ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2011.001.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 1

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

54ό έτος
4 Ιανουαρίου 2011


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1/2011 της Επιτροπής, της 3ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2/2011 της Επιτροπής, της 3ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με την τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών για ορισμένα προϊόντα του τομέα της ζάχαρης, που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 867/2010 για την περίοδο 2010/11

3

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2011/1/ΕΕ της Επιτροπής, της 3ης Ιανουαρίου 2011, για τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ώστε να καταχωριστεί η ουσία 6-βενζυλαδενίνη ως δραστική ουσία, και για την τροποποίηση της απόφασης 2008/941/ΕΚ ( 1 )

5

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2011/1/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2010, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 38/09 (πρώην NN 58/09) το οποίο προτίθεται να εφαρμόσει η Ισπανία υπέρ του Ισπανικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTVE) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 4925]  ( 1 )

9

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

4.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 1/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Ιανουαρίου 2011

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει oτις 4 Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 3 Ιανουαρίου 2011.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

José Manuel SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ’ αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

AL

106,0

MA

34,9

TR

103,3

ZZ

81,4

0707 00 05

EG

155,1

TR

93,4

ZZ

124,3

0709 90 70

MA

63,6

TR

100,5

ZZ

82,1

0805 10 20

AR

43,0

BR

41,5

EC

48,7

IL

67,1

MA

55,7

TR

67,9

UY

53,0

ZA

43,9

ZZ

52,6

0805 20 10

MA

70,7

TR

82,1

ZZ

76,4

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

HR

55,2

IL

71,4

TR

70,3

ZZ

65,6

0805 50 10

AR

49,2

TR

54,5

UY

49,2

ZZ

51,0

0808 10 80

AR

74,9

CA

98,2

CL

83,5

CN

75,3

MK

29,3

NZ

74,9

US

128,4

ZZ

80,6

0808 20 50

CN

68,8

US

122,0

ZZ

95,4


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


4.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 1/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 2/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Ιανουαρίου 2011

σχετικά με την τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών για ορισμένα προϊόντα του τομέα της ζάχαρης, που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 867/2010 για την περίοδο 2010/11

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/2006 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2006, για καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 318/2006 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συναλλαγές με τρίτες χώρες στον τομέα της ζάχαρης (2), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο δεύτερη φράση,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και τα ποσά των πρόσθετων δασμών που εφαρμόζονται κατά την εισαγωγή λευκής ζάχαρης, ακατέργαστης ζάχαρης και ορισμένων σιροπιών για την περίοδο 2010/11 καθορίστηκαν στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 867/2010 της Επιτροπής (3). Οι εν λόγω τιμές και δασμοί τροποποιήθηκαν τελευταία με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1253/2010 της Επιτροπής (4).

(2)

Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, επί του παρόντος, η Επιτροπή οδηγούν στην τροποποίηση των εν λόγω ποσών, σύμφωνα με τους κανόνες και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και οι πρόσθετοι δασμοί που εφαρμόζονται κατά την εισαγωγή των προϊόντων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 951/2006, που καθορίστηκαν στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 867/2010 για την περίοδο 2010/11, τροποποιούνται και αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει οτις 4 Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 3 Ιανουαρίου 2011.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

José Manuel SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 178 της 1.7.2006, σ. 24.

(3)  ΕΕ L 259 της 1.10.2010, σ. 3.

(4)  ΕΕ L 341 της 23.12.2010, σ. 21.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αντιπροσωπευτικές τιμές και πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί για τη λευκή ζάχαρη, την ακατέργαστη ζάχαρη και τα προϊόντα του κωδικού ΣΟ 1702 90 95 που εφαρμόζονται από την 4η Ιανουαρίου 2011

(EUR)

Κωδικός ΣΟ

Ποσό της αντιπροσωπευτικής τιμής για 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

Ποσό του πρόσθετου δασμού για 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

1701 11 10 (1)

61,51

0,00

1701 11 90 (1)

61,51

0,00

1701 12 10 (1)

61,51

0,00

1701 12 90 (1)

61,51

0,00

1701 91 00 (2)

58,29

0,00

1701 99 10 (2)

58,29

0,00

1701 99 90 (2)

58,29

0,00

1702 90 95 (3)

0,58

0,18


(1)  Καθορισμός για τον ποιοτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα IV σημείο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.

(2)  Καθορισμός για τον ποιοτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα IV σημείο II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.

(3)  Καθορισμός ανά 1 % περιεκτικότητας σε σακχαρόζη.


ΟΔΗΓΙΕΣ

4.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 1/5


ΟΔΗΓΊΑ 2011/1/ΕΕ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Ιανουαρίου 2011

για τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ώστε να καταχωριστεί η ουσία 6-βενζυλαδενίνη ως δραστική ουσία, και για την τροποποίηση της απόφασης 2008/941/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι κανονισμοί της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1112/2002 (2) και (ΕΚ) αριθ. 2229/2004 (3) καθορίζουν λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του τέταρτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και θεσπίζουν κατάλογο δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογηθούν με σκοπό την ενδεχόμενη καταχώρισή τους στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ. Ο εν λόγω κατάλογος περιελάμβανε την 6-βενζυλαδενίνη.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 24ε του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2229/2004 ο κοινοποιών απέσυρε την υποστήριξή του για την καταχώριση της εν λόγω δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ εντός δύο μηνών από την παραλαβή του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης. Συνεπώς, η απόφαση 2008/941/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τη μη καταχώριση ορισμένων δραστικών ουσιών στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την ανάκληση των εγκρίσεων φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν αυτές τις ουσίες (4) εκδόθηκε σχετικά με τη μη καταχώριση της 6-βενζυλαδενίνης.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ ο αρχικός κοινοποιών (εφεξής ο αιτών) υπέβαλε νέα αίτηση ζητώντας την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 14 έως 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 33/2008 της Επιτροπής, της 17ης Ιανουαρίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την καθιέρωση συνήθους και ταχείας διαδικασίας εκτίμησης των δραστικών ουσιών που συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμα εργασίας το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας, αλλά δεν έχουν περιληφθεί στο παράρτημα I (5).

(4)

Η αίτηση υποβλήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο που είχε οριστεί κράτος μέλος-εισηγητής με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2229/2004. Τηρήθηκε ο χρονικός περιορισμός για την ταχεία διαδικασία. Οι προδιαγραφές της δραστικής ουσίας και οι προβλεπόμενες χρήσεις είναι ίδιες με εκείνες που περιέχονται στην απόφαση 2008/941/ΕΚ. Η αίτηση αυτή συμφωνεί επίσης με τις υπόλοιπες ουσιώδεις και διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 33/2008.

(5)

Το Ηνωμένο Βασίλειο αξιολόγησε τα συμπληρωματικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον αιτούντα και εκπόνησε συμπληρωματική έκθεση. Κοινοποίησε την εν λόγω έκθεση στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (εφεξής «η Αρχή») και στην Επιτροπή στις 27 Νοεμβρίου 2009. Η Αρχή κοινοποίησε τη συμπληρωματική έκθεση στα άλλα κράτη μέλη και στον αιτούντα για σχόλια και διαβίβασε τα σχόλια που έλαβε στην Επιτροπή. Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 33/2008 και κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Αρχή υπέβαλε τα συμπεράσματά της για την ουσία 6-βενζυλαδενίνη στην Επιτροπή στις 27 Αυγούστου 2010 (6). Το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης, η συμπληρωματική έκθεση και τα συμπεράσματα της Αρχής επανεξετάστηκαν από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και οριστικοποιήθηκαν στις 23 Νοεμβρίου 2010 υπό τη μορφή έκθεσης ανασκόπησης της Επιτροπής για την 6-βενζυλαδενίνη.

(6)

Από τις διάφορες εξετάσεις προέκυψε ότι από τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την ουσία 6-βενζυλαδενίνη μπορεί να αναμένεται να πληρούν, γενικά, τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, ιδίως όσον αφορά τις χρήσεις που εξετάστηκαν και αναλύθηκαν στην έκθεση ανασκόπησης της Επιτροπής. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να καταχωριστεί η ουσία 6-βενζυλαδενίνη στο παράρτημα I, ώστε να εξασφαλιστεί ότι σε όλα τα κράτη μέλη οι εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την υπό εξέταση δραστική ουσία μπορούν να χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

(7)

Πριν από την καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι πρέπει να μεσολαβήσει εύλογο χρονικό διάστημα που θα επιτρέψει στα κράτη μέλη και στα ενδιαφερόμενα μέρη να προετοιμαστούν για να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις που θα προκύψουν από την καταχώριση.

(8)

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που ορίζονται στην οδηγία 91/414/ΕΟΚ ως αποτέλεσμα της καταχώρισης μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I, πρέπει να παρέχεται στα κράτη μέλη περίοδος έξι μηνών μετά την καταχώριση για να επανεξετάσουν τις υφιστάμενες εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν 6-βενζυλαδενίνη, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στην οδηγία 91/414/ΕΟΚ, ιδίως στο άρθρο 13, καθώς και οι συναφείς όροι που καθορίζονται στο παράρτημα I. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να τροποποιούν, να αντικαθιστούν ή να ανακαλούν, ανάλογα με την περίπτωση, τις υπάρχουσες εγκρίσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ. Κατά παρέκκλιση από την ανωτέρω προθεσμία, θα πρέπει να προβλεφθεί μεγαλύτερη προθεσμία για την υποβολή και την αξιολόγηση του αναφερόμενου στο παράρτημα III πλήρους φακέλου κάθε φυτοπροστατευτικού προϊόντος για κάθε προβλεπόμενη χρήση, σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές που ορίζονται στην οδηγία 91/414/ΕΟΚ.

(9)

Η εμπειρία που αποκτήθηκε από προηγούμενες καταχωρίσεις δραστικών ουσιών στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, οι οποίες αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3600/92 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1992 σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του πρώτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου της σχετικής με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά (7) έχει δείξει ότι μπορεί να προκύψουν δυσκολίες κατά την ερμηνεία των καθηκόντων που έχουν οι κάτοχοι υφιστάμενων εγκρίσεων όσον αφορά την πρόσβαση σε στοιχεία. Συνεπώς, για να αποφευχθούν περαιτέρω δυσκολίες, κρίνεται αναγκαίο να αποσαφηνιστούν τα καθήκοντα των κρατών μελών, ιδίως το καθήκον να επαληθεύουν ότι ο κάτοχος μιας έγκρισης αποδεικνύει την πρόσβαση σε φάκελο που ικανοποιεί τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, αυτή η διευκρίνιση δεν επιβάλλει νέες υποχρεώσεις στα κράτη μέλη ή στους κατόχους εγκρίσεων σε σύγκριση με τις οδηγίες που έχουν εγκριθεί έως σήμερα για την τροποποίηση του παραρτήματος I.

(10)

Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο η οδηγία 91/414/ΕΟΚ να τροποποιηθεί αναλόγως.

(11)

Η απόφαση 2008/941/ΕΚ προβλέπει τη μη καταχώριση της 6-βενζυλαδενίνης και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Είναι ανάγκη να διαγραφεί η σειρά που περιέχει την 6-βενζυλαδενίνη στο παράρτημα της εν λόγω απόφασης.

(12)

Επομένως, η απόφαση 2008/941/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(13)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

H γραμμή που αφορά την ουσία 6-βενζυλαδενίνη στο παράρτημα της απόφασης 2008/941/ΕΚ διαγράφεται.

Άρθρο 3

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις 30 Νοεμβρίου 2011, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Δεκεμβρίου 2011.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 4

1.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την οδηγία 91/414/ΕΟΚ, τροποποιούν ή ανακαλούν, κατά περίπτωση, τις ισχύουσες εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την 6-βενζυλαδενίνη ως δραστική ουσία έως τις 30 Νοεμβρίου 2011.

Έως την ημερομηνία αυτή εξακριβώνουν ιδίως ότι πληρούνται οι όροι του παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την 6-βενζυλαδενίνη, με εξαίρεση αυτούς του τμήματος Β της καταχώρισης που αφορά αυτή τη δραστική ουσία, και ότι ο κάτοχος της άδειας διαθέτει φάκελο ή έχει πρόσβαση σε φάκελο που πληροί τις απαιτήσεις που παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 13 της εν λόγω οδηγίας.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για κάθε εγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν που περιέχει την 6-βενζυλαδενίνη , είτε ως μόνη δραστική ουσία είτε μαζί με άλλες δραστικές ουσίες που έχουν περιληφθεί στο σύνολό τους στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ έως τις 31 Μαΐου 2011 το αργότερο, τα κράτη μέλη επαναξιολογούν το προϊόν σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές που προβλέπονται στο παράρτημα VI της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, με βάση φάκελο που ικανοποιεί τις απαιτήσεις του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας και λαμβάνοντας υπόψη το μέρος B της καταχώρισης στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την ουσία 6-βενζυλαδενίνη. Με βάση την αξιολόγηση αυτή, εξακριβώνουν κατά πόσον το προϊόν πληροί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ), δ) και ε) της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

Ύστερα από αυτή την εξακρίβωση, τα κράτη μέλη:

α)

όταν ένα προϊόν περιέχει 6-βενζυλαδενίνη ως τη μόνη δραστική ουσία, κατά περίπτωση, τροποποιούν ή ανακαλούν την έγκριση έως την 31η Μαΐου 2015 το αργότερο· ή

β)

όταν ένα προϊόν περιέχει την 6-βενζυλαδενίνη ως μία από πολλές δραστικές ουσίες, κατά περίπτωση, τροποποιούν ή ανακαλούν την έγκριση έως τις 31 Μαΐου 2015 ή έως την ημερομηνία που έχει οριστεί για μια τέτοια τροποποίηση ή ανάκληση στην αντίστοιχη οδηγία ή στις αντίστοιχες οδηγίες με την οποία ή τις οποίες καταχωρίστηκε η σχετική ουσία ή οι σχετικές ουσίες στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, ανάλογα με το ποια ημερομηνία, είναι μεταγενέστερη.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουνίου 2011.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 3 Ιανουαρίου 2011.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 14.

(3)  ΕΕ L 379 της 24.12.2004, σ. 13.

(4)  ΕΕ L 335 της 13.12.2008, σ. 91.

(5)  ΕΕ L 15 της 18.1.2008, σ. 5.

(6)  Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, Συμπεράσματα σχετικά με την επιστημονική επανεξέταση της αξιολόγησης του κινδύνου από φυτοπροστατευτικά προϊόντα όσον αφορά τη δραστική ουσία 6-benzyladenine. Δελτίο EFSA 2010, τόμος 8 (τεύχος 10), 1716. [49 σσ.]. doi:10.2903/j.efsa.2010.1716. Διατίθεται στη διεύθυνση: www.efsa.europa.eu.

(7)  ΕΕ L 366 της 15.12.1992, σ. 10.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στο τέλος του πίνακα του παραρτήματος I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ προστίθεται η ακόλουθη εγγραφή:

Αριθ.

Κοινή ονομασία, αριθμοί ταυτοποίησης

Ονομασία IUPAC

Καθαρότητα (1)

Έναρξη ισχύος

Λήξη της καταχώρισης

Ειδικές διατάξεις

«322

6-βενζυλαδενίνη

Αριθ. CAS:

1214-39-7

CIPAC No: 829

N6-benzyladenine

≥ 973 g/kg

1η Ιουνίου 2011

31 Μαΐου 2021

ΤΜΗΜΑ Α

Επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνον ως ρυθμιστικό της ανάπτυξης των φυτών.

ΤΜΗΜΑ B

Για την εφαρμογή των ενιαίων αρχών του παραρτήματος VI πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμπεράσματα της έκθεσης ανασκόπησης, για την ουσία 6-βενζυλαδενίνη, και ιδίως τα προσαρτήματα I και II αυτής, όπως οριστικοποιήθηκαν στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων στις 23 Νοεμβρίου 2010.

Στη συνολική αυτή αξιολόγηση τα κράτη μέλη οφείλουν να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των υδρόβιων οργανισμών. Εφαρμογή μέτρων άμβλυνσης του κινδύνου, όπως ζώνες απομόνωσης, όπου ενδείκνυται.»


(1)  Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την ταυτότητα και τις προδιαγραφές της δραστικής ουσίας παρέχονται στην έκθεση ανασκόπησης.


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

4.1.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 1/9


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Ιουλίου 2010

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 38/09 (πρώην NN 58/09) το οποίο προτίθεται να εφαρμόσει η Ισπανία υπέρ του Ισπανικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTVE)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 4925]

(Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/1/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο 29 για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα προαναφερόμενα άρθρα (2) και αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 22 Ιουνίου 2009, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία σχετικά με τα σχέδια της ισπανικής κυβέρνησης να τροποποιήσει το σύστημα χρηματοδότησης του Ισπανικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης Corporación de Radio y Televisión Española (RTVE). Στις 5 Αυγούστου 2009, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από την Ισπανία σχετικά με την εν λόγω τροποποίηση, ειδικότερα για τη σχέση μεταξύ των νέων εισφορών και της χρηματοδότησης της RTVE. Την 1η Σεπτεμβρίου 2009, τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος 8/2009, της 28ης Αυγούστου 2009, για τη χρηματοδότηση της RTVE (3), με τον οποίο τροποποιείται ο νόμος 17/2006, της 5ης Ιουνίου 2006, για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση (4). Στις 21 Σεπτεμβρίου και στις 22 και 26 Οκτωβρίου, η Ισπανία απέστειλε στην Επιτροπή τις πληροφορίες που της ζητήθηκαν σχετικά με το καθεστώς αυτό.

(2)

Με επιστολή της 2ας Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ισπανία για την απόφασή της να κινήσει σχετικά με το προαναφερόμενο μέτρο τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το συγκεκριμένο μέτρο.

(3)

Η Ισπανία απάντησε στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας με επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 2009. Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από διάφορους ενδιαφερόμενους. Τις διαβίβασε στην Ισπανία, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις σχολιάσει και έλαβε τα σχετικά σχόλια με επιστολή της 23ης Μαρτίου 2010.

(4)

Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολές της 19ης Φεβρουαρίου και της 19ης Μαΐου 2010. Οι ισπανικές αρχές απέστειλαν τις απαντήσεις τους με επιστολές της 22ας Μαρτίου και της 31ης Μαΐου 2010.

(5)

Στις 18 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία παράβασης αποστέλλοντας προειδοποιητική επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, διότι έκρινε ότι η φορολογία επί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αντέκειτο στις διατάξεις του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (6), η οποία θεσπίζει ακριβείς κανόνες όσον αφορά τα διοικητικά τέλη που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες ή δίκτυο τηλεπικοινωνιών. Η έρευνα σχετικά με την κρατική ενίσχυση πραγματοποιείται με την επιφύλαξη της διαδικασίας παράβασης.

II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(6)

Το ισχύον σύστημα χρηματοδότησης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ισπανία υπέρ της RTVE, το οποίο θεσπίστηκε με τον νόμο 17/2006, εγκρίθηκε από την Επιτροπή με αποφάσεις του 2005 και του 2007 (7). Με τον νόμο 17/2006 ανατίθεται στην RTVE αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Το τμήμα I του νόμου (ιδίως τα άρθρα 2 και 3) ορίζει την αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας της RTVE και προσδιορίζει ότι η αποστολή των ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών θα εκπληρώνεται αντίστοιχα από τις επιχειρήσεις RNE (Radio Nacional de España) και RTVE (Radio Televisión Española). Το τμήμα II κεφάλαιο IV ρυθμίζει τους όρους του χρηματοδοτικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου θα εκτελεί η RTVE τα καθήκοντα παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Ειδικότερα, το άρθρο 33 ορίζει ότι η RTVE θα λαμβάνει ετήσιες δημοσιονομικές αντισταθμίσεις για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Οι εν λόγω αντισταθμίσεις δεν θα υπερβαίνουν το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας που παρέχουν αντίστοιχα η RTVE και η RNE. Το τμήμα II κεφάλαιο VI ρυθμίζει τον εξωτερικό έλεγχο από το Κοινοβούλιο, την Οπτικοακουστική Αρχή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(7)

Οι δαπάνες του ετήσιου προϋπολογισμού λειτουργίας της RTVE ανήλθαν σε 1 177 εκατ. ευρώ το 2007, 1 222 εκατ. ευρώ το 2008 και 1 146 εκατ. ευρώ το 2009. Κατά τα τελευταία οικονομικά έτη, η RTVE έλαβε αποζημίωση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας ύψους 500 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως: 575 εκατ. ευρώ το 2006, 433 εκατ. ευρώ το 2007 και 500 εκατ. ευρώ το 2008. Το 2009, ωστόσο, με ήδη μειωμένα διαφημιστικά έσοδα, η αποζημίωση ανήλθε σε 726 εκατ. ευρώ.

(8)

Ο νόμος 8/2009 τροποποιεί τον νόμο 17/2006 όσον αφορά τον ορισμό της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας και τις ενδεχόμενες εμπορικές δραστηριότητες της RTVE. Προσθέτει περαιτέρω στοιχεία στην αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία ενέκρινε η Επιτροπή το 2005. Ειδικότερα, περιορίζει την αγορά δικαιωμάτων μετάδοσης αθλητικών εκδηλώσεων γενικού ενδιαφέροντος ή μεγάλου ενδιαφέροντος για το κοινό, με εξαίρεση τους Ολυμπιακούς και Παραολυμπιακούς Αγώνες, στο 10 % του συνολικού ετήσιου προϋπολογισμού εξωτερικών προμηθειών, αγορών και υπηρεσιών (άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο i). Θεσπίζει υποχρεώσεις σχετικά με το παιδικό πρόγραμμα (άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο d) και περιορίζει σε 52 κινηματογραφικές ταινίες ετησίως τη μετάδοση ταινιών παραγωγής των μεγάλων διεθνών κινηματογραφικών παραγωγών σε ωράριο υψηλής τηλεθέασης (άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο m).

(9)

Ειδικότερα, ο νέος νόμος προβλέπει ότι μέχρι τα τέλη του 2009 δεν θα αποτελούν πλέον πηγή εσόδων οι διαφημίσεις, οι τηλεαγορές, οι χορηγίες και οι συνδρομητικές υπηρεσίες. Τα σχετικά εμπορικά έσοδα θα αντικατασταθούν από τα κεφάλαια που παράγουν τα ισχύοντα ή τα νέα τέλη που επιβάλλονται στους εμπορικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς και στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών. Η Ισπανία αναμένει ότι το μέτρο αυτό θα ανακουφίσει την πίεση των εμπορικών επιχειρήσεων, θα αυξήσει τα έσοδά τους μέσω της διαφήμισης και θα εξαλείψει μια δυνητική πηγή νόθευσης της αγοράς. Η RTVE θα διατηρήσει ως πηγές εμπορικών εσόδων την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους και την πώληση των δικών της παραγωγών (συνολικά, περίπου 25 εκατ. ευρώ).

(10)

Μέχρι σήμερα, τα ετήσια διαφημιστικά έσοδα ανέρχονταν σε 600 εκατ. ευρώ περίπου (667 εκατ. ευρώ το 2007 και 565 εκατ. ευρώ το 2008). Με την κατάργηση αυτών των εμπορικών εσόδων, το καθαρό κόστος για την αποστολή παροχής δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας της RTVE θα εξισωθεί σχεδόν με τις δαπάνες του ετήσιου προϋπολογισμού λειτουργίας. Κατά συνέπεια, η Ισπανία προτείνει να αντισταθμιστεί η κατάργηση αυτών των εσόδων μέσω της αύξησης της ίδιας εισφοράς με κρατικά κεφάλαια έως ότου εξισωθούν οι δαπάνες του ετήσιου προϋπολογισμού λειτουργίας της RTVE, με αφαίρεση μόνο τα εναπομενόντων μικρών εμπορικών εσόδων ύψους 25 εκατ. ευρώ που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.

(11)

Ως ετήσιο σύνολο εσόδων της RTVE, το άρθρο 3 παράγραφος 2 του νέου νόμου προβλέπει για τα έτη 2010 και 2011 1 200 εκατ. ευρώ, κατ’ ανώτατο όριο, για την τριετία 2012-2014 ανώτατη αύξηση ίση με το 1 % του ποσού αυτού, κατ’ ανώτατο όριο, και, για τα επόμενα έτη, αύξηση με βάση τον ετήσιο δείκτη τιμών καταναλωτή. Κατά τον καθορισμό αυτών των ποσών, η Ισπανία υπολόγισε, σε σχέση με τις ετήσιες δαπάνες προϋπολογισμού της RTVE, πρόσθετες ετήσιες δαπάνες ύψους 104 εκατ. ευρώ προκειμένου να καλυφθεί με άλλες οπτικοακουστικές παραγωγές ο χρόνος μετάδοσης που στο παρελθόν προοριζόταν για διαφημίσεις.

(12)

Σύμφωνα με τον δημοσιονομικό προγραμματισμό της Ισπανίας, αυτό το συνολικό ποσό των ετήσιων εσόδων θα αποτελείται από κονδύλια του γενικού προϋπολογισμού, σύμφωνα με το καθεστώς που αναφέρεται στον νόμο 17/2006, ύψους 500 εκατ. ευρώ περίπου, ποσό ανάλογο με το ποσό των προηγούμενων ετών και το οποίο προέκυψε χάρη στα τρία φορολογικά μέτρα που θεσπίστηκαν ή τροποποιήθηκαν δυνάμει των άρθρων 4, 5 και 6 του νέου νόμου:

α)

Φόρος 3 % επί των εσόδων των δωρεάν τηλεοπτικών οργανισμών, και 1,5 % επί των εσόδων των οργανισμών συνδρομητικής τηλεόρασης. Οι εισφορές αυτές δεν θα μπορούν να υπερβούν το 15 % (όσον αφορά τους δωρεάν τηλεοπτικούς οργανισμούς) και το 20 % (όσον αφορά τη συνδρομητική τηλεόραση) της συνολικής ετήσιας ενίσχυσης της RTVE. Κάθε φορολογικό έσοδο πέραν των ποσοστών αυτών θα επιστρέφεται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Ο φόρος επιβάλλεται μόνο σε οντότητες εγκατεστημένες στην Ισπανία. Υπηρεσίες εισαγόμενες από άλλο κράτος μέλος δεν υπόκεινται στον φόρο.

β)

Φόρος 0,9 % επί των ακαθάριστων εσόδων εκμετάλλευσης (εξαιρουμένων εκείνων που αποκτήθηκαν στη χονδρική αγορά αναφοράς) των επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που είναι καταχωρισμένες στο μητρώο επιχειρήσεων του ισπανικού ρυθμιστικού φορέα του τομέα των τηλεπικοινωνιών σε κάποια από τις ακόλουθες υπηρεσίες: σταθερή τηλεφωνία, κινητή τηλεφωνία και παροχή σύνδεσης με το Διαδίκτυο. Θα υποχρεούνται να καταβάλλουν τον φόρο οι φορείς εθνικής εμβέλειας ή εκείνοι που δραστηριοποιούνται σε περισσότερες από μία Αυτόνομες Περιφέρειες και οι οποίοι παρέχουν οπτικοακουστικές υπηρεσίες ή άλλη υπηρεσία που περιλαμβάνει διαφήμιση. Η συνεισφορά αυτή δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το 25 % της συνολικής ετήσιας χρηματοδοτικής στήριξης της RTVE. Κάθε φορολογικό έσοδο πέραν του ποσοστού αυτού θα επιστρέφεται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Ο φόρος αυτός εφαρμόζεται αποκλειστικά σε οντότητες εγκατεστημένες στην Ισπανία. Υπηρεσίες εισαγόμενες από άλλο κράτος μέλος δεν θα υπόκεινται στον φόρο.

γ)

Ποσοστό της τάξης του 80 %, μέχρι ύψους 330 εκατ. ευρώ, κατ’ ανώτατο όριο, επί του ήδη υφιστάμενου τέλους χρήσης του ραδιοφάσματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 32/2003, της 3ης Νοεμβρίου 2003. Το υπόλοιπο θα αποδίδεται στον γενικό προϋπολογισμό. Το ποσοστό αυτό μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους.

(13)

Στα άρθρα 5 και 6 του νόμου 17/2006 δηλώνεται σαφώς ότι οι φόροι που επιβάλλονται στην εμπορική τηλεόραση και στους φορείς τηλεπικοινωνιών εισπράττονται «με σκοπό να συμβάλουν στη χρηματοδότηση της RTVE». Εξάλλου, στο προοίμιο ορίζεται ρητά η σχέση ανάμεσα στους νέους φόρους και τη χρηματοδοτική αντιστάθμιση για την αποχώρηση της RTVE από την αγορά διαφήμισης.

(14)

Αν τα έσοδα αυτών των τριών φορολογικών πηγών δεν είναι επαρκή για να καλύψουν τη διαφορά των 700 εκατ. ευρώ μεταξύ της παραδοσιακής αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (500 εκατ. ευρώ) και το συνολικού κόστους λειτουργίας της RTVE, η οποία μέχρι σήμερα καλυπτόταν από εμπορικά έσοδα, ο προβλεπόμενος προϋπολογισμός θα συμπληρωθεί με κεφάλαια του γενικού κρατικού προϋπολογισμού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 33 του νόμου 17/2006 (άρθρο 2 παράγραφος 2 του νόμου 8/2009), που υποχρεώνει την κυβέρνηση να καλύπτει το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας της RTVE. Κατά συνέπεια, εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση του καθαρού κόστους των δημόσιων υπηρεσιών που παρέχει η RTVE, μέχρι ανώτατο ποσό 1 200 εκατ. ευρώ, ανεξάρτητα από τα έσοδα που προκύπτουν από την είσπραξη των φόρων.

(15)

Η Ισπανία επιβεβαίωσε ότι η συνεισφορά από τους φόρους που επιβάλλονται στους τηλεοπτικούς οργανισμούς και στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών δεν θα χρησιμοποιείται υποχρεωτικά μόνο για τη χρηματοδότηση της RTVE. Η Ισπανία καθόρισε τα ανώτατα ποσά που μπορούν να προέλθουν από τους φόρους. Τα πλεονασματικά έσοδα θα αποδίδονται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους και θα μπορούν να διατίθενται για την κάλυψη άλλων δαπανών. Εξάλλου, μέχρι αυτά τα ανώτατα ποσά, οι ισπανικές αρχές μπορούν να αποφασίσουν το ποσό των φόρων που σκοπεύουν πράγματι να χορηγήσουν στην RTVE. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον δημοσιονομικό προγραμματισμό του 2010, λιγότερο από το ήμισυ της ανώτατης δυνατής εισφοράς θα διατεθεί στην RTVE.

(16)

Για να αποφευχθεί η υπεραντιστάθμιση, στο άρθρο 8 του νέου νόμου προβλέπεται ένα αποθεματικό κεφάλαιο στο οποίο καταβάλλεται το τμήμα των εσόδων που διαθέτει η κυβέρνηση το οποίο υπερβαίνει το πραγματικό καθαρό κόστος της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Το εν λόγω αποθεματικό περιορίζεται στο 10 % των ετήσιων δαπανών που προβλέπονται στον προϋπολογισμό της RTVE. Τα έσοδα που υπερβαίνουν το όριο του 10 % θα επιστρέφονται στο Δημόσιο Ταμείο. Τα αποθεματικό θα χρησιμοποιείται για την κάλυψη πιθανών ζημιών των προηγούμενων οικονομικών ετών. Αν δεν έχει εξαντληθεί εντός τετραετίας, θα ανακτάται με ισοδύναμη μείωση της αντιστάθμισης για την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας του προσεχούς οικονομικού έτους.

(17)

Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 39 έως 41 του νόμου 17/2006, ο εξωτερικός έλεγχος από ελεγκτές, η Γενική Επιθεώρηση Κρατικής Διοίκησης (Intervención General de la Administración del Estado), το Κοινοβούλιο, η Οπτικοακουστική Αρχή και το Ελεγκτικό Συνέδριο θα εξασφαλίζουν ότι η RTVE δεν λαμβάνει καμία αντιστάθμιση που να υπερβαίνει το πραγματικό καθαρό κόστος συν το αποθεματικό του 10 %. Τα έσοδα των λίγων εμπορικών δραστηριοτήτων που απομένουν θα μειώσουν την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (άρθρο 7 παράγραφος 1 του νόμου 8/2009).

(18)

Στην παρούσα απόφαση εξετάζονται αναλυτικά οι πτυχές εκείνες των αλλαγών που επήλθαν στο ισχύον σύστημα χρηματοδότησης της RTVE για τις οποίες η Επιτροπή είχε εκφράσει αμφιβολίες κατά την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης.

(19)

Όπως όρισε η Επιτροπή, το κύριο χαρακτηριστικό των αλλαγών στη χρηματοδότηση της RTVE και η σχεδόν πλήρης εγκατάλειψη των εμπορικών της δραστηριοτήτων έγκειται στο ότι το τμήμα των εσόδων της RTVE που προέρχονταν μέχρι σήμερα από τις εν λόγω δραστηριότητες θα αντικατασταθούν από έσοδα που προκύπτουν από τους φόρους που θεσπίστηκαν ή τροποποιήθηκαν για τον ίδιο σκοπό. Από τις σαφείς αναφορές του νόμου 8/2009 συνάγεται ότι το ύψος των φόρων ορίστηκε με σκοπό να διατίθεται ένα προκαθορισμένο ποσοστό για τη χρηματοδότηση της RTVE. Η σχέση αυτή μεταξύ της χρηματοδότησης και της είσπραξης που επιτυγχάνεται με την επιβολή των νέων φόρων υποδηλώνει ότι υφίσταται υποχρεωτική σύνδεση των φόρων με την ενίσχυση που χορηγείται στην RTVE, με την έννοια ότι οι αντίστοιχες εισπράξεις θα διατίθενται υποχρεωτικά για τη χρηματοδότησή της και θα επηρεάζουν άμεσα το ύψος της.

(20)

Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι όταν η μέθοδος χρηματοδότησης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ενίσχυσης, η Επιτροπή οφείλει να τη λαμβάνει αναγκαστικά υπόψη κατά την εξέταση του μέτρου (8). Αν μια επιβάρυνση που προορίζεται ειδικά για τη χρηματοδότηση ενίσχυσης προσκρούει σε άλλες διατάξεις της συνθήκης, η Επιτροπή δεν μπορεί να κηρύσσει συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά το καθεστώς ενισχύσεων στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω επιβάρυνση. Συνεπώς, η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση μιας ενίσχυσης μπορεί να καταστήσει ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά ολόκληρο το καθεστώς ενισχύσεων.

(21)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο οι νέοι φόροι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μέτρου. Σε περίπτωση που ισχύει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να αξιολογήσει το συμβιβάσιμό τους με τη συνθήκη. Αυτό θα επηρέαζε τη γενική νομιμότητα του καθεστώτος ενισχύσεων. Αυτή η ανησυχία φαίνεται δικαιολογημένη, κυρίως αν ληφθεί υπόψη ότι η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το συμβιβάσιμο με την οδηγία 2002/20/ΕΚ (9) των νέων φόρων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας, κινητής τηλεφωνίας και σύνδεση με το Διαδίκτυο.

(22)

Ένα άλλο ζήτημα που γέννησε αμφιβολίες στην Επιτροπή ήταν αν, μέσω της μεταρρύθμισης του συστήματος χρηματοδότησης, η Ισπανία έχει θεσπίσει επαρκείς διασφαλίσεις για την αποφυγή ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης. Η κατάργηση της διαφήμισης μπορεί να επηρεάσει το κόστος του ραδιοτηλεοπτικού φορέα καθιστώντας τον προγραμματισμό του λιγότερο εξαρτώμενο από εμπορικά κριτήρια.

(23)

Επιπλέον, το σύστημα χρηματοδότησης της RTVE θα πρέπει να προβλέπει κατάλληλη διαδικασία που να επιτρέπει να αξιολογείται εκ των προτέρων το κατά πόσο οι νέες υπηρεσίες της RTVE πληρούν τους ουσιαστικούς όρους του πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ (10). Οι πληροφορίες που διαβίβασε η Ισπανία δεν επέτρεψαν στην Επιτροπή να εξετάσει αν η Ισπανία διέθετε ήδη παρόμοιο μηχανισμό.

III.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(24)

Ελήφθησαν παρατηρήσεις από δεκαπέντε ενδιαφερομένους: από εμπορικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς [TF1 και Association of Commercial Television in Europe (ACT)], επιχειρήσεις συνδρομητικής τηλεόρασης (DTS και Canal Satélite), παρόχους υπηρεσιών τηλεφωνίας και υπηρεσιών σύνδεσης με το Διαδίκτυο (redtel, ONO και AETIC), επιχειρήσεις καλωδιακής τηλεόρασης (Cable Europe) και διαφημιστές. Ορισμένοι ζήτησαν να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους.

(25)

Οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι κατήγγειλαν τον παράνομο χαρακτήρα των νέων μέτρων, τα οποία κατά τη γνώμη τους νοθεύουν τον ανταγωνισμό μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής τηλεόρασης, μεταξύ δωρεάν και συνδρομητικής τηλεόρασης και μεταξύ των επιχειρήσεων που παρέχουν αποκλειστικά τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες και άλλων επιχειρήσεων παροχής τηλεπικοινωνιών οι οποίες παρέχουν και οπτικοακουστικές υπηρεσίες. Δημιουργούν επίσης αμφιβολίες όσον αφορά το συμβιβάσιμο του φόρου επί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών με το άρθρο 12 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση) (11).

(26)

Οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί και οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου αμφισβητούν επίσης το συμβιβάσιμο του ορισμού της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας της RTVE. Δεν είναι αρκετά ακριβής και είναι υπερβολικά γενναιόδωρος όσον αφορά την αγορά των δικαιωμάτων μετάδοσης ειδικών αθλητικών γεγονότων ή ταινιών παραγωγής μεγάλων διεθνών εταιρειών. Ειδικότερα, η TF1 υποστήριξε ότι δεν πραγματοποιήθηκε εκ των προτέρων κανένας έλεγχος από μέρους της RTVE σχετικά με την εισαγωγή σημαντικών νέων δημόσιων υπηρεσιών.

(27)

Όσον αφορά την ενδεχόμενη υποχρεωτική σύνδεση του φόρου με την ενίσχυση, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί και οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου υποστήριξαν ότι τα έσοδα που θα προκύψουν από τους νέους φόρους θα επηρεάσουν άμεσα την ενίσχυση. Τους ανησυχεί ιδίως το γεγονός ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η αντιστάθμιση που θα χορηγηθεί στην RTVE να υπερβαίνει το καθαρό κόστος της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(28)

Όσον αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης, διάφοροι τηλεοπτικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις Διαδικτύου επεσήμαναν τον κίνδυνο υπεραντιστάθμισης. Ο προβλεπόμενος προϋπολογισμός για την RTVE ύψους 1 200 εκατ. ευρώ, όπως καθορίζεται από τον νόμο 8/2009, δεν βασίζεται στον κατάλληλο υπολογισμό του καθαρού κόστους της δημόσιας υπηρεσίας. Οι τρέχουσες ετήσιες προβλεπόμενες δαπάνες της RTVE αποτελούν αυθαίρετη βάση στην οποία δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εμπορικών δραστηριοτήτων και δραστηριοτήτων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, στον προγραμματισμό δεν λαμβάνεται υπόψη η μείωση του κόστους που θα προκύψει με την κατάργηση της διαφήμισης, αφού δεν θα είναι πλέον αναγκαία η υψηλή τηλεθέαση, οπότε η παραγωγή τους θα είναι λιγότερο δαπανηρή, όπως, για παράδειγμα, η παραγωγή των πολιτιστικών εκπομπών. Άλλοι, αντιθέτως, εξέφρασαν τον φόβο ότι η RTVE θα δαπανά περισσότερα σε προγράμματα υψηλής αξίας.

(29)

Επίσης αναφέρθηκε η πιθανότητα υπεραντιστάθμισης δεδομένου ότι η απώλεια διαφημιστικών εσόδων της RTVE θα καλύπτεται πλήρως με κρατικούς πόρους. Η αντιστάθμιση αυτή θα υπολογίζεται με βάση τα προηγούμενα οικονομικά έτη, ενώ η οικονομική κρίση θα οδηγήσει σε μείωση των εμπορικών εσόδων το 2010 και, κατά συνέπεια, σε μείωση των συνολικών εσόδων της RTVE. Δεν θα ήταν λοιπόν σωστό αν, με την κατάργηση της μεικτής χρηματοδότησης, η RTVE επετύγχανε εγγυημένα έσοδα, ανεξάρτητα από τα κυμαινόμενα εμπορικά έσοδα.

(30)

Οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί αμφισβήτησαν επίσης την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού συστήματος δημοσιονομικού ελέγχου που να διασφαλίζει ότι μόνο το καθαρό κόστος της παροχής δημόσιας υπηρεσίας καλύπτεται από δημόσιους πόρους.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ

(31)

Κατ’ αρχάς, η Ισπανία είναι αντίθετη με την από μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση κατά την τρέχουσα διαδικασία των ζητημάτων της αναλογικότητας και της ύπαρξης εκ των προτέρων ελέγχου για τις σημαντικές νέες υπηρεσίες. Τα ζητήματα αυτά, εντάσσονται στο ισχύον καθεστώς χρηματοδότησης της RTVE, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή το 2005 και το 2007. Ωστόσο, η απόφαση κίνησης της παρούσας διαδικασίας βασίζεται στον χαρακτηρισμό της μεταρρύθμισης του συστήματος χρηματοδότησης ως νέας ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος γ) του κανονισμού 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (12). Τα στοιχείο «νέας ενίσχυσης» περιορίζεται στη μεταρρύθμιση της χρηματοδότησης μέσω της εισαγωγής νέων φόρων και δεν μεταβάλλει ούτε θίγει τα λοιπά στοιχεία του ισχύοντος καθεστώτος. Επομένως, τα λοιπά στοιχεία θα εξακολουθήσουν να συνιστούν υφιστάμενη ενίσχυση και δεν θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο αξιολόγησης από την Επιτροπή, κατά την παρούσα διαδικασία.

(32)

Όσον αφορά το ζήτημα της υποχρεωτικής σύνδεσης του φόρου με τον προορισμό του, η Ισπανία υποστηρίζει ότι οι νέοι φόροι δεν θα αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος της ενίσχυσης ούτε θα επηρεάσουν άμεσα το ύψος της. Η Ισπανία τόνισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του νόμου 8/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 του νόμου 17/2006, ο μοναδικός παράγοντας για τον καθορισμό του ύψους της δημόσιας χρηματοδότησης που χορηγείται στην RTVE είναι το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας, ανεξάρτητα από το ύψος των εισπραττόμενων φόρων. Κατά τον υπολογισμό του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας δεν λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα που προκύπτουν από τους φόρους, αλλά λαμβάνεται ως βάση το κόστος αυτής της υπηρεσίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη.

(33)

Η Ισπανία επιβεβαίωσε ότι η εισφορά που προέρχεται από τους φόρους που επιβάλλονται στα τηλεοπτικά κανάλια και στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών δεν διοχετεύεται αποκλειστικά στην RTVE. Αντίθετα, τα έσοδα από τους φόρους θα μεταβιβάζονται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους (Δημόσιο Ταμείο), από όπου θα πραγματοποιούνται όλες οι πληρωμές στην RTVE. Η Ισπανία έχει θεσπίσει ανώτατα όρια για την εισφορά από τους φόρους. Εξ ορισμού, κάθε πλεονασματικό έσοδο θα επιστρέφεται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους και, επομένως, θα μπορεί να διατίθεται για άλλους σκοπούς. Επίσης, κάτω από αυτά τα ανώτατα όρια, η Ισπανία θα μπορεί να ορίζει τι ποσοστό του φόρου αποφασίζει να διαθέσει στην RTVE. Παραδείγματος χάρη, σύμφωνα με τον δημοσιονομικό προγραμματισμό του 2010, θα διατεθεί στην RTVE λιγότερο από το ήμισυ της ανώτατης δυνατής εισφοράς.

(34)

Σύμφωνα με τις ισπανικές αρχές, δεν θα επηρεάσει τα προγραμματιζόμενα για την αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας ποσά το αν οι εισπράξεις από τους νέους φόρους είναι υψηλότερες ή χαμηλότερες από τις αναμενόμενες. Σε περίπτωση που τα έσοδα από τις νέες φορολογικές πηγές δεν είναι επαρκή για καλύψουν το έλλειμμα χρηματοδότησης που θα επιφέρει η κατάργηση της διαφήμισης, οι απαιτούμενοι πόροι θα ληφθούν από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 33 του νόμου 17/2006. Κάθε πλεονασματικό έσοδο θα επιστρέφεται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Τέλος, κάθε πλεονασματικό έσοδο που υπερβαίνει το όριο των 1 200 εκατ. ευρώ που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του νόμου 8/2009 θα μεταφέρεται στο Δημόσιο Ταμείο. Συνεπώς, η συνολική προγραμματισμένη χρηματοδότηση της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας της RTVE δεν θα εξαρτάται από το ύψος των ειδικών φορολογικών εσόδων, αλλά, σε κάθε περίπτωση, θα εξασφαλίζεται από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους.

(35)

Όσον αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης, η Ισπανία υποστήριξε ότι θα εγγυηθεί την αρχή της κάλυψης του καθαρού κόστους. Σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 του νόμου 17/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 8/2009, το καθαρό κόστος είναι η μοναδική παράμετρος που καθορίζει το πραγματικό ύψος της ενίσχυσης. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 και το άρθρο 8 παράγραφος 2 του νόμου 8/2009, ο γενικός προϋπολογισμός του κράτους παρέχει τους απαιτούμενους πόρους σε περίπτωση ανεπάρκειας των φορολογικών εσόδων ή λαμβάνει κάθε πλεονασματικό έσοδο, με εξαίρεση την ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση του 10 % των ετήσιων δημοσιονομικών δαπανών που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2.

(36)

Η Ισπανία δεν θεωρεί ότι ενήργησε αυθαίρετα όσον αφορά την αναπροσαρμογή του ετήσιου δημοσιονομικού προγραμματισμού στα 1 200 εκατ. ευρώ για τα προσεχή οικονομικά έτη. Τα ποσό αυτό βασίζεται στις ετήσιες δημοσιονομικές δαπάνες που πραγματοποίησε η RTVE για να καλύψει την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Οι αντίστοιχες υποχρεώσεις δεν μεταβλήθηκαν τόσο ώστε να αναμένεται μείωση των δαπανών. Απεναντίας, οι καταγγέλλοντες παραβλέπουν το γεγονός ότι, βάσει των υπολογισμών, η RTVE πρέπει να επενδύσει 104 εκατ. ευρώ σε συμπληρωματικές παραγωγές προκειμένου να καλύψει τον χρόνο μετάδοσης που θα ελευθερωθεί από την κατάργηση των διαφημίσεων.

(37)

Ούτε πρέπει να θεωρείται ότι, με την κατάργηση της διαφήμισης, η RTVE θα παύσει να σημειώνει υψηλή τηλεθέαση και μπορεί επομένως να μειώσει το κόστος παραγωγής και να προσφέρει λιγότερο ελκυστικά προγράμματα. Σύμφωνα με την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας που της έχει ανατεθεί, η RTVE είναι υποχρεωμένη να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα την παρουσία της και την τηλεθέαση έναντι των άλλων τηλεοπτικών σταθμών, ώστε να εκπληρώνει αποτελεσματικά την αποστολή της.

(38)

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 37 του νόμου 17/2006, ο αποτελεσματικός εκ των υστέρων έλεγχος του προϋπολογισμού της RTVE θα εξασφαλίζεται με τον εσωτερικό έλεγχο, την επανεξέταση από τη Γενική Επιθεώρηση Κρατικής Διοίκησης (Intervención General de la Administración del Estado) και με εξωτερικό έλεγχο από εξειδικευμένη ιδιωτική επιχείρηση (KPMG). Επιπλέον, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40 αυτού του νόμου, το Κοινοβούλιο και η Οπτικοακουστική Αρχή εποπτεύουν την εκπλήρωση της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας από την RTVE, καθώς και τους ετήσιους λογαριασμούς της. Τέλος, η RTVE υποβάλλεται σε έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(39)

Όσον αφορά την ύπαρξη εκ των προτέρων ελέγχου με σκοπό την εισαγωγή σημαντικών νέων υπηρεσιών, η Ισπανία ανέφερε ότι η διαδικασία αυτή προβλέπεται στο άρθρο 41 παράγραφος 3 του γενικού νόμου 7/2010 της 31ης Μαρτίου 2010, για τις οπτικοακουστικές επικοινωνίες (Ley General de la Comunicación Audiovisual) (13). Ο εν λόγω εκ των προτέρων έλεγχος, ο οποίος συνίσταται σε δημόσια διαβούλευση των ενδιαφερόμενων μερών, σε δημοσίευση των αποτελεσμάτων και σε αξιολόγηση των συνολικών συνεπειών κάθε νέας υπηρεσίας στην αγορά, ανατέθηκε στο Κρατικό Συμβούλιο Οπτικοακουστικών Μέσων (Consejo Estatal de Medios Audiovisuales), την ανεξάρτητη ισπανική εποπτική και ρυθμιστική αρχή για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Ακόμη, οι ισπανικές αρχές τόνισαν την πρόθεσή τους να υπογράψουν με την RTVE, μέχρι την 1η Νοεμβρίου 2010, μια προγραμματική σύμβαση στην οποία θα ορίζεται σε τι συνίσταται η νέα σημαντική υπηρεσία. Σύμφωνα με το σχέδιο της προγραμματικής σύμβασης, ως νέα σημαντική υπηρεσία νοείται μια νέα προσφορά υπηρεσιών, σαφώς διαφοροποιημένων από τις ήδη υφιστάμενες, που να μπορούν να χαρακτηριστούν ως σχετική αγορά προϊόντων, και οι οποίες μπορεί να έχουν επίδραση στην αγορά, ιδίως όσον αφορά τον αντίκτυπό τους στη ζήτηση.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(40)

Βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(41)

Οι χρηματοδοτικοί πόροι που περιλαμβάνονται στο ισπανικό σύστημα χρηματοδότησης της RTVE διοχετεύονται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους, από όπου στη συνέχεια αποδεσμεύονται. Πρόκειται για άμεση μεταφορά κρατικών πόρων υπέρ συγκεκριμένης επιχείρησης, στους οποίους δεν έχουν πρόσβαση οι ανταγωνιστές της. Συνεπώς, η RTVE απολαύει επιλεκτικού πλεονεκτήματος.

(42)

Ωστόσο, στις παρατηρήσεις της που εστάλησαν πριν από την κίνηση της διαδικασίας, η Ισπανία υποστήριξε ότι η μεταρρύθμιση δεν θίγει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, αφού η RTVE δεν λειτουργεί εκτός ισπανικού εδάφους. Πάντως, όταν μια δημόσια χρηματοδοτική ενίσχυση ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι άλλων επιχειρήσεων που την ανταγωνίζονται στις εντός της Ένωσης συναλλαγές, πρέπει να θεωρείται ότι οι συναλλαγές αυτές θίγονται από την ενίσχυση, ακόμη και όταν η δικαιούχος επιχείρηση δεν συμμετέχει στις εξαγωγές (14). Ομοίως, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στους τομείς των υπηρεσιών και της διανομής, δεν είναι ανάγκη οι δικαιούχοι επιχειρήσεις να ασκούν οι ίδιες τις δραστηριότητές τους εκτός του συγκεκριμένου κράτους μέλους προκειμένου οι ενισχύσεις να επηρεάζουν τις συναλλαγές εντός της Ένωσης (15).

(43)

Λαμβανομένης υπόψη αυτής της αρχής, στις ανακοινώσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεόρασης μεταξύ των ετών 2001 και 2009 επισημαίνεται ότι: «Γενικά, η χρηματοδότηση δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών από το κράτος μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. […] Αυτό ισχύει προφανώς στην περίπτωση αγοράς και πώλησης δικαιωμάτων μετάδοσης, που συχνά πραγματοποιούνται σε διεθνές επίπεδο. […] Επιπλέον, η μετοχική σύνθεση των εμπορικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων μπορεί να επεκτείνεται σε περισσότερα κράτη μέλη.» (16).

(44)

Η RTVE δραστηριοποιείται και η ίδια στις διεθνείς αγορές (πώληση προγραμμάτων και αγορά δικαιωμάτων μετάδοσης). Μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ραδιοτηλεόρασης ανταλλάσσει τηλεοπτικά προγράμματα και συμμετέχει στο σύστημα της Eurovision (17). Επιπλέον, στο πλαίσιο της αγοράς και πώλησης δικαιωμάτων μετάδοσης, η RTVE ανταγωνίζεται άμεσα εμπορικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην εθνική και διεθνή αγορά ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων και έχουν διεθνή μετοχική δομή. Συνεπώς, ακόμη και χωρίς τις εμπορικές δραστηριότητες που πραγματοποιούσε η RTVE μέχρι τον Αύγουστο του 2009, η ενίσχυση που της χορηγείται θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην ισπανική αγορά και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Η Επιτροπή έχει ήδη αναφερθεί σχετικά στις αποφάσεις της E 8/2005 και NN 8/2007.

(45)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης το ενδεχόμενο να θεωρηθούν τα μέτρα ενίσχυσης απλώς αντιστάθμιση για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας η οποία δεν θα προσέφερε χρηματοδοτικό πλεονέκτημα στην RTVE, κατά την έννοια της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Altmark (18). Η RTVE είναι μια επιχείρηση στην οποία ανατέθηκε η παροχή μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), η δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία. Τα κρατικά μέτρα που αντισταθμίζουν το πρόσθετο καθαρό κόστος μιας ΥΓΟΣ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κρατικές ενισχύσεις αν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζει η εν λόγω απόφαση. Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι δε υποχρεώσεις αυτές πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες. Δεύτερον, οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως με αντικειμενικότητα και διαφάνεια. Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναγκαίο επίπεδο για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχείρησης στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, η οποία να προσφέρει τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις υπηρεσίες αυτές με το χαμηλότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει ανάλυσης των δαπανών που θα αναλάμβανε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλο εξοπλισμό για να εκπληρώσει τις απαιτήσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, για την εκτέλεση των υποχρεώσεων αυτών.

(46)

Αν οι δημόσιες επιδοτήσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις ρητά επιφορτισμένες με υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ως αντιστάθμιση του κόστους που συνεπάγεται η εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων, δεν πληρούν όλες αυτές τις απαιτήσεις, οι επιδοτήσεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου (19).

(47)

Στην RTVE ανατέθηκε η παροχή δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης, όπως ορίζεται στους νόμους 17/2006 και 8/2009. Ωστόσο, η κρατική αυτή οντότητα ορίστηκε πάροχος αυτής της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας βάσει νόμου και όχι μέσω πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Επιπλέον, οι ισπανικές αρχές δεν καθόρισαν το απαιτούμενο ύψος της αντιστάθμισης βάσει αναλυτικής εξέτασης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλο εξοπλισμό, για την εκτέλεση των αντίστοιχων υποχρεώσεων. Η αντιστάθμιση καθορίζεται κάθε χρόνο, με βάση το τρέχον καθαρό κόστος, χωρίς να χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς μια επιχείρηση με χρηστή διαχείριση. Οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση δεν καθορίστηκαν εκ των προτέρων με αντικειμενικότητα και διαφάνεια. Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις που θεσπίζει το Δικαστήριο και τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης μπορούν να χαρακτηριστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (20).

(48)

Η Ισπανία δεν έχει κοινοποιήσει το νέο μέτρο ενίσχυσης. Υποστηρίζει ότι το μέτρο δεν επιφέρει ουσιαστική μεταβολή στο υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο τροποποιήθηκε σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση E8/2005 κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, και ότι συνεπώς δεν συνιστά νέα ενίσχυση που να απαιτεί κοινοποίηση.

(49)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο γ) του κανονισμού αριθ. 659/1999, ως «νέα ενίσχυση» νοείται κάθε ενίσχυση που δεν αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού εφαρμογής αριθ. 794/2004, νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, που δεν είναι ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την κοινή αγορά, ωστόσο, η αύξηση του αρχικού προϋπολογισμού ενός υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων κατά ποσοστό έως 20 % δεν λογίζεται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης.

(50)

Προκειμένου η μεταβολή υφιστάμενου καθεστώτος να μπορεί να χαρακτηριστεί «νέα ενίσχυση», η αλλαγή του συστήματος πρέπει να είναι ουσιαστική, δηλαδή, πρέπει να μεταβληθούν τα βασικά χαρακτηριστικά του, πράγμα που θα συνέβαινε αν, για παράδειγμα, μεταβαλλόταν ο επιδιωκόμενος στόχος, η βάση καθορισμού της επιβάρυνσης, τα θιγόμενα πρόσωπα ή οργανισμοί ή, εν γένει, η πηγή χρηματοδότησης (21). Στην προκειμένη περίπτωση έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά οι πηγές χρηματοδότησης της RTVE. Οι νέες πηγές χρηματοδότησης συνεπάγονται επίσης ότι σήμερα η χρηματοδότηση που συνδέεται με τη διαφήμιση (που δεν ήταν ενίσχυση) χορηγείται πλέον από το κράτος (και είναι ενίσχυση). Αυτή η δραστική αύξηση του ύψους της ενίσχυσης και η μετάβαση από ένα σύστημα μεικτής χρηματοδότησης σε ένα σύστημα ενιαίας χρηματοδότησης δηλώνουν σαφώς ότι υφίσταται νέα ενίσχυση.

(51)

Όμως, παρότι το άρθρο 1 στοιχείο γ) του κανονισμού για τη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις διαδικασία ορίζει ότι, οι τροποποιήσεις υφισταμένων ενισχύσεων πρέπει να θεωρούνται νέες ενισχύσεις, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «ως νέες ενισχύσεις δεν θεωρούνται οι “τροποποιηθείσες υφιστάμενες ενισχύσεις”, αλλά μόνον οι τροποποιήσεις αυτές καθαυτές», όπως επεσήμανε το Πρωτοδικείο στην υπόθεση Γιβραλτάρ (22). Το Πρωτοδικείο αναφέρει στη συνέχεια ότι «μόνο στην περίπτωση που η τροποποίηση επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού καθεστώτος, μεταβάλλεται το καθεστώς αυτό σε νέο καθεστώς ενισχύσεων. Όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια ουσιώδη τροποποίηση όταν το νέο στοιχείο μπορεί σαφώς να αποσπαστεί από το αρχικό καθεστώς» (23).

(52)

Από την ανωτέρω νομολογία και νομοθεσία προκύπτει ότι οι προσαρμογές που δεν θίγουν την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου του μέτρου ενίσχυσης δεν θίγουν ούτε την ουσία της ενίσχυσης και επομένως δεν μεταβάλλουν τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως υφιστάμενης ενίσχυσης. Από την άλλη πλευρά, αν μια τροποποίηση επηρεάζει την ουσία ενός καθεστώτος, αλλά όχι σε βαθμό που να απαιτείται νέα αξιολόγηση των λοιπών στοιχείων του, η τροποποίηση μπορεί να αξιολογηθεί μεμονωμένα, χωρίς να γίνει αναφορά στα λοιπά στοιχεία του καθεστώτος. Στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση κοινοποίησης και αναθεώρησης από μέρους της Επιτροπής εφαρμόζεται αποκλειστικά στην τροποποίηση.

(53)

Τα τρία φορολογικά μέτρα που θεσπίζονται ή τροποποιούνται με τα άρθρα 4, 5 και 6 του νόμου 8/2009 πρέπει να διαχωριστούν από το ισχύον καθεστώς χρηματοδότησης της RTVE. Παρότι οι νέες πηγές χρηματοδότησης μπορεί να θίγουν τη νομιμότητα αυτού καθαυτό του καθεστώτος, δεν θίγουν την αξιολόγηση των λοιπών στοιχείων της ενίσχυσης υπέρ της RTVE ούτε τις πιθανές επιπτώσεις της ενίσχυσης στην αγορά.

(54)

Τα νέα στοιχεία της ενίσχυσης, ήτοι οι νέοι φόροι, μπορούν να δημιουργήσουν νέες ενισχύσεις κατά το ότι δεν αντιστοιχούν σε καμία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο β) του κανονισμού αριθ. 659/1999. Στην πραγματικότητα δημιουργούνται από νόμους που εκδόθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης, δεν συνιστούν ατομική ενίσχυση χορηγούμενη στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, δεν έχουν εγκριθεί βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 6 του κανονισμού αριθ. 659/1999, δεν χορηγήθηκαν δέκα έτη πριν από την πρώτη ανάληψη δράσης από την Επιτροπή και, τέλος, εφαρμόζονται σε τομείς οι οποίοι κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος τους ήταν ανοικτοί στον ανταγωνισμό. Δεύτερον, ακόμη και αν γινόταν, υποθετικά, δεκτό το επιχείρημα των ισπανικών αρχών ότι πρέπει να θεωρηθούν τροποποίηση του υφιστάμενου καθεστώτος χρηματοδότησης, φαίνεται ότι ο τρόπος με τον οποίο χρηματοδοτούνται οι πρόσθετοι πόροι της RTVE συνιστά ουσιαστική τροποποίηση του υφιστάμενου καθεστώτος χρηματοδότησης, όσον αφορά την πηγή των πόρων της. Το υφιστάμενο καθεστώς δεν περιλαμβάνει τις ειδικές επιβαρύνσεις που πρέπει να εισπράττονται υπέρ της RTVE, η νομιμότητα των οποίων μπορεί να επηρεάσει το συμβιβάσιμο ολόκληρης της ενίσχυσης.

(55)

Όπως επισημάνθηκε στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, οι αλλαγές στη χρηματοδότηση της RTVE ήγειραν αμφιβολίες στην Επιτροπή ως προς τις επιπτώσεις τους στο συνολικό συμβιβάσιμο της χρηματοδότησης της RTVE με τη συνθήκη και κατέστησαν αναγκαία τη διενέργεια συμπληρωματικής αξιολόγησης από την Επιτροπή. Επομένως, οι αλλαγές αυτές έπρεπε να κοινοποιηθούν επίσημα στην Επιτροπή. Όπως προαναφέρθηκε, ο χαρακτηρισμός της ενίσχυσης ως νέας ενίσχυσης αναφέρεται μόνο σε αυτή καθαυτή την τροποποίηση. Έτσι η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία με μοναδικό στόχο να αξιολογήσει την ποιότητα των αλλαγών αυτών και τις επιπτώσεις τους στο συμβιβάσιμο της ενίσχυσης.

(56)

Η Επιτροπή αξιολογεί την ενίσχυση προς τη δημόσια ραδιοτηλεόραση ως αντιστάθμιση για την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, λαμβάνοντας ως βάση τα κριτήρια της ανακοίνωσης του 2001 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, του 2001) (24). Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης και σύμφωνα με το σημείο 100 της ανακοίνωσης για τη ραδιοτηλεόραση, του 2009, στην περίπτωση των νέων ενισχύσεων που δεν έχουν κοινοποιηθεί, η νέα ανακοίνωση θα εφαρμόζεται μόνο αν η συγκεκριμένη ενίσχυση έχει χορηγηθεί μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της 27ης Οκτωβρίου 2009. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, το νέο σύστημα ενισχύσεων θεσπίστηκε με την έναρξη ισχύος του νόμου, την 1η Σεπτεμβρίου 2009. Επομένως το νέο καθεστώς ενισχύσεων θα αξιολογηθεί βάσει της ανακοίνωσης του 2001 και της πρακτικής της Επιτροπής στις μεταγενέστερες υποθέσεις (25).

(57)

Προκειμένου να είναι εφαρμοστέα σε ένα μέτρο η εξαίρεση του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ είναι ανάγκη να πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α)

η συγκεκριμένη υπηρεσία πρέπει να είναι υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και να ορίζεται σαφώς ως τέτοια από το κράτος μέλος (ορισμός)·

β)

το κράτος μέλος πρέπει να έχει αναθέσει ρητά στην επιχείρηση την εν λόγω υπηρεσία (αποστολή)·

γ)

η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της συνθήκης (στην περίπτωση αυτή, η απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων) πρέπει να εμποδίζει την πραγματοποίηση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση και η εξαίρεση από τους εν λόγω κανόνες δεν πρέπει να επηρεάζει την ανάπτυξη του εμπορίου σε βαθμό που να αντίκειται στα συμφέροντα της Κοινότητας (αναλογικότητα) (26).

(58)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, η ανωτέρω προσέγγιση πρέπει να προσαρμοστεί βάσει των ερμηνευτικών διατάξεων του πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ, το οποίο αναφέρεται στην «εντολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας όπως ανατίθεται, ορίζεται και οργανώνεται από κάθε κράτος μέλος» (ορισμός και ανάθεση) και προβλέπει παρέκκλιση από τους κανόνες της συνθήκης στην περίπτωση χρηματοδότησης του δημόσιου «ραδιοτηλεοπτικού φορέα (στο μέτρο που η χρηματοδότηση αυτή χορηγείται σε ραδιοτηλεοπτικούς φορείς για την εκπλήρωση της υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας […] και […] δεν επηρεάζει τους όρους του εμπορίου και του ανταγωνισμού στην Κοινότητα σε βαθμό που θα ήταν αντίθετος με το κοινό συμφέρον, ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματοποίηση αυτής της δημόσιας υπηρεσίας» (αναλογικότητα) (27).

(59)

Ο ορισμός της εντολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας στον νόμο 17/2006 κρίθηκε συμβιβάσιμος με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ από την Επιτροπή στην απόφασή της σχετικά με τη χρηματοδότηση της RTVE στις υποθέσεις E8/2005 και NN 8/2007. Το άρθρο 9 του νόμου 8/2009 επηρεάζει τον ορισμό αυτόν με την προσθήκη υποχρεώσεων και περιορισμών στο περιεχόμενο των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών της RTVE. Εξακολουθεί επομένως να πληρούται το κριτήριο του κατάλληλου ορισμού της εντολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Εξάλλου, η αποχώρηση της RTVE από την αγορά της τηλεοπτικής διαφήμισης μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας, καθιστώντας το πρόγραμμα λιγότερο εξαρτώμενο από εμπορικά κριτήρια και από τις διακυμάνσεις των εμπορικών εσόδων.

(60)

Για τον λόγο αυτό, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με αυτές τις πτυχές της χρηματοδότησης της RTVE.

(61)

Βασικό χαρακτηριστικό των αλλαγών στη χρηματοδότηση της RTVE είναι η σχεδόν πλήρης εγκατάλειψη των εμπορικών της δραστηριοτήτων, η αλλαγή του συστήματος «μεικτής χρηματοδότησης» (μέσω κρατικών πόρων και εσόδων από εμπορικές δραστηριότητες) με το σύστημα «ενιαίας χρηματοδότησης», βάσει του οποίου οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί χρηματοδοτούνται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με κρατικούς πόρους, σύμφωνα με τη διάκριση που προβλέπεται στην παράγραφο 45 της ανακοίνωσης για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, του 2001. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιλέξουν το αν θα συνδυάσουν διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης, καθώς και τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής. Ωστόσο, το τμήμα των εσόδων της RTVE το οποίο μέχρι σήμερα προερχόταν από εμπορικές δραστηριότητες δεν θα αντικατασταθεί απλώς από πόρους του γενικού προϋπολογισμού του κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 33 του νόμου 17/2006. Η αντικατάσταση θα συνοδεύεται και από την εισαγωγή ή την τροποποίηση ορισμένων φόρων με σκοπό ακριβώς την επίτευξη των απαιτούμενων εισπράξεων.

(62)

Η σύνδεση που διαπιστώθηκε μεταξύ της χρηματοδότησης και των εσόδων που προέρχονται από τους νέους φόρους υποδηλώνει ότι οι σχετικές εισπράξεις προορίζονται για τη χρηματοδότηση της ενίσχυσης υπέρ της RTVE και επηρεάζουν άμεσα το ύψος της. Στις περιπτώσεις που μια επιβάρυνση που προορίζεται ειδικά για τη χρηματοδότηση ενίσχυσης προσκρούει σε άλλες διατάξεις της συνθήκης, η Επιτροπή δεν μπορεί να κηρύσσει συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά το καθεστώς ενισχύσεων στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω επιβάρυνση. Συνεπώς, η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση μιας ενίσχυσης μπορεί να καταστήσει ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά ολόκληρο το καθεστώς ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, όπως αναφέρθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 21, 22 και 23, πρέπει να αξιολογηθεί αν το νέο σύστημα χρηματοδότησης δημιουργεί πράγματι υποχρεωτική σύνδεση μεταξύ της ενίσχυσης και των φόρων και αν, επομένως, η Επιτροπή θα πρέπει να συμπεριλάβει τις επιπτώσεις των νέων ενισχύσεων στην αξιολόγηση της κρατικής ενίσχυσης.

(63)

Για να θεωρηθεί, ωστόσο, ότι ένας φόρος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας ενίσχυσης, πρέπει να συνδέεται υποχρεωτικά με την ενίσχυση, κατά την έννοια ότι η είσπραξή του προορίζεται υποχρεωτικά για τη χρηματοδότηση της ενίσχυσης και επηρεάζει άμεσα το ύψος της (28).

(64)

Στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Όπως επιβεβαίωσε η Ισπανία, το ύψος της ενίσχυσης προς την RTVE καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη μόνο των αναγκών χρηματοδότησης της RTVE και του εκτιμώμενου καθαρού κόστους της παροχής δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας. Η χρηματοδότηση που λαμβάνει η RTVE είναι, από πραγματική και νομική άποψη, ανεξάρτητη από τις εισπράξεις που προέρχονται από τους φόρους, αφού εξαρτάται αποκλειστικά από το καθαρό κόστος της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Αφενός, οι εισπράξεις από τους φόρους οι οποίες θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση της RTVE δεν μπορούν να υπερβαίνουν το καθαρό κόστος της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας (κάθε έσοδο που υπερβαίνει αυτό το κόστος θα επιστρέφεται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους). Αφετέρου, όταν το καθαρό κόστος της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας υπερβαίνει τις εισπράξεις από τους φόρους, η διαφορά θα συμπληρώνεται με εισφορές από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό. Η ενδεχόμενη είσπραξη μέσω των φόρων ποσών μεγαλύτερων ή μικρότερων από τα αναμενόμενα δεν θα μεταβάλει τα προβλεπόμενα ποσά. Σε περίπτωση που οι εισπράξεις από τις νέες φορολογικές πηγές δεν είναι επαρκείς για να καλύψουν το έλλειμμα χρηματοδότησης που θα επιφέρει η κατάργηση της διαφήμισης, οι αναγκαίοι πόροι θα λαμβάνονται από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 33 του νόμου 17/2006. Κάθε πλεονασματικό έσοδο θα επιστρέφεται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Συνεπώς, η συνολική προγραμματισμένη χρηματοδότηση της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας της RTVE δεν θα εξαρτάται από το ύψος των ειδικών φορολογικών εισπράξεων, αλλά, σε κάθε περίπτωση, θα εξασφαλίζεται από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους.

(65)

Το γεγονός ότι η σχέση μεταξύ των φόρων και του σκοπού επιβολής τους αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση και στον ίδιο τον νόμο δεν μεταβάλλει αυτό το συμπέρασμα. Η διατύπωση του νόμου («με σκοπό να συμβάλουν στη χρηματοδότηση της RTVE») δεν καθορίζει την ποιότητα της σχέσης μεταξύ των φόρων και της ενίσχυσης.

(66)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα τρία φορολογικά μέτρα που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 14 δεν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ενίσχυσης. Η νομιμότητά τους δεν έχει σημασία για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης υπέρ της RTVE. Ούτε οι παρατηρήσεις σχετικά με τη νομιμότητά τους τις οποίες διατύπωσαν οι ενδιαφερόμενοι έχουν σημασία για την αξιολόγηση της κρατικής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η διαδικασία παράβασης, η οποία έχει κινηθεί σχετικά με τον φόρο στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, για εικαζόμενη παράβαση του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση), δεν θίγει την παρούσα απόφαση.

(67)

Όσον αφορά την αναλογικότητα της αντιστάθμισης ώστε να μην καλύπτει περισσότερο από το καθαρό κόστος της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας της RTVE, ο νέος νόμος προβλέπει ότι όλα τα έσοδα της RTVE τα οποία υπερβαίνουν το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας συν ένα πρόσθετο αποθεματικό 10 % θα επιστρέφονται στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Ένα πλεόνασμα 10 % θα μπορεί να διατηρηθεί επί μια τετραετία, κατ’ ανώτατο όριο, σε ένα αποθεματικό, για να καλύψει ενδεχόμενη ανεπαρκή αντιστάθμιση προηγούμενων ετών ή έκτακτες δαπάνες. Ο μηχανισμός αυτός για την αποφυγή αδικαιολόγητων υπεραντισταθμίσεων συνάδει με την πρακτική της Επιτροπής σε σχετικές υποθέσεις (29).

(68)

Για να διασφαλιστεί η αναλογικότητα της ενίσχυσης, τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να συστήσουν έναν κατάλληλο μηχανισμό που να επιτρέπει τη διενέργεια τακτικού και αποτελεσματικού ελέγχου της χρησιμοποίησης των κρατικών πόρων στην αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας (30) και να εγγυάται ότι η ετήσια κρατική χρηματοδότηση δεν υπερβαίνει το καθαρό κόστος της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας (31). Η Ισπανία διατηρεί σε ισχύ το σύστημα εξωτερικού ελέγχου που θεσπίστηκε με τον νόμο 17/2006, το οποίο αναφέρθηκε ανωτέρω και το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή με την απόφαση E8/2005. Το σύστημα αυτό επιτρέπει τον προσδιορισμό του καθαρού κόστους της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης.

(69)

Δεδομένου, ωστόσο, ότι η κατάργηση της διαφήμισης μπορεί να επηρεάσει το κόστος του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, καθιστώντας το πρόγραμμά του λιγότερο εξαρτώμενο από εμπορικά κριτήρια, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή κάλεσε την Ισπανία και άλλους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τον μηχανισμό χρηματοδότησης με σκοπό να αποκλειστεί το ενδεχόμενο υπεραντιστάθμισης.

(70)

Οι ενδιαφερόμενοι εξέφρασαν την ανησυχία τους για την πιθανότητα χορήγησης υπεραντιστάθμισης στην RTVE. Ο προγραμματιζόμενος για την RTVE προϋπολογισμός ύψους 1 200 εκατ. ευρώ, δεν βασίζεται στον κατάλληλο υπολογισμό του καθαρού κόστους της παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εμπορικών δραστηριοτήτων και δραστηριοτήτων δημόσιας υπηρεσίας ούτε λαμβάνεται υπόψη η μείωση των δαπανών λόγω της κατάργησης της διαφήμισης, δεδομένου ότι τα προγράμματα δεν χρειάζεται να προσελκύσουν πλέον υψηλή τηλεθέαση, οι δε παραγωγές θα απαιτούν λιγότερα μέσα. Επιπλέον, η συνολική αντιστάθμιση για την απώλεια των διαφημιστικών εσόδων υπολογίστηκε βάσει των προηγούμενων οικονομικών ετών, ενώ η οικονομική κρίση οδήγησε σε μείωση των εμπορικών εσόδων το 2010 και, κατά συνέπεια, σε μείωση των συνολικών εσόδων της RTVE. Δεν θα ήταν λοιπόν ορθό αν, με την κατάργηση της μεικτής χρηματοδότησης, η RTVE επετύγχανε εγγυημένα έσοδα, ανεξάρτητα από τα κυμαινόμενα εμπορικά της έσοδα. Οι ενδιαφερόμενοι εξέφρασαν επίσης την ανησυχία τους όσον αφορά τον έλεγχο του προϋπολογισμού.

(71)

Ωστόσο, η Ισπανία κατέδειξε ότι ο προγραμματιζόμενος προϋπολογισμός εξακολουθεί να συμβαδίζει με το προβλεπόμενο ετήσιο κόστος των προηγούμενων οικονομικών ετών και ότι δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι είτε σήμερα είτε στο μέλλον η κατάργηση της διαφήμισης μπορεί αφ’εαυτής να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του κόστους. Η RTVE θα πρέπει να συνεχίσει να επιζητεί την υψηλή τηλεθέαση, ενώ η κατάργηση των διαφημίσεων θα καταστήσει αναγκαία τη χρηματοδότηση και μετάδοση επιπλέον παραγωγών. Σε σύγκριση με τα στοιχεία των προηγούμενων ετών (1 177 εκατ. ευρώ το 2007, 1 222 εκατ. ευρώ το 2008 και 1 146 εκατ. ευρώ το 2009) και λαμβανομένων υπόψη τόσο του πρόσθετου κόστους (104 εκατ. ευρώ) των παραγωγών που απαιτούνται για την κάλυψη του χρόνου μετάδοσης που αναλογούσε πριν στη διαφήμιση όσο και των εναπομενόντων εμπορικών εσόδων (σύμφωνα με τους υπολογισμούς, μόλις 25 εκατ. ευρώ), ένα ανώτατο όριο 1 200 εκατ. ευρώ για τις προβλεπόμενες δαπάνες του προϋπολογισμού φαίνεται συνετό και εύλογο ποσό για το ετήσιο προβλεπόμενο κόστος της αντιστάθμισης για παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Επίσης, η αρχή της αντιστάθμισης του πραγματικού καθαρού κόστους ενός κρατικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού περιλαμβάνει αναγκαστικά την προστασία του από τις διακυμάνσεις των εσόδων στην αγορά της διαφήμισης.

(72)

Όσον αφορά τον έλεγχο του προϋπολογισμού, η Ισπανία επεσήμανε τους υφιστάμενους μηχανισμούς ελέγχου που προβλέπονται ήδη από τον νόμο 17/2006, οι οποίοι προαναφέρθηκαν στην παράγραφο 38. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η κρατική ενίσχυση δεν θα υπερβαίνει το καθαρό κόστος της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ο προϋπολογισμός υπόκειται σε αποτελεσματικό εκ των υστέρων έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 37 του ανωτέρω νόμου. Συγκεκριμένα, υποβάλλεται σε εσωτερικό λογιστικό έλεγχο, σε δημόσια αναθεώρηση από τη Γενική Επιθεώρηση Κρατικής Διοίκησης (Intervención General de la Administración del Estado) και σε εξωτερικό έλεγχο από εξειδικευμένη ιδιωτική επιχείρηση. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40 του νόμου 17/2006, το Κοινοβούλιο και η Οπτικοακουστική Αρχή εποπτεύουν την εκπλήρωση της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας από την RTVE, καθώς και τους ετήσιους λογαριασμούς της. Τέλος, η RTVE υποβάλλεται σε έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τους ενδιαφερομένους δεν αφήνουν κανένα περιθώριο εικασίας ότι το εν λόγω σύστημα δεν εφαρμόζεται ικανοποιητικά.

(73)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η εκτιμώμενη ετήσια αντιστάθμιση για την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας της RTVE θα υπερβεί το ευλόγως αναμενόμενο κόστος αυτής της υπηρεσίας ή ότι η αντιστάθμιση θα υπερβεί αργότερα το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας.

(74)

Εξάλλου, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή ρώτησε τις ισπανικές αρχές αν διέθεταν κατάλληλη διαδικασία εκ των προτέρων αξιολόγησης του κατά πόσον οι νέες οπτικοακουστικές υπηρεσίες της RTVE πληρούν τους ουσιαστικούς όρους του πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ (τον αποκαλούμενο εκ των προτέρων έλεγχο) (32). Οι πληροφορίες που έχουν μέχρι σήμερα διαβιβάσει οι ισπανικές αρχές δεν επέτρεψαν στην Επιτροπή να εξετάσει αν η Ισπανία διαθέτει ήδη ανάλογο μηχανισμό. Η Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη των ισπανικών αρχών με την έννοια ότι αυτή η πτυχή της χρηματοδότησης της RTVE υπήρξε αντικείμενο των αποφάσεών της του 2005 και του 2007, οι οποίες αφορούσαν ολόκληρο το σύστημα χρηματοδότησης της RTVE. Η Επιτροπή συμφωνεί επίσης ότι το σύστημα δεν επηρεάστηκε από την επιβολή των νέων επιβαρύνσεων που οδήγησαν στην κίνηση της παρούσας διαδικασίας.

(75)

Ωστόσο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασε η Ισπανία, το άρθρο 41 παράγραφος 3 του νόμου 7/2010 (33) θεσπίζει ανάλογη διαδικασία και αναθέτει στο Κρατικό Συμβούλιο Οπτικοακουστικών Μέσων - Consejo Estatal de Medios Audiovisuales (την ανεξάρτητη ισπανική εποπτική και ρυθμιστική αρχή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης) την πραγματοποίηση του ελέγχου, ο οποίος συνίσταται στη δημόσια διαβούλευση των ενδιαφερόμενων μερών, στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της διαβούλευσης αυτής και στην αξιολόγηση του γενικού αντικτύπου κάθε νέας υπηρεσίας στην αγορά. Ωστόσο, ο νόμος αυτός δεν περιλαμβάνει ορισμό του τι σημαίνει νέα σημαντική υπηρεσία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τα σχετικά κριτήρια (34). Η Ισπανία ανέφερε, ωστόσο, ότι, πριν από την 1η Νοεμβρίου 2010, προτίθεται να υπογράψει με την RTVE προγραμματική σύμβαση που θα περιλαμβάνει αυτόν τον ορισμό. Σύμφωνα με το σχέδιο της προγραμματικής σύμβασης, ως νέα σημαντική υπηρεσία θα νοείται μια νέα προσφορά υπηρεσιών σαφώς διαφοροποιημένων από τις ήδη υφιστάμενες, οι οποίες θα μπορούν να χαρακτηριστούν ως σχετική αγορά προϊόντων, και οι οποίες μπορεί να έχουν επίδραση στην αγορά, ιδίως όσον αφορά τον αντίκτυπό τους στη ζήτηση.

(76)

Συνεπώς η Ισπανία εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να θεσπίσει εκ των προτέρων έλεγχο, η δε Επιτροπή σημειώνει επίσης την πρόθεσή της να εισαγάγει πριν από την 1η Νοεμβρίου 2010 έναν δεσμευτικό ορισμό σχετικά με το τι συνιστά νέα σημαντική υπηρεσία. Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι ο μηχανισμός αυτός δεν είχε θεσπιστεί πριν από το 2010.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(77)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η Ισπανία εφάρμοσε παράνομα τη μεταρρύθμιση της χρηματοδότησης του Ισπανικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης RVTE, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται υποχρεωτική σύνδεση μεταξύ του προορισμού των εισπραττόμενων φόρων και της χρηματοδότησης της ενίσχυσης υπέρ της RTVE και ότι οι φόροι αυτοί δεν επηρεάζουν το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με τη συνθήκη. Επίσης, στην Ισπανία υφίστανται διασφαλίσεις που εμποδίζουν τη χορήγηση υπεραντιστάθμισης στην RTVE. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ισπανία έχει θεσπίσει διαδικασία ελέγχου εκ των προτέρων όσον αφορά την εισαγωγή νέων σημαντικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση υπέρ του Ισπανικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης RTVE εξακολουθεί να είναι συμβιβάσιμη με τη συνθήκη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η χρηματοδότηση του Ισπανικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RVTE), η οποία τροποποιήθηκε από την Ισπανία με τον νόμο 8/2009 σχετικά με τη χρηματοδότηση της RTVE, συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Ισπανίας.

Βρυξέλλες, 20 Ιουλίου 2010.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 115 της 9.5.2008, σ. 312.

(2)  ΕΕ C 8 της 14.1.2010, σ. 31.

(3)  Εφημερίδα της κυβερνήσεως 210 της 31.8.2009, σ. 74003.

(4)  Εφημερίδα της κυβερνήσεως 134 της 6.6.2006, σ. 21207.

(5)  Βλέπε υποσημείωση 2.

(6)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21· σχετικά με τη διαδικασία παράβασης, βλέπε το ανακοινωθέν τύπου της Επιτροπής IP/10/322.

(7)  Υποθέσεις E 8/2005 (κρατική ενίσχυση υπέρ του Ισπανικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, RTVE) και NN 8/07 (χρηματοδότηση μέτρων μείωσης του εργατικού δυναμικού της RTVE).

(8)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-261/01 και C-262/01, Belgische Staat κατά Eugene van Calster, Felix και Openbaar Slachthuis NV, σκέψεις 48 και 49· υπόθεση C-174/02, Streekgewest Westelijk Noord-Brabant, σκέψη 26 και υπόθεση C-333/07, Régie Networks, σκέψεις 93 έως 112).

(9)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 5.

(10)  Βλέπε απόφαση E 3/2005 της Επιτροπής, της 24ης Απριλίου.2007, αιτιολογικές σκέψεις 370 και 372, απόφαση E 8/2006 της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου.2008, αιτιολογική σκέψη 230, και απόφαση E 4/2005 της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2008, αιτιολογική σκέψη 121. Αυτή η πρακτική υιοθετήθηκε βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (η ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001) (ΕΕ C 320 της 15.11.2001) και αποσαφηνίστηκε και παγιώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 88 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στη δημόσια ραδιοτηλεόραση (η ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση του 2009) (ΕΕ C 257 της 27.10.2009, σ. 1).

(11)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 6.

(12)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(13)  Εφημερίδα της κυβερνήσεως 79 της 1.4.2010, σ. 30157.

(14)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-75/97, Maribel bis/ter, Συλλογή 1999, σ. I-03671, σκέψη 47.

(15)  Απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002 στην υπόθεση C-310/99, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-02289.

(16)  ΕΕ C 320 της 15.11.2001, σ. 5, παράγραφος 18 και ΕΕ C 257 της 27.10.2009, σ. 1, παράγραφος 22.

(17)  Απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2002 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-185/00, T-216/00, T-299/00 και T-300/00, Métropole Télévision SA (M6) και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-03805.

(18)  Απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003 στην υπόθεση C-280/00, Altmark Trans, Συλλογή 2003, σ. I-07747.

(19)  Βλέπε υποσημείωση 18, αιτιολογική σκέψη 94.

(20)  Βλέπε το ίδιο συμπέρασμα στην υπόθεση E 8/2005, υποσημείωση 7, αιτιολογική σκέψη 46.

(21)  Συμπεράσματα της 23ης Ιανουαρίου 1975 του Γενικού Εισαγγελέα Trabucchi στην υπόθεση C51/74 HULST, Συλλογή 1975, σ. 79. Ειδική ισπανική έκδοση, σ. 27.

(22)  Απόφαση της 30ής Απριλίου 2002 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-195/01 και T-207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-02309, σκέψη 109.

(23)  Βλέπε υποσημείωση 22, αιτιολογική σκέψη 111.

(24)  ΕΕ C 320 της 15.11.2001, σ. 5.

(25)  Αυτή η πρακτική παγιώθηκε στην ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση του 2009. Εκ των πραγμάτων, συμμορφούμενη με την πρακτική αυτή, η Ισπανία θα τηρεί και την ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001 και την αντίστοιχη πρακτική.

(26)  Βλέπε σημείο 29 της ανακοίνωσης για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001.

(27)  Βλέπε σημείο 31 της ανακοίνωσης για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001.

(28)  Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση C-333/07, Regie Networks, αιτιολογική σκέψη 99.

(29)  Βλέπε για παράδειγμα, την αιτιολογική σκέψη 281 («περιθώριο 10 %») της απόφασης E 3/2005 της Επιτροπής, της 24ης Απριλίου 2007, και την αιτιολογική σκέψη 147 («10 % του συνολικού προϋπολογισμού») της απόφασης C 2/04 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2006. Η πρακτική αυτή παγιώθηκε και αποσαφηνίστηκε στα σημεία 73 και 74 της ανακοίνωσης για τη ραδιοτηλεόραση του 2009.

(30)  Ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001, σημείο 41.

(31)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 282 της απόφασης E 3/2005, και αιτιολογική σκέψη 112 της απόφασης E 4/2005.

(32)  Βλέπε απόφαση E 3/2005, αιτιολογικές σκέψεις 370 και 372, απόφαση E 8/2006, αιτιολογική σκέψη 230, και απόφαση E 4/2005, αιτιολογική σκέψη 121. Η αυτή πρακτική υιοθετήθηκε βάσει της ανακοίνωσης για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς του 2001 και αποσαφηνίστηκε και παγιώθηκε στα σημεία 84 έως 89 της ανακοίνωσης για τη ραδιοτηλεόραση του 2009.

(33)  Βλέπε υποσημείωση 13.

(34)  Βλέπε σημείο 85 της ανακοίνωσης για τη ραδιοτηλεόραση του 2009.