ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2010.274.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

53ό έτος
19 Οκτωβρίου 2010


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2010/605/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 56/07 (πρώην E 15/05) που χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση La Poste [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 133]  ( 1 )

1

 

 

2010/606/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 9/09 (πρώην NN 49/08, NN 50/08 και NN 45/08) που χορήγησαν το Βασίλειο του Βελγίου, η Γαλλική Δημοκρατία και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υπέρ της Dexia SA [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 1180]  ( 1 )

54

 

 

2010/607/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης [κρατική ενίσχυση C 30/08 (πρώην NN 21/08)] [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 2520]  ( 1 )

103

 

 

IV   Πράξεις θεσπισθείσες πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, της συνθήκης ΕΕ και της συνθήκης Ευρατόμ

 

 

2010/608/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 10/09 (πρώην N 138/09) που χορήγησαν οι Κάτω Χώρες για εγγυητική διευκόλυνση μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων και σχέδιο αναδιάρθρωσης της ING [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 9000]  ( 1 )

139

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

19.10.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Ιανουαρίου 2010

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 56/07 (πρώην E 15/05) που χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση La Poste

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 133]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2010/605/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62, παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 21 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή ενέκρινε τη μεταβίβαση των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης La Poste στη θυγατρική της La Banque Postale (3). Στην απόφασή της, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ζήτημα της απεριόριστης εγγύησης από το κράτος στην επιχείρηση La Poste θα αποτελούσε αντικείμενο χωριστής διαδικασίας.

(2)

Στις 21 Φεβρουαρίου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (4) του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «διαδικαστικός κανονισμός»), η Επιτροπή ενημέρωσε τις γαλλικές αρχές για τα προκαταρκτικά συμπεράσματά της όσον αφορά την ύπαρξη απεριόριστης εγγύησης η οποία απορρέει από το καθεστώς της La Poste και η οποία συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και τις κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Εφόσον αυτή η εικαζόμενη απεριόριστη εγγύηση του κράτους ήταν σε ισχύ ήδη πριν από την 1η Ιανουαρίου 1958, η Επιτροπή εφάρμοσε τους διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με τις υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο β) του προαναφερθέντος διαδικαστικού κανονισμού (5).

(3)

Η Επιτροπή έλαβε την απάντηση των γαλλικών αρχών στις 24 Απριλίου 2006.

(4)

Στις 4 Οκτωβρίου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 18 του διαδικαστικού κανονισμού, η Επιτροπή κάλεσε τη Γαλλία να καταργήσει το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 την εγγύηση που λαμβάνει για όλες τις υποχρεώσεις της η La Poste βάσει του καθεστώτος της.

(5)

Στις 6 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή έλαβε υπόμνημα των γαλλικών αρχών που αμφισβητούσε τα συμπεράσματα τα οποία διατύπωνε η Επιτροπή στην επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 2006.

(6)

Μετά από συνεδρίαση με τις αρμόδιες υπηρεσίες ανταγωνισμού της Επιτροπής (στο εξής «ΓΔ Ανταγωνισμού»), με επιστολή της 16ης Ιανουαρίου 2007, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή σχέδιο τροποποίησης του διατάγματος εφαρμογής του νόμου αριθ. 80-539 της 16ης Ιουλίου 1980 σχετικά με την επιβολή προστίμων στον διοικητικό τομέα και την εκτέλεση των αποφάσεων από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (6) (στο εξής «νόμος της 16ης Ιουλίου»), δηλαδή το διάταγμα αριθ. 81-501 της 12ης Μαΐου 1981 για την εφαρμογή του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 σχετικά με την επιβολή προστίμων στον διοικητικό τομέα και την εκτέλεση των αποφάσεων από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (7) (στο εξής «το διάταγμα της 12ης Μαΐου 1981»).

(7)

Ικανοποιώντας αίτημα της Επιτροπής για διευκρινίσεις, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν υπόμνημα, που παρελήφθη την 1η Φεβρουαρίου 2007, το οποίο εξηγούσε την κατάσταση των πιστωτών της La Poste σε περίπτωση που η εταιρεία αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες.

(8)

Με υπόμνημα της 19ης Μαρτίου 2007, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματική πρόταση με την οποία δεσμεύονταν από κοινού με τη La Poste να αναγράφουν σε κάθε σύμβαση χρηματοδότησης και σε ενημερωτικό φυλλάδιο προσφοράς της La Poste ότι δεν υφίσταται εγγύηση.

(9)

Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΔΕΕ για το εν λόγω μέτρο (στο εξής «απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας»).

(10)

Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (8). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εν λόγω μέτρο.

(11)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις για το θέμα από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

(12)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της Γαλλίας με επιστολή τής 23ης Ιανουαρίου 2008.

(13)

Η Επιτροπή δημοσίευσε στον διαδικτυακό τόπο της ΓΔ Ανταγωνισμού πρόσκληση υποβολής προσφορών για τη σύνταξη μελέτης σχετικά με την απεριόριστη εγγύηση της Γαλλικής Δημοκρατίας στην εταιρεία La Poste. Ελήφθησαν τέσσερις προσφορές πριν τη λήξη της προθεσμίας στις 21 Απριλίου 2008. Η μελέτη ανατέθηκε στην κα Sophie Nicinski, καθηγήτρια δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο, κάτοχο τίτλου διδάκτορος Νομικής και συντάκτη δημοσιεύσεων σχετικών με το θέμα της εγγύησης του κράτους σε βιομηχανικά και εμπορικά δημόσια ιδρύματα. Η εμπειρογνώμονας (στο εξής «εμπειρογνώμονας της Επιτροπής») υπέβαλε την έκθεσή της στις 17 Νοεμβρίου 2008.

(14)

Μετά τη δημοσίευση στον τύπο πληροφοριών σχετικά με την έκδοση από τη γαλλική κυβέρνηση νομοσχεδίου για την αλλαγή του καθεστώτος της La Poste, η Επιτροπή ρώτησε τις γαλλικές αρχές, στις 20 Ιουλίου 2009, εάν δέχονταν να αναλάβουν δέσμευση για τη μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία που θα υπόκειται στις δικαστικές διαδικασίες εξυγίανσης και εκκαθάρισης δημοσίων επιχειρήσεων. Με την ίδια επιστολή, η Επιτροπή διαβίβασε στις γαλλικές αρχές την έκθεση του εμπειρογνώμονά της.

(15)

Με υπόμνημα που διαβιβάστηκε στις 31 Ιουλίου 2009, η Γαλλία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι το υπουργικό Συμβούλιο της 29ης Ιουλίου 2009 ενέκρινε νομοσχέδιο σχετικά με τη La Poste και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, το οποίο καθόριζε τη μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία την 1η Ιανουαρίου 2010. Οι γαλλικές αρχές ανέφεραν, εξάλλου, ότι θα υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους για την έκθεση του εμπειρογνώμονα της Επιτροπής.

(16)

Μετά από δύο έγγραφες υπομνήσεις της Επιτροπής της 9ης Σεπτεμβρίου και της 6ης Οκτωβρίου 2009, η Γαλλία υπέβαλε, με υπόμνημα της 27ης Οκτωβρίου 2009, τις παρατηρήσεις της σχετικά με την έκθεση του εμπειρογνώμονα της Επιτροπής και διαβίβασε γνώμη του κ. Guy Carcassonne, καθηγητού νομικής του Πανεπιστημίου (στο εξής «εμπειρογνώμονας των γαλλικών αρχών»).

(17)

Στις 11 Δεκεμβρίου 2009 υποβλήθηκε τροποποίηση του νομοσχεδίου σχετικά με την εταιρεία La Poste και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, η οποία μετέθετε την ημερομηνία μετατροπής της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία στο Μάρτιο του 2010.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(18)

Ο νόμος υπ’ αριθμόν 90-568 της 2ας Ιουλίου 1990 σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας ταχυδρομείων και την France Télécom (9) (στο εξής «νόμος της 2ας Ιουλίου 1990») μετέτρεψε την πρώην Γενική Διεύθυνση ταχυδρομείων και επικοινωνιών σε δύο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου: στην επιχείρηση La Poste και την επιχείρηση France Télécom.

(19)

Ορισμένα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν έχουν χαρακτηριστεί από το νόμο ως δημόσιοι οργανισμοί διοικητικού χαρακτήρα (ΕΡΑ) ή δημόσιοι οργανισμοί βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα (EPIC) (10). Το ίδιο συνέβη και με τη La Poste. Στην απόφασή του της 18ης Ιανουαρίου 2001 (2ο πολιτικό τμήμα) (11), το Cour de Cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έκρινε, ωστόσο, ότι η La Poste εξομοιούται με έναν EPIC (12). Οι νομικές συνέπειες του καθεστώτος της La Poste είναι οι ακόλουθες:

2.1.   ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ LA POSTE

(20)

Το άρθρο 1 του νόμου της 2ας Ιουλίου 1990 χαρακτήρισε την La Poste νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ωστόσο, στη Γαλλία, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν υπάγονται στο κοινό δίκαιο για τα θέματα δικαστικού διακανονισμού και εκκαθάρισης προβληματικών επιχειρήσεων.

(21)

Ο αποκλεισμός της εφαρμογής των διαδικασιών αφερεγγυότητας και πτώχευσης στα νομικά πρόσωπα απορρέει από τη γενική αρχή του ακατάσχετου των περιουσιακών στοιχείων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που αναγνωρίζεται στη γαλλική νομολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα, και ιδίως από το Cour de Cassation (13).

(22)

Ακόμη, το άρθρο 2 του νόμου αριθ. 85-98 της 25ης Ιανουαρίου 1985 σχετικά με τη δικαστική εξυγίανση και εκκαθάριση των επιχειρήσεων (14) (στο εξής «ο νόμος της 25ης Ιανουαρίου 1985»), που ορίζει το πεδίο εφαρμογής των διαδικασιών δικαστικής εξυγίανσης και εκκαθάρισης κοινού δικαίου στη Γαλλία, το οποίο έγινε άρθρο 620-2 του εμπορικού κώδικα, ορίζει: «Η δικαστική εξυγίανση και εκκαθάριση εφαρμόζονται σε κάθε εμπορική επιχείρηση, κάθε πρόσωπο εγγεγραμμένο στο répertoire des métiers, σε κάθε γεωργό και σε κάθε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου». Από το γράμμα αυτού του νόμου καθώς και από την ερμηνεία του από τα γαλλικά δικαστήρια (15) συνάγεται ότι οι δικαστικές διαδικασίες του κοινού δικαίου δεν εφαρμόζονται στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

2.2.   ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ LA POSTE ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ 16ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1980 ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΦΕΙΛΕΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

(23)

Ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 εφαρμόζεται στην επιχείρηση La Poste, η οποία χαρακτηρίστηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου από το νόμο της 2ας Ιουλίου 1990.

(24)

Η παράγραφος ΙΙ του πρώτου άρθρου του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 ορίζει: «όταν μια δικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου έχει καταδικάσει έναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή ένα δημόσιο οργανισμό να καταβάλει ένα χρηματικό ποσό το ύψος του οποίου ορίζεται στην ίδια την απόφαση, για το ποσό αυτό πρέπει να εκδοθεί εντολή πληρωμής εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της δικαστικής απόφασης. Εάν δεν εκδοθεί εντολή πληρωμής εντός αυτής της προθεσμίας, ο αντιπρόσωπος του κράτους στο οικείο διοικητικό διαμέρισμα ή στην εποπτεύουσα αρχή εκδίδει αυτεπάγγελτα εντολή πληρωμής. Σε περίπτωση ανεπάρκειας πιστώσεων, ο αντιπρόσωπος του κράτους στην αρμόδια υπηρεσία ή την εποπτεύουσα αρχή απευθύνει όχληση στον οργανισμό αυτοδιοίκησης ή τον δημόσιο οργανισμό να συγκεντρώσει τους απαραίτητους πόρους· εάν το όργανο λήψης αποφάσεων του οργανισμού δεν αποδεσμεύσει ή δεν συγκεντρώσει αυτούς τους πόρους, ο αντιπρόσωπος του κράτους στην αρμόδια υπηρεσία ή την εποπτεύουσα αρχή «y pourvoit» και, εάν είναι απαραίτητο, προβαίνει αυτεπάγγελτα σε εντολή πληρωμής».

(25)

Το εδάφιο 4 του άρθρου 3 παράγραφος 1 του διατάγματος της 12ης Μαΐου 1981 ορίζει ότι «όταν η όχληση δεν παράγει αποτέλεσμα με μέχρι τη λήξη αυτών των προθεσμιών (16), ο αντιπρόσωπος του κράτους ή η εποπτεύουσα αρχή προβαίνει στην εγγραφή της δαπάνης στον προϋπολογισμό του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του υπερήμερου δημόσιου οργανισμού. Αποδεσμεύσει, εάν είναι απαραίτητο, τους απαραίτητους πόρους είτε μειώνοντας τις πιστώσεις που διατίθενται για άλλες δαπάνες και δεν έχουν ακόμη αναλωθεί, είτε αυξάνοντας τους πόρους». Τέλος, το εδάφιο 5 του άρθρου 3 παράγραφος 1 του ίδιου διατάγματος προβλέπει ότι «εάν, εντός προθεσμίας οκτώ ημερών από την κοινοποίηση της εγγραφής της πίστωσης, ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή ο δημόσιος οργανισμός δεν προβεί στην εντολή πληρωμής του οφειλόμενου ποσού, ο αντιπρόσωπος του κράτους ή η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή το πράττει αυτεπάγγελτα εντός προθεσμίας εντός μηνός».

(26)

Το προαναφερθέν διάταγμα της 12ης Μαΐου 1981 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το διάταγμα αριθ. 2008-479 της 20ής Μαΐου 2008 σχετικά με την εκτέλεση των χρηματικών ποινών που επιβάλλονται σε δημόσιους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Εντούτοις, το άρθρο 10 του νέου διατάγματος ενσωματώνει τους όρους των εδαφίων 4 και 5 του άρθρου 3 παράγραφος 1 του διατάγματος της 12ης Μαΐου 1981 (17). Δεν τροποποιεί, συνεπώς, ουσιαστικά το μέτρο.

(27)

Εξάλλου, η εγκύκλιος της 16ης Οκτωβρίου 1989 (18) προβλέπει ότι: «σε περίπτωση ανεπάρκειας ή έλλειψης πιστώσεων, κατάσταση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του σημείου ΙΙ του άρθρου 1 του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980, ο διατάκτης οφείλει επίσης, πριν από τη λήξη της προθεσμίας τεσσάρων μηνών, να ενημερώσει τον πιστωτή με συστημένη επιστολή έναντι απόδειξης παραλαβής, διευκρινίζοντας το ποσό που θα ζητηθεί αργότερα. Η εντολή πληρωμής θα αφορά το συνολικό ποσό της οφειλής, σε περίπτωση παντελούς έλλειψης πιστώσεων, ή το υπόλοιπο, σε περίπτωση ανεπάρκειας πιστώσεων».

(28)

Από το σύνολο αυτών των διατάξεων συνάγεται ότι ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και οι εκτελεστικές διατάξεις του αποσκοπούν αποκλειστικά στην εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου οι οποίες καταδικάζουν είτε το κράτος, είτε έναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης είτε ένα δημόσιο οργανισμό να καταβάλει ένα χρηματικό ποσό. Δεν καθορίζουν διαδικασία εξυγίανσης η εκκαθάρισης.

(29)

Ακόμη, ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και οι εκτελεστικές διατάξεις του ορίζουν ρητά το κράτος ως αρμόδια αρχή για την είσπραξη των οφειλών των δημόσιων οργανισμών. Το κράτος διαθέτει σημαντικά προνόμια: αφενός, την εντολή πληρωμής και, αφετέρου, τη δημιουργία επαρκών πόρων. Για το λόγο αυτό πρέπει να εξεταστεί σε ποιο βαθμό οι δυνατότητες αποζημίωσης που διαθέτουν οι πιστωτές με την εφαρμογή της ευθύνης του κράτους σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής της επιχείρησης La Poste θα μπορούσαν να εξομοιωθούν με μια μορφή εγγύησης.

(30)

Εκτός από τα δύο ανωτέρω στοιχεία (αποκλεισμός της δυνατότητας εφαρμογής των διαδικασιών αφερεγγυότητας και εφαρμογής του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980), η Επιτροπή έκρινε, στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, ότι οι διατάξεις που εφαρμόζονται σε ορισμένους EPIC θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοστούν και στην La Poste:

2.3.   ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΕΝΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΘΕΝΤΟΣ EPIC ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ Ή ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

(31)

Η κωδικοποιητική οδηγία αριθ. 02-060-M95 της 18ης Ιουλίου 2002 σχετικά με τη δημοσιονομική και λογιστική ρύθμιση των δημόσιων οργανισμών βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα (19) (στο εξής «κωδικοποιητική οδηγία») προβλέπει ότι υπάρχουν δύο πιθανότητες σε περίπτωση κλεισίματος μιας EPIC η οποία διαθέτει όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων:

είτε ένας νέος δημόσιος οργανισμός υποκαθιστά τον παλαιό EPIC και αποκτά τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του,

είτε μια νομοθετική πράξη κηρύσσει τη διάλυση του δημόσιου οργανισμού· σε αυτή την περίπτωση, «η πράξη εκκαθάρισης του οργανισμού μπορεί να ορίσει τον φορέα στον οποίο θα περιέλθει το υπόλοιπο, κατά κανόνα το κράτος» (20).

(32)

Ο οδηγός για τη δημοσιονομική οργάνωση της σύστασης, μετατροπής και κατάργησης εθνικών δημόσιων οργανισμών και των ενώσεων δημοσίου συμφέροντος της 14ης Νοεμβρίου 2006 (στο εξής «ο οδηγός δημοσιονομικής οργάνωσης», που είναι διαθέσιμος στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών ορίζει (21): «Η πράξη κατάργησης του οργανισμού πρέπει να προβλέπει ρητά τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων, των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων του υπό κατάργηση οργανισμού στον φορέα που θα αναλάβει τη δραστηριότητα ή την περιουσία του (δηλαδή σε ένα δημόσιο οργανισμό ή το κράτος)» … «Γενικότερα, πρέπει να προβλεφθεί ότι ο νέος οργανισμός υποκαθιστά τα νομικά πρόσωπα τη δραστηριότητα των οποίων αναλαμβάνει ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις οι οποίες έχουν συναφθεί για την εκπλήρωση των αποστολών που του έχουν ανατεθεί».

(33)

Αν και οι διατάξεις της κωδικοποιητικής οδηγίας και του οδηγού δημοσιονομικής οργάνωσης εφαρμόζονται μόνο στους EPIC που διαθέτουν όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων, από ορισμένα στοιχεία συνάγεται επίσης ότι σε περίπτωση κλεισίματος ενός EPIC ο οποίος δεν διαθέτει όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων, τα χρέη του μεταβιβάζονται στο κράτος ή σε έναν άλλο δημόσιο οργανισμό.

(34)

Έτσι, η επιχείρηση Charbonnages de France δημοσίευσε στις υποσημειώσεις των οικονομικών λογαριασμών της στις 31 Δεκεμβρίου 2008 ότι όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ενός EPIC πρέπει, σε περίπτωση κλεισίματος να μεταβιβάζονται είτε σε ένα άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε στην ίδια τη γαλλική κυβέρνηση και οι όροι και οι προϋποθέσεις αυτής της μεταβίβασης πρέπει να προσδιορίζονται στο νόμο για το κλείσιμο του εν λόγω EPIC. Η διάταξη αυτή δεν περιορίζεται μόνο στους EPIC οι οποίοι διαθέτουν όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων· εξάλλου, η ίδια η Charbonnages de France είναι ένας EPIC χωρίς όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων.

(35)

Εξάλλου, σύμφωνα με ορισμένους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, σε περίπτωση λύσης της ERAP (22), αν και η ERAP είναι επίσης EPIC χωρίς όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων, το υπόλοιπο του χρέους της και των στοιχείων ενεργητικού της θα μεταβιβάζονταν επίσης στο κράτος. Σύμφωνα με τον οίκο Fitch (23), «ως EPIC, η ERAP δεν υπόκειται στις διαδικασίες εκκαθάρισης. Είναι δυνατόν να διαλυθεί μόνο με νομοθετική πράξη και, σε αυτή την περίπτωση, το υπόλοιπο της οφειλής της και των στοιχείων ενεργητικού της θα μεταβιβαστούν στο κράτος». Κατά τον οίκο Moody’s (24), «το πρωτοδικείο που ορίζει τις διαδικασίες δικαστικής εκκαθάρισης δεν μπορεί να επιβάλει αναδιαρθρώσεις της ERAP. Έτσι, σε περίπτωση λύσης της εταιρείας, τα στοιχεία ενεργητικού/παθητικού της θα μεταβιβάζονταν στην αρμόδια αρχή για τη σύστασή της, δηλαδή στο ίδιο το κράτος».

(36)

Με βάση τα ανωτέρω, αν και η La Poste δεν διαθέτει όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων (25), πρέπει να εξεταστεί αν, σε περίπτωση εκκαθάρισής της, εφαρμόζεται σε αυτήν η αρχή της μεταβίβασης των χρεών στο κράτος ή σε ένα άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, λαμβανομένης υπόψη της εξομοίωσής της με έναν EPIC. Ως εκ τούτου, ο πιστωτής θα είχε την εγγύηση ότι δεν θα χάσει την απαίτησή του και θα μπορούσε να αρκεστεί σε ένα μικρότερο επιτόκιο ή να δεχτεί ευνοϊκότερους όρους και προθεσμίες πληρωμής απ’ ό,τι εάν δεν υπήρχε αυτή η εγγύηση. Κατά συνέπεια, μια τέτοια μεταβίβαση θα είχε τα ίδια αποτελέσματα με μια εγγύηση.

2.4.   ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

(37)

Σύμφωνα πάντοτε με την Fitch (26), «η ρευστότητα της ERAP είναι εγγυημένη με την άμεση πρόσβασή της στους λογαριασμούς προκαταβολών του Δημοσίου». Εφόσον η ERAP είναι EPIC, πρέπει να εξεταστεί τι πρόσβαση θα μπορούσε να έχει η La Poste στους λογαριασμούς προκαταβολών του Δημοσίου.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(38)

Μετά την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις τους στην Επιτροπή, με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2008. Η επιστολή αυτή συμπληρώνει τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στις προηγούμενες επιστολές των γαλλικών αρχών (27) και συνοψίζονται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

3.1.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(39)

Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν, αφενός, την ύπαρξη εγγύησης και, αφετέρου, την ύπαρξη πλεονεκτήματος για την επιχείρηση La Poste.

3.1.1.   ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΓΓΥΗΣΗΣ

(40)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, αφενός οι δημόσιοι οργανισμοί δεν επωφελούνται από καμία αυτόματη εγγύηση λόγω του καθεστώτος τους (Α) και αφετέρου, το σκεπτικό της Επιτροπής στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας είναι λανθασμένο (Β).

A.    Οι δημόσιοι οργανισμοί δεν ωφελούνται από καμία αυτόματη εγγύηση λόγω του καθεστώτος τους  (28).

(41)

Καταρχάς, καμία νομοθετική πράξη ούτε απόφαση θεσπίζει την αρχή ότι το κράτος παρέχει εξ ορισμού απεριόριστη εγγύηση για τα χρέη των EPIC.

(42)

Δεύτερον, η νομολογία έχει αποφανθεί ότι δεν υφίστανται εγγυήσεις. Συγκεκριμένα, στην απόφασή του σχετικά με την Société de l’hôtel d’Albe (29) το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε ότι «ο εθνικός οργανισμός τουρισμού που διαθέτει νομική προσωπικότητα και δημοσιονομική αυτονομία […] ήταν δημόσιος οργανισμός και, ως εκ τούτου, το κράτος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υποχρεωμένο να εξοφλήσει τα χρέη που συνήψε αυτός ο οργανισμός· κατά συνέπεια, δικαίως το Υπουργείο Δημοσίων Έργων αρνήθηκε να ικανοποιήσει την απαίτηση του [πιστωτή]». Το ίδιο επιχείρημα θα μπορούσε να διατυπωθεί και όσον αφορά τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης στις δύο αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας στην υπόθεση Campoloro (30).

(43)

Τρίτον, ο οργανικός νόμος της 1ης Αυγούστου 2001 σχετικά με το νόμο του προϋπολογισμού (31) (στο εξής «LOLF») προβλέπει ότι μια εγγύηση μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με διάταξη στο νόμο του προϋπολογισμού (32). Συνεπώς, σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα των γαλλικών αρχών (33), από τότε που τέθηκε πλήρως σε ισχύ ο νόμος του προϋπολογισμού την 1η Ιανουαρίου 2005, δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί νόμιμα καμία έμμεση εγγύηση. Δεν παρέχεται λοιπόν καμία έμμεση εγγύηση για τα χρέη που συνήψε η La Poste μετά την 1η Ιανουαρίου 2005. Όσον αφορά τα χρέη που συνάφθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, ο εμπειρογνώμονας των γαλλικών αρχών εκτιμά ότι, ελλείψει δικαστικής απόφασης, δεν είναι δυνατό να κριθεί αν θα μπορούσε να αποκλεισθεί η ακυρότητα των έμμεσων εγγυήσεων που παρέχονταν πριν την 1η Ιανουαρίου 2005, η χορήγηση των οποίων δεν επιτρεπόταν ρητά με διάταξη του νόμου του προϋπολογισμού, λαμβάνοντας ως νομική βάση τον σεβασμό των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πιστωτών.

(44)

Τέταρτον, εάν οι EPIC επωφελούνταν από εγγύηση του κράτους, η αλλαγή του καθεστώτος τους θα απαιτούσε τη θέσπιση μέτρων διασφάλισης των δικαιωμάτων των πιστωτών. Ποτέ, ωστόσο, δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή ένας τέτοιος μηχανισμός. Αντίθετα, κατά τη μετατροπή την 1η Ιανουαρίου 1991 της Διοίκησης των ταχυδρομείων και των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών σε αυτόνομο νομικό πρόσωπο (La Poste), το κράτος, με την απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 1990, χορήγησε ρητή εγγύηση για τα χρέη που συνάφθηκαν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1990 και μεταβιβάστηκαν στην La Poste. Αυτό δεν θα ήταν απαραίτητο, εάν η La Poste, ως οργανισμός που εξομοιώνεται με EPIC, ελάμβανε βάσει του καθεστώτος της εγγύηση του κράτους. Θεσπίστηκαν επίσης και διάφορες νομικές και κανονιστικές διατάξεις για την παροχή της εγγύησης του κράτους σε ορισμένες δραστηριότητες της ERAP και του γαλλικού αναπτυξιακού οργανισμού, που είναι δύο EPIC.

(45)

Τέλος, οι γαλλικές αρχές παραπέμπουν σε άρθρο (34) του κ. Labetoulle, πρώην προέδρου του τμήματος διαφορών του Συμβουλίου Επικρατείας. Κατά τον κ. Labetoulle, «δεν υπάρχει βάσει του δικαίου κανένας αυτοματισμός όσον αφορά τη χορήγηση, το όφελος και την έκταση αυτής της εγγύησης [μιας εγγύησης του κράτους που θα εφαρμοζόταν αυτοδικαίως στους κρατικούς οργανισμούς]».

B.    Το σκεπτικό της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη εγγύησης είναι λανθασμένο  (35)

α)   Η εξόφληση των ατομικών απαιτήσεων δεν είναι εγγυημένη

1.   Ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 δεν θα μπορούσε να συνιστά εγγύηση

(46)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές (36), ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 προσδίδει στην εποπτεύουσα αρχή εξουσία υποκατάστασης του οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου το οποίο υποκαθιστά. Ως προς αυτό, η εποπτεύουσα αρχή μπορεί να ασκεί μόνο τις αρμοδιότητες του εν λόγω οργάνου διοίκησης, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανάληψης από τον προϋπολογισμό του κράτους. Ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 δεν προέβλεπε λοιπόν υποχρέωση του κράτους να αναλαμβάνει υποχρέωση από ίδιους πόρους του.

(47)

Βάσει αυτής της ερμηνείας, οι γαλλικές αρχές παραπέμπουν στις νομοπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980. Κατά τις συζητήσεις εκείνες, η κυβέρνηση ήταν αντίθετη με τις τροποποιήσεις που θα υποχρέωναν το κράτος να καταβάλει έκτακτη επιχορήγηση σε έναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης ο οποίος δεν θα διέθετε επαρκείς πόρους για την εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης.

(48)

Οι γαλλικές αρχές παραπέμπουν επίσης και σε επιστημονικά νομικά άρθρα (37). Τα άρθρα αυτά υποστηρίζουν ότι η διατύπωση «y pourvoit» (επιλαμβάνεται) που αναφέρεται στο άρθρο 1 του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 παραπέμπει σε εξουσία «υποκατάστασης» βάσει της οποίας «καταρχήν ο υποκαθιστών διαθέτει τις ίδιες αρμοδιότητες με τον υποκαθιστάμενο», ενώ η χορήγηση έκτακτης επιχορήγησης είναι «εκτός του πεδίου της εξουσίας υποκατάστασης» και, κατά συνέπεια, δεν προβλέπεται από το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980.

(49)

Τέλος, οι γαλλικές αρχές παραθέτουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας της 10ης Νοεμβρίου 1999 (38) και της 18ης Νοεμβρίου 2005 (39) σχετικά με την υπόθεση Campoloro. Το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε ότι η χρηματοδοτική υποκατάσταση του υπερήμερου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης από το κράτος δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των υποχρεώσεων που επέβαλε ο νόμος της 16ης Ιουνίου 1980. Εξάλλου, εξετάζοντας αν έπρεπε να θεμελιωθεί η ευθύνη του κράτους μόνο με βάση την ύπαρξη αμέλειας, και κατά μείζονα λόγο βαρείας, το Συμβούλιο Επικρατείας απέκλεισε εξ ορισμού κάθε μορφή «αυτόματης» ευθύνης και, κατά συνέπεια, κάθε μορφή εγγύησης.

2.   Δεν είναι δυνατό να θεμελιωθεί η αντικειμενική ευθύνη του κράτους με μόνη αιτιολογία την ανεπάρκεια στοιχείων ενεργητικού

(50)

Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές ισχυρίζονται ότι οι υπό αυστηρές προϋποθέσεις δυνατότητες αποζημίωσης των πιστωτών των δημόσιων οργανισμών που παρέχει η στοιχειοθέτηση της ευθύνης δεν θα μπορούσε να εξομοιωθεί με μορφή εγγύησης. Η εγγύηση προϋποθέτει ότι ο εγγυητής αποδέχεται την ύπαρξη εγγύησης. Η παραδοχή μιας αμέλειας ή, σε περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης, των συνεπειών μιας ίδιας πράξης, δεν συνεπάγεται την ύπαρξη εγγύησης.

(51)

Στη συνέχεια, οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του κράτους με τη μόνη αιτιολογία ότι ο Νομάρχης ή η εποπτεύουσα αρχή δεν μπόρεσε να λάβει κανένα μέτρο που θα επέτρεπε την εξόφληση της οφειλής εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης και της κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού.

(52)

Καταρχήν, όσον αφορά την αμέλεια, και κατά μείζονα λόγο τη βαριά αμέλεια, η παράλειψη του Νομάρχη ή της εποπτεύουσας αρχής να ασκήσει τις αρμοδιότητές του σε περίπτωση που κανένα μέτρο δεν μπορεί να επιτρέψει την εξόφληση της οφειλής από τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή τον δημόσιο οργανισμό δεν θα συνιστούσε από μόνη της αμέλεια.

(53)

Όσον αφορά την αντικειμενική ευθύνη, αυτή αποκλείεται τουλάχιστον από δύο στοιχεία:

Πρώτον, η ευθύνη του προσώπου από το οποίο ζητείται η αποζημίωση είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί μόνο εάν το γεγονός (συμπεριλαμβανομένης της παράλειψης) που του καταλογίζεται αποτέλεσε την άμεση αιτία της ζημίας. Όμως, σε περίπτωση ανεπάρκειας των στοιχείων ενεργητικού, η ζημία την οποία υφίσταται ο πιστωτής δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στην πράξη ή την παράλειψη της διοικητικής αρχής, αλλά στην αφερεγγυότητα του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού.

Δεύτερον, η αντικειμενική ευθύνη απορρέει από την αρχή της ίσης μεταχείρισης έναντι των επιβαρύνσεων του δημοσίου. Όμως, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, στην προκειμένη περίπτωση, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί κατά πόσο η ζημία που υπέστη ο πιστωτής είναι αποτέλεσμα παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι των επιβαρύνσεων του δημοσίου. Πράγματι, σε αντίθεση με την υπόθεση Coutéas που αποτέλεσε αντικείμενο νομολογίας (40), στην παρούσα περίπτωση καμία αρχή του κράτους δεν θα αποφάσιζε να μην εκτελέσει την απόφαση του δικαστηρίου για λόγους γενικούς συμφέροντος. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, η δημόσια αρχή θα ευρίσκονταν σε πρακτική αδυναμία να λάβει μέτρα που θα επέτρεπαν την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης και την αποζημίωση των πιστωτών και όχι σε αδυναμία που υπαγορεύεται από λόγους γενικού συμφέροντος. Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η επίκληση της ευθύνης για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι των επιβαρύνσεων του δημοσίου δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στη διαπίστωση της αφερεγγυότητας. Αναφορικά με το επιχείρημα που διατύπωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 59 της απόφασής της για την κίνηση της διαδικασίας σύμφωνα με το οποίο «εάν ο αντιπρόσωπος του κράτους υποστήριζε ότι υπάρχει συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας ως προς το δικαίωμα του πιστωτή να αποζημιωθεί, αυτό δεν θα απέκλειε τη δυνατότητα να τεκμηριωθεί η αντικειμενική ευθύνη του κράτους», οι γαλλικές αρχές αναγνωρίζουν ότι η απαίτηση της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας επιβάλλεται στον αντιπρόσωπο του κράτους κατά την εκτέλεση της διαδικασίας που θεσπίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980. Εντούτοις, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, ακόμα και αν ο δικαστής διέτασσε την αποζημίωση του πιστωτή, η απόφαση αυτή θα έφερνε τον πιστωτή στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν με βάση το κοινό δίκαιο, εφόσον, σε αυτή την περίπτωση, το υπό εξέταση περιουσιακό στοιχείο θα εκχωρούνταν και οι πιστωτές θα εισέπρατταν το ποσό που θα τους αντιστοιχούσε. Συνεπώς, δεν θα υπήρχε κανένα προνόμιο για τον πιστωτή.

β)   […]  (41)

1.   Το ανεφάρμοστο της διαδικασίας εξυγίανσης και εκκαθάρισης κοινού δικαίου στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν αποκλείει τη δυνατότητα πτώχευσης ενός EPIC ή εφαρμογής διαδικασίας πτώχευσης σε αυτήν

(54)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η Επιτροπή βασίζει την ανάλυσή της στην ανακοίνωση του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων (42), και συγκεκριμένα στο σημείο 2.13, το οποίο ορίζει ότι «Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ως ενίσχυση με τη μορφή εγγύησης τους ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης που εξασφαλίζουν επιχειρήσεις των οποίων το νομικό καθεστώς αποκλείει την πτώχευση ή άλλες διαδικασίες αφερεγγυότητας ή προβλέπει ρητώς την παροχή κρατικής ενίσχυσης ή την κάλυψη ζημιών από το κράτος».

(55)

Επισημαίνοντας ότι οι διατάξεις της συνθήκης υπερισχύουν της ανακοίνωσης του 2000 για τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων, οι γαλλικές αρχές αναφέρουν δύο στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή τους, δεν επιτρέπουν την εφαρμογή της εν λόγω ανακοίνωσης στην προκειμένη περίπτωση:

η ανακοίνωση του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων δίνει έμφαση στο γεγονός ότι η ενδεχόμενη ενίσχυση απορρέει από «ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης» που θα αποδίδονταν στον αποκλεισμό της δυνατότητας εφαρμογής μιας διαδικασίας πτώχευσης· όμως, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη «ευνοϊκότερων όρων χρηματοδότησης»,

η ανακοίνωση του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων αφορά την περίπτωση κατά την οποία το νομικό καθεστώς αποκλείει κάθε διαδικασία πτώχευσης ή αφερεγγυότητας και όχι μια ειδική διαδικασία· ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η επιχείρηση La Poste δεν μπορεί να πτωχεύσει ούτε ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαδικασίας αφερεγγυότητας.

(56)

Όμως, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, ο νόμος της 25ης Ιανουαρίου 1985 είναι μόνο ένας νόμος διαδικασίας. Το γεγονός ότι οι EPIC δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δεν σημαίνει ότι ένας EPIC δεν μπορεί να βρεθεί σε κατάσταση παύσης πληρωμών, ούτε ότι ο νόμος αυτός απαγορεύει την εφαρμογή μιας ad hoc διαδικασίας εξυγίανσης, εκκαθάρισης η πτώχευσης σε αυτό τον EPIC.

2.   Η εφαρμογή της «διαδικασίας» που θέσπισε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 δεν παρέχει στον πιστωτή κανένα επιπλέον προνόμιο σε σχέση με τη συλλογική διαδικασία του κοινού δικαίου

(57)

Αφού ανέλυσαν την αιτιολογική σκέψη 68 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, οι γαλλικές αρχές συμπέραναν ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί δύο κριτήρια για να αξιολογήσει εάν η εφαρμογή μιας ειδικής διαδικασίας σε περίπτωση αφερεγγυότητας προσδίδει πλεονέκτημα στην επιχείρηση η οποία υπάγεται σε αυτή τη διαδικασία σε σχέση με τις επιχειρήσεις οι οποίες υπάγονται στο εμπορικό δίκαιο:

ένα κριτήριο δημοσιότητας: η διαδικασία η οποία θα ακολουθούνταν σε περίπτωση αφερεγγυότητας της La Poste θα έπρεπε να προσδιοριστεί και να δημοσιοποιηθεί,

ένα κριτήριο ισοδυναμίας: η διαδικασία αυτή θα έπρεπε να είναι είτε μια διαδικασία ιδιωτικού δικαίου είτε μια διαδικασία που δεν παρέχει στους πιστωτές της La Poste δικαιώματα τα οποία υπερέχουν των δικαιωμάτων τα οποία θα είχαν εάν εφαρμοζόταν το εμπορικό δίκαιο.

(58)

Αν και οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν την αναγκαιότητα εφαρμογής αυτών των δύο κριτηρίων (43), εφόσον τα κριτήρια αυτά θεωρούνται απαραίτητα και επαρκή από την Επιτροπή, τα έλαβαν υπόψη τους για να εξετάσουν εάν η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 παρέχει πλεονέκτημα στους πιστωτές των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου έναντι των πιστωτών των επιχειρήσεων οι οποίες υπάγονται στις συλλογικές διαδικασίες κοινού δικαίου.

(59)

Όσον αφορά το κριτήριο της δημοσιότητας, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι δικαίως οι οργανισμοί αξιολόγησης κρίνουν ότι η διαδικασία που θέσπισε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 εφαρμόζεται στην περίπτωση αφερεγγυότητας ενός EPIC, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις αξιολογήσεις των οργανισμών τους οποίους αναφέρει η Επιτροπή στην περίπτωση της ERAP.

(60)

Όσον αφορά το κριτήριο της ισοδυναμίας, οι γαλλικές αρχές κάνουν διάκριση ανάμεσα στην περίπτωση εφαρμογής της απαίτησης να υπάρχει συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας και στην περίπτωση μη εφαρμογής αυτής της απαίτησης.

i)   ανάλυση της «διαδικασίας» που θεσπίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 υπό το πρίσμα του κριτηρίου της ισοδυναμίας — χωρίς απαίτηση συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας

(61)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, σε περίπτωση αδυναμίας της La Poste να εξοφλήσει τα χρέη της και αν δεν εφαρμοζόταν καμία απαίτηση συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας, θα ακολουθούνταν η ακόλουθη διαδικασία: στην απίθανη περίπτωση μιας αποδεδειγμένης οικονομικής δυσκολίας και πριν ανακύψει κατάσταση ανεπάρκειας στοιχείων ενεργητικού, η επιχείρηση θα αναγκαζόταν σε ένα πρώτο στάδιο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της με στόχο να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο εξυγίανσης του παθητικού. Σε ένα δεύτερο στάδιο, εάν το σχέδιο αυτό δεν κρινόταν ικανοποιητικό ή εάν δεν επέτρεπε την αποκατάσταση των οικονομικών δυσκολιών και ελλείψει νέας συμφωνίας με τους πιστωτές, οι πιστωτές, ή ορισμένοι από αυτούς, θα μπορούσαν να προσφύγουν στον αρμόδιο δικαστή για να επιδιώξουν την καταδίκη του οφειλέτη και, κατά συνέπεια, την αναγνώριση της απαίτησής τους. Θα εφαρμοζόταν δηλαδή η διαδικασία που θεσπίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980, βάσει της οποίας θα μπορούσε, ενδεχομένως, η εποπτεύουσα αρχή να υποκαταστήσει τη διοίκηση της La Poste για να λάβει τις αποφάσεις που είναι αναγκαίες για την πληρωμή των οφειλών της από τους πόρους του οργανισμού. Εάν η διαδικασία που θεσπίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουνίου 1980 κατέληγε στην ανεπάρκεια στοιχείων ενεργητικού της La Poste και εάν η εποπτεύουσα αρχή βρισκόταν σε κατάσταση ουσιαστικής αδυναμίας, εφόσον δεν θα είχε πλέον κανένα περιουσιακό στοιχείο να εκχωρήσει, να δημιουργήσει τους απαραίτητους πόρους για την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, η προβλεπόμενη από το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 διαδικασία θα τερματιζόταν.

(62)

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, σε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται καμία απαίτηση δημόσιας υπηρεσίας, η εφαρμογή της «διαδικασίας» που θεσπίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 θα μπορούσε να επιφέρει τη ρευστοποίηση του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού της La Poste, αλλά, σε περίπτωση ανεπάρκειας περιουσιακών στοιχείων, η διαδικασία αυτή δεν θα επέτρεπε να ικανοποιηθούν όλοι οι πιστωτές της La Poste. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, όλοι οι πιστωτές μιας επιχείρησης που υπάγεται στο νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 θα αποζημιώνονταν με το ίδιο ποσό το οποίο θα ελάμβαναν οι πιστωτές μιας επιχείρησης που υπάγεται στο εμπορικό δίκαιο, δηλαδή το ποσό που λαμβάνεται από τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων.

(63)

Η διαδικασία αυτή θα διέφερε από τη διαδικασία που εφαρμόζεται στο εμπορικό δίκαιο μόνο ως προς δύο στοιχεία:

την απουσία συνολικής αντιμετώπισης των πιστωτών: σε αντίθεση με τη διαδικασία ιδιωτικού δικαίου κατά την οποία οι απαιτήσεις αντιμετωπίζονται συνολικά και οι πιστωτές ικανοποιούνται κατά φθίνουσα τάξη προνομιακής θέσης και κατ’ αναλογία προς τα διαθέσιμα ποσά, η διαδικασία που θέσπισε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 διαφέρει ως προς το γεγονός ότι μόνο αν ο πιστωτής ασκήσει αγωγή μπορεί να διατηρήσει τα δικαιώματά του. Η λογική του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 βασίζεται στην «αρχή της εξυπηρέτησης κατά σειρά προτεραιότητας»,

ο αντιπρόσωπος του κράτους είναι αυτός που ασκεί, υπό τον έλεγχο του διοικητικού δικαστή (έλεγχος της βαριάς αμέλειας, όπως θεσπίστηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας στην απόφαση Campoloro του Νοεμβρίου 2005), καθήκοντα ισοδύναμα με αυτά του εκκαθαριστή και του αναγκαστικού διαχειριστή.

(64)

Οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι, με το πέρας της διαδικασίας, οι πιστωτές δεν θα διέθεταν άλλα ένδικα μέσα. Πράγματι, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η ευθύνη του κράτους μπορεί να τεκμηριωθεί μόνο με βάση την ανεπάρκεια των στοιχείων ενεργητικού. Ακόμη, στη διαδικασία ιδιωτικού δικαίου, οι πιστωτές «δεν ανακτούν το δικαίωμα της ατομικής προσφυγής», πλην εξαιρέσεων, μετά τη δικαστική εκκαθάριση (44).

ii)   Ανάλυση της διαδικασίας που θέσπισε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 με βάση το κριτήριο της ισοδυναμίας, λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να υπάρχει συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας

(65)

Σε περίπτωση που πρέπει να διασφαλιστεί η συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας, οι γαλλικές αρχές παραδέχονται ότι ο αντιπρόσωπος του κράτους, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980, θα μπορούσε να αποφασίσει να μην εκχωρήσει ορισμένα στοιχεία ενεργητικού που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Η μη εκχώρηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, λόγω της απαίτησης για συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας, θα είχε ως αποτέλεσμα, εάν το κράτος δεν κατέβαλε αποζημίωση, να ρευστοποιηθούν λιγότερα περιουσιακά στοιχεία και να μειωθούν τα ποσά που θα μπορούσαν να ανακτήσουν οι πιστωτές. Η διαδικασία δεν θα παρείχε στους πιστωτές της La Poste δικαιώματα που υπερισχύουν των δικαιωμάτων τα οποία θα είχαν σε περίπτωση εφαρμογής του εμπορικού δικαίου. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, το κριτήριο της ισοδυναμίας που έθεσε η Επιτροπή θα ικανοποιούνταν κατά μείζονα λόγο.

(66)

Οι γαλλικές αρχές, παραδέχονται, ωστόσο, ότι σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να γίνει επίκληση της αντικειμενικής ευθύνης του κράτους, με αποτέλεσμα να αποζημιωθούν οι πιστωτές μέχρι το ποσό της ζημίας την οποία υπέστησαν, δηλαδή το πολύ κατά την αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία νομίμως ο αντιπρόσωπος του κράτους αποφάσισε να μην εκχωρήσει. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, αυτή η ενδεχόμενη αποζημίωση θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα να περιέλθει ο πιστωτής στην κατάσταση η οποία θα προέκυπτε με την εφαρμογή του κοινού δικαίου και δεν θα μπορούσε να του παράσχει, όσον αφορά το κριτήριο της ισοδυναμίας, περισσότερα δικαιώματα από αυτά που θα είχε βάσει του κοινού δικαίου.

(67)

Οι γαλλικές αρχές συμπεραίνουν ότι η διαδικασία που θέσπισε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 τηρεί τα κριτήρια ισοδυναμίας και δημοσιότητας που όρισε η Επιτροπή, τα οποία είναι επαρκή για να αποκλεισθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος. Θεωρούν ότι δεν δικαιολογείται, συνεπώς, το να υπαχθεί άμεσα η La Poste στην επαχθή και περίπλοκη διαδικασία κοινού δικαίου.

3.   Οι νομοθετικές πράξεις που παρέθεσε η Επιτροπή σχετικά με το μέλλον των υποχρεώσεων μετά την εξάντληση των πόρων του ιδρύματος δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της La Poste

(68)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, οι νομοθετικές πράξεις που ανέφερε η Επιτροπή στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 69, δεν μπορούν ούτε να εφαρμοστούν ούτε να προσαρμοστούν στην La Poste.

3.1.2.   ΑΠΟΥΣΙΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ

(69)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος αναπτύσσεται από δύο οπτικές γωνίες:

ενός διάλληλου συλλογισμού που βασίζεται στην ανακοίνωση του 2010 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων,

μιας ανάλυσης της εικαζόμενης επίπτωσης του υπό εξέταση μέτρου στους οργανισμούς αξιολόγησης.

A.    Η ανακοίνωση της Επιτροπής του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων δεν επιτρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει πλεονέκτημα στην εξεταζόμενη περίπτωση.

(70)

Οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι στην αιτιολογική σκέψη 77 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διαπράττει σφάλμα ερμηνείας του σημείου 2.1.3 της ανακοίνωσης του 2000 για τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων. Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, το σημείο 2.1.3 σημαίνει ότι, όταν το νομικό καθεστώς μιας επιχείρησης αποκλείει τη δυνατότητα διαδικασίας πτώχευσης ή αφερεγγυότητας, εάν η επιχείρηση αυτή υπάγεται σε ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης, οι όροι αυτοί συνιστούν ενίσχυση με μορφή εγγύησης. Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, από πουθενά δεν συνάγεται στο σημείο 2.1.3 της ανακοίνωσης της Επιτροπής του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων ότι η Επιτροπή θεωρεί το γεγονός πως το νομικό καθεστώς μιας επιχείρησης αποκλείει τη δυνατότητα διαδικασίας πτώχευσης οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση αυτή επωφελείται από ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης.

(71)

Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι η La Poste δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 2.1.3 της ανακοίνωσης της Επιτροπής του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων, διότι η ανακοίνωση αυτή αφορά την περίπτωση κατά την οποία το νομικό καθεστώς αποκλείει κάθε διαδικασία πτώχευσης ή αφερεγγυότητας και όχι μια ειδική διαδικασία. Όμως, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η La Poste δεν μπορούσε να πτωχεύσει ούτε ότι δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί καμία διαδικασία αφερεγγυότητας.

B.    Μη καταλογισμός και απουσία κρατικών πόρων

(72)

Στην αιτιολογική σκέψη 79 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή υπενθυμίζει την επιρροή που ασκούν οι οργανισμοί αξιολόγησης στους όρους δανειοληψίας από τις επιχειρήσεις.

(73)

Αφού επισήμαναν τις αδυναμίες των οργανισμών αξιολόγησης, οι γαλλικές αρχές ισχυρίζονται ότι, όταν η θέση την οποία υποστηρίζει ένας οργανισμός αξιολόγησης δεν τεκμηριώνεται με ακριβή ανάλυση του ισχύοντος νομικού καθεστώτος, δεν μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα καταλογιστέο στο κράτος, το οποίο θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση. Εξάλλου, ακόμη και αν η εκτίμηση αυτή παρείχε στην πράξη σε έναν EPIC δυνατότητα προνομιακής πρόσβασης σε πιστώσεις, αυτό δεν θα του παρείχε κατά το νόμο και εκ των πραγμάτων καμία πρόσβαση σε κρατικούς πόρους, στοιχείο που είναι απαραίτητο για να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.

(74)

Οι γαλλικές αρχές προσθέτουν ότι οι αναλύσεις των οργανισμών αξιολόγησης δεν εντάσσονται σε ένα αντικειμενικό νομικό πλαίσιο, αλλά βασίζονται σε υποκειμενική εκτίμηση του ποια θα ήταν η στήριξη του κράτους σε περίπτωση που η εξεταζόμενη επιχείρηση βρισκόταν σε δυσχερή θέση.

Γ.    Διαλληλία του συλλογισμού

(75)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, ο συλλογισμός της Επιτροπής είναι διάλληλος:

η Επιτροπή βασίστηκε κατά κύριο λόγο στους ισχυρισμούς των οργανισμών αξιολόγησης για να αποδείξει την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος,

η αγορά και οι οργανισμοί αξιολόγησης διαπίστωσαν την απουσία εγγύησης του κράτους στη La Poste, αλλά συνέχισαν να εκφράζουν αμφιβολία που οφειλόταν στη θέση την οποία διατύπωσε η Επιτροπή.

Δ.    Απουσία επιπτώσεων στην αξιολόγηση της La Poste

(76)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δεν αποδεικνύει ότι η πιστοληπτική ικανότητα της La Poste θα ήταν υψηλότερη λόγω μιας εικαζόμενης απεριόριστης εγγύησης του κράτους.

α)   Η μέθοδος των οργανισμών αξιολόγησης δεν είναι αρκετή για να αποδείξει οποιοδήποτε επίπτωση.

(77)

Οι γαλλικές αρχές διατυπώνουν διάφορες παρατηρήσεις όσον αφορά τη μελέτη του οίκου Standard and Poor’s με τίτλο «Influence of Government Support on Ratings» (επίπτωση της κυβερνητικής στήριξης στις αξιολογήσεις), την οποία παραθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 80 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Στη μελέτη αυτή, η Standard and Poor’s κάνει διάκριση ανάμεσα σε διάφορες κατηγορίες «government supported postal companies» (ενισχυόμενες από το κράτος επιχειρήσεις ταχυδρομικών υπηρεσιών)· η κατάταξη καθορίζει τη μέθοδο που εφάρμοσε η Standard and Poor’s για την αξιολόγηση της εν λόγω επιχείρησης.

(78)

Οι γαλλικές αρχές αναφέρουν ότι η κατάταξη στην κατηγορία 1 (45) αντιστοιχεί σε γενικά κριτήρια, όπως η φύση της δραστηριότητας ή το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, αλλά δεν κάνει αναφορά στο καθεστώς της αξιολογούμενης επιχείρησης.

(79)

Οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι, στις 22 Νοεμβρίου 2004, τα γαλλικά ταχυδρομεία και τα ιταλικά ταχυδρομεία κατατάχθηκαν στην κατηγορία 2 (46). Από το έγγραφο της Standard and Poor’s συνάγουν ότι οι οικονομικές επιδόσεις της Poste Italiane δεν δικαιολογούν την αξιολόγηση των ιταλικών ταχυδρομείων. Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η αξιολόγηση των ιταλικών ταχυδρομείων επηρεάζεται από την αξιολόγηση του ιδιοκτήτη τους, αν και η Poste Italiane έχει καθεστώς SpA κοινού δικαίου.

(80)

Οι γαλλικές αρχές αναφέρουν ότι η Standard and Poor’s κατέταξε τελικά την La Poste στην κατηγορία 3 (47). Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν από τα τέλη του 2004 οδήγησαν σταδιακά την Standard and Poor’s να κατατάξει την La Poste σε αυτή την τρίτη κατηγορία. Οι γαλλικές αρχές συνάγουν από αυτό ότι δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η αξιολόγηση της La Poste αποδίδεται μόνο στο καθεστώς της ή σε οποιοδήποτε μηχανισμό εγγυήσεων του κράτους και ότι η αξιολόγηση αυτή θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση.

(81)

Οι γαλλικές αρχές παραδέχονται, ωστόσο, ότι η μελέτη της Standard and Poor’s του 2004 έθιγε το ζήτημα του καθεστώτος της La Poste. Οι γαλλικές αρχές βεβαιώνουν, ωστόσο, ότι οι επαφές που πραγματοποιήθηκαν έκτοτε με τη Standard and Poor’s συνέβαλαν στο να διασαφηνιστεί το ζήτημα. Οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν επίσης τον οίκο Fitch ότι δεν υπήρχε καμία εγγύηση του κράτους προς τη La Poste, με αποτέλεσμα ο εν λόγω οργανισμός αξιολόγησης να επανεξετάσει το ζήτημα.

β)   Αποτελεί σύνηθες φαινόμενο του ιδιωτικού τομέα η αξιολόγηση μιας θυγατρικής εταιρείας να συνδέεται με την αξιολόγηση της μητρικής εταιρείας

(82)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η επίδραση της παρουσίας ενός μετόχου πλειοψηφίας και σταθερού, την οποία ανέφεραν οι οργανισμοί αξιολόγησης στην περίπτωση της Poste Italiane, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καθεστώτος, είναι συνήθης στις περιπτώσεις των ιδιωτικών ομίλων. Οι γαλλικές αρχές παραθέτουν ως παραδείγματα ένα δελτίο τύπου της Standard and Poor’s της 3ης Δεκεμβρίου 2003 σχετικά με την AGF (48), ένα δελτίο τύπου σχετικά με την Volkswagen Bank GmbH (49) και ένα δελτίο τύπου σχετικά με την VWFS (50). Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η προσέγγιση αυτού του τύπου δεν συνιστά κατά κανένα τρόπο ιδιαιτερότητα του δημόσιου τομέα.

γ)   Η αξιολόγηση της La Poste δεν θα άλλαζε σε περίπτωση μεταβολής του καθεστώτος

(83)

Μέσω της ανάλυσης της αξιολόγησης της La Poste από την Standard and Poor’s, οι γαλλικές αρχές προσπαθούν να αποδείξουν ότι η αξιολόγηση αυτή δεν εξαρτάται από το καθεστώς της La Poste.

(84)

Πρώτον, οι γαλλικές αρχές αναφέρουν ότι, τη στιγμή που διατύπωναν τις παρατηρήσεις τους, η Standard and Poor’s κατέτασσε την La Poste στην κατηγορία ΑΑ- με σταθερή προοπτική. Η Standard and Poor’s απέδωσε την υποβάθμιση στην αναμενόμενη επιδείνωση της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης του ομίλου λόγω της καταβολής από την La Poste ποσού 2 δισεκατ. ευρώ για τη μεταρρύθμιση του συστήματος χρηματοδότησης των συντάξεων των υπαλλήλων και στη «μεγαλύτερη αυτονομία της La Poste έναντι του μετόχου της». Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η υποβάθμιση αυτή, η οποία δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας αλλαγής του καθεστώτος της La Poste, δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί, εάν η αξιολόγηση της La Poste βασιζόταν μόνο στο καθεστώς της.

(85)

Δεύτερον, παρά τη διευκρίνιση (51) της Standard and Poor’s στην ανακοίνωση της 3ης Απριλίου 2007, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 84 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, οι γαλλικές αρχές δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς ήταν δυνατό, εάν η La Poste είχε την εγγύηση του κράτους, να αξιολογηθεί με βαθμολογία κατά 3 βαθμίδες (notches) (ήτοι 3 crans ή 3 μονάδες) χαμηλότερη από αυτήν του κράτους. Παρομοίως, εάν οι οργανισμοί αξιολόγησης θεωρούσαν ότι οι διατάξεις του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 θέσπισαν προς όφελος των πιστωτών των νομικών προσώπων ένα μηχανισμό ισοδύναμο με εγγύηση του κράτους, οι γαλλικές αρχές αδυνατούν να κατανοήσουν γιατί οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης βαθμολογούνται με BBB + όταν η βαθμολογία του κράτους είναι AAA.

(86)

Τρίτον, οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι η αξιολόγηση της Standard and Poor’s της 3ης Απριλίου 2007 βασίζεται σε μια απαρίθμηση των ισχυρών στοιχείων και των αδυναμιών της επιχείρησης, χωρίς να αναφέρεται στο καθεστώς της επιχείρησης. Τα δύο στοιχεία που αναφέρει η Standard and Poor’s για να στηρίξει την αξιολόγησή της, δηλαδή η οικονομική σημασία των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας της La Poste και η «strong shareholder backing» (ισχυρή στήριξη από τους μετόχους), αποτελούν στοιχεία άσχετα με το καθεστώς της La Poste. Πράγματι, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, ο όρος «strong shareholder backing» δεν θα μπορούσε να υποδηλώνει χρηματοδοτική στήριξη αντίθετη με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά το ενδιαφέρον που εκδηλώνει για την ανάπτυξη της La Poste το κράτος σε συνθήκες «at arm’s length» (52) (συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού). Από τα ανωτέρω, οι γαλλικές αρχές συνάγουν το συμπέρασμα ότι το καθεστώς της επιχείρησης δεν αποτελεί βασικό στοιχείο της αξιολόγησης.

(87)

Τέταρτον, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι στην ίδια ανακοίνωση της 3ης Απριλίου 2007, ο οργανισμός αξιολόγησης διευκρινίζει ότι εξακολουθεί να εφαρμόζει μια μεθοδολογία top down η οποία επιτρέπει την κατάταξη μιας επιχείρησης μέχρι και δύο κατηγορίες χαμηλότερα από αυτήν του κράτους. Κατά τον οργανισμό αξιολόγησης, η μεθοδολογία αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι το κράτος θα παρέμενε μεσοπρόθεσμα κάτοχος του 100 % των μετοχών της La Poste. Οι γαλλικές αρχές εξάγουν το συμπέρασμα ότι η μέθοδος αυτή δεν δικαιολογείται κατά κανένα τρόπο από το καθεστώς της La Poste. Τέλος, βασιζόμενες σε αναφορά της Standard and Poor’s (53), οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι αυτό που οδήγησε την Standard and Poor’s να εφαρμόσει μια μεθοδολογία bottom up για την La Poste δεν είναι η αλλαγή του καθεστώτος της επιχείρησης, αλλά το άνοιγμα του μετοχικού κεφαλαίου. Προσθέτουν ότι αυτή η αλλαγή μεθοδολογίας δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και αλλαγή της αξιολόγησης, λαμβανομένης υπόψη της βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών της La Poste.

(88)

Πέμπτον, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η προοπτική που όρισε ο οργανισμός αξιολόγησης είναι σταθερή, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία για την απεριόριστη εγγύηση του κράτους προς όφελος της εταιρείας La Poste λόγω του καθεστώτος της. Όμως, εάν το καθεστώς επηρέαζε τη φερεγγυότητα της επιχείρησης, η προοπτική της μεταβολής του θα έπρεπε να μεταφραστεί σε αρνητική και όχι σε σταθερή προοπτική. Εξάλλου, η Standard and Poor’s αποδίδει τη σταθερή προοπτική στο γεγονός ότι το κράτος θα παραμείνει μέτοχος της επιχείρησης κατά 100 % κατά τα δύο επόμενα έτη και αυτό παρά την πιθανή μεταβολή καθεστώτος. Βασιζόμενες σε μια άλλη παρατήρηση της Standard and Poor’s (54), οι γαλλικές αρχές συμπεραίνουν ότι αυτό που λαμβάνει υπόψη η Standard and Poor’s για να καθορίσει την εξέλιξη της βαθμολόγησης είναι η ίδια η επίδοση της επιχείρησης και η δυνατότητα αλλαγής της κατάστασης του μετοχολογίου και όχι μια πιθανή μεταβολή του καθεστώτος της.

(89)

Έκτον, παραθέτοντας ένα άλλο απόσπασμα της ανακοίνωσης της Standard and Poor’s του 2007 (55), οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι ο οργανισμός αξιολόγησης δεν λαμβάνει υπόψη τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το καθεστώ της επιχείρησης θα είχε ως επακόλουθο τη βλτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης της La Poste. Με βάση την παρατήρηση της Standard and Poor’s σύμφωνα με την οποία: «Οι αξιολογήσεις της La Poste δεν επηρεάστηκαν από αυτή τη σύσταση, εφόσον θεωρούμε ότι μια αλλαγή του καθεστώτος της La Poste δεν θα είχε αναγκαστικά ως αποτέλεσμα τη μείωση της ισχυς στήριξης από το κράτος στην οποία βασίζονται οι αξιολογήσεις της La Poste και η οποία έχει επαναβεβαιωθεί από πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης» (56), οι γαλλικές αρχές συμπεραίνουν ότι το καθεστώς της La Poste δεν επηρέασε την αξιολόγησή της.

Ε.    Απουσία επίπτωσης στους όρους χρηματοδότησης της La Poste

(90)

Τέλος, οι γαλλικές αρχές εξετάζουν τους πραγματικούς όρους χρηματοδότησης της La Poste για να προσδιορίσουν αν αυτοί επηρεάζονται από μια υποτιθέμενη εγγύηση του κράτους.

(91)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, τόσο η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη της υποτιθέμενης εγγύησης, του υποτιθέμενου ασυμβίβαστού της με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συνακόλουθης μελλοντικής κατάργησής της, όσο και οι διαψεύσεις των γαλλικών αρχών στους οργανισμούς αξιολόγησης και στον τύπο ότι υπάρχει εγγύηση δεν είχαν καμία επίπτωση στους όρους χρηματοδότησης της La Poste. Έτσι, η La Poste εξέδωσε, τον Οκτώβριο του 2006, ομολογιακά δάνεια 1,8 δις ευρώ διαφορετικής διάρκειας, επτά και δεκαπέντε ετών, αμέσως μόλις η Επιτροπή ανακοίνωσε τη σύστασή της να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Η La Poste ανέφερε τη σύσταση αυτή στο ενημερωτικό φυλλάδιο και προσδιόρισε, κατά τις διασκέψεις με τους επενδυτές, ότι δεν είχε την εγγύηση του κράτους. Μετά την έκδοση του δανείου, το κόστος χρηματοδότησης της La Poste δεν άλλαξε σημαντικά (57). Οι δύο εκδόσεις καλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό με εγγραφές από ευρωπαίους επενδυτές με τα συνήθη χαρακτηριστικά για τη La Poste, δηλαδή επενδυτές που διατηρούν τα ομόλογά τους μέχρι τη λήξη. Οι γαλλικές αρχές συνάγουν ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής που ζητούσε την κατάργηση της υποτιθέμενης εγγύησης και η σχετική δημοσιότητα όσον αφορά τη θέση του κράτους σε αυτό το ζήτημα δεν επηρέασαν τους όρους χρηματοδότησης της La Poste στην αγορά ομολόγων. Οι αγορές θεώρησαν πράγματι ότι οι όροι χρηματοδότησης της La Poste δεν βασίζονται στην ύπαρξη καμίας de jure ή de facto εγγύησης.

(92)

Οι γαλλικές αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι:

η ανυση της Επιτροπής στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας είναι εσφαλμένη. Η επιχείρηση La Poste δεν απολαμβάνει στην πράξη καμία εγγύηση του κράτους,

η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ της La Poste που να απορρέει από το καθεστώς της,

η Επιτροπή δεν απέδειξε, κατά συνέπεια, την ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ της La Poste.

3.2.   ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(93)

Για να μην έχει η Επιτροπή καμία αμφιβολία, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν ότι ήταν έτοιμες, εάν η Επιτροπή δεχόταν να περατώσει τη διαδικασία με την έκδοση απόφασης που να δηλώνει ότι δεν υφίσταται ενίσχυση, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του διαδικαστικού κανονισμού, να θέσουν σε εφαρμογή τα ακόλουθα μέτρα:

διευκρίνιση του διατάγματος εφαρμογής του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980,

την προσθήκη αναφοράς που να διευκρινίζει την απουσία εγγύησης στις συμβάσεις της La Poste που αφορούν πίστωση,

διάταξη μεταβίβασης από την La Poste στο κράτος ενός ενδεχόμενου αρνητικού αποτελέσματος στο spread που θα συνδεόταν με τη μη υπαγωγή της La Poste στις συλλογικές διαδικασίες κοινού δικαίου.

3.2.1.   ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ 16ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1980

(94)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, το διάταγμα δεν τροποποιεί την ουσία των εν λόγω διατάξεων, αλλά μόνο διασαφηνίζει την ερμηνεία τους. Έτσι, προτείνουν την τροποποίηση του διατάγματος εφαρμογής του νόμου (58). Η τροποποίηση θα αφορά το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 3 παράγραφος 1 του διατάγματος που οργανώνει την παραχωρηθείσα εποπτική εξουσία στο Νομάρχη ή στην εποπτεύουσα αρχή. Η τροποποίηση θα συμβάλει στο να αρθεί κάθε αμφιβολία από την πλευρά της Επιτροπής όσον αφορά το νόημα της έκφρασης «y pourvoit». Προτείνεται συνεπώς να διευκρινισθεί ότι ο αντιπρόσωπος του κράτους ή η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή αποδεσμεύει τους πόρους στον προϋπολογισμό του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού.

(95)

Με την ανωτέρω τροποποίηση, η διάταξη του διατάγματος θα είχε ως εξής:

«Όταν η όχληση δεν αποφέρει αποτέλεσμα μέχρι τη λήξη αυτών των προθεσμιών, ο αντιπρόσωπος του κράτους ή η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή προβαίνει στην εγγραφή της δαπάνης στον προϋπολογισμό του υπερήμερου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού. Αποδεσμεύει, εάν χρειαστεί, τους απαραίτητους πόρους στο εσωτερικό του προϋπολογισμού του φορέα τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού είτε μειώνοντας τις πιστώσεις που έχουν διατεθεί σε άλλες δαπάνες και δεν έχουν ακόμη αναλωθεί, είτε αυξάνοντας τους πόρους» (υπογράμμιση των συντακτών).

(96)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η πρόταση αυτή, σε συνδυασμό με τις παρατηρήσεις και τα επιστημονικά άρθρα που κοινοποιήθηκαν κατά τις συζητήσεις πριν εκδοθεί η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, αποκλείει, στο πλαίσιο της διαδικασίας που θεσπίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980, τη δυνατότητα του Νομάρχη ή του αντιπροσώπου του κράτους να αυξήσει τους πόρους του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού με κρατική επιχορήγηση ή εισφορά δημοσίων πόρων.

3.2.2.   ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΠΟΥ ΝΑ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ LA POSTE ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΑΝΕΙΟΥ

A.    Η αρχική πρόταση των γαλλικών αρχών

(97)

Στην αιτιολογική σκέψη 59 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι η πρόταση των γαλλικών αρχών για την τροποποίηση του διατάγματος εφαρμογής του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980«δεν επιτρέπει να αποκλεισθεί, σε περίπτωση εξάντλησης των πόρων της La Poste, τη δυνατότητα του πιστωτή η απαίτηση του οποίου δεν ικανοποιείται στο πλαίσιο της εφαρμογής του νόμου του 1980 να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους με το επιχείρημα της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι των επιβαρύνσεων του δημοσίου».

(98)

Αν και οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν ότι μπορεί να θεμελιωθεί η ευθύνη του κράτους με αποκλειστικό επιχείρημα την αφερεγγυότητα της La Poste, για να αρθούν οι αμφιβολίες της Επιτροπής, οι γαλλικές αρχές υποβάλουν πρόταση που βασίζεται στην εξαίρεση του αποδεχθέντος κινδύνου. Η εξαίρεση αυτή, που εφαρμόζεται εξίσου στο καθεστώς της υποκειμενικής ευθύνης αλλά και της αντικειμενικής ευθύνης του κράτους, βασίζεται στην αρχή ότι η ζημία που απορρέει από μια κατάσταση στην οποία έχει εκτεθεί εις γνώση του το θύμα δεν του παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης (βλέπε αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας στις υποθέσεις Sille (59) και Meunier (60).

(99)

Ως εκ τούτου, για να διασφαλίσουν την εφαρμογή αυτής της εξαίρεσης, οι γαλλικές αρχές προτείνουν να δοθεί επίσημη διαβεβαίωση στους πιστωτές της La Poste ότι η πίστωσή τους δεν τυγχάνει της εγγύησης του κράτους και ότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, το κράτος δεν έχει υποχρέωση να υποκαταστήσει χρηματοδοτικά την επιχείρηση για την εξόφληση της απαίτησης. Μια τέτοια πληροφόρηση δεν είναι αντίθετη με το νόμο, εφόσον ο νόμος την προβλέπει μόνο σε περίπτωση αφερεγγυότητας της La Poste, το κράτος οφείλει να υποκαταστήσει χρηματοδοτικά την επιχείρηση για την εξόφληση των χρεών της.

(100)

Πέρα από τη διασαφήνιση του διατάγματος εφαρμογής του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980, οι γαλλικές αρχές αναλαμβάνουν, συνεπώς, τη δέσμευση, από κοινού με την επιχείρηση La Poste, να υπάρχει για κάθε πράξη η ακόλουθη αναφορά στη σύμβαση χρηματοδότησης (για κάθε μέσο που καλύπτεται από μια σύμβαση):

«Η έκδοση/το πρόγραμμα/το δάνειο δεν τυγχάνουν καμίας απολύτως εγγύησης, άμεσης ή έμμεσης εκ μέρους του κράτους. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, το κράτος δεν υποχρεούται να υποκαταστήσει χρηματοδοτικά την La Poste για την εξόφληση της οφειλής».

B.    Οι αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας

(101)

Στην αιτιολογική σκέψη 61 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εκφράζει τις ακόλουθες αμφιβολίες σχετικά με την προαναφερθείσα πρόταση των γαλλικών αρχών:

η εξαίρεση αναληφθέντος κινδύνου είναι κανόνας που έχει θεσπιστεί από τη νομολογία η οποία θα μπορούσε να μεταβληθεί,

«η πρόταση αυτή, που απορρέει από τις θεμελιώδεις αρχές του δημοσίου δικαίου, από πράξεις του παράγωγου δικαίου, φαίνεται ατελής, διότι τα μέσα αυτά θα μπορούσαν να ακυρωθούν αρκετά εύκολα σε περίπτωση σύγκρουσης»,

τέλος, οι οφειλές της La Poste δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά και εμπορικές ή άλλης φύσεως· όμως, αυτές οι περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζονται από τη συμπληρωματική πρόταση των γαλλικών αρχών.

Γ.    Στοιχεία που προσκόμισαν οι γαλλικές αρχές για να διασκεδάσουν αυτές τις αμφιβολίες

(102)

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η αντικειμενική ευθύνη του κράτους δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο με βάση την ανεπάρκεια στοιχείων ενεργητικού της La Poste, εφόσον η θεμελίωση της ευθύνης του κράτους προϋποθέτει την ύπαρξη απόφασης του κράτους να πράξει ή να μη πράξει κάτι, ενώ στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει πρακτική αδυναμία δράσης. Συνεπώς, η πρόταση των γαλλικών αρχών έχει αξία μόνο ως συμπληρωματικό μέτρο διευκρίνισης προς τους πιστωτές, εφόσον η πρόταση επιτρέπει, κατά τα λοιπά, χάρη στην εξαίρεση του αναληφθέντος κινδύνου, να αποκλειστεί κάθε κίνδυνος θεμελίωσης της αντικειμενικής ευθύνης του κράτους.

(103)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, με την πρώτη αντίρρησή της η Επιτροπή είναι σα να υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν το εσωτερικό δίκαιο ενός κράτους μέλους δεν περιέχει σχετική διάταξη, και μόνο ο κίνδυνος μεταστροφής της νομολογίας, δηλαδή αλλαγή του εσωτερικού δικαίου, θα ήταν αρκετός για να αποτελέσει τη βάση μιας κρατικής ενίσχυσης. Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν αυτή τη συλλογιστική. Κατά την άποψή τους, η εξαίρεση του αναληφθέντος κινδύνου συνιστά γενική αρχή του δημόσιου δικαίου που έχει επιβεβαιωθεί επανειλημμένα από τη νομολογία, δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ και έχει αναλυθεί σε μεγάλο βαθμό. Η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να βασίσει ένα ενδεχόμενο μέτρο ενίσχυσης στην ενδεχόμενη μεταβολή του δικαίου, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι τελείως απίθανη.

(104)

Η δεύτερη αντίρρηση της Επιτροπής αφορά το γεγονός ότι πρόκειται για μέσα παράγωγου δικαίου που θα μπορούσαν να ακυρωθούν εύκολα σε περίπτωση σύγκρουσης. Αναμφίβολα, ο νόμος και ο κανονισμός υπερισχύουν μιας σύμβασης. Όμως, για να έχει η αντίρρηση της Επιτροπής πραγματικό έρεισμα, θα έπρεπε ακόμα να βασίζεται σε ένα σημαντικότερο νομοθετικό κείμενο. Όμως, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η αντίρρηση της Επιτροπής σε αυτό το σημείο δεν έχει κανένα έρεισμα.

(105)

Αντίθετα, οι γαλλικές αρχές παραδέχονται ότι είναι λογική η τρίτη αντίρρηση που συνίσταται στη διαπίστωση ότι οι εκδόσεις ομολόγων δεν είναι τα μόνα μέσα που δημιουργούν απαιτήσεις, έστω και αν είναι περιορισμένης έκτασης στην περίπτωση της La Poste, εφόσον το χρηματοοικονομικό χρέος αποτελεί τη βασική οφειλή της La Poste και είναι κατά κύριο λόγο ομολογιακού χαρακτήρα.

Δ.    Επέκταση της πρότασης

(106)

Οι γαλλικές αρχές διευκρίνισαν, λοιπόν, ότι είναι έτοιμες, εάν η Επιτροπή τερματίσει την επίσημη διαδικασία έρευνας με την έκδοση απόφασης ότι δεν υφίσταται ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 του διαδικαστικού κανονισμού, να επεκτείνουν την πρόταση τους να αναγράφεται η απουσία εγγύησης σε όλες τις συμβάσεις που συνεπάγονται δημιουργία απαίτησης. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η επέκταση αυτή θα απέκλειε κάθε κίνδυνο θεμελίωσης της αντικειμενικής ευθύνης του κράτους που θα βασίζεται αποκλειστικά στην αφερεγγυότητα της La Poste. Εξάλλου, η περίπτωση θεμελίωσης της αντικειμενικής ευθύνης του κράτους λόγω απόφασης της εποπτεύουσας αρχής να μην εκχωρήσει στοιχεία ενεργητικού που είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της δημόσιας υπηρεσίας θα είχε μόνο ως αποτέλεσμα να περιέλθουν οι πιστωτές της La Poste στην κατάσταση στην οποία θα ευρίσκονταν ως πιστωτές μιας ανώνυμης εταιρείας.

Ε.    Εκτίμηση από τις γαλλικές αρχές του χαρακτηρισμού των μέτρων ως ενίσχυσης μετά την υποβολή των προτάσεών τους

(107)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, τα δύο ανωτέρω προταθέντα μέτρα θα επέτρεπαν να διευκρινιστούν τα δικαιώματα των πιστωτών της La Poste. Κατά συνέπεια, οι γαλλικές αρχές δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν, όπως έκρινε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 74 της απόφασής της για την κίνηση της διαδικασίας, «υπεύθυνες για τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν στους πιστωτές της La Poste όσον αφορά την ύπαρξη εγγύησης» και ότι συντηρούν σκόπιμα μια «θολή νομική κατάσταση» που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την «υποχρέωση του κράτους να εξοφλήσει τις οφειλές της La Poste σε περίπτωση που αυτή δεν θα ήταν πλέον σε θέση να τηρήσει τις δεσμεύσεις της».

(108)

Πράγματι, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, αφενός, η μη υπαγωγή της La Poste στις συλλογικές διαδικασίες κοινού δικαίου και η υπαγωγή της στις διατάξεις του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 δεν επιτρέπουν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει εγγύηση του κράτους. Αφετέρου, τα προταθέντα μέτρα διασαφήνισης επιτρέπουν να αποκλειστεί κάθε ευθύνη του κράτους για την εικαζόμενη πεποίθηση της αγοράς ότι υπάρχει μια τέτοια εγγύηση.

(109)

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στο κράτος καμία ενδεχόμενη επίπτωση. Δεν τηρείται συνεπώς το κριτήριο του καταλογισμού, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 76 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(110)

Παρομοίως, η αιτιολογική σκέψη 75 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, στην οποία η Επιτροπή αναφέρεται στην ανακοίνωσή της του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων, η οποία προβλήθηκε για να δικαιολογήσει την παρουσία κρατικών πόρων, δεν ευσταθεί πλέον, εφόσον κανένα πραγματικό περιστατικό δεν στοιχειοθετεί την ύπαρξη εγγύησης του κράτους.

3.2.3.   ΔΙΑΤΑΞΗ ΕΠΑΝΕΚΧΩΡΗΣΗΣ

(111)

Για να συμπληρωθεί η προταθείσα λύση, οι γαλλικές αρχές θα ήταν έτοιμες να εξετάσουν μαζί με την Επιτροπή την ακόλουθη προσέγγιση.

(112)

Η προταθείσα προσέγγιση προκύπτει από την ανάλυση της θέσης της Επιτροπής στο σημείο 2.1.3 της ανακοίνωσής της του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι συνιστούν επίσης ενίσχυση με μορφή εγγύησης οι ευνοϊκότεροι όροι χρηματοδότησης των επιχειρήσεων το νομικό καθεστώς των οποίων αποκλείει το ενδεχόμενο μιας διαδικασίας πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή προβλέπει ρητά μια εγγύηση του κράτους ή ανάληψη των ζημιών από το κράτος». Ακόμη, στην αιτιολογική σκέψη 114 της απόφασής της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή αναφέρει ότι θεωρεί προβληματικό το γεγονός πως «η Γαλλία δεν λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο το καθεστώς αυτό να παράγει οικονομικό όφελος υπέρ μιας επιχείρησης η οποία λειτουργεί σε ανταγωνιστικές αγορές».

(113)

Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν τη δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 2.1.3 της ανακοίνωσης της Επιτροπής του 2000 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων στην περίπτωση της La Poste και υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι μη υπαγωγή της La Poste στις συλλογικές διαδικασίες ιδιωτικού δικαίου συνεπάγεται ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης.

(114)

Εντούτοις, οι γαλλικές αρχές πρότειναν στην Επιτροπή να μελετήσουν από κοινού την εφαρμογή ενός μηχανισμού επανεκχώρησης από τη La Poste στο κράτος, μέχρι το τελευταίο ευρώ, ενδεχόμενης αρνητικής επίπτωσης στο πιστωτικό περιθώριο η οποία θα συνδεόταν με τη μη υπαγωγή της La Poste στις συλλογικές διαδικασίες κοινού δικαίου, σύμφωνα με μια μέθοδο υπολογισμού που θα έχει την έγκριση της Επιτροπής και θα υπόκειται σε έλεγχο. Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η εφαρμογή μιας τέτοιας μεθόδου θα συμπλήρωνε τις προαναφερθείσες προτάσεις διασαφήνισης, έτσι ώστε να τεθεί τέρμα στο μύθο ότι υπάρχει εγγύηση του κράτους, αποκλείοντας οριστικά κάθε κίνδυνο ενίσχυσης.

4.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

4.1.   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

(115)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει: «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει διαφορετικά».

4.1.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ: ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

(116)

Όπως προσδιορίστηκε στην αιτιολογική σκέψη 56 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας, η La Poste, χάρη στο καθεστώς νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που εξομοιώνεται με έναν EPIC, επωφελείται από μια ειδική νομική κατάσταση όσον αφορά τόσο την εξόφληση των πιστωτών της όσο και τη διατήρηση της ύπαρξής της σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

(117)

Καταρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η La Poste δεν υπάγεται στις διατάξεις του κοινού δικαίου περί εξυγίανσης και εκκαθάρισης προβληματικών επιχειρήσεων (61). Οι γαλλικές αρχές δεν αμφισβητούν αυτό το στοιχείο, αλλά αρνούνται ότι υπάρχει οποιοσδήποτε μηχανισμός ισοδύναμος με κρατική εγγύηση προς όφελος της La Poste. Όμως, σύμφωνα με την τέταρτη περίπτωση του δεύτερου εδαφίου του σημείου 1.2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής του 2008 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ στις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων (στο εξής «η ανακοίνωση του 2008 για τις εγγυήσεις») (62), οι ευνοϊκότεροι όροι χρηματοδότησης που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις η νομική μορφή των οποίων αποκλείει την πτώχευση ή άλλες διαδικασίες αφερεγγυότητας ή προβλέπει ρητά την παροχή κρατικής εγγύησης ή την κάλυψη ζημιών από το κράτος θεωρούνται ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστούν τα επιχειρήματα των γαλλικών αρχών που προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει καμία κρατική εγγύηση.

A.    Εγγύηση για την εξόφληση ατομικών απαιτήσεων

(118)

Για να διαπιστωθεί αν υπάρχει εγγύηση των ατομικών απαιτήσεων, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί αν η εγγύηση αυτή αποκλείεται από τις νομοθετικές πράξεις ή από τη νομολογία, όπως υποστηρίζουν οι γαλλικές αρχές (α).

(119)

Η Επιτροπή θα εξετάσει στη συνέχεια τη διαδικασία που θα ακολουθούσε ένας πιστωτής της La Poste για την ικανοποίηση της απαίτησής του σε περίπτωση κατά την οποία η La Poste θα αντιμετώπιζε οικονομική δυσκολία και δεν θα μπορούσε να εξοφλήσει τις οφειλές της (β). Η Επιτροπή θα προσδιορίσει αν με την ακολουθούμενη διαδικασία ο πιστωτής της La Poste βρίσκεται σε κατάσταση παρόμοια με αυτήν του πιστωτή μιας επιχείρησης η οποία υπάγεται στο εμπορικό δίκαιο.

α)   Αντίθετα με τα όσα ισχυρίζονται οι γαλλικές αρχές, το γαλλικό δίκαιο αποδέχεται την ύπαρξη έμμεσων εγγυήσεων και ειδικότερα την ύπαρξη εγγύησης του κράτους λόγω του καθεστώτος ενός δημόσιου οργανισμού.

1.   Εξέταση των επιχειρημάτων των γαλλικών αρχών  (63)

(120)

Καταρχάς, οι γαλλικές αρχές ισχυρίζονται ότι κανένα νομοθετικό κείμενο και καμία απόφαση δεν θεσπίζει την αρχή βάσει της οποίας το κράτος εγγυάται τις οφειλές των EPIC.

(121)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το γεγονός ότι δεν υπάρχει νομοθετικό κείμενο ή απόφαση που να ορίζει ρητά την παροχή εγγύησης του κράτους στους EPIC, όπως εξάλλου δεν υπάρχει και κείμενο ή απόφαση που να αποκλείει ρητά οποιαδήποτε εγγύηση του κράτους υπέρ των EPIC, δεν αποκλείει την ύπαρξη έμμεσης εγγύησης.

(122)

Δεύτερον, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η νομολογία αποφάνθηκε ότι δεν υφίστανται εγγυήσεις, ιδίως με την απόφαση στην υπόθεση της Société de l’hôtel d’Albe (64) και στην υπόθεση Campoloro (65).

(123)

Όπως επισήμανε ο εμπειρογνώμονάς της, η Επιτροπή παρατηρεί ότι στην απόφαση στην υπόθεση Société de l’hôtel d’Albe, το Συμβούλιο Επικρατείας αρνήθηκε μόνο να δικαιώσει την αίτηση του πιστωτή η οποία απευθύνθηκε απευθείας στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Η ενεργοποίηση μιας εγγύησης προϋποθέτει μια κατάσταση αφερεγγυότητας. Η εν λόγω απόφαση δεν αφορά τη συγκεκριμένη κατάσταση ενεργοποίησης της εγγύησης. Ένας μηχανισμός εγγύησης δεν σημαίνει ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο να εξοφλήσει την οφειλή ενός δημόσιου οργανισμού μόνο με απλή αίτηση του πιστωτή.

(124)

Η ανάλυση της Επιτροπής στην υπόθεση Camporolo παρουσιάζεται στο τμήμα 4.1.1.A.β)3o) της παρούσας απόφασης. Όπως θα αποδειχθεί, από την υπόθεση Camporolo συνάγεται το αντίθετο, ότι το καθεστώς ευθύνης του κράτους στην εφαρμογή της διαδικασίας είσπραξης των οφειλών δημόσιων οργανισμών έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μηχανισμού εγγυήσεων.

(125)

Τρίτον, ο εμπειρογνώμονας των γαλλικών αρχών υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατό να δοθεί έμμεση εγγύηση για τα χρέη που συνήψε η La Poste από τότε που τέθηκε σε ισχύ ο LOLF, την 1η Ιανουαρίου 2005. Όσον αφορά τα χρέη που συνήψε πριν την 1η Ιανουαρίου 2005 και η διάρκεια των οποίων παρατεινόταν μετά από την ημερομηνία εκείνη, ο εμπειρογνώμονας των γαλλικών αρχών αναγνωρίζει ότι υπάρχουν δύο δυνητικές καταστάσεις:

στην πρώτη περίπτωση, οι λόγοι συνταγματικού χαρακτήρα (ιδίως η ίση μεταχείριση έναντι των επιβαρύνσεων του δημοσίου και το δικαίωμα ιδιοκτησίας) που ώθησαν το Συνταγματικό Συμβούλιο (66) να αποκλείσει την ακυρότητα των εγγυήσεων η χορήγηση των οποίων δεν επιτρεπόταν ρητά από το νόμο του προϋπολογισμού ισχύουν τόσο για τις έμμεσες όσο και για τις άμεσες εγγυήσεις: κατά συνέπεια, σε περίπτωση που υπήρχε έμμεση εγγύηση για τις οφειλές της La Poste, η απουσία έγκρισης αυτής της εγγύησης στο νόμο του προϋπολογισμού δεν θα συνεπαγόταν την ακυρότητά της για τις οφειλές που συνήψε η La Poste πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005,

στη δεύτερη περίπτωση, οι δικαιούχοι μιας υποτιθέμενης έμμεσης εγγύησης δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τόσο αδιαμφισβήτητα και καθοριστικά δικαιώματα· ως εκ τούτου, σε περίπτωση που υπήρχε έμμεση εγγύηση για τις οφειλές της La Poste, η απουσία έγκρισης αυτής της εγγύησης στο νόμο του προϋπολογισμού θα συνεπαγόταν την ακυρότητά της και για τα χρέη που συνάφθηκαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2005.

(126)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο εμπειρογνώμονας των γαλλικών αρχών παραδέχεται πως δεν είναι βέβαιο ότι η απουσία έγκρισης μιας έμμεσης εγγύησης στο νόμο του προϋπολογισμού συνεπάγεται την ακυρότητα της εγγύησης για χρέη που συνάφθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005. Από μια ακόμη βασικότερη οπτική γωνία, η Επιτροπή θεωρεί ότι, για να κριθεί αν ο LOLF κατέστησε ή όχι άκυρη την έμμεση εγγύηση που παρείχε το κράτος στην La Poste, αυτό που έχει σημασία είναι από πότε η La Poste ελάμβανε αυτή την έμμεση εγγύηση και όχι οι ημερομηνίες δέσμευσης για τις οφειλές που συνήψε η La Poste. Πράγματι, η εξεταζόμενη εγγύηση είναι μια εγγύηση που συνδέει το κράτος και τη La Poste (οι πιστωτές της La Poste είναι μόνο οι έμμεσοι δικαιούχοι). Εξάλλου, η εγγύηση αφορά όχι μόνο την εξόφληση των ατομικών απαιτήσεων (βλέπε τμήμα 4.1.1Α της παρούσας απόφασης), αλλά και τη συνέχιση της ύπαρξης της La Poste ή/και των υποχρεώσεών της (βλέπε τμήμα 4.1.1.Β της παρούσας απόφασης). Εφόσον η έμμεση εγγύηση του κράτους υπέρ της La Poste υπήρχε πριν τη 1η Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει έμμεση εγγύηση μετά την 1η Ιανουαρίου 2005.

(127)

Στην αιτιολογική σκέψη 110 της απόφασης της 25ης Ιουλίου 2001 σχετικά με τον LOLF (67), το Συνταγματικό Συμβούλιο διευκρίνισε ότι οι εγγυήσεις οι οποίες είχαν χορηγηθεί πριν τεθεί σε ισχύ ο LOLF και δεν έχουν καταγραφεί δεν έχουν καταστεί άκυρες. Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα της Επιτροπής, το επιχείρημα αυτό ισχύει απόλυτα και για την ύπαρξη έμμεσων εγγυήσεων που συνδέονται με το καθεστώς των δημόσιων οργανισμών, οι οποίες δεν έχουν ακόμα καταγραφεί αλλά εξακολουθούν να είναι έγκυρες.

(128)

Ο εμπειρογνώμονας των γαλλικών αρχών εκφράζει, παρ’ όλα αυτά, αμφιβολίες αν οι λόγοι που οδήγησαν το Συνταγματικό Συμβούλιο να αποκλείσει την ακυρότητα των εγγυήσεων η χορήγηση των οποίων δεν είχε προβλεφθεί στο νόμο του προϋπολογισμού ισχύουν τόσο για τις έμμεσες όσο και για τις άμεσες απαιτήσεις. Κατά την άποψή του, οι δικαιούχοι μιας υποτιθέμενης έμμεσης εγγύησης δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τόσο αδιαμφισβήτητα και καθοριστικά δικαιώματα με αυτά που παρέχει μια ρητή εγγύηση.

(129)

Πέρα από το γεγονός ότι το επιχείρημα του εμπειρογνώμονα των γαλλικών αρχών περιορίζεται στη διατύπωση αμφιβολιών και, κατ’ επέκταση, δεν είναι καθοριστικό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από κανένα στοιχείο της αιτιολογικής σκέψης 110 δεν συνάγεται ότι μόνο οι ρητές εγγυήσεις δεν καθίστανται άκυρες. Αλλά ούτε και το άρθρο 61 του LOLF, στο οποίο αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη, περιορίζεται μόνο στις ρητές εγγυήσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η γνώμη του Συνταγματικού Συμβουλίου ότι η ενδεχόμενη απουσία έγκρισης στο νόμο του προϋπολογισμού δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο ακυρότητας μιας εγγύησης ισχύει τόσο για τις έμμεσες εγγυήσεις όσο και για τις ρητές εγγυήσεις. Ακόμη, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απουσία έγκρισης στο νόμο του προϋπολογισμού της έμμεσης εγγύησης που παρέχει το κράτος στην La Poste δεν την καθιστά άκυρη.

(130)

Εξάλλου, όπως ανέφερε ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής, το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης να αναγράφονται σε νόμο του προϋπολογισμού οι εγγυήσεις του κράτους περιορίζεται στην «παροχή» αυτών των εγγυήσεων. Το γεγονός της παροχής μιας εγγύησης καλύπτει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κράτος αποφασίζει, εκδηλώνοντας ρητά τη βούλησή του, να παράσχει την εγγύησή του σε έναν οργανισμό ή σε μια πράξη. Το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης να εγγράφονται οι εγγυήσεις σε νόμο του προϋπολογισμού δεν καλύπτει, συνεπώς, τις εγγυήσεις που δημιουργούνται από ένα καθεστώς ή μια υποχρέωση βάσει νομολογίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον έμμεσο και αυτόματο χαρακτήρα τους. Οι εγγυήσεις αυτής της δεύτερης κατηγορίας δεν ρυθμίζονται με απόφαση του κράτους, αλλά από το γεγονός ότι το κράτος τοποθετείται σε ένα προϋφιστάμενο νομικό πλαίσιο που έχει ως επακόλουθο την εγγύηση. Εφόσον η ύπαρξη αυτής της δεύτερης κατηγορίας εγγυήσεων δεν εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 του LOLF, η νομολογία σχετικά με τις εγγυήσεις που παρέχουν οι παραχωρησιούχοι καλύπτει την περίοδο μετά το 2001. Εξηγεί επίσης ότι, όταν το κράτος είναι μέτοχος ή συνεταίρος μιας εταιρείας ή μιας ένωσης για την οποία ο εμπορικός κώδικας δεν περιορίζει την εγγύηση των οφειλών, δεν είναι υποχρεωμένο κάθε φορά να το προσδιορίζει σε ένα νόμο του προϋπολογισμού.

(131)

Η Επιτροπή κρίνει ότι το επιχείρημα των γαλλικών αρχών που βασίζεται στον LOLF δεν είναι πειστικό και πως το γεγονός ότι κανένας νόμος του προϋπολογισμού δεν ορίζει ότι το κράτος παρέχει την εγγύησή του στη La Poste λόγω του καθεστώτος της δεν αποκλείει την ύπαρξη μιας τέτοιας εγγύησης. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό του μέτρου από τη γαλλική νομοθεσία ως εγγύηση ούτε από το γεγονός ότι πρόκειται για μια εγγύηση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του LOLF. Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο χαρακτηρισμός αυτού του μέτρου είναι συναφής μόνο σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως με βάση την ανακοίνωση για τις εγγυήσεις. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας έμμεσης εγγύησης, όταν ένα κράτος μέλος είναι από νομική άποψη υποχρεωμένο να εξοφλήσει την οφειλή ενός άλλου προσώπου σε περίπτωση αδυναμίας αυτού το πρόσωπο (68).

(132)

Τέταρτο, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, εάν οι EPIC ελάμβαναν εγγύηση του κράτους, για να αλλάξει το καθεστώς τους θα ήταν απαραίτητη η εφαρμογή μέτρων εγγυήσεων που θα αποσκοπούσαν στη διατήρηση των δικαιωμάτων των πιστωτών που δημιουργήθηκαν πριν από τη μετατροπή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Το γεγονός ότι δεν τέθηκε ποτέ σε λειτουργία ένας τέτοιος μηχανισμός (βλέπε ιδίως τη μετατροπή της France Télécom, της Gaz de France, της EDF και της ADP) (69) αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε καμία εγγύηση.

(133)

Όπως εξηγεί ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής, ο ισχυρισμός αυτός είναι προϊόν μιας πολύ διασταλτικής ερμηνείας της συνταγματικής προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με το επιχείρημα των γαλλικών αρχών, η προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας θα απαιτούσε τη διατήρηση κάθε απαίτησης. Εφόσον η συνταγματική προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας δεν αφορά μόνο την περίπτωση που το δικαίωμα αυτό εξαρτάται από ένα νομικό πρόσωπο, η ερμηνεία αυτή θα σήμαινε ότι, σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι στο βίο οποιασδήποτε εταιρείας, οι απαιτήσεις θα έπρεπε να προστατεύονται εάν «τίθεται σε κίνδυνο» από τη σημειωθείσα εξέλιξη. Όμως, καμία διάταξη στο παρόν στάδιο εξελίξεως του γαλλικού θετικού δικαίου δεν διατηρεί τις απαιτήσεις. Αν στη συνέχεια έπρεπε να περιοριστεί το επιχείρημα στις περιπτώσεις των απαιτήσεων που είναι εγγυημένες από το κράτος, αυτό θα σήμαινε ότι ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας που ήταν αρχικά εγγυημένο από το κράτος θα έπρεπε να τυγχάνει μεγαλύτερης συνταγματικής προστασίας έναντι των άλλων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Όμως, αυτό δε συνάγεται από πουθενά. Τέλος, η απαίτηση είναι ατομικό δικαίωμα που δεν μπορεί να συγχέεται με το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο είναι κατ’ εξοχήν εμπράγματο δικαίωμα. Δεν τίθεται ζήτημα επέκτασης της αυξημένης προστασίας της οποίας τυγχάνουν τα εμπράγματα δικαιώματα στα ενοχικά δικαιώματα.

(134)

Η Επιτροπή κρίνει ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν απαιτεί την πρόβλεψη ειδικού μέτρου για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών κατά τη μετατροπή ενός EPIC σε εταιρεία υπαγόμενη στις διαδικασίες δικαστικής εξυγίανσης και εκκαθάρισης. Κατά συνέπεια, η απουσία παρόμοιων μέτρων δεν συνιστά ένδειξη της ύπαρξης έμμεσης εγγύησης.

(135)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, σε αντίθεση με την προηγούμενη κατάσταση, δεν θα ήταν απαραίτητο να παρασχεθεί ρητή εγγύηση στις οφειλές που συνήψε η διοίκηση των ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών που μεταβιβάστηκαν στην La Poste, εάν αυτή είχε λάβει κρατική εγγύηση βάσει του καθεστώτος. Αυτό συνέβη, ωστόσο, με απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 1990.

(136)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γεγονός ότι οι γαλλικές αρχές αποφάσισαν να παράσχουν ρητή εγγύηση δεν αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε έμμεση εγγύηση. Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για το επιχείρημα των γαλλικών αρχών σχετικά με την εγγύηση που παρείχε το κράτος σε ορισμένες δραστηριότητες της ERAP και της Agence Française du Développement. Το γεγονός ότι το κράτος αποφάσισε, υπό ορισμένες περιπτώσεις, να παράσχει τη ρητή εγγύησή του, ακόμη και αν υπήρχε ήδη έμμεση εγγύηση, θα μπορούσε να αποδοθεί κυρίως σε λόγους διαφάνειας και της βούλησης του κράτους να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου υπέρ των πιστωτών. Πράγματι, όπως επιβεβαιώνει ο εμπειρογνώμονας των γαλλικών αρχών, «οι δικαιούχοι μιας υποτιθέμενης έμμεσης εγγύησης δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τόσο αδιαμφισβήτητα και καθοριστικά δικαιώματα με αυτά που απορρέουν από μια ρητή εγγύηση».

(137)

Τέλος, οι γαλλικές αρχές παραθέτουν άρθρο (70) του κ. Labetoulle, πρώην προέδρου του τμήματος διαφορών του Συμβουλίου Επικρατείας. Το άρθρο αυτό θα εξεταστεί, όπως και η απόφαση της υπόθεσης Campoloro, στο τμήμα της παρούσας απόφασης σχετικά με τη θεμελίωση της ευθύνης του κράτους (71).

(138)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:

αφενός, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των γαλλικών αρχών, κανένα νομοθετικό κείμενο και καμία απόφαση δεν αποκλείει την ύπαρξη εγγύησης του κράτους προς όφελος της La Poste,

αφετέρου, το γεγονός ότι κανένα νομοθετικά κείμενο δεν προβλέπει ρητά αυτή την εγγύηση δεν αποκλείει την ύπαρξη έμμεσης εγγύησης.

2.   Η ύπαρξη έμμεσων εγγυήσεων που συνδέονται με το καθεστώς δημόσιου οργανισμού επιβεβαιώνεται από υπόμνημα του γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας

(139)

Η ύπαρξη μιας έμμεσης εγγύησης που συνδέεται με το καθεστώς δημόσιου οργανισμού επιβεβαιώνεται από υπόμνημα του Συμβουλίου Επικρατείας του 1995 για την υπόθεση Crédit Lyonnais, το οποίο έχει ήδη μνημονευθεί στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας (72). Στο υπόμνημα αυτό, το Συμβούλιο Επικρατείας τεκμηρίωσε την ύπαρξη έμμεσης εγγύησης μόνο με βάση τον χαρακτήρα δημόσιου ιδρύματος του οργανισμού: «Στην περίπτωση του νομοσχεδίου σχετικά με τη συμμετοχή του κράτους στα σχέδια εξυγίανσης της Crédit Lyonnais και του Comptoir des Entrepreneurs, το Συμβούλιο Επικρατείας […] έκρινε ότι η εγγύηση που παρείχε το κράτος σε αυτόν τον οργανισμό απορρέει, χωρίς να υπάρχει ρητή νομοθετική διάταξη, από τον ίδιο τον χαρακτήρα δημόσιου οργανισμού» (73).

(140)

Η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένα από τις γαλλικές αρχές να της διαβιβάσουν ολόκληρο το κείμενο αυτού του υπομνήματος.

(141)

Οι γαλλικές αρχές απάντησαν (74) ότι το εν λόγω υπόμνημα, το οποίο δεν συντάχθηκε με αίτηση της κυβέρνησης, δεν έλαβε μορφή επίσημου εγγράφου. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η ύπαρξη του υπομνήματος που αναφέρει η Επιτροπή αναφέρεται σε μία μόνο φράση της ετήσιας έκθεσης.

(142)

Εξάλλου, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η γνώμη αυτή δεν θα μπορούσε να αφορά τη La Poste, διότι εφαρμόζεται σε ένα δημόσιο οργανισμό με όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων, που συστάθηκε για να διασφαλιστεί η διαχείριση της στήριξης του κράτους στην εξυγίανση της Crédit Lyonnais, υπήρχε πριν την έκδοση του οργανικού νόμου της 1ης Αυγούστου 2001 σχετικά με τους νόμους του προϋπολογισμού (LOLF) και η εφαρμογή του θα ήταν αντίθετη με τη μετέπειτα νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας.

(143)

Η Επιτροπή δηλώνει ότι η ερμηνεία των γαλλικών αρχών, σύμφωνα με την οποία η γνώμη του Συμβουλίου Επικρατείας δεν εφαρμόζεται στην La Poste, είναι αντίθετη με την ίδια τη γνώμη. Πράγματι, στην εν λόγω γνώμη, το Συμβούλιο Επικρατείας δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στην αποστολή του ιδρύματος. Εξάλλου, αναφέρεται στον χαρακτήρα δημόσιου οργανισμού και όχι στον χαρακτήρα των δημόσιων ιδρυμάτων με όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων. Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές δεν εξηγούν γιατί αυτή η γνώμη εφαρμόζεται μόνο στα δημόσια ιδρύματα με όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων.

(144)

Όσον αφορά τα επιχειρήματα των γαλλικών αρχών ότι η γνώμη αυτή δεν εφαρμόζεται διότι είναι προγενέστερη του LOLF και αντίθετη με τη μεταγενέστερη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, η Επιτροπή απέδειξε προηγουμένως ότι ο LOLF δεν εμποδίζει την ύπαρξη μιας έμμεσης εγγύησης του κράτους προς όφελος της La Poste.

(145)

Η Επιτροπή θεωρεί, λοιπόν, ότι η γνώμη του Συμβουλίου Επικρατείας εφαρμόζεται στη La Poste και ότι αυτό παραδέχεται την ύπαρξη κρατικής εγγύησης που απορρέει από το δημόσιο χαρακτήρα ενός οργανισμού.

(146)

Εξάλλου, η ύπαρξη έμμεσων εγγυήσεων που απορρέουν από μια διοικητική ή νομοθετική πράξη η οποία «παράγει και συνεπάγεται δημοσιονομικές συνέπειες για το κράτος» επιβεβαιώνεται από το υπόμνημα του Υπουργείου Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας της 22ας Ιουνίου 2003 με θέμα την «καταγραφή των μηχανισμών έμμεσων ή ρητών εγγυήσεων που παρέχει το κράτος». Το υπόμνημα αυτό αποδεικνύει ότι η εγγύηση του κράτους μπορεί να απορρέει από τελείως διαφορετικού χαρακτήρα νομικές πράξεις (75).

(147)

Η Επιτροπή δηλώνει επίσης ότι σε επεξηγηματικό σημείωμα που προσαρτήθηκε στο εν λόγω υπόμνημα, και συγκεκριμένα στο μέρος 3 με τίτλο «η εμπειρία από την απαίτηση εγγυήσεων και η νομολογία του Συμβουλίου επέτρεψαν να εντοπιστούν ορισμένες περιπτώσεις έμμεσων εγγυήσεων οι οποίες θα πρέπει να προσδιοριστούν», οι γαλλικές αρχές αναφέρουν ότι «Ορισμένες νομικές μορφές εταιρειών συνεπάγονται εξ ορισμού την ευθύνη των μετόχων τους, ιδίως οι sociétés en nom collectif (SNC) (ομόρρυθμες εταιρείες) και οι groupement momentané d’enterprises (GIE) (προσωρινές κοινοπραξίες επιχειρήσεων). Στην περίπτωση αυτών των δύο μορφών, οι τρίτοι στρέφονται συστηματικά κατά του κράτους μετόχου. Το ίδιο ισχύει και με τη σύσταση δημόσιων οργανισμών και ορισμένων συμμετοχών σε ανώνυμες εταιρείες». Έτσι, οι ίδιες οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η σύσταση ενός δημόσιου οργανισμού συνεπάγεται έμμεση εγγύηση του κράτους προς όφελος των πιστωτών αυτού του ιδρύματος.

β)   Ο πιστωτής της La Poste διασφαλίζεται ότι η πίστωσή του θα εξοφληθεί

(148)

Η Επιτροπή θα εξετάσει τη διαδικασία που ακολουθεί ένας πιστωτής της La Poste για την ικανοποίηση της απαίτησής του σε περίπτωση που η La Poste θα αντιμετώπιζε οικονομική δυσκολία και δεν θα μπορούσε να εξοφλήσει τις οφειλές της. Η Επιτροπή θα διαπιστώσει αν με τη λήξη μιας προκαθορισμένης διαδικασίας που έχει δημοσιοποιηθεί, ο πιστωτής της La Poste είναι σε συγκρίσιμη θέση με τον πιστωτή μιας επιχείρησης που υπάγεται στο εμπορικό δίκαιο.

(149)

Η εξέταση αυτή θα αποδείξει ότι:

τα παραδοσιακά εμπόδια για την εξόφληση μιας οφειλής ενός οργανισμού ιδιωτικού δικαίου δεν υπάρχουν στην περίπτωση των δημόσιων οργανισμών (1),

η διαδικασία είσπραξης οφειλών δημόσιων οργανισμών οι οποίοι έχουν καταδικαστεί με δικαστική απόφαση βάσει του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την παραγραφή της οφειλής,

το καθεστώς της ευθύνης του κράτους στην εφαρμογή της διαδικασίας είσπραξης οφειλών των δημόσιων οργανισμών παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μηχανισμού εγγυήσεων (3),

ακόμη και αν δεν ικανοποιηθεί, ο πιστωτής μπορεί να επικαλεστεί θεμιτή πλάνη του όταν χορήγησε την πίστωση ότι θα εξοφλούνταν σε κάθε περίπτωση (4).

1.   Τα παραδοσιακά εμπόδια για την εξόφληση μιας οφειλής ενός οργανισμού ιδιωτικού δικαίου δεν υφίσταται στην περίπτωση των δημόσιων οργανισμών

(150)

Όπως διευκρινίστηκε στην περιγραφή του μέτρου, η La Poste δεν υπόκειται στο κοινό δίκαιο όσον αφορά τη δικαστική εξυγίανση και εκκαθάριση προβληματικών επιχειρήσεων. Ο πιστωτής της La Poste δεν διατρέχει, λοιπόν, κίνδυνο να διαγραφεί η απαίτησή του εξαιτίας της ενεργοποίησης μιας δικαστικής διαδικασίας εκκαθάρισης (76) ούτε της μερικής μόνο εξόφλησης της αρχικής του απαίτησης κατά την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας εξυγίανσης ή εκκαθάρισης κοινού δικαίου.

(151)

Εξάλλου, όπως επισήμανε ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας La Poste δεν εμποδίζει την ύπαρξη εγγύησης του γαλλικού κράτους. Πράγματι, εάν υπάρχουν εμπορικές επιχειρήσεις, όπως οι ανώνυμες εταιρείες (ΑΕ) και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ), όπου οι συνεταίροι δεν είναι υποχρεωμένοι να εξοφλούν τις οφειλές της εταιρείας στην οποία συμμετέχουν, υπάρχουν αντιθέτως πολλές κατηγορίες εταιρειών ή νομικών προσώπων με εμπορική δραστηριότητα στις οποίες οι συνεταίροι εξοφλούν τις οφειλές της συσταθείσας εταιρείας. Το ίδιο ισχύει και για τις ομόρρυθμες εταιρείες, τους ομίλους οικονομικού σκοπού και τις αστικές εταιρείες. Δεν υπάρχει συνεπώς ρητή αρχή του κοινού δικαίου σε θέματα εγγυήσεων των οφειλών από τους συνεταίρους. Δεν είναι συνεπώς δυνατόν να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι, ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης, εφαρμόζεται η αρχή της απουσίας εγγυήσεων έναντι των οφειλών και των ζημιών. Η ανεξαρτησία που παραχωρείται από μια νομική προσωπικότητα, όπως και η ύπαρξη ίδιων περιουσιακών στοιχείων, δεν συνιστά, κατά το γαλλικό δίκαιο, κριτήριο που επιτρέπει να καθοριστεί το καθεστώς εγγυήσεων για τις οφειλές που συνάπτει ένα νομικό πρόσωπο. Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις μπορεί επίσης να συναχθεί ότι τίποτα δεν εμποδίζει το νομοθέτη να προβλέψει ότι ένα δημόσιο ίδρυμα μπορεί να συσταθεί από ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το οποίο θα μπορούσε να επιβαρυνθεί μόνο με τις ζημίες μέχρι το ποσό της αρχικής εισφοράς του ή του αρχικού κονδυλίου.

(152)

Ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής συμπλήρωσε το συλλογισμό αναζητώντας την ύπαρξη μιας αρχής (έμμεσης) κοινού δικαίου σε θέματα εγγυήσεων των χρεών, όταν οι εταίροι ή τα μέλη μιας εταιρείας δεν εντάσσονται σε πλαίσιο καθορισμένο από το νομοθέτη και βρήκε την απάντηση στα άρθρα 1871 και επόμενα του αστικού κώδικα. Τα άρθρα αυτά εξετάζουν τους εταίρους που δεν έχουν καταχωρήσει την εταιρεία τους. Το άρθρο 1871-1 του αστικού κώδικα προβλέπει τον ακόλουθο μηχανισμό: «εάν δεν προβλέπεται μια διαφορετική οργάνωση, οι σχέσεις ανάμεσα στους εταίρους διέπονται είτε από τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις αστικές εταιρείες, εάν η εταιρεία έχει αστικό χαρακτήρα, είτε, εάν έχει εμπορικό χαρακτήρα, από τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις ομόρρυθμες εταιρείες». Όπως όμως διευκρινίστηκε ανωτέρω, οι αστικές εταιρείες και οι ομόρρυθμες εταιρείες ανήκαν στα νομικά πρόσωπα τα μέλη των οποίων οφείλουν να ικανοποιούν απεριόριστα τις οφειλές. Ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής συμπεραίνει κατά συνέπεια, ότι, εάν έπρεπε να εξαχθεί μια αρχή δημοσίου δικαίου, αυτή θα ήταν η αρχή της εγγύησης των οφειλών των νομικών προσώπων που έχουν συσταθεί.

(153)

Στο υπόμνημά τους της 27ης Οκτωβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν αυτό το συμπέρασμα. Το συμπέρασμα δεν βασίζεται κατά την άποψή τους σε κανένα νομοθετικό κείμενο, εφόσον η αναφορά στο άρθρο 1871-1 του αστικού κώδικα αφορά τις «σχέσεις μεταξύ εταίρων» και όχι έναντι τρίτων. Υπάρχει, συνεπώς, απουσία νομικής πρόβλεψης που δεν επιτρέπει να συναχθεί η ύπαρξη εγγύησης, εκτός αν παραβιαστούν τα δικαιώματα της άμυνας κατά το γαλλικό δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης.

(154)

Η Επιτροπή παρατηρεί εντούτοις ότι το άρθρο 1872-1 του αστικού κώδικα ορίζει ότι κάθε εταίρος μιας μη εγγεγραμμένης στο μητρώο εταιρείας συναλλάσσεται στο όνομά του και είναι ο μόνος υπεύθυνος έναντι τρίτων. Κάθε εταίρος έχει απεριόριστη ευθύνη για τις οφειλές που έχει συνάψει. Η Επιτροπή δεν συνάγει ασφαλώς μόνο από αυτό το στοιχείο ότι το κράτος είναι υπεύθυνο για τις οφειλές της La Poste, αλλά θεωρεί ότι το επιχείρημα του εμπειρογνώμονά της ότι, εάν πρέπει να εξαχθεί μια αρχή κοινού δικαίου, αυτή θα ήταν ότι η εγγύηση δεν ακυρώνεται από το επιχείρημα που προβάλλουν οι γαλλικές αρχές. Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στο επεξηγηματικό σημείωμα που προσαρτήθηκε στο υπόμνημα του Υπουργείου Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας της 22ας Ιουλίου 2003 (77), οι ίδιες οι γαλλικές αρχές παραλληλίζουν την ευθύνη του εταίρου μιας ομόρρυθμης εταιρείας με την ευθύνη του κράτους για τους δημόσιους οργανισμούς.

(155)

Σχετικά με την ουσία των ανωτέρω στοιχείων, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι:

σε αντίθεση με τους πιστωτές των επιχειρήσεων που υπάγονται στο εμπορικό δίκαιο, οι πιστωτές της La Poste (δεδομένου ότι αυτή δεν υπάγεται στις διατάξεις του κοινού δικαίου περί δικαστικής εξυγίανσης και εκκαθάρισης προβληματικών επιχειρήσεων) δεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο πλήρους ή μερικής έκπτωσης των απαιτήσεών τους μετά από δικαστική διαδικασία εκκαθάρισης,

η νομική προσωπικότητα της La Poste δεν εμποδίζει την παροχή εγγύησης του κράτους στην La Poste,

ελλείψει ρητού περιορισμού της ευθύνης του κράτους έναντι της La Poste, οι πιστωτές της La Poste μπορούν εύλογα να βασιστούν στην αρχή ότι το κράτος καλύπτει τις οφειλές της La Poste, αν και η La Poste διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.   Η διαδικασία είσπραξης των οφειλών των δημόσιων οργανισμών που έχουν καταδικαστεί με δικαστική απόφαση βάσει του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980, κατά κανένα τρόπο δεν συνεπάγεται την εξάλειψη του χρέους

(156)

Η Επιτροπή θα εξετάσει στη συνέχεια τη διαδικασία είσπραξης των οφειλών των δημόσιων οργανισμών που έχουν καταδικαστεί με δικαστική απόφαση, για να προσδιορίσει αν η διαδικασία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε εξάλειψη της απαίτησης έναντι της La Poste με αποτέλεσμα για τον πιστωτή παρόμοιο με το αποτέλεσμα της εφαρμογής δικαστικών διαδικασιών, όπως ισχυρίζονται οι γαλλικές αρχές. Η διαδικασία αυτή καθορίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 και με διάφορες εκτελεστικές διατάξεις (78) που αναφέρονται στο τμήμα της παρούσας απόφασης σχετικά με την περιγραφή του μέτρου.

i)   Ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 παρέχει στο κράτος σημαντικά προνόμια: την αυτεπάγγελτη έκδοση εντολής πληρωμής και τη σύσταση επαρκών πόρων

(157)

Όπως προσδιορίστηκε στην περιγραφή του μέτρου, ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 ορίζει ότι: «εάν το όργανο λήψης αποφάσεων του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού δεν έχει συγκεντρώσει ή δημιουργήσει πόρους, […] η εποπτεύουσα αρχή επιλαμβάνεται και προβαίνει, εάν παραστεί ανάγκη, σε αυτεπάγγελτη εντολή πληρωμής». Ακόμη, το διάταγμα της 12ης Μαΐου 1981, το οποίο δεν τροποποιήθηκε ως προς αυτό το σημείο από το διάταγμα του 2008, προσδιορίζει ότι ο αντιπρόσωπος του κράτους ή η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή «αποδεσμεύει, εάν χρειαστεί, τους αναγκαίους πόρους είτε μειώνοντας τις πιστώσεις που διατέθηκαν σε άλλες δαπάνες και δεν έχουν ακόμη αναλωθεί, είτε αυξάνοντας τους πόρους».

(158)

Ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και τα μέτρα εφαρμογής του ορίζουν, συνεπώς, το κράτος ως αρμόδια αρχή για την είσπραξη των οφειλών των δημόσιων οργανισμών. Ακόμη, παρέχουν στο κράτος σημαντικά προνόμια: την αυτεπάγγελτη εντολή πληρωμής και τη δημιουργία επαρκών πόρων.

(159)

Οι γαλλικές αρχές αντικρούουν την άποψη ότι οι εν λόγω πόροι θα μπορούσαν να είναι οι πόροι του κράτους. Όπως αναφέρεται στο τμήμα σχετικά με τις παρατηρήσεις του κράτους μέλους (79), οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν πράγματι ότι ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 παρέχει στην εποπτεύουσα αρχή αποκλειστικά εξουσία υποκατάστασης. Ως εκ τούτου, η εποπτεύουσα αρχή θα μπορούσε να ασκήσει μόνο αρμοδιότητες εκτελεστικού οργάνου που δεν περιλαμβάνουν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης πόρων του κρατικού προϋπολογισμού. Για να στηρίξουν αυτή την ερμηνεία παραπέμπουν στις νομοπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980, σε θεωρητικά άρθρα και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας σχετικά με την υπόθεση Campoloro. Οι γαλλικές αρχές αναγνωρίζουν, ωστόσο, ότι ο νόμος του 1980 δεν απαγορεύει καταρχήν τη χρηματοδοτική παρέμβαση του κράτους για τη στήριξη του εν λόγω προσώπου δημοσίου δικαίου.

(160)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι τα κείμενα δεν προβλέπουν ρητά την υποχρέωση του κράτους να καταβάλει έκτακτη επιχορήγηση σε ένα δημόσιο οργανισμό, εάν αυτός αντιμετωπίζει οικονομική δυσκολία. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την απόδειξη της ύπαρξης έμμεσης εγγύησης.

(161)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει επίσης ότι οι προς αποδέσμευση πόροι είναι καταρχάς ίδιοι πόροι του οικείου οργανισμού. Αυτό δεν αποκλείει τη διαπίστωση ότι, όταν εξαντληθούν οι ίδιοι πόροι, μόνο κρατικοί πόροι μπορούν να διατεθούν για την εξόφληση των οφειλών του οφειλέτη δημόσιου οργανισμού (80). Η διαπίστωση αυτή είναι σύμφωνη με το γεγονός ότι ένας μηχανισμός εγγυήσεων έχει επικουρικό χαρακτήρα, εφόσον συγκεντρώνονται πρώτα οι πόροι του οφειλέτη, πριν από τους πόρους του εγγυητή του.

ii)   Ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και τα μέτρα εφαρμογής του δεν προβλέπουν διαδικασία λύσης και εκκαθάρισης με εξάλειψη των υποχρεώσεων· η κατάσταση ανεπάρκειας ρευστότητας καλύπτεται ή είναι μόνο προσωρινή.

(162)

Η Επιτροπή θα εξετάσει στη συνέχεια την ερμηνεία των γαλλικών αρχών σύμφωνα με την οποία, μετά το πέρας της διαδικασίας η οποία ορίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980, η απαίτηση ορισμένων πιστωτών μπορεί να εκπέσει χωρίς αυτοί να έχουν δυνατότητα προσφυγής (81) και ότι η κατάστασή τους θα ισοδυναμούσε με την κατάσταση των πιστωτών των επιχειρήσεων οι οποίες υπόκεινται στις δικαστικές διαδικασίες.

(163)

Ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής (82) αναφέρει ότι ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και το διάταγμα εφαρμογής του επιχειρούν να αποδείξουν ότι υπάρχουν δύο μόνο εναλλακτικές δυνατότητες σε περίπτωση ανεπάρκειας πιστώσεων: είτε η εποπτεύουσα αρχή αποδεσμεύει τους αναγκαίους πόρους, είτε αναβάλλεται η πληρωμή. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι, σε περίπτωση παρατεταμένης ανεπάρκειας ρευστότητας, η διαδικασία θα σταματούσε.

(164)

Πράγματι, αν και η κατάσταση ανεπάρκειας πιστώσεων προβλέπεται από το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 και τα μέτρα εφαρμογής του, η κατάσταση αυτή θεωρείται μόνο προσωρινή, σε αναμονή της δημιουργίας πρόσθετων πόρων, που είναι και η μόνη έκβαση η οποία προβλέπεται από τα νομοθετικά κείμενα. Σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεται ότι αυτή η σύσταση συμπληρωματικών πόρων είναι αδύνατη ή ανεπαρκής. Μετά από αυτό το στάδιο της δημιουργίας πόρων, τα κείμενα αναφέρουν ότι η αρμόδια αρχή προβαίνει αυτεπάγγελτα σε εντολή πληρωμής. Η προαναφερθείσα εγκύκλιος του 1981 είναι ακόμη ακριβέστερη όσον αφορά την ανεπάρκεια πιστώσεων, τονίζοντας τον αναγκαστικά προσωρινό χαρακτήρα της, εφόσον, σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να αναφερθεί στον πιστωτή το υπόλοιπο για το οποίο θα εκδοθεί εντολή πληρωμής αργότερα. Κατά την άποψη του εμπειρογνώμονα της Επιτροπής, «με την ανάγνωση των νομοθετικών κειμένων, οι πιστωτές μπορούν να έχουν τη βεβαιότητα ότι, εάν η απαίτησή τους δεν ικανοποιηθεί άμεσα, θα ικανοποιηθεί αργότερα».

(165)

Εξάλλου, ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής σωστά επισημαίνει ότι η προβλεπόμενη από το γαλλικό δίκαιο διαδικασία είναι αποκλειστικά διαδικασία είσπραξης απαιτήσεων, εξαιρώντας τη διαδικασία εκκαθάρισης. Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, η κατάσταση παύσης πληρωμών ορίζεται από το νομοθετικά κείμενα που αφορούν την εκκαθάριση. Έτσι, ο κίνδυνος παύσης πληρωμών μπορεί να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διασφάλισης (83) και η δικαστική εκκαθάριση αναφέρεται ρητά ως η συνέπεια μιας παύσης των πληρωμών (84). Αντίθετα, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου γενικά και τους δημόσιους οργανισμούς ειδικότερα, με το να αποσιωπά την κατάσταση παύσης πληρωμών και με το να μη τη συνδέει καθόλου με τη διαδικασία εκκαθάρισης, ο νομοθέτης και η ρυθμιστική αρχή αφήνουν τους πιστωτές να εννοήσουν ότι οι απαιτήσεις τους θα ικανοποιηθούν απεριόριστα, εάν χρειαστεί από ένα τρίτο όπως το κράτος.

(166)

Τέλος, ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής επισημαίνει ότι η μεταρρύθμιση του 2008, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, δεν ώθησε τις γαλλικές αρχές να προσδιορίσουν αν οι πόροι που θα αποδεσμεύονται πρέπει να είναι ίδιοι πόροι του δημόσιου οργανισμού και ότι δεν θα συνίσταται σε κρατικούς πόρους. Μια τέτοια διευκρίνιση θα μπορούσε, ωστόσο, να αποτελέσει ένα ισχυρό σήμα προς τους πιστωτές, σε μια περίοδο κατά την οποία οι διαδικασίες που έθετε σε κίνηση η Επιτροπή συνέδεαν ρητά μια εγγύηση του κράτους με την έλλειψη νομικής πρόβλεψης. Το γεγονός ότι δεν προέβησαν στην επιβεβλημένη διασαφήνιση τροφοδοτεί τον ισχυρισμό ότι το γαλλικό κράτος δεν επιθυμεί να διαψεύσει ότι είναι πιθανό να διαθέσει το ίδιο τους απαραίτητους πόρους.

(167)

Στο υπόμνημά τους της 27ης Οκτωβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι ο ισχυρισμός του εμπειρογνώμονα της Επιτροπής ότι «με την ανάγνωση των νομοθετικών κειμένων οι πιστωτές μπορούν να έχουν τη βεβαιότητα ότι, εάν δεν εξοφληθούν άμεσα, η απαίτησή τους θα ικανοποιηθεί αργότερα» βασίζεται σε μεροληπτική ανάγνωση των κειμένων τα οποία, πέραν του ότι δεν αποτελούν νομοθετικές ρυθμίσεις (είναι εγκύκλιοι) δεν ορίζουν κατά κανένα τρόπο δυνατότητα ενδεχόμενης υποκατάστασης των πόρων ενός δημόσιου οργανισμού με κρατικούς πόρους. Τίποτα δεν θα απαγόρευε να εμφανιστούν αδρανείς δημόσιοι οργανισμοί οι πιστωτές των οποίων δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν την εξόφληση των απαιτήσεών τους. Οι γαλλικές αρχές θεωρούν, εξάλλου, ότι οι δημόσιοι οργανισμοί θα μπορούσαν να μην εξοφλήσουν την οφειλή τους, χωρίς ωστόσο να βρεθούν αυτομάτως σε κατάσταση παύσης πληρωμών.

(168)

Η Επιτροπή εξετάζει στη συνέχεια αν είναι δυνατό από νομική άποψη ένας δημόσιος οργανισμός που έχει καταδικαστεί με δικαστική απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου να καταβάλει ένα χρηματικό ποσό είτε να περιέλθει σε αδράνεια και να μην ικανοποιηθεί ποτέ η απαίτηση, όπως υποστηρίζουν οι γαλλικές αρχές. Οι διατάξεις του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 και οι εκτελεστικές διατάξεις του είναι δεσμευτικές για το κράτος. Στη λιγότερο ευνοϊκή περίπτωση για τον πιστωτή, τα κείμενα αυτά υποχρεώνουν το κράτος να αναφέρει στον πιστωτή το υπόλοιπο για το οποίο θα εκδοθεί εντολή πληρωμής σε μεταγενέστερο στάδιο. Εάν υποθέσουμε ότι δεν ακολουθεί καμία εξόφληση, ο πιστωτής έχει πάντοτε τη δυνατότητα (το σημείο θα αναλυθεί στο τμήμα 3 της παρούσας απόφασης) να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους. Υπό αυτούς τους όρους, η θεωρητική υπόθεση της αδράνειας δεν θα οδηγούσε σε καμία περίπτωση στην εξάλειψη της οφειλής. Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές δεν παρέθεσαν καμία συγκεκριμένη περίπτωση που να παρουσιάστηκε αυτή η κατάσταση.

(169)

Σχετικά με το βάσιμο αυτών των στοιχείων, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι:

η ειδική διαδικασία που ορίζει ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και οι εκτελεστικές διατάξεις του είναι μόνο μια διαδικασία είσπραξης απαιτήσεων που αποκλείει τη διαδικασία εκκαθάρισης· μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής η απαίτηση δεν καταπίπτει, ενώ με την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, η δικαστική απόφαση περαίωσης λόγω ανεπάρκειας στοιχείων ενεργητικού χωρίς την επιβολή ποινής απαγορεύει στους πιστωτές να συνεχίζουν τις αγωγές·

ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και οι εκτελεστικές διατάξεις του, που προβλέπουν τη χρονική μετάθεση της εντολής πληρωμής και δεν προβλέπουν σε καμία στιγμή την κατάσταση παύσης πληρωμών, αφήνουν τους πιστωτές να εικάσουν ότι υπάρχουν ή ότι θα υπάρχουν πάντα οι απαραίτητοι πόροι για την ικανοποίηση της απαίτησης έναντι του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου·

εξυπακούεται ότι η κατάσταση ανεπάρκειας ρευστότητας καλύπτεται, εάν χρειαστεί, από το κράτος ή είναι μόνο προσωρινή. Αντίθετα, καμία διαδικασία εκκαθάρισης δεν προβλέπει τη δυνατότητα να καταστεί ένας τρίτος υπεύθυνος για τις οφειλές του αφερέγγυου νομικού προσώπου, εκτός εάν πρόκειται προφανώς για έναν εγγυητή ή μια εταιρεία απεριόριστης ευθύνης.

iii)   Η έκτακτη επιχορήγηση του κράτους για να μπορέσει ο δημόσιος οργανισμός να τηρήσει τις υποχρεώσεις του είναι δυνατό να προβλεφθεί και προβλέπεται πράγματι από ορισμένες νομοθετικές πράξεις.

(170)

Ως προς αυτό, ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής ανέφερε ότι:

α)   […] (41)

(171)

Αν και δεν είναι απαραίτητη αυτή η απόδειξη για να τεκμηριωθεί ο χαρακτηρισμός της εγγύησης ως κρατική ενίσχυση που απορρέει από το καθεστώς της La Poste, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ίδιοι πόροι που μπορεί να συγκεντρώσει η εταιρεία αυτή σε περίπτωση ανεπάρκειας ρευστότητας είναι περιορισμένοι. Πράγματι, τόσο η εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων (85) όσο και οι αυξήσεις των τιμολογίων για την παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας (86) υπόκεινται στον αυστηρό έλεγχο του Γάλλου νομοθέτη. Η δυσκολία συγκέντρωσης πρόσθετων ίδιων πόρων για την εξόφληση οφειλών επιτείνει την ανάγκη παρέμβασης του κράτους σε περίπτωση ανεπάρκειας ρευστότητας. Σύμφωνα με το μηχανισμό των συγκοινωνούντων δοχείων, η αδυναμία συγκέντρωσης πόρων από την εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων αυξάνει τη συχνότητα της προσφυγής σε άλλους μηχανισμούς εγγύησης (προκαταβολές, αναζήτηση ευθύνης του κράτους κ.λπ.). Δεύτερον, η θέσπιση ενός καθεστώτος προστασίας των περιουσιακών στοιχείων από το νομοθέτη θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τη διαμάχη σχετικά με την αντικειμενική ευθύνη του κράτους σε ενδεχόμενη αδυναμία πληρωμής της La Poste (87).

(172)

Στο υπόμνημα της 27ης Οκτωβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν ότι «είναι αδύνατο» να συγκεντρωθούν οι ίδιοι πόροι για τη La Poste:

όσον αφορά την εκχώρηση των περιουσιακών στοιχείων, το κράτος έχει τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσει αν θεωρεί ένα περιουσιακό στοιχείο «απολύτως απαραίτητο» ή όχι για την εκτέλεση της δημόσιας υπηρεσίας· εξάλλου, ακόμη και αν αντιτίθεται σε μια τέτοια εκχώρηση, αυτό ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να χορηγήσει αποζημίωση με μηχανισμούς εγγύησης· τέλος, στην πράξη, το κράτος δεν αντιτάχθηκε ποτέ σε μια εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων βάσει του άρθρου 23 του νόμου της 2ας Ιουλίου 1990, το οποίο κατέστη άνευ αντικειμένου μετά την εκχώρηση, το 2005, από την La Poste του συνόλου σχεδόν της ακίνητης περιουσίας της (συμπεριλαμβανομένων των ταχυδρομικών καταστημάτων) σε μια θυγατρική η οποία δεν υπάγεται σε αυτό το καθεστώς της προηγούμενης έγκρισης,

όσον αφορά την αύξηση των τιμολογίων παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, οι γαλλικές αρχές αναφέρουν ότι η ARCEP δεν καθορίζει τις τιμές, αλλά μια ανώτατη τιμή (price cap) μόνο για τις δραστηριότητες της La Poste που υπόκεινται σε ρύθμιση· κάτω από αυτή την τιμή, οι τιμές της La Poste διαμορφώνονται ελεύθερα (με εξαίρεση την τιμή του γραμματοσήμου που καθορίζεται με απόφαση του αρμόδιου υπουργού για τα ταχυδρομεία στο πλαίσιο της τήρησης της ανώτατης τιμής)· μπορεί, εξάλλου, να θεωρηθεί ότι η ARCEP δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί μια αύξηση των τιμών η οποία θα ήταν απολύτως απαραίτητη για την επιβίωση της επιχείρησης και των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες παρέχει· τέλος, αυτή η ανώτατη τιμή αφορά μόνο τον τομέα που υπόκειται σε ρύθμιση, ο οποίος αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του ήμισυ του αποτελέσματος εκμετάλλευσης του ομίλου La Poste.

(173)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις διευκρινίσεις που έδωσαν οι γαλλικές αρχές και διατυπώνει δύο παρατηρήσεις:

οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν το κράτος ήταν αντίθετο σε μια εκχώρηση, αυτό δεν θα συνεπαγόταν κατά κανένα τρόπο μια εγγύηση. Εντούτοις, έχουν αναγνωρίσει (ακόμη και αν αμφισβητούν ότι η La Poste μπορεί να αποκομίσει από αυτήν πλεονέκτημα) ότι η απαίτηση της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας επιβάλλεται στον αντιπρόσωπο του κράτους κατά την εκτέλεση της διαδικασίας που θεσπίστηκε με το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 (88), γεγονός που θα μπορούσε να τεκμηριώσει την αντικειμενική ευθύνη του κράτους για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τις επιβαρύνσεις του δημοσίου, πς αποδεικνύεται στη συνέχεια (89),

εφόσον ένας πιστωτής της La Poste δεν θα μπορούσε να απευθυνθεί σε μια άλλη εταιρεία του ομίλου La Poste για την εξόφληση της απαίτησής του, πρέπει να εξεταστεί το μερίδιο του τομέα που υπόκειται σε ρύθμιση και του αποκλειστικού τομέα στον κύκλο εργασιών της La Poste και όχι στον κύκλο εργασιών του ομίλου La Poste. Δεδομένου του πεδίου εφαρμογής της ρύθμισης στη Γαλλία (90), είναι σαφές ότι οι δραστηριότητες που υπόκεινται σε ρύθμιση αντιπροσωπεύουν το σημαντικότερο μέρος των δραστηριοτήτων του δημόσιου οργανισμού La Poste. Η τιμολόγηση ενός μεγάλου μέρους των δραστηριοτήτων της La Poste υπόκειται, συνεπώς, σε μια ανώτατη τιμή· επιπλέον, οι τιμές των προστατευόμενων υπηρεσιών καθορίζονται με υπουργικό διάταγμα.

β)   ορισμένες αποστολές και προγράμματα του κρατικού προϋπολογισμού θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των οφειλών ενός δημόσιου οργανισμού

(174)

Ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής εντόπισε τα ακόλουθα προγράμματα:

το πρόγραμμα αριθ. 823, προκαταβολές σε οργανισμούς ανεξάρτητους από το κράτος που διαχειρίζονται δημόσιες υπηρεσίες: στόχος του είναι «να επιτραπεί στο κράτος να χορηγεί προκαταβολές σε διάφορους οργανισμούς, ανεξάρτητους από το κράτος, που διαχειρίζονται δημόσιες υπηρεσίες» (91). «Στόχος των προκαταβολών αυτών είναι να αντιμετωπίζονται επείγουσες καταστάσεις, είτε αυτές αφορούν τη διασφάλιση της συνέχειας της δράσης του δημοσίου ή την επείγουσα εφαρμογή κάποιου μέτρου. Επιτρέπουν επίσης την προσωρινή κάλυψη μιας απρόβλεπτης ταμειακής ανάγκης η οποία θα καλυφθεί αργότερα σε μόνιμη βάση από ένα σταθερό πόρο. Επιτρέπουν συνεπώς να αποτραπεί μια χρηματοδότηση από τράπεζα ή από την αγορά και, ταυτόχρονα, να προλαμβάνεται ο μεγάλος κατακερματισμός του χρέους των δημόσιων υπηρεσιών ή η αύξηση των επιβαρύνσεων από τόκους»,

η αποστολή «Χρηματοδοτικές συμμετοχές του κράτους» περιέχει και δύο προγράμματα με τίτλους «Κεφαλαιακές πράξεις που ενδιαφέρουν τις χρηματοδοτικές συμμετοχές του κράτους» (πρόγραμμα αριθ. 731) και «Ελάφρυνση δανειακών υποχρεώσεων του κράτους και των δημόσιων οργανισμών» (πρόγραμμα αριθ. 732). Στο εσωτερικό αυτού του προγράμματος, η δράση υπ’ αριθ. 01 αφορά τις «αυξήσεις κεφαλαίου, εισφορές ιδίων κεφαλαίων, προκαταβολές μετόχων και εξομοιούμενα δάνεια».

(175)

Τα κεφάλαια που διατίθενται γι’ αυτές τις προκαταβολές είναι σημαντικά. Στο πλαίσιο του προγράμματος αριθ. 731, έχει προβλεφθεί ρητά αποθεματικό 85 εκατ. ευρώ. Οι πιστώσεις πληρωμών της δράσης αριθ. 1 του προγράμματος αριθ. 732 ανέρχονται σε 760 εκατ. ευρώ. Οι πιστώσεις πληρωμών του προγράμματος αριθ. 823 ανέρχονται σε 50 εκατ. ευρώ.

(176)

Σε περίπτωση οικονομικής δυσχέρειας της La Poste, το κράτος θα μπορούσε να συνεισφέρει σε αυτά τα προγράμματα για να βοηθήσει τη La Poste. Πράγματι, κανένα κείμενο δεν περιορίζει τις δυνατότητες χορήγησης προκαταβολών στους EPIC που ασκούν οικονομική δραστηριότητα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.

(177)

Στο υπόμνημά τους της 27ης Οκτωβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές διευκρινίζουν ότι ουδέποτε αμφισβήτησαν πως οι δημόσιοι οργανισμοί μπορούν να λάβουν άμεσες προκαταβολές από το κράτος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι δημόσιοι οργανισμοί έχουν δικαίωμα ανάληψης από τον προϋπολογισμό του κράτους. Όπως ανέφερε ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής, το σύστημα των προκαταβολών μετόχων μπορεί να εφαρμόζεται σε όλες τις χρηματοδοτικές συμμετοχές του κράτους, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους, γεγονός που απαγορεύει να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα μόνο για τους EPIC· εξάλλου, και σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής, οι προκαταβολές αυτές λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους κοινοτικούς περιορισμούς, εφόσον εντάσσονται σε μια λογική ενήμερου επενδυτή.

(178)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι:

τα γαλλικά νομοθετικά κείμενα επιτρέπουν, ακόμη και ενθαρρύνουν το κράτος να διαθέτει κεφάλαια στους δημόσιους οργανισμούς κατά προτίμηση με κλασικά τραπεζικά δάνεια, σε περίπτωση ανεπάρκειας ρευστότητας· η πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους δεν υπόκειται σε κανένα όρο εκ των προτέρων τήρησης των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων· οι εισφορές μπορούν να συνιστούν τους «συμπληρωματικούς πόρους» που προβλέπει ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980,

τα κείμενα αυτά είναι γνωστά στους πιστωτές, οι οποίοι μπορούν συνεπώς βάσιμα να θεωρούν ότι η εποπτεύουσα αρχή θα μπορέσει να βρει τους απαραίτητους πόρους για να ικανοποιήσει την απαίτησή τους,

η La Poste δεν διαθέτει συνεπώς τραβηκτικά δικαιώματα επί αυτών των πόρων.

(179)

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και τα μέτρα εφαρμογής του δεν προβλέπουν διαδικασία λύσης και εκκαθάρισ με απώλεια των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων,

ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και τα μέτρα εφαρμογής του δεν προβλέπουν τη δυνατότητα αποδέσμευσης των πόρων,

τα δημοσιονομικά έγγραφα δείχνουν ότι οι EPIC μπορούν να λαμβάνουν έκτακτες προκαταβολές σε περίπτωση επείγουσας ταμειακής ανάγκης,

η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι ελάχιστα πιθανό το ενδεχόμενο να μην μπορέσει ο πιστωτής να εξασφαλίσει την ικανοποίηση της απαίτησής του με τν εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπει ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980.

(180)

Αντίθετα, η Επιτροπή δεν έχει προσδιορίσει άμεση πρόσβαση των δημόσιων οργανισμών στους λογαριασμούς του Δημόσιου Ταμείου, όπου με τον όρο «άμεση πρόσβαση» εννοείται η δυνατότητα ενός EPIC να λάβει ο ίδιος την απόφαση να αντλήσει απευθείας κεφάλαια που ανήκουν στο κράτος και έχουν τεθεί στη διάθεσή του, χωρίς να είναι απαραίτητη η παρέμβαση του κράτους.

iv)   Η πρόταση των γαλλικών αρχών να διασαφηνιστεί το διάταγμα εφαρμογής του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 είναι ανεπαρκής

(181)

Η Επιτροπή επισημαίνει εξαρχής ότι οι γαλλικές αρχές δεν έχουν τροποποιήσει το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 ο οποίος θα αναλυθεί στο παρόν τμήμα. Κατά συνέπεια, η εξέταση από την Επιτροπή της ύπαρξης μιας εγγύησης υπέρ της La Poste πρέπει αναγκαστικά να βασίζεται στο θετικό δικαίωμα και όχι στον επαρκή ή μη χαρακτήρα των προτάσεων των γαλλικών αρχών, που ποτέ δεν θεσπίστηκαν, και αποσκοπούν στον αποκλεισμό οποιασδήποτε εγγύησης. Εξυπακούεται ότι η ανάλυση της Επιτροπής που περιέχεται στο παρόν τμήμα έχει ως βασικό στόχο την πλήρη περιγραφή της διαδικασίας που διεξήχθη ενώπιον της Επιτροπής.

(182)

Για να διαπιστωθεί ότι οι πόροι τους οποίους αποδέσμευσε η εποπτεύουσα αρχή μπορούν να προέρχονται μόνο από τους πόρους του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού, οι γαλλικές αρχές πρότειναν να τροποποιηθεί το διάταγμα εφαρμογής του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 ως εξής: «Όταν η όχληση δεν αποφέρει αποτέλεσμα μέχρι τη λήξη των εν λόγω προθεσμιών, ο εκπρόσωπος του κράτους ή η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή προβαίνει στην εγγραφή της δαπάνης στον προϋπολογισμό του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του υπερήμερου δημόσιου ιδρύματος. Αποδεσμεύει, εάν χρειαστεί, τους απαραίτητους πόρους στον προϋπολογισμό του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού, είτε μειώνοντας τις πιστώσεις που έχουν διατεθεί σε άλλες δαπάνες και δεν έχουν αναλωθεί είτε αυξάνοντας τους πόρους» (επισήμανση της σύνταξης).

(183)

Εντούτοις, η Επιτροπή δηλώνει, όπως και στην αιτιολογική σκέψη 58 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, ότι τα νομοθετικά κείμενα, ούτε στη σημερινή τους έκδοση ούτε στην τροποποιημένη έκδοση με βάση την πρόταση των γαλλικών αρχών, δεν αποκλείουν τη δυνατότητα αποδέσμευσης των πόρων με αύξηση των πόρων που καθίσταται εκ των προτέρων δυνατή είτε με επιχορήγηση είτε με εισφορά δημόσιων πόρων.

(184)

Η Επιτροπή θα εξετάσει στο σημείο αυτό τα ένδικα μέσα που θα είχε στη διάθεσή του ο πιστωτής στην απίθανη περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία που ορίζει ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 δεν θα επέτρεπε την εξόφλησή του. Η Επιτροπή θα εξετάσει κυρίως το καθεστώς ευθύνης του κράτους, για να προσδιορίσει αν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός μηχανισμού εγγυήσεων.

3.   Το καθεστώς ευθύνης του κράτους στην εφαρμογή της διαδικασίας είσπραξης των οφειλών των δημόσιων οργανισμών παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός μηχανισμού εγγυήσεων

(185)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί καταρχήν ούτε υποκειμενική ούτε αντικειμενική ευθύνη του κράτους (92). Ωστόσο, οι γαλλικές αρχές αναγνωρίζουν ότι, εάν υπήρχε απαίτηση συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας και αν η απαίτηση αυτή επιβαλλόταν στον αντιπρόσωπο του κράτους κατά την εκτέλεση της διαδικασίας που όρισε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980, θα μπορούσε ο δικαστής να διατάξει την αποζημίωση του πιστωτή. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, η αποζημίωση θα είχε ως μόνο αποτέλεσμα το να περιέλθει ο πιστωτής στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν με βάση το κοινό δίκαιο· άρα, ο πιστωτής δεν θα επωφελούνταν από κανένα πλεονέκτημα.

(186)

Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο ότι, με βάση το κοινό δίκαιο, οι πιστωτές, και σε κάθε περίπτωση οι εγχειρόγραφοι πιστωτές, δεν ανακτούν κατά κανόνα το σύνολο της απαίτησής τους. Εξάλλου, οι οφειλές μιας επιχείρησης που βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης δεν εξοφλούνται από ένα τρίτο, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

(187)

Οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν επίσης ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να εξομοιωθούν με μορφή εγγύησης οι δυνατότητες αποζημίωσης που έχουν στη διάθεσή τους οι πιστωτές για τη θεμελίωση της ευθύνης.

(188)

Η Επιτροπή θεωρεί εντούτοις, όπως θα αποδείξει, ότι η στοιχειοθέτηση της ευθύνης του κράτους (υποκειμενικής ή αντικειμενικής) στην εφαρμογή της διαδικασίας είσπραξης των οφειλών των δημόσιων οργανισμών που διέπονται από το νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 ισοδυναμεί με μηχανισμό εγγυήσεων για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου, διότι εξασφαλίζει στους πιστωτές την εξόφληση της απαίτησής τους υποχρεώνοντας το κράτος μέλος να εξοφλήσει την οφειλή σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής της La Poste. Επιπλέον, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Campoloro τείνει να καθιερώσει μια αυτόματη εγγύηση. Αν και είχαν τη δυνατότητα να το πράξουν, οι γαλλικές αρχές δεν περιόρισαν αυτούς τους μηχανισμούς ευθύνης ή εγγυήσεων.

i)   Η προηγούμενη νομολογία: εκδήλωση της ιδιαιτερότητας του καθεστώτος που θέσπισε η υπόθεση Campoloro

(189)

Όπως υποστηρίζει ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής, όταν ένας πιστωτής ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που υπάγεται στο νόμο της 16ης Ιουλίου 1980 επιδίωκε να στοιχειοθετήσει ευθύνη του κράτους λόγω χρήσης των προνομίων που προέβλεπε ο νόμος αυτός, πριν από την υπόθεση Campoloro (που εξετάζεται ανωτέρω), ο διοικητικός δικαστής έκανε διάκριση ανάμεσα σε δύο ζημίες. Αφενός, ο πιστωτής υφίστατο ζημία εξαιτίας της μη ικανοποίησης της απαίτησής του, ζημία η οποία ήταν απόρροια της κατάστασης αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Ακόμη, ο πιστωτής μπορούσε να υποστεί χωριστή ζημία εξαιτίας των παραλείψεων κατά την εφαρμογή των προνομίων του κράτους (καθυστέρηση, κακοπιστία, άρνηση κίνησης των διαδικασιών, μερική ενεργοποίηση των διαδικασιών κ.λπ.). Η αποτίμηση αυτής της δεύτερης ζημίας δεν βασιζόταν στο ποσό της οφειλής, αλλά στην εκτίμηση του κόστους μιας καθυστέρησης ή μιας άρνησης να γίνει χρήση των προνομίων που παρέχει ο νόμος. Αυτή την αντιμετώπιση υιοθέτησε το Cour admistratif d’appel της Λυών στην υπόθεση Campoloro (93).

ii)   Η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας του 2005 στην υπόθεση Campoloro

(190)

Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα της Επιτροπής, η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας στην υπόθεση Campoloro σηματοδοτεί μια πρώτη καμπή από την άποψη ότι η μία από τις υποθέσεις τις οποίες προβλέπει δεν είναι μια καθαυτό περίπτωση ευθύνης, αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός εγγυήσεων.

(191)

Πρέπει να υπενθυμίσουμε καταρχάς την αιτιολογική σκέψη επί της αρχής της απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας της 17ης Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση Société fermière de Campoloro, αριθ. 271898:

«εκτιμώντας ότι, με τις διατάξεις αυτές, πρόθεση του νομοθέτη ήταν να δώσει στον αντιπρόσωπο του κράτους, σε περίπτωση αδυναμίας ενός φορέα τοπικής αυτοδιοίκησης, να εξασφαλίσει την εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης με ισχύ δεδικασμένου, και κατόπιν οχλήσεως, την εξουσία να υποκαταστήσει τα όργανα αυτού του οργανισμού για να αποδεσμεύσει ή να δημιουργήσει τους πόρους για την πλήρη εκτέλεση αυτής της δικαστικής απόφασης· ότι για το σκοπό αυτό, ο αντιπρόσωπος του κράτους οφείλει να λάβει, υπό τον έλεγχο του δικαστή, τα απαραίτητα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του φορέα περιφερειακής διοίκησης και των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος· ότι τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη δυνατότητα να προβεί στην πώληση περιουσιακών στοιχειών που ανήκουν στον φορέα περιφερειακής διοίκησης, όταν αυτά δεν είναι απολύτως απαραίτητα για την ορθή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών για τις οποίες είναι υπεύθυνος· ότι, εάν ο νομάρχης παραλείπει ή αμελεί να κάνει χρήση των προνομίων που του έχει αναθέσει ο νόμος, ο πιστωτής του φορέα περιφερειακής διοίκησης έχει δικαίωμα να στραφεί κατά του κράτους σε περίπτωση βαριάς αμέλειας κατά την άσκηση της εποπτικής εξουσίας· ότι σε περίπτωση, που δεδομένης της κατάστασης του φορέα περιφερειακής διοίκησης, και ιδίως της ανεπάρκειας των στοιχείων ενεργητικού του, ή για λόγους γενικού συμφέροντος, ο νομάρχης αρνήθηκε νόμιμα να λάβει ορισμένα μέτρα για να εξασφαλίσει την πλήρη εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, η ζημία που προκύπτει για τον πιστωτή του φορέα περιφερειακής διοίκησης μπορεί να θεμελιώσει την ευθύνη της δημόσιας αρχής, εάν η ζημία αυτή έχει ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα».

(192)

Το Συμβούλιο Επικρατείας έθεσε με τον τρόπο αυτό σε εφαρμογή ένα μηχανισμό διπλής ενεργοποίησης.

(193)

Πρώτον, οργανώνει ένα καθεστώς ευθύνης του κράτους που βασίζεται αποκλειστικά στην ανεπάρκεια κατά τη χρήση των εξουσιών που θέσπισε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και τα μέτρα εφαρμογής του. Πρόκειται για καθεστώς ευθύνης λόγω βαριάς αμέλειας. Η επιλογή της βαριάς αμέλειας δικαιολογείται από τη βούληση να μην γίνει αυτόματη μεταβίβαση του χρέους του οφειλέτη φορέα στο κράτος. Σύμφωνα με έναν ενημερωμένο σχολιαστή (94), «εάν ο νομάρχης λάβει μέτρα για να αποδεσμεύσει συμπληρωματικούς πόρους, αλλά τα μέτρα αποδειχθούν ανεπαρκή σε σχέση με το μέγεθος της οφειλής της κοινότητας, είναι πιθανό ο δικαστής να κρίνει ότι δεν διαπράχθηκε καμία βαριά αμέλεια». Στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη για βαριά αμέλεια είναι «κλασική» και δεν λειτουργεί ως μηχανισμός εγγύησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του οφειλέτη οργανισμού, εφόσον δεν μπορεί να αντισταθμίσει μόνο την κατάσταση αφερεγγυότητας.

(194)

Δεύτερον, η απόφαση προβλέπει τη στοιχειοθέτηση αντικειμενικής ευθύνης σε δύο περιπτώσεις.

(195)

Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση «λόγω απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος, ο νομάρχης αρνήθηκε νόμιμα να λάβει ορισμένα μέτρα για να εξασφαλίσει την πλήρη εκτέλεση της δικαστικής απόφασης». Αυτή είναι μια κλασική περίπτωση παράλειψης της διοίκησης που αιτιολογείται από ένα λόγο γενικού συμφέροντος, η οποία στοιχειοθετεί την ευθύνη της για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι των επιβαρύνσεων του δημοσίου. Ο οφειλέτης θεωρητικά δεν είναι αφερέγγυος, αλλά το κράτος αποφασίζει να μην εξαντλήσει τη δυνατότητα εξεύρεσης πόρων που διαθέτει επικαλούμενο λόγο γενικού συμφέροντος. Στην κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να υπάρχει μηχανισμός εγγύησης, διότι η ζημία για τον πιστωτή απορρέει από απόφαση του κράτους και όχι από την οικονομική κατάσταση φερεγγυότητας του οφειλέτη. Εντούτοις, οι συνέπειες είναι ταυτόσημες με αυτές ενός μηχανισμού εγγύησης.

(196)

Αντίθετα, η δεύτερη περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης είναι πλησιέστερη προς τον μηχανισμό εγγυήσεων. Το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε ότι «σε περίπτωση που, σε σχέση με την κατάσταση του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, κυρίως της ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχειών του, … ο νομάρχης αρνείται νόμιμα να λάβει ορισμένα μέτρα για να εξασφαλίσει την πλήρη εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, η ζημία του πιστωτή του φορέα τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της δημόσιας αρχής, εάν αυτή η ζημία έχει ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα». Επισημαίνεται ότι η γενεσιουργός αιτία της ευθύνης είναι αποκλειστικά η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη οργανισμού. Η επιλογή ενός καθεστώτος αντικειμενικής ευθύνης ελαφρύνει το βάρος της αποδείξεως που βαραίνει τον πιστωτή, εφόσον αυτός οφείλει απλώς να αποδείξει τη γενεσιουργό αιτία, την αιτιώδη συνάφεια και τη ζημία.

(197)

Πάντοτε, κατά την άποψη του εμπειρογνώμονα της Επιτροπής, υπάρχουν δύο ομοιότητες ανάμεσα σε αυτό το καθεστώς ευθύνης και σε ένα καθεστώς εγγυήσεων. Καταρχάς, η γενεσιουργός αιτία δεν αποδίδεται αντικειμενικά στο κράτος, εφόσον πρόκειται για την κατάσταση του οφειλέτη οργανισμού: αυτό το καθεστώς ευθύνης βασίζεται στο ίδιο γεγονός με αυτό του μηχανισμού εγγυήσεων, δηλαδή στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Δεύτερον, η ζημία στην οποία αναφέρεται το Συμβούλιο Επικρατείας, ελλείψει κάθε άλλης ένδειξης, φαίνεται ότι είναι η μη εξόφληση της ίδιας της οφειλής, γεγονός που ενεργοποιεί επίσης την εγγύηση.

(198)

Ασφαλώς, το Συμβούλιο Επικρατείας περιορίζει την τεκμηρίωση της ευθύνης του κράτους στις ασυνήθεις και ειδικές ζημίες. Ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής πιστεύει ότι η διαπίστωση του ασυνήθη χαρακτήρα μπορεί να γίνει διά της εις άτοπον απαγωγής. Είτε η οφειλή είναι μικρής σημασίας και εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν θα θέσει ένα δημόσιο οργανισμό (ιδίως τη La Poste) σε κατάσταση αφερεγγυότητας, είτε η οφειλή είναι πολύ μεγάλη και, κατά συνέπεια, συνάγεται ο ασυνήθης χαρακτήρας της ζημίας. Όσον αφορά τον ειδικό χαρακτήρα της ζημίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν είναι πολλοί οι πιστωτές των δημόσιων οργανισμών με σημαντικό χρέος. Κατά συνέπεια, το όριο που θέσπισε η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας δεν είναι πράγματι όριο σε βαθμό που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι θα αφορά πραγματικά μόνο την κατάσταση των σημαντικών πιστωτών, για την οποία θα υπάρχει πάντοτε ασυνήθιστα σοβαρή ζημία.

(199)

Αυτή είναι εξάλλου η ερμηνεία που επιλέγουν οι εγκυρότερες αναλύσεις. Έτσι, σύμφωνα με την παρατήρηση του P. Bon (προαναφέρθηκε), «σε αυτό το ενδεχόμενο που αντιστοιχεί κατά τα φαινόμενα στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της απόλυτης δυσαναλογίας ανάμεσα στη χρηματική ποινή που επέβαλε ο δικαστής στην κοινότητα και το μικρό μέγεθος των πόρων αυτής της κοινότητας, ο νομάρχης βρίσκεται, κατά κάποιο τρόπο, σε αδιέξοδο, εφόσον είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να συγκεντρώσει επαρκείς πόρους που θα επιτρέψουν την κοινότητα να εξοφλήσει πλήρως την οφειλή της. Ασφαλώς η αρχή της ίσης μεταχείρισης απαιτεί οι δύο προσφεύγουσες εταιρείες, μετά από τόσα έτη, να αποζημιωθούν».»Μετατρέπει το κράτος σε αναγκαστικό εγγυητή των ζημιογόνων συνεπειών αυτής της ανεπάρκειας [της κοινότητας]». Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα της Επιτροπής, ο σωστός όρος δεν είναι «εγγυητής» αλλά «αναγκαστικός εγγυητής».

(200)

Στις παρατηρήσεις τους για την υπόθεση Société fermière de Campoloro, (95) οι C. Landais και F. Lenica, υπεύθυνοι της υπηρεσίας τεκμηρίωσης του Συμβουλίου Επικρατείας την εποχή που εκδόθηκε η απόφαση, επισημαίνουν την ιδιαιτερότητα αυτής της δεύτερης υπόθεσης και αρνούνται να υιοθετήσουν την ερμηνεία ότι αυτή μεταβιβάζει στο κράτος το βάρος των οφειλών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Όμως, ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής επισημαίνει ότι η ερμηνεία της απόφασης πρέπει να εξεταστεί με βάση τη διατύπωση της απόφασης. Η κατάληξη της παρατήρησης είναι, εξάλλου, αποκαλυπτική: οι σχολιαστές προβλέπουν ένα δάνειο ή έκτακτη επιχορήγηση. Κατά συνέπεια, παρατηρείται ότι εκείνοι που αρνούνται να εξομοιώσουν το καθεστώς της αναληφθείσας ευθύνης με μηχανισμό εγγύησης τελικά επικαλούνται άλλα στοιχεία του μηχανισμού εγγυήσεων (επιχορήγηση).

(201)

Ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής απορρίπτει επίσης την εκτίμηση του D. Labetoulle στο άρθρο του σχετικά με την αντικειμενική ευθύνη κατά το διοικητικό δίκαιο (96), στο οποίο παραπέμπουν οι παρατηρήσεις της γαλλικής κυβέρνησης. Ο εν λόγω συντάκτης θεωρεί πως το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπόθεση Campoloro έκρινε ότι μόνο η νόμιμη απόφαση του νομάρχη «είναι ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους». Εξ αυτού συνάγει ότι δεν υφίσταται κανένας αυτοματισμός. Κατά τον εμπειρογνώμονα της Επιτροπής, δεν είναι δυνατό να υιοθετηθεί αυτή η ερμηνεία. Πράγματι, στην απόφασή του το Συμβούλιο Επικρατείας αποφαίνεται ότι η απόφαση του νομάρχη μπορεί να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους «εάν [η ζημία] έχει ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα». Η αβεβαιότητα δεν έγκειται στην αρχή της ύπαρξης ευθύνης και της θεμελίωσής της, εάν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της, αλλά στην ύπαρξη μιας ζημίας η οποία πρέπει να έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Όμως, όπως έχουμε δει, αν η ζημία είναι ειδική και ασυνήθης, τίποτα δεν εμποδίζει τη θεμελίωση της ευθύνης. Κατά συνέπεια, υπάρχει αυτοματισμός στο επίπεδο της ίδιας της αρχής της στοιχειοθέτησης μιας ευθύνης η οποία παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας εγγύησης.

(202)

Τέλος, ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής δηλώνει ότι κανένας σχολιαστής της απόφασης Campoloro δεν θεωρεί ότι είναι δυνατό να μην εξοφληθεί η οφειλή.

(203)

Ο σύμβουλος της Επιτροπής συμπεραίνει ότι η εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας στην υπόθεση Campoloro θέσπισε ένα καθεστώς ευθύνης που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός μηχανισμού εγγυήσεων.

iii)   Η διευθέτηση της υπόθεσης Campoloro από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ)

(204)

Το ΕΔΑΔ, στην απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2006, Société de gestion du port de Campoloro et Société fermière de Campoloro c/France (97), έκρινε την υπόθεση Campoloro επιβάλλοντας στο κράτος να εξοφλήσει το σύνολο των οφειλών της Commune de Santa-Maria-Poggio στις προσφεύγουσες εταιρείες. Από την υπόθεση συνάγεται ότι η ανάληψη της ευθύνης από το γαλλικό κράτος, σε αυτή την υπόθεση, λειτουργεί ως έμμεση εγγύηση για το παθητικό των δημόσιων αρχών και δεν συνδέεται με κανένα όρο ζημίας.

(205)

Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι γαλλικές αρχές προσπαθούσαν να στηριχθούν, αφενός, στην απουσία γενεσιουργού αιτίας που να αποδίδεται στο κράτος και, αφετέρου, στην έλλειψη εγγύησης του κράτους έναντι των δημόσιων αρχών με νομική προσωπικότητα. Διαβάζουμε «[η γαλλική κυβέρνηση] θεωρεί ότι η καθυστέρηση της πλήρους εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων οφείλεται αποκλειστικά σε αντικειμενικούς λόγους που συνίστανται στην ουσιαστική αδυναμία του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης να αποδεσμεύσει τους επαρκείς πόρους»· «Η κυβέρνηση υποστηρίζει, συνεπώς, ότι η μη εκτέλεση των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί δεν οφείλεται σε εκούσια παράλειψη των εθνικών αρχών, του κράτους ή του οργανισμού αυτοδιοίκησης. Η έλλειψη πιστώσεων δεν είναι πρόφαση, αλλά πραγματικότητα που οφείλεται στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη νομικού προσώπου»· «Η μη εξόφληση της οφειλής οφείλεται αποκλειστικά σε χρηματοοικονομικές δυσκολίες του οργανισμού αυτοδιοίκησης και ο χαρακτήρας των περιστάσεων αυτών δεν φαίνεται να είναι τέτοιος που να απαλλάσσει τον φορέα της αυτοδιοίκησης από τις υποχρεώσεις του ούτε να μεταβιβάζει το βάρος της οφειλής στο κράτος (ΣΕ, κοινότητα Batz sur Mer, 25 Σεπτεμβρίου 1970). Το εσωτερικό δίκαιο δεν παρέχει καμία νομική βάση για υποκατάσταση της κοινότητας από το κράτος για τη ρύθμιση των αποζημιώσεων. Η υποκατάσταση αυτή δεν θα μπορούσε ακόμη να βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της σύμβασης, εφόσον μια τέτοια λύση θα ήταν αντίθετη με την ίδια την έννοια της νομικής προσωπικότητα, η οποία προϋποθέτει ανεξαρτησία, ξεχωριστή περιουσία». Ενώ η γαλλική κυβέρνηση προσπαθούσε να καταδείξει τις διαφορές, οι οποίες αποδείχθηκαν ανωτέρω, ανάμεσα στο καθεστώς ευθύνης και το μηχανισμό εγγυήσεων, το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τελικά αυτά τα επιχειρήματα.

(206)

Για να ολοκληρωθούν οι αποδείξεις, πρέπει επίσης να παρουσιαστούν τα επιχειρήματα των εναγόντων που υιοθέτησε τελικά το Δικαστήριο:

«Έτσι, το εσωτερικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα μηχανισμό επίλυσης για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση παύσης πληρωμών από την κοινότητα»· «Το κράτος δεν θα μπορούσε να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του να εκτελεί τις δικαστικές αποφάσεις, επικαλούμενο την έλλειψη πιστώσεων ή την αυτονομία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης την οποία δεν μπόρεσε να εγγυηθεί μέχρι σήμερα, εφόσον η κοινότητα δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της. Οι ενάγουσες καταγγέλλουν, κατά συνέπεια, την ανικανότητα του κράτους να λάβει θετικά μέτρα που θα επέτρεπαν στην κοινότητα να υλοποιήσει την υποχρέωση της». «Οι ενάγουσες διαπιστώνουν ότι το Συμβούλιο Επικρατείας, στην απόφασή του της 18ης Νοεμβρίου 2005, έκρινε ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να παράσχει στον αντιπρόσωπο του κράτους, σε περίπτωση αδυναμίας ενός οργανισμού αυτοδιοίκησης να εγγυηθεί την εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης, την εξουσία να υποκαταστήσει τα όργανα αυτού του φορέα αυτοδιοίκησης, ώστε να αποδεσμεύσει ή να δημιουργήσει τους πόρους που θα επέτρεπαν την πλήρη εκτέλεση της εν λόγω δικαστικής απόφασης. Στη αυτές ακριβώς τις ελλείψεις του γαλλικού κράτους βασίζονται οι ενάγουσες και ζητούν να διαπιστωθεί η παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 και να καταβληθεί αποζημίωση, εφόσον αυτό δεν βρίσκεται κατά κανένα τρόπο σε αντίθεση με την ίδια την έννοια του νομικής προσωπικότητας ούτε και με τις έννοιες της ανεξαρτησίας και της διάκρισης των περιουσιακών στοιχείων».

(207)

Το Δικαστήριο διαπίστωσε τελικά παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ιδίως με το επιχείρημα ότι: «Πρέπει, συνεπώς, οι αποφάσεις αυτές να είναι εκτελεστές· το Δικαστήριο επισημαίνει ότι μια κρατική αρχή δεν μπορεί να επικαλεστεί έλλειψη πόρων για να μην εξοφλήσει μια οφειλή η οποία βασίζεται σε δικαστική απόφαση (προμνημονευθείσα απόφαση Bourdov, παράγραφος 30)».

(208)

Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης παράβαση του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: «Η αδυναμία στην οποία περιήλθαν οι ενδιαφερόμενοι να επιτύχουν την εκτέλεση αυτών των δικαστικών αποφάσεων συνιστά παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας τους που εμπίπτει στην πρώτη φράση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1. Η κυβέρνηση δεν έδωσε καμία εξήγηση γι’ αυτή την παρέμβαση και το Δικαστήριο κρίνει ότι η έλλειψη πόρων δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια παράλειψη (αυτόθι)». «Συνολικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγουσες εταιρείες υπέστησαν και εξακολουθούν να υφίστανται ειδική και υπέρμετρη επιβάρυνση εξαιτίας της μη καταβολής των ποσών που έπρεπε να λάβουν κατ’ εκτέλεση των προαναφερθεισών δικαστικών αποφάσεων της 10ης Ιουλίου 1992. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1». Τέλος, το Δικαστήριο επιβάρυνε το κράτος με το σύνολο των οφειλών των οφειλετών οργανισμών αυτοδιοίκησης: «Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το εναγόμενο κράτος οφείλει να εξασφαλίσει να καταβληθούν στους ενάγοντες ή, κατά περίπτωση, στους δικαιούχους τους, οι οφειλές τις οποίες δικαιούνται από την έκδοση των αποφάσεων του διοικητικού πρωτοδικείου της Bastia της 10ης Ιουλίου 1992 (αυτόθι), έντοκες, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης».

(209)

Από την ανωτέρω νομολογία, ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής συνάγει ότι το κράτος πρέπει να καλύπτει τις οφειλές των δημόσιων αρχών.

(210)

Κατά την άποψη της Επιτροπής, προκύπτουν τρία σημαντικά στοιχεία:

η ευθύνη λειτουργεί ως έμμεση εγγύηση. Αφενός, το γαλλικό κράτος καταδικάστηκε να καταβάλει το σύνολο της οφειλής χωρίς να γίνει κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στο ποσό που θα μπορούσε να αποδοθεί στην κατάσταση αφερεγγυότητας του οφειλέτη δημόσιου οργανισμού αυτοδιοίκησης και σε ενδεχόμενες ελλείψεις που καταλογίζονται στο κράτος. Πρέπει να υπογραμμιστεί η χρησιμοποιηθείσα ορολογία, διότι το Δικαστήριο δεν αναφέρει ενδεχόμενη ευθύνη του κράτους, αλλά κρίνει ότι το κράτος οφείλει «να εξασφαλίσει» την πληρωμή. Η διατύπωση αυτή συνεπάγεται περισσότερο εγγύηση παρά ευθύνη. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν αναζητεί σε καμία στιγμή μια γενεσιουργό αιτία που να καταλογίζεται στο κράτος και εξετάζει αποκλειστικά στην κατάσταση αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Τέλος, το Δικαστήριο προέβη τελικά σε μια καθολική μεταβίβαση στο κράτος της οφειλής των καταδικασθέντων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτά τα στοιχεία τείνουν να αποδείξουν ότι το υπό εξέταση καθεστώς ευθύνης λειτουργεί στην πραγματικότητα ως εγγυητικός μηχανισμός. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι ενάγουσες πρέπει καταρχάς να επιτύχουν την έκδοση δικαστικής απόφασης που να αναγνωρίζει την απαίτησή τους. Εξάλλου, η εγγύηση αυτή είναι έμμεση, διότι δεν εγγράφεται σε καμία νομοθετική πράξη. Αυτό αποδεικνύει ότι ένας δικαστικός μηχανισμός εσωτερικού δικαίου μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση εγγύηση·

ωστόσο, η ευθύνη αυτή καλύπτει τις οφειλές των δημόσιων αρχών που διαθέτουν νομική προσωπικότητα. Η γαλλική κυβέρνηση επικαλέστηκε ρητά την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας και ίδιων περιουσιακών στοιχείων για να αντιταχθεί στη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του γαλλικού κράτους. Το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε από το Δικαστήριο·

το πεδίο εφαρμογής της εγγύησης του κράτους εκτείνεται στις δημόσιες αρχές που την υλοποιούν. Η εγγύηση συνδέεται, συνεπώς, στενά με το καθεστώς προσώπου δημοσίου δικαίου του οφειλέτη.

(211)

Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η λύση που επέλεξε το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Campoloro δεν είναι μεμονωμένη, αλλά εντάσσεται σε μια πάγια τάση της νομολογίας. Έτσι, στην απόφασή του της 13ης Μαΐου 1980 στην υπόθεση Artico κατά Ιταλίας (98), το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι, όταν μία αδυναμία πληρωμής καταλογίζεται σε ένα άλλο πρόσωπο εκτός από το κράτος, το κράτος, οφειλέτης της προβλεπόμενης στο άρθρο 6 παράγραφος 1 εγγύησης, οφείλει να δράσει κατά τρόπο που να ικανοποιηθεί πραγματικά το δικαίωμα του ενάγοντα το οποίο είναι αναγνωρισμένο από το εν λόγω άρθρο. Στην απόφαση της 19ης Μαρτίου 1997 στην υπόθεση Bourdov κατά Ρωσίας, αριθ. 59498/00, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι «μια κρατική αρχή δεν θα μπορούσε να προφασιστεί την έλλειψη πιστώσεων για να μην εξοφλήσει την οφειλή της».

iv)   Εξέταση των παρατηρήσεων των γαλλικών αρχών

α)   Παρατήρηση σχετικά με τη διαφορά ανάμεσα σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης και σε δημόσιους οργανισμούς

(212)

Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές (99), τα επιχειρήματα του εμπειρογνώμονα της Επιτροπής δεν είναι καθόλου πειστικά και περιορίζονται στο να αναιρέσουν διάφορες ερμηνείες της απόφασης Campoloro· κυρίως, δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στους δημόσιους οργανισμούς και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, μολονότι η διάκριση αυτή είναι ζωτικής σημασίας για να απαντηθεί η ερώτηση αν μπορεί να μείνει απλήρωτη μια απαίτηση. Οι γαλλικές αρχές επαναλαμβάνουν στο σημείο αυτό τη γνώμη του συμβούλου τους. Αυτός αμφισβητεί την πρόταση των συλλογισμών της Επιτροπής που βασίζονται στη νομολογία Campoloro: ο συλλογισμός της Επιτροπής βασίζεται στην εξομοίωση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των δημόσιων οργανισμών που έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου χωριστά από το κράτος. Όμως, αυτοί οι δύο τύποι νομικών προσώπων δεν έχουν το ίδιο συνταγματικό καθεστώς. Η ύπαρξη των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης είναι συνταγματική επιταγή και το κράτος έχει υποχρέωση να διασφαλίζει την επιβίωσή τους. Οι EPIC δεν έχουν κατά κανένα τρόπο το ίδιο συνταγματικό καθεστώς και μπορούν να πάψουν να υφίστανται. Ως εκ τούτου, η απόφαση στην υπόθεση Campoloro που αφορά τις περιπτώσεις αδυναμίας πληρωμής των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί στην περίπτωση των δημόσιων οργανισμών.

(213)

Η Επιτροπή θα εξετάσει στη συνέχεια αν τα συμπεράσματα που εξήγαγε ο εμπειρογνώμονάς της από τις αποφάσεις τις οποίες εξέδωσαν στην υπόθεση Campoloro το ΕΔΑΔ και το Συμβούλιο Επικρατείας μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση λόγω της διαφοράς ως προς το συνταγματικό καθεστώς μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των δημόσιων οργανισμών.

(214)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν βασίζεται στην ανάγκη διατήρησης της ύπαρξης του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά στη διατήρηση των δικαιωμάτων του πιστωτή, δηλαδή το δικαίωμά του για μια δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και η προστασία της ιδιοκτησίας του (άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1): ότι, ανεξάρτητα από το αν ο οφειλέτης είναι ένας δημόσιος οργανισμός ή ένας φορέας τοπικής αυτοδιοίκησης, τα δικαιώματα του πιστωτή παραβιάζονται με τον ίδιο τρόπο.

(215)

Όσον αφορά την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στα διάφορα καθεστώτα ευθύνης:

το καθεστώς ευθύνης λόγω βαριάς αμέλειας βασίζεται σε παράλειψη του κράτους να κάνει χρήση των προνομίων που του απένειμε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980: είναι, συνεπώς, ανεξάρτητο από τη φύση του οφειλέτη: οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή δημόσιου οργανισμού,

το καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης, από την πλευρά του, βασίζεται σε δύο υποθέσεις:

α)

Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση, ο νομάρχης αρνείται να λάβει ορισμένα μέτρα για λόγους αναγκών δημοσίου συμφέροντος: οι λόγοι αυτοί θα μπορούσαν να είναι η ανάγκη να διατηρηθεί η ύπαρξη του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και να διατηρηθεί η αποστολή δημόσιας υπηρεσίας. Ο σύμβουλος των γαλλικών αρχών επισημαίνει ότι η απαίτηση συνέχειας αφορά μόνο την υπηρεσία και όχι το φορέα που τη διαχειρίζεται. Επίσης, βραχυπρόθεσμα, σε αναμονή μιας ενδεχόμενης μεταβίβασης της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε έναν οργανισμό που θα ήταν σε θέση να την αναλάβει, η διατήρηση της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να συνάγεται υποχρέωση του νομάρχη να λαμβάνει ορισμένα μέτρα, όπως η διατήρηση περιουσιακών στοιχείων που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας ή η αύξηση των πόρων για την εξόφληση της οφειλής. Οι γαλλικές αρχές αναγνωρίζουν, εξάλλου, ότι η απαίτηση συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας επιβάλλεται στον αντιπρόσωπο του κράτους κατά την εκτέλεση της διαδικασίας που θέσπισε ο νόμος της 17ης Ιουλίου 1980.

β)

Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση, μπορεί να γίνεται επίκληση του καθεστώτος αντικειμενικής ευθύνης «σε περίπτωση που, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, και ιδίως της ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων του, … ο νομάρχης δικαίως αρνείται να λάβει ορισμένα μέτρα για να εξασφαλίσει την πλήρη εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, η ζημία που προκύπτει για τον πιστωτή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να θεμελιώσει την ευθύνη της δημόσιας αρχής, εάν η ζημία αυτή έχει ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα». Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η γενεσιουργός αιτία της ευθύνης είναι αποκλειστικά η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο οργανισμός αυτός μπορεί, επίσης, να είναι τόσο ένας δημόσιος οργανισμός όσο και ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης.

(216)

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή θεωρεί ότι η διαφορά ως προς το συνταγματικό καθεστώς μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των δημόσιων οργανισμών δεν ακυρώνει τα συμπεράσματα που εξήγαγε ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής από την απόφαση στην υπόθεση Campoloro. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επιχειρηματολογία των γαλλικών αρχών έχει στόχο να αμφισβητήσει τη συνάφεια της υπόθεσης Campoloro με την εξεταζόμενη υπόθεση που δεν αφορά έναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ οι ίδιες οι γαλλικές αρχές επικαλέστηκαν πρώτες την απόφαση Campoloro για να υποστηρίξουν τη θέση τους.

β)   Παρατήρηση σχετικά με την έλλειψη βάσης για τη θεμελίωση της ευθύνης του κράτους

(217)

Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές αδυνατούν να κατανοήσουν σε ποια βάση θα μπορούσε να θεμελιωθεί η αντικειμενική ευθύνη του κράτους σε περίπτωση αδυναμίας ενός δημόσιου οργανισμού, εφόσον η ευθύνη του κράτους σε αυτό το πλαίσιο είναι δυνατό να θεμελιωθεί μόνο εάν η πράξη (ή η παράλειψη) που του καταλογίζεται ήταν η άμεση αιτία της ζημίας, στοιχείο που δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση.

(218)

Η Επιτροπή διαπιστώνει, εντούτοις, ότι η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας και η απόφαση του ΕΔΑΔ ορίζουν με σαφήνεια ότι μπορεί να θεμελιωθεί η αντικειμενική ευθύνη του κράτους.

γ)   Παρατήρηση σχετικά με την απουσία ασυνήθους και ειδικής ζημίας

(219)

Τέλος, οι γαλλικές αρχές αδυνατούν να αντιληφθούν γιατί ο δικαστής έκρινε τη ζημία «ειδική», ενώ αυτή αφορούσε όλους τους πιστωτές του ιδρύματος, ή «ασυνήθη», εφόσον οι πιστωτές δέχθηκαν να χορηγήσουν δάνειο σε μια επιχείρηση που βρισκόταν σε επισφαλή οικονομική κατάσταση.

(220)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ύπαρξη ασυνήθους και ειδικής ζημίας συνιστά πράγματι περιορισμό της θεμελίωσης της ευθύνης του κράτους σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας. Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν ότι υπήρξε ασυνήθης ζημία, εφόσον οι πιστωτές δέχθηκαν να χορηγήσουν πίστωση σε μια επιχείρηση σε επισφαλή οικονομική κατάσταση. Ως προς αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το επιχείρημα αυτό προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει εγγύηση (και ότι οι πιστωτές θεωρούν ότι δεν υπάρχει), ενώ από την ανωτέρω ανάλυση έχει αποδειχθεί το αντίθετο. Πράγματι, εάν οι πιστωτές έχουν την πεποίθηση ότι υπάρχει εγγύηση, η οικονομική κατάσταση του ιδρύματος έχει πολύ λιγότερο καθοριστική σημασία για την απόφαση του κάθε πιστωτή να χορηγήσει πίστωση στον εν λόγω οργανισμό καθώς και κατά τη διαπραγμάτευση των όρων αυτής της πίστωσης. Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η πίστωση χορηγήθηκε σε περίοδο που ο δημόσιος οργανισμός δεν βρισκόταν σε κίνδυνο και λογικά ο πιστωτής δεν μπορούσε να γνωρίζει τις οικονομικές δυσκολίες του. Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της ασυνήθους ζημίας πρέπει να εξεταστεί ανεξάρτητα από την ερώτηση αν ο οργανισμός αντιμετώπιζε ή όχι οικονομικές δυσκολίες, ακόμη και πέραν από την ερώτηση αν τη ζημία την υπέστησαν όλοι ή ένας πιστωτής. Σύμφωνα με τη νομολογία σχετικά με την αντικειμενική διοικητική ευθύνη (100), ο όρος «ασυνήθης και ειδική ζημία» θεωρείται ότι αναφέρεται στο γενικό συμφέρον. Για να θεωρηθεί ως ασυνήθης και ειδική, η ζημία πρέπει να είναι δυσανάλογα μεγάλη γι’ αυτόν που την υφίσταται σε σχέση με το επιδιωκόμενο γενικό συμφέρον. Από αυτά η Επιτροπή συνάγει ότι ο ασυνήθης και ειδικός χαρακτήρας της ζημίας αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία ένα μέσο για να αποφεύγεται η ικανοποίηση ορισμένων απαιτήσεων, αλλά όσο μεγαλύτερη είναι η οφειλή τόσο περισσότερο περιορίζεται η δυνατότητα χρήσης αυτού του μέσου. Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η ύπαρξη ασυνήθους και ειδικής ζημίας δεν είναι όρος που έχει επιβληθεί από τη νομολογία του ΕΔΑΔ. Κατά συνέπεια, κάθε πιστωτής μπορεί καταρχήν να λάβει αποζημίωση του κράτους που καλύπτει την οφειλή του κατά το πέρας μιας δικαστικής διαδικασίας.

v)   Η έλλειψη περιορισμού της ευθύνης ή/και της εγγύησης του κράτους

(221)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με βάση τα ανωτέρω, τίποτα δεν εμποδίζει το νομοθέτη να προβλέψει, όπως έχει πράξει για ορισμένες εταιρείες, ότι το κράτος ικανοποιεί τις οφειλές των EPIC μόνο μέχρι του ποσού της αρχικής εισφοράς (ή χορήγησής) του. Συγκεκριμένα, τίποτα δεν εμποδίζει το νομοθέτη να προβλέψει περιορισμό της ευθύνης ή απλά να ορίσει ότι το κράτος μέτοχος μπορεί να είναι υπεύθυνο για την οφειλή ενός EPIC μόνο σε περίπτωση αμέλειας ή για άλλο λόγο πέρα από την απλή αφερεγγυότητα του EPIC, γεγονός που θα του καταλογιζόταν ατομικά και θα αποτελούσε την αιτία μιας συγκεκριμένης ζημίας. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει την παροχή εγγύησης από το κράτος στους EPIC και να περιορίσει την ευθύνη του κράτους για τις ζημίες που υφίστανται οι πιστωτές. Όμως, οι γαλλικές αρχές δεν έδωσαν αυτές τις διευκρινίσεις.

vi)   Συμπέρασμα της Επιτροπής

(222)

Από τα ανωτέρω σημεία i) έως v) η Επιτροπή συνάγει ότι, με βάση παρόν στάδιο εξελίξεως του γαλλικού δικαίου, ένας πιστωτής, η απαίτηση του οποίου δεν ικανοποιείται με τη χρήση των διαδικασιών που όρισε ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980, μπορεί να εισπράξει το συνολικό ποσό της μη ικανοποιηθείσας απαίτησής του επικαλούμενος σε τελική ανάλυση την ευθύνη του κράτους, σε αντίθεση με τα ισχύοντα κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης κοινού δικαίου, κατά την οποία η ικανοποίηση του πιστωτή περιορίζεται ανάλογα με την αξία των διαθέσιμων στοιχείων ενεργητικού. Η ευθύνη του κράτους χαρακτηρίζεται ως εγγύηση. Δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό από κανένα κείμενο της γαλλικής νομοθεσίας. Συνδέεται με το καθεστώς νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του οφειλέτη οργανισμού.

vii)   Ανάλυση της γαλλικής πρότασης σχετικά με τη ρήτρα στις συμβάσεις

(223)

Οι γαλλικές αρχές θα ήταν έτοιμες, εάν η Επιτροπή εξέδιδε απόφαση ότι δεν υφίσταται ενίσχυση, να επεκτείνουν την πρότασή τους να αναγράφεται η απουσία εγγύησης σε όλες τις συμβάσεις που συνεπάγονται μια απαίτηση. Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η επέκταση αυτή θα επέτρεπε να εξαλειφθεί κάθε κίνδυνος στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής ευθύνης του κράτους που βασίζεται αποκλειστικά στην αφερεγγυότητα της La Poste.

(224)

Η Επιτροπή θα ήθελε να υπενθυμίσει εξαρχής ότι η παρατήρηση που διατυπώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 181 εφαρμόζεται προφανώς στο παρόν τμήμα της παρούσας απόφασης. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι πρόκειται για μέτρο που μπορεί να περιορίσει τις δυνατότητες να ικανοποιηθεί με δικαστική αγωγή η απαίτηση ενός οφειλέτη ο οποίος έχει υπογράψει παρόμοια σύμβαση. Διατηρεί ωστόσο αμφιβολίες σχετικά με τη μονιμότητα αυτής της λύσης, εφόσον η εξαίρεση λόγω αναληφθέντος κινδύνου είναι ένας κανόνας που καθιερώθηκε από τη νομολογία ο οποίος θα μπορούσε να αλλάξει ανά πάσα στιγμή (το ενδεχόμενο μεταστροφής της νομολογίας πρέπει να αποκλείεται όλο και λιγότερο, εφόσον η νομολογία τείνει να επεκτείνει το καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης του κράτους). Απαντώντας στις παρατηρήσεις των γαλλικών αρχών, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι προηγούμενες παρατηρήσεις δεν την οδηγούν στο να αρνηθεί κάθε επίπτωση στην πρόταση των γαλλικών αρχών, αλλά να επισημάνει την ανασφάλεια του νομικού πλαισίου που απορρέει από αυτήν.

(225)

Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί την πρόταση των γαλλικών αρχών ανεπαρκή, διότι η εγγύηση του κράτους θα μπορούσε να αφορά κάθε τύπο ευθύνης, περιλαμβάνοντας κυρίως την εξωσυμβατική ευθύνη και την ποινική ευθύνη, οι οποίες παρουσιάζουν από αυτή την άποψη τα ίδια χαρακτηριστικά: είναι αδύνατο να προβλεφθεί εκ των προτέρων σε σύμβαση ότι το κράτος δεν δεσμεύεται έναντι των οφειλετών από τις οφειλές της La Poste. Σε γενικούς όρους, η La Poste μπορεί να καταστεί οφειλέτης έναντι ενός τρίτου με διαφορετικούς νομικούς μηχανισμούς, γεγονός που θα συνεπαγόταν την εγγύηση του κράτους σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, εάν η La Poste συγχωνευόταν με μια άλλη επιχείρηση (έναν άλλο δημόσιο οργανισμό), θα μεταβιβάζονταν σε αυτήν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της άλλης επιχείρησης. Εάν, στη συνέχεια, έπρεπε να εξοφλήσει οφειλές αυτής της επιχείρησης έναντι ενός τρίτου, καμία σύμβαση και κανένα νομικό έγγραφο δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι το κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να εξοφλήσει τις οφειλές της La Poste έναντι των πιστωτών της επιχείρησης την οποία εξαγόρασε, εφόσον κανένας δεν θα μπορούσε να το προβλέψει. Έτσι, μέσω ενός μηχανισμού μετατροπής (συγχώνευση, απορρόφηση) ορισμένων επιχειρήσεων στο εσωτερικό ενός δημόσιου φορέα, η La Poste μπορεί να καταστεί οφειλέτης για ορισμένα χρέη έναντι τρίτων, χωρίς να είναι δυνατό να προβλεφθεί με σύμβαση περιορισμός της εγγύησης του κράτους. Η προσθήκη μιας τέτοιας ρήτρας στις «συμβάσεις» με τους «πιστωτές» είναι, συνεπώς, ανεπαρκής, διότι δεν καλύπτει όλα τα ενδεχόμενα. Μια τέτοια διατύπωση μπορεί να αφήσει σε ένα πρώτο στάδιο να μην προσδιοριστούν απαιτήσεις τρίτων. Είναι επαρκής μόνο μια πράξη γενικής ισχύος που θα όριζε ότι το κράτος δεν είναι εγγυητής της La Poste και η οποία θα εφαρμοζόταν σε κάθε κατάσταση και έναντι όλων.

(226)

Τέλος, σε περίπτωση που οι προτάσεις των γαλλικών αρχών απέκλειαν κάθε δυνατότητα ενός πιστωτή της La Poste να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους για να εξασφαλίσει την εξόφληση της απαίτησής του (υπόθεση η οποία, σύμφωνα με την Επιτροπή, δεν έχει επαληθευθεί), οι προτάσεις αυτές δεν επιτρέπουν να προσδιοριστεί με σαφήνεια τι θα συνέβαινε σε περίπτωση αφερεγγυότητας της La Poste. Πράγματι, ένας πιστωτής της La Poste του οποίου η απαίτηση δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί, εάν ζητούσε την ικανοποίηση της ατομικής απαίτησής του, θα μπορούσε πάντοτε να ελπίζει ότι η απαίτησή του θα εξοφληθεί στο πλαίσιο μιας συνολικής εξυγίανσης της La Poste με χρηματοδότηση του κράτους, όπως θα αποδειχθεί αργότερα στην παρούσα απόφαση.

4.   Ακόμη και αν δεν ικανοποιηθεί, ο πιστωτής μπορεί να επιτύχει την παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων λόγω της εύλογης πλάνης του, όταν αποφάσισε να χορηγήσει πίστωση, ότι αυτή θα εξοφλούνταν σε κάθε περίπτωση.

(227)

Η χρησιμοποίηση της θεωρίας του ευλογοφανούς (101) επιτρέπει την επιβεβαίωση των αποδεικτικών στοιχείων. Πράγματι, ακόμη και αν γινόταν αποδεκτός ο ισχυρισμός των γαλλικών αρχών ότι δεν υφίσταται απεριόριστη εγγύηση υπέρ της La Poste λόγω του καθεστώτος της, επιχείρημα το οποίο η Επιτροπή απορρίπτει, τα στοιχεία που αναλύθηκαν ανωτέρω οδηγούν εύλογα τους πιστωτές στην πεποίθηση ότι η εγγύηση υπάρχει παρ’ όλα αυτά. Η θεωρία του ευλογοφανούς ενισχύει το αποτέλεσμα της σύγκλισης ενός συνόλου δεικτών.

(228)

Οι βασικοί συναφείς δείκτες σε σχέση με τη θεωρία του ευλογοφανούς είναι οι ακόλουθοι:

όσον αφορά την εγγύηση του κράτους στους EPIC, διάφορες πράξεις (νόμος της 16ης Ιουλίου 1980 και οι διατάξεις εφαρμογής του) ή επίσημα έγγραφα (δημοσιονομικά έγγραφα) επιτρέπουν στον πιστωτή να πιστεύει ότι το κράτος θα αναλαμβάνει τις οφειλές των EPIC σε περίπτωση ανεπάρκειας ρευστότητας ή ότι θα θεμελιωθεί η ευθύνη του κράτους,

η μη διασαφήνιση της νομοθεσίας μετά την υπόθεση Campoloro και οι πρώτες διαδικασίες που κίνησε η Επιτροπή σχετικά με το καθεστώς των EPIC τροφοδοτεί επίσης την εμπιστοσύνη των πιστωτών στην ύπαρξη ενός μηχανισμού εγγυήσεων,

η απουσία σαφούς αναφοράς των αποτελεσμάτων μιας κατάστασης παύσης πληρωμών ενός EPIC συνηγορεί επίσης προς αυτήν την κατεύθυνση,

η αντίδραση των οργανισμών αξιολόγησης εντάσσεται επίσης σε αυτό το πλαίσιο, από την άποψη ότι οι τρίτοι, δικαίως ή αδίκως, προσδίδουν σημασία στο καθεστώς του οφειλέτη για να του αποστείλουν χρεωστικό σημείωμα ο ρόλος του οποίου είναι καθοριστικός σε θέματα χρηματοδότησης. Αυτό θα αποδειχθεί στο τμήμα 4.1.2.α) της παρούσας απόφασης).

(229)

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του εμπειρογνώμονά της, η Επιτροπή κρίνει ότι ακόμη και αν, στην υπόθεση που υποστηρίζουν οι γαλλικές αρχές, θα ήταν σφάλμα του πιστωτή να θεωρεί ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο να εγγυηθεί τις οφειλές των δημόσιων οργανισμών και ειδικότερα της La Poste, το σφάλμα του θα ήταν δικαιολογημένο με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία και θα μπορούσε να έχει έννομο αποτέλεσμα. Εάν, κατ’ εξαίρεση, ο πιστωτής δεν κατόρθωνε να ικανοποιηθεί η απαίτησή του, θα είχε παρ’ όλα αυτά τη διαβεβαίωση ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε αυτή να καταπέσει.

B.    Εγγύηση για τη συνέχιση της ύπαρξης της La Poste ή/και των υποχρεώσεών της

(230)

Όπως θα αποδειχθεί, ακόμη και αν, σε εύλογη προθεσμία και μετά από την εφαρμογή των διαδικασιών που περιγράφονται στο προηγούμενο τμήμα, ο πιστωτής, δεν κατόρθωνε να εξασφαλίσει την ικανοποίηση της απαίτησής του, διατηρεί τη βεβαιότητα ότι αυτή δεν θα εξαλειφθεί. Όταν μια εταιρεία ιδιωτικού δικαίου παύει να υφίσταται, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της είναι πιθανόν να εξαφανιστούν με αυτήν. Η διαδικασία εκκαθάρισης επιχειρήσεων δεν παρέχει καμία διαβεβαίωση ικανοποίησης των απαιτήσεων. Η κατάσταση με τους δημόσιους οργανισμούς είναι διαφορετική. Όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, δεν υπάρχει καμία διαδικασία λύσης και εκκαθάρισης των δημόσιων οργανισμών σε κατάσταση παύσης πληρωμής με διαγραφή των οφειλών τους. Σε περίπτωση κλεισίματος με απόφαση της δημόσιας αρχής, αν και αυτό δεν προβλέπεται ρητά από καμία νομοθετική πράξη, η πρακτική και ορισμένες θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού δικαίου τείνουν να καταδείξουν ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των δημόσιων οργανισμών που παύουν να υφίστανται με αυτή τη μορφή μεταβιβάζονται πάντοτε σε μια άλλη εταιρεία και, εάν δεν συμβεί αυτό, στο κράτος. Δεν υπάρχει λύση και εκκαθάριση του δημόσιου οργανισμού με τη βούληση της δημόσιας αρχής με διαγραφή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του. Ως εκ τούτου, κάθε πιστωτής είναι βέβαιος ότι μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα που απορρέει από την πίστωσή του έναντι ενός άλλου οργανισμού και ότι η απαίτησή του δεν θα διαγραφεί.

(231)

Η απόδειξη αυτή βασίζεται στην πρακτική μελέτη των οργανικών εξελίξεων που επηρεάζουν τους δημόσιους οργανισμούς. Από τη μελέτη του εμπειρογνώμονα της Επιτροπής συνάγεται ότι οι οφειλές των δημόσιων οργανισμών μεταβιβάζονται πάντοτε σε ένα άλλο νομικό πρόσωπο το οποίο δεν μπορεί να τις αρνηθεί.

(232)

Ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής έκανε διάκριση ανάμεσα σε τρεις αιτίες λύσης και εκκαθάρισης των δημόσιων οργανισμών (102): τη λήξη της θητείας (1), την εξάλειψη της αποστολής (2) και, τη συνηθέστερη περίπτωση, τη μεταβίβαση της αποστολής που συνεπάγεται αναγκαστικά μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (3).

α)   Λήξη της εντολής των δημόσιων οργανισμών

(233)

Η περίπτωση λήξης της εντολής δημόσιων οργανισμών παρουσιάζεται σπάνια. Το μόνο παράδειγμα (103) που εντόπισε ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής δείχνει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του δημόσιου οργανισμού και ιδίως οι οφειλές του (οι οποίες αναφέρονται ρητά) μεταβιβάζονται σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

β)   Η λύση και εκκαθάριση δημόσιων οργανισμών με εξάλειψη της αποστολής τους

(234)

Η εξάλειψη της αποστολής της δημόσιας επιχείρησης συνεπάγεται σχεδόν πάντοτε την προηγούμενη εξάλειψη μιας αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό σημαίνει ότι οι δημόσιες αρχές δεν επιθυμούν να αποδίδεται σε μια δραστηριότητα αποστολή γενικού συμφέροντος την οποία επιθυμούν να αναλάβουν ή να διασφαλίσουν. Υπάρχει μάλλον τάση να ορίζονται ως δημόσια υπηρεσία περισσότερες δραστηριότητες. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι το εύρος αυτού του φαινομένου είναι πολύ περιορισμένο.

(235)

Πρέπει ωστόσο να διαχωριστεί η περίπτωση των δημόσιων επιχειρήσεων που δεν εκμεταλλεύονται αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, η λύση και εκκαθάριση των οποίων με εξάλειψη της αποστολής τους δεν συνεπάγεται την προηγούμενη εξάλειψη μιας αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Η La Poste δεν εντάσσεται σε αυτή την τελευταία κατηγορία. Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η πρακτική δείχνει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις αυτών των οργανισμών μεταβιβάζονται συστηματικά σε μια άλλη νομική οντότητα δημοσίου δικαίου, συνήθως στο ίδιο το κράτος, όπως συνάγεται από τις πολυάριθμες νομοθετικές πράξεις και τα παραδείγματα που εντόπισε ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής (104) με βάση τη μελέτη του S. Carpi-Petit (105).

γ)   Η μεταβίβαση της αποστολής που συνεπάγεται μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων

(236)

Η μεταβίβαση της αποστολής μιας δημόσιας επιχείρησης σε μια άλλη οντότητα που συνεπάγεται μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι η συνηθέστερη περίπτωση. Η αρχή της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας συνεπάγεται μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων που διατίθενται για την εκπλήρωση της αποστολής και, κατά συνέπεια, μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

(237)

Εκ των ανωτέρω προκύπτει μια θεμελιώδης αρχή: όταν υφίσταται η αποστολή, οι οφειλές της παλιάς δημόσιας επιχείρησης μεταβιβάζονται στον οργανισμό στον οποίο μεταβιβάζεται και η αποστολή.

(238)

Τις περισσότερες φορές (106), η μεταβίβαση της αποστολής γίνεται σε έναν μόνο οργανισμ, το οποίο συεπάγεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζονται εξ ολοκλήρου χωρίς διανομή. Η ίδια αρχή ισχύει και στις περιπτώσεις μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων σε ένα πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (107).

(239)

Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις διανομής περιουσιακών στοιχείων, αλλά και σε αυτή την περίπτωση παρατηρείται συνέχεια των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των δημόσιων επιχειρήσεων.

(240)

Το διάταγμα αριθ. 74-947 της 14ης Νοεμβρίου 1974, σχετικά με τη μεταβίβαση στο Institut de l’audiovisuel των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ORTF, αποδεικνύει την ύπαρξη μιας αρχής ορισμού ενός διάδοχου οργανισμού «ερήμην»: άρθρο 1 «τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του γαλλικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού που δεν θα μεταβιβαστούν […] στο δημόσιο οργανισμό μεταδόσεων ή σε μια από τις θυγατρικές που θα συστήσει αυτός, θα μπορούν να μεταβιβαστούν στο ίδρυμα οπτικοακουστικών μέσων από την 1η Ιανουαρίου 1975 με απόφαση του πρωθυπουργού».

(241)

Οι περιπτώσεις μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων σε διαφορετικά στάδια επιβεβαιώνουν την προαναφερθείσα τάση (108).

(242)

Όταν μια δημόσια επιχείρηση μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία, υπάρχουν διάφορες μέθοδοι «μετατροπής»:

η λύση με κατάργηση: η απλούστερη περίπτωση είναι η λύση με κατάργηση, με διάλυση του δημόσιου οργανισμού·

η λύση με υποκατάσταση: η λύση με υποκατάσταση, σύμφωνα με τη διατύπωση του B. Plessix (109), είναι «η κατάργηση της δημόσιας υπηρεσίας που συνοδεύεται με τη δημιουργία ενός νέου νομικού προσώπου στο οποίο ανατίθεται η καταστατική αποστολή με την οποία ήταν επιφορτισμένη η εκκαθαρισθείσα επιχείρηση. Με άλλους όρους, ένα νέο νομικό πρόσωπο αναλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της διαλυθείσας δημόσιας επιχείρησης· ένα νέο νομικό πρόσωπο αναλαμβάνει τις αποστολές της καταργηθείσας επιχείρησης».

η μετατροπή χωρίς κατάργηση: η μετατροπή χωρίς κατάργηση, ή χωρίς λύση, είναι μια λειτουργία που έγκειται στην οργάνωση της συνέχειας της μεταβολής της νομικής προσωπικότητας.

(243)

Ο νομοθέτης, τα τελευταία έτη ευνοεί τη μετατροπή χωρίς λύση και εκκαθάριση. Κατά τις πρώτες μετατροπές, και κυρίως για την France Télécom, ο νομοθέτης ορίζει κατάργηση του EPIC, στη συνέχεια μεταβιβάζει το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε ένα νέο νομικό πρόσωπο με τη μορφή εταιρείας ιδιωτικού δικαίου (110). Στη συνέχεια, με τις επόμενες πράξεις, ο νομοθέτης ορίζει απλώς τη μεταβολή της νομικής μορφής χωρίς σύσταση νέου νομικού προσώπου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει ούτε μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του EPIC, ούτε παύση δραστηριητας, αλλά οργάνωση μιας νομικς συνέχειας από το νομοθέτη, όπως συνάγεται από τους όρους του άρθρου 25 του διατάγματος αριθ. 2004-803 της 9ης Αυγούστου 2004, σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου και με τις επιχειρήσεις ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου: «η μετατροπή σε εταιρείες Electricité de France και Gaz de France δεν συνεπάγεται τη δημιουργία νέων νομικών προσώπων ούτε παύση δραστηριότητας. Τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις, οι συμβάσεις και άδειες λειτουργίας πάσης φύσεως των εταιρειών Electricité de France και Gaz de France, στη Γαλλία και εκτός Γαλλίας, είναι αυτά που έχουν οι δημόσιοι οργανισμοί τη στιγμή της μετατροπής της νομικής μορφής τους. Η μετατροπή αυτή δεν επιτρέπει καμία αμφισβήτηση αυτών των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, συμβάσεων και αδειών, και κυρίως, δεν έχει καμία επίπτωση στις συμβάσεις που έχουν συνάψει με τρίτους η Electricité de France και η Gaz de France […]. Οι εργασίες που απαιτούνται γι’ αυτή τη μετατροπή δεν υπόκεινται σε είσπραξη δασμών, επιβαρύνσεων ή φόρων» (111).

(244)

Σύμφωνα με την άποψη του εμπειρογνώμονά της, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η ανάλυση των διαφόρων υποθέσεων λύσης και εκκαθάρισης δημόσιων επιχειρήσεων οδηγεί στην εξαγωγή των ακόλουθων συμπερασμάτων:

εάν δεν υπάρχει γενικό νομικό καθεστώς που να διέπει τη λύση και εκκαθάριση δημόσιων επιχειρήσεων, η εμπειρία δείχνει ότι η νομοθετική πράξη προβλέπει πάντοτε μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του προς διάλυση οργανισμού είτε στο κράτος είτε στην οντότητα στην οποία μεταβιβάζεται η αποστολή του. Εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, δεν υπάρχει καμία πράξη που να διαπιστώνει την εξάλειψη των οφειλών,

τα στοιχεία που μεταβιβάζονται είναι τα «δικαιώματα και υποχρεώσεις» ενώ ο όρος υποχρεώσεις αναφέρεται με βεβαιότητα στις οφειλές. Ορισμένες πράξεις χρησιμοποιούν τον ασαφέστερο όρο «περιουσία». Σύμφωνα με το λεξικό νομικών όρων (112), η περιουσία είναι ένα «σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων ενός προσώπου (δηλαδή τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του αποτιμημένα σε χρήμα», διατύπωση που περιλαμβάνει επίσης τις οφειλές. Το μόνο παράδειγμα καθαρής λύσης και εκκαθάρισης μιας δημόσιας επιχείρησης αφορά σε κάθε περίπτωση τη μεταβίβαση των ίδιων των «οφειλών»,

ακόμα και στην περίπτωση της κατάργηση της αποστολής, στην πράξη, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του οργανισμού μεταβιβάζονται σε έναν άλλο οργανισμό,

η περιγραφόμενη πρακτική είναι σύμφωνη με την κωδικοποιητική οδηγία αριθ. 02-060-M95 της 18ης Ιουλίου 2002 και τον Οδηγό για τη χρηματοοικονομική οργάνωση της σύστασης, μετατροπής και κατάργησης δημόσιων οργανισμών. Ακόμη και αν τα κείμενα αυτά αφορούν ιδρύματα που διαθέτουν όργανο είσπραξης δημοσίων εσόδων, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση της La Poste, επιβεβαιώνουν εντούτοις αυτό που συνάγεται από την πράξη, δηλαδή ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ενός εκκαθαρισθέντος EPIC μεταβιβάζονται είτε στο κράτος είτε στο νομικό πρόσωπο που αναλαμβάνει την αποστολή του οργανισμού.

(245)

Η Επιτροπή κρίνει ότι από την ανωτέρω ανάλυση συνάγεται ότι ο πιστωτής ενός παρόμοιου δημόσιου οργανισμού μπορεί να έχει τη βεβαιότητα ότι η απαίτησή του δεν θα διαγραφεί με τη λύση και εκκαθάριση του οργανισμού.

(246)

Η αποδεικτική διαδικασία δεν θα είναι πλήρης, εάν δεν εξεταστεί το ερώτημα αν, όπως συμβαίνει με τις μεταβιβάσεις στο ιδιωτικό δίκαιο, ο κληρονόμος μπορεί να αρνηθεί τη μεταβίβαση, ιδίως αν οι οφειλές είναι υπερβολικά μεγάλες. Φαίνεται ότι η δυνατότητα άρνησης της μεταβίβασης στο διοικητικό δίκαιο είναι πολύ περιορισμένη.

(247)

Κατά τον S. Carpi-Petit (113): «σε αντίθεση με το αστικό δίκαιο που παρέχει τη δυνατότητα επιλογής σε όλους τους κληρονόμους, η δυνατότητα επιλογής δεν αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού κληρονομικού δικαίου. Παρέχεται μόνο σε ορισμένους κληρονόμους, σε συνάρτηση με τη φύση της υλοποιούμενης πράξης. Έτσι, οι μεταβιβάσεις που είναι αποτέλεσμα καθαρών εκκαθαρίσεων και λύσεων δεν είναι προαιρετικές. Όσον αφορά τις μεταβιβάσεις που είναι αποτέλεσμα αντικαταστάσεων, ο προαιρετικός χαρακτήρας τους εξαρτάται από το αν προϋφίσταται του κληρονομούμενου». Όσον αφορά την καθαρή λύση και εκκαθάριση με κατάργηση, ο S. Carpi-Petit συμπεραίνει από την εξαντλητική μελέτη του ότι «η απουσία δυνατότητας επιλογής προς όφελος του κράτους εφαρμόζεται επίσης και στο διοικητικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι, όσον αφορά την ύπαρξη ή την απουσία του δικαιώματος επιλογής, η απλούστερη υπόθεση είναι ασφαλώς αυτή της παύσης λειτουργίας ενός δημόσιου οργανισμού χωρίς μεταβίβαση της αποστολής του. Σε αυτή την περίπτωση, πράγματι, ο διάδοχος είναι πάντοτε το κράτος. Εάν αρνηθεί τα εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία του διαλυθέντος δημόσιου οργανισμού, αυτά αναγκαστικά μένουν χωρίς ιδιοκτήτη, το οποίο αποκλείεται. Εξάλλου, δεν είναι δυνατό να καταλογιστεί ο φόρος κληρονομιάς σε άλλη περιουσία. Έτσι, δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής στην περίπτωση της καθαρής κατάργησης ενός δημόσιου οργανισμού».

(248)

Όσον αφορά τις περιπτώσεις υποκατάστασης της αποστολής «υπάρχουν δύο τύποι υποκατάστασης στο διοικητικό κληρονομικό δίκαιο. Στην πρώτη περίπτωση, δημιουργείται επί τούτου το νομικό πρόσωπο που υποκαθιστά το φυσικό πρόσωπο -κληρονομούμενο. Είναι λοιπόν ο καθολικός διάδοχος της κληρονομιάς. Κατά συνέπεια, είναι φυσικό να μην έχει δυνατότητα επιλογής».

(249)

Ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής δηλώνει ότι, όσον αφορά την καθαρή κατάργηση δημόσιων οργανισμών και εξάλειψη της αποστολής τους, στο συλλογισμό αυτό θα μπορούσε να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι η αδυναμία του κράτους να αρνηθεί τα περιουσιακά στοιχεία δεν σημαίνει αναγκαστικά αδυναμία να αρνηθεί τις οφειλές. Φαίνεται, ωστόσο, ότι, προκειμένου περί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η δυνατότητα άρνησης μιας κληρονομιάς βασίζεται κυρίως στο καθεστώς νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου των δημόσιων οργανισμών και όχι στην αδυναμία να μείνουν περιουσιακά στοιχεία χωρίς ιδιοκτήτη.

(250)

Σύμφωνα με την άποψη του εμπειρογνώμονά της, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι οφειλές των δημόσιων οργανισμών στην πράξη μεταβιβάζονται πάντοτε σε ένα άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σε περίπτωση λύσης και εκκαθάρισης του δημόσιου οργανισμού ο οποίος ασκούσε την αποστολή. Οι πιστωτές αυτών των δημόσιων οργανισμών, όπως η La Poste, ως εκ τούτου, διαβεβαιώνονται ότι οι μη εξοφληθείσες απαιτήσεις τους δεν διαγράφονται.

Γ.    Συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη κρατικής εγγύησης προς όφελος της La Poste

(251)

Όσον αφορά το βάσιμο των στοιχείων που προσκομίστηκαν για να αποδειχθεί η ύπαρξη εγγύησης για την εξόφληση των ατομικών οφειλών και τη συνέχιση της ύπαρξης των υποχρεώσεων της La Poste, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι:

οι πιστωτές της La Poste δεν αντιμετωπίζουν τα συνήθη εμπόδια που παρατηρούνται στο ιδιωτικό δίκαιο και στο δημόσιο δίκαιο τα οποία μπορούν να ανακύψουν για την ικανοποίηση μιας απαίτησης,

οι πιστωτές της La Poste μπορούν να χρησιμοποιήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους ειδικές διαδικασίες που επιτρέπουν στο κράτος να αναγκάσει τον οφειλέτη οργανισμό να εξοφλήσει την οφειλή του και επιτρέπουν, κατά περίπτωση, στο κράτος να αυξήσει τους πόρους της La Poste για την εξόφληση της οφειλής της,

σε κανένα σημείο το γαλλικό δίκαιο δεν παρέχει στους πιστωτές της La Poste τη δυνατότητα να θεωρήσουν ότι η La Poste θα μπορούσε να βρεθεί σε τελική κατάσταση ανεπάρκειας ρευστότητας,

σε περίπτωση ανεπάρκειας ρευστότητας, τα έγγραφα του προϋπολογισμού υποδηλώνουν ότι το κράτος θα μπορούσε να χορηγήσει έκτακτη επιχορήγηση στους οργανισμούς του δημόσιου τομέα, στους οποίους ανήκει και η La Poste,

εάν από τις προαναφερθείσες διαδικασίες ο πιστωτής δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να στοιχειοθετήσει την ευθύνη του κράτους για να εξασφαλίσει την ολική εξόφληση της απαίτησής του,

εάν οι προαναφερόμενες ενέργειες είναι απαραίτητο να κλιμακωθούν σε διάρκεια χρόνου, ο πιστωτής είναι βέβαιος ότι η απαίτησή του δεν θα διαγραφεί, ακόμη και αν η La Poste υποστεί μια οργανωτική αλλαγή, όπως αποδεικνύει η πράξη.

(252)

Οι ιδιαιτερότητες αυτές είναι εγγενείς του καθεστώτος δημόσιας υπηρεσίας της La Poste.

(253)

Οι ανωτέρω διαδικασίες δείχνουν ότι το κράτος διαδραματίζει ρόλο έσχατου εγγυητή. Εύλογα μπορεί συνεπώς να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η La Poste ωφελείται από μια απεριόριστη εγγύηση του γαλλικού κράτους λόγω του καθεστώτος δημόσιου οργανισμού.

(254)

Η απεριόριστη εγγύηση του κράτους υπέρ της La Poste συνεπάγεται μεταβίβαση πόρων του κράτους σύμφωνα με το σημείο 2.1 της ανακοίνωσης του 2008 σχετικά με τις εγγυήσεις (114). Πράγματι, η La Poste δεν καταβάλλει καμία προμήθεια γι’ αυτή την εγγύηση και το κράτος παραιτείται από την αμοιβή η οποία συνήθως παρέχεται για τις εγγυήσεις. Από την άλλη πλευρά, η εγγύηση δημιουργεί κίνδυνο δυνητικής και μελλοντικής χρησιμοποίησης πόρων του κράτους το οποίο θα μπορούσε να υποχρεωθεί να εξοφλήσει τις οφειλές της La Poste (115).

(255)

Τέλος, η απεριόριστη εγγύηση του κράτους προς τη La Poste καταλογίζεται στο κράτος, διότι είναι αποτέλεσμα συνδυασμού του καθεστώτος δημόσιου οργανισμού της La Poste, των αρχών του εθνικού δικαίου και των διατάξεων νομοθετικών πράξεων, δηλαδή του νόμου της 25ης Ιανουαρίου 1985, που μετατράπηκε σε εμπορικό κώδικα, και του νόμου της 16ης Ιουλίου 1983 και των μέτρων εφαρμογής του.

4.1.2.   ΥΠΑΡΞΗ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ

(256)

Η εγγύηση είναι ένα καθοριστικό στοιχείο της στήριξης του κράτους, χάρη στην οποία η La Poste επωφελείται από ευνοϊκότερους όρους πίστωσης σε σχέση με αυτούς που θα ελάμβανε αν κρινόταν αποκλειστικά με βάση τα ίδια προσόντα α). Δεδομένου του απεριόριστου χαρακτήρα της εγγύησης, δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί το ποσό της προμήθειας που θα έπρεπε να καταβάλει η La Poste στο κράτος, γεγονός που δεν επιτρέπει την εφαρμογή της διάταξης επανεκχώρησης που προτάθηκε από τις γαλλικές αρχές β). Οι ευνοϊκότεροι όροι χρηματοδότησης που εξασφάλισε η La Poste χάρη στην έμμεση εγγύηση του κράτους συνιστούν επιλεκτικό πλεονέκτημα γ).

α)   Η εγγύηση είναι καθοριστικό στοιχείο της στήριξης του κράτους, χάρη στην οποία η La Poste επωφελείται από ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης σε σχέση με αυτούς που θα ελάμβανε εάν κρινόταν αποκλειστικά βάσει ιδίων προσόντων.

1.   Οι όροι πίστωσης καθορίζονται κυρίως με βάση την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας

(257)

Οι όροι της πίστωσης καθορίζονται κυρίως με βάση την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας (116): όσο υποβαθμίζεται η θέση μιας επιχείρησης εξαιτίας ενός αυξημένου κινδύνου αφερεγγυότητας, τόσο υψηλότερη είναι και η αμοιβή που απαιτεί ο επενδυτής. Αντίθετα, μια επιχείρηση με πολύ χαμηλό κίνδυνο αφερεγγυότητας μπορεί να δανειστεί με ευνοϊκότατους όρους.

2.   Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό των γαλλικών αρχών, οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θεωρούν ότι η εγγύηση είναι ένα καθοριστικό στοιχείο της στήριξης του κράτους στη La Poste, χάρη στην οποία η La Poste λαμβάνει καλύτερη αξιολόγηση από αυτήν που θα ελάμβανε εάν κρινόταν αποκλειστικά με ίδια προσόντα.

i)   Η εγγύηση ως καθοριστικό στοιχείο της στήριξης του κράτους στη La Poste επηρεάζει την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της La Poste

α)   Αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (117) όσον αφορά την ύπαρξη εγγύησης του κράτους στη La Poste

(258)

Σε μελέτη σχετικά με τον τρόπο που η στήριξη του κράτους επηρεάζει τις αξιολογήσεις των φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, της 22ας Νοεμβρίου 2004, η Standard and Poor’s αναφέρει ότι το νομικό καθεστώς της La Poste, που της εξασφαλίζει μια τελική κρατική εγγύηση, παρέχει στις υποχρεώσεις της La Poste μια τελική εγγύηση της Γαλλικής Δημοκρατίας (118).

(259)

Στις 3 Απριλίου 2007, η Standard and Poor’s a επιβεβαίωσε το συμπέρασμά της ότι το καθεστώς δημόσιου οργανισμού παρέχει στη La Poste τελική εγγύηση του γαλλικού κράτους, έστω και αν η εγγύηση αυτή δεν είναι άμεση και ρητή, γεγονός που αποτυπώνεται στη διαφορετική βαθμολογία της La Poste και του γαλλικού κράτους (119).

(260)

Από την πλευρά της, η Fitch, ένας άλλος σημαντικότατος οίκος αξιολόγησης, υπενθύμισε στις 31 Μαρτίου 2006, όταν επιβεβαίωσε τη βαθμολογία ΑΑΑ που δόθηκε στη La Poste, ότι η La Poste είναι ένας όμιλος του δημοσίου που επωφελείται από την εγγύηση του γαλλικού κράτους.

(261)

Η Fitch υποβάθμισε, εντούτοις, στις 17 Απριλίου 2008 τη βαθμολογία της La Poste σε ΑΑ, βασίζοντας την απόφασή της στο γεγονός ότι «το καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας της La Poste δεν δικαιολογεί πλέον η βαθμολογία της να ευθυγραμμίζεται αυτόματα με αυτήν του κράτους» αν και η Fitch αναφέρει ότι «δεν προϋποθέτει την ύπαρξη έμμεσης εγγύησης εκ μέρους του κράτους» επιβεβαιώνει ωστόσο ότι «η καταστατική υποχρέωση του κράτους να αναλάβει τις υποχρεώσεις της La Poste εξακολουθεί να υφίσταται». Ως προς αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, ελάχιστη σημασία έχει αν η υποχρέωση του κράτους να ικανοποιήσει τις οφειλές της La Poste απορρέει από αυτό που ονομάζεται εγγύηση με βάση το εθνικό δίκαιο ή μια απλή καταστατική υποχρέωση. Πράγματι, και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει εγγύηση του κράτους με βάση το δίκαιο της Ένωσης [βλέπε την ανακοίνωση του 2008 σχετικά με τις εγγυήσεις, η οποία εξηγεί ότι οι εγγυήσεις του δημοσίου μπορεί να συνδέονται με τη νομική μορφή της ίδιας της επιχείρησης και να συνεπάγονται κάλυψη των ζημιών από το κράτος (120)].

(262)

Στις 4 Σεπτεμβρίου 2009, η Fitch ανέφερε (121): «Παρ’ όλα αυτά, όπως είχε αναφέρει κατά την υποβάθμιση της LP από «AAA» σε «AA» το 2008, ο οργανισμός αξιολόγησης δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη έμμεσης εγγύησης κράτους στην LP όσον αφορά τη ρευστότητα. Πράγματι, από το 2006, οι μηχανισμοί ενίσχυσης του κράτους είναι δυνατόν να ενεργοποιηθούν μόνο αν οι ανάγκες ρευστότητας είναι σύμφωνες με τους ευρωπαϊκούς κανόνες ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, το καθεστώς δημόσιας επιχείρησης της LP δεν δικαιολογεί πλέον την αυτόματη ευθυγράμμιση της βαθμολογίας της με αυτήν του κράτους. Έτσι, η πρόσβαση στις προκαταβολές του Δημόσιου Ταμείου σε περίπτωση κρίσης ρευστότητας δεν είναι πλέον εξασφαλισμένη, στοιχείο που μπορεί να αναβάλει σημαντικά τη στήριξη του κράτους σε περίπτωση ανάγκης». Η Fitch θεωρεί συνεπώς ότι η εγγύηση σε θέματα ρευστότητας δεν είναι δυνατόν να ενεργοποιηθεί από το 2006, διότι δεν είναι σύμφωνη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες ανταγωνισμού. Αυτό επιβεβαιώνει ότι ο εν λόγω οίκος αξιολόγησης θεωρεί ότι πριν από αυτή την ημερομηνία υπήρχε τέτοια εγγύηση και μπορούσε να ενεργοποιηθεί. Η Fitch προσδίδει καθοριστική σημασία στην επιστολή της Επιτροπής της 26ης Φεβρουαρίου 2006 που ενημέρωνε τη Γαλλία για τα προκαταρκτικά συμπεράσματά της ως προς την ύπαρξη απεριόριστης εγγύησης του κράτους (122). Εντούτοις, η Fitch δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή, με εκείνη την επιστολή, χαρακτήρισε την εγγύηση ως υφιστάμενη ενίσχυση και ότι η επιστολή της 26ης Φεβρουαρίου 2006 δεν περιέχει καμία προκαταρκτική και μη δεσμευτική αξιολόγηση όσον αφορά την ύπαρξη αυτής της εγγύησης, στοιχείο που δεν εμποδίζει κατά κανένα τρόπο την παροχή της εγγύησης, εάν παραστεί ανάγκη. Έτσι, εάν υπήρχε εγγύηση πριν το 2006, η επιστολή της Επιτροπής της 26ης Φεβρουαρίου 2006 δεν ακυρώνει την ύπαρξη ούτε τη δυνατότητα ενεργοποίησης της εγγύησης. Αυτό θα ήταν δυνατό μόνο με την κατάργηση της ίδιας της εγγύησης είτε από τη Γαλλία είτε από την Επιτροπή με νομοθετική πράξη που θα είχε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Εν κατακλείδι, ακόμη και αν λανθασμένα η Fitch θεωρεί ότι η επιστολή της Επιτροπής συνεπάγεται ακύρωση της εγγύησης, η Fitch εξακολουθεί, ωστόσο, να αναγνωρίζει «το επίπεδο της έκτακτης στήριξης που μπορεί να λάβει η LP από τον εντολέα της καθώς και τη μεγάλη πιθανότητα να της παρασχεθεί η στήριξη σε περίπτωση ανάγκης».

β)   Η εγγύηση ως καθοριστικό στοιχείο της στήριξης του κράτους επηρεάζει την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της La Poste

(263)

Από την εξέταση των αναλύσεων και μεθοδολογιών της Standard and Poor’s και της Fitch συνάγεται ότι η εγγύηση, ως καθοριστικό στοιχείο της στήριξης του κράτους, επηρεάζει τη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας.

—   Μεθοδολογία της Standard and Poor’s (S & P)

(264)

Στην προαναφερθείσα μελέτη σχετικά με το πόσο η ενίσχυση του κράτους επηρεάζει τις αξιολογήσεις των φορέων ταχυδρομικών υπηρεσιών, η S & P εξηγεί ότι επιλέγει τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσει για να βαθμολογήσει ένα ταχυδρομικό φορέα σε συνάρτηση με τον εκτιμώμενο βαθμό της στήριξης αυτού του φορέα από το κράτος. Η S & P κάνει διάκριση ανάμεσα στους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών που λαμβάνουν τη στήριξη του κράτους (όπως τα γαλλικά ταχυδρομεία και τα ιταλικά ταχυδρομεία) και σε αυτούς που δεν λαμβάνουν καμία ενίσχυση του κράτους (όπως η Deutsche Post και TNT). Στο εσωτερικό της κατηγορίας των ταχυδρομικών φορέων που λαμβάνουν ενίσχυση του κράτους, η S & P διακρίνει τρεις επιμέρους κατηγορίες:

τις επιχειρήσεις η αξιολόγηση των οποίων ταυτίζεται με αυτήν του κράτους μετόχου· σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι επιχειρήσεις με μεγάλο βαθμό ένταξης στους μηχανισμούς της κεντρικής διοίκησης, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ιδιωτικοποιηθούν· σε αυτή την κατηγορία δεν ανήκει κανένας φορέας ταχυδρομικών υπηρεσιών·

τις επιχειρήσεις η βαθμολογία των οποίων λαμβάνεται με υποβάθμιση της αξιολόγησης του κράτους μετόχου (μέχρι δύο κατηγορίες, δηλαδή 6 notches): πρόκειται για επιχειρήσεις οι οποίες, αν και διαθέτουν λειτουργική αυτονομία, είναι οργανισμοί που βασίζονται στην κρατική πολιτική και λαμβάνουν ουσιαστική άμεση ή έμμεση χρηματοδοτική ενίσχυση, ακόμη και αν υπάρχει υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς το επίπεδο και την ταχύτητα χορήγησης αυτής της ενίσχυσης (123). Η La Poste κατατασσόταν σε αυτή την κατηγορία, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που δημοσιεύτηκε η μελέτη·

τις επιχειρήσεις η αξιολόγηση των οποίων βασίζεται στα ίδια προσόντα της επιχείρησης και αναβαθμίζεται σε συνάρτηση με το βαθμό στήριξης από το κράτος. Η κατάταξη σε αυτή την κατηγορία προϋποθέτει ότι ο φορέας ταχυδρομικών υπηρεσιών λαμβάνει ενίσχυση του κράτους, αλλά μάλλον υπό μορφή πολιτικών, ρυθμίσεων ή πιθανής παρέμβασης σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, και όχι με μορφή άμεσης τακτικής οικονομικής επιχορήγησης.

(265)

Στην ίδια μελέτη, η S & P εξηγεί ότι αξιολογεί τη στήριξη που παρέχει το κράτος στον ταχυδρομικό φορέα (δηλαδή τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί για να καθορίσει τη βαθμολογία του εν λόγω φορέα και, κατά συνέπεια, in fine την κατάταξη) σε συνάρτηση με τέσσερις συντελεστές με την ακόλουθη σειρά: το καθεστώς του φορέα, την πιθανότητα ιδιωτικοποίησής του, τη διακυβέρνησή του και το καθεστώς ρύθμισης. Όσον αφορά το καθεστώς, η S & P παραθέτει ακριβώς την περίπτωση των γαλλικών ταχυδρομείων, επισημαίνοντας την «εξαιρετικά ισχυρή» στήριξη του κράτους και προσθέτοντας αμέσως μετά ότι η La Poste λαμβάνει την τελική εγγύηση του γαλλικού κράτους (124).

(266)

Η S & P τονίζει λοιπόν την «εξαιρετικά ισχυρή» στήριξη που παρέχει το γαλλικό κράτος στη La Poste με την ύπαρξη μιας τελικής κρατικής εγγύησης. Από αυτή την εξαιρετικά ισχυρή στήριξη, η S & P συνάγει το συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση της La Poste μπορεί να καθοριστεί με βάση τη μείωση της βαθμολογίας της γαλλικής δημοκρατίας το πολύ κατά τρεις κατηγορίες, δηλαδή κατά 6 notches. Πράγματι, η βαθμολογία της S & P για τη La Poste, αν και σταδιακά μειώνεται, δεν ήταν ποτέ κατώτερη κατά περισσότερο από 4 notches από τη βαθμολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας (AAA) (125).

(267)

Από τα ανωτέρω η Επιτροπή συνάγει ότι η εγγύηση του κράτους προς τη La Poste αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για την εκτίμηση της S & P σύμφωνα με την οποία η La Poste λαμβάνει «εξαιρετικά ισχυρή στήριξη» από το κράτος. Όμως, εξαιτίας αυτής της «εξαιρετικά ισχυρής» στήριξης, η S & P εφαρμόζει στην La Poste μεθοδολογία top-down. Εάν η S & P εφάρμοζε μια μεθοδολογία bottom-up, ή στη χειρότερη εκδοχή, δεν αύξανε καθόλου τη βαθμολογία της La Poste λόγω της στήριξης του κράτους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Deutsche Post και της TNT, η βαθμολογία της La Poste θα ήταν κατώτερη από τη βαθμολογία την οποία έχει σήμερα. Πράγματι, στη μελέτη σχετικά με τον τρόπο που επηρεάζει η στήριξη του κράτους την αξιολόγηση των φορέων ταχυδρομικών υπηρεσιών, η S & P εκτιμά ότι οι εμπορικές και χρηματοοικονομικές επιδόσεις της Deutsche Poste και της TNT είναι καλύτερες από αυτές της La Poste. Παρ’ όλα αυτά, οι αξιολογήσεις της Deutsche Post και της TNT, που αναφέρονται στη μελέτη της S & P, είναι κατώτερες από αυτές της La Poste. Εάν η La Poste αξιολογούνταν με βάση τα ίδια προσόντα της, η βαθμολογία της θα ήταν κατώτερη από αυτή που έχει σήμερα χάρη στην εξαιρετικά ισχυρή στήριξη του κράτους, την οποία η S & P αποδίδει στην ύπαρξη της τελικής εγγύησης του κράτους.

—   Τελευταίες αξιολογήσεις

(268)

Στην αξιολόγηση της La Poste της 3ης Απριλίου 2007, η S & P αναφέρει τη μεταβολή της κεφαλαιακής διάρθρωσης που συνεπάγεται αλλαγή του καθεστώτος και απώλεια της εγγύησης ως στοιχείο που ελήφθη υπόψη στην αξιολόγησή της (126). Η S & P προσδιορίζει ότι λαμβάνει ήδη υπόψη την πιθανή μεταβολή αυτών των τριών στοιχείων (κεφαλαιακή διάρθρωση, νομικό καθεστώς και εγγύηση). Σε αναμονή αυτής της μεταβολής, η S & P συνεχίζει να εφαρμόζει μεθοδολογία top-down. Όπως αποδείχθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, όμως, και χάρη σε αυτή τη μεθοδολογία, η La Poste μπορεί να λάβει και λαμβάνει καλύτερη αξιολόγηση από αυτήν που θα ελάμβανε, εάν η αξιολόγηση βασιζόταν στα ίδια προσόντα της.

(269)

Η Επιτροπή παραδέχεται, εντούτοις, ότι στην ίδια ανάλυση της 3ης Απριλίου 2007, η S & P επισημαίνει ότι η αξιολόγηση της La Poste δεν επηρεάστηκε από τη σύσταση της Επιτροπής, διότι η S & P θεωρεί ότι μια μεταβολή στο καθεστώς της La Poste δεν αντανακλά αναγκαστικά μείωση της στήριξης του κράτους στην οποία βασίζεται η αξιολόγηση της La Poste και ότι η στήριξη αυτή αποδείχθηκε με πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης (127). Η Επιτροπή αναφέρει ότι η S & P έλαβε υπόψη και άλλα στοιχεία πέρα από την εγγύηση για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η La Poste έχει την ισχυρή στήριξη του κράτους, η οποία δικαιολογεί την εφαρμογή μιας μεθοδολογίας top-down. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να αντισταθμίσουν τις πιέσεις που ασκούνται στο καθεστώς της La Poste και ωθούν την S & P να προβλέψει μεταβολή του καθεστώτος και κατάργηση της εγγύησης μακροπρόθεσμα. Εντούτοις, η S & P θεωρεί την εγγύηση καθοριστικό στοιχείο της στήριξης του κράτους, γεγονός που επηρεάζει την αξιολόγηση.

(270)

Στην αξιολόγηση της 21ης Ιανουαρίου 2009, που έγινε μετά την αναγγελία της 18ης Σεπτεμβρίου 2008 από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας ενός νομοσχεδίου για τη μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία, η S & P υποβάθμισε τη θέση της La Poste σε A + με αρνητική προοπτική. Η αρνητική προοπτική δικαιολογούνταν από την πιθανή μεταβολή εντός των δύο επόμενων ετών του νομικού μορφής και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της επιχείρησης (128). Κατά την S & P, οι πρωτοβουλίες αυτές θα μπορούσαν να περιορίσουν τις δυνατότητες του κράτους να χορηγεί στην επιχείρηση έκτακτη ενίσχυση σε περίπτωση ανάγκης. Και στην περίπτωση αυτή το νομικό καθεστώς, με το οποίο συνδέεται η ενίσχυση, αναφέρεται ως ένδειξη της ισχυρής στήριξης που παρέχει το κράτος στη La Poste.

—   Αξιολογήσεις της Fitch

(271)

Η Fitch στήριξε την αξιολόγηση ΑΑΑ που παρείχε στη La Poste μέχρι τις 17 Απριλίου 2008 στο γεγονός ότι η La Poste είναι όμιλος του δημοσίου που λαμβάνει εγγύηση του γαλλικού κράτους.

(272)

Στις 4 Οκτωβρίου 2006, ημέρα κατά την οποία η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλία να θέσει τέρμα στην απεριόριστη εγγύηση που παρέχει στη La Poste ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ο οργανισμός αξιολόγησης Fitch αναθεώρησε προς τα κάτω την αξιολόγησή του (από ΑΑΑ σταθερή σε ΑΑΑ αρνητική) με το επιχείρημα ότι πρέπει να ερμηνεύσει «τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως το πρώτο απτό δείγμα πίεσης στο νομικό καθεστώς της La Poste και, κατά συνέπεια, στις αξιολογήσεις της». Αυτή η υποβάθμιση της αξιολόγησης, καθώς και η αιτιολογία που παρέθεσε η Fitch, καταδεικνύει τη σχέση ανάμεσα στο καθεστώς της επιχείρησης και την εγγύηση την οποία λαμβάνει, αφενός, και την αξιολόγηση της Fitch αφετέρου.

(273)

Στις 17 Απριλίου 2008, η Fitch υποβάθμισε την αξιολόγηση σε ΑΑ. Η Fitch εξακολουθεί, ωστόσο, να εφαρμόζει μια μεθοδολογία top-down, την οποία δικαιολογεί με το γεγονός ότι η La Poste ανήκει στον δημόσιο τομέα. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Fitch βάσισε την απόφασή της στο γεγονός ότι «το καθεστώς δημόσιας επιχείρησης της La Poste δεν δικαιολογεί πλέον οι αξιολογήσεις της να ευθυγραμμίζονται αυτόματα με αυτές του κράτους». Η Fitch εξηγεί ότι οι αξιολογήσεις της La Poste βασίζονται στο εξής στη σχέση στήριξης μεταξύ της μητρικής εταιρείας, στην προκειμένη περίπτωση το κράτος, και της θυγατρικής της, της La Poste. Η Fitch χρησιμοποιεί προς το παρόν επίσης τη μεθοδολογία top-down: η αξιολόγηση της La Poste δεν είναι πλέον η ίδια με αυτήν του κράτους αλλά, λαμβανομένης υπόψη της ισχυρής στήριξης που παρέχει το κράτος στη La Poste, η καταστατική υποχρέωση του οποίου να αναλάβει τις υποχρεώσεις της La Poste συνιστά καθοριστικό στοιχείο, η αξιολόγηση της La Poste είναι απόρροια της αξιολόγησης του κράτους και δεν βασίζεται μόνο στην οικονομική κατάσταση της επιχείρησης. Η μέθοδος αυτή, όπως και η βαθμολογία, επιβεβαιώθηκαν από την αξιολόγηση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009.

—   Συμπέρασμα

(274)

Από τις προηγούμενες αναλύσεις η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η Fitch λάμβανε υπόψη την τελική εγγύηση που παρέχει το κράτος στην La Poste λόγω του καθεστώτος της τουλάχιστον μέχρι το 2008 και η S & P τη θεωρούσε καθοριστικό στοιχείο της στήριξης που παρέχει το κράτος στη La Poste. Λόγω αυτής ακριβώς της στήριξης οι οίκοι αξιολόγησης επέλεξαν μια μεθοδολογία top-down, η οποία εξασφάλιζε στην La Poste υψηλότερη βαθμολογία από αυτήν που θα ελάμβανε, εάν αξιολογούνταν αποκλειστικά με βάση τα ίδια προσόντα της. Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι η εγγύηση συνιστά ή αποτέλεσε κρίσιμο στοιχείο της αξιολόγησης της La Poste, ακόμη και αν αυτό δεν είναι το μοναδικό στοιχείο. Όμως, στο βαθμό που η Fitch και S & P είναι δύο σημαντικοί οργανισμοί αξιολόγησης και είναι αποδεδειγμένο ότι η αγορά λαμβάνει υπόψη την αξιολόγησή τους να αποφασίσει πόση πίστωση θα χορηγήσει σε μια επιχείρηση, μια καλύτερη αξιολόγηση από αυτούς τους οργανισμούς (από τον ένα ή και από τους δύο) από αυτήν που θα ελάμβανε χωρίς την εγγύηση μπορεί να αποφέρει πλεονέκτημα για τη La Poste το οποίο δεν θα είχε υπό τις φυσιολογικές συνθήκες της αγοράς.

ii)   Αντίκρουση των επιχειρημάτων των γαλλικών αρχών

α)   Ο καθοριστικός χαρακτήρας της ύπαρξης μιας έμμεσης εγγύησης για την αξιολόγηση των επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου του 1980 δεν αναιρείται από τη διαπίστωση ότι η βαθμολογία τους μπορεί να είναι χαμηλότερη από αυτήν του κράτους

(275)

Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν την οικονομική επίπτωση των διατάξεων του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980, υποστηρίζοντας ότι, εάν οι οργανισμοί αξιολόγησης θεωρούσαν ότι οι διατάξεις του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 συνιστούν προς όφελος των πιστωτών των εξεταζόμενων νομικών προσώπων μηχανισμό που εξομοιώνεται με εγγύηση του κράτους, δύσκολα γίνεται κατανοητό πώς οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης είναι δυνατόν να βαθμολογούνται με BBB + ή AA-. Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές αδυνατούν να κατανοήσουν πώς, εάν ελάμβανε την εγγύηση του κράτους, η La Poste θα μπορούσε να λάβει βαθμολόγηση κατώτερη από αυτή του κράτους (129).

(276)

Ως προς αυτό, η Επιτροπή παραπέμπει στην ανάλυση της S & P της 22ας Νοεμβρίου 2004 σχετικά με τον τρόπο που η στήριξη του κράτους επηρεάζει την αξιολόγηση των φορέων ταχυδρομικών υπηρεσιών, στην ανάλυση της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την αξιολόγηση των επιχειρήσεων που είναι συνδεδεμένες με το κράτος (130) καθώς και στη μελέτη του 2007 για τη La Poste. Σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις, η έννοια μιας επιχείρησης που τυγχάνει της ισχυρής στήριξης του κράτους είναι απόρροια της αξιολόγησης που λαμβάνει το κράτος. Εντούτοις, μπορεί να υποβαθμιστεί κατά δύο κατηγορίες (ή κατά 6 notches) στο μέτρο που οι χρηματοοικονομικοί δεσμοί ανάμεσα στην εν λόγω επιχείρηση και το κράτος ενδέχεται να μεταβληθούν μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα (131). Η χαμηλότερη βαθμολογία της La Poste από αυτήν του κράτους μπορεί, συνεπώς, να αποδοθεί στο γεγονός ότι η S & P προβλέπει μείωση της στήριξης που παρέχει το κράτος κατά τα επόμενα έτη, στοιχείο που αποδεικνύει ότι η στήριξη του κράτους, καθοριστικό συστατικό της οποίας είναι η εγγύηση, επιτρέπει στη La Poste να λαμβάνει καλύτερη βαθμολογία από αυτή που θα ελάμβανε υπό διαφορετικές συνθήκες.

(277)

Η S & P προσθέτει ότι το 1991, η La Poste έγινε αυτόνομη εταιρεία δημοσίου δικαίου με καθεστώς δημόσιου οργανισμού, γεγονός που διασφαλίζει για τη La Poste μια τελική εγγύηση του κράτους όσον αφορά τις υποχρεώσεις της, αλλά όχι μια άμεση και ρητή εγγύηση, όπως αποτυπώνει και η διαφορετική αξιολόγηση μεταξύ της La Poste και της Γαλλικής Δημοκρατίας (132). Έτσι, αν και η S & P υποβάθμισε την αξιολόγηση της La Poste σε σχέση με αυτήν του κράτους, η S & P θεωρεί σαφέστατα ότι η La Poste επωφελείται από έμμεση εγγύηση του κράτους λόγω του καθεστώτος δημόσιας επιχείρησης και αυτό έχει άμεση επίπτωση στη μέθοδο αξιολόγησης του οργανισμού.

(278)

Οι παραπάνω αιτιολογήσεις εξηγούν γιατί η S & P αποφάσισε να διαφοροποιήσει την αξιολόγηση της La Poste από αυτήν του κράτους. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει θέση σχετικά με την ανάλυση των αιτίων που εξηγούν τη διαφορετική αξιολόγηση μεταξύ του κράτους και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έρευνας.

β)   Οι γαλλικές αρχές καταλήγουν σε λανθασμένα συμπεράσματα, διότι δεν λαμβάνουν υπόψη ότι «τα λοιπά δεδομένα είναι αμετάβλητα»

(279)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, οι αναλύσεις των οργανισμών αξιολόγησης δεν βασίζονται σε νομική ανάλυση, αλλά σε υποκειμενική εκτίμηση της στήριξης του κράτους, εάν η La Poste αντιμετώπιζε δυσκολίες. Για να τεκμηριώσουν αυτό το επιχείρημα, οι γαλλικές αρχές παραπέμπουν στην ανάλυση της S & P της 3ης Απριλίου 2007. Όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, η S & P αναφέρει ότι, μετά την επιστολή της Επιτροπής που συνιστούσε να τερματιστεί η εγγύηση, η αξιολόγηση της La Poste παρέμεινε αμετάβλητη, διότι η S & P θεωρεί ότι μια αλλαγή του καθεστώτος της La Poste δεν αντανακλά αναγκαστικά μείωση της ισχυρής στήριξης του κράτους στην οποία βασίζεται η αξιολόγηση της La Poste και η οποία έχει επιβεβαιωθεί από τις πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης (133).

(280)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η S & P έλαβε υπόψη και άλλα στοιχεία εκτός από την εγγύηση, εφόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η La Poste επωφελείται από την ισχυρή στήριξη του κράτους που δικαιολογεί την εφαρμογή μιας μεθόδου top-down. Στην παρούσα περίπτωση, οι πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης και ιδίως η επίλυση του ζητήματος της χρηματοδότησης των συντάξεων των μονίμων υπαλλήλων, η διατήρηση των αποκλειστικών υπηρεσιών της La Poste, η στήριξη της διανομής του βιβλιαρίου Α και η αύξηση των ταχυδρομικών τελών (τα οποία αποτελούν εξάλλου πράξεις δημόσιας αρχής, αν όχι εξ ολοκλήρου κρατικές ενισχύσεις), αντιστάθμισαν την επίπτωση της επιστολής ελέγχου της Επιτροπής. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης δεν λαμβάνουν υπόψη την επιστολή ελέγχου της Επιτροπής και γενικότερα τις πιέσεις που ασκούνται για την αλλαγή του καθεστώτος της La Poste και, κατά συνέπεια, στην εγγύηση την οποία λαμβάνει η La Poste. Ασφαλώς, οι πιέσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη και αναλύονται ως εξασθένιση της στήριξης που θα μπορούσε να παράσχει το κράτος στη La Poste: συνεπώς επηρεάζουν την αξιολόγηση. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος για τον οποίο στις 4 Οκτωβρίου 2006, όταν η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλία να θέσει τέρμα στην απεριόριστη εγγύηση που λαμβάνει η La Poste ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ο οίκος αξιολόγησης Fitch αναθεώρησε προς τα κάτω τη βαθμολογία της (από ΑΑΑ σταθερό σε ΑΑΑ αρνητικό), με την αιτιολογία ότι πρέπει να ερμηνευθεί «η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως το πρώτο απτό δείγμα πίεσης στο νομικό καθεστώς της La Poste και, κατά συνέπεια, στις αξιολογήσεις της», γεγονός που επιβεβαιώνει ότι το νομικό καθεστώς είναι καθοριστικό στοιχείο.

(281)

Για να καταδείξει την ανάγκη να βασίζεται το σκεπτικό στο ότι τα λοιπά δεδομένα παραμένουν αμετάβλητα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η S & P, στην ίδια ανακοίνωση του 2007, διευκρίνισε επίσης ότι ενδεχόμενη μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της La Poste (και κατά συνέπεια απώλεια της εγγύησης) θα την οδηγούσε στο να μεταβάλει τη μέθοδο αξιολόγησής της, αλλά η μεταβολή αυτή δεν θα προκαλούσε αναγκαστικά μεταβολή της βαθμολογίας της La Poste, δεδομένης της αναμενόμενης βελτίωσης της κατάστασης της La Poste κατά τα επόμενα έτη (134). Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι, εάν δεν υπήρχε αυτό το καθεστώς, για να διατηρήσει την ίδια βαθμολογία η La Poste θα έπρεπε να βελτιώσει την εσωτερική της κατάσταση. Αντίθετα, σε περίπτωση που η εσωτερική κατάσταση της La Poste παρέμενε αμετάβλητη, η αποδυνάμωση της στήριξης που παρέχει το κράτος στη La Poste θα είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της βαθμολόγησης αυτής της εταιρείας (135).

γ)   Τα επιχειρήματα των γαλλικών αρχών που προσπαθούν να αποδείξουν ότι το καθεστώς της La Poste και η συνακόλουθη εγγύηση δεν είναι τα μόνα στοιχεία που λαμβάνουν υπόψη οι οργανισμοί αξιολόγησης, ουδόλως ακυρώνουν την απόδειξη εκ μέρους της Επιτροπής

(282)

ΟΙ περισσότερες παρατηρήσεις των γαλλικών αρχών που αποσκοπούν στο να αποδείξουν ότι «η εγγύηση δεν έχει καμία επίπτωση στην αξιολόγηση της La Poste» (136) έχουν ως μόνο αποτέλεσμα ότι τελικά αποδεικνύουν ότι η εγγύηση δεν είναι το μόνο στοιχείο που λαμβάνουν υπόψη οι οργανισμοί αξιολόγησης. Όμως, αυτό το έχει αποδεχθεί η Επιτροπή. Αυτό ουδόλως ακυρώνει τη διαπίστωση ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης λαμβάνουν υπόψη την εγγύηση για να καθορίσουν την αξιολόγηση των φορέων ταχυδρομικών υπηρεσιών. Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές δεν επιχειρηματολογούν με βάση το ότι τα λοιπά δεδομένα παραμένουν αμετάβλητα.

—   Επιχειρήματα των γαλλικών αρχών που βασίζονται στις απόψεις των οργανισμών αξιολόγησης των ταχυδρομικών επιχειρήσεων

(283)

Οι γαλλικές αρχές εξετάζουν τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί αξιολόγησης με βάση το υπόμνημα της S & P σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η στήριξη του κράτους επηρεάζει την αξιολόγηση των ταχυδρομικών φορέων (137). Επισημαίνουν ότι στην κατάταξη που περιγράφει η S & P, η υπαγωγή στην κατηγορία 1 αντιστοιχεί σε γενικά κριτήρια, αλλά δεν αναφέρεται στο καθεστώς του αξιολογούμενου φορέα. Οι γαλλικές αρχές εξάγουν το συμπέρασμα ότι το καθεστώς δεν αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ανάλυσης των οργανισμών αξιολόγησης.

(284)

Η Επιτροπή αντικρούει αυτή την ανάλυση και δηλώνει ότι η S & P σαφώς προσδιορίζει ότι το καθεστώς των επιχειρήσεων είναι ένα από τα κρίσιμα στοιχεία για να αξιολογήσει την ένταση της ενίσχυσης που παρέχει το κράτος (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 264 έως 267 για τη μεθοδολογία της S & P).

(285)

Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι η S & P κατέταξε τα ιταλικά ταχυδρομεία στην ίδια κατηγορία με αυτήν της La Poste, αν και είχαν καθεστώς ιδιωτικού δικαίου και χρηματοοικονομικές επιδόσεις που δεν δικαιολογούν την κατάταξη σε αυτή την κατηγορία (138).

(286)

Η διαπίστωση ότι ένας οργανισμός αξιολόγησης μπορεί να θεωρήσει ότι ένας ταχυδρομικός φορέας με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου, στην προκειμένη περίπτωση η Poste Italiane, λαμβάνει ισχυρή ενίσχυση του κράτους και να τον κατατάξει στην ίδια κατηγορία με την La Poste ουδόλως ακυρώνει την απόδειξη εκ μέρους της Επιτροπής που αποσκοπεί στο να καταδείξει ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη εγγύησης λόγω του καθεστώτος της La Poste. Πράγματι, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως Poste Italiane, μπορούν να καταταγούν στην ίδια κατηγορία με τη La Poste χωρίς να λαμβάνουν εγγύηση, εφόσον άλλα στοιχεία μαρτυρούν ότι οι υπηρεσίες αυτές έχουν επίσης την ισχυρή στήριξη του κράτους. Για να αποδειχθεί ότι η εγγύηση δεν έχει καμία επίπτωση στην αξιολόγηση, θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι τα διάφορα στοιχεία που λαμβάνουν υπόψη οι οργανισμοί αξιολόγησης για να εκτιμήσουν τη στήριξη του κράτους ήταν απόλυτα συγκρίσιμα στην περίπτωση της Poste Italiane και της La Poste και ότι η μόνη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις είναι η ύπαρξη μιας εγγύησης προς όφελος της La Poste. Με άλλους όρους, για να έχει νόημα η σύγκριση, είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί ότι «τα λοιπά στοιχεία παραμένουν αμετάβλητα», κάτι το οποίο δεν έχουν αποδείξει οι γαλλικές αρχές.

(287)

Εξάλλου, ακόμη και αν οι γαλλικές αρχές αποδείκνυαν ότι τα δεδομένα της Poste Italiane και της La Poste είναι συγκρίσιμα, με εξαίρεση την ύπαρξη μιας εγγύησης προς όφελος των γαλλικών ταχυδρομείων - (πράγμα το οποίο δεν έχει αποδειχθεί), επισημαίνεται ότι η S & P έχει κάνει σε κάθε περίπτωση διαφορετική αξιολόγηση όσον αφορά τον βαθμό στήριξης που παρέχουν το ιταλικό κράτος και το γαλλικό κράτος στους φορείς ταχυδρομικών υπηρεσιών τους. Πράγματι, η S & P θεωρεί ότι η δυνητική στήριξη που παρέχει το ιταλικό κράτος στην Poste Italiane είναι «ισχυρή», ενώ η στήριξη που παρέχει το γαλλικό κράτος στη La Poste είναι «άκρως ισχυρή» (139). Η Επιτροπή δεν αποκλείει ότι πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο αυτή η διαφορετική αξιολόγηση επηρεάζεται από το μέγεθος της εγγύησης, την ύπαρξη της οποίας υπενθύμισε η S & P στην ίδια ανακοίνωση αμέσως μετά την εκτίμηση ότι η La Poste λαμβάνει άκρως ισχυρή στήριξη του κράτους (140). Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι απαραίτητο να εξαχθεί συμπέρασμα για τους λόγους για τους οποίους η επιχείρηση Poste Italiane κατετάγη μια δεδομένη στιγμή στην ίδια κατηγορία με αυτή της La Poste. Πράγματι, αφενός, η παρούσα διαδικασία δεν εξετάζει αυτές τις αιτίες. Από την άλλη, το πλήθος των στοιχείων που πρέπει να συνεκτιμήσουν οι οργανισμοί αξιολόγησης δεν επιτρέπει να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς την ειδική επίπτωση που έχει η παρουσία ή μη μιας τελικής εγγύησης του κράτους στην αξιολόγηση.

—   Επιχειρήματα που εξάγουν οι γαλλικές αρχές από τις αξιολογήσεις του ιδιωτικού τομέα

(288)

Οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι «υπάρχουν άπειρα παραδείγματα στον ιδιωτικό τομέα όπου η αξιολόγηση μιας θυγατρικής συνδέεται με αυτήν της μητρικής εταιρείας». Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτός ο τύπος προσέγγισης δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα του δημόσιου χαρακτήρα.

(289)

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η αξιολόγηση μιας θυγατρικής μπορεί να συνδέεται με την αξιολόγηση της μητρικής εταιρείας, περιλαμβανομένου του ιδιωτικού τομέα, και ιδίως με το βαθμό στήριξης που εκτιμάται ότι η μητρική εταιρεία προτίθεται να παράσχει στη θυγατρική της, η οποία ενδεχομένως μπορεί να εκδηλωθεί με ανάληψη δέσμευσης να της παράσχει εγγύηση. Το επιχείρημα αυτό απλώς επιβεβαιώνει την ανάλυση της Επιτροπής. Δείχνει, πράγματι, ότι το καθεστώς δημόσιας επιχείρησης, όπως και η εγγύηση που απορρέει από αυτό, είναι στοιχείο που αποδεικνύει τη στήριξη του κράτους την οποία έλαβαν υπόψη οι οργανισμοί κατά την αξιολόγηση της La Poste.

—   Επιχειρήματα των γαλλικών αρχών από την αξιολόγηση της La Poste

(290)

Οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν επίσης ότι, το 2005, η S & P υποβάθμισε τη βαθμολογία της La Poste σε AA- σε συνδυασμό με σταθερή προοπτική, χωρίς να έχει μεταβληθεί το καθεστώς της επιχείρησης. Οι γαλλικές αρχές πιστεύουν ότι η αξιολόγηση της La Poste δεν είναι απόρροια του καθεστώτος της (141). Οι γαλλικές αρχές αναφέρουν επίσης ότι η αξιολόγηση της La Poste από την S & P της 3ης Απριλίου 2007 και τα δύο στοιχεία που ανέφερε η S & P για να στηρίξει την αξιολόγηση είναι η οικονομική σημασία των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας και η «strong shareholding backing» (ισχυρή στήριξη των μετόχων) και όχι το καθεστώς της επιχείρησης (142).

(291)

Όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η ύπαρξη μιας εγγύησης δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που λαμβάνουν υπόψη οι οργανισμοί αξιολόγησης, όταν αξιολογούν το βαθμό στήριξης που προτίθενται να παράσχουν οι δημόσιες αρχές σε μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσκολίες. Με βάση τη μελέτη της S & P για τον τρόπο με τον οποίο η στήριξη της κυβέρνησης επηρεάζει τις αξιολογήσεις των φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών (143), η Επιτροπή απέδειξε, ωστόσο, ότι η ύπαρξη εγγύησης λαμβάνεται υπόψη από τους οργανισμούς αξιολόγησης ως καθοριστικό στοιχείο της στήριξης που παρέχει το κράτος στη La Poste.

(292)

Ως προς αυτό, η Επιτροπή αμφισβητεί την ανάλυση των γαλλικών αρχών σύμφωνα με την οποία η «strong shareholder backing» (ισχυρή στήριξη από το μέτοχο) που αναφέρει η S & P στην αξιολόγηση της 3ης Απριλίου 2007 δεν συνδέεται με το ζήτημα του δημόσιου καθεστώτος και της εγγύησης. Πράγματι, από τη μελέτη της επίπτωσης που έχει η στήριξη του κράτους στην αξιολόγηση των ταχυδρομικών φορέων συνάγεται ότι το καθεστώς της επιχείρησης και η εγγύηση είναι καθοριστικά στοιχεία για να αξιολογηθεί η ενίσχυση που παρέχει το κράτος στη La Poste.

(293)

Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν οι γαλλικές αρχές την αξιολόγηση του Απριλίου 2007, ότι δηλαδή η S & P επέλεξε μια μέθοδο «top-down» αποκλειστικά με βάση την υπόθεση ότι η La Poste θα παρέμενε μεσοπρόθεσμα μέτοχος της La Poste κατά 100 %, χωρίς να και ότι δεν έλαβε στο παραμικρό υπόψη το καθεστώς δημόσιας επιχείρησης της La Poste και την εγγύηση που συνδέεται με αυτό. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι μια «πιθανή μεταβολή της κεφαλαιακής διάρθρωσης», η οποία σύμφωνα με τους όρους της S & P θα προκαλούσε απώλεια του καθεστώτος δημόσιας υπηρεσίας και της εγγύησης που παρέχεται σε αυτό το καθεστώς, ελήφθη ρητά υπόψη από την S & P στην αξιολόγησή της (144). Είναι συνεπώς σαφές ότι, για S & P, αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο η μεταβολή της κεφαλαιακής διάρθρωσης, αλλά και οι συνέπειες (απώλεια του δημόσιου χαρακτήρα και της εγγύησης), εφόσον η μεταβολή της κεφαλαιακής διάρθρωσης αποτελεί το τελευταίο βήμα για περισσότερη αυτονόμηση της La Poste από το κράτος.

3.   Οι πραγματικοί όροι χρηματοδότησης της La Poste

(294)

Οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη εγγύησης και τη μελλοντική κατάργησή της δεν είχαν καμία επίπτωση στους όρους χρηματοδότησης της La Poste. Πράγματι, η La Poste έλαβε κατά την έκδοση ομολογιακού δανείου τον Οκτώβριο του 2006, αμέσως μόλις η Επιτροπή εξέδωσε τη σύστασή της για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων, πιστωτικό περιθώριο στο mid swap (145) 12 μονάδων βάσης για τα 15ετή ομόλογα και 4 μονάδων βάσης για τα 7ετή ομόλογα. Η προηγούμενη έκδοση ομολόγου, το 2004, αφορούσε 15ετές ομόλογο και πραγματοποιήθηκε με πιστωτικό περιθώριο 8 μονάδων βάσης στο mid swap. Οι γαλλικές αρχές συμπεραίνουν ότι οι όροι χρηματοδότησης της La Poste δεν βασίζονται στην ύπαρξη de jure ή de facto εγγύησης.

(295)

Η Επιτροπή θεωρεί πως το συμπέρασμα των γαλλικών αρχών ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής δεν είχε καμία επίπτωση στους όρους χρηματοδότησης είναι αβάσιμη, εφόσον, αντίθετα, διαπιστώνει επιδείνωση του spread το οποίο αυξήθηκε από 8 σε 12 μονάδες βάσης.

(296)

Εξάλλου, ακόμη και αν το spread μειωνόταν, το οποίο δεν συμβαίνει, η Επιτροπή έχει αμφιβολίες για τα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να εξαχθούν για το αν η ανακοίνωση της Επιτροπής επηρέασε το κόστος χρηματοδότησης της La Poste, εφόσον οι επενδυτές λαμβάνουν υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως παραδείγματος χάρη η χρηματοοικονομική διάρθρωση η οποία μεταβλήθηκε από το 2004 έως το 2006.

(297)

Εξάλλου, ακόμη και αν οι όροι χρηματοδότησης πριν και μετά την ανακοίνωση της Επιτροπής ήταν ταυτόσημοι ή εάν η διαφορά δεν ήταν σημαντική, αυτό ουδόλως θα αποδείκνυε ότι η εγγύηση δεν επηρέασε τους όρους χρηματοδότησης. Πράγματι, όταν οι γαλλικές αρχές πραγματοποίησαν την προαναφερθείσα έκδοση, η εγγύηση προς όφελος της La Poste είχε ήδη χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση. Εξακολουθούσε, συνεπώς, να ισχύει και κάλυπτε τις εκδόσεις ομολόγων. Η εγγύηση καθίσταται παράνομη ενίσχυση, κατά περίπτωση, μόνο από την ημερομηνία κατάργησής της η οποία ορίζεται στην παρούσα απόφαση.

(298)

Τέλος, εφόσον η Επιτροπή απέδειξε ότι η εγγύηση που απορρέει από το καθεστώς της La Poste είναι πιθανό να παρέχει πλεονέκτημα σε αυτήν, διότι επηρεάζει θετικά την αξιολόγησή της, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υποχρεούται να αποδείξει τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που είχε η εν λόγω ενίσχυση στο παρελθόν. Πράγματι, αποτελεί πάγια αρχή του καθεστώτος των κρατικών ενισχύσεων ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδεικνύει τις πραγματικές επιπτώσεις των ενισχύσεων, διότι σε αυτή την περίπτωση τα κράτη μέλη τα οποία δεν κοινοποιούν τις ενισχύσεις θα ήταν σε πλεονεκτική θέση έναντι εκείνων που τις κοινοποιούν (146). Όντως, η κοινοποίηση μιας απεριόριστης εγγύησης από ένα κράτος μέλος θα είχε ως επακόλουθο την απαγόρευση του μέτρου και μόνο εξαιτίας των δυνητικών επιπτώσεών του, ενώ ένα κράτος μέλος το οποίο δεν θα την κοινοποιούσε θα μπορούσε να υπερασπίσει το μέτρο με συγκεκριμένα επιχειρήματα αποδεικνύοντας ότι η εγγύηση δεν απέφερε πλεονεκτήματα στο δικαιούχο της. Εξάλλου, όπως συμβαίνει και με τα νέα μέτρα, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογεί το συμβιβάσιμο των υφισταμένων μέτρων με τους κανόνες της συνθήκης για το μέλλον και δεν οφείλει αναγκαστικά να αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο παρήγαγε στο παρελθόν αποτελέσματα ασυμβίβαστα με τη συνθήκη (147). Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να διατάξει την ανάκτηση των πλεονεκτημάτων που ενδεχομένως έχουν ήδη παραχωρηθεί με μια υφιστάμενη ενίσχυση. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται ούτε υποχρέωση να αποδειχθούν οι συγκεκριμένες επιπτώσεις της εγγύησης στους όρους χρηματοδότησης.

β)   Δεδομένου του απεριόριστου χαρακτήρα της εγγύησης, δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί το ποσό της προμήθειας που όφειλε η La Poste να καταβάλει στο κράτος, γεγονός που καθιστά ανεφάρμοστη την προταθείσα από τις γαλλικές αρχές διάταξη επανεκχώρησης

(299)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση υπέρ της La Poste είναι απεριόριστη όσον αφορά τη διάρκεια, το ποσό και την έκταση και δεν χορηγείται αμοιβή γι’ αυτή. Επιπλέον, καλύπτει ταυτόχρονα τις δραστηριότητες καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τις δραστηριότητες που υπόκεινται στον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή θεωρεί, λαμβανομένου υπόψη του απεριόριστου χαρακτήρα της ενίσχυσης του κράτους στη La Poste και σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων (148), δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί το ποσό της προμήθειας που όφειλε η La Poste να καταβάλει στο κράτος για τη χορήγηση αυτής της απεριόριστης εγγύησης. Πράγματι, για κάθε εγγύηση, η ενίσχυση χορηγείται τη στιγμή κατά την οποία παρέχεται η εγγύηση. Στην περίπτωση μιας απεριόριστης εγγύησης, η οποία μπορεί δυνητικά να καλύπτει όλες τις οφειλές της επιχείρησης και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί εκ των προτέρων το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται τη στιγμή της παροχής της εγγύησης και, κατά συνέπεια, να υπολογιστεί μια επαρκής προμήθεια (149). Αυτό καθιστά ανεφάρμοστη την προταθείσα από τις γαλλικές αρχές διάταξη επανεκχώρησης.

γ)   Οι ευνοϊκότεροι όροι χρηματοδότησης της La Poste χάρη στην έμμεση εγγύηση του κράτους συνιστούν επιλεκτικό πλεονέκτημα

(300)

Το πλεονέκτημα είναι επιλεκτικό, εφόσον οι ανταγωνιστές της La Poste δεν ωφελούνται από αυτό: οι ανταγωνιστές της La Poste υπόκεινται πράγματι στις δικαστικές διαδικασίες εξυγίνσης και κκαθάρισης· δεν τυγχάνουν της απεριόριστης εγγύησης του κράτους που συνδέεται με το καθεστώς δημόσιας επιχείρησης.

4.1.3.   ΝΟΘΕΥΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

(301)

Το εξεταζόμενο μέτρο μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του κόστους λειτουργίας της La Poste, με αποτέλεσμα να ευνοηθεί η La Poste κι, κατά συνέπεια, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Εξάλλου, επειδή οι τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται η La Poste, ιδίως η διανομή δεμάτων, φυλλαδίων χωρίς ονομαστικό παραλήπτη και επιστολών η διανομή των οποίων δεν είναι αποκλειστικό δικαίωμα της La Poste, είναι σε μεγάλο βαθμό ανοικτοί στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να έχουν δυσμενή επίπτωση στις επιχειρήσεις που αναπτύσσουν ή θα ήθελαν να αναπτύξουν μια παρόμοια οικονομική δραστηριότητα στη Γαλλία. Ως προς αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες 2002/39/ΕΚ και 2008/6/ΕΚ (150) (στο εξής «οδηγία για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες»), όλες οι ταχυδρομικές υπηρεσίες πρέπει να υπαχθούν στον ανταγωνισμό στη Γαλλία το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2011. Υπό αυτούς τους όρους, η ύπαρξη μιας απεριόριστης εγγύησης του κράτους υπέρ της La Poste μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

4.1.4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(302)

Η εγγύηση του κράτους προς όφελος της La Poste, που είναι απόρροια του καθεστώτος δημόσιας επιχείρησης, συνεπάγεται λοιπόν μεταβίβαση κρατικών πόρων που καταλογίζεται στο κράτος και νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών μέσω της ευνοϊκής μεταχείρισης της La Poste. Η Επιτροπή κρίνει ότι η εγγύηση αυτή συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

4.2.   ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ

(303)

Δεδομένου ότι το υπό εξέταση μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν η Επιτροπή μπορεί να κρίνει το μέτρο αυτό συμβιβάσιμο βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 107 παράγραφοι 2 και 3 και 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(304)

Κατά τα φαινόμενα, η απεριόριστη εγγύηση του κράτους στη La Poste δεν πληροί κανέναν από τους όρους εφαρμογής των εξαιρέσεων του άρθρου 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το εξεταζόμενο μέτρο δεν επιδιώκει κανέναν από τους στόχους τους οποίους αφορούν οι εν λόγω εξαιρέσεις.

(305)

Βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ, ένα μέτρο μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά όταν επιδιώκει την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών της Κοινότητας με ασυνήθιστα χαμηλό βιοτικό επίπεδο ή σοβαρή υποαπασχόληση. Δεδομένου ότι η απεριόριστη εγγύηση του κράτους στη La Poste είναι ένα ατομικό μέτρο που εφαρμόζεται επιλεκτικά και δεν επιδιώκει κανένα στόχο περιφερειακής ανάπτυξης, ότι έχει απεριόριστη χρονική διάρκεια, δεν συνδέεται με καμία επένδυση και δεν έχει φθίνοντα χαρακτήρα, δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ.

(306)

Όσον αφορά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ) της ΣΛΕΕ, η εν λόγω ενίσχυση δεν αποσκοπεί στην υλοποίηση ενός σημαντικού σχεδίου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε στην άρση μιας σοβαρής διαταραχής της γαλλικής οικονομίας. Η απεριόριστη εγγύηση του κράτους προς όφελος της La Poste δεν αποσκοπεί ούτε και στην προώθηση του πολιτισμού και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

(307)

Η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ ορίζει ότι μια ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη, εάν αποσκοπεί στην προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων περιοχών οικονομικών δραστηριοτήτων, εφόσον δεν αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών με τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Η απεριόριστη εγγύηση του κράτους υπέρ της La Poste δεν αφορά ούτε επένδυση, ούτε τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και συνιστά, κατά συνέπεια, λειτουργική και άνευ όρων ενίσχυση. Σύμφωνα με την πρακτική της κατά τη λήψη αποφάσεων, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η ενίσχυση αυτή έχει στόχο να διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων περιοχών οικονομικών δραστηριοτήτων.

(308)

Τέλος, η απεριόριστη εγγύηση του κράτους στη La Poste δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί συμβιβάσιμη βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Η εξαίρεση αυτή προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες των συνθηκών, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Ένωσης.

(309)

Η γαλλική νομοθεσία έχει αναθέσει στη La Poste υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, ο φορέας ταχυδρομικών υπηρεσιών θα μπορούσε να λάβει οικονομική αντιστάθμιση ή να απολαμβάνει ορισμένα προνόμια κατά παρέκκλιση ορισμένων κανόνων δικαίου γενικής εφαρμογής. Εντούτοις, τα εν λόγω χρηματοδοτικά μέτρα ή προνόμια πρέπει να περιορίζονται στο επίπεδο που είναι απαραίτητο για την αντιστάθμιση των πρόσθετων δαπανών που θα συνεπάγονταν για τη La Poste η εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(310)

Ο κοινοτικός μηχανισμός των κρατικών ενισχύσεων υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας καθορίζει τους όρους με τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί μια τέτοια αντιστάθμιση συμβιβάσιμη με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η χορηγούμενη αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δαπάνες για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων καθώς και ενός ευλόγου περιθωρίου κέρδους για την εκτέλεση αυτών των υποχρεώσεων.

(311)

Στην προκειμένη περίπτωση, μια τέτοια ανάλυση θα προϋπέθετε αποτίμηση της απεριόριστης εγγύησης του κράτους στη La Poste με τις τιμές της αγοράς, έτσι ώστε να επαληθεύεται ότι η αξία της δεν υπερβαίνει το καθαρό κόστος παροχής των καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών. Εάν ληφθεί, ωστόσο, υπόψη ότι η εν λόγω εγγύηση είναι απεριόριστη, είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί αυτή η ανάλυση, γεγονός που αποκλείει την εφαρμογή της εξαίρεσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(312)

Εξάλλου, ακόμη και αν θα ήταν εφικτή μια τέτοια αποτίμηση, αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο στις δραστηριότητες οι οποίες καλύπτονται από την αποστολή παροχής «καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας». Όμως, η απεριόριστη εγγύηση του κράτους με την παρούσα μορφή της καλύπτει όλες τις δραστηριότητες της La Poste, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων οι οποίες δεν καλύπτονται από την αποστολή παροχής «καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας».

(313)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάπτυξη των συναλλαγών επηρεάζεται εξαιτίας αυτού του γεγονότος κατά τρόπο αντίθετο προς το συμφέρον της Ένωσης.

(314)

Εξάλλου, η Γαλλία δεν έχει επικαλεστεί στοιχεία που να αποδεικνύουν το συμβιβάσιμο του μέτρου με τα άρθρα 107 παράγραφος 2 ή 3 ή 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, αλλά περιορίστηκε στο να αμφισβητήσει την ύπαρξη της εγγύησης. Κατά συνέπεια, δεν απέδειξε το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης, μολονότι, βάσει της νομολογίας, φέρει το βάρος της αποδείξεως.

(315)

Εν κατακλείδι, το υπό εξέταση μέτρο, ακόμη και τροποποιημένο σύμφωνα με τις γαλλικές προτάσεις σχετικά με τη διασαφήνιση του εκτελεστικού διατάγματος του νόμου του 1980 και την προσθήκη μιας περιοριστικής ρήτρας στις συμβάσεις της La Poste που αφορούν μια απαίτηση, συνιστά υφιστάμενη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 και, σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη χορήγηση απεριόριστων εγγυήσεων του κράτους σε επιχειρήσεις που αναπτύσσουν οικονομικές δραστηριότητες (151), η ενίσχυση αυτή δεν πληροί κανέναν από τους όρους εφαρμογής των προβλεπόμενων από τη ΣΛΕΕ εξαιρέσεων. Κατά συνέπεια, η προαναφερθείσα απεριόριστη εγγύηση του κράτους είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

4.3.   ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

(316)

Με αυτό το συμπέρασμα, η Επιτροπή ουδόλως αμφισβητεί την ιδιοκτησία του κράτους στη La Poste, ούτε αμφισβητεί το καθεστώς νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου καθαυτό. Η Επιτροπή απλά θεωρεί προβληματική την εγγύηση η οποία απορρέει από αυτό το καθεστώς για τη La Poste, με βάση το τρέχον στάδιο εξελίξεως του γαλλικού δικαίου.

(317)

Σύμφωνα με το άρθρο 345 της ΣΛΕΕ, η Ένωση είναι ουδέτερη όσον αφορά το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη και καμία διάταξη της συνθήκης δεν εμποδίζει ένα κράτος να κατέχει (εξ ολοκλήρου ή εν μέρει) επιχειρήσεις. Έτσι, οι κανόνες ανταγωνισμού πρέπει να εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο και στις ιδιωτικές και στις δημόσιες επιχειρήσεις. Η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού δεν μπορεί να συνιστά ούτε πλεονέκτημα ούτε μειονέκτημα για κανένα από αυτούς τους δύο τύπους επιχειρήσεων. Στην παρούσα περίπτωση, η εγγύηση δεν προκύπτει από το ιδιοκτησιακό καθεστώς αλλά από τη νομική μορφή της επιχείρησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα τη νομική μορφή των επιχειρήσεων, οφείλουν, ωστόσο, κατά την επιλογή τους, να τηρούν τους κανόνες ανταγωνισμού της συνθήκης. Συγκεκριμένα το γεγονός ότι η εγγύηση του κράτους συνδέεται αυτόματα με ένα ειδικό νομικό καθεστώς δεν εμποδίζει από μόνο του να συνιστά η εν λόγω εγγύηση κρατική ενίσχυση βάσει των διατάξεων του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, εάν πληρούνται οι εφαρμοστέοι όροι (152). Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από το άρθρο 345 της ΣΛΕΕ. Αντίθετα, σε συνθήκες ανταγωνισμού, η αρχή της ουδετερότητας συνεπάγεται την κατάργηση κάθε αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος προς όφελος των δημόσιων επιχειρήσεων σε βάρος των ιδιωτικών ανταγωνιστριών τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Επιτροπή αολούθησε την ίδια ακριβώς προσέγγιση στην περίπτωση των δημόσιων πιστωτικών ιδρυμάτων στη Γερμανία (153) και στην υπόθεση της EDF (154).

4.4.   ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗ LA POSTE ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

(318)

Στην επιστολή τους της 31ης Ιουλίου 2009, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή το νομοσχέδιο που αφορά τη La Poste και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, το οποίο εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο της 29ης Ιουλίου 2009 και ορίζει τη μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία την 1η Ιανουαρίου 2010.

(319)

Στη συνέχεια εγκρίθηκε τροπολογία αυτού του νομοσχεδίου με την οποία μετατέθηκε η ημερομηνία μετατροπής της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία για τον Μάρτιο του 2010.

(320)

Το δεύτερο εδάφιο του πρώτου άρθρου του τροποποιημένου νομοσχεδίου, το οποίο τροποποιεί το νόμο αριθ. 90-568 της 2ας Ιουλίου 1990 σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας της La Poste και της France Télécom, ορίζει ότι: «Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου La Poste μετατρέπεται από την 1η Μαρτίου 2010 σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία La Poste […]».

(321)

Οι γαλλικές αρχές διευκρίνισαν ότι η μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία θα έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή της στο κοινό δίκαιο που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις υπό δικαστική εξυγίανση ή εκκαθάριση.

(322)

Η Επιτροπή συμφωνεί ότι με την πραγματική μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, θα καταργηθεί η απεριόριστη εγγύηση υπέρ της La Poste. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η μετατροπή αυτή συνιστά σωστό μέτρο για την κατάργηση, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, της κρατικής ενίσχυσης που λαμβάνει σήμερα η La Poste.

(323)

Η ψήφιση του νομοσχεδίου από το Κοινοβούλιο προβλέπεται να πραγματοποιηθεί τον Ιανουάριο 2010. Στις 4 Οκτωβρίου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 18 του διαδικαστικού κανονισμού, η Επιτροπή είχε ζητήσει να καταργηθεί η απεριόριστη εγγύηση το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και το γεγονός ότι οι συζητήσεις με τις γαλλικές αρχές παρατάθηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 καθώς και το χρόνο που είναι απαραίτητος για να εγκριθούν οι νομοθετικές πράξεις οι οποίες θα θέτουν τέρμα σε αυτή την εγγύηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι λογικό να ζητήσει από τις γαλλικές αρχές την πραγματική κατάργηση της απεριόριστης εγγύησης το αργότερο μέχρι τις 31 Μαρτίου 2010,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η χορηγούμενη από τη Γαλλία απεριόριστη εγγύηση στη La Poste συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Η Γαλλία οφείλει να καταργήσει αυτή την ενίσχυση το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2010.

Άρθρο 2

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πραγματική μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία θα καταργήσει εκ των πραγμάτων την απεριόριστη εγγύηση την οποία λαμβάνει. Η πραγματική κατάργηση αυτής της απεριόριστης εγγύησης το αργότερο στις 31 Μαρτίου 2010 συνιστά κατάλληλο μέτρο για την εξάλειψη, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, της διαπιστωθείσας στο άρθρο 1 κρατικής ενίσχυσης.

Άρθρο 3

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γαλλία διαβιβάζει στην Επιτροπή αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και αυτών που προβλέπονται για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 26 Ιανουαρίου 2010.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι ουσιαστικά ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ θεωρείται ότι αφορούν αντίστοιχα τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ.

(2)  ΕΕ C 135 της 3.6.2008, σ. 7.

(3)  Υπόθεση N 531/05, μέτρα σχετικά με τη σύσταση της Banque Postale, (ΕΕ C 21 της 28.1.2006, σ. 2).

(4)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(5)  Δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός ως υφιστάμενη ενίσχυση έχει ήδη αιτιολογηθεί στις αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 97 της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης της ενίσχυσης (βλέπε υποσημείωση 2) και ότι η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση ως προς αυτό το σημείο, η Επιτροπή δεν θα επανέλθει πλέον σε αυτό το ζήτημα και περιορίζεται απλώς στο να επιβεβαιώσει την προκαταρκτική αξιολόγηση που περιέχεται στην εν λόγω απόφαση.

(6)  Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 17ης Ιουλίου 1980, σ. 1799.

(7)  Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 14ης Μαΐου 1981.

(8)  Βλέπε υποσημείωση 2.

(9)  Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 8ης Ιουλίου 1990.

(10)  Στη Γαλλία, εκτός από τις ίδιες τις δημόσιες αρχές, όπως το κεντρικό κράτος και οι οργανισμοί αυτοδιοίκησης, υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου: οι δημόσιοι οργανισμοί και οι όμιλοι δημοσίου συμφέροντος, που θεσπίστηκαν με το νόμο αριθ. 82-610 της 15ης Ιουλίου 1982. Στο εσωτερικό των «δημόσιων οργανισμών» μπορεί να γίνει μια βασική διάκριση ανάμεσα στους δημόσιους οργανισμούς διοικητικού χαρακτήρα (ΕΡΑ), οι οποίοι ασκούν παραδοσιακά καθήκοντα διοίκησης, και τους δημόσιους οργανισμούς βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα (EPIC) οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες οικονομικής φύσης.

(11)  Το Cour de Cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) επιβεβαίωσε την αρχή που θεσπίστηκε με απόφαση του Cour d’Appel της Douai της 22ας Οκτωβρίου1998 η οποία εξομοιώνει την επιχείρηση La Poste με δημόσιο οργανισμό βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα.

(12)  Σε έκθεση της γαλλικής Γερουσίας του 2003, η Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων επισημαίνει ότι: «Είναι σε όλους γνωστό ότι η μητρική εταιρεία La Poste έχει, από τη μεταρρύθμιση του 1990, καθεστώς παρόμοιο με αυτό των δημόσιων οργανισμών βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα».

(13)  Βλέπε ιδίως την απόφαση του Cour de Cassation της 21ης Δεκεμβρίου 1987 (1ο πολιτικό τμήμα).

(14)  Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 26ης Ιανουαρίου 1985, σ. 1097.

(15)  Cour administrative d’appel, Paris 15.2.1991, JCP E 1991, pan. 742· Cour de Cassation, Soc. 6 Νοεμβρίου 1991, JCP E1992, pan. 85, Bull. V no 476.

(16)  Πρόκειται για τις προθεσμίες που αναφέρονται στο εδάφιο 3 του άρθρου 3 παράγραφος 1 του εν λόγω διατάγματος.

(17)  Το άρθρο 10 του διατάγματος αριθ. 2008 - 479 ορίζει ότι «όταν η όχληση δεν έχει αποτέλεσμα μέχρι τη λήξη αυτών των προθεσμιών, ο αντιπρόσωπος του κράτους ή η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή προβαίνει στην εγγραφή της δαπάνης στον προϋπολογισμό του υπερήμερου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του δημόσιου οργανισμού. Αποδεσμεύει, εάν χρειαστεί, τους απαραίτητους πόρους, είτε μειώνοντας τις πιστώσεις που έχουν διατεθεί σε άλλες δαπάνες και δεν έχουν ακόμη αναλωθεί, είτε αυξάνοντας τους πόρους. Εάν, εντός της προθεσμίας οκτώ ημερών από την κοινοποίηση της εγγραφής της πίστωσης, ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή ο δημόσιος οργανισμός δεν προβεί στην εντολή πληρωμής του οφειλόμενου ποσού, ο αντιπρόσωπος του κράτους ή η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή προβαίνει αυτεπάγγελτα σε εντολή πληρωμής εντός προθεσμίας ενός μηνός».

(18)  Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 20ής Φεβρουαρίου 1990.

(19)  Bulletin Officiel de la Comptabilité publique. NOR: BUD R 02 00060 J.

(20)  Βλέπε Chapitre 3 de l’Instruction codificatrice No 02-060-M95 du 18 juillet 2002 sur la réglementation financière et comptable des établissements publics nationaux à caractère industriel et commercial, Bulletin Officiel de la Comptabilité publique.

(21)  Βλέπε Partie IV, B: «Quelles dispositions juridiques prévoir?», σ. 21.

(22)  Η ERAP που συστάθηκε το 1965, είναι μια EPIC με κοινωνικό σκοπό να λαμβάνει, με αίτηση του κράτους, τις συμμετοχές στις επιχειρήσεις των τομέων της ενέργειας, των φαρμάκων και των τηλεπικοινωνιών.

(23)  Βλέπε άρθρο «Fitch attribue la note préliminaire AAA au programme EMTN garanti de EU-10 MD de ERAP». Δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο της ERAP: www.eraσ.fr/pdf/CP_Fitch_Ratings_fr.pdf

(24)  Βλέπε άρθρο «Moody’s attribue la notation Aaa au programme d’EMTN de l’ERAP portant sur 10 milliards d’euros». Διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο της ERAP: www.eraσ.fr/pdf/CP_Fitch_Ratings_fr.pdf

(25)  Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 του νόμου αριθ. 90-568 της 2ας Ιουλίου 1990, η λογιστική υπηρεσία της La Poste υπόκειται στις διατάξεις που εφαρμόζονται στις εμπορικές επιχειρήσεις.

(26)  Βλέπε άρθρο «Fitch attribue la note préliminaire AAA au programme EMTN garanti de EU-10 MD de ERAP». Διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο της ERAP: www.erap.fr/pdf/CP_Fitch_Ratings_fr.pdf

(27)  Βλέπε ιδίως τις επιστολές των γαλλικών αρχών της 24ης Απριλίου 2006, της 6ης Δεκεμβρίου 2006, της 16ης Ιανουαρίου 2007, της 1ης Φεβρουαρίου 2007 και της 19ης Μαρτίου 2007.

(28)  Βλέπε μέρος ΙΙΙ της επιστολής των γαλλικών αρχών της 23ης Ιανουαρίου 2008.

(29)  Conseil d’Etat, 1er avril 1938, société de l’hôtel d’Albe, recueil du Conseil d’Etat σ. 341. Βλέπε αιτιολογική σκέψη 33 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(30)  Conseil d’Etat, 10 novembre 1999, société de gestion du port de Campoloro, recueil du Conseil d’Etat σ. 348; Conseil d’Etat, 18 novembre 2005, société de gestion du port de Campoloro, recueil du Conseil d’Etat σ. 515. Βλέπε αιτιολογική σκέψη 34 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(31)  JORF αριθ. 77 της 2ας Αυγούστου 2001, σ. 12480.

(32)  Βλέπε μέρος IIIB του υπομνήματος που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές στις 23 Ιανουαρίου 2008 και τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές στις 27 Οκτωβρίου 2009.

(33)  Βλέπε υπόμνημα των γαλλικών αρχών που κοινοποιήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2009.

(34)  La responsabilité des AAI dotées de la personnalité juridique: coup d’arrêt à l’idée de «garantie de l’Etat»· D. Labetoulle, RJEP/CJEG αριθ. 635 Οκτώβριος 2006.

(35)  Βλέπε μέρος IV της επιστολής των γαλλικών αρχών της 23ης Ιανουαρίου 2008.

(36)  Βλέπε παράγραφο 78 της επιστολής των γαλλικών αρχών της 23ης Ιανουαρίου 2008.

(37)  Le Préfet face à l’inexécution par une collectivité territoriale d’un jugement la condamnant pécuniairement· Ρ. Bon, RFDA – mars avril 2006, σ. 341. C. Landais et F. Lenica, Le pouvoir de substitution du préfet en cas d’inexécution de la chose jugée par les collectivités territoriales· AJDA, 23 Ιανουαρίου 2006, σ. 137.

(38)  Conseil d’Etat, 10 novembre 1999, société de gestion du port de Campoloro, recueil σ. 348.

(39)  Conseil d’Etat, 18 novembre 2005, société de gestion du port de Campoloro, recueil σ. 515.

(40)  Conseil d’Etat, 30 novembre 1923, recueil σ. 789.

(41)  Μέρη αυτού του κειμένου έχουν παραλειφθεί για να διασφαλιστεί η μη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών. Τα μέρη αυτά δηλώνονται με αποσιωπητικά μέσα σε αγκύλες και με δύο αστερίσκους.

(42)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ για τις κρατικές ενισχύσεις με μορφή εγγυήσεων (ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14).

(43)  Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η τήρηση των κριτηρίων αυτών είναι αρκετή για να αποκλεισθεί η ύπαρξη οποιουδήποτε πλεονεκτήματος, αλλά δεν είναι απαραίτητη. Ιδίως, θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί ότι η υποτιθέμενη ύπαρξη αμφιβολίας σχετικά με την εφαρμοστέα διαδικασία σε περίπτωση αφερεγγυότητας θα μπορούσε να συνεπάγεται καλύτερους όρους χρηματοδότησης.

(44)  Άρθρο L. 643-11 του εμπορικού κώδικα.

(45)  «- Category 1: equalization of ratings with those of the state owner. This first category includes those entities […], generally loss making or with poor financial profiles, and extremely unlikely to be privatized […] given the nature of their activity, as well as their home country’s economic, social and political environment. None of the postal companies currently rated by Standard & Poor’s falls into this category […].»

(46)  «- Category 2: notching down with respect to the state owner’s rating. […] La Poste and Poste Italiane currently fall within this category.»

(47)  «- Category 3: notching up from the postal entity’s stand-alone rating. […] The entity’s postal activities are still a key public service, but the clear aim of the entity is to achieve a high level of operational and financial independence, either through privatization or commercial autonomy (state ownership, but independent management) […]»

(48)  «Standard & Poor’s Ratings Services lowered its counterparty credit […] ratings on French issuer AGF […] to «A» from «A+» […], following a review of AGF’s parent, the Munich-based Allianz group (AA-/Negative/A-1+). […]The downgrade of AGF, the holding company, is not specific to any issues within the French franchise and generally reflects the Allianz group’s financial leverage and fixed-charge coverage, which are increasingly aggressive relative to the group’s ratings and are a result of the group’s weakened consolidated capital base and reduced earnings.»

(49)  «the ratings also take into account the unchallenged status of both it and its parent, Germany-based Volkswagen Financial Services AG (VWFS), as core and captive finance entities to VW» et «the ratings on VW Bank could moderately diverge (generally not more than one notch) from the ratings on VW or VWFS; currently only its outlook differs.»

(50)  «the ratings on Germany-based Volkswagen Financial Services AG (VWFS) are based on its unchallenged status as a core subsidiary of German automaker Volkswagen AG (VW, A-/Negative/A-2) and reflect its strategic importance for and close operational integration into its parent.»

(51)  «η αξιολόγηση μιας επιχείρησης που τυγχάνει της ισχυρής στήριξης του κράτους […] μπορεί να υποβαθμιστεί κατά δύο κατηγορίες, εφόσον οι χρηματοδοτικοί δεσμοί ανάμεσα στην εν λόγω επιχείρηση και το κράτος μπορούν να αλλάξουν μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα».

(52)  Παρομοίως, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η «ισχυρή στήριξη του κράτους» που αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 84 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας είναι άσχετη με το καθεστώς της επιχείρησης ή με οποιοδήποτε μηχανισμό εγγύησης, αλλά παραπέμπει σε αποφάσεις, όπως η σύσταση της La Banque Postale ή η μεταρρύθμιση του συστήματος χρηματοδότησης των συντάξεων, που έχουν στόχο να δοθούν στη La Poste τα μέσα να αναπτυχθεί επί ίσοις όροις με τους ανταγωνιστές της και «at arm’s length» (σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού) με το κράτος. Εντούτοις ορισμένα από τα μέτρα αυτά συνιστούν από μόνα τους κρατικές ενισχύσεις σημαντικού ύψους (βλέπε ιδίως την απόφαση της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 2007 σχετικά με τη μεταρρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης του καθεστώτος συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων που είναι αποσπασμένοι στη La Poste). Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποτελούν ενδείξεις του συμφέροντος του κράτους για την ανάπτυξη της La Poste σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.

(53)  «a change in the group’s ownership structure would lead Standard & Poor’s to shift to a bottom-up rating approach, focusing more on LP’s stand-alone business and financial profiles. This rating approach may not necessarily translate into rating changes given the expected improvement in LP’s stand-alone situation in the coming years.»

(54)  «The ratings could come under pressure if the group significantly underperforms its operational and financial trajectory at the dawn of full postal deregulation, or if an ownership changes occur sooner than we expect».

(55)  «The EC recently recommended that the French government end this guarantee by year-end 2008, which they believe provides LP with more favorable financing conditions than its competitors in a market in the process of being liberalized.»

(56)  «The ratings on La Poste were unaffected by this recommendation since we consider that a change in La Poste’s status would not necessarily reflect a decrease in the strong state support that underpins LP’s ratings and that has been reaffirmed by recent government decisions»

(57)  Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, το spread (πιστωτικό περιθώριο) στα «mid swap» ήταν 12 μονάδες βάσης για την έκδοση των ομολόγων διαρκείας 15 ετών (ή 33 μονάδες βάσης για τα OAT) και 4 μονάδες βάσης για την έκδοση των επταετών ομολόγων. Για λόγους σύγκρισης αναφέρουμε ότι οι γαλλικές αρχές δηλώνουν ότι η προηγούμενη έκδοση ομολόγων, που πραγματοποιήθηκε το 2004 αφορούσε 15ετές ομόλογο 580 εκατ. ευρώ και είχε ως αποτέλεσμα ένα spread 8 μονάδων βάσης επί «mid swap». Το mid swap είναι η μέση τιμή ανάμεσα στο προσφερόμενο επιτόκιο και στο επιτόκιο που προτείνουν οι τράπεζες για τις διατραπεζικές συναλλαγές τους, δηλαδή το σταθερό επιτόκιο που είναι έτοιμη να εφαρμόσει μια τράπεζα έναντι euribor 6 μηνών κατά κανόνα. Το επιτόκιο αυτό είναι το επιτόκιο αναφοράς της αγοράς ιδίως για τις εκδόσεις ομολόγων.

(58)  Διάταγμα αριθ. 81-501. Τη στιγμή που οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν την πρότασή τους, το διάταγμα εφαρμογής ήταν το διάταγμα αριθ. 81-501 της 12ης Μαΐου 1981 για την εφαρμογή του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980 σχετικά με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε διοικητικά θέματα και με την εκτέλεση των αποφάσεων από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και σχετικά με το «τμήμα της έκθεσης και των μελετών» του Συμβουλίου Επικρατείας.

(59)  Συμβούλιο Επικρατείας, 16 Νοεμβρίου 1998, υπόθεση Sille: «Εκτιμώντας, κατά πρώτον, ότι, όπως έκριναν τα πρωτοβάθμια δικαστήρια, αν και μπορεί να θεμελιωθεί η ευθύνη της δημόσιας εξουσίας, έστω και αντικειμενική, βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης των πολιτών έναντι των επιβαρύνσεων του δημοσίου, σε περίπτωση που ένα μέτρο το οποίο έχει ληφθεί νόμιμα έχει ως αποτέλεσμα να προκληθεί σε βάρος ενός φυσικού ή νομικού προσώπου σχετικά σοβαρή ειδική ζημία, αυτό δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο κ. Sille, με την ιδιότητα του επαγγελματία μεσίτη, δεν μπορούσε να αγνοεί τους αστάθμητους παράγοντες που βαρύνουν αναγκαστικά την υλοποίηση ενός στεγαστικού προγράμματος, όπως αυτό που είχε προβλεφθεί στην προκειμένη περίπτωση και για την υλοποίηση του οποίου έπρεπε κυρίως να τροποποιηθούν οι διατάξεις του σχεδίου χρήσεων γης και να ληφθεί η σύμφωνη γνώμη του δημοτικού συμβουλίου, και ο κ. Sille έπρεπε φυσιολογικά να προβλέψει ότι ήταν πιθανό, ενόψει της αρνητικής έκβασης της δημόσιας έρευνας και της εχθρότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε το σχέδιο, αυτό να εγκαταλειφθεί από την κοινότητα· ότι, εφόσον ανέλαβε αυτόν τον κίνδυνο με απόλυτη γνώση της κατάστασης, δεν θα μπορούσε εκ των υστέρων να υποστηρίξει ότι υπέστη ασυνήθη ζημία και ότι η κοινότητα πρέπει να υποστεί τις επαχθείς συνέπειες που είχε γι’ αυτόν η εγκατάλειψη του επενδυτικού σχεδίου».

(60)  Συμβούλιο Επικρατείας, 10 Ιουλίου 1996, υπόθεση Meunier: «Εκτιμώντας ότι από την απόφαση εγκατάστασης της εμπορικής επιχείρησης σε μια τέτοια τοποθεσία και από επιστολή του δημάρχου που αναφερόταν στον κίνδυνο αστάθειας του εδάφους προέκυπτε ότι ο ενδιαφερόμενος είχε αποδεχθεί, γνωρίζοντας την κατάσταση, τους κινδύνους αστάθειας στους οποίους ήταν εκτεθειμένη η επιχείρησή του, το Cour administrative d’appel διατύπωσε μια κυρίαρχη εκτίμηση. Με το να θεωρήσει ότι η ζημία που προέκυψε από μια κατάσταση στην οποία ο ενδιαφερόμενος είχε εις γνώση του εκτεθεί δεν του παρείχε δικαίωμα αποζημίωσης, δεν αψήφησε τους κανόνες που διέπουν την ευθύνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου».

(61)  Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε τις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(62)  ΕΕ C 155 της 20.6.2008, σ. 10.

(63)  Βλέπε τμήμα 3.1.1.A της παρούσας απόφασης.

(64)  Βλέπε υποσημείωση 29.

(65)  Βλέπε υποσημείωση 30.

(66)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 110 της απόφασης του Συνταγματικού Συμβουλίου αριθ. 2001-448 της 25ης Ιουλίου 2001: «Εκτιμώντας ότι, αν και το άρθρο 61 πρόβλεψε, βάσει του άρθρου 34 του Συντάγματος, την υποχρέωση να επιτρέπει ο νόμος του προϋπολογισμού, εντός προθεσμίας τριών ετών, κάθε εγγύηση που χορηγεί το κράτος για να εξασφαλιστεί η σαφήνεια όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές του υποχρεώσεις, η ποινή για μια ενδεχόμενη παράλειψη έγκρισης δεν θα ήταν η ακυρότητα των εν λόγω εγγυήσεων· ότι, πράγματι, μια τέτοια συνέπεια θα μπορούσε να πλήξει την αρχή της ίσης μεταχείρισης ενώπιον των επιβαρύνσεων του δημοσίου και, σε περίπτωση ιδιαίτερης βαρύτητας, του δικαιώματος ιδιοκτησίας· εξάλλου, από τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι στόχος του άρθρου 61 είναι να εξασφαλιστεί η ενημέρωση του Κοινοβουλίου για τις εγγυήσεις που παρέχει το κράτος και όχι να ακυρώσει τις εγγυήσεις που δεν εγκρίθηκαν εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών που είχαν δοθεί στο παρελθόν· ότι, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το άρθρο 61 δεν είναι αντίθετο με το Σύνταγμα».

(67)  Αιτιολογική σκέψη που αναφέρεται στην προηγούμενη υποσημείωση.

(68)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουνίου 2008, SIC/Επιτροπή, T-442/03, Συλλογή 2008 σ. II-1161, σκέψεις 124 έως 127. Βλέπε επίσης την ανακοίνωση για τις εγγυήσεις.

(69)  Βλέπε παραγράφους 62 έως 68 του υπομνήματος των γαλλικών αρχών της 23ης Ιανουαρίου 2008.

(70)  Βλέπε υποσημείωση 34.

(71)  Τμήμα 4.1.1.A β) 3 της παρούσας απόφασης.

(72)  Βλέπε υποσημείωση αριθ. 39 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Το υπόμνημα δεν έχει δημοσιευθεί, αλλά αναφέρθηκε στην έκθεση για το 1995.

(73)  Αυτό το μέρος του υπομνήματος δημοσιεύθηκε από τους συντάκτες της έκθεσης του 1995 (σ. 219).

(74)  Υπόμνημα των γαλλικών αρχών που διαβιβάστηκε στην Επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

(75)  Βλέπε σημείο 5 το παραρτήματος αυτού του υπομνήματος που αναφέρεται σε διάφορες πράξεις, όπως για παράδειγμα «η υπουργική επιστολή ή κάθε άλλη βάση».

(76)  Υπενθυμίζουμε ότι η τελική απόφαση για την ανεπάρκεια στοιχείων ενεργητικού χωρίς κύρωση στο τέλος μιας δικαστικής διαδικασίας εκκαθάρισης συνεπάγεται απαγόρευση να δώσει συνέχεια ο πιστωτής: η απαίτηση του θεωρείται έχει καταπέσει οριστικά.

(77)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 147 της παρούσας απόφασης.

(78)  Οι όροι των εφαρμοστέων κειμένων, ο νόμος της 16ης Ιουλίου 1980, το διάταγμα της 20ής Μαΐου 2008 που αντικαθιστά το διάταγμα της 12ης Μαΐου 1981 και την εγκύκλιο της 16ης Οκτωβρίου 1989 έχουν αναφερθεί στο τμήμα της παρούσας απόφασης σχετικά με την περιγραφή του μέτρου.

(79)  Βλέπε τμήμα 3.1.1 B α) 1 της παρούσας απόφασης, η οποία αναφέρεται στο τμήμα IV, A, 1, σ. 1 9-20 της επιστολής της 23ης Ιανουαρίου 2008 των γαλλικών αρχών.

(80)  Πράγματι, όπως επισημαίνει ο εμπειρογνώμονας της Επιτροπής, σε περίπτωση που οι πόροι του δημόσιου οργανισμού είναι ανεπαρκείς, οι δυνατότητες που επιτρέπουν στην εποπτεύουσα αρχή να επιληφθεί της κατάσταση είναι περιορισμένες. Οι απαραίτητοι πόροι μπορεί καταρχήν να προέρχονται από υφιστάμενους πόρους που έχουν διατεθεί σε άλλες δαπάνες και αποδεσμεύονται για να εξοφληθεί η οφειλή. Μπορεί στη συνέχεια να προέρχονται από την εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων ή από την αύξηση των τιμών, εάν προβλέπονται αυτές οι μέθοδοι. Ο δημόσιος οργανισμός μπορεί επίσης να συνάψει δάνειο. Εντούτοις, εάν δεν προβλέπονται αυτές οι δυνατότητες, απομένει μόνο η λύση της εισφοράς του κράτους μετόχου.

(81)  Σε περίπτωση που δεν υπάρχει απαίτηση συνέχειας δημόσιας υπηρεσίας.

(82)  Έκθεση του εμπειρογνώμονα, τμήμα I.2.A.2 σ. 18.

(83)  Άρθρο L 620-1 του εμπορικού κώδικα.

(84)  Το άρθρο L 640-1 του εμπορικού κώδικα ορίζει ότι «θεσπίζεται διαδικασία δικαστικής εκκαθάρισης για κάθε οφειλέτη που αναφέρεται στο άρθρο L 640-2 ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμής και η εξυγίανση του οποίου είναι προδήλως αδύνατη».

(85)  Τα περιουσιακά στοιχεία της La Poste υποβαθμίστηκαν με το νόμο της 11ης Δεκεμβρίου 2001, γνωστό ως νόμο MURCEF. Εντούτοις, ο νόμος αυτός ορίζει ότι «όταν οι όροι εκχώρησης ή εισφοράς ενός περιουσιακού στοιχείου υπονομεύουν τη σωστή τήρηση εκ μέρους της La Poste των υποχρεώσεών της που προκύπτουν από τις νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις ή τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της προγραμματικής της σύμβασης […], το κράτος αντιτίθεται στην εκχώρηση ή την εισφορά ή θέτει ως προϋπόθεση για την υλοποίησή τους το να μη θιγεί η ορθή ικανοποίηση αυτών των υποχρεώσεων».

(86)  Οι τιμές των υπηρεσιών που υπάγονται στον προστατευόμενο τομέα εγκρίνονται από την ARCEP, ρυθμιστικό αρχή των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Οι τιμές των υπηρεσιών που υπάγονται στον τομέα της καθολικής υπηρεσίας στηρίζονται από την ARCEP.

(87)  Βλέπε τμήμα 4.1.1.A.β)3 της παρούσας απόφασης.

(88)  Βλέπε παράγραφο 112 και 113 του υπομνήματς των γαλλικών αρχών της 23ης Ιανουαρίου 2008.

(89)  Βλέπε τμήμα 4.1.1.A.β)3 της παρούσας απόφασης

(90)  Σύμφωνα με την αρμόδια γαλλική ρυθμιστική αρχή (ARCEP), το πεδίο της ρύθμισης εκτείνεται στις δραστηριότητες ταχυδρομικών υπηρεσιών που περιλαμβάνουν την παραλαβή, τη διαλογή, την αποστολή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων στο πλαίσιο τακτικών υπηρεσιών. Από τις υπηρεσίες αυτές εξαιρούνται: η διανομή διαφημιστικών εντύπων χωρίς ονομαστικό παραλήπτη και οι ταχυμεταφορές.

(91)  Βλέπε στρατηγική παρουσίαση του ετήσιου σχεδίου επιδόσεων.

(92)  Για περισσότερες διευκρινίσεις για τη θέση των γαλλικών αρχών, βλέπε ιδίως τμήμα 3.1.1.B.α) 2 της παρούσας απόφασης.

(93)  Cour administrative d’appel, Lyon, 6 Ιουνίου 1996, Société fermière de Campoloro, αριθ. 95LY00935.

(94)  Βλέπε υποσημείωση 37.

(95)  Βλέπε υποσημείωση 37.

(96)  Βλέπε υποσημείωση 34.

(97)  Αριθ. 57516/00.

(98)  Série A αριθ. 37.

(99)  Βλέπε υπόμνημα που διαβιβάστηκε στις 27 Οκτωβρίου 2009.

(100)  Συμβούλιο Επικρατείας, 29 Δεκεμβρίου 2004, Sté d’aménagement des coteaux de Saint-Blaine, αριθ. 257804: η αποζημίωση των κοινωφελών υπηρεσιών είναι δυνατή όταν ο ιδιοκτήτης υφίσταται ειδική και υπέρμετρα μεγάλη επιβάρυνση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο γενικού συμφέροντος.

Cour administrative d’appel, Bordeaux, 14 Οκτ. 2003, M. και Mme Claude X., αριθ. 99BX01530: η διακοπή της κυκλοφορίας των οχημάτων σε κοινοτικές οδούς που υπέστησαν ζημία λόγω υποχώρησης του εδάφους μπορεί να προκαλέσει ασυνήθη και ειδική ζημία στον εγκλωβισμένο ιδιοκτήτη. Ο διοικητικός δικαστής θεωρεί ιδίως ότι η διάρκεια της ζημίας (η κυκλοφορία των οχημάτων διακόπηκε επί επτά μήνες για να εκτελεστούν τα έργα) προσδίδει σε αυτήν ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα που υπερβαίνει τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνονται υπό κανονικές συνθήκες οι δύο χρήστες της δημόσιας οδού και πρέπει κατά συνέπεια να αποζημιωθεί.

Tribunal administratif, Montpellier, 23 Ιουνίου 1999, M. Van der Velden, αριθ. 97-03716: το οριστικό κλείσιμο μιας κατασκήνωσης λόγω σοβαρού κινδύνου πλημμύρας προκάλεσε στον ιδιοκτήτη ασυνήθη και ειδική ζημία η οποία του παρέσχε το δικαίωμα αποζημίωσης, εφόσον το κλείσιμο της επιχείρησης προκάλεσε τη διακοπή της μοναδικής επαγγελματικής δραστηριότητας του ενδιαφερομένου και την πλήρη απώλεια της εμπορικής του επιχείρησης.

(101)  Η έννοια της εύλογης πλάνης η οποία θα μπορούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα συνδέεται με τη θεωρία του ευλογοφανούς. Σύμφωνα με το λεξικό νομικών όρων Cornu, η θεωρία του ευλογοφανούς είναι «η εικόνα που προκύπτει, σκόπιμα ή μη, από τη σύγκλιση εξωτερικών ενδείξεων με τις οποίες παρουσιάζεται συνήθως μια κατάσταση, μια λειτουργία (ιδιότητα εντολοδόχου, κληρονόμου, ιδιοκτήτη …) και οι οποίες δημιουργούν την πεποίθηση ότι το πρόσωπο φορέας αυτών των ενδείξεων βρίσκεται πράγματι σε αυτή την κατάσταση ή ασκεί αυτή τη λειτουργία». Η θεωρία του ευλογοφανούς είναι μια «νομολογιακή θεωρία βάσει της οποίας το φαινόμενο είναι αρκετό από μόνο του για να παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων οι οποίοι, λόγω εύλογης πλάνης, αγνόησαν την πραγματικότητα». Η θεωρία του ευλογοφανούς χρησιμοποιείται στη νομολογία και σε πολύ γνωστές αποφάσεις (CEDH, 7 Ιουνίου 2001, Kress). Χρησιμοποιείται στο ιδιωτικό δίκαιο, όταν πρέπει να παραχθούν έννομα αποτελέσματα για μια σύμβαση ο ένας εκ των συμβαλλομένων μερών της οποίας έχει εύλογα εμπιστευθεί μια επίφαση νομιμότητας. Μπορούμε επίσης να αναφέρουμε το παράδειγμα της φαινομένης κατοικίας ή, στο δημόσιο δίκαιο, των ντε φάκτο υπαλλήλων οι αποφάσεις των οποίων μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες. Παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι διευκολύνει την απόδειξη της ύπαρξης ενός νομικού γνωρίσματος ή ενός αποτελέσματος, όταν η ύπαρξή του δεν επιβεβαιώνεται ρητά και άμεσα από κανένα νομοθετικό κείμενο.

(102)  Διάκριση που πραγματοποιήθηκε με βάση τις εξελίξεις της εργασίας του S. Carpi-Petit, Les successions en droit administratif, PUR, 2006.

(103)  Αυτό προκύπτει από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2002 (Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 23ης Ιουλίου 2002) η οποία καθορίζει τους τρόπους εκκαθάρισης του θεματικού πανεπιστημίου Agen, το άρθρο 1 της οποίας ορίζει ότι ο εκκαθαριστής οφείλει να «προτείνει στον αρμόδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση υπουργό την κατανομή μεταξύ των πανεπιστημίων Bordeaux I και Bordeaux IV των περιουσιακών στοιχείων, απαιτήσεων, οφειλών και του υπολοίπου του λογαριασμού εκκαθάρισης που θα απομείνουν μετά το πέρας της περιόδου εκκαθάρισης».

(104)  

Διάταγμα αριθ. 53-404 της 11ης Μαΐου 1953 σχετικά με την εκκαθάριση του ταμείου αποζημιώσεων για την αποκέντρωση της αεροναυτικής βιομηχανίας, Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 12ης Μαΐου1953, άρθρο 3: «σύμφωνα με το άρθρο 7 του προαναφερθέντος διατάγματος της 24ης Μαΐου 1938, οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός που ανήκουν στο ταμείο καθώς και τα ποσά που θα μείνουν διαθέσιμα μετά την εκκαθάριση του παθητικού θα περιέλθουν στην ιδιοκτησία του κράτους» (στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι το υπόλοιπο είναι θετικό).

Διάταγμα αριθ. 75-926 της 6ης Οκτωβρίου 1975 σχετικά με την κατάργηση του γραφείου ανταλλαγής καταλυμάτων, άρθρο 2: "οι πράξεις πληρωμής των οφειλών από είσπραξη απαιτήσεων και εκκαθάρισης περιουσιακών στοιχείων του γραφείου ανταλλαγής καταλυμάτων καθώς και, σε περίπτωση αποτυχίας, οι δικαστικές αγωγές αξίωσης και αντίκρουσης αποτελούν αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Οι εγγραφές θα καταχωρούνται σε ειδικό λογαριασμό του δημόσιου ταμείου 904.14 με τίτλο «Εκκαθάριση δημόσιων οργανισμών, οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή επαγγελματικών οργανισμών και διάφορες εκκαθαρίσεις».

Διάταγμα αριθ. 81-1009 της 12ης Νοεμβρίου 1981 σχετικά με την κατάργηση του Institut Auguste Comte pour l’étude des sciences et de l’action: το ενδεχόμενο πλεόνασμα της εκκαθάρισης καταβάλλεται στο κράτος.

Διάταγμα αριθ. 83-1185 της 27ης Δεκεμβρίου 1983 για τη διάλυση του δημόσιου οργανισμού χωροταξίας της νέας πόλης Lille-Est: «το ενεργητικό και το παθητικό του δημόσιου οργανισμού χωροταξίας της νέας πόλης Lille-Est μεταβιβάζονται αυτή την ημερομηνία στην Communauté urbaine de Lille με τους όρους που καθορίζει η προαναφερθείσα σύμβαση της 5ης Δεκεμβρίου 1983, με εξαίρεση τα περιουσιακά στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα του παρόντος διατάγματος, τα οποία μεταβιβάζονται στο ίδρυμα ερευνών για τις μεταφορές».

Διάταγμα αριθ. 83-1263 της 30ής Δεκεμβρίου 1983 σχετικά με τη λύση και εκκαθάριση της εθνικής υπηρεσίας ελέγχου των αδειών οδήγησης: οι πράξεις καταγράφονται στον ειδικό λογαριασμό του δημόσιου ταμείου «Εκκαθάριση δημόσιων οργανισμών».

Διάταγμα αριθ. 87-590 της 30ής Ιουνίου 1987 για τον καθορισμό των όρων εκκαθάρισης του παγκόσμιου κέντρου πληροφορικής και ανθρώπινων πόρων, άρθρο 1: «από 1ης Ιουλίου 1987, ημερομηνία εκκαθάρισης του παγκόσμιου κέντρου πληροφορικής και ανθρώπινων πόρων (CMIRH), η κινητή περιουσία καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος μεταβιβάζονται στο κράτος».

Διάταγμα της 17ης Νοεμβρίου 1987 σχετικά με την εκκαθάριση του κέντρου μελετών των προηγμένων συστημάτων και τεχνολογιών (JORF της 18ης Νοεμβρίου 1987) και Διάταγμα αριθ. 87-1167 της 31ης Δεκεμβρίου 1987 περί καθορισμού των όρων εκκαθάρισης, άρθρο 1: «τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του κέντρου μελετών των προηγμένων συστημάτων και τεχνολογιών (CESTA) μεταβιβάζονται στο κράτος από την 1η Ιανουαρίου 1988, ημερομηνία λύσης και εκκαθάρισης αυτού του οργανισμού».

Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1988 περί καθορισμού των όρων ολοκλήρωσης της εκκαθάρισης της Agence de l’informatique (JORF της 23ης Δεκεμβρίου 1988): οι πράξεις εκκαθάρισης διασφαλίζονται από το Υπουργείο Βιομηχανίας και Χωροταξίας.

Διάταγμα αριθ. 93-775 της 26ης Μαρτίου 1993 σχετικά με την κατάργηση του δημόσιου οργανισμού με την επωνυμία «Musée de la Poste» (JORF της 30ής Μαρτίου 1993): μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη La Poste.

Διάταγμα της 26ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τη λύση και εκκαθάριση του δημόσιου οργανισμού Caisse française des matières premières (JORF της 29ης Δεκεμβρίου 2006): «τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού του οργανισμού μεταβιβάζονται στο κράτος».

Διάταγμα αριθ. 97-882 της 26ης Σεπτεμβρίου 1997 σχετικά με την εκκαθάριση του δημόσιου οργανισμού Κέντρο διεθνών διασκέψεων του Παρισιού: το υπόλοιπο της εκκαθάρισης καταβάλλεται στο κράτος.

Διάταγμα αριθ. 99-1151 της 29ης Δεκεμβρίου 1999 σχετικά με τη λύση και εκκαθάριση του δημόσιου οργανισμού Musée national de la Légion d’honneur, άρθρο 2: «οι αποστολές καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού του δημόσιου οργανισμού μεταβιβάζονται από την ίδια ημερομηνία στην ordre national de la légion d’honneur».

Διάταγμα αριθ. 2000-1126 της 22ας Νοεμβρίου 2000 σχετικά με τη μεταβίβαση του υπολοίπου της εκκαθάρισης του δημόσιου οργανισμού χωροταξίας της νέας πόλης του Vaudreuil: το υπόλοιπο μεταβιβάζεται στον προϋπολογισμό του κράτους και το άρθρο 2 ορίζει ότι «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται από τη δραστηριότητα του οργανισμού ή κατά την περίοδο της εκκαθάρισης και δεν είναι γνωστά στο τέλος της περιόδου εκκαθάρισης μεταβιβάζονται στο κράτος».

Διάταγμα αριθ. 2001-1383 της 31ης Δεκεμβρίου 2001 σχετικά με τη λύση και εκκαθάριση του δημόσιου οργανισμού που είναι αρμόδιος για τη διευθέτηση των οχθών του Etang de Berre: το άρθρο 6 προβλέπει ότι θα οριστεί με διάταγμα η μεταβίβαση στο κράτος των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που υφίστανται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού εκκαθάρισης καθώς και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιουργούνται από τη δραστηριότητα ή κατά τη διάρκεια της περιόδου εκκαθάρισης και δεν είναι γνωστά στο τέλος αυτής της περιόδου. Το διάταγμα αριθ. 2004-234 της 17ης Μαρτίου 2004 σχετικά με διάφορες διατάξεις για την εκκαθάριση του δημόσιου οργανισμού χωροταξίας των οχθών του Etang de Berre μεταβιβάζει στο κράτος τις «διαφορές που δημιουργήθηκαν κατά τη δραστηριότητα».

Διάταγμα της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με τη λύση και εκκαθάριση του μεικτού συνδικάτου για την ανάπτυξη της βιομηχανικής και λιμενικής ζώνης Eure-Calvados (JORF της 6ης Μαΐου 2004) άρθρο 4: «οι υφιστάμενες επιβαρύνσεις κατά την ημερομηνία της εκκαθάρισης του μεικτού συνδικάτου κατανέμονται μεταξύ των μελών του, σύμφωνα με το καταστατικό του».

(105)  Les successions en droit administratif, S. Carpi-Petit, PUR, 2006.

(106)  

Απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2004 σχετικά με τη διάλυση των Houillères de bassin du centre et du Midi (JORF της 28ης Φεβρουαρίου 2004): μεταβίβαση των δραστηριοτήτων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στην Charbonnage de France.

Διάταξη αριθ. 59-80 της 7ης Ιανουαρίου 1959 σχετικά με την αναδιοργάνωση των δημοσιονομικών μονοπωλίων για τα καπνά και τα σπίρτα: δημιουργία του δημόσιου οργανισμού SEITA με προϋπολογισμό.

Διάταγμα αριθ. 65-116 της 17ης Δεκεμβίου 1965 σχετικά με την ένωση της Régie autonome des pétroles et du Bureau de recherches du pétrole: «το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Régie autonome des pétroles et du Bureau de recherches de pétrole μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στην επιχείρηση πετρελαϊκών ερευνών και δραστηριοτήτων».

Διάταγμα αριθ. 67-796 σχετικά με τον όμιλο Mines domaniales de potasse d’Alsace και τον Office national industriel de l’Azote, άρθρο 2: «το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των δημόσιων ορυχείων καλίου της Αλσατίας και του Εθνικού Οργανισμού της Βιομηχανίας Αζώτου μεταβιβάζεται αυτομάτως στην Entreprise minière et chimique».

Διάταγμα αριθ. 68-369 της 16ης Απριλίου 1968 σχετικά με τη συγχώνευση των Houillères de bassin du centre et du midi: «το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ανθρακωρυχείων καταργούνται και μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στα Houillères de bassin du centre et du midi».

Διάταγμα αριθ. 69-69 της 24ης Ιανουαρίου 1969 σχετικά με τη μεταβίβαση της ORTF «από την 1η Ιανουαρίου 1969, τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του office de coopération radiophonique μεταβιβάζονται στην ORTF».

Διάταγμα αριθ. 93-1176 της 13ης Οκτωβρίου 1993 σχετικά με τη διάλυση του δημόσιου οργανισμού της Opéra de Bastille, άρθρο 2: «τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του δημόσιου οργανισμού της Opéra de la Bastille μεταβιβάζονται στο Etablissement public du parc de La Villette».

Διάταγμα αριθ. 2000-1294 της 26ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με τη διάλυση του δημόσιου οργανισμού χωροταξίας της νέας πόλης του Evry και τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στην Agence foncière et technique de la région parisienne, άρθρο 2: «τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού του Etablissement public chargé de l’aménagement de la ville nouvelle d’Evry μεταβιβάζονται αυτή την ημερομηνία στην agence foncière et technique de la région parisienne» … «αναλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνδέονται με την ασκούμενη από τον δημόσιο οργανισμό δραστηριότητα».

Διάταγμα αριθ. 2004-103 της 30ής Ιανουαρίου 2004 σχετικά με την Ubifrance, γαλλικό οργανισμό για τη διεθνή ανάπτυξη των επιχειρήσεων: «μεταβίβαση στην UbiIFrance […] των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, ακίνητων και κινητών περιουσιακών στοιχείων του Centre français du commerce extérieur».

Νόμος αριθ. 2004-105 της 3ης Φεβρουαρίου 2004 σχετικά με τη δημιουργία του Εθνικού Οργανισμού Εγγυήσεων των Δικαιωμάτων των Ανθρακωρύχων, άρθρο 6: «Με την επιφύλαξη της διάλυσης, με απόφαση της γενικής της συνέλευσης, της ένωσης με την επωνυμία «Association nationale de gestion des retraités des Charbonnages de France et des Houillères de bassin ainsi que de leurs ayants droit», τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και ποχρεώσεις αυτής της ένωσης μεταβιβάζονται στην Agence nationale pour la garantie des droits des mineurs».

Διάταγ αρθ. 2004-186 της 26ης Φεβρουαρίου 2004 σχετικά με τη δημιουργία του πανεπιστημίου επιστημών και με την απόφαση Paris-Dauphine «τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του πανεπιστημίου Paris IX μεταβιβάζονται στο πανεπιστήμιο Paris-Dauphine».

(107)  

Νόμος αριθ. 80-495 της 2ας Ιουλίου 1980 σχετικά με την τροποποίηση του καθεστώτος του οργανισμού βιομηχανικής εκμετάλλευσης των προϊόντων καπνού και σπίρτων: άρθρο 2 «η περιουσία της επιχείρησης βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα με την επωνυμία «service d’exploitation industriel des tabacs et allumettes» μεταβιβάζεται στη συσταθείσα με τον παρόντα νόμο εταιρεία, με τους όρους που έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή».

Βλέπε επίσης το διάταγμα αριθ. 80-1025 της 19ης Δεκεμβρίου 1980 σχετικά με τις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Caisse nationale des marchés de l’Etat, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των δημόσιων οργανισμών στην εταιρεία με την επωνυμία CEPME.

Νόμος αριθ. 88-50 της 18ης Ιανουαρίου 1988 σχετικά με τη δημιουργία του ταμείου αλληλοβοήθειας Caisse nationale de crédit agricole, άρθρο 1: «Η περιουσία της caisse nationale de crédit agricole και του fonds commun de garantie μεταβιβάζονται στην προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο εταιρεία, κάτοχο του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της caisse nationale και του fonds commun de garantie, με τις εγγυήσεις και διασφαλίσεις τους».

Διάταγμα της 19ης Απριλίου 1989 που επιτρέπει στο Centre d’études des systèmes d’information des administrations να μεταβιβάσει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του στην ανώνυμη εταιρεία Cesia και για τη διάλυση αυτού του οργανισμού.

Νόμος αριθ. 92-665 της 16ης Ιουλίου 1992 σχετικά με την προσαρμογή στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά της νομοθεσίας στον τομέα ασφαλειών και πιστώσεων: μεταβίβαση σε ανώνυμη εταιρεία του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της EPIC Caisse nationale de prévoyance.

Διάταγμα αριθ. 2001-1213 της 19ης Δεκεμβρίου 2001 που παρέχει άδεια στο δημόσιο οργανισμό «Agence pour la diffusion de l’information technologique» να μεταβιβάσει τα περιουσιακά στοιχεία του σε ανώνυμη εταιρεία με την ίδια επωνυμία, σχετικά με τη διάλυση αυτού του δημόσιου οργανισμού και την άδεια μεταβίβασης αυτής της εταιρείας στον ιδιωτικό τομέα.

(108)  Ενδεικτικά αναφέρουμε το παράδειγμα της κατάργησης της Caisse nationale des marchés de l’Etat, des collectivités et établissements publics: το διάταγμα αριθ. 80-1025 της 19ης Δεκεμβρίου 1980 ορίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις, του δημόσιου οργανισμού μεταβιβάζονται σε μια ανώνυμη εταιρεία (CEPME) και ο δημόσιος οργανισμός λαμβάνει μετοχές σε αντάλλαγμα Επίσης, με το διάταγμα αριθ. 80-1076 της 23ης Δεκεμβρίου 1980, καταργείται ο δημόσιος οργανισμός και η περιουσία του μεταβιβάζεται στο κράτος. Ο ίδιος μηχανισμός εφαρμόζεται για την κατάργηση του Agence pour la diffusion de l’information technologique (D αριθ. 2001-1213 της 19ης Δεκεμβρίου 2001).

(109)  «Etablissements publics», J-cl. admi. fasc. 135, 2007.

(110)  Παραδείγματος χάρη, νόμος αριθ. 80-495 της 2ας Ιουλίου 1980 σχετικά με τη μετατροπή της υπηρεσίας εκμετάλλευσης προϊόντων καπνού και των σπίρτων σε δημόσια επιχείρηση· νόμος αριθ. 96-660 της 26ης Ιουλίου 1996 σχετικά με την εθνική επιχείρηση France Télécom, άρθρο 1: «Το αναφερόμενο στο άρθρο 1 νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου France Télécom μετατρέπεται από τις 31 Δεκεμβρίου 1996 σε δημόσια επιχείρηση με την ονομασία France Télécom, όπου το κράτος θα κατέχει άμεσα ποσοστό άνω του 50 % του εταιρικού κεφαλαίου»· «Τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου France Télécom μεταβιβάζονται αυτομάτως, στις 31 Δεκεμβρίου 1996, στη δημόσια επιχείρηση France Télécom». Η διαδικασία αυτή είναι η μόνη δυνατή, διότι πρόκειται για κρατική υπηρεσία που διαθέτει προσαρτημένο προϋπολογισμό η οποία «μετατρέπεται» σε εταιρεία ιδιωτικού δικαίου. Ο νόμος αριθ. 93-1419 της 31ης Δεκεμβρίου 1993 σχετικά με την Imprimerie nationale, άρθρο 1: "Το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κράτους που αποδίδονται στις αποστολές των υπηρεσιών οι οποίες υπάγονται στον προσαρτημένο προϋπολογισμό της Imprimerie nationale μεταβιβάζονται σε μια δημόσια επιχείρηση με την επωνυμία «Imprimerie nationale»· πιο πρόσφατα, άρθρο 78 του διορθωτικού νόμου για τον προϋπολογισμό του 2001, αριθ. 2001-1276 της 28ης Δεκεμβρίου 2001, που μετατρέπει την υπηρεσία εθνικής αρμοδιότητας DCN σε ανώνυμη εταιρεία και της μεταβιβάζει τα δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις του κράτους που συνδέονται με αυτή την υπηρεσία.

(111)  Το ίδιο συνέβη για την ADP με το νόμο αριθ. 2005-357 της 20ής Απριλίου 2005, σχετικά με τους αερολιμένες, άρθρο 1: «Η δημόσια επιχείρηση Aéroports de Paris μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία. Η μετατροπή αυτή δεν συνεπάγεται ούτε σύσταση νέου νομικού προσώπου, ούτε επηρεάζει το νομικό καθεστώς στο οποίο υπόκεινται τα πρόσωπα».

(112)  Vocabulaire juridique, Gérard Cornu, PUF.

(113)  Βλέπε Les successions en droit administratif, S. Carpi-Petit, PUR, 2006, σ. 207.

(114)  Βλέπε υποσημείωση 61.

(115)  Απόφαση του Πρωτοδικείου, EPAC/Commission, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-204/97 και T-270/97, Συλλογή 2000, σ. II-2267, σκέψεις 80 και 81.

(116)  Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας είναι υποχρεωτική για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων στις κεφαλαιαγορές· εξάλλου, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως σημείο αναφοράς για τα τραπεζικά δάνεια. Βλέπε σχετικά την υποσημείωση αριθ. 46 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(117)  Πρόκειται για τις Standard & Poor’s και Fitch, δύο από τους σημαντικότερους οργανισμούς αξιολόγησης σε παγκόσμιο επίπεδο.

(118)  Απόσπασμα από το «International Postal Entities: Influence of government support on ratings» Standard and Poor’s, 22 novembre 2004: «La Poste’s legal status, which ensures a last-recourse sovereign guarantee, confers the ultimate statutory guarantee of the Republic of France on its obligations».

(119)  Απόσπασμα από το «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «In 1991, LP — previously part of the government bureaucracy- became an independent publicly owned entity with EP status, which ensures LP an ultimate state guarantee on its obligations, but not a timely and explicit guarantee as reflected by the rating differentiation between LP and the Republic of France.»

(120)  Βλέπε σημείο 1.2, δεύτερη και τέταρτη περίπτωση της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις.

(121)  Βλέπε άρθρο «Fitch confirme la note «AA» attribuée à La Poste», Fitch Ratings, Paris/Londres, της 4ης Σεπτεμβρίου 2009.

(122)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 2 της παρούσας απόφασης.

(123)  Απόσπασμα από το «International Postal Entities: Influence of government support on ratings». Standard and Poor’s, 22 Νοεμβρίου 2004: «Category 2: notching down with respect to the state owner’s ratings. The second category includes those entities that, while autonomous in their operations, are largely public-policy-based institutions, still in receipt of substantial direct or indirect financial backing from the State. There is, however, a high level of uncertainty surrounding the level and/or timeliness of this state support. A top-down approach that assumes notching down from the sovereign rating by up to two categories (six notches) applies to such postal entities. La Poste and Poste Italiane currently fall within this category.»

(124)  Απόσπασμα από το «International Postal Entities: Influence of government support on ratings». Standard and Poor’s. 22 Νοεμβρίου 2004: «Unlike the credit quality of companies that operate in a commercial manner at arm’s length from the government, like SingPost, Deutsche Post or TPG, a major factor underpinning La Poste’s robust credit quality is its extremely strong State support. La Poste’s legal status confers the ultimate statutory guarantee of the Republic of France (AAAA/Stable/A-1+) on its obligations».

(125)  Η τελευταία υποβάθμιση της αξιολόγησης της La Poste συνέβη στις 21 Ιανουαρίου 2009, λίγο μετά την εξαγγελία του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας για τη μετατροπή της La Poste σε ανώνυμη εταιρεία: η βαθμολογία της La Poste υποβαθμίστηκε σε Α+, γεγονός που επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά, εφόσον τα λοιπά στοιχεία παραμένουν αμετάβλητα, ότι το καθεστώς δημόσιας επιχείρησης της La Poste είχε πράγματι σημαντική επίδραση στην αξιολόγησή της.

(126)  Απόσπασμα από το «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «S & P continues to follow a top-down rating methodology for La Poste – which allows for a governement supported entity to be rated by up to two categories below the sovereign- as we expect the French state to remain La Poste’s 100 % shareholder in the medium term. The ratings nevertheless already factor in the long-term likelihood of a change in the group’s capital structure, which would require a change in its current «établissement public» legal status and result in the loss of the state’s ultimate guarantee on LP’s financial obligations, the elimination of which was recently recommended by the European Commission».

(127)  Απόσπασμα από το «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «The EC recently recommended that the French government end this guarantee by year-end 2008, which they believe provides La Poste with more favorable financing conditions than its competitors in a market in the process of being liberalized. The ratings on La Poste were unaffected by this recommendation since we consider that a change in La Poste’s status would not necessarily reflect a decrease in the strong state support that underpins La Poste’s ratings and that has been reaffirmed by recent government decisions».

(128)  Απόσπασμα από το «ADP news» της 21ης Ιανουαρίου 2009: «S & P lowers ratings on La Poste with negative outlook» … «The announced legal status and ownership change will give the company a greater autonomy from the government, which is why its rating has a four-notch differential with the rating on the Republic of France, rated AAA/A-1 + with a «stable» outlook. S & P’s «negative» outlook reflects concerns that the changes in the company’s legal status and ownership, likely to take place in the next two years as part of a capital hike, could pressure the ratings. These initiatives could limit the government’s ability to provide the postal operator with exceptional support without improving its standalone profile in the short term, as the capital hike should not decrease La Poste’s debt relative to its cash generation».

(129)  Βλέπε παράγραφο 197 των παρατηρήσεων που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές στις 23 Ιανουαρίου 2008.

(130)  «Rating Government-Related Entities: A Primer». Standard and Poor’s. 14 Ιουνίου 2006.

(131)  Βλέπε επίσης «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «The entities’ credit standing is linked to that of the government, but ratings can be notched down from those on the State by up to two categories as the financial links between these companies and the state may be increasingly subject to change in the medium or long term» […] (Η πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων συνδέεται με αυτήν της κυβέρνησης, αλλά οι αξιολογήσεις μπορούν να υποβαθμιστούν κατά δύο κατηγορίες, εφόσον οι χρηματοοικονομικοί δεσμοί μεταξύ της εν λόγω επιχείρησης και του κράτους μπορεί να μεταβληθούν μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα).

(132)  Απόσπασμα από το «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «In 1991, La Poste became an independent publicly owned entity with Etablissement Public status, which ensures La Poste an ultimate State guarantee on its obligations, but not a timely and explicit guarantee as reflected by the rating differentiation between La Poste and the Republic of France».

(133)  Απόσπασμα από το «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «The EC recently recommended that the French government end this guarantee by year-end 2008, which they believe provides La Poste with more favorable financing conditions than its competitors in a market in the process of being liberalized. The ratings on La Poste were unaffected by this recommendation since we consider that a change in La Poste’s status would not necessarily reflect a decrease in the strong state support that underpins La Poste’s ratings and that has been reaffirmed by recent government decisions».

(134)  Απόσπασμα από το «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «A change in the group’s ownership structure would lead Standard and Poor’s to shift to a bottom-up rating approach, focusing more on La Poste’s stand-alone business and financial profiles. This rating approach may not necessarily translate into rating changes given the expected improvement in La Poste’s stand-alone situation in the coming years» (Μια μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του ομίλου θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβάλει η Standard and Poor’s τη μέθοδο αξιολόγησής της σε bottom up δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στα ίδια εμπορικά και χρηματοοικονομικά στοιχεία της La Poste. Αυτή η μέθοδος αξιολόγησης δεν μεταφράζεται αναγκαστικά σε μεταβολή της αξιολόγησης, δεδομένης της αναμενόμενης βελτίωσης της εσωτερικής κατάστασης της La Poste τα επόμενα έτη).

(135)  Απόσπασμα από το «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «The ratings on La Poste could be downgraded, however, if state backing for the company were to weaken» (οι αξιολογήσεις της La Poste θα μπορούσαν, ωστόσο, να υποβαθμιστούν, εάν εξασθενήσει η στήριξη που παρέχει το κράτος σε αυτή την επιχείρηση).

(136)  Βλέπε τμήμα 3.2.1.D της παρούσας απόφασης και μέρος V.4 των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές στις 23 Ιανουαρίου 2008.

(137)  Μέρος V 4 α) των παρατηρήσεων που κοινοποίησε η Γαλλία στις 3 Ιανουαρίου 2008.

(138)  Βλέπε παράγραφο 186 των παρατηρήσεων που υπέβαλε η Γαλλία στις 23 Ιανουαρίου 2003.

(139)  Βλέπε πίνακα 1 του «Ratings direct» για την La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007.

(140)  Απόσπασμα από «International Postal Entities: Influence of government support on ratings», Standard and Poor’s, 22 Νοεμβρίου 2004: «Unlike the credit quality of companies that operate in a commercial manner at arm’s length from the government, like SingPost, Deutsche Post or TPG, a major factor underpinning La Poste’s robust credit quality is its extremely strong State support. La Poste’s legal status confers the ultimate statutory guarantee of the Republic of France (AAAA/Stable/A-1+) on its obligations».

(141)  Βλέπε παράγραφο 196 των παρατηρήσεων που υπέβαλε η Γαλλία στις 23 Ιανουαρίου 2008.

(142)  Βλέπε παραγράφους 198-200 των παρατηρήσεων που υπέβαλε η Γαλλία στις 23 Ιανουαρίου 2008.

(143)  «International Postal Entities: Influence of government support on ratings», Standard and Poor’s, 22 Νοεμβρίου 2004.

(144)  Απόσπασμα από το «Ratings direct» για τη La Poste, S & P, 3 Απριλίου 2007: «The ratings nevertheless already factor in the long-term likelihood of a change in the group’s capital structure, which would require a change in its current «établissement public» legal status and result in the loss of the state’s ultimate guarantee on LP’s financial obligations, the elimination of which was recently recommended by the European Commission». Εξάλλου, στις εντοπισθείσες αδυναμίες της La Poste αναφέρονται: «Likely capital structure change at company or bank level in the long term».

(145)  Το mid swap είναι η μέση τιμή ανάμεσα στο προσφερόμενο επιτόκιο και το επιτόκιο που προτείνουν οι τράπεζες σε μια δεδομένη στιγμή για τις διατραπεζικές συναλλαγές, δηλαδή το σταθερό επιτόκιο που είναι πρόθυμη να ανταλλάξει μια τράπεζα με επιτόκιο euribor 6 μηνών κατά κανόνα. Το επιτόκιο αυτό αποτελεί το επιτόκιο αναφοράς της αγοράς κυρίως για τις εκδόσεις ομολόγων.

(146)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, «Boussac», Γαλλία/Επιτροπή, C-301/87, Συλλογή σ. I-307, σκέψη 33.

(147)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 2009, TF1/Επιτροπή, T354/05, Συλλογή σ. II-113, σκέψεις 166 και 167.

(148)  Συγκεκριμένα, στην απόφαση EDF (αιτιολογική σκέψη 57 της απόφασης της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου — 2005/145/ΕΚ (ΕΕ L 49 της 22.2.2005, σ. 9), η Επιτροπή θεωρεί ότι «ο αποκλεισμός της EDF από κάθε διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης ή κκαθάρισης, και ως εκ τούτου από την κήρυξη σε πτώχευση, ισοδυναμεί με γενική εγγύηση που αφορά το σύνολο των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Μια τέτοια εγγύηση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καμίας αμοιβής βάσει των κανόνων της αγοράς. Η εγγύηση αυτή, η οποία είναι απεριόριστη όσον αφορά την κάλυψη, τη διάρκεια και το ύψος της, συνιστά κρατική ενίσχυση».

(149)  Βλέπε την ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις, σημείο 2.1, τρίτο εδάφιο.

(150)  ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14.

(151)  Βλέπε παραδείγματος χάρη την απόφαση 2005/145/ΕΚ.

(152)  Βλέπε ιδίως το σημείο 1.5 της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις που επιβεβαιώνει την αρχή της ουδετερότητας, καθώ και το σημείο 1.2 που εξηγεί ότι μα κρατική ενίσχυση μπορεί να απορρέει από το απλό γεγονός της νομικής μορφής (δεύτερη και τέταρτη περίπτωση αυτού του σημείου).

(153)  Υπόθεση E 10/2000, «Anstaltslast und Gewährträgerhaftung», αιτιολογική σκέψη 5 της πρότασης αναγκαίων μέτρων της 8.5.2001. Είναι διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής: http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/comp-2000/e010-00-1.pdf

(154)  Βλέπε απόφαση 2005/145/ΕΚ.


19.10.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/54


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Φεβρουαρίου 2010

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 9/09 (πρώην NN 49/08, NN 50/08 και NN 45/08) που χορήγησαν το Βασίλειο του Βελγίου, η Γαλλική Δημοκρατία και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υπέρ της Dexia SA

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 1180]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2010/606/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   ΕΚΤΑΚΤΑ ΜΕΤΡΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ DEXIA

(1)

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου (εφεξής «τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη») ανακοίνωσαν δημόσια την πραγματοποίηση της αύξησης κεφαλαίου, όπως περιγράφεται στο τμήμα 3.1 της παρούσας απόφασης (εφεξής «αύξηση κεφαλαίου»). Στις 9 Οκτωβρίου 2008, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ανακοίνωσαν την παροχή εγγύησης, όπως περιγράφεται στην ενότητα 3.2 (εφεξής «εγγύηση»).

(2)

Με ανακοινώσεις της 1ης και της 2ας Οκτωβρίου 2008 προς την Επιτροπή που πρωτοκολλήθηκαν την ίδια μέρα, οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημέρωσαν την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αύξησης κεφαλαίου. Στη συνέχεια, η Επιτροπή έλαβε επιστολές στις οποίες αιτιολογήθηκε ο επείγων χαρακτήρας των μέτρων που έλαβαν τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στο πλαίσιο της διαδικασίας αύξησης κεφαλαίου:

επιστολή από την Εθνική Τράπεζα του Βελγίου (εφεξής «BNB»), η οποία ελήφθη την 1η Οκτωβρίου 2008,

επιστολή από την Τράπεζα της Γαλλίας, η οποία ελήφθη την 2α Οκτωβρίου 2008,

επιστολή από την Επιτροπή Εποπτείας Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών του Λουξεμβούργου (εφεξής «CSSF»), η οποία ελήφθη την 10η Οκτωβρίου 2008.

(3)

Με ανακοινώσεις στις 9, 13 και 17 Οκτωβρίου 2008, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ενημέρωσαν την Επιτροπή για την παροχή της εγγύησης.

(4)

Με ανακοινώσεις στις 2, 13 και 14 Οκτωβρίου 2008, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να παρουσιάσουν στην Επιτροπή, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την 3η Οκτωβρίου 2008, σχέδιο αναδιάρθρωσης της Dexia, λαμβανομένων υπόψη των μέτρων που ελήφθησαν την 3η και 9η Οκτωβρίου 2008.

(5)

Με δύο επιστολές, στις 8 και 13 Οκτωβρίου, και για λόγους διαφάνειας, η BNB ενημέρωσε την Επιτροπή για την πράξη ενίσχυσης ρευστότητας (ή «Liquidity Assistance» εφεξής «πράξη ενίσχυσης ρευστότητας (LA)») που εφήρμοσε η BNB σε συνεργασία με την Τράπεζα της Γαλλίας, λόγω των προσωρινών προβλημάτων ρευστότητας της Dexia. Η Επιτροπή τηρήθηκε ενήμερη για τα εκταμιευθέντα ποσά στο πλαίσιο αυτής της πράξης.

(6)

Στις 14 Νοεμβρίου 2008, το Βέλγιο και η Γαλλία ανακοίνωσαν την παροχή εγγύησης για τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα της θυγατρικής της Dexia, Financial Security Assurance (FSA) (εφεξής «το μέτρο FSA»).

1.2.   ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ: ΜΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΕΚΤΑΚΤΑ ΜΕΤΡΑ

(7)

Με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2008 (2) η Επιτροπή αποφάσισε να μην εγείρει αντιρρήσεις σχετικά με την πράξη ενίσχυσης ρευστότητας (LA) και την εγγύηση των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σχετικά με συγκεκριμένα στοιχεία παθητικού της Dexia. Πράγματι, η Επιτροπή έκρινε ότι βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β), της ΣΛΕΕ (3) τα μέτρα αυτά ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά ως ενίσχυση για τη διάσωση μιας προβληματικής επιχείρησης και ενέκρινε την εφαρμογή των μέτρων για περίοδο έξι μηνών, από την 3η Οκτωβρίου 2008, διευκρινίζοντας ότι μετά το πέρας αυτής της περιόδου, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει εκ νέου την ενίσχυση ως διαρθρωτικό μέτρο.

(8)

Στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2008 προβλέπεται επίσης ρητά ότι τα λοιπά μέτρα ενίσχυσης θα εξεταστούν μεμονωμένα στο πλαίσιο μεταγενέστερης απόφασης.

1.3.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΦΕΡΕΤΑΙ ΝΑ ΕΛΑΒΕ Η DEXIA

(9)

Στις 6 Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή έλαβε με επιστολή καταγγελία σχετικά με τις φερόμενες ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις που έλαβε η Dexia. Η καταγγελία αυτή κατατέθηκε από ανταγωνιστή της Dexia Banque Belgique (εφεξής «DBB») και αφορά ειδικότερα την αύξηση κεφαλαίου κατά 3 δισεκατ. ευρώ από μέρους των βελγικών αρχών και των βέλγων μετόχων της Dexia καθώς και την εγγύηση που χορηγήθηκε από το βελγικό κράτος για τα διατραπεζικά και συναφή δάνεια υπέρ της Dexia.

(10)

Στις 13 Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή διαβίβασε ταχυδρομικώς στις βελγικές αρχές μη εμπιστευτική εκδοχή της καταγγελίας και των συνημμένων εγγράφων. Στις 19 Νοεμβρίου 2008, οι βελγικές αρχές απέστειλαν ταχυδρομικώς στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την καταγγελία.

1.4.   ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΤΗΣ DEXIA

(11)

Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις τους, οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών υπέβαλαν στην Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης (εφεξής «το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης») της Dexia στις 16, 17 και 18 Φεβρουαρίου 2009 αντίστοιχα. Επίσης, υπέβαλαν συμπληρωματικές πληροφορίες για το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης στις 27 Φεβρουαρίου καθώς και στις 3, 5, 6, 7, 8 και 9 Μαρτίου 2009.

(12)

Περαιτέρω, στο πλαίσιο αυτού του αρχικού σχεδίου αναδιάρθρωσης, οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ζήτησαν από την Επιτροπή έγκριση για την παράταση του μηχανισμού εγγύησης έως την προβλεπόμενη προθεσμία της σύμβασης εγγύησης, δηλαδή την 31η Οκτωβρίου 2009 και τη διατήρηση του προτιμώμενου ποσοστού αξίας των 25 μονάδων βάσης για την εν λόγω εγγύηση για τις υποχρεώσεις που λήγουν σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα. Επιπλέον, οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ζήτησαν από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι σε περίπτωση παράτασης της εγγύησης πέραν του Οκτωβρίου 2009 (έως τον Οκτώβριο του 2010), η παράταση αυτή θα είναι συμβατή με την κοινή αγορά.

(13)

Επιπλέον, η βελγική κυβέρνηση ζήτησε προληπτικά παράταση της δυνατότητας της Dexia να προσφεύγει στις πράξεις ενίσχυσης ρευστότητας από τη BNB, έως την 31η Οκτωβρίου 2009.

(14)

Τέλος, τόσο η βελγική όσο και η γαλλική κυβέρνηση κοινοποίησαν στην Επιτροπή την εφαρμογή του μέτρου FSA που αναγγέλθηκε δημόσια στις 14 Νοεμβρίου 2008.

1.5.   ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ: ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(15)

Με επιστολή της 13ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τις αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ όσον αφορά το σύνολο των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην Dexia (4). Στην επιστολή, ωστόσο, διευκρινίζεται ότι προκειμένου να επιτραπεί η γρήγορη πώληση της FSA, η Επιτροπή δεν διατύπωσε αντιρρήσεις αναφορικά με ορισμένες πτυχές του μέτρου FSA, που κρίθηκαν συμβατές με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 σημείο β) της ΣΛΕΕ. Τέλος, στην επιστολή διευκρινίζεται ότι η εγγύηση των ενδιαφερόμενων κρατών μελών υπέρ της Dexia, που ισχύει έως τις 30 Οκτωβρίου 2009, θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την ενιαία αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, σημείο β), της ΣΛΕΕ, έως την οριστική απόφαση της Επιτροπής που θα επιτρέψει την ολοκλήρωση της επίσημης διαδικασίας.

(16)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις εν λόγω ενισχύσεις (5).

(17)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις επί του θέματος εκ μέρους των ενδιαφερόμενων μερών.

(18)

Σε ό,τι αφορά τα ερωτήματα που συνδέονται με το μέτρο FSA (αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτονται από το μέτρο και αξία του μέτρου), η Επιτροπή βασίστηκε στην τεχνική ανάλυση εξωτερικών εμπειρογνωμόνων που εργάστηκαν βάσει σύμβασης με την Επιτροπή (Oliver Wyman).

1.6.   ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ: ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ

(19)

Βάσει της σύμβασης εγγύησης μεταξύ της Dexia και των ενδιαφερόμενων κρατών μελών που λήγει την 31η Οκτωβρίου 2009, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κοινοποίησαν στην Επιτροπή στις 27 Οκτωβρίου 2009 την παράταση της σύμβασης εγγύησης έως τις 28 Φεβρουαρίου 2010, με ορισμένες προσαρμογές. Οι πληροφορίες σχετικά με τις τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη σύμβαση της εγγύησης διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή στις 10 Σεπτεμβρίου, καθώς και στις 8 και 27 Οκτωβρίου 2009.

(20)

Με απόφασή της, στις 30 Οκτωβρίου 2009 (6), η Επιτροπή ενέκρινε την παράταση της εγγύησης έως τις 28 Φεβρουαρίου 2010 ή έως την ημερομηνία της απόφασης της Επιτροπής, που θα αποφαίνεται επί του συμβατού των μέτρων ενισχύσεως και του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Dexia, σε περίπτωση που αυτή ληφθεί πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2010. Στην απόφασή της, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα προτεινόμενα μέτρα στο αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν της επέτρεπαν σε αυτό το στάδιο να αποφανθεί για τη συμβατότητα των ενισχύσεων.

1.7.   ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΤΗΣ DEXIA

(21)

Με ανακοίνωσή τους στις 9 Φεβρουαρίου 2010, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη διαβίβασαν στην Επιτροπή πληροφορίες για τα πρόσθετα μέτρα που μελετώνται προκειμένου να ολοκληρωθεί το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης που ανακοινώθηκε τον Φεβρουάριο του 2009. Το σύνολο των μέτρων αναδιάρθρωσης που κοινοποιήθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου 2009 και Φεβρουαρίου 2010 αποτελεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Dexia (εφεξής «το σχέδιο αναδιάρθρωσης»).

(22)

Με ανακοίνωση της 10ης Φεβρουαρίου 2010, οι βελγικές αρχές ανέφεραν στην Επιτροπή ότι για την ταχύτερη δυνατή υιοθέτηση της παρούσας απόφασης, αποδέχονται την υιοθέτησή της στη γαλλική γλώσσα.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ

(23)

Η Dexia είναι ένας όμιλος χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων με δραστηριότητες στον τραπεζικό και τον ασφαλιστικό τομέα. Η μητρική εταιρεία, Dexia SA, είναι ανώνυμη εταιρεία βελγικού δικαίου εισηγμένη στα χρηματιστήρια Euronext Παρισιού και Euronext Βρυξελλών. Στις 31 Δεκεμβρίου 2008, η χρηματιστηριακή της κεφαλαιοποίηση ανερχόταν σε 5,64 δισεκατ. ευρώ. Η Dexia δημιουργήθηκε το 1996 με τη συγχώνευση της Crédit Local de France και της Crédit Communal de Belgique και ειδικεύεται στη δανειοδότηση αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ διαθέτει επίσης 5,5 εκατ. ιδιώτες πελάτες, κυρίως στο Βέλγιο και την Τουρκία, μέσω της τοπικής θυγατρικής της, DenizBank.

(24)

Μετά την αύξηση κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2008, τα μερίδια των κύριων μετόχων της Dexia SA αναλύονται ως εξής:

Όνομα επενδυτή

Ποσοστό πριν από την πράξη

Ποσό εγγραφής (σε εκατ. ευρώ)

Ποσοστό στις 31 Δεκεμβρίου 2008

Βελγική Ομοσπονδιακή κυβέρνηση

1 000

5,73

Περιφέρεια της Φλάνδρας

500

2,87

Περιφέρεια της Βαλλονίας

350

2,01

Περιφέρεια των Βρυξελλών-Πρωτευούσης

150

0,86

Holding Communal SA

17

500

14,34

Arcofin SCRL

18,08

350

13,92

Ethias

6,37

150

5,04

Γαλλική κυβέρνηση

1 000

5,73

CDC

11,89

1 710

17,61

CNP Assurances

2

288

2,97

Μισθωτοί

3,92

 

2,57

Free float

40,74

26,86

(25)

Η Dexia είναι οργανωμένη γύρω από μια μητρική εταιρεία holding (Dexia SA) και τρεις επιχειρησιακές οντότητες που βρίσκονται στη Γαλλία (Dexia Crédit Local, εφεξής «DCL»), στο Βέλγιο (εφεξής «DBB») και στο Λουξεμβούργο (Dexia Banque Internationale à Luxembourg, εφεξής «Dexia BIL»). Ενώ στις 31 Δεκεμβρίου 2008, ο συνολικός ισολογισμός του ομίλου ανερχόταν στα 651 δισεκατ. ευρώ, ο ισολογισμός των τριών επιχειρησιακών οντοτήτων ήταν:

414 δισεκατ. ευρώ για τη DCL,

263 δισεκατ. ευρώ για τη DΒΒ,

67 δισεκατ. ευρώ για την Dexia BIL.

(26)

Από τη δημιουργία της, η δραστηριότητα της Dexia χωρίζεται σε τέσσερις κύριους τομείς:

τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες του δημόσιου και ημιδημόσιου τομέα (εφεξής «Public and Wholesale Banking» ή PWB): αυτός ο τομέας δραστηριότητας αφορά τη χορήγηση δανείων προς αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, τη χρηματοδότηση έργων, τις δραστηριότητες πιστωτικής ενίσχυσης της θυγατρικής FSA της DCL, η οποία πωλήθηκε στην Assured Guaranty τον Ιούλιο του 2009, καθώς και την κατοχή και ενεργή διαχείριση χαρτοφυλακίου ομολόγων και χρεογράφων καλυπτόμενων από στοιχεία ενεργητικού (εφεξής «asset-backed securities» ή «ABS»). Μεγάλο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων έχουν αναλάβει η DCL και οι διεθνείς θυγατρικές της, εξαιρουμένης της δραστηριότητας PWB στο Βέλγιο, που εμπίπτει στη δικαιοδοσία της DΒΒ,

τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ιδιωτών πελατών (εφεξής «Retail and Commercial Banking» ή «RCB»): αυτός ο τομέας αφορά την προσέλκυση καταθέσεων και δάνεια προς ιδιώτες πελάτες και επιχειρήσεις στο Βέλγιο, την Τουρκία, τη Σλοβακία και το Λουξεμβούργο, καθώς και την ιδιωτική τράπεζα στο Λουξεμβούργο και το Βέλγιο. Αρμόδιες για αυτές τις δραστηριότητες είναι από κοινού η DBB και η Dexia BIL, ενώ σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες στην Τουρκία, αρμόδια είναι η DenizBank, άμεσα θυγατρική της Dexia SΑ,

τις ταμειακές δραστηριότητες και τις χρηματοπιστωτικές αγορές (εφεξής «Treasury, Funding and Markets» ή «TFM») που καλύπτουν το σύνολο των ταμειακών δραστηριοτήτων, τη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού (εφεξής «asset-liability management» ή «ALM») και τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό της Dexia,

τις άλλες δραστηριότητες που καλύπτουν τη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού (συγκεντρωμένες υπό το Dexia asset management, εφεξής «Dexia AM»), τις υπηρεσίες προς τους επενδυτές (προσφέρονται από την κοινή θυγατρική της Dexia και της Βασιλικής Τράπεζας του Καναδά, της RBC Dexia Investor Services, εφεξής «RBC Dexia IS») και τις ασφαλιστικές δραστηριότητες του ομίλου, που ασκούνται στο Βέλγιο, τη Γαλλία (Dexia Epargne Pension, εφεξής «DEP»), την Τουρκία και την Ιρλανδία.

(27)

Από τη δημιουργία της Dexia έως την κρίση του φθινοπώρου του 2008, η δραστηριότητα της εταιρείας διακρινόταν από αυτή άλλων ευρωπαϊκών εμπορικών τραπεζών με βάση τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

πυρήνα πελατών, τις αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης, που χαρακτηρίζεται από χαμηλό περιθώριο κέρδους επί των πιστώσεων και σχετικά μεγάλη προθεσμία εξόφλησης των οφειλόμενων ποσών,

πλειοψηφικό μερίδιο βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων που ελήφθησαν στη διατραπεζική και νομισματική αγορά όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού (δάνεια προς αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης, χρηματοδοτήσεις έργων και χαρτοφυλάκιο ομολόγων),

σημαντική εξάρτηση της χρηματοδότησής της από πηγές λιγότερο σταθερές, όπως η διατραπεζική αγορά ή η συγκέντρωση κεφαλαίων από θεσμικούς επενδυτές,

έρευνα για τα περιθώρια εκτός των παραδοσιακών δραστηριοτήτων του ομίλου (χρηματοδότηση αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, επιχειρήσεων και ιδιωτών), κυρίως μέσω:

i)

δραστηριοτήτων πιστωτικής ενίσχυσης μέσω της θυγατρικής της εταιρείας ασφάλισης ομολόγων (monoline), FSΑ·

ii)

διαπραγματεύσεων για ίδιους σκοπούς·

iii)

επενδύσεων για ίδιους σκοπούς σε χαρτοφυλάκιο που αποτελείται κατά κύριο λόγο από ομόλογα, η εκτιμώμενη αξία των οποίων στις 31 Δεκεμβρίου 2008 ανερχόταν σε 233 δισεκατ. ευρώ (δηλαδή 36 % του συνόλου του προϋπολογισμού της Dexia τη συγκεκριμένη ημερομηνία)·

iv)

πωλήσεων παράγωγων και δομημένων προϊόντων.

(28)

Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, το προφίλ αναχρηματοδότησης του ομίλου διαθέτει ορισμένες ιδιαιτερότητες, καθώς ένα σημαντικό τμήμα του ομίλου (κυρίως η DCL) απαιτεί διαρθρωτική χρηματοδότηση και καλύπτει αυτή την ανάγκη κυρίως με χρηματοδοτήσεις από άλλα τμήματα του ομίλου (κυρίως τη DBB και την Dexia BIL) και από τις νομισματικές αγορές, τις αγορές ομολόγων και ενυπόθηκων ομολόγων.

(29)

Έτσι, όταν τον Σεπτέμβριο του 2008, ύστερα από την πτώχευση της τράπεζας Lehman Brothers, η διατραπεζική αγορά και η αγορά ενυπόθηκων ομολόγων κατέρρευσαν, η Dexia βρέθηκε στη δύσκολη θέση να χρειάζεται δυναμική βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση για να καλύψει τα [200-300] (7) δισεκατ. ευρώ ([31-46] % του συνόλου του ισολογισμού του ομίλου, στις 31 Δεκεμβρίου 2008). Η κατάσταση της τράπεζας επιδεινώθηκε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2008 λόγω της σημαντικής έκθεσής της σε τραπεζικούς και κρατικούς αντισυμβαλλόμενους οργανισμούς που αντιμετώπιζαν δυσκολίες (αμερικανικές, ιρλανδικές και ισλανδικές τράπεζες), λόγω της υποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού που είχε στην άμεση κατοχή της η Dexia ή ενισχύθηκαν από τη θυγατρική της FSA και λόγω της πτώσης των τιμών των μετοχών που κατείχε ο όμιλος. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009, το σύνολο των ζημιών και των υποτιμήσεων των στοιχείων του ενεργητικού που καταγράφηκαν από τον όμιλο ανερχόταν στα 6,5 δισεκατ. ευρώ (εκ των οποίων 5,9 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2008).

(30)

Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα γεγονότα από τα οποία προέρχονται οι δυσκολίες της Dexia, η Επιτροπή παραπέμπει στις αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2008, της 13ης Μαρτίου 2009 και της 30ής Οκτωβρίου 2009.

(31)

Στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει αυτές τις δυσκολίες, η νέα διοίκηση του ομίλου που διορίστηκε στις 7 Οκτωβρίου 2008, εφάρμοσε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης με στόχο την εκ νέου συγκέντρωση της δραστηριότητας του ομίλου στη βασική επιχειρηματική του δραστηριότητα (δηλαδή, στις δραστηριότητες PWB και RCB) καθώς και στον περιορισμό του προφίλ ρίσκου και της ανάγκης βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης. Αυτό το σχέδιο αναδιάρθρωσης μεταφράζεται στα ακόλουθα βασικά μέτρα:

πώληση των δραστηριοτήτων πιστωτικής ενίσχυσης της FSA στην Assured Guarantee, ενώ το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων της FSA («Financial Products») παραμένει στους κόλπους της Dexia (8),

μείωση του όγκου των διεθνών δραστηριοτήτων της PWB (δηλαδή δραστηριότητες PWB της DCL εκτός Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας),

εκτεταμένη διαχείριση σημαντικού μέρους του χαρτοφυλακίου ομολόγων (158 δισεκατ. ευρώ, στις 31 Δεκεμβρίου 2008),

οριστική παύση του συνόλου των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης του TFM για ίδιο λογαριασμό και συγχώνευση των δραστηριοτήτων διαχείρισης ALM καθώς και των ταμειακών δραστηριοτήτων σε έναν νέο τομέα «Group Center»,

πρόγραμμα μείωσης των δαπανών.

(32)

Κατόπιν της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης, στις αρχές του 2009, η κατάσταση της Dexia βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2009 να καταγράφει θετικά καθαρά αποτελέσματα ύψους 808 εκατ. ευρώ.

III.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

3.1.   ΑΥΞΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

(33)

Η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφασή της της 19ης Νοεμβρίου 2008. Η αύξηση κεφαλαίου κατά 6 δισεκατ. ευρώ από τους Βέλγους και τους Γάλλους μετόχους, η οποία συνίσταται στην ασφάλιση κοινών μετοχών της Dexia SA, οριστικοποιήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2008. Η προεγγραφή για αυτή την αύξηση κεφαλαίου κατανέμεται ως εξής:

α)

Βέλγιο:

το βελγικό κράτος επένδυσε 1 δισεκατ. ευρώ στην Dexia SΑ,

η Περιφέρεια της Φλάνδρας επένδυσε 500 εκατ. ευρώ στην Dexia SΑ,

η Περιφέρεια της Βαλλονίας επένδυσε 350 εκατ. ευρώ στην Dexia SΑ,

η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης επένδυσε 150 εκατ. ευρώ στην Dexia SΑ,

η Holding Communal SA επένδυσε 500 εκατ. ευρώ στην Dexia SΑ,

η Arcofin SCRL επένδυσε 350 εκατ. ευρώ στην Dexia SΑ,

η Ethias επένδυσε 150 εκατ. ευρώ στην Dexia SΑ.

β)

Γαλλία:

το γαλλικό κράτος επένδυσε 1 δισεκατ. ευρώ στην Dexia SA. Τη διαχείριση της συμμετοχής για το γαλλικό κράτος θα αναλάβει ο οργανισμός APE (Agence des participations de l’État),

το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (CDC) επένδυσε 1,71 δισεκατ. ευρώ στην Dexia SA,

η CNP Assurances επένδυσε 288 εκατ. ευρώ στην Dexia SA.

(34)

Όσον αφορά το κράτος του Λουξεμβούργου, τον Σεπτέμβριο του 2008, δεσμεύτηκε να επενδύσει 376 εκατ. ευρώ στην Dexia BIL υπό τη μορφή ομολόγων μετατρέψιμων σε μετοχές διάρκειας τριών ετών, με ετήσιο επιτόκιο 10 % και μετατροπή σε κοινές μετοχές ανάλογα με τις συνθήκες. Στο σχέδιο αναδιάρθρωσης που κοινοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2010, η Dexia δήλωσε ότι αποσύρεται οριστικά, από την ημερομηνία λήψης της παρούσας απόφασης, από τα δικαιώματα των ομολόγων μετατρέψιμων σε μετοχές της Dexia BIL.

3.2.   ΕΓΓΥΗΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

(35)

Η εγγύηση επί των ομολόγων παθητικού της Dexia που χορηγήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2008 από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη έχει αποτελέσει ήδη αντικείμενο της απόφασης της 19ης Νοεμβρίου 2008. Με τη σύμβαση εγγύησης, τα τρία ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν από κοινού να εγγυηθούν, από τις 9 Οκτωβρίου 2008 και έως τις 31 Οκτωβρίου 2009, τις νέες διατραπεζικές και θεσμικές χρηματοδοτήσεις καθώς και τις νέες χρηματοδοτήσεις ομολόγων, μέγιστης διάρκειας τριών ετών προς τις Dexia SA, Dexia BIL, DCL και DBB. Η εγγύηση αφορούσε αρχικά ένα μέγιστο ποσό ομολόγων παθητικού ύψους 150 δισεκατ. ευρώ και κατανέμεται κατά 60,5 % για το Βέλγιο, 36,5 % για τη Γαλλία και 3 % για το Λουξεμβούργο.

(36)

Με την προαναφερθείσα απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή ενέκρινε την εγγύηση, ως έκτακτο μέτρο διάσωσης, για διάστημα έξι μηνών από τη χορήγησή της. Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση και εφόσον υποβλήθηκε σχέδιο αναδιάρθρωσης του δικαιούχου με βάση τις δεσμεύσεις των τριών ενδιαφερόμενων κρατών μελών, αυτή η περίοδος παρατάθηκε αυτόματα έως ότου η Επιτροπή υιοθετήσει την απόφασή της σχετικά με το εν λόγω σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(37)

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η σύμβαση εγγύησης μεταξύ της Dexia και των ενδιαφερόμενων κρατών μελών λήγει στις 31 Οκτωβρίου 2009, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στις 27 Οκτωβρίου 2009 κοινοποίησαν στην Επιτροπή την παράταση της σύμβασης εγγύησης έως τις 28 Φεβρουαρίου 2010, με ορισμένες προσαρμογές.

(38)

Αναφορικά με την αρχική εγγύηση που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και της Dexia στις 9 Οκτωβρίου 2008, οι όροι της εγγύησης τροποποιήθηκαν ως εξής:

α)

το μέγιστο ποσό των εγγυημένων ομολόγων της Dexia από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μειώθηκε από 150 δισεκατ. ευρώ στα 100 δισεκατ. ευρώ · με προσθήκη στη σύμβαση, η Dexia δεσμεύεται να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου από 1ης Νοεμβρίου 2009 η καθολική δέσμευση των ενδιαφερόμενων κρατών μελών βάσει της εγγύησης να μην υπερβαίνει τα 80 δισεκατ. ευρώ·

β)

η μέγιστη διάρκεια των ομολόγων που καλύπτονται από την εγγύηση μετατέθηκε από τις 31 Οκτωβρίου 2011 στις 31 Οκτωβρίου 2014 (9)·

γ)

από τις 16 Οκτωβρίου 2009, η εγγύηση δεν καλύπτει το σύνολο των συμβάσεων με διάρκεια μικρότερη του ενός μήνα, καθώς και τις καταθέσεις όψεως, εξομοιούμενες με συμβάσεις διάρκειας μικρότερης του ενός μήνα στο πλαίσιο του μηχανισμού εγγύησης.

(39)

Το σύνολο των λοιπών όρων της αρχικής εγγύησης που συμφωνήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2008 παραμένει αμετάβλητο, ιδίως οι όροι αξίας παραμένουν ως ακολούθως:

α)

Η αξία της εγγύησης αποτελείται από μια προμήθεια που η Dexia θα πρέπει να καταβάλλει μηνιαίως επί των οφειλόμενων ποσών pro rata temporis, ίση με 50 μονάδες βάσης σε ετήσια βάση για όλα τα εγγυημένα ομόλογα διάρκειας έως και δώδεκα μηνών ή απροσδιόριστης διάρκειας·

β)

Για όλα τα εγγυημένα ομόλογα διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους, η αξία της εγγύησης ισούται με 50 μονάδες βάσης σε ετήσια βάση, συν την πιο χαμηλή από τις δύο ακόλουθες τιμές, που εφαρμόζεται σε κάθε εγγυημένο ομόλογο: είτε τον μέσο όρο των CDS spreads πενταετούς διάρκειας της Dexia υπολογιζόμενα για το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως την 31η Αυγούστου 2008 (υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα spreads είναι αντιπροσωπευτικά), είτε τον μέσο όρο των CDS spreads πενταετούς διάρκειας του συνόλου των πιστωτικών ιδρυμάτων με μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα ίση με αυτήν της Dexia, υπολογιζόμενη την ίδια περίοδο.

(40)

Σε κάθε περίπτωση, η προμήθεια υπολογίζεται επί του μέσου οφειλόμενου ποσού των εγγυημένων ομολόγων με την εν λόγω διάρκεια και με την εγγύηση της τελευταίας μηνιαίας περιόδου.

(41)

Στις 27 Μαΐου 2009, το μέγιστο ποσό των ομολόγων παθητικού της Dexia που καλύπτονται από την εγγύηση ανήλθε στα 95,9 δισεκατ. ευρώ (10). Το διάγραμμα 1 απεικονίζει την εξέλιξη του ποσού των ομολόγων της Dexia που καλύπτεται από την εγγύηση στο διάστημα μεταξύ 9 Οκτωβρίου 2008 και 11 Φεβρουαρίου 2010.

Διάγραμμα 1

Εξέλιξη του ποσού των ομολόγων της Dexia που καλύπτεται από την εγγύηση

Image

(42)

Στην απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή δεν έφερε αντιρρήσεις στην παράταση της εγγύησης των ενδιαφερόμενων κρατών μελών υπέρ της Dexia έως τις 28 Φεβρουαρίου 2010, στο βαθμό που η εγγύηση αποτελεί έκτακτο μέτρο διάσωσης συμβατό με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ.

3.3.   ΠΡΑΞΗ LA

(43)

Η πράξη LA που παρέχεται από τη BNB σε συνεργασία με την Τράπεζα της Γαλλίας εξετάστηκε ήδη στην απόφαση της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2008. […]

(44)

Βάσει του νόμου της 15ης Οκτωβρίου 2008 (11) για τα μέτρα που στοχεύουν στην προώθηση της οικονομικής σταθερότητας και αφορούν συγκεκριμένα κρατική εγγύηση επί των χορηγηθεισών πιστώσεων και άλλες πράξεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της οικονομικής σταθερότητας, οι πιστώσεις που χορηγούνται από την BNB στην Dexia δίνονται αυτόματα και με αναδρομική ισχύ της εγγύησης του βελγικού κράτους. Η συγκεκριμένη εγγύηση δεν αφορά το μερίδιο της πράξης ενίσχυσης της ρευστότητας που χορηγείται για λογαριασμό της Τράπεζας της Γαλλίας.

(45)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τη BNB στην Επιτροπή, η πράξη ενίσχυσης της ρευστότητας εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «ΕΚΤ») μέχρι το μέγιστο ποσό των […] δισεκατ. ευρώ. Αυτή η διευκόλυνση χρησιμοποιήθηκε από την Dexia κυρίως μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2008.

(46)

Με την προαναφερόμενη απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή επέτρεψε την πράξη ενίσχυσης της ρευστότητας, ως έκτακτο μέτρο διάσωσης, για διάστημα έξι μηνών από την εφαρμογή της. Ωστόσο, στη γνωστοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Dexia που απέστειλε η βελγική κυβέρνηση στην Επιτροπή, στις 17 Φεβρουαρίου 2009, ζήτησε επίσης, προληπτικά, παράταση της δυνατότητας προσφυγής της Dexia στην BNB για πράξεις ενίσχυσης ρευστότητας, έως τις 31 Οκτωβρίου 2009, δεδομένου ότι υπήρχε το ενδεχόμενο η Επιτροπή να θεωρήσει ότι το μέτρο εμπεριέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης.

3.4.   ΤΟ ΜΕΤΡΟ FSA

(47)

Το μέτρο FSA αποτελεί αντικείμενο της απόφασης της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2009. Δυνάμει αυτού του μέτρου, οι κυβερνήσεις του Βελγίου και της Γαλλίας συμφωνούν στη χορήγηση της εγγύησής τους προκειμένου να μπορέσει η Dexia να εκπληρώσει σύμβαση δικαιώματος προαίρεσης (εφεξής «δικαίωμα προαίρεσης») με το οποίο η FSA Asset Management (εφεξής «FSAM»), πρώην θυγατρική της FSA που δεν παραχωρήθηκε στην Assured Guaranty, θα έχει δικαίωμα διάθεσης στοιχείων ενεργητικού που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο FSAM στην Dexia SA ή/και στη DCL σε περίπτωση που επέλθουν συγκεκριμένα γεγονότα (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις (50) έως (59)).

3.4.1.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

(48)

Υπενθυμίζεται ότι οι δραστηριότητες χρηματοπιστωτικών προϊόντων (Financial Products — εφεξής «FP») είχαν εξαιρεθεί από τις δραστηριότητες της FSA που μεταβιβάστηκαν στην Assured Guaranty. Το χαρτοφυλάκιο FP αποτελείται ουσιωδώς από i) την προσέλκυση καταθέσεων τρίτων προς τους οποίους η FSA δεσμεύεται να καταβάλει τις καταθέσεις σε καθορισμένο επίπεδο, δυνάμει συμβάσεων εγγυημένων καταθέσεων (εφεξής «Guaranteed Investment Contracts» ή «GIC») και από ii) την επανεπένδυση αυτών των καταθέσεων σε τίτλους με απόδοση υψηλότερη από το κόστος των εγγυημένων καταθέσεων GIC, δημιουργώντας, καταρχήν, θετικό περιθώριο καθαρού επιτοκίου. Τεχνικά, οι συμβάσεις GIC συνάπτονται από τις θυγατρικές της FSA (εφεξής «εταιρείες GIC»), που με τη σειρά τους δανείζουν το προϊόν αυτών των καταθέσεων σε άλλη εταιρεία του ομίλου, την FSAM, η οποία δημιουργεί και διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού που προορίζεται για τη στήριξη του παθητικού και των υποχρεώσεων αποπληρωμής των αντισυμβαλλομένων στις GIC. Η FSAM και οι εταιρείες GIC που συμμετέχουν στη δραστηριότητα FP, εξαιρέθηκαν επίσης από το φάσμα των δραστηριοτήτων που μεταβιβάστηκαν στην Assured Guaranty και παρέμειναν στο φάσμα δραστηριοτήτων της Dexia.

(49)

Το χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού της FSAM περιλαμβάνει κατά βάση τίτλους που συνδέονται με τον αμερικανικό κλάδο ακινήτων, η αγοραία τιμή του οποίου ή/και οι αξιολογήσεις έχουν μειωθεί σημαντικά λόγω της κρίσης των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Καθόσον η FSA είναι εγγυήτρια των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της δραστηριότητας FP, η εξαίρεση αυτής της τελευταίας δραστηριότητας από το φάσμα των δραστηριοτήτων που εκχωρήθηκαν συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι η Dexia αποτελεί εγγυήτρια των δραστηριοτήτων FP, οπότε δεν χρειάζεται να στραφεί στις εγγυήσεις που παρέχει η FSA. Δεδομένης της δύσκολης δημοσιονομικής κατάστασης της Dexia και του μεγέθους των ποσών που θα μπορούσαν θεωρητικά να ενταχθούν στο πλαίσιο των GIC, ήταν απαραίτητο, από την πλευρά του αγοραστή της FSA, Assured Guaranty, η Dexia να λάβει αντεγγύηση από τα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας.

3.4.2.   ΟΥΣΙΩΔΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

(50)

Το δικαίωμα πώλησης είναι μια σύμβαση βάσει της οποίας η FSAM έχει το δικαίωμα να πουλήσει στην Dexia SA ή/και στη DCL ορισμένα στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονταν στο χαρτοφυλάκιο της FSAM στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 (συνολικού ύψους 16,98 δισεκατ. USD υπολειμματική αξία) σε περίπτωση που επέλθουν συγκεκριμένα γεγονότα, όπως αυτά που αναφέρονται παρακάτω:

σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής, δηλαδή, σε περίπτωση που το οφειλόμενο κεφάλαιο ή οι οφειλόμενοι τόκοι επί ενεργητικού του χαρτοφυλακίου δεν έχουν καταβληθεί κατά την ημερομηνία λήξης: σε αυτήν την περίπτωση, το δικαίωμα πώλησης αφορά τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού, τα οποία πωλούνται στην Dexia στην υπολειμματική τους αξία, προσαυξημένη με τους οφειλόμενους τόκους,

σε περίπτωση αφερεγγυότητας της Dexia, όπου το δικαίωμα πώλησης αφορά το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού του χαρτοφυλακίου FSAM που καλύπτονται από το δικαίωμα πώλησης ή τον αριθμό των στοιχείων του ενεργητικού η υπολειμματική αξία των οποίων είναι ίση με τη συνολική αξία των στοιχείων του παθητικού βάσει των GIC, εάν το δεύτερο ποσό είναι μικρότερο του πρώτου. Τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού μεταβιβάζονται στην υπολειμματική τους αξία, προσαυξημένη με τους οφειλόμενους τόκους,

σε περίπτωση προβλημάτων ρευστότητας, δηλαδή, εάν η Dexia δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις της βάσει των συμβάσεων περί ρευστότητας που έχει συνάψει ή πρόκειται να συνάψει για τη FSAM: σε αυτές τις περιπτώσεις, το δικαίωμα πώλησης αφορά έναν αριθμό στοιχείων ενεργητικού, η υπολειμματική αξία των οποίων είναι ίση με το ποσό του ελλείμματος της ρευστότητας και τα οποία πωλούνται στην Dexia στην υπολειμματική αξία τους, προσαυξημένη με τους οφειλόμενους τόκους,

σε περίπτωση απουσίας εγγύησης, δηλαδή, σε περίπτωση που η Dexia δεν παρέχει στην FSAM εγγύηση στο ύψος της διαφοράς της αξίας των στοιχείων του παθητικού βάσει των GIC και της αγοραίας τιμής των στοιχείων ενεργητικού της FSAM, αφού αφαιρεθεί το αρχικό περιθώριο ασφάλειας (haircut) αυτών των στοιχείων ενεργητικού: σε αυτήν την περίπτωση, το δικαίωμα πώλησης αφορά έναν αριθμό στοιχείων ενεργητικού, η υπολειμματική αξία των οποίων είναι ίση με το ποσό του ελλείμματος της εγγύησης και τα οποία πωλούνται στην Dexia στην υπολειμματική αξία τους, προσαυξημένη με τους οφειλόμενους τόκους.

(51)

Στο πλαίσιο της σύμβασης εγγύησης των κρατών, το Βέλγιο (62,4 %) και η Γαλλία (37,6 %) δεσμεύονται να εγγυηθούν, από κοινού, αλλά όχι εις ολόκληρον, τις υποχρεώσεις της Dexia βάσει της προαναφερθείσας σύμβασης δικαιώματος πώλησης, ωστόσο αφού αφαιρεθούν τα εξαιρεθέντα στοιχεία ενεργητικού (εφεξής «τα εξαιρεθέντα στοιχεία ενεργητικού») έναντι περίπου 4,5 δισεκατ. USD, ώστε η αξία των στοιχείων του ενεργητικού που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο που καλύπτεται από το εγγυημένο δικαίωμα πώλησης (εφεξής «τα καλυπτόμενα στοιχεία ενεργητικού») να ανέρχεται στα 12,48 δισεκατ. USD. Η εγγύηση των κρατών είναι αυτόνομη, σε πρώτη ζήτηση, αμετάκλητη και ανεπιφύλακτη. Η εγγύηση δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 16,98 δισεκατ. USD (περιέχει κατ’ ανώτατο όριο ποσό υπολειμματικής αξίας 12,48 δισεκατ. USD και τόκους 4,5 δισεκατ. USD), το οποίο θα μειωθεί σταδιακά κατά την απόσβεση του χαρτοφυλακίου.

(52)

Σε περίπτωση που επέλθουν συγκεκριμένα γεγονότα, η FSAM, μέσω του εκπροσώπου της, θα ζητήσει καταρχάς από την Dexia να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο της σύμβασης δικαιώματος πώλησης και, στη συνέχεια, θα ζητήσει από τα κράτη να κάνουν το ίδιο εντός των καθορισμένων προθεσμιών, σε περίπτωση αδυναμίας ή πτώχευσης της Dexia.

(53)

Τα κράτη θα αποπληρωθούν από την Dexia για την εκδήλωση ενδιαφέροντος με βάση την εγγύηση i) σε μετρητά εφόσον το συνολικό ποσό πληρωμής παραμένει μικρότερο ή ίσο με την πρώτη δόση ύψους 4,5 δισεκατ. USD και ii) σε μετοχές, ή κατά περίπτωση σε κερδοφόρα μερίδια, σε περίπτωση υπέρβασης του εν λόγω ποσού. Ωστόσο, ακόμη κι εάν τα εξαιρεθέντα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν καλυφθούν από την εγγύηση των κρατών, οι προσκλήσεις που πραγματοποιούνται για τα εξαιρεθέντα στοιχεία ενεργητικού θα εγγραφούν στο ποσό της πρώτης δόσης των 4,5 δισεκατ. USD, για την οποία τα κράτη λαμβάνουν απευθείας μετρητά από την Dexia.

(54)

Η εγγύηση αποτελεί αμοιβή πληρωτέα ετησίως από την Dexia στα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας με συντελεστή 113 μονάδων βάσης, βάσει της κάλυψης του κινδύνου αθέτησης του εγγυημένου δικαιώματος πώλησης, στο οποίο προστίθενται 32 μονάδες βάσης για την κάλυψη του κινδύνου αδυναμίας της Dexia να τηρήσει τις δεσμεύσεις της όσον αφορά τη ρευστότητα της FSAM.

(55)

Η πώληση της FSA (εκτός FP) πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουλίου 2009 και το μέτρο FSA τέθηκε σε ισχύ την ίδια στιγμή. Η τελευταία μελέτη αποτίμησης του χαρτοφυλακίου FSAM διαβιβάστηκε στην Επιτροπή στις 18 Μαρτίου 2009 και εκπονήθηκε από τη Société Générale (εφεξής «ο σύμβουλος»), τον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα που όρισε το βελγικό κράτος, σχετικά με τη βάση των δεδομένων που είχαν καταγραφεί έως τις 31 Ιανουαρίου 2009.

(56)

Τα κυριότερα δεδομένα του χαρτοφυλακίου FSAM περιλαμβάνονται παρακάτω στον πίνακα 1.

Πίνακας 1

Κυριότερα δεδομένα του χαρτοφυλακίου FSAM (σύνολο)

Asset categories

Nominal value

Market value

Expected losses (baseline)

Expected losses (stress)

In million USD

As % of total

In million USD

As % of total

In million USD

As % of total

In million USD

As % of total

RMBS standard

(without «wrap»)

10 582

63,8

[4 000-5 000]

[…]

[1 500-2 500]

[…]

[…]

[…]

Subprime

7 317

44,1

[3 000-4 000]

[…]

[1 000-1 500]

[…]

[…]

[…]

Alt-A

2 424

14,6

[500-1 000]

[…]

[0-1 000]

[…]

[…]

[…]

Option ARMs

694

4,2

[0-500]

[…]

[0-500]

[…]

[…]

[…]

Prime

147

0,9

[0-100]

[…]

[0-10]

[…]

[…]

[…]

CES/HELOCs/Wrapped RMBS (12)

817

4,9

[0-500]

[…]

[0-500]

[…]

[…]

[…]

NIMs

277

1,7

[0-200]

[…]

[0-30]

[…]

[…]

[…]

ABS CDO

36

0,2

[0-20]

[…]

[0-40]

[…]

[…]

[…]

CLOs

413

2,5

[0-400]

[…]

[0-100]

[…]

[…]

[…]

US Agency RMBS

1 338

8,1

[1 000-1 500]

[…]

[0-100]

[…]

[…]

[…]

Other

3 119

18,8

[1 000-2 000]

[…]

[0-400]

[…]

[…]

[…]

Total

16 582

100,0

[7 000-9 000]

[…]

[2 000-3 000]

[…]

[3 500-4 500]

[…]

(57)

Το χαρτοφυλάκιο αποτελείται κυρίως από τίτλους «US RMBS standards», που ανέρχονται περίπου στο 64 % και πιο συγκεκριμένα από τίτλους «Ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων - Subprime» (44 % του χαρτοφυλακίου) και «Alt-A» (15 % του χαρτοφυλακίου). Το χαρτοφυλάκιο είναι επίσης εκτεθειμένο σε μικρότερο βαθμό σε τίτλους «US Agency RMBS» (8 % του χαρτοφυλακίου) και σε τίτλους που έχουν ενισχυθεί από ασφαλιστήρια συμβόλαια. Η ονομαστική αξία του χαρτοφυλακίου ήταν 16,6 δισεκατ. USD στις 31 Ιανουαρίου 2009 και η μέση αγοραία τιμή του την ίδια ημερομηνία ήταν [42,2-54,3] % της ονομαστικής αξίας, δηλαδή [7-9] δισεκατ. USD. Οι αναμενόμενες ζημίες, σε ένα βασικό σενάριο, ανέρχονταν στα [2-3] δισεκατ. USD, ενώ σε ένα απαισιόδοξο σενάριο εκτιμώνται στα [3,5-4,5] δισεκατ. USD. Η πραγματική οικονομική αξία (εφεξής «ΠΟΑ») στις 31 Ιανουαρίου 2009 ανερχόταν στα [13,6-14,6] δισεκατ. USD σε ένα βασικό σενάριο και στα [12-13] δισεκατ. USD σε ένα απαισιόδοξο σενάριο.

(58)

Τα κυριότερα δεδομένα του χαρτοφυλακίου FSAM, με την αφαίρεση των εξαιρουμένων στοιχείων του ενεργητικού, περιλαμβάνονται παρακάτω στον πίνακα 2.

Πίνακας 2

Κυριότερα δεδομένα του χαρτοφυλακίου FSAM (μετά την αφαίρεση των εξαιρουμένων στοιχείων του ενεργητικού)

Asset categories

Nominal value

Market value

Expected losses (baseline)

Expected losses (stress)

In million USD

As % of total

In million USD

As % of total

In million USD

As % of total

In million USD

As % of total

RMBS standard

(without «wrap»)

9 755

79,9

[3 500-4 000]

[…]

[1 500-2 500]

[…]

[…]

[…]

Subprime

6 544

53,6

[2 500-3 000]

[…]

[1 000-1 500]

[…]

[…]

[…]

Alt-A

2 371

19,4

[500-1 000]

[…]

[0-1 000]

[…]

[…]

[…]

Option ARMs

693

5,7

[0-500]

[…]

[0-500]

[…]

[…]

[…]

Prime

147

1,2

[0-100]

[…]

[0-10]

[…]

[…]

[…]

CES/HELOCs/Wrapped RMBS (13)

817

6,7

[0-500]

[…]

[0-500]

[…]

[…]

[…]

NIMs

276

2,3

[0-200]

[…]

[0-30]

[…]

[…]

[…]

ABS CDO

36

0,3

[0-20]

[…]

[0-40]

[…]

[…]

[…]

CLOs

413

3,4

[0-400]

[…]

[0-100]

[…]

[…]

[…]

Other

909

7,4

[200-600]

[…]

[0-400]

[…]

[…]

[…]

Total

12 205

100,0

[4 500-5 500]

[…]

[2 000-3 000]

[…]

[3 500-4 500]

[…]

(59)

Εκτός των εξαιρουμένων στοιχείων του ενεργητικού, η ονομαστική αξία του χαρτοφυλακίου ήταν 12,2 δισεκατ. USD στις 31 Ιανουαρίου 2009 και η μέση αγοραία τιμή του την ίδια ημερομηνία ήταν [36,9-45,1] % της ονομαστικής αξίας, δηλαδή [4,5-5,5] δισεκατ. USD. Οι αναμενόμενες ζημίες, σε ένα βασικό σενάριο, ανέρχονταν στα [2-3] δισεκατ. USD, ενώ σε ένα απαισιόδοξο σενάριο εκτιμώνται στα [3,5-4,5] δισεκατ. USD. Στις 31 Ιανουαρίου 2009, η ΠΟΑ ανερχόταν στα [9,2-10,2] δισεκατ. USD σε ένα βασικό σενάριο και στα [7,7-8,7] δισεκατ. USD σε ένα απαισιόδοξο σενάριο.

IV.   ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

(60)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης στοχεύει να συγκεντρώσει εκ νέου τις δραστηριότητες της Dexia στις κύριες δραστηριότητες και αγορές της (δηλαδή, στις δραστηριότητες PWB και RCB στη Γαλλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο), να μειώσει το προφίλ κινδύνου και το επίπεδο μόχλευσης καθώς και να εξισορροπήσει εκ νέου το προφίλ ρευστότητάς της. Αυτή η προσπάθεια περιλαμβάνει ιδίως την παύση, τη μείωση και την εκχώρηση ορισμένων δραστηριοτήτων· την εφαρμογή δύο ξεχωριστών εσωτερικών γραμμών αναφοράς, μία που να αφορά τις παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες (εφεξής «core division») και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων PWB και RCB, οι οποίες αντιπροσώπευαν το 72 % του συνόλου του ισολογισμού της Dexia στο τέλος του 2009) και μια άλλη που να αφορά τις υπό εξάλειψη δραστηριότητες διαχείρισης, η οποία ονομάστηκε «legacy portfolio management division» (εφεξής «LPMD») και περιλαμβάνει κυρίως το χαρτοφυλάκιο ομολόγων και, πιο περιφερειακά, διεθνείς δραστηριότητες PWB, που αποτελούσαν το 28 % του συνόλου του ισολογισμού της Dexia στο τέλος του 2009. Η βελτίωση του προφίλ ρευστότητας επιτεύχθηκε με τη μείωση των χρηματοδοτήσεων από την αγορά και των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων καθώς και με την αύξηση της μέσης διάρκειας των χρηματοδοτήσεων και την προσφυγή σε πιο σταθερές χρηματοδοτήσεις (καταθέσεις λιανικής τραπεζικής ιδιωτών και επιχειρήσεων και στεγαστικά ομόλογα).

(61)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης αποτελείται από μια σειρά μέτρων που έχουν τεθεί ήδη σε εφαρμογή από την Dexia καθώς και από μέτρα συμπεριφοράς αλλά και διαρθρωτικά μέτρα που θα πρέπει να εφαρμόσει η Dexia κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, υπό τον έλεγχο των ενδιαφερόμενων κρατών μελών που δεσμεύονται να διασφαλίσουν την τήρησή τους.

(62)

Το σύνολο αυτών των μέτρων επιτρέπει τη μείωση κατά 35 % του συνολικού μεγέθους του ισολογισμού της Dexia την 31η Δεκεμβρίου 2014 συγκριτικά με αυτόν της 31ης Δεκεμβρίου 2008 και λαμβάνοντας υπόψη τη νέα παραγωγή.

4.1.   ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΣΟ ΣΕ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΡΙΣΗΣ

(63)

Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη διαβίβασαν στην Επιτροπή αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το επιχειρηματικό μοντέλο της τράπεζας. Σε αυτές τις πληροφορίες διευκρινίζονται κυρίως τα εξής:

επιχειρηματικό πλάνο του ομίλου για το διάστημα από το 2009 έως το 2011 και προβλέψεις ορισμένων δεδομένων του ισολογισμού και του λογαριασμού αποτελεσμάτων για το 2014 και το 2017,

όγκος και περιθώρια των οφειλόμενων ποσών και της νέας παραγωγής κατά μεγάλους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας (PWB, RCB και άλλων) και κατά γεωγραφικές ζώνες, από το 2009 έως το 2011,

μέσος όγκος και δαπάνες χρηματοδότησης του ομίλου κατά πηγή χρηματοδότησης (ρέπος, εγγυημένα και μη εγγυημένα ομόλογα, στεγαστικά ομόλογα, καταθέσεις και άλλα).

(64)

Στη βάση αυτών των πληροφοριών, η Dexia προβλέπει θετικά αποτελέσματα για όλη τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, από το 2009 έως το 2014 και το ποσοστό βασικών ίδιων κεφαλαίων (εφεξής «κεφάλαιο κατηγορίας 1») που υπολογίζεται μεταξύ 11 % και 15 %. Ο πίνακας 3 παρακάτω περιλαμβάνει τις προβλέψεις των αποτελεσμάτων και το βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1 της Dexia, για κάθε χρόνο από το 2009 έως το 2014.

Πίνακας 3

Προβλέψεις αποτελεσμάτων και βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1 της Dexia κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης

(εκατ. ευρώ και ποσοστό %)

 

2009

2010

2011

2012

2013

2014

Core Division

Καθαρά αποτελέσματα προ φόρων

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

LPD

Καθαρά αποτελέσματα προ φόρων

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Σύνολο ομίλου Dexia

Καθαρά αποτελέσματα προ φόρων

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Βασικό κεφάλαιο κατηγορίας1

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

(65)

Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πραγματοποίησαν επίσης προσομοιώσεις τριών τύπων τεστ αντοχής ώστε να διαπιστώσουν την ανθεκτικότητα του ομίλου σε εξωτερικές κρίσεις.

(66)

Ο πρώτος τύπος τεστ αντοχής που πραγματοποίησε η Dexia αφορούσε τον έλεγχο της ανθεκτικότητας του ομίλου έως το 2011 για τις εξής μεταβλητές: (i) ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ σε διαφορετικές χώρες, (ii) επίπεδο των διατραπεζικών επιτοκίων σε 3 μήνες και σε 5 έτη και (iii) συναλλαγματική ισοτιμία ορισμένων ξένων νομισμάτων. Σε ό,τι αφορά το ποσοστό ανάπτυξης, οι υποθέσεις αφορούσαν ένα βασικό σενάριο και ένα σενάριο κρίσης σύμφωνα με τις υποθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες παρόμοιες ασκήσεις που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα στην Ευρώπη. Τα αποτελέσματα του τεστ αντοχής, όπως αυτό πραγματοποιήθηκε από την Dexia, δείχνουν ότι ο όμιλος θα παραμείνει κερδοφόρος για τα έτη 2010 και 2011, ακόμη και σε σενάριο κρίσης. Τα κέρδη προ φόρων εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στα […] εκατ. ευρώ το 2010 και στα […] εκατ. ευρώ το 2011.

(67)

Ο δεύτερος τύπος τεστ αντοχής που πραγματοποίησε η Dexia αποσκοπούσε στον έλεγχο ανθεκτικότητας του ομίλου σε περίπτωση αύξησης του κόστους της χρηματοδότησης που λαμβάνει στις αγορές, για διάρκεια ενός έτους, κατά (i) 100 μονάδες βάσης και (ii) 200 μονάδες βάσης. Τα αποτελέσματα του τεστ αντοχής, όπως πραγματοποιήθηκε από την Dexia, δηλώνουν ότι ο αντίκτυπος στα αποτελέσματα του ομίλου μπορεί να αποτιμηθεί σε […] εκατ. ευρώ, σε περίπτωση αύξησης του κόστους χρηματοδότησης κατά 100 μονάδες βάσης και σε […] εκατ. ευρώ, σε περίπτωση αύξησης του κόστους χρηματοδότησης κατά 200 μονάδες βάσης.

(68)

Ο τρίτος τύπος τεστ αντοχής που πραγματοποίησε η Dexia αποσκοπεί στον έλεγχο της ρευστότητας του ομίλου και ιδιαίτερα, την κατάσταση της ρευστότητας του ομίλου σε εξαιρετικές συνθήκες, συγκρίνοντας τη ρευστότητα που ενδεχομένως να απαιτείται με τη ρευστότητα που ενδεχομένως να είναι διαθέσιμη υπό αυτές τις συνθήκες. Ο ορίζοντας του τεστ αντοχής ορίστηκε στον ένα μήνα. Το σενάριο που εφαρμόστηκε συνδυάζει τις επιπτώσεις μιας ιδιοσυγκρασιακής κρίσης που συνδέεται με την Dexia με τις συνέπειες μιας γενικής κρίσης ρευστότητας. Αυτό το τεστ αντοχής ρευστότητας πραγματοποιήθηκε τόσο από την Dexia όσο και από την εποπτική αρχή της (την Επιτροπή για τραπεζικά, οικονομικά και ασφαλιστικά θέματα, εφεξής «CBFA»). […] (14) […].

4.2.   ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

(69)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης, που κοινοποιήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2010, αφορά πρωτίστως τη μείωση των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων, την αύξηση της μέσης διάρκειας των μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων και την αύξηση των πηγών σταθερής χρηματοδότησης του ομίλου. Συναφώς, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεσμεύονται ότι η Dexia θα σεβαστεί τρεις ποσοτικούς δείκτες χρηματοδοτήσεων.

Η Dexia διατηρεί τον δείκτη «βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις (15) /συνολικό μέγεθος του ισολογισμού» από ποσοστό 30 % στις 31 Δεκεμβρίου 2009, σε μικρότερο ή ίσο του 23 % στις 31 Δεκεμβρίου 2010, μικρότερο ή ίσο του 20 % στις 31 Δεκεμβρίου 2011, μικρότερο ή ίσο του 14 % στις 31 Δεκεμβρίου 2012, μικρότερο ή ίσο του 13 % στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και μικρότερο ή ίσο του 11 % στις 31 Δεκεμβρίου 2014.

Η Dexia αυξάνει τη διάρκεια των χρηματοδοτήσεων της διατηρώντας τη μέση διάρκεια των στοιχείων παθητικού του ομίλου (16) σε επίπεδο ανώτερο ή ίσο με τα επίπεδα που περιλαμβάνονται στον παρακάτω πίνακα 4:

Πίνακας 4

Εξέλιξη της μέσης διάρκειας των στοιχείων του παθητικού της Dexia (σε έτη)

31.12.2009

31.12.2010

31.12.2011

31.12.2012

31.12.2013

31.12.2014

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Η Dexia αυξάνει τις πηγές σταθερής χρηματοδότησης και ο λόγος υπολογίζεται ως εξής: ο αριθμητής ισούται με το άθροισμα της χρηματοδότησης με τη μορφή στεγαστικών ομολόγων, της χρηματοδότησης με τη μορφή καταθέσεων RCB και PWB λιανικής τραπεζικής, και ο παρονομαστής ισούται με το άθροισμα όλων των στοιχείων ενεργητικού της Dexia. Αυτός ο δείκτης που ισούται με 36 % στις 31 Δεκεμβρίου 2009 πρέπει να είναι μεγαλύτερος ή ίσος του 40 % στις 31 Δεκεμβρίου 2010 μεγαλύτερος ή ίσος του 45 % στις 31 Δεκεμβρίου 2011 μεγαλύτερος ή ίσος του 53 % στις 31 Δεκεμβρίου 2012 μεγαλύτερος ή ίσος του 55 % στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και μεγαλύτερος ή ίσος του 58 % στις 31 Δεκεμβρίου 2014.

ένας ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας επαληθεύει κάθε εξάμηνο ότι τηρούνται αυτοί οι δείκτες χρηματοδότησης.

(70)

Η Dexia δεν θα πρέπει να δανειστεί από τους πελάτες της PWB σε επίπεδο «απόδοσης κεφαλαίου σταθμισμένου κινδύνου» (risk-adjusted return on capital, εφεξής «RAROC») μικρότερης του 10 %. Ο υπολογισμός του Raroc έχει σχέση με το καθαρό περιθώριο μετά φόρων επί του κεφαλαίου (17):

το μεικτό περιθώριο είναι η διαφορά μεταξύ του τιμολογηθέντος περιθωρίου στον πελάτη (εκφρασμένο σε μονάδες βάσης στο επιτόκιο αναφοράς IBOR) και το κόστος χρηματοδότησης της Dexia (εκφρασμένο σε μονάδες βάσης στο επιτόκιο αναφοράς IBOR) που εκφράζεται με την τιμή εσωτερικής μεταφοράς,

η τιμή εσωτερικής μεταφοράς αντικατοπτρίζει το εκτιμώμενο κόστος μιας νέας χρηματοδότησης της Dexia λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των δανείων (διάρκεια, επιλεξιμότητα για την αναχρηματοδότηση από στεγαστικά ομόλογα κ.λπ.) σε πελάτες PWB,

το καθαρό περιθώριο ισούται με το μεικτό περιθώριο αφού αφαιρεθούν i) πάσης φύσεως δαπάνες (γενικές δαπάνες, μισθολογικές δαπάνες, λειτουργικές δαπάνες, αποσβέσεις κ.λπ.) εκτιμώμενες με βάση το κόστος της δραστηριότητας δανεισμού προς τους πελάτες PWB, ii) το μέσο κόστος κινδύνου υπολογισμένο για κάθε συναλλαγή βάσει της μεθοδολογίας II της Επιτροπής της Βασιλείας (μέσο κόστος ρίσκου μακροπρόθεσμα) και iii) ο φόρος εισοδήματος,

ένας ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας επαληθεύει κάθε εξάμηνο ότι το Raroc αντικατοπτρίζει το κόστος του τμήματος PWB, ότι τηρείται η δέσμευση για ένα ελάχιστο ποσοστό Raroc 10 % επί της δραστηριότητας PWB και ότι η μεθοδολογία και ο υπολογισμός του Raroc και των συνιστωσών είναι ακριβείς.

(71)

Η Dexia μηδενίζει το ποσό χρηματοδότησης που διαθέτει σήμερα στην τουρκική θυγατρική της DenizBank το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2011 και αναστέλει τη χορήγηση κάθε άλλης χρηματοδότησής της εντός του ομίλου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

(72)

Έως τις 30 Ιουνίου 2010 η Dexia εφαρμόζει τη γραμμή αναφοράς LPMD. Τα στοιχεία ενεργητικού που επηρεάζονται από αυτήν τη γραμμή είτε βρίσκονται υπό εξάλειψη είτε μεταβιβάστηκαν. Αυτά τα στοιχεία ενεργητικού είναι:

τα χαρτοφυλάκια «Credit Spread Portfolio» (CSP) και «Public Sector Portfolio» (PSP) (για ποσό ύψους περίπου 134 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2009),

το χαρτοφυλάκιο των στοιχείων ενεργητικού «Financial Products» της FSAM που διατηρεί η Dexia (για ποσό που εκτιμάται περίπου στα 10,7 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2009) και

το χαρτοφυλάκιο «non- core PWB loans» (για ποσό που εκτιμάται περίπου στα 17 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2009).

Οι χρηματοδοτήσεις που έχει λάβει η Dexia και καλύπτονται από την εγγύηση χρηματοδότησης αποδίδονται πλήρως σε αυτήν τη γραμμή.

(73)

Η Dexia περιορίζει τη νέα ετήσια παραγωγή PWB στα 12 δισεκατ. ευρώ το 2009, στα 15 δισεκατ. ευρώ το 2010 και σε 18 δισεκατ. ευρώ στο διάστημα 2011 έως 2014.

(74)

Η Dexia μειώνει τις λειτουργικές της δαπάνες στο 15 % πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012.

(75)

Η Dexia μειώνει τις δραστηριότητες «trading» (μείωση 44 % της ετήσιας μέσης αξίας σε κίνδυνο, η οποία ανερχόταν στα 126 δισεκατ. ευρώ το 2008) και διακόπτει τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο όφελος από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης της Επιτροπής.

(76)

Η Dexia παραιτείται οριστικά, από την ημερομηνία λήψης της απόφασης της Επιτροπής, από τα δικαιώματα των ομολόγων που είναι μετατρέψιμα σε μετοχές της Dexia BIL ύψους 376 εκατ. ευρώ, στα οποία το Λουξεμβούργο είχε δεσμευτεί να συμμετάσχει τον Σεπτέμβριο του 2008.

(77)

Η χρήση εκ μέρους της Dexia της εγγύησης χρηματοδότησης των ενδιαφερόμενων κρατών μελών περιορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

λήξη της εγγύησης για το σύνολο των συμβάσεων καταθέσεων που συνάπτονται από τις 31 Μαρτίου 2010,

λήξη της εγγύησης χρηματοδότησης για το σύνολο των βραχυπρόθεσμων εκδόσεων (μικρότερων του ενός έτους) που πραγματοποιούνται από τις 31 Μαΐου 2010,

λήξη της εγγύησης χρηματοδότησης για το σύνολο των εκδόσεων ή των συμβάσεων (συμπεριλαμβανομένων των μακροπρόθεσμων) που πραγματοποιούνται ή συνάπτονται από 30 Ιουνίου 2010,

σε καμία φάση της διαδικασίας το συνολικό ποσό των εγγυημένων οφειλόμενων ποσών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 100 δισεκατ. ευρώ,

κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής της εγγύησης, η Dexia καταβάλλει στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πρόσθετη αξία επί του ποσού της υπέρβασης σε περίπτωση υπέρβασης των ακόλουθων κατωφλίων εγγυημένων οφειλόμενων ποσών:

Πίνακας 5:

Καταβολή πρόσθετης αξίας σε περίπτωση υπέρβασης των εγγυημένων ποσών ομολόγων παθητικού

Κατώτερο όριο/δόση (εγγυημένα οφειλόμενα ποσά σε δισεκατ. ευρώ)

60-70

70-80

80-100

Πρόσθετη αξία σε περίπτωση υπέρβασης (σε μονάδες βάσης)

+ 50

+ 65

+ 80

(78)

Έως τις 31 Οκτωβρίου 2014 η Dexia δεν θα χρησιμοποιεί την ιδιότητα τράπεζας καθώς καλύπτεται από την εγγύηση των ενδιαφερόμενων κρατών μελών για σκοπούς εμπορικής διαφήμισης και δεν θα χρησιμοποιήσει την εγγύηση για αμιγείς συναλλαγές αρμπιτράζ.

(79)

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 η Dexia SA και οι θυγατρικές της, των οποίων κατέχει τον αποκλειστικό ή κοινό έλεγχο δεν θα μπορούν να παρουσιαστούν ως αγοραστές μετοχικού κεφαλαίου άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, εταιρειών επενδύσεων ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ποσοστό μεγαλύτερο του 5 %, χωρίς την έγκριση της Επιτροπής. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης συγκατάθεσης της Επιτροπής, η παρούσα δέσμευση δεν εμποδίζει την Dexia να συμμετάσχει έναντι εισφοράς συμμετοχών ή δραστηριοτήτων σε πράξη εκποίησης ή διάθεσης (με συγχώνευση ή χρηματοδότηση) στοιχείων ενεργητικού ή δραστηριοτήτων, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συμμετοχή δεν παρέχει στην Dexia τον αποκλειστικό ή από κοινού έλεγχο της επιχείρησης που λαμβάνει τη χρηματοδότηση ή που προκύπτει από τη συγχώνευση. Η Dexia ενημερώνει εκ των προτέρων την Επιτροπή για σχέδιο αγοράς, συμπεριλαμβανομένων ανάλογων σχεδίων εκ μέρους των επιχειρήσεων που η Dexia ελέγχει στο πλαίσιο κοινοπραξίας.

(80)

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 η Dexia θα περιορίσει το ποσό:

όλων των μερισμάτων που καταβάλλονται από την Dexia SA βάσει των κοινών μετοχών της και

όλων των πρόωρων εξοφλήσεων ή των τοκομεριδίων υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2 i) που έχουν εκδοθεί από τις επιχειρήσεις στις οποίες η Dexia κατέχει τον αποκλειστικό έλεγχο ii) που ανήκουν σε άτομα ή επιχειρήσεις άλλες από την Dexia SA και τις θυγατρικές της και iii) των οποίων η πληρωμή ή η άσκηση εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια εφαρμογής των συμβατικών διατάξεων που αφορούν αυτά τα κεφάλαια, έτσι, ώστε, μετά τη διανομή ή τη σκοπούμενη πληρωμή (και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες πληρωμές που έχουν καταστεί υποχρεωτικές λόγω της καταβολής μερίσματος κοινών μετοχών), το βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1 της Dexia (υπολογισμένο σύμφωνα με τους τελευταίους ετήσιους ενοποιημένους λογαριασμούς με βάση τους κανόνες IFRS)

να παραμείνει μεγαλύτερο ή ίσο με τα παρακάτω επίπεδα και

31.12.2009

31.12.2010

31.12.2011

31.12.2012

31.12.2013

31.12.2014

10,7 %

10,6 %

[…]

[…]

[…]

[…]

να παραμείνει μεγαλύτερο ή ίσο με το άθροισμα i) του 12,5 % των στοιχείων ενεργητικού με στάθμιση κινδύνου (risk weighted assets) του Legacy Portfolio Management Division και ii) του 9,5 % των στοιχείων ενεργητικού με στάθμιση κινδύνου (risk weighted assets) των άλλων δραστηριοτήτων του ομίλου («Core Division»).

(81)

Η υποχρέωση που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 80:

με επιφύλαξη της απαίτησης διανεμητέων κερδών (κατά την έννοια του άρθρου 617 του βελγικού κώδικα εταιρειών) στο επίπεδο της Dexia,

με επιφύλαξη των πράξεων στις οποίες η Dexia έχει εκ του νόμου υποχρέωση να προβεί σε ό,τι αφορά τα υβριδικά κεφάλαια κατηγορίας 1 ή 2 ή τις πράξεις στις οποίες η Dexia είναι υποχρεωμένη να προβεί για παρόμοιες κατηγορίες δυνάμει των συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2010 και

θα είναι δυνατό να αναθεωρηθεί σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής στον ορισμό της προληπτικής κεφαλαιακής επάρκειας και των λογιστικών προτύπων που ισχύουν για την Dexia.

(82)

Επιπλέον, ανεξαρτήτως των πράξεων στις οποίες έχει εκ του νόμου υποχρέωση να προβεί ή των πράξεων στις οποίες είναι υποχρεωμένη να προβεί δυνάμει των συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2010 στα υβριδικά μέσα της κατηγορίας 1 ή 2, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 η Dexia:

δεν θα προβεί στην πληρωμή τοκομεριδίων για πράξεις υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2 που ανήκουν σε άτομα ή οντότητες εκτός της Dexia SA και των θυγατρικών της και η πληρωμή των οποίων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια εφαρμογής των συμβατικών διατάξεων που αφορούν αυτά τα κεφάλαια,

δεν θα εγκρίνει ή θα υπερψηφίσει την εξόφληση μερίσματος οποιουδήποτε είδους από οποιαδήποτε επιχείρηση στην οποία η Dexia SA ασκεί άμεσα ή έμμεσα τον αποκλειστικό έλεγχο (συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που της ανήκουν 100 %), εφόσον μια τέτοια ενέργεια θα έχει ως αποτέλεσμα την πληρωμή τοκομεριδίου επί των υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κεφαλαίων κατηγορίας 2 που ανήκουν σε πρόσωπα εκτός της Dexia SA και των θυγατρικών της και

δεν θα ασκήσει δικαίωμα προαίρεσης κατά τη διακριτική της ευχέρεια για υβριδικά κεφάλαια κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2 που αναφέρονται παραπάνω στην πρώτη περίπτωση.

(83)

Η Dexia SA δεν θα προχωρήσει σε διανομή μερισμάτων των κοινών μετοχών της έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Αυτή η απαγόρευση δεν θα ισχύει για τη διανομή μερισμάτων που πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου με χορήγηση νέων μετοχών, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτών των διανομών i) συμφωνεί με την αιτιολογική σκέψη 80 και ii) είναι μικρότερο ή ίσο του 40 % του καθαρού αποτελέσματος που πραγματοποίησε η Dexia SA το οικονομικό έτος 2009 σε ό,τι αφορά τις διανομές που πραγματοποιήθηκαν το 2010 και μικρότερο ή ίσο του 40 % του καθαρού αποτελέσματος που πραγματοποίησε η Dexia SA το οικονομικό έτος 2010 σε ό,τι αφορά τις διανομές μερισμάτων το 2011 (18).

(84)

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι βάσει των υποχρεώσεων των ενδιαφερόμενων κρατών μελών στο πλαίσιο της απόφασης της Επιτροπής της 30ής Οκτωβρίου 2009 που παρατείνουν την εγγύηση, η Dexia θα πρέπει να απέχει, από την ημερομηνία λήψης της παρούσας απόφασης από τις ακόλουθες ενέργειες:

i)

να δηλώσει οποιοδήποτε προμέρισμα, ή να προτείνει στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της Dexia SA την εξόφληση οποιουδήποτε μερίσματος υπέρ των μετόχων της Dexia SΑ·

ii)

να εγκρίνει ή να υπερψηφίσει την πληρωμή οποιουδήποτε μερίσματος από τις επιχειρήσεις στις οποίες η Dexia SA ασκεί άμεσα ή έμμεσα τον αποκλειστικό έλεγχο αλλά οι οποίες δεν ανήκουν (άμεσα ή έμμεσα) 100 % στην Dexia·

iii)

να εγκρίνει ή να υπερψηφίσει την εξόφληση μερίσματος οποιουδήποτε είδους από οποιαδήποτε επιχείρηση στην οποία η Dexia SA ασκεί άμεσα ή έμμεσα τον αποκλειστικό έλεγχο (συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που της ανήκουν 100 %) εφόσον μια τέτοια ενέργεια θα έχει ως αποτέλεσμα την υποχρέωση πληρωμής τοκομεριδίου επί υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κεφαλαίων ανώτερης κατηγορίας 2 που ανήκουν σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός της Dexia SA και των θυγατρικών της·

iv)

να προβεί στην πληρωμή τοκομεριδίων για πράξεις υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κεφαλαίων ανώτερης κατηγορίας 2 που ανήκουν σε πρόσωπα ή οντότητες εκτός της Dexia SA και των θυγατρικών της και των οποίων η πληρωμή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια εφαρμογής των συμβατικών διατάξεων που αφορούν αυτές τις πράξεις. Εάν, ωστόσο, η μη πληρωμή ενδέχετο να προκαλέσει την αναστολή πληρωμής μερισμάτων από την Dexia SA βάσει των αποτελεσμάτων του 2009, η απαγόρευση που προαναφέρεται ενδεχομένως να μην χρειάζεται να εφαρμοστεί, υπό την προϋπόθεση ότι η Dexia έχει ενημερώσει εκ των προτέρων σχετικά την Επιτροπή και η Επιτροπή έχει εγκρίνει, σε ad hoc βάση, την εξόφληση του εν λόγω τοκομεριδίου· ή

v)

να ασκήσει κατά τη διακριτική της ευχέρεια δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης των υβριδικών κεφαλαίων που αναφέρονται παραπάνω στα σημεία iii) και iv) της παρούσας αιτιολογικής σκέψης.

(85)

Η Γαλλία, προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και τη διαφάνεια στις τραπεζικές πράξεις δανεισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεσμεύεται να μεριμνά ώστε οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης να αναπτύσσουν τις δικές τους πρακτικές προκήρυξης διαγωνισμών κατά τις πράξεις εξασφάλισης χρημάτων ή κεφαλαίων. Συναφώς, πριν από το τέλος του 2010, θα υπάρξουν ρητές κρατικές συστάσεις προς τις τοπικές κοινότητες τόσο σε ό,τι αφορά τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις όσο και σε ό,τι αφορά τη χρήση σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Στις συστάσεις αυτές θα δίνεται έμφαση στο εγγενές οικονομικό συμφέρον αυτού του κλάδου, στην εφαρμογή μέτρων προκήρυξης διαγωνισμών και θα επισημαίνονται τα διάφορα πρακτικά στοιχεία, βάσει των οποίων θα πρέπει να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα. Οι προβαλλόμενες ορθές πρακτικές θα προβλέπουν τον δημόσιο χαρακτήρα των διαγωνισμών για τα δάνεια για τα πλέον σημαντικά ποσά. Σε ό,τι αφορά τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την παροχή βοήθειας και συμβουλών θα ευαισθητοποιηθούν σχετικά με αυτές τις συστάσεις. Εάν αυτές οι συστάσεις αποδειχθούν ανεπαρκείς για τη διασφάλιση της γενίκευσης διάφανων και μη διακριτικών προσφορών εκ μέρους των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης έως τα τέλη του 2013 σε ό,τι αφορά τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις, η Γαλλία δεσμεύεται να υποβάλει κανονιστικές αποφάσεις για τον σκοπό αυτό.

(86)

Η βελγική κυβέρνηση σε συνεργασία με τις Περιφέρειες, προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και τη διαφάνεια στις τραπεζικές πράξεις δανεισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεσμεύεται να ελέγχει τη δημοσίευση γνωστοποιήσεων από τις αναθέτουσες αρχές για συμβάσεις που έχουν συναφθεί και οι οποίες σχετίζονται με τη χρηματοδότηση των τοπικών δημόσιων αρχών.

4.3.   ΕΚΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ

(87)

Η Dexia προβαίνει σε εκποιήσεις στοιχείων του ενεργητικού που απαριθμούνται στην παρούσα αιτιολογική πράξη:

α)

εκποίηση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο της συμμετοχής του ομίλου κατά 70 % στην ιταλική θυγατρική, Crediop, έως τις 31 Οκτωβρίου 2012 (19)·

β)

εκποίηση έως τις 30 Ιουνίου 2010 της DEP, γαλλικής θυγατρικής της Dexia Insurance Belgium (εφεξής «DIB»), που δραστηριοποιείται στους τομείς της ασφάλειας ζωής και του κοινωνικού σχεδιασμού. Η υπογραφή της συμφωνίας εκποίησης έλαβε χώρα στις 9 Δεκεμβρίου 2009 και η πώληση έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2010·

γ)

εκποίηση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 της συμμετοχής της Dexia κατά 51 % στην AdInfo, θυγατρική εταιρεία που δραστηριοποιείται στον χώρο της παροχής υπηρεσιών πληροφορικής σε αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης στο Βέλγιο·

δ)

εκποίηση της συμμετοχής της Dexia στην SPE, βελγική επιχείρηση παραγωγής ενέργειας, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2010·

ε)

εκποίηση της συμμετοχής της Dexia κατά 20 % στη Crédit du Nord (αυτή η εκποίηση πραγματοποιήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2009)·

στ)

κλείσιμο έως το 2010 περίπου 80 καταστημάτων στο Βέλγιο στο πλαίσιο του νέου μοντέλου κατανομής του ομίλου·

ζ)

διακοπή των ακόλουθων δραστηριοτήτων της RCB International:

i)

η εκποίηση της Experta Jersey, το «run-off» της Dexia «Private Bank» (PB) Jersey, η διακοπή των δραστηριοτήτων της PB στο Μοντεβιδέο, η διακοπή του έργου ανάπτυξης PB στη Σιγκαπούρη, η διακοπή του έργου «consumer finance» στη Ρωσία και η διακοπή των δραστηριοτήτων της Dexia Asset Management (εφεξής «DAM») στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η εκποίηση των δραστηριοτήτων του trust Experta στην Ελβετία πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος 2009 και στις αρχές του 2010·

ii)

εκποίηση των δραστηριοτήτων του trust που ασκούνται από την Experta στις Μπαχάμες καθώς και εκποίηση της δανέζικης θυγατρικής Dexia BIL έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

η)

εκποίηση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο έως τις 31 Οκτωβρίου 2012 της συμμετοχής της Dexia στη σλοβακική θυγατρική Dexia Banka Slovensko (εφεξής «DBS») (20)·

θ)

διακοπή και διαχείριση εξάλειψης των ακόλουθων δραστηριοτήτων της PWB International:

i)

Ινδία: εκποίηση της νομικής οντότητας που δημιουργήθηκε το 2009·

ii)

Ελβετία (Dexia Public Finance Switzerland) και Σουηδία (Dexia Norden): κλείσιμο και εκκαθάριση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010·

iii)

Μεξικό, Αυστραλία και Ιαπωνία: διαχείριση κλεισίματος του ισολογισμού·

ι)

εκποίηση της FSA (ολοκληρώθηκε την 1η Ιουλίου 2009), στη συνέχεια εκποίηση τμημάτων της Dexia στην Assured Guaranty έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011·

ια)

εκποίηση της συμμετοχής του ομίλου κατά 49 % στην Kommunalkredit Austria (KA), πραγματοποιήθηκε το 4ο τρίμηνο του 2008·

ιβ)

εκποίηση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο της Deniz Emeklilik, θυγατρικής εταιρείας ασφαλειών DenizBank έως τις 31 Οκτωβρίου 2012·

ιγ)

εκποίηση της συμμετοχής του ομίλου κατά 60 % στην Dexia Sabadell έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013·

ιδ)

επισπευσμένη εκποίηση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της Dexia σε ποσό ύψους [10-20] δισεκατ. ευρώ κατ’ έτος το 2010 και το 2011, [5-15] έως [10-20] δισεκατ. ευρώ το 2012, [0-10] έως [5-15] δισεκατ. ευρώ κατ’ έτος το 2013 και το 2014·

ιε)

διαχείριση εξάλειψης των δραστηριοτήτων της Standby Bond Purchase Agreements (εφεξής «SBPA») και της Tender Option Bonds (εφεξής «TOB») (ΗΠΑ/Καναδάς).

(88)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης οδηγεί σε μείωση κατά 35 % του συνολικού μεγέθους του ισολογισμού της Dexia στις 31 Δεκεμβρίου 2014 συγκριτικά με το μέγεθός της στις 31 Δεκεμβρίου 2008. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεσμεύονται ότι η Dexia θα προχωρήσει στη μείωση των μεγεθών του ισολογισμού της όπως αναλύεται στον παρακάτω πίνακα 6.

Πίνακας 6

Μείωση του μεγέθους του ισολογισμού του ομίλου, του «Core Division» και του LPMD

(σε δισεκατ. ευρώ)

 

31.12.2008

31.12.2009

31.12.2010

31.12.2011

31.12.2012

31.12.2013

31.12.2014

Συνολικός ισολογισμός ομίλου

651

580

[510-550]

[485-545]

[425-490]

[405-465]

427

Σύνολο LPMD

 

162

[120-140]

[100-120]

[80-110]

[70-100]

79

Σύνολο Core Division1

 

419

[390-410]

[385-415]

[345-380]

[335-365]

353

4.4.   ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

(89)

Ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας προσκομίζει κάθε εξάμηνο έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εκτέλεση των υποχρεώσεων του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Αυτή η έκθεση περιλαμβάνει ιδίως αναλυτική πραγματογνωμοσύνη σε ό,τι αφορά i) τη μείωση του μεγέθους του ισολογισμού που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 0, ii) τους τρεις δείκτες ρευστότητας και χρηματοδότησης που αναφέρονται στη σκέψη 69 και iii) την υποχρέωση στο Raroc (21) που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 70. Επιπλέον:

αυτή η έκθεση διαβιβάζεται το αργότερο ένα μήνα μετά την παρουσίαση των εξαμηνιαίων λογαριασμών και την έγκριση των ετήσιων λογαριασμών και σε κάθε περίπτωση πριν από την 1η Οκτωβρίου και την 30ή Απριλίου κάθε έτους,

εάν, στην έκθεση που υποβάλλεται πριν από την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας αναγνωρίσει την ύπαρξη κινδύνων που ενδεχομένως να παρακωλύσουν την επίτευξη των ετήσιων στόχων που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης στο τέλος του τρέχοντος έτους, οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών παρουσιάζουν στην Επιτροπή, ένα μήνα μετά την υποβολή της έκθεσης, τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν μαζί με την Dexia προκειμένου να επιτευχθούν οι συγκεκριμένοι στόχοι με τα κατάλληλα μέσα πριν από το τέλος του έτους,

εάν, στην έκθεση που υποβάλλεται πριν από τις 30 Απριλίου κάθε έτους, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας διαπιστώσει ότι οι ετήσιοι στόχοι που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν έχουν επιτευχθεί, οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών παρουσιάζουν στην Επιτροπή, ένα μήνα μετά την υποβολή της έκθεσης, τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν πριν από τις 30 Ιουνίου του τρέχοντος έτους προκειμένου η Dexia να μπορέσει να επιτύχει τους συγκεκριμένους στόχους με τα κατάλληλα μέσα,

σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί η παρουσίαση των προβλεπόμενων μέτρων εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας ή εάν δεν επιτευχθούν οι στόχοι πριν από τις 30 Ιουνίου (σε ό,τι αφορά τα μέτρα που παρουσιάζονται, ενδεχομένως, μετά την κατάθεση της έκθεσης πριν από τις 30 Απριλίου), η Επιτροπή μπορεί, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (22), να κινήσει εκ νέου την επίσημη διαδικασία έρευνας […].

(90)

Οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου θα υποβάλουν προηγουμένως προς έγκριση στην Επιτροπή και το αργότερο ένα μήνα μετά την παρούσα απόφαση, κατάλογο ενός ή τριών προσώπων, που θα επιλεγούν σε συμφωνία με την Dexia, για τον διορισμό στη θέση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα. Ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας πρέπει να έχει τις απαραίτητες ικανότητες και να μην αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση της αποστολής του. Η Επιτροπή θα μπορεί είτε να δώσει τη συγκατάθεσή της, είτε να απορρίψει τον (τους) ανεξάρτητο(-ους) εμπειρογνώμονα(-ες). Εάν η Επιτροπή απορρίψει τον (τους) προτεινόμενο(-ους) ανεξάρτητο(-ους) εμπειρογνώμονα(-ες), η Dexia και οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου θα προτείνουν, σε διάστημα ενός μήνα από την κοινοποίηση της απόρριψης, έναν έως τρεις νέους υποψήφιους τους οποίους θα πρέπει και πάλι να εγκρίνει ή να απορρίψει η Επιτροπή. Σε περίπτωση απόρριψης όλων των προτεινόμενων υποψηφίων από την Επιτροπή, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας θα οριστεί από την Επιτροπή. Το κόστος αμοιβής του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα θα καλυφθεί από την Dexia.

(91)

Σε περίπτωση που μία από τις δεσμεύσεις εκποίησης στοιχείων ενεργητικού που αναφέρεται στα σημεία α), β), δ), η), ιβ) ή ιγ) της αιτιολογικής σκέψης 87 δεν υλοποιηθεί εντός της καθορισμένης προθεσμίας και σε περίπτωση μη έγκρισης εναλλακτικής δέσμευσης από την Επιτροπή, οι αρχές της Γαλλίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου θα υποβάλουν καταρχάς προς έγκριση στην Επιτροπή, και το αργότερο εντός μηνός από την καθορισμένη προθεσμία εκποίησης, κατάλογο με ένα έως τρία άτομα, που θα επιλεγούν σε συμφωνία με την Dexia, για τον διορισμό στη θέση του εντολοδόχου υπεύθυνου για τις προαναφερθείσες εκποιήσεις. Ο εντολοδόχος που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση πρέπει να είναι ανεξάρτητος, να έχει τις απαραίτητες ικανότητες και να μην αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση της αποστολής του. Η Επιτροπή θα μπορεί είτε να δώσει τη συγκατάθεσή της, είτε να απορρίψει τον (τους) προτεινόμενο(-ους) εντολοδόχο(-ους). Εάν η Επιτροπή απορρίψει τον (τους) εντολοδόχο(-ους) για την προτεινόμενη εκποίηση, η Dexia και οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου θα προτείνουν, σε διάστημα μηνός από την κοινοποίηση της απόρριψης, έναν έως τρεις νέους υποψήφιους τους οποίους θα πρέπει και πάλι να εγκρίνει ή να απορρίψει η Επιτροπή. Σε περίπτωση απόρριψης όλων των προτεινόμενων υποψηφίων από την Επιτροπή, ο εντολοδόχος θα οριστεί από την Επιτροπή, την οποία η Dexia θα διορίσει ή θα συμβάλει στο διορισμό του, βάσει μιας εντολής εγκεκριμένης από την Επιτροπή.

(92)

Οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου δεσμεύονται ότι η Dexia θα παράσχει τις απαραίτητες αρμοδιότητες εκπροσώπησης στον εντολοδόχο που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση i) προκειμένου να πραγματοποιήσει την εκποίηση των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 91 (συμπεριλαμβανομένης κάθε απαραίτητης εξουσίας για τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης των απαραίτητων εγγράφων για την πραγματοποίηση της εκποίησης) και ii) προκειμένου να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε ενέργεια ή δήλωση είναι απαραίτητη ή κατάλληλη για την πραγματοποίηση της εκποίησης, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού συμβούλων για τη διαδικασία εκποίησης. Ο εντολοδόχος που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση θα συμπεριλάβει στη σύμβαση/συμβάσεις αγοραπωλησίας τους συνήθεις και εύλογους όρους και τις προϋποθέσεις που θα κρίνει κατάλληλες για την ολοκλήρωση της πώλησης εντός του επόμενου έτους από τον διορισμό του εντολοδόχου. Ο εντολοδόχος που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση θα οργανώσει τη διαδικασία πώλησης έτσι ώστε να διασφαλιστεί η εκποίηση […]. Το κόστος αμοιβής του εντολοδόχου που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση θα καλυφθεί από την Dexia.

V.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(93)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας που κινήθηκε μετά την απόφασή της στις 13 Μαρτίου 2009 αφορά τόσο το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Dexia που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη τον Φεβρουάριο του 2009 όσο και το μέτρο FSA.

(94)

Καταρχάς, σε ό,τι αφορά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Dexia κατά την οικονομική κρίση και το πολύ σημαντικό ποσό των ενισχύσεων που δόθηκαν, η Επιτροπή εκφράζει τις αμφιβολίες της όσον αφορά:

τη δυνατότητα του αρχικού πλάνου αναδιάρθρωσης να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ομίλου, χωρίς κρατική ενίσχυση και το ταχύτερο δυνατόν,

τη φύση των προτεινόμενων μέτρων αναδιάρθρωσης, τα οποία ήταν πέραν των απαιτήσεων που προβλέπονταν στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την επιστροφή στη βιωσιμότητα και την αξιολόγηση των μέτρων αναδιάρθρωσης που ελήφθησαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης, σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις (23) (εφεξής «ανακοίνωση σχετικά με τις τραπεζικές αναδιαρθρώσεις»),

τη δυνατότητα των προτεινόμενων μέτρων να εγγυηθούν τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και την αντιμετώπιση του ηθικού κινδύνου περιορίζοντας τις ενισχύσεις στο ελάχιστο δυνατό και αναδιανέμοντας επαρκώς τις δαπάνες μεταξύ των δικαιούχων και των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

(95)

Στη συνέχεια, σε ό,τι αφορά το μέτρο FSA, η Επιτροπή έκρινε, στην απόφασή της στις 13 Μαρτίου 2009 ότι η ίδια η εγγύηση, καθώς επίσης η κάλυψη βάσει στοιχείων ενεργητικού και ο καταμερισμός των δαπανών μεταξύ της Dexia και των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά. Εντούτοις, η αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού και η αξία για την εγγύηση καθώς και για τους τίτλους προς έκδοση από την Dexia πέρα από την πρώτη δόση των 4,5 δισεκατ. προσκλήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος της σύμβασης δικαιώματος πώλησης, απομένουν να εξακριβωθούν. Επίσης, η Επιτροπή αποφάσισε να συμπεριλάβει αυτές τις πτυχές του μέτρου FSA στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που κινήθηκε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Dexia. Στην ίδια απόφαση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η απαίτηση της εγγύησης, το χαρτοφυλάκιο των καλυμμένων στοιχείων του ενεργητικού και το επίπεδο των πρώτων ζημιών που αντιμετώπισε η Dexia δεν εμπίπτουν στο φάσμα της διαδικασίας που κινήθηκε με την εν λόγω απόφαση.

VI.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(96)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν έλαβε παρατηρήσεις από τα ενδιαφερόμενα μέρη στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που κινήθηκε σχετικά με τα μέτρα ενίσχυσης υπέρ της Dexia.

(97)

Αντιθέτως, πριν από την κίνηση της διαδικασίας, κατατέθηκε στις υπηρεσίες της Επιτροπής καταγγελία από ανταγωνιστή της DBB αφενός σχετικά με την αύξηση κεφαλαίου κατά 3 δισεκατ. ευρώ από μέρους των βελγικών αρχών και των Βέλγων μετόχων της Dexia και αφετέρου σχετικά με την εγγύηση που χορηγήθηκε από το βελγικό κράτος για τα διατραπεζικά και εξομοιούμενα δάνεια υπέρ της Dexia. Η καταγγελία έχει ως αιτιολογία ότι:

η ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη, κυρίως, της τιμής της ασφαλιστικής κάλυψης των κοινών μετοχών που εξέδωσε η Dexia στο πλαίσιο του μέτρου της ανακεφαλαιοποίησης: η τιμή των 9,9 ευρώ, που βασίζεται στη μέση τιμή των τριάντα ημερών πριν από τη συναλλαγή, είναι υψηλότερη από την τιμή που θα κατέβαλε ένας επενδυτής στην αγορά, δεδομένων των εξαιρετικά υποβαθμισμένων συνθηκών κατά την έκδοση των χρηματοπιστωτικών αξιών,

η ενίσχυση δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό, στο βαθμό που το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης επιτρέπει την ενίσχυση του ποσοστού ίδιων κεφαλαίων κατηγορίας 1 της Dexia από 11 % σε 14 %, καθιστώντας την έτσι μία από τις καλύτερα υποστηριζόμενες τράπεζες στον τομέα της,

η ενίσχυση οδηγεί σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στο βαθμό που η Dexia θα μπορούσε να εφαρμόσει τιμολόγηση των καταθέσεων που εισπράττονται από αριθμό πελατών μεγαλύτερο από τον μέσο όρο αυτού των παραδοσιακών τραπεζών που δραστηριοποιούνται στη βελγική αγορά.

VII.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

7.1.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΕΛΓΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ

(98)

Βάσει της μη εμπιστευτικής εκδοχής της καταγγελίας που κατατέθηκε στις υπηρεσίες της Επιτροπής, οι βελγικές αρχές διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τα στοιχεία που υποκίνησαν την καταγγελία.

(99)

Σε ό,τι αφορά την τιμή διάθεσης των μετοχών που εξέδωσε η Dexia στο πλαίσιο της πράξης ανακεφαλαιοποίησης, οι βελγικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η τιμή ύψους 9,9 ευρώ ανά μετοχή, που αντιστοιχεί στη μέση τιμή των τριάντα ημερών πριν από τη συναλλαγή, προσδιορίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 598 του βελγικού κώδικα εταιρειών. Στον κώδικα ορίζεται ότι σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου έναντι μετρητών από ένα ή περισσότερα άτομα, η τιμή έκδοσης των μετοχών δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τη μέση τιμή των τριάντα ημερών που προηγούνται της συναλλαγής. Η τιμή των μετοχών που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της πράξης ανακεφαλαιοποίησης της Dexia καθορίστηκε λοιπόν βάσει των νομικών υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα υφιστάμενα μέρη.

(100)

Αφετέρου, οι βελγικές αρχές υπογραμμίζουν ότι ο καταγγέλλων αμφισβητεί την αναγκαιότητα ανακεφαλαιοποίησης με το αιτιολογικό ότι η Dexia διένυε κρίση ρευστότητας και όχι κρίση φερεγγυότητας, και ότι η ανακεφαλαιοποίηση δεν θα οδηγήσει παρά μόνο σε ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων κατηγορίας 1 της Dexia σε επίπεδο ανώτερο από αυτό των αντίστοιχων ευρωπαϊκών τραπεζών. Ωστόσο, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, σε αυτούς τους ισχυρισμούς δεν λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες φερεγγυότητας της Dexia στα τέλη Σεπτεμβρίου 2008, όπως είχαν διαμορφωθεί από την αύξηση των προβλέψιμων κινδύνων και ζημιών στο 3ο και 4ο τρίμηνο του 2008, λόγω της έκθεσης του ομίλου σε διάφορες επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε διαδικασία πτώχευσης ή που αντιμετώπιζαν προβλήματα (Lehman Brothers, Depfa, Bradford & Bingley, ιρλανδικές και ισλανδικές τράπεζες), των αναμενόμενων ζημιών από την έκθεση του FSA, καθώς και των αλλεπάλληλων υποτιμήσεων των στοιχείων ενεργητικού που συνδέονται με την υποβάθμιση των αξιολογήσεων από διάφορα ιδρύματα πιστωτικής ενίσχυσης που εγγυήθηκαν τους τίτλους που κατέχει η Dexia.

(101)

Τέλος, σε ό,τι αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προέκυψαν από τα μέτρα ενίσχυσης υπέρ της Dexia, οι αρχές του Βελγίου υπογραμμίζουν ότι οι παρεμβάσεις ad hoc του βελγικού κράτους υπέρ της Dexia δικαιολογούνται στο πλαίσιο αποφυγής μιας συστημικής κρίσης και δεν διαφέρουν, κατ’ ουσία, από αντίστοιχες παρεμβάσεις άλλων κρατών μελών εξουσιοδοτημένων από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β), της ΣΛΕΕ. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την τιμολόγηση που εφήρμοζε η Dexia στις καταθέσεις των πελατών, οι βελγικές αρχές προσκόμισαν ένα σημείωμα της Dexia στο οποίο συγκρίνονται οι τιμές της Dexia με αυτές των ανταγωνιστών της για το ίδιο είδος παρεχόμενων υπηρεσιών στη βελγική αγορά (ING, Deutsche Bank, Fortis, Axa, Citibank, Rabobank και KBC). Από αυτό προκύπτει ότι οι τιμές της Dexia συμβαδίζουν με αυτές των ανταγωνιστών της. Στο ίδιο σημείωμα, η Dexia υπογραμμίζει επίσης ότι αυτές οι τιμές, που επισημαίνονται από τον καταγγέλλοντα, καλύπτουν αποκλειστικά τις καταθέσεις που έχουν ληφθεί μέσω Διαδίκτυο, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μόνο ποσοστό ([10-15]%) του συνόλου των καταθέσεων πελατών.

(102)

Ως εκ τούτου, οι βελγικές αρχές θεωρούν, αντίθετα προς τα επιχειρήματα που διατυπώνονται στην καταγγελία, ότι τα μέτρα ενίσχυσης υπέρ της Dexia είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β), της ΣΛΕΕ.

7.2.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(103)

Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υπέβαλαν στην Επιτροπή τις κοινές παρατηρήσεις τους σχετικά με την επίσημη διαδικασία έρευνας που κινήθηκε με την απόφαση της 13ης Μαρτίου του 2009. Οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων κρατών μελών αφορούν ταυτόχρονα την αξιολόγηση της ενίσχυσης των κοινοποιηθέντων μέτρων και τη συμβατότητα των εν λόγω μέτρων με την εσωτερική αγορά.

7.2.1.   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΕΝΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΩΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

7.2.1.1    Αύξηση κεφαλαίου

(104)

Στις παρατηρήσεις τους, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θεωρούν, καταρχάς, ότι οι πράξεις της Dexia που ενέκριναν οι παλιοί μέτοχοι (το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εφεξής «ΤΠΔ», η CNP Assurances, η Holding Communal, η Ethias και η Arcofin) στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης δεν περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης. Πράγματι, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υπενθυμίζουν ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεσμεύονται από κοινού ως προς την Dexia μέσω συμφωνίας συμμετοχής που συνάφθηκε στο πλαίσιο σύμβασης με ημερομηνία 28 Αυγούστου 2007 η οποία υπόκειται στο ιδιωτικό δίκαιο. Επίσης, για τη διασφάλιση των συμφερόντων αυτού του συνόλου μετόχων, είναι απαραίτητη η συμμετοχή όλων στην αύξηση του κεφαλαίου. Επιπλέον, δεδομένου του επείγοντα χαρακτήρα της πράξης ανακεφαλαιοποίησης, ήταν λογικό η Dexia να στραφεί κατά προτεραιότητα στους μετόχους αναφοράς για να προχωρήσει. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υπογράμμισαν ότι δεν θα πρέπει να καταλογίζεται στις CDC, CNP Assurances, Holding Communal, Ethias και Arcofin η απόφαση συμμετοχής στην αύξηση κεφαλαίου και, επιπλέον, σε ό,τι αφορά τις Arcofin και Ethias, η απόφασή τους δεν χρηματοδοτήθηκε μέσω κρατικών πόρων.

7.2.1.2.    Πράξη ενίσχυσης της ρευστότητας

(105)

Επιπλέον, οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι η πράξη ενίσχυσης ρευστότητας που χορηγήθηκε στην Dexia από τη BNB, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Γαλλίας, δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ με το αιτιολογικό ότι οι πράξεις ενίσχυσης ρευστότητας εμπίπτουν στις συνήθεις αποστολές των κρατικών κεντρικών τραπεζών και, ιδιαίτερα, στην αποστολή τους να συμβάλουν στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην ιδιότητα τους ως δανειστή εσχάτης ανάγκης σε περίπτωση που μια κατά τα λοιπά φερέγγυα τράπεζα αντιμετωπίζει προσωρινά προβλήματα ρευστότητας. Πράγματι:

κατά την εφαρμογή της πράξης ενίσχυσης ρευστότητας, οι χρηματοπιστωτικές αρχές επιβεβαιώνουν ότι δεν είχαν κανένα λόγο να θεωρούν την Dexia αφερέγγυα,

η χορήγηση της ενίσχυσης ρευστότητας κρίθηκε ασφαλής αφενός λόγω των επαρκών εγγυήσεων της Dexia βάσει των οποίων η BNB και η Τράπεζα της Γαλλίας εφήρμοσαν σημαντικά αρχικά περιθώρια ασφάλειας («haircut») και αφετέρου λόγω της ποιότητας των εν λόγω εγγυήσεων,

η ενίσχυση της ρευστότητας χορηγήθηκε με δυσμενή, ήτοι, απαγορευτικά επιτόκια,

σε ανύποπτο χρόνο, έχοντας απόλυτη αυτονομία και αποκλειστικά βάσει της διακριτικής τους ευχέρειας, η BNB και η Τράπεζα της Γαλλίας αποφάσισαν τη χορήγηση ενίσχυσης ρευστότητας, την παράτασή της καθώς και το ύψος των δανείων που θα χορηγηθούν σε αυτό το πλαίσιο,

η χορήγηση της ενίσχυσης ρευστότητας αποτελεί προσωρινό μέτρο: οι χορηγηθείσες πιστώσεις στο πλαίσιο της πράξης ενίσχυσης ρευστότητας είναι 1 ημέρας («overnight») με δυνατότητα ανανέωσης δυνάμει απόφασης της δανείστριας κεντρικής τράπεζας.

(106)

Επιπλέον, οι βελγικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η πράξη ενίσχυσης ρευστότητας υπέρ της Dexia εγκρίθηκε από το Συμβούλιο των Διοικητών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «ΕΚΤ») (μέχρι ενός μέγιστου ποσού […] δισεκατ. ευρώ.). Ο χαρακτηρισμός της πράξης ενίσχυσης ρευστότητας ως κρατικής ενίσχυσης θα την καθιστούσε ασύμβατη με την αρχή απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης που ορίζεται στο άρθρο 123 της ΣΛΕΕ. Πράγματι, δυνάμει αυτής της αρχής, είναι νομικά αδύνατο να καταλογιστούν σε ένα κράτος μέλος οι πράξεις στις οποίες προβαίνει μια κρατική κεντρική τράπεζα στο πλαίσιο της άσκησης της αποστολής της, εφόσον η εν λόγω κεντρική τράπεζα τηρεί τους όρους που ισχύουν για την άσκηση αυτής της αποστολής από την ΕΚΤ. Ωστόσο, η πράξη ενίσχυσης ρευστότητας που χορηγήθηκε στην Dexia πληροί όλους τους όρους που επιβάλλονται από την ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, απαντά στην απαίτηση βάσει της οποίας η χορήγηση ενίσχυσης της ρευστότητας πρέπει να γίνεται με τρόπο απολύτως ανεξάρτητο και διακριτικό από όλες τις ενδιαφερόμενες κρατικές κεντρικές τράπεζες.

(107)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, το γεγονός ότι οποιαδήποτε ενίσχυση ρευστότητας η οποία χορηγείται από τη BNB εξασφαλίζει αυτόματα την εγγύηση του βελγικού κράτους δεν είναι ικανό να αλλάξει αυτό το συμπέρασμα. Πρώτον, τη στιγμή που η επιτροπή διαχείρισης της BNB αποφάσισε αυτόνομα τη χορήγηση της πράξης ενίσχυσης ρευστότητας στην Dexia, η κρατική εγγύηση δεν υπήρχε. Επομένως, αυτή η παράμετρος δεν θα μπορούσε να είχε συνυπολογιστεί στη λήψη της απόφασης. Κυρίως, το γεγονός ότι ο Βέλγος νομοθέτης οδηγήθηκε να προβλέψει ρητή εγγύηση του βελγικού κράτους για αυτές τις πράξεις— χωρίς να συνδέεται με τον φάκελο της Dexia —ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πάντα στην περίπτωση άλλων κρατών μελών, προκύπτει από την ιδιαιτερότητα της μετοχικής σύνθεσης της BNB, η οποία είναι εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο με ιδιώτες μετόχους ενώ οι άλλες κρατικές κεντρικές τράπεζες δεν έχουν συνήθως ιδιώτες μετόχους. Η εγγύηση αυτή δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καταστατικού της BNB και αποσκοπεί να επιτρέψει στη BNB να εκπληρώσει την αποστολή της ως δανείστριας εσχάτης ανάγκης. Μια τέτοια ρητή εγγύηση δεν είναι απαραίτητη στην περίπτωση άλλων κεντρικών τραπεζών, οι οποίες ανήκουν αποκλειστικά στο αντίστοιχο κράτος. Ο αυτόματος χαρακτήρας της κρατικής εγγύησης προβλέφθηκε ρητά ώστε να διασφαλιστεί ότι οι πράξεις ενίσχυσης της ρευστότητας της BNB είναι σύμφωνες με τις αρχές απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης και ότι ανταποκρίνονται στα κριτήρια της πρακτικής λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, όπως αυτά ορίζονται κυρίως στην απόφαση της περίπτωσης Northern Rock (24).

(108)

Οι βελγικές αρχές υπογραμμίζουν επίσης το γεγονός ότι η Επιτροπή θα έπρεπε ωστόσο να θεωρήσει την πράξη ενίσχυσης ρευστότητας ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, το ποσό της ενίσχυσης θα έπρεπε να υπολογιστεί βάσει της διαφοράς του επιτοκίου που εφαρμόστηκε και του επιτοκίου αναφοράς που αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου υπολογισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης («Ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς») (25). Επιπλέον, το ποσό της ενίσχυσης θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να περιοριστεί στο μισό του συνολικού ποσού ενίσχυσης ρευστότητας, που αντιστοιχεί στο ύψος που χορηγήθηκε στην Dexia από τη BNB, ενώ το άλλο μισό θα έπρεπε να χορηγηθεί για λογαριασμό και με ευθύνη της Τράπεζας της Γαλλίας. Ωστόσο, η Τράπεζα της Γαλλίας δεν λαμβάνει καμία ρητή εγγύηση από το γαλλικό κράτος και η εγγύηση του βελγικού κράτους δεν μπορεί προφανώς να εφαρμοστεί σε μια πράξη που πραγματοποιείται για λογαριασμό και με ευθύνη μιας κεντρικής τράπεζας του εξωτερικού.

7.2.1.3.    Το μέτρο FSA

(109)

Οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών θεωρούν ότι η πιθανότητα ουσιαστικής εφαρμογής της εγγύησης που συμφωνήθηκε από τα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας για τα στοιχεία ενεργητικού FSAM είναι μάλλον μικρή: το κατώτερο όριο των 4,5 δισεκατ. USD που αποτελεί το ανώτατο όριο έκθεσης στις πρώτες ζημίες που αντιμετώπισε η Dexia είναι μεγαλύτερο από τα πιο απαισιόδοξα σενάρια σχετικά με τις οικονομικές ζημίες του χαρτοφυλακίου. Γι’ αυτόν τον λόγο, το ποσό της ενδεχόμενης κρατικής ενίσχυσης θα πρέπει να θεωρηθεί μηδενικό ακόμη και στην περίπτωση ενός απαισιόδοξου σεναρίου.

7.2.2.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΕΝΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

7.2.2.1.    Το μέτρο FSA

(110)

Καταρχάς, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υποστηρίζουν ότι το μέτρο FSA δεν εμπίπτει στο πεδίο της ανακοίνωσης της Επιτροπής που αφορά τη μεταχείριση των απομοιωμένων στοιχείων ενεργητικού στον τραπεζικό τομέα της ΕΕ (26) (εφεξής «ανακοίνωση περί απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού») με το αιτιολογικό ότι:

το μέτρο FSA δεν αποτελεί αυτή καθ’ αυτή εγγύηση των στοιχείων ενεργητικού, αλλά εγγύηση των ομολόγων της Dexia προς τη FSAM με βάση την ίδια την εγγύησή της (μέσω του δικαιώματος πώλησης): η εγγύηση του βελγικού και του γαλλικού κράτους θα εφαρμοστεί μόνο στην περίπτωση που η Dexia δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις της για αγορά των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού FSAM σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος πώλησης. Συνεπώς, το μέτρο FSA δεν επιφέρει αυτόματη μεταφορά ή εκποίηση των στοιχείων ενεργητικού,

σκοπός του μέτρου δεν είναι η εγγύηση του χαρτοφυλακίου FSAM υπέρ της Dexia, αλλά να καταστήσει δυνατή μια πράξη εκποίησης που πραγματοποιείται σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και είναι απαραίτητη για την αναδιάρθρωση της Dexia,

η εν λόγω πράξη εκποίησης πραγματοποιήθηκε στο τέλος μιας ανοιχτής και διαφανούς διαδικασίας, γεγονός που κατ’ αναλογία των περιπτώσεων ιδιωτικοποίησης, θα έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης,

το μέτρο που κοινοποιήθηκε πριν από την ημερομηνία έκδοσης της ανακοίνωσης για τα απομειωμένα στοιχεία ενεργητικού (25 Φεβρουαρίου 2009), έχοντας θεωρηθεί ήδη συμβατό με την παράγραφο 16 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών περί των κρατικών ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων (27), δεν χρειάζεται να είναι συμβατό και με την ανακοίνωση για τα απομειωμένα στοιχεία ενεργητικού.

(111)

Επιπλέον, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υπογραμμίζουν ότι, ακόμη και εάν το μέτρο FSA θα έπρεπε να κριθεί υπό το πρίσμα της ανακοίνωσης περί απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού, η Επιτροπή διαθέτει όλα τα στοιχεία που χρειάζεται για να διαπιστώσει εάν το εν λόγω μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, με το αιτιολογικό, ιδίως, ότι:

η κατανομή των δαπανών συνάδει με την ανακοίνωση περί απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού, κυρίως λόγω του ποσού των πρώτων ζημιών που αντιμετώπισε η Dexia, το οποίο αντιστοιχεί σε πλέον του 36 % του ονομαστικού ποσού του χαρτοφυλακίου των καλυμμένων στοιχείων ενεργητικού, ήτοι πρόκειται για ένα κατώτερο όριο που είναι αρκετά υψηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό 10 % που ορίζεται στην ανακοίνωση περί απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού· επιπλέον, σε περίπτωση απαίτησης της γαλλικής και βελγικής κρατικής ενίσχυσης πέρα από την πρώτη δόση των ζημιών, αυτές θα αποπληρωθούν από την Dexia με καταστατικούς τίτλους ίδιων πόρων, η έκδοση των οποίων θα μειώσει σημαντικά τη συμμετοχή των άλλων μετόχων του ομίλου,

το μέτρο υπόκειται σε αμοιβή αγοράς, ίση με το μέσο όρο των CDS πέντε ετών της Dexia (για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Αυγούστου 2008) συν 70 μονάδες βάσης, δηλαδή 113 μονάδες βάσης· προς αυτή την κατεύθυνση, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υπογραμμίζουν ότι ο συντελεστής αξίας έχει αυξηθεί κατά 21 μονάδες βάσης σε σχέση με το ποσό που είχε ανακοινωθεί αρχικά στην Επιτροπή,

η οικονομική απώλεια σε στοιχεία ενεργητικού που καλύπτονται από το μέτρο, έτσι όπως αξιολογήθηκε από ανεξάρτητες αρχές, βάσει μεθοδολογίας που επικυρώθηκε από τις εθνικές ελεγκτικές αρχές, έχει αναληφθεί εξ ολοκλήρου από την Dexia στον βαθμό που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η μέγιστη απώλεια παραμένει μικρότερη από το ποσό των πρώτων απωλειών που υπέστη η Dexia.

(112)

Συνεπώς, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θεωρούν ότι το μέτρο FSA είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά και ότι το ποσό ενίσχυσης που περιέχεται στο μέτρο είναι μηδενικό.

7.2.2.2.    Το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης

(113)

Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν συμμερίζονται τις επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει η Επιτροπή όσον αφορά τη δυνατότητα του αρχικού σχεδίου αναδιάρθρωσης που ανακοινώθηκε στην Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2009 να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της τράπεζας, να προλάβει εκτεταμένες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να διασφαλίσει επαρκή κατανομή των δαπανών αναδιάρθρωσης.

(114)

Πράγματι, στις παρατηρήσεις τους, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θεωρούν ότι τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή επιτρέπουν τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της Dexia, στο βαθμό που:

η προβλεπόμενη μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της Dexia για το έτος 2010 θα ανέλθει στα [15-30] δισεκατ. ευρώ (εκ των οποίων […] δισεκατ. ευρώ σε εκποιήσεις). Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και για το 2011, γεγονός που φαίνεται εφικτό και μάλλον συντηρητικό υπό το φως της πρόσφατης εμπειρίας της Dexia,

το σενάριο ανάκαμψης της ρευστότητας, που αποσκοπεί κυρίως στη μείωση κατά 100 δισεκατ. ευρώ των αναγκών βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης της Dexia έως το τέλος του 2010 είναι ρεαλιστικό, κυρίως λόγω της ανάκαμψης των όρων χρηματοδότησης στην αγορά ομολόγων και στην αγορά στεγαστικών ομολόγων,

οι μακροοικονομικές υποθέσεις που στηρίζουν το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Dexia είναι πολύ συντηρητικές,

οι αμφιβολίες που διατυπώθηκαν εκ μέρους της Επιτροπής σε ό,τι αφορά τη μελλοντική εξέλιξη της αγοράς χρηματοδότησης των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης επηρεάζουν ελάχιστα τη δραστηριότητα της Dexia, στο βαθμό που αυτή η αγορά ελάχιστα επηρεάζεται από τις μακροοικονομικές συνθήκες και επιπλέον η πτώση της νέας παραγωγής δανείων προς τις αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης έχει οριακό αντίκτυπο στα εισοδήματα της Dexia.

(115)

Επιπλέον, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υπογραμμίζουν ότι το σύνολο των μέτρων αναδιάρθρωσης που ανακοινώθηκαν τον Φεβρουάριο του 2009 αφορά κερδοφόρες δραστηριότητες, ότι πρόκειται για δραστηριότητες PWB ή μείωσης του φάσματος δραστηριοτήτων RCB. Συνεπώς, το σύνολο των προτεινόμενων μέτρων πρέπει να ληφθεί υπόψη στην αξιολόγηση των μέτρων με στόχο τη μείωση των υπερβολικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(116)

Τέλος, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη εκτιμούν ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής, που περιλαμβάνεται στην απόφασή της 13ης Μαρτίου 2009 σχετικά με το ποσό της ενίσχυσης, δεν είναι ακριβής, γιατί προσθέτει ποσά που είναι λανθασμένα και διαφορετικής φύσης καταλήγοντας σε ένα συνολικό ποσό της τάξης των [170-210] δισεκατ. ευρώ. Συνεπώς, το ποσό βάσει του οποίου πρέπει να αξιολογηθεί ο καταμερισμός των δαπανών αναδιάρθρωσης μεταξύ της Dexia και των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, είναι υπερτιμημένο. Αντιθέτως, η συμμετοχή της Dexia στις δαπάνες αναδιάρθρωσης, είναι σύμφωνα με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, υποτιμημένη δεδομένου ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η νέα μείωση παραγωγής δανείων που προβλέπεται από την Dexia και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ίδια συμμετοχή της Dexia στις δαπάνες αναδιάρθρωσης

(117)

Εν κατακλείδι, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στηρίζουν την απόφαση της Επιτροπής για οριστική έγκριση του μέτρου FSA προκειμένου να επιτραπεί η εκποίηση της FSA στην Assured Guaranty, στοιχείο απαραίτητο για την ανάκαμψη της βιωσιμότητας και τη μείωση του προφίλ κινδύνου του ομίλου. Θεωρούν, ωστόσο, ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής περί των άλλων μέτρων είναι αβάσιμες.

7.3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

(118)

Ως συμπλήρωμα των παραπάνω παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν στη βάση του αρχικού σχεδίου αναδιάρθρωσης που ανακοινώθηκε στην Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2009, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κοινοποίησαν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους επί των συμπληρωματικών μέτρων αναδιάρθρωσης που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στις 9 Φεβρουαρίου 2010.

(119)

Συναφώς, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη εκτιμούν ότι το πλάνο αναδιάρθρωσης επιτρέπει την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ομίλου, δίνοντας στην Dexia τη δυνατότητα να επιταχύνει την προσφυγή στη διαδικασία εγγύησης της αναχρηματοδότησης ενώ παράλληλα απαντά στο σύνολο των λοιπών ανησυχιών που διατύπωσε η Επιτροπή στις αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2009 και της 30ής Οκτωβρίου 2009. Το σύνολο των μέτρων αναδιάρθρωσης που ανακοινώθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου 2009 και Φεβρουαρίου 2010 συνθέτουν, εφόσον ληφθούν συνολικά, ένα έργο αναδιάρθρωσης και συμψηφισμού των ενδεχόμενων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που συνάδει με τις απαιτήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή τόσο στις αποφάσεις της όσο και κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων με τους εκπροσώπους των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και της Dexia.

(120)

Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υπογραμμίζουν ότι, για την αξιολόγηση του έργου αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη της τους διαφορετικούς στόχους μεταξύ της κατάστασης της Dexia και αυτής των άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων, για τα οποία η Επιτροπή έχει εγκρίνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Ειδικότερα, σε αντίθεση με τα άλλα ιδρύματα:

η κερδοφορία της Dexia έχει ήδη αποκατασταθεί, καθώς η τράπεζα σημείωσε θετικό αποτέλεσμα από το πρώτο τρίμηνο του 2009 και κατά τη διάρκεια των τριμήνων που ακολούθησαν,

η εκτέλεση του σχεδίου που διασφαλίζει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της Dexia έχει ξεκινήσει ήδη σε μεγάλο βαθμό, κυρίως με την εκποίηση της FSA και τη μείωση της ανάγκης βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης ύψους 100 δισεκατ. ευρώ, στόχος που έχει επιτευχθεί ήδη κατά 75 % το τρίτο τρίμηνο του 2009,

οι κύριες δραστηριότητες της Dexia (PWB και RCB) παρουσιάζουν εγγενώς χαμηλό προφίλ κινδύνου. Στην αξία που αναμένεται από έναν επενδυτή της αγοράς λαμβάνεται υπόψη αυτός ο παράγοντας διαφοροποίησης και επιτρέπεται ένα επίπεδο «return on equity» (ROE) κατώτερο από αυτό άλλων πιο εκτεθειμένων οργανισμών,

η Dexia κατέβαλε ή θα καταβάλει στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, ως αμοιβή για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν, σημαντική αμοιβή, το επίπεδο της οποίας ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις (κυρίως σε ό,τι αφορά την εγγύηση για το χαρτοφυλάκιο FP της FSA) το επίπεδο που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής.

VIII.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

8.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(121)

Η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει εάν τα εν λόγω μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι «Εκτός εάν ορίζεται αλλιώς στις συνθήκες, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά τον βαθμό που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει, για κάθε μέτρο ξεχωριστά, εάν πληροί τα σωρευτικά κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ.

8.1.1.   ΑΥΞΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

(122)

Σε ό,τι αφορά την ύπαρξη της ενίσχυσης που συνδέεται με την αύξηση κεφαλαίου, η Επιτροπή αναφέρεται στην απόφασή της στις 13 Μαρτίου 2009 στην οποία ορίζει ότι οι παρεμβάσεις των κρατών και των περιφερειών του Βελγίου καθώς και των κρατών της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί υπό τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ότι η συμπεριφορά του ΤΠΔ και του Holding Communal καταλογίζονται επίσης στο κράτος.

(123)

Σύμφωνα με τη νομολογία, το γεγονός ότι ένας οικονομικός φορέας βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο δεν αρκεί για να καταλογιστούν στο κράτος τα μέτρα που λαμβάνει ο φορέας (28). Ωστόσο, από τη νομολογία του δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, στο βαθμό που είναι εξαιρετικά δύσκολο για την Επιτροπή, λόγω των προνομιακών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ του ΤΠΔ και της Holding Communal, αφενός, και του αντίστοιχου κράτους τους αφετέρου, να αποδειχθεί ότι στην υπό κρίση περίπτωση οι αποφάσεις ενίσχυσης του κεφαλαίου της Dexia ελήφθησαν ουσιαστικά κατόπιν εντολής των δημόσιων αρχών, η δυνατότητα καταλογισμού στο δημόσιο αυτών των μέτρων μπορεί να συναχθεί από μια σειρά ενδείξεων που αφορούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ελήφθησαν αυτά τα μέτρα (29).

(124)

Ενδείξεις, όπως για παράδειγμα, «η ενσωμάτωση της επιχείρησης στις δομές της δημόσιας διοίκησης, η φύση των δραστηριοτήτων της και η άσκησή τους στην αγορά υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού από ιδιωτικές επιχειρήσεις, το νομικό πρόσωπο της επιχείρησης είτε υπόκειται στο δημόσιο δίκαιο ή στο κοινό δίκαιο εταιρειών, η ένταση της επίβλεψης που ασκείται στη διαχείριση της επιχείρησης από μέρους των δημοσίων αρχών ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη που σημαίνει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι οι δημόσιες αρχές συμμετέχουν ή είναι αδύνατο να μη συμμετέχουν στην υιοθέτηση του μέτρου, λαμβανομένου υπόψη επίσης και του πλαισίου του μέτρου, του περιεχομένου του ή των όρων που περιλαμβάνει» ενδέχεται να είναι επαρκείς για να καταλογιστεί στο κράτος ένα μέτρο στήριξης το οποίο έχει ληφθεί από δημόσια επιχείρηση (30).

(125)

Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι:

σε ό,τι αφορά το ΤΠΔ, πρόκειται για έναν φορέα δημοσίου δικαίου, ο οποίος βάσει του γαλλικού νόμου περί οικονομικών της 28ης Απριλίου 1816 υπόκειται στην επίβλεψη και την προστασία της νομοθετικής εξουσίας, η οποία διεκπεραιώνει αποστολές γενικού συμφέροντος (κυρίως, χρηματοδότηση οργανισμών δημοσίου δικαίου), διέπεται από τις νομικές και ρυθμιστικές διατάξεις και υπόκειται στον γενικό διευθυντή της, ενώ οι κύριοι διαχειριστές της ορίζονται από τον Πρόεδρο της γαλλικής δημοκρατίας και τον Πρόεδρο της γαλλικής κυβέρνησης (31)· την εν λόγω περίοδο, και κατά παρέκκλιση του κοινού δικαίου, το ΤΠΔ δεν υπαγόταν στον έλεγχο της Επιτροπής για τραπεζικά θέματα ούτε στον οργανισμό APE (Agence des Participations de l’État), ούτε στο δίκαιο φορολογίας εταιρειών, για «εθελούσια προσφορά» στο δημόσιο ταμείο,

σε ό,τι αφορά τη Holding communal, πρόκειται για έναν οργανισμό με 599 μετόχους, δήμους και επαρχίες του Βελγίου και αποτελεί τον βασικό φορέα χρηματοδότησης των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης· όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι κοινοτικοί σύμβουλοι, δημοτικοί ή κοινοτικοί αξιωματούχοι· το καταστατικό της Holding Communal ορίζει ότι υπόκειται στον έλεγχο των Υπουργείων Οικονομικών και Εσωτερικού, σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται από τον νόμο· συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι δύο κρατικοί ελεγκτές (οι οποίοι εκπροσωπούν αντίστοιχα τα Υπουργεία Οικονομικών και Εσωτερικού) έχουν την εξουσία να αντιτίθενται σε μια απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Holding Communal· ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία (32), το δικαίωμα άσκησης βέτο ή η εγκριτική εξουσία του δημοσίου υποδηλώνουν τον καταλογισμό στο δημόσιο των πράξεων μιας νομικής οντότητας, γεγονός που ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση της Holding Communal.

Αφετέρου, διαπιστώνεται αναγκαστικά ότι, στην παρούσα υπόθεση, η εισφορά κεφαλαίου από το ΤΠΔ και από τη Holding Communal έλαβε χώρα παράλληλα με τα μέτρα που ελήφθησαν από το δημόσιο (εισφορά κεφαλαίου απευθείας από τα κράτη και τις Περιφέρειες, εγγύηση των κρατών, μέτρο FSA, πράξη LA που καλύπτεται από το βελγικό κράτος). Αυτές οι εισφορές εντάσσονται μαζί με τα άλλα μέτρα σε ένα καθολικό σύνολο συνεπές με τα μέτρα που αποσκοπούν στη διάσωση της Dexia στο τέλος του Σεπτεμβρίου 2009.

Ωστόσο, η συνακολουθία αυτών των παρεμβάσεων σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα στοιχεία καθιστούν απίθανη την απουσία εμπλοκής των δημοσίων αρχών στις αποφάσεις του ΤΠΔ και της Holding Communal για συμμετοχή στην αύξηση κεφαλαίου της Dexia. Συνεπώς, θεωρείται ότι οι εισφορές κεφαλαίου εκ μέρους του ΤΠΔ και της Holding Communal καταλογίζονται στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους.

(126)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανακεφαλαιοποίηση που πραγματοποιήθηκε από τους φερόμενους «παλαιούς» μετόχους δεν ικανοποιεί το νομολογιακό κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Πράγματι, η συμμετοχή στην ανακεφαλαιοποίηση της Dexia από μετόχους η συμπεριφορά των οποίων δεν καταλογίζεται στο κράτος και περιορίζεται στο 12,4 % της συνολικής αύξησης κεφαλαίου, δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι παλαιοί μέτοχοι ενήργησαν ως ιδιώτες επενδυτές σε μια οικονομία αγοράς. Η αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε μια οικονομία αγοράς εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις κανονικών συνθηκών αγοράς (33). Ωστόσο, οι παλαιοί μέτοχοι παρενέβησαν για τη διάσωση της Dexia στην πιο δύσκολη στιγμή της οικονομικής κρίσης, σε μη φυσιολογικές συνθήκες αγοράς. Επιπλέον, η εν λόγω παρέμβαση των «παλαιών» μετόχων εντάσσεται σε ένα σύνολο μέτρων που αποσκοπούν στη διάσωση της Dexia, μιας προβληματικής επιχείρησης, με συστημική σημασία για την οικονομία των τριών ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Εντούτοις, τονίζεται ότι τα θέματα δημόσιας, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής πρέπει να εξαιρούνται από την αξιολόγηση της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε μια οικονομία αγοράς (34). Στη συνέχεια, ως απάντηση στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε μια οικονομία αγοράς, η αξιοπιστία της επένδυσης πρέπει να ενισχυθεί εκ των προτέρων από ένα επιχειρηματικό σχέδιο («business plan») και, κατά προτίμηση, από ένα επιχειρηματικό σχέδιο που θα πρέπει να επικυρωθεί από ανεξάρτητους ελεγκτές και από προσομοιώσεις καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης («τεστ αντοχής») (35).

(127)

Τέλος, ακόμη και εάν ο δημόσιος επενδυτής έχει την ιδιότητα του κατόχου (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των «παλαιών» μετόχων η συμπεριφορά των οποίων καταλογίζεται στο δημόσιο, ήτοι το ΤΠΔ και η Holding Communal), θα πρέπει η σύγκριση με έναν ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία αγοράς να επαληθεύσει ότι ο επενδυτής συμπεριφέρεται ως συνετός επενδυτής, ο οποίος δεν εκτίθεται σε περισσότερους κινδύνους από όσους θα εκτίθετο ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία αγοράς (36). Η παλαιότητα του επενδυτή δεν θα πρέπει συνεπώς να δικαιολογεί μια συμπεριφορά πιο «ελαστική» σε σχέση με έναν ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία αγοράς.

(128)

Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αύξηση κεφαλαίου που καταλογίζεται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη είναι επιλεκτική, δεδομένου ότι αφορά μόνο μία επιχείρηση, τον όμιλο Dexia. Δεδομένου του μεγέθους του ομίλου Dexia και της σπουδαιότητάς του στις αγορές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου καθώς και του γεγονότος ότι, χωρίς τις παρεμβάσεις, ο όμιλος θα μπορούσε να αποδειχθεί αφερέγγυος, γεγονός που θα άλλαζε καθοριστικά τη δομή της τραπεζικής αγοράς στις τρεις χώρες, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(129)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εισφορά κεφαλαίου από το ΤΠΔ και τη Holding Communal συνιστούν ενίσχυση προς την Dexia, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(130)

Αφετέρου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι πόροι που τέθηκαν στη διάθεση της Dexia βάσει της συμπεριφοράς της Ethias (η οποία δεν είχε κρατικοποιηθεί κατά την αύξηση κεφαλαίου), της Arcofin (της οποίας το πλειοψηφικό μέρος των μετοχών ανήκει σε ιδιώτες μετόχους) και της CNP Assurance (της οποίας το πλειοψηφικό μέρος των μετοχών ανήκει σε ιδιώτες μετόχους, ήτοι στον όμιλο Banque Populaire Caisses d’Épargne και σε κατόχους κυκλοφορούντος κεφαλαίου) δεν αποτελούν κρατικούς πόρους.

8.1.2.   ΟΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ

(131)

Η Επιτροπή καθορίζει τον χαρακτήρα ενίσχυσης της εγγύησης στις αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2008 (αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 27) και της 30ής Οκτωβρίου 2009 (αιτιολογική σκέψη 13). Συναφώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι επιχειρηματολογία που περιλαμβάνεται σε αυτές τις αποφάσεις εξακολουθεί να ισχύει και ότι το μέτρο είναι στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

8.1.3.   ΠΡΑΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

(132)

Σε ό,τι αφορά την ύπαρξη της ενίσχυσης που συνδέεται με την πράξη ενίσχυσης ρευστότητας, η Επιτροπή αναγνωρίζει τις παρατηρήσεις των αρχών του Βελγίου οι οποίες σχετίζονται με την πράξη ενίσχυσης ρευστότητας που εφαρμόστηκε από τη BNB υπέρ της Dexia. Η Επιτροπή εκτιμά, ωστόσο, ότι αυτές οι παρατηρήσεις δεν είναι σε θέση να τροποποιήσουν τα συμπεράσματά της, σε ό,τι αφορά το στοιχείο της ενίσχυσης που αφορά την πράξη ενίσχυσης ρευστότητας, όπως καθορίζονται στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2008.

(133)

Επίσης, στο σημείο 51 της ανακοίνωσης που αφορά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (37) (εφεξής «τραπεζική ανακοίνωση»), η Επιτροπή επεσήμανε ότι θεωρεί πως η χορήγηση πόρων από μια κεντρική τράπεζα σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (38).

(134)

Ένας από τους όρους για την απουσία ενίσχυσης που ορίζεται στην τραπεζική ανακοίνωση είναι ότι «το μέτρο […] δεν υποστηρίζεται με καμία αντεγγύηση του κράτους». Στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι πιστώσεις που χορηγήθηκαν από την BNB καλύπτονται από εγγύηση του βελγικού κράτους (με αναδρομική ισχύ) βάσει του νόμου της 15ης Οκτωβρίου 2008 για τα μέτρα που στοχεύουν στην προώθηση της οικονομικής σταθερότητας και ορίζει συγκεκριμένα μια κρατική εγγύηση επί των χορηγηθεισών πιστώσεων και άλλων συναλλαγών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της οικονομικής σταθερότητας. Η πράξη ενίσχυσης ρευστότητας που χορηγήθηκε από τη BNB καλύπτεται από εγγύηση του βελγικού κράτους, συνεπώς η προϋπόθεση που ορίζεται στην ανακοίνωση δεν πληροίται.

(135)

Ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην τραπεζική ανακοίνωση προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στήριξης δεν πληρούνται στο σύνολό τους. Επομένως, θα πρέπει να επαληθευτεί εάν πληρούνται πράγματι οι θεσμικοί όροι χορήγησης κρατικών ενισχύσεων. Δεδομένου ότι η BNB είναι οργανισμός του βελγικού δημοσίου, οι πόροι της είναι κρατικοί πόροι. Αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην παρούσα περίπτωση όπου η αντεγγύηση έχει ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε ζημία να βαρύνει το βελγικό δημόσιο. Επιπλέον, η ενίσχυση της ρευστότητας είναι ένα μέτρο που εφαρμόζεται επιλεκτικά για την Dexia. Τέλος, το μέτρο ευνοεί επιλεκτικά την Dexia, δεδομένου ότι της χορηγείται χρηματοδότηση που η τράπεζα δεν μπορεί να λάβει πλέον από την αγορά. Δεδομένου ότι η Dexia δραστηριοποιείται σε διάφορα κράτη μέλη και ότι στις περισσότερες δραστηριότητές της ανταγωνίζεται άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που στην πλειοψηφία τους δεν έχουν λάβει αντίστοιχες ενισχύσεις, το μέτρο αυτό στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(136)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η πράξη ενίσχυσης ρευστότητας που εφαρμόζει η BNB για ίδιο λογαριασμό αποτελεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

8.1.4.   ΤΟ ΜΕΤΡΟ FSA

(137)

Η Επιτροπή καθορίζει τον χαρακτήρα της ενίσχυσης του μέτρου FSA στην απόφασή της στις 13 Μαρτίου 2009 (αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 56) και εκτιμά ότι οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων κρατών μελών δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσουν τα συμπεράσματά της.

(138)

Η Επιτροπή καταλήγει ότι το μέτρο FSA συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ.

8.2.   ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(139)

Στις αποφάσεις της στις 19 Νοεμβρίου 2008 και 13 Μαρτίου 2009 η Επιτροπή προέβη ήδη σε μια πρώτη αξιολόγηση του ποσού της ενίσχυσης που συνδέεται με τα εν λόγω μέτρα. Βάσει αυτής της πρώτης αξιολόγησης και των συμπληρωματικών στοιχείων που διαβιβάστηκαν από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στις 13 Μαρτίου 2009 η Επιτροπή καταλήγει σε μια ενίσχυση που θα αποτελείται από τα εξής στοιχεία:

8.2.1.   ΑΥΞΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

(140)

Το συνολικό ποσό της εισφοράς κεφαλαίου που ανακοινώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 ανέρχεται στα 6,4 δισεκατ. ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οι εισφορές κεφαλαίου από τις Ethias, Arcofin και CNP Assurance, ήτοι 150 εκατ. ευρώ, 350 εκατ. ευρώ και 288 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.

(141)

Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσής της, η Dexia παραιτήθηκε από το δικαίωμα των 376 εκατ. ευρώ σε μετατρέψιμους τίτλους από την Dexia BIL, ποσό που θα έπρεπε να εγκρίνει το κράτος του Λουξεμβούργου, κάτι που, ωστόσο, δεν συνέβη. Συνεπώς, αυτό το ποσό αφαιρείται από το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που συνδέονται με την αύξηση κεφαλαίου.

(142)

Εν κατακλείδι, το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που συνδέεται με την αύξηση κεφαλαίου ανέρχεται στα 5,2 δισεκατ. ευρώ (39).

8.2.2.   ΟΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ

(143)

Σύμφωνα με τη σύμβαση εγγύησης που υπογράφηκε μεταξύ της Dexia και των ενδιαφερόμενων κρατών μελών στις 9 Οκτωβρίου 2008 η εγγύηση των ενδιαφερόμενων κρατών μελών καλύπτει έως και το ποσό των 150 δισεκατ. ευρώ. Αυτό το ποσό μειώθηκε στα 100 δισεκατ. ευρώ στη σύμβαση εγγύησης που τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2009.

(144)

Στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ισχυρίζονται ότι το ποσό ενίσχυσης που συνδέεται με την εγγύηση πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής που αφορά την αναθεώρηση της μεθόδου υπολογισμού επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (εφεξής ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς) (40). Σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω ανακοίνωσης, τα στοιχεία ενίσχυσης που συνδέονται με την εγγύηση θα ισούνται με τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αμοιβής της εγγύησης και του επιτοκίου αναφοράς που ορίζεται όπως το επιτόκιο αναφοράς της διατραπεζικής αγοράς (IBOR) προσαυξημένο κατά 75 μονάδες βάσης.

(145)

Σε απάντηση αυτών παρατηρήσεων, η Επιτροπή σημειώνει ότι στις περιπτώσεις προβληματικών επιχειρήσεων, η εφαρμογή ενός επιτοκίου αναφοράς που βασίζεται στα επιτόκια της αγοράς δεν είναι η κατάλληλη, διότι, σε περίπτωση απουσίας της εγγύησης, η Dexia δεν μπορεί να λάβει καμία χρηματοδότηση από τις αγορές. Για αυτόν τον λόγο, σύμφωνα με την πάγια πρακτική στις περιπτώσεις αναδιάρθρωσης που της έχουν υποβληθεί, η Επιτροπή θεωρεί ότι το στοιχείο ενίσχυσης που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην εγγύηση μπορεί να ανέλθει ουσιαστικά μέχρι το ποσό που καλύπτεται από την εγγύηση, ήτοι 100 δισεκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο μέγιστο ποσό των στοιχείων παθητικού της Dexia τα οποία ουσιαστικά είναι δυνατό να καλυφθούν δυνάμει της εγγύησης, από την 1η Νοεμβρίου 2009 (41).

8.2.3.   ΠΡΑΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

(146)

Κατ’ αναλογία προς την παραπάνω συλλογιστική που αφορά την εγγύηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση που περιέχεται στην εγγύηση του βελγικού κράτους κατ’ εφαρμογή της πράξης ενίσχυσης ρευστότητας από τη BNB μπορεί να ανέρχεται έως τα ποσά που ουσιαστικά καλύπτονται από την εγγύηση, ήτοι […] δισεκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο μέγιστο μέρος του ποσού της πράξης ενίσχυσης ρευστότητας, όπως αυτή εγκρίθηκε από το συμβούλιο των διοικητών της ΕΚΤ, με επιβάρυνση της BNB και με την εγγύηση του βελγικού δημοσίου.

8.2.4.   ΤΟ ΜΈΤΡΟ FSA

(147)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση περί των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού (42), η Επιτροπή θεωρεί ότι το ποσό που θα πρέπει να λάβει υπόψη της στην αξιολόγηση του ποσού ενίσχυσης που συνδέεται με ένα μέτρο απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού είναι η διαφορά μεταξύ της τιμής μεταβίβασης και της τιμής αγοράς του εξεταζόμενου χαρτοφυλακίου. Σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής (43), η τιμή μεταβίβασης ορίζεται όπως η υπολειμματική αξία αφού αφαιρεθεί το ποσό της πρώτης δόσης που επιβαρύνει εξ ολοκλήρου τη δικαιούχο τράπεζα του μέτρου.

(148)

Το μέτρο FSA παρουσιάζει ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλα μέτρα αντιμετώπισης των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού επί των οποίων έπρεπε να αποφανθεί η Επιτροπή:

το χαρτοφυλάκιο FSAM (υπολειμματική αξία ύψους 16,98 δισεκατ. USD στις 30 Σεπτεμβρίου 2008) περιλαμβάνει δύο υποχαρτοφυλάκια: (i) τα εξαιρούμενα στοιχεία ενεργητικού (υπολειμματική αξία 4,5 δισεκατ. USD), τα οποία υπόκεινται σε σύμβαση μη εγγυημένου δικαιώματος πώλησης και (ii) καλυμμένα στοιχεία ενεργητικού (υπολειμματική αξία ύψους 12,48 δισεκατ. USD) τα οποία υπόκεινται σε μια σύμβαση εγγυημένου δικαιώματος πώλησης, υπό την έννοια που προβλέπεται σε σύμβαση εγγύησης ότι το βελγικό και γαλλικό δημόσιο δεσμεύονται να εγγυηθούν τα ομόλογα της Dexia δυνάμει της σύμβασης δικαιώματος πώλησης για τα συμπεριλαμβανόμενα στοιχεία ενεργητικού. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σύνολο των προσκλήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη σύμβαση δικαιώματος πώλησης (τόσο για τα καλυμμένα στοιχεία ενεργητικού όσο και για τα εξαιρεθέντα) έχουν ληφθεί υπόψη για την απόσβεση της πρώτης δόσης ύψους 4,5 δισεκατ. USD που διατηρεί η Dexia. Αυτή η πρώτη δόση ύψους 4,5 δισεκατ. USD δεν καλύπτει μόνο το χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού που εμπίπτουν στο μέτρο, αλλά και το σύνολο του χαρτοφυλακίου FSAM,

επιπλέον, το μέτρο προβλέπει, εφόσον κρίνεται απαραίτητη, την επέμβαση του κράτους του Βελγίου και της Γαλλίας σε πρώτη ζήτηση ακόμη και για την πρώτη δόση ύψους 4,5 δισεκατ. USD, εφόσον τα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας προσφύγουν, στη συνέχεια, στην Dexia, η οποία θα πρέπει τότε να επιστρέψει τη δόση τοις μετρητοίς. Αυτός ο μηχανισμός λοιπόν εκθέτει τα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας σε κίνδυνο απώλειας σε ό,τι αφορά τα καλυμμένα στοιχεία ενεργητικού και σε κίνδυνο αθέτησης σε ό,τι αφορά την Dexia και μάλιστα ήδη από την πρώτη δόση ύψους 4,5 δισεκατ. USD. Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν είναι συνήθης στα μέτρα απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού.

(149)

Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, το εν λόγω χαρτοφυλάκιο για το οποίο υπολογίζεται η τιμή μεταβίβασης, είναι το συνολικό χαρτοφυλάκιο FSAM και όχι αποκλειστικά το χαρτοφυλάκιο των καλυμμένων στοιχείων ενεργητικού. Στις 31 Ιανουαρίου 2009 η υπολειμματική αξία ανερχόταν στα 16,6 δισεκατ. USD. Η τιμή μεταβίβασης λοιπόν ανέρχεται στα 12,1 δισεκατ. USD (ήτοι, η διαφορά μεταξύ 16,6 και 4,5 δισεκατ. USD). Η τιμή της αγοράς ήταν ύψους [7-9] δισεκατ. USD, με αποτέλεσμα το ποσό της ενίσχυσης να ανέρχεται στα [3,1-5,1] δισεκατ. USD, ήτοι [2,4-4,0] δισεκατ. ευρώ (44).

8.2.5.   ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(150)

Όπως υπογραμμίζεται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή αναγνώριζε ότι δεν είναι επαρκές να προστεθούν τα ποσά της ενίσχυσης αναλογικά με τις ανακεφαλαιοποιήσεις στις εγγυήσεις παθητικού, δεδομένου ότι αυτοί οι δύο τύποι μέτρων δεν οδηγούν στο ίδιο επίπεδο στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ενίσχυση που έλαβε από την Dexia με τη μορφή αύξησης κεφαλαίου και ενίσχυσης της αντιμετώπισης των απομειωμένων στοιχείων του ενεργητικού (μέτρο FSA) ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 8,4 δισεκατ. ευρώ και ότι η ενίσχυση υπό μορφή εγγύησης και η πράξη ενίσχυσης ρευστότητας είναι δυνατό να ανέλθουν έως το ποσό των [95-135] δισεκατ. ευρώ.

8.3.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

8.3.1.   ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

(151)

Σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β), της ΣΛΕΕ, «δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά […] οι ενισχύσεις […] για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους». Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των χρηματοπιστωτικών αγορών μετά τη χορήγηση των εν λόγω μέτρων, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να αξιολογηθούν βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, σημείο β), της ΣΛΕΕ. Σε ό,τι αφορά τις οικονομίες του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου, αυτό επιβεβαιώθηκε από τις διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής, με τις οποίες εγκρίνονται τα μέτρα που έλαβαν οι αρχές των εν λόγω κρατών μελών για την καταπολέμηση της οικονομικής κρίσης (45). Συνεπώς, όπως και στις αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2008 της 13ης Μαρτίου 2009 και της 30ής Οκτωβρίου 2009 που αφορούν την Dexia, η νομική βάση για την αξιολόγηση των εν λόγω μέτρων ενίσχυσης παραμένει το άρθρο 107, παράγραφος 3, σημείο β), της ΣΛΕΕ.

(152)

Στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης, η Επιτροπή διευκρίνισε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα πρέπει να εφαρμοστούν οι ενισχύσεις για την αντιμετώπιση των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού καθώς και οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης των προβληματικών επιχειρήσεων. Αυτές οι αρχές αναφέρονται στην ανακοίνωση περί των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού καθώς και στην ανακοίνωση περί των αναδιαρθρώσεων.

8.3.2.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ FSA

(153)

Όπως αναφέρεται στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009 το μέτρο FSA εμπίπτει στο πεδίο της ανακοίνωσης περί των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού, ακόμη και εάν ο πρώτος στόχος ήταν να επιτραπεί η υλοποίηση της πράξης πώλησης FSA. Αυτό το μέτρο θα πρέπει λοιπόν να αναλυθεί βάσει των όρων που προβλέπονται στην ανακοίνωση περί απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού. Συναφώς, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009 ότι η ίδια η εγγύηση, καθώς επίσης η κάλυψή της βάσει στοιχείων ενεργητικού και ο καταμερισμός των δαπανών μεταξύ της Dexia και των κρατών της Γαλλίας και του Βελγίου, ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά. Απομένει πλέον να εξακριβωθεί η αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού, η χρηματοδότηση του μέτρου και η χρηματοδότηση των τίτλων προς έκδοση από την Dexia πέρα από την πρώτη δόση των 4,5 δισεκατ. USD.

8.3.2.1.    Αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού

(154)

Η Επιτροπή ανέλυσε εάν η μέθοδος αξιολόγησης της ΠΟΑ που εφαρμόστηκε αντιστοιχούσε στις απαιτήσεις που ορίζονται στην ανακοίνωση περί των απομοιωμένων στοιχείων ενεργητικού και κυρίως εάν i) βασίζεται στο μέτρο του δυνατού στα παρατηρήσιμα δεδομένα, ii) θέτει ρεαλιστικές και συνετές υποθέσεις στο θέμα των μελλοντικών ταμειακών ροών και εάν iii) βασίστηκε σε προσεκτικές προσομοιώσεις κρίσης, τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε η αξιολόγηση.

(155)

Αυτή η ανάλυση των μεθόδων αξιολόγησης των στοιχείων ενεργητικού που χρησιμοποιήθηκαν πραγματοποιήθηκε με την τεχνική βοήθεια εμπειρογνωμόνων συμβεβλημένων με την Επιτροπή. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε για κάθε μία από τις βασικές κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που περιλαμβάνονται στο υπό εξέταση χαρτοφυλάκιο FSAM και στο πλαίσιο τόσο ενός βασικού σεναρίου όσο και ενός σεναρίου κρίσης. Η εξέταση της μεθοδολογίας και των υποθέσεων που επιλέχθηκαν για την αξιολόγηση της ΠΟΑ οδήγησε την Επιτροπή σε θετική αξιολόγηση. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι οι υποθέσεις που επιλέχθηκαν είναι εν γένει συντηρητικές:

τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων σχεδιάστηκαν συνετά, με χρήση των τελευταίων τάσεων στις επιδόσεις αυτών των στοιχείων ενεργητικού, σε επίπεδα που κρίνονται συντηρητικά,

τα ποσοστά ανάκτησης (συμπεριλαμβανομένων των δαπανών ρευστοποίησης και ανάκτησης) σχεδιάστηκαν συνετά, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν τις τελευταίες τάσεις και χωρίς να προβλέπουν βελτίωση στα επόμενα έτη,

οι υποθέσεις που σχετίζονται με τις αναμενόμενες χρηματοδοτήσεις είναι εξίσου συντηρητικές και σύμφωνες με τις τελευταίες καταγεγραμμένες τάσεις.

(156)

[…].

(157)

Η πρώτη δόση ύψους 4,5 δισεκατ. USD, η οποία θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί τοις μετρητοίς από την Dexia, είναι υψηλότερη από το επίπεδο των αναμενόμενων ζημιών που έχουν εκτιμηθεί με προσεκτικό τρόπο και σύμφωνα με την ανακοίνωση περί των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού και μάλιστα τόσο σε βασικό σενάριο όσο και σε σενάριο κρίσης, αλλά επίσης τόσο επί του χαρτοφυλακίου FSAM στο σύνολό του όσο και επί του χαρτοφυλακίου FSAM μετά την αφαίρεση των εξαιρουμένων στοιχείων ενεργητικού. Η τιμή μεταβίβασης, που ορίστηκε στα 12,1 δισεκατ. USD είναι μικρότερη από την ΠΟΑ, τόσο στο βασικό σενάριο ([13,6-14,6] δισεκατ. USD) όσο και στο σενάριο κρίσης ([12 – 13] δισεκατ. USD).

8.3.2.2.    Χρηματοδότηση του μέτρου FSA

(158)

Το μέτρο FSA αποτελεί αξία πληρωτέα ετησίως από την Dexia στα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας με συντελεστή 113 μονάδων βάσης για την κάλυψη του κινδύνου αθέτησης του εγγυημένου δικαιώματος πώλησης, στον οποίο προστίθενται 32 μονάδες βάσης για την κάλυψη του κινδύνου αδυναμίας της Dexia να τηρήσει τις δεσμεύσεις της όσον αφορά τη ρευστότητα της FSAM.

(159)

Η Επιτροπή εκτιμά θετικά το γεγονός ότι η πρώτη δόση των 4,5 δισεκατ. USD, η οποία πρέπει να χρηματοδοτηθεί σε μετρητά από την Dexia, είναι μεγαλύτερη από το επίπεδο των αναμενόμενων ζημιών, στις 31 Ιανουαρίου 2009 τόσο στο βασικό σενάριο όσο και στο σενάριο κρίσης, δεδομένου ότι αυτό μειώνει τον κίνδυνο που βαρύνει το βελγικό και γαλλικό δημόσιο. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή αξιολογεί θετικά το επίπεδο χρηματοδότησης που χορηγήθηκε στα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας για το μέτρο FSA, όσον αφορά το επίπεδο του υπολειμματικού κινδύνου που αναλαμβάνουν τα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ανακοίνωση σχετικά με τα απομειωμένα στοιχεία ενεργητικού, προκειμένου να αξιολογηθεί η αξία του μέτρου FSA, είναι δυνατό να γίνει αναφορά στην απελευθέρωση του ρυθμιστικού κεφαλαίου που δημιουργείται χάρη στο μέτρο. Δεδομένου του σημαντικού μεγέθους της πρώτης δόσης και του γεγονότος ότι αποτελεί στάθμιση 1 250 % προκειμένου να υπολογιστεί το ρυθμιστικό κεφάλαιο που σχετίζεται με την πρώτη δόση, τα κράτη του Βελγίου και της Γαλλίας κατέστησαν σαφές ότι το μέτρο FSA δεν απελευθερώνει το ρυθμιστικό κεφάλαιο. Όπως επισημαίνεται στο σημείο 21 (υποσημείωση της σελίδας 11) της ανακοίνωσης επί των απομειωμένων στοιχείων του ενεργητικού, τα μέτρα διάσωσης των στοιχείων του ενεργητικού πρέπει να υπολογιστούν με τρόπο συγκρίσιμο προς μια εισφορά κεφαλαίου. Το ποσό του κεφαλαίου που θα ήταν συγκρίσιμο προς το μέτρο FSA είναι μηδενικό λόγω της απουσίας ρυθμιστικού κεφαλαίου. Απεναντίας, το μέτρο FSA καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα συμβάντων και όχι μόνο τις απώλειες των καλυμμένων στοιχείων ενεργητικού. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ετήσια χρηματοδότηση του μέτρου FSA είναι κατάλληλη.

8.3.2.3.    Χρηματοδότηση των προς έκδοση τίτλων

(160)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η κάλυψη εκ μέρους των κρατών του Βελγίου και της Γαλλίας σε περίπτωση εκδήλωσης ενδιαφέροντος με βάση την εγγύηση που ξεπερνά την πρώτη δόση ύψους 4,5 δισεκατ. USD είναι μεγαλύτερη από την απαιτούμενη στην ανακοίνωση περί των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού.

8.3.2.4.    Συμπέρασμα σχετικά με τη συμβατότητα του μέτρου FSA με την ανακοίνωση περί των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού

(161)

Η Επιτροπή συμπεραίνει λοιπόν ότι το μέτρο FSA είναι συμβατό με τις αρχές της ανακοίνωσης περί των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού.

8.3.3.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

8.3.3.1.    Απαιτούμενος βαθμός αναδιάρθρωσης

(162)

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, το ποσό των ενισχύσεων που συνδέεται με την αύξηση κεφαλαίου και το μέτρο FSA ανέρχεται στα 8,4 δισεκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το σημείο 4 της ανακοίνωσης περί των αναδιαρθρώσεων, αυτό το ποσό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην αξιολόγηση της υποχρέωσης παρουσίασης ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης. Τα στοιχεία ενίσχυσης που συνδέονται με την εγγύηση και την πράξη στήριξης ρευστότητας που εφάρμοσε η BNB πρέπει να ληφθούν υπόψη στην αξιολόγηση της συμβατότητας του σχεδίου αναδιάρθρωσης με την εσωτερική αγορά (46).

(163)

Όπως αναφέρεται στο σημείο 4 (υποσημείωση στη σελίδα 4) της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων, τα κριτήρια και οι ιδιαίτερες συνθήκες που επιβάλλουν την υποχρέωση παρουσίασης ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης καλύπτουν ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια προβληματική τράπεζα ανεκεφαλαιοποιήθηκε από το δημόσιο ή κατά τις οποίες η τράπεζα, τα στοιχεία ενεργητικού της οποίας αποτελούν αντικείμενο μέτρου διάσωσης, έχει λάβει ήδη κρατική ενίσχυση, υπό οποιαδήποτε μορφή, η οποία συμβάλλει στην κάλυψη ή την αποφυγή των ζημιών και η οποία ξεπερνά, στο σύνολό της, το 2 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού. Όμως η Επιτροπή έχει ήδη αποδείξει στις αποφάσεις της στις 19 Νοεμβρίου 200813 Μαρτίου 2009 και 30 Οκτωβρίου 2009 ότι κατά την εφαρμογή των μέτρων στήριξης η Dexia ήταν προβληματική επιχείρηση.

(164)

Τα στοιχεία της ενίσχυσης που συνδέονται με την αύξηση κεφαλαίου και το μέτρο FSA αντιπροσωπεύουν το 5,5 % των στοιχείων ενεργητικού σταθμισμένου κινδύνου του ομίλου που αποτιμήθηκαν στις 31 Δεκεμβρίου 2008 ήτοι ένα ποσό σημαντικά μεγαλύτερο από το 2 % των στοιχείων ενεργητικού σταθμισμένου κινδύνου και προορίζεται για την κάλυψη των ζημιών που αναλαμβάνει η Dexia. Βάσει αυτών των αρχών, η Dexia οφείλει λοιπόν να παρουσιάσει σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(165)

Ο απαιτούμενος βαθμός αναδιάρθρωσης εξαρτάται από τον βαθμό σοβαρότητας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει κάθε τράπεζα και από το ποσό της ενίσχυσης που ελήφθη. Συναφώς, η στήριξη που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η συνολική στήριξη που προκύπτει από τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης και αντιμετώπισης των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού, καθώς και των εγγυήσεων που ελήφθησαν. Η συμβατότητα του σχεδίου αναδιάρθρωσης πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των όρων που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση περί αναδιαρθρώσεων. Αυτοί οι όροι είναι οι ακόλουθοι:

το πλάνο αναδιάρθρωσης πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος,

το πλάνο αναδιάρθρωσης πρέπει να διασφαλίζει τον δίκαιο καταμερισμό των δαπανών αναδιάρθρωσης μεταξύ των κρατών και της τράπεζας,

το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να επιτρέπει τη διόρθωση των υπερβολικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούνται από τις ενισχύσεις.

8.3.3.2.    Αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος

(166)

Σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων, το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος, δηλαδή, το πλάνο αναδιάρθρωσης πρέπει να είναι πλήρες, αναλυτικό και να βασίζεται σε μια συνεκτική προσέγγιση, η οποία θα καταδεικνύει με ποιον τρόπο η τράπεζα θα ανακτήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της, χωρίς κρατική στήριξη και στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα (πέντε έτη κατ’ ανώτατο όριο). Το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει κυρίως να περιλαμβάνει μια συγκριτική μελέτη με άλλες πιθανές επιλογές, μεταξύ των οποίων τη διάλυση ή την απορρόφηση από άλλη τράπεζα, πρέπει να υπεισέρχεται στις αιτίες των προβλημάτων της τράπεζας, να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το επιχειρηματικό μοντέλο, να προβλέπει την παύση των δραστηριοτήτων, οι οποίες θα παρέμεναν διαρθρωτικά ζημιογόνες, να προβλέπει την απόδοση των ίδιων κεφαλαίων (τούτο, τόσο στο πλαίσιο ενός βασικού σεναρίου όσο και ενός σεναρίου κρίσης) και να λαμβάνει υπόψη τις λεπτομέρειες εξόφλησης των κρατικών ενισχύσεων.

α)   Αξιολόγηση του επιχειρηματικού μοντέλου της Dexia

(167)

Η Επιτροπή κρίνει καταρχάς θετικά το γεγονός ότι κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2009 η Dexia κατέγραψε θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα αποτελέσματα, η Επιτροπή επισημαίνει τα ακ:

οι λειτουργικές επιδόσεις του ομίλου σημειώνουν σχετική επιδείνωση κατά τη διάρκεια του 2009, καταγράφοντας ύφεση 44 % μεταξύ του πρώτου και του τρίτου τριμήνου του 2009,

σημαντικό μέρος των αποτελεσμάτων του ομίλου, που η Dexia εκτιμά περίπου στα [300-500] δισεκατ. ευρώ, προέρχεται από ταμειακά αποτελέσματα και πιο συγκεκριμένα από τις δραστηριότητες αναβάθμισης που κατέστησαν δυνατές χάρη στη μεγάλη αύξηση κλίσης της καμπύλης για διάρκεια κατώτερη του ενός έτους,

Η Dexia πιθανότατα δεν θα είχε σημειώσει κέρδη, εάν δεν είχε λάβει ένα τόσο σημαντικό κονδύλι εγγυημένων ενισχύσεων από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη (το εύρος του οποίου είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη).

(168)

Βάσει των αναλυτικών πληροφοριών που της παρείχαν η Dexia και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, η Επιτροπή απομόνωσε δύο κύριες πηγές κέρδους για την Dexia: αφενός τα εμφανιζόμενα κέρδη που συνδέονται με τις παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες της Dexia, και αφετέρου λιγότερο ανθεκτικά κέρδη. Τα πρώτα καλύπτουν κυρίως τα έσοδα επί δανείων και το χαρτοφυλάκιο ομολόγων, τα έσοδα από προμήθειες, τις δαπάνες αναχρηματοδότησης, το κόστος κινδύνου και τις λειτουργικές δαπάνες. Τα δεύτερα υπάγονται σε δραστηριότητες βραχυπρόθεσμης αναβάθμισης, σε δραστηριότητες της αγοράς για ίδιο λογαριασμό και σε έκτακτα έσοδα, για παράδειγμα, έσοδα από την πώληση στοιχείων ενεργητικού, που περιλαμβάνονται σε προβλέψεις ή θέσεις ανοιχτές επί παράγωγων μέσων.

(169)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, […], η ανάλυση των κύριων πηγών κέρδους μπορεί να πραγματοποιηθεί σε όρους περιθωρίων σε σχέση με τα διατραπεζικά επιτόκια αναφοράς. Αυτή η ανάλυση, η οποία πραγματοποιήθηκε για το έτος 2009, οδήγησε την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι οι παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες της Dexia σημείωσαν πολύ χαμηλή, σχεδόν αρνητική κερδοφορία. Αυτή η ανάλυση δεν αντικρούεται από την εξέταση των θετικών αποτελεσμάτων που πραγματοποιήθηκε για τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2009, η προέλευση των οποίων συνδέεται με τις ιδιαίτερες συνθήκες, όπως επισημαίνεται παρακάτω.

(170)

Επιπλέον, οι προβλέψεις που μπορούν εύλογα να προκύψουν σε ό,τι αφορά τη μελλοντική εξέλιξη των κύριων πηγών κέρδους του ομίλου δεν οδηγούν, υπό τις παρούσες συνθήκες, σε πιθανή βελτίωση των αποτελεσμάτων των παραδοσιακών τραπεζικών δραστηριοτήτων της Dexia. Πράγματι:

το μέσο περιθώριο επί των δανειοδοτήσεων PWB και του χαρτοφυλακίου ομολόγων θα παρέμενε σταθερά χαμηλό λόγω i) του χαμηλού επιπέδου εσόδων που προκύπτουν από αυτές τις δραστηριότητες (μεταξύ […] μονάδων βάσης σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιέχονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης), ii) του σχετικά επιβραδυμένου προφίλ απόσβεσης αυτών των στοιχείων ενεργητικού δεδομένου του μέσου όρου διάρκειας (μακράς) των δανείων PWB και των ομολόγων και iii) της δυσκολίας της Dexia να υποκαταστήσει αυτά τα στοιχεία ενεργητικού που λήγουν με νέα δάνεια, τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν ακόμη υψηλότερα έσοδα. Σε ό,τι αφορά τα παραπάνω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Dexia είχε θέσει νέο στόχο παραγωγικότητας σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητα PWB ύψους […] δισεκατ. ευρώ το 2009, ο οποίος υλοποιήθηκε για […] του προβλεπόμενου ποσού ([…] δισεκατ. ευρώ), επί των 11 πρώτων μηνών του 2009, δεδομένου του αυξανόμενου ανταγωνισμού σε αυτές τις δραστηριότητες στις παραδοσιακές αγορές της Dexia και της πίεσης για μείωση των περιθωρίων

τα έσοδα από τις προμήθειες, που στο παρελθόν σημαντικό μέρος τους προέκυπτε από την πώληση δομημένων προϊόντων στο πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που προσφέρει η Dexia στους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, υπήρχε κίνδυνος να μειωθούν στο μέλλον λόγω της προβλεπόμενης εξάντλησης αυτού του πόρου (μείωση της εμπορευσιμότητας δομημένων προϊόντων λόγω της μείωσης της νέας παραγωγής PWB και της περιορισμένης διάθεσης των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης για προϊόντα τέτοιου τύπου στο μέλλον) και λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού για τις δραστηριότητες που παράγουν προμήθεια

τα έξοδα χρηματοδότησης θα αυξηθούν λόγω της ανάγκης της Dexia να υποκαταστήσει προοδευτικά βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις ή/και χρηματοδοτήσεις που έχουν ληφθεί είτε i) από την αγορά ομολόγων, με έξοδα υψηλότερα από αυτά που είχαν παρατηρηθεί πριν από την οικονομική κρίση, είτε ii) από την αγορά στεγαστικών ομολόγων, με έξοδα υψηλότερα από ό,τι πριν από την κρίση και εντός των ορίων δυνατότητας απορρόφησης αυτής της αγοράς, που ενδέχεται να περιοριστεί στο μέλλον λόγω της προβλεπόμενης αυστηροποίησης της επιλέξιμης για την ΕΚΤ εγγύησης, είτε ακόμη iii) μέσω των καταθέσεων των εμπορικών και θεσμικών πελατών, αλλά σε πιο ανταγωνιστικό πλαίσιο

τόσο οι λειτουργικές όσο και οι διαρθρωτικές δαπάνες (που εκφράζονται σε μονάδες βάσης σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού) υπάρχει κίνδυνος είτε να διατηρηθούν στο υφιστάμενο επίπεδο ή να αυξηθούν, παρά το σχέδιο μείωσης δαπανών κατά 15 % με ορίζοντα τις 31 Δεκεμβρίου 2012 διότι αυτή η μείωση θα πρέπει να οδηγήσει εκ νέου σε μείωση του μεγέθους του ισολογισμού του ομίλου κατά την ίδια περίοδο, μεγαλύτερη του 15 %

τέλος, το κόστος κινδύνου είναι ένα στοιχείο που θα μπορούσε να εξελιχθεί θετικά τα επόμενα χρόνια, όπως αποδεικνύουν οι προβλέψεις που πραγματοποίησε η Dexia το 2009. Ωστόσο, η μείωση του κόστους του κινδύνου θα παραμείνει περιορισμένη λόγω της επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας ορισμένων οργανισμών του δημόσιου τομέα στους οποίους είναι εκτεθειμένη η Dexia.

(171)

Κατόπιν αυτής της ανάλυσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει i) να μειώσει το επίπεδο μόχλευσης της Dexia προκειμένου να μπορέσει να αναλάβει υψηλότερα έξοδα χρηματοδότησης και χαμηλά περιθώρια επί των στοιχείων ενεργητικού, ii) να βελτιώσει την ποιότητα της σύνθεσης των πηγών χρηματοδότησής της και iii) να μειώσει τη βάση των πάγιων εξόδων της.

(172)

Συναφώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που ανακοινώθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2010 θα δώσει, εάν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις ειλημμένες δεσμεύσεις των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, ικανοποιητικές απαντήσεις στο θέμα της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ομίλου.

(173)

Καταρχάς, το σχέδιο αναδιάρθρωσης επιτρέπει τη μείωση του μεγέθους του ισολογισμού της Dexia κατά 35 % έως το 2014, σε σχέση με το ποσό της 31ης Δεκεμβρίου 2008 καθώς και επαναπροσδιορισμό των δραστηριοτήτων του ομίλου στις παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητές του:

η πώληση της FSA στην Assured Guaranty, που πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουλίου 2009 βελτίωσε σημαντικά το προφίλ κινδύνου της Dexia μειώνοντας την έκθεσή της στους κινδύνους στο δημόσιο τομέα και στα αμερικανικά δομημένα προϊόντα. Οι τίτλοι της Assured Guaranty που έλαβε η Dexia στο πλαίσιο της εκποίησης της FSA θα μεταβιβαστούν επίσης, μειώνοντας ανάλογα την έκθεση της Dexia στον τομέα των ασφαλιστήριων ομολόγων (monoline),

ένα σημαντικό μέρος της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου ομολόγων καθώς και ορισμένες δραστηριότητες PWB στις αγορές της Dexia που δεν είναι οι παραδοσιακές αγορές της (κυρίως στην Αυστραλία, την Ιαπωνία, το Μεξικό, τη Σουηδία και την Ελβετία) είναι απομονωμένες από την παραδοσιακή τραπεζική δραστηριότητα του ομίλου και έχουν τεθεί σε διαχείριση κλεισίματος. Το σύνολο των δραστηριοτήτων στο πλαίσιο του LPMD ανήλθε στα 161,7 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2009 ήτοι στο 27,9 % του συνόλου του ισολογισμού της Dexia τη δεδομένη ημερομηνία. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προβλέπουν προοδευτική απόσβεση του LPMD, όπως επισημαίνεται στον πίνακα 4. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, παρά την επιταχυνόμενη εκποίηση του χαρτοφυλακίου ομολόγων που έχει προβλεφθεί στο πλαίσιο του ισολογισμού αναδιάρθρωσης, η απόσβεση των δραστηριοτήτων του LPMD πραγματοποιείται με αργό ρυθμό λόγω της μεγάλης διάρκειας των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού (το LPMD αντιπροσωπεύει το 17,9 % του συνόλου του ισολογισμού της Dexia με ορίζοντα το 2014). Αυτές οι δραστηριότητες θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν την κερδοφορία του ομίλου στα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, η Επιτροπή αξιολογεί θετικά το γεγονός ότι η εφαρμογή συντηρητικών κανόνων κεφαλαιοποίησης του LPMD (τήρηση λόγου «βασικών κεφαλαίων κατηγορίας 1» [10-15] %) περιορίζει την ικανότητα διάθεσης του ομίλου και ως εκ τούτου συμβάλλει στην κεφαλαιοποίηση των αποτελεσμάτων. Επιπλέον, η τήρηση αυστηρών κανόνων χρηματοδότησης (διάθεση στο LPMD σταθερών πόρων: εκδόσεις ομολόγων εγγυημένων ή όχι, στεγαστικά ομόλογα και καταθέσεις) πρέπει επίσης να επιτρέψει τον περιορισμό των κινδύνων ρευστότητας και αναβάθμισης που συνδέονται με το LPMD. Τέλος, ο διαχωρισμός των δραστηριοτήτων του LPMD από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του ομίλου θα διευκολύνει την παρακολούθησή τους από τους παρατηρητές της αγοράς,

οι δραστηριότητες PWB της Dexia εκτός των παραδοσιακών αγορών της (τη Γαλλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο) έχουν μειωθεί σημαντικά: οι ιταλικές θυγατρικές (Dexia Crediop, ο ισολογισμός της οποίας ανερχόταν στα 61,2 δισεκατ. ευρώ στις 30 Ιουνίου 2009) και οι ισπανικές (Dexia Sabadell, ο συνολικός ισολογισμός της οποίας ανερχόταν στα 15,6 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2008) θα μεταβιβαστούν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012 και τις 31 Δεκεμβρίου 2013 αντίστοιχα, όπως έγινε το 2008 με τη συμμετοχή της Dexia στη Kommunalkredit Austria και, το 2009 και με την ινδική επιχείρηση με δραστηριότητες PWB. Η διακοπή των δραστηριοτήτων PWB εκτός των παραδοσιακών αγορών της Dexia θα πρέπει να συμβάλει στη μείωση της πίεσης που βαρύνει τα περιθώρια δραστηριοτήτων PWB της Dexia,

τέλος, οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό θα διακοπούν, από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης και οι δραστηριότητες της αγοράς θα μειωθούν σημαντικά, επιτρέποντας τη μείωση της έκθεσης της Dexia στους κινδύνους της αγοράς και στον κίνδυνο των συμψηφιστικών στοιχείων που αφορούν τις πράξεις εκτός ισολογισμού: οι δραστηριότητες SBPO και TOB θα τεθούν υπό διαδικασία εξάλειψης ενώ τα όρια VaR της Dexia έχουν μειωθεί κατά 44 % σε σχέση με το 2008. Η πλήρης παύση των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό σημαίνει ότι η Dexia δεν θα διατηρήσει τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης παρά μόνο για να λάβει, να μεταδώσει και να εκτελέσει τις εντολές αγοράς και πώλησης των πελατών της. Σε καμία περίπτωση, η Dexia δεν θα διατηρήσει ανοιχτές θέσεις για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν προκύψουν ανάλογες θέσεις από την ανικανότητα της Dexia να εκτελέσει ορισμένες εντολές των πελατών της και αυτό, εντός σαφώς καθορισμένων ορίων, με τρόπο ώστε να μην υπονομεύεται η φερεγγυότητα ή/και η ρευστότητα του ομίλου.

(174)

Η μείωση της μόχλευσης της Dexia και ο επαναπροσδιορισμός των δραστηριοτήτων της προς τις παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες θα επιτρέψουν στον όμιλο να επανισορροπήσει προοδευτικά τον ισολογισμό του μειώνοντας το ποσοστό των δραστηριοτήτων που αποφέρουν μικρά περιθώρια κέρδους (PWB και χαρτοφυλάκιο ομολόγων κυρίως) και αυξάνοντας το ποσοστό των πιο κερδοφόρων δραστηριοτήτων (νέα παραγωγή δραστηριοτήτων PWB και RCB και χρηματοδοτήσεις έργων, κυρίως). Συναφώς, η Επιτροπή κρίνει θετικά το γεγονός ότι αυτός ο επαναπροσδιορισμός των δραστηριοτήτων της Dexia συνοδεύεται από στενή παρακολούθηση της κερδοφορίας αυτών των δραστηριοτήτων, κυρίως των PWB. Πράγματι, στο βαθμό που η Dexia απαγορεύεται να δανείσει στους πελάτες της PWB σε επίπεδο Raroc κατώτερο του 10 %, από την έκδοση της παρούσας απόφασης, θα μπορεί να διασφαλιστεί ένα ελάχιστο επίπεδο κερδοφορίας του οικονομικού κεφαλαίου στη δραστηριότητα PWB έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014. Οι προβλέψεις των αποτελεσμάτων της Dexia για την περίοδο 2009-2014, τις οποίες διαβίβασαν τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στην Επιτροπή, (47) επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα διασφάλισης της γενικής κερδοφορίας των δραστηριοτήτων του ομίλου για τη συγκεκριμένη περίοδο και το γεγονός ότι οι προβλεπόμενες ζημίες επί των δραστηριοτήτων που βρίσκονται σε διαδικασία εξάλειψης (LPMD) θα είναι δυνατό να αντισταθμιστούν από τα κέρδη του τμήματος του κεφαλαίου κατηγορίας 1.

(175)

Τέλος, ο επαναπροσδιορισμός των δραστηριοτήτων της Dexia με κατεύθυνση προς τις παραδοσιακές δραστηριότητες και αγορές της συνοδεύεται από μια προοδευτική βελτίωση του προφίλ ρευστότητας του ομίλου, προσαρμόζοντας επιπλέον τη διάρκεια των χρηματοδοτήσεών της στη διάρκεια των στοιχείων ενεργητικού της. Αυτή η βελτίωση του προφίλ ρευστότητας οδηγεί σε τρία κύρια μέτρα:

την αύξηση της μέσης διάρκειας των μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων και την αύξηση των σταθερών πηγών χρηματοδότησης του ομίλου. Συναφώς, η Επιτροπή κρίνει θετικά τους στόχους που τέθηκαν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης σε ό,τι αφορά τον λόγο των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων προς το μέγεθος του ισολογισμού, τη μέση διάρκεια των στοιχείων παθητικού του ομίλου και τον λόγο των σταθερών πηγών χρηματοδότησης προς το συνολικό ενεργητικό του ομίλου. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, στην περίπτωση που τηρηθούν αυτές οι δεσμεύσεις εντός των καθορισμένων χρονικών ορίων, η μείωση της έκθεσης της Dexia στους κινδύνους ρευστότητας και αλλαγών θα συμβάλλει θετικά στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της. Μια τέτοια εξέλιξη άλλωστε είναι προς την κατεύθυνση των νέων διεθνών κανόνων μέτρησης και ελέγχου της ρευστότητας, που αυτή τη στιγμή έχουν τεθεί υπό συζήτηση στην Επιτροπή της Βασιλείας για τον τραπεζικό έλεγχο,

την προοδευτική και πρόωρη έξοδο από τον μηχανισμό εγγύησης ομολόγων στοιχείων παθητικού της Dexia με ορίζοντα την 30ή Ιουνίου 2010. Η Επιτροπή κρίνει θετικά μια τέτοια πρόωρη έξοδο από το καθεστώς εγγύησης στο πλαίσιο της αποκατάστασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της Dexia χωρίς κρατική στήριξη,

τον μηδενισμό των χρηματοδοτήσεων που διαθέτει η Dexia στη θυγατρική της DenizBank. Αυτό το μέτρο επιτρέπει πράγματι να διασφαλιστεί ότι η χρηματοδότηση της προβλεπόμενης ανάπτυξης της δραστηριότητας RCB της DenizBank θα πραγματοποιηθεί από ίδιους πόρους της τελευταίας και δεν θα βαρύνει επιπλέον τις ανάγκες χρηματοδότησης του συνόλου του ομίλου.

β)   Σενάρια κρίσης που κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης

(176)

Σύμφωνα με το σημείο 13 της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων, η Επιτροπή ζήτησε από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να προβούν σε ορισμένες δοκιμαστικές ασκήσεις αντοχής προκειμένου να ελέγξουν την ανθεκτικότητα της Dexia σε μια σειρά κρίσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν τα επόμενα χρόνια και να συνάγουν συμπεράσματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ομίλου.

(177)

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή έχει βασίσει την ανάλυσή της στα αποτελέσματα των τεστ που πραγματοποίησαν τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. […].

i)   Πρώτο τεστ αντοχής

(178)

Σε ό,τι αφορά το πρώτο τεστ αντοχής που αποσκοπεί στον έλεγχο της ανθεκτικότητας της Dexia σε ενδεχόμενη αλλαγή βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών (PIB, επιτόκια και συναλλαγματική ισοτιμία), η Επιτροπή διατυπώνει τις παρακάτω παρατηρήσεις:

πρώτον, η μεταβολή του κέρδους της Dexia φαίνεται εκ των προτέρων σχετικά ανελαστική στα επίπεδα κρίσης που εφαρμόστηκαν στο ποσοστό ανάπτυξης. Πράγματι, παρά το γεγονός ότι στην προσομοίωση χρησιμοποιήθηκαν εξαιρετικά συμπιεσμένοι ρυθμοί ανάπτυξης σε σχέση με τις παραδοσιακές παρατηρήσεις, τα κέρδη της Dexia θα μειώνονταν, λόγω της αύξησης του κόστους κινδύνου, αλλά θα παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό κερδοφόρα. Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί από i) τη σχετικά μεγάλη αναλογία και καλή ποιότητα πιστώσεων του χαρτοφυλακίου «Public Finance» και του χαρτοφυλακίου ομολόγων σε διαχείριση κλεισίματος (48) και από ii) το γεγονός ότι η Dexia έχει κάνει την εύλογη επιλογή να μην προσαρμόζει πραγματικά τα έσοδα του ομίλου σε περίπτωση κρίσης στο μοντέλο της,

δεύτερον, φαίνεται ότι στο μοντέλο της Dexia που χρησιμοποιείται για το τεστ αντοχής, δεν υπάρχει καμία απτή σύνδεση μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης και του κόστους χρηματοδότησης της Dexia, και γενικότερα, δεν ασκήθηκε πίεση στη μεταβλητή «κόστος χρηματοδότησης», ήτοι στο περιθώριο επί του διατραπεζικού ποσοστού που θα κατέβαλε η Dexia για νέες χρηματοδοτήσεις. Αυτό θα βοηθούσε επίσης να ερμηνευθεί η σχετική ανελαστικότητα κέρδους της Dexia σε περίπτωση κρίσης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να εξεταστεί αυτό το στοιχείο, δεδομένου ότι η Dexia εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από χρηματοδοτήσεις από την αγορά καθώς και από βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις, που αυξάνουν τόσο το εύρος όσο και την ταχύτητα με την οποία μια τέτοια αύξηση του κόστους χρηματοδότησης θα μπορούσε να μετακυλήσει στην Dexia. Προκειμένου να αναλύσει αυτό το θέμα, η Επιτροπή ζήτησε την πραγματοποίηση ξεχωριστού δεύτερου τύπου τεστ αντοχής,

τρίτον, σε ό,τι αφορά τις άλλες δύο μεταβλητές, οι υποθέσεις σε ένα σενάριο κρίσης ήταν σχετικά παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποιήθηκαν στο βασικό σενάριο. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα επιτόκια, τόσο σε επίπεδο βασικού σεναρίου όσο και σε επίπεδο σεναρίου κρίσης, τα ποσοστά Euribor 3 μηνών είχαν σχεδιαστεί στο […] % και τα ποσοστά swap 5 ετών στα […] % και […] % αντίστοιχα, υποδεικνύοντας αμελητέα υπέρβαση της καμπύλης. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν παρόμοιες και στα δύο σενάρια. Για αυτόν τον λόγο, η Επιτροπή ζήτησε να πραγματοποιηθεί ξεχωριστά ανάλυση της ευαισθησίας (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 186 έως 195).

(179)

Συνεπώς, σε ό,τι αφορά το πρώτο τεστ αντοχής, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λόγω της σχετικά μεγάλης αναλογίας πιστώσεων του χαρτοφυλακίου «Public Finance» και του χαρτοφυλακίου ομολόγων σε διαδικασία εξάλειψης αλλά και της καλής ποιότητάς τους, η Dexia είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια σημαντική αύξηση του κόστους κινδύνου σε περίπτωση μεγάλης υποβάθμισης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και συνεπώς ανταποκρίνεται θετικά στο τεστ αντοχής.

ii)   Δεύτερο τεστ αντοχής

(180)

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο τεστ αντοχής που αποσκοπεί στον έλεγχο της ανθεκτικότητας της Dexia σε περίπτωση αύξησης του κόστους χρηματοδότησης από την αγορά, φαίνεται ότι μια επιπλέον αύξηση κατά 100 και 200 μονάδων βάσης του κόστους χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια τρίμηνης περιόδου, θα οδηγούσε σε μείωση των κερδών προ φόρων σε […] και […] εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Οι συνέπειες θα είναι πιθανώς εκ των πραγμάτων πιο σημαντικές, εάν η Dexia είχε χρησιμοποιήσει τις υποθέσεις που υπαγορεύει η Επιτροπή στο τεστ αντοχής, […]. Οι υποθέσεις που τροποποιήθηκαν από την Dexia είναι οι ακόλουθες:

η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης προσομοιώθηκε για περιορισμένη χρονική περίοδο […]. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ορισμένα στοιχεία, όπως τα CDS της Dexia ή το κόστος χρηματοδότησης σε βραχυπρόθεσμα «senior unsecured» έχουν αυξηθεί περισσότερο από […] μονάδες βάσεις και σε περίοδο που υπερβαίνει […]. Σε ό,τι αφορά το κόστος βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, χωρίς τις άνευ προηγουμένου παρεμβάσεις των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες έπαυσαν, αυτό το κόστος χρηματοδότησης θα είχε επίσης αυξηθεί σημαντικά,

η Dexia έχει αλλάξει τον συνδυασμό χρηματοδότησης και κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ελέγχεται το κόστος χρηματοδότησης, η Dexia θεωρεί ότι υλοποιούνται μόνο βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις. Συναφώς, η Επιτροπή σημειώνει ότι τέτοιες υποθέσεις έρχονται σε αντίφαση με την πρόσφατη εμπειρία της Dexia, δεδομένου ότι η τελευταία, παρά την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης έχει αυξήσει την αναλογία μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης,

σε ό,τι αφορά το σενάριο κρίσης, η Dexia δεν χρησιμοποίησε υποθέσεις συναφείς με αυτές που έχουν υλοποιηθεί για άλλες παρόμοιες ασκήσεις που διενεργήθηκαν πρόσφατα στην Ευρώπη.

(181)

Η Επιτροπή καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι […]. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι αυτή η παράμετρος δεν έχει ληφθεί πραγματικά υπόψη στα άλλα τεστ αντοχής που πραγματοποίησε η Dexia, ήτοι στο τεστ αντοχής που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο άλλων παρόμοιων ασκήσεων που διενεργήθηκαν πρόσφατα στην Ευρώπη και στο τεστ αντοχής ρευστότητας.

(182)

Η Dexia υποστηρίζει ότι i) οι υποθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο επιχειρηματικό της σχέδιο, πριν από την προσομοίωση αύξησης […] ή […] μονάδων βάσης, ενέχουν ήδη στοιχεία κρίσης δεδομένου ότι αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες χρηματοδότησης του Ιουλίου 2009, οι οποίες ήταν βέβαια καλύτερες από αυτές που ίσχυαν στα τέλη 2008 ή στις αρχές 2009, ωστόσο, δεν αντικατοπτρίζουν τη θετική εξέλιξη του δεύτερου εξαμήνου του 2009· ii) μια υπόθεση για διατήρηση του συνδυασμού πηγών χρηματοδότησης δεν θα αντικατόπτριζε τη συμπεριφορά ενός παράγοντα της αγοράς υπό αυτές συνθήκες. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι οι προβλέψεις που αφορούσαν το κόστος χρηματοδότησης, πριν από την προσομοίωση κρίσης είναι συντηρητικές λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας της Dexia το 2009. Ωστόσο, δεδομένων των έκτακτων μέτρων που επιβλήθηκαν στον τραπεζικό κλάδο το 2009 και της αβεβαιότητας για το μέλλον, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποφασίσει περί της μελλοντικής εξέλιξης του κόστους χρηματοδότησης της Dexia. Το τεστ αντοχής σχετικά με το τελευταίο στοιχείο είναι χρήσιμη, γιατί επιτρέπει να συναχθεί ότι είναι σημαντικό το πλάνο αναδιάρθρωσης i) να μειώσει την εξάρτηση της χρηματοδότησης της Dexia στις χρηματοδοτήσεις της αγοράς και ii) να αυξήσει τη μέση διάρκεια των χρηματοδοτήσεών της, προκειμένου να μειώσει την ευαισθησία της Dexia σε μια ενδεχόμενη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης. Είναι ακριβώς ένα από τα στοιχεία που η διοίκηση της Dexia έλαβε υπόψη της στο διάστημα μεταξύ 30 Σεπτεμβρίου 2008 και 30 Σεπτεμβρίου 2009 και που προβλέπεται να καλύψει το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Ξεκινώντας με μια δυναμική ανάγκη βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης ύψους [200-300] δισεκατ. ευρώ στα τέλη του 2008, η χρηματοδότηση αυτή μειώθηκε στα [150-200] δισεκατ. ευρώ στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 ενώ το πλάνο αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι το ποσοστό «βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις/συνολικό μέγεθος ισολογισμού» θα μειωθεί από 30 % στις 31 Δεκεμβρίου 2009 σε 11 % στις 31 Δεκεμβρίου 2014. Ένα τέτοιο επίπεδο βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είναι πλήρως ικανοποιητικό για την Επιτροπή, καθώς μειώνει σημαντικά την ευαισθησία της Dexia σε κρίσεις παρατεταμένων αυξήσεων του κόστους χρηματοδότησης.

(183)

Συνεπώς, σε ό,τι αφορά το δεύτερο τεστ αντοχής, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι, αν και η τρέχουσα διάρθρωση χρηματοδότησης της Dexia την καθιστά ευάλωτη σε ακραίες κρίσεις περί του κόστους χρηματοδότησης, το σχέδιο αναδιάρθρωσης ανταποκρίνεται βαθμιαία και ικανοποιητικά στην ευαισθησία της Dexia σε ενδεχόμενη αύξηση του κόστους χρηματοδότησής της. Επιπλέον, η Επιτροπή κρίνει θετικά το γεγονός ότι η Dexia διαθέτει σημαντικό απόθεμα στοιχείων ενεργητικού (συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων ενεργητικού του τμήματος LPMD), καλής ποιότητας και επιλέξιμα για να λάβουν χρηματοδότηση με κόστος οριακά χαμηλότερο στην αγορά των διατραπεζικών ρέπος και, εάν χρειάζεται, στις κεντρικές τράπεζες.

iii)   Τρίτο τεστ αντοχής

(184)

Σε ό,τι αφορά το τρίτο τεστ αντοχής που αποσκοπεί στον έλεγχο του προφίλ ρευστότητας του ομίλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τόσο το τεστ αντοχής που πραγματοποιήθηκε από την Dexia όσο και αυτό που πραγματοποιήθηκε από τη CBFA δείχνουν ότι ο όμιλος ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τεστ σε ορίζοντα μηνός. Η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα στοιχεία:

τα μοντέλα τεστ αντοχής ρευστότητας, όπως ορίστηκαν από την Dexia και από τον ρυθμιστή, δεν φαίνεται να διατυπώνουν υποθέσεις περί του κόστους αυτής της ρευστότητας σε περίπτωση εξαιρετικών συνθηκών και χωρίς κρατικές ενισχύσεις. Συναφώς, η Επιτροπή ζήτησε από τον όμιλο να πραγματοποιήσει ένα ξεχωριστό τεστ αντοχής που αποσκοπεί στην προσομοίωση της μεταβλητής «κόστος χρηματοδότησης» (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 180 έως 183),

οι υποθέσεις του τεστ αντοχής που πραγματοποίησε η CBFA, όπως διατυπώθηκαν στην Εγκύκλιο της 8ης Μαΐου 2009 είναι συντηρητικές και αντικατοπτρίζουν την πρόσφατη εμπειρία της κρίσης. Περιλαμβάνουν για παράδειγμα τις ακόλουθες υποθέσεις: i) το ίδρυμα δεν μπορεί πλέον να λαμβάνει «unsecured» χρηματοδότηση στις νομισματικές αγορές και τις αγορές κεφαλαίων ii) εφαρμογή συντηρητικών επιπέδων περιθωρίου ασφαλείας (haircut) για χρηματοδότηση ρέπος iii) ανάληψη από τους πελάτες «λιανικής» του 5 % των καταθέσεων όψεως και των καταθέσεων ταμιευτηρίου που διαθέτουν εντός προθεσμίας εβδομάδας και του 20 % αυτών των καταθέσεων εντός προθεσμίας μηνός iv) ανάληψη από τους πελάτες «χονδρικής» του 100 % των άμεσα απαιτητών (και μη εγγυημένων από ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία ενεργητικού) καταθέσεών τους και των καταθέσεων αβέβαιης λήξης σε διάστημα εβδομάδας v) μη ανανέωση όλων των προθεσμιακών καταθέσεων,

τα θετικά αποτελέσματα του τεστ αντοχής ρευστότητας αντικατοπτρίζουν i) τις βελτιώσεις που έχει επιφέρει η διοίκηση της Dexia κατά τη διάρκεια του 2009 προκειμένου να μειώσει τις δυναμικές ανάγκες βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης και ii) ένα γενικώς ευνοϊκό πλαίσιο στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το γεγονός ότι ένα τεστ αντοχής ρευστότητας ολοκληρώνεται επιτυχώς σε μια δεδομένη στιγμή, δεν εξασφαλίζει σε καμία περίπτωση ότι αυτό θα συμβεί και στο μέλλον. Είναι λοιπόν σημαντικό να διατηρηθεί σχετική πειθαρχία (στην πολιτική χρηματοδότησης) κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών και ετών προκειμένου να είναι διαρκώς εφικτή η ανταπόκριση σε αυτό το τεστ αντοχής. Συναφώς, οι δεσμεύσεις που κοινοποιήθηκαν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης όχι μόνο κινούνται προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της ρευστότητας του ομίλου, αλλά επίσης επιτρέπουν την περιοδική επαλήθευση της υλοποίησής τους.

(185)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει ότι η Dexia ικανοποιεί τις προϋποθέσεις αυτού του τρίτου τεστ αντοχής.

iv)   Άλλα ζητήματα σχετικά με τα τεστ αντοχής

(186)

Κατά πρώτον, βάσει εξέτασης ορισμένων υποθέσεων που περιλαμβάνονται στα μοντέλα της Dexia, φαίνεται ότι:

για ορισμένους τομείς ή αντισταθμιστικά μέτρα, οι υποθέσεις πιθανότητας ποσοστιαίας ζημίας ή/και ζημίας σε περίπτωση αθέτησης («loss given default» ή «LGD») δεν είναι ιδιαίτερα συνεπείς, όταν συγκρίνονται με δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες,

για το χαρτοφυλάκιο δανείων προς τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν γίνεται καμία υπόθεση αλλαγής χαρακτηρισμού, με αποτέλεσμα η υποβάθμιση να μεταφράζεται σε μελλοντική τάση των δημόσιων οικονομικών.

(187)

Ωστόσο, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι είναι δύσκολο να υπάρξει σύγκριση με δημοσίως διαθέσιμα δεδομένα, δεδομένου ότι το φάσμα έκθεσης της Dexia δεν είναι όμοιο με αυτό των πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται από την Dexia για τον υπολογισμό των αναμενόμενων ζημιών είναι εκείνη που βασίζεται στις εσωτερικές αξιολογήσεις, όπου ενσωματώνονται παράμετροι πιθανής αθέτησης της συμφωνίας και μέσης τιμής LGD, μακροπρόθεσμα, οι οποίες είναι συντηρητικές και «through-the-cycle», προσαρμοσμένες έτσι, ώστε να αντικατοπτρίζουν την αβεβαιότητα και τη μεταβλητότητα ορισμένων δεδομένων. Αυτές τις παραμέτρους εξετάζει και αξιολογεί η CBFA, η Γαλλική Επιτροπή Τραπεζικών Θεμάτων και η CSSF. Σύμφωνα με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, οι παράμετροι κινδύνου που χρησιμοποιεί η Dexia είναι συντηρητικές σε επίπεδο μεγαλύτερο του 10 % έως 30 % σε σχέση με τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται από τους εποπτικούς κανόνες της Επιτροπής της Βασιλείας II.

(188)

Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει την πολύ μεγάλη έκθεση, τόσο σε απόλυτα όσο και σε σχετικά ποσά, στο χρέος ορισμένων χωρών και ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την έκθεση σε κρατικούς κινδύνους, η Επιτροπή σημειώνει έκθεση της τάξεως του […]. […] κατά το τέλος του 2008.

(189)

Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι:

τέτοιου είδους εκθέσεις δεν θα έπρεπε εκ των προτέρων να επηρεάζουν ουσιαστικά το αποτέλεσμα του ομίλου, ιδίως εάν ο όμιλος δεν πρόκειται να πωλήσει αυτά τα στοιχεία ενεργητικού πριν από τη συμβατική ημερομηνία λήξης τους (θα μπορούσαν να αυξήσουν την αβεβαιότητα του αποθέματος AFS, που περιλαμβάνεται στον ισολογισμό του ομίλου),

στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Dexia, αυτές οι εκθέσεις θα μειώνονταν διότι προβλέπεται μια σημαντική μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων.

(190)

Τρίτον, η Επιτροπή κρίνει θετικά την εξέλιξη της ανάγκης βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης του ομίλου. Ωστόσο, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο όμιλος έχει μειώσει ουσιαστικά τις ανάγκες χρηματοδότησης μεταξύ 0 και 1 μηνός. Όπως καταγράφεται στον πίνακα 7 παρακάτω, σε ποσοστό επί του συνόλου της χρηματοδότησης φαίνεται ότι η χρηματοδότηση μεταξύ 0 και 1 μηνός μειώθηκε από […] % σε […] % από τις 31 Δεκεμβρίου 2008 έως και τις 30 Σεπτεμβρίου 2009. Ωστόσο, η αναλογία των χρηματοδοτήσεων μεταξύ 1 και 3 μηνών, καθώς και μεταξύ 6 και 12 μηνών αυξήθηκαν αντίστοιχα από […] % σε […] % και […] % σε […] %. Η χρηματοδότηση μεταξύ 1 και 5 ετών έχει αυξηθεί από […] % σε […] %. Ωστόσο, η βάση της χρηματοδότησης την εν λόγω περίοδο βρίσκεται μεταξύ 1 και 2 ετών. […].

Πίνακας 7

Ποσοστό των διαφόρων πηγών χρηματοδότησης στη συνολική χρηματοδότηση της Dexia

[…]

(191)

Συναφώς, το σχέδιο αναδιάρθρωσης που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή προβλέπει i) μείωση ύψους 83 δισεκατ. ευρώ του χαρτοφυλακίου ομολόγων του τμήματος LPMD ii) αύξηση της αναλογίας πιο σταθερών πηγών χρηματοδότησης (όπως είναι οι εμπορικές καταθέσεις και τα στεγαστικά ομόλογα) από 36 % σε 58 % και iii) βαθμιαία αύξηση της μέσης διάρκειας των στοιχείων παθητικού. Αυτά τα στοιχεία παρέχουν τη δυνατότητα μείωσης των κινδύνων από προβλήματα αναχρηματοδότησης της Dexia. Άλλωστε, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η βαθμιαία αύξηση του κόστους χρηματοδότησης που συνδέεται με αυτή την αλλαγή πολιτικής χρηματοδότησης ενσωματώνεται στις προβλέψεις των αποτελεσμάτων του ομίλου και επιβεβαιώνει ότι η Dexia θα παρέμενε κερδοφόρα κατά την περίοδο αναδιάρθρωσής της.

(192)

Τέταρτον, παρά τη βελτίωση των συνθηκών της αγοράς, το κόστος χρηματοδότησης της Dexia παραμένει σχετικά υψηλό σε σύγκριση με αυτό άλλων τραπεζών. Το επίπεδο CDS 5 ετών είναι μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη και διατηρείται γύρω στις 180 μονάδες βάσης· τα δευτερεύοντα επίπεδα των πιστωτικών spread των μη εγγυημένων εκδόσεων και του μεγέθους αναφοράς «benchmark» της Dexia παραμένουν υψηλά και βρίσκονται γύρω στις 140 έως 150 μονάδες βάσης για διάρκεια 4 και 5 ετών. Το κόστος χρηματοδότησης σε καλυμμένες ομολογίες «covered bonds» παραμένει εξίσου υψηλό και βρίσκεται μεταξύ 50 και 60 μονάδων βάσης για χρονική διάρκεια συγκριτικά παρόμοια με αυτή των χρηματοδοτούμενων στοιχείων ενεργητικού.

(193)

Πέμπτον, προκειμένου να μετρηθεί η ευαισθησία της Dexia σε μια διακύμανση των επιτοκίων, η Dexia κοινοποίησε έναν πίνακα στον οποίο παρουσιάζεται η ευαισθησία σε κρίση ύψους 1 % για κάθε ληξιπρόθεσμο. Φαίνεται, συνεπώς, ότι σε περίπτωση ενιαίας αύξησης της καμπύλης των επιτοκίων, η Dexia εκτιμά ότι δεν θα χάσει περισσότερα από […] εκατ. ευρώ (49). Αυτό το επίπεδο ευαισθησίας φαίνεται απόλυτα λογικό και εξηγείται εν μέρει από την πολιτική της Dexia […], με αποτέλεσμα να μειώνεται έτσι η ευαισθησία σε διακυμάνσεις επιτοκίων. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σε αυτήν την άσκηση υπολογισμού ευαισθησίας, δεν έχουν συμπεριληφθεί […] δισεκατ. ευρώ βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, γεγονός που δείχνει ότι η Dexia παραμένει σχετικά ευαίσθητη στις κινήσεις της καμπύλης επιτοκίων για ληξιπρόθεσμα μικρότερα του ενός έτους. Αυτό επιβεβαιώθηκε από την Dexia, καθώς ο όμιλος εκτιμά ότι το 2009 σημείωσε κέρδη ύψους περίπου […] εκατ. ευρώ, μόνο με την αύξηση κλίσης της καμπύλης των διατραπεζικών τιμών για διάρκεια κατώτερη του ενός έτους. Στις προβλέψεις της, η Dexia έλαβε υπόψη τις συνέπειες σημαντικής μείωσης των εσόδων αναβάθμισης και παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με αυτές τις προβλέψεις, ο όμιλος θα παρέμενε κερδοφόρος για τα επόμενα χρόνια.

(194)

Έκτον, τόσο το απόλυτο όσο και το σχετικό επίπεδο αρνητικού αποθεματικού AFS της Dexia παραμένει πολύ σημαντικό, παρά τη βελτίωση που παρατηρήθηκε κατά το έτος 2009. Το αρνητικό αποθεματικό AFS μειώθηκε από 12,7 δισεκατ. ευρώ στις 31 Μαρτίου 2009 στα 7,2 δισεκατ. ευρώ στις 30 Σεπτεμβρίου 2009. Δεδομένου (i) του επιπέδου κεφαλαίου της Dexia (17,1 δισεκατ. ευρώ κεφαλαίου 1ης κατηγορίας και 19,6 δισεκατ. ευρώ ρυθμιστικού κεφαλαίου στις 30 Σεπτεμβρίου 2009), (ii) της παρούσας μη συμπερίληψης του αποθέματος AFS στον υπολογισμό του ρυθμιστικού κεφαλαίου, η Επιτροπή εκφράζει τις ανησυχίες της μήπως η συμπερίληψη αυτού του αποθεματικού AFS στις αναλογίες ρυθμιστικού κεφαλαίου, στο πλαίσιο των τρεχουσών αποφάσεων της Επιτροπής της Βασιλείας, αποβεί εις βάρος της Dexia. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα στοιχεία:

ακόμη και εάν το αρνητικό αποθεματικό AFS είχε συμπεριληφθεί εξ ολοκλήρου στον υπολογισμό του ρυθμιστικού κεφαλαίου, η Dexia θα συνέχιζε στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 να ικανοποιεί τις απαιτήσεις ρυθμιστικού κεφαλαίου. Ο λόγος κεφαλαίου κατηγορίας 1 θα ήταν στα […] και ο λόγος του συνολικού κεφαλαίου θα ήταν στα […],

τέτοιου είδους ρυθμιστική αλλαγή θα επηρέαζε πολλές άλλες τράπεζες,

τέτοιου είδους ρυθμιστική αλλαγή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί, σύμφωνα με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, πριν από το 2012. Εφεξής, το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει μείωση 30 % έως 40 % του χαρτοφυλακίου του τμήματος LPMD (κυρίως υπεύθυνου για τη σύνθεση αυτού του αρνητικού αποθεματικού AFS), το οποίο, εφόσον όλοι οι άλλοι παράγοντες μείνουν σταθεροί, θα πρέπει να μειώσει το ποσό του αρνητικού αποθεματικού AFS.

(195)

Έβδομον, παρά τη μείωσή τους κατά το έτος 2009, η Dexia συνεχίζει να έχει ορισμένες σχετικά σημαντικές δεσμεύσεις εκτός ισολογισμού. Σε κάθε περίπτωση, κατά την Dexia, αυτές οι δεσμεύσεις ελήφθησαν υπόψη στα τεστ αντοχής.

γ)   Δραστηριότητες σε παράγωγα

(196)

Από την ανάλυση του ισολογισμού της Dexia στο τέλος του 2008, προκύπτει ότι η αξία της αγοράς σε παράγωγα προϊόντα ανέρχεται στα 55 δισεκατ. ευρώ και αυτή του παθητικού του ισολογισμού στα 75 δισεκατ. ευρώ, δημιουργώντας σημαντική αρνητική απόκλιση της τάξης των 20 δισεκατ. ευρώ, που προέρχεται κυρίως από παράγωγα προϊόντα επιτοκίων. Η Επιτροπή συνέκρινε αυτή την απόκλιση με αυτήν που επισημαίνεται από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εν λόγω απόκλιση, η οποία εκφράζεται ως ποσοστό του μεγέθους του ισολογισμού και ως ποσοστό των ίδιων πόρων, είναι αρνητική αλλά και ιδιαίτερα υψηλή για την Dexia σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές άλλων ιδρυμάτων.

(197)

Η Dexia δικαιολογεί αυτά τα μεγέθη με i) τη σχεδόν συστηματική πολιτική […], ii) την πτώση των επιτοκίων iii) την υψηλή απόκλιση μεταξύ της μέσης διάρκειας των στοιχείων ενεργητικού και αυτής των στοιχείων παθητικού, iv) […]. Η Επιτροπή προσυπογράφει αυτές τις εξηγήσεις, επισημαίνει, ωστόσο, ότι i) το εύρος αυτής της αρνητικής απόκλισης είναι πραγματικά πολύ σημαντικό και ότι ii) το τελευταίο απαιτεί πιθανώς σημαντικές ανάγκες εγγύησης («collateral») για την Dexia, που να μπορούν να μειώσουν τη βάση της επιλέξιμης εγγύησης («collateral») της χρηματοδότησης εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών ή της διατραπεζικής αγοράς ρέπος. Εντούτοις, για αυτό το τελευταίο θέμα, στα τεστ αντοχής ελήφθησαν υπόψη ανάλογες ανάγκες.

δ)   Συμπέρασμα σχετικά με τη βιωσιμότητα

(198)

Η Επιτροπή συνάγει από την παραπάνω ανάλυση το συμπέρασμα ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα επιτρέψει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της Dexia. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα επιτρέψει στην Dexia να αντιμετωπίσει την ενίσχυση για να προβλέψει την προληπτική ρύθμιση. Αφενός, η μείωση της μόχλευσης που προκύπτει από την αναδιάρθρωση είναι σύμφωνη με την ενδεχόμενη εφαρμογή ενός μέγιστου δείκτη μόχλευσης («leverage ratio»). Αφετέρου, η βελτίωση και η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης της Dexia συνάδει με την εφαρμογή νέων κανόνων στο μέτρο και τον έλεγχο του κινδύνου ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων (50).

8.3.3.3.    'Ιδια συμμετοχή του ιδρύματος

(199)

Σύμφωνα με την ενότητα 3 της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων, το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να διασφαλίζει ισότιμη κατανομή του κόστους αναδιάρθρωσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και της τράπεζας, δηλαδή το πλάνο αναδιάρθρωσης πρέπει να προβλέπει εξίσου υψηλή εισφορά εκ μέρους της τράπεζας με αυτήν των μετόχων της επί των ίδιων πόρων τους. Μια τέτοια προσφορά είναι πράγματι απαραίτητη προκειμένου οι τράπεζες που επωφελούνται από μέτρα διάσωσης να αναλάβουν επαρκώς τις συνέπειες της προηγούμενης συμπεριφοράς τους και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για το μέλλον.

(200)

Η Dexia, οι μέτοχοί της και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη έχουν ήδη συμβάλει επαρκώς στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης, ιδίως με την αποδυνάμωση του μεριδίου μετοχικού κεφαλαίου που κατείχαν οι προηγούμενοι μέτοχοι για την αύξηση του κεφαλαίου της τράπεζας (οι αρχές της Γαλλίας και του Βελγίου κάλυψαν άμεσα το ποσό των 3 δισεκατ. ευρώ από τα 6,4 δισεκατ. ευρώ της αύξησης του κεφαλαίου που ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο 2008).

(201)

Η Επιτροπή επισημαίνει επιπλέον ότι μια σειρά από δυσμενή στοιχεία συνοδεύουν την αναστολή της διανομής των μερισμάτων που προβλεπόταν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης:

οι θυγατρικές που ανήκουν κατά 50 % στην Dexia δεν εμπλέκονται στην αναστολή διανομής των μερισμάτων, καθώς αυτή αφορά μόνο τις νομικές οντότητες στις οποίες η Dexia SA ασκεί άμεσα ή έμμεσα τον εκτελεστικό έλεγχο (51) και

σύμφωνα με τους όρους του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η αναστολή (έως το τέλος του 2011) της διανομής μερισμάτων επί υβριδικών μέσων κεφαλαίου κατηγορίας 1 ή 2 χωρίς να θίγονται οι πράξεις στις οποίες η Dexia πρέπει να προχωρήσει βάσει των συμβάσεων που υπέγραψε πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2010.

(202)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η αναστολή της εξόφλησης μερίσματος ή τοκομεριδίου για πράξεις υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή 2 εφαρμόζεται στις συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2010 στο βαθμό που, βάσει της απόφασης της 30ής Οκτωβρίου 2009 (52), για διάστημα τεσσάρων μηνών, η Dexia δεν είναι δυνατό να πληρώσει τα τοκομερίδια και να ασκήσει δικαιώματα προαίρεσης επί των υβριδικών μέσων ίδιων πόρων (κεφάλαιο κατηγορίας 1 και «Upper Tier 2»). Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο όγκος των μέσων της Dexia ανερχόταν στα 1,4 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2008.

(203)

Επίσης, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι καμία εξόφληση τοκομεριδίων επί των υβριδικών κεφαλαίων (κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2) της Dexia δεν θα πραγματοποιηθεί σε παράβαση των αρχών της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων, στην παρούσα απόφασή της η Επιτροπή ορίζει ότι, πριν από οποιαδήποτε εξόφληση τοκομεριδίου επί των υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή 2 που εκδόθηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2010 και το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την προθεσμία ειδοποίησης εξόφλησης του τοκομεριδίου στους επενδυτές, η Dexia θα ειδοποιήσει την Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 για την πρόθεσή της να εξοφλήσει το εν λόγω τοκομερίδιο και θα αποδείξει ότι αυτή η πληρωμή i) είναι υποχρεωτική, ii) δεν μπορεί να αναβληθεί, iii) δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια και iv) δεν πραγματοποιείται αυτόματα με την εξόφληση μερισμάτων, όποια και εάν είναι η μορφή, από την Dexia SA ή από μία από τις θυγατρικές της, κατ’ εξαίρεση της έκδοσης κεφαλαίων κατηγορίας 1 εκ μέρους της DFL. Η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματος να μην επιτρέψει την εν λόγω εξόφληση, εάν δεν ικανοποιηθεί μία από τις παραπάνω τέσσερις προϋποθέσεις.

(204)

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αναστολή πληρωμής μερισμάτων δεν ισχύει για τις διανομές μερισμάτων που πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου με διανομή νέων μετοχών. Είναι σκόπιμο να επισημανθεί, ωστόσο, ότι η εξόφληση μερισμάτων με διανομή νέων μετοχών που καθίσταται δυνατή με την υλοποίηση διανεμητέων κερδών, δεν είναι αντίθετη προς την ανακοίνωση περί των αναδιαρθρώσεων στο βαθμό που μια τέτοια εξόφληση θα μεταφραζόταν στους λογαριασμούς της Dexia με ενσωμάτωση κεφαλαίου αποθεμάτων και με διανομή μερίσματος στους κατόχους μετοχών της Dexia με αναλήψεις από τα κέρδη της τελευταίας περατωμένης εταιρικής χρήσης. Ως εκ τούτου, η κατακύρωση των πράξεων δεν θα επηρεάσει τους ίδιους πόρους της Dexia.

(205)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η πληρωμή ενός μερίσματος σε πράξεις της Dexia δεν συνεπάγεται εξόφληση τοκομεριδίου υβριδικού τίτλου (κατηγορία κεφαλαίου 1 ή 2) της Dexia με μόνη εξαίρεση μια έκδοση που πραγματοποιήθηκε από την Dexia Funding Luxembourg SA (εφεξής «DFL») η οποία έλαβε χώρα το 2006. Είναι σκόπιμο συνεπώς να διευκρινιστεί ότι αυτή η εξαίρεση εγκρίθηκε στο γενικό πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Εν γένει, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 0, η Επιτροπή δεν αντιτίθεται σε μια διανομή μερίσματος η οποία θα καταβληθεί αποκλειστικά με τη μορφή μετοχών, εφόσον αυτή η ενέργεια δεν συνεπάγεται την υποχρέωση απόδοσης μερίσματος ή τοκομεριδίου σε άλλες κατηγορίες καταστατικών τίτλων ίδιων πόρων. Στην παρούσα περίπτωση, η υποχρέωση της Dexia να καταβάλει τοκομερίδιο για την έκδοση DFL δεν πρόκειται να αλλάξει την προσέγγιση της Επιτροπής, δεδομένου ότι η εξαίρεση εγγράφεται στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, αφορά μόνο μία έκδοση η οποία συνεπάγεται την περιορισμένη εξόφληση ενός τοκομεριδίου και ότι η Dexia προβλέπει την απαγόρευση της κερδοφορίας κατά την περίοδο της αναδιάρθρωσης.

(206)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο από:

α)

εκποιήσεις στοιχείων ενεργητικού και θυγατρικών, μεταξύ των οποίων θυγατρικές αρκετά κερδοφόρες όπως οι «Dexia Sabadell», «Dexia Banka Slovensko» («DBS») και «Deniz Emeklilik» (θυγατρική ασφαλίσεων και η θυγατρική της DenizBank που δραστηριοποιούνται κυρίως στην αγορά RCB στην Τουρκία) και

β)

κατάλληλη χρηματοδότηση της ενίσχυσης που ελήφθη υπό μορφή εγγύησης των ενδιαφερόμενων κρατών μελών περί του παθητικού της Dexia και των απομειωμένων στοιχείων του ενεργητικού της (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 158 έως 159).

(207)

Τα παραπάνω στοιχεία αντισταθμίζουν σε μεγάλο βαθμό τους όρους και τις επιφυλάξεις, που έχει επισημάνει δυσμενώς η Επιτροπή, οι οποίοι συνοδεύουν την αναστολή διανομής των μερισμάτων που προβλέπεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι η Dexia και οι μέτοχοί της συμβάλλουν επαρκώς στην αναδιάρθρωση με ίδιους πόρους.

8.3.3.4.    Μέτρα για τη διόρθωση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού

(208)

Σύμφωνα με την ενότητα 4 της ανακοίνωσης περί των αναδιαρθρώσεων, το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να επιτρέπει τον περιορισμό των υπερβολικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκύπτει από τις ενισχύσεις, δηλαδή το πλάνο αναδιάρθρωσης πρέπει να προβλέπει διαρθρωτικά μέτρα (εκποίησης ή/και μείωσης των δραστηριοτήτων) και διασφαλίσεων σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά. Πρέπει να εφαρμοστούν επαρκή μέτρα προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι κρατικές ενισχύσεις υπέρ της Dexia να παρατείνουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκλήθηκαν στο παρελθόν από την εκτεταμένη ανάληψη κινδύνων και την εφαρμογή ενός μη βιώσιμου εμπορικού μοντέλου.

(209)

Σύμφωνα με το σημείο 30 της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων, η φύση και η μορφή των μέτρων που αποσκοπούν στον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού θα εξαρτηθούν από δύο κριτήρια, ήτοι, πρώτον από τον ποσό της ενίσχυσης και τις συνθήκες και τους όρους στους οποίους χορηγήθηκε και δεύτερον, από τα χαρακτηριστικά της αγοράς ή των αγορών στις οποίες η δικαιούχος τράπεζα θα ασκεί τις δραστηριότητές της.

(210)

Σε ό,τι αφορά αυτό το τελευταίο κριτήριο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Dexia είναι σημαντικός παράγοντας στην αγορά χρηματοδότησης φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης («PWB»), κυρίως στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ιταλία και συχνά και στην Ισπανία. Η αγορά PWB είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στο Βέλγιο (53), τη Γαλλία (54) και την Ιταλία (55) και οι φραγμοί εισόδου έχουν αρθεί (56).

(211)

Η Επιτροπή επισημαίνει, επιπλέον, ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης εγγυάται πως η Dexia θα λάβει τα απαραίτητα μέτρα για το άνοιγμα της αγοράς χρηματοδότησης των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης και για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκύπτουν από τη χορηγηθείσα ενίσχυση:

καταρχάς, η μείωση του φάσματος της δραστηριότητας PWB στις βασικές αγορές της Dexia, μέσω του περιορισμού ή και της κατάργησης της παραγωγής δραστηριότητας PWB International, θα επιτρέψει την αύξηση του ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές. Συναφώς, η Dexia δεσμεύεται να εκποιήσει τη Crediop, ένα σημαντικό παράγοντα στη χρηματοδότηση φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ιταλία και την Dexia Sabadell, η οποία δραστηριοποιείται στην ισπανική αγορά,

στη συνέχεια, στις βασικές αγορές όπου η Dexia εξακολουθεί να παραμένει δραστήρια, ο περιορισμός του όγκου της νέας παραγωγής θα επιτρέψει επίσης την είσοδο νέων παραγόντων και θα ευνοήσει τον ανταγωνισμό στις συγκεκριμένες αγορές (η Dexia περιορίζει τη νέα παραγωγή της PWB ετησίως σε 12 δισεκατ. ευρώ το 2009, 15 δισεκατ. ευρώ το 2010 και 18 δισεκατ. ευρώ από το 2011 έως το 2014, σημειώνοντας σαφώς σημαντική μείωση σε σχέση με το επίπεδο των 34 δισεκατ. ευρώ που πραγματοποιήθηκε το 2008),

τέλος, η Dexia δεσμεύεται να αποσύρει την πλειοψηφική συμμετοχή της στην AdInfo, θυγατρική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών πληροφορικής σε φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης στο Βέλγιο. Αυτή η θυγατρική παρέχει στην Dexia πρόσβαση σε πληθώρα πελατών του δημοσίου στο Βέλγιο, επιτρέπει την ενίσχυση της θέσης της ως τραπεζικό ίδρυμα αναφοράς για τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης στο Βέλγιο και την ανάπτυξη τεχνολογικών λύσεων συμβατών με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που προσφέρει στους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης. Συναφώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εκποίηση αυτής της θυγατρικής θα επιτρέψει την αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά PWB του Βελγίου.

(212)

Επιπλέον, η Dexia δεσμεύεται ώστε το επίπεδο Raroc κάθε δανείου που χορηγείται σε πελάτες PWB να παραμένει υψηλότερο του 10 %, γεγονός που διασφαλίζει την ευθυγράμμιση των τιμών που εφαρμόζει η Dexia σε αυτό το πελατολόγιο με την αγορά και στο μέλλον να μην αποτελεί η Dexia κυρίαρχο παράγοντα της αγοράς, εφαρμόζοντας τιμές κατώτερες από αυτές που ισχύουν στην αγορά.

(213)

Στην αγορά των λιανικών τραπεζικών εργασιών, η Dexia συμμετέχει μόνο με τη χρηματοδότηση των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο όμιλος ασκεί δραστηριότητες λιανικών τραπεζικών εργασιών μέσω των θυγατρικών του σε τέσσερις κύριες χώρες: στο Βέλγιο μέσω της DBB, στο Λουξεμβούργο μέσω της Dexia BIL, στη Σλοβακία μέσω της Dexia Banka Slovensko (DBS) και στην Τουρκία μέσω της DenizBank. Ως προς τις καταθέσεις, η Dexia κατέχει περίπου το [10-15] % της αγοράς στο Βέλγιο, το [10-15] % στο Λουξεμβούργο, το [0-5] % στη Σλοβακία και το [0-5] % στην Τουρκία.

(214)

Στο βαθμό που η αγορά λιανικών τραπεζικών εργασιών δεν είναι εξίσου συγκεντρωμένη με αυτήν της χρηματοδότησης φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ιταλία και την Ισπανία, η ανάγκη για λήψη μέτρων που θα αφορούν τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού είναι μικρότερη. Συγκεκριμένα, στο Βέλγιο όπου η Dexia ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών δραστηριοτήτων της, καταλαμβάνει μόλις την τρίτη θέση.

(215)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή κρίνει θετικά τα ακόλουθα μέτρα στα οποία δεσμεύεται η Dexia σε ό,τι αφορά τις λιανικές τραπεζικές εργασίες:

την εκποίηση της Dexia Banka Slovensko,

τη διακοπή των χρηματοδοτήσεων εντός του ομίλου προς τη DenizBank έως το τέλος του 2014,

την εκποίηση της Dexia Epargne Pension που δραστηριοποιείται στον τομέα κοινωνικού σχεδιασμού και ασφάλειας ζωής στη Γαλλία,

την εκποίηση της συμμετοχής στη Crédit du Nord, η οποία δραστηριοποιείται στην αγορά λιανικών τραπεζικών εργασιών στη Γαλλία και

την εκποίηση της δραστηριότητας ασφαλειών στην Τουρκία.

(216)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης οδηγεί σε μείωση του συνόλου όλου του ισολογισμού της Dexia στο 35 % το 2014 σε σχέση με το 2008. Αυτή η μείωση προκύπτει επίσης από την εκτεταμένη διαχείριση των δραστηριοτήτων που έχουν τεθεί στο τμήμα LPMD, από της εκ νέου επικέντρωσης των δραστηριοτήτων της Dexia στις παραδοσιακές αγορές της, από την παύση των δραστηριοτήτων και τον περιορισμό της νέας παραγωγής PWB.

(217)

Η Dexia υπόκειται σε ορισμένες διασφαλίσεις σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά, που προβλέπουν ότι δεν θα καταστεί αγοραστής (έως τις 30 Δεκεμβρίου 2011) ποσοστού μεγαλύτερου του 5 % του μετοχικού κεφαλαίου άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων ή επενδυτικών επιχειρήσεων (57). Μια τέτοια διασφάλιση επιτρέπει να εξασφαλιστεί ότι καταρχήν η Dexia δεν θα είναι αγοραστής άλλου πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων προκειμένου να ασκεί έλεγχο υπό την έννοια της ρύθμισης επί των συγκεντρώσεων. Μια τέτοια αρχή συνάδει, κυρίως με το στοιχείο 40 της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων.

(218)

Σε ό,τι αφορά την ίδια συμμετοχή της Dexia και τα μέτρα περί των βασικών αγορών της, η Επιτροπή καταλήγει ότι το σύνολο των διαρθρωτικών μέτρων του σχεδίου αναδιάρθρωσης αρκεί για να περιορίσει τις υπερβολικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκύπτουν από τις εν λόγω ενισχύσεις.

(219)

Τέλος, η Dexia θα τηρήσει τις αρχές χρηματοδότησης που αποδεσμεύτηκαν στο πλαίσιο της ομάδας G-20 και των ενδιαφερόμενων εθνικών ιδρυμάτων σε ό,τι αφορά την αμοιβή των μελών των επιτροπών διαχείρισης καθώς και των εκτελεστικών στελεχών της Dexia και των κύριων λειτουργικών φορέων της.

8.3.4.   ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(220)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στο σημείο 46 της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων συστήνεται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να εκπονούν σε τακτική βάση αναλυτική έκθεση ώστε η Επιτροπή να μπορεί να επαληθεύει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης εφαρμόζεται σύμφωνα με τις ανακοινωθείσες δεσμεύσεις. Συναφώς, πριν από την 1η Οκτωβρίου και την 30ή Απριλίου κάθε έτους, η Επιτροπή θα λαμβάνει εξαμηνιαίες εκθέσεις από τον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα αρμόδιο για την παρακολούθηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

IX.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(221)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο έχουν εφαρμόσει παράνομα τις ενισχύσεις υπό μορφή αύξησης κεφαλαίου, εγγυήσεων και εγγυημένων πράξεων ενίσχυσης της ρευστότητας, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(222)

Βάσει των πληροφοριών και των υποχρεώσεων που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, η Επιτροπή επιτρέπει την εκτέλεση του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Dexia και τη διατήρηση των έκτακτων ενισχύσεων βάσει των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 2. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης ανταποκρίνεται στους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν στην καταγγελία που της κοινοποιήθηκε, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος για την περίοδο που δεν επιτρέπονταν οι ενισχύσεις,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Τα μέτρα που υιοθετήθηκαν από το Βέλγιο, τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο υπέρ της Dexia, έναντι του ποσού των 8,4 δισεκατ. ευρώ, υπό μορφή αύξησης κεφαλαίου και ενίσχυσης για την αντιμετώπιση των απομειωμένων στοιχείων ενεργητικού, και για ποσό ύψους [95-135] δισεκατ. ευρώ, υπό μορφή εγγύησης και εγγυημένης πράξης ενίσχυσης ρευστότητας («Liquidity Assistance» ή LA), αποτελούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

2.   Οι εν λόγω ενισχύσεις είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 2:

Άρθρο 2

1.   Το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο τηρούν όλες τις υποχρεώσεις και τους όρους που αναφέρονται στο παράρτημα I της παρούσας απόφασης εντός της καθορισμένης προθεσμίας

2.   Πριν από την εξόφληση τοκομεριδίου επί των υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή 2 που εκδόθηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2010 και το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη της προθεσμίας ειδοποίησης εξόφλησης τοκομεριδίου στους επενδυτές, η Dexia κοινοποιεί στην Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 την πρόθεσή της να εξοφλήσει το τοκομερίδιο και αποδεικνύει ότι η εν λόγω εξόφληση:

i)

είναι υποχρεωτική·

ii)

δεν μπορεί να αναβληθεί·

iii)

δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια και

iv)

δεν πραγματοποιείται αυτόματα με απόδοση μερισμάτων, υπό οποιαδήποτε μορφή, από την Dexia SA ή από μία από τις θυγατρικές της, με εξαίρεση την έκδοση κεφαλαίων κατηγορίας 1 εκ μέρους της DFL (κωδικός ISIN XS0273230572).

Η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματος να μην επιτρέψει την εν λόγω εξόφληση, εάν δεν ικανοποιείται μία από τις παραπάνω τέσσερις προϋποθέσεις.

Άρθρο 3

Το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο ενημερώουν την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την ημερομηία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβαν για να συμμορφωθούν.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του σχεδίου αναδιάρθρωσης και σε εξαμηνιαία βάση, το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο κοινοποιούν στην Επιτροπή αναλυτική έκθεση σχετικά με την υλοποίηση των μέτρων αναδιάρθρωσης που περιλαμβάνονται στις δεσμεύσεις τους που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στις 9 Φεβρουαρίου 2010 (συνημμένες στο παράρτημα I της παρούσας απόφασης). Η πρώτη έκθεση κοινοποιείται εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου, στη Γαλλική Δημοκρατία και στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2010.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 181 της 4.8.2009, σ. 42.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  ΕΕ C 181 της 9.5.2008, σ. 91.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(5)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(6)  ΕΕ C 305 της 16.12.2009, σ. 3.

(7)  Εμπιστευτικές πληροφορίες […].

(8)  Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες και την πώληση της FSA, η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφασή της, της 13ης Μαρτίου 2009.

(9)  Αυτή η μετάθεση της μέγιστης προθεσμίας ισχύει μόνο για τα ομόλογα που εκδόθηκαν μετά την υιοθέτηση της απόφασης της Επιτροπής της 30ής Οκτωβρίου 2009.

(10)  Βλέπε: http://www.nbb.be/DOC/DQ/warandia/index.htm

(11)  Moniteur belge της 17ης Οκτωβρίου 2008, έκδοση 2, σ. 55634 κ. εξ.

(12)  CES = Closed-end second mortgages / HELOC = Home equity line of credit

(13)  CES = Closed-end second mortgages / HELOC = Home equity line of credit

(14)  […]

(15)  Στις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις συμπεριλαμβάνονται τα εξής: πάσης φύσεως πράξεις αναχρηματοδότησης (συμφωνίες επαναγοράς) (με κεντρικές, τράπεζες, διμερείς ή τριμερείς), πιστοποιητικά καταθέσεων και εμπορικών χρεογράφων, διατραπεζικές καταθέσεις, καταθέσεις για λογαριασμό τρίτων, καταθέσεις κεντρικών τραπεζών καθώς και άλλες χρηματοδοτήσεις χονδρικής.

(16)  Τα στοιχεία παθητικού που καθορίζονται σε αυτό το δείκτη περιλαμβάνουν τα αποθέματα i) μακροπρόθεσμα, από το σύνολο των στεγαστικών ομολόγων που εκδόθηκαν από τον όμιλο και των εκδόσεων υπό τη μορφή EMTN (εγγυημένων, μη εγγυημένων και επενδυμένων στη διατραπεζική αγορά ή μέσω του δικτύου της τράπεζας) και ii) βραχυπρόθεσμα, από το σύνολο των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων στον ισολογισμό του ομίλου.

(17)  Το κεφάλαιο υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Επιτροπής της Βασιλείας σχετικά με τον τραπεζικό έλεγχο (βλέπε: «International Convergence of Capital Measurement and Capital Standards: A Revised Framework» (Ιούνιος 2006).

(18)  Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη διαβίβασαν στην Επιτροπή επιστολή της Dexia με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 2010 στην οποία επιβεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει κανένας τίτλος υβριδικής και εξαρτημένης οφειλής από τις επιχειρήσεις του ομίλου, οι όροι και οι προϋποθέσεις του οποίου να προβλέπουν την υποχρέωση εξόφλησης τοκομεριδίου («coupon pusher») σε περίπτωση που η Dexia SA προχωρήσει στην εξόφληση μερίσματος σε μετοχές, με μόνη εξαίρεση την έκδοση 500 εκατ. ευρώ που πραγματοποιήθηκε από την Dexia Funding Luxembourg SA το 2006 (κωδικός ISIN: XS0273230572).

(19)  Η Dexia δεν θα προβεί σε μεταβίβαση της συμμετοχής της στη Crediop σε τιμή υπερβολικά χαμηλή (μικρότερη από […] φορά(ές) αξίας ίδιου κεφαλαίου το 2010 και το 2011 και […] φορά(-ές) η αξία ίδιου κεφαλαίου το 2012).

(20)  Η Dexia δεν θα προβεί σε εκποίηση της DBS σε τιμή υπερβολικά χαμηλή (μικρότερη από […] φορά(-ές) της λογιστικής αξίας το 2010 και […] φορά(-ές) το 2011.

(21)  Το Raroc αντικατοπτρίζει τις δαπάνες της κατηγορίας PWB και της μεθοδολογίας και ο υπολογισμός του Raroc και των συνιστωσών είναι ίδιος.

(22)  ΕΕ L 83 της 27.3.2009, σ. 1.

(23)  ΕΕ C 195 της 19.8.2009, σ. 9.

(24)  Απόφαση της Επιτροπής της 5ης Δεκεμβρίου 2007 Northern Rock, υπόθεση NN 70/07 (ΕΕ C 43 της 16.2 2008 και δελτίο Τύπου IP/08/1557 της 16.2.2008).

(25)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου υπολογισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6).

(26)  ΕΕ C 72 της 26.3.2009, σ. 1.

(27)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(28)  Βλέπε σχετικά, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002 Γαλλία κατά Επιτροπής (απόφαση «Stardust»), C-482/99, συλλογή σ. I-4397, σημεία 52 και 58.

(29)  Γαλλία κατά Επιτροπής (υποσημείωση 25 ανωτέρω), σημεία 52, 55 και 56.

(30)  Προαναφερθείσα απόφαση Stardust, σημεία 56 και 57:

«(56)

Και άλλες ενδείξεις θα μπορούσαν, στην υπό κρίση περίπτωση, να θεωρηθούν συναφείς για να κριθεί η δυνατότητα καταλογισμού στο δημόσιο ενός μέτρου ενίσχυσης που έχει ληφθεί από μια δημόσια επιχείρηση. Τέτοιες ενδείξεις είναι η ενσωμάτωση της επιχείρησης στις δομές της δημόσιας διοίκησης, η φύση των δραστηριοτήτων και η άσκησή τους στην αγορά υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού από ιδιωτικές επιχειρήσεις, το νομικό πρόσωπο της επιχείρησης είτε υπόκειται στο δημόσιο δίκαιο ή στο κοινό δίκαιο εταιρειών, η ένταση της επίβλεψης που ασκείται στη διαχείριση της επιχείρησης από μέρους των δημοσίων αρχών ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη που σημαίνει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι οι δημόσιες αρχές συμμετέχουν ή είναι αδύνατο να μη συμμετέχουν, στην υιοθέτηση του μέτρου λαμβανομένου υπόψη επίσης και του πλαισίου του μέτρου, του περιεχομένου του ή των όρων που περιλαμβάνει.

(57)

Το γεγονός και μόνον ότι μια δημόσια επιχείρηση έχει συσταθεί υπό τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας κατά το κοινό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί, λόγω της νομικής αυτοτέλειας που της παρέχει η εν λόγω νομική μορφή, ως επαρκές στοιχείο για να αποκλειστεί η δυνατότητα καταλογισμού στο δημόσιο ενός μέτρου ενισχύσεως που έχει λάβει η εν λόγω εταιρεία (βλέπε σχετικά προαναφερθείσα απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991 Ιταλία κατά Επιτροπής, C-305/89, σημείο 13). Συγκεκριμένα, η άσκηση ελέγχου και η υφιστάμενη δυνατότητα άσκησης αποφασιστικής επιρροής που συνεπάγεται στην πράξη, δεν επιτρέπουν τον εκ προοιμίου αποκλεισμό της δυνατότητας καταλογισμού στο Δημόσιο μέτρου που έχει ληφθεί από μία τέτοιας μορφής εταιρεία και συνεπώς του κινδύνου καταστρατηγήσεως των κανόνων της συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων, έστω και αν η νομική μορφή της δημόσιας επιχείρησης αποτελεί καθαυτή μία από τις ενδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να εξακριβωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η εμπλοκή του Δημοσίου.»

(31)  Στην απόφαση «Air France», αυτά τα στοιχεία είχαν κριθεί επαρκή για να αιτιολογήσουν ότι το ΤΠΔ πρέπει να θεωρηθεί φορέας που ανήκει στον δημόσιο τομέα, οι πράξεις του οποίου καταλογίζονται στο κράτος (βλέπε ιδίως τα σημεία 58 έως 61 της απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 1996 Air France κατά της Επιτροπής, T-358/94, Συλλογή σ. II-2019).

(32)  Βλέπε, κυρίως την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988 Van der Kooy κ.ά. κατά Επιτροπής, 67, 68 και 90/85, Συλλογή σ. 219, σημείο 36.

(33)  Με επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 1984 [SG(84) D/11853] προς τα κράτη μέλη, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ στις συμμετοχές του δημοσίου στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η αρχή του ιδιωτικού επενδυτή σε μια οικονομία της αγοράς εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση κανονικών συνθηκών της αγοράς. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε αυτό το σημείο στην απόφασή του WestLB στις 6 Μαρτίου 2003 T-228/99 και T-233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-435, σημείο 267.

(34)  Βλέπε απόφαση Meura της 10.7.1986 Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σημείο14.

(35)  Βλέπε τις αποφάσεις της Επιτροπής του 2005 σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των γερμανικών «Landesbanken», NN 71/2005, HSH Nordbank και NN 72/2005, Bayern LB, που δεν έχουν δημοσιευτεί στην ΕΕ. Βλέπε επίσης την απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Shetland Shellfish [απόφαση 2005/336 (ΕΕ L 81 της 18.3.2006, σ. 36)], η Επιτροπή απέρριψε δύο εκθέσεις που συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή των νήσων Shetland ενόψει επένδυσης, οι οποίες περιείχαν έναν προσωρινό λογαριασμό αποτελεσμάτων, έναν προσωρινό ισολογισμό και έναν προσωρινό πίνακα ταμειακών ροών για τα έτη 2000, 2001 και 2002. Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριξε ότι οι μελέτες είχαν χαρακτήρα «πρόβλεψης» και ότι οι υποθέσεις στις οποίες βασίστηκαν ήταν «συντηρητικές και συνετές», ωστόσο, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι παρά τα σχετικώς μετριοπαθή ποσά που χρησιμοποιήθηκαν, ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς θα θεωρούσε αυτά τα στοιχεία ανεπαρκή.

(36)  Προαναφερόμενη απόφαση West LB, σημείο 255.

(37)  ΕΕ C 270 της 25.10.2008, σ. 8.

(38)  Βλέπε επίσης την απόφαση Northern Rock, και δελτίο Τύπου IP/08/1557.

(39)  6,376 – (0,150 + 0,350 + 0,288 + 0,376) = 5,212 δισεκατ. ευρώ.

(40)  ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6.

(41)  Το μέγιστο ποσό των στοιχείων παθητικού της Dexia που καλύπτονται από την εγγύηση δεν έχει υπερβεί ποτέ τα 100 δισεκατ. ευρώ, ακόμη και στο διάστημα μεταξύ 9ης Οκτωβρίου 2008 και 1ης Νοεμβρίου 2009 περίοδο κατά την οποία το μέγιστο ποσό μετά τη σύμβαση εγγύησης ανερχόταν στα 150 δισεκατ. ευρώ. Το μέγιστο ποσό των εγγυήσεων που χρησιμοποιούνται από την Dexia ανέρχεται στα 95,6 δισεκατ. ευρώ και καταγράφηκε στις 27 Μαΐου 2009.

(42)  Βλέπε σημείο 20.

(43)  Βλέπε ιδίως την απόφαση της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2009 LBBW, υπόθεση C 17/09, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, και δελτίο Τύπου IP/09/1927 της 15ης Δεκεμβρίου 2009.

(44)  Με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία, 1 ευρώ = 1,2816 USD που ίσχυε στις 30 Ιανουαρίου 2009.

(45)  Βλέπε ιδίως τις αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων N 574/2008, Garantie Fortis (ΕΕ C 38 της 17.2.2009, σ. 2)· NN 42/2008, Fortis (ΕΕ C 80 της 3.4.2009, σ. 7)· NN 57/2009, έκτακτα μέτρα υπέρ της Ethias (ΕΕ C 176 της 29.7.2009, σ. 1)· C 18/2009 KBC (ΕΕ C 216 της 10.9.2009, σ. 10)· απόφαση στις 18 Νοεμβρίου 2009 C 18/2009 KBC, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα· N 548/2008, Μέτρα αναχρηματοδότησης υπέρ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων — Γαλλία (ΕΕ C 123 της 3.6.2009, σ. 1)· N 251/2009, Παράταση της διαδικασίας αναχρηματοδότησης υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων - Γαλλία, ΕΕ C 174 της 28.7.2009, σ. 2· N 613/2008, Διαδικασία ενίσχυσης ίδιων κεφαλαίων — Γαλλία (ΕΕ C 106 της 8.5.2009, σ. 15)· N 29/2009, Τροποποίηση του καθετώτος ενίσχυσης ίδιων κεφαλαίων — Γαλλία (c)· C 123/2009, Τροποποίηση του καθεστώτος ενίσχυσης ίδιων κεφαλαίων — Γαλλία (ΕΕ C 123 της 3.6.2009, σ. 3)· N 23/2009, Προσωρινό καθεστώς σχετικό με ενισχύσεις υπό τη μορφή εγγυήσεων — Γαλλία (ΕΕ C 62 της 17.3.2009, σ. 11)· N 128/2009, Προσωρινό καθεστώς εγγύησης με σκοπό την οικονομική ανάκαμψη — Λουξεμβούργο (ΕΕ C 106 της 8.5.2009, σ. 9).

(46)  Βλέπε κυρίως το στοιχείο 31 της ανακοίνωσης περί αναδιαρθρώσεων.

(47)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 64.

(48)  Για παράδειγμα, για τα στοιχεία ενεργητικού αξίας 161,7 δισεκατ. ευρώ που συνθέτουν το τμήμα LPMD στις 31 Δεκεμβρίου 2009 το 97 % έχουν αξιολόγηση «επιπέδου επένδυσης» (AAA 32 %, AA 28 %, A 25 %, BBB 12 %).

(49)  Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009.

(50)  Βλέπε ιδίως: Επιτροπή της Βασιλείας περί τραπεζικού ελέγχου, International framework for liquidity risk measurement, standards and monitoring (Consultative Document), Δεκέμβριος 2009.

(51)  Βλέπε σημείο 9 του παραρτήματος I της παρούσας απόφασης.

(52)  Βλέπε «Κρατική ενίσχυση: Commission recalls rules concerning Tier 1 and Tier 2 capital transactions for banks subject to a restructuring aid investigation», MEMO/09/441 στις 8 Οκτωβρίου 2009 διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής στην ακόλουθη διεύθυνση: http://europa.eu/rapid/pressReleasesAction.do?reference=MEMO/09/441&format=HTML&aged=0&language=FR&guiLanguage=fr

(53)  Βλέπε ιδίως την απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τις συγκεντρώσεις στην υπόθεση M. 2400 (Dexia/Artesia). Σε αυτήν την απόφαση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Dexia αποτελεί υπερκυρίαρχο παράγοντα στην αγορά του Βελγίου, με μερίδιο αγοράς που ανέρχεται στο 80 έως 85 % της εθνικής αγοράς χρηματοδοτήσεων των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης και στο 65 έως 70 % εάν ληφθούν υπόψη επίσης και οι μη τοπικοί φορείς αυτοδιοίκησης όπως οι Περιφέρειες και οι κοινότητες).

(54)  Στη Γαλλία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, η Dexia Crédit Local διαθέτει το μεγαλύτερο μερίδιο, ήτοι [40-45] %, του αποθέματος των μακροπρόθεσμων δανείων προς τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ οι κύριοι ανταγωνιστές της είναι τα ταμιευτήρια (περίπου 20 %), η Crédit Agricole (περίπου 15 %), η Société Générale και η BNP Paribas.

(55)  Στην Ιταλία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, τέσσερις τραπεζικοί όμιλοι μοιράζονται το 80 % της αγοράς, με την Dexia να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση (περίπου [20-30] %) μετά την Cassa Depositi et Prestiti («CDP»). Οι δύο άλλοι παράγοντες της αγοράς είναι η Intesa SanPaolo (14 %) και η BNL (10 %).

(56)  Ορισμένος αριθμός στοιχείων υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι οι προσκλήσεις υποβολής προσφορών δεν διοργανώνονται πάντα με διαφανή και ανοιχτό τρόπο και ότι το κόστος μεταβίβασης είναι αρκετά υψηλό για τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης (κυρίως λόγω του γεγονότος ότι οι παραδοσιακές τράπεζες προσφέρουν μια σειρά υπηρεσιών στους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης όπως διαχείριση ταμειακών δραστηριοτήτων, η χρηματοδότηση των οποίων αποτελεί μόνο ένα στοιχείο).

(57)  Βλέπε σημείο 2 του παραρτήματος I της παρούσας απόφασης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΙΣΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΤΙΣ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010

Υποχρεώσεις συμπεριφοράς

1.

Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, οι παρακάτω υποχρεώσεις, εξαιρουμένης της υποχρέωσης στο στοιχείο 7 που ακολουθεί, ισχύουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

2.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 η Dexia SA και οι θυγατρικές της, των οποίων κατέχει τον αποκλειστικό ή κοινό έλεγχο, («Dexia») δεν θα μπορούν να παρουσιαστούν ως αγοραστές μετοχικού κεφαλαίου άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, εταιρειών επενδύσεων (υπό την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων) ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων, χωρίς την έγκριση της Επιτροπής.

Με την επιφύλαξη της προηγούμενης συγκατάθεσης της Επιτροπής, η παρούσα δέσμευση δεν εμποδίζει την Dexia να συμμετάσχει έναντι εισφοράς συμμετοχών ή δραστηριοτήτων στο πλαίσιο πράξης παραχώρησης ή διάθεσης (με συγχώνευση ή χρηματοδότηση) στοιχείων ενεργητικού ή δραστηριοτήτων, υπό την προϋπόθεση, ότι η εν λόγω συμμετοχή δεν παρέχει στην Dexia τον αποκλειστικό ή από κοινού έλεγχο της επιχείρησης που λαμβάνει τη χρηματοδότηση ή που προκύπτει από τη συγχώνευση.

Η Dexia θα ενημερώνει καταρχάς την Επιτροπή για κάθε σχέδιο αγοράς, συμπεριλαμβανομένων όλων των έργων που σχεδιάζονται από τις επιχειρήσεις που η Dexia ελέγχει στο πλαίσιο κοινοπραξίας.

3.

α)

Η Dexia δεν θα πρέπει να δανειστεί από τους πελάτες της PWB σε επίπεδο απόδοσης κεφαλαίου σταθμισμένου κινδύνου (RAROC) μικρότερου του 10 %. Ο υπολογισμός του Raroc έχει σχέση με το καθαρό κέρδος μετά φόρων επί του κεφαλαίου. Κατά την έννοια της παρούσας επιστολής δεσμεύσεων,

i)

το μεικτό περιθώριο είναι η διαφορά μεταξύ του τιμολογηθέντος περιθωρίου στον πελάτη (εκφρασμένο σε μονάδες βάσης στο επιτόκιο αναφοράς IBOR) και το κόστος χρηματοδότησης της Dexia (εκφρασμένο σε μονάδες βάσης στο επιτόκιο αναφοράς IBOR) που εκφράζεται με την τιμή εσωτερικής μεταφοράς·

ii)

η τιμή εσωτερικής μεταφοράς θα αντικατοπτρίζει το εκτιμώμενο κόστος μιας νέας χρηματοδότησης της Dexia λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των δανείων (προθεσμία εξόφλησης, επιλεξιμότητα για την αναχρηματοδότηση από καλυμμένα ομόλογα κ.λπ.) σε πελάτες PWΒ·

iii)

το καθαρό περιθώριο ισούται με το μεικτό περιθώριο αφού αφαιρεθούν i) δαπάνες κάθε φύσης (γενικές δαπάνες, μισθολογικές δαπάνες, λειτουργικές δαπάνες, αποσβέσεις κ.λπ.) εκτιμώμενες με βάση την παρατήρηση του κόστους της δραστηριότητας δανεισμού προς τους πελάτες PWB, ii) το μέσο κόστος κινδύνου υπολογισμένο για κάθε συναλλαγή βάσει της μεθοδολογίας II της Επιτροπής της Βασιλείας (μέσο κόστος ρίσκου μακροπρόθεσμα) και iii) ο φόρος εισοδήματος. Το κεφάλαιο υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Επιτροπής της Βασιλείας II.

β)

Σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται παρακάτω στο στοιχείο 17, θα οριστεί ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας προκειμένου να διασφαλίζεται κάθε έξι μήνες ότι:

i)

το Raroc υπό την έννοια της παρούσας επιστολής δεσμεύσεων και των συνιστωσών του (έξοδα νέας χρηματοδότησης, γενικά έξοδα, μισθολογικές δαπάνες, λειτουργικά έξοδα, αποσβέσεις, κόστος κινδύνου, φόρος εισοδήματος κ.λπ.) αντικατοπτρίζει τη συμβολή της πράξης των δανείων που χορηγούνται στους πελάτες PWB στην κερδοφορία του ομίλου·

ii)

ο υπολογισμός του Raroc είναι ακριβής και

iii)

τηρείται η μεθοδολογία·

γ)

ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας επαληθεύει κάθε έξι μήνες την τήρηση της δέσμευσης που ορίζεται στο στοιχείο 3α)·

δ)

ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας θα έχει πρόσβαση στους εσωτερικούς διαδικαστικούς κανόνες της Dexia που ορίζουν ειδικά και γενικά τη χρήση του Raroc (κατά την έννοια της παρούσας επιστολής δεσμεύσεων) καθώς και στη λίστα των όρων κάθε δανείου που χορηγείται από την Dexia στους πελάτες PWB.

4.

Η Dexia θα εκμηδενίσει το ποσό χρηματοδότησης που διαθέτει σήμερα στην τουρκική θυγατρική της DenizBank το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2011 και δεσμεύεται να διακόψει τη χορήγηση οποιασδήποτε νέας χρηματοδότησης εντός του ομίλου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

5.

Η Dexia θα μειώσει το ποσοστό των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων στον ισολογισμό της και θα αυξήσει τη μέση διάρκεια των μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων. Η τήρηση αυτής της δέσμευσης θα αξιολογηθεί συνολικά με τη χρήση τριών ποσοτικών δεικτών. Σε αυτό το πλαίσιο:

α)

Η Dexia θα μειώσει τον δείκτη «βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις/συνολικό μέγεθος του ισολογισμού» που ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ της παρούσας απόφασης από ποσοστό 30 % στις 31 Δεκεμβρίου 2009 σε ποσοστό μικρότερο ή ίσο του 23 % στις 31 Δεκεμβρίου 2010, μικρότερο ή ίσο με του 20 % στις 31 Δεκεμβρίου 2011, σε ποσοστό μικρότερο ή ίσο του 14 % στις 31 Δεκεμβρίου 2012, μικρότερο ή ίσο του 13 % στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και μικρότερο ή ίσο του 11 % στις 31 Δεκεμβρίου 2014. Για τους σκοπούς της παρούσας δέσμευσης, ο δείκτης θα παρακολουθείται βάσει ετήσιου μέσου όρου επί ολόκληρης της περιόδου αναφοράς.

β)

Η Dexia θα αυξήσει τη διάρκεια των χρηματοδοτήσεών της και θα μειώσει το ενδιάμεσο χάσμα διατηρώντας τη μέση διάρκεια των στοιχείων παθητικού του ομίλου όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ της παρούσας απόφασης, σε επίπεδο ανώτερο ή ίσο με τα επίπεδα που περιλαμβάνονται παρακάτω:

(έτη)

31.12.2009

31.12.2010

31.12.2011

31.12.2012

31.12.2013

31.12.2014

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

γ)

Η Dexia θα αυξήσει τις πηγές σταθερής χρηματοδότησης. Ο λόγος υπολογίζεται ως εξής: ο αριθμητής ισούται με το άθροισμα της χρηματοδότησης υπό μορφή «καλυμμένων ομολόγων», της χρηματοδότησης υπό μορφή εμπορικών καταθέσεων «RCB» και «PWB», και ο παρονομαστής ισούται με το άθροισα όλων των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου Dexia. Αυτός ο δείκτης που ισούται με 36 % στις 31 Δεκεμβρίου 2009, θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος ή ίσος του 40 % στις 31 Δεκεμβρίου 2010, μεγαλύτερος ή ίσος του 45 % στις 31 Δεκεμβρίου 2011, μεγαλύτερος ή ίσος του 53 % στις 31 Δεκεμβρίου 2012, μεγαλύτερος ή ίσος του 55 % στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και μεγαλύτερος ή ίσος του 58 % στις 31 Δεκεμβρίου 2014.

6.

Έως τις 31 Οκτωβρίου 2014, η Dexia:

i)

δεν θα χρησιμοποιεί την ιδιότητα τράπεζας καθώς καλύπτεται από την εγγύηση των κρατών για ορισμένες από τις δεσμεύσεις της για σκοπούς εμπορικής διαφήμισης προς τρίτους εκτός των δικαιούχων· και

ii)

δεν θα χρησιμοποιεί την εγγύηση για αμιγείς συναλλαγές αρμπιτράζ.

7.

Έως τις 30 Ιουνίου 2010, η Dexia θα ξεκινήσει την εφαρμογή της γραμμής αναφοράς που ονομάζεται «Legacy Portfolio Management Division». Τα στοιχεία ενεργητικού που επηρεάζονται σε αυτήν τη γραμμή θα τεθούν υπό διαδικασία εξάλειψης ή θα εκποιηθούν στο πλαίσιο της δέσμευσης που αναφέρεται στο στοιχείο 13ιδ) παρακάτω. Αυτά τα στοιχεία ενεργητικού θα είναι τα ακόλουθα: i) τα χαρτοφυλάκια CSP/PSP (για ποσό που εκτιμάται ότι ανερχόταν περίπου στα 134 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2009), ii) το χαρτοφυλάκιο FP (για ποσό που εκτιμάται ότι ανερχόταν περίπου στα 10,7 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2009) και iii) το χαρτοφυλάκιο «non-core PWB loans» (για ποσό που εκτιμάται ότι ανερχόταν περίπου στα 17 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2009). Οι χρηματοδοτήσεις που έχει λάβει η Dexia και καλύπτονται από την εγγύηση χρηματοδότησης θα ενσωματωθούν πλήρως σε αυτήν τη γραμμή.

8.

Η Dexia θα περιορίσει το ποσό:

α)

όλων των μερισμάτων που καταβάλλονται από την Dexia SA δυνάμει των πράξεων ομολόγων της και

β)

όλων των πρόωρων εξοφλήσεων ή των τοκομεριδίων υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2 i) που έχουν εκδοθεί από τις επιχειρήσεις στις οποίες η Dexia κατέχει τον αποκλειστικό έλεγχο ii) που ανήκουν σε άτομα ή επιχειρήσεις άλλες από την Dexia SA και τις θυγατρικές της και iii) των οποίων η εξόφληση ή η άσκηση εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κατ’ εφαρμογή των συμβατικών διατάξεων που αφορούν αυτά τα μέσα,

έτσι, ώστε, μετά τη διανομή ή τη σκοπούμενη πληρωμή (και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες πληρωμές που έχουν καταστεί υποχρεωτικές λόγω της καταβολής μερίσματος κοινών μετοχών), το κεφάλαιο κατηγορίας 1 του ομίλου Dexia (υπολογισμένο σε σχέση με τους τελευταίους ετήσιους ενοποιημένους λογαριασμούς με βάση τους κανόνες IFRS)

i)

να παραμείνει μεγαλύτερο ή ίσο με τα παρακάτω επίπεδα και

31.12.2009

31.12.2010

31.12.2011

31.12.2012

31.12.2013

31.12.2014

10,7 %

10,6 %

[…] %

[…] %

[…] %

[…] %

ii)

να παραμείνει ανώτερο ή ίσο με το:

i)

12,5 % των στοιχείων ενεργητικού σταθμισμένου κινδύνου (risk weighted assets) του Legacy Portfolio Management Division όπως ορίζεται στο στοιχείο 7 παραπάνω και

ii)

9,5 % των στοιχείων ενεργητικού σταθμισμένου κινδύνου (risk weighted assets) των άλλων δραστηριοτήτων του ομίλου («Core Division»).

Η παραπάνω δέσμευση:

i)

είναι με την επιφύλαξη της απαίτησης διανεμητέων κερδών (κατά την έννοια του άρθρου 617 του βελγικού κώδικα εταιρειών) στο επίπεδο της Dexia·

ii)

δεν θίγει τις πράξεις στις οποίες η Dexia είναι νομικά υποχρεωμένη να προβεί σε ό,τι αφορά τα υβριδικά κεφάλαια κατηγορίας 1 ή 2 ή τις πράξεις στις οποίες η Dexia είναι υποχρεωμένη να προβεί για παρόμοιες κατηγορίες δυνάμει των συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2010·

iii)

θα αναθεωρηθεί σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής στον ορισμό της προληπτικής κεφαλαιακής επάρκειας και των λογιστικών προτύπων που ισχύουν για την Dexia και

iv)

εφαρμόζεται σε όλη τη διανομή που θα πραγματοποιηθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

9.

Επιπλέον, ανεξαρτήτως των πράξεων στις οποίες η Dexia είναι νομικά υποχρεωμένη να προβεί ή των πράξεων στις οποίες είναι υποχρεωμένη να προβεί δυνάμει των συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2010, αναφορικά με τα υβριδικά κεφάλαια κατηγορίας 1 ή 2 η Dexia έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011:

α)

δεν θα προβεί σε πληρωμή τοκομεριδίων για πράξεις υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2 που ανήκουν σε πρόσωπα ή νομικές οντότητες εκτός της Dexia SA και των θυγατρικών της και των οποίων η πληρωμή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια εφαρμογής των συμβατικών διατάξεων που αφορούν αυτές τις πράξεις·

β)

δεν θα εγκρίνει ή θα υπερψηφίσει την εξόφληση μερίσματος οποιουδήποτε είδους από οποιαδήποτε επιχείρηση στην οποία η Dexia SA ασκεί άμεσα ή έμμεσα τον αποκλειστικό έλεγχο (συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που της ανήκουν 100 %) εφόσον μια τέτοια ενέργεια θα έχει ως αποτέλεσμα την υποχρέωση πληρωμής τοκομεριδίου υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2 που ανήκουν σε πρόσωπα εκτός της Dexia SA και των θυγατρικών της και

γ)

δεν θα ασκεί δικαίωμα προαίρεσης κατά τη διακριτική της ευχέρεια για πράξεις υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2 που αναφέρονται παραπάνω υπό στοιχείο α).

Η Dexia SA δεν θα προχωρεί σε διανομή μερισμάτων των κοινών μετοχών της έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Αυτή η απαγόρευση δεν θα ισχύει για διανομή μερισμάτων που πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου με χορήγηση νέων μετοχών, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτών των διανομών i) συμφωνεί με το στοιχείο 8 παραπάνω και ii) είναι μικρότερο ή ίσο του 40 % του καθαρού αποτελέσματος που πραγματοποίησε η Dexia SA το οικονομικό έτος 2009 σε ό,τι αφορά τις διανομές που πραγματοποιήθηκαν το 2010 και μικρότερο ή ίσο του 40 % του καθαρού αποτελέσματος που πραγματοποίησε η Dexia SA το οικονομικό έτος 2010 σε ό,τι αφορά τις διανομές μερισμάτων το 2011.

10.

Η Dexia θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις αρχές χρηματοδότησης που αποδεσμεύτηκαν στο πλαίσιο της ομάδας G-20 και των ενδιαφερόμενων κρατικών φορέων σε ό,τι αφορά την αμοιβή των μελών των επιτροπών διαχείρισης καθώς και των εκτελεστικών στελεχών της Dexia SA και των κύριων λειτουργικών φορέων του ομίλου Dexia.

11.

Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2009, η Dexia:

α)

στο πλαίσιο της νέας πολιτικής παραγωγής, θα μειώσει τη νέα παραγωγή PWB στα 12 δισεκατ. ευρώ το 2009, στα 15 δισεκατ. ευρώ το 2010 και στα 18 δισεκατ. ευρώ από το 2011 έως το 2014·

β)

θα μειώσει τις λειτουργικές της δαπάνες στο 15 % πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012·

γ)

στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων «trading», θα διασφαλίσει ότι ο όμιλος δεν θα αναλάβει κινδύνους για ίδιο λογαριασμό, οι οποίοι δεν θα είναι σύμφωνοι με τον στόχο επαναφοράς στη βιωσιμότητα βάσει μιας σταθερής διαχείρισης. Συνεπώς, η Dexia θα μειώσει τις δραστηριότητες «trading» (μείωση 44 % της ετήσιας μέσης αξίας σε κίνδυνο, η οποία ανερχόταν στα 126 δισεκατ. ευρώ το 2008) και θα παύσει τις δραστηριότητες «trading» για ίδιο όφελος από την ημερομηνία της απόφασης της Επιτροπής·

δ)

θα παραιτηθεί οριστικά, από την ημερομηνία λήψης της απόφασης της Επιτροπής, από τα δικαιώματα των ομολόγων που είναι μετατρέψιμα σε μετοχές της Dexia BIL ύψους 376 εκατ. ευρώ, στα οποία τον Σεπτέμβριο του 2008 το Λουξεμβούργο είχε δεσμευτεί να συμμετάσχει.

Εγγύηση της χρηματοδότησης

12.

Η προσφυγή της Dexia στην εγγύηση χρηματοδότησης όπως παρατάθηκε μέσω του τροποποιητικού εγγράφου στις 14 Οκτωβρίου 2009 («η εγγύηση») θα περιοριστεί στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Θα τεθεί τέλος στη δυνατότητα της Dexia να επωφελείται της εγγύησης για το σύνολο των συμβάσεων καταθέσεων που συνάπτονται από τις 31 Μαρτίου 2010·

β)

Θα τεθεί τέλος στη δυνατότητα της Dexia να επωφεληθεί από την εγγύηση χρηματοδότησης για το σύνολο των βραχυπρόθεσμων εκδόσεων (μικρότερων του ενός έτους) που πραγματοποιούνται από τις 31 Μαΐου 2010·

γ)

Θα τεθεί τέλος στη δυνατότητα της Dexia να επωφελείται της εγγύησης χρηματοδότησης για το σύνολο των εκδόσεων ή των συμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν ή ολοκληρώθηκαν από τις 30 Ιουνίου 2010·

δ)

Σε καμία φάση της διαδικασίας το συνολικό ποσό των εγγυημένων οφειλόμενων ποσών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 100 δισεκατ. ευρώ·

ε)

Κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής της εγγύησης, η Dexia θα καταβάλλει στα ενδιαφερόμενα κράτη πρόσθετη χρηματοδότηση επί του ποσού της υπέρβασης των ακόλουθων εγγυημένων οφειλόμενων ποσών:

Κατώτερο όριο/δόση (εγγυημένα οφειλόμενα ποσά σε δισεκατ. ευρώ)

[60-70]

[70-80]

[80-100]

Πρόσθετη αμοιβή σε περίπτωση υπέρβασης σε μονάδες βάσης

+ 50

+ 65

+ 80

Εκποιήσεις και διαχείριση κλεισίματος

13.

Η Dexia θα προβεί σε εκποιήσεις των στοιχείων ενεργητικού, η λίστα και το χρονοδιάγραμμα των οποίων παρέχονται παρακάτω:

α)

Εκποίηση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο της συμμετοχής του ομίλου κατά 70 % στην ιταλική θυγατρική, Crediop, έως τις 31 Οκτωβρίου 2012. Κατ’ εφαρμογή του στοιχείου 15 της ανακοίνωσης περί τραπεζικών αναδιαρθρώσεων η Dexia δεν θα προβεί σε εκποίηση της συμμετοχής της στη Crediop σε τιμή υπερβολικά χαμηλή (μικρότερη από […] φορές της λογιστικής αξίας το 2010 και το 2011 και […] φορές της λογιστικής αξίας το 2012).

β)

Εκποίηση έως τις 30 Ιουνίου 2010 της Dexia Epargne-Pension (DEP), γαλλικής θυγατρικής της DIB (Dexia Insurance Belgium), που δραστηριοποιείται στους τομείς ασφάλειας ζωής και κοινωνικού σχεδιασμού. Η υπογραφή της συμφωνίας εκποίησης έλαβε χώρα στις 9 Δεκεμβρίου 2009 και η πώληση θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2010.

γ)

Εκποίηση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 της συμμετοχής της Dexia κατά 51 % στην AdInfo, θυγατρική εταιρεία που δραστηριοποιείται στον χώρο της παροχής υπηρεσιών πληροφορικής σε αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης στο Βέλγιο.

δ)

Εκποίηση της συμμετοχής της Dexia στην SPE πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

ε)

Εκποίηση της συμμετοχής του 20 % της Dexia στην Crédit du Nord. Αυτή η εκποίηση πραγματοποιήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2009 (μεταβίβαση τίτλων και μετρητών).

στ)

Κλείσιμο έως το 2010 περίπου 80 οργανισμών στο Βέλγιο στο πλαίσιο του νέου μοντέλου κατανομής του ομίλου.

ζ)

Διακοπή των ακόλουθων δραστηριοτήτων της RCB International:

i)

η εκποίηση της Experta Jersey, το «run-off» της Dexia PB Jersey, η διακοπή των δραστηριοτήτων της PB στο Μοντεβιδέο, η διακοπή του έργου ανάπτυξης PB στη Σιγκαπούρη, η διακοπή του έργου «consumer finance» στη Ρωσία και η διακοπή των δραστηριοτήτων της Dexia Asset Management (DAM) στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η εκποίηση των δραστηριοτήτων του trust Experta στην Ελβετία πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος 2009 και στις αρχές του 2010·

ii)

εκποίηση των δραστηριοτήτων του trust που ασκούνται από την Experta στις Μπαχάμες καθώς και εκποίηση της δανέζικης θυγατρικής Dexia BIL, που δραστηριοποιείται στη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού, η ιδιωτική τράπεζα και οι δραστηριότητες της αγοράς/διάρθρωσης, θα πραγματοποιηθούν στις 31 Δεκεμβρίου 2011.

η)

Εκποίηση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο έως τις 31Οκτωβρίου 2012 της συμμετοχής της Dexia στη σλοβακική θυγατρική Dexia Banka Slovensko (DBS). Κατ’ εφαρμογή του στοιχείου 15 της ανακοίνωσης περί των τραπεζικών αναδιαρθρώσεων, η Dexia δεν θα προβεί σε εκποίηση της DBS σε τιμή υπερβολικά χαμηλή [μικρότερη από […] φορά(-ές) της λογιστικής αξίας το 2010 και […] φορά(-ές) το 2011].

θ)

Διακοπή και διαδικασία εξάλειψης των ακόλουθων δραστηριοτήτων της PWB International:

1.

Ινδία: εκποίηση της επιχείρησης που δημιουργήθηκε το 2009,

2.

Ελβετία (Dexia Public Finance Switzerland) και Σουηδία (Dexia Norden): κλείσιμο και εκκαθάριση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010,

3.

Μεξικό, Αυστραλία και Ιαπωνία: διαχείριση κλεισίματος του ισολογισμού και μείωση του δυναμικού. Η μεξικάνικη επιχείρηση έκλεισε το 2009 και τα στοιχεία ενεργητικού της μεταβιβάστηκαν στη DCL New York όπου γίνεται η διαδικασία κλεισίματός τους. Το δυναμικό της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας διαιρέθηκε διά δύο το 2009 και οι υπαγόμενες δραστηριότητές τους θα τεθούν υπό καθεστώς εξάλειψης των υπαγόμενων δραστηριοτήτων τους.

ι)

Εκποίηση της FSA (ολοκληρώθηκε την 1η Ιουλίου 2009), στη συνέχεια εκποίηση τμημάτων της Dexia στη Assured Guaranty (AGO) έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

ια)

Εκποίηση της συμμετοχής του ομίλου κατά 49 % στη Kommunalkredit Austria (KA). Η συγκεκριμένη εκποίηση πραγματοποιήθηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2008.

ιβ)

Εκποίηση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο της Deniz Emeklilik, της θυγατρικής εταιρείας ασφαλειών DenizBank έως τις 31 Οκτωβρίου 2012.

ιγ)

Εκποίηση της συμμετοχής του ομίλου κατά 60 % στην Dexia Sabadell έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

ιδ)

Επισπευσμένη εκποίηση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της Dexia σε ποσό ύψους [10-20] δισεκατ. ευρώ κατ’ έτος το 2010 και το 2011, [5-15] έως [10-20] δισεκατ. ευρώ το 2012, [0-10] έως [5-15] δισεκατ. ευρώ κατ’ έτος το 2013 και το 2014.

ιε)

Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2009, η διαχείριση εξάλειψης των δραστηριοτήτων της Standby Bond Purchase Agreements (SBPA) και της Tender Option Bonds (TOB) (ΗΠΑ/Καναδάς).

Οι δεσμεύσεις εκποίησης που αναφέρονται στα στοιχεία α. έως ιδ. παραπάνω θα θεωρηθούν εκπληρωθείσες, εφόσον η Dexia και ο αγοραστής συνάψουν δεσμευτική και οριστική συμφωνία (δηλαδή, μια συμφωνία που δεν θα είναι δυνατό να λυθεί μονομερώς από την Dexia χωρίς επιβολή κυρώσεων) για την εκποίηση του συνόλου της συμμετοχής της Dexia στην εν λόγω νομική οντότητα ή στο στοιχείο ενεργητικού, ακόμη και εάν οι εγκρίσεις ή οι δηλώσεις μη διατύπωσης αντιρρήσεων των αρχών επιτήρησης δεν θα έχουν ακόμη ληφθεί κατά την υπογραφή της συμφωνίας.

14.

Οι εκχωρήσεις στοιχείων ενεργητικού που περιγράφονται στο στοιχείο 13 παραπάνω, καθώς και απόσβεση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Dexia θα οδηγήσουν στα ακόλουθα αποτελέσματα:

α)

τη μείωση κατά 35 % του συνολικού μεγέθους του ισολογισμού της Dexia στις 31 Δεκεμβρίου 2014 σε σχέση με το μέγεθός της στις 31 Δεκεμβρίου 2008, υπό τους όρους και σύμφωνα με τις συμβάσεις που περιγράφονται στα πρόσθετα μέτρα του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Dexia που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 17 Δεκεμβρίου 2009. Κατ’ απόλυτο τιμή, το συνολικό ποσό του ισολογισμού θα μειωθεί από 651 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2008, σε 580 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2009, σε [510-550] δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2010, σε [485-545] δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2011, σε [425-490] δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2012, σε ευρώ [405-465] δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και σε 427 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2014, ήτοι μείωση κατά 224 δισεκατ. ευρώ. Αυτά τα ποσά θα πρέπει να διορθωθούν ανάλογα με τη διαμόρφωση της αξίας της αγοράς των παράγωγων προϊόντων που είναι εγγεγραμμένα στον ισολογισμό της Dexia, εφόσον η εξέλιξη στην τιμή της αγοράς διαφέρει από αυτήν που περιγράφεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Dexia και εφόσον μια τέτοια απόκλιση δεν οδηγεί σε σημαντική αύξηση του ονομαστικού ποσού αυτών των παράγωγων προϊόντων·

β)

το σύνολο του ισολογισμού του Core Division θα διαμορφωθεί στα [390-410] δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2010, στα [385-415] δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2011, στα [345-380] δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2012, στα [335-365] δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και στα 353 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2014, ήτοι θα υπάρξει μείωση της τάξης του 45 % σε σχέση με το σύνολο του ισολογισμού του ομίλου στις 31 Δεκεμβρίου 2008. Η ετήσια εξέλιξη του αντίστοιχου μεγέθους του ισολογισμού των δραστηριοτήτων Core Division και Legacy Portfolio Management Division θα διαμορφωθεί σύμφωνα με την περιγραφή που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της παρούσας απόφασης.

Εντολοδόχος της εκποίησης

15.

α)

Σε περίπτωση που μία από τις υποχρεώσεις εκποίησης στοιχείων ενεργητικού που αναφέρεται στα στοιχεία 13α), 13γ), 13δ), 13η), 13ιβ) ή 13ιγ) δεν υλοποιηθεί εντός της καθορισμένης προθεσμίας που ορίζεται ανωτέρω και σε περίπτωση μη έγκρισης εναλλακτικής δέσμευσης από την Επιτροπή, οι αρχές της Γαλλίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου θα υποβάλουν καταρχάς προς έγκριση στην Επιτροπή, και το αργότερο εντός μηνός από την καθορισμένη προθεσμία εκποίησης, κατάλογο ενός έως τριών ατόμων, που θα επιλεγούν σε συμφωνία με την Dexia, για τον διορισμό στη θέση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα υπεύθυνου για τις προαναφερθείσες εκποιήσεις.

β)

Ο εντολοδόχος που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση πρέπει να είναι ανεξάρτητος, να έχει τις απαραίτητες ικανότητες και να μην αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

γ)

Η Επιτροπή θα μπορεί είτε να δώσει τη συγκατάθεσή της, είτε να απορρίψει τον (τους) προτεινόμενο(-ους) εντολοδόχο(-ους). Εάν η Επιτροπή απορρίψει τον (τους) εντολοδόχο(-ους) για την προτεινόμενη εκποίηση, η Dexia και οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου θα προτείνουν, σε διάστημα μηνός από την κοινοποίηση της απόρριψης, έναν έως τρεις νέους υποψήφιους τους οποίους θα πρέπει και πάλι να εγκρίνει ή να απορρίψει η Επιτροπή. Σε περίπτωση απόρριψης όλων των προτεινόμενων υποψηφίων από την Επιτροπή, ο εντολοδόχος θα οριστεί από την Επιτροπή, τον οποίον η Dexia θα διορίσει ή θα συμβάλει στον διορισμό του βάσει εντολής εγκεκριμένης από την Επιτροπή.

δ)

Οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου δεσμεύονται ότι η Dexia θα παράσχει τις απαραίτητες αρμοδιότητες εκπροσώπησης στον εντολοδόχο που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση:

i)

προκειμένου να πραγματοποιήσει την εκποίηση των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο στοιχείο α) ανωτέρω (συμπεριλαμβανομένης κάθε απαραίτητης αρχής για τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης των απαραίτητων εγγράφων για την υλοποίηση της εκποίησης) και

ii)

προκειμένου να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε ενέργεια ή δήλωση είναι απαραίτητη ή κατάλληλη για την πραγματοποίηση της εκποίησης, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού συμβούλων για τη διαδικασία εκποίησης.

ε)

Ο εντολοδόχος που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση θα συμπεριλάβει στη σύμβαση αγοράς και πώλησης τους συνήθεις και εύλογους όρους και τις προϋποθέσεις που θα κρίνει κατάλληλες για την ολοκλήρωση της πώλησης εντός του επόμενου έτους από τον διορισμό του. Ο εντολοδόχος που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση θα οργανώσει τη διαδικασία πώλησης έτσι ώστε να διασφαλιστεί η εκποίηση[…].

στ)

Η δαπάνη της αμοιβής του εντολοδόχου που είναι επιφορτισμένος με την εκποίηση θα καλυφθεί από την Dexia.

Εφαρμογή

16.

Σε περίπτωση που προκύψει αλλαγή του ελέγχου της Dexia, η Επιτροπή θα μπορεί να αποφασίσει ότι όλες ή μέρος των παραπάνω δεσμεύσεων παύουν να ισχύουν. Θα λάβει υπόψη της τις συνέπειες της σκοπούμενης εξέλιξης στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και τον ανταγωνισμό και θα εφαρμόσει, εν προκειμένω, την αρχή βάσει της οποίας η πώληση από δικαιούχο ενίσχυσης σε ανταγωνιστή αποτελεί αφ’εαυτής μορφή κάλυψης των ενδεχόμενων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

17.

α)

Οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου θα υποβάλουν προηγουμένως προς έγκριση στην Επιτροπή και το αργότερο ένα μήνα μετά την παρούσα οριστική απόφαση, κατάλογο ενός έως τριών ατόμων, που θα επιλεγούν σε συμφωνία με την Dexia, για τον διορισμό στη θέση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα που είναι επιφορτισμένος με τον λεπτομερή έλεγχο της εφαρμογής των παραπάνω δεσμεύσεων («εφεξής ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας»).

β)

Ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας πρέπει να έχει τις απαραίτητες ικανότητες και να μην αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

γ)

Η Επιτροπή θα μπορεί είτε να δώσει τη συγκατάθεσή της, είτε να απορρίψει τον (τους) ανεξάρτητο(-ους) εμπειρογνώμονα(-ες). Εάν η Επιτροπή απορρίψει τον (τους) προτεινόμενο(-ους) ανεξάρτητο(-ους) εμπειρογνώμονα(-ες), η Dexia και οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου θα προτείνουν, σε διάστημα μηνός από την κοινοποίηση της απόρριψης, έναν έως τρεις νέους υποψήφιους, τους οποίους θα πρέπει εκ νέου να εγκρίνει ή να απορρίψει η Επιτροπή.

δ)

Σε περίπτωση απόρριψης όλων των προτεινόμενων υποψηφίων από την Επιτροπή, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας θα οριστεί από την Επιτροπή.

ε)

Η δαπάνη αμοιβής του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα θα καλυφθεί από την Dexia.

18.

α)

Καθ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή θα διαθέτει μόνιμα πρόσβαση χωρίς περιορισμό στις απαραίτητες πληροφορίες για την εφαρμογή της απόφασης έγκρισης του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Θα μπορεί με τη σύμφωνη γνώμη των αρχών του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου να απευθύνεται απευθείας στην Dexia προκειμένου να λαμβάνει τις απαραίτητες εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Τόσο οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου όσο και η Dexia θα συνεργάζονται για όλους τους ελέγχους που ενδεχομένως να ζητήσει η Επιτροπή ή ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας.

β)

Ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας, σε συνεργασία με την Dexia, θα προσκομίζει κάθε εξάμηνο έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των παραπάνω υποχρεώσεων. Η έκθεση αυτή θα περιλαμβάνει αναλυτική περιγραφή της προόδου που σημειώθηκε στην εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ιδιαίτερα: i) τη μείωση του ισολογισμού όπως ορίζεται στο στοιχείο 14 ανωτέρω ii) τους λόγους ρευστότητας και χρηματοδότησης που προβλέπονται στο στοιχείο 5 ανωτέρω iii) την τήρηση της δέσμευσης για το Raroc κατά τη διάρκεια του προηγούμενου εξαμήνου στο στοιχείο 3 ανωτέρω iv) τις εκποιήσεις και τη διακοπή των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στο στοιχείο 13 ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας εκποίησης ή διακοπής δραστηριότητας, της λογιστικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού στις 31 Δεκεμβρίου 2008, της αξίας εκποίησης, των θετικών ή αρνητικών τιμών που καταγράφηκαν και των λεπτομερειών σχετικά με τα μέτρα που απομένουν να εφαρμοστούν στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η εν λόγω έκθεση θα περιλαμβάνει επίσης στοιχεία που αφορούν το κόστος και τον υπολογισμό του Raroc (αναφέρεται στο στοιχείο 3 ανωτέρω) της εφαρμογής για το επόμενο εξάμηνο μετά την υποβολή της έκθεσης. Αυτή η έκθεση θα διαβιβαστεί το αργότερο ένα μήνα μετά την παρουσίαση των εξαμηνιαίων λογαριασμών και την έγκριση των ετήσιων λογαριασμών και σε κάθε περίπτωση πριν από την 1η Οκτωβρίου και τις 30 Απριλίου κάθε έτους.

γ)

Εάν, στην έκθεση που υποβάλλεται πριν από την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας αναγνωρίσει την ύπαρξη κινδύνων που ενδεχομένως να παρακωλύσουν την επίτευξη των ετήσιων στόχων, που προβλέπονται παραπάνω, στο τέλος του τρέχοντος έτους, οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου θα παρουσιάσουν στην Επιτροπή, ένα μήνα μετά την υποβολή της έκθεσης, μέτρα που προτίθενται να λάβουν προκειμένου η Dexia να μπορέσει να επιτύχει τους συγκεκριμένους στόχους με τα κατάλληλα μέσα πριν από το τέλος του έτους.

δ)

Εάν, στην έκθεση που υποβάλλεται πριν από τις 30 Απριλίου κάθε έτους, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας διαπιστώσει ότι οι ετήσιοι στόχοι που προβλέπονται παραπάνω, δεν έχουν επιτευχθεί, οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου θα παρουσιάσουν στην Επιτροπή, ένα μήνα μετά την υποβολή της έκθεσης, τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν πριν από τις 30 Ιουνίου του τρέχοντος έτους προκειμένου η Dexia να μπορέσει να επιτύχει τους συγκεκριμένους στόχους με τα κατάλληλα μέσα.

19.

Σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί η παρουσίαση των μέτρων που ορίζονται στα στοιχεία 18γ) και 18δ) ανωτέρω εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας ή εάν δεν επιτευχθούν οι στόχοι πριν από τις 30 Ιουνίου (σε ό,τι αφορά τα μέτρα που παρουσιάζονται, ενδεχομένως, μετά την κατάθεση της έκθεσης πριν από τις 30 Απριλίου), η Επιτροπή μπορεί, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, να κινήσει εκ νέου την επίσημη διαδικασία έρευνας. […]

Αναθεώρηση των δεσμεύσεων

20.

Βάσει αίτησης επαρκώς τεκμηριωμένης εκ μέρους της Γαλλίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, η Επιτροπή μπορεί:

α)

να εξουσιοδοτεί την Dexia να μεταθέτει την εκποίηση ενός ή περισσότερων στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο στοιχείο 13 ανωτέρω· ή

β)

να εξουσιοδοτεί την Dexia να αντικαθιστά την εκποίηση ενός ή περισσότερων στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο στοιχείο 13 ανωτέρω, με την εκποίηση στοιχείων ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν ένα ισοδύναμο ποσοστό στον ισολογισμό της Dexia· ή

γ)

να αποφασίζει ότι μία ή περισσότερες από τις ανωτέρω δεσμεύσεις παύουν να ισχύουν·

δ)

να λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα της Dexia να καλύψει την ανάγκη βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης για την άντληση των αποθεμάτων της σε επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού στις συναλλαγές ρέπος, σε περίπτωση που ένας από τους δείκτες που ορίζονται στο στοιχείο 5 δεν επιτευχθεί.

21.

Η Επιτροπή θα μπορεί να λάβει μία από τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο, εάν κρίνει ότι η λήψη μιας τέτοιας απόφασης είναι απαραίτητη, για παράδειγμα, για τη διατήρηση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά ή για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε περίπτωση μεγάλης διάρκειας χρηματοπιστωτικής ή οικονομικής κρίσης ή σε περίπτωση που η εξέλιξη του οικονομικού περιβάλλοντος, ιδίως οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ή λόγοι λογιστικοί ή πρόληψης το επιβάλλουν.

Ανταγωνισμός και διαφάνεια στα τραπεζικά δάνεια των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης

22.

Η γαλλική κυβέρνηση, προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και τη διαφάνεια στις τραπεζικές πράξεις δανεισμού των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης, δεσμεύεται να μεριμνά ώστε οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης να αναπτύσσουν τις δικές τους πρακτικές ανταγωνισμού κατά τις πράξεις εξασφάλισης ρευστότητας ή κεφαλαίων.

Συναφώς, πριν από το τέλος του 2010, θα υπάρξουν ρητές κρατικές συστάσεις προς τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης τόσο σε ό,τι αφορά τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις όσο και σε ό,τι αφορά τη χρήση σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων.

Στις συστάσεις αυτές θα δίνεται έμφαση στο εγγενές οικονομικό συμφέρον του κλάδου, στην εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και θα επισημαίνονται τα διάφορα πρακτικά στοιχεία, βάσει των οποίων θα πρέπει να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα. Οι προβαλλόμενες ορθές πρακτικές θα προβλέπουν τον δημόσιο χαρακτήρα των διαγωνισμών για τα δάνεια στα πιο σημαντικά ποσά.

Σε ό,τι αφορά τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την παροχή βοήθειας και συμβουλών θα ευαισθητοποιηθούν προς την κατεύθυνση αυτών των συστάσεων. Εάν αυτές οι συστάσεις αποδειχθούν ανεπαρκείς για τη διασφάλιση της γενίκευσης διάφανων και μη διακριτικών διαγωνισμών εκ μέρους των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης έως τα τέλη του 2013 σε ό,τι αφορά τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις, η Γαλλία δεσμεύεται να υποβάλει ρυθμιστικές προτάσεις για αυτόν τον σκοπό.

23.

Η βελγική κυβέρνηση σε συνεργασία με τις Περιφέρειες, προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και τη διαφάνεια στις τραπεζικές πράξεις δανεισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεσμεύεται να ελέγχει τη δημοσίευση γνωστοποιήσεων από τις αναθέτουσες αρχές για συμβάσεις που έχουν συναφθεί και οι οποίες σχετίζονται με τη χρηματοδότηση των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

1.   Εξέλιξη του μεγέθους του ισολογισμού των δραστηριοτήτων Core Division και Non-Core συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων μεταξύ τμημάτων

(δισ. EUR)

 

2009

2010

2011

2012

2013

2014

Σύνολο βασικών στοιχείων ενεργητικού

419

[390-410]

[385-415]

[345-380]

[335-365]

353

Σύνολο μη βασικών στοιχείων ενεργητικού

162

[120-140]

[100-120]

[80-110]

[70-100]

79

2.   Συνολικό μέγεθος του ενοποιημένου ισολογισμού του ομίλου

(δισ. EUR)

31.12.2008

31.12.2009

31.12.2010

31.12.2011

31.12.2012

31.12.2013

31.12.2014

651

580

[510-550]

[485-545]

 

[405-465]

427

3.   Ορισμός του Raroc στο στοιχείο 3α) των δεσμεύσεων

Το Raroc υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

Όπου:

Revenues= έσοδα

EC= οικονομικό κεφάλαιο

EL= αναμενόμενη ζημία

Costs= δαπάνες συναλλαγής στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δραστηριότητας

Taxes= Φόροι

4.   Ορισμός των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων του ομίλου που καλύπτονται στο στοιχείο 5α) των δεσμεύσεων

Οι βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις που περιλαμβάνονται στο στοιχείο 5α) περιλαμβάνουν: πράξεις ρέπος (πράξεις επαναγοράς που χορηγήθηκαν) κάθε είδους (με τις κεντρικές τράπεζες, διμερείς ή τριμερείς), πιστοποιητικά καταθέσεων και εμπορικών χρεογράφων, διατραπεζικές καταθέσεις, καταθέσεις για λογαριασμό τρίτων, καταθέσεις από κεντρικές τράπεζες καθώς και άλλες χρηματοδοτήσεις χονδρικής. Αυτό το σύνολο παρακολουθείται από το κέντρο ικανότητας ρευστότητας του ομίλου και η σύνθεσή του αποτελεί αντικείμενο κανόνων που θα διαβιβαστούν στον Ανεξάρτητο Εμπειρογνώμονα.

5.   Ορισμός των στοιχείων παθητικού του ομίλου που καλύπτονται στο στοιχείο 5β) των δεσμεύσεων

Τα στοιχεία παθητικού του ομίλου που καλύπτονται στο στοιχείο 5β) περιλαμβάνουν το απόθεμα:

i)

μακροπρόθεσμα: του συνόλου των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται από τον όμιλο και των εκδόσεων υπό μορφή EMTN (εγγυημένα, μη εγγυημένα και τοποθετημένα στη διατραπεζική αγορά ή μέσω του δικτύου λιανικής τραπεζικής)

ii)

βραχυπρόθεσμα: του συνόλου των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων στον ισολογισμό του ομίλου.


19.10.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/103


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Απριλίου 2010

σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης

[κρατική ενίσχυση C 30/08 (πρώην NN 21/08)]

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 2520]

(Τα κείμενα στην ολλανδική και τη γαλλική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2010/607/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (1), και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (2), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 5 και το άρθρο 14,

Αφού, κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (3), σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (ΣΛΕΕ) (4), και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 16ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησαν οι βελγικές αρχές στην ιχθυόσκαλα της Οστάνδης, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό CP 40/2006. Στις 31 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή έλαβε περαιτέρω καταγγελία για το ίδιο θέμα.

(2)

Με επιστολές της από 13 Μαρτίου 2006, στις 26 Ιουνίου 2006 και στις 11 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε από τις βελγικές αρχές να παράσχουν πληροφορίες για τα σχετικά μέτρα. Οι βελγικές αρχές απάντησαν στις επιστολές της Επιτροπής με επιστολές της 11ης Μαΐου 2006, της 20ής Οκτωβρίου 2006 και της 27ης Νοεμβρίου 2007 αντίστοιχα.

(3)

Αφού εξέτασε τις πληροφορίες και τα έγγραφα που διαβίβασαν οι βελγικές αρχές, στις 3 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή γνωστοποίησε στις βελγικές αρχές την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(4)

Με επιστολή τους στις 16 Ιουλίου 2008, οι βελγικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή ορισμένα έγγραφα σχετικά με την ιδιωτικοποίηση της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης την οποία προγραμμάτιζε ο δήμος της Οστάνδης.

(5)

Με επιστολή τους από 25 Ιουλίου 2008, οι βελγικές αρχές ζήτησαν παράταση μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου 2008 προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η παράταση χορηγήθηκε στις 4 Αυγούστου 2008.

(6)

Με επιστολή της 8ης Σεπτεμβρίου 2008, οι βελγικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(7)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε διάστημα ενός μηνός από την ημερομηνία της δημοσίευσης.

(8)

Στις 9 Οκτωβρίου 2008 πραγματοποιήθηκε συνάντηση της Επιτροπής με τις βελγικές αρχές κατά τη διάρκεια της οποίας οι τελευταίες έδωσαν πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίον σκόπευαν να οργανώσουν την ιδιωτικοποίηση της ιχθυόσκαλας.

(9)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τους ακόλουθους τρίτους ενδιαφερόμενους: Ευρωπαϊκή ένωση αλιευτικών λιμένων και ιχθυοσκαλών (EAFPA), Nationaal Overleg Visafslagen (NOVA), Flanders Ship Repair, Zeebrugse Vis Promotie vzw (ZVP), ιχθυαγορά Grimskby, Zeebrugse Visveiling (ZV) και Ευρωπαϊκό Κέντρο Αλιείας (EFC), και την επιχείρηση επισκευής πλοίων Gardec.

(10)

Με επιστολή της από 4 Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή διαβίβασε τις εν λόγω παρατηρήσεις στο Βέλγιο, δίνοντάς του την ευκαιρία να απαντήσει. Το Βέλγιο δεν προέβη σε σχολιασμό των παρατηρήσεων των τρίτων ενδιαφερομένων.

(11)

Με επιστολή της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, με στοιχεία C(2009)6907, η Επιτροπή εξέδωσε εντολή παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, ζητώντας ολοκληρωμένη απάντηση στα ζητήματα που είχε θέσει με τις επιστολές της από 13 Μαρτίου 2006, 26 Ιουνίου 2006 και 11 Ιουλίου 2007, καθώς και με την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(12)

Με επιστολή τους από 7 Οκτωβρίου 2009, οι βελγικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας, μέχρι τις 9 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να παράσχουν τις ζητηθείσες πληροφορίες. Η παράταση χορηγήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2009. Στην επιστολή τους, οι βελγικές αρχές ζήτησαν επίσης από την Επιτροπή να τους διαβιβάσει τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων. Ταυτόχρονα με τη χορήγηση της παράτασης της σχετικής προθεσμίας, η Επιτροπή διαβίβασε εκ νέου τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων καθώς και αντίγραφο της επιστολής της 4ης Νοεμβρίου 2008.

(13)

Με επιστολή τους από 22 Οκτωβρίου 2009 οι βελγικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δεν έλαβαν ποτέ την επιστολή της Επιτροπής της 4ης Νοεμβρίου 2008. Για τον λόγο αυτόν, ζήτησαν νέα παράταση διάρκειας ενός μηνός προκειμένου να προβούν σε σχολιασμό των παρατηρήσεων των τρίτων ενδιαφερομένων.

(14)

Με επιστολή της από 5 Νοεμβρίου 2009 η Επιτροπή χορήγησε στις βελγικές αρχές παράταση της προθεσμίας μέχρι τις 27 Νοεμβρίου 2009, δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία να προβούν σε σχολιασμό των παρατηρήσεων των τρίτων ενδιαφερομένων.

(15)

Οι βελγικές αρχές απάντησαν στην εντολή παροχής πληροφοριών και παρείχαν πρόσθετες πληροφορίες για την ιδιωτικοποίηση της ιχθυόσκαλας.

(16)

Με επιστολή του από 30 Νοεμβρίου 2009, το Βέλγιο διαβίβασε τις παρατηρήσεις του σχετικά με τις απόψεις που υπέβαλαν οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι.

2.   ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΙΧΘΥΟΣΚΑΛΑΣ ΤΗΣ ΟΣΤΑΝΔΗΣ ΤΟ 2001

(17)

Η ιχθυόσκαλα της Οστάνδης, πρώην κρατική επιχείρηση, είχε κατακερματιστεί σε μεγάλο βαθμό και —σύμφωνα με τις βελγικές αρχές— υφίστατο κακοδιαχείριση επί σειρά ετών. Η λειτουργία της ήταν κακή. Από το 1991 μέχρι το 2001, το μερίδιό της σε σχέση με τους υπόλοιπους βελγικούς λιμένες όσον αφορά τις εκφορτώσεις ιχθύων μειώθηκε κατά περίπου 37 % στο 20 % (6). Από το 1997 μέχρι το 2001 ο κύκλος εργασιών της ιχθυόσκαλας μειώθηκε από 20 550 000 σε 13 440 000 ευρώ (7). Επί σειρά ετών ο δήμος της Οστάνδης (εφεξής «ο δήμος») κατέγραφε, όσον αφορά την ιχθυόσκαλα, κατά μέσο όρο ετήσιες ζημίες ύψους 1 850 000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του 2001).

(18)

Το 2001, ο δήμος κλήθηκε να αποφασίσει εάν θα κλείσει την ιχθυόσκαλα ή εάν θα προβεί στην αναδιάρθρωσή της. Στις 23 Νοεμβρίου 2001, ο δήμος αποφάσισε να προβεί σε αναδιάρθρωση της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης συστήνοντας αυτόνομη δημοτική εταιρεία βάσει του βελγικού δικαίου, στην οποία μοναδικός μέτοχος θα ήταν ο δήμος.

(19)

Η απόφαση αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας βασίστηκε σε σχέδιο χρηματοδότησης, το οποίο ανέπτυσσε μία υπόθεση (που χαρακτηρίστηκε θετική), και σε επιχειρηματικό σχέδιο δύο σελίδων, το οποίο κατάρτισε η εταιρεία HAMA Consult NV. Σύμφωνα με τα εν λόγω έγγραφα, η ιχθυόσκαλα μπορούσε να καταστεί κερδοφόρα μέσα σε διάστημα εννέα ετών υπό την προϋπόθεση μετατροπής της σε ξεχωριστή νομική οντότητα με αρχικό κεφάλαιο ύψους 250 εκατ. βελγικών φράγκων (περίπου 6,2 εκατ. ευρώ), το οποίο θα καταβαλλόταν στο ακέραιο εντός πέντε ετών. Η διακριτή αυτή εταιρεία έλαβε την επωνυμία «Autonoom Gemeentebedrijf Vismijn Oostende» (εφεξής «AGVO»). Η AGVO επωμίστηκε την οικονομική επιβάρυνση της εξόφλησης των διαφόρων τραπεζικών δανείων που είχε λάβει η πρώην ιχθυόσκαλα της Οστάνδης.

2.1.   ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

2.1.1.   AGVO

(20)

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 18, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας, ο δήμος σύστησε, στις 23 Νοεμβρίου 2001 (8), την αυτόνομη δημοτική εταιρεία AGVO. Μια αυτόνομη δημοτική εταιρεία είναι διακριτή νομική οντότητα, ιδρυόμενη σύμφωνα με το άρθρο 261 του νέου δημοτικού νόμου, που έχει ως σκοπό την οργάνωση δημοτικών φορέων και υπηρεσιών εκτός των γενικών δημοτικών υπηρεσιών, δίνοντας έμφαση σε φορείς ή υπηρεσίες εμπορικού ή βιομηχανικού χαρακτήρα των οποίων η διαχείριση θα γίνεται σύμφωνα με βιομηχανικές και εμπορικές μεθόδους.

(21)

Όσον αφορά τα μετοχικά μερίδια και τα διοικητικά όργανα, ο δήμος, ως η δημοτική αρχή η οποία σύστησε την εταιρεία, υποχρεούται βάσει της νομοθεσίας να έχει την πλειοψηφία των ψήφων. Ο δήμος κατέχει το 100 % των μετοχών της AGVO, ενώ —σύμφωνα με το καταστατικό της τελευταίας— διορίζει όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου της AGVO πρέπει να αποτελείται από μέλη του δημοτικού συμβουλίου.

(22)

Στην AGVO ανήκουν επί του παρόντος εξ ολοκλήρου δύο θυγατρικές: η NV Exploitatie Vismijn Oostende (εφεξής «EVO»), και η NV Pakhuizen (εφεξής «Pakhuizen»).

2.1.2.   EVO

(23)

Η EVO ιδρύθηκε στις 8 Αυγούστου 2002 για να διαχειρίζεται τις δημοπρασίες και όλες τις σχετικές δραστηριότητες, με αρχικό κεφάλαιο ύψους 371 840 ευρώ. Το μετοχικό κεφάλαιο, που αποτελείτο από 15 000 ισότιμες μετοχές χωρίς ονομαστική αξία, ανήκε στην AGVO, η οποία κατείχε τις 14 999 μετοχές, και στον κ. Miroir, μέλος του δημοτικού συμβουλίου, ο οποίος κατείχε μία μετοχή.

(24)

Υπεύθυνο για τη διαχείριση της EVO είναι το διοικητικό της συμβούλιο. Τα μέλη του συμβουλίου διορίζονται από τους μετόχους για διάστημα έξι ετών, με δυνατότητα ανανέωσης. Όσον αφορά την κατανομή των μετοχών, η AGVO έχει τον πλήρη έλεγχο της EVO.

2.1.3.   PAKHUIZEN

(25)

Η Pakhuizen ιδρύθηκε το 1988 από διάφορους πλοιοκτήτες με στόχο τη διαχείριση κινητής και ακίνητης περιουσίας. Το 2005, η Pakhuizen μεταβιβάστηκε στην AGVO, η οποία αγόρασε όλες τις μετοχές της έναντι 350 000 ευρώ.

(26)

Υπεύθυνο για τη διαχείριση της Pakhuizen είναι το διοικητικό της συμβούλιο. Τα μέλη του συμβουλίου διορίζονται από τους μετόχους για διάστημα έξι ετών, με δυνατότητα ανανέωσης. Από το 2005, η Pakhuizen τελεί υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο της AGVO.

2.2.   ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

2.2.1.   AGVO

(27)

Δυνάμει του καταστατικού της, η AGVO είναι επιφορτισμένη με την επιτέλεση καθηκόντων τα οποία, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά και με εμπορικά καθήκοντα. Τα «δημόσια καθήκοντα» επιτελούνται από την ίδια την AGVO, ενώ τα «εμπορικά καθήκοντα» επιτελούνται από τις θυγατρικές που της ανήκουν εξ ολοκλήρου, ήτοι την EVO και, από το 2005, την Pakhuizen.

(28)

Όσον αφορά τα «δημόσια καθήκοντα» οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι η AGVO ήταν υπεύθυνη για τη διαχείριση του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης (ήτοι, μεταξύ άλλων, για τη διαχείριση και τη συντήρηση των δημόσιων και ιδιωτικών εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός των ορίων του αλιευτικού λιμένα), για την επιθεώρηση των εκφορτωθέντων αλιευμάτων που προορίζονταν για κατανάλωση, για τον καθορισμό φόρων επί των τιμών δημοπράτησης καθώς και για τον έλεγχο της καταβολής ΦΠΑ για τα εκφορτωθέντα αλιεύματα, για τη λειτουργία των κλεισιάδων μεταξύ του καναλιού και της αλιευτικής αποβάθρας (η οποία δεν χρησιμοποιείται μόνο από αλιευτικά σκάφη), για τις δημόσιες σχέσεις για λογαριασμό των τοπικών αρχών, και για την ανακαίνιση και διάθεση ακινήτων σε οργανισμούς δημοσίου ή ημι-δημοσίου δικαίου, όπως η Περιφέρεια της Φλάνδρας, η Επαρχία της Δυτικής Φλάνδρας κ.λπ.

2.2.2.   EVO

(29)

Η EVO είναι ο φορέας εκμετάλλευσης της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης. Στις δραστηριότητές της συγκαταλέγονται κατά κύριο λόγο η οργάνωση και η λειτουργία της ιχθυόσκαλας, η εκμίσθωση αποθηκών και λοιπές δευτερεύουσες δραστηριότητες. Όσον αφορά τη λειτουργία της ιχθυόσκαλας, η EVO επιβάλλει σχετικό τέλος της τάξης του 6 % επί της τιμής. Οι αγοραστές που κάνουν χρήση της ιχθυόσκαλας οφείλουν να καταβάλουν προμήθεια η οποία κυμαίνεται από 1 % έως 3 %, και να αναλάβουν τα έξοδα μίσθωσης των τελάρων αποθήκευσης ιχθύων. Το ποσό για τα τελευταία δεν είναι γνωστό.

(30)

Επιπλέον, η EVO χορηγεί δάνεια σε πελάτες πλοιοκτήτες. Ορισμένα από τα πρόσφατα δάνεια χορηγήθηκαν με το διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού σε ευρώ (Euribor) προσαυξημένο κατά 2 %, υπό όρους οι οποίοι, προφανώς, δεν εφαρμόστηκαν σε όλα τα δάνεια. Σε αντάλλαγμα για τη χορήγηση του δανείου, οι πλοιοκτήτες οφείλουν να δημοπρατούν τα αλιεύματά τους στην Οστάνδη.

(31)

Επίσης, η EVO παρέχει στους πλοιοκτήτες διάφορες διευκολύνσεις, όπως κάλυψη μέρους ή του συνόλου των δαπανών της μεταφοράς των αλιευμάτων με φορτηγά-ψυγεία.

2.2.3.   PAKHUIZEN

(32)

Οι δραστηριότητες της Pakhuizen αφορούν κατά κύριο λόγο τη μετατροπή, αποκατάσταση, (εκ νέου) διακόσμηση, (ανα)κατασκευή και κατεδάφιση, εκμετάλλευση, διαχείριση και μίσθωση της ακίνητης περιουσίας.

2.3.   ΤΑ ΕΠΙΜΑΧΑ ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.3.1.   ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

(33)

Με τη σύστασή της, στις 23 Νοεμβρίου 2001, ο δήμος διέθεσε στην AGVO αρχικό κεφάλαιο ύψους 250 εκατ. βελγικών φράγκων (6 179 338,12 ευρώ), το οποίο θα καταβαλλόταν σε πέντε ισόποσες ετήσιες δόσεις. Από το 2002 και μετά, καταβλήθηκαν έξι δόσεις του αρχικού κεφαλαίου, ήτοι συνολικά 3 596 665,62 ευρώ: στις 28 Ιουνίου 2002 καταβλήθηκαν 619 734 ευρώ, στις 26 Ιουνίου 2003570 155 ευρώ, στις 25 Ιουνίου 2004570 155 ευρώ και στις 26 Ιουνίου 2005570 155 ευρώ. Στις παρατηρήσεις του σχετικά με την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας το Βέλγιο ανέφερε ότι κατά τα έτη 2006 και 2007 καταβλήθηκαν δύο ακόμη δόσεις ύψους 619 734 ευρώ η καθεμία. Εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, η AGVO δεν έχει αξιώσει ακόμη την καταβολή του υπολοίπου του αρχικού κεφαλαίου ύψους 2 582 672,5 ευρώ.

(34)

Οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι η AGVO διέθεσε μέρος του αρχικού κεφαλαίου για «δημόσιους σκοπούς» και για την αποπληρωμή του κεφαλαίου και των τόκων τρεχόντων τραπεζικών δανείων, καθώς και για την αγορά των μετοχών της Pakhuizen. Τέλος, μέρος του αρχικού κεφαλαίου διατέθηκε για την αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου της EVO και για τη χορήγηση δανείων στην EVO τα οποία μετατράπηκαν αργότερα (31 Δεκεμβρίου 2004, 31 Δεκεμβρίου 2005 και 21 Δεκεμβρίου 2007) σε κεφάλαιο μέσω διαγραφής χρεών.

(35)

Με την ίδρυσή της, στις 8 Αυγούστου 2002, διατέθηκε στην EVO αρχικό κεφάλαιο ύψους 371 840,29 ευρώ. Στη συνέχεια, η AGVO αύξησε το κεφάλαιο της EVO μέσω διαγραφής χρεών. Στις 31 Δεκεμβρίου 2004, το κεφάλαιο της EVO αυξήθηκε κατά 1 387 044 ευρώ, στις 31 Δεκεμβρίου 2005 κατά 710 000,75 ευρώ και στις 21 Δεκεμβρίου 2007 κατά 1 500 114,96 ευρώ. Συνολικά, η AGVO διέθεσε στην EVO κεφάλαιο ύψους 3 969 000 ευρώ.

(36)

Οι βελγικές αρχές είχαν μεν ενημερώσει την Επιτροπή ότι το αρχικό κεφάλαιο της EVO αυξήθηκε και ότι ανήρχετο, στις 31 Δεκεμβρίου 2006, σε 2 468 885 ευρώ, αλλά δεν την είχαν ενημερώσει για τον τρόπο με τον οποίον έγιναν οι αυξήσεις του κεφαλαίου. Την προσοχή της Επιτροπής προσέλκυσε η αύξηση του κεφαλαίου της 21ης Δεκεμβρίου 2007 και το γεγονός ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου επήλθαν μέσω διαγραφής χρεών, όπως ανέφεραν οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι στις παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλαν στην Επιτροπή. Το Βέλγιο δεν προέβη σε σχολιασμό των σχετικών παρατηρήσεων των τρίτων ενδιαφερομένων.

2.3.2.   ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΔΑΝΕΙΑ

(37)

Εκτός από το αρχικό κεφάλαιο, ο δήμος στήριξε την AGVO και την EVO παρέχοντας δωρεάν εγγυήσεις για τη λήψη ιδιωτικών δανείων.

(38)

Η AGVO έλαβε εγγυήσεις για τρία δάνεια, τα οποία εγκρίθηκαν στις 26 Μαρτίου (609 379,40 ευρώ), στις 23 Απριλίου 2004 (2 117 500 ευρώ) και στις 22 Απριλίου 2005 (550 000 ευρώ), συνολικής αξίας 132 199 987 βελγικών φράγκων (3 276 879 ευρώ).

(39)

Η EVO έλαβε εγγυήσεις για δάνεια τα οποία εγκρίθηκαν στις 28 Ιουνίου και στις 27 Σεπτεμβρίου 2002. Ωστόσο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι βελγικές αρχές, τα προαναφερθέντα δάνεια δεν ελήφθησαν τελικά. Στις 23 Απριλίου 2004 και στις 22 Απριλίου 2005, ο δήμος χορήγησε εκ νέου στην EVO δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια. Τα σχετικά δάνεια ελήφθησαν και το ύψος τους ανήρχετο σε 145 505 820 βελγικά φράγκα (3 606 995 ευρώ). Χωρίς να προσδιορίζουν ημερομηνία, οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι ο δήμος χορήγησε επίσης εγγύηση για ένα ακόμη δάνειο ύψους 78 000 ευρώ. Δεδομένου ότι η αναφορά αυτή περιλαμβανόταν στις παρατηρήσεις των βελγικών αρχών της 4ης Σεπτεμβρίου 2008 και ότι οι προηγούμενες παρατηρήσεις είχαν ημερομηνία 23 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή υποθέτει ότι η πρόσθετη αυτή εγγύηση χορηγήθηκε εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος.

(40)

Η AGVO παρείχε επίσης δωρεάν εγγυήσεις στην EVO για δύο δάνεια συνολικού ύψους 600 000 ευρώ. Δεν δόθηκαν πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία έγκρισης της απόφασης χορήγησης της δωρεάν εγγύησης. Δεδομένου ότι η EVO συστάθηκε στις 22 Αυγούστου 2002 και ότι το υποβληθέν από τις βελγικές αρχές έγγραφο όπου αναφέρονταν τα δύο δάνεια περιέγραφε την κατάσταση όπως ήταν διαμορφωμένη στις 3 Αυγούστου 2006, η Επιτροπή υποθέτει ότι η εγγύηση παρασχέθηκε εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος.

2.3.3.   ΓΗ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΑ

(41)

Σύμφωνα με το άρθρο 30 του καταστατικού της, της 23ης Νοεμβρίου 2001, η AGVO διαθέτει το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί δωρεάν τη γη και τα ακίνητα του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης (9).

(42)

Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 30 του καταστατικού, ο δήμος δύναται σε μεταγενέστερο στάδιο να μεταβιβάσει στην AGVO την κυριότητα (ή άλλα δικαιώματα) της γης και των ακινήτων του λιμένα.

(43)

Αυτό συνέβη στις 26 Μαρτίου 2004, όταν ο δήμος μεταβίβασε στην AGVO την κυριότητα διαφόρων ακινήτων συνολικού εμβαδού 57 500 τ.μ. που βρίσκονται στον αλιευτικό λιμένα της Οστάνδης. Η εν λόγω μεταβίβαση έγινε βάσει της αξίας της απογραφής που αναφερόταν στους λογαριασμούς του δήμου, ήτοι 14 891 524 ευρώ. Η μεταβίβαση αφορούσε αποκλειστικά ακίνητα (ιχθυόσκαλα, γραφεία και αποθήκες) και όχι τη γη πάνω στην οποία είχαν αναγερθεί τα ακίνητα αυτά. Τη χρήση της γης διατηρεί ο δήμος βάσει σύμβασης εκχώρησης αορίστου χρόνου που έχει υπογραφεί με την Περιφέρεια της Φλάνδρας, τον ιδιοκτήτη των γεωτεμαχίων. Η AGVO διατήρησε το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης της γης αυτής βάσει του άρθρου 30 του καταστατικού της.

(44)

Μεταξύ των ακινήτων που μεταβιβάστηκαν στις 26 Μαρτίου 2004 περιλαμβάνονταν και ορισμένα ακίνητα συνολικού εμβαδού 14 754 τ.μ. για τα οποία είχε συναφθεί το 1989 σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης μεταξύ του δήμου και της Pakhuizen για διάστημα 45 ετών. Σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση, η Pakhuizen καταβάλλει συμβολικό μίσθωμα ύψους 1 000 βελγικών φράγκων (25 ευρώ) ετησίως για τη χρήση των ακινήτων. Σε αντάλλαγμα, η Pakhuizen αναλαμβάνει τη συμβατική δέσμευση να ανακαινίζει, με δικές της δαπάνες και χωρίς δικαίωμα αποζημίωσης, τις αποθήκες που περιγράφονται στη σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης ώστε να ανταποκρίνονται στους εκάστοτε μελλοντικούς κανονισμούς. Ακόμη, ύστερα από 27 χρόνια μίσθωσης (το 2016), ο δήμος θα εισπράττει ετησίως το 50 % των ετήσιων καθαρών κερδών της εταιρείας Pakhuizen. Οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι η Pakhuizen δεν ανακαίνιζε, κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, τις καθορισμένες αποθήκες, τουλάχιστον όχι πριν το 2005. Ωστόσο, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, μετά την αγορά των μετοχών της Pakhuizen από την AGVO δαπανήθηκαν 257 872 ευρώ το 2005 και 68 816 ευρώ το 2006 για εργασίες ανακαίνισης και συντήρησης. Το ακριβές ύψος του κόστους των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν το 2007 δεν είναι γνωστό.

(45)

Από τις 26 Μαρτίου 2004, όταν ο δήμος μεταβίβασε την κυριότητα των ακινήτων στην AGVO, η τελευταία αντικατέστησε τον δήμο ως συμβαλλόμενη στη σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης με την Pakhuizen. Έτσι, η AGVO απέκτησε το δικαίωμα να λαμβάνει ετησίως το συμβολικό μίσθωμα των 25 ευρώ, και να εισπράττει ετησίως, ύστερα από 27 χρόνια μίσθωσης, το 50 % των ετήσιων καθαρών κερδών της εταιρείας Pakhuizen.

(46)

Όσον αφορά τα ακίνητα συνολικού εμβαδού 57 500 τ.μ. που τέθηκαν έτσι στη διάθεση της AGVO, το Βέλγιο ανέφερε συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

13 600 τ.μ. χρησιμοποιούνται από τη θυγατρική EVO για τη λειτουργία της ιχθυόσκαλας, για χώρους εργασίας/υπόστεγα και για διοικητικές υπηρεσίες,

14 754 τ.μ. έχουν εκμισθωθεί στην Pakhuizen, εκ των οποίων 955 τ.μ. χρησιμοποιούνται για λιμενικές δραστηριότητες,

2 700 τ.μ. αποθηκών έχουν εκμισθωθεί σε οργανισμούς (ημι)δημοσίου δικαίου,

8 156 τ.μ. χρησιμοποιούνται ως δημόσιες οδικές αρτηρίες,

2 488 τ.μ. χρησιμοποιούνται ως δημόσιοι χώροι δωρεάν στάθμευσης,

2 400 τ.μ. χρησιμοποιούνται ως χώρος αποθήκευσης εμπορευματοκιβωτίων που σχετίζονται με αλιευτικές δραστηριότητες,

13 402 τ.μ. είναι αποβάθρες.

(47)

Η EVO δεν καταβάλλει μίσθωμα για τη χρήση των εν λόγω ακινήτων. Το Βέλγιο έχει δηλώσει ότι, σε αντάλλαγμα, η EVO καλύπτει όλες τις δαπάνες συντήρησης και ανακαίνισής τους. Η Pakhuizen εξακολουθεί να καταβάλλει 25 ευρώ ετησίως.

(48)

Οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι από τις 31 Δεκεμβρίου 2002 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2007, η EVO και η Pakhuizen κατέβαλαν αντίστοιχα 182 377,31 και 381 835,16 ευρώ για εργασίες ανακαίνισης και υποδομών, και 193 255,70 και 133 895,35 ευρώ για εργασίες συντήρησης.

2.4.   ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

(49)

Μετά την αναδιάρθρωση, οι εταιρείες AGVO και EVO κατέγραφαν κάθε χρόνο ζημίες οι οποίες συνέχισαν να αυξάνονται παρά τα μικρά κέρδη της AGVO την περίοδο 2003/2004. Στα τέλη 2006, η AGVO είχε συσσωρεύσει ζημίες ύψους σχεδόν 3 000 000 ευρώ, καθώς και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα χρέη που υπερέβαιναν τα 4 000 000 ευρώ, ενώ στα τέλη 2006 η EVO έπρεπε να μεταφέρει ζημίες ύψους 3 400 000 ευρώ τουλάχιστον, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα χρέη που υπερέβαιναν τα 5 800 000 ευρώ και αρνητικό κεφάλαιο ύψους σχεδόν 1 000 000 ευρώ.

(50)

Παρά τις συσσωρευμένες ζημίες, οι εταιρείες AGVO και EVO συνέχισαν να προβαίνουν σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες και να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Για παράδειγμα, το 2006 η AGVO αγόρασε το 51 % των μετοχών της εταιρείας HAF Holding BO με έδρα στην Ισλανδία, ενώ η EVO συμμετείχε σε ένα σχέδιο για τον βασιλικό κάβουρα (10) το 2006 (επιχείρηση Polardrift με έδρα στη Νορβηγία). Η EVO συμμετείχε επίσης στην ισλανδική εταιρεία HAF Holding. Ακόμη, η EVO υπέγραψε το 2005 σύμβαση με αντιπρόσωπο πωλήσεων σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος αναλάμβανε την υποχρέωση να αγοράζει υψηλής ποιότητας αλιεύματα από τις ισλανδικές ιχθυόσκαλες με σκοπό τη μεταπώλησή τους στην ιχθυόσκαλα της Οστάνδης.

(51)

Η εμπορική στρατηγική της EVO χαρακτηρίστηκε από τους διάφορους ενδιαφερόμενους ως αθέμιτος ανταγωνισμός καθώς, μεταξύ άλλων, κάλυπτε το σύνολο ή μέρος του κόστους μεταφοράς στην Οστάνδη των αλιευμάτων που εκφορτώνονταν σε ξένους λιμένες και χορηγούσε δάνεια σε πλοιοκτήτες με ευνοϊκούς όρους υπό την προϋπόθεση να δημοπρατούν τα εκφορτωθέντα αλιεύματά τους στην Οστάνδη.

(52)

Από τα σχέδια αυτά καθώς και από την εμπορική στρατηγική της όπως την περιέγραψαν τρίτοι ενδιαφερόμενοι, προκύπτει ότι η EVO επιχειρούσε να αυξήσει με κάθε δυνατό τρόπο το μερίδιό της στην αγορά και τον κύκλο εργασιών της. Σε κάθε περίπτωση, από τους ετήσιους λογαριασμούς των εταιρειών AGVO και EVO προκύπτει ότι η EVO διατηρούσε την παρουσία στην αγορά, παρά την επισφαλή οικονομική της κατάσταση, μόνο χάρη στη στήριξη του δήμου (11).

3.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

3.1.   ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ AGVO

(53)

Η AGVO έλαβε αρχικό κεφάλαιο 250 βελγικών φράγκων (6 179 338 ευρώ). Λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες ζημιές που είχε καταγράψει η AGVO στο παρελθόν και το άκρως συνοπτικό και ατελές επιχειρηματικό της σχέδιο, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην απόφασή της για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα επένδυε ποτέ τέτοιο ποσό στην ιχθυόσκαλα και ότι το εν λόγω αρχικό κεφάλαιο συνιστά συνεπώς κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο της εν λόγω ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά καθώς δεν πληρούνταν, απ’ όσο φαίνεται, οι προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις υπέρ της διάσωσης και της αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (εφεξής, «κατευθυντήριες γραμμές του 1999») (12), οι οποίες ίσχυαν κατά το χρονικό διάστημα χορήγησης της ενίσχυσης.

(54)

Ακόμη, ο δήμος μεταβίβασε τα ακίνητά του στην AGVO χωρίς να ζητήσει αμοιβή για αυτά και χωρίς να επιβάλει στην AGVO υποχρεώσεις αντίστοιχης αξίας. Η Επιτροπή έκρινε ότι οποιοσδήποτε ιδιώτης επενδυτής θα είχε ζητήσει εύλογο τίμημα για τη μεταβίβαση των ακινήτων και ότι η μεταβίβαση έπρεπε επομένως να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση. Η ενίσχυση μείωσε, κατά τα φαινόμενα, το κόστος παραγωγής της AGVO και συνιστούσε ενίσχυση λειτουργίας. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εντοπίσει στο άρθρο 107 της ΣΛΕΕ ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (13) (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές για την αλιεία») καμία διάταξη που να της επιτρέπει να εγκρίνει την ενίσχυση.

(55)

Επίσης, ο δήμος παρείχε στην AGVO εγγυήσεις για δάνεια. Ενώ ο ιδιώτης επιχειρηματίας θα απαιτούσε προμήθεια για τις εγγυήσεις, ο δήμος τις χορήγησε δωρεάν. Συνεπώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εγγυήσεις αυτές έπρεπε να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση. Συν τοις άλλοις, η ενίσχυση μείωσε, κατά τα φαινόμενα, το κόστος παραγωγής της AGVO και συνιστούσε ενίσχυση λειτουργίας. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εντοπίσει στο άρθρο 107 της ΣΛΕΕ ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές καμία διάταξη για την αλιεία καμία διάταξη που να της επιτρέπει να θεωρήσει την ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

(56)

Τέλος, ο δήμος παραχώρησε στην AGVO το δικαίωμα καθορισμού και είσπραξης κοινοτικών φόρων, καθώς και αξιοποίησης των συναφών προσόδων, πλεονέκτημα το οποίο δεν έχουν συνήθως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της απόφασης Altmark (14) και ότι τα οφέλη που απέρρεαν από το δικαίωμα επιβολής και είσπραξης των κοινοτικών φόρων έπρεπε να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση. Καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τους προαναφερθέντες φόρους, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει εκ πρώτης όψης να εξετασθούν ως ενίσχυση λειτουργίας και ότι καμία διάταξη στο άρθρο 107 της ΣΛΕΕ ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές για την αλιεία δεν καθιστά την εν λόγω ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

3.2.   ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ EVO

(57)

Τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στην EVO Ο δήμος και η AGVO παρείχαν στην EVO εγγυήσεις για δάνεια. Ενώ κάθε ιδιώτης επιχειρηματίας θα απαιτούσε προμήθεια για τις εγγυήσεις, ο δήμος και η AGVO τις χορήγησαν δωρεάν. Η Επιτροπή κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω εγγυήσεις πρέπει να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση. Η ενίσχυση μείωσε, κατά τα φαινόμενα, το κόστος παραγωγής της EVO και συνιστούσε ενίσχυση λειτουργίας. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εντοπίσει στο άρθρο 107 της ΣΛΕΕ ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές καμία διάταξη για την αλιεία καμία διάταξη που να της επιτρέπει να θεωρήσει την ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή διατύπωσε συνεπώς αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά.

(58)

Η AGVO παραχώρησε στην EVO το δικαίωμα συνεχούς δωρεάν χρήσης των ακινήτων συνολικού εμβαδού 13 600 τ.μ. που είχε στην κατοχή της. Η Επιτροπή έκρινε ότι οποιοσδήποτε ιδιώτης επενδυτής θα είχε ζητήσει εύλογο τίμημα για την παραχώρηση του προαναφερθέντος δικαιώματος και ότι η δυνατότητα δωρεάν χρήσης των ακινήτων έπρεπε επομένως να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση. Η ενίσχυση μείωσε, κατά τα φαινόμενα, το κόστος παραγωγής της EVO και συνιστούσε ενίσχυση λειτουργίας. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εντοπίσει στο άρθρο 107 της ΣΛΕΕ ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές καμία διάταξη για την αλιεία καμία διάταξη που να της επιτρέπει να θεωρήσει την ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή διατύπωσε συνεπώς αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά.

3.3.   ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ PAKHUIZEN

(59)

Οι όροι της σύμβασης μακροχρόνιας μίσθωσης μεταξύ του δήμου και της Pakhuizen είχαν ως αποτέλεσμα όφελος της Pakhuizen από την ετήσια μείωση του κόστους λειτουργίας της. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα αυτό συνιστούσε κρατική ενίσχυση και ότι δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής κανενός από τα μέτρα που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την αλιεία ή στους στόχους άλλων οριζόντιων ή ειδικών κατευθυντήριων γραμμών που θα μπορούσαν να ισχύουν σε αυτού του είδους τις επιχειρήσεις. Βάσει των συναφών κατευθυντήριων γραμμών για την αλιεία και των οριζόντιων κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, αυτού του είδους η ενίσχυση θεωρείται ενίσχυση λειτουργίας και δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή διατύπωσε συνεπώς αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά.

3.4.   ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

(60)

Η Επιτροπή παρατήρησε ακόμη ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν την ιχθυόσκαλα της Οστάνδης απολάμβαναν πλεονεκτήματα τα οποία τους χορηγούσε η EVO, υπό τη μορφή παροχής υπηρεσιών σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που θα ζητούσε ένας μέσος ιδιώτης επιχειρηματίας, αλλά και η Pakhuizen, υπό τη μορφή εκμίσθωσης ακινήτων σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που θα ζητούσε ένας μέσος ιδιώτης επιχειρηματίας.

(61)

Η Επιτροπή έκρινε ότι τα πλεονεκτήματα αυτά συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, καθώς δεν μπόρεσε να εντοπίσει στο άρθρο 107 της ΣΛΕΕ ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές για την αλιεία καμία διάταξη που να καθιστά τις προαναφερθείσες ενισχύσεις συμβιβάσιμες, και ως εκ τούτου διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο των μέτρων αυτών με την εσωτερική αγορά.

3.5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(62)

Βάσει των προαναφερθέντων αλλά και βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, η Επιτροπή έκρινε ότι όλα τα μέτρα που αναφέρονται στο τμήμα 3 έπρεπε να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις και διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο των εν λόγω ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΕΒΑΛΑΝ ΤΡΙΤΟΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΙ

(63)

Όλοι οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας συμφώνησαν με τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν στην εν λόγω απόφαση. Επιπλέον, ανέφεραν ότι έχουν υποστεί ζημίες λόγω των παράνομων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στις εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen (απώλεια πελατών και εσόδων) και κάλεσαν μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την απαγόρευση των ενισχύσεων και την ανάκτησή τους.

4.1.   EAFPA

(64)

Η EAFPA τονίζει ότι οι επίμαχες ενισχύσεις προκαλούν στρέβλωση της αγοράς και καλεί την Επιτροπή να τις απαγορεύσει και να ζητήσει την ανάκτησή τους.

4.2.   NOVA

(65)

Ως καταγγέλλων, η NOVA τάσσεται υπέρ της απόφασης της Επιτροπής να κινήσει επίσημη έρευνα. Κατά τη γνώμη της, είναι σημαντική η διασφάλιση διαφάνειας στην αγορά των δημοπρασιών και η διαμόρφωση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Καλεί ακόμη την Επιτροπή να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση των ασυμβίβαστων ενισχύσεων.

4.3.   FLANDERS SHIP REPAIr

(66)

Η επιχείρηση επισκευής πλοίων Flanders Ship Repair διευκρινίζει ότι, λόγω της κρατικής ενίσχυσης, οι επιχειρήσεις θαλάσσιων εμπορευματικών μεταφορών μεταφέρθηκαν στην Οστάνδη. Σύμφωνα με την Flanders Ship Repair, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων, καθώς οι επιχειρήσεις θαλάσσιων εμπορευματικών μεταφορών που μεταφέρθηκαν στην Οστάνδη δεν επιδιόρθωναν πια τα σκάφη τους στην πόλη Zeebrugge. Η Flanders Ship Repair ζητά την έκδοση αρνητικής απόφασης με ανάκτηση των ενισχύσεων καθώς και τη λήψη προσωρινών μέτρων.

4.4.   ZVP

(67)

Η ZVP, ένωση αγοραστών και μεταποιητών αλιευμάτων στην ανατολική ακτή του Βελγίου, δηλώνει ότι οι παράνομες κρατικές ενισχύσεις, σε συνδυασμό με άλλα πλεονεκτήματα, επέτρεψαν στην ιχθυόσκαλα της Οστάνδης να προσελκύσει με τεχνητό τρόπο ξένα σκάφη και σκάφη από την πόλη Zeebrugge. Επιπλέον, τοπικοί πολιτικοί και μέλη του διοικητικού συμβουλίου της EVO, μέσω πολυάριθμων συνεντεύξεων και δελτίων Τύπου (όπου δήλωναν με έμφαση ότι στο Βέλγιο υπάρχει χώρος μόνο για μία ιχθυόσκαλα, αυτή της Οστάνδης), έσπειραν αμφιβολίες σχετικά με το μέλλον της ιχθυόσκαλας της πόλης Zeebrugse και, κατ’ επέκταση, της περιβάλλουσας βιομηχανικής ζώνης, με αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων, και τη μείωση, την αναβολή ή την απόσυρση επενδύσεων και δραστηριοτήτων εμπορικής προώθησης.

(68)

Η ZVP αναφέρει μάλιστα ότι προσπάθησε, πλην όμως ανεπιτυχώς, να ευαισθητοποιήσει τις τοπικές αρχές σχετικά με το πρόβλημα.

(69)

Τέλος, η ZVP αναφέρει ότι η EVO ίδρυσε —με δημόσια κονδύλια και με άνθρωπο - βιτρίνα— επιχείρηση τεμαχισμού ιχθύων σε φιλέτα, με την επωνυμία Ostend Filleting Factory, η οποία επίσης ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό.

4.5.   ΙΧΘΥΑΓΟΡΑ GRIMSBY

(70)

Η ιχθυαγορά Grimsby, ιχθυόσκαλα του Ηνωμένου Βασιλείου, αναφέρει ότι την περίοδο 2005-2006 περίπου, η EVO άρχισε να αγοράζει αλιεύματα απευθείας από ισλανδούς αλιείς σε (υψηλές) σταθερές τιμές και να τα δημοπρατεί ανοιχτά μέσω συστημάτων οθόνης στην Οστάνδη, συνήθως σε χαμηλότερες τιμές, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ζημίες αυτές καλύπτονταν με δημόσια κονδύλια. Η ιχθυαγορά Grimsby ζητεί έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων της EVO ώστε να διαλευκανθούν οι μέθοδοι χρηματοδότησης των αλιευμάτων που αγοράζονταν από ισλανδούς αλιείς και να προσδιοριστούν οι ζημίες που υπέστη η EVO λόγω των μεθόδων πώλησης που εφήρμοζε.

4.6.   ZV ΚΑΙ EFC

(71)

Η ZV και το EFC (Ευρωπαϊκό Κέντρο Αλιείας) επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής σε άλλες αθέμιτες πρακτικές και μέτρα κρατικής ενίσχυσης που ενδεχομένως εφαρμόστηκαν, όπως η δωρεάν χρησιμοποίηση των δημοτικών υπαλλήλων από τις εταιρείες AGVO και EVO και η χορήγηση εγγυήσεων τιμών από την EVO βάσει της τιμής δημοπράτησης στην Zeebrugse Visveiling.

(72)

Παράθεσαν ακόμη τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού και ότι επηρεάζονται οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(73)

Επέστησαν ακόμη την προσοχή της Επιτροπής στην πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου στις εταιρείες AGVO και EVO (μέσω διαγραφής χρεών).

(74)

Τόνισαν, τέλος, ότι οι βελγικές αρχές δεν προέβησαν σε αναστολή της ενίσχυσης.

4.7.   GARDEC

(75)

Η Gardec είναι επιχείρηση επισκευής πλοίων με έδρα στην πόλη Zeebrugge. Τάσσεται υπέρ της απόφασης της Επιτροπής. Προσθέτει ότι έχει υποστεί ζημίες από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Οστάνδης (μείωση κύκλου εργασιών) και επισημαίνει ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις επιβίωναν στην Οστάνδη χάρη στα δάνεια που έπαιρναν, ενώ τα χρέη τους παρέμεναν απλήρωτα στο Zeebrugge.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΑΜΦΙΒΟΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ

(76)

Στις παρατηρήσεις τους με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 2008, κατόπιν της κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, οι βελγικές αρχές διατυπώνουν την άποψη ότι η Επιτροπή πρέπει να περιορίσει την εξέτασή της στην αγορά δημοπράτησης ιχθύων. Δεδομένου ότι δεν δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά ούτε η AGVO ούτε η Pakhuizen, τα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ τους δεν έχουν καμία σχέση με την τρέχουσα διαδικασία. Γενικότερα, διατυπώνουν την άποψη ότι η Επιτροπή δεν έχει καθορίσει ορθά το πεδίο της εξέτασης και ότι υπάρχει κίνδυνος διπλού υπολογισμού των ενισχύσεων. Σχετικά με την ενίσχυση που έλαβε η AGVO

5.1.   ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ Η AGVO

(77)

Οι βελγικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η AGVO δεν αναπτύσσει καμία εμπορική δραστηριότητα και ότι, κατ’ επέκταση, δεν είναι δυνατόν να έχει καμία επίπτωση στον ανταγωνισμό. Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην AGVO δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση. Προσθέτουν επίσης ότι θα μπορούσαν ενδεχομένως να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης μόνο τα κονδύλια που διατέθηκαν στην EVO (π.χ. το τμήμα του αρχικού κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε στην EVO μέσω της AGVO). Δηλώνουν ότι τα υπόλοιπα κονδύλια διατέθηκαν για καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος και δεν επηρεάζουν τον ανταγωνισμό στους κόλπους της αγοράς δημοπράτησης ιχθύων.

(78)

Οι βελγικές αρχές επισημαίνουν ότι από το αρχικό κεφάλαιο εκκίνησης που προβλεπόταν να διατεθεί στην AGVO, το οποίο ανήρχετο σε 6 197 338,12 ευρώ, η εταιρεία έχει εισπράξει μέχρι στιγμής μόνο 3 569 667 ευρώ.

(79)

Όσον αφορά το δικαίωμα επιβολής φόρων ή τελών, οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι το δικαίωμα επιβολής φόρων συνδέεται με τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος της AGVO και δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση και ότι, σε κάθε περίπτωση, η AGVO δεν έχει την αρμοδιότητα να επιβάλλει φόρους για τις κλεισιάδες και το νεωλκείο.

(80)

Όσον αφορά τα ακίνητα, υποστηρίζουν ότι δεν έχει σημασία εάν η κυριότητα των ακινήτων ανήκει στον δήμο ή σε άλλον δημόσιο φορέα. Θεωρούν τη μεταβίβαση των ακινήτων στην AGVO απλώς ως έναν εσωτερικό καταμερισμό ακίνητης περιουσίας. Οι βελγικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η AGVO δεν αναπτύσσει εμπορικές δραστηριότητες και συνεπώς η μεταβίβαση των ακινήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση. Προσθέτουν δε ότι η μεταβίβαση των ακινήτων συνοδεύεται από την υποχρέωση επισκευής και διατήρησής τους σε καλή κατάσταση. Συνεπώς, η μεταβίβαση δεν συνιστά ευνοϊκή μεταχείριση της AGVO.

(81)

Εκτιμούν ακόμη ότι οι δωρεάν εγγυήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση διότι χορηγήθηκαν για δάνεια τα οποία έλαβε η AGVO για την επισκευή ακινήτων εκμισθωμένων σε δημόσιες αρχές. Παραδέχονται, πάντως, ότι ένα από τα δάνεια (ύψους 550 000 ευρώ) για τα οποία χορηγήθηκαν εγγυήσεις χρησιμοποιήθηκε όντως για την EVO.

(82)

Τέλος, οι βελγικές αρχές επισημαίνουν ότι η απόφαση Altmark είναι εν προκειμένω ανεφάρμοστη, καθώς τα δημόσια καθήκοντα της AGVO δεν είναι οικονομικής φύσης. Προσθέτουν δε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σταυροειδούς επιδότησης διότι η AGVO δεν αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα.

5.2.   ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ Η PAKHUIZEN

(83)

Το Βέλγιο υποστηρίζει ότι η Οστάνδη έχει περιορισμένα μόνο δικαιώματα επί της γης και ότι η σύμβαση εμφύτευσης έχει ως εκ τούτου μειωμένη εμπορική αξία. Επιπλέον, η Pakhuizen βαρύνεται με την υποχρέωση επισκευής και ανακαίνισης των ακινήτων, η οποία είναι ιδιαιτέρως δαπανηρή και αντισταθμίζει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε μεγάλο βαθμό το συμβολικό μίσθωμα.

(84)

Οι βελγικές αρχές προσθέτουν ότι η Pakhuizen δραστηριοποιείται μόνο στην αγορά διαχείρισης ακινήτων που χρησιμοποιούνται στον αλιευτικό κλάδο. Εκτιμούν ότι η δραστηριότητα της Pakhuizen πολύ δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εμπορική λόγω των υποχρεώσεων ανακαίνισης που βαρύνουν την εταιρεία και λόγω της χαμηλής αξίας των ακινήτων. Τέλος, επειδή τα ακίνητα που διαχειρίζεται η Pakhuizen μπορούν να εκμισθωθούν μόνο για δραστηριότητες συναφείς με τον αλιευτικό κλάδο, υποστηρίζουν ότι η Pakhuizen δεν ανταγωνίζεται με άλλες επιχειρήσεις.

(85)

Τέλος, οι βελγικές αρχές παρατηρούν ότι η AGVO αγόρασε τις μετοχές της Pakhuizen σε τιμή αγοράς και ότι η Pakhuizen εκμισθώνει τα ακίνητα σε τιμές αγοράς (λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν ήταν καλή κατάσταση καθώς δεν είχαν γίνει οι αναγκαίες επισκευές).

5.3.   ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ Η EVO

(86)

Οι βελγικές αρχές αναφέρουν ότι το γεγονός της δωρεάν διάθεσης των ακινήτων στην EVO αντισταθμίζεται από την υποχρέωση της τελευταίας να καλύπτει τις δαπάνες ανακαίνισης οι οποίες κανονικά βαρύνουν τον ιδιοκτήτη των ακινήτων.

(87)

Υποστηρίζουν στη συνέχεια ότι οι δωρεάν εγγυήσεις που χορηγήθηκαν στην EVO για δάνεια πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο του σχεδίου ιδιωτικοποίησης και αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας. Εκτιμούν ότι στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας ο δήμος ενήργησε ως ιδιώτης επενδυτής, καθώς η ανακεφαλαιοποίηση της ιχθυόσκαλας κρίθηκε περισσότερο αποδοτική από οικονομικής άποψης σε σύγκριση με το κλείσιμό της και ότι, μέσω της ιδιωτικοποίησης, ο δήμος θα είχε τη δυνατότητα να αποσβέσει την επένδυσή του μέσω του μισθώματος που θα ζητούσε από τον ιδιώτη ιδιοκτήτη της ιχθυόσκαλας. Οι βελγικές αρχές τονίζουν ακόμη ότι σχέδια ιδιωτικοποίησης της ιχθυόσκαλας υπήρχαν ήδη από το 2002 και ότι η ιδιωτικοποίηση ήταν δυνατή μόνο κατόπιν αναδιάρθρωσης.

(88)

Όσον αφορά τη δωρεάν εγγύηση συγκεκριμένα, επισημαίνουν ότι τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τη συμπλήρωση της χρηματοδότησης της ιχθυόσκαλας, η οποία χρηματοδοτήθηκε κατά κύριο λόγο μέσω της εισφοράς κεφαλαίου (στην AGVO και μέσω της AGVO στην EVO) από τον δήμο. Οι βελγικές αρχές επισημαίνουν ότι μέσω της εγγύησης ο δήμος μείωσε σημαντικά το κόστος της αναδιάρθρωσης. Προσθέτουν δε ότι χωρίς την εγγύηση του δήμου δεν θα είχε δοθεί κανένα δάνειο και υπογραμμίζουν ότι αποτελεί συνήθη εμπορική πρακτική η μητρική επιχείρηση να παρέχει εγγύηση για δάνεια τα οποία συνάπτει η θυγατρική της.

5.4.   ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΠΟΥ ΕΛΑΒΑΝ ΟΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ/ΟΙ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΕΣ

(89)

Οι βελγικές αρχές διαπιστώνουν ότι η Επιτροπή έχει υπολογίσει την ίδια ενίσχυση δύο φορές και ότι ουσιαστικά πρόκειται για μία ενίσχυση είτε προς την EVO είτε προς τους αλιείς, όχι όμως προς αμφότερους. Θεωρούν ότι αν τα σχετικά μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση, τότε η τελευταία αφορά την EVO και την Pakhuizen –καθώς δυσχεραίνει τον ανταγωνισμό σε αυτό το επίπεδο– και όχι τους πλοιοκτήτες και τις αλιευτικές επιχειρήσεις. Προσθέτουν πάντως ότι, σε κάθε περίπτωση, η EVO και η Pakhuizen δεν παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς. Συγκεκριμένα, για την EVO, διευκρινίζουν ότι η τελευταία παρέχει υπηρεσίες που παρέχονται και από άλλες επιχειρήσεις. Παρατηρούν ακόμη ότι η EVO δεν προσφέρει εγκαταστάσεις αποθήκευσης, δεν παρέχει δωρεάν ηλεκτρική ενέργεια ούτε είναι υπεύθυνη για τον λιμένα και το νεωλκείο. Αναφέρουν δε ότι το κόστος της ύδρευσης είναι ενσωματωμένο στο τέλος δημοπρασίας και ότι η EVO δεν χορηγεί δάνεια σε τιμές αγοράς σε πλοιοκτήτες. Δηλώνουν, τέλος, ότι, στην πράξη, η EVO δεν έχει εφαρμόσει ποτέ τα άρθρα της σύμβασης που υποχρεώνουν τους πλοιοκτήτες να δημοπρατήσουν τα αλιεύματά τους στην EVO.

6.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ

(90)

Το Βέλγιο ενημέρωσε την Επιτροπή ότι, στις 22 Μαΐου 2008, αποφασίστηκε η ιδιωτικοποίηση της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης και ότι ο δήμος ξεκίνησε δημόσια διαδικασία επιλογής με σκοπό την προσέλκυση επιχειρησιακού εταίρου για την εκμετάλλευση της EVO.

(91)

Στις παρατηρήσεις του, το Βέλγιο διευκρινίζει ότι η ιδιωτικοποίηση θα πραγματοποιηθεί μέσω της ίδρυσης νέας οντότητας η οποία θα αναλάβει επ’ ονόματί της την εκμετάλλευση της ιχθυόσκαλας. Τα ακίνητα της ιχθυόσκαλας θα επιστραφούν στον δήμο, ενώ η νέα οντότητα θα κληθεί να υπογράψει συμφωνία μίσθωσης με τον δήμο. Η τελευταία, δεν θα είναι υποχρεωμένη να εξαγοράσει τα λοιπά στοιχεία ενεργητικού της ιχθυόσκαλας (υπαλλήλους, περιέκτες ιχθύων, συμβάσεις, δάνεια σε πλοιοκτήτες κ.λπ.).

(92)

Καθώς η διαπραγμάτευση της πώλησης και της συμφωνίας μίσθωσης θα γίνει σε τιμές αγοράς, καμία ενίσχυση δεν θα μεταβιβαστεί στη νέα οντότητα και καμία ενίσχυση δεν μπορεί να ανακτηθεί από αυτήν.

(93)

Με την επιστολή του της 16ης Νοεμβρίου 2009, το Βέλγιο ενημέρωσε την Επιτροπή για τις εξελίξεις στη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης.

(94)

Στην εν λόγω επιστολή, το Βέλγιο αναφέρει ότι, σαν πρώτο βήμα, επιστράφηκε στον δήμο στις 4 Σεπτεμβρίου 2009 η κυριότητα των ακινήτων που ανήκαν στην AGVO, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που σχετίζονταν με τα εν λόγω ακίνητα (μισθωτήρια συμβόλαια). Ο δήμος ανέλαβε επίσης διάφορα δάνεια της AGVO και της Pakhuizen. Ακολούθως, η κυριότητα των ακινήτων μεταβιβάστηκε στην Περιφέρεια της Φλάνδρας η οποία με τη σειρά της κατέβαλε αποζημίωση στον δήμο με διάφορους τρόπους: η Περιφέρεια της Φλάνδρας κατέβαλε στον δήμο 3 500 000 ευρώ ενώ του παραχώρησε το δικαίωμα να εισπράττει μέχρι την 1η Ιανουαρίου ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέχρι την 30ή Ιουνίου 2010 τα μισθώματα που κατέβαλαν οι δημόσιοι και ημι-δημόσιοι οργανισμοί οι οποίοι μίσθωναν τα ακίνητα. Τέλος, η Περιφέρεια της Φλάνδρας ανέλαβε διάφορα χρέη ή/και δάνεια του δήμου.

(95)

Το Βέλγιο υποστηρίζει ότι με την ανάκτηση της κυριότητας των ακινήτων από τον δήμο τίθεται τέλος στο ζήτημα της κρατικής ενίσχυσης.

(96)

Το Βέλγιο ανέφερε ακόμη ότι η Pakhuizen αποφάσισε να τερματίσει τη σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης που είχε συνάψει με τον δήμο το 1989. Το Βέλγιο αναμένει σύντομα την εκκαθάριση της Pakhuizen και έτσι, κατά την άποψή του, θα καταστεί άνευ αντικειμένου η διαδικασία που αφορά τις κρατικές ενισχύσεις.

(97)

Όσον αφορά την EVO, το Βέλγιο διευκρίνισε ότι ο υποψήφιος που πληρούσε τα κριτήρια επιλογής δεν πρότεινε ικανοποιητικούς για τον δήμο όρους. Η EVO θα συνεχίσει επομένως να υπάρχει μέχρις ότου βρεθεί κατάλληλος υποψήφιος ο οποίος θα εξαγοράσει τα στοιχεία ενεργητικού της EVO.

(98)

Το Βέλγιο αναφέρει, τέλος, ότι η AGVO θα συνεχίσει να υπάρχει μέχρις ότου τακτοποιηθούν όλα τα εναπομένοντα χρέη και όλες οι εναπομένουσες υποχρεώσεις.

(99)

Το Βέλγιο ζητεί από την Επιτροπή να αναβάλει την απόφασή της μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση.

7.   ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ

(100)

Το Βέλγιο αναφέρει, όσον αφορά το ζήτημα της Ισλανδίας, ότι η EVO δεν αγόρασε ποτέ αλιεύματα απευθείας από ισλανδούς πλοιοκτήτες ή αλιείς παρά μόνο από ισλανδικές ιχθυόσκαλες, μέσω αντιπροσώπου πωλήσεων.

(101)

Το Βέλγιο προσθέτει δε ότι πολύ σύντομα διαπιστώθηκε ότι η μεταπώληση των ισλανδικών αλιευμάτων δεν ήταν επικερδής. Έτσι, ύστερα από έναν χρόνο περίπου, στις 17 Μαρτίου 2006, αποφασίστηκε να δοθεί τέλος στην τακτική αυτή των αγορών και των μεταπωλήσεων αλιευμάτων. Το Βέλγιο υπέβαλε αντίγραφο της εν λόγω απόφασης.

(102)

Το Βέλγιο διευκρινίζει ότι η αγορά αλιευμάτων από ισλανδικές ιχθυόσκαλες σε υψηλές τιμές και η μεταπώλησή τους στην Οστάνδη σε χαμηλότερες τιμές δεν εντασσόταν στο πλαίσιο κάποιας στρατηγικής που αποσκοπούσε στην προσέλκυση ισλανδικών αλιευμάτων στην Οστάνδη, αλλά οφειλόταν στο γεγονός ότι τα αλιεύματα υψηλότερης ποιότητας που αγόραζε ο αντιπρόσωπος πωλήσεων στην Ισλανδία και που προορίζονταν για την EVO δεν έφταναν ποτέ σε αυτήν. Αντιθέτως, αγοράζονταν απευθείας από ιδιωτική επιχείρηση τεμαχισμού ιχθύων σε φιλέτα, με την επωνυμία Luna Fish, ενώ τα ισλανδικά αλιεύματα χαμηλότερης ποιότητας έφταναν μεν στην EVO χωρίς όμως να μπορούν να πωληθούν σε προσοδοφόρες τιμές ακριβώς λόγω της χαμηλότερης ποιότητάς τους. Το Βέλγιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η EVO έπεσε μάλλον θύμα αυτών των πρακτικών. Ο εντεταλμένος διαχειριστής των εταιρειών AGVO και EVO και ο εμπορικός διευθυντής απολύθηκαν όταν αποκαλύφθηκε το πρόβλημα.

(103)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί δωρεάν διάθεσης δημοσίων υπαλλήλων για την επιτέλεση διοικητικών και λογιστικών καθηκόντων καθώς και εργασιών συντήρησης, το Βέλγιο απαντά ότι οι δηλώσεις της ZV παραμένουν απλοί ισχυρισμοί και ότι η EVO έχει δικούς της υπαλλήλους για την επιτέλεση αυτών των καθηκόντων και ότι, επιπλέον, ορισμένοι υπάλληλοι της EVO εκτελούν ενίοτε καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος (συντήρηση της οδικής αρτηρίας της ιχθυόσκαλας).

(104)

Το Βέλγιο αναφέρει ακόμη ότι κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ του ισχυρισμού της ZV ότι η EVO παρείχε εγγυήσεις ελάχιστης τιμής βάσει της τιμής δημοπράτησης στην ιχθυόσκαλα Zeebrugse. Το Βέλγιο προσθέτει δε ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις ενδέχεται να είχαν προβάλει τον ισχυρισμό αυτόν κατά τις διαπραγματεύσεις με την ZV, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν καλύτερους εμπορικούς όρους από την ZV.

(105)

Σχετικά με την επιχείρηση τεμαχισμού ιχθύων σε φιλέτα με την επωνυμία Ostend Filleting Factory (OFF), το Βέλγιο τονίζει ότι τα έγγραφα που υπέβαλαν οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι αναφέρουν απλώς ότι η OFF συστάθηκε από ιδιώτες, χωρίς να διευκρινίζουν πώς ακριβώς προέβη σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Το Βέλγιο αναφέρει ότι η Pakhuizen απέκτησε το 60 % των μετοχών της OFF μόλις τον Μάρτιο του 2006. Η επωνυμία «OFF» τροποποιήθηκε στη συνέχεια σε «Ostend Premium Fish bvba» και η επιχείρηση τελικά κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 14 Ιανουαρίου 2008.

(106)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί ζημιών λόγω των κρατικών ενισχύσεων, τον οποίο διατύπωσαν οι επιχειρήσεις επισκευής πλοίων Gardec και Flanders Ship Repair, το Βέλγιο εκτιμά ότι, ακόμη και αν οι κρατικές ενισχύσεις προσέλκυαν όντως τα σκάφη στην Οστάνδη και όχι στην πόλη Zeebrugge, η αιτιώδης συνάφεια με τις ζημίες δεν μπορεί να αποδειχθεί σε καμία περίπτωση. Το Βέλγιο υποστηρίζει ότι οι πλοιοκτήτες δεν επισκευάζουν πάντοτε τα σκάφη τους στον λιμένα νηολόγησής τους αλλά, αντιθέτως, αναζητούν φθηνότερες υπηρεσίες επισκευής στην Ανατολική Ευρώπη (Πολωνία). Το Βέλγιο σημειώνει ότι στην Οστάνδη παρατηρείται σαφής μείωση των επιχειρήσεων επισκευής πλοίων.

8.   ΕΝΤΟΛΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

(107)

Με επιστολές της στις 13 Μαρτίου και στις 26 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε από τις βελγικές αρχές πληροφορίες για τη νομική κατάσταση της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης και την ανάμειξη του κράτους, καθώς και αναλυτικές πληροφορίες για τα οικονομικά ποσά που διακινήθηκαν μεταξύ του κράτους και της ιχθυόσκαλας.

(108)

Στην επιστολή τους με ημερομηνία 19 Οκτωβρίου 2006, οι βελγικές αρχές επεσήμαναν ότι παράλληλα με την εμπορική της δραστηριότητα (εκμετάλλευση της ιχθυόσκαλας), η AGVO ήταν επίσης επιφορτισμένη με καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος. Οι πληροφορίες που παρείχαν οι βελγικές αρχές για το συγκεκριμένο θέμα δεν ήταν, ωστόσο, επαρκείς και δεν περιείχαν στοιχεία από τα οποία να μπορεί η Επιτροπή να εκτιμήσει κατά πόσον τα πλεονεκτήματα που χορήγησε ο δήμος στην AGVO μπορούσαν ή όχι να θεωρηθούν αντιστάθμιση για καθήκοντα γενικού (οικονομικού) συμφέροντος και κατά πόσον υπήρξε υπερβολική αποζημίωση και κίνδυνος σταυροειδούς επιδότησης.

(109)

Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η Επιτροπή ζήτησε από τις βελγικές αρχές, με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2007, να παράσχουν αναλυτικές πληροφορίες για τα δημόσια καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στην AGVO. Συγκεκριμένα, ζήτησε να μάθει εάν και επί ποιας βάσης τα εν λόγω καθήκοντα μπορούσαν να θεωρηθούν καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια της απόφασης 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (15).

(110)

Στην επιστολή που απέστειλαν στις 27 Νοεμβρίου 2007, οι βελγικές αρχές ανέφεραν απλώς ότι κανένα από τα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στην AGVO δεν ήταν οικονομικό και ότι η απόφαση αριθ. 2005/842/ΕΚ δεν είχε σχέση με το θέμα. Διευκρίνιζαν δε ότι η AGVO δεν λαμβάνει αποζημίωση για κανένα από τα δημόσια καθήκοντα που επιτελεί.

(111)

Στην απόφαση που εξέδωσε στις 2 Ιουλίου 2008 για κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen συγκρότησαν όμιλο επιχειρήσεων ο οποίος δραστηριοποιούταν στην αγορά δημοπράτησης ιχθύων και επικουρικών υπηρεσιών και ότι τους χορηγούνταν από το δήμο διάφορα πλεονεκτήματα τα οποία προκαλούσαν στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά. Όσον αφορά την αποζημίωση για την επιτέλεση δημόσιων καθηκόντων, η Επιτροπή επεσήμανε ότι ο φάκελος δεν περιείχε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι πληρούνταν τα κριτήρια που είχε καθορίσει το Δικαστήριο στη νομολογία Altmark. Επιπλέον, λόγω της έλλειψης πληροφοριών για το συγκεκριμένο θέμα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποφανθεί εάν ειδικά το δικαίωμα καθορισμού και είσπραξης φόρων μπορούσε να θεωρηθεί αποζημίωση για την παροχή υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος και εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης. Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 121 της απόφασής της για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή κάλεσε τις βελγικές αρχές να υποβάλουν κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να συμβάλει στην αξιολόγηση των εξεταζόμενων μέτρων.

(112)

Στις παρατηρήσεις τους, τις οποίες έλαβε η Επιτροπή στις 8 Σεπτεμβρίου 2008, και στη συνάντηση παρακολούθησης που πραγματοποιήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2008, οι βελγικές αρχές δεν παρείχαν πρόσθετα στοιχεία τα οποία επέτρεπαν στην Επιτροπή να εκτιμήσει κατά πόσον μπορούσαν τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στην AGVO να θεωρηθούν αποζημίωση για την επιτέλεση καθηκόντων γενικού (οικονομικού) συμφέροντος. Αντίθετα, οι βελγικές αρχές επανέλαβαν ότι τα κριτήρια της νομολογίας Altmark δεν ήταν συναφή διότι η AGVO επιτελούσε μόνο δημόσια καθήκοντα.

(113)

Η συγκεκριμένη απάντηση δεν κρίθηκε, ωστόσο, ικανοποιητική καθώς η AGVO συμμετείχε και σε οικονομικές δραστηριότητες.

(114)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η Επιτροπή ζήτησε με εντολή παροχής πληροφοριών η οποία εκδόθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2009 κάθε χρήσιμη πληροφορία, και συγκεκριμένα:

κατάλογο των διαφόρων δραστηριοτήτων που είχαν ανατεθεί στην AGVO με διάκριση μεταξύ οικονομικών δραστηριοτήτων, καθηκόντων μη οικονομικού δημόσιου συμφέροντος και καθηκόντων γενικού οικονομικού συμφέροντος,

τις παραμέτρους υπολογισμού, ελέγχου και αναθεώρησης της αποζημίωσης για την επιτέλεση των καθηκόντων μη οικονομικού δημόσιου συμφέροντος αφενός, και της αποζημίωσης για την επιτέλεση των καθηκόντων οικονομικού δημόσιου συμφέροντος αφετέρου,

τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και επιστροφή τυχόν υπερβολικής αποζημίωσης,

το κόστος εκπλήρωσης της υποχρέωσης παροχής των οικονομικών δημόσιων υπηρεσιών, των μη οικονομικών δημόσιων υπηρεσιών και των λοιπών υπηρεσιών, καθώς και τα συναφή έσοδα,

αποσπάσματα εσωτερικών λογαριασμών από τα οποία να προκύπτουν ξεχωριστά οι δαπάνες και αποδείξεις για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, για την παροχή υπηρεσιών γενικού μη οικονομικού συμφέροντος και για την παροχή λοιπών υπηρεσιών, καθώς και τις παραμέτρους κατανομής εξόδων και εσόδων,

εάν υπάρχουν, έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η AGVO συμμορφώνεται με το τέταρτο κριτήριο της νομολογίας Altmark, σύμφωνα με το οποίο το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση του ίδιου κλάδου, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλη εξοπλισμένη, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

(115)

Στην επιστολή τους με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 2009, οι βελγικές αρχές επαναλαμβάνουν ότι η AGVO είναι επιφορτισμένη με τα ακόλουθα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος: διαχείριση του αλιευτικού λιμένα, ανακαίνιση και εκμίσθωση ακινήτων σε δημόσιους και ημι-δημόσιους οργανισμούς, και διαχείριση και συντήρηση των δημόσιων εγκαταστάσεων (συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης της οδικής αρτηρίας που οδηγεί στην ιχθυόσκαλα). Υποστηρίζουν ότι τα εν λόγω καθήκοντα είναι δημοσίου συμφέροντος καθώς δεν επιτελούνται προς όφελος συγκεκριμένων αποδεκτών. Δεν κάνουν διάκριση μεταξύ καθηκόντων γενικού μη οικονομικού συμφέροντος και υπηρεσιών δημόσιου οικονομικού συμφέροντος, παραδέχονται όμως ότι κάποια ή όλα τα δημόσια καθήκοντα μπορεί να είναι οικονομικής φύσης.

(116)

Οι βελγικές αρχές παραδέχονται ότι η AGVO ασκεί, μέσω της θυγατρικής της EVO, εμπορικές δραστηριότητες, δηλαδή την εκμετάλλευση της ιχθυόσκαλας η οποία δεν συνιστά δραστηριότητα δημοσίου συμφέροντος.

(117)

Οι βελγικές αρχές δηλώνουν ότι η AGVO δεν λαμβάνει ουσιαστικά αποζημίωση για τα καθήκοντα γενικού συμφέροντος που επιτελεί. Τα εν λόγω καθήκοντα χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της AGVO. Συνεπώς, δεν υπάρχει συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της αποζημίωση. Οι βελγικές αρχές προσθέτουν ότι από τους λογαριασμούς της AGVO και της EVO δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ των εξόδων και των εσόδων που σχετίζονται με τα καθήκοντα γενικού συμφέροντος και τα εμπορικά καθήκοντα.

9.   ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ

(118)

Όπως συνάγεται από διάφορες παραγράφους της απόφασης κίνησης της διαδικασίας επίσημης εξέτασης (π.χ. από την αιτιολογική σκέψη 85), το πεδίο της εξέτασης δεν αφορά μόνο την αγορά δημοπράτησης ιχθύων, αλλά περιλαμβάνει και δραστηριότητες άμεσα συνυφασμένες με αυτήν (εκμίσθωση ακινήτων γύρω από την ιχθυόσκαλα, διαχείριση του αλιευτικού λιμένα κ.λπ.). Συνεπώς, η τρέχουσα διαδικασία αφορά και τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν η AGVO και η Pakhuizen τα οποία δεν έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία της ιχθυόσκαλας.

(119)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στην EVO, είτε απευθείας από τον δήμο είτε από την AGVO. Στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, το αρχικό κεφάλαιο της EVO και οι επακόλουθες αυξήσεις κεφαλαίου δεν εξετάστηκαν ως μέτρα ξεχωριστά από την τμηματική καταβολή κεφαλαίου στην AGVO. Ελήφθησαν απλώς υπόψη ως ένας από τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποίησε η AGVO την τμηματική καταβολή κεφαλαίου από τον δήμο. Ωστόσο, στις παρατηρήσεις τους, οι βελγικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε επαρκή διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων και των καθηκόντων που ασκούσαν οι εταιρείες AGVO, Pakhuizen και EVO και ότι, λόγω του καταμερισμού των καθηκόντων μεταξύ της AGVO και της EVO, τα πλεονεκτήματα που απολάμβανε η AGVO σχετίζονται με την τρέχουσα εξέταση μόνο στον βαθμό στον οποίον είχαν «μεταβιβαστεί» στην EVO. Συνεπώς, για λόγους σαφήνειας και σε απάντηση των ισχυρισμών των βελγικών αρχών, η παροχή αρχικού κεφαλαίου στην EVO και οι επακόλουθες αυξήσεις κεφαλαίου εξετάζονται ξεχωριστά στο σημείο 10.1.2.1.3. Το ζήτημα του πραγματικού δικαιούχου της ενίσχυσης εξετάζεται στην αιτιολογική σκέψη 319.

10.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

10.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(120)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ: «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει διαφορετικά».

10.1.1.   ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

(121)

Όπως προαναφέρθηκε, η συγκεκριμένη εξέταση αφορά τις κρατικές ενισχύσεις που ενδεχομένως χορηγήθηκαν στις εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen, και στις αλιευτικές επιχειρήσεις που κάνουν χρήση της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης και των υπηρεσιών της EVO και της Pakhuizen. Όλες οι οντότητες αυτές πρέπει να χαρακτηριστούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ. Η μόνη οντότητα για την οποία οι βελγικές αρχές αμφισβητούν σοβαρά τον ανωτέρω χαρακτηρισμό είναι η AGVO, η οποία σύμφωνα με τις βελγικές αρχές επιτελεί απλώς καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος.

(122)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές η AGVO επιτελεί «καθήκοντα δημόσιου συμφέροντος» («taken van openbaar belang»). Από τα στοιχεία, ωστόσο, προκύπτει ότι η AGVO συμμετέχει σε οικονομικές δραστηριότητες και πρέπει επομένως να θεωρηθεί επιχείρηση (16) κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ, για τους λόγους που αναπτύσσονται αναλυτικά στις παραγράφους 123 έως και 129.

(123)

Η AGVO εκμισθώνει ακίνητα σε δημόσιους και ημιδημόσιους οργανισμούς και σε επιχειρήσεις. Συνεπώς, η AGVO παρέχει απευθείας υπηρεσίες στην αγορά (υπηρεσίες εκμίσθωσης).

(124)

Η AGVO είναι επίσης επιφορτισμένη με την εκμετάλλευση και τη διαχείριση του αλιευτικού λιμένα. Όπως επιβεβαίωσαν το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο στην υπόθεση Aeroports de Paris (17), η διαχείριση υποδομών συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Όσον αφορά τις λιμενικές υποδομές, αυτό έχει επιβεβαιωθεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση των φλαμανδικών λιμένων και στην υπόθεση του λιμένα του Ρότερνταμ (18). Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η AGVO παρέχει υπηρεσίες, αγαθά και υποδομές έναντι τιμήματος. Πράγματι, σύμφωνα με το καταστατικό της, η AGVO δικαιούται να καθορίζει και να επιβάλλει τέλη για τις υπηρεσίες που παρέχει.

(125)

Επιπλέον, η AGVO διαθέτει εμμέσως στην αγορά αγαθά και υπηρεσίες μέσω των θυγατρικών της EVO και Pakhuizen.

(126)

Η AGVO έχει ελέγχουσα συμμετοχή στην EVO και στην Pakhuizen και ασκεί τον έλεγχο αυτόν στην πράξη συμμετέχοντας άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση:

Όλα σχεδόν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της AGVO είναι επίσης μέλη των διοικητικών συμβουλίων της EVO και της Pakhuizen. Κατά την περίοδο 2005-2007, η AGVO και η EVO ήταν μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Pakhuizen.

Σύμφωνα με το καταστατικό της, η AGVO είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση, την ανάπτυξη και την εκμετάλλευση της ιχθυόσκαλας και της αλιευτικής αποβάθρας της Οστάνδης και των παραρτημάτων της, καθώς και με την ανάπτυξη κάθε άλλης δραστηριότητας που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τις προαναφερθείσες. Με άλλα λόγια, η AGVO υποχρεούται, βάσει του καταστατικού της, να συμμετέχει στη διαχείριση της ιχθυόσκαλας.

(127)

Μεταξύ της AGVO, της EVO και της Pakhuizen υπάρχουν και άλλοι δεσμοί οι οποίοι καταδεικνύουν περαιτέρω την ύπαρξη οργανικών και λειτουργικών σχέσεων μετα της AGVO και των θυγατρικών της: Η AGVO παρείχε εγγυήσεις για τη χορήγηση δανείων στην EVO, η AGVO θέτει ακίνητα στη διάθεση της EVO και της Pakhuizen, ενώ από τους ετήσιους λογαριασμούς της AGVO προκύπτει ότι η τελευταία χορηγούσε τακτικά δάνεια στην EVO και στην Pakhuizen.

(128)

Όλα αυτά τα στοιχεία επιτρέπουν στην AGVO α επιδίδεται σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τον έλεγχο, αλλά και με την καθοδήγηση και την οικονομική στήριξη της EVO και της Pakhuizen (19). Για τους λόγους αυτούς, και η AGVO πρέπει να θεωρηθεί επιχείρηση για τους σκοπούς της νομοθεσίας ανταγωνισμού, ιδίως λόγω της συμμετοχής της στην EVO και στην Pakhuizen.

(129)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν ότι η EVO και η Pakhuizen είναι τα επιχειρησιακά σκέλη της AGVO, ότι η AGVO συμμετείχε σε εμπορικές δραστηριότητες μέσω της EVO και ότι τα μέτρα που ευνοούν την AGVO μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην αγορά μέσω της EVO. Στις παρατηρήσεις και στις απαντήσεις τους τείνουν να αναφέρονται στην AGVO, στην Pakhuizen και στην EVO σαν να είναι μία ενιία επιχείρηση, και έχουν επίσης δηλώσει ρητώς ότι η AGVO και η EVO πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μία και μοναδική οντότητα.

(130)

Επισημαίνεται, τέλος, ότι η AGVO δεν τηρεί ξεχωριστούς λογαριασμούς για τα οικονομικά και μη οικονομικά της καθήκοντα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σταυροειδούς επιδότησης.

10.1.2.   ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

10.1.2.1.    Πλεονεκτήματα που απολάμβανε η AGVO

10.1.2.1.1.   Αρχικό κεφάλαιο

(131)

Οι δημόσιες επενδύσεις θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις όταν καθίσταται προφανές ότι η δημόσια αρχή που εισφέρει κεφάλαιο σε μια επιχείρηση δεν παρέχει απλώς μετοχικό κεφάλαιο υπό κανονικές οικονομικές συνθήκες αγοράς. Αυτό ισχύει όταν η οικονομική θέση της εταιρείας, και συγκεκριμένα η διάρθρωση και ο όγκος των χρεών της, είναι τέτοια ώστε δεν είναι δυνατόν να αναμένεται κανονική απόδοση (σε μερίσματα ή σε κεφαλαιακά κέρδη) εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την επένδυση του κεφαλαίου. Πρέπει επομένως να εκτιμηθεί κατά πόσον, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας μεγέθους συγκρίσιμου προς το μέγεθος των οργανισμών που διαχειρίζονται τον δημόσιο τομέα, θα μπορούσε να λάβει την απόφαση να προβεί σε εισφορές κεφαλαίου τέτοιας έκτασης στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της εν λόγω επιχείρησης ή θα προτιμούσε τη θέση της υπό εκκαθάριση αν ληφθούν κυρίως υπόψη τα διαθέσιμα κατά τον χρόνο των εισφορών στοιχεία και οι τότε προβλέψεις για τις εξελίξεις (20).

(132)

Οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι η απόφαση του δήμου να διαθέσει στην AGVO αρχικό κεφάλαιο ύψους 250 εκατ. βελγικών φράγκων (6 179 338 ευρώ) ήταν εύλογη από οικονομικής άποψης. Η απόφαση αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας ελήφθη βάσει χρηματοδοτικού και επιχειρηματικού σχεδίου από τα οποία προέκυπτε ότι, με περιορισμένες επενδύσεις, η ιχθυόσκαλα μπορούσε να καταστεί εκ νέου κερδοφόρα ύστερα από οκτώ χρόνια εάν απαλλασσόταν από τις ζημίες του παρελθόντος. Οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι την ίδια απόφαση θα είχε λάβει σε παρόμοια κατάσταση και ένας ιδιώτης επιχειρηματίας.

(133)

Βάσει των πληροφοριών που τέθηκαν στη διάθεσή της, η Επιτροπή δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή.

(134)

Όπως προαναφέρθηκε, η ιχθυόσκαλα της Οστάνδης είχε κακή λειτουργία και το μερίδιό της στην αγορά μειωνόταν διαρκώς το χρονικό διάστημα πριν από την αναδιάρθρωση. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, σε παρόμοια περίπτωση, ένας μέσος ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα είχε επιλέξει να διαθέσει αρχικό κεφάλαιο άνω των έξι εκατ. ευρώ βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνο σε ένα σχέδιο χρηματοδότησης που ανέπτυσσε ένα «αισιόδοξο σενάριο» για τις οικονομικές προβλέψεις της περιόδου 2002/2010 και σε ένα επιχειρηματικό σχέδιο δύο μόλις σελίδων.

(135)

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται αναλυτικά στην αιτιολογική σκέψη 259, η AGVO, ως φυσική συνέχεια της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης, χαρακτηριζόταν ως προβληματική επιχείρηση κατά την εποχή που διατέθηκε το αρχικό κεφάλαιο. Σε περίπτωση προβληματικής επιχείρησης, ο μέσος ιδιώτης επιχειρηματίας θα επεδίωκε να λάβει επαρκείς διασφαλίσεις για τις μελλοντικές προοπτικές της εταιρείας και δεν θα αρκούταν στα έγγραφα βάσει των οποίων έλαβε την απόφασή του ο δήμος.

(136)

Η Επιτροπή επισημαίνει αφενός το ύψος της επένδυσης και αφετέρου τις διαρκείς ζημιές που κατέγραφε η ιχθυόσκαλα της Οστάνδης επί σειρά ετών (21). Υπό το φως, ειδικότερα, των δύο αυτών στοιχείων, στα οποία προστίθεται το γεγονός ότι η επιχείρηση λειτουργούσε σε μία ιδιαίτερα ανταγωνιστική αλλά συρρικνούμενη αγορά, ο μέσος ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε βασίσει την απόφασή του σε πολύ λεπτομερέστερα χρηματοδοτικά και επιχειρηματικά σχέδια που θα ανέπτυσσαν διάφορες υποθέσεις και σενάρια, αντί να λάβει υπόψη του ένα σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο βασιζόταν σε μία μόνο υπόθεση, η οποία, επιπλέον, χαρακτηρίστηκε «αισιόδοξη».

(137)

Ο μέσος ιδιώτης επιχειρηματίας θα ζητούσε επίσης την εκπόνηση μελέτης ειδικά για τις δυνατότητες που υφίσταντο εκείνη τη χρονική περίοδο για τον συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο στην αγορά, βάσει των υφιστάμενων τιμών των εκφορτωνόμενων αλιευμάτων και της τοπικής ζήτησης και, επιπλέον, θα ζητούσε την εκπόνηση σχεδίου στο οποίο θα περιγράφονταν αναλυτικά ο τρόπος αναδιάρθρωσης της δραστηριότητας, και τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή εκ νέου καταγραφής των τεράστιων ζημιών του παρελθόντος και για την τόνωση της παραγωγικότητας (νέες επενδύσεις, νέα στρατηγική εμπορικής προώθησης κ.λπ.)

(138)

Το επιχειρηματικό σχέδιο, πάντως, δεν περιέχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία.

(139)

Επιπλέον, βασίζεται σε διάφορες υποθέσεις και περιστατικά τα οποία θεωρούνται δεδομένα και δεν αποσαφηνίζονται ούτε αιτιολογούνται, ενώ ορισμένες φορές φαίνεται να είναι υπερβολικά υποθετικά ή μη ρεαλιστικά. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να γίνει δεκτή η υπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών των δραστηριοτήτων δημοπράτησης αναμένεται να αυξηθεί κατά 10 % μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, τη στιγμή που κατά το χρονικό διάστημα πριν από την αναδιάρθρωση οι εκφορτώσεις αλιευμάτων και ο κύκλος εργασιών παρουσίαζαν σταθερή μείωση, η αγορά είχε καταστεί ιδιαίτερα ανταγωνιστική και οι αλιευτικές ποσοστώσεις σημείωναν πτωτική τάση. Εξηγήσεις δεν παρέχονται ούτε σχετικά με τον υπολογισμό των κοινωνικών δαπανών, του κόστους εξωτερικής ανάθεσης και των δαπανών για υδροδότηση και ηλεκτροδότηση. Επιπλέον, στο επιχειρηματικό σχέδιο οι δαπάνες εμφανίζονται απολύτως σταθερές κατά τα εννέα χρόνια από τη σύσταση της AGVO. Αυτό είναι όμως σχεδόν αδύνατο, ιδίως δε από τη στιγμή που ο κύκλος εργασιών αναμένεται να διπλασιαστεί κατά την ίδια περίοδο.

(140)

Συνεπώς, το χρηματοδοτικό και το επιχειρηματικό σχέδιο, εκτός του ότι δεν είναι αναλυτικά και παρουσιάζουν ελλείψεις, στερούνται συν τοις άλλοις αξιοπιστίας. Ο μέσος ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε βασιστεί ποτέ σε αυτά τα σχέδια προκειμένου να επενδύσει 250 εκατ. βελγικά φράγκα σε μια ζημιογόνα επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε μια συρρικνούμενη αγορά (22).

(141)

Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το χρηματοδοτικό και το επιχειρηματικό σχέδιο ήταν ολοκληρωμένα και αξιόπιστα —κάτι που δεν ισχύει— η Επιτροπή επισημαίνει ότι και πάλι ο ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε επενδύσει το ποσό που επένδυσε ο δήμος. Από το χρηματοδοτικό και το επιχειρηματικό σχέδιο προκύπτει δε ότι αρκούσε κάλλιστα μικρότερο κεφάλαιο. Δεδομένης της χαμηλής απόδοσης του κεφαλαίου, ο μέσος ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα είχε επενδύσει τόσο μεγάλο ποσό εάν δεν ήταν αναγκαίο.

(142)

Οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι η απόφαση συνέχισης των υπό εξέλιξη δραστηριοτήτων της ιχθυόσκαλας ήταν περισσότερο λογική από το κλείσιμό της.

(143)

Ωστόσο, οι βελγικές αρχές δεν παρέχουν κανένα στοιχείο για το κόστος τερματισμού των δραστηριοτήτων αυτών ούτε εξηγούν γιατί το κλείσιμο της ιχθυόσκαλας δεν ήταν λογική απόφαση.

(144)

Οι βελγικές αρχές επιχειρούν ακόμη να αιτιολογήσουν τον ορθολογικό χαρακτήρα της απόφασης που ελήφθη το 2001 σχετικά με τη διάθεση 250 εκατ. βελγικών φράγκων στην AGVO μέσω της απόφασης ιδιωτικοποίησης της ιχθυόσκαλας. Υποστηρίζουν ότι η υπό εξέλιξη ιδιωτικοποίηση ήταν μέρος του σχεδίου αναδιάρθρωσης που αποφασίστηκε το 2001 και ότι η ιδιωτικοποίηση της ιχθυόσκαλας δεν ήταν δυνατή χωρίς την αναδιάρθρωση.

(145)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία και πρακτική, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το Δημόσιο επέδειξε συμπεριφορά συνετού επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του Δημοσίου ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη πρέπει να κρίνεται εντός του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης και να αποφεύγεται συνεπώς οποιαδήποτε εκτίμηση με βάση μεταγενέστερες καταστάσεις (23).

(146)

Οι βελγικές αρχές δηλώνουν ότι η υπό εξέλιξη ιδιωτικοποίηση εντάσσεται στο πλαίσιο της απόφασης αναδιάρθρωσης η οποία ελήφθη το 2001 και ότι ο ορθολογικός χαρακτήρας της απόφασης για την αναδιάρθρωση της ιχθυόσκαλας θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό το φως αυτής της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, όπως προκύπτει από τα διάφορα έγγραφα που υπέβαλαν οι βελγικές αρχές. Συγκεκριμένα, η πρόθεση ιδιωτικοποίησης της ιχθυόσκαλας δεν αναφέρεται στην απόφαση αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας, ούτε στο επιχειρηματικό ή στο χρηματοδοτικό σχέδιο. Από κανένα στοιχείο των εγγράφων αυτών δεν προκύπτει ότι η απόφαση επένδυσης 6 200 000 ευρώ στην ιχθυόσκαλα είχε (μεταξύ άλλων) ως κίνητρο –ή αιτιολογείτο από– το γεγονός ότι η εν λόγω επένδυση θα καθιστούσε δυνατή την ιδιωτικοποίηση της ιχθυόσκαλας μετά το πέρας συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Ο ισχυρισμός τους δύσκολα συμβιβάζεται άλλωστε και με το καταστατικό της AGVO σύμφωνα με το οποίο η AGVO ιδρύεται για αόριστο χρονικό διάστημα, με το γεγονός ότι πρόθεση του δήμου είναι να διατηρεί τον έλεγχο της AGVO, και του ότι οι θυγατρικές ή οι εταιρείες στις οποίες έχει συμφέροντα η AGVO πρέπει να ελέγχονται από την AGVO (και συνεπώς από τον δήμο).

(147)

Επιπλέον, λογικότερο θα ήταν να εξεταζόταν το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης της ιχθυόσκαλας μόλις η τελευταία καθίστατο εκ νέου κερδοφόρα, προκειμένου έτσι να διατεθεί σε καλύτερη τιμή και συγκεκριμένα σε τιμή που θα επέτρεπε την ανάκτηση τουλάχιστον της πρόσθετης επένδυσης ύψους 250 εκατ. βελγικών φράγκων. Ωστόσο, όχι μόνο δεν αναφερόταν η ιδιωτικοποίηση στο χρηματοδοτικό και στο επιχειρηματικό σχέδιο, αλλά επιπλέον η απόφαση ιδιωτικοποίησης δεν ελήφθη καν σε χρονική στιγμή κατά την οποία ήταν κερδοφόρα η ιχθυόσκαλα. Αντιθέτως, ελήφθη ύστερα από δύο χρόνια καταγραφής σημαντικών ζημιών τόσο από την AGVO όσο και από την EVO και αφότου είχε κινηθεί από την Επιτροπή η διαδικασία εξέτασης. Η προοπτική ιδιωτικοποίησης της ιχθυόσκαλας δεν φαίνεται, ως εκ τούτου, να αποτελούσε μέρος της απόφασης αναδιάρθρωσης που έλαβε ο δήμος το 2001.

(148)

Επιπλέον, οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι ο μελλοντικός ιδιώτης εταίρος θα μπορούσε να εξαγοράσει την υπεραξία της EVO και θα είχε τη δυνατότητα να επιλέξει κατά βούληση ποια στοιχεία του ενεργητικού της θα εξαγόραζε ή όχι (εργαζόμενους, μηχανήματα, περιέκτες ιχθύων κ.λπ.). Δεν θα ήταν υποχρεωμένος να εξαγοράσει το παθητικό της EVO. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δύσκολα γίνεται κατανοητό το γιατί δεν υιοθετήθηκε μια τέτοια προσέγγιση την περίοδο 2001/2002 (προτού επενδυθούν άλλα 250 εκατ. βελγικά φράγκα).

(149)

Επιπλέον, εάν όλα αυτά αποτελούσαν μέρος του σχεδίου αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας του 2002, κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε συμφωνήσει να επενδύσει 250 εκατ. βελγικά φράγκα στην ιχθυόσκαλα με σκοπό τη μεταγενέστερη μεταπώλησή της, καθώς θα γνώριζε λογικά, βάσει του επιχειρηματικού σχεδίου, ότι δεν θα μπορούσε να ανακτήσει την επένδυση αυτή μέσω της πώλησης της υπεραξίας της ιχθυόσκαλας μερικά χρόνια αργότερα. Ως προς τούτο, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ιδιώτης επενδυτής που εφαρμόζει σφαιρικώς ή σε συγκεκριμένο τομέα μια διαρθρωτική πολιτική, οδηγούμενος από προοπτικές μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας, δεν μπορεί λογικά να αποφασίσει, μετά από σειρά ετών με συνεχείς ζημίες, να προβεί σε εισφορά κεφαλαίου συνδεόμενη με την πώληση της επιχείρησης, πράγμα που του αφαιρεί οποιαδήποτε προοπτική -έστω σε εύθετο χρόνο- πραγματοποίησης κέρδους (24).

(150)

Οι βελγικές αρχές προσθέτουν ότι η αναδιάρθρωση και ακολούθως η ιδιωτικοποίηση θα καταστήσουν δυνατή την ανάκτηση των επενδύσεων μέσω των μισθωμάτων που θα εισπράττονται για τα ακίνητα της ιχθυόσκαλας.

(151)

Ωστόσο, ούτε αυτό το επιχείρημα είναι πειστικό. Σύμφωνα με το χρηματοδοτικό σχέδιο, κατά τα επόμενα οκτώ χρόνια, ο δήμος θα κατέγραφε ζημίες της τάξης των 121 603 000 βελγικών φράγκων (εκτός των συσσωρευμένων ζημιών του παρελθόντος) προτού μπορέσει να ανακτήσει μέρος του κεφαλαίου των 250 εκατ. βελγικών φράγκων που αποφασίστηκε να διατεθεί το 2001. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο δήμος θα μπορούσε να αποφασίσει ήδη το 2002 να εκμισθώσει τα ακίνητα της ιχθυόσκαλας σε τρίτους. Μια τέτοια απόφαση θα είχε επιτρέψει ενδεχομένως στον δήμο να ανακτήσει ήδη από το 2002 το σημαντικό χρηματικό ποσό που είχε δαπανηθεί για την ιχθυόσκαλα της Οστάνδης πριν από την αναδιάρθρωσή της ή τουλάχιστον να καλύψει το οικονομικό βάρος της εξόφλησης των τραπεζικών δανείων αντί να διατρέξει τον ιδιαίτερα σοβαρό κίνδυνο – δεδομένης ιδίως της πρότερης κακής απόδοσης της ιχθυόσκαλας – να αυξηθούν οι ζημιές και να κληθεί να τις καλύψει σε μεταγενέστερο στάδιο.

(152)

Οι βελγικές αρχές τονίζουν ακόμη ότι η έγκριση της απόφασης αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας δεν ήταν εύκολη, καθώς η απόφαση είχε αρχικά απορριφθεί από τη δημόσια αρχή εποπτείας του δήμου (toezichtautoriteit), δεδομένων των ισχνών προοπτικών επανόδου της ιχθυόσκαλας σε κερδοφορία. Πράγματι, από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή προκύπτει ότι η απόφαση αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας είχε απορριφθεί αρχικά διότι, βάσει ενός πρώτου χρηματοδοτικού σχεδίου, προβλέπονταν συσσωρευμένες ζημίες ύψους 190 000 000 βελγικών φράγκων μετά από πέντε χρόνια.

(153)

Αντί να συνηγορεί στον ορθολογικό χαρακτήρα της απόφασης, το στοιχείο αυτό αποκαλύπτει πράγματι, ότι εξαρχής η πρόθεση αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας και χορήγησης σε αυτήν νέου πρόσθετου κεφαλαίου δεν βασιζόταν καν στην προοπτική ότι η ιχθυόσκαλα θα καθίστατο ξανά κερδοφόρα ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, η πληρότητα και η αξιοπιστία του δεύτερου χρηματοδοτικού σχεδίου πλήττονται ακόμη περισσότερο, καθώς δεν παρέχεται καμία εξήγηση σχετικά με το πώς είναι δυνατό να καταλήγουν σε τόσο διαφορετικά μεταξύ τους συμπεράσματα το πρώτο και το δεύτερο σχέδιο. Έτσι, μειώνονται ακόμη περισσότερο οι πιθανότητες να αποφάσιζε ο ιδιώτης επενδυτής, υπό τις ίδιες περιστάσεις, να επενδύσει επιπλέον 250 εκατ. βελγικά φράγκα στην ιχθυόσκαλα.

(154)

Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανένας μέσος ιδιώτης επενδυτής δεν θα λάμβανε την απόφαση να διαθέσει 250 εκατ. βελγικά φράγκα στην ιχθυόσκαλα υπό τις ίδιες περιστάσεις. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, από τα οποία προκύπτει ότι η απόφαση αναδιάρθρωσης –και όχι εκκαθάρισης– της ιχθυόσκαλας ελήφθη και για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους μεταξύ άλλων, καθώς η αναδιάρθρωση θα συνέβαλε στη διατήρηση των θέσεων εργασίας σε έναν δήμο όπου η ανεργία είχε υπερβεί το 12 % (25), λόγους τους οποίους δεν θα λάμβανε ποτέ υπόψη ο ιδιώτης επενδυτής (26).

(155)

Κατά συνέπεια, η ενέργεια αυτή παρέχει στην AGVO πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της και συνεπώς ευνοεί τη συγκεκριμένη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ.

10.1.2.1.2.   Γη και ακίνητα

(156)

Σύμφωνα με το άρθρο 30 του καταστατικού της, η AGVO διαθέτει από της συστάσεώς της το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί δωρεάν τη γη και τα ακίνητα του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης.

(157)

Το 2004, μεταβιβάστηκε στην AGVO η πλήρης κυριότητα διαφόρων ακινήτων και υποδομών που βρίσκονται στον αλιευτικό λιμένα της Οστάνδης συνολικού εμβαδού, σύμφωνα με τα τότε αρχεία του δήμου, 57 500 τ.μ. Σύμφωνα με τους δημοτικούς λογαριασμούς, τα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία είχαν την εποχή εκείνη λογιστική αξία ύψους 14 891 524 ευρώ. Δεν υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στοιχεία που να της επιτρέπουν να προσδιορίσει την εμπορική αξία των ακινήτων που μεταβιβάστηκαν την εποχή εκείνη στην AGVO.

(158)

Οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι η απόφαση μεταβίβασης της κυριότητας των ακινήτων στην AGVO δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση διότι αφορά απλώς μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας μεταξύ δύο δημόσιων αρχών καθώς η AGVO δεν συμμετέχει σε καμία εμπορική δραστηριότητα.

(159)

Ωστόσο, όπως καταδεικνύεται στο σημείο 10.1.1 της παρούσας απόφασης, η AGVO συμμετέχει άμεσα και έμμεσα, μέσω των θυγατρικών της, σε εμπορικές δραστηριότητες και πρέπει επομένως να θεωρείται επιχείρηση. Η απόφαση μεταβίβασης της κυριότητας των ακινήτων στην AGVO δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί απλή μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας μεταξύ δύο δημόσιων αρχών, ιδίως δε διότι τα υπό εξέταση ακίνητα χρησιμοποιούνται ευρέως για τις σχετικές οικονομικές δραστηριότητες (υπηρεσίες εκμίσθωσης, λειτουργία της ιχθυόσκαλας, διαχείριση του αλιευτικού λιμένα).

(160)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι κανένας μέσος ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα συμφωνούσε να μεταβιβάσει την κυριότητα ακινήτων αυτής της αξίας χωρίς να λάβει εύλογο τίμημα ως αντάλλαγμα.

(161)

Οι βελγικές αρχές δήλωσαν ότι τα ακίνητα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και ότι, συνεπώς, η λογιστική αξία τους είχε υπερεκτιμηθεί. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι οι δαπάνες ανακαίνισης, τις οποίες θα κατέβαλε η AGVO, ήταν τόσο υψηλές που η μεταβίβαση της κυριότητας μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως μια πράξη η οποία δεν απέφερε οφέλη.

(162)

Ωστόσο, οι βελγικές αρχές δεν υπέβαλαν στην Επιτροπή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λογιστική αξία των υπό εξέταση στοιχείων ενεργητικού είχε όντως υπερεκτιμηθεί, ούτε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι δαπάνες ανακαίνισης ισούνται με την πραγματική αξία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί των εν λόγω ακινήτων.

(163)

Από τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν φαίνεται, αντιθέτως, να ευσταθεί το επιχείρημα των βελγικών αρχών.

(164)

Επισημαίνεται καταρχάς ότι η AGVO διέθετε από συστάσεώς της και πριν από τη μεταβίβαση της κυριότητας το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί δωρεάν τη γη και τα ακίνητα του αλιευτικού λιμένα, συμπεριλαμβανομένης της ιχθυόσκαλας. Στο καταστατικό της AGVO δεν περιλαμβάνεται κανένα ίχνος υποχρέωσης προς εκτέλεση εργασιών ανακαίνισης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της, η AGVO έχει το δικαίωμα να προβαίνει, εφόσον το επιθυμεί, σε εργασίες συντήρησης, επισκευής και εκσυγχρονισμού των ακινήτων (27), όμως το καταστατικό της δεν περιέχει καμία διάταξη που να την υποχρεώνει ρητά να ανακαινίζει τα ακίνητα.

(165)

Η AGVO είχε επομένως στη διάθεσή της, εκ συστάσεώς της, τη γη και τα ακίνητα του αλιευτικού λιμένα χωρίς να υποχρεούται να καταβάλλει μίσθωμα ή οποιοδήποτε άλλο τίμημα. Κανένας ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα συμφωνούσε να παραχωρήσει αποκλειστικά δικαιώματα χρήσης σε κάποια επιχείρηση χωρίς να εισπράττει εύλογο τίμημα.

(166)

Ούτε η πράξη μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας της 30ής Δεκεμβρίου 2004, με την οποία μεταβιβάστηκε το δικαίωμα της κυριότητας των ακινήτων από τον δήμο στην AGVO, περιέχει ειδικές προϋποθέσεις ή υποχρεώσεις εκτέλεσης συγκεκριμένων εργασιών ανακαίνισης που να βαρύνουν την AGVO. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια γενική πράξη με την οποία ο δήμος παραχωρεί στην AGVO όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα συγκεκριμένα ακίνητα. Οι υποχρεώσεις που βαρύνουν την AGVO δυνάμει της εν λόγω πράξης δεν αιτιολογούν, κατά τα φαινόμενα, τη μη καταβολή τιμήματος για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων.

(167)

Επιπλέον, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η AGVO έχει επίσης το δικαίωμα να εκμισθώνει τα ακίνητα ή να παραχωρεί το δικαίωμα χρήσης τους. Τα ακίνητα, ή τουλάχιστον κάποια από αυτά, έχουν εμπορική αξία. Οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν ότι ορισμένα ακίνητα εκμισθώθηκαν σε δημόσιους και ημι-δημόσιους οργανισμούς ενώ άλλα για ιδιωτικούς σκοπούς (βλέπε αιτιολογική σκέψη 46 της παρούσας απόφασης).

(168)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η AGVO απολάμβανε ένα ακόμη πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπό συζήτηση δαπάνες ανακαίνισης. Οι βελγικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή κατάλογο των εγγυήσεων που χορηγήθηκαν δωρεάν για ορισμένα δάνεια. Σύμφωνα με τον κατάλογο που υποβλήθηκε στην Επιτροπή, σκοπός ορισμένων εκ των δανείων αυτών για το οποία χορηγήθηκαν εγγυήσεις ήταν η χρηματοδότηση των δαπανών ανακαίνισης. Ως εκ τούτου, πέραν του γεγονότος ότι η AGVO δεν ήταν υποχρεωμένη να προβαίνει σε εργασίες ανακαίνισης των ακινήτων, οι δαπάνες κάποιων τουλάχιστον από τις ανακαινίσεις στις οποίες προέβη η AGVO μειώθηκαν χάρη στις εγγυήσεις. Για τον λόγο αυτόν επίσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι η μεταβίβαση της κυριότητας, που πραγματοποιήθηκε δωρεάν, ήταν ένα είδος «αποζημίωσης» για τις ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες ανακαίνισης που ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει η AGVO.

(169)

Ακόμη και εάν γίνει δεκτό το ότι οι δαπάνες ανακαίνισης ήταν ιδιαίτερα υψηλές και ότι συνιστούν κάποιου είδους αποζημίωση για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων, κάτι που δεν έχουν αποδείξει οι βελγικές αρχές, το γεγονός ότι η AGVO διέθετε ήδη εκ συστάσεώς της το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί δωρεάν τη γη και τα ακίνητα του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης εξακολουθεί να θεωρείται πλεονέκτημα το οποίο μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση. Είναι, πάντως, γεγονός ότι το κατά πόσον ο δήμος ενήργησε ή όχι ως μέσος ιδιώτης επενδυτής πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των στοιχείων που ήταν διαθέσιμα κατά τη χρονική στιγμή λήψης της απόφασης (28). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη χρονική στιγμή λήψης της απόφασης, ο δήμος πρέπει να γνώριζε ότι παρείχε πλεονέκτημα στην AGVO, καθώς στο σημείο 11 του επιχειρηματικού σχεδίου, το οποίο εκπόνησε η εταιρεία HAMA Consult NV στις 9 Νοεμβρίου 2001, αναφέρεται σαφώς ότι η ιχθυόσκαλα είχε εκσυγχρονιστεί προσφάτως και ότι δεν αναμένονταν σημαντικές επενδύσεις κατά την επόμενη δεκαετία.

(170)

Συν τοις άλλοις, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με στοιχεία κρατικής ενίσχυσης στις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων και ακινήτων από τις δημόσιες αρχές, για να θεωρείται συμβατή με την αγοραία αξία η μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτων που ανήκουν στο δημόσιο (29), η πώληση πρέπει κανονικά να πραγματοποιείται είτε με άνευ όρων διαγωνισμό είτε κατόπιν αποτίμησης ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα. Καμία από τις προαναφερθείσες διαδικασίες δεν ακολουθήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν σκόπιμη η αποτίμηση από εμπειρογνώμονα της αξίας των ακινήτων και του κατάλληλου τιμήματος για τη χορήγηση του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης τους στην AGVO και επακόλουθα για τη μεταβίβαση της κυριότητας, δεδομένου ότι οι βελγικές αρχές ήταν της άποψης ότι η λογιστική αξία δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική αξία.

(171)

Προκύπτει, επομένως, ότι η δωρεάν διάθεση και στη συνέχεια η μεταβίβαση των ακινήτων από τον δήμο στην AGVO είναι ενέργειες που δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με τα συνήθη οικονομικά πρότυπα βάσει των οποίων θα ενεργούσε ένας μέσος ιδιώτης επενδυτής σε παρόμοια περίπτωση.

(172)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι εφόσον τα ακίνητα επιστράφηκαν στον δήμο (χωρίς αποζημίωση) δεν τίθεται πλέον ζήτημα κρατικής ενίσχυσης.

(173)

Η θέση αυτή βρίσκει, ωστόσο, αντίθετη την Επιτροπή.

(174)

Πράγματι, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι η επιστροφή των ακινήτων στον δήμο δεν αλλάζει τίποτε στο γεγονός ότι, από το 2002 μέχρι το 2009, η AGVO απολάμβανε δωρεάν το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα υπό συζήτηση ακίνητα, είτε βάσει του άρθρου 30 του καταστατικού της είτε βάσει της πράξης μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας της 30ής Δεκεμβρίου 2004. Συγκεκριμένα, δεν είναι βέβαιο ότι η αξία της ακίνητης περιουσίας, όπως αυτή επιστράφηκε προσφάτως στον δήμο, ισούται τουλάχιστον με την αξία των πλεονεκτημάτων που αναφέρονται στην προηγούμενη πρόταση, συν τον οφειλόμενο τόκο για επιστρεπτέες παράνομες και μη συμβατές ενισχύσεις δυνάμει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

(175)

Επιπλέον, η Επιτροπή εκτιμά ότι εάν η AGVO συνέχιζε ενδεχομένως και μετά τη μεταβίβαση της κυριότητας να χρησιμοποιεί τα κτίρια αυτά δωρεάν ή με μισθώματα χαμηλότερα αυτών της αγοράς, τότε η AGVO θα συνέχιζε να αποτελεί τον αποδέκτη κρατικής ενίσχυσης (30).

10.1.2.1.3.   Δωρεάν εγγυήσεις για τη λήψη δανείων

(176)

Σύμφωνα με το σημείο 2.1.1 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (εφεξής «ανακοίνωση για τις εγγυήσεις») (31), η κρατική εγγύηση θεωρείται ότι ωφελεί μία επιχείρηση όταν παρέχει τη δυνατότητα στον δανειζόμενο να εξασφαλίσει ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης για ένα δάνειο από αυτούς που συνήθως ισχύουν στις κεφαλαιαγορές χωρίς να καταβάλλει την προμήθεια που προβλέπεται στην αγορά για την εγγύηση. Προκειμένου να καθοριστούν οι συνήθεις συνθήκες της αγοράς, η συμπεριφορά του δήμου πρέπει να συγκριθεί με τη συμπεριφορά ιδιώτη πιστωτή ο οποίος θα ενεργούσε με γνώμονα την επίτευξη εύλογου κέρδους (32).

(177)

Η ανακοίνωση για τις εγγυήσεις παρέχει αρκετές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης των εγγυήσεων στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι, για να μην συνιστά κρατική ενίσχυση, μία εγγύηση πρέπει να πληροί ορισμένα κριτήρια. Ορισμένα εξ αυτών δημιουργούν προβλήματα στην προκειμένη περίπτωση.

(178)

Πράγματι, δεν καταβλήθηκε το τίμημα που προβλέπει η αγορά για τις εγγυήσεις, καθώς οι τελευταίες χορηγήθηκαν τελείως δωρεάν.

(179)

Επιπλέον, οι εγγυήσεις κάλυπταν ποσοστό υψηλότερο του 80 % του οφειλόμενου δανείου, καθώς κάλυπταν ολόκληρο το δάνειο. Τα ανωτέρω ενισχύουν το πλεονέκτημα που απολάμβανε η AGVO διότι στην περίπτωση 100 % κρατικής εγγύησης ο δανειστής δεν έχει κίνητρο να εκτιμήσει ορθά την αξιοπιστία της AGVO και να καθορίσει επομένως ορθά τους όρους χρηματοδότησης του δανείου σύμφωνα με το προφίλ κινδύνου της AGVO (33).

(180)

Είναι καθ’ όλα προφανές ότι οι εν λόγω εγγυήσεις παρείχαν στην AGVO τη δυνατότητα να εξασφαλίσει ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης από αυτούς που συνήθως ισχύουν στις κεφαλαιαγορές (34), δεδομένων, ιδίως, των μη ικανοποιητικών και συχνά αρνητικών αποτελεσμάτων της AGVO και των θυγατρικών της.

(181)

Οι βελγικές αρχές απαντούν ότι είναι σύνηθες να παρέχει ένας μέτοχος δωρεάν εγγύηση υπέρ επιχείρησης την οποία ελέγχει. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή παράδειγμα. Επιπλέον, πολύ δύσκολα συμβαδίζει με τη συμπεριφορά των ιδιωτών πιστωτών.

(182)

Είναι γεγονός ότι η απόφαση του δήμου να παράσχει εγγυήσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για δάνεια που σύναψε η AGVO χωρίς κανένα τίμημα δεν απαντάται καθόλου συχνά υπό τις συνήθεις συνθήκες στις κεφαλαιαγορές. Υπό κανονικές συνθήκες, για τη χορήγηση μιας τέτοιας εγγύησης καταβάλλεται κατάλληλη προμήθεια η οποία αντικατοπτρίζει τους κινδύνους που συνδέονται με την εγγύηση (35), ακόμη και αν ο εγγυητής είναι μέτοχος της πλειοψηφίας που έχει τον έλεγχο της επιχείρησης (36). Επιπλέον, ο μέσος ιδιώτης πιστωτής που παρέχει εγγυήσεις ζητά διασφαλίσεις πριν από τη χορήγηση της εγγύησης και ελέγχει εκ των προτέρων τους όρους του δανείου, τους κινδύνους που συνδέονται με το δάνειο κ.λπ. Από τις πληροφορίες που παρείχε το Βέλγιο, όμως, προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέβη κάτι τέτοιο (37). Αυτό είναι και το πλέον προβληματικό στοιχείο της συγκεκριμένης υπόθεσης δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της ιχθυόσκαλας και του γεγονότος ότι είχε υποστεί επαναλαμβανόμενες και σημαντικές ζημιές στο παρελθόν και ότι δραστηριοποιείται σε μία ιδιαίτερα ανταγωνιστική και συρρικνούμενη αγορά (38).

(183)

Όπως αναφέρεται αναλυτικότερα στην αιτιολογική σκέψη 259, η AGVO έπρεπε να θεωρηθεί επιχείρηση που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, οι εγγυήσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις θεωρείται ότι συνιστούν πιθανώς κρατικές ενισχύσεις (39).

(184)

Οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι εγγυήσεις χορηγήθηκαν για δάνεια τα οποία προορίζονταν για την πραγματοποίηση μελλοντικών εργασιών ανακαίνισης σε ακίνητα εκμισθωμένα σε δημόσιους και ημι-δημόσιους οργανισμούς. Προσθέτουν δε ότι εφόσον οι εργασίες αυτές συγκαταλέγονται στα δημόσια καθήκοντα της AGVO, η εγγύηση πρέπει να ιδωθεί ως συμμετοχή στα εν λόγω δημόσια καθήκοντα και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση.

(185)

Επισημαίνεται καταρχάς ότι δεν είναι βέβαιο ότι τα δάνεια για τα οποία δόθηκαν εγγυήσεις χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για τον σκοπό για τον οποίο συνάφθηκαν. Ακόμη και αν αληθεύει, από τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, ότι ο δήμος χορήγησε τις εγγυήσεις με γνώμονα την πρόθεση της AGVO να χρησιμοποιήσει τα δάνεια για τη χρηματοδότηση εργασιών ανακαίνισης, προκύπτει επίσης ότι ο δήμος δεν συνέδεσε τις δωρεάν εγγυήσεις με την επιτέλεση των εργασιών ανακαίνισης, και μάλιστα δεν τις απέσυρε ούτε ζήτησε αποζημίωση όταν διαπιστώθηκε αργότερα ότι τα δάνεια αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς.

(186)

Οι βελγικές αρχές έχουν διευκρινίσει ότι υπήρξαν περιπτώσεις δανείων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς από τον αρχικώς προβλεπόμενο. Για παράδειγμα, ένα δάνειο από την Fortis το οποίο προοριζόταν αρχικά για τη χρηματοδότηση της αγοράς των μετοχών της Pakhuizen δεν χρησιμοποιήθηκε τελικά για τον σκοπό αυτόν αλλά —καθώς φαίνεται— για εργασίες ανακαίνισης.

(187)

Οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν ακόμη ότι το δάνειο ύψους 550 000 ευρώ από την τράπεζα ING, το οποίο προοριζόταν αρχικά για εργασίες ανακαίνισης, χρησιμοποιήθηκε τελικά για τη στήριξη της EVO. Αναμφισβήτητα, η δωρεάν εγγύηση που χορηγήθηκε για το εν λόγω δάνειο δεν μπορεί να θεωρηθεί συνεισφορά στις εργασίες ανακαίνισης. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο δήμος συμπεριφέρθηκε όπως θα συμπεριφερόταν ένας μέσος ιδιώτης εγγυητής (ακόμη και εγγυητής που θα είχε τον έλεγχο της εταιρείας). Συγκεκριμένα, ο ιδιώτης εγγυητής θα εξέταζε πρώτα εάν το δάνειο για το οποίο χορηγήθηκε η εγγύηση μπορούσε να αποπληρωθεί, και ακολούθως θα ήλεγχε εάν το δάνειο χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν αρχικά.

(188)

Όσον αφορά τα δάνεια για τα οποία χορηγήθηκαν εγγυήσεις που χρησιμοποιήθηκαν όντως (εν όλω ή εν μέρει) για τη χρηματοδότηση εργασιών ανακαίνισης, υπενθυμίζεται ότι η δραστηριότητα εκμίσθωσης στην οποία επιδίδεται η AGVO συνιστά οικονομική δραστηριότητα και ότι η χορήγηση δωρεάν εγγύησης ευνοεί την AGVO στην αγορά υπηρεσιών εκμίσθωσης. Επιπλέον, η δωρεάν εγγύηση βελτιώνει την οικονομική κατάσταση της AGVO γενικά, καθώς της επιτρέπει να χρησιμοποιεί τους οικονομικούς πόρους τους οποίους, υπό συνήθεις συνθήκες, θα χρησιμοποιούσε για την καταβολή του τιμήματος για άλλους σκοπούς πέραν της ανακαίνισης των εκμισθωμένων σε δημόσιους και ημι-δημόσιους οργανισμούς ακινήτων.

(189)

Τέλος, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η εκμίσθωση ακινήτων σε δημόσιους και ημι-δημόσιους οργανισμούς μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος η οποία είχε ανατεθεί στην AGVO, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην υπόθεση Altmark. Συνάγεται συνεπώς το συμπέρασμα ότι οι δωρεάν εγγυήσεις συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ.

(190)

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στην απόφασή του στην υπόθεση Altmark, έκρινε ότι η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνται σωρευτικά τέσσερα κριτήρια. Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη […]. […]; «Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων θα υπολογιστεί η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια. η αντιστάθμιση δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός εύλογου κέρδους· […] Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο, για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών». […]

(191)

Τα προαναφερθέντα κριτήρια δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση. Εκτός του ότι μπορεί κάλλιστα να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η AGVO ήταν επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας όσον αφορά την εκμίσθωση ακινήτων σε δημόσιους και ημι-δημόσιους οργανισμούς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν ρητώς ότι δεν είχαν προσδιοριστεί παράμετροι αντιστάθμισης. Επιπλέον, η AGVO δεν επέλεξε τη λύση της τήρησης ξεχωριστών λογαριασμών και συνεπώς τίποτα δεν εμπόδιζε την υπέρμετρη αντιστάθμιση και τις σταυροειδείς επιδοτήσεις μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων της AGVO. Επίσης, η AGVO δεν επιλέχθηκε μέσω διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, και οι βελγικές αρχές δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι οι υπηρεσίες παρέχονται με το μικρότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος.

10.1.2.1.4.   Φόροι

(192)

Ο δήμος παρείχε στην AGVO το δικαίωμα να καθορίζει και να εισπράττει κοινοτικούς φόρους για τη χρήση του αλιευτικού λιμένα και της ιχθυόσκαλας.

(193)

Οι φόροι που συλλέγονταν συνεπώς από την AGVO αποτελούν, κατά τα φαινόμενα, πόρους στη διάθεση του δημοσίου, οι οποίοι είχαν εν μέρει μεταβιβαστεί στην AGVO (40). Επιπλέον, συνιστούν πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε κανονικά η συγκεκριμένη επιχείρηση και, κατά συνέπεια, την ευνοούν κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ.

(194)

Στη προκειμένη περίπτωση, οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι η είσπραξη των φόρων εμπίπτει στα καθήκοντα δημόσιου συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στην AGVO, και συγκεκριμένα στο καθήκον διαχείρισης του αλιευτικού λιμένα, και μάλιστα συνιστά ανταπόδοση για αυτά. Οι ίδιες, υποστηρίζουν ότι η μεταβίβαση των καθηκόντων και του δικαιώματος είσπραξης των φόρων πρέπει να εκτιμηθεί απλώς ως κατανομή καθηκόντων στους κόλπους του δημοσίου και δεν μπορεί να εξομοιωθεί με κρατική ενίσχυση.

(195)

Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε ήδη στο σημείο 10.1.1 της παρούσας απόφασης, η AGVO θεωρείται ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ, γεγονός το οποίο οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν στην επιστολή τους της 27ης Νοεμβρίου 2009. Όπως αυτό διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 124, η διαχείριση του αλιευτικού λιμένα συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

(196)

Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον το δικαίωμα είσπραξης των φόρων και χρήσης των εσόδων μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιστάθμισμα της παροχής υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος και κατά πόσον πληρούνταν, συλλήβδην, τα κριτήρια της απόφασης Altmark.

(197)

Ωστόσο, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί στην αιτιολογική σκέψη 191 της παρούσας απόφασης, τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνται, εφόσον π.χ. δεν προσδιορίστηκαν παράμετροι αντιστάθμισης.

(198)

Τέλος, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα είσπραξης φόρων και χρήσης των συναφών προσόδων πρέπει να θεωρηθεί αντιστάθμιση/αποζημίωση για την παροχή καθηκόντων δημόσιου (μη οικονομικού) συμφέροντος, εξακολουθεί να ισχύει το γεγονός ότι η AGVO ασκεί επίσης εμπορικές δραστηριότητες, όπως ρητώς αναγνώρισαν οι βελγικές αρχές. Καθώς οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν επίσης ότι η AGVO δεν τηρούσε ξεχωριστούς λογαριασμούς και ότι ήταν επομένως αδύνατος ο διαχωρισμός των εξόδων και των εσόδων που σχετίζονταν με τα μη εμπορικά καθήκοντά της, δεν μπορεί να αποφευχθεί το ενδεχόμενο σταυροειδών επιδοτήσεων. Ως εκ τούτου, οι φόροι πρέπει να θεωρηθούν πλεονέκτημα.

10.1.2.1.5.   Συμπέρασμα

(199)

Βάσει των προαναφερθεισών αιτιολογικών σκέψεων, οι ενέργειες που περιγράφονται στα σημεία 10.1.2.1.1 έως και 10.1.2.1.4, παρείχαν πλεονέκτημα στην AGVO κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ.

10.1.2.2.    Πλεονεκτήματα που απολάμβανε η EVO

(200)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η EVO έλαβε ενισχύσεις απευθείας από τον δήμο, με τη μορφή της χορήγησης στην EVO δωρεάν εγγυήσεων για τη λήψη δανείων από ιδιωτικές τράπεζες, αλλά και μέσω της AGVO, με τη μορφή της παροχής άδειας δωρεάν χρήσης ακινήτων συνολικού εμβαδού 13 600 τ.μ., της δωρεάν χορήγησης εγγυήσεων για τη λήψη δανείων από ιδιωτικές τράπεζες και της διάθεσης αρχικού κεφαλαίου και αυξήσεων κεφαλαίου.

10.1.2.2.1.   Δωρεάν εγγυήσεις για τη λήψη δανείων

(201)

Όσον αφορά τις εγγυήσεις που χορηγήθηκαν από τον δήμο και την AGVO, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν καταβλήθηκε το αγοραίο τίμημα για αυτές, καθώς χορηγήθηκαν τελείως δωρεάν. Επιπλέον, καλύπτουν ποσοστό υψηλότερο του 80 % του οφειλόμενου δανείου.

(202)

Οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι είναι συνηθισμένο να χορηγεί ένας μέτοχος δωρεάν εγγύηση υπέρ επιχείρησης την οποία ελέγχει. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, δεν επαληθεύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Επιπλέον, πολύ δύσκολα συμβαδίζει με τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή. Υπό κανονικές συνθήκες, για τη χορήγηση μιας εγγύησης αυτού του είδους καταβάλλεται κατάλληλη προμήθεια η οποία αντικατοπτρίζει τους κινδύνους που συνδέονται με την εγγύηση (41), ακόμη και αν ο εγγυητής είναι μητρική εταιρεία (42). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι πρέπει να καταβάλλεται τίμημα για τις εμπορικές δραστηριότητες σύμφωνα με τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς ακόμη και στους κόλπους ομίλων δημόσιων επιχειρήσεων (43).

(203)

Επισημαίνεται ακόμη, όπως αναφέρεται αναλυτικά στην αιτιολογική σκέψη 306, ότι η EVO έπρεπε να θεωρηθεί επιχείρηση που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση και των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 για τις ενισχύσεις υπέρ της διάσωσης και της αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (44) («κατευθυντήριες γραμμές του 2004 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση»). Η οικονομική της κατάσταση ήταν δυσχερής καθ’ όλη την περίοδο 2003-2008. Στα τέλη του 2003, είχε εξανεμιστεί τουλάχιστον το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της και η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε τα επόμενα χρόνια παρά τις διαδοχικές αυξήσεις κεφαλαίου.

(204)

Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, οι εγγυήσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις θεωρείται ότι συνιστούν πιθανώς κρατικές ενισχύσεις (45).

(205)

Οι βελγικές αρχές πρόσθεσαν ότι χωρίς τη δωρεάν εγγύηση από τον δήμο, η EVO δεν θα μπορούσε να λάβει τα δάνεια. Κατά την άποψη της Επιτροπής, από την παραδοχή αυτή και από τη διαρκή οικονομική δυσπραγία της EVO προκύπτει ότι χωρίς την εν λόγω εγγύηση δεν θα είχαν συναφθεί ούτε τα δάνεια που χορήγησαν οι ιδιωτικές τράπεζες στηριζόμενες στη δωρεάν εγγύηση την οποία παρείχε ο δήμος (ή η AGVO). Συνεπώς, πλεονέκτημα στην EVO παρέχουν και τα δάνεια για τα οποία χορηγήθηκαν εγγυήσεις (46).

(206)

Τέλος, οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι εγγυήσεις πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας.

(207)

Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο, ότι στο επιχειρηματικό σχέδιο δεν αναφέρονται ούτε η δωρεάν εγγύηση, ούτε οι επενδύσεις για τις οποίες συνάφθηκαν, κατά τα φαινόμενα, τα δάνεια. Επιπλέον, τα υπό εξέταση δάνεια και οι υπό εξέταση εγγυήσεις (που χρησιμοποιήθηκαν, δηλαδή, στην πράξη) δεν χορηγήθηκαν το 2002, κατά τη χρονική στιγμή σύστασης της EVO, αλλά αργότερα, το 2004 και το 2005. Από τις πολυάριθμες εγγυήσεις που χορηγήθηκαν προκύπτει επίσης ότι οι εγγυήσεις αυτές χορηγούνταν κατόπιν αιτήματος κάθε φορά που προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι η EVO χρειάζεται εγγύηση για να λάβει δάνειο από πιστωτικό ίδρυμα. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι ένα από τα δάνεια που χορήγησε η Fortis, για το οποίο είχε δοθεί εγγύηση από τον δήμο, χρησιμοποιήθηκε τελικά για τη δανειοδότηση πλοιοκτητών. Η Επιτροπή δυσκολεύεται να κατανοήσει πώς η ενέργεια αυτή μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης ή, έστω, του σχεδίου μελλοντικής ιδιωτικοποίησης της ιχθυόσκαλας.

(208)

Συνεπώς, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, οι δωρεάν εγγυήσεις που χορήγησαν ο δήμος και η AGVO παρείχαν πλεονέκτημα στην EVO κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

10.1.2.2.2.   Ακίνητα

(209)

Οι βελγικές αρχές υποστήριξαν ότι η απόφαση της AGVO να παραχωρήσει στην EVO το δικαίωμα δωρεάν χρήσης των κτιρίων μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβαδίζει με τα συνήθη πρότυπα της αγοράς βάσει των οποίων θα ενεργούσε ένας μέσος ιδιώτης επενδυτής σε παρόμοιες περιστάσεις.

(210)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τον ισχυρισμό αυτόν. Ο εν λόγω ισχυρισμός έρχεται ήδη σε αντίφαση με το γεγονός ότι οι ίδιες οι βελγικές αρχές υπέδειξαν ότι ο μελλοντικός στρατηγικός εταίρος θα καλείτο να συνάψει συμφωνία εκμίσθωσης για τη χρήση των ακινήτων της ιχθυόσκαλας και να καταβάλλει μίσθωμα. Επιπλέον, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η AGVO, η οποία είχε την πλήρη κυριότητα της EVO (47), προσδοκούσε ότι τα κέρδη της τελευταίας θα ήταν τόσο σημαντικά ώστε τα κεφαλαιακά κέρδη που θα αποκόμιζε από αυτήν να δικαιολογούν τη μη επιβολή μισθώματος. Εξάλλου, η ιχθυόσκαλα κατέγραφε κάθε χρόνο υψηλές κατά μέσο όρο ζημίες.

(211)

Οι βελγικές αρχές υποστήριξαν ότι η μη καταβολή μισθώματος αντισταθμιζόταν από το γεγονός ότι η EVO επιβαρυνόταν με τις δαπάνες ανακαίνισης και επισκευής της ιχθυόσκαλας οι οποίες κανονικά θα βάρυναν τον ιδιοκτήτη. Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, η EVO δαπάνησε 182 377,31 ευρώ από το 2002 και μετά για εργασίες ανακαίνισης και υποδομής στην ιχθυόσκαλα.

(212)

Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι οι βελγικές αρχές δεν υπέβαλαν έγγραφα τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η EVO είχε την υποχρέωση να καλύπτει όλες τις δαπάνες ανακαίνισης των ακινήτων της ιχθυόσκαλας. Ούτε υπέβαλαν έγγραφα τα οποία να επιβεβαιώνουν ότι η EVO δαπάνησε πράγματι 182 377,31 ευρώ για εργασίες ανακαίνισης.

(213)

Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι οι βελγικές αρχές δεν απέδειξαν ούτε ότι είναι ασυνήθιστο να επιβαρύνεται ο μισθωτής με τις δαπάνες ανακαίνισης ούτε ότι δεν οφείλει να καταβάλλει μίσθωμα όταν συμβαίνει αυτό. Ούτε διευκρίνισαν, τέλος, τι είδους εργασίες πραγματοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κρίνει η Επιτροπή εάν οι εν λόγω εργασίες ήταν πράγματι ασυνήθιστες για έναν μισθωτή. Επιπλέον, από το υποβληθέν σχετικό έγγραφο προκύπτει ότι κατά την περίοδο 2004-2007 η AGVO πραγματοποίησε εργασίες ανακαίνισης της ιχθυόσκαλας αξίας 36 497,40 ευρώ. Αυτό δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τη δήλωση των βελγικών αρχών βάσει της οποίας η EVO επιβαρυνόταν με όλες τις δαπάνες συντήρησης και ανακαίνισης.

(214)

Επιπλέον, οι βελγικές αρχές δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το ποσό των 182 377,31 ευρώ που ισχυρίζεται ότι δαπάνησε η EVO για εργασίες ανακαίνισης αντιστοιχούσε στο μίσθωμα που έπρεπε κανονικά να εισπραχθεί για πέντε τουλάχιστον χρόνια χρήσης ακινήτων συνολικού εμβαδού 13 600 τ.μ. υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

(215)

Επιπλέον, ακόμη και αν οι δαπάνες ανακαίνισης θεωρηθούν ιδιαίτερα υψηλές καθώς και ότι αποτελούν κάποιο είδος αποζημίωσης για τη χρήση των ακινήτων, κάτι που δεν αποδείχθηκε από τις βελγικές αρχές, το επιχειρηματικό σχέδιο της 21ης Νοεμβρίου 2001 ανέφερε σαφώς ότι δεδομένου η ιχθυόσκαλα είχε εκσυγχρονιστεί προσφάτως, δεν αναμένονταν σημαντικές επενδύσεις κατά την επόμενη δεκαετία. Κατά συνέπεια, η AGVO παρείχε πλεονέκτημα στην EVO με την απόφαση που έλαβε το 2002 να θέσει δωρεάν στη διάθεση της τελευταίας τα ακίνητα, χωρίς την εύλογη προσδοκία οι δαπάνες που θα προέκυπταν από την υποτιθέμενη υποχρέωση της EVO να καλύπτει οικονομικώς τη συντήρησή τους να ισούνταν τουλάχιστον με το μίσθωμα που θα προτίθετο να καταβάλει μια επιχείρηση για τα εν λόγω ακίνητα. Δεδομένου ότι το κατά πόσον η AGVO ενήργησε ως μέσος ιδιώτης επενδυτής πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των στοιχείων που ήταν διαθέσιμα κατά τη χρονική στιγμή λήψης της απόφασης (48), συνάγεται το συμπέρασμα ότι, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η EVO έλαβε το 2002 κρατική ενίσχυση εφόσον της παραχωρήθηκε δωρεάν η χρήση ακινήτων συνολικού εμβαδού 13 600 τ.μ.

10.1.2.2.3.   Αρχικό κεφάλαιο και επακόλουθες αυξήσεις κεφαλαίου

(216)

Όσον αφορά το αρχικό κεφάλαιο ύψους περίπου 370 000 ευρώ που χορηγήθηκε στην EVO, η Επιτροπή παραπέμπει στην ανάλυση του σχετικού θέματος στο σημείο 10.1.2.1.1 της παρούσας απόφασης. Οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν πράγματι ότι το αρχικό κεφάλαιο της EVO χρηματοδοτήθηκε μέσω του αρχικού κεφαλαίου της AGVO. Όπως έχει επισημάνει ήδη η Επιτροπή, κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα επέλεγε να αναδιαρθρώσει την ιχθυόσκαλα και να επενδύσει σε αυτήν 250 εκατ. βελγικά φράγκα. Δεν θα επέλεγε δε πολύ περισσότερο να πράξει κάτι τέτοιο και να συστήσει μια εξ ολοκλήρου θυγατρική με μέρος του νέου κεφαλαίου.

(217)

Όσον αφορά τις αυξήσεις κεφαλαίου μέσω της διαγραφής χρεών εκ μέρους της AGVO, η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στην ανάλυση του σχετικού θέματος στο σημείο 10.1.2.1.1 της παρούσας απόφασης. Οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν πράγματι ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου είχαν επίσης (εν μέρει) (49) χρηματοδοτηθεί μέσω του αρχικού κεφαλαίου της AGVO.

(218)

Υπάρχουν πάντως και άλλοι λόγοι για τους οποίους πρέπει να θεωρηθεί ότι η AGVO δεν ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης επενδυτής στην ίδια περίπτωση.

(219)

Οι δημόσιες επενδύσεις θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις όταν καθίσταται προφανές ότι η οικονομική θέση της ενδιαφερόμενης εταιρείας, και συγκεκριμένα η διάρθρωση και ο όγκος των χρεών της, είναι τέτοια ώστε δεν είναι δυνατόν να αναμένεται κανονική απόδοση (σε μερίσματα ή σε κεφαλαιακά κέρδη) εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την επένδυση του κεφαλαίου.

(220)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η πρώτη αύξηση κεφαλαίου μέσω διαγραφής χρέους πραγματοποιήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2004, δηλαδή ενάμιση περίπου χρόνο μετά τη σύσταση της EVO. Η αύξηση του κεφαλαίου επιλέχθηκε προφανώς ως μέτρο για την αντιστάθμιση των σοβαρών ζημιών της EVO. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις αυξήσεις κεφαλαίου το 2005 και το 2007. Τα μέτρα αυτά δεν ελήφθησαν προφανώς με σκοπό τη βραχυπρόθεσμη ή έστω μακροπρόθεσμη απόδοση κεφαλαίου αλλά απλώς με σκοπό την αντιστάθμιση παλαιών ζημιών. Κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα αποφάσιζε να προβεί σε αυξήσεις κεφαλαίου, πόσο μάλλον στις δύο τελευταίες αυξήσεις. Η EVO δεν ήταν σε καλή χρηματοπιστωτική και οικονομική θέση και δεν αναμενόταν βελτίωση της κατάστασης όπως αναφερόταν στο επιχειρηματικό σχέδιο το οποίο προέβλεπε σταθερή μείωση –αντί για ταχεία αύξηση– των ζημιών. Πράγματι, στα τέλη του 2003 είχε ήδη εξανεμιστεί τουλάχιστον το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της EVO, κατάσταση η οποία δεν άλλαξε τα επόμενα χρόνια παρά τις διαδοχικές αυξήσεις κεφαλαίου. Χωρίς καμία προοπτική μελλοντικής απόδοσης του κεφαλαίου, κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα επέλεγε να αυξήσει το κεφάλαιο της εταιρείας προκειμένου να αντισταθμίσει τις ζημίες (50). Αντιθέτως, θα εξέταζε σοβαρά άλλες διαθέσιμες επιλογές (κλείσιμο, πώληση κ.λπ.) και θα ζητούσε τουλάχιστον ορισμένες εγγυήσεις ή μέτρα αναδιάρθρωσης. Επίσης, η συγκεκριμένη μορφή αύξησης του κεφαλαίου (διαγραφή χρέους) επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω αυξήσεις κεφαλαίου δεν μπορούν να εξετασθούν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης που είχε σχεδιαστεί το 2001.

(221)

Επίσης, επισημαίνεται ότι η EVO πρέπει να θεωρηθεί εταιρεία που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες (51). Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, οι αυξήσεις κεφαλαίου που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις θεωρείται ότι συνιστούν κρατικές ενισχύσεις (52).

(222)

Κατά συνέπεια, οι διαδοχικές αυξήσεις κεφαλαίου που χορηγήθηκαν στην EVO της παρείχαν ευνοϊκή μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ.

10.1.2.3.    Πλεονεκτήματα που απολάμβανε η Pakhuizen

(223)

Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή εκτιμά ότι η σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης που είχε συνάψει η Pakhuizen για τη χρήση των ακινήτων (53) της παρέχει πλεονέκτημα. Πρώτον, η χρέωση ποσού ύψους μόνο 25 ευρώ κατ’ έτος δεν μπορεί να θεωρηθεί σύνηθες τίμημα για μια μακροχρόνια (45 χρόνια) μίσθωση ακινήτων συνολικού εμβαδού 14 754 τ.μ., ακόμη και αν τα ακίνητα είναι σε πολύ κακή κατάσταση και χρειάζονταν ανακαίνιση. Το γεγονός ότι η Pakhuizen βαρύνεται με την ευθύνη της ανακαίνισης των ακινήτων δεν επηρεάζει τα προαναφερθέντα. Πράγματι, σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο (54), ο ιδιοκτήτης των ακινήτων δεν υποχρεούται να επισκευάζει τα ακίνητα. Ο μισθωτής, αντιθέτως, υποχρεούται να διατηρεί τα ακίνητα σε καλή κατάσταση και να πραγματοποιεί όλες τις συνήθεις εργασίες επισκευής. Οι βελγικές αρχές δεν απέδειξαν ότι οι εργασίες ανακαίνισης που όφειλε να πραγματοποιεί η Pakhuizen δυνάμει της σύμβασης μακροχρόνιας μίσθωσης υπερέβαιναν τις «συνήθεις εργασίες επισκευής», ούτε παρείχαν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το κόστος που απορρέει από τη συγκεκριμένη υποχρέωση ισούται με το μίσθωμα που θα μπορούσε να εισπράττεται για τα ακίνητα υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

(224)

Ακόμη, οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν ότι η Pakhuizen δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις ανακαίνισης που τη βάρυναν ούτε σεβάστηκε τον σκοπό για τον οποίο προορίζονταν τα ακίνητα. Ο δήμος δεν έλαβε, κατά τα φαινόμενα, κανένα μέτρο κατά της Pakhuizen για την εκτέλεση της σύμβασης, παρότι είχε το δικαίωμα να το πράξει. Συνεπώς, ακόμη και αν το μίσθωμα των 25 ευρώ κατ’ έτος θεωρηθεί, σε σχέση με τα έξοδα ανακαίνισης, αντίστοιχο των τιμών της αγοράς –κάτι που δεν ισχύει– η Pakhuizen απολαμβάνει σε κάθε περίπτωση πλεονέκτημα από τη στιγμή που καθίσταται προφανές ότι ο δήμος παραιτήθηκε από την εκτέλεση της σύμβασης.

(225)

Επιπλέον, όσον αφορά την εκμίσθωση των ακινήτων στην Pakhuizen υπό τον όρο να συντηρεί και να ανακαινίζει τα ακίνητα επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, και λαμβανομένων επίσης υπόψη των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με στοιχεία κρατικής ενίσχυσης στις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων και ακινήτων από τις δημόσιες αρχές, η δημόσια αρχή μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί ως επιχείρηση σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όταν αναθέτει τις συμβάσεις της στην υψηλότερη δυνατή τιμή μέσω ανοιχτής, διαφανούς πρόσκλησης υποβολής προσφορών χωρίς διακρίσεις, στον πλειοδοτούντα ή κατόπιν εκτίμησης της αγοραίας αξίας από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται, όμως, να τηρήθηκαν τα ανωτέρω.

(226)

Τέλος, η προαναφερθείσα ανάλυση δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ύστερα από 27 χρόνια ο ιδιοκτήτης των ακινήτων (αρχικά ο δήμος, στη συνέχεια η AGVO) δικαιούται το ήμισυ των ετήσιων κερδών της Pakhuizen. Αυτό το πλεονέκτημα είναι πολύ μακρινό και αβέβαιο ώστε να έχει οποιαδήποτε απτή καθαρή αξία για τον ιδιοκτήτη των ακινήτων στο παρόν. Επιπλέον, ακόμη και αν έχει αξία, οι βελγικές αρχές δεν απέδειξαν ότι η εν λόγω αξία –ακόμη και σε συνδυασμό με το μίσθωμα των 25 ευρώ το έτος συν τις (μη τακτικές) δαπάνες ανακαίνισης– είναι τόσο υψηλή ώστε να αντιστοιχεί στο μίσθωμα που προβλέπεται στην αγορά για τη χρήση των ακινήτων από την Pakhuizen.

(227)

Κατά συνέπεια, η Pakhuizen επωφελείται σε ετήσια βάση όσον αφορά τις δαπάνες λειτουργίας της, γεγονός που συνιστά ευνοϊκή μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(228)

Όσον αφορά το διάστημα μετά τις 26 Μαρτίου 2004, την ημερομηνία κατά την οποία η AGVO απέκτησε την πλήρη κυριότητα των υπό συζήτηση ακινήτων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σύμβαση εκμίσθωσης συνέχισε να ισχύει με τους ίδιους ακριβώς όπως και στο παρελθόν όρους, και ότι η Pakhuizen συνέχισε επομένως να έχει πλεονέκτημα.

10.1.2.4.    Πλεονεκτήματα που απολάμβαναν οι αλιευτικές επιχειρήσεις οι οποίες έκαναν χρήση των υπηρεσιών της EVO και της Pakhuizen

(229)

Στην απόφασή της για κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η EVO και πιθανώς και η Pakhuizen παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε αλιευτικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν την ιχθυόσκαλα σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που θα πρότεινε μία μέση ιδιωτική επιχείρηση.

(230)

Κατά τα φαινόμενα, η EVO καλύπτει το σύνολο ή μέρος των δαπανών μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων με αλιεύματα από διάφορα μέρη της Ευρώπης προς δημοπράτηση στην Οστάνδη. Επιπλέον, η EVO χορηγεί δάνεια σε τιμές χαμηλότερες, κατά τα φαινόμενα, από αυτές που ισχύουν στην αγορά υπό τον όρο η δανειοδοτούμενη επιχείρηση να διαθέτει τα αλιεύματά της προς πώληση στην ιχθυόσκαλα της Οστάνδης.

(231)

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων, η EVO εφαρμόζει πρακτικές που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, όμως η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Οι βελγικές αρχές αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η EVO παρείχε υπηρεσίες σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς.

(232)

Παρότι η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τους εμπορικούς όρους βάσει των οποίων παρείχε τις υπηρεσίες της η EVO, δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν την ιχθυόσκαλα της Οστάνδης να ευνοούνται, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ. Πάντως, στην παρούσα χρονική στιγμή, η Επιτροπή θεωρεί ότι ευσταθεί σε κάποιον βαθμό το επιχείρημα των βελγικών αρχών σύμφωνα με το οποίο το γεγονός ότι, χάρη στις κρατικές ενισχύσεις, η EVO μπορούσε να παρέχει τις υπηρεσίες της με καλύτερους όρους από ό,τι εάν δεν λάμβανε τις ενισχύσεις δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι κρατικές ενισχύσεις ευνοούσαν τους πλοιοκτήτες και τις αλιευτικές επιχειρήσεις.

(233)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν είναι δυνατό να συναχθεί με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι οι πλοιοκτήτες απολάμβαναν πλεονεκτήματα. Επιπλέον, είναι πιθανό τα πλεονεκτήματα αυτά να παύσουν ή τουλάχιστον να μειωθούν σημαντικά καθώς η Επιτροπή με την παρούσα απόφαση διατάσσει τον τερματισμό και την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στις εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο βασικός δικαιούχος των κρατικών ενισχύσεων είναι η αναδιαρθρωμένη ιχθυόσκαλα η οποία χρησιμοποίησε τις ενισχύσεις για να διατηρηθεί στην αγορά και να αυξήσει το μερίδιό της σε αυτήν παρέχοντας υπηρεσίες με ζημίες και διαταράσσοντας έτσι την ομαλή λειτουργία της αγοράς.

10.1.3.   ΚΡΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ

(234)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι υπό συζήτηση δραστηριότητες αφορούν ενέργειες του ίδιου του δήμου καθώς και ενέργειες χρηματοδοτούμενες από κρατικούς πόρους και καταλογιστέες στον δήμο.

10.1.3.1.    Χορήγηση ενισχύσεων από τη δημόσια αρχή

(235)

Πρώτον, ο δήμος χορήγησε ενισχύσεις στην AGVO διαθέτοντάς της αρχικό κεφάλαιο χρηματοδοτούμενο από τον προϋπολογισμό του, παρέχοντάς της δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια από ιδιωτικές τράπεζες, μεταβιβάζοντάς της την κυριότητα των ακινήτων του και παρέχοντάς της το δικαίωμα να καθορίζει και να εισπράττει κοινοτικούς φόρους. Ενισχύσεις χορήγησε επίσης στην Pakhuizen μέσω της σύμβασης μακροχρόνιας μίσθωσης για τη χρήση των ακινήτων του, όπως και στην EVO στην οποία παρείχε δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια από ιδιωτικές τράπεζες.

(236)

Τα μέτρα αυτά χρηματοδοτούνται συνεπώς από κρατικούς πόρους και καταλογίζονται στο κράτος.

10.1.3.2.    Ενέργειες καταλογιστέες στη δημόσια αρχή

(237)

Δεύτερον, όσον αφορά τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν από την AGVO στην EVO και από την AGVO στην Pakhuizen, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τα αντίστοιχα καταστατικά, η AGVO είναι ο μοναδικός μέτοχος της EVO (πέραν του κ. Miroir, ο οποίος είναι κάτοχος μιας και μόνον από τις δεκαπέντε χιλιάδες μετοχές και είναι μέλος του δημοτικού συμβουλίου) και της Pakhuizen και διορίζει όλα τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των δύο αυτών επιχειρήσεων. Ο δήμος είναι ο μοναδικός μέτοχος της AGVO και το δημοτικό συμβούλιο διορίζει όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της AGVO. Ως εκ τούτου, ο δήμος είναι σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στην AGVO.

(238)

Επιπλέον, σύμφωνα με το καταστατικό της, η AGVO είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση, την ανάπτυξη και την εκμετάλλευση της ιχθυόσκαλας και της αλιευτικής αποβάθρας της Οστάνδης και των παραρτημάτων της, καθώς και με την ανάπτυξη κάθε άλλης δραστηριότητας που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τις προαναφερθείσες. Με άλλα λόγια, η AGVO υποχρεούται, βάσει του καταστατικού της, να συμμετέχει στη διαχείριση της ιχθυόσκαλας.

(239)

Όσον αφορά συγκεκριμένα τη μακροχρόνια μίσθωση ακινήτων στην Pakhuizen, η μίσθωση αυτή παραχωρήθηκε απευθείας από τον δήμο.

(240)

Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της υπόθεσης Stardust  (55) και δεδομένης της κρατικής στήριξης που παρασχέθηκε στις επιχειρήσεις αυτές όπως προαναφέρθηκε, η AGVO πρέπει να θεωρηθεί οργανισμός ελεγχόμενος από το κράτος και οι αποφάσεις της σχετικά με την εισφορά κεφαλαίων και με τη χορήγηση δωρεάν εγγυήσεων για δάνεια στην EVO, καθώς και οι αποφάσεις σχετικά με την εκχώρηση στην EVO του δικαιώματος να χρησιμοποιεί δωρεάν ακίνητα, θεωρήθηκαν αποφάσεις χρηματοδοτούμενες από κρατικούς πόρους και καταλογιστέες στη δημόσια αρχή.

(241)

Οι βελγικές αρχές δεν αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα αυτά. Αντιθέτως, επιβεβαίωσαν ότι ο δήμος ήλεγχε την EVO και την Pakhuizen, μέσω της AGVO (56).

10.1.4.   ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

(242)

Οι δραστηριότητες του δήμου ευνοούν τις εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen, οι οποίες συγκροτούν όμιλο επιχειρήσεων που δραστηριοποιείται σε μια κοινή αγορά, δημοπρατώντας αλιεύματα και παρέχοντας συναφείς υπηρεσίες στον αλιευτικό κλάδο.

(243)

Η αγορά δημοπράτησης ιχθύων είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική. Υπάρχει έντονος άμεσος ανταγωνισμός μεταξύ των ιχθυοσκαλών των γειτονικών κρατών μελών για την προσέλκυση αλιέων από διάφορα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, η παροχή ευνοϊκής μεταχείρισης σε κάποιον από τους παράγοντες της αγοράς στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιχθυόσκαλες και δύναται έτσι να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(244)

Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων. Πράγματι, ιχθυόσκαλες ή ενώσεις ιχθυοσκαλών από το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Κάτω Χώρες και άλλες ευρωπαϊκές χώρες εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη υπόθεση και περιέγραψαν αναλυτικά τις επιπτώσεις που αντιλήφθηκαν ότι είχαν οι κρατικές ενισχύσεις στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

(245)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, ενδιαφέρον για την αγορά της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης είχαν εκδηλώσει όχι μόνο βελγικές αλλά και άλλες ιχθυαγορές από άλλα κράτη μέλη.

(246)

Όσον αφορά τις αγορές υπηρεσιών εκμίσθωσης, η παροχή ενισχύσεων σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους αυτούς μπορεί να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού με επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες εκμίσθωσης σε άλλους αλιευτικούς λιμένες, ακόμη και άλλων κρατών μελών, και με επιχειρήσεις που διαθέτουν ακίνητα προς εκμίσθωση κοντά στον αλιευτικό λιμένα της Οστάνδης (στις οποίες μπορεί κάλλιστα να συγκαταλέγονται επιχειρήσεις από άλλα κράτη μέλη). Επίσης, οι κρατικές ενισχύσεις ενδέχεται να συνέβαλαν στη διατήρηση ή στην ενίσχυση της θέσης της AGVO και της Pakhuizen στην αγορά, των οποίων οι δραστηριότητες θα εξαγοράζονταν ή θα μπορούσαν να εξαγοραστούν από άλλη επιχείρηση, σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι ενισχύσεις. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη κινδύνου στρέβλωσης του ανταγωνισμού φαίνεται από το γεγονός και μόνο ότι η ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης ενισχύεται σε σχέση με ανταγωνίστριες επιχειρήσεις μέσω της εξασφάλισης οικονομικού πλεονεκτήματος το οποίο δεν θα απολάμβανε διαφορετικά κατά την κανονική πορεία των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων (57).

(247)

Όσον αφορά τις δραστηριότητες διαχείρισης των αλιευτικών λιμένων, η Επιτροπή εκτιμά ότι η παροχή ενισχύσεων σε επιχειρήσεις αυτού του κλάδου μπορεί κάλλιστα να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού με επιχειρήσεις οι οποίες διαχειρίζονται άλλους αλιευτικούς λιμένες που είναι ανταγωνιστές του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης. Επίσης, οι κρατικές ενισχύσεις ενδέχεται να συμβάλλουν στη διατήρηση ή στην ενίσχυση της θέσης μιας επιχείρησης στην αγορά, της οποίας οι δραστηριότητες θα εξαγοράζονταν ή θα μπορούσαν να εξαγοραστούν από άλλη επιχείρηση, σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι ενισχύσεις (58).

(248)

Η Επιτροπή επιθυμεί να προσθέσει ότι παρότι η AGVO και η Pakhuizen δεν δραστηριοποιούνται άμεσα στην αγορά δημοπράτησης ιχθύων, παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες οι οποίες έχουν μάλιστα επιπτώσεις στην ελκυστικότητα της ιχθυόσκαλας. Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι η AGVO δραστηριοποιείται εμμέσως στην αγορά δημοπράτησης ιχθύων μέσ της θυγατρικής της EVO. Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην AGVO και στην Pakhuizen μπορούν επομένως όχι μόνο να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές στη συγκεκριμένη αγορά όπου δραστηριοποιούνται (αγορά υπηρεσιών εκμίσθωσης και αγορά αλιευτικών λιμένων), αλλά και στην αγορά δημοπράτησης ιχθύων.

10.1.5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(249)

Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ακόλουθες δραστηριότητες πρέπει να θεωρηθούν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΛΕΕ και ότι συνιστούν συνεπώς κρατικές ενισχύσεις:

α)

τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στην AGVO με τις ακόλουθες αποφάσεις του δήμου:

να εισφέρει στην AGVO αρχικό κεφάλαιο 250 εκατ. βελγικών φράγκων (6 179 338 ευρώ),

να παραχωρήσει στην AGVO το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της γης και των ακινήτων που βρίσκονται εντός του αλιευτικού λιμένα,

να μεταβιβάσει ακίνητα στην AGVO,

να παράσχει δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια στην AGVO,

να παραχωρήσει στην AGVO το δικαίωμα είσπραξης και χρήσης των κοινοτικών φόρων·

β)

τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στην EVO με την απόφαση:

του δήμου να χορηγήσει στην EVO δωρεάν εγγυήσεις για τη λήψη δανείων υπέρ της EVO,

της AGVO να μην ζητήσει μισθώματα από την EVO για τη χρήση των ακινήτων της και

της AGVO να διαθέσει στην EVO αρχικό κεφάλαιο και αυξήσεις κεφαλαίου συνολικού ύψους 3 969 000 ευρώ·

γ)

τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στην Pakhuizen, από τον δήμο ή/και στη συνέχεια από την AGVO, μέσω της σύμβασης μακροχρόνιας μίσθωσης για τη χρήση των ακινήτων της.

10.2.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ

(250)

Οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να χαρακτηριστούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά εφόσον συμμορφώνονται με κάποια από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στη ΣΛΕΕ. Οι υπό συζήτηση επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στον αλιευτικό κλάδο. Δραστηριοποιούνται επίσης στην αγορά υπηρεσιών εκμίσθωσης. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η AGVO, ως υπεύθυνη για τη διαχείριση του αλιευτικού λιμένα, και η EVO, ως υπεύθυνη για τη λειτουργία της ιχθυόσκαλας, είναι επιχειρήσεις των οποίων μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο του αλιευτικού κλάδου. Όσον αφορά, πάντως, τη Pakhuizen, η δραστηριοποίησή της στον αλιευτικό κλάδο δεν είναι εξίσου προφανής.

(251)

Όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις στον αλιευτικό κλάδο, οι τελευταίες δύνανται να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά μόνον όταν συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών για την αλιεία. Σύμφωνα με το σημείο 5.3 των σήμερα ισχυουσών κατευθυντήριων γραμμών, κάθε «παράνομη ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 θα εξετάζεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ίσχυαν τη χρονική στιγμή έναρξης ισχύος της διοικητικής πράξης θέσπισης της ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, οι ενισχύσεις πρέπει να αξιολογηθούν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για την αλιεία, των ετών 2001, 2004 και 2008.

(252)

Δεδομένου ότι η Pakhuizen δεν μπορεί να θεωρηθεί αλιευτική επιχείρηση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αξιολόγηση των ενισχύσεων πρέπει να βασιστεί στους γενικούς κανόνες που ισχύουν για όλους τους κλάδους και στους στόχους των ενισχύσεων.

(253)

Η Επιτροπή επισημαίνει, τέλος, ότι οι βελγικές αρχές δεν αμφισβήτησαν την ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με το συμβιβάσιμο.

10.2.1.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ AGVO

(254)

Όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορήγησε ο δήμος στην AGVO, στο πλαίσιο της αξιολόγησης επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων ενεργειών και των ημερομηνιών στις οποίες πραγματοποιήθηκαν.

10.2.1.1.    Αρχικό κεφάλαιο

(255)

Οι βελγικές αρχές υποστήριξαν ότι η διάθεση του αρχικού κεφαλαίου πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης.

(256)

Σύμφωνα με το σημείο 2.2.4 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για την αλιεία, που ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή της αναδιάρθρωσης, οι ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις υπέρ της διάσωσης και της αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων που ίσχυαν τη χρονική στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης, ήτοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (59).

(257)

Κατά την έννοια του σημείου 2.1 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, μια εταιρεία θεωρείται προβληματική όταν δεν είναι σε θέση, με ίδιους πόρους ή με πόρους που μπορεί να λάβει από τους ιδιοκτήτες/μετόχους της ή από πιστωτές, να περιορίσει ζημίες οι οποίες, απουσία εξωτερικής παρέμβασης των δημοσίων αρχών, θα την οδηγούσαν προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική κατάρρευση, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Τα χαρακτηριστικά μιας προβληματικής επιχείρησης είναι το αυξανόμενο επίπεδο ζημίας, η μείωση του κύκλου εργασιών, η αύξηση των αποθεμάτων, το πλεόνασμα ικανότητας, η μείωση των ταμειακών ρευστών, η αύξηση της χρέωσης και των επιβαρύνσεων λόγω τόκων, καθώς και η μείωση ή ο μηδενισμός της καθαρής αξίας των δραστηριοτήτων.

(258)

Κατά την άποψη της Επιτροπής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, το 2001, η ιχθυόσκαλα της Οστάνδης παρουσίαζε όλα τα χαρακτηριστικά μιας «προβληματικής επιχείρησης». Πράγματι, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 17, από το 1991 μέχρι το 2001, το μερίδιό της όσον αφορά τις εκφορτώσεις ιχθύων σε βελγικούς λιμένες μειώθηκε κατά 37 % στο 20 % περίπου. Από το 1997 μέχρι το 2001 ο κύκλος εργασιών της ιχθυόσκαλας μειώθηκε από 20 550 000 ευρώ σε 13 440 000 ευρώ και επί σειρά ετών ο δήμος είχε κατά μέσο όρο ετήσιες ζημίες ύψους 1 850 000 ευρώ. Ως εκ τούτου, το 2001 ο δήμος κλήθηκε να αποφασίσει εάν θα έκλεινε την ιχθυόσκαλα ή εάν θα προέβαινε στην αναδιάρθρωσή της. Η Επιτροπή εκτιμά συνεπώς ότι η ιχθυόσκαλα της Οστάνδης χαρακτηρίζεται «προβληματική επιχείρηση» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Οι βελγικές αρχές δεν αμφισβήτησαν το συμπέρασμα αυτό.

(259)

Παρότι η AGVO είναι νεοσυσταθείσα νομική οντότητα, η Επιτροπή σημειώνει ότι ο σχηματισμός του αρχικού κεφαλαίου της AGVO ήταν μέρος του σχεδίου αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης. Δεδομένου ότι η ιχθυόσκαλα της Οστάνδης ήταν προβληματική επιχείρηση και ότι η AGVO συστάθηκε με μοναδικό σκοπό την αναδιάρθρωσή της και επίσης δεδομένου ότι η AGVO επωμίσθηκε όχι μόνο τα στοιχεία ενεργητικού της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης αλλά και την οικονομική επιβάρυνση των διαφόρων τραπεζικών δανείων, η AGVO μπορεί να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης του αρχικού κεφαλαίου. Συνεπώς, το αρχικό κεφάλαιο μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ενίσχυση αναδιάρθρωσης (60) κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

(260)

Παρότι η AGVO είναι επιλέξιμη για ενίσχυση δυνάμει του σημείου 30 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της ιχθυόσκαλας, μέσω της σύστασης της AGVO, με την οποία παρασχέθηκε στην ιχθυόσκαλα κεφάλαιο έναρξης ύψους 250 εκατ. βελγικών φράγκων (6 179 338 ευρώ), δεν πληροί τις προϋποθέσεις συμβιβάσιμου με την εσωτερική αγορά, οι οποίες καθορίζονται στην παράγραφο 32 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

(261)

Ειδικότερα, σύμφωνα με το σημείο 32 των κατευθυντήριων γραμμών, «το σχέδιο αναδιάρθρωσης, του οποίου η διάρκεια πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερη, πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και να βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις όσον αφορά τις μελλοντικές συνθήκες λειτουργίας». Η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 19 δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις· αναφέρει μάλιστα σχετικά ότι το σχέδιο δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένα εσωτερικά μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας της ιχθυόσκαλας και για τον τερματισμό των ζημιογόνων δραστηριοτήτων.

(262)

Επιπλέον, αντίθετα με τα προβλεπόμενα στο σημείο 32 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, η αναδιάρθρωση δεν φαίνεται να βασίστηκε σε έρευνα της αγοράς που να παρέχει πληροφορίες για τις μελλοντικές προοπτικές της προσφοράς και της ζήτησης, ούτε σε μελέτη της σχετικής αγοράς και ούτε στις λοιπές πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

(263)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν περιλαμβάνει ούτε τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο 33 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, ήτοι τις περιστάσεις που προκάλεσαν τις δυσχέρειες της επιχείρησης, ούτως ώστε να είναι δυνατόν να εξακριβωθεί κατά πόσον τα προτεινόμενα μέτρα είναι ενδεδειγμένα, την παρούσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά των σχετικών προϊόντων, με προβλέψεις που αντικατοπτρίζουν την αισιόδοξη, την απαισιόδοξη και την ενδιάμεση εκδοχή και προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της επιχείρησης.

(264)

Επιπλέον, η Επιτροπή κρίνει ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν περιέχουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η ενίσχυση περιορίστηκε στο ελάχιστο απαραίτητο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο 40 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 ή ότι ο δικαιούχος αναγκάστηκε να συνεισφέρει από τους δικούς του πόρους. Ως προς αυτό, επισημαίνεται ακόμη ότι, σύμφωνα με το σημείο 41 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, η ενίσχυση πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης και δεν πρέπει να δίνει στον αποδέκτη τη δυνατότητα να αυξάνει την παραγωγική του ικανότητα κατά την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, όπως αναφέρεται ανωτέρω, το χρηματοδοτικό σχέδιο που συντάχθηκε το 2001 αναφέρει ότι η ιχθυόσκαλα θα μπορούσε να ανακάμψει μέσα σε διάστημα οκτώ ετών χωρίς να χρειαστεί να δαπανηθεί ολόκληρο το ποσό των 250 εκατ. βελγικών φράγκων. Το επιχειρηματικό σχέδιο προβλέπει επίσης 10 % αύξηση του κύκλου εργασιών τα πέντε πρώτα χρόνια λειτουργίας της αναδιαρθρωμένης ιχθυόσκαλας στην αγορά, γεγονός που υποδηλώνει ενδεχομένως ότι η ιχθυόσκαλα σκόπευε να επεκταθεί. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι το σχέδιο ανάκαμψης δεν σχεδιάστηκε με τρόπο που να διασφαλίζει την αξιοποίηση της ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης, ενώ εμφανίζει την ιχθυόσκαλα ικανή να χρησιμοποιήσει την πρόσθετη ρευστότητα για να αυξήσει την παραγωγική της ικανότητα, να επεκτείνει τις δραστηριότητές της ή/και να δραστηριοποιηθεί επιθετικά στην αγορά. Από τις ληφθείσες πληροφορίες προκύπτει ότι η ενίσχυση χρησιμοποιήθηκε όντως για την επέκταση των δραστηριοτήτων της ιχθυόσκαλας (61) και για επιθετικές δραστηριότητες που προκαλούσαν στρέβλωση στην αγορά (62).

(265)

Η Επιτροπή παρατηρεί ακόμη ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν προβλέπει μέτρα διασφάλισης της πλήρους εφαρμογής του σχεδίου και τήρησης όλων ανεξαιρέτως των όρων του.

(266)

Επιπλέον, το Βέλγιο δεν απέδειξε ότι ελήφθησαν αντισταθμιστικά μέτρα σε συμφωνία με τα σημεία 35-39 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 ούτε, εναλλακτικά, ότι πληρούνταν οι ειδικοί (εναλλακτικοί) όροι για τη γεωργία (συμπεριλαμβανομένης της αλιείας) που προβλέπονταν στα σημεία 73-82 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 (63). Πράγματι, φαίνεται ότι ο δήμος δεν έλαβε μέτρα για την άμβλυνση, στο μέτρο του δυνατού, των τυχόν δυσμενών συνεπειών των ενισχύσεων στους ανταγωνιστές, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης κατάστασης των ιχθυαγορών ιδίως όσον αφορά τον εφοδιασμό τους με περιορισμένες ποσότητες αλιευμάτων λόγω των περιοριστικών μέτρων διατήρησης που λαμβάνονται ετησίως σε επίπεδο Ένωσης, είναι πολύ πιθανό οι ενισχύσεις να είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στις ανταγωνιστικές ιχθυαγορές και ο δήμος όφειλε να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το σημείο.

(267)

Κατά συνέπεια, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην AGVO για την αναδιάρθρωση της ιχθυαγοράς δεν συμβιβάζονται με τις προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση ούτε με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για την αλιεία οι οποίες παραπέμπουν στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

(268)

Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο θεώρησης της χορήγησης κεφαλαίου ως αντιστάθμιση για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η Επιτροπή παραπέμπει στην ανάλυση του σχετικού θέματος στο σημείο 10.2.1.4 της παρούσας απόφασης.

10.2.1.2.    Μεταβίβαση κυριότητας ακινήτων και χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων χρήσης της γης και των ακινήτων

(269)

Όπως αναφέρεται στο σημείο 10.1.2.2.2 της παρούσας απόφασης, η χορήγηση του αποκλειστικού δικαιώματος δωρεάν χρήσης των ακινήτων από τις 14 Μαρτίου 2002 και, εν συνεχεία, η μεταβίβαση, από τον δήμο, της κυριότητας διαφόρων ακινήτων συνολικού εμβαδού 57 500 τ.μ. πραγματοποιήθηκαν χωρίς την επιβολή υποχρεώσεων αντίστοιχης αξίας στην AGVO. Όπως ήδη επισημάνθηκε, ούτε το καταστατικό ούτε η πράξη μεταβίβασης φαίνεται να συνδέονται με κάποια συγκεκριμένη και μη συνηθισμένη προϋπόθεση ή υποχρέωση που θα δικαιολογούσε την απουσία καταβολής μισθώματος ή αμοιβής.

(270)

Η ενέργεια αυτή πρέπει ως εκ τούτου να θεωρηθεί ενίσχυση που σκόπευε να βελτιώσει την κατάσταση της επιχείρησης και να ενισχύσει τη ρευστότητά της, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής του αποδέκτη.

(271)

Από την έρευνα της Επιτροπής δεν προέκυψε συμμόρφωση της εν λόγω ενίσχυσης προς τους κανόνες συμβιβάσιμου με την εσωτερική αγορά που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για την αλιεία, ούτε οι βελγικές αρχές υπέβαλαν κάποιο σχετικό στοιχείο.

(272)

Σε ό,τι αφορά το ερώτημα κατά πόσον μπορούν να εξεταστούν τόσο η δωρεάν χορήγηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων χρήσης όσο και η μεταβίβαση της κυριότητας στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας, η Επιτροπή έχει ήδη καταδείξει στην αιτιολογική σκέψη 260 και επ. της παρούσας απόφασης, ότι, παρότι η AGVO θα μπορούσε να είναι επιλέξιμη για ενίσχυση αναδιάρθρωσης κατά τη χρονική στιγμή έγκρισης των μέτρων (καθώς χαρακτηριζόταν προβληματική επιχείρηση), δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

(273)

Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να θεωρηθούν η χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων χρήσης και η μεταβίβαση της κυριότητας ως αντιστάθμισμα των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η Επιτροπή παραπέμπει στην ανάλυση του σχετικού θέματος στο σημείο 10.2.1.4 της παρούσας απόφασης.

10.2.1.3.    Εγγυήσεις δανείων

(274)

Οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δωρεάν εγγυήσεων για δάνεια που χρησιμοποιήθηκαν για εργασίες ανακαίνισης και των δωρεάν εγγυήσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξη της EVO.

(275)

Οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν σχετικά ότι για τη στήριξη της EVO χρησιμοποιήθηκε δάνειο ύψους 550 000 ευρώ.

(276)

Οι βελγικές αρχές υποστήριξαν ότι οι δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξη της EVO πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας.

(277)

Η Επιτροπή παρατηρεί, ωστόσο, ότι όπως καταδεικνύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 260 και επ. της παρούσας απόφασης, παρότι η AGVO θα μπορούσε να είναι επιλέξιμη για ενίσχυση αναδιάρθρωσης κατά τη στιγμή της έγκρισης των μέτρων (καθώς χαρακτηριζόταν προβληματική επιχείρηση), δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις συμβιβάσιμου που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

(278)

Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι δωρεάν εγγυήσεις συνιστούν ουσιαστικά κρατικές που δεν αναφέρονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το σημείο 3.2.3 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 και σύμφωνα με το σημείο 3.3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 (64), οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης πρέπει να χορηγούνται μόνον άπαξ. Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχική ενίσχυση, ως επί το πλείστον με τη μορφή αρχικού κεφαλαίου κ.λπ., συμμορφωνόταν προς τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, κάτι που δεν ισχύει, οι δωρεάν εγγυήσεις δεν συμμορφώνονται προς την αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης».

(279)

Οι βελγικές αρχές φαίνεται να επικαλούνται ότι τελικά ο δήμος επέλεξε να χορηγήσει δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια αντί να καταβάλει τις υπόλοιπες ετήσιες δόσεις του αρχικού κεφαλαίου. Η Επιτροπή παρατηρεί, ωστόσο, ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν αναθεωρήθηκε σύμφωνα με το σημείο 52 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση ούτε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2004 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Επιπλέον, δεν είναι σαφές εάν αυξήθηκε ή μειώθηκε το ύψος της ενίσχυσης ή εάν τροποποιήθηκε η μορφή της. Πράγματι, παρότι οι δόσεις του αρχικού κεφαλαίου δεν καταβάλλονταν όλες ετησίως όπως προβλεπόταν αρχικά, η AGVO είχε εκ του νόμου το δικαίωμα να απαιτήσει από τους μετόχους της να καταβάλουν το υπόλοιπο του αρχικού κεφαλαίου. Η AGVO άσκησε όντως το δικαίωμα αυτό το 2006 και το 2007, όταν της καταβλήθηκαν επιπλέον δόσεις.

(280)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι η δωρεάν εγγύηση για τη λήψη δανείου ύψους 550 000 ευρώ δεν είναι συμβιβάσιμη με τις προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών ούτε του 1999 ούτε του 2004, ούτε με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2004 σε θέματα διάσωσης και αναδιάρθρωσης.

(281)

Όσον αφορά τις δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια που χρησιμοποιήθηκαν για εργασίες ανακαίνισης, η Επιτροπή παραπέμπει στην ανάλυση του σχετικού θέματος στο σημείο 10.2.1.4 της παρούσας απόφασης.

10.2.1.4.    Φόροι και αντισταθμίσεις για παροχή δημόσιας υπηρεσίας

(282)

Οι βελγικές αρχές υποστήριξαν ότι μέρος του αρχικού κεφαλαίου, μέρος των ακινήτων και μέρος των δανείων για τα οποία χορηγήθηκαν εγγυήσεις χρησιμοποιήθηκαν για την παροχή υπηρεσιών γενικού (οικονομικού) συμφέροντος, και συγκεκριμένα για τη διαχείριση του αλιευτικού λιμένα και για την εκμίσθωση ακινήτων σε δημόσιους και ημι-δημόσιους οργανισμούς. Υποστήριξαν ακόμη ότι το δικαίωμα είσπραξης (και χρήσης) φόρων από τους χρήστες του αλιευτικού λιμένα εντάσσεται στο πλαίσιο των δημόσιων καθηκόντων της AGVO.

(283)

Οι βελγικές αρχές δεν απέδειξαν ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Υπενθυμίζεται δε ότι είναι ευθύνη του κράτους μέλους που επικαλείται το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ ως παρέκκλιση από τους θεμελιώδεις κανόνες της συνθήκης να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής (65). Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή εξέτασε εάν οι ενισχύσεις μπορούσαν να θεωρηθούν σε κάποιον βαθμό αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(284)

Ως προς το θέμα αυτό, η Επιτροπή έχει διατυπώσει αναλυτικά –στις ανακοινώσεις του 1996 (66) και του 2001 (67) -Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη- καθώς και στο πλαίσιο του 2005 (68) για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να χαρακτηριστεί μία κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2.

(285)

Σύμφωνα με μία από τις προϋποθέσεις αυτές η επιχείρηση που δικαιούται την ενίσχυση πρέπει να έχει επιφορτιστεί ειδικά από το κράτος μέλος με τη διαχείριση συγκεκριμένης υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Στη σχετική πράξη ή πράξεις ανάθεσης πρέπει να προσδιορίζεται, κατ’ ελάχιστον, η ακριβής φύση, το πεδίο και η διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που επιβάλλονται, καθώς και η ταυτότητα της επιχείρησης.

(286)

Η Επιτροπή θα μπορούσε ενδεχομένως να δεχθεί ότι, μέσω του καταστατικού της, η AGVO είχε επιφορτιστεί με τη διαχείριση του αλιευτικού λιμένα και ότι η εν λόγω ανάθεση συνοδεύεται από συγκεκριμένες υποχρεώσεις.

(287)

Όμως, όσον αφορά τις δραστηριότητες εκμίσθωσης στις οποίες επιδιδόταν η AGVO, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στην AGVO δεν είναι σαφώς καθορισμένες. Συγκεκριμένα, δεν μπόρεσε να εντοπίσει καμία διάταξη που να επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στην AGVO στο πλαίσιο αυτό, ενώ οι βελγικές αρχές δεν υπέβαλαν πρόσθετες πληροφορίες για το θέμα. Οι τελευταίες φαίνεται να θεωρούν ότι, επειδή οι οργανισμοί που μισθώνουν τα ακίνητα είναι δημόσιοι ή ημι-δημόσιοι, αυτομάτως οι επιχειρήσεις που τους εκμισθώνουν τα ακίνητα επιτελούν και αυτές δημόσια υπηρεσία. Η Επιτροπή δεν δύναται, ωστόσο, να συμφωνήσει με αυτή την άποψη, καθώς το γεγονός αυτό καθαυτό δεν συνεπάγεται ανάθεση ή επιβολή συγκεκριμένων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που διαφέρουν ενδεχομένως από τις υποχρεώσεις οι οποίες βαρύνουν τους ιδιώτες εκμισθωτές. Η Επιτροπή καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι οι βελγικές αρχές δεν απέδειξαν ότι η AGVO είχε επιφορτιστεί με υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας όσον αφορά τις δραστηριότητες εκμίσθωσης που ανέπτυσσε.

(288)

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην AGVO δεν συμβαδίζουν ούτε με τις απαιτήσεις αναγκαιότητας και αναλογικότητας.

(289)

Οι απαιτήσεις αναγκαιότητας και αναλογικότητας της αντιστάθμισης ορίζονται ως ακολούθως (βλέπε κυρίως σημεία 14, 15 και 17 του κοινοτικού πλαισίου του 2005 για τις κρατικές ενισχύσεις υπό τη μορφή αντισταθμίσεων παροχής δημόσιων υπηρεσιών):

το ύψος της αντιστάθμισης δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για να καλυφθούν οι δαπάνες που προκύπτουν από την εκτέλεση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων καθώς και ευλόγου κέρδους για την εκτέλεση των εν λόγω υποχρεώσεων,

το ύψος της αντιστάθμισης περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα που παρέχονται από το κράτος ή από κρατικούς πόρους υπό οιαδήποτε μορφή, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους σε σχέση με το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ,

το ύψος της αντιστάθμισης πρέπει να χρησιμοποιηθεί πράγματι για τη λειτουργία της σχετικής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα σε δραστηριότητες σε άλλες αγορές, δεν δικαιολογείται και κατά συνέπεια συνιστά μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση.

(290)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Το Βέλγιο παραδέχθηκε ότι δεν καθορίστηκαν παράμετροι για την αντιστάθμιση. Οι βελγικές αρχές ανέφεραν επιπλέον στην Επιτροπή ότι δεν δυνατόν να καθοριστούν οι δαπάνες που σχετίζονταν με την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας ούτε οι αποδείξεις εκτέλεσης των εν λόγω υποχρεώσεων. Η Επιτροπή παρατηρεί ακόμη ότι η AGVO δεν διατηρεί ξεχωριστούς λογαριασμούς για τις διάφορες κατηγορίες των δραστηριοτήτων της. Ως εκ τούτου, η αντιστάθμιση για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δραστηριότητες σε άλλες αγορές. Από διάφορα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι υπήρξε όντως υπέρμετρη αντιστάθμιση. Για παράδειγμα, όσον αφορά τις δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια, όπως καταδείχθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 186 και επ. της παρούσας απόφασης, τα δάνεια για τα οποία χορηγήθηκαν εγγυήσεις μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και χρησιμοποιήθηκαν τελικά για σκοπούς διαφορετικούς από τον αρχικά προβλεπόμενο σκοπό. Δεδομένου ότι το συνολικό κεφάλαιο που διατέθηκε στην EVO (3 969 000 ευρώ) και το τίμημα που καταβλήθηκε για την αγορά των μετοχών της Pakhuizen (350 000 ευρώ) [ήτοι συνολικά: 4 319 000 ευρώ] υπερβαίνουν το συνολικό κεφάλαιο που καταβλήθηκε στην AGVO [ήτοι 3 596 665,62 ευρώ], συνάγεται υποχρεωτικά το συμπέρασμα ότι η AGVO χρησιμοποίησε δάνεια και πιθανώς φόρους για την κάλυψη των ποσών αυτών.

(291)

Για τους προαναφερθέντες λόγους, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει τα μέτρα ενίσχυσης συμβιβάσιμα με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

10.2.2.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ EVO

(292)

Όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορήγησαν ο δήμος και η AGVO στην EVO, στο πλαίσιο της αξιολόγησης επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων ενεργειών και των ημερομηνιών στις οποίες αυτές πραγματοποιήθηκαν.

(293)

Οι ακόλουθες αποφάσεις πρέπει να αξιολογηθούν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2001:

οι αποφάσεις που έλαβε ο δήμος σχετικά με τη χορήγηση δωρεάν εγγυήσεων για δάνεια στις 28 Ιουνίου και στις 27 Σεπτεμβρίου 2002, καθώς και στις 23 Απριλίου 2004,

η απόφαση που έλαβε η AGVO σχετικά με την παραχώρηση στην EVO από τις 8 Αυγούστου 2002 και εφεξής του δικαιώματος συνεχούς δωρεάν χρήσης των ακινήτων συνολικής επιφάνειας 13 600 τ.μ. που είχε στην κυριότητά της η AGVO,

η απόφαση που έλαβε η AGVO στις 22 Αυγούστου 2002 να εισφέρει στην EVO κεφάλαιο έναρξης ύψους 371 840 ευρώ.

(294)

Οι ακόλουθες αποφάσεις πρέπει να αξιολογηθούν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2004:

οι αποφάσεις που έλαβε ο δήμος σχετικά με τη χορήγηση δωρεάν εγγύησης για δάνειο στις 22 Απριλίου 2005,

οι αποφάσεις που έλαβε η AGVO στις 31 Δεκεμβρίου 2004, στις 31 Δεκεμβρίου 2005 και στις 21 Δεκεμβρίου 2007 όσον αφορά την αύξηση του κεφαλαίου της EVO μέσω διαγραφής χρεών.

(295)

Οι ακόλουθες αποφάσεις πρέπει να αξιολογηθούν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 και του 2004:

οι αποφάσεις που έλαβε η AGVO σχετικά με τη δωρεάν παροχή εγγυήσεων για δάνεια ύψους 600 000 ευρώ κατά την περίοδο 22 Αυγούστου 2002 - 3 Αυγούστου 2006.

(296)

Η ακόλουθη απόφαση πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 και του 2008:

η απόφαση που έλαβε ο δήμος για τη χορήγηση δωρεάν εγγύησης για δάνειο ύψους 78 000 ευρώ κατά την περίοδο 27 Σεπτεμβρίου 2007 - 4 Σεπτεμβρίου 2008.

10.2.2.1.    Εγγυήσεις για δάνεια, δικαίωμα δωρεάν χρήσης της ιχθυόσκαλας

(297)

Σύμφωνα με το σημείο 1.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για την αλιεία και σύμφωνα με το σημείο 3.7 των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 για την αλιεία, οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται χωρίς την επιβολή οποιασδήποτε υποχρέωσης στους αποδέκτες και οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της κατάστασης των επιχειρήσεων και στην αύξηση της ρευστότητας τους, ή υπολογίζονται επί των παραγόμενων ή διατιθέμενων στο εμπόριο ποσοτήτων, των τιμών των προϊόντων, των παραγόμενων μονάδων ή των μέσων παραγωγής και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής του δικαιούχου ή τη βελτίωση του εισοδήματος των δικαιούχων, είναι, ως λειτουργικές ενισχύσεις, ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με το σημείο 3.4 των κατευθυντήριων γραμμών για την αλιεία του 2008, οι ενισχύσεις λειτουργίας, οι οποίες π.χ. αυξάνουν την επιχειρηματική ρευστότητα του δικαιούχου ή υπολογίζονται επί των παραγόμενων ή διατιθέμενων στο εμπόριο ποσοτήτων, των τιμών των προϊόντων, των παραγόμενων μονάδων ή των μέσων παραγωγής και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής του δικαιούχου ή τη βελτίωση των εσόδων του, είναι καταρχήν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά. Μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά, μόνον εάν οι ενισχύσεις σαφώς και σταθερά συμβάλλουν στην εξυπηρέτηση των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

(298)

Πάντως, από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι οι δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια και το δικαίωμα δωρεάν χρήσης της ιχθυόσκαλας χορηγήθηκαν χωρίς την επιβολή οποιασδήποτε συγκεκριμένης υποχρέωσης στην EVO η οποία θα καθιστούσε την ενίσχυση συμβιβάσιμη με κάποια από τις προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών για την αλιεία.

(299)

Πράγματι, οι δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια φαίνεται ότι χορηγήθηκαν βάσει απλής αίτησης δανείου και ότι τα ληφθέντα δάνεια εξυπηρετούσαν άλλους σκοπούς, ενώ δεν φαίνεται να συνοδεύονταν από την επιβολή συγκεκριμένων προϋποθέσεων ή υποχρεώσεων.

(300)

Από τις πληροφορίες που παρείχαν οι βελγικές αρχές προκύπτει μάλιστα ότι η χρήση, εντέλει, του δανείου για το οποίο χορηγήθηκαν εγγυήσεις για σκοπό διαφορετικό από τον αρχικά ανακοινωθέντα δεν επέσυρε κυρώσεις ούτε ανάκληση της εγγύησης. Για παράδειγμα, από ό,τι φαίνεται, το δάνειο ύψους 1 795 000 ευρώ που χορήγησε η Fortis, παρότι είχε αρχικά ανακοινωθεί ότι προοριζόταν, μεταξύ άλλων, για την αγορά πρόσθετων μηχανημάτων και τελάρων αποθήκευσης ιχθύων, και για τη χρηματοδότηση διαφόρων εργασιών τροποποίησης, χρησιμοποιήθηκε τελικά (τουλάχιστον μέρος αυτού) για τη χορήγηση δανείων σε πλοιοκτήτες. Η εγγύηση δεν ανακλήθηκε, ενώ εγγυήσεις χορηγήθηκαν και μετά το γεγονός αυτό χωρίς, όπως φαίνεται, να επιβάλει ο δήμος όρους στην EVO για την εγγύηση.

(301)

Η χορήγηση των δωρεάν εγγυήσεων αύξησε τη ρευστότητα της EVO, καθώς δεν χρειαζόταν να πληρώσει για την εγγύηση και, επιπλέον, όπως φαίνεται, χωρίς την εγγύηση, η EVO δεν θα λάμβανε τα δάνεια.

(302)

Επίσης το δικαίωμα δωρεάν χρήσης των ακινήτων της ιχθυόσκαλας αύξησε τη ρευστότητα της EVO, καθώς απαλλάχθηκε από τη δαπάνη του μισθώματος το οποίο θα όφειλε σε αντίθετη περίπτωση να καταβάλλει υπό συνθήκες αγοράς.

(303)

Η Επιτροπή δεν κατανοεί πώς η χορήγηση δωρεάν εγγυήσεων ή η παραχώρηση του δικαιώματος δωρεάν χρήσης των ακινήτων μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβάλλουν στην εξυπηρέτηση των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Οι βελγικές αρχές δεν υπέβαλαν κανένα στοιχείο για το συγκεκριμένο θέμα.

(304)

Οι βελγικές αρχές δήλωσαν ότι τα μέτρα θα έπρεπε να αξιολογηθούν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας.

(305)

Κατά πρώτον, πρέπει να εκτιμηθεί εάν η EVO μπορούσε να είναι επιλέξιμη δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Η EVO μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση του 1999 και του 2004 αντίστοιχα.

(306)

Σύμφωνα με το σημείο 8 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση και σύμφωνα με το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, μια εταιρεία που ανήκει σε ευρύτερο επιχειρηματικό όμιλο δεν είναι καταρχήν επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης. Μπορεί, ωστόσο, να είναι επιλέξιμη εάν συστάθηκε από προβληματική εταιρεία. Η EVO συστάθηκε από την AGVO, η οποία με τη σειρά της είναι η νέα νομική μορφή της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης που αναδιαρθρώθηκε το 2001. Επισημαίνεται δε ότι η AGVO αποτελεί τη συνέχεια της παλαιάς ιχθυόσκαλας της Οστάνδης, η οποία ήταν ιδιοκτησίας του Δημοσίου και δεν διέθετε νομική προσωπικότητα. Όπως επισημάνθηκε στην αιτιολογική σκέψη 259 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή εκτιμά ότι η AGVO, αν και νεοσυσταθείσα, χαρακτηρίζεται ως προβληματική επιχείρηση και είναι επιλέξιμη δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Δεδομένου ότι συστάθηκε στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της AGVO, η EVO, αλλά και η AGVO, μπορούν να θεωρηθούν προβληματικές επιχειρήσεις και θα μπορούσαν να λάβουν ενισχύσεις υπό τους όρους που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

(307)

Ωστόσο, ακόμη και αν η EVO είναι επιλέξιμη δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, υπενθυμίζεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συμβιβάσιμου που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, όπως καταδεικνύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 260 και επόμενες της παρούσας απόφασης. Επιπλέον, τα σχετικά μέτρα ενίσχυσης δεν προβλέπονταν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης και ως εκ τούτου εγείρουν τις ίδιες ανησυχίες με εκείνες που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 278 και επόμενες της παρούσας απόφασης.

(308)

Οι δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια και το δικαίωμα δωρεάν χρήσης της ιχθυόσκαλας πρέπει επομένως να θεωρηθούν ενίσχυση λειτουργίας κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 2001, του 2004 και του 2008 για την αλιεία και ως εκ τούτου δεν συμβάλλουν στην εξυπηρέτηση των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Δεν είναι επομένως συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

10.2.2.2.    Αρχικό κεφάλαιο και επακόλουθες αυξήσεις κεφαλαίου

(309)

Η EVO συστάθηκε στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ιχθυόσκαλας της Οστάνδης. Οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν επιπλέον ότι μέρος του αρχικού κεφαλαίου της AGVO (ήτοι 371 840 ευρώ) χρησιμοποιήθηκε ως αρχικό κεφάλαιο για τη σύσταση της EVO και για επακόλουθες αυξήσεις κεφαλαίου.

(310)

Συνεπώς, πρέπει να αξιολογηθεί εάν το αρχικό κεφάλαιο και οι επακόλουθες αυξήσεις κεφαλαίου μπορούν ενδεχομένως να θεωρηθούν ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 και του 2004 αντίστοιχα για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

(311)

Η EVO, αλλά και η AGVO, μπορούν να θεωρηθούν προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 και του 2004 αντίστοιχα για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση όπως αναφέρεται στο σημείο 10.2.2.1.

(312)

Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρεται στις ανωτέρω αιτιολογικές σκέψεις 260 και επ. της παρούσας απόφασης, δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις συμβιβάσιμου για τη χορήγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης.

(313)

Το αρχικό κεφάλαιο και οι επακόλουθες αυξήσεις κεφαλαίου δεν μπορούν επομένως να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

10.2.3.   ΟΙ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ PAKHUIZEN

(314)

Οι όροι της σύμβασης μίσθωσης μεταξύ του δήμου και της Pakhuizen είχαν ως αποτέλεσμα να επωφελείται ενδεχομένως η Pakhuizen από ετήσια μείωση του κόστους λειτουργίας της. Αυτού του είδους οι ενισχύσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής κανενός από τα μέτρα που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την αλιεία ή στους στόχους άλλων οριζόντιων ή ειδικών κατευθυντήριων γραμμών που θα μπορούσαν να ισχύουν σε αυτού του είδους τις επιχειρήσεις. Τόσο βάσει των συναφών κατευθυντήριων γραμμών για την αλιεία όσο και βάσει των οριζόντιων κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, αυτού του είδους η ενίσχυση θεωρείται ενίσχυση λειτουργίας και είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

10.2.4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(315)

Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ενισχύσεις που αναφέρονται στο σημείο 10.1.5 της παρούσας απόφασης πρέπει να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις, ότι δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά και ότι πρέπει να ανακτηθούν, σύμφωνα με τους όρους που παρατίθενται στην ενότητα 11.

11.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(316)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο. Ο σκοπός της ανάκτησης επιτυγχάνεται εφόσον οι επίμαχες ενισχύσεις, προσαυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας, επιστραφούν από τον δικαιούχο, ή άλλως ειπείν, από τις επιχειρήσεις οι οποίες πράγματι τις καρπώθηκαν.

(317)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 δεν καθορίζει προθεσμία παραγραφής όσον αφορά την εξέταση των φακέλων παράνομων ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ), δηλαδή ενισχύσεων που χορηγούνται προτού η Επιτροπή αποφανθεί ως προς το συμβιβάσιμό τους με την κοινή αγορά. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού αυτού, οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Επίσης, η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο. Τέλος, κάθε ενέργεια της Επιτροπής διακόπτει την περίοδο παραγραφής.

(318)

Η περίοδος παραγραφής διακόπηκε με το αίτημα παροχής πληροφοριών που απεστάλη στο Βέλγιο στις 13 Μαρτίου 2006. Συνεπώς, η ανάκτηση αφορά μόνο τις ενισχύσεις που ελήφθησαν μετά τις 13 Μαρτίου 1996.

(319)

Για τον καθορισμό των ποσών που πρέπει να ανακτηθούν από τις εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι μέρος των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην AGVO μεταβιβάστηκε στην EVO. Όπως επεσήμαναν οι βελγικές αρχές, οι εν λόγω ενισχύσεις πρέπει να ανακτηθούν άπαξ από τον πραγματικό δικαιούχο.

(320)

Για τον λόγο αυτόν, στις περιπτώσεις που οι χορηγηθείσες από τον δήμο ενισχύσεις ωφέλησαν τελικά την EVO, από την AGVO πρέπει να ανακτηθεί εκείνο μόνο το μέρος των ενισχύσεων, το οποίο δεν αποτέλεσε το αντικείμενο μεταβίβασης στην EVO.

11.1.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ EVO

(321)

Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις από την EVO είναι:

το αρχικό κεφάλαιο ύψους 371 840 ευρώ,

οι επακόλουθες αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 1 387 044 ευρώ, 710 000,75 ευρώ και 1 500 114,96 ευρώ,

το πλεονέκτημα που αντιστοιχούσε στη δωρεάν λήψη εγγυήσεων για δάνεια και

το πλεονέκτημα που αντιστοιχούσε στη δωρεάν χρήση της ιχθυόσκαλας από τις 22 Αυγούστου 2002 μέχρι την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία είχε η EVO την ιχθυόσκαλα στη διάθεσή της.

(322)

Σε ό,τι αφορά το στοιχείο ενίσχυσης των δωρεάν εγγυήσεων, αυτό αντιστοιχεί καταρχήν στο ύψος των δανείων για τα οποία χορηγήθηκαν εγγυήσεις, εκτός και αν οι βελγικές αρχές υποβάλουν στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η EVO θα μπορούσε να λάβει παρόμοιες εγγυήσεις από την αγορά. Σε αυτήν την περίπτωση, το στοιχείο ενίσχυσης θα αντιστοιχεί στο ύψος της προμήθειας που θα προβλεπόταν στην αγορά για την εγγύηση.

(323)

Οι βελγικές αρχές δήλωσαν ότι η EVO δεν έλαβε τελικά τα δύο δάνεια για τα οποία χορηγήθηκε εγγύηση το 2002. Κατά συνέπεια, αν και οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν (η απόφαση χορήγησης της δωρεάν εγγύησης εγκρίθηκε), η EVO δεν επωφελήθηκε στην πράξη από αυτές. Οι ενισχύσεις που αντιστοιχούν στις δωρεάν εγγυήσεις για δάνεια οι οποίες εγκρίθηκαν στις 28 Ιουνίου και στις 27 Σεπτεμβρίου 2002 δεν χρειάζεται επομένως να ανακτηθούν. Ως εκ τούτου, το προς ανάκτηση ποσό ανέρχεται σε 4 284 995 ευρώ (3 606 995 ευρώ + 78 000 ευρώ + 600 000 ευρώ).

11.2.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ PAKHUIZEN

(324)

Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις από την Pakhuizen συνίστανται στο πλεονέκτημα που απολάμβανε η εταιρεία αυτή λόγω του ότι η σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης δεν είχε συναφθεί σε τιμή αγοράς.

(325)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η ανάκτηση υπόκειται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής η οποία αρχίζει να τρέχει από τις 13 Μαρτίου 2006.

(326)

Το πλεονέκτημα συνίσταται συγκεκριμένα στην αμοιβή (μίσθωμα) που θα καταβαλλόταν υπό κανονικές συνθήκες αγοράς για τη σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης των ακινήτων μείον α) τα 25 ευρώ που καταβάλλονταν ετησίως και β) τις δαπάνες ανακαίνισης που κατέβαλε ενδεχομένως η Pakhuizen και τις οποίες δεν θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει υπό κανονικές συνθήκες δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας (69). Η υπό εξέταση χρονική περίοδος εκτείνεται μέχρι την ημερομηνία ανάκτησης ή —σε περίπτωση λήξης της σύμβασης μίσθωσης προτού διαταχθεί η ανάκτηση— την ημερομηνία λήξης της ισχύος της σύμβασης μίσθωσης.

11.3.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ AGVO

(327)

Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις από την AGVO αποτελούνται από το αρχικό κεφάλαιο, από το πλεονέκτημα που απέρρεε από τη δωρεάν λήψη εγγυήσεων για τη σύναψη δανείων, από το πλεονέκτημα που απέρρεε από την αποκλειστική χρήση της γης και των ακινήτων του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης από τις 14 Μαρτίου 2002 έως τις 25 Μαρτίου 2004 (για τα ακίνητα που μεταβιβάστηκαν στη συνέχεια στην AGVO) και από τις 14 Μαρτίου 2002 έως την ημερομηνία ανάκτησης (για τη γη και τα υπόλοιπα ακίνητα που δεν περιλαμβάνονταν στην πράξη μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας που συνάφθηκε στις 26 Μαρτίου 2004) και από το πλεονέκτημα που απέρρεε από τη δωρεάν μεταβίβαση στις 26 Μαρτίου 2004 της κυριότητας ακινήτων συνολικού εμβαδού 57 500 τ.μ. που βρίσκονται στον αλιευτικό λιμένα της Οστάνδης.

(328)

Σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο, από τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν στην Επιτροπή συνάγεται ότι παρόλο που εγκρίθηκε ενίσχυση ύψους 250 εκατ. βελγικών φράγκων (6 200 000 ευρώ), δεν έχει καταβληθεί ακόμη ολόκληρο το ποσό. Συνεπώς, η διαταγή ανάκτησης πρέπει να αφορά μόνο το ποσό που πραγματικά καταβλήθηκε στην AGVO, ήτοι 3 596 665,62 ευρώ σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή. Εάν έχουν καταβληθεί στην AGVO περισσότερα χρήματα, τότε πρέπει και αυτά να ανακτηθούν.

(329)

Σε ό,τι αφορά το στοιχείο ενίσχυσης των δωρεάν εγγυήσεων, αυτό αντιστοιχεί καταρχήν στο ύψος των δανείων για τα οποία χορηγήθηκαν εγγυήσεις, εκτός και αν οι βελγικές αρχές παράσχουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι η AGVO θα μπορούσε να λάβει παρόμοιες εγγυήσεις από την αγορά. Σε αυτήν την περίπτωση, το στοιχείο ενίσχυσης θα αντιστοιχεί στο ύψος της προμήθειας που θα ίσχυε στην αγορά για την εγγύηση (26 Μαρτίου 2004, 23 Απριλίου 2004 και 22 Απριλίου 2005).

(330)

Όταν η αγορά δεν παρέχει καμία εγγύηση για τη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών, το στοιχείο ενίσχυσης πρέπει να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου υπό ευνοϊκούς όρους, δηλαδή ως η διαφορά μεταξύ του συγκεκριμένου επιτοκίου της αγοράς που θα έπρεπε να καταβάλει η AGVO χωρίς την εγγύηση και του επιτοκίου που επιτεύχθηκε χάρη στην κρατική εγγύηση. Όταν δεν υφίσταται επιτόκιο της αγοράς και το κράτος μέλος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει ως προσεγγιστική τιμή το επιτόκιο αναφοράς, η Επιτροπή τονίζει ότι για τον υπολογισμό της έντασης της ενίσχυσης μιας μεμονωμένης ενίσχυσης ισχύουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην ανακοίνωσή της σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (70). Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταβάλλεται η δέουσα προσοχή στην προσαύξηση που πρέπει να προστεθεί στο βασικό επιτόκιο έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη τα σχετικά χαρακτηριστικά κινδύνου που συνδέονται με την καλυπτόμενη πράξη, την επιχείρηση στην οποία παρέχεται η εγγύηση και τις εξασφαλίσεις που χορηγούνται.

(331)

Σε ό,τι αφορά το πλεονέκτημα που απέρρεε της δωρεάν αποκλειστικής χρήσης της γης και των κτιρίων του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης, οι ενισχύσεις αντιστοιχούν στο μίσθωμα το οποίο θα όφειλε να καταβάλλει η AGVO υπό συνθήκες αγοράς για την αποκλειστική χρήση της γης και των κτιρίων του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης από τις 14 Μαρτίου 2002 μέχρι την ημερομηνία ανάκτησης ή μέχρι την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία είχε το δικαίωμα η AGVO να χρησιμοποιεί δωρεάν τα ακίνητα, βάσει είτε του καταστατικού της είτε της πράξης μεταβίβασης της κυριότητας των ακινήτων για άλλο λόγο.

(332)

Η Επιτροπή έχει επίγνωση του ότι κάποιο τμήμα της γης και των κτιρίων είχε ελάχιστη ή μηδενική εμπορική αξία (π.χ. οι οδικές αρτηρίες). Η Επιτροπή παρατηρεί, ωστόσο, ότι άλλο τμήμα της γης και των κτιρίων είχε σαφή εμπορική αξία (ιχθυόσκαλα, γραφεία, αποθήκες) και ότι κάποιο άλλο τμήμα της γης και των κτιρίων (υποδομή του αλιευτικού λιμένα) έδινε στην AGVO τη δυνατότητα να παρέχει υπηρεσίες σε πλοιοκτήτες παρέχοντάς της έτσι το δικαίωμα να επιβάλλει τέλος σε αντάλλαγμα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό του μισθίου.

(333)

Σε ό,τι αφορά το πλεονέκτημα που απολάμβανε λόγω της είσπραξης φόρων, οι ενισχύσεις αντιστοιχούν στους φόρους που εισέπραξε από την ημερομηνία σύστασής της μέχρι την ημερομηνία ανάκτησης ή μέχρι την τελευταία ημερομηνία που είχε η AGVO το δικαίωμα να εισπράττει αυτούς τους φόρους.

(334)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί από την AGVO πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό της ενίσχυσης που μεταφέρθηκε στην EVO με τη μορφή κεφαλαίου (3 969 000 ευρώ) και δωρεάν διάθεσης των κτιρίων στα οποία λειτουργεί η ιχθυόσκαλα.

(335)

Η Επιτροπή έχει επίγνωση του ότι η AGVO ήταν επιφορτισμένη με ορισμένα μη οικονομικά δημόσια καθήκοντα (επιθεώρηση των εκφορτωθέντων αλιευμάτων που προορίζονταν για κατανάλωση, έλεγχο της καταβολής ΦΠΑ για τα εκφορτωθέντα αλιεύματα, δημόσιες σχέσεις) και με τη διαχείριση του αλιευτικού λιμένα. Η Επιτροπή εκτιμά ότι από το ποσό προς ανάκτηση από την AGVO πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά τα οποία, βάσει αποδείξεων, δαπανήθηκαν για την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων.

11.4.   ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΧΘΥΟΣΚΑΛΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

(336)

Οι βελγικές αρχές είχαν ενημερώσει την Επιτροπή ότι ο δήμος και η AGVO σκόπευαν να προβούν σε ιδιωτικοποίηση της ιχθυόσκαλας, και είχαν υποστηρίξει ότι, με την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης, δεν θα υπήρχε πλέον ζήτημα κρατικής ενίσχυσης και ότι η διαδικασία εξέτασης θα ήταν άνευ αντικειμένου.

(337)

Η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει σχετικά με αυτό το θέμα ότι παρόλο που με την ιδιωτικοποίηση τίθεται ενδεχομένως τέλος στις υπό εξέταση ενισχύσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι διαγράφονται τα πλεονεκτήματα που απολάμβαναν οι δικαιούχοι των ενισχύσεων κατά το χρονικό διάστημα πριν από τον τερματισμό των ενισχύσεων. Η ανάκτηση αποσκοπεί ακριβώς στην επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση με στόχο την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Ως προς αυτό, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή των βελγικών αρχών στην ανακοίνωση της Επιτροπής «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» (71), - και ιδίως στο σημείο 3.2.4 το οποίο αφορά την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων από επιχειρήσεις υπό εκκαθάριση και από αφερέγγυους αποδέκτες. Όσον αφορά το αίτημα αναβολής λήψης της παρούσας απόφασης (που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 99), κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ενδεδειγμένο να ικανοποιηθεί, καθώς θεωρείται σημαντική η αμελλητί ανάκτηση των παράνομων και ασυμβίβαστων κρατικών ενισχύσεων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η ενίσχυση ύψους 3 969 000 ευρώ που χορηγήθηκε στην NV Exploitatie Vismijn Oostende (EVO) με τη μορφή ορισμένου αρχικού κεφαλαίου και δανείων τα οποία σε μεταγενέστερο χρόνο μετατράπηκαν σε αυξήσεις κεφαλαίου είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

2.   Η χορηγηθείσα στην EVO ενίσχυση ύψους 4 284 995 ευρώ, με τη μορφή χορήγησης δωρεάν εγγυήσεων για τη σύναψη δανείων, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

3.   Η χορηγηθείσα στην EVO ενίσχυση με τη μορφή του δικαιώματος δωρεάν χρήσης των κτιρίων της ιχθυόσκαλας που βρίσκονται στον αλιευτικό λιμένα της Οστάνδης είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.   Η ενίσχυση ύψους 6 200 000 ευρώ που χορηγήθηκε στην «Autonoom Gemeentebedrijf Vismijn Oostende» (AGVO) με τη μορφή αρχικού κεφαλαίου είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

2.   Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην AGVO με τη μορφή δωρεάν εγγυήσεων για δάνεια είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

3.   Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην AGVO με τη μορφή του δικαιώματος δωρεάν χρήσης ή/και χρήσης σε τιμές χαμηλότερες από την αγοραία τιμή της γης και των ακινήτων του αλιευτικού λιμένα της Οστάνδης είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

4.   Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην AGVO με τη μορφή της δωρεάν μεταβίβασης της κυριότητας, από τις 26 Μαρτίου 2004 έως τις 4 Σεπτεμβρίου 2009, ακινήτων συνολικού εμβαδού 57 500 τ.μ. που βρίσκονται στον αλιευτικό λιμένα της Οστάνδης είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

5.   Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην AGVO με τη μορφή του δικαιώματος είσπραξης φόρων από τις 14 Μαρτίου 2002 και εξής είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 3

Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην NV Pakhuizen (Pakhuizen) και απορρέει από τη σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης που συνάφθηκε το 1989 με τον δήμο της Οστάνδης είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 4

1.   Το Βέλγιο ανακτά από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 και στο άρθρο 2 παράγραφοι 2 έως 5.

2.   Το Βέλγιο προβαίνει, στην ανάκτηση, του μέρους της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 το οποίο έχει ήδη καταβληθεί στην AGVO (3 596 665,62 ευρώ).

3.   Το Βέλγιο προβαίνει στην ανάκτηση του μέρους της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 3, το οποίο καταβλήθηκε μετά τις 13 Μαρτίου 1996.

4.   Τα προς ανάκτηση ποσά τοκίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής τους ή μέχρι την τελευταία ημερομηνία που ήταν στη διάθεση των δικαιούχων, σε περίπτωση που οι ενισχύσεις είχαν τερματιστεί πραγματοποιηθεί η ανάκτηση.

5.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (72) και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 271/2008 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 (73).

6.   Το Βέλγιο ακυρώνει, από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης, όλες τις εκκρεμείς πληρωμές ή/και άλλες μορφές χορήγησης της ενίσχυσης αυτής, οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3.

Άρθρο 5

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Το Βέλγιο διασφαλίζει την εφαρμογή της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης.

Άρθρο 6

1.   Εντός δυο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, το Βέλγιο υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

α)

το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκους) που πρέπει να ανακτηθεί από τις εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει λάβει και έχει προγραμματίσει να λάβει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι δόθηκε στις εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen διαταγή να επιστρέψουν τις ενισχύσεις.

2.   Το Βέλγιο ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης, και τούτο μέχρι την ολοσχερή ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει προς συμμόρφωσή του με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά που έχουν ήδη ανακτηθεί από τις εταιρείες AGVO, EVO και Pakhuizen όσον αφορά τις ενισχύσεις και τους οφειλόμενους τόκους.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου.

Βρυξέλλες, 27 Απριλίου 2010.

Για την Επιτροπή

Maria DAMANAKI

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 1 της 3.1.1994, σ. 3.

(2)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 238 της 17.9.2008, σ. 12.

(4)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Οι δύο δέσμες διατάξεων είναι, ουσιαστικά, πανομοιότυπες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ θεωρείται ότι αφορούν αντίστοιχα τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ.

(5)  Βλέπε υποσημείωση 4.

(6)  De Belgische Zeevisserij — Anvoer en Besomming 2007, Vlaamse overheid, Departement Landbouw en Visserij, http://www2.vlaanderen.be/landbouw/downloads/vis/aanvoer_besomming_2007.pdf, σ. 12.

(7)  Vlaamse overheid, Departement Landbouw en Visserij, Jaaroverzicht Zeevisserij 1998, 1999, 2000 en 2001, (http://lv.vlaanderen.be/nlapps/docs/default.asp?fid = 122).

(8)  Η AGVO συστάθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2001 από την πόλη της Οστάνδης, της οποίας την απόφαση ενέκρινε στις 14 Μαρτίου 2002 ο φλαμανδός υπουργός Εσωτερικών.

(9)  «De Stad Oostende kan aan het AG Vismijn Oostende de volle eigendom, respectievelijk de bestaande zakelijke rechten en beheersrechten overdragen van de goederen die zich bevinden binnen of behoren bij het in artikel 3.1 omschreven Visserhavengebied of die nodig en/of nuttig zijn voor de realisatie van de doelstellingen van het AG Vismijn Oostende […]. In afwachting van de overdracht van de onroerende goederen krijgt het AG Vismijn Oostende het uitsluitend recht deze goederen zonder vergoeding te gebruiken.»

(10)  Το σχέδιο αφορούσε την αλιεία/αγορά κάβουρα στη Νορβηγία με σκοπό την (προσπάθεια) πώλησή(-ς) του στην ασιατική αγορά.

(11)  Jaarrekening AGVO 2005, σ. 26 (verslag van de Raad van Bestuur aan de aandeelhouders over de waardering van de aandelen in EVO): «Tenslotte is het niet onbelangrijk dat in deze fase de engagementen van de Stad Oostende een wezenlijke buffer vormen om op verantwoorde wijze een waardering in going concern toe te passen zodat de waardering zoals beschreven in art. 66§2 mag aangehouden worden en niet naar een waardering in discontinuïteit moet overgegangen worden».

(12)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(13)  ΕΕ C 19 της 20.1.2001, σ. 7, ΕΕ C 229 της 14.9.2004, σ. 5, ΕΕ C 84 της 3.4.2008, σ. 10.

(14)  Απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, C-280/00, Συλλογή της νομολογίας του Δικαστηρίου, σ. I-7747.

(15)  ΕΕ L 312 της 29.11.2005, σ. 67.

(16)  Απόφαση της 23ης Απριλίου 1991 Höfner και Elser, C-41/90, Συλλογή, σ. I-1979, σκέψη 21· απόφαση της 10ης Μαρτίου 2004 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-264/01, C-306/01, C-354/01 και C-355/01 AOK Bundesverband, Συλλογή, σ. I-2493, σκέψη 46· απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006 Ministero dell’Economia κατά Cassa di Risparmio και λοιποί, C-222/04, Συλλογή σ. I-289, σκέψεις 107-112.

(17)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2002 Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C-82/01 P, Συλλογή, σ. I-9297, σκέψη 78· απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000 Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, T-128/98, Συλλογή, σ. II-3929, σκέψεις 122-124

(18)  Απόφαση αριθ. 520/03 της 20ής Οκτωβρίου 2004 (φλαμανδικοί λιμένες), απόφαση αριθ. 60/06, της 24ης Απριλίου 2007, (έργο Mainportontwikkeling).

(19)  Προαναφερθείσα απόφαση C-222/04, αιτιολογικές σκέψεις 110-117.

(20)  Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2003, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατ Επιτροπής, C-334/99, Συλλογή, σ. I-01139, σκέψη 133, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002 Γαλλία κατά Επιτροπής (Stardust Marine), C-482/99, Συλλογή, σ. I-4397, σκέψη 70· απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1990, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-261/89 Συλλογή, σ. I-4437, σκέψη 8· απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 Ισπανία κατά Επιτροπής, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92 έως C-280/92, Συλλογή, σ. I-4103, σκέψη 21· απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 Ισπανία κατά Επιτροπής, C-42/93, Συλλογή, σ. I-4175, σκέψη 13.

(21)  Την εποχή εκείνη, ο δήμος είχε κατά μέσο όρο ετήσιες ζημίες ύψους 1 850 000 ευρώ.

(22)  Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002 HAMSA κατά Επιτροπής, T-152/99, Συλλογή, σ. II-3049, σκέψη 132· απόφαση της 8ης Μαΐου 2003 Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής,στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-328/99 και C-399/00, Συλλογή, σ. I-4035, σκέψη 44· απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991 Ιταλία κατά Επιτροπής, C-303/88, Συλλογή, σ. I-1433, σκέψη 18 και επόμενες.

(23)  Προαναφερθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (Stardust Marine), C-482/99, σκέψη 71, απόφαση 30ής Απριλίου 1998 Cityflyer Express κατά Επιτροπής, T-16/96 Συλλογή, σ. II-757, σκέψη 76, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-228/99 και T-233/99 Westdeutsche Landesbank Girozentrale κατά Επιτροπής, Συλλογή, σ. II-435, σκέψη 246.

(24)  Απόφαση Neue Maxhütte Stahlwerke κατά Επιτροπής, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-129/95, T-2/96 και T-97/96, Συλλογή, σ. II-17, σκέψη 124· προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και 280/92, σκέψη 26.

(25)  Απάντηση των βελγικών αρχών της 19ης Οκτωβρίου 2006, σ. 2: «De Stad koos voor deze laatste oplossing: […] — de locale economie rondom de vismijn scheepsherstel, scheepsbenodigheden, opslag- en diepvriesbedrijven, ijsfabrieken, groot- en kleinhandels, toerisme …) bleef behouden, wat in de naweeën van de sluiting (1997) van de plaatselijke (verlieslatende) Regie der Maritiem Transport (verlies van 1 700 arbeidsplaatsen) een belangrijke considerans was binnen een Stad met meer dan 12 % werkloosheid». Απάντηση των βελγικών αρχών της 19/10/2006, σ. 6: «Dit belet niet dat de gedelegeerd bestuurder van een bedrijf dat voor 100 % gehouden wordt door een lokale overheid ook oog heeft voor de maatschappelijke en sociale rol die de vismijn van Oostende binnen de regio kan vervullen en die de Stad anno 2001 heeft gemotiveerd om niet radicaal tot sluiting over te gaan.»

(26)  Προαναφερθείσα απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-328/99 και C-399/00, σκέψη 44· προαναφερθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, C-303/88, σκέψη 18 και επόμενες.

(27)  «Het AG Vismijn Oostende beslist vrij over het aanleggen, het bouwen, het onderhouden, het herstellen, het verbeteren, het bedienen, het zelf exploiteren en het aan derden ter beschikking stellen van roerende en onroerende goederen».

(28)  Προαναφερθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (Stardust Marine), C-482/99, σκέψη 71· προαναφερθείσα απόφαση Cityflyer Express κατά Επιτροπής, T-16/96, σκέψη 76· προαναφερθείσα απόφαση Westdeutsche LB κατά Επιτροπής, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-228/99 και T-233/99, σκέψη 246.

(29)  ΕΕ C 209 της 10.7.1997, σ. 3.

(30)  Για τον λόγο αυτόν, το διατακτικό της παρούσας απόφασης καλύπτει και το ενδεχόμενο να έχουν, επί του παρόντος, τεθεί τα ακίνητα στη διάθεση της AGVO έναντι τιμήματος, αλλά σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς.

(31)  ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14.

(32)  Απόφαση της 29ης Απριλίου 1999 Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής, C-342/96 Συλλογή, σ. I-2459, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1999 DTM Transports SA, C-256/97 Συλλογή, σ. I-3913, και προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση T-152/99, HAMSA κατά Επιτροπής.

(33)  Βλέπε σημείο 3.4 της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις

(34)  Απόφαση C 5/03 (ex NN 115/02) της 21ης Ιανουαρίου 2003 — Ενίσχυση υπέρ της MobilCom AG, ΕΕ C 80 της 3.4.2003, σ. 5.

(35)  Απόφαση EPAC κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-204/97 και T-270/97, Συλλογή, σ. II-2267, σκέψη 82.

(36)  Όσον αφορά την υπόθεση τη σχετική με τη χορήγηση εγγύησης από τη μητρική εταιρεία, βλέπε την εγγύηση που χορήγησε η CDC στη θυγατρική της CDC IXIS, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2003 και της 30ής Απριλίου 2003, E 50/2001 (ΕΕ C 154 της 2.7.2003, σ. 13). Καταβλήθηκε μεν τίμημα για την εγγύηση, όχι όμως σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς, και συνεπώς κρίθηκε ότι συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(37)  Οι βελγικές αρχές παραδέχθηκαν ότι ο δήμος δεν διαθέτει πάντοτε αντίγραφα των συμβατικών εγγράφων που σχετίζονται με το δάνειο και την εγγύηση, βλέπε παράρτημα Β της επιστολής της 27ης Νοεμβρίου 2007.

(38)  Απόφαση Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής, C-334/99 όπ. π., σκέψη 138, απόφαση 1999/720/ΕΚ, ΕΚΑΧ της 8ης Ιουλίου 1999 — Ενίσχυση προς την Gröditzer Stahlwerke (ΕΕ L 292 της 13.11.1999, σ. 27, αιτιολογική σκέψη 45).

(39)  Βλέπε π.χ. σημείο 17 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

(40)  Το Βέλγιο έχει τονίσει επανειλημμένως ότι ο δήμος διατήρησε το δικαίωμα καθορισμού και είσπραξης φόρων για τη χρήση των νεωλκείων και των κλεισιάδων του λιμένα.

(41)  Απόφαση EPAC κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-204/97 και T-270/97 όπ.π., σκέψη 82.

(42)  Σχετικά με τη χορήγηση εγγύησης από μητρική εταιρεία, βλέπε την εγγύηση που χορήγησε η CDC στην CDC IXIS, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2003, ενίσχυση 50/01. Καταβλήθηκε μεν τίμημα για την εγγύηση, όχι όμως σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς, και συνεπώς κρίθηκε ότι συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(43)  Απόφαση SFEI κατά La Poste, C-39/94 [1996], Συλλογή, σ. I-3547, σκέψη 61.

(44)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(45)  Βλέπε π.χ. σημείο 17 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

(46)  Απόφαση 96/563/ΕΚ — Jadecost (ΕΕ L 246 της 27.9.1996), η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000 Γερμανία κατά Επιτροπής (Jadecost), C-288/96, Συλλογή, σ. I-8237, σκέψη 41.

(47)  Με εξαίρεση μία από τις δεκαπέντε χιλιάδες μετοχές.

(48)  Προαναφερθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (Stardust Marine), C-482/99, σκέψη 71· απόφαση Cityflyer Express κατά Επιτροπής, όπ.π. T-16/96, σκέψη 76, απόφαση Westdeutsche LB κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-228/99 και T-233/99 όπ.π., σκέψη 246.

(49)  Το κεφάλαιο της EVO χρηματοδοτήθηκε και με άλλους τρόπους πέραν του αρχικού κεφαλαίου της AGVO. Πράγματι, η εισφορά κεφαλαίου προς την EVO είναι μεγαλύτερη από την εισφορά κεφαλαίου προς την AGVO.

(50)  Βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 99 της απόφασης 2006/740/ΕΚ της Επιτροπής της 20ής Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση Hamburgische Landesbank — Girozentrale, ΕΕ L 307 της 7.11.2006, σ. 110.

(51)  Βλέπε παραγράφους 203 και 306 της παρούσας απόφασης.

(52)  Βλέπε π.χ. σημείο 17 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

(53)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 44 της παρούσας απόφασης

(54)  Άρθρο 5 του νόμου της 10ης Ιανουαρίου 1824 σχετικά με το δικαίωμα εμφύτευσης, Εφημερίδα της Κυβέρνησης του Βελγίου XIX, αριθ. 14.

(55)  Προαναφερθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, C 482/99.

(56)  Βλέπε απάντηση των βελγικών αρχών από 19/10/2006, σ. 3: «zowel op het niveau van aandeelhouderschap als dat van de organen (bestuur) dient de Gemeente (achter AGVO) krachtens de wet de meerderheid te hebben in de stemrechten. Dit is hier het geval.»

(57)  Βλέπε απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 Philip Morris, 730/79, Συλλογή σ. 2671, σημεία 11 και 12.

(58)  Βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση Philip Morris.

(59)  Βλέπε επίσης σημείο 12 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 σύμφωνα με το οποίο οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν επίσης για τον γεωργικό και τον αλιευτικό κλάδο.

(60)  Απόφαση 2008/849/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 14/07 (ex NN 15/07), Ιταλία, ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της NGP (ΕΕ L 301 της 12.11.2008, σ. 14).

(61)  Εξαγορά από την AGVO της Pakhuizen το 2004 και εξαγορά του 51 % των μετοχών της Haf Holding BO (Ijsland) το 2006. Η EVO συμμετείχε επίσης σε διάφορα έργα, όπως το Pollar Drift (πρόγραμμα για τον βασιλικό κάβουρα) και το έργο Novafish (HAF Holding), που αναφέρονται στους ετήσιους λογαριασμούς για το 2005. Βλέπε επίσης τις παρατηρήσεις της αγοράς του Grimsby και συγκεκριμένα τη δήλωσή της ότι «την περίοδο 2005-2006 περίπου, η EVO άρχισε να αγοράζει αλιεύματα απευθείας από ισλανδούς αλιείς σε (υψηλές) σταθερές τιμές και να τα δημοπρατεί ανοιχτά μέσω συστημάτων οθόνης στην Οστάνδη, συνήθως σε χαμηλότερες τιμές». Οι βελγικές αρχές δεν αμφισβήτησαν καμία από τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων. Επιπλέον, από τη συγγραφή υποχρεώσεων που υπέβαλαν οι βελγικές αρχές επιβεβαιώνεται ότι η EVO είχε συμμετάσχει πριν το 2007 σε δραστηριότητες στην αλλοδαπή τις οποίες όμως σταμάτησε το 2007 (βλέπε αιτιολογική έκθεση, σ. 39).

(62)  Χορήγηση δανείων υπό τον όρο ότι ο δανειολήπτης θα δημοπρατεί τα αλιεύματά του στην Οστάνδη, συμμετοχή (ενίοτε έως και 100 %) στο κόστος μεταφοράς όταν τα αλιεύματα δημοπρατούνταν στην ιχθυόσκαλα της Οστάνδης, εγγυημένη ελάχιστη τιμή δημοπράτησης κ.λπ.

(63)  Σύμφωνα με το σημείο 70 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, τα σημεία 35 έως 39 αυτών των κατευθυντήριων γραμμών ισχύουν για όλες τις επιχειρήσεις του γεωργικού κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. Στον γεωργικό κλάδο, όσον αφορά τα αντισταθμιστικά μέτρα, τα κράτη μέλη έχουν την επιλογή να συμμορφωθούν είτε με τα σημεία 35 έως 39 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 είτε με τους ειδικούς κανόνες για τον γεωργικό κλάδο που προβλέπονται στα σημεία 73 έως 82 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

(64)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(65)  Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-158/94, Συλλογή, σ. I-5789, σκέψη 54.

(66)  ΕΕ C 281 της 26.9.1996, σ. 3.

(67)  ΕΕ C 17 της 19.1.2001, σ. 4.

(68)  ΕΕ C 297 της 29.11.2005, σ. 4.

(69)  Όπως επισημάνθηκε ήδη, είναι τόσο αβέβαιο ότι έχει κάποια πραγματική αξία ο όρος σύμφωνα με τον οποίο ύστερα από 27 χρόνια ο εκμισθωτής δικαιούται το ήμισυ των κερδών της Pakhuizen, ώστε κανένα ποσό να μη μπορεί να αφαιρεθεί επί αυτής της βάσης. Επιπλέον, υπήρξε καταγγελία του συμβολαίου μίσθωσης, και άρα η ρήτρα αυτή δεν θα τύχει εφαρμογής ποτέ.

(70)  ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6.

(71)  ΕΕ C 272 της 15.11.2007, σ. 4.

(72)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.

(73)  ΕΕ L 82 της 25.3.2008, σ. 1.


IV Πράξεις θεσπισθείσες πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, της συνθήκης ΕΕ και της συνθήκης Ευρατόμ

19.10.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/139


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Νοεμβρίου 2009

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 10/09 (πρώην N 138/09) που χορήγησαν οι Κάτω Χώρες για εγγυητική διευκόλυνση μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων και σχέδιο αναδιάρθρωσης της ING

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 9000]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2010/608/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (1), η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 12 Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή ενέκρινε ανακεφαλαιοποίηση έκτακτης ανάγκης στην υπόθεση N 528/08. Στο πλαίσιο του μέτρου ανακεφαλαιοποίησης, οι Κάτω Χώρες κάλυψαν την έκδοση βασικών τίτλων κατηγορίας 1 ύψους 10 δισεκατ. EUR από την ING. Το μέτρο έχει εγκριθεί για περίοδο 6 μηνών υπό την προϋπόθεση υποβολής αξιόπιστου σχεδίου εντός της εν λόγω περιόδου 6 μηνών (2). Η εγκυρότητα του μέτρου ανακεφαλαιοποίησης έκτακτης ανάγκης παρατάθηκε αυτομάτως με την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης έως τη λήψη απόφασης σχετικά με το σχέδιο από την Επιτροπή.

(2)

Στις 31 Μαρτίου 2009, στην υπόθεση C10/09 (πρώην N138/09), η Επιτροπή ενέκρινε μέτρο για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία («μέτρο ΑΠΣ») για ένα χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων τίτλων επί κατοικιών κατηγορίας Alt-A των ΗΠΑ («RMBS») υπέρ της ING για περίοδο 6 μηνών (3). Οι ολλανδικές αρχές αναφέρουν το μέτρο ως η «εγγυητική διευκόλυνση μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων» («IABF»). Λόγω αμφιβολιών σχετικά με τη συμμόρφωση ορισμένων πτυχών του μέτρου ΑΠΣ με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα (4) («ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων») η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(3)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (5). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων.

(4)

Η έγκριση του μέτρου ΑΠΣ παρατάθηκε με την απόφαση της Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 2009 (6).

(5)

Επιπλέον, στο πλαίσιο του ολλανδικού προγράμματος εγγύησης πιστώσεων [το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 2008, στην υπόθεση Ν 524/08 και παρατάθηκε με την απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2009, στην υπόθεση N379/09 (7)], οι Κάτω Χώρες χορήγησαν εγγυήσεις για μεσοπρόθεσμες υποχρεώσεις προς την ING ύψους i) 9 δισεκατ. USD (εκ των οποίων τα 8,25 δισεκατ. USD έχουν ήδη εκδοθεί), και ii) 5 δισεκατ. EUR (εκ των οποίων τα 4,15 δισεκατ. EUR έχουν ήδη εκδοθεί).

(6)

Στις 25 Νοεμβρίου 2008, 8 Απριλίου 2009, 18 Μαΐου 2009 και 9 Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή έλαβε πληροφορίες από φορείς της αγοράς οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι η ING Direct Europe διαφήμιζε, για σύντομο χρονικό διάστημα, την εισφορά κεφαλαίου που έλαβε από τις Κάτω Χώρες και ότι αυτό θεωρήθηκε ως εκδήλωση επιθετικής εμπορικής συμπεριφοράς.

(7)

Πραγματοποιήθηκε σειρά συνεδριάσεων, ανταλλαγών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφωνικών διασκέψεων μεταξύ της Επιτροπής και των ολλανδικών αρχών.

(8)

Όσον αφορά τα ζητήματα σχετικά με τις μεθόδους αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων οι οποίες χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του μέτρου ΑΠΣ, η Επιτροπή βασίστηκε στην τεχνική βοήθεια που παρείχαν στην Επιτροπή εξωτερικοί εμπειρογνώμονες επί συμβάσει (η εταιρεία Duff and Phelps και ο καθηγητής Wim Schoutens), καθώς και εμπειρογνώμονες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

(9)

Στις 12 Μαΐου 2009, οι Κάτω Χώρες υπέβαλαν στην Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης για τον όμιλο ING, το οποίο συμπληρώθηκε από πρόσθετες πληροφορίες, οι οποίες υπεβλήθησαν στις 7 Ιουλίου 2009. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης τροποποιήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2009 (οποιαδήποτε αναφορά γίνεται εφεξής σε σχέδιο αναδιάρθρωσης αφορά την εν λόγω τελευταία έκδοση του σχεδίου αναδιάρθρωσης). Η εν λόγω τροποποίηση περιελάμβανε επίσης αλλαγή των όρων εξόφλησης της εισφοράς κεφαλαίου των Κάτω Χωρών.

(10)

Στις 22 Οκτωβρίου 2009, οι Κάτω Χώρες παρείχαν σειρά δεσμεύσεων σχετικά με την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και την αμοιβή του μέτρου ΑΠΣ.

(11)

Οι Κάτω Χώρες ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι, για λόγους επείγουσας ανάγκης, κατ’ εξαίρεση δέχονται η παρούσα απόφαση να εκδοθεί στην αγγλική γλώσσα.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ

2.1.   Ο Δικαιούχος

(12)

Η ING απαρτίζεται από την ING Groep NV («ING Group»), τη μητρική εταιρεία συμμετοχών η οποία ελέγχει το 100 % της ING Bank NV και της ING Verzekeringen NV, και δύο ελεγχόμενες εταιρείες συμμετοχών, οι οποίες ελέγχουν τις θυγατρικές εταιρείες τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών αντιστοίχως. Ο ING Group απαρτίζεται από περισσότερες από 70 επιμέρους επιχειρήσεις με περισσότερες από 2 500 νομικές οντότητες, οι οποίες λειτουργούν σε περίπου 50 χώρες. Στα τέλη του 2008, ο ισολογισμός του ομίλου ανήλθε συνολικά σε 1,332 δισεκατ. EUR, εκ των οποίων πάνω από το 75 % προέρχεται από τραπεζικές δραστηριότητες της ING.

(13)

Στα τέλη του 2008, περιλαμβανομένου επίσης του μέτρου ανακεφαλαιοποίησης, οι συντελεστές κεφαλαιακής επάρκειας της ING για τον τραπεζικό τομέα ήταν 9,3 % όσον αφορά τον συντελεστή κατηγορίας 1 και 7,3 % για τον συντελεστή βασικών κεφαλαίων κατηγορίας 1. Όσον αφορά τον ασφαλιστικό τομέα, ο συντελεστής κεφαλαιακής κάλυψης ανήλθε σε 256,5 %.

(14)

Η κεφαλαιακή διάρθρωση του ομίλου ING περιλαμβάνει επίσης το καλούμενο βασικό χρέος, δηλαδή προνομιούχες απαιτήσεις οι οποίες συγκεντρώνονται σε επίπεδο ομίλου και εν συνεχεία επενδύονται ως ίδια κεφάλαια στην εταιρεία συμμετοχών ING Bank και ING Insurance (πρόκειται για την καλούμενη «διπλή μόχλευση»). Επιπλέον, η ίδια η εταιρεία συμμετοχών ING Insurance έχει συγκεντρώσει 2,3 δισεκατ. EUR αποκαλούμενου βασικού χρέους το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ίδια κεφάλαια στις θυγατρικές της ασφαλιστικές εταιρείες.

(15)

Το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων της ING περιελάμβανε το χαρτοφυλάκιο κατηγορίας Alt-A το οποίο κατείχε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, η ING Direct US. Η ING Direct US είχε, σύμφωνα με το δίκαιο των ΗΠΑ, το καθεστώς «αποταμιευτικού ιδρύματος των ΗΠΑ», βάσει του οποίου η ING Direct US ήταν υποχρεωμένη να επενδύσει την πλειοψηφία των συλλεχθεισών αποταμιεύσεών της σε ενυπόθηκα δάνεια των ΗΠΑ ή σε επενδύσεις που συνδέονται με ενυπόθηκα δάνεια των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η ING διέθεσε ένα σημαντικό ποσό του χαρτοφυλακίου επενδύσεών της σε τίτλους RMBS κατηγορίας Alt-A των ΗΠΑ. Το χαρτοφυλάκιο τίτλων κατηγορίας Alt-A υπαγόταν στο μέτρο ΑΠΣ των Κάτω Χωρών (όπως περιγράφεται παρακάτω στο τμήμα 2.3.2). Το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων της ING περιελάμβανε επίσης ένα σημαντικό μέρος εμπορικών ενυπόθηκων τίτλων («CMBS»), RMBS των ΗΠΑ και επενδύσεων σε ακίνητα που δεν υπάγονται στο μέτρο ΑΠΣ.

2.2.   Επιχειρηματικές δραστηριότητες

(16)

Στα τέλη του 2008, η ING δραστηριοποιείτο σε έξι επιχειρηματικούς κλάδους. Η ING δραστηριοποιείτο επίσης στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, η οποία αποτελούσε λειτουργικά μέρος των αντίστοιχων περιφερειακών μονάδων του ασφαλιστικού κλάδου.

2.2.1.   Λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες

(17)

Η ING παρέχει λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες στις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Τουρκία, την Ινδία και την Ταϊλάνδη (οι λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες μέσω της ING Direct δεν περιγράφονται στο παρόν τμήμα, αλλά στο τμήμα 2.2.2). Ιδιωτικές τραπεζικές υπηρεσίες παρέχονται στις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ελβετία και σε διάφορες χώρες της Ασίας και της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι εταιρικές δραστηριότητες μεσαίου επιπέδου αποτελούν μέρος των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών της ING.

(18)

Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών στις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο, η ING συνδυάζει ένα μοντέλο άμεσων τραπεζικών υπηρεσιών και ένα δίκτυο υποκαταστημάτων. Η ING παρέχει υπηρεσίες τρεχούμενου λογαριασμού και συστήματα πληρωμών, λογαριασμούς ταμιευτηρίου, ενυπόθηκα δάνεια, καταναλωτικά δάνεια, υπηρεσίες πιστωτικών καρτών, καθώς και επενδυτικά και ασφαλιστικά προϊόντα. Τα ενυπόθηκα δάνεια παρέχονται μέσω άμεσων διαύλων, μέσω επιτελείου πωλήσεων συνδεδεμένων αντιπροσώπων καθώς και μέσω ενδιάμεσων διαύλων. Η ING προσφέρει επίσης, μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της, πλήρες φάσμα προϊόντων εμπορικών τραπεζικών υπηρεσιών, καθώς και προϊόντων ασφαλειών ζωής και ασφαλειών κατά ζημιών.

(19)

Όσον αφορά τις λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες (ιδιώτες) στις Κάτω Χώρες, το μερίδιο αγοράς της ανέρχεται σε 40-50 % (8) για τις κύριες τραπεζικές σχέσεις. Όσον αφορά τους λογαριασμούς ταμιευτηρίου, το μερίδιο αγοράς της ανέρχεται σε 30-40 % βάσει αξίας και σε 20-30 % βάσει αριθμών. Το μερίδιο αγοράς κατ’ αξία για καταναλωτικά δάνεια, ενυπόθηκα δάνεια και ιδιωτικές τραπεζικές υπηρεσίες αντιπροσωπεύει το 10-20 %.

(20)

Τα μερίδια αγοράς στο Βέλγιο ανέρχονται σε [10-15] (9) % για τρεχούμενους λογαριασμούς, [20-25] % για καταναλωτική πίστη, [15-20] % για ενυπόθηκα δάνεια, [10-15] % για αποταμιεύσεις και [10-15] % για αμοιβαία κεφάλαια. Τα μερίδια αγοράς για λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες στην Πολωνία ανέρχονται σε [5-10] % συνολικά και σε [5-10] % για αποταμιεύσεις. Στη Ρουμανία, το μερίδιο αγοράς της ING ανέρχεται σε [0-5] % όλων των υποχρεώσεων και [0-5] % όλων των περιουσιακών στοιχείων. Στην Τουρκία, το μερίδιο αγοράς για τις αποταμιεύσεις ανέρχεται σε [0-5] %.

2.2.2.   ING Direct — Λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες

(21)

Η ING Direct ασκεί άμεσες δραστηριότητες λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών βάσει διαδικτύου για πελάτες στην Αυστραλία, την Αυστρία, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα κύρια προϊόντα που παρέχονται είναι λογαριασμοί ταμιευτηρίου και ενυπόθηκα δάνεια, ενώ σημειώνεται επίσης αύξηση στα αμοιβαία κεφάλαια και στους λογαριασμούς πληρωμών.

(22)

Όσον αφορά τις αποταμιεύσεις, το μερίδιο αγοράς της ING Direct ανέρχεται σε [5-10] % στην Γερμανία, [0-5] % στην Ιταλία, [0-5] % στην Αυστραλία, [0-5] % στον Καναδά, [0-5] % περίπου στην Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστρία, και [0-5] % κατά προσέγγιση τις ΗΠΑ και στη Γαλλία. Όσον αφορά τα ενυπόθηκα δάνεια επί κατοικιών, τα μερίδια αγοράς ανέρχονται σε [0-5] % στην Αυστραλία, [0-5] % στον Καναδά, [0-5] % στην Ιταλία και [0-5] % στην Ισπανία. Τα μερίδια αγοράς για νέα ενυπόθηκα δάνεια επί κατοικιών ανέρχονται σε [0-5] % στη Γερμανία. Το κυριότερο μη ευρωπαϊκό τμήμα της ING Direct είναι η θυγατρική της στις ΗΠΑ, όπου κατέχει μερίδιο αγοράς για τα ενυπόθηκα δάνεια επί ακινήτων ύψους [0-5] % και ισολογισμό ύψους […] (10) δισεκατ. USD στα τέλη του πρώτου τριμήνου του 2009.

2.2.3.   Χονδρικές τραπεζικές υπηρεσίες

(23)

Οι χονδρικές τραπεζικές υπηρεσίες επικεντρώνονται κυρίως στις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, την Πολωνία και τη Ρουμανία, όπου παρέχεται πλήρες φάσμα προϊόντων, από διαχείριση ταμειακών διαθέσιμων έως χρηματοδοτήσεις εταιρειών. Σε άλλες χώρες, εφαρμόζεται μια πιο επιλεκτική προσέγγιση όσον αφορά τους πελάτες και τα προϊόντα. Το τμήμα χονδρικών τραπεζικών υπηρεσιών αποτελείται από έξι επιχειρηματικές μονάδες: γενική δανειοδότηση & πληρωμές και διαχείριση ταμειακών διαθέσιμων, διαρθρωμένη χρηματοδότηση, χρηματοδοτική μίσθωση & εξαγορά επιχειρηματικών απαιτήσεων, χρηματοπιστωτικές αγορές, λοιπά προϊόντα χονδρικής και ING Real Estate.

(24)

Όσον αφορά τους εταιρικούς πελάτες, τα ολλανδικά μερίδια αγοράς της ING ανέρχονται σε [20-30] % για κύριες τραπεζικές σχέσεις, ενέγγυες πιστώσεις, διεθνείς πληρωμές και διεθνείς υπηρεσίες πληρωμών, δάνεια και τρεχούμενους λογαριασμούς και εξαγορά επιχειρηματικών απαιτήσεων. Η ING κατέχει υψηλότερα μερίδια αγοράς ύψους [30-40] % σε καταθέσεις/αποταμιεύσεις και εγχώριες πληρωμές. Το μερίδιο αγοράς της ING για επιχειρήσεις στο Βέλγιο ανέρχεται σε [25-30] % για τρεχούμενους λογαριασμούς, [15-20] % για δάνεια, [15-25] % για χρηματοδοτική μίσθωση και [20-30] % για καταθέσεις.

2.2.4.   Ασφαλιστικές δραστηριότητες και δραστηριότητες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη

(25)

Οι κύριες ασφαλιστικές δραστηριότητες της ING στην Ευρώπη πραγματοποιούνται στις Κάτω Χώρες (κυρίως υπό τις εμπορικές επωνυμίες ING, Nationale-Nederlanden και RVS). Η ING κατέχει μερίδιο αγοράς ύψους [15-20] % στον τομέα ασφαλειών ζωής και [5-10] % στον τομέα ασφαλειών κατά ζημιών (σε σχέση με εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα το 2008). Τα προϊόντα διανέμονται μέσω διαύλων άμεσης διανομής (κυρίως υποκαταστήματα της ING και της Postbank, η οποία μετονομάστηκε σε ING στις αρχές του 2009) και μεσιτών. Εκτός των Κάτω Χωρών, η ING δεν δραστηριοποιείται στον τομέα ασφαλειών κατά ζημιών με εξαίρεση το Βέλγιο (όπου κατέχει μερίδιο αγοράς ύψους [0-5] % στον τομέα ασφαλειών κατά ζημιών).

(26)

Το μερίδιο αγοράς της ING στον τομέα ασφαλειών ζωής ανέρχεται σε [30-35] % στη Ρουμανία, [20-25] % στην Ουγγαρία, [10-15] % στην Τσεχική Δημοκρατία και την Ελλάδα, [5-10] % στην Πολωνία, [5-10] % στη Σλοβακική Δημοκρατία και [5-10] % στο Βέλγιο. Η ING δραστηριοποιείται επίσης — με πολύ μικρότερα μερίδια αγοράς κάτω του [0-5] % — στην Ισπανία, τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Η διαχείριση συνταξιοδοτικών ταμείων αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων της, περιλαμβάνοντας ταμεία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης («ΤΥΣ») και ταμεία εθελούσιας συνταξιοδότησης («ΤΕΣ»). Στον τομέα ΤΥΣ, η ING κατέχει μερίδια αγοράς ύψους [20-25] % στην Πολωνία και [10-15] % στη Σλοβακία. Στον τομέα ΤΕΣ, τα μερίδια αγοράς της ING ανέρχονται σε [35-40] % στη Σλοβακική Δημοκρατία, [10-15] % στην Τσεχική Δημοκρατία και [5-10] % στην Τουρκία. Τα μερίδια της αγοράς της, για τον τομέα ΤΥΣ σε συνδυασμό με τον τομέα ΤΕΣ, ανέρχονται σε [35-40] % στη Ρουμανία, [10-15] % στην Ουγγαρία και [5-10] % στη Βουλγαρία.

(27)

Το 2008, τα περιουσιακά στοιχεία της ING στις αντίστοιχες γεωγραφικές ζώνες ανέρχονταν σε […] δισεκατ. EUR στις Κάτω Χώρες, […] δισεκατ. EUR στο Βέλγιο (και στο Λουξεμβούργο) και […] δισεκατ. EUR στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

2.2.5.   Ασφαλιστικές δραστηριότητες και δραστηριότητες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην Αμερική

(28)

Η ING Insurance Americas δραστηριοποιείται σε δύο βασικές γεωγραφικές περιοχές: στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Λατινική Αμερική. Οι δραστηριότητές της στον Καναδά εκποιήθηκαν στις αρχές του 2009. Η ING Insurance Americas παρέχει ασφάλειες ζωής και ασφάλειες κατά ζημιών, υπηρεσίες συνταξιοδότησης (πρωτίστως προγράμματα καθορισμένων εισφορών), ετήσιες προσόδους, αμοιβαία κεφάλαια, υπηρεσίες χρηματιστή-διαπραγματευτή και θεσμικά προϊόντα, περιλαμβανομένων των αντασφαλίσεων ομίλων και των θεσμικών προϊόντων και υπηρεσιών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

(29)

Στις ΗΠΑ, το μερίδιο αγοράς της ανέρχεται σε [5-10] % στις δραστηριότητες μεταβλητών ετήσιων προσόδων, [0-5] % στον τομέα ασφαλειών ζωής και περίπου [0-5] % στον τομέα σταθερών ετήσιων προσόδων και στην ομαδική ασφάλεια ζωής. Η ING παρέχει κατά κύριο λόγο συνταξιοδοτικά προϊόντα στο Μεξικό, τη Χιλή, το Περού, την Κολομβία και την Ουρουγουάη. Τα μερίδια αγοράς για συνταξιοδοτικά ταμεία είναι υψηλότερα στο Περού ([30-35] %), τη Χιλή ([20-25] %) και την Ουρουγουάη ([15-20] %). Τα σημαντικότερα μερίδια αγοράς για τις ασφάλειες ζωής είναι στο Περού ([15-20] %) και στη Χιλή ([10-15] %). Το 2008, τα περιουσιακά της στοιχεία ανέρχονταν σε […] δισεκατ. EUR στις ΗΠΑ και […] δισεκατ. EUR στις υπόλοιπες χώρες της αμερικανικής ηπείρου.

2.2.6.   Ασφάλειες ζωής και διαχείριση περιουσιακών στοιχείων στην περιφέρεια Ασίας-Ειρηνικού

(30)

Η Insurance Asia/Pacific είναι πάροχος προϊόντων και υπηρεσιών ασφαλειών ζωής και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε ολόκληρη την περιφέρεια Ασίας-Ειρηνικού, με υπηρεσίες ασφαλειών ζωής σε εννέα χώρες (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Μαλαισία, Χονγκ Κονγκ, Ταϊλάνδη, Ινδία και Κίνα) και μονάδες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε δώδεκα χώρες (εκτός από τις παραπάνω εννέα χώρες, στην Ταϊβάν, τις Φιλιππίνες και τη Σιγκαπούρη). Η ING κατατάσσεται ως μία από τις μεγαλύτερες διεθνείς ασφαλιστικές εταιρείες και ως ένας από τους μεγαλύτερους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων στην περιφέρεια Ασίας-Ειρηνικού. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει η ING στην εν λόγω περιφέρεια ανέρχεται σε […] δισεκατ. EUR.

2.3.   Τα μέτρα ενίσχυσης

(31)

Η ING έχει επωφεληθεί από τρία μέτρα ενίσχυσης των Κάτω Χωρών.

2.3.1.   Εισφορά κεφαλαίου

(32)

Το πρώτο μέτρο συνίστατο σε εισφορά κεφαλαίου την οποία κάλυψαν εξ ολοκλήρου οι Κάτω Χώρες και με την οποία κατέστη δυνατό για τον όμιλο ING να αυξήσει το βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1 κατά 10 δισεκατ. EUR (11). Η Επιτροπή επεσήμανε στην απόφασή της για την έγκριση της ενίσχυσης διάσωσης (N 528/08) ότι οι λόγοι για την απώλεια της εμπιστοσύνης της αγοράς προς την ING, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κρατική παρέμβαση, οφείλονταν στη θεωρούμενη τοξικότητα του χαρτοφυλακίου κατηγορίας Alt-A, σε ανησυχίες της αγοράς σχετικά με περαιτέρω υποτιμήσεις, στις κεφαλαιακές ανάγκες της ING Insurance και στην επιδείνωση του λόγου χρέους προς ίδια κεφάλαια του ομίλου ING. Σύμφωνα με τις Κάτω Χώρες, χωρίς την εισφορά κεφαλαίου η ING θα είχε επιβιώσει, αλλά θα αντιμετώπιζε περαιτέρω μείωση εμπιστοσύνης και αυξημένο κίνδυνο ρευστότητας.

(33)

Η τιμή έκδοσης για εισφορά 10 δισεκατ. EUR βασικού κεφαλαίου κατηγορίας 1 ανερχόταν σε 10 EUR ανά τίτλο. Με πρωτοβουλία της ING, οι τίτλοι μπορούν είτε να εξαγοραστούν έναντι 15 EUR ανά τίτλο (πριμοδότηση εξόφλησης ύψους 50 % της τιμής έκδοσης) είτε, μετά από τρία έτη, να μετατραπούν σε κοινές μετοχές με αναλογία 1 προς 1. Σε περίπτωση που η ING ασκήσει το δικαίωμα μετατροπής, οι Κάτω Χώρες έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν την εναλλακτική εξόφληση των τίτλων με τιμή 10 EUR ανά τίτλο συν τους δεδουλευμένους τόκους. Τοκομερίδιο θα καταβάλλεται για τις Κάτω Χώρες μόνο σε περίπτωση που καταβάλλεται μέρισμα επί των κοινών μετοχών.

(34)

Στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, οι Κάτω Χώρες υπέβαλαν τροποποίηση της συμφωνίας για εξόφληση των τίτλων κατηγορίας 1 από την ING. Σύμφωνα με τους τροποποιημένους όρους, η ING έχει τη δυνατότητα να εξαγοράσει έως και 50 % των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 στην τιμή έκδοσης (10 EUR), συν τους δεδουλευμένους τόκους σε σχέση με το ετήσιο τοκομερίδιο ύψους 8,5 % (περίπου 253 εκατ. EUR), συν ποινή πρόωρης εξόφλησης όταν η τιμή της μετοχής της ING υπερβαίνει τα 10 EUR. Η ποινή πρόωρης εξόφλησης αυξάνεται μαζί με την τιμή της μετοχής της ING. Για τους σκοπούς του υπολογισμού της πριμοδότησης πρόωρης εξόφλησης, η αύξηση της τιμής της μετοχής περιορίζεται σε 12,45 EUR (12). Σε αυτό το επίπεδο η ποινή ισούται με 13 % ετησίως. Η ποινή πρόωρης εξόφλησης μπορεί να ανέρχεται σε 705 εκατ. EUR κατ’ ανώτατο όριο, εάν υποτεθεί ότι πραγματοποιείται εξόφληση 5 δισεκατ. EUR 400 ημέρες μετά την ημερομηνία έκδοσης. Εξάλλου, η ποινική ρήτρα έχει κατώτατο όριο ύψους 340 εκατ. EUR, διασφαλίζοντας ελάχιστο δείκτη εσωτερικής απόδοσης για τις Κάτω Χώρες ύψους 15 %. Με άλλα λόγια, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ING θα έπρεπε κανονικά να καταβάλει πριμοδότηση εξόφλησης ύψους 2,5 δισεκατ. EUR, η εν λόγω τροποποίηση θα έχει ως αποτέλεσμα πρόσθετο όφελος για την ING μεταξύ 1,79 και 2,2 δισεκατ. EUR αναλόγως της αγοραίας τιμής των μετοχών της ING. Οι Κάτω Χώρες εξήγησαν ότι ο λόγος για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η τροποποίηση ήταν να χορηγηθούν στην ING παρόμοιοι όροι εξόδου με αυτούς που χορηγήθηκαν στην SNS  (13) και την Aegon  (14) όσον αφορά τις εισφορές κεφαλαίου που έλαβαν από τις Κάτω Χώρες. Οι εν λόγω όροι πρόωρης προεξόφλησης μπορούν να εφαρμοστούν μόνο για την εξόφληση 5 δισεκατ. EUR (δηλαδή, 50 % της αρχικής εισφοράς κεφαλαίου).

(35)

Η ING μπορεί να προτιμήσει να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς πριν από τις 31 Ιανουαρίου 2010, αλλά η διορία αυτή μπορεί, κατόπιν συμφωνίας με τις Κάτω Χώρες, να παραταθεί έως την 1η Απριλίου 2010 λόγω εξαιρετικών συνθηκών της αγοράς, εφόσον η ING μπορεί να αποδείξει ότι δεν ήταν οικονομικά εφικτή η συγκέντρωση του επαρκούς βασικού κεφαλαίου κατηγορίας 1 που απαιτείται για την πρόωρη εξαγορά των 5 δισεκατ. EUR. Η εν λόγω παράταση εν συνεχεία θα υπόκειται σε έγκριση από την Επιτροπή. Η ING επιδιώκει να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010. Οι επιλογές εξαγοράς και μετατροπής όσον αφορά το υπόλοιπο 50 % παραμένουν αμετάβλητες.

2.3.2.   Το μέτρο για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία

(36)

Το δεύτερο μέτρο ενίσχυσης ήταν ένα μέτρο ΑΠΣ σε σχέση με το χαρτοφυλάκιο κατηγορίας Alt-A του οποίου η αξία έχει σημειώσει σημαντική πτώση, επιβαρύνοντας το αρνητικό αποθεματικό επαναποτίμησης. Οι αρχές των Κάτω Χωρών ζήτησαν την έγκριση του μέτρου για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πριν από τις 31 Μαρτίου 2009. Επιπλέον, εάν το μέτρο είχε τροποποιηθεί με οποιονδήποτε άλλο παρά με επουσιώδη τρόπο, θα είχε σημειωθεί μεγάλη λογιστική ζημία για την ING.

(37)

Το μέτρο ΑΠΣ περιγράφεται λεπτομερώς στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 31ης Μαρτίου 2009. Η διάρθρωση του μέτρου υπενθυμίζεται εν συντομία πριν από την περιγραφή των βασικών μεταβολών στην αμοιβή και τη διάρθρωση των προμηθειών.

(38)

Από τις 26 Ιανουαρίου 2009, οι Κάτω Χώρες έχουν λάβει το 80 % του συνόλου των ταμειακών ροών από ένα απομειωμένο χαρτοφυλάκιο RMBS κατηγορίας Alt-A των ΗΠΑ (εφεξής καλούμενο «το χαρτοφυλάκιο») από την ING (το οποίο παρουσιάζεται ως διάγραμμα ροής 4 στην παρακάτω γραφική παράσταση), μαζί με προμήθεια εγγύησης (διάγραμμα ροής 5). Σε αντάλλαγμα, η ING λαμβάνει από τις Κάτω Χώρες τις ακόλουθες ταμειακές ροές άνευ κινδύνων:

εγγυημένη αξία, η οποία αντιπροσωπεύει ταμειακές ροές πληρωμών αρχικού κεφαλαίου, που ανέρχονται συνολικά σε 28 δισεκατ. USD, και αντιστοιχεί στο 90 % (τιμή αγοράς ή τιμή μεταβίβασης) του 80 % του χαρτοφυλακίου, δηλαδή 72 % του χαρτοφυλακίου (διάγραμμα ροής 1). Οι εν λόγω ταμειακές ροές καταβάλλονται μηνιαίως, καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξης του χαρτοφυλακίου,

προμήθεια χρηματοδότησης (διάγραμμα ροής 2),

προμήθεια διαχείρισης (διάγραμμα ροής 3).

(39)

Οι ταμειακές ροές οι οποίες προέρχονται από το υπόλοιπο 20 % του χαρτοφυλακίου παραμένουν στην ING και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας ανταλλαγής ταμειακών ροών.

(40)

Η ING έχει συμφωνήσει να πραγματοποιήσει σειρά επιπρόσθετων πληρωμών προς τις Κάτω Χώρες οι οποίες κατ’ ουσία έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της αμοιβής του κράτους για το μέτρο ΑΠΣ μέσω προσαρμογών των προμηθειών που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 41, 42 και 43:

Image

(41)

Κατά πρώτον, από τις 25 Οκτωβρίου 2009, οι Κάτω Χώρες θα μειώσουν την προμήθεια χρηματοδότησης για το 57 % (τίτλοι σταθερού επιτοκίου) του 72 % του χαρτοφυλακίου κατά 50 μονάδες βάσης («μβ») ετησίως από 3,5 % (15) ετησίως σε 3 % ετησίως και θα μειώσουν την προμήθεια χρηματοδότησης για το 43 % (τίτλοι κυμαινόμενου επιτοκίου) του 72 % του χαρτοφυλακίου κατά 50 μβ ετησίως από επιτόκιο LIBOR + 50 μβ ετησίως σε κατ’ αποκοπή επιτόκιο LIBOR.

(42)

Δεύτερον, η προμήθεια διαχείρισης (καταβάλλεται από τις Κάτω Χώρες στην ING), η οποία ανέρχεται σε 25 μβ ετησίως επί 80 % του ανεξόφλητου ποσού του χαρτοφυλακίου, θα μειωθεί κατά 15 μβ σε 10 μβ μέσω αύξησης της προμήθειας εγγύησης (όπως περιγράφεται παρακάτω στην αιτιολογική σκέψη 43).

(43)

Τρίτον, από τις 25 Οκτωβρίου 2009, η ING θα αυξήσει την προμήθεια εγγύησης των 55 μβ ετησίως επί του ανεξόφλητου ποσού του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου κατά 82,6 μβ ετησίως επιπλέον, αυξάνοντας τη συνολική προμήθεια εγγύησης σε 137,6 μβ. Από την αύξηση των 82,6 μβ, οι 67 μβ αποτελούν αντιστάθμιση της μείωσης της προμήθειας διαχείρισης (η οποία καταβάλλεται από τις Κάτω Χώρες στην ING) κατά 15 μβ και της αναθεώρησης της τιμής μεταβίβασης χαρτοφυλακίου κατά 52 μβ (η οποία αντιστοιχεί σε μείωση της τιμής μεταβίβασης από 90 % σε 87 % περίπου). Οι 15,6 μβ αποτελούν προσαρμογή ρήτρας ανάκτησης κεφαλαίου για την περίοδο από 26 Ιανουαρίου 2009 (έναρξη του αρχικού μέτρου) έως 25 Οκτωβρίου 2009 (16).

(44)

Σε περίπτωση που το αρχικό μέτρο μεταξύ των Κάτω Χωρών και της ING ρευστοποιηθεί (17), το ποσό της μη καταβληθείσας πρόσθετης πληρωμής που σχετίζεται με την περίοδο μεταξύ 26 Ιανουαρίου 2009 και 25 Οκτωβρίου 2009 (δηλαδή οι 15,6 μβ οι οποίες περιλαμβάνονται στην προσαρμογή που σχετίζεται με την προμήθεια εγγύησης) θα εξακολουθεί να είναι πληρωτέο. Σε περίπτωση μερικής ρευστοποίησης του αρχικού μέτρου, το εν λόγω ποσό θα είναι πληρωτέο κατ’ αναλογία.

(45)

Οι εν λόγω τροποποιήσεις οι οποίες θεσπίστηκαν τον Οκτώβριο του 2009 θα υλοποιηθούν μέσω χωριστής συμφωνίας μεταξύ της ING και των Κάτω Χωρών, προκειμένου το αρχικό μέτρο να παραμείνει άθικτο. Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τυχόν πρόωρη πλήρη ή μερική ρευστοποίηση του αρχικού μέτρου.

2.3.3.   Οι εγγυήσεις

(46)

Στο πλαίσιο του ολλανδικού προγράμματος εγγύησης πιστώσεων (υπόθεση N 524/08), οι Κάτω Χώρες χορήγησαν επίσης εγγυήσεις για μεσοπρόθεσμες υποχρεώσεις προς την ING ύψους i) 9 δισεκατ. USD (εκ των οποίων τα 8,25 δισεκατ. USD έχουν ήδη εκδοθεί), και ii) 5 δισεκατ. EUR (εκ των οποίων τα 4,15 δισεκατ. EUR έχουν ήδη εκδοθεί). Η ING καταβάλλει προμήθεια εγγύησης 84 μβ κατά μέσο όρο επί του εγγυημένου ποσού.

(47)

Οι Κάτω Χώρες επιβεβαιώνουν ότι οποιεσδήποτε πρόσθετες εγγυήσεις που χορηγούνται στην ING θα κοινοποιούνται μεμονωμένα. Η εγγύηση ύψους […] δισεκατ. EUR κατ’ ανώτατο όριο που οι Κάτω Χώρες δεσμεύθηκαν να χορηγήσουν στο πλαίσιο της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης για τη χρηματοδότηση της Westland Utrecht Hypotheekbank (WUH)/Interadvies, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 85, θα κοινοποιηθεί επίσης χωριστά στην Επιτροπή. Οι εν λόγω εγγυήσεις ύψους […] δισεκατ. EUR κατ’ ανώτατο όριο αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου αναδιάρθρωσης με το οποίο σχετίζεται η παρούσα απόφαση, αλλά η αναγκαιότητα και η αμοιβή των εν λόγω εγγυήσεων δεν έχουν προσδιορισθεί ακόμη από τις Κάτω Χώρες και θα αξιολογηθούν από την Επιτροπή σε χωριστή απόφαση κατόπιν μεμονωμένης κοινοποίησης του μέτρου.

3.   ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

3.1.   Μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο

(48)

Η ING σκοπεύει να απλουστεύσει τη διάρθρωση του ομίλου, να μειώσει τις δαπάνες, να μειώσει τον κίνδυνο και να πραγματοποιήσει σειρά εκποιήσεων, να αναπτύξει βιώσιμη πολιτική αποδοχών, να προσαρμόσει τη διάρθρωση κεφαλαίου της, να θέσει νέους εσωτερικούς στόχους σχετικά με τον συντελεστή κεφαλαιακής επάρκειας και να διευρύνει το ποσό μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης σε μη καταθετικά προϊόντα. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρόκειται να υλοποιηθεί εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών.

(49)

Για την απλούστευση του ομίλου, η ING συγκέντρωσε εκ νέου τους έξι επιχειρηματικούς κλάδους της σε δύο τμήματα: τραπεζικές υπηρεσίες και ασφαλίσεις. Έκαστο τμήμα κατέστη υπεύθυνο για την εκτέλεση της δικής του στρατηγικής και τη διαχείριση του ισολογισμού του. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι η ING θα ασκεί μόνο τραπεζικές δραστηριότητες, ενώ το τμήμα ασφαλίσεων θα εκποιηθεί με την πάροδο του χρόνου.

(50)

Οι τραπεζικές δραστηριότητες θα επικεντρωθούν κατά κύριο λόγο στην Ευρώπη, ενώ θα επιδιωχθούν επιλεκτικά ευκαιρίες ανάπτυξης σε άλλα μέρη του κόσμου. Η ING σκοπεύει να έχει στρατηγική εστίαση σε σταθερές κερδοφόρες λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες σε ώριμες αγορές, σε επιλεγμένες ευκαιρίες ανάπτυξης λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και σε εμπορικές τραπεζικές υπηρεσίες ευρωπαϊκού προσανατολισμού σε ευθυγράμμιση με λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες και ειδικευμένες χρηματοδοτικές δραστηριότητες. Η τράπεζα θα λειτουργεί βάσει τυποποιημένων προϊόντων και αυτοματισμού υψηλού επιπέδου. Ο όμιλος, αντί να αποκτά επενδύσεις, όπως τίτλους καλυπτόμενους από στοιχεία ενεργητικού («ABS»), θα δημιουργεί ολοένα και περισσότερα ίδια περιουσιακά στοιχεία.

(51)

Προγραμματίζονται μειώσεις κόστους ύψους 1,3 δισεκατ. EUR για το 2009. Το 35 % των μειώσεων κόστους πρόκειται να επιτευχθεί μέσω μείωσης του κόστους που σχετίζεται με ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) και το 65 % μέσω άλλων μειώσεων δαπανών, περιλαμβανομένων των εξόδων για εξωτερικό προσωπικό, δραστηριότητες εμπορίας και αγώνες ταχύτητας της Formula 1. Τα κεντρικά γραφεία συμβάλλουν στις μειώσεις κόστους. Από τον Αύγουστο του 2009, είχε ήδη πραγματοποιηθεί μείωση κόστους ύψους άνω των 800 εκατ. EUR. Για την επίτευξη της εν λόγω μείωσης κόστους, η ING θέσπισε πρόβλεψη αναδιάρθρωσης ύψους περίπου 450 εκατ. EUR μετά την αφαίρεση φόρων.

(52)

Η ING επίσης προγραμματίζει σειρά μέτρων μείωσης του κινδύνου, όπως προγράμματα αντιστάθμισης κινδύνου, μειώσεις, κλεισίματα και διακοπή ανάληψης κάλυψης κινδύνων (run-off) επισφαλών θέσεων, καθώς και μείωση άμεσου ανοίγματος σε μετοχές. Όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο επενδύσεών της, η ING έχει εξασφαλίσει ένα μέτρο προστασίας περιουσιακών στοιχείων από τις Κάτω Χώρες υπό τη μορφή του μέτρου ΑΠΣ κατηγορίας Alt-A. Η ING υλοποίησε περαιτέρω μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν αναταξινόμηση διαφόρων ABS της από την κατηγορία τίτλων διαθέσιμων προς πώληση στην κατηγορία τίτλων διακρατούμενων έως τη λήξη, περιορίζοντας ως εκ τούτου την αστάθεια του αρνητικού αποθεματικού επαναποτίμησης. Η ING θα μειώσει την έκθεσή της σε κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων υψηλότερου κινδύνου στο πλαίσιο CMBS και RMBS των ΗΠΑ. Περαιτέρω, η ING δεν θα κινήσει νέες πρωτοβουλίες με τις οποίες επιδιώκεται η αύξηση του άμεσου ανοίγματός της σχετικά με ακίνητα.

(53)

Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται ότι η ING θα υιοθετήσει [συνετή] επιχειρηματική στρατηγική, ιδίως όσον αφορά την ING Direct, δεδομένου ότι η ING επιθυμεί να στηρίζει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της […] σε δίκαιη τιμολόγηση […] (18) και δεν θα διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στον καθορισμό των τιμών.

(54)

Η ING βρίσκεται στο στάδιο της υλοποίησης σειράς εκποιήσεων με σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά τον ισολογισμό της ως αποτέλεσμα της νέας επιχειρηματικής στρατηγικής της. Τα μέτρα αναδιάρθρωσης τα οποία παρουσιάστηκαν στο αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης της ING θα έχουν ως αποτέλεσμα αναμενόμενη μείωση ύψους 616 δισεκατ. EUR στον ισολογισμό βάσει των μεγεθών των μονάδων στις 30 Σεπτεμβρίου 2008. Η μείωση ύψους 616 δισεκατ. EUR στον ισολογισμό αποτελείται από απομόχλευση του τραπεζικού τομέα και πρωτοβουλίες ενοποίησης ισολογισμού ([…] δισεκατ. EUR περίπου), εκποιήσεις τραπεζών (ύψους […] δισεκατ. EUR περίπου) και την εκποίηση ολόκληρης της ING Insurance (ύψους […] δισεκατ. EUR περίπου). Παρά τον μικρότερο ισολογισμό σε σύγκριση με τον τραπεζικό τομέα, ο ασφαλιστικός τομέας αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50 % των προ της κρίσης εσόδων της ING (19). Σε σύγκριση με τον ισολογισμό του τρίτου τριμήνου του 2008 (δηλαδή, 1,376 δισεκατ. EUR), η συνολική μείωση του ισολογισμού ανέρχεται σε 45 % περίπου.

(55)

Ως μέρος των εκποιήσεων, το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι η ING θα απαλλαγεί από μία πλήρως λειτουργική και με δυνατότητα εκποίησης εταιρεία λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών στις Κάτω Χώρες (βλέπε παρακάτω αιτιολογική σκέψη 85 για λεπτομέρειες), η οποία αποτελείται από την τρέχουσα Interadvies (Westland Utrecht Hypotheekbank, Westland Utrecht Effectenbank και Nationale Nederlanden Hypotheekbedrijf, Nationale Nederlanden Financiële Diensten), στην οποία θα προσαρτηθεί το χαρτοφυλάκιο καταναλωτικής πίστης της πρώην Postbank. Η ING θα επιδιώξει την αποκοπή της επιχείρησης Interadvies (εφεξής «WUH/Interadvies») [βάσει λεπτομερούς χρονοδιαγράμματος]. Ο συνολικός ισολογισμός της οντότητας θα ανέρχεται περίπου σε [25-50] δισεκατ. EUR.

(56)

[…] δεν τέθηκε κανένα ζήτημα κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα από την εκποίηση της WUH/Interadvies, οι ολλανδικές αρχές προσκόμισαν μελέτη ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα σχετικά με την ολλανδική αγορά λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών, από την οποία απορρέει ότι οι τρεχούμενοι λογαριασμοί, μολονότι γενικά θεωρούνται προϊόν στήριξης για διασταυρούμενες πωλήσεις στον τομέα λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών, δεν είναι απαραίτητοι για τη διανομή προϊόντων ενυπόθηκης πίστης και λοιπών τραπεζικών προϊόντων στις Κάτω Χώρες, και ιδιαίτερα στην περίπτωση της ING. Επίσης, η μελέτη τονίζει τη σημασία του Διαδικτύου ως διαύλου διανομής στις Κάτω Χώρες, που μειώνει την αναγκαιότητα ενός δικτύου υποκαταστημάτων για τη διανομή τραπεζικών προϊόντων. Σύμφωνα με τις ολλανδικές αρχές, άλλα προϊόντα μπορούν να προσαρτηθούν στα προϊόντα ενυπόθηκης πίστης τα οποία διανέμονται από τη WUH/Interadvies. Συγκεκριμένα, το μεταβιβαζόμενο χαρτοφυλάκιο καταναλωτικών δανείων μπορεί να εξυπηρετήσει ως σημείο εισόδου σε άλλα προϊόντα της αγοράς.

(57)

Συγκεκριμένα, η ING σχεδιάζει να πωλήσει ή να εκχωρήσει τις ακόλουθες λοιπές επιχειρήσεις, δραστηριότητες ή προϊόντα:

ING Life Taiwan (ολοκληρώθηκε)

Διακοπή πώλησης μεταβλητών ετήσιων προσόδων εφάπαξ ασφάλιστρου (SPVA) στην Ιαπωνία (ολοκληρώθηκε)

Διακοπή ανάληψης κάλυψης κινδύνων υφιστάμενου βιβλίου μεταβλητών ετήσιων προσόδων στις ΗΠΑ

Διακοπή ανάληψης κάλυψης κινδύνων εργασιών χρηματοπιστωτικών προϊόντων στις ΗΠΑ

Διακοπή της προγραμματισμένης εγκαινίασης της ING Direct Ιαπωνίας (ολοκληρώθηκε)

Εκποίηση του τομέα ασφαλειών κατά ζημιών Καναδά (ολοκληρώθηκε)

Εκποίηση επιχειρήσεων ετήσιων προσόδων και ενυπόθηκης πίστης στη Χιλή (ολοκληρώθηκε)

Εκποίηση του ασφαλιστικού τομέα Ρωσίας — μη κρατικό συνταξιοδοτικό ταμείο (ολοκληρώθηκε)

Εκποίηση του ασφαλιστικού τομέα Αργεντινής — Origines Seg. De Retiro (ολοκληρώθηκε)

Εκποίηση του ασφαλιστικού τομέα Ασίας — υπηρεσίες πλατφόρμας της HK (ολοκληρώθηκε)

Εκποίηση ιδιωτικών τραπεζικών υπηρεσιών Ασίας και Ελβετίας (υπεγράφη)

Εκποίηση της US Group Re Insurance (υπεγράφη)

Εκποίηση του ασφαλιστικού τομέα της περιφέρειας Ασίας/Ειρηνικού [Αυστραλία (υπεγράφη), Νέα Ζηλανδία (υπεγράφη), Ιαπωνία, Κορέα, Χονγκ Κονγκ, Ινδία, Ταϊλάνδη, Μαλαισία]

Εκποίηση του τομέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της περιφέρειας Ασίας/Ειρηνικού

Εκποίηση του τομέα παροχών σε εργαζομένους ΗΠΑ

Εκποίηση του ασφαλιστικού τομέα ΗΠΑ (US Retirement Services, US FA, Traditional Life)

Εκποίηση του τομέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ΗΠΑ

Εκποίηση της ING Direct ΗΠΑ

Εκποίηση του ασφαλιστικού τομέα Λατινικής Αμερικής (Βραζιλία, Χιλή, Μεξικό, Περού, Κολομβία, Ουρουγουάη)

Εκποίηση του τομέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Λατινικής Αμερικής

Εκποίηση του ασφαλιστικού τομέα Κεντρικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία, Ισπανία)

Εκποίηση του τομέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Ευρώπης

Εκποίηση του ασφαλιστικού τομέα Μπενελούξ [ασφαλιστικός τομέας της Nationale Nederlanden, RVS, τομέας λιανικών ασφαλίσεων Κάτω Χωρών (ασφαλιστικός τομέας της πρώην Postbank), ασφαλιστικός τομέας Βελγίου, ασφαλιστικός τομέας Λουξεμβούργου]

Εκποίηση της επιχείρησης Interadvies (Westland Utrecht Hypotheekbank, Westland Utrecht Effectenbank, Nationale Nederlanden, Hypotheekbedrijf, Nationale Nederlanden Financiële Diensten), περιλαμβανομένου του χαρτοφυλακίου καταναλωτικής πίστης της πρώην Postbank (βλέπε δεσμεύσεις των Κάτω Χωρών για περαιτέρω λεπτομέρειες).

(58)

Η ING προβλέπει οργανική ανάπτυξη ισολογισμού για τον τραπεζικό τομέα η οποία ανέρχεται περίπου σε […] % ετησίως κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης […]. Η ING σχεδιάζει να πετύχει το μεγαλύτερο μέρος της εν λόγω ανάπτυξης μέσω δανειοδοτήσεων στην πραγματική οικονομία (νοικοκυριά και εταιρείες).

(59)

Η ING εφαρμόζει επίσης νέα πολιτική αποδοχών διά της οποίας το εποπτικό συμβούλιο της ING δεσμεύεται να αναπτύξει βιώσιμη πολιτική αποδοχών για το εκτελεστικό συμβούλιο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη. Τα εν λόγω συστήματα παροχής κινήτρων θα συνδέονται με τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους και περιορίζοντας το ενδεχόμενο «ανταμοιβής για αποτυχία».

(60)

Η ING δεσμεύεται να εξαλείψει τη διπλή μόχλευση το συντομότερο δυνατό, αλλά το αργότερο έως […].

3.2.   Ικανότητα επίτευξης βιωσιμότητας στο πλαίσιο βασικού σεναρίου και σεναρίου ακραίων καταστάσεων

(61)

Η ING έχει υποβάλει ένα βασικό σενάριο και ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων με σκοπό να αποδείξει την ικανότητά της να πετύχει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.

(62)

Στο βασικό σενάριο, η ING […]. Επιπλέον, εικάζεται ότι οι αγορές μετοχών θα […].

(63)

Στο πλαίσιο του προβλεπόμενου βασικού σεναρίου της, το καθαρό εισόδημα για τον όμιλο […]. Τα συνολικά κέρδη του ομίλου […]. Η απόδοση μετοχικού κεφαλαίου θα ήταν […]. Η ING Insurance θα […].

(64)

Για τον τραπεζικό τομέα, η ING εικάζει αύξηση περιουσιακών στοιχείων με στάθμιση κινδύνου («ΠΣΣΚ») ύψους […] περίπου ετησίως (πριν από εκποιήσεις), εν μέρει λόγω […]. Το εισόδημα (εξαιρουμένων των μεταβολών και απομειώσεων εύλογης αξίας) αναμένεται να […] ο τομέας εμπορικών τραπεζικών υπηρεσιών αναμένεται […] και ο τομέας λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών αναμένεται να […].

(65)

H ING Bank αναμένει να επιτύχει τους εσωτερικούς στόχους κεφαλαίου καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτουν οι προβλέψεις. Η ING έχει θέσει νέους εσωτερικούς στόχους κεφαλαίου οι οποίοι είναι […] % για τον συντελεστή κεφαλαίων κατηγορίας 1 της τράπεζας και […] % για τον συντελεστή βασικών κεφαλαίων κατηγορίας 1. Όσον αφορά την ING Insurance, ο στόχος συντελεστή κεφαλαιακής κάλυψης παραμένει αμετάβλητος στο 150 %.

(66)

Στο βασικό σενάριο, ο συντελεστής συνολικής φερεγγυότητας (συνολικά κεφάλαια προς ΠΣΣΚ) ανέρχεται σε […] περίπου καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης, με τα χαμηλότερα σημεία να ανέρχονται σε […].

(67)

Ο ασφαλιστικός τομέας της ING θα εκποιηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης […]. Στο βασικό σενάριο, οι εκποιήσεις εικάζεται ότι θα αποφέρουν καθαρά έσοδα ύψους […] EUR.

(68)

Σε ένα εναλλακτικό σενάριο όπου ο ασφαλιστικός τομέας εκποιείται […] αναμένονται αντιστοίχως υψηλότερα καθαρά έσοδα […] για την ING.

(69)

Η ING έχει υποβάλει επίσης ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων […].

(70)

[…]. Επιπρόσθετα, εικάζονται σημαντικές αυξήσεις στις πιθανότητες αδυναμίας πληρωμής. Η ING επίσης εικάζει ότι θα υπάρχουν υψηλότεροι συντελεστές ζημιών σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων («ΖΑΥ»).

(71)

Στο πλαίσιο του εν λόγω σεναρίου ακραίων καταστάσεων, το υποκείμενο εμπορικό αποτέλεσμα του ομίλου ING θα […].

(72)

Παρά τις εν λόγω παραδοχές σεναρίου ακραίων καταστάσεων, η κεφαλαιοποίηση της ING παραμένει επαρκής, καθώς συνεχίζει να καλύπτει τις κανονιστικές απαιτήσεις. […].

(73)

Οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν εν προκειμένω ότι η ING εφάρμοσε μοντέλα ΖΑΥ στα σενάρια ακραίων καταστάσεων για τον υπολογισμό των ΖΑΥ των χαρτοφυλακίων πιστώσεων που έχουν εγκριθεί από τη χρηματοπιστωτική εποπτική αρχή De Nederlandsche Bank (η ολλανδική κεντρική τράπεζα, εφεξής «DNB») […].

(74)

Περαιτέρω, η ING έχει εφαρμόσει πρόσθετες παραδοχές σοβαρότερων ακραίων καταστάσεων — υπερβαίνοντας σημαντικά το σενάριο ακραίων καταστάσεων που παρουσιάστηκε για τα ολλανδικά ενυπόθηκα δάνεια προς ιδιώτες (20) […]. Επίσης, στο πλαίσιο των εν λόγω παραδοχών, η κεφαλαιοποίηση της ING παραμένει επαρκής, καθώς συνεχίζει να καλύπτει τις κανονιστικές απαιτήσεις και μάλιστα διατηρεί σημαντικά επιπλέον κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας.

(75)

Οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν ότι η τράπεζα έχει περάσει όλες τις δοκιμές ακραίων καταστάσεων της εποπτικής αρχής της όσον αφορά τη ρευστότητα. […].

3.3.   Στρατηγική εξόδου

(76)

Στο βασικό σενάριο του σχεδίου αναδιάρθρωσης της ING, οι βασικοί τίτλοι κατηγορίας 1 θα επαναγοραστούν από την ING ως εξής:

α)

Το πρώτο τμήμα ύψους 5,0 δισεκατ. EUR ονομαστικού ποσού σχεδιάζεται να επαναγοραστεί γύρω στις 17 Δεκεμβρίου 2009 στην ελάχιστη τιμή των 5,75 δισεκατ. EUR. Η εν λόγω εικαζόμενη τιμή παρέχει δείκτη εσωτερικής απόδοσης (ΔΕΑ) 15 % για τις Κάτω Χώρες και περιλαμβάνει τη βασική απόδοση 8,5 % συν μία συμπληρωματική πριμοδότηση ύψους 340 εκατ. EUR τουλάχιστον και 705 εκατ. EUR κατ’ ανώτατο όριο (21), αντανακλώντας κάποιες δυνατότητες για ανατίμηση όσον αφορά την τιμή των μετοχών της ING. Η ακριβής τιμή επαναγοράς θα εξαρτηθεί από την τιμή των μετοχών της ING.

β)

Το [υπόλοιπο] τμήμα ύψους […] δισεκατ. EUR ονομαστικού ποσού θα επαναγοραστεί στις […] στην εικαζόμενη τιμή των […] δισεκατ. EUR. Η εν λόγω τιμή εικάζει επαναγορά σε ποσοστό 150 % της ονομαστικής αξίας (15 EUR ανά μετοχή) συν 8,5 % δεδουλευμένων τόκων για ένα έτος σύμφωνα με τους αρχικούς όρους της συμφωνίας περί βασικών τίτλων κατηγορίας 1. Εναλλακτικά, η ING δύναται [μετά] το 2011 […] να επαναγοράσει αυτό το τμήμα και στη συνέχεια να ασκήσει το δικαίωμα μετατροπής, μέσω της οποίας οι Κάτω Χώρες θα λάβουν είτε κοινές μετοχές της ING ύψους […] εκατ. είτε το ποσό των […] δισεκατ. EUR σε μετρητά συν περίπου […] εκατ. EUR δεδουλευμένων τόκων.

γ)

[…].

(77)

Συνολικά, οι […] συναλλαγές θα παράσχουν ενδεικτικά [15-25] % ΔΕΑ για τις Κάτω Χώρες. Οι Κάτω Χώρες οφείλουν να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή οποιαδήποτε τροποποίηση της συμφωνίας σχετικά με την εξόφληση των τίτλων.

(78)

Μέχρι σήμερα, η ING δεν έχει αναβάλει καμία πληρωμή τοκομεριδίων επί υβριδικών κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 1 που έχει εκδώσει ο όμιλος.

(79)

Στις 14 Οκτωβρίου 2009, η ING άσκησε δικαίωμα αγοράς επί ομολόγου κατώτερης κατηγορίας 2. Η ING ενημέρωσε την Επιτροπή ότι λυπάται για αυτό και δηλώνει ότι πρόκειται για παρανόηση […]. Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες επανέλαβαν ότι αντιλαμβάνονται ότι η Επιτροπή κατά κύριο λόγο δεν θεωρεί την άσκηση δικαιώματος αγοράς κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 1/κατηγορίας 2 ενδεδειγμένη για τράπεζες οι οποίες τελούν υπό αναδιάρθρωση και συμφωνούν ότι το εν λόγω δικαίωμα αγοράς στο μέλλον θα εξετάζεται κατά περίπτωση και με την επιφύλαξη έγκρισης από την Επιτροπή, για τρία έτη από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς το ολλανδικό κράτος (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου), ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες προηγείται.

(80)

Δεν προβλέπεται μονομερής έξοδος για το μέτρο ΑΠΣ, και οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τυχόν λήξη του μέτρου ΑΠΣ μέσω συμφωνίας. Ωστόσο, το σχέδιο αναδιάρθρωσης εικάζει κατά το βασικό σενάριο ότι το μέτρο θα εξακολουθεί να εφαρμόζεται έως και μετά το 2013.

3.4.   Δεσμεύσεις των Κάτω Χωρών

(81)

Όσον αφορά τα μέτρα ΑΠΣ (δηλαδή την «εγγυητική διευκόλυνση μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων» ή «IABF»), οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται για τα εξής:

Από την 25η Οκτωβρίου 2009, ο ING Group θα πραγματοποιήσει επιπλέον πληρωμές προς τις Κάτω Χώρες, οι οποίες αντιστοιχούν σε προσαρμογή της αμοιβής κατηγορίας Alt-A κατά — 50 μονάδες βάσης επί της προμήθειας χρηματοδότησης που λαμβάνεται από την ING και κατά + 82,6 μονάδες βάσης επί της προμήθειας εγγύησης που καταβάλλεται από την ING. Η προσαρμογή η οποία σχετίζεται με την προμήθεια εγγύησης περιλαμβάνει 15,6 μονάδες βάσης οι οποίες αντιστοιχούν σε προσαρμογή για την περίοδο από26 Ιανουαρίου 2009 — έναρξη της IABF (22) (δηλαδή του μέτρου ΑΠΣ) — έως 25 Οκτωβρίου 2009. Οι πρόσθετες πληρωμές θα εφαρμοστούν στο μέτρο και για τη διάρκεια που εφαρμόζεται η συμφωνία IABF.

Οι πρόσθετες πληρωμές θα υλοποιηθούν υπό μορφή χωριστής συμφωνίας μεταξύ του ομίλου ING και των Κάτω Χωρών, προκειμένου η αρχική IABF να παραμείνει άθικτη.

Οι πρόσθετες πληρωμές, με εξαίρεση το μέρος που σχετίζεται με την περίοδο μεταξύ 26 Ιανουαρίου 2009 και 25 Οκτωβρίου 2009 (δηλαδή οι 15,6 μονάδες βάσης που περιλαμβάνονται στην προσαρμογή η οποία σχετίζεται με την προμήθεια εγγύησης), δεν περιλαμβάνουν υπολειπόμενο διακανονισμό σε περίπτωση πρόωρης ρευστοποίησης της IABF. Το ποσό των ανεξόφλητων πρόσθετων πληρωμών το οποίο σχετίζεται με την περίοδο μεταξύ 26 Ιανουαρίου 2009 και 25 Οκτωβρίου 2009 (δηλαδή οι 15,6 μονάδες βάσης που περιλαμβάνονται στην προσαρμογή η οποία σχετίζεται με την προμήθεια εγγύησης) θα καταστεί πληρωτέο σε περίπτωση μερικής ή πλήρους ρευστοποίησης της αρχικής συναλλαγής. Σε περίπτωση μερικής ρευστοποίησης της IABF, ο εν λόγω διακανονισμός πρόωρης εξόφλησης θα εφαρμοστεί κατ’ αναλογία.

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τυχόν μέτρα πρόωρης πλήρους ή μερικής ρευστοποίησης του μέτρου ΑΠΣ.

(82)

Όσον αφορά τις μειώσεις ισολογισμού, τη δέσμευση εκποίησης του ασφαλιστικού τομέα, της ING Direct US και άλλων μονάδων που πρόκειται να εκποιηθούν πριν από τα τέλη του 2013, οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται για τα εξής:

Η ING θα μειώσει το 45 % του ισολογισμού της σε σύγκριση με τις 30 Σεπτεμβρίου 2008 έως τα τέλη του 2013 και θα εκποιήσει διάφορες μονάδες, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 57, ιδίως τον ασφαλιστικό τομέα και την ING Direct US […].

Τα εν λόγω στοιχεία αναφέρονται σε προβλέψεις οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη την πιθανή επίπτωση από την οργανική ανάπτυξη και εξαιρούν πρόσθετες αυξήσεις λόγω πιθανών νέων κανονιστικών απαιτήσεων, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση που απαιτηθεί από τις τράπεζες να διατηρούν πολύ μεγαλύτερα αποθέματα ρευστότητας συνεπεία (νέων) κανονισμών σε επίπεδο ΕΕ. Οι εν λόγω απαιτήσεις μπορεί να αυξήσουν σημαντικά τον ισολογισμό πέραν των τρεχουσών προβλέψεων οργανικής ανάπτυξης.

Η ING δεν θα υπόκειται σε περιορισμό σχετικά με την οργανική ανάπτυξη (δηλαδή την ανάπτυξη η οποία δεν σχετίζεται με εξαγορές) του ισολογισμού των επιχειρήσεών της. […]. Μελλοντικά, η γενική πολιτική της ING θα είναι να χρησιμοποιεί την ανάπτυξή της σε κεφάλαια που της έχουν εμπιστευτεί πελάτες κυρίως για την ανάπτυξή της στον τομέα δανειοδοτήσεων στην πραγματική αγορά (εταιρείες και καταναλωτές) και να μειώσει το άνοιγμά της σε κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων υψηλότερου κινδύνου στο πλαίσιο CMBS και RMBS των ΗΠΑ. […] (23).

Όσον αφορά τις μονάδες που η ING δεσμεύεται να πωλήσει (και οι οποίες απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 57), σε περίπτωση που δεν έχει πραγματοποιηθεί εκποίηση οποιασδήποτε σχετικής μονάδας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 (για παράδειγμα, βάσει σύναψης τελικής δεσμευτικής συμφωνίας πώλησης), η Επιτροπή δύναται κατά περίπτωση ή λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, ανταποκρινόμενη σε αίτημα των Κάτω Χωρών, να παρατείνει την εν λόγω χρονική περίοδο (24). Η Επιτροπή δύναται επίσης σε σχετική περίπτωση i) να ζητήσει από τις Κάτω Χώρες να ορίσουν έναν ή περισσότερους εντολοδόχους (εκποίησης) (25), που προεπιλέγει και προτείνει η ING (και με την επιφύλαξη της έγκρισης της Επιτροπής), […].

Σε περίπτωση που οι Κάτω Χώρες ζητήσουν παράταση προθεσμίας, πρέπει να υποβάλουν αίτημα στην Επιτροπή το αργότερο ένα μήνα πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, παρέχοντας πειστική αιτιολόγηση. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, οι Κάτω Χώρες δικαιούνται να ζητήσουν παράταση εντός του τελευταίου μήνα πριν από τη λήξη προθεσμίας.

(83)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται περαιτέρω ότι η ING θα τηρήσει απαγόρευση εξαγοράς:

Η ING θα απέχει από εξαγορές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για ορισμένο χρονικό διάστημα. Οι εν λόγω δεσμεύσεις θα ισχύουν για το συντομότερο χρονικό διάστημα των τριών ετών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς το ολλανδικό κράτος (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου). Η ING θα απέχει επίσης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, από οποιαδήποτε (άλλη) εξαγορά επιχειρήσεων η οποία θα επιβράδυνε την εξόφληση των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 προς τις Κάτω Χώρες.

Παρά την εν λόγω απαγόρευση, η ING δύναται, κατόπιν λήψεως έγκρισης της Επιτροπής, να προβεί στην εξαγορά επιχειρήσεων, ιδίως εάν αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή του ανταγωνισμού στις συναφείς αγορές.

(84)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται περαιτέρω ότι η ING θα τηρήσει απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό τιμών:

Η ING δεν θα προσφέρει, χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, ευνοϊκότερες τιμές για τυποποιημένα προϊόντα της ING (σε αγορές που ορίζονται παρακάτω) από τους τρεις άμεσους ανταγωνιστές της με τις καλύτερες τιμές όσον αφορά τις αγορές της ΕΕ στις οποίες η ING κατέχει μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 5 %.

Ο εν λόγω όρος περιορίζεται στα τυποποιημένα προϊόντα της ING στις ακόλουθες αγορές προϊόντων: i) αγορά καταθέσεων ταμιευτηρίου λιανικής, ii) αγορά ενυπόθηκων δανείων για ιδιώτες, iii) ιδιωτικές τραπεζικές υπηρεσίες εφόσον περιλαμβάνουν ενυπόθηκα προϊόντα ή προϊόντα ταμιευτηρίου, ή iv) καταθέσεις για ΜΜΕ (οι ΜΜΕ ορίζονται σύμφωνα με τον ορισμό των ΜΜΕ, όπως χρησιμοποιείται συνήθως/επί του παρόντος από την ING στην επιχειρηματική της δραστηριότητα στη σχετική χώρα). Μόλις η ING διαπιστώσει ότι παρέχει ευνοϊκότερες τιμές για τα προϊόντα της από τους τρεις ανταγωνιστές της με τις καλύτερες τιμές, οφείλει να προσαρμόσει το συντομότερο δυνατό, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την τιμή της σε επίπεδο το οποίο να είναι σύμφωνο με αυτή τη δέσμευση.

Ο εν λόγω όρος θα ισχύει για τρία έτη από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς τις Κάτω Χώρες (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου), ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες προηγείται. Οι Κάτω Χώρες θα διορίσουν έναν εντολοδόχο παρακολούθησης, τον οποίο προεπιλέγει και προτείνει η ING, για την παρακολούθηση του εν λόγω όρου. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής.

Επίσης, για τη στήριξη της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της ING, η ING Direct θα απέχει, χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, από το να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στον καθορισμό τιμών όσον αφορά τυποποιημένα προϊόντα της ING στις αγορές ενυπόθηκων δανείων για ιδιώτες και καταθέσεων ταμιευτηρίου λιανικής εντός της ΕΕ, για το συντομότερο χρονικό διάστημα των τριών ετών από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς τις Κάτω Χώρες (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου). Μόλις η ING διαπιστώσει ότι διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στον καθορισμό των τιμών στις αγορές ενυπόθηκων δανείων για ιδιώτες και καταθέσεων ταμιευτηρίου λιανικής εντός της ΕΕ, οφείλει να προσαρμόσει την τιμή της σε επίπεδο το οποίο να είναι σύμφωνο με αυτή τη δέσμευση το συντομότερο δυνατό και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Οι Κάτω Χώρες θα διορίσουν έναν εντολοδόχο παρακολούθησης, τον οποίο προεπιλέγει και προτείνει η ING, για την παρακολούθηση του εν λόγω όρου. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής.

(85)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται για σειρά λεπτομερών διατάξεων όσον αφορά την αποκοπή της WUH/Interadvies:

Η ING θα δημιουργήσει μία νέα εταιρεία για εκποίηση στις Κάτω Χώρες, η οποία θα αποκοπεί από τον τρέχοντα ολλανδικό της κλάδο λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα πρέπει να είναι ότι η αποκοπείσα νέα εταιρεία θα είναι μία βιώσιμη και ανταγωνιστική επιχείρηση, η οποία θα είναι αυτόνομη και χωριστή από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που διατηρεί η ING, και θα μπορεί να μεταβιβαστεί σε κατάλληλο αγοραστή. Η εν λόγω νέα εταιρεία θα περιλαμβάνει την επιχειρηματική δραστηριότητα του τραπεζικού κλάδου της WUH/Interadvies, ο οποίος επί του παρόντος αποτελεί μέρος των ολλανδικών ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, και το χαρτοφυλάκιο καταναλωτικής πίστης της ING Bank. Η WUH/Interadvies αποτελεί επιχειρηματική μονάδα της ING υπό την αιγίδα της ασφαλιστικής μονάδας της Nationale Nederlanden. Είναι (κατά κύριο λόγο) τράπεζα ενυπόθηκων δανείων η οποία λειτουργεί βάσει των δικών της αδειών διεξαγωγής τραπεζικών υπηρεσιών. Είναι ένας βιώσιμος «αυτόνομος» παράγοντας, με δικό της επιτελείο πωλήσεων για την εξυπηρέτηση πελατών και ανεξάρτητη οργάνωση με σημαντικό υποκείμενο εισόδημα. Η αποκοπή θα πραγματοποιηθεί υπό την εποπτεία του εντολοδόχου παρακολούθησης σε συνεργασία με τον διευθυντή που είναι υπεύθυνος για τη διατήρηση της αυτονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκοπής, ο εντολοδόχος παρακολούθησης δύναται να συστήσει στην ING συμπεριλήψεις στις προς εκποίηση δραστηριότητες ενσώματων και ασώματων στοιχείων ενεργητικού (τα οποία σχετίζονται με τις προς εκποίηση δραστηριότητες) τις οποίες θεωρεί αντικειμενικά αναγκαίες για τη διασφάλιση πλήρους συμμόρφωσης με τις προαναφερθείσες προσανατολισμένες στην επίτευξη αποτελεσμάτων υποχρεώσεις της ING και ιδίως τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας εκποίησης. Σε περίπτωση διαφωνίας της ING με τον εντολοδόχο παρακολούθησης σχετικά με την αντικειμενική απαίτηση συμπερίληψης των εν λόγω ενσώματων ή ασώματων στοιχείων ενεργητικού για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της επιχειρηματικής δραστηριότητας εκποίησης, η ING ενημερώνει γραπτώς τον εντολοδόχο παρακολούθησης. Στην περίπτωση αυτή, η εκτελεστική διαχείριση και ο εντολοδόχος παρακολούθησης πρέπει, εντός […], να συγκαλέσουν συνεδρίαση για την επίτευξη συναίνεσης. Σε περίπτωση μη επίτευξης συναίνεσης, η ING και ο εντολοδόχος παρακολούθησης διορίζουν από κοινού, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ένα ανεξάρτητο τρίτο μέρος με εμπειρογνωμοσύνη στον χρηματοπιστωτικό τομέα (ο «εμπειρογνώμονας») για την ακρόαση των επιχειρημάτων των μερών και τη διαμεσολάβηση για εύρεση λύσης. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί σχετική λύση, ο εμπειρογνώμονας λαμβάνει απόφαση, εντός […] από τον διορισμό του, σχετικά με την αντικειμενική απαίτηση συμπερίληψης των οικείων σχετιζόμενων ενσώματων ή ασώματων στοιχείων ενεργητικού στην επιχειρηματική δραστηριότητα εκποίησης για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της, και τα μέρη αποδέχονται τη σχετική απόφαση του εμπειρογνώμονα και ενεργούν αναλόγως. Ζητήματα τα οποία σχετίζονται με μία διαφωνία αναφέρονται στην έκθεση που υποβάλλει ο εντολοδόχος παρακολούθησης στην Επιτροπή.

Η ING δεσμεύεται να διασφαλίσει βέλτιστες συνθήκες εκποίησης, συντάσσοντας επιχειρηματικό σχέδιο, δημιουργώντας διαδικτυακή πλατφόρμα και διαθέτοντας ικανότητες πωλήσεων στην αποκοπτόμενη οντότητα. Επίσης, θα διαθέσει ικανότητες πραγματοποίησης πληρωμών (υπό εμπορικούς όρους) σε περίπτωση που αυτό ζητηθεί από τον αγοραστή. Επιπλέον, η ING θα βοηθήσει για τη δημιουργία λειτουργίας ταμείου και θα διασφαλίσει χρηματοδότηση για δύο έτη μετά την εκποίηση, ενώ η χρηματοδοτική στήριξη της ING θα μειωθεί σταδιακά μέσα σε αυτά τα δύο έτη. Η χρηματοδοτική στήριξη της ING προς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της WUH θα βασίζεται σε τιμές εσωτερικής μεταβίβασης χρηματοδότησης. Η ING […] να υποβάλει αίτηση στις Κάτω Χώρες για χρηματοδότηση με εγγύηση του κράτους ύψους […] δισεκατ. EUR κατ’ ανώτατο όριο για τη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της WUH. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ολλανδικές αρχές δεσμεύονται να κοινοποιήσουν το εν λόγω μέτρο χωριστά.

Επιπλέον, η ING θα απέχει επί μια μεταβατική περίοδο […] από την ενεργή αναζήτηση πελατών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της WUH για προϊόντα που η επιχείρηση WUH παρέχει στους εν λόγω πελάτες κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Η ING θα επιδιώξει την αποκοπή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της WUH […]. Μετά την περίοδο αποκοπής […], η ING θα διατηρήσει αυτόνομες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της WUH και θα επιδιώξει την εκποίηση των εν λόγω δραστηριοτήτων […] (26).

Ένας εντολοδόχος παρακολούθησης και ένας διευθυντής υπεύθυνος για τη διατήρηση της αυτονομίας θα διοριστούν εντός […] μετά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης της Επιτροπής και θα διοριστεί ένας εντολοδόχος εκποίησης […]. Όλοι οι εντολοδόχοι, τους οποίους θα προεπιλέξει και θα προτείνει η ING, θα διοριστούν από τις Κάτω Χώρες. Οι εντολοδόχοι υπόκεινται στην έγκριση της Επιτροπής.

(86)

Η ING βαρύνεται με τα έξοδα όλων των εντολοδόχων που διορίζονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

(87)

Για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα τηρήσει τα ακόλουθα:

Η ING δεσμεύεται να προσανατολίσει τη χρηματοδότηση μη καταθετικών προϊόντων σε πιο μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, όταν οι αγορές επανέλθουν σε λιγότερο ακραίες συνθήκες, εκδίδοντας περισσότερους χρεωστικούς τίτλους με διάρκεια λήξης άνω του 1 έτους. […]

Η ING επιδιώκει να εξαλείψει τη διπλή μόχλευση (χρησιμοποιώντας το βασικό χρέος ως μετοχικό κεφάλαιο στις θυγατρικές εταιρείες της) το συντομότερο δυνατό και δεσμεύεται να το πράξει το αργότερο έως […]. Η διπλή μόχλευση εξαλείφεται αυτομάτως εάν και όταν ο όμιλος ING επανέλθει σε καθεστώς ρυθμιζόμενης τράπεζας.

(88)

Όσον αφορά την αναβολή πληρωμής τοκομεριδίων και την άσκηση του δικαιώματος αγοράς τίτλων κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2, οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα τηρήσει τα ακόλουθα:

Σε περίπτωση έκδοσης δικαιωμάτων περισσότερων από αυτών που απαιτούνται για την εξόφληση του 50 % των βασικών τίτλων κατηγορίας 1, περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων και της προμήθειας πριμοδότησης εξόδου, η ING δεν θα είναι υποχρεωμένη να αναβάλει τις πληρωμές τοκομεριδίων επί υβριδικών κεφαλαίων στις 8 και 15 Δεκεμβρίου 2009 (27) και οποιεσδήποτε πληρωμές τοκομεριδίων επί υβριδικών κεφαλαίων στη συνέχεια.

Σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί τέτοια έκδοση δικαιωμάτων και η ING σημείωσε ζημία το προηγούμενο έτος, τότε η ING θα είναι υποχρεωμένη να αναβάλει την πληρωμή υβριδικών τοκομεριδίων, στον βαθμό που η ING έχει τη σχετική διακριτική ευχέρεια, για τρία έτη από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς το ολλανδικό κράτος (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου), ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες προηγείται.

Οι ολλανδικές αρχές αντιλαμβάνονται ότι η Επιτροπή είναι αντίθετη με τη χρήση κρατικών ενισχύσεων από τους δικαιούχους για την αμοιβή των ιδίων κεφαλαίων (ίδια κεφάλαια και οφειλές μειωμένης εξασφάλισης), όταν οι δραστηριότητές τους δεν παράγουν επαρκή κέρδη (28) και ότι η Επιτροπή, σε αυτό το πλαίσιο, είναι αντίθετη καταρχήν με την άσκηση δικαιώματος αγοράς κεφαλαίων κατηγορίας 2 και υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1. Η ING λυπάται για την παρανόηση σχετικά με την άσκηση δικαιώματος αγοράς ομολόγων κατώτερης κατηγορίας 2 στις 14 Οκτωβρίου 2009. Η άσκηση δικαιώματος αγοράς κεφαλαίων κατηγορίας 2 και υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 θα προτείνεται μελλοντικά κατά περίπτωση στην Επιτροπή προς έγκριση, για το συντομότερο χρονικό διάστημα των τριών ετών από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς τις Κάτω Χώρες (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων επί βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου).

(89)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα απέχει από τεχνικές μαζικής εμπορίας, χρησιμοποιώντας το μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

(90)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα διατηρήσει τους περιορισμούς σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών της και τις δραστηριότητες εμπορίας, όπως είχε δεσμευτεί παλαιότερα στο πλαίσιο των συμφωνιών σχετικά με τους βασικούς τίτλους κατηγορίας 1 και την εγγυητική διευκόλυνση μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων.

(91)

Η ING και οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η έκθεση προόδου σχετικά με την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης θα παρέχεται στην Επιτροπή κάθε έξι μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

(92)

Οι ολλανδικές αρχές δεσμεύονται ότι η πλήρης εκτέλεση της αναδιάρθρωσης της ING θα ολοκληρωθεί πριν από τα τέλη του 2013.

4.   ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(93)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τη συμμόρφωση του αρχικού μέτρου με την ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, και ειδικότερα όσον αφορά την αποτίμηση και τον καταμερισμό του κόστους. Η Επιτροπή διαπίστωσε, ωστόσο, ότι το μέτρο συμμορφώνεται με τους όρους περί επιλεξιμότητας περιουσιακών στοιχείων, ρύθμισης διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, διαφάνειας και δημοσιοποίησης, καθώς και περί προμήθειας εγγύησης, όπως καθορίζονται στην ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων.

(94)

Όσον αφορά την αποτίμηση, οι Κάτω Χώρες ισχυρίστηκαν ότι η πραγματική οικονομική αξία (ΠΟΑ) του χαρτοφυλακίου ανέρχεται σε 97,3 % της ονομαστικής αξίας σε ένα βασικό σενάριο και σε 88,8 % της ονομαστικής αξίας σε ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων. Βάσει των ανωτέρω, το χαρτοφυλάκιο μεταβιβάστηκε στις Κάτω Χώρες σε ποσοστό 90 % της ονομαστικής αξίας. Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την αξιολόγηση της ΠΟΑ, ιδίως όσον αφορά την επιλογή του επιτοκίου προεξόφλησης, τις παραδοχές για τις τιμές των κατοικιών, τα επίπεδα πιστωτικής ενίσχυσης και άλλα ζητήματα αποτίμησης.

(95)

Όσον αφορά τον καταμερισμό του κόστους, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το επίπεδο της προμήθειας χρηματοδότησης και την καταλληλότητα της προμήθειας διαχείρισης που καταβάλλουν οι Κάτω Χώρες στην ING. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε αμφιβολίες σχετικά με την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου, οποιοδήποτε αρνητικό συμπέρασμα σχετικά με την αναθεώρηση της αποτίμησης μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στην αξιολόγηση της προμήθειας εγγύησης.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

5.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(96)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις εταξ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές.

(97)

Η Επιτροπή έχει ήδη αποφανθεί, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, ότι η ανακεφαλαιοποίηση της ING συνιστά κρατική ενίσχυση η οποία ανέρχεται στο ποσό της εισφοράς κεφαλαίου, ήτοι 10 δισεκατ. EUR.

(98)

Η τροποποίηση της πριμοδότησης εξόφλησης συνιστά επίσης κρατική ενίσχυση στο μτρο που το κράτος παραιτείται του δικαιώματός του για απόκτηση εσόδων. Καθώς η ING έχει ήδη συνάψει συμφωνία για πριμοδότηση εξόφλησης ύψους 150 %, οποιαδήποτε μείωση αποτελεί διαφυγόν κέρδος. Η τροποποίηση των όρων εξόφλσης για την ολλνδική εισφορά κεφαλαίου έχει ως αποτέλεσμα πρόσθετο όφελος για την ING. Αυτό αντιπροσωπεύει πρόσθετη ενίσχυση ύψους 2 δισεκατ. EUR περίπου, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 34.

(99)

Όσον αφορά το μέτρο ΑΠΣ, η Επιτροπή έχει διπιστώσει, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, ότι το μέτρο συνιστά ενίσχυση. Το ποσό ενίσχυσης το οποίο προκύπτει από το μέτρο ΑΠΣ υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ της τιμής μεταβίβασης (βάσει της πραγματικής οικονομικής αξίας) και της αγοραίας τιμής του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι ολλανδικές αρχές, η συνολική ονομαστική αξία του χαρτοφυλακίου κατηγορίας Alt-A ανερχόταν σε 39 δισεκατ. USD στις 31 Δεκεμβρίου 2008. Το 80 % του χαρτοφυλακίου έχει μεταβιβαστεί στις Κάτω Χώρες σε ποσοστό 87 % της ονομαστικής αξίας (βάσει του τροποποιημένου μέτρου), αντιστοιχώντας σε 27,1 δισεκατ. USD. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι ολλανδικές αρχές, η συνολική αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου κατηγορίας Alt-A στις 31 Δεκεμβρίου 2008 ανερχόταν σε 25,8 δισεκατ. USD, το 80 % των οποίων (20,6 δισεκατ. USD) έχει μεταβιβαστεί στις Κάτω Χώρες. Η προκύπτουσα διαφορά μεταξύ της τιμής μεταβίβασης και της αγοραίας τιμής του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου ανέρχεται σε 6,5 δισεκατ. USD, που αντιστοιχεί σε 5,0 δισεκατ. EUR περίπου (29). Το ποσό ενίσχυσης το οποίο προκύπτει από το μέτρο ΑΠΣ θεωρείται, ως εκ τούτου, ότι ανέρχεται σε 5 δισεκατ. EUR.

(100)

Η εισφορά κεφαλαίου ύψους 10 δισεκατ. EUR αρχικά έχει κατανεμηθεί ως εξής εντός του ομίλου: 5 δισεκατ. EUR στην ING Bank, 4 δισεκατ. EUR στην ING Insurance και 1 δισεκατ. EUR στο επίπεδο της εταιρείας συμμετοχών. Η ING έχει τη δυνατότητα να μεταβιβάσει το ποσό της εισφοράς κεφαλαίου ανά πάσα στιγμή μεταξύ της ING Bank, της ING Insurance και της εταιρείας συμμετοχών.

(101)

Περαιτέρω, το 85 % των ταμειακών ροών που μεταβιβάστηκαν στις Κάτω Χώρες στο πλαίσιο του μέτρου ΑΠΣ κάλυπτε περιουσιακά στοιχεία που είχε στην κατοχή της η ING Bank, ενώ το 15 % κάλυπτε περιουσιακά στοιχεία που είχε στην κατοχή της η ING Insurance. Συνεπώς, από το συνολικό ποσό ενίσχυσης το οποίο προκύπτει από το μέτρο ΑΠΣ (5 δισεκατ. EUR) τα 4,25 δισεκατ. EUR έχουν διατεθεί στην ING Bank και τα 0,75 δισεκατ. EUR στην ING Insurance.

(102)

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα συνολικό ποσό ενίσχυσης για την ING Bank ύψους 9,25 δισεκατ. EUR [το οποίο αντιστοιχεί σε 2,7 % των ΠΣΣΚ της ING Bank (30)], συνολική ενίσχυση για την ING Insurance ύψους 4,75 δισεκατ. EUR [το οποίο αντιστοιχεί σε 50 % των απαιτήσεων περιθωρίου φερεγγυότητας της ING Insurance (31)] και το υπόλοιπο 1 δισεκατ. EUR διατίθεται στην εταιρεία συμμετοχών.

(103)

Για λόγους απλούστευσης και για λόγους συνοχής με τους όρους που χρησιμοποιούνται στην ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, το συνολικό ποσό ενίσχυσης μπορεί επίσης να εκφραστεί σε ΠΣΣΚ της ING Bank μόνο. Στην προκείμενη περίπτωση, αμφότερα τα μέτρα μαζί σε συνδυασμό με την πρόσθετη ενίσχυση από τη μείωση της πριμοδότησης εξόφλησης ύψους 2 δισεκατ. EUR έχουν ως αποτέλεσμα στοιχείο ενίσχυσης ύψους 17 δισεκατ. EUR περίπου, τα οποία αντιστοιχούν στο 5 % περίπου των περιουσιακών στοιχείων με στάθμιση κινδύνου της ING Bank.

(104)

Επιπλέον, η ING έλαβε ενίσχυση ύψους 5 δισεκατ. EUR και 9 δισεκατ. USD από το ολλανδικό πρόγραμμα εγγύησης. Με βάση την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία η οποία ήταν EUR/USD 1,3 κατά τον χρόνο χορήγησης των εν λόγω μέτρων, το ποσό των χορηγηθεισών εγγυήσεων ανέρχεται σε 12 δισεκατ. EUR περίπου, το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο 1 % ολόκληρου του ισολογισμού του ομίλου. Οι εγγυήσεις χορηγήθηκαν σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο σημειωνόταν επιδείνωση στις συνθήκες της αγοράς και οι τράπεζες δυσκολεύονταν να συγκεντρώσουν κεφάλαια. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω εγγυήσεις δεν θα χορηγούνταν από έναν ιδιώτη επενδυτή και συνιστούν πρόσθετη ενίσχυση, πιθανώς ύψους μέχρι το ονομαστικό ποσό (32).

(105)

Περαιτέρω, οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν ότι η ING θα […] πρόσθετες εγγυήσεις ύψους […] δισεκατ. EUR από τις Κάτω Χώρες για την αποκοπή της οντότητας λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών WUH/Interadvies, οι οποίες δεν έχουν χορηγηθεί ακόμη, ούτε και έχει εξακριβωθεί η αναγκαιότητά τους. Οι Κάτω Χώρες θεωρούν τις εν λόγω εγγυήσεις πρόσθετη ενίσχυση αναδιάρθρωσης για τον δικαιούχο, η οποία θα κοινοποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Η Επιτροπή καταρχήν δεν αντιτίθεται στην εν λόγω ενίσχυση, εφόσον περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό για την αναδιάρθρωση της ING (33) και εφόσον παρέχεται επαρκής αμοιβή.

(106)

Συνεπώς, η ING θα λάβει συνολικά ενίσχυση αναδιάρθρωσης ύψους [12-22] δισεκατ. EUR κατ’ ανώτατο όριο σε εγγυήσεις ρευστότητας και 17 δισεκατ. EUR περίπου άλλων ενισχύσεων, οι οποίες ανέρχονται περίπου στο 5 % των ΠΣΣΚ της τράπεζας.

5.2.   Συμβατότητα

5.2.1.   Εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης

(107)

Το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης παρέχει την εξουσία στην Επιτροπή να αποφασίσει ότι μια ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, εφόσον προορίζεται για την «άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους». Η Επιτροπή αναγνώρισε στην πρόσφατη έγκριση της παράτασης του ολλανδικού προγράμματος εγγύησης (34) ότι, γενικά, η απειλή σοβαρής διαταραχής στην ολλανδική οικονομία συνεχίζεται και ότι μέτρα για τη στήριξη τραπεζών είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση της εν λόγω απειλής.

(108)

Δεδομένης της σημασίας των δανειοδοτικών δραστηριοτήτων της για συγκεκριμένες περιφερειακές αγοράς, της διασυνοριακής της παρουσίας και της ολοκλήρωσης και συνεργασίας της με άλλες τράπεζες, η Επιτροπή δέχεται ότι η ING είναι μία τράπεζα συστημικής σημασίας. […]. Συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι μια σχετική αποτυχία θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για τον ολλανδικό χρηματοπιστωτικό τομέα και την πραγματική οικονομία. Η ενίσχυση πρέπει επομένως να αξιολογηθεί βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης.

5.2.2.   Συμβατότητα του μέτρου ΑΠΣ

(109)

Η αντιμετώπιση των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης αξιολογείται με βάση την ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων. Η ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων ορίζει τις αρχές που πρέπει να ακολουθούνται από όλα τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία.

(110)

Οι αμφιβολίες οι οποίες εκφράστηκαν στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας ότι το μέτρο ΑΠΣ δεν πληροί τους όρους για τη συμβατότητα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, όπως ορίζεται στην ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, έχουν παραμερισθεί.

(111)

Οι ολλανδικές αρχές δεσμεύθηκαν να τροποποιήσουν το μέτρο μέσω αύξησης της προμήθειας εγγύησης την οποία καταβάλλει η ING στις Κάτω Χώρες κατά 82,6 (35) μβ ετησίως, διά της οποίας η προκύπτουσα τιμή μεταβίβασης του μέτρου, καθώς και η διάρθρωση προμήθειας έχουν αλλάξει. Επιπλέον, η προμήθεια χρηματοδότησης έχει μειωθεί κατά 50 μβ ετησίως.

(112)

Καταρχάς, η Επιτροπή […] από την αύξηση των 82,6 μβ ετησίως της προμήθειας εγγύησης, οι 52 μβ ετησίως προορίζονται για τη μείωση της τιμής μεταβίβασης για τα περιουσιακά στοιχεία του χαρτοφυλακίου από το 90 % της ονομαστικής αξίας στο 87 % της ονομαστικής αξίας. Η τροποποιηθείσα τιμή μεταβίβασης ευθυγραμμίζει την τιμή μεταβίβασης με τις εκτιμήσεις ΠΟΑ για το χαρτοφυλάκιο οι οποίες προκύπτουν από τη χρήση εύλογων παραδοχών. Κατόπιν της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, οι ολλανδικές αρχές υπέβαλαν αναθεωρημένες αποτιμήσεις του χαρτοφυλακίου. Αφού η Επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της σχετικά με τις παραδοχές για τις τιμές των κατοικιών και τα επιτόκια προεξόφλησης οι οποίες χρησιμοποιούνταν στην αρχική αποτίμηση του χαρτοφυλακίου από την Dynamic Credit Partners, οι ολλανδικές αρχές παρείχαν στην Επιτροπή αποτελέσματα αποτιμήσεων, χρησιμοποιώντας την ίδια μεθοδολογία αποτίμησης, αλλά βάσει πιο συντηρητικών παραδοχών σχετικά με τις τιμές των κατοικιών και τα επιτόκια προεξόφλησης. Η Επιτροπή προσάρμοσε το αποτέλεσμα με βάση πρόσθετους παράγοντες κατόπιν διαβουλεύσεως με τους εξωτερικούς εμπειρογνώμονές της. Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, συμπεραίνεται ότι μία ΠΟΑ η οποία εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 87 % είναι αποδεκτή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ανακοίνωσης περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων σχετικά με τη μεθοδολογία αποτίμησης και τις συνετές παραδοχές, οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας. Οι αρχικές αμφιβολίες της Επιτροπής εξαλείφθηκαν με την προσαρμογή της ΠΟΑ στο 87 %.

(113)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το επίπεδο της προμήθειας διαχείρισης, η οποία είχε οριστεί αρχικά στις 25 μβ ετησίως. Με την αύξηση κατά 15 μβ ετησίως της προμήθειας εγγύησης (πέρα από τις 52 μβ ετησίως για προσαρμογή αποτίμησης και 15,6 μβ ετησίως για προσαρμογή χρονικού διαστήματος), η προμήθεια διαχείρισης μειώθηκε στις 10 μβ ετησίως, που αποτελεί αποδεκτό επίπεδο δεδομένου του μεγέθους του υπό διαχείριση χαρτοφυλακίου. Επιπλέον, οι αμφιβολίες της Επιτροπής όσον αφορά την προμήθεια χρηματοδότησης οι οποίες εκφράστηκαν στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας έχουν ομοίως διευθετηθεί, στον βαθμό που η προμήθεια χρηματοδότησης μειώθηκε κατά 50 μβ ετησίως. Με αυτόν τον τρόπο, η προμήθεια χρηματοδότησης ευθυγραμμίζεται με το κόστος χρηματοδότησης με το οποίο επιβαρύνονται οι Κάτω Χώρες, όπως παρουσιάζεται στην Επιτροπή από τις ολλανδικές αρχές (36). Επομένως, οι αρχικές αμφιβολίες της Επιτροπής σχετικά με την προμήθεια διαχείρισης και την προμήθεια χρηματοδότησης έχουν εξαλειφθεί.

(114)

Όσον αφορά τον καταμερισμό του κόστους, η ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων ορίζει στο τμήμα 5.2 τη γενική αρχή ότι οι τράπεζες οφείλουν να επωμίζονται στον μέγιστο βαθμό της ζημίες που συνδέονται με απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το κατάλληλο επίπεδο καταμερισμού του κόστους μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβαστούν στο κράτος σε τιμή μεταβίβασης η οποία δεν υπερβαίνει την ΠΟΑ (37). Η Επιτροπή έχει βεβαιωθεί σχετικά με αυτό το σημείο από την αναθεωρημένη τιμή μεταβίβασης, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 112.

(115)

Στην προκείμενη περίπτωση, η προσαρμογή της τιμής μεταβίβασης επιτυγχάνεται μέσω αύξησης 52 μβ ετησίως της προμήθειας εγγύησης η οποία ισοδυναμεί από πλευράς καθαρής τρέχουσας τιμής με τη διαφορά μεταξύ του 90 % και του 87 % της ονομαστικής αξίας. Αυτό συνάδει με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, όπου η Επιτροπή δέχθηκε τη συμφωνία ανταλλαγής ταμειακών ροών και υποστήριξε ότι θα πραγματοποιηθούν προσαρμογές στην αποτίμηση μέσω τροποποίησης της προμήθειας εγγύησης. Ως εκ τούτου, το μέτρο ΑΠΣ ικανοποιεί τους όρους που σχετίζονται με τον κατάλληλο καταμερισμό του κόστους.

(116)

Τέλος, το τροποποιημένο μέτρο ΑΠΣ τίθεται σε ισχύ στις 25 Οκτωβρίου 2009, ενώ οι πληρωμές έχουν πραγματοποιηθεί βάσει της διάρθρωσης της προμήθειας της αρχικής συναλλαγής, η οποία ήταν ευνοϊκότερη για την ING, από 26 Ιανουαρίου 2009 έως 25 Οκτωβρίου 2009. Προκειμένου να αντισταθμιστούν οι πληρωμές από μέρους της ING τις οποίες δεν έχει λάβει το κράτος κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, η προμήθεια εγγύησης έχει αυξηθεί κατά επιπλέον 15,6 μβ ετησίως. Η εν λόγω τροποποίηση είναι απαραίτητη, προκειμένου το μέτρο να θεωρηθεί συμβατό με την ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων από τις 26 Ιανουαρίου 2009. Ωστόσο, η αύξηση δεν υψώνει την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου ούτε τον καταμερισμό κόστους, επειδή απλώς διασφαλίζει την εφαρμογή της ανακοίνωσης περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του μέτρου ΑΠΣ, ήτοι αναδρομικά.

5.2.3.   Συμβατότητα της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης

(117)

Η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει τη συνέχιση όλων των προηγούμενων μέτρων επείγουσας ενίσχυσης ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Η συμβατότητα της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης αξιολογείται βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (38) («ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης»). Ακόμη και σε περίπτωση που προηγούμενες αποφάσεις έχουν κάνει μνεία στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (39), η Επιτροπή διευκρινίζει στο σημείο 49 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης ότι όλες οι ενισχύσεις οι οποίες έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2009 θα αξιολογηθούν ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης προς τράπεζες σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης αντί των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων.

(118)

Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης δεν καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους μια τράπεζα ενδεχομένως να πρέπει να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης, αλλά στηρίζεται σε προηγούμενες ανακοινώσεις.

(119)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ING πρέπει να προχωρήσει σε ριζική αναδιάρθρωση, ιδίως καθώς ο δικαιούχος έχει ήδη λάβει κρατική ενίσχυση η οποία συμβάλλει στην κάλυψη ή την αποφυγή ζημιών και η οποία συνολικά υπερβαίνει το 2 % των συνολικών ΠΣΣΚ της τράπεζας. Αυτή η θέση είναι σύμφωνη με το σημείο 4 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης και το σημείο 55 της ανακοίνωσης περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, καθώς και με τις προηγούμενες δεσμεύσεις της ING (40).

(120)

Κατά την αξιολόγηση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή βεβαιώνεται ότι η τράπεζα είναι ικανή για αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας χωρίς κρατική ενίσχυση (τμήμα 2 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης).

(121)

Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης υπενθυμίζει σε αυτό το πλαίσιο ότι οι κυβερνήσεις έχουν προβεί σε ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών με όρους οι οποίοι έχουν επιλεγεί πρωτίστως για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και όχι για λόγους αποκατάστασης της βιωσιμότητας. Επομένως, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα απαιτεί οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση να εξοφληθεί με την πάροδο του χρόνου, όπως αναμένεται κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης, ή να λάβει αμοιβή σύμφωνα με τους συνήθεις όρους της αγοράς, εξασφαλίζοντας έτσι τη λήξη οποιασδήποτε μορφής πρόσθετης κρατικής ενίσχυσης. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης περιγράφει μια πειστική στρατηγική για την εξόφληση του κεφαλαίου που παρείχαν οι Κάτω Χώρες, η οποία θα ξεκινήσει ήδη πριν από την έκδοση της παρούσας απόφασης.

(122)

Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης εξηγεί ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα επιτυγχάνεται όταν μια τράπεζα είναι σε θέση να καλύψει όλες τις δαπάνες της, περιλαμβανομένων των αποσβέσεων και των χρηματοοικονομικών χρεώσεων, και να παρέχει κατάλληλη απόδοση μετοχικού κεφαλαίου, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου της τράπεζας. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 65, το σχέδιο αναδιάρθρωσης αποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η ING θα παρουσιάσει επαρκή κερδοφορία για την κάλυψη όλων των δαπανών της, περιλαμβανομένων των αποσβέσεων και των χρηματοοικονομικών χρεώσεων, και για να παράσχει κατάλληλη απόδοση μετοχικού κεφαλαίου, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου της τράπεζας.

(123)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης αποδεικνύει ότι η ING είναι επίσης σε θέση να συμμορφωθεί με τις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις ακόμη και σε σενάρια ακραίων καταστάσεων με παρατεταμένη παγκόσμια ύφεση, όπως απαιτείται από το σημείο 13 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης. Τα στοιχεία που υπέβαλαν οι ολλανδικές αρχές αναφέρουν ότι η ING θα είναι βιώσιμη ακόμη και σε σενάρια ακραίων καταστάσεων με συντηρητικές παραδοχές που εξέτασε η Επιτροπή. Η Επιτροπή σημειώνει ότι όσον αφορά τα επίπεδα ΖΑΥ για το ολλανδικό χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων προς ιδιώτες, τα μοντέλα που χρησιμοποιεί η ING έχουν εγκριθεί από την DNB, την ολλανδική εποπτική αρχή. Όσον αφορά την ποιότητα του ολλανδικού χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων της ING, εφαρμόστηκαν πρόσθετες παραδοχές σοβαρών ακραίων καταστάσεων για την ολλανδική αγορά ενυπόθηκων δανείων. Ακόμη και υπό τις πρόσθετες παραδοχές ακραίων σεναρίων, η ING θα εξακολουθούσε να εκπληρώνει τις κεφαλαιακές της απαιτήσεις σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ολλανδικές αρχές.

(124)

Οι προγραμματισμένες εκποιήσεις θα αποφέρουν πλεονάζον κεφάλαιο με την πάροδο του χρόνου, το οποίο αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω την κεφαλαιακή βάση της ING.

(125)

Δεύτερον, σύμφωνα με το σημείο 10 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, το σχέδιο προσδιορίζει τα αίτια των δυσκολιών για την τράπεζα, καθώς και τις αδυναμίες της, και αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο τα προτεινόμενα μέτρα αναδιάρθρωσης θα διορθώσουν τα προβλήματα του παρελθόντος. Για τον σκοπό αυτό, το σχέδιο αναδιάρθρωσης δηλώνει ότι ο δικαιούχος θα βελτιώσει την κεφαλαιακή διάρθρωσή του, εξαλείφοντας τη διπλή μόχλευση και αυξάνοντας τον συντελεστή πρωτογενούς κεφαλαίου. Επομένως, η ING θα είναι σε καλύτερη θέση για την αντιμετώπιση πιθανών δυσμενών οικονομικών εξελίξεων στο μέλλον και για την απορρόφηση απροσδόκητων ζημιών, ακόμη και μετά την εξόφληση του κεφαλαίου που έλαβε από τις Κάτω Χώρες.

(126)

Το χαρτοφυλάκιο κατηγορίας Alt-A έχει προσδιοριστεί ως ο βασικός λόγος για την επανειλημμένη ανάγκη για κρατική στήριξη. Οι ανησυχίες στην αγορά σχετικά με πιθανές υποτιμήσεις επί του χαρτοφυλακίου κατηγορίας Alt-A αποτέλεσαν έναν από τους παράγοντες ενεργοποίησης του μέτρου ανακεφαλαιοποίησης πριν την κάλυψη του από το μέτρο ΑΠΣ. Οι εν λόγω ανησυχίες στην αγορά παραμερίστηκαν με το μέτρο ΑΠΣ. […]. Εν προκειμένω, η προβλεπόμενη εκποίηση της ING Direct US, όπως υποστηρίχθηκε στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, παραμέρισε μια βασική πηγή δυσκολιών οι οποίες οδήγησαν στην κρατική παρέμβαση.

(127)

Η ING θα μειώσει περαιτέρω το άνοιγμά της σε κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων υψηλότερου κινδύνου και δεν θα επιδιώξει να διευρύνει το άνοιγμά της στον τομέα των ακινήτων. Η ING επίσης θα πωλήσει ή θα μειώσει το άνοιγμά της σε άλλες επισφαλείς επιχειρηματικές δραστηριότητες και περιουσιακά στοιχεία.

(128)

Περαιτέρω, η ING έχει προβεί στην έναρξη ενός ευρύτερου προγράμματος για ελαχιστοποίηση των κινδύνων (δηλαδή, πολιτική περιορισμού των κινδύνων) και περικοπή δαπανών, το οποίο αντιμετωπίζει επίσης την πολυπλοκότητα του ομίλου, δημιουργώντας σε πρώτη φάση τραπεζικό και ασφαλιστικό τμήμα και εκποιώντας, σε μεταγενέστερο στάδιο, ολόκληρο το ασφαλιστικό μέρος των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων. Το σχέδιο δείχνει ότι η ING Direct συγκεκριμένα θα υιοθετήσει [συνετή] επιχειρηματική στρατηγική και θα απέχει από τον […] καθορισμό τιμών, πράγμα που υπογραμμίζεται από την απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό τιμών, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 53 και 84.

(129)

Επίσης, το σχέδιο καταδεικνύει ότι η ING προσαρμόζεται στα διδάγματα από την κρίση σύμφωνα με το σημείο 11 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης. Για παράδειγμα, το σχέδιο εξηγεί ότι η ING σκοπεύει να τροποποιήσει την πολιτική αποδοχών της για να προσανατολίσει την τράπεζα σε πιο μακροπρόθεσμα επιτεύγματα και, επομένως, να αποφεύγει την επιβράβευση της αποτυχίας. […].

(130)

Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι ικανό να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της.

(131)

Εξάλλου, το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει κατάλληλη ιδία συνεισφορά προς τα έξοδα αναδιάρθρωσης (τμήμα 3 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης). Το σχέδιο αναδιάρθρωσης αποδεικνύει ότι η ING παρέχει επαρκή καταμερισμό του κόστους σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης, ο οποίος είναι σημαντικός για την αντιμετώπιση του ηθικού κινδύνου.

(132)

Πρώτον, οι Κάτω Χώρες έχουν δεσμευτεί να προσαρμόσουν τους όρους του μέτρου ΑΠΣ, γεγονός που το ευθυγραμμίζει με τις απαιτήσεις που παρατίθενται στην ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων.

(133)

Δεύτερον, η ING θα καταβάλει επαρκή αμοιβή της εισφοράς κεφαλαίου σύμφωνα με την ανακοίνωση σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης: περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (41) («ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης»). Η εν λόγω αξιολόγηση δεν μεταβάλλεται από την τροποποίηση των όρων αποπληρωμής, καθώς οι εν λόγω όροι συνιστούν πριμοδότηση πρόωρης εξόφλησης. Η εν λόγω πριμοδότηση πρόωρης εξόφλησης συνιστά τροποποίηση της απόφασης περί ανακεφαλαιοποίησης. Είναι αποδεκτή επειδή η Επιτροπή ενθαρρύνει την πρόωρη εξόφληση. Το σκεπτικό για τα εν λόγω κίνητρα εξόφλησης είναι ότι η εξόφληση εξαλείφει τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις των πλεονεκτημάτων κρατικών ενισχύσεων για την τράπεζα. Η αρχή αυτή έχει εφαρμοστεί σε αποφάσεις της Επιτροπής οι οποίες ελήφθησαν μετά την έκδοση της ανακοίνωσης περί ανακεφαλαιοποίησης, όπως η απόφαση στην υπόθεση SNS και Aegon (πρβλ. αιτιολογική σκέψη 33), και πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στην παρούσα. Επιπλέον, δεδομένου ότι η εισφορά κεφαλαίου θα παράσχει στις Κάτω Χώρες έναν ΔΕΑ της τάξεως του 15 %, η μείωση της πριμοδότησης εξόφλησης φαίνεται και αυτή δικαιολογημένη αφ’ εαυτής, καθώς ένας τέτοιος ΔΕΑ αποτελεί επαρκή αμοιβή κατά την έννοια της ανακοίνωσης περί ανακεφαλαιοποίησης. Κατά συνέπεια, η μείωση της πριμοδότησης εξόφλησης πρέπει να θεωρείται ως συμβατή ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

(134)

Τρίτον, η ING θα καταβάλει επαρκή αμοιβή για τις εγγυήσεις επί μεσοπρόθεσμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το ολλανδικό πρόγραμμα εγγύησης, το οποίο, με τη σειρά του, είναι συμβατό με την ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που ελήφθησαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (42).

(135)

Οι Κάτω Χώρες έχουν δεσμευθεί επίσης για πολλές προγραμματισμένες εκποιήσεις παγκόσμιων ασφαλιστικών δραστηριοτήτων της ING, του επιχειρηματικού τομέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και των δραστηριοτήτων ιδιωτικών τραπεζικών υπηρεσιών στην Ελβετία και εκτός Ευρώπης, οι οποίες συμβάλλουν στην κάλυψη των εξόδων αναδιάρθρωσης.

(136)

Περαιτέρω, το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι η ING θα συγκεντρώσει κεφάλαιο ύψους 5 δισεκατ. EUR μέσω της διάθεσης μετοχών το 2009, το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των υφιστάμενων δικαιωμάτων των μετόχων. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως σημαντική ιδία συνεισφορά υφιστάμενων φορέων παροχής κεφαλαίου.

(137)

Επίσης, διασφαλίζεται περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο με τη δέσμευση των Κάτω Χωρών ότι ο δικαιούχος δεν θα προβεί στην εξαγορά άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων γενικά ούτε άλλων επιχειρήσεων, εάν αυτό επιβραδύνει την εξόφληση του κεφαλαίου που παρείχαν οι Κάτω Χώρες. Αυτό εξασφαλίζει ότι η τράπεζα θα απέχει από οποιαδήποτε εξαγορά […].

(138)

Ωστόσο, στο παρελθόν η ING δεν συμμορφώθηκε με την πολιτική της Επιτροπής σχετικά με τα κεφαλαιακά μέσα κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2, όπως ορίζεται στο σημείο 26 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης (43). Η Επιτροπή διευκρινίζει στην εν λόγω ανακοίνωση ότι υπό συνθήκες αναδιάρθρωσης η απορρόφηση ζημιών κατά τη διακριτική ευχέρεια της δικαιούχου τράπεζας (για παράδειγμα με την ελευθέρωση αποθεματικών ή τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων), προκειμένου να εγγυηθεί την καταβολή μερισμάτων και τοκομεριδίων επί τρεχόντων δανείων μειωμένης εξασφάλισης, δεν συμβιβάζεται καταρχήν με τον στόχο του καταμερισμού των βαρών. Αν και η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η ING δεν θα ασκεί πλέον το δικαίωμα αγοράς κεφαλαίων κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2 χωρίς την επίσημη έγκριση της Επιτροπής, η άσκηση του δικαιώματος αγοράς στις 14 Οκτωβρίου 2009 παραβίασε την εν λόγω αρχή και θα πρέπει να αντισταθμιστεί με πρόσθετα μέτρα μετριασμού της στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

(139)

Ομοίως, η ING δυστυχώς πραγματοποίησε κατά το 2009 πληρωμές τοκομεριδίων κατά τη διακριτική της ευχέρεια χωρίς καμία δέουσα αιτιολόγηση, παρόλο που είχε σημειώσει ζημία το 2008. Παρόλο που η Επιτροπή θεωρεί καταρχήν ότι απαιτείται επίσης απαγόρευση της πληρωμής τοκομεριδίων στην περίπτωση της ING, κρίνει ότι δεν θα πρέπει πλέον να απαιτείται σχετική απαγόρευση εν προκειμένω, υπό τον όρο ότι η ING θα εξοφλήσει 5 δισεκατ. EUR πριν από τις 31 Ιανουαρίου 2010. Αυτό περιλαμβάνει τις πληρωμές τοκομεριδίων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 8 και 15 Δεκεμβρίου 2009. Η πρόωρη εξόφληση στις Κάτω Χώρες σημαντικού μέρους της ληφθείσας κρατικής ενίσχυσης ανταποκρίνεται στις υφιστάμενες ανησυχίες της Επιτροπής ότι οι εν λόγω πληρωμές τοκομεριδίων εμποδίζουν την ING να πετύχει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα χωρίς κρατική ενίσχυση. Εάν μία τράπεζα είναι σε θέση να συγκεντρώσει ένα τέτοιο σημαντικό ποσό κεφαλαίου από την αγορά και έχει σαφή στρατηγική μεσοπρόθεσμα, δεν θα πρέπει να τελεί πλέον υπό περιορισμό ως προς τη χρήση του κεφαλαίου της, εάν και όταν αυτό δεν συνιστά απειλή για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσής της. Αυτό έχει καταδειχθεί στο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(140)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης επίσης συνεπάγεται επαρκή μέτρα διάρθρωσης και συμπεριφοράς για την αντιμετώπιση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης εξηγεί ότι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μπορούν να δημιουργηθούν όταν ορισμένες τράπεζες ανταγωνίζονται μεταξύ τους με βάση την αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών τους, ενώ άλλες συσσωρεύουν υπερβολικούς κινδύνους ή/και στηρίζονται σε μη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα. Οι κρατικές ενισχύσεις παρατείνουν τέτοιες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού με την τεχνητή στήριξη της παρουσίας των δικαιούχων στην αγορά. Με αυτόν τον τρόπο ενδέχεται να προκαλούν ηθικό κίνδυνο εντός του τραπεζικού συστήματος, εξασθενίζοντας συγχρόνως τα κίνητρα των επιχειρήσεων που δεν λαμβάνουν ενισχύσεις να καταβάλλουν προσπάθεια σε επίπεδο ανταγωνισμού, επενδύσεων και καινοτομίας. Οι κρατικές ενισχύσεις μπορεί επίσης να υπονομεύουν την ενιαία αγορά με τη δημιουργία φραγμών εισόδου και την υπονόμευση των κινήτρων για την ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων.

(141)

Στο σημείο 31 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης σημειώνεται ότι κατά την αξιολόγηση του ποσού της ενίσχυσης και των στρεβλώσεων που προκύπτουν, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο το απόλυτο όσο και το σχετικό ποσό σε σχέση με την κρατική ενίσχυση που λαμβάνεται. Εν προκειμένω, η ING έχει λάβει σημαντικό ποσό ενίσχυσης, το οποίο αντιστοιχεί στο 5 % των ΠΣΣΚ, εάν εκφραστεί σε ΠΣΣΚ της ING Bank. Αυτό το επίπεδο είναι σαφώς υψηλότερο από το «επίπεδο ενεργοποίησης», το οποίο είναι 2 % των ΠΣΣΚ (44). Επιπλέον, η ING έχει λάβει σημαντικό ποσό εγγυήσεων, το οποίο, ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο να συνεπάγεται μέτρα για τον μετριασμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού σύμφωνα με το σημείο 31 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, επειδή η ING δεν είχε πρόβλημα χρηματοδότησης (το οποίο συνήθως οι εγγυήσεις βοηθούν να ξεπεραστεί), αλλά οι Κάτω Χώρες την ενθάρρυναν να λάβει τις εγγυήσεις, προκειμένου να δανειοδοτήσει την πραγματική οικονομία. Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει κανείς λόγος για τον οποίο, σε αυτό το στάδιο, θα πρέπει να απαιτηθούν μέτρα μετριασμού των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού σε σχέση με τις πρόσθετες εγγυήσεις οι οποίες προβλέπονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης για την αποκοπή της WUH/Interadvies. Το εν λόγω μέτρο αποτελεί, αυτό καθ’ εαυτό, μέτρο το οποίο προορίζεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση της στρέβλωσης της αγοράς, καθώς προβλέπεται μόνο για να καταστεί δυνατή η αποκοπή της WUH/Interadvies.

(142)

Επομένως, συμπεραίνεται ότι το ποσό της ενίσχυσης προς τον δικαιούχο είναι μεγάλο. Συνεπώς, απαιτούνται σημαντικά μέτρα για τη διόρθωση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Τα μέτρα μετριασμού θα πρέπει να αυξηθούν σύμφωνα με το σημείο 31 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, εξαιτίας του ασήμαντου καταμερισμού του κόστους που απορρέει από τη μη συμμόρφωση με την πολιτική της Επιτροπής σχετικά με κεφάλαια κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2, όπως αναφέρεται στο σημείο 26 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης και όπως εξηγείται λεπτομερέστερα στην αιτιολογική σκέψη 138 και επόμ. της παρούσας απόφασης (45).

(143)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ING έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση των πολύ μεγάλων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, επειδή το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει σειρά εκποιήσεων με τις οποίες θα μειωθεί η παρουσία του δικαιούχου στην αγορά. Εν προκειμένω, ο δικαιούχος θα μειώσει τον ισολογισμό του κατά 45 % πριν από τα τέλη του 2013 σε σύγκριση με τον ισολογισμό στις 30 Σεπτεμβρίου 2008. Τα εν λόγω μέτρα οφείλονται σε πολύ μικρό βαθμό στην απομόχλευση και συνεπάγονται κυρίως την εκποίηση ολόκληρου του επιχειρηματικού κλάδου ασφαλίσεων και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της ING, καθώς και των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών στις Κάτω Χώρες, των ιδιωτικών τραπεζικών υπηρεσιών στην Ελβετία και των τραπεζικών δραστηριοτήτων σε άλλες χώρες εκτός Ευρώπης. Η κλίμακα των προτεινόμενων εκποιήσεων είναι κατάλληλη για τον μετριασμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη επίσης των επιβαρυντικών περιστάσεων που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 138 και 139.

(144)

Πρόσθετα, το σχέδιο αναδιάρθρωσης προάγει επίσης τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό και εμποδίζει τη συγκέντρωση ισχύος στην αγορά και τη δημιουργία αντικινήτρων για διασυνοριακές δραστηριότητες, δυνάμει της αιτιολογικής σκέψης 32 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, με την αποκοπή μιας οντότητας από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της ING στην ολλανδική λιανική αγορά. Η Επιτροπή έχει εντοπίσει τέτοιες συνθήκες αγοράς ιδίως στις Κάτω Χώρες, όπου η αγορά λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών παρουσιάζει υψηλό βαθμό συγκέντρωσης και η ING είναι ένας από τους ηγετικούς παράγοντες, με δυνατότητα διατήρησης του μεγάλου μεριδίου αγοράς που κατέχει με τη βοήθεια κρατικών ενισχύσεων. Η επιχείρηση WUH/Interadvies είναι κατάλληλη, επειδή μπορεί να αποτελέσει μελλοντικά βιώσιμη επιχείρηση, η οποία μπορεί να ασκήσει ανταγωνισμό στον λιανικό τραπεζικό κλάδο των Κάτω Χωρών.

(145)

Σύμφωνα με τις Κάτω Χώρες, η αποκοπή θα πρέπει να μπορεί να αυξήσει τον ανταγωνισμό στην εν λόγω χαρακτηριζόμενη από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης αγορά, δεδομένου ότι της αντιστοιχεί ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς στον κλάδο ενυπόθηκων και καταναλωτικών δανείων, καθώς και σε ορισμένες δραστηριότητες καταθέσεων ταμιευτηρίου. Επιπλέον, η οντότητα θα είναι μία πλήρως αναπτυγμένη τραπεζική επιχείρηση με πλήρως εξοπλισμένες υπηρεσίες υποστήριξης (back office) και πλήρως αναπτυγμένη διαδικτυακή διεπαφή με σύστημα πληρωμών, ενώ θα χρηματοδοτείται από την ING. Το γεγονός ότι δεν διαθέτει δίκτυο υποκαταστημάτων, το οποίο συνήθως αποτελεί απαραίτητο εφόδιο για μια τραπεζική επιχείρηση στα περισσότερα κράτη μέλη, αντισταθμίζεται τουλάχιστον εν μέρει από την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών μέσω του Διαδικτύου, οι οποίες αποτελούν επίσης σημαντικό δίαυλο διανομής για τραπεζικά προϊόντα στις Κάτω Χώρες. Οι καταθέσεις στη WUH/Interadvies μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας που έλαβε. Επίσης, δεδομένης της τεχνογνωσίας και του ανθρώπινου δυναμικού που έχει παρασχεθεί στη νέα οντότητα, θα είναι σε θέση να αναπτύξει περαιτέρω τις επιχειρηματικές δραστηριότητές της και πιθανώς να προβεί στη δημιουργία υποκαταστημάτων.

(146)

Περαιτέρω, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της το επιχείρημα των ολλανδικών αρχών που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 56 όσον αφορά τη σχετικά μικρότερη σημασία των προϊόντων τρεχούμενων λογαριασμών στις Κάτω Χώρες για διασταυρούμενες πωλήσεις άλλων προϊόντων λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών. Εν προκειμένω, και ελλείψει αντίθετων ενδείξεων, η Επιτροπή δέχεται ότι στις Κάτω Χώρες τα προϊόντα τρεχούμενων λογαριασμών μπορεί να έχουν σχετικά μικρότερη σημασία για διασταυρούμενες πωλήσεις πλην των προϊόντων λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών.

(147)

Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι η ING ανέλαβε μια σειρά δεσμεύσεων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης, όπως ο διορισμός ενός διευθυντή που είναι υπεύθυνος για τη διατήρηση της αυτονομίας και ενός εντολοδόχου παρακολούθησης. Αμφότεροι θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα δικαιώματα και άλλα ενσώματα και ασώματα στοιχεία ενεργητικού της (προς αποκοπή) επιχείρησης προστατεύονται, προασπίζονται και διαφυλάσσονται έναντι της ING. Επίσης, ο ισχύων μηχανισμός διαιτησίας, ο οποίος απαιτεί από τη νέα οντότητα να λάβει όλες τις απαραίτητες συμπεριλήψεις για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά της, θα εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της ING με τις δεσμεύσεις της βάσει της παρούσας απόφασης. Εξάλλου, η ING δεν θα επιδιώξει να αποκτήσει πελάτες της αποκοπείσας οντότητας όσον αφορά τα μεταβιβαζόμενα στην WUH/Interadvies προϊόντα, ακόμη και σε περίπτωση που η ING εξακολουθεί να έχει υφιστάμενες πελατειακές σχέσεις. Επιπλέον, η ING θα παράσχει χρηματοδότηση στην WUH/Interadvies για […] μετά την πραγματοποίηση της επένδυσης, παρόλο που το ποσό της χρηματοδότησης θα μειωθεί σταδιακά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή θα […] διασφαλίσει την πώληση της επιχείρησης με τη βοήθεια ενός εντολοδόχου εκποίησης […]. Όλα αυτά τα στοιχεία διασφαλίζουν ότι η οντότητα θα είναι βιώσιμη και ως εκ τούτου θα αυξήσει τον ανταγωνισμό στην ολλανδική αγορά λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών. Επομένως, η Επιτροπή δέχεται ότι η εκποίηση της WUH/Interadvies μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε έναν νέο ανταγωνιστή να αναπτύξει επιχειρηματικές δραστηριότητες στην αγορά λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών στις Κάτω Χώρες και μπορεί να φέρει νέα ανταγωνιστική δύναμη στην εν λόγω αγορά.

(148)

Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες έχουν δεσμευθεί επίσης για μια απαγόρευση σχετικά με εξαγορές, που θα εμποδίζει την ING να αποκτήσει ελκυστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες οι οποίες θα εισέλθουν ενδεχομένως στην αγορά λόγω της γενικής αναδιάρθρωσης χρηματοπιστωτικών εταιρειών και του κλάδου στο σύνολό του (46). Αυτό εμποδίζει τη μη οργανική ανάπτυξη της ING και επιτρέπει σε άλλες εταιρείες οι οποίες δεν έχουν λάβει κρατική ενίσχυση να αγοράσουν σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.

(149)

Περαιτέρω, η Επιτροπή θεωρεί τη δέσμευση για απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό των τιμών σύμφωνη με τις απαιτήσεις της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κρατικές ενισχύσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για την προσφορά όρων τους οποίους δεν θα ήταν σε θέση να προσφέρουν οι ανταγωνιστές που δεν λαμβάνουν κρατική ενίσχυση (αιτιολογική σκέψη 44). Σύμφωνα με το σημείο 32 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, ενδεχομένως να μην απαιτείται δέσμευση σχετικά με την ηγετική θέση στον καθορισμό τιμών σε αγορές όπου παρέχονται σημαντικές διαρθρωτικές δεσμεύσεις. Ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε μεμονωμένης περίπτωσης, η απαγόρευση μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές με στόχο την πλέον κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της μεμονωμένης αντιμετώπισης στρεβλώσεων των ενισχύσεων και των ανταγωνιστικών συνθηκών αγοράς (47).

(150)

Οι Κάτω Χώρες επέλεξαν να επιβληθεί γενική απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό των τιμών για την ING, διά της οποίας η ING δεν θα προσφέρει ευνοϊκότερες τιμές από τους τρεις ανταγωνιστές της με τις καλύτερες τιμές. Η εν λόγω δέσμευση είναι κατάλληλη, καθώς στοχεύει όλες τις αγορές όπου η τράπεζα έχει εδραιωμένη θέση με μερίδιο αγοράς της τάξεως του 5 % τουλάχιστον (48). Επιπλέον, η ING και οι ολλανδικές αρχές δεσμεύθηκαν για μια απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό των τιμών ανεξαρτήτως του μεριδίου αγοράς της ING Direct Europe. Αυτό δικαιολογείται λόγω των στοιχείων που έλαβε η Επιτροπή τα οποία υποδηλώνουν επιθετική εμπορική συμπεριφορά. Το αποτέλεσμα της απαγόρευσης θα πρέπει να είναι ότι, […], η ING θα ανταγωνίζεται κυρίως βάσει της ποιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών της. Αυτό θα πρέπει να μετριάσει της ανησυχίες οι οποίες διατυπώνονται στα στοιχεία που έλαβε η Επιτροπή, όπως αναφέρεται εν προκειμένω παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 6.

(151)

Τέλος, οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα απέχει από τεχνικές μαζικής εμπορίας που χρησιμοποιούν το μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

(152)

Ωστόσο, σύμφωνα με την ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης, δεν υπάρχει πλέον λόγος για απαίτηση προσωρινού περιορισμού σχετικά με τον ισολογισμό, όπως επιβάλλεται με την απόφαση N 528/08.

5.2.4.   Παρακολούθηση

(153)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες θα πρέπει να υλοποιηθεί δεόντως. Για τη διασφάλιση της δέουσας υλοποίησης, οι Κάτω Χώρες θα παρέχουν στην Επιτροπή ανά εξάμηνο έκθεση παρακολούθησης. Επιπλέον, το σχέδιο αναδιάρθρωσης και οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι Κάτω Χώρες προβλέπουν διάφορους εντολοδόχους οι οποίοι θα βοηθήσουν την Επιτροπή στην παρακολούθηση της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης και διαφόρων διατάξεων του σχεδίου.

(154)

Αποτελεί συνήθη πρακτική για την Επιτροπή να επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να προσαρμόζει τις δεσμεύσεις σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων (49). Επομένως, κατά περίπτωση, ανταποκρινόμενη σε κατάλληλα αιτιολογημένο αίτημα των Κάτω Χωρών, η Επιτροπή θα προβεί σε αλλαγές, όταν αυτό δικαιολογείται επί της ουσίας είτε για i) παράταση της χρονικής περιόδου των μέτρων για τα οποία έχουν δεσμευθεί οι Κάτω Χώρες στην παρούσα απόφαση είτε για ii) άρση, τροποποίηση ή αντικατάσταση μιας ή περισσότερων πτυχών οποιασδήποτε δέσμευσης που οι Κάτω Χώρες αναλαμβάνουν στην παρούσα απόφαση.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(155)

Πρώτον, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, βάσει των τροποποιήσεων που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες στις 20 Οκτωβρίου 2009, το μέτρο ΑΠΣ είναι σύμφωνο με την ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων και, ως εκ τούτου, κηρύσσεται συμβατό με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης.

(156)

Δεύτερον, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα μέτρα αναδιάρθρωσης καθιστούν την ING ικανή να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της, είναι επαρκή όσον αφορά τον καταμερισμό του κόστους και είναι κατάλληλα και αναλογικά για να αντισταθμίσουν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού από τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης. Το υποβληθέν σχέδιο αναδιάρθρωσης πληροί τα κριτήρια της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης και, ως εκ τούτου, θεωρείται συμβατό με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης. Τα μέτρα εισφοράς κεφαλαίου και οι εγγυήσεις που έχουν ήδη χορηγηθεί δύνανται, επομένως, να παραταθούν σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, οι προσωρινοί περιορισμοί σχετικά με τον ισολογισμό οι οποίοι επιβλήθηκαν με την απόφαση N 528/08 πρέπει να αρθούν.

(157)

Τρίτον, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα πρόσθετα μέτρα ενίσχυσης που παρουσιάζονται στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ήτοι η τροποποίηση των όρων επαναγοράς των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από τις Κάτω Χώρες και οι προβλεπόμενες εγγυήσεις υποχρεώσεων, επίσης κηρύσσονται συμβατά με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, δεδομένου του βάθους των μέτρων για την αντιμετώπιση στρεβλώσεων της αγοράς που παρουσιάζονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης και του γεγονότος ότι η ενίσχυση βοηθά τον δικαιούχο να ενισχύσει τη βιωσιμότητά του. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει επίσης ως προς την ενίσχυση η οποία απορρέει από τους μεταβληθέντες όρους των ρυθμίσεων εξόφλησης του κεφαλαίου που χορηγήθηκε από τις Κάτω Χώρες.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το μέτρο απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων που παρέχεται από τις Κάτω Χώρες για το καλούμενο χαρτοφυλάκιο κατηγορίας Alt A της ING αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

Η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, με την επιφύλαξη των δεσμεύσεων που καθορίζονται στο παράρτημα Ι.

Άρθρο 2

Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης που παρέχουν οι Κάτω Χώρες στην ING αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

Η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, με την επιφύλαξη των δεσμεύσεων που καθορίζονται στο παράρτημα II.

Ο προσωρινός περιορισμός ως προς την αύξηση του ισολογισμού ο οποίος καθορίζεται στην απόφαση της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με το μέτρο ανακεφαλαιοποίησης προς την ING, αίρεται.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

Βρυξέλλες, 18 Νοεμβρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 10/09 (πρώην N 138/09) ING, ΕΕ C 158 της 11.7.2009, σ. 13.

(2)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 528/08, ING, ΕΕ C 328 της 23.12.2008, σ. 10.

(3)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 10/09 (πρώην N 138/09) ING, ΕΕ C 158 της 11.7.2009, σ. 13.

(4)  ΕΕ C 72 της 26.3.2009, σ. 1.

(5)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(6)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(7)  Απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2009, στην υπόθεση N 379/09 και NN 16/09, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(8)  Τα μερίδια αγοράς στην αιτιολογική σκέψη 19 και στην αιτιολογική σκέψη 24 σχετικά με την oλλανδική αγορά βασίζονται στα δημόσια στοιχεία της απόφασης της Επιτροπής για την υπόθεση αριθ. Comp/M.4844 Fortis/ABN Amro Assets. Το μερίδιο αγοράς αποκλίνει ελαφρώς από επικαιροποιημένα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τις Κάτω Χώρες. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι διαφορές δεν είναι σημαντικές για την απόφαση, η Επιτροπή παραθέτει για λόγους συνοχής τα επαληθευμένα στοιχεία.

(9)  Ορισμένα μέρη του κειμένου έχουν αντικατασταθεί για λόγους τήρησης του απορρήτου ορισμένων πληροφοριών. Τα μέρη αυτά περικλείονται από αγκύλες και επισημαίνονται με αστερίσκο.

(10)  Ορισμένα μέρη του κειμένου έχουν παραλειφθεί για λόγους τήρησης του απορρήτου ορισμένων πληροφοριών. Τα μέρη αυτά αντικαθίστανται από τρεις τελείες που περικλείονται από αγκύλες και επισημαίνονται με διπλό αστερίσκο.

(11)  Το μέτρο περιγράφεται λεπτομερώς στην απόφαση N 528/2008 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008.

(12)  Η ποινή πρόωρης εξόφλησης υπολογίζεται ως εξής: 650 000 000 EUR * (αριθμός εξαγορασμένων τίτλων/500 000 000) * (ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης)/365) * (ισχύουσα τιμή – 10)/(12,5 – 10), όπου ισχύουσα τιμή είναι ο μέσος όρος της αγοραίας τιμής 5 ημέρες πριν την εξόφληση και είναι μεγαλύτερη ή ίση των 11,20 EUR και χαμηλότερη ή ίση των 12,45 EUR.

(13)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 611/08, ΕΕ C 247 της 15.10.2009, σ. 2.

(14)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 569/09, ΕΕ C 9 της 14.1.2009, σ. 3.

(15)  Η προμήθεια χρηματοδότησης είναι άθροισμα του 3 % (εικαζόμενο κόστος χρηματοδότησης σε USD για το ολλανδικό κράτος) συν περιθώριο 0,5 %.

(16)  Η αύξηση της προμήθειας εφαρμόζεται μόνο από 25ης Οκτωβρίου 2009. Απαιτήθηκε προσαρμογή η οποία εκτιμήθηκε σε 15,6 μβ για την αντιστάθμιση της μη καταβολής πληρωμής μεταξύ 26ης Ιανουαρίου 2009 και 25ης Οκτωβρίου 2009. Η εν λόγω προσαρμογή καλύπτει τόσο τη μείωση της προμήθειας χρηματοδότησης κατά 50 μβ (την οποία λαμβάνει η ING από το ολλανδικό κράτος) όσο και την αύξηση της προμήθειας εγγύησης κατά 67 μβ (την οποία καταβάλλει η ING στο ολλανδικό κράτος).

(17)  Αυτό θα συμβεί σε περίπτωση που η ING επαναγοράσει από το ολλανδικό κράτος το χαρτοφυλάκιο, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει.

(18)  […]

(19)  Το 52 % του προ φόρων εισοδήματος για τον όμιλο κατά μέσο όρο για την περίοδο 2004-2007 προήλθε από τον ασφαλιστικό τομέα.

(20)  […]

(21)  Αν υποτεθεί εξόφληση 400 ημέρες μετά την έκδοση.

(22)  Εγγυητική διευκόλυνση μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων.

(23)  […]

(24)  Ειδικότερα, σε περίπτωση που έχει δρομολογηθεί εκποίηση μέσω διαδικασίας ΑΔΠ η οποία έχει ξεκινήσει και έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές (30 % ή παραπάνω) διαθέσεις μετοχών στην αγορά πριν από το τέλος της περιόδου εκποίησης, η Επιτροπή (σε διαβούλευση με το ολλανδικό κράτος, την ING και τον εντολοδόχο) θα εξετάσει ενεργά τη δυνατότητα να παράσχει στην οντότητα περισσότερο χρόνο για τη διάθεση των υπόλοιπων μετοχών.

(25)  Γίνεται δεκτό ότι μπορούν να οριστούν διαφορετικοί εντολοδόχοι για διαφορετικές περιφέρειες ή/και κλάδους.

(26)  […]

(27)  Υπό τον όρο ότι είναι σαφές ότι μέρος των εσόδων από την έκδοση δικαιωμάτων θα χρησιμοποιηθεί για τις πληρωμές τοκομεριδίων.

(28)  Βλέπε παράγραφο 26 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. ΕΕ C 195 της 19.8.2009, σ. 9.

(29)  Αν υποτεθεί ότι η συναλλαγματική ισοτιμία EUR/USD είναι 1,3.

(30)  Στα τέλη του 2008, τα ΠΣΣΚ της ING Bank ανέρχονταν σε 343 δισεκατ. EUR.

(31)  Λαμβάνοντας υπόψη τς απαιτήσεις περιθωρίου φερεγγυόττας στα τέλη του 2008.

(32)  Πρβλ. απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 9/08, της 4ης Ιουλίου 2008, SachsenLB, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, απόφαση της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2009, στην υπόθεση N 264/09, Ενίσχυση διάσωσης προς την HSH Nordbank AG, ΕΕ C 179 της 1.8.2009, σ. 1, απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2009 στην υπόθεση N 244/09 Commerzbank, ΕΕ C 147 της 27.6.2009, σ. 4.

(33)  Πρβλ. σημείο 7 της τελευταίας αιτιολογικής σκέψης της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, καθώς και το σημείο 27.

(34)  Απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2009, στην υπόθεση N 379/09 και NN 16/09, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(35)  Η οποία αποτελείται από μία προσαρμογή 52 μβ ετησίως για αποτίμηση, 15 μβ ετησίως για προμήθεια διαχείρισης και 15,6 μβ ετησίως για τις πληρωμές που δεν εισέπραξε το κράτος για την περίοδο από 26 Ιανουαρίου έως 25 Οκτωβρίου 2009.

(36)  Το ολλανδικό κράτος εκτιμά ότι το κόστος χρηματοδότησης σε USD ανέρχεται περίπου στο 3 % για μία περίοδο ισχύος 5-7 έτη, η οποία αντιστοιχεί στη μέση σταθμισμένη διάρκεια ζωής του χαρτοφυλακίου.

(37)  Με την προϋπόθεση κατάλληλης αμοιβής, η οποία προβλεπόταν κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο.

(38)  ΕΕ C 195 της 19.8.2009, σ. 9.

(39)  Πρβλ. ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2. Στο σημείο 42, έγινε σαφής μνεία στην τραπεζική ανακοίνωση.

(40)  Πρβλ. την απόφαση, της 30ής Μαρτίου 2009, περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, σημείο 83.

(41)  ΕΕ C 10 της 15.1.2009, σ. 2.

(42)  ΕΕ C 270 της 25.10.2008, σ. 8.

(43)  Πρβλ. MEMO/09/441 της 8ης Οκτωβρίου 2009 — Η Επιτροπή υπενθυμίζει τους κανόνες σχετικά με τις συναλλαγές κεφαλαίων κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2 για τράπεζες οι οποίες υπόκεινται σε έρευνα σχετικά με ενισχύσεις αναδιάρθρωσης.

(44)  Εάν ληφθεί υπόψη μόνο το ποσό ενίσχυσης το οποίο διατέθηκε για τον ασφαλιστικό τομέα, αντιπροσωπεύει το 50 % των απαιτήσεων περιθωρίου φερεγγυότητας της ING Insurance. Αυτό αντιστοιχεί στο 4 % των ΠΣΣΚ για μια τράπεζα, καθώς συνιστά το ήμισυ του ελάχιστου απαιτούμενου κεφαλαίου προκειμένου να λειτουργήσει η οντότητα.

(45)  Το ίδιο φαίνεται να ισχύει για την τήρηση εκ μέρους της ING της απαγόρευσης σχετικά με τη διαφήμιση του μέτρου ανακεφαλαιοποίησης, η οποία δεν τηρήθηκε στην Ιταλία και την Ισπανία για πολλές ημέρες μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης.

(46)  Ομοίως: απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2009, στην υπόθεση N 244/09 Εισφορά κεφαλαίου στην Commerzbank, ΕΕ C 147 της 27.6.2009, σ. 4, παράγραφος 111.

(47)  Στην απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2009, στην υπόθεση N 244/09 Commerzbank, ΕΕ C 147 της 27.6.2009, σ. 4, η Επιτροπή δέχθηκε μια απαγόρευση σχετικά με τους τρεις ανταγωνιστές με τις καλύτερες τιμές. Στην απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Νοεμβρίου 2009, στην υπόθεση C 18/09, KBC, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, η Επιτροπή δέχτηκε μια απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό των τιμών, όπου η KBC δεσμεύτηκε να μην προσφέρει καλύτερες τιμές από τον ανταγωνιστή με την καλύτερη τιμή μεταξύ δέκα κορυφαίων παραγόντων της αγοράς από πλευράς μεριδίου αγοράς στη σχετική αγορά.

(48)  Στην απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2009, στην υπόθεση N 244/09 Commerzbank, ΕΕ C 147 της 27.6.2009, σ. 4, και στην απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Νοεμβρίου 2009, στην υπόθεση C 18/09, KBC, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, η Επιτροπή θεώρησε σωστό να περιορίσει την απαγόρευση σε αγορές όπου η τράπεζα έχει σημαντική παρουσία, η οποία ορίστηκε για τον σκοπό της απαγόρευσης ηγετικής θέσης στον καθορισμό των τιμών ως κατοχή μεριδίου αγοράς τουλάχιστον 5 %.

(49)  Πρβλ. απόφαση της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 2008, στην υπόθεση C 10/08, IKB, ΕΕ L 278 της 23.10.2009, σ. 32.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Όσον αφορά το μέτρο απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, πρέπει να τηρηθούν οι ακόλουθες δεσμεύσεις:

Από την 25η Οκτωβρίου 2009, ο ING Group θα πραγματοποιήσει επιπλέον πληρωμές προς τις Κάτω Χώρες, οι οποίες αντιστοιχούν σε προσαρμογή της αμοιβής κατηγορίας Alt-A κατά - 50 μονάδες βάσης επί της προμήθειας χρηματοδότησης που λαμβάνεται από την ING και κατά + 82,6 μονάδες βάσης επί της προμήθειας εγγύησης που καταβάλλεται από την ING. Η προσαρμογή η οποία σχετίζεται με την προμήθεια εγγύησης περιλαμβάνει 15,6 μονάδες βάσης οι οποίες αντιστοιχούν σε προσαρμογή για την περίοδο από 26 Ιανουαρίου 2009 — έναρξη της IABF (δηλαδή του μέτρου ΑΠΣ) — έως 25 Οκτωβρίου 2009. Οι πρόσθετες πληρωμές θα εφαρμοστούν στο μέτρο και για τη διάρκεια που εφαρμόζεται η συμφωνία IABF.

Οι πρόσθετες πληρωμές θα υλοποιηθούν υπό μορφή χωριστής συμφωνίας μεταξύ του ομίλου ING και των Κάτω Χωρών, προκειμένου η αρχική IABF να παραμείνει άθικτη.

Οι πρόσθετες πληρωμές, με εξαίρεση το μέρος που σχετίζεται με την περίοδο μεταξύ 26 Ιανουαρίου 2009 και 25 Οκτωβρίου 2009 (δηλαδή οι 15,6 μονάδες βάσης που περιλαμβάνονται στην προσαρμογή η οποία σχετίζεται με την προμήθεια εγγύησης), δεν περιλαμβάνουν υπολειπόμενο διακανονισμό σε περίπτωση πρόωρης ρευστοποίησης της IABF. Το ποσό των ανεξόφλητων πρόσθετων πληρωμών το οποίο σχετίζεται με την περίοδο μεταξύ 26 Ιανουαρίου 2009 και 25 Οκτωβρίου 2009 (δηλαδή οι 15,6 μονάδες βάσης που περιλαμβάνονται στην προσαρμογή η οποία σχετίζεται με την προμήθεια εγγύησης) θα καταστεί πληρωτέο σε περίπτωση μερικής ή πλήρους ρευστοποίησης της αρχικής συναλλαγής. Σε περίπτωση μερικής ρευστοποίησης της IABF, ο εν λόγω διακανονισμός πρόωρης εξόφλησης θα εφαρμοστεί κατ’ αναλογία.

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τυχόν μέτρα πρόωρης πλήρους ή μερικής ρευστοποίησης του μέτρου ΑΠΣ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Όσον αφορά την ενίσχυση αναδιάρθρωσης, πρέπει να τηρηθούν οι ακόλουθες δεσμεύσεις:

α)

Όσον αφορά τις μειώσεις ισολογισμού, τη δέσμευση εκποίησης του ασφαλιστικού τομέα, της ING Direct US και άλλων μονάδων που πρόκειται να εκποιηθούν πριν από τα τέλη του 2013:

Η ING θα μειώσει το 45 % του ισολογισμού της σε σύγκριση με τις 30 Σεπτεμβρίου 2008 έως τα τέλη του 2013 και θα εκποιήσει διάφορες μονάδες, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 57, ιδίως τον ασφαλιστικό τομέα και την ING Direct US […].

Τα εν λόγω στοιχεία αναφέρονται σε προβλέψεις οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη την πιθανή επίπτωση από την οργανική ανάπτυξη και εξαιρούν πρόσθετες αυξήσεις λόγω πιθανών νέων κανονιστικών απαιτήσεων, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση που απαιτηθεί από τις τράπεζες να διατηρούν πολύ μεγαλύτερα αποθέματα ρευστότητας συνεπεία (νέων) κανονισμών σε επίπεδο ΕΕ. Οι εν λόγω απαιτήσεις μπορεί να αυξήσουν σημαντικά τον ισολογισμό πέραν των τρεχουσών προβλέψεων οργανικής ανάπτυξης.

Η ING δεν θα υπόκειται σε περιορισμό σχετικά με την οργανική ανάπτυξη (δηλαδή την ανάπτυξη η οποία δεν σχετίζεται με εξαγορές) του ισολογισμού των επιχειρήσεών της. […]. Μελλοντικά, η γενική πολιτική της ING θα είναι να χρησιμοποιεί την ανάπτυξή της σε κεφάλαια που της έχουν εμπιστευτεί πελάτες κυρίως για την ανάπτυξή της στον τομέα δανειοδοτήσεων στην πραγματική αγορά (εταιρείες και καταναλωτές) και να μειώσει το άνοιγμά της σε κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων υψηλότερου κινδύνου στο πλαίσιο CMBS και RMBS των ΗΠΑ. […] (1).

Όσον αφορά τις μονάδες που η ING δεσμεύεται να πωλήσει (και οι οποίες απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 57), σε περίπτωση που δεν έχει πραγματοποιηθεί εκποίηση οποιασδήποτε σχετικής μονάδας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 (για παράδειγμα, βάσει σύναψης τελικής δεσμευτικής συμφωνίας πώλησης), η Επιτροπή δύναται κατά περίπτωση ή λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, ανταποκρινόμενη σε αίτημα των Κάτω Χωρών, να παρατείνει την εν λόγω χρονική περίοδο (2). Η Επιτροπή δύναται επίσης σε σχετική περίπτωση i) να ζητήσει από τις Κάτω Χώρες να ορίσουν έναν ή περισσότερους εντολοδόχους (εκποίησης) (3), που προεπιλέγει και προτείνει η ING (και με την επιφύλαξη της έγκρισης της Επιτροπής), […].

Σε περίπτωση που οι Κάτω Χώρες ζητήσουν παράταση προθεσμίας, πρέπει να υποβάλουν αίτημα στην Επιτροπή το αργότερο ένα μήνα πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, παρέχοντας πειστική αιτιολόγηση. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, οι Κάτω Χώρες δικαιούνται να ζητήσουν παράταση εντός του τελευταίου μήνα πριν από τη λήξη προθεσμίας.

β)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται περαιτέρω ότι η ING θα τηρήσει απαγόρευση εξαγοράς:

Η ING θα απέχει από εξαγορές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για ορισμένο χρονικό διάστημα. Οι εν λόγω δεσμεύσεις θα ισχύουν για το συντομότερο χρονικό διάστημα των τριών ετών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς το ολλανδικό κράτος (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου). Η ING θα απέχει επίσης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, από οποιαδήποτε (άλλη) εξαγορά επιχειρήσεων η οποία θα επιβράδυνε την εξόφληση των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 προς τις Κάτω Χώρες.

Παρά την εν λόγω απαγόρευση, η ING δύναται, κατόπιν λήψεως έγκρισης της Επιτροπής, να προβεί στην εξαγορά επιχειρήσεων, ιδίως εάν αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή του ανταγωνισμού στις συναφείς αγορές.

γ)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται περαιτέρω ότι η ING θα τηρήσει απαγόρευση ηγετικής θέσης στον καθορισμό τιμών:

Η ING δεν θα προσφέρει, χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, ευνοϊκότερες τιμές για τυποποιημένα προϊόντα της ING (σε αγορές που ορίζονται παρακάτω) από τους τρεις άμεσους ανταγωνιστές της με τις καλύτερες τιμές όσον αφορά τις αγορές της ΕΕ στις οποίες η ING κατέχει μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 5 %.

Ο εν λόγω όρος περιορίζεται στα τυποποιημένα προϊόντα της ING στις ακόλουθες αγορές προϊόντων: i) αγορά καταθέσεων ταμιευτηρίου λιανικής, ii) αγορά ενυπόθηκων δανείων για ιδιώτες, iii) ιδιωτικές τραπεζικές υπηρεσίες εφόσον περιλαμβάνουν ενυπόθηκα προϊόντα ή προϊόντα ταμιευτηρίου, ή iv) καταθέσεις για ΜΜΕ (οι ΜΜΕ ορίζονται σύμφωνα με τον ορισμό των ΜΜΕ, όπως χρησιμοποιείται συνήθως/επί του παρόντος από την ING στην επιχειρηματική της δραστηριότητα στη σχετική χώρα). Μόλις η ING διαπιστώσει ότι παρέχει ευνοϊκότερες τιμές για τα προϊόντα της από τους τρεις ανταγωνιστές της με τις καλύτερες τιμές, οφείλει να προσαρμόσει το συντομότερο δυνατό, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την τιμή της σε επίπεδο το οποίο να είναι σύμφωνο με αυτή τη δέσμευση.

Ο εν λόγω όρος θα ισχύει για τρία έτη από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς τις Κάτω Χώρες (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου), ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες προηγείται. Οι Κάτω Χώρες θα διορίσουν έναν εντολοδόχο παρακολούθησης, τον οποίο προεπιλέγει και προτείνει η ING, για την παρακολούθηση του εν λόγω όρου. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής.

Επίσης, για τη στήριξη της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της ING, η ING Direct θα απέχει, χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, από το να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στον καθορισμό τιμών όσον αφορά τυποποιημένα προϊόντα της ING στις αγορές ενυπόθηκων δανείων για ιδιώτες και καταθέσεων ταμιευτηρίου λιανικής εντός της ΕΕ, για το συντομότερο χρονικό διάστημα των τριών ετών από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς τις Κάτω Χώρες (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου). Μόλις η ING διαπιστώσει ότι διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στον καθορισμό των τιμών στις αγορές ενυπόθηκων δανείων για ιδιώτες και καταθέσεων ταμιευτηρίου λιανικής εντός της ΕΕ, οφείλει να προσαρμόσει την τιμή της σε επίπεδο το οποίο να είναι σύμφωνο με αυτή τη δέσμευση το συντομότερο δυνατό και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Οι Κάτω Χώρες θα διορίσουν έναν εντολοδόχο παρακολούθησης, τον οποίο προεπιλέγει και προτείνει η ING, για την παρακολούθηση του εν λόγω όρου. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής.

δ)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται για σειρά λεπτομερών διατάξεων όσον αφορά την αποκοπή της WUH/Interadvies:

Η ING θα δημιουργήσει μία νέα εταιρεία για εκποίηση στις Κάτω Χώρες, η οποία θα αποκοπεί από τον τρέχοντα ολλανδικό της κλάδο λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα πρέπει να είναι ότι η αποκοπείσα νέα εταιρεία θα είναι μία βιώσιμη και ανταγωνιστική επιχείρηση, η οποία θα είναι αυτόνομη και χωριστή από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που διατηρεί η ING, και θα μπορεί να μεταβιβαστεί σε κατάλληλο αγοραστή. Η εν λόγω νέα εταιρεία θα περιλαμβάνει την επιχειρηματική δραστηριότητα του τραπεζικού κλάδου της WUH/Interadvies, ο οποίος επί του παρόντος αποτελεί μέρος των ολλανδικών ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, και το χαρτοφυλάκιο καταναλωτικής πίστης της ING Bank. Η WUH/Interadvies αποτελεί επιχειρηματική μονάδα της ING υπό την αιγίδα της ασφαλιστικής μονάδας της Nationale Nederlanden. Είναι (κατά κύριο λόγο) τράπεζα ενυπόθηκων δανείων η οποία λειτουργεί βάσει των δικών της αδειών διεξαγωγής τραπεζικών υπηρεσιών. Είναι ένας βιώσιμος «αυτόνομος» παράγοντας, με δικό της επιτελείο πωλήσεων για την εξυπηρέτηση πελατών και ανεξάρτητη οργάνωση με σημαντικό υποκείμενο εισόδημα. Η αποκοπή θα πραγματοποιηθεί υπό την εποπτεία του εντολοδόχου παρακολούθησης σε συνεργασία με τον διευθυντή που είναι υπεύθυνος για τη διατήρηση της αυτονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκοπής, ο εντολοδόχος παρακολούθησης δύναται να συστήσει στην ING συμπεριλήψεις στις προς εκποίηση δραστηριότητες ενσώματων και ασώματων στοιχείων ενεργητικού (τα οποία σχετίζονται με τις προς εκποίηση δραστηριότητες) τις οποίες θεωρεί αντικειμενικά αναγκαίες για τη διασφάλιση πλήρους συμμόρφωσης με τις προαναφερθείσες προσανατολισμένες στην επίτευξη αποτελεσμάτων υποχρεώσεις της ING και ιδίως τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας εκποίησης. Σε περίπτωση διαφωνίας της ING με τον εντολοδόχο παρακολούθησης σχετικά με την αντικειμενική απαίτηση συμπερίληψης των εν λόγω ενσώματων ή ασώματων στοιχείων ενεργητικού για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της επιχειρηματικής δραστηριότητας εκποίησης, η ING ενημερώνει γραπτώς τον εντολοδόχο παρακολούθησης. Στην περίπτωση αυτή, η εκτελεστική διαχείριση και ο εντολοδόχος παρακολούθησης πρέπει, εντός […], να συγκαλέσουν συνεδρίαση για την επίτευξη συναίνεσης. Σε περίπτωση μη επίτευξης συναίνεσης, η ING και ο εντολοδόχος παρακολούθησης διορίζουν από κοινού, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ένα ανεξάρτητο τρίτο μέρος με εμπειρογνωμοσύνη στον χρηματοπιστωτικό τομέα (ο «εμπειρογνώμονας») για την ακρόαση των επιχειρημάτων των μερών και τη διαμεσολάβηση για εύρεση λύσης. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί σχετική λύση, ο εμπειρογνώμονας λαμβάνει απόφαση, εντός […] από τον διορισμό του, σχετικά με την αντικειμενική απαίτηση συμπερίληψης των οικείων σχετιζόμενων ενσώματων ή ασώματων στοιχείων ενεργητικού στην επιχειρηματική δραστηριότητα εκποίησης για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της, και τα μέρη αποδέχονται τη σχετική απόφαση του εμπειρογνώμονα και ενεργούν αναλόγως. Ζητήματα τα οποία σχετίζονται με μία διαφωνία αναφέρονται στην έκθεση που υποβάλλει ο εντολοδόχος παρακολούθησης στην Επιτροπή.

Η ING δεσμεύεται να διασφαλίσει βέλτιστες συνθήκες εκποίησης, συντάσσοντας επιχειρηματικό σχέδιο, δημιουργώντας διαδικτυακή πλατφόρμα και διαθέτοντας ικανότητες πωλήσεων στην αποκοπτόμενη οντότητα. Επίσης, θα διαθέσει ικανότητες πραγματοποίησης πληρωμών (υπό εμπορικούς όρους) σε περίπτωση που αυτό ζητηθεί από τον αγοραστή. Επιπλέον, η ING θα βοηθήσει για τη δημιουργία λειτουργίας ταμείου και θα διασφαλίσει χρηματοδότηση για δύο έτη μετά την εκποίηση, ενώ η χρηματοδοτική στήριξη της ING θα μειωθεί σταδιακά μέσα σε αυτά τα δύο έτη. Η χρηματοδοτική στήριξη της ING προς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της WUH θα βασίζεται σε τιμές εσωτερικής μεταβίβασης χρηματοδότησης. Η ING […] να υποβάλει αίτηση στις Κάτω Χώρες για χρηματοδότηση με εγγύηση του κράτους ύψους […] δισεκατ. EUR κατ’ ανώτατο όριο για τη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της WUH. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ολλανδικές αρχές δεσμεύονται να κοινοποιήσουν το εν λόγω μέτρο χωριστά.

Επιπλέον, η ING θα απέχει επί μια μεταβατική περίοδο […] από την ενεργή αναζήτηση πελατών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της WUH για προϊόντα που η επιχείρηση WUH παρέχει στους εν λόγω πελάτες κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Η ING θα επιδιώξει την αποκοπή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της WUH […]. Μετά την περίοδο αποκοπής […], η ING θα διατηρήσει αυτόνομες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της WUH και θα επιδιώξει την εκποίηση των εν λόγω δραστηριοτήτων […] (4).

Ένας εντολοδόχος παρακολούθησης και ένας διευθυντής υπεύθυνος για τη διατήρηση της αυτονομίας θα διοριστούν εντός […] μετά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης της Επιτροπής και θα διοριστεί ένας εντολοδόχος εκποίησης […]. Όλοι οι εντολοδόχοι, τους οποίους θα προεπιλέξει και θα προτείνει η ING, θα διοριστούν από τις Κάτω Χώρες. Οι εντολοδόχοι υπόκεινται στην έγκριση της Επιτροπής.

ε)

Η ING βαρύνεται με τα έξοδα όλων των εντολοδόχων που διορίζονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

στ)

Για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα τηρήσει τα ακόλουθα:

Η ING δεσμεύεται να προσανατολίσει τη χρηματοδότηση μη καταθετικών προϊόντων σε πιο μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, όταν οι αγορές επανέλθουν σε λιγότερο ακραίες συνθήκες, εκδίδοντας περισσότερους χρεωστικούς τίτλους με διάρκεια λήξης άνω του 1 έτους. […]

Η ING επιδιώκει να εξαλείψει τη διπλή μόχλευση (χρησιμοποιώντας το βασικό χρέος ως μετοχικό κεφάλαιο στις θυγατρικές εταιρείες της) το συντομότερο δυνατό και δεσμεύεται να το πράξει το αργότερο έως […]. Η διπλή μόχλευση εξαλείφεται αυτομάτως εάν και όταν ο όμιλος ING επανέλθει σε καθεστώς ρυθμιζόμενης τράπεζας.

ζ)

Όσον αφορά την αναβολή πληρωμής τοκομεριδίων και την άσκηση του δικαιώματος αγοράς τίτλων κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2, οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα τηρήσει τα ακόλουθα:

Σε περίπτωση έκδοσης δικαιωμάτων περισσότερων από αυτών που απαιτούνται για την εξόφληση του 50 % των βασικών τίτλων κατηγορίας 1, περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων και της προμήθειας πριμοδότησης εξόδου, η ING δεν θα είναι υποχρεωμένη να αναβάλει τις πληρωμές τοκομεριδίων επί υβριδικών κεφαλαίων στις 8 και 15 Δεκεμβρίου 2009 (5) και οποιεσδήποτε πληρωμές τοκομεριδίων επί υβριδικών κεφαλαίων στη συνέχεια.

Σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί τέτοια έκδοση δικαιωμάτων και η ING σημείωσε ζημία το προηγούμενο έτος, τότε η ING θα είναι υποχρεωμένη να αναβάλει την πληρωμή υβριδικών τοκομεριδίων, στον βαθμό που η ING έχει τη σχετική διακριτική ευχέρεια, για τρία έτη από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς το ολλανδικό κράτος (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου), ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες προηγείται.

Οι ολλανδικές αρχές αντιλαμβάνονται ότι η Επιτροπή είναι αντίθετη με τη χρήση κρατικών ενισχύσεων από τους δικαιούχους για την αμοιβή των ιδίων κεφαλαίων (ίδια κεφάλαια και οφειλές μειωμένης εξασφάλισης), όταν οι δραστηριότητές τους δεν παράγουν επαρκή κέρδη (6) και ότι η Επιτροπή, σε αυτό το πλαίσιο, είναι αντίθετη καταρχήν με την άσκηση δικαιώματος αγοράς κεφαλαίων κατηγορίας 2 και υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1. Η ING λυπάται για την παρανόηση σχετικά με την άσκηση δικαιώματος αγοράς ομολόγων κατώτερης κατηγορίας 2 στις 14 Οκτωβρίου 2009. Η άσκηση δικαιώματος αγοράς κεφαλαίων κατηγορίας 2 και υβριδικών κεφαλαίων κατηγορίας 1 θα προτείνεται μελλοντικά κατά περίπτωση στην Επιτροπή προς έγκριση, για το συντομότερο χρονικό διάστημα των τριών ετών από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ή έως την ημερομηνία πλήρους εξόφλησης των βασικών τίτλων κατηγορίας 1 από την ING προς τις Κάτω Χώρες (περιλαμβανομένων των σχετικών δεδουλευμένων τόκων επί βασικών τοκομεριδίων κατηγορίας 1 και των προμηθειών πριμοδότησης εξόδου).

η)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα απέχει από τεχνικές μαζικής εμπορίας, χρησιμοποιώντας το μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

θ)

Οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η ING θα διατηρήσει τους περιορισμούς σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών της και τις δραστηριότητες εμπορίας, όπως είχε δεσμευτεί παλαιότερα στο πλαίσιο των συμφωνιών σχετικά με τους βασικούς τίτλους κατηγορίας 1 και την εγγυητική διευκόλυνση μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων.

ι)

Η ING και οι Κάτω Χώρες δεσμεύονται ότι η έκθεση προόδου σχετικά με την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης θα παρέχεται στην Επιτροπή κάθε έξι μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

ια)

Οι ολλανδικές αρχές δεσμεύονται ότι η πλήρης εκτέλεση της αναδιάρθρωσης της ING θα ολοκληρωθεί πριν από τα τέλη του 2013.


(1)  […]

(2)  Ειδικότερα, σε περίπτωση που έχει δρομολογηθεί εκποίηση μέσω διαδικασίας ΑΔΠ η οποία έχει ξεκινήσει και έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές (30 % ή παραπάνω) διαθέσεις μετοχών στην αγορά πριν από το τέλος της περιόδου εκποίησης, η Επιτροπή (σε διαβούλευση με το ολλανδικό κράτος, την ING και τον εντολοδόχο) θα εξετάσει ενεργά τη δυνατότητα να παράσχει στην οντότητα περισσότερο χρόνο για τη διάθεση των υπόλοιπων μετοχών.

(3)  Γίνεται δεκτό ότι μπορούν να οριστούν διαφορετικοί εντολοδόχοι για διαφορετικές περιφέρειες ή/και κλάδους.

(4)  […]

(5)  Υπό τον όρο ότι είναι σαφές ότι μέρος των εσόδων από την έκδοση δικαιωμάτων θα χρησιμοποιηθεί για τις πληρωμές τοκομεριδίων.

(6)  Βλέπε παράγραφο 26 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης).