ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2009.302.gre

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 302

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

52ό έτος
17 Νοεμβρίου 2009


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ( 1 )

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ( 1 )

32

 

*

Οδηγία 2009/111/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων ( 1 )

97

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

17.11.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 302/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Σεπτεμβρίου 2009

για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές και τραπεζικές αγορές, δεδομένου ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες διενεργούν χρησιμοποιούνται από επενδυτές, δανειολήπτες, εκδότες και κυβερνήσεις, για να λαμβάνουν επενδυτικές και χρηματοδοτικές αποφάσεις μετά λόγου γνώσεως. Πιστωτικά ιδρύματα, επενδυτικές εταιρείες, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών ενδέχεται να χρησιμοποιούν αυτές τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ως αναφορά για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, για λόγους φερεγγυότητας ή για τον υπολογισμό των κινδύνων που ενέχει η επενδυτική τους δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία των αγορών και την πίστη και την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών. Επομένως, είναι σημαντικό οι δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να διεξάγονται σύμφωνα με τις αρχές της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της υπευθυνότητας και της χρηστής διακυβέρνησης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απορρέουσες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που χρησιμοποιούνται στην Κοινότητα είναι ανεξάρτητες, αντικειμενικές και με επαρκή ποιότητα.

(2)

Προς το παρόν, οι περισσότεροι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εδρεύουν εκτός Κοινότητας. Τα περισσότερα κράτη μέλη δεν ρυθμίζουν τις δραστηριότητες των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή τις προϋποθέσεις για την έκδοση των αξιολογήσεων. Παρά τη μεγάλη σημασία τους για τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διέπονται σε περιορισμένους μόνο τομείς από την κοινοτική νομοθεσία, κυρίως την οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (4). Επιπλέον, η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (5) και η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (6) αναφέρονται στους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό να ορισθούν κανόνες που να εξασφαλίζουν ότι όλες οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από τους εγγεγραμμένους στην Κοινότητα οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχουν επαρκή ποιότητα και εκδίδονται από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τους διεθνείς εταίρους της προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση με τους κανόνες που ισχύουν για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Θα πρέπει να είναι δυνατόν ορισμένες κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας να εξαιρούνται από τον παρόντα κανονισμό, υπό τον όρο ότι πληρούν τις σχετικές ισχύουσες απαιτήσεις οι οποίες εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των δραστηριοτήτων τους ως προς την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας και οι οποίες είναι εξίσου αυστηρές με τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού.

(3)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να συνεπάγεται γενική υποχρέωση αξιολόγησης των χρηματοδοτικών μηχανισμών ή των πιστωτικών υποχρεώσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να υποχρεωθούν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), κατά την έννοια της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (7) και τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (8), να επενδύουν μόνο σε χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς που αξιολογούνται κατά τον παρόντα κανονισμό.

(4)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει κατά κανένα τρόπο να συνεπάγεται γενική υποχρέωση για χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή επενδυτές να επενδύουν μόνο σε κινητές αξίες για τις οποίες έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο κατά την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση (9) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, τη μορφή των ενημερωτικών δελτίων, την ενσωμάτωση πληροφοριών μέσω παραπομπής, τη δημοσίευση των ενημερωτικών δελτίων και τη διάδοση των σχετικών διαφημίσεων (10) και οι οποίες αξιολογούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Επίσης, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να απαιτεί από τους εκδότες ή όσους προβαίνουν σε προσφορές ή πρόσωπα που ζητούν εισαγωγή στη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά να λαμβάνουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για αξίες που υπόκεινται στην υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004.

(5)

Οιοδήποτε ενημερωτικό δελτίο δημοσιεύεται δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 θα πρέπει να περιέχει σαφείς και ευδιάκριτες πληροφορίες σχετικά με το αν η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας των αντιστοίχων αξιών εκδίδεται από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα και έχει εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Πάντως, καμιά διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να αποτρέπει τους υπεύθυνους για τη δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 να συμπεριλάβουν οιαδήποτε ουσιώδη πληροφορία στο ενημερωτικό δελτίο, συμπεριλαμβανομένων αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται σε τρίτες χώρες και σχετικές πληροφορίες.

(6)

Πέραν της εκδόσεως αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και της ανάληψης δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει επίσης να μπορούν να αναλάβουν κατ’ επάγγελμα παρεπόμενες δραστηριότητες. Η ανάληψη παρεπομένων δραστηριοτήτων δεν θα πρέπει να θίγει την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των δραστηριοτήτων των εν λόγω οργανισμών που συνίστανται στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

(7)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από τους εγγεγραμμένους στην Κοινότητα οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Ο κύριος στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να προστατεύσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και τους επενδυτές. Βαθμοί πιστοληπτικής ικανότητας, συστήματα βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και παρόμοιες αξιολογήσεις που έχουν σχέση με υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από σχέσεις κατανάλωσης, εμπορίου ή βιομηχανίας δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(8)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να εφαρμόζουν σε εθελοντική βάση τον κώδικα καλής συμπεριφοράς των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τον οποίο εξέδωσε η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (κώδικας της IOSCO). Το 2006, ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (11) καλούσε την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, (ΕΡΑΑΚΑ), η οποία συστάθηκε με την απόφαση 2009/77/ΕΚ (12), να παρακολουθεί την τήρηση του κώδικα της IOSCO και να αναφέρεται στην Επιτροπή επί του θέματος σε ετήσια βάση.

(9)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 13ης και 14ης Μαρτίου 2008 κατέληξε σε σειρά συμπερασμάτων προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι βασικές αδυναμίες που είχαν εντοπισθεί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ένας από τους στόχους ήταν η βελτίωση της λειτουργίας των αγορών και των δομών παροχής κινήτρων, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

(10)

Εκτιμάται ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας απέτυχαν, αφενός, να δείξουν εγκαίρως, μέσω των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδουν, την επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς και, αφετέρου, να προσαρμόσουν εγκαίρως τις αξιολογήσεις τους αντίστοιχα με την εντεινόμενη κρίση στην αγορά. Ο βέλτιστος τρόπος για τη θεραπεία των εν λόγω αποτυχιών είναι η λήψη μέτρων όσον αφορά συγκρούσεις συμφερόντων, την ποιότητα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, τη διαφάνεια των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, την εσωτερική τους διαχείριση και την εποπτεία των δραστηριοτήτων τους. Οι χρήστες των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας δεν θα πρέπει να εμπιστεύονται τυφλά τις αξιολογήσεις αυτές. Θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, δηλαδή να πραγματοποιούν τις δικές τους αναλύσεις και να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια κάθε φορά που στηρίζονται σε τέτοιες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

(11)

Είναι απαραίτητο να θεσπισθεί κοινό πλαίσιο κανόνων όσον αφορά την ενίσχυση της ποιότητας των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, ιδίως της ποιότητας των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που θα χρησιμοποιούν τα αντίστοιχα πιστωτικά ιδρύματα και τα πρόσωπα που διέπονται από εναρμονισμένους κανόνες στην Κοινότητα. Ελλείψει κοινού πλαισίου, υπάρχει κίνδυνος τα κράτη μέλη να λαμβάνουν διαφορετικά μέτρα σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θα είχε άμεσες αρνητικές επιπτώσεις και θα δημιουργούσε εμπόδια στην καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδουν αξιολογήσεις για χρήση από τα πιστωτικά ιδρύματα στην Κοινότητα θα υπέκειντο σε διαφορετικούς κανόνες σε κάθε κράτος μέλος. Επιπλέον, οι διαφορετικές απαιτήσεις ποιότητας για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικά επίπεδα προστασίας των επενδυτών και των καταναλωτών. Επίσης, οι χρήστες θα πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται στην Κοινότητα με τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται διεθνώς.

(12)

Ο παρών κανονισμός ουδόλως επηρεάζει τη χρήση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας από πρόσωπα διαφορετικά από εκείνα που αφορά ο παρών κανονισμός.

(13)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται σε τρίτες χώρες θα χρησιμοποιούνται στην Κοινότητα για κανονιστικούς σκοπούς υπό τον όρο ότι πληρούν απαιτήσεις εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός εισάγει καθεστώς προσυπογραφής που επιτρέπει στους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα και έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό να προσυπογράφουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εκδώσει τρίτες χώρες. Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, όταν προσυπογράφουν αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που έχει εκδοθεί σε τρίτη χώρα, θα πρέπει να καθορίζουν και να παρακολουθούν συνεχώς εάν οι δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, που οδηγούν στην έκδοση αυτής της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, πληρούν απαιτήσεις για την έκδοση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και επιτυγχάνουν στην πράξη τους ίδιους στόχους και αποτελέσματα.

(14)

Προκειμένου να διασκεδασθούν οι ανησυχίες ότι η έλλειψη εγκατάστασης στην Κοινότητα ενδέχεται να αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την αποτελεσματική εποπτεία προς όφελος των χρηματοπιστωτικών αγορών της Κοινότητας, χρειάζεται να εισαχθεί ένα τέτοιο καθεστώς προσυπογραφής για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίοι συνδέονται ή συνεργάζονται στενά με οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εγκατεστημένους στην Κοινότητα. Εντούτοις, η προσαρμογή της απαίτησης για φυσική παρουσία στην Κοινότητα θα είναι ίσως αναγκαία σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όσον αφορά μικρότερους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τρίτες χώρες οι οποίοι δεν διαθέτουν παρουσία ούτε σύνδεση στην Κοινότητα. Για τους μικρότερους αυτούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει, επομένως, να καθιερωθεί ειδικό καθεστώς πιστοποίησης, εφόσον οι οργανισμοί αυτοί δεν παρουσιάζουν συστημική σημασία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ενός ή περισσότερων κρατών μελών.

(15)

Η πιστοποίηση θα πρέπει να είναι δυνατή αφού προηγουμένως διαπιστώσει η Επιτροπή την ισοδυναμία του νομοθετικού και εποπτικού πλαισίου της σχετικής τρίτης χώρας με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ο προβλεπόμενος μηχανισμός ισοδυναμίας δεν θα πρέπει να χορηγεί αυτόματη πρόσβαση στην Κοινότητα, αλλά θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα σε όσους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τρίτες χώρες πληρούν τις προϋποθέσεις να εκτιμώνται κατά περίπτωση και να τους χορηγείται εξαίρεση από ορισμένες οργανωτικές απαιτήσεις που ισχύουν για τους δραστηριοποιούμενους στην Κοινότητα οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για φυσική παρουσία στην Κοινότητα.

(16)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να απαιτεί από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τρίτης χώρας να πληροί κριτήρια που συνιστούν γενικές προϋποθέσεις για την ακεραιότητα των δραστηριοτήτων του, με σκοπό να αποτραπεί η παρέμβαση των αρμοδίων αρχών και άλλων δημόσιων αρχών της οικείας τρίτης χώρας όσον αφορά το περιεχόμενο των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και να προβλεφθεί η κατάλληλη πολιτική όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων, η εναλλαγή των αναλυτών αξιολογήσεων και η περιοδική και συνεχής κοινοποίηση των πληροφοριών.

(17)

Άλλη σημαντική προϋπόθεση για υγιές καθεστώς προσυπογραφής και για σύστημα ισοδυναμίας αποτελεί επίσης η ύπαρξη υγιών ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών προέλευσης και των οικείων αρμοδίων αρχών των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας των τρίτων χωρών.

(18)

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που προσυπογράφει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες έχουν εκδοθεί σε τρίτες χώρες θα πρέπει να ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για τις εν λόγω αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και την εκπλήρωση των σχετικών όρων οι οποίοι προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(19)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες διενεργεί ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατόπιν προσωπικής παραγγελίας και τις οποίες παρέχει αποκλειστικά στο πρόσωπο που τις παρήγγειλε, χωρίς να προορίζονται για δημόσια κοινοποίηση ή για διανομή με την καταβολή συνδρομής.

(20)

Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων, οι συστάσεις περί επενδύσεων και άλλες γνώμες σχετικά με την αξία ή την τιμή χρηματοπιστωτικού μέτρου ή οικονομικής υποχρέωσης δεν θα πρέπει να θεωρούνται αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

(21)

Μη ζητηθείσα αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, δηλαδή αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που δεν διενεργήθηκε κατ’ αίτηση του εκδότη ή της αξιολογούμενης οντότητας, θα πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς και να διακρίνεται καταλλήλως από τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας κατόπιν παραγγελίας.

(22)

Για την αποφυγή δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εστιάζουν την επαγγελματική δραστηριότητά τους στην έκδοση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται σε έναν οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες ή γνωμοδοτήσεις. Ειδικότερα, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν θα πρέπει να διατυπώνουν προτάσεις ή συστάσεις σχετικά με το σχεδιασμό διαρθρωμένου χρηματοπιστωτικού μέσου. Ωστόσο, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν συναφείς υπηρεσίες σε περίπτωση που αυτό δεν δημιουργεί δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων με την έκδοση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.

(23)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να χρησιμοποιούν μεθοδολογίες αξιολόγησης αυστηρές, συστηματικές και συνεχείς, υποκείμενες σε επικύρωση μεταξύ άλλων βάσει της κατάλληλης ιστορικής εμπειρίας και του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου. Η εν λόγω απαίτηση δεν θα πρέπει, ωστόσο, να δικαιολογεί την παρέμβαση των αρμοδίων αρχών και των κρατών μελών όσον αφορά το περιεχόμενο των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και τις μεθοδολογίες. Ομοίως, η απαίτηση να επανεξετάζονται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν θα πρέπει να επηρεάζει την υποχρέωση των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να παρακολουθούν συ νεχώς τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και να αναθεωρούν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας όπως απαιτείται. Οι εν λόγω απαιτήσεις δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να εμποδίζεται η είσοδος νέων οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στην αγορά.

(24)

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να είναι καλά θεμελιωμένες και απόλυτα τεκμηριωμένες για να αποφεύγονται οι συμβιβασμοί αξιολόγησης.

(25)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να κοινοποιούν πληροφορίες σχετικά με τις μεθοδολογίες, τα πρότυπα και τις βασικές παραδοχές που χρησιμοποιούν κατά τις δραστηριότητές τους όσον αφορά την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας. Ο βαθμός λεπτομέρειας της κοινοποίησης αυτής πληροφοριών όσον αφορά τα πρότυπα θα πρέπει να είναι τέτοιος ώστε οι χρήστες αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας να διαθέτουν επαρκή στοιχεία προκειμένου να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια κατά την εκτίμηση της αξιοπιστίας αυτών των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας. Εξάλλου, η κοινοποίηση πληροφοριών όσον αφορά τα πρότυπα δεν θα πρέπει να καθιστά δυνατή την αποκάλυψη ευαίσθητων επιχειρηματικών πληροφοριών ούτε να παρεμποδίζει σοβαρά την καινοτομία.

(26)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να θεσπίσουν κατάλληλες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες όσον αφορά τους εργαζομένους και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διεργασία αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, προκειμένου να αποφεύγονται, εντοπίζονται, εξαλείφονται ή αποτελούν το αντικείμενο διαχείρισης και κοινοποίησης οιεσδήποτε συγκρούσεις συμφερόντων και να διασφαλίζονται ανά πάσα στιγμή η ποιότητα, η ακεραιότητα και η πληρότητα της διεργασίας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και επανεξέτασης. Στις εν λόγω πολιτικές και τις διαδικασίες θα πρέπει ιδίως να περιλαμβάνονται οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και το καθήκον συμμόρφωσης.

(27)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να αποτρέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων ή/και να διαχειρίζονται δεόντως τις συγκρούσεις αυτές όταν είναι αναπόφευκτες, προκειμένου να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία τους. Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να κοινοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων εγκαίρως. Θα πρέπει επίσης να τηρούν αρχείο όλων των σοβαρών απειλών για την ανεξαρτησία είτε των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είτε των εργαζομένων τους και άλλων προσώπων που συμμετέχουν στη διαδικασία αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και των μέτρων προστασίας που εφαρμόζονται για να μετριασθούν αυτές οι απειλές.

(28)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή οι όμιλοι οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να έχουν ρυθμίσεις για την ορθή εταιρική διακυβέρνηση. Κατά τον καθορισμό των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησής τους, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή οι όμιλοι οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να διασφαλίσουν την παροχή ανεξαρτήτων, αντικειμενικών και επαρκούς ποιότητας αξιολογήσεων.

(29)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία της διαδικασίας έκδοσης των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας από το επιχειρηματικό συμφέρον του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ως επιχείρησης, οι οργανισμοί θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το ένα τρίτο τουλάχιστον και όχι λιγότερα από δύο μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου είναι ανεξάρτητα κατά τρόπο σύμφωνο με την έννοια της ενότητας ΙΙΙ σημείο 13 της σύστασης 2005/162/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με το ρόλο των μη εκτελεστικών και των εποπτικών διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών, καθώς και με τις επιτροπές του διοικητικού ή του εποπτικού συμβουλίου (13). Επιπλέον είναι απαραίτητο η πλειοψηφία των μελών της ανώτερης διοίκησης, περιλαμβανομένων όλων των ανεξαρτήτων μελών, να διαθέτει επαρκή εμπειρία στους καταλλήλους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Ο υπεύθυνος συμμόρφωσης θα πρέπει να υποβάλλει τακτικά εκθέσεις σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων του προς την ανώτερη διοίκηση και τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού και εποπτικού συμβουλίου.

(30)

Για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, η αμοιβή των ανεξαρτήτων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τις επιχειρηματικές επιδόσεις του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

(31)

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να αναθέτει τη δραστηριότητα έκδοσης των αξιολογήσεων σε επαρκή αριθμό εργαζομένων με κατάλληλη γνώση και εμπειρία στις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Ειδικότερα, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς ανθρώπινοι και χρηματοοικονομικοί πόροι για την έκδοση, την παρακολούθηση και την ενημέρωση των αξιολογήσεων.

(32)

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που απασχολούν λιγότερους από πενήντα εργαζομένους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να εξαιρούν αυτούς τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από ορισμένες από τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός όσον αφορά το ρόλο των ανεξαρτήτων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου, το καθήκον συμμόρφωσης και το μηχανισμό εναλλαγής, εφόσον οι εν λόγω οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μπορούν να αποδείξουν ότι τηρούν τους ειδικούς όρους. Μεταξύ άλλων κριτηρίων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει ιδίως να εξετάζουν μήπως το μέγεθος του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει καθορισθεί κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή από όμιλο οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Η εφαρμογή της εξαίρεσης από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι κίνδυνοι κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας.

(33)

Οι μακροχρόνιες σχέσεις με τις ίδιες αξιολογούμενες οντότητες ή με σχετιζόμενους με αυτές τρίτους ενδέχεται να διακυβεύσουν την ανεξαρτησία των αναλυτών αξιολόγησης και των προσώπων που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω αναλυτές και πρόσωπα θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλο μηχανισμό εναλλαγής ο οποίος θα πρέπει να προβλέπει τη σταδιακή αντικατάσταση των μελών των αναλυτικών ομάδων και των επιτροπών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

(34)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι μεθοδολογίες, τα μοντέλα και οι βασικές παραδοχές αξιολόγησης όπως μαθηματικές παραδοχές ή παραδοχές συσχέτισης που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας τηρούνται και ενημερώνονται σωστά, καθώς και ότι υποβάλλονται σε κατά περιόδους πλήρη επανεξέταση και ότι οι περιγραφές τους δημοσιεύονται κατά τρόπο που καθιστά δυνατή την εκτεταμένη επανεξέταση. Σε περιπτώσεις που η έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων ή η πολυπλοκότητα της δομής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου νέου τύπου, ιδίως των διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να παράσχει αξιόπιστη αξιολόγηση, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δε θα πρέπει να εκδίδει αξιολόγηση ή θα πρέπει να αποσύρει ήδη υπάρχουσα αξιολόγηση. Οιεσδήποτε αλλαγές όσον αφορά την ποιότητα των διαθέσιμων πληροφοριών για τον έλεγχο υφιστάμενης αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να δημοσιεύονται με αυτή την επανεξέταση και θα πρέπει να πραγματοποιείται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, αναθεώρηση της αξιολόγησης.

(35)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η ποιότητα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα ώστε να είναι αξιόπιστες οι πληροφορίες που χρησιμοποιεί για να καταλήξει σε αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας. Για το σκοπό αυτό, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να μπορεί να προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη στήριξη σε δημοσιονομικά δελτία που έχουν ελεγχθεί ανεξάρτητα και δημόσιες κοινοποιήσεις, την επαλήθευση από έγκυρες υπηρεσίες τρίτων, την τυχαία δειγματοληπτική εξέταση των πληροφοριών που λαμβάνει από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ή συμβατικές διατάξεις που καθορίζουν ρητά την ευθύνη της αξιολογούμενης οντότητας ή των σχετιζόμενων με αυτήν τρίτων, εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται με βάση τη σύμβαση είναι γνωστό ότι είναι ουσιωδώς ψευδείς ή παραπλανητικές, ή εάν η αξιολογούμενη οντότητα ή οι σχετιζόμενοι με αυτήν τρίτοι αδυνατούν να επιδείξουν την εύλογη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά την ακρίβεια των πληροφοριών, όπως καθορίζεται βάσει των όρων της σύμβασης.

(36)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το καθήκον των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (14).

(37)

Είναι απαραίτητο να θεσπίζουν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τις κατάλληλες διαδικασίες για την τακτική επανεξέταση των μεθοδολογιών, των μοντέλων και των βασικών παραδοχών αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντανακλούν ορθά τις μεταβαλλόμενες συνθήκες στις υποκείμενες αγορές περιουσιακών στοιχείων. Για τη διασφάλιση της διαφάνειας, κάθε ουσιαστική τροποποίηση στις μεθοδολογίες και στις πρακτικές, τις διαδικασίες και τις διεργασίες των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να κοινοποιείται πριν από την εφαρμογή της, εκτός εάν ακραίες συνθήκες στις αγορές επιβάλουν άμεση αλλαγή στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

(38)

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να προβαίνει σε κάθε κατάλληλη προειδοποίηση σχετικά με κινδύνους, περιλαμβανομένης της ανάλυσης ευαισθησίας των σχετικών παραδοχών. Η εν λόγω ανάλυση θα πρέπει να εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες εξελίξεις στις αγορές που επηρεάζουν τις παραμέτρους του προτύπου μπορούν να επηρεάσουν και τις αλλαγές των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας (για παράδειγμα, αστάθεια). Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα ιστορικά ποσοστά αθέτησης των υποχρεώσεων που διέπουν τις κατηγορίες αξιολόγησης επιδέχονται αξιολόγηση και ποσοτικοποίηση και ότι παρέχουν επαρκή βάση προκειμένου τα ενδιαφερόμενα μέρη να κατανοήσουν το ιστορικό των επιδόσεων κάθε κατηγορίας αξιολόγησης καθώς και εάν και κατά πόσον έχουν αλλάξει οι κατηγορίες αξιολόγησης. Εάν η φύση της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή άλλες περιστάσεις καθιστούν τα ιστορικά ποσοστά αθέτησης των υποχρεώσεων ακατάλληλα, στατιστικά άκυρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πιθανά να παραπλανήσουν τους χρήστες της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τότε ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να παρέχει επαρκείς διευκρινίσεις. Αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει, στο βαθμό που είναι εφικτό, να είναι συγκρίσιμες με οιαδήποτε υπάρχοντα πρότυπα του κλάδου, προκειμένου να βοηθήσουν τους επενδυτές να συγκρίνουν τις επιδόσεις άλλων οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

(39)

Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και να αυξηθεί η προστασία των επενδυτών, η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει να διατηρεί κεντρικό αρχείο στο οποίο θα πρέπει να φυλάσσονται πληροφορίες σχετικά με τις περασμένες επιδόσεις των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και πληροφορίες σχετικά με αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδόθηκαν στο παρελθόν. Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες στο αρχείο αυτό σε τυποποιημένη μορφή. Η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει να παρέχει στο κοινό πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες και να δημοσιεύει κάθε έτος συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με τις παρατηρούμενες εξελίξεις.

(40)

Υπό ορισμένες συνθήκες τα διαρθρωμένα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι δυνατόν να έχουν επιδράσεις διαφορετικές από τις επιδράσεις των παραδοσιακών εταιρικών χρεωστικών μέσων. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να είναι παραπλανητικό για τους επενδυτές εάν εφαρμόζονταν οι ίδιες κατηγορίες αξιολόγησης και στους δύο τύπους μέσων χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην ευαισθητοποίηση των χρηστών των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά τα ιδιαίτερα στοιχεία των διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων σε σχέση με τα συμβατικά προϊόντα. Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει, επομένως, να διαφοροποιούν σαφώς τις κατηγορίες αξιολόγησης που χρησιμοποιούν για την αξιολόγηση των διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, αφενός, από τις κατηγορίες αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται για άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα ή πιστωτικές υποχρεώσεις, αφετέρου, με προσθήκη κατάλληλου συμβόλου στην κατηγορία αξιολόγησης.

(41)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για να αποφεύγουν καταστάσεις κατά τις οποίες οι εκδότες ζητούν την προκαταρκτική εκτίμηση της αξιολόγησης διαρθρωμένου χρηματοπιστωτικού μέσου από περισσότερους από έναν οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προκειμένου να επιλέξουν τον οργανισμό που προσφέρει την καλύτερη αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας για το προτεινόμενο προϊόν. Ομοίως, οι εκδότες θα πρέπει να αποφεύγουν να εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές.

(42)

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να τηρεί αρχεία της μεθοδολογίας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που χρησιμοποιεί, να την ενημερώνει τακτικά και, επίσης, να τηρεί αρχείο των ουσιωδών στοιχείων της επικοινωνίας μεταξύ αναλυτή αξιολογήσεων και αξιολογούμενης οντότητας ή των σχετιζόμενων με αυτήν τρίτων.

(43)

Για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης εκ μέρους των επενδυτών και των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδουν αξιολογήσεις στην Κοινότητα θα πρέπει να υποβάλλονται σε διαδικασία εγγραφής σε μητρώο. Η εγγραφή αυτή αποτελεί την κύρια προϋπόθεση ώστε να μπορούν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να εκδίδουν αξιολογήσεις προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για κανονιστικούς σκοπούς στην Κοινότητα. Επομένως είναι αναγκαίο να ορισθούν οι εναρμονισμένοι όροι και η διαδικασία για την έγκριση, αναστολή και απόσυρση της εν λόγω εγγραφής.

(44)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να αντικαταστήσει την καθιερωμένη διαδικασία για την αναγνώριση των εξωτερικών οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ECAI) σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Οι ECAI που έχουν αναγνωρισθεί ήδη στην Κοινότητα θα πρέπει να ζητήσουν την εγγραφή τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(45)

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχει εγγραφεί από την αρμόδια αρχή του αντίστοιχου κράτους μέλους θα πρέπει να επιτρέπεται να εκδίδει αξιολογήσεις σε όλη την Κοινότητα. Επομένως, είναι απαραίτητο να θεσπισθεί ενιαία διαδικασία για την εγγραφή κάθε οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η οποία να έχει αποτέλεσμα σε όλη την Κοινότητα. Η εγγραφή οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να έχει αποτέλεσμα, μόλις αρχίσει να ισχύει, σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία η απόφαση εγγραφής που εκδίδει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης.

(46)

Είναι απαραίτητο να θεσπιστεί ενιαίο σημείο για την υποβολή των αιτήσεων εγγραφής. Η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει να παραλαμβάνει τις αιτήσεις εγγραφής και να ενημερώνει δεόντως τις αρμόδιες αρχές σε όλα τα κράτη μέλη. Η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει επίσης να παρέχει συμβουλές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης όσον αφορά την πληρότητα της αίτησης. Η εξέταση των αιτήσεων εγγραφής θα πρέπει να διενεργείται κυρίως σε εθνικό επίπεδο από τη σχετική αρμόδια αρχή. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαμορφώσουν επιχειρησιακά δίκτυα («σώματα») που να υποστηρίζονται από αποτελεσματική υποδομή τεχνολογίας των πληροφοριών. Η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει να συστήσει υποεπιτροπή που θα ειδικεύεται στον τομέα των αξιολογήσεων για κάθε κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού τις οποίες αξιολογούν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

(47)

Μερικοί οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας απαρτίζονται από διάφορα νομικά πρόσωπα που όλα μαζί συνθέτουν όμιλο οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Κατά την εγγραφή καθενός από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που συμμετέχουν σε τέτοιο όμιλο, οι αρμόδιες αρχές του αντίστοιχου κράτους μέλους θα πρέπει να συντονίζουν την εξέταση των αιτήσεων που υποβάλλονται από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίοι ανήκουν στον ίδιο όμιλο καθώς και τη λήψη απόφασης όσον αφορά την έγκριση της εγγραφής. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατή η άρνηση της εγγραφής οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που συμμετέχει σε όμιλο οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όταν ο εν λόγω οργανισμός αξιολόγησης δεν πληροί τις απαιτήσεις εγγραφής ενώ άλλα μέλη του ομίλου πληρούν όλες τις απαιτήσεις για την εγγραφή δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι το σώμα δεν θα πρέπει να διαθέτει εξουσία έκδοσης νομικά δεσμευτικών αποφάσεων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης των μελών του ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να λαμβάνουν η καθεμία χωριστή απόφαση σχετικά με τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

(48)

Το σώμα θα πρέπει να αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εποπτεία μεταξύ των αρμοδίων αρχών, το συντονισμό των δραστηριοτήτων τους και τη λήψη των μέτρων που απαιτεί η αποτελεσματική εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Το σώμα θα πρέπει ιδίως να διευκολύνει την παρακολούθηση της εκπλήρωσης των όρων για την προσυπογραφή των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται σε τρίτες χώρες, την πιστοποίηση, τις ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης καθώς και την εξαίρεση οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Οι δραστηριότητες του σώματος θα πρέπει να συμβάλλουν στην εναρμονισμένη εφαρμογή των κανόνων του παρόντος κανονισμού και στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών.

(49)

Προκειμένου να ενισχυθεί στην πράξη ο συντονισμός των δραστηριοτήτων του σώματος, τα μέλη του θα πρέπει να επιλέγουν ένα διαμεσολαβητή μεταξύ τους. Ο διαμεσολαβητής θα πρέπει να προεδρεύει των συνεδριάσεων του σώματος, να καταρτίζει γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού για το σώμα και να συντονίζει τις ενέργειες του σώματος. Κατά τη διαδικασία εγγραφής ο διαμεσολαβητής θα πρέπει να εκτιμά την ανάγκη παράτασης της προθεσμίας για την εξέταση των αιτήσεων, να συντονίζει την εν λόγω εξέταση και να τελεί χρέη συνδέσμου με την ΕΡΑΑΚΑ.

(50)

Τον Νοέμβριο του 2008 η Επιτροπή συνέστησε ομάδα υψηλού επιπέδου η οποία θα διερευνήσει τη μελλοντική δομή των ευρωπαϊκών εποπτικών φορέων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της ΕΡΑΑΚΑ.

(51)

Η τρέχουσα δομή των εποπτικών φορέων δεν θα πρέπει να θεωρείται μακροπρόθεσμη λύση για την εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Τα σώματα των αρμοδίων αρχών, που αναμένεται ότι θα εκσυγχρονίσουν την εποπτική συνεργασία και σύγκλιση στον τομέα αυτό στην Κοινότητα, αποτελούν σημαντικό βήμα προόδου, αλλά δεν θα υποκαταστήσουν όλα τα πλεονεκτήματα μιας πιο ενοποιημένης εποπτείας του κλάδου της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Η κρίση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές έχει αποδείξει σαφώς ότι ενδείκνυται να εξεταστεί περαιτέρω η ανάγκη για ευρέος φάσματος μεταρρυθμίσεις του κανονιστικού και εποπτικού μοντέλου του χρηματοπιστωτικού τομέα της ΕΕ. Για να επιτευχθεί το αναγκαίο επίπεδο εποπτικής σύγκλισης και συνεργασίας στην Κοινότητα και να ενισχυθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, χρειάζονται οπωσδήποτε περαιτέρω ευρέος φάσματος μεταρρυθμίσεις του κανονιστικού και εποπτικού μοντέλου του χρηματοπιστωτικού τομέα της Κοινότητας και θα πρέπει να υποβληθούν ταχέως από την Επιτροπή αφού ληφθούν δεόντως υπόψη τα συμπεράσματα που υπέβαλε η ομάδα εμπειρογνωμόνων υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει, το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από την 1η Ιουλίου 2010, έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και λοιπά ενδιαφερόμενα όργανα, που θα περιέχει τα σχετικά συμπεράσματα και θα καταθέτει οιαδήποτε νομοθετική πρόταση κρίνεται σκόπιμη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίζονται σχετικά με τις ρυθμίσεις εποπτικού συντονισμού και συνεργασίας.

(52)

Οι σημαντικές αλλαγές του καθεστώτος προσυπογραφής, οι ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης καθώς και το άνοιγμα και κλείσιμο υποκαταστημάτων θα πρέπει να θεωρούνται μεταξύ άλλων ως ουσιώδεις αλλαγές των όρων αρχικής εγγραφής οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

(53)

Την εποπτεία ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να αναλαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών μέσω του αντίστοιχου σώματος και με κατάλληλη συμμετοχή της ΕΡΑΑΚΑ.

(54)

Η ικανότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης και άλλων μελών του αντίστοιχου σώματος να εκτιμούν και να παρακολουθούν τη συμμόρφωση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να περιορίζεται από τυχόν ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης που εισάγει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να παραμένει υπεύθυνος για οιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε περίπτωση χρήσης ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης.

(55)

Για τη διατήρηση υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης εκ μέρους των επενδυτών και των καταναλωτών και για να είναι εφικτή η συνεχής εποπτεία των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται στην Κοινότητα, θα πρέπει να ζητείται από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εδρεύουν εκτός της Κοινότητας να συστήσουν θυγατρική εντός της Κοινότητας, ώστε να είναι εφικτές η αποτελεσματική εποπτεία των δραστηριοτήτων τους στην Κοινότητα και η αποτελεσματική χρήση του καθεστώτος προσυπογραφής. Η ανάδειξη νέων οντοτήτων στην αγορά των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει επίσης να ενθαρρυνθεί.

(56)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τις αξιολογούμενες οντότητες και τους σχετιζόμενους με αυτές τρίτους, τους τρίτους στους οποίους ανατέθηκαν ορισμένα καθήκοντα ή δραστηριότητες από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και άλλα πρόσωπα που σχετίζονται ή συνδέονται άλλως με τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή με δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Τα εν λόγω πρόσωπα θα πρέπει να περιλαμβάνουν τους μετόχους ή τα μέλη του εποπτικού ή διοικητικού συμβουλίου των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και των αξιολογούμενων οντοτήτων.

(57)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα εποπτικά τέλη δεν θα πρέπει να θίγουν τις σχετικές διατάξεις εθνικού δικαίου που διέπουν τα εποπτικά ή ανάλογα τέλη.

(58)

Κρίνεται σκόπιμο να δημιουργηθεί μηχανισμός που θα εξασφαλίζει την αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα μέσα για να διασφαλίζουν ότι οι αξιολογήσεις που εκδίδονται στην Κοινότητα εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η εφαρμογή αυτών των εποπτικών μέτρων θα πρέπει να συντονίζεται πάντοτε στο πλαίσιο του αντίστοιχου σώματος. Μέτρα όπως η απόσυρση της εγγραφής ή η αναστολή της χρήσης των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας για κανονιστικούς σκοπούς θα πρέπει να επιβάλλονται όταν θεωρούνται ανάλογα της σημασίας της παράβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Κατά την άσκηση των εποπτικών τους εξουσιών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των επενδυτών και τη σταθερότητα της αγοράς. Δεδομένου ότι θα πρέπει να διατηρηθεί η ανεξαρτησία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά τη διαδικασία έκδοσης των αξιολογήσεών τους, ούτε οι αρμόδιες αρχές ούτε τα κράτη μέλη θα πρέπει να επεμβαίνουν στο περιεχόμενο των αξιολογήσεων και στις μεθοδολογίες αξιολόγησης που χρησιμοποιεί ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για να αποφεύγονται οι συμβιβασμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Εφόσον οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δέχεται πιέσεις, θα πρέπει να το γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στην ΕΡΑΑΚΑ. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει κατά περίπτωση εάν πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα κατά του οικείου κράτους μέλους για παράλειψη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(59)

Είναι σκόπιμο να εξασφαλισθεί ότι η λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θα βασίζεται στη στενή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, και επομένως η έκδοση των αποφάσεων εγγραφής θα πρέπει να λαμβάνεται κατόπιν συμφωνίας. Πρόκειται για αναγκαία προϋπόθεση της αποτελεσματικής διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης της εποπτείας. Η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να είναι αποτελεσματική, ταχεία και συναινετική.

(60)

Για λόγους αποτελεσματικότητας της εποπτείας και προκειμένου να αποφεύγεται η διπλή ανάθεση καθηκόντων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να συνεργάζονται.

(61)

Έχει επίσης σημασία να προβλεφθεί ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των αρμοδίων αρχών που εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως με τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία ή τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη.

(62)

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, εκτός των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να παρεμβαίνουν και να λαμβάνουν κατάλληλα εποπτικά μέτρα, αφού ενημερώσουν την ΕΡΑΑΚΑ και την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και διαβουλευθούν με το αντίστοιχο σώμα, εφόσον διαπιστώσουν ότι εγγεγραμμένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι αξιολογήσεις του οποίου χρησιμοποιούνται στο έδαφός τους, έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(63)

Εάν ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει ειδική διαδικασία όσον αφορά την εγγραφή, την πιστοποίηση ή την απόσυρση αυτών, τη λήψη εποπτικών μέτρων ή την άσκηση εποπτικών εξουσιών, θα πρέπει να εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο που διέπει τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών καθεστώτων, του επαγγελματικού απορρήτου και των προνομίων των επαγγελματιών νομικών, και δεν θα πρέπει να θίγονται τα δικαιώματα των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλων προσώπων δυνάμει της νομοθεσίας αυτής.

(64)

Είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η σύγκλιση των αρμοδιοτήτων των αρμοδίων αρχών προκειμένου να επιτευχθεί ισοδύναμο επίπεδο επιβολής του νόμου σε όλη την εσωτερική αγορά.

(65)

Η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει να διασφαλίζει τη συνεκτικότητα κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Θα πρέπει να ενισχύει και να διευκολύνει τη συνεργασία και το συντονισμό των αρμοδίων αρχών κατά τις δραστηριότητες εποπτείας και να παρέχει καθοδήγηση κατά περίπτωση. Επομένως, η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει να αναπτύξει μηχανισμό μεσολάβησης και αξιολόγησης από ομότιμους για να διευκολύνει τις αρμόδιες αρχές να υιοθετήσουν συνεκτική προσέγγιση.

(66)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και να διέπουν τουλάχιστον τις περιπτώσεις σοβαρών επαγγελματικών παραπτωμάτων και έλλειψης δέουσας επιμέλειας. Θα πρέπει να μπορούν τα κράτη μέλη να προβλέπουν διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις. Η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση πρακτικών σχετικά με τις κυρώσεις αυτές.

(67)

Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών, άλλων αρχών, φορέων ή προσώπων, θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ορίζονται με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

(68)

Ο κανονισμός θα πρέπει επίσης να προβλέπει κανόνες για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, ιδίως τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που συμμετέχουν στην προσυπογραφή.

(69)

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, οιαδήποτε αξίωση κατά οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε σχέση με παράβαση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να προβάλλεται σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία για αστική ευθύνη.

(70)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (15).

(71)

Ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις, τα παραρτήματα I και II, τα οποία θεσπίζουν τα συγκεκριμένα κριτήρια για την αξιολόγηση της εκπλήρωσης των καθηκόντων οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά την εσωτερική οργάνωση, τις επιχειρησιακές ρυθμίσεις, τον κανονισμό προσωπικού, την παρουσίαση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και τις κοινοποιήσεις, και να προσδιορίζει ή τροποποιεί τα κριτήρια για τον καθορισμό της ισοτιμίας των διατάξεων του παρόντος κανονισμού με το κανονιστικό και εποπτικό νομικό πλαίσιο τρίτων χωρών. Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(72)

Με σκοπό να ληφθούν υπόψη οι περαιτέρω εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στην οποία θα αξιολογεί την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως την εμπιστοσύνη στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και την καταλληλότητα της αμοιβής του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από την αξιολογούμενη οντότητα. Με γνώμονα την έκθεση αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.

(73)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, με την οποία θα αξιολογεί κίνητρα για τους εκδότες ώστε να χρησιμοποιούν ευρωπαϊκούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, πιθανές εναλλακτικές δυνατότητες αντί του προτύπου «ο εκδότης πληρώνει», συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας δημόσιου κοινοτικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, και σύγκλιση των εθνικών κανόνων αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Με γνώμονα την αξιολόγηση αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.

(74)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, με την οποία θα αξιολογεί τις εξελίξεις στο κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε τρίτες χώρες και τις επιπτώσεις των εν λόγω εξελίξεων και των μεταβατικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Κοινότητα.

(75)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας επενδυτών και καταναλωτών με τη θέσπιση κοινού πλαισίου όσον αφορά την ποιότητα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες πρόκειται να εκδοθούν στην εσωτερική αγορά, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, λόγω της τρέχουσας έλλειψης εθνικής νομοθεσίας και του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των υφισταμένων οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εδρεύουν εκτός της Κοινότητας, και επομένως είναι δυνατόν να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός εισάγει κοινή ρυθμιστική προσέγγιση για την ενίσχυση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της υπευθυνότητας, της χρηστής διακυβέρνησης και της αξιοπιστίας των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, συμβάλλοντας έτσι στην ποιότητα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται στην Κοινότητα και στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών. Ορίζει τις προϋποθέσεις για την έκδοση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και τους κανόνες για την οργάνωση και συμπεριφορά των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ώστε να προωθείται η ανεξαρτησία τους και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες εκδίδονται από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εγγραφεί στην Κοινότητα και οι οποίες κοινοποιούνται δημοσίως ή διανέμονται με την καταβολή συνδρομής.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα εξής:

α)

στις ιδιωτικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που διενεργούνται κατόπιν προσωπικής παραγγελίας και παρέχονται αποκλειστικά στο πρόσωπο που τις παρήγγειλε, χωρίς να προορίζονται για δημόσια κοινοποίηση ή για διανομή με την καταβολή συνδρομής·

β)

στις βαθμολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, συστήματα βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή παρόμοιες αξιολογήσεις που έχουν σχέση με υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από σχέσεις κατανάλωσης, εμπορίου ή βιομηχανίας·

γ)

στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που διενεργούνται από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων, όπως περιγράφονται στο σημείο 1.3 του μέρους 1 του παραρτήματος VI της οδηγίας 2006/48/ΕΚ· ή

δ)

στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που διενεργούνται από τις κεντρικές τράπεζες και οι οποίες:

i)

δεν πληρώνονται από την αξιολογούμενη οντότητα,

ii)

δεν κοινοποιούνται δημοσίως,

iii)

εκδίδονται σύμφωνα με τις αρχές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες που εξασφαλίζουν την επαρκή ακεραιότητα και ανεξαρτησία των διαδικασιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, όπως προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και

iv)

δεν έχουν σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδουν οι αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ζητεί την εγγραφή του δυνάμει του παρόντος κανονισμού προκειμένου να μπορέσει να αναγνωρισθεί ως ο Εξωτερικός Οργανισμός Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας («ECAI») σύμφωνα με το μέρος 2 του παραρτήματος VI της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, εκτός εάν εκδίδει μόνο τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο δ), η Επιτροπή μπορεί κατόπιν υποβολής αιτήσεως από κράτος μέλος, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 3 και σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει το στοιχείο δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, να εγκρίνει απόφαση που θα αναφέρει ότι η κεντρική τράπεζα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω στοιχείου και επομένως οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητάς της εξαιρούνται από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Η Επιτροπή δημοσιεύει στο δικτυακό τόπο της τον κατάλογο με τις κεντρικές τράπεζες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας» νοείται γνώμη σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα μιας οντότητας, ενός χρέους ή οικονομικής υποχρέωσης, χρεωστικών τίτλων, προνομιούχων μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, ή του εκδότη ενός χρέους ή οικονομικής υποχρέωσης, χρεωστικών τίτλων, προνομιούχων μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, η οποία εκδίδεται μέσω καθιερωμένου και καθορισμένου συστήματος αξιολόγησης με κατηγορίες αξιολόγησης·

β)

ως «οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας» νοείται το νομικό πρόσωπο του οποίου η απασχόληση περιλαμβάνει την έκδοση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας επί επαγγελματικής βάσεως·

γ)

ως «κράτος μέλος προέλευσης» νοείται το κράτος μέλος στο οποίο ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει την έδρα του·

δ)

ως «αναλυτής αξιολογήσεων» νοείται το πρόσωπο που εκτελεί τις εργασίες ανάλυσης οι οποίες απαιτούνται για την έκδοση αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας·

ε)

ως «κύριος αναλυτής αξιολογήσεων» νοείται το πρόσωπο που έχει την κύρια ευθύνη για την πραγματοποίηση της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή για την επικοινωνία με τον εκδότη όσον αφορά συγκεκριμένη αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ή γενικά όσον αφορά την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας χρηματοπιστωτικού μέσου που εκδίδεται από τον συγκεκριμένο εκδότη και, όπου αρμόζει, για τη σύνταξη συστάσεων προς την επιτροπή αξιολόγησης σε σχέση με την εν λόγω αξιολόγηση·

στ)

ως «αξιολογούμενη οντότητα» νοείται το νομικό πρόσωπο η πιστοληπτική ικανότητα του οποίου αξιολογείται άμεσα ή έμμεσα στην αξιολόγηση, ανεξαρτήτως του αν έχει ζητήσει την αξιολόγηση ή εάν έχει παράσχει πληροφορίες για την εν λόγω αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας·

ζ)

με τον όρο «σκοποί κανονιστικής ρύθμισης» νοείται η χρήση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας με συγκεκριμένο σκοπό τη συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο, όπως έχει μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών·

η)

ως «κατηγορία αξιολόγησης» νοείται το σύμβολο αξιολόγησης, όπως γράμμα ή αριθμός που μπορεί να συνοδεύεται από προσθήκη αναγνωριστικών χαρακτήρων, το οποίο χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ώστε να υπάρχει σχετικό μέτρο κινδύνου για τη διάκριση των διαφορετικών χαρακτηριστικών κινδύνου των τύπων αξιολογούμενων οντοτήτων, εκδοτών και χρηματοπιστωτικών μέσων ή άλλων στοιχείων ενεργητικού·

θ)

ως «σχετιζόμενος τρίτος» νοείται ο εντολέας, διαμεσολαβητής, χορηγός, διαχειριστής ή κάθε άλλο μέρος που αλληλεπιδρά με τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκ μέρους αξιολογούμενης οντότητας, περιλαμβανομένου κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί του μέσω ελέγχου, άμεσα ή έμμεσα·

ι)

ως «έλεγχος» νοείται η σχέση ανάμεσα σε μητρική και θυγατρική εταιρεία, όπως περιγράφεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (16), ή στενός δεσμός ανάμεσα σε οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και επιχείρηση·

ια)

ως «χρηματοπιστωτικά μέσα» νοούνται τα μέσα που ορίζονται στο παράρτημα Ι ενότητα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (17) ·

ιβ)

ως «διαρθρωμένο χρηματοπιστωτικό μέσο» νοείται το χρηματοπιστωτικό μέσο ή άλλα στοιχεία ενεργητικού που προκύπτουν από πράξη ή πρόγραμμα τιτλοποίησης, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 36 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

ιγ)

ως «όμιλος οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας» νοείται όμιλος εταιρειών εγκατεστημένος στην Κοινότητα ο οποίος απαρτίζεται από μια μητρική εταιρεία και τις θυγατρικές της κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, καθώς και επιχειρήσεις συνδεόμενες μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και του οποίου η απασχόληση περιλαμβάνει την έκδοση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας. Για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 3, ο όμιλος περιλαμβάνει επίσης τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες·

ιδ)

ως «ανώτερη διοίκηση» νοούνται το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τις εργασίες του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και το μέλος ή τα μέλη του διοικητικού ή εποπτικού οργάνου του·

ιε)

ως «δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας» νοούνται η ανάλυση δεδομένων και πληροφοριών και η αξιολόγηση, η έγκριση, η έκδοση και η επανεξέταση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1, τα ακόλουθα δεν θεωρούνται αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας:

α)

συστάσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/125/ΕΚ της Επιτροπής (18)·

β)

έρευνα στον τομέα των επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ (19) και άλλες μορφές γενικών συστάσεων, του τύπου «αγορά», «πώληση» ή «διακράτηση», όσον αφορά συναλλαγές σχετικές με χρηματοπιστωτικά μέσα ή οικονομικές υποχρεώσεις· ή

γ)

γνωμοδοτήσεις σχετικά με την αξία χρηματοπιστωτικού μέσου ή οικονομικής υποχρέωσης.

Άρθρο 4

Χρήση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων όπως ορίζονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται στην πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (20) και στην οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (21), οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως ορίζονται με την οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (22) οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όπως ορίζονται με την οδηγία 85/611/ΕΟΚ και τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, δύνανται να χρησιμοποιούν για κανονιστικούς σκοπούς μόνο τις αξιολογήσεις που εκδίδονται από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα και έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Στην περίπτωση κατά την οποία ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 περιέχει παραπομπή σε οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ο προσφέρων εκδότης ή το πρόσωπο που ζητεί εισαγωγή στη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι το ενημερωτικό δελτίο περιέχει επίσης σαφείς και ευδιάκριτες πληροφορίες σχετικά με το εάν οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εκδίδονται από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα και έχει εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα και έχει εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θεωρείται ότι έχει εκδώσει αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας όταν η αξιολόγηση αυτή έχει δημοσιοποιηθεί στο δικτυακό τόπο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή με άλλο μέσο ή έχει διανεμηθεί με την καταβολή συνδρομής, έχει δε παρουσιασθεί και κοινοποιηθεί σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του άρθρου 10, με σαφή προσδιορισμό του γεγονότος ότι η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας έχει προσυπογραφεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

3.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα και έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μπορούν να προσυπογράφουν αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που έχει εκδοθεί σε τρίτη χώρα μόνον εφόσον οι δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση της αξιολόγησης αυτής πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

οι δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση της αξιολόγησης που θα πρέπει να προσυπογραφεί έχουν αναληφθεί εν μέρει ή καθ’ ολοκληρία από τον προσυπογράφοντα οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που ανήκουν στον ίδιο όμιλο·

β)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει επαληθεύσει και είναι σε θέση να αποδεικνύει συνεχώς στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ότι η διενέργεια δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τρίτης χώρας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της αξιολόγησης που θα πρέπει να προσυπογραφεί, πληροί απαιτήσεις τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις προβλεπόμενες στα άρθρα 6 έως 12·

γ)

η ικανότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης του προσυπογράφοντος οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή του σώματος αρμοδίων αρχών του άρθρου 29 («σώμα») να αποτιμούν και να παρακολουθούν την εκπλήρωση των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β) από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, δεν είναι περιορισμένη·

δ)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαθέτει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, κατ’ αίτησή της, όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται ώστε να μπορεί η αρμόδια αρχή να εποπτεύει συνεχώς την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού·

ε)

υπάρχει αντικειμενικός λόγος για να διενεργηθεί σε τρίτη χώρα η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας·

στ)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος στην τρίτη χώρα έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει εγγραφεί και υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα·

ζ)

το κανονιστικό καθεστώς της τρίτης χώρας αποτρέπει την παρέμβαση των αρμοδίων αρχών ή άλλων δημοσίων αρχών στην εν λόγω χώρα στο περιεχόμενο των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και

η)

υπάρχει κατάλληλη ρύθμιση συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής του κράτους προέλευσης του προσυπογράφοντος οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και της σχετικής αρμόδιας αρχής του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης διασφαλίζει ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας προσδιορίζουν τουλάχιστον:

i)

το μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών, και

ii)

τις διαδικασίες σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, ώστε να μπορεί η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του προσυπογράφοντος οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να παρακολουθεί συνεχώς τις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση της προσυπογραφόμενης αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

4.   Η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που έχει προσυπογραφεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 θεωρείται αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που εκδόθηκε από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εγκατεστημένο στην Κοινότητα και εγγεγραμμένο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα και έχει εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό δεν χρησιμοποιεί την προσυπογραφή προκειμένου να αποφύγει τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

5.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που προσυπέγραψε αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες εκδόθηκαν σε τρίτες χώρες σύμφωνα με την παράγραφο 3 παραμένει πλήρως υπεύθυνος για την εκάστοτε αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας και για την εκπλήρωση των όρων που τίθενται στην παράγραφο αυτή.

6.   Όταν η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 6, το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας ως ισοδύναμο με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και οι ρυθμίσεις συνεργασίας που εμφαίνονται στο άρθρο 5 παράγραφος 7, είναι λειτουργικές, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που προσυπογράφει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδόθηκαν στην εν λόγω τρίτη χώρα, δεν υποχρεούται πλέον να επαληθεύσει ή να αποδείξει ότι πληρούται η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο ζ) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 5

Ισοδυναμία και πιστοποίηση βάσει ισοδυναμίας

1.   Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που σχετίζονται με οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες ή με χρηματοπιστωτικά μέσα εκδοθέντα σε τρίτες χώρες και εκδίδονται από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιούνται στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 χωρίς να έχουν προσυπογραφεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3, με την προϋπόθεση ότι:

α)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι εγκεκριμένος ή εγγεγραμμένος και υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα·

β)

η Επιτροπή έχει εγκρίνει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, αναγνωρίζοντας το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας ως ισοδύναμο με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

γ)

οι ρυθμίσεις συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου βρίσκονται σε λειτουργία·

δ)

οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και οι δραστηριότητές του στον τομέα της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν έχουν συστημική σπουδαιότητα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ενός ή περισσότερων κρατών μελών και

ε)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι πιστοποιημένος σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά την παράγραφο 1 μπορεί να ζητήσει πιστοποίηση. Η αίτηση υποβάλλεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών αξιών (εφεξής «η ΕΡΑΑΚΑ») σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 15. Εντός πέντε εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης πιστοποίησης, η ΕΡΑΑΚΑ αποστέλλει την αίτηση στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών, καλώντας τες να εξετάσουν αν θα γίνουν μέλος του αντίστοιχου σώματος βάσει των κριτηρίων του άρθρου 29 παράγραφος 3 στοιχείο β). Οι αρμόδιες αρχές που αποφασίζουν να γίνουν μέλη του σώματος ειδοποιούν σχετικά την ΕΡΑΑΚΑ εντός δέκα εργασίμων ημερών από την παραλαβή της πρόσκλησης της ΕΡΑΑΚΑ. Εντός είκοσι εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης πιστοποίησης, η ΕΡΑΑΚΑ καταρτίζει και δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αρμοδίων αρχών που είναι μέλη του Σώματος. Μέλη του σώματος είναι όσες αρμόδιες αρχές έδωσαν θετική απάντηση στην πρόσκληση της ΕΡΑΑΚΑ. Εντός δέκα εργασίμων ημερών από τη δημοσίευση, τα μέλη του σώματος επιλέγουν έναν διαμεσολαβητή σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 29 παράγραφος 5. Μετά τη συγκρότηση του σώματος, η σύνθεση και η λειτουργία του διέπονται από το άρθρο 29.

3.   Η εξέταση της αίτησης υπόκειται στις σχετικές διατάξεις και διαδικασίες του άρθρου 16. Η απόφαση σχετικά με την πιστοποίηση βασίζεται στα κριτήρια της παραγράφου 1 στοιχεία α) έως δ) του παρόντος άρθρου.

Η απόφαση σχετικά με την πιστοποίηση κοινοποιείται και δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 18.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί επίσης να υποβάλει χωριστά αίτηση εξαίρεσης:

α)

κατά περίπτωση, από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος Ι ενότητα Α και του άρθρου 7 παράγραφος 4, εφόσον ο εν λόγω οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αποδείξει ότι, λόγω της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, καθώς επίσης της φύσης και του φάσματος της έκδοσης αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, οι απαιτήσεις αυτές δεν είναι αναλογικές·

β)

από την απαίτηση φυσικής παρουσίας στην Κοινότητα, εφόσον η απαίτηση αυτή θα ήταν υπέρμετρα επαχθής και δυσανάλογη σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, καθώς επίσης τη φύση και το φάσμα της έκδοσης αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.

Κατά την εξέταση της αίτησης, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος του αιτούντος οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, σε σχέση με τη φύση, κλίμακα και πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, τη φύση και το φάσμα της έκδοσης των αξιολογήσεών του πιστοληπτικής ικανότητας, καθώς και τον αντίκτυπο των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ενός ή περισσότερων κρατών μελών. Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν εξαίρεση στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

5.   Οι αποφάσεις για εξαιρέσεις σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις και διαδικασίες του άρθρου 16 με την εξαίρεση της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση παρατεινόμενης ασυμφωνίας μεταξύ των μελών του αντίστοιχου σώματος ως προς τη χορήγηση εξαίρεσης στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ο διαμεσολαβητής εκδίδει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση.

Για τους σκοπούς της πιστοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης εξαιρέσεων, και της εποπτείας, ο διαμεσολαβητής εκτελεί, κατά περίπτωση, χρέη αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 3, αναγνωρίζοντας ότι το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας εξασφαλίζει ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγκεκριμένοι ή εγγεγραμμένοι στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό και υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό εφόσον το πλαίσιο της τρίτης χώρας πληροί τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στην τρίτη χώρα υπόκεινται σε έγκριση ή εγγραφή και υπόκεινται επίσης σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή του νόμου σε συνεχή βάση·

β)

οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στην τρίτη χώρα υπόκεινται σε νομικά δεσμευτικούς κανόνες οι οποίοι είναι ισοδύναμοι με τους κανόνες που θεσπίζονται στα άρθρα 6 έως 12 και στο παράρτημα I και

γ)

το κανονιστικό καθεστώς εμποδίζει την επέμβαση των εποπτικών ή άλλων δημόσιων αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας στο περιεχόμενο και στις μεθόδους των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.

Η Επιτροπή εξειδικεύει περαιτέρω ή τροποποιεί τα κριτήρια του δεύτερου εδαφίου στοιχεία α) έως γ) προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα εν λόγω μέτρα, τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 2.

7.   Ο διαμεσολαβητής συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με τις σχετικές αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας της οποίας το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο έχει κριθεί ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 6. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών και

β)

τις διαδικασίες συνεργασίας στον τομέα των εποπτικών δραστηριοτήτων.

Η ΕΡΑΑΚΑ συντονίζει την εφαρμογή των συμφωνιών συνεργασίας ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο έχει κριθεί ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 6.

8.   Οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 20, 24 και 25 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στους πιστοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες εκδίδουν οι οργανισμοί αυτοί.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΕΚΔΟΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 6

Ανεξαρτησία και αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζει ότι η έκδοση αξιολόγησης δεν επηρεάζεται από υπάρχουσες ή ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων ή επαγγελματικές σχέσεις στις οποίες συμμετέχει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδει την αξιολόγηση, τα στελέχη του, οι αναλυτές αξιολογήσεων, οι εργαζόμενοι ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή κάθε πρόσωπο που συνδέεται μαζί του μέσω ελέγχου, άμεσα ή έμμεσα.

2.   Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την παράγραφο 1, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα Ι ενότητες A και B.

3.   Κατ’ αίτηση οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί να εξαιρεί οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παραρτήματος Ι, ενότητα Α, σημεία 2, 5 και 6, και του άρθρου 7, παράγραφος 4, εφόσον ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι σε θέση να αποδείξει ότι, λόγω της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της καθώς και της φύσης και του φάσματος των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, οι απαιτήσεις αυτές δεν είναι σε αναλογία και ότι:

α)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας απασχολεί λιγότερους από πενήντα εργαζομένους·

β)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει εφαρμόσει μέτρα και διαδικασίες, ιδίως μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, ρυθμίσεις όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων και μέτρα που εγγυώνται την ανεξαρτησία των αναλυτών αξιολόγησης και των προσώπων που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, ώστε να εξασφαλίζεται πραγματική τήρηση των στόχων του παρόντος κανονισμού και

γ)

το μέγεθος του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν έχει καθορισθεί κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εκπλήρωση των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή από όμιλο οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Σε περίπτωση ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε ένας τουλάχιστον από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας του ομίλου να μην εξαιρείται από την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παραρτήματος Ι ενότητα Α, σημεία 2, 5 και 6 και του άρθρου 7 παράγραφος 4.

Άρθρο 7

Αναλυτές αξιολογήσεων, εργαζόμενοι και άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν στην έκδοση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξασφαλίζει ότι οι αναλυτές αξιολογήσεων, οι εργαζόμενοι του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και οιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, που συμμετέχουν άμεσα στις δραστηριότητες έκδοσης της αξιολόγησης, διαθέτουν την κατάλληλη γνώση και εμπειρία για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξασφαλίζει ότι δεν επιτρέπεται στα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 να κινούν ή να συμμετέχουν σε διαπραγματεύσεις σχετικά με αμοιβές ή πληρωμές με οιαδήποτε αξιολογούμενη οντότητα, σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο ή κάθε άλλο πρόσωπο που συνδέεται μαζί της μέσω ελέγχου, άμεσα ή έμμεσα.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται με το παράρτημα Ι ενότητα Γ.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θεσπίζει κατάλληλο σταδιακό μηχανισμό εναλλαγής των αναλυτών αξιολόγησης και των προσώπων που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, όπως ορίζονται στο παράρτημα Ι ενότητα Γ. Ο μηχανισμός αυτός εναλλαγής διενεργείται κατά φάσεις στη βάση ατόμων παρά ολόκληρης ομάδας.

5.   Η αμοιβή και η αξιολόγηση της απόδοσης των αναλυτών αξιολογήσεων και των προσώπων που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις δεν εξαρτάται από το ύψος των εσόδων που εισπράττει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τις αξιολογούμενες οντότητες ή τους σχετιζόμενους με αυτές τρίτους.

Άρθρο 8

Μεθοδολογίες, πρότυπα και βασικές παραδοχές αξιολόγησης

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί στο κοινό τις μεθοδολογίες, τα πρότυπα και τις βασικές παραδοχές αξιολόγησης που χρησιμοποιεί στις δραστηριότητές του όσον αφορά την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα Ι ενότητα Ε μέρος Ι σημείο 5.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θεσπίζει, εφαρμόζει και επιβάλλει την εφαρμογή καταλλήλων μέτρων για να εξασφαλίζει ότι οι αξιολογήσεις που εκδίδει στηρίζονται σε προσεκτική ανάλυση όλων των πληροφοριών που διαθέτει οι οποίες είναι σχετικές με την ανάλυσή του σύμφωνα με τις δικές του μεθοδολογίες αξιολόγησης. Λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα και διαδικασίες ώστε η ποιότητα των πληροφοριών που χρησιμοποιεί για την έκδοση μιας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να είναι επαρκής και οι εν λόγω πληροφορίες να προέρχονται από αξιόπιστες πηγές.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας χρησιμοποιεί μεθοδολογίες αξιολόγησης που είναι αυστηρές, συστηματικές και συνεχείς και οι οποίες υπόκεινται σε επικύρωση με βάση την ιστορική εμπειρία, περιλαμβανομένου του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου.

4.   Σε περίπτωση που ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας χρησιμοποιεί υπάρχουσα αξιολόγηση που έχει εκδοθεί από άλλον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά υποκείμενα στοιχεία του ενεργητικού ή διαρθρωμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, δεν αρνείται την έκδοση αξιολόγησης οντότητας ή χρηματοπιστωτικού μέσου επειδή μέρος της οντότητας ή του χρηματοπιστωτικού μέσου είχε αξιολογηθεί στο παρελθόν από κάποιον άλλο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καταγράφει όλες τις περιπτώσεις στο πλαίσιο των οποίων η διαδικασία αξιολόγησης που εφαρμόζει παρεκκλίνει από υπάρχουσες αξιολογήσεις οι οποίες εκδόθηκαν από άλλον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά υποκείμενα στοιχεία του ενεργητικού ή διαρθρωμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, αιτιολογώντας τη διαφορετική εκτίμηση.

5.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρακολουθεί τις αξιολογήσεις και επανεξετάζει τις δικές του αξιολογήσεις και μεθοδολογίες σε συνεχή βάση και τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, ιδίως όταν σημειώνονται ουσιώδεις αλλαγές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιολόγηση ενός μέσου. Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θεσπίζει εσωτερικές διαδικασίες για την παρακολούθηση της επίδρασης που έχουν οι αλλαγές των συνθηκών των μακροοικονομικών ή χρηματοπιστωτικών αγορών στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

6.   Όταν οι μεθοδολογίες, τα πρότυπα ή οι βασικές παραδοχές αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται στις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τροποποιούνται, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας:

α)

κοινοποιεί αμέσως το πιθανό εύρος των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που ενδέχεται να επηρεασθούν, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα επικοινωνίας όπως αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για τη διανομή των εν λόγω αξιολογήσεων·

β)

επανεξετάζει τις εν λόγω αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός έξι μηνών από τις αλλαγές, ενώ στο μεταξύ θέτει υπό παρακολούθηση τις εν λόγω αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και

γ)

επαναξιολογεί όλες τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που βασίσθηκαν στις εν λόγω μεθοδολογίες, πρότυπα ή βασικές παραδοχές αξιολόγησης εφόσον, μετά την επανεξέταση, το συνολικό συνδυασμένο αποτέλεσμα των αλλαγών επηρεάζει τις εν λόγω αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

Άρθρο 9

Εξωτερική ανάθεση

Η εξωτερική ανάθεση σημαντικών επιχειρησιακών καθηκόντων γίνεται με τρόπο που να μη βλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού του ελέγχου του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ούτε την ικανότητα των αρμοδίων αρχών να παρακολουθούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 10

Κοινοποίηση και παρουσίαση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί οιαδήποτε αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και οιαδήποτε απόφαση παύσης μιας αξιολόγησης, σε μη επιλεκτική βάση και εγκαίρως. Εφόσον ληφθεί απόφαση παύσης αξιολόγησης, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται περιλαμβάνουν πλήρη αιτιολογία της απόφασης.

Η πρώτη παράγραφος ισχύει επίσης για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που διανέμονται με την καταβολή συνδρομής.

2.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξασφαλίζουν ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας παρουσιάζονται και αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα Ι ενότητα Δ.

3.   Σε περίπτωση που οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκδίδει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για διαρθρωμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, διασφαλίζει ότι οι κατηγορίες αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται για τα διαρθρωμένα χρηματοπιστωτικά μέσα διακρίνονται σαφώς με τη χρήση πρόσθετου συμβόλου που τις διαφοροποιεί από τις κατηγορίες αξιολογήσεων που χρησιμοποιούνται για άλλες οντότητες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πιστωτικές υποχρεώσεις.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζει σχετικά με τις μη ζητηθείσες αξιολογήσεις.

5.   Σε περίπτωση που οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκδίδει μη ζητηθείσα αξιολόγηση, αναφέρει ευδιάκριτα όταν κοινοποιεί την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας εάν η αξιολογούμενη οντότητα ή οι σχετιζόμενοι με αυτήν τρίτοι συμμετείχαν στη διαδικασία αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και εάν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είχε πρόσβαση στους λογαριασμούς και σε άλλα συναφή εσωτερικά έγγραφα της αξιολογούμενης οντότητας ή σχετιζόμενων τρίτων.

Οι μη ζητηθείσες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας επισημαίνονται ως τέτοιες.

6.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι αυτή η αρμόδια αρχή προσυπογράφει ή εγκρίνει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ή οιεσδήποτε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Άρθρο 11

Γενικές και περιοδικές κοινοποιήσεις

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί πλήρως και ενημερώνει αμέσως τις πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζει το παράρτημα Ι ενότητα E μέρος I.

2.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθιστούν διαθέσιμες, σε κεντρικό αρχείο που δημιουργεί η ΕΡΑΑΚΑ, τις πληροφορίες σχετικά με τα ιστορικά δεδομένα των επιδόσεών τους, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας του μεταβατικού καθεστώτος των αξιολογήσεων, και σχετικά με παλαιότερες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδόθηκαν στο παρελθόν και τις αλλαγές τους. Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρέχουν πληροφορίες στο αρχείο αυτό σε τυποποιημένη μορφή όπως προβλέπεται από την ΕΡΑΑΚΑ. Η ΕΡΑΑΚΑ παρέχει στο κοινό πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες και δημοσιεύει σε ετήσια βάση συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με τις παρατηρούμενες εξελίξεις.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και στην ΕΡΑΑΚΑ, σε ετήσια βάση, τις πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζονται στο παράρτημα I ενότητα E μέρος II σημείο 2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στα μέλη του αντίστοιχου σώματος.

Άρθρο 12

Έκθεση διαφάνειας

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δημοσιεύει ετήσια έκθεση διαφάνειας η οποία περιλαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζονται στο παράρτημα I ενότητα E μέρος III. Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δημοσιεύει την έκθεσή του για τη διαφάνεια το αργότερο τρεις μήνες μετά το τέλος κάθε οικονομικού έτους και εξασφαλίζει ότι η έκθεση παραμένει διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο του οργανισμού για τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 13

Αμοιβή δημόσιας κοινοποίησης

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν ζητά αμοιβή για τις πληροφορίες που παρέχει σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 12.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Διαδικασία εγγραφής

Άρθρο 14

Απαίτηση εγγραφής

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάλλει αίτηση εγγραφής για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Κοινότητα.

2.   Η εγγραφή έχει αποτέλεσμα σε ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας μόλις αρχίσει να ισχύει σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία η απόφαση εγγραφής που εκδίδει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 ή το άρθρο 17 παράγραφος 7.

3.   Ο εγγεγραμμένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πληροί ανά πάσα στιγμή τους όρους που διέπουν την αρχική εγγραφή.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας γνωστοποιούν το συντομότερο δυνατόν στην ΕΡΑΑΚΑ, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και το διαμεσολαβητή οιεσδήποτε ουσιώδεις αλλαγές στους όρους αρχικής εγγραφής, συμπεριλαμβάνοντας οιοδήποτε άνοιγμα ή κλείσιμο υποκαταστήματος στην Κοινότητα.

4.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 16 ή 17, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης εγγράφει τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εφόσον συμπεραίνει από την εξέταση της αίτησης ότι ο εν λόγω οργανισμός πληροί τους όρους για την έκδοση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 4 και 6.

5.   Οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις για την εγγραφή οι οποίες δεν προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 15

Αίτηση εγγραφής

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάλλει αίτηση εγγραφής στην ΕΡΑΑΚΑ. Η αίτηση περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζονται στο παράρτημα II.

2.   Σε περίπτωση που η αίτηση εγγραφής υποβάλλεται από όμιλο οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τα μέλη του ομίλου εξουσιοδοτούν ένα από τα μέλη του ομίλου να υποβάλλει όλες τις αιτήσεις στην ΕΡΑΑΚΑ εκ μέρους του ομίλου. Ο εξουσιοδοτημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρέχει τις πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που ορίζονται στο παράρτημα II για κάθε μέλος του ομίλου.

3.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάλλουν την αίτησή τους στη γλώσσα που απαιτείται δυνάμει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους προέλευσης και επίσης σε γλώσσα που συνηθίζεται στο χώρο των διεθνών οικονομικών.

Οι αιτήσεις εγγραφής που αποστέλλει η ΕΡΑΑΚΑ στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης, θεωρούνται αιτήσεις που υποβλήθηκαν από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

4.   Εντός πέντε εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η ΕΡΑΑΚΑ διαβιβάζει αντίγραφα της αίτησης στην αρμόδια αρχή όλων των κρατών μελών.

Εντός δέκα εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η ΕΡΑΑΚΑ παρέχει συμβουλή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης όσον αφορά την πληρότητα της αίτησης.

5.   Εντός είκοσι πέντε ημερών από την παραλαβή της αίτησης εγγραφής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του αντίστοιχου σώματος εκτιμούν εάν η αίτηση είναι πλήρης, λαμβάνοντας υπόψη τη συμβουλή της ΕΡΑΑΚΑ που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Αν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οφείλει να παράσχει τις πρόσθετες πληροφορίες στην ίδια και στην ΕΡΑΑΚΑ, ειδοποιεί δε σχετικά τα μέλη του σώματος και την ΕΡΑΑΚΑ.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, αφού εκτιμήσει ότι μια αίτηση είναι πλήρης, ειδοποιεί σχετικά τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τα μέλη του σώματος και την ΕΡΑΑΚΑ.

6.   Εντός πέντε εργασίμων ημερών από την παραλαβή των πρόσθετων πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 5, η ΕΡΑΑΚΑ διαβιβάζει τις πρόσθετες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές όλων των λοιπών κρατών μελών.

Άρθρο 16

Εξέταση της αίτησης εγγραφής οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τις αρμόδιες αρχές

1.   Εντός εξήντα εργασίμων ημερών από την ειδοποίηση κατά το άρθρο 15 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι μέλη του αντίστοιχου σώματος:

α)

εξετάζουν από κοινού την αίτηση εγγραφής και

β)

καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία ως προς την έγκριση ή άρνηση της εγγραφής του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με βάση την τήρηση των όρων που θέτει ο παρών κανονισμός από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

2.   Ο διαμεσολαβητής μπορεί να παρατείνει την προθεσμία εξέτασης κατά τριάντα εργάσιμες ημέρες, ιδίως εφόσον ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας:

α)

προτίθεται να προσυπογράψει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3·

β)

προτίθεται να προσφύγει σε εξωτερική ανάθεση· ή

γ)

ζητεί εξαίρεση από την τήρηση των όρων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3.

3.   Ο διαμεσολαβητής συντονίζει την εξέταση της αίτησης που υποβάλλει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και διασφαλίζει την ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξέταση της αίτησης μεταξύ των μελών του αντίστοιχου σώματος.

4.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης καταρτίζει σχέδιο πλήρως αιτιολογημένης απόφασης μετά τη συμφωνία κατά την παράγραφο 1 στοιχείο β) και το υποβάλλει στο διαμεσολαβητή.

Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του αντίστοιχου σώματος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης καταρτίζει σχέδιο πλήρως αιτιολογημένης απόφασης άρνησης της εγγραφής με βάση τις γραπτές γνώμες των μελών του σώματος που αρνούνται την εγγραφή και το υποβάλλει στον διαμεσολαβητή. Τα μέλη του σώματος που είναι υπέρ της εγγραφής καταρτίζουν και υποβάλλουν στον διαμεσολαβητή λεπτομερή επεξήγηση της φύσης και των λόγων των γνωμών τους.

5.   Εντός εξήντα εργασίμων ημερών από την ειδοποίηση κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 15 παράγραφος 5 και οπωσδήποτε εντός ενενήντα εργασίμων ημερών εφόσον ισχύει η παράγραφος 2, ο διαμεσολαβητής κοινοποιεί στην ΕΡΑΑΚΑ πλήρως αιτιολογημένο σχέδιο απόφασης έγκρισης ή άρνησης της εγγραφής, συνοδευόμενο από τη λεπτομερή επεξήγηση κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4.

6.   Εντός είκοσι εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης κατά την παράγραφο 5, η ΕΡΑΑΚΑ παρέχει στα μέλη του αντίστοιχου σώματος τη συμβουλή της ως προς το εάν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πληροί τις απαιτήσεις για την εγγραφή. Μετά την παραλαβή της συμβουλής της ΕΡΑΑΚΑ, τα μέλη του σώματος επανεξετάζουν το σχέδιο απόφασης.

7.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης εκδίδει πλήρως αιτιολογημένες αποφάσεις έγκρισης ή άρνησης της εγγραφής εντός 15 εργασίμων ημερών από την παραλαβή της συμβουλής της ΕΡΑΑΚΑ. Εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης έχει διαφορετική γνώμη από την ΕΡΑΑΚΑ, αιτιολογεί πλήρως την απόφασή της. Εφόσον η ΕΡΑΑΚΑ δεν παράσχει συμβουλή, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης εκδίδει την απόφασή της εντός τριάντα εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση του σχεδίου απόφασης στην ΕΡΑΑΚΑ σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Σε περίπτωση που εξακολουθεί να είναι αδύνατη η συμφωνία μεταξύ των μελών του αντίστοιχου σώματος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης εκδίδει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση άρνησης της εγγραφής, στην οποία επισημαίνονται οι διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και περιγράφεται η γνώμη τους.

Άρθρο 17

Εξέταση της αίτησης εγγραφής ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από τις αρμόδιες αρχές

1.   Εντός εξήντα εργασίμων ημερών από την ειδοποίηση κατά το άρθρο 15 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο, ο διαμεσολαβητής και οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι μέλη του αντίστοιχου σώματος:

α)

εξετάζουν από κοινού τις αιτήσεις εγγραφής και

β)

καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία ως προς την έγκριση ή άρνηση της εγγραφής των μελών του ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με βάση την τήρηση των όρων που θέτει ο παρών κανονισμός από τους εν λόγω οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

2.   Ο διαμεσολαβητής μπορεί να παρατείνει την προθεσμία εξέτασης κατά τριάντα εργάσιμες ημέρες, ιδίως εφόσον οιοσδήποτε οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας συμμετέχει στον όμιλο:

α)

προτίθεται να προσυπογράψει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας όπως προβλέπει το άρθρο 4 παράγραφος 3·

β)

προτίθεται να προσφύγει σε εξωτερική ανάθεση· ή

γ)

ζητεί εξαίρεση από την τήρηση των όρων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3.

3.   Ο διαμεσολαβητής συντονίζει την εξέταση των αιτήσεων που υποβάλλει ο όμιλος των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και διασφαλίζει την ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξέταση της αίτησης μεταξύ των μελών του αντίστοιχου σώματος.

4.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης καταρτίζουν σχέδια πλήρως αιτιολογημένων αποφάσεων για κάθε οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας του ομίλου, μετά τη συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και τα υποβάλλουν στο διαμεσολαβητή.

Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του αντίστοιχου σώματος, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης καταρτίζουν σχέδια πλήρως αιτιολογημένων αποφάσεων άρνησης της εγγραφής με βάση τις γραπτές γνώμες των μελών του σώματος που θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να χορηγηθεί έγκριση και τα υποβάλλουν στο διαμεσολαβητή. Τα μέλη του σώματος που είναι υπέρ της εγγραφής καταρτίζουν και υποβάλλουν στο διαμεσολαβητή λεπτομερή επεξήγηση της φύσης και των λόγων των γνωμών τους.

5.   Εντός εξήντα εργασίμων ημερών από την ειδοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο, και το πολύ ενενήντα εργασίμων ημερών σε περίπτωση που εφαρμόζεται η παράγραφος 2, ο διαμεσολαβητής κοινοποιεί στην ΕΡΑΑΚΑ σχέδια πλήρως αιτιολογημένων ατομικών αποφάσεων έγκρισης ή άρνησης της εγγραφής, συνοδευόμενα από τη λεπτομερή επεξήγηση κατά την παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο.

6.   Εντός είκοσι εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης κατά την παράγραφο 5, η ΕΡΑΑΚΑ παρέχει συμβουλή προς τα μέλη του αντίστοιχου σώματος σχετικά με το αν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας του ομίλου πληρούν τις απαιτήσεις για την εγγραφή. Μετά την παραλαβή της συμβουλής της ΕΡΑΑΚΑ, τα μέλη του σώματος επανεξετάζουν το σχέδιο απόφασης.

7.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης λαμβάνουν, εντός δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή της συμβουλής της ΕΡΑΑΚΑ, πλήρως αιτιολογημένη απόφαση εγγραφής ή άρνησης. Εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης έχουν διαφορετική γνώμη από την ΕΡΑΑΚΑ, αιτιολογούν πλήρως την απόφασή τους. Εφόσον η ΕΡΑΑΚΑ δεν παράσχει συμβουλή, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης εκδίδουν τις αποφάσεις τους εντός τριάντα εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση του σχεδίου απόφασης στην ΕΡΑΑΚΑ σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Εφόσον εξακολουθεί να είναι αδύνατη η συμφωνία μεταξύ των μελών του αντίστοιχου σώματος ως προς την εγγραφή συγκεκριμένου οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του συγκεκριμένου οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκδίδει πλήρως αιτιολογημένες αποφάσεις άρνησης, στις οποίες επισημαίνονται οι διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και περιγράφονται οι απόψεις τους.

Άρθρο 18

Κοινοποίηση της απόφασης εγγραφής, άρνησης της εγγραφής ή απόσυρσης της εγγραφής οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

1.   Εντός πέντε εργασίμων ημερών από την έκδοση απόφασης δυνάμει των άρθρων 16 ή 17, ο οικείος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ειδοποιείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ως προς το εάν έχει εγγραφεί. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αρνηθεί την εγγραφή του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, αιτιολογεί την αρνητική απόφασή της στον εν λόγω οργανισμό.

2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ειδοποιεί την Επιτροπή, την ΕΡΑΑΚΑ και τις λοιπές αρμόδιες αρχές για οιαδήποτε απόφαση δυνάμει των άρθρων 16, 17 ή 20.

3.   Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο δικτυακό τόπο της κατάλογο των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται εντός τριάντα ημερών από την ειδοποίηση κατά την παράγραφο 2.

Άρθρο 19

Τέλη εγγραφής και εποπτικά τέλη

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δύναται να ζητήσει από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καταβολή τελών εγγραφής και/ή εποπτικών τελών. Τα τέλη εγγραφής και/ή τα εποπτικά τέλη είναι ανάλογα με τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης.

Άρθρο 20

Απόσυρση εγγραφής

1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί να αποσύρει την εγγραφή ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε περίπτωση που ο οργανισμός:

α)

παραιτείται ρητά από την εγγραφή ή δεν έχει παράσχει καμία αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας κατά τους προηγούμενους έξι μήνες·

β)

πέτυχε την εγγραφή με ψευδείς δηλώσεις ή με άλλο παράτυπο μέσο·

γ)

δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες έγινε δεκτή η εγγραφή του· ή

δ)

παρέβη σοβαρά ή κατ’ επανάληψη τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που διέπουν τις συνθήκες λειτουργίας των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

2.   Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης κρίνει ότι πληρούται ένας από τους όρους της παραγράφου 1, ειδοποιεί τον διαμεσολαβητή και συνεργάζεται στενά με τα μέλη του αντίστοιχου σώματος, ώστε να αποφασίσει εάν θα αποσύρει την εγγραφή του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Τα μέλη του σώματος διενεργούν από κοινού αξιολόγηση και καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την ανάγκη απόσυρσης της εγγραφής του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Ελλείψει συμφωνίας, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, κατ’ αίτηση οιουδήποτε από τα άλλη μέλη του σώματος ή με δική της πρωτοβουλία, ζητεί τη συμβουλή της ΕΡΑΑΚΑ. Η ΕΡΑΑΚΑ παρέχει τη συμβουλή της εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνει ατομική απόφαση απόσυρσης βάσει της συμφωνίας που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο του σώματος.

Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του σώματος εντός τριάντα εργασίμων ημερών από τη γνωστοποίηση του θέματος στο διαμεσολαβητή κατά το πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί να λάβει ατομική απόφαση απόσυρσης. Οιαδήποτε απόκλιση της αποφάσεώς της από τις απόψεις των άλλων μελών του σώματος και, κατά περίπτωση, από τις συμβουλές της ΕΡΑΑΚΑ αιτιολογείται πλήρως.

3.   Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο χρησιμοποιούνται αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εκδοθεί από τον οικείο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κρίνει ότι πληρούται ένας από τους όρους της παραγράφου 1, μπορεί να ζητήσει από το αντίστοιχο σώμα να εξετάσει εάν πληρούνται οι όροι για την απόσυρση της εγγραφής. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αποφασίσει να μην αποσύρει την εγγραφή του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, επεξηγεί την απόφασή της με πλήρη αιτιολόγηση.

4.   Η απόφαση απόσυρσης της εγγραφής ισχύει αμέσως σε όλη την Κοινότητα, με την επιφύλαξη της μεταβατικής περιόδου χρήσης των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΕΡΑΑΚΑ και αρμόδιες αρχές

Άρθρο 21

Ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών

1.   Η ΕΡΑΑΚΑ παρέχει συμβουλές στις αρμόδιες αρχές στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους τις συγκεκριμένες συμβουλές πριν λάβουν οιαδήποτε οριστική απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Έως τις 7 Ιουλίου 2010, η ΕΡΑΑΚΑ πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με:

α)

τη διαδικασία εγγραφής και τις ρυθμίσεις συντονισμού μεταξύ των αρμοδίων αρχών και της ΕΡΑΑΚΑ, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, και το γλωσσικό καθεστώς για τις αιτήσεις που υποβάλλονται στην ΕΡΑΑΚΑ·

β)

την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους λεπτομερείς όρους συμμετοχής στα σώματα, την εφαρμογή των κριτηρίων για την επιλογή του διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 5 στοιχεία α) έως δ), και τις γραπτές ρυθμίσεις λειτουργίας των σωμάτων και τις ρυθμίσεις για το συντονισμό μεταξύ των σωμάτων·

γ)

την εφαρμογή του συστήματος προσυπογραφής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3, από τις αρμόδιες αρχές και

δ)

τα κοινά πρότυπα παρουσίασης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων της δομής, της μορφής, της μεθόδου και της περιόδου παρουσίασής τους, που κοινοποιούν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 και το παράρτημα I ενότητα Ε μέρος II σημείο 1.

3.   Έως τις 7 Σεπτεμβρίου 2010 η ΕΡΑΑΚΑ πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με:

α)

τις πρακτικές και δραστηριότητες επιβολής του νόμου που πρέπει να εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

β)

τα κοινά πρότυπα για την εκτίμηση της συμμόρφωσης των μεθοδολογιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προς τις απαιτήσεις του άρθρου 8 παράγραφος 3·

γ)

τους τύπους μέτρων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο δ), ώστε να διασφαλίζεται ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας συνεχίζουν να πληρούν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας και

δ)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για την αίτηση πιστοποίησης και για την αξιολόγηση της συστημικής του σημασίας για την οικονομική σταθερότητα ή ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών κατά το άρθρο 5.

4.   Η ΕΡΑΑΚΑ δημοσιεύει κάθε χρόνο και για πρώτη φορά έως τις 7 Δεκεμβρίου 2010 έκθεση με θέμα την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή περιέχει ιδίως αξιολόγηση της εφαρμογής του παραρτήματος Ι από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εγγραφεί βάσει του παρόντος κανονισμού.

5.   Η ΕΡΑΑΚΑ συνεργάζεται με την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Τραπεζικών Εποπτικών Φορέων που συστάθηκε με την απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (23) και με την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων που συστάθηκε με την απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (24) και διαβουλεύεται με τις εν λόγω επιτροπές πριν από τη δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών που προβλέπουν οι παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 22

Αρμόδιες αρχές

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού έως τις 7 Ιουλίου 2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν επαρκή, σε ικανότητα και εμπειρία, στελέχωση προκειμένου να είναι σε θέση να εφαρμόσουν τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 23

Αρμοδιότητες των αρμοδίων αρχών

1.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ούτε οι αρμόδιες αρχές ούτε οιεσδήποτε άλλες δημόσιες αρχές των κρατών μελών επεμβαίνουν στο περιεχόμενο των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας ή των μεθοδολογιών.

2.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όλες τις αρμοδιότητες εποπτείας και έρευνας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους. Ασκούν τις αρμοδιότητές τους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές· ή

γ)

προσφεύγοντας στις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

3.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, έχουν την εξουσία, στα πλαίσια του εποπτικού τους ρόλου, να:

α)

έχουν πρόσβαση σε οιοδήποτε έγγραφο οιασδήποτε μορφής και στην παραλαβή του εγγράφου ή αντιγράφου αυτού·

β)

ζητούν πληροφορίες από οιοδήποτε πρόσωπο και, εάν απαιτείται, καλούν και θέτουν ερωτήματα σε κάποιο πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες·

γ)

διενεργούν επιτόπου επιθεωρήσεις με ή χωρίς προειδοποίηση και

δ)

ζητούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διαβίβασης δεδομένων.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν τις εξουσίες κατά το πρώτο εδάφιο μόνον όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τις αξιολογούμενες οντότητες και σχετιζόμενους με αυτές τρίτους, τους τρίτους στους οποίους ανατέθηκαν ορισμένα καθήκοντα ή δραστηριότητες από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και άλλα πρόσωπα που σχετίζονται ή συνδέονται άλλως με τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή με δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Άρθρο 24

Εποπτικά μέτρα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης

1.   Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης έχει διαπιστώσει ότι εγγεγραμμένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παραβαίνει τις υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μπορεί να λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να αποσύρει την εγγραφή του συγκεκριμένου οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 20·

β)

να επιβάλλει στον συγκεκριμένο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προσωρινή απαγόρευση της έκδοσης αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας με ισχύ σε ολόκληρη την Κοινότητα·

γ)

να επιβάλλει την αναστολή της χρήσης, για κανονιστικούς σκοπούς, των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εκδοθεί από τον συγκεκριμένο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με ισχύ σε ολόκληρη την Κοινότητα·

δ)

να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίσει ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας συνεχίζουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας·

ε)

να εκδίδει ανακοινώσεις·

στ)

να παραπέμπει θέματα ποινικής δίωξης στις αρμόδιες εθνικές αρχές του.

2.   Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται για κανονιστικούς σκοπούς μετά τη λήψη των μέτρων της παραγράφου 1, στοιχεία α) και γ), επί χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει:

α)

τις δέκα εργάσιμες ημέρες εφόσον υπάρχουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας του ίδιου χρηματοπιστωτικού μέσου ή οντότητας τις οποίες έχουν εκδώσει άλλοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εγγεγραμμένοι σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό· ή

β)

τους τρεις μήνες εφόσον δεν υπάρχουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας του ίδιου χρηματοπιστωτικού μέσου ή οντότητας τις οποίες έχουν εκδώσει άλλοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εγγεγραμμένοι σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει το χρονικό διάστημα του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου κατά τρεις μήνες σε εξαιρετικές περιπτώσεις ύπαρξης πιθανότητας διαταραχής της αγοράς ή της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, πριν λάβει οιαδήποτε από τα μέτρα της παραγράφου 1, ειδοποιεί το διαμεσολαβητή και διαβουλεύεται με τα μέλη του αντίστοιχου σώματος. Τα μέλη του σώματος καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμφωνήσουν σχετικά με την ανάγκη λήψης οιωνδήποτε από τα μέτρα της παραγράφου 1.

Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του σώματος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, κατ’ αίτηση οιουδήποτε μέλους του σώματος ή με δική της πρωτοβουλία, συμβουλεύεται την ΕΡΑΑΚΑ. Η ΕΡΑΑΚΑ παρέχει τις συμβουλές της εντός δέκα εργασίμων ημερών από την παραλαβή της εν λόγω αίτησης.

Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του σώματος ως προς την ανάγκη λήψης οιωνδήποτε από τα μέτρα της παραγράφου 1 εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από τη γνωστοποίηση του θέματος στο διαμεσολαβητή σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί να λάβει την απόφασή της. Οιαδήποτε απόκλιση της αποφάσεώς της από τις απόψεις των άλλων μελών του σώματος και, κατά περίπτωση, από τις συμβουλές της ΕΡΑΑΚΑ αιτιολογείται πλήρως. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν το διαμεσολαβητή και την ΕΡΑΑΚΑ σχετικά με την απόφασή της.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη του άρθρου 20.

Άρθρο 25

Εποπτικά μέτρα άλλων αρμοδίων αρχών εκτός από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης

1.   Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους έχει διαπιστώσει ότι εγγεγραμμένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οι αξιολογήσεις του οποίου χρησιμοποιούνται στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους κατά παράβαση των υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, δύναται να:

α)

θεσπίζει τα εποπτικά μέτρα κατά το άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ)·

β)

θεσπίζει τα μέτρα κατά το στοιχείο δ) του άρθρου 24 παράγραφος 1 εντός της δικαιοδοσίας της και, κατά τη θέσπισή τους, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τα μέτρα που έχει λάβει ήδη ή σχεδιάζει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης·

γ)

επιβάλλει την αναστολή της χρήσης των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για κανονιστικούς σκοπούς από τις οντότητες κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, οι οποίες έχουν την έδρα τους εντός της δικαιοδοσίας της, με την επιφύλαξη της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 24 παράγραφος 2·

δ)

ζητεί από το αντίστοιχο σώμα να εξετάσει εάν απαιτούνται τα μέτρα του άρθρου 24 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ).

2.   Πριν από τη θέσπιση των μέτρων κατά τα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή ειδοποιεί το διαμεσολαβητή και διαβουλεύεται με τα μέλη του αντίστοιχου σώματος. Τα μέλη του Σώματος καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμφωνήσουν σχετικά με την ανάγκη λήψης οιωνδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1. Σε περίπτωση διαφωνίας ο διαμεσολαβητής ζητεί τη συμβουλή της ΕΡΑΑΚΑ, κατ’ αίτηση των μελών του σώματος ή με δική του πρωτοβουλία. Η ΕΡΑΑΚΑ παρέχει τις συμβουλές της εντός δέκα εργασίμων ημερών από την παραλαβή της εν λόγω αίτησης.

3.   Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του αντίστοιχου σώματος εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από τη γνωστοποίηση του θέματος στο διαμεσολαβητή, κατά την παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να λάβει την απόφασή της. Οιαδήποτε απόκλιση της αποφάσεώς της από τις απόψεις των άλλων μελών του Σώματος και, κατά περίπτωση, από τις συμβουλές της ΕΡΑΑΚΑ αιτιολογείται πλήρως. Η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους κοινοποιεί το συντομότερο δυνατόν στον διαμεσολαβητή και στην ΕΡΑΑΚΑ την απόφασή της.

4.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη του άρθρου 20.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Συνεργασία μεταξύ αρμοδίων αρχών

Άρθρο 26

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται όπου απαιτείται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η υπό εξέταση συμπεριφορά δεν συνιστά παράβαση καμίας ισχύουσας νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης στο οικείο κράτος μέλος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται επίσης στενά με τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οντοτήτων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 4 παράγραφος 1.

Άρθρο 27

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν το συντομότερο δυνατόν μεταξύ τους τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οντοτήτων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 4 παράγραφος 1 στις κεντρικές τράπεζες, στο ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών, καθώς και, κατά περίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές υπεύθυνες για την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων, εμπιστευτικές πληροφορίες για το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθούν αυτές για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 28

Συνεργασία σε περίπτωση αιτήματος όσον αφορά επιτόπου επιθεωρήσεις ή έρευνες

1.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σχετικά με επιτόπου επιθεωρήσεις ή έρευνες.

Η αρμόδια αρχή που προβαίνει σε αίτημα ενημερώνει την ΕΡΑΑΚΑ για οιοδήποτε αίτημα κατά το πρώτο εδάφιο. Σε περίπτωση έρευνας ή επιθεώρησης με διασυνοριακό αντίκτυπο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από την ΕΡΑΑΚΑ να αναλάβει το συντονισμό της έρευνας ή της επιθεώρησης.

2.   Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή λαμβάνει αίτημα από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για τη διενέργεια επιτόπου επιθεώρησης ή έρευνας, προβαίνει σε μια από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

διενεργεί η ίδια την επιτόπου επιθεώρηση ή έρευνα·

β)

επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει σε επιτόπου επιθεώρηση ή έρευνα·

γ)

επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να διενεργήσει η ίδια την επιτόπου επιθεώρηση ή έρευνα·

δ)

ορίζει επιθεωρητές ή εμπειρογνώμονες για να διενεργήσουν την επιτόπου επιθεώρηση ή έρευνα·

ε)

επιμερίζεται συγκεκριμένα καθήκοντα σχετικά με τις δραστηριότητες εποπτείας με τις άλλες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 29

Σώμα αρμοδίων αρχών

1.   Εντός δέκα εργασίμων ημερών από την παραλαβή αιτήσεως εγγραφής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ή, στην περίπτωση ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης που έχει εξουσιοδοτηθεί δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 ιδρύει σώμα αρμοδίων αρχών προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5, 6, 16, 17, 20, 24, 25 και 28.

2.   Το σώμα συγκροτείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και τις αρμόδιες αρχές κατά την παράγραφο 3, σε περίπτωση μοναδικού οργανισμού ή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τις αρμόδιες αρχές κατά την παράγραφο 3, σε περίπτωση ομίλου οργανισμών αξιολόγησης.

3.   Αρμόδια αρχή άλλη από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να συμμετάσχει στο σώμα, με την προϋπόθεση ότι:

α)

υποκατάστημα του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή μιας από τις επιχειρήσεις του ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι εγκατεστημένο εντός της δικαιοδοσίας της· ή

β)

η χρήση, για κανονιστικούς σκοπούς, αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εκδοθεί από τον οικείο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή τον οικείο όμιλο οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι ευρέως διαδεδομένη ή έχει ή ενδέχεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο εντός της δικαιοδοσίας της.

4.   Αρμόδιες αρχές διαφορετικές από τα μέλη του σώματος, κατά την παράγραφο 3, εντός της δικαιοδοσίας των οποίων χρησιμοποιούνται οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που έχει εκδώσει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή ο όμιλος οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, μπορούν να συμμετάσχουν σε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

5.   Εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την ίδρυση του σώματος, τα μέλη του επιλέγουν διαμεσολαβητή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την ΕΡΑΑΚΑ ελλείψει συμφωνίας. Για το σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη τουλάχιστον τα κατωτέρω κριτήρια:

α)

σχέση μεταξύ της αρμόδιας αρχής και του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή του ομίλου οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας·

β)

βαθμός στον οποίο θα χρησιμοποιηθούν οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για κανονιστικούς σκοπούς σε συγκεκριμένο έδαφος ή εδάφη·

γ)

τόπος της Κοινότητας στον οποίο ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή ο όμιλος οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σχεδιάζει να ασκεί το σημαντικότερο μέρος των δραστηριοτήτων του όσον αφορά την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας και

δ)

διοικητική σκοπιμότητα, ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης και κατάλληλη κατανομή του φόρτου εργασίας.

Τα μέλη του σώματος επανεξετάζουν την επιλογή του διαμεσολαβητή τουλάχιστον ανά πενταετία, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο επιλεγόμενος διαμεσολαβητής εξακολουθεί να είναι ο καταλληλότερος σύμφωνα με τα κριτήρια του πρώτου εδαφίου.

6.   Ο διαμεσολαβητής προεδρεύει των συνεδριάσεων του σώματος, συντονίζει τις ενέργειες του σώματος και μεριμνά για την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του σώματος.

7.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί στενή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στο σώμα, ο διαμεσολαβητής θεσπίζει εντός δέκα εργασίμων ημερών από την επιλογή του γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού στο πλαίσιο του σώματος ως προς τα ακόλουθα θέματα:

α)

πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμοδίων αρχών·

β)

διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμοδίων αρχών, με την επιφύλαξη των άρθρων 16, 17 και 20·

γ)

περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να συμβουλεύονται η μία την άλλη·

δ)

περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν το μηχανισμό μεσολάβησης που προβλέπεται στο άρθρο 31 και

ε)

περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μεταβιβάζουν εποπτικά καθήκοντα σύμφωνα με το άρθρο 30.

8.   Ελλείψει συμφωνίας όσον αφορά τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού που προβλέπονται στην παράγραφο 7, οιοδήποτε μέλος του σώματος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΡΑΑΚΑ. Ο διαμεσολαβητής λαμβάνει δεόντως υπόψη τη συμβουλή που παρείχε η ΕΡΑΑΚΑ όσον αφορά τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού πριν εγκρίνει το τελικό τους κείμενο. Οι γραπτές ρυθμίσεις παρατίθενται σε ενιαίο έγγραφο που περιέχει πλήρως αιτιολογημένη επεξήγηση οιασδήποτε σημαντικής απόκλισης από τη συμβουλή της ΕΡΑΑΚΑ όσον αφορά τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού. Ο διαμεσολαβητής διαβιβάζει το έγγραφο αυτό στα μέλη του σώματος και την ΕΡΑΑΚΑ.

Άρθρο 30

Μεταβίβαση καθηκόντων μεταξύ αρμοδίων αρχών

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δύναται να μεταβιβάσει οιοδήποτε από τα καθήκοντά της στην αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους, εφόσον η τελευταία συμφωνεί με αυτή τη μεταβίβαση. Η μεταβίβαση καθηκόντων δεν αίρει την ευθύνη της αρμόδιας αρχής η οποία μεταβιβάζει τα καθήκοντα.

Άρθρο 31

Μεσολάβηση

1.   Η ΕΡΑΑΚΑ θεσπίζει μηχανισμό μεσολάβησης για να συμβάλλει στην ανεύρεση κοινής βάσης μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών.

2.   Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών σχετικά με εξέταση ή δράση στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, παραπέμπουν το ζήτημα στην ΕΡΑΑΚΑ για μεσολάβηση. Οι οικείες αρμόδιες αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους τη συμβουλή της ΕΡΑΑΚΑ και αιτιολογούν πλήρως την απόφασή τους σε περίπτωση απόκλισης από τη συμβουλή αυτή.

Άρθρο 32

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Η υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή εργάσθηκαν για την ΕΡΑΑΚΑ, για την αρμόδια αρχή ή για οιαδήποτε αρχή ή πρόσωπο στο οποίο η αρμόδια αρχή έχει μεταβιβάσει καθήκοντα, περιλαμβανομένων των επιθεωρητών και των εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή. Οι πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν κοινοποιούνται σε άλλο πρόσωπο ή αρχή, εκτός εάν η εν λόγω κοινοποίηση απαιτείται στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

2.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της ΕΑΑΚΑ και των αρμοδίων αρχών και μεταξύ των αρμοδίων αρχών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θεωρούνται εμπιστευτικές, εκτός εάν η ΕΑΑΚΑ ή οι οικείες αρμόδιες αρχές δηλώνουν κατά την εν λόγω επικοινωνία ότι οι πληροφορίες αυτές δύνανται να κοινοποιούνται ή εάν η εν λόγω κοινοποίηση απαιτείται για λόγους νομικών διαδικασιών.

Άρθρο 33

Κοινοποίηση πληροφοριών από άλλο κράτος μέλος

Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να κοινοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μόνο εάν διαθέτει ρητή συμφωνία της αρμόδιας αρχής που έχει διαβιβάσει τις πληροφορίες και κατά περίπτωση, οι εν λόγω πληροφορίες κοινοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η ανωτέρω αρμόδια αρχή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της, ή εφόσον η κοινοποίηση αυτή απαιτείται για νομικές διαδικασίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Συνεργασία με τρίτες χώρες

Άρθρο 34

Συμφωνία για την ανταλλαγή πληροφοριών

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να συνάψουν συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο εάν οι πληροφορίες που κοινοποιούνται υπόκεινται σε εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισοδύναμες τουλάχιστον με τις οριζόμενες στο άρθρο 32.

Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να αποσκοπεί στην εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμοδίων αρχών.

Όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οδηγία 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 35

Κοινοποίηση πληροφοριών από τρίτες χώρες

Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να κοινοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών εάν διαθέτει ρητή συμφωνία της αρμόδιας αρχής που έχει διαβιβάσει τις πληροφορίες. Οι πληροφορίες κοινοποιούνται, κατά περίπτωση, αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρμόδια αρχή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της, ή εφόσον η κοινοποίηση αυτή απαιτείται για νομικές διαδικασίες.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΚΥΡΩΣΕΙΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ, ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Κυρώσεις, διαδικασία επιτροπής και εκθέσεις

Άρθρο 36

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που ισχύουν σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν την επιβολή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή δημοσιεύει τις κυρώσεις που έχει επιβάλει λόγω παραβάσεως του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν η κοινοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους κανόνες στους οποίους αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το αργότερο στις 7 Δεκεμβρίου 2010 και την ενημερώνουν αμελλητί σε περίπτωση οιασδήποτε μεταγενέστερης τροποποίησής τους.

Άρθρο 37

Τροποποιήσεις παραρτημάτων

Η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τα παραρτήματα προκειμένου να λάβει υπόψη της τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων διεθνών εξελίξεων, ιδιαίτερα σε σχέση με τα νέα χρηματοπιστωτικά μέσα και με τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας.

Τα εν λόγω μέτρα, τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 38

Διαδικασία επιτροπής

1.   Την Επιτροπή επικουρεί η ευρωπαϊκή επιτροπή κινητών αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (25).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

Άρθρο 39

Εκθέσεις

1.   Έως τις 7 Δεκεμβρίου 2012 η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων όσον αφορά την εμπιστοσύνη στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στην Κοινότητα, τον αντίκτυπο στο επίπεδο συγκέντρωσης της αγοράς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, το κόστος και την ωφέλεια που απορρέουν από τον κανονισμό και την καταλληλότητα της αμοιβής του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από την αξιολογούμενη οντότητα (πρότυπο «ο εκδότης πληρώνει»), υποβάλλει δε σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.   Έως τις 7 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη της τις συζητήσεις με τις αρμόδιες αρχές, αξιολογεί την εφαρμογή του τίτλου ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού, ιδίως της συνεργασίας των αρμόδιων αρχών, του νομικού καθεστώτος της ΕΡΑΑΚΑ και των εποπτικών πρακτικών. Υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από προτάσεις για την αναθεώρηση του εν λόγω τίτλου.

Η έκθεση περιλαμβάνει αναφορά στην πρόταση κανονισμού της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, και στη σχετική έκθεση της επιτροπής οικονομικών και νομισματικών θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Μαρτίου 2009.

3.   Έως τις 7 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή, με βάση τις εξελίξεις στο κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε τρίτες χώρες, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τις επιπτώσεις των εν λόγω εξελίξεων και της μεταβατικής διάταξης που προβλέπεται στο άρθρο 40 στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Κοινότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 40

Μεταβατική διάταξη

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που δραστηριοποιούνται στην Κοινότητα πριν από τις 7 Ιουλίου 2010 («υφιστάμενοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας») και σκοπεύουν να ζητήσουν την εγγραφή τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού το αργότερο έως τις 7 Σεπτεμβρίου 2010.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάλλουν αίτηση εγγραφής μετά τις 7 Ιουλίου 2010. Οι υφιστάμενοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάλλουν την αίτηση εγγραφής τους έως τις 7 Σεπτεμβρίου 2010.

Οι υπάρχοντες οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μπορούν να συνεχίσουν να εκδίδουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται για κανονιστικούς σκοπούς από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, εκτός εάν απορριφθεί η αίτηση εγγραφής τους. Σε περίπτωση άρνησης εγγραφής εφαρμόζεται το άρθρο 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 41

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του. Ωστόσο:

το άρθρο 4 παράγραφος 1 εφαρμόζεται από τις 7 Δεκεμβρίου 2010, και

το άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχεία στ), ζ) και η) εφαρμόζεται από 7 Ιουλίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

C. MALMSTRÖM


(1)  Γνώμη της 13ης Μαΐου 2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 115 της 20.5.2009, σ. 1.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 2009.

(4)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(5)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(7)  ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3. Οδηγία που αντικαθίσταται, με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2011, από την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 32 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10.

(9)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(10)  ΕΕ L 149 της 30.4.2004, σ. 1.

(11)  ΕΕ C 59 της 11.3.2006, σ. 2.

(12)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 18.

(13)  ΕΕ L 52 της 25.2.2005, σ. 51.

(14)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(15)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(16)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 339 της 24.12.2003, σ. 73.

(19)  Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26).

(20)  ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3.

(21)  ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1.

(22)  ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1.

(23)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 23.

(24)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 28.

(25)  ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΥΓΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Ενότητα A

Οργανωτικές απαιτήσεις

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαθέτει διοικητικό ή εποπτικό συμβούλιο. Η ανώτερη διοίκησή του διασφαλίζει:

α)

την ανεξαρτησία των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, μεταξύ άλλων από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή ή περιορισμό και από οικονομικές πιέσεις·

β)

τον ορθό εντοπισμό, διαχείριση και κοινοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων·

γ)

τη συμμόρφωση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προς τις υπόλοιπες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι οργανωμένος κατά τρόπο ώστε το επιχειρηματικό συμφέρον του να μη μειώνει την ανεξαρτησία και την ακρίβεια των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Η ανώτερη διοίκηση ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να έχει καλή φήμη και επαρκείς ικανότητες και εμπειρία, να εξασφαλίζει δε τη χρηστή και συνετή διαχείριση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Το ένα τρίτο τουλάχιστον και όχι λιγότερα από δύο μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι ανεξάρτητα μέλη που δεν συμμετέχουν στις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Η αμοιβή των ανεξάρτητων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου δεν εξαρτάται από την επιχειρηματική απόδοση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και ορίζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της κρίσης τους. Η θητεία των ανεξάρτητων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου είναι προκαθορισμένης διάρκειας, δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη και δεν δύναται να ανανεωθεί. Η καθαίρεση των ανεξάρτητων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου λαμβάνει χώρα μόνο σε περίπτωση επαγγελματικού παραπτώματος ή ανεπαρκούς επαγγελματικής απόδοσης.

Η πλειονότητα των μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου, περιλαμβανομένων των ανεξάρτητων μελών του, πρέπει να διαθέτει επαρκή εμπειρία στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Εφόσον ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκδίδει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για διαρθρωμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, τουλάχιστον ένα ανεξάρτητο μέλος και άλλο ένα μέλος του συμβουλίου διαθέτει σε βάθος γνώση και εμπειρία υψηλού επιπέδου όσον αφορά τις αγορές διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Εκτός από τη συλλογική ευθύνη του συμβουλίου, τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου έχουν το ιδιαίτερο καθήκον να παρακολουθούν:

α)

την ανάπτυξη της πολιτικής στον τομέα της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και των μεθοδολογιών που χρησιμοποιεί ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας·

β)

την αποτελεσματικότητα του εσωτερικού συστήματος ποιοτικού ελέγχου του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε σχέση με τις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας·

γ)

την αποτελεσματικότητα των θεσπιζόμενων μέτρων και διαδικασιών, ώστε να διασφαλίζεται ότι τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων εντοπίζονται, εξαλείφονται ή αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης και κοινοποίησης και

δ)

τις διεργασίες συμμόρφωσης και διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής άσκησης του καθήκοντος επανεξέτασης, όπως περιγράφεται στο σημείο 9 της παρούσας ενότητας.

Οι γνωμοδοτήσεις των ανεξάρτητων μελών του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου σχετικά με τα θέματα περί των οποίων τα στοιχεία α) έως δ) παρουσιάζονται περιοδικά στο συμβούλιο και τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κατ’ αίτησή της.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες που διασφαλίζουν τη συμμόρφωσή του προς τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαθέτει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες αξιολόγησης κινδύνων καθώς και αποτελεσματικές ρυθμίσεις ελέγχου και προστασίας των συστημάτων επεξεργασίας πληροφοριών.

Οι ως άνω μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου σχεδιάζονται ώστε να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις αποφάσεις και τις διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εφαρμόζει και διατηρεί διαδικασίες λήψης αποφάσεων και οργανωτική διάρθρωση που προσδιορίζει σαφώς και με τεκμηριωμένο τρόπο τις ιεραρχικές σχέσεις και την κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων.

5.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθιερώνει και διατηρεί μόνιμη και αποτελεσματική υπηρεσία συμμόρφωσης, η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα. Η υπηρεσία συμμόρφωσης παρακολουθεί και υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τη συμμόρφωση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και των εργαζομένων του προς τις υποχρεώσεις του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η υπηρεσία συμμόρφωσης έχει τις ακόλουθες ευθύνες:

α)

παρακολούθηση και τακτική αξιολόγηση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας των μέτρων και διαδικασιών που θεσπίζονται σύμφωνα με το σημείο 3 καθώς και των ενεργειών που αναλαμβάνονται για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων αδυναμιών στη συμμόρφωση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προς τις υποχρεώσεις του·

β)

παροχή συμβουλών και συνδρομής στα στελέχη, τους αναλυτές αξιολογήσεων, τους εργαζομένους καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή σε κάθε πρόσωπο που συνδέεται μαζί του μέσω ελέγχου, άμεσα ή έμμεσα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

6.   Προκειμένου να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη και ανεξάρτητη λειτουργία της υπηρεσίας συμμόρφωσης, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διασφαλίζει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η υπηρεσία συμμόρφωσης διαθέτει την απαραίτητη εξουσία, πόρους και εμπειρογνωμοσύνη καθώς και πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες·

β)

ορίζεται υπεύθυνος συμμόρφωσης που θα φέρει την ευθύνη για την υπηρεσία συμμόρφωσης και για την υποβολή οποιασδήποτε σχετικής έκθεσης σύμφωνα με το σημείο 3·

γ)

τα στελέχη, οι αναλυτές αξιολογήσεων, οι εργαζόμενοι καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή κάθε πρόσωπο που συνδέεται μαζί του μέσω ελέγχου, άμεσα ή έμμεσα, εφόσον συμμετέχουν στη λειτουργία της υπηρεσίας συμμόρφωσης, δεν συμμετέχουν στις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες παρακολουθούν·

δ)

Η αμοιβή του υπευθύνου της υπηρεσίας συμμόρφωσης δεν εξαρτάται από την επιχειρηματική επίδοση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και ορίζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της κρίσης του.

Ο υπεύθυνος συμμόρφωσης εξασφαλίζει ότι οιεσδήποτε συγκρούσεις συμφερόντων των προσώπων που τίθενται στη διάθεση της υπηρεσίας συμμόρφωσης εντοπίζονται και εξαλείφονται.

Ο υπεύθυνος συμμόρφωσης υποβάλλει τακτικά εκθέσεις σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων του στην ανώτερη διοίκηση και τα ανεξάρτητα μέλη του διοικητικού και εποπτικού συμβουλίου.

7.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θεσπίζει κατάλληλες και αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την πρόληψη, τον εντοπισμό, την εξάλειψη ή τη διαχείριση και την κοινοποίηση τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων που αναφέρονται στο σημείο 1 της ενότητας B. Μεριμνά για την τήρηση αρχείου όλων των σοβαρών απειλών κατά της ανεξαρτησίας των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους κανόνες για τους αναλυτές αξιολογήσεων που αναφέρονται στην ενότητα Γ, καθώς και των μέτρων προστασίας που εφαρμόζονται για να μετριασθούν αυτές οι απειλές.

8.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας χρησιμοποιεί κατάλληλα συστήματα, πόρους και διαδικασίες για να διασφαλίζει τη συνέχεια και την κανονικότητα στην εκτέλεση των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

9.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θεσπίζει υπηρεσία επανεξέτασης στο πλαίσιο της οποίας θα διεξάγεται περιοδική επανεξέταση των μεθοδολογιών του, των μοντέλων και βασικών παραδοχών αξιολόγησης όπως μαθηματικές παραδοχές ή παραδοχές συσχετίσεως και οιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών ή τροποποιήσεών τους καθώς και της καταλληλότητας των εν λόγω μεθοδολογιών, μοντέλων και βασικών παραδοχών αξιολόγησης στην περίπτωση χρήσης τους ή προτεινόμενης χρήσης τους για την αξιολόγηση νέων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Αυτή η υπηρεσία επανεξέτασης πρέπει να είναι ανεξάρτητο από τα επιχειρηματικά καθήκοντα που περιλαμβάνουν τις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και τα στελέχη που το αναλαμβάνουν πρέπει να υποβάλλουν εκθέσεις στα μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου σύμφωνα με το σημείο 2 της παρούσας ενότητας.

10.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας παρακολουθεί και αξιολογεί την επάρκεια και αποτελεσματικότητα των συστημάτων του, των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου και των ρυθμίσεων που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνει δε τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσει τυχόν ελλείψεις.

Ενότητα B

Επιχειρησιακές απαιτήσεις

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εντοπίζει, εξαλείφει ή διαχειρίζεται και κοινοποιεί ρητά και ευδιάκριτα οποιεσδήποτε υπάρχουσες ή ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις αναλύσεις και την κρίση των αναλυτών αξιολογήσεων των εργαζομένων του, καθώς και οιωνδήποτε άλλων φυσικών προσώπων οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, συμμετέχουν δε άμεσα στην έκδοση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, και των προσώπων που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί δημοσίως τα ονόματα των αξιολογούμενων οντοτήτων ή των σχετιζόμενων με αυτές τρίτων από τους οποίους εισπράττει περισσότερο από το 5 % των ετήσιων εσόδων του.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν εκδίδει αξιολόγηση σε καμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις, ή, στην περίπτωση υπάρχουσας αξιολόγησης, ανακοινώνει αμέσως ότι η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ενδέχεται να παρουσιάζει ελαττώματα, στις εξής περιπτώσεις:

α)

ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 1, κατέχουν άμεσα ή έμμεσα χρηματοπιστωτικά μέσα της αξιολογούμενης οντότητας ή οποιουδήποτε σχετιζόμενου με αυτήν τρίτου ή έχει κάποιο άλλο άμεσο ή έμμεσο ιδιοκτησιακό συμφέρον στην εν λόγω οντότητα ή τρίτο, με εξαίρεση τα μερίδια σε προγράμματα διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων ή τα κεφάλαια υπό διαχείριση, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών ταμείων και των ασφαλίσεων ζωής·

β)

η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας εκδίδεται για μια αξιολογούμενη οντότητα ή οποιονδήποτε σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο που συνδέεται με τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μέσω ελέγχου, άμεσα ή έμμεσα·

γ)

πρόσωπο κατά το στοιχείο 1 συμμετέχει στα διοικητικά ή εποπτικά συμβούλια της αξιολογούμενης οντότητας ή οποιουδήποτε σχετικού τρίτου· ή

δ)

αναλυτής αξιολογήσεων που συμμετείχε στις εργασίες αξιολόγησης ή άτομο που εγκρίνει τις αξιολογήσεις είχε οιαδήποτε άλλη σχέση με την αξιολογούμενη οντότητα ή οιονδήποτε σχετιζόμενο με αυτήν τρίτον, η οποία μπορεί δυνητικά να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκτιμά επίσης αμέσως μήπως υπάρχουν λόγοι για επαναξιολόγηση ή απόσυρση της υπάρχουσας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στην αξιολογούμενη οντότητα ή σε οιονδήποτε σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο σχετικά με την εταιρική ή νομική δομή, το ενεργητικό, το παθητικό ή τις δραστηριότητες της αξιολογούμενης οντότητας ή οιουδήποτε σχετιζόμενου με αυτήν τρίτου.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί να παρέχει άλλες υπηρεσίες εκτός της έκδοσης των αξιολογήσεων (εφεξής «συναφείς υπηρεσίες»). Οι συναφείς υπηρεσίες δεν αποτελούν μέρος των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας· περιλαμβάνουν προβλέψεις της αγοράς, εκτιμήσεις οικονομικών τάσεων, αναλύσεις τιμών και άλλες αναλύσεις γενικών δεδομένων καθώς και σχετικές υπηρεσίες διανομής.

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξασφαλίζει ότι η παροχή των συναφών υπηρεσιών δεν δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων με τις δραστηριότητές του που αφορούν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και στις τελικές εκθέσεις αξιολόγησης γνωστοποιεί τις συναφείς υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στην αξιολογούμενη οντότητα ή σε σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους.

5.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διασφαλίζει ότι οι αναλυτές αξιολόγησης ή τα πρόσωπα που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις δεν υποβάλλουν προτάσεις ή συστάσεις, επίσημα ή ανεπίσημα, σχετικά με το σχεδιασμό των διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αναμένεται να εκδώσει αξιολόγηση.

6.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σχεδιάζει τους διαύλους υποβολής εκθέσεων και επικοινωνίας κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζει την ανεξαρτησία των προσώπων που αναφέρονται στο σημείο 1 από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εκτελούνται υπό εμπορικούς όρους.

7.   Ένας οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μεριμνά ώστε να τηρούνται τα δέοντα αρχεία και, εφόσον χρειάζεται, ιστορικό ελέγχων των δραστηριοτήτων του αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Στα ως άνω αρχεία περιλαμβάνονται:

α)

για εκάστη απόφαση αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η ταυτότητα των αναλυτών αξιολόγησης που συμμετέχουν στον προσδιορισμό της αξιολόγησης, η ταυτότητα των ατόμων που έχουν εγκρίνει την αξιολόγηση, πληροφορίες περί του εάν η αξιολόγηση ζητήθηκε ή ήταν μη ζητηθείσα και την ημερομηνία κατά την οποία ανελήφθη η δράση της αξιολόγησης·

β)

οι εγγραφές που σχετίζονται με τις αμοιβές που ελήφθησαν από οιανδήποτε αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους ή από οιονδήποτε χρήστη των αξιολογήσεων·

γ)

οι εγγραφές για έκαστο εγγεγραμμένο χρήστη των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας ή σχετιζομένων με αυτές υπηρεσιών·

δ)

οι καταγραφές που τεκμηριώνουν τις καθιερωμένες διαδικασίες και μεθοδολογίες που χρησιμοποιεί ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για να προσδιορίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας·

ε)

οι καταγραφές και φάκελοι για εσωτερική χρήση, περιλαμβανομένων μη δημοσίων πληροφοριών και εγγράφων εργασίας, που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για οιαδήποτε απόφαση αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει ληφθεί·

στ)

εκθέσεις ανάλυσης πιστοληπτικής ικανότητας, εκθέσεις αποτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και εκθέσεις ιδιωτικής αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικές καταγραφές, συμπεριλαμβανομένων μη δημοσίων πληροφοριών και εγγράφων εργασίας, που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση των γνωμών που εκφράζονται στις εν λόγω εκθέσεις·

ζ)

καταγραφές των διαδικασιών και των μέτρων που εφαρμόζει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για να συμμορφούται προς τον παρόντα κανονισμό και

η)

αντίγραφα των εσωτερικών και εξωτερικών επικοινωνιών, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών, που ελήφθησαν και εστάλησαν από τον οργανισμό αξιολόγησης και τους υπαλλήλους του, οι οποίες σχετίζονται δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

8.   Τα αρχεία και το ιστορικό ελέγχων κατά το σημείο 7 φυλάσσονται στους χώρους όπου εδρεύει ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας επί πέντε έτη τουλάχιστον και τίθενται στη διάθεση των αρμοδίων αρχών των οικείων κρατών μελών κατ’ αίτησή τους.

Σε περίπτωση απόσυρσης της εγγραφής του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, τα αρχεία φυλάσσονται επί πρόσθετο χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών.

9.   Τα αρχεία που περιγράφουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και της αξιολογούμενης οντότητας ή των σχετιζόμενων με αυτήν τρίτων, στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής υπηρεσιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, φυλάσσονται τουλάχιστον όσο διαρκεί η σχέση με την εν λόγω αξιολογούμενη οντότητα ή τον σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο.

Ενότητα Γ

Κανόνες σχετικά με τους αναλυτές αξιολογήσεων και τα άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα στις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

1.   Οι αναλυτές των αξιολογήσεων και οι εργαζόμενοι στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και οιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και τα οποία συμμετέχουν άμεσα στις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και τα πρόσωπα που σχετίζονται στενά με όλους τους ανωτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/72/ΕΚ (1), δεν αγοράζουν ούτε πωλούν ούτε συμμετέχουν σε συναλλαγές σχετικά με οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο εκδίδει, εγγυάται ή κατ’ άλλον τρόπο προωθεί οποιαδήποτε αξιολογούμενη οντότητα στο πλαίσιο της κύριας αναλυτικής αρμοδιότητας των εν λόγω προσώπων, με εξαίρεση τα μερίδια σε προγράμματα διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων ή τα κεφάλαια υπό διαχείριση, περιλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών ταμείων και των ασφαλίσεων ζωής.

2.   Κανένα πρόσωπο αναφερόμενο στο σημείο 1 δεν συμμετέχει ούτε επηρεάζει κατ’ άλλον τρόπο τον καθορισμό μιας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οποιασδήποτε συγκεκριμένης αξιολογούμενης οντότητας, εάν το εν λόγω πρόσωπο:

α)

κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα της αξιολογούμενης οντότητας, με εξαίρεση τα μερίδια σε προγράμματα διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων·

β)

κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα οποιασδήποτε οντότητας που σχετίζεται με την αξιολογούμενη οντότητα, η κατοχή των οποίων μπορεί να δημιουργήσει ή να θεωρηθεί γενικά ότι δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων, με εξαίρεση τα μερίδια σε προγράμματα διαφοροποιημένων συλλογικών επενδύσεων·

γ)

είχε πρόσφατη εργασιακή ή άλλη επαγγελματική σχέση ή οποιαδήποτε άλλη σχέση με την αξιολογούμενη οντότητα που μπορεί να δημιουργήσει ή να θεωρηθεί γενικά ότι δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων.

3.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξασφαλίζουν ότι τα αναφερόμενα στο σημείο 1 πρόσωπα:

α)

λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων και των αρχείων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από απάτη, κλοπή ή κατάχρηση, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του καθώς και της φύσης και του φάσματος των δραστηριοτήτων του όσον αφορά την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας·

β)

δεν κοινοποιούν καμία πληροφορία σχετικά με τις αξιολογήσεις ή τις πιθανές μελλοντικές αξιολογήσεις του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με εξαίρεση εκείνες που έχουν αποδέκτη την αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο·

γ)

δεν ανταλλάσσουν πληροφορίες οι οποίες έχουν κοινοποιηθεί εμπιστευτικά στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με αναλυτές αξιολογήσεων και εργαζομένους κάθε προσώπου που συνδέεται με τον οργανισμό μέσω ελέγχου, άμεσα ή έμμεσα, καθώς και με οιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπά οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο κάθε προσώπου που συνδέεται με τον οργανισμό μέσω ελέγχου, άμεσα ή έμμεσα, εφόσον το πρόσωπο αυτό συμμετέχει άμεσα στις δραστηριότητες όσον αφορά την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας και

δ)

δεν χρησιμοποιούν ούτε ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες με σκοπό τις συναλλαγές με χρηματοπιστωτικά μέσα ή για οποιονδήποτε άλλο σκοπό εκτός από την εκτέλεση των δραστηριοτήτων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

4.   Τα αναφερόμενα στο σημείο 1 πρόσωπα δεν ζητούν ούτε αποδέχονται χρήματα, δώρα ή διευκολύνσεις από οποιονδήποτε με τον οποίο συναλλάσσεται ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

5.   Εφόσον πρόσωπο αναφερόμενο στο σημείο 1 κρίνει ότι οιοδήποτε άλλο σχετικό πρόσωπο έχει εμπλακεί σε ενέργειες που είναι κατά τη γνώμη του παράνομες, ενημερώνει αμέσως τον υπεύθυνο συμμόρφωσης, χωρίς να υφίσταται ο ίδιος αρνητικές συνέπειες.

6.   Σε περίπτωση διακοπής της σχέσης εργασίας ενός αναλυτή αξιολογήσεων, ο οποίος στη συνέχεια προσλαμβάνεται από αξιολογούμενη οντότητα στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της οποίας είχε συμμετάσχει ο εν λόγω αναλυτής ή από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με το οποίο ο εν λόγω αναλυτής αξιολογήσεων είχε συναλλαγές στο πλαίσιο των καθηκόντων του στον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας επανεξετάζει τις σχετικές εργασίες του αναλυτή αξιολογήσεων για τα τελευταία δύο έτη πριν από την αποχώρησή του.

7.   Πρόσωπο αναφερόμενο στο σημείο 1 δεν αναλαμβάνει σημαντική διοικητική θέση στην αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο πριν παρέλθουν έξι μήνες από την εν λόγω αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

8.   Για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 4, οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διασφαλίζουν ότι:

α)

οι κύριοι αναλυτές αξιολογήσεων δεν συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά την ίδια αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τέσσερα έτη·

β)

οι αναλυτές αξιολογήσεων δεν συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά την ίδια αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα πέντε έτη·

γ)

τα πρόσωπα που εγκρίνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας δεν συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά την ίδια αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα επτά έτη.

Τα πρόσωπα κατά τα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου δεν μπορούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά την αξιολογούμενη οντότητα ή σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους κατά τα εν λόγω στοιχεία επί δύο έτη από το πέρας του χρονικού διαστήματος που καθορίζουν τα εν λόγω στοιχεία.

Ενότητα Δ

Κανόνες για την παρουσίαση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας

I.   Γενικές υποχρεώσεις

1.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διασφαλίζει ότι κάθε αξιολόγηση δηλώνει ρητά και ευδιάκριτα το όνομα και την επαγγελματική θέση του κύριου αναλυτή αξιολογήσεων σε δεδομένη δραστηριότητα αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και το όνομα και τη θέση του προσώπου που ήταν κατά πρώτο λόγο υπεύθυνο για την έγκριση της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διασφαλίζει ότι τουλάχιστον:

α)

αναφέρονται όλες οι ουσιώδεις πηγές πληροφοριών που χρησιμοποιήθηκαν για την προετοιμασία της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, όπως η ίδια η αξιολογούμενη οντότητα ή, εάν συντρέχει περίπτωση, οι σχετιζόμενοι με αυτήν τρίτοι, καθώς επίσης και εάν η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας έχει κοινοποιηθεί στην εν λόγω αξιολογούμενη οντότητα ή το σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο και εάν η αξιολόγηση έχει τροποποιηθεί μετά την κοινοποίηση αυτή και πριν από την έκδοσή της·

β)

σημειώνεται ρητά η κύρια μεθοδολογία ή έκδοση μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με σχετική παραπομπή στην πλήρη περιγραφή της· σε περίπτωση που η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας στηρίζεται σε περισσότερες από μία μεθοδολογίες ή σε περίπτωση που η παραπομπή μόνο στην κύρια μεθοδολογία μπορεί να οδηγήσει τους επενδυτές να παραβλέψουν άλλες σημαντικές πτυχές της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων σημαντικών προσαρμογών και παρεκκλίσεων, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διευκρινίζει αυτό το στοιχείο στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας και αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο οι διαφορετικές μεθοδολογίες ή οι λοιπές διαφορετικές πτυχές λαμβάνονται υπόψη στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας·

γ)

εξηγούνται η σημασία κάθε κατηγορίας αξιολόγησης, ο ορισμός της αθέτησης υποχρεώσεων ή αποκατάστασης, συνοδεύονται δε από όλες τις κατάλληλες προειδοποιήσεις για τους κινδύνους, όπως ανάλυση της ευαισθησίας των σχετικών βασικών παραδοχών αξιολόγησης, όπως μαθηματικές παραδοχές ή παραδοχές συσχετίσεως, με τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που αντιστοιχούν τόσο στο δυσμενέστερο όσο και στο βέλτιστο σενάριο·

δ)

σημειώνεται ρητά και ευδιάκριτα η ημερομηνία κατά την οποία η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας δόθηκε για πρώτη φορά για διανομή και η ημερομηνία της τελευταίας ενημέρωσής της και

ε)

παρέχονται πληροφορίες σχετικά με το εάν η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας αφορά προσφάτως εκδοθέν χρηματοπιστωτικό μέσο και εάν ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αξιολογεί το χρηματοπιστωτικό μέσο για πρώτη φορά.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ενημερώνει την αξιολογούμενη οντότητα που υπόκειται σε αξιολόγηση τουλάχιστον 12 ώρες πριν από τη δημοσίευση τόσο του αποτελέσματος της αξιολόγησης όσο και των κύριων λόγων στους οποίους βασίζεται η αξιολόγηση, έτσι ώστε να παράσχει στην οντότητα τη δυνατότητα να επιστήσει την προσοχή σε τυχόν αντικειμενικά λάθη.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δηλώνει ρητά και ευδιάκριτα κατά την κοινοποίηση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας οποιαδήποτε χαρακτηριστικά και περιορισμούς της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Ειδικότερα, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δηλώνει ευδιάκριτα, κατά την κοινοποίηση κάθε αξιολόγησης, εάν θεωρεί ικανοποιητική την ποιότητα των πληροφοριών που διατίθενται για την αξιολογούμενη οντότητα και σε ποιο βαθμό έχει επαληθεύσει τις πληροφορίες που του παρέχονται από την αξιολογούμενη οντότητα ή το σχετιζόμενο με αυτήν τρίτο. Εάν αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας περιλαμβάνει έναν τύπο οντότητας ή χρηματοπιστωτικού μέσου για τον οποίο τα ιστορικά δεδομένα είναι περιορισμένα, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δηλώνει ρητά και ευδιάκριτα τους περιορισμούς της αξιολόγησης.

Σε περίπτωση που η έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων ή η πολυπλοκότητα της δομής ενός νέου τύπου χρηματοπιστωτικού μέσου ή η ποιότητα των διαθέσιμων πληροφοριών δημιουργούν αβεβαιότητα ή εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να παράσχει αξιόπιστη αξιολόγηση, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν εκδίδει την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ή αποσύρει την υπάρχουσα αξιολόγηση.

5.   Κατά την ανακοίνωση μιας αξιολόγησης, ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξηγεί στα δελτία τύπου ή τις εκθέσεις του τα βασικά υποκείμενα στοιχεία της αξιολόγησης.

Σε περίπτωση που οι πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στα σημεία 1, 2 και 4 είναι δυσανάλογες προς το μέγεθος της έκθεσης αξιολόγησης πιστοληπτικής που διανέμεται, αρκεί μια σαφής και ευδιάκριτη παραπομπή εντός της ίδιας της έκθεσης στο σημείο όπου είναι δυνατή η άμεση και εύκολη πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες, π.χ. με απευθείας ηλεκτρονικό σύνδεσμο που οδηγεί σε αυτές τις πληροφορίες ή κατάλληλη ηλεκτρονική διεύθυνση του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

II.   Πρόσθετες υποχρεώσεις σε σχέση με τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων

1.   Εφόσον οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αξιολογεί διαρθρωμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, παρέχει όλες τις πληροφορίες στο πλαίσιο της αξιολόγησης σχετικά με την ανάλυση ζημιών και ταμειακών ροών που πραγματοποίησε ή στις οποίες στηρίζεται, και ένδειξη τυχόν αναμενόμενης αλλαγής της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δηλώνει το επίπεδο της αξιολόγησης στην οποία προέβη σχετικά με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που εκτελέσθηκαν στο επίπεδο των υποκείμενων χρηματοπιστωτικών μέσων ή άλλων στοιχείων του ενεργητικού των διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων. Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αποκαλύπτει εάν ανέλαβε οποιαδήποτε αξιολόγηση των εν λόγω διαδικασιών δέουσας επιμέλειας ή εάν στηρίχθηκε σε αξιολόγηση τρίτου, αναφέροντας με ποιον τρόπο το αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης επηρεάζει την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

3.   Οσάκις ένας οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εκδίδει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας διαρθρωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, συνοδεύει την κοινοποίηση των μεθοδολογιών, των μοντέλων και των βασικών παραδοχών αξιολόγησης με κατευθυντήριες γραμμές που επεξηγούν τις παραδοχές, τις παραμέτρους, τα όρια και τις αβεβαιότητες που περιβάλλουν τα μοντέλα και τις μεθόδους αξιολόγησης που εφαρμόζουν σε αυτού του είδους τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, περιλαμβανομένων και προσομοιώσεων σεναρίων ακραίων καταστάσεων που καλείται να αντιμετωπίσει ο οργανισμός κατά την εκπόνηση των αξιολογήσεων. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές είναι σαφείς και εύληπτες.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί συνεχώς πληροφορίες για όλα τα διαρθρωμένα προϊόντα χρηματοδότησης που υποβάλλονται για την αρχική τους εξέταση ή προκαταρκτική αξιολόγηση. Η κοινοποίηση αυτή διενεργείται άσχετα από το αν οι εκδότες συνάπτουν σύμβαση με τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για να διενεργηθεί τελική αξιολόγηση.

Ενότητα E

Κοινοποιήσεις

I.   Γενικές κοινοποιήσεις

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί γενικά το γεγονός ότι έχει εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τις ακόλουθες πληροφορίες:

1.   οιεσδήποτε υπάρχουσες και ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που αναφέρονται στο σημείο 1 της ενότητας B·

2.   κατάλογο συναφών υπηρεσιών·

3.   την πολιτική του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σχετικά με τη δημοσίευση των αξιολογήσεων και άλλες σχετικές ανακοινώσεις·

4.   τη γενική φύση των ρυθμίσεων σχετικά με την αμοιβή·

5.   τις μεθοδολογίες και περιγραφές μοντέλων και βασικών παραδοχών αξιολόγησης, όπως μαθηματικές παραδοχές ή παραδοχές συσχετίσεως που χρησιμοποιούνται σε δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθώς και τις ουσιώδεις αλλαγές τους·

6.   ενδεχόμενες ουσιώδεις τροποποιήσεις των συστημάτων, πόρων ή διαδικασιών του και

7.   εφόσον απαιτείται, τον κώδικα συμπεριφοράς του.

II.   Περιοδικές κοινοποιήσεις

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί περιοδικά τις ακόλουθες πληροφορίες:

1.   κάθε έξι μήνες, δεδομένα για τα ιστορικά αθέτησης των υποχρεώσεων των κατηγοριών αξιολόγησης, με διάκριση μεταξύ των κύριων γεωγραφικών ζωνών των εκδοτών, και εάν τα ποσοστά αθέτησης των υποχρεώσεων των εν λόγω κατηγοριών μεταβάλλονται με το χρόνο·

2.   κατ’ έτος, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

κατάλογο των είκοσι μεγαλύτερων πελατών του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με βάση τα έσοδα που δημιούργησαν αυτοί και

β)

κατάλογο των πελατών του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας των οποίων η συμβολή στο ποσοστό ανάπτυξης των εσόδων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που δημιουργήθηκαν κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος υπερέβη το ποσοστό ανάπτυξης των συνολικών εσόδων του οργανισμού το ίδιο έτος κατά μιάμιση φορά. Κάθε σχετικός πελάτης περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο μόνο στην περίπτωση που τα έσοδα που δημιούργησε κατά το συγκεκριμένο έτος αντιστοιχούσαν σε ποσοστό μεγαλύτερο από 0,25 % των συνολικών εσόδων του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, ως «πελάτης» νοείται μια οντότητα, οι θυγατρικές της και οι συνδεδεμένες οντότητες στις οποίες η οντότητα κατέχει μερίδιο μεγαλύτερο από 20 % καθώς και κάθε άλλη οντότητα με την οποία ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαπραγματεύθηκε τη διάρθρωση έκδοσης δανείου για λογαριασμό ενός πελάτη και έλαβε αμοιβή, άμεσα ή έμμεσα, για την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά την εν λόγω έκδοση δανείου.

III.   Έκθεση διαφάνειας

Ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας καθιστά διαθέσιμες, κάθε έτος, τις ακόλουθες πληροφορίες:

1.   αναλυτικά στοιχεία της νομικής δομής και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, περιλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με συμμετοχές, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (2) ·

2.   περιγραφή του μηχανισμού εσωτερικού ελέγχου που διασφαλίζει την ποιότητα των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας·

3.   στατιστικά στοιχεία για την κατανομή του προσωπικού σε νέες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, επανεξετάσεις αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας, αξιολόγηση μεθοδολογιών και μοντέλων και ανώτερη διοίκηση·

4.   περιγραφή της πολιτικής τήρησης αρχείων·

5.   αποτέλεσμα του ετήσιου εσωτερικού ελέγχου της υπηρεσίας συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας·

6.   περιγραφή της πολιτικής εναλλαγής διοίκησης και αναλυτών·

7.   χρηματοπιστωτικές πληροφορίες σχετικά με τα έσοδα του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατανεμημένα σε αμοιβές από τις υπηρεσίες αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και τις λοιπές δραστηριότητες, με αναλυτική περιγραφή κάθε κατηγορίας και

8.   δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης κατά την έννοια του άρθρου 46α παράγραφος 1 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (3). Για τους σκοπούς της εν λόγω δήλωσης, τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 46α παράγραφος 1 στοιχείο δ) της εν λόγω οδηγίας παρέχονται από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ανεξάρτητα από το εάν υπόκειται στην οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (4).


(1)  Οδηγία 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών (ΕΕ L 162 της 30.4.2004, σ. 70).

(2)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

(3)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

(4)  ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ

1.   Πλήρης επωνυμία του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, διεύθυνση της έδρας του στην Κοινότητα

2.   Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του εκπροσώπου της και του υπεύθυνου συμμόρφωσης

3.   Νομικό καθεστώς

4.   Κατηγορία αξιολογήσεων στην οποία ζητεί να εγγραφεί ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

5.   Ιδιοκτησιακό καθεστώς

6.   Οργανωτική διάρθρωση και εταιρική διακυβέρνηση

7.   Οικονομικοί πόροι για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

8.   Προσωπικό και εμπειρία του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

9.   Πληροφορίες σχετικά με τις θυγατρικές του οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

10.   Περιγραφή των διαδικασιών και μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται για την έκδοση και επανεξέταση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας

11.   Πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη διαχείριση και την κοινοποίηση οιωνδήποτε συγκρούσεων συμφερόντων

12.   Πληροφορίες σχετικά με τους αναλυτές αξιολογήσεων

13.   ρυθμίσεις σχετικά με τις αμοιβές και την αξιολόγηση της απόδοσης

14.   Υπηρεσίες διαφορετικές από τις δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες σκοπεύει να εκτελεί ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

15.   Πρόγραμμα επιχειρησιακής δραστηριότητας, περιλαμβανομένων στοιχείων για τους τομείς στους οποίους αναμένεται να εκτελεστεί το κύριο μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τα υποκαταστήματα που θα πρέπει να ιδρυθούν και τον προβλεπόμενο τύπο της επιχειρηματικής δραστηριότητας

16.   Έγγραφα και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την αναμενόμενη χρήση της προσυπογραφής

17.   Έγγραφα και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις αναμενόμενες ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τις οντότητες που αναλαμβάνουν εξωτερικά ανατιθέμενα καθήκοντα.


ΟΔΗΓΙΕΣ

17.11.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 302/32


ΟΔΗΓΊΑ 2009/65/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 13ης Ιουλίου 2009

για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (2), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς (3). Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων, είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Η οδηγία 85/611/ΕΟΚ έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη και την επιτυχία των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων στην Ευρώπη. Ωστόσο, παρ’ όλες τις βελτιώσεις που έχουν εισαχθεί από τότε που εκδόθηκε, και ιδίως το 2001, έχει γίνει σταδιακά εμφανής η ανάγκη αλλαγών στο νομικό πλαίσιο των ΟΣΕΚΑ, ώστε να προσαρμοσθεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές του 21ου αιώνα. Με την πράσινη βίβλο της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2005, για την ενίσχυση του πλαισίου της ΕΕ που διέπει τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων δρομολογήθηκε δημόσιος διάλογος για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να τροποποιηθεί η οδηγία 85/611/ΕΚ προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτές τις νέες προκλήσεις. Αυτή η διαδικασία εντατικών διαβουλεύσεων οδήγησε στο ευρείας αποδοχής συμπέρασμα ότι χρειάζονται ουσιώδεις τροποποιήσεις στην προαναφερθείσα οδηγία.

(3)

Είναι σκόπιμος ο συντονισμός των εθνικών νομοθεσιών που διέπουν τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, προκειμένου να γίνει σε κοινοτικό επίπεδο η προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των οργανισμών αυτών και να επιτευχθεί στον τομέα αυτό αποτελεσματικότερη και πιο ομοιόμορφη προστασία των μεριδιούχων. Ο συντονισμός αυτός διευκολύνει την άρση των περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των μεριδίων των ΟΣΕΚΑ στην Κοινότητα.

(4)

Λαμβάνοντας υπόψη τους εν λόγω στόχους, είναι επιθυμητό να προβλεφθούν, όσον αφορά τους ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη, ορισμένοι στοιχειώδεις κοινοί κανόνες σχετικά με την άδεια λειτουργίας τους, τον έλεγχό τους, τη δομή τους, τη δραστηριότητά τους και τις πληροφορίες που απαιτείται να δημοσιεύουν.

(5)

Ο συντονισμός των νομοθεσιών των κρατών μελών θα πρέπει να περιορισθεί στους ΟΣΕΚΑ, εκτός των κλειστού τύπου, οι οποίοι προωθούν την πώληση των μεριδίων τους στο κοινό μέσα στην Κοινότητα. Είναι επιθυμητό να επιτρέπεται στους ΟΣΕΚΑ, ως μέρος των επενδυτικών τους στόχων, πέραν των κινητών αξιών, να επενδύουν και σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα με επαρκή ρευστότητα. Τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι επιλέξιμα ως επενδυτικά στοιχεία του χαρτοφυλακίου των ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να απαριθμούνται στην παρούσα οδηγία. Η επιλογή των στοιχείων ενός χαρτοφυλακίου επενδύσεων σε συνάρτηση με κάποιον χρηματιστηριακό δείκτη είναι μια μέθοδος διαχείρισης.

(6)

Οσάκις διάταξη της παρούσας οδηγίας απαιτεί από ΟΣΕΚΑ να αναλάβει δράση, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να εννοείται ότι αναφέρεται σε εταιρεία διαχείρισης, εάν ο ΟΣΕΚΑ έχει συσταθεί ως αμοιβαίο κεφάλαιο διαχειριζόμενο από εταιρεία διαχείρισης και το αμοιβαίο κεφάλαιο δεν είναι σε θέση να ενεργήσει διότι δεν διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα.

(7)

Τα μερίδια των ΟΣΕΚΑ θεωρούνται χρηματοοικονομικά μέσα για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (4).

(8)

Η άδεια λειτουργίας που χορηγείται στην εταιρεία διαχείρισης στο κράτος μέλος καταγωγής της θα πρέπει να εγγυάται την προστασία του επενδυτή και τη φερεγγυότητα των εταιρειών διαχείρισης, ώστε να συμβάλλει στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η προσέγγιση που ακολουθείται από την παρούσα οδηγία είναι η εξασφάλιση της ουσιαστικής εναρμόνισης η οποία είναι αναγκαία και επαρκής για την αμοιβαία αναγνώριση της άδειας λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικής εποπτείας, επιτρέποντας την έκδοση ενιαίας άδειας με ισχύ σε ολόκληρη την Κοινότητα και την άσκηση της αρχής της εποπτείας από το κράτος μέλος καταγωγής.

(9)

Προκειμένου η εταιρεία διαχείρισης να μπορεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις δραστηριότητές της και, συνεπώς, να εξασφαλίζει τη σταθερότητά της, απαιτούνται ένα αρχικό κεφάλαιο και ένα πρόσθετο ποσό ιδίων κεφαλαίων. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τρέχουσες εξελίξεις, ιδίως ως προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σχετικά με τους επιχειρηματικούς κινδύνους στην Κοινότητα και σε άλλα διεθνή πλαίσια, οι απαιτήσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των εγγυήσεων, θα πρέπει να επανεξετάζονται.

(10)

Για την προστασία των επενδυτών, είναι απαραίτητο να διασφαλισθεί η εσωτερική επίβλεψη κάθε εταιρείας διαχείρισης, ιδίως με την άσκηση της διοίκησης από δύο πρόσωπα και με την ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου.

(11)

Δυνάμει της αρχής της εποπτείας από το κράτος μέλος καταγωγής, οι εταιρείες διαχείρισης που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής τους θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν τις εκ της αδείας υπηρεσίες τους σε ολόκληρη την Κοινότητα, με την ίδρυση υποκαταστημάτων ή βάσει του καθεστώτος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(12)

Όσον αφορά τη διαχείριση συλλογικών χαρτοφυλακίων (διαχείριση unit trusts/αμοιβαίων κεφαλαίων ή εταιρειών επενδύσεων), η άδεια που χορηγείται σε μια εταιρεία διαχείρισης στο κράτος μέλος καταγωγής της θα πρέπει να της επιτρέπει να ασκεί τις ακόλουθες δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής, με την επιφύλαξη του κεφαλαίου ΧΙ: διάθεση, μέσω υποκαταστήματος, των μεριδίων των εναρμονισμένων unit trusts/αμοιβαίων κεφαλαίων τα οποία διαχειρίζεται η εν λόγω εταιρεία στο κράτος μέλος καταγωγής διάθεση των μετοχών των εναρμονισμένων εταιρειών επενδύσεων τις οποίες διαχειρίζεται η εν λόγω εταιρεία, με την ίδρυση υποκαταστήματος· διάθεση των μεριδίων των εναρμονισμένων unit trusts/αμοιβαίων κεφαλαίων ή μετοχών των εναρμονισμένων εταιρειών επενδύσεων που βρίσκονται υπό τη διαχείριση άλλων εταιρειών επενδύσεων· άσκηση όλων των άλλων λειτουργιών και καθηκόντων που περιλαμβάνονται στη δραστηριότητα της διαχείρισης συλλογικών χαρτοφυλακίων· διαχείριση των στοιχείων ενεργητικού των εταιρειών επενδύσεων που έχουν συσταθεί σε άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους καταγωγής· άσκηση, κατόπιν εξουσιοδότησης, εκ μέρους εταιρειών διαχείρισης που έχουν συσταθεί σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος καταγωγής της, των καθηκόντων που περιλαμβάνονται στη δραστηριότητα της διαχείρισης συλλογικών χαρτοφυλακίων. Όταν εταιρεία διαχείρισης διανέμει τα μερίδια των εναρμονισμένων της unit trusts/αμοιβαίων κεφαλαίων ή τις μετοχές των εναρμονισμένων της εταιρειών επενδύσεων στα κράτη μέλη υποδοχής, χωρίς να έχει ιδρύσει υποκατάστημα, θα πρέπει να υπόκειται μόνο σε κανόνες σχετικά με τη διασυνοριακή διάθεση.

(13)

Όσον αφορά το πεδίο δραστηριοτήτων των εταιρειών διαχείρισης και για να ληφθεί υπόψη το εθνικό δίκαιο και να μπορέσουν οι εταιρείες αυτές να επιτύχουν σημαντικές οικονομίες κλίμακας, είναι επιθυμητό να επιτραπεί στις εταιρείες αυτές να ασκούν επίσης δραστηριότητα διαχείρισης χαρτοφυλακίων επενδύσεων για κάθε πελάτη χωριστά (διαχείριση ατομικών χαρτοφυλακίων), συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης συνταξιοδοτικών ταμείων, καθώς και κάποιες συγκεκριμένες παρεπόμενες δραστηριότητες που συνδέονται με την κύρια ενασχόλησή τους, χωρίς να θίγεται η σταθερότητα των εταιρειών αυτών. Ωστόσο, θα πρέπει να θεσπισθούν ειδικοί κανόνες για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, όταν οι εταιρείες διαχείρισης έχουν την άδεια να ασκούν δραστηριότητες διαχείρισης τόσο συλλογικού όσο και ατομικού χαρτοφυλακίου.

(14)

Η δραστηριότητα διαχείρισης ατομικών χαρτοφυλακίων επενδύσεων αποτελεί επενδυτική υπηρεσία η οποία καλύπτεται από την οδηγία 2004/39/ΕΚ. Για να εξασφαλισθεί εν προκειμένω ένα ομοιογενές ρυθμιστικό πλαίσιο, είναι επιθυμητό να υπαχθούν στους όρους που προβλέπονται στην οδηγία αυτή και οι εταιρείες διαχείρισης η άδεια λειτουργίας των οποίων καλύπτει επίσης την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.

(15)

Το κράτος μέλος καταγωγής θα πρέπει να μπορεί, γενικά, να θέσει αυστηρότερους κανόνες από εκείνους που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, ιδίως όσον αφορά τους όρους χορήγησης άδειας λειτουργίας, τις υποχρεώσεις εποπτείας και τους κανόνες δημοσίευσης των περιοδικών εκθέσεων και το ενημερωτικό δελτίο.

(16)

Είναι σκόπιμο να θεσπισθούν οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μια εταιρεία διαχείρισης μπορεί να αναθέσει, κατ’ εξουσιοδότηση, ειδικά καθήκοντα και αρμοδιότητες σε τρίτους, ούτως ώστε να αυξηθεί η λειτουργική αποτελεσματικότητά της. Για να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή της αρχής της εποπτείας από το κράτος μέλος καταγωγής, τα κράτη μέλη που επιτρέπουν την ανάθεση αυτή θα πρέπει να φροντίζουν ώστε η εταιρεία διαχείρισης στην οποία έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας να μην αναθέτει το σύνολο των δραστηριοτήτων της σε ένα ή περισσότερα τρίτα μέρη, καθιστάμενη πλέον εταιρεία χωρίς ουσιαστική αρμοδιότητα, και έτσι ώστε η ύπαρξη εξουσιοδοτήσεων να μην εμποδίζει την ουσιαστική της εποπτεία. Ωστόσο, το γεγονός ότι η εταιρεία διαχείρισης ανέθεσε ίδιες αρμοδιότητες ουδόλως θα πρέπει να επηρεάζει τις υποχρεώσεις της, καθώς και του θεματοφύλακα, έναντι των μεριδιούχων και των αρμοδίων αρχών.

(17)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και κατάλληλη εποπτεία μακροπρόθεσμα, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί τις δυνατότητες να εναρμονισθούν σε επίπεδο Κοινότητας οι ρυθμίσεις περί εξουσιοδοτήσεων.

(18)

Η αρχή της εποπτείας από το κράτος μέλος καταγωγής ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν ή ανακαλούν την άδεια λειτουργίας, όταν ορισμένα στοιχεία, όπως είναι το περιεχόμενο των προγραμμάτων δραστηριοτήτων, η γεωγραφική κατανομή ή οι πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες, δείχνουν σαφώς ότι μια εταιρεία διαχείρισης έχει επιλέξει το νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους με σκοπό την αποφυγή των αυστηρότερων κανόνων άλλου κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου σκοπεύει να ασκήσει ή ασκεί όντως το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων της. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, μια εταιρεία διαχείρισης θα πρέπει να λαμβάνει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα. Σύμφωνα με την αρχή της εποπτείας από τη χώρα καταγωγής, μόνον οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης μπορούν να θεωρούνται αρμόδιες να εποπτεύουν τον τρόπο οργάνωσης της εταιρείας διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων όλων των διαδικασιών και των πόρων για την εκτέλεση των διοικητικών εργασιών οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ, η οποία θα πρέπει να υπάγεται στο δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της.

(19)

Εάν η διαχείριση του ΟΣΕΚΑ ασκείται από εταιρεία διαχείρισης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, η συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης θα πρέπει να θεσπίζει και να καθιερώνει κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμούς για τη διεκπεραίωση των παραπόνων των επενδυτών, παραδείγματος χάριν με κατάλληλες προβλέψεις στις διευθετήσεις διάθεσης ή με την κοινοποίηση μιας διεύθυνσης εντός του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, η οποία δεν θα πρέπει να χρειάζεται να είναι διεύθυνση της ίδιας της εταιρείας διαχείρισης. Η εταιρεία διαχείρισης θα πρέπει επίσης να καθιερώνει κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμούς για τη διάθεση πληροφοριών κατόπιν αιτήματος από το κοινό ή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, παραδείγματος χάριν με τον ορισμό ενός υπεύθυνου, μεταξύ των υπαλλήλων της εταιρείας διαχείρισης, ο οποίος να διεκπεραιώνει τα αιτήματα για παροχή πληροφοριών. Εντούτοις, αυτή η εταιρεία διαχείρισης δεν θα πρέπει να υποχρεούται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ να διαθέτει τοπικό αντιπρόσωπο στο εν λόγω κράτος μέλος για την εκπλήρωση αυτών των καθηκόντων.

(20)

Οι αρμόδιες αρχές που εγκρίνουν τον ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή την πράξη σύστασης της επενδυτικής εταιρείας, τον επιλεγέντα θεματοφύλακα και την ικανότητα της εταιρείας διαχείρισης να διαχειριστεί τον ΟΣΕΚΑ. Εάν η εταιρεία διαχείρισης έχει έδρα σε άλλο κράτος μέλος, τότε θα πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάσει βεβαίωση των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής της σχετικά με την κατηγορία ΟΣΕΚΑ που αυτή μπορεί να διαχειρίζεται. Η παροχή άδειας σύστασης ενός ΟΣΕΚΑ δεν θα πρέπει να προϋποθέτει ούτε επιπλέον κεφάλαια σε επίπεδο εταιρείας διαχείρισης, ούτε μεταφορά της καταστατικής έδρας της εταιρείας διαχείρισης στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, ούτε ακόμη μεταφορά οποιασδήποτε δραστηριότητας της εταιρείας διαχείρισης στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

(21)

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να είναι αρμόδιες να εποπτεύουν την τήρηση των κανόνων που διέπουν τη σύσταση και λειτουργία του ΟΣΕΚΑ, ο οποίος πρέπει να υπάγεται στο δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής του. Προς τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες απευθείας από την εταιρεία διαχείρισης. Ειδικότερα, το κράτος μέλος καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης μπορεί να ζητεί από τις εταιρείες διαχείρισης να του παρέχουν πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές που αφορούν τις επενδύσεις του ΟΣΕΚΑ οι οποίες έχουν εγκριθεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις λογιστικές καταχωρίσεις των συναλλαγών αυτών και στους λογαριασμούς των κεφαλαίων. Για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε παράβασης των κανόνων που είναι υπό τη δική τους ευθύνη, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης θα πρέπει να μπορούν να υπολογίζουν στη συνεργασία των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης και, εάν χρειασθεί, θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν άμεσα μέτρα κατά της εταιρείας διαχείρισης.

(22)

Θα πρέπει να είναι δυνατόν για το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ να προβλέπει κανόνες σχετικά με το περιεχόμενο του μητρώου των κατόχων μεριδίων του ΟΣΕΚΑ. Η οργάνωση της συντήρησης και η θέση του μητρώου αυτού θα πρέπει, ωστόσο, να παραμένουν μέρος των οργανωτικών ρυθμίσεων της εταιρείας διαχείρισης.

(23)

Είναι ανάγκη να παρέχονται στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ όλα τα μέσα για να επανορθώνει οιαδήποτε παραβίαση των κανόνων των ΟΣΕΚΑ. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα και να θεσπίζουν κυρώσεις όσον αφορά την εταιρεία διαχείρισης. Ως έσχατο μέτρο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από την εταιρεία διαχείρισης να πάψει να διαχειρίζεται τον ΟΣΕΚA. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν τις αναγκαίες διατάξεις για την εύτακτη διαχείριση ή λύση του ΟΣΕΚΑ στην περίπτωση αυτή.

(24)

Για να αποτρέπεται η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και να προάγεται η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, η άδεια σύστασης θα πρέπει να απορρίπτεται οσάκις ο ΟΣΕΚΑ θα εμποδίζεται να διαθέτει τα μερίδιά του στην αγορά του κράτους μέλους καταγωγής του. Αφής στιγμής ο ΟΣΕΚΑ έχει λάβει την άδεια σύστασης, θα πρέπει να έχει την ευχέρεια να επιλέξει το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη στα οποία θα διατεθούν στην αγορά τα μερίδιά του βάσει της παρούσας οδηγίας.

(25)

Για την προστασία των συμφερόντων των μετόχων και την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στην αγορά για τους εναρμονισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, απαιτείται αρχικό κεφάλαιο των εταιρειών επενδύσεων. Ωστόσο, οι εταιρείες επενδύσεων που έχουν ορίσει εταιρεία διαχείρισης θα καλύπτονται μέσω ενός πρόσθετου ποσού ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας διαχείρισης.

(26)

Οσάκις εφαρμόζονται κανόνες για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και την ανάθεση δραστηριοτήτων και οσάκις το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης επιτρέπει σε εταιρεία διαχείρισης την ανάθεση αυτή, οι εγκεκριμένες εταιρείες διαχείρισης θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες αυτούς, τηρουμένων των αναλογιών, είτε απευθείας για τις εταιρείες επενδύσεων που δεν έχουν ορίσει εταιρεία διαχείρισης εγκεκριμένη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, είτε έμμεσα για τις εταιρείες επενδύσεων που έχουν ορίσει εταιρεία διαχείρισης.

(27)

Παρ’ όλη την ανάγκη ενοποίησης μεταξύ των ΟΣΕΚΑ, οι συγχωνεύσεις των ΟΣΕΚΑ αντιμετωπίζουν πολλές νομικές και διοικητικές δυσκολίες στην Κοινότητα. Επομένως, για να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, είναι αναγκαίο να θεσπισθούν κοινοτικές διατάξεις οι οποίες να διευκολύνουν τις συγχωνεύσεις μεταξύ των ΟΣΕΚΑ (και των επενδυτικών τμημάτων τους). Μολονότι ορισμένα κράτη μέλη, ενδεχομένως, επιτρέπουν μόνον αμοιβαία κεφάλαια συμβατικής μορφής, θα πρέπει να επιτρέπονται —και να αναγνωρίζονται από κάθε κράτος μέλος— οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις μεταξύ ΟΣΕΚΑ όλων των ειδών (συμβατικής και εταιρικής μορφής, και unit trusts), χωρίς να απαιτείται από τα κράτη μέλη να εισάγουν νέες νομικές μορφές ΟΣΕΚΑ στο εθνικό τους δίκαιο.

(28)

Η παρούσα οδηγία καλύπτει τις συνηθέστερες τεχνικές συγχώνευσης που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη. Δεν απαιτεί από όλα τα κράτη μέλη να εισάγουν και τις τρεις τεχνικές στο εθνικό τους δίκαιο, όμως κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να αναγνωρίζει τις μεταφορές στοιχείων ενεργητικού που απορρέουν από αυτές τις τεχνικές συγχώνευσης. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τους ΟΣΕΚΑ να χρησιμοποιούν άλλες τεχνικές σε καθαρά εθνικό επίπεδο, σε καταστάσεις στις οποίες κανένας από τους εμπλεκόμενους στη συγχώνευση ΟΣΕΚΑ δεν έχει κοινοποιήσει διασυνοριακή διάθεση των μεριδίων του. Αυτές οι συγχωνεύσεις εξακολουθούν να υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου. Οι εθνικοί κανόνες περί απαρτίας δεν θα πρέπει να κάνουν διακρίσεις μεταξύ εθνικών και διασυνοριακών συγχωνεύσεων, ούτε να είναι αυστηρότεροι από εκείνους που ισχύουν για συγχωνεύσεις εταιρικών οντοτήτων.

(29)

Προκειμένου να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των επενδυτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν να υπόκεινται οι προτεινόμενες εγχώριες ή διασυνοριακές συγχωνεύσεις μεταξύ ΟΣΕΚΑ, σε χορήγηση άδειας από τις αρμόδιες αρχές τους. Για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, οι αρμόδιες αρχές του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να εγκρίνουν τη συγχώνευση, ούτως ώστε να διασφαλίζουν τη δέουσα προστασία των συμφερόντων των μεριδιούχων που πράγματι αλλάζουν ΟΣΕΚΑ. Εάν στη συγχώνευση συμμετέχουν περισσότεροι του ενός απορροφώμενοι ΟΣΕΚΑ και οι εν λόγω ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές εκάστου απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ χρειάζεται να εγκρίνουν τη συγχώνευση, σε στενή συνεργασία μεταξύ τους, μεταξύ άλλων με τη δέουσα ανταλλαγή πληροφοριών. Επειδή χρειάζεται επίσης να διασφαλίζονται επαρκώς και τα συμφέροντα των μεριδιούχων του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, τούτα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ.

(30)

Οι μεριδιούχοι τόσο του απορροφώμενου όσο και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ θα πρέπει επίσης να έχουν δικαίωμα εξαγοράς ή εξόφλησης των μεριδίων τους ή, εφόσον είναι δυνατόν, μετατροπής τους σε μερίδια άλλου ΟΣΕΚΑ, ο οποίος έχει παρεμφερή επενδυτική πολιτική και τελεί υπό τη διαχείριση της ίδιας εταιρείας διαχείρισης ή οιασδήποτε άλλης εταιρείας που συνδέεται με αυτήν. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να υπόκειται σε πρόσθετες επιβαρύνσεις, εκτός από την καταβολή των εξόδων που θα παρακρατούν οι αντίστοιχοι ΟΣΕΚΑ για την κάλυψη του κόστους αποεπένδυσης σε όλες τις καταστάσεις, όπως ορίζονται στα αντίστοιχα ενημερωτικά φυλλάδια τόσο του απορροφώμενου όσο και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ.

(31)

Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζεται επιπρόσθετος έλεγχος των συγχωνεύσεων από τρίτους. Οι θεματοφύλακες εκάστου ΟΣΕΚΑ που συμμετέχει στη συγχώνευση θα πρέπει να επαληθεύουν τη συμμόρφωση του κοινού σχεδίου συγχώνευσης προς τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού του ΟΣΕΚΑ. Είτε ο θεματοφύλακας είτε ο ανεξάρτητος ελεγκτής θα πρέπει να καταρτίζει έκθεση για λογαριασμό όλων των ΟΣΕΚΑ που συμμετέχουν στη συγχώνευση, επικυρώνοντας τις μεθόδους αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού των εν λόγω ΟΣΕΚΑ, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού της σχέσης ανταλλαγής, όπως παρουσιάζονται στο κοινό σχέδιο της συγχώνευσης, καθώς επίσης και την τρέχουσα σχέση ανταλλαγής και, οσάκις ενδείκνυται, το καταβαλλόμενο ποσό ανά μερίδιο. Προκειμένου να περιορίζεται το κόστος που συνεπάγονται οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις, θα πρέπει να είναι δυνατόν να καταρτίζεται μια ενιαία έκθεση για όλους τους συμμετέχοντες ΟΣΕΚΑ, την οποία θα πρέπει να μπορεί να καταρτίζει ο νόμιμος ελεγκτής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ ή/και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ. Για λόγους προστασίας των επενδυτών, οι μεριδιούχοι θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν δωρεάν αντίγραφο της έκθεσης αυτής κατόπιν αιτήματός τους.

(32)

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ενημερώνονται δεόντως οι μεριδιούχοι σχετικά με την προτεινόμενη συγχώνευση, και να προστατεύονται επαρκώς τα δικαιώματά τους. Παρ’ όλον ότι η συγχώνευση αφορά ως επί το πλείστον τους μεριδιούχους του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ, θα πρέπει επίσης να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των μεριδιούχων του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ.

(33)

Οι διατάξεις περί συγχωνεύσεων, που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία, εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της εφαρμογής της νομοθεσίας για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, και ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (5).

(34)

Η ελεύθερη διάθεση των μεριδίων ΟΣΕΚΑ που επιτρέπεται να επενδύσουν μέχρι ποσοστό 100 % των στοιχείων του ενεργητικού τους σε κινητές αξίες που εκδίδονται από έναν μόνο εκδότη (κράτος, οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης κ.λπ.) δεν θα πρέπει, αμέσως ή εμμέσως, να διαταράσσει τη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς ή να περιπλέκει τη χρηματοδότηση κράτους μέλους.

(35)

Ο ορισμός των κινητών αξιών που περιέχεται στην παρούσα οδηγία ισχύει μόνον για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και ουδόλως επηρεάζει τους διάφορους ορισμούς που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία για άλλους σκοπούς, όπως η φορολογία. Συνεπώς, οι μετοχές και οι εξομοιούμενοι με μετοχές τίτλοι που εκδίδονται από οργανισμούς του τύπου «Building Societies» και «Industrial και Provident Societies», η κυριότητα των οποίων μπορεί στην πράξη να μεταβιβάζεται μόνον με την εξαγορά τους από τον εκδότη οργανισμό, δεν καλύπτονται από τον ορισμό αυτό.

(36)

Τα μέσα χρηματαγοράς περιλαμβάνουν τα μεταβιβάσιμα μέσα που κανονικά δεν αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής σε ρυθμιζόμενες αγορές αλλά διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, π.χ. τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου και των ΟΤΑ, τα πιστοποιητικά καταθέσεων, τα αξιόγραφα, τα μεσοπρόθεσμα χρεώγραφα και τις τραπεζικές συναλλαγματικές.

(37)

Η έννοια της ρυθμιζόμενης αγοράς σύμφωνα με την παρούσα οδηγία συμπίπτει με την αντίστοιχη έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(38)

Είναι επιθυμητό να επιτρέπεται στους ΟΣΕΚΑ να επενδύουν τα στοιχεία ενεργητικού τους σε μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων ανοικτού τύπου, που επενδύουν επίσης σε ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και οι οποίοι λειτουργούν με βάση την αρχή της διασποράς των κινδύνων. Οι ΟΣΕΚΑ ή οι λοιποί οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων στους οποίους επενδύει ο εκάστοτε ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να υπόκεινται σε ουσιαστική εποπτεία.

(39)

Θα πρέπει να διευκολυνθεί η παροχή περισσότερων ευκαιριών σε έναν ΟΣΕΚΑ να επενδύει σε ΟΣΕΚΑ και σε άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Είναι, επομένως, βασικό να εξασφαλισθεί ότι αυτή η επενδυτική δραστηριότητα δεν μειώνει την προστασία των επενδυτών. Λόγω των αυξημένων δυνατοτήτων των ΟΣΕΚΑ να επενδύουν σε μερίδια άλλων ΟΣΕΚΑ και οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, είναι ανάγκη να θεσπισθούν ορισμένοι κανόνες για τα ποσοτικά όρια, την κοινολόγηση πληροφοριών και την πρόληψη του φαινομένου αλυσιδωτών επιπτώσεων.

(40)

Για να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των αγορών, και λόγω της ολοκλήρωσης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, είναι επιθυμητό να επιτρέπεται στους ΟΣΕΚΑ να επενδύουν σε τραπεζικές καταθέσεις. Για να διασφαλισθεί επαρκής ρευστότητα των επενδύσεων σε καταθέσεις, οι καταθέσεις αυτές θα πρέπει να είναι πληρωτέες σε πρώτη ζήτηση ή να συνοδεύονται από δικαίωμα ανάληψης. Εάν οι καταθέσεις γίνονται σε πιστωτικό ίδρυμα η καταστατική έδρα του οποίου ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, το εν λόγω ίδρυμα θα πρέπει να υπόκειται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας ισοδύναμους με αυτούς του κοινοτικού δικαίου.

(41)

Επιπλέον των περιπτώσεων στις οποίες ένας ΟΣΕΚΑ επενδύει σε τραπεζικές καταθέσεις σύμφωνα με τον κανονισμό του ή τα καταστατικά έγγραφά του, θα πρέπει να είναι δυνατό να επιτραπεί σε όλους τους ΟΣΕΚΑ να κατέχουν και δευτερεύοντα ρευστά διαθέσιμα, όπως τραπεζικές καταθέσεις όψεως. Η κατοχή δευτερευόντων ρευστών διαθεσίμων μπορεί να δικαιολογείται, παραδείγματος χάριν, στις ακόλουθες περιπτώσεις: κάλυψη τρεχουσών ή έκτακτων πληρωμών· σε περίπτωση πώλησης μεριδίων, κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επανεπένδυση σε κινητές αξίες, μέσα χρηματαγοράς ή/και σε άλλα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία· κατά το χρονικό διάστημα που είναι απόλυτα αναγκαίο όταν, λόγω δυσμενών συνθηκών της αγοράς, οι επενδύσεις σε κινητές αξίες, μέσα χρηματαγοράς και σε άλλα χρηματοπιστωτικά στοιχεία αναστέλλονται.

(42)

Για λόγους προληπτικής εποπτείας, είναι ανάγκη να αποφεύγουν οι ΟΣΕΚΑ την υπερβολική συγκέντρωση των επενδύσεών τους σε στοιχεία που τους εκθέτουν σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, στην ίδια επιχείρηση ή σε επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

(43)

Θα πρέπει να επιτρέπεται ρητώς στους ΟΣΕΚΑ να επενδύουν σε χρηματοπιστωτικά παράγωγα, στο πλαίσιο της γενικής επενδυτικής τους πολιτικής ή/και για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων, προκειμένου να επιτυγχάνουν συγκεκριμένο οικονομικό στόχο ή το προφίλ κινδύνου που περιγράφεται στο ενημερωτικό δελτίο. Για την προστασία των επενδυτών, είναι ανάγκη να περιορισθεί η μέγιστη δυνητική έκθεση σε κινδύνους από χρηματοπιστωτικά παράγωγα, ούτως ώστε να μην υπερβαίνουν τη συνολική καθαρή αξία του χαρτοφυλακίου του ΟΣΕΚΑ. Για να διασφαλισθεί η διαρκής επίγνωση των κινδύνων και των υποχρεώσεων από πράξεις σε παράγωγα και για να ελέγχεται η τήρηση των επενδυτικών ορίων, οι εν λόγω κίνδυνοι και υποχρεώσεις θα πρέπει να μετρώνται και να παρακολουθούνται διαρκώς. Τέλος, για την προστασία των επενδυτών μέσω της ενημέρωσής τους, οι ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να περιγράφουν τις στρατηγικές τους, τις μεθόδους τους και τα επενδυτικά όρια τα οποία τηρούν στις πράξεις τους σε παράγωγα.

(44)

Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενδεχόμενης απόκλισης συμφερόντων σε προϊόντα για τα οποία ο πιστωτικός κίνδυνος μεταβιβάζεται μέσω τιτλοποίησης, όπως προβλέπονται σε σχέση με την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (6), και την οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (7), χρειάζεται να είναι συνεπή και συνεκτικά σε όλη τη σχετική νομοθεσία για τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η Επιτροπή θα διατυπώσει τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις για να εξασφαλισθεί η συγκεκριμένη συνέπεια και η συνοχή, αφού εξετάσει δεόντως τις επιπτώσεις των εν λόγω προτάσεων.

(45)

Όσον αφορά τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, θα πρέπει να καθοριστούν απαιτήσεις για την επιλεξιμότητα των αντισυμβαλλομένων και των μέσων, τη ρευστότητα και τη διαρκή αξιολόγηση των θέσεων. Ο σκοπός αυτών των απαιτήσεων είναι να εξασφαλίζεται επαρκής προστασία των επενδυτών, παραπλήσια εκείνης που ισχύει για τα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές.

(46)

Οι πράξεις σε παράγωγα δεν θα πρέπει να μπορούν ποτέ να χρησιμοποιούνται προς καταστρατήγηση των αρχών ή των κανόνων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Στην περίπτωση των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, θα πρέπει να εφαρμόζονται πρόσθετοι κανόνες διασποράς κινδύνου, όταν οι αναλήψεις κινδύνων (τα ανοίγματα) αφορούν τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο ή την ίδια ομάδα αντισυμβαλλομένων.

(47)

Ορισμένες τεχνικές διαχείρισης των χαρτοφυλακίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, που επενδύουν κυρίως σε μετοχές ή/και ομολογίες, βασίζονται στην αναπαραγωγή της σύνθεσης χρηματιστηριακών δεικτών μετοχών ή/και ομολογιών. Είναι επιθυμητό να επιτρέπεται στους ΟΣΕΚΑ να αναπαράγουν τη σύνθεση γνωστών και αναγνωρισμένων χρηματιστηριακών δεικτών μετοχών ή/και ομολογιών. Ενδέχεται, επομένως, να είναι αναγκαία η θέσπιση πιο ευέλικτων κανόνων διασποράς κινδύνου για τους ΟΣΕΚΑ που επενδύουν σε μετοχές ή/και σε ομολογίες για τον σκοπό αυτό.

(48)

Οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους εκτός από τη συλλογική επένδυση των κεφαλαίων που συγκεντρώνονται από το κοινό, σύμφωνα με τους κανόνες της. Στις περιπτώσεις που εξειδικεύονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να είναι δυνατόν ένας ΟΣΕΚΑ να έχει θυγατρικές μόνον εφόσον αυτές είναι απαραίτητες για την άσκηση, για λογαριασμό του, ορισμένων δραστηριοτήτων που επίσης καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εποπτεία των ΟΣΕΚΑ. Η εγκατάσταση θυγατρικής ενός ΟΣΕΚΑ σε τρίτη χώρα θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον στις περιπτώσεις και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Η γενική υποχρέωση του ΟΣΕΚΑ να ενεργεί μόνον προς το συμφέρον των μεριδιούχων, και ιδίως ο στόχος της αύξησης της αποτελεσματικότητας των δαπανών του, ουδέποτε δικαιολογούν τη λήψη από έναν ΟΣΕΚΑ μέτρων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις αρμόδιες αρχές να ασκήσουν αποτελεσματικά τα εποπτικά καθήκοντά τους.

(49)

Η οδηγία 85/611/ΕΟΚ προέβλεπε, στην αρχική μορφή της, παρέκκλιση από τον περιορισμό του ποσοστού των στοιχείων του ενεργητικού που μπορεί να επενδύσει ένας ΟΣΕΚΑ σε κινητές αξίες που εκδίδει ένας και ο αυτός εκδότης, ο οποίος ίσχυε στην περίπτωση ομολόγων που εκδίδει ή εγγυάται ένα κράτος μέλος. Με την παρέκκλιση αυτή, επιτρεπόταν στους ΟΣΕΚΑ να τοποθετούν μέχρι 35 % των στοιχείων του ενεργητικού τους σε ομόλογα του είδους αυτού. Μια παρόμοια αλλά λιγότερο περιοριστική παρέκκλιση δικαιολογείται για τα ομόλογα του ιδιωτικού τομέα, τα οποία, έστω και χωρίς κρατική εγγύηση, προσφέρουν ιδιαίτερες εγγυήσεις στον επενδυτή, βάσει ειδικών ρυθμίσεων που εφαρμόζονται γι’ αυτά. Συνεπώς, είναι ανάγκη να επεκταθεί η δυνατότητα παρέκκλισης για όλα τα ομόλογα του ιδιωτικού τομέα, να δοθεί δε στα κράτη μέλη η ευχέρεια να καταρτίζουν τα ίδια τον κατάλογο των ομολόγων για τα οποία, ενδεχομένως, προτίθενται να χορηγήσουν παρέκκλιση.

(50)

Πλείονα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει διατάξεις που προσφέρουν τη δυνατότητα σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που δεν αποτελούν αντικείμενο συντονισμού να συγκεντρώνουν τα στοιχεία του ενεργητικού τους σε ένα λεγόμενο κύριο αμοιβαίο κεφάλαιο. Προκειμένου να είναι σε θέση οι ΟΣΕΚΑ να κάνουν χρήση αυτών των δομών, είναι αναγκαίο να εξαιρούνται οι «τροφοδοτικοί ΟΣΕΚΑ», που επιθυμούν να συγκεντρώνουν τα στοιχεία του ενεργητικού τους σε έναν «κύριο ΟΣΕΚΑ», από την απαγόρευση να επενδύουν περισσότερο από το 10 % των στοιχείων του ενεργητικού τους, ή, ανάλογα με την περίπτωση, 20 %, των στοιχείων του ενεργητικού τους, έναν ενιαίο οργανισμό συλλογικών επενδύσεων. Η εξαίρεση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ επενδύει όλα ή σχεδόν όλα τα στοιχεία του ενεργητικού του στο διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο του κύριου ΟΣΕΚΑ, ο οποίος και υπόκειται στους κανόνες διαφοροποίησης που ισχύουν για τους ΟΣΕΚΑ.

(51)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλισθεί το ίδιο επίπεδο προστασίας των επενδυτών σε ολόκληρη την Κοινότητα, θα πρέπει να επιτρέπονται τόσο δομές κύριου-τροφοδοτικού όπου ο κύριος και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος, όσο και εφόσον είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη. Για να είναι σε θέση οι επενδυτές να κατανοούν καλύτερα τις δομές κύριου-τροφοδοτικού, οι δε ρυθμιστικές αρχές να τις εποπτεύουν ευκολότερα, κυρίως σε διασυνοριακό επίπεδο, κανένας τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ δεν θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επενδύει σε περισσότερους από έναν κύριο ΟΣΕΚΑ. Προκειμένου να διασφαλίζεται το ίδιο επίπεδο προστασίας των επενδυτών σε ολόκληρη την Κοινότητα, ο κύριος ΟΣΕΚΑ θα πρέπει ο ίδιος να είναι ΟΣΕΚΑ που διαθέτει άδεια λειτουργίας. Για να αποφεύγονται οι περιττές διοικητικές επιβαρύνσεις, οι διατάξεις περί κοινοποίησης της διασυνοριακής διάθεσης δεν θα πρέπει να ισχύουν εάν ένας κύριος ΟΣΕΚΑ δεν αντλεί κεφάλαια από το κοινό σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο έχει την έδρα του, αλλά απλώς έχει σε αυτό το άλλο κράτος μέλος έναν ή περισσότερους τροφοδοτικούς ΟΣΕΚΑ.

(52)

Για να προστατεύονται οι επενδυτές του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ, η επένδυση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ στον κύριο ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ. Μόνο για την αρχική επένδυση στον κύριο ΟΣΕΚΑ με την οποία ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ υπερβαίνει το όριο που ισχύει για επενδύσεις σε άλλον ΟΣΕΚΑ απαιτείται έγκριση. Για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλισθεί σε ολόκληρη την Κοινότητα το ίδιο επίπεδο προστασίας των επενδυτών, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται και τα έγγραφα και οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται για την έγκριση της επένδυσης του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ στον κύριο ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να είναι λεπτομερείς.

(53)

Προκειμένου να μπορεί ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ να ενεργεί προς το βέλτιστο συμφέρον των μεριδιούχων του, και συγκεκριμένα να είναι σε θέση να λαμβάνει από τον κύριο ΟΣΕΚΑ κάθε αναγκαία πληροφορία ή έγγραφο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ και ο κύριος ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να συνάπτουν δεσμευτική και εκτελεστή συμφωνία. Όμως, εάν τόσο ο τροφοδοτικός όσο και ο κύριος ΟΣΕΚΑ τελούν υπό τη διαχείριση της ίδιας εταιρείας διαχείρισης, τότε αυτό θα πρέπει να είναι αρκετό ώστε η τελευταία να εκδώσει εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας. Με τη συμφωνία αμοιβαίας ενημέρωσης μεταξύ των θεματοφυλάκων ή, αντιστοίχως, των ελεγκτών του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ροή πληροφοριών και εγγράφων, που είναι αναγκαία στον θεματοφύλακα ή τον ελεγκτή του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι ο θεματοφύλακας ή ο ελεγκτής, εκπληρώνοντας αυτές τις απαιτήσεις, δεν παραβιάζει κανέναν κανονισμό κοινοποίησης πληροφοριών ή προστασίας δεδομένων.

(54)

Για να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των συμφερόντων των επενδυτών του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ, το ενημερωτικό δελτίο, οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, καθώς και όλες οι διαφημιστικές ανακοινώσεις θα πρέπει να προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες των δομών κύριου-τροφοδοτικού. Η επένδυση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ στον κύριο ΟΣΕΚΑ δεν θα πρέπει να επηρεάζει τη δυνατότητα του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ να εξαγοράζει ή να εξοφλεί μερίδια κατόπιν αιτήματος από μεριδιούχους του και να ενεργεί προς το μέγιστο συμφέρον των μεριδιούχων του.

(55)

Στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, οι μεριδιούχοι θα πρέπει επίσης να προστατεύονται από αδικαιολόγητες επιπρόσθετες δαπάνες με την απαγόρευση να καταλογίζει ο κύριος ΟΣΕΚΑ στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ έξοδα εγγραφής ή εξαγοράς. Οι κύριοι ΟΣΕΚΑ θα πρέπει, ωστόσο, να μπορούν να καταλογίζουν έξοδα διάθεσης και εξαγοράς σε άλλους επενδυτές του κύριου ΟΣΕΚΑ.

(56)

Οι κανόνες μετατροπής θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα σε έναν υφιστάμενο ΟΣΕΚΑ να μετατρέπεται σε τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ. Ταυτοχρόνως, θα πρέπει να προσφέρουν επαρκή προστασία στους μεριδιούχους. Δεδομένου ότι η μετατροπή αποτελεί θεμελιώδη αλλαγή της επενδυτικής πολιτικής, ο ΟΣΕΚΑ που μετατρέπεται θα πρέπει να οφείλει να παρέχει στους μεριδιούχους του επαρκείς πληροφορίες ώστε αυτοί να είναι σε θέση να αποφασίσουν αν θα διατηρήσουν την επένδυσή τους. Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να απαιτούν από τον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ να παρέχει περισσότερες ή διαφορετικές πληροφορίες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

(57)

Οσάκις οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του κύριου ΟΣΕΚΑ ενημερώνονται σχετικά με παρατυπία σε αυτόν ή διαπιστώνουν ότι ο κύριος ΟΣΕΚΑ δεν συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, μπορούν να αποφασίζουν, αν απαιτείται, τη λήψη μέτρων ώστε να διασφαλίζεται ότι οι μεριδιούχοι του κύριου ΟΣΕΚΑ ενημερώνονται σχετικά.

(58)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ των διαφημιστικών ανακοινώσεων και της παροχής υποχρεωτικών πληροφοριών στους επενδυτές, η οποία προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Οι υποχρεωτικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές περιλαμβάνουν τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, το ενημερωτικό δελτίο και τις ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις.

(59)

Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές θα πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές υπό μορφήν ειδικού εγγράφου δωρεάν και εγκαίρως πριν από την εγγραφή στον ΟΣΕΚΑ, ώστε να τους βοηθούν να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις εν επιγνώσει. Οι βασικές αυτές πληροφορίες για τους επενδυτές θα πρέπει να περιέχουν μόνον τα βασικά στοιχεία για τη λήψη αυτών των αποφάσεων. Η φύση των πληροφοριών που πρόκειται να περιλαμβάνονται στις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές θα πρέπει να εναρμονισθεί πλήρως, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής προστασία των επενδυτών και συγκρισιμότητα. Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές θα πρέπει να παρουσιάζονται σε συνοπτική μορφή. Ο καταλληλότερος τρόπος για να επιτευχθούν σαφήνεια και απλούστευση της παρουσίασης, τις οποίες χρειάζονται οι ιδιώτες επενδυτές και οι οποίες θα επιτρέπουν χρήσιμες συγκρίσεις των στοιχείων που σχετίζονται με την επενδυτική απόφαση, και κυρίως του κόστους και του προφίλ κινδύνου, είναι ένα ενιαίο έγγραφο, περιορισμένης έκτασης, το οποίο να παρουσιάζει τις πληροφορίες με συγκεκριμένη σειρά.

(60)

Οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους μπορούν να διαθέτουν στο κοινό, σε ειδικό τμήμα του δικτυακού τόπου τους, βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές σχετικά με όλους τους ΟΣΕΚΑ και εγκριθεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

(61)

Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές θα πρέπει να καταρτίζονται για όλους τους ΟΣΕΚΑ. Οι εταιρείες διαχείρισης ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι εταιρείες επενδύσεων θα πρέπει να παρέχουν τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές στις σχετικές οντότητες, σύμφωνα με τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο διανομής (άμεσες πωλήσεις ή πωλήσεις μέσω διαμεσολαβητών). Οι διαμεσολαβητές θα πρέπει να παρέχουν βασικές πληροφορίες στους πελάτες και τους δυνητικούς πελάτες.

(62)

Οι ΟΣΕΚΑ θα πρέπει επίσης να είναι ικανοί να διαθέτουν στην αγορά τα μερίδιά τους σε άλλα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση διαδικασίας κοινοποίησης, βασισμένης σε βελτιωμένη επικοινωνία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Κατόπιν της διαβίβασης πλήρους φακέλου κοινοποίησης από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, το κράτος μέλος υποδοχής του ΟΣΕΚΑ δεν θα πρέπει να είναι δυνατόν να αντιτάσσεται στην πρόσβαση στην αγορά του ενός ΟΣΕΚΑ εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος ή να αμφισβητεί την άδεια που χορηγήθηκε από αυτό το άλλο κράτος μέλος.

(63)

Οι ΟΣΕΚΑ θα πρέπει επίσης να είναι ικανοί να διαθέτουν στην αγορά τα μερίδιά τους, με την επιφύλαξη της εκ μέρους τους λήψης των αναγκαίων μέτρων ώστε να διαθέτουν υπηρεσίες για να διενεργούν πληρωμές στους μεριδιούχους, να εξαγοράζουν ή να εξοφλούν μερίδια και να διαθέτουν τις πληροφορίες που οι ΟΣΕΚΑ οφείλουν να παρέχουν.

(64)

Για να διευκολυνθεί η διασυνοριακή διάθεση μεριδίων ΟΣΕΚΑ, θα πρέπει να διενεργείται έλεγχος της συμμόρφωσης των ρυθμίσεων που προβλέπονται για τη διάθεση των μεριδίων του ΟΣΕΚΑ προς τις εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και διοικητικές διαδικασίες στο κράτος μέλος υποδοχής του ΟΣΕΚΑ, αφής ο ΟΣΕΚΑ έχει εισέλθει στην αγορά αυτού του κράτους μέλους. Ο εν λόγω έλεγχος μπορεί να καλύπτει την καταλληλότητα των ρυθμίσεων που έχουν γίνει για την εμπορική διάθεση των μεριδίων, και ιδίως την καταλληλότητα των ρυθμίσεων που αφορούν τη διανομή και την υποχρέωση να παρουσιάζονται οι διαφημιστικές ανακοινώσεις κατά σαφή, ακριβή και μη παραπλανητικό τρόπο. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να ελέγχουν τις εμπορικές ανακοινώσεις (στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι πληροφορίες προς επενδυτές, τα φυλλάδια και οι ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις) βάσει του εθνικού δικαίου, πριν ο ΟΣΕΚΑ μπορέσει να τις χρησιμοποιήσει, υπό την επιφύλαξη ότι ο έλεγχος αυτός δεν επιφέρει διακρίσεις και δεν παρεμποδίζει την είσοδο του συγκεκριμένου ΟΣΕΚΑ στην αγορά.

(65)

Για λόγους ενίσχυσης της ασφάλειας δικαίου, είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί σε έναν ΟΣΕΚΑ, που διαθέτει τα μερίδιά του σε διασυνοριακή βάση, εύκολη πρόσβαση, υπό μορφήν ηλεκτρονικής δημοσίευσης και σε γλώσσα που συνηθίζεται στο πεδίο των διεθνών χρηματαγορών, με πλήρη ενημέρωση όσον αφορά τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος υποδοχής του ΟΣΕΚΑ και αφορούν ειδικά τις ρυθμίζεις που έχουν γίνει για τη διάθεση μεριδίων ΟΣΕΚΑ. Οι υποχρεώσεις σχετικά με τις δημοσιεύσεις αυτές καθορίζονται από το εκάστοτε εθνικό δίκαιο.

(66)

Για να διευκολυνθεί η είσοδος ενός ΟΣΕΚΑ στις αγορές των κρατών μελών, θα πρέπει να απαιτείται από τον ΟΣΕΚΑ να μεταφράζει μόνον τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ ή σε γλώσσα εγκεκριμένη από την αρμόδια αρχή του. Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές θα πρέπει να αναφέρουν τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες είναι διαθέσιμα άλλα υποχρεωτικά ενημερωτικά έγγραφα, καθώς και συμπληρωματικές πληροφορίες. Οι μεταφράσεις θα πρέπει να γίνονται με ευθύνη του ΟΣΕΚΑ, ο οποίος και θα πρέπει να αποφασίζει αν η μετάφραση πρέπει να γίνει από ορκωτό μεταφραστή.

(67)

Για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στις αγορές άλλων κρατών μελών, είναι σημαντικό να ανακοινώνονται τα τέλη κοινοποίησης.

(68)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών τους και των αρμοδίων αρχών των άλλων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών μεταξύ των εν λόγω αρχών, στις οποίες μπορεί να προβλέπεται η προαιρετική ανάθεση καθηκόντων.

(69)

Είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η σύγκλιση των εξουσιών που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να επιτευχθεί η ισοδύναμη επιβολή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε όλα τα κράτη μέλη. Η αποτελεσματικότητα της εποπτείας μπορεί να εξασφαλισθεί μέσω ελάχιστου κοινού συνόλου εξουσιών, ανάλογων με εκείνες που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές βάσει άλλων κοινοτικών νομοθετικών πράξεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπροσθέτως, θα πρέπει τα κράτη μέλη να καθορίσουν κανόνες για κυρώσεις, που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις, καθώς και διοικητικά μέτρα τα οποία θα εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβίασης της παρούσας οδηγίας, ενώ τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της επιβολής της εφαρμογής των εν λόγω κυρώσεων.

(70)

Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι διατάξεις περί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών των κρατών μελών και οι υποχρεώσεις συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των αρχών αυτών.

(71)

Για τον σκοπό της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, θα πρέπει να ανατίθενται σαφείς αρμοδιότητες στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, ώστε να μην υπάρχουν κενά και επικαλύψεις, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.

(72)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την ορθή εκπλήρωση της αποστολής των αρμόδιων αρχών στον τομέα της εποπτείας περιλαμβάνουν την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, που θα πρέπει να ασκείται επί ΟΣΕΚΑ ή επιχείρησης που συμβάλλει στη δραστηριότητά του, όταν αυτό το είδος εποπτείας προβλέπεται από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Σε αυτή την περίπτωση, οι αρχές από τις οποίες ζητείται η άδεια λειτουργίας πρέπει να μπορούν να εξακριβώνουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του ΟΣΕΚΑ ή μιας επιχείρησης που συμβάλλει στη δραστηριότητά του.

(73)

Η αρχή του ελέγχου τον οποίο ασκεί το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να μην χορηγούν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας, εάν ορισμένα στοιχεία, όπως το περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, η γεωγραφική κατανομή ή οι πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες, δείχνουν σαφώς ότι ένας ΟΣΕΚΑ ή μια επιχείρηση που συμβάλλει στη δραστηριότητά του προτίμησε να υπαχθεί στο νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους για να αποφύγει την υπαγωγή της σε αυστηρότερους κανόνες ισχύοντες σε άλλο κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ασκήσει ή ασκεί το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων της.

(74)

Ορισμένες πράξεις, όπως οι απάτες ή τα αδικήματα των προσώπων που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, ακόμη και όταν δεν αφορούν ΟΣΕΚΑ ή επιχειρήσεις που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, αλλά άλλου είδους επιχειρήσεις, μπορούν να επηρεάζουν τη σταθερότητα, όπου συμπεριλαμβάνεται το αδιάβλητο, του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(75)

Θα πρέπει να προβλεφθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών ή οργανισμών που, ως εκ των καθηκόντων τους, συμβάλλουν στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να διαφυλαχθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των διαβιβαζομένων πληροφοριών, οι αποδέκτες της συγκεκριμένης ανταλλαγής θα πρέπει να παραμένουν εντός αυστηρά περιοριστικών ορίων.

(76)

Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπονται οι εν λόγω ανταλλαγές πληροφοριών.

(77)

Οσάκις προβλέπεται ότι οι πληροφορίες δεν μπορούν να κοινολογηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών, οι αρχές αυτές μπορούν, κατά περίπτωση, να εξαρτούν τη συγκατάθεσή τους από την τήρηση αυστηρών όρων.

(78)

Θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ, αφενός, των αρμοδίων αρχών και, αφετέρου, των κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με αποστολή ανάλογη προς τις κεντρικές τράπεζες, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, κατά περίπτωση δε, και άλλων δημοσίων αρχών υπεύθυνων για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών.

(79)

Θα πρέπει να εισαχθεί στην παρούσα οδηγία το ίδιο καθεστώς επαγγελματικού απορρήτου για τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για την εποπτεία των ΟΣΕΚΑ και των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, αλλά και οι ίδιες δυνατότητες ανταλλαγής πληροφοριών με τις προβλεπόμενες για τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(80)

Για την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας των ΟΣΕΚΑ ή επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά του, καθώς και για την προστασία των πελατών των ΟΣΕΚΑ ή επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά του, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι ο ελεγκτής ενημερώνει ταχέως τις αρμόδιες αρχές όταν, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, λαμβάνει γνώση, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, των γεγονότων τα οποία είναι ικανά να επηρεάσουν σοβαρά τη χρηματοπιστωτική κατάσταση ή τη διοικητική και λογιστική οργάνωση του ΟΣΕΚΑ ή μιας επιχείρησης που συμβάλλει στη δραστηριότητά του.

(81)

Λαμβανομένου υπόψη του στόχου της παρούσας οδηγίας, είναι ευκταίο τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση, οσάκις τα γεγονότα αυτά διαπιστώνονται από έναν ελεγκτή, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με έναν ΟΣΕΚΑ ή μια επιχείρηση που συμβάλλει στην επιχειρηματική του δραστηριότητά.

(82)

Η υποχρέωση που επιβάλλεται στους ελεγκτές να ανακοινώνουν, ενδεχομένως, στις αρμόδιες αρχές, σχετικά με έναν ΟΣΕΚΑ ή μια επιχείρηση που συμβάλλει στη δραστηριότητά του, ορισμένα γεγονότα ή αποφάσεις που διαπίστωσαν κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους σε μια οντότητα που δεν είναι ούτε ΟΣΕΚΑ ούτε μια επιχείρηση που συμβάλλει στη δραστηριότητα ενός ΟΣΕΚΑ δεν μεταβάλλει από μόνη της τον χαρακτήρα της αποστολής τους σ’ αυτήν την οντότητα, ούτε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους έναντι της οντότητας αυτής.

(83)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει τους εθνικούς κανόνες φορολογίας, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες αυτούς στην επικράτειά τους.

(84)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8).

(85)

Ειδικότερα, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής. Όσον αφορά τις εταιρείες διαχείρισης η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει μέτρα που έχουν ως αντικείμενο τον καθορισμό των λεπτομερειών ως προς τις οργανωτικές απαιτήσεις, τη διαχείριση κινδύνου, τις συγκρούσεις συμφερόντων και κανόνες δεοντολογίας. Όσον αφορά τους μεριδιούχους, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίζει τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι καταθέτες προκειμένου να πληρούν τα καθήκοντά τους όσον αφορά ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται εταιρεία διαχείρισης εγκατεστημένη σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ και των στοιχείων της συμφωνίας μεταξύ του θεματοφύλακα και της εταιρείας διαχείρισης. Αυτά τα μέτρα εφαρμογής θα πρέπει να διευκολύνουν την ενιαία εφαρμογή των υποχρεώσεων των εταιρειών διαχείρισης και των θεματοφυλάκων, αλλά δεν θα πρέπει να αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του δικαιώματος των εταιρειών διαχείρισης να ασκούν στο έδαφος ολόκληρης της Κοινότητας τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια στο κράτος μέλος καταγωγής τους, μέσω της ίδρυσης υποκαταστημάτων ή δυνάμει της ελευθερίας να παρέχουν υπηρεσίες που περιλαμβάνουν τη διαχείριση ενός ΟΣΕΚΑ σε άλλο κράτος μέλος.

(86)

Όσον αφορά τις συγχωνεύσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει μέτρα που έχουν ως αντικείμενο τον καθορισμό του λεπτομερούς περιεχομένου και του τρόπου παροχής πληροφοριών στους μεριδιούχους.

(87)

Όσον αφορά τις δομές κύριου-τροφοδοτικού, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει μέτρα που έχουν ως αντικείμενο να καθορίζουν το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ κύριου και τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ, των επιχειρηματικών κανόνων τους, το περιεχόμενο των κοινών συμφωνιών μεταξύ αυτών ή μεταξύ των θεματοφυλάκων τους ή των ελεγκτών τους, τον καθορισμό των ενδεδειγμένων μέτρων για την αποφυγή κινδύνων εκπρόθεσμων συναλλαγών, τον αντίκτυπο της συγχώνευσης του κύριου στην άδεια λειτουργίας του τροφοδοτικού, τα είδη των παρατυπιών που προέρχονται από τον κύριο και πρέπει να αναφέρονται στον τροφοδοτικό, το μορφότυπο και τον τρόπο παροχής των πληροφοριών στους μεριδιούχους, σε περίπτωση μετατροπής ενός ΟΣΕΚΑ σε τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ, τη διαδικασία για την αποτίμηση και τον έλεγχο της μεταβίβασης του ενεργητικού από τον τροφοδοτικό στον κύριο, καθώς και τον ρόλο του θεματοφύλακα του τροφοδοτικού σε αυτή τη διαδικασία.

(88)

Όσον αφορά τις διατάξεις για τη γνωστοποίηση πληροφοριών, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει μέτρα που έχουν ως αντικείμενο να καθορίζονται οι ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν το ενημερωτικό δελτίο διατίθεται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού και μέσω δικτυακού τόπου, ο οποίος δεν αποτελεί σταθερό μέσο, το λεπτομερές και αναλυτικό περιεχόμενο, η μορφή και η παρουσίαση των βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές, λαμβανομένων υπόψη της διαφορετικής φύσης ή των διαφορετικών συστατικών στοιχείων του σχετικού ΟΣΕΚΑ, καθώς και οι ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές δίδονται με άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού και μέσω δικτυακού τόπου, ο οποίος δεν αποτελεί σταθερό μέσο.

(89)

Όσον αφορά την κοινοποίηση, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει μέτρα που έχουν ως αντικείμενο να καθορίζεται η έκταση των πληροφοριών σχετικά με τους εφαρμοστέους τοπικούς κανόνες που πρέπει να δημοσιεύονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, και οι τεχνικές λεπτομέρειες της πρόσβασης των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής στα αποθηκευμένα και ενημερωμένα έγγραφα του ΟΣΕΚΑ.

(90)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί μεταξύ άλλων να αποσαφηνίζει τους ορισμούς και να ευθυγραμμίζει την ορολογία και την αναδιατύπωση των ορισμών σε συνάρτηση με μεταγενέστερες πράξεις για τους ΟΣΕΚΑ και για συναφή θέματα.

(91)

Δεδομένου ότι τα μέτρα των αιτιολογικών σκέψεων 85 έως 90 είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(92)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, στο μέτρο που συνεπάγονται την υιοθέτηση κανόνων με κοινά χαρακτηριστικά, εφαρμοστέων σε κοινοτικό επίπεδο, και δύνανται, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων των εν λόγω κανόνων, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(93)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας της προϋπάρχουσας οδηγίας. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται, απορρέει από τις προϋπάρχουσες οδηγίες.

(94)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα III μέρος Β.

(95)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδίαν χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι εμφανίζουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ

ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΝΟΣ ΟΣΕΚΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IIΙ

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Προϋποθέσεις ανάληψης δραστηριότητας

ΤΜΗΜΑ 2

Σχέσεις με τρίτες χώρες

ΤΜΗΜΑ 3

Προϋποθέσεις άσκησης δραστηριοτήτων

ΤΜΗΜΑ 4

Ελευθερία εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΥΠΟΧΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Προϋποθέσεις ανάληψης δραστηριότητας

ΤΜΗΜΑ 2

Προϋποθέσεις άσκησης δραστηριοτήτων

ΤΜΗΜΑ 3

Υποχρεώσεις όσον αφορά τον θεματοφύλακα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ

ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΟΣΕΚΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Αρχή, άδεια και έγκριση

ΤΜΗΜΑ 2

Έλεγχος από τρίτους, ενημέρωση των μεριδιούχων και άλλα δικαιώματα των μεριδιούχων

ΤΜΗΜΑ 3

Δαπάνες και έναρξη ισχύος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIΙ

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΟΣΕΚΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIIΙ

ΔΟΜΕΣ ΚΥΡΙΟΥ-ΤΡΟΦΟΔΟΤΙΚΟΥ

ΤΜΗΜΑ 1

Πεδίο εφαρμογής και έγκριση

ΤΜΗΜΑ 2

Κοινές διατάξεις για τροφοδοτικούς ΟΣΕΚΑ και κύριους ΟΣΕΚΑ

ΤΜΗΜΑ 3

Θεματοφύλακες και ελεγκτές

ΤΜΗΜΑ 4

Υποχρεωτικές πληροφορίες και διαφημιστικές ανακοινώσεις από τον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ

ΤΜΗΜΑ 5

Μετατροπή υφιστάμενων ΟΣΕΚΑ σε τροφοδοτικούς ΟΣΕΚΑ και αλλαγή κύριου ΟΣΕΚΑ

ΤΜΗΜΑ 6

Υποχρεώσεις και αρμόδιες αρχές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου και περιοδικών εκθέσεων

ΤΜΗΜΑ 2

Δημοσίευση άλλων στοιχείων

ΤΜΗΜΑ 3

Βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΓΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΕΚΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΣΕΚΑ ΠΟΥ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΤΑ ΜΕΡΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΣΕ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΑ ΟΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIΙ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIIΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΙΝΗΤΩΝ ΑΞΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV

ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Παρεκκλίσεις

ΤΜΗΜΑ 2

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Σχέδια Α και Β

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙ

Λειτουργίες που περιλαμβάνονται στη δραστηριότητα της συλλογικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IIΙ

 

Μέρος A

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών της τροποποιήσεων

Μέρος B

Κατάλογος των καταληκτικών ημερομηνιών για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Πίνακας αντιστοιχίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

1.   Τα κράτη μέλη υπάγουν στην παρούσα οδηγία τους εγκατεστημένους στο έδαφός τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (εφεξής «ΟΣΕΚΑ»).

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3, ως ΟΣΕΚΑ νοείται ο οργανισμός:

α)

ο οποίος έχει μοναδικό σκοπό να επενδύει συλλογικά σε κινητές αξίες ή/και σε άλλα ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1, τα κεφάλαια που συγκεντρώνει από το κοινό, και των οποίων η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων, και

β)

του οποίου τα μερίδια, ύστερα από αίτηση των κομιστών, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, με στοιχεία του ενεργητικού του οργανισμού αυτού. Προς αυτές τις εξαγορές ή εξοφλήσεις εξομοιώνονται οι ενέργειες ενός ΟΣΕΚΑ που στοχεύουν στο να μην αποκλίνει αισθητά η χρηματιστηριακή τιμή των μεριδίων του από την καθαρή αξία του ενεργητικού τους.

Τα κράτη μέλη μπορεί να επιτρέπουν τη συγκρότηση των ΟΣΕΚΑ σε διάφορα επενδυτικά τμήματα.

3.   Οι οργανισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν, σύμφωνα με το δίκαιο, να λαμβάνουν συμβατική μορφή (αμοιβαία κεφάλαια διαχειριζόμενα από εταιρεία διαχείρισης) ή trust (unit trust) ή καταστατική μορφή (εταιρεία επενδύσεων).

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α)

ως «αμοιβαίο κεφάλαιο» νοείται και το «unit trust»·

β)

ως «μερίδιο» του ΟΣΕΚΑ νοείται και η μετοχή του ΟΣΕΚΑ.

4.   Δεν υπάγονται στην παρούσα οδηγία οι εταιρείες επενδύσεων που επενδύουν τα στοιχεία του ενεργητικού τους, μέσω θυγατρικών επιχειρήσεων, κυρίως σε περιουσιακά στοιχεία εκτός από κινητές αξίες.

5.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στους ΟΣΕΚΑ που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία να μεταβάλλονται σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μη υπαγόμενους στην παρούσα οδηγία.

6.   Με την επιφύλαξη του κοινοτικού δικαίου για την κίνηση των κεφαλαίων, καθώς και των άρθρων 91, 92 και του άρθρου 108 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να υπάγει τους ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, ούτε τα μερίδια που εκδίδουν οι ΟΣΕΚΑ αυτοί, σε άλλου είδους διάταξη στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, όταν οι ΟΣΕΚΑ αυτοί διαθέτουν τα μερίδιά τους στην αγορά στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

7.   Με την επιφύλαξη του παρόντος κεφαλαίου, ένα κράτος μέλος μπορεί να υπάγει τους εγκατεστημένους στο έδαφός τους ΟΣΕΚΑ σε διατάξεις αυστηρότερες από εκείνες της παρούσας οδηγίας και σε πρόσθετες διατάξεις, υπό τον όρο ότι οι διατάξεις αυτές είναι γενικής ισχύος και δεν συγκρούονται με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«θεματοφύλακας»: κάθε οργανισμός στον οποίο έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στα άρθρα 22 και 32 και υπόκειται στις λοιπές διατάξεις που ορίζονται στο κεφάλαιο IV και στο κεφάλαιο V τμήμα 3·

β)

«εταιρεία διαχείρισης»: κάθε εταιρεία της οποίας οι συνήθεις δραστηριότητες συνίστανται στη διαχείριση ΟΣΕΚΑ που έχουν τη μορφή αμοιβαίων κεφαλαίων ή/και εταιρειών επενδύσεων (συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίων ΟΣΕΚΑ)·

γ)

«κράτος μέλος καταγωγής εταιρείας διαχείρισης»: το κράτος μέλος στο οποίο η εταιρεία διαχείρισης έχει την καταστατική της έδρα·

δ)

«κράτος μέλος υποδοχής εταιρείας διαχείρισης»: το κράτος μέλος, πλην του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο η εταιρεία διαχείρισης διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες·

ε)

«κράτος μέλος καταγωγής ενός ΟΣΕΚΑ»: το κράτος μέλος στο οποίο ο ΟΣΕΚΑ έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 5·

στ)

«κράτος μέλος υποδοχής ενός ΟΣΕΚΑ»: το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, στο οποίο διατίθενται τα μερίδια του αμοιβαίου κεφαλαίου ή της εταιρείας επενδύσεων·

ζ)

«υποκατάστημα»: έδρα εκμετάλλευσης που αποτελεί τμήμα της εταιρείας διαχείρισης, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας η εταιρεία διαχείρισης·

η)

«αρμόδιες αρχές»: οι αρχές τις οποίες ορίζει κάθε κράτος μέλος βάσει του άρθρου 97·

θ)

«στενοί δεσμοί»: η κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω:

i)

«συμμετοχής», δηλαδή της κατοχής, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης· ή

ii)

δεσμού «ελέγχου», δηλαδή της σχέσης που υπάρχει μεταξύ μιας «μητρικής επιχείρησης» και μιας «θυγατρικής», όπως ορίζεται στα άρθρα 1 και 2 της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (10), καθώς και σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή μιας σχέσης της ιδίας φύσεως, μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης·

ι)

«ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε μια εταιρεία διαχείρισης η οποία αντιπροσωπεύει τουλάχιστον 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της εταιρείας διαχείρισης στην οποία υπάρχει η συμμετοχή·

ια)

«αρχικό κεφάλαιο»: τα κεφάλαια, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 57 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

ιβ)

«ίδια κεφάλαια»: τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά ορίζονται στον τίτλο V κεφάλαιο 2 τμήμα 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

ιγ)

«σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέξει σε αυτές μελλοντικά επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

ιδ)

«κινητές αξίες»:

i)

οι μετοχές εταιρειών και άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές εταιρειών (εφεξής «μετοχές»)·

ii)

οι ομολογίες και τα υπόλοιπα είδη χρεωγράφων (εφεξής «ομολογίες»)·

iii)

κάθε άλλος διαπραγματεύσιμος τίτλος που παρέχει δικαίωμα απόκτησης τέτοιων κινητών αξιών με εγγραφή ή με ανταλλαγή·

ιε)

«μέσα χρηματαγοράς»: τα επαρκούς ρευστότητας μέσα που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, των οποίων η αξία μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ανά πάσα στιγμή·

ιστ)

«συγχωνεύσεις»:

i)

μία πράξη, με την οποία ένας ή περισσότερο ΟΣΕΚΑ ή επενδυτικά τμήματά τους (οι «απορροφώμενοι ΟΣΕΚΑ») λύονται, χωρίς να ακολουθεί εκκαθάρισή τους, και μεταφέρουν όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού τους σε άλλον υφιστάμενο ΟΣΕΚΑ ή επενδυτικό τμήμα του (ο «απορροφών ΟΣΕΚΑ»), με αντάλλαγμα την έκδοση για τους μεριδιούχους τους, μεριδίων του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, την καταβολή χρηματικού ποσού που δεν υπερβαίνει το 10 % της καθαρής αξίας του ενεργητικού αυτών των μεριδίων·

ii)

μία πράξη με την οποία δύο ή περισσότεροι ΟΣΕΚΑ ή επενδυτικά τμήματά τους (οι «απορροφώμενοι ΟΣΕΚΑ») λύονται, χωρίς να ακολουθεί εκκαθάρισή τους, και μεταφέρουν όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού τους σε έναν ΟΣΕΚΑ που δημιουργούν ή σε επενδυτικό τμήμα του (ο «απορροφών ΟΣΕΚΑ»), με αντάλλαγμα την έκδοση, και για τους μεριδιούχους τους, μεριδίων του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, την καταβολή χρηματικού ποσού που δεν υπερβαίνει το 10 % της καθαρής αξίας του ενεργητικού αυτών των μεριδίων·

iii)

μία πράξη, με την οποία ένας ή περισσότεροι ΟΣΕΚΑ ή επενδυτικά τμήματά τους (οι «απορροφώμενοι ΟΣΕΚΑ»), που εξακολουθούν να υπάρχουν έως ότου εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις τους, μεταφέρουν το καθαρό ενεργητικό τους σε άλλο επενδυτικό τμήμα του ίδιου ΟΣΕΚΑ, σε ΟΣΕΚΑ που συγκροτούν ή σε άλλον υφιστάμενο ΟΣΕΚΑ ή επενδυτικό τμήμα του (ο «απορροφών ΟΣΕΚΑ»)·

ιζ)

«διασυνοριακή συγχώνευση»:

i)

μια συγχώνευση ΟΣΕΚΑ εκ των οποίων τουλάχιστον δύο είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη· ή

ii)

μια συγχώνευση ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος σε νεοσυσταθέντα ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος·

ιη)

«εγχώρια συγχώνευση»: η συγχώνευση ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος, όπου τουλάχιστον έναν από τους εμπλεκόμενους ΟΣΕΚΑ έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 93.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), οι συνήθεις δραστηριότητες μιας εταιρείας διαχείρισης περιλαμβάνουν τις λειτουργίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ζ), όλες οι έδρες εκμετάλλευσης που έχουν συσταθεί στο ίδιο κράτος μέλος από μια εταιρεία διαχείρισης με κεντρικά γραφεία σε άλλο κράτος μέλος λογίζονται ως ένα και το αυτό υποκατάστημα.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο θ) σημείο ii), ισχύουν τα εξής:

α)

κάθε θυγατρική επιχείρηση μιας άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται και αυτή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων·

β)

θεωρείται επίσης ότι δημιουργεί στενούς δεσμούς μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων, φυσικών ή νομικών, μια κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με το αυτό πρόσωπο μέσω δεσμού ελέγχου.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο θ), λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (11).

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ιβ), τα άρθρα 13 έως 16 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ιδ), όσον αφορά τις κινητές αξίες, εξαιρούνται οι τεχνικές και τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 51.

Άρθρο 3

Δεν θεωρούνται ΟΣΕΚΑ υπαγόμενοι στην παρούσα οδηγία:

α)

οι εταιρείες συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου·

β)

οι εταιρείες συλλογικών επενδύσεων που συγκεντρώνουν κεφάλαια χωρίς να προωθούν την πώληση των μεριδίων τους στο κοινό μέσα στην Κοινότητα ή σε τμήμα της·

γ)

οι εταιρείες συλλογικών επενδύσεων τα μερίδια των οποίων, βάσει του κανονισμού του αμοιβαίου κεφαλαίου ή των καταστατικών εγγράφων της εταιρείας επενδύσεων, μπορούν να πωλούνται μόνο στο κοινό τρίτων χωρών·

δ)

οι κατηγορίες των εταιρειών συλλογικών επενδύσεων που καθορίζονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω εταιρείες συλλογικών επενδύσεων, για τις οποίες, λόγω της επενδυτικής και δανειοληπτικής τους πολιτικής, οι κανόνες που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII και στο άρθρο 83 δεν είναι οι κατάλληλοι.

Άρθρο 4

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένας ΟΣΕΚΑ θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος καταγωγής του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΝΟΣ ΟΣΕΚΑ

Άρθρο 5

1.   Ένας ΟΣΕΚΑ δεν ασκεί τις δραστηριότητές του, αν δεν έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Αυτή η άδεια λειτουργίας ισχύει για όλα τα κράτη μέλη.

2.   Ένα αμοιβαίο κεφάλαιο λαμβάνει άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του εγκρίνουν, αφενός, την αίτηση της εταιρείας διαχείρισης για τη διαχείριση του αμοιβαίου αυτού κεφαλαίου και, αφετέρου, τον κανονισμό του κεφαλαίου και την εκλογή του θεματοφύλακα. Μια εταιρεία επενδύσεων λαμβάνει άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εγκρίνουν, αφενός, τα καταστατικά έγγραφά της και, αφετέρου, την εκλογή του θεματοφύλακα και, όπου απαιτείται, την επιλογή της συγκεκριμένης εταιρείας διαχείρισης για τη διαχείριση της εταιρείας επενδύσεων.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, εάν ο ΟΣΕΚΑ δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ αποφασίζουν την έγκριση της αίτησης της εταιρείας διαχείρισης να διαχειρίζεται τον ΟΣΕΚΑ βάσει του άρθρου 20. Το να έχει τη διαχείριση του ΟΣΕΚΑ κάποια εταιρεία διαχείρισης με καταστατική έδρα στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ ή το να ασκεί ή να έχει μεταβιβάσει η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης οποιαδήποτε δραστηριότητα στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ δεν πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την άδεια.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ δεν χορηγούν άδεια σε έναν ΟΣΕΚΑ εάν:

α)

κρίνουν ότι η εταιρεία διαχείρισης δεν πληροί τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου V· ή,

β)

η εταιρεία διαχείρισης δεν έχει λάβει άδεια να λειτουργεί ως εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ στο κράτος μέλος καταγωγής της.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 παράγραφος 2, η εταιρεία διαχείρισης ή, όπου απαιτείται, η εταιρεία επενδύσεων, ενημερώνεται εντός δύο μηνών από την υποβολή του πλήρους φακέλου των εγγράφων κατά πόσον η επιλογή εγκρίθηκε ή όχι.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ δεν χορηγούν άδεια σε έναν ΟΣΕΚΑ εάν οι διευθύνοντες του θεματοφύλακα δεν παρέχουν εχέγγυα ήθους ή δεν διαθέτουν επαρκή πείρα, μεταξύ άλλων και σε σχέση με το είδος του ΟΣΕΚΑ που θα είναι αντικείμενο της διαχείρισης. Προς τον σκοπό αυτό, κοινοποιούνται πάραυτα στις αρμόδιες αρχές τα ονόματα των διευθυνόντων του θεματοφύλακα και παντός διαδόχου αυτών.

Ως διευθύνοντες νοούνται τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο ή τα καταστατικά του έγγραφα, εκπροσωπούν τον θεματοφύλακα, ή τα οποία πράγματι αποφασίζουν την πολιτική του θεματοφύλακα.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας σε έναν ΟΣΕΚΑ ο οποίος κωλύεται νομικώς (παραδείγματος χάριν, βάσει του κανονισμού του κεφαλαίου ή των καταστατικών του εγγράφων) να διαθέτει τα μερίδιά του στο κράτος μέλος καταγωγής του.

6.   Κάθε αντικατάσταση της εταιρείας διαχείρισης ή του θεματοφύλακα, καθώς και κάθε τροποποίηση του κανονισμού του κεφαλαίου ή των καταστατικών εγγράφων της εταιρείας επενδύσεων, υπόκειται στην έγκριση των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εύκολη πρόσβαση εξ αποστάσεως ή με ηλεκτρονικά μέσα, σε πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε ό,τι αφορά τη σύσταση και τη λειτουργία ενός ΟΣΕΚΑ. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε αυτές οι πληροφορίες να είναι διαθέσιμες τουλάχιστον σε μια γλώσσα που είθισται να χρησιμοποιείται στο πεδίο των διεθνών χρηματαγορών, με τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρανοήσεις, και να είναι ενημερωμένες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Προϋποθέσεις ανάληψης δραστηριότητας

Άρθρο 6

1.   Η ανάληψη της δραστηριότητας της εταιρείας διαχείρισης χρειάζεται προηγούμενη άδεια από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης. Η άδεια που χορηγείται βάσει της παρούσας οδηγίας σε μια εταιρεία διαχείρισης ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη.

2.   Καμία εταιρεία διαχείρισης δεν αναλαμβάνει δραστηριότητες διαφορετικές από αυτές της διαχείρισης ΟΣΕΚΑ εγκεκριμένων βάσει της παρούσας οδηγίας, πλην της επιπρόσθετης διαχείρισης άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, και για τους οποίους η εταιρεία διαχείρισης υπόκειται σε προληπτική εποπτεία, αλλά δεν δύναται βάσει της παρούσας οδηγίας να διαθέτει τα μερίδιά τους σε άλλα κράτη μέλη.

Η δραστηριότητα της διαχείρισης ΟΣΕΚΑ περιλαμβάνει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις λειτουργίες που αναφέρονται στο παράρτημα II.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε εταιρείες διαχείρισης την παροχή, επιπλέον της διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, των ακόλουθων υπηρεσιών:

α)

διαχείριση χαρτοφυλακίων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκουν σε συνταξιοδοτικά ταμεία, βάσει εντολών που παρέχονται από επενδυτές, επιλεκτικά και για κάθε πελάτη χωριστά, εφόσον τα χαρτοφυλάκια περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα μέσα που απαριθμούνται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ· και

β)

παρεπόμενες υπηρεσίες:

i)

παροχή επενδυτικών συμβουλών για ένα ή περισσότερα από τα μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

ii)

φύλαξη και διαχείριση μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.

Οι εταιρείες διαχείρισης δεν λαμβάνουν άδεια, βάσει της παρούσας οδηγίας, για την παροχή μόνον των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, ούτε για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, χωρίς να έχουν λάβει άδεια για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α).

4.   Το άρθρο 2 παράγραφος 2 και τα άρθρα 12, 13 και 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εφαρμόζονται στην παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου από εταιρείες διαχείρισης.

Άρθρο 7

1.   Με την επιφύλαξη των λοιπών όρων γενικής εφαρμογής που καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας σε μια εταιρεία διαχείρισης μόνον όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εταιρεία διαχείρισης διαθέτει αρχικό κεφάλαιο τουλάχιστον 125 000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των εξής:

i)

όταν η αξία των χαρτοφυλακίων της εταιρείας διαχείρισης υπερβαίνει τα 250 000 000 ευρώ, η εταιρεία πρέπει να παρέχει πρόσθετο ποσό ιδίων κεφαλαίων. Το πρόσθετο ποσό ιδίων κεφαλαίων αντιστοιχεί στο 0,02 % του ποσού κατά το οποίο η αξία των χαρτοφυλακίων της εταιρείας υπερβαίνει τα 250 000 000 ευρώ. Ωστόσο, το απαιτούμενο σύνολο του αρχικού κεφαλαίου και του πρόσθετου ποσού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10 000 000 ευρώ·

ii)

για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα ακόλουθα χαρτοφυλάκια θεωρούνται χαρτοφυλάκια της εταιρείας διαχείρισης:

τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία διαχειρίζεται η εταιρεία, συμπεριλαμβανομένων των χαρτοφυλακίων των οποίων τη διαχείριση έχει αναθέσει σε τρίτους, αλλά εξαιρουμένων των χαρτοφυλακίων τα οποία διαχειρίζεται κατόπιν ανάθεσης,

εταιρείες επενδύσεων των οποίων εταιρεία διαχείρισης είναι η ορισθείσα εταιρεία διαχείρισης,

άλλοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων τους οποίους διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων των χαρτοφυλακίων των οποίων τη διαχείριση έχει αναθέσει σε τρίτους, αλλά εξαιρουμένων των χαρτοφυλακίων τα οποία διαχειρίζεται κατόπιν ανάθεσης·

iii)

ανεξαρτήτως του ποσού των απαιτήσεων αυτών, τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας διαχείρισης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι λιγότερα από το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ·

β)

τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας εταιρείας διαχείρισης παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και πείρας επίσης και σε σχέση με το είδος των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης· για τον σκοπό αυτό, τα ονόματα αυτών, καθώς και κάθε διαδόχου τους, πρέπει να κοινοποιούνται πάραυτα στις αρμόδιες αρχές· οι εργασίες της εταιρείας διαχείρισης διευθύνονται από δύο τουλάχιστον πρόσωπα τα οποία πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις·

γ)

η αίτηση αδείας λειτουργίας συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων, στο οποίο αναφέρεται τουλάχιστον η οργανωτική δομή της εταιρείας διαχείρισης· και

δ)

τα κεντρικά γραφεία και η καταστατική έδρα βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις εταιρείες διαχείρισης να μην παρέχουν μέχρι και το 50 % του πρόσθετου ποσού ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημείο i), εφόσον αυτές διαθέτουν εγγύηση του ιδίου ύψους από πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση· το πιστωτικό ίδρυμα ή η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να εδρεύουν σε κράτος μέλος, ή και σε τρίτη χώρα, εφόσον υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής θεωρίας που θεωρούνται από τις αρμόδιες αρχές ως ισοδύναμοι με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας του κοινοτικού δικαίου.

2.   Όταν υφίστανται στενοί δεσμοί μεταξύ της εταιρείας διαχείρισης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον οι στενοί αυτοί δεσμοί δεν εμποδίζουν την ουσιαστική άσκηση της εποπτείας.

Ομοίως, οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας εάν οι νομικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις μιας τρίτης χώρας, που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η εταιρεία διαχείρισης διατηρεί στενούς δεσμούς, ή οι δυσκολίες εφαρμογής τους εμποδίζουν την ορθή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις εταιρείες διαχείρισης την παροχή πληροφοριών αναγκαίων για την παρακολούθηση της διαρκούς συμμόρφωσης με τους όρους της παρούσας παραγράφου.

3.   Ο αιτών ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης άδειας λειτουργίας, για τη χορήγηση ή την απόρριψη της άδειας. Η άρνηση αδείας αιτιολογείται δεόντως.

4.   Μόλις χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας, η εταιρεία διαχείρισης μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές της.

5.   Οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε μία εταιρεία διαχείρισης η οποία εμπίπτει στην παρούσα οδηγία μόνον εφόσον η εταιρεία αυτή:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δώδεκα μηνών, παραιτηθεί ρητά από αυτήν ή έχει παύσει να ασκεί τη δραστηριότητα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία για διάστημα μεγαλύτερο από έξι μήνες, εκτός εάν το οικείο κράτος μέλος έχει προβλέψει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας λήγει·

β)

έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ)

δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια·

δ)

δεν πληροί πλέον την οδηγία 2006/49/ΕΚ, εάν η άδεια καλύπτει επίσης την επιλεκτική υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου, που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α) της προκείμενης οδηγίας·

ε)

έχει διαπράξει σοβαρές ή/και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας· ή

στ)

εμπίπτει σε άλλο λόγο ανάκλησης της αδείας που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 8

1.   Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν την άδεια λειτουργίας που επιτρέπει την ανάληψη της δραστηριότητας εκ μέρους των εταιρειών διαχείρισης εάν δεν τους έχει προηγουμένως κοινοποιηθεί η ταυτότητα των μετόχων ή εταίρων, άμεσων ή έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδική συμμετοχή και το ύψος της συμμετοχής αυτής.

Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας εάν, ενόψει της ανάγκης χρηστής και συνετής διοίκησης μιας εταιρείας διαχείρισης, κρίνουν ανεπαρκή την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων του πρώτου εδαφίου.

2.   Στην περίπτωση υποκαταστημάτων εταιρειών διαχείρισης τα οποία έχουν την καταστατική έδρα τους εκτός της Κοινότητας και τα οποία αναλαμβάνουν ή ασκούν ήδη δραστηριότητες, τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν διατάξεις που οδηγούν σε καθεστώς ευνοϊκότερο από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα των εταιρειών διαχείρισης με καταστατική έδρα σε κράτη μέλη.

3.   Ζητείται προηγουμένως η γνώμη των αρμοδίων αρχών του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σε εταιρεία διαχείρισης η οποία:

α)

είτε είναι θυγατρική άλλης εταιρείας διαχείρισης, επιχείρησης επενδύσεων, πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής εταιρείας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

β)

είτε είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης άλλης εταιρείας διαχείρισης, επιχείρησης επενδύσεων, πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής εταιρείας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος· ή

γ)

είτε είναι εταιρεία που ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν και μια άλλη εταιρεία διαχείρισης, επιχείρηση επενδύσεων, πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική εταιρεία που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

ΤΜΗΜΑ 2

Σχέσεις με τρίτες χώρες

Άρθρο 9

1.   Οι σχέσεις με τρίτες χώρες ρυθμίζονται σύμφωνα με τους συναφείς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι όροι «επιχείρηση/επιχείρηση επενδύσεων», που στο άρθρο 15 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, έχουν την έννοια «εταιρεία διαχείρισης» και «εταιρείες διαχείρισης», αντιστοίχως, και ο όρος «παροχή επενδυτικών υπηρεσιών» στο άρθρο 15 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ νοείται ως «παροχή υπηρεσιών».

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΟΣΕΚΑ κατά τη διάθεση των μεριδίων τους σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα.

ΤΜΗΜΑ 3

Προϋποθέσεις άσκησης δραστηριοτήτων

Άρθρο 10

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης απαιτούν από τις εταιρείες διαχείρισης στις οποίες έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας να πληρούν πάντοτε τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 6 και στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2.

Τα ίδια κεφάλαια μιας διαχειριστικής εταιρείας δεν δύνανται να είναι μικρότερα από το επίπεδο που προσδιορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α). Εάν, παρά ταύτα, είναι μικρότερα, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, όποτε το δικαιολογούν οι περιστάσεις, να τάσσουν περιορισμένη προθεσμία σε αυτές τις εταιρείες για να βελτιώσουν την κατάστασή τους ή να παύσουν τις δραστηριότητές τους.

2.   Η προληπτική εποπτεία εταιρείας διαχείρισης ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της, ανεξάρτητα από το αν η εταιρεία διαχείρισης ιδρύει ή όχι υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, με την επιφύλαξη των διατάξεων εκείνων της παρούσας οδηγίας που αναθέτουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης.

Άρθρο 11

1.   Οι ειδικές συμμετοχές σε εταιρείες διαχείρισης υπόκεινται στους ίδιους κανόνες με εκείνους που καθορίζονται στα άρθρα 10, 10α και 10β της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι όροι «επιχείρηση επενδύσεων» και «επιχειρήσεις επενδύσεων», στο άρθρο 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, έχουν την έννοια αντίστοιχα «εταιρεία διαχείρισης» και «εταιρείες διαχείρισης».

Άρθρο 12

1.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κανόνες προληπτικής εποπτείας, τους οποίους οι εγκεκριμένες σε αυτό το κράτος μέλος εταιρείες διαχείρισης πρέπει πάντοτε να τηρούν όσον αφορά τη διαχείριση ΟΣΕΚΑ εγκεκριμένων βάσει της παρούσας οδηγίας.

Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη φύση των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης, απαιτούν από κάθε τέτοια εταιρεία:

α)

να διαθέτει ορθές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, ρυθμίσεις ελέγχου και ασφάλειας για την επεξεργασία των ηλεκτρονικών δεδομένων, καθώς και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου που περιλαμβάνουν, ιδίως, κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των υπαλλήλων της ή για την κατοχή ή διαχείριση επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα με σκοπό την επένδυση για ίδιο λογαριασμό και που εξασφαλίζουν τουλάχιστον ότι για κάθε συναλλαγή στην οποία συμμετέχει ο ΟΣΕΚΑ είναι δυνατή η εξακρίβωση της προέλευσής της, των συναλλασσομένων, του χαρακτήρα της, καθώς και του τόπου και χρόνου πραγματοποίησής της, και ότι τα στοιχεία του ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης επενδύονται σύμφωνα με τον κανονισμό του κεφαλαίου ή τα καταστατικά του έγγραφα, καθώς και τις ισχύουσες νομικές διατάξεις·

β)

να διαθέτει δομή και οργάνωση τέτοια ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος ζημίας των συμφερόντων των ΟΣΕΚΑ ή των πελατών από συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της εταιρείας και των πελατών της, μεταξύ δύο πελατών της, μεταξύ ενός πελάτη και ενός ΟΣΕΚΑ και μεταξύ δύο ΟΣΕΚΑ.

2.   Κάθε εταιρεία διαχείρισης, η άδεια λειτουργίας της οποίας καλύπτει και την επιλεκτική υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α):

α)

απαγορεύεται να επενδύει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου των επενδυτών σε μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που διαχειρίζεται, εκτός εάν λάβει προηγούμενη γενική έγκριση από τον πελάτη·

β)

υπόκειται, όσον αφορά τις αναφερόμενες στο άρθρο 6 παράγραφος 3 υπηρεσίες, στις διατάξεις της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (12).

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει, έως την 1η Ιουλίου 2010, εκτελεστικά μέτρα που προσδιορίζουν τις διαδικασίες, τις ρυθμίσεις και τους μηχανισμούς όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), καθώς επίσης τις δομές και οργανωτικές ρυθμίσεις ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β).

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

1.   Όταν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης επιτρέπει στις εταιρείες διαχείρισης να αναθέτουν σε τρίτους, με σκοπό την αποδοτικότερη άσκηση των δραστηριοτήτων τους, τη διεξαγωγή για λογαριασμό τους μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητές τους, πρέπει να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εταιρεία διαχείρισης πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης δεόντως οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης διαβιβάζουν αμέσως τις πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ·

β)

η εντολή δεν πρέπει να εμποδίζει την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας επί της εταιρείας διαχείρισης, και ιδίως δεν εμποδίζει την ανάληψη δράσης από την εταιρεία διαχείρισης, ούτε τη διαχείριση του ΟΣΕΚΑ κατά τον πλέον επωφελή για τους επενδυτές τρόπο·

γ)

όταν η εντολή αφορά τη διαχείριση επενδύσεων, πρέπει να δίδεται μόνο σε επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια ή έχουν αναγνωρισθεί για τη διαχείριση κεφαλαίων και υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία· η εντολή πρέπει να είναι σύμφωνη με τα κριτήρια κατανομής των επενδύσεων τα οποία θεσπίζουν περιοδικώς οι εταιρείες διαχείρισης·

δ)

όταν η εντολή αφορά τη διαχείριση επενδύσεων και ανατίθεται σε επιχείρηση τρίτης χώρας, πρέπει να διασφαλίζεται η συνεργασία μεταξύ των οικείων εποπτικών αρχών·

ε)

εντολή που αφορά τη βασική λειτουργία της διαχείρισης επενδύσεων δεν επιτρέπεται να δίδεται στον θεματοφύλακα ή σε άλλη επιχείρηση τα συμφέροντα των οποίων είναι δυνατόν να συγκρούονται με εκείνα της εταιρείας διαχείρισης ή των μεριδιούχων·

στ)

προβλέπονται μέτρα τα οποία επιτρέπουν στους διευθύνοντες την εταιρεία διαχείρισης να επιβλέπουν αποτελεσματικά, ανά πάσα στιγμή, τις δραστηριότητες της εντολοδόχου επιχείρησης·

ζ)

η εντολή δεν εμποδίζει τους διευθύνοντες την εταιρεία διαχείρισης να δίνουν ανά πάσα στιγμή περαιτέρω οδηγίες στις επιχειρήσεις στις οποίες έχουν ανατεθεί καθήκοντα και να ανακαλούν την εντολή με άμεση ισχύ, όταν αυτό είναι προς το συμφέρον των επενδυτών·

η)

λαμβανομένης υπόψη της φύσης των λειτουργιών που ανατίθενται, η επιχείρηση προς την οποία πρόκειται να ανατεθούν λειτουργίες πρέπει να διαθέτει τα προσόντα και τις ικανότητες που απαιτούνται για την εκτέλεσή τους·

θ)

τα ενημερωτικά δελτία των ΟΣΕΚΑ αναφέρουν τις λειτουργίες που επετράπη στην εταιρεία διαχείρισης να αναθέσει σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Οι ευθύνες της εταιρείας διαχείρισης ή του θεματοφύλακα επηρεάζονται από το γεγονός ότι η εταιρεία διαχείρισης έχει αναθέσει οποιαδήποτε καθήκοντα σε τρίτους. Η εταιρεία διαχείρισης απαγορεύεται να αναθέσει καθήκοντα σε τρίτους σε βαθμό που να την καθιστά εταιρεία χωρίς ουσιαστική αρμοδιότητα.

Άρθρο 14

1.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κανόνες δεοντολογίας τους οποίους πρέπει να τηρούν πάντοτε οι εταιρείες διαχείρισης που έχουν λάβει άδεια στο κράτος αυτό. Με τους κανόνες αυτούς τίθενται σε εφαρμογή τουλάχιστον οι παρατιθέμενες στην παρούσα παράγραφο αρχές. Οι εν λόγω αρχές διασφαλίζουν ότι μια εταιρεία διαχείρισης:

α)

ενεργεί εντίμως και νομίμως κατά τη διεξαγωγή των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων προς το συμφέρον των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται, και χάριν της ακεραιότητος της αγοράς·

β)

ενεργεί με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια, προς το συμφέρον των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται, και χάριν της ακεραιότητος της αγοράς·

γ)

διαθέτει και χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται για τη δέουσα διεξαγωγή των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων·

δ)

προσπαθεί να αποτρέπει τις συγκρούσεις συμφερόντων και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, φροντίζει ώστε οι ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται να τυγχάνουν δίκαιης μεταχείρισης· και

ε)

τηρεί όλες τις ρυθμιστικές απαιτήσεις που διέπουν την άσκηση των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να προωθούνται κατά τον πλέον επωφελή τρόπο τα συμφέροντα των επενδυτών της και η ακεραιότητα της αγοράς.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα εφαρμογής, έως την 1η Ιουλίου 2010, με σκοπό να διασφαλισθεί ότι η εταιρεία διαχείρισης εκπληρώνει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, και ιδίως:

α)

τον καθορισμό των κατάλληλων κριτηρίων για έντιμη και θεμιτή λειτουργία, με την ενδεδειγμένη επαγγελματική επάρκεια, προσοχή και επιμέλεια, προς το μέγιστο συμφέρον του ΟΣΕΚΑ·

β)

τον καθορισμό των αρχών που απαιτούνται για να διασφαλισθεί ότι οι εταιρείες διαχείρισης διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται για τη δέουσα διεξαγωγή των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων· και

γ)

τον καθορισμό των μέτρων που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβουν οι εταιρείες διαχείρισης προκειμένου να εντοπίζουν, να προλαμβάνουν, να διαχειρίζονται ή/και να δημοσιοποιούν συγκρούσεις συμφερόντων, καθώς και για να καθορίζουν τα κατάλληλα κριτήρια προσδιορισμού των τύπων σύγκρουσης συμφερόντων των οποίων η ύπαρξη θα μπορούσε να ζημιώσει τα συμφέροντα του ΟΣΕΚΑ.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 15

Οι εταιρείες διαχείρισης ή, κατά περίπτωση, οι εταιρείες επενδύσεων λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 92 και καθιερώνουν τις κατάλληλες διαδικασίες και διευθετήσεις για να διασφαλίσουν τη δέουσα διεκπεραίωση των παραπόνων των επενδυτών, και την απεριόριστη άσκηση των δικαιωμάτων των επενδυτών σε περίπτωση που η εταιρεία διαχείρισης έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να δίδουν τη δυνατότητα στους επενδυτές να υποβάλλουν παράπονα στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους τους.

Οι εταιρείες διαχείρισης καθιερώνουν επίσης κατάλληλες διαδικασίες και διευθετήσεις για τη διάθεση πληροφοριών στο κοινό ή τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, ύστερα από σχετικό αίτημα.

ΤΜΗΜΑ 4

Ελευθερία εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

Άρθρο 16

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εταιρείες διαχείρισης που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από το κράτος μέλος καταγωγής τους, να μπορούν να ασκούν στο έδαφός τους την εκ της αδείας δραστηριότητα είτε με την ίδρυση υποκαταστήματος είτε στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Εάν μια τέτοια εταιρεία διαχείρισης προτείνει απλώς, χωρίς να ιδρύσει υποκατάστημα, να διαθέσει στην αγορά μόνο τα μερίδια του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται όπως προβλέπεται στο παράρτημα II σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ χωρίς να προτείνει να ασκεί άλλες δραστηριότητες ή να παρέχει άλλες υπηρεσίες, αυτή η διάθεση στην αγορά υπόκειται μόνο στις απαιτήσεις του κεφαλαίου ΧΙ.

2.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την ίδρυση υποκαταστήματος ή την παροχή υπηρεσιών από την υποχρέωση λήψης άδειας λειτουργίας, από την υποχρέωση σύστασης αρχικού κεφαλαίου ή από οποιοδήποτε άλλο μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος.

3.   Με την προϋπόθεση των όρων που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, κάθε ΟΣΕΚΑ είναι ελεύθερος να ορίζει εταιρεία διαχείρισης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, ή να τίθεται υπό τη διαχείρισή της, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι η εταιρεία διαχείρισης συμμορφώνεται προς τις διατάξεις:

α)

του άρθρου 17 ή του άρθρου 18, και

β)

των άρθρων 19 και 20.

Άρθρο 17

1.   Εκτός από την τήρηση των προϋποθέσεων των άρθρων 6 και 7, κάθε εταιρεία διαχείρισης που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, αναλόγως.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε εταιρεία διαχείρισης που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους να περιλαμβάνει στην ενημέρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα:

α)

το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου η εταιρεία διαχείρισης προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα·

β)

το πρόγραμμα εργασιών, στο οποίο προσδιορίζονται οι δραστηριότητες και υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφοι 2 και 3, καθώς και η οργανωτική δομή του υποκαταστήματος. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει η εταιρεία διαχείρισης. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει περιγραφή των διαδικασιών και διευθετήσεων σύμφωνα με το άρθρο 15·

γ)

τη διεύθυνση στο κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, από την οποία μπορούν να λαμβάνονται έγγραφα· και

δ)

τα ονόματα των υπεύθυνων διαχείρισης του υποκαταστήματος.

3.   Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης δεν έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας εταιρείας διαχείρισης, ενόψει των σχεδιαζόμενων δραστηριοτήτων, κοινοποιούν, εντός δύο μηνών αφής λάβουν όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης και ενημερώνουν σχετικά την ενδιαφερόμενη εταιρεία διαχείρισης. Κοινοποιούν επίσης στοιχεία για τυχόν συστήματα αποζημίωσης που αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης αρνηθούν να ανακοινώσουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, γνωστοποιούν τους λόγους της άρνησής τους στην ενδιαφερόμενη εταιρεία διαχείρισης, εντός δύο μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών. Η άρνηση αυτή ή η απουσία απάντησης επιδέχεται δικαστική προσφυγή στο κράτος μέλος καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης.

Σε περίπτωση που εταιρεία διαχείρισης επιθυμεί να ασκήσει τη δραστηριότητα διαχείρισης συλλογικών χαρτοφυλακίων, όπως αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης περικλείουν στα έγγραφα που αποστέλλονται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης βεβαίωση που αναφέρει ότι στην εταιρεία διαχείρισης έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, καθώς και περιγραφή του πεδίου εφαρμογής της άδειας της εταιρείας διαχείρισης και λεπτομέρειες όσον αφορά κάθε είδους περιορισμό σχετικά με τους τύπους ΟΣΕΚΑ για τους οποίους έχει χορηγηθεί στην εταιρεία άδεια διαχείρισης.

4.   Οι δραστηριότητες που ασκεί το υποκατάστημα της εταιρεία διαχείρισης στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής συμμορφώνονται προς τους κανόνες που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 14.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης είναι υπεύθυνες να εποπτεύουν τη συμμόρφωση με την παράγραφο 4.

6.   Πριν από την έναρξη λειτουργίας του υποκαταστήματος μιας εταιρείας διαχείρισης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, εντός δύο μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οργανώνουν την εποπτεία της συμμόρφωσης της εταιρείας διαχείρισης με τους κανόνες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

7.   Μόλις ληφθεί η κοινοποίηση από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης ή παρελθούσης της προθεσμίας της παραγράφου 4 χωρίς κοινοποίηση από τις εν λόγω αρχές, το υποκατάστημα μπορεί να ιδρυθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.

8.   Σε περίπτωση μεταβολής κάποιων πληροφοριών οι οποίες κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχεία β), γ) ή δ), η εταιρεία διαχείρισης γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή αυτή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης και του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, έναν μήνα τουλάχιστον πριν να γίνει η μεταβολή, ώστε οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης να αποφασίσουν επί της μεταβολής αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 3 και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης να πράξουν ανάλογα σύμφωνα με την παράγραφο 6.

9.   Σε περίπτωση μεταβολής των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης ενημερώνουν τις πληροφορίες που περιέχονται στη βεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, τρίτο εδάφιο και κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης κάθε μεταβολή του πεδίου εφαρμογής της άδειας της εταιρείας διαχείρισης ή των λεπτομερειών όσον αφορά κάθε είδους περιορισμό σχετικά με τους τύπους ΟΣΕΚΑ για τους οποίους έχει χορηγηθεί στην εταιρεία άδεια διαχείρισης.

Άρθρο 18

1.   Η εταιρεία διαχείρισης που επιθυμεί να ασκήσει, για πρώτη φορά, τις δραστηριότητες για τις οποίες της έχει χορηγηθεί άδεια στο έδαφος άλλου κράτους μέλους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης:

α)

το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου η εταιρεία διαχείρισης σκοπεύει να ασκήσει δραστηριότητες· και

β)

ένα πρόγραμμα εργασιών, με απαρίθμηση των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων και υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει η εταιρεία διαχείρισης. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει περιγραφή των διαδικασιών και διευθετήσεων σύμφωνα με το άρθρο 15.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εντός μηνός από την παραλαβή τους.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης κοινοποιούν επίσης λεπτομέρειες για τα τυχόν εφαρμοστέα συστήματα αποζημίωσης που αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών.

Σε περίπτωση που εταιρεία διαχείρισης επιθυμεί να ασκήσει τη δραστηριότητα διαχείρισης συλλογικών χαρτοφυλακίων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης επισυνάπτουν στα έγγραφα που αποστέλλονται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης βεβαίωση που αναφέρει ότι στην εταιρεία διαχείρισης έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, καθώς και περιγραφή του πεδίου εφαρμογής της άδειας της εταιρείας διαχείρισης και λεπτομέρειες όσον αφορά κάθε είδους περιορισμό σχετικά με τους τύπους ΟΣΕΚΑ για τους οποίους έχει χορηγηθεί στην εταιρεία άδεια διαχείρισης.

Παρά τα άρθρα 20 και 93, η εταιρεία διαχείρισης μπορεί πλέον να αρχίσει να ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης.

3.   Οι υπηρεσίες που ασκεί η εταιρεία διαχείρισης στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών συμμορφώνονται προς τους κανόνες που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 14.

4.   Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), η εταιρεία διαχείρισης γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή αυτή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης και του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, πριν να γίνει η μεταβολή αυτή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης επικαιροποιεί τις πληροφορίες που περιέχονται στη βεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης σε περίπτωση μεταβολής του πεδίου εφαρμογής της άδειας της εταιρείας διαχείρισης ή των λεπτομερειών όσον αφορά κάθε είδους περιορισμό σχετικά με τους τύπους ΟΣΕΚΑ για τους οποίους έχει χορηγηθεί στην εταιρεία άδεια διαχείρισης.

Άρθρο 19

1.   Μία εταιρεία διαχείρισης η οποία ασκεί τη διασυνοριακή δραστηριότητα διαχείρισης συλλογικών χαρτοφυλακίων στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή με την ίδρυση υποκαταστήματος συμμορφώνεται προς τους κανονισμούς του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης που αφορούν την οργάνωση της εταιρείας διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων για την ανάθεση καθηκόντων, διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, κανόνων προληπτικής εποπτείας, διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 12 και υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων εκ μέρους της εταιρείας διαχείρισης. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να είναι αυστηρότεροι από τους κανόνες που εφαρμόζονται στις εταιρείες διαχείρισης οι οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους μόνο στο κράτος μέλος καταγωγής τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης είναι υπεύθυνες να εποπτεύουν τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1.

3.   Μία εταιρεία διαχείρισης που ασκεί τη διασυνοριακή δραστηριότητα διαχείρισης συλλογικών χαρτοφυλακίων σύμφωνα με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή με την ίδρυση υποκαταστήματος συμμορφώνεται προς τους κανονισμούς του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία του ΟΣΕΚΑ, που συγκεκριμένα είναι οι κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται για:

α)

τη σύσταση και την αδειοδότηση του ΟΣΕΚΑ·

β)

την έκδοση και την εξαγορά των μεριδίων και μετοχών·

γ)

τις επενδυτικές πολιτικές και τα όρια, συμπεριλαμβανομένου και του υπολογισμού της συνολικής έκθεσης και μόχλευσης·

δ)

τους περιορισμούς στη δανειοληψία, τη δανειοδοσία και τις ακάλυπτες πωλήσεις·

ε)

την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και τη λογιστική των ΟΣΕΚΑ·

στ)

τον υπολογισμό της τιμής έκδοσης ή εξόφλησης και των σφαλμάτων στον υπολογισμό της καθαρής αξίας ενεργητικού και τη σχετική αποζημίωση των επενδυτών·

ζ)

τη διανομή ή την κεφαλαιοποίηση των εσόδων·

η)

τις υποχρεώσεις του ΟΣΕΚΑ σε θέματα πληροφόρησης, μεταξύ άλλων και σε ό,τι αφορά το φυλλάδιο, τις βασικές πληροφορίες προς τον επενδυτή και τις τακτικές εκθέσεις·

θ)

τις ρυθμίσεις εμπορίας·

ι)

τις σχέσεις με τους μεριδιούχους·

ια)

τη συγχώνευση και την αναδιάρθρωση του ΟΣΕΚΑ·

ιβ)

την εκκαθάριση και τη διάλυση του ΟΣΕΚΑ·

ιγ)

όπου έχει εφαρμογή, το περιεχόμενο του καταλόγου των μεριδιούχων·

ιδ)

τα τέλη χορήγησης άδειας και εποπτείας σε σχέση με τον ΟΣΕΚΑ·

ιε)

την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου και των λοιπών δικαιωμάτων των μεριδιούχων σε σχέση με τα στοιχεία α) έως ιγ)·

4.   Η εταιρεία διαχείρισης συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα και τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο φυλλάδιο, οι οποίες συνάδουν με το ισχύον δίκαιο, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 3.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τις παραγράφους 3 και 4.

6.   Η εταιρεία διαχείρισης αποφασίζει και είναι υπεύθυνη για την καθιέρωση και την εφαρμογή όλων των ρυθμίσεων και οργανωτικών αποφάσεων που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες σχετικά με τη σύσταση και λειτουργία του ΟΣΕΚΑ και τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό του κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα και τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο φυλλάδιο.

7.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της επάρκειας των ρυθμίσεων και της οργάνωσης της εταιρείας διαχείρισης ούτως ώστε η εταιρεία διαχείρισης να είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς τους κανόνες που αφορούν τη σύσταση και τη λειτουργία όλων των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε εταιρεία διαχείρισης στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια σε ένα κράτος μέλος δεν θα υπόκειται σε οιαδήποτε συμπληρωματική απαίτηση που έχει θεσπιστεί στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ όσον αφορά τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητώς στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 20

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 5, η εταιρεία διαχείρισης που προτίθεται να αναλάβει τη διαχείριση ΟΣΕΚΑ εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να υποβάλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

την κατά τα άρθρα 23 και 33 γραπτή συμφωνία με τον θεματοφύλακα· και

β)

πληροφορίες σχετικά με τις διευθετήσεις ανάθεσης λειτουργιών διαχείρισης επενδύσεων και διοικητικής διαχείρισης που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ.

Εάν μια εταιρεία διαχείρισης ήδη διαχειρίζεται ΟΣΕΚΑ ιδίου τύπου στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, αρκεί η απλή μνεία των εγγράφων που έχουν ήδη κατατεθεί.

2.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες για τους οποίους είναι υπεύθυνες, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ μπορούν να ζητούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης διευκρινίσεις και πληροφορίες σχετικά με τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και, με βάση τη βεβαίωση που αναφέρεται στα άρθρα 17 και 18, σχετικά με το κατά πόσον ο τύπος αμοιβαίου κεφαλαίου για τον οποίο ζητείται έγκριση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της άδειας που διαθέτει η εταιρεία διαχείρισης. Όπου απαιτηθεί, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης γνωμοδοτούν εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημέρα της αρχικής αίτησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ μπορούν να απορρίψουν την αίτηση εταιρείας διαχείρισης μόνον εάν:

α)

η εταιρεία διαχείρισης δεν πληροί τους κανόνες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους βάσει του άρθρου 19·

β)

η εταιρεία διαχείρισης δεν έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής της να διαχειρίζεται ΟΣΕΚΑ του τύπου για τον οποίο ζητεί άδεια, ή

γ)

η εταιρεία διαχείρισης δεν έχει υποβάλει τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Πριν να απορρίψουν την αίτηση, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης.

4.   Κάθε μεταγενέστερη ουσιώδης τροποποίηση των εγγράφων της παραγράφου 1 κοινοποιείται από την εταιρεία διαχείρισης στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 21

1.   Το κράτος μέλος υποδοχής των εταιρειών διαχείρισης μπορεί να απαιτεί, για στατιστικούς λόγους, από όλες τις εταιρείες διαχείρισης με υποκαταστήματα στο έδαφός του την υποβολή περιοδικών εκθέσεων στις αρμόδιες αρχές του σχετικά με τις δραστηριότητες που ασκούν στο έδαφός του.

2.   Το κράτος μέλος υποδοχής των εταιρειών διαχείρισης μπορεί να απαιτεί από τις εταιρείες διαχείρισης που ασκούν δραστηριότητες στο έδαφός του με την εγκατάσταση υποκαταστήματος, ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την εποπτεία της συμμόρφωσής τους προς τους κανόνες στους οποίους υπόκεινται και για τους οποίους είναι υπεύθυνο το κράτος μέλος καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης.

Οι υποχρεώσεις αυτές δεν είναι αυστηρότερες από εκείνες τις οποίες το ίδιο κράτος μέλος επιβάλλει σε εταιρείες διαχείρισης που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε αυτό, για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τα ίδια πρότυπα.

Οι εταιρείες διαχείρισης μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες και διευθετήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ να λαμβάνουν άμεσα από την εταιρεία διαχείρισης τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.

3.   Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μιας εταιρείας διαχείρισης διαπιστώσουν ότι μια εταιρεία διαχείρισης που έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός τους δεν τηρεί έναν από τους κανόνες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, απαιτούν από την εταιρεία διαχείρισης να παύσει την αντικανονική της συμπεριφορά και ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης.

4.   Εάν η συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης αρνηθεί να υποβάλει στο κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης τις πληροφορίες που εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης του ή δεν λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να παύσει την αντικανονική συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης λαμβάνουν, το συντομότερο δυνατό, όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η οικεία εταιρεία παρέχει τις πληροφορίες που της ζητεί το κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή τερματίζει την αντικανονική της συμπεριφορά. Η φύση των μέτρων αυτών ανακοινώνεται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης.

5.   Εάν, παρά τη λήψη των μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης ή λόγω ανεπάρκειας των μέτρων αυτών ή μη εφαρμογής τους στο υπόψη κράτος μέλος, η εταιρεία διαχείρισης εξακολουθεί να αρνείται να υποβάλει τις πληροφορίες που ζητεί το κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης σύμφωνα με την παράγραφο 2, ή να παραβαίνει τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης μπορεί, αφού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης, να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των αναφερομένων στα άρθρα 98 και 99, για την πρόληψη ή τον κολασμό νέων παραβάσεων και, εφόσον είναι αναγκαίο, να απαγορεύσει στην εν λόγω εταιρεία διαχείρισης την πραγματοποίηση περαιτέρω συναλλαγών στο έδαφός του. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο έδαφός τους, να μπορούν να επιδίδονται στις εταιρείες διαχείρισης τα αναγκαία έγγραφα για τη λήψη των μέτρων αυτών. Σε περίπτωση που η υπηρεσία που παρέχεται στο κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης αφορά διαχείριση ενός ΟΣΕΚΑ, το κράτος μέλος υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης μπορεί να ζητεί από την εταιρεία διαχείρισης να διακόψει τη διαχείριση του εν λόγω ΟΣΕΚΑ.

6.   Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 4 και 5 και το οποίο συνεπάγεται μέτρα ή κυρώσεις είναι δεόντως αιτιολογημένο και ανακοινώνεται στην ενδιαφερόμενη εταιρεία διαχείρισης. Κάθε τέτοιο μέτρο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής προσφυγής στο κράτος μέλος το οποίο έλαβε το μέτρο αυτό.

7.   Πριν από την εφαρμογή της διαδικασίας των παραγράφων 3, 4 ή 5, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης μπορούν, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων των επενδυτών και των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο δυνατό για τα μέτρα αυτά.

Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μπορεί να αποφασίσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος πρέπει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τα μέτρα αυτά.

8.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης, πριν να ανακαλέσουν την άδεια της εταιρείας διαχείρισης διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των επενδυτών. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν αποφάσεις που απαγορεύουν στην ενδιαφερόμενη εταιρεία διαχείρισης να πραγματοποιήσει περαιτέρω συναλλαγές στο έδαφός του.

Κάθε δύο χρόνια, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση για τις περιπτώσεις αυτές.

9.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες αρνήθηκαν τη χορήγηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 17 ή 20 και για τα μέτρα που έλαβαν σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Κάθε δύο χρόνια, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση για τις περιπτώσεις αυτές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ

Άρθρο 22

1.   Η φύλαξη των στοιχείων του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου πρέπει να ανατίθεται σε θεματοφύλακα.

2.   Η ευθύνη του θεματοφύλακα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 24, παραμένει ακέραιη αν εμπιστευθεί σε τρίτο το σύνολο ή τμήμα του ενεργητικού που έχει υπό τη φύλαξή του.

3.   Ο θεματοφύλακας:

α)

εξασφαλίζει ότι η πώληση, η έκδοση, η εξαγορά, η εξόφληση και η ακύρωση μεριδίων που διενεργούνται για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή από την εταιρεία διαχείρισης πραγματοποιούνται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο ή τον κανονισμό του κεφαλαίου·

β)

εξασφαλίζει ότι ο υπολογισμός της αξίας των μεριδίων γίνεται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο ή τον κανονισμό του κεφαλαίου·

γ)

εκτελεί τις εντολές της εταιρείας διαχείρισης, εκτός αν είναι αντίθετες προς το ισχύον εθνικό δίκαιο ή τον κανονισμό του κεφαλαίου·

δ)

εξασφαλίζει ότι, κατά τις συναλλαγές που αφορούν τα στοιχεία του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, τους καταβάλλεται το αντίτιμο μέσα στις συνήθεις προθεσμίες·

ε)

εξασφαλίζει ότι τα κέρδη του αμοιβαίου κεφαλαίου διατίθενται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο ή τον κανονισμό του κεφαλαίου.

Άρθρο 23

1.   Ο θεματοφύλακας είτε έχει την καταστατική έδρα του είτε είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

2.   Ο θεματοφύλακας είναι ίδρυμα υποκείμενο στους κανόνες περί προληπτικής εποπτείας και σε συνεχή έλεγχο. Παρέχει επαρκείς οικονομικές και επαγγελματικές εγγυήσεις ότι είναι σε θέση να ασκεί αποτελεσματικά τα καθήκοντα θεματοφύλακα που του ανατίθενται και να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την άσκηση των καθηκόντων αυτών.

3.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν ποιες από τις κατηγορίες ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να επιλέγονται ως θεματοφύλακες.

4.   Ο θεματοφύλακας παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ τη δυνατότητα να λαμβάνουν, κατόπιν αιτήματος, όλες τις πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει ο θεματοφύλακας κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να εποπτεύουν τη συμμόρφωση του ΟΣΕΚΑ με την παρούσα οδηγία.

5.   Σε περίπτωση που η εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, ο θεματοφύλακας συνάπτει με την εταιρεία διαχείρισης έγγραφη συμφωνία η οποία ρυθμίζει τη ροή πληροφοριών που κρίνονται απαραίτητες προκειμένου να μπορέσει να φέρει σε πέρας τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 22 και σε άλλες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που αφορούν τους θεματοφύλακες στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει μέτρα εφαρμογής σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λάβει ο θεματοφύλακας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του, όσον αφορά έναν ΟΣΕΚΑ που τελεί υπό τη διαχείριση εταιρείας διαχείρισης που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στις τυποποιημένες συμφωνίες που χρησιμοποιούν ο θεματοφύλακας και η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 24

Ο θεματοφύλακας ευθύνεται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, έναντι της εταιρείας διαχείρισης και των μεριδιούχων, για κάθε ζημία που υφίστανται από την υπαίτια μη εκτέλεση ή κακή εκτέλεση των υποχρεώσεών του.

Οι μεριδιούχοι μπορούν να επικαλούνται την ευθύνη αυτή είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω της εταιρείας διαχείρισης, ανάλογα με τη νομική σχέση που συνδέει τον θεματοφύλακα, την εταιρεία διαχείρισης και τους μεριδιούχους.

Άρθρο 25

1.   Η ίδια εταιρεία δεν είναι δυνατό να ασκεί καθήκοντα εταιρείας διαχείρισης και καθήκοντα θεματοφύλακα.

2.   Η εταιρεία διαχείρισης και ο θεματοφύλακας ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με τρόπο ανεξάρτητο και αποκλειστικά προς το συμφέρον των μεριδιούχων.

Άρθρο 26

Ο νόμος ή ο κανονισμός του κεφαλαίου καθορίζουν τους όρους αντικατάστασης της εταιρείας διαχείρισης και του θεματοφύλακα και θέτουν τους κανόνες με τους οποίους εξασφαλίζεται η προστασία των μεριδιούχων κατά την αντικατάσταση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Προϋποθέσεις ανάληψης δραστηριότητας

Άρθρο 27

Η ανάληψη της δραστηριότητας της εταιρείας επενδύσεων προϋποθέτει προηγούμενη επίσημη άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τη νομική μορφή την οποία πρέπει να λαμβάνει η εταιρεία επενδύσεων.

Η καταστατική έδρα της εταιρείας επενδύσεων ευρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων.

Άρθρο 28

Η εταιρεία επενδύσεων δεν μπορεί να αναπτύσσει άλλες δραστηριότητες εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 29

1.   Με την επιφύλαξη των λοιπών όρων γενικής εφαρμογής που καθορίζει το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας σε μια εταιρεία επενδύσεων που δεν έχει ορίσει εταιρεία διαχείρισης, εκτός εάν η εταιρεία επενδύσεων διαθέτει επαρκές αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον 300 000 ευρώ.

Επιπλέον, εάν η εταιρεία επενδύσεων δεν έχει ορίσει εταιρεία διαχείρισης εγκεκριμένη βάσει της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η άδεια λειτουργίας χορηγείται μόνον εάν η σχετική αίτηση συνοδεύεται από πρόγραμμα λειτουργίας, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον την οργανωτική δομή της εταιρείας επενδύσεων·

β)

οι διευθύνοντες την εταιρεία επενδύσεων πρέπει να παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και πείρας επίσης και σε σχέση με το είδος των δραστηριοτήτων που ασκεί η εταιρεία επενδύσεων. Για τον σκοπό αυτό, τα ονόματα των διευθυνόντων, καθώς και κάθε διαδόχου τους, κοινοποιούνται πάραυτα στις αρμόδιες αρχές. Οι εργασίες της εταιρείας επενδύσεων διευθύνονται από δύο τουλάχιστον πρόσωπα τα οποία πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Ως διευθύνοντες νοούνται τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό, εκπροσωπούν την εταιρεία επενδύσεων ή τα οποία πράγματι καθορίζουν την πολιτική της· και

γ)

αν υφίστανται στενοί δεσμοί μεταξύ της εταιρείας επενδύσεων και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον οι στενοί αυτοί δεσμοί δεν εμποδίζουν την ορθή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων.

Ομοίως, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων αρνούνται άδεια λειτουργίας εάν οι νομικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις μιας τρίτης χώρας, που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η εταιρεία επενδύσεων διατηρεί στενούς δεσμούς, ή οι δυσκολίες που συνδέονται με την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την ορθή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων απαιτούν από τις εταιρείες επενδύσεων την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών.

2.   Σε περίπτωση που η επενδυτική εταιρεία δεν έχει ορίσει εταιρεία διαχείρισης, η επενδυτική εταιρεία ενημερώνεται, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας. Η άρνηση χορήγησης αδείας αιτιολογείται δεόντως.

3.   Μόλις χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας, η εταιρεία επενδύσεων μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές της.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων δύνανται να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε μια εταιρεία επενδύσεων η οποία εμπίπτει στην παρούσα οδηγία μόνον εφόσον η εταιρεία αυτή:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δώδεκα μηνών, παραιτηθεί ρητά από αυτήν ή έχει παύσει να ασκεί τη δραστηριότητα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία για διάστημα μεγαλύτερο από έξι μήνες, εκτός εάν το οικείο κράτος μέλος έχει προβλέψει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας λήγει·

β)

έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ)

δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια·

δ)

έχει διαπράξει σοβαρές ή/και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας· ή

ε)

εμπίπτει σε άλλο λόγο ανάκλησης της αδείας που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

ΤΜΗΜΑ 2

Προϋποθέσεις άσκησης δραστηριοτήτων

Άρθρο 30

Τα άρθρα 13 και 14 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών στις εταιρείες επενδύσεων που δεν έχουν ορίσει εταιρεία διαχείρισης εγκεκριμένη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Για τους σκοπούς των άρθρων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, οι όροι «εταιρεία διαχείρισης» ερμηνεύονται ως «εταιρεία επενδύσεων».

Οι εταιρείες επενδύσεων μπορούν να διαχειρίζονται μόνον περιουσιακά στοιχεία του δικού τους χαρτοφυλακίου και ουδέποτε αναλαμβάνουν τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτου.

Άρθρο 31

Κάθε κράτος μέλος καταγωγής μιας εταιρείας επενδύσεων θεσπίζει κανόνες προληπτικής εποπτείας, τους οποίους πρέπει πάντοτε να τηρούν οι εταιρείες επενδύσεων που δεν έχουν ορίσει εταιρεία διαχείρισης εγκεκριμένη βάσει της παρούσας οδηγίας.

Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη φύση της εταιρείας επενδύσεων, απαιτούν να διαθέτει η εταιρεία ορθές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, ρυθμίσεις ελέγχου και ασφάλειας για την επεξεργασία των ηλεκτρονικών δεδομένων, καθώς και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου, οι οποίοι περιλαμβάνουν, ειδικότερα, κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των υπαλλήλων της ή για την κατοχή ή διαχείριση επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα με σκοπό την επένδυση του αρχικού κεφαλαίου και που εξασφαλίζουν τουλάχιστον ότι για κάθε συναλλαγή στην οποία συμμετέχει η εταιρεία είναι δυνατή η εξακρίβωση της προέλευσής της, των συναλλασσομένων, του χαρακτήρα της, καθώς και του τόπου και χρόνου πραγματοποίησής της, και ότι τα στοιχεία του ενεργητικού της εταιρείας επενδύσεων επενδύονται σύμφωνα με τα καταστατικά της έγγραφα και τις ισχύουσες νομικές διατάξεις.

ΤΜΗΜΑ 3

Υποχρεώσεις όσον αφορά τον θεματοφύλακα

Άρθρο 32

1.   Η φύλαξη των στοιχείων του ενεργητικού μιας εταιρείας επενδύσεων πρέπει να ανατίθεται σε θεματοφύλακα.

2.   Η ευθύνη του θεματοφύλακα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 34, δεν θίγεται από το γεγονός ότι ο θεματοφύλακας έχει εμπιστευθεί σε τρίτο το σύνολο ή τμήμα του ενεργητικού που έχει υπό τη φύλαξή του.

3.   Ο θεματοφύλακας εξασφαλίζει τα εξής:

α)

ότι η πώληση, η έκδοση, η εξαγορά, η εξόφληση και η ακύρωση μεριδίων που διενεργούνται από την εταιρεία επενδύσεων ή για λογαριασμό της πραγματοποιούνται σύμφωνα με τον νόμο ή τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων·

β)

ότι, κατά τις συναλλαγές που αφορούν τα στοιχεία του ενεργητικού της εταιρείας επενδύσεων, του καταβάλλεται το αντίτιμο μέσα στις συνήθεις προθεσμίες· και

γ)

ότι τα κέρδη της εταιρείας επενδύσεων διατίθενται σύμφωνα με τον νόμο και με τα καταστατικά έγγραφα.

4.   Τα κράτη μέλη καταγωγής των εταιρειών επενδύσεων δικαιούνται να αποφασίζουν ότι οι εταιρείες επενδύσεων που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός του και διαθέτουν τα μερίδιά τους αποκλειστικά σε ένα ή περισσότερα χρηματιστήρια αξιών, στα οποία είναι επισήμως εισηγμένα τα μερίδια αυτά, δεν υποχρεούνται να έχουν θεματοφύλακα κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

Τα άρθρα 76, 84 και 85 δεν εφαρμόζονται στις εταιρείες επενδύσεων αυτές. Ωστόσο, οι κανόνες που ισχύουν για την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού των εταιρειών επενδύσεων αυτών αναγράφονται στο ισχύον εθνικό δίκαιο ή/στα καταστατικά τους έγγραφα.

5.   Τα κράτη μέλη καταγωγής των εταιρειών επενδύσεων μπορούν να αποφασίζουν ότι οι εταιρείες επενδύσεων που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους και οι οποίες διαθέτουν τουλάχιστον το 80 % των μεριδίων τους σε ένα ή περισσότερα χρηματιστήρια αξιών που ορίζονται στα καταστατικά τους έγγραφα δεν υποχρεούνται να έχουν θεματοφύλακα κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι τα μερίδια αυτά είναι εισηγμένα επισήμως στα χρηματιστήρια αξιών των κρατών μελών στο έδαφος των οποίων διατίθενται τα μερίδια και υπό τον όρο ότι οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές της εταιρείας γίνονται σε τιμές χρηματιστηρίου αποκλειστικά.

Στα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων αναγράφεται το χρηματιστήριο της χώρας εμπορίας, του οποίου οι τιμές καθορίζουν τις τιμές των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών αυτής της εταιρείας επενδύσεων σ’ αυτήν τη χώρα.

Το κράτος μέλος κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, μόνον εάν κρίνει ότι παρέχεται στους μεριδιούχους προστασία αντίστοιχη με την προστασία που παρέχεται στους μεριδιούχους των ΟΣΕΚΑ που έχουν θεματοφύλακα κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

Ειδικότερα, οι εταιρείες επενδύσεων αυτές, καθώς και οι εταιρείες που προβλέπονται στην παράγραφο 4:

α)

ελλείψει ρύθμισης από το ισχύον εθνικό δίκαιο, να αναγράφουν στα καταστατικά τους έγγραφα τις μεθόδους υπολογισμού της καθαρής αξίας του ενεργητικού των μεριδίων·

β)

να παρεμβαίνουν στην αγορά ώστε η χρηματιστηριακή τιμή των μεριδίων τους να μην διαφέρει κατά ποσοστό ανώτερο του 5 % από την καθαρή αξία του ενεργητικού των μεριδίων αυτών·

γ)

να καταρτίζουν την καθαρή αξία του ενεργητικού των μεριδίων, να την ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα και να τη δημοσιεύουν δύο φορές τον μήνα.

Ένας ανεξάρτητος ελεγκτής ελέγχει, τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα, αν ο υπολογισμός της αξίας των μεριδίων γίνεται σύμφωνα με τον νόμο και με τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων.

Με την ίδια ευκαιρία, ο ελεγκτής εξασφαλίζει ότι το ενεργητικό της εταιρείας επενδύσεων έχει επενδυθεί σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει ο νόμος και τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων.

6.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην επιτροπή τα στοιχεία των εταιρειών επενδύσεων οι οποίες απολαύουν των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 4 και 5.

Άρθρο 33

1.   Ο θεματοφύλακας είτε έχει την καταστατική έδρα του είτε είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική έδρα της η εταιρεία επενδύσεων.

2.   Ο θεματοφύλακας είναι ίδρυμα υποκείμενο στους κανόνες περί προληπτικής εποπτείας και σε συνεχή έλεγχο.

3.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν ποιες από τις κατηγορίες ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να επιλέγονται ως θεματοφύλακες.

4.   Ο θεματοφύλακας παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ τη δυνατότητα να λαμβάνουν, κατόπιν αιτήματος, όλες τις πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει ο θεματοφύλακας κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να εποπτεύουν τη συμμόρφωση του ΟΣΕΚΑ με την παρούσα οδηγία.

5.   Σε περίπτωση που η εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, ο θεματοφύλακας συνάπτει με την εταιρεία διαχείρισης έγγραφη συμφωνία η οποία ρυθμίζει τη ροή πληροφοριών που κρίνονται απαραίτητες προκειμένου αυτή να φέρει σε πέρας τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 32 και σε άλλες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που αφορούν τους θεματοφύλακες στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει μέτρα εφαρμογής σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνει ο θεματοφύλακας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του, όσον αφορά έναν ΟΣΕΚΑ που τελεί υπό τη διαχείριση εταιρείας διαχείρισης που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στην τυποποιημένη συμφωνία που χρησιμοποιεί ο θεματοφύλακας και η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 34

Ο θεματοφύλακας ευθύνεται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων, έναντι της εταιρείας επενδύσεων και των μεριδιούχων, για κάθε ζημία που υφίστανται από την υπαίτια μη εκτέλεση ή κακή εκτέλεση των υποχρεώσεών του.

Άρθρο 35

1.   Η ίδια εταιρεία δεν είναι δυνατό να ασκεί καθήκοντα εταιρείας επενδύσεων και καθήκοντα θεματοφύλακα.

2.   Ο θεματοφύλακας ενεργεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αποκλειστικά προς το συμφέρον των μεριδιούχων.

Άρθρο 36

Ο νόμος ή τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων καθορίζουν τους όρους αντικατάστασης του θεματοφύλακα και θέτουν τους κανόνες με τους οποίους εξασφαλίζεται η προστασία των μεριδιούχων κατά την αντικατάσταση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΟΣΕΚΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Αρχή, άδεια και έγκριση

Άρθρο 37

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ο όρος «ΟΣΕΚΑ» περιλαμβάνει και τα επενδυτικά τμήματα ενός ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 38

1.   Τα κράτη μέλη, υπό την επιφύλαξη των όρων του παρόντος κεφαλαίου και ανεξαρτήτως του τρόπου σύστασης των ΟΣΕΚΑ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3, επιτρέπουν διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εγχώριες συγχωνεύσεις, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία ιζ) και ιη), σύμφωνα με μία ή περισσότερες από τις τεχνικές συγχωνεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ).

2.   Οι τεχνικές συγχώνευσης που χρησιμοποιούνται για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιζ), πρέπει να προβλέπονται από το περί των συγχωνεύσεων ΟΣΕΚΑ δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής.

Οι τεχνικές συγχώνευσης που χρησιμοποιούνται για τις εγχώριες συγχωνεύσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιη), πρέπει να προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 39

1.   Οι συγχωνεύσεις προϋποθέτουν προηγούμενη άδεια από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ.

2.   Ο απορροφώμενος ΟΣΕΚΑ ανακοινώνει τις ακόλουθες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του:

α)

το κοινό σχέδιο της προτεινόμενης συγχώνευσης, δεόντως εγκεκριμένο από τον απορροφώμενο ΟΣΕΚΑ και τον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ·

β)

ενημερωμένη έκδοση του ενημερωτικού δελτίου και των βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, όπως αναφέρονται στο άρθρο 78, εάν είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

δήλωση από κάθε έναν από τους θεματοφύλακες του απορροφώμενου και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, με την οποία βεβαιώνουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 41, ότι έχουν επαληθεύσει τη συμφωνία των στοιχείων που ορίζονται στα στοιχεία α), στ) και ζ) του άρθρου 40 παράγραφος 1 με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και τον κανονισμό του κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα των αντίστοιχων ΟΣΕΚΑ· και

δ)

τις πληροφορίες τις οποίες ο απορροφώμενος και ο απορροφών ΟΣΕΚΑ σκοπεύουν να παράσχουν στους μεριδιούχους τους σχετικά με την προτεινόμενη συγχώνευση.

Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται έτσι ώστε τόσο οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ όσο και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, να είναι σε θέση να τις αναγνώσουν στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του αντίστοιχου κράτους μέλους ή σε γλώσσα που αποδέχονται οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

3.   Όταν ο φάκελος ολοκληρωθεί, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ διαβιβάζουν πάραυτα αντίγραφο των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, εξετάζουν τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της προτεινόμενης συγχώνευσης στους μεριδιούχους τόσο του απορροφώντος όσο και του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ, προκειμένου να αξιολογήσουν κατά πόσον παρέχεται στους μεριδιούχους η δέουσα ενημέρωση.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ το κρίνουν αναγκαίο, μπορούν να απαιτήσουν έγγραφη αποσαφήνιση των πληροφοριών προς τους μεριδιούχους του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ το κρίνουν αναγκαίο, μπορούν αν απαιτήσουν εγγράφως, το αργότερο δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή των αντιγράφων του πλήρους ενημερωτικού φακέλου που αναφέρεται στην παράγραφο 2, την τροποποίηση των πληροφοριών προς τους μεριδιούχους του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ από τον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ.

Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ πρέπει να στείλουν την έκφραση της δυσαρέσκειάς τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ. Ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ, εάν είναι ικανοποιημένες με τις τροποποιημένες πληροφορίες οι οποίες πρόκειται να διατεθούν στους μεριδιούχους του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την κοινοποίησή τους

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ επιτρέπουν την προτεινόμενη συγχώνευση, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η προτεινόμενη συγχώνευση πληροί όλες τις απαιτήσεις των άρθρων 39 έως 42·

β)

έχει κοινοποιηθεί στον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ, σύμφωνα με το άρθρο 93, η διάθεση των μεριδίων του σε όλα τα κράτη μέλη όπου είτε ο απορροφώμενος ΟΣΕΚΑ διαθέτει άδεια, είτε έχει κοινοποιηθεί στον απορροφώμενο ΟΣΕΚΑ η διάθεση των μεριδίων του, σύμφωνα με το άρθρο 93· και

γ)

οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, θεωρούν ικανοποιητικές τις πληροφορίες που προτείνεται να παρασχεθούν στους μεριδιούχους, ή ότι δεν διετυπώθη δυσαρέσκεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3.

5.   Αν οι αρμόδιες αρχές του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ θεωρήσουν το φάκελο ελλιπή, ζητούν πρόσθετες πληροφορίες, το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ ενημερώνουν τον απορροφώμενο ΟΣΕΚΑ, εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την υποβολή του πλήρους φακέλου, σύμφωνα με την παράγραφο 2, αν έχει επιτραπεί ή όχι η συγχώνευση.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ ενημερώνουν επίσης τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ σχετικά με την απόφασή τους.

6.   Τα κράτη μέλη δύνανται, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 57 παράγραφος 1, να παρέχουν παρέκκλιση από τα άρθρα 52 έως 55 για τον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 40

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον απορροφώμενο ΟΣΕΚΑ και τον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ να καταρτίσουν κοινό σχέδιο συγχώνευσης.

Το κοινό σχέδιο συγχώνευσης περιγράφει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

αναφορά του είδους της συγχώνευσης και των σχετικών ΟΣΕΚΑ·

β)

το πλαίσιο και την αιτιολόγηση της προτεινόμενης συγχώνευσης·

γ)

τον αναμενόμενο αντίκτυπο της προτεινόμενης συγχώνευσης στους μεριδιούχους τόσο του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ, όσο και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ·

δ)

τα κριτήρια που ορίστηκαν για την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και, ανάλογα με την περίπτωση, του παθητικού, κατά την ημερομηνία υπολογισμού της σχέσης ανταλλαγής που αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1·

ε)

τη μέθοδο υπολογισμού της σχέσης ανταλλαγής·

στ)

την προγραμματισμένη ημερομηνία πραγματοποίησης της συγχώνευσης·

ζ)

τους κανόνες που εφαρμόζονται αντιστοίχως για τη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού και την ανταλλαγή μεριδίων· και

η)

σε περίπτωση συγχώνευσης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ) σημείο ii) και, όπου έχει εφαρμογή το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ) σημείο iii), τον κανονισμό του κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα του νεοσυσταθέντος απορροφώντος ΟΣΕΚΑ·

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην απαιτήσουν τη συμπερίληψη συμπληρωματικών πληροφοριών στο κοινό σχέδιο κανονισμού συγχωνεύσεων.

2.   Ο απορροφώμενος ΟΣΕΚΑ και ο απορροφών ΟΣΕΚΑ δύνανται να αποφασίσουν να συμπεριλάβουν επιπρόσθετα στοιχεία στο κοινό σχέδιο συγχώνευσης.

ΤΜΗΜΑ 2

Έλεγχος από τρίτους, ενημέρωση των μεριδιούχων και άλλα δικαιώματα των μεριδιούχων

Άρθρο 41

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους θεματοφύλακες του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ να επαληθεύουν τη συμμόρφωση των στοιχείων που περιγράφονται στα στοιχεία α), στ) και ζ), του άρθρου 40 παράγραφος 1 προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και τον κανονισμό του κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα των αντίστοιχων ΟΣΕΚΑ τους.

Άρθρο 42

1.   Το δίκαιο των κρατών μελών καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ αναθέτει είτε σε θεματοφύλακα είτε σε ανεξάρτητο ελεγκτή, εγκεκριμένο σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών (13), την επικύρωση των ακολούθων:

α)

τα κριτήρια που ορίστηκαν για την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και, ανάλογα με την περίπτωση, του παθητικού, κατά την ημερομηνία υπολογισμού της σχέσης ανταλλαγής που αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1·

β)

ανάλογα με την περίπτωση, την καταβολή μετρητών ανά μερίδιο· και

γ)

τη μέθοδο υπολογισμού της σχέσης ανταλλαγής καθώς και την πραγματική σχέση ανταλλαγής, η οποία καθορίζεται την ημερομηνία για τον υπολογισμό της εν λόγω σχέσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1.

2.   Οι νόμιμοι ελεγκτές του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ ή ο νόμιμος ελεγκτής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ θεωρούνται ανεξάρτητοι ελεγκτές, για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

3.   Αντίγραφο των εκθέσεων του ανεξάρτητου ελεγκτή, ή, ανάλογα με την περίπτωση, του θεματοφύλακα, διατίθεται δωρεάν, κατόπιν αιτήσεως, στους μεριδιούχους τόσο του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ, όσο και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, καθώς και στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 43

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους απορροφώμενους και τους απορροφώντες ΟΣΕΚΑ να παρέχουν, ο καθένας στους μεριδιούχους του, ενδεδειγμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την προτεινόμενη συγχώνευση, ούτως ώστε οι μεριδιούχοι να είναι σε θέση να έχουν άποψη, έχοντας πλήρη γνώση του αντικτύπου της πρότασης στην επένδυσή τους.

2.   Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στους μεριδιούχους του απορροφώμενου και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ μόνον αφότου οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ επιτρέψουν την προτεινόμενη συγχώνευση, βάσει του άρθρου 39.

Παρέχονται τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την τελευταία ημερομηνία για την αίτηση εξαγοράς ή εξόφλησης, ή, όπου έχει εφαρμογή, μετατροπής χωρίς επιπλέον επιβάρυνση, δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 1.

3.   Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους μεριδιούχους του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ περιλαμβάνουν ενδεδειγμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την προτεινόμενη συγχώνευση, ούτως ώστε οι μεριδιούχοι να είναι σε θέση να λαμβάνουν απόφαση, έχοντας πλήρη γνώση του αντικτύπου της στην επένδυσή τους, και να ασκούν τα δικαιώματά τους βάσει των άρθρων 44 και 45.

Περιλαμβάνει τα εξής:

α)

το πλαίσιο και την αιτιολόγηση της προτεινόμενης συγχώνευσης·

β)

τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της προτεινόμενης συγχώνευσης στους μεριδιούχους, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των όποιων σημαντικών διαφορών όσον αφορά την επενδυτική πολιτική και στρατηγική, το κόστος, το αναμενόμενο αποτέλεσμα, την περιοδική υποβολή εκθέσεων, καθώς και την ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης ανά μερίδιο και, ανάλογα με την περίπτωση, σαφή προειδοποίηση των επενδυτών περί πιθανής αλλαγής της φορολογικής τους μεταχείρισης μετά τη συγχώνευση·

γ)

τα όποια ειδικά δικαιώματα έχουν οι μεριδιούχοι όσον αφορά την προτεινόμενη συγχώνευση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος να λαμβάνουν συμπληρωματικές πληροφορίες, του δικαιώματος να λαμβάνουν αντίγραφο της έκθεσης του ανεξάρτητου ελεγκτή ή του θεματοφύλακα, κατόπιν αιτήσεως, και του δικαιώματος να ζητούν την εξαγορά ή την εξόφληση, ή, όπου έχει εφαρμογή, τη μετατροπή των μεριδίων τους, χωρίς επιβάρυνση, όπως ορίζεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, και την τελευταία ημερομηνία άσκησης του δικαιώματος αυτού·

δ)

τις συναφείς διαδικαστικές πτυχές και την προγραμματισμένη ημερομηνία πραγματοποίησης της συγχώνευσης· και

ε)

αντίγραφο των βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, όπως αναφέρονται στο άρθρο 78.

4.   Εάν έχει γίνει κοινοποίηση στον απορροφώμενο ΟΣΕΚΑ ή στον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με το άρθρο 93, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 παρέχονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους υποδοχής του αντίστοιχου ΟΣΕΚΑ ή σε γλώσσα εγκεκριμένη από τις αρμόδιες αρχές τους. Ο ΟΣΕΚΑ που οφείλει να παράσχει τις πληροφορίες ευθύνεται για την προσκόμιση της μετάφρασης. Η μετάφραση αποδίδει πιστά το περιεχόμενο των πληροφοριών στο πρωτότυπο.

5.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία να καθορίζονται λεπτομερώς το περιεχόμενο, το μορφότυπο και ο τρόπος παροχής των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 44

Σε περίπτωση που, βάσει της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών, απαιτείται έγκριση των συγχωνεύσεων μεταξύ των ΟΣΕΚΑ από τους μεριδιούχους, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε για την έγκριση αυτή να μην απαιτείται περισσότερο από το 75 % των ψήφων των ψηφισάντων μεριδιούχων που είναι παρόντες ή εκπροσωπούνται στη γενική συνέλευση μεριδιούχων.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης απαρτίας, προβλεπόμενης στην εθνική νομοθεσία. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν αυστηρότερες διατάξεις ως προς το θέμα της απαρτίας για διασυνοριακές συγχωνεύσεις από ό,τι για τις εγχώριες ούτε αυστηρότερες διατάξεις ως προς το θέμα της απαρτίας για τις συγχωνεύσεις ΟΣΕΚΑ από ό,τι προβλέπεται για τις εταιρικές συγχωνεύσεις.

Άρθρο 45

1.   Η νομοθεσία των κρατών μελών προβλέπει ότι οι μεριδιούχοι τόσο του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ, όσο και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν, χωρίς περαιτέρω επιβάρυνση πέραν αυτής που παρακρατεί ο ΟΣΕΚΑ για την κάλυψη του κόστους αποεπένδυσης, την εξαγορά ή την εξόφληση των μεριδίων τους ή, εφόσον είναι δυνατόν, τη μετατροπή τους σε μερίδια άλλου ΟΣΕΚΑ με παρεμφερή επενδυτική πολιτική και τελούν υπό τη διαχείριση της ίδιας εταιρείας διαχείρισης ή από οιαδήποτε άλλη εταιρεία με την οποία η εταιρεία διαχείρισης συνδέεται με κοινή διαχείριση ή έλεγχο, ή ειδική συμμετοχή. Το δικαίωμα αυτό αρχίζει να ισχύει από τη στιγμή που οι μεριδιούχοι του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ και του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ ενημερώνονται σχετικά με την προτεινόμενη συγχώνευση σύμφωνα με το άρθρο 43 και παύει να ισχύει πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία υπολογισμού της σχέσης ανταλλαγής που αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, για τις συγχωνεύσεις μεταξύ ΟΣΕΚΑ, και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 84 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ζητούν ή να επιτρέπουν την προσωρινή αναστολή της εγγραφής, της εξαγοράς ή της εξόφλησης των μεριδίων, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αναστολή είναι δικαιολογημένη για την προστασία των μεριδιούχων.

ΤΜΗΜΑ 3

Δαπάνες και έναρξη ισχύος

Άρθρο 46

Εκτός από την περίπτωση που οι ΟΣΕΚΑ είναι εταιρεία επένδυσης, η οποία δεν έχει ορίσει εταιρεία διαχείρισης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι νομικές, συμβουλευτικές ή διοικητικές δαπάνες που συνδέονται με την προετοιμασία και την ολοκλήρωση της συγχώνευσης να μην επιβαρύνουν τον απορροφώμενο ΟΣΕΚΑ, τον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ ή τους μεριδιούχους τους.

Άρθρο 47

1.   Για τις εγχώριες συγχωνεύσεις, οι νομοθεσίες των κρατών μελών καθορίζουν την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται η συγχώνευση καθώς και την ημερομηνία υπολογισμού της σχέσης ανταλλαγής των μεριδίων του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ με μερίδια του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ και, αναλόγως με την περίπτωση, για τον καθορισμό της σχετικής καθαρής αξίας ενεργητικού για την καταβολή μετρητών.

Για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, οι ημερομηνίες αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ημερομηνίες αυτές έπονται της έγκρισης της συγχώνευσης από τους μεριδιούχους του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ ή του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ.

2.   Η έναρξη ισχύος της συγχώνευσης δημοσιοποιείται με κάθε ενδεδειγμένο μέσο, κατά τον τρόπο που προβλέπεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ, και κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του απορροφώντος και απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ.

3.   Η συγχώνευση που έχει πραγματοποιηθεί όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν δύναται να κηρυχθεί άκυρη.

Άρθρο 48

1.   Μια συγχώνευση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ) σημείο i) έχει τις κάτωθι συνέπειες:

α)

το ενεργητικό του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ μεταβιβάζεται στον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, στον θεματοφύλακα του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ·

β)

οι μεριδιούχοι του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ καθίστανται μεριδιούχοι του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, δικαιούνται την καταβολή χρηματικού ποσού που δεν υπερβαίνει το 10 % της καθαρής αξίας του ενεργητικού των μεριδίων τους στον απορροφώμενο ΟΣΕΚΑ· και

γ)

ο απορροφώμενος ΟΣΕΚΑ παύει να υπάρχει με την έναρξη ισχύος της συγχώνευσης.

2.   Μια συγχώνευση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ) σημείο ii) έχει τις κάτωθι συνέπειες:

α)

όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ μεταβιβάζονται στον νεοσύστατο απορροφώντα ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, στον θεματοφύλακα του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ·

β)

οι μεριδιούχοι του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ καθίστανται μεριδιούχοι του νεοσύστατου απορροφώντος ΟΣΕΚΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, δικαιούνται την καταβολή χρηματικού ποσού που δεν υπερβαίνει το 10 % της καθαρής αξίας του ενεργητικού των μεριδίων τους στον απορροφώμενο ΟΣΕΚΑ· και

γ)

ο απορροφώμενος ΟΣΕΚΑ παύει να υπάρχει με την έναρξη ισχύος της συγχώνευσης.

3.   Μια συγχώνευση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ) σημείο iii), έχει τις κάτωθι συνέπειες:

α)

το καθαρό ενεργητικό του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ μεταβιβάζεται στον απορροφώντα ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, στον θεματοφύλακα του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ·

β)

οι μεριδιούχοι του απορροφώμενου ΟΣΕΚΑ καθίστανται μεριδιούχοι του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ· και

γ)

ο απορροφώμενος ΟΣΕΚΑ συνεχίζει να υπάρχει μέχρις ότου εκπληρωθούν όλες οι υποχρεώσεις του.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν τη θέσπιση διαδικασίας σύμφωνα με την οποία η εταιρεία διαχείρισης του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ διαβεβαιώνει τον θεματοφύλακα του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ ότι έχει ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού και, ανάλογα με την περίπτωση, των στοιχείων παθητικού. Σε περίπτωση που ο απορροφών ΟΣΕΚΑ δεν έχει ορίσει εταιρεία διαχείρισης, παρέχει την εν λόγω διαβεβαίωση στον θεματοφύλακα του απορροφώντος ΟΣΕΚΑ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΟΣΕΚΑ

Άρθρο 49

Εάν ο ΟΣΕΚΑ περιλαμβάνει περισσότερα από ένα επενδυτικά τμήματα, κάθε τμήμα θεωρείται ξεχωριστός ΟΣΕΚΑ για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 50

1.   Οι επενδύσεις ενός ΟΣΕΚΑ περιλαμβάνουν μόνον ένα ή περισσότερα από τα εξής:

α)

κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς που γίνονται δεκτά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

β)

κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε κάποια άλλη ρυθμιζόμενη αγορά ενός κράτους μέλους, η οποία λειτουργεί κανονικά, είναι αναγνωρισμένη και ανοικτή στο κοινό·

γ)

κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς, εισηγμένα επίσημα σε χρηματιστήριο αξιών τρίτης χώρας ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε κάποια άλλη ρυθμιζόμενη αγορά τρίτης χώρας, η οποία λειτουργεί κανονικά, είναι αναγνωρισμένη και ανοικτή στο κοινό, εφόσον η επιλογή του χρηματιστηρίου ή της αγοράς έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές ή προβλέπεται από τον νόμο ή/και τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή από τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων·

δ)

νεοεκδιδόμενες κινητές αξίες, υπό τον όρο ότι:

i)

οι όροι έκδοσης περιλαμβάνουν την υποχρέωση υποβολής αίτησης για επίσημη εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή σε άλλη ρυθμιζόμενη αγορά, που λειτουργεί κανονικά, είναι αναγνωρισμένη και ανοικτή στο κοινό, εφόσον η επιλογή του χρηματιστηρίου ή της αγοράς έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές ή προβλέπεται από τον νόμο ή/και τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή από τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων, και

ii)

η εισαγωγή που αναφέρεται στο σημείο i) πραγματοποιείται εντός ενός έτους από την έκδοση·

ε)

μερίδια ΟΣΕΚΑ εγκεκριμένων βάσει της παρούσας οδηγίας ή άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), ανεξαρτήτως εάν είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος, εφόσον:

i)

οι εν λόγω άλλοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει νόμων που προβλέπουν ότι υπόκεινται σε εποπτεία την οποία οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής των ΟΣΕΚΑ θεωρούν ισοδύναμη με αυτήν που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία, και εφόσον η συνεργασία μεταξύ των αρχών διασφαλίζεται επαρκώς·

ii)

το επίπεδο προστασίας των μεριδιούχων των άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων είναι ισοδύναμο με το παρεχόμενο στους μεριδιούχους των ΟΣΕΚΑ, και ιδίως εφόσον οι κανόνες που αφορούν τον διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού, τις δανειοληπτικές και δανειοδοτικές πράξεις και τις ακάλυπτες πωλήσεις κινητών αξιών και μέσων χρηματαγοράς είναι ισοδύναμοι με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·

iii)

οι δραστηριότητες των άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων περιγράφονται σε εξαμηνιαίες και ετήσιες εκθέσεις, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και των πράξεων που έχουν διενεργηθεί κατά το χρονικό διάστημα που καλύπτει η έκθεση, και

iv)

ο ΟΣΕΚΑ ή ο άλλος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, του οποίου μελετάται η απόκτηση μεριδίων, δεν μπορεί να επενδύει, σύμφωνα με τον κανονισμό του ή τα καταστατικά του έγγραφα, ποσοστό μεγαλύτερο του 10 % του ενεργητικού του σε μερίδια άλλων ΟΣΕΚΑ ή οργανισμών συλλογικών επενδύσεων·

στ)

καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα αποδοτέες στους καταθέτες σε πρώτη ζήτηση ή υποκείμενες σε δικαίωμα απόσυρσης, οι οποίες καθίστανται ληξιπρόθεσμες εντός δώδεκα μηνών το πολύ, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα έχει την καταστατική του έδρα σε ένα κράτος μέλος ή, εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει την καταστατική έδρα του σε κάποια τρίτη χώρα, εφόσον το ίδρυμα υπόκειται σε καθεστώς προληπτικής εποπτείας το οποίο οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής των ΟΣΕΚΑ θεωρούν ισοδύναμο με αυτό που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο·

ζ)

παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των εξομοιούμενων με αυτά μέσων που διακανονίζονται σε μετρητά, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μια από τις ρυθμιζόμενες αγορές που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) ή χρηματοπιστωτικά παράγωγα μέσα που αποτελούν αντικείμενο εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών (εφεξής «εξωχρηματιστηριακά παράγωγα»), εφόσον:

i)

το υποκείμενο παράγωγο συνίσταται σε κάποιο από τα μέσα που εμπίπτουν στην παρούσα παράγραφο, σε χρηματοοικονομικούς δείκτες, επιτόκια, συναλλαγματικές ισοτιμίες ή νομίσματα, στα οποία ένας ΟΣΕΚΑ δύναται να επενδύει σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όπως αυτοί καθορίζονται στον κανονισμό κεφαλαίου ή στα καταστατικά του έγγραφα·

ii)

οι αντισυμβαλλόμενοι που μετέχουν σε πράξεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι ιδρύματα υποκείμενα σε προληπτική εποπτεία και ανήκουν στις κατηγορίες που έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής των ΟΣΕΚΑ, και

iii)

τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα υπόκεινται καθημερινώς σε αξιόπιστη και επαληθεύσιμη αποτίμηση και μπορούν να πωλούνται, να ρευστοποιούνται ή να ακυρώνονται με αντισταθμιστική πράξη ανά πάσα στιγμή και σε δίκαιη τιμή, ύστερα από πρωτοβουλία του ΟΣΕΚΑ· ή

η)

μέσα χρηματαγοράς, πλην των διαπραγματευσίμων σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα οποία εμπίπτουν στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιε), εφόσον η έκδοση ή ο εκδότης των μέσων αυτών υπόκειται σε ρυθμίσεις για την προστασία των επενδυτών και της αποταμίευσης, εφόσον τα μέσα αυτά:

i)

εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από μια κεντρική, περιφερειακή ή τοπική αρχή, από μια κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την Κοινότητα ή από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, από μια τρίτη χώρα ή, σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους, από ένα μέλος της ομοσπονδίας, ή από έναν δημόσιο διεθνή οργανισμό στον οποίο ανήκουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

ii)

εκδίδονται από μια επιχείρηση της οποίας οι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ)·

iii)

εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από οργανισμό υποκείμενο σε προληπτική εποπτεία, σύμφωνα με τα κριτήρια της κοινοτικής νομοθεσίας, ή από οργανισμό που υπόκειται σε και τηρεί κανόνες προληπτικής εποπτείας θεωρούμενους από τις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον εξίσου αυστηρούς με εκείνους του κοινοτικού δικαίου· ή

iv)

εκδίδονται από άλλους οργανισμούς που ανήκουν στις κατηγορίες που έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής των ΟΣΕΚΑ, εφόσον οι επενδύσεις στα μέσα αυτά υπόκεινται σε προστασία των επενδυτών ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στα σημεία i), ii) ή iii) και εφόσον ο εκδότης είναι εταιρεία της οποίας το κεφάλαιο και τα αποθεματικά ανέρχονται σε τουλάχιστον 10 000 000 ευρώ και υποβάλλει και δημοσιεύει τους ετήσιους λογαριασμούς της σύμφωνα με την τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζομένη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (14), είναι οντότητα που, εντός ενός ομίλου εταιρειών με μία ή περισσότερες εισηγμένες εταιρείες, έχει ως αποστολή τη χρηματοδότηση του ομίλου ή είναι οντότητα με σκοπό τη χρηματοδότηση μέσων τιτλοποίησης που επωφελούνται από τραπεζική πίστωση.

2.   Εντούτοις, ένας ΟΣΕΚΑ δεν μπορεί:

α)

να επενδύσει άνω του 10 % του ενεργητικού του σε άλλες κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς εκτός από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1· ή

β)

να αποκτά πολύτιμα μέταλλα ούτε παραστατικούς τίτλους αυτών.

Ένας ΟΣΕΚΑ μπορεί να κατέχει, δευτερευόντως, ρευστά διαθέσιμα.

3.   Μία εταιρεία επενδύσεων μπορεί να αποκτά τα κινητά ή ακίνητα πράγματα που είναι απαραίτητα για την άμεση άσκηση των δραστηριοτήτων της.

Άρθρο 51

1.   Η εταιρεία διαχείρισης ή επενδύσεων χρησιμοποιεί μια διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων που της επιτρέπει να ελέγχει και να μετρά ανά πάσα στιγμή τον κίνδυνο των θέσεών της και τη συμβολή τους στο γενικότερο προφίλ κινδύνου του χαρτοφυλακίου.

Χρησιμοποιεί μια διαδικασία που της επιτρέπει την ακριβή και αμερόληπτη αποτίμηση της αξίας των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Κοινοποιεί τακτικά στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της τους τύπους των παράγωγων μέσων, τους υποκείμενους κινδύνους, τα ποσοτικά όρια και τις επιλεγείσες μεθόδους εκτίμησης των κινδύνων από πράξεις σε παράγωγα μέσα, για κάθε ΟΣΕΚΑ που αυτή διαχειρίζεται.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους ΟΣΕΚΑ να χρησιμοποιούν τεχνικές και μέσα που συνδέονται με κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που καθορίζουν, εφόσον οι τεχνικές και τα μέσα χρησιμοποιούνται χάριν της αποτελεσματικής διαχείρισης του χαρτοφυλακίου.

Όταν οι πράξεις αυτές αφορούν τη χρησιμοποίηση παράγωγων μέσων, οι προϋποθέσεις και τα όρια πρέπει να είναι σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Οι πράξεις αυτές ουδέποτε επιτρέπεται να επιφέρουν παρέκκλιση του ΟΣΕΚΑ από τους επενδυτικούς του στόχους, όπως αυτοί ορίζονται στον κανονισμό, στα καταστατικά έγγραφα ή στο ενημερωτικό του δελτίο.

3.   Ο ΟΣΕΚΑ διασφαλίζει ότι ο συνολικός κίνδυνος στον οποίο εκτίθεται σε σχέση με τα παράγωγα μέσα δεν υπερβαίνει τη συνολική καθαρή αξία του χαρτοφυλακίου του.

Η έκθεση στον κίνδυνο υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα αξία των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού, τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τις μελλοντικές κινήσεις της αγοράς και τον διαθέσιμο χρόνο για τη ρευστοποίηση των θέσεων. Η διάταξη αυτή ισχύει και για το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο.

Ένας ΟΣΕΚΑ μπορεί να επενδύει, στα πλαίσια της επενδυτικής πολιτικής του και εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 5, σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, εφόσον ο κίνδυνος που διατρέχουν τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού δεν υπερβαίνει συνολικώς τα επενδυτικά όρια του άρθρου 52. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν ένας ΟΣΕΚΑ επενδύει σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που βασίζονται σε δείκτη, οι επενδύσεις αυτές δεν απαιτείται να συνδυάζονται για τους σκοπούς των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 52.

Όταν μια κινητή αξία ή ένα μέσο χρηματαγοράς ενσωματώνει ένα παράγωγο, το παράγωγο αυτό λαμβάνεται υπόψη κατά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει, έως την 1η Ιουλίου 2010, εκτελεστικά μέτρα, στα οποία να καθορίζονται τα εξής:

α)

κριτήρια για την αξιολόγηση της επάρκειας της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο·

β)

λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά την ακριβή και ανεξάρτητη αξιολόγηση της αξίας των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων· και

γ)

λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά το περιεχόμενο και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 52

1.   Ένας ΟΣΕΚΑ δεν μπορεί να επενδύει περισσότερο από:

α)

το 5 % του ενεργητικού του σε κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο οργανισμό· ή

β)

το 20 % του ενεργητικού του σε καταθέσεις στον ίδιο οργανισμό.

Ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου στον οποίο εκτίθεται ο ΟΣΕΚΑ κατά τη διενέργεια πράξης εξωχρηματιστηριακού παραγώγου δεν μπορεί να υπερβαίνει:

α)

το 10 % του ενεργητικού του, όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα μεταξύ αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο στ)· ή

β)

το 5 % του ενεργητικού του, στις λοιπές περιπτώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν το όριο του 5 % της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο, σε 10 % κατ’ ανώτατο όριο. Εάν ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συνολική αξία των κινητών αξιών και των μέσων χρηματαγοράς που κατέχει ο ΟΣΕΚΑ σε εκδότες, σε κάθε έναν από τους οποίους επενδύει άνω του 5 % του ενεργητικού του, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 40 % της αξίας του ενεργητικού του. Το όριο αυτό δεν ισχύει για τις καταθέσεις σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς υποκείμενους σε προληπτική εποπτεία και τις πράξεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που διενεργούνται με τους οργανισμούς αυτούς.

Παρά τα επιμέρους όρια που καθορίζονται στην παράγραφο 1, ένας ΟΣΕΚΑ δεν συνδυάζει, σε περίπτωση που ο συνδυασμός θα κατέληγε σε επένδυση ποσοστού άνω του 20 % του ενεργητικού του στον ίδιο οργανισμό, οποιοδήποτε από τα εξής:

α)

επενδύσεις σε κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς που έχουν εκδοθεί από τον εν λόγω οργανισμό·

β)

καταθέσεις στον εν λόγω οργανισμό· ή

γ)

κινδύνους από πράξεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που διενεργήθηκαν με τον εν λόγω οργανισμό.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν το όριο του 5 % της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο, σε 35 % κατ’ ανώτατο όριο, όταν οι κινητές αξίες ή τα μέσα χρηματαγοράς έχουν εκδοθεί ή είναι εγγυημένα από κράτος μέλος, από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ενός κράτους μέλους, από τρίτη χώρα ή από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν το όριο του 5 % της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο, σε 25 % κατ’ ανώτατο όριο, στην περίπτωση ομολογιών, που έχουν εκδοθεί από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος και υπόκειται εκ του νόμου σε ειδική δημόσια εποπτεία για την προστασία των ομολογιούχων. Συγκεκριμένα, τα ποσά που προκύπτουν από την έκδοση αυτών των ομολογιών επενδύονται σύμφωνα με τον νόμο περί στοιχείων ενεργητικού, τα οποία, καθ’ όλο το διάστημα ισχύος των ομολογιών, είναι σε θέση να καλύψουν τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις ομολογίες και τα οποία, σε περίπτωση χρεωκοπίας του εκδότη, θα χρησιμοποιηθούν κατά προτεραιότητα για την εξόφληση του αρχικού κεφαλαίου και την καταβολή των δεδουλευμένων τόκων.

Όταν ένας ΟΣΕΚΑ επενδύει άνω του 5 % του ενεργητικού του στις ομολογίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και οι οποίες έχουν εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη, η συνολική αξία αυτών των επενδύσεων δεν υπερβαίνει το 80 % της αξίας του ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ.

Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τον κατάλογο των κατηγοριών ομολογιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και των κατηγοριών εκδοτών οι οποίοι, σύμφωνα με τους νόμους και τα καθεστώτα ελέγχου που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο, είναι εξουσιοδοτημένοι να εκδίδουν ομολογίες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του παρόντος άρθρου. Στους καταλόγους αυτούς επισυνάπτεται σημείωμα που διευκρινίζει το καθεστώς των παρεχόμενων εγγυήσεων. Η Επιτροπή διαβιβάζει αμέσως τις πληροφορίες αυτές στα άλλα κράτη μέλη, μαζί με τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τις οποίες κρίνει ενδεδειγμένες, και δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές. Οι γνωστοποιήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγής απόψεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών του άρθρου 112 παράγραφος 1.

5.   Οι κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς των παραγράφων 3 και 4, δεν λαμβάνονται υπόψη στην εφαρμογή του ορίου του 40 % που προβλέπεται στην παράγραφο 2.

Τα όρια των παραγράφων 1 έως 4 δεν σωρεύονται και, κατά συνέπεια, οι επενδύσεις σε κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο οργανισμό, ή οι επενδύσεις σε καταθέσεις ή παράγωγα μέσα στον εν λόγω οργανισμό, που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4, δεν υπερβαίνουν συνολικά το 35 % του ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ.

Οι εταιρείες που συμπεριλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο για τους σκοπούς των ενοποιημένων λογαριασμών, όπως ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 83/349/ΕΟΚ ή από τους διεθνώς αναγνωρισμένους λογιστικούς κανόνες, θεωρούνται ως ενιαίος οργανισμός για τον υπολογισμό των ορίων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη σώρευση επενδύσεων σε κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς στον ίδιο όμιλο μέχρι ποσοστού 20 %.

Άρθρο 53

1.   Με την επιφύλαξη των ορίων του άρθρου 56, τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν τα όρια του άρθρου 52 σε 20 % κατ’ ανώτατο όριο, για τις επενδύσεις σε μετοχές ή ομολογίες που εκδίδονται από τον ίδιο οργανισμό, εφόσον, σύμφωνα με τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα, η επενδυτική πολιτική του ΟΣΕΚΑ συνίσταται στην αναπαραγωγή της σύνθεσης δεδομένου χρηματιστηριακού δείκτη μετοχών ή ομολογιών, τον οποίο αναγνωρίζουν οι αρμόδιες αρχές με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η σύνθεση του δείκτη είναι επαρκώς διαφοροποιημένη·

β)

ο δείκτης αποτελεί έναν κατάλληλο δείκτη αναφοράς της οικείας αγοράς· και

γ)

ο δείκτης δημοσιεύεται καταλλήλως.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν το όριο της παραγράφου 1 σε 35 % κατ’ ανώτατο όριο εφόσον αυτό δικαιολογείται από εξαιρετικές συνθήκες της αγοράς, ιδίως στις ελεγχόμενες αγορές στις οποίες ορισμένες κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς κυριαρχούν ευρέως. Η επένδυση μέχρι αυτό το μέγιστο όριο επιτρέπεται μόνον για έναν εκδότη.

Άρθρο 54

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 52, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους ΟΣΕΚΑ να επενδύουν, βάσει της αρχής της κατανομής των κινδύνων, μέχρι ποσοστό 100 % του ενεργητικού τους σε διάφορες εκδόσεις κινητών αξιών και μέσων χρηματαγοράς, εκδιδόμενες ή εγγυημένες από κράτος μέλος, εάν ή περισσότερους από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης του κράτους αυτού, από τρίτη χώρα ή από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ επιτρέπουν την παρέκκλιση αυτή, μόνον εφόσον θεωρούν ότι στους μεριδιούχους του ΟΣΕΚΑ παρέχεται προστασία ανάλογη με την παρεχόμενη στους μεριδιούχους ενός ΟΣΕΚΑ ο οποίος τηρεί τους περιορισμούς του άρθρου 52.

Οι ΟΣΕΚΑ αυτοί κατέχουν αξίες που ανήκουν τουλάχιστον σε έξι διαφορετικές εκδόσεις, χωρίς οι αξίες που ανήκουν στην αυτή έκδοση να υπερβαίνουν το 30 % του συνολικού ύψους των στοιχείων του ενεργητικού τους.

2.   Οι ΟΣΕΚΑ που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αναφέρουν ρητά, στον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή στα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων, τα κράτη μέλη από έναν ή περισσότερους από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή έναν δημόσιο διεθνή οργανισμό που εκδίδει ή εγγυάται τις αξίες στις οποίες προτίθενται να επενδύσουν άνω του 35 % του ενεργητικού τους.

Ο κανονισμός κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές.

3.   Οι ΟΣΕΚΑ που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβάνουν, στα ενημερωτικά δελτία και στις διαφημιστικές ανακοινώσεις τους, μια φράση, σε εμφανή θέση, η οποία θα επισύρει την προσοχή στην άδεια αυτή και θα αναφέρει τα κράτη μέλη, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στις αξίες των οποίων προτίθενται να επενδύσουν ή έχουν επενδύσει άνω του 35 % του ενεργητικού τους.

Άρθρο 55

1.   Ένας ΟΣΕΚΑ μπορεί να αποκτά μερίδια ΟΣΕΚΑ ή άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο ε), εφόσον δεν επενδύει περισσότερο από το 10 % των στοιχείων ενεργητικού του σε μερίδια του ίδιου ΟΣΕΚΑ ή άλλου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων. Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν το όριο αυτό σε 20 % κατ’ ανώτατο όριο.

2.   Το άθροισμα των επενδύσεων σε μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων πλην των ΟΣΕΚΑ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει συνολικώς το 30 % του ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι, όταν ένας ΟΣΕΚΑ έχει αποκτήσει μερίδια άλλου ΟΣΕΚΑ ή οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα στοιχεία του ενεργητικού των εν λόγω ΟΣΕΚΑ ή των άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων δεν απαιτείται να συνδυάζονται για τους σκοπούς των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 52.

3.   Όταν ένας ΟΣΕΚΑ επενδύει σε μερίδια άλλων ΟΣΕΚΑ ή οργανισμών συλλογικών επενδύσεων τους οποίους διαχειρίζεται, απευθείας ή κατ’ εξουσιοδότηση, η ίδια εταιρεία διαχείρισης ή κάθε άλλη εταιρεία με την οποία η εταιρεία διαχείρισης συνδέεται στο πλαίσιο κοινής διαχείρισης ή κοινού ελέγχου, ή ειδικής συμμετοχής, η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης ή η άλλη εταιρεία δεν μπορεί να καταλογίζει προμήθειες διάθεσης ή εξαγοράς για τις επενδύσεις του ΟΣΕΚΑ σε μερίδια αυτών των άλλων ΟΣΕΚΑ ή οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.

Ένας ΟΣΕΚΑ που επενδύει σημαντικό μέρος του ενεργητικού του σε άλλους ΟΣΕΚΑ ή οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων αναφέρει, στο ενημερωτικό δελτίο του, το ανώτατο επίπεδο των προμηθειών διαχείρισης που ενδέχεται να βαρύνουν τόσο τον ίδιο τον ΟΣΕΚΑ όσο και τους άλλους ΟΣΕΚΑ ή οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων στους οποίους προτίθεται να επενδύσει. Επισημαίνει, στην ετήσια έκθεσή του, τη μέγιστη αναλογία προμηθειών διαχείρισης που έχουν καταλογιστεί τόσο στον ίδιο τον ΟΣΕΚΑ όσο και στους ΟΣΕΚΑ ή οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων στους οποίους επενδύει.

Άρθρο 56

1.   Μια εταιρεία επενδύσεων ή μια εταιρεία διαχείρισης, για το σύνολο των αμοιβαίων κεφαλαίων που διαχειρίζεται και τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δεν αποκτά μετοχές που έχουν δικαίωμα ψήφου και οι οποίες της επιτρέπουν να ασκεί σημαντική επιρροή στη διαχείριση ενός εκδότη.

Μέχρι έναν μεταγενέστερο συντονισμό, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους ισχύοντες κανόνες του δικαίου άλλων κρατών μελών οι οποίοι ορίζουν την αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

2.   Ένας ΟΣΕΚΑ δεν μπορεί να αποκτήσει πλέον του:

α)

10 % των μετοχών χωρίς δικαίωμα ψήφου του αυτού εκδότη·

β)

10 % των ομολογιών του αυτού εκδότη·

γ)

25 % των μεριδίων ενός και του αυτού ΟΣΕΚΑ ή άλλου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)· ή

δ)

10 % των μέσων χρηματαγοράς ενός και του αυτού εκδότη.

Τα όρια που προβλέπονται στα στοιχεία β), γ) και δ) μπορούν να μην τηρούνται κατά την απόκτηση, εάν τη στιγμή εκείνη δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί η ακαθάριστη αξία των ομολογιών ή των μέσων χρηματαγοράς, ή η καθαρή αξία των εκδοθέντων τίτλων.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 1 και 2 όσον αφορά:

α)

τις κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς που εκδίδει ή εγγυάται κράτος μέλος ή οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησής του·

β)

τις κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς που εκδίδει ή εγγυάται τρίτη χώρα·

γ)

τις κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς που εκδίδουν δημόσιοι διεθνείς οργανισμοί στους οποίους συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

δ)

τις μετοχές που κατέχει ένας ΟΣΕΚΑ στο κεφάλαιο εταιρείας τρίτης χώρας, η οποία επενδύει το ενεργητικό της κυρίως σε τίτλους εκδοτών που έχουν την καταστατική έδρα τους στη χώρα αυτή, εφόσον, δυνάμει της νομοθεσίας της εν λόγω χώρας, η συμμετοχή αυτή αποτελεί για τον ΟΣΕΚΑ τη μόνη δυνατότητα επένδυσης σε τίτλους εκδοτών αυτής της χώρας· ή

ε)

τις μετοχές που κατέχουν μία ή περισσότερες εταιρείες επενδύσεων στο κεφάλαιο θυγατρικών εταιρειών που ασκούν, αποκλειστικά προς όφελός της/τους, ορισμένες δραστηριότητες διαχείρισης, παροχής συμβουλών ή εμπορίας στη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική, όσον αφορά την εξαγορά μεριδίων κατόπιν αιτήσεως των μεριδιούχων.

Η παρέκκλιση που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται μόνον υπό τον όρο να τηρεί η εταιρεία της τρίτης χώρας, κατά την επενδυτική πολιτική της, τα όρια που καθιερώνονται στα άρθρα 52 και 55 και στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που προβλέπονται στα άρθρα 52 και 55, εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, το άρθρο 57.

Άρθρο 57

1.   Οι ΟΣΕΚΑ δεν οφείλουν να τηρούν τα όρια που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, όταν ασκούν δικαιώματα εγγραφής που συνδέονται με κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς που ανήκουν στο ενεργητικό τους.

Τα κράτη μέλη, παράλληλα με τη μέριμνά τους για την τήρηση της αρχής της κατανομής των κινδύνων, μπορούν να επιτρέπουν στους νεοϊδρυθέντες ΟΣΕΚΑ να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 52 έως 55, για χρονικό διάστημα έξι μηνών από την ημερομηνία της άδειας λειτουργίας τους.

2.   Εάν ο ΟΣΕΚΑ υπερβεί τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του ή έπειτα από την άσκηση δικαιωμάτων εγγραφής, πρωταρχικός σκοπός του στις πράξεις πώλησης στις οποίες προβαίνει είναι η τακτοποίηση της κατάστασης αυτής, με γνώμονα το συμφέρον των μεριδιούχων του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΔΟΜΕΣ ΚΥΡΙΟΥ-ΤΡΟΦΟΔΟΤΙΚΟΥ

ΤΜΗΜΑ 1

Πεδίο εφαρμογής και έγκριση

Άρθρο 58

1.   Τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ είναι ένας ΟΣΕΚΑ ή ένα επενδυτικό τμήμα του, το οποίο έχει λάβει έγκριση να επενδύσει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α), τα άρθρα 50, 52 και 55 και το άρθρο 56 παράγραφος 2 στοιχείο γ), τουλάχιστον 85 % του ενεργητικού του σε μερίδια άλλου ΟΣΕΚΑ ή επενδυτικού τμήματός του (του κύριου ΟΣΕΚΑ)·

2.   Ένας τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ μπορεί να κατέχει μέχρι 15 % των στοιχείων του ενεργητικού του σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

δευτερεύοντα ρευστά διαθέσιμα, σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο·

β)

παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, που χρησιμοποιούνται μόνο για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων, σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και το άρθρο 51 παράγραφοι 2 και 3·

γ)

κινητά και ακίνητα πράγματα που είναι απαραίτητα για την άμεση άσκηση των δραστηριοτήτων, εάν ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ είναι εταιρεία επενδύσεων.

Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης προς το άρθρο 51 παράγραφος 3, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ υπολογίζει τη συνολική έκθεσή του όσον αφορά παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, συνδυάζοντας την άμεση έκθεσή του σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου με:

α)

είτε την πραγματική έκθεση κύριου ΟΣΕΚΑ στα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα κατ’ αναλογία της επένδυσης του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ στον κύριο ΟΣΕΚΑ· είτε

β)

την εν δυνάμει μέγιστη συνολική έκθεση του κύριου ΟΣΕΚΑ στα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που προβλέπονται στον κανονισμό ή την πράξη σύστασης, κατ’ αναλογία της επένδυσης του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ στον κύριο ΟΣΕΚΑ.

3.   Κύριος ΟΣΕΚΑ είναι ένας ΟΣΕΚΑ ή επενδυτικό τμήμα του, ο οποίος:

α)

έχει μεταξύ των μεριδιούχων του τουλάχιστον έναν τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ·

β)

δεν είναι ο ίδιος τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ· και

γ)

δεν κατέχει μερίδια τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ.

4.   Ισχύουν οι ακόλουθες παρεκκλίσεις για έναν κύριο ΟΣΕΚΑ:

α)

εάν ένας κύριος ΟΣΕΚΑ έχει τουλάχιστον δύο τροφοδοτικούς ΟΣΕΚΑ ως μεριδιούχους, το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) και το άρθρο 3 στοιχείο β) δεν έχουν εφαρμογή, επομένως ο κύριος ΟΣΕΚΑ έχει την επιλογή να συγκεντρώνει, αν θέλει, κεφάλαια από άλλους επενδυτές·

β)

Εάν ένας κύριος ΟΣΕΚΑ δεν συγκεντρώνει κεφάλαια από το κοινό σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο όπου είναι εγκατεστημένος, αλλά έχει μόνον έναν ή περισσότερους τροφοδοτικούς ΟΣΕΚΑ στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, δεν εφαρμόζεται το κεφάλαιο XI, ούτε το άρθρο 108 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Άρθρο 59

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η επένδυση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σε έναν συγκεκριμένο κύριο ΟΣΕΚΑ που υπερβαίνει το όριο το οποίο εφαρμόζεται με βάση το άρθρο 55 παράγραφος 1 όσον αφορά επενδύσεις σε άλλους ΟΣΕΚΑ να υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ.

2.   Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ ενημερώνεται, εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την υποβολή του πλήρους φακέλου, αν οι αρμόδιες αρχές ενέκριναν την επένδυση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ στον κύριο ΟΣΕΚΑ.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ χορηγούν έγκριση, εάν ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ, ο θεματοφύλακάς του και ο ελεγκτής του, καθώς και ο κύριος ΟΣΕΚΑ, πληρούν όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου. Για τον σκοπό αυτό, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ·

β)

το ενημερωτικό δελτίο και τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, που αναφέρονται στο άρθρο 78, του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ·

γ)

τη συμφωνία μεταξύ του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ ή την εσωτερική υιοθέτηση επιχειρηματικών κανόνων, που αναφέρεται στο άρθρο 60 παράγραφος 1·

δ)

ανάλογα με την περίπτωση, τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους μεριδιούχους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 64 παράγραφος 1·

ε)

αν ο κύριος ΟΣΕΚΑ και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ έχουν διαφορετικούς θεματοφύλακες, τη συμφωνία αμοιβαίας ενημέρωσης, που αναφέρεται στο άρθρο 61 παράγραφος 1, μεταξύ των αντιστοίχων θεματοφυλάκων τους· και

στ)

αν ο κύριος ΟΣΕΚΑ και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ έχουν διαφορετικούς ελεγκτές, τη συμφωνία αμοιβαίας ενημέρωσης, που αναφέρεται στο άρθρο 62 παράγραφος 1, μεταξύ των αντιστοίχων ελεγκτών τους.

Στην περίπτωση που ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του κύριου ΟΣΕΚΑ, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ υποβάλλει επίσης βεβαίωση των αρμόδιων αρχών του κύριου ΟΣΕΚΑ ότι ο κύριος ΟΣΕΚΑ αποτελεί ΟΣΕΚΑ ή επενδυτικό τμήμα ΟΣΕΚΑ που πληροί τις προϋποθέσεις των στοιχείων β) και γ) του άρθρου 58 παράγραφος 3. Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ υποβάλλει τα έγγραφα στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ, ή σε γλώσσα εγκεκριμένη από τις αρμόδιες αρχές του.

ΤΜΗΜΑ 2

Κοινές διατάξεις για τροφοδοτικούς ΟΣΕΚΑ και κύριους ΟΣΕΚΑ

Άρθρο 60

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον κύριο ΟΣΕΚΑ να χορηγήσει στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου ο τελευταίος να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Για τον σκοπό αυτό, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ συνάπτει συμφωνία με τον κύριο ΟΣΕΚΑ.

Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ δεν επενδύει καθ’ υπέρβαση των ορίων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 1 σε μερίδια του εν λόγω κύριου ΟΣΕΚΑ, μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ η συμφωνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Η συμφωνία αυτή πρέπει να διατίθεται σε όλους τους μεριδιούχους ατελώς κατόπιν αιτήματός τους.

Σε περίπτωση που τη διαχείριση τόσο του κύριου όσο και του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ ασκεί η ίδια εταιρεία διαχείρισης, η συμφωνία μπορεί να αντικαθίσταται από εσωτερική υιοθέτηση επιχειρηματικών κανόνων, οι οποίοι διασφαλίζουν συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.

2.   Ο κύριος ΟΣΕΚΑ και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ λαμβάνουν ενδεδειγμένα μέτρα, προκειμένου να συντονίζουν τον χρονισμό του υπολογισμού της καθαρής αξίας ενεργητικού τους και της δημοσίευσης, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο αγοραίος χρονισμός των μεριδίων τους και να αποτρέπονται δυνατότητες αρμπιτράζ.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 84, εάν ένας κύριος ΟΣΕΚΑ αναστείλει προσωρινά την εξαγορά, την εξόφληση ή την εγγραφή των μεριδίων του, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος των αρμοδίων αρχών, κάθε τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ αυτού του κύριου ΟΣΕΚΑ δικαιούται να αναστέλλει την εξαγορά, την εξόφληση ή την εγγραφή των μεριδίων του, παρά τους όρους του άρθρου 84 παράγραφος 2, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα όπως ο κύριος ΟΣΕΚΑ.

4.   Εάν ρευστοποιηθεί ο κύριος ΟΣΕΚΑ, ρευστοποιείται επίσης και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του εγκρίνουν:

α)

την επένδυση τουλάχιστον του 85 % του ενεργητικού του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σε μερίδια άλλου κύριου ΟΣΕΚΑ· ή

β)

την τροποποίηση του κανονισμού του κεφαλαίου του αμοιβαίου κεφαλαίου του ή των καταστατικών του εγγράφων, ώστε να μπορέσει ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ να μετατραπεί σε ΟΣΕΚΑ που δεν είναι τροφοδοτικός.

Με την επιφύλαξη των ειδικών εθνικών διατάξεων σχετικά με την υποχρεωτική ρευστοποίηση, ένας κύριος ΟΣΕΚΑ ρευστοποιείται μετά πάροδο τουλάχιστον τριών μηνών, αφότου ο κύριος ΟΣΕΚΑ ενημέρωσε όλους τους μεριδιούχους του και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής των εν λόγω τροφοδοτικών ΟΣΕΚΑ σχετικά με τη δεσμευτική απόφαση ρευστοποίησης.

5.   Εάν ένας κύριος ΟΣΕΚΑ συγχωνευθεί με άλλον ΟΣΕΚΑ ή διασπασθεί σε δύο ή περισσότερους ΟΣΕΚΑ, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ ρευστοποιείται, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ εγκρίνουν ότι ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ:

α)

εξακολουθεί να είναι τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ του κύριου ΟΣΕΚΑ ή άλλου ΟΣΕΚΑ που προέρχεται από τη συγχώνευση ή τη διάσπαση του κύριου ΟΣΕΚΑ· ή

β)

επενδύσει τουλάχιστον το 85 % του ενεργητικού του σε μερίδια άλλου κύριου ΟΣΕΚΑ που δεν προέρχεται από τη συγχώνευση ή τη διάσπαση· ή

γ)

τροποποιήσει τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου του ή τα καταστατικά του έγγραφα, ώστε να μετατραπεί σε ΟΣΕΚΑ που δεν είναι τροφοδοτικός.

Η συγχώνευση ή η διάσπαση ενός κύριου ΟΣΕΚΑ τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον ο κύριος ΟΣΕΚΑ έχει παράσχει σε όλους τους μεριδιούχους και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής των τροφοδοτικών του ΟΣΕΚΑ τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 43, ή πληροφορίες συγκρίσιμες με αυτές, το αργότερο 60 ημέρες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία πραγματοποίησής της.

Εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ έχουν χορηγήσει έγκριση δυνάμει του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), ο κύριος ΟΣΕΚΑ επιτρέπει στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ να εξαγοράζει ή εξοφλεί όλα τα μερίδια του κύριου ΟΣΕΚΑ, πριν τεθεί σε ισχύ η συγχώνευση ή η διάσπαση του κύριου ΟΣΕΚΑ.

6.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία να καθορίζονται:

α)

το περιεχόμενο της συμφωνίας ή των εσωτερικών επιχειρηματικών κανόνων που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

ποια από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ενδεδειγμένα· και

γ)

οι διαδικασίες για τις απαιτούμενες εγκρίσεις, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, σε περίπτωση ρευστοποίησης, συγχώνευσης ή διάσπασης ενός κύριου ΟΣΕΚΑ.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 3

Θεματοφύλακες και ελεγκτές

Άρθρο 61

1.   Εάν ο κύριος ΟΣΕΚΑ και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ έχουν διαφορετικούς θεματοφύλακες, τα κράτη μέλη απαιτούν από τους εν λόγω θεματοφύλακες να συνάψουν συμφωνία αμοιβαίας ενημέρωσης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εκπλήρωση των καθηκόντων και των δύο θεματοφυλάκων.

Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ δεν επενδύει σε μερίδια του κύριου ΟΣΕΚΑ, μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ η εν λόγω συμφωνία.

Στο πλαίσιο της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου, ούτε ο θεματοφύλακας του κύριου ΟΣΕΚΑ ούτε ο θεματοφύλακας του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ παραβαίνουν κανόνες που περιορίζουν την αποκάλυψη πληροφοριών ή που συνδέονται με την προστασία δεδομένων, εφόσον αυτοί οι κανόνες προβλέπονται συμβατικά ή με άλλη νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη. Η συμμόρφωση αυτή δεν γεννά οιουδήποτε είδους αστική ευθύνη για τους ανωτέρω θεματοφύλακες ή οιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματός τους.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, την εταιρεία διαχείρισης του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ, να αναλάβει τη διαβίβαση στον θεματοφύλακα του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με τον κύριο ΟΣΕΚΑ, η οποία απαιτείται για την πλήρη επιτέλεση των καθηκόντων του θεματοφύλακα του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ.

2.   Ο θεματοφύλακας του κύριου ΟΣΕΚΑ ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του κύριου ΟΣΕΚΑ, τον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, την εταιρεία διαχείρισης και τον θεματοφύλακα του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σχετικά με τις όποιες παρατυπίες επισημαίνει όσον αφορά τον κύριο ΟΣΕΚΑ, που κρίνει ότι έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ.

3.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία να καθορίζονται περαιτέρω τα εξής:

α)

τα στοιχεία που χρειάζεται να περιλαμβάνονται στη συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1· και

β)

τα είδη των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 παρατυπιών που θεωρείται ότι έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 62

1.   Εάν ο κύριος ΟΣΕΚΑ και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ έχουν διαφορετικούς ελεγκτές, τα κράτη μέλη απαιτούν από τους εν λόγω ελεγκτές να συνάψουν συμφωνία αμοιβαίας ενημέρωσης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εκπλήρωση των καθηκόντων και των δύο ελεγκτών, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων που έχουν θεσπισθεί για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 2.

Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ δεν επενδύει σε μερίδια του κύριου ΟΣΕΚΑ, μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ η εν λόγω συμφωνία.

2.   Στην έκθεση ελέγχου του, ο ελεγκτής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ λαμβάνει υπόψη την έκθεση ελέγχου του κύριου ΟΣΕΚΑ. Αν ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ και ο κύριος ΟΣΕΚΑ έχουν διαφορετικό λογιστικό έτος, ο ελεγκτής του κύριου ΟΣΕΚΑ συντάσσει ειδική έκθεση την ημερομηνία που κλείνουν οι λογαριασμοί του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ.

Ο ελεγκτής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ αναφέρει, ιδίως, στην έκθεσή του τυχόν παρατυπίες που εντοπίστηκαν στην έκθεση ελέγχου του κύριου ΟΣΕΚΑ, καθώς και τον αντίκτυπό τους στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ.

3.   Στο πλαίσιο της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου, ούτε ο ελεγκτής του κύριου ΟΣΕΚΑ ούτε ο ελεγκτής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ παραβαίνουν κανόνες που περιορίζουν την αποκάλυψη πληροφοριών ή που συνδέονται με την προστασία δεδομένων, εφόσον αυτοί οι κανόνες προβλέπονται συμβατικά ή με άλλη νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη. Η συμμόρφωση αυτή δεν γεννά οιουδήποτε είδους αστική ευθύνη για τους ανωτέρω ελεγκτές ή οιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματός τους.

4.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία να καθορίζεται το περιεχόμενο της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 4

Υποχρεωτικές πληροφορίες και διαφημιστικές ανακοινώσεις από τον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ

Άρθρο 63

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν να περιέχει το ενημερωτικό δελτίο του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ, επιπλέον των πληροφοριών που προβλέπονται στο παράρτημα Ι σχέδιο Α, και τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

δήλωση ότι ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ είναι τροφοδοτικός συγκεκριμένου κύριου ΟΣΕΚΑ και, με αυτή την ιδιότητα, επενδύει διαρκώς ποσοστό 85 % ή περισσότερο του ενεργητικού του σε μερίδια του εν λόγω κύριου ΟΣΕΚΑ·

β)

επενδυτικός στόχος και επενδυτική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων του βαθμού κινδύνου και του κατά πόσο η απόδοση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ είναι ταυτόσημοι ή σε ποιον βαθμό και για ποιους λόγους διαφέρουν συμπεριλαμβανομένης επίσης της περιγραφής της επένδυσης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2·

γ)

σύντομη περιγραφή του κύριου ΟΣΕΚΑ, της οργάνωσής του, του επενδυτικού στόχου και της επενδυτικής πολιτικής του, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού κινδύνου και της ένδειξης για το πώς μπορεί να αποκτηθεί το ενημερωμένο ενημερωτικό δελτίο του κύριου ΟΣΕΚΑ·

δ)

σύνοψη της συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ, ή των επιχειρησιακών κανόνων βάσει του άρθρου 60 παράγραφος 1·

ε)

με ποιον τρόπο μπορούν οι μεριδιούχοι να λάβουν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον κύριο ΟΣΕΚΑ και τη συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ, βάσει του άρθρου 60 παράγραφος 1·

στ)

περιγραφή κάθε αμοιβής ή επιστροφής εξόδων που οφείλει ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ, λόγω της επένδυσής του σε μερίδια του κύριου ΟΣΕΚΑ, καθώς και των συνολικών επιβαρύνσεων του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ· και

ζ)

περιγραφή των φορολογικών επιπτώσεων, για τον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ, από την επένδυση στον κύριο ΟΣΕΚΑ.

2.   Επιπλέον των πληροφοριών που προβλέπονται στο παράρτημα Ι σχέδιο Β, στην ετήσια έκθεση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ δηλώνονται οι συνολικές επιβαρύνσεις του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ και του κύριου ΟΣΕΚΑ.

Η ετήσια και η εξαμηνιαία έκθεση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ αναφέρουν πού διατίθεται η ετήσια και η εξαμηνιαία έκθεση του κύριου ΟΣΕΚΑ.

3.   Επιπλέον των απαιτήσεων των άρθρων 74 και 82, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ αποστέλλει το ενημερωτικό δελτίο, τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, που αναφέρονται στο άρθρο 78, και κάθε τροποποίησή τους, καθώς και την ετήσια και την εξαμηνιαία έκθεση του κύριου ΟΣΕΚΑ, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του.

4.   Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ αναφέρει σε κάθε σχετική διαφημιστική ανακοίνωση ότι επενδύει διαρκώς ποσοστό 85 % ή περισσότερο του ενεργητικού του σε μερίδια του συγκεκριμένου κύριου ΟΣΕΚΑ.

5.   Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ διανέμει ατελώς, στους επενδυτές που τα ζητούν, αντίτυπα του ενημερωτικού φυλλαδίου, της ετήσιας έκθεσης και της εξαμηνιαίας έκθεσης του κύριου ΟΣΕΚΑ.

ΤΜΗΜΑ 5

Μετατροπή υφιστάμενων ΟΣΕΚΑ σε τροφοδοτικούς ΟΣΕΚΑ και αλλαγή κύριου ΟΣΕΚΑ

Άρθρο 64

1.   Εάν ένας τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ ήδη ασκεί δραστηριότητες ως ΟΣΕΚΑ, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ για διαφορετικό κύριο ΟΣΕΚΑ, τα κράτη μέλη απαιτούν από αυτόν τον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ να παράσχει σε όλους τους μεριδιούχους του τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

δήλωση ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ ενέκριναν την επένδυση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σε μερίδια αυτού του κύριου ΟΣΕΚΑ·

β)

τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, που αναφέρονται στο άρθρο 78, του τροφοδοτικού και του κύριου ΟΣΕΚΑ·

γ)

την ημερομηνία από την οποία ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ πρόκειται να αρχίσει να επενδύει στον κύριο ΟΣΕΚΑ ή, αν έχει ήδη επενδύσει στον κύριο ΟΣΕΚΑ, την ημερομηνία κατά την οποία η επένδυσή του θα υπερβεί το όριο που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 1· και

δ)

δήλωση ότι οι μεριδιούχοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν μέσα σε προθεσμία 30 ημερών την εξαγορά ή την εξόφληση των μεριδίων τους, χωρίς άλλη χρέωση εκτός από τα τέλη που παρακρατεί ο ΟΣΕΚΑ για την κάλυψη του κόστους αποεπένδυσης, το δικαίωμα αυτό αρχίζει να ισχύει από τη στιγμή που ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ έχει παράσχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.

Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ).

2.   Εάν έχει γίνει κοινοποίηση στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με το άρθρο 93, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους υποδοχής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ ή σε γλώσσα εγκεκριμένη από τις αρμόδιες αρχές του. Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ ευθύνεται να προσκομίσει τη μετάφραση. Η μετάφραση αποδίδει πιστά το περιεχόμενο του πρωτοτύπου.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ να μην επενδύει στα μερίδια του συγκεκριμένου κύριου ΟΣΕΚΑ πέρα από το όριο που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 1, πριν λήξει η περίοδος τριάντα ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

4.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία να καθορίζονται:

α)

το μορφότυπο και ο τρόπος παροχής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1· ή

β)

εάν ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ μεταβιβάζει το σύνολο ή μέρη του ενεργητικού του στον κύριο ΟΣΕΚΑ με αντάλλαγμα μερίδια, η διαδικασία για την αποτίμηση και τον έλεγχο αυτής της εισφοράς σε είδος, και ο ρόλος του θεματοφύλακα του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σε αυτή τη διαδικασία.

Τα μέτρα αυτά, που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 6

Υποχρεώσεις και αρμόδιες αρχές

Άρθρο 65

1.   Ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ παρακολουθεί αποτελεσματικά τη δραστηριότητα του κύριου ΟΣΕΚΑ. Για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ μπορεί να βασίζεται σε πληροφορίες και έγγραφα που λαμβάνουν από τον κύριο ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, την εταιρεία διαχείρισης, τον θεματοφύλακα και τον ελεγκτή του, εκτός εάν συντρέχει λόγος να αμφιβάλλουν για την ακρίβειά τους.

2.   Σε περίπτωση που, σε σχέση με επένδυση στα μερίδια του κύριου ΟΣΕΚΑ, ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ, η εταιρεία διαχείρισης του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί για λογαριασμό είτε του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ, είτε της εταιρείας διαχείρισης λαμβάνουν τέλος διανομής, προμήθεια ή άλλο χρηματικό όφελος, το τέλος, η προμήθεια ή το χρηματικό όφελος καταβάλλεται στο ενεργητικό του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 66

1.   Ο κύριος ΟΣΕΚΑ ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του σχετικά με την ταυτότητα κάθε τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ που επενδύει στα μερίδιά του. Εάν ο κύριος ΟΣΕΚΑ και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του κύριου ΟΣΕΚΑ ενημερώνουν αμέσως τις αντίστοιχες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σχετικά με την εν λόγω επένδυση.

2.   Ο κύριος ΟΣΕΚΑ δεν καταλογίζει προμήθειες διάθεσης ή εξαγοράς για την επένδυση του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σε μερίδιά του ή την εκχώρησή τους.

3.   Ο κύριος ΟΣΕΚΑ φροντίζει για την έγκαιρη διάθεση όλων των πληροφοριών, οι οποίες απαιτούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, άλλες πράξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα, στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, την εταιρεία διαχείρισής του, καθώς και στις αρμόδιες αρχές, τον θεματοφύλακα και τον ελεγκτή του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 67

1.   Εάν ο κύριος ΟΣΕΚΑ και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμέσως τον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ σχετικά με κάθε απόφαση, μέτρο, παρατήρηση μη συμμόρφωσης με τους όρους του παρόντος κεφαλαίου ή κάθε πληροφορία που αναφέρεται βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 1 όσον αφορά τον κύριο ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, την εταιρεία διαχείρισης, τον θεματοφύλακα ή τον ελεγκτή του.

2.   Εάν ο κύριος ΟΣΕΚΑ και ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του κύριου ΟΣΕΚΑ γνωστοποιούν αμέσως στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ κάθε απόφαση, μέτρο, παρατήρηση μη συμμόρφωσης με τους όρους του παρόντος κεφαλαίου ή κάθε πληροφορία που αναφέρεται βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 1 όσον αφορά τον κύριο ΟΣΕΚΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, την εταιρεία διαχείρισης, τον θεματοφύλακα ή τον ελεγκτή του. Κατόπιν, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ ενημερώνουν αμέσως τον εν λόγω ΟΣΕΚΑ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου και περιοδικών εκθέσεων

Άρθρο 68

1.   Η εταιρεία επενδύσεων και η εταιρεία διαχείρισης, για καθένα από τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία διαχειρίζεται, δημοσιεύει τα εξής:

α)

ενημερωτικό δελτίο·

β)

ετήσια έκθεση για κάθε οικονομικό έτος· και

γ)

εξαμηνιαία έκθεση που καλύπτει τους πρώτους έξι μήνες του οικονομικού έτους.

2.   Η ετήσια και η εξαμηνιαία έκθεση δημοσιεύονται μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες, που αρχίζουν από το τέλος εκάστης περιόδου στην οποία αναφέρονται:

α)

τέσσερις μήνες για την ετήσια έκθεση· ή

β)

δύο μήνες για την εξαμηνιαία έκθεση.

Άρθρο 69

1.   Το ενημερωτικό δελτίο περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία που θα επιτρέψουν στους επενδυτές να διαμορφώσουν τεκμηριωμένη γνώμη για την προτεινόμενη επένδυση, καθώς και, ειδικότερα, για τους σχετικούς κινδύνους.

Το ενημερωτικό δελτίο περιλαμβάνει, ασχέτως των μέσων στα οποία πραγματοποιούνται οι επενδύσεις, σαφή και εύληπτη επεξήγηση του βαθμού κινδύνου του κεφαλαίου.

2.   Το ενημερωτικό δελτίο περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα Ι σχέδιο Α, εφόσον τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνονται ήδη στον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή στα καταστατικά έγγραφα που προσαρτώνται στο ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με το άρθρο 71 παράγραφος 1.

3.   Η ετήσια έκθεση περιέχει ισολογισμό ή περιουσιακή κατάσταση, αναλυτικό λογαριασμό των εσόδων και των δαπανών της χρήσης, έκθεση για τις δραστηριότητες της χρήσης και τα άλλα στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα Ι σχέδιο Β, καθώς και κάθε σημαντική πληροφορία που επιτρέπει στους επενδυτές να διαμορφώσουν γνώμη για την εξέλιξη των δραστηριοτήτων και των αποτελεσμάτων του ΟΣΕΚΑ, έχοντας γνώση των πραγμάτων.

4.   Η εξαμηνιαία έκθεση περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα Ι σχέδιο Β τμήματα Ι έως ΙV. Όταν ο ΟΣΕΚΑ έχει χορηγήσει ή προτίθεται να χορηγήσει προκαταβολές επί του μερίσματος, τα αριθμητικά στοιχεία πρέπει να εμφαίνουν το αποτέλεσμα, αφού αφαιρεθούν οι φόροι του εν λόγω εξαμήνου, και τις προκαταβολές επί του μερίσματος που έχουν καταβληθεί ή προτείνεται να καταβληθούν.

Άρθρο 70

1.   Το ενημερωτικό δελτίο προσδιορίζει τις κατηγορίες επενδυτικών στοιχείων στα οποία επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕΚΑ. Επισημαίνει επίσης κατά πόσον επιτρέπονται οι πράξεις σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα· στην περίπτωση αυτή, συμπεριλαμβάνει εμφανή δήλωση η οποία προσδιορίζει αν οι πράξεις αυτές μπορούν να γίνονται για κάλυψη κινδύνων ή για την επίτευξη των επενδυτικών στόχων, καθώς και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της χρήσης παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων στο προφίλ κινδύνου.

2.   Σε περίπτωση που ένας ΟΣΕΚΑ επενδύει κυρίως σε οποιεσδήποτε από τις κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού που ορίζονται στο άρθρο 50, πλην των κινητών αξιών και των μέσων χρηματαγοράς, ή εάν ο ΟΣΕΚΑ αναπαράγει χρηματιστηριακό δείκτη μετοχών ή ομολογιών, σύμφωνα με το άρθρο 53, συμπεριλαμβάνει στο ενημερωτικό δελτίο του και, ανάλογα με την περίπτωση, στις διαφημιστικές ανακοινώσεις του, εμφανή δήλωση η οποία επισύρει την προσοχή στην επενδυτική του πολιτική.

3.   Όταν η καθαρή αξία του ενεργητικού ενός ΟΣΕΚΑ είναι πιθανό να εμφανίσει υψηλή αστάθεια, λόγω της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου ή της χρησιμοποιούμενης διαχειριστικής τεχνικής, το ενημερωτικό δελτίο του και, ανάλογα με την περίπτωση, οι διαφημιστικές ανακοινώσεις του περιέχουν εμφανή δήλωση η οποία επισύρει την προσοχή στο στοιχείο αυτό.

4.   Κατόπιν αιτήσεως ενός επενδυτή, η εταιρεία διαχείρισης παρέχει επίσης πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τα ποσοτικά όρια που ισχύουν για τη διαχείριση κινδύνου στον οποίο εκτίθεται ο ΟΣΕΚΑ, τις μεθόδους που έχουν επιλεγεί για τον σκοπό αυτό και την πρόσφατη εξέλιξη των κινδύνων και των αποδόσεων των κύριων κατηγοριών επενδυτικών μέσων.

Άρθρο 71

1.   Ο κανονισμός του αμοιβαίου κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενημερωτικού δελτίου, στο οποίο και προσαρτώνται.

2.   Είναι, ωστόσο, δυνατόν τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να μην προσαρτώνται στο ενημερωτικό δελτίο όταν ο επενδυτής ενημερώνεται ότι μπορεί να ζητήσει είτε να του κοινοποιηθούν τα έγγραφα αυτά, είτε να λάβει γνώση του τόπου στον οποίο μπορεί να τα συμβουλευτεί, σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο διατίθενται τα μερίδια.

Άρθρο 72

Τα ουσιώδη στοιχεία του ενημερωτικού δελτίου τηρούνται ενήμερα.

Άρθρο 73

Τα λογιστικά στοιχεία που περιέχονται στις ετήσιες εκθέσεις ελέγχονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, εξουσιοδοτημένα από τον νόμο να διενεργούν λογιστικούς ελέγχους σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ. Η βεβαίωση που παρέχεται από τα πρόσωπα αυτά, και, ενδεχομένως, οι επιφυλάξεις τους, δημοσιεύονται εξ ολοκλήρου σε κάθε ετήσια έκθεση.

Άρθρο 74

Οι ΟΣΕΚΑ αποστέλλουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ το ενημερωτικό τους δελτίο και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις του, καθώς και τις ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις τους. Οι ΟΣΕΚΑ διαθέτουν τα έγγραφα αυτά στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης κατόπιν αιτήματος.

Άρθρο 75

1.   Το ενημερωτικό δελτίο και η τελευταία δημοσιευθείσα ετήσια και εξαμηνιαία έκθεση παρέχονται στους επενδυτές δωρεάν και κατόπιν αιτήσεως.

2.   Το ενημερωτικό δελτίο μπορεί να διατίθεται σε σταθερό μέσο ή μέσω Διαδικτύου. Οι επενδυτές λαμβάνουν αντίτυπο σε χαρτί δωρεάν και κατόπιν αιτήματος.

3.   Η ετήσια και η εξαμηνιαία έκθεση διατίθενται στους επενδυτές με τον τρόπο που καθορίζεται στο ενημερωτικό δελτίο, καθώς και στις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, που αναφέρονται στο άρθρο 78. Οι επενδυτές λαμβάνουν αντίτυπα των ετήσιων και των εξαμηνιαίων εκθέσεων σε χαρτί δωρεάν και κατόπιν αιτήματος.

4.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, τα οποία να καθορίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν το ενημερωτικό δελτίο διατίθεται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού ή μέσω Διαδικτύου, ο οποίος δεν αποτελεί σταθερό μέσο.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 2

Δημοσίευση άλλων στοιχείων

Άρθρο 76

Ο ΟΣΕΚΑ, κάθε φορά που εκδίδει, πωλεί, εξαγοράζει ή εξοφλεί μερίδιά του, και τουλάχιστον δύο φορές κάθε μήνα, λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα δημοσιότητας της τιμής έκδοσης, διάθεσης εξαγοράς ή εξόφλησης των μεριδίων του.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, ωστόσο, να επιτρέπουν στον ΟΣΕΚΑ να δημοσιεύει τις τιμές αυτές μία φορά κάθε μήνα, υπό τον όρο η παρέκκλιση αυτή να μη βλάπτει τα συμφέροντα των μεριδιούχων.

Άρθρο 77

Όλες οι διαφημιστικές ανακοινώσεις προς τους επενδυτές πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. Είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Ειδικότερα, η ανακοίνωση διαφημιστικού περιεχομένου με πρόσκληση για αγορά μεριδίων ΟΣΕΚΑ η οποία περιέχει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με έναν ΟΣΕΚΑ, δεν διατυπώνει δηλώσεις που αναιρούν ή υποβαθμίζουν σε σημασία τις πληροφορίες τις οποίες περιέχουν το ενημερωτικό δελτίο και οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 78. Αναφέρουν ότι υπάρχει ενημερωτικό δελτίο και ότι είναι διαθέσιμες οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 78, και διευκρινίζουν από πού και σε ποια γλώσσα μπορούν οι επενδυτές ή οι πιθανοί επενδυτές να λάβουν τις εν λόγω πληροφορίες ή έγγραφα ή πώς μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτές/αυτά.

ΤΜΗΜΑ 3

Βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές

Άρθρο 78

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εταιρείες επενδύσεων και από τις εταιρείες διαχείρισης, για έκαστο αμοιβαίο κεφάλαιο που διαχειρίζονται, να συντάσσουν ένα σύντομο έγγραφο το οποίο να περιέχει βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές. Το έγγραφο αυτό αναφέρεται στην παρούσα οδηγία ως «βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές». Οι λέξεις «βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές» αναφέρονται σαφώς στο εν λόγω έγγραφο, σε μία από τις γλώσσες που αναφέρονται στο στοιχείο β) του άρθρου 94 παράγραφος 1.

2.   Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές περιλαμβάνουν ενδεδειγμένες πληροφορίες όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ΟΣΕΚΑ, οι οποίες πρόκειται να παρέχονται στους επενδυτές ώστε οι επενδυτές να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους του προσφερόμενου επενδυτικού προϊόντος και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις εν επιγνώσει.

3.   Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές παρέχουν πληροφορίες για τα ακόλουθα βασικά στοιχεία του συγκεκριμένου ΟΣΕΚΑ:

α)

προσδιορισμός του ΟΣΕΚΑ·

β)

σύντομη περιγραφή του επενδυτικού στόχου και της επενδυτικής πολιτικής του·

γ)

παρουσίαση των προηγούμενων επιδόσεων, ή αν χρειάζεται, σενάρια απόδοσης·

δ)

κόστος και σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις· και

ε)

προφίλ κινδύνου/απόδοσης της επένδυσης, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλης καθοδήγησης και προειδοποιήσεων σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στον συγκεκριμένο ΟΣΕΚΑ.

Οι βασικές αυτές πληροφορίες πρέπει να είναι κατανοητές για τους επενδυτές χωρίς να χρειάζεται αναφορά σε άλλα έγγραφα.

4.   Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές αναφέρουν σαφώς από πού και πώς μπορούν να ληφθούν περαιτέρω πληροφορίες για την προτεινόμενη επένδυση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, από πού και πώς μπορούν να ληφθούν δωρεάν, κατόπιν αιτήματος, το ενημερωτικό δελτίο και οι ετήσιες και οι εξαμηνιαίες εκθέσεις, καθώς και τη γλώσσα στην οποία είναι διαθέσιμες για τους επενδυτές οι πληροφορίες αυτές.

5.   Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές διατυπώνονται συνοπτικά και σε μη τεχνική γλώσσα. Έχουν κοινό μορφότυπο, που επιτρέπει τις συγκρίσεις, και παρουσιάζονται κατά τρόπο εύληπτο για τους ιδιώτες επενδυτές.

6.   Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές χρησιμοποιούνται χωρίς παραλλαγές ή προσθήκες, πλην της μετάφρασης, σε όλα τα κράτη μέλη όπου κοινοποιείται στον ΟΣΕΚΑ η διάθεση των μεριδίων του, σύμφωνα με το άρθρο 93.

7.   Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία καθορίζονται τα εξής:

α)

το λεπτομερές και αναλυτικό περιεχόμενο των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές, όπως αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4·

β)

το λεπτομερές και αναλυτικό περιεχόμενο των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές στις ακόλουθες ειδικές περιπτώσεις:

i)

για τους ΟΣΕΚΑ που έχουν διαφορετικά επενδυτικά τμήματα, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε συγκεκριμένο επενδυτικό τμήμα, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου μεταφοράς από ένα επενδυτικό τμήμα σε άλλο, καθώς και του σχετικού κόστους·

ii)

για τους ΟΣΕΚΑ που προσφέρουν διαφορετικές κατηγορίες μετοχών, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε συγκεκριμένη κατηγορία μετοχών·

iii)

για τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε άλλα αμοιβαία κεφάλαια («κεφάλαια κεφαλαίων/fund of funds»), των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε έναν ΟΣΕΚΑ που ο ίδιος επενδύει σε άλλους ΟΣΕΚΑ ή άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο ε)·

iv)

για τις δομές κύριου-τροφοδοτικού, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε έναν τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ· και

v)

για τους δομημένους ΟΣΕΚΑ προστατευμένου κεφαλαίου και άλλους συγκρίσιμους ΟΣΕΚΑ, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές σε σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τέτοιων ΟΣΕΚΑ· και

γ)

οι ειδικές λεπτομέρειες του μορφότυπου και της παρουσίασης των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5.

Τα μέτρα αυτά τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 79

1.   Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές είναι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Το περιεχόμενό τους έχει συνέπεια με τα αντίστοιχα μέρη του ενημερωτικού δελτίου.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κανένα πρόσωπο να μην υπέχει αστική ευθύνη απλώς και μόνον λόγω των βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των μεταφράσεων, εκτός εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι παραπλανητικές, ανακριβείς ή ανακόλουθες με τα αντίστοιχα μέρη του ενημερωτικού δελτίου. Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές περιέχουν σαφή προειδοποίηση επ’ αυτού.

Άρθρο 80

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εταιρείες επενδύσεων και από τις εταιρείες διαχείρισης, για έκαστο αμοιβαίο κεφάλαιο που διαχειρίζονται, οι οποίες πωλούν ΟΣΕΚΑ στους επενδυτές, είτε άμεσα είτε μέσω άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου που ενεργεί εξ ονόματός τους και υπό την πλήρη και απεριόριστη ευθύνη τους, να παρέχουν στους επενδυτές τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές όσον αφορά αυτούς τους ΟΣΕΚΑ, εγκαίρως πριν από την προτεινόμενη εγγραφή τους σε μερίδια των εν λόγω ΟΣΕΚΑ.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εταιρείες επενδύσεων και, για έκαστο αμοιβαίο κεφάλαιο που αυτές διαχειρίζονται, από τις εταιρείες διαχείρισης, οι οποίες δεν πωλούν ΟΣΕΚΑ στους επενδυτές, ούτε άμεσα ούτε μέσω προσώπου που ενεργεί εξ ονόματός τους και υπό την πλήρη και απεριόριστή ευθύνη τους, να δίνουν, ύστερα από σχετικό αίτημα, τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές στους δημιουργούς προϊόντων και τους διαμεσολαβητές, οι οποίοι πωλούν ή συμβουλεύουν τους επενδυτές σχετικά με πιθανές επενδύσεις σε αυτούς τους ΟΣΕΚΑ ή σε προϊόντα που παρουσιάζουν έκθεση σε αυτούς τους ΟΣΕΚΑ. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους διαμεσολαβητές που πωλούν ή διαφημίζουν στους επενδυτές πιθανές επενδύσεις σε ΟΣΕΚΑ να παρέχουν τις βασικές πληροφορίες στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες τους.

3.   Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές τους παρέχονται ατελώς.

Άρθρο 81

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εταιρείες επενδύσεων και στις εταιρείες διαχείρισης, για έκαστο αμοιβαίο κεφάλαιο που διαχειρίζονται, να παρέχουν τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές με σταθερό μέσο ή μέσω Διαδικτύου. Οι επενδυτές λαμβάνουν αντίτυπο σε χαρτί δωρεάν και κατόπιν αιτήματος.

Ενημερωμένη έκδοση των βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές διατίθεται στον δικτυακό τόπο της εταιρείας επενδύσεων ή της εταιρείας διαχείρισης.

2.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, τα οποία καθορίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές δίδονται με άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού ή μέσω Διαδικτύου, ο οποίος δεν αποτελεί σταθερό μέσο.

Τα μέτρα αυτά τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 82

1.   Οι ΟΣΕΚΑ αποστέλλουν τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις αυτών στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους.

2.   Τα ουσιώδη στοιχεία των βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές τηρούνται ενήμερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΓΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΕΚΑ

Άρθρο 83

1.   Δεν μπορούν να δανείζονται:

α)

η εταιρεία επενδύσεων·

β)

η εταιρεία διαχείρισης ή ο θεματοφύλακας, όταν ενεργούν για λογαριασμό αμοιβαίου κεφαλαίου.

Ο ΟΣΕΚΑ μπορεί, πάντως, να αποκτά ξένα νομίσματα με δάνειο τύπου «back-έως-back».

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει σε ΟΣΕΚΑ να δανείζονται, υπό την προϋπόθεση ότι ο δανεισμός αυτός:

α)

εφόσον πρόκειται για προσωρινό δάνειο και αντιπροσωπεύει:

στην περίπτωση εταιρείας επενδύσεων, όχι περισσότερο από το 10 % των στοιχείων του ενεργητικού της, ή

στην περίπτωση του αμοιβαίου κεφαλαίου, όχι περισσότερο από το 10 % της αξίας του κεφαλαίου· ή

β)

λαμβάνεται για την απόκτηση ακινήτου το οποίο είναι απαραίτητο για την άμεση συνέχιση των δραστηριοτήτων του και αντιπροσωπεύει, στην περίπτωση εταιρείας επενδύσεων, όχι περισσότερο από το 10 % των στοιχείων του ενεργητικού της.

Στην περίπτωση που ένας ΟΣΕΚΑ επιτρέπεται να λάβει δάνειο δυνάμει των στοιχείων α) και β), το εν λόγω δάνειο δεν υπερβαίνει συνολικά το 15 % των στοιχείων του ενεργητικού του.

Άρθρο 84

1.   Ο ΟΣΕΚΑ εξαγοράζει ή να εξοφλεί τα μερίδιά του κατόπιν αιτήματος οιουδήποτε μεριδιούχου.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1:

α)

ο ΟΣΕΚΑ μπορεί να αναστέλλει προσωρινά, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων, την εξαγορά ή την εξόφληση των μεριδίων του·

β)

τα κράτη μέλη καταγωγής των ΟΣΕΚΑ μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να επιβάλλουν την αναστολή της εξαγοράς ή της εξόφλησης των μεριδίων με γνώμονα το συμφέρον του κοινού ή των μεριδιούχων.

Η προσωρινή αναστολή μπορεί να προβλέπεται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις, καθώς και όταν η αναστολή επιβάλλεται προς το συμφέρον των μεριδιούχων.

3.   Σε περίπτωση προσωρινής αναστολής δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο α), ο ΟΣΕΚΑ γνωστοποιεί αμελλητί την απόφασή του στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και, αν διαθέτει τα μερίδιά του σε άλλα κράτη μέλη, στις αρμόδιες αρχές αυτών των άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 85

Οι κανόνες αποεκτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού, καθώς και οι κανόνες υπολογισμού της τιμής έκδοσης ή διάθεσης και της τιμής εξαγοράς ή εξόφλησης των μεριδίων ενός ΟΣΕΚΑ, καθορίζονται με το ισχύον εθνικό δίκαιο, στον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή στα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων.

Άρθρο 86

Η διανομή ή η επανεπένδυση των κερδών του ΟΣΕΚΑ πραγματοποιείται σύμφωνα με τον νόμο και τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων.

Άρθρο 87

Τα μερίδια ενός ΟΣΕΚΑ δεν εκδίδονται, εάν δεν καταβληθεί, μέσα στις συνήθεις προθεσμίες, στο ενεργητικό του ΟΣΕΚΑ το ισοδύναμο της καθαρής τιμής έκδοσης. Η διάταξη αυτή δεν αποκλείει τη δωρεάν διανομή μεριδίων.

Άρθρο 88

1.   Με επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 50 και 51, δεν έχουν δικαίωμα να χορηγούν πιστώσεις ή να εγγυώνται υπέρ τρίτου:

α)

η εταιρεία επενδύσεων·

β)

η εταιρεία διαχείρισης ή ο θεματοφύλακας, όταν ενεργούν για λογαριασμό αμοιβαίου κεφαλαίου.

2.   Η παράγραφος 1 δεν αποκλείει την απόκτηση, από τους οργανισμούς αυτούς, κινητών αξιών, μέσων χρηματαγοράς ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχεία ε), ζ) και η), που δεν έχουν εξοφληθεί στο ακέραιο.

Άρθρο 89

Οι κάτωθι δεν μπορούν να πραγματοποιούν ακάλυπτες πωλήσεις κινητών αξιών, μέσω χρηματαγοράς ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχεία ε), ζ) και η):

α)

η εταιρεία επενδύσεων·

β)

η εταιρεία διαχείρισης ή ο θεματοφύλακας, όταν ενεργούν για λογαριασμό αμοιβαίου κεφαλαίου.

Άρθρο 90

Το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ ή ο κανονισμός του κεφαλαίου αναφέρουν τις αμοιβές και τις δαπάνες, τις οποίες η εταιρεία επενδύσεων δικαιούται να αφαιρέσει από το αμοιβαίο κεφάλαιο, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού των αμοιβών αυτών.

Στον νόμο ή στα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων αναφέρεται η φύση των εξόδων που βαρύνουν την εταιρεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΣΕΚΑ ΠΟΥ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΤΑ ΜΕΡΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΣΕ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΑ ΟΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΙ

Άρθρο 91

1.   Τα κράτη μέλη υποδοχής των ΟΣΕΚΑ μεριμνούν ώστε οι ΟΣΕΚΑ να μπορούν να διαθέτουν τα μερίδιά τους στο έδαφός τους κατόπιν κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 93.

2.   Τα κράτη μέλη υποδοχής των ΟΣΕΚΑ δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις ή διοικητικές διαδικασίες στους ΟΣΕΚΑ που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όσον αφορά το πεδίο που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει εύκολη πρόσβαση, από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα, σε πλήρη ενημέρωση σχετικά με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο που διέπεται από την παρούσα οδηγία και οι οποίες αφορούν ειδικά τις ρυθμίσεις σχετικά με τη διάθεση, στο έδαφός τους, μεριδίων ΟΣΕΚΑ οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε οι πληροφορίες αυτές να είναι διαθέσιμες σε γλώσσα που χρησιμοποιείται συνήθως στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές, να είναι σαφείς και χωρίς αμφισημίες και να τηρούνται ενήμερες.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ο όρος «ΟΣΕΚΑ» περιλαμβάνει και τα επενδυτικά τμήματα ενός ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 92

Ο ΟΣΕΚΑ, τηρώντας τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθενται τα μερίδιά του, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εξασφαλίζονται στους μεριδιούχους αυτού του κράτους μέλους οι πληρωμές, η εξαγορά ή η εξόφληση των μεριδίων, καθώς και η δημοσίευση των πληροφοριών που επιβάλλονται στον ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 93

1.   Εάν ένας ΟΣΕΚΑ σκοπεύει να διαθέσει τα μερίδιά του σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του, υποβάλλει πρώτα επιστολή κοινοποίησης στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του.

Η επιστολή κοινοποίησης περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις ρυθμίσεις που προβλέπονται για τη διάθεση των μεριδίων του ΟΣΕΚΑ στο κράτος μέλος υποδοχής, συμπεριλαμβανομένων, οσάκις ενδείκνυται, των κατηγοριών μετοχών. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1, συμπεριλαμβάνεται ένδειξη ότι ο ΟΣΕΚΑ διατίθεται στην αγορά από την εταιρεία που ασκεί τη διαχείρισή του.

2.   Ο ΟΣΕΚΑ επισυνάπτει στην επιστολή κοινοποίησης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα εξής έγγραφα, στην πλέον πρόσφατη έκδοσή τους:

α)

τον κανονισμό του κεφαλαίου του ή τα καταστατικά του έγγραφα, το ενημερωτικό του δελτίο και, αν είναι αναγκαίο, την τελευταία ετήσια έκθεσή του και την τυχόν μεταγενέστερη εξαμηνιαία έκθεση, μεταφρασμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)· και

β)

τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, που αναφέρονται στο άρθρο 78, μεταφρασμένες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ).

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ επαληθεύουν εάν είναι πλήρεις οι πληροφορίες που υποβάλλονται από τον ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ διαβιβάζουν όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο σκοπεύει να διαθέσει τα μερίδιά του ο ΟΣΕΚΑ, το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής κοινοποίησης που συνοδεύεται από την πλήρη τεκμηρίωση η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 2. Επισυνάπτουν στα έγγραφα βεβαίωση ότι ο ΟΣΕΚΑ πληροί τους όρους της παρούσας οδηγίας.

Κατόπιν της διαβίβασης των εγγράφων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ κοινοποιούν αμέσως στον ΟΣΕΚΑ τη διαβίβαση αυτή. Ο ΟΣΕΚΑ αποκτά πρόσβαση στην αγορά του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ από την ημερομηνία αυτής της κοινοποίησης.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η επιστολή κοινοποίησης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και η βεβαίωση, που αναφέρεται στην παράγραφο 3, να διατίθενται σε γλώσσα που χρησιμοποιείται συνήθως στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές εκτός εάν το κράτος μέλος καταγωγής και το κράτος μέλος υποδοχής του ΟΣΕΚΑ συμφωνήσουν, η επιστολή κοινοποίησης 1 και η βεβαίωση 3 να διατίθενται σε επίσημη γλώσσα και των δύο αυτών κρατών μελών.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να γίνεται δεκτή από τις αρμόδιες αρχές τους η ηλεκτρονική διαβίβαση και αρχειοθέτηση των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

6.   Για τους σκοπούς της διαδικασίας κοινοποίησης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο σκοπεύει να διαθέσει τα μερίδιά του ο ΟΣΕΚΑ δεν ζητούν κανένα άλλο έγγραφο, πιστοποιητικό ή πληροφορία, επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

7.   Το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ εξασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ έχουν πρόσβαση, με ηλεκτρονικά μέσα, στα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 — και, ενδεχομένως, στις μεταφράσεις τους. Διασφαλίζει ότι οι ΟΣΕΚΑ ενημερώνουν τα εν λόγω έγγραφα και μεταφράσεις. Οι ΟΣΕΚΑ κοινοποιούν οποιεσδήποτε αλλαγές στα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ και επισημαίνουν τη θέση στην οποία τα συγκεκριμένα έγγραφα μπορούν να ληφθούν με ηλεκτρονική μορφή.

8.   Σε περίπτωση αλλαγής των πληροφοριών σχετικά με τις ρυθμίσεις οι οποίες έχουν γίνει όσον αφορά την εμπορική διάθεση, που γνωστοποιήθηκαν με την επιστολή κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, ή σχετικά με αλλαγή στην κατηγορία των μετοχών που διατίθενται, ο ΟΣΕΚΑ ειδοποιεί εγγράφως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με την αλλαγή αυτή, πριν από την πραγματοποίησή της.

Άρθρο 94

1.   Εάν ένας ΟΣΕΚΑ διαθέτει τα μερίδιά του σε κράτος μέλος υποδοχής του ΟΣΕΚΑ, παρέχει στους επενδυτές που βρίσκονται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους κάθε πληροφορία και έγγραφο που απαιτείται, σύμφωνα με το κεφάλαιο IX, να παρέχει στους επενδυτές στο κράτους μέλους καταγωγής του.

Οι εν λόγω πληροφορίες και έγγραφα παρέχονται στους επενδυτές σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου ΙΧ, οι εν λόγω πληροφορίες ή/και έγγραφα παρέχονται στους επενδυτές κατά τον τρόπο που προβλέπεται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή/και διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ·

β)

οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 78, μεταφράζονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ ή σε γλώσσα εγκεκριμένη από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους·

γ)

άλλες πληροφορίες ή έγγραφα, πλην των βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 78, μεταφράζονται, κατ’ επιλογήν του ΟΣΕΚΑ, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ ή σε γλώσσα εγκεκριμένη από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή σε γλώσσα που χρησιμοποιείται συνήθως στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές· και

δ)

υπεύθυνος για τη μετάφραση των πληροφοριών ή/και των εγγράφων που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) είναι ο ΟΣΕΚΑ. Η μετάφραση αποδίδει πιστά το περιεχόμενο των πληροφοριών στο πρωτότυπο.

2.   Οι απαιτήσεις της παραγράφου 1 ισχύουν επίσης και για κάθε αλλαγή των πληροφοριών και εγγράφων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.

3.   Η συχνότητα δημοσίευσης της τιμής έκδοσης, διάθεσης, εξαγοράς ή εξόφλησης των μεριδίων του ΟΣΕΚΑ, σύμφωνα με το άρθρο 76, διέπεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 95

1.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία να καθορίζονται:

α)

η έκταση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 3·

β)

η διευκόλυνση της πρόσβασης των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών υποδοχής των ΟΣΕΚΑ στις πληροφορίες ή/και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 93 παράγραφοι 1, 2 και 3, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 7.

Τα μέτρα αυτά τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

2.   Η Επιτροπή δύναται επίσης να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, τα οποία καθορίζουν:

α)

τη μορφή και το περιεχόμενο ενός υποδείγματος επιστολής κοινοποίησης, προς χρήση από τους ΟΣΕΚΑ για τους σκοπούς της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων οδηγιών για την εξακρίβωση των αντιστοιχούντων τμημάτων του πρωτοτύπου και της μετάφρασης·

β)

τη μορφή και το περιεχόμενο ενός υποδείγματος βεβαίωσης, προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 3·

γ)

τη διαδικασία για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη χρήση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ αρμοδίων αρχών, για τους σκοπούς της κοινοποίησης βάσει των διατάξεων του άρθρου 93.

Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 3.

Άρθρο 96

Οι ΟΣΕΚΑ μπορούν, για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, να χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος υποδοχής τους την ίδια μνεία της νομικής τους μορφής στην επωνυμία τους, όπως «εταιρεία επενδύσεων» ή «αμοιβαίο κεφάλαιο», που χρησιμοποιούν και στο κράτος μέλος καταγωγής τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Άρθρο 97

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες να ασκούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά και καθορίζουν τον ενδεχόμενο καταμερισμό των αρμοδιοτήτων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές είναι δημόσιες αρχές ή όργανα που έχουν οριστεί από τις δημόσιες αρχές.

3.   Οι αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ είναι αρμόδιες για την εποπτεία του ΟΣΕΚΑ, και, οσάκις ενδείκνυται, σύμφωνα με το άρθρο 19. Ωστόσο, οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ είναι αρμόδιες να εποπτεύουν την τήρηση των διατάξεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, καθώς και των απαιτήσεων των άρθρων 92 και 94.

Άρθρο 98

1.   Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι εξουσίες αυτές ασκούνται ως εξής:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)

υπό την ευθύνη των αρμόδιων αρχών, αλλά με ανάθεση σε οντότητες στις οποίες έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες· ή

δ)

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.   Δυνάμει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον, τις εξής εξουσίες:

α)

πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και λήψη αντιγράφου του·

β)

αίτημα προς παροχή πληροφοριών από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, κλήση και ανάκριση οποιουδήποτε προσώπου για τη συγκέντρωση πληροφοριών·

γ)

διενέργεια επιτόπιων ελέγχων·

δ)

απαίτηση κάθε υπάρχουσας καταγραφής στοιχείων κίνησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ανταλλαγών δεδομένων·

ε)

απαίτηση της διακοπής κάθε πρακτικής που είναι αντίθετη με τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας·

στ)

ζήτηση της δέσμευσης ή της κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων·

ζ)

ζήτηση της προσωρινής απαγόρευσης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας·

η)

απαίτηση πληροφοριών από τις εταιρείες επενδύσεων, τις εταιρείες διαχείρισης ή τους θεματοφύλακες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας·

θ)

λήψη κάθε μέτρου που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι εταιρείες επενδύσεων, οι εταιρείες διαχείρισης ή οι θεματοφύλακες συνεχίζουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·

ι)

αίτηση της αναστολής της έκδοσης, της εξαγοράς ή της εξόφλησης των μεριδίων, προς το συμφέρον των μεριδιούχων ή του κοινού·

ια)

ανάκληση της άδειας λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε έναν ΟΣΕΚΑ, μια εταιρεία διαχείρισης ή έναν θεματοφύλακα·

ιβ)

αίτημα άσκησης ποινικής δίωξης· και

ιγ)

άδεια για εξακριβώσεις ή έρευνες από ορκωτούς λογιστές ή εμπειρογνώμονες.

Άρθρο 99

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τα μέτρα και τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλισθεί η επιβολή της εφαρμογής τους. Με την επιφύλαξη των διαδικασιών για την ανάκληση εγκρίσεων ή του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ιδίως, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, τη δυνατότητα λήψης κατάλληλων διοικητικών μέτρων ή επιβολής διοικητικών κυρώσεων κατά των υπευθύνων, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς διατάξεις που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Τα προβλεπόμενα μέτρα και κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

2.   Χωρίς να αποκλείονται κανόνες σχετικά με μέτρα και κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παράβασης των λοιπών εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν ιδίως αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά μέτρα και κυρώσεις όσον αφορά την υποχρέωση παρουσίασης των βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές με τρόπο κατανοητό για τους ιδιώτες επενδυτές σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 5.

3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων που θεσπίζονται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, να βλάψει τα συμφέροντα των επενδυτών ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Άρθρο 100

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την καθιέρωση αποδοτικών και αποτελεσματικών διαδικασιών υποβολής καταγγελιών και προσφυγής για την εξωδικαστική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών που αφορούν τις δραστηριότητες των ΟΣΕΚΑ, αξιοποιώντας υφιστάμενους φορείς, ανάλογα με την περίπτωση.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι καμία νομοθετική ή κανονιστική διάταξη δεν εμποδίζει τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να συνεργάζονται αποτελεσματικά για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.

Άρθρο 101

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας ή για την άσκηση των εξουσιών τους βάσει της παρούσας οδηγίας ή βάσει του εθνικού δικαίου.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για τη διευκόλυνση της συνεργασίας που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο.

Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων που ισχύουν στο κράτος μέλος τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών αμέσως παρέχουν αμοιβαία τις απαιτούμενες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας.

3.   Εάν μια αρμόδια αρχή κράτους μέλους έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς την παρούσα οδηγία διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της εν λόγω αρμόδιας αρχής, απευθύνει σχετική κοινοποίηση με τον λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους. Η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους λαμβάνει κατάλληλα μέτρα. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε για τα αποτελέσματα της παρέμβασής της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις. Η παρούσα παράγραφος ισχύει υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της αρμόδιας αρχής που διαβίβασε την πληροφορία.

4.   Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να ζητήσουν τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών άλλου κράτους μέλους σε δραστηριότητα εποπτείας ή για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα στο έδαφος του δεύτερου, στο πλαίσιο των εξουσιών τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Όταν υποβάλλεται σε αρμόδια αρχή αίτημα σχετικό με επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα, η εν λόγω αρχή:

α)

προβαίνει η ίδια στη ζητούμενη εξακρίβωση ή έρευνα·

β)

επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να πραγματοποιήσει η ίδια την εξακρίβωση ή έρευνα· ή

γ)

επιτρέπει σε ορκωτό λογιστή ή εμπειρογνώμονα να προβεί στην εξακρίβωση ή έρευνα.

5.   Εάν η εξακρίβωση ή η έρευνα διενεργείται στο έδαφος ενός κράτους μέλους από την αρμόδια αρχή του ιδίου κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που ζήτησε συνεργασία, μπορεί να ζητήσει να συνοδεύεται το προσωπικό που διενεργεί την εξακρίβωση ή έρευνα από δικά της στελέχη του προσωπικού. Ωστόσο, η εξακρίβωση ή έρευνα τίθεται υπό τον πλήρη έλεγχο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διενεργείται.

Εάν η εξακρίβωση ή η έρευνα διενεργείται στο έδαφος ενός κράτους μέλους από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διενεργείται η εξακρίβωση ή η έρευνα μπορεί να ζητήσει να συνοδεύεται το προσωπικό που διενεργεί την εξακρίβωση ή έρευνα από δικά της στελέχη του προσωπικού.

6.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διενεργείται η εξακρίβωση ή η έρευνα μπορούν να αρνηθούν να ανταλλάξουν πληροφορίες, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, ή να ενεργήσουν κατόπιν αιτήσεως για συνεργασία σε μια έρευνα ή επιτόπια εξακρίβωση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4, μόνον εάν:

α)

η εν λόγω έρευνα, επιτόπια εξακρίβωση ή ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του συγκεκριμένου κράτους μέλους·

β)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία κατά των ιδίων προσώπων και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ενώπιον των αρχών του συγκεκριμένου κράτους μέλους·

γ)

τα ίδια ενεχόμενα πρόσωπα έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

7.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές που υποβάλλουν την αίτηση κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου 6. Η κοινοποίηση αυτή περιέχει αιτιολόγηση της απόφασής τους.

8.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θέσουν υπόψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (15) τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

τις περιπτώσεις στις οποίες, κατόπιν της αίτησης ανταλλαγής πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 109, δεν έγιναν ενέργειες εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή η αίτηση απορρίφθηκε·

β)

τις περιπτώσεις στις οποίες, κατόπιν της αίτησης για διενέργεια έρευνας ή εξακρίβωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 110, δεν έγιναν ενέργειες εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή η αίτηση απορρίφθηκε· ή

γ)

τις περιπτώσεις στις οποίες, κατόπιν της αίτησης για εξουσιοδότηση των στελεχών τους να συνοδεύσουν το προσωπικό της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους, δεν έγιναν ενέργειες εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή η αίτηση απορρίφθηκε.

9.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα σχετικά με τις διαδικασίες για τις επιτόπιες εξακριβώσεις και έρευνες.

Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 3.

Άρθρο 102

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό των αρμοδίων αρχών, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές λογαριασμών ή εμπειρογνώμονες, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες τα πρόσωπα αυτά δέχονται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν κοινολογούνται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, μη επιτρέπουσα τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων ΟΣΕΚΑ, εταιρειών διαχείρισης και θεματοφυλάκων, «επιχειρήσεις που συμβάλλουν στην επιχειρηματική δραστηριότητά του ΟΣΕΚΑ», με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

Εάν, όμως, ένας ΟΣΕΚΑ ή μια επιχείρηση που συμβάλλει στη δραστηριότητά του κηρυχθεί σε πτώχευση ή διαταχθεί η αναγκαστική εκκαθάριση τους με δικαστική απόφαση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους που συμμετέχουν στις προσπάθειες διάσωσής του μπορούν να κοινολογηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες βάσει της παρούσας οδηγίας και των άλλων οδηγιών που ισχύουν για τους ΟΣΕΚΑ ή τις επιχειρήσεις που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους. Οι πληροφορίες αυτές υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που καθορίζεται στην παράγραφο 1.

Οι αρμόδιες αρχές που ανταλλάσσουν πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας μπορούν να ορίζουν κατά την ανταλλαγή ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλυφθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή του, στην περίπτωση αυτή, οι πληροφορίες ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή με αρχές ή όργανα τρίτων χωρών, όπως ορίζονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 103 παράγραφος 1, μόνον εφόσον οι γνωστοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργάνων.

Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, μπορούν να κοινολογηθούν μόνον ύστερα από ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών που τις διαβίβασαν και, ενδεχομένως, μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρμόδιες αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

4.   Οι αρμόδιες αρχές οι οποίες λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες, δυνάμει των παραγράφων 1 ή 2, μπορούν να τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων τους για τους εξής σκοπούς:

α)

να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη δραστηριότητας από πλευράς των ΟΣΕΚΑ ή των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, και να διευκολύνουν τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου·

β)

να επιβάλουν κυρώσεις·

γ)

να ασκήσουν διοικητικές προσφυγές κατ’ αποφάσεων αρμοδίων αρχών· και

δ)

να διενεργήσουν δικαστικές διαδικασίες που έχουν κινηθεί, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 2.

5.   Οι παράγραφοι 1 και 4 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους ή μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ των αρμόδιων αρχών και:

α)

των αρχών που έχουν δημόσια εξουσία για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ή των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών·

β)

των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση ή την πτώχευση των ΟΣΕΚΑ, ή των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, ή των φορέων που συμμετέχουν σε παρεμφερείς διαδικασίες· ή

γ)

των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων ή άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Ειδικότερα, οι παράγραφοι 1 και 4 δεν εμποδίζουν την εκπλήρωση, από τις προαναφερόμενες αρμόδιες αρχές, των εποπτικών καθηκόντων τους, ούτε τη διαβίβαση, σε όργανα που είναι επιφορτισμένα με τη διαχείριση συστημάτων αποζημίωσης, των αναγκαίων για την εκτέλεση των καθηκόντων τους πληροφοριών.

Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται βάσει του πρώτου εδαφίου διέπονται από τους όρους του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 103

1.   Παρά το άρθρο 102 παράγραφοι 1 έως 4, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και:

α)

των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των ΟΣΕΚΑ, ή των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, ή των φορέων που συμμετέχουν σε παρεμφερείς διαδικασίες·

β)

των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

2.   Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων:

α)

οι πληροφορίες χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

οι λαμβανόμενες πληροφορίες υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο, που αναφέρεται στο άρθρο 102 παράγραφος 1· και

γ)

όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να κοινολογηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών που κοινολόγησαν αυτές τις πληροφορίες και, στην περίπτωση αυτή, μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρμόδιες αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών οι οποίες μπορούν να δέχονται τις πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 1.

4.   Παρά το άρθρο 102 παράγραφοι 1 έως 4, τα κράτη μέλη, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών ή οργάνων που είναι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών.

5.   Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 4 απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων:

α)

οι πληροφορίες χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση της αποστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 4·

β)

οι λαμβανόμενες πληροφορίες υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο, που αναφέρεται στο άρθρο 102 παράγραφος 1· και

γ)

όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να κοινολογηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών που κοινολόγησαν αυτές τις πληροφορίες και, στην περίπτωση αυτή, μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρμόδιες αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ανακοινώνουν στις δημόσιες αρχές, από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες, την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

6.   Εάν, σε ένα κράτος μέλος, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 προβαίνουν στον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει της εν λόγω παραγράφου δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην παράγραφο 5.

7.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ονομασία των αρχών ή των οργάνων που μπορούν να δέχονται τις πληροφορίες βάσει της παραγράφου 4.

Άρθρο 104

1.   Τα άρθρα 102 και 103 δεν εμποδίζουν μια αρμόδια αρχή να διαβιβάζει στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με ανάλογη αποστολή, σε περίπτωση που ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ούτε εμποδίζουν τις εν λόγω αρχές ή όργανα να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 102 παράγραφος 4. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο άρθρο 102 παράγραφος 1.

2.   Τα άρθρα 102 και 103 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να ανακοινώνουν τις πληροφορίες, που αναφέρονται στο άρθρο 102 παράγραφοι 1 έως 4, σε οίκο εκκαθάρισης ή άλλο παρόμοιο οργανισμό, αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού συμβάσεων σε αγορά του κράτους μέλους τους, εάν θεωρούν την ανακοίνωση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών, σε σχέση με παραβάσεις, έστω και δυνητικές, παρεμβαινόντων στην αγορά αυτή.

Οι λαμβανόμενες στο πλαίσιο αυτό πληροφορίες υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο άρθρο 102 παράγραφος 1.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι βάσει του άρθρου 102 παράγραφος 2 λαμβανόμενες πληροφορίες να μην μπορούν να κοινολογηθούν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών οι οποίες κοινολόγησαν τις εν λόγω πληροφορίες.

3.   Παρά το άρθρο 102 παράγραφος 1 και 4, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν, δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, την ανακοίνωση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησής τους, που είναι υπεύθυνες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των ΟΣΕΚΑ και των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και στους επιθεωρητές που είναι εντεταλμένοι από τις εν λόγω υπηρεσίες.

Ωστόσο, η γνωστοποίηση αυτών των πληροφοριών επιτρέπεται μόνον εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικού ελέγχου.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 102 παράγραφοι 2 και 5 δεν μπορούν ουδέποτε να αποτελέσουν αντικείμενο των ανακοινώσεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών που ανακοίνωσαν αυτές τις πληροφορίες.

Άρθρο 105

Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα σχετικά με τις διαδικασίες ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών.

Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 3.

Άρθρο 106

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, το οποίο ασκεί, σε έναν ΟΣΕΚΑ ή μια επιχείρηση που συμβάλλει στη δραστηριότητά του, τον νόμιμο έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ, στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή στο άρθρο 73 της παρούσας οδηγίας, ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στις αρμόδιες αρχές κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά την επιχείρηση αυτή, των οποίων έλαβε γνώση κατά την άσκηση της αποστολής αυτής, και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν:

α)

να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των ΟΣΕΚΑ ή επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά του·

β)

να θίξει τη συνέχεια της εκμετάλλευσης του ΟΣΕΚΑ ή μιας επιχείρησης που συμβάλλει στη δραστηριότητά του· ή

γ)

να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων·

Η υποχρέωση ισχύει για το πρόσωπο αυτό όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση στα πλαίσια μιας αποστολής, όπως περιγράφεται στο στοιχείο α), η οποία εκπληρούται σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με τον ΟΣΕΚΑ ή μια επιχείρηση που συμβάλλει στη δραστηριότητά του, στην οποία το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την εν λόγω αποστολή.

2.   Η καλή τη πίστει κοινολόγηση, στις αρμόδιες αρχές, γεγονότων ή αποφάσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, από πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού κοινολόγησης πληροφοριών, που επιβάλλεται συμβατικώς ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, και δεν συνεπάγεται κανενός είδους ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

Άρθρο 107

1.   Οι αρμόδιες αρχές αιτιολογούν εγγράφως κάθε απόφαση που απορρίπτει την αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας και κάθε αρνητική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή των γενικών μέτρων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, και την ανακοινώνουν στον αιτούντα.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία είναι επαρκώς τεκμηριωμένες και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία δεν έχει ληφθεί απόφαση σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, εντός έξι μηνών από την υποβολή της.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ένας ή περισσότεροι από τους ακόλουθους φορείς, όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο, μπορούν, προς το συμφέρον των καταναλωτών και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να προσφεύγουν στα δικαστήρια ή στους αρμόδιους διοικητικούς φορείς προκειμένου να εξασφαλίζουν την τήρηση των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:

α)

δημόσιοι φορείς ή εκπρόσωποί τους·

β)

οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον να προστατεύουν τους καταναλωτές· ή

γ)

επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να προστατεύουν τα μέλη τους.

Άρθρο 108

1.   Οι αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να λαμβάνουν μέτρα έναντι αυτού του ΟΣΕΚΑ, σε περίπτωση παράβασης των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, καθώς και των κανόνων που προβλέπει ο κανονισμός του κεφαλαίου ή τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων.

Ωστόσο, οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ μπορούν να λάβουν μέτρα έναντι αυτού του ΟΣΕΚΑ, σε περίπτωση παράβασης των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ισχύουν στο έδαφός τους και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ή των απαιτήσεων των άρθρων 92 και 94.

2.   Κάθε απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, όπως και κάθε άλλο σοβαρό μέτρο που λαμβάνεται έναντι του ΟΣΕΚΑ ή κάθε αναστολή έκδοσης, εξαγοράς ή εξόφλησης των μεριδίων του που τυχόν του επιβάλλεται, γνωστοποιείται αμελλητί από τις αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ στις αρχές των κρατών μελών υποδοχής του ΟΣΕΚΑ και, εάν η εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕΚΑ είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης και του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ μπορούν, αντίστοιχα, να λαμβάνουν μέτρα κατά της εταιρείας διαχείρισης αν αυτή η τελευταία παραβαίνει κανόνες της δικαιοδοσίας τους.

4.   Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ έχουν συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύουν ότι ένας ΟΣΕΚΑ του οποίου τα μερίδια διατίθενται στο έδαφός τους παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, οι οποίες δεν παρέχουν εξουσίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ, αναφέρουν τις διαπιστώσεις τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, οι οποίες και λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα.

5.   Εάν, παρά τη λήψη των μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ ή λόγω ανεπάρκειας των μέτρων αυτών ή επειδή το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ δεν προβαίνει σε ενέργειες εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ο ΟΣΕΚΑ εξακολουθεί να ενεργεί κατά τρόπο που είναι σαφώς εις βάρος των συμφερόντων των επενδυτών του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ δύνανται στη συνέχεια να προβαίνουν σε μια από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

αφού ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο αναγκαίο μέτρο για την προστασία των επενδυτών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να εμποδίσουν στον εν λόγω ΟΣΕΚΑ να εξακολουθήσει να διαθέτει τα μερίδιά του στο έδαφός του κράτους μέλους υποδοχής· ή

β)

εν ανάγκη, θέτουν το ζήτημα υπόψη της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών.

Η Επιτροπή ενημερώνεται αμελλητί όσον αφορά κάθε μέτρο που λαμβάνεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο α).

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο έδαφός τους, να είναι νομίμως δυνατή η επίδοση των αναγκαίων εγγράφων για τα μέτρα τα οποία είναι δυνατόν να ληφθούν από το κράτος μέλος υποδοχής του ΟΣΕΚΑ, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5.

Άρθρο 109

1.   Όταν, μέσω της παροχής υπηρεσιών ή με ίδρυση υποκαταστημάτων, μια εταιρεία διαχείρισης λειτουργεί σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, οι αρμόδιες αρχές όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά.

Ανταλλάσσουν, ύστερα από σχετική αίτηση, κάθε πληροφορία σχετικά με τη διοίκηση και την κυριότητα της εταιρείας διαχείρισης η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία της, καθώς και κάθε πληροφορία η οποία μπορεί να συμβάλει στον έλεγχό της. Ειδικότερα, οι αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης συνεργάζονται ώστε να διασφαλίζεται η συλλογή, από τις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 2.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, στον βαθμό που απαιτείται για την άσκηση των εποπτικών εξουσιών του κράτους μέλους υποδοχής, σχετικά με τα μέτρα διά των οποίων επιβάλλονται μέτρα και κυρώσεις ή περιορισμός των δραστηριοτήτων της εταιρείας διαχείρισης από πλευράς του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, βάσει του άρθρου 21 παράγραφος 5.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης κοινοποιούν αμελλητί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ οποιοδήποτε πρόβλημα επισημαίνουν σε επίπεδο εταιρείας διαχείρισης, το οποίο θα μπορούσε να έχει ουσιαστική επίπτωση στην ικανότητα της εταιρείας διαχείρισης να επιτελεί τα καθήκοντά της έναντι του ΟΣΕΚΑ, καθώς και οποιαδήποτε παράβαση των απαιτήσεων του κεφαλαίου ΙΙΙ.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ κοινοποιούν αμελλητί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης οποιοδήποτε πρόβλημα επισημαίνουν σε επίπεδο ΟΣΕΚΑ, το οποίο θα μπορούσε να έχει ουσιαστική επίπτωση στην ικανότητα της εταιρείας διαχείρισης να επιτελεί τα καθήκοντά της ή να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

Άρθρο 110

1.   Τα κράτη μέλη υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης μεριμνούν ώστε, όταν μια εταιρεία διαχείρισης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τις δραστηριότητές της στο έδαφός τους μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης να μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης, να προβαίνουν οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένων προσώπων στην επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 109.

2.   Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει το δικαίωμα των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρείας διαχείρισης να διενεργούν επιτόπια εξακρίβωση των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους βάσει της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΙΝΗΤΩΝ ΑΞΙΩΝ

Άρθρο 111

Η Επιτροπή μπορεί να επιφέρει στην παρούσα οδηγία τεχνικές τροποποιήσεις στους ακόλουθους τομείς:

α)

αποσαφήνιση των ορισμών, ώστε να διασφαλίζεται ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε όλη την Κοινότητα· ή

β)

ευθυγράμμιση της ορολογίας και αναδιατύπωση των ορισμών σε συνάρτηση με μεταγενέστερες πράξεις για τους ΟΣΕΚΑ και για συναφή θέματα.

Τα μέτρα αυτά τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 112 παράγραφος 2.

Άρθρο 112

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την ευρωπαϊκή επιτροπή κινητών αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (16).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV

ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Παρεκκλίσεις

Άρθρο 113

1.   Για αποκλειστική χρήση των δανικών ΟΣΕΚΑ, τα «pantebreve» που εκδίδονται στη Δανία εξομοιώνονται με τις κινητές αξίες που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο β).

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 22 παράγραφος 1 και από το άρθρο 32 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στους ΟΣΕΚΑ, οι οποίοι, στις 20 Δεκεμβρίου 1985, είχαν περισσότερους του ενός θεματοφύλακες, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, να διατηρούν αυτούς τους πολλούς θεματοφύλακες, εάν οι εν λόγω αρχές έχουν την εγγύηση ότι τα καθήκοντα που πρέπει να επιτελούν δυνάμει του άρθρου 22 παράγραφος 3 και του άρθρου 32 παράγραφος 3 επιτελούνται πράγματι.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις εταιρείες διαχείρισης να εκδίδουν τίτλους στον κομιστή, παραστατικούς ονομαστικών τίτλων άλλων εταιρειών.

Άρθρο 114

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο σημείο 1 του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, που έχουν λάβει άδεια για να παρέχουν μόνον τις υπηρεσίες που προβλέπονται στο τμήμα Α σημεία 4 και 5 του παραρτήματος της ανωτέρω οδηγίας, μπορούν, βάσει της παρούσας οδηγίας, να λαμβάνουν άδεια διαχείρισης ΟΣΕΚΑ και να ονομάζονται «εταιρείες διαχείρισης». Στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω επιχειρήσεις πρέπει να παραιτούνται από την άδεια λειτουργίας που έχουν λάβει βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Οι εταιρείες διαχείρισης που έχουν ήδη λάβει άδεια λειτουργίας πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 2004 στο κράτος μέλος καταγωγής τους, βάσει της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, για τη διαχείριση ΟΣΕΚΑ θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εάν το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους προβλέπει ότι, για την ανάληψη της δραστηριότητας αυτής, πρέπει να τηρούν όρους ισοδύναμους με εκείνους των άρθρων 7 και 8.

ΤΜΗΜΑ 2

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 115

Το αργότερο την 1η Ιουλίου 2013, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 116

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο β), το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία ε), ιγ), ιστ), ιζ) και ιη), το άρθρο 2 παράγραφος 5, το άρθρο 4, το άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 4, 6 και 7, το άρθρο 6 παράγραφος 1, το άρθρο 12 παράγραφος 1, το άρθρο 13 παράγραφος 1 εισαγωγική πρόταση και στοιχεία α) και θ), το άρθρο 15, το άρθρο 16 παράγραφος 1, το άρθρο 16 παράγραφος 3, το άρθρο 17 παράγραφος 1, το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άρθρο 17 παράγραφος 3 πρώτο και τρίτο εδάφιο, το άρθρο 17 παράγραφοι 4 έως 7, το άρθρο 17 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 18 παράγραφος 1 εισαγωγική πρόταση, το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 18 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο, το άρθρο 18 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 19, το άρθρο 20, το άρθρο 21 παράγραφοι 2 έως 6, 8 και 9, το άρθρο 22 παράγραφος 1, το άρθρο 22 παράγραφος 3 στοιχεία α), δ) και ε), το άρθρο 23 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, το άρθρο 27 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 29 παράγραφος 2, το άρθρο 33 παράγραφοι 2, 4 και 5, τα άρθρα 37 έως 42, το άρθρο 43 παράγραφοι 1 έως 5, τα άρθρα 44 έως 49, το άρθρο 50 παράγραφος 1 εισαγωγική πρόταση, το άρθρο 50 παράγραφος 3, το άρθρο 51 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 54 παράγραφος 3, το άρθρο 56 παράγραφος 1, το άρθρο 56 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο εισαγωγική πρόταση, τα άρθρα 58 και 59, το άρθρο 60 παράγραφοι 1 έως 5, το άρθρο 61 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 62 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 63, το άρθρο 64 παράγραφοι 1, 2 και 3, τα άρθρα 65, 66 και 67, το άρθρο 68 παράγραφος 1 εισαγωγική πρόταση και στοιχείο α), το άρθρο 69 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 70 παράγραφοι 2 και 3, τα άρθρα 71, 72 και 74, το άρθρο 75 παράγραφοι 1, 2 και 3, τα άρθρα 77 έως 82, το άρθρο 83 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 83 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερη περίπτωση, το άρθρο 86, το άρθρο 88 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 89 στοιχείο β), τα άρθρα 90 έως 94, τα άρθρα 96 έως 100, το άρθρο 101 παράγραφοι 1 έως 8, το άρθρο 102 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 102 παράγραφος 5, τα άρθρα 107 και 108, το άρθρο 109 παράγραφοι 2, 3 και 4, το άρθρο 110, καθώς και με το παράρτημα Ι. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιουλίου 2011.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στην οδηγία 85/611/ΕΟΚ, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της αναφοράς και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 117

Η οδηγία 85/611/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ μέρος A, καταργείται από την 1η Ιουλίου 2011, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙΙΙ μέρος B.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IV.

Οι αναφορές στο απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο νοούνται ως αναφορές στις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές σύμφωνα με το άρθρο 78.

Άρθρο 118

1.   Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 παράγραφος 1, το άρθρο 1 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, το άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α), το άρθρο 1 παράγραφοι 4 έως 7, το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ), στ) έως ιβ), ιδ) και ιε), το άρθρο 2 παράγραφοι 2, 3 και 4, το άρθρο 2 παράγραφοι 6 και 7, το άρθρο 3, το άρθρο 5 παράγραφος 5, το άρθρο 6 παράγραφοι 2, 3 και 4, τα άρθρα 7 έως 11, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως η), και το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 1, το άρθρο 16 παράγραφος 2, το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχεία α), γ) και δ), το άρθρο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 17 παράγραφος 8 και το άρθρο 17 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο, το άρθρο 18 παράγραφος 1, με εξαίρεση την εισαγωγική φράση και το στοιχείο α), το άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 7, το άρθρο 22 παράγραφος 2, το άρθρο 22 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), το άρθρο 23 παράγραφος 3, το άρθρο 24, τα άρθρα 25 και 26, το άρθρο 27 πρώτο και δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 28, το άρθρο 29 παράγραφοι 1, 3 και 4, τα άρθρα 30, 31 και 32, το άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 3, τα άρθρα 34, 35 και 36, το άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), το άρθρο 50 παράγραφος 2, το άρθρο 51 παράγραφος 1 πρώτο και δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 51 παράγραφοι 2 και 3, τα άρθρα 52 και 53, το άρθρο 54 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 55, το άρθρο 56 παράγραφος 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 56 παράγραφος 3, το άρθρο 57, το άρθρο 68 παράγραφος 2, το άρθρο 69 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 70 παράγραφοι 1 και 4, τα άρθρα 73 και 76, το άρθρο 83 παράγραφος 1 πλην του στοιχείου β), το άρθρο 83 παράγραφος 2 στοιχείο α) πλην της δεύτερης περίπτωσης, τα άρθρα 84, 85 και 87, το άρθρο 88 παράγραφος 1 πλην του στοιχείου β), το άρθρο 88 παράγραφος 2, το άρθρο 89 πλην του στοιχείου β), το άρθρο 102 παράγραφος 1, το άρθρο 102 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, το άρθρο 102 παράγραφοι 3 και 4, τα άρθρα 103 έως 106, το άρθρο 109 παράγραφος 1, τα άρθρα 111, 112, 113 και 117, καθώς και τα παραρτήματα II, III και IV, εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2011.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ΟΣΕΚΑ να αντικαταστήσουν το απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο τους, που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, με τις βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές, που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 78, το συντομότερο δυνατόν και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο εντός δώδεκα μηνών από την εκπνοή της προθεσμίας για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, όλων των μέτρων εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 78 παράγραφος 7. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΟΣΕΚΑ εξακολουθούν να δέχονται το απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο για τους ΟΣΕΚΑ που διατίθενται στο έδαφος αυτών των κρατών μελών.

Άρθρο 119

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. ERLANDSSON


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Ιανουαρίου 2009 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 2009.

(2)  ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3.

(3)  Βλέπε παράρτημα ΙΙΙ μέρος A.

(4)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

(12)  ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22.

(13)  ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87.

(14)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

(15)  ΕΕ L 25 της 29.1.2009, σ. 18.

(16)  ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΣΧΕΔΙΟ Α

1.

Πληροφορίες σχετικά με το αμοιβαίο κεφάλαιο

1.

Πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένου του εάν η εταιρεία διαχείρισης είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ

1.

Πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία επενδύσεων

1.1.

Ονομασία

1.1.

Ονομασία ή εταιρική επωνυμία, νομική μορφή, καταστατική έδρα και κύρια διοικητική έδρα, αν είναι διαφορετική από την καταστατική.

1.1.

Ονομασία ή εταιρική επωνυμία, νομική μορφή, καταστατική έδρα και κύρια διοικητική έδρα, αν είναι διαφορετική από την καταστατική.

1.2.

Ημερομηνία σύστασης του αμοιβαίου κεφαλαίου. Μνεία της διάρκειας, αν είναι περιορισμένη.

1.2.

Ημερομηνία σύστασης της εταιρείας. Μνεία της διάρκειας, αν είναι περιορισμένη.

1.2.

Ημερομηνία σύστασης της εταιρείας. Μνεία της διάρκειας, αν είναι περιορισμένη.

 

1.3.

Εάν η εταιρεία διαχειρίζεται άλλα αμοιβαία κεφάλαια, μνεία αυτών των άλλων κεφαλαίων.

1.3.

Στην περίπτωση εταιρειών επενδύσεων που έχουν διαφορετικά τμήματα επενδύσεων, αναφορά των τμημάτων αυτών.

1.4.

Μνεία του τόπου όπου διατίθεται στο κοινό ο κανονισμός του κεφαλαίου (εάν δεν έχει προσαρτηθεί) και οι περιοδικές εκθέσεις.

 

1.4.

Μνεία του τόπου όπου διατίθενται στο κοινό τα καταστατικά έγγραφα (εάν δεν έχουν προσαρτηθεί) και οι περιοδικές εκθέσεις.

1.5.

Σύντομες πληροφορίες σχετικά με το φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στο αμοιβαίο κεφάλαιο, αν έχουν σημασία για τους μεριδιούχους. Πληροφορίες για την ύπαρξη παρακρατήσεων στην πηγή επί των εσόδων και των κεφαλαιακών κερδών τα οποία καταβάλλονται από το αμοιβαίο κεφάλαιο στους μεριδιούχους.

 

1.5.

Σύντομες πληροφορίες σχετικά με το φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην εταιρεία, αν έχουν σημασία για τους μεριδιούχους. Πληροφορίες για την ύπαρξη παρακρατήσεων στην πηγή επί των εσόδων και των κεφαλαιακών κερδών τα οποία καταβάλλει η εταιρεία στους μεριδιούχους.

1.6.

Ημερομηνία κλεισίματος των λογαριασμών και συχνότητα των διανομών.

 

1.6.

Ημερομηνία κλεισίματος των λογαριασμών και συχνότητα των διανομών.

1.7.

Ταυτότητα των προσώπων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των λογιστικών στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 73.

 

1.7.

Ταυτότητα των προσώπων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των λογιστικών στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 73.

 

1.8.

Ταυτότητα και καθήκοντα στην εταιρεία των μελών των οργάνων διοίκησης, διεύθυνσης και εποπτείας. Μνεία των κυριότερων δραστηριοτήτων που ασκούν τα πρόσωπα αυτά έξω από την εταιρεία, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές έχουν σημασία για την εταιρεία.

1.8.

Ταυτότητα και καθήκοντα στην εταιρεία των μελών των οργάνων διοίκησης, διεύθυνσης και εποπτείας. Μνεία των κυριότερων δραστηριοτήτων που ασκούν τα πρόσωπα αυτά έξω από την εταιρεία, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές έχουν σημασία για την εταιρεία.

 

1.9.

Ύψος του αναληφθέντος κεφαλαίου με μνεία του καταβεβλημένου κεφαλαίου.

1.9.

Κεφάλαιο

1.10.

Μνεία του είδους και των κυριότερων χαρακτηριστικών των μεριδίων, με τη διευκρίνιση ιδίως:

του είδους του δικαιώματος (εμπράγματο, ενοχικό ή άλλο) που αντιπροσωπεύει το μερίδιο,

των πρωτότυπων τίτλων ή των παραστατικών πιστοποιητικών αυτών των τίτλων, της εγγραφής σε βιβλίο ή σε λογαριασμό,

των χαρακτηριστικών των μεριδίων: ονομαστικά ή στον κομιστή. Μνεία κλασμάτων μεριδίου που τυχόν προβλέπονται,

της περιγραφής του δικαιώματος ψήφου των μεριδιούχων, εάν υπάρχει,

των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να αποφασιστεί η εκκαθάριση του αμοιβαίου κεφαλαίου και τεχνικές λεπτομέρειες της εκκαθάρισης, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα των μεριδιούχων

 

1.10.

Μνεία του είδους και των κυριότερων χαρακτηριστικών των μεριδίων, με τη διευκρίνιση ιδίως:

των πρωτότυπων τίτλων ή των παραστατικών πιστοποιητικών αυτών των τίτλων, της εγγραφής σε βιβλίο ή σε λογαριασμό,

των χαρακτηριστικών των μεριδίων: ονομαστικά ή στον κομιστή. Μνεία κλασμάτων μεριδίου που τυχόν προβλέπονται,

της περιγραφής του δικαιώματος ψήφου των μεριδιούχων,

των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να αποφασιστεί η εκκαθάριση της εταιρείας επενδύσεων και τεχνικές λεπτομέρειες της εκκαθάρισης, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα των μεριδιούχων.

1.11.

Ενδεχομένως, μνεία των χρηματιστηρίων ή των αγορών όπου τα μερίδια έχουν εισαχθεί ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

 

1.11.

Ενδεχομένως, μνεία των χρηματιστηρίων ή των αγορών όπου τα μερίδια έχουν εισαχθεί ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

1.12.

Τεχνικές λεπτομέρειες και όροι έκδοσης ή/και διάθεσης των μεριδίων.

 

1.12.

Τεχνικές λεπτομέρειες και όροι έκδοσης ή/και διάθεσης των μεριδίων.

1.13.

Τεχνικές λεπτομέρειες και όροι εξαγοράς ή εξόφλησης των μεριδίων και περιπτώσεις στις οποίες μπορούν να ανασταλούν.

 

1.13.

Τεχνικές λεπτομέρειες και όροι εξαγοράς ή εξόφλησης των μεριδίων και περιπτώσεις στις οποίες μπορούν να ανασταλούν. Στην περίπτωση εταιρειών επενδύσεων που έχουν διαφορετικά τμήματα επενδύσεων, πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα των μεριδιούχων να περνούν από το ένα τμήμα στο άλλο και τη σχετική επιβάρυνση στις περιπτώσεις αυτές.

1.14.

Περιγραφή των κανόνων που διέπουν τον καθορισμό και τον τρόπο διάθεσης των εσόδων.

 

1.14.

Περιγραφή των κανόνων που διέπουν τον καθορισμό και τον τρόπο διάθεσης των εσόδων.

1.15.

Περιγραφή των επενδυτικών στόχων του αμοιβαίου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών στόχων (για παράδειγμα: επιδίωξη υπεραξίας επί του κεφαλαίου ή εσόδων), της επενδυτικής πολιτικής (για παράδειγμα: εξειδίκευση σε γεωγραφική βάση ή κατά βιομηχανικούς τομείς), όρια αυτής της επενδυτικής πολιτικής και μνεία των μεθόδων και μέσων ή των δανειοληπτικών δυνατοτήτων που μπορούν να χρησιμοποιούνται στη διαχείριση του αμοιβαίου κεφαλαίου.

 

1.15.

Περιγραφή των επενδυτικών στόχων της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών στόχων (για παράδειγμα: επιδίωξη υπεραξίας επί του κεφαλαίου ή εσόδων), της επενδυτικής πολιτικής (για παράδειγμα: εξειδίκευση σε γεωγραφική βάση ή κατά βιομηχανικούς τομείς), όρια αυτής της επενδυτικής πολιτικής και μνεία των μεθόδων και μέσων ή των δανειοληπτικών δυνατοτήτων που μπορούν να χρησιμοποιούνται στη διαχείριση της εταιρείας.

1.16.

Κανόνες για την αποτίμηση του ενεργητικού.

 

1.16.

Κανόνες για την αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού.

1.17.

Καθορισμός των τιμών διάθεσης ή έκδοσης και εξόφλησης ή εξαγοράς των μεριδίων, ειδικότερα:

μέθοδος και συχνότητα του υπολογισμού των τιμών,

μνεία των εξόδων για τη διάθεση, έκδοση, εξαγορά ή εξόφληση μεριδίων,

στοιχεία σχετικά με τα μέσα, τους τόπους και τη συχνότητα δημοσίευσης των τιμών αυτών.

 

1.17.

Καθορισμός των τιμών διάθεσης ή έκδοσης και εξόφλησης ή εξαγοράς των μεριδίων, ειδικότερα:

μέθοδος και συχνότητα του υπολογισμού των τιμών,

μνεία των εξόδων για τη διάθεση, έκδοση, εξαγορά ή εξόφληση μεριδίων,

στοιχεία σχετικά με τα μέσα, τους τόπους και τη συχνότητα δημοσίευσης των τιμών αυτών (1).

1.18.

Στοιχεία σχετικά με τον τρόπο, το ύψος και τον υπολογισμό των αμοιβών που οφείλει το αμοιβαίο κεφάλαιο στην εταιρεία διαχείρισης, τον θεματοφύλακα ή τρίτους, και των εξόδων που επιστρέφει το αμοιβαίο κεφάλαιο στην εταιρεία διαχείρισης, τον θεματοφύλακα ή τρίτους.

 

1.18.

Στοιχεία σχετικά με τον τρόπο, το ύψος και τον υπολογισμό των αμοιβών που καταβάλλει η εταιρεία στους διευθύνοντες και τα μέλη των οργάνων διοίκησης, διεύθυνσης και εποπτείας, στον θεματοφύλακα ή τρίτους, και όλων των εξόδων που επιστρέφει η εταιρεία στους διευθύνοντες, τον θεματοφύλακα ή τρίτους.

Πληροφορίες σχετικά με τον θεματοφύλακα:

2.1.   Ονομασία ή εταιρική επωνυμία, νομική μορφή, καταστατική έδρα και κύρια διοικητική έδρα, αν είναι διαφορετική από την καταστατική.

2.2.   Κύρια δραστηριότητα.

Μνεία των γραφείων παροχής συμβουλών ή των εξωτερικών συμβούλων επενδύσεων, εφόσον η προσφυγή στις υπηρεσίες τους προβλέπεται με σύμβαση και η αμοιβή τους γίνεται από το ενεργητικό του ΟΣΕΚΑ.

3.1.   Όνομα ή εταιρική επωνυμία του γραφείου ή όνομα του συμβούλου.

3.2.   Στοιχεία της σύμβασης με την εταιρεία διαχείρισης ή την εταιρεία επενδύσεων, τα οποία ενδέχεται να ενδιαφέρουν τους μεριδιούχους, με εξαίρεση τα στοιχεία για τις αμοιβές.

3.3.   Άλλες σημαντικές δραστηριότητες.

4.   Πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται ώστε να πραγματοποιούνται οι πληρωμές στους μεριδιούχους, η εξαγορά ή η εξόφληση των μεριδίων, καθώς και η δημοσίευση των πληροφοριών που αφορούν τον ΟΣΕΚΑ. Οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει, οπωσδήποτε, να παρέχονται στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο ΟΣΕΚΑ. Επιπλέον, όταν τα μερίδια διατίθενται σε άλλο κράτος μέλος, οι πληροφορίες αυτές δίνονται για εκείνο το κράτος μέλος και περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται εκεί.

Άλλες επενδυτικές πληροφορίες:

5.1.   Εξέλιξη των αποδόσεων του ΟΣΕΚΑ (όπου ισχύει) — οι οικείες πληροφορίες μπορούν είτε να περιλαμβάνονται είτε να επισυνάπτονται στο ενημερωτικό δελτίο.

5.2.   Χαρακτηριστικά του τυπικού επενδυτή προς τον οποίο απευθύνεται ο ΟΣΕΚΑ.

Οικονομικές πληροφορίες:

6.1.   Πιθανά έξοδα ή προμήθειες, εκτός από τις επιβαρύνσεις που αναφέρονται στο σημείο 1.17, με διάκριση μεταξύ των καταβλητέων από τον μεριδιούχο και των καταβλητέων από το ενεργητικό του ΟΣΕΚΑ.

ΣΧΕΔΙΟ Β

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις περιοδικές εκθέσεις

I.   Κατάσταση ενεργητικού και παθητικού:

κινητές αξίες,

διαθέσιμα σε τράπεζες,

άλλα περιουσιακά στοιχεία,

σύνολο του ενεργητικού,

παθητικό,

καθαρή αξία ενεργητικού.

II.   Αριθμός κυκλοφορούντων μεριδίων

III.   Καθαρή αξία ενεργητικού ανά μερίδιο

IV.   Τίτλοι χαρτοφυλακίου, με διάκριση μεταξύ:

α)

των κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί επίσημα σε χρηματιστήριο αξιών·

β)

των κινητών αξιών που είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε άλλη ρυθμιζόμενη αγορά·

γ)

των νεοεκδοθεισών κινητών αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

δ)

των άλλων κινητών αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α),

και κατανεμημένοι σύμφωνα με τα πλέον κατάλληλα κριτήρια, που λαμβάνουν υπόψη την επενδυτική πολιτική του ΟΣΕΚΑ (π.χ.: σύμφωνα με οικονομικά ή γεωγραφικά κριτήρια, κατά νόμισμα κ.λπ.), σε ποσοστό του καθαρού ενεργητικού. Για καθεμία από τις αξίες που αναφέρονται ανωτέρω πρέπει να δηλώνεται το ποσοστό που συνυπολογίζεται στο σύνολο του ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ.

Μνεία των κινήσεων που σημειώθηκαν στη σύνθεση των τίτλων χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

V.   Μνεία των κινήσεων που σημειώθηκαν στο ενεργητικό των ΟΣΕΚΑ κατά την περίοδο αναφοράς, στην οποία να περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:

εισόδημα από επενδύσεις,

άλλα εισοδήματα,

έξοδα διαχείρισης,

έξοδα θεματοφύλακα,

έτερα βάρη και φόροι,

καθαρό εισόδημα,

διανεμόμενο και επανεπενδυόμενο εισόδημα,

αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου,

ανατίμηση ή υποτίμηση των επενδύσεων,

οποιεσδήποτε άλλες μεταβολές που επηρεάζουν το ενεργητικό και το παθητικό του ΟΣΕΚΑ,

κόστος πράξεων, δηλαδή δαπάνες που βαρύνουν τον ΟΣΕΚΑ σε σχέση με τις συναλλαγές για το χαρτοφυλάκιό του.

VI.   Συγκριτικός πίνακας των τριών τελευταίων χρήσεων, που να περιέχει για κάθε χρήση στο τέλος αυτής:

τη συνολική καθαρή αξία του ενεργητικού,

την καθαρή αξία του ενεργητικού κατά μερίδιο.

VII.   Μνεία του ύψους των υποχρεώσεων που απορρέουν από καθεμία κατηγορία πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 51, τις οποίες πραγματοποίησε ο ΟΣΕΚΑ στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.


(1)  Οι εταιρείες επενδύσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 32 παράγραφος 5 της παρούσας οδηγίας, αναφέρουν επίσης:

τη μέθοδο και τη συχνότητα υπολογισμού της καθαρής αξίας του ενεργητικού των μεριδίων,

τον τρόπο, τον τόπο και τη συχνότητα δημοσίευσης αυτής της αξίας,

το χρηματιστήριο της χώρας εμπορίας, στο οποίο διαμορφώνεται η τιμή βάσει της οποίας καθορίζεται η τιμή των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών στη χώρα αυτή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Λειτουργίες που περιλαμβάνονται στη δραστηριότητα της διαχείρισης συλλογικών χαρτοφυλακίων:

Διαχείριση επενδύσεων.

Διαχείριση:

α)

νομικές υπηρεσίες και υπηρεσίες λογιστικής διαχείρισης του αμοιβαίου κεφαλαίου·

β)

πληροφορίες πελατών·

γ)

αποτίμηση του χαρτοφυλακίου και καθορισμός της αξίας των μεριδίων (περιλαμβανομένων των φορολογικών θεμάτων)·

δ)

έλεγχος της τήρησης των κανονιστικών διατάξεων·

ε)

τήρηση μητρώου μεριδιούχων·

στ)

διανομή εσόδων·

ζ)

εκδόσεις μεριδίων και εξαγορές·

η)

συμβατικοί διακανονισμοί (συμπεριλαμβανομένης της αποστολής πιστοποιητικών)·

θ)

αρχείο.

Μάρκετινγκ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΜΕΡΟΣ A

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών της τροποποιήσεων

(κατά το άρθρο 117)

Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3)

 

Οδηγία 88/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 100 της 19.4.1988, σ. 31)

 

Οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 168 της 18.7.1995, σ. 7)

Άρθρο 1 τέταρτη περίπτωση, άρθρο 4 παράγραφος 7 και άρθρο 5 πέμπτη περίπτωση μόνον

Οδηγία 2000/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 290 της 17.11.2000, σ. 27)

Άρθρο 1 μόνον

Οδηγία 2001/107/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 20)

 

Οδηγία 2001/108/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 35)

 

Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1)

Άρθρο 66 μόνον

Οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9)

Άρθρο 9 μόνον

Οδηγία 2008/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 76 της 19.3.2008, σ. 42)

 

ΜΕΡΟΣ B

Κατάλογος των καταληκτικών ημερομηνιών για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή

(κατά το άρθρο 117)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

Ημερομηνία εφαρμογής

85/611/ΕΟΚ

1η Οκτωβρίου 1989

88/220/ΕΟΚ

1η Οκτωβρίου 1989

95/26/ΕΚ

18η Ιουλίου 1996

2000/64/ΕΚ

17η Νοεμβρίου 2002

2001/107/ΕΚ

13η Αυγούστου 2003

13η Φεβρουαρίου 2004

2001/108/ΕΚ

13η Αυγούστου 2003

13η Φεβρουαρίου 2004

2004/39/ΕΚ

30ή Απριλίου 2006

2005/1/ΕΚ

13η Μαΐου 2005


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 85/611/ΕΟΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 1 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 1 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 1 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 1 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφοι 4 έως 7

Άρθρο 1 παράγραφοι 4 έως 7

Άρθρο 1 παράγραφος 8 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 8 πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) σημεία i), ii) και iii)

Άρθρο 1 παράγραφος 8 τελική φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 7

Άρθρο 1 παράγραφος 9

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιε)

Άρθρο 1α εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 1α σημείο 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1α σημείο 2 πρώτο μέρος της φράσης

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 1α σημείο 2 δεύτερο μέρος της φράσης

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 1α σημεία 3 έως 5

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως ε)

Άρθρο 1α σημείο 6

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 1α σημείο 7 πρώτο μέρος της φράσης

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 1α σημείο 7 δεύτερο μέρος της φράσης

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 1α σημεία 8 έως 9

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία η) έως θ)

Άρθρο 1α σημείο 10 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

Άρθρο 1α σημείο 10 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 1α σημείο 11

Άρθρο 1α σημεία 12 και σημείο 13 πρώτη φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία i) και ii)

Άρθρο 1α σημείο 13 δεύτερη φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 1α σημείο 14 και 15 πρώτη φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία ια) και ιβ)

Άρθρο 1α σημείο 15 δεύτερη φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 6

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 3 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 3 στοιχεία α), β), γ) και δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 5 παράγραφοι 1-2

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β)

Άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 3α

Άρθρο 5 παράγραφος 5

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 6

Άρθρο 5 παράγραφος 7

Άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 5 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 5 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 5 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) εισαγωγική φράση

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) εισαγωγική φράση

Άρθρο 5 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) σημεία i) και ii)

Άρθρο 5 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 5α παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 7 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 5α παράγραφος 1 στοιχείο α) εισαγωγική φράση

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) εισαγωγική φράση

Άρθρο 5α παράγραφος 1 στοιχείο α) πρώτη περίπτωση

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i)

Άρθρο 5α παράγραφος 1 στοιχείο α) δεύτερη περίπτωση εισαγωγική φράση

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) εισαγωγική φράση

Άρθρο 5α παράγραφος 1 στοιχείο α) δεύτερη περίπτωση σημεία i), ii) και iii)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 5α παράγραφος 1 στοιχείο α) τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iii)

Άρθρο 5α παράγραφος 1 στοιχείο α) πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 5α παράγραφος 1 στοιχεία β) έως δ)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως δ)

Άρθρο 5α παράγραφοι 2 έως 5

Άρθρο 7 παράγραφοι 2 έως 5

Άρθρο 5β

Άρθρο 8

Άρθρο 5γ

Άρθρο 9

Άρθρο 5δ

Άρθρο 10

Άρθρο 5ε

Άρθρο 11

Άρθρο 5στ παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5στ παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 5στ παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) πρώτη πρόταση

Άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 5στ παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) τελευταία πρόταση

Άρθρο 5στ παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 12 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 5στ παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 5ζ

Άρθρο 13

Άρθρο 5η

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 15

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 6α παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 6α παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 6α παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 3 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφοι 4 έως 5

Άρθρο 6α παράγραφοι 4 έως 6

Άρθρο 17 παράγραφοι 6 έως 8

Άρθρο 6α παράγραφος 7

Άρθρο 17 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6β παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 6β παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6β παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 6β παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 6β παράγραφος 4

Άρθρο 18 παράγραφος 4

Άρθρο 6β παράγραφος 5

Άρθρα 19 έως 20

Άρθρο 6γ παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 6γ παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6γ παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφος 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6γ παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρο 21 παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρο 6γ παράγραφος 6

Άρθρο 6γ παράγραφοι 7 έως 10

Άρθρο 21 παράγραφοι 6 έως 9

Άρθρο 7

Άρθρο 22

Άρθρο 8

Άρθρο 23 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 23 παράγραφοι 4 έως 6

Άρθρο 9

Άρθρο 24

Άρθρο 10

Άρθρο 25

Άρθρο 11

Άρθρο 26

Άρθρο 12

Άρθρο 27 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 27 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13

Άρθρο 28

Άρθρο 13α παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 29 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 29 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 13α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 29 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 13α παράγραφος 1 τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 29 παράγραφος 1 τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 13α παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 29 παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 13β

Άρθρο 30

Άρθρο 13γ

Άρθρο 31

Άρθρο 14

Άρθρο 32

Άρθρο 15

Άρθρο 33 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 33 παράγραφοι 4 έως 6

Άρθρο 16

Άρθρο 34

Άρθρο 17

Άρθρο 35

Άρθρο 18

Άρθρο 36

Άρθρο 37 έως 49

Άρθρο 19 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ)

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο δ) εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο δ) εισαγωγική φράση

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο δ) πρώτη και δεύτερη φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο δ) σημεία i) και ii)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ε) εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο ε) εισαγωγική φράση

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ε) πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο ε) σημεία i), ii), iii) και iv)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) εισαγωγική φράση

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) πρώτη δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) σημεία i), ii) και iii)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο η) εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο η) εισαγωγική φράση

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο η) πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο η) σημεία i), ii), iii) και iv)

Άρθρο 19 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 50 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 19 παράγραφος 4

Άρθρο 50 παράγραφος 3

Άρθρο 21 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 51 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 51 παράγραφος 4

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 52 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 52 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 52 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α) και β)

Άρθρο 22 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 52 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 52 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 22 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 52 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 22 παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρο 52 παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρο 22α παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 53 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 22α παράγραφος 1 πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 22α παράγραφος 2

Άρθρο 53 παράγραφος 2

Άρθρο 23

Άρθρο 54

Άρθρο 24

Άρθρο 55

Άρθρο 24α

Άρθρο 70

Άρθρο 25 παράγραφος 1

Άρθρο 56 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 56 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 25 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 56 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β), γ) και δ)

Άρθρο 25 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 56 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 3

Άρθρο 56 παράγραφος 3

Άρθρο 26

Άρθρο 57

Άρθρο 58 έως 67

Άρθρο 27 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 68 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 27 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 27 παράγραφος 1 δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 68 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ)

Άρθρο 27 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 68 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 27 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 68 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 69 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 28 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 28 παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 69 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 29

Άρθρο 71

Άρθρο 30

Άρθρο 72

Άρθρο 31

Άρθρο 73

Άρθρο 32

Άρθρο 74

Άρθρο 33 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 75 παράγραφος 1

Άρθρο 33 παράγραφος 2

Άρθρο 75 παράγραφος 1

Άρθρο 33 παράγραφος 3

Άρθρο 75 παράγραφος 3

Άρθρο 75 παράγραφος 4

Άρθρο 34

Άρθρο 76

Άρθρο 35

Άρθρο 77

Άρθρα 78 έως 82

Άρθρο 36 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο εισαγωγική λέξη

Άρθρο 83 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 36 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 83 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β)

Άρθρο 36 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τελικές λέξεις

Άρθρο 83 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 36 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 83 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 36 παράγραφος 2

Άρθρο 83 παράγραφος 2

Άρθρο 37

Άρθρο 84

Άρθρο 38

Άρθρο 85

Άρθρο 39

Άρθρο 86

Άρθρο 40

Άρθρο 87

Άρθρο 41 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 88 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 41 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 88 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 41 παράγραφος 1 τελική φράση

Άρθρο 88 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 41 παράγραφος 2

Άρθρο 88 παράγραφος 2

Άρθρο 42 εισαγωγική λέξη

Άρθρο 89 εισαγωγική φράση

Άρθρο 42 πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 89 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 42 τελική φράση

Άρθρο 89 εισαγωγική φράση

Άρθρο 43

Άρθρο 90

Άρθρο 44 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 91 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 45

Άρθρο 92

Άρθρο 46 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 93 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 46 πρώτο εδάφιο πρώτη περίπτωση

Άρθρο 46 πρώτο εδάφιο δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 93 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 46 πρώτο εδάφιο πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 46 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 93 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 93 παράγραφοι 3 έως 8

Άρθρο 47

Άρθρο 94

Άρθρο 95

Άρθρο 48

Άρθρο 96

Άρθρο 49 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 97 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 49 παράγραφος 4

Άρθρο 98 έως 100

Άρθρο 50 παράγραφος 1

Άρθρο 101 παράγραφος 1

Άρθρο 101 παράγραφοι 2 έως 9

Άρθρο 50 παράγραφοι 2 έως 4

Άρθρο 102 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 50 παράγραφος 5 εισαγωγική φράση

Άρθρο 102 παράγραφος 4 εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 5 πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 102 παράγραφος 4 στοιχεία α), β), γ) και δ)

Άρθρο 50 παράγραφος 6 εισαγωγική φράση και στοιχεία α) και β)

Άρθρο 102 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 6 στοιχείο β) πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 102 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 50 παράγραφος 6 στοιχείο β) τελική φράση

Άρθρο 102 παράγραφος 5 δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 50 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 103 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 103 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 50 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 103 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 103 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 50 παράγραφος 7 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 103 παράγραφος 3

Άρθρο 50 παράγραφος 8 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 103 παράγραφος 4

Άρθρο 50 παράγραφος 8 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 103 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 50 παράγραφος 8 δεύτερο εδάφιο πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 103 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 50 παράγραφος 8 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 103 παράγραφος 6

Άρθρο 50 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 103 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 50 παράγραφος 8 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 103 παράγραφος 7

Άρθρο 50 παράγραφος 8 έκτο εδάφιο

Άρθρο 50 παράγραφοι 9 έως 11

Άρθρο 104 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 105

Άρθρο 50α παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 106 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 50α παράγραφος 1 στοιχείο α εισαγωγική φράση

Άρθρο 106 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 50α παράγραφος 1 στοιχείο α) πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 106 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 50α παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 106 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 50α παράγραφος 2

Άρθρο 106 παράγραφος 2

Άρθρο 51 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 107 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 107 παράγραφος 3

Άρθρο 52 παράγραφος 1

Άρθρο 108 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 52 παράγραφος 2

Άρθρο 108 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 52 παράγραφος 3

Άρθρο 108 παράγραφος 2

Άρθρο 108 παράγραφοι 3 έως 6

Άρθρο 52α

Άρθρο 109 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 109 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 52β παράγραφος 1

Άρθρο 110 παράγραφος 1

Άρθρο 52β παράγραφος 2

Άρθρο 52β παράγραφος 3

Άρθρο 110 παράγραφος 2

Άρθρο 53α

Άρθρο 111

Άρθρο 53β παράγραφος 1

Άρθρο 112 παράγραφος 1

Άρθρο 53β παράγραφος 2

Άρθρο 112 παράγραφος 2

Άρθρο 112 παράγραφος 3

Άρθρο 54

Άρθρο 113 παράγραφος 1

Άρθρο 55

Άρθρο 113 παράγραφος 2

Άρθρο 56 παράγραφος 1

Άρθρο 113 παράγραφος 3

Άρθρο 56 παράγραφος 2

Άρθρο 57

Άρθρο 114

Άρθρο 58

Άρθρο 116 παράγραφος 2

Άρθρο 115

Άρθρο 116 παράγραφος 1

Άρθρα 117 και 118

Άρθρο 59

Άρθρο 119

Παράρτημα I σχεδιαγράμματα A και B

Παράρτημα I σχεδιαγράμματα A και B

Παράρτημα I σχεδιάγραμμα Γ

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα IΙΙ

Παράρτημα IV


17.11.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 302/97


ΟΔΗΓΊΑ 2009/111/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Σεπτεμβρίου 2009

για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ecofin και με τις διεθνείς πρωτοβουλίες, όπως η σύνοδος κορυφής της ομάδας των 20 (G20) στις 2 Απριλίου 2009, η παρούσα οδηγία αποτελεί ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση των αδυναμιών τις οποίες κατέστησε εμφανείς η χρηματοοικονομική κρίση, ενώ επίκεινται περαιτέρω πρωτοβουλίες που ανήγγειλε η Επιτροπή και παρουσιάζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης».

(2)

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (4) επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ειδικά καθεστώτα προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό από τις 15 Δεκεμβρίου 1977, με την προϋπόθεση τα εν λόγω καθεστώτα να είχαν εισαχθεί στην εθνική νομοθεσία μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 1979. Τα χρονικά αυτά όρια εμποδίζουν τα κράτη μέλη, ιδίως όσα προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το 1980, να εισαγάγουν ή να διατηρήσουν τέτοια ειδικά καθεστώτα προληπτικής εποπτείας για παρομοίως συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα που συστάθηκαν στην επικράτειά τους. Αρμόζει επομένως να αρθούν οι χρονικοί περιορισμοί που θέτει το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να εξασφαλιστούν ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων στα κράτη μέλη. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να παράσχει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να ενισχυθεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών ως προς αυτό.

(3)

Τα υβριδικά κεφαλαιακά μέσα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη συνεχιζόμενη διαχείριση κεφαλαίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα μέσα αυτά δίνουν τη δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να επιτυγχάνουν διευρυμένη κεφαλαιακή διάρθρωση και να έχουν πρόσβαση σε ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών επενδυτών. Στις 28 Οκτωβρίου 1998, η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας ενέκρινε συμφωνία όσον αφορά τόσο τα κριτήρια επιλεξιμότητας όσο και τους περιορισμούς υπαγωγής συγκεκριμένων τύπων υβριδικών κεφαλαιακών μέσων στα βασικά ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(4)

Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να θεσπιστούν κριτήρια προκειμένου τα κεφαλαιακά αυτά μέσα να είναι επιλέξιμα ως βασικά ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, και να ευθυγραμμιστούν οι διατάξεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ με αυτή τη συμφωνία. Οι τροποποιήσεις του παραρτήματος XII της οδηγίας 2006/48/ΕΚ προκύπτουν απευθείας από τη θέσπιση αυτών των κριτηρίων. Τα κατά την έννοια του άρθρου 57 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ βασικά ίδια κεφάλαια θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα μέσα που θεωρούνται μετοχικό κεφάλαιο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις κοινές μετοχές σε περίπτωση εκκαθάρισης και απορροφούν πλήρως τις ζημίες με την ίδια προτεραιότητα και κατ’ αναλογία με τις κοινές μετοχές σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης. Στα μέσα αυτά θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνονται και μέσα που παρέχουν προνομιακά δικαιώματα πληρωμής μερίσματος σε μη σωρευτική βάση, υπό την προϋπόθεση ότι υπάγονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (5), έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις κοινές μετοχές σε περίπτωση εκκαθάρισης και απορροφούν πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης με την ίδια προτεραιότητα και κατ’ αναλογία με τις κοινές μετοχές. Τα κατά την έννοια του άρθρου 57 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ βασικά ίδια κεφάλαια θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης κάθε άλλο μέσο που προβλέπει το καταστατικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών ως προς τη σύσταση των αλληλασφαλιστικών ενώσεων, των συνεταιριστικών εταιρειών και των παρόμοιων φορέων και που θεωρείται ισοδύναμο με τις κοινές μετοχές από άποψη κεφαλαιακών ιδιοτήτων, ιδίως σε σχέση με την απορρόφηση των ζημιών. Τα μέσα που δεν έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις κοινές μετοχές σε περίπτωση εκκαθάρισης ή δεν απορροφούν πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης με την ίδια προτεραιότητα και κατ’ αναλογία με τις κοινές μετοχές περιλαμβάνονται στην κατηγορία των υβριδικών μέσων κατά την έννοια του άρθρου 57 στοιχείο γα) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(5)

Προκειμένου να αποφευχθεί η αναστάτωση των αγορών και να εξασφαλιστεί συνέχεια ως προς το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις για το νέο καθεστώς των κεφαλαιακών μέσων. Όταν θα έχει εξασφαλισθεί η ανάκαμψη, θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω η ποιότητα των βασικών ιδίων κεφαλαίων. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

(6)

Για τον σκοπό της ενίσχυσης του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων της Κοινότητας, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να συντονίζουν αποτελεσματικά τις ενέργειές τους με τις άλλες αρμόδιες αρχές και, όπου χρειάζεται, με τις κεντρικές τράπεζες, μεταξύ άλλων με στόχο την άμβλυνση του συστημικού κινδύνου. Προκειμένου να ενισχυθεί η αποδοτικότητα της προληπτικής εποπτείας τραπεζικού ομίλου σε ενοποιημένη βάση, οι εποπτικές δραστηριότητες θα πρέπει να συντονίζονται αποτελεσματικότερα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συσταθούν σώματα εποπτών. Η σύσταση σωμάτων εποπτών δεν θα πρέπει να επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών υπό την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Η σύστασή τους θα πρέπει να αποτελέσει εργαλείο ισχυρότερης συνεργασίας, με το οποίο οι αρμόδιες αρχές θα επιτυγχάνουν συμφωνία όσον αφορά σημαντικές εποπτικές εργασίες. Τα σώματα εποπτών θα πρέπει να διευκολύνουν τον χειρισμό της διαρκούς εποπτείας και των επειγουσών καταστάσεων. Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή θα πρέπει, σε συνεργασία με τα λοιπά μέλη του εποπτικού σώματος, να αποφασίζει τη διοργάνωση συνεδριάσεων ή δραστηριοτήτων που δεν είναι γενικού ενδιαφέροντος και να βελτιστοποιεί αναλόγως τη συμμετοχή.

(7)

Οι όροι εντολής των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνουν καταλλήλως υπόψη την κοινοτική διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει συνεπώς να εκτιμούν δεόντως την επίδραση των αποφάσεών τους επί της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών. Με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η αρχή αυτή θα πρέπει να νοείται ως γενικός στόχος για την προαγωγή της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι ως νομική υποχρέωση επίτευξης συγκεκριμένου αποτελέσματος από τις αρμόδιες αρχές.

(8)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν σε σώματα που έχουν συσταθεί για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων η μητρική επιχείρηση των οποίων βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να παρέχει, εφόσον απαιτείται, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις προκειμένου να βελτιώσει τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Προκειμένου να αποφεύγονται οι ασυνέπειες και η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, που θα μπορούσαν να προκύψουν από αποκλίσεις των μεθόδων και κανόνων που εφαρμόζουν τα διάφορα σώματα και από την εφαρμογή της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές για τις διαδικασίες και τους κανόνες που θα διέπουν τα σώματα αυτά.

(9)

Το άρθρο 129 παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ δεν θα πρέπει να θίγει τον καταμερισμό των ευθυνών μεταξύ αρμόδιων εποπτικών αρχών σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη και ατομική βάση.

(10)

Τυχόν ελλείμματα πληροφόρησης μεταξύ των αρμόδιων αρχών της χώρας καταγωγής και της χώρας υποδοχής ενδέχεται να αποβούν επιζήμια για την οικονομική σταθερότητα στα κράτη μέλη υποδοχής. Τα δικαιώματα πληροφόρησης των εποπτικών αρχών στη χώρα υποδοχής, ιδιαίτερα σε περίπτωση κρίσης σημαντικών υποκαταστημάτων, θα πρέπει συνεπώς να ενισχυθούν. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να οριστεί η έννοια των σημαντικών υποκαταστημάτων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μεταδίδουν τις πληροφορίες ζωτικής σημασίας για την εκτέλεση των εργασιών των κεντρικών τραπεζών και των Υπουργείων Οικονομικών σε ό,τι αφορά χρηματοοικονομικές κρίσεις και την άμβλυνση του συστημικού κινδύνου.

(11)

Οι υπάρχουσες εποπτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να χρειάζεται να αναπτυχθούν περαιτέρω. Τα σώματα εποπτών αποτελούν ένα πρόσθετο και σημαντικό βήμα προόδου για τη βελτιστοποίηση της εποπτικής συνεργασίας και σύγκλισης στην ΕΕ.

(12)

Η συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών που ασχολούνται με ομίλους και εταιρείες συμμετοχών, καθώς και με τις θυγατρικές και τα υποκαταστήματά τους, μέσω σωμάτων εποπτών αποτελεί ένα στάδιο της πορείας προς περαιτέρω κανονιστική σύγκλιση και εποπτική ολοκλήρωση. Είναι καίριας σημασίας η εμπιστοσύνη μεταξύ των εποπτών και ο σεβασμός προς τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους. Σε περίπτωση διένεξης μεταξύ μελών ενός εποπτικού σώματος σε σχέση με αυτές τις διαφορετικές αρμοδιότητες, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν, σε κοινοτικό επίπεδο, μηχανισμοί για την ουδέτερη και ανεξάρτητη παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, τη διαμεσολάβηση και την επίλυση διενέξεων.

(13)

Η κρίση στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές έχει αποδείξει ότι ενδείκνυται να εξεταστεί περαιτέρω η ανάγκη μεταρρύθμισης του κανονιστικού και εποπτικού μοντέλου του χρηματοοικονομικού τομέα της ΕΕ.

(14)

Η Επιτροπή γνωστοποίησε, με την από 29 Οκτωβρίου 2008 ανακοίνωσή της με τίτλο «Από τη χρηματοοικονομική κρίση στην ανάκαμψη: ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο ανάληψης δράσης», ότι είχε προχωρήσει στη δημιουργία ομάδας εμπειρογνωμόνων, υπό την προεδρία του Jacques de Larosière (ομάδα Larosière), με αντικείμενο την εξέταση της οργάνωσης των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να εξασφαλισθεί η ορθότητα της προληπτικής εποπτείας, η ορθολογική λειτουργία των αγορών και η ενίσχυση της συνεργασίας στην ΕΕ όσον αφορά την επιτήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης και τη διαχείριση κρίσεων, περιλαμβανομένων των διασυνοριακών και διατομεακών κινδύνων, καθώς επίσης και την εξέταση της συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και άλλων ανάλογου μεγέθους περιοχών δικαιοδοσίας, ώστε να υποστηριχθεί η προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.

(15)

Προκειμένου να επιτευχθεί ο αναγκαίος βαθμός εποπτικής σύγκλισης και συνεργασίας στην ΕΕ και να υποστηριχθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, υπάρχει απόλυτη ανάγκη περαιτέρω ευρύτατων μεταρρυθμίσεων του ρυθμιστικού και εποπτικού μοντέλου του χρηματοοικονομικού τομέα της ΕΕ, και η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει γρήγορα προτάσεις τέτοιων μεταρρυθμίσεων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα συμπεράσματα που διατύπωσε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 η ομάδα Larosière.

(16)

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και να προτείνει την απαιτούμενη νομοθεσία για την αντιμετώπιση των ατελειών που εντοπίσθηκαν στις διατάξεις περί περαιτέρω εποπτικής ολοκλήρωσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να επιτευχθεί ισχυρότερος ρόλος για το εποπτικό σύστημα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

(17)

Η υπερβολική συγκέντρωση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε έναν μόνον πελάτη ή σε μία μόνον ομάδα συνδεδεμένων πελατών μπορεί να οδηγήσει σε μη αποδεκτό κίνδυνο ζημιών. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί επιζήμια για τη φερεγγυότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος. Η επιτήρηση και ο έλεγχος των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ενός πιστωτικού ιδρύματος θα πρέπει συνεπώς να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εποπτείας του.

(18)

Το τρέχον καθεστώς μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων χρονολογείται από το 1992. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι υφιστάμενες απαιτήσεις για τα μεγάλα ανοίγματα που ορίζονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (6).

(19)

Δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα εντός της εσωτερικής αγοράς τελούν σε άμεσο ανταγωνισμό, θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω εναρμόνιση των βασικών κανόνων για την επιτήρηση και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προκειμένου να μειωθούν τα διοικητικά έξοδα των πιστωτικών ιδρυμάτων, θα πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των επιλογών των κρατών μελών όσον αφορά τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα.

(20)

Προκειμένου να εντοπιστεί η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων πελατών και συνεπώς χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που συνιστούν ενιαίο κίνδυνο, είναι σημαντικό να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι κίνδυνοι που προκύπτουν από κοινή πηγή σημαντικής χρηματοδότησης που παρέχεται από το πιστωτικό ίδρυμα ή την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων, το χρηματοοικονομικό της όμιλο ή τα συνδεδεμένα μέρη.

(21)

Ενώ είναι επιθυμητό να βασίζεται ο υπολογισμός της αξίας του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε εκείνη που προβλέπεται για τους σκοπούς των απαιτήσεων σε ελάχιστα ίδια κεφάλαια, είναι πρέπον να θεσπιστούν κανόνες για την επιτήρηση των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων χωρίς να εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης ή βαθμοί κινδύνου. Επιπλέον, οι τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που εφαρμόζονται στο καθεστώς φερεγγυότητας σχεδιάστηκαν με την υπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος είναι αρκετά διευρυμένος. Στην περίπτωση μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, όπου αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος συγκέντρωσης σε μία μόνον επιχείρηση, ο πιστωτικός κίνδυνος δεν είναι αρκετά διευρυμένος. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες αυτών των τεχνικών θα πρέπει να υπόκεινται σε προληπτικές εποπτικές δικλείδες. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να προβλέπεται αποτελεσματική αποκατάσταση της πιστωτικής προστασίας για τους σκοπούς των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.

(22)

Δεδομένου ότι η ζημία που προκύπτει από χρηματοδοτικό άνοιγμα σε πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να είναι εξίσου σοβαρή με τη ζημία από οποιοδήποτε άλλο άνοιγμα, αυτά τα ανοίγματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να δηλώνονται όπως και όλα τα άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα. Ωστόσο, για να μετριαστούν οι δυσανάλογες επιπτώσεις της προσέγγισης αυτής στα μικρότερα ιδρύματα, έχει εισαχθεί εναλλακτικό ποσοτικό όριο. Επιπλέον, εξαιρούνται τα πολύ βραχυπρόθεσμα ανοίγματα που σχετίζονται με μεταβίβαση χρηματικών ποσών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληρωμής, εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης προς πελάτες, ώστε να διευκολύνεται η ομαλή λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών και της σχετικής υποδομής. Οι υπηρεσίες αυτές καλύπτουν, για παράδειγμα, την εκτέλεση πράξεων εκκαθάρισης και διακανονισμού σε μετρητά και παρόμοιων δραστηριοτήτων για τη διευκόλυνση του διακανονισμού. Τα σχετικά ανοίγματα περιλαμβάνουν ανοίγματα που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν και συνεπώς δεν ελέγχονται πλήρως από το πιστωτικό ίδρυμα, όπως, μεταξύ άλλων, υπόλοιπα σε διατραπεζικούς λογαριασμούς που προκύπτουν από πληρωμές πελατών, περιλαμβανομένων των τελών ή τόκων που πιστώνονται ή χρεώνονται, άλλες πληρωμές για υπηρεσίες προς πελάτες, καθώς και εξασφαλίσεις που δίδονται ή λαμβάνονται.

(23)

Οι διατάξεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης (ECAI) θα πρέπει να έχουν συνοχή με εκείνες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με τους οργανισμούς διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (7). Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει, ιδίως, να αναθεωρήσει τις κατευθυντήριες γραμμές της όσον αφορά την αναγνώριση εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης, ώστε να αποφευχθεί η διπλή εργασία και να μειωθεί το διοικητικό βάρος της διαδικασίας αναγνώρισης, όταν ένας ECAI είναι καταχωρισμένος ως οργανισμός διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (CRA) σε κοινοτικό επίπεδο.

(24)

Είναι σημαντική η κατάργηση της απόκλισης συμφερόντων μεταξύ εταιρειών που «επανασυσκευάζουν» δάνεια σε διαπραγματεύσιμους τίτλους και άλλα χρηματοοικονομικά μέσα (μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα) και εταιρειών που επενδύουν σε αυτούς τους τίτλους ή αυτά τα μέσα (επενδυτές). Είναι επίσης σημαντικό να υπάρχει ευθυγράμμιση συμφερόντων ανάμεσα στο μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα και τους επενδυτές. Για να επιτευχθεί αυτό, το μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα θα πρέπει να διατηρεί σημαντική συμμετοχή στα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διατηρούν τα μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα άνοιγμα στον κίνδυνο των εν λόγω δανείων. Γενικότερα, οι πράξεις τιτλοποίησης δεν θα πρέπει να διαρθρώνονται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εφαρμογή της υποχρέωσης διατήρησης, ιδίως μέσω οιασδήποτε διάρθρωσης προμήθειας ή περιθωρίου ή και των δύο. Η διατήρηση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιστάσεις στις οποίες εφαρμόζεται η οικονομική ουσία της τιτλοποίησης σύμφωνα με τον ορισμό της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων νομικών δομών ή μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτής της οικονομικής ουσίας. Ειδικότερα στις περιπτώσεις στις οποίες ο πιστωτικός κίνδυνος μεταφέρεται μέσω τιτλοποίησης, οι επενδυτές θα πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους μόνον αφού έχουν επιδείξει τη δέουσα εις βάθος επιμέλεια, για την οποία χρειάζονται επαρκή πληροφόρηση σχετικά με τις τιτλοποιήσεις.

(25)

Τα μέσα αντιμετώπισης τυχόν αναντιστοιχίας αυτών των δομών πρέπει να είναι συνεπή και συνεκτικά σε όλες τις συναφείς κανονιστικές ρυθμίσεις του χρηματοοικονομικού τομέα. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις για να εξασφαλίσει αυτή τη συνέπεια και συνοχή. Δεν θα πρέπει να υπάρχει πολλαπλή εφαρμογή των απαιτήσεων διατήρησης. Για οποιαδήποτε συγκεκριμένη τιτλοποίηση αρκεί να υπόκειται στην απαίτηση αυτή ένας μόνον από το μεταβιβάζον ίδρυμα, το ανάδοχο ίδρυμα ή τον αρχικό δανειοδότη. Ομοίως, όταν οι πράξεις τιτλοποίησης εμπεριέχουν άλλες τιτλοποιήσεις ως υποκείμενο στοιχείο, η υποχρέωση διατήρησης θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στην τιτλοποίηση που υπόκειται στην επένδυση. Οι αγορασθείσες απαιτήσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση διατήρησης αν προκύπτουν από επιχειρηματική δραστηριότητα στο πλαίσιο της οποίας μεταβιβάζονται ή πωλούνται με έκπτωση για να χρηματοδοτηθεί η δραστηριότητα αυτή. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν τη στάθμιση κινδύνου σε σχέση με τη μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας και διαχείρισης κινδύνου σε περίπτωση τιτλοποίησης, για μη ασήμαντες παραβιάσεις πολιτικών και διαδικασιών οι οποίες αφορούν την ανάλυση των υποκείμενων κινδύνων.

(26)

Στη διακήρυξη για την ενίσχυση του χρηματοοικονομικού συστήματος της 2ας Απριλίου 2009, οι ηγέτες της G20 ζήτησαν από την Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας και από τις αρμόδιες αρχές να εξετάσουν έως το 2010 τις απαιτήσεις για δέουσα επιμέλεια και ποσοτική διατήρηση συμφερόντων για την τιτλοποίηση. Υπό το πρίσμα των διεθνών αυτών εξελίξεων, και προκειμένου να αμβλυνθούν αποτελεσματικότερα οι συστημικοί κίνδυνοι που πηγάζουν από τις αγορές τιτλοποιήσεων, η Επιτροπή, πριν από το τέλος του 2009 και αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, θα πρέπει να αποφασίσει αν πρέπει να προταθεί αυξημένη απαίτηση διατήρησης και αν οι μέθοδοι υπολογισμού της απαίτησης διατήρησης επιτυγχάνουν τον στόχο μιας καλύτερης ευθυγράμμισης συμφερόντων μεταξύ μεταβιβαζόντων ή ανάδοχων ιδρυμάτων και επενδυτών.

(27)

Η δέουσα επιμέλεια θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να εκτιμώνται καταλλήλως οι κίνδυνοι από ανοίγματα σε τιτλοποιήσεις είτε εντός είτε εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Επιπροσθέτως, οι υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας πρέπει να είναι αναλογικές. Οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας θα πρέπει να συμβάλλουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ μεταβιβαζόντων ιδρυμάτων, ανάδοχων ιδρυμάτων και επενδυτών. Ενδείκνυται συνεπώς να υπάρχει κατάλληλη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που αφορούν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

(28)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν επαρκές προσωπικό και πόρους για να συμμορφωθούν προς τις εποπτικές υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και ότι οι υπάλληλοι που σχετίζονται με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις και πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.

(29)

Το παράρτημα III της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να προσαρμοστεί προκειμένου να αποσαφηνιστούν ορισμένες διατάξεις με στόχο τη βελτίωση της σύγκλισης των μεθόδων εποπτείας.

(30)

Οι πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά τόνισαν το γεγονός ότι η διαχείριση κινδύνου ρευστότητας συνιστά βασικό καθοριστικό παράγοντα της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των υποκαταστημάτων τους. Τα κριτήρια που ορίζονται στα παραρτήματα V και XI της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να ενισχυθούν προκειμένου να ευθυγραμμιστούν εκείνες οι διατάξεις με το έργο που διεξάγουν η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας και η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας.

(31)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8).

(32)

Συγκεκριμένα, θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί το παράρτημα III της οδηγίας 2006/48/ΕΚ προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, ή στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη την κοινοτική νομοθεσία ή σε σχέση με τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας. Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(33)

Η χρηματοοικονομική κρίση έδειξε ότι χρειάζεται καλύτερη ανάλυση και αντιμετώπιση των μακροπροληπτικών προβλημάτων – τα οποία βρίσκονται στο σημείο τομής μεταξύ της μακροοικονομικής πολιτικής και της ρύθμισης του χρηματοοικονομικού συστήματος. Θα χρειαστεί, μεταξύ άλλων, να εξεταστούν μέτρα που να αμβλύνουν τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου, καθώς και η ανάγκη για τα πιστωτικά ιδρύματα να δημιουργούν, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αντικυκλικές εφεδρείες που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη φάση της κάμψης, περιλαμβανομένης της δυνατότητας σχηματισμού πρόσθετων αποθεματικών, τον «δυναμικό σχηματισμό προβλέψεων» και τη δυνατότητα μείωσης των κεφαλαιακών εφεδρειών στους δύσκολους καιρούς, ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής διαθεσιμότητα κεφαλαίου για το σύνολο του κύκλου· να εξεταστεί η λογική που διέπει τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, και να εξεταστούν μέτρα συμπληρωματικά προς τις απαιτήσεις βάσει κινδύνου για τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να συγκρατηθεί αποτελεσματικότερα η αύξηση της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα.

(34)

Επομένως, η Επιτροπή θα πρέπει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, να προβεί σε συνολική επανεξέταση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ με στόχο την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων και να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις.

(35)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει και να υποβάλει έκθεση σχετικά με μέτρα για την ενίσχυση της διαφάνειας των εξωχρηματιστηριακών αγορών, ώστε να αμβλυνθούν οι κίνδυνοι αντισυμβαλλομένου και γενικότερα να μειωθούν οι συνολικοί κίνδυνοι, όπως με τον συμψηφισμό των συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η δημιουργία και ανάπτυξη κεντρικών αντισυμβαλλομένων στην ΕΕ θα πρέπει να ενθαρρυνθεί, με την επιφύλαξη υψηλών προτύπων λειτουργίας και προληπτικής εποπτείας, καθώς και αποτελεσματικής εποπτείας. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με οποιεσδήποτε ενδεικνυόμενες προτάσεις, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τις παράλληλες πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται σε παγκόσμιο επίπεδο.

(36)

Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εφαρμογή του άρθρου 113 παράγραφος 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και να καταρτίσει σχετική έκθεση, συμπεριλαμβάνοντας την εξέταση του ζητήματος εάν οι εξαιρέσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε εθνική διακριτική ευχέρεια. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με οιεσδήποτε ενδεικνυόμενες προτάσεις. Οι εξαιρέσεις και οι ευχέρειες επιλογής θα πρέπει να καταργηθούν αν δεν υπάρχει αποδεδειγμένη ανάγκη για τη διατήρησή τους, προκειμένου να επιτευχθεί ενιαίο σύνολο συνεπών κανόνων σε ολόκληρη την Κοινότητα.

(37)

Τα ειδικά χαρακτηριστικά της μικροπίστωσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση κινδύνου και η ανάπτυξη της μικροπίστωσης θα πρέπει να ενθαρρυνθεί. Επιπλέον, δεδομένης της μικρής ανάπτυξης της μικροπίστωσης, χρειάζεται να προωθηθεί η ανάπτυξη επαρκών συστημάτων πιστωτικής διαβάθμισης, συμπεριλαμβανομένων τυποποιημένων συστημάτων διαβάθμισης προσαρμοσμένων στους κινδύνους των δραστηριοτήτων μικροπίστωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνήσουν για την αναλογικότητα του πλαισίου προληπτικής εποπτείας και παρακολούθησης των δραστηριοτήτων μικροπίστωσης σε εθνικό επίπεδο.

(38)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση κανόνων σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και η προληπτική τους εποπτεία, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, διότι απαιτείται εναρμόνιση πολλών διαφορετικών υφισταμένων κανόνων στα νομικά συστήματα των διαφόρων κρατών μελών, και μπορούν συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(39)

Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ίδια χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι θα αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν.

(40)

Θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ (10),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το εισαγωγικό μέρος του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που υφίστανται στο αυτό κράτος μέλος και τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό, ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, δύνανται να εξαιρεθούν από τις προϋποθέσεις των άρθρων 7 και 11 παράγραφος 1, αν στο εθνικό δίκαιο προβλέπεται ότι:»·

β)

το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο διαγράφονται.

2)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6)

“δρύματα”: για τους σκοπούς των τμημάτων 2, 3 και 5 του τίτλου V κεφάλαιο 2, τα ιδρύματα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.»·

β)

το σημείο 45 στοιχείο β), αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση ελέγχου κατά την έννοια του στοιχείου α), αλλά τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα έναν ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο που, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, και ιδίως δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής, το άλλο ή όλα τα άλλα πιθανόν να αντιμετωπίσουν επίσης δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής.»·

γ)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«48)

“Αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή” είναι η αρχή που είναι αρμόδια για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ και των πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών της ΕΕ.».

3)

Στο άρθρο 40 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών και, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.».

4)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 42α

1.   Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής δύναται να ζητήσουν από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 129 παράγραφος 1, ή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να θεωρηθεί σημαντικό το υποκατάστημα ενός πιστωτικού ιδρύματος.

Το αίτημα παρέχει τους λόγους για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εξής:

α)

κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνει το 2 % στο κράτος μέλος υποδοχής·

β)

τον πιθανό αντίκτυπο της αναστολής ή του τερματισμού των εργασιών του πιστωτικού ιδρύματος στη ρευστότητα της αγοράς και στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού του κράτους μέλους υποδοχής· και

γ)

το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος σε σχέση με τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 129 παράγραφος 1, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τον καθορισμό υποκαταστήματος ως σημαντικού.

Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή αίτησης βάσει του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αποφασίζουν οι ίδιες, εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών, εάν το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Για την απόφαση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη όλες τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο εκτίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, αναγνωρίζονται δε ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.

Ο καθορισμός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών υπό την παρούσα οδηγία.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 132 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης εντός πιστωτικού ιδρύματος, κατά το άρθρο 130 παράγραφος 1, ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 49 παράγραφος 4 και στο άρθρο 50.

3.   Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 131α, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα πιστωτικό ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνουν σώμα εποπτών υπό την προεδρία τους, προκειμένου να διευκολύνουν τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 42. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, έπειτα από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίζει για το ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

Για την απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 40 παράγραφος 3, και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.

Άρθρο 42β

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που υιοθετούνται με βάση την παρούσα οδηγία. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας·

β)

οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις, πρότυπα και άλλα μέτρα που συμφωνούνται από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας και, εάν δεν το πράξουν, εξηγούν τους σχετικούς λόγους·

γ)

οι εθνικοί όροι εντολής των αρμόδιων αρχών δεν τις εμποδίζουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

2.   Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας υποβάλλει έκθεση ανά έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε προς την εποπτική σύγκλιση, ξεκινώντας από την 1η Ιανουαρίου 2011.».

5)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

στις κεντρικές τράπεζες του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.».

6)

Στο άρθρο 50 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες συναφείς με τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.».

7)

Το άρθρο 57 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Το κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, εφόσον έχει καταβληθεί, προσαυξημένο κατά τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, απορροφά πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις.»·

β)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γα)

μέσα άλλα από τα σημειούμενα στο στοιχείο α), τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 63 παράγραφος 2 στοιχεία α), γ), δ) και ε) και του άρθρου 63α·»·

γ)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τα κράτη μέλη επιτρέπουν το συνυπολογισμό των προσωρινών κερδών ή των κερδών κατά το τέλος του έτους, προτού ληφθεί επίσημα η σχετική απόφαση, μόνον εάν τα κέρδη αυτά έχουν ελεγχθεί από πρόσωπα αρμόδια για τον έλεγχο των λογαριασμών και εάν οι αρμόδιες αρχές λάβουν ικανοποιητικές αποδείξεις ότι το ύψος τους έχει εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ και είναι καθαρό από κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα.».

8)

Στο άρθρο 61, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η έννοια των ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζεται στα στοιχεία α) έως η) του άρθρου 57, περιλαμβάνει ένα μέγιστο αριθμό στοιχείων και ποσών. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν σχετικά με τη χρήση των στοιχείων αυτών και με την αφαίρεση στοιχείων άλλων από εκείνα που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ιη) του άρθρου 57.».

9)

Στο άρθρο 63 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), γ), δ) και ε) του παρόντος άρθρου.».

10)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 63α

1.   Τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

2.   Τα μέσα πρέπει να είναι χωρίς ημερομηνία λήξης ή να έχουν αρχική ληκτότητα τουλάχιστον 30 έτη. Αυτά τα μέσα δύνανται να περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα αγοράς κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη, αλλά δεν πρέπει να εξαγοράζονται πριν από την πάροδο πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης. Εάν οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα χωρίς ημερομηνία λήξης προβλέπουν ένα ήπιο κίνητρο εξαγοράς για το πιστωτικό ίδρυμα, όπως καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές, αυτό το κίνητρο δεν πρέπει να προκύπτει πριν από την πάροδο δέκα ετών από την ημερομηνία έκδοσης. Οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης δεν επιτρέπουν κανένα κίνητρο εξαγοράς σε άλλη ημερομηνία πλην της ημερομηνίας λήξης.

Τα μέσα με και χωρίς ημερομηνία λήξης μπορεί να αγοραστούν ή να εξαγοραστούν μόνο με την εκ των προτέρων έγκριση των αρμόδιων αρχών. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν άδεια, υπό τον όρο ότι η αίτηση γίνεται με πρωτοβουλία του πιστωτικού ιδρύματος και δεν επηρεάζονται αδικαιολόγητα η οικονομική κατάσταση ή οι συνθήκες φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τα ιδρύματα να αντικαταστήσουν το μέσο με στοιχεία ίδιας ή καλύτερης ποιότητας από αυτά που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή γα) του άρθρου 57.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν αναστολή της εξαγοράς των μέσων με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 75, και μπορούν να απαιτούν την αναστολή αυτή σε άλλες χρονικές στιγμές με βάση την οικονομική κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει άδεια οποιαδήποτε στιγμή για πρόωρη εξαγορά των μέσων με ή χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, στην περίπτωση που υπάρχει αλλαγή στην ισχύουσα φορολογική μεταχείριση ή την κανονιστική ταξινόμηση των μέσων αυτών η οποία δεν προβλεπόταν κατά την ημερομηνία έκδοσης.

3.   Οι διατάξεις που διέπουν το μέσο πρέπει να επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να ακυρώνει, όταν είναι απαραίτητο, την πληρωμή τόκου ή μερισμάτων για απεριόριστο χρονικό διάστημα, σε μη σωρευτική βάση.

Ωστόσο, το πιστωτικό ίδρυμα ακυρώνει αυτές τις πληρωμές εάν δεν συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 75.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την ακύρωση των πληρωμών αυτών, με βάση την οικονομική κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Κάθε τέτοια τυχόν ακύρωση δεν θίγει το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να αντικαταστήσει την πληρωμή τόκου ή μερίσματος με πληρωμή υπό μορφή μέσου αναφερόμενου στο άρθρο 57 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι οποιοσδήποτε τέτοιος μηχανισμός επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα να διαφυλάττει χρηματοοικονομικούς πόρους. Η αντικατάσταση αυτή ενδέχεται να εξαρτάται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές.

4.   Οι διατάξεις που διέπουν το μέσο πρέπει να προβλέπουν ότι το αρχικό κεφάλαιο, οι μη καταβληθέντες τόκοι ή τα μη καταβληθέντα μερίσματα είναι τέτοια ώστε να απορροφούν ζημίες και να μην εμποδίζουν την ανακεφαλαιοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος μέσω κατάλληλων μηχανισμών, καταρτιστέων από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 6.

5.   Σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, τα μέσα ιεραρχούνται χαμηλότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 2.

6.   Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά τα μέσα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 57 στοιχείο α) και παρακολουθεί την εφαρμογή τους. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη τυχόν από κατάλληλες προτάσεις για την εξασφάλιση της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων.».

11)

Στο άρθρο 65 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα δικαιώματα της μειοψηφίας κατά την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, σε περίπτωση χρησιμοποίησης της μεθόδου της πλήρους ενοποίησης. Τυχόν μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57, τα οποία δημιουργούν δικαιώματα μειοψηφίας, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζουν το άρθρο 63 παράγραφος 2 στοιχεία α), γ), δ) και ε) και τα άρθρα 63α και 66».

12)

Το άρθρο 66 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται ως εξής:

«1.   Τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 57 στοιχεία δ) έως η) υπόκεινται στους εξής περιορισμούς:

α)

το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57 δεν πρέπει να υπερβαίνει το 100 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου· και

β)

το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ζ) και η) του άρθρου 57 δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου.

1α.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 υπόκειται στους εξής περιορισμούς:

α)

τα μέσα που πρέπει να μετατρέπονται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και που δύνανται να μετατραπούν, με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής, ανά πάσα στιγμή, με γνώμονα την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδίδοντος ιδρύματος, σε στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο α) του άρθρου 57 εντός προκαθορισμένου εύρους δεν πρέπει να υπερβαίνουν συνολικά το 50 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου·

β)

εντός του ορίου που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, όλα τα άλλα μέσα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 35 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου 57·

γ)

εντός των ορίων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, τα μέσα με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης και κάθε μέσο για το οποίο οι διατάξεις που το διέπουν προβλέπουν κίνητρο εξαγοράς από το πιστωτικό ίδρυμα, δεν υπερβαίνουν το 15 %, κατ’ ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου 57·

δ)

το ποσό των στοιχείων που υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) πρέπει να υπόκειται στα όρια που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

2.   Το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 αφαιρείται κατά το ήμισυ από το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ), ι) και ια) του ίδιου άρθρου και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του εν λόγω άρθρου, κατόπιν εφαρμογής των περιορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το ήμισυ του αθροίσματος των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του ιδίου άρθρου, η διαφορά αφαιρείται από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου. Εάν τα στοιχεία που απαριθμούνται στο στοιχείο ιη) του άρθρου 57 έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο παράρτημα ΙΧ μέρος 4, τότε δεν αφαιρούνται.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«4.   Προσωρινά και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να υπερβαίνουν τα όρια που θεσπίζονται στις παραγράφους 1 και 1α.».

13)

Στον τίτλο V κεφάλαιο 2 τμήμα 2 υποτμήμα 2, ο υπότιτλος «Υπολογισμός των απαιτήσεων» αντικαθίσταται ως εξής: «Υπολογισμός και απαιτήσεις κοινοποίησης».

14)

Στο άρθρο 74 παράγραφος 2, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Για τη διαβίβαση των υπολογισμών αυτών από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, από 31 Δεκεμβρίου 2012, ενιαίους μορφότυπους, ενιαίες συχνότητες και ενιαίες ημερομηνίες διαβίβασης. Προς διευκόλυνση τούτου, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την εισαγωγή, εντός της Κοινότητας, ενιαίου μορφότυπου διαβίβασης στοιχείων πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012. Οι μορφότυποι διαβίβασης στοιχείων είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.».

15)

Στο άρθρο 81 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν έναν ΕCAI ως επιλέξιμο για τους σκοπούς του άρθρου 80 μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι η μεθοδολογία αξιολόγησης ανταποκρίνεται στα κριτήρια της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της συνεχούς αναθεώρησης και της διαφάνειας και ότι οι απορρέουσες πιστοληπτικές αξιολογήσεις ανταποκρίνονται στα κριτήρια της αξιοπιστίας και της διαφάνειας. Για τους σκοπούς αυτούς οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που αναφέρονται στο παράρτημα VI, Μέρος 2. Όταν ένας ECAI είναι καταχωρισμένος ως οργανισμός διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (CRA) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους οργανισμούς διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (11), οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της συνεχούς αναθεώρησης και της διαφάνειας, όσον αφορά τη μέθοδο αξιολόγησης που αυτός χρησιμοποιεί.

16)

Το άρθρο 87 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 11 αντικαθίσταται ως εξής:

«11.   Όταν τα ανοίγματα υπό τη μορφή οργανισμού συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο παράρτημα VI μέρος 1 παράγραφοι 77 και 78 και το πιστωτικό ίδρυμα έχει γνώση όλων ή μέρους των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, το πιστωτικό ίδρυμα εξετάζει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα προκειμένου να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα. Η παράγραφος 12 εφαρμόζεται στο μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ για το οποίο δεν έχει γνώση ή δεν θα μπορούσε εύλογα να έχει γνώση το πιστωτικό ίδρυμα. Ειδικότερα, η παράγραφος 12 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα ήταν αδικαιολόγητα μεγάλη επιβάρυνση για το πιστωτικό ίδρυμα να εξετάσει τα υποκείμενα ανοίγματα προκειμένου να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα.

Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα για όλα ή μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, τα σταθμισμένα ανοίγματα και οι αναμενόμενες ζημίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις εξής μεθόδους:

α)

όσον αφορά ανοίγματα της κλάσης του στοιχείου ε) του άρθρου 86 παράγραφος 1, ισχύει η μέθοδος του παραρτήματος VII μέρος 1 παράγραφοι 19 έως 21·

β)

όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα υποκείμενα ανοίγματα, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στα άρθρα 78 έως 83 με τις κάτωθι τροποποιήσεις:

i)

όσον αφορά ανοίγματα που υπόκεινται σε συγκεκριμένο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για μη διαβαθμισμένα ανοίγματα ή που υπόκεινται στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στον ανώτερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για μια δεδομένη κλάση ανοιγμάτων, η στάθμιση κινδύνου πρέπει να πολλαπλασιάζεται επί 2, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1 250 %·

ii)

όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα ανοίγματα, η στάθμιση κινδύνου πρέπει να πολλαπλασιάζεται επί 1,1 και να έχει τιμή τουλάχιστον 5 %.

Εάν, για τους σκοπούς του στοιχείου α), το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, οφείλει να αντιμετωπίζει τα υπόψη ανοίγματα σαν ανοίγματα σε άλλες μετοχές. Με την επιφύλαξη του άρθρου 154 παράγραφος 6, όπου αυτά τα ανοίγματα, μαζί με τα άμεσα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος σε αυτή την κλάση ανοιγμάτων, δεν είναι ουσιώδη κατά την έννοια του άρθρου 89 παράγραφος 2, μπορεί να εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 89 με την έγκριση των αρμοδίων αρχών.»·

β)

ςστην παράγραφο 12, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αντί της μεθόδου που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ίδια ή να αναθέτουν σε τρίτο τον υπολογισμό και την αναφορά των μέσων σταθμισμένων ανοιγμάτων βάσει των υποκείμενων ανοιγμάτων των ΟΣΕ και σύμφωνα με τις μεθόδους που σημειώνονται στην παράγραφο 11 στοιχεία α) και β), εφόσον εξασφαλίζεται καταλλήλως η ορθότητα του υπολογισμού και της αναφοράς.».

17)

Στο άρθρο 89 παράγραφος 1 το εισαγωγικό μέρος του στοιχείου δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων των κρατών μελών και έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών και διοικητικών φορέων τους, υπό την προϋπόθεση ότι:».

18)

Το άρθρο 97 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν έναν ΕCAI ως επιλέξιμο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μόνον εφόσον πεισθούν ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 81, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια του παραρτήματος VI, Μέρος 2, και ότι διαθέτει αποδεδειγμένες ικανότητες στον τομέα των τιτλοποιήσεων, απόδειξη του οποίου μπορεί να είναι η ευρεία αποδοχή από την αγορά. Όταν ένας ECAI είναι καταχωρισμένος ως οργανισμός διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας (CRA) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της συνεχούς αναθεώρησης και της διαφάνειας, όσον αφορά τη μέθοδο αξιολόγησης που αυτός χρησιμοποιεί.».

19)

Το άρθρο 106 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:

«2.   Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

α)

στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού, κατά την περίοδο δύο εργάσιμων ημερών μετά την πληρωμή·

β)

στην περίπτωση συναλλαγών για την αγορά ή πώληση τίτλων, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού εντός των πέντε εργάσιμων ημερών που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, οποιαδήποτε εκ των δύο γίνει νωρίτερα, ή

γ)

στην περίπτωση της παροχής πράξεων μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών ή των υπηρεσιών εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης χρηματοοικονομικών μέσων σε πελάτες, οι καθυστερημένες εισπράξεις χρηματοδότησης και τα άλλα ανοίγματα που προκύπτουν από δραστηριότητες του πελάτη, τα οποία δεν διαρκούν περισσότερο από την επόμενη εργάσιμη ημέρα, ή

δ)

στην περίπτωση της παροχής πράξεων μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών, τα εντός της ημέρας ανοίγματα έναντι των ιδρυμάτων που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας παρέχει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να ενισχυθεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των εξαιρέσεων των στοιχείων γ) και δ).»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Προκειμένου να καθοριστεί η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων πελατών, για τα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 79 παράγραφος 1 στοιχεία ιγ), ιε) και ιστ), όταν υπάρχει άνοιγμα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να αξιολογεί είτε το σχέδιο, είτε τα υποκείμενα ανοίγματα, είτε και τα δύο. Για το σκοπό αυτόν, το πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί την οικονομική ουσία και τους κινδύνους που ενέχει η διάρθρωση της συναλλαγής.».

20)

Το άρθρο 107 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 107

Για τον σκοπό του υπολογισμού της αξίας των ανοιγμάτων σύμφωνα με το παρόν τμήμα, ο όρος “πιστωτικό ίδρυμα” περιλαμβάνει επίσης κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αυτής, η οποία ανταποκρίνεται στον ορισμό του “πιστωτικού ιδρύματος” και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.».

21)

Το άρθρο 110 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 110

1.   Το πιστωτικό ίδρυμα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τις παρακάτω πληροφορίες για όλα τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων ανοιγμάτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1:

α)

την ταυτότητα του πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών έναντι των οποίων το πιστωτικό ίδρυμα έχει μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα·

β)

την αξία ανοίγματος προτού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, όταν συντρέχει περίπτωση·

γ)

τον τύπο χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου χρησιμοποιείται·

δ)

την αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, υπολογισμένη για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στα άρθρα 84 έως 89, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τα 20 μεγαλύτερα χρηματοδοτικά ανοίγματά του σε ενοποιημένη βάση, εκτός εκείνων που εξαιρούνται βάσει της εφαρμογής του άρθρου 111 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον δύο φορές κατ’ έτος. Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, ενιαίους μορφότυπους, συχνότητες και ημερομηνίες κοινοποίησης. Προς διευκόλυνση τούτου, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την εισαγωγή, εντός της Κοινότητας, ενιαίου μορφοτύπου διαβίβασης στοιχείων πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012. Οι μορφότυποι διαβίβασης στοιχείων είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να αναλύουν, στο βαθμό που είναι δυνατό, τα ανοίγματά τους σε εκδότες εξασφαλίσεων, παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας και υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 3 για πιθανές συγκεντρώσεις και, όπου απαιτείται, να αναλαμβάνουν δράση και να διαβιβάζουν στην αρμόδια αρχή τους οποιαδήποτε σημαντικά ευρήματα.».

22)

Το άρθρο 111 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Το πιστωτικό ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 112 έως 117, έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, η αξία του οποίου υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του.

Εφόσον ο πελάτης είναι ίδρυμα ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατ. ευρώ, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 112 έως 117, σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι ιδρύματα, δεν υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

Εάν το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος δεν υπερβαίνει τα 150 εκατ. ευρώ, η αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 112 έως 117, δεν πρέπει να υπερβαίνει ένα εύλογο όριο σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος. Το όριο αυτό καθορίζεται από τα πιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις πολιτικές και διαδικασίες που αναφέρονται στο παράρτημα V σημείο 7, για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο του κινδύνου συγκέντρωσης, και δεν υπερβαίνει το 100 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος

Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν όριο χαμηλότερο από 150 εκατ. ευρώ και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.»·

β)

οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κάθε πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να τηρεί ανά πάσα στιγμή το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1. Εάν, σε εξαιρετική περίπτωση, τα αναληφθέντα χρηματοδοτικά ανοίγματα υπερβαίνουν το εν λόγω όριο, η αξία του ανοίγματος κοινοποιείται χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες δύνανται, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, να ορίσουν περιορισμένη προθεσμία προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να συμμορφωθεί προς το όριο.

Στις περιπτώσεις εφαρμογής του προβλεπόμενου στην παράγραφο 1 ορίου των 150 εκατ. ευρώ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν, κατά περίπτωση, υπέρβαση του ορίου του 100 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.».

23)

Το άρθρο 112 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, όταν επιτρέπεται η αναγνώριση χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας βάσει των άρθρων 113 έως 117, αυτό θα εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και τις άλλες ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 90 έως 93.»·

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Για τον σκοπό του παρόντος τμήματος, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη εξασφάλισης που αναφέρεται στο παράρτημα VIII μέρος 1 σημεία 20 έως 22, εκτός εάν αυτό επιτρέπεται βάσει του άρθρου 115.».

24)

Το άρθρο 113 τροποποιείται ως εξής:

α)

διαγράφονται οι παράγραφοι 1 και 2·

β)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα παρακάτω χρηματοδοτικά ανοίγματα εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 111, παράγραφος 1:»·

ii)

τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών, εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων ή των τοπικών αρχών αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83·

στ)

ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλόμενων που αναφέρονται στο άρθρο 80 παράγραφος 7 ή παράγραφος 8, εφόσον εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83. Ανοίγματα που δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου.»·

iii)

το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

ανοίγματα που προκύπτουν από μη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες, τα οποία κατατάσσονται στα στοιχεία εκτός ισολογισμού με χαμηλό κίνδυνο στο παράρτημα ΙΙ, εφόσον έχει συναφθεί με τον πελάτη ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών συμφωνία που προβλέπει ότι η πιστωτική ευχέρεια μπορεί να αναληφθεί μόνον εφόσον εξακριβωθεί ότι δεν θα οδηγήσει σε υπέρβαση του ορίου που ορίζεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1.»·

iv)

τα στοιχεία ι) έως κ) διαγράφονται·

v)

το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο διαγράφονται·

γ)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, εν όλω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, τα ακόλουθα χρηματοδοτικά ανοίγματα:

α)

καλυμμένα ομόλογα που εμπίπτουν στο πεδίο του παραρτήματος VI μέρος 1 παράγραφοι 68, 69 και 70·

β)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών, εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 20 % βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων ή των τοπικών αρχών αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 20 % βάσει των άρθρων 78 έως 83·

γ)

κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 στοιχείο στ), του παρόντος άρθρου, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων που αναλαμβάνει ένα πιστωτικό ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης, και των δικών του θυγατρικών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως στην οποία υπόκειται και το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή με τους ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα. Ανοίγματα που δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου·

δ)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων, έναντι περιφερειακών ή κεντρικών πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα είναι συνδεδεμένο στο πλαίσιο δικτύου δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων και τα οποία είναι υπεύθυνα, κατ’ εφαρμογή αυτών των διατάξεων, να προβαίνουν σε εκκαθάριση των ρευστών διαθεσίμων μεταξύ των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο δίκτυο·

ε)

στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία αναλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν σε μη ανταγωνιστική βάση, παρέχοντας δάνεια στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων ή του καταστατικού τους για την προώθηση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, υπό κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και υπό περιορισμούς στη χρήση των δανείων, με την προϋπόθεση ότι τα αντίστοιχα ανοίγματα προκύπτουν από τέτοια δάνεια τα οποία μεταβιβάζονται στους δικαιούχους μέσω άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων·

στ)

στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών, δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την επομένη εργάσιμη ημέρα και δεν εκφράζονται σε ένα από τα σημαντικότερα νομίσματα των διεθνών συναλλαγών·

ζ)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών τραπεζών υπό μορφή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεμάτων διατηρούμενων στις εν λόγω κεντρικές τράπεζες, εκφρασμένες στο εθνικό νόμισμά τους·

η)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων υπό μορφή κανονιστικών απαιτήσεων ρευστότητας τα οποία διατηρούνται σε κρατικούς τίτλους και είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εθνικό νόμισμά τους, με την προϋπόθεση ότι, κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, η πιστωτική αξιολόγηση αυτών των κεντρικών κυβερνήσεων εκ μέρους ενός αναγνωρισμένου ECAI είναι επενδυτικής βαθμίδας·

θ)

το 50 % των εκτός ισολογισμού ενέγγυων πιστώσεων μέσου/χαμηλού κινδύνου και των εκτός ισολογισμού αχρησιμοποίητων πιστωτικών διευκολύνσεων μέσου/χαμηλού κινδύνου που μνημονεύονται στο παράρτημα II, επίσης δε, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, το 80 % των εγγυήσεων (πλην των εγγυήσεων δανείων) που έχουν νομική ή κανονιστική βάση και παρέχονται προς όφελος των μελών τους από αλληλεγγυητικά συστήματα με καθεστώς πιστωτικού ιδρύματος·

ι)

απαιτούμενες εκ του νόμου εγγυήσεις που χρησιμοποιούνται όταν ένα ενυπόθηκο δάνειο χρηματοδοτούμενο με την έκδοση ενυπόθηκων ομολόγων καταβάλλεται στον ενυπόθηκο δανειολήπτη πριν από την τελική εγγραφή της υποθήκης στο κτηματολόγιο, υπό την προϋπόθεση ότι η εγγύηση δεν χρησιμοποιείται ως παράγοντας μείωσης του κινδύνου κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων ενεργητικού.».

25)

Το άρθρο 114 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, για τους σκοπούς του υπολογισμού της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει την “πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος” όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση πιστωτικού κινδύνου, τις προσαρμογές μεταβλητότητας και κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας (E*).»·

β)

ηπαράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, σε ένα πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής ως προς μία κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89, επιτρέπεται να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα αυτά κατά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να εκτιμήσει τα αποτελέσματα των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων επί των ανοιγμάτων του χωριστά από άλλες συναφείς προς τις LGD πτυχές.»·

ii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει επιτραπεί να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής ως προς μία κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89, η οποία δεν υπολογίζει την αξία των ανοιγμάτων τους βάσει της μεθόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, επιτρέπεται να χρησιμοποιούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή τη μέθοδο που περιγράφεται στο άρθρο 117 παράγραφος 1 στοιχείο β), όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων.»·

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή στο οποίο επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τη μέθοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, οφείλει να πραγματοποιεί περιοδικούς ελέγχους με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για τις συγκεντρώσεις πιστωτικού κινδύνου, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την αξία εκποίησης τυχόν εξασφαλίσεων.»·

ii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση που από έναν τέτοιο έλεγχο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων αποδειχθεί ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι χαμηλότερη από αυτήν που επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη κατά τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, μειώνεται αναλόγως η αξία των εξασφαλίσεων που επιτρέπεται να αναγνωριστεί κατά τον υπολογισμό της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1.»·

iii)

στο πέμπτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

πολιτικές και διαδικασίες για να αντιμετωπισθεί κατάσταση κατά την οποία ο έλεγχος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων καταδεικνύει ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι κατώτερη από αυτή που λαμβάνεται υπόψη κατά τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 2· και»·

δ)

η παράγραφος 4 διαγράφεται.

26)

Το άρθρο 115 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 115

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μειώσει την αξία ανοίγματος έως και στο 50 % της αξίας του εν λόγω οικιστικού ακινήτου, εάν πληρούται μία από τις εξής προϋποθέσεις:

α)

το άνοιγμα εξασφαλίζεται με υποθήκες επί οικιστικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας·

β)

το άνοιγμα συνδέεται με πράξη χρηματοδοτικής μίσθωσης βάσει της οποίας ο εκμισθωτής διατηρεί την πλήρη κυριότητα του εκμισθωθέντος ακινήτου ενόσω ο μισθωτής δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα να το αγοράσει.

Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται, προς ικανοποίηση των αρμοδίων αρχών, με συνετούς κανόνες αποτίμησης οι οποίοι προβλέπονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις. Η αποτίμηση γίνεται τουλάχιστον μία φορά κάθε τρία χρόνια προκειμένου περί οικιστικών ακινήτων.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παραρτήματος VIII μέρος 2 σημείο 8 και του παραρτήματος VIII μέρος 3 σημεία 62 έως 65.

Οικιστικό ακίνητο θεωρείται κατοικία που κατέχει ή εκμισθώνει ο ιδιοκτήτης.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μειώσει την αξία ανοίγματος έως και στο 50 % της αξίας του εν λόγω εμπορικού ακινήτου, μόνον εφόσον οι αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται το εμπορικό ακίνητο επιτρέπουν τη στάθμιση των παρακάτω ανοιγμάτων με συντελεστή στάθμισης 50 % βάσει των άρθρων 78 έως 83:

α)

ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκη επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού στεγαστικού νόμου του 1991 ή μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα, ή

β)

ανοίγματα σχετιζόμενα με πράξεις μίσθωσης ακινήτων για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα.

Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται, προς ικανοποίηση των αρμοδίων αρχών, με συνετούς κανόνες αποτίμησης, οι οποίοι προβλέπονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις.

Το εμπορικό ακίνητο πρέπει να είναι πλήρως κατασκευασμένο, μισθωμένο και να παράγει κατάλληλο μισθωτικό εισόδημα.».

27)

Το άρθρο 116 διαγράφεται.

28)

Το άρθρο 117 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Όταν το χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι πελάτη καλύπτεται από εγγύηση τρίτου ή καλύπτεται από εξασφάλιση που εξέδωσε τρίτος, το πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται:

α)

να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που είναι εγγυημένο υφίσταται έναντι του εγγυητή και όχι έναντι του πελάτη, με την προϋπόθεση ότι το μη εγγυημένο άνοιγμα έναντι του εγγυητή υπόκειται σε ίσο ή χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης από το συντελεστή στάθμισης του μη εξασφαλισμένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει των άρθρων 78 έως 83·

β)

να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται με την τρέχουσα αγοραία αξία των αναγνωρισμένων εξασφαλίσεων υφίσταται έναντι τρίτου και όχι έναντι του πελάτη, εφόσον το άνοιγμα καλύπτεται από εξασφάλιση και με την προϋπόθεση ότι το τμήμα που καλύπτεται από την εξασφάλιση υπόκειται σε ίσο ή χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης από το συντελεστή στάθμισης του μη εξασφαλισμένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει των άρθρων 78 έως 83.

Η μέθοδος κατά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου δεν χρησιμοποιείται από το πιστωτικό ίδρυμα εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας του ανοίγματος και της ληκτότητας της προστασίας.

Για τους σκοπούς αυτού του τμήματος, ένα πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και τη μέθοδο που προβλέπεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, μόνον εφόσον επιτρέπεται η χρήση τόσο της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων όσο και της απλής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων κατά την έννοια του άρθρου 75, στοιχείο α).»·

β)

στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όταν πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει το στοιχείο α) της παραγράφου 1:».

29)

Το άρθρο 119 διαγράφεται.

30)

Το εξής τμήμα προστίθεται στο κεφάλαιο 2:

«Τμήμα 7

Ανοίγματα σε μεταφερόμενο πιστωτικό κίνδυνο

Άρθρο 122α

1.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ενεργεί ως μεταβιβάζων ή ανάδοχος ή ως αρχικός δανειοδότης, είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του, μόνον εφόσον το μεταβιβάζον ίδρυμα, το ανάδοχο ίδρυμα ή ο αρχικός δανειοδότης έχει γνωστοποιήσει ρητώς στο πιστωτικό ίδρυμα ότι διατηρεί, σε συνεχή βάση, σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν είναι λιγότερο από 5 %.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, “διατήρηση καθαρού οικονομικού συμφέροντος” σημαίνει:

α)

διατήρηση τουλάχιστον του 5 % της ονομαστικής αξίας καθενός από τα τμήματα τιτλοποίησης που έχουν πωληθεί ή μεταβιβαστεί στους επενδυτές ή

β)

στην περίπτωση τιτλοποίησης ανανεούμενων πιστώσεων, διατήρηση του συμφέροντος του μεταβιβάζοντος σε ποσοστό τουλάχιστον του 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων ή

γ)

διατήρηση τυχαίως επιλεγμένων ανοιγμάτων, ισοδύναμων προς ποσοστό τουλάχιστον 5 % του ονομαστικού ύψους των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά θα είχαν ειδάλλως τιτλοποιηθεί κατά τη διαδικασία τιτλοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των ενδεχόμενων τιτλοποιημένων ανοιγμάτων δεν είναι μικρότερος των 100 κατά τη δημιουργία τους ή

δ)

διατήρηση του πρώτου τμήματος ζημίας και, εφόσον απαιτείται, άλλων τμημάτων που έχουν το ίδιο ή δυσμενέστερο προφίλ κινδύνου και δεν λήγουν νωρίτερα από τα τμήματα που μεταβιβάζονται ή πωλούνται στους επενδυτές, ούτως ώστε η διατήρηση να ισούται συνολικά με τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.

Το καθαρό οικονομικό συμφέρον μετράται κατά τη δημιουργία και διατηρείται σε συνεχή βάση. Δεν υπόκειται σε οιαδήποτε μείωση πιστωτικού κινδύνου ή οιεσδήποτε ανοικτές θέσεις (short positions) ή οιαδήποτε άλλη αντιστάθμιση. Το καθαρό οικονομικό συμφέρον καθορίζεται από την ονομαστική αξία των εκτός ισολογισμού στοιχείων.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η έννοια “σε συνεχή βάση” σημαίνει ότι οι διατηρηθείσες θέσεις, συμφέροντα ή ανοίγματα δεν αντισταθμίζονται ούτε πωλούνται.

Δεν επιτρέπεται η πολλαπλή εφαρμογή των απαιτήσεων διατήρησης για καμία τιτλοποίηση.

2.   Εφόσον μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, ή θυγατρική αυτής, ενεργώντας με την ιδιότητα του μεταβιβάζοντος ή αναδόχου, προβαίνει σε τιτλοποίηση ανοιγμάτων από διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, η απαίτηση κατά την παράγραφο 1 μπορεί να τηρηθεί με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του σχετικού μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή της σχετικής μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις που τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα τα οποία δημιούργησαν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα έχουν δεσμευθεί να τηρήσουν τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 και να παραδώσουν εγκαίρως στο μεταβιβάζουν ή το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα και στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ ή σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, τις απαιτούμενες πληροφορίες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις που επιβάλλει η παράγραφος 6.

3.   Η παράγραφος 1 δεν ισχύει όταν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα είναι απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι, ή καλύπτονται πλήρως, άνευ όρων και αμετακλήτως με εγγύηση από:

α)

κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες·

β)

περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές και οντότητες του δημόσιου τομέα των κρατών μελών·

γ)

ιδρύματα στα οποία βάσει των άρθρων 78 ως 83 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου ίσος ή μικρότερος του 50 %, ή

δ)

πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.

Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται:

α)

στις συναλλαγές που βασίζονται σε σαφή, διαφανή και ευπρόσιτο δείκτη, όταν οι υποκείμενες οντότητες αναφοράς είναι πανομοιότυπες με εκείνες που συνιστούν έναν δείκτη οντοτήτων που αποτελεί αντικείμενο ευρείας διαπραγμάτευσης, ή αποτελούν άλλως πως εμπορεύσιμους τίτλους που διαφέρουν από θέσεις τιτλοποίησης·

β)

στα κοινοπρακτικά δάνεια, στις αγορασθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις ή στις συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, όταν τα μέσα αυτά δεν χρησιμοποιούνται για τη διάρθρωση ή/και την κάλυψη τιτλοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Πριν από την πραγματοποίηση επενδύσεων και στη συνέχεια όπως ενδείκνυται, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές για κάθε επιμέρους θέση τιτλοποίησης ότι κατανοούν πλήρως και σε βάθος και έχουν εφαρμόσει επίσημες πολιτικές και διαδικασίες που είναι κατάλληλες για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών καθώς και εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και είναι ανάλογες προς το προφίλ κινδύνου των επενδύσεών τους σε τιτλοποιημένες θέσεις για την ανάλυση και καταγραφή:

α)

πληροφοριών που γνωστοποιούνται δυνάμει της παραγράφου 1, από μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα με στόχο να προσδιορίσουν το καθαρό οικονομικό συμφέρον στην τιτλοποίηση την οποία διατηρούν σε συνεχή βάση·

β)

των χαρακτηριστικών κινδύνου της επιμέρους θέσης τιτλοποίησης·

γ)

των χαρακτηριστικών κινδύνου των υποκείμενων ανοιγμάτων στην επιμέρους θέση τιτλοποίησης·

δ)

της υπόληψης και των ζημιών που υπέστησαν από προηγούμενες τιτλοποιήσεις των μεταβιβαζόντων ή ανάδοχων ιδρυμάτων στις αντίστοιχες κατηγορίες ανοιγμάτων, τις υποκείμενες στη θέση τιτλοποίησης·

ε)

των δηλώσεων και γνωστοποιήσεων των μεταβιβαζόντων ή των αναδόχων πιστωτικών ιδρυμάτων, ή των εκπροσώπων ή συμβούλων τους, σχετικά με τον εκ μέρους τους νομικό έλεγχο των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων και, εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, σχετικά με την ποιότητα της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης που στηρίζει τα τιτλοποιημένα ανοίγματα·

στ)

κατά περίπτωση, των μεθόδων και των εννοιών στις οποίες στηρίζεται η εκτίμηση της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης που υποστηρίζει τα τιτλοποιημένα ανοίγματα και των πολιτικών που έχουν εγκρίνει το μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του εκτιμητή· και

ζ)

όλων των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης που είναι δυνατόν να επηρεάσουν σημαντικά την απόδοση της θέσης τιτλοποίησης του πιστωτικού ιδρύματος.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διεξάγουν σε τακτά διαστήματα τις δικές τους προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που είναι κατάλληλες για τις τιτλοποιημένες θέσεις τους. Προς τούτο τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να στηρίζονται σε χρηματοοικονομικά πρότυπα που αναπτύσσονται από ECAI εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα είναι σε θέση να αποδείξουν, όποτε τους ζητηθεί, ότι μερίμνησαν δεόντως πριν από την επένδυση να επικυρώσουν τις παραδοχές και τη δόμηση των προτύπων και ότι κατανοούν τη μεθοδολογία, τις παραδοχές και τα αποτελέσματα.

5.   Τα πιστωτικά ιδρύματα, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ενεργούν ως μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα ή ως αρχικοί δανειστές, δύνανται να καθιερώσουν επίσημες διαδικασίες κατάλληλες για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή για πράξεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και ανάλογες προς το προφίλ κινδύνου των επενδύσεών τους σε τιτλοποιημένες θέσεις για την παρακολούθηση, σε συνεχή βάση και εγκαίρως, των πληροφοριών απόδοσης των υποκείμενων ανοιγμάτων στις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχουν. Κατά περίπτωση, θα περιλαμβάνονται το είδος ανοίγματος, το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 30, 60 και 90 ημερών, τα ποσοστά αθέτησης, τα ποσοστά πρόωρης εξόφλησης, τα δάνεια με αγωγή κατασχέσεως, το είδος και την πληρότητα της εξασφάλισης, την κατανομή συχνότητας των βαθμών πιστοληπτικής ικανότητας ή άλλων μέτρων φερεγγυότητας στα υποκείμενα ανοίγματα, τη γεωγραφική και τομεακή διαφοροποίηση, την κατανομή συχνότητας του λόγου “δάνειο/αξία” με εύρος που διευκολύνει την επαρκή ανάλυση ευαισθησίας. Εάν τα ίδια τα υποκείμενα ανοίγματα συνιστούν θέσεις τιτλοποίησης, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν τις απαριθμούμενες πληροφορίες της παρούσας παραγράφου όχι μόνον σχετικά με τα υποκείμενα τμήματα τιτλοποίησης, όπως η επωνυμία του εκδότη και η πιστωτική ποιότητα, αλλά επίσης σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις αποδόσεις των ομάδων των υποκείμενων σε τμήματα τιτλοποίησης.

Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν πλήρη κατανόηση των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών μιας συναλλαγής τιτλοποίησης που μπορεί να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στις αποδόσεις των ανοιγμάτων τους στη συναλλαγή, όπως το συμβατικό “καταρράκτη” (waterfall) και συναφή με τον “καταρράκτη” σημεία ενεργοποίησης, πιστωτικές ενισχύσεις, ενισχύσεις ρευστότητας, σημεία ενεργοποίησης αγοραίας αξίας, και συγκεκριμένο ορισμό του κινδύνου αθέτησης βασισμένο στη συμφωνία.

Εάν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις των παραγράφων 4, 7 και της παρούσας παραγράφου ως προς οιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο τους, λόγω αμελείας ή παράλειψης εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν αναλογικό πρόσθετο συντελεστή στάθμισης κινδύνου αντίστοιχο προς τουλάχιστον 250 % του συντελεστή στάθμισης κινδύνου (με ανώτατο όριο το 1 250 %) που, εάν δεν λαμβανόταν υπόψη η παρούσα παράγραφος, θα εφαρμοζόταν στις σχετικές θέσεις τιτλοποίησης δυνάμει του παραρτήματος IX μέρος 4, και να αυξάνουν βαθμιαία τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου με κάθε μεταγενέστερη παραβίαση των διατάξεων περί δέουσας επιμέλειας. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εξαιρέσεις για ορισμένες τιτλοποιήσεις της παραγράφου 3, μειώνοντας τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που κατά τα άλλα θα εφάρμοζε βάσει του παρόντος άρθρου για μια τιτλοποίηση υπαγόμενη στην παράγραφο 3.

6.   Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τα ίδια ισχυρά και σαφώς προσδιορισμένα κριτήρια για τη χορήγηση πιστώσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος V σημείο 3 για ανοίγματα που πρόκειται να τιτλοποιηθούν, με εκείνα που εφαρμόζουν για ανοίγματα που θα διατηρηθούν εντός του χαρτοφυλακίου τους. Προς τούτο, εφαρμόζονται οι ίδιες διαδικασίες έγκρισης και, όπου χρειάζεται, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων από τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα πιστωτικά ιδρύματα. Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν επίσης τα ίδια πρότυπα ανάλυσης για συμμετοχές ή/και αναδοχές σε εκδόσεις τιτλοποίησης που αγοράστηκαν από τρίτους, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι συμμετοχές ή/και αναδοχές θα διατηρηθούν εντός ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους.

Εάν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το άρθρο 95 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα και το εν λόγω μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν επιτρέπεται να εξαιρεί τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων, δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

7.   Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στους επενδυτές το επίπεδο της δέσμευσής τους δυνάμει της παραγράφου 1 να διατηρήσουν καθαρό οικονομικό συμφέρον στην τιτλοποίηση. Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα εξασφαλίζουν ότι οι μελλοντικοί επενδυτές έχουν άμεσα διαθέσιμη πρόσβαση σε όλα τα σημαντικά δεδομένα σχετικά με την πιστωτική ποιότητα και την απόδοση των επιμέρους υποκείμενων ανοιγμάτων, των χρηματικών ροών και της εξασφάλισης που υποστηρίζει ένα άνοιγμα τιτλοποίησης, καθώς και πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη διεξαγωγή περιεκτικών και καλά ενημερωμένων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων για τις χρηματικές ροές και τις αξίες εξασφάλισης που υποστηρίζουν τα υποκείμενα ανοίγματα. Για τον σκοπό αυτό, τα σημαντικά δεδομένα ορίζονται κατά την ημέρα της τιτλοποίησης και, εφόσον ενδείκνυται λόγω της φύσης της τιτλοποίησης, και μετά την ημέρα της τιτλοποίησης.

8.   Οι παράγραφοι 1 έως 7 εφαρμόζονται σε νέες τιτλοποιήσεις που εκδίδονται την 1η Ιανουαρίου 2011 ή μετά την ημερομηνία αυτή. Οι παράγραφοι 1 έως 7 εφαρμόζονται μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2014 σε υφιστάμενες τιτλοποιήσεις εφόσον προστίθενται ή υποκαθίστανται μετά την ημερομηνία αυτή νέα υποκείμενα ανοίγματα. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν την προσωρινή αναστολή των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 κατά τη διάρκεια περιόδων γενικής πίεσης όσον αφορά τη ρευστότητα της αγοράς.

9.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα γενικά κριτήρια και τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις παραγράφους 1 έως 7, το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2010·

β)

χωρίς να θίγονται οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 1, τμήμα 2, μια συνοπτική περιγραφή του αποτελέσματος της εποπτικής αξιολόγησης και περιγραφή των μέτρων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τις παραγράφους 1 έως 7 που εντοπίστηκαν σε ετήσια βάση αρχής γενομένης από τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

Η απαίτηση της παρούσας παραγράφου ισχύει με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 144.

10.   Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας υποβάλλει ετησίως έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών με το παρόν άρθρο. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά το παρόν άρθρο, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που λαμβάνονται σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας και διαχείρισης κινδύνου.».

31)

Το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 123, 124, 136, στο κεφάλαιο 5 και το παράρτημα V, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές·

γ)

τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε πιστωτικά ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, εφόσον είναι δυνατόν, καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.

Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο στοιχείο γ) περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 στοιχείο β), τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.»·

β)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή και οι αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2 σε κάθε οντότητα του τραπεζικού ομίλου και σε ενοποιημένη βάση.

Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής προς τις άλλες αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 123 και 124. Η κοινή απόφαση λαμβάνει επίσης δεόντως υπόψη τις αξιολογήσεις κινδύνου που πραγματοποιούν οι σχετικές αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές βάσει των άρθρων 123 και 124.

Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, η οποία διαβιβάζεται στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, κατόπιν αιτήσεως οποιασδήποτε άλλης από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή επιτρέπεται να συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας με δική της πρωτοβουλία.

Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 και του άρθρου 136 παράγραφος 2 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές.

Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 και του άρθρου 136 παράγραφος 2 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή.

Οι εν λόγω αποφάσεις δημοσιεύονται σε έγγραφο που περιέχει τις πλήρως αιτιολογημένες αποφάσεις και λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου, τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων μηνών. Το έγγραφο διαβιβάζεται από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προς όλες τις οικείες αρμόδιες αρχές και προς το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ.

Όταν ζητείται η συμβουλή της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη συμβουλή αυτή και επεξηγούν κάθε σημαντική παρέκκλιση από αυτή.

Η κοινή απόφαση που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο και οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη από τις αρμόδιες αρχές.

Η κοινή απόφαση κατά το πρώτο εδάφιο και οι αποφάσεις κατά το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά τη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 123, 124 και 136 παράγραφος 2 με στόχο τη διευκόλυνση των κοινών αποφάσεων.».

32)

Το άρθρο 130 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μεταξύ άλλων αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 42α, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρχές που μνημονεύονται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 και στο άρθρο 50 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές βάσει των άρθρων 125 και 126 και για την αρμόδια αρχή που περιγράφεται βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 1.

Εάν η αρχή που μνημονεύεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρμόδιες αρχές που προβλέπουν τα άρθρα 125 και 126.

Στο μέτρο του δυνατού, η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.».

33)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 131α

1.   Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στο άρθρο 129 και στο άρθρο 130 παράγραφος 1 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και σε πλαίσιο συμβατότητας με την κοινοτική νομοθεσία, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών·

β)

συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση·

γ)

καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης που βασίζονται σε αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 124·

δ)

αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 130 παράγραφος 2 και το άρθρο 132 παράγραφος 2·

ε)

συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας σε όλες τις οντότητες ενός τραπεζικού ομίλου, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο κοινοτικό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών·

στ)

εφαρμογή του άρθρου 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ), λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.

Οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών συνεργάζονται στενά. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας βάσει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.   Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 131 και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη λειτουργία των σωμάτων, μεταξύ άλλων σε σχέση με το άρθρο 42α παράγραφος 3.

Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές μιας χώρας υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 42α, οι κεντρικές τράπεζες κατά περίπτωση, καθώς και αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το κεφάλαιο 1 τμήμα 2.

Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τα όσα ενεργούνται σε αυτές τις συνεδριάσεις και με τα μέτρα που λαμβάνονται.

Στην απόφαση της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 40 παράγραφος 3, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 42α παράγραφος 2.

Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήματος 2, ενημερώνει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην εν λόγω επιτροπή όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.».

34)

Το άρθρο 132 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1, η μνεία στο άρθρο 136 αντικαθίσταται από μνεία στο άρθρο 136 παράγραφος 1·

β)

στο στοιχείο β) της παραγράφου 3, η μνεία στο άρθρο 136 αντικαθίσταται από μνεία στο άρθρο 136 παράγραφος 1.

35)

Το άρθρο 150 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, τα στοιχεία ια) και ιβ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ια)

τον κατάλογο και την κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων που σημειώνονται στα παραρτήματα ΙΙ και IV·

ιβ)

την προσαρμογή των διατάξεων των παραρτημάτων III και V έως ΧΙΙ προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές (ιδίως όσον αφορά τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα), ή στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη την κοινοτική νομοθεσία, ή στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών· ή»·

β)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

αποσαφήνιση των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 113·».

36)

Στο άρθρο 153, η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά τον υπολογισμό σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τον σκοπό του παραρτήματος VI μέρος 1 παράγραφος 4, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής στάθμισης όσον αφορά τα ανοίγματα σε κεντρικές κυβερνήσεις ή σε κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εγχώριο νόμισμα οιουδήποτε κράτους μέλους, όπως θα εφαρμοζόταν για τέτοια ανοίγματα που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εγχώριο νόμισμά τους.».

37)

Στο άρθρο 154, προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«8.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 δεν έχουν συμμορφωθεί με τα οριζόμενα στο άρθρο 66 παράγραφος 1α όρια οφείλουν να αναπτύξουν στρατηγικές και διαδικασίες σχετικά με τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να τακτοποιηθεί η θέση τους πριν από τις οριζόμενες στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου ημερομηνίες.

Τα μέτρα αυτά υπόκεινται σε αναθεώρηση δυνάμει του άρθρου 124.

9.   Μέσα τα οποία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 θεωρούνταν κατά το εθνικό δίκαιο ισοδύναμα με τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 57, αλλά δεν εμπίπτουν στο στοιχείο α) του άρθρου 57 ή δεν συμμορφώνονται προς τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 63α, θεωρούνται ότι εμπίπτουν στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2040, υπό τους εξής περιορισμούς:

α)

μέχρι το 20 % του αθροίσματος των στοιχείων α) έως γα) του άρθρου 57, μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 μεταξύ 10 και 20 ετών μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010·

β)

μέχρι το 10 % του αθροίσματος των στοιχείων α) έως γα) του άρθρου 57, μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 μεταξύ 20 και 30 ετών μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας παρακολουθεί, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, την έκδοση των μέσων αυτών.

10.   Για τους σκοπούς του Τμήματος 5, τα στοιχεία ενεργητικού που είναι απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που έχουν προκύψει πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2009 εξακολουθούν να υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2 και το άρθρο 116, όπως ίσχυαν πριν από τις 7 Δεκεμβρίου 2009, αλλά το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012.

11.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, η προθεσμία του άρθρου 129, τρίτο εδάφιο, είναι έξι μήνες.».

38)

Το άρθρο 156 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 156

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξετάζει σε περιοδική βάση εάν η παρούσα οδηγία ως σύνολο, από κοινού με την οδηγία 2006/49/ΕΚ, έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο και, λαμβανομένης υπόψη της εξέτασης αυτής, μελετά αν αιτιολογείται η λήψη διορθωτικών μέτρων.

Βάσει της ανάλυσης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Επιτροπή καταρτίζει ανά διετία έκθεση την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις. Συνεισφορές από δανειολήπτες και δανειοδότες λαμβάνονται επαρκώς υπόψη κατά την κατάρτιση της έκθεσης

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή επανεξετάζει την παρούσα οδηγία στο σύνολό της για να ανταποκριθεί στην ανάγκη καλύτερης ανάλυσης και αντιμετώπισης των μακροπροληπτικών προβλημάτων, συμπεριλαμβάνοντας την εξέταση:

α)

μέτρων που αμβλύνουν τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να σχηματίζουν τα τραπεζικά ιδρύματα στις ευνοϊκές περιόδους αντικυκλικές εφεδρείες που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε φάση κάμψης·

β)

της λογικής που διέπει τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας·

γ)

συμπληρωματικών μέτρων για τα πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τις απαιτήσεις που προκύπτουν από κινδύνους, ώστε να συγκρατηθεί αποτελεσματικότερα η αύξηση της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα.

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τα ανωτέρω ζητήματα, συνοδευόμενη από οιεσδήποτε ενδεικνυόμενες προτάσεις.

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, το συντομότερο δυνατόν και εν πάση περιπτώσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009, έκθεση σχετικά με την ανάγκη περαιτέρω μεταρρύθμισης του εποπτικού συστήματος, καθώς και των συναφών άρθρων της παρούσας οδηγίας και, σύμφωνα με την εφαρμοστέα διαδικασία της συνθήκης, οιεσδήποτε ενδεικνυόμενες νομοθετικές προτάσεις.

Έως την 1η Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή επανεξετάζει την πρόοδο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας όσον αφορά τους ενιαίους μορφότυπους, τις συχνότητες και τις ημερομηνίες διαβίβασης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 74, παράγραφος 2. Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της επανεξέτασης, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή επανεξετάζει την παρούσα οδηγία και καταρτίζει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση σε όλες τις πτυχές των άρθρων 68 έως 73 και του άρθρου 80 παράγραφοι 7 και 8 και στην εφαρμογή της στον τομέα της μικροπίστωσης, υποβάλλει δε την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή επανεξετάζει και καταρτίζει έκθεση ως προς την εφαρμογή του άρθρου 113 παράγραφος 4, συμπεριλαμβάνοντας στην εξέταση αυτή το ζήτημα κατά πόσον οι εξαιρέσεις πρέπει να υπόκεινται σε εθνική διακριτική ευχέρεια, την υποβάλλει δε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις. Όσον αφορά την ενδεχόμενη κατάργηση της εθνικής διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 113 παράγραφος 4 στοιχείο γ) και τη δυνατότητα εφαρμογής της ευχέρειας αυτής σε επίπεδο ΕΕ, η επανεξέταση λαμβάνει ιδίως υπόψη την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης κινδύνου από τον όμιλο ενώ παράλληλα διασφαλίζει την ύπαρξη επαρκών ασφαλιστικών δικλείδων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου έχει την καταστατική της έδρα μια οντότητα του ομίλου.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή επανεξετάζει και καταρτίζει έκθεση σχετικά με τα μέτρα για την ενίσχυση της διαφάνειας των εξωχρηματιστηριακών αγορών (OTC), συμπεριλαμβανομένων των αγορών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, όπως για παράδειγμα η απαίτηση συμψηφισμού μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υποβάλλει δε την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τον αναμενόμενο αντίκτυπο του άρθρου 122α, και υποβάλλει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, μαζί με τυχόν ενδεικνυόμενες προτάσεις. Η Επιτροπή εκπονεί την έκθεσή της αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας. Η έκθεση εξετάζει ειδικότερα κατά πόσον η απαίτηση ελάχιστης διατήρησης κατά το άρθρο 122α παράγραφος 1 επιτυγχάνει τον στόχο της καλύτερης ευθυγράμμισης συμφερόντων μεταξύ μεταβιβαζόντων ή ανάδοχων ιδρυμάτων και επενδυτών και ενισχύει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, και κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών εξελίξεων, θα ενδεικνυόταν η αύξηση του ελάχιστου επιπέδου διατήρησης.

Έως την 1η Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του άρθρου 122α υπό το φως των διεθνών εξελίξεων της αγοράς.».

39)

Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α)

στο μέρος 1 σημείο 5, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Βάσει της μεθόδου που ορίζεται στο μέρος 6 του παρόντος παραρτήματος (ΜΕΥ), όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με έναν μόνο αντισυμβαλλόμενο μπορεί να θεωρούνται ένα και το αυτό συμψηφιστικό σύνολο, εφόσον οι αρνητικές προσομοιωμένες εμπορικές αξίες των επιμέρους συμψηφιστικών συνόλων έχουν οριστεί σε 0 κατά την εκτίμηση του αναμενόμενου ανοίγματος.»·

β)

στο μέρος 2, το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Όταν πιστωτικό ίδρυμα αγοράζει προστασία με πιστωτικά παράγωγα για την κάλυψη ανοίγματος στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο ή για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR), μπορεί να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για το αντισταθμιζόμενο περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με το παράρτημα VIII μέρος 3 παράγραφοι 83 έως 92 ή, εφόσον έχει τύχει της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με το παράρτημα VII μέρος 1 παράγραφος 4 ή με το παράρτημα VII μέρος 4 παράγραφοι 96 έως 104.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, και όταν δεν εφαρμόζεται η επιλογή της δεύτερης πρότασης του σημείου 11 του παραρτήματος II της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, η αξία ανοίγματος για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR) όσον αφορά αυτά τα πιστωτικά παράγωγα ισούται με μηδέν.

Ωστόσο, το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει με συνέπεια να συμπεριλαμβάνει για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR) όλα τα πιστωτικά παράγωγα που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και έχουν αγοραστεί ως προστασία για την κάλυψη ανοίγματος στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο ή για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR) όταν η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται βάσει της παρούσας οδηγίας.»·

γ)

στο μέρος 5, το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15.

Σε κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς που αποτελεί το υποκείμενο μέσο σύμβασης ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, αντιστοιχεί ένα αντισταθμιστικό σύνολο. Οι συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” αντιμετωπίζονται ως εξής:

α)

το μέγεθος της θέσης κινδύνου σε ένα χρεωστικό τίτλο αναφοράς σε ομάδα με υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” είναι η πραγματική ονομαστική αξία του χρεωστικού τίτλου αναφοράς, πολλαπλασιασμένη επί τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας του παραγώγου νιοστής αθέτησης όσον αφορά την αλλαγή στο πιστωτικό περιθώριο του χρεωστικού τίτλου αναφοράς·

β)

υπάρχει ένα αντισταθμιστικό σύνολο για κάθε χρεωστικό τίτλο αναφοράς σε ομάδα υποκείμενη σε δεδομένη συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” θέσεις κινδύνου από διαφορετικές συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” δεν περιλαμβάνονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο·

γ)

ο πολλαπλασιαστής πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR) που εφαρμόζεται σε κάθε αντισταθμιστικό σύνολο που δημιουργείται για έναν χρεωστικό τίτλο αναφοράς ενός παραγώγου “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” είναι 0,3 % για χρεωστικούς τίτλους αναφοράς που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ECAI ισοδύναμη με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3, και 0,6 % για άλλους χρεωστικούς τίτλους.».

40)

Το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Οι κίνδυνοι από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες το πιστωτικó ίδρυμα είναι επενδυτής, μεταβιβάζων ή ανάδοχος, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων φήμης (όπως προκύπτουν σε σχέση με πολύπλοκες δομές ή προϊόντα), αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ιδίως ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής αντικατοπτρίζεται πλήρως στις αποφάσεις αξιολόγησης και διαχείρισης των κινδύνων.»·

β)

το σημείο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.

Πρέπει να υπάρχουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων, μεταξύ άλλων εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας. Αυτές οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα και τις οντότητες και περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς επιμερισμού κόστους, κέρδους και κινδύνων ρευστότητας.»·

γ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«14α.

Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στο σημείο 14 είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από τη διεύθυνση και αντικατοπτρίζει τη σπουδαιότητα του πιστωτικού ιδρύματος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Τα πιστωτικά ιδρύματα ανακοινώνουν το επίπεδο ανοχής κινδύνου σε όλα τα συναφή πεδία λειτουργίας.»·

δ)

το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15.

Τα πιστωτικά ιδρύματα αναπτύσσουν μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση χρηματοδοτικών θέσεων. Οι μεθοδολογίες αυτές περιλαμβάνουν τις τρέχουσες και προβλεπόμενες σημαντικές χρηματορροές που περιλαμβάνονται σε ή προκύπτουν από στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.

16.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διακρίνουν μεταξύ δεσμευμένων και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Λαμβάνουν επίσης υπόψη τη νομική οντότητα όπου βρίσκονται τα στοιχεία ενεργητικού, τη χώρα όπου είναι νομίμως καταχωρισμένα είτε σε μητρώο είτε σε λογαριασμό, καθώς και την επιλεξιμότητά τους, παρακολουθούν δε τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού μπορούν να κινητοποιηθούν εγκαίρως.

17.

Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν επίσης υπόψη τους υφιστάμενους νομικούς, ρυθμιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ οντοτήτων, εντός και εκτός του ΕΟΧ.

18.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα εξετάζει διάφορα μέσα μείωσης κινδύνου ρευστότητας, μεταξύ άλλων και σύστημα ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξει ποικίλες περιπτώσεις πίεσης, καθώς και επαρκώς διευρυμένη χρηματοδοτική διάρθρωση και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Αυτές οι ρυθμίσεις αναθεωρούνται σε τακτά διαστήματα.

19.

Εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τους παράγοντες μείωσης κινδύνου και αναθεωρούνται σε τακτική βάση οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική θέση. Για τους σκοπούς αυτούς, τα εναλλακτικά σενάρια αντιμετωπίζουν ιδίως τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των SSPE ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, σε σχέση με τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχο ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.

20.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις σεναρίων εξειδικευμένων για το ίδρυμα, σεναρίων που καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς και συνδυασμένων εναλλακτικών σεναρίων. Πρέπει να εξετάζονται διαφορετικοί χρονικοί ορίζοντες και διαφορετικοί βαθμοί συνθηκών ακραίων καταστάσεων.

21.

Τα πιστωτικά ιδρύματα προσαρμόζουν τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσουν αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στο σημείο 19.

22.

Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις ρευστότητας, τα πιστωτικά ιδρύματα προβλέπουν σχέδια έκτακτης ανάγκης τα οποία θα ορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας. Αυτά τα σχέδια ελέγχονται σε τακτά διαστήματα, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στο σημείο 19, υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες.».

41)

Στο παράρτημα ΙΧ μέρος 3 τμήμα 2, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«7α.

Περαιτέρω, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι, όσον αφορά τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που σχετίζονται με τα διαρθρωμένα χρηματοδοτικά μέσα, ο ECAI έχει αναλάβει δέσμευση να θέτει στη διάθεση του κοινού την εξήγηση πώς η απόδοση συνενουμένων στοιχείων ενεργητικού επηρεάζει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις στις οποίες προβαίνει.».

42)

Το παράρτημα ΧΙ τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 1 στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

το άνοιγμα προς μέτρηση και διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης των μέσων μείωσης κινδύνου (ιδιαίτερα το επίπεδο, η σύνθεση και η ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και των αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης·»·

β)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«1α.

Για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο ε), οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν σε τακτά διαστήματα περιεκτική αξιολόγηση της όλης διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα και προάγουν την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθοδολογιών. Κατά τη διεξαγωγή αυτών των αξιολογήσεων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη το ρόλο που διαδραματίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα στις χρηματοοικονομικές αγορές. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους εξετάζουν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε όλα τα άλλα κράτη μέλη που επηρεάζονται.».

43)

Στο παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 3, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

συνοπτικές πληροφορίες για τους όρους και τις προϋποθέσεις των κυριότερων χαρακτηριστικών όλων των κατηγοριών ιδίων κεφαλαίων και των επιμέρους στοιχείων από τα οποία αυτές συνίστανται, συμπεριλαμβανομένων των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57, μέσων που διέπονται από διατάξεις οι οποίες παρέχουν κίνητρο εξαγοράς από το πιστωτικό ίδρυμα και μέσων που υπόκεινται στο άρθρο 154, παράγραφοι 8 και 9·

β)

το ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων, με χωριστή δημοσιοποίηση κάθε θετικού στοιχείου και κάθε αφαίρεσης· το συνολικό ποσό των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 και των μέσων που διέπονται από διατάξεις οι οποίες παρέχουν κίνητρο εξαγοράς από το πιστωτικό ίδρυμα δημοσιοποιούνται επίσης χωριστά· κάθε μία από αυτές τις δημοσιοποιήσεις προσδιορίζει τα μέσα που υπόκεινται στο άρθρο 154 παράγραφοι 8 και 9.».

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/49/ΕΚ

Η οδηγία 2006/49/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 12, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με τον όρο “βασικά ίδια κεφάλαια” νοείται το άθροισμα των στοιχείων α) έως γα), μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.».

2)

Το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 ή 3 του άρθρου 20 της παρούσας οδηγίας, παρακολουθούν και ελέγχουν τα μεγάλα τους ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 106 έως 118 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.»·

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

3)

Στο άρθρο 30 η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν, για τα στοιχεία που αποτελούν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών και αναγνωρισμένων οίκων εκκαθάρισης και ανταλλαγής, να υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση που ορίζει το άρθρο 111 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 106 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας αυτής αντιστοίχως.».

4)

Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο πρώτο εδάφιο, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα έναντι του εν λόγω πελάτη ή της εν λόγω ομάδας πελατών δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά καθορίζονται στην ίδια οδηγία, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

β)

το ίδρυμα πληροί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επί της υπέρβασης αυτής σε σχέση με το όριο που ορίζει το άρθρο 111 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα VI της παρούσας οδηγίας·»·

β)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

κάθε τρίμηνο, τα ιδρύματα αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις περιπτώσεις όπου υπήρξε υπέρβαση, κατά το παρελθόν τρίμηνο, του ορίου που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 111 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.»·

γ)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε σχέση με το στοιχείο ε), σε κάθε περίπτωση υπέρβασης του ορίου γνωστοποιούνται το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη.».

5)

Στο άρθρο 32 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν διαδικασίες ώστε να εμποδίζονται τα ιδρύματα από το να αποφεύγουν σκοπίμως τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες θα προέκυπταν ειδάλλως σε ανοίγματα που υπερβαίνουν το όριο της παραγράφου 1 του άρθρου 111 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ εφόσον αυτά τα ανοίγματα έχουν διατηρηθεί για περισσότερο από δέκα ημέρες, μεταφέροντας προσωρινά τα εν λόγω ανοίγματα σε άλλη εταιρεία, είτε ανήκουσα στον ίδιο όμιλο είτε όχι, ή/και πραγματοποιώντας εικονικές συναλλαγές ώστε να καλύψουν το άνοιγμα κατά την περίοδο των δέκα ημερών και να δημιουργήσουν νέο άνοιγμα.».

6)

Στο άρθρο 35 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καλύπτονται από ενιαίους μορφότυπους, συχνότητες και ημερομηνίες διαβίβασης που προβλέπονται στο άρθρο 74 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.».

7)

Στο άρθρο 38 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Το άρθρο 42α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, με εξαίρεση την παράγραφο 1 στοιχείο α), εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων εκτός εάν οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 3, ή στο άρθρο 46 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.».

8)

Στο άρθρο 45, παράγραφος 1, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2014».

9)

Στο άρθρο 47, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2009» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2010» και η μνεία στα σημεία 4 και 8 του παραρτήματος V της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ αντικαθίσταται από μνεία στα σημεία 4 και 8 του παραρτήματος VIII.

10)

Στο άρθρο 48 παράγραφος 1, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2014».

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/64/ΕΚ

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α), της οδηγίας 2007/64/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας τα οποία ευρίσκονται στην Κοινότητα και είναι υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα εντός ή, σύμφωνα με το άρθρο 38 της εν λόγω οδηγίας, εκτός της Κοινότητας·».

Άρθρο 4

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία έως τις 31 Οκτωβρίου 2010.

Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις από τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

C. MALMSTRÖM


(1)  Γνώμη της 24ης Μαρτίου 2009 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 93 της 22.4.2009, σ. 3.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 2009 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 2009.

(4)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(7)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1».