ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2009.184.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

52ό έτος
16 Ιουλίου 2009


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 622/2009 της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 623/2009 της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2009, για τον καθορισμό των εισαγωγικών δασμών στον τομέα των σιτηρών από τη 16η Ιουλίου 2009

3

 

*

Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 624/2009 της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2009, περί της θέσπισης απαγόρευσης της αλιείας σκουμπριού στις ζώνες VIIIc, IX και, ύδατα ΕΚ της CECAF 34.1.1 Χαπό σκάφη που φέρουν σημαία Ισπανίας

6

 

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Τροποποιήσεις των πρακτικών οδηγίων προς τους διαδίκους

8

 

*

Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

10

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Συμβούλιο

 

 

2009/550/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2009, περί της έγκρισης τροποποιήσεων στη σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στον βορειοανατολικό Ατλαντικό, ώστε να επιτραπεί η θέσπιση διαδικασιών επίλυσης των διαφορών, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της και η αναθεώρηση των στόχων της σύμβασης

12

 

 

Επιτροπή

 

 

2009/551/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον καθορισμό του μέγιστου ποσού της ενίσχυσης που χορηγείται στην ιδιωτική αποθεματοποίηση ελαιολάδου στο πλαίσιο του διαγωνισμού που προκηρύχτηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 542/2009 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 5715]

16

 

 

IV   Λοιπές πράξεις

 

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

 

Μεικτή Επιτροπή του ΕΟΧ

 

*

Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 313/06/COL, της 25ης Οκτωβρίου 2006, για την πεντηκοστή ένατη τροποποίηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου 10.B — Κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις

18

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

16.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 622/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Ιουλίου 2009

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει οτις 16 Ιουλίου 2009.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2009.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MK

27,8

ZZ

27,8

0707 00 05

TR

112,7

ZZ

112,7

0709 90 70

TR

98,5

ZZ

98,5

0805 50 10

AR

57,2

TR

53,0

ZA

60,3

ZZ

56,8

0808 10 80

AR

78,9

BR

72,3

CL

89,0

CN

93,4

NZ

95,4

US

91,0

ZA

83,1

ZZ

86,2

0808 20 50

AR

80,7

CL

70,2

NZ

87,2

ZA

93,7

ZZ

83,0

0809 10 00

HR

90,0

TR

182,6

XS

103,5

ZZ

125,4

0809 20 95

TR

254,0

ZZ

254,0

0809 30

TR

186,9

ZZ

186,9


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


16.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 623/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Ιουλίου 2009

για τον καθορισμό των εισαγωγικών δασμών στον τομέα των σιτηρών από τη 16η Ιουλίου 2009

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1249/96 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1996, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου όσον αφορά τους εισαγωγικούς δασμούς στον τομέα των σιτηρών (2), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 136 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 προβλέπει ότι, για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1001 10 00, 1001 90 91, ex 1001 90 99 (μαλακό σιτάρι υψηλής ποιότητας), 1002, ex 1005 εκτός από τα υβρίδια προς σπορά, και ex 1007 εκτός από τα υβρίδια προς σπορά, ο εισαγωγικός δασμός ισούται με την τιμή παρέμβασης που ισχύει για τα προϊόντα αυτά κατά την εισαγωγή τους, προσαυξημένη κατά 55 %, μείον την τιμή εισαγωγής cif που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο φορτίο. Ωστόσο, ο δασμός αυτός δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τον δασμολογικό συντελεστή του κοινού δασμολογίου.

(2)

Το άρθρο 136 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 προβλέπει ότι, για τον υπολογισμό του εισαγωγικού δασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, καθορίζονται σε τακτικά διαστήματα αντιπροσωπευτικές τιμές εισαγωγής cif για τα προϊόντα αυτά.

(3)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96, η τιμή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του εισαγωγικού δασμού για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1001 10 00, 1001 90 91, ex 1001 90 99 (μαλακό σιτάρι υψηλής ποιότητας), 1002 00, 1005 10 90, 1005 90 00 και 1007 00 90 είναι η ημερήσια αντιπροσωπευτική τιμή εισαγωγής cif που ορίζεται βάσει της μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.

(4)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι εισαγωγικοί δασμοί για την περίοδο από τη 16η Ιουλίου 2009, οι οποίοι θα ισχύουν έως τον εκ νέου καθορισμό τους,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Από τη 16η Ιουλίου 2009, οι εισαγωγικοί δασμοί στον τομέα των σιτηρών οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 καθορίζονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού βάσει των στοιχείων του παραρτήματος II.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 16 Ιουλίου 2009.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2009.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 161 της 29.6.1996, σ. 125.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Εισαγωγικοί δασμοί για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, οι οποίοι εφαρμόζοται από τη 16η Ιουλίου 2009

Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή των εμπορευμάτων

Εισαγωγικός δασμός (1)

(EUR/t)

1001 10 00

ΣΙΤΑΡΙ σκληρό εκλεκτής ποιότητας

0,00

μέσης ποιότητας

0,00

βασικής ποιότητας

0,00

1001 90 91

ΣΙΤΑΡΙ μαλακό, για σπορά

0,00

ex 1001 90 99

ΣΙΤΑΡΙ μαλακό εκλεκτής ποιότητας, εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά

0,00

1002 00 00

ΣΙΚΑΛΗ

55,27

1005 10 90

ΚΑΛΑΜΠΟΚΙ για σπορά, εκτός από το υβρίδιο

31,15

1005 90 00

ΚΑΛΑΜΠΟΚΙ, εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά (2)

31,15

1007 00 90

ΣΟΡΓΟ σε κόκκους, εκτός από το υβρίδιο που προορίζεται για σπορά

60,26


(1)  Για τα εμπορεύματα που φθάνουν στην Κοινότητα από τον Ατλαντικό Ωκεανό ή μέσω της διώρυγας του Σουέζ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96, ο εισαγωγέας μπορεί να επωφεληθεί μείωσης των δασμών κατά:

3 EUR/t, εάν το λιμάνι εκφόρτωσης βρίσκεται στη Μεσόγειο θάλασσα,

2 EUR/t, εάν το λιμάνι εκφόρτωσης βρίσκεται στη Δανία, στην Εσθονία, στην Ιρλανδία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στην Πολωνία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή από την πλευρά του Ατλαντικού της Ιβηρικής Χερσονήσου.

(2)  Ο εισαγωγέας μπορεί να επωφεληθεί κατ’ αποκοπή μείωσης 24 EUR/t όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Στοιχεία υπολογισμού των δασμών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι

30.6.2009-14.7.2009

1.

Μέσοι όροι κατά την περίοδο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96:

(EUR/t)

 

Σιτάρι μαλακό (1)

Καλαμπόκι

Σκληρό σιτάρι, εκλεκτής ποιότητας

Σκληρό σιτάρι, μέσης ποιότητας (2)

Σκληρό σιτάρι, χαμηλής ποιότητας (3)

Κριθή

Χρηματιστήριο

Minnéapolis

Chicago

Τιμή

175,68

94,79

Τιμή fob USA

189,62

179,62

159,62

83,82

Πριμοδότηση για τον Κόλπο

16,16

Πριμοδότηση για τις Μεγάλες Λίμνες

8,75

2.

Μέσοι όροι κατά την περίοδο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96:

Ναύλος/κόστος: Κόλπος του Μεξικού–Ρότερνταμ:

19,92 EUR/t

Ναύλος/κόστος: Μεγάλες Λίμνες–Ρότερνταμ:

17,94 EUR/t


(1)  Θετική πριμοδότηση 14 EUR/t ενσωματωμένη [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].

(2)  Αρνητική πριμοδότηση 10 EUR/t [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].

(3)  Αρνητική πριμοδότηση 30 EUR/t [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].


16.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ (ΕΚ) αριθ. 624/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Ιουλίου 2009

περί της θέσπισης απαγόρευσης της αλιείας σκουμπριού στις ζώνες VIIIc, IX και, ύδατα ΕΚ της CECAF 34.1.1 Χαπό σκάφη που φέρουν σημαία Ισπανίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 4,

τον κανονισμό αριθ. 2847/93 (ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (2), και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 43/2009 του Συμβουλίου της 16ης Ιανουαρίου 2009 περί καθορισμού, για το 2009, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στα κοινοτικά ύδατα και, για τα κοινοτικά σκάφη, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων (3), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2009.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2009.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση της αλιείας του εν λόγω αποθέματος, καθώς και η διατήρησή του επί του σκάφους, η μεταφόρτωση και η εκφόρτωσή του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2009, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη που φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται η διατήρηση επί του σκάφους, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση του εν λόγω αποθέματος που έχει αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2009.

Για την Επιτροπή

Φωκίων ΦΩΤΙΆΔΗΣ

Γενικός Διευθυντής Θαλάσσιων Υποθέσεων και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

(2)  ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 22 της 26.1.2009, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθ.

3/T&Q

Κράτος μέλος

Ισπανια

Απόθεμα

MAC/8C3411

Είδη

Σκουμπρί (Gadus morhua)

Ζώνη

VIIIc, IX και, ύδατα ΕΚ της CECAF 34.1.1

Ημερομηνία

10.6.2009


ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

16.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/8


ΤΡΟΠΟΠΟΙΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΏΝ ΟΔΗΓΊΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΊΚΟΥΣ

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Έχοντας υπόψη το άρθρο 150 του κανονισμού διαδικασίας·

Έχοντας υπόψη τις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους που θεσπίστηκαν στις 5 Ιουλίου 2007·

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΙΣ ΠΑΡΟΥΣΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΟΥΣ:

Άρθρο 1

1.   Στο σημείο 9, οι λέξεις «Κάθε αντίγραφο διαδικαστικού εγγράφου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Η πρώτη σελίδα κάθε αντιγράφου διαδικαστικού εγγράφου» και η λέξη «υπογεγραμμένη» αντικαθίσταται από τη λέξη «μονογεγραμμένη».

2.   Στο σημείο 10, πριν από την προτελευταία περίπτωση προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

15 σελίδες για την απάντηση, καθώς και για την ανταπάντηση στις αναιρετικές διαδικασίες και στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας·».

3.   Το σημείο 15 συμπληρώνεται με την ακόλουθη φράση:

«Εξάλλου, επιθυμητόν είναι να φέρουν όλοι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τίτλο, ώστε να διευκολύνεται ο εντοπισμός τους.»

4.   Το σημείο 19 συμπληρώνεται με την ακόλουθη φράση:

«Υποβάλλεται χωριστά από τα έγγραφα που επισυνάπτονται προς στήριξη της προσφυγής και, επίσης, αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, υπό μορφή απλού ηλεκτρονικού φακέλου, στη διεύθυνση CFI.Registry@curia.europa.eu, με μνεία της υπόθεσης στην οποία αναφέρεται.»

5.   Στο σημείο 36, το κείμενο του στοιχείου (ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(ε)

η ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης παραλήφθηκε από τον αναιρεσείοντα·»

6.   Το σημείο 41 συμπληρώνεται με την ακόλουθη φράση:

«Υποβάλλεται χωριστά από τα έγγραφα που επισυνάπτονται προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως και, επίσης, αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, υπό μορφή απλού ηλεκτρονικού φακέλου, στη διεύθυνση CFI.Registry@curia.europa.eu, με μνεία της υπόθεσης στην οποία αναφέρεται.»

7.   Στο σημείο 44, το κείμενο του στοιχείου (γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(γ)

η ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως παραλήφθηκε από τον διάδικο·»

8.   Στο σημείο 51, στοιχείο (α), μετά τη λέξη «παραρτήματος» προστίθεται το ακόλουθο κείμενο «(το υπόμνημα στο οποίο προσαρτάται το έγγραφο προσδιορίζεται με τη χρήση ενός γράμματος και ενός αριθμού: π.χ., παράρτημα A.1, A.2, … για τα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, B.1, B.2, … για τα παραρτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως, C.1, C.2, … για τα παραρτήματα του υπομνήματος απαντήσεως, D.1, D.2, … για τα παραρτήματα του υπομνήματος ανταπαντήσεως)», το δε τελευταίο εδάφιο του σημείου 51 καταργείται.

9.   Στο σημείο 52, οι λέξεις «Οι σελίδες των παραρτημάτων ενός υπομνήματος αριθμούνται» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Τα παραρτήματα ενός υπομνήματος σελιδαριθμούνται» et οι λέξεις «αρίθμηση των σελίδων» και «αριθμήσεως» αντικαθίστανται από τις λέξεις «σελιδαρίθμηση» και «σελιδαρίθμησης».

10.   Το σημείο 73 συμπληρώνεται με το ακόλουθο κείμενο:

«Η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως δεν μπορεί να κατατεθεί υπό εμπιστευτική μορφή.»

11.   Στο σημείο 81, οι λέξεις «2 έως 3 σελίδες» αντικαθίστανται από τις λέξεις «2 σελίδες».

12.   Μετά το σημείο 83, παρεμβάλλονται νέοι τίτλοι «Λ. Επί των αιτήσεων για την υποβολή υπομνήματος απαντήσεως ή ανταπαντήσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας» και «Μ. Επί των αιτήσεων διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας». Ο τίτλος «Λ. Επί των αιτήσεων παροχής του ευεργετήματος πενίας» καθίσταται τίτλος «Ν. Επί των αιτήσεων παροχής του ευεργετήματος πενίας».

Τα σημεία 84 έως 87 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Λ.   Επί των αιτήσεων για την υποβολή υπομνήματος απαντήσεως ή ανταπαντήσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας

84.

Κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης εντός της προθεσμίας του άρθρου 135, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο πρόεδρος μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να επιτρέψει την υποβολή υπομνήματος απαντήσεως ή ανταπαντήσεως αν αυτό είναι απαραίτητο για να δοθεί στον ενδιαφερόμενο διάδικο η δυνατότητα να υποστηρίξει την άποψή του.

85.

Η αίτηση αυτή δεν πρέπει, πλην ιδιαιτέρων περιστάσεων, να υπερβαίνει τις 2 σελίδες και πρέπει να περιορίζεται στη συνοπτική αναφορά των ειδικών λόγων για τους οποίους, κατά την άποψη του ενδιαφερομένου διαδίκου, είναι απαραίτητη η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως ή ανταπαντήσεως. Η αίτηση πρέπει να είναι αφ’ εαυτής κατανοητή χωρίς να απαιτείται παραπομπή στα κύρια υπομνήματα.

M.   Επί των αιτήσεων διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας

86.

Το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφασίσει να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς προφορική διαδικασία, εκτός αν ένας από τους διαδίκους υποβάλει, εντός της προθεσμίας του άρθρου 135α του κανονισμού διαδικασίας, αίτημα να αναπτύξει προφορικώς τις παρατηρήσεις του.

87.

Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο διάδικος επιθυμεί να ακουστεί. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένη εκτίμηση της χρησιμότητας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως για τον αιτούντα διάδικο και να αναφέρει τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως ή της επιχειρηματολογίας τα οποία ο διάδικος αυτός θεωρεί απαραίτητο να αναπτύξει ή να αντικρούσει εκτενέστερα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Γενική αιτιολογία αναφερόμενη στη σημασία της υποθέσεως ή των υπό κρίση ζητημάτων δεν αρκεί.»

Η αρίθμηση των επομένων σημείων προσαρμόζεται αναλόγως.

13.   Στο σημείο 91, που καθίσταται σημείο 95, η παραπομπή στο σημείο 85 αντικαθίσταται από παραπομπή στο σημείο 89.

14.   Στο σημείο 100, που καθίσταται σημείο 104, μετά τις λέξεις «10 λεπτά» παρεμβάλλονται οι λέξεις «(στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, κάθε κύριος διάδικος διαθέτει 15 λεπτά για καθε υπόθεση και κάθε παρεμβαίνων διαθέτει 10 λεπτά για κάθε υπόθεση)».

15.   Στο σημείο 102, που καθίσταται σημείο 106, στο τέλος της πρώτης παραγράφου προστίθεται η ακόλουθη φράση:

«Ωστόσο, στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας, η έκθεση ακροατηρίου περιορίζεται στην παράθεση των ισχυρισμών και σε σύντομη περίληψη των επιχειρημάτων των διαδίκων.»

Άρθρο 2

Οι παρούσες τροποποιήσεις στις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Τίθενται σε ισχύ την επομένη ημέρα της δημοσιεύσεώς τους.

Λουξεμβούργο, 16 Ιουνίου 2009.

Ο Γραμματέας

E. COULON

Ο Πρόεδρος

M. JAEGER


16.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/10


ΤΡΟΠΟΠΟΙΉΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΏΝ ΚΟΙΝΟΤΉΤΩΝ

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη

τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ιδίως το άρθρο 224, πέμπτο εδάφιο,

τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, ιδίως το άρθρο 140, πέμπτο εδάφιο,

το άρθρο 63 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου,

τη σύμφωνη γνώμη του Δικαστηρίου,

την έγκριση του Συμβουλίου που δόθηκε στις 15 Ιουνίου 2009,

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 2ας Μαΐου 1991 (ΕΕ L 136 της 30ής Μαΐου 1991, σ. 1, με διορθωτικό στην ΕΕ L 317 της 19ης Νοεμβρίου 1991, σ. 34), όπως τροποποιήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1994 (ΕΕ L 249 της 24ης Σεπτεμβρίου 1994, σ. 17), στις 17 Φεβρουαρίου 1995 (ΕΕ L 44 της 28ης Φεβρουαρίου 1995, σ. 64), στις 6 Ιουλίου 1995 (ΕΕ L 172 της 22ας Ιουλίου 1995, σ. 3), στις 12 Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 103 της 19ης Απριλίου 1997, σ. 6, με διορθωτικό στην ΕΕ L 351 της 23ης Δεκεμβρίου 1997, σ. 72), στις 17 Μαΐου 1999 (ΕΕ L 135 της 29ης Μαΐου 1999, σ. 92), στις 6 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ L 322 της 19ης Δεκεμβρίου 2000, σ. 4), στις 21 Μαΐου 2003 (ΕΕ L 147 της 14ης Ιουνίου 2003, σ. 22), στις 19 Απριλίου 2004 (ΕΕ L 132 της 29ης Απριλίου 2004, σ. 3), στις 21 Απριλίου 2004 (ΕΕ L 127 της 29ης Απριλίου 2004, σ. 108), στις 12 Οκτωβρίου 2005 (ΕΕ L 298 της 15ης Νοεμβρίου 2005, σ. 1), στις 18 Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 386 της 29ης Δεκεμβρίου 2006, σ. 45), στις 12 Ιουνίου 2008 (ΕΕ L 179 της 8ης Ιουλίου 2008, σ. 12), στις 14 Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ L 24 της 28ης Ιανουαρίου 2009, σ. 9) και στις 16 Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ L 60 της 4ης Μαρτίου 2009, σ. 3), τροποποιείται ως εξής:

1.

Μετά το άρθρο 121 παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4α:

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΟΜΠΗ

Άρθρο 121α

Οσάκις το Δικαστήριο επανεξετάζει απόφαση ή διάταξη του Πρωτοδικείου και αποφασίζει να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προς εκδίκαση, το Πρωτοδικείο επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως περί αναπομπής.

Άρθρο 121β

1.   Όταν το Δικαστήριο αναπέμπει υπόθεση αρχικώς εκδικασθείσα από τμήμα, ο πρόεδρος του Πρωτοδικείου μπορεί να αναθέσει την υπόθεση σε άλλο τμήμα συγκροτούμενο από τον ίδιο αριθμό δικαστών.

2.   Όταν το Δικαστήριο αναπέμπει υπόθεση αρχικώς εκδικασθείσα από την ολομέλεια ή από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Πρωτοδικείου, η υπόθεση ανατίθεται στον σχηματισμό που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση ή διάταξη.

3.   Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 έχουν εφαρμογή τα άρθρα 13, παράγραφος 2, 14, παράγραφος 1, και 51, παράγραφος 1.

Άρθρο 121γ

1.   Εντός προθεσμίας ενός μηνός από της επιδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου, οι διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών εκ της αποφάσεως αυτής για την επίλυση της διαφοράς. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.

2.   Το Πρωτοδικείο μπορεί να καλέσει τους διαδίκους της ενώπιόν του διαδικασίας να καταθέσουν υπομνήματα στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και να αποφασίσει να τους δώσει τον λόγο κατά την προφορική διαδικασία.

Άρθρο 121δ

Το Πρωτοδικείο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν την ενώπιόν του διαδικασία μετά την επανεξέταση.»

2.

Στο άρθρο 134, παράγραφος 1, η διάταξη συμπληρώνεται με την προσθήκη της ακόλουθης φράσεως μετά τη λέξη «παρεμβαίνοντες»: «απαντώντας στο δικόγραφο της προσφυγής νομοτύπως και εμπροθέσμως.»

Νέο κείμενο:

«Άρθρο 134

1.   Οι διάδικοι της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας πλην του προσφεύγοντος μπορούν να συμμετάσχουν στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ως παρεμβαίνοντες απαντώντας στο δικόγραφο της προσφυγής νομοτύπως και εμπροθέσμως.»

3.

Στο άρθρο 135, παράγραφος 1, απαλείφονται οι λέξεις «οι κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, παρεμβαίνοντες μπορούν να καταθέτουν» και αντικαθίστανται με τις λέξεις «οι πέραν του προσφεύγοντος διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών καταθέτουν».

Νέο κείμενο:

«Άρθρο 135

1.   Το Γραφείο και οι πέραν του προσφεύγοντος διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών καταθέτουν υπομνήματα αντικρούσεως της προσφυγής εντός προθεσμίας δύο μηνών από της επιδόσεως της προσφυγής.

Το άρθρο 46 εφαρμόζεται στα υπομνήματα αντικρούσεως.»

Άρθρο 2

Οι παρούσες τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας, το κείμενο των οποίων είναι αυθεντικό στις γλώσσες που μνημονεύονται στο άρθρο 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και τίθενται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του δευτέρου μηνός από τη δημοσίευσή τους.

Έγινε στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουλίου 2009.

Ο Γραμματέας

E. COULON

Ο Πρόεδρος

M. JAEGER


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Συμβούλιο

16.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/12


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 5ης Μαρτίου 2009

περί της έγκρισης τροποποιήσεων στη σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στον βορειοανατολικό Ατλαντικό, ώστε να επιτραπεί η θέσπιση διαδικασιών επίλυσης των διαφορών, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της και η αναθεώρηση των στόχων της σύμβασης

(2009/550/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37, σε συνδυασμό με το άρθρο 300 παράγραφος 2 και το άρθρο 300 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας του ΒΑ Ατλαντικού (εφεξής «η σύμβαση»), υπεγράφη στο Λονδίνο στις 18 Νοεμβρίου 1980 και τέθηκε σε ισχύ στις 17 Μαρτίου 1982.

(2)

Η Κοινότητα προσχώρησε στη σύμβαση στις 13 Ιουλίου 1981 (2).

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 της σύμβασης, για την εισαγωγή τροποποίησης σε αυτή απαιτείται η έγκρισή της από τα τρία τέταρτα των συμβαλλόμενων μερών. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 της σύμβασης, μια τροποποίηση τίθεται σε ισχύ 120 ημέρες μετά την ημερομηνία κοινοποίησης από τον θεματοφύλακα, παραλαβής γραπτής κοινοποίησης έγκρισης από τα τρία τέταρτα του συνόλου των συμβαλλόμενων μερών.

(4)

Τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση, κατά την 23η ετήσια συνάντησή τους τον Νοέμβριο του 2004, ενέκριναν τροποποίηση της σύμβασης βάσει της οποίας επιτρέπεται στην επιτροπή αλιείας ΒΑ Ατλαντικού (NEAFC) να εγκρίνει συστάσεις για τη θέσπιση διαδικασιών όσον αφορά τη διευθέτηση διαφορών οι οποίες προκύπτουν από τη σύμβαση.

(5)

Στις 11 Αυγούστου 2006, τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση ενέκριναν τροποποίησή της μέσω ταχυδρομικής ψήφου, δυνάμει της οποίας το πεδίο εφαρμογής της σύμβασης επεκτάθηκε στα καθιστικά είδη και οι στόχοι της διευρύνθηκαν. Η σύμβαση τροποποιήθηκε επίσης ώστε να συμπεριληφθεί μνεία σχετικά με τις εξελίξεις που έχουν σημειωθεί σε άλλα διεθνή φόρουμ σχετικά με τη διαχείριση της αλιείας, οι οποίες έχουν επιπτώσεις στην αλιεία στη ζώνη της σύμβασης NEAFC, και να εισαχθεί σειρά νέων ορισμών.

(6)

Δεδομένου ότι τα καθιστικά είδη αλιεύονται ή επηρεάζονται από την αλιεία, ενδείκνυται να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης.

(7)

Η σύμβαση προβλέπει ότι η NEAFC επιτελεί το έργο της με γνώμονα τη διατήρηση και τη βέλτιστη χρήση των αλιευτικών πόρων. Επιπλέον των στόχων αυτών, είναι σημαντικό να τονιστεί η σημασία της μακροπρόθεσμης διαχείρισης των αλιευτικών πόρων και ότι η διαχείρισή τους θα πρέπει να προσφέρει βιώσιμα οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη. Συνεπώς, ενδείκνυται τα στοιχεία αυτά να αποτελέσουν στόχους της σύμβασης.

(8)

Σύμφωνα με τη σύμβαση, η NEAFC επιτελεί το έργο της βασιζόμενη στα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα. Για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων, είναι επίσης σημαντικό να ληφθούν υπόψη η προληπτική προσέγγιση, η προσέγγιση με βάση το οικοσύστημα και η ανάγκη διαφύλαξης της θαλάσσιας βιοποικιλότητας. Συνεπώς ενδείκνυται η NEAFC να λάβει υπόψη και τα εν λόγω στοιχεία κατά την επιτέλεση του έργου της.

(9)

Η θέσπιση διαδικασίας διευθέτησης διαφορών βάσει της σύμβασης θα πρέπει να επιτρέπει την ταχεία διευθέτηση διαφορών, που θα ήταν προς όφελος της Κοινότητας.

(10)

Επιπλέον, μια τέτοια διαδικασία θα συνέβαλε στην ενίσχυση και στον εκσυγχρονισμό περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης της αλιείας, ιδίως της NEAFC, και θα εξασφάλιζε τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της αλιείας στο ΒΑ Ατλαντικό.

(11)

Με βάση τις αλιευτικές δυνατότητες που της χορηγούνται δυνάμει της παρούσας σύμβασης, είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να εγκρίνει τις προτεινόμενες τροποποιήσεις,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Οι τροποποιήσεις στη σύμβαση εγκρίνονται εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Το κείμενο των τροποποιήσεων στη σύμβαση επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το(-α) πρόσωπο(-α) που είναι αρμόδιο(-α) να κοινοποιήσει(-ουν) στην κυβέρνηση που ασκεί χρέη θεματοφύλακα την έγκριση από την Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 της σύμβασης (3).

Βρυξέλλες, 5 Μαρτίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. ŘÍMAN


(1)  Γνώμη της 19ης Φεβρουαρίου 2009 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 227 της 12.8.1981, σ. 21.

(3)  Η ημερομηνία έναρξης ισχύος των τροποποιήσεων θα δημοσιευθεί από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στον ΒΑ Ατλαντικό τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο προοίμιο εισάγεται η εξής νέα δεύτερη παράγραφος:

«ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τις συναφείς διατάξεις της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου του 1982· τη συμφωνία για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, της 10ης Δεκεμβρίου 1982, όσον αφορά τη διατήρηση και διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων και των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων ιχθύων του 1995· τη συμφωνία για την προαγωγή της συμμόρφωσης με διεθνή μέτρα διατήρησης και διαχείρισης από τα αλιευτικά σκάφη στην ανοικτή θάλασσα, του 1993, και λαμβάνοντας υπόψη τον κώδικα δεοντολογίας για την υπεύθυνη αλιεία που εγκρίθηκε κατά την 28η σύνοδο της διάσκεψης του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) τον Οκτώβριο του 1995,».

2.

Στο προοίμιο, η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να προωθήσει τη μακροπρόθεσμη διατήρηση και τη βέλτιστη χρησιμοποίηση των αλιευτικών πόρων του ΒΑ Ατλαντικού, διαφυλάττοντας έτσι τα θαλάσσια οικοσυστήματα εντός των οποίων ευρίσκονται οι εν λόγω αλιευτικοί πόροι και να ενθαρρύνει, ακολούθως, τη διεθνή συνεργασία και διαβούλευση σχετικά με αυτούς,».

3.

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης νοούνται ως:

1)

“Ζώνη της σύμβασης”

α)

η ζώνη η οποία ευρίσκεται εντός των υδάτων του Ατλαντικού και του Αρκτικού Ωκεανού και των θαλασσών που υπάγονται σε αυτούς και ευρίσκονται βορείως του 36° βόρειου πλάτους και μεταξύ 42° δυτικού μήκους και 51° ανατολικού μήκους, αλλά εξαιρώντας:

τη Βαλτική θάλασσα και τα Belts στα νότια και στα ανατολικά των γραμμών που συνδέουν το Hasenore Head με το Gniben Point, το Korshage με το Spodsbjerg και το Gilbjerg Head με το Kullen και

τη Μεσόγειο θάλασσα και τις δευτερεύουσες θάλασσες αυτής έως το σημείο τομής του 36° βόρειου παραλλήλου και του 5° 36′ μεσημβρινού δυτικού μήκους·

β)

την περιοχή του Ατλαντικού ωκεανού που ευρίσκεται βόρεια του 59° βορείου πλάτους και μεταξύ 44° δυτικού μήκους και 42° δυτικού μήκους.

2)

“Αλιευτικοί πόροι”, οι ιχθείς, τα μαλάκια, τα μαλακόστρακα και τα καθιστικά είδη, πλην, εφόσον καλύπτονται από άλλες διεθνείς συμφωνίες, των άκρως μεταναστευτικών ειδών τα οποία περιέχονται στο παράρτημα I της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θαλάσσης της 10ης Δεκεμβρίου 1982 και των ανάδρομων ειδών·

3)

“Έμβιοι θαλάσσιοι πόροι”, όλα τα έμβια συστατικά των θαλάσσιων οικοσυστημάτων·

4)

“Θαλάσσια βιοποικιλότητα”, η ποικιλομορφία των θαλάσσιων έμβιων οργανισμών και των οικολογικών συμπλεγμάτων των οποίων αποτελούν μέρος· περιλαμβάνει επίσης την ποικιλότητα εντός και μεταξύ των ειδών καθώς και των οικοσυστημάτων.».

4.

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Στόχος της παρούσας σύμβασης είναι να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη διατήρηση και τη βέλτιστη χρήση των αλιευτικών πόρων στην περιοχή της σύμβασης, προσφέροντας βιώσιμα οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη.».

5.

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

1.   Η Επιτροπή επιτελεί το έργο της ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που προβλέπονται στο άρθρο 2.

2.   Κατά τη διατύπωση συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 ή 6 της παρούσας σύμβασης η Επιτροπή:

α)

εξασφαλίζει ότι οι συστάσεις αυτές βασίζονται στα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα·

β)

εφαρμόζει την προληπτική προσέγγιση·

γ)

λαμβάνει δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο της αλιείας σε άλλα είδη και θαλάσσια οικοσυστήματα υιοθετώντας ταυτόχρονα, όπου αυτό είναι απαραίτητο, μέτρα διατήρησης και διαχείρισης τα οποία ανταποκρίνονται στην ανάγκη ελαχιστοποίησης των επιβλαβών επιπτώσεων επί των έμβιων θαλάσσιων πόρων και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων· και

δ)

λαμβάνει δεόντως υπόψη την ανάγκη διαφύλαξης της θαλάσσιας βιοποικιλότητας.

3.   Η Επιτροπή προσφέρει ένα φόρουμ διαβουλεύσεων και ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση των αλιευτικών πόρων στη ζώνη της σύμβασης και σχετικά με τις πολιτικές διαχείρισης, καθώς και για την εξέταση των συνολικών επιπτώσεων των συναφών πολιτικών στους αλιευτικούς πόρους και, εφόσον είναι απαραίτητο, σε άλλους έμβιους θαλάσσιους πόρους και σε θαλάσσια οικοσυστήματα.».

6.

Στα άρθρα 5, 6, 8, 9, 12, 13, 15, 18 και 20 ο όρος «αλιευτική δικαιοδοσία» αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

«δικαιοδοσία».

7.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 18α

Η Επιτροπή απευθύνει συστάσεις για τη θέσπιση διαδικασιών όσον αφορά τη διευθέτηση διαφορών οι οποίες προκύπτουν από τη σύμβαση.».


Επιτροπή

16.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/16


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2009

για τον καθορισμό του μέγιστου ποσού της ενίσχυσης που χορηγείται στην ιδιωτική αποθεματοποίηση ελαιολάδου στο πλαίσιο του διαγωνισμού που προκηρύχτηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 542/2009

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 5715]

(Τα κείμενα στη γαλλική, ελληνική, ισπανική, ιταλική και πορτογαλική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(2009/551/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (1), και ιδίως το άρθρο 43 στοιχείο δ), σε συνδυασμό με το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 542/2009 της Επιτροπής, της 23 Ιουνίου 2009, σχετικά με την προκήρυξη διαγωνισμού για την ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση ελαιολάδου (2), προβλέπει δύο υποπεριόδους διαγωνισμού.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 826/2008 της Επιτροπής, της 20ής Αυγούστου 2008, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση ορισμένων γεωργικών προϊόντων (3), βάσει των προσφορών που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή είτε καθορίζει μέγιστο ποσό της ενίσχυσης ή δεν καθορίζει μέγιστο ποσό της ενίσχυσης.

(3)

Βάσει των προσφορών που υποβάλλονται ως απάντηση στον πρώτο επιμέρους διαγωνισμό, κρίνεται σκόπιμο να καθοριστεί το μέγιστο ποσό της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση ελαιολάδου για την υποπερίοδο διαγωνισμού που λήγει στις 6 Ιουλίου 2009.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της διαχειριστικής επιτροπής για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Για την υποπερίοδο διαγωνισμού που λήγει στις 6 Ιουλίου 2009 στο πλαίσιο του διαγωνισμού που προκηρύχτηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 542/2009, το μέγιστο ποσό της ενίσχυσης για το ελαιόλαδο καθορίζεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιταλική Δημοκρατία και στην Πορτογαλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2009.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 161 της 24.6.2009, σ. 3.

(3)  ΕΕ L 223 της 21.8.2008, σ. 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(EUR/τόνο/ημέρα)

Προϊόν

Μέγιστο ποσό της ενίσχυσης

Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο

1,3

Παρθένο ελαιόλαδο

1,3


IV Λοιπές πράξεις

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μεικτή Επιτροπή του ΕΟΧ

16.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/18


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 313/06/COL

της 25ης Οκτωβρίου 2006

για την πεντηκοστή ένατη τροποποίηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου 10.B — Κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (1),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο αριθ. 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3), και ιδίως το άρθρο 24 και το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το άρθρο 1 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι βάσει του άρθρου 24 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή θέτει σε εφαρμογή τις διατάξεις της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή εκδίδει ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές σε θέματα σχετικά με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ, εφόσον η συμφωνία αυτή ή η συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου το προβλέπει ρητά ή εφόσον η Αρχή το κρίνει αναγκαίο,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (4), τους οποίους εξέδωσε η Αρχή στις 19 Ιανουαρίου 1994 (5),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, στις 19 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής «η Επιτροπή») εξέδωσε κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (6),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η ανακοίνωση αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον και για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι πρέπει να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων του ΕΟΧ για τις κρατικές ενισχύσεις σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το σημείο ΙΙ του τμήματος «ΓΕΝΙΚΑ» που βρίσκεται στο τέλος του παραρτήματος ΧV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Αρχή ΕΖΕΣ εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή, πράξεις αντίστοιχες με αυτές που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΚΑΤΟΠΙΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι η Αρχή έχει διεξάγει διαβουλεύσεις επί του θέματος αυτού με τα κράτη της ΕΖΕΣ με επιστολές προς την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία στις 10 Οκτωβρίου 2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις τροποποιούνται με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου 10.B με τίτλο «Κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Το νέο αυτό κεφάλαιο περιλαμβάνεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Τα κράτη της ΕΖΕΣ θα ενημερωθούν σχετικά με την παρούσα απόφαση με επιστολή στην οποία θα επισυνάπτεται αντίγραφο της απόφασης και του παραρτήματος. Τα κράτη της ΕΖΕΣ καλούνται να δώσουν τη συγκατάθεσή τους εντός δύο μηνών για τα προτεινόμενα κατάλληλα μέτρα όπως περιγράφονται στην επιστολή (βλέπε σημεία 83 έως 85 των κατευθυντήριων γραμμών).

Άρθρο 3

Αντίγραφο της παρούσας απόφασης, καθώς και του παραρτήματος, θα αποσταλεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς ενημέρωσή της δυνάμει του στοιχείου δ) του πρωτοκόλλου 27 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση, συμπεριλαμβανομένου και του παραρτήματός της, δημοσιεύεται στο τμήμα ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 25 Οκτωβρίου 2006.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Bjørn T. GRYDELAND

Πρόεδρος

Kristján A. STEFÁNSSON

Μέλος του Σώματος


(1)  Στο εξής η «Αρχή».

(2)  Στο εξής «συμφωνία για τον ΕΟΧ».

(3)  Στο εξής «συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου».

(4)  Στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις».

(5)  Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, που υιοθετήθηκαν και εκδόθηκαν από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στις 19 Ιανουαρίου 1994, και δημοσιεύτηκαν στην ΕΕ L 231 της 3.9.1994 και το συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 32 της 3.9.1994. Οι κατευθυντήριες γραμμές τροποποιήθηκαν τελευταία στις 19 Απριλίου 2006. Στο εξής αναφέρονται ως κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις.

(6)  ΕΕ C 194 της 18.8.2006, σ. 2.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«10B.   ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΣΕ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

10B.1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

10B.1.1.   ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΩΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΕΟΧ

(1)

Τα επιχειρηματικά κεφάλαια σχετίζονται με τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων που θεωρούνται ότι διαθέτουν μεγάλο αναπτυξιακό δυναμικό κατά τα αρχικά στάδια της ανάπτυξής τους. Η ζήτηση επιχειρηματικών κεφαλαίων προέρχεται κατά κανόνα από επιχειρήσεις με αναπτυξιακό δυναμικό που δεν διαθέτουν επαρκή πρόσβαση σε κεφαλαιαγορές ενώ η προσφορά επιχειρηματικών κεφαλαίων προέρχεται από επενδυτές διατεθειμένους να αναλάβουν υψηλό κίνδυνο εφόσον υπάρχει περίπτωση η απόδοση του επενδεδυμένου κεφαλαίου να είναι πάνω από το μέσο όρο.

(2)

Στις 19 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής η “Επιτροπή”) εξέδωσε κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (1).

(3)

Η βάση και το πλαίσιο της έκδοσης των νέων κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για τα επιχειρηματικά κεφάλαια είναι η αναγνώριση της ανεπάρκειας προσφοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων για νέες καινοτόμες επιχειρήσεις. Το Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις — Λιγότερες και καλύτερα στοχευόμενες κρατικές ενισχύσεις: οδικός χάρτης για τη μεταρρύθμιση των κρατικών ενισχύσεων 2005-2009 (“Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις”) (2) δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή τον Ιούνιο του 2005. Το Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις τόνισε τη σημασία που έχει η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και η διευκόλυνση της ταχείας εκκίνησης νέων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις εξήγγειλε την επανεξέταση της ανακοίνωσης για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια (3) για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών της αγοράς που επηρεάζουν τη χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων σε προσφάτως συσταθείσες και νέες καινοτόμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), ιδίως αυξάνοντας την ευελιξία των κανόνων που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια.

(4)

Ενώ πρωταρχικός ρόλος της αγοράς είναι να προσφέρει επαρκή επιχειρηματικά κεφάλαια εντός του ΕΟΧ, υπάρχει ένα “έλλειμμα ιδίων κεφαλαίων” στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων, μια μόνιμη ατέλεια της κεφαλαιαγοράς, που εμποδίζει την προσφορά να ικανοποιήσει τη ζήτηση σε τιμή αποδεκτή για αμφότερα τα μέρη, πράγμα το οποίο επηρεάζει αρνητικά τις ευρωπαϊκές ΜΜΕ. Το κενό αφορά κυρίως καινοτόμες και κατά πλειοψηφία νέες επιχειρήσεις του τομέα της υψηλής τεχνολογίας που διαθέτουν μεγάλο αναπτυξιακό δυναμικό. Ωστόσο, ενδέχεται να επηρεάζεται και ένα ευρύτερο φάσμα επιχειρήσεων διαφόρων ηλικιών και από διάφορους τομείς, που έχουν μικρότερο αναπτυξιακό δυναμικό και αδυνατούν να βρουν χρηματοδότηση για τα σχέδια επέκτασής τους αν δεν καταφύγουν σε εξωτερικά επιχειρηματικά κεφάλαια.

(5)

Η ύπαρξη του ελλείμματος ιδίων κεφαλαίων ενδέχεται να δικαιολογεί τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε ορισμένες περιορισμένες περιπτώσεις. Εάν στοχοθετηθούν σωστά, οι κρατικές ενισχύσεις για την υποστήριξη της χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων μπορεί να αποδειχθούν αποτελεσματικές για τη θεραπεία διαπιστωμένων ανεπαρκειών της αγοράς στον τομέα αυτό και τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων.

(6)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές αντικαθιστούν το κεφάλαιο 10A (4)“Κρατικές Ενισχύσεις και Επιχειρηματικά Κεφάλαια”, των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις και καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την υποστήριξη επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Οι κατευθυντήριες γραμμές θεσπίζουν τους κανόνες που ορίζουν υπό ποίες συνθήκες υφίσταται κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ καθώς και τα κριτήρια που θα εφαρμόζει η Αρχή κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των μέτρων για τα επιχειρηματικά κεφάλαια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

10B.1.2.   ΠΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

(7)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές βασίζονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που εκπονήθηκαν υπό το πρίσμα της πείρας που αποκτήθηκε από την εφαρμογή της ανακοίνωσης για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια, η οποία αντιστοιχεί στις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια (5). Λήφθηκαν επίσης υπόψη παρατηρήσεις που δέχθηκε η Επιτροπή από τα κράτη του ΕΟΧ και ενδιαφερόμενα μέρη, στο πλαίσιο δημόσιων διαβουλεύσεων σχετικά με την αναθεώρηση της ανακοίνωσης για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια, το σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις και την ανακοίνωση για τις κρατικές ενισχύσεις στην καινοτομία (6). Από την πείρα της Επιτροπής και τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων προέκυψε μεν ότι γενικά, η ανακοίνωση για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια λειτούργησε ικανοποιητικά στην πράξη, αλλά και ότι υπάρχει ανάγκη μεγαλύτερης ευελιξίας κατά την εφαρμογή των κανόνων και προσαρμογής τους κατά τρόπον ώστε να αντικατοπτρίζουν τις μεταβολές στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων. Επιπλέον, από την πείρα προκύπτει ότι για ορισμένα είδη επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε ορισμένους τομείς δεν είναι πάντοτε δυνατό να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις που θέτει η ανακοίνωση για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια, με αποτέλεσμα τα επιχειρηματικά κεφάλαια να μην μπορούν να τύχουν επαρκούς υποστήριξης με κρατικές ενισχύσεις στις περιπτώσεις αυτές. Περαιτέρω, από την πείρα προκύπτει ότι τα ενισχυόμενα ταμεία επιχειρηματικών κεφαλαίων χαρακτηρίζονται από χαμηλή γενική κερδοφορία. Η Αρχή συμφωνεί με τις προαναφερθείσες απόψεις.

(8)

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές υιοθετούν μια πιο ευέλικτη προσέγγιση σε ορισμένες περιπτώσεις, ούτως ώστε να δοθεί στα κράτη της ΕΖΕΣ η δυνατότητα να στοχοθετούν καλύτερα τα σχετικά με επιχειρηματικά κεφάλαια μέτρα που λαμβάνουν για την αντιμετώπιση της εκάστοτε ανεπάρκειας της αγοράς. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές περιγράφουν επίσης μια εξελιγμένη οικονομική προσέγγιση όσον αφορά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των μέτρων χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Βάσει των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια, η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των προγραμμάτων ενίσχυσης βασιζόταν ήδη σε μια αρκετά προηγμένη οικονομική ανάλυση εστιαζόμενη στην κλίμακα της ανεπάρκειας της αγοράς και στη στοχοθέτηση του εκάστοτε μέτρου. Ως εκ τούτου, οι κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια αντικατόπτριζαν ήδη τον κεντρικό άξονα μιας εξελιγμένης οικονομικής προσέγγισης. Ωστόσο, έπρεπε να γίνουν κάποιες λεπτομερέστερες ρυθμίσεις για ορισμένα από τα κριτήρια ούτως ώστε να εξασφαλισθεί ότι ένα μέτρο αντιμετωπίζει καλύτερα μια συγκεκριμένη ανεπάρκεια της αγοράς. Συγκεκριμένα, οι νέες κατευθυντήριες γραμμές περιλαμβάνουν στοιχεία τα οποία διασφαλίζουν την ενίσχυση των επενδυτικών αποφάσεων που λαμβάνονται με επαγγελματικό τρόπο και αποβλέπουν σε κέρδη, προκειμένου να ενθαρρυνθούν περισσότερο οι ιδιώτες επενδυτές να επενδύουν από κοινού με το κράτος. Τέλος, καταβλήθηκε προσπάθεια να υπάρξει σαφήνεια στις περιπτώσεις όπου η εμπειρία από την ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια κατέδειξε ότι αυτό ήταν αναγκαίο.

10B.1.3.   ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

10B.1.3.1.    Το Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις και το κριτήριο της εξισορρόπησης

(9)

Στο Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή υπογράμμισε τη σημασία μιας πιο οικονομολογικής προσέγγισης κατά την ανάλυση των κρατικών ενισχύσεων. Αυτό μεταφράζεται σε εξισορρόπηση των δυνητικών θετικών επιπτώσεων ενός μέτρου για την επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος με τις δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις του από άποψη στρέβλωσης του ανταγωνισμού και του εμπορίου. Το κριτήριο της εξισορρόπησης, όπως περιγράφεται στο Σχέδιο δράσης για τις κρατικές επιχειρήσεις, περιλαμβάνει τρία στάδια, εκ των οποίων τα δύο πρώτα αφορούν τις θετικές επιπτώσεις ενώ το τελευταίο τις αρνητικές και το αποτέλεσμα που απορρέει:

1.

Το μέτρο ενίσχυσης αποσκοπεί στην επίτευξη ενός σαφώς προσδιορισθέντος στόχου κοινού ενδιαφέροντος, όπως η ανάπτυξη, η απασχόληση, η συνοχή και το περιβάλλον;

2.

Η ενίσχυση έχει σχεδιασθεί κατάλληλα ώστε να επιτευχθεί ο στόχος κοινού ενδιαφέροντος, δηλαδή η προτεινόμενη ενίσχυση αντιμετωπίζει την ανεπάρκεια της αγοράς ή κάποιον άλλο στόχο;

i)

Αποτελεί η κρατική ενίσχυση το κατάλληλο μέσο πολιτικής;

ii)

Υφίσταται το στοιχείο της δημιουργίας κινήτρου, δηλαδή η ενίσχυση επηρεάζει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων ή/και των επενδυτών;

iii)

Είναι αναλογικό το μέτρο ενίσχυσης, δηλαδή μπορεί να επιτευχθεί η ίδια αλλαγή συμπεριφοράς με μικρότερη ενίσχυση;

3.

Είναι περιορισμένες οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και οι επιπτώσεις στο εμπόριο ούτως ώστε να είναι θετικό το τελικό αποτέλεσμα;

Το κριτήριο της εξισορρόπησης είναι εξίσου σημαντικό για την κατάρτιση κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και για την αξιολόγηση υποθέσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους.

10B.1.3.2.    Ανεπάρκειες της αγοράς

(10)

Βάσει της πείρας που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των διατάξεων για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια, η Αρχή θεωρεί ότι δεν υφίσταται γενικά ανεπάρκεια στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων στον ΕΟΧ. Δέχεται, όμως, ότι υπάρχουν ελλείψεις όσον αφορά ορισμένα είδη επενδύσεων για συγκεκριμένες φάσεις ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Οι ελλείψεις αυτές οφείλονται στην ατελή αντιστοίχιση της προσφοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων με τη ζήτηση και μπορούν να περιγραφούν γενικότερα ως έλλειμμα ιδίων κεφαλαίων.

(11)

Η εισφορά κεφαλαίων, ιδίως σε μικρότερες επιχειρήσεις, παρουσιάζει πολλά προβλήματα τόσο για τον επενδυτή όσο και για την επιχείρηση. Από την πλευρά της προσφοράς, ο επενδυτής πρέπει να αναλύσει προσεκτικά όχι μόνον τις τυχόν προσφερόμενες εξασφαλίσεις (όπως συμβαίνει στην περίπτωση ενός δανειοδότη), αλλά ολόκληρη την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης, προκειμένου να εκτιμήσει τα περιθώρια κέρδους από την επένδυση και τους σχετικούς κινδύνους. Ο επενδυτής πρέπει, επίσης, να είναι σε θέση να παρακολουθεί την καλή εφαρμογή της επιχειρηματικής στρατηγικής από τη διοίκηση της επιχείρησης. Ο επενδυτής, τέλος, πρέπει να καταστρώσει και να εφαρμόσει μια στρατηγική εξόδου ώστε να μπορεί να αποκομίσει σταθμισμένη κατά τον κίνδυνο απόδοση για την επένδυσή του, σε περίπτωση που πωλήσει τη συμμετοχή του στην επιχείρηση στην οποία πρόκειται να επενδύσει.

(12)

Από πλευράς ζήτησης, η επιχείρηση πρέπει να κατανοήσει τα οφέλη και τους κινδύνους που παρουσιάζει η επένδυση εξωτερικών κεφαλαίων, ούτως ώστε να προβεί στο εγχείρημα και να καταρτίσει μεστά επιχειρηματικά σχέδια για την εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων και καθοδήγησης. Η ανυπαρξία ίδιων κεφαλαίων, η ανεπάρκεια των εξασφαλίσεων που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση οφειλών ή/και η έλλειψη καλού πιστωτικού ιστορικού, μπορεί να φέρουν την επιχείρηση αντιμέτωπη με πολύ περιορισμένες δυνατότητες χρηματοδότησης. Επιπλέον, η επιχείρηση να πρέπει να μοιραστεί τον έλεγχο με εξωτερικό επενδυτή ο οποίος συνήθως, εκτός από τη συμμετοχή στο κεφάλαιό της, αποκτά λόγο και στη λήψη των αποφάσεών της.

(13)

Εξαιτίας αυτού, η αντιστοίχιση της προσφοράς με τη ζήτηση επιχειρηματικών κεφαλαίων μπορεί να είναι αναποτελεσματική με συνέπεια το ύψος των επιχειρηματικών κεφαλαίων που χορηγεί η αγορά να είναι πολύ περιορισμένο και οι επιχειρήσεις να μην βρίσκουν χρηματοδότηση παρά την ύπαρξη αξιόλογου επιχειρηματικού μοντέλου και αξιόλογων προοπτικών ανάπτυξης. Η Αρχή θεωρεί ότι η ανεπάρκεια που παρατηρείται στις αγορές επιχειρηματικών κεφαλαίων, η οποία εμποδίζει ιδίως τις ΜΜΕ και τις εταιρείες που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο λειτουργίας να αποκτήσουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση και μπορεί να δικαιολογήσει παρέμβαση του δημοσίου, οφείλεται κυρίως σε ατελή ή ασύμμετρη πληροφόρηση.

Η ατελής ή ασύμμετρη πληροφόρηση μπορεί να έχει κυρίως ως αποτέλεσμα:

α)

Κόστος συναλλαγής και διαμεσολάβησης: οι δυνητικοί επενδυτές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να λάβουν αξιόπιστες πληροφορίες για τις εμπορικές προοπτικές μιας ΜΜΕ ή μιας νέας εταιρείας και, αργότερα, να παρακολουθήσουν και να υποστηρίξουν την ανάπτυξή της. Αυτό συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση σχεδίων υψηλού επιπέδου καινοτομίας ή υψηλού κινδύνου. Επιπλέον, οι συμφωνίες χρηματοδότησης που αφορούν μικρά ποσά είναι λιγότερο ελκυστικές για τα επενδυτικά ταμεία λόγω του σχετικά υψηλού κόστους εκτίμησης της επένδυσης και άλλων δαπανών συναλλαγής.

β)

Απροθυμία ανάληψης κινδύνων: οι επενδυτές μπορεί να εμφανιστούν ιδιαιτέρως διστακτικοί όσον αφορά τη χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων σε ΜΜΕ όσο αυξάνεται ο βαθμός ατελούς ή ασύμμετρης πληροφόρησης σε σχέση με τη χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων. Με άλλα λόγια, η ατελής ή ασύμμετρη πληροφόρηση αυξάνει την απροθυμία ανάληψης κινδύνων.

10B.1.3.3.    Καταλληλότητα του μέσου

(14)

Η Αρχή θεωρεί ότι οι κρατικές ενισχύσεις για μέτρα χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων ενδέχεται να συνιστούν κατάλληλο μέσο εντός των ορίων και των προϋποθέσεων που καθορίζουν οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι παροχή επιχειρηματικού κεφαλαίου αποτελεί ουσιαστικά εμπορική δραστηριότητα που συνεπάγεται τη λήψη εμπορικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, στην αύξηση της χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων ενδέχεται να συμβάλουν και γενικότερα διαρθρωτικά μέτρα που δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση όπως η καλλιέργεια επιχειρηματικού πνεύματος, η θέσπιση περισσότερο ουδέτερης φορολογίας των διαφόρων μορφών χρηματοδότησης ΜΜΕ (π.χ. νέα κεφάλαια, αδιανέμητα κέρδη και χρέη), η προώθηση της ολοκλήρωσης της αγοράς και η χαλάρωση κανονιστικών περιορισμών, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις επενδύσεις ορισμένων κατηγοριών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (π.χ. συνταξιοδοτικά ταμεία) και των διοικητικών διαδικασιών για την ίδρυση επιχειρήσεων.

10B.1.3.4.    Δημιουργία κινήτρων και αναγκαιότητα

(15)

Οι κρατικές ενισχύσεις για επιχειρηματικά κεφάλαια πρέπει να οδηγήσουν σε καθαρή αύξηση των διαθέσιμων επιχειρηματικών κεφαλαίων για ΜΜΕ, ιδίως με τη μόχλευση επενδύσεων από ιδιώτες επενδυτές. Ο κίνδυνος του “νεκρού βάρους” ή της μη δημιουργίας κινήτρων, σημαίνει ότι ορισμένες επιχειρήσεις χρηματοδοτούμενες στο πλαίσιο μέτρων που τυγχάνουν κρατικής χρηματοδότησης θα έβρισκαν χρηματοδότηση υπό τους ίδιους όρους ακόμη και χωρίς κρατική ενίσχυση (παραγκωνισμός). Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό συμβαίνει, αν και, αναπόφευκτα, πρόκειται για ανεκδοτολογικές μαρτυρίες. Στις περιπτώσεις αυτές η διάθεση δημόσιων πόρων είναι αναποτελεσματική.

(16)

Η Αρχή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις που λαμβάνουν τη μορφή επιχειρηματικών κεφαλαίων και πληρούν τους όρους που θεσπίζουν οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εξασφαλίζουν το στοιχείο της παροχής κινήτρων. Η ανάγκη παροχής κινήτρων εξαρτάται από το μέγεθος της ανεπάρκειας της αγοράς σε σχέση με τα διάφορα είδη μέτρων και δικαιούχων. Ως εκ τούτου υπάρχουν διάφορα κριτήρια με βάση το μέγεθος των τμημάτων επένδυσης ανά στοχευόμενη επιχείρηση, το βαθμό συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών και ιδίως το μέγεθος της επιχείρησης και τη χρηματοδοτούμενη επιχειρηματική φάση.

10B.1.3.5.    Αναλογικότητα της ενίσχυσης

(17)

Η ανάγκη παροχής κινήτρων εξαρτάται από το μέγεθος της ανεπάρκειας της αγοράς σε σχέση με τα διάφορα είδη μέτρων, τους δικαιούχους και το στάδιο ανάπτυξης των ΜΜΕ. Ο σχεδιασμός ενός μέτρου χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων θεωρείται καλός όταν η ενίσχυση είναι απαραίτητη από κάθε άποψη για τη δημιουργία κινήτρων χορήγησης κεφαλαίων σε ΜΜΕ που βρίσκονται σε προλειτουργική φάση, σε φάση εκκίνησης ή σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης. Οι κρατικές ενισχύσεις δεν είναι αποτελεσματικές εφόσον βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την προσέλκυση περισσότερων επιχειρηματικών κεφαλαίων. Συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ενίσχυση περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο απαιτείται οπωσδήποτε σημαντική ιδιωτική συμμετοχή, οι δε επενδύσεις να διέπονται από το σκεπτικό της επίτευξης κέρδους και η διαχείρισή τους να γίνεται με βάση εμπορικά κριτήρια.

10B.1.3.6.    Αρνητικές επιπτώσεις και συνολικό αποτέλεσμα

(18)

Η συμφωνία για τον ΕΟΧ απαιτεί από την Αρχή να ελέγχει τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη της ΕΖΕΣ. Για το λόγο αυτό η Αρχή οφείλει να επαγρυπνεί ώστε να εξασφαλίζεται η κατάλληλη στοχοθέτηση των μέτρων και να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Όταν αποφασίζει ότι η χορήγηση δημόσιων πόρων για μέτρα που αποβλέπουν στην προώθηση των επιχειρηματικών κεφαλαίων συμβιβάζεται με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ, η Αρχή πρέπει να φροντίζει να περιορίζει κατά το δυνατόν τις ακόλουθες κατηγορίες κινδύνου:

α)

Τον κίνδυνο “παραγκωνισμού”. Η ύπαρξη μέτρων χρηματοδοτούμενων από κρατικούς πόρους μπορεί στην ουσία να αποθαρρύνει τη χορήγηση κεφαλαίων από άλλους δυνητικούς επενδυτές. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί να αποθαρρύνει περαιτέρω τις ιδιωτικές επενδύσεις σε νέες ΜΜΕ και έτσι να διευρύνει, τελικά, το έλλειμμα ιδίων κεφαλαίων δημιουργώντας ταυτόχρονα την ανάγκη πρόσθετης δημόσιας χρηματοδότησης.

β)

Τον κίνδυνο, τα πλεονεκτήματα για τους επενδυτές ή/και τα επενδυτικά ταμεία να οδηγήσουν σε αθέμιτη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών, σε βάρος των ανταγωνιστών τους που δεν έχουν τα ίδια πλεονεκτήματα.

γ)

Τον κίνδυνο, η υπερπροσφορά δημόσιων επιχειρηματικών κεφαλαίων για τις στοχευόμενες επιχειρήσεις, που δεν επενδύονται με εμπορικά κριτήρια, να συμβάλει στην επιβίωση αναποτελεσματικών επιχειρήσεων και να οδηγήσει σε τεχνητή διόγκωση της αποτίμησής τους, καθιστώντας την παροχή επιχειρηματικών κεφαλαίων σ’ αυτές λιγότερο ελκυστική για τους ιδιώτες επενδυτές.

10B.1.4.   ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

(19)

Η χρηματοδότηση επιχειρήσεων με επιχειρηματικά κεφάλαια δεν μπορεί να συνδεθεί με την παραδοσιακή έννοια των “επιλέξιμων δαπανών” που εφαρμόζεται στον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων, η οποία βασίζεται στον προσδιορισμό συγκεκριμένων δαπανών για τις οποίες επιτρέπεται η χορήγηση ενισχύσεων και στον καθορισμό ανώτατων ορίων έντασης ενίσχυσης. Λόγω της ποικιλομορφίας των μέτρων επιχειρηματικών κεφαλαίων που λαμβάνουν τα κράτη της ΕΖΕΣ, η Αρχή δεν είναι σε θέση να θεσπίσει αυστηρά κριτήρια βάσει των οποίων να προσδιορίζεται εάν η εφαρμογή μέτρων του τύπου αυτού είναι συμβιβάσιμη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση των επιχειρηματικών κεφαλαίων συνεπάγεται την εγκατάλειψη του παραδοσιακού τρόπου ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

(20)

Ωστόσο, δεδομένου ότι οι κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια αποδείχθηκαν στην πράξη κατάλληλες για τον τομέα των επιχειρηματικών κεφαλαίων, η Αρχή αποφάσισε να συνεχίσει στο ίδιο πνεύμα και να εξασφαλίσει, με τον τρόπο αυτό, μια συνέχεια με την προσέγγιση που ακολουθείται στην ανακοίνωση και τις κατευθυντήριες γραμμές.

10B.2.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

10B.2.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

(21)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν μόνον όσον αφορά τα καθεστώτα χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων σε ΜΜΕ. Σκοπός τους δεν είναι να αποτελέσουν νομική βάση για την κήρυξη ad hoc μέτρων χορήγησης κεφαλαίων σε μεμονωμένες επιχειρήσεις ως συμβατών με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ.

(22)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές δεν επιδιώκουν κατά κανένα τρόπο να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμβιβάσιμο κρατικών ενισχύσεων που ικανοποιούν τα καθοριζόμενα κριτήρια σε άλλες κατευθυντήριες γραμμές, πλαίσια ή κανονισμούς που έχει εκδώσει η Αρχή.

(23)

Η Αρχή θα μεριμνά ιδιαιτέρως ώστε οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές να μην χρησιμοποιούνται για την καταστρατήγηση των αρχών που κατοχυρώνονται σε υφιστάμενα πλαίσια, κατευθυντήριες γραμμές και κανονισμούς.

(24)

Τα μέτρα υπέρ των επιχειρηματικών κεφαλαίων πρέπει συγκεκριμένα να αποκλείουν τη χορήγηση ενισχύσεων σε επιχειρήσεις:

α)

που είναι προβληματικές, κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (7)·

β)

που ανήκουν στον τομέα της ναυπηγικής (8), του άνθρακα (9) και του χάλυβα (10).

(25)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές δεν εφαρμόζονται σε ενισχύσεις για δραστηριότητες που σχετίζονται με εξαγωγές, και συγκεκριμένα ενισχύσεις που συνδέονται άμεσα με τις εξαγόμενες ποσότητες, τη δημιουργία και λειτουργία δικτύου διανομής ή άλλες τρέχουσες δαπάνες συνδεόμενες με εξαγωγικές δραστηριότητες, καθώς και ενισχύσεις εξαρτώμενες από τη χρήση εγχώριων έναντι εισαγόμενων αγαθών.

10B.2.2.   ΟΡΙΣΜΟΙ

(26)

Για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   “Ίδια κεφάλαια”: δικαιώματα ιδιοκτησίας σε μια επιχείρηση, τα οποία αντιπροσωπεύουν οι μετοχές που εκδίδονται προς τους επενδυτές.

β)   “Συμμετοχή στα ίδια κεφάλαια μη εισηγμένης εταιρείας” (private equity): συμμετοχή στα ίδια κεφάλαια εταιρειών μη εισηγμένων σε χρηματιστηριακή αγορά, που περιλαμβάνει κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, κεφάλαια αντικατάστασης και εξαγορές (buy out).

γ)   “Επενδυτικά μέσα οιονεί ιδίων κεφαλαίων”: Μέσα των οποίων η απόδοση για τον κάτοχο (επενδυτή/δανειοδότη) εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τα κέρδη ή τις ζημίες της υποκείμενης στοχευόμενης επιχείρησης και τα οποία δεν είναι εξασφαλισμένα σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Ο ορισμός αυτός βασίζεται στην υπεροχή της ουσίας έναντι του τύπου.

δ)   “Δανειακά επενδυτικά μέσα”: Δάνεια και άλλα χρηματοδοτικά μέσα με κύριο χαρακτηριστικό ότι παρέχουν στο δανειοδότη/επενδυτή ένα στοιχείο σταθερής ελάχιστης αμοιβής και είναι, εν μέρει τουλάχιστον, εξασφαλισμένα. Ο ορισμός αυτός βασίζεται στην υπεροχή της ουσίας έναντι του τύπου.

ε)   “Προλειτουργικά κεφάλαια”: Μέσα χρηματοδότησης της μελέτης, της αξιολόγησης και της ανάπτυξης μιας αρχικής ιδέας, πριν από τη φάση εκκίνησης.

στ)   “Κεφάλαια εκκίνησης”: χρηματοδότηση προς επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν διαθέσει το προϊόν ή την υπηρεσία τους στην αγορά και δεν παράγουν ακόμη κέρδη, με σκοπό την ανάπτυξη του προϊόντος και την έναρξη της διάθεσής του στην αγορά.

ζ)   “Κεφάλαια αρχικού σταδίου ανάπτυξης”: περιλαμβάνουν τα προλειτουργικά κεφάλαια και τα κεφάλαια εκκίνησης.

η)   “Κεφάλαια επέκτασης”: χρηματοδότηση χορηγούμενη για την ανάπτυξη και την επέκταση μιας επιχείρησης η οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα φθάσει στο κατώτερο επίπεδο απόδοσης ή ότι θα σημειώσει κέρδη, για τους σκοπούς της αύξησης της παραγωγικής της ικανότητας, της εμπορίας ή της ανάπτυξης ενός προϊόντος ή της παροχής πρόσθετων κεφαλαίων κίνησης.

θ)   “Κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών”: επένδυση σε μη εισηγμένες εταιρείες από επενδυτικά ταμεία (ταμεία επιχειρηματικών συμμετοχών) που ενεργώντας ως εντολείς, διαχειρίζονται ιδιωτικά κεφάλαια, κεφάλαια θεσμικών φορέων ή δικά τους κεφάλαια· περιλαμβάνεται η χρηματοδότηση αρχικού σταδίου και τα κεφάλαια επέκτασης, αλλά όχι τα κεφάλαια αντικατάστασης και εξαγοράς.

ι)   “Κεφάλαια αντικατάστασης”: κεφάλαια εξαγοράς υφιστάμενων μετοχών μιας εταιρείας από άλλο φορέα επενδύσεων σε κεφάλαια μη εισηγμένων εταιρειών ή από άλλον μέτοχο ή μετόχους. Τα κεφάλαια αντικατάστασης είναι επίσης γνωστά ως δευτερογενής αγορά.

ια)   “Επιχειρηματικά κεφάλαια”: επένδυση ιδίων κεφαλαίων και οιονεί ιδίων κεφαλαίων σε επιχειρήσεις κατά τα αρχικά στάδια της ανάπτυξής τους (προλειτουργική φάση, φάση εκκίνησης και φάση επέκτασης), που περιλαμβάνει και άτυπες επενδύσεις από επιχειρηματικούς αγγέλους, κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών και εναλλακτικές χρηματιστηριακές αγορές ειδικευόμενες σε ΜΜΕ, περιλαμβανομένων και επιχειρήσεων ταχείας ανάπτυξης (στο εξής επενδυτικά οχήματα).

ιβ)   “Μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων”: προγράμματα χορήγησης ή προώθησης ενισχύσεων υπό μορφή επιχειρηματικών κεφαλαίων.

ιγ)   “Αρχική δημόσια προσφορά” (ΑΔΠ): Διαδικασία διάθεσης προς πώληση ή διανομή μετοχών μιας επιχείρησης στο κοινό για πρώτη φορά.

ιδ)   “Επενδύσεις συνέχειας”: πρόσθετες επενδύσεις σε μια επιχείρηση που έπονται μιας πρώτης επένδυσης.

ιε)   “Εξαγορά”: η αγορά ενός ποσοστού τουλάχιστον των μετοχών μιας επιχείρησης από τους υφιστάμενους μετόχους μιας επιχείρησης, το οποίο εξασφαλίζει τον έλεγχό της, με σκοπό την απόκτηση των περιουσιακών της στοιχείων και των δραστηριοτήτων της μέσω διαπραγματεύσεων ή υποβολής προσφοράς.

ιστ)   “Στρατηγική εξόδου”: στρατηγική για τη ρευστοποίηση των συμμετοχών ενός ταμείου κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών ή συμμετοχών σε μη εισηγμένες επιχειρήσεις σύμφωνα με ένα πρόγραμμα που αποβλέπει στη μεγιστοποίηση της απόδοσης, που περιλαμβάνει πώληση με διαπραγμάτευση, παραίτηση από απαιτήσεις, εξόφληση προνομιούχων μετοχών/δανείων, πώληση σε άλλον φορέα κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών, πώληση σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και πώληση με δημόσια προσφορά (περιλαμβανομένης της αρχικής δημόσιας προσφοράς).

ιζ)   “Μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις” (ΜΜΕ): μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (11) ή οιουδήποτε άλλου κανονισμού που αντικαθιστά τον κανονισμό αυτό.

ιη)   “Στοχευόμενη επιχείρηση ή εταιρεία”: επιχείρηση ή εταιρεία στην οποία προτίθεται να επενδύσει ένας επενδυτής ή ένα επενδυτικό ταμείο.

ιθ)   “Επιχειρηματικοί άγγελοι”: Εύποροι ιδιώτες που επενδύουν απευθείας σε νέες και αναπτυσσόμενες μη εισηγμένες επιχειρήσεις (προλειτουργική χρηματοδότηση) και τους παρέχουν συμβουλές συνήθως έναντι συμμετοχής στο κεφάλαιό τους. Μπορεί ωστόσο να τους χορηγήσουν και άλλου είδους μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση.

κ)   “Ενισχυόμενες περιοχές”: περιοχές υπαγόμενες στο πεδίο εφαρμογής των παρεκκλίσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχεία α) ή γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

10B.3.   ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 61 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

10B.3.1.   ΓΕΝΙΚΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

(27)

Η Αρχή έχει ήδη δημοσιεύσει ορισμένα κείμενα ερμηνείας των όρων υπό τους οποίους μεμονωμένα μέτρα εμπίπτουν στο πεδίο του ορισμού των κρατικών ενισχύσεων και μπορούν να θεωρηθούν ως μέτρα παροχής επιχειρηματικών κεφαλαίων. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιεί το δημόσιο (12), οι κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (13), καθώς και οι κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές εγγυήσεις (14). Η Αρχή θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει τα κείμενα αυτά στο πλαίσιο της αξιολόγησης που πραγματοποιεί για να διαπιστώσει εάν τα μέτρα επιχειρηματικού κεφαλαίου συνιστούν ή όχι κρατική ενίσχυση.

10B.3.2.   ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΣΕ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ

(28)

Τα μέτρα χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων συχνά περιλαμβάνουν περίπλοκους μηχανισμούς που αποσκοπούν στην προώθηση των επιχειρηματικών κεφαλαίων, διότι οι κρατικές αρχές παρέχουν κίνητρα σε μια συγκεκριμένη ομάδα οικονομικών φορέων (επενδυτές) να χορηγήσει κεφάλαια σε μια ομάδα άλλων οικονομικών φορέων (στοχευόμενες ΜΜΕ). Ανάλογα με το σχεδιασμό του μέτρου, ακόμη και αν πρόθεση των δημόσιων αρχών είναι η παροχή πλεονεκτημάτων μόνο στην τελευταία αυτή ομάδα, μπορεί από την κρατική ενίσχυση να επωφεληθούν επιχειρήσεις του ενός ή του άλλου επιπέδου ή και των δύο. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μέτρα αυτά συνεπάγονται τη σύσταση ταμείου ή άλλου επενδυτικού οχήματος το οποίο αποτελεί διακριτή οντότητα από τους επενδυτές και τις επιχειρήσεις στις οποίες πραγματοποιούνται οι επενδύσεις. Στις περιπτώσεις αυτές είναι επίσης απαραίτητο να καθοριστεί εάν το ταμείο ή το επενδυτικό όχημα μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση-δικαιούχος κρατικής ενίσχυσης.

(29)

Στο πλαίσιο αυτό, όταν η χρηματοδότηση χορηγείται με πόρους που δεν αποτελούν κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, θεωρείται ότι χορηγείται από ιδιώτες επενδυτές. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση της χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων.

(30)

Η Αρχή θα λαμβάνει υπόψη τους ακόλουθους ειδικούς παράγοντες όταν εξετάζει αν υπάρχει κρατική ενίσχυση σε καθένα από τα διάφορα επίπεδα (15).

(31)

Ενίσχυση επενδυτών. Όταν ένα μέτρο επιτρέπει σε ιδιώτες επενδυτές να πραγματοποιήσουν επενδύσεις ιδίων κεφαλαίων ή οιονεί ιδίων κεφαλαίων σε μια επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων υπό συνθήκες ευνοϊκότερες σε σχέση με τους δημόσιους επενδυτές ή σε σχέση με την πραγματοποίηση των επενδύσεων χωρίς το προαναφερθέν μέτρο, τότε θεωρείται ότι παρέχεται πλεονέκτημα στους εν λόγω ιδιώτες επενδυτές. Το πλεονέκτημα αυτό δύναται να λάβει διάφορες μορφές, όπως ορίζει το τμήμα 10Β.4.2 των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών. Αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που ο ιδιώτης επενδυτής πεισθεί από το μέτρο να χορηγήσει πλεονέκτημα στη δικαιούχο επιχείρηση ή στις δικαιούχους επιχειρήσεις. Αντίθετα, η Αρχή θα θεωρεί ότι η επένδυση πραγματοποιείται pari passu μεταξύ δημοσίων και ιδιωτών επενδυτών, και ως εκ τούτου ότι δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, εφόσον οι όροι της επένδυσης θα ήταν αποδεκτοί για έναν κανονικό οικονομικό φορέα της ελεύθερης αγοράς χωρίς καμία κρατική παρέμβαση. Γίνεται δεκτό ότι αυτό συμβαίνει μόνον στην περίπτωση που οι δημόσιοι και ιδιώτες επενδυτές έχουν ακριβώς τις ίδιες πιθανότητες θετικής ή αρνητικής έκβασης της επένδυσής τους και τις ίδιες ανταμοιβές, με τον ίδιο βαθμό μειωμένης εξασφάλισης, και κατά κανόνα υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον το 50 % της χρηματοδότησης του μέτρου προέρχεται από ιδιώτες επενδυτές, ανεξάρτητους από τις επιχειρήσεις στις οποίες επενδύουν.

(32)

Ενίσχυση επενδυτικού ταμείου, επενδυτικού οχήματος ή/και του διαχειριστή του. Γενικά, η Αρχή θεωρεί ότι ένα επενδυτικό ταμείο ή ένα επενδυτικό όχημα αποτελεί ενδιάμεσο όχημα που επιτρέπει τη μεταβίβαση ενισχύσεων στους επενδυτές ή/και στις επιχειρήσεις στις οποίες πραγματοποιείται η επένδυση, και όχι ότι το ίδιο αποτελεί το δικαιούχο της ενίσχυσης. Ωστόσο, φορολογικά ή άλλα μέτρα που περιλαμβάνουν απευθείας μεταβίβαση κεφαλαίων υπέρ ενός υφιστάμενου επενδυτικού οχήματος ή ενός υφιστάμενου ταμείου με πολυάριθμους και ποικίλους επενδυτές το οποίο έχει τη μορφή ανεξάρτητης επιχείρησης, ενδέχεται να συνιστούν ενισχύσεις, εκτός εάν η επένδυση πραγματοποιείται υπό όρους οι οποίοι θα ήταν αποδεκτοί για έναν κανονικό οικονομικό φορέα της ελεύθερης αγοράς και, ως εκ τούτου, δεν παρέχουν πλεονέκτημα στο δικαιούχο. Ομοίως, υφίσταται ενίσχυση προς τους διαχειριστές ή την εταιρεία διαχείρισης του ταμείου, εφόσον η αμοιβή τους δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την τρέχουσα αμοιβή στην αγορά υπό παρόμοιες συνθήκες. Αφετέρου, τεκμαίρεται η μη ύπαρξη ενίσχυσης, εάν οι διαχειριστές ή η εταιρεία διαχείρισης του ταμείου επιλέγονται με ανοικτή και διαφανή δημόσια διαδικασία υποβολής προσφορών ή στην περίπτωση που δεν λαμβάνουν άλλα πλεονεκτήματα από το κράτος.

(33)

Ενίσχυση των επιχειρήσεων στις οποίες πραγματοποιούνται επενδύσεις. Συγκεκριμένα, όταν υφίσταται ενίσχυση σε επίπεδο επενδυτών, επενδυτικού οχήματος ή επενδυτικού ταμείου, η Αρχή, κατά κανόνα, θα θεωρεί ότι η ενίσχυση μετακυλίεται, τουλάχιστον εν μέρει, στις στοχευόμενες επιχειρήσεις και, συνεπώς, ότι υφίσταται ενίσχυση και στο επίπεδο των επιχειρήσεων αυτών. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που οι επενδυτικές αποφάσεις λαμβάνονται από τους διαχειριστές του ταμείου με καθαρά εμπορικά κριτήρια.

(34)

Οι επιχειρήσεις στις οποίες πραγματοποιούνται επενδύσεις δεν θα θεωρούνται ως αποδέκτες ενίσχυσης, εάν η επένδυση πραγματοποιείται υπό όρους αποδεκτούς για έναν ιδιώτη επενδυτή της ελεύθερης αγοράς χωρίς καμία κρατική παρέμβαση. Για το σκοπό αυτό, η Αρχή θα εξετάζει αν οι εν λόγω επενδυτικές αποφάσεις αποβλέπουν αποκλειστικά στην επίτευξη κέρδους και συνδέονται με ένα εύλογο επιχειρηματικό πρόγραμμα και προβλέψεις, καθώς και μια σαφή και ρεαλιστική στρατηγική εξόδου. Εξίσου σημαντική θα είναι και η επιλογή και η επενδυτική εντολή των διαχειριστών ή της εταιρείας διαχείρισης του ταμείου, καθώς και το ποσοστό και ο βαθμός συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών.

10B.3.3.   ΠΟΣΑ DE MINIMIS

(35)

Όταν ολόκληρο το ποσό της χρηματοδότησης που παρέχεται στους δικαιούχους υπό μορφή επιχειρηματικών κεφαλαίων είναι de minimis κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (16), τότε δεν υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Στα μέτρα χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων, η εφαρμογή του κανόνα de minimis καθίσταται πολυπλοκότερη λόγω των δυσχερειών υπολογισμού της ενίσχυσης και λόγω του ότι τα μέτρα ενδέχεται να ενισχύουν όχι μόνο τις επιχειρήσεις τις οποίες στοχεύει το μέτρο, αλλά και άλλους επενδυτές. Ωστόσο, όταν οι δυσχέρειες αυτές μπορούν να υπερνικηθούν, ο κανόνας de minimis εξακολουθεί να εφαρμόζεται. Ως εκ τούτου, εάν ένα καθεστώς προβλέπει τη χορήγηση δημόσιων κεφαλαίων μόνο μέχρι το σχετικό όριο de minimis σε κάθε επιχείρηση για περίοδο τριών ετών, τότε είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε ενίσχυση προς τις επιχειρήσεις ή/και προς τους επενδυτές αυτούς εμπίπτει στα προκαθορισμένα όρια.

10B.4.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟΥ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 61 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΣΤΟΙΧΕΙΟ γ) ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

10B.4.1.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

(36)

Το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ορίζει ότι οι ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών δύνανται να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο στο κοινό συμφέρον. Η Αρχή, με βάση το κριτήριο της εξισορρόπησης που περιγράφεται στο τμήμα 10Β.1.3, θα κηρύσσει ένα μέτρο παροχής επιχειρηματικών κεφαλαίων συμβιβάσιμο, μόνον εφόσον κρίνει ότι οδηγεί σε αύξηση της χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων χωρίς να αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Το παρόν τμήμα θεσπίζει τους όρους βάσει των οποίων η Αρχή θα εξετάζει αν οι ενισχύσεις που παρέχονται υπό μορφή επιχειρηματικών κεφαλαίων είναι συμβιβάσιμες με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(37)

Όταν η Αρχή έχει στη διάθεσή της πλήρη φάκελο κοινοποίησης από τον οποίο προκύπτει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται στο παρόν τμήμα, θα προσπαθεί να προβεί σε ταχεία αξιολόγηση της εν λόγω ενίσχυσης εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο πρωτόκολλο 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου για τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Για ορισμένα είδη μέτρων που δεν πληρούν όλους τους όρους που περιγράφονται στο παρόν τμήμα, η Αρχή θα προβαίνει σε λεπτομερέστερη αξιολόγηση του μέτρου χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων σύμφωνα με όσα αναφέρονται αναλυτικά στο τμήμα 10B.5.

(38)

Όταν υφίσταται ενίσχυση και σε επίπεδο στοχευόμενων επιχειρήσεων και η χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων συνδέεται με δαπάνες επιλέξιμες προς ενίσχυση βάσει άλλου κανονισμού, πλαισίου ή κατευθυντήριων γραμμών, δύναται να εφαρμοσθεί το σχετικό κείμενο προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ.

10B.4.2.   ΜΟΡΦΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(39)

Η επιλογή της μορφής που θα λάβει ένα μέτρο ενίσχυσης υπάγεται γενικά στη δικαιοδοσία του κράτους της ΕΖΕΣ, πράγμα το οποίο ισχύει και όσον αφορά τα μέτρα για επιχειρηματικά κεφάλαια. Ωστόσο, η Αρχή, κατά την αξιολόγηση των μέτρων αυτών, θα επιδιώκει να προσδιορίσει εάν τα μέτρα αυτά ενθαρρύνουν τους επενδυτές να χορηγήσουν επιχειρηματικά κεφάλαια στις στοχευόμενες επιχειρήσεις και εάν θα έχουν ως αποτέλεσμα τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων με βάση εμπορικά κριτήρια (δηλαδή με προοπτική επίτευξης κέρδους), όπως εξηγείται στο τμήμα 10Β.4.3.

(40)

Η Αρχή πιστεύει ότι στα είδη μέτρων που μπορούν να παράγουν τέτοιο αποτέλεσμα περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

α)

η σύσταση επενδυτικών ταμείων (ταμεία επιχειρηματικών συμμετοχών) στα οποία το κράτος μέλος είναι εταίρος, επενδυτής ή συμμετέχον μέρος, έστω και υπό όρους λιγότερο ευνοϊκούς σε σχέση με άλλους επενδυτές·

β)

οι εγγυήσεις προς τους επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων ή προς τα ταμεία επιχειρηματικών συμμετοχών, οι οποίες καλύπτουν μέρος των ζημιών που συνδέονται με την επένδυση, ή εγγυήσεις που παρέχονται για δάνεια χορηγούμενα σε επενδυτές/ταμεία για επενδύσεις σε επιχειρηματικά κεφάλαια, υπό τον όρο ότι η κρατική κάλυψη των δυνητικών υποκείμενων ζημιών δεν υπερβαίνει το 50 % του ονομαστικού ύψους της εγγυημένης επένδυσης·

γ)

άλλα χρηματοδοτικά μέσα υπέρ επενδυτών επιχειρηματικών κεφαλαίων ή ταμείων επιχειρηματικών συμμετοχών προκειμένου να χορηγήσουν πρόσθετα κεφάλαια για επενδύσεις·

δ)

φορολογικά κίνητρα για επενδυτικά ταμεία ή/και τους διαχειριστές τους ή για επενδυτές ούτως ώστε να επενδύσουν επιχειρηματικά κεφάλαια.

10B.4.3.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

(41)

Για να εξασφαλιστεί ότι ένα μέτρο χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων ικανοποιεί το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρων και το κριτήριο της αναγκαιότητας της ενίσχυσης, όπως περιγράφονται στο τμήμα 10Β.3.4, πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφορα στοιχεία. Το σκεπτικό είναι ότι στόχος μιας κρατικής ενίσχυσης πρέπει να είναι η αντιμετώπιση συγκεκριμένης ανεπάρκειας της αγοράς η ύπαρξη της οποίας τεκμηριώνεται επαρκώς. Προς το σκοπό αυτό, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές θεσπίζουν συγκεκριμένα όρια ασφαλείας (safe harbour) όσον αφορά τα τμήματα επένδυσης σε ΜΜΕ-στόχους που βρίσκονται στα αρχικά στάδια της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Επιπλέον, προκειμένου να περιορίζεται η ενίσχυση στο απολύτως αναγκαίο ποσό, οι ενισχυόμενες επενδύσεις σε στοχευόμενες ΜΜΕ πρέπει να έχουν οπωσδήποτε κερδοσκοπικό χαρακτήρα και η διαχείρισή τους να γίνεται με βάση εμπορικά κριτήρια. Η Αρχή θα θεωρεί ότι ένα μέτρο χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων πληροί τα κριτήρια της δημιουργίας κινήτρων, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας της ενίσχυσης και ότι το συνολικό αποτέλεσμα είναι θετικό, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν.

Τα μέτρα που προβλέπουν ειδικά την παρεμβολή επενδυτικών οχημάτων θα αξιολογούνται βάσει του τμήματος 10Β.5 των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών και όχι βάσει του παρόντος τμήματος.

10B.4.3.1.    Ανώτατο ύψος των τμημάτων επένδυσης

(42)

Το μέτρο χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων πρέπει να προβλέπει τμήματα χρηματοδότησης, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει χρηματοδοτούμενα με κρατικές ενισχύσεις, τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό του 1,5 εκατ. ευρώ ανά στοχευόμενη ΜΜΕ και ανά δωδεκάμηνη περίοδο.

10B.4.3.2.    Περιορισμός της χρηματοδότησης στο προλειτουργικό στάδιο, στο στάδιο εκκίνησης και στο στάδιο της επέκτασης

(43)

Το μέτρο χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων πρέπει να περιορίζεται σε χρηματοδότηση μέχρι το στάδιο επέκτασης για μικρές επιχειρήσεις ή για μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε ενισχυόμενες περιοχές. Πρέπει δε να περιορίζεται σε χρηματοδότηση μέχρι το στάδιο της εκκίνησης για μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε μη ενισχυόμενες περιοχές.

10B.4.3.3.    Χρηματοδότηση κατά κύριο λόγο με επενδυτικά μέσα ιδίων κεφαλαίων και οιονεί ιδίων κεφαλαίων

(44)

Το 70 % τουλάχιστον του συνολικού προϋπολογισμού του μέτρου χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων πρέπει να παρέχεται στις στοχευόμενες ΜΜΕ υπό μορφή επενδυτικών μέσων ιδίων κεφαλαίων και οιονεί ιδίων κεφαλαίων. Κατά την αξιολόγηση της φύσης μέσων του τύπου αυτού, η Αρχή θα λαμβάνει υπόψη την οικονομική ουσία του μέσου και όχι τον τίτλο και τον χαρακτηρισμό που του έχουν δώσει οι επενδυτές. Συγκεκριμένα, η Αρχή θα λαμβάνει υπόψη το βαθμό κινδύνου που φέρει ο επενδυτής όσον αφορά τη στοχευόμενη επιχείρηση, τις δυνητικές ζημίες του επενδυτή, το εάν η εξαρτώμενη από τα κέρδη αμοιβή υπερέχει έναντι της σταθερής αμοιβής, καθώς και το βαθμό μειωμένης εξασφάλισης του επενδυτή σε περίπτωση πτώχευσης της επιχείρησης. Η Αρχή δύναται να λάβει, επίσης, υπόψη το είδος μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στο επενδυτικό μέσο βάσει των ισχυόντων νομικών, κανονιστικών, χρηματοοικονομικών και λογιστικών κανόνων, εφόσον παρουσιάζουν συνοχή και συνάφεια ως προς το σχετικό χαρακτηρισμό.

10B.4.3.4.    Συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών

(45)

Το 50 % τουλάχιστον της χρηματοδότησης των επενδύσεων που πραγματοποιούνται βάσει του μέτρου χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων πρέπει να προέρχεται από ιδιώτες επενδυτές ή το 30 % τουλάχιστον, στην περίπτωση μέτρων υπέρ ΜΜΕ εγκατεστημένων σε ενισχυόμενες περιοχές.

10B.4.3.5.    Εμπορικός χαρακτήρας των επενδυτικών αποφάσεων

(46)

Το μέτρο χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι αποφάσεις για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε στοχευόμενες επιχειρήσεις βασίζονται στη λογική της επίτευξης κέρδους. Αυτό συμβαίνει όταν το κίνητρο για την πραγματοποίηση της επένδυσης βασίζεται στην προοπτική σημαντικής κερδοφορίας και στη συνεχή υποστήριξη των στοχευόμενων επιχειρήσεων προς το σκοπό αυτό. Το κριτήριο αυτό θεωρείται ότι ικανοποιείται όταν πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

πρόκειται για μέτρα που προβλέπουν σημαντική συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών, σύμφωνα με όσα περιγράφονται στο τμήμα 10Β.4.3.4, που επενδύουν βάσει εμπορικών κριτηρίων (δηλαδή αποκλειστικά για την επίτευξη κέρδους), άμεσα ή έμμεσα, στο κεφάλαιο των στοχευόμενων επιχειρήσεων και

β)

έχει εκπονηθεί επιχειρηματικό σχέδιο για κάθε επένδυση, το οποίο περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία για την εξέλιξη του προϊόντος, των πωλήσεων και της κερδοφορίας και επιτρέπει να διαπιστωθεί εκ των προτέρων αν το σχέδιο είναι βιώσιμο και

γ)

υπάρχει σαφής και ρεαλιστική στρατηγική εξόδου από κάθε επένδυση.

10B.4.3.6.    Εμπορική διαχείριση

(47)

Η διαχείριση ενός μέτρου επιχειρηματικών κεφαλαίων πρέπει να πραγματοποιείται με βάση εμπορικά κριτήρια. Η διαχειριστική ομάδα πρέπει να συμπεριφέρεται ως διαχειριστής του ιδιωτικού τομέα που επιδιώκει τη βελτιστοποίηση της απόδοσης για τους επενδυτές του. Το κριτήριο αυτό θεωρείται ότι ικανοποιείται όταν πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

υφίσταται συμφωνία μεταξύ του επαγγελματία διαχειριστή ή της εταιρείας διαχείρισης του ταμείου και των συμμετεχόντων σ’ αυτό, η οποία συνδέει την αμοιβή των πρώτων με τα αποτελέσματα του ταμείου και καθορίζει τους στόχους του ταμείου, καθώς και το προτεινόμενο επενδυτικό χρονοδιάγραμμα και

β)

οι ιδιώτες επενδυτές εκπροσωπούνται κατά τη λήψη αποφάσεων, π.χ. μέσω μιας επιτροπής επενδυτών ή μιας συμβουλευτικής επιτροπής και

γ)

εφαρμόζονται βέλτιστες πρακτικές και κανονιστική εποπτεία στη διαχείριση των ταμείων.

10B.4.3.7.    Τομεακός χαρακτήρας

(48)

Στο μέτρο που πολλά ταμεία του ιδιωτικού τομέα εστιάζονται σε συγκεκριμένες καινοτόμες τεχνολογίες ή τομείς (όπως η υγεία, η πληροφορική, η βιοτεχνολογία) η Αρχή δύναται να δεχθεί την ύπαρξη τομεακού χαρακτήρα όσον αφορά μέτρα χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων, εφόσον αυτά υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο τμήμα 10Β.2.1.

10B.5.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

(49)

Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στα μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων τα οποία δεν πληρούν το σύνολο των όρων που προβλέπονται στο τμήμα 10Β.4. Τα μέτρα αυτά απαιτούν λεπτομερέστερη αξιολόγηση ως προς το συμβιβάσιμό τους με βάση το κριτήριο της εξισορρόπησης που περιγράφεται στο τμήμα 10Β.1.3, εξαιτίας της ανάγκης να εξασφαλισθεί η αντιμετώπιση της σχετικής ανεπάρκειας της αγοράς, καθώς και εξαιτίας του μεγαλύτερου κινδύνου δυνητικού παραγκωνισμού των ιδιωτών επενδυτών και στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

(50)

Η ανάλυση του συμβιβάσιμου των μέτρων με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ θα βασίζεται σε διάφορα θετικά και αρνητικά στοιχεία. Κανένα επιμέρους στοιχείο δεν είναι καθοριστικής σημασίας και κανένα σύνολο στοιχείων δεν μπορεί να θεωρηθεί από μόνο του ως επαρκές για να διασφαλίσει το συμβιβάσιμο του υπό εξέταση μέτρου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η δυνατότητα εφαρμογής των κριτηρίων αυτών και η βαρύτητα που τους δίδεται ενδέχεται να είναι συνάρτηση της μορφής του μέτρου.

(51)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ θα πρέπει να παρέχουν όλα τα στοιχεία και τις αποδείξεις που θεωρούν χρήσιμα για την αξιολόγηση του εκάστοτε μέτρου. Το επίπεδο των απαιτούμενων αποδείξεων και η αξιολόγησή τους από την Αρχή θα εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και θα είναι ανάλογα προς τη σοβαρότητα της εκάστοτε ανεπάρκειας της αγοράς και προς τον κίνδυνο παραγκωνισμού των ιδιωτικών επενδύσεων.

10B.5.1.   ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

(52)

Τα παρακάτω είδη μέτρων επιχειρηματικών κεφαλαίων τα οποία δεν πληρούν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις του τμήματος 10Β.4, θα υπόκεινται σε πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση, λόγω του ότι οι ενδείξεις περί ανεπάρκειας της αγοράς είναι λιγότερο προφανείς και του ότι η πιθανότητα παραγκωνισμού των ιδιωτικών επενδύσεων ή/και στρέβλωσης του ανταγωνισμού, είναι μεγαλύτερη.

α)   Μέτρα που προβλέπουν τμήματα επενδύσεων που υπερβαίνουν το επιτρεπόμενο όριο του 1,5 εκατ. ευρώ ανά στοχευόμενη ΜΜΕ και ανά δωδεκάμηνο

Η Αρχή έχει επίγνωση των συνεχών διακυμάνσεων της αγοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων και του συν τω χρόνω δημιουργούμενου ελλείμματος ιδίων κεφαλαίων, καθώς και του διαφορετικού βαθμού στον οποίο επηρεάζονται οι επιχειρήσεις από τις ανεπάρκειες της αγοράς ανάλογα με το μέγεθός τους, το στάδιο ανάπτυξης των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και του οικονομικού κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται. Συνεπώς, η Αρχή είναι διατεθειμένη να κηρύσσει συμβατά με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων που προβλέπουν επενδύσεις τα τμήματα των οποίων υπερβαίνουν το όριο του 1,5 εκατ. ευρώ ανά επιχείρηση και ανά έτος, εφόσον η ανεπάρκεια της αγοράς τεκμηριώνεται δεόντως.

β)   Μέτρα που προβλέπουν χρηματοδότηση για το στάδιο επέκτασης μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων σε μη ενισχυόμενες περιοχές

Η Αρχή αναγνωρίζει ότι ορισμένες μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε μη ενισχυόμενες περιοχές μπορεί να έχουν ανεπαρκή πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια ακόμη και στο στάδιο επέκτασης, παρά τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης επιχειρήσεων με σημαντικό κύκλο εργασιών και/ή συνολικά αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, η Αρχή είναι διατεθειμένη, σε ορισμένες περιπτώσεις, να κηρύσσει συμβατά με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ μέτρα που καλύπτουν εν μέρει το στάδιο επέκτασης μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων, εφόσον υποβληθούν οι απαιτούμενες αποδείξεις.

γ)   Μέτρα που προβλέπουν επενδύσεις συνέχειας σε στοχευόμενες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ήδη λάβει ενισχυόμενες εισφορές κεφαλαίου, για να πραγματοποιήσουν τους επόμενους γύρους χρηματοδότησης, ακόμη και καθ’ υπέρβαση των γενικώς επιτρεπόμενων ορίων και των ορίων για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων στα αρχικά στάδια ανάπτυξης

Η Αρχή αναγνωρίζει τη σημασία των επενδύσεων συνέχειας σε στοχευόμενες επιχειρήσεις που έχουν ήδη δεχθεί ενισχυόμενες εισφορές κεφαλαίου στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής τους, προκειμένου να πραγματοποιήσουν γύρους χρηματοδότησης καθ’ υπέρβαση των επιτρεπόμενων ορίων για τα τμήματα επενδύσεων και της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στα αρχικά τους στάδια, μέχρι την έξοδο από την αρχική επένδυση. Αυτό μπορεί να είναι αναγκαίο για να αποφευχθεί η “εξασθένιση” της δημόσιας συμμετοχής σ’ αυτούς τους γύρους χρηματοδότησης, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη συνέχιση της χρηματοδότησης για τις στοχευόμενες επιχειρήσεις, ούτως ώστε τόσο οι δημόσιοι όσο και οι ιδιώτες επενδυτές να επωφεληθούν πλήρως από τις επενδύσεις υψηλού κινδύνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε στοχευόμενου κλάδου και επιχείρησης, η Αρχή είναι διατεθειμένη να κηρύσσει συμβατές με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ επενδύσεις συνέχειας, υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος τους ανταποκρίνεται στην αρχική επένδυση και το μέγεθος του χρηματοδοτικού ταμείου.

δ)   Μέτρα που προβλέπουν συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών σε ποσοστό κάτω του 50 % σε μη ενισχυόμενες περιοχές ή κάτω του 30 % σε ενισχυόμενες περιοχές

Το επίπεδο ανάπτυξης της αγοράς ιδιωτικών επιχειρηματικών κεφαλαίων ποικίλει σημαντικά στα διάφορα κράτη του ΕΟΧ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι δύσκολη η ανεύρεση ιδιωτών επενδυτών, και ως εκ τούτου η Αρχή είναι διατεθειμένη να εξετάζει τη δυνατότητα κήρυξης συμβατών με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ, μέτρων με ιδιωτική συμμετοχή κάτω από τα όρια που αναφέρονται στο τμήμα 10Β.4.3.4, εάν τα κράτη της ΕΖΕΣ υποβάλουν τις αναγκαίες αποδείξεις. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να είναι ακόμη πιο έντονο για τα μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων που αφορούν ΜΜΕ σε ενισχυόμενες περιοχές. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να υπάρχει πρόσθετη έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, λόγω της απόστασης των εν λόγω επιχειρήσεων από τα κέντρα κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, της χαμηλής πληθυσμιακής πυκνότητας και της μεγαλύτερης απροθυμίας των ιδιωτών επενδυτών για ανάληψη κινδύνου. Αυτές οι ΜΜΕ μπορεί επίσης να επηρεάζονται από προβλήματα ζήτησης, όπως η δυσχέρεια υποβολής βιώσιμης και πρόσφορης για επενδύσεις επιχειρηματικής πρότασης, η πιο περιορισμένη αντίληψη που έχουν όσον αφορά τις συμμετοχές στα ίδια κεφάλαια και η ιδιαίτερη απροθυμία τους να χάσουν το διαχειριστικό έλεγχο συνεπεία της εισόδου κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών.

ε)   Μέτρα για την παροχή προλειτουργικών κεφαλαίων σε μικρές επιχειρήσεις που μπορεί να προβλέπουν: i) ελάχιστη ή καθόλου συμμετοχή από ιδιώτες επενδυτές, ή/και ii) επικράτηση των δανειακών επενδυτικών μέσων έναντι των βασιζόμενων σε ίδια ή οιονεί ίδια κεφάλαια

Οι ανεπάρκειες της αγοράς που επηρεάζουν τις επιχειρήσεις στο προλειτουργικό στάδιο είναι πιο εμφανείς, λόγω του μεγάλου κινδύνου για το δυνητικό επενδυτή και της ανάγκης συνεχούς υποστήριξης του επιχειρηματία σ’ αυτή την κρίσιμη φάση. Αυτό συνεπάγεται επίσης απροθυμία, και σχεδόν απουσία, των ιδιωτών επενδυτών κατά την παροχή προλειτουργικού κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει μηδενικός, ή πολύ περιορισμένος, κίνδυνος παραγκωνισμού. Επίσης, η δυνητική στρέβλωση του ανταγωνισμού είναι περιορισμένη λόγω της σημαντικής απόστασης αυτών των μικρών επιχειρήσεων από την αγορά. Για τους λόγους αυτούς, μπορεί να δικαιολογηθεί μια πιο ευνοϊκή αντιμετώπιση της Αρχής στην περίπτωση μέτρων που στοχεύουν στο διερευνητικό και στο προλειτουργικό στάδιο, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την καθοριστική σημασία που μπορεί να έχουν για την ανάπτυξη και την απασχόληση στον ΕΟΧ.

στ)   Μέτρα που προβλέπουν ειδικά την παρεμβολή επενδυτικού οχήματος

Ένα επενδυτικό όχημα μπορεί να διευκολύνει την αντιστοίχιση μεταξύ επενδυτών και στοχευόμενων ΜΜΕ και να βελτιώσει την πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια. Σε περίπτωση ανεπαρκειών της αγοράς σε σχέση με τις επιχειρήσεις που αποτελούν στόχο του οχήματος, το όχημα μπορεί να μην λειτουργήσει αποτελεσματικά αν δεν υπάρχουν οικονομικά κίνητρα. Συγκεκριμένα, οι επενδυτές μπορεί να μην θεωρούν ελκυστικό το είδος των επενδύσεων στις οποίες στοχεύει το όχημα σε σχέση με μεγαλύτερα τμήματα επενδύσεων ή επενδύσεις σε πιο εδραιωμένες επιχειρήσεις ή αγορές, παρά το σαφές δυναμικό κερδοφορίας των στοχευόμενων επιχειρήσεων. Συνεπώς, η Αρχή είναι διατεθειμένη να κηρύσσει συμβατά με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ τα μέτρα που προβλέπουν ειδικά την παρεμβολή ενός επενδυτικού οχήματος, εφόσον τεκμηριώνεται δεόντως η ύπαρξη συγκεκριμένης ανεπάρκειας της αγοράς.

ζ)   Δαπάνες συνδεόμενες με την πρώτη διαλογή επιχειρήσεων για την υλοποίηση των επενδύσεων έως τη φάση της δέουσας επιμέλειας (δαπάνες αναζήτησης)

Τα ταμεία επιχειρηματικών κεφαλαίων ή οι διαχειριστές τους μπορεί να έχουν “δαπάνες αναζήτησης” για τον εντοπισμό ΜΜΕ, πριν από τη φάση της δέουσας επιμέλειας. Οι επιχορηγήσεις που καλύπτουν μέρος των εν λόγω δαπανών πρέπει να ενθαρρύνουν τα ταμεία και τους διαχειριστές τους να προβούν σε περισσότερες ενέργειες “αναζήτησης” από ό,τι κανονικά. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ωφελήσει και τις ΜΜΕ, ακόμη κι αν η αναζήτηση δεν οδηγήσει σε επένδυση, διότι επιτρέπει στις ΜΜΕ αυτές να αποκτήσουν περισσότερη πείρα στον τομέα της χρηματοδότησής τους με επιχειρηματικά κεφάλαια. Έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί η ευνοϊκότερη στάση της Αρχής έναντι των ενισχύσεων που καλύπτουν μέρος των δαπανών αναζήτησης για τα ταμεία επιχειρηματικών κεφαλαίων ή τους διαχειριστές τους, εφόσον πληρούνται οι κάτωθι όροι: Οι επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να περιορίζονται στις δαπάνες αναζήτησης ΜΜΕ που βρίσκονται κυρίως σε προλειτουργική φάση ή φάση εκκίνησης, εφόσον οι δαπάνες αυτές δεν οδηγούν στην πραγματοποίηση επένδυσης. Από τις δαπάνες αυτές αποκλείονται οι νομικές και διοικητικές δαπάνες των ταμείων. Επιπλέον, η ενίσχυση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % των επιλέξιμων δαπανών.

10B.5.2.   ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

10B.5.2.1.    Ύπαρξη ανεπάρκειας της αγοράς και απόδειξη αυτής

(53)

Για τα μέτρα χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων με τμήματα επενδύσεων σε στοχευόμενες επιχειρήσεις που υπερβαίνουν τα όρια που καθορίζει το τμήμα 10Β.4, ιδίως εκείνα που προβλέπουν τμήματα επενδύσεων άνω του 1,5 εκατ. ευρώ ανά στοχευόμενη ΜΜΕ και ανά δωδεκάμηνη περίοδο, επενδύσεις συνέχειας ή τη χρηματοδότηση της φάσης επέκτασης μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων σε μη ενισχυόμενες περιοχές, καθώς και για μέτρα που προβλέπουν ειδικά την παρεμβολή επενδυτικού οχήματος, η Αρχή θα απαιτεί την υποβολή επιπλέον αποδείξεων για την ανεπάρκεια της αγοράς που αντιμετωπίζεται σε κάθε επίπεδο όπου μπορεί να υπάρχει το στοιχείο της ενίσχυσης, προκειμένου να κηρύξει συμβατό με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ το προτεινόμενο μέτρο ενίσχυσης. Οι εν λόγω αποδείξεις πρέπει να βασίζονται σε μελέτες που αποδεικνύουν το επίπεδο του “ελλείμματος ιδίων κεφαλαίων” για τις επιχειρήσεις και τους κλάδους που στοχεύει το εν λόγω μέτρο. Οι απαιτούμενες πληροφορίες αφορούν την προσφορά και την άντληση επιχειρηματικών κεφαλαίων, καθώς και τη σημασία του κλάδου των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών στην τοπική οικονομία. Θα ήταν σκόπιμο τα στοιχεία να καλύπτουν περιόδους τριών έως πέντε ετών που προηγούνται της εφαρμογής του μέτρου, καθώς και μελλοντικές περιόδους με βάση εύλογες προβλέψεις, εφόσον υπάρχουν. Οι υποβαλλόμενες αποδείξεις μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

εξέλιξη της άντλησης κεφαλαίων κατά την τελευταία πενταετία, σε σύγκριση και με τους αντίστοιχους εθνικούς ή/και ευρωπαϊκούς μέσους όρους·

β)

τρέχοντα διαθέσιμα κεφάλαια·

γ)

μέρος των επενδυτικών προγραμμάτων που λαμβάνουν κρατική ενίσχυση επί του συνόλου των επενδύσεων σε κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών κατά τα προηγούμενα τρία έως πέντε έτη·

δ)

ποσοστό των νέων επιχειρήσεων σε φάση εκκίνησης που λαμβάνουν κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών·

ε)

κατανομή των επενδύσεων σε κατηγορίες ανάλογα με το ύψος τους·

στ)

αριθμός των υποβληθέντων επιχειρηματικών σχεδίων σε σύγκριση με τον αριθμό των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν σε κάθε τμήμα της αγοράς (ποσό της επένδυσης, κλάδος, γύρος χρηματοδότησης κ.λπ.).

Για τα μέτρα που απευθύνονται σε ΜΜΕ εγκατεστημένες σε ενισχυόμενες περιοχές, οι σχετικές πληροφορίες πρέπει να συμπληρώνονται και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις περιφερειακές ιδιαιτερότητες, που δικαιολογούν τα χαρακτηριστικά του σχεδιαζόμενου μέτρου. Τα ακόλουθα στοιχεία ενδέχεται να αποδειχθούν χρήσιμα:

α)

εκτίμηση του επί πλέον ελλείμματος ιδίων κεφαλαίων που οφείλεται στον περιφερειακό χαρακτήρα και τις άλλες περιφερειακές ιδιαιτερότητες, ιδίως αναφορά του συνολικού ύψους του επενδυόμενου επιχειρηματικού κεφαλαίου, του αριθμού των επενδυτικών ταμείων ή επενδυτικών οχημάτων που δραστηριοποιούνται επιτόπου ή σε μικρή απόσταση, της ύπαρξης διαθέσιμων έμπειρων διαχειριστών, του αριθμού των επενδυτικών συμφωνιών και του μέσου και ελάχιστου μεγέθους τους, εάν είναι διαθέσιμα·

β)

ειδικά τοπικά οικονομικά δεδομένα, κοινωνικοί ή/και ιστορικοί λόγοι για την ελλιπή χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο ή/και την κατάσταση που επικρατεί σε εθνικό ή/και επίπεδο ΕΟΧ, κατά περίπτωση·

γ)

κάθε άλλος χρήσιμος δείκτης που δηλώνει υψηλό βαθμό ανεπάρκειας της αγοράς.

(54)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ μπορούν να υποβάλλουν επανειλημμένως τα ίδια στοιχεία, εφόσον δεν έχουν μεταβληθεί οι βασικές συνθήκες της αγοράς. Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των υποβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων.

10B.5.2.2.    Καταλληλότητα του μέσου

(55)

Ένα σημαντικό στοιχείο για το κριτήριο εξισορρόπησης είναι κατά πόσον και σε ποιο βαθμό οι κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των επιχειρηματικών κεφαλαίων μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλο μέσο για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων σε επιχειρηματικά κεφάλαια. Η εκτίμηση αυτή συνδέεται στενά με την εκτίμηση ως προς τα δημιουργούμενα κίνητρα και την αναγκαιότητα της ενίσχυσης, όπως αναλύεται στο τμήμα 10Β.5.2.3.

(56)

Κατά τη λεπτομερή ανάλυση της ενίσχυσης, η Αρχή θα λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τυχόν μελέτες εκτίμησης επιπτώσεων του προτεινόμενου μέτρου από το κράτος της ΕΖΕΣ. Κατάλληλο μέσο θεωρείται ότι αποτελούν τα μέτρα ως προς τα οποία το κράτος της ΕΖΕΣ έχει εξετάσει και άλλες επιλογές πολιτικής και έχει διαπιστώσει τα πλεονεκτήματα της χρήσης ενός επιλεκτικού μέσου όπως η κρατική ενίσχυση, τα οποία και υποβάλλει στην κρίση της Αρχής. Η Αρχή αξιολογεί επίσης τα στοιχεία σχετικά με άλλα μέτρα που λήφθηκαν ή πρόκειται να ληφθούν για την αντιμετώπιση του “ελλείμματος ιδίων κεφαλαίων”, και ιδίως εκ των υστέρων (ex post) αξιολογήσεις και ζητήματα προσφοράς και ζήτησης που επηρεάζουν τις στοχευόμενες ΜΜΕ, για να διαπιστώσει ποια θα είναι η αλληλεπίδρασή τους με το προτεινόμενο μέτρο.

10B.5.2.3.    Δημιουργία κινήτρων και αναγκαιότητα της ενίσχυσης

(57)

Η δημιουργία κινήτρων χάρη στα μέτρα χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης. Η Αρχή πιστεύει ότι το στοιχείο παροχής κινήτρων ενυπάρχει στα μέτρα που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του τμήματος 10Β.4. Ωστόσο, για τα μέτρα που καλύπτονται από το παρόν τμήμα, η παρουσία του στοιχείου της παροχής κινήτρων είναι λιγότερο προφανής. Ως εκ τούτου η Αρχή θα λαμβάνει επίσης υπόψη τα πρόσθετα κριτήρια που ακολουθούν και τα οποία αποδεικνύουν, κατά περίπτωση, ότι οι επενδυτικές αποφάσεις αποβλέπουν στην επίτευξη κέρδους και ότι η διαχείριση του μέτρου έχει εμπορικό χαρακτήρα.

10B.5.2.3.1.   Εμπορική διαχείριση

(58)

Εκτός από τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται στο τμήμα 10Β.4.3.6, η Αρχή θα εκλαμβάνει ως θετικό το γεγονός ότι η διαχείριση του μέτρου χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων ή του επενδυτικού ταμείου γίνεται από επαγγελματίες του ιδιωτικού τομέα ή ανεξάρτητους επαγγελματίες επιλεγόμενους βάσει διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας, κατά προτίμηση δε στο πλαίσιο ανοικτού διαγωνισμού, οι οποίοι διαθέτουν αποδεδειγμένη πείρα και επιδόσεις σε επενδύσεις κεφαλαιαγοράς και, ει δυνατόν, στον ίδιο κλάδο που αποτελεί το στόχο χρηματοδοτικού ταμείου, καθώς και γνώση του σχετικού νομικού και λογιστικού πλαισίου της επένδυσης.

10B.5.2.3.2.   Ύπαρξη επιτροπής επενδύσεων

(59)

Περαιτέρω θετικό στοιχείο θα είναι η σύσταση επενδυτικής επιτροπής ανεξάρτητης από την εταιρεία διαχείρισης του ταμείου, που θα περιλαμβάνει ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες προερχόμενους από τον ιδιωτικό τομέα, με σημαντική εμπειρία στο στοχευόμενο κλάδο και, κατά προτίμηση, εκπροσώπους επίσης των επενδυτών ή ανεξάρτητους επαγγελματίες επιλεγόμενους βάσει διαφανούς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίας, κατά προτίμηση δε στο πλαίσιο ανοικτού διαγωνισμού. Οι εμπειρογνώμονες αυτοί θα παρέχουν στους διαχειριστές ή στην εταιρεία διαχείρισης αναλύσεις όσον αφορά τόσο την τρέχουσα όσο και τη μελλοντικά αναμενόμενη κατάσταση της αγοράς, και θα εξετάζουν εμπεριστατωμένα και θα προτείνουν σ’ αυτούς επιχειρήσεις-στόχους με καλές επενδυτικές προοπτικές.

10B.5.2.3.3.   Μέγεθος του μέτρου/χρηματοδοτικού ταμείου

(60)

Η Αρχή θα θεωρεί θετικό στοιχείο το γεγονός ότι ένα μέτρο χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων διαθέτει προϋπολογισμό για επενδύσεις σε στοχευόμενες ΜΜΕ το μέγεθος του οποίου επιτρέπει οικονομίες κλίμακας στη διαχείριση του σχετικού ταμείου και δυνατότητα διαφοροποίησης του κινδύνου χάρη στην ομαδοποίηση επαρκούς αριθμού επενδύσεων. Το μέγεθος του ταμείου θα πρέπει να είναι επαρκές ώστε να εξασφαλίσει τη δυνατότητα απορρόφησης του υψηλού κόστους των συναλλαγών ή/και να χρηματοδοτήσει τα τελευταία, πιο κερδοφόρα στάδια χρηματοδότησης των στοχευόμενων επιχειρήσεων. Το μέγεθος του μέτρου χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων θα κρίνεται θετικά, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το στοχευόμενο κλάδο και υπό την προϋπόθεση ότι ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι παραγκωνισμού των ιδιωτικών επενδύσεων και στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

10B.5.2.3.4.   Παρουσία επιχειρηματικών αγγέλων

(61)

Για τα μέτρα που έχουν στόχο τα προλειτουργικά κεφάλαια, λόγω του υψηλότερου επιπέδου ανεπαρκειών της αγοράς που παρατηρείται στη φάση αυτή, η Αρχή θα θεωρεί ως θετικό στοιχείο την άμεση ή έμμεση συμμετοχή επιχειρηματικών αγγέλων για επενδύσεις στην προλειτουργική φάση. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι επομένως διατεθειμένη να κηρύσσει συμβατά με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ τα μέτρα, έστω κι αν προβλέπουν ως επί το πλείστον δανειακά μέσα τα οποία, μεταξύ άλλων, προβλέπουν σημαντικά μειωμένη εξασφάλιση των κρατικών επενδυτικών ταμείων, δικαίωμα στα πρώτα κέρδη για τους επιχειρηματικούς αγγέλους ή υψηλότερη αμοιβή για την παροχή κεφαλαίων εκ μέρους τους και ενεργό συμμετοχή στη διαχείριση του μέτρου/του ταμείου ή/και των στοχευόμενων επιχειρήσεων.

10B.5.2.4.    Αναλογικότητα

(62)

Για να είναι συμβατή η ενίσχυση, το ποσό της πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Ο τρόπος επίτευξης αυτής της πτυχής της αναλογικότητας εξαρτάται κατ’ ανάγκη από τη μορφή του συγκεκριμένου μέτρου. Ωστόσο, εάν δεν προβλέπεται κάποιος μηχανισμός ώστε να ελέγχεται ότι οι επενδυτές δεν λαμβάνουν υπεραντιστάθμιση, ή κάποιο μέτρο για την κάλυψη του συνόλου των κινδύνων από το δημόσιο τομέα ή/και όταν όλα τα κέρδη καταβάλλονται στους υπόλοιπους επενδυτές, θα θεωρείται ότι το μέτρο δεν είναι αναλογικό.

(63)

Η Αρχή θα θεωρεί ότι τα ακόλουθα στοιχεία επηρεάζουν θετικά την αξιολόγηση της αναλογικότητας, δεδομένου ότι αποτελούν προσέγγιση βέλτιστης πρακτικής:

α)

Ανοικτός διαγωνισμός για την πρόσληψη διαχειριστών. Μια διαφανής και χωρίς διακρίσεις ανοικτή διαδικασία υποβολής προσφορών για την επιλογή διαχειριστών ή εταιρείας διαχείρισης που εξασφαλίζει τον καλύτερο συνδυασμό ποιότητας και σχέσης κόστους-ωφέλειας θα θεωρείται θετικό στοιχείο, δεδομένου ότι περιορίζει το κόστος (και τις ενδεχόμενες ενισχύσεις) στο απολύτως αναγκαίο, ενώ παράλληλα ελαχιστοποιεί τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

β)

Πρόσκληση υποβολής προσφορών ή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για επενδυτές. Πρόσκληση υποβολής προσφορών για τον προσδιορισμό τυχόν “προνομιακών όρων” για τους επενδυτές, ή την προσφορά παρεμφερών όρων σε άλλους επενδυτές. Η προσφορά αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή είτε δημόσιας πρόσκλησης προς τους επενδυτές κατά την έναρξη λειτουργίας του επενδυτικού ταμείου ή οχήματος, είτε καθεστώτος (όπως π.χ. ένα καθεστώς εγγυήσεων) ανοικτού σε νέα μέλη επί μακρό χρονικό διάστημα.

10B.5.3.   ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(64)

Κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των μέτρων χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων, η Αρχή θα σταθμίζει τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις από άποψη στρέβλωσης του ανταγωνισμού και κινδύνου παραγκωνισμού των ιδιωτικών επενδύσεων, σε σχέση με τις θετικές επιπτώσεις τους. Οι τυχόν αρνητικές επιπτώσεις θα πρέπει να αναλύονται σε κάθε ένα από τα τρία επίπεδα όπου ενδέχεται να υπάρχει στοιχείο ενίσχυσης. Οι ενισχύσεις προς επενδυτές, επενδυτικά οχήματα και επενδυτικά ταμεία μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τον ανταγωνισμό στην αγορά παροχής επιχειρηματικών κεφαλαίων. Οι ενισχύσεις προς στοχευόμενες επιχειρήσεις μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές προϊόντων στις οποίες δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις αυτές.

10B.5.3.1.    Παραγκωνισμός επενδυτών

(65)

Σε επίπεδο αγοράς παροχής επιχειρηματικών κεφαλαίων, οι κρατικές ενισχύσεις μπορεί να οδηγήσουν σε παραγκωνισμό των ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτό μπορεί να περιορίσει τα κίνητρα για την παροχή κεφαλαίων σε στοχευόμενες ΜΜΕ εκ μέρους ιδιωτών επενδυτών και να τους ενθαρρύνει να περιμένουν τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για τις εν λόγω επενδύσεις. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται όσο μεγαλύτερο είναι το ποσό του τμήματος επένδυσης, όσο μεγαλύτερη είναι η επιχείρηση και όσο προχωρημένο είναι το στάδιο ανάπτυξης που βρίσκεται, δεδομένου ότι υπό αυτές τις συνθήκες αυξάνονται προοδευτικά τα διαθέσιμα ιδιωτικά επιχειρηματικά κεφάλαια.

(66)

Ως εκ τούτου, η Αρχή θα απαιτεί συγκεκριμένες αποδείξεις όσον αφορά τον κίνδυνο παραγκωνισμού, για μέτρα που προβλέπουν μεγάλα τμήματα επένδυσης σε στοχευόμενες ΜΜΕ, επενδύσεις συνέχειας ή χρηματοδότηση της φάσης επέκτασης μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων σε μη ενισχυόμενες περιοχές, για μέτρα χαμηλής συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών ή για μέτρα που προβλέπουν ειδικά την παρεμβολή επενδυτικού οχήματος.

(67)

Επιπλέον, τα κράτη της ΕΖΕΣ θα πρέπει να προσκομίζουν αποδείξεις ότι δεν υπάρχει κίνδυνος παραγκωνισμού, ειδικά όσον αφορά τη διάρθρωση του σχετικού κλάδου, τομέα ή/και βιομηχανίας.

(68)

Τα ακόλουθα στοιχεία ενδέχεται να είναι χρήσιμα:

α)

αριθμός των εταιρειών/ταμείων/επενδυτικών οχημάτων επιχειρηματικών συμμετοχών που δραστηριοποιούνται σε εθνικό επίπεδο ή στην περιοχή (σε περίπτωση περιφερειακών ταμείων), καθώς και τμήματα της αγοράς όπου δραστηριοποιούνται·

β)

στοχευόμενες επιχειρήσεις: μέγεθος, στάδιο ανάπτυξης και επιχειρηματικός κλάδος·

γ)

μέσο μέγεθος της επενδυτικής πράξης, και ενδεχομένως ελάχιστο μέγεθος αυτής, που εξετάζεται πιο εμπεριστατωμένα από ταμεία ή επενδυτές·

δ)

συνολικό ύψος των διαθέσιμων κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών για τις επιχειρήσεις, τον κλάδο και το στάδιο ανάπτυξης που αφορά το σχετικό μέτρο.

10B.5.3.2.    Άλλες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού

(69)

Δεδομένου ότι τις περισσότερες φορές οι στοχευόμενες ΜΜΕ είναι νεοσυσταθείσες ΜΜΕ, στο επίπεδο της αγοράς στο οποίο δραστηριοποιούνται είναι απίθανο να διαθέτουν σημαντική ισχύ και να υφίσταται, λόγω αυτού, σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο χάρη στα μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων να επιβιώσουν μη αποτελεσματικές επιχειρήσεις ή κλάδοι που διαφορετικά θα εξαφανίζονταν. Επιπλέον, η υπερπροσφορά επιχειρηματικών κεφαλαίων σε αναποτελεσματικές επιχειρήσεις μπορεί να αυξήσει τεχνητά την αξία τους και να στρεβλώσει έτσι την αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων στο επίπεδο των φορέων χρηματοδότησης, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν υψηλότερο αντίτιμο για την εξαγορά των επιχειρήσεων αυτών. Οι τομεακές ενισχύσεις μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε διατήρηση της παραγωγής σε μη ανταγωνιστικούς τομείς, ενώ οι ενισχύσεις σε συγκεκριμένες περιφέρειες μπορεί να καταλήξουν σε αναποτελεσματική κατανομή των συντελεστών παραγωγής μεταξύ των περιφερειών.

(70)

Κατά την ανάλυση των κινδύνων αυτών, η Αρχή θα εξετάζει ιδίως τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

συνολική κερδοφορία που παρουσίασαν κατά το παρελθόν οι επιχειρήσεις στις οποίες γίνονται επενδύσεις και προοπτικές μελλοντικής κερδοφορίας·

β)

βαθμός ανεπάρκειας της επιχείρησης που αποτελεί στόχο του μέτρου·

γ)

ανώτατο ύψος του τμήματος της επένδυσης που προβλέπεται βάσει του μέτρου σε σύγκριση με τον κύκλο εργασιών και τις δαπάνες της στοχευόμενης ΜΜΕ·

δ)

πλεονάζουσα ικανότητα του κλάδου στον οποίο χορηγείται η ενίσχυση.

10B.5.4.   ΠΟΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

(71)

Με βάση τα προαναφερθέντα θετικά και αρνητικά στοιχεία, η Αρχή θα σταθμίζει τις επιπτώσεις του μέτρου χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων και θα κρίνει αν οι στρεβλώσεις που προκύπτουν επηρεάζουν αρνητικά τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η ανάλυση θα βασίζεται σε συνολική εκτίμηση των προβλεπόμενων θετικών και αρνητικών επιπτώσεων της κρατικής ενίσχυσης. Για το σκοπό αυτό, η Αρχή δεν θα εφαρμόζει μηχανικά τα κριτήρια που θεσπίζουν οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, αλλά θα προβαίνει σε συνολική αξιολόγηση της σχετικής σημασίας τους.

(72)

Η Αρχή μπορεί να μην φέρει αντιρρήσεις ως προς το κοινοποιηθέν μέτρο ενίσχυσης και να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας ή, κατόπιν διαδικασίας έρευνας που προβλέπει το άρθρο 6 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, μπορεί να περατώσει τη διαδικασία με έκδοση απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 7 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3. Εφόσον εκδοθεί απόφαση υπό όρους δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 και περατωθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας, η εν λόγω απόφαση δύναται να περιλαμβάνει ιδίως τους ακόλουθους όρους, προκειμένου να περιορισθούν οι δυνητικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να εξασφαλισθεί η αναλογικότητα:

α)

εάν προβλέπονται υψηλότερα όρια για τα τμήματα επενδύσεων ανά στοχευόμενη επιχείρηση, δύναται να μειώσει το ανώτατο προτεινόμενο ποσό ανά τμήμα επένδυσης ή να καθορίσει ένα συνολικό ανώτατο ποσό χρηματοδότησης ανά στοχευόμενη επιχείρηση·

β)

εάν προβλέπονται επενδύσεις στη φάση επέκτασης σε μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε μη ενισχυόμενες περιοχές, δύναται να τις περιορίσει κατά κύριο λόγο σε επενδύσεις προλειτουργικής φάσης ή φάσης εκκίνησης ή/και να περιορίσει τις επενδύσεις σε έναν ή δύο γύρους ή/και να περιορίσει τα τμήματα επένδυσης σε ένα ανώτατο όριο ανά στοχευόμενη επιχείρηση·

γ)

εάν προβλέπεται επένδυση συνέχειας, δύναται να καθορίσει ειδικά όρια ως προς το ανώτατο επενδυόμενο ποσό σε κάθε επιχείρηση, ως προς το επιλέξιμο για παρέμβαση στάδιο επένδυσης, ή/και ως προς την περίοδο κατά την οποία επιτρέπεται η χορήγηση ενίσχυσης λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη το συγκεκριμένο κλάδο και το μέγεθος του ταμείου·

δ)

εάν προβλέπεται μικρότερη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών, δύναται να απαιτεί την προοδευτική αύξηση της συμμετοχής των ιδιωτών στη διάρκεια ύπαρξης του ταμείου, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το επιχειρηματικό στάδιο ανάπτυξης, τον κλάδο, τα αντίστοιχα επίπεδα κατανομής κερδών και εξασφάλισης, και ενδεχομένως την εγκατάσταση των επιχειρήσεων σε ενισχυόμενες περιοχές·

ε)

για μέτρα τα οποία προβλέπουν μόνον προλειτουργικά κεφάλαια, δύναται να απαιτεί από τα κράτη της ΕΖΕΣ να εξασφαλίσουν για το κράτος επαρκή απόδοση από τις επενδύσεις του, ανάλογη προς τους κινδύνους που αναλαμβάνει με τις επενδύσεις αυτές, ιδίως όταν το κράτος χρηματοδοτεί επένδυση υπό μορφή οιονεί ιδίων κεφαλαίων ή δανειακών μέσων, η απόδοση επί των οποίων θα πρέπει, παραδείγματος χάριν, να συνδέεται με δυνητικά δικαιώματα εκμετάλλευσης (όπως τέλη για δικαιώματα) από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από την επένδυση·

στ)

να απαιτεί διαφορετική εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, των αντίστοιχων ρυθμίσεων κατανομής κερδών και ζημιών και, αφετέρου, του βαθμού εξασφάλισης μεταξύ κράτους και ιδιωτών επενδυτών·

ζ)

να απαιτεί αυστηρότερες δεσμεύσεις ως προς τη σώρευση ενισχύσεων για επιχειρηματικά κεφάλαια με ενισχύσεις χορηγούμενες βάσει άλλων κανονισμών ή πλαισίων, κατά παρέκκλιση από το τμήμα 10Β.6.

10B.6.   ΣΩΡΕΥΣΗ

(73)

Όταν τα κεφάλαια που χορηγούνται σε στοχευόμενη επιχείρηση βάσει ενός μέτρου επιχειρηματικών κεφαλαίων υπαγόμενου στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση αρχικής επένδυσης ή άλλων επιλέξιμων για ενίσχυση δαπανών βάσει άλλων κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία, κατευθυντήριων γραμμών, πλαισίων ή άλλων διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, τα σχετικά ανώτατα όρια ενίσχυσης ή ανώτατα επιλέξιμα ποσά μειώνονται κατά 50 %, γενικά, και κατά 20 % για στοχευόμενες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε ενισχυόμενες περιοχές, στη διάρκεια της πρώτης τριετίας της πρώτης επένδυσης επιχειρηματικών κεφαλαίων, και μέχρι το συνολικό ποσό που λαμβάνεται. Η μείωση αυτή δεν αφορά εντάσεις ενίσχυσης προβλεπόμενες από τις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη (17) ή οιοδήποτε άλλο διάδοχο πλαίσιο ή κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορία στον τομέα αυτό.

10B.7.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

10B.7.1.   ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ

(74)

Το πρωτόκολλο 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου και η απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 195/04/COL, της 14ης Ιουλίου 2004, για τις διατάξεις εφαρμογής που αναφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 27 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, απαιτούν από τα κράτη της ΕΖΕΣ να υποβάλλουν στην Αρχή ετήσιες εκθέσεις.

(75)

Όσον αφορά τα μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων, οι εκθέσεις πρέπει να περιλαμβάνουν αναλυτική αναφορά των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν από το χρηματοδοτικό ταμείο ή βάσει του μέτρου επιχειρηματικών κεφαλαίων, καθώς και κατάλογο όλων των δικαιούχων των μέτρων αυτών. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν σύντομη περιγραφή της δραστηριότητας των επενδυτικών ταμείων με λεπτομέρειες όσον αφορά τις μελετηθείσες δυνητικές επενδύσεις και τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις, καθώς και όσον αφορά τις επιδόσεις των επενδυτικών οχημάτων, με αθροιστικά στοιχεία για το ύψος των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν μέσω αυτών. Η Αρχή δύναται να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες για τις χορηγηθείσες ενισχύσεις και να ελέγξει αν τηρήθηκαν οι όροι που τέθηκαν με την απόφαση της Αρχής με την οποία εγκρίθηκε το μέτρο ενίσχυσης.

Οι ετήσιες εκθέσεις θα δημοσιεύονται στο δικτυακό τόπο της Αρχής.

(76)

Επιπλέον, η Αρχή θεωρεί ότι είναι αναγκαία και περαιτέρω μέτρα για τη βελτίωση της διαφάνειας των κρατικών ενισχύσεων στον ΕΟΧ. Πιο συγκεκριμένα, κρίνεται αναγκαίο να εξασφαλισθεί εύκολη πρόσβαση για τα κράτη της ΕΖΕΣ, τους οικονομικούς παράγοντες, τα ενδιαφερόμενα μέρη και την ίδια την Αρχή, στο πλήρες κείμενο όλων των ισχυόντων καθεστώτων ενισχύσεων με επιχειρηματικά κεφάλαια.

(77)

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί εύκολα μέσω της δημιουργίας διασυνδεόμενων δικτυακών τόπων. Προς τούτο, όταν η Αρχή εξετάζει καθεστώτα ενίσχυσης με επιχειρηματικά κεφάλαια θα ζητά συστηματικά από το κράτος της ΕΖΕΣ να δημοσιεύει το πλήρες κείμενο όλων των τελικών καθεστώτων ενίσχυσης στο Διαδίκτυο και να κοινοποιεί τη σχετική διεύθυνση διαδικτύου στην Αρχή.

Το καθεστώς ενίσχυσης δεν πρέπει να τίθεται σε εφαρμογή προ της δημοσίευσης των πληροφοριών αυτών στο Διαδίκτυο.

(78)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ πρέπει να τηρούν λεπτομερή μητρώα σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγούνται για όλα τα μέτρα ενίσχυσης με επιχειρηματικά κεφάλαια. Τα μητρώα αυτά, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι όροι των κατευθυντήριων γραμμών, ιδίως όσον αφορά το μέγεθος του τμήματος επένδυσης, το μέγεθος της επιχείρησης (μικρού ή μεσαίου μεγέθους), το στάδιο ανάπτυξης της επιχείρησης (προλειτουργικό, εκκίνησης ή επέκτασης), τον τομέα δραστηριότητας (κατά προτίμηση σε επίπεδο τετραψήφιου κωδικού NACE), καθώς και πληροφορίες ως προς τη διαχείριση των ταμείων και τα άλλα κριτήρια που αναφέρονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να τηρούνται επί δέκα έτη από την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης.

Η Αρχή θα ζητήσει από τα κράτη της ΕΖΕΣ να παράσχουν τις πληροφορίες αυτές προκειμένου να προβεί σε αξιολόγηση επιπτώσεων των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος τους.

10B.7.2.   ΈΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΛΗΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

(79)

Η Αρχή θα θέσει σε εφαρμογή τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές από την ημερομηνία της έκδοσής τους. Οι κατευθυντήριες γραμμές αντικαθιστούν το κεφάλαιο 10A των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(80)

Η ισχύς αυτών των κατευθυντήριων γραμμών λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη της ΕΖΕΣ, η Αρχή μπορεί να προβεί σε τροποποίησή τους πριν την ημερομηνία αυτή για σημαντικούς λόγους πολιτικής ανταγωνισμού ή πολιτικής στον τομέα των επιχειρηματικών κεφαλαίων ή προκειμένου να λάβει υπόψη άλλες κοινοτικές πολιτικές ή διεθνείς δεσμεύσεις. Επίσης, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, ενδέχεται επίσης να διευκρινίσει ορισμένα συγκεκριμένα σημεία της προσέγγισής της. Η Αρχή προτίθεται να προβεί σε αναθεώρηση των κατευθυντήριων αυτών γραμμών, μετά την πάροδο τριών ετών από την έναρξη ισχύος τους.

(81)

Η Αρχή εφαρμόζει τις διατάξεις των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών σε όλα τα μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων επί των οποίων καλείται να λάβει απόφαση μετά την έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών, ακόμη και αν οι περιπτώσεις αυτές είχαν κοινοποιηθεί πριν από τη δημοσίευση των κατευθυντηρίων γραμμών.

(82)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (“consecutio legis”) (18), η Αρχή θα εφαρμόζει τα εξής σε περίπτωση μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων:

α)

τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, εάν η ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την έκδοσή τους·

β)

το κεφάλαιο 10A των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις, σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις.

10B.7.3.   ΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΜΕΤΡΑ

(83)

Η Αρχή προτείνει στα κράτη της ΕΖΕΣ, με βάση το άρθρο 1 παράγραφος 1 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, τα ακόλουθα κατάλληλα μέτρα σχετικά με τα υφιστάμενα σε αυτά μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων.

(84)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ οφείλουν να τροποποιήσουν, όπου απαιτείται, τα υφιστάμενα σε αυτά μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων προκειμένου να ευθυγραμμισθούν με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εντός δώδεκα μηνών από την έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών.

(85)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ καλούνται να παράσχουν τη ρητή και άνευ όρων συγκατάθεσή τους ως προς τα προτεινόμενα κατάλληλα μέτρα εντός δύο μηνών από την ημερομηνία έκδοσης των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών. Εάν δεν λάβει σχετική απάντηση, η Αρχή θα θεωρήσει ότι το οικείο κράτος δεν συμφωνεί με τα προταθέντα μέτρα.»


(1)  ΕΕ C 194 της 18.8.2006, σ. 2.

(2)  COM(2005) 107 τελικό — SEC(2005) 795.

(3)  ΕΕ C 235 της 21.8.2001, σ. 3.

(4)  Σχετικά με το κεφάλαιο 10A και την εφαρμογή του στις παράνομες ενισχύσεις, βλέπε σημείο 82 του παρόντος κεφαλαίου.

(5)  Κεφάλαιο 10A των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(6)  COM(2005) 436 τελικό.

(7)  Κεφάλαιο 16 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(8)  Για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, εφαρμόζονται οι ορισμοί που θεσπίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική, κεφάλαιο 24B των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(9)  Για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, ως “άνθρακας” νοείται άνθρακας υψηλής, μέσης και χαμηλής ποιότητας των κατηγοριών Α και Β κατά την έννοια του διεθνούς συστήματος κωδικοποίησης για τον άνθρακα που θεσπίστηκε από την Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη, των Ηνωμένων Εθνών.

(10)  Για τους σκοπούς των παρουσιών κατευθυντήριων γραμμών, εφαρμόζεται ο ορισμός που περιέχεται στο παράρτημα Ι των κατευθυντήριων γραμμών για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις για το 2007-2013, κεφάλαιο 25B των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(11)  ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1040/2006 (ΕΕ L 187 της 8.7.2006, σ. 8). Ενσωματώθηκε στο παράρτημα XV σημείο 1στ της συμφωνίας για τον ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 80/2002 της Μεικτής Επιτροπής.

(12)  Κεφάλαιο 19 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(13)  Κεφάλαιο 17.B των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(14)  Κεφάλαιο 17 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(15)  Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κρατικές εγγυήσεις χορηγούμενες για επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων είναι πιθανότερο να περιλαμβάνουν στοιχείο ενίσχυσης προς τον επενδυτή απ’ ότι οι παραδοσιακές εγγυήσεις δανείων, οι οποίες κατά κανόνα θεωρείται ότι συνιστούν ενίσχυση προς το δανειζόμενο και όχι προς το δανειοδότη.

(16)  ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30. Ενσωματώθηκε στο παράρτημα XV σημείο 1ε της συμφωνίας για τον ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 88/2002 της Μεικτής Επιτροπής.

(17)  Κεφάλαιο 14 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

(18)  ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22.