ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2010.331.gre

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 331

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

53ό έτος
15 Δεκεμβρίου 2010


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής

12

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής

48

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ

84

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) ( 1 )

120

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1096/2010 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2010, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου

162

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

15.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 331/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοοικονομική σταθερότητα αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου η πραγματική οικονομία να παράσχει απασχόληση, πιστοδότηση και ανάπτυξη. Η χρηματοοικονομική κρίση αποκάλυψε σημαντικές ελλείψεις στη χρηματοοικονομική εποπτεία, η οποία δεν κατάφερε να προβλέψει τις δυσμενείς μακροπροληπτικές εξελίξεις και να αποτρέψει τη συσσώρευση υπερβολικών κινδύνων στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

(2)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απηύθυνε επανειλημμένως εκκλήσεις για την ενίσχυση μιας πραγματικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού για όλους τους φορείς στο επίπεδο της Ένωσης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα σημαντικές αδυναμίες στην εποπτεία της Ένωσης στις ολοένα και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές αγορές (με τα ψηφίσματα της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής: Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης (4), της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (5), της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) - Λευκή Βίβλος (6), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (7) και της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (8), καθώς και με τις θέσεις της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (9) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (10)).

(3)

Τον Νοέμβριο του 2008, η Επιτροπή ανέθεσε σε ομάδα υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του Jacques de Larosière να προτείνει συστάσεις σχετικά με τους τρόπους ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων για την καλύτερη προστασία του πολίτη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

(4)

Στην τελική έκθεσή της, την οποία παρουσίασε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 («έκθεση de Larosière»), η ομάδα υψηλού επιπέδου συνιστούσε, μεταξύ άλλων, να θεσπιστεί ένας φορέας σε επίπεδο Ένωσης, επιφορτισμένος με την επίβλεψη των κινδύνων στο χρηματοοικονομικό σύστημα συνολικά.

(5)

Στην ανακοίνωσή της της 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή χαιρέτισε και παρέσχε την ευρεία υποστήριξή της στις συστάσεις της έκθεσης de Larosière. Στη σύνοδό του της 19ης και 20ής Μαρτίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε ότι είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η ρύθμιση και η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Ένωσης και να χρησιμοποιηθεί η έκθεση της ομάδας de Larosière ως εφαλτήριο για δράση.

(6)

Στην ανακοίνωσή της της 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία», η Επιτροπή συνέστησε σειρά μεταρρυθμίσεων στις ισχύουσες ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στο επίπεδο της Ένωσης, ιδίως συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕΣΚ), που θα είναι αρμόδιο για τη μακροπροληπτική επίβλεψη. Το Συμβούλιο στις 9 Ιουνίου 2009 και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη συνεδρίασή του στις 18 και 19 Ιουνίου 2009 υποστήριξαν τις συστάσεις της Επιτροπής και χαιρέτισαν την πρόθεσή της να προωθήσει νομοθετικές προτάσεις, ώστε να μπορέσει να θεσπιστεί πλήρως το νέο πλαίσιο μέσα στο 2010. Σε συμφωνία με τις απόψεις της Επιτροπής, το Συμβούλιο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) «θα πρέπει να παρέχει αναλυτική, στατιστική, διοικητική και υλικοτεχνική στήριξη στο ΕΣΣΚ, βασιζόμενη επίσης στις τεχνικές συμβουλές των εθνικών κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών». Η στήριξη που παρέχεται από την ΕΚΤ στο ΕΣΣΚ, καθώς και τα καθήκοντα τα οποία ανατίθενται στο ΕΣΣΚ, θα πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς να θίγεται η αρχή της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(7)

Δεδομένης της ολοκλήρωσης των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών και τον κίνδυνο μεταδοτικότητας των χρηματοοικονομικών κρίσεων, χρειάζεται ισχυρή δέσμευση της Ένωσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ΕΣΣΚ πρέπει να αντλήσει εμπειρογνωσία από μια επιστημονική επιτροπή υψηλού επιπέδου και να αναλάβει όλες τις παγκόσμιας εμβέλειας αρμοδιότητες που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί ότι η φωνή της Ένωσης θα γίνεται ακουστή σε θέματα σχετικά με τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, ιδίως μέσω στενής συνεργασίας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ), από τα οποία αναμένεται να απευθύνουν έγκαιρες προειδοποιήσεις σχετικά με μακροπροληπτικούς κινδύνους σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και τους εταίρους της Ομάδας των Είκοσι (G-20).

(8)

Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να συμβάλει, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή των συστάσεων του ΔΝΤ, του ΣΧΣ και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) προς την G-20.

(9)

Η έκθεση του ΔΝΤ, της ΤΔΔ και του ΣΧΣ της 28ης Οκτωβρίου 2009 που υποβλήθηκε στους Υπουργούς Οικονομικών της G-20 και στους Διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών, με τίτλο «Κατευθύνσεις για την αξιολόγηση της συστημικής σπουδαιότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αγορών και μέσων: αρχικές σκέψεις», αναφέρει επίσης ότι η εκτίμηση του συστημικού κινδύνου είναι πιθανόν να μεταβάλλεται ανάλογα με το οικονομικό περιβάλλον. Επιπλέον, θα καθορίζεται από τη χρηματοοικονομική υποδομή, τις ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων και την ικανότητα αντιμετώπισης σοβαρών δυσλειτουργιών τη στιγμή κατά την οποία συμβαίνουν. Τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ενδέχεται να έχουν συστημική σπουδαιότητα για τα τοπικά, εθνικά ή διεθνή χρηματοοικονομικά συστήματα και οικονομίες. Τα βασικά κριτήρια που βοηθούν στον προσδιορισμό της συστημικής σπουδαιότητας των αγορών και των ιδρυμάτων είναι το μέγεθος (ο όγκος των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που παρέχονται από την επιμέρους συνιστώσα του χρηματοοικονομικού συστήματος), η δυνατότητα υποκατάστασης (ο βαθμός στον οποίο άλλες συνιστώσες του συστήματος μπορούν να παράσχουν τις ίδιες υπηρεσίες σε περίπτωση σοβαρής δυσλειτουργίας) και η αμοιβαία σύνδεση (συνδέσεις με τις άλλες συνιστώσες του συστήματος). Μια εκτίμηση βασισμένη στα τρία αυτά κριτήρια θα πρέπει να συμπληρώνεται με αναφορά στα σημεία χρηματοοικονομικής ευπάθειας και στην ικανότητα του θεσμικού πλαισίου να αντιμετωπίσει σοβαρές χρηματοοικονομικές δυσλειτουργίες και θα πρέπει να εξετάζει ευρύ φάσμα πρόσθετων παραγόντων, όπως, μεταξύ άλλων, την πολυπλοκότητα ειδικών δομών και επιχειρηματικών μοντέλων, το βαθμό χρηματοοικονομικής αυτονομίας, την ένταση και το πεδίο της εποπτείας, τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών ρυθμίσεων και τις διασυνδέσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν το συνολικό κίνδυνο των ιδρυμάτων.

(10)

Το καθήκον του ΕΣΣΚ θα πρέπει να είναι η παρακολούθηση και η εκτίμηση του συστημικού κινδύνου σε ομαλούς καιρούς για να μετριάζεται η έκθεση του συστήματος στον κίνδυνο σοβαρής δυσλειτουργίας συστημικών συνιστωσών και να βελτιώνεται η αντοχή του χρηματοοικονομικού συστήματος σε κραδασμούς. Εν προκειμένω, το ΕΣΣΚ θα πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και στον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία. Για να εκπληρώσει τους στόχους του, το ΕΣΣΚ θα πρέπει να αναλύει όλες τις σχετικές πληροφορίες.

(11)

Οι υπάρχουσες ρυθμίσεις της Ένωσης δίνουν πολύ λίγη έμφαση στη μακροπροληπτική επίβλεψη και στις διασυνδέσεις μεταξύ των εξελίξεων στο ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον και στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Η ευθύνη για τη μακροπροληπτική ανάλυση παραμένει κατακερματισμένη και η ανάλυση αυτή πραγματοποιείται από διάφορες αρχές σε διαφορετικά επίπεδα, χωρίς μηχανισμό που να διασφαλίζει ότι οι μακροπροληπτικοί κίνδυνοι εντοπίζονται ικανοποιητικά και ότι οι προειδοποιήσεις και οι συστάσεις εκδίδονται με σαφήνεια, παρακολουθούνται και μετατρέπονται σε δράσεις. Η εύρυθμη λειτουργία των ενωσιακών και παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συστημάτων και ο μετριασμός των κινδύνων που τα απειλούν απαιτούν μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ της μακροπροληπτικής και της μικροπροληπτικής εποπτείας.

(12)

Ένα πρόσφατα σχεδιασμένο σύστημα μακροπροληπτικής επίβλεψης απαιτεί αξιόπιστη ηγεσία υψηλού κύρους. Κατά συνέπεια, δεδομένου του καίριου ρόλου του και της διεθνούς και εσωτερικής αξιοπιστίας του και σύμφωνα με τις συστάσεις της έκθεσης de Larosière, ο πρόεδρος της ΕΚΤ θα πρέπει να είναι ο πρόεδρος του ΕΣΣΚ για την πρώτη πενταετή θητεία μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Επιπροσθέτως, οι απαιτήσεις λογοδοσίας θα πρέπει να ενισχυθούν και τα όργανα του ΕΣΣΚ θα πρέπει να μπορούν να αντλούν από ευρύ φάσμα εμπειρίας, υποβάθρου και απόψεων.

(13)

Η έκθεση de Larosière αναφέρει επίσης ότι η μακροπροληπτική επίβλεψη είναι ανώφελη αν δεν μπορεί με κάποιον τρόπο να επηρεάζει τη μικροπροληπτική εποπτεία, ενώ η μικροπροληπτική εποπτεία δεν μπορεί να διασφαλίζει αποτελεσματικά τη χρηματοοικονομική σταθερότητα χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις εξελίξεις σε επίπεδο μακροπροληπτικής εποπτείας.

(14)

Χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), το οποίο να συγκεντρώνει τους φορείς που ασκούν χρηματοοικονομική εποπτεία σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο Ένωσης και να τους επιτρέπει να λειτουργούν ως δίκτυο. Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσοι συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ θα πρέπει να συνεργάζονται με πνεύμα εμπιστοσύνης και πλήρους αμοιβαίου σεβασμού, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται η μεταξύ τους ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών. Σε επίπεδο Ένωσης, το δίκτυο θα πρέπει να αποτελείται από το ΕΣΣΚ και τρεις αρχές μικροπροληπτικής εποπτείας: την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) (εφεξής υπό την ενιαία ονομασία «ΕΕΑ»).

(15)

Η Ένωση χρειάζεται έναν συγκεκριμένο φορέα υπεύθυνο για τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματός της, ο οποίος θα εντοπίζει τους κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και, όπου είναι αναγκαίο, θα εκδίδει προειδοποιήσεις και συστάσεις λήψης μέτρων προς αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να συσταθεί το ΕΣΣΚ ως νέος ανεξάρτητος φορέας, που να καλύπτει όλους τους χρηματοοικονομικούς τομείς καθώς και τα συστήματα εγγυήσεων. Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για τη μακροπροληπτική επίβλεψη σε επίπεδο Ένωσης και δεν θα πρέπει να έχει νομική προσωπικότητα.

(16)

Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα γενικό συμβούλιο, μια διευθύνουσα επιτροπή, μια γραμματεία, μια συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή και μια συμβουλευτική τεχνική επιτροπή. Η σύνθεση της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κατάλληλους κανόνες σύγκρουσης συμφερόντων που εγκρίνει το γενικό συμβούλιο. Κατά τη σύσταση της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι υπάρχουσες δομές, ώστε να αποφευχθούν τυχόν επικαλύψεις.

(17)

Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να εκδίδει προειδοποιήσεις και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, συστάσεις είτε γενικής είτε ειδικής φύσεως, απευθυνόμενες ιδιαιτέρως στην Ένωση συνολικά ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή σε μία ή περισσότερες ΕΕΑ ή σε μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές με καθορισμένο χρονοδιάγραμμα για τη σχετική ανταπόκριση στα μέτρα.

(18)

Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να επεξεργαστεί έναν χρωματικό κώδικα, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να εκτιμούν ευκολότερα τη φύση του κινδύνου.

(19)

Προκειμένου να ενισχυθεί η επιρροή και η νομιμότητά τους, οι εν λόγω προειδοποιήσεις και συστάσεις θα πρέπει επίσης να διαβιβάζονται, σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες περί απορρήτου, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και, όταν απευθύνονται σε μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές, στις ΕΕΑ. Οι συσκέψεις του Συμβουλίου θα πρέπει να προετοιμάζονται από την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (ΟΔΕ) σύμφωνα με το ρόλο της, όπως αυτός ορίζεται στη ΣΛΕΕ. Για να προετοιμάζει τις συζητήσεις του Συμβουλίου και να του παρέχει εγκαίρως συμβουλές πολιτικής, το ΕΣΣΚ θα πρέπει να ενημερώνει τακτικά την ΟΔΕ και θα πρέπει να αποστέλλει τα κείμενα όλων των προειδοποιήσεων και των συστάσεων ευθύς μόλις εγκρίνονται.

(20)

Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να παρακολουθεί επίσης τη συμμόρφωση προς τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του, βάσει των εκθέσεων των αποδεκτών, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι προειδοποιήσεις και συστάσεις του τηρούνται πράγματι. Οι αποδέκτες των συστάσεων θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για την πραγματοποίησή τους και να παρέχουν επαρκή αιτιολόγηση σε περίπτωση αδράνειας (μηχανισμός «δράσης ή αιτιολόγησης»). Εάν το ΕΣΣΚ κρίνει ότι μια απάντηση είναι ανεπαρκής, θα πρέπει, σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες περί απορρήτου, να ενημερώνει τους αποδέκτες, το Συμβούλιο και, κατά περίπτωση, την ενδιαφερόμενη Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή.

(21)

Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να αποφασίζει, κατά περίπτωση και αφού ενημερώσει το Συμβούλιο αρκετά έγκαιρα ώστε να μπορεί να αντιδράσει, αν μια σύσταση πρέπει να παραμείνει εμπιστευτική ή να δημοσιοποιείται, λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοσιοποίηση μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της συμμόρφωσης προς τις συστάσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις.

(22)

Εάν το ΕΣΣΚ εντοπίζει κίνδυνο ο οποίος θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ομαλή λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα όλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, θα πρέπει να ενημερώνει εγκαίρως το Συμβούλιο για την κατάσταση. Εάν το ΕΣΣΚ θεωρεί ότι μπορεί να ανακύψει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, θα πρέπει να επικοινωνεί με το Συμβούλιο και να του διαβιβάζει εκτίμηση της κατάστασης. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο θα πρέπει να εκτιμά την ανάγκη έκδοσης απόφασης με αποδέκτριες τις ΕΕΑ, με την οποία να ορίζεται η ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Κατά τη διαδικασία αυτήν, είναι εξόχως σημαντική η δέουσα προστασία του απορρήτου.

(23)

Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τουλάχιστον μία φορά ανά έτος και ακόμη συχνότερα σε περίπτωση χρηματοοικονομικών δυσχερειών μεγάλης κλίμακας. Όταν ενδείκνυται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να μπορούν να καλούν το ΕΣΣΚ να εξετάζει ειδικά θέματα χρηματοοικονομικής σταθερότητας.

(24)

Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να έχουν ηγετικό ρόλο στη μακροπροληπτική επίβλεψη, λόγω της εξειδικευμένης γνώσης τους και των υφιστάμενων ευθυνών τους στον τομέα της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Οι εθνικοί επόπτες θα πρέπει να συμβάλλουν παρέχοντας τις ειδικές τους γνώσεις. Η συμμετοχή των μικροπροληπτικών εποπτικών αρχών στις εργασίες του ΕΣΣΚ έχει ουσιαστική σημασία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εκτίμηση του μακροπροληπτικού κινδύνου βασίζεται στην πλήρη και ακριβή ενημέρωση σχετικά με τις εξελίξεις στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Αντίστοιχα, οι πρόεδροι των ΕΕΑ θα πρέπει να είναι μέλη με δικαίωμα ψήφου. Θα πρέπει να παρίσταται στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ένας εκπρόσωπος των αρμόδιων εθνικών εποπτικών αρχών κάθε κράτους μέλους. Στο πλαίσιο πνεύματος διαφάνειας, 15 ανεξάρτητα πρόσωπα θα πρέπει να παρέχουν εξωτερική εμπειρογνωσία στο ΕΣΣΚ μέσω της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής.

(25)

Η συμμετοχή ενός μέλους της Επιτροπής στο ΕΣΣΚ θα συμβάλλει στην εγκαθίδρυση δεσμού με τη μακροοικονομική και χρηματοοικονομική εποπτεία της Ένωσης, ενώ η παρουσία του Προέδρου της ΟΔΕ θα αντανακλά τον ρόλο των αρμόδιων για τα οικονομικά υπουργείων των κρατών μελών και του Συμβουλίου στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την άσκηση της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επίβλεψης.

(26)

Είναι σημαντικό τα μέλη του ΕΣΣΚ να επιτελούν τα καθήκοντά τους αμερόληπτα και να ασχολούνται μόνο με τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ως συνόλου. Όπου δεν καθίσταται δυνατή η επίτευξη συναίνεσης, η ψηφοφορία για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις στο πλαίσιο του ΕΣΣΚ δεν θα πρέπει να είναι σταθμισμένη και οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται κατά κανόνα με απλή πλειοψηφία.

(27)

Η διασύνδεση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών συνεπάγεται ότι η παρακολούθηση και εκτίμηση δυνητικών συστημικών κινδύνων θα πρέπει να βασίζεται σε ένα ευρύ φάσμα συναφών μακροοικονομικών και μικροοικονομικών δεδομένων και δεικτών. Οι συστημικοί αυτοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν κινδύνους διατάραξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών οι οποίοι προκαλούνται από σημαντικό κλονισμό του συνόλου ή μερών του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης και είναι δυνατόν να έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία. Οιασδήποτε μορφής χρηματοοικονομικό ίδρυμα και διαμεσολαβητής, αγορά, υποδομή και μέσο ενδέχεται να είναι σημαντικοί από συστημικής απόψεως. Επομένως, το ΕΣΣΚ θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του, διατηρώντας ταυτόχρονα τον απόρρητο χαρακτήρα των εν λόγω πληροφοριών, όπως απαιτείται.

(28)

Τα μέτρα συλλογής πληροφοριών που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ και δεν θα πρέπει να θίγουν το νομικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος στο πεδίο των στατιστικών. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει επομένως να θίγει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (14) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (15).

(29)

Οι φορείς της αγοράς μπορούν να παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την κατανόηση των εξελίξεων που επηρεάζουν το χρηματοοικονομικό σύστημα. Όποτε ενδείκνυται, το ΕΣΣΚ θα πρέπει επομένως να διαβουλεύεται με τους φορείς του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων του χρηματοοικονομικού τομέα, οργανώσεων των καταναλωτών και ομάδων χρηστών του τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που θεσπίστηκαν από την Επιτροπή ή δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης και να τους παρέχει ίσες ευκαιρίες να υποβάλλουν παρατηρήσεις.

(30)

Η σύσταση του ΕΣΣΚ θα πρέπει να συμβάλει άμεσα στην επίτευξη των στόχων της εσωτερικής αγοράς. Η μακροπροληπτική επίβλεψη της Ένωσης επί του χρηματοοικονομικού συστήματος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των συνολικών νέων εποπτικών ρυθμίσεων στην Ένωση, καθώς η μακροπροληπτική πτυχή συνδέεται στενά με τα μικροπροληπτικά εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στις ΕΕΑ. Μόνο με τη θέσπιση διατάξεων στις οποίες αναγνωρίζεται δεόντως η αλληλεξάρτηση μεταξύ μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών κινδύνων, είναι δυνατόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι να αποκτήσουν επαρκή εμπιστοσύνη προκειμένου να αναλάβουν διασυνοριακές χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να παρακολουθεί και να εκτιμά τους κινδύνους προς τη χρηματοοικονομική σταθερότητα που απορρέουν από εξελίξεις οι οποίες μπορούν να έχουν αντίκτυπο σε τομεακό επίπεδο ή στο επίπεδο ολόκληρου του χρηματοοικονομικού συστήματος. Με την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών, το ΕΣΣΚ θα πρέπει να συμβάλει άμεσα στη δημιουργία μιας ενοποιημένης εποπτικής διάρθρωσης της Ένωσης, αναγκαίας για την προώθηση έγκαιρων και συνεκτικών πολιτικών αντιδράσεων μεταξύ των κρατών μελών, αποφεύγοντας έτσι τις αποκλίνουσες προσεγγίσεις και βελτιώνοντας τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(31)

Το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 στην υπόθεση C-217/04 (Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως), έκρινε ότι «από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 ΕΚ [νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ] δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης βάσει της διάταξης αυτής πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης» (16). Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να συμβάλλει στη χρηματοοικονομική σταθερότητα που είναι αναγκαία για την περαιτέρω χρηματοοικονομική ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς παρακολουθώντας τους συστημικούς κινδύνους και εκδίδοντας προειδοποιήσεις και συστάσεις όταν χρειάζεται. Τα καθήκοντα αυτά συνδέονται στενά με τους στόχους της νομοθεσίας της Ένωσης που αφορούν την εσωτερική αγορά χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Το ΕΣΣΚ θα πρέπει συνεπώς να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ.

(32)

Όπως προτείνεται στην έκθεση de Larosière, είναι αναγκαία μια κλιμακωτή προσέγγιση και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να προβούν σε πλήρη επανεξέταση του ΕΣΧΕ, του ΕΣΣΚ και των ΕΕΑ έως τις 17 Δεκεμβρίου 2013.

(33)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η αποτελεσματική μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, λόγω της ολοκλήρωσης των χρηματαγορών της Ένωσης, και μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία προς επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ίδρυση

1.   Ιδρύεται Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου («ΕΣΣΚ»). Έχει την έδρα του στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν.

2.   Το ΕΣΣΚ αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), σκοπός του οποίου είναι να εποπτεύει το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης.

3.   Το ΕΣΧΕ περιλαμβάνει:

α)

το ΕΣΣΚ·

β)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 10942010·

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

ε)

τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή) που προβλέπεται στο άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

στ)

τις αρμόδιες ή εποπτικές αρχές των κρατών μελών, όπως ορίζονται στις πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα μέλη του ΕΣΧΕ πρέπει να συνεργάζονται με πνεύμα εμπιστοσύνης και πλήρους αμοιβαίου σεβασμού, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζονται οι μεταξύ τους ροές κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «χρηματοοικονομικό ίδρυμα» νοείται οποιαδήποτε επιχείρηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και κάθε άλλη επιχείρηση ή οντότητα στην Ένωση με κύρια δραστηριότητα παρόμοιου χαρακτήρα·

β)

ως «χρηματοοικονομικό σύστημα» νοούνται όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, οι αγορές, τα προϊόντα και οι υποδομές αγορών,

γ)

ως «συστημικός κίνδυνος» νοείται ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία. Όλες οι μορφές χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι σημαντικές σε κάποιο βαθμό από συστημικής απόψεως.

Άρθρο 3

Αποστολή, στόχοι και καθήκοντα

1.   Το ΕΣΣΚ είναι υπεύθυνο για τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση με σκοπό να συμβάλλει στην πρόληψη ή στον μετριασμό των συστημικών κινδύνων που απειλούν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ένωση και που προκύπτουν από εξελίξεις εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος, καθώς και να λαμβάνει υπόψη μακροοικονομικές εξελίξεις, ώστε να αποτρέπει περιόδους χρηματοοικονομικού κινδύνου ευρείας κλίμακας. Συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και διασφαλίζει επομένως τη βιώσιμη συμβολή του χρηματοοικονομικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ΕΣΣΚ επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

καθορίζει και/ή συγκεντρώνει και αναλύει όλες τις σχετικές και αναγκαίες πληροφορίες, για την επίτευξη των στόχων που περιγράφονται στην παράγραφο 1,

β)

εντοπίζει και κατατάσσει τους συστημικούς κινδύνους βάσει προτεραιότητας·

γ)

εκδίδει προειδοποιήσεις όταν αυτοί οι συστημικοί κίνδυνοι θεωρούνται σημαντικοί και, κατά περίπτωση, δημοσιοποιεί τις προειδοποιήσεις αυτές·

δ)

εκδίδει συστάσεις για επανορθωτικές ενέργειες ως αντίδραση στους κινδύνους που εντοπίσθηκαν και, κατά περίπτωση, δημοσιοποιεί τις συστάσεις αυτές·

ε)

όταν το ΕΣΣΚ διαπιστώνει ότι ενδέχεται να προκύψει κατάσταση έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, εκδίδει εμπιστευτική προειδοποίηση προς το Συμβούλιο και παρέχει στο Συμβούλιο εκτίμηση της κατάστασης, προκειμένου το Συμβούλιο να εκτιμήσει την ανάγκη για έγκριση απόφασης απευθυνόμενης στις ΕΕΑ, με την οποία να ορίζεται η ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης·

στ)

παρακολουθεί τη συνέχεια στις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις·

ζ)

συνεργάζεται στενά με όλους τους άλλους συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ· κατά περίπτωση, παρέχει στις ΕΕΑ τις πληροφορίες για τους συστημικούς κινδύνους οι οποίες απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους· και, ιδίως, σε συνεργασία με τις ΕΕΑ, εκπονεί κοινή δέσμη ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) για τον εντοπισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου·

η)

συμμετέχει, όπου κρίνεται σκόπιμο, στη Μεικτή Επιτροπή·

θ)

συντονίζει τη δράση του με εκείνη των διεθνών χρηματοοικονομικών οργανισμών, ιδίως με το ΔΝΤ και το ΣΧΣ, καθώς και με τους συναφείς φορείς σε τρίτες χώρες για θέματα σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη·

ι)

επιτελεί άλλες συναφείς εργασίες, όπως καθορίζεται στη νομοθεσία της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Άρθρο 4

Σύνθεση

1.   Το ΕΣΣΚ έχει γενικό συμβούλιο, διευθύνουσα επιτροπή, γραμματεία, συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή και συμβουλευτική τεχνική επιτροπή.

2.   Το γενικό συμβούλιο λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για να διασφαλίζει την επιτέλεση των εργασιών που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΣΚ σύμφωνα με τα άρθρο 3 παράγραφος 2.

3.   Η διευθύνουσα επιτροπή συμβάλλει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του ΕΣΣΚ, προετοιμάζοντας τις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου, εξετάζοντας τα προς συζήτηση έγγραφα και παρακολουθώντας την πρόοδο της υπό διεξαγωγή εργασίας του ΕΣΣΚ.

4.   Η γραμματεία είναι αρμόδια για τις τρέχουσες δραστηριότητες του ΕΣΣΚ. Παρέχει αναλυτική, στατιστική, διοικητική και επιμελητειακή υποστήριξη υψηλής ποιότητας στο ΕΣΣΚ, υπό την καθοδήγηση του προέδρου και της διευθύνουσας επιτροπής σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1096/2010 του Συμβουλίου (17). Επίσης, αντλεί τεχνικές συμβουλές από τις ΕΕΑ, τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και τις εθνικές εποπτικές αρχές.

5.   Η συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή και η συμβουλευτική τεχνική επιτροπή που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 13, παρέχουν συμβουλές και συνδρομή για θέματα συναφή με το έργο του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 5

Πρόεδρος και αντιπρόεδροι του ΕΣΣΚ

1.   Στο ΕΣΣΚ προεδρεύει ο πρόεδρος της ΕΚΤ επί διάστημα πέντε ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Για τις επόμενες θητείες, ο πρόεδρος του ΕΣΣΚ ορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που θα καθορισθούν βάσει της επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 20.

2.   Ο πρώτος αντιπρόεδρος εκλέγεται από και μεταξύ των μελών του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ για θητεία πέντε ετών και λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη για ισορροπία στην εκπροσώπηση μεταξύ των κρατών μελών εν γένει και μεταξύ των κρατών μελών το νόμισμα των οποίων είναι το ευρώ και μεταξύ εκείνων το νόμισμα των οποίων δεν είναι το ευρώ. Ο πρώτος αντιπρόεδρος μπορεί να επανεκλεγεί μία φορά.

3.   Ο δεύτερος αντιπρόεδρος είναι ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής, όπως διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι εκθέτουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά τη διάρκεια δημόσιας ακρόασης, τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους κατά τον παρόντα κανονισμό.

5.   Ο πρόεδρος προεδρεύει στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής.

6.   Οι αντιπρόεδροι, κατά σειρά κατάταξης, προεδρεύουν στο γενικό συμβούλιο ή/και στη διευθύνουσα επιτροπή όταν ο πρόεδρος αδυνατεί να συμμετάσχει σε κάποια συνεδρίαση.

7.   Αν η διάρκεια της θητείας ενός μέλους του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ που εξελέγη ως πρώτος αντιπρόεδρος λήξει πριν από τη συμπλήρωση της πενταετούς θητείας ή αν για οποιονδήποτε λόγο ο πρώτος αντιπρόεδρος δεν είναι σε θέση να επιτελέσει τα καθήκοντά του, εκλέγεται νέος πρώτος αντιπρόεδρος σύμφωνα με την παράγραφο 2.

8.   Ο πρόεδρος εκπροσωπεί το ΕΣΣΚ εκτός του οργάνου.

Άρθρο 6

Γενικό συμβούλιο

1.   Τα μέλη του γενικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου περιλαμβάνουν:

α)

τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ·

β)

τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών·

γ)

ένα μέλος της Επιτροπής·

δ)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών)·

ε)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων)·

στ)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών)·

ζ)

τον πρόεδρο και τους δύο αντιπροέδρους της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής·

η)

τον πρόεδρο της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής.

2.   Τα μέλη του γενικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου περιλαμβάνουν:

α)

έναν εκπρόσωπο υψηλού επιπέδου ανά κράτος μέλος από τις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, σύμφωνα με την παράγραφο 3·

β)

τον πρόεδρο της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής (ΟΔΕ).

3.   Όσον αφορά την εκπροσώπηση των εθνικών εποπτικών αρχών κατά την παράγραφο 2 στοιχείο α), οι αντίστοιχοι εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου εναλλάσσονται αναλόγως με το υπό συζήτηση θέμα, εκτός εάν οι εθνικές εποπτικές αρχές συγκεκριμένου κράτους μέλους έχουν συμφωνήσει για κοινό εκπρόσωπο.

4.   Το γενικό συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 7

Αμεροληψία

1.   Κατά τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες του γενικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής ή κατά τη διεξαγωγή οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας σχετικής με το ΕΣΣΚ, τα μέλη του ΕΣΣΚ επιτελούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία και μόνο προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου. Δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.   Κανένα μέλος του γενικού συμβουλίου (με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου) δεν έχει αξίωμα στον χρηματοοικονομικό τομέα.

3.   Ούτε τα κράτη μέλη ή τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ούτε οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας προσπαθούν να επηρεάσουν τα μέλη του ΕΣΣΚ κατά την εκτέλεση των κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2 καθηκόντων.

Άρθρο 8

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Τα μέλη του γενικού συμβουλίου και τυχόν άλλα πρόσωπα που εργάζονται ή που εργάστηκαν κατά το παρελθόν για λογαριασμό ή σε σχέση με το ΕΣΣΚ (συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου προσωπικού των κεντρικών τραπεζών, της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής, της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής, των ΕΕΑ και των αρμόδιων εθνικών εποπτικών αρχών των κρατών μελών) δεν αποκαλύπτουν πληροφορίες που υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

2.   Οι πληροφορίες που λαμβάνουν τα μέλη του ΕΣΣΚ χρησιμοποιούνται μόνο στο πλαίσιο των καθηκόντων τους και για την επιτέλεση των εργασιών που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 16 και της εφαρμογής του ποινικού δικαίου, εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν κοινοποιούνται σε κανένα πρόσωπο ή αρχή καθ’ οιονδήποτε τρόπο, παρά μόνο σε περιληπτική ή συγκεντρωτική μορφή, τέτοια ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση των μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

4.   Το ΕΣΣΚ συμφωνεί και θεσπίζει, μαζί με τις ΕΕΑ, καθορισμένες διαδικασίες εμπιστευτικότητας, με στόχο την προστασία των πληροφοριών σχετικά με μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και των πληροφοριών μέσω των οποίων είναι δυνατός ο εντοπισμός μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 9

Συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου

1.   Οι τακτικές συνεδριάσεις της ολομέλειας του γενικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρο του ΕΣΣΚ και πραγματοποιούνται τουλάχιστον τέσσερις φορές κατ’ έτος. Οι έκτακτες συνεδριάσεις μπορούν να συγκαλούνται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου του ΕΣΣΚ ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του γενικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου.

2.   Έκαστο μέλος παρίσταται αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου και δεν εκπροσωπείται.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, μέλος που αδυνατεί να προσέλθει στις συνεδριάσεις για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών μπορεί να ορίσει αναπληρωτή. Το μέλος αυτό μπορεί επίσης να αντικατασταθεί από πρόσωπο που ορίστηκε επίσημα, δυνάμει των κανόνων που διέπουν το εκάστοτε ίδρυμα όσον αφορά την προσωρινή αντικατάσταση εκπροσώπων.

4.   Κατά περίπτωση, είναι δυνατόν να προσκληθούν να παρευρεθούν στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου από διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς που έχουν δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα του ΕΣΣΚ που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

5.   Στις εργασίες του ΕΣΣΚ μπορούν να συμμετέχουν και εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών, ιδίως από χώρες του ΕΟΧ, αποκλειστικά και μόνο για θέματα που αφορούν ιδιαίτερα αυτές τις χώρες. Το ΕΣΣΚ μπορεί να θεσπίζει ρυθμίσεις που να διευκρινίζουν, ειδικότερα, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τις διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των εν λόγω τρίτων χωρών στις εργασίες του ΕΣΣΚ. Οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν να προβλέπουν εκπροσώπηση, σε ad hoc βάση, με την ιδιότητα παρατηρητή, στο γενικό συμβούλιο και θα πρέπει να αφορούν μόνο θέματα που ενδιαφέρουν αυτές τις χώρες, αποκλείουν δε κάθε περίπτωση όπου ενδέχεται να συζητηθεί η κατάσταση συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή κρατών μελών.

6.   Οι εργασίες των συνεδριάσεων είναι εμπιστευτικές.

Άρθρο 10

Κανόνες ψηφοφορίας του γενικού συμβουλίου

1.   Κάθε μέλος του γενικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου έχει μία ψήφο.

2.   Με την επιφύλαξη των διαδικασιών ψηφοφορίας του άρθρου 18 παράγραφος 1, το γενικό συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών με δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου του ΕΣΣΚ.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψήφων για να εγκριθεί σύσταση ή για να δημοσιοποιηθεί προειδοποίηση ή σύσταση.

4.   Για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε ψηφοφορίας στο γενικό συμβούλιο απαιτείται απαρτία των δύο τρίτων των μελών με δικαίωμα ψήφου. Αν δεν υπάρχει απαρτία, ο πρόεδρος του ΕΣΣΚ μπορεί να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση, στην οποία οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται με απαρτία του ενός τρίτου. Στον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 προβλέπεται κατάλληλη ειδοποίηση για τη σύγκληση έκτακτης συνεδρίασης.

Άρθρο 11

Διευθύνουσα επιτροπή

1.   Η διευθύνουσα επιτροπή αποτελείται από:

α)

τον πρόεδρο και τον πρώτο αντιπρόεδρο του ΕΣΣΚ·

β)

τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ·

γ)

τέσσερα άλλα μέλη του γενικού συμβουλίου, τα οποία είναι επίσης μέλη του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ισόρροπης εκπροσώπησης των κρατών μελών εν γένει και μεταξύ εκείνων το νόμισμα των οποίων είναι το ευρώ και εκείνων το νόμισμα των οποίων δεν είναι το ευρώ. Εκλέγονται από και μεταξύ των μελών του γενικού συμβουλίου, τα οποία είναι επίσης μέλη του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ, για περίοδο τριών ετών·

δ)

ένα μέλος της Επιτροπής·

ε)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών)·

στ)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων)·

ζ)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών)·

η)

τον πρόεδρο της ΟΔΕ·

θ)

τον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής και

ι)

τον πρόεδρο της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής.

Οποιαδήποτε κενή θέση εκλεγέντος μέλους της διευθύνουσας επιτροπής πληρούται με την εκλογή νέου μέλους από το γενικό συμβούλιο.

2.   Ο πρόεδρος του ΕΣΣΚ συγκαλεί τη διευθύνουσα επιτροπή σε συνεδρίαση τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο, πριν από κάθε συνεδρίαση του γενικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος του ΕΣΣΚ μπορεί επίσης να συγκαλεί ad-hoc συνεδριάσεις.

Άρθρο 12

Συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή

1.   Η συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή απαρτίζεται από τον πρόεδρο της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής και από 15 εμπειρογνώμονες που αντιπροσωπεύουν ευρύ φάσμα δεξιοτήτων και πείρας, οι οποίοι προτείνονται από τη διευθύνουσα επιτροπή και εγκρίνονται από το γενικό συμβούλιο για τετραετή ανανεώσιμη θητεία. Οι διορισθέντες δεν είναι μέλη των ΕΕΑ και επιλέγονται βάσει των γενικών ικανοτήτων τους και της διαφορετικής εμπειρίας τους σε ακαδημαϊκούς κλάδους ή άλλους τομείς, ιδίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή σε συνδικάτα, ή ως πάροχοι ή καταναλωτές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

2.   Ο πρόεδρος και οι δύο αντιπρόεδροι της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής διορίζονται από το γενικό συμβούλιο προτάσει του προέδρου του ΕΣΣΚ και διαθέτουν ο καθένας υψηλό επίπεδο σχετικής εμπειρογνωμοσύνης και γνώσης, για παράδειγμα. χάρη στο πανεπιστημιακό τους υπόβαθρο στους τομείς των τραπεζών, των αγορών αξιών ή των ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων. Η προεδρία της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής θα πρέπει να ασκείται εκ περιτροπής από τα τρία αυτά πρόσωπα.

3.   Η συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή παρέχει συμβουλές και αρωγή στο ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5, κατόπιν αιτήματος του προέδρου του ΕΣΣΚ.

4.   Η γραμματεία του ΕΣΣΚ υποστηρίζει το έργο της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής και ο επικεφαλής της γραμματείας συμμετέχει στις συνεδριάσεις της.

5.   Εφόσον χρειάζεται, η συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή διαβουλεύεται σε πρώιμο στάδιο με τους συναφείς φορείς του χώρου, π.χ. εκπροσώπους της αγοράς, οργανώσεις καταναλωτών και ακαδημαϊκούς εμπειρογνώμονες, σε ανοιχτές συζητήσεις και με διαφάνεια, λαμβάνοντας παράλληλα υπ’ όψιν την υποχρέωση τήρησης του απορρήτου.

6.   Στη συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα προκειμένου να εκπληρώσει επιτυχώς τα καθήκοντά της.

Άρθρο 13

Συμβουλευτική τεχνική επιτροπή

1.   Η συμβουλευτική τεχνική επιτροπή απαρτίζεται από:

α)

έναν αντιπρόσωπο κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας και έναν αντιπρόσωπο της ΕΚΤ·

β)

έναν αντιπρόσωπο ανά κράτος μέλος των αρμόδιων εποπτικών αρχών, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο·

γ)

έναν αντιπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών)·

δ)

έναν αντιπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων)·

ε)

έναν αντιπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών)·

στ)

δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής·

ζ)

έναν αντιπρόσωπο της ΟΔΕ και

η)

έναν αντιπρόσωπο της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής.

Οι εποπτικές αρχές κάθε κράτους μέλους επιλέγουν έναν εκπρόσωπο στη συμβουλευτική τεχνική επιτροπή. Όσον αφορά την εκπροσώπηση των εθνικών εποπτικών αρχών σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), οι αντίστοιχοι αντιπρόσωποι εναλλάσσονται αναλόγως με το υπό συζήτηση θέμα, εκτός αν οι εθνικές εποπτικές αρχές συγκεκριμένου κράτους μέλους έχουν συμφωνήσει για έναν κοινό αντιπρόσωπο.

2.   Ο πρόεδρος της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής διορίζεται από το γενικό συμβούλιο κατόπιν προτάσεως του προέδρου του ΕΣΣΚ.

3.   Η συμβουλευτική τεχνική επιτροπή παρέχει συμβουλές και αρωγή στο ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 κατόπιν αιτήματος του προέδρου του ΕΣΣΚ.

4.   Η γραμματεία του ΕΣΣΚ υποστηρίζει το έργο της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής και ο επικεφαλής της γραμματείας συμμετέχει στις συνεδριάσεις της.

5.   Στη συμβουλευτική τεχνική επιτροπή παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα προκειμένου να εκπληρώσει επιτυχώς τα καθήκοντά της.

Άρθρο 14

Λοιπές πηγές συμβουλών

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, το ΕΣΣΚ ζητεί, κατά περίπτωση, τις απόψεις των συναφών ενδιαφερόμενων παραγόντων του ιδιωτικού τομέα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

Άρθρο 15

Συγκέντρωση και ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Το ΕΣΣΚ θέτει στη διάθεση των ΕΕΑ τις απαιτούμενες για την επιτέλεση των εργασιών τους πληροφορίες όσον αφορά τους κινδύνους.

2.   Οι ΕΕΑ, το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ), η Επιτροπή, οι εθνικές εποπτικές αρχές και οι εθνικές στατιστικές αρχές συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ και του παρέχουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 36 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 [ΕΑΚΑΑ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 [ΕΑΑΕΣ], το ΕΣΣΚ μπορεί να ζητεί πληροφορίες από τις ΕΕΑ, κατά κανόνα σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, τέτοια ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση των μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

4.   Προτού ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το ΕΣΣΚ λαμβάνει πρώτα υπόψη τις υπάρχουσες στατιστικές που έχουν καταρτίσει, κυκλοφορήσει και επεξεργαστεί το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ΕΣΚΤ.

5.   Αν οι απαιτούμενες πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες στις εν λόγω αρχές ή αν δεν διατεθούν εγκαίρως, το ΕΣΣΚ μπορεί να ζητήσει τις πληροφορίες από το ΕΣΚΤ, τις εθνικές εποπτικές αρχές ή τις εθνικές στατιστικές αρχές. Εάν οι πληροφορίες εξακολουθούν να μην είναι διαθέσιμες, το ΕΣΣΚ μπορεί να τις ζητήσει από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, με την επιφύλαξη των προνομίων που παρέχονται, αντίστοιχα, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή (Eurostat), στην ΕΚΤ, στο Ευρωσύστημα και στο ΕΣΚΤ στον τομέα των στατιστικών και της συλλογής δεδομένων.

6.   Σε περίπτωση που το ΕΣΣΚ ζητεί πληροφορίες που δεν διατίθενται σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, η αιτιολογημένη αίτηση πρέπει να εξηγεί γιατί τα δεδομένα σχετικά με το αντίστοιχο μεμονωμένο χρηματοοικονομικό ίδρυμα θεωρούνται σχετικά από συστημικής απόψεως, και αναγκαία, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά.

7.   Πριν από κάθε αίτηση παροχής πληροφοριών που δεν διατίθενται σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, το ΕΣΣΚ διαβουλεύεται δεόντως με τη σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η αίτηση είναι αιτιολογημένη και αναλογική. Εάν η σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή δεν θεωρεί την αίτηση αιτιολογημένη και αναλογική, την αποστέλλει πάραυτα πίσω στο ΕΣΣΚ και ζητεί πρόσθετη αιτιολόγηση. Μόλις το ΕΣΣΚ παράσχει στη σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή αυτήν την πρόσθετη αιτιολόγηση, οι αιτηθείσες πληροφορίες διαβιβάζονται στο ΕΣΣΚ από τους αποδέκτες της αίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 16

Προειδοποιήσεις και συστάσεις

1.   Όταν εντοπίζονται σημαντικοί κίνδυνοι για την επίτευξη του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, το ΕΣΣΚ παρέχει προειδοποιήσεις και, κατά περίπτωση, εκδίδει συστάσεις για επανορθωτική δράση, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, συστάσεων για νομοθετικές πρωτοβουλίες.

2.   Οι προειδοποιήσεις ή οι συστάσεις που εκδίδει το ΕΣΣΚ σύμφωνα με τα στοιχεία γ) και δ) του άρθρου 3 παράγραφος 2 μπορούν να είναι είτε γενικής είτε ειδικής φύσης και απευθύνονται ιδίως στην Ένωση συνολικά ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή σε μία ή περισσότερες ΕΕΑ ή σε μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές. Αν μια προειδοποίηση ή σύσταση απευθύνεται σε μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ενημερώνονται σχετικώς. Στις συστάσεις περιλαμβάνεται καθορισμένο χρονοδιάγραμμα για τη διατύπωση πολιτικής. Συστάσεις μπορούν επίσης να απευθύνονται προς την Επιτροπή σχετικά με τη συναφή νομοθεσία της Ένωσης.

3.   Ταυτοχρόνως με τη διαβίβαση προς τους αποδέκτες που προβλέπονται στο άρθρο 2, οι προειδοποιήσεις ή οι συστάσεις διαβιβάζονται επίσης, σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες περί του απορρήτου, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και, όταν απευθύνονται σε μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές, διαβιβάζονται και στις ΕΕΑ.

4.   Προκειμένου να ενισχυθεί η επίγνωση των κινδύνων στην οικονομία της Ένωσης και να δοθεί προτεραιότητα στους κινδύνους αυτούς, το ΕΣΣΚ, σε στενή συνεργασία με τα άλλα μέρη του ΕΣΧΕ, επεξεργάζεται ένα σύστημα χρωματικού κώδικα που να αντιστοιχεί σε καταστάσεις διαφορετικών επιπέδων κινδύνου.

Όταν καθοριστούν τα κριτήρια της ταξινόμησης αυτής, οι προειδοποιήσεις και συστάσεις του ΕΣΣΚ υποδεικνύουν, για κάθε περίπτωση χωριστά και όποτε ενδείκνυται, σε ποια κατηγορία ανήκει ο κίνδυνος.

Άρθρο 17

Παρακολούθηση των συστάσεων του ΕΣΣΚ

1.   Αν μια σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ) απευθύνεται στην Επιτροπή, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, σε μία ή περισσότερες ΕΕΑ ή σε μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές, οι αποδέκτες ενημερώνουν το ΕΣΣΚ και το Συμβούλιο για τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν ως απάντηση στις συστάσεις και παρέχουν επαρκή αιτιολόγηση για οποιαδήποτε αδράνεια. Κατά περίπτωση, το ΕΣΣΚ ενημερώνει τις ΕΕΑ χωρίς καθυστέρηση σχετικά με τις ληφθείσες απαντήσεις, σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες περί του απορρήτου.

2.   Αν το ΕΣΣΚ αποφασίσει ότι η σύστασή του αγνοήθηκε ή ότι οι αποδέκτες δεν αιτιολόγησαν επαρκώς την αδράνειά τους, ενημερώνει, σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες περί του απορρήτου, τους αποδέκτες, το Συμβούλιο και, κατά περίπτωση, την ενδιαφερόμενη Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή.

3.   Εάν το ΕΣΣΚ έχει λάβει απόφαση βάσει της παραγράφου 2 σχετικά με σύσταση δημοσιοποιηθείσα κατά τη διαδικασία του άρθρου 18 παράγραφος 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να καλέσει τον πρόεδρο του ΕΣΣΚ να παρουσιάσει αυτήν την απόφαση και οι αποδέκτες μπορούν να ζητήσουν να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων.

Άρθρο 18

Δημοσιοποίηση προειδοποιήσεων και συστάσεων

1.   Το γενικό συμβούλιο αποφασίζει, κατά περίπτωση και κατόπιν αρκούντως έγκαιρης ενημέρωσης του Συμβουλίου, ώστε να μπορέσει να αντιδράσει, εάν μια προειδοποίηση ή σύσταση πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 10 παράγραφος 3, για αποφάσεις λαμβανόμενες από το γενικό συμβούλιο σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο απαιτείται πάντοτε απαρτία των δύο τρίτων.

2.   Σε περίπτωση που το γενικό συμβούλιο αποφασίσει να δημοσιοποιήσει μια προειδοποίηση ή σύσταση, ενημερώνει εκ των προτέρων τους αποδέκτες.

3.   Στους αποδέκτες των προειδοποιήσεων και των συστάσεων τις οποίες δημοσιοποιεί το ΕΣΣΚ παρέχεται επίσης το δικαίωμα να δημοσιοποιούν, ως απάντηση σε αυτές, τις δικές τους απόψεις και αιτιολογήσεις.

4.   Σε περίπτωση που το γενικό συμβούλιο αποφασίσει να μην δημοσιοποιήσει μια προειδοποίηση ή σύσταση, οι αποδέκτες και, κατά περίπτωση, το Συμβούλιο και οι ΕΕΑ λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 19

Υποχρεώσεις λογοδοσίας και υποβολής εκθέσεων

1.   Τουλάχιστον μία φορά ανά έτος και ακόμη συχνότερα σε περίπτωση χρηματοοικονομικών δυσχερειών ευρείας κλίμακας, ο πρόεδρος του ΕΣΣΚ προσκαλείται σε ετήσια ακρόαση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία συνδέεται με τη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης του ΕΣΣΚ προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Αυτή η ακρόαση πραγματοποιείται ξεχωριστά από τον νομισματικό διάλογο μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του προέδρου της ΕΚΤ.

2.   Η ετήσια έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις πληροφορίες που το γενικό συμβούλιο αποφασίζει να δημοσιοποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 18. Η ετήσια έκθεση διατίθεται στο κοινό.

3.   Το ΕΣΣΚ εξετάζει επίσης συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής.

4.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο του ΕΣΣΚ να παραστεί σε ακρόαση των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

5.   Ο πρόεδρος του ΕΣΣΚ διεξάγει τουλάχιστον δύο φορές κατ’ έτος και συχνότερα εάν κρίνεται σκόπιμο, κεκλεισμένων των θυρών, απόρρητες προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με θέμα την τρέχουσα δραστηριότητα του ΕΣΣΚ. Μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ΕΣΣΚ συνάπτεται συμφωνία για τις λεπτομέρειες της διοργάνωσης αυτών των συναντήσεων, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται πλήρως το απόρρητο σύμφωνα με το άρθρο 8. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει αντίγραφο αυτής της συμφωνίας στο Συμβούλιο.

Άρθρο 20

Επανεξέταση

Έως τις 17 Δεκεμβρίου 2013, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα εξετάσουν τον παρόντα κανονισμό, βάσει έκθεσης της Επιτροπής και, αφού ληφθεί η γνώμη της ΕΚΤ και των ΕΕΑ, θα αποφανθούν εάν η αποστολή και η διάρθρωση του ΕΣΣΚ πρέπει να επανεξεταστούν.

Θα επανεξετάσουν ιδίως τις λεπτομέρειες των κανόνων διορισμού ή εκλογής του προέδρου του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 24 Νοεμβρίου 2010.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

O. CHASTEL


(1)  ΕΕ C 270 της 11.11.2009, σ. 1.

(2)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2010.

(4)  ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 453.

(5)  ΕΕ C 25 E της 29.1.2004, σ. 394.

(6)  ΕΕ C 175 E της 10.7.2008, σ. 392.

(7)  ΕΕ C 8 E της 14.1.2010, σ. 26.

(8)  ΕΕ C 9 E της 15.1.2010, σ. 48.

(9)  ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 214.

(10)  ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 292.

(11)  Βλέπε σελίδα 12 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(12)  Βλέπε σελίδα 48 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(13)  Βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(14)  ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164.

(15)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

(16)  Συλλογή 2006, σ. Ι-03771, σκέψη 44.

(17)  Βλέπε σελίδα 162 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.


15.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 331/12


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοοικονομική κρίση το 2007 και το 2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοοικονομικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όσο και στο χρηματοοικονομικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εποπτικά μοντέλα σε εθνική βάση υπερκεράστηκαν από τη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών αγορών, όπου πολλά χρηματοοικονομικά ιδρύματα λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στους τομείς της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνεπούς εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας και της εμπιστοσύνης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(2)

Προ και κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απηύθυνε έκκληση να αρχίσει πορεία προς την ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εποπτεία, προκειμένου να εξασφαλιστούν γνήσια ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους παράγοντες σε επίπεδο Ένωσης και να αντικατοπτρίζεται η αυξανόμενη ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ένωση (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής: Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης (4), της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (5), της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) - Λευκή Βίβλος (6), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (7) και της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (8), καθώς και τις θέσεις της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (9) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας) (10).

(3)

Τον Νοέμβριο του 2008, η Επιτροπή ανέθεσε σε ομάδα υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière να προβεί σε διατύπωση συστάσεων για τους τρόπους ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων, με στόχο τη βελτίωση της προστασίας του πολίτη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα Με την τελική της έκθεση που παρουσιάστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 («έκθεση de Larosière»), η ομάδα υψηλού επιπέδου συνιστούσε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοοικονομικών κρίσεων. Συνέστησε μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα στην Ένωση. Η ομάδα συμπέρανε επίσης ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον τραπεζικό τομέα, μία για τον τομέα των κινητών αξιών και μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, και συνέστησε τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η έκθεση παρουσίαζε τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες οι εμπειρογνώμονες έκριναν ότι είναι αναγκαίες και για τις οποίες έπρεπε αμέσως να αρχίσουν εργασίες.

(4)

Με την ανακοίνωση της 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Με την ανακοίνωση της 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία», παρέσχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική του νέου αυτού εποπτικού πλαισίου, σκιαγραφώντας την κεντρική επιδίωξη της έκθεσης de Larosière.

(5)

Με τα συμπεράσματά του της 19ης Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι θα πρέπει να ιδρυθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα πρέπει να είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επίβλεψης διασυνοριακών ομίλων και η σύνταξη ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα της εσωτερικής αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές θα πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορούσε να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν θα πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(6)

Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να επιβάλουν συστήματα εισφορών και φορολόγησης επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να εξασφαλιστεί ισότιμη κατανομή των βαρών και να θεσπισθούν κίνητρα για τον έλεγχο του συστημικού κινδύνου. Η εισφορά ή η φορολόγηση αυτή θα πρέπει να εντάσσεται σ’ ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την εξυγίανση. Απαιτούνται επειγόντως περαιτέρω εργασίες ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά τους, ενώ θα πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά τα ζητήματα των ισότιμων όρων του ανταγωνισμού και σωρευτικών επιπτώσεων των διαφόρων ρυθμιστικών μέτρων».

(7)

Η χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοοικονομικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, δι’ αυτών, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας των οικονομιών για απορρόφηση των κραδασμών.

(8)

Η Ένωση έχει φθάσει στα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών. Η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση κατά την οποία: δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα· δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτών· για την κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως ανταπόκριση σε προβλήματα στο επίπεδο της Ένωσης· υπάρχουν, τέλος, διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (στο εξής «ΕΣΧΕ») θα πρέπει να θεσμοθετηθεί έτσι ώστε να είναι δυνατή η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και να παρέχει ένα σύστημα ευθυγραμμισμένο προς τον στόχο για σταθερή και ενιαία ενωσιακή χρηματοοικονομική αγορά για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές σε ένα ισχυρό ενωσιακό δίκτυο.

(9)

Το ΕΣΧΕ θα πρέπει να συνιστά ολοκληρωμένο δίκτυο εθνικών εποπτικών αρχών και εποπτικών αρχών της Ένωσης, το οποίο να αφήνει την καθημερινή εποπτεία στο εθνικό επίπεδο. Επίσης θα πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και η συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές σε ολόκληρη την Ένωση. Εκτός από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (εφεξής «Αρχή»), θα πρέπει να συσταθούν η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), καθώς και η Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (εφεξής «Μεικτή Επιτροπή»). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (εφεξής «ΕΣΣΚ») θα πρέπει να αποτελεί μέρος του ΕΣΧΕ χάριν των καθηκόντων που καθορίζουν ο παρών κανονισμός και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 (11).

(10)

Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (καλούμενες εφεξής από κοινού «ΕΕΑ») θα πρέπει να αντικαταστήσουν την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (12), την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (13) και την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (14), και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών, περιλαμβανομένης της συνέχισης των τρεχουσών εργασιών και σχεδίων, εφόσον απαιτείται. Θα πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Όταν η λογοδοσία αυτή αφορά διατομεακά θέματα που έχουν συντονιστεί μέσω της Μεικτής Επιτροπής, οι ΕΕΑ θα πρέπει να λογοδοτούν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, για τον εν λόγω συντονισμό.

(11)

Η Αρχή θα πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την εξασφάλιση νομοθεσίας και εποπτείας υψηλού, αποτελεσματικού και συνεκτικού επιπέδου, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών και τη διαφορετική φύση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Η Αρχή θα πρέπει να προστατεύει δημόσιες αξίες όπως η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η διαφάνεια των αγορών και των χρηματοοικονομικών προϊόντων και η προστασία των καταθετών και των επενδυτών. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να αποτρέπει την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού, καθώς και να ενισχύει τον διεθνή εποπτικό συντονισμό, προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων κι άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της θα πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στον τραπεζικό τομέα, στον τομέα των πληρωμών και της ρύθμισης και εποπτείας του ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και σε σχετικά ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και υποβολής χρηματοοικονομικών στοιχείων. Στην Αρχή θα πρέπει επίσης να ανατεθούν ορισμένες ευθύνες σχετικά με τις υφιστάμενες και τις νέες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες.

(12)

Η Αρχή θα πρέπει επίσης να μπορεί να απαγορεύει ή να περιορίζει προσωρινά ορισμένες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που απειλούν την ομαλή λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρει ο παρών κανονισμός. Εάν απαιτείται τέτοια προσωρινή απαγόρευση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, η Αρχή θα πρέπει να προβαίνει σε αυτήν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτόν. Σε περίπτωση που προσωρινή απαγόρευση ή περιορισμός ορισμένων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων έχει διατομεακό αντίκτυπο, η τομεακή νομοθεσία θα πρέπει να ορίζει ότι η Αρχή θα πρέπει να συσκέπτεται και να συντονίζει τη δράση της, όπου είναι σκόπιμο, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

(13)

Η Αρχή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την επίπτωση των ενεργειών της στον ανταγωνισμό και την καινοτομία στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, στη χρηματοοικονομική ενσωμάτωση και στη νέα στρατηγική της Ένωσης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη.

(14)

Για την επίτευξη των στόχων της, η Αρχή θα πρέπει να έχει νομική υπόσταση, καθώς και διοικητική και οικονομική αυτονομία.

(15)

Με βάση τις εργασίες των διεθνών οργανισμών, ο συστημικός κίνδυνος θα πρέπει να οριστεί ως κίνδυνος διατάραξης του χρηματοοικονομικού συστήματος που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία. Όλα τα είδη χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικώς σημαντικά σε κάποιον βαθμό.

(16)

Ο διασυνοριακός κίνδυνος περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους που προκαλούνται λόγω οικονομικής ανισορροπίας ή χρηματοοικονομικής αποτυχίας του συνόλου ή μερών της Ένωσης και που ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ των οικονομικών παραγόντων δύο ή περισσότερων κρατών μελών, στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή στα δημόσια οικονομικά της Ένωσης ή οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη της.

(17)

Με την απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 στην υπόθεση C-217/04 (Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησε ότι «από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 ΕΚ [πλέον άρθρο 114 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)] δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης βάσει της διάταξης αυτής πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης» (15). Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής —παροχή βοήθειας στις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων και τη συμβολή στη χρηματοοικονομική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση— συνδέονται στενά με τους στόχους του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή θα πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ.

(18)

Οι ακόλουθες νομοθετικές πράξεις ορίζουν τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, περιλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή: η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (16), η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (17) και η οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (18).

(19)

Η υφιστάμενη ενωσιακή νομοθεσία που διέπει το πεδίο που εμπίπτει στον παρόντα κανονισμό περιλαμβάνει επίσης την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (19), την οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (20), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (21), την οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (22) και τα σχετικά τμήματα της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (23), της οδηγίας 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (24) και της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (25).

(20)

Είναι επιθυμητό η Αρχή να προωθεί συνεκτική προσέγγιση στον τομέα των εγγυήσεων των καταθέσεων, προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και δίκαιη αντιμετώπιση των καταθετών σε όλη την Ένωση. Επειδή τα καθεστώτα εγγύησης των καταθέσεων υπόκεινται σε επίβλεψη στα οικεία κράτη μέλη και όχι σε ρυθμιστική εποπτεία, η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με το ίδιο το καθεστώς εγγυήσεων και τον υπεύθυνο φορέα του.

(21)

Σύμφωνα με τη δήλωση (αριθ. 39) όσον αφορά το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επισυνάπτεται στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία ενέκρινε τη συνθήκη της Λισαβόνας, η κατάρτιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων απαιτεί τη μορφή αυτή τεχνικής εμπειρογνωσίας κατά τρόπο που προσιδιάζει στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Είναι αναγκαίο να επιτραπεί στην Αρχή να παρέχει τέτοια εμπειρογνωσία, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρογνωσίας η οποία αφορά πρότυπα ή τμήματα προτύπων που δεν βασίζονται σε κάποιο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η ίδια η Αρχή.

(22)

Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και η επαρκής προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς που καθορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο, η κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, οι οποίοι δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής.

(23)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διά κατ εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ. Τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να υπόκεινται σε τροποποίηση μόνο σε περιορισμένες και έκτακτες περιστάσεις, δεδομένου ότι η Αρχή αποτελεί τον φορέα που θα βρίσκεται σε στενή επαφή και θα διαθέτει καλύτερη γνώση της καθημερινής λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων θα μπορούσαν να υπόκεινται σε τροποποίηση εάν δεν είναι συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της ενωσιακής νομοθεσίας στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή δεν θα πρέπει να τροποποιεί το περιεχόμενο των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προετοιμάζει η Αρχή χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή. Για να διασφαλιστεί ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των προτύπων αυτών, η απόφαση της Επιτροπής για την έγκριση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων θα πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό.

(24)

Δεδομένης της τεχνικής ειδημοσύνης της Αρχής στους τομείς στους οποίους θα πρέπει να καταρτιστούν ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, θα πρέπει να επισημανθεί η δεδηλωμένη πρόθεση της Επιτροπής να βασίζεται, κατά κανόνα, στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που θα της υποβάλλει η Αρχή προκειμένου για την έκδοση των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Ωστόσο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός των χρονικών προθεσμιών που ορίζει η σχετική νομοθετική πράξη, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε το αποτέλεσμα της άσκησης της εξουσιοδότησης να επιτευχθεί τοις πράγμασιν, να διατηρηθεί δε η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Στις περιπτώσεις αυτές επομένως και απουσία σχεδίου της Αρχής, θα πρέπει να ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

(25)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτείται να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα δι’ εκτελεστικών πράξεων του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ.

(26)

Σε τομείς που δεν διέπονται από ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, θα πρέπει η Αρχή να έχει τη δυνατότητα να δημοσιοποιεί τους λόγους μη συμμόρφωσης των εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

(27)

Η διασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για τη διασφάλιση ουδέτερων συνθηκών ανταγωνισμού των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση. Επομένως, θα πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις μη εφαρμογής ή εσφαλμένης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου που αποτελούν παραβίασή του. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε τομείς για τους οποίους το ενωσιακό δίκαιο ορίζει σαφείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις.

(28)

Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Πρώτον, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση της εποπτείας τους και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση. Δεύτερον, αν η αρμόδια εθνική αρχή δεν συμμορφώνεται με τη σύσταση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδίδει επίσημη γνώμη στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχή, και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

(29)

Τρίτον, για την αντιμετώπιση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή θα πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την επίσημη γνώμη που της απευθύνεται και στις οποίες το ενωσιακό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα δυνάμει υφιστάμενων ή μελλοντικών κανονισμών της Ένωσης.

(30)

Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε ενωσιακό επίπεδο. Επομένως, η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να ζητά από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η εξουσία καθορισμού της ύπαρξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να ανατεθεί στο Συμβούλιο, κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε ΕΕΑ, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ.

(31)

Η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να ζητά από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η δράση που αναλαμβάνει εν προκειμένω η Αρχή δεν θα πρέπει να θίγει τις δυνάμει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ εξουσίες της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά του κράτους μέλους της εν λόγω εποπτικής αρχής διότι παρέλειψε να προβεί στις ενέργειες αυτές, ούτε το δικαίωμα της Επιτροπής να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα όπως ορίζει ο κανονισμός διαδικασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να προδικάζει τυχόν ευθύνη που ενδέχεται να βαρύνει το εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον οι εποπτικές αρχές του αμελήσουν να προβούν στις ενέργειες που έχει ζητήσει η Αρχή.

(32)

Προκειμένου να διασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλύει διαφωνίες σε διασυνοριακές καταστάσεις μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, περιλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Θα πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Στην αρμοδιότητα της Αρχής θα πρέπει να εμπίπτουν διαφωνίες ως προς τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης αρμόδιας αρχής κράτους μέλους στις περιπτώσεις που καθορίζονται στις νομικά δεσμευτικές πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Σε τέτοια περίπτωση, ένας από τους εμπλεκόμενους επόπτες θα πρέπει να μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Αρχή, η οποία θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να απαιτεί από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο, ενέργεια που έχει δεσμευτικά αποτελέσματα για τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την απόφαση διακανονισμού που της απευθύνεται, η Αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα σε χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε τομείς του ενωσιακού δικαίου που ισχύουν άμεσα για αυτά. Το δικαίωμα έκδοσης τέτοιων αποφάσεων θα πρέπει να ασκείται μόνο ως ύστατη λύση και τότε μόνο για να διασφαλίζεται η ορθή και συνεπής εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Εφόσον η σχετική ενωσιακή νομοθεσία παρέχει διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δεν μπορούν να υποκαθιστούν την άσκηση σε συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας.

(33)

Η κρίση έχει αποδείξει ότι το τρέχον σύστημα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών των οποίων οι εξουσίες περιορίζονται σε μεμονωμένα κράτη μέλη είναι ανεπαρκές όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που έχουν διασυνοριακές δραστηριότητες.

(34)

Οι ομάδες εμπειρογνωμόνων που συνέστησαν τα κράτη μέλη για να εξετάσουν τα αίτια της κρίσης και να διατυπώσουν προτάσεις βελτίωσης της ρύθμισης και της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα επιβεβαίωσαν ότι οι ισχύουσες ρυθμίσεις δεν αποτελούν υγιή βάση για τη μελλοντική ρύθμιση και εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ανά την Ένωση.

(35)

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση de Larosière, «[ο]υσιαστικά, μας προσφέρονται δύο εναλλακτικές οδοί: καταρχάς, η οδός του “ο καθένας για τον εαυτό του” και του πλουτισμού εις βάρος του πλησίον· ή, κατά δεύτερον - η ενισχυμένη, πραγματιστική, συνετή ευρωπαϊκή συνεργασία προς όφελος όλων προκειμένου να συντηρηθεί μια ανοικτή παγκόσμια οικονομία. Αυτή θα επιφέρει αναμφίβολα οικονομικά κέρδη.».

(36)

Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών και να διαδραματίζει εν προκειμένω ηγετικό ρόλο στη διασφάλιση της συνεπούς και συγκροτημένης λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση. Η Αρχή θα πρέπει επομένως να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής σε σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία των σωμάτων εποπτών και την ομοιόμορφη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών σε αυτά, καθώς και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα εποπτών όσον αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Όπως επισημαίνει η έκθεση de Larosière, «οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας που προκύπτουν από αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πρέπει να αποφεύγονται, επειδή μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα – μεταξύ άλλων, ενθαρρύνοντας τη μετατόπιση της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας προς χώρες με χαλαρή εποπτεία. Το εποπτικό σύστημα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δίκαιο και ισορροπημένο».

(37)

Η σύγκλιση στους τομείς της αποτροπής, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των μηχανισμών χρηματοδότησης, είναι απαραίτητη, προκειμένου να διασφαλιστεί η εσωτερίκευση του κόστους του χρηματοοικονομικού συστήματος και ότι οι δημόσιες αρχές θα είναι σε θέση να προβαίνουν στην εξυγίανση υπό κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, με ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση του αντικτύπου των καταρρεύσεων στο χρηματοοικονομικό σύστημα, της προσφυγής σε χρήματα φορολογουμένων για τη διάσωση τραπεζών και της χρήσης πόρων του δημόσιου τομέα, περιορισμό των ζημιών για την οικονομία, καθώς και συντονισμό της εφαρμογής των εθνικών μέτρων εξυγίανσης. Από αυτήν την άποψη, είναι επιτακτική ανάγκη να αναπτυχθεί μια κοινή δέσμη κανόνων για ένα πλήρες σύνολο εργαλείων για την πρόληψη και την εξυγίανση υπό κατάρρευση τραπεζών, ώστε να αντιμετωπιστεί ιδιαίτερα η κρίση των μεγάλων, διασυνοριακών ή διασυνδεδεμένων ιδρυμάτων, και θα πρέπει να εκτιμηθεί η ανάγκη ανάθεσης πρόσθετων σχετικών εξουσιών στην Αρχή, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οι τράπεζες και τα ταμιευτήρια θα μπορούσαν να δώσουν προτεραιότητα στην προστασία των αποταμιευτών.

(38)

Κατά την τρέχουσα αναθεώρηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (26) και της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών (27), σημειώνεται η πρόθεση της Επιτροπής να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη να διασφαλιστεί περαιτέρω εναρμόνιση σε όλη την Ένωση. Στον ασφαλιστικό τομέα, σημειώνεται επίσης η πρόθεση της Επιτροπής να εξετάσει τη δυνατότητα καθιέρωσης ευρωπαϊκών κανόνων προστασίας των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε περίπτωση κατάρρευσης ασφαλιστικής εταιρείας. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να παίξουν σημαντικό ρόλο σε αυτούς τους τομείς και θα πρέπει να τους δοθούν οι κατάλληλες εξουσίες όσον αφορά τα ευρωπαϊκά συστήματα καθεστώτων εγγύησης.

(39)

Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτόν να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης και να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Συνεπώς ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτήν. Παρά την τήρηση του γενικού κανόνα ότι θα πρέπει να επιτρέπεται η ανάθεση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν ειδικούς όρους για την ανάθεση αρμοδιοτήτων, για παράδειγμα όσον αφορά τη γνωστοποίηση και την ενημέρωση των ρυθμίσεων ανάθεσης. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από την Αρχή ή μια εθνική εποπτική αρχή άλλη από την αρμόδια αρχή, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Με την ανάθεση αρμοδιοτήτων, η Αρχή ή μια εθνική εποπτική αρχή (η εξουσιοδοτούμενη) θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα ιδίω ονόματι αντί της εξουσιοδοτούσας αρχής. Οι αναθέσεις θα πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που βρίσκεται στην καλύτερη θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα ήταν σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Οι αποφάσεις της εξουσιοδοτούμενης αρχής θα πρέπει να αναγνωρίζονται από την εξουσιοδοτούσα αρχή και άλλες αρμόδιες αρχές εάν οι εν λόγω αποφάσεις εμπίπτουν εντός του πεδίου της εξουσιοδότησης. Η συναφής ενωσιακή νομοθεσία θα μπορούσε να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας. Η Αρχή θα πρέπει να διευκολύνει και να παρακολουθεί τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο.

Θα πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη εφόσον απαιτείται. Θα πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες. Θα πρέπει να εντοπίζει και να προωθεί βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την ανάθεση και τις συμφωνίες ανάθεσης καθηκόντων.

(40)

Η Αρχή θα πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Ένωση, με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

(41)

Οι αξιολογήσεις ομοτίμων αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοοικονομικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή θα πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις θα πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας, καθώς επίσης και στην ανεξαρτησία των αρμόδιων αυτών αρχών. Το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων ομοτίμων θα πρέπει να δημοσιοποιείται με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που υποβάλλεται σε αξιολόγηση. Οι βέλτιστες πρακτικές θα πρέπει ωσαύτως να εντοπίζονται και να δημοσιοποιούνται.

(42)

Η Αρχή θα πρέπει να προάγει ενεργά τη συντονισμένη εποπτική απόκριση σε επίπεδο Ένωσης, ειδικά ώστε να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση. Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, θα πρέπει να ανατεθεί στην Αρχή η γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ. Οι δράσεις της Αρχής θα πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

(43)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξαρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή θα πρέπει να παρακολουθεί και να εκτιμά τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνεται αναγκαίο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ΕΣΣΚ σε τακτική βάση και, αν είναι αναγκαίο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή θα πρέπει, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, να ξεκινήσει και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης, για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, και θα πρέπει να εξασφαλίζει για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεπέστερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Για την ορθή άσκηση των καθηκόντων της, η Αρχή θα πρέπει να διενεργεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών και των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων στην αγορά.

(44)

Με δεδομένες την παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών προτύπων, η Αρχή θα πρέπει να ενισχύσει τον διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές εκτός της Ένωσης. Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με τις εποπτικές αρχές και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, με πλήρη σεβασμό των υφιστάμενων ρόλων και αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής θα πρέπει να είναι ανοικτή στις χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεργάζεται με τρίτες χώρες που εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ανάλογη με αυτήν της Ένωσης.

(45)

Η Αρχή θα πρέπει να χρησιμεύει ως ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ενδιαφερομένων αρμόδιων αρχών, η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωμοδοτεί σχετικά με την εκτίμηση όσον αφορά την προληπτική εποπτεία σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές με βάση την οδηγία 2006/48/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/44/ΕΚ (28), στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η εν λόγω οδηγία απαιτεί διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών.

(46)

Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή θα πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, κανονικά τις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοοικονομικές αγορές και τα ιδρύματα και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ήδη υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία. Ωστόσο, ως έσχατη λύση, η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας από χρηματοοικονομικό ίδρυμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια αρμόδια εθνική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή τέτοιων άμεσων αιτημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργασίες περί ενιαίων μορφοτύπων υποβολής στοιχείων είναι ουσιαστικές. Τα μέτρα για τη συλλογή πληροφοριών θα πρέπει να λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη του νομικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος και του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών στον τομέα της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει επομένως τόσο τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (29), όσο και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (30).

(47)

Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του ΕΣΣΚ και η παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του ΕΣΣΚ. Η Αρχή και το ΕΣΣΚ θα πρέπει να μοιράζονται μεταξύ τους κάθε σχετική πληροφορία. Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις από το ΕΣΣΚ, η Αρχή θα πρέπει να εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

(48)

Η Αρχή θα πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των προτεινόμενων μέτρων. Πριν από την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, η Αρχή θα πρέπει να διεξάγει μελέτη επιπτώσεων. Για λόγους αποδοτικότητας, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων για αυτόν τον σκοπό, η οποία θα πρέπει να εκπροσωπεί, στη σωστή αναλογία, τα πιστωτικά και επενδυτικά ιδρύματα της Ένωσης, αντιπροσωπεύοντας τα ποικίλα μοντέλα και μεγέθη των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, θεσμικών επενδυτών και λοιπών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν και οι ίδιοι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), τις συνδικαλιστικές ενώσεις, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τους καταναλωτές και λοιπούς χρήστες των τραπεζικών υπηρεσιών. Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων θα πρέπει να εργάζεται ως διασύνδεση με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία.

(49)

Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή την ακαδημαϊκή κοινότητα θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκή αποζημίωση προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στα πρόσωπα που ούτε καλή χρηματοδότηση έχουν ούτε είναι εκπρόσωποι του κλάδου να συμμετέχουν πλήρως στη συζήτηση σχετικά με τη χρηματοοικονομική ρύθμιση.

(50)

Την κύρια ευθύνη της διασφάλισης συντονισμένης διαχείρισης κρίσεων και της διατήρησης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Οι αποφάσεις της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διακανονισμού οι οποίες επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοοικονομικού ιδρύματος δεν θα πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Θα πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτήν τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου προς λήψη απόφασης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση αυτού του μηχανισμού διασφάλισης, ιδίως σε σχέση με απόφαση που λαμβάνει η Αρχή και η οποία δεν έχει σημαντικές ή υλικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, όπως η μείωση εσόδων που συνδέεται με την προσωρινή απαγόρευση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων ή προϊόντων για σκοπούς προστασίας των καταναλωτών. Κατά τη λήψη αποφάσεων δυνάμει του μηχανισμού διασφάλισης, το Συμβούλιο θα πρέπει να ψηφίζει σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο. Λόγω της ευαισθησίας του θέματος αυτού, θα πρέπει να διασφαλίζονται αυστηροί κανόνες εμπιστευτικότητας.

(51)

Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή θα πρέπει να δεσμεύεται από τους ενωσιακούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την τήρηση της νομιμότητας και τη διαφάνεια. Θα πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενωσιακού δικαίου.

(52)

Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής θα πρέπει να είναι το συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους επικεφαλής των οικείων αρμόδιων αρχών σε κάθε κράτος μέλος, το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) θα πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών θα πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης.

(53)

Κατά γενικό κανόνα, το συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να λαμβάνει τις αποφάσεις του με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, για πράξεις γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, για θέματα προϋπολογισμού, καθώς και σχετικά με αιτήσεις κράτους μέλους να επανεξεταστεί απόφαση της Αρχής περί προσωρινής απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, σκόπιμο είναι να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι περιπτώσεις που αφορούν την επίλυση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα πρέπει να εξετάζονται από περιορισμένη, αντικειμενική ομάδα, απαρτιζόμενη από μέλη που ούτε είναι αντιπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας, ούτε έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη ή άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η σύνθεση της ομάδας θα πρέπει να είναι δεόντως ισορροπημένη. Η απόφαση που λαμβάνεται από την ομάδα θα πρέπει να εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, όσον αφορά αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνει η ομάδα θα μπορούσε να απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

(54)

Το συμβούλιο διοίκησης, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο συμβούλιο διοίκησης θα πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να υποβάλλει την ετήσια έκθεση.

(55)

Την Αρχή θα πρέπει να εκπροσωπεί πρόεδρος, πλήρους απασχόλησης, τον οποίο διορίζει το συμβούλιο εποπτών, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής την οποία οργανώνει και διαχειρίζεται το συμβούλιο εποπτών με την επικουρία της Επιτροπής. Για τον διορισμό του πρώτου προέδρου της Αρχής, η Επιτροπή θα πρέπει να καταρτίσει, μεταξύ άλλων, πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση. Για τους επόμενους διορισμούς, η δυνατότητα κατάρτισης πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων από την Επιτροπή θα πρέπει να επανεξεταστεί σε έκθεση που θα καταρτιστεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Πριν το επιλεγέν πρόσωπο αναλάβει τα καθήκοντά του και μέχρι ένα μήνα από την επιλογή του από το συμβούλιο εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να μπορεί, αφού ακούσει τον επιλεγέντα, να αντιταχθεί στον διορισμό του.

(56)

Η διοίκηση της Αρχής θα πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος θα πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(57)

Προκειμένου να διασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των ΕΕΑ, θα πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά μέσω Μεικτής Επιτροπής και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να συντονίζει τα καθήκοντα των ΕΕΑ σε σχέση με τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και άλλα διατομεακά θέματα. Όταν είναι σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) θα πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να έχει πρόεδρο με δωδεκάμηνη θητεία, ο οποίος να είναι εκ περιτροπής ένας εκ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής θα πρέπει να είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, προκειμένου να είναι δυνατή η ανεπίσημη ανταλλαγή πληροφοριών και η ανάπτυξη κοινής προσέγγισης της εποπτικής νοοτροπίας μεταξύ των ΕΕΑ.

(58)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα μέρη που θίγονται από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή μπορούν να έχουν πρόσβαση στα κατάλληλα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων, θα πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής σε συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών θα πρέπει να είναι κοινό όργανο των ΕΕΑ, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών θα πρέπει να υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(59)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της, θα πρέπει να τεθεί στη διάθεση της Αρχής αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές συνεισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται σε επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2006, για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (31). Η ενωσιακή δημοσιονομική διαδικασία θα πρέπει να ισχύει. Ο λογιστικός έλεγχος θα πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός υπόκειται σε διαδικασία χορήγησης απαλλαγής.

(60)

Για την Αρχή θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (32). Επίσης, η Αρχή θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (33).

(61)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (34).

(62)

Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που καθίστανται διαθέσιμες στην Αρχή και ανταλλάσσονται στο δίκτυο θα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες περί εμπιστευτικότητας.

(63)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (35) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (36) εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(64)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, θα πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (37).

(65)

Θα πρέπει να δοθεί σε τρίτες χώρες η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρόκειται να συναφθούν από την Ένωση.

(66)

Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού, αποτελεσματικού και συνεπούς επιπέδου προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των καταθετών και των επενδυτών, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης καθορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(67)

Η Αρχή θα πρέπει να αναλάβει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας. Κατά συνέπεια, η απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής θα πρέπει να καταργηθεί την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, ενώ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος υποστήριξης συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της χρηματοοικονομικής αναφοράς και του λογιστικού ελέγχου (38). Δεδομένων των υφιστάμενων δομών και επιχειρήσεων της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ιδιαίτερα στενή συνεργασία μεταξύ της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας και της Επιτροπής κατά τη θέσπιση κατάλληλων μεταβατικών ρυθμίσεων, ώστε να διασφαλιστεί ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αρμόδια είναι η Επιτροπή για τη διοικητική σύσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής θα είναι όσον το δυνατόν περιορισμένο.

(68)

Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί και η ομαλή μετάβαση από την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας. Η Αρχή θα πρέπει να χρηματοδοτείται καταλλήλως. Θα πρέπει, τουλάχιστον στην αρχή, να χρηματοδοτείται κατά 40 % μέσω κονδυλίων της Ένωσης και κατά 60 % μέσω συνεισφορών των κρατών μελών, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τη στάθμιση των ψήφων που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

(69)

Για να καταστεί δυνατή η συγκρότηση της Αρχής την 1η Ιανουαρίου 2011, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.   Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (εφεξής «Αρχή»).

2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006, της οδηγίας 94/19/ΕΚ και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές ισχύουν για πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία επ αυτών, της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, περιλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

3.   Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πεδίο των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, σε σχέση με τα θέματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοοικονομικών αναφορών, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των πράξεων αυτών.

4.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, για τη διασφάλιση της συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο.

5.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή συμβάλλει:

α)

στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ιδίως υγιή, αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία,

β)

στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών,

γ)

στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού,

δ)

στην αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και στην προαγωγή ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού,

ε)

στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης των πιστωτικών και λοιπών κινδύνων και

στ)

στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών.

Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή πρέπει να συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 2 παράγραφος 2, να ενισχύει την εποπτική σύγκλιση, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και να διεξάγει οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων της Αρχής.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε είδους συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από χρηματοοικονομικά ιδρύματα, σε περίπτωση αποτυχίας των οποίων μπορεί να πληγεί η λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά και μόνο προς το συμφέρον της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας

1.   Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του και η επαρκής προστασία των χρηστών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

2.   Το ΕΣΧΕ αποτελείται από:

α)

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με σκοπό την υλοποίηση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και τον παρόντα κανονισμό·

β)

την Αρχή·

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39)·

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (40)·

ε)

τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή) με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 54 έως 57 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

στ)

τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το ΕΣΣΚ, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής, διασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και σε άλλα διατομεακά θέματα.

4.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η αναμεταξύ τους ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών.

5.   Οι εν λόγω εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται να εποπτεύουν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«χρηματοοικονομικά ιδρύματα» σημαίνει «πιστωτικά ιδρύματα» όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, «επιχειρήσεις επενδύσεων» όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παραγράφους 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ και «χρηματοοικονομικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων» όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 14 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, με εξαίρεση ότι, όσον αφορά την οδηγία 2005/60/ΕΚ, «χρηματοοικονομικά ιδρύματα» σημαίνει τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 της εν λόγω οδηγίας,

2)

«αρμόδιες αρχές» νοούνται:

i)

οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στις οδηγίες 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ και όπως αναφέρονται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ,

ii)

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, οι αρχές που είναι αρμόδιες να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών και

iii)

όσον αφορά τα καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων, οι φορείς που διαχειρίζονται καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ ή, στην περίπτωση που τη λειτουργία του καθεστώτος εγγύησης των καταθέσεων διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών δυνάμει αυτής της οδηγίας.

Άρθρο 5

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί ενωσιακό φορέα με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 6

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

1)

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 43,

2)

συμβούλιο διοίκησης, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 47,

3)

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 48,

4)

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 53,

5)

συμβούλιο προσφυγών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 60.

Άρθρο 7

Έδρα

Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στο Λονδίνο.

ΚΕΦΑΛΑIΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 8

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως παρέχοντας γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, που πρέπει να βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2,

β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης,

γ)

προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών,

δ)

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, ιδίως παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ,

ε)

διοργανώνει και διενεργεί αναλύσεις ομοτίμων των αρμόδιων αρχών, όπου περιλαμβάνεται η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων και ο εντοπισμός βέλτιστων πρακτικών, για την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων,

στ)

παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων ενδεχομένως των τάσεων της πίστης, ιδίως προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ,

ζ)

πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής,

η)

ενισχύει την προστασία των καταθετών και των επενδυτών,

θ)

συμβάλλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, στην παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, στην κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταθετών και επενδυτών σε ολόκληρη την Ένωση και εκπονώντας μεθόδους για την εξυγίανση υπό κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και την εκτίμηση της ανάγκης κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26,

ι)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλες νομοθετικές πράξεις,

ια)

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, σχετικά με τα καταχωρισμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση,

ιβ)

αναλαμβάνει, όπου χρειάζεται, όλα τα υφιστάμενα και εν εξελίξει καθήκοντα της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (ΕΕΑΤΕ).

2.   Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα να:

α)

καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10,

β)

καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15,

γ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16,

δ)

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3,

ε)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που σημειώνονται στα άρθρα 18 παράγραφος 3 και 19 παράγραφος 3,

στ)

σε περιπτώσεις που αφορούν άμεσα εφαρμόσιμο ενωσιακό δίκαιο, λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοοικονομικά ιδρύματα, στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 18 παράγραφος 4 και στο άρθρο 19 παράγραφος 4,

ζ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34,

η)

συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπει το άρθρο 35,

θ)

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών και των διαδικασιών διανομής των προϊόντων στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και στην προστασία του καταναλωτή,

ι)

παρέχει κεντρικά προσπελάσιμη βάση δεδομένων των καταχωρισμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της όταν προβλέπεται από τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά καταναλωτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής:

α)

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων,

β)

ανασκόπηση και συντονισμός της χρηματοοικονομικής κατάρτισης και των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών από τις αρμόδιες αρχές,

γ)

ανάπτυξη εκπαιδευτικών προτύπων για τον κλάδο και

δ)

συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση.

2.   Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών και τη σύγκλιση των ρυθμιστικών πρακτικών.

3.   Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που κάποια χρηματοοικονομική δραστηριότητα ενέχει σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5.

4.   Η Αρχή προβαίνει στη σύσταση, ως αναπόσπαστο μέρος της Αρχής, επιτροπής για τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στο πλαίσιο της οποίας συνέρχονται όλες οι σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, με σκοπό την υιοθέτηση συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

5.   Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει ορισμένες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν μετά την παρέλευση ενός τριμήνου η απόφαση δεν ανανεωθεί, η ισχύς της λήγει αυτομάτως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή της κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

Άρθρο 10

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκχωρούν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση.

Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν επιβάλλουν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται.

Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Οσάκις η Αρχή υποβάλλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει εάν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνο ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή, ενδεχομένως, εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων η Αρχή δεν υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με κατ εξουσιοδότηση πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής, μόνο εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός της προθεσμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Εφόσον η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σκόπιμες. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η Αρχή δίχως εκ των προτέρων συντονισμό με αυτήν, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

4.   Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 11

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανατίθενται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως ή για ίσης διάρκειας περιόδους, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προχωρήσουν σε ανάκλησή της σύμφωνα με το άρθρο 14.

2.   Μόλις εγκρίνει ένα ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, η Επιτροπή το κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.   Η εξουσία έγκρισης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζουν τα άρθρα 12 έως 14.

Άρθρο 12

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί αν θα ανακληθεί η εξουσιοδότηση προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις κατ’ εξουσιοδότηση εξουσίες που θα μπορούσαν να ανακληθούν.

3.   Η απόφαση περί ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Διατύπωση αντιρρήσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

Εφόσον η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η Αρχή, η προθεσμία κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα.

2.   Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν.

Το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αρκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αυτό δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που διατυπώνει τις αντιρρήσεις αιτιολογεί τις αντιρρήσεις του αυτές για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Άρθρο 14

Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων

1.   Εφόσον η Επιτροπή δεν εγκρίνει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή το τροποποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 10, η Επιτροπή ενημερώνει την Αρχή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προβαίνοντας στη σχετική αιτιολόγηση.

2.   Όποτε ενδείκνυται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να καλέσουν τον αρμόδιο Επίτροπο, μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής, εντός μηνός από τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για ad hoc συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, προκειμένου να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν τις διαφορές τους.

Άρθρο 15

Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Οσάκις η Αρχή υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνο ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει σχέδιο εκτελεστικού προτύπου κανόνα ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή, ενδεχομένως, εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Στις περιπτώσεις που η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με εκτελεστική πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής μόνο εφόσον η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός των προθεσμιών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο.

Σε περίπτωση που η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σχετικές.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο του σχεδίου εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

4.   Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 16

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

1.   Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με αποδέκτες αρμόδιες αρχές ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

2.   Όπου κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι ανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, τη γνώμη ή συμβουλές από την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή, παραθέτοντας τους λόγους της.

Η Αρχή δημοσιοποιεί το γεγονός ότι αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. H Αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύσει τους λόγους που παρασχέθηκαν από την αρμόδια αρχή για τους οποίους δεν συμμορφώνεται με τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με τη δημοσιοποίηση αυτή.

Εφόσον αυτό επιτάσσει η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή η σύσταση, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή κατά πόσο συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

4.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί, αναφέροντας την αρμόδια αρχή που δεν συμμορφώθηκε προς αυτές και παραθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο η Αρχή προτίθεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της οικείας αρμόδιας αρχής προς τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της στο μέλλον.

Άρθρο 17

Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης

1.   Αν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην Αρχή όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της.

3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η ενέργεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο εντός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή και την Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την επίσημη αυτή γνώμη.

6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, οι αρμόδιες αρχές συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

8.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και χρηματοοικονομικά ιδρύματα δεν συμμορφώθηκαν προς τις επίσημες γνώμες ή αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε είναι απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών εθνικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.

2.   Το Συμβούλιο μπορεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση δε και με τις ΕΕΑ, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατόπιν αιτήματος της Αρχής, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ. Το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Εάν η απόφαση δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας ενός μήνα, η ισχύς της λήγει αυτομάτως. Το Συμβούλιο μπορεί να δηλώσει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ανά πάσα στιγμή.

Όταν το ΕΣΣΚ ή η Αρχή κρίνει ότι επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκδίδουν εμπιστευτική σύσταση απευθυνόμενη στο Συμβούλιο και του υποβάλλουν εκτίμηση της κατάστασης. Το Συμβούλιο εκτιμά στη συνέχεια την ανάγκη σύγκλησης συνόδου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τηρείται η δέουσα εμπιστευτικότητα.

Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

3.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από εθνικές αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να διακυβεύσουν σοβαρά την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αφορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται σε αυτήν τη νομοθεσία.

4.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εντός της προθεσμίας που ορίζει η εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής. Τούτο ισχύει μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ή τις εφαρμόζει κατά τρόπο που φαίνεται να συνιστά κατάφωρη παράβαση των εν λόγω πράξεων, καθώς και όποτε απαιτείται κατεπείγουσα θεραπεία για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας και της ακεραιότητας των χρηματοοικονομικών αγορών ή της σταθερότητας του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.

5.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με ζητήματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 19

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, αν αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σε περιπτώσεις που προσδιορίζουν οι πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή, κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, μπορεί να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

Σε περιπτώσεις που καθορίζονται στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και όταν, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των διάφορων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να επικουρεί τις αρχές προκειμένου να καταλήγουν σε συμφωνία σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4.

2.   Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε συναφή χρονικά διαστήματα τυχόν ορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

3.   Αν οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Αρχή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 44 παράγραφος 1 δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από αυτές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα, με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης.

4.   Με επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής και έτσι δεν διασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

5.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

6.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής αναφέρει τη φύση και τον τύπο των διαφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση του θέματος.

Άρθρο 20

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 και του άρθρου 56, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως ορίζει το άρθρο 4 σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

Άρθρο 21

Σώματα εποπτών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, το προσωπικό της Αρχής δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, όπως, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιους ελέγχους, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς και συνεκτικής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της συναφούς νομοθεσίας.

Η Αρχή μπορεί:

α)

να συγκεντρώνει και να ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο του σώματος και να θεσπίσει και να διαχειριστεί ένα κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα,

β)

να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων,

γ)

να προωθεί αποτελεσματικές και αποδοτικές εποπτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως καθορίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης ή προκύπτουν υπό συνθήκες πίεσης,

δ)

να επιβλέπει, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές και

ε)

να ζητά την πραγματοποίηση περαιτέρω διαβουλεύσεων εντός ενός σώματος σε περίπτωση που θεωρεί ότι η απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ή δεν θα συνέβαλλε στην επίτευξη του στόχου της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Μπορεί ακόμη να απαιτεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να προγραμματίζει συνεδρίαση του σώματος ή να προσθέτει θέματα στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης.

3.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, καθώς και να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.

4.   Η Αρχή αναλαμβάνει ρόλο νομικά δεσμευτικής διαμεσολάβησης για να επιλύει διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19. Η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στο σχετικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 22

Γενικές διατάξεις

1.   Η Αρχή εξετάζει δεόντως τον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Αντιμετωπίζει οποιονδήποτε κίνδυνο διατάραξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που:

α)

προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοοικονομικού συστήματος και

β)

ενδέχεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία.

Η Αρχή λαμβάνει υπόψη, στις περιπτώσεις όπου κρίνεται σκόπιμο, την παρακολούθηση και εκτίμηση του συστημικού κινδύνου που διενεργείται από το ΕΣΣΚ και την Αρχή και ανταποκρίνεται στις προειδοποιήσεις και στις συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

2.   Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει μια κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) για τον εντοπισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου.

Η Αρχή αναπτύσσει επίσης έναν κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης για να διευκολύνει τον εντοπισμό των ιδρυμάτων τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο. Τα ιδρύματα αυτά θα υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

3.   Με την επιφύλαξη των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή καταρτίζει, εφόσον απαιτείται, πρόσθετες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν.

Η Αρχή διασφαλίζει ότι ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

4.   Κατόπιν αιτήσεως μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή ιδία πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να εκτιμά ενδεχόμενους κινδύνους κατά της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και να απευθύνει κατάλληλες συστάσεις στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές για την ανάληψη δράσης.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της εκχωρούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένου του άρθρου 35.

5.   Η Μεικτή Επιτροπή φροντίζει για τον συνολικό και διατομεακό συντονισμό των δραστηριοτήτων που εκτελούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 23

Προσδιορισμός και μέτρηση του συστημικού κινδύνου

1.   Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Τα χρηματοοικονομικά αυτά ιδρύματα τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

2.   Κατά την ανάπτυξη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, η Αρχή λαμβάνει πλήρως υπόψη τις σχετικές διεθνείς προσεγγίσεις, περιλαμβανομένων των προσεγγίσεων του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.

Άρθρο 24

Αδιάλειπτη ικανότητα αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων

1.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι διαθέτει εξειδικευμένη και αδιάλειπτη ικανότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επέλευσης των συστημικών κινδύνων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23, ιδίως όσον αφορά ιδρύματα που εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο.

2.   Η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και συμβάλλει στη διασφάλιση συνεκτικού και συντονισμένου μηχανισμού διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στην Ένωση.

Άρθρο 25

Διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης

1.   Η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων για την ελαχιστοποίηση του συστημικού αντικτύπου ενδεχόμενων καταρρεύσεων.

2.   Η Αρχή μπορεί να εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές με σκοπό τη διευκόλυνση της εξυγίανσης ιδρυμάτων υπό κατάρρευση και, ιδίως, διασυνοριακών ομίλων, κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, μεριμνώντας ώστε να είναι διαθέσιμα κατάλληλα εργαλεία, μεταξύ των οποίων επαρκείς πόροι, και να επιτρέπουν την εξυγίανση του ιδρύματος ή του ομίλου κατά τρόπο εύρυθμο, οικονομικά αποδοτικό και έγκαιρο.

3.   Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 26

Ευρωπαϊκό σύστημα συστημάτων εγγύησης καταθέσεων

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, ενεργώντας στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της οδηγίας 94/19/ΕΚ, αποσκοπώντας στη διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης των εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων από συνεισφορές χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων και εκείνων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί και συγκεντρώνουν καταθέσεις εντός της Ένωσης, η έδρα των οποίων όμως βρίσκεται εκτός αυτής, όπως προβλέπει η οδηγία 94/19/ΕΚ, και αποσκοπώντας ότι τα εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλους τους καταθέτες σε εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση, με αποτέλεσμα ο σταθεροποιητικός εγγυητικός ρόλος των συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων να παραμένει ανέπαφος, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται προς τη νομοθεσία της Ένωσης.

2.   Το άρθρο 16 που αναφέρεται στις εξουσίες της Αρχής για τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων εφαρμόζεται για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων.

3.   Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15.

4.   Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 81 εξετάζεται ιδίως η σύγκλιση του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων.

Άρθρο 27

Ευρωπαϊκό σύστημα ρυθμίσεων για την εξυγίανση και τη χρηματοδότηση τραπεζών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην ανάπτυξη μεθόδων για την εξυγίανση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που καταρρέουν, ιδίως εκείνων που ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο, κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, οι οποίοι να τους επιτρέπει να εκκαθαρίζονται με τακτικό και έγκαιρο τρόπο και οι οποίοι να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τους επιβεβλημένους συνεκτικούς και εύρωστους μηχανισμούς χρηματοδότησης.

2.   Η Αρχή συμβάλλει στην εκτίμηση της ανάγκης για ένα σύστημα συνεκτικών, εύρωστων και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με τα ενδεδειγμένα μέσα χρηματοδότησης που να συνδέονται με ένα σύνολο συντονισμένων εθνικών ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων.

Η Αρχή συμβάλλει στις εργασίες για ζητήματα εξασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού και για ζητήματα σωρευτικών επιπτώσεων τυχόν συστημάτων εισφορών και συνεισφορών επί χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων τα οποία ίσως καθιερωθούν με στόχο τη δίκαιη κατανομή επιβαρύνσεων και κινήτρων για να αποτραπεί ο συστημικός κίνδυνος, ως τμήμα ενός συνεκτικού και αξιόπιστου πλαισίου εξυγίανσης.

Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 81 εξετάζεται ιδίως η ενδεχόμενη ενίσχυση του ρόλου της Αρχής στο πλαίσιο της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων και, εάν είναι απαραίτητο, η δημιουργία ευρωπαϊκού ταμείου εξυγίανσης.

Άρθρο 28

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, με τη συναίνεση του εξουσιοδοτουμένου, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων προς τις οποίες πρέπει να επέρχεται συμμόρφωση πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες ανάθεσης και μπορούν να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή ομάδων.

2.   Η Αρχή παροτρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης και προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

3.   Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και τον διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.

4.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες αρχίζουν να ισχύουν από αυτές το νωρίτερο ένα μήνα από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός μηνός από την ενημέρωση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 29

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.   Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στη διασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ένωση. Η Αρχή προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές,

β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής ενωσιακή νομοθεσία,

γ)

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών προτύπων υψηλής ποιότητας, περιλαμβανομένων των προτύπων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3,

δ)

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο, και

ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων.

2.   Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.   Η Αρχή διοργανώνει και διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις από ομοτίμους ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση αξιολογήσεων ομοτίμων, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη επιτευχθείσες αξιολογήσεις σχετικά με τη σχετική αρμόδια αρχή.

2.   Η αξιολόγηση ομοτίμων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

επάρκεια των πόρων και των θεσμικών ρυθμίσεων της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 15 και στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς,

β)

βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο,

γ)

βέλτιστες πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές,

δ)

αποτελεσματικότητα και βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

3.   Βάσει αξιολόγησης ομοτίμων, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να ακολουθούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης ομοτίμων όταν εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15.

4.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που απορρέουν από τις εν λόγω αξιολογήσεις ομοτίμων. Επιπλέον, όλα τα άλλα αποτελέσματα των αξιολογήσεων ομοτίμων μπορούν να δημοσιοποιούνται, εφόσον συμφωνεί η αρμόδια αρχή που αποτελεί το αντικείμενο της αξιολόγησης ομοτίμων.

Άρθρο 31

Λειτουργία συντονισμού

Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.

Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:

α)

τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών,

β)

τον καθορισμό του πεδίου και, όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, την επαλήθευση της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών,

γ)

την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 19,

δ)

την τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση,

ε)

τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τη διευκόλυνση του συντονισμού των αναληφθεισών ενεργειών από τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές,

στ)

τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα όργανα που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Η Αρχή μοιράζεται τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 32

Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς

1.   Η Αρχή παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκτίμηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς στα ιδρύματα αυτά.

2.   Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν, αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές:

α)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός ιδρύματος,

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων,

γ)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής στη χρηματοοικονομική θέση ενός ιδρύματος και στην ενημέρωση των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών.

3.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή περιλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

4.   Η Αρχή διασφαλίζει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις

1.   Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

2.   Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Στην έκθεση του άρθρου 43 παράγραφος 5, η Αρχή παρουσιάζει τις διοικητικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή με διοικήσεις τρίτων χωρών και τη βοήθεια που παρεσχέθη για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας.

Άρθρο 34

Λοιπά καθήκοντα

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2.   Όσον αφορά τις προληπτικές εκτιμήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/ΕΚ και οι οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 19α παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/ΕΚ. Το άρθρο 35 εφαρμόζεται στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη.

Άρθρο 35

Συγκέντρωση πληροφοριών

1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διαθέτουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες και ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών είναι αναγκαίο λόγω της φύσης του εν λόγω καθήκοντος.

2.   Η Αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται, όπου είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας ενιαίους μορφοτύπους υποβολής στοιχείων.

3.   Σε δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Αρχή μπορεί να παράσχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 70.

4.   Πριν ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για να αποφύγει την επικάλυψη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει υπόψη όλα τα υφιστάμενα σχετικά στατιστικά στοιχεία που παράγονται και διανέμονται από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών.

5.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές εγκαίρως, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο αρμόδιο για τα οικονομικά υπουργείο, αν έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην εθνική κεντρική τράπεζα ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

6.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στα οικεία χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι αναγκαίες οι πληροφορίες σχετικά με τα μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Η Αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις αιτήσεις, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 5.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των πληροφοριών.

7.   Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου μόνο για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 36

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.   Η Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2.   Η Αρχή παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και εγκαίρως τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, παρέχονται, χωρίς χρονοτριβή, στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θεσπίζει τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών, ιδίως πληροφοριών που αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

3.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η Αρχή συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και εκτιμά τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ και το Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση του Συμβουλίου και του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

6.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στον μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 37

Ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων

1.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων. Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων γνωμοδοτεί σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με βάση το άρθρα 10 έως 15 όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα και, στον βαθμό που αυτές δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, το άρθρο 16 όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν χρειάζεται να αναληφθεί δράση επειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται ανέφικτη, η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων ενημερώνεται όσο το δυνατόν συντομότερα.

Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων συνεδριάζει τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.

2.   Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν στη σωστή αναλογία τα πιστωτικά και επενδυτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, τους εκπροσώπους των υπαλλήλων τους καθώς και τους καταναλωτές, τους χρήστες τραπεζικών υπηρεσιών και τους αντιπροσώπους των ΜΜΕ. Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί. Δέκα από τα μέλη της αντιπροσωπεύουν χρηματοοικονομικά ιδρύματα, τρία εκ των οποίων αντιπροσωπεύουν συνεταιριστικές και αποταμιευτικές τράπεζες.

3.   Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει κατάλληλα τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση.

4.   Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

5.   Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να υποβάλλει στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα των άρθρων 10 έως 16 και των άρθρων 29, 30 και 32.

6.   Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών της.

7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

Άρθρο 38

Διασφαλίσεις

1.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι καμία απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει των άρθρων 18 ή 19 δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών.

2.   Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή και στην Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση του κράτους μέλους, η Αρχή ενημερώνει το κράτος μέλος εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί. Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, δηλώνει ότι δεν θίγονται οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες.

Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το Συμβούλιο αποφασίζει, με πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων, σε μία από τις συνόδους του, το αργότερο εντός δύο μηνών μετά την ενημέρωση του κράτους μέλους από την Αρχή, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

Σε περίπτωση που το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να διατηρήσει την απόφαση της Αρχής, σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο, η απόφαση της Αρχής παύει να ισχύει.

3.   Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή, ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Το Συμβούλιο συγκαλεί σύνοδο, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, και αποφασίζει, με απλή πλειοψηφία των μελών του, αν η απόφαση της Αρχής ανακαλείται.

Εφόσον το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να ανακαλέσει την απόφαση της Αρχής σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, η αναστολή της απόφασης της Αρχής παύει να ισχύει.

4.   Όταν το Συμβούλιο έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να μην ανακαλέσει απόφαση της Αρχής που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3, το δε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί ακόμη ότι η απόφαση της Αρχής προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή και την Αρχή και να ζητήσει από το Συμβούλιο να επανεξετάσει το θέμα. Το εν λόγω κράτος μέλος εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με την απόφαση του Συμβουλίου.

Εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ενημέρωση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αρχική του απόφαση ή λαμβάνει νέα απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων μπορεί να παραταθεί κατά τέσσερις επιπλέον εβδομάδες από το Συμβούλιο, εφόσον το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης.

5.   Κάθε κατάχρηση του παρόντος άρθρου, ιδίως σε σχέση με απόφαση της Αρχής η οποία δεν έχει σημαντικό ή υλικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, απαγορεύεται ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή ενημερώνει κάθε επώνυμο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Αυτό εφαρμόζεται κατ αναλογία στις συστάσεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 3.

2.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει αυτήν την απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή του χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή δεν συνάδει με το έννομο συμφέρον των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Συμβούλιο εποπτών

Άρθρο 40

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

α)

τον πρόεδρο, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

β)

τον επικεφαλής της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως,

γ)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

δ)

έναν εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

ε)

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

στ)

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2.   Το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί συνεδριάσεις με την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

3.   Κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από αυτήν, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

4.   Αν η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι κεντρική τράπεζα, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στο στοιχείο αυτό μπορεί να αποφασίσει να συνοδεύεται από έναν εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

5.   Σε κράτη μέλη με πλείονες αρχές αρμόδιες για την εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της σχετικής εθνικής αρχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

6.   Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 94/19/ΕΚ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο των αρμόδιων φορέων οι οποίοι διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

7.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο εποπτών και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα για να διευκολύνει την αμερόληπτη επίλυση της διαφωνίας, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη, ούτε άμεσους δεσμούς με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 19 παράγραφος 2, η ομάδα προτείνει απόφαση για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 44 παράγραφος 1.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της ομάδας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία

Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 43

Καθήκοντα

1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο II.

2.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II.

3.   Το συμβούλιο εποπτών ορίζει τον πρόεδρο.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

5.   Το συμβούλιο εποπτών, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 53 παράγραφος 7, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

7.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 63.

8.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 5 ή το άρθρο 51 παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 44

Λήψη αποφάσεων

1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος έχει μια ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο και του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, για τις αποφάσεις που λαμβάνει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα θεωρείται εκδοθείσα, εφόσον εγκριθεί με απλή πλειοψηφία, εκτός εάν απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Για όλες τις άλλες αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών. Κάθε μέλος έχει μια ψήφο.

2.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, περιλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο διοίκησης

Άρθρο 45

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Η εν λόγω θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

2.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.

Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

4.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκτός από τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Άρθρο 46

Ανεξαρτησία

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 47

Καθήκοντα

1.   Το συμβούλιο διοίκησης εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).

5.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 72.

6.   Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, περιλαμβανομένων των πεπραγμένων όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, με βάση σχέδιο έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 53 παράγραφος 7, προς το συμβούλιο εποπτών προς έγκριση.

7.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8.   Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Πρόεδρος

Άρθρο 48

Διορισμός και καθήκοντα

1.   Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης.

2.   Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

Προτού αναλάβει τα καθήκοντά του και έως έναν μήνα μετά την επιλογή από το συμβούλιο εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται, μετά από ακρόαση του υποψηφίου που επέλεξε το συμβούλιο εποπτών, να διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με τον ορισμό του επιλεγέντος.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει, μεταξύ των μελών του, αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.

3.   Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.   Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν απόφασης του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος δεν εμποδίζει το συμβούλιο εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 49

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 50

Έκθεση

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή του να προβαίνει σε κατάθεση, σεβόμενος πλήρως την ανεξαρτησία του. Ο πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.

2.   Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από την υποβολή της κατάθεσης κατά την παράγραφο 1.

3.   Πέρα από τις πληροφορίες που μνημονεύονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4

Εκτελεστικός διευθυντής

Άρθρο 51

Διορισμός

1.   Την Αρχή διοικεί εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από επιβεβαίωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και αγορές και την εμπειρία του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, καθώς και τη διευθυντική πείρα του, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ιδίως:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 52

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο εκτελεστικός διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 53

Καθήκοντα

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του συμβουλίου διοίκησης.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του συμβουλίου διοίκησης.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να διασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

5.   Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής προετοιμάζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 63, και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 64.

7.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοοικονομικής και διοικητικής φύσης.

8.   Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 68 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Μεικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών

Άρθρο 54

Σύσταση

1.   Συγκροτείται Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

2.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), συγκεκριμένα όσον αφορά:

τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων,

τη λογιστική και τους ελέγχους,

τις μικροπροληπτικές αναλύσεις διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα,

τα επενδυτικά προϊόντα για μικροεπενδυτές,

τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και

την ανταλλαγή πληροφοριών με το ΕΣΣΚ και την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ του ΕΣΣΚ και των ΕΕΑ.

3.   Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως γραμματεία. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

4.   Σε περίπτωση που ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα εμπλέκεται σε διαφορετικούς τομείς, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 56.

Άρθρο 55

Σύνθεση

1.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελείται από τους προέδρους των ΕΕΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο οποιασδήποτε υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 57.

2.   Στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής, καθώς και οποιωνδήποτε υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 57, προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

3.   Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.

4.   Η Μεικτή Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.

Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 10 έως 15, 17 18 ή 19 του παρόντος κανονισμού οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης ενωσιακής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.

2.   Η υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.   Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρου, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μεικτής Επιτροπής.

4.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες υποεπιτροπές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο προσφυγών

Άρθρο 58

Σύνθεση και λειτουργία

1.   Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινό όργανο των ΕΕΑ.

2.   Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής πείρας, καθώς και εποπτικής εμπειρίας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των κινητών αξιών και αγορών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Το συμβούλιο προσφυγών έχει επαρκή νομική εμπειρία, ώστε να παράσχει εμπεριστατωμένες νομικές γνώμες όσον αφορά τη νομιμότητα της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δυο αναπληρωματικά από πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.   Δεν είναι δυνατόν να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλος του συμβουλίου προσφυγών το οποίο ορίστηκε από το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το συμβούλιο διοίκησης λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

6.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η αποφασιστική πλειοψηφία περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.

7.   Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

8.   Οι ΕΕΑ διασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 59

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οποιεσδήποτε οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα σε σχέση με την Αρχή, το συμβούλιο διοίκησής της ή το συμβούλιο εποπτών της.

2.   Τα μέλη των συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3.   Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.   Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της συμμετοχής μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Καμμία ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρ’ όλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, πέραν της ένστασης όσον αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του. Εάν το αναπληρωματικό μέλος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, ο πρόεδρος της Αρχής ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται δημοσίως, ετησίως και είναι έγγραφες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 60

Προσφυγές

1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής που προβλέπεται στα άρθρα 17, 18 και 19 και οποιασδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την άσκησή της.

3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των δικών του κοινοποιήσεων ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί είτε να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής, είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και το όργανο αυτό εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση.

6.   Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 61

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

2.   Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

3.   Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ.

4.   Η Αρχή υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προϋπολογισμός της Αρχής

1.   Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (41) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

α)

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις θα συνεχίσει να εφαρμόζεται πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας της 31ης Οκτωβρίου 2014,

β)

επιχορήγηση από την Ένωση, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»),

γ)

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης.

2.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, τις δαπάνες επαγγελματικής επιμόρφωσης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.   Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος σχέδιο κατάστασης προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και το διαβιβάζει, συνοδευόμενο από το οργανόγραμμα, στο συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών. Κάθε έτος, βάσει του σχεδίου κατάστασης που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή και εγκρίνεται από το συμβούλιο διοίκησης, το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το συμβούλιο εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το συμβούλιο διοίκησης.

2.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (αποκαλούμενα εφεξής από κοινού ως «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το σχέδιο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

6.   Το συντομότερο δυνατό, το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. Πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Εφόσον ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

7.   Για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αρχής, που λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2011, η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως εντολέας αξιωματούχος και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο συμβούλιο διοίκησης.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5.   Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου διοίκησης, στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.

8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9.   Μέχρι τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν, περιλαμβανομένων των εσόδων από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (42), εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 66

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.

3.   Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή, καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

Άρθρο 68

Προσωπικό

1.   Για το προσωπικό της Αρχής, περιλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.   Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 69

Ευθύνη της Αρχής

1.   Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 70

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης, ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 της ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

Στους ανωτέρω εφαρμόζεται το άρθρο 16 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, το προσωπικό, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε οποιοιδήποτε άλλοι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του προσωπικού της Αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, καμία εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή υπό οποιαδήποτε μορφή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας των παραγράφων 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της (43).

Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 72

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει, ως τις 31 Μαΐου 2011, πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 73

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Για την Αρχή ισχύει ο κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (44).

2.   Το συμβούλιο διοίκησης αποφασίζει σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην Αρχή.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 74

Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από τη λήψη έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, περιλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 75

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.   Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή σε τρίτες χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

2.   Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, όπως προβλέπεται σε διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.

3.   Με βάση τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν, ιδίως, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τις διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο έργο της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Μπορούν να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω χώρες δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 76

Προπαρασκευαστικές ενέργειες

1.   Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν από τη σύσταση της Αρχής, η ΕΕΑΤΕ ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή για να προετοιμάσει την αντικατάσταση της ΕΕΑΤΕ από την Αρχή.

2.   Από τη σύσταση της Αρχής, υπεύθυνη για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής είναι η Επιτροπή, μέχρις ότου η Αρχή διορίσει εκτελεστικό διευθυντή.

Προς τον σκοπό αυτόν, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκτελεστικός διευθυντής μετά τον διορισμό του από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 51, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή. Αυτό το χρονικό διάστημα περιορίζεται στον χρόνο που είναι απαραίτητος για τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή της Αρχής.

Ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, αφού λάβει την έγκριση του συμβουλίου διοίκησης, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του οργανογράμματος της Αρχής.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης.

4.   Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της ΕΕΑΤΕ. Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΑΤΕ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΑΤΕ θα συντάξει κατάσταση στην οποία θα εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση θα ελεγχθεί και θα εγκριθεί από την ΕΕΑΤΕ και από την Επιτροπή.

Άρθρο 77

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 68, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και συμφωνίες αποσπάσεων που συνάπτονται από την ΕΕΑΤΕ ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2011 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.   Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με σύμβαση στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιορισμένη στο προσωπικό που έχει συμβάσεις με την ΕΕΑΤΕ ή τη γραμματεία της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία των ατόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πριν από την πρόσληψη.

3.   Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.   Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 78

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 79

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΑΤΕ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 80

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της ΕΕΑΤΕ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Άρθρο 81

Επανεξέταση

1.   Έως τις 2 Ιανουαρίου 2014 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α)

τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές,

i)

τη σύγκλιση ως προς τη λειτουργική ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση,

ii)

την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αυτονομία της Αρχής,

β)

τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών,

γ)

την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των ενωσιακών μηχανισμών χρηματοδότησης,

δ)

τον ρόλο της Αρχής όσον αφορά τον συστημικό κίνδυνο,

ε)

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 38,

στ)

την εφαρμογή του δεσμευτικού μεσολαβητικού ρόλου που θεσπίζει το άρθρο 19.

2.   Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:

α)

ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοοικονομικών αγορών,

β)

ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και η εποπτεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη,

γ)

ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ,

δ)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις,

ε)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ,

στ)

υπάρχει επαρκής λογοδοσία και διαφάνεια σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας,

ζ)

οι πόροι της Αρχής επαρκούν για την επιτέλεση των καθηκόντων της,

η)

ενδείκνυται να διατηρηθεί η έδρα της Αρχής ή να μεταφερθούν οι ΕΕΑ σε ενιαία έδρα προκειμένου να αναβαθμιστεί ο μεταξύ τους συντονισμός.

3.   Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης εποπτείας ιδρυμάτων ή υποδομών πανευρωπαϊκής εμβέλειας και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση για το αν είναι σκόπιμο να ανατεθούν στην Αρχή περαιτέρω εποπτικές αρμοδιότητες στον τομέα αυτόν.

4.   Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, εάν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 82

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 76 και το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

Η Αρχή ιδρύεται την 1η Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 24 Νοεμβρίου 2010.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

O. CHASTEL


(1)  ΕΕ C 13 της 20.1.2010, σ. 1.

(2)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2010.

(4)  ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 453.

(5)  ΕΕ C 25 E της 29.1.2004, σ. 394.

(6)  ΕΕ C 175 E της 10.7.2008, σ. 392.

(7)  ΕΕ C 8 E της 14.1.2010, σ. 26.

(8)  ΕΕ C 9 E της 15.1.2010, σ. 48.

(9)  ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 214.

(10)  ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 292.

(11)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(12)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 23.

(13)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 28.

(14)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 18.

(15)  Συλλογή 2006, σ. I-03771, σκέψη 44.

(16)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1

(17)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(18)  ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5.

(19)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

(20)  ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1.

(21)  ΕΕ L 345 της 8.12.2006, σ. 1.

(22)  ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7.

(23)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(24)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16.

(25)  ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.

(26)  ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5

(27)  ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22.

(28)  Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1).

(29)  ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164.

(30)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

(31)  ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.

(32)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(33)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(34)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(35)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(36)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(37)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(38)  ΕΕ L 253 της 25.9.2009, σ. 8.

(39)  Βλέπε σελίδα 48 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(40)  Βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(41)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(42)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

(43)  ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1.

(44)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.


15.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 331/48


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοοικονομική κρίση το 2007 και το 2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοοικονομικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όσο και στο χρηματοοικονομικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εποπτικά μοντέλα σε εθνική βάση υπερκεράστηκαν από τη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών αγορών, όπου πολλές χρηματοοικονομικά ιδρύματα λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στους τομείς της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνεπούς εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας και της εμπιστοσύνης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(2)

Προ και κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απηύθυνε έκκληση να αρχίσει πορεία προς την ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εποπτεία, προκειμένου να εξασφαλιστούν γνήσια ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους παράγοντες σε επίπεδο Ένωσης και να αντικατοπτρίζεται η αυξανόμενη ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ένωση (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής: Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης (4), της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (5), της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) - Λευκή Βίβλος (6), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (7) και της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (8), καθώς και τις θέσεις της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (9) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (10)).

(3)

Τον Νοέμβριο του 2008, η Επιτροπή ανέθεσε σε ομάδα υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του Jacques de Larosière να προβεί σε διατύπωση συστάσεων για τους τρόπους ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων, με στόχο τη βελτίωση της προστασίας του πολίτη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Με την τελική της έκθεση που παρουσιάστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 (έκθεση de Larosière), η ομάδα υψηλού επιπέδου συνιστούσε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοοικονομικών κρίσεων. Συνέστησε μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα στην Ένωση. Η ομάδα συμπέρανε επίσης ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον τραπεζικό τομέα, μία για τον τομέα των κινητών αξιών και μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, και συνέστησε τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η έκθεση παρουσίαζε τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες οι εμπειρογνώμονες έκριναν ότι είναι αναγκαίες και για τις οποίες έπρεπε αμέσως να αρχίσουν εργασίες.

(4)

Με την ανακοίνωση της 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Με την ανακοίνωση της 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία», παρέσχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική του νέου αυτού εποπτικού πλαισίου, σκιαγραφώντας την κεντρική επιδίωξη της έκθεσης de Larosière.

(5)

Με τα συμπεράσματά του της 19ης Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι θα πρέπει να ιδρυθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα πρέπει να είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επίβλεψης διασυνοριακών ομίλων και η σύνταξη ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα της εσωτερικής αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές θα πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορούσε να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν θα πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(6)

Η χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοοικονομικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, δι’ αυτών, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας των οικονομιών για απορρόφηση των κραδασμών.

(7)

Η Ένωση έχει φθάσει στα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών. Η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση κατά την οποία: δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα· δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτών· για την κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως ανταπόκριση σε προβλήματα στο επίπεδο της Ένωσης· υπάρχουν, τέλος, διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (στο εξής «ΕΣΧΕ») θα πρέπει να θεσμοθετηθεί έτσι ώστε να είναι δυνατή η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και να παρέχει ένα σύστημα ευθυγραμμισμένο προς τον στόχο για σταθερή και ενιαία ενωσιακή χρηματοοικονομική αγορά για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές σε ένα ισχυρό ενωσιακό δίκτυο.

(8)

Το ΕΣΧΕ θα πρέπει να συνιστά ολοκληρωμένο δίκτυο εθνικών εποπτικών αρχών και εποπτικών αρχών της Ένωσης, το οποίο να αφήνει την καθημερινή εποπτεία στο εθνικό επίπεδο. Επίσης θα πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και η συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές σε ολόκληρη την Ένωση. Εκτός από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (εφεξής «Αρχή»), θα πρέπει να συσταθούν η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), καθώς και η Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (εφεξής «Μεικτή Επιτροπή»). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (εφεξής «ΕΣΣΚ») θα πρέπει να αποτελεί μέρος του ΕΣΧΕ χάριν των καθηκόντων που καθορίζουν ο παρών κανονισμός και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 (11).

(9)

Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (καλούμενες εφεξής από κοινού «ΕΕΑ») πρέπει να αντικαταστήσουν την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (12), την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (13) και την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (14), και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών, περιλαμβανομένης της συνέχισης των τρεχουσών εργασιών και σχεδίων, εφόσον απαιτείται. Θα πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Όταν η λογοδοσία αυτή αφορά διατομεακά θέματα που έχουν συντονιστεί μέσω της Μεικτής Επιτροπής, οι ΕΕΑ θα πρέπει να λογοδοτούν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, για τον εν λόγω συντονισμό.

(10)

Η Αρχή θα πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την εξασφάλιση νομοθεσίας και εποπτείας υψηλού, αποτελεσματικού και συνεκτικού επιπέδου, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών και τη διαφορετική φύση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Η Αρχή θα πρέπει να προστατεύει δημόσιες αξίες όπως η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η διαφάνεια των αγορών και των χρηματοοικονομικών προϊόντων και η προστασία των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος και των συνταξιούχων. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να αποτρέπει την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού, καθώς και να ενισχύει τον διεθνή εποπτικό συντονισμό, προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων κι άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της θα πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στον τομέα ρύθμισης και εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και σε σχετικά ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και υποβολής χρηματοοικονομικών στοιχείων. Στην Αρχή θα πρέπει επίσης να ανατεθούν ορισμένες ευθύνες σχετικά με τις υφιστάμενες και τις νέες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες.

(11)

Η Αρχή θα πρέπει επίσης να μπορεί να απαγορεύει ή να περιορίζει προσωρινά ορισμένες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που απειλούν την ομαλή λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρει ο παρών κανονισμός. Εάν απαιτείται τέτοια προσωρινή απαγόρευση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, η Αρχή θα πρέπει να προβαίνει σε αυτήν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτόν. Σε περίπτωση που προσωρινή απαγόρευση ή περιορισμός ορισμένων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων έχει διατομεακό αντίκτυπο, η τομεακή νομοθεσία θα πρέπει να ορίζει ότι η Αρχή θα πρέπει να συσκέπτεται και να συντονίζει τη δράση της, όπου είναι σκόπιμο, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

(12)

Η Αρχή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την επίπτωση των ενεργειών της στον ανταγωνισμό και την καινοτομία στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, στη χρηματοοικονομική ενσωμάτωση και στη νέα στρατηγική της Ένωσης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη.

(13)

Για την επίτευξη των στόχων της, η Αρχή θα πρέπει να έχει νομική υπόσταση, καθώς και διοικητική και οικονομική αυτονομία.

(14)

Με βάση τις εργασίες των διεθνών οργανισμών, ο συστημικός κίνδυνος θα πρέπει να οριστεί ως κίνδυνος διατάραξης του χρηματοοικονομικού συστήματος που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία. Όλα τα είδη χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικώς σημαντικά σε κάποιον βαθμό.

(15)

Ο διασυνοριακός κίνδυνος περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους που προκαλούνται λόγω οικονομικής ανισορροπίας ή χρηματοοικονομικής αποτυχίας του συνόλου ή μερών της Ένωσης και που ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ των οικονομικών παραγόντων δύο ή περισσότερων κρατών μελών, στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή στα δημόσια οικονομικά της Ένωσης ή οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη της.

(16)

Με την απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 στην υπόθεση C-217/04 (Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρείας Ιρλανδίας κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησε ότι «από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 ΕΚ [πλέον άρθρο 114 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)] δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης βάσει της διάταξης αυτής πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης» (15). Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής – παροχή βοήθειας στις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων και τη συμβολή στη χρηματοοικονομική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση – συνδέονται στενά με τους στόχους του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή θα πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ.

(17)

Οι ακόλουθες νομοθετικές πράξεις ορίζουν τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, περιλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή: η οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (16), με την εξαίρεση του τίτλου IV αυτής, η οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (17), η οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (18), η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (19), η οδηγία 64/225/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της αντασφαλίσεως και της αντεκχωρήσεως (20), η οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (21), η οδηγία 73/240/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως στον τομέα της πρωτασφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής (22), η οδηγία 76/580/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1976, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν των ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (23), η οδηγία 78/473/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1978, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως (24), η οδηγία 84/641/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1984, για την τροποποίηση, όσον αφορά ιδίως την τουριστική βοήθεια, της πρώτης οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (25), η οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας (26), η οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και για τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών (27), η οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (28), η οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (29), η οδηγία 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (30), η οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (31) και η οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (32). Ωστόσο, όσον αφορά τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, οι ενέργειες της Αρχής δεν θα πρέπει να θίγουν το εθνικό κοινωνικό και εργατικό δίκαιο.

(18)

Η υφιστάμενη ενωσιακή νομοθεσία που διέπει το πεδίο που εμπίπτει στον παρόντα κανονισμό περιλαμβάνει επίσης τα σχετικά τμήματα της οδηγίας 2005/60/ΕΚ 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (33) και της οδηγίας 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (34).

(19)

Είναι επιθυμητό η Αρχή να συμβάλλει στην αξιολόγηση της ανάγκης για ένα ευρωπαϊκό δίκτυο εθνικών συστημάτων εγγύησης των ασφαλίσεων που να χρηματοδοτείται δεόντως και να είναι επαρκώς εναρμονισμένο.

(20)

Σύμφωνα με τη δήλωση (αριθ. 39) όσον αφορά το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επισυνάπτεται στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία ενέκρινε τη συνθήκη της Λισαβόνας, η κατάρτιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων απαιτεί τη μορφή αυτή τεχνικής εμπειρογνωσίας κατά τρόπο που προσιδιάζει στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Είναι αναγκαίο να επιτραπεί στην Αρχή να παρέχει τέτοια εμπειρογνωσία, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρογνωσίας η οποία αφορά πρότυπα ή τμήματα προτύπων που δεν βασίζονται σε κάποιο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η ίδια η Αρχή.

(21)

Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και η επαρκής προστασία των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος και των συνταξιούχων σε ολόκληρη την Ένωση. Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς που καθορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο, η κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, οι οποίοι δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής.

(22)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διά κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ. Τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να υπόκεινται σε τροποποίηση μόνο σε περιορισμένες και έκτακτες περιστάσεις, δεδομένου ότι η Αρχή αποτελεί τον φορέα που θα βρίσκεται σε στενή επαφή και θα διαθέτει καλύτερη γνώση της καθημερινής λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων θα μπορούσαν να υπόκεινται σε τροποποίηση εάν δεν είναι συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της ενωσιακής νομοθεσίας στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή δεν θα πρέπει να τροποποιεί το περιεχόμενο των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προετοιμάζει η Αρχή χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή. Για να διασφαλιστεί ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των προτύπων αυτών, η απόφαση της Επιτροπής για την έγκριση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων θα πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό.

(23)

Δεδομένης της τεχνικής ειδημοσύνης της Αρχής στους τομείς στους οποίους θα πρέπει να καταρτιστούν ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, θα πρέπει να επισημανθεί η δεδηλωμένη πρόθεση της Επιτροπής να βασίζεται, κατά κανόνα, στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που θα της υποβάλλει η Αρχή προκειμένου για την έκδοση των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Ωστόσο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός των χρονικών προθεσμιών που ορίζει η σχετική νομοθετική πράξη, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε το αποτέλεσμα της άσκησης της εξουσιοδότησης να επιτευχθεί τοις πράγμασιν, να διατηρηθεί δε η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Στις περιπτώσεις αυτές επομένως και απουσία σχεδίου της Αρχής, θα πρέπει να ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

(24)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτείται να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα δι’ εκτελεστικών πράξεων του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ.

(25)

Σε τομείς που δεν διέπονται από ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, θα πρέπει η Αρχή να έχει τη δυνατότητα να δημοσιοποιεί τους λόγους μη συμμόρφωσης των εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

(26)

Η διασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για τη διασφάλιση ουδέτερων συνθηκών ανταγωνισμού των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση. Επομένως, θα πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις μη εφαρμογής ή εσφαλμένης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου που αποτελούν παραβίασή του. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε τομείς για τους οποίους το ενωσιακό δίκαιο ορίζει σαφείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις.

(27)

Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Πρώτον, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση της εποπτείας τους και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση. Δεύτερον, αν η αρμόδια εθνική αρχή δεν συμμορφώνεται με τη σύσταση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδίδει επίσημη γνώμη στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχή, και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

(28)

Τρίτον, για την αντιμετώπιση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή θα πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την επίσημη γνώμη που της απευθύνεται και στις οποίες το ενωσιακό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα δυνάμει υφιστάμενων ή μελλοντικών κανονισμών της Ένωσης.

(29)

Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε ενωσιακό επίπεδο. Επομένως, η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να ζητά από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η εξουσία καθορισμού της ύπαρξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να ανατεθεί στο Συμβούλιο, κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε ΕΕΑ, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ.

(30)

Η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να ζητά από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η δράση που αναλαμβάνει εν προκειμένω η Αρχή δεν θα πρέπει να θίγει τις δυνάμει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ εξουσίες της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά του κράτους μέλους της εν λόγω εποπτικής αρχής διότι παρέλειψε να προβεί στις ενέργειες αυτές, ούτε το δικαίωμα της Επιτροπής να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα όπως ορίζει ο κανονισμός διαδικασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να προδικάζει τυχόν ευθύνη που ενδέχεται να βαρύνει το εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον οι εποπτικές αρχές του αμελήσουν να προβούν στις ενέργειες που έχει ζητήσει η Αρχή.

(31)

Προκειμένου να διασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλύει διαφωνίες σε διασυνοριακές καταστάσεις μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, περιλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Θα πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Στην αρμοδιότητα της Αρχής θα πρέπει να εμπίπτουν διαφωνίες ως προς τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης αρμόδιας αρχής κράτους μέλους στις περιπτώσεις που καθορίζονται στις νομικά δεσμευτικές πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Σε τέτοια περίπτωση, ένας από τους εμπλεκόμενους επόπτες θα πρέπει να μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Αρχή, η οποία θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να απαιτεί από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο, ενέργεια που έχει δεσμευτικά αποτελέσματα για τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την απόφαση διακανονισμού που της απευθύνεται, η Αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα σε χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε τομείς του ενωσιακού δικαίου που ισχύουν άμεσα για αυτά. Το δικαίωμα έκδοσης τέτοιων αποφάσεων θα πρέπει να ασκείται μόνο ως ύστατη λύση και τότε μόνο για να διασφαλίζεται η ορθή και συνεπής εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Εφόσον η σχετική ενωσιακή νομοθεσία παρέχει διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δεν μπορούν να υποκαθιστούν την άσκηση σε συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας.

(32)

Η κρίση έχει αποδείξει ότι το τρέχον σύστημα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών των οποίων οι εξουσίες περιορίζονται σε μεμονωμένα κράτη μέλη είναι ανεπαρκές όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που έχουν διασυνοριακές δραστηριότητες.

(33)

Οι ομάδες εμπειρογνωμόνων που συνέστησαν τα κράτη μέλη για να εξετάσουν τα αίτια της κρίσης και να διατυπώσουν προτάσεις βελτίωσης της ρύθμισης και της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα επιβεβαίωσαν ότι οι ισχύουσες ρυθμίσεις δεν αποτελούν υγιή βάση για τη μελλοντική ρύθμιση και εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ανά την Ένωση.

(34)

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση de Larosière, «[ο]υσιαστικά, μας προσφέρονται δύο εναλλακτικές οδοί: καταρχάς, η οδός του “ο καθένας για τον εαυτό του” και του πλουτισμού εις βάρος του πλησίον· ή, κατά δεύτερον - η ενισχυμένη, πραγματιστική, συνετή ευρωπαϊκή συνεργασία προς όφελος όλων προκειμένου να συντηρηθεί μια ανοικτή παγκόσμια οικονομία. Αυτή θα επιφέρει αναμφίβολα οικονομικά κέρδη.».

(35)

Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών και να διαδραματίζει εν προκειμένω ηγετικό ρόλο στη διασφάλιση της συνεπούς και συγκροτημένης λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση. Η Αρχή θα πρέπει επομένως να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής σε σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία των σωμάτων εποπτών και την ομοιόμορφη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών σε αυτά, καθώς και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα εποπτών όσον αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Όπως επισημαίνει η έκθεση de Larosière, «οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας που προκύπτουν από αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πρέπει να αποφεύγονται, επειδή μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα – μεταξύ άλλων, ενθαρρύνοντας τη μετατόπιση της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας προς χώρες με χαλαρή εποπτεία. Το εποπτικό σύστημα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δίκαιο και ισορροπημένο».

(36)

Η σύγκλιση στους τομείς της αποτροπής, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των μηχανισμών χρηματοδότησης, είναι απαραίτητη, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι δημόσιες αρχές θα είναι σε θέση να προβαίνουν στην εξυγίανση υπό κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, με ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση του αντικτύπου των καταρρεύσεων στο χρηματοοικονομικό σύστημα, της προσφυγής σε χρήματα φορολογουμένων για τη διάσωση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της χρήσης πόρων του δημόσιου τομέα, περιορισμό των ζημιών για την οικονομία, καθώς και συντονισμό της εφαρμογής των εθνικών μέτρων εξυγίανσης. Από αυτήν την άποψη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητήσει από την Αρχή να συμβάλει στην εκτίμηση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 242 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ιδίως όσον αφορά τη συνεργασία των εποπτικών αρχών εντός των σωμάτων εποπτών και τη λειτουργικότητα αυτών των σωμάτων, τις πρακτικές εποπτείας που αφορούν την επιβολή κεφαλαιακών προσαυξήσεων, την εκτίμηση των πλεονεκτημάτων από τη βελτίωση της εποπτείας ομίλου και της διαχείρισης κεφαλαίου στο πλαίσιο ομίλων επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, περιλαμβανομένων πιθανών μέτρων για την ενίσχυση της υγιούς διασυνοριακής διαχείρισης των ασφαλιστικών ομίλων, ιδίως όσον αφορά κινδύνους και περιουσιακά στοιχεία, καθώς και να αναφέρει τυχόν νέες εξελίξεις και την πρόοδο ως προς ένα σύνολο συντονισμένων εθνικών ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης τού αν απαιτείται σύστημα συνεκτικών και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με κατάλληλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς.

(37)

Κατά την τρέχουσα αναθεώρηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (35) και της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών (36), σημειώνεται η πρόθεση της Επιτροπής να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη να διασφαλιστεί περαιτέρω εναρμόνιση σε όλη την Ένωση. Στον ασφαλιστικό τομέα, σημειώνεται επίσης η πρόθεση της Επιτροπής να εξετάσει τη δυνατότητα καθιέρωσης ευρωπαϊκών κανόνων προστασίας των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε περίπτωση κατάρρευσης ασφαλιστικής εταιρείας. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να παίξουν σημαντικό ρόλο σε αυτούς τους τομείς και θα πρέπει να τους δοθούν οι κατάλληλες εξουσίες όσον αφορά τα ευρωπαϊκά συστήματα καθεστώτων εγγύησης.

(38)

Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτόν να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης και να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Συνεπώς ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτήν. Παρά την τήρηση του γενικού κανόνα ότι θα πρέπει να επιτρέπεται η ανάθεση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν ειδικούς όρους για την ανάθεση αρμοδιοτήτων, για παράδειγμα όσον αφορά τη γνωστοποίηση και την ενημέρωση των ρυθμίσεων ανάθεσης. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από την Αρχή ή μια εθνική εποπτική αρχή άλλη από την αρμόδια αρχή, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Με την ανάθεση αρμοδιοτήτων, η Αρχή ή μια εθνική εποπτική αρχή (η εξουσιοδοτούμενη) θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα ιδίω ονόματι αντί της εξουσιοδοτούσας αρχής. Οι αναθέσεις θα πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που βρίσκεται στην καλύτερη θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα ήταν σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Οι αποφάσεις της εξουσιοδοτούμενης αρχής θα πρέπει να αναγνωρίζονται από την εξουσιοδοτούσα αρχή και άλλες αρμόδιες αρχές εάν οι εν λόγω αποφάσεις εμπίπτουν εντός του πεδίου της εξουσιοδότησης. Η συναφής ενωσιακή νομοθεσία θα μπορούσε να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας.

Η Αρχή θα πρέπει να διευκολύνει και να παρακολουθεί τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο. Θα πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη εφόσον απαιτείται. Θα πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες. Θα πρέπει να εντοπίζει και να προωθεί βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την ανάθεση και τις συμφωνίες ανάθεσης καθηκόντων.

(39)

Η Αρχή θα πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Ένωση, με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

(40)

Οι αξιολογήσεις ομοτίμων αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοοικονομικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή θα πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις θα πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας, καθώς επίσης και στην ανεξαρτησία των αρμόδιων αυτών αρχών. Το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων ομοτίμων θα πρέπει να δημοσιοποιείται με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που υποβάλλεται σε αξιολόγηση. Οι βέλτιστες πρακτικές θα πρέπει ωσαύτως να εντοπίζονται και να δημοσιοποιούνται.

(41)

Η Αρχή θα πρέπει να προάγει ενεργά τη συντονισμένη εποπτική απόκριση σε επίπεδο Ένωσης, ειδικά ώστε να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση. Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, θα πρέπει να ανατεθεί στην Αρχή η γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ. Οι δράσεις της Αρχής θα πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

(42)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξαρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή θα πρέπει να παρακολουθεί και να εκτιμά τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνεται αναγκαίο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ΕΣΣΚ σε τακτική βάση και, αν είναι αναγκαίο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή θα πρέπει, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, να ξεκινήσει και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης, για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, και θα πρέπει να εξασφαλίζει για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεπέστερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Για την ορθή άσκηση των καθηκόντων της, η Αρχή θα πρέπει να διενεργεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών και των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων στην αγορά.

(43)

Με δεδομένες την παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών προτύπων, η Αρχή θα πρέπει να ενισχύσει τον διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές εκτός της Ένωσης. Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με τις εποπτικές αρχές και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, με πλήρη σεβασμό των υφιστάμενων ρόλων και αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής θα πρέπει να είναι ανοικτή στις χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεργάζεται με τρίτες χώρες που εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ανάλογη με αυτήν της Ένωσης.

(44)

Η Αρχή θα πρέπει να χρησιμεύει ως ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ενδιαφερομένων αρμόδιων αρχών, η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωμοδοτεί σχετικά με την εκτίμηση όσον αφορά την προληπτική εποπτεία σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές με βάση την οδηγία 92/49/ΕΚ και τις οδηγίες 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2007/44/ΕΚ (37), στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η εν λόγω οδηγία απαιτεί διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών.

(45)

Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή θα πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, κανονικά τις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοοικονομικές αγορές και τα ιδρύματα και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ήδη υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία. Ωστόσο, ως έσχατη λύση, η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας από χρηματοοικονομικό ίδρυμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια αρμόδια εθνική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή τέτοιων άμεσων αιτημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργασίες περί ενιαίων μορφοτύπων υποβολής στοιχείων είναι ουσιαστικές. Τα μέτρα για τη συλλογή πληροφοριών θα πρέπει να λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη του νομικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος και του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών στον τομέα της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει επομένως τόσο τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (38), όσο και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (39).

(46)

Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του ΕΣΣΚ και η παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του ΕΣΣΚ. Η Αρχή και το ΕΣΣΚ θα πρέπει να μοιράζονται μεταξύ τους κάθε σχετική πληροφορία. Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις από το ΕΣΣΚ, η Αρχή θα πρέπει να εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

(47)

Η Αρχή θα πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των προτεινόμενων μέτρων. Πριν από την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, η Αρχή θα πρέπει να διεξάγει μελέτη επιπτώσεων. Για λόγους αποδοτικότητας, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών για αυτόν τον σκοπό και θα πρέπει να εκπροσωπούν σε ισορροπημένες αναλογίες και αντιστοίχως τα συναφή χρηματοοικονομικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, αντιπροσωπεύοντας τα ποικίλα επιχειρησιακά μοντέλα και μεγέθη των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ΜΜΕ, τις συνδικαλιστικές ενώσεις, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τους καταναλωτές, τους λοιπούς χρήστες των εν λόγω χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και εκπροσώπους των οικείων επαγγελματικών ενώσεων. Αυτές οι ομάδες συμφεροντούχων θα πρέπει να εργάζονται ως διεπαφή με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία.

(48)

Τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή την ακαδημαϊκή κοινότητα θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκή αποζημίωση προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στα πρόσωπα που ούτε καλή χρηματοδότηση έχουν ούτε είναι εκπρόσωποι του κλάδου να συμμετέχουν πλήρως στη συζήτηση σχετικά με τη χρηματοοικονομική ρύθμιση.

(49)

Η Αρχή θα πρέπει να συμβουλεύεται τις ομάδες συμφεροντούχων, οι οποίες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν γνώμες και συμβουλές στην Αρχή για θέματα σχετικά με την προαιρετική εφαρμογή σε ιδρύματα που διέπονται από την οδηγία 2002/83/ΕΚ ή την οδηγία 2003/41/ΕΚ.

(50)

Την κύρια ευθύνη της διασφάλισης συντονισμένης διαχείρισης κρίσεων και της διατήρησης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Οι αποφάσεις της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διακανονισμού οι οποίες επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοοικονομικού ιδρύματος δεν θα πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Θα πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτήν τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου προς λήψη απόφασης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση αυτού του μηχανισμού διασφάλισης, ιδίως σε σχέση με απόφαση που λαμβάνει η Αρχή και η οποία δεν έχει σημαντικές ή υλικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, όπως η μείωση εσόδων που συνδέεται με την προσωρινή απαγόρευση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων ή προϊόντων για σκοπούς προστασίας των καταναλωτών. Κατά τη λήψη αποφάσεων δυνάμει του μηχανισμού διασφάλισης, το Συμβούλιο θα πρέπει να ψηφίζει σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο. Λόγω της ευαισθησίας του θέματος αυτού, θα πρέπει να διασφαλίζονται αυστηροί κανόνες εμπιστευτικότητας.

(51)

Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή θα πρέπει να δεσμεύεται από τους ενωσιακούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την τήρηση της νομιμότητας και τη διαφάνεια. Θα πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενωσιακού δικαίου.

(52)

Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής θα πρέπει να είναι το συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους επικεφαλής των οικείων αρμόδιων αρχών σε κάθε κράτος μέλος, το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) θα πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών θα πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης.

(53)

Κατά γενικό κανόνα, το συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να λαμβάνει τις αποφάσεις του με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, για πράξεις γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, για θέματα προϋπολογισμού, καθώς και σχετικά με αιτήσεις κράτους μέλους να επανεξεταστεί απόφαση της Αρχής περί προσωρινής απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, σκόπιμο είναι να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι περιπτώσεις που αφορούν την επίλυση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα πρέπει να εξετάζονται από περιορισμένη, αντικειμενική ομάδα, απαρτιζόμενη από μέλη που ούτε είναι αντιπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας, ούτε έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη ή άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η σύνθεση της ομάδας θα πρέπει να είναι δεόντως ισορροπημένη. Η απόφαση που λαμβάνεται από την ομάδα θα πρέπει να εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, όσον αφορά αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνει η ομάδα θα μπορούσε να απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

(54)

Το συμβούλιο διοίκησης, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο συμβούλιο διοίκησης θα πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να υποβάλλει την ετήσια έκθεση.

(55)

Την Αρχή θα πρέπει να εκπροσωπεί πρόεδρος, πλήρους απασχόλησης, τον οποίο διορίζει το συμβούλιο εποπτών, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής την οποία οργανώνει και διαχειρίζεται το συμβούλιο εποπτών με την επικουρία της Επιτροπής. Για τον διορισμό του πρώτου προέδρου της Αρχής, η Επιτροπή θα πρέπει να καταρτίσει, μεταξύ άλλων, πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση. Για τους επόμενους διορισμούς, η δυνατότητα κατάρτισης πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων από την Επιτροπή θα πρέπει να επανεξεταστεί σε έκθεση που θα καταρτιστεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Πριν το επιλεγέν πρόσωπο αναλάβει τα καθήκοντά του και μέχρι ένα μήνα από την επιλογή του από το συμβούλιο εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να μπορεί, αφού ακούσει τον επιλεγέντα, να αντιταχθεί στον διορισμό του.

(56)

Η διοίκηση της Αρχής θα πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος θα πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(57)

Προκειμένου να διασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των ΕΕΑ, θα πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά μέσω Μεικτής Επιτροπής και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να συντονίζει τα καθήκοντα των ΕΕΑ σε σχέση με τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και άλλα διατομεακά θέματα. Όταν είναι σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) θα πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να έχει πρόεδρο με δωδεκάμηνη θητεία, ο οποίος να είναι εκ περιτροπής ένας εκ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής θα πρέπει να είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, προκειμένου να είναι δυνατή η ανεπίσημη ανταλλαγή πληροφοριών και η ανάπτυξη κοινής προσέγγισης της εποπτικής νοοτροπίας μεταξύ των ΕΕΑ.

(58)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα μέρη που θίγονται από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή μπορούν να έχουν πρόσβαση στα κατάλληλα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων, θα πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής σε συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών θα πρέπει να είναι κοινό όργανο των ΕΕΑ, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών θα πρέπει να υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(59)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της, θα πρέπει να τεθεί στη διάθεση της Αρχής αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές συνεισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται σε επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2006, για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (40). Η ενωσιακή δημοσιονομική διαδικασία θα πρέπει να ισχύει. Ο λογιστικός έλεγχος θα πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός υπόκειται σε διαδικασία χορήγησης απαλλαγής.

(60)

Για την Αρχή θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (41). Επίσης, η Αρχή θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (42).

(61)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (43).

(62)

Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που καθίστανται διαθέσιμες στην Αρχή και ανταλλάσσονται στο δίκτυο θα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες περί εμπιστευτικότητας.

(63)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (44) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (45) εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(64)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, θα πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (46).

(65)

Θα πρέπει να δοθεί σε τρίτες χώρες η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρόκειται να συναφθούν από την Ένωση.

(66)

Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού, αποτελεσματικού και συνεπούς επιπέδου προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος και άλλων συνταξιούχων, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης καθορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(67)

Η Αρχή θα πρέπει να αναλάβει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων. Κατά συνέπεια, η απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής θα πρέπει να καταργηθεί την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, ενώ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος υποστήριξης συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της χρηματοοικονομικής αναφοράς και του λογιστικού ελέγχου (47). Δεδομένων των υφιστάμενων δομών και επιχειρήσεων της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ιδιαίτερα στενή συνεργασία μεταξύ της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων και της Επιτροπής κατά τη θέσπιση κατάλληλων μεταβατικών ρυθμίσεων, ώστε να διασφαλιστεί ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αρμόδια είναι η Επιτροπή για τη διοικητική σύσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής θα είναι όσον το δυνατόν περιορισμένο.

(68)

Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί και η ομαλή μετάβαση από την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων. Η Αρχή θα πρέπει να χρηματοδοτείται καταλλήλως. Θα πρέπει, τουλάχιστον στην αρχή, να χρηματοδοτείται κατά 40 % μέσω κονδυλίων της Ένωσης και κατά 60 % μέσω συνεισφορών των κρατών μελών, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τη στάθμιση των ψήφων που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

(69)

Για να καταστεί δυνατή η συγκρότηση της Αρχής την 1η Ιανουαρίου 2011, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.   Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (εφεξής «Αρχή»).

2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εκτός από τον Τίτλο IV αυτής, των οδηγιών 2002/92/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 64/225/ΕΟΚ, 73/239/ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 78/473/ΕΟΚ, 84/641/ΕΟΚ, 87/344/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2001/17/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές ισχύουν για ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, στο πλαίσιο των σχετικών τμημάτων των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ, περιλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

3.   Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πεδίο των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, σε σχέση με τα θέματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοοικονομικών αναφορών, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των πράξεων αυτών.

4.   Όσον αφορά τα ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, η Αρχή ενεργεί χωρίς να θίγονται το εθνικό κοινωνικό και εργατικό δίκαιο.

5.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, για τη διασφάλιση της συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο.

6.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή συμβάλλει:

α)

στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ιδίως υγιή, αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία,

β)

στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών,

γ)

στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού,

δ)

στην αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και στην προαγωγή ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού,

ε)

στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης κινδύνων στους τομείς των ασφαλίσεων, των αντασφαλίσεων και των δραστηριοτήτων επαγγελματικής συνταξιοδότησης και

στ)

στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών.

Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή πρέπει να συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 2 παράγραφος 2, να ενισχύει την εποπτική σύγκλιση, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και να διεξάγει οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων της Αρχής.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε είδους δυνητικό συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από χρηματοοικονομικά ιδρύματα, σε περίπτωση αποτυχίας των οποίων μπορεί να πληγεί η λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά και μόνο προς το συμφέρον της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας

1.   Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του και η επαρκής προστασία των χρηστών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

2.   Το ΕΣΧΕ αποτελείται από:

α)

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με σκοπό την υλοποίηση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και τον παρόντα κανονισμό,

β)

την Αρχή,

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48),

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (49),

ε)

τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών («Μεικτή Επιτροπή») με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 54 έως 57 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010,

στ)

τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το ΕΣΣΚ, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής, διασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και σε άλλα διατομεακά θέματα.

4.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η αναμεταξύ τους ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών.

5.   Οι εν λόγω εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται να εποπτεύουν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1)

«χρηματοοικονομικά ιδρύματα» σημαίνει επιχειρήσεις, οντότητες και φυσικά και νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν σε οιαδήποτε νομοθετική πράξη προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Όσον αφορά την οδηγία 2005/60/ΕΚ, ως «χρηματοοικονομικά ιδρύματα» νοούνται μόνο οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές όπως ορίζονται με την εν λόγω οδηγία,

2)

«αρμόδιες αρχές» νοούνται:

i)

οι εποπτικές αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και οι αρμόδιες αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2003/41/ΕΚ και 2002/92/ΕΚ,

ii)

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, οι αρχές που είναι αρμόδιες να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, όπως αυτά ορίζονται στο σημείο 1, προς τις απαιτήσεις των εν λόγω οδηγιών.

Άρθρο 5

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί ενωσιακό φορέα με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 6

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

1)

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 43,

2)

συμβούλιο διοίκησης, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 47,

3)

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 48,

4)

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 53,

5)

συμβούλιο προσφυγών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 60.

Άρθρο 7

Έδρα

Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στην Φρανκφούρτη του Μάιν.

ΚΕΦΑΛΑIΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 8

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως παρέχοντας γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, που πρέπει να βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2,

β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης,

γ)

προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών,

δ)

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, ιδίως παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ,

ε)

διοργανώνει και διενεργεί αναλύσεις ομοτίμων των αρμόδιων αρχών, όπου περιλαμβάνεται η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων και ο εντοπισμός βέλτιστων πρακτικών, για την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων,

στ)

παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της,

ζ)

πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής,

η)

ενισχύει την προστασία των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος και των συνταξιούχων,

θ)

συμβάλλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, στην παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, στην κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας σε ασφαλισμένους, δικαιούχους και σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26,

ι)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλες νομοθετικές πράξεις,

ια)

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, σχετικά με τα καταχωρισμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση,

ιβ)

αναλαμβάνει, όπου χρειάζεται, όλα τα υφιστάμενα και εν εξελίξει καθήκοντα της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (ΕΕΕΑΑΕΣ),

2.   Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα να:

α)

καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10,

β)

καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15,

γ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16,

δ)

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3,

ε)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που σημειώνονται στα άρθρα 18 παράγραφος 3και 19 παράγραφος 3,

στ)

σε περιπτώσεις που αφορούν άμεσα εφαρμόσιμο ενωσιακό δίκαιο, λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοοικονομικά ιδρύματα, στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 18 παράγραφος 4 και στο άρθρο 19 παράγραφος 4,

ζ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34,

η)

συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπει το άρθρο 35,

θ)

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών και των διαδικασιών διανομής των προϊόντων στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και στην προστασία του καταναλωτή,

ι)

παρέχει κεντρικά προσπελάσιμη βάση δεδομένων των καταχωρισμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της όταν προβλέπεται από τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά καταναλωτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής:

α)

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων,

β)

ανασκόπηση και συντονισμός της χρηματοοικονομικής κατάρτισης και των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών από τις αρμόδιες αρχές,

γ)

ανάπτυξη εκπαιδευτικών προτύπων για τον κλάδο και

δ)

συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση.

2.   Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών και τη σύγκλιση των ρυθμιστικών πρακτικών.

3.   Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που κάποια χρηματοοικονομική δραστηριότητα ενέχει σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 6.

4.   Η Αρχή προβαίνει στη σύσταση, ως αναπόσπαστο μέρος της Αρχής, επιτροπής για τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στο πλαίσιο της οποίας συνέρχονται όλες οι σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, με σκοπό την υιοθέτηση συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

5.   Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει ορισμένες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν μετά την παρέλευση του εν λόγω τριμήνου η απόφαση δεν ανανεωθεί, η ισχύς της λήγει αυτομάτως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή της κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

Άρθρο 10

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκχωρούν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση.

Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν επιβάλλουν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται.

Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη των σχετικών ομάδων συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 37.

Όποτε η Αρχή υποβάλλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει εάν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνο ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή, ενδεχομένως, εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων η Αρχή δεν υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τέτοιο σχέδιο εντός νέας προθεσμίας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής, μόνο εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός της προθεσμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές των οικείων ομάδων συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 37.

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Εφόσον η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σκόπιμες. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η Αρχή δίχως εκ των προτέρων συντονισμό με αυτήν, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

4.   Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 11

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανατίθενται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως ή για ίσης διάρκειας περιόδους, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προχωρήσουν σε ανάκλησή της σύμφωνα με το άρθρο 14.

2.   Μόλις εγκρίνει ένα ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, η Επιτροπή το κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.   Η εξουσία έγκρισης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζουν τα άρθρα 12 έως 14.

Άρθρο 12

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί αν θα ανακληθεί η εξουσιοδότηση προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις κατ’ εξουσιοδότηση εξουσίες που θα μπορούσαν να ανακληθούν.

3.   Η απόφαση περί ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Διατύπωση αντιρρήσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

Εφόσον η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η Αρχή, η προθεσμία κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα.

2.   Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αρκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αυτό δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που διατυπώνει τις αντιρρήσεις αιτιολογεί τις αντιρρήσεις του αυτές για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Άρθρο 14

Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων

1.   Εφόσον η Επιτροπή δεν εγκρίνει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή το τροποποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 10, η Επιτροπή ενημερώνει την Αρχή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προβαίνοντας στη σχετική αιτιολόγηση.

2.   Όποτε ενδείκνυται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να καλέσουν τον αρμόδιο Επίτροπο, μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής, εντός μηνός από τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για ad hoc συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, προκειμένου να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν τις διαφορές τους.

Άρθρο 15

Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη των οικείων ομάδων συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 37.

Οσάκις η Αρχή υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνο ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή, ενδεχομένως, εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Στις περιπτώσεις που η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με εκτελεστική πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής μόνο εφόσον η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός την των προθεσμιών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές των οικείων ομάδων συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 37.

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο.

Σε περίπτωση που η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σχετικές.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο του σχεδίου εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

4.   Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 16

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

1.   Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με αποδέκτες αρμόδιες αρχές ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

2.   Όπου κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι ανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, τη γνώμη ή συμβουλές από τις σχετικές ομάδες συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 37.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή, παραθέτοντας τους λόγους της.

Η Αρχή δημοσιοποιεί το γεγονός ότι αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. H Αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύσει τους λόγους που παρασχέθηκαν από την αρμόδια αρχή για τους οποίους δεν συμμορφώνεται με τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με τη δημοσιοποίηση αυτή.

Εφόσον αυτό επιτάσσει η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή η σύσταση, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή κατά πόσο συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

4.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί, αναφέροντας την αρμόδια αρχή που δεν συμμορφώθηκε προς αυτές και παραθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο η Αρχή προτίθεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της οικείας αρμόδιας αρχής προς τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της στο μέλλον.

Άρθρο 17

Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης

1.   Αν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή των σχετικών ομάδων συμφεροντούχων ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην Αρχή όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της.

3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η ενέργεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο εντός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή και την Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την επίσημη αυτή γνώμη.

6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, οι αρμόδιες αρχές συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

8.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και χρηματοοικονομικά ιδρύματα δεν συμμορφώθηκαν προς τις επίσημες γνώμες ή αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε είναι απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών εθνικών αρμοδίων εποπτικών αρχών.

2.   Το Συμβούλιο μπορεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση δε και με τις ΕΕΑ, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατόπιν αιτήματος της Αρχής, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ. Το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Εάν η απόφαση δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας ενός μήνα, η ισχύς της λήγει αυτομάτως. Το Συμβούλιο μπορεί να δηλώσει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ανά πάσα στιγμή.

Όταν το ΕΣΣΚ ή η Αρχή κρίνει ότι επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκδίδουν εμπιστευτική σύσταση απευθυνόμενη στο Συμβούλιο και του υποβάλλουν εκτίμηση της κατάστασης. Το Συμβούλιο εκτιμά στη συνέχεια την ανάγκη σύγκλησης συνόδου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τηρείται η δέουσα εμπιστευτικότητα.

Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

3.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από εθνικές αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να διακυβεύσουν σοβαρά την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αφορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται σε αυτήν τη νομοθεσία.

4.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εντός της προθεσμίας που ορίζει η εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής. Τούτο ισχύει μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει τις πράξεις αυτές, καθώς και τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, ή τις εφαρμόζει κατά τρόπο που φαίνεται να συνιστά κατάφωρη παράβαση των εν λόγω πράξεων, καθώς και όποτε απαιτείται κατεπείγουσα θεραπεία για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας και της ακεραιότητας των χρηματοοικονομικών αγορών ή της σταθερότητας του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.

5.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με ζητήματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 19

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, αν αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σε περιπτώσεις που προσδιορίζουν οι πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή, κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, μπορεί να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

Σε περιπτώσεις που καθορίζονται στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και όταν, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των διάφορων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να επικουρεί τις αρχές προκειμένου να καταλήγουν σε συμφωνία σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4.

2.   Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε συναφή χρονικά διαστήματα τυχόν ορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

3.   Αν οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η Αρχή κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 44 παράγραφος 1 δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από αυτές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα, με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης.

4.   Με επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής και έτσι δεν διασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

5.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

6.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής αναφέρει τη φύση και τον τύπο των διαφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση του θέματος.

Άρθρο 20

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 και του άρθρου 56, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως ορίζει το άρθρο 4 σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

Άρθρο 21

Σώματα εποπτών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, το προσωπικό της Αρχής δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, όπως, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιους ελέγχους, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς και συνεκτικής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της συναφούς νομοθεσίας.

Η Αρχή μπορεί:

α)

να συγκεντρώνει και να ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο του σώματος και να θεσπίσει και να διαχειριστεί ένα κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα,

β)

να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων,

γ)

να προωθεί αποτελεσματικές και αποδοτικές εποπτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως καθορίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης ή προκύπτουν υπό συνθήκες πίεσης,

δ)

να επιβλέπει, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές και

ε)

να ζητά την πραγματοποίηση περαιτέρω διαβουλεύσεων εντός ενός σώματος σε περίπτωση που θεωρεί ότι η απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ή δεν θα συνέβαλλε στην επίτευξη του στόχου της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Μπορεί ακόμη να απαιτεί από τον επόπτη της ομάδας να προγραμματίζει συνεδρίαση του σώματος ή να προσθέτει θέματα στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης.

3.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, καθώς και να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.

4.   Η Αρχή αναλαμβάνει ρόλο νομικά δεσμευτικής διαμεσολάβησης για να επιλύει διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19. Η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στο σχετικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 22

Γενικές διατάξεις

1.   Η Αρχή εξετάζει δεόντως τον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Αντιμετωπίζει οποιονδήποτε κίνδυνο διατάραξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που:

α)

προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοοικονομικού συστήματος και

β)

ενδέχεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία.

Η Αρχή λαμβάνει υπόψη, στις περιπτώσεις όπου κρίνεται σκόπιμο, την παρακολούθηση και εκτίμηση του συστημικού κινδύνου που διενεργείται από το ΕΣΣΚ και την Αρχή και ανταποκρίνεται στις προειδοποιήσεις και στις συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

2.   Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 1, αναπτύσσει κοινή προσέγγιση για τον εντοπισμό και τη μέτρηση της συστημικής βαρύτητας, περιλαμβανομένων ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών αν χρειαστεί.

Αυτοί οι δείκτες αποτελούν καθοριστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό κατάλληλων δράσεων εποπτείας. Η Αρχή παρακολουθεί το βαθμό σύγκλισης των προσδιορισμένων δράσεων, ώστε να προωθηθεί η κοινή προσέγγιση.

3.   Με την επιφύλαξη των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή καταρτίζει, εφόσον απαιτείται, πρόσθετες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν.

Η Αρχή διασφαλίζει ότι ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

4.   Κατόπιν αιτήσεως μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή ιδία πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να εκτιμά ενδεχόμενους κινδύνους κατά της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και να απευθύνει κατάλληλες συστάσεις στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές για την ανάληψη δράσης.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της εκχωρούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένου του άρθρου 35.

5.   Η Μεικτή Επιτροπή φροντίζει για τον συνολικό και διατομεακό συντονισμό των δραστηριοτήτων που εκτελούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 23

Προσδιορισμός και μέτρηση του συστημικού κινδύνου

1.   Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που ίσως εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Η Αρχή αναπτύσσει κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης για να διευκολύνει τον εντοπισμό χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο. Τα ιδρύματα αυτά υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης κατά το άρθρο 25.

2.   Κατά την ανάπτυξη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου που ίσως εγκυμονούν τα ιδρύματα ασφάλισης, αντασφάλισης και επαγγελματικών συντάξεων, η Αρχή λαμβάνει πλήρως υπόψη τις σχετικές διεθνείς προσεγγίσεις, περιλαμβανομένων των προσεγγίσεων του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Διεθνούς Ένωσης Ασφαλιστικών Εποπτών και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.

Άρθρο 24

Αδιάλειπτη ικανότητα αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων

1.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι διαθέτει εξειδικευμένη και αδιάλειπτη ικανότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επέλευσης των συστημικών κινδύνων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23, ιδίως όσον αφορά ιδρύματα που εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο.

2.   Η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και συμβάλλει στη διασφάλιση συνεκτικού και συντονισμένου μηχανισμού διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στην Ένωση.

Άρθρο 25

Διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης

1.   Η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων για την ελαχιστοποίηση του συστημικού αντικτύπου ενδεχόμενων καταρρεύσεων.

2.   Η Αρχή μπορεί να εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές με σκοπό τη διευκόλυνση της εξυγίανσης ιδρυμάτων υπό κατάρρευση και, ιδίως, διασυνοριακών ομίλων, κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, μεριμνώντας ώστε να είναι διαθέσιμα κατάλληλα εργαλεία, μεταξύ των οποίων επαρκείς πόροι, και να επιτρέπουν την εξυγίανση του ιδρύματος ή του ομίλου κατά τρόπο εύρυθμο, οικονομικά αποδοτικό και έγκαιρο.

3.   Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 26

Ανάπτυξη ευρωπαϊκού δικτύου εθνικών συστημάτων εγγύησης ασφαλίσεων

Η Αρχή μπορεί να συμβάλει στην εκτίμηση της ανάγκης για τη διαμόρφωση ευρωπαϊκού δικτύου εθνικών καθεστώτων εγγύησης ασφαλίσεων, το οποίο να χρηματοδοτείται επαρκώς και να είναι καταλλήλως εναρμονισμένο.

Άρθρο 27

Πρόληψη, διαχείριση και επίλυση κρίσεων

Η Αρχή μπορεί να κληθεί από την Επιτροπή να συμβάλει στην εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 242 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ιδίως όσον αφορά τη συνεργασία των εποπτικών αρχών στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών και τη λειτουργικότητα των σωμάτων εποπτών, τις πρακτικές εποπτείας της επιβολής κεφαλαιακών προσαυξήσεων, την εκτίμηση των πλεονεκτημάτων από τη βελτίωση της εποπτείας ομίλου και της διαχείρισης κεφαλαίου στο πλαίσιο ομίλων επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων πιθανών μέτρων βελτίωσης της χρηστής διασυνοριακής διαχείρισης ομίλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδίως όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων και στοιχείων ενεργητικού, και μπορεί να υποβάλλει έκθεση για τυχόν νέες εξελίξεις και προόδους που αφορούν:

α)

την εναρμόνιση του πλαισίου έγκαιρης επέμβασης,

β)

τις πρακτικές κεντρικής διαχείρισης κινδύνου σε ομίλους και τη λειτουργία εσωτερικών μοντέλων ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης,

γ)

τις εσωτερικές συναλλαγές του ομίλου και τις συγκεντρώσεις κινδύνου,

δ)

τη χρονική διακύμανση της διαφοροποίησης και της συγκέντρωσης,

ε)

εναρμονισμένο πλαίσιο για τη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού και διαδικασίες αφερεγγυότητας και εκκαθάρισης που να εξαλείφει τα εμπόδια που θέτει το σχετικό εθνικό εμπορικό ή εταιρικό δίκαιο στη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού,

στ)

ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των ασφαλισμένων και των δικαιούχων των επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κρίσεως,

ζ)

εναρμονισμένη και επαρκώς χρηματοδοτούμενη λύση σε επίπεδο Ένωσης για τα συστήματα εγγύησης ασφαλίσεων.

Όσον αφορά το στοιχείο στ), η Αρχή μπορεί επίσης να υποβάλλει έκθεση για τυχόν νέες εξελίξεις και προόδους που αφορούν ένα σύνολο συντονισμένων εθνικών ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων, καθώς και την ανάγκη ή άλλως ενός συστήματος συνεκτικών και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με ενδεδειγμένα χρηματοδοτικά μέσα.

Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού, όπως προβλέπει το άρθρο 81, πρέπει, ειδικότερα, να εξετάζεται η ενδεχόμενη ενίσχυση του ρόλου της Αρχής στο πλαίσιο της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων.

Άρθρο 28

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, με τη συναίνεση του εξουσιοδοτουμένου, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων προς τις οποίες πρέπει να επέρχεται συμμόρφωση πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες ανάθεσης και μπορούν να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή ομάδων.

2.   Η Αρχή παροτρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης και προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

3.   Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και τον διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.

4.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες τίθενται σε ισχύ από αυτές το νωρίτερο ένα μήνα από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός μηνός από την ενημέρωση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 29

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.   Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στη διασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ένωση. Η Αρχή προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές,

β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής ενωσιακή νομοθεσία,

γ)

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών προτύπων υψηλής ποιότητας, περιλαμβανομένων των προτύπων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3,

δ)

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο, και

ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων.

2.   Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.   Η Αρχή διοργανώνει και διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις από ομοτίμους ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση αξιολογήσεων ομοτίμων, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη επιτευχθείσες αξιολογήσεις σχετικά με τη σχετική αρμόδια αρχή.

2.   Η αξιολόγηση ομοτίμων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

επάρκεια των πόρων και των θεσμικών ρυθμίσεων της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 15 και στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς,

β)

βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο,

γ)

βέλτιστες πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές,

δ)

αποτελεσματικότητα και βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

3.   Βάσει αξιολόγησης ομοτίμων, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να ακολουθούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης ομοτίμων όταν εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15.

4.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που απορρέουν από τις εν λόγω αξιολογήσεις ομοτίμων. Επιπλέον, όλα τα άλλα αποτελέσματα των αξιολογήσεων ομοτίμων μπορούν να δημοσιοποιούνται, εφόσον συμφωνεί η αρμόδια αρχή που αποτελεί το αντικείμενο της αξιολόγησης ομοτίμων.

Άρθρο 31

Λειτουργία συντονισμού

Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.

Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:

α)

τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών,

β)

τον καθορισμό του πεδίου και, όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, την επαλήθευση της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών,

γ)

την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 19,

δ)

την τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση,

ε)

τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τη διευκόλυνση του συντονισμού των αναληφθεισών ενεργειών από τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές,

στ)

τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα όργανα που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Η Αρχή μοιράζεται τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 32

Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς

1.   Η Αρχή παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκτίμηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς στα ιδρύματα αυτά.

2.   Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν, αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές:

α)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός ιδρύματος,

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων,

γ)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής στη χρηματοοικονομική θέση ενός ιδρύματος και στην ενημέρωση των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος, των συνταξιούχων και των πελατών.

3.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή περιλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

4.   Η Αρχή διασφαλίζει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις

1.   Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

2.   Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Στην έκθεση του άρθρου 43 παράγραφος 5, η Αρχή παρουσιάζει τις διοικητικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή με διοικήσεις τρίτων χωρών και τη βοήθεια που παρεσχέθη για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας.

Άρθρο 34

Λοιπά καθήκοντα

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2.   Όσον αφορά τις προληπτικές εκτιμήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν από την οδηγία 2007/44/ΕΚ και οι οποίες, σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες, απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 15β παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ, του άρθρου 15β παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2002/83/ΕΚ και του άρθρου 19α παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2005/68/ΕΚ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης σύμφωνα με την οδηγία 92/49/ΕΟΚ και τις οδηγίες 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν από την οδηγία 2007/44/ΕΚ. Το άρθρο 35 εφαρμόζεται στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη.

Άρθρο 35

Συγκέντρωση πληροφοριών

1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διαθέτουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες και ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών είναι αναγκαίο λόγω της φύσης του εν λόγω καθήκοντος.

2.   Η Αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται, όπου είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας ενιαίους μορφοτύπους υποβολής στοιχείων.

3.   Σε δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Αρχή μπορεί να παράσχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 70.

4.   Πριν ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για να αποφύγει την επικάλυψη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει υπόψη όλα τα υφιστάμενα σχετικά στατιστικά στοιχεία που παράγονται και διανέμονται από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών.

5.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές εγκαίρως, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο αρμόδιο για τα οικονομικά υπουργείο, αν έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην εθνική κεντρική τράπεζα ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

6.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στα οικεία χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι αναγκαίες οι πληροφορίες σχετικά με τα μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Η Αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις αιτήσεις, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 5.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των πληροφοριών.

7.   Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου μόνο για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 36

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.   Η Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2.   Η Αρχή παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και εγκαίρως τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, παρέχονται, χωρίς χρονοτριβή, στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θεσπίζει τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών, ιδίως πληροφοριών που αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

3.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η Αρχή συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και εκτιμά τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ και το Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση του Συμβουλίου και του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

6.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στον μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 37

Ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών

1.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (εφεξής αποκαλούμενες από κοινού «ομάδες συμφεροντούχων»). Οι ομάδες συμφεροντούχων γνωμοδοτούν σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με βάση το άρθρα 10 έως 15 όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα και, στον βαθμό που αυτές δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, το άρθρο 16 όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν χρειάζεται να αναληφθεί δράση επειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται ανέφικτη, οι ομάδες συμφεροντούχων ενημερώνονται όσο το δυνατόν συντομότερα.

Οι ομάδες συμφεροντούχων συνεδριάζουν τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο. Μπορούν να συζητούν μεταξύ τους θέματα κοινού ενδιαφέροντος και ενημερώνονται αμοιβαίως για τα λοιπά θέματα τα οποία συζητούνται.

Τα μέλη της μιας ομάδας συμφεροντούχων μπορούν να είναι επίσης μέλη της άλλης ομάδας συμφεροντούχων.

2.   Η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν στη σωστή αναλογία ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που δραστηριοποιούνται στην Ένωση και τους εκπροσώπους των υπαλλήλων τους, καθώς και τους καταναλωτές, τους χρήστες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών, αντιπροσώπους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και εκπροσώπους των συναφών επαγγελματικών ενώσεων. Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί. Δέκα από τα μέλη της αντιπροσωπεύουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, τρία εκ των οποίων αντιπροσωπεύουν συνεταιριστικούς ασφαλιστές ή αντασφαλιστές και αλληλασφαλιστικές ή αλληλαντασφαλιστικές ενώσεις.

3.   Η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν στη σωστή αναλογία τα ιδρύματα επαγγελματικών συντάξεων που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, εκπροσώπους υπαλλήλων, εκπροσώπους συνταξιούχων, εκπροσώπους των ΜΜΕ και εκπροσώπους των συναφών επαγγελματικών ενώσεων. Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί. Δέκα από τα μέλη της εκπροσωπούν ιδρύματα επαγγελματικών συντάξεων.

4.   Τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει κατάλληλα τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση.

5.   Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη των ομάδων συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Οι ομάδες συμφεροντούχων μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών των ομάδων συμφεροντούχων διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

Τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

6.   Οι ομάδες συμφεροντούχων μπορούν να υποβάλλουν στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα των άρθρων 10 έως 16 και των άρθρων 29, 30 και 32.

7.   Οι ομάδες συμφεροντούχων εγκρίνουν τον εσωτερικό τους κανονισμό με συμφωνία πλειοψηφίας δύο τρίτων των αντίστοιχων μελών τους.

8.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές των ομάδων συμφεροντούχων και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών τους.

Άρθρο 38

Διασφαλίσεις

1.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι καμία απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει των άρθρων 18 ή 19 δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών.

2.   Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή και στην Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση του κράτους μέλους, η Αρχή ενημερώνει το κράτος μέλος εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί. Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, δηλώνει ότι δεν θίγονται οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες.

Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το Συμβούλιο αποφασίζει, με πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων, σε μία από τις συνόδους του, το αργότερο εντός δύο μηνών μετά την ενημέρωση του κράτους μέλους από την Αρχή, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

Σε περίπτωση που το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να διατηρήσει την απόφαση της Αρχής, σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο, η απόφαση της Αρχής παύει να ισχύει.

3.   Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή, ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Το Συμβούλιο συγκαλεί σύνοδο, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, και αποφασίζει, με απλή πλειοψηφία των μελών του, αν η απόφαση της Αρχής ανακαλείται.

Εφόσον το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να ανακαλέσει την απόφαση της Αρχής σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, αίρεται η αναστολή της απόφασης της Αρχής.

4.   Όταν το Συμβούλιο έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να μην ανακαλέσει απόφαση της Αρχής που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3, το δε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί ακόμη ότι η απόφαση της Αρχής προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή και την Αρχή και να ζητήσει από το Συμβούλιο να επανεξετάσει το θέμα. Το εν λόγω κράτος μέλος εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με την απόφαση του Συμβουλίου.

Εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ενημέρωση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αρχική του απόφαση ή λαμβάνει νέα απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων μπορεί να παραταθεί κατά τέσσερις επιπλέον εβδομάδες από το Συμβούλιο, εφόσον το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης.

5.   Κάθε κατάχρηση του παρόντος άρθρου, ιδίως σε σχέση με απόφαση της Αρχής η οποία δεν έχει σημαντικό ή υλικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, απαγορεύεται ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψεως αποφάσεων

1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή ενημερώνει κάθε επώνυμο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 3.

2.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει αυτήν την απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή του χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή δεν συνάδει με το έννομο συμφέρον των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Συμβούλιο εποπτών

Άρθρο 40

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

α)

τον πρόεδρο, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

β)

τον επικεφαλής της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως,

γ)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

δ)

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

ε)

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2.   Το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί συνεδριάσεις με τις ομάδες συμφεροντούχων τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

3.   Κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από αυτήν, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

4.   Σε κράτη μέλη με πλείονες αρχές αρμόδιες για την εποπτεία, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της σχετικής εθνικής αρχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

5.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο εποπτών και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα για να διευκολύνει την αμερόληπτη επίλυση της διαφωνίας, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη, ούτε άμεσους δεσμούς με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 19 παράγραφος 2, η ομάδα προτείνει απόφαση για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 44 παράγραφος 1.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της ομάδας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία

Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 43

Καθήκοντα

1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο II.

2.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II.

3.   Το συμβούλιο εποπτών ορίζει τον πρόεδρο.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

5.   Το συμβούλιο εποπτών, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 53 παράγραφος 7, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

7.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 63.

8.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 5 ή το άρθρο 51 παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 44

Λήψη αποφάσεων

1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος έχει μια ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο και του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, για τις αποφάσεις που λαμβάνει η εποπτική αρχή του ομίλου, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα θεωρείται εκδοθείσα, εφόσον εγκριθεί με απλή πλειοψηφία, εκτός εάν απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Για όλες τις άλλες αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών. Κάθε μέλος έχει μια ψήφο.

2.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, περιλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο διοίκησης

Άρθρο 45

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Η εν λόγω θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

2.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.

Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

4.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκτός από τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Άρθρο 46

Ανεξαρτησία

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 47

Καθήκοντα

1.   Το συμβούλιο διοίκησης εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).

5.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 72.

6.   Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, περιλαμβανομένων των πεπραγμένων όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, με βάση σχέδιο έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 53 παράγραφος 7, προς το συμβούλιο εποπτών προς έγκριση.

7.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8.   Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Πρόεδρος

Άρθρο 48

Διορισμός και καθήκοντα

1.   Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης.

2.   Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

Προτού αναλάβει τα καθήκοντά του και έως έναν μήνα μετά την επιλογή από το συμβούλιο εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται, μετά από ακρόαση του υποψηφίου που επέλεξε το συμβούλιο εποπτών, να διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με τον ορισμό του επιλεγέντος.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει, μεταξύ των μελών του, αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.

3.   Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.   Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν απόφασης του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος δεν εμποδίζει το συμβούλιο εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 49

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 50

Έκθεση

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή του να προβαίνει σε κατάθεση, σεβόμενος πλήρως την ανεξαρτησία του. Ο πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.

2.   Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από την υποβολή της κατάθεσης κατά την παράγραφο 1.

3.   Πέρα από τις πληροφορίες που μνημονεύονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4

Εκτελεστικός διευθυντής

Άρθρο 51

Διορισμός

1.   Την Αρχή διοικεί εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από επιβεβαίωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και αγορές και την εμπειρία του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, καθώς και τη διευθυντική πείρα του, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ιδίως:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 52

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο εκτελεστικός διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 53

Καθήκοντα

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του συμβουλίου διοίκησης.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του συμβουλίου διοίκησης.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να διασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

5.   Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής προετοιμάζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 63, και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 64.

7.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοοικονομικής και διοικητικής φύσης.

8.   Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 68 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Μεικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών

Άρθρο 54

Σύσταση

1.   Συγκροτείται Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

2.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ, στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), συγκεκριμένα όσον αφορά:

τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων,

τη λογιστική και τους ελέγχους,

τις μικροπροληπτικές αναλύσεις διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα,

τα επενδυτικά προϊόντα για μικροεπενδυτές,

τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και

την ανταλλαγή πληροφοριών με το ΕΣΣΚ και την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ του ΕΣΣΚ και των ΕΕΑ.

3.   Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως γραμματεία. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

4.   Σε περίπτωση που ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα εμπλέκεται σε διαφορετικούς τομείς, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 56.

Άρθρο 55

Σύνθεση

1.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελείται από τους προέδρους των ΕΕΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο οποιασδήποτε υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 57.

2.   Στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής, καθώς και οποιωνδήποτε υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 57, προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

3.   Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.

4.   Η Μεικτή Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.

Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 10 έως 15, 17 18 ή 19 του παρόντος κανονισμού οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης ενωσιακής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.

2.   Η υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.   Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μεικτής Επιτροπής.

4.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες υποεπιτροπές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο προσφυγών

Άρθρο 58

Σύνθεση και λειτουργία

1.   Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινό όργανο των ΕΕΑ.

2.   Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής πείρας, καθώς και εποπτικής εμπειρίας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των κινητών αξιών και αγορών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Το συμβούλιο προσφυγών έχει επαρκή νομική εμπειρία, ώστε να παράσχει εμπεριστατωμένες νομικές γνώμες όσον αφορά τη νομιμότητα της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δυο αναπληρωματικά από πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.   Δεν είναι δυνατόν να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλος του συμβουλίου προσφυγών το οποίο ορίστηκε από το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το συμβούλιο διοίκησης λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

6.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η αποφασιστική πλειοψηφία περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.

7.   Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

8.   Οι ΕΕΑ διασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 59

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οποιεσδήποτε οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα σε σχέση με την Αρχή, το συμβούλιο διοίκησής της ή το συμβούλιο εποπτών της.

2.   Τα μέλη των συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3.   Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.   Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της συμμετοχής μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Καμμία ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρ’ όλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, πέραν της ένστασης όσον αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του. Εάν το αναπληρωματικό μέλος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, ο πρόεδρος της Αρχής ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται δημοσίως, ετησίως και είναι έγγραφες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 60

Προσφυγές

1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής που προβλέπεται στα άρθρα 17, 18 και 19 και οποιασδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την άσκησή της.

3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των δικών του κοινοποιήσεων ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί είτε να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής, είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και το όργανο αυτό εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση.

6.   Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 61

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

2.   Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

3.   Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ.

4.   Η Αρχή υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προϋπολογισμός της Αρχής

1.   Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (50) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

α)

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις θα συνεχίσει να εφαρμόζεται πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας της 31ης Οκτωβρίου 2014,

β)

επιχορήγηση από την Ένωση, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»),

γ)

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης.

2.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, τις δαπάνες επαγγελματικής επιμόρφωσης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.   Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος σχέδιο κατάστασης προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και το διαβιβάζει, συνοδευόμενο από το οργανόγραμμα, στο συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών. Κάθε έτος, βάσει του σχεδίου κατάστασης που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή και εγκρίνεται από το συμβούλιο διοίκησης, το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το συμβούλιο εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το συμβούλιο διοίκησης.

2.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (αποκαλούμενα εφεξής από κοινού ως «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το σχέδιο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

6.   Το συντομότερο δυνατό, το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. Πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Εφόσον ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

7.   Για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αρχής, που λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2011, η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως εντολέας αξιωματούχος και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο συμβούλιο διοίκησης.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5.   Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου διοίκησης, στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.

8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9.   Μέχρι τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν, περιλαμβανομένων των εσόδων από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (51), εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 66

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.

3.   Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή, καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

Άρθρο 68

Προσωπικό

1.   Για το προσωπικό της Αρχής, περιλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή τους.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.   Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 69

Ευθύνη της Αρχής

1.   Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 70

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης, ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 της ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

Στους ανωτέρω εφαρμόζεται το άρθρο 16 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, το προσωπικό, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε οποιοιδήποτε άλλοι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του προσωπικού της Αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, καμία εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή υπό οποιαδήποτε μορφή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας των παραγράφων 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της (52).

Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 72

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει, ως τις 31 Μαΐου 2011, πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 73

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Για την Αρχή ισχύει ο κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (53).

2.   Το συμβούλιο διοίκησης αποφασίζει σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην Αρχή.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 74

Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από τη λήψη έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, περιλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς.

Άρθρο 75

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.   Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή σε τρίτες χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

2.   Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, όπως προβλέπεται σε διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.

3.   Με βάση τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν, ιδίως, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τις διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο έργο της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Μπορούν να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω χώρες δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

METABATIΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 76

Προπαρασκευαστικές ενέργειες

1.   Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν από τη σύσταση της Αρχής, η ΕΕΕΑΑΕΣ ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή για να προετοιμάσει την αντικατάσταση της ΕΕΕΑΑΕΣ από την Αρχή.

2.   Από τη σύσταση της Αρχής, υπεύθυνη για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής είναι η Επιτροπή, μέχρις ότου η Αρχή διορίσει εκτελεστικό διευθυντή.

Προς τον σκοπό αυτόν, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκτελεστικός διευθυντής μετά τον διορισμό του από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 51, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή. Αυτό το χρονικό διάστημα περιορίζεται στον χρόνο που είναι απαραίτητος για τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή της Αρχής.

Ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, αφού λάβει την έγκριση του συμβουλίου διοίκησης, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του οργανογράμματος της Αρχής.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης.

4.   Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της ΕΕΕΑΑΕΣ. Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΕΑΑΕΣ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΕΑΑΕΣ θα συντάξει κατάσταση στην οποία θα εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση θα ελεγχθεί και θα εγκριθεί από την ΕΕΕΑΑΕΣ και από την Επιτροπή.

Άρθρο 77

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 68, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και συμφωνίες αποσπάσεων που συνάπτονται από την ΕΕΕΑΑΕΣ ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2011 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.   Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με σύμβαση στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιορισμένη στο προσωπικό που έχει συμβάσεις με την ΕΕΕΑΑΕΣ ή τη γραμματεία της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία των ατόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πριν από την πρόσληψη.

3.   Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.   Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 78

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 79

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΕΑΑΕΣ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 80

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της ΕΕΕΑΑΕΣ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Άρθρο 81

Επανεξέταση

1.   Έως τις 2 Ιανουαρίου 2014 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α)

τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές,

i)

τη σύγκλιση ως προς τη λειτουργική ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση,

ii)

την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αυτονομία της Αρχής,

β)

τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών,

γ)

την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των ενωσιακών μηχανισμών χρηματοδότησης,

δ)

τον ρόλο της Αρχής όσον αφορά τον συστημικό κίνδυνο,

ε)

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 38,

στ)

την εφαρμογή του δεσμευτικού μεσολαβητικού ρόλου που θεσπίζει το άρθρο 19.

2.   Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:

α)

ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοοικονομικών αγορών,

β)

ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και η εποπτεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη,

γ)

ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ,

δ)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις,

ε)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ,

στ)

υπάρχει επαρκής λογοδοσία και διαφάνεια σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας,

ζ)

οι πόροι της Αρχής επαρκούν για την επιτέλεση των καθηκόντων της,

η)

ενδείκνυται να διατηρηθεί η έδρα της Αρχής ή να μεταφερθούν οι ΕΕΑ σε ενιαία έδρα προκειμένου να αναβαθμιστεί ο μεταξύ τους συντονισμός.

3.   Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης εποπτείας ιδρυμάτων ή υποδομών πανευρωπαϊκής εμβέλειας και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση για το αν είναι σκόπιμο να ανατεθούν στην Αρχή περαιτέρω εποπτικές αρμοδιότητες στον τομέα αυτόν.

4.   Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, εάν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 82

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 76 και το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

Η Αρχή ιδρύεται την 1η Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 24 Νοεμβρίου 2010.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

O. CHASTEL


(1)  ΕΕ C 13 της 20.1.2010, σ. 1.

(2)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2010.

(4)  ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 453.

(5)  ΕΕ C 25 E της 29.1.2004, σ. 394.

(6)  ΕΕ C 175 E της 10.7.2008, σ. 392.

(7)  ΕΕ C 8 E της 14.1.2010, σ. 26.

(8)  ΕΕ C 9 E της 15.1.2010, σ. 48.

(9)  ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 214.

(10)  ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 292.

(11)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(12)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 23.

(13)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 28.

(14)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 18.

(15)  Συλλογή 2006, σ. I-03771, σκέψη 44.

(16)  ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

(18)  ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10.

(19)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

(20)  ΕΕ 56 της 4.4.1964, σ. 878.

(21)  ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3.

(22)  ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 20.

(23)  ΕΕ L 189 της 13.7.1976, σ. 13.

(24)  ΕΕ L 151 της 7.6.1978, σ. 25.

(25)  ΕΕ L 339 της 27.12.1984, σ. 21.

(26)  ΕΕ L 185 της 4.7.1987, σ. 77.

(27)  ΕΕ L 172 της 4.7.1988, σ. 1.

(28)  ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1.

(29)  ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1.

(30)  ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28.

(31)  ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1.

(32)  ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1.

(33)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(34)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16.

(35)  ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5.

(36)  ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22.

(37)  Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1).

(38)  ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164.

(39)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

(40)  ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.

(41)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(42)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(43)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(44)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(45)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(46)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(47)  ΕΕ L 253 της 25.9.2009, σ. 8.

(48)  Βλέπε σελίδα 12 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(49)  Βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(50)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(51)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

(52)  ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1.

(53)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.


15.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 331/84


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοοικονομική κρίση το 2007 και το 2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοοικονομικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όσο και στο χρηματοοικονομικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εποπτικά μοντέλα σε εθνική βάση υπερκεράστηκαν από τη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών αγορών, όπου πολλά χρηματοοικονομικά ιδρύματα λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στους τομείς της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνεπούς εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας και της εμπιστοσύνης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(2)

Προ και κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απηύθυνε έκκληση να αρχίσει πορεία προς την ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εποπτεία, προκειμένου να εξασφαλιστούν γνήσια ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους παράγοντες σε επίπεδο Ένωσης και να αντικατοπτρίζεται η αυξανόμενη ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ένωση (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής: Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης (4), της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (5), της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) - Λευκή Βίβλος (6), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (7) και της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (8), καθώς και τις θέσεις της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (9) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (10)).

(3)

Τον Νοέμβριο του 2008, η Επιτροπή ανέθεσε σε ομάδα υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. de Larosière να προβεί σε διατύπωση συστάσεων για τους τρόπους ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων, με στόχο τη βελτίωση της προστασίας του πολίτη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Με την τελική της έκθεση που παρουσιάστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 («έκθεση de Larosière»), η ομάδα υψηλού επιπέδου συνιστούσε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοοικονομικών κρίσεων. Συνέστησε μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα στην Ένωση. Η ομάδα συμπέρανε επίσης ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον τραπεζικό τομέα, μία για τον τομέα των κινητών αξιών και μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, και συνέστησε τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η έκθεση παρουσίαζε τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες οι εμπειρογνώμονες έκριναν ότι είναι αναγκαίες και για τις οποίες έπρεπε αμέσως να αρχίσουν εργασίες.

(4)

Με την ανακοίνωση της 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Με την ανακοίνωση της 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία», παρέσχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική του νέου αυτού εποπτικού πλαισίου, σκιαγραφώντας την κεντρική επιδίωξη της έκθεσης de Larosière.

(5)

Με τα συμπεράσματά του της 19ης Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι θα πρέπει να ιδρυθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα πρέπει να είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επίβλεψης διασυνοριακών ομίλων και η σύνταξη ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλους τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές της εσωτερικής αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές θα πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορούσε να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν θα πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών. Η Επιτροπή έχει υποβάλει πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (11). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσουν την πρόταση αυτήν, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (εφεξής «η Αρχή») θα διαθέτει επαρκείς εποπτικές εξουσίες έναντι των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, έχοντας υπόψη ότι η Αρχή θα πρέπει να ασκεί τις αποκλειστικές εξουσίες εποπτείας των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που της έχουν ανατεθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. Προς τούτο, η Αρχή θα πρέπει να διαθέτει τις κατάλληλες εξουσίες έρευνας και επιβολής που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία, καθώς και τη δυνατότητα να χρεώνει τέλη.

(6)

Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιβάλουν συστήματα εισφορών και φορολόγησης επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να εξασφαλιστεί ισότιμη κατανομή των βαρών και να θεσπισθούν κίνητρα για τον έλεγχο του συστημικού κινδύνου. Η εισφορά ή η φορολόγηση αυτή θα πρέπει να εντάσσεται σ’ ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την εξυγίανση. Απαιτούνται επειγόντως περαιτέρω εργασίες ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά τους, ενώ θα πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά τα ζητήματα των ισότιμων όρων του ανταγωνισμού και σωρευτικών επιπτώσεων των διαφόρων ρυθμιστικών μέτρων».

(7)

Η χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοοικονομικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, δι’ αυτών, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας των οικονομιών για απορρόφηση των κραδασμών.

(8)

Η Ένωση έχει φθάσει στα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών. Η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση κατά την οποία: δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές σε διασυνοριακό επίπεδο· δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτών· για κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως ανταπόκριση σε προβλήματα στο επίπεδο της Ένωσης· υπάρχουν, τέλος, διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (στο εξής «ΕΣΧΕ») θα πρέπει να θεσμοθετηθεί έτσι ώστε να είναι δυνατές η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και να παρέχει ένα σύστημα ευθυγραμμισμένο προς τον στόχο για σταθερή και ενιαία ενωσιακή χρηματοοικονομική αγορά για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές σε ένα ισχυρό ενωσιακό δίκτυο.

(9)

Το ΕΣΧΕ θα πρέπει να συνιστά ολοκληρωμένο δίκτυο εθνικών εποπτικών αρχών και εποπτικών αρχών της Ένωσης, το οποίο να αφήνει την καθημερινή εποπτεία στο εθνικό επίπεδο. Επίσης θα πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και η συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές σε ολόκληρη την Ένωση. Εκτός από την Αρχή, θα πρέπει να συσταθούν η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), καθώς και η Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (εφεξής «Μεικτή Επιτροπή»). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (εφεξής «ΕΣΣΚ») θα πρέπει να αποτελεί μέρος του ΕΣΧΕ χάριν των καθηκόντων που καθορίζουν ο παρών κανονισμός και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 (12).

(10)

Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (καλούμενες εφεξής από κοινού «ΕΕΑ») θα πρέπει να αντικαταστήσουν την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (13), την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (14) και την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, που συστάθηκε από την απόφαση 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (15), και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών, περιλαμβανομένης της συνέχισης των τρεχουσών εργασιών και σχεδίων, εφόσον απαιτείται. Θα πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Όταν η λογοδοσία αυτή αφορά διατομεακά θέματα που έχουν συντονιστεί μέσω της Μεικτής Επιτροπής, οι ΕΕΑ θα πρέπει να λογοδοτούν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, για τον εν λόγω συντονισμό.

(11)

Η Αρχή θα πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την εξασφάλιση νομοθεσίας και εποπτείας υψηλού, αποτελεσματικού και συνεκτικού επιπέδου, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών και τη διαφορετική φύση των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές. Η Αρχή θα πρέπει να προστατεύει δημόσιες αξίες όπως η ακεραιότητα και η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η διαφάνεια των αγορών και των χρηματοοικονομικών προϊόντων και η προστασία των επενδυτών. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να αποτρέπει την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού, καθώς και να ενισχύει τον διεθνή εποπτικό συντονισμό, προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων κι άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της θα πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στους τομείς αρμοδιότητάς της. Στην Αρχή θα πρέπει επίσης να ανατεθούν ορισμένες ευθύνες σχετικά με τις υφιστάμενες και τις νέες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες.

(12)

Η Αρχή θα πρέπει επίσης να μπορεί να απαγορεύει ή να περιορίζει προσωρινά ορισμένες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που απειλούν την ομαλή λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρει ο παρών κανονισμός. Εάν απαιτείται τέτοια προσωρινή απαγόρευση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, η Αρχή θα πρέπει να προβαίνει σε αυτήν σύμφωνα τον παρόντα κανονισμό και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτόν. Σε περίπτωση που προσωρινή απαγόρευση ή περιορισμός ορισμένων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων έχει διατομεακό αντίκτυπο, η τομεακή νομοθεσία θα πρέπει να ορίζει ότι η Αρχή θα πρέπει να συσκέπτεται και να συντονίζει τη δράση της, όπου είναι σκόπιμο, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

(13)

Η Αρχή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την επίπτωση των ενεργειών της στον ανταγωνισμό και την καινοτομία στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, στη χρηματοοικονομική ενσωμάτωση και στη νέα στρατηγική της Ένωσης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη.

(14)

Για την επίτευξη των στόχων της, η Αρχή θα πρέπει να έχει νομική υπόσταση, καθώς και διοικητική και οικονομική αυτονομία.

(15)

Με βάση τις εργασίες των διεθνών οργανισμών, ο συστημικός κίνδυνος θα πρέπει να οριστεί ως κίνδυνος διατάραξης του χρηματοοικονομικού συστήματος που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία. Όλα τα είδη χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικώς σημαντικά σε κάποιον βαθμό.

(16)

Ο διασυνοριακός κίνδυνος περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους που προκαλούνται λόγω οικονομικής ανισορροπίας ή χρηματοοικονομικής αποτυχίας του συνόλου ή μερών της Ένωσης και που ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ των οικονομικών παραγόντων δύο ή περισσότερων κρατών μελών, στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή στα δημόσια οικονομικά της Ένωσης ή οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη της.

(17)

Με την απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 στην υπόθεση C-217/04 (Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησε ότι «από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 ΕΚ [πλέον άρθρο 114 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)] δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης βάσει της εν λόγω διάταξης πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης» (16). Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής – παροχή βοήθειας στις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων και τη συμβολή στη χρηματοοικονομική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση – συνδέονται στενά με τους στόχους του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή θα πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ.

(18)

Οι ακόλουθες νομοθετικές πράξεις ορίζουν τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, περιλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή: η οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών (17), η οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (18), η οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (19), η οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (20), η οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (21), η οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (22), η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (23), η οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (24), η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (25), με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), όσον αφορά την προληπτική εποπτεία, η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (26), οποιαδήποτε μελλοντική νομοθεσία στον τομέα των Διαχειριστών του Οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

(19)

Η υφιστάμενη ενωσιακή νομοθεσία που εμπίπτει στον παρόντα κανονισμό περιλαμβάνει επίσης την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (27), την οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (28), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (29) και τα σχετικά τμήματα της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (30) και της οδηγίας 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (31).

(20)

Είναι επιθυμητό η Αρχή να προωθεί συνεκτική προσέγγιση στον τομέα των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών, προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και δίκαιη αντιμετώπιση των επενδυτών σε όλη την Ένωση. Επειδή τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών υπόκεινται σε επίβλεψη στα οικεία κράτη μέλη και όχι σε ρυθμιστική εποπτεία, η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με το ίδιο το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών και τον υπεύθυνο φορέα του.

(21)

Σύμφωνα με τη δήλωση (αριθ. 39) όσον αφορά το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επισυνάπτεται στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία ενέκρινε τη συνθήκη της Λισαβόνας, η κατάρτιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων απαιτεί τη μορφή αυτή τεχνικής εμπειρογνωσίας κατά τρόπο που προσιδιάζει στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Είναι αναγκαίο να επιτραπεί στην Αρχή να παρέχει τέτοια εμπειρογνωσία, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρογνωσίας η οποία αφορά πρότυπα ή τμήματα προτύπων που δεν βασίζονται σε κάποιο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η ίδια η Αρχή.

(22)

Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και η επαρκής προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς που καθορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο, η κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, οι οποίοι δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής.

(23)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διά κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ. Τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να υπόκεινται σε τροποποίηση μόνο σε περιορισμένες και έκτακτες περιστάσεις, δεδομένου ότι η Αρχή αποτελεί τον φορέα που θα βρίσκεται σε στενή επαφή και θα διαθέτει καλύτερη γνώση της καθημερινής λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων θα μπορούσαν να υπόκεινται σε τροποποίηση εάν δεν είναι συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της ενωσιακής νομοθεσίας στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή δεν θα πρέπει να τροποποιεί το περιεχόμενο των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προετοιμάζει η Αρχή χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή. Για να διασφαλιστεί ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των προτύπων αυτών, η απόφαση της Επιτροπής για την έγκριση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων θα πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό.

(24)

Δεδομένης της τεχνικής ειδημοσύνης της Αρχής στους τομείς στους οποίους θα πρέπει να καταρτιστούν ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, θα πρέπει να επισημανθεί η δεδηλωμένη πρόθεση της Επιτροπής να βασίζεται, κατά κανόνα, στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που θα της υποβάλλει η Αρχή προκειμένου για την έκδοση των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Ωστόσο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός των χρονικών προθεσμιών που ορίζει η σχετική νομοθετική πράξη, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε το αποτέλεσμα της άσκησης της εξουσιοδότησης να επιτευχθεί τοις πράγμασιν, να διατηρηθεί δε η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Στις περιπτώσεις αυτές επομένως και απουσία σχεδίου της Αρχής, θα πρέπει να ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

(25)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτείται να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα δι’ εκτελεστικών πράξεων του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ.

(26)

Σε τομείς που δεν διέπονται από ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, θα πρέπει Αρχή να έχει τη δυνατότητα να δημοσιοποιεί τους λόγους μη συμμόρφωσης των εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

(27)

Η διασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για τη διασφάλιση ουδέτερων συνθηκών ανταγωνισμού των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές στην Ένωση. Επομένως, θα πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις μη εφαρμογής ή εσφαλμένης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου που αποτελούν παραβίασή του. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε τομείς για τους οποίους το ενωσιακό δίκαιο ορίζει σαφείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις.

(28)

Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Πρώτον, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση της εποπτείας τους και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση. Δεύτερον, αν η αρμόδια εθνική αρχή δεν συμμορφώνεται με τη σύσταση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδίδει επίσημη γνώμη στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχή, και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

(29)

Τρίτον, για την αντιμετώπιση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές. Η εξουσία αυτή θα πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την επίσημη γνώμη που της απευθύνεται και στις οποίες το ενωσιακό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές δυνάμει υφιστάμενων ή μελλοντικών κανονισμών της Ένωσης.

(30)

Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε ενωσιακό επίπεδο. Επομένως, η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να ζητά από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η εξουσία καθορισμού της ύπαρξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να ανατεθεί στο Συμβούλιο, κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε ΕΕΑ, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ.

(31)

Η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να ζητά από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η δράση που αναλαμβάνει εν προκειμένω η Αρχή δεν θα πρέπει να θίγει τις δυνάμει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ εξουσίες της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά του κράτους μέλους της εν λόγω εποπτικής αρχής διότι παρέλειψε να προβεί στις ενέργειες αυτές, ούτε το δικαίωμα της Επιτροπής να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα όπως ορίζει ο κανονισμός διαδικασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να προδικάζει τυχόν ευθύνη που ενδέχεται να βαρύνει το κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον οι εποπτικές αρχές του αμελήσουν να προβούν στις ενέργειες που έχει ζητήσει η Αρχή.

(32)

Προκειμένου να διασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλύει διαφωνίες σε διασυνοριακές καταστάσεις μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, περιλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Θα πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Στην αρμοδιότητα της Αρχής θα πρέπει να εμπίπτουν διαφωνίες ως προς τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης αρμόδιας αρχής κράτους μέλους στις περιπτώσεις που καθορίζονται στις νομικά δεσμευτικές πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Σε τέτοια περίπτωση, ένας από τους εμπλεκόμενους επόπτες θα πρέπει να μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Αρχή, η οποία θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η Αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να απαιτεί από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο, ενέργεια που έχει δεσμευτικά αποτελέσματα για τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την απόφαση διακανονισμού που της απευθύνεται, η Αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα σε συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές σε τομείς του ενωσιακού δικαίου που ισχύουν άμεσα για αυτούς. Το δικαίωμα έκδοσης τέτοιων αποφάσεων θα πρέπει να ασκείται μόνο ως ύστατη λύση και τότε μόνο για να διασφαλίζεται η ορθή και συνεπής εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Εφόσον η σχετική ενωσιακή νομοθεσία παρέχει διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δεν μπορούν να υποκαθιστούν την άσκηση σε συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας.

(33)

Η κρίση έχει αποδείξει ότι το τρέχον σύστημα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών των οποίων οι εξουσίες περιορίζονται σε μεμονωμένα κράτη μέλη είναι ανεπαρκές όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που έχουν διασυνοριακές δραστηριότητες.

(34)

Οι ομάδες εμπειρογνωμόνων που συνέστησαν τα κράτη μέλη για να εξετάσουν τα αίτια της κρίσης και να διατυπώσουν προτάσεις βελτίωσης της ρύθμισης και της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα επιβεβαίωσαν ότι οι ισχύουσες ρυθμίσεις δεν αποτελούν υγιή βάση για τη μελλοντική ρύθμιση και εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ανά την Ένωση.

(35)

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση de Larosière, «ουσιαστικά, μας προσφέρονται δύο εναλλακτικές οδοί: καταρχάς, η οδός του “ο καθένας για τον εαυτό του” και του πλουτισμού εις βάρος του πλησίον· ή, κατά δεύτερον - η ενισχυμένη, πραγματιστική, συνετή ευρωπαϊκή συνεργασία προς όφελος όλων προκειμένου να συντηρηθεί μια ανοικτή παγκόσμια οικονομία. Αυτή θα επιφέρει αναμφίβολα οικονομικά κέρδη».

(36)

Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών και να διαδραματίζει εν προκειμένω ηγετικό ρόλο στη διασφάλιση της συνεπούς και συγκροτημένης λειτουργίας των εποπτικών σωμάτων για διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση. Η Αρχή θα πρέπει επομένως να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής σε σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία των σωμάτων εποπτών και την ομοιόμορφη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών σε αυτά, καθώς και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα εποπτών όσον αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Όπως επισημαίνει η έκθεση de Larosière, «οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας που προκύπτουν από αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πρέπει να αποφεύγονται, επειδή μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα – μεταξύ άλλων, ενθαρρύνοντας τη μετατόπιση της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας προς χώρες με χαλαρή εποπτεία. Το εποπτικό σύστημα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δίκαιο και ισορροπημένο».

(37)

Στους τομείς αρμοδιότητάς της, η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει και να μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό ουσιαστικών και συνεκτικών σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων προκειμένου να διασφαλισθούν η εσωτερίκευση του κόστους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ώστε να ελαχιστοποιηθούν ο συστημικός αντίκτυπος ενδεχόμενων καταρρεύσεων και η προσφυγή σε χρήματα φορολογουμένων για τη διάσωση συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές. Θα πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη μεθόδων για την εξυγίανση βασικών υπό κατάρρευση συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, οι οποίοι τους επιτρέπουν να εκκαθαρίζονται με τακτικό και έγκαιρο τρόπο και οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν, κατά περίπτωση, κατάλληλους συνεκτικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς χρηματοδότησης.

(38)

Κατά την τρέχουσα αναθεώρηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (32) και της οδηγίας 97/9/ΕΚ, σημειώνεται η πρόθεση της Επιτροπής να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη να διασφαλιστεί περαιτέρω εναρμόνιση σε όλη την Ένωση. Στον ασφαλιστικό τομέα, σημειώνεται επίσης η πρόθεση της Επιτροπής να εξετάσει τη δυνατότητα καθιέρωσης ευρωπαϊκών κανόνων προστασίας των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε περίπτωση κατάρρευσης ασφαλιστικής εταιρείας. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να παίξουν σημαντικό ρόλο σε αυτούς τους τομείς και θα πρέπει να τους δοθούν οι κατάλληλες εξουσίες όσον αφορά τα ευρωπαϊκά συστήματα συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών.

(39)

Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτόν να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης και να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές. Συνεπώς ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτήν. Παρά την τήρηση του γενικού κανόνα ότι θα πρέπει να επιτρέπεται η ανάθεση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν ειδικούς όρους για την ανάθεση αρμοδιοτήτων, για παράδειγμα όσον αφορά τη γνωστοποίηση και την ενημέρωση των ρυθμίσεων ανάθεσης. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από την Αρχή ή μια εθνική εποπτική αρχή άλλη από την αρμόδια αρχή, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Με την ανάθεση αρμοδιοτήτων, η Αρχή ή μια εθνική εποπτική αρχή (η εξουσιοδοτούμενη) θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα ιδίω ονόματι αντί της εξουσιοδοτούσας αρχής. Οι αναθέσεις θα πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που βρίσκεται στην καλύτερη θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα ήταν σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Οι αποφάσεις της εξουσιοδοτούμενης αρχής θα πρέπει να αναγνωρίζονται από την εξουσιοδοτούσα αρχή και άλλες αρμόδιες αρχές εάν οι εν λόγω αποφάσεις εμπίπτουν εντός του πεδίου της εξουσιοδότησης. Η συναφής ενωσιακή νομοθεσία θα μπορούσε να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας. Η Αρχή θα πρέπει να διευκολύνει και να παρακολουθεί τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο.

Θα πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη εφόσον απαιτείται. Θα πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες. Θα πρέπει να εντοπίζει και να προωθεί βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την ανάθεση και τις συμφωνίες ανάθεσης καθηκόντων.

(40)

Η Αρχή θα πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Ένωση, με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

(41)

Οι αξιολογήσεις ομοτίμων αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοοικονομικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή θα πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις θα πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας, καθώς επίσης και στην ανεξαρτησία των αρμόδιων αυτών αρχών. Το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων ομοτίμων θα πρέπει να δημοσιοποιείται με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που υποβάλλεται σε αξιολόγηση. Οι βέλτιστες πρακτικές θα πρέπει ωσαύτως να εντοπίζονται και να δημοσιοποιούνται.

(42)

Η Αρχή θα πρέπει να προάγει ενεργά τη συντονισμένη εποπτική απόκριση σε επίπεδο Ένωσης, ειδικά ώστε να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση. Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, θα πρέπει να ανατεθεί στην Αρχή η γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ. Οι δράσεις της Αρχής θα πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

(43)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξαρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή θα πρέπει να παρακολουθεί και να εκτιμά τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνεται αναγκαίο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ΕΣΣΚ σε τακτική βάση και, αν είναι αναγκαίο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή θα πρέπει, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, να ξεκινήσει και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης, για να εκτιμά την αντοχή των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, και θα πρέπει να εξασφαλίζει για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεπέστερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Για την ορθή άσκηση των καθηκόντων της, η Αρχή θα πρέπει να διενεργεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών και των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων στην αγορά.

(44)

Με δεδομένες την παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών προτύπων, η Αρχή θα πρέπει να ενισχύσει τον διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές εκτός της Ένωσης. Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με τις εποπτικές αρχές και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, με πλήρη σεβασμό των υφιστάμενων ρόλων και αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής θα πρέπει να είναι ανοικτή στις χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεργάζεται με τρίτες χώρες που εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ανάλογη με αυτήν της Ένωσης.

(45)

Η Αρχή θα πρέπει να χρησιμεύει ως ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ενδιαφερομένων αρμόδιων αρχών, η Αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωμοδοτεί σχετικά με την εκτίμηση όσον αφορά την προληπτική εποπτεία σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές με βάση την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (23), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/44/ΕΚ (33) στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η εν λόγω οδηγία απαιτεί διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών.

(46)

Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή θα πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, κανονικά τις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοοικονομικές αγορές και τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ήδη υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία. Ωστόσο, ως έσχατη λύση, η Αρχή θα πρέπει να μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας από συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια αρμόδια εθνική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή τέτοιων άμεσων αιτημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργασίες περί ενιαίων μορφοτύπων υποβολής στοιχείων είναι ουσιαστικές. Τα μέτρα για τη συλλογή πληροφοριών θα πρέπει να λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη του νομικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος και του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών στον τομέα της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει επομένως τόσο τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (34), όσο και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (35).

(47)

Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του ΕΣΣΚ και η παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του ΕΣΣΚ. Η Αρχή και το ΕΣΣΚ θα πρέπει να μοιράζονται μεταξύ τους κάθε σχετική πληροφορία. Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις από το ΕΣΣΚ, η Αρχή θα πρέπει να εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

(48)

Η Αρχή θα πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των προτεινόμενων μέτρων. Πριν από την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, η Αρχή θα πρέπει να διεξάγει μελέτη επιπτώσεων. Για λόγους αποδοτικότητας, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών για αυτόν τον σκοπό, η οποία θα πρέπει να εκπροσωπεί, στη σωστή αναλογία, τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους καταναλωτές και λοιπούς χρήστες των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών θα πρέπει να εργάζεται ως διασύνδεση με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία.

(49)

Τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή την ακαδημαϊκή κοινότητα θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκή αποζημίωση προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στα πρόσωπα που ούτε καλή χρηματοδότηση έχουν ούτε είναι εκπρόσωποι του κλάδου να συμμετέχουν πλήρως στη συζήτηση σχετικά με τη χρηματοοικονομική ρύθμιση.

(50)

Την κύρια ευθύνη της διασφάλισης συντονισμένης διαχείρισης κρίσεων και της διατήρησης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Οι αποφάσεις της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διακανονισμού οι οποίες επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές δεν θα πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Θα πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτήν τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου προς λήψη απόφασης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση αυτού του μηχανισμού διασφάλισης, ιδίως σε σχέση με απόφαση που λαμβάνει η Αρχή και η οποία δεν έχει σημαντικές ή υλικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, όπως η μείωση εσόδων που συνδέεται με την προσωρινή απαγόρευση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων ή προϊόντων για σκοπούς προστασίας των καταναλωτών. Κατά τη λήψη αποφάσεων δυνάμει του μηχανισμού διασφάλισης, το Συμβούλιο θα πρέπει να ψηφίζει σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο. Λόγω της ευαισθησίας του θέματος αυτού, θα πρέπει να διασφαλίζονται αυστηροί κανόνες εμπιστευτικότητας.

(51)

Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή θα πρέπει να δεσμεύεται από τους ενωσιακούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την τήρηση της νομιμότητας και τη διαφάνεια. Θα πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενωσιακού δικαίου.

(52)

Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής θα πρέπει να είναι το συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους επικεφαλής των οικείων αρμόδιων αρχών σε κάθε κράτος μέλος, το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) θα πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών θα πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης.

(53)

Κατά γενικό κανόνα, το συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να λαμβάνει τις αποφάσεις του με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, για πράξεις γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, για θέματα προϋπολογισμού, καθώς και σχετικά με αιτήσεις κράτους μέλους να επανεξεταστεί απόφαση της Αρχής περί προσωρινής απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, σκόπιμο είναι να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι περιπτώσεις που αφορούν την επίλυση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα πρέπει να εξετάζονται από περιορισμένη, αντικειμενική ομάδα, απαρτιζόμενη από μέλη που ούτε είναι αντιπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας, ούτε έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη ή άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η σύνθεση της ομάδας θα πρέπει να είναι δεόντως ισορροπημένη. Η απόφαση που λαμβάνεται από την ομάδα θα πρέπει να εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, όσον αφορά αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνει η ομάδα θα μπορούσε να απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

(54)

Το συμβούλιο διοίκησης, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο συμβούλιο διοίκησης θα πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να υποβάλλει την ετήσια έκθεση.

(55)

Την Αρχή θα πρέπει να εκπροσωπεί πρόεδρος, πλήρους απασχόλησης, τον οποίο διορίζει το συμβούλιο εποπτών, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής την οποία οργανώνει και διαχειρίζεται το συμβούλιο εποπτών με την επικουρία της Επιτροπής. Για τον διορισμό του πρώτου προέδρου της Αρχής, η Επιτροπή θα πρέπει να καταρτίσει, μεταξύ άλλων, πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση. Για τους επόμενους διορισμούς, η δυνατότητα κατάρτισης πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων από την Επιτροπή θα πρέπει να επανεξεταστεί σε έκθεση που θα καταρτιστεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Πριν το επιλεγέν πρόσωπο αναλάβει τα καθήκοντά του και μέχρι ένα μήνα από την επιλογή του από το συμβούλιο εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να μπορεί, αφού ακούσει τον επιλεγέντα, να αντιταχθεί στον διορισμό του.

(56)

Η διοίκηση της Αρχής θα πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος θα πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(57)

Προκειμένου να διασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των ΕΕΑ, θα πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά μέσω Μεικτής Επιτροπής και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να συντονίζει τα καθήκοντα των ΕΕΑ σε σχέση με τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και άλλα διατομεακά θέματα. Όταν είναι σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) θα πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να έχει πρόεδρο με δωδεκάμηνη θητεία, ο οποίος να είναι εκ περιτροπής ένας εκ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής θα πρέπει να είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ. Η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, προκειμένου να είναι δυνατή η ανεπίσημη ανταλλαγή πληροφοριών και η ανάπτυξη κοινής προσέγγισης της εποπτικής νοοτροπίας μεταξύ των ΕΕΑ.

(58)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα μέρη που θίγονται από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή μπορούν να έχουν πρόσβαση στα κατάλληλα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων, θα πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής σε συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών θα πρέπει να είναι κοινό όργανο των ΕΕΑ, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών θα πρέπει να υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(59)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της, θα πρέπει να τεθεί στη διάθεση της Αρχής αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές συνεισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται σε επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2006, για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (36). Η ενωσιακή δημοσιονομική διαδικασία θα πρέπει να ισχύει. Ο λογιστικός έλεγχος θα πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός υπόκειται σε διαδικασία χορήγησης.

(60)

Για την Αρχή θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (37). Επίσης, η Αρχή θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (38).

(61)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (39).

(62)

Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που καθίστανται διαθέσιμες στην Αρχή και ανταλλάσσονται στο δίκτυο θα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες περί εμπιστευτικότητας.

(63)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (40) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (41) εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(64)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, θα πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (42).

(65)

Θα πρέπει να δοθεί σε τρίτες χώρες η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρόκειται να συναφθούν από την Ένωση.

(66)

Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού, αποτελεσματικού και συνεπούς επιπέδου προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των επενδυτών, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης καθορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(67)

Η Αρχή θα πρέπει να αναλάβει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών. Κατά συνέπεια, η απόφαση 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής θα πρέπει να καταργηθεί την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, ενώ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος υποστήριξης συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της χρηματοοικονομικής αναφοράς και του λογιστικού ελέγχου (43). Δεδομένων των υφιστάμενων δομών και επιχειρήσεων της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ιδιαίτερα στενή συνεργασία μεταξύ της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών και της Επιτροπής κατά τη θέσπιση κατάλληλων μεταβατικών ρυθμίσεων, ώστε να διασφαλιστεί ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αρμόδια είναι η Επιτροπή για τη διοικητική σύσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής θα είναι όσον το δυνατόν περιορισμένο.

(68)

Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί και η ομαλή μετάβαση από την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών. Η Αρχή θα πρέπει να χρηματοδοτείται καταλλήλως. Θα πρέπει, τουλάχιστον στην αρχή, να χρηματοδοτείται κατά 40 % μέσω κονδυλίων της Ένωσης και κατά 60 % μέσω συνεισφορών των κρατών μελών, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τη στάθμιση των ψήφων που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

(69)

Για να καταστεί δυνατή η συγκρότηση της Αρχής την 1η Ιανουαρίου 2011, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.   Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (εφεξής «Αρχή»).

2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 97/9/ΕΚ, της οδηγίας 98/26/ΕΚ, της οδηγίας 2001/34/ΕΚ, της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, της οδηγίας 2003/71/ΕΚ, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) όσον αφορά την προληπτική εποπτεία, οποιασδήποτε μελλοντικής νομοθεσίας στον τομέα των Διαχειριστών του Οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και, στο βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται σε εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή από τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

3.   Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πεδίο των δραστηριοτήτων των συμμετεχόντων στην αγορά όσον αφορά ζητήματα τα οποία δεν καλύπτονται άμεσα στις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων περί εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοοικονομικών εκθέσεων, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των εν λόγω πράξεων. Η Αρχή λαμβάνει επίσης τα κατάλληλα μέτρα στο πλαίσιο των θεμάτων δημόσιων προσφορών εξαγορών, συμψηφισμών και διακανονισμών και παραγώγων.

4.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς το ενωσιακό δίκαιο.

5.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή συμβάλλει:

α)

στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ιδίως υγιή, αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία·

β)

στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών·

γ)

στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού·

δ)

στην αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και στην προαγωγή ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού·

ε)

στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης των επενδυτικών και λοιπών κινδύνων και

στ)

στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών.

Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή πρέπει να συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 2 παράγραφος 2, να ενισχύει την εποπτική σύγκλιση, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και να διεξάγει οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων της Αρχής.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε είδους συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από τους συμμετέχοντες στη χρηματοοικονομική αγορά, σε περίπτωση αποτυχίας των οποίων μπορεί να πληγεί η λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά και μόνο προς το συμφέρον της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας

1.   Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του και η επαρκής προστασία των χρηστών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

2.   Το ΕΣΧΕ αποτελείται από:

α)

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με σκοπό την υλοποίηση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 (44) και τον παρόντα κανονισμό·

β)

την Αρχή·

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45)·

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (46)·

ε)

τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή) με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 54 έως 57 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010·

στ)

τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3.   Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το ΕΣΣΚ, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) μέσω της Μεικτής Επιτροπής, διασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και σε άλλα διατομεακά θέματα.

4.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η αναμεταξύ τους ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών.

5.   Οι εν λόγω εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται να εποπτεύουν τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«συμμετέχων στις χρηματοοικονομικές αγορές» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο σε σχέση με το οποίο εφαρμόζεται μια απαίτηση στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή ένας εθνικός νόμος που εφαρμόζει τις εν λόγω πράξεις·

2)

«βασικός συμμετέχων στις χρηματοοικονομικές αγορές» σημαίνει συμμετέχων στις χρηματοοικονομικές αγορές του οποίου η κανονική δραστηριότητα ή η χρηματοοικονομική βιωσιμότητα έχει ή ενδέχεται να έχει σημαντική επίδραση στη σταθερότητα, την ακεραιότητα ή την αποδοτικότητα των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ένωση·

3)

«αρμόδιες αρχές» σημαίνουν:

i)

τις αρμόδιες αρχές ή/και εποπτικές αρχές όπως ορίζονται στις πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2·

ii)

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, τις αρχές που είναι αρμόδιες να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών από τις εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και από τις επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων που θέτουν σε εμπορία τα μερίδια ή τις μετοχές τους·

iii)

όσον αφορά τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, οι φορείς που διαχειρίζονται εθνικά συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ ή, στην περίπτωση που τη λειτουργία του συστήματος αποζημίωσης των επενδυτών διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών δυνάμει αυτής της οδηγίας.

Άρθρο 5

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί φορέα της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 6

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

1)

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 43·

2)

συμβούλιο διοίκησης, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 47·

3)

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 48·

4)

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 53·

5)

συμβούλιο προσφυγών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 60.

Άρθρο 7

Έδρα

Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στο Παρίσι.

ΚΕΦΑΛΑIΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 8

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως παρέχοντας γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, που πρέπει να βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεκτική εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

γ)

προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·

δ)

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, ιδίως παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ·

ε)

διοργανώνει και διενεργεί αναλύσεις ομοτίμων των αρμόδιων αρχών, όπου περιλαμβάνεται η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων και ο εντοπισμός βέλτιστων πρακτικών, για την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ)

παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της·

ζ)

πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής·

η)

ενισχύει την προστασία των επενδυτών·

θ)

συμβάλλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, στην παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, στην κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών σε ολόκληρη την Ένωση και εκπονώντας μεθόδους για την εξυγίανση υπό κατάρρευση συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές και την εκτίμηση της ανάγκης κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26·

ι)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλες νομοθετικές πράξεις·

ια)

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, σχετικά με τους εγγεγραμμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση·

ιβ)

αναλαμβάνει, όπου χρειάζεται, όλα τα υφιστάμενα και εν εξελίξει καθήκοντα της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (ΕΕΡΑΑΚΑ).

2.   Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα να:

α)

καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10·

β)

καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15·

γ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16·

δ)

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3·

ε)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που σημειώνονται στα άρθρα 18 παράγραφος 3 και 19 παράγραφος 3·

στ)

σε περιπτώσεις που αφορούν άμεσα εφαρμόσιμο ενωσιακό δίκαιο, λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 18 παράγραφος 4 και στο άρθρο 19 παράγραφος 4·

ζ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34·

η)

συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, όπως προβλέπει το άρθρο 35·

θ)

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών και των διαδικασιών διανομής των προϊόντων στην οικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές και στην προστασία του καταναλωτή·

ι)

παρέχει κεντρικά προσπελάσιμη βάση δεδομένων των εγγεγραμμένων συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές στο πεδίο αρμοδιότητάς της όταν προβλέπεται από τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά καταναλωτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής:

α)

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων·

β)

ανασκόπηση και συντονισμός της χρηματοοικονομικής κατάρτισης και των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών από τις αρμόδιες αρχές·

γ)

ανάπτυξη εκπαιδευτικών προτύπων για τον κλάδο και

δ)

συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση.

2.   Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών και τη σύγκλιση των ρυθμιστικών πρακτικών.

3.   Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που κάποια χρηματοοικονομική δραστηριότητα ενέχει σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5.

4.   Η Αρχή προβαίνει στη σύσταση, ως αναπόσπαστο μέρος της Αρχής, επιτροπής για τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στο πλαίσιο της οποίας συνέρχονται όλες οι σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, με σκοπό την υιοθέτηση συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

5.   Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει ορισμένες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν μετά την παρέλευση ενός τριμήνου η απόφαση δεν ανανεωθεί, η ισχύς της λήγει αυτομάτως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή της κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

Άρθρο 10

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκχωρούν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση.

Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν επιβάλλουν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται.

Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Οσάκις η Αρχή υποβάλλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει εάν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνο ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή, ενδεχομένως, εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων η Αρχή δεν υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής, μόνο εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός της προθεσμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν μετά παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Εφόσον η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σκόπιμες. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η Αρχή δίχως εκ των προτέρων συντονισμό με αυτήν, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

4.   Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 11

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανατίθενται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως ή για ίσης διάρκειας περιόδους, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προχωρήσουν σε ανάκλησή της σύμφωνα με το άρθρο 14.

2.   Μόλις εγκρίνει ένα ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, η Επιτροπή το κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.   Η εξουσία έγκρισης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζουν τα άρθρα 12 έως 14.

Άρθρο 12

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί αν θα ανακληθεί η εξουσιοδότηση προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις κατ’ εξουσιοδότηση εξουσίες που θα μπορούσαν να ανακληθούν.

3.   Η απόφαση περί ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Διατύπωση αντιρρήσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

Εφόσον η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η Αρχή, η προθεσμία κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα.

2.   Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν.

Το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αρκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αυτό δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που διατυπώνει τις αντιρρήσεις αιτιολογεί τις αντιρρήσεις του αυτές για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Άρθρο 14

Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων

1.   Εφόσον η Επιτροπή δεν εγκρίνει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή το τροποποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 10, η Επιτροπή ενημερώνει την Αρχή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προβαίνοντας στη σχετική αιτιολόγηση.

2.   Όποτε ενδείκνυται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να καλέσουν τον αρμόδιο Επίτροπο, μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής, εντός μηνός από τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για ad hoc συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, προκειμένου να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν τις διαφορές τους.

Άρθρο 15

Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Οσάκις η Αρχή υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνο ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή, ενδεχομένως, εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.   Στις περιπτώσεις που η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με εκτελεστική πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής μόνο εφόσον η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός των προθεσμιών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο.

Σε περίπτωση που η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σχετικές.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο του σχεδίου εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

4.   Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 16

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

1.   Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με αποδέκτες αρμόδιες αρχές ή τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές.

2.   Όπου κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι ανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, τη γνώμη ή συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή, παραθέτοντας τους λόγους της.

Η Αρχή δημοσιοποιεί το γεγονός ότι αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. H Αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύσει τους λόγους που παρασχέθηκαν από την αρμόδια αρχή για τους οποίους δεν συμμορφώνεται με τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με τη δημοσιοποίηση αυτή.

Εφόσον αυτό επιτάσσει η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή η σύσταση, οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή κατά πόσο συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

4.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί, παραθέτοντας την αρμόδια αρχή που δεν συμμορφώθηκε προς αυτές και εκθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο η Αρχή προτίθεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της οικείας αρμόδιας αρχής προς τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της στο μέλλον.

Άρθρο 17

Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης

1.   Αν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην Αρχή όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της.

3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η ενέργεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο εντός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή και την Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την επίσημη αυτή γνώμη.

6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, οι αρμόδιες αρχές συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

8.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές δεν συμμορφώθηκαν προς τις επίσημες γνώμες ή αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε είναι απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών εθνικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.

2.   Το Συμβούλιο μπορεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση δε και με τις ΕΕΑ, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατόπιν αιτήματος της Αρχής, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ. Το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Εάν η απόφαση δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας ενός μήνα, η ισχύς της λήγει αυτομάτως. Το Συμβούλιο μπορεί να δηλώσει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ανά πάσα στιγμή.

Όταν το ΕΣΣΚ ή η Αρχή κρίνει ότι επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκδίδουν εμπιστευτική σύσταση απευθυνόμενη στο Συμβούλιο και του υποβάλλουν εκτίμηση της κατάστασης. Το Συμβούλιο εκτιμά στη συνέχεια την ανάγκη σύγκλησης συνόδου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τηρείται η δέουσα εμπιστευτικότητα.

Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

3.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από εθνικές αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να διακυβεύσουν σοβαρά την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αφορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται σε αυτήν τη νομοθεσία.

4.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εντός της προθεσμίας που ορίζει η εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ισχύουν άμεσα για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής. Τούτο ισχύει μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει τις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ή τις εφαρμόζει κατά τρόπο που φαίνεται να συνιστά κατάφωρη παράβαση των εν λόγω πράξεων, καθώς και όποτε απαιτείται κατεπείγουσα θεραπεία για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας και της ακεραιότητας των χρηματοοικονομικών αγορών ή της σταθερότητας του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.

5.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με ζητήματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 19

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, αν αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σε περιπτώσεις που προσδιορίζουν οι πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή, κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, μπορεί να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

Σε περιπτώσεις που καθορίζονται στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και όταν, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των διάφορων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να επικουρεί τις αρχές προκειμένου να καταλήγουν σε συμφωνία σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4.

2.   Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε συναφή χρονικά διαστήματα τυχόν ορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

3.   Αν οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Αρχή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 44 παράγραφος 1 δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από αυτές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα, με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης.

4.   Με επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής και έτσι δεν διασφαλίσει τη συμμόρφωση συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

5.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

6.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής αναφέρει τη φύση και τον τύπο των διαφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση του θέματος.

Άρθρο 20

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 και του άρθρου 56, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως ορίζει το άρθρο 4 σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αντίστοιχα.

Άρθρο 21

Σώματα εποπτών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών τα οποία θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, το προσωπικό της Αρχής δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, όπως, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιους ελέγχους, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς και συνεκτικής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές που αναφέρονται στο άρθρο 23.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της συναφούς νομοθεσίας.

Η Αρχή μπορεί:

α)

να συγκεντρώνει και να ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο του σώματος και να θεσπίσει και να διαχειριστεί ένα κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα·

β)

να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν βασικοί συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν βασικοί συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων·

γ)

να προωθεί αποτελεσματικές και αποδοτικές εποπτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές σε συνθήκες πίεσης·

δ)

να επιβλέπει, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές και

ε)

να ζητά την πραγματοποίηση περαιτέρω διαβουλεύσεων εντός ενός σώματος σε περίπτωση που θεωρεί ότι η απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ή δεν θα συνέβαλλε στην επίτευξη του στόχου της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Μπορεί ακόμη να απαιτεί τον προγραμματισμό συνεδρίασης του σώματος ή να προσθέτει θέματα στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης.

3.   Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, καθώς και να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.

4.   Η Αρχή αναλαμβάνει ρόλο νομικά δεσμευτικής διαμεσολάβησης για να επιλύει διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19. Η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 22

Γενικές διατάξεις

1.   Η Αρχή εξετάζει δεόντως τον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Αντιμετωπίζει οποιονδήποτε κίνδυνο διατάραξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που:

α)

προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοοικονομικού συστήματος και

β)

ενδέχεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία.

Η Αρχή λαμβάνει υπόψη, στις περιπτώσεις όπου κρίνεται σκόπιμο, την παρακολούθηση και εκτίμηση του συστημικού κινδύνου που διενεργείται από το ΕΣΣΚ και την Αρχή και ανταποκρίνεται στις προειδοποιήσεις και στις συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

2.   Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και σύμφωνα με το άρθρο 23, αναπτύσσει μια κοινή προσέγγιση εντοπισμού και μέτρησης του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν βασικοί συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών αν χρειαστεί.

Αυτοί οι δείκτες αποτελούν καθοριστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό κατάλληλων δράσεων εποπτείας. Η Αρχή παρακολουθεί το βαθμό σύγκλισης των προσδιορισμένων δράσεων, ώστε να προωθηθεί η κοινή προσέγγιση.

3.   Με την επιφύλαξη των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή καταρτίζει, εφόσον απαιτείται, πρόσθετες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τους βασικούς συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν.

Η Αρχή διασφαλίζει ότι ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν βασικοί συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

4.   Κατόπιν αιτήσεως μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή ιδία πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή ένα συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή μια συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να εκτιμά ενδεχόμενους κινδύνους κατά της ακεραιότητας των χρηματοοικονομικών αγορών ή της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και να απευθύνει κατάλληλες συστάσεις στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές για την ανάληψη δράσης.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της εκχωρούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένου του άρθρου 35.

5.   Η Μεικτή Επιτροπή φροντίζει για τον συνολικό και διατομεακό συντονισμό των δραστηριοτήτων που εκτελούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 23

Προσδιορισμός και μέτρηση του συστημικού κινδύνου

1.   Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές. Οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές οι οποίοι ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

2.   Κατά την ανάπτυξη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, η Αρχή λαμβάνει πλήρως υπόψη τις σχετικές διεθνείς προσεγγίσεις, περιλαμβανομένων των προσεγγίσεων του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.

Άρθρο 24

Αδιάλειπτη ικανότητα αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων

1.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι διαθέτει εξειδικευμένη και αδιάλειπτη ικανότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επέλευσης των συστημικών κινδύνων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23, ιδίως όσον αφορά ιδρύματα που εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο.

2.   Η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και συμβάλλει στη διασφάλιση συνεκτικού και συντονισμένου μηχανισμού διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στην Ένωση.

Άρθρο 25

Διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης

1.   Η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων για την ελαχιστοποίηση του συστημικού αντικτύπου ενδεχόμενων καταρρεύσεων.

2.   Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15.

Άρθρο 26

Ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών (ΣΑΕ) ενεργώντας στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της οδηγίας 97/9/ΕΚ, αποσκοπώντας στη διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών από συνεισφορές των οικείων συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση συμμετεχόντων σε χρηματοοικονομικές αγορές που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, και αποσκοπώντας ότι τα εθνικά συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών παρέχουν υψηλού επιπέδου προστασία σε όλους τους επενδυτές μέσα σε ένα εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση.

2.   Το άρθρο 16 που αναφέρεται στις εξουσίες της Αρχής για τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων ισχύει για τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών.

3.   Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15.

4.   Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 81 εξετάζεται ιδίως η σύγκλιση του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών.

Άρθρο 27

Ευρωπαϊκό σύστημα ρυθμίσεων για εξυγίανση και χρηματοδότηση

1.   Στους τομείς αρμοδιότητάς της, η Αρχή συμβάλλει στην ανάπτυξη μεθόδων για την εξυγίανση βασικών υπό κατάρρευση συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, να τους επιτρέπει να εκκαθαρίζονται με τακτικό και έγκαιρο τρόπο και, κατά περίπτωση, να περιλαμβάνουν τους επιβεβλημένους συνεκτικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς χρηματοδότησης.

2.   Η Αρχή συμβάλλει στις εργασίες για ζητήματα διασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού και για ζητήματα σωρευτικών επιπτώσεων τυχόν συστημάτων εισφορών και συνεισφορών επί χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων τα οποία ίσως καθιερωθούν με στόχο τη δίκαιη κατανομή επιβαρύνσεων και κινήτρων για να αποτραπεί ο συστημικός κίνδυνος, ως τμήμα ενός συνεκτικού και αξιόπιστου πλαισίου εξυγίανσης.

Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 81 εξετάζεται ιδίως η ενδεχόμενη ενίσχυση του ρόλου της Αρχής στο πλαίσιο της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων.

Άρθρο 28

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, με τη συναίνεση του εξουσιοδοτουμένου, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων προς τις οποίες πρέπει να επέρχεται συμμόρφωση πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες ανάθεσης και μπορούν να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές ή ομάδων.

2.   Η Αρχή παροτρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης και προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

3.   Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και τον διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.

4.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες τίθενται σε ισχύ από αυτές το νωρίτερο ένα μήνα από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός μηνός από την ενημέρωση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα, μέσα κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 29

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.   Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στη διασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ένωση. Η Αρχή προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές·

β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής ενωσιακή νομοθεσία·

γ)

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών προτύπων υψηλής ποιότητας, περιλαμβανομένων των προτύπων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3·

δ)

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο, και

ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων.

2.   Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.   Η Αρχή διοργανώνει και διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις από ομοτίμους ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση αξιολογήσεων ομοτίμων, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη επιτευχθείσες αξιολογήσεις σχετικά με τη σχετική αρμόδια αρχή.

2.   Η αξιολόγηση ομοτίμων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

επάρκεια των πόρων και των θεσμικών ρυθμίσεων της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 15 και στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β)

βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο·

γ)

βέλτιστες πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές·

δ)

αποτελεσματικότητα και βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

3.   Βάσει αξιολόγησης ομοτίμων, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να ακολουθούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης ομοτίμων όταν εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15.

4.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που απορρέουν από τις εν λόγω αξιολογήσεις ομοτίμων. Επιπλέον, όλα τα άλλα αποτελέσματα των αξιολογήσεων ομοτίμων μπορούν να δημοσιοποιούνται, εφόσον συμφωνεί η αρμόδια αρχή που αποτελεί το αντικείμενο της αξιολόγησης ομοτίμων.

Άρθρο 31

Λειτουργία συντονισμού

Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.

Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:

α)

τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών·

β)

τον καθορισμό του πεδίου και, όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, την επαλήθευση της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·

γ)

την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 19·

δ)

την τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

ε)

τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τη διευκόλυνση του συντονισμού των αναληφθεισών ενεργειών από τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές·

στ)

τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Η Αρχή μοιράζεται τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 32

Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς

1.   Η Αρχή παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών εντός στις οποίες δραστηριοποιούνται συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και εκτίμηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς σε αυτούς τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές.

2.   Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν, αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές:

α)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές·

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές·

γ)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής στη χρηματοοικονομική θέση ενός συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές και στην ενημέρωση των επενδυτών και των πελατών.

3.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή περιλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

4.   Η Αρχή διασφαλίζει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις

1.   Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

2.   Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Στην έκθεση του άρθρου 43 παράγραφος 5, η Αρχή παρουσιάζει τις διοικητικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή με διοικήσεις τρίτων χωρών και τη βοήθεια που παρεσχέθη για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας.

Άρθρο 34

Λοιπά καθήκοντα

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2.   Όσον αφορά τις προληπτικές εκτιμήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/ΕΚ και οι οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 10β στοιχείο ε) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/ΕΚ. Το άρθρο 35 εφαρμόζεται στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη.

Άρθρο 35

Συγκέντρωση πληροφοριών

1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διαθέτουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες και ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών είναι αναγκαίο λόγω της φύσης του εν λόγω καθήκοντος.

2.   Η Αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται, όπου είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας ενιαίους μορφοτύπους υποβολής στοιχείων.

3.   Σε δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Αρχή μπορεί να παράσχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 70.

4.   Πριν ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για να αποφύγει την επικάλυψη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει υπόψη όλα τα υφιστάμενα σχετικά στατιστικά στοιχεία που παράγονται και διανέμονται από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών.

5.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές εγκαίρως, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο αρμόδιο για τα οικονομικά υπουργείο, αν έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην εθνική κεντρική τράπεζα ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

6.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στους σχετικούς συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι αναγκαίες οι πληροφορίες σχετικά με τους μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές.

Η Αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις αιτήσεις, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 5.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των πληροφοριών.

7.   Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου μόνο για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 36

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.   Η Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2.   Η Αρχή παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και εγκαίρως τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, παρέχονται, χωρίς χρονοτριβή, στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θεσπίζει τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών, ιδίως πληροφοριών που αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

3.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η Αρχή συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και εκτιμά τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ και το Συμβούλιο τους σχετικούς λόγους.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση του Συμβουλίου και του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

6.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στον μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 37

Ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών

1.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών. Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών γνωμοδοτεί σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με βάση το άρθρα 10 έως 15 όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα και, στον βαθμό που αυτές δεν αφορούν μεμονωμένους συμμετέχοντες σε χρηματοοικονομικές αγορές, το άρθρο 16 όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν χρειάζεται να αναληφθεί δράση επειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται ανέφικτη, η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών ενημερώνεται όσο το δυνατόν συντομότερα.

Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών συνεδριάζει τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.

2.   Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν στη σωστή αναλογία συμμετέχοντες σε χρηματοοικονομικές αγορές που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, τους εκπροσώπους των υπαλλήλων τους καθώς και τους καταναλωτές, τους χρήστες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και τους αντιπροσώπους των ΜΜΕ. Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί. Δέκα από τα μέλη της αντιπροσωπεύουν τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές.

3.   Τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει κατάλληλα τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση.

4.   Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

Τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

5.   Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών μπορεί να υποβάλλει στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα των άρθρων 10 έως 16 και των άρθρων 29, 30 και 32.

6.   Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών της.

7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

Άρθρο 38

Διασφαλίσεις

1.   Η Αρχή διασφαλίζει ότι καμία απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει των άρθρων 18 ή 19 δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών.

2.   Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή και στην Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση του κράτους μέλους, η Αρχή ενημερώνει το κράτος μέλος εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί. Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, δηλώνει ότι δεν θίγονται οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες.

Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το Συμβούλιο αποφασίζει, με πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων, σε μία από τις συνόδους του, το αργότερο εντός δύο μηνών μετά την ενημέρωση του κράτους μέλους από την Αρχή, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

Σε περίπτωση που το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να διατηρήσει την απόφαση της Αρχής, σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο, η απόφαση της Αρχής παύει να ισχύει.

3.   Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή, ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Το Συμβούλιο συγκαλεί σύνοδο, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, και αποφασίζει, με απλή πλειοψηφία των μελών του, αν η απόφαση της Αρχής ανακαλείται.

Εφόσον το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να ανακαλέσει την απόφαση της Αρχής σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, η αναστολή της απόφασης της Αρχής παύει να ισχύει.

4.   Όταν το Συμβούλιο έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να μην ανακαλέσει απόφαση της Αρχής που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3, το δε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί ακόμη ότι η απόφαση της Αρχής προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή και την Αρχή και να ζητήσει από το Συμβούλιο να επανεξετάσει το θέμα. Το εν λόγω κράτος μέλος εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με την απόφαση του Συμβουλίου.

Εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ενημέρωση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αρχική του απόφαση ή λαμβάνει νέα απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων μπορεί να παραταθεί κατά τέσσερις επιπλέον εβδομάδες από το Συμβούλιο, εφόσον το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης.

5.   Κάθε κατάχρηση του παρόντος άρθρου, ιδίως σε σχέση με απόφαση της Αρχής η οποία δεν έχει σημαντικό ή υλικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, απαγορεύεται ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή ενημερώνει κάθε επώνυμο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 3.

2.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει αυτήν την απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή του συμμετέχοντος στις χρηματοοικονομικές αγορές που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή δεν συνάδει με το έννομο συμφέρον των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Συμβούλιο εποπτών

Άρθρο 40

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

α)

τον πρόεδρο, χωρίς δικαίωμα ψήφου·

β)

τον επικεφαλής της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως·

γ)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου·

δ)

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, χωρίς δικαίωμα ψήφου·

ε)

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2.   Το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί συνεδριάσεις με την ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

3.   Κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από αυτήν, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

4.   Σε κράτη μέλη με πλείονες αρχές αρμόδιες για την εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της σχετικής εθνικής αρχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

5.   Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 97/9/ΕΚ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο των αρμόδιων φορέων οι οποίοι διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

6.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο εποπτών και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα για να διευκολύνει την αμερόληπτη επίλυση της διαφωνίας, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη, ούτε άμεσους δεσμούς με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 19 παράγραφος 2, η ομάδα προτείνει απόφαση για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 44 παράγραφος 1.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της ομάδας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία

Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 43

Καθήκοντα

1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο II.

2.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II.

3.   Το συμβούλιο εποπτών ορίζει τον πρόεδρο.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

5.   Το συμβούλιο εποπτών, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 53 παράγραφος 7, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

7.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 63.

8.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 5 ή το άρθρο 51 παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 44

Λήψη αποφάσεων

1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος έχει μια ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο και του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, για τις αποφάσεις που λαμβάνει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα θεωρείται εκδοθείσα, εφόσον εγκριθεί με απλή πλειοψηφία, εκτός εάν απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Για όλες τις άλλες αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών. Κάθε μέλος έχει μια ψήφο.

2.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, περιλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο διοίκησης

Άρθρο 45

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Η εν λόγω θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

2.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.

Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

4.   Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκτός από τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες σε χρηματοοικονομικές αγορές.

Άρθρο 46

Ανεξαρτησία

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 47

Καθήκοντα

1.   Το συμβούλιο διοίκησης εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).

5.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 72.

6.   Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, περιλαμβανομένων των πεπραγμένων όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, με βάση σχέδιο έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 53 παράγραφος 7, προς το συμβούλιο εποπτών προς έγκριση.

7.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8.   Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Πρόεδρος

Άρθρο 48

Διορισμός και καθήκοντα

1.   Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης.

2.   Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

Προτού αναλάβει τα καθήκοντά του και έως έναν μήνα μετά την επιλογή από το συμβούλιο εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται, μετά από ακρόαση του υποψηφίου που επέλεξε το συμβούλιο εποπτών, να διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με τον ορισμό του επιλεγέντος.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει, μεταξύ των μελών του, αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.

3.   Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.   Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν απόφασης του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος δεν εμποδίζει το συμβούλιο εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 49

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 50

Έκθεση

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή του να προβαίνει σε κατάθεση, σεβόμενος πλήρως την ανεξαρτησία του. Ο πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.

2.   Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από την υποβολή της κατάθεσης κατά την παράγραφο 1.

3.   Πέρα από τις πληροφορίες που μνημονεύονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4

Εκτελεστικός διευθυντής

Άρθρο 51

Διορισμός

1.   Την Αρχή διοικεί εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από επιβεβαίωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τις αγορές και τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές και την εμπειρία του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, καθώς και τη διευθυντική πείρα του, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ιδίως:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 52

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο εκτελεστικός διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 53

Καθήκοντα

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του συμβουλίου διοίκησης.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του συμβουλίου διοίκησης.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να διασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

5.   Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής προετοιμάζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 63, και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 64.

7.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοοικονομικής και διοικητικής φύσης.

8.   Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 68 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Μεικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών

Άρθρο 54

Σύσταση

1.   Συγκροτείται Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

2.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ, στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), συγκεκριμένα όσον αφορά:

τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων,

τη λογιστική και τους ελέγχους,

τις μικροπροληπτικές αναλύσεις διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα,

τα επενδυτικά προϊόντα για μικροεπενδυτές,

τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και

την ανταλλαγή πληροφοριών με το ΕΣΣΚ και την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ του ΕΣΣΚ και των ΕΕΑ.

3.   Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως γραμματεία. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

4.   Σε περίπτωση που συμμετέχων σε χρηματοοικονομική αγορά εκτείνεται σε διαφορετικούς τομείς, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 56.

Άρθρο 55

Σύνθεση

1.   Η Μεικτή Επιτροπή αποτελείται από τους προέδρους των ΕΕΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο οποιασδήποτε υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 57.

2.   Στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής, καθώς και οποιωνδήποτε υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 57, προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

3.   Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.

4.   Η Μεικτή Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.

Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 10 έως 15, 17, 18 ή 19 του παρόντος κανονισμού οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης ενωσιακής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), εγκρίνονται παράλληλα από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.

2.   Η υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.   Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μεικτής Επιτροπής.

4.   Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες υποεπιτροπές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο προσφυγών

Άρθρο 58

Σύνθεση και λειτουργία

1.   Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινό όργανο των ΕΕΑ.

2.   Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής πείρας, καθώς και εποπτικής εμπειρίας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των κινητών αξιών και αγορών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Το συμβούλιο προσφυγών έχει επαρκή νομική εμπειρία, ώστε να παράσχει εμπεριστατωμένες νομικές γνώμες όσον αφορά τη νομιμότητα της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

3.   Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δυο αναπληρωματικά από πίνακα των επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

4.   Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.   Δεν είναι δυνατόν να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλος του συμβουλίου προσφυγών το οποίο ορίστηκε από το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το συμβούλιο διοίκησης λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

6.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η αποφασιστική πλειοψηφία περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.

7.   Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

8.   Οι ΕΕΑ διασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 59

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οποιεσδήποτε οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα σε σχέση με την Αρχή, το συμβούλιο διοίκησής της ή το συμβούλιο εποπτών της.

2.   Τα μέλη των συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3.   Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.   Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της συμμετοχής μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Καμία ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρ’ όλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, πέραν της ένστασης όσον αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του, εκτός και αν το αναπληρωματικό μέλος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση. Εάν το αναπληρωματικό μέλος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, ο πρόεδρος της Αρχής ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται δημοσίως, ετησίως και είναι έγγραφες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 60

Προσφυγές

1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής που προβλέπεται στα άρθρα 17, 18 και 19 και οποιασδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την άσκησή της.

3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των δικών του κοινοποιήσεων ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί είτε να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής, είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και το όργανο αυτό εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση.

6.   Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 61

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

2.   Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

3.   Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ.

4.   Η Αρχή υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προϋπολογισμός της Αρχής

1.   Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (47) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

α)

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία συμμετεχόντων στις χρηματοοικονομικές αγορές, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις θα συνεχίσει να εφαρμόζεται πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας της 31ης Οκτωβρίου 2014·

β)

επιχορήγηση από την Ένωση, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»)·

γ)

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης.

2.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, τις δαπάνες επαγγελματικής επιμόρφωσης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.   Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος σχέδιο κατάστασης προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και το διαβιβάζει, συνοδευόμενο από το οργανόγραμμα, στο συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών. Κάθε έτος, βάσει του σχεδίου κατάστασης που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή και εγκρίνεται από το συμβούλιο διοίκησης, το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το συμβούλιο εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το συμβούλιο διοίκησης.

2.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (αποκαλούμενα εφεξής από κοινού ως «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το σχέδιο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

6.   Το συντομότερο δυνατό, το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. Πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Εφόσον ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

7.   Για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αρχής, που λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2011, η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως εντολέας αξιωματούχος και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο συμβούλιο διοίκησης.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5.   Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου διοίκησης, στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.

8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9.   Μέχρι τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν, περιλαμβανομένων των εσόδων από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (48), εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 66

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.

3.   Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή, καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

Άρθρο 68

Προσωπικό

1.   Για το προσωπικό της Αρχής, περιλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.   Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

4.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 69

Ευθύνη της Αρχής

1.   Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 70

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης, ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 της ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

Στους ανωτέρω εφαρμόζεται το άρθρο 16 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, το προσωπικό, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε οποιοιδήποτε άλλοι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του προσωπικού της Αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, καμία εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή υπό οποιαδήποτε μορφή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων συμμετεχόντων σε χρηματοοικονομικές αγορές.

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τους συμμετέχοντες σε χρηματοοικονομικές αγορές.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας των παραγράφων 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της (49).

Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 72

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει, ως τις 31 Μαΐου 2011, πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 73

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Για την Αρχή ισχύει ο κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (50).

2.   Το συμβούλιο διοίκησης αποφασίζει σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην Αρχή.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 74

Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από τη λήψη έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, περιλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 75

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.   Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή σε τρίτες χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

2.   Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, όπως προβλέπεται σε διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.

3.   Με βάση τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν, ιδίως, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τις διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο έργο της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Μπορούν να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω χώρες δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις αφορούν μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

METABATIΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 76

Προπαρασκευαστικές ενέργειες

1.   Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν από τη σύσταση της Αρχής, η ΕΕΡΑΑΚΑ ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή για να προετοιμάσει την αντικατάσταση της ΕΕΡΑΑΚΑ από την Αρχή.

2.   Από τη σύσταση της Αρχής, υπεύθυνη για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής είναι η Επιτροπή, μέχρις ότου η Αρχή διορίσει εκτελεστικό διευθυντή.

Προς τον σκοπό αυτόν, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκτελεστικός διευθυντής μετά τον διορισμό του από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 51, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή. Αυτό το χρονικό διάστημα περιορίζεται στον χρόνο που είναι απαραίτητος για τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή της Αρχής.

Ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, αφού λάβει την έγκριση του συμβουλίου διοίκησης, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του οργανογράμματος της Αρχής.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών του συμβουλίου εποπτών και του συμβουλίου διοίκησης.

4.   Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της ΕΕΡΑΑΚΑ. Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΡΑΑΚΑ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΡΑΑΚΑ θα συντάξει κατάσταση στην οποία θα εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση θα ελεγχθεί και θα εγκριθεί από την ΕΕΡΑΑΚΑ και από την Επιτροπή.

Άρθρο 77

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 68, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και συμφωνίες αποσπάσεων που συνάπτονται από την ΕΕΡΑΑΚΑ ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2011 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.   Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με σύμβαση στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιορισμένη στο προσωπικό που έχει συμβάσεις με την ΕΕΡΑΑΚΑ ή τη γραμματεία της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία των ατόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων του πριν από την πρόσληψη.

3.   Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.   Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 78

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 79

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΡΑΑΚΑ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 80

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της ΕΕΡΑΑΚΑ καταργείται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Άρθρο 81

Επανεξέταση

1.   Έως τις 2 Ιανουαρίου 2014 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α)

τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές,

i)

τη σύγκλιση ως προς τη λειτουργική ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση·

ii)

την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αυτονομία της Αρχής·

β)

τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών·

γ)

την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των ενωσιακών μηχανισμών χρηματοδότησης·

δ)

τον ρόλο της Αρχής όσον αφορά τον συστημικό κίνδυνο·

ε)

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 38·

στ)

την εφαρμογή του δεσμευτικού μεσολαβητικού ρόλου που θεσπίζει το άρθρο 19.

2.   Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:

α)

ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοοικονομικών αγορών·

β)

ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και η εποπτεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη·

γ)

ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ·

δ)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις·

ε)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ·

στ)

υπάρχει επαρκής λογοδοσία και διαφάνεια σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας·

ζ)

οι πόροι της Αρχής επαρκούν για την επιτέλεση των καθηκόντων της·

η)

ενδείκνυται να διατηρηθεί η έδρα της Αρχής ή να μεταφερθούν οι ΕΕΑ σε ενιαία έδρα προκειμένου να αναβαθμιστεί ο μεταξύ τους συντονισμός.

3.   Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης εποπτείας ιδρυμάτων ή υποδομών πανευρωπαϊκής εμβέλειας και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση για το αν είναι σκόπιμο να ανατεθούν στην Αρχή περαιτέρω εποπτικές αρμοδιότητες στον τομέα αυτόν.

4.   Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, εάν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 82

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 76 και το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

Η Αρχή ιδρύεται την 1η Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 24 Νοεμβρίου 2010.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

O. CHASTEL


(1)  ΕΕ C 13 της 20.1.2010, σ. 1.

(2)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2010.

(4)  ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 453.

(5)  ΕΕ C 25 E της 29.1.2004, σ. 394.

(6)  ΕΕ C 175 E της 10.7.2008, σ. 392.

(7)  ΕΕ C 8 E της 14.1.2010, σ. 26.

(8)  ΕΕ C 9 E της 15.1.2010, σ. 48.

(9)  ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 214.

(10)  ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 292.

(11)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1

(12)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(13)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 23.

(14)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 28.

(15)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 18.

(16)  Συλλογή 2006, σ. I-03771, σκέψη 44.

(17)  ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22.

(18)  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45.

(19)  ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1.

(20)  ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43.

(21)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(22)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(23)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(24)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

(25)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(26)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.

(27)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

(28)  ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1.

(29)  ΕΕ L 345 της 8.12.2006, σ. 1.

(30)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(31)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16.

(32)  ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5.

(33)  Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1).

(34)  ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164.

(35)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

(36)  ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.

(37)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(38)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(39)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(40)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(41)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(42)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(43)  ΕΕ L 253 της 25.9.2009, σ. 8.

(44)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(45)  Βλέπε σελίδα 12 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας

(46)  Βλέπε σελίδα 48 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας

(47)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(48)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

(49)  ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1.

(50)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.


ΟΔΗΓΙΕΣ

15.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 331/120


ΟΔΗΓΊΑ 2010/78/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

για τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 50, το άρθρο 53 παράγραφος 1 και τα άρθρα 62 και 114,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοοικονομική κρίση του 2007 και του 2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοοικονομικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοοικονομικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εποπτικά μοντέλα εθνικής βάσης υπερκεράστηκαν από τη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση και την πραγματικότητα των ενοποιημένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών αγορών, όπου πολλά χρηματοοικονομικά ιδρύματα λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στους τομείς της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών αρμόδιων αρχών.

(2)

Με διάφορα ψηφίσματα προ και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απηύθυνε έκκληση να αρχίσει πορεία προς πιο ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εποπτεία, προκειμένου να εξασφαλιστούν πραγματικοί ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους παράγοντες σε επίπεδο Ένωσης και να αντικατοπτρίζεται η αυξανόμενη ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ένωση (ψηφίσματα της 13ης Απριλίου 2000 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοοικονομικές αγορές: σχέδιο δράσης, της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (2005-2010) — Λευκή Βίβλος, της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) και της 9ης Οκτωβρίου 2008 με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας, και θέσεις της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας).

(3)

Τον Νοέμβριο του 2008, η Επιτροπή ανέθεσε σε ομάδα υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière να προβεί σε διατύπωση συστάσεων για τους τρόπους ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εποπτικών καθεστώτων, με στόχο τη βελτίωση της προστασίας του πολίτη και την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Με την τελική της έκθεση που παρουσιάστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 («έκθεση de Larosière»), η ομάδα υψηλού επιπέδου πρότεινε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοοικονομικών κρίσεων. Συνέστησε μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα στην Ένωση. Με την έκθεση de Larosière προτάθηκε επίσης να δημιουργηθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ) — μια για τον τομέα των τραπεζών, μια για τον τομέα των κινητών αξιών και μια για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων— και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου.

(4)

Με την από 4 Μαρτίου 2009 ανακοίνωσή της με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ, ενώ με την από 27 Μαΐου 2009 ανακοίνωσή της με τίτλο «Ευρωπαϊκή Χρηματοπιστωτική Εποπτεία» παρέσχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου.

(5)

Με τα συμπεράσματά του κατόπιν της διασκέψεως της 18ης και 19ης Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις νέες ΕΕΑ. Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων, η κατάρτιση ευρωπαϊκού ενιαίου εγχειριδίου κανόνων, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα της εσωτερικής αγοράς. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε ότι οι ΕΕΑ θα πρέπει να έχουν αρμοδιότητες εποπτείας όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να επεξεργαστεί συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΧΕ θα μπορεί να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης.

(6)

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε τρεις προτάσεις κανονισμών σχετικά με τη θέσπιση του ΕΣΧΕ, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δημιουργία των τριών ΕΕΑ.

(7)

Για την αποτελεσματική λειτουργία του ΕΣΧΕ απαιτούνται αλλαγές σε νομικές πράξεις της Ένωσης στον τομέα της λειτουργίας των τριών ΕΕΑ. Οι αλλαγές αυτές αφορούν τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής ορισμένων αρμοδιοτήτων των ΕΕΑ, την ενσωμάτωση ορισμένων εξουσιών σε νομικές πράξεις της Ένωσης και τις τροποποιήσεις που απαιτούνται για την εξασφάλιση εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των ΕΕΑ στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ.

(8)

Η σύσταση των τριών ΕΕΑ θα πρέπει να συνοδεύεται μεταξύ άλλων από την ανάπτυξη ενιαίου εγχειριδίου κανόνων, ώστε να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και ομοιόμορφη εφαρμογή και, ως εκ τούτου, μια αποτελεσματικότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(9)

Οι κανονισμοί για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ προβλέπουν ότι οι ΕΕΑ μπορούν να καταρτίσουν σχέδια τεχνικών προτύπων σε τομείς που καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία, τα οποία θα υποβάλλονται στην Επιτροπή προκειμένου να εγκριθούν σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) διά πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίσει το πρώτο σύνολο τέτοιων τομέων και δεν προδικάζει τη μελλοντική προσθήκη άλλων τομέων.

(10)

Η σχετική νομοθεσία θα πρέπει να καθορίζει τους τομείς στους οποίους οι ΕΕΑ είναι εξουσιοδοτημένες να καταρτίζουν σχέδια τεχνικών προτύπων, καθώς και τον τρόπο έγκρισης των κανόνων αυτών. Η σχετική νομοθεσία θα πρέπει να ορίζει τα στοιχεία, τις προϋποθέσεις και τις προδιαγραφές που περιγράφονται στο άρθρο 290 ΣΛΕΕ για τις περιπτώσεις πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση.

(11)

Ο καθορισμός των τομέων για τα τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να γίνει με την επίτευξη κατάλληλης ισορροπίας όσον αφορά τη δημιουργία ενιαίου συνόλου εναρμονισμένων κανόνων και χωρίς να περιπλέκεται άσκοπα ο κανονισμός και η εφαρμογή. Θα πρέπει να επιλεγούν μόνο οι τομείς στους οποίους η θέσπιση τεχνικών κανόνων συνεκτικών μεταξύ τους θα συμβάλει αισθητά και αποτελεσματικά στην επίτευξη των στόχων της σχετικής νομοθεσίας, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις πολιτικής λαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σύμφωνα με τις συνήθεις διαδικασίες τους.

(12)

Τα θέματα που υπόκεινται σε τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να είναι καθαρά τεχνικής φύσεως και η διαμόρφωσή τους να απαιτεί τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων σε θέματα εποπτείας. Τα τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται ως πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση θα πρέπει να αναπτύσσουν, να διευκρινίζουν και να καθορίζουν περαιτέρω τους όρους της συνεπούς εναρμόνισης των κανόνων που περιλαμβάνονται στα βασικά μέσα που έχουν θεσπιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συμπληρώνοντας ή τροποποιώντας ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης. Τα τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται ως εκτελεστικές πράξεις θα πρέπει να ορίζουν τους όρους της ομοιόμορφης εφαρμογής των νομικώς δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης. Τα τεχνικά πρότυπα δεν θα πρέπει να αφορούν επιλογές πολιτικής.

(13)

Στην περίπτωση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ενδείκνυται η χρήση της διαδικασίας των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (4), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (5) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (6) αντιστοίχως. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να εγκρίνονται βάσει της διαδικασίας του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προσυπέγραψε την τετραεπίπεδη «διαδικασία Lamfalussy» προκειμένου να καταστεί η ρυθμιστική διεργασία της χρηματοοικονομικής νομοθεσίας της Ένωσης αποτελεσματικότερη και διαφανέστερη. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει μέτρα επιπέδου 2 σε πολλούς τομείς και ήδη ισχύουν πολλοί κανονισμοί και οδηγίες της Επιτροπής επιπέδου 2. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα αποσκοπούν στην περαιτέρω ανάπτυξη, διευκρίνιση ή καθορισμό των όρων εφαρμογής αυτών των μέτρων επιπέδου 2, θα πρέπει να εγκρίνονται μόνο μετά τη θέσπιση των σχετικών μέτρων επιπέδου 2 και θα πρέπει να είναι συμβατά με αυτό το μέτρο επιπέδου 2.

(14)

Τα δεσμευτικά τεχνικά πρότυπα συμβάλλουν στην κατάρτιση ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τη νομοθεσία στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όπως δέχτηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τα συμπεράσματα του Ιουνίου 2009. Στον βαθμό κατά τον οποίο ορισμένες απαιτήσεις των ενωσιακών νομοθετικών πράξεων δεν είναι πλήρως εναρμονισμένες, τα δεσμευτικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσουν, διευκρινίζουν ή καθορίζουν τους όρους εφαρμογής αυτών των απαιτήσεων δεν πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες ή να επιβάλλουν αυστηρότερες απαιτήσεις. Τα τεχνικά πρότυπα θα πρέπει συνεπώς να επιτρέπουν στα κράτη μέλη να πράττουν κατ’ αυτόν τον τρόπο σε συγκεκριμένους τομείς, όταν οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις προβλέπουν τη διακριτική αυτή ευχέρεια.

(15)

Όπως ορίζουν οι κανονισμοί για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ, πριν από την υποβολή των τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, οι ΕΕΑ θα πρέπει, εφόσον απαιτείται, να διεξάγουν ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα πρότυπα αυτά και να προβαίνουν σε ανάλυση του αναμενόμενου κόστους και ωφέλειας.

(16)

Τα τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν μεταβατικά μέτρα, με την προϋπόθεση να υπάρχουν κατάλληλες προθεσμίες, εάν το κόστος της άμεσης εφαρμογής αναμένεται υπερβολικό σε σχέση με τα σχετικά οφέλη.

(17)

Οι κανονισμοί για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ προβλέπουν μηχανισμό διευθέτησης διαφωνιών μεταξύ των εθνικών αρμόδιων αρχών. Εφόσον αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης άλλης αρμόδιας αρχής σε τομείς προσδιοριζόμενους σε νομικές πράξεις της Ένωσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1093/2010, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1094/2010 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1095/2010, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σχετική νομοθεσία απαιτεί συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από εθνικές αρμόδιες αρχές σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, οι ΕΕΑ, κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσοτέρων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να μπορούν να βοηθήσουν τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία εντός της προθεσμίας που θέτουν οι ΕΕΑ, για τον καθορισμό της οποίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές προθεσμίες που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία και το πόσο επείγουσα και πολύπλοκη είναι η διαφωνία. Εάν η διαφωνία συνεχιστεί, οι ΕΕΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να διευθετήσουν το θέμα.

(18)

Οι κανονισμοί για τη σύσταση των ΕΕΑ απαιτούν να ορίζονται στην τομεακή νομοθεσία οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται να εφαρμόζεται ο μηχανισμός διευθέτησης διαφωνιών μεταξύ εθνικών αρμόδιων αρχών. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίσει το πρώτο σύνολο τέτοιων περιπτώσεων και να μην προδικάσει τη μελλοντική προσθήκη άλλων περιπτώσεων. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις ΕΕΑ να ενεργούν σύμφωνα με άλλες εξουσίες ή να εκπληρώνουν καθήκοντα που ορίζονται στους συστατικούς κανονισμούς τους, συμπεριλαμβανομένης της μη δεσμευτικής διαμεσολάβησης και της συμβολής στη συνεπή, αποτελεσματική και ουσιαστική εφαρμογή των νομικών πράξεων της Ένωσης. Επιπλέον, στους τομείς στους οποίους η σχετική νομική πράξη προβλέπει ήδη κάποιας μορφής μη δεσμευτική διαμεσολάβηση ή στους οποίους υπάρχουν χρονικά όρια για τη λήψη των κοινών αποφάσεων από μία ή περισσότερες εθνικές αρμόδιες αρχές, απαιτούνται τροποποιήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί, αφενός, η σαφήνεια και η ελάχιστη διατάραξη της διαδικασίας που αποβλέπει στη λήψη κοινής απόφασης και, αφετέρου, ότι, εφόσον απαιτείται, οι ΕΕΑ θα είναι σε θέση να επιλύουν τις διαφωνίες. Η δεσμευτική διαδικασία επίλυσης διαφωνιών έχει προορισμό να διευθετεί καταστάσεις κατά τις οποίες οι εθνικές αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να επιλύσουν με συνεννόηση μεταξύ τους ορισμένα διαδικαστικά ή ουσιώδη ζητήματα σχετιζόμενα με τη συμμόρφωση προς τις νομικές πράξεις της Ένωσης.

(19)

Επομένως, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εντοπίζει καταστάσεις στις οποίες κάποιο διαδικαστικό ή ουσιαστικό θέμα συμμόρφωσης με τη νομοθεσία της Ένωσης χρειάζεται να επιλυθεί και οι εθνικές αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να λύσουν μόνες τους το πρόβλημα. Σε τέτοια περίπτωση, μία από τις εμπλεκόμενες εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην αρμόδια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή. Η εν λόγω Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τον ιδρυτικό της κανονισμό και την παρούσα οδηγία. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή θα πρέπει να μπορεί να απαιτήσει από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης, με δεσμευτικά αποτελέσματα για τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σχετική νομική πράξη της Ένωσης αφήνει περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη, οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής θα πρέπει να μην υποκαθιστούν την άσκηση διακριτικής ευχέρειας των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

(20)

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (7) προβλέπει διαμεσολάβηση ή κοινές αποφάσεις όσον αφορά τον καθορισμό σημαντικών υποκαταστημάτων για τους σκοπούς της συμμετοχής σε σώμα εποπτείας, της επικύρωσης υποδειγμάτων και της εκτίμησης κινδύνου ομίλων. Σε όλους αυτούς τους τομείς, οι τροποποιήσεις θα πρέπει να αναφέρουν σαφώς ότι σε περίπτωση διαφωνίας κατά την προβλεπόμενη χρονική περίοδο, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) δύναται να επιλύσει τη διαφωνία προσφεύγοντας στη διαδικασία κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η εν λόγω πρόβλεψη καθιστά σαφές ότι, αν και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) δεν θα πρέπει να υποκαθιστά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των αρμοδίων αρχών σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης, θα πρέπει να είναι δυνατόν οι διαφωνίες να επιλύονται και η συνεργασία να ενισχύεται πριν κάποιο ίδρυμα προβεί στη λήψη ή στην έκδοση τελικής απόφασης.

(21)

Για να διασφαλιστεί η ομαλή μεταβίβαση των σημερινών καθηκόντων της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών στις νέες ΕΕΑ, οι αναφορές σε αυτές τις επιτροπές θα πρέπει να αντικατασταθούν στη σχετική νομοθεσία από αναφορές στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) αντιστοίχως.

(22)

Προκειμένου να καταστεί πλήρως αποτελεσματικό το νέο πλαίσιο που θεσπίζεται με τη ΣΛΕΕ, είναι αναγκαίο να προσαρμοστούν και να αντικατασταθούν οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονταν δυνάμει του άρθρου 202 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (συνθήκη ΕΚ) από τις κατάλληλες διατάξεις σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ. Η αναθεώρηση αυτή θα πρέπει να καταστεί οριστική εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, ενώ οι εναπομένουσες αρμοδιότητες που είχαν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 202 της συνθήκης ΕΚ θα παύσουν να ισχύουν κατά την εν λόγω ημερομηνία.

(23)

Η ευθυγράμμιση των διαδικασιών επιτροπής με τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και ειδικότερα με τα άρθρα 290 και 291, θα πρέπει να γίνει για κάθε περίπτωση χωριστά. Για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές και να καθοριστούν οι απαιτήσεις που τίθενται με τις οδηγίες που τροποποιούνται από την παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εγκρίνει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ.

(24)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να διαθέτουν τρεις μήνες από την ημέρα κοινοποίησης για να αντιταχθούν σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, θα πρέπει να είναι δυνατόν να παραταθεί η διορία αυτή κατά τρεις μήνες λόγω σημαντικών προβληματισμών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνουν τα άλλα όργανα για την πρόθεσή τους να μην προβάλουν αντιρρήσεις. Αυτή η πρώιμη έγκριση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ενδείκνυται ιδιαίτερα όποτε πρέπει να τηρηθούν προθεσμίες, παραδείγματος χάριν όταν στη βασική πράξη προβλέπονται προθεσμίες για την εκ μέρους της Επιτροπής έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση.

(25)

Με τη δήλωση 39 σχετικά με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, η οποία προσαρτάται στην Τελική Πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία ενέκρινε τη συνθήκη της Λισαβόνας, η διάσκεψη έλαβε γνώση της πρόθεσης της Επιτροπής να εξακολουθήσει να συμβουλεύεται εμπειρογνώμονες διορισμένους από τα κράτη μέλη κατά την προπαρασκευή σχεδίων πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της.

(26)

Η νέα δομή των εποπτικών φορέων που θέσπισε το ΕΣΧΕ απαιτεί τη στενή συνεργασία των εθνικών αρμόδιων αρχών με τις ΕΕΑ. Οι τροποποιήσεις της σχετικής νομοθεσίας θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν νομικά εμπόδια στις υποχρεώσεις ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπουν οι κανονισμοί για τη σύσταση των ΕΕΑ.

(27)

Οι πληροφορίες που μεταδίδονται ή ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των ΕΕΑ ή του ΕΣΣΚ θα πρέπει να διέπονται από την υποχρέωση περί επαγγελματικού απορρήτου, την οποία οφείλουν να τηρούν τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί στις αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές.

(28)

Οι κανονισμοί για τη δημιουργία των ΕΕΑ προβλέπουν ότι αυτές μπορούν να αναπτύσσουν επαφές με εποπτικές αρχές από τρίτες χώρες και να συμβάλλουν στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες. Η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοοικονομικών μέσων (8) και η οδηγία 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να επιτρέπουν στις ΕΕΑ να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και να ανταλλάσσουν πληροφορίες στις περιπτώσεις που οι εν λόγω τρίτες χώρες είναι σε θέση να παράσχουν εγγυήσεις ότι θα προστατεύεται το επαγγελματικό απόρρητο.

(29)

Η ύπαρξη ενιαίου ενοποιημένου καταλόγου ή μητρώου για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, που επί του παρόντος αποτελεί καθήκον κάθε αρμόδιας εθνικής αρχής, θα βελτιώσει τη διαφάνεια και είναι καταλληλότερη στο πλαίσιο της ενιαίας χρηματοοικονομικής αγοράς. Στις ΕΕΑ θα πρέπει να ανατεθεί το καθήκον για την κατάρτιση, τη δημοσίευση και την τακτική ενημέρωση των μητρώων και των καταλόγων χρηματοοικονομικών παραγόντων στην Ένωση. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τον κατάλογο των αδειών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων τις οποίες χορηγούν οι εθνικές αρμόδιες αρχές, για το μητρώο όλων των επενδυτικών επιχειρήσεων και για τον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Ομοίως, στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) θα πρέπει να ανατεθεί το καθήκον για την κατάρτιση, τη δημοσίευση και την τακτική ενημέρωση του καταλόγου εγκριθέντων ενημερωτικών δελτίων και των πιστοποιητικών έγκρισης βάσει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση (9).

(30)

Στους τομείς στους οποίους οι ΕΕΑ είναι υποχρεωμένες να καταρτίζουν σχέδια τεχνικών προτύπων, τα εν λόγω σχέδια τεχνικών προτύπων θα πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή εντός τριών ετών από τη δημιουργία των ΕΕΑ, εκτός αν η σχετική νομοθετική πράξη ορίζει άλλη προθεσμία.

(31)

Τα καθήκοντα της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) όσον αφορά την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (10) δεν θα πρέπει να θίγουν την αρμοδιότητα του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών να προάγει την εύρυθμη λειτουργία συστημάτων πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 2 τέταρτη περίπτωση της ΣΛΕΕ.

(32)

Τα τεχνικά πρότυπα τα οποία θα καταρτίσει η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και σε σχέση με την οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (11) δεν θα πρέπει να θίγουν τις αρμοδιότητες των κρατών μελών όσον αφορά τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων αυτών κατά την οδηγία 2003/41/ΕΚ.

(33)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται να μεταβιβάζει την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη συμφωνίας της εν λόγω αρμόδιας αρχής. Σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, οι εν λόγω συμφωνίες μεταβίβασης πρέπει να κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την έναρξη ισχύος τους. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας όσον αφορά τη μεταβίβαση έγκρισης δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ, η οποία προβλέπει βραχύτερες προθεσμίες, είναι σκόπιμο να μην εφαρμόζεται το άρθρο 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 στην περίπτωση αυτή.

(34)

Επί του παρόντος δεν είναι αναγκαίο οι ΕΕΑ να καταρτίζουν σχέδια τεχνικών προτύπων για τις υφιστάμενες απαιτήσεις σύμφωνα με τις οποίες τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, ΟΣΕΚΑ και τις εταιρείες διαχείρισής τους πρέπει να διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και πείρας για να εξασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή διαχείρισή τους. Ωστόσο, λόγω της σημασίας των απαιτήσεων αυτών, οι ΕΕΑ θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στον προσδιορισμό των βέλτιστων πρακτικών σε κατευθυντήριες γραμμές και στη διασφάλιση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών και των διαδικασιών προληπτικής εποπτείας προς τις βέλτιστες αυτές πρακτικές. Οι ΕΕΑ θα πρέπει επίσης να προσδιορίζουν τη βέλτιστη πρακτική και να διασφαλίζουν τη σύγκλιση όσον αφορά τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας της έδρας των εν λόγω οργανισμών.

(35)

Το ευρωπαϊκό ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να διασφαλίζει την κατάλληλη εναρμόνιση των κριτηρίων και της μεθοδολογίας που εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές για την εκτίμηση του κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, σκοπός της ανάπτυξης σχεδίων τεχνικών προτύπων που αφορούν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων, την εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης και τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος κινδύνων αγοράς, κατά τα οριζόμενα στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της ποιότητας και της αξιοπιστίας των μεθόδων αυτών, όπως και η συνέπεια της αξιολόγησής τους από τις αρμόδιες αρχές. Τα εν λόγω τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να επιτρέπουν στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να αναπτύσσουν διαφορετικές μεθόδους βάσει της πείρας και των ιδιαιτεροτήτων τους, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (12) και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των σχετικών τεχνικών προτύπων.

(36)

Εφόσον οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των δικαιούχων και ως εκ τούτου των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας και βιωσιμότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, η διαφύλαξη της πραγματικής οικονομίας, η προστασία των δημοσίων οικονομικών και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακάς τους, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(37)

Η Επιτροπή οφείλει, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014, να έχει υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την εκ μέρους των ΕΕΑ υποβολή των σχεδίων τεχνικών προτύπων που προβλέπει η παρούσα οδηγία και να υποβάλει κάθε ενδεδειγμένη πρόταση.

(38)

Η οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (13), η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοοικονομικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (14), η οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (15), η οδηγία 2003/41/ΕΚ, η οδηγία 2003/71/ΕΚ, η οδηγία 2004/39/ΕΚ, η οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (16), η οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (17), η οδηγία 2006/48/ΕΚ, η οδηγία 2006/49/ΕΚ και η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (18) θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στην οδηγία 98/26/ΕΚ

Η οδηγία 98/26/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 6, παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το κράτος μέλος στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος 2 ειδοποιεί αμέσως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, τα άλλα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (στο εξής “ΕΑΚΑΑ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19).

2)

Στο άρθρο 10 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη κατονομάζουν τα συστήματα και τους αντίστοιχους διαχειριστές των συστημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και την ενημερώνουν σχετικά με τις αρχές που έχουν επιλέξει σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές στον ιστότοπό της.».

3)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/87/ΕΚ

Η οδηγία 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 γνωστοποιεί στη μητρική επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου ή, ελλείψει μητρικής επιχείρησης, στη ρυθμιζόμενη οντότητα με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα ενός ομίλου, ότι ο όμιλος προσδιορίσθηκε ως χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων, και ότι ορίστηκε συντονιστής.

Ο συντονιστής ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές που έχουν δώσει άδεια λειτουργίας σε ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών καθώς και τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ) που συγκροτήθηκε με τα άρθρα 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (20), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (21) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (22) (στο εξής “Μεικτή Επιτροπή”), αντιστοίχως.

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιεύει στον ιστότοπό της και διατηρεί ενημερωμένο τον κατάλογο των προσδιορισμένων χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων. Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται μέσω υπερσυνδέσμου από τον ιστότοπο κάθε Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής.».

2)

Στο άρθρο 9, παράγραφος 2 προστίθεται το εξής στοιχείο:

«δ)

ρυθμίσεις που να μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη, εάν χρειαστεί, κατάλληλων διακανονισμών και σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης. Οι εν λόγω ρυθμίσεις θα προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε τακτά διαστήματα.».

3)

Ο τίτλος του τμήματος 3 αντικαθίσταται από τον εξής:

4)

Το εξής άρθρο προστίθεται στο τμήμα 3:

«Άρθρο 9α

Ρόλος της Μεικτής Επιτροπής

Η Μεικτή Επιτροπή μεριμνά, σύμφωνα με τα άρθρα 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως, για τη συνεπή διατομεακή και διασυνοριακή εποπτεία και συμμόρφωση προς τη νομοθεσία της Ένωσης.».

5)

Το άρθρο 10, παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Προκειμένου να διασφαλίζεται η κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ορίζεται ένας συντονιστής, υπεύθυνος για το συντονισμό και την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας, μεταξύ των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρχών του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Η ταυτότητα του συντονιστή δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Μεικτής Επιτροπής.».

6)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Προκειμένου να διευκολυνθεί η συμπληρωματική εποπτεία και να εδρασθεί σε ευρεία νομική βάση, ο συντονιστής και οι άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και, όπου απαιτείται, οι άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, εφαρμόζουν συμφωνίες συντονισμού. Οι συμφωνίες συντονισμού μπορούν να αναθέτουν πρόσθετα καθήκοντα στον συντονιστή και μπορούν να προσδιορίζουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, κατά τα άρθρα 3, 4, 5 παράγραφος 4, 6, 12 παράγραφος 2, 16 και 18, και τις διαδικασίες συνεργασίας με άλλες αρμόδιες αρχές.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 και τη διαδικασία του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, καταρτίζουν κατευθυντήριες γραμμές αποβλέπουσες στη σύγκλιση των εποπτικών μεθόδων, προκειμένου να καταστούν συνεπείς με τις περί συντονισμένης εποπτείας διατάξεις του άρθρου 131α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του άρθρου 248 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.».

7)

Στο άρθρο 12 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ανταλλάσσουν αυτού του είδους τις πληροφορίες με τις εξής αρχές όποτε ενδεχομένως απαιτηθεί για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους σε ό,τι αφορά τις ρυθμιζόμενες οντότητες χρηματοοικονομικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζουν οι τομεακοί κανόνες: κεντρικές τράπεζες, το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (23).

8)

Προστίθεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 12α

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με τη Μεικτή Επιτροπή

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τη Μεικτή Επιτροπή για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στη Μεικτή Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.».

9)

Το άρθρο 14 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε εντός της δικαιοδοσίας τους να μην υπάρχουν νομικά κωλύματα που να εμποδίζουν τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο της συμπληρωματικής εποπτείας, είτε πρόκειται για ρυθμιζόμενες οντότητες είτε όχι, από το να ανταλλάσσουν μεταξύ τους οποιαδήποτε πληροφορία μπορεί να είναι ουσιώδης για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας και από το να ανταλλάσσουν πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και με τις ΕΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως, όποτε είναι αναγκαίο μέσω της Μεικτής Επιτροπής.».

10)

Στο άρθρο 16 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τα μέτρα που μπορούν να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, δύνανται να καταρτίζουν κατευθυντήριες γραμμές για μέτρα σχετικά με τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.».

11)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων, όπου έχει εφαρμογή το άρθρο 5 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον οι ρυθμιζόμενες οντότητες των οποίων η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, υπόκεινται σε εποπτεία από την αρμόδια αρχή αυτής της τρίτης χώρας, ισοδύναμη με την προβλεπόμενη από την παρούσα οδηγία για τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2. Ο έλεγχος διεξάγεται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν ο συντονιστής αν ίσχυαν τα κριτήρια του άρθρου 10 παράγραφος 2, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ή με δική της πρωτοβουλία.

Η εν λόγω αρμόδια αρχή ζητά τη γνώμη των άλλων αρμόδιων αρχών και καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να συμμορφωθεί με τις τυχόν ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές που έχει καταρτίσει η Μεικτή Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.»,

β)

παρεμβάλλεται η εξής παράγραφος:

«1α.   Όταν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με την απόφαση που έχει ληφθεί από άλλη σχετική αρμόδια αρχή δυνάμει της παραγράφου 1, εφαρμόζονται τα άρθρα 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.».

12)

Το άρθρο 19, παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 218 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Επιτροπή οφείλει, με τη βοήθεια της Μεικτής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Ομίλων Ετερογενών Δραστηριοτήτων, να εξετάσει το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 και την προκύπτουσα εξ αυτών κατάσταση.».

13)

Στο άρθρο 20 παράγραφος 1 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Τα εν λόγω μέτρα δεν περιλαμβάνουν το αντικείμενο των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκχωρείται στην Επιτροπή σε σχέση με τα σημεία που απαριθμούνται στο άρθρο 21α.».

14)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, μπορούν να παρέχουν γενικές κατευθύνσεις ως προς το κατά πόσον τα καθεστώτα συμπληρωματικής εποπτείας των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών είναι σε θέση να επιτύχουν τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, σε σχέση με τις ρυθμιζόμενες οντότητες ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, η κεφαλή του οποίου εδρεύει σε τρίτη χώρα. Η Μεικτή Επιτροπή προβαίνει σε ανασκόπηση των εν λόγω κατευθύνσεων και λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες μεταβολές της συμπληρωματικής εποπτείας που πραγματοποιούνται από τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές.».

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Ως την 1η Δεκεμβρίου 2011 η Επιτροπή θα επανεξετάσει το άρθρο 20 και θα υποβάλει τυχόν ενδεδειγμένη νομοθετική πρόταση ώστε να επιτραπεί η πλήρης εφαρμογή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων βάσει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και των εκτελεστικών πράξεων βάσει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ όσον αφορά την παρούσα οδηγία. Με την επιφύλαξη των εκτελεστικών μέτρων που έχουν ήδη εγκριθεί, οι εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή στο άρθρο 21 να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα που παραμένουν μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας παύουν να ισχύουν από 1ης Δεκεμβρίου 2012.».

15)

Προστίθεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 21α

Τεχνικά πρότυπα

1.   Για τη διασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης της παρούσας οδηγίας, οι ΕΕΑ, δυνάμει του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως μπορούν να καταρτίσουν σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά:

α)

το άρθρο 2 παράγραφος 11 προκειμένου να διευκρινίσουν την εφαρμογή του άρθρου 17 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας,

β)

το άρθρο 2 παράγραφος 17, προκειμένου να καθορίσουν διαδικασίες ή να προσδιορίσουν κριτήρια για τον προσδιορισμό των “σχετικών αρμόδιων αρχών”,

γ)

το άρθρο 3 παράγραφος 5 προκειμένου να καθορίσουν τις εναλλακτικές παραμέτρους για τον προσδιορισμό χρηματοοικονομικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, βάσει της διαδικασίας των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

2.   Για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, δυνάμει του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως μπορούν να καταρτίσουν σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά:

α)

το άρθρο 6 παράγραφος 2 προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των μεθόδων υπολογισμού που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρος II, αλλά με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 4,

β)

το άρθρο 7 παράγραφος 2 προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των διαδικασιών για την προσθήκη των στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού της “συγκέντρωσης κινδύνων” στον εποπτικό έλεγχο στον οποίον αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 7 παράγραφος 2,

γ)

το άρθρο 8 παράγραφος 2 προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των διαδικασιών για την προσθήκη των στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού των “εντός του ομίλου συναλλαγών” στον εποπτικό έλεγχο στον οποίον αναφέρεται το τρίτο εδάφιο του άρθρου 8 παράγραφος 2.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.».

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2003/6/ΕΚ

Η οδηγία 2003/6/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 παράγραφος 5 προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (στο εξής “ΕΑΚΑΑ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των πράξεων που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με το παρόν άρθρο όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές αγοράς.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2)

Στο άρθρο 6 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«11.   Η ΕΑΚΑΑ δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει βάσει της παραγράφου 10, πρώτο εδάφιο, έκτη περίπτωση.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

3)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

το υπάρχον κείμενο αριθμείται ως παράγραφος 1,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«2.   Η ΕΑΚΑΑ δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των πράξεων που θεσπίζει η Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

4)

Στο άρθρο 14, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλα τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2.

Οσάκις η αρμόδια αρχή ανακοινώνει δημοσίως διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις, το παραπέμπει παράλληλα στην ΕΑΚΑΑ.

Εάν οι δημοσιοποιούμενες κυρώσεις αφορούν επενδυτική εταιρεία εγκεκριμένη βάσει της οδηγίας 2004/39, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει μνεία περί των δημοσιοποιημένων κυρώσεων στο μητρώο επενδυτικών εταιρειών που έχει δημιουργηθεί βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.».

5)

Προστίθεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 15α

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

6)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η αρμόδια αρχή της οποίας η αίτηση πληροφόρησης δεν λαμβάνει συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή της οποίας η αίτηση πληροφόρησης απορρίπτεται μπορεί να παραπέμπει την απόρριψη αυτήν ή την έλλειψη δράσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην ΕΑΚΑΑ. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη περίοδο, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη των δυνατοτήτων της να αρνηθεί να ενεργήσει μετά από αίτηση πληροφόρησης βάσει του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

στην παράγραφο 4, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, η αρμόδια αρχή της οποίας το αίτημα να διεξαχθεί έρευνα ή να επιτραπεί στους υπαλλήλους της να συνεργασθούν με τους υπαλλήλους της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους δεν λαμβάνει συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή απορρίπτεται μπορεί να παραπέμπει την απόρριψη αυτήν ή την έλλειψη δράσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην ΕΑΚΑΑ. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη περίοδο, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη των δυνατοτήτων της να αρνηθεί να ενεργήσει μετά από αίτηση πληροφόρησης βάσει του τέταρτου εδαφίου του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 2 και 4, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τις διαδικασίες και τις μορφές ανταλλαγής πληροφοριών και διασυνοριακών ελέγχων κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

7)

Παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 17α

Ως την 1η Δεκεμβρίου 2011 η Επιτροπή θα επανεξετάσει τα άρθρα 1, 6, 8, 14 και 16 και θα υποβάλει τυχόν ενδεδειγμένες νομοθετικές προτάσεις ώστε να επιτραπεί η πλήρης εφαρμογή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων βάσει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και των εκτελεστικών πράξεων βάσει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ όσον αφορά την παρούσα οδηγία. Με την επιφύλαξη των εκτελεστικών μέτρων που έχουν ήδη εγκριθεί, οι εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή στο άρθρο 17 να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα που παραμένουν μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας παύουν να ισχύουν από 1ης Δεκεμβρίου 2012.».

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2003/41/ΕΚ

Η οδηγία 2003/41/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 στοιχείο α) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«α)

το ίδρυμα είναι καταχωρισμένο σε εθνικό μητρώο από την αρμόδια αρχή ή εγκεκριμένο· σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, κατά το άρθρο 20, αναγράφονται στο μητρώο επίσης τα κράτη μέλη στα οποία λειτουργεί το ίδρυμα· οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (στο εξής “ΕΑΑΕΣ”), η οποία συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) και η οποία τις δημοσιεύει στον ιστότοπό της,

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 20, οι όροι λειτουργίας ιδρύματος εγκρίνονται προηγουμένως από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Όποτε χορηγούν αυτή την έγκριση, τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την ΕΑΑΕΣ.».

2)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

το υπάρχον κείμενο αριθμείται ως παράγραφος 1,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«2.   Η ΕΑΑΕΣ δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τους τύπους και τους μορφοτύπους των εγγράφων που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), περιπτώσεις i) έως vi).

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.».

3)

Στο άρθρο 14 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Οποιαδήποτε απόφαση απαγόρευσης των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος πρέπει να περιλαμβάνει ένα λεπτομερές σκεπτικό και να κοινοποιείται στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Πρέπει επίσης να κοινοποιείται στην ΕΑΑΕΣ.».

4)

Στο άρθρο 15 παράγραφος 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«6.   Για την περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών που μπορούν να αιτιολογηθούν — ειδικότερα τα επιτόκια και άλλες υποθέσεις εργασίας που επηρεάζουν το επίπεδο των τεχνικών αποθεματικών— η Επιτροπή, βάσει γνωμάτευσης της ΕΑΑΕΣ, εκδίδει κάθε διετία, ή οσάκις της ζητηθεί από κράτος μέλος, έκθεση επί της κατάστασης των διασυνοριακών δραστηριοτήτων.».

5)

Στο άρθρο 20 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«11.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις εθνικές τους διατάξεις προληπτικής φύσεως που αφορούν τα συστήματα επαγγελματικών συντάξεων τα οποία δεν εμπίπτουν στην αναφορά της παραγράφου 1 στην εθνική κοινωνική και εργατική νομοθεσία.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τις πληροφορίες αυτές τακτικά και τουλάχιστον κάθε διετία, η δε ΕΑΑΕΣ τις δημοσιοποιεί μέσω του ιστοτόπου της.

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΑΕΣ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τις ακολουθητέες διαδικασίες και για τους μορφοτύπους και τα υποδείγματα που πρέπει οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να χρησιμοποιούν όταν διαβιβάζουν και ενημερώνουν τις σχετικές πληροφορίες προς την ΕΑΑΕΣ. Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.».

6)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΑΕΣ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΑΕΣ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού.»,

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ για οποιαδήποτε τυχόν μείζονα δυσκολία προκληθεί από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Η Επιτροπή, η ΕΑΑΕΣ και οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους εξετάζουν το ταχύτερο τις δυσκολίες αυτές προκειμένου να εξεύρουν την κατάλληλη λύση.».

Άρθρο 5

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2003/71/ΕΚ

Η οδηγία 2003/71/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (στο εξής “ΕΑΚΑΑ”) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26) δύναται να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις εξαιρέσεις που αφορούν τα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 1 και τα στοιχεία α) έως η) της παραγράφου 2.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2)

Στο άρθρο 5 παράγραφος 2, προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει δυνάμει της παραγράφου 5, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, ώστε να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει δυνάμει της παραγράφου 5 όσον αφορά το ομοιόμορφο υπόδειγμα για την παρουσίαση του συνοπτικού καταλόγου και για να μπορούν οι επενδυτές να συγκρίνουν το συγκεκριμένο χρεώγραφο με άλλα συναφή προϊόντα.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

3)

Στο άρθρο 7 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Η ΕΑΚΑΑ δύναται να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, ώστε να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει δυνάμει της παραγράφου 1.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

4)

Στο άρθρο 8 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Η ΕΑΚΑΑ δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που θεσπίζει η Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

5)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου και κάθε συμπληρώματός του ταυτόχρονα με την κοινοποίησή της έγκρισης αυτής στον εκδότη, στον προσφέροντα ή στο πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ανάλογα με την περίπτωση. Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν ταυτόχρονα στην ΕΑΚΑΑ αντίγραφο του ενημερωτικού δελτίου και κάθε συμπληρώματός του.»,

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται να μεταβιβάζει την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη προηγούμενης κοινοποίησης στην ΕΑΚΑΑ και συμφωνίας της εν λόγω αρμόδιας αρχής. Η μεταβίβαση αυτή κοινοποιείται στον εκδότη, στον προσφέροντα ή στο πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής. Η προθεσμία της παραγράφου 2 εφαρμόζεται από την ημερομηνία αυτή. Το άρθρο 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 δεν εφαρμόζεται στη βάσει της παρούσας παραγράφου μεταβίβαση της έγκρισης του ενημερωτικού δελτίου.

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, η ΕΑΚΑΑ δύναται να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τυποποιημένες μορφές, υποδείγματα και διαδικασίες για τις προβλεπόμενες στην παρούσα παράγραφο κοινοποιήσεις.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

6)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Αφού εγκριθεί, το ενημερωτικό δελτίο υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η ΕΑΚΑΑ έχει πρόσβαση σε αυτό μέσω της αρμόδιας αρχής, και τίθεται στη διάθεση του κοινού από τον εκδότη, τον προσφέροντα ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, σε εύλογο χρόνο πριν από την έναρξη, ή, το αργότερο, κατά την έναρξη, της προσφοράς των κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση αρχικής δημόσιας προσφοράς κατηγορίας μετοχών που δεν έχει ακόμη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, η οποία πρόκειται να εισαχθεί για διαπραγμάτευση για πρώτη φορά, το ενημερωτικό δελτίο πρέπει να είναι διαθέσιμο το αργότερο 6 εργάσιμες ημέρες πριν από το τέλος της προσφοράς.»,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4α.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της τον κατάλογο των εγκεκριμένων ενημερωτικών δελτίων σύμφωνα με το άρθρο 13 συμπεριλαμβάνοντας, ενδεχομένως, έναν υπερσύνδεσμο προς το ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, ή στον ιστότοπο του εκδότη ή στον ιστότοπο της ρυθμιζόμενης αγοράς. Ο δημοσιευμένος κατάλογος ενημερώνεται και κάθε στοιχείο παραμένει στον ιστότοπο επί δώδεκα μήνες τουλάχιστον.».

7)

Στο άρθρο 16, προστίθεται η εξής παράγραφος 3:

«3.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση, να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει καταστάσεις όπου κάποιο σημαντικό νέο στοιχείο, ουσιώδες σφάλμα ή ανακρίβεια σε σχέση με τις πληροφορίες τις οποίες περιλαμβάνει το ενημερωτικό δελτίο απαιτεί τη δημοσίευση ενός συμπληρώματος στο ενημερωτικό δελτίο. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

8)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 23, όταν προβλέπεται να πραγματοποιηθεί δημόσια προσφορά ή εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ή σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, το εγκεκριμένο από το κράτος μέλος καταγωγής ενημερωτικό δελτίο, και οποιοδήποτε συμπλήρωμα, ισχύει για δημόσια προσφορά ή εισαγωγή προς διαπραγμάτευση, σε οσαδήποτε κράτη μέλη υποδοχής, υπό την προϋπόθεση ότι η ΕΑΚΑΑ και η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους υποδοχής έχουν λάβει την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 18. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής δεν κινούν διαδικασία έγκρισης ή άλλες διοικητικές διαδικασίες σχετικά με τα ενημερωτικά δελτία.»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Εάν σημαντικά νέα στοιχεία, ουσιώδη σφάλματα ή ανακρίβειες αποκαλυφθούν μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου που προβλέπεται στο άρθρο 16, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής απαιτεί τη δημοσίευση συμπληρώματος που θα πρέπει να εγκριθεί με τη διαδικασία του άρθρου 13 παράγραφος 1. Η ΕΑΚΑΑ και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να ενημερώσουν την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής περί της ανάγκης δημοσίευσης νέων πληροφοριών.».

9)

Στο άρθρο 18 προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ το πιστοποιητικό έγκρισης του ενημερωτικού δελτίου ταυτόχρονα με την κοινοποίησή του στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

Η ΕΑΚΑΑ και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δημοσιεύουν στους ιστοτόπους τους τον κατάλογο των πιστοποιητικών έγκρισης των ενημερωτικών δελτίων και κάθε συμπληρωμάτων τους, που κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο συμπεριλαμβάνοντας, εφόσον απαιτείται, έναν υπερσύνδεσμο προς τα έγγραφα που δημοσιεύονται στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, στον ιστότοπο του εκδότη ή στον ιστότοπο της ρυθμιζόμενης αγοράς. Ο δημοσιευμένος κατάλογος ενημερώνεται και κάθε στοιχείο παραμένει στους ιστοτόπους επί δώδεκα τουλάχιστον μήνες.

4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό τυποποιημένων εντύπων, υποδειγμάτων και διαδικασιών για την κοινοποίηση του πιστοποιητικού έγκρισης, του αντιγράφου του ενημερωτικού δελτίου, του τυχόν συμπληρώματος του ενημερωτικού δελτίου και της μεταφρασμένης περίληψης.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

10)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλονται οι εξής παράγραφοι:

«1α.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

1β.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε ρύθμιση που αφορά τη μεταβίβαση καθηκόντων, καθώς και τους ακριβείς όρους που διέπουν την εν λόγω μεταβίβαση.»,

γ)

στην παράγραφο 4 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ δικαιούται να συμμετέχει στις κατά το στοιχείο δ) επιτόπιες επιθεωρήσεις εφόσον διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.».

11)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις κατά τις οποίες αίτημα συνεργασίας, ειδικότερα ανταλλαγής πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν δόθηκε σε αυτό η απαιτούμενη συνέχεια εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η ΕΑΚΑΑ, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη περίοδο, μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ ή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (στο εξής “ΕΣΣΚ”), με την επιφύλαξη των περιορισμών που σχετίζονται με εταιρικές πληροφορίες και επιπτώσεις επί τρίτων χωρών κατά τα προβλεπόμενα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (27) αντιστοίχως. Οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες μεταξύ των αρμοδίων αρχών και της ΕΑΚΑΑ ή του ΕΣΣΚ διέπονται από την υποχρέωση περί επαγγελματικού απορρήτου, την οποία οφείλουν να τηρούν τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί στις αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες.

γ)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, η ΕΕΑ (ΕΑΚΑΑ) καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που απαιτεί η παράγραφος 2.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 2 και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την καθιέρωση τυποποιημένων εντύπων, υποδειγμάτων και διαδικασιών για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών..

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

12)

Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 23

Προληπτικά μέτρα

1.   Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνει παρατυπίες διαπραχθείσες από τον εκδότη ή από χρηματοοικονομικά ιδρύματα που είναι επιφορτισμένα με τη δημόσια προσφορά ή παραβιάσεις των υποχρεώσεων που υπέχει ο εκδότης, λόγω του ότι οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, φέρει τις διαπιστώσεις αυτές εις γνώση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής και της ΕΑΚΑΑ.

2.   Εάν, παρά τα ληφθέντα μέτρα εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών, ο εκδότης ή το χρηματοοικονομικό ίδρυμα στο οποίο έχει ανατεθεί η δημόσια προσφορά, εξακολουθούν να παραβιάζουν τις οικείες νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και την ΕΑΚΑΑ, λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για την προστασία των επενδυτών και ενημερώνει το συντομότερο δυνατό την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τη λήψη των μέτρων αυτών.».

Άρθρο 6

Τροπολογίες στην οδηγία 2004/39/ΕΚ

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 5, παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη εγγράφουν σε μητρώο όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο ενημερώνεται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (στο εξής “ΕΑΚΑΑ”) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28).

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στην Ένωση. Ο κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και ενημερώνεται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον εν λόγω κατάλογο στον ιστότοπό της και τον ενημερώνει τακτικά.

Όταν αρμόδια αρχή ανακαλέσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 στοιχεία β) έως δ), η εν λόγω ανάκληση δημοσιεύεται στον κατάλογο επί πέντε έτη.

2)

Στο άρθρο 7, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου και του άρθρου 9 παράγραφοι 2 έως 4 και του άρθρου 10 παράγραφοι 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίζει:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,

β)

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη διοίκηση των επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 4, και τις πληροφορίες για τις κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2,

γ)

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, βάσει του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του άρθρου 7 παράγραφος 2 και του άρθρου 9 παράγραφος 2, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται σε αυτά τα άρθρα.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

3)

Στο άρθρο 8, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.».

4)

Στο άρθρο 10α, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«8.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καταρτίσει εξαντλητικό κατάλογο των προβλεπόμενων στην παράγραφο 4 πληροφοριών που οι υποψήφιοι αγοραστές μεριδίων συμμετοχής οφείλουν να συμπεριλάβουν στην κοινοποίησή τους, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των άρθρων 10, 10a και 10β, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τους όρους της διαδικασίας διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών κατά το άρθρο 10 παράγραφος 4).

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τέταρτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

5)

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που συναντούν οι δικές τους επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την εγκατάστασή τους ή κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και κατά τη διενέργεια επενδυτικών δραστηριοτήτων σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα.»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, βάσει πληροφοριών που της γνωστοποιούνται κατά την παράγραφο 1, ότι τρίτη χώρα δεν παρέχει στις επιχειρήσεις επενδύσεων της Ένωσης δυνατότητα πραγματικής πρόσβασης στην αγορά παρόμοια με την παρεχόμενη από την Ένωση στις επιχειρήσεις επενδύσεων της τρίτης αυτής χώρας, η Επιτροπή, αφού πρώτα η ΕΑΚΑΑ διατυπώσει κατευθυντήριες γραμμές, υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για να της δοθεί η δέουσα διαπραγματευτική εντολή ώστε να επιτύχει παρόμοιες ανταγωνιστικές συνθήκες για τις επιχειρήσεις επενδύσεων της Ένωσης. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 217 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

Η ΕΑΚΑΑ επικουρεί την Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.».

6)

Στο άρθρο 16 παράγραφος 2 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους επίβλεψης που προβλέπει η παρούσα παράγραφος.».

7)

Στο άρθρο 19 παράγραφος 6, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«—

οι υπηρεσίες που προβλέπονται στο εισαγωγικό μέρος αφορούν μετοχές εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους όπου ενσωματώνονται παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη περίπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα. Μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες προϋποθέσεις με τις καθοριζόμενες στον Τίτλο III. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύουν στους ιστοτόπους τους κατάλογο των αγορών που μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμες. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται περιοδικά. Η ΕΑΚΑΑ επικουρεί την Επιτροπή στην εκτίμηση των αγορών των τρίτων χωρών.».

8)

Στο άρθρο 23 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη, που αποφασίζουν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, δημιουργούν δημόσιο μητρώο. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της παραπομπές ή υπερσυνδέσμους προς τα δημόσια μητρώα που έχουν δημιουργηθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου από τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους.».

9)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη του καταμερισμού των ευθυνών για την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (29), τα κράτη μέλη, συντονιζόμενα από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μεριμνούν να έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να επιβλέπει τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο που κατοχυρώνει την ακεραιότητα της αγοράς.

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, για πέντε τουλάχιστον χρόνια, τα στοιχεία σχετικά με όλες τις συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα που έχουν διενεργήσει, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελάτη. Στην περίπτωση συναλλαγών που διενεργήθηκαν για λογαριασμό πελάτη, τα μητρώα πρέπει να περιέχουν όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία της ταυτότητας του πελάτη καθώς και τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ.

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

10)

Το άρθρο 27 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 25 για κάθε μετοχή ορίζει τουλάχιστον μία φορά ετησίως, βάσει της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για τη μετοχή αυτήν, την κατηγορία μετοχών στην οποία ανήκει η εν λόγω μετοχή. Η πληροφορία αυτή ανακοινώνεται σε όλους τους παράγοντες της αγοράς και διαβιβάζεται στην ΕΑΚΑΑ, η οποία τη δημοσιεύει στον ιστότοπό της.».

11)

Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, κατόπιν αιτήσεώς της και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να δημοσιοποιήσει τις πληροφορίες αυτές. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«7.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 6.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες διαβίβασης των πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 και 6.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

12)

Στο άρθρο 32, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«10.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 9.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 9.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

13)

Στο άρθρο 36, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«6.   Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.».

14)

Στο άρθρο 41, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Η αρμόδια αρχή που ζητά την αναστολή ή την απόσυρση χρηματοοικονομικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε μία ή σε περισσότερες ρυθμιζόμενες αγορές, δημοσιοποιεί αμέσως την απόφασή της και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Πλην της περιπτώσεως όπου ενδέχεται να προκληθεί σημαντική ζημία στα συμφέροντα των επενδυτών ή στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών ζητούν την αναστολή ή την απόσυρση του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου από τη διαπραγμάτευση στις ρυθμιζόμενες αγορές και από τους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) που λειτουργούν υπό την εποπτεία τους.».

15)

Στο άρθρο 42, παράγραφος 6, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής:

«Η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δημιουργήσει τα συστήματα. H αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στο κράτος μέλος στο οποίο η ρυθμιζόμενη αγορά σκοπεύει να δημιουργήσει τα συστήματα. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

16)

Το άρθρο 47 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 47

Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών

Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει τον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών των οποίων είναι κράτος μέλος καταγωγής και τον ανακοινώνει στα άλλα κράτη μέλη και στην ΕΑΚΑΑ. Παρόμοια ανακοίνωση πραγματοποιείται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των ρυθμιζόμενων αγορών.».

17)

Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τις αρμόδιες αρχές που πρόκειται να εκτελούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρμοδίων αρχών που είναι υπεύθυνες για την άσκηση ενός εκάστου από τα καθήκοντα αυτά, καθώς και τυχόν κατανομή των εν λόγω καθηκόντων.»,

β)

στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε ρύθμιση που αφορά την ανάθεση καθηκόντων, καθώς και τους ακριβείς όρους που διέπουν την εν λόγω ανάθεση.»,

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο των αρμοδίων αρχών περί των οποίων οι παράγραφοι 1 και 2.».

18)

Στο άρθρο 51, προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«4.   Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλα τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2.

5.   Οσάκις η αρμόδια αρχή ανακοινώνει δημοσίως διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις, το παραπέμπει παράλληλα στην ΕΑΚΑΑ.

6.   Εάν μια δημοσιοποιηθείσα κύρωση αφορά επιχείρηση επενδύσεων αδειοδοτημένη βάσει της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει μνεία της δημοσιοποιημένης κύρωσης στο μητρώο των επιχειρήσεων επενδύσεων που έχει δημιουργηθεί βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3.».

19)

Στο άρθρο 53 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ την καταγγελία και τις διαδικασίες επανόρθωσης κατά την παράγραφο 1 που είναι διαθέσιμες υπό τη δικαιοδοσία της.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών.».

20)

Ο τίτλος του Κεφαλαίου II αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

21)

Το άρθρο 56 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας, και ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών τα κράτη μέλη καθορίζουν μία μόνο αρμόδια αρχή ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη μέλη τα ονόματα των αρχών που έχουν οριστεί να παραλαμβάνουν αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο αυτών των αρχών.»,

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Εάν αρμόδια αρχή έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς την παρούσα οδηγία διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το κοινοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και στην ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την κοινοποίηση προβαίνει στις δέουσες ενέργειες. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της κοινοποιούσας αρμόδιας αρχής.»,

γ)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«6.   Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες των μηχανισμών συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

22)

Το άρθρο 57 τροποποιείται ως εξής:

α)

το υπάρχον κείμενο αριθμείται εκ νέου ως παράγραφος 1,

β)

προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«2.   Με σκοπό τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας, το προσωπικό της ΕΑΚΑΑ πρέπει να μπορεί να συμμετέχει στις δραστηριότητες των εποπτικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των επιτοπίων εξακριβώσεων ή ερευνών, που διενεργούνται από κοινού από δυο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ αρμοδίων αρχών όταν αυτές συνεργάζονται στο πλαίσιο των εποπτικών τους δραστηριοτήτων, επιτόπιων ελέγχων και ερευνών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, επιτόπιους ελέγχους και έρευνες.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

23)

Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Ούτε το παρόν άρθρο, ούτε τα άρθρα 54 ή 63 εμποδίζουν την αρμόδια αρχή να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (στο εξής “ΕΣΣΚ”), στις κεντρικές τράπεζες, στο ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της Νομισματικής Αρχής και, κατά περίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειαστούν για την εκτέλεση των καθηκόντων τους τα οποία προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.».

24)

Προστίθεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 58α

Δεσμευτική διαμεσολάβηση

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ καταστάσεις κατά τις οποίες αίτηση σχετική με τα ακόλουθα απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος:

α)

για ανάληψη εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 57· ή

β)

ανταλλαγής πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 58.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη περίοδο, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της να αρνηθεί να ενεργήσει μετά από αίτηση για πληροφόρηση προβλεπόμενη στο άρθρο 59α και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

25)

Στο άρθρο 59, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Σε περίπτωση άρνησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.».

26)

Στο άρθρο 60 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβούλευση με τις άλλες αρμόδιες αρχές προτού χορηγήσει οποιαδήποτε άδεια.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

27)

Το άρθρο 62 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ακατάλληλα, η επιχείρηση επενδύσεων εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών του κράτους μέλους υποδοχής, ισχύουν τα κάτωθι:

α)

αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις παραβάτιδες εταιρείες επενδύσεων να αρχίζουν οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή εντός της επικρατείας τους. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται αμέσως για τα μέτρα αυτά,

β)

επιπροσθέτως, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από το κράτος μέλος υποδοχής, η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθεί να παραβιάζει τις νομικές ή κανονιστικές διατάξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, ισχύουν τα κάτωθι:

α)

αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς καθυστέρηση,

β)

επιπροσθέτως, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1095/2010.»,

γ)

στην παράγραφο 3 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ακατάλληλα, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο ΠΜΔ εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών του κράτους μέλους υποδοχής, ισχύουν τα κάτωθι:

α)

αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στους ΠΜΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στο κράτος μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή και η ΕΕΑ (ΕΑΚΑΑ) ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς καθυστέρηση,

β)

επιπροσθέτως, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

28)

Προστίθεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 62α

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της δυνάμει της παρούσας οδηγίας και σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

29)

Το άρθρο 63 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη και, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 54. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.

Τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ μπορούν να διαβιβάζουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ μπορούν επίσης να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα:

α)

την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματαγορών,

β)

την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και παρόμοιες διαδικασίες,

γ)

τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

δ)

την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,

ε)

την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπει το τρίτο εδάφιο μπορούν να συνάπτονται μόνο εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 54. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων.».

30)

Παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 64α

Ρήτρα προθεσμίας

Ως τον Δεκέμβριο 2011 η Επιτροπή θα επανεξετάσει τα άρθρα 2, 4, 10β, 13, 15, 18, 19, 21, 22, 24 και 25, τα άρθρα 27 έως 30 και τα άρθρα 40, 44, 45, 56 και 58 και θα υποβάλει τυχόν ενδεδειγμένη νομοθετική πρόταση ώστε να επιτραπεί η πλήρης εφαρμογή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων βάσει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και των εκτελεστικών πράξεων βάσει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ όσον αφορά την παρούσα οδηγία. Με την επιφύλαξη των εκτελεστικών μέτρων που έχουν ήδη εγκριθεί, οι εξουσίες που εκχωρούνται στην Επιτροπή στο άρθρο 64 για να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα που παραμένουν μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009 εκπνέουν την 1η Δεκεμβρίου 2012.».

Άρθρο 7

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2004/109/ΕΚ

Η οδηγία 2004/109/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2, παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, να καθοριστούν οι προϋποθέσεις και να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παραγράφου 1, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των άρθρων 27α και 27β, θεσπίζει μέτρα που αφορούν τους ορισμούς που περιέχονται στην παράγραφο 1.»,

β)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Τα μέτρα στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία α) και β) του δεύτερου εδαφίου καθορίζονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β.».

2)

Το άρθρο 5, παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27, παράγραφος 2 ή του άρθρου 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, θεσπίζει μέτρα, ώστε να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, να καθοριστούν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου και να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή τους.»,

β)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το στοιχείο α) θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27, παράγραφος 2. Τα μέτρα στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία β) και γ) καθορίζονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β.»,

γ)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Κατά περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί επίσης να αναπροσαρμόζει την πενταετή περίοδο στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 με πράξη κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β.».

3)

Το άρθρο 9, παράγραφος 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«7.   Η Επιτροπή, διά πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, θεσπίζει μέτρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές και να καθορίζονται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 4 και 5.»,

β)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, τη μέγιστη διάρκεια του “σύντομου κύκλου διακανονισμού” κατά την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, καθώς και τους ενδεδειγμένους μηχανισμούς ελέγχου από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.».

4)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 8:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό τμήμα αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«8.   Για να λάβει υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές και να καθορίσει τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1, 2, 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, θεσπίζει μέτρα:»,

ii)

διαγράφεται το στοιχείο α),

iii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«9.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (στο εξής “ΕΑΚΑΑ”) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30), μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την καθιέρωση τυποποιημένων εντύπων, υποδειγμάτων και διαδικασιών που θα χρησιμοποιούνται για την κοινοποίηση των απαιτούμενων πληροφοριών στον εκδότη δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή κατά την υποβολή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κατά το πρώτο εδάφιο εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή θεσπίζει, διά πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, μέτρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές και να καθορίζονται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Ειδικότερα, καθορίζει:»,

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«γ)

το περιεχόμενο της κοινοποίησης που πρέπει να υποβληθεί·»,

iii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την καθιέρωση τυποποιημένων εντύπων, υποδειγμάτων και διαδικασιών που θα χρησιμοποιούνται για την κοινοποίηση των απαιτούμενων πληροφοριών στον εκδότη δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή κατά την υποβολή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κατά το πρώτο εδάφιο εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

6)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή θεσπίζει, διά πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, μέτρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές και να καθορίζονται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.».

7)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα, διά πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας και να καθορίζονται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1, 2 και 3. Η Επιτροπή προσδιορίζει, ειδικότερα, τους τύπους των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων μέσω των οποίων οι μέτοχοι μπορούν να ασκήσουν τα χρηματοοικονομικά δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχείο γ).».

8)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα, διά πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας και να καθορίζονται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 ως 4. Η Επιτροπή προσδιορίζει, ειδικότερα, τους τύπους των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων μέσω των οποίων οι κάτοχοι χρεωστικών τίτλων μπορούν να ασκήσουν τα χρηματοοικονομικά δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχείο γ).».

9)

Στο άρθρο 19, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα, διά πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, προκειμένου να καθοριστούν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1, 2 και 3.

Ειδικότερα, η Επιτροπή προσδιορίζει τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία ο εκδότης, ο κάτοχος μετοχών ή άλλων χρηματοοικονομικών μέσων, ή πρόσωπο ή οντότητα προβλεπόμενη από το άρθρο 10, υποβάλλει πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 3, αντιστοίχως, προκειμένου να διευκολυνθεί η υποβολή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα στο κράτος μέλος καταγωγής.».

10)

Στο άρθρο 21, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα, διά πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας και να καθορίζονται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1, 2 και 3.

Ειδικότερα, η Επιτροπή προσδιορίζει:

α)

τα κατ’ ελάχιστον πρότυπα για τη διάχυση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1,

β)

τα κατ’ ελάχιστον πρότυπα για τον μηχανισμό κεντρικής αποθήκευσης, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2.

Η Επιτροπή δύναται επίσης να καταρτίσει και να ενημερώνει κατάλογο των μέσων διάχυσης των πληροφοριών στο κοινό.».

11)

Στο άρθρο 22, η παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με σκοπό να διευκολύνει περαιτέρω την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται δυνάμει της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, της οδηγίας 2003/71/ΕΚ και δυνάμει της παρούσας οδηγίας.».

12)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Όταν η καταστατική έδρα ενός εκδότη βρίσκεται σε τρίτη χώρα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται να απαλλάσσει τον εκδότη αυτόν από τις απαιτήσεις των άρθρων 4 έως 7, του άρθρου 12 παράγραφος 6 και των άρθρων 14 έως 18, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει τουλάχιστον ισοδύναμες απαιτήσεις ή ότι ο εν λόγω εκδότης πληροί τις απαιτήσεις του δικαίου της τρίτης χώρας τις οποίες η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής θεωρεί ισοδύναμες.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει σε αυτή την περίπτωση την ΕΑΚΑΑ για την απαλλαγή που χορήγησε.»,

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Για να διασφαλιστούν οι ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1, η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27 παράγραφος 2, τα οποία:

i)

καθιερώνουν μηχανισμό που διασφαλίζει την ισοδυναμία των πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών καταστάσεων και πληροφοριών, που απαιτούνται βάσει των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων μιας τρίτης χώρας,

ii)

προσδιορίζουν ότι, μέσω των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών της διατάξεων, ή μέσω πρακτικών ή διαδικασιών θεμελιωμένων στα διεθνή πρότυπα που θεσπίζονται από διεθνείς οργανισμούς, η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγγεγραμμένος ο εκδότης διασφαλίζει την ισοδυναμία των απαιτήσεων πληροφόρησης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Στο πλαίσιο του σημείου ii) του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή καθορίζει, διά κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων εκδιδόμενων σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, μέτρα για την εκτίμηση προτύπων σχετικά με εκδότες από περισσότερες από μια χώρες.

Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27, παράγραφος 2, λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις περί της ισοδυναμίας των λογιστικών προτύπων που χρησιμοποιούν οι εκδότες από τρίτες χώρες, υπό τους όρους του άρθρου 30 παράγραφος 3. Εάν η Επιτροπή αποφασίσει ότι τα λογιστικά πρότυπα τρίτης χώρας δεν είναι ισοδύναμα, μπορεί να επιτρέψει στους ενδιαφερόμενους εκδότες να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα λογιστικά αυτά πρότυπα για την ενδεδειγμένη μεταβατική περίοδο.

Στο πλαίσιο του τρίτου εδαφίου, η Επιτροπή καθορίζει επίσης, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, μέτρα με στόχο τη θέσπιση γενικών κριτηρίων ισοδυναμίας για λογιστικά πρότυπα σχετικά με εκδότες από περισσότερες από μία χώρες.»,

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Για διευκρινίσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 2, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει, διά κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, μέτρα που να καθορίζουν τον τύπο πληροφοριών που κοινοποιούνται σε τρίτη χώρα και που έχουν σημασία για το κοινό της Ένωσης.»,

δ)

στην παράγραφο 7 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Η Επιτροπή θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 27α και 27β, μέτρα με στόχο τη θέσπιση γενικών κριτηρίων ισοδυναμίας για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου.»,

ε)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«8.   Η ΕΑΚΑΑ επικουρεί την Επιτροπή στην εκτέλεση των καθηκόντων της κατά το παρόν άρθρο, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

13)

Το άρθρο 24 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει την κεντρική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ως την αρμόδια κεντρική διοικητική αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία, καθώς και για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικώς την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.»,

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, για οποιαδήποτε διευθέτηση έχει γίνει ως προς την ανάθεση καθηκόντων, συμπεριλαμβανομένων των συγκεκριμένων προϋποθέσεων που διέπουν την ανάθεση.».

14)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλονται οι εξής παράγραφοι:

«2α.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμψουν στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις όπου αίτημα συνεργασίας απορρίφθηκε ή δεν δόθηκε σε αυτό η απαιτούμενη συνέχεια εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η ΕΑΚΑΑ μπορεί, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη περίοδο, να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2β.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2γ.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού.»,

β)

στην παράγραφο 3, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες ή να διαβιβάζουν πληροφορίες στις άλλες αρμόδιες αρχές, στην ΕΑΚΑΑ και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (31).

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ μπορούν σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές ή με φορείς τρίτων χωρών οι οικείες νομοθεσίες των οποίων επιτρέπουν την εκτέλεση οιουδήποτε από τα καθήκοντα που ανατίθενται βάσει της παρούσας οδηγίας στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 24. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας. Η ανταλλαγή πληροφοριών υπόκειται σε εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να αποσκοπεί στην εκτέλεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων των προαναφερθεισών αρχών ή φορέων. Εφόσον οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν κοινολογούνται χωρίς τη ρητή συμφωνία των αρμόδιων αρχών που τις κοινολόγησαν και, οσάκις ενδείκνυται, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συναίνεσή τους.».

15)

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 26

Προληπτικά μέτρα

1.   Αν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσει ότι ο εκδότης ή ο κάτοχος μετοχών ή άλλων χρηματοοικονομικών μέσων, ή το πρόσωπο ή η οντότητα που προβλέπεται στο άρθρο 10, έχει διαπράξει παρατυπίες ή έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του, αναφέρει τις διαπιστώσεις της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και στην ΕΑΚΑΑ.

2.   Εάν, παρά τα ληφθέντα μέτρα εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών, ο εκδότης ή ο κάτοχος των κινητών αξιών εξακολουθεί να παραβιάζει τις σχετικές νομικές ή κανονιστικές διατάξεις, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, όλα τα δέοντα μέτρα για την προστασία των επενδυτών, ενημερώνοντας σχετικώς την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ το ταχύτερο.».

16)

Ο τίτλος του κεφαλαίου VI αντικαθίσταται από τον εξής:

17)

Το άρθρο 27 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2α.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 3, του άρθρου 5 παράγραφος 6, του άρθρου 9 παράγραφος 7, του άρθρου 12 παράγραφος 8, του άρθρου 13 παράγραφος 2, του άρθρου 14 παράγραφος 2, του άρθρου 17 παράγραφος 4, του άρθρου 18 παράγραφος 5, του άρθρου 19 παράγραφος 4, του άρθρου 21 παράγραφος 4, του άρθρου 23 παράγραφος 4, του άρθρου 23 παράγραφος 5 και του άρθρου 23 παράγραφος 7, εκχωρείται στην Επιτροπή επί τέσσερα έτη από τις 4 Ιανουαρίου 2011. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση για τις ανατεθείσες εξουσίες το αργότερο έξι μήνες πριν από το πέρας της τετραετίας. Η ανάθεση εξουσιών ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσει σύμφωνα με το άρθρο 27α.»,

β)

παρεμβάλλονται οι εξής παράγραφοι:

«2β.   Μόλις εκδώσει πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2γ.   Η εξουσία για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση εκχωρείται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 27α και 27β.».

18)

Προστίθενται τα εξής άρθρα:

«Άρθρο 27α

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 2 παράγραφος 3, το άρθρο 5 παράγραφος 6, το άρθρο 9 παράγραφος 7, το άρθρο 12 παράγραφος 8, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 2, το άρθρο 17 παράγραφος 4, το άρθρο 18 παράγραφος 5, το άρθρο 19 παράγραφος 4, το άρθρο 21 παράγραφος 4, το άρθρο 23 παράγραφος 4, το άρθρο 23 παράγραφος 5 και το άρθρο 23 παράγραφος 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που δρομολογεί εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει εάν θα ανακαλέσει την εξουσιοδότηση, φροντίζει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις ανατεθείσες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.   Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται σε αυτήν την απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 27β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ’ εξουσιοδότηση εντός τριμήνου από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.   Εάν, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπει η παράγραφος 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αρχίσει να ισχύει προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εντός της προθεσμίας που προβλέπει η παράγραφος 1, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

Άρθρο 8

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2005/60/ΕΚ

Η οδηγία 2005/60/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 11, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (στο εξής “ΕΑΤ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32), την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (στο εξής “ΕΑΑΕΣ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33), και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (στο εξής “ΕΑΚΑΑ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34) (συλλογικώς: “ΕΕΑ”), στον βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σε συμφωνία με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και την Επιτροπή, για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρούν ότι τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 ή 2 ή σε άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες πληρούνται τα τεχνικά κριτήρια που θεσπίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο β).

2)

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο, τις ΕΕΑ στον βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και την Επιτροπή, για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρούν ότι τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο β).».

3)

Στο άρθρο 28, η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«7.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο, τις ΕΕΑ στον βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και την Επιτροπή, για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρούν ότι τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 3, 4 ή 5.».

4)

Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη, οι ΕΕΑ, στον βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, και η Επιτροπή, αλληλοενημερώνονται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομοθεσία της τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, και μπορεί να αναληφθεί συντονισμένη δράση για την επίτευξη λύσης.»,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι ΕΕΑ, λαμβάνοντας υπόψη το υπάρχον πλαίσιο και συνεργαζόμενες κατά περίπτωση με άλλα σχετικά όργανα της Ένωσης στον εν λόγω τομέα, μπορούν να καταρτίσουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με το άρθρο 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα, προκειμένου να καθορίσουν τον τύπο των πρόσθετων μέτρων κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και τα ελάχιστα μέτρα που πρέπει να λάβουν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα όταν η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, του παρόντος άρθρου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται με το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

5)

Στο άρθρο 34, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι ΕΕΑ, λαμβάνοντας υπόψη το υπάρχον πλαίσιο και συνεργαζόμενες κατά περίπτωση με άλλα σχετικά όργανα της Ένωσης στον εν λόγω τομέα, μπορούν να καταρτίσουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με το άρθρο 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα, προκειμένου να διευκρινίσουν το κατ’ ελάχιστον περιεχόμενο της κοινοποίησης κατά την παράγραφο 2.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα κατά το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

6)

Προστίθεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 37α

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τις ΕΕΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στις ΕΕΑ όλες τις πληροφορίες που τους είναι αναγκαίες για να επιτελέσουν το έργο τους βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.».

7)

Ο τίτλος του κεφαλαίου VI αντικαθίσταται από τον εξής:

8)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό τμήμα αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα εξής μέτρα:»,

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Τα μέτρα εγκρίνονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και υπό τους όρους των άρθρων 41α και 41β.»,

β)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Τα μέτρα εγκρίνονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ, και υπό τους όρους των άρθρων 41α και 41β.».

9)

Το άρθρο 41 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Όταν γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 8 της εν λόγω απόφασης και με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα που θεσπίζονται με την εν λόγω διαδικασία δεν τροποποιούν τις ουσιώδεις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»,

β)

η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2α.   Η εξουσία έγκρισης πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 40 εκχωρείται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από τις 4 Ιανουαρίου 2011. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση για τις ανατεθείσες εξουσίες το αργότερο έξι μήνες πριν την παρέλευση της τετραετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν βάσει του άρθρου 41α.»,

γ)

παρεμβάλλονται οι εξής παράγραφοι:

«2β.   Μόλις εγκρίνει πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2γ.   Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση εκχωρείται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 41α και 41β.»,

δ)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

10)

Προστίθενται τα εξής άρθρα:

«Άρθρο 41α

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.   Η ανάθεση εξουσίας κατά το άρθρο 40 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσαν στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που δρομολογεί εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει εάν θα ανακαλέσει εξουσιοδότηση, φροντίζει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις ανατεθείσες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.   Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται σε αυτήν την απόφαση. Αρχίζει να ισχύει αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία την οποία διευκρινίζει. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 41β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ’ εξουσιοδότηση εντός τριμήνου από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.   Εάν, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπει η παράγραφος 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εντός της προθεσμίας που προβλέπει παράγραφος 1, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

Άρθρο 9

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/48/ΕΚ

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

το υπάρχον εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν λάβει άδεια λειτουργίας προ της ενάρξεως των δραστηριοτήτων τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 έως 12, καθορίζουν τους όρους χορήγησης της άδειας και τους γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35) (στο εξής “ΕΑΤ”).

β)

προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«2.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων:

α)

για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 7,

β)

που διευκρινίζουν τους όρους συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του άρθρου 8,

γ)

που διευκρινίζουν τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και διευκρινίζουν τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως προβλέπει το άρθρο 12.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την παροχή αυτών των πληροφοριών.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

2)

Στο άρθρο 9 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«β)

τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους λόγους για τους οποίους κάνουν χρήση της εν λόγω δυνατότητας, και».

3)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 14

Κάθε άδεια κοινοποιείται στην ΕΑΤ.

Η επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας εγγράφεται σε κατάλογο. Η ΕΑΤ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της τον κατάλογο αυτόν.».

4)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Η ανάκληση αδείας κοινοποιείται στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ και πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Οι λόγοι αυτοί κοινοποιούνται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.».

5)

Στο άρθρο 19, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«9.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να ετοιμάσει έναν εξαντλητικό κατάλογο των κατά το άρθρο 19α παράγραφος 4 πληροφοριών που οι υποψήφιοι αγοραστές οφείλουν να συμπεριλάβουν στην κοινοποίησή τους, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κατά το πρώτο εδάφιο ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει κοινές διαδικασίες, έντυπα και υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών όπως προβλέπει το άρθρο 19β.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

6)

Στο άρθρο 22 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Για να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και να εξασφαλιστεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων για να διευκρινίσει τις ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τηρώντας τις αρχές της αναλογικότητας και πληρότητας που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού. (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

7)

Στο άρθρο 25 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Επίσης εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

8)

Στο άρθρο 26, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου η ΕΕΑ (ΕΑΤ) καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Επίσης εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

9)

Στο άρθρο 28, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Επίσης εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού. (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.».

10)

Στο άρθρο 33, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 30, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, να λαμβάνουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών και άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται οι υπηρεσίες. Η Επιτροπή, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο για τα μέτρα αυτά.».

11)

Το άρθρο 36 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 36

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΤ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 25 και το άρθρο 26 παράγραφοι 1, 2 και 3, ή στις οποίες ελήφθησαν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3.».

12)

Στο άρθρο 38, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή, στην ΕΑΤ και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων οι οποίες χορηγούνται σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα.».

13)

Το άρθρο 39 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το εξής σημείο:

«γ)

ότι η ΕΑΤ είναι σε θέση να λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τις πληροφορίες που αυτές έλαβαν από τις εθνικές αρχές τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,»,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Η ΕΑΤ επικουρεί την Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

14)

Στο άρθρο 42, προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμψουν στην ΕΑΤ περιπτώσεις όπου αίτημα συνεργασίας, ειδικότερα ανταλλαγής πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η ΕΑΤ μπορεί, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη περίοδο, να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίζει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτό το άρθρο.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες σχετικά με τις προϋποθέσεις της ανταλλαγής πληροφοριών που είναι πιθανόν να διευκολύνουν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Επίσης εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τέταρτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

15)

Το άρθρο 42α τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 παρεμβάλλεται το εξής εδάφιο στο τέλος του τέταρτου εδαφίου:

«Εάν, στο τέλος της αρχικής προθεσμίας δύο μηνών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αναβάλλουν την απόφασή τους και αναμένουν την απόφαση που η ΕΑΤ μπορεί να λάβει σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν την απόφασή τους σύμφωνα με εκείνην της ΕΑΤ. Η προθεσμία των δύο μηνών θεωρείται η “φάση συμβιβασμού” κατά την έννοια του άρθρου 19 του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της αρχικής δίμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»,

β)

στην παράγραφο 3 προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τους γενικούς όρους της λειτουργίας των σωμάτων εποπτών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο τέταρτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο έκτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

16)

Το άρθρο 42β τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τη χρήση των εποπτικών εργαλείων και μεθόδων εποπτείας κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που έχουν εγκριθεί με βάση την παρούσα οδηγία. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΑΤ,

β)

οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της ΕΑΤ και αναφέρουν τους λόγους εάν δεν τις ακολουθούν,

γ)

οι εντολές που έχουν αναλάβει οι αρμόδιες αρχές σε εθνικό επίπεδο δεν τις εμποδίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕΑΤ ή στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.»,

β)

η παράγραφος 2 διαγράφεται.

17)

Στο άρθρο 44, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες ή να διαβιβάζουν πληροφορίες στην ΕΑΤ κατά τα προβλεπόμενα από την παρούσα οδηγία, από τις άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα και από τα άρθρα 31 και 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Οι εν λόγω πληροφορίες υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1.».

18)

Το άρθρο 46 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 46

Σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τα κράτη μέλη και η ΕΑΤ μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με τις αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών όπως ορίζονται στο άρθρο 47 και το άρθρο 48 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, μόνο αν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

Οσάκις οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν αποκαλύπτονται παρά μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αρχών που τις διαβίβασαν και, εφόσον ενδείκνυται, αποκλειστικά για τον σκοπό για τον οποίο οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.».

19)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν πληροφορίες προς τους εξής φορείς στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους:

α)

στις κεντρικές τράπεζες του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, όταν οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των κατά νόμο καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και συστημάτων διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,

β)

ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών,

γ)

στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (στο εξής “ΕΣΣΚ”) όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την άσκηση των κατά νόμο καθηκόντων του δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τη μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (36).

Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις αρχές ή τους φορείς στους οποίους αναφέρεται το πρώτο εδάφιο να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειαστούν για τους σκοπούς του άρθρου 45.

β)

η τέταρτη παράγραφος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Σε έκτακτη κατάσταση κατά το άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν χωρίς χρονοτριβή πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σημασία για την άσκηση των κατά νόμο καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και συστημάτων διακανονισμού χρεογράφων, και για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, και στο ΕΣΣΚ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σημασία για την άσκηση των κατά νόμο καθηκόντων του.».

20)

Το άρθρο 63α τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Οι διατάξεις που διέπουν το μέσο προβλέπουν ότι το αρχικό κεφάλαιο, οι μη καταβληθέντες τόκοι ή τα μη καταβληθέντα μερίσματα είναι τέτοια ώστε να απορροφούν ζημίες και να μην εμποδίζουν την ανακεφαλαιοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος μέσω κατάλληλων μηχανισμών, καταρτιστέων από την ΕΑΤ δυνάμει της παραγράφου 6.»,

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«6.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και να διασφαλιστεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις που διέπουν τα μέσα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ καταρτίζει επίσης κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέσα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 57 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Η ΕΑΤ παρακολουθεί την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.».

21)

Στο άρθρο 74 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, για τη διαβίβαση των υπολογισμών αυτών από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν από 31 Δεκεμβρίου 2012 ενιαίους μορφοτύπους, συχνότητες και ημερομηνίες διαβίβασης των στοιχείων. Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εισαγωγή, στην Ένωση, ενιαίων μορφοτύπων (με τις σχετικές προδιαγραφές), συχνοτήτων και ημερομηνιών για τη διαβίβαση των στοιχείων πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012. Οι μορφότυποι κοινοποίησης είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει επίσης σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με λύσεις ΤΠ που μπορούν να εφαρμοστούν για τις εν λόγω κοινοποιήσεις.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

22)

Στο άρθρο 81 παράγραφος 2 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Για τη διασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (στο εξής “ΕΑΚΑΑ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37), καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο εκτίμησης σχετικά με τις πιστοληπτικές εκτιμήσεις. Η ΕΕΑ (ΕΑΤ) υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

23)

Στο άρθρο 84 παράγραφος 2 προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο εκτίμησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

24)

Στο άρθρο 97 παράγραφος 2 προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Για τη διασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο εκτίμησης σχετικά με τις πιστοληπτικές εκτιμήσεις. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

25)

Στο άρθρο 105 παράγραφος 1 προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο εκτίμησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

26)

Στο άρθρο 106 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις απαλλαγές που προβλέπονται στα στοιχεία γ) και δ) καθώς και να διευκρινίσει τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της ύπαρξης ομάδας συνδεδεμένων πελατών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

27)

Το άρθρο 110 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η εν λόγω κοινοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον δύο φορές κατ’ έτος. Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, ενιαίους μορφοτύπους, συχνότητες και ημερομηνίες κοινοποίησης. Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εισαγωγή, στην Ένωση, ενιαίων μορφοτύπων (με τις σχετικές προδιαγραφές), συχνοτήτων και ημερομηνιών για τη διαβίβαση των στοιχείων πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012. Οι μορφότυποι κοινοποίησης είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει επίσης σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με λύσεις ΤΠ που μπορούν να εφαρμοστούν για τις εν λόγω κοινοποιήσεις.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

28)

Στο άρθρο 111 παράγραφος 1, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν όριο χαμηλότερο από 150 εκατ. ευρώ και ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ και την Επιτροπή.».

29)

Το άρθρο 122α παράγραφος 10 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«10.   Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή ετησίως έκθεση σχετικά με τη συμμόρφωση των αρμοδίων αρχών προς το παρόν άρθρο.

Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας σε ό,τι αφορά το παρόν άρθρο, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που λαμβάνονται σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας και διαχείρισης κινδύνου. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

30)

Στο άρθρο 124 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«6.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα προκειμένου να διευκρινίσει το παρόν άρθρο και κοινή διαδικασία και μεθοδολογία εκτίμησης κινδύνου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

31)

Το άρθρο 126 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ όλες τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.».

32)

Το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 παρεμβάλλεται το εξής εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα κατά το πρώτο εδάφιο ή εάν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ, η οποία μπορεί να ενεργήσει βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»,

β)

Στην παράγραφο 2, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Αν, κατά το τέλος της εξάμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την απόφασή της, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΕΑ (ΕΑΤ). Η προθεσμία έξι μηνών θεωρείται η φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της εξάμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»,

γ)

τα εξής εδάφια προστίθενται στην παράγραφο 2:

«Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται η παρούσα παράγραφος, όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων αδειοδότησης κατά το άρθρο 84 παράγραφος 1, το άρθρο 87 παράγραφος 9 και το άρθρο 105, καθώς και το παράρτημα III μέρος 6, με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρονται το έκτο και το έβδομο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»,

δ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο τρίτο εδάφιο, ο όρος «Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας» αντικαθίσταται από το ακρώνυμο «ΕΑΤ»,

ii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 και του άρθρου 136 παράγραφος 2 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν, κατά το τέλος της προθεσμίας τεσσάρων μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η προθεσμία τεσσάρων μηνών νοείται ως η προθεσμία συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»,

iii)

το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123, 124 και του άρθρου 136 παράγραφος 2 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ένωσης ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ένωσης σε ατομική βάση ή σε υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν, κατά το τέλος της προθεσμίας τεσσάρων μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την απόφασή τους και αναμένουν την όποια απόφαση λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η προθεσμία τεσσάρων μηνών νοείται ως η προθεσμία συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»,

iv)

το έβδομο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Όταν έχει ζητηθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους τη γνώμη αυτή και αιτιολογούν κάθε σημαντική παρέκκλιση από αυτήν.»,

v)

το δέκατο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της κοινής απόφασης που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 και του άρθρου 136 παράγραφος 2, με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δέκατο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

33)

Στο άρθρο 130 παράγραφος 1, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το εξής κείμενο:

«1.   Όταν προκύπτει έκτακτη κατάσταση, μεταξύ άλλων κατάσταση προβλεπόμενη στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 42α, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και τις αρχές που σημειώνονται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 και στο άρθρο 50 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές κατά τα άρθρα 125 και 126 και το εισαγωγικό τμήμα του άρθρου 129 παράγραφος 1.

Εάν η αρχή που μνημονεύεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 αντιληφθεί κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες κατά τα άρθρα 125 και 126 αρχές και την ΕΑΤ.».

34)

Στο άρθρο 131, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μητρικής επιχείρησης η οποία αποτελεί πιστωτικό ίδρυμα μπορούν, με διμερή συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να αναθέσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η ΕΑΤ ενημερώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών. Η ΕΑΤ διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.».

35)

Το άρθρο 131α τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συγκροτεί σώματα εποπτών για να διευκολύνει την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τα άρθρα 129 και 130, παράγραφος 1, και, με την επιφύλαξη των περί τήρησης του απορρήτου διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και της συμβατότητας με τη νομοθεσία της Ένωσης, διασφαλίζει το δέοντα συντονισμό και τη συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών όπου χρειαστεί.

Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προαγωγή και στην επίβλεψη της αποτελεσματικής, γόνιμης και συνεπούς λειτουργίας των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο σωμάτων εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Προς τον σκοπό αυτόν, η ΕΑΤ συμμετέχει όπως κρίνει απαραίτητο και λογίζεται ως αρμόδια αρχή προς το σκοπό αυτό.

Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διεκπεραιώσουν τα εξής καθήκοντα:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,

β)

συμφωνία για προαιρετική ανάθεση καθηκόντων και προαιρετική ανάθεση αρμοδιοτήτων όπου χρειαστεί,

γ)

καθορισμό εποπτικών εξεταστικών προγραμμάτων βάσει εκτίμησης κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 124,

δ)

βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με την απάλειψη περιττών επικαλύψεων στις εποπτικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένου και σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών κατά το άρθρο 130, παράγραφος 2 και το άρθρο 132 παράγραφος 2,

ε)

συνεπή εφαρμογή των προληπτικών απαιτήσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία σε όλες τις οντότητες του τραπεζικού ομίλου, με την επιφύλαξη των επιλογών και διακριτικών ευχερειών που παρέχονται από τη νομοθεσία της Ένωσης,

στ)

εφαρμογή του άρθρου 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ) λαμβανομένου υπόψη του έργου άλλων φορέων που μπορεί να δημιουργηθούν σε αυτόν τον τομέα.

Οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στα σώματα εποπτών και η ΕΑΤ συνεργάζονται στενά. Οι περί απορρήτου απαιτήσεις του κεφαλαίου 1 τμήμα 2 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών. Η συγκρότηση και λειτουργία των σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες που οι αρμόδιες αρχές έχουν βάσει της παρούσας οδηγίας.»,

β)

στην παράγραφο 2:

i)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τους γενικούς όρους λειτουργίας των σωμάτων εποπτών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίζει την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»,

ii)

το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, ακόμη και σε έκτακτες καταστάσεις, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.».

36)

Το άρθρο 132 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

τα εξής εδάφια προστίθενται μετά το πρώτο εδάφιο:

«Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού.»,

β)

προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμπουν στην ΕΑΤ περιπτώσεις:

α)

μη διαβίβασης ουσιωδών πληροφοριών από αρμόδια αρχή, ή

β)

απόρριψης ή μη διεκπεραίωσης, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αιτήματος συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η ΕΑΤ μπορεί, στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το έβδομο εδάφιο, να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

37)

Στο άρθρο 140, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν κατάλογο των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών κατά το άρθρο 71 παράγραφος 2. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.».

38)

Το άρθρο 143 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο τέλος του πρώτου εδαφίου προστίθεται η εξής περίοδος:

«Η ΕΑΤ επικουρεί την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών στη διεξαγωγή των εν λόγω εργασιών, καθώς και σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη ενημέρωση των γενικών αυτών καθοδηγήσεων.»,

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Η αρμόδια αρχή η οποία ασκεί την επαλήθευση κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 λαμβάνει υπόψη της τέτοιες τυχόν καθοδηγήσεις. Για τον σκοπό αυτόν, η αρμόδια αρχή ζητά τη γνώμη της ΕΑΤ πριν λάβει απόφαση.».

β)

στην παράγραφο 3, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, και κοινοποιούνται στις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.».

39)

Στο άρθρο 144 προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τον μορφότυπο, τη δομή, τον πίνακα περιεχομένων και την ετήσια ημερομηνία δημοσίευσης των πληροφοριών που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα κατά το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

40)

Στο άρθρο 150 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε ό,τι αφορά τους όρους εφαρμογής:

α)

των σημείων 15 έως 17 του παραρτήματος V,

β)

του σημείου 23 στοιχείο ιβ) του παραρτήματος V όσον αφορά τα κριτήρια καθορισμού της δέουσας αναλογίας μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών και του σημείου 23 στοιχείο ιε) σημείο ii) του παραρτήματος V για τον καθορισμό των κατηγοριών μέσων που πληρούν τους όρους του εν λόγω σημείου,

γ)

του παραρτήματος VI μέρος 2 όσον αφορά τον καθορισμό των ποσοτικών παραγόντων του σημείου 12, των ποιοτικών παραγόντων του σημείου 13 και του ποσοστού αναφοράς του σημείου 14.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

41)

Το άρθρο 156 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο όρος «Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας» αντικαθίσταται από τον όρο «ΕΑΤ»,

β)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και τα κράτη μέλη, και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξετάζει σε περιοδική βάση εάν η παρούσα οδηγία ως σύνολο, από κοινού με την οδηγία 2006/49/ΕΚ, έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο και, με βάση την εξέταση αυτή, μελετά αν δικαιολογείται η λήψη διορθωτικών μέτρων.».

Άρθρο 10

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/49/ΕΚ

Η οδηγία 2006/49/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 18 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (στο εξής “ΕΑΤ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (38), μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τη μέθοδο εκτίμησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

2)

Στο άρθρο 22 παράγραφος 1 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Εάν οι αρμόδιες αρχές παράσχουν απαλλαγή από την εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση που προβλέπει το παρόν άρθρο, το κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ.».

3)

Το άρθρο 32 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τις εν λόγω διαδικασίες.»,

β)

προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις διαδικασίες στις οποίες αναφέρεται η παρούσα παράγραφος.».

4)

Το άρθρο 36 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες να ασκούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν την ΕΑΤ και την Επιτροπή σχετικά, επισημαίνοντας οποιαδήποτε κατανομή καθηκόντων.».

5)

Στο άρθρο 38 παράγραφος 1, προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει τα καθήκοντα που έχει βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού.».

Άρθρο 11

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2009/65/ΕΚ

Η οδηγία 2009/65/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 5 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«8.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (στο εξής “ΕΑΚΑΑ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39), μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της υποβολής αίτησης για την έγκριση λειτουργίας ΟΣΕΚΑ.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2)

Στο άρθρο 6 παράγραφος 1 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει κοινοποίηση για κάθε χορηγούμενη άδεια λειτουργίας και δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο των αδειοδοτημένων εταιρειών διαχείρισης.».

3)

Στο άρθρο 7 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«6.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση αδειοδότησης της εταιρείας διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,

β)

τις απαιτήσεις που διέπουν την εταιρεία διαχείρισης βάσει της παραγράφου 2 και τις πληροφορίες για την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 κοινοποίηση,

γ)

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως προβλέπουν το άρθρο 8 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 11 της παρούσας οδηγίας.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένους μορφοτύπους, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή παροχής των πληροφοριών που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

4)

Το άρθρο 9 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ και την Επιτροπή σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΟΣΕΚΑ κατά τη διάθεση των μεριδίων τους σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα.

Η Επιτροπή εξετάζει τις δυσκολίες αυτές το ταχύτερο δυνατόν προκειμένου να εξεύρει την κατάλληλη λύση. Η ΕΑΚΑΑ την επικουρεί στη διεκπεραίωση αυτού του έργου.».

5)

Στο άρθρο 11 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ώστε να καταρτίσει εξαντλητικό κατάλογο των πληροφοριών που, όπως προβλέπει το παρόν άρθρο, σε ό,τι αφορά το άρθρο 10β, παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, πρέπει να περιλαμβάνονται από τους υποψήφιους αγοραστές μεριδίων συμμετοχής στις κοινοποιήσεις τους, με την επιφύλαξη του άρθρου 10α, παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένους μορφοτύπους, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβούλευση μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο σε σχέση με το άρθρο 10, παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

6)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα που προσδιορίζουν τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α), καθώς επίσης τις δομές και τις οργανωτικές ρυθμίσεις για την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων κατά την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β).»,

ii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τις διαδικασίες, τις διευθετήσεις, τις δομές και τις οργανωτικές απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 3.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

7)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα με σκοπό να διασφαλισθεί ότι η εταιρεία διαχείρισης εκπληρώνει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, και ιδίως:»,

ii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή όσον αφορά τα κριτήρια, τις αρχές και τα μέτρα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 2.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

8)

Στο άρθρο 17 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«10.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3, 8 και 9.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένους μορφοτύπους, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 9.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

9)

Στο άρθρο 18 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 4.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΕΑ (ΕΑΚΑΑ) μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένους μορφοτύπους, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 4.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

10)

Στο άρθρο 20 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση ανάληψης της διαχείρισης ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος.

Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένους μορφοτύπους, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

11)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Εάν, παρά τη λήψη των μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης ή λόγω ανεπάρκειας των μέτρων αυτών ή μη εφαρμογής τους στο υπόψη κράτος μέλος, η εταιρεία διαχείρισης εξακολουθεί να αρνείται να υποβάλει τις πληροφορίες που ζητεί το κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης σύμφωνα με την παράγραφο 2, ή να παραβαίνει τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, στις οποίες αναφέρεται η ίδια παράγραφος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης μπορούν να προβούν σε μια από τις εξής ενέργειες:

α)

αφού ειδοποιήσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης, μπορούν να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των αναφερομένων στα άρθρα 98 και 99, για την πρόληψη ή τον κολασμό νέων παραβάσεων και, εφόσον είναι αναγκαίο, για την απαγόρευση της πραγματοποίησης περαιτέρω συναλλαγών από την εν λόγω εταιρεία διαχείρισης στο έδαφός τους. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο έδαφός τους, να μπορούν να επιδίδονται στις εταιρείες διαχείρισης τα αναγκαία νομικά έγγραφα για τη λήψη των μέτρων αυτών. Σε περίπτωση που η υπηρεσία που παρέχεται στο κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης αφορά διαχείριση ΟΣΕΚΑ, το κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης μπορεί να ζητήσει από την εταιρεία διαχείρισης να διακόψει τη διαχείριση του εν λόγω ΟΣΕΚΑ, ή

β)

εφόσον θεωρούν ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης δεν έχει προβεί στις δέουσες ενέργειες, μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργήσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

στην παράγραφο 7, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το εξής κείμενο:

«7.   Πριν από την εφαρμογή της διαδικασίας των παραγράφων 3, 4 ή 5, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, μπορούν, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων των επενδυτών και των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες. Η Επιτροπή, η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων άλλων κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο για τα μέτρα αυτά.

Αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος οφείλει να τροποποιήσει ή να καταργήσει αυτά τα μέτρα, με την επιφύλαξη των εξουσιών της ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

γ)

στην παράγραφο 9, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«9.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ και την Επιτροπή για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες αρνήθηκαν τη χορήγηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 17 ή απέρριψαν μια αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και για τα μέτρα που έλαβαν σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.».

12)

Το άρθρο 23 παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4 και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνει ο θεματοφύλακας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του, όσον αφορά ΟΣΕΚΑ που τελεί υπό τη διαχείριση εταιρείας διαχείρισης που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στην τυποποιημένη συμφωνία που χρησιμοποιεί ο θεματοφύλακας και η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 5.»,

β)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

13)

Στο άρθρο 29 προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«5.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση αδειοδότησης της επιχείρησης επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων, και

β)

τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, κατά το στοιχείο γ) της παραγράφου 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένους μορφοτύπους, υποδείγματα και διαδικασίες για την παροχή των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται το στοιχείο α) της παραγράφου 5.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

14)

Το άρθρο 32 παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«6.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην ΕΑΚΑΑ και στην Επιτροπή τα στοιχεία των εταιρειών επενδύσεων οι οποίες απολαύουν των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 4 και 5.».

15)

Το άρθρο 33 παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνει ο θεματοφύλακας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του, όσον αφορά έναν ΟΣΕΚΑ που τελεί υπό τη διαχείριση εταιρείας διαχείρισης που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στην τυποποιημένη συμφωνία που χρησιμοποιεί ο θεματοφύλακας και η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 5.»,

β)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

16)

Το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 5:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα στα οποία να καθορίζονται λεπτομερώς το περιεχόμενο, ο μορφότυπος και ο τρόπος παροχής των πληροφοριών στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 3.»,

ii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«6.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με το περιεχόμενο, τον μορφότυπο και τη μέθοδο διαβίβασης των πληροφοριών στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος άρθρου.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

17)

Στο άρθρο 50 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού στις οποίες μπορεί να επενδύσει ένας ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με το παρόν άρθρο και σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή σχετικά με αυτές τις διατάξεις.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

18)

Το άρθρο 51 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει της τρίτης παραγράφου συγκεντρωτικά για όλες τις εταιρείες διαχείρισης ή επενδύσεων που αυτές εποπτεύουν, είναι διαθέσιμες για την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (“ΕΣΣΚ”), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (40), σύμφωνα με το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού προς τον σκοπό της παρακολούθησης των συστημικών κινδύνων σε επίπεδο Ένωσης.

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4 και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται τα εξής:

α)

κριτήρια για την εκτίμηση της επάρκειας της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο,

β)

λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά την ακριβή και ανεξάρτητη εκτίμηση της αξίας των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και

γ)

λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά το περιεχόμενο και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την κοινοποίηση των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης.»,

γ)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τα κριτήρια και τους κανόνες στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 4.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010».

19)

Στο άρθρο 52 παράγραφος 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην ΕΑΚΑΑ και στην Επιτροπή τον κατάλογο των κατηγοριών ομολογιών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, καθώς και των κατηγοριών εκδοτών οι οποίοι, σύμφωνα με τους νόμους και τα καθεστώτα ελέγχου που σημειώνονται στο εν λόγω εδάφιο, είναι εξουσιοδοτημένοι να εκδίδουν ομολογίες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του παρόντος άρθρου. Στους καταλόγους αυτούς επισυνάπτεται σημείωμα που διευκρινίζει το καθεστώς των παρεχόμενων εγγυήσεων. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζουν αμέσως αυτές τις πληροφορίες στα άλλα κράτη μέλη, μαζί με οποιαδήποτε σχόλια κρίνουν απαραίτητα και δημοσιοποιούν για το κοινό τις πληροφορίες αυτές από τον ιστότοπό τους. Οι κοινοποιήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγής απόψεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών του άρθρου 112 παράγραφος 1.».

20)

Το άρθρο 60 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 6:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή θεσπίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται:»,

ii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«7.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τη συμφωνία, τα μέτρα και τις διαδικασίες κατά τα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 6.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

21)

Το άρθρο 61 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4 και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται περαιτέρω τα εξής:

α)

τα στοιχεία που χρειάζεται να περιλαμβάνονται στη συμφωνία κατά την παράγραφο 1 και

β)

τα είδη των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 παρατυπιών που θεωρείται ότι έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ.»,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τη συμφωνία, τα μέτρα και τους τύπους παρατυπιών κατά την παράγραφο 3.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

22)

Το άρθρο 62 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4 και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα, στα οποία καθορίζεται το περιεχόμενο της συμφωνίας κατά την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο.».

23)

Το άρθρο 64 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή θεσπίζει, διά κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται:

α)

ο μορφότυπος και ο τρόπος παροχής των πληροφοριών κατά την παράγραφο 1· ή

β)

εάν ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ μεταβιβάζει το σύνολο ή μέρη του ενεργητικού του στον κύριο ΟΣΕΚΑ με αντάλλαγμα μερίδια, η διαδικασία για την αποτίμηση και τον έλεγχο αυτής της εισφοράς σε είδος, και ο ρόλος του θεματοφύλακα του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σε αυτή τη διαδικασία.»,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής υπό τις οποίες παρέχονται οι πληροφορίες, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τον μορφότυπο και τον τρόπο παροχής των πληροφοριών και τη διαδικασία κατά την παράγραφο 4.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

24)

Στο άρθρο 69 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν το περιεχόμενο του ενημερωτικού δελτίου, της ετήσιας έκθεσης και της εξαμηνιαίας έκθεσης όπως προβλέπεται στο παράρτημα 1, καθώς και τον μορφότυπο των εν λόγω εγγράφων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

25)

Στο άρθρο 75, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα τα οποία καθορίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν το ενημερωτικό δελτίο διατίθεται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού ή μέσω ιστοτόπου, ο οποίος δεν αποτελεί σταθερό μέσο.».

26)

Το άρθρο 78 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«7.   Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται τα εξής:

α)

το λεπτομερές και αναλυτικό περιεχόμενο των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές, κατά τις παραγράφους 2, 3 και 4,

β)

το λεπτομερές και αναλυτικό περιεχόμενο των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές στις εξής ειδικές περιπτώσεις:

i)

για τους ΟΣΕΚΑ που έχουν διαφορετικά επενδυτικά τμήματα, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε συγκεκριμένο επενδυτικό τμήμα, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου μεταφοράς από ένα επενδυτικό τμήμα σε άλλο, καθώς και του σχετικού κόστους,

ii)

για τους ΟΣΕΚΑ που προσφέρουν διαφορετικές κατηγορίες μετοχών, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε συγκεκριμένη κατηγορία μετοχών,

iii)

για τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε άλλα αμοιβαία κεφάλαια (“κεφάλαια κεφαλαίων/fund of funds”), των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε έναν ΟΣΕΚΑ που ο ίδιος επενδύει σε άλλους ΟΣΕΚΑ ή άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο ε),

iv)

για τις δομές κύριου-τροφοδοτικού, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε έναν τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ, και

v)

για τους δομημένους ΟΣΕΚΑ προστατευμένου κεφαλαίου και άλλους συγκρίσιμους ΟΣΕΚΑ, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές σε σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τέτοιων ΟΣΕΚΑ, και

γ)

οι ειδικές λεπτομέρειες του μορφοτύπου και της παρουσίασης των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές, κατά την παράγραφο 5.»,

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«8.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 7 σχετικά με τα στοιχεία κατά την παράγραφο 3.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

27)

Το άρθρο 81 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα τα οποία καθορίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές δίδονται με άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού ή μέσω ιστοτόπου, ο οποίος δεν αποτελεί σταθερό μέσο.».

28)

Στο άρθρο 83 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις περί δανεισμού απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

29)

Στο άρθρο 84 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους που πρέπει να πληρούνται από τους ΟΣΕΚΑ μετά την έγκριση της προσωρινής αναστολής της εξαγοράς ή της εξόφλησης των ΟΣΕΚΑ κατά την παράγραφο 2 στοιχείο α), μετά τη λήψη της απόφασης αναστολής.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

30)

Το άρθρο 95 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 95

1.   Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται:

α)

η έκταση των πληροφοριών κατά το άρθρο 91 παράγραφος 3,

β)

η διευκόλυνση της πρόσβασης των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών υποδοχής των ΟΣΕΚΑ στις πληροφορίες ή/και τα έγγραφα κατά το άρθρο 93 παράγραφοι 1, 2 και 3, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 7.

2.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του άρθρου 93, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει:

α)

τη μορφή και το περιεχόμενο υποδείγματος επιστολής κοινοποίησης, προς χρήση από τους ΟΣΕΚΑ για τους σκοπούς της κοινοποίησης κατά το άρθρο 93 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων οδηγιών για την εξακρίβωση των αντιστοιχούντων τμημάτων του πρωτοτύπου και της μετάφρασης,

β)

τη μορφή και το περιεχόμενο υποδείγματος βεβαίωσης, προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, κατά το άρθρο 93 παράγραφος 3,

γ)

τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και τη χρήση ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ αρμοδίων αρχών, για τους σκοπούς της κοινοποίησης βάσει του άρθρου 93.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

31)

Το άρθρο 97 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες να ασκούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ και την Επιτροπή σχετικά, επισημαίνοντας οποιαδήποτε κατανομή καθηκόντων.».

32)

Το άρθρο 101 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«2α.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

οι παράγραφοι 8 και 9 αντικαθίστανται από το εξής κείμενο:

«8.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμψουν στην ΕΑΚΑΑ τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αίτημα:

α)

για την ανταλλαγή πληροφοριών κατά το άρθρο 109 απορρίφθηκε ή δεν δόθηκε σε αυτό η απαιτούμενη συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος,

β)

για τη διεξαγωγή έρευνας ή επιτόπιας επαλήθευσης κατά το άρθρο 110 απορρίφθηκε ή δεν δόθηκε σε αυτό η απαιτούμενη συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή

γ)

χορήγησης άδειας στους υπαλλήλους τους να συνοδεύσουν εκείνους της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους απορρίφθηκε ή δεν δόθηκε σε αυτό η απαιτούμενη συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η ΕΑΚΑΑ μπορεί, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη περίοδο, να ενεργεί βάσει των εξουσιών που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη των δυνατοτήτων άρνησης ενέργειας σε αίτημα παροχής πληροφοριών ή σε έρευνα προβλεπόμενη στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη της ικανότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού στις περιπτώσεις αυτές.

9.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να θεσπίζει κοινές διαδικασίες για τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών στη διενέργεια επιτόπιων επαληθεύσεων και ερευνών κατά τις παραγράφους 4 και 5.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

33)

Το άρθρο 102 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες βάσει της παρούσας οδηγίας ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης που ισχύει για τους ΟΣΕΚΑ ή τις επιχειρήσεις που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους ή να διαβιβάζουν τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ή στο ΕΣΣΚ Οι εν λόγω πληροφορίες υπόκεινται στους όρους του επαγγελματικού απορρήτου στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος 1.»,

β)

στην παράγραφο 5 προστίθεται το εξής στοιχείο:

«δ)

η ΕΑΚΑΑ, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (41), η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (42) και το ΕΣΣΚ.

34)

Το άρθρο 103 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην ΕΑΚΑΑ, στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών οι οποίες μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 1.»,

β)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«7.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην ΕΑΚΑΑ, στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών ή των οργάνων που μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες βάσει της παραγράφου 4.».

35)

Το άρθρο 105 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 105

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας οδηγίας σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής σχετικά με τις διαδικασίες ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών και μεταξύ των αρμοδίων αρχών και της ΕΑΚΑΑ.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

36)

Το άρθρο 108 παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«β)

εφόσον απαιτείται, παραπέμπουν το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»,

β)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται αμέσως σχετικά με κάθε μέτρο που λαμβάνεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο α).».

37)

Ο τίτλος του κεφαλαίου XIII αντικαθίσταται από τον εξής:

38)

Το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 111

Η Επιτροπή επιφέρει στην παρούσα οδηγία τεχνικές τροποποιήσεις στους εξής τομείς:

α)

αποσαφήνιση των ορισμών, ώστε να διασφαλίζεται συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε όλη την Ένωση, ή

β)

ευθυγράμμιση της ορολογίας και αναδιατύπωση των ορισμών σε συνάρτηση με μεταγενέστερες πράξεις για τους ΟΣΕΚΑ και για συναφή θέματα.

Τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο θεσπίζονται διά κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4 και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β.».

39)

Το άρθρο 112 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 112

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που ιδρύθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής.

2.   Η εξουσία έγκρισης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά την έννοια των άρθρων 12, 14, 23, 33, 43, 51, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 95 και 111, εκχωρείται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από τις 4 Ιανουαρίου 2011. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση για τις ανατεθείσες εξουσίες το αργότερο έξι μήνες πριν από την παρέλευση της τετραετίας. Η ανάθεση εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο τις ανακαλέσουν βάσει του άρθρου 112α.

3.   Μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.   Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση εκχωρείται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 112α και 112β.».

40)

Προστίθενται τα εξής άρθρα:

«Άρθρο 112α

Ανάκληση της ανάθεσης εξουσιών

1.   Η ανάθεση εξουσιών κατά τα άρθρα 12, 14, 23, 33, 43, 51, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 95 και 111 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το όργανο που εκκινεί εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει κατά πόσον θα ανακαλέσει ή όχι την ανάθεση εξουσιών φροντίζει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις ανατεθείσες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.   Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέλος στην ανάθεση των εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 112β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ’ εξουσιοδότηση εντός τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.   Εάν, με την εκπνοή της προθεσμίας στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, εάν αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην αντιταχθούν.

3.   Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εντός της προθεσμίας στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους που αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

Άρθρο 12

Επανεξέταση

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014 έκθεση που διαπιστώνει εάν οι ΕΕΑ έχουν υποβάλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπει η παρούσα οδηγία, είτε η υποβολή είναι υποχρεωτική είτε προαιρετική, με κάθε ενδεδειγμένη πρόταση.

Άρθρο 13

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να έχουν συμμορφωθεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2011 με το άρθρο 1 σημεία 1 και 2, το άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο α), το άρθρο 2 σημεία 2, 5, 7 και 9, το άρθρο 2 σημείο 11 στοιχείο β), το άρθρο 3 σημείο 4, το άρθρο 3 σημείο 6 στοιχεία α) και β), το άρθρο 4 σημείο 1 στοιχείο α), το άρθρο 4 σημείο 3, το άρθρο 5 σημείο 5 στοιχείο α), το άρθρο 5 σημείο 5 στοιχείο β) πρώτο εδάφιο, το άρθρο 5 σημεία 6, 8 και 9 (σε σχέση με το άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ), το άρθρο 5 σημείο 10, το άρθρο 5 σημείο 11 στοιχεία α) και β), το άρθρο 5 σημείο 12, το άρθρο 6 σημείο 1 (σε σχέση με το άρθρο 5 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/ΕΚ), το άρθρο 6 σημείο 3, το άρθρο 6 σημείο 5 στοιχείο α), το άρθρο 6 σημεία 10, 13, 14 και 16, το άρθρο 6 σημείο 17 στοιχεία α) και β), το άρθρο 6 σημεία 18 και 19 (σε σχέση με το άρθρο 53 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/ΕΚ), το άρθρο 6 σημείο 21 στοιχεία α) και β), το άρθρο 6 σημείο 23 στοιχείο β), το άρθρο 6 σημεία 24, 25 και 27, το άρθρο 7 σημείο 12 στοιχείο α), το άρθρο 7 σημεία 13, 14, 15 και 16, το άρθρο 9 σημείο 1 στοιχείο α), το άρθρο 9 σημεία 2, 3, 4, 10, 11, 12, 15, 16, 17, 18, 20, 29 και 32, το άρθρο 9 σημείο 33 στοιχεία α) και β), το άρθρο 9 σημείο 33 στοιχείο δ) σημεία i) έως iv), το άρθρο 9 σημεία 34 και 35, το άρθρο 9 σημείο 36 στοιχείο β) σημείο ii), το άρθρο 9 σημείο 37 στοιχείο β), το άρθρο 9 σημεία 38 και 39, το άρθρο 10 σημείο 2, το άρθρο 10 σημείο 3 στοιχείο α), το άρθρο 10 σημείο 4, το άρθρο 11 σημεία 2, 4, 11, 14, 19 και 31, το άρθρο 11 σημείο 32 στοιχείο β) όσον αφορά το άρθρο 101 παράγραφος 8 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, και το άρθρο 11 σημεία 33, 34 και 36 της παρούσας οδηγίας, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των διατάξεων αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα ανωτέρω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αναφορά αυτή καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 15

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 24 Νοεμβρίου 2010.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

O. CHASTEL


(1)  Γνώμη της 18ης Μαρτίου 2010 (ΕΕ C 87 της 1.4.2010, σ. 1).

(2)  Γνώμη της 18ης Μαρτίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2010.

(4)  Βλέπε σελίδα 12 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(5)  Βλέπε σελίδα 48 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(6)  Βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(7)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(10)  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45.

(11)  ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10.

(12)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(13)  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45.

(14)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

(15)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(16)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

(17)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(18)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.

(19)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(20)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(21)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(22)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(23)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.».

(24)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(25)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.»,

(26)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(27)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.»,

(28)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(29)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.»,

(30)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(31)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.»,

(32)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(33)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(34)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(35)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.»,

(36)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.»,

(37)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(38)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.».

(39)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.».

(40)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.»,

(41)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(42)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.».


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

15.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 331/162


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1096/2010 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Νοεμβρίου 2010

για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 6,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοοικονομική κρίση ανέδειξε σημαντικές ελλείψεις στη χρηματοοικονομική εποπτεία, η οποία δεν κατάφερε να προβλέψει τις δυσμενείς μακροπροληπτικές εξελίξεις και να αποτρέψει τη συσσώρευση υπερβολικών κινδύνων στον χρηματοοικονομικό τομέα και υπογράμμισε ειδικότερα τις αδυναμίες της υφιστάμενης μακροπροληπτικής επίβλεψης.

(2)

Τον Νοέμβριο του 2008, η Επιτροπή ανέθεσε σε ομάδα υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière («ομάδα de Larosière») να προτείνει συστάσεις σχετικά με τους τρόπους ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων για την καλύτερη προστασία του πολίτη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

(3)

Στην τελική έκθεσή της, την οποία παρουσίασε στις 25 Φεβρουαρίου 2009, η ομάδα de Larosière συνιστούσε, μεταξύ άλλων, τη σύσταση φορέα σε ενωσιακό επίπεδο, επιφορτισμένου με την επίβλεψη των κινδύνων στο σύνολο του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(4)

Στην ανακοίνωσή της, της 4ης Μαρτίου 2009, με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή χαιρέτισε και εν γένει υποστήριξε τις συστάσεις της ομάδας de Larosière. Στη σύνοδό του, της 19ης και 20ής Μαρτίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε ότι είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η ρύθμιση και η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών εντός της Ένωσης και να χρησιμοποιηθεί η έκθεση της ομάδας de Larosière ως εφαλτήριο για δράση.

(5)

Στην ανακοίνωση τής 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία», η Επιτροπή εξήγγειλε μια σειρά μεταρρυθμίσεων στις ισχύουσες ρυθμίσεις με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε επίπεδο Ένωσης, περιλαμβανομένης ιδίως της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), αρμόδιο για τη μακροπροληπτική επίβλεψη. Το Συμβούλιο, στις 9 Ιουνίου 2009, και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη σύνοδό του της 18ης και της 19ης Ιουνίου 2009, υποστήριξαν την άποψη της Επιτροπής και χαιρέτισαν την πρόθεση της Επιτροπής να προωθήσει νομοθετικές προτάσεις, ώστε να μπορέσει να εδραιωθεί πλήρως το νέο πλαίσιο.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) θέσπισε τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος σε επίπεδο της Ένωσης και ίδρυσε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ).

(7)

Δεδομένης της πείρας της σε μακροπροληπτικά θέματα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην αποτελεσματική μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.

(8)

Η ΕΚΤ θα πρέπει να διασφαλίζει ην παροχή γραμματείας του ΕΣΣΚ (γραμματεία) και, προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει η ΕΚΤ να παρέχει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Το προσωπικό της Γραμματείας θα πρέπει συνεπώς να υπόκειται στους όρους πρόσληψης προσωπικού της ΕΚΤ. Σύμφωνα ιδίως με το προοίμιο της απόφασης της ΕΚΤ, της 9ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την έγκριση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως τροποποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1999 (ΕΚΤ/1998/4) (4), το προσωπικό της ΕΚΤ θα πρέπει να επιλέγεται από το ευρύτερο δυνατό γεωγραφικό φάσμα μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών.

(9)

Στις 9 Ιουνίου 2009, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να παρέχει υποστήριξη σε επίπεδο αναλύσεων, στατιστικών, διοικητικής και υλικοτεχνικής μέριμνας στο ΕΣΣΚ. Δεδομένου ότι είναι καθήκον του ΕΣΣΚ να καλύπτει όλες τις πτυχές και τους τομείς χρηματοοικονομικής σταθερότητας, η ΕΚΤ θα πρέπει να καλέσει τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και εποπτικές αρχές να προσφέρουν την επιστημονική πραγματογνωμοσύνη τους. Επομένως, θα πρέπει να εφαρμοστεί η δυνατότητα ανάθεσης στην ΕΚΤ καθορισμένων καθηκόντων σχετικά με πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία, που προβλέπει η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ανάθεση στην ΕΚΤ του καθήκοντος της διασφάλισης της παροχής γραμματείας στο ΕΣΣΚ.

(10)

H EKT θα πρέπει να αναλάβει το καθήκον της παροχής στατιστικής υποστήριξης στο ΕΣΣΚ. Η συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών όπως προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό και όπου είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ θα πρέπει λοιπόν να υπόκεινται στο άρθρο 5 του καταστατικού του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (5). Συνεπώς, οι εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες που συλλέγονται από την ΕΚΤ ή το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών θα πρέπει να κοινοποιούνται στο ΕΣΣΚ. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (6).

(11)

Η γραμματεία θα πρέπει να προετοιμάζει τις συνεδριάσεις του ΕΣΣΚ και να υποστηρίζει τις εργασίες του γενικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής, της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής και της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής του ΕΣΣΚ. Η γραμματεία θα πρέπει να συγκεντρώνει, εξ ονόματος του ΕΣΣΚ, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Μέλη

Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είναι μέλη του γενικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) όπως ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

Άρθρο 2

Υποστήριξη του ΕΣΣΚ

Η ΕΚΤ διασφαλίζει την παροχή γραμματείας και, στο πλαίσιο αυτό, παρέχει υποστήριξη σε επίπεδο αναλύσεων, στατιστικών, διοικητικής και υλικοτεχνικής μέριμνας στο ΕΣΣΚ. Η αποστολή της γραμματείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1092/2010, περιλαμβάνει ειδικότερα τα ακόλουθα:

α)

την προετοιμασία των συνεδριάσεων του ΕΣΣΚ·

β)

σύμφωνα με το άρθρο 5 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του άρθρου 5 του παρόντος κανονισμού, τη συγκέντρωση και επεξεργασία πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών πληροφοριών, εξ ονόματος και με σκοπό την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ·

γ)

την προπαρασκευή των αναλύσεων που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, αξιοποιώντας τις τεχνικές συμβουλές των εθνικών κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών·

δ)

την παροχή υποστήριξης στο ΕΣΣΚ, στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας που αυτό αναπτύσσει σε διοικητικό επίπεδο με άλλους συναφείς φορείς για μακροπροληπτικά θέματα·

ε)

την παροχή υποστήριξης στις εργασίες του γενικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής, της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής και της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής.

Άρθρο 3

Οργάνωση της γραμματείας

1.   Η ΕΚΤ παρέχει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση του καθήκοντός της να παράσχει γραμματειακή υποστήριξη.

2.   Ο επικεφαλής της γραμματείας ορίζεται από την ΕΚΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το γενικό συμβούλιο του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 4

Διαχείριση

1.   Ο πρόεδρος του ΕΣΣΚ και η διευθύνουσα επιτροπή του ΕΣΣΚ δίνουν οδηγίες στον επικεφαλής της γραμματείας εξ ονόματος του ΕΣΣΚ.

2.   Ο επικεφαλής της γραμματείας ή ο εκπρόσωπός του παρίσταται στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής, της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής και της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 5

Συγκέντρωση πληροφοριών εξ ονόματος του ΕΣΣΚ

1.   Το ΕΣΣΚ καθορίζει ποιες πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Στο πλαίσιο αυτό, η γραμματεία συγκεντρώνει εξ ονόματος του ΕΣΣΚ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σε τακτική και ad hoc βάση, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και με την επιφύλαξη του άρθρου 6 του παρόντος κανονισμού.

2.   Εξ ονόματος του ΕΣΣΚ, η γραμματεία θέτει στη διάθεση των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών τις πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους οι οποίες είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 6

Εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και των εγγράφων

1.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του ποινικού δικαίου, τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται από τη γραμματεία κατά την άσκηση των καθηκόντων της δεν επιτρέπεται να κοινοποιηθούν σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή εκτός του ΕΣΣΚ καθ’ οιονδήποτε τρόπο, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

2.   Η γραμματεία διασφαλίζει ότι τα έγγραφα υποβάλλονται στο ΕΣΣΚ με τρόπο που διασφαλίζει την εμπιστευτικότητά τους.

3.   Η ΕΚΤ διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει η γραμματεία στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων της ΕΚΤ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η ΕΚΤ θέτει σε λειτουργία εσωτερικούς μηχανισμούς και εγκρίνει εσωτερικούς κανόνες προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία των πληροφοριών που συγκεντρώνονται από τη γραμματεία εξ ονόματος του ΕΣΣΚ. Το προσωπικό της ΕΚΤ συμμορφώνεται με τους ισχύοντες κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου.

4.   Οι πληροφορίες που αποκτά η ΕΚΤ ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 2.

Άρθρο 7

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Η γραμματεία μεριμνά για την εφαρμογή της απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2004/3) (7).

2.   Οι πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή της απόφασης ΕΚΤ/2004/3 στα έγγραφα που αφορούν το ΕΣΣΚ θα θεσπιστούν έως τις 17 Ιουνίου 2011.

Άρθρο 8

Επανεξέταση

Έως τις 17 Δεκεμβρίου 2013, το Συμβούλιο πρέπει να εξετάσει τον παρόντα κανονισμό, βάσει έκθεσης της Επιτροπής. Αφού λάβει τις γνώμες της ΕΚΤ και των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, θα αποφασίσει εάν ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επανεξεταστεί.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 16 Δεκεμβρίου 2010.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Νοεμβρίου 2010.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. REYNDERS


(1)  Γνώμη της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 270 της 11.11.2009, σ. 1.

(3)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(4)  ΕΕ L 125 της 19.5.1999, σ. 32.

(5)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

(6)  ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164.

(7)  ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 42.