ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2009.120.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 120

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

52ό έτος
15 Μαΐου 2009


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 402/2009 της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 2009, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 403/2009 της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 2009, σχετικά με τη χορήγηση άδειας για τη χρήση του παρασκευάσματος L-βαλίνη ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών ( 1 )

3

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2009/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών ( 1 )

5

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Επιτροπή

 

 

2009/382/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 27/2005 (πρώην NN 69/2004) — Ενίσχυση για αγορά χορτονομής στην περιφέρεια Friuli Venezia Giulia (άρθρο 6 του περιφερειακού νόμου αριθ. 14 της 20ής Αυγούστου 2003 και πρόσκληση υποβολής ενδιαφέροντος που δημοσιεύθηκε από το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 187]

13

 

 

2009/383/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 2009, για την αναστολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/2004 του Συμβουλίου στις εισαγωγές glyphosate καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

20

 

 

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

 

 

Επιτροπή

 

 

2009/384/ΕΚ

 

*

Σύσταση της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ( 1 )

22

 

 

2009/385/ΕΚ

 

*

Σύσταση της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, που συμπληρώνει τις συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ όσον αφορά το καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών ( 1 )

28

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

15.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 120/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 402/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 14ης Μαΐου 2009

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 15 Μαΐου 2009.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Μαΐου 2009.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MA

53,3

TN

115,0

TR

101,5

ZZ

89,9

0707 00 05

JO

155,5

MA

32,7

TR

143,8

ZZ

110,7

0709 90 70

JO

216,7

TR

116,6

ZZ

166,7

0805 10 20

EG

44,5

IL

54,1

MA

43,6

TN

49,2

TR

99,9

US

49,3

ZZ

56,8

0805 50 10

AR

50,9

TR

56,4

ZA

67,0

ZZ

58,1

0808 10 80

AR

80,2

BR

71,7

CL

72,4

CN

100,3

MK

42,0

NZ

105,1

US

133,5

UY

71,7

ZA

80,2

ZZ

84,1


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


15.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 120/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 403/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 14ης Μαΐου 2009

σχετικά με τη χορήγηση άδειας για τη χρήση του παρασκευάσματος L-βαλίνη ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 προβλέπει την έγκριση των πρόσθετων υλών που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων και τους όρους και τις διαδικασίες για τη χορήγηση της έγκρισης αυτής.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003, υποβλήθηκε αίτηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας για το παρασκεύασμα που ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω αίτηση συνοδευόταν από τα στοιχεία και τα έγγραφα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(3)

Η αίτηση αφορά τη χορήγηση μιας νέας άδειας για τη χρήση του αμινοξέος L-βαλίνη με καθαρότητα τουλάχιστον 98 %, που παράγεται από το μικροοργανισμό Escherichia coli (K-12 AG314) FERM ABP-10640 ως πρόσθετης ύλης στις ζωοτροφές για όλα τα είδη ζώων, προς ταξινόμηση στην κατηγορία πρόσθετων υλών «διατροφικές πρόσθετες ύλες».

(4)

Από τις γνωμοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή»), της 30ής Ιανουαρίου 2008 (2) και της 18ης Νοεμβρίου 2008 (3) προκύπτει ότι το αμινοξύ L-βαλίνη με καθαρότητα τουλάχιστον 98 %, δεν έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των ζώων, στην υγεία του ανθρώπου ή στο περιβάλλον και ότι θεωρείται πηγή διαθέσιμης βαλίνης για όλα τα είδη. Η Αρχή δεν θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη θέσπισης ειδικών απαιτήσεων παρακολούθησης μετά τη διάθεση του παρασκευάσματος στην αγορά. Η Αρχή επαλήθευσε επίσης την έκθεση σχετικά με τη μέθοδο ανάλυσης της πρόσθετης ύλης ζωοτροφών, η οποία υποβλήθηκε από το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(5)

Από την αξιολόγηση του εν λόγω παρασκευάσματος διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι όροι χορήγησης άδειας που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003. Συνεπώς, θα πρέπει να εγκριθεί η χρήση του εν λόγω παρασκευάσματος, όπως καθορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παρασκεύασμα που προσδιορίζεται στο παράρτημα, το οποίο ανήκει στην κατηγορία πρόσθετων υλών «θρεπτικές πρόσθετες ύλες» και στη λειτουργική ομάδα «αμινοξέα, άλατα αμινοξέων και ανάλογες ουσίες», εγκρίνεται ως πρόσθετη ύλη που μπορεί να χρησιμοποιείται στη διατροφή των ζώων υπό τους όρους που παρατίθενται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Μαΐου 2009.

Για την Επιτροπή

Ανδρούλλα ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 29.

(2)  The EFSA Journal (2008) 695, 1-21.

(3)  The EFSA Journal (2008) 872, 1-6.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθμός αναγνώρισης της πρόσθετης ύλης

Επωνυμία του κατόχου της άδειας

Πρόσθετη ύλη

Σύνθεση, χημικός τύπος, περιγραφή, αναλυτική μέθοδος

Είδος ή κατηγορία ζώων

Μέγιστη ηλικία

Ελάχιστη περιεκτικότητα

Μέγιστη περιεκτικότητα

Άλλες διατάξεις

Λήξη της περιόδου ισχύος της άδειας

mg/kg πλήρους ζωοτροφής με περιεκτικότητα σε υγρασία 12 %

Κατηγορία θρεπτικών πρόσθετων υλών. Λειτουργική ομάδα: αμινοξέα, άλατα αμινοξέων και ανάλογες ουσίες

3c3.7.1

-

L-βαλίνη

Σύνθεση πρόσθετης ύλης:

L-βαλίνη με καθαρότητα τουλάχιστον 98% (επί ξηράς ύλης) που παράγεται από Escherichia coli (K-12 AG314) FERM ABP-10640

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας:

L-βαλίνη (C5H11NO2)

Αναλυτική μέθοδος:

Κοινοτική μέθοδος για τον καθορισμό των αμινοξέων [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής (1)]

Όλα τα είδη

-

-

-

Η περιεκτικότητα υγρασίας πρέπει να αναγράφεται.

3 Ιουνίου 2019


(1)  ΕΕ L 54 της 26.2.2009, σ. 1.


ΟΔΗΓΙΕΣ

15.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 120/5


ΟΔΗΓΊΑ 2009/33/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Απριλίου 2009

σχετικά με την προώθηση καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 174 παράγραφος 1 της συνθήκης προβλέπει τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων, περιλαμβανομένου του πετρελαίου, το οποίο καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην ενεργειακή κατανάλωση στην Ευρώπη αλλά αποτελεί επίσης μείζονα πηγή εκπομπών ρύπων.

(2)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 15ης Μαΐου 2001, με τίτλο «Αειφόρος ανάπτυξη της Ευρώπης για έναν καλύτερο κόσμο: Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αειφόρο ανάπτυξη», που κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκότεμποργκ, της 15ης και 16ης Ιουνίου 2001, τοποθετούσε τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και τη ρύπανση που προκαλούν οι μεταφορές μεταξύ των κυρίων εμποδίων για την αειφόρο ανάπτυξη.

(3)

Με την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (4), αναγνωρίζεται η ανάγκη να ληφθούν ειδικά μέτρα για να βελτιωθεί η ενεργειακή απόδοση και η εξοικονόμηση ενέργειας και να ενταχθούν οι στόχοι για την κλιματική αλλαγή στις πολιτικές μεταφορών και ενέργειας, καθώς και η ανάγκη να ληφθούν ειδικά μέτρα στον τομέα των μεταφορών που να αφορούν τη χρήση της ενέργειας και τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.

(4)

Με την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 10ης Ιανουαρίου 2007, με τίτλο «Ενεργειακή πολιτική για την Ευρώπη» προτάθηκε να δεσμευθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτύχει μέχρι το 2020 μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 20 % σε σύγκριση με το 1990. Επίσης, έχουν προταθεί ως δεσμευτικοί στόχοι η περαιτέρω βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20 %, μερίδιο 20 % των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και μερίδιο 10 % των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις μεταφορές στην Κοινότητα μέχρι το 2020, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να βελτιωθεί η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού με τη διαφοροποίηση του μείγματος καυσίμων.

(5)

Με την ανακοίνωση της 19ης Οκτωβρίου 2006, με τίτλο «Σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση: Αξιοποίηση του δυναμικού», η Επιτροπή ανήγγειλε ότι θα συνεχίσει τις προσπάθειές της για την ανάπτυξη των αγορών καθαρότερων, ευφυέστερων, ασφαλέστερων και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων μέσω των διαδικασιών δημόσιων προμηθειών και με την ευαισθητοποίηση του κοινού.

(6)

Στην ενδιάμεση εξέταση της Λευκής Βίβλου του 2001 για τις μεταφορές με τίτλο «Η Ευρώπη σε συνεχή κίνηση – Βιώσιμη κινητικότητα στην ήπειρό μας», της 22ας Ιουνίου 2006, η Επιτροπή ανήγγειλε ότι η Ένωση θα τονώσει τη φιλική προς το περιβάλλον καινοτομία, ειδικότερα μέσω διαδοχικών ευρωπαϊκών προτύπων και με την προώθηση των καθαρών οχημάτων βάσει δημοσίων προμηθειών.

(7)

Με την ανακοίνωση της 7ης Φεβρουαρίου 2007, με τίτλο «Αποτελέσματα της επανεξέτασης της κοινοτικής στρατηγικής για τη μείωση των εκπομπών CO2 από τα επιβατηγά αυτοκίνητα και τα ελαφρά εμπορικά οχήματα», η Επιτροπή παρουσίασε σφαιρική νέα στρατηγική για να επιτύχει η Ένωση μέχρι το 2012 τον στόχο των 120 g/km εκπομπών CO2 από τα νέα επιβατικά οχήματα. Έχει προταθεί νομοθετικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει τεχνολογικές βελτιώσεις των οχημάτων. Με συμπληρωματικά μέτρα θα πρέπει να προωθηθούν οι προμήθειες αποδοτικών από πλευράς καυσίμων οχημάτων.

(8)

Στην Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για τις αστικές μεταφορές, της 25ης Σεπτεμβρίου 2007, με τίτλο «Διαμόρφωση νέας παιδείας αστικής κινητικότητας» επισημαίνεται ότι οι κυρίως ενδιαφερόμενοι υποστηρίζουν την προώθηση της καθιέρωσης στην αγορά καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων μέσω των πράσινων δημόσιων προμηθειών. Στην Πράσινη Βίβλο αναφέρεται ότι πιθανή προσέγγιση θα μπορούσε να βασισθεί στην ενσωμάτωση του εξωτερικού κόστους με τη χρήση, ως κριτηρίων ανάθεσης της σύμβασης πέραν της τιμής των οχημάτων, του κόστους της ενεργειακής κατανάλωσης, των εκπομπών CO2 και των ρυπογόνων εκπομπών που συνδέονται με τη λειτουργία των οχημάτων που θα αποτελέσουν αντικείμενο των συμβάσεων. Επιπλέον, η σύμβαση δημόσιας προμήθειας θα μπορούσε να δίνει προτεραιότητα στα νέα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η έγκαιρη χρήση καθαρότερων οχημάτων θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα του αέρα στις αστικές περιοχές.

(9)

Στην έκθεση της 12ης Δεκεμβρίου 2005 της ομάδας υψηλού επιπέδου CARS 21, υποστηρίχθηκε η πρωτοβουλία της Επιτροπής να προωθηθούν τα καθαρά και ενεργειακώς αποδοτικά οχήματα, υπό τον όρο ότι θα υπάρξει ολοκληρωμένη και τεχνολογικώς αμερόληπτη προσέγγιση που θα βασίζεται στην απόδοση, με τη συμμετοχή κατασκευαστών οχημάτων, προμηθευτών πετρελαίου ή καυσίμων, επισκευαστών, πελατών ή οδηγών και δημόσιων αρχών.

(10)

Η ομάδα υψηλού επιπέδου για την ανταγωνιστικότητα, την ενέργεια και το περιβάλλον, στην έκθεσή της τής 27ης Φεβρουαρίου 2007, συνέστησε να συνεκτιμάται στις ιδιωτικές και δημόσιες προμήθειες το πλήρες κόστος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενεργειακή απόδοση. Τα κράτη μέλη και η Κοινότητα θα πρέπει να καταρτίσουν και να δημοσιεύσουν κατευθυντήριες γραμμές για τις δημόσιες προμήθειες που να πραγματεύονται τον τρόπο μετάβασης από τους μειοδοτικούς διαγωνισμούς στην προμήθεια περισσότερο αειφόρων ενδιάμεσων αγαθών, σύμφωνα με την οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (5) και της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (6).

(11)

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στο να τονώσει την αγορά καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων, και ιδιαίτερα –εφόσον αυτό θα είχε ουσιαστικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο– στο να επηρεάσει την αγορά τυποποιημένων οχημάτων που παράγονται σε μεγάλες ποσότητες, όπως επιβατικά αυτοκίνητα, λεωφορεία, τουριστικά λεωφορεία και φορτηγά, εξασφαλίζοντας επίπεδο ζήτησης για καθαρά και ενεργειακώς αποδοτικά οχήματα οδικών μεταφορών, η οποία θα είναι αρκετά μεγάλη ώστε να ενθαρρυνθούν οι κατασκευαστές και η βιομηχανία να επενδύσουν σε αυτά και στην περαιτέρω ανάπτυξη οχημάτων με χαμηλή κατανάλωση ενέργειας και χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και ρύπων.

(12)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να πληροφορούν τις αναθέτουσες εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές και τους αναθέτοντες φορείς και τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες δημοσίων συγκοινωνιών σχετικά με τις διατάξεις για την αγορά καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών.

(13)

Τα καθαρά και ενεργειακώς αποδοτικά οχήματα έχουν αρχικώς υψηλότερη τιμή απ’ ό,τι τα συμβατικά. Η δημιουργία επαρκούς ζήτησης για τα οχήματα αυτά θα μπορούσε να εξασφαλίσει μείωση του κόστους μέσω οικονομιών κλίμακας.

(14)

Η παρούσα οδηγία εξετάζει την ανάγκη παροχής στήριξης στα κράτη μέλη μέσω της διευκόλυνσης και της διάρθρωσης της ανταλλαγής γνώσεων και βέλτιστων πρακτικών για την προώθηση της αγοράς καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων.

(15)

Η προμήθεια οχημάτων για την παροχή υπηρεσιών δημοσίων μεταφορών είναι δυνατόν να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αγορά, εφόσον εφαρμοσθούν εναρμονισμένα κριτήρια σε κοινοτικό επίπεδο.

(16)

Ο μεγαλύτερος αντίκτυπος στην αγορά και η βέλτιστη σχέση κόστους/οφέλους θα επιτευχθούν με την υποχρεωτική ένταξη του κόστους καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για την ενεργειακή κατανάλωση, τις εκπομπές CO2 και τις εκπομπές ρύπων στα κριτήρια κατακύρωσης της προμήθειας οχημάτων για υπηρεσίες δημοσίων μεταφορών.

(17)

Σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ και της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και τηρουμένης πλήρως της εφαρμογής αυτών των δύο οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει οχήματα οδικών μεταφορών που αγοράζονται από αναθέτουσες αρχές και αναθέτοντες φορείς, ανεξαρτήτως εάν αυτοί είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί. Πέραν τούτου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει την αγορά οχημάτων οδικών μεταφορών που χρησιμοποιούνται στις υπηρεσίες δημοσίων συγκοινωνιών βάσει συμβάσεως παροχής δημοσίων υπηρεσιών, αφήνοντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποκλείουν αγορές ελάσσονος σημασίας, προκειμένου να αποφεύγεται περιττός διοικητικός φόρτος.

(18)

Σύμφωνα με την οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (7), και με σκοπό την αποφυγή περιττού διοικητικού φόρτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εξαιρούν αρχές και επιχειρήσεις από τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας όταν αγοράζουν οχήματα που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για ειδική χρήση.

(19)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει δέσμη επιλογών για να λαμβάνονται υπόψη οι ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Τούτο θα δώσει τη δυνατότητα στις αρχές και τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη αναπτύξει μεθόδους προσαρμοσμένες ειδικά στην ικανοποίηση τοπικών αναγκών και συνθηκών να συνεχίσουν να εφαρμόζουν αυτές τις μεθόδους.

(20)

Η ένταξη της ενεργειακής κατανάλωσης, των εκπομπών CO2 και των εκπομπών ρύπων στα κριτήρια κατακύρωσης δεν συνεπάγεται υψηλότερο συνολικό κόστος αλλά προεξοφλεί το λειτουργικό κόστος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής στην απόφαση προμήθειας. Συμπληρωματικώς προς τη νομοθεσία σχετικά με τα ευρωπαϊκά πρότυπα εκπομπών, όπου ορίζονται μέγιστα όρια εκπομπών, με την παρούσα προσέγγιση αποτιμώνται χρηματικά οι πραγματικές εκπομπές ρύπων και δεν απαιτείται να καθοριστούν πρόσθετα πρότυπα.

(21)

Κατά την εκπλήρωση της απαίτησης να λαμβάνονται υπόψη ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις με τον καθορισμό τεχνικών προδιαγραφών, οι αναθέτουσες αρχές, οι αναθέτοντες φορείς και οι επιχειρήσεις ενθαρρύνονται να καθορίζουν υψηλότερου επιπέδου προδιαγραφές για ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιδόσεις από ό,τι προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία, λαμβανομένων υπόψη λόγου χάρη των ευρωπαϊκών προτύπων εκπομπών που έχουν ήδη εγκριθεί αλλά δεν έχουν ακόμη καταστεί υποχρεωτικά.

(22)

Από τη μελέτη ExternE (8), το πρόγραμμα της Επιτροπής «Καθαρός αέρας για την Ευρώπη» (CAFE) (9) και τη μελέτη HEATCO (10) προέκυψαν στοιχεία σχετικά με το κόστος των εκπομπών CO2, οξειδίων του αζώτου (NOx), υδρογονανθράκων εκτός μεθανίου (ΝΜΗC) και αιωρουμένων σωματιδίων. Για να είναι απλουστευμένη η διαδικασία κατακύρωσης, η κοστολόγηση έγινε με τρέχουσες τιμές.

(23)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίσει ένα φάσμα για το κόστος των εκπομπών CO2 και των εκπομπών ρύπων, το οποίο θα επιτρέψει, αφενός, την ευελιξία των αναθετουσών αρχών, των αναθετόντων φορέων και των επιχειρήσεων να λαμβάνουν υπόψη την τοπική κατάσταση, και, αφετέρου, θα εξασφαλίζει το ενδεδειγμένο επίπεδο εναρμόνισης.

(24)

Η υποχρεωτική εφαρμογή των κριτηρίων για τις προμήθειες καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων δεν αποκλείει την προσθήκη άλλων σχετικών κριτηρίων κατακύρωσης. Επίσης δεν αποκλείει την επιλογή εκ των υστέρων εξοπλισμένων οχημάτων που αναβαθμίζονται ώστε να είναι υψηλότερη η περιβαλλοντική τους απόδοση. Τέτοια κριτήρια ανάθεσης μπορούν επίσης να περιλαμβάνονται στις προμήθειες που εμπίπτουν στις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ, εφόσον συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης, δεν παρέχουν απεριόριστη ελευθερία επιλογής στην αναθέτουσα αρχή ή το φορέα ανάθεσης, μνημονεύονται ρητώς και τηρούν τις θεμελιώδεις αρχές της συνθήκης.

(25)

Η μέθοδος υπολογισμού του λειτουργικού κόστους καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για τις εκπομπές ρύπων με σκοπό τη λήψη αποφάσεων προμήθειας οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των αριθμητικών αξιών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν προδικάζει τυχόν άλλη κοινοτική νομοθεσία που αφορά το εξωτερικό κόστος.

(26)

Οι επανεξετάσεις και αναθεωρήσεις της μεθόδου υπολογισμού που ορίζεται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα σχετικά κοινοτικά νομοθετικά μέτρα και να αποβλέπουν σε συνοχή μεταξύ των μέτρων αυτών.

(27)

Τα κριτήρια κατακύρωσης σε σχέση με την ενέργεια και το περιβάλλον θα πρέπει να περιλαμβάνονται μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων κατακύρωσης τα οποία συνεκτιμώνται από τις αναθέτουσες αρχές ή τους αναθέτοντες φορείς όταν καλούνται να λάβουν απόφαση για την προμήθεια καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών.

(28)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να μην αποτρέπει τις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες οργανισμούς να προτιμούν, κατά την αγορά οχημάτων για υπηρεσίες δημοσίων μεταφορών, τα πλέον πρόσφατα ευρωπαϊκά πρότυπα, προτού τα εν λόγω πρότυπα καταστούν υποχρεωτικά. Επίσης, δεν θα πρέπει να αποτρέπει τις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες οργανισμούς να προτιμούν εναλλακτικά καύσιμα, για παράδειγμα υδρογόνο, υγραέριο (LPG), συμπιεσμένο φυσικό αέριο (CNG) και βιοκαύσιμα, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στην κατανάλωση ενέργειας καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του οχήματος και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

(29)

Θα πρέπει να αναπτυχθούν τυποποιημένες μέθοδοι δοκιμών της Κοινότητας για πρόσθετες κατηγορίες οχημάτων ώστε να βελτιώνεται η συγκρισιμότητα και η διαφάνεια των δεδομένων των κατασκευαστών. Οι κατασκευαστές θα πρέπει να ενθαρρύνονται να παρέχουν στοιχεία για τη συνολική ενεργειακή κατανάλωση, τις εκπομπές CΟ2 και τις εκπομπές ρύπων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής.

(30)

Η δυνατότητα δημόσιας στήριξης για την αγορά καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένου του εκ των υστέρων εξοπλισμού τους με κινητήρες και ανταλλακτικά, τα οποία υπερβαίνουν τις υποχρεωτικές περιβαλλοντικές απαιτήσεις, αναγνωρίζεται στις Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (11) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης (γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία) (12). Συναφώς, οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις» (13), ειδικά η υποσημείωση 1 στο σημείο 34 και η υποσημείωση 3 στο σημείο 36, έχουν επίσης εφαρμογή. Ωστόσο, οι κανόνες της συνθήκης, και ιδίως τα άρθρα 87 και 88 αυτής, θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται σ’ αυτή την κρατική ενίσχυση.

(31)

Η δυνατότητα δημόσιας στήριξης για την προώθηση της ανάπτυξης της αναγκαίας υποδομής για τη διανομή εναλλακτικών καυσίμων αναγνωρίζεται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, οι κανόνες της συνθήκης, και ιδίως τα άρθρα 87 και 88 αυτής, θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται σ’ αυτήν την κρατική ενίσχυση.

(32)

Η αγορά καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών προσφέρει μια δυνατότητα στους δήμους που επιθυμούν να θεωρούνται ως έχοντες περιβαλλοντική συνείδηση. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο πληροφορίες για τις δημόσιες προμήθειες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(33)

Η δημοσίευση στο Διαδίκτυο των σχετικών πληροφοριών για τα διαθέσιμα χρηματοοικονομικά μέσα σε κάθε κράτος μέλος σχετικά με την αστική κινητικότητα και την προώθηση καθαρών και αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών θα πρέπει να ενθαρρύνεται.

(34)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (14).

(35)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόζει στον πληθωρισμό και την τεχνολογική πρόοδο τα δεδομένα για τον υπολογισμό του λειτουργικού κόστους καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής των οχημάτων οδικών μεταφορών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/EK.

(36)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η προώθηση και η τόνωση της αγοράς καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων και η βελτίωση της συμβολής του τομέα των μεταφορών στις πολιτικές της Κοινότητας για το περιβάλλον, το κλίμα και την ενέργεια δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, ως εκ τούτου, προκειμένου να δημιουργηθεί κρίσιμη μάζα οχημάτων για οικονομικώς αποδοτικές εξελίξεις στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(37)

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσουν να προωθούν καθαρά και ενεργειακώς αποδοτικά οχήματα οδικών μεταφορών. Στο πλαίσιο αυτό, τα εθνικά και περιφερειακά προγράμματα, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής (15), θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Επιπλέον, κοινοτικά προγράμματα όπως το Civitas και το Έξυπνη Ενέργεια-Ευρώπη θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της αστικής κινητικότητας περιορίζοντας ταυτόχρονα τις επιπτώσεις της.

(38)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (16), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι θα αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και στόχοι

Η παρούσα οδηγία επιβάλλει στις αναθέτουσες αρχές, στους αναθέτοντες φορείς καθώς και σε ορισμένες επιχειρήσεις την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη επιπτώσεις που αφορούν την κατανάλωση ενέργειας και το περιβάλλον καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του οχήματος, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών CO2 και ορισμένων ρύπων, όταν αγοράζουν οχήματα οδικών μεταφορών, με σκοπό την προώθηση και την τόνωση της αγοράς του τομέα των καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων και τη βελτίωση της συμβολής του τομέα των μεταφορών στις πολιτικές της Κοινότητας για το περιβάλλον, το κλίμα και την ενέργεια.

Άρθρο 2

Εξαιρέσεις

Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία συμβάσεις για την αγορά οχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, τα οποία δεν υπόκεινται σε έγκριση τύπου ή ιδιαίτερη έγκριση στην επικράτειά τους.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις αγοράς οχημάτων οδικών μεταφορών που συνάπτονται από:

α)

αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς εφόσον έχουν υποχρέωση να εφαρμόσουν τις διαδικασίες προμήθειας που προβλέπουν οι οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ·

β)

φορείς για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας στο πλαίσιο σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές (17), πέρα από όριο καθοριζόμενο από τα κράτη μέλη αλλά μέσα στα όρια αξιών που ορίζονται στις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1)

«αναθέτουσες αρχές» οι αναθέτουσες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ και στο άρθρο 1 παράγραφος 9 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ·

2)

«αναθέτοντες φορείς» οι αναθέτοντες φορείς όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ·

3)

«όχημα οδικών μεταφορών» όχημα που υπάγεται στις κατηγορίες των οχημάτων του πίνακα 3 του παραρτήματος.

Άρθρο 5

Αγορά καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, από τις 4 Δεκεμβρίου 2010, όλες οι αναθέτουσες αρχές, οι αναθέτοντες φορείς και οι επιχειρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, οσάκις προβαίνουν στην αγορά οχημάτων οδικών μεταφορών, λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις της λειτουργικής κατανάλωσης ενέργειας και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του οχήματος, όπως προβλέπονται στην παράγραφο 2, και εφαρμόζουν μία τουλάχιστον από τις εναλλακτικές επιλογές της παραγράφου 3.

2.   Οι λειτουργικές ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

ενεργειακή κατανάλωση·

β)

εκπομπές CO2· και

γ)

εκπομπές NOx, NMHC και αιωρούμενων σωματιδίων.

Εκτός από τις λειτουργικές ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι αναθέτουσες αρχές, οι αναθέτοντες φορείς και οι επιχειρήσεις μπορούν επίσης να λαμβάνουν υπόψη άλλες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

3.   Οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 ικανοποιούνται σύμφωνα με τις εξής εναλλακτικές επιλογές:

α)

με τον καθορισμό στα έγγραφα αγοράς των οχημάτων οδικών μεταφορών τεχνικών προδιαγραφών σχετικών με τις ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιδόσεις για κάθε επίπτωση που πρέπει να ληφθεί υπόψη, καθώς και για κάθε πρόσθετη περιβαλλοντική επίπτωση· ή

β)

με τη συμπερίληψη των ενεργειακών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην απόφαση αγοράς, νοουμένου ότι:

σε περιπτώσεις που εφαρμόζεται διαδικασία προμήθειας, αυτό γίνεται χρησιμοποιώντας τις εν λόγω επιπτώσεις ως κριτήρια κατακύρωσης· και

σε περιπτώσεις που αυτές οι επιπτώσεις αποτιμώνται χρηματικά ώστε να περιληφθούν στην απόφαση αγοράς, χρησιμοποιείται η μεθοδολογία που προβλέπει το άρθρο 6.

Άρθρο 6

Μεθοδολογία για τον υπολογισμό του λειτουργικού κόστους καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του οχήματος

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 3 στοιχείο β) δεύτερη περίπτωση, το λειτουργικό κόστος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για την κατανάλωση ενέργειας, καθώς και για τις εκπομπές CO2 και τις εκπομπές ρύπων, όπως περιέχονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος, που συνδέονται με τη λειτουργία των υπό αγορά οχημάτων, αποτιμάται χρηματικά και υπολογίζεται με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

Το λειτουργικό κόστος κατανάλωσης ενέργειας του οχήματος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του υπολογίζεται σύμφωνα με την ακόλουθη μεθοδολογία:

η ανά χιλιόμετρο κατανάλωση καυσίμου του οχήματος σύμφωνα με την παράγραφο 2 υπολογίζεται σε μονάδες κατανάλωσης ενέργειας ανά χιλιόμετρο ανεξάρτητα εάν αυτός ο υπολογισμός γίνεται απευθείας, όπως π.χ. συμβαίνει στα ηλεκτρικά οχήματα ή όχι. Όταν η κατανάλωση καυσίμων δίδεται σε διαφορετικές μονάδες, μετατρέπεται σε ανά χιλιόμετρο κατανάλωση ενέργειας χρησιμοποιώντας τους συντελεστές μετατροπής του πίνακα 1 του παραρτήματος για το ενεργειακό περιεχόμενο των διαφόρων ειδών καυσίμων,

χρησιμοποιείται ενιαία χρηματική αξία ανά μονάδα ενέργειας. Αυτή η ενιαία αξία είναι χαμηλότερη από το κόστος ανά μονάδα ενέργειας της βενζίνης ή του ντίζελ προ φόρων όταν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κίνησης,

το λειτουργικό κόστος κατανάλωσης ενέργειας του οχήματος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του υπολογίζεται ως γινόμενο των διανυόμενων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής χιλιομέτρων, όπου χρειάζεται βάσει των χιλιομέτρων που έχουν ήδη διανυθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 3, επί την κατανάλωση ενέργειας ανά χιλιόμετρο σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση του παρόντος σημείου και επί το κόστος ανά μονάδα ενέργειας σύμφωνα με τη δεύτερη περίπτωση του παρόντος σημείου.

β)

Το λειτουργικό κόστος των εκπομπών CO2 του οχήματος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του υπολογίζεται ως γινόμενο των διανυόμενων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής χιλιομέτρων, όπου χρειάζεται βάσει των χιλιομέτρων που έχουν ήδη διανυθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 3, επί τις εκπομπές CO2 σε χιλιόγραμμα ανά χιλιόμετρο σύμφωνα με την παράγραφο 2, και επί το κόστος ανά χιλιόγραμμο σύμφωνα με την κλίμακα που εκτίθεται στον πίνακα 2 του παραρτήματος.

γ)

Το λειτουργικό κόστος των εκπομπών ρύπων, όπως περιέχεται στον πίνακα 2 του παραρτήματος, του οχήματος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του υπολογίζεται ως άθροισμα του λειτουργικού κόστους των εκπομπών NOx, NMHC και αιωρούμενων σωματιδίων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής. Το λειτουργικό κόστος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για κάθε ρύπο υπολογίζεται ως γινόμενο των διανυόμενων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής χιλιομέτρων, όπου χρειάζεται βάσει των χιλιομέτρων που έχουν ήδη διανυθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 3, επί τις εκπομπές σε γραμμάρια ανά χιλιόμετρο σύμφωνα με την παράγραφο 2, και επί το αντίστοιχο κόστος ανά γραμμάριο. Το κόστος υπολογίζεται βάσει των μέσων όρων των ισχυουσών για την Κοινότητα αξιών οι οποίες εκτίθενται στον πίνακα 2 του παραρτήματος.

Οι αναθέτουσες αρχές, οι αναθέτοντες φορείς και οι επιχειρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 μπορούν να εφαρμόζουν υψηλότερο κόστος με την προϋπόθεση ότι αυτό το κόστος δεν υπερβαίνει τις αντίστοιχες αξίες του πίνακα 2 του παραρτήματος πολλαπλασιασμένες επί τον συντελεστή 2.

2.   Η κατανάλωση καυσίμου και οι προβλεπόμενες στον πίνακα 2 του παραρτήματος εκπομπές CO2 και ρύπων ανά χιλιόμετρο για τη λειτουργία του οχήματος βασίζονται σε τυποποιημένες μεθόδους δοκιμών της Κοινότητας για τα οχήματα για τα οποία οι εν λόγω μέθοδοι δοκιμών έχουν ορισθεί με νομοθεσία έγκρισης τύπου Κοινότητας. Για οχήματα που δεν καλύπτονται από τυποποιημένες μεθόδους δοκιμών της Κοινότητας, η συγκρισιμότητα μεταξύ διαφορετικών προσφορών εξασφαλίζεται με τη χρήση ευρέως αναγνωρισμένων μεθόδων δοκιμών ή αποτελεσμάτων δοκιμών που έχουν εκτελεστεί από την αρχή ή σύμφωνα με πληροφορίες που παρέχει ο κατασκευαστής.

3.   Τα συνολικώς διανυόμενα χιλιόμετρα καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του οχήματος, εάν δεν προσδιορίζονται άλλως, αντιστοιχούν στις τιμές του πίνακα 3 του παραρτήματος.

Άρθρο 7

Προσαρμογές στην τεχνολογική πρόοδο

Η Επιτροπή προσαρμόζει στον πληθωρισμό και στην τεχνολογική πρόοδο τα καθοριζόμενα στο παράρτημα δεδομένα για τον υπολογισμό του λειτουργικού κόστους καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής των οχημάτων οδικών μεταφορών. Τα μέτρα αυτά που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών

Η Επιτροπή καθιστά εφικτή και διαρθρώνει την ανταλλαγή γνώσεων και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ κρατών μελών σχετικά με τις πρακτικές προώθησης των αγορών καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών από τις αναθέτουσες αρχές, τους αναθέτοντες φορείς και τις επιχειρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3.

Άρθρο 9

Διαδικασία επιτροπών

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Άρθρο 10

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Ανά διετία, η οποία υπολογίζεται για πρώτη φορά από τις 4 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και τα μέτρα που έχουν λάβει τα κράτη μέλη για την προώθηση της αγοράς καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών.

2.   Στην έκθεση αξιολογούνται τα αποτελέσματα της παρούσας οδηγίας και ιδίως των εναλλακτικών επιλογών που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3, και η ανάγκη για περαιτέρω δράση, περιλαμβάνονται δε προτάσεις εάν χρειάζεται.

Στην έκθεση αυτή, η Επιτροπή συγκρίνει τον απόλυτο και τον σχετικό αριθμό των αγορασθέντων οχημάτων τα οποία αντιστοιχούν στη βέλτιστη εναλλακτική λύση αγοράς από άποψη κατανάλωσης ενέργειας και περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για κάθε κατηγορία οχημάτων του πίνακα 3 του παραρτήματος, με τη συνολική αγορά για τα συγκεκριμένα οχήματα, και εκτιμά τον τρόπο με τον οποίο οι εναλλακτικές επιλογές που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 έχουν επηρεάσει την αγορά. Η Επιτροπή αξιολογεί την ανάγκη για περαιτέρω δράση και περιλαμβάνει, αν χρειαστεί, σχετικές προτάσεις.

3.   Το αργότερο κατά την ημερομηνία υποβολής της πρώτης έκθεσης, η Επιτροπή εξετάζει τις εναλλακτικές επιλογές που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3, υποβάλλει αξιολόγηση της μεθοδολογίας του άρθρου 6 και προτείνει, ενδεχομένως, ενδεδειγμένες αναπροσαρμογές.

Άρθρο 11

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή τους προς την παρούσα οδηγία, το αργότερο στις 4 Δεκεμβρίου 2010. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 23 Απριλίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. NEČAS


(1)  ΕΕ C 195 της 18.8.2006, σ. 26.

(2)  ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 18.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2008 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαρτίου 2009.

(4)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.

(7)  ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ 1.

(8)  Bickel, P., Friedrich, R., ExternE. Externalities of Energy. Methodology 2005, update, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων, Λουξεμβούργο, 2005.

(9)  Holland, M., et al., (2005a). Methodology for the Cost-Benefit Analysis for CAFE: Volume 1: Overview of Methodology. AEA Technology Environment, Didcot, 2005.

(10)  Bickel, P., et al., HEATCO Deliverable 5. Proposal for Harmonised Guidelines, Stuttgart, 2006.

(11)  ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3.

(13)  ΕΕ C 184 της 22.7.2008, σ. 13.

(14)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(15)  ΕΕ L 210 της 31.7.2006, σ. 25.

(16)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δεδομένα για τον υπολογισμό του λειτουργικού κόστους καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής των οχημάτων οδικών μεταφορών

Πίνακας 1:   Ενεργειακό περιεχόμενο καυσίμων κίνησης

Καύσιμο

Ενεργειακό περιεχόμενο

Ντίζελ

36 MJ/λίτρο

Βενζίνη

32 MJ/λίτρο

Φυσικό αέριο/ Βιοαέριο

33-38 MJ/Nm3

Υγραέριο (LPG)

24 MJ/λίτρο

Αιθανόλη

21 MJ/λίτρο

Βιοντίζελ

33 MJ/λίτρο

Καύσιμα γαλακτώματα

32 MJ/λίτρο

Υδρογόνο

11 MJ/Nm3


Πίνακας 2:   Κόστος εκπομπών στις οδικές μεταφορές (σε τιμές 2007)

CO2

NOx

NMHC

Αιωρούμενα σωματίδια

0,03-0,04 EUR/kg

0,0044 EUR /g

0,001 EUR/g

0,087 EUR/g


Πίνακας 3:   Διανυόμενα χιλιόμετρα καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής των οχημάτων οδικών μεταφορών

Κατηγορία οχημάτων

(κατηγορίες M και N όπως ορίζονται στην οδηγία 2007/46/ΕΚ)

Διανυόμενα χιλιόμετρα καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής

Επιβατικά αυτοκίνητα (M1)

200 000 km

Ελαφρά επαγγελματικά οχήματα (N1)

250 000 km

Βαρέα φορτηγά οχήματα (N2, N3)

1 000 000 km

Λεωφορεία (M2, M3)

800 000 km


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Επιτροπή

15.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 120/13


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Ιανουαρίου 2009

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 27/2005 (πρώην NN 69/2004) — Ενίσχυση για αγορά χορτονομής στην περιφέρεια Friuli Venezia Giulia (άρθρο 6 του περιφερειακού νόμου αριθ. 14 της 20ής Αυγούστου 2003 και πρόσκληση υποβολής ενδιαφέροντος που δημοσιεύθηκε από το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 187]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2009/382/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους βάσει του προαναφερθέντος άρθρου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή τους στις 2 Απριλίου 2004 οι υπηρεσίες της Επιτροπής, μετά από πληροφορίες και από καταγγελία ότι ο περιφερειακός νόμος αριθ. 14 της 20ής Αυγούστου 2003 της Περιφέρειας Friuli-Venezia Giulia περιλαμβάνει διατάξεις για τη χορήγηση κεφαλαίων στα Εμπορικά Επιμελητήρια της Τεργέστης και της Gorizia για την αντιμετώπιση των αναγκών σε χορτονομές των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων που επλήγησαν από την ξηρασία του 2003, ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές σειρά διευκρινήσεων για το θέμα.

(2)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής, επειδή δεν έλαβαν απάντηση έως την εκπνοή της προθεσμίας των τεσσάρων εβδομάδων που είχε χορηγηθεί στις ιταλικές αρχές για να κοινοποιήσουν τις ζητηθείσες πληροφορίες, με επιστολή τους στις 26 Μαΐου 2004 έστειλαν υπενθύμιση.

(3)

Η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με επιστολή τους στις 10 Ιουνίου 2004 που πρωτοκολλήθηκε στις 15 Ιουνίου 2004, διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών με την οποία επιβεβαιώνουν ότι έστειλαν στα Εμπορικά Επιμελητήρια της Τεργέστης και της Gorizia δύο επιστολές, με ημερομηνίες αντιστοίχως 30 Σεπτεμβρίου 2003 και 12 Μαρτίου 2004, προκειμένου να επιστήσουν την προσοχή τους ότι χρειάζεται να δημοσιευθεί πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τις ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 του προαναφερόμενου νόμου και να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

(4)

Με βάση αυτές τις πληροφορίες, με επιστολή τους στις 28 Ιουνίου 2004, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές να τους κοινοποιηθούν τα κείμενα των συγκεκριμένων επιστολών και των προσκλήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος που εκπόνησαν τα δύο Εμπορικά Επιμελητήρια. Επιπλέον, ζήτησαν να πληροφορηθούν εάν έχουν χορηγηθεί ενισχύσεις και, εάν ναι, να αναφερθούν τα ποσά και οι λεπτομέρειες της χορήγησης.

(5)

Η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με επιστολή τους στις 27 Σεπτεμβρίου 2004 που πρωτοκολλήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2004, κοινοποίησε στην Επιτροπή τα κείμενα και τις πληροφορίες που είχαν ζητηθεί με την επιστολή της 28ης Ιουνίου 2004.

(6)

Επειδή από τις πληροφορίες αυτές προέκυπτε σαφώς ότι η πρόσκληση του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Τεργέστης για εκδήλωση ενδιαφέροντος είχε ήδη δημοσιευθεί και είχε εκτελεσθεί και ότι, επιπλέον, οι ενισχύσεις που μπορούσαν να καταβάλουν τα Εμπορικά Επιμελητήρια ή είχαν καταβάλει δεν προβλέπονταν από τις διατάξεις του γενικού καθεστώτος ενισχύσεων των Εμπορικών Επιμελητηρίων, το οποίο είχε εγκρίνει η επιτροπή στο πλαίσιο του φακέλου ενισχύσεων N 241/01, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν να δημιουργηθεί φάκελος για ενισχύσεις που δεν έχουν κοινοποιηθεί με αριθμό NN 69/04.

(7)

Με επιστολή τους στις 12 Νοεμβρίου 2004, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές συμπληρωματικές πληροφορίες για τις εν λόγω ενισχύσεις.

(8)

Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή έλαβε επιστολή των ιταλικών αρχών που περιείχε πληροφορίες, οι οποίες συμπλήρωναν αυτές που είχαν ζητηθεί με την επιστολή της 28ης Ιουνίου 2004 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 4).

(9)

Με επιστολή τους στις 6 Ιανουαρίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών με την οποία ζητούσαν παράταση της προθεσμίας που τους είχε δοθεί για να υποβάλουν συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις ενισχύσεις που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση, με σκοπό να επανεξεταστεί η σχετική περιφερειακή νομοθεσία.

(10)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής, με επιστολή τους στις 25 Ιανουαρίου 2005, χορήγησαν παράταση της προθεσμίας κατά ένα μήνα.

(11)

Με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών στην οποία διευκρίνιζαν ότι το Εμπορικό Επιμελητήριο Gorizia δεν είχε θέσει σε εφαρμογή τις προβλεπόμενες ενισχύσεις και αρνείτο να το πράξει (η επιστολή συνοδευόταν από απόφαση του ίδιου του Εμπορικού Επιμελητηρίου που επιβεβαίωνε το στοιχείο αυτό).

(12)

Η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με επιστολής της στις 28 Φεβρουαρίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε την 1η Μαρτίου 2005 και στις 30 Μαρτίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε στις 31 Μαρτίου 2005, διαβίβασε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες για τις ενισχύσεις που χορήγησε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης.

(13)

Με επιστολή της 22ας Ιουλίου 2005 (1), η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλία για την απόφαση να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης σχετικά με την ενίσχυση για αγορά χορτονομών που προβλέπεται στο άρθρο 6 του περιφερειακού νόμου αριθ. 14 της 20ής Αυγούστου 2003 και αποτελεί αντικείμενο της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος που δημοσίευσε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης.

(14)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα εν λόγω μέτρα.

(15)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(16)

Το άρθρο 6 του περιφερειακού νόμου αριθ. 14 της περιφέρειας Friuli-Venezia Giulia, της 20ής Αυγούστου 2003 (εφεξής: Περιφερειακός νόμος αριθ. 14), προβλέπει ότι επιτρέπεται στην περιφερειακή διαχείριση να χορηγήσει έκτακτη χρηματοδότηση ύψους 170 000 EUR στο Εμπορικό, Βιομηχανικό, Βιοτεχνικό και Γεωργικό Επιμελητήριο της Τεργέστης και ύψους 80 000 EUR στο Εμπορικό, Βιομηχανικό, Βιοτεχνικό και Γεωργικό Επιμελητήριο Gorizia, για να αντιμετωπίσουν τις έκτακτες ανάγκες διατροφής των ζώων των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων που επλήγησαν από την ξηρασία κατά το 2003 και είναι εγκατεστημένες σε περιοχές που δεν εξυπηρετούνται από συνεταιριστικά αρδευτικά συστήματα.

(17)

Η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που δημοσίευσε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης προβλέπει χρηματοδοτική στήριξη των εκμεταλλεύσεων της επαρχίας Τεργέστης που επλήγησαν από την ξηρασία του 2003 και οι οποίες, καθώς δεν μπόρεσαν να αρδεύσουν τις εκτάσεις τους που δεν εξυπηρετούνταν από συνεταιριστικό αρδευτικό σύστημα, υπέστησαν απώλεια παραγωγής τουλάχιστον 20 % στις μειονεκτούσες περιοχές και 30 % στις λοιπές περιοχές. Η στήριξη αυτή αφορά ενίσχυση για αγορά των αναγκαίων χορτονομών για τη διατροφή των ζώων.

(18)

Η ενίσχυση χορηγείται μετά από υποβολή των τιμολογίων για αγορές χορτονομών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1ης Μαΐου και 20 Νοεμβρίου 2003 και καλύπτει την αναγκαία ποσότητα χορτονομής για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών οι οποίες υπολογίζονται ανά μονάδα ζωικού κεφαλαίου (στη συνέχεια: ΜΖΚ) της εκμετάλλευσης που ανήκει στον κάτοχο της εκμετάλλευσης. Οι ΜΖΚ αφορούν βοοειδή, αιγοπρόβατα και ιπποειδή προοριζόμενα για σφαγή ή χρησιμοποιούμενα για εργασίες· στην περίπτωση ζώων σφαγής, η ενίσχυση αφορά μόνο τα ζώα που εκτρέφονται κατά κύριο λόγο από κτηνοτρόφους ή γεωργούς πλήρους απασχόλησης εγγεγραμμένους στο ταμείο κοινωνικής ασφάλισης του INPS (Istituto nazionale per la previdenza sociale) για τον γεωργικό κλάδο. Ο όρος «χορτονομή» αφορά κάθε τύπο αποξηραμένου σανού.

(19)

Οι ενισχύσεις μπορούν να καταβληθούν έως την εξάντληση του κεφαλαίου που έχει συσταθεί για το σκοπό αυτό και να χορηγηθούν σε οποιαδήποτε εκμετάλλευση εγκατεστημένη στην επαρχία Τεργέστης που θα υποβάλει σχετική αίτηση.

(20)

Η μέγιστη ποσότητα χορτονομής ανά ΜΖΚ για την οποία μπορεί να επιστραφεί η δαπάνη αγοράς είναι 1 500 kg. Η τιμή αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της ενίσχυσης ορίζεται σε 20 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Εάν ο αριθμός αιτήσεων υπερβεί τις προβλέψεις, κάθε χωριστή ενίσχυση θα μειωθεί αναλογικά ανά ΜΖΚ.

(21)

Σε περίπτωση που οι δικαιούχοι εκμεταλλεύσεις ζητήσουν και λάβουν άλλες ενισχύσεις για τις απώλειες λόγω της ξηρασίας του 2003, το ποσό της ενίσχυσης που θα προβλέπεται στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος θα μειωθεί αναλόγως.

ΙΙΙ.   ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ

(22)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης, διότι αμφέβαλε εάν τα μέτρα ενίσχυσης που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Οι αμφιβολίες της Επιτροπής οφείλονταν στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να συμπεράνει εάν οι ελάχιστες απώλειες είχαν καθοριστεί με αυστηρή τήρηση των διατάξεων του σημείου 11.3 των κοινοτικών κατευθύνσεων για τις κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό κλάδο (3) (εφεξής: κατευθύνσεις) και, άρα, δεν ήταν σε θέση να αποκλείσει το ενδεχόμενο να είχαν γίνει δεκτοί για ενίσχυση ορισμένοι γεωργοί που δεν θα είχαν γίνει δεκτοί εάν είχαν υπολογιστεί οι ελάχιστες απώλειες όπως προβλέπεται στο εν λόγω σημείο·

β)

η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της ενίσχυσης δεν αντιστοιχούσε στην προβλεπόμενη στο σημείο 11.3 των προσανατολισμών, καθώς αυτή βασιζόταν απλώς σε μια παράμετρο τιμών ανά μονάδα βάρους προϊόντος που αγοράστηκε· επιπλέον, η ενίσχυση έπρεπε να καταβληθεί βάσει των τιμολογίων αγοράς της χορτονομής, αλλά στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Τεργέστης δεν διευκρινιζόταν ότι οι αγορές έπρεπε να περιορίζονται στις ποσότητες χορτονομής που είχαν πράγματι απολεσθεί λόγω της ξηρασίας·

γ)

σύμφωνα με το σημείο 11.3 των προσανατολισμών, από το ποσό της ενίσχυσης πρέπει επιπλέον να αφαιρούνται τυχόν άμεσες πληρωμές, ωστόσο οι ιταλικές αρχές δεν είχαν παραθέσει κανένα στοιχείο σχετικά με το θέμα αυτό· δεν αποκλειόταν επομένως ο κίνδυνος υπεραντιστάθμισης των απωλειών που είχαν υποστεί οι αιτούντες·

δ)

σύμφωνα με το ίδιο σημείο των προσανατολισμών, από το καταβληθέν ποσό ενίσχυσης αφαιρούνται τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί στο πλαίσιο καθεστώτος ασφάλισης και λαμβάνονται υπόψη οι έκτακτες δαπάνες στις οποίες δεν υποβλήθηκε ο γεωργός, όπως έξοδα συγκομιδής στην περίπτωση που δεν πραγματοποίησε τη συγκομιδή· ωστόσο, οι ιταλικές αρχές δεν παρείχαν καμία σχετική πληροφορία, στοιχείο που ενισχύει ακόμη περισσότερο τις αμφιβολίες που έχουν διατυπωθεί ως προς την απουσία του κινδύνου υπεραντιστάθμισης.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(23)

Με την επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις των ιταλικών αρχών όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης για τις ενισχύσεις που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση.

(24)

Στις εν λόγω παρατηρήσεις, οι ιταλικές αρχές διευκρινίζουν ιδίως ότι η ξηρασία που σημειώθηκε το 2003 έχει δηλωθεί ως «δυσμενής καιρική συνθήκη» από την περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia με το διάταγμα του περιφερειάρχη της 16ης Σεπτεμβρίου 2003, αριθ. 0329/Pres., έχει επιβεβαιωθεί από τα μετεωρολογικά δεδομένα του μετεωρολογικού περιφερειακού παρατηρητηρίου και έχει αποτελέσει αντικείμενο υπόθεσης κρατικής ενίσχυσης που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, η οποία την ενέκρινε (υπόθεση Ν 262/2004).

(25)

Οι ιταλικές αρχές αναγνωρίζουν επιπλέον ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης για τον υπολογισμό των απωλειών τις οποίες υπέστησαν οι γεωργοί της επαρχίας Τεργέστης δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του σημείου 11.3 των προσανατολισμών. Διευκρινίζουν ωστόσο ότι αφού κινήθηκε η διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης επιβεβαίωσε τις ελάχιστες απώλειες παραγωγής σε κάθε κτηνοτροφική εκμετάλλευση δικαιούχο ενίσχυσης (43 εκμεταλλεύσεις), βάσει σύγκρισης μεταξύ των μέσων επιπέδων παραγωγής χορτονομών στην τριετία 2000/2002 (κατά την οποία δεν καταβλήθηκαν αποζημιώσεις για απώλειες λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών) και των ποσοτήτων παραγωγής χορτονομής το 2003. Όπως υποστηρίζουν οι ανωτέρω αρχές, τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν τους επέτρεψαν να διαπιστώσουν ότι, σε κάθε περίπτωση, οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες από τις ελάχιστες απώλειες που προβλέπονται για τη θεμελίωση του δικαιώματος ενίσχυσης (20 % στις μειονεκτικές περιοχές και 30 % στις άλλες περιοχές).

(26)

Οι ιταλικές αρχές προσθέτουν επίσης ότι φρόντισαν να υπολογίσουν το ποσό της ενίσχυσης που θα μπορούσε να χορηγηθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους προσανατολισμούς. Για τον υπολογισμό στηρίχθηκαν στα δεδομένα που περιλαμβάνονται στην απόφαση της περιφερειακής αρχής αριθ. 1535 της 23ης Μαΐου 2003 όσον αφορά τη μέση ποσότητα και τη μέση τιμή της χορτονομής κατά την τριετία 2000/2002. Από την τιμή που υπολογίστηκε αφαιρέθηκε η πραγματική παραγωγή την οποία δήλωσε κάθε εκμετάλλευση για το 2003, πολλαπλασιασμένη επί τη μέση τιμή του αντίστοιχου έτους. Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί παρουσιάστηκαν σε πίνακα που περιλάμβανε τα καταβληθέντα ποσά ενίσχυσης, τα ποσά ενίσχυσης που θα μπορούσαν να είχαν εγκριθεί βάσει των προσανατολισμών και το ποσό των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που μπορούν ακόμη να χορηγηθούν στους δικαιούχους των ενισχύσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας (4). Από τον προαναφερόμενο πίνακα προκύπτει ότι, εάν προστεθεί η ενίσχυση ήσσονος σημασίας στις ενισχύσεις που μπορούν να χορηγηθούν βάσει των προσανατολισμών, δύο μόνο γεωργοί έχουν αποζημιωθεί με ποσά που υπερβαίνουν τις απώλειες που υπέστησαν, τα οποία οι ιταλικές αρχές έχουν δεσμευθεί ότι θα ανακτήσουν.

(27)

Όσον αφορά τις άλλες αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της κίνησης της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης, οι ιταλικές αρχές διευκρινίζουν ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση δεν έχουν λάβει άμεσες ενισχύσεις για τις χορτονομές, ούτε ποσά στο πλαίσιο καθεστώτος ασφάλισης. Διευκρινίζουν επίσης ότι οι δικαιούχοι υποβλήθηκαν σε δαπάνες συγκομιδής και μεταφοράς χορτονομών καθώς παρήχθη κάποια χορτονομή.

(28)

Τέλος, οι ιταλικές αρχές δηλώνουν ότι όλοι οι γεωργοί δικαιούχοι των ενισχύσεων που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση ενημερώθηκαν για την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης όσον αφορά το μέτρο που εξετάζεται στην παρούσα απόφαση.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(29)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, εφόσον επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Οι ενισχύσεις που προβλέπονται από τον περιφερειακό νόμο αριθ. 14 ανταποκρίνονται σε αυτόν τον ορισμό, καθώς χορηγούνται από τοπικό φορέα και ευνοούν ορισμένες παραγωγές (την κτηνοτροφική παραγωγή καθώς μέσω της ενίσχυσης της αγοράς χορτονομής καθίσταται δυνατή η διατροφή των ζώων) και μπορούν να επιφέρουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσουν τις διακοινοτικές συναλλαγές, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση που κατέχει η Ιταλία στις εν λόγω παραγωγές (για παράδειγμα, καλύπτει το 13,3 % της κοινοτικής παραγωγής βοείου κρέατος του έτους 2006, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στην παραγωγή βοείου κρέατος στην Ένωση).

(30)

Μολοντούτο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης, ορισμένα μέτρα μπορούν, κατά παρέκκλιση, να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

(31)

Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των ενισχύσεων που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση (ενισχύσεις αποζημίωσης των γεωργών για απώλειες οφειλόμενες σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες), η μοναδική εφαρμόσιμη παρέκκλιση είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που να αντίκεινται στο κοινό συμφέρον (η παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της συνθήκης εφαρμόζεται στις πραγματικές θεομηνίες και όχι στα συμβάντα που εξομοιώνονται προς αυτές· όπως αναφέρεται στους προσανατολισμούς, η άποψη της Επιτροπής ήταν πάντα ότι η ξηρασία και μόνον δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί θεομηνία κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης.

(32)

Για να είναι δυνατή η εφαρμογή της ως άνω παρέκκλισης, οι ενισχύσεις που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση, οι οποίες αποτελούν παράνομη ενίσχυση βάσει του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (άρθρο 88 πλέον της συνθήκης) (5), πρέπει να αναλύονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που αναφέρονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της ανακοίνωσης της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (6).

(33)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι κανόνες οι οποίοι, κατά το χρόνο χορήγησης των ενισχύσεων που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση, ήταν εφαρμοστέοι στις εν λόγω ενισχύσεις αναφέρονται στο σημείο 11.3 των προσανατολισμών. Σύμφωνα με το σημείο αυτό:

α)

η ζημία πρέπει να φθάνει ένα συγκεκριμένο ελάχιστο ποσοστό, το οποίο καθορίζεται στο 20 % της κανονικής παραγωγής στις μειονεκτούσες περιοχές και στο 30 % στις υπόλοιπες περιοχές· η ζημία πρέπει να υπολογίζεται για κάθε χωριστή εκμετάλλευση·

β)

τα προαναφερόμενα ελάχιστα ποσοστά πρέπει να καθορίζονται με σύγκριση της ακαθάριστης παραγωγής της εξεταζόμενης καλλιέργειας κατά το έτος της ζημίας και της ετήσιας ακαθάριστης παραγωγής κανονικού έτους· η τελευταία υπολογίζεται, κατά κανόνα, με βάση τη μέση συνολική ακαθάριστη παραγωγή των τριών προηγουμένων ετών, εξαιρουμένου οποιουδήποτε έτους κατά το οποίο καταβλήθηκε αποζημίωση λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών· επιτρέπονται και άλλες μέθοδοι υπολογισμού της κανονικής παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών τιμών αναφοράς), υπό τον όρο ότι είναι αντιπροσωπευτικές και ότι δεν βασίζονται σε αφύσικα υψηλές αποδόσεις·

γ)

για να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση, το ύψος της καταβλητέας ενίσχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέσο επίπεδο παραγωγής κατά την κανονική περίοδο πολλαπλασιαζόμενο επί τη μέση τιμή κατά την ίδια περίοδο, από το οποίο αφαιρείται η πραγματική παραγωγή του έτους κατά το οποίο σημειώθηκε το συμβάν πολλαπλασιαζόμενη επί τη μέση τιμή για το έτος αυτό·

δ)

από το ύψος της ενίσχυσης αφαιρούνται επίσης οι τυχόν πληρωμές άμεσων ενισχύσεων·

ε)

αφαιρείται από το ποσό της ενίσχυσης οποιοδήποτε ποσό έχει ενδεχομένως εισπραχθεί στο πλαίσιο καθεστώτος ασφάλισης· επιπλέον, λαμβάνονται υπόψη τα συνήθη έξοδα που δεν επωμίσθηκε ο γεωργός π.χ. λόγω μη συγκομιδής των καλλιεργειών.

(34)

Όσον αφορά την τήρηση των δύο πρώτων προϋποθέσεων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ιταλικές αρχές διαπίστωσαν την ύπαρξη κατάστασης ξηρασίας βασιζόμενες σε κατάλληλα μετεωρολογικά στοιχεία. Όσον αφορά το μέγεθος των ζημιών που προκλήθηκαν από τις εν λόγω δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η Επιτροπή διαπιστώνει καταρχάς ότι οι ίδιες οι ιταλικές αρχές αναγνωρίζουν ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των απωλειών που υπέστησαν οι γεωργοί της επαρχίας Τεργέστης δεν είναι σύμφωνη με τα προβλεπόμενα στο σημείο 11.3 των προσανατολισμών. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει όντως αυτή τη διαπίστωση, δεδομένου ότι στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που δημοσίευσε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης αναφέρεται απλώς το ελάχιστο ποσοστό απώλειας για τη χορήγηση ενίσχυσης, χωρίς λεπτομέρειες όσον αφορά τον τρόπο προσδιορισμού του εν λόγω ποσοστού απώλειας.

(35)

Με βάση τα ανωτέρω και από τις πληροφορίες που κοινοποίησαν οι ιταλικές αρχές μετά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης προκύπτει ότι με την εφαρμογή της μεθόδου του σημείου 11.3 των προσανατολισμών, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατόπιν σύγκρισης της μέσης ετήσιας παραγωγής χορτονομής κατά την περίοδο 2000-2002 (έτη κατά τα οποία δεν καταβλήθηκε καμία αποζημίωση για απώλειες οφειλόμενες σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες) και της παραγωγής χορτονομής κατά το 2003, οι απώλειες υπερέβαιναν τα ελάχιστα ποσοστά που προβλέπονται για τη θεμελίωση δικαιώματος ενίσχυσης (20 % στις μειονεκτούσες περιοχές και 30 % στις υπόλοιπες περιοχές) για κάθε εκμετάλλευση που λαμβάνει αντιστάθμιση.

(36)

Όσον αφορά αυτή καθαυτή τη μέθοδο υπολογισμού της ενίσχυσης (και επομένως την τήρηση της τρίτης προϋπόθεσης που προαναφέρθηκε), η Επιτροπή παρατηρεί ότι η μέθοδος που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αντιστοιχεί με την προβλεπόμενη στους προσανατολισμούς, καθώς οι ενισχύσεις καταβλήθηκαν κατόπιν υποβολής τιμολογίων που αφορούν αγορά χορτονομής που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1ης Μαΐου και 20ής Νοεμβρίου 2003 και καλύπτει την ποσότητα χορτονομής που είναι αναγκαία για τις συνήθεις διατροφικές ανάγκες υπολογιζόμενες ανά ΜΖΚ της εκμετάλλευσης, ενώ, βάσει των προσανατολισμών, το ποσό της καταβλητέας ενίσχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέσο επίπεδο παραγωγής κατά την κανονική περίοδο, πολλαπλασιαζόμενο επί τη μέση τιμή κατά την ίδια περίοδο από το οποίο αφαιρείται η πραγματική παραγωγή του έτους κατά το οποίο σημειώθηκε το συμβάν, πολλαπλασιαζόμενη επί τη μέση τιμή για το έτος αυτό.

(37)

Οι πληροφορίες που κοινοποίησαν οι ιταλικές αρχές μετά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης αποδεικνύουν ότι η μέθοδος υπολογισμού που εφάρμοσε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης περιλάμβανε, σε ορισμένες περιπτώσεις (12 περιπτώσεις από τις 43), καταβολή ενίσχυσης ύψους μεγαλύτερου από αυτό που προκύπτει με εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού που προβλέπεται στο σημείο 11.3 των προσανατολισμών.

(38)

Δεδομένου ότι η μέθοδος υπολογισμού του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Τεργέστης εμπεριέχει σε άνω του 25 % των περιπτώσεων υπέρβαση του ύψους των ενισχύσεων που μπορούν να καταβληθούν σύμφωνα με το σημείο 11.3 των προδιαγραφών, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί την εν λόγω μέθοδο.

(39)

Όσον αφορά τους άλλους όρους του σημείου 11.3 των προσανατολισμών, (και επομένως την τήρηση της τέταρτης και της πέμπτης προϋπόθεσης που προαναφέρθηκαν) η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που παρείχαν οι ιταλικές αρχές με τις οποίες διευκρινιζόταν ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση δεν έλαβαν άμεσες ενισχύσεις για χορτονομές - ακόμη δε λιγότερο ενδεχόμενα ποσά στο πλαίσιο καθεστώτος ασφάλισης - και ότι οι δικαιούχοι υποβλήθηκαν σε δαπάνες συγκομιδής και μεταφοράς χορτονομών καθώς παρήχθη κάποια χορτονομή. Από τις διευκρινίσεις αυτές συνάγεται ότι οι ως άνω όροι δεν έχουν εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(40)

Λαμβάνοντας υπόψη όσα εκτίθενται ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι τηρούνται όλοι οι όροι του σημείου 11. 3 των προσανατολισμών καθώς, όπως αναφέρεται στο σημείο 38, η μέθοδος υπολογισμού των ενισχύσεων την οποία χρησιμοποίησε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης εμπεριέχει πολλές περιπτώσεις υπέρβασης του ύψους των ενισχύσεων που θα ήταν δυνατόν να καταβληθούν αν δεν υπήρχε υπεραντιστάθμιση.

(41)

Οι ενισχύσεις που χορήγησε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης για χορτονομές μετά την ξηρασία του 2003 δεν είναι δυνατόν επομένως να τύχουν της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, όσον αφορά το τμήμα που υπερβαίνει το ποσό που θα μπορούσε να ενταχθεί στην εν λόγω παρέκκλιση εάν είχε χρησιμοποιηθεί η μέθοδος υπολογισμού των ενισχύσεων που προβλέπεται στο σημείο 11.3 των προσανατολισμών. Το τμήμα της ενίσχυσης που δεν υπερβαίνει το εν λόγω ποσό αντιθέτως είναι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, καθώς πληροί όλους τους όρους που θέτουν οι προσανατολισμοί.

(42)

Το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 προβλέπει ότι, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του αντίστοιχου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο. Η Ιταλία οφείλει επομένως να θεσπίσει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τον δικαιούχο της χορηγηθείσας ενίσχυσης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 42 της ανακοίνωσης της Επιτροπής «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» (7), η Ιταλία οφείλει να εκτελέσει τα προβλεπόμενα στην παρούσα απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της. Η προς ανάκτηση ενίσχυση πρέπει να περιλαμβάνει τόκους που θα υπολογιστούν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (8).

(43)

Ωστόσο, κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του εξεταζόμενου καθεστώτος ενισχύσεων και η οποία, όταν χορηγήθηκε, πληρούσε τους όρους του κανονισμού της Επιτροπής που θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου (9) (κανονισμός για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας), δεν θεωρείται ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(44)

Το σημείο 49 της ανακοίνωσης της Επιτροπής «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» προβλέπει ότι, για να υπολογιστεί το ακριβές ποσό ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο στο πλαίσιο του καθεστώτος, το κράτος μέρος μπορεί να εφαρμόσει τα κριτήρια για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που ίσχυαν κατά το χρόνο χορήγησης της παράνομης και μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης ανάκτησης.

(45)

Όταν χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις από το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης δεν ίσχυαν ακόμη τα κοινοτικά πρότυπα σχετικά με τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας στον γεωργικό κλάδο.

(46)

Οι πρώτες κοινοτικές διατάξεις που θεσπίστηκαν στο πεδίο αυτό είναι εκείνες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004.

(47)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1860/2004, οι ενισχύσεις που δεν υπερβαίνουν, ανά τριετία, το ποσό των 3 000 ευρώ ανά δικαιούχο (το ποσό αυτό περιλαμβάνει την ενίσχυση ήσσονος σημασίας που έχει χορηγηθεί σε επιχείρηση), δεν επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, δεν στρεβλώνουν ή δεν απειλούν να στρεβλώσουν τους όρους του ανταγωνισμού και κατά συνέπεια δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(48)

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004, η ίδια αρχή ισχύει για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού, εάν αυτές πληρούν όλους τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 1 και 3.

(49)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάθε χωριστή ενίσχυση που δεν υπερβαίνει τα 3 000 ευρώ δεν θα θεωρηθεί ότι αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης εάν, κατά το χρόνο χορήγησης, ήταν σύμφωνη προς τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004. Τα προαναφερόμενα ισχύουν μόνον για τα ποσά άνω των 3 000 ευρώ, τα οποία όντως καταβλήθηκαν βάσει του καθεστώτος ενίσχυσης που εξετάζεται στην παρούσα απόφαση. Οι ιταλικές αρχές δεν μπορούν να θεωρήσουν ότι ο αριθμός των περιπτώσεων ανάκτησης μπορεί να περιοριστεί στις 12 περιπτώσεις υπεραντιστάθμισης μετά την αφαίρεση του ποσού που κάθε ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να είχε λάβει βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 καθώς, εάν το ύψος της χορηγηθείσας ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος υπερβαίνει το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας, η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορεί να ενταχθεί στις διατάξεις του κανονισμού αυτού, ούτε για το τμήμα που δεν υπερβαίνει αυτό το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς ενισχύσεων για αγορά χορτονομής, το οποίο εφαρμόστηκε παρανόμως από το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης (Ιταλία, περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia), κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, εφόσον επιτρέπει υπέρβαση των ποσών ενίσχυσης που προκύπτουν με τη μέθοδο υπολογισμού των ενισχύσεων που προβλέπεται στο σημείο 11.3 των κοινοτικών προσανατολισμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό κλάδο. Οι ενισχύσεις που χορηγούνται κατ’ εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά έως το ποσό που προκύπτει με τη μέθοδο υπολογισμού της ενίσχυσης που καθορίζεται στο σημείο 11.3 των εν λόγω προσανατολισμών και ασυμβίβαστες κατά το τμήμα που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό.

Άρθρο 2

Κάθε χωριστή ενίσχυση χορηγούμενη στο πλαίσιο του καθεστώτος του άρθρου 1 δεν συνιστά ενίσχυση εάν, κατά το χρόνο χορήγησής της, πληροί τους όρους που έχουν θεσπιστεί με τον κανονισμό που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

Άρθρο 3

1.   Το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τεργέστης (Ιταλία) προβαίνει στην ανάκτηση από τους δικαιούχους της μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης που τους χορηγήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος του άρθρου 1.

2.   Επί των ποσών των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι το χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με βάση το καθεστώς ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (10) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

Άρθρο 4

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Η Ιταλία εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

β)

αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έλαβε ή προγραμματίζει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.   Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που έχει χορηγηθεί στο πλαίσιο του καθεστώτος του άρθρου 1. Υποβάλλει αμελλητί, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ή προγραμματίζει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλία.

Βρυξέλλες, 28 Ιανουαρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Βλέπε επιστολή SG(2005)-Greffe D/203816.

(2)  ΕΕ C 233 της 22.9.2005, σ. 5.

(3)  ΕΕ C 28της 1.2.2000, σ. 2.

(4)  ΕΕ L 325 της 28.10.2004, σ. 4.

(5)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(6)  ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22.

(7)  ΕΕ C 272 της 15.11.2007, σ. 11.

(8)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ.1.

(9)  ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 82 της 25.3.2008, σ. 1.


15.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 120/20


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 14ης Μαΐου 2009

για την αναστολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/2004 του Συμβουλίου στις εισαγωγές glyphosate καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

(2009/383/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 14 παράγραφος 4,

Έπειτα από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Έπειτα από έρευνα επανεξέτασης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού («έρευνα επανεξέτασης»), το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/2004 (2), επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που υπάγεται σήμερα στους κωδικούς ΣΟ ex 2931 00 95 (κωδικός TARIC 2931009582) και ex 3808 93 27 (κωδικός TARIC 3808932719) («σχετικό προϊόν»). Ο δασμός επεκτάθηκε στις εισαγωγές glyphosate που αποστέλλεται από τη Μαλαισία (είτε δηλώνεται το προϊόν αυτό ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι) (κωδικοί TARIC 2931009581 και 3808932711), με εξαίρεση τις εισαγωγές glyphosate που παράγεται από την Crop protection (M) Sdn. Bhd., Lot 746, Jalan Haji Sirat 4 ½ Miles, off Jalan Kapar, 42100 Klang, Selangor Darul Ehsan, Μαλαισία (πρόσθετος κωδικός TARIC A 309), και στις εισαγωγές glyphosate που αποστέλλεται από την Ταϊβάν (είτε δηλώνεται το προϊόν αυτό ως καταγωγής Ταϊβάν είτε όχι) (κωδικοί TARIC 2931009581 και 3808932711), με εξαίρεση τις εισαγωγές glyphosate που παράγεται από την Sinon Corporation, No 23, Sec. 1, Mei Chuan W. Rd, Taichung, Ταϊβάν (πρόσθετος κωδικός TARIC A 310). Ο συντελεστής του δασμού αντιντάμπινγκ είναι 29,9 %.

(2)

Η AUDACE, μια ένωση χρηστών και διανομέων του σχετικού προϊόντος, διαβίβασε στοιχεία από τα οποία προκύπτει μεταβολή των συνθηκών της αγοράς μετά το διάστημα που κάλυπτε η έρευνα επανεξέτασης η οποία διεξήχθη λόγω της επικείμενης τότε λήξης των ισχυόντων μέτρων (δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002), και ισχυρίστηκε ότι η μεταβολή αυτή δικαιολογεί την αναστολή των μέτρων που ισχύουν σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο δικαιολογείται η εν λόγω αναστολή.

B.   ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

(3)

Το άρθρο 14 παράγραφος 4 βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, για λόγους προστασίας του συμφέροντος της Κοινότητας, μπορούν να ανασταλούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ με την αιτιολογία ότι οι συνθήκες της αγοράς άλλαξαν προσωρινά σε βαθμό που η ζημία να είναι απίθανο να επαναληφθεί συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις, οι οποίες και συνεκτιμώνται. Το άρθρο 14 παράγραφος 4 διευκρινίζει ότι τα εν λόγω μέτρα αντιντάμπινγκ μπορούν να επανεισαχθούν ανά πάσα στιγμή, αν δεν δικαιολογείται πλέον η αναστολή.

(4)

Όσον αφορά τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, σημειώνεται ότι η κατάστασή του βελτιώθηκε έως το πρώτο εξάμηνο του 2008. Λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών στην κοινοτική αγορά, της αύξησης του όγκου και της αξίας των πωλήσεων και των σχετικά σταθερών εξόδων παραγωγής, τα κέρδη, εκφραζόμενα ως ποσοστό του κύκλου εργασιών, αυξήθηκαν σημαντικά. Αυτές οι θετικές τάσεις επιβεβαιώνονται από πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τον κύριο κοινοτικό παραγωγό, που αντιπροσωπεύει τη μεγάλη πλειονότητα του όγκου παραγωγής και πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Με βάση τις πληροφορίες που είναι σήμερα διαθέσιμες για την αγορά, δεν αναμένεται σημαντική μεταβολή της κατάστασης αυτής σε περίπτωση αναστολής των μέτρων.

(5)

Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής επιβεβαίωσε ότι σήμερα το επίπεδο των τιμών του στην κοινοτική αγορά παραμένει γενικά αμετάβλητο, παρά το γεγονός ότι οι τιμές των εξαγωγών από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μειώθηκαν σημαντικά από τον Ιούλιο του 2008 και μετά.

(6)

Η αυξανόμενη παραγωγική ικανότητα και παραγωγή στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θα μπορούσε να έχει μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα πτωτική επίδραση στις κοινοτικές τιμές του προϊόντος glyphosate. Ωστόσο, τα σημερινά στοιχεία δείχνουν ότι η επίπτωση αυτή αναμένεται να απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης.

(7)

Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι η αναστολή δεν θα αποβεί σε όφελος της Κοινότητας.

(8)

Συμπερασματικά, λόγω της προσωρινής αλλαγής των συνθηκών της αγοράς, και ιδίως του σημερινού επιπέδου τιμών στην κοινοτική αγορά, σε συνδυασμό με τα σημερινά υψηλά επίπεδα κερδών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, παρά τη μείωση των τιμών εξαγωγής από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κατά τους τελευταίους μήνες, θεωρείται ότι η ζημία που προκύπτει από τις εισαγωγές του σχετικού προϊόντος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι απίθανο να επαναληφθεί λόγω της αναστολής. Συνεπώς, προτείνεται να ανασταλούν για εννέα μήνες τα ισχύοντα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 βασικού κανονισμού.

Γ.   ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΛΑΔΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 βασικού κανονισμού, η Επιτροπή ενημέρωσε τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής σχετικά με την πρόθεσή της να αναστείλει τα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη.

Δ.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(10)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την αναστολή του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στο σχετικό προϊόν, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/2004 θα πρέπει να ανασταλεί για χρονικό διάστημα εννέα μηνών.

(11)

Αν αλλάξει στη συνέχεια η κατάσταση που οδήγησε στην αναστολή, η Επιτροπή μπορεί να επαναφέρει τα μέτρα αντιντάμπινγκ καταργώντας τη μερική αναστολή των δασμών αντιντάμπινγκ,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/2004 στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate, που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 2931 00 95 (κωδικός TARIC 2931009582) και ex 3808 93 27 (κωδικός TARIC 3808932719) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και ο οποίος επεκτάθηκε στις εισαγωγές glyphosate που αποστέλλεται από τη Μαλαισία (είτε δηλώνεται το προϊόν αυτό ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι) (κωδικοί TARIC 2931009581 και 3808932711), με εξαίρεση τις εισαγωγές του glyphosate που παράγεται από την Crop protection (M) Sdn. Bhd., Lot 746, Jalan Haji Sirat 4 ½ Miles, off Jalan Kapar, 42100 Klang, Selangor Darul Ehsan, Μαλαισία (πρόσθετος κωδικός TARIC A 309), και στις εισαγωγές glyphosate που αποστέλλεται από την Ταϊβάν (είτε δηλώνεται το προϊόν αυτό ως καταγωγής Ταϊβάν είτε όχι) (κωδικοί TARIC 2931009581 και 3808932711), με εξαίρεση τις εισαγωγές glyphosate που παράγεται από την Sinon Corporation, No 23, Sec. 1, Mei Chuan W. Rd, Taichung, Ταϊβάν (πρόσθετος κωδικός TARIC A 310), αναστέλλεται για χρονικό διάστημα εννέα μηνών.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 14 Μαΐου 2009.

Για την Επιτροπή

Catherine ASHTON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 303 της 30.9.2004, σ. 1.


ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

Επιτροπή

15.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 120/22


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 30ής Απριλίου 2009

σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2009/384/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 211 δεύτερη περίπτωση,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ανάληψη υπερβολικών κινδύνων στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και ιδιαίτερα στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις επενδύσεων, έχει συμβάλει στην αποτυχία των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και στη δημιουργία συστημικών προβλημάτων στα κράτη μέλη και παγκοσμίως. Τα εν λόγω προβλήματα έχουν εξαπλωθεί στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας και έχουν οδηγήσει σε υψηλό κόστος για την κοινωνία.

(2)

Ενώ δεν αποτελούν την κύρια αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης που εκτυλίχθηκε το 2007 και το 2008, οι ακατάλληλες πρακτικές αποδοχών στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προκάλεσαν, κατά γενική ομολογία, την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων και συνέβαλαν, κατά συνέπεια, στις σημαντικές απώλειες των μεγάλων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.

(3)

Οι πρακτικές αποδοχών σε μεγάλο μέρος του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έχουν θέσει εμπόδια στην αποτελεσματική και ορθή διαχείριση κινδύνου. Αυτές οι πρακτικές έτειναν να ανταμείβουν το βραχυπρόθεσμο κέρδος και έδιναν στο προσωπικό κίνητρα για την άσκηση αδικαιολόγητα ριψοκίνδυνων δραστηριοτήτων, οι οποίες παρείχαν βραχυπρόθεσμα υψηλότερο εισόδημα, ενώ μακροπρόθεσμα εξέθεταν τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις σε υψηλότερες δυνητικές ζημίες.

(4)

Κατ’ αρχήν, εάν τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου και ελέγχου ήταν ισχυρά και σε υψηλό βαθμό αποτελεσματικά, τα κίνητρα για την ανάληψη κινδύνου που παρείχαν οι πρακτικές αποδοχών θα ήταν σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου μιας χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. Ωστόσο, όλα τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου και ελέγχου έχουν περιορισμούς και, όπως έχει δείξει η χρηματοπιστωτική κρίση, μπορεί να αποτύχουν να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που δημιουργούνται από τα ακατάλληλα κίνητρα, λόγω της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των κινδύνων και του εύρους των τρόπων ανάληψής τους. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητος, αν και δεν είναι πλέον επαρκής, ο απλός λειτουργικός διαχωρισμός μεταξύ επιχειρηματικών μονάδων και προσωπικού που είναι αρμόδιο για τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου και ελέγχου.

(5)

Η δημιουργία κατάλληλων κινήτρων εντός του ίδιου του συστήματος αποδοχών μειώνει το φορτίο της διαχείρισης κινδύνου και αυξάνει την πιθανότητα να γίνουν αυτά τα συστήματα αποτελεσματικά. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν αρχές ορθής πολιτικής αποδοχών.

(6)

Δεδομένων των ανταγωνιστικών πιέσεων στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και του γεγονότος ότι πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι αρχές της ορθής πολιτικής αποδοχών εφαρμόζονται με συνέπεια σε όλα τα κράτη μέλη. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι, προκειμένου οι αρχές της ορθής πολιτικής αποδοχών να είναι αποτελεσματικότερες, θα πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια σε παγκόσμιο επίπεδο.

(7)

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της για το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με θέμα «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» (1), παρουσίασε το σχέδιό της για την αποκατάσταση και τη διατήρηση ενός σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ειδικότερα, στην ανακοίνωση η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι θα υποβάλει νέα σύσταση σχετικά με τις αμοιβές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, με στόχο τη βελτίωση της διαχείρισης κινδύνου σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες και την ευθυγράμμιση των κινήτρων για τις αμοιβές με τις βιώσιμες επιδόσεις.

(8)

Η παρούσα σύσταση ορίζει τις γενικές αρχές που διέπουν την πολιτική αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και πρέπει να εφαρμοσθεί σε όλες τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(9)

Οι εν λόγω γενικές αρχές ενδέχεται να σχετίζονται περισσότερο με ορισμένες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων από ό,τι με κάποιες άλλες, βάσει των υφιστάμενων κανονισμών και των κοινών πρακτικών στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Αυτές οι αρχές θα πρέπει να εφαρμόζονται παράλληλα με οποιονδήποτε κανόνα ή κανονισμό διέπει ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό τομέα. Ειδικότερα, οι αμοιβές και οι προμήθειες που εισπράττονται από ενδιάμεσους και εξωτερικούς παρόχους υπηρεσιών στην περίπτωση δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες δεν πρέπει να υπάγονται σε αυτές τις αρχές, καθώς οι πρακτικές αποζημίωσης που σχετίζονται με τέτοιες αμοιβές και προμήθειες ήδη καλύπτονται εν μέρει από συγκεκριμένα καθεστώτα, συγκεκριμένα από την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (2), και την οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (3). Επιπλέον, η παρούσα σύσταση ισχύει με την επιφύλαξη, εφόσον συντρέχει περίπτωση, των δικαιωμάτων των κοινωνικών εταίρων για συλλογικές διαπραγματεύσεις.

(10)

Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, οι κινητές αξίες των οποίων έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, η παρούσα σύσταση ισχύει επιπρόσθετα και από κοινού με τη σύσταση 2004/913/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2004, για την προώθηση κατάλληλου καθεστώτος αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών (4) και τη σύσταση 2009/385/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, για τη συμπλήρωση των συστάσεων 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ σχετικά με την ενίσχυση του καθεστώτος αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών (5).

(11)

Η πολιτική αποδοχών μιας συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής επιχείρησης θα πρέπει επίσης να συνδέεται με το μέγεθος της εν λόγω χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, καθώς επίσης με τη φύση και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της.

(12)

Θα πρέπει να θεσπιστεί πολιτική αποδοχών που να επικεντρώνεται στον κίνδυνο, η οποία θα συνάδει με την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου και δεν θα προκαλεί την έκθεση σε υπερβολικό κίνδυνο.

(13)

Η πολιτική αποδοχών πρέπει να καλύπτει εκείνες τις κατηγορίες μελών του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. Προκειμένου να αποφευχθεί η παροχή κινήτρων για την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου, πρέπει να θεσπιστούν ειδικές ρυθμίσεις όσων αφορά τις αποδοχές των συγκεκριμένων κατηγοριών προσωπικού.

(14)

Η πολιτική αποδοχών πρέπει να έχει στόχο την ευθυγράμμιση των ατομικών στόχων των μελών του προσωπικού με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της σχετικής χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. Η αξιολόγηση των συνιστωσών των αποδοχών που βασίζονται στις επιδόσεις πρέπει να βασίζεται σε περισσότερο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και να λαμβάνει υπόψη τους υφιστάμενενους κινδύνους που σχετίζονται με αυτές. Η αξιολόγηση των επιδόσεων θα πρέπει να εντάσσεται σε ένα πολυετές πλαίσιο, για παράδειγμα τριών έως πέντε ετών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε περισσότερο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι οι πραγματικές πληρωμές για τις συνιστώσες των αποδοχών που βασίζονται στις επιδόσεις καλύπτουν το σύνολο του κύκλου οικονομικής δραστηριότητας της εταιρείας.

(15)

Οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις πρέπει να μπορούν να απαιτήσουν επιστροφή των μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών που καταβλήθηκαν για επιδόσεις βασισμένες σε στοιχεία τα οποία στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι ήταν προφανώς ανακριβή.

(16)

Ως γενική αρχή, οι πληρωμές που συνδέονται με πρόωρη λύση σύμβασης και καταβάλλονται επί συμβατικής βάσης δεν πρέπει να αποτελούν ανταμοιβή της αποτυχίας. Για τα διοικητικά στελέχη εισηγμένων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων πρέπει να ισχύουν οι συγκεκριμένες διατάξεις περί καταβλητέων ποσών σε περίπτωση καταγγελίας που προβλέπει η σύσταση 2009/385/ΕΚ.

(17)

Προκειμένου η πολιτική αποδοχών να είναι σύμφωνη με τους στόχους, την επιχειρηματική στρατηγική, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες, πέραν των χρηματοοικονομικών επιδόσεων, όπως η συμμόρφωση με τα συστήματα και τους ελέγχους του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, καθώς επίσης και η συμμόρφωση με τα πρότυπα που διέπουν τις σχέσεις με τους πελάτες και τους επενδυτές.

(18)

Η αποτελεσματική διακυβέρνηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι ορθή η πολιτική αποδοχών. Η διαδικασία λήψης των αποφάσεων όσον αφορά την πολιτική αποδοχών χρηματοπιστωτικής επιχείρησης πρέπει να διέπεται από διαφάνεια στο εσωτερικό της επιχείρησης και να είναι σχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων και να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των εμπλεκόμενων προσώπων.

(19)

Το διοικητικό όργανο της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης πρέπει να φέρει την τελική ευθύνη για τη θέσπιση πολιτικής αποδοχών στο σύνολο της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, καθώς επίσης και για την παρακολούθηση της εφαρμογής της. Προκειμένου να παρέχεται η αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη, πρέπει να συμβάλλουν στη διαδικασία οι υπηρεσίες ελέγχου και, όπου απαιτείται, τα τμήματα ανθρώπινων πόρων και οι εμπειρογνώμονες. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες ελέγχου πρέπει επίσης να συμβάλλουν στο σχεδιασμό και στην επανεξέταση της εφαρμογής της πολιτικής αποδοχών, ενώ τα μέλη της πρέπει να αμείβονται επαρκώς, ώστε να προσελκύουν ειδικευμένα άτομα και να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία τους από τις επιχειρηματικές μονάδες που ελέγχουν. Ο νόμιμος ελεγκτής, εντός των ορίων των τρεχόντων καθηκόντων υποβολής εκθέσεων, πρέπει να αναφέρει στο (εποπτικό) συμβούλιο ή στην επιτροπή ελέγχου σημαντικές αδυναμίες οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο της εφαρμογής της πολιτικής αποδοχών.

(20)

Ο έλεγχος του σχεδιασμού και της εφαρμογής της πολιτικής αποδοχών είναι πιο πιθανό να είναι αποτελεσματικός, εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των εκπροσώπων των υπαλλήλων, ενημερώνονται κατάλληλα και συμμετέχουν στη διαδικασία χάραξης και παρακολούθησης της πολιτικής αποδοχών. Για τον σκοπό αυτό, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις πρέπει να γνωστοποιούν τις σχετικές πληροφορίες στα ενδιαφερόμενα μέρη.

(21)

Η εφαρμογή των αρχών που προβλέπονται στην παρούσα σύσταση πρέπει να ενισχύεται μέσω εποπτικού ελέγχου σε εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η συνολική αξιολόγηση της ευρωστίας της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης από τον επόπτη θα πρέπει να περιλαμβάνει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της πολιτικής αποδοχών της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης προς τις αρχές που προβλέπει η παρούσα σύσταση.

(22)

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι θυγατρικές χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους ή τα κεντρικά γραφεία τους σε τρίτη χώρα και οι οποίες δραστηριοποιούνται στην επικράτεια κράτους μέλους υπόκεινται, όσον αφορά την πολιτική αποδοχών, σε παρόμοιες αρχές με εκείνες που εφαρμόζονται στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους ή τα κεντρικά γραφεία τους στην επικράτεια κράτους μέλους.

(23)

Η παρούσα σύσταση ισχύει με την επιφύλαξη των μέτρων που μπορεί να θεσπίσουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τις πολιτικές αποδοχών των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που επωφελούνται από κρατικές ενισχύσεις.

(24)

Η κοινοποίηση μέτρων από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα σύσταση πρέπει να περιλαμβάνει ένα σαφές χρονικό πλαίσιο, εντός του οποίου οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις πρέπει να θεσπίσουν πολιτικές αποδοχών σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στην παρούσα σύσταση,

ΣΥΝΙΣΤΑ:

ΤΜΗΜΑ Ι

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1.   Πεδίο εφαρμογής

1.1.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές που περιέχονται στα τμήματα ΙΙ, ΙΙΙ και IV να ισχύουν για όλες τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους ή τα κεντρικά γραφεία τους στην επικράτειά τους.

1.2.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ότι οι αρχές που περιέχονται στα τμήματα ΙΙ, ΙΙΙ και IV να εφαρμόζονται στις αποδοχές εκείνων των κατηγοριών προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης.

1.3.

Κατά τη λήψη μέτρων που εξασφαλίζουν ότι οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν αυτές τις αρχές, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το μέγεθος, καθώς και το συγκεκριμένο πεδίο δραστηριοτήτων των εν λόγω χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.

1.4.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις αρχές που περιέχονται στα τμήματα ΙΙ, ΙΙΙ και IV στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση. Οι αρχές της ορθής πολιτικής αποδοχών εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση και στις θυγατρικές αυτής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι εγκατεστημένες σε υπεράκτια χρηματοοικονομικά κέντρα.

1.5.

Η παρούσα σύσταση δεν ισχύει για αμοιβές και προμήθειες που εισπράττονται από ενδιάμεσους και εξωτερικούς παρόχους υπηρεσιών στην περίπτωση δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες.

2.   Ορισμοί για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης

2.1.

«Χρηματοπιστωτική επιχείρηση»: οποιαδήποτε επιχείρηση, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος, ρυθμιζόμενη ή μη, η οποία ασκεί οποιαδήποτε από τις παρακάτω δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση:

α)

αποδέχεται καταθέσεις και άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια·

β)

παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

γ)

συμμετέχει σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες·

δ)

ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες παρόμοιες με αυτές που ορίζονται στα στοιχεία α), β) ή γ).

Μία χρηματοπιστωτική επιχείρηση περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτά, πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνταξιοδοτικά ταμεία και οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων.

2.2.

«Διοικητικό στέλεχος»: οποιοδήποτε μέλος των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.

2.3.

«Λειτουργίες ελέγχου»: διαχείριση κινδύνου, εσωτερικός έλεγχος και παρόμοιες λειτουργίες στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικής επιχείρησης.

2.4.

«Μεταβλητή συνιστώσα αποδοχών»: συνιστώσα δικαιώματος αποδοχών που χορηγείται βάσει κριτηρίων επιδόσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης αποδοχής.

ΤΜΗΜΑ II

Πολιτική αποδοχών

3.   Γενικά

3.1.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν πολιτική αποδοχών, η οποία συνάδει με τη χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου και την προάγει, και δεν προκαλεί την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου.

3.2.

Η πολιτική αποδοχών πρέπει να ευθυγραμμίζεται με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, όπως οι προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης, και να συνάδει με τις αρχές που σχετίζονται με την προστασία των πελατών και των επενδυτών κατά την παροχή των υπηρεσιών.

4.   Διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών

4.1.

Όταν οι αποδοχές περιλαμβάνουν μεταβλητή συνιστώσα ή πρόσθετη αποδοχή (bonus), η πολιτική αποδοχών πρέπει να διαρθρώνεται με την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των σταθερών και των μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών. Η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των συνιστωσών των αποδοχών μπορεί να διαφέρει μεταξύ των μελών του προσωπικού, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιείται η χρηματοπιστωτική επιχείρηση. Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η πολιτική αποδοχών μιας χρηματοπιστωτικής επιχείρησης θέτει ένα ανώτατο όριο στη μεταβλητή συνιστώσα.

4.2.

Η σταθερή συνιστώσα των αποδοχών πρέπει να αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό μερίδιο του συνόλου των αποδοχών, παρέχοντας στη χρηματοπιστωτική επιχείρηση τη δυνατότητα να εφαρμόζει μία πλήρως ευέλικτη πολιτική πρόσθετων αποδοχών. Ειδικότερα, η χρηματοπιστωτική επιχείρηση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναστέλλει πλήρως ή εν μέρει την καταβολή πρόσθετων αποδοχών όταν το ενδιαφερόμενο άτομο, η σχετική επιχειρηματική μονάδα ή η χρηματοπιστωτική επιχείρηση δεν πληροί τα κριτήρια επιδόσεων. Η χρηματοπιστωτική επιχείρηση πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να αναστέλλει την καταβολή πρόσθετων αποδοχών όταν η κατάστασή της επιδεινώνεται σημαντικά, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι πλέον δεδομένο ότι η επιχείρηση μπορεί ή θα συνεχίσει να ασκεί περαιτέρω τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες.

4.3.

Όταν χορηγείται σημαντική πρόσθετη αποδοχή, η καταβολή του μεγαλύτερου μέρους της πρόσθετης αποδοχής πρέπει να αναστέλλεται και να ισχύει ελάχιστη περίοδος αναστολής. Το ποσό του υπό αναστολή τμήματος της πρόσθετης αποδοχής πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το συνολικό ποσό της πρόσθετης αποδοχής και σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των αποδοχών.

4.4.

Το υπό αναστολή τμήμα της πρόσθετης αποδοχής πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους εκκρεμείς κινδύνους που σχετίζονται με τις επιδόσεις για τις οποίες προβλέπονται οι πρόσθετες αποδοχές, και μπορεί να αποτελείται από μετοχές, δικαιώματα προαίρεσης, μετρητά ή άλλα κεφάλαια η πληρωμή των οποίων μετατίθεται χρονικά για όσο διαρκεί η περίοδος αναστολής. Τα μέτρα των μελλοντικών επιδόσεων, με τα οποία συνδέεται το υπό αναστολή τμήμα, πρέπει να προσαρμόζονται στους κινδύνους, όπως ορίζεται στο σημείο 5.

4.5.

Οι πληρωμές που σχετίζονται με την πρόωρη λύση σύμβασης και πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης πρέπει να σχετίζονται με τις επιτευχθείσες επιδόσεις κατά την πάροδο του χρόνου και να σχεδιάζονται με τρόπο που δεν θα ανταμείβει την αποτυχία.

4.6.

Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το (εποπτικό) συμβούλιο μιας χρηματοπιστωτικής επιχείρησης μπορεί να απαιτήσει από τα μέλη του προσωπικού να επιστρέψουν όλο ή μέρος των πρόσθετων αποδοχών που τους καταβλήθηκαν για επιδόσεις βασισμένες σε στοιχεία τα οποία στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι ήταν προφανώς ανακριβή.

4.7.

Η διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών πρέπει να επικαιροποιείται με την πάροδο του χρόνου, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι θα εξελίσσεται με τρόπο που θα ανταποκρίνεται στη μεταβαλλόμενη κατάσταση της σχετικής χρηματοπιστωτικής επιχείρησης.

5.   Μέτρηση των επιδόσεων

5.1.

Στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό αυτών πρέπει να βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της ενδιαφερόμενης επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης.

5.2.

Η αξιολόγηση των επιδόσεων πρέπει να εντάσσεται σε ένα πολυετές πλαίσιο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η πραγματική καταβολή πρόσθετων αποδοχών καλύπτει το σύνολο του κύκλου οικονομικής δραστηριότητας της εταιρείας.

5.3.

Η μέτρηση των επιδόσεων, ως βάση για τις πρόσθετες αποδοχές ή για τα αποθεματικά πρόσθετων αποδοχών, πρέπει να περιλαμβάνει προσαρμογή προς τους τρέχοντες και τους μελλοντικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις υποκείμενες επιδόσεις, και πρέπει να λαμβάνει υπόψη το κόστος του χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται.

5.4.

Κατά τον καθορισμό των ατομικών επιδόσεων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μη χρηματοοικονομικά κριτήρια, όπως η συμμόρφωση με εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες, καθώς επίσης και η συμμόρφωση με τα πρότυπα που διέπουν τη σχέση με τους πελάτες και τους επενδυτές.

6.   Διακυβέρνηση

6.1.

Η πολιτική αποδοχών πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων. Οι διαδικασίες για τον καθορισμό των αποδοχών εντός της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης πρέπει να είναι σαφείς, τεκμηριωμένες και να εκτελούνται με διαφάνεια στο εσωτερικό της επιχείρησης.

6.2.

Το (εποπτικό) συμβούλιο πρέπει να καθορίζει τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών. Επιπλέον, το (εποπτικό) συμβούλιο πρέπει να θεσπίζει τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης και να είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή της.

6.3.

Οι λειτουργίες ελέγχου και, κατά περίπτωση, τα τμήματα ανθρώπινων πόρων και οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες πρέπει επίσης να συμβάλλουν στον σχεδιασμό της πολιτικής αποδοχών.

6.4.

Τα μέλη του (εποπτικού) συμβουλίου που είναι υπεύθυνα για την πολιτική αποδοχών, τα μέλη των επιτροπών αποδοχών και τα μέλη του προσωπικού που συμμετέχουν στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών πρέπει να διαθέτουν σχετική εμπειρογνωμοσύνη και λειτουργική ανεξαρτησία από τις επιχειρηματικές μονάδες που ελέγχουν και, ως εκ τούτου, να έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν ανεξάρτητα την καταλληλότητα της πολιτικής αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων για τον κίνδυνο και τη διαχείριση κινδύνου.

6.5.

Με την επιφύλαξη της γενικής ευθύνης του (εποπτικού) συμβουλίου όπως ορίζεται στο σημείο 6.2, η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών πρέπει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, να υπόκειται σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο από τις υπηρεσίες ελέγχου ως προς τη συμμόρφωση με πολιτικές και διαδικασίες που καθορίζονται από το (εποπτικό) συμβούλιο. Οι υπηρεσίες ελέγχου πρέπει να υποβάλλουν έκθεση προς το (εποπτικό) συμβούλιο σχετικά με το αποτέλεσμα αυτού του ελέγχου.

6.6.

Τα μέλη του προσωπικού που εμπλέκονται στις διαδικασίες ελέγχου πρέπει να είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες που επιβλέπουν, να έχουν την κατάλληλη εξουσία και να αμείβονται σύμφωνα με την επίτευξη των στόχων που συνδέονται προς τις λειτουργίες που επιτελούν, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν. Ειδικότερα, όσον αφορά τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η αναλογιστική λειτουργία και ο υπεύθυνος αναλογιστής πρέπει να αμείβονται με τρόπο ανάλογο του ρόλου της/του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και όχι σε σχέση με τις επιδόσεις της σχετικής επιχείρησης.

6.7.

Τα μέλη του προσωπικού στα οποία εφαρμόζεται η πολιτική αποδοχών πρέπει να έχουν πρόσβαση στις γενικές αρχές της. Τα εν λόγω μέλη του προσωπικού πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων για τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό των αποδοχών τους και για τη διαδικασία αξιολόγησης. Η διαδικασία αξιολόγησης και η πολιτική αποδοχών πρέπει να είναι κατάλληλα τεκμηριωμένες και διαφανείς για κάθε ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού.

ΤΜΗΜΑ III

Δημοσιοποίηση

7.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί εμπιστευτικότητας και προστασίας δεδομένων, οι σχετικές πληροφορίες για την πολιτική αποδοχών που αναφέρονται στο τμήμα ΙΙ και τυχόν ενημερώσεις στην περίπτωση αλλαγών πολιτικής πρέπει να δημοσιοποιούνται με σαφή και εύκολα κατανοητό τρόπο από τη χρηματοπιστωτική επιχείρηση στα ενδιαφερόμενα μέρη. Μία τέτοια δημοσιοποίηση μπορεί να έχει τη μορφή ανεξάρτητης δήλωσης πολιτικής αποδοχών, περιοδικής δημοσιοποίησης στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ή οποιαδήποτε άλλη μορφή.

8.

Θα πρέπει να δημοσιοποιούνται οι παρακάτω πληροφορίες:

α)

πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον συντρέχει περίπτωση, πληροφοριών σχετικά με τη σύνθεση και τα καθήκοντα της επιτροπής αποδοχών, το όνομα του εξωτερικού συμβούλου, του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν στη χάραξη της πολιτικής αποδοχών, και το ρόλο των ενδιαφερόμενων μερών·

β)

πληροφορίες για τη σύνδεση μεταξύ αμοιβής και επιδόσεων·

γ)

πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση των επιδόσεων και την προσαρμογή κινδύνου·

δ)

πληροφορίες για τα κριτήρια επιδόσεων στα οποία βασίζονται τα δικαιώματα επί μετοχών, δικαιωμάτων προαίρεσης ή μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών·

ε)

οι κύριες παράμετροι και το σκεπτικό τυχόν συστήματος ετήσιων πρόσθετων αποδοχών και άλλων μη χρηματικών οφελών.

9.

Κατά τον καθορισμό του επιπέδου των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το μέγεθος, καθώς επίσης και το συγκεκριμένο πεδίο δραστηριοτήτων των ενδιαφερόμενων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.

ΤΜΗΜΑ IV

Εποπτεία

10.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, τη φύση και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής των αρχών που περιέχονται στα τμήματα ΙΙ και ΙΙΙ.

11.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να είναι σε θέση να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές την πολιτική αποδοχών που προβλέπεται από την παρούσα σύσταση, συμπεριλαμβανομένης μιας ένδειξης συμμόρφωσης προς τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα σύσταση, υπό μορφή δήλωσης πολιτικής αποδοχών η οποία προσαρμόζεται καταλλήλως.

12.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να απαιτούν και να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση του βαθμού τήρησης των αρχών που περιέχονται στα τμήματα ΙΙ και ΙΙΙ.

ΤΜΗΜΑ V

Τελικές διατάξεις

13.

Τα κράτη μέλη καλούνται να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προώθηση της εφαρμογής της παρούσας σύστασης έως την 31η Δεκεμβρίου 2009 και να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνουν σύμφωνα με την παρούσα σύσταση, προκειμένου η Επιτροπή να μπορεί να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την κατάσταση και, σε αυτή τη βάση, να αξιολογεί ανάλογα την ανάγκη λήψης περαιτέρω μέτρων.

14.

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 30 Απριλίου 2009.

Για την Επιτροπή

Siim KALLAS

Αντιπρόεδρος


(1)  COM(2009) 114 τελικό.

(2)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

(4)  ΕΕ L 385 της 29.12.2004, σ. 55.

(5)  Βλ. σελίδα 28 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.


15.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 120/28


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 30ής Απριλίου 2009

που συμπληρώνει τις συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ όσον αφορά το καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2009/385/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 211 δεύτερη περίπτωση,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 14 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε τη σύσταση 2004/913/ΕΚ για την προώθηση κατάλληλου καθεστώτος αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών (1) και στις 15 Φεβρουαρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε τη σύσταση 2005/162/ΕΚ σχετικά με το ρόλο των μη εκτελεστικών και των εποπτικών διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών, καθώς και με τις επιτροπές του διοικητικού ή του εποπτικού συμβουλίου (2). Οι κύριοι στόχοι των εν λόγω συστάσεων είναι να διασφαλιστεί η διαφάνεια των πρακτικών αμοιβής, ο έλεγχος των μετόχων για την πολιτική αποδοχών και τις μεμονωμένες αποδοχές μέσω γνωστοποίησης και η εισαγωγή υποχρεωτικής ή συμβουλευτικής ψηφοφορίας για τη δήλωση αποδοχών και την έγκριση των μετόχων για συστήματα αμοιβής βάσει μετοχών, η αποτελεσματική και ανεξάρτητη εποπτεία μη εκτελεστικών στελεχών και τουλάχιστον ένας συμβουλευτικός ρόλος για την επιτροπή αποδοχών αναφορικά με τις πρακτικές αμοιβής.

(2)

Από τις εν λόγω συστάσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να παρακολουθεί την κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της υλοποίησης και της εφαρμογής των αρχών που περιλαμβάνονται σε αυτές τις συστάσεις, και να αξιολογεί την ανάγκη για περαιτέρω μέτρα. Επίσης, η πείρα των τελευταίων ετών, και πιο πρόσφατα σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική κρίση, απέδειξε ότι οι δομές των αποδοχών έχουν καταστεί ολοένα πολυπλοκότερες, υπερβολικά επικεντρωμένες στα βραχυπρόθεσμα επιτεύγματα και σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησαν σε υπερβολικές αποδοχές, οι οποίες δεν αιτιολογούνται από την απόδοση.

(3)

Παρόλο που η μορφή, η διάρθρωση και το ύψος των αποδοχών των διοικητικών στελεχών εξακολουθούν να είναι ζητήματα τα οποία κατά κύριο λόγο εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των εταιρειών, των μετόχων τους και, κατά περίπτωση, των εκπροσώπων των εργαζομένων, η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη θέσπισης επιπρόσθετων αρχών σχετικά με τη δομή των αποδοχών των διοικητικών στελεχών, όπως ορίζεται στην πολιτική αποδοχών μιας εταιρείας και τη διαδικασία καθορισμού των αποδοχών, καθώς και έλεγχος αυτής της διαδικασίας.

(4)

Η παρούσα σύσταση δεν θίγει τα δικαιώματα, κατά περίπτωση, των κοινωνικών εταίρων σε συλλογικές διαπραγματεύσεις.

(5)

Το υφιστάμενο καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών εισηγμένων εταιρειών πρέπει να ενισχυθεί με αρχές οι οποίες είναι συμπληρωματικές προς αυτές των συστάσεων 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ.

(6)

Η δομή των αποδοχών των διοικητικών στελεχών πρέπει να προάγει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της εταιρείας και να διασφαλίζει ότι οι αποδοχές βασίζονται στην απόδοση. Συνεπώς, τα μεταβλητά στοιχεία αποδοχών θα πρέπει να συνδέονται με προκαθορισμένα και μετρήσιμα κριτήρια απόδοσης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων μη χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα. Πρέπει να τεθούν περιορισμοί στα μεταβλητά στοιχεία αποδοχών. Τα σημαντικά μεταβλητά στοιχεία αποδοχών θα πρέπει να αναβάλλονται επί ορισμένο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα τρία έως πέντε έτη, με την επιφύλαξη όρων σχετικών με την απόδοση. Επιπλέον, οι εταιρείες θα πρέπει να είναι σε θέση να ανακτήσουν τα μεταβλητά στοιχεία αποδοχών που καταβλήθηκαν βάσει στοιχείων, τα οποία αποδείχτηκαν κατάδηλα ανακριβή.

(7)

Πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι αποζημιώσεις διακοπής της εργασιακής σχέσης, τα λεγόμενα «χρυσά αλεξίπτωτα», δεν αποτελούν ανταμοιβή για τη μη εκτέλεση συμβολαίου και ότι τηρείται ο πρωταρχικός σκοπός των αποζημιώσεων διακοπής της εργασιακής σχέσης ως δίχτυ ασφαλείας σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας του συμβολαίου. Για το σκοπό αυτό, οι αποζημιώσεις διακοπής θα πρέπει να περιορίζονται σε ένα ορισμένο ποσό ή διάρκεια εκ των προτέρων, το οποίο, γενικά, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο έτη ετήσιων αποδοχών (με βάση μόνο τα μη μεταβλητά στοιχεία των ετήσιων αποδοχών) και δεν θα πρέπει να καταβάλλονται εάν η διακοπή οφείλεται σε ανεπαρκή απόδοση ή εάν ένα διοικητικό στέλεχος αποχωρήσει για ίδιο λογαριασμό. Τούτο δεν αποκλείει τις αποζημιώσεις διακοπής της εργασιακής σχέσης σε περιπτώσεις πρόωρης καταγγελίας του συμβολαίου λόγω αλλαγών στη στρατηγική της εταιρείας ή σε περιπτώσεις συγχώνευσης ή/και εξαγοράς.

(8)

Τα συστήματα βάσει των οποίων τα διοικητικά στελέχη αμείβονται με μετοχές, δικαιώματα προαίρεσης ή άλλα δικαιώματα αγοράς μετοχών ή αμοιβής βάσει των διακυμάνσεων των τιμών των μετοχών θα πρέπει να συνδέονται καλύτερα με την απόδοση και τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας της εταιρείας. Ως εκ τούτου, μια κατάλληλη περίοδος κατοχύρωσης πρέπει να εφαρμόζεται στις μετοχές, σύμφωνα με την οποία η κατοχύρωση υπόκειται σε όρους απόδοσης. Τα δικαιώματα προαίρεσης και τα δικαιώματα αγοράς μετοχών ή αμοιβής βάσει των διακυμάνσεων των τιμών μετοχών δεν θα πρέπει να ασκούνται κατά τη διάρκεια μιας ενδεδειγμένης περιόδου και το δικαίωμα άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων θα πρέπει να υπόκειται σε όρους απόδοσης. Για την περαιτέρω πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων των διοικητικών στελεχών τα οποία είναι κάτοχοι μετοχών στην εταιρεία, τα εν λόγω διοικητικά στελέχη θα πρέπει να υποχρεούνται να διατηρούν μέρος των μετοχών τους μέχρι το τέλος της θητείας τους.

(9)

Προκείμενου οι μέτοχοι να διευκολυνθούν κατά την αξιολόγηση της προσέγγισης της εταιρείας στο θέμα των αμοιβών και να ενισχυθεί η ευθύνη της εταιρείας απέναντι στους μετόχους της, η δήλωση αποδοχών θα πρέπει να είναι σαφής και εύκολα κατανοητή. Επιπλέον, η περαιτέρω γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με τη διάρθρωση των αποδοχών είναι απαραίτητη.

(10)

Προκειμένου να αυξηθεί η ευθύνη, οι μέτοχοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συμμετέχουν στις γενικές συνελεύσεις και να χρησιμοποιούν με σύνεση τα δικαιώματα ψήφων τους. Ειδικότερα, οι θεσμικοί μέτοχοι θα πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στο πλαίσιο της διασφάλισης αυξημένης ευθύνης των διοικητικών συμβουλίων αναφορικά με ζητήματα αποδοχών.

(11)

Οι επιτροπές αποδοχών, όπως αναφέρεται στη σύσταση 2005/162/ΕΚ, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό της πολιτικής αποδοχών μιας εταιρείας, στη πρόληψη της σύγκρουσης συμφερόντων και στην εποπτεία της συμπεριφοράς των (διευθυντικών) συμβουλίων στο πλαίσιο των αποδοχών. Για την ενίσχυση του ρόλου των εν λόγω επιτροπών, τουλάχιστον ένα μέλος τους θα πρέπει να είναι εμπειρογνώμονας στον τομέα των αποδοχών.

(12)

Οι σύμβουλοι αποδοχών μπορεί να έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα, για παράδειγμα όταν παρέχουν συμβουλές στην επιτροπή αποδοχών σχετικά με πρακτικές και διακανονισμούς αποδοχών, και παράλληλα συμβουλεύουν την εταιρεία ή τα εκτελεστικά ή διευθυντικά διοικητικά στελέχη. Είναι σκόπιμο οι επιτροπές αποδοχών να επιδεικνύουν σύνεση κατά την πρόσληψη συμβούλων αποδοχών προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι ίδιοι σύμβουλοι δεν παρέχουν παράλληλα συμβουλές στο τμήμα ανθρώπινων πόρων της εταιρείας ή στα εκτελεστικά ή διευθυντικά διοικητικά στελέχη.

(13)

Λόγω της σημασίας του ζητήματος των αποδοχών των διοικητικών στελεχών, και προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου για τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών, η Επιτροπή σκοπεύει να χρησιμοποιήσει εκτενώς διάφορους μηχανισμούς παρακολούθησης, όπως ετήσιους πίνακες αποτελεσμάτων και αμοιβαία αξιολόγηση από κράτη μέλη. Επιπλέον, η Επιτροπή σκοπεύει να διευρύνει τις δυνατότητες τυποποίησης της γνωστοποίησης της πολιτικής αποδοχών των διοικητικών στελεχών.

(14)

Η κοινοποίηση μέτρων από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα σύσταση θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα σαφές χρονικό πλαίσιο για την από μέρους των εταιρειών υιοθέτηση πολιτικών ως προς τις αποδοχές, σύμφωνων προς τις αρχές που ορίζονται στην παρούσα σύσταση,

ΣΥΝΙΣΤΑ:

ΤΜΗΜΑ Ι

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1.   Πεδίο εφαρμογής

1.1.

Το πεδίο εφαρμογής του τμήματος ΙΙ της παρούσας σύστασης αντιστοιχεί σε αυτό της σύστασης 2004/913/ΕΚ.

Το πεδίο εφαρμογής του τμήματος ΙΙΙ της παρούσας σύστασης αντιστοιχεί σε αυτό της σύστασης 2005/162/ΕΚ.

1.2.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι εισηγμένες εταιρείες, για τις οποίες ισχύουν οι συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ, λαμβάνουν υπόψη την παρούσα σύσταση.

2.   Ορισμοί εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ:

2.1.

Ως «μεταβλητά στοιχεία αποδοχών» νοούνται τα στοιχεία δικαιώματος αμοιβής των διοικητικών στελεχών τα οποία παρέχονται βάσει κριτηρίων απόδοσης, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων πληρωμών.

2.2.

Ως «αποζημίωση διακοπής της εργασιακής σχέσης» νοείται οποιαδήποτε αποζημίωση η οποία συνδέεται με την πρόωρη καταγγελία συμβολαίων για εκτελεστικά ή διευθυντικά διοικητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που σχετίζονται με τη διάρκεια μιας περιόδου προειδοποίησης ή με μια ρήτρα μη άσκησης ανταγωνισμού που περιλαμβάνεται στο συμβόλαιο.

ΤΜΗΜΑ ΙΙ

Πολιτική αποδοχών

(Τμήμα ΙΙ της σύστασης 2004/913/ΕΚ)

3.   Διάρθρωση της πολιτικής για τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών

3.1.

Στις περιπτώσεις που η πολιτική αποδοχών περιλαμβάνει μεταβλητά στοιχεία αποδοχών, οι εταιρείες θα πρέπει να θέσουν περιορισμούς για το/τα μεταβλητό/-ά στοιχείο/-α. Το μη μεταβλητό στοιχείο αποδοχών θα πρέπει να είναι επαρκές προκειμένου να επιτρέπει στην εταιρεία να παρακρατεί μεταβλητά στοιχεία αποδοχών όταν δεν πληρούνται κριτήρια απόδοσης.

3.2.

Η απονομή μεταβλητών στοιχείων αποδοχών θα πρέπει να υπόκειται σε προκαθορισμένα και μετρήσιμα κριτήρια απόδοσης.

Τα κριτήρια απόδοσης θα πρέπει να προάγουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της εταιρείας και να περιλαμβάνουν μη χρηματοπιστωτικά κριτήρια τα οποία σχετίζονται με τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας της εταιρείας, όπως συμμόρφωση με ισχύοντες κανόνες και διαδικασίες.

3.3.

Στις περιπτώσεις απονομής μεταβλητού στοιχείου αποδοχών, ένα μεγάλο μέρος του μεταβλητού στοιχείου θα πρέπει να αναβάλλεται για μια ελάχιστη χρονική περίοδο. Το μέρος του μεταβλητού στοιχείου που υπόκειται σε αναβολή πληρωμής θα πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το σχετικό βάρος του μεταβλητού στοιχείου έναντι του μη μεταβλητού στοιχείου αποδοχών.

3.4.

Οι συμβατικοί διακανονισμοί με εκτελεστικά ή διευθυντικά διοικητικά στελέχη θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν στην εταιρεία να ανακτήσει μεταβλητά στοιχεία αποδοχών τα οποία απονεμήθηκαν βάσει στοιχείων τα οποία μεταγενέστερα αποδείχθηκαν ότι ήταν προδήλως ανακριβή.

3.5.

Οι αποζημιώσεις διακοπής της εργασιακής σχέσης δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν ένα καθορισμένο ποσό ή έναν καθορισμένο αριθμό ετών ετήσιων αποδοχών, που γενικά δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα δύο έτη μη μεταβλητών στοιχείων αποδοχών ή το ισοδύναμό τους.

Οι αποζημιώσεις διακοπής της εργασιακής σχέσεις δεν θα πρέπει να καταβάλλονται σε περίπτωση που η διακοπή οφείλεται σε ανεπαρκή απόδοση.

4.   Αποδοχές βάσει μετοχών

4.1.

Οι μετοχές δεν θα πρέπει να κατοχυρώνονται για τουλάχιστον τρία έτη μετά την απονομή τους.

Τα δικαιώματα προαίρεσης ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα αγοράς μετοχών ή αμοιβής βάσει των διακυμάνσεων των τιμών μετοχών δεν θα πρέπει να ασκούνται για τουλάχιστον τρία έτη μετά την απονομή τους.

4.2.

Η κατοχύρωση μετοχών και η άσκηση των δικαιωμάτων προαίρεσης ή οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος αγοράς μετοχών ή αμοιβής βάσει των διακυμάνσεων των τιμών των μετοχών, θα πρέπει να υπόκεινται σε προκαθορισμένα και μετρήσιμα κριτήρια απόδοσης.

4.3.

Μετά την κατοχύρωση, τα διοικητικά στελέχη θα πρέπει να διατηρούν μέρος των μετοχών, μέχρι το τέλος της θητείας τους, με την επιφύλαξη της ανάγκης για χρηματοδότηση οποιωνδήποτε δαπανών που σχετίζονται με την αγορά των μετοχών. Ο αριθμός των μετοχών που πρέπει να διατηρούνται θα πρέπει να είναι καθορισμένος, για παράδειγμα το διπλάσιο των συνολικών ετήσιων αποδοχών (μη μεταβλητά στοιχεία συν τα μεταβλητά στοιχεία).

4.4.

Οι αποδοχές μη εκτελεστικών ή εποπτικών διοικητικών στελεχών δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν δικαιώματα προαίρεσης.

5.   Κοινολόγηση της πολιτικής αποδοχών για τα διοικητικά στελέχη

5.1.

Η δήλωση αποδοχών, η οποία αναφέρεται στο σημείο 3.1 της σύστασης 2004/913/ΕΚ, θα πρέπει να είναι σαφής και εύκολα κατανοητή.

5.2.

Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 3.3 της σύστασης 2004/913/ΕΚ, η δήλωση αποδοχών θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο η επιλογή κριτηρίων απόδοσης συμβάλλει στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εταιρείας, σύμφωνα με το σημείο 3.2 της παρούσας σύστασης,

β)

επεξήγηση των μεθόδων που εφαρμόζονται για τον καθορισμό του βαθμού εκπλήρωσης των κριτηρίων απόδοσης,

γ)

επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις περιόδους αναστολής όσον αφορά τα μεταβλητά στοιχεία αποδοχών, όπως αναφέρεται στο σημείο 3.3 της παρούσας σύστασης,

δ)

επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική που αφορά τις αποζημιώσεις διακοπής της εργασιακής σχέσης, όπως αναφέρεται στο σημείο 3.4 της παρούσας σύστασης,

ε)

επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τις περιόδους κατοχύρωσης για αποδοχές βάσει μετοχών, όπως αναφέρεται στο σημείο 4.1 της παρούσας σύστασης,

στ)

επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική που αφορά τη διατήρηση μετοχών μετά την κατοχύρωση, όπως αναφέρεται στο σημείο 4.3 της παρούσας σύστασης,

ζ)

επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση ομάδων ομόλογων εταιρειών των οποίων η πολιτική αποδοχών έχει εξεταστεί σε σχέση με τη θέσπιση της πολιτικής αποδοχών της ενδιαφερόμενης εταιρείας.

6.   Η ψήφος των μετόχων

6.1.

Οι μέτοχοι, ιδίως οι θεσμικοί μέτοχοι, θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συμμετέχουν στις γενικές συνελεύσεις και να χρησιμοποιούν με σύνεση τα δικαιώματα ψήφου τους όσον αφορά τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις αρχές που περιέχονται στην παρούσα σύσταση, στη σύσταση 2004/913/ΕΚ και στη σύσταση 2005/162/ΕΚ.

ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ

Η επιτροπή αποδοχών

(Σημείο 3 του παραρτήματος Ι της σύστασης 2005/162/ΕΚ)

7.   Συγκρότηση και σύνθεση

7.1.

Τουλάχιστον ένα εκ των μελών της επιτροπής αποδοχών θα πρέπει να έχει γνώσεις και εμπειρία στον τομέα της πολιτικής αποδοχών.

8.   Ρόλος

8.1.

Η επιτροπή αποδοχών θα πρέπει να αναθεωρεί περιοδικά την πολιτική αποδοχών των εκτελεστικών ή διευθυντικών διοικητικών στελεχών, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής αναφορικά με τις αποδοχές βάσει μετοχών, και την εφαρμογή της.

9.   Λειτουργία

9.1.

Η επιτροπή αποδοχών θα πρέπει να ασκεί ανεξάρτητη κρίση και να χαρακτηρίζεται από ακεραιότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων της.

9.2.

Η επιτροπή αποδοχών θα πρέπει, όταν χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες ενός συμβούλου με σκοπό τη λήψη πληροφοριών σχετικά με πρότυπα της αγοράς για συστήματα αποδοχών, να διασφαλίζει ότι ο εν λόγω σύμβουλος δεν παρέχει παράλληλα συμβουλές στο τμήμα ανθρώπινων πόρων ή στα εκτελεστικά ή διευθυντικά διοικητικά στελέχη της εν λόγω εταιρείας.

9.3.

Η επιτροπή αποδοχών, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αποδοχές μεμονωμένων εκτελεστικών ή διευθυντικών διοικητικών στελεχών είναι ανάλογες προς τις αποδοχές άλλων εκτελεστικών ή διευθυντικών διοικητικών στελεχών και άλλων μελών του προσωπικού της εταιρείας.

9.4.

Η επιτροπή αποδοχών θα πρέπει να λογοδοτεί σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων της στους μετόχους και να παρευρίσκεται στην ετήσια γενική συνέλευση προς τον σκοπό αυτόν.

ΤΜΗΜΑ IV

Τελικές διατάξεις

10.

Τα κράτη μέλη καλούνται να λάβουν τα μέτρα τα οποία είναι αναγκαία για την προώθηση της εφαρμογής της παρούσας σύστασης έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009.

Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη καλούνται να οργανώσουν εθνικές διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους σχετικά με την παρούσα σύσταση και να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τα μέτρα τα οποία λήφθηκαν σύμφωνα με την παρούσα σύσταση προκειμένου να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα στενής παρακολούθησης της κατάστασης, και σε αυτή τη βάση να αξιολογηθεί η ανάγκη λήψης περαιτέρω μέτρων.

11.

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 30 Απριλίου 2009.

Για την Επιτροπή

Siim KALLAS

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 385 της 29.12.2004, σ. 55.

(2)  ΕΕ L 52 της 25.2.2005, σ. 51.