ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2010.006.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 6

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

53ό έτος
9 Ιανουαρίου 2010


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 15/2010 της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2010, για την τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις εξαγωγές και εισαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων ( 1 )

1

 

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 16/2010 της Επιτροπής, της 8ης Ιανουαρίου 2010, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

6

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2010/12/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Ιανουαρίου 2010, σχετικά με την εξαίρεση ορισμένων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του τομέα των ταχυδρομείων στην Ιταλία από την εφαρμογή της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 10382]  ( 1 )

8

 

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Επιτροπή των Περιφερειών — Εσωτερικός κανονισμός

14

 

 

IV   Πράξεις εγκριθείσες, πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, της συνθήκης ΕΕ και της συνθήκης Ευρατόμ

 

 

2010/13/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 2/09 (πρώην N 221/08 και N 413/08), την οποία σκοπεύει να χορηγήσει η Γερμανία για τον εκσυγχρονισμό των γενικών όρων για επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 7387]  ( 1 )

32

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

9.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 6/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 15/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 7ης Ιανουαρίου 2010

για την τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις εξαγωγές και εισαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 689/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, σχετικά με τις εξαγωγές και εισαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 22 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 689/2008 τίθεται σε εφαρμογή η σύμβαση του Ρότερνταμ σχετικά με τη διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση (διαδικασία ΣΜΕ) όσον αφορά ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και φυτοφάρμακα στο διεθνές εμπόριο, η οποία υπογράφηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1998 και εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Κοινότητας, με την απόφαση 2003/106/ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2002, για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύμβασης του Ρότερνταμ σχετικά με τη διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση όσον αφορά ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και φυτοφάρμακα στο διεθνές εμπόριο (2).

(2)

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008 πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να συνεκτιμηθούν τα κανονιστικά μέτρα που έχουν ληφθεί για ορισμένες χημικές ουσίες σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (3), με την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1991 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (4) και την οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (5).

(3)

Αποφασίστηκε να μη συμπεριληφθούν οι ουσίες 1,3-διχλωροπροπένιο, benfuracarb και trifluralin (τριφλουραλίνη) ως δραστικές ουσίες στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, με αποτέλεσμα να απαγορεύεται η χρήση τους σε φυτοφάρμακα και, ως εκ τούτου, να επιβάλλεται να προστεθούν οι εν λόγω δραστικές ουσίες στους καταλόγους χημικών προϊόντων οι οποίοι περιλαμβάνονται στα μέρη 1 και 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008. Δεδομένου ότι έχουν υποβληθεί νέες αιτήσεις που θα απαιτήσουν την έκδοση νέων αποφάσεων καταχώρισης στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, η προσθήκη στον κατάλογο χημικών προϊόντων ο οποίος περιλαμβάνεται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008 δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν εκδοθούν οι νέες αποφάσεις σχετικά με το καθεστώς των εν λόγω χημικών προϊόντων.

(4)

Αποφασίστηκε να μη συμπεριληφθεί η ουσία methomyl ως δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ ούτε ως δραστική ουσία στο παράρτημα I, IA ή IB της οδηγίας 98/8/ΕΚ, με αποτέλεσμα να απαγορεύεται η χρήση της σε φυτοφάρμακα και, ως εκ τούτου, να επιβάλλεται να προστεθεί η εν λόγω δραστική ουσία στους καταλόγους χημικών προϊόντων οι οποίοι περιλαμβάνονται στα μέρη 1 και 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008. Δεδομένου ότι έχει υποβληθεί νέα αίτηση που θα απαιτήσει την έκδοση νέας απόφασης καταχώρισης στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, η προσθήκη στον κατάλογο των χημικών προϊόντων ο οποίος περιλαμβάνεται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008 δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν εκδοθεί η νέα απόφαση σχετικά με το καθεστώς του εν λόγω χημικού προϊόντος.

(5)

Αποφασίστηκε να μη συμπεριληφθούν οι ουσίες diazinon (διαζινόνη), dichlorvos και fenitrothion (φενιτροθείο) ως δραστικές ουσίες στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, με αποτέλεσμα η χρήση τους σε φυτοφάρμακα να υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς και, ως εκ τούτου, να επιβάλλεται να προστεθούν οι εν λόγω δραστικές ουσίες στον κατάλογο χημικών προϊόντων που περιλαμβάνεται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008, επειδή απαγορεύονται όλες σχεδόν οι χρήσεις τους, μολονότι οι συγκεκριμένες ουσίες έχουν ταυτοποιηθεί και κοινοποιηθεί προς αξιολόγηση δυνάμει της οδηγίας 98/8/ΕΚ και, συνεπώς, τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να τις εγκρίνουν έως ότου ληφθεί απόφαση βάσει της προαναφερόμενης οδηγίας.

(6)

Στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ προβλέπεται 12ετής χρονική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν ορισμένες δραστικές ουσίες. Η εν λόγω χρονική περίοδος έχει παραταθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2076/2002 της Επιτροπής της 20ής Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, τη μη καταχώριση ορισμένων δραστικών ουσιών στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τις ουσίες αυτές (6). Ωστόσο, επειδή η καταχώριση των δραστικών ουσιών azinphos-methyl και vinclozolin (βινκλοζολίνη) στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ δεν είχε εγκριθεί πριν από τη λήξη της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, τα κράτη μέλη υποχρεώθηκαν να ανακαλέσουν τις εθνικές εγκρίσεις για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιείχαν τις εν λόγω ουσίες από 1ης Ιανουαρίου 2007. Ως εκ τούτου, απαγορεύεται η χρήση των δραστικών ουσιών azinphos-methyl και vinclozolin σε φυτοφάρμακα και, κατά συνέπεια, επιβάλλεται να προστεθούν στον κατάλογο χημικών προϊόντων που περιλαμβάνεται στο μέρος 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008.

(7)

Αποφασίστηκε να επιβληθούν αυστηροί περιορισμοί στη χρήση των ουσιών fenarimol, methamidophos και procymidone (προκυμιδόνη) με διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων η καταχώριση των εν λόγω δραστικών ουσιών στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ μόνο για πολύ σύντομη χρονική περίοδο. Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής δεν επιτρέπεται πλέον να χρησιμοποιούνται οι συγκεκριμένες δραστικές ουσίες, με αποτέλεσμα να απαγορεύεται η χρήση τους στην κατηγορία «φυτοφάρμακα» και, ως εκ τούτου, να επιβάλλεται να προστεθούν στους καταλόγους χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στα μέρη 1 και 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008.

(8)

Αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί η ουσία paraquat ως δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ μέσω της οδηγίας 2003/112/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2003, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/EOK του Συμβουλίου ώστε να καταχωρισθεί το paraquat ως δραστική ουσία (7). Όμως η οδηγία 2003/112/ΕΚ της Επιτροπής ακυρώθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Ιουλίου 2007 στην υπόθεση T-229/04 (8), με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η χρήση της εν λόγω δραστικής ουσίας σε φυτοφάρμακα και, ως εκ τούτου, να επιβάλλεται να προστεθεί στους καταλόγους χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στα μέρη 1 και 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008.

(9)

Με την απόφαση 2007/322/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2007, για τον καθορισμό μέτρων προστασίας όσον αφορά τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία tolylfluanid η οποία προξενεί μόλυνση του πόσιμου ύδατος (9), αποφασίστηκε να περιοριστεί υπό ορισμένους όρους η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία tolylfluanid (τολυλφλουανίδη). Επιπλέον, η βιομηχανία αποφάσισε να αποσύρει από την αγορά τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τη δραστική ουσία tolylfluanid για λόγους προστασίας της υγείας του ανθρώπου, με αποτέλεσμα να απαγορεύεται η χρήση της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας στην υποκατηγορία «φυτοφάρμακα» της ομάδας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Καθώς η απαγόρευση που επιβάλλεται για την υποκατηγορία αυτή θεωρείται αυστηρός περιορισμός στην κατηγορία «φυτοφάρμακα», η δραστική ουσία πρέπει να προστεθεί στους καταλόγους χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στα μέρη 1 και 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008.

(10)

Αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί η ουσία diuron (διουρόνη) ως δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, με αποτέλεσμα να μην απαγορεύεται πλέον η χρήση της στην υποκατηγορία «φυτοφάρμακα» της ομάδας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Κατά συνέπεια, η εν λόγω δραστική ουσία πρέπει να διαγραφεί από το μέρος 1 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008.

(11)

Δεδομένου ότι υποβλήθηκε νέα αίτηση για τις δραστικές ουσίες cadusafos, carbofuran, carbosulfan και haloxyfop-R που θα απαιτήσει την έκδοση νέας απόφασης καταχώρισης στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, τα εν λόγω χημικά προϊόντα πρέπει να διαγραφούν από τον κατάλογο χημικών προϊόντων που περιλαμβάνεται στο μέρος 2 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008. Η απόφαση σχετικά με την προσθήκη στον κατάλογο χημικών προϊόντων που περιλαμβάνεται στο μέρος 2 του παραρτήματος I δεν πρέπει να ληφθεί πριν εκδοθεί η νέα απόφαση για το καθεστώς των ουσιών δυνάμει της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

(12)

Επομένως, πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008.

(13)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 133 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 7 Ιανουαρίου 2010.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 204 της 31.7.2008, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 63 της 6.3.2003, σ. 27.

(3)  ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 319 της 23.11.2002, σ. 3.

(7)  ΕΕ L 321 της 6.12.2003, σ. 32.

(8)  ΕΕ C 199 της 25.8.2007, σ. 32.

(9)  ΕΕ L 119 της 9.5.2007, σ. 49.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 689/2008 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το μέρος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθενται οι ακόλουθες καταχωρίσεις:

Χημικό προϊόν

Αριθμός CAS

Αριθμός Einecs

Κωδικός ΣΟ

Υποκατηγορία (*)

Περιορισμός χρήσης (**)

Χώρες για τις οποίες δεν απαιτείται γνωστοποίηση

«1,3-διχλωροπροπένιο (1)

542-75-6

208-826-5

2903 29 00

p(1)

b

 

Benfuracarb

82560-54-1

 

2932 99 00

p(1)

b

 

Fenarimol (Φεναριμόλη) +

60168-88-9

262-095-7

2933 59 95

p(1)

b

 

Methamidophos (2) +

10265-92-6

233-606-0

2930 50 00

p(1)

b

 

Methomyl

16752-77-5

240-815-0

2930 90 85

p(1)-p(2)

b–b

 

Paraquat +

4685-14-7

225-141-7

2933 39 99

p(1)

b

 

Procymidone (Προκυμιδόνη) +

32809-16-8

251-233-1

2925 19 95

p(1)

b

 

Tolylfluanid (Τολυλφλουανίδη) +

731-27-1

211-986-9

2930 90 85

p(1)

b

 

Trifluralin (Τριφλουραλίνη)

1582-09-8

216-428-8

2921 43 00

p(1)

b

 

β)

διαγράφεται η ακόλουθη καταχώριση:

Χημικό προϊόν

Αριθμός CAS

Αριθμός Einecs

Κωδικός ΣΟ

Υποκατηγορία (*)

Περιορισμός χρήσης (**)

Χώρες για τις οποίες δεν απαιτείται γνωστοποίηση

«Diuron (Διουρόνη)

330-54-1

006-015-00

2924 21 90

p(1)

 

2)

Το μέρος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθενται οι ακόλουθες καταχωρίσεις:

Χημικό προϊόν

Αριθμός CAS

Αριθμός Einecs

Κωδικός ΣΟ

Κατηγορία (*)

Περιορισμός χρήσης (**)

«Azinphos-methyl

86-50-0

201-676-1

2933 99 80

p

b

Diazinon (Διαζινόνη)

333-41-5

206-373-8

2933 59 10

p

sr

Dichlorvos

62-73-7

200-547-7

2919 90 00

p

sr

Fenarimol (Φεναριμόλη)

60168-88-9

262-095-7

2933 59 95

p

b

Fenitrothion (Φενιτροθείο)

122-14-5

204-524-2

2920 19 00

p

sr

Methamidophos (3)

10265-92-6

233-606-0

2930 50 00

p

b

Paraquat

1910-42-5

217-615-7

2933 39 99

p

b

Procymidone (Προκυμιδόνη)

32809-16-8

251-233-1

2925 19 95

p

b

Tolylfluanid (Τολυλφλουανίδη)

731-27-1

211-986-9

2930 90 85

p

sr

Vinclozolin (Βινκλοζολίνη)

50471-44-8

256-599-6

2934 99 90

p

b

β)

διαγράφονται οι ακόλουθες καταχωρίσεις:

Χημικό προϊόν

Αριθμός CAS

Αριθμός Einecs

Κωδικός ΣΟ

Κατηγορία (*)

Περιορισμός χρήσης (**)

«Cadusafos

95465-99-9

δεν εφαρμόζεται

2930 90 85

p

b

Carbofuran

1563-66-2

216-353-0

2932 99 85

p

b

Carbosulfan

55285-14-8

259-565-9

2932 99 85

p

b

Haloxyfop-R

(Haloxyfop-P-methyl ester)

95977-29-0

(72619-32-0)

δεν εφαρμόζεται

(406-250-0)

2933 39 99

(2933 39 99)

p


(1)  Η καταχώριση αυτή δεν θίγει την υφιστάμενη καταχώριση που αφορά το cis-1,3-διχλωροπροπένιο (αριθ. CAS 10061-01-5).

(2)  Η καταχώριση αυτή δεν θίγει την υφιστάμενη καταχώριση που αφορά τα ευδιάλυτα υγρά σκευάσματα methamidophos με συγκέντρωση δραστικού συστατικού μεγαλύτερη από 600 g/l»

(3)  Η καταχώριση αυτή δεν θίγει την καταχώριση στο παράρτημα I μέρος 3 που αφορά τα ευδιάλυτα υγρά σκευάσματα methamidophos με συγκέντρωση δραστικού συστατικού μεγαλύτερη από 600 g/l»


9.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 6/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 16/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Ιανουαρίου 2010

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 9 Ιανουαρίου 2010.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Ιανουαρίου 2010.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MA

51,7

TN

104,3

TR

85,9

ZZ

80,6

0707 00 05

EG

174,9

JO

115,2

MA

79,4

TR

129,4

ZZ

124,7

0709 90 70

MA

99,2

TR

109,6

ZZ

104,4

0805 10 20

EG

46,1

IL

56,2

MA

42,4

TR

54,3

ZZ

49,8

0805 20 10

MA

73,9

TR

64,0

ZZ

69,0

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

CN

51,7

IL

71,3

JM

118,7

MA

88,8

TR

76,7

US

75,0

ZZ

80,4

0805 50 10

EG

74,9

MA

65,5

TR

63,3

ZZ

67,9

0808 10 80

CA

84,4

CN

86,0

MK

25,2

US

110,5

ZZ

76,5

0808 20 50

CN

54,9

US

110,2

ZZ

82,6


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

9.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 6/8


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 5ης Ιανουαρίου 2010

σχετικά με την εξαίρεση ορισμένων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του τομέα των ταχυδρομείων στην Ιταλία από την εφαρμογή της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 10382]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2010/12/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

την οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (1), και ιδίως το άρθρο 30 παράγραφοι 4 και 6,

τα τέσσερα αιτήματα που υπέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 8 Ιουλίου 2009,

Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή για τις δημόσιες συμβάσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

(1)

Στις 8 Ιουλίου 2009, η Ιταλική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τέσσερα αιτήματα δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, οι οποίες, κατόπιν παράτασης της αρχικής προθεσμίας, διαβιβάστηκαν από τις ιταλικές αρχές με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 16 Οκτωβρίου 2009.

(2)

Τα αιτήματα που υποβλήθηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία εξ ονόματος της Poste Italiane SpA (εφεξής, «Poste») αφορούν διάφορες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που παρέχονται από την Poste. Επίσης, έκαστο από τα τέσσερα χωριστά αιτήματα που υποβλήθηκαν βάσει του άρθρου 30 παράγραφος 4 αφορά διάφορες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που έχουν ομαδοποιηθεί σε τέσσερεις διαφορετικές κατηγορίες. Στα αιτήματα, οι εν λόγω υπηρεσίες περιγράφονται ως εξής:

α)

Συγκέντρωση καταθέσεων ταμιευτηρίου από το κοινό μέσω λογαριασμού όψεως (εφεξής «καταθέσεις ταμιευτηρίου»).

β)

Δανεισμός εξ ονόματος τραπεζών και διαπιστευμένων χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών (εφεξής «χρηματοδότηση»). Όπως περιγράφεται, αυτή η ομάδα υπηρεσιών καλύπτει κυρίως δραστηριότητες της Poste, ως διανομέα για λογαριασμό τρίτων,

δανεισμού (ιδίως, δανείων και ενυπόθηκων δανείων),

καταναλωτικών δανείων, και

χρηματοδοτικής μίσθωσης.

γ)

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες (εφεξής «επενδύσεις»). Επιπλέον της φύλαξης και της διαχείρισης χρηματοπιστωτικών μέσων, αυτή η ομάδα υπηρεσιών, όπως περιγράφεται, καλύπτει κυρίως το επόμενο στάδιο (της διανομής) για

τη διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων (ιδίως, ομολόγων), και

τη διάθεση προϊόντων συμπληρωματικής σύνταξης και χρηματοπιστωτικών/ασφαλιστικών προϊόντων (ιδίως, ασφαλιστηρίων ιδιωτικής συνταξιοδότησης).

δ)

Υπηρεσίες πληρωμής και μεταφοράς χρηματικών ποσών (εφεξής «πληρωμές»). Όπως περιγράφεται, αυτή η ομάδα υπηρεσιών περιλαμβάνει δύο χωριστές κατηγορίες, και συγκεκριμένα

υπηρεσίες πληρωμής, που καλύπτουν υπηρεσίες πιστωτικών καρτών και υπηρεσίες χρεωστικών καρτών, και

υπηρεσίες μεταφοράς χρηματικών ποσών, όπου συμπεριλαμβάνεται η διεθνής μεταφορά χρηματικών ποσών μέσω του συστήματος Eurogiro ή με διεθνή εντολή πληρωμής και η μεταφορά χρηματικών ποσών εντός της Ιταλίας με ταχυδρομική εντολή πληρωμής.

(3)

Το αίτημα συνοδεύεται από δύο αποφάσεις που εξέδωσε ανεξάρτητη εθνική αρχή (Autorità per la vigilanza sui contratti pubblici di lavori, servizi e forniture, η Ιταλική Εποπτική Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων). Στην τελική της απόφαση, της 12ης Νοεμβρίου 2008, η αρχή τονίζει ότι, εάν διαπιστωθεί ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω το άρθρο 30 παράγραφος 1 σε ορισμένες ή όλες τις υπηρεσίες, τότε χρειάζονται ειδικά μέτρα εποπτείας, ώστε να διασφαλιστεί ότι εξακολουθούν να εφαρμόζονται δεόντως οι κοινοτικοί κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων σε όλες τις συμβάσεις της Poste για την άσκηση των δραστηριοτήτων της, πλην εκείνων για τις οποίες θα έχει διαπιστωθεί ότι εφαρμόζεται το άρθρο 30 παράγραφος 1. Κατά συνέπεια, η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Poste οφείλει να λάβει ενδεδειγμένα μέτρα, προκειμένου να διαχωρίσει τις δημόσιες συμβάσεις ανάλογα με τις δραστηριότητες για τις οποίες προορίζονται.

(4)

Επιπλέον, το αίτημα συνοδεύεται επίσης από γνωμοδότηση της ανεξάρτητης εθνικής αρχής, της Autorità garante della concorrenza e del mercato (η ιταλική αρχή ανταγωνισμού). Η αρχή τονίζει το άνοιγμα του ιταλικού χρηματοπιστωτικού τομέα εν γένει, με περισσότερες από 800 τράπεζες και πλέον των 80 τραπεζικών ομίλων, με περισσότερες από 170 εταιρείες δραστηριοποιούμενες στον ασφαλιστικό τομέα, εκ των οποίων 68 δραστηριοποιούνται μόνον στον κλάδο ασφάλισης ζωής, 77 μόνον στον κλάδο ασφάλισης ζημιών και 17 και στους δύο κλάδους. Ο τομέας χαρακτηρίζεται επίσης από σχετικά χαμηλούς βαθμούς συγκέντρωσης, αφού τα συνολικά μερίδια της αγοράς των πέντε μεγαλύτερων ομίλων ανέρχονταν το 2007 περίπου σε 51,5 % στον τραπεζικό τομέα και, όσον αφορά όλους τους ασφαλιστικούς κλάδους ζωής, περίπου σε 53 %. Στις γενικές της παρατηρήσεις, η αρχή επισημαίνει επίσης το γεγονός ότι η Poste παρέχει τις χρηματοπιστωτικές της υπηρεσίες μέσω «δικτύου διανομής που βασίζεται στις ταχυδρομικές δραστηριότητές της, το οποίο είναι πολύ εκτεταμένο και δεν συγκρίνεται με το δίκτυο καμίας άλλης επιχείρησης. Το δίκτυο αποτελείται περίπου από 14 000 ταχυδρομεία (2), όταν ο μεγαλύτερος τραπεζικός όμιλος που δραστηριοποιείται στην Ιταλία διαθέτει συνολικά δίκτυο λίγο μεγαλύτερο των 6 000 υποκαταστημάτων».

(5)

Βασιζόμενη στην πείρα που διαθέτει στον τομέα των συγχωνεύσεων τραπεζών, η αρχή διατυπώνει λεπτομερείς παρατηρήσεις σχετικά με τις διάφορες υπηρεσίες που καλύπτονται από το αίτημα και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Η διαδικασία που δρομολογήθηκε από την Poste Italiane αφορά ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που υπάγονται σαφώς στον τραπεζικό τομέα, τον ασφαλιστικό τομέα και τον τομέα της διαχείρισης καταθέσεων ταμιευτηρίου. Όσον αφορά τους εν λόγω τομείς, η πρόσβαση στους οποίους μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι περιορισμένη, η Αρχή Ανταγωνισμού εντόπισε τα τυπικά χαρακτηριστικά των ανοικτών αγορών […]. Στο πλαίσιο αυτό, η Poste Italiane αντιμετωπίζεται ως ειδική περίπτωση επιχείρησης, αφενός, λόγω των κανονιστικών περιορισμών που διέπουν τις υπηρεσίες της Bancoposta και, αφετέρου, λόγω της πελατείας την οποία εξυπηρετεί. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από προηγούμενες γνώμες της Αρχής, σύμφωνα με τις οποίες η Poste Italiane ποτέ δεν έχει εξομοιωθεί πλήρως ούτε με τις τράπεζες, ούτε με άλλους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές, που αναπτύσσουν δραστηριότητα στις σχετικές αγορές. Όπως έχει διαπιστωθεί, οι υπηρεσίες της Bancoposta εν γένει είναι μάλλον συμπληρωματικές και παραπλήσιες των υπηρεσιών των τραπεζών παρά υποκατάστατες των υπηρεσιών αυτών […] παρά τον ειδικό χαρακτήρα της Poste Italiane, και επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η παροχή τραπεζικών, χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών στην Ιταλία μπορεί να θεωρηθεί πως πραγματοποιείται στο πλαίσιο αγορών στις οποίες δεν είναι περιορισμένη η πρόσβαση, στις οποίες υπάρχουν διάφορες επιχειρήσεις και όπου οι βαθμοί συγκέντρωσης είναι συγκρίσιμοι με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους».

(6)

Παρόλα ταύτα, η ιταλική αρχή ανταγωνισμού κίνησε εν τω μεταξύ διαδικασία κατά της Poste Italiane SpA, λόγω κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στον τομέα των πληρωμών, και ειδικότερα των μεταφορών πιστώσεων μέσω ταχυδρομικών λογαριασμών. Είναι υπό συζήτηση με την Αρχή Ανταγωνισμού οι δεσμεύσεις της Poste Italiane για την επίλυση του θέματος (3).

II.   ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

(7)

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, η παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στο εν λόγω στοιχείο γ) τέταρτη περίπτωση, καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία μόνον εφόσον οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από φορείς οι οποίοι παρέχουν επίσης ταχυδρομικές υπηρεσίες κατά την έννοια του στοιχείου β) της υπόψη διάταξης. Στην προκειμένη περίπτωση, η Poste είναι ο μόνος αναθέτων φορέας στην Ιταλία ο οποίος προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες.

(8)

Το άρθρο 30 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ προβλέπει ότι οι συμβάσεις που προορίζονται να επιτρέψουν την άσκηση δραστηριότητας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν υπόκεινται στην οδηγία εάν η δραστηριότητα, στο κράτος μέλος όπου ασκείται, είναι απευθείας εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό σε αγορές στις οποίες η πρόσβαση δεν είναι περιορισμένη. Η άμεση έκθεση στον ανταγωνισμό εκτιμάται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του σχετικού τομέα. Η πρόσβαση θεωρείται ότι δεν είναι περιορισμένη εάν το κράτος μέλος έχει ενσωματώσει και εφαρμόσει τη σχετική κοινοτική νομοθεσία για την απελευθέρωση ενός συγκεκριμένου τομέα ή μέρους του. Όταν δεν αναφέρεται σχετική κοινοτική νομοθεσία στο παράρτημα ΧΙ, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τις σχετικές υπηρεσίες, το άρθρο 30 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο ορίζει ότι «πρέπει να αποδεικνύεται ότι η πρόσβαση στην εν λόγω αγορά είναι ελεύθερη εκ των πραγμάτων και εκ του νόμου».

(9)

Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, πρέπει να υπομνησθεί ότι σε κοινοτικό επίπεδο έχει εκδοθεί μεγάλος αριθμός νομοθετικών πράξεων, με σκοπό την απελευθέρωση της εγκατάστασης και της παροχής υπηρεσιών στον εν λόγω τομέα. Περαιτέρω, η Επιτροπή έχει ήδη διαπιστώσει, στο πλαίσιο διαφόρων υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων που αφορούσαν την Poste, ότι «ο τραπεζικός τομέας είναι ανοιχτός στον ανταγωνισμό από πολλά έτη. Η προοδευτική απελευθέρωση αύξησε τον ανταγωνισμό που θα μπορούσε ήδη να είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που προβλέπει η συνθήκη ΕΚ (4)». Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται ο όρος του άρθρου 30 παράγραφος 3 σχετικά με την ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά.

(10)

Η άμεση έκθεση στον ανταγωνισμό σε συγκεκριμένη αγορά πρέπει να αξιολογείται βάσει διαφόρων κριτηρίων, κανένα από τα οποία δεν είναι αφ’ εαυτού καθοριστικό. Σχετικά με τις αγορές τις οποίες αφορά η παρούσα απόφαση, αποτελεί κριτήριο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο αγοράς των κυριότερων παραγόντων σε δεδομένη αγορά. Άλλο κριτήριο αποτελεί ο βαθμός συγκέντρωσης σε αυτές τις αγορές. Δεδομένου ότι, για τις διάφορες δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση, οι συνθήκες ποικίλλουν, η εξέταση της κατάστασης του ανταγωνισμού πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διάφορες καταστάσεις που επικρατούν στις διάφορες αγορές.

(11)

Αν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να ισχύσουν στενότεροι ορισμοί της αγοράς, ο ακριβής ορισμός της σχετικής αγοράς μπορεί να παραμείνει ανοικτός για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης όσον αφορά ορισμένες από τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο αίτημα που υποβλήθηκε από την Poste, εφόσον το αποτέλεσμα της ανάλυσης παραμένει το ίδιο, ασχέτως του αν βασίζεται σε στενό ή σε ευρύτερο ορισμό.

(12)

Η παρούσα απόφαση ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού.

III.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(13)

Όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 5, η ιταλική αρχή ανταγωνισμού ασχολήθηκε με διάφορες συγχωνεύσεις (5) μεταξύ τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ιταλία και διαπίστωσε ότι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τις οποίες παρέχει η Poste σε συνδυασμό με τους ταχυδρομικούς της λογαριασμούς, είναι «συμπληρωματικές» παρά «υποκατάστατες» των υπηρεσιών που παρέχουν οι τράπεζες μέσω των διαφόρων μορφών τραπεζικών λογαριασμών. Η εν λόγω πρακτική πρέπει, ωστόσο, να τοποθετηθεί στο πλαίσιό της, και συγκεκριμένα, να εξεταστούν οι δυνατότητες της Poste να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση επί των τραπεζών (6). Η λεπτομερής ανάλυση που διενεργήθηκε από την ιταλική αρχή ανταγωνισμού, ή για λογαριασμό της, δείχνει ότι η μεγάλη πλειονότητα των πελατών (7) που διαθέτουν τραπεζικό λογαριασμό δεν σκοπεύουν να κλείσουν τον λογαριασμό αυτόν και να ανοίξουν ταχυδρομικό λογαριασμό. Επομένως, το 2005, περισσότερα από 28 εκατ. πρόσωπα (νομικά ή φυσικά) διέθεταν μόνον τραπεζικό λογαριασμό, 3 εκατ. είχαν και τραπεζικό και ταχυδρομικό λογαριασμό, και λιγότερα από 2,3 εκατ. πρόσωπα διέθεταν μόνον ταχυδρομικό λογαριασμό. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι διαπιστώθηκε πως ο αριθμός προσώπων που διέθεταν μόνον ταχυδρομικό λογαριασμό αυξανόταν λιγότερο από τον αριθμό των προσώπων που είχαν και ταχυδρομικό και τραπεζικό λογαριασμό. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να εξηγηθούν σε μεγάλο βαθμό βάσει των κανονιστικών περιορισμών υπό τους οποίους λειτουργεί η Poste, και του παρεπόμενου στοιχείου ότι με τους λογαριασμούς της προσφέρει πιο περιορισμένο φάσμα υπηρεσιών. Επομένως, οι πελάτες που χρειάζονται ευρύ φάσμα υπηρεσιών θα δίσταζαν να αλλάξουν και να ανοίξουν ταχυδρομικό λογαριασμό, που δεν προσφέρει το σύνηθες φάσμα υπηρεσιών (8). Ο λόγος που αναφέρθηκε συχνότερα για το άνοιγμα λογαριασμών και των δύο ειδών ήταν η «δυνατότητα επιλογής, κατά καιρούς, του πιο πρακτικού/εύκολου ή/και του πιο συμφέροντος/οικονομικού [μέσου]».

(14)

Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι να προσδιοριστεί κατά πόσον οι υπηρεσίες που προσφέρονται από την Poste είναι εκτεθειμένες σε τέτοιον βαθμό ανταγωνισμού (σε αγορές στις οποίες είναι ελεύθερη η πρόσβαση), ώστε να διασφαλίζεται ότι, ακόμη και ελλείψει της πειθαρχίας που επιβάλλεται από τους λεπτομερείς κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων, που προβλέπονται στην οδηγία 2004/17/ΕΚ, οι δημόσιες συμβάσεις της Poste για την άσκηση των δραστηριοτήτων της εν προκειμένω θα συνάπτονται κατά διαφανή τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, με βάση κριτήρια που της επιτρέπουν να επισημαίνει τη συνολικά πλέον συμφέρουσα λύση από οικονομική άποψη. Επομένως, για τον σκοπό αυτόν, είναι αναγκαίο να εξεταστεί κατά πόσον οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ανταγωνιστική πίεση επί της Poste.

(15)

Τα στοιχεία που παρατίθενται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 3 —και ειδικότερα, το γεγονός ότι στους πελάτες της Poste, η επιλογή τραπεζικού λογαριασμού μπορεί να προσφέρει είτε νέες υπηρεσίες είτε, τουλάχιστον, περισσότερες δυνατότητες επιλογής, όταν χρησιμοποιούν υπηρεσίες που προσφέρονται και από τα δύο είδη λογαριασμών— φαίνεται να αποτελούν ισχυρή ένδειξη ότι η Poste όντως υπόκειται σε ανταγωνιστική πίεση από τις τράπεζες. Αυτό αναφέρεται επίσης στην απόφαση της Επιτροπής C (2006) 4207 τελικό της 26.9.2006 (9), στην οποία η Επιτροπή, εστιαζόμενη στην ανταγωνιστική κατάσταση της Poste στην αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, δήλωσε ρητά ότι «κυρίως, οι ταχυδρομικοί τρεχούμενοι λογαριασμοί είναι σε ανταγωνισμό με τους τραπεζικούς τρεχούμενους λογαριασμούς, στις τοποθεσίες στις οποίες τόσο οι τράπεζες όσο και η PI έχουν υποκαταστήματα (10)». Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η ανάλυση διενεργείται με πολύ γενικό τρόπο, κατά την έννοια ότι δεν προσδιορίζονται οι αγορές, ούτε διεξάγονται αναλύσεις συγκεκριμένων αγορών. Άρα, δεν διοργανώνεται έρευνα της αγοράς, όπως εκείνες που διεξάγονται από την Επιτροπή για τις αποφάσεις περιοριστικών συμφωνιών και δεσπόζουσας θέσης.

(16)

Κατά συνέπεια, για τους σκοπούς του άρθρου 30 και υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού, προκειμένου να προσδιοριστεί αν η Poste είναι ή δεν είναι άμεσα εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό, όταν προσφέρει υπηρεσίες καταθέσεων ταμιευτηρίου, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι υπηρεσίες που προσφέρονται από τις τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

(17)

Από γεωγραφική άποψη, οι αγορές συγκέντρωσης καταθέσεων ταμιευτηρίου έχουν περιφερειακή διάσταση, το δε μερίδιο αγοράς της Poste διαφέρει από τη μια περιφέρεια στην άλλη. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες, που διαβιβάστηκαν από τις ιταλικές αρχές στις 16 Οκτωβρίου 2009, τα μερίδια αγοράς της Poste εξακολουθούν να κυμαίνονται μεταξύ 1,4 % στο Trentino Alto Adige και 11,8 % στο Molise, που αποτελεί και το περιφερειακό μέγιστο. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα αριθμητικά στοιχεία, το μερίδιο αγοράς της Poste σε εθνικό επίπεδο ανερχόταν σε 5,6 % το 2006 και φαίνεται ότι έχει παραμείνει σε συγκρίσιμο ή ακόμη και ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο κατά τα επόμενα έτη. Λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό συγκέντρωσης στην εν λόγω αγορά, όπου οι δύο μεγαλύτεροι ανταγωνιστές διαθέτουν συνολικό μερίδιο της αγοράς σε εθνικό επίπεδο, το οποίο, το 2008, υπολογιζόταν σε 44,7 %, οι εν λόγω παράγοντες πρέπει να θεωρηθούν ένδειξη άμεσης έκθεσης στον ανταγωνισμό.

(18)

Οι σχετικές υπηρεσίες αυτής της κατηγορίας, όπως περιγράφονται, καλύπτουν τον δανεισμό, ήτοι (για λογαριασμό τρίτων) ενυπόθηκα δάνεια και δάνεια, καταναλωτικά δάνεια και χρηματοδοτική μίσθωση. Δεδομένων των κανονιστικών περιορισμών υπό τους οποίους λειτουργεί η Poste (δεν μπορεί να χορηγεί πιστώσεις στο κοινό), ουσιαστικά λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, ο οποίος διαθέτει τις σχετικές υπηρεσίες εξ ονόματος τραπεζών και διαπιστευμένων χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών. Η Poste, μέσω του εσωτερικού της τμήματος, BancoPosta, δραστηριοποιείται «κυρίως στη λιανική αγορά τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για τους ιδιώτες και μόνον οριακά στην αγορά υπηρεσιών για τις επιχειρήσεις και για τη δημόσια διοίκηση».

(19)

Εξ άλλου, εν προκειμένω οι σχετικές υπηρεσίες μπορούν να υποδιαιρεθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, με βάση παράγοντες όπως ο σκοπός της σύναψης δανείου (11) ή ο τύπος πελάτη (καταναλωτές, ΜΜΕ, μεγάλες επιχειρήσεις ή δημόσια διοίκηση) κ.λπ. Πάντως, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 11, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ο ακριβής ορισμός μπορεί να παραμείνει ανοικτός.

(20)

Ανάλογα με τους υπολογισμούς, το μερίδιο αγοράς της Poste, ως διανομέα προσωπικών δανείων, ανερχόταν περίπου σε 4,8 % με 5 % το 2008 (12), ενώ τα συνολικά μερίδια της αγοράς των τριών μεγαλύτερων ανταγωνιστών της στον τομέα των προσωπικών δανείων ανέρχονταν περίπου σε 43,6 % κατά το ίδιο έτος. Ως προς τη χρηματοδοτική μίσθωση, το μερίδιο της Poste στην αγορά ήταν αμελητέο το 2008, ανερχόμενο μόλις σε 0,03 %. Το μερίδιο της Poste στην αγορά ενυπόθηκων δανείων, αν και υψηλότερο, μπορεί και αυτό να θεωρηθεί σχετικά αμελητέο, καθώς ανερχόταν μόνον στο 1,6 % το 2008. Επομένως, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι παράγοντες αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ένδειξη άμεσης έκθεσης στον ανταγωνισμό.

(21)

Στον τομέα των επενδύσεων, η Poste δραστηριοποιείται κυρίως στο επόμενο στάδιο (της διανομής) για τη διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων (ιδίως, ομολόγων), και για τη διάθεση προϊόντων συμπληρωματικής σύνταξης και χρηματοπιστωτικών/ασφαλιστικών προϊόντων (ιδίως, ασφαλιστηρίων ιδιωτικής συνταξιοδότησης). Οι εν λόγω υπηρεσίες μπορούν να υποδιαιρεθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους (ανάλογα με τον τύπο χρηματοπιστωτικού μέσου, το στάδιο της αλυσίδας διαχείρισης (προηγούμενο/επόμενο), ανάλογα με τον τύπο του πελάτη κ.λπ.). Και εδώ επίσης, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ο ακριβής ορισμός μπορεί να παραμείνει ανοικτός (βλέπε αιτιολογική σκέψη 11 ανωτέρω).

(22)

Πράγματι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, το μερίδιο αγοράς της Poste στους διάφορους τομείς εν προκειμένω κυμαινόταν μεταξύ σχετικά περιορισμένου —19,8 % των συνολικών έμμεσων πωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων της BancoPosta— έως αμελητέου, όπως στην περίπτωση των αμοιβαίων κεφαλαίων, όπου το μερίδιό της στην αγορά ανερχόταν στο 0,7 % το 2008. Στον δεύτερο τομέα, τα συνολικά μερίδια αγοράς των δύο κυριότερων ανταγωνιστών της ανέρχονται σε 43,4 %· όταν εξετάζονται τα διάφορα κυκλώματα διανομής αμοιβαίων κεφαλαίων, γίνεται ακόμη εμφανέστερη η ανταγωνιστική πίεση, καθώς η διανομή μέσω τραπεζών (13) και φορέων προώθησης (14) αναλογεί σε συνολικό μερίδιο 78,3 %, έναντι του 0,7 που διανέμεται μέσω των ταχυδρομικών γραφείων. Στον τομέα της ασφάλισης ζωής, το 2008 η Poste προσέφερε διάφορους τύπους ασφαλίσεων των κλάδων I και III, αλλά δεν ανέπτυσσε δραστηριότητες στους κλάδους IV, V και VI. Μετρούμενο με βάση τον αριθμό ασφαλιστηρίων, το μερίδιό της στην αγορά ασφάλισης ζωής του κλάδου Ι ανερχόταν στο 17,03 %, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός για τον κλάδο III έφθανε στο 19,4 %. Όταν εξετάζονται τα σύνολα για όλους τους κλάδους, το συνολικό της μερίδιο ανέρχεται στο 17,5 % του αριθμού ασφαλιστηρίων ζωής το 2008. Όσον αφορά την είσπραξη ασφαλίστρων ασφάλισης ζωής (ήτοι, κατά την εξέταση της πλευράς της αξίας), η Poste επέτυχε μερίδιο αγοράς 10,1 % του συνόλου το 2008, έναντι του 43,6 % που εισπράχθηκε μέσω τραπεζών και του μεριδίου 23,8 % που εισπράχθηκε από ασφαλιστικούς πράκτορες, κατά το ίδιο έτος. Επομένως, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι παράγοντες αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ένδειξη άμεσης έκθεσης στον ανταγωνισμό.

(23)

Εν προκειμένω, οι υπηρεσίες πληρωμής καλύπτουν υπηρεσίες πιστωτικών καρτών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών καρτών ανανεούμενης πίστωσης, χρεωστικών καρτών και προπληρωμένων καρτών. Όσον αφορά τις πιστωτικές κάρτες, οι προαναφερθέντες κανονιστικοί περιορισμοί της Poste έχουν ως αποτέλεσμα να λειτουργεί η Poste ουσιαστικά ως διαμεσολαβητής ο οποίος διαθέτει κάρτες που έχουν εκδοθεί από άλλους, οι οποίοι και αναλαμβάνουν πλήρως τον κίνδυνο αφερεγγυότητας. Μπορεί, όμως, να εκδίδει χρεωστικές κάρτες (Postamat) και προπληρωμένες κάρτες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν, το μερίδιο αγοράς της Poste, μετρούμενο με βάση την αξία, ανήλθε σε 0,8 % το 2008 (15) όσον αφορά τις πιστωτικές κάρτες. Ως προς τις χρεωστικές κάρτες, η Poste επέτυχε μερίδιο αγοράς 16,74 % της εν λόγω αγοράς, η οποία αποτελεί το 44,6 % του συνόλου του τομέα των καρτών πληρωμής στην Ιταλία. Το υπόλοιπο του τομέα των χρεωστικών καρτών συνίσταται από τραπεζικές χρεωστικές κάρτες εγκεκριμένες για πληρωμές στο σημείο πώλησης. Όσον αφορά ειδικά τις προπληρωμένες κάρτες, η Poste απέκτησε αρκετά σημαντικό μερίδιο αγοράς από τότε που καθιέρωσε την κάρτα PostePay, τον Νοέμβριο του 2003, και σήμερα κατέχει μερίδιο αγοράς το οποίο υποχώρησε από 59,8 % το 2007 σε 56,5 % το 2008. Αντιθέτως, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, τα συνολικά μερίδια αγοράς των δύο μεγαλύτερων ανταγωνιστών αυξήθηκαν από 15,7 % σε 20,4 %, ενώ τα συνολικά μερίδια αγοράς των τριών μεγαλύτερων ανταγωνιστών αυξήθηκαν από 18,8 % το 2007 σε 24,6 % το 2008. Παρ’ όλον ότι η θέση της Poste στην εν λόγω αγορά, η οποία αντιπροσωπεύει το 9,7 % του συνόλου του τομέα των καρτών πληρωμής στην Ιταλία, εξακολουθεί να είναι ισχυρή, τα συνολικά (και αυξανόμενα) μερίδια αγοράς των τριών μεγαλύτερων ανταγωνιστών της ανέρχονται σε κάτι λιγότερο από το ήμισυ του μεριδίου της Poste, επίπεδο το οποίο τους επιτρέπει να ασκούν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στην Poste (16). Επομένως, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι παράγοντες αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ένδειξη άμεσης έκθεσης στον ανταγωνισμό στον τομέα των πιστωτικών καρτών, των χρεωστικών καρτών και των προπληρωμένων καρτών.

(24)

Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2δ) ανωτέρω, το αίτημα καλύπτει επίσης υπηρεσίες μεταφοράς χρηματικών ποσών. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, το μερίδιο αγοράς της Poste όσον αφορά τις εντολές πληρωμής και τις τραπεζικές εντολές ανερχόταν στο 16 % το 2008. Διεξάγονται συζητήσεις με σκοπό να διευκολυνθούν η διαλειτουργικότητα και ο ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζικών εντολών και ταχυδρομικών εντολών πληρωμής. Όσον αφορά τις διεθνείς εντολές πληρωμής, οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένα μερίδια της Poste στην αγορά, λόγω των προφανών προβλημάτων να συγκεντρωθούν συγκρίσιμα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις διεθνείς μεταφορές χρηματικών ποσών στο πλαίσιο του τραπεζικού συστήματος. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι ο αριθμός των διεθνών εντολών πληρωμής υπερβαίνει ελάχιστα το 2 % του συνολικού αριθμού εντολών πληρωμής και τραπεζικών εντολών, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αμελητέος για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, δεδομένων επίσης των συνεχώς αυξανόμενων πρωτοβουλιών απελευθέρωσης όσον αφορά τις διασυνοριακές μεταφορές χρηματικών ποσών, όπως είναι ο Ενιαίος Χώρος Πληρωμών σε ευρώ. Ως εκ τούτου, οι παράγοντες αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ένδειξη άμεσης έκθεσης στον ανταγωνισμό στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς χρηματικών ποσών.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(25)

Λαμβανόμενων υπόψη των παραγόντων οι οποίοι εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 24, ο όρος της άμεσης έκθεσης στον ανταγωνισμό, που ορίζεται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται στην Ιταλία, όσον αφορά τις υπηρεσίες:

α)

Συγκέντρωση καταθέσεων ταμιευτηρίου από το κοινό μέσω λογαριασμού όψεως.

β)

Δανεισμός εξ ονόματος τραπεζών και διαπιστευμένων χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών.

γ)

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες.

δ)

Υπηρεσίες πληρωμής και μεταφοράς χρηματικών ποσών.

(26)

Εφόσον πληρούται και η προϋπόθεση της χωρίς περιορισμό πρόσβασης στην αγορά, η οδηγία 2004/17/ΕΚ δεν πρέπει να εφαρμόζεται όταν οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν συμβάσεις που έχουν σκοπό να επιτρέψουν την παροχή των υπηρεσιών οι οποίες παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 25 στοιχεία α) έως δ) στην Ιταλία, ούτε όταν προκηρύσσονται διαγωνισμοί μελετών για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων στην Ιταλία.

(27)

Η παρούσα απόφαση βασίζεται στη νομική και πραγματική κατάσταση από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 2009, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που διαβίβασε η Ιταλική Δημοκρατία. Δύναται να αναθεωρηθεί εφόσον, λόγω σημαντικών μεταβολών στη νομική ή στην πραγματική κατάσταση, δεν πληρούνται πλέον οι όροι εφαρμογής του άρθρου 30 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2004/17/ΕΚ δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτουν οι αναθέτουσες αρχές και οι οποίες έχουν σκοπό να επιτρέψουν την παροχή των κατωτέρω υπηρεσιών στην Ιταλία:

α)

Συγκέντρωση καταθέσεων ταμιευτηρίου από το κοινό μέσω λογαριασμού όψεως.

β)

Δανεισμός εξ ονόματος τραπεζών και διαπιστευμένων χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών.

γ)

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες.

δ)

Υπηρεσίες πληρωμής και μεταφοράς χρηματικών ποσών.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 5 Ιανουαρίου 2010.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  Βλέπε Corte dei Conti [Ελεγκτικό Συνέδριο] Έκθεση για την οικονομική διαχείριση της Poste Italiane κατά το οικονομικό έτος 2006.

(3)  Provvedimento N.19778. Poste Italiane-Aumento Commissione bolletini, έχει δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο www.agcm.it

(4)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής C(2006) 4207 τελικό, της 26.9.2006, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C42/06 (πρώην NN52/2006) – Ιταλία – Poste Italiane – BancoPosta, σημείο 59 και, κατά την ίδια έννοια, απόφαση της Επιτροπής C(2006) 5478 τελικό, της 22.11.2006, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C49/06 (πρώην NN65/06) – Ιταλία – Poste Italiane – BancoPosta, σημείο 72.

(5)  Βλέπε ειδικότερα την απόφαση της αρχής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, αριθ. 16249, C8027 Intesa/Sanpaolo, στο Δελτίο 49/2006.

(6)  Όντως, στη λεπτομερή ανάλυση που διενεργήθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση Intesa/Sanpaolo, εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, κατά πόσον οι πελάτες των τραπεζών θα είχαν τη διάθεση να αλλάξουν και να στραφούν προς τις υπηρεσίες που παρέχονται από την Poste.

(7)  Το 78,1 % δεν σκόπευε να αλλάξει και να ανοίξει ταχυδρομικό λογαριασμό, σε αντίθεση με το 10,1 % που σκόπευε να αλλάξει. Γενικώς, διαπιστώθηκε η ίδια τάση και όταν εξετάστηκε η διάθεση των πελατών των τραπεζών να αλλάξουν, σε περίπτωση αύξησης κατά 5 % των εξόδων για την τήρηση τραπεζικού λογαριασμού. Και στην περίπτωση αυτή, οι περισσότεροι πελάτες δεν ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν τον τραπεζικό τους λογαριασμό και να προτιμήσουν ταχυδρομικό λογαριασμό.

(8)  Μολονότι οι κανονιστικοί περιορισμοί θα παραμείνουν αμετάβλητοι, η Poste έχει αρχίσει να διευρύνει το φάσμα των υπηρεσιών που προσφέρει, πράγμα το οποίο αναμένεται να εντείνει τον ανταγωνισμό.

(9)  Απόφαση της Επιτροπής για την κρατική ενίσχυση C 42/06 (πρώην NN 52/06) – Ιταλία – Poste Italiane – BancoPosta «Επιτόκια για τους λογαριασμούς όψεως που έχουν κατατεθεί στο Δημόσιο Ταμείο», που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 290 της 29.11.2006, σ. 8.

(10)  Σημείο 60 της απόφασης. Κατά την ίδια έννοια, βλέπε επίσης σημείο 73 της απόφασης της Επιτροπής C(2006) 5478 τελικό της 22.11.2006 στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C-49/2006 (πρώην NN 65/06) Ιταλία – Poste Italiane – Καταθέσεις ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 31 της 13.2.2007, σ. 11.

(11)  Π.χ. για γενικούς σκοπούς ή για την αγορά συγκεκριμένου αγαθού, όπως αυτοκινήτου.

(12)  Συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης δανείων της Deutsche Bank και δανείων της Compass.

(13)  58,1 %.

(14)  20,2 %.

(15)  1,9 %, εάν μετρηθεί με βάση το πλήθος ενεργών πιστωτικών καρτών.

(16)  Κατ’ αναλογία, η ίδια συλλογιστική εφαρμόστηκε και σε προηγούμενες αποφάσεις, βλέπε π.χ. την αιτιολογική σκέψη 17 της απόφασης 2009/46/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την εξαίρεση ορισμένων υπηρεσιών του τομέα των ταχυδρομείων στη Σουηδία από την εφαρμογή της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, ΕΕ L 19 της 23.1.2009, σ. 50.


ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

9.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 6/14


ΕΠΙΤΡΟΠΉ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΏΝ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΜΕΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΤΠ

Άρθρο 1 — Τα όργανα της ΕΤΠ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΤΠ

Άρθρο 2 — Καθεστώς των μελών και των αναπληρωτών

Άρθρο 3 — Διάρκεια της θητείας

Άρθρο 4 — Προνόμια και ασυλίες

Άρθρο 5 — Συμμετοχή των μελών και των αναπληρωτών

Άρθρο 6 — Εκχώρηση του δικαιώματος ψήφου

Άρθρο 7 — Εθνικές αντιπροσωπείες και πολιτικές ομάδες

Άρθρο 8 — Εθνικές αντιπροσωπείες

Άρθρο 9 — Πολιτικές ομάδες και μη εγγεγραμμένα μέλη

Άρθρο 10 — Διαπεριφερειακές ομάδες

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΤΠ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΠ ΣΕ ΣΩΜΑ

Άρθρο 11 — Σύγκληση της πρώτης συνόδου

Άρθρο 12 — Συγκρότηση της ΕΤΠ σε σώμα και έλεγχος των εντολών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Άρθρο 13 — Καθήκοντα της oλομέλειας

Άρθρο 14 — Σύγκληση της oλομέλειας

Άρθρο 15 — Ημερήσια διάταξη της συνόδου oλομέλειας

Άρθρο 16 — Έναρξη της συνόδου oλομέλειας

Άρθρο 17 — Δημοσιότητα, εξωτερικές προσωπικότητες, προσκεκλημένοι ομιλητές, συζήτηση επίκαιρων θεμάτων

Άρθρο 18 — Χρόνος ομιλίας

Άρθρο 19 — Κατάλογος ομιλητών

Άρθρο 20 — Ενστάσεις επί της διαδικασίας

Άρθρο 21 — Απαρτία

Άρθρο 22 — Ψηφοφορία

Άρθρο 23 — Κατάθεση τροπολογιών

Άρθρο 24 — Εξέταση τροπολογιών

Άρθρο 25 — Επείγουσες γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις

Άρθρο 26 — Απλουστευμένη διαδικασία

Άρθρο 27 — Λήξη της συνόδου oλομέλειας

Άρθρο 28 — Σύμβολα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Άρθρο 29 — Σύνθεση του προεδρείου

Άρθρο 30 — Αντιπρόσωποι των μελών του προεδρείου

Άρθρο 31 — Διαδικασία εκλογής

Άρθρο 32 — Εκλογή του προέδρου και του Α' Αντιπροέδρου

Άρθρο 33 — Εκλογή των μελών του προεδρείου

Άρθρο 34 — Εκλογή αντιπροσώπων

Άρθρο 35 — Αναπληρωματικές εκλογές για την πλήρωση κενής έδρας του προεδρείου

Άρθρο 36 — Καθήκοντα του προεδρείου

Άρθρο 37 — Σύγκληση του προεδρείου, απαρτία και λήψη αποφάσεων

Άρθρο 38 — Ο πρόεδρος

Γνωμοδοτήσεις, εκθέσεις και ψηφίσματα — Διαδικασία στο προεδρείο

Άρθρο 39 — Γνωμοδοτήσεις — Νομική βάση

Άρθρο 40 — Γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις — Ανάθεση σε επιτροπή

Άρθρο 41 — Ορισμός γενικού εισηγητή

Άρθρο 42 — Γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις πρωτοβουλίας

Άρθρο 43 — Υποβολή ψηφισμάτων

Άρθρο 44 — Προβολή των γνωμοδοτήσεων, των εκθέσεων και των ψηφισμάτων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ

Άρθρο 45 — Σύνθεση και αρμοδιότητες

Άρθρο 46 — πρόεδρος και αντιπρόεδροι

Άρθρο 47 — Καθήκοντα των επιτροπών

Άρθρο 48 — Σύγκληση των επιτροπών και ημερήσια διάταξη

Άρθρο 49 — Δημοσιότητα των εργασιών

Άρθρο 50 — Προθεσμίες για την κατάρτιση γνωμοδοτήσεων και εκθέσεων

Άρθρο 51 — Περιεχόμενο των γνωμοδοτήσεων και των εκθέσεων

Άρθρο 52 — Παρακολούθηση της συνέχειας που δίδεται στις γνωμοδοτήσεις της ΕΤΠ

Άρθρο 53 — Προσφυγή για παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας

Άρθρο 54 — Παράβαση της υποχρεωτικής διαβούλευσης με την ΕΤΠ

Άρθρο 55 — Έκθεση επί του αντικτύπου των γνωμοδοτήσεων

Άρθρο 56 — Εισηγητές

Άρθρο 57 — Ομάδες εργασίας

Άρθρο 58 — Εμπειρογνώμονες

Άρθρο 59 — Απαρτία

Άρθρο 60 — Ψηφοφορία

Άρθρο 61 — Τροπολογίες

Άρθρο 62 — Απόφαση περί μη καταρτίσεως γνωμοδότησης ή έκθεσης

Άρθρο 63 — Γραπτή διαδικασία

Άρθρο 64 — Τοποθέτηση υπό μορφήν επιστολής

Άρθρο 65 — Διατάξεις εφαρμοστέες στις επιτροπές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΠ

Άρθρο 66 — Γενική Γραμματεία

Άρθρο 67 — Γενικός Γραμματέας

Άρθρο 68 — Διορισμός του Γενικού Γραμματέα

Άρθρο 69 — Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Άρθρο 70 — Συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών

Άρθρο 71 — Επιτροπή Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων

Άρθρο 72 — Προϋπολογισμός

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΑΛΛΑ ΟΡΓΑΝΑ

Άρθρο 73 — Συμφωνίες συνεργασίας

Άρθρο 74 — Διαβίβαση και δημοσίευση των γνωμοδοτήσεων, εκθέσεων και ψηφισμάτων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Άρθρο 75 — Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

Άρθρο 76 — Γλωσσικό καθεστώς της διερμηνείας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ

Άρθρο 77 — Αναθεώρηση του εσωτερικού κανονισμού

Άρθρο 78 — Οδηγίες του προεδρείου

Άρθρο 79 — Έναρξη της ισχύος του εσωτερικού κανονισμού

*

* *

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 3 Δεκεμβρίου 2009, και βάσει του άρθρου 306 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης για τη λειτουργία τη Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή των Περιφερειών υιοθέτησε τον ακόλουθο Εσωτερικό κανονισμό.

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Οι όροι που χρησιμοποιούνται στον παρόντα κανονισμό για τις θέσεις και τα αξιώματα αφορούν αδιακρίτως και τα δύο φύλα.

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΤΑ ΜΕΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΤΠ

Άρθρο 1 —   Τα όργανα της ΕΤΠ

Τα όργανα της Επιτροπής των Περιφερειών είναι η oλομέλεια, ο πρόεδρος, το προεδρείο και οι επιτροπές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΤΠ

Άρθρο 2 —   Καθεστώς των μελών και των αναπληρωτών

Σύμφωνα με το άρθρο 300 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα μέλη και οι αναπληρωτές της ΕΤΠ εκπροσωπούν τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης, είναι δε είτε αιρετά μέλη ενός οργανισμού περιφερειακής διοίκησης ή τοπικής αυτοδιοίκησης είτε πολιτικώς υπεύθυνοι ενώπιον μιας εκλεγμένης συνέλευσης. Δεν δεσμεύονται από καμία επιτακτική εντολή και ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία προς το γενικό συμφέρον της Ένωσης.

Άρθρο 3 —   Διάρκεια της θητείας

1.

Η θητεία ενός μέλους ή ενός αναπληρωτή της ΕΤΠ αρχίζει την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του διορισμού του από το Συμβούλιο.

2.

Η θητεία ενός μέλους ή ενός αναπληρωτή της ΕΤΠ λήγει λόγω παραιτήσεως, εκπνοής της εντολής βάσει της οποίας διορίσθηκε ή θανάτου.

3.

Το υπό παραίτηση μέλος ή αναπληρωτής υποβάλλει εγγράφως την παραίτησή του στον πρόεδρο της ΕΤΠ, προσδιορίζοντας την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της. Ο πρόεδρος ενημερώνει επ’ αυτού το Συμβούλιο, το οποίο διαπιστώνει τη χηρεία της θέσεως και κινεί τη διαδικασία αντικατάστασης.

4.

Το μέλος ή ο αναπληρωτής του οποίου η θητεία στην ΕΤΠ λήγει λόγω εκπνοής της εντολής δυνάμει της οποίας διορίσθηκε, ενημερώνει αμέσως εγγράφως τον πρόεδρο της ΕΤΠ.

5.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο διορίζει αντικαταστάτη για το εναπομένον διάστημα της θητείας.

Άρθρο 4 —   Προνόμια και ασυλίες

Τα μέλη και οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι αναπληρωτές τους απολαύουν των προνομίων και των ασυλιών που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5 —   Συμμετοχή των μελών και των αναπληρωτών

1.

Όταν ένα μέλος κωλύεται να συμμετάσχει σε σύνοδο oλομέλειας, δύναται να ορίσει αντιπρόσωπό του έναν αναπληρωτή προερχόμενο από την εθνική του αντιπροσωπεία, έστω και για ορισμένες μόνον ημέρες της συνόδου. Όλα τα μέλη και οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι αναπληρωτές υπογράφουν κατάλογο παρουσιών.

2.

Όταν ένα μέλος κωλύεται να συμμετάσχει σε συνεδρίαση επιτροπής ή σε οποιαδήποτε άλλη συνεδρίαση που έχει εγκριθεί από το προεδρείο, δύναται να αντιπροσωπευθεί από άλλο μέλος, τακτικό ή αναπληρωματικό, προερχόμενο από την εθνική του αντιπροσωπεία, την πολιτική του ομάδα ή τη διαπεριφερειακή του ομάδα. Όλα τα δεόντως εξουσιοδοτημένα μέλη, τακτικά ή αναπληρωματικά, υπογράφουν κατάλογο παρουσιών.

3.

Ένα μέλος ή ένας αναπληρωτής που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εφεδρικών μελών μιας ομάδας εργασίας, η οποία έχει συγκροτηθεί δυνάμει των άρθρων 36 ή 57, μπορεί να αντιπροσωπεύσει οποιοδήποτε μέλος της πολιτικής του ομάδας.

4.

Σε έναν αναπληρωτή ή σε ένα μέλος που αντιπροσωπεύει άλλο μέλος μπορεί να εκχωρηθεί το δικαίωμα ψήφου ενός μόνον μέλους. Στη συγκεκριμένη συνεδρίαση ο εν λόγω αναπληρωτής ή αντιπρόσωπος ασκεί όλα τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες ενός μέλους. Η εκχώρηση του δικαιώματος ψήφου γνωστοποιείται στην Γενική Γραμματεία σύμφωνα με τις απαιτούμενες διαδικασίες περί γνωστοποίησης και πρέπει να έχει παραληφθεί το αργότερο την προηγουμένη της συνεδρίασης.

5.

Η αποζημίωση καταβάλλεται άπαξ για κάθε σύνοδο oλομέλειας, είτε στο μέλος είτε στον αναπληρωτή του. Το προεδρείο ρυθμίζει το θέμα αυτό στις οδηγίες του σχετικά με τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής.

6.

Ένας αναπληρωτής που έχει ορισθεί εισηγητής ενός σχεδίου γνωμοδότησης ή έκθεσης μπορεί να παραστεί στη συνεδρίαση της συνόδου oλομέλειας στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχει εγγραφεί το σχέδιο αυτό, προκειμένου να το παρουσιάσει. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία, στην ίδια συνεδρίαση, συμμετέχει και το μέλος το οποίο ο εισηγητής αναπληρώνει. Το μέλος δύναται να εκχωρήσει στον αναπληρωτή το δικαίωμα ψήφου του για το διάστημα επεξεργασίας του εν λόγω σχεδίου γνωμοδότησης ή έκθεσης. Η εκχώρηση του δικαιώματος ψήφου γνωστοποιείται εγγράφως στον Γενικό Γραμματέα πριν από τη σχετική σύνοδο.

7.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 1, οιαδήποτε εκχώρηση δικαιώματος ψήφου παύει να ισχύει από τη στιγμή που το κωλυόμενο μέλος θα απολέσει την ιδιότητα του μέλους της ΕΤΠ.

Άρθρο 6 —   Εκχώρηση του δικαιώματος ψήφου

Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στα άρθρα 5 και 30 περιπτώσεων, το δικαίωμα ψήφου δεν είναι δυνατό να εκχωρηθεί.

Άρθρο 7 —   Εθνικές αντιπροσωπείες και πολιτικές ομάδες

Οι εθνικές αντιπροσωπείες και οι πολιτικές ομάδες συμβάλλουν με ισόρροπο τρόπο στην οργάνωση των εργασιών της Επιτροπής των Περιφερειών.

Άρθρο 8 —   Εθνικές αντιπροσωπείες

1.

Τα μέλη και οι αναπληρωτές από ένα κράτος μέλος συγκροτούν μια εθνική αντιπροσωπεία. Κάθε εθνική αντιπροσωπεία καθορίζει η ίδια την εσωτερική της οργάνωση και εκλέγει τον πρόεδρό της. Το όνομά του κοινοποιείται επίσημα στον πρόεδρο της ΕΤΠ.

2.

Ο γενικός γραμματέας λαμβάνει μέτρα ώστε να παρέχεται στις εθνικές αντιπροσωπείες συνδρομή από τις διοικητικές υπηρεσίες της ΕΤΠ. Η συνδρομή αυτή περιλαμβάνει και τη δυνατότητα κάθε μέλους να λαμβάνει εξατομικευμένες πληροφορίες και υποστήριξη στην επίσημη γλώσσα του. Προς τούτο, υπάρχει ειδική υπηρεσία, επανδρωμένη με μόνιμους ή άλλους υπαλλήλους της Επιτροπής των Περιφερειών, η οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητα κατάλληλης χρήσης των υποδομών της ΕΤΠ από τις εθνικές αντιπροσωπείες. Ειδικότερα, ο γενικός γραμματέας μεριμνά ώστε να διαθέτουν οι εθνικές αντιπροσωπείες τα κατάλληλα μέσα για τη διεξαγωγή συνεδριάσεων αμέσως πριν από τη σύνοδο oλομέλειας ή κατά τη διάρκειά της.

3.

Οι εθνικές αντιπροσωπείες απολαύουν επίσης της συνδρομής εθνικών συντονιστών, οι οποίοι δεν είναι μέλη του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας. Οι εθνικοί συντονιστές συμβάλλουν στη διευκόλυνση της άσκησης των καθηκόντων των μελών εντός της ΕΤΠ.

4.

Ο γενικός γραμματέας παρέχει κατάλληλη υποστήριξη στους εθνικούς συντονιστές, όπως λόγου χάρη τη δυνατότητα ενδεδειγμένης χρήσης των υποδομών της ΕΤΠ.

Άρθρο 9 —   Πολιτικές ομάδες και μη εγγεγραμμένα μέλη

1.

Τα μέλη και οι αναπληρωτές δύνανται να συγκροτούν πολιτικές ομάδες ανάλογα με τη συγγένεια των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Κάθε πολιτική ομάδα καθορίζει στον εσωτερικό της κανονισμό τα κριτήρια που ισχύουν για την προσχώρηση μελών.

2.

Για τη συγκρότηση πολιτικής ομάδας απαιτούνται το λιγότερο δεκαοκτώ μέλη ή αναπληρωτές, οι οποίοι να εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα πέμπτο των κρατών μελών. Εξ αυτών, τουλάχιστον οι μισοί πρέπει να είναι τακτικά μέλη. Ένα μέλος ή ένας αναπληρωτής μπορεί να ανήκει σε μία μόνον πολιτική ομάδα. Μία πολιτική ομάδα διαλύεται όταν ο αριθμός των μελών της δεν πληροί πλέον τις απαιτούμενες για τη σύστασή της προϋποθέσεις.

3.

Η σύσταση μιας πολιτικής ομάδας, η διάλυσή της και κάθε άλλη μεταβολή κοινοποιείται στον πρόεδρο της ΕΤΠ με σχετική δήλωση. Στη δήλωση περί συστάσεως πολιτικής ομάδας αναφέρονται η ονομασία, τα μέλη και το προεδρείο αυτής.

4.

Κάθε πολιτική ομάδα διαθέτει γραμματεία επανδρωμένη με υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας. Οι πολιτικές ομάδες δύνανται να υποβάλλουν προτάσεις προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σχετικά με την επιλογή, τον διορισμό, την προαγωγή ή την παράταση της σύμβασης προσλήψεως των υπαλλήλων αυτών. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τις αποφάσεις της κατόπιν διαβουλεύσεως με τον πρόεδρο της ενδιαφερόμενης πολιτικής ομάδας.

5.

Ο γενικός γραμματέας παρέχει στις πολιτικές ομάδες και στα όργανά τους επαρκείς πόρους για τις συνεδριάσεις, τις δραστηριότητες και τις δημοσιεύσεις τους, καθώς και για τις εργασίες της γραμματείας τους. Οι πόροι που διατίθενται για κάθε πολιτική ομάδα καθορίζονται στον προϋπολογισμό. Οι πολιτικές ομάδες και οι γραμματείες τους μπορούν να κάνουν χρήση των υποδομών της ΕΤΠ, με τον δέοντα τρόπο.

6.

Οι πολιτικές ομάδες και τα προεδρεία τους μπορούν να συνεδριάζουν αμέσως πριν από τη σύνοδο oλομέλειας ή κατά τη διάρκειά της. Οι πολιτικές ομάδες δύνανται να συγκαλούν δύο έκτακτες συνεδριάσεις ετησίως. Ένας αναπληρωτής που συμμετέχει στις συνεδριάσεις αυτές δικαιούται αποζημίωσης για τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής του μόνον εάν αντιπροσωπεύει ένα μέλος της πολιτικής του ομάδας.

7.

Στα μη εγγεγραμμένα μέλη παρέχεται διοικητική υποστήριξη. Σχετικές ρυθμίσεις θεσπίζονται από το προεδρείο κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα.

Άρθρο 10 —   Διαπεριφερειακές ομάδες

Τα μέλη και οι αναπληρωτές δύνανται να συγκροτούν διαπεριφερειακές ομάδες, οφείλουν δε να ενημερώνουν σχετικά τον πρόεδρο της ΕΤΠ. Μία διαπεριφερειακή ομάδα συγκροτείται νομίμως κατόπιν αποφάσεως του προεδρείου.

*

* *

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΤΠ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΠ ΣΕ ΣΩΜΑ

Άρθρο 11 —   Σύγκληση της πρώτης συνόδου

Μετά από κάθε ανά πενταετία ανανέωσή της, η ΕΤΠ συγκαλείται από τον απερχόμενο πρόεδρο ή, απουσία αυτού, από τον απερχόμενο Α' αντιπρόεδρο ή, απουσία και αυτού, από τον πρεσβύτερο απερχόμενο αντιπρόεδρο ή, απουσία και αυτού, από το πρεσβύτερο μέλος. Συνέρχεται το αργότερο ένα μήνα μετά τον διορισμό των μελών της από το Συμβούλιο.

Το μέλος που ασκεί προσωρινά την προεδρία δυνάμει του πρώτου εδαφίου αναλαμβάνει καθήκοντα εκπροσώπησης της ΕΤΠ κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και προεδρεύει της πρώτης συνεδρίασης υπό την ιδιότητα του προσωρινού προέδρου.

Ο προσωρινός πρόεδρος, μαζί με τα τέσσερα νεότερα παρόντα μέλη και με τον Γενικό Γραμματέα της ΕΤΠ, συγκροτούν το προσωρινό προεδρείο.

Άρθρο 12 —   Συγκρότηση της ΕΤΠ σε σώμα και έλεγχος των εντολών

1.

Κατά την πρώτη συνεδρίαση, ο προσωρινός πρόεδρος ενημερώνει την ΕΤΠ για την ανακοίνωση του Συμβουλίου σχετικά με τον διορισμό των μελών και λογοδοτεί σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων εκπροσώπησης που επωμίσθηκε. Εάν διατυπωθεί σχετικό αίτημα, ο προσωρινός πρόεδρος μπορεί, πριν κηρύξει την ΕΤΠ συγκροτηθείσα σε σώμα για τη νέα θητεία, να προβεί σε έλεγχο του διορισμού και των εντολών των μελών.

2.

Το προσωρινό προεδρείο συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της εκλογής των μελών του προεδρείου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Άρθρο 13 —   Καθήκοντα της ολομέλειας

Η ΕΤΠ συνέρχεται σε σύνοδο oλομέλειας. Κυριότερα καθήκοντα της ολομέλειας είναι:

α)

η υιοθέτηση γνωμοδοτήσεων, εκθέσεων και ψηφισμάτων·

β)

η έγκριση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων της ΕΤΠ·

γ)

η υιοθέτηση του πολιτικού προγράμματος της ΕΤΠ κατά την έναρξη κάθε νέας θητείας·

δ)

η εκλογή του προέδρου, του Α' Αντιπροέδρου και των άλλων μελών του προεδρείου·

ε)

η σύσταση των επιτροπών·

στ)

η υιοθέτηση και η αναθεώρηση του εσωτερικού κανονισμού της ΕΤΠ·

ζ)

η απόφαση περί άσκησης προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία λαμβάνεται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, και αφού εξακριβωθεί η απαρτία που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 πρώτη φράση. Η πρόταση άσκησης προσφυγής υποβάλλεται είτε από τον πρόεδρο της ΕΤΠ, είτε από την αρμόδια επιτροπή ενεργούσα συμφώνως προς τα άρθρα 53 και 54. Εάν η απόφαση υιοθετηθεί, η προσφυγή ασκείται από τον πρόεδρο εξ ονόματος της ΕΤΠ.

Άρθρο 14 —   Σύγκληση της ολομέλειας

1.

Ο πρόεδρος της ΕΤΠ συγκαλεί την ολομέλεια τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο. Το χρονοδιάγραμμα των συνόδων καθορίζεται από το προεδρείο κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου του προηγούμενου έτους. Μία σύνοδος ολομέλειας μπορεί να περιλαμβάνει μία ή περισσότερες ημερήσιες συνεδριάσεις.

2.

Εάν το ένα τέταρτο τουλάχιστον των μελών της ΕΤΠ το ζητήσει εγγράφως, ο πρόεδρος υποχρεούται να συγκαλέσει εκτάκτως την ολομέλεια σε σύνοδο, η οποία πραγματοποιείται εντός μιας εβδομάδας, το νωρίτερο, και ενός μηνός, το αργότερο, από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αίτησης. Στην αίτηση αναφέρεται το θέμα που θα εξετασθεί κατά την έκτακτη σύνοδο oλομέλειας. Στην ημερήσια διάταξη της συνόδου αυτής δεν επιτρέπεται να εγγραφεί κανένα άλλο θέμα.

Άρθρο 15 —   Ημερήσια διάταξη της συνόδου oλομέλειας

1.

Το προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο ημερήσιας διάταξης, το οποίο περιλαμβάνει προσωρινό κατάλογο των σχεδίων γνωμοδοτήσεων, εκθέσεων και ψηφισμάτων που θα εξετασθούν κατά την επόμενη από την αμέσως προσεχή σύνοδο oλομέλειας, καθώς και όλων των άλλων εγγράφων που θα αποτελέσουν αντικείμενο απόφασης (έγγραφα προς απόφαση).

2.

Τουλάχιστον είκοσι εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της συνόδου, ο πρόεδρος διαβιβάζει στα μέλη και στους αναπληρωτές, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το σχέδιο ημερήσιας διάταξης, καθώς και τα έγγραφα προς απόφαση που προβλέπονται σε αυτό. Τα έγγραφα της συνόδου αποστέλλονται στα μέλη και τους αναπληρωτές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην επίσημη γλώσσα του καθενός. Παράλληλα, τα έγγραφα τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων σε ηλεκτρονική μορφή.

3.

Τα σχέδια γνωμοδοτήσεων, εκθέσεων και ψηφισμάτων εγγράφονται συνήθως στην ημερήσια διάταξη με τη σειρά υιοθέτησής τους από τις επιτροπές ή με τη σειρά υποβολής τους σύμφωνα με τον Εσωτερικό κανονισμό, ενώ λαμβάνεται επίσης υπόψη η συνάφεια των σημείων της ημερήσιας διάταξης από πλευράς περιεχομένου.

4.

Σε ορισμένες εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όταν είναι αδύνατο να τηρηθεί η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ο πρόεδρος μπορεί να συμπεριλάβει στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης ένα έγγραφο προς απόφαση, υπό τον όρο να έχει διαβιβαστεί στα μέλη και τους αναπληρωτές στην επίσημη γλώσσα τους τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την έναρξη της συνόδου oλομέλειας. Ο πρόεδρος αναφέρει στο εξώφυλλο του προς απόφαση εγγράφου τους λόγους που υπαγόρευσαν την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής.

5.

Οι τροπολογίες που αφορούν την ημερήσια διάταξη υποβάλλονται εγγράφως και πρέπει να περιέρχονται στον Γενικό Γραμματέα τουλάχιστον τρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της συνόδου oλομέλειας.

6.

Κατά τη συνεδρίασή του αμέσως πριν από την έναρξη της συνόδου, το προεδρείο υιοθετεί το οριστικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, το προεδρείο μπορεί, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψηφισάντων, να εγγράψει στην ημερήσια διάταξη επείγοντα ή επίκαιρα θέματα των οποίων η εξέταση δεν επιδέχεται αναβολή μέχρι την επόμενη σύνοδο.

7.

Κατόπιν προτάσεως του προέδρου, μιας πολιτικής ομάδας ή τριάντα δύο μελών, το προεδρείο ή η ολομέλεια δύναται να αποφασίσει:

να αναβάλει την εξέταση ενός προς απόφαση εγγράφου για μία προσεχή σύνοδο

ή

να αναπέμψει ένα προς απόφαση έγγραφο στην αρμόδια επιτροπή για επανεξέταση.

Η διάταξη αυτή δεν ισχύει στην περίπτωση όπου η υιοθέτηση του προς απόφαση εγγράφου δεν επιδέχεται αναβολή, λόγω προθεσμίας που έχει ταχθεί από το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Όταν ένα έγγραφο προς απόφαση αναβληθεί για προσεχή σύνοδο ολομέλειας, συνοδεύεται από όλες τις σχετικές τροπολογίες που έχουν εγκύρως κατατεθεί.

Όταν το έγγραφο αναπεμφθεί στην αρμόδια επιτροπή, οι σχετικές τροπολογίες καθίστανται άκυρες και ο εισηγητής εκτιμά κατά πόσον το περιεχόμενό τους:

απαιτεί την πρότερη αναθεώρηση του κειμένου από τον ίδιο, λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών

ή/και

μπορεί να οδηγήσει στην κατάθεση τροπολογιών από τον εισηγητή, σύμφωνα με τη διαδικασία των τροπολογιών που προβλέπεται για τις επιτροπές.

Το έγγραφο εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της αρμόδιας επιτροπής προς απόφαση.

Άρθρο 16 —   Έναρξη της συνόδου oλομέλειας

Ο πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη της συνόδου και υποβάλλει το οριστικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης προς έγκριση στην ολομέλεια.

Άρθρο 17 —   Δημοσιότητα, εξωτερικές προσωπικότητες, προσκεκλημένοι ομιλητές, συζήτηση επίκαιρων θεμάτων

1.

Οι συνεδριάσεις της συνόδου ολομέλειας είναι δημόσιες, εκτός εάν η ολομέλεια αποφασίσει διαφορετικά για ολόκληρη τη σύνοδο ή για ένα συγκεκριμένο σημείο της ημερήσιας διάταξης.

2.

Στις συνόδους oλομέλειας είναι δυνατόν να παρίστανται εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι οποίοι μπορεί να κληθούν να λάβουν τον λόγο.

3.

Ο πρόεδρος δύναται, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν προτάσεως του προεδρείου, να προσκαλεί στις συνόδους εξωτερικές προσωπικότητες για να αγορεύσουν ενώπιον της ολομέλειας. Εάν ακολουθήσει γενική συζήτηση, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες περί του χρόνου ομιλίας.

4.

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφοι 1 και 6, το προεδρείο δύναται να προτείνει στην ολομέλεια τη διεξαγωγή γενικής συζήτησης για πολιτικά θέματα της επικαιρότητας με τοπικές ή περιφερειακές προεκτάσεις («συζήτηση επίκαιρων θεμάτων»). Στη συζήτηση αυτή εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες περί του χρόνου ομιλίας.

Άρθρο 18 —   Χρόνος ομιλίας

1.

Στην αρχή της συνόδου, η ολομέλεια καθορίζει, κατόπιν προτάσεως του προεδρείου, τον χρόνο ομιλίας για κάθε σημείο της ημερήσιας διάταξης. Κατά τη διάρκεια της συνόδου, ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός μέλους, να περιορίσει τον χρόνο ομιλίας.

2.

Όταν διεξάγονται συζητήσεις επί γενικών ή ειδικών θεμάτων, ο πρόεδρος, κατόπιν εισηγήσεως του προεδρείου, μπορεί να προτείνει στην ολομέλεια την κατανομή του προβλεπόμενου χρόνου ομιλίας μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των εθνικών αντιπροσωπειών.

3.

Κατά κανόνα, ο χρόνος ομιλίας περιορίζεται σε ένα λεπτό για τις παρεμβάσεις που αναφέρονται στα πρακτικά, σε ενστάσεις επί της διαδικασίας και σε τροποποιήσεις του οριστικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης ή της ημερήσιας διάταξης.

4.

Εάν ένας ομιλητής υπερβεί τον επιτρεπόμενο χρόνο ομιλίας του, ο πρόεδρος μπορεί να του αφαιρέσει τον λόγο μετά από προειδοποίηση.

5.

Ένα μέλος μπορεί να υποβάλει αίτημα τερματισμού της συζήτησης, το οποίο τίθεται σε ψηφοφορία από τον πρόεδρο.

Άρθρο 19 —   Κατάλογος ομιλητών

1.

Τα ονόματα των μελών που ζητούν τον λόγο εγγράφονται σε κατάλογο ομιλητών βάσει της σειράς με την οποία υπέβαλαν το σχετικό αίτημα. Ο πρόεδρος δίδει τον λόγο στα μέλη βάσει του καταλόγου αυτού. Μεριμνά ώστε, κατά το δυνατόν, να λαμβάνουν τον λόγο, εκ περιτροπής, εκπρόσωποι των διάφορων πολιτικών τάσεων και εθνικών αντιπροσωπειών.

2.

Εντούτοις, προτεραιότητα λόγου μπορεί να δοθεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος, στον εισηγητή της ενδιαφερόμενης επιτροπής και στους εκπροσώπους των πολιτικών ομάδων και των εθνικών αντιπροσωπειών που επιθυμούν να ομιλήσουν εξ ονόματος αυτών.

3.

Κανείς δεν μπορεί να λάβει τον λόγο περισσότερες από δύο φορές για το ίδιο θέμα, εκτός εάν ο πρόεδρος δώσει τη συγκατάθεσή του. Εντούτοις, οι πρόεδροι και ο εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών λαμβάνουν τον λόγο, εφόσον τον ζητήσουν, για διάστημα που ορίζει ο πρόεδρος.

Άρθρο 20 —   Ενστάσεις επί της διαδικασίας

1.

Πρέπει να δίδεται ο λόγος σε ένα μέλος όταν αυτό επιθυμεί να υποβάλει ένσταση επί της διαδικασίας ή να επιστήσει την προσοχή του προέδρου στη μη τήρηση του εσωτερικού κανονισμού. Οι ενστάσεις πρέπει να αφορούν το υπό συζήτηση θέμα ή την ημερήσια διάταξη.

2.

Μια παρέμβαση επί της διαδικασίας έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων παρεμβάσεων.

3.

Σε περίπτωση ενστάσεων επί της διαδικασίας, ο πρόεδρος αποφασίζει αμέσως, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού. Ανακοινώνει την απόφασή του χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να θέσει το θέμα σε ψηφοφορία.

Άρθρο 21 —   Απαρτία

1.

Προϋπόθεση για την ύπαρξη απαρτίας σε μια σύνοδο είναι να παρευρίσκονται σε αυτήν περισσότερα από τα μισά μέλη της ολομέλειας. Η απαρτία εξακριβώνεται κατόπιν αιτήματος μέλους και εφόσον δεκαπέντε, τουλάχιστον, μέλη ψηφίσουν υπέρ του αιτήματος αυτού. Εάν δεν έχει ζητηθεί η εξακρίβωση της απαρτίας, κάθε ψηφοφορία είναι έγκυρη, ανεξάρτητα από τον αριθμό των παρόντων μελών. Ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της συνόδου για διάστημα έως δέκα λεπτών πριν προβεί στην εξακρίβωση της απαρτίας. Τα μέλη που ζήτησαν την εξακρίβωση της απαρτίας συνυπολογίζονται στα παρόντα μέλη ακόμη και εάν δεν παρευρίσκονται πλέον στην αίθουσα της συνεδρίασης. Σε περίπτωση που ο αριθμός των παρόντων μελών είναι μικρότερος των δεκαπέντε, ο πρόεδρος μπορεί να διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει απαρτία.

2.

Εάν εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει απαρτία, η εξέταση όλων των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης που πρέπει να τεθούν σε ψηφοφορία αναβάλλεται για την επόμενη ημέρα συνεδρίασης, κατά την οποία η ολομέλεια μπορεί πλέον να προβεί σε έγκυρη ψηφοφορία για τα θέματα αυτά ανεξάρτητα από τον αριθμό των παρόντων μελών.

Άρθρο 22 —   Ψηφοφορία

1.

Η ολομέλεια λαμβάνει τις αποφάσεις της με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.

2.

Έγκυρες μορφές ψηφοφορίας είναι η υπερψήφιση, η καταψήφιση και η αποχή. Για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας λαμβάνονται υπόψη μόνο οι ψήφοι «υπέρ» και «κατά». Σε περίπτωση ισοψηφίας, θεωρείται ότι το κείμενο ή η πρόταση καταψηφίσθηκε.

3.

Εάν αμφισβητείται το αποτέλεσμα της καταμέτρησης των ψήφων, είναι δυνατόν να ζητηθεί επανάληψη της ψηφοφορίας από τον πρόεδρο ή από ένα μέλος, εφόσον δεκαπέντε τουλάχιστον μέλη ψηφίσουν υπέρ του αιτήματος αυτού.

4.

Κατόπιν προτάσεως του προέδρου, μιας πολιτικής ομάδας ή τριάντα δύο μελών, η οποία υποβάλλεται πριν από την υιοθέτηση της οριστικής ημερήσιας διάταξης, η ολομέλεια μπορεί να αποφασίσει, για ένα ή περισσότερα σημεία της ημερήσιας διάταξης, τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας, η οποία και καταγράφεται στα πρακτικά της συνόδου oλομέλειας. Η προσφυγή σε ονομαστική ψηφοφορία δεν αφορά την ψήφιση των τροπολογιών, εκτός εάν η ολομέλεια αποφασίσει διαφορετικά.

5.

Κατόπιν προτάσεως του προέδρου, μιας πολιτικής ομάδας ή τριάντα δύο μελών, είναι δυνατόν να αποφασιστεί η προσφυγή σε μυστική ψηφοφορία, για αποφάσεις που αφορούν πρόσωπα.

6.

Ο πρόεδρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει τη διεξαγωγή ψηφοφορίας με ηλεκτρονικά μέσα.

Άρθρο 23 —   Κατάθεση τροπολογιών

1.

Μόνο τα μέλη και οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι αναπληρωτές μπορούν να καταθέτουν τροπολογίες για έγγραφα προς απόφαση, καθώς επίσης, αποκλειστικά για τη δική του έκθεση, ο μη εξουσιοδοτημένος αναπληρωτής ο οποίος έχει ορισθεί εισηγητής. Για την κατάθεση τροπολογιών, πρέπει να τηρούνται οι σχετικώς απαιτούμενες διαδικασίες.

Το δικαίωμα κατάθεσης τροπολογιών ασκείται, για την εκάστοτε σύνοδο oλομέλειας, αποκλειστικά, είτε από ένα μέλος είτε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο αναπληρωτή του. Οι τροπολογίες που έχουν κατατεθεί έγκυρα πριν από την απώλεια της ιδιότητας του μέλους ή του αναπληρωτή της ΕΤΠ ή πριν από την εκχώρηση δικαιώματος ψήφου ή την ανάκληση αυτής παραμένουν έγκυρες.

2.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 26 παράγραφος 1, οι τροπολογίες για έγγραφα προς απόφαση πρέπει να υποβάλλονται είτε από μία πολιτική ομάδα είτε από τουλάχιστον έξι μέλη ή δεόντως εξουσιοδοτημένους αναπληρωτές και να φέρουν τα ονόματά τους. Τροπολογίες είναι δυνατόν να υποβληθούν και από εθνικές αντιπροσωπείες με λιγότερα από έξι μέλη, εφόσον υποβάλλονται από αριθμό μελών ή δεόντως εξουσιοδοτημένων αναπληρωτών ίσον προς τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας και φέρουν τα ονόματα αυτών.

3.

Οι τροπολογίες πρέπει να περιέρχονται στον Γενικό Γραμματέα τουλάχιστον εννέα πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της συνόδου oλομέλειας. Πρέπει να είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή αμέσως μετά τη μετάφρασή τους και, σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον τέσσερις εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της συνόδου.

Οι τροπολογίες μεταφράζονται κατά προτεραιότητα και κοινοποιούνται στον εισηγητή, ώστε να δύναται αυτός να διαβιβάσει τις δικές του τροπολογίες στη γενική γραμματεία τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της συνόδου oλομέλειας. Οι τροπολογίες του εισηγητή αναφέρονται ρητώς σε μία ή περισσότερες από τις τροπολογίες του πρώτου εδαφίου. Οι τροπολογίες του εισηγητή τίθενται στη διάθεση των μελών μόνον κατά την έναρξη της συνόδου.

Ο πρόεδρος δύναται να συντομεύσει την προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών σε τρεις εργάσιμες ημέρες στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 4. Η προθεσμία αυτή δεν ισχύει για τις τροπολογίες που αφορούν επείγοντα θέματα υπό την έννοια του άρθρου 15 παράγραφος 6.

4.

Όλες οι τροπολογίες διανέμονται στα μέλη πριν από την έναρξη της συνόδου oλομέλειας.

Άρθρο 24 —   Εξέταση τροπολογιών

1.

Σε περίπτωση που έχουν υποβληθεί μία ή περισσότερες τροπολογίες για το ίδιο σημείο ενός προς απόφαση εγγράφου, ο πρόεδρος, ο εισηγητής ή οι συντάκτες των τροπολογιών αυτών μπορούν κατ’ εξαίρεση να προτείνουν συμβιβαστικές τροπολογίες κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Στο μέτρο του δυνατού, το κείμενο των συμβιβαστικών τροπολογιών πρέπει να έχει κοινοποιηθεί εγγράφως εκ των προτέρων στον πρόεδρο και στη Γενική Γραμματεία, προτού εξετασθεί το συγκεκριμένο θέμα.

2.

Η ψηφοφορία επί των τροπολογιών διεξάγεται σύμφωνα με τη σειρά αρίθμησης των παραγράφων του κειμένου και με την εξής σειρά προτεραιότητας:

τροπολογίες του εισηγητή,

συναινετικές τροπολογίες, εκτός εάν υπάρχει αντίρρηση εκ μέρους ενός από τους συντάκτες των αρχικών τροπολογιών,

λοιπές τροπολογίες.

Οι τροπολογίες του εισηγητή και οι συναινετικές τροπολογίες, εφόσον υιοθετηθούν, επιφέρουν αυτόματα την ακύρωση όλων των τροπολογιών βάσει των οποίων συντάχθηκαν.

Ο πρόεδρος δύναται να θέσει σε κοινή ψηφοφορία πολλές τροπολογίες μαζί, εάν αυτές έχουν παρόμοιο περιεχόμενο ή σκοπό.

3.

Ο εισηγητής μπορεί να καταρτίσει κατάλογο με τις τροπολογίες που έχουν κατατεθεί για τη γνωμοδότηση ή την έκθεσή του και τις οποίες συνιστά προς υιοθέτηση. Εάν έχει διατυπωθεί σύσταση ψήφου, ο πρόεδρος μπορεί να θέσει ταυτόχρονα σε ψηφοφορία όλες τις τροπολογίες που περιλαμβάνονται στον σχετικό κατάλογο. Οιοδήποτε μέλος μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της σύστασης ψήφου, υποδεικνύοντας τις τροπολογίες για τις οποίες πρέπει να διεξαχθεί χωριστή ψηφοφορία.

4.

Οι τροπολογίες έχουν προτεραιότητα έναντι του κειμένου το οποίο αφορούν και τίθενται σε ψηφοφορία πριν από αυτό.

5.

Εάν έχουν κατατεθεί για το ίδιο σημείο του κειμένου δύο ή περισσότερες τροπολογίες που αποκλείουν η μία την άλλη, η τροπολογία που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο έχει προτεραιότητα και τίθεται πρώτη σε ψηφοφορία.

Ο πρόεδρος αναγγέλλει πριν από την ψηφοφορία εάν η υιοθέτηση μιας τροπολογίας επιφέρει την ακύρωση μιας ή περισσοτέρων άλλων τροπολογιών, είτε επειδή οι τροπολογίες αυτές αποκλείουν η μία την άλλη, εάν αφορούν το ίδιο σημείο του κειμένου, είτε επειδή έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Μία τροπολογία που κηρύσσεται άκυρη δεν τίθεται σε ψηφοφορία, εκτός εάν η ακυρότητά της αμφισβητηθεί από τους συντάκτες της και εάν η ολομέλεια δεχθεί να τεθεί σε ψηφοφορία.

6.

Η τελική ψηφοφορία αφορά το σύνολο του κειμένου, με τις ενδεχόμενες υιοθετηθείσες τροποποιήσεις. Οι γνωμοδοτήσεις που δεν συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων αναπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή ή καθίστανται άκυρες.

Άρθρο 25 —   Επείγουσες γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις

Σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν έχει εφαρμοσθεί η κανονική διαδικασία και η προθεσμία που τάσσουν το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι δυνατό να τηρηθεί, το σχέδιο γνωμοδότησης ή έκθεσης έχει ωστόσο υιοθετηθεί ομόφωνα από την αρμόδια επιτροπή, ο πρόεδρος διαβιβάζει το έγγραφο αυτό στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς ενημέρωσή τους. Το εν λόγω σχέδιο γνωμοδότησης ή έκθεσης υποβάλλεται στην ολομέλεια κατά την επόμενη σύνοδο προς έγκριση χωρίς τροποποιήσεις. Σε όλα τα σχετικά με την εν λόγω γνωμοδότηση ή έκθεση έγγραφα πρέπει να αναφέρεται ότι αυτή αποτελεί αντικείμενο επείγουσας διαδικασίας.

Άρθρο 26 —   Απλουστευμένη διαδικασία

1.

Τα σχέδια γνωμοδοτήσεων ή εκθέσεων που έχουν εγκριθεί ομόφωνα από την αρμόδια επιτροπή (κατά περίπτωση, την κυρίως αρμόδια επιτροπή), υποβάλλονται στην ολομέλεια προς υιοθέτηση ως έχουν, εκτός εάν τουλάχιστον τριάντα δύο μέλη ή δεόντως εξουσιοδοτημένοι αναπληρωτές ή μία πολιτική ομάδα έχουν καταθέσει τροπολογία, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτη φράση. Στην περίπτωση αυτή, η τροπολογία συζητείται στην ολομέλεια. Ο εισηγητής παρουσιάζει το σχέδιο γνωμοδότησης ή έκθεσης, το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης. Το έγγραφο αυτό κοινοποιείται στα μέλη ταυτόχρονα με το σχέδιο ημερήσιας διάταξης.

2.

Εάν η αρμόδια επιτροπή (κατά περίπτωση, η κυρίως αρμόδια επιτροπή) κρίνει ότι για το έγγραφο που της έχει ανατεθεί δεν είναι απαραίτητο να διατυπωθούν παρατηρήσεις ή να προταθούν τροπολογίες από την Επιτροπή των Περιφερειών, μπορεί να προτείνει τη μη διατύπωση επιφυλάξεων για το έγγραφο αυτό. Η σχετική πρόταση υποβάλλεται στην ολομέλεια προς υιοθέτηση χωρίς συζήτηση.

Άρθρο 27 —   Λήξη της συνόδου oλομέλειας

Πριν από τη λήξη των εργασιών της συνόδου oλομέλειας, ο πρόεδρος ανακοινώνει την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της επόμενης συνόδου, καθώς και όσα από τα σημεία της ημερήσιας διάταξής της είναι ήδη γνωστά.

Άρθρο 28 —   Σύμβολα

1.

Η ΕΤΠ αναγνωρίζει και υιοθετεί τα ακόλουθα σύμβολα της Ένωσης:

α)

τη σημαία χρώματος κυανού που φέρει κύκλο δώδεκα χρυσών αστέρων·

β)

τον ύμνο από την «Ωδή στη Χαρά» της ενάτης συμφωνίας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν·

γ)

το έμβλημα «Ενωμένη στην πολυμορφία».

2.

Η ΕΤΠ εορτάζει την ημέρα της Ευρώπης στις 9 Μαΐου.

3.

Η σημαία υψώνεται στα κτήρια της ΕΤΠ και επ’ ευκαιρία επίσημων εκδηλώσεων.

4.

Ο ύμνος ανακρούεται κατά την έναρξη εκάστης συνόδου για τη συγκρότηση της ΕΤΠ σε σώμα μετά από κάθε ανανέωσή της, καθώς και σε άλλες επίσημες συνεδριάσεις, κυρίως για την υποδοχή αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων ή για τον χαιρετισμό νέων μελών μετά από διευρύνσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Άρθρο 29 —   Σύνθεση του προεδρείου

Το προεδρείο απαρτίζεται από:

α)

τον πρόεδρο·

β)

τον Α' αντιπρόεδρο·

γ)

έναν αντιπρόεδρο ανά κράτος μέλος·

δ)

είκοσι επτά άλλα μέλη·

ε)

τους προέδρους των πολιτικών ομάδων.

Οι έδρες του προεδρείου, πλην εκείνων του προέδρου, του Α' Αντιπροέδρου και των προέδρων των πολιτικών ομάδων, κατανέμονται μεταξύ των εθνικών αντιπροσωπειών ως εξής:

:

τρεις έδρες

:

Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, Ηνωμένο Βασίλειο,

:

δύο έδρες

:

Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Δανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Λιθουανία, Ουγγαρία, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Φινλανδία, Σουηδία,

:

μία έδρα

:

Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Σλοβενία.

Άρθρο 30 —   Αντιπρόσωποι των μελών του προεδρείου

1.

Κάθε εθνική αντιπροσωπεία ορίζει στους κόλπους της ένα μέλος ή έναν αναπληρωτή ως αντιπρόσωπο ad personam κάθε μέλους της στο προεδρείο, με εξαίρεση τον πρόεδρο και τον Α' αντιπρόεδρο.

2.

Κάθε πολιτική ομάδα ορίζει στους κόλπους της ένα μέλος ή έναν αναπληρωτή ως αντιπρόσωπο ad personam του προέδρου της.

3.

Ένας αντιπρόσωπος ad personam έχει δικαίωμα συμμετοχής στις συνεδριάσεις, δικαίωμα λόγου και δικαίωμα ψήφου μόνον όταν αντιπροσωπεύει το αντίστοιχο μέλος του προεδρείου. Η εκχώρηση ψήφου κοινοποιείται εγγράφως στον Γενικό Γραμματέα πριν από τη σχετική συνεδρίαση.

Άρθρο 31 —   Διαδικασία εκλογής

1.

Το προεδρείο εκλέγεται από την ολομέλεια για περίοδο δυόμισι ετών.

2.

Η εκλογή διεξάγεται υπό την προεδρία του προσωρινού προέδρου, κατ’ αναλογία προς τα προβλεπόμενα στα άρθρα 11 και 12. Οι υποψηφιότητες κατατίθενται εγγράφως στον Γενικό Γραμματέα τουλάχιστον μία ώρα πριν από την έναρξη της συνόδου oλομέλειας. Η εκλογή δεν είναι δυνατή παρά μόνον εάν παρίστανται τουλάχιστον τα δύο τρίτα των μελών.

Άρθρο 32 —   Εκλογή του προέδρου και του Α' Αντιπροέδρου

1.

Πριν από την εκλογή του προέδρου και του Α' Αντιπροέδρου, οι υποψήφιοι για τις θέσεις αυτές δύνανται να προβούν σε σύντομη δήλωση προς την ολομέλεια. Ο χρόνος ομιλίας είναι ο ίδιος για όλους τους υποψηφίους και καθορίζεται από τον προσωρινό πρόεδρο.

2.

Η εκλογή του προέδρου και η εκλογή του Α' Αντιπροέδρου διεξάγονται χωριστά. Εκλέγονται δε αμφότεροι με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

3.

Έγκυρες μορφές ψηφοφορίας είναι η υπερψήφιση και η αποχή. Μόνον οι ψήφοι «υπέρ» λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της απαιτούμενης πλειοψηφίας.

4.

Σε περίπτωση που κανένας υποψήφιος δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία στον πρώτο γύρο, διεξάγεται δεύτερος γύρος κατά τον οποίο εκλέγεται ο υποψήφιος που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Σε περίπτωση ισοψηφίας, διενεργείται κλήρωση.

Άρθρο 33 —   Εκλογή των μελών του προεδρείου

1.

Οι εθνικές αντιπροσωπείες που προτείνουν έναν μόνον υποψήφιο για την κάθε έδρα που τους αναλογεί στο προεδρείο μπορούν να καταρτίσουν ενιαίο ψηφοδέλτιο. Το ψηφοδέλτιο αυτό τίθεται σε ψηφοφορία και υιοθετείται εάν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων.

Εάν το ενιαίο ψηφοδέλτιο καταψηφισθεί ή εάν, για κάποια εθνική αντιπροσωπεία, ο αριθμός των προτεινόμενων υποψηφίων υπερβαίνει τον αριθμό των εδρών που διαθέτει η αντιπροσωπεία αυτή στο προεδρείο, τότε διεξάγεται χωριστή ψηφοφορία για κάθε έδρα. Στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εκλογής του προέδρου και του Α' Αντιπροέδρου, σύμφωνα με το άρθρο 31 και το άρθρο 32 παράγραφοι 2 έως 4 του εσωτερικού κανονισμού.

2.

Για την εκλογή των προέδρων των πολιτικών ομάδων ως μελών του προεδρείου υποβάλλεται προς έγκριση στην ολομέλεια ονομαστικός κατάλογος.

Άρθρο 34 —   Εκλογή αντιπροσώπων

Η εκλογή ενός υποψηφίου ως μέλους του προεδρείου συνεπάγεται και την αυτόματη εκλογή του ad personam αντιπροσώπου του.

Άρθρο 35 —   Αναπληρωματικές εκλογές για την πλήρωση κενής έδρας του προεδρείου

Σε περίπτωση τερματισμού της θητείας ή παραίτησης από το προεδρείο ενός μέλους ή του ad personam αντιπροσώπου του, κινείται η διαδικασία αντικατάστασής του για το υπολειπόμενο διάστημα της θητείας του, σύμφωνα με τα άρθρα 29 έως 34 του εσωτερικού κανονισμού. Οι αναπληρωματικές εκλογές για την πλήρωση της χηρεύουσας έδρας του προεδρείου διεξάγονται σε σύνοδο oλομέλειας της οποίας τις εργασίες διευθύνει ο πρόεδρος ή ένας εκ των αντιπροσώπων του υπό την έννοια του άρθρου 38 παράγραφος 3.

Άρθρο 36 —   Καθήκοντα του προεδρείου

Στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του προεδρείου συγκαταλέγονται τα εξής:

α)

η κατάρτιση και η παρουσίαση στην ολομέλεια του πολιτικού του προγράμματος κατά την έναρξη της θητείας του, καθώς και ο έλεγχος της εκτέλεσης αυτού· κατά τη λήξη της θητείας του, το προεδρείο υποβάλλει στην ολομέλεια έκθεση σχετικά με την εκτέλεση του πολιτικού του προγράμματος·

β)

η οργάνωση και ο συντονισμός των εργασιών της ολομέλειας και των επιτροπών·

γ)

η έγκριση, βάσει προτάσεων των επιτροπών, του ετήσιου προγράμματος εργασιών τους·

δ)

η γενική ευθύνη για θέματα δημοσιονομικού, οργανωτικού και διοικητικού χαρακτήρα που αφορούν τα μέλη και τους αναπληρωτές, καθώς και η εσωτερική οργάνωση της ΕΤΠ και της Γενικής της Γραμματείας, συμπεριλαμβανομένου του οργανογράμματος και των οργάνων της·

ε)

η δυνατότητα:

σύστασης ομάδων εργασίας από μέλη του ή από άλλα μέλη της ΕΤΠ, με σκοπό να του παρέχουν συμβουλές επί ειδικών θεμάτων· οι εν λόγω ομάδες εργασίας απαρτίζονται από οκτώ, κατ’ ανώτατο όριο, μέλη,

πρόσκλησης στις συνεδριάσεις του άλλων μελών της ΕΤΠ, βάσει των προσόντων ή των αρμοδιοτήτων τους, καθώς και προσωπικοτήτων εκτός οργάνου·

στ)

ο διορισμός του γενικού γραμματέα, καθώς και των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού που αναφέρονται στο άρθρο 69·

ζ)

η υποβολή στην ολομέλεια του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων της ΕΤΠ, σύμφωνα με το άρθρο 72 του εσωτερικού κανονισμού·

η)

η έγκριση των εξωτερικών και εκτός έδρας συνεδριάσεων·

θ)

η υιοθέτηση των διατάξεων που διέπουν τη σύνθεση και τη λειτουργία των ομάδων εργασίας, των μεικτών επιτροπών που συγκροτούνται με υποψήφιες προς ένταξη χώρες ή άλλων πολιτικών δομών στις οποίες συμμετέχουν μέλη της ΕΤΠ·

ι)

η απόφαση περί άσκησης προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν η ολομέλεια δεν δύναται να αποφανθεί εμπρόθεσμα. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, και αφού εξακριβωθεί η απαρτία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 πρώτη φράση. Η πρόταση άσκησης προσφυγής υποβάλλεται είτε από τον πρόεδρο της ΕΤΠ, είτε από την αρμόδια επιτροπή ενεργούσα συμφώνως προς τα άρθρα 53 και 54. Εάν η απόφαση υιοθετηθεί, η προσφυγή ασκείται εξ ονόματος της ΕΤΠ από τον πρόεδρο, ο οποίος και υποβάλλει στην κρίση της ολομέλειας, κατά την προσεχή σύνοδο, την απόφαση για την επικύρωση της προσφυγής. Εάν, μετά από εξακρίβωση της απαρτίας που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 πρώτη φράση, και με την πλειοψηφία που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 13 στοιχείο ζ), η ολομέλεια αποφανθεί κατά της προσφυγής, ο πρόεδρος αποσύρει την προσφυγή.

Άρθρο 37 —   Σύγκληση του προεδρείου, απαρτία και λήψη αποφάσεων

1.

Το προεδρείο συγκαλείται από τον πρόεδρο, ο οποίος, με τη σύμφωνη γνώμη του Α' Αντιπροέδρου, καθορίζει την ημερομηνία της συνεδρίασης και καταρτίζει την ημερήσια διάταξη αυτής. Το προεδρείο συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο ή εντός δεκατεσσάρων ημερών από την υποβολή γραπτού αιτήματος εκ μέρους του ενός τετάρτου τουλάχιστον των μελών του.

2.

Απαρτία υπάρχει όταν είναι παρόντα τα μισά τουλάχιστον από τα μέλη του προεδρείου. Η απαρτία εξακριβώνεται κατόπιν αιτήματος ενός μέλους και εφόσον έξι τουλάχιστον μέλη ψηφίσουν υπέρ του αιτήματος αυτού. Εάν δεν έχει ζητηθεί η εξακρίβωση της απαρτίας, όλες οι ψηφοφορίες είναι έγκυρες, ανεξάρτητα από τον αριθμό των παρόντων μελών. Εάν εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει απαρτία, το προεδρείο δύναται μεν να συνεχίσει τις συζητήσεις, οι ψηφοφορίες, όμως, αναβάλλονται για την επόμενη συνεδρίαση.

3.

Οι αποφάσεις λαμβάνονται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από τον παρόντα Εσωτερικό κανονισμό. Ισχύουν δε οι διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφοι 2 και 5.

4.

Κατά την προετοιμασία των αποφάσεων του προεδρείου, ο πρόεδρος αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα να καταρτίσει έγγραφα προς συζήτηση και να διατυπώσει συστάσεις προς απόφαση για καθένα από τα προς εξέταση θέματα· τα εν λόγω έγγραφα και συστάσεις προσαρτώνται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης.

5.

Τα έγγραφα αυτά διαβιβάζονται στα μέλη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Οι τροπολογίες για τα έγγραφα του προεδρείου πρέπει να περιέρχονται στον Γενικό Γραμματέα το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα που προηγείται της συνεδρίασης του προεδρείου, και σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες κατάθεσης· πρέπει δε να είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή αμέσως μετά τη μετάφρασή τους.

6.

Σε έκτακτες περιπτώσεις, ο πρόεδρος δύναται να προσφύγει σε γραπτή διαδικασία για την υιοθέτηση μιας απόφασης, η οποία δεν μπορεί να αφορά πρόσωπα. Ο πρόεδρος απευθύνει στα μέλη την πρόταση απόφασης και τα καλεί να του κοινοποιήσουν εγγράφως, και εντός προθεσμίας πέντε εργάσιμων ημερών, τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις τους. Εάν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις, η απόφαση υιοθετείται.

Άρθρο 38 —   Ο πρόεδρος

1.

Ο πρόεδρος διευθύνει τις εργασίες της ΕΤΠ.

2.

Η ΕΤΠ εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος δύναται να εκχωρήσει την αρμοδιότητα αυτή.

3.

Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, τον πρόεδρο αντιπροσωπεύει ο Α' αντιπρόεδρος· σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος και του Α' Αντιπροέδρου, τον πρόεδρο αντιπροσωπεύει ένας από τους άλλους αντιπροέδρους.

Γνωμοδοτήσεις, εκθέσεις και ψηφίσματα — Διαδικασία στο προεδρείο

Άρθρο 39 —   Γνωμοδοτήσεις — Νομική βάση

Η ετπ υιοθετεί τις γνωμοδοτήσεις της, σύμφωνα με το άρθρο 307 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α)

όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή ζητούν τη γνώμη της, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τις Συνθήκες και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο από το ένα από αυτά τα θεσμικά όργανα, ιδίως εφόσον πρόκειται για διασυνοριακή συνεργασία·

β)

ιδία πρωτοβουλία, στις περιπτώσεις που το κρίνει σκόπιμο·

γ)

όταν ζητείται η γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 304 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εφόσον η ίδια θεωρεί ότι διακυβεύονται συγκεκριμένα περιφερειακά συμφέροντα.

Άρθρο 40 —   Γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις — Ανάθεση σε επιτροπή

1.

Οι αιτήσεις γνωμοδότησης που υποβάλλουν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανατίθενται από τον πρόεδρο, όταν τις παραλαμβάνει, στην εκάστοτε αρμόδια επιτροπή. Το προεδρείο ενημερώνεται επ’ αυτού κατά την επόμενη συνεδρίαση.

2.

Σε περίπτωση που το θέμα μιας γνωμοδότησης ή έκθεσης εμπίπτει στις αρμοδιότητες περισσοτέρων της μιας επιτροπών, ο πρόεδρος ορίζει την κυρίως αρμόδια επιτροπή και, εάν κριθεί απαραίτητο, δύναται να προτείνει στο προεδρείο τη συγκρότηση ομάδας εργασίας αποτελούμενης από εκπροσώπους των ενδιαφερομένων επιτροπών.

3.

Εάν μια επιτροπή δεν συμφωνεί με την απόφαση που λαμβάνει ο πρόεδρος βάσει των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2, μπορεί, μέσω του προέδρου της, να ζητήσει από το προεδρείο να αποφανθεί για το θέμα.

Άρθρο 41 —   Ορισμός γενικού εισηγητή

1.

Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν είναι σε θέση να επεξεργασθεί ένα σχέδιο γνωμοδότησης ή έκθεσης εντός της προθεσμίας που τάσσει το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το προεδρείο δύναται να προτείνει τον ορισμό γενικού εισηγητή από την ολομέλεια, ο οποίος επιφορτίζεται με την υποβολή σχεδίου γνωμοδότησης ή έκθεσης απευθείας σε αυτήν.

2.

Όταν όμως η προθεσμία που τάσσουν το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν επαρκεί για τον ορισμό γενικού εισηγητή από την ολομέλεια της ΕΤΠ, γενικό εισηγητή μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος, ο οποίος ενημερώνει επ’ αυτού την ολομέλεια κατά την επόμενη σύνοδο.

3.

Και στις δύο περιπτώσεις, η ενδιαφερόμενη επιτροπή συνεδριάζει, ει δυνατόν, προκειμένου να διεξάγει γενική κατατοπιστική συζήτηση για το θέμα της γνωμοδότησης ή της έκθεσης.

Άρθρο 42 —   Γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις πρωτοβουλίας

1.

Προτάσεις για την κατάρτιση γνωμοδοτήσεων ή εκθέσεων πρωτοβουλίας μπορούν να υποβάλλονται προς έγκριση στο προεδρείο από τρία μέλη του, από μία επιτροπή μέσω του προέδρου της ή από τριάντα δύο μέλη της ΕΤΠ. Οι προτάσεις αυτές πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες, υποβάλλονται δε ταυτόχρονα με όλα τα λοιπά έγγραφα προς συζήτηση που προβλέπονται στο άρθρο 37 παράγραφος 4 και, ει δυνατόν, πριν από την υιοθέτηση του ετήσιου προγράμματος εργασίας.

2.

Το προεδρείο αποφασίζει με πλειοψηφία τριών τετάρτων των ψηφισάντων για τη συνέχεια που πρέπει να δίδεται σε προτάσεις κατάρτισης γνωμοδοτήσεων ή εκθέσεων πρωτοβουλίας. Η επεξεργασία των γνωμοδοτήσεων ή εκθέσεων πρωτοβουλίας ανατίθεται στην εκάστοτε αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 40. Ο πρόεδρος ενημερώνει την ολομέλεια για όλες τις αποφάσεις του προεδρείου που αφορούν την υιοθέτηση των εν λόγω προτάσεων και την ανάθεση των αντίστοιχων γνωμοδοτήσεων ή εκθέσεων πρωτοβουλίας.

3.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται, κατ’ αναλογία, και στις γνωμοδοτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39 στοιχείο γ).

Άρθρο 43 —   Υποβολή ψηφισμάτων

1.

Ψηφίσματα περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη μόνον όταν αυτά έχουν σχέση με τους τομείς δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφορούν σημαντικά ζητήματα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης και έχουν επίκαιρο χαρακτήρα.

2.

Σχέδια ψηφισμάτων ή αιτήσεις κατάρτισης ψηφίσματος μπορούν να υποβληθούν στην ΕΤΠ από τουλάχιστον τριάντα δύο μέλη ή από μία πολιτική ομάδα. Όλα τα εν λόγω σχέδια ή αιτήσεις υποβάλλονται στο προεδρείο εγγράφως και φέρουν τα ονόματα των μελών ή της πολιτικής ομάδας που τα υποστηρίζουν. Περιέρχονται δε στον Γενικό Γραμματέα τουλάχιστον τρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης του προεδρείου.

3.

Εάν το προεδρείο αποφασίσει ότι η ΕΤΠ πρέπει να καταρτίσει ένα σχέδιο ψηφίσματος ή να δώσει συνέχεια σε μια αίτηση κατάρτισης ψηφίσματος, δύναται:

α)

είτε να εγγράψει το σχέδιο ψηφίσματος στο προσχέδιο ημερήσιας διάταξης της συνόδου oλομέλειας, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1·

β)

είτε να ορίσει αρμόδια επιτροπή, στην οποία να τάξει προθεσμία για την επεξεργασία του σχεδίου ψηφίσματος· στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια επιτροπή καταρτίζει το σχέδιο αυτό σύμφωνα με τη διαδικασία που διέπει την επεξεργασία σχεδίων γνωμοδοτήσεων και εκθέσεων — εν προκειμένω, το άρθρο 51 δεν ισχύει·

γ)

είτε να εγγράψει το σχέδιο ψηφίσματος στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνόδου oλομέλειας, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 6 δεύτερη φράση. Σε αυτή την περίπτωση, το σχέδιο ψηφίσματος εξετάζεται κατά τη δεύτερη ημέρα της συνόδου.

4.

Σχέδια ψηφίσματος που αφορούν ένα απρόβλεπτο γεγονός συντελεσθέν μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζει η παράγραφος 2 (επείγοντα ψηφίσματα) και τα οποία πληρούν τους όρους της παραγράφου 1, μπορούν να υποβληθούν το αργότερο κατά την έναρξη της συνεδρίασης του προεδρείου. Εάν το προεδρείο διαπιστώσει ότι μια πρόταση σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της ΕΤΠ, την εξετάζει σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ). Τροπολογίες στα σχέδια επειγόντων ψηφισμάτων μπορεί να καταθέσει κάθε μέλος κατά τη διάρκεια της συνόδου oλομέλειας.

Άρθρο 44 —   Προβολή των γνωμοδοτήσεων, των εκθέσεων και των ψηφισμάτων

Το προεδρείο είναι επιφορτισμένο με την προβολή των γνωμοδοτήσεων, των εκθέσεων και των ψηφισμάτων που εκδίδει η ΕΤΠ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ

Άρθρο 45 —   Σύνθεση και αρμοδιότητες

1.

Κατά την έναρξη κάθε πενταετούς θητείας, η ολομέλεια συγκροτεί επιτροπές επιφορτισμένες με την προετοιμασία των εργασιών της, καθορίζει δε τη σύνθεση και τις αρμοδιότητές τους κατόπιν προτάσεως του προεδρείου.

2.

Η σύνθεση των επιτροπών πρέπει να αντικατοπτρίζει την εκπροσώπηση των κρατών μελών στην ΕΤΠ.

3.

Τα μέλη της ΕΤΠ πρέπει να μετέχουν σε μία τουλάχιστον επιτροπή, όχι όμως σε περισσότερες από δύο. Το προεδρείο δύναται να εγκρίνει παρεκκλίσεις για μέλη που ανήκουν σε εθνικές αντιπροσωπείες των οποίων τα μέλη είναι λιγότερα από τον αριθμό των επιτροπών.

Άρθρο 46 —   Πρόεδρος και αντιπρόεδροι

1.

Κατά την πρώτη συνεδρίασή της, κάθε επιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της έναν πρόεδρο, έναν Α' αντιπρόεδρο και, εάν το κρίνει αναγκαίο, δύο, κατ’ ανώτατο όριο, αντιπροέδρους.

2.

Εάν ο αριθμός των υποψηφίων αντιστοιχεί στον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, η εκλογή μπορεί να πραγματοποιηθεί διά βοής. Σε διαφορετική περίπτωση ή κατόπιν αιτήματος του ενός έκτου των μελών της επιτροπής, η εκλογή διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 παράγραφοι 2 έως 4 σχετικά με την εκλογή του προέδρου και του Α' Αντιπροέδρου της ΕΤΠ.

3.

Όταν ένα μέλος του προεδρείου απολέσει την ιδιότητα του μέλους της ΕΤΠ ή παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου ή αντιπροέδρου μιας επιτροπής, η χηρεύουσα θέση καλύπτεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 47 —   Καθήκοντα των επιτροπών

1.

Σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται από την ολομέλεια δυνάμει του άρθρου 45, οι επιτροπές συζητούν τις πολιτικές της Ένωσης. Ειδικότερα, καταρτίζουν σχέδια γνωμοδοτήσεων, εκθέσεων και ψηφισμάτων, τα οποία στη συνέχεια υποβάλλονται στην ολομέλεια προς υιοθέτηση.

2.

Οι επιτροπές καταρτίζουν το ετήσιο σχέδιο προγράμματος εργασιών τους σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες της ΕΤΠ και το υποβάλλουν προς έγκριση στο προεδρείο.

Άρθρο 48 —   Σύγκληση των επιτροπών και ημερήσια διάταξη

1.

Η ημερομηνία διεξαγωγής και η ημερήσια διάταξη μιας συνεδρίασης επιτροπής καθορίζονται από τον πρόεδρό της με τη σύμφωνη γνώμη του Α' αντιπροέδρου.

2.

Η επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Η πρόσκληση σε τακτική συνεδρίαση και η ημερήσια διάταξη αυτής πρέπει να περιέρχονται στα μέλη τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της συνεδρίασης.

3.

Σε περίπτωση που τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών μιας επιτροπής το ζητήσει εγγράφως, ο πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής οφείλει να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση, η οποία διεξάγεται το αργότερο εντός τεσσάρων εβδομάδων από την υποβολή της αίτησης. Η ημερήσια διάταξη της έκτακτης συνεδρίασης καταρτίζεται από τα μέλη που υποβάλλουν την αίτηση συγκλήσεως της. Η ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης αποστέλλεται στα μέλη ταυτόχρονα με τη σχετική πρόσκληση.

4.

Όλα τα σχέδια γνωμοδότησης και λοιπά έγγραφα προς συζήτηση που πρέπει να μεταφραστούν και να τεθούν στη διάθεση των μελών πριν από μία συνεδρίαση περιέρχονται στη γραμματεία της επιτροπής πέντε τουλάχιστον εβδομάδες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της εν λόγω συνεδρίασης. Διαβιβάζονται στα μέλη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της συνεδρίασης. Οι ανωτέρω προθεσμίες μπορούν να τροποποιηθούν από τον πρόεδρο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Άρθρο 49 —   Δημοσιότητα των εργασιών

1.

Οι συνεδριάσεις των επιτροπών είναι δημόσιες, εκτός εάν μία επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά για ολόκληρη τη συνεδρίαση ή για ένα συγκεκριμένο σημείο της ημερήσιας διάταξης.

2.

Εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και άλλες προσωπικότητες, μπορούν να προσκληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις των επιτροπών και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών τους.

Άρθρο 50 —   Προθεσμίες για την κατάρτιση γνωμοδοτήσεων και εκθέσεων

1.

Οι επιτροπές υποβάλλουν τα σχέδια γνωμοδοτήσεων και εκθέσεων εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από το διοργανικό χρονοδιάγραμμα. Εξετάζουν ένα σχέδιο γνωμοδότησης ή έκθεσης σε δύο, κατ’ ανώτατο όριο, συνεδριάσεις, στις οποίες δεν συνυπολογίζεται η πρώτη συνεδρίαση, που είναι αφιερωμένη στην οργάνωση των εργασιών.

2.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το προεδρείο μπορεί να εγκρίνει τη διεξαγωγή περαιτέρω συνεδριάσεων για την εξέταση ενός σχεδίου γνωμοδότησης ή έκθεσης, ή να παρατείνει την προθεσμία υποβολής του.

Άρθρο 51 —   Περιεχόμενο των γνωμοδοτήσεων και των εκθέσεων

1.

Μια γνωμοδότηση ή έκθεση της ΕΤΠ παρουσιάζει τις απόψεις και τις συστάσεις της για το υπό συζήτηση θέμα καθώς και, ενδεχομένως, συγκεκριμένες προτάσεις τροποποίησης του υπό εξέταση εγγράφου.

2.

Στις γνωμοδοτήσεις της ΕΤΠ περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στην εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

3.

Στις γνωμοδοτήσεις και τις εκθέσεις περιλαμβάνεται, επίσης, αναφορά, όποτε αυτό είναι δυνατό, στον αναμενόμενο αντίκτυπο επί των διοικητικών πρακτικών και των τοπικών και περιφερειακών οικονομικών.

4.

Εάν κρίνεται σκόπιμο, καταρτίζεται σχετική αιτιολογική έκθεση υπό την ευθύνη του εισηγητή, η οποία δεν υποβάλλεται σε ψηφοφορία. Το περιεχόμενό της, ωστόσο, πρέπει να συμφωνεί με το κείμενο της γνωμοδότησης που τίθεται σε ψηφοφορία.

Άρθρο 52 —   Παρακολούθηση της συνέχειας που δίδεται στις γνωμοδοτήσεις της ΕΤΠ

1.

Κατά το διάστημα που ακολουθεί την υιοθέτηση μιας γνωμοδότησης, ο πρόεδρος και ο εισηγητής της επιτροπής που είχε οριστεί αρμόδια για την κατάρτιση του σχεδίου γνωμοδότησης, επικουρούμενοι από τη Γενική Γραμματεία, παρακολουθούν τη διεξαγωγή της διαδικασίας βάσει της οποίας ζητήθηκε η διαβούλευση με την ΕΤΠ.

2.

Όταν η εν λόγω επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, δύναται να ζητήσει από το προεδρείο έγκριση για την κατάρτιση αναθεωρημένου σχεδίου γνωμοδότησης για το ίδιο θέμα και, ει δυνατόν, από τον ίδιο εισηγητή, προκειμένου να συνεκτιμήσει τις εξελίξεις της συγκεκριμένης διαδικασίας και να ανταποκριθεί αναλόγως.

3.

Η επιτροπή συνέρχεται, ει δυνατόν, ώστε να προβεί σε συζήτηση και υιοθέτηση του αναθεωρημένου σχεδίου γνωμοδότησης, το οποίο υποβάλλεται στην ολομέλεια για την προσεχή σύνοδο.

4.

Στην περίπτωση όπου η διαδικασία βάσει της οποίας ζητήθηκε η διαβούλευση με την ΕΤΠ βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, και συνεπώς η αρμόδια επιτροπή δεν διαθέτει επαρκή χρόνο ώστε να αποφανθεί, ο πρόεδρος της επιτροπής αυτής ενημερώνει απευθείας τον πρόεδρο της ΕΤΠ, προκειμένου να εγκρίνει την προσφυγή στη διαδικασία ορισμού γενικού εισηγητή, σύμφωνα με το άρθρο 41.

Άρθρο 53 —   Προσφυγή για παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας

1.

Η άσκηση προσφυγής, ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας, κατά νομοθετικής πράξης για την υιοθέτηση της οποίας η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει τη διαβούλευση με την ΕΤΠ, μπορεί να προταθεί από τον πρόεδρο της ΕΤΠ ή από την επιτροπή που είχε οριστεί αρμόδια για την κατάρτιση του σχετικού σχεδίου γνωμοδότησης.

2.

Η εν λόγω επιτροπή αποφαίνεται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, αφού πρώτα εξακριβωθεί η απαρτία που προβλέπεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1. Η πρόταση της επιτροπής υποβάλλεται προς απόφαση είτε στην ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχείο ζ), είτε στο προεδρείο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36 στοιχείο ι). Η επιτροπή αιτιολογεί την πρότασή της σε λεπτομερή έκθεση, όπου τεκμηριώνεται, στη δεύτερη περίπτωση, και η επείγουσα περίσταση που δικαιολογεί την προσφυγή σε απόφαση βάσει του άρθρου 36 στοιχείο ι).

Άρθρο 54 —   Παράβαση της υποχρεωτικής διαβούλευσης με την ΕΤΠ

1.

Όταν δεν ζητηθεί η γνώμη της ΕΤΠ στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο πρόεδρος της ΕΤΠ ή μία επιτροπή μπορεί να προτείνει την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόταση υποβάλλεται είτε στην ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχείο ζ), είτε στο προεδρείο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36 στοιχείο ι).

2.

Η εν λόγω επιτροπή αποφαίνεται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, αφού πρώτα εξακριβωθεί η απαρτία που προβλέπεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1. Η επιτροπή αιτιολογεί την πρότασή της σε λεπτομερή έκθεση, όπου τεκμηριώνεται, στη δεύτερη περίπτωση, και η επείγουσα περίσταση που δικαιολογεί την προσφυγή σε απόφαση βάσει του άρθρου 36 στοιχείο ι).

Άρθρο 55 —   Έκθεση επί του αντικτύπου των γνωμοδοτήσεων

Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, η Γενική Γραμματεία υποβάλλει έκθεση στην ολομέλεια σχετικά με τον αντίκτυπο των γνωμοδοτήσεων της ΕΤΠ. Την καταρτίζει με βάση, κυρίως, τα στοιχεία που της κοινοποιούνται, προς τον σκοπό αυτόν, από την εκάστοτε αρμόδια επιτροπή, καθώς και τις πληροφορίες που συγκεντρώνει από τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα.

Άρθρο 56 —   Εισηγητές

1.

Κατόπιν προτάσεως του προέδρου της, κάθε επιτροπή ορίζει έναν ή, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύο εισηγητές για την επεξεργασία σχεδίου γνωμοδότησης ή έκθεσης.

2.

Κατά τον ορισμό των εισηγητών, κάθε επιτροπή διασφαλίζει την ισόρροπη κατανομή των γνωμοδοτήσεων και εκθέσεων.

3.

Σε επείγουσες περιπτώσεις, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να εφαρμόσει γραπτή διαδικασία για τον ορισμό εισηγητή. Ο πρόεδρος της επιτροπής καλεί τα μέλη της να του κοινοποιήσουν εγγράφως και εντός τριών εργάσιμων ημερών τυχόν αντιρρήσεις τους ως προς τον ορισμό του προτεινόμενου εισηγητή. Σε περίπτωση αντιρρήσεων, ο πρόεδρος και ο Α' αντιπρόεδρος αποφασίζουν από κοινού.

4.

Ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος που έχει οριστεί εισηγητής παραχωρεί την προεδρία, κατά την εξέταση του σχεδίου γνωμοδότησης ή έκθεσής του, σε άλλο μέλος του προεδρείου ή, απουσία αυτών, στο πρεσβύτερο παρόν μέλος.

5.

Όταν ένας εισηγητής απολέσει την ιδιότητα του μέλους ή αναπληρωτή της ΕΤΠ, ορίζεται νέος εισηγητής από την ίδια πολιτική ομάδα εντός της επιτροπής, ενδεχομένως με προσφυγή στη διαδικασία της παραγράφου 3.

Άρθρο 57 —   Ομάδες εργασίας

1.

Οι επιτροπές μπορούν, σε περίπτωση που αυτό ενδείκνυται, να συγκροτούν ομάδες εργασίας με την έγκριση του προεδρείου. Ορισμένα μέλη των ομάδων αυτών είναι δυνατόν να προέρχονται και από άλλη επιτροπή.

2.

Εάν ένα μέλος ομάδας εργασίας κωλύεται να παραστεί σε μια συνεδρίαση, δύναται να αντιπροσωπευθεί από άλλο μέλος ή αναπληρωτή, από την ίδια πολιτική ομάδα, που να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εφεδρικών μελών της συγκεκριμένης ομάδας εργασίας.

3.

Κάθε ομάδα εργασίας μπορεί να ορίζει έναν πρόεδρο και έναν αντιπρόεδρο μεταξύ των μελών της.

Άρθρο 58 —   Εμπειρογνώμονες

1.

Τα μέλη των επιτροπών μπορούν να ζητούν τη συνδρομή ενός εμπειρογνώμονα.

2.

Μια επιτροπή δύναται να ορίσει εμπειρογνώμονες είτε για να συνδράμουν την ίδια στις εργασίες της είτε για να συνδράμουν τις ομάδες εργασίας που αυτή έχει συστήσει. Οι εν λόγω εμπειρογνώμονες μπορούν, κατόπιν προσκλήσεως του προέδρου, να παρίστανται σε συνεδριάσεις της επιτροπής ή μιας εκ των ομάδων εργασίας.

3.

Μόνον οι εμπειρογνώμονες των εισηγητών και οι εμπειρογνώμονες που έχουν προσκληθεί από την επιτροπή δικαιούνται επιστροφής των εξόδων ταξιδίου και διαμονής.

Άρθρο 59 —   Απαρτία

1.

Στις συνεδριάσεις των επιτροπών, απαρτία υπάρχει όταν παρίστανται περισσότερα από τα μισά μέλη αυτών.

2.

Η απαρτία εξακριβώνεται κατόπιν αιτήματος ενός μέλους και εφόσον δέκα τουλάχιστον μέλη ψηφίσουν υπέρ του αιτήματος αυτού. Εάν δεν έχει ζητηθεί η εξακρίβωση της απαρτίας, όλες οι ψηφοφορίες είναι έγκυρες, ανεξάρτητα από τον αριθμό των παρόντων μελών. Εάν διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει απαρτία, η επιτροπή μπορεί να συνεχίσει τις συζητήσεις της για τα υπόλοιπα σημεία της ημερήσιας διάταξης που δεν απαιτούν ψηφοφορία· αναβάλει για την επόμενη συνεδρίαση την εξέταση και ψήφιση των σημείων της ημερήσιας διάταξης που θα παραμείνουν σε εκκρεμότητα.

Άρθρο 60 —   Ψηφοφορία

1.

Οι αποφάσεις λαμβάνονται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων. Ισχύουν δε οι διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 2.

2.

Εάν μια επιτροπή διακόψει την ψηφοφορία για μια γνωμοδότηση, μπορεί να αποφασίσει, με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, να θέσει εκ νέου σε ψηφοφορία τις ήδη υιοθετηθείσες τροπολογίες όταν θα αποφανθεί για το σύνολο του κειμένου.

Άρθρο 61 —   Τροπολογίες

1.

Οι τροπολογίες πρέπει να περιέρχονται στη γραμματεία της επιτροπής τουλάχιστον επτά πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της συνεδρίασης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο πρόεδρος μπορεί να ορίσει διαφορετική προθεσμία.

Τροπολογίες μπορούν να καταθέτουν στην επιτροπή αποκλειστικά μέλη της ίδιας επιτροπής ή άλλα μέλη ή αναπληρωτές που έχουν εξουσιοδοτηθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 2, καθώς επίσης, αποκλειστικά για τη δική του έκθεση, ο μη εξουσιοδοτημένος αναπληρωτής ο οποίος έχει ορισθεί εισηγητής.

Το δικαίωμα κατάθεσης τροπολογιών για την εκάστοτε συνεδρίαση επιτροπής ασκείται, αποκλειστικά, είτε από ένα μέλος της επιτροπής αυτής είτε από ένα άλλο μέλος —τακτικό ή αναπληρωματικό— δεόντως εξουσιοδοτημένο. Οι τροπολογίες που έχουν κατατεθεί έγκυρα πριν από την απώλεια της ιδιότητας του μέλους ή του αναπληρωτή της ΕΤΠ ή πριν από την εκχώρηση δικαιώματος ψήφου ή την ανάκληση αυτής παραμένουν έγκυρες.

Οι τροπολογίες μεταφράζονται κατά προτεραιότητα και κοινοποιούνται στον εισηγητή, ώστε να δύναται αυτός να διαβιβάσει τις δικές του τροπολογίες στη Γενική Γραμματεία τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης. Οι τροπολογίες του εισηγητή αναφέρονται ρητώς σε μία ή περισσότερες από τις τροπολογίες του πρώτου εδαφίου. Μόλις μεταφραστούν, οι τροπολογίες του εισηγητή καθίστανται διαθέσιμες ηλεκτρονικά για τηλεφόρτωση. Διανέμονται στα μέλη σε έντυπη μορφή, το αργότερο κατά την έναρξη της συνεδρίασης.

Οι διατάξεις του άρθρου 24 παράγραφοι 1 έως 5 ισχύουν κατ’ αναλογίαν.

2.

Η ψηφοφορία επί των τροπολογιών διεξάγεται σύμφωνα με τη σειρά αρίθμησης των παραγράφων του υπό εξέταση σχεδίου γνωμοδότησης ή έκθεσης. Ακολουθεί τελική ψηφοφορία, η οποία αφορά το σύνολο του κειμένου.

3.

Μετά την υιοθέτηση του σχεδίου γνωμοδότησης ή έκθεσης από την επιτροπή, ο πρόεδρός της το διαβιβάζει στον πρόεδρο της ΕΤΠ.

Άρθρο 62 —   Απόφαση περί μη καταρτίσεως γνωμοδότησης ή έκθεσης

Εάν η αρμόδια επιτροπή (κατά περίπτωση, η κυρίως αρμόδια επιτροπή) κρίνει ότι στην πρόταση που της έχει ανατεθεί προς εξέταση δεν διακυβεύονται περιφερειακά ή τοπικά συμφέροντα ή ότι αυτή στερείται πολιτικής σημασίας, μπορεί να αποφασίσει να μην καταρτίσει γνωμοδότηση ή έκθεση.

Άρθρο 63 —   Γραπτή διαδικασία

1.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο πρόεδρος μιας επιτροπής μπορεί να προσφύγει σε γραπτή διαδικασία για την υιοθέτηση απόφασης σχετικά με τη λειτουργία της επιτροπής του.

2.

Ο πρόεδρος αποστέλλει την πρόταση απόφασης στα μέλη και τα καλεί να του γνωστοποιήσουν εγγράφως τυχόν αντιρρήσεις τους, εντός προθεσμίας τριών εργάσιμων ημερών.

3.

Εάν δεν υποβληθούν αντιρρήσεις, η απόφαση υιοθετείται.

Άρθρο 64 —   Τοποθέτηση υπό μορφήν επιστολής

1.

Στην περίπτωση αίτησης διαβούλευσης για την οποία κρίνεται μεν επιθυμητή η γνωμοδότηση της ΕΤΠ αλλά, για λόγους προτεραιοτήτων ή/και επειδή έχουν ήδη πρόσφατα υιοθετηθεί σχετικές γνωμοδοτήσεις, δεν θεωρείται απαραίτητη η έκδοση νέας γνωμοδότησης, η ενδιαφερόμενη επιτροπή δύναται να αποφασίσει τη μη κατάρτιση γνωμοδότησης. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΤΠ δύναται να ανταποκριθεί στο αίτημα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μορφή επιστολής, την οποία υπογράφει ο πρόεδρος της ΕΤΠ.

2.

Η προετοιμασία της επιστολής ανατίθεται στον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής, ο οποίος συμβουλεύεται τους εισηγητές των προηγούμενων σχετικών γνωμοδοτήσεων.

3.

Εάν οι προθεσμίες το επιτρέπουν, η επιστολή υποβάλλεται προς συζήτηση στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής, προτού να υποβληθεί στον πρόεδρο της ΕΤΠ προς υπογραφή.

Άρθρο 65 —   Διατάξεις εφαρμοστέες στις επιτροπές

Το άρθρο 11, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 17 παράγραφοι 1 έως 3 και το άρθρο 20 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΠ

Άρθρο 66 —   Γενική Γραμματεία

1.

Η ΕΤΠ επικουρείται από μια Γενική Γραμματεία.

2.

Η Γενική Γραμματεία διευθύνεται από έναν Γενικό Γραμματέα.

3.

Το προεδρείο, κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα, προβαίνει στην οργάνωση της Γενικής Γραμματείας με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία της ΕΤΠ και των οργάνων της και να επικουρούνται τα μέλη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Προς τούτο, καθορίζει τις υπηρεσίες που πρέπει να παρέχει η Γενική Γραμματεία στα μέλη, στις εθνικές αντιπροσωπείες, στις πολιτικές ομάδες και στα μη εγγεγραμμένα μέλη.

4.

Η Γενική Γραμματεία τηρεί τα πρακτικά των συνεδριάσεων των οργάνων της ΕΤΠ.

Άρθρο 67 —   Γενικός γραμματέας

1.

Ο γενικός γραμματέας επωμίζεται την εκτέλεση των αποφάσεων που λαμβάνουν το προεδρείο ή ο πρόεδρος, κατ’ εφαρμογή του παρόντος εσωτερικού κανονισμού και του ισχύοντος νομικού πλαισίου. Συμμετέχει στις συνεδριάσεις του προεδρείου με συμβουλευτικό ρόλο και τηρεί τα πρακτικά των συνεδριάσεων αυτών.

2.

Ο γενικός γραμματέας ασκεί τα καθήκοντά του υπό την εποπτεία του προέδρου, ο οποίος εκπροσωπεί το προεδρείο.

Άρθρο 68 —   Διορισμός του Γενικού Γραμματέα

1.

Το προεδρείο διορίζει τον Γενικό Γραμματέα με απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψηφισάντων και αφού εξακριβωθεί η απαρτία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 πρώτη φράση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 και των λοιπών σχετικών διατάξεων του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.

Ο γενικός γραμματέας διορίζεται για μία πενταετία. Οι ειδικοί όροι της σύμβασης προσλήψεώς του καθορίζονται από το προεδρείο.

Η θητεία του γενικού γραμματέα είναι ανανεώσιμη μία μόνο φορά, για μέγιστο διάστημα άλλων πέντε ετών.

3.

Όσον αφορά τον Γενικό Γραμματέα, οι εξουσίες οι οποίες, βάσει του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, ανατίθενται στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων πρόσληψης αρχή, ασκούνται από το προεδρείο.

Άρθρο 69 —   Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

1.

Οι εξουσίες οι οποίες, βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ασκούνται:

όσον αφορά τους υπαλλήλους των βαθμών 5 έως 12 της ομάδας καθηκόντων AD και τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST, από τον Γενικό Γραμματέα·

όσον αφορά τους λοιπούς μόνιμους υπαλλήλους, από το προεδρείο κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα.

2.

Οι εξουσίες οι οποίες, βάσει του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, ανατίθενται στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων πρόσληψης αρχή, ασκούνται:

όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους των βαθμών 5 έως 12 της ομάδας καθηκόντων AD και τους έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST, από τον Γενικό Γραμματέα·

όσον αφορά τους λοιπούς έκτακτους υπαλλήλους, από το προεδρείο κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα·

όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους του ιδιαίτερου γραφείου του προέδρου ή του Α' Αντιπροέδρου:

για τους βαθμούς 5 έως 12 της ομάδας καθηκόντων AD και για την ομάδα καθηκόντων AST, από τον Γενικό Γραμματέα κατόπιν προτάσεως του προέδρου·

για τους λοιπούς βαθμούς της ομάδας καθηκόντων AD, από το προεδρείο κατόπιν προτάσεως του προέδρου.

Οι έκτακτοι υπάλληλοι που απασχολούνται στο ιδιαίτερο γραφείο του προέδρου ή του Αντιπροέδρου προσλαμβάνονται έως τη λήξη της θητείας αυτών·

όσον αφορά τους συμβασιούχους υπαλλήλους, τους ειδικούς συμβούλους και τους τοπικούς υπαλλήλους, από τον Γενικό Γραμματέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 70 —   Συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών

Το προεδρείο συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών όταν λαμβάνει αποφάσεις συμφώνως προς τα άρθρα 68 και 69.

Άρθρο 71 —   Επιτροπή Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων

1.

Το προεδρείο συγκροτεί, δυνάμει του άρθρου 36, μια συμβουλευτική Επιτροπή Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων, της οποίας πρόεδρος ορίζεται ένα μέλος του προεδρείου.

2.

Η Επιτροπή Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων επωμίζεται τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

την εξέταση και υιοθέτηση του προσωρινού σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων, το οποίο υποβάλλεται από τον Γενικό Γραμματέα, σύμφωνα με το άρθρο 72·

β)

την κατάρτιση σχεδίων οδηγιών και αποφάσεων του προεδρείου για οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα μέλη και τους αναπληρωτές.

3.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων εκπροσωπεί την ΕΤΠ ενώπιον των αρμόδιων για τον προϋπολογισμό αρχών της Ένωσης.

Άρθρο 72 —   Προϋπολογισμός

1.

Η Επιτροπή Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων υποβάλλει στο προεδρείο προσωρινό σχέδιο κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων της ΕΤΠ για το επόμενο οικονομικό έτος. Το προεδρείο υποβάλλει το σχέδιο κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων στην ολομέλεια προς έγκριση.

2.

Η ολομέλεια υιοθετεί την κατάσταση των προβλεπόμενων εξόδων και εσόδων της ΕΤΠ και τη διαβιβάζει εγκαίρως στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ώστε να είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που ορίζουν οι δημοσιονομικές διατάξεις.

3.

Ο πρόεδρος της ΕΤΠ, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων, αναλαμβάνει ο ίδιος ή αναθέτει την εκτέλεση της κατάστασης των προβλεπόμενων εξόδων και εσόδων, στο πλαίσιο των εγκεκριμένων από το προεδρείο εσωτερικών δημοσιονομικών διατάξεων. Ασκεί τα καθήκοντα αυτά σύμφωνα με τις διατάξεις του Δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

*

* *

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΑΛΛΑ ΟΡΓΑΝΑ

Άρθρο 73 —   Συμφωνίες συνεργασίας

Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ΕΤΠ, το προεδρείο δύναται, κατόπιν προτάσεως του γενικού γραμματέα, να συνάπτει συμφωνίες με άλλες αρχές ή οργανισμούς.

Άρθρο 74 —   Διαβίβαση και δημοσίευση των γνωμοδοτήσεων, εκθέσεων και ψηφισμάτων

1.

Οι γνωμοδοτήσεις και οι εκθέσεις της ΕΤΠ, καθώς και οι ανακοινώσεις σχετικά με την εφαρμογή απλουστευμένης διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 26 ή σχετικά με τη μη κατάρτιση γνωμοδότησης ή έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 62, απευθύνονται στο Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διαβιβάζονται δε στα όργανα αυτά, όπως και τα ψηφίσματα, από τον πρόεδρο.

2.

Οι γνωμοδοτήσεις, οι εκθέσεις και τα ψηφίσματα της ΕΤΠ δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Άρθρο 75 —   Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα

1.

Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε ένα κράτος μέλος, έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Επιτροπής των Περιφερειών, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που θέτει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και σύμφωνα με τις διατάξεις που έχει θεσπίσει το προεδρείο της ΕΤΠ. Κατά τον ίδιο τρόπο, πρόσβαση στα έγγραφα της Επιτροπής των Περιφερειών παρέχεται, στο μέτρο του δυνατού, και σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

2.

Η ΕΤΠ τηρεί μητρώο των εγγράφων της. Προς τον σκοπό αυτό, το προεδρείο υιοθετεί εσωτερικούς κανόνες που διέπουν τους όρους πρόσβασης και καταρτίζει τον κατάλογο των εγγράφων στα οποία παρέχεται άμεση πρόσβαση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

Άρθρο 76 —   Γλωσσικό καθεστώς της διερμηνείας

Στο μέτρο του δυνατού, αξιοποιούνται τα κατάλληλα μέσα ώστε να διευκολύνεται η τήρηση των ακόλουθων αρχών ως προς το γλωσσικό καθεστώς της διερμηνείας:

α)

Οι συζητήσεις της ΕΤΠ διεξάγονται στις επίσημες γλώσσες, εκτός αν το προεδρείο αποφασίσει διαφορετικά.

β)

Όλα τα μέλη έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται στη σύνοδο oλομέλειας σε όποια επίσημη γλώσσα επιλέγουν. Δηλώσεις σε μία από τις επίσημες γλώσσες αποτελούν αντικείμενο διερμηνείας στις λοιπές επίσημες γλώσσες και σε όποια άλλη γλώσσα το προεδρείο κρίνει απαραίτητο.

γ)

Στις συνεδριάσεις του προεδρείου, των επιτροπών και των ομάδων εργασίας διατίθεται διερμηνεία από και προς τις γλώσσες που χρησιμοποιούν τα μέλη που επιβεβαίωσαν τη συμμετοχή τους στη συνεδρίαση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ

Άρθρο 77 —   Αναθεώρηση του εσωτερικού κανονισμού

1.

Η ολομέλεια αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της κατά πόσον ενδείκνυται γενική ή μερική αναθεώρηση του παρόντος εσωτερικού κανονισμού.

2.

Αναθέτει σε ειδική επιτροπή τη σύνταξη έκθεσης και σχεδίου κειμένου, βάσει των οποίων προβαίνει στην έγκριση των νέων διατάξεων με την πλειοψηφία των μελών της. Οι νέες διατάξεις τίθενται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 78 —   Οδηγίες του προεδρείου

Το προεδρείο δύναται να εκδίδει οδηγίες για τους όρους εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος εσωτερικού κανονισμού, εντός των πλαισίων αυτού.

Άρθρο 79 —   Έναρξη της ισχύος του εσωτερικού κανονισμού

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


IV Πράξεις εγκριθείσες, πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, της συνθήκης ΕΕ και της συνθήκης Ευρατόμ

9.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 6/32


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 30ής Σεπτεμβρίου 2009

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 2/09 (πρώην N 221/08 και N 413/08), την οποία σκοπεύει να χορηγήσει η Γερμανία για τον εκσυγχρονισμό των γενικών όρων για επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 7387]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2010/13/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (1) και έλαβε υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2008, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή αυθημερόν, η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή για λόγους ασφάλειας του δικαίου δύο μέτρα σχετικά με την επιβολή φόρων επιτηδεύματος και την απαλλαγή από τον περιορισμό της μεταφοράς ζημιών (N 221/08). Με έγγραφα της 26ης Ιουνίου και 23ης Οκτωβρίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες. Η Γερμανία απάντησε με επιστολές της 24ης Ιουλίου και 21ης Νοεμβρίου 2008, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν αυθημερόν.

(2)

Με έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2008, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή αυθημερόν, η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή, επίσης για λόγους ασφάλειας του δικαίου, ένα τρίτο μέτρο σχετικά με φορολογικές απαλλαγές προς ιδιώτες επενδυτές (N 413/08). Την 9η Οκτωβρίου 2008 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της Γερμανίας και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Στη συνέχεια, η Γερμανία διαβίβασε πρόσθετες πληροφορίες με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2008, που πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν.

(3)

Στις 28 Ιανουαρίου 2009 η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας και για τα τρία μέτρα. Περίληψη της απόφασης δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 14 Μαρτίου 2009 (2). Η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της για την εν λόγω απόφαση κίνησης της διαδικασίας με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2009 που πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν. Τρίτοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με έγγραφα της 9ης και 14ης Απριλίου 2009 που πρωτοκολλήθηκαν αυθημερόν. Η Γερμανία ενημερώθηκε σχετικά με τις παρατηρήσεις αυτές στις 23 Απριλίου 2009 και απάντησε με έγγραφο της 22ας Μαΐου 2009 που πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

2.1.   Σκοπός των μέτρων και προϋπολογισμός

(4)

Οι κοινοποιήσεις περιλαμβάνουν τρία φορολογικά μέτρα και δύο ορισμούς σε σχέση με τους δικαιούχους. Τα μέτρα έχουν ενταχθεί στο νόμο σχετικά με τον εκσυγχρονισμό των γενικών όρων για τις επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου (MoRaKG) και έχουν ως κοινό στόχο τη διευκόλυνση της χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων σε συγκεκριμένη ομάδα επιχειρήσεων που ορίζονται ως «επιχειρήσεις-στόχοι».

(5)

Το πρώτο μέτρο (που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό N 221/08) έχει ως στόχο τη διευκόλυνση της χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων μέσω της θέσπισης ειδικών κριτήριων οριοθέτησης σε σχέση με την υποχρέωση καταβολής φόρου επιτηδεύματος εκ μέρους των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου. Η Γερμανία εκτιμά ότι η εφαρμογή του μέτρου θα οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 90 εκατ. ευρώ ετησίως.

(6)

Το δεύτερο μέτρο (που καταχωρήθηκε επίσης με αριθμό N 221/08) αποδυναμώνει τις αυστηρές διατάξεις για την προστασία από την κατάχρηση του δικαιώματος αφαίρεσης ζημιών, παρέχοντας στις εταιρείες-στόχους τη δυνατότητα να μεταφέρουν ζημίες σε περίπτωση που κάποια εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου αποκτήσει συμμετοχή σε αυτές. Η Γερμανία εκτιμά ότι το μέτρο αυτό θα οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 385 εκατ. ετησίως.

(7)

Το τρίτο μέτρο (που καταχωρήθηκε με αριθμό N 413/08) προβλέπει ότι τα φυσικά πρόσωπα που επενδύουν σε εταιρείες-στόχους (εφεξής θα αναφέρονται και ως «ιδιώτες επενδυτές») θα δικαιούνται απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος στην περίπτωση επίτευξης υπεραξίας κατά την εκποίηση. Παρότι η φορολογική απαλλαγή παρέχεται άμεσα στους ιδιώτες επενδυτές, οι εταιρείες-στόχοι ενδέχεται να ευνοηθούν έμμεσα από το μέτρο αυτό, καθώς θα λαμβάνουν μεγαλύτερες επενδύσεις. Η Γερμανία εκτιμά ότι το μέτρο αυτό θα οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 30 εκατ. ευρώ ετησίως.

2.2.   Δικαιούχοι των μέτρων

(8)

Τα τρία φορολογικά μέτρα που περιέχονται στον MoRaKG παρέχουν πλεονεκτήματα σε εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου και εταιρείες-στόχους υπό την έννοια του MoRaKG, καθώς και σε ιδιώτες επενδυτές που έχουν μεγάλη περιουσία (εφεξής «business angels»), κατά τον ακόλουθο τρόπο:

 

Απαλλαγή από τον φόρο επιτηδεύματος

Εξαίρεση από την απαγόρευση μεταφοράς ζημιών

Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος

Εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου

Άμεσα

Έμμεσα

Όχι

Εταιρείες-στόχοι

Όχι

Άμεσα

Έμμεσα

Ιδιώτες επενδυτές

Όχι

Όχι

Άμεσα

(9)

Εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου είναι αυτές που αναγνωρίζονται από την Ομοσπονδιακή Εποπτική Αρχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (BaFin) και δεν έχουν συγχρόνως καταχωρηθεί ως εταιρείες επενδύσεων μετοχικού κεφαλαίου (3). Για την αναγνώριση μιας εταιρείας ως εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου θα πρέπει επίσης να συντρέχουν και οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

καταστατικός σκοπός της εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου πρέπει να είναι η απόκτηση, η κατοχή, η διαχείριση και η πώληση συμμετοχών επιχειρηματικού κεφαλαίου. Το 70 % των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται η εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου πρέπει να αποτελείται από συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιρειών-στόχων,

η εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου πρέπει να έχει την έδρα και τη διοίκησή της στη Γερμανία,

το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου ή οι εισφορές των εταίρων της θα πρέπει να ανέρχονται σύμφωνα με το καταστατικό της σε τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ,

η εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου πρέπει να έχει τουλάχιστο δύο διαχειριστές οι οποίοι να είναι αξιόπιστοι και να διαθέτουν τις ειδικές επαγγελματικές γνώσεις που απαιτούνται για τη διοίκηση μιας εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου.

(10)

Οι εταιρείες-στόχοι πρέπει να έχουν τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας και επιπλέον να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

να έχουν την έδρα και τη διοίκησή τους σε κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου,

κατά τον χρόνο της απόκτησης της συμμετοχής εκ μέρους της εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου, τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας-στόχου δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 20 εκατ. ευρώ,

μεταξύ του χρόνου ίδρυσης της εταιρείας-στόχου και του χρόνου απόκτησης της συμμετοχής εκ μέρους της εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου δεν πρέπει να έχουν παρέλθει περισσότερα από δέκα έτη,

κατά τον χρόνο της απόκτησης της συμμετοχής εκ μέρους της εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου, η εταιρεία-στόχος δεν πρέπει να έχει κινητές αξίες εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ισοδύναμη αγορά.

(11)

Το μέτρο, στον ορισμό της εταιρείας-στόχου, δεν περιέχει στοιχεία σχετικά με την προβληματική επιχείρηση (4).

2.3.   Φόρος επιτηδεύματος

2.3.1.   Ιστορικό

(12)

Ο φόρος επιτηδεύματος επιβάλλεται στη Γερμανία από τις τοπικές αρχές επί οικονομικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από μία επιχειρηματική εγκατάσταση στην περιφέρεια ενός δήμου ή μιας κοινότητας. Το σκεπτικό είναι ότι οι επιχειρηματικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να συμμετέχουν στο κόστος των υποδομών που χρησιμοποιούν. Ο φόρος επιτηδεύματος καταβάλλεται από όλες τις επιχειρήσεις που ασκούν εμπορική δραστηριότητα κατά την έννοια των διατάξεων της νομοθεσίας για τη φορολογία επιτηδεύματος και εισοδήματος, ανεξαρτήτως της εταιρικής τους μορφής. Οι κεφαλαιουχικές εταιρείες τεκμαίρεται κατά κανόνα ότι ασκούν εμπορική δραστηριότητα. Στις προσωπικές εταιρείες γίνεται η ακόλουθη διάκριση, ανάλογα με τη δραστηριότητά τους: οι επιχειρήσεις που έχουν τη μορφή της προσωπικής εταιρείας δεν είναι υπόχρεες φόρου επιτηδεύματος αν ασκούν δραστηριότητες διαχείρισης περιουσίας, ενώ αντιθέτως υπάγονται σε φορολογία επιτηδεύματος σε περίπτωση που η δραστηριότητά τους είναι εμπορική.

(13)

Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε έγγραφο (5) (εφεξής «έγγραφο του 2003») σχετικά με την οριοθέτηση των δραστηριοτήτων διαχείρισης περιουσίας και των εμπορικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από εταιρείες κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, οι εταιρείες κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών και τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια υπόκεινται σε φορολογία επιτηδεύματος αν η δραστηριότητά τους χαρακτηριστεί ως εμπορική. Αντιθέτως, δεν υπόκεινται σε φορολογία επιτηδεύματος αν η δραστηριότητά τους περιορίζεται στη διαχείριση περιουσίας. Το έγγραφο του 2003 βασίζεται σε απόφαση του Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακού Φορολογικού Δικαστηρίου) της 25ης Ιουλίου 2001 (6). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η δραστηριότητα εταιρειών κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών ή ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων δεν θεωρείται εμπορική εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

δεν χρησιμοποιούνται τραπεζικά δάνεια και δεν λαμβάνονται εξασφαλίσεις,

δεν υφίσταται πλήρης ιδία οργάνωση της διαχείρισης του ενεργητικού της εταιρείας και η γραμματειακή υποστήριξη δεν υπερβαίνει σε μέγεθος αυτήν που συνήθως απαιτείται για τη διαχείριση μιας μεγάλης ιδιωτικής περιουσίας (7),

δεν γίνεται εκμετάλλευση μιας αγοράς με τη χρήση επαγγελματικής πείρας,

δεν γίνεται προσφορά στο ευρύ κοινό και δεν γίνονται ενέργειες για ίδιο λογαριασμό,

δεν αποκτώνται βραχυπρόθεσμες συμμετοχές,

δεν γίνεται επανεπένδυση του προϊόντος εκποίησης,

δεν αναπτύσσεται ιδία επιχειρηματική δραστηριότητα σε εταιρείες χαρτοφυλακίου,

δεν υπάρχει εμπορική διάσταση ή εμπορική «μόλυνση» (8),

(14)

Τα παραπάνω κριτήρια χρησιμεύουν ιδίως στη διευκρίνιση της παραδοσιακής διάκρισης του γερμανικού φορολογικού δικαίου μεταξύ εμπορικών και μη εμπορικών δραστηριοτήτων των εταιρειών κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών και των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Η διαχείριση περιουσίας θεωρείται μη εμπορική δραστηριότητα. Η διάκριση μεταξύ εμπορικής και μη εμπορικής δραστηριότητας είναι εξαιρετικά λεπτή και έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων, μεταξύ άλλων και του Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακού Φορολογικού Δικαστηρίου). Σε γενικές γραμμές θεωρείται ότι οι εταιρείες κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών και τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια ασκούν εμπορική δραστηριότητα όταν η αγοραπωλησία περιουσιακών στοιχείων (σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ αγοράς και πώλησης περιουσιακών στοιχείων όπως π.χ. κινητών αξιών) αποτελεί σημαντικό μέρος της δραστηριότητάς τους (9).

2.3.2.   Διευκρινíσεις σχετικά με τον φόρο επιτηδεύματος στον MoRaKG

(15)

Σύμφωνα με την κοινοποίηση, το άρθρο 1 παράγραφος 19 του MoRaKG περιέχει «διευκρίνιση» του εγγράφου του 2003, χωρίς να υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ νόμου και εγγράφου 2003.

(16)

Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου που έχουν τη νομική μορφή της προσωπικής εταιρείας και δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην απόκτηση, κατοχή, διαχείριση και εκποίηση συμμετοχών επιχειρηματικού κεφαλαίου κατέχοντας αποκλειστικά συμμετοχές σε κεφαλαιουχικές εταιρείες, για την υπαγωγή τους στη φορολογία εισοδήματος θεωρούνται ως εταιρείες διαχείρισης περιουσίας. Ως εκ τούτου, μία εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου δεν δραστηριοποιείται στη διαχείριση περιουσίας, ειδικότερα όταν ασκεί τις ακόλουθες ή παρόμοιες δραστηριότητες:

βραχυπρόθεσμη πώληση συμμετοχών επιχειρηματικού κεφαλαίου και άλλων συμμετοχών σε εταιρείες με έδρα και διοίκηση σε κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου,

συναλλαγές επί μέσων χρηματαγοράς (10), πράξεις επί τραπεζικών καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα με έδρα σε κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, συναλλαγές με μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων (11),

παροχή συμβουλών σε εταιρείες-στόχους στις οποίες συμμετέχει η εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου, χορήγηση δανείων και εγγυήσεων υπέρ εταιρειών-στόχων στις οποίες συμμετέχει η εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου καθώς και λήψη δανείων και έκδοση προνομιακών δικαιωμάτων και ομολογιών,

επανεπένδυση του προϊόντος από την πώληση συμμετοχών επιχειρηματικού κεφαλαίου και άλλων συμμετοχών σε εταιρείες με έδρα και διοίκηση σε κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου,

εκμετάλλευση μιας αγοράς με τη χρήση επαγγελματικής πείρας.

(17)

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα παραπάνω η τυχόν απόκτηση και διατήρηση ιδίων γραφείων και επιχειρηματικής οργάνωσης δεν έχει σημασία για την κρίση περί ύπαρξης δραστηριότητας διαχείρισης περιουσίας. Ωστόσο, οι δραστηριότητες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 16 μπορεί να ασκούνται από θυγατρική εταιρεία όλες οι μετοχές της οποίας ανήκουν στην εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου.

2.4.   Μεταφορά ζημιών

2.4.1.   Εισαγωγή

(18)

Κάθε επιχείρηση έχει κατά κανόνα τη δυνατότητα να μεταφέρει τις σημειωθείσες ζημίες μιας οικονομικής χρήσης, ήτοι να τις συμψηφίζει με κέρδη επόμενων οικονομικών χρήσεων. Μέσω της μεταφοράς ζημιών καθίσταται εφικτός ο συνυπολογισμός ζημιών καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής μιας επιχείρησης. Το γεγονός αυτό ενέχει τον κίνδυνο κατάχρησης υπό τη μορφή των λεγόμενων εικονικών εταιρειών, οι οποίες παρότι δεν ασκούν πλέον επιχειρηματική δραστηριότητα, αποτελούν αντικείμενα αγοραπωλησίας διότι οι μεταφερόμενες ζημίες τους αποτελούν πραγματική αξία: όποιος αποκτά μία τέτοια εικονική εταιρεία με μεταφερόμενες ζημίες επωφελείται από το γεγονός ότι τα μελλοντικά φορολογητέα κέρδη του θα συμψηφιστούν με τις ζημίες αυτές και ο ίδιος συνεπώς θα οφείλει λιγότερο φόρο, ανάλογα με τον εφαρμοστέο φορολογικό συντελεστή.

(19)

Η Γερμανία έχει εντάξει στον οικείο νόμο για τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων (KStG) μέτρα για την πρόληψη της κατάχρησης μέσω «αγοραπωλησίας ζημιών». Η «αγοραπωλησία ζημιών» υπό τη μορφή εικονικών εταιρειών απαγορεύτηκε με το νόμο για τη συνέχιση της μεταρρύθμισης της φορολογίας των επιχειρήσεων του 1997 (Gesetz zur Fortsetzung der Unternehmenssteuerreform von 1997). Με το νόμο για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των επιχειρήσεων του 2008 (Unternehmenssteuerreformgesetz 2008) η Γερμανία εντατικοποίησε τα μέτρα πρόληψης της κατάχρησης. Ο νόμος ισχύει για κάθε μεταβολή στην άμεση ή έμμεση κυριότητα μεριδίων σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25 % εντός διαστήματος πέντε ετών. Ο KStG προβλέπει αναλογική μείωση της ζημίας αν εντός πέντε ετών μεταβιβαστεί άμεσα ή έμμεσα σε κάποιον αγοραστή ποσοστό μεγαλύτερο από το 25 % του καλυφθέντος κεφαλαίου, των δικαιωμάτων συμμετοχής ή των δικαιωμάτων ψήφου. Οι μη χρησιμοποιηθείσες ζημίες καθίστανται μη αφαιρέσιμες στο σύνολό τους, αν εντός πέντε ετών μεταβιβαστεί άμεσα ή έμμεσα σε κάποιον αγοραστή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50 % του καλυφθέντος κεφαλαίου ή των προαναφερθέντων δικαιωμάτων.

2.4.2.   Ο MoRaKG

(20)

Ο MoRaKG έχει ως στόχο την ελαστικοποίηση των διατάξεων περί μεταφοράς ζημιών σε ό,τι αφορά τις εταιρείες-στόχους που αποκτώνται από εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, καθώς παρέχει σε εταιρείες-στόχους που έχουν υποστεί ουσιώδεις μεταβολές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τη δυνατότητα να μεταφέρουν φορολογικά ζημίες οι οποίες, κατά τα κοινώς ισχύοντα δεν θα λαμβάνονταν υπόψη.

(21)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του MoRaKG, σε περίπτωση απόκτησης εκ μέρους μιας εταιρείας επιχειρηματικού κινδύνου άμεσης συμμετοχής σε εταιρεία-στόχο, επιτρέπεται η συνέχιση της αφαίρεσης ζημιών της εταιρείας-στόχου εφόσον οι εν λόγω ζημίες αντιστοιχούν σε αφανή αποθεματικά της φορολογητέας εγχώριας περιουσίας της εταιρείας-στόχου. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση απόκτησης άμεσης συμμετοχής σε εταιρεία-στόχο, όταν αυτή μεταβιβάζεται από μία εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου σε αγοραστή που δεν είναι εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου, εφόσον

η εταιρεία-στόχος εμφανίζει κατά το χρόνο της απόκτησης της συμμετοχής ίδια κεφάλαια που δεν υπερβαίνουν τα 20 εκατ. ευρώ, ή

η εταιρεία-στόχος εμφανίζει κατά το χρόνο της απόκτησης της συμμετοχής ίδια κεφάλαια που δεν υπερβαίνουν τα 100 εκατ. ευρώ, ενώ η αύξηση του κεφαλαίου της κατά το ποσό πέραν των 20 εκατ. ευρώ προέρχεται από το ετήσιο πλεόνασμα των τελευταίων τεσσάρων οικονομικών χρήσεων πριν από την εκποίηση της συμμετοχής,

μεταξύ της κτήσης και της εκποίησης της συμμετοχής στην εταιρεία-στόχο εκ μέρους της εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου μεσολάβησε χρονικό διάστημα τουλάχιστο τεσσάρων ετών.

(22)

Κατά το έτος της απόκτησης της συμμετοχής δύναται να μεταφερθεί το ένα πέμπτο των εκπιπτόμενων ζημιών στα πλαίσια μεταφοράς ζημιών σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για το φόρο εισοδήματος. Κάθε επόμενο έτος και για διάρκεια τεσσάρων ετών, το ποσό αυτό αυξάνεται έναντι του εκάστοτε προηγούμενου έτους κατά ένα πέμπτο της εκπιπτόμενης ζημίας.

2.5.   Φορολογικές απαλλαγές προς ιδιώτες επενδυτές

2.5.1.   Εισαγωγή

(23)

Με την παροχή φορολογικών απαλλαγών για κέρδη από επενδύσεις, ο MoRaKG αποσκοπεί να συμβάλει στο να επενδύουν ιδιώτες επενδυτές, όπως οι Business Angels, σε εταιρείες-στόχους.

(24)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 20 του MoRaKG, τα κέρδη από την πώληση συμμετοχών σε εταιρείες-στόχους διανέμονται μεταξύ των επενδυτών κατ’ αναλογία της συμμετοχής τους. Το ποσό που προκύπτει λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του φόρου εισοδήματος των ιδιωτών επενδυτών (business angels).

(25)

Η φορολογική απαλλαγή ισχύει μόνο στην περίπτωση που πραγματοποιήθηκαν κέρδη από την πώληση της συμμετοχής. Η συμμετοχή του ιδιώτη επενδυτή (business angel) σε εταιρεία-στόχο πρέπει να ανέρχονταν κατά την τελευταία πενταετία σε ποσοστό μεταξύ 3 % και 25 % και να μη διήρκησε περισσότερο από 10 χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη και τον περιορισμό της μέγιστης συμμετοχής σε ποσοστό 25 %, κάθε ιδιώτης επενδυτής (business angel) δικαιούται φορολογική απαλλαγή για κέρδη έως 50 000 ευρώ (200 000 ευρώ επί 0,25). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Γερμανίας, η μέγιστη φορολογική απαλλαγή ανέρχεται σε 22 500 ευρώ ανά ιδιώτη επενδυτή (business angel) και επένδυση. Η φορολογική απαλλαγή μειώνεται αναλογικά για κέρδη που υπερβαίνουν τα 800 000 ευρώ ανά επένδυση και μηδενίζεται για συνολικά κέρδη άνω του 1 εκατ. ευρώ.

3.   ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΥΠΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(26)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 3, η Επιτροπή εξέδωσε στις 28 Ιανουαρίου 2009 απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας (εφεξής «απόφαση κίνησης της διαδικασίας»). Στην εν λόγω απόφασή της η Επιτροπή εξέφρασε την προσωρινή της γνώμη, σύμφωνα με την οποία και τα τρία μέτρα αποτελούν κρατικές ενισχύσεις.

3.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης στην περίπτωση του μέτρου που αφορά το φόρο επιτηδεύματος

(27)

Συγκρίνοντας το έγγραφο του 2003 με τη «διευκρίνιση» που περιέχεται στον MoRaKG, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες αναφορικά με τον ισχυρισμό της Γερμανίας ότι ο MoRaKG απλώς συγκεκριμενοποιεί το έγγραφο του 2003 στο πλαίσιο νομοθετικής ρύθμισης, καθώς ο νόμος φαίνεται ότι προβλέπει ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μιας νέας ειδικής κατηγορίας εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου, όπως ορίζονται στον εν λόγω νόμο. Η Επιτροπή έκρινε ότι η «διευκρίνιση» παρεκκλίνει από το έγγραφο του 2003, προβλέποντας για ορισμένες εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου λιγότερο αυστηρά κριτήρια για την απαλλαγή τους από το φόρο επιτηδεύματος.

(28)

Ενόψει των εν λόγω αμφιβολιών, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος ευνοεί ορισμένες εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου έναντι άλλων εταιρειών επενδύσεων οι οποίες ενδέχεται να ασκούν τις ίδιες ή παρόμοιες δραστηριότητες. Επίσης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από την περιγραφείσα απαλλαγή από φόρο επιτηδεύματος θα μειωθούν τα ετήσια φορολογικά έσοδα κατά περίπου 90 εκατ. ευρώ, γεγονός που μπορεί να καταδεικνύει ότι ο MoRaKG δεν αποτελεί απλή «διευκρίνιση» του εγγράφου του 2003.

3.2.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης στην περίπτωση του μέτρου για τη μεταφορά ζημιών

(29)

Η Γερμανία δεν αποκλείει καταρχήν ότι το μέτρο για τη μεταφορά ζημιών είναι επιλεκτικό και ότι συνεπώς, ευνοεί τις εταιρείες-στόχους και τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου. Αναφέρει ωστόσο ότι αυτό δικαιολογείται από τη φύση και τη λογική του γερμανικού φορολογικού συστήματος. Επειδή, σύμφωνα με την άποψη της Γερμανίας, η καθιέρωση των γενικών περιορισμών στη χρήση ζημιών το 2008 αποτελεί ιδιαίτερα σκληρό μέτρο για την αγορά του επιχειρηματικού κεφαλαίου, πρέπει να διατηρηθεί η δυνατότητα χρήσης ζημιών για την εν λόγω αγορά. Κατά συνέπεια, το μέτρο πληροί τα κριτήρια της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (12) (εφεξής «ανακοίνωση της επιτροπής σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων»).

(30)

Η Επιτροπή αντέτεινε ότι εφόσον το μέτρο δικαιολογείται από τη φύση και τη λογική του γερμανικού φορολογικού συστήματος δεν θα πρέπει να αποκλείονται άλλες εταιρείες επενδύσεων (π.χ. εταιρείες που δεν εμπίπτουν στον ορισμό των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου), διότι ενδέχεται να μπορούν και αυτές να επενδύουν σε εταιρείες-στόχους, οπότε πρέπει να δικαιούνται και χρήσης των ζημιών. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, καθώς οι εταιρείες-στόχοι στις οποίες συμμετέχουν άλλες εταιρείες επενδύσεων δύνανται να μεταφέρουν ζημίες μόνον στην περίπτωση που οι εταιρείες αυτές απέκτησαν τη συμμετοχή τους από εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 21.

(31)

Περαιτέρω, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι το εν λόγω μέτρο δεν επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, διότι επιδιώκει έναν «εσωτερικό σκοπό» που είναι σύμφωνος με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων. Κατά την άποψη της Γερμανίας, το μέτρο αποτελεί απλώς εξαίρεση από έναν υποχρεωτικό κανόνα, ισοδύναμος του οποίου δεν συναντάται σε άλλα κράτη μέλη και συνεπώς, δεν είναι πιθανό να έχει διασυνοριακές επιδράσεις στον ανταγωνισμό ή στις συναλλαγές.

(32)

Η Επιτροπή σημείωσε ωστόσο ότι είναι πολύ πιθανόν οι δικαιούχοι του εν λόγω μέτρου να δραστηριοποιούνται σε συναλλαγές με άλλα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα το μέτρο να επιδρά στις συναλλαγές. Εξάλλου, η εξέταση του κατά πόσο ένα φορολογικό μέτρο ευνοεί επιλεκτικά ορισμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να γίνει με βάση το γενικό σύστημα που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος, ενώ καταρχήν είναι αδιάφορες οι διατάξεις που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη μέλη.

3.3.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης στο πλαίσιο της παροχής φορολογικών απαλλαγών σε ιδιώτες επενδυτές

(33)

Η Γερμανία δήλωσε ότι το μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση επειδή οι δικαιούχοι του είναι φυσικά πρόσωπα. Επειδή όμως χάριν του μέτρου καθίστανται περισσότερο ελκυστικές οι επενδύσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις, ήτοι σε εταιρείες-στόχους, ενδέχεται οι επιχειρήσεις αυτές να επωφελούνται εμμέσως (13).

(34)

Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται τα κριτήρια του «πλεονεκτήματος» και της «επιλεκτικής μεταχείρισης». Επίσης σημείωσε ότι η εφαρμογή του μέτρου συνεπάγεται μείωση των ετήσιων φορολογικών εσόδων κατά περίπου 30 εκατ. ευρώ.

3.4.   Συμβατότητα προς τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις

(35)

Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα των μέτρων προς τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές για επιχειρηματικά κεφάλαια») (14) καθώς, σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, απαγορεύεται η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις (15), προβληματικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα της ναυπηγίας, του άνθρακα και του χάλυβα. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση δύνανται να επωφεληθούν από τα μέτρα και επιχειρήσεις που ανήκουν στις παραπάνω ομάδες, ο ορισμός του πεδίου εφαρμογής των μέτρων (σε ό,τι αφορά τους δικαιούχους) δεν είναι σύμφωνος με τις κατευθυντήριες γραμμές για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(36)

Εξάλλου, σύμφωνα με το τμήμα 4.3 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια, στόχος μιας κρατικής ενίσχυσης πρέπει να είναι η αντιμετώπιση συγκεκριμένης ανεπάρκειας της αγοράς η ύπαρξη της οποίας τεκμηριώνεται επαρκώς. Τέτοια τεκμηρίωση δεν υποβλήθηκε εκ μέρους της Γερμανίας.

(37)

Περαιτέρω, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες και σχετικά με το αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στο τμήμα 4 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια. Επίσης, σημείωσε ότι ο περιορισμός της εφαρμογής της φορολογικής απαλλαγής μόνο σε εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου που επενδύουν σε κεφαλαιουχικές εταιρείες φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στον δεδηλωμένο σκοπό του μέτρου, ο οποίος συνίσταται στην υποστήριξη της χορήγησης επιχειρηματικού κεφαλαίου σε επιχειρήσεις που το έχουν ανάγκη, και τούτο διότι παρότι οι νέες, καινοτόμες επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη από επιχειρηματικό κεφάλαιο ενδέχεται να επιλέγουν νομική μορφή διαφορετική από αυτήν της κεφαλαιουχικής εταιρείας, δεν θα ευνοηθούν από το μέτρο αν έχουν συσταθεί ως προσωπική εταιρεία.

3.5.   Συμβατότητα με την κοινή αγορά

(38)

Η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις σχετικά με τη συμβατότητα των μέτρων προς τις διατάξεις της κοινής αγοράς. Ενόψει του γεγονότος ότι ως εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου δύνανται να χαρακτηριστούν μόνο οι επιχειρήσεις που έχουν την έδρα και τη διοίκησή τους στη Γερμανία, προκύπτει ότι ορισμένες επιχειρήσεις, και ιδίως εργοστάσια, υποκαταστήματα και θυγατρικές εταιρειών της Κοινότητας και του ΕΟΧ, που όμως έχουν την έδρα τους εκτός Γερμανίας, δεν είναι επιλέξιμες. Ο όρος αυτός ενδέχεται να περιορίζει το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 43 της συνθήκης.

(39)

Η Γερμανία αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις με έδρα εκτός Γερμανίας δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν από την BaFin, απολαμβάνοντας ως εκ τούτου αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των γερμανικών εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου. Ωστόσο, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το αν πράγματι δεν υπάρχουν δυνατότητες εποπτείας των επιχειρήσεων που ανήκουν σε αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες είναι καταχωρημένες στη Γερμανία και βρίσκονται εν τοις πράγμασι σε ανταγωνισμό με τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είχε καταλήξει τότε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει δικαιολογία για τον αποκλεισμό των επιχειρήσεων αυτών από την εν λόγω ρύθμιση. Για το λόγο αυτό άλλωστε η Επιτροπή είχε εκφράσει επιφυλάξεις ως προς το ότι τα εξεταζόμενα μέτρα είναι συμβατά με την κοινή αγορά.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(40)

Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2009 η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης. Οι παρατηρήσεις αφορούν το σύνολο των τριών μέτρων. Εν προκειμένω, η Γερμανία εμμένει στην άποψή της ότι τα μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

4.1.   Μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος

(41)

Η Γερμανία υπογράμμισε την άποψή της ότι το μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος δεν προβλέπει απαλλαγή από το φόρο αυτό, αλλά χρησιμεύει απλώς στην οριοθέτηση μεταξύ εμπορικών δραστηριοτήτων και δραστηριοτήτων διαχείρισης περιουσίας, έχοντας συνεπώς δηλωτική μόνο σημασία. Σημειώνει ότι η κρίση περί του αν μία εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου ασκεί εμπορική δραστηριότητα ή δραστηριοποιείται στη διαχείριση περιουσίας βασίζεται τελικά στη νομολογία των ανωτάτων γερμανικών δικαστηρίων, η οποία συνοψίζεται στο έγγραφο του 2003.

(42)

Σε ό,τι αφορά την εκτιμώμενη μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 90 εκατ. ευρώ, η Γερμανία δήλωσε ότι χάρη στις διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στον MoRaKG θα υπάρξουν λιγότερες «ατυχείς» συμβατικές διατυπώσεις εξαιτίας των οποίων οφείλονται φόροι μόνο και μόνο λόγω «ατυχών» διατυπώσεων.

4.2.   Μέτρο που αφορά τη μεταφορά ζημιών

(43)

Η Γερμανία υπογράμμισε την άποψη σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις για τη μεταφορά ζημιών σε επίπεδο εταιρείας-στόχου δικαιολογούνται από τη φύση και τη λογική του οικείου φορολογικού συστήματος, ακόμη και όταν η επένδυση σε εταιρείες-στόχους γίνεται από επενδυτική εταιρεία που δεν υπάγεται στον ορισμό του MoRaKG.

(44)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να διακρίνει μεταξύ εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου και λοιπών επενδυτικών εταιρειών, εφόσον μεταξύ των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου και των λοιπών επενδυτικών εταιρειών υφίστανται αντικειμενικές διαφορές. Για το λόγο αυτό, η Γερμανία θεωρεί ότι μία διακριτική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη σύμφωνα με το σημείο 24 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων.

(45)

Επίσης, η Γερμανία θεωρεί ότι οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση. Επειδή για τις εταιρείες αυτές είναι χαρακτηριστικό ότι επενδύουν σε εταιρείες-στόχους που μεταφέρουν ζημίες, το δεύτερο μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση αλλά συνιστά μια ρύθμιση προς αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων που ενέχει το σημερινό καθεστώς στην αγορά του επιχειρηματικού κεφαλαίου.

4.3.   Φορολογικές απαλλαγές σε ιδιώτες επενδυτές

(46)

Σύμφωνα με την άποψη της Γερμανίας, το μέτρο που αφορά φορολογικές απαλλαγές δεν θα έχει σημαντικές επιδράσεις στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι η φορολογική απαλλαγή περιορίζεται στο ποσό των 22 500 ευρώ για κάθε ιδιώτη επενδυτή. Άλλωστε, το μέτρο ισχύει εξίσου και για εταιρείες-στόχους που έχουν έδρα σε άλλα κράτη μέλη και δεν γίνεται διάκριση μεταξύ γερμανικών εταιρειών στόχων και εταιρειών στόχων-άλλων κρατών μελών.

(47)

Πέραν τούτου, η Γερμανία δήλωσε ότι άμεσα δικαιούχοι του μέτρου θα είναι φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν υπάγονται στις διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις. Επίσης δήλωσε ότι ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης αποκλείεται και λόγω του ότι βάσει της δομής του μέτρου δεν παρέχεται στις εταιρείες-στόχους κάποιο ποσοτικά προσδιορίσιμο πλεονέκτημα.

(48)

Κατά τις δηλώσεις της Γερμανίας, το φορολογικό όφελος δεν συναρτάται άμεσα με την επένδυση αλλά με την πώληση της συμμετοχής στην εταιρεία-στόχο.

4.4.   Παραβίαση της αρχής της ελεύθερης εγκατάστασης

(49)

Σύμφωνα με την άποψη της Γερμανίας, ο MoRaKG δεν παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης κατά το άρθρο 43 της συνθήκης, καθώς ο ενδεχόμενος περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης θα δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι η απαίτηση σχετικά με την έδρα αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα για τη διασφάλιση της τήρησης των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ

(50)

Με έγγραφα της 9ης Απριλίου 2009 [Bundesverband Deutscher Kapitalbeteilungsgesellschaften — German Private Equity and Venture Capital Association e. V. (BVK)] και της 14ης Απριλίου 2009 [Biotechnologie-Industrie-Organisation Deutschland eV (BIO) και Business Angels Network Deutschland e. V. (BAND)], υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας τρεις ακόμη ενδιαφερόμενοι.

5.1.   Παρατηρήσεις τρίτων σχετικά με το φόρο επιτηδεύματος

(51)

Σύμφωνα με την άποψη του BVK, η θέσπιση νομοθετικών κριτηρίων μέσω του MoRaKG για την κατάταξη μιας εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου στο πλαίσιο της φορολογικής της μεταχείρισης ως δραστηριοποιούμενης στη διαχείριση περιουσίας δεν συνεπάγεται την παροχή φορολογικών πλεονεκτημάτων προς τις εταιρείες αυτές. Αντιθέτως, ο BVK θεωρεί ότι ο MoRaKG συμβάλλει στη δημιουργία μεγαλύτερης ανασφάλειας στον κλάδο.

(52)

Κατά τη γνώμη του BVK, η «διευκρίνιση» δεν είναι λιγότερο αυστηρή από το έγγραφο του 2003, αφού η δημοσιονομική επιτροπή του γερμανικού κοινοβουλίου έχει εκφράσει την άποψη ότι το έγγραφο του 2003 θα εξακολουθήσει να ισχύει παράλληλα και συμπληρωματικά με τον MoRaKG (16). Συνεπώς, οι γενικές διατυπώσεις του άρθρου 1 παράγραφος 19 του MoRaKG θα συγκεκριμενοποιούνται βάσει του εγγράφου του 2003. Με αυτήν τη μη ικανοποιητική τεχνική ρύθμισης θα εξακολουθήσουν να ισχύουν τα κριτήρια του εγγράφου του 2003 και για τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου. Για το λόγο αυτό ο BVK δεν μπορεί να κατανοήσει τους υπολογισμούς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που εκτιμά τη μείωση των φορολογικών εσόδων σε 90 εκατ. ευρώ.

(53)

Ο BVK τάσσεται ρητά υπέρ της θέσπισης ενιαίων γενικών όρων για ημεδαπές και αλλοδαπές εταιρείες ιδιωτικού επενδυτικού κεφαλαίου, και ιδίως για αυτές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για τους ημεδαπούς και αλλοδαπούς επενδυτές τους στη Γερμανία.

(54)

Σύμφωνα με την άποψη της BIO, ο MoRaKG δεν προβλέπει κάποιο πλεονέκτημα για τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου ως προς την απαλλαγή από τον φόρο επιτηδεύματος, αλλά κατοχυρώνει νομοθετικά την πρακτική που ακολουθείται ήδη δυνάμει του εγγράφου του 2003, σύμφωνα με την οποία τα κεφάλαια διαχείρισης περιουσίας απαλλάσσονται από φόρο επιτηδεύματος.

5.2.   Παρατηρήσεις τρίτων σχετικά με τη μεταφορά ζημιών

(55)

Κατά την άποψη του BVK, ο γερμανός νομοθέτης θα πρέπει να μεταχειρίζεται τις εγχώριες και αλλοδαπές εταιρείες ιδιωτικού μετοχικού και επιχειρηματικού κεφαλαίου κατά τον ίδιο τρόπο που μεταχειρίζεται τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου υπό την έννοια του MoRaKG. Ο BVK θεωρεί ότι ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω της θέσπισης κοινών νομικών και φορολογικών όρων για όλες τις μορφές ιδιωτικού κεφαλαίου και προτείνει να δοθεί και στις εταιρείες μετοχικού κεφαλαίου που δεν εντάσσονται στον ορισμό του MoRaKG η δυνατότητα να επωφελούνται της αφαίρεσης ζημιών χωρίς καμία διάκριση. Περαιτέρω, ο BVK επαναλαμβάνει την άποψή του ότι η απαγόρευση της αφαίρεσης των ζημιών που περιέχεται στο γερμανικό νόμο για το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων παρακωλύει μακροπρόθεσμα την επενδυτική δραστηριότητα εταιρειών ιδιωτικού μετοχικού και επιχειρηματικού κεφαλαίου.

(56)

Η BIO Deutschland χαρακτηρίζει τον MoRaKG ως πρόοδο σε σχέση με το υφιστάμενο ισχύον καθεστώς για τη μεταφορά ζημιών. Εστιάζοντας ιδίως στο θέμα της μεταφοράς ζημιών, η BIO εκφράζει την άποψη ότι η επακριβώς προσδιορισμένη εξομάλυνση μιας διακριτικής μεταχείρισης δεν αποτελεί ενίσχυση. Κατά τη γνώμη της, ο MoRaKG θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιέχει ρυθμίσεις για την εξομάλυνση της δυσμενούς διακριτικής φορολογικής μεταχείρισης εις βάρος ιδίως καινοτόμων ΜΜΕ, οι οποίες την υφίστανται βάσει των κανόνων που ισχύουν επί του παρόντος σε σχέση με την αφαίρεση ζημιών. Η ΒΙΟ θεωρεί ότι η διαφοροποίηση που εισάγει ο MoRaKG για τις εταιρείες συμμετοχών κεφαλαίου οι οποίες παρέχουν κεφάλαια σε μία επιχείρηση είναι ορθή και αναγκαία.

5.3.   Παρατηρήσεις τρίτων σχετικά με τις φορολογικές απαλλαγές σε ιδιώτες επενδυτές

(57)

Ο BVK εκφράζει την ικανοποίησή του για τον γενικότερο στόχο των φορολογικών απαλλαγών που προβλέπεται από τον MoRaKG. Κατά την άποψή του, το εν λόγω φοροαπαλλακτικό μέτρο συνιστά εύλογη ενίσχυση των ιδιωτών που επενδύουν στον υψηλού κινδύνου τομέα της προλειτουργικής χρηματοδότησης, στον οποίο στοχεύει ο MoRaKG.

(58)

Το BAND επισημαίνει ότι τέτοιου είδους φορολογικές απαλλαγές προς ιδιώτες που επενδύουν σε νέες επιχειρήσεις είναι συνήθεις σε άλλα κράτη μέλη, όπου μάλιστα είναι και διαδεδομένες. Το BAND τάσσεται υπέρ της θέσπισης φορολογικών απαλλαγών για ιδιώτες επενδυτές, εκφράζοντας την ικανοποίησή του για τον MoRaKG. Συγχρόνως, το BAND διατηρεί αμφιβολίες για το κατά πόσον ο MoRaKG θα γίνει αντιληπτός από τους «business angels» ως κίνητρο, καθότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχει περιορίζονται στην περίπτωση επιτυχούς εξόδου από την επένδυση. Λαμβάνοντας υπόψη το ισχύον σύστημα φορολογίας επί του ποσοστού του εισοδήματος (Teileinkünfteverfahren), το BAND υπολογίζει τη μέγιστη φορολογική έκπτωση ανά επενδυτή σε περίπου 14 210 ευρώ έναντι των 22 500 ευρώ που αναφέρει η Γερμανία. Σύμφωνα με το BAND, η έμμεση ενίσχυση των εταιρειών στόχων δεν θα ξεπερνά ποτέ στην πράξη τα 200 000 ευρώ που είναι το όριο de minimis, ενώ το πλεονέκτημα, αν υπάρχει, θα γεννάται κατά το χρόνο της εξόδου του επενδυτή.

(59)

Σύμφωνα με την άποψη της BIO, η μέγιστη απαλλαγή που παρέχεται σε έναν ιδιώτη επενδυτή υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ανέρχεται σε 22 500 ευρώ. Η BIO θεωρεί ότι το ποσό αυτό είναι εξαιρετικά χαμηλό, δεν συναρτάται με την επένδυση (αλλά με την πώληση της συμμετοχής) και, συνεπώς, δεν μεταφέρεται στις εταιρείες-στόχους.

6.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ

(60)

Η Γερμανία απάντησε στις παρατηρήσεις των τρίτων με έγγραφο της 22ας Μαΐου 2009.

6.1.   Μέτρο που αφορά τον φόρο επιτηδεύματος

(61)

Η Γερμανία παρατηρεί ότι ο BVK παρά την κριτική που ασκεί στον MoRaKG, επιβεβαιώνει ότι ο MoRaKG δεν εισάγει παρέκκλιση από το ισχύον νομικό καθεστώς σε ό,τι αφορά τη διάκριση μεταξύ δραστηριότητας διαχείρισης περιουσίας και εμπορικής δραστηριότητας.

6.2.   Μέτρο που αφορά τη μεταφορά ζημιών

(62)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι η πρόταση του BVK για επέκταση του μέτρου στο σύνολο του κλάδου των ιδιωτικών κεφαλαίων θα οδηγούσε σε ανεπιθύμητη εκμετάλλευσή του. Σχετικά, αναφέρει ότι η απόφαση για την εισαγωγή μιας αναγκαίας διαφοροποίησης είχε ως στόχο την όσο το δυνατόν ακριβέστερη εστίαση στο σκοπό του μέτρου.

(63)

Η Γερμανία υπογραμμίζει ότι η BIO ενισχύει την άποψη της Γερμανίας ότι ο MoRaKG αποτελεί όχημα για μια συνεκτική διαφοροποίηση, βασιζόμενη σε αντικειμενικά κριτήρια, προκειμένου να αποτραπεί η καταχρηστική μεταφορά ζημιών.

6.3.   Φορολογικές απαλλαγές σε ιδιώτες

(64)

Η Γερμανία θεωρεί ότι οι παρατηρήσεις των τρίτων επιβεβαιώνουν την άποψή της, σύμφωνα με την οποία το μέτρο, λόγω του επουσιώδους και έμμεσου χαρακτήρα του καθώς και της συνάρτησής του με την πραγματοποίηση κερδών και τον προσανατολισμό του σε εταιρείες-στόχους οποιουδήποτε κράτος μέλους, δεν συνιστά ενίσχυση.

7.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

7.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

7.1.1.   Μέτρο που αφορά τον φόρο επιτηδεύματος

(65)

Οι επιφυλάξεις της Επιτροπής σε σχέση με την υποτιθέμενη νομοθετική «διευκρίνιση» του εγγράφου του 2003 μέσω του MoRaKG ως προς τη φορολογία επιτηδεύματος δεν εξαλείφθηκαν κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας.

(66)

Η Γερμανία εκτιμά ότι το εν λόγω μέτρο θα οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 90 εκατ. ευρώ ετησίως. Η μείωση αυτή θα προκύψει λόγω του ότι θα υπάρξουν λιγότερο «ατυχείς συμβατικές διατυπώσεις». Η δικαιολογία αυτή δεν είναι πειστική για την Επιτροπή, καθώς είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου είναι τόσο κακοί γνώστες του φορολογικού δικαίου ώστε να μην είναι σε θέση να αποφύγουν τέτοιου είδους «ατυχείς συμβατικές διατυπώσεις» και τις συνεπαγόμενες εξ αυτών φορολογικές υποχρεώσεις. Η άποψη της Επιτροπής φαίνεται εξάλλου να επιβεβαιώνεται και από τρίτους, καθώς και ο BVK θεωρεί ότι ο MoRaKG θα συμβάλλει στη δημιουργία περαιτέρω ανασφάλειας στον κλάδο.

(67)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή κρίνει ότι το μέτρο θα οδηγήσει σαφώς σε απώλεια κρατικών πόρων οι οποίοι, σε αντίθετη περίπτωση (υπό το προηγούμενο καθεστώς) θα εισέρεαν στα ταμεία του κράτους. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο χορηγείται από κρατικούς πόρους.

(68)

Ανεξαρτήτως από τη συμβατότητα ή μη του εγγράφου του 2003 με τη φύση και τη λογική του γερμανικού συστήματος, η Επιτροπή διαπίστωσε στην απόφασή της για κίνηση της επίσημης διαδικασίας ότι ο MoRaKG φαίνεται να παρεκκλίνει από το Έγγραφο, καθώς:

οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου δύνανται να αναζητούν επενδυτές με προσφορές απευθυνόμενες στο ευρύ κοινό, κάτι που απαγορεύεται με το έγγραφο του 2003,

σύμφωνα με τον MoRaKG, οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου δύνανται να διατηρούν γραφεία και επιχειρηματική οργάνωση και δραστηριότητα, ενώ το έγγραφο του 2003 απαγορεύει την «πλήρη ιδία οργάνωση» και περιορίζει τον αριθμό των εργαζομένων και το κόστος λειτουργίας των γραφείων σε αυτό που συνήθως απαιτείται για μία «μεγάλη ιδιωτική περιουσία»,

ο MoRaKG δεν απαγορεύει ρητά την επιχειρηματική δραστηριοποίηση των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου σε εταιρείες χαρτοφυλακίου, ενώ το έγγραφο του 2003 δεν επιτρέπει την επιχειρηματική δραστηριοποίηση σε εταιρείες χαρτοφυλακίου, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική σκέψη 13.

(69)

Τις ως άνω επιφυλάξεις δεν μπόρεσαν να άρουν οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι ο MoRaKG διευρύνει τον κύκλο των δυνάμει δικαιούχων, καθώς είναι πιθανό ορισμένες εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου που, σύμφωνα με το έγγραφο του 2003, θα υπόκειντο σε φόρο επιτηδεύματος να ταξινομούνται ως μη υποκείμενες στο φόρο αυτόν. Συνεπώς, το εν λόγω μέτρο παρέχει σε ορισμένες εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου φορολογικό πλεονέκτημα στον βαθμό που τους επιτρέπει να ασκούν ορισμένες δραστηριότητες και παρ’ όλα αυτά να εξαιρούνται από τη φορολογία, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά μετοχικά και τα επιχειρηματικά κεφάλαια, τα οποία υπάγονται μόνο στο έγγραφο του 2003, με συνέπεια να καθίστανται υπόχρεα φόρου επιτηδεύματος σε περίπτωση που ασκήσουν δραστηριότητες τέτοιου είδους.

(70)

Πέραν αυτού, το εν λόγω μέτρο παρέχει στις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του MoRaKG ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα έναντι των επιχειρηματικών κεφαλαίων και των ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων. Αυτό συμβαίνει επειδή προϋπόθεση για να επωφεληθεί μία εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου από το εν λόγω μέτρο είναι να υπάγεται στο ορισμό του MoRaKG. Συνεπώς, τα επιχειρηματικά κεφάλαια και τα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια που επενδύουν λιγότερο από το 70 % του συνολικού ενεργητικού τους σε συμμετοχές ιδίων κεφαλαίων εταιρειών-στόχων δεν δύνανται να επωφεληθούν από το μέτρο ακόμη και αν κατ’ ουσία ασκούν την ίδια δραστηριότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρηματικά κεφάλαια και τα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια που δεν έχουν την έδρα τους και τη διοίκησή τους στη Γερμανία. Αυτό σημαίνει ότι τα επιχειρηματικά κεφάλαια και τα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια που διατηρούν απλώς εγκαταστάσεις στη Γερμανία δεν είναι δικαιούχοι κατά τον MoRaKG, ακόμη και αν ασκούν ακριβώς τις ίδιες δραστηριότητες όπως οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου.

(71)

Κατά συνέπεια, μόνον οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε αυτόν τον στενό κύκλο απαλλάσσονται με κρατικά μέσα από ένα μέρος των λειτουργικών τους εξόδων (συγκεκριμένα από ορισμένη φορολογική υποχρέωση), τα οποία κανονικά βαρύνουν τις ίδιες σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς. Οι δικαιούχοι του συγκεκριμένου μέτρου δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στην παροχή ιδιωτικών κεφαλαίων συμμετοχής και επιχειρηματικών κεφαλαίων, βρίσκονται δε σε ανταγωνισμό με άλλες εταιρείες συμμετοχών στη Γερμανία ή σε άλλα κράτη μέλη. Αυξάνοντας τα οικονομικά μέσα που διαθέτουν οι δικαιούχοι για την άσκηση της δραστηριότητάς τους, το εν λόγω μέτρο ενισχύει τη θέση των δικαιούχων έναντι των ανταγωνιστών τους εντός της Κοινότητας. Για τον λόγο αυτό, η ενίσχυση αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(72)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, η οποία χορηγείται υπέρ ορισμένων εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου.

7.1.2.   Αφαίρεση ζημιών

(73)

Όπως αναφέρεται στο τμήμα 4.2, η Γερμανία παραδέχεται καταρχήν ότι η επανεισαγωγή της μεταφοράς ζημιών για εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου που επενδύουν σε εταιρείες-στόχους είναι επιλεκτική και ευνοεί τόσο την εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου όσο και την εταιρεία-στόχο. Ωστόσο, η Γερμανία υποστηρίζει ότι είναι θεμιτό οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου και οι εταιρείες-στόχοι να διακρίνονται κατά τρόπο εύλογο και πρακτικά εφαρμόσιμο και ότι η διάκριση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σημείο 24 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων (όπου αναφέρεται ότι ορισμένες διαφοροποιήσεις μπορούν να δικαιολογούνται από αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των φορολογουμένων) δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια μεταξύ των φορολογουμένων, καθώς ο γενικός περιορισμός της χρήσης ζημιών που θεσπίστηκε το 2008 είναι ιδιαίτερα επαχθής για την αγορά επιχειρηματικού κεφαλαίου.

(74)

Πρώτον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το μέτρο συνδέεται σαφώς με την απώλεια κρατικών εσόδων εις βάρος του κράτους και, συνεπώς, χορηγείται από κρατικούς πόρους. Οι απώλειες φορολογικών εσόδων είναι προς όφελος των εταιρειών στόχων και των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου που είναι δικαιούχοι του μέτρου. Οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις που ισχύουν για τη μεταφορά ζημιών από εταιρείες-στόχους, στις οποίες συμμετέχουν εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, ενέχουν οικονομικά πλεονεκτήματα για τις δύο αυτές κατηγορίες επιχειρήσεων και τους παρέχουν τη δυνατότητα εξοικονόμησης φόρων. Η μεν εταιρεία-στόχος επωφελείται από τη μεταφορά ζημιών, καθώς της επιτρέπει να συμψηφίζει ζημίες και έτσι να πληρώνει λιγότερο φόρο, πράγμα που διαφορετικά θα αποκλειόταν βάσει των διατάξεων για την πρόληψη της κατάχρησης, η δε εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου επωφελείται σχεδόν άμεσα στο βαθμό που άλλοι αγοραστές συμμετοχών δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν το συμψηφισμό.

(75)

Επειδή η εξοικονόμηση φόρων καθίσταται κατ’ ουσία δυνατή μόνο στην περίπτωση που μία εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου επενδύσει σε εταιρεία-στόχο, οι εταιρείες-στόχοι ευνοούνται και με έμμεσο τρόπο διότι το μέτρο παρέχει στις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου κίνητρο να επενδύουν σε εταιρείες-στόχους και όχι σε άλλες επιχειρήσεις οι οποίες θα αποτελούσαν επιλογή για έναν επενδυτή επιχειρηματικού κεφαλαίου βάσει αμιγώς οικονομικών κριτηρίων. Με τον τρόπο αυτό, οι εταιρείες-στόχοι μπορούν να λαμβάνουν επιχειρηματικό κεφάλαιο σε μέγεθος και υπό όρους διαφορετικούς από αυτούς που θα ίσχυαν χωρίς το μέτρο. Συνεπώς, το μέτρο ενδέχεται να ενισχύει έμμεσα την κεφαλαιουχική βάση των εταιρειών-στόχων.

(76)

Πέραν αυτού, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Γερμανίας ότι το συγκεκριμένο μέτρο, παρότι δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει στον ορισμό της εταιρείας-στόχου και προβληματικές επιχειρήσεις, δεν μπορεί να αποτελεί πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις αυτές. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Γερμανίας, μία εταιρεία-στόχος που είναι προβληματική δεν μπορεί να έχει κέρδη τα οποία θα μπορούσαν να συμψηφιστούν με ζημίες και να φορολογηθούν και, συνεπώς, η δυνατότητα χρήσης ζημιών προηγούμενων χρήσεων είναι αδιάφορη για την επιχείρηση αυτή. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Γερμανίας, ο MoRaKG δεν εισάγει πλεονέκτημα για τις προβληματικές επιχειρήσεις όπως αυτές ορίζονται από την κοινοτική νομοθεσία. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η παραπάνω επιχειρηματολογία δεν είναι βάσιμη, καθώς ο αγοραστής μιας προβληματικής επιχείρησης ή μιας «εικονικής εταιρείας» ενδέχεται να ενδιαφέρεται εν τοις πράγμασι, για φορολογικούς λόγους, ιδίως για τις μεταφερόμενες ζημίες της.

(77)

Τα πλεονεκτήματα που αναφέρονται παραπάνω ενδέχεται να επηρεάσουν τις συναλλαγές και τον ανταγωνισμό. Σε ό,τι αφορά τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, η Επιτροπή εξέτασε το κριτήριο αυτό στην αιτιολογική σκέψη 71 αναφορικά με τη ρύθμιση για τον φόρο επιτηδεύματος. Σε ό,τι αφορά τις εταιρείες-στόχους, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι αυτές μπορεί να δραστηριοποιούνται σε οποιονδήποτε οικονομικό κλάδο και, συνεπώς, σε κλάδους όπου διενεργούνται ή ενδέχεται να διενεργηθούν και ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Ως εκ τούτου, το χορηγούμενο σε αυτές οικονομικό πλεονέκτημα ενδέχεται να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(78)

Δεύτερον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν αμφισβητείται η επιλεκτικότητα του μέτρου.

(79)

Τρίτον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γερμανία δεν κατάφερε να αποδείξει τη συμβατότητα του μέτρου με τη φύση και τη λογική του γερμανικού φορολογικού συστήματος. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι πράγματι ο περιορισμός ως προς την αφαίρεση ζημιών είναι ιδιαίτερα επαχθής για την αγορά επιχειρηματικού κεφαλαίου και συνεπώς δικαιολογείται η θέσπιση ειδικής μεταχείρισης, κατά την άποψη της Επιτροπής αυτό δεν δικαιολογεί τη διαφοροποίηση των φορολογουμένων που επιχειρεί η Γερμανία, καθώς δεν εξαιρείται το σύνολο της αγοράς από την απαγόρευση μεταφοράς ζημιών. Αν οι ισχυρισμοί της Γερμανίας ήταν ορθοί, δεν θα υπήρχε αντικειμενικός λόγος να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του μέτρου οι επιχειρήσεις που δεν είναι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, επενδύουν όμως στις ίδιες εταιρείες-στόχους. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις που δεν είναι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου δύνανται να επωφεληθούν από το μέτρο μόνο στη σπάνια περίπτωση που θα αποκτήσουν συμμετοχή σε εταιρεία-στόχο αγοράζοντάς την από εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από τις παρατηρήσεις του BVK που εκτίθενται στο τμήμα 5.2.

(80)

Περαιτέρω, το μέτρο δεν φαίνεται να είναι συμβατό με τη φύση και τη λογική του γερμανικού φορολογικού συστήματος καθώς δεν προκύπτει ότι ο περιορισμός ως προς τη χρήση ζημιών αποτελεί ιδιαίτερα επαχθές μέτρο για τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου όταν επενδύουν σε εταιρείες-στόχους, όχι όμως όταν ασκούν τις ίδιες δραστηριότητες επενδύοντας σε άλλες επιχειρήσεις, όπως προσωπικές εταιρείες οι οποίες ενδέχεται και αυτές να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση επιχειρηματικών κεφαλαίων, ιδίως όταν είναι νέες και καινοτόμες.

(81)

Εξάλλου, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γερμανία, στο πλαίσιο της εντατικοποίησης των μέτρων για την πρόληψη της κατάχρησης της μεταφοράς ζημιών μέσω του νόμου για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των επιχειρήσεων του 2008, όπως περιγράφεται ήδη στο τμήμα 2.4.1, θέσπισε μία νέα γενική φορολογική διάταξη στο πεδίο αυτό. Το γεγονός ότι τα εν λόγω μέτρα για την πρόληψη της κατάχρησης καταργούνται εν μέρει με τη θέσπιση λιγότερο αυστηρών διατάξεων για τη μεταφορά ζημιών, τα οποία ισχύουν μόνο για επιλεγμένη ομάδα επιχειρήσεων, δεν φαίνεται να δικαιολογείται από τη φύση και τη λογική του ισχύοντος από το 2008 φορολογικού συστήματος.

(82)

Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο που αφορά τη μεταφορά ζημιών αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, η οποία χορηγείται σε εταιρείες-στόχους και εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου.

7.1.3.   Φορολογικές απαλλαγές σε ιδιώτες επενδυτές

(83)

Όπως αναφέρεται στο τμήμα 4.3, η Γερμανία υποστηρίζει ότι το μέτρο αυτό δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση καθώς οι δικαιούχοι είναι φυσικά πρόσωπα. Συγχρόνως, ισχυρίζεται ότι το μέτρο δεν δημιουργεί κάποιο επαληθεύσιμο και ποσοτικά προσδιορίσιμο πλεονέκτημα υπέρ των εταιρειών-στόχων και των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου και, συνεπώς, δεν ασκεί καμία επιρροή στην τιμή των συμμετοχών, καθώς και ότι η φορολογική ελάφρυνση των φυσικών προσώπων είναι σχετικά μικρή και επέρχεται μόνο στην περίπτωση που ο επενδυτής πωλήσει τη συμμετοχή με κέρδος. Για το λόγο αυτό, η Γερμανία θεωρεί ότι το μέτρο θα είναι ήσσονος σημασίας ως κίνητρο για την επένδυση ιδιωτών σε εταιρείες-στόχους, ενώ ελάχιστης σημασίας θα είναι αντίστοιχα και η νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ εταιρειών στόχων και λοιπών επιχειρήσεων λόγω της εισαγωγής του μέτρου αυτού.

(84)

Όπως αναφέρεται στο τμήμα 2.1, η Γερμανία θα απολέσει λόγω του μέτρου κρατικά έσοδα ύψους 30 εκατ. ευρώ ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι το μέτρο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

(85)

Με το εν λόγω μέτρο επιδιώκεται η παροχή φορολογικών κινήτρων σε ιδιώτες ώστε να επενδύσουν σε επιλεγμένη ομάδα επιχειρήσεων (π.χ. εταιρείες-στόχους) και όχι σε άλλες επιχειρήσεις που θα επιλέγονταν από επενδυτές επιχειρηματικού κεφαλαίου βάσει αμιγώς οικονομικών κριτηρίων. Με τον τρόπο αυτό, οι εταιρείες-στόχοι μπορούν να λαμβάνουν επιχειρηματικό κεφάλαιο σε μέγεθος και υπό όρους διαφορετικούς από αυτούς που θα ίσχυαν χωρίς το μέτρο. Συνεπώς, το μέτρο ενδέχεται να ενισχύει έμμεσα την κεφαλαιουχική βάση των εταιρειών-στόχων. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και στην περίπτωση που το χορηγούμενο φορολογικό πλεονέκτημα εξαρτάται από μελλοντικά κέρδη και, όπως τονίζουν η Γερμανία και τρίτοι, το ποσό είναι σχετικά χαμηλό. Λόγω της φύσης του μέτρου, η εκ των προτέρων ακριβής εκτίμηση του ύψους του πλεονεκτήματος που θα χορηγηθεί στις εταιρείες-στόχους εξαιτίας του μέτρου, είναι εξαιρετικά δύσκολη (17). Συνεπώς δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση προς τις εταιρείες-στόχους θα συνίσταται σε κάθε περίπτωση σε ποσά de minimis. Άλλωστε, η άποψη ότι φορολογικές απαλλαγές προς φυσικά πρόσωπα που επενδύουν σε ορισμένες επιχειρήσεις ενδέχεται να συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ των επιχειρήσεων αυτών, ανεξαρτήτως της έκτασης του χορηγούμενου στο φυσικό πρόσωπο πλεονεκτήματος, έχει επικυρωθεί και από το Δικαστήριο (18).

(86)

Βάσει των προαναφερθέντων η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το μέτρο που αφορά τις απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος είναι επιλεκτικό και ευνοεί περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, καθώς παρέχεται σε αυτές καλύτερη πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια σε σχέση με τους συνήθεις όρους της αγοράς. Το πλεονέκτημα χορηγείται από κρατικούς πόρους διότι τα κίνητρα προς τα φυσικά πρόσωπα να διαθέσουν κεφάλαιο σε εταιρείες-στόχους και όχι σε άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα αποτελούσαν πιθανή επιλογή του χρηματοδότη λόγω των περιθωρίων κέρδους που του προσφέρουν, παρέχονται ουσιαστικά εις βάρος των φορολογικών εσόδων.

(87)

Ο βαθμός στον οποίο το εν λόγω μέτρο ενδέχεται να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών αναλύεται στην αιτιολογική σκέψη 77.

(88)

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή είναι ότι το τροποποιηθέν μέτρο απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, η οποία χορηγείται στις εταιρείες στόχους.

7.2.   Συμβατότητα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις

7.2.1.   Κοινοποίηση του μέτρου

(89)

Η Γερμανία τήρησε τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, καθώς κοινοποίησε τον MoRaKG πριν από την εφαρμογή του. Επειδή όλα τα μέτρα που προβλέπονται από τον MoRaKG έχουν ως κοινό στόχο την ενίσχυση της διάθεσης ιδιωτικού επιχειρηματικού κεφαλαίου σε επιχειρήσεις, η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητά τους με την κοινή αγορά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(90)

Επίσης, η Επιτροπή έλεγξε αν και άλλα πλαίσια ενισχύσεων ή κανονισμοί όπως είναι το κοινοτικό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων για την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία (19), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/08 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης (γενικός κανονισμός για την απαλλαγή κατά κατηγορία) (20) (εφεξής «AGVO») και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (21) εφαρμόζονται βάσει των υπό εξέταση μέτρων. Σε αντίθεση με ό,τι προβλέπουν τα υπό εξέταση μέτρα, βάσει των ως άνω κοινοτικών πλαισίων και κανονισμών οι προβληματικές επιχειρήσεις καθώς και οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα της ναυπηγίας, του άνθρακα και του χάλυβα είτε εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής τους είτε ενισχύονται μόνον εφόσον πρόκειται για ΜΜΕ. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα πεδία εφαρμογής των εν λόγω κοινοτικών πλαισίων και κανονισμών αποκλείουν την εφαρμογή των κοινοποιηθέντων μέτρων.

7.2.2.   Μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος

(91)

Όπως αναφέρεται στο τμήμα 7.1.1, το μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος συνιστά κρατική ενίσχυση παρεχόμενη σε εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου. Εντούτοις, το εν λόγω μέτρο δεν παρέχει ρητά στις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου κίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων κεφαλαίου, αλλά απλώς παρέχει προς αυτές τη δυνατότητα να διαθέτουν μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά αποθέματα, για τη διάθεση των οποίων αποφασίζουν ελεύθερα (δηλαδή διανομή περισσότερων κερδών προς τους εταίρους τους).

(92)

Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στα προκείμενα μέτρα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για επιχειρηματικά κεφάλαια απαγορεύεται η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων υπό μορφή επιχειρηματικού κεφαλαίου σε μεγάλες επιχειρήσεις, προβληματικές επιχειρήσεις καθώς και σε επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα της ναυπηγίας, του άνθρακα και του χάλυβα. Το μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος θα μπορούσε εντούτοις να ευνοήσει τέτοιου είδους επιχειρήσεις, και ιδίως μεγάλες επιχειρήσεις. Για το λόγο αυτό, το πεδίο εφαρμογής του μέτρου δεν είναι συμβιβάσιμο με τις κατευθυντήριες γραμμές για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(93)

Το μέτρο δεν συμβιβάζεται με το τμήμα 4 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια διότι δεν πληρούνται οι ειδικότεροι όροι της εφαρμογής του τμήματος αυτού. Ειδικότερα, ενώ σύμφωνα με το τμήμα 4 των κατευθυντήριων γραμμών το συνολικό ανώτατο επίπεδο των τμημάτων επενδύσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του 1,5 εκατ. ευρώ ανά δικαιούχο και ανά δωδεκάμηνο, το εξεταζόμενο μέτρο δεν προβλέπει τέτοιο όριο. Επίσης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, η επιτρεπτή χρηματοδότηση στα πλαίσια μέτρων κρατικής ενίσχυσης περιορίζεται για τις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις στο στάδιο επέκτασης και για τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις στο στάδιο της αρχικής ανάπτυξης. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται αφού εταιρεία-στόχος ενδέχεται να είναι και μια μεγάλη επιχείρηση.

(94)

Το μέτρο δεν είναι σύμφωνο με τις διατάξεις περί σώρευσης και ελέγχου των τμημάτων 6 και 7.1 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(95)

Τέλος, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι είναι σε θέση να εξετάσει το μέτρο αναφορικά με τη συμβατότητά του προς τις διατάξεις που περιέχονται στο τμήμα 5 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια. Σύμφωνα με αυτές, στόχος μιας κρατικής ενίσχυσης πρέπει να είναι η αντιμετώπιση συγκεκριμένης ανεπάρκειας της αγοράς η ύπαρξη της οποίας τεκμηριώνεται επαρκώς. Η Γερμανία δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι εταιρείες-στόχοι επηρεάζονται από συγκεκριμένη ανεπάρκεια της αγοράς.

(96)

Ενόψει των παραπάνω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

7.2.3.   Αφαίρεση ζημιών

(97)

Όπως αναφέρεται στο τμήμα 7.1.2, το μέτρο που αφορά τη μεταφορά ζημιών συνιστά κρατική ενίσχυση σε επίπεδο εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου και εταιρειών στόχων. Η ενίσχυση αυτή παρέχεται με τη μορφή φορολογικών κινήτρων κατά την έννοια του τμήματος 4.2 στοιχείο δ) των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(98)

Για τους λόγους που αναφέρθηκαν ήδη παραπάνω στις αιτιολογικές σκέψεις 92, 93, 94 και 95, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το παρόν μέτρο είναι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά διότι αφενός δεν είναι σύμφωνο ούτε με τα κριτήρια εξαίρεσης του τμήματος 2.1 ούτε με τις διατάξεις σώρευσης και ελέγχου των τμημάτων 6 και 7.1 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια και αφετέρου, δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχει περίπτωση ανεπάρκειας της αγοράς από την οποία να επηρεάζονται οι εταιρείες-στόχοι και οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν έχει λόγο να προβεί σε λεπτομερέστερη αξιολόγηση του εν λόγω μέτρου σύμφωνα με το τμήμα 5 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(99)

Η απόκτηση υφιστάμενων συμμετοχών (κεφάλαια αντικατάστασης) σε εταιρεία-στόχο δεν αποκλείεται από το εν λόγω μέτρο. Ωστόσο, τα κεφάλαια αντικατάστασης δεν επιτρέπονται σύμφωνα με τον ορισμό του όρου «κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών» που περιέχεται στις κατευθυντήριες οδηγίες για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(100)

Περαιτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο περιορισμός του φορολογικού πλεονεκτήματος σε εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου που επενδύουν σε κεφαλαιουχικές εταιρείες φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τον δεδηλωμένο σκοπό του μέτρου, ο οποίος είναι η ενίσχυση των επενδύσεων επιχειρηματικού κεφαλαίου, διότι παρότι οι νέες, καινοτόμες επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη από επιχειρηματικό κεφάλαιο ενδέχεται να μην επιλέξουν τη μορφή της κεφαλαιουχικής εταιρείας. Το μέτρο όμως δεν εφαρμόζεται στις εταιρείες αυτές αν έχουν τη μορφή προσωπικής εταιρείας.

(101)

Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο που αφορά τη μεταφορά ζημιών είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

7.2.4.   Φορολογικές απαλλαγές σε ιδιώτες επενδυτές

(102)

Όπως παρατίθεται στο τμήμα 7.1.3., το μέτρο που αφορά τη χορήγηση φορολογικών απαλλαγών σε ιδιώτες επενδυτές, η μεταφορά ζημιών συνιστά κρατική ενίσχυση για τις εταιρείες-στόχους. Επειδή το εν λόγω μέτρο αφορά ιδιώτες που επενδύουν σε εταιρείες-στόχους, ενδέχεται να ευνοεί επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου κατά την έννοια του τμήματος 4.2 εδάφιο δ) των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(103)

Για τους λόγους που αναφέρθηκαν ήδη παραπάνω στις αιτιολογικές σκέψεις 92, 93, 94 και 95, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το παρόν μέτρο είναι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά διότι αφενός δεν είναι σύμφωνο ούτε με τα κριτήρια εξαίρεσης του τμήματος 2.1 ούτε με τις διατάξεις σώρευσης και ελέγχου των τμημάτων 6 και 7.1 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια και αφετέρου, δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχει περίπτωση ανεπάρκειας της αγοράς από την οποία να επηρεάζονται οι εταιρείες-στόχοι και οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν έχει λόγο να προβεί σε λεπτομερέστερη αξιολόγηση του εν λόγω μέτρου σύμφωνα με το τμήμα 5 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια.

(104)

Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο που αφορά την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος είναι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για επιχειρηματικά κεφάλαια, ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, στη σημερινή του τουλάχιστον μορφή. Επειδή όμως στους ιδιώτες παρέχονται ήσσονος σημασίας κίνητρα για επένδυση σε εταιρείες-στόχους και, συνεπώς, το πλεονέκτημα για τις εταιρείες-στόχους θα ήταν επίσης ήσσονος σημασίας, το μέτρο πιθανολογείται ότι θα επηρεάσει σε ελάχιστο μόνο βαθμό τον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών στόχων και των υπολοίπων εταιρειών που δεν κατατάσσονται ως εταιρείες-στόχοι. Επίσης, το μέτρο ενδέχεται να έχει γενικά θετική επίδραση, στον βαθμό που μπορεί να συμβάλλει στην υπό υγιή οικονομικά κριτήρια διάθεση επιχειρηματικού κεφαλαίου σε επιχειρήσεις που το χρειάζονται, διότι είναι γεγονός ότι οι ιδιώτες επενδυτές επιλέγουν τις υποψήφιες εταιρείες-στόχους με βάση τις προοπτικές απόδοσης της επένδυσης κεφαλαίου. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή κρίνει ότι το μέτρο μπορεί να καταστεί συμβιβάσιμο με τις κατευθυντήριες γραμμές για επιχειρηματικά κεφάλαια εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 της παρούσας απόφασης.

7.3.   Συμβατότητα με την κοινή αγορά

(105)

Τόσο το μέτρο που αφορά το φόρο επιτηδεύματος όσο και αυτό που αφορά τη μεταφορά ζημιών, τα οποία ενδέχεται να ευνοούν τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, παραβιάζουν τους κανόνες της κοινής αγοράς, ιδίως σε σχέση με την ελευθερία εγκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 43 της συνθήκης (βλέπε τμήμα 3.5).

(106)

Σύμφωνα με όσα αναφέρει η Γερμανία, ο MoRaKG περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις σε σχέση με τη δομή και τη δραστηριότητα των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου, και ιδίως σε σχέση με το είδος των συναλλαγών και την επενδυτική πολιτική των εταιρειών αυτών, το ζήτημα της ένταξής τους σε ομίλους και την ελάχιστη αξία των μεριδίων τους. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για όλες τις εταιρείες επιχειρηματικού κινδύνου. Σε ό,τι αφορά τις εγκαταστάσεις αλλοδαπών εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου στη Γερμανία, δεν δύναται να διασφαλιστεί γι αυτές ότι θα τηρούνται οι προϋποθέσεις από την εταιρεία στο σύνολό της. Συνεπώς, μια ενδεχομένως περιορισμένη μόνο αναγνώριση της εγκατάστασης στη Γερμανία θα άνοιγε το δρόμο για την καταστρατήγηση και, κατά συνέπεια, την de facto απενεργοποίηση των διατάξεων. Οι οικονομικές εποπτικές αρχές εποπτεύουν τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στην περιοχή της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την εκάστοτε εθνική νομοθεσία, ενώ σημαντικό μέρος των σχετικών νομοθεσιών είναι εναρμονισμένο σε κοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, στο πεδίο της χρηματοδότησης επιχειρηματικού κεφαλαίου δεν έχει γίνει εναρμόνιση των περί εποπτείας διατάξεων σε κοινοτικό επίπεδο.

(107)

Οι επιφυλάξεις της Επιτροπής σχετικά με τον ανταγωνισμό δεν εξαλείφθηκαν. Πρώτον, θα πρέπει να δικαιούνται καταρχήν ενίσχυση οι επιχειρήσεις της ΕΕ ή του ΕΟΧ που έχουν την έδρα τους εκτός Γερμανίας και διατηρούν εγκαταστάσεις στη Γερμανία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα αποδεικνύουν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις και τους όρους σχετικά με τη δομή και τη δραστηριότητα των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου (στο βαθμό που είναι συμβιβάσιμα με τη συνθήκη). Το επιχείρημα ότι η BaFin δεν είναι σε θέση να εποπτεύει τις εταιρείες αυτές δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οι τελευταίες απολαμβάνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των εταιρειών που έχουν την έδρα τους στη Γερμανία, ούτε ότι δεν πληρούν de facto τις προϋποθέσεις και τους όρους που περιέχονται στις ρυθμίσεις για τις ενισχύσεις σχετικά με τη δομή και τη δραστηριότητα των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου. Για το λόγο αυτό, το προαναφερθέν επιχείρημα δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει παρέκκλιση από θεμελιώδη κανόνα της συνθήκης.

(108)

Συνοψίζοντας πρέπει να αναφερθεί ότι δημιουργείται η εντύπωση πως η Γερμανία θα μπορούσε να πετύχει τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιώντας μέσα που εισάγουν λιγότερες διακρίσεις (22). Έτσι, για παράδειγμα, η τήρηση των όρων που αναφέρονται στις ρυθμίσεις για τις ενισχύσεις θα μπορούσαν να επαληθευθούν μέσω εκούσιας υποβολής στην BaFin για σκοπούς ελέγχου, βεβαίωσης εκ μέρους της αλλοδαπής εποπτικής αρχής ή εκθέσεων ανεξάρτητου ελέγχου. Για το λόγο αυτό, η Γερμανία θα πρέπει να παρέχει σε αλλοδαπές εταιρείες που διατηρούν εγκαταστάσεις στη Γερμανία τη δυνατότητα να αποδεικνύουν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για την ενίσχυση και τους όρους των διατάξεων σχετικά με τη δομή και τη δραστηριότητα των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου.

(109)

Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που αφορούν το φόρο επιτηδεύματος και τη μεταφορά ζημιών είναι ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά διότι παραβιάζουν τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 43 της συνθήκης.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(110)

Η Επιτροπή κρίνει ότι το μέτρο ενίσχυσης που αφορά την υπαγωγή εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου στη φορολογία επιτηδεύματος είναι ασυμβίβαστο με τη συνθήκη.

(111)

Επίσης, η Επιτροπή κρίνει ότι το μέτρο ενίσχυσης που αφορά τη μεταφορά ζημιών από εταιρείες-στόχους οι οποίες αποκτώνται από εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου είναι ασυμβίβαστο με τη συνθήκη.

(112)

Τέλος, η Επιτροπή κρίνει ότι η συμβατότητα του μέτρου που αφορά τη χορήγηση φοροαπαλλαγής προς ιδιώτες επενδυτές με τη συνθήκη μπορεί να διασφαλιστεί εφόσον τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 3 της παρούσας απόφασης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι κρατικές ενισχύσεις που σχεδιάζει να χορηγήσει η Γερμανία σύμφωνα με τα άρθρ. 1 παράγραφος 19 και άρθρο 4 του νόμου σχετικά με τον εκσυγχρονισμό των γενικών όρων για τις επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου (MoRaKG) είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

Απαγορεύεται η εφαρμογή των εν λόγω ενισχύσεων.

Άρθρο 2

Η κρατική ενίσχυση που σχεδιάζει να χορηγήσει η Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 20 του MoRaKG συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό την προϋπόθεση της πλήρωσης των όρων που αναφέρονται στο άρθρο 3.

Άρθρο 3

Η κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 1 παράγραφος 20 του MoRaKG πρέπει να αναπροσαρμοστεί κατά τρόπο ώστε να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

ο ορισμός της έννοιας «εταιρείες-στόχοι» περιορίζεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) κατά την έννοια του ορισμού που περιέχεται στο Παράρτημα Ι του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία (23),

από τον ορισμό της έννοιας «εταιρείες-στόχοι» αποκλείονται οι προβληματικές επιχειρήσεις καθώς και οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα της ναυπηγίας, του άνθρακα και του χάλυβα,

το ανώτατο ύψος της επένδυσης ανέρχεται σε 1,5 εκατ. ευρώ ανά στοχευόμενη ΜΜΕ και ανά δωδεκάμηνη περίοδο και περιορίζεται στο προλειτουργικό στάδιο, στο στάδιο εκκίνησης και στο στάδιο της επέκτασης,

η Γερμανία θα αναπτύξει μηχανισμό ο οποίος θα διασφαλίζει ότι το μέτρο είναι σύμφωνο με τις περί σώρευσης και ελέγχου διατάξεις των τμημάτων 6 και 7.1 των κατευθυντήριων γραμμών για επιχειρηματικά κεφάλαια,

αποκλείεται η απόκτηση υφιστάμενων συμμετοχών (κεφάλαια αντικατάστασης) στοχευόμενης ΜΜΕ,

δεν προβλέπονται ειδικές προϋποθέσεις σχετικά με τη νομική μορφή της εταιρείας-στόχου.

Άρθρο 4

Η Γερμανία θα γνωστοποιήσει στην Επιτροπή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης τα μέτρα που έλαβε σε συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 30 Σεπτεμβρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 60 της 14.3.2009, σ. 9.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Οι εταιρείες επενδύσεων μετοχικού κεφαλαίου καταχωρούνται στην αρμόδια ανώτερη περιφερειακή αρχή. Η καταχώρηση επιτρέπεται σε όλα τα είδη ιδιωτικών συμμετοχών κεφαλαίου.

(4)  Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2).

(5)  «Einkommensteuerliche Behandlung von Venture Capital und Private Equity Fonds; Abgrenzung der privaten Vermögensverwaltung vom Gewerbebetrieb», έγγραφο του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών της 20ής Νοεμβρίου 2003, Bundessteuerblatt 2004 μέρος I αριθ. 1, σ. 40.

(6)  Bundessteuerblatt II 2001, σ. 809.

(7)  Το κεφάλαιο δεν επιτρέπεται να διατηρεί πλήρη ιδία οργάνωση για τη διαχείριση της περιουσίας του. Εφόσον διατηρεί δικά του γραφεία, το λειτουργικό κόστος αυτών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει αυτό που συνήθως απαιτείται για τη διαχείριση μιας μεγάλης ιδιωτικής περιουσίας.

(8)  Εμπορική μόλυνση, καλούμενη και «θεωρία χρωματισμού» (Abfärbetheorie), υφίσταται π.χ. όταν ένας οργανισμός μη υποκείμενος σε φόρο επιτηδεύματος μετέρχεται μιας πρόσθετης εμπορικής δραστηριότητας. Η δραστηριότητα αυτή «χρωματίζει» στη συνέχεια ολόκληρο τον οργανισμό, καθώς αυτός καθίσταται υπόχρεος φόρου επιτηδεύματος ακόμη και αν η εμπορική δραστηριότητα αποτελεί ελάχιστο μόνο μέρος των δραστηριοτήτων του.

(9)  Ως εμπορική δραστηριότητα ορίζεται η διαρκής αυτόνομη δραστηριότητα που ασκείται με σκοπό την επίτευξη κέρδους (όχι ερασιτεχνικά), εκδηλώνεται ως συμμετοχή στις γενικές οικονομικές συναλλαγές (υπερβαίνοντας την παροχή υπηρεσιών σε συγγενείς και φίλους) και δεν δύναται να θεωρηθεί ως άσκηση γεωργικής δραστηριότητας ή ελεύθερου επαγγέλματος (όπως δικηγόρου, ιατρού, καλλιτέχνη ή λέκτορα). Η διαχείριση περιουσίας ορίζεται ως δραστηριότητα που περιορίζεται στην εκμετάλλευση περιουσίας υπό την έννοια της άντλησης καρπών από τη διατηρητέα εσωτερική της αξία, χωρίς η εκμετάλλευση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων μέσω της αναδιάρθρωσης αυτών να κατέχει πρωταρχικό ρόλο. Ιδιαίτερη σημασία έχει η κατάταξη μιας δραστηριότητας ως εμπορικής ή ως διαχείρισης περιουσίας όταν πρόκειται για επενδύσεις σε κινητές αξίες ή ακίνητα. Εφόσον προκύπτουν εμπορικά έσοδα, το σύνολο του προϊόντος εκποίησης είναι φορολογητέο και υπόκειται συγχρόνως σε φόρο επιτηδεύματος. Αν πρόκειται για αμιγή διαχείριση περιουσίας, υπόκειται μεν σε φορολογία το σύνολο των εσόδων, ανεξαρτήτως πηγής, ωστόσο η τυχόν εκποίηση των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων δεν υπόκειται σε καμία περίπτωση σε φορολογία υπεραξίας (ούτε και σε φόρο επιτηδεύματος).

(10)  Υπό την έννοια του άρθρου 48 του γερμανικού νόμου περί επενδύσεων (Investmentgesetz).

(11)  Υπό την έννοια του άρθρου 50 του γερμανικού νόμου περί επενδύσεων (Investmentgesetz).

(12)  ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3.

(13)  Το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει ότι η χορήγηση φορολογικών απαλλαγών σε ιδιώτες που επενδύουν σε ορισμένες επιχειρήσεις ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση προς τις επιχειρήσεις αυτές (βλέπε υπόθεση C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, συλλογή 2000, I-6857).

(14)  ΕΕ C 194 της 18.8.2006, σ. 2.

(15)  Ο ορισμός της εταιρείας-στόχου κατά τον MoRaKG δεν αντιστοιχεί σε αυτόν της ΜΜΕ κατά την ΕΕ. Έτσι για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τον όρο ότι μία εταιρεία-στόχος δεν πρέπει να εμφανίζει κατά το χρόνο της απόκτησης της συμμετοχής εκ μέρους μιας εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου ίδια κεφάλαια άνω των 20 εκατ. ευρώ, η Επιτροπή σημειώνει: Ο συνολικός ισολογισμός αποτελείται από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων και των υποχρεώσεων. Το ύψος των υποχρεώσεων είναι κατά κανόνα σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό των ιδίων κεφαλαίων. Συνεπώς, το όριο των 43 εκατ. ευρώ που ισχύει για τον συνολικό ισολογισμό των εταιρειών στόχων είναι εύκολο να ξεπεραστεί. Επίσης, στον ορισμό των εταιρειών στόχων δεν περιλαμβάνονται τα όρια των 250 εργαζομένων για το προσωπικό και των 50 εκατ. ευρώ για τον κύκλο εργασιών.

(16)  Βλέπε τις παρατηρήσεις της δημοσιονομικής επιτροπής του γερμανικού κοινοβουλίου - BT-Drucks, 16/9829, σ. 5 επ.: «συνεπώς, σε ό,τι αφορά την ερμηνεία της νομοθετικής ρύθμισης θα εξακολουθεί να εφαρμόζεται συμπληρωματικά η ισχύουσα διοικητική απόφαση».

(17)  Η εκ των προτέρων εκτίμηση της διαφοράς μεταξύ του ύψους του κεφαλαίου που θα χορηγούνταν χωρίς το μέτρο και τους όρους χορήγησης αυτού έναντι του αντίστοιχου ύψους και των όρων του κεφαλαίου που θα χορηγηθεί βάσει του μέτρου είναι εξαιρετικά δύσκολη.

(18)  Υπόθεση C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, I-6857, σκέψη 64: «Επιβάλλεται εκ προοιμίου η υπόμνηση ότι, όπως έχει ήδη επισημανθεί στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων συνιστά λειτουργική ενίσχυση για τις δικαιούχες επιχειρήσεις […].»

(19)  ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1.

(20)  ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3.

(21)  ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5.

(22)  Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης N 629/07 (ΕΕ C 206 της 1.9.2009, σ. 1), η Γαλλία προέβλεψε τη δυνατότητα χορήγησης κρατικής ενίσχυσης και σε αλλοδαπά επενδυτικά σχήματα τα οποία είναι συγκρίσιμα με σχήματα εγκατεστημένα στη Γαλλία, προς τα οποία απευθύνεται η εξεταζόμενη ενίσχυση. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η κρατική ενίσχυση N 36/09 (ΕΕ C 186 της 8.8.2009, σ. 3).

(23)  Βλέπε υποσημείωση 20.