξίας για τον προσδιορισμό των καλαθιών περιουσιακών στοιχείων:

θα επιτρέψει την αποφυγή επιπρόσθετου φόρτου αναφοράς για τις τράπεζες,

θα επιτρέψει να αξιολογηθεί το καλάθι των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων μεμονωμένων τραπεζών με βάση εκτιμήσεις σε επίπεδο ΕΟΧ και σε παγκόσμιο επίπεδο (που μπορεί να έχουν σχέση για τον προσδιορισμό της «οικονομικής αξίας» σε κάποιο χρονικό σημείο), και

θα παράσχει αντικειμενικά (πιστοποιημένα) σημεία εκκίνησης για την εκτίμηση απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω η Αρχή προτείνει τις ακόλουθες κατηγορίες (καλάθια) χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ως σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό της «οικονομικής αξίας» και την αρωγή για περιουσιακά στοιχεία λόγω απομείωσης της αξίας αυτών:

Πίνακας 1

I.   Δομημένα χρηματοδοτικά/τιτλοποιημένα προϊόντα

 

Τύπος προϊόντος

Λογιστική κατηγορία

Βάση εκτίμησης της αξίας για το καθεστώς

Παρατηρήσεις

 

 

 

Αγοραία αξία

Οικονομική αξία

Αξία μεταβίβασης

 

1

RMBS

FVPL/AFS (1)

 

 

 

Με περαιτέρω ανάλυση ως προς τα εξής: γεωγραφική περιοχή, αρχαιότητα δόσεων, πιστοληπτική διαβάθμιση, υψηλού κινδύνου (sub-prime) ή σχετικά με Alt-A, ή άλλα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία, ληκτότητα/ημερομηνία έκδοσης, προσαρμογές και αποσβέσεις.

2

CMBS

FVPL/AFS

 

 

 

3

CDO

FVPL/AFS

 

 

 

4

ABS

FVPL/AFS

 

 

 

5

Εταιρικό χρέος

FVPL/AFS

 

 

 

6

Λοιπά δάνεια

FVPL/AFS

 

 

 

 

 

 

Σύνολο

 

 

 

II   Μη τιτλοποιημένα δάνεια

 

Τύπος προϊόντος

Λογιστική κατηγορία

Βάση εκτίμησης της αξίας για το καθεστώς

Παρατηρήσεις

 

 

 

Κόστος (2)

Οικονομική αξία

Αξία μεταβίβασης

 

7

Εταιρικά

HTM/L&R (1)

Κόστος (2)

 

 

Με περαιτέρω ανάλυση ως προς τα εξής: γεωγραφική περιοχή, κίνδυνος συμβαλλομένου (PD) μετριασμός πιστωτικού κινδύνου (εξασφαλίσεις) και δομή ληκτότητας· προσαρμογές και αποσβέσεις.

8

Στεγαστικά

HTM/L&R

Κόστος

 

 

9

Άλλα προσωπικά δάνεια

HTM/L&R

Κόστος

 

 

 

 

 

Σύνολο

 

 

 

II.   ΠΛΗΡΗΣ ΓΝΩΣΤΟΠΟΊΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΠΟΜΕΙΩΜΕΝΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Βάσει αυτών των καλαθιών περιουσιακών στοιχείων, οι πληροφορίες που παρέχονται για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία μιας τράπεζας τα οποία πρέπει να υπαχθούν σε ένα μέτρο αρωγής από περιουσιακά στοιχεία πρέπει να παρουσιάζονται με μεγαλύτερο βαθμό ανάλυσης όπως προτείνεται στη στήλη σχολίων του πίνακα 1.

Με γνώμονα τις ορθές πρακτικές που παρατήρησε η ευρωπαϊκή επιτροπή αρχών τραπεζικής εποπτείας (3) (ΕΕΑΤΕ) όσον αφορά τις γνωστοποιήσεις δραστηριοτήτων επηρεαζόμενων από την αναταραχή στις αγορές, οι πληροφορίες για τις δραστηριότητες των τραπεζών που σχετίζονται με τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία που θα τροφοδοτούν την ανάλυση βιωσιμότητας που αναφέρεται στην ενότητα 5.1 μπορούν να ακολουθούν την ακόλουθη δομή:

Πίνακας 2

Παρατηρηθείσες από την ΕΕΑΤΕ ορθές πρακτικές

Ομάδα ανώτερων εποπτικών αρχών (Senior Supervisors Group - SSG):

Βέλτιστες πρακτικές γνωστοποίησης

Επιχειρηματικό μοντέλο

Περιγραφή του επιχειρηματικού μοντέλου (δηλαδή των λόγων άσκησης των δραστηριοτήτων και της συνεισφοράς στη διαδικασία δημιουργίας αξίας) και, κατά περίπτωση, των τυχόν αλλαγών (π.χ. εξαιτίας της κρίσης).

Περιγραφή στρατηγικών και στόχων.

Περιγραφή της σπουδαιότητας των δραστηριοτήτων και της συνεισφοράς τους στην επιχείρηση (περιλαμβανομένων και ποσοτικών μεγεθών).

Περιγραφή του τύπου των δραστηριοτήτων περιλαμβανομένης και περιγραφής των μέσων, καθώς και της λειτουργίας τους και των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν τα προϊόντα/οι επενδύσεις.

Περιγραφή του ρόλου και του βαθμού συμμετοχής του οργανισμού, π.χ. δεσμεύσεις και υποχρεώσεις.

Δραστηριότητες (SPE). (4)

Φύση ανοίγματος (ανάδοχος, πάροχος ενίσχυσης ρευστότητας και/ή πιστώσεων) (SPE).

Σχολιασμός της ποιότητας της ασκούμενης πολιτικής (LF).

Κίνδυνοι και διαχείριση κινδύνων

Περιγραφή της φύσης και της έκτασης των κινδύνων που αναλαμβάνονται σε σχέση με τις δραστηριότητες και τα μέσα.

Περιγραφή των πρακτικών περί διαχείρισης κινδύνων που άπτονται των δραστηριοτήτων, τυχόν γνωστών αδυναμιών και τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί προς τούτο.

Στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον κίνδυνο ρευστότητας.

 

Αντίκτυπος της κρίσης στα αποτελέσματα

Ποιοτική και ποσοτική περιγραφή των αποτελεσμάτων με έμφαση στις ζημίες (κατά περίπτωση) και τις μειώσεις αξίας που επηρεάζουν τα αποτελέσματα.

Ανάλυση των μειώσεων αξίας/ζημιών ανά τύπο προϊόντος και μέσου επηρεαζόμενου από την κρίση (CMBS, RMBS, CDO, ABS και LBO με περαιτέρω ανάλυση με βάση διαφορετικά κριτήρια).

Περιγραφή των λόγων και των παραγόντων που ευθύνονται για τον αντίκτυπο.

Σύγκριση i) του αντίκτυπου μεταξύ (συναφών) περιόδων και ii) των υπολοίπων στον λογαριασμό αποτελεσμάτων πριν και μετά τον αντίκτυπο της κρίσης.

Διάκριση μειώσεων αξίας μεταξύ υλοποιηθέντων και μη ποσών.

Περιγραφή της επίδρασης της κρίσης στην τιμή της μετοχής της εταιρείας.

Γνωστοποίηση των μέγιστων δυνατών ζημιών και περιγραφή του τρόπου με τον οποίο μπορεί να επηρεασθεί η κατάσταση του οργανισμού από μια περαιτέρω επιδείνωση ή από την ανάκαμψη της αγοράς.

Γνωστοποίηση του αντίκτυπου των μεταβολών πιστωτικού περιθωρίου (spread) για ίδιες υποχρεώσεις επί των αποτελεσμάτων και επί των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό του αντικτύπου.

Μεταβολή του ανοίγματος έναντι της προηγούμενης περιόδου, περιλαμβανομένων των πωλήσεων και των μειώσεων αξίας (CMB/LF).

Επίπεδα και είδη ανοίγματος

Ονομαστικό ποσό (ή αποσβεσμένο κόστος) και εύλογη αξία υπόλοιπων ανοιγμάτων.

Πληροφορίες περί πιστωτικής προστασίας (π.χ. μέσω συμβάσεων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης) και η επίδρασή της στα ανοίγματα.

Πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των προϊόντων

Λεπτομερείς γνωστοποιήσεις ανοιγμάτων με ανάλυση ανά:

επίπεδο αρχαιότητας δόσεων,

επίπεδο πιστωτικής ποιότητας (π.χ. πιστοληπτικές διαβαθμίσεις, επενδυτική ποιότητα, ημερομηνία έκδοσης),

γεωγραφική προέλευση,

αν τα ανοίγματα δημιουργήθηκαν, διατηρήθηκαν, αποθηκεύθηκαν ή αγοράσθηκαν,

χαρακτηριστικά προϊόντων π.χ. πιστοληπτική διαβάθμιση, μερίδιο ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου (sub-prime), προεξοφλητικά επιτόκια, σημεία σύνδεσης, περιθώρια (spreads), χρηματοδότηση,

χαρακτηριστικά των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων: π.χ. ημερομηνία έκδοσης, δείκτες δανείου/αξίας, πληροφορίες επί εμπράγματων ασφαλειών, σταθμική μέση διάρκεια ζωής του υποκειμένου περιουσιακού στοιχείου, παραδοχές σχετικά με την ταχύτητα προπληρωμής, αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες.

Χρονοδιαγράμματα μεταβολών στα ανοίγματα μεταξύ συναφών περιόδων αναφοράς και υποκείμενοι λόγοι (πωλήσεις, εκχωρήσεις, αγορές κ.λπ.).

Σχολιασμός των ανοιγμάτων που δεν έχουν ακόμη ενοποιηθεί (ή έχουν αναγνωρισθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης) και οι σχετικοί λόγοι.

Άνοιγμα σε μονογραμμικούς ασφαλιστές και ποιότητα των ασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων:

ονομαστικά ποσά (ή αποσβεσμένο κόστος) των ασφαλισμένων ανοιγμάτων, καθώς και το ύψος της αγορασθείσας πιστωτικής προστασίας,

εύλογη αξία των υπόλοιπων ανοιγμάτων, καθώς και της σχετικής πιστωτικής προστασίας,

ύψος των μειώσεων αξίας και των ζημιών, με διάκριση μεταξύ υλοποιηθέντων και μη ποσών,

ανάλυση των ανοιγμάτων ανά πιστοληπτική διαβάθμιση ή αντισυμβαλλόμενο.

Μέγεθος της οντότητας ειδικού σκοπού έναντι του συνολικού ανοίγματος της εταιρείας (SPE/CDO).

Εξασφαλίσεις: τύπος, δόσεις, πιστοληπτική διαβάθμιση, κλάδος, γεωγραφική κατανομή, μέση ληκτότητα, ημερομηνία έκδοσης (SPE/CDO/CMB/LF).

Αντισταθμίσεις, όπως ανοίγματα σε μονογραμμικούς ασφαλιστές, σε άλλους αντισυμβαλλόμενους (CDO). Φερεγγυότητα αντισυμβαλλόμενων σε αντισταθμίσεις κινδύνων (CDO).

Ολόκληρα δάνεια, RMBS (τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια) άλλα (O).

Λεπτομέρειες για την πιστωτική ποιότητα (όπως πιστοληπτική διαβάθμιση, δείκτες δανείου/αξίας, μετρήσεις απόδοσης) (O).

Μεταβολή του ανοίγματος έναντι της προηγούμενης περιόδου, περιλαμβανομένων των πωλήσεων και των μειώσεων αξίας (CMB/LF).

Διάκριση μεταξύ ενοποιημένων και μη οντοτήτων ειδικού σκοπού. Λόγος ενοποίησης (κατά περίπτωση) (SPE).

Χρηματοδοτημένα ανοίγματα και μη χρηματοδοτημένες υποχρεώσεις (LF)

Λογιστικές πολιτικές και θέματα εκτίμησης της αξίας

Κατάταξη συναλλαγών και δομημένων προϊόντων για λογιστικούς σκοπούς και σχετική λογιστική μεταχείριση.

Ενοποίηση SPE και άλλων οντοτήτων (όπως VIE) και συμφιλίωση αυτών με τα δομημένα προϊόντα που επηρεάσθηκαν από την κρίση των δανείων υψηλού κινδύνου.

Λεπτομερείς γνωστοποιήσεις ως προς την εύλογη αξία χρηματοοικονομικών μέσων:

χρηματοοικονομικά μέσα στα οποία εφαρμόζεται εύλογη αξία,

ιεραρχία εύλογης αξίας (ανάλυση όλων των ανοιγμάτων στην εύλογη αξία ανά επίπεδο ιεραρχίας εύλογης αξίας και διαφοροποίηση μεταξύ μέσων σε μετρητά ή παράγωγων μέσων, καθώς και γνωστοποιήσεις μετακίνησης από ένα επίπεδο σε άλλο),

μεταχείριση των κερδών της πρώτης ημέρας (περιλαμβανομένων και ποσοτικών πληροφοριών),

χρήση της προαίρεσης της εύλογης αξίας (περιλαμβανομένων των όρων χρήσης αυτής) και σχετικά ποσά (με κατάλληλη ανάλυση αυτών).

Γνωστοποιήσεις των τεχνικών κατάρτισης υποδείγματος που εφαρμόσθηκαν για την εκτίμηση της αξίας χρηματοοικονομικών μέσων, περιλαμβανομένων και σχολίων ως προς τα εξής:

περιγραφή των τεχνικών κατάρτισης υποδειγμάτων και των μέσων στα οποία αυτές εφαρμόζονται,

περιγραφή των διαδικασιών εκτίμησης της αξίας (περιλαμβανομένου ιδίως σχολιασμού των παραδοχών και των εισροών στις οποίες βασίζονται τα υποδείγματα),

τύποι προσαρμογών που εφαρμόζονται ώστε να λαμβάνονται υπόψη ο κίνδυνος υποδείγματος και άλλες αβεβαιότητες ως προς την εκτίμηση της αξίας,

ευαισθησία των εύλογων αξιών, και

σενάρια ακραίων καταστάσεων.

Μέθοδοι εκτίμησης της αξίας και πρωτογενείς παράγοντες (CDO).

Προσαρμογές της εκτίμησης της αξίας πιστώσεων για συγκεκριμένους αντισυμβαλλόμενους (CDO).

Ευαισθησία της εκτίμησης της αξίας στις μεταβολές βασικών παραδοχών και εισροών (CDO).

Άλλες πτυχές γνωστοποίησης

Περιγραφή πολιτικών γνωστοποίησης και των αρχών που εφαρμόζονται για γνωστοποιήσεις και χρηματοοικονομική αναφορά.

 

Θέματα παρουσίασης

Συναφείς γνωστοποιήσεις για την κατανόηση της εμπλοκής ενός οργανισμού σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα πρέπει στο μέτρο του δυνατού να παρέχονται στο ίδιο σημείο.

Όταν οι πληροφορίες επιμερίζονται σε διάφορα μέρη ή πηγές πρέπει να παρέχονται σαφείς παραπομπές ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να ανατρέχουν στα σημεία που τους ενδιαφέρουν.

Οι αφηγηματικές γνωστοποιήσεις πρέπει στο μέγιστο δυνατό να συμπληρώνονται με ενδεικτικούς πίνακες και συνοπτικές παρουσιάσεις για περισσότερη σαφήνεια.

Οι οργανισμοί πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η ορολογία που χρησιμοποιείται για την περιγραφή πολύπλοκων χρηματοοικονομικών μέσων και συναλλαγών συνοδεύεται από σαφείς και επαρκείς εξηγήσεις.

 


(1)  FVPL = Fair value through profit and loss (Εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων) = χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης + προαίρεση εύλογης αξίας), AFS = available for sale (διαθέσιμα προς πώληση), HTM = Held to Maturity (διακρατούμενα μέχρι τη λήξη τους), L&R = loans and receivables (δάνεια και απαιτήσεις).

(2)  Κόστος σημαίνει τη λογιστική αξία των δανείων μείον το ποσό της απομείωσης αξίας.

(3)  Πηγή: Έκθεση της ΕΕΑΤΕ σχετικά με τη διαφάνεια των τραπεζών ως προς τις δραστηριότητες και τα προϊόντα που επηρεάζονται από την πρόσφατη αναταραχή στις αγορές, της 18ης Ιουνίου 2008.

(4)  Στην έκθεση SSG, κάθε στοιχείο αναφέρεται σε συγκεκριμένο τύπο οντότητας ειδικού σκοπού, ή σε όλους τους τύπους ως σύνολο, ως εξής: SPE (Special Purpose Entities – οντότητες ειδικού σκοπού εν γένει), LF (Leveraged Finance – μοχλευμένη χρηματοδότηση), CMB (Commercial Mortgage-Backed Securities – διαπραγματεύσιμοι τίτλοι από τιτλοποίηση ενυπόθηκων δανείων), O (Other sub-prime and Alt-A Exposures – άλλα ανοίγματα υψηλού κινδύνου και κατηγορίας Alt-A), και CDO (Collateralised Debt Obligations – εξασφαλισμένα ομόλογα).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ

Ι.   Μέθοδος και διαδικασία εκτίμησης της αξίας

Για τους σκοπούς των μέτρων, τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να ταξινομούνται με βάση τους ενδεικτικούς πίνακες 1 και 2 του παραρτήματος 3.

Ο προσδιορισμός της πραγματικής οικονομικής αξίας κατά την έννοια του παρόντος κεφαλαίου των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις (βλέπε ενότητα 5.5) πρέπει να βασίζεται σε παρατηρήσιμες εισροές της αγοράς και ρεαλιστικές και συνετές παραδοχές ως προς τις μελλοντικές χρηματορροές.

Η εφαρμοστέα στα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία μέθοδος εκτίμησης πρέπει να συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΟΧ και μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τα εκάστοτε επιμέρους περιουσιακά στοιχεία ή καλάθια περιουσιακών στοιχείων. Στο μέτρο του δυνατού, η εκτίμηση πρέπει να επανεξετάζεται σε σχέση με την αγορά ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια ζωής του περιουσιακού στοιχείου.

Στο παρελθόν, εφαρμόσθηκαν διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες εκτίμησης της αξίας με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία. Στην περίπτωση κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων όπου υπάρχει αρκετή βεβαιότητα ως προς τις αγοραίες αξίες, χρήσιμες αποδείχθηκαν απλές διαδικασίες αντίστροφης δημοπρασίας. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή απέτυχε κατά την εκτίμηση της αξίας πολυπλοκότερων περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ. Πιο σύνθετες διαδικασίες δημοπρασίας είναι καταλληλότερες όταν υπάρχει λιγότερη βεβαιότητα ως προς τις αγοραίες τιμές, ενώ απαιτείται ακριβέστερη μέθοδος διαπίστωσης της τιμής εκάστου περιουσιακού στοιχείου. Δυστυχώς, ο σχεδιασμός αυτών των διαδικασιών δεν είναι απλός. Η εναλλακτική δυνατότητα του υπολογισμού βάσει υποδείγματος για περίπλοκα περιουσιακά στοιχεία έχει το μειονέκτημα ότι επηρεάζεται από τις υποκείμενες παραδοχές (1).

Η δυνατότητα της εφαρμογής ομοιόμορφων περιθωρίων εκτίμησης της αξίας σε όλα τα πολύπλοκα περιουσιακά στοιχεία απλουστεύει την όλη διαδικασία εκτίμησης, μολονότι οδηγεί σε λιγότερο ακριβή αποτίμηση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν σημαντική πείρα όσον αφορά τα δυνατά κριτήρια και παραμέτρους για τις εξασφαλίσεις που προσφέρονται σε πλαίσιο αναχρηματοδότησης, που μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη.

Ανεξάρτητα από το υπόδειγμα που θα επιλεγεί, η διαδικασία εκτίμησης της αξίας και ιδίως η αξιολόγηση της πιθανότητας μελλοντικών ζημιών πρέπει να βασίζεται σε αυστηρές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με γνώμονα ένα σενάριο παρατεταμένης παγκόσμιας ύφεσης.

Η εκτίμηση πρέπει να βασίζεται σε διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα και μεγέθη αναφοράς. Μια κοινή μεθοδολογία εκτίμησης της αξίας συμφωνημένη σε επίπεδο ΕΟΧ και εφαρμοζόμενη με συνέπεια από τα κράτη ΕΟΧ θα συνέβαλλε πάρα πολύ στην άμβλυνση των ανησυχιών όσον αφορά τους κινδύνους για την ισότιμη μεταχείριση από τις δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις της εφαρμογής αποκλινόντων συστημάτων εκτίμησης της αξίας. Κατά την αξιολόγηση των μεθόδων εκτίμησης που θα υποβάλλουν τα κράτη ΕΖΕΣ σχετικά με μέτρα αγωγής για περιουσιακά στοιχεία, η Αρχή καταρχήν θα συμβουλεύεται εμπειρογνώμονες σε θέματα εκτίμησης της αξίας (2).

II.   Αποτίμηση της κρατικής στήριξης με βάση την εκτίμηση της αξίας

Η εκτίμηση της αξίας περιουσιακών στοιχείων πρέπει να διακρίνεται από την αποτίμηση ενός μέτρου στήριξης. Η αγορά ή ασφάλιση βάσει της τρέχουσας αγοραίας αξίας ή της «πραγματικής οικονομικής αξίας», με συνυπολογισμό των προβλεπόμενων μελλοντικών χρηματορροών σε βάση διακράτησης μέχρι τη λήξη, στην πράξη θα υπερβαίνει τις υφιστάμενες ικανότητες των δικαιούχων τραπεζών όσον αφορά τον επιμερισμό των βαρών (3). Ο στόχος της αποτίμησης πρέπει να βασίζεται σε τιμή μεταβίβασης όσο το δυνατόν πλησιέστερη προς την υπολογισθείσα πραγματική οικονομική αξία. Μολονότι συνεπάγεται κάποιο πλεονέκτημα σε σύγκριση με την τρέχουσα αγοραία αξία και συνεπώς κρατική ενίσχυση, η αποτίμηση βάσει της «πραγματικής οικονομικής αξίας» μπορεί να θεωρηθεί ότι αντισταθμίζει τις τρέχουσες υπερβολές της αγοράς τις οποίες επιτείνουν οι τρέχουσες συνθήκες της κρίσης που οδήγησαν στην επιδείνωση ή ακόμη και στην κατάρρευση ορισμένων αγορών. Όσο μεγαλύτερη η απόκλιση της τιμής μεταβίβασης από την «πραγματική οικονομική αξία», και συνεπώς το ποσό της ενίσχυσης, τόσο αυξάνεται η ανάγκη για διορθωτικά μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί ακριβής αποτίμηση διαχρονικά (π.χ. μέσω ρητρών βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης) και για διεξοδικότερη αναδιάρθρωση. Η αποδεκτή απόκλιση από το αποτέλεσμα της εκτίμησης της αξίας πρέπει να είναι μικρότερη για περιουσιακά στοιχεία η αξία των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί βάσει αξιόπιστων στοιχείων της αγοράς από ό,τι για μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία. Η μη συμμόρφωση με τις αρχές αυτές θα αντιπροσωπεύει σημαντική ένδειξη ανάγκης για εκτενή αναδιάρθρωση και αντισταθμιστικά μέτρα ή ακόμη και για εύρυθμη λύση και εκκαθάριση.

Σε κάθε περίπτωση, η αποτίμηση της αρωγής για περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να περιλαμβάνει και αμοιβή του δημοσίου η οποία θα λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο οι μελλοντικές ζημίες να είναι μεγαλύτερες από εκείνες που προβλέπονται στον καθορισμό της «πραγματικής οικονομικής αξίας», καθώς και κάθε επιπρόσθετο κίνδυνο που απορρέει από μια αξία μεταβίβασης ανώτερη της πραγματικής οικονομικής αξίας.

Η αμοιβή αυτή μπορεί να διαμορφώνεται καθορίζοντας την τιμή μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων κάτω από την «πραγματική οικονομική αξία» τόσο ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής αποζημίωση για τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο υπό μορφή ανάλογης δυνητικής θετικής εξέλιξης, ή προσαρμόζοντας αναλόγως την προμήθεια εγγύησης.

Ο προσδιορισμός της αναγκαίας απόδοσης-στόχου μπορεί να εμπνέεται από την αμοιβή που θα ήταν απαραίτητη για μέτρα ανακεφαλαιοποίησης κατ’ αναλογία του κεφαλαιακού αποτελέσματος της προτεινόμενης αρωγής για περιουσιακά στοιχεία. Τούτο πρέπει να συνάδει με το κεφάλαιο των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής περί ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μέτρων αρωγής για περιουσιακά στοιχεία και ιδίως το γεγονός ότι μπορεί να συνεπάγονται μεγαλύτερο άνοιγμα από τις εισφορές κεφαλαίου (4).

Το σύστημα αποτίμησης θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει δικαιώματα αγοράς μετοχών των τραπεζών ίσης αξίας προς τα περιουσιακά στοιχεία (πράγμα που σημαίνει ότι η καταβολή υψηλότερης τιμής θα συνεπαγόταν μεγαλύτερο δυνητικό μερίδιο στις μετοχές). Υπόδειγμα ενός τέτοιου συστήματος αποτίμησης θα μπορούσε να είναι η περίπτωση της αγοράς περιουσιακού στοιχείου στην οποία τα σχετικά δικαιώματα αγοράς θα επιστρέφονται στην τράπεζα μόλις τα εν λόγω στοιχεία πωληθούν από την κακή τράπεζα και εφόσον έχει επιτευχθεί η απαιτούμενη απόδοση-στόχος. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία δεν έχουν τέτοια απόδοση η τράπεζα θα πρέπει να καταβάλει τη διαφορά σε μετρητά ώστε να επιτευχθεί ο σχετικός στόχος. Εάν η τράπεζα δεν καταβάλει μετρητά, το δημόσιο θα πωλεί τα δικαιώματα αγοράς ώστε να επιτευχθεί η απόδοση-στόχος.

Στην περίπτωση της παροχής εγγυήσεων για περιουσιακά στοιχεία, η προμήθεια εγγύησης μπορεί να καταβάλλεται υπό μορφή μετοχών με σταθερό σωρευτικό επιτόκιο που αντιπροσωπεύει την απόδοση-στόχο. Εάν καταπέσει η εγγύηση, το κράτος ΕΖΕΣ θα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα αγοράς για να αποκτήσει μετοχές αξίας ίσης προς τα ποσά που χρειάσθηκε να καλυφθούν με την εγγύηση.

Σε κάθε περίπτωση, ένα σύστημα αποτίμησης θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι η συνολική συνεισφορά των δικαιούχων τραπεζών μειώνει την έκταση της καθαρής παρέμβασης του δημοσίου στο ελάχιστο απαιτούμενο.


(1)  Σε κάθε περίπτωση, η διεξαγωγή δημοπρασίας θα ήταν δυνατή μόνον για ομοιογενείς κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και όταν ο αριθμός των ενδεχόμενων πωλητών είναι αρκετά μεγάλος. Επιπλέον, θα έπρεπε να τεθεί μια ελάχιστη τιμή ώστε να διασφαλισθεί η προστασία των συμφερόντων του κράτους, καθώς και ένας μηχανισμός ανάκτησης σε περίπτωση που οι τελικές ζημίες υπερβούν την ελάχιστη τιμή, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί επαρκής συμμετοχή από μέρους της δικαιούχου τράπεζας. Προκειμένου να αξιολογηθούν τέτοιοι μηχανισμοί, θα πρέπει να υποβληθούν συγκριτικά σενάρια με εναλλακτικά καθεστώτα εγγυήσεων/αγοράς, περιλαμβανομένων και προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ώστε να εξασφαλισθεί η ισοδυναμία τους σε παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό επίπεδο.

(2)  Η Αρχή θα χρησιμοποιεί τις γνωμοδοτήσεις των επιτροπών αυτών όπως σε άλλες διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων στις οποίες καταφεύγει σε εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη.

(3)  Βλέπε ενότητα 5,2 των κατευθυντηρίων γραμμών.

(4)  Στην περίπτωση παροχής εγγυήσεων για περιουσιακά στοιχεία θα έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη ότι σε αντίθεση με τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης δεν παρέχεται ρευστότητα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

Τα κράτη ΕΖΕΣ που κοινοποιούν μέτρα αρωγής για περιουσιακά στοιχεία παρέχουν στην Αρχή πλήρεις και αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με όλα τα στοιχεία που άπτονται της αξιολόγησης των μέτρων παροχής στήριξης του δημοσίου βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, όπως καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις (1). Σε αυτές περιλαμβάνονται συγκεκριμένα η λεπτομερής περιγραφή της μεθόδου εκτίμησης της αξίας και του τρόπου εφαρμογής της, μέσω της χρησιμοποίησης ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων (2). Η έγκριση της Αρχής θα χορηγείται για ένα εξάμηνο και υπό την προϋπόθεση ότι θα αναληφθεί δέσμευση για την υποβολή είτε ενός προγράμματος αναδιάρθρωσης είτε μιας ανάλυσης βιωσιμότητας για κάθε δικαιούχο οργανισμό εντός 3 μηνών από την υπαγωγή στο πρόγραμμα αρωγής για περιουσιακά στοιχεία.

Όταν μια τράπεζα λαμβάνει ενίσχυση είτε στο πλαίσιο μεμονωμένου μέτρου είτε στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος αρωγής για περιουσιακά στοιχεία, το κράτος ΕΖΕΣ παρέχει στην Αρχή, τουλάχιστον κατά τη μεμονωμένη κοινοποίηση που αφορά το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης ή την ανάλυση βιωσιμότητας, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα καλυπτόμενα περιουσιακά στοιχεία, την εκτίμηση της αξίας τους κατά τον χρόνο χορήγησης της μεμονωμένης ενίσχυσης, καθώς και τα πιστοποιημένα και επικυρωμένα αποτελέσματα της γνωστοποίησης των μειώσεων αξίας για τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτονται από το μέτρο αρωγής (3). Πλήρης ανάλυση των δραστηριοτήτων της τράπεζας και του ισολογισμού της πρέπει να υποβάλλεται το συντομότερο δυνατό ώστε να αρχίσουν συζητήσεις ως προς την αρμόζουσα φύση και κλίμακα της αναδιάρθρωσης πολύ πριν την επίσημη παρουσίαση του προγράμματος αναδιάρθρωσης με σκοπό την επίσπευση της όλης διαδικασίας και την εξασφάλιση σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου το ταχύτερο δυνατόν.

Για τράπεζες που έχουν ήδη λάβει άλλα είδη κρατικής ενίσχυσης, είτε στο πλαίσιο εγκεκριμένης εγγύησης, συμβάσεων ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων είτε στο πλαίσιο καθεστώτων ανακεφαλαιοποίησης είτε στο πλαίσιο μεμονωμένων μέτρων, οιαδήποτε υποστήριξη χορηγείται βάσει του καθεστώτος αρωγής για περιουσιακά στοιχεία πρέπει να κοινοποιείται πρώτα βάσει των υφιστάμενων υποχρεώσεων κοινοποίησης ούτως ώστε η Αρχή να έχει πλήρη εικόνα των πολλαπλών μέτρων κρατικής ενίσχυσης που απολαύει ένας μεμονωμένος δικαιούχος ενίσχυσης και να μπορεί καλύτερα να εκτιμήσει την αποτελεσματικότητα των προηγούμενων μέτρων και τη συνεισφορά που προτίθεται να κάνει το κράτος ΕΖΕΣ σε μια συνολική αξιολόγηση.

Η Αρχή θα αξιολογεί εκ νέου τη χορηγηθείσα υπό προσωρινή έγκριση ενίσχυση με γνώμονα την καταλληλότητα της προτεινόμενης αναδιάρθρωσης και των διορθωτικών μέτρων (4), και θα λαμβάνει θέση ως προς τη συμβατότητά της για περισσότερους από 6 μήνες με την έκδοση νέας απόφασης.

Τα κράτη ΕΖΕΣ υποβάλλουν επίσης ανά εξάμηνο έκθεση στην Αρχή επί της λειτουργίας των προγραμμάτων αρωγής για περιουσιακά στοιχεία και της εξέλιξης των σχεδίων αναδιάρθρωσης των τραπεζών. Όταν ένα κράτος ΕΖΕΣ υπόκειται ήδη σε υποχρέωση υποβολής έκθεσης για άλλες μορφές ενίσχυσης, μια τέτοια έκθεση συμπληρώνεται με τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα αρωγής για περιουσιακά στοιχεία και τα σχέδια αναδιάρθρωσης των τραπεζών.


(1)  Ενθαρρύνονται οι προ της κοινοποίησης επαφές.

(2)  Βλέπε ενότητα 5.5 ανωτέρω και παράρτημα 4.

(3)  Επιστολή του επικεφαλής της εποπτικής αρχής που πιστοποιεί τα λεπτομερή αποτελέσματα.

(4)  Για να διευκολυνθεί το έργο των κρατών ΕΖΕΣ και της Αρχής, η τελευταία θα είναι διατεθειμένη να εξετάζει ομαδικά κοινοποιήσεις παραπλήσιων περιπτώσεων αναδιάρθρωσης/εκκαθάρισης. Η Αρχή ενδέχεται να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει ανάγκη υποβολής σχεδίου, σε περίπτωση που η κοινοποίηση αφορά καθαρή εκκαθάριση του οργανισμού ή εφόσον το μέγεθός του είναι πολύ μικρό.


Διορθωτικά

27.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 23/53


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1261/2010 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2010, για την επιβολή προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων ράβδων ανοξείδωτου χάλυβα καταγωγής Ινδίας

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 343 της 29ης Δεκεμβρίου 2010 )

1.

Στη σελίδα 74, ο πίνακας του άρθρου 1 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«Εταιρεία

Δασμός (%)

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Chandan Steel Ltd., Βομβάη

3,4

B002

Venus Wire Industries Pvt. Ltd, Βομβάη·

Precision Metals, Βομβάη·

Hindustan Inox Ltd., Βομβάη·

Sieves Manufacturer India Pvt. Ltd., Βομβάη

3,3

B003

Viraj Profiles Vpl. Ltd., Thane

4,3

B004

Εταιρείες που απαριθμούνται στο παράρτημα

4,0

B005

Όλες οι άλλες εταιρείες

4,3

B999»

2.

Στη σελίδα 75, στον τίτλο του πίνακα:

αντί:

«Πρόσθετος κωδικός TARIC ΑΧΧΧ»

διάβαζε:

«Πρόσθετος κωδικός TARIC B005».