ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 238

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

51ό έτος
5 Σεπτεμβρίου # 2008


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 869/2008 της Επιτροπής, της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 870/2008 της Επιτροπής, της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, για τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών ορισμένων προϊόντων στον τομέα της ζάχαρης, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1109/2007, για την περίοδο 2007/2008

3

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Συμβούλιο

 

 

2008/713/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο

5

 

 

Επιτροπή

 

 

2008/714/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2004, για τροποποίηση της απόφασης 2002/610/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης που προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή η Γαλλία για την έναρξη θαλάσσιων δρομολογίων μικρών αποστάσεων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 4519]  ( 1 )

7

 

 

2008/715/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων της Γερμανίας υπό τη μορφή της απαλλαγής από το φόρο πετρελαιοειδών για τις επιχειρήσεις θερμοκηπίων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 860]

10

 

 

2008/716/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2008, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 38/07 (πρώην NN 45/07) που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της Arbel Fauvet Rail SA [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 1089]  ( 1 )

27

 

 

 

*

Σημείωση για τον αναγνώστη (βλέπε σελίδα 3 του εξωφύλλου)

s3

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.9.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 238/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 869/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Σεπτεμβρίου 2008

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 5 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Σεπτεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MK

21,7

ZZ

21,7

0707 00 05

JO

156,8

MK

64,6

TR

89,6

ZZ

103,7

0709 90 70

TR

96,0

ZZ

96,0

0805 50 10

AR

58,8

UY

74,4

ZA

74,5

ZZ

69,2

0806 10 10

IL

235,4

TR

106,8

US

188,9

XS

61,0

ZZ

148,0

0808 10 80

BR

55,2

CL

100,7

CN

111,7

NZ

99,3

US

95,3

ZA

81,2

ZZ

90,6

0808 20 50

AR

123,5

CN

60,9

TR

138,1

ZA

92,9

ZZ

103,9

0809 30

TR

133,7

US

166,3

XS

61,2

ZZ

120,4

0809 40 05

IL

137,9

MK

53,9

TR

53,9

XS

53,4

ZZ

74,8


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


5.9.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 238/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 870/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Σεπτεμβρίου 2008

για τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών ορισμένων προϊόντων στον τομέα της ζάχαρης, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1109/2007, για την περίοδο 2007/2008

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 318/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/2006 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2006, για καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 318/2006 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συναλλαγές με τρίτες χώρες στον τομέα της ζάχαρης (2), και ιδίως το άρθρο 36,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και οι πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί που εφαρμόζονται στη λευκή ζάχαρη, την ακατέργαστη ζάχαρη και ορισμένα σιρόπια για την περίοδο 2007/2008 έχουν καθοριστεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1109/2007 της Επιτροπής (3). Οι εν λόγω τιμές και δασμοίτροποποιή θηκαν τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 842/2008 της Επιτροπής (4).

(2)

Τα στοιχεία τα οποία διαθέτει επί του παρόντος η Επιτροπή οδηγούν στην τροποποίηση των εν λόγω ποσών σύμφωνα με τους κανόνες και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και οι πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί που εφαρμόζονται στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 951/2006, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1109/2007 για την περίοδο 2007/2008, τροποποιούνται και εμφαίνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 5 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Σεπτεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 58 της 28.2.2006, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 178 της 1.7.2006, σ. 24.

(3)  ΕΕ L 253 της 28.9.2007, σ. 5.

(4)  ΕΕ L 229 της 28.8.2008, σ. 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τροποποιημένα ποσά αντιπροσωπευτικών τιμών και των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών της λευκής ζάχαρης, της ακατέργαστης ζάχαρης και των προϊόντων του κωδικού 1702 90 95 που εφαρμόζονται από την 5η Σεπτεμβρίου 2008

(EUR)

Κωδικός ΣΟ

Αντιπροσωπευτική τιμή ανά 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

Πρόσθετος δασμός ανά 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

1701 11 10 (1)

24,91

3,84

1701 11 90 (1)

24,91

9,08

1701 12 10 (1)

24,91

3,68

1701 12 90 (1)

24,91

8,65

1701 91 00 (2)

26,80

11,83

1701 99 10 (2)

26,80

7,31

1701 99 90 (2)

26,80

7,31

1702 90 95 (3)

0,27

0,38


(1)  Καθορισμός για τον αντιπροσωπευτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι, σημείο ΙΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 318/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ L 58 της 28.2.2006, σ. 1).

(2)  Καθορισμός για τον αντιπροσωπευτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι, σημείο ΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 318/2006.

(3)  Καθορισμός ανά 1 % της περιεκτικότητας σε σακχαρόζη.


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Συμβούλιο

5.9.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 238/5


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Ιουλίου 2008

για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο

(2008/713/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 104 παράγραφος 6,

τη σύσταση της Επιτροπής,

τις παρατηρήσεις που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 104 της συνθήκης θεσπίζει διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά ελλείμματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ότι τα διορθώνουν όταν προκύπτουν.

(2)

Δυνάμει του σημείου 5 του πρωτοκόλλου για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, η υποχρέωση που υφίσταται βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 της συνθήκης, περί αποφυγής των υπερβολικών ελλειμμάτων του ευρύτερου δημόσιου τομέα εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο μόνον εάν εισέλθει στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Ενόσω βρίσκεται στο δεύτερο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει, δυνάμει του άρθρου 116 παράγραφος 4 της συνθήκης, να προσπαθεί να αποφεύγει τα υπερβολικά ελλείμματα.

(3)

Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης βασίζεται στην υγιή δημοσιονομική κατάσταση, ως μέσο ενίσχυσης των συνθηκών για σταθερότητα των τιμών και την ισχυρή αειφόρο ανάπτυξη με σκοπό τη δημιουργία απασχόλησης.

(4)

Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος η οποία διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 104 της συνθήκης, όπως διευκρινίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (1), που αποτελεί μέρος του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, προβλέπει τη λήψη απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Το πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη, περιλαμβάνει περαιτέρω διατάξεις για την εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου (2) καθορίζει λεπτομερείς κανόνες και ορισμούς για την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω πρωτοκόλλου.

(5)

Το άρθρο 104 παράγραφος 5 της συνθήκης ορίζει ότι, εάν η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει ή ότι μπορεί να εμφανισθεί υπερβολικό έλλειμμα σε ένα κράτος μέλος, τότε απευθύνει γνώμη προς το Συμβούλιο. Αφού έλαβε υπόψη της την έκθεσή της, που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 3 της συνθήκης, καθώς και τη γνώμη της οικονομικής και δημοσιονομικής επιτροπής, που συντάχθηκε σύμφωνα με άρθρο 104 παράγραφος 4 της συνθήκης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απηύθυνε σχετική γνώμη στο Συμβούλιο όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο στις 2 Ιουλίου 2008.

(6)

Το άρθρο 104 παράγραφος 6 της συνθήκης ορίζει ότι το Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις που ενδέχεται να υποβάλει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προτού αποφασίσει, ύστερα από συνολική εκτίμηση, αν υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η συνολική αυτή εκτίμηση οδηγεί στα εξής συμπεράσματα.

(7)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεσμεύθηκε να καταβάλει σημαντικές προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση υιοθέτησε μια χαλαρότερη δημοσιονομική στάση, κυρίως εξαιτίας του ρητού στόχου πολιτικής για αύξηση των δαπανών για δημόσιες υπηρεσίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ισοζύγιο του ευρύτερου δημόσιου τομέα να μετατραπεί από πλεονασματικό στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε ελλειμματικό, με έλλειμμα ύψους 3,2 % του ΑΕΠ το 2003/2004 και 3,5 % το 2004/2005. Με κενό παραγωγής σε θετικά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, αυτό ισοδυναμούσε με επιδείνωση του διαρθρωτικού ισοζυγίου κατά 4

Formula

ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (3) μεταξύ 1999/2000 και 2004/2005. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2005 η Επιτροπή κίνησε τη ΔΥΕ για το Ηνωμένο Βασίλειο με την έγκριση έκθεσης δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 3 της συνθήκης και στις 24 Ιανουαρίου 2006 το Συμβούλιο αποφάσισε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσίαζε υπερβολικό έλλειμμα. Η δημοσιονομική κατάσταση βελτιώθηκε το 2005/2006 και το 2006/2007, ενώ το ονομαστικό έλλειμμα μειώθηκε κατά το τελευταίο έτος σε 2,6 % του ΑΕΠ. Στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, λαμβάνοντας υπόψη το έλλειμμα του 2006/2007 και τις εαρινές προβλέψεις του 2007, η Επιτροπή εξέδωσε σύσταση για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την κατάργηση της ΔΥΕ κατά του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 9 Οκτωβρίου 2007, το Συμβούλιο Ecofin αποφάσισε να καταργήσει τη ΔΥΕ σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 12 της συνθήκης.

(8)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποίησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου τον Μάρτιο του 2008 στο πλαίσιο της ΔΥΕ, το έλλειμμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα της χώρας το 2008/2009 προγραμματιζόταν να φθάσει το 3,2 % του ΑΕΠ υπερβαίνοντας έτσι την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό ήταν ίδιο με εκείνο που δημοσιεύθηκε στον προϋπολογισμό του Ηνωμένου Βασιλείου για το 2008, ο οποίος περιλάμβανε και δημοσιονομικά σχέδια που έχουν ως αποτέλεσμα δημοσιονομικό έλλειμμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα ύψους 2,8 % του ΑΕΠ το 2009/2010. Το έλλειμμα του τελευταίου έτους είναι μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στις εαρινές προβλέψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής που κάνουν λόγο για έλλειμμα 3,3 % του ΑΕΠ, κυρίως εξαιτίας των διαφορών ως προς την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ το 2009/2010. Μετά τη δημοσίευση του προϋπολογισμού τον Μάρτιο του 2008, τα μέτρα πολιτικής που ανακοινώθηκαν στις 13 Μαΐου, τα οποία μειώνουν το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων το 2008/2009, θα στοιχίσουν 2,7 δισεκατ. λίρες το 2008/2009. Εάν αυτό προστεθεί στις εαρινές προβλέψεις του 2008 της Επιτροπής, το έλλειμμα θα αυξηθεί ενδεχομένως στο 3,5 % του ΑΕΠ. Το έλλειμμα που προβλέπεται για το έτος 2008/2009, όπως κοινοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2008, μολονότι υπερβαίνει το 3 % του ΑΕΠ που αποτελεί την τιμή αναφοράς στη συνθήκη, πλησιάζει την τιμή αυτή. Η υπέρβαση άνω του 3 % της τιμής αναφοράς του ΑΕΠ δεν έχει έκτακτο χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 2 της συνθήκης. Συγκεκριμένα, δεν είναι απόρροια ασυνήθους γεγονότος έξω από τον έλεγχο των αρχών το Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε αποτέλεσμα σοβαρής οικονομικής ύφεσης. Οι εαρινές προβλέψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής του 2008 αναφέρουν ότι η ανάπτυξη του Ηνωμένου Βασιλείου θα επιβραδυνθεί το 2008 και το 2009 σε ετήσια ποσοστά μικρότερα του δυνητικού επιπέδου. Ωστόσο, η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να φθάσει το 1,7 % το 2008 και το 1,6 % το 2009. Πέραν αυτού, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ δεν μπορεί να θεωρηθεί προσωρινή, δεδομένου ότι οι προβλέψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση αμετάβλητων πολιτικών, κάνουν λόγο για δείκτη ελλείμματος άνω του 3 % το 2009/2010 (3,3 %). Τούτο σημαίνει ότι η απαίτηση της συνθήκης ως προς το κριτήριο του ελλείμματος δεν ικανοποιείται.

(9)

Ο δείκτης δημοσίου χρέους παραμένει αισθητά κάτω από την τιμή αναφοράς του 60 % [τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της ΔΥΕ τον Μάρτιο κάνουν λόγο για δείκτη ίσο με 43,0 % του ΑΕΠ (4) το δημοσιονομικό έτος 2007/2008], αλλά με αυξητική τάση έως το 2009/2010. Στις προβλέψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής ο δείκτης χρέους προβλέπεται ότι θα φθάσει το 47

Formula

 % του ΑΕΠ το 2009/2010.

(10)

Όπως ορίζει το άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, άλλοι «σχετικοί παράγοντες» μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στην απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 104 μόνον εφόσον πληρούται καθ’ ολοκληρίαν η διπλή προϋπόθεση ότι το έλλειμμα παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς και ότι η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή. Η διπλή αυτή προϋπόθεση δεν ικανοποιείται. Συνεπώς, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη άλλοι σχετικοί παράγοντες στη διαδικασία που οδηγεί στην παρούσα απόφαση,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Από τη συνολική αξιολόγηση απορρέει ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας.

Βρυξέλλες, 24 Ιουλίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. HORTEFEUX


(1)  ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6.

(2)  ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 7.

(3)  Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής, με την εφαρμογή της κοινής μεθοδολογίας υπολογισμού των κενών παραγωγής.

(4)  Με βάση το ΑΕΠ προσαρμοσμένο κατά τις υπηρεσίες χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης που μετρώνται έμμεσα (ΥΧΔΜΕ).


Επιτροπή

5.9.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 238/7


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 14ης Δεκεμβρίου 2004

για τροποποίηση της απόφασης 2002/610/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης που προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή η Γαλλία για την έναρξη θαλάσσιων δρομολογίων μικρών αποστάσεων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 4519]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/714/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Ιστορικό της διαδικασίας

(1)

Στις 30 Ιανουαρίου 2002, η Επιτροπή, μετά από επίσημη διαδικασία εξέτασης, εξέδωσε την απόφαση 2002/610/ΕΚ (1), με την οποία ενέκρινε, υπό ορισμένους όρους οι οποίοι εκτίθενται κατωτέρω, καθεστώς ενισχύσεων για την προώθηση της έναρξης νέων θαλάσσιων δρομολογίων (γραμμών) μικρών αποστάσεων. Η εν λόγω απόφαση καλείται στο εξής «τελική απόφαση». Στην αιτιολογική σκέψη 26 της τελικής απόφασης αναφέρεται ότι η Γαλλία απεδέχθη όρους διαδικαστικής φύσεως οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως περιοριστικοί όσον αφορά σχέδια ενίσχυσης διακοινοτικής θαλάσσιας γραμμής μεταξύ γαλλικού λιμένα και λιμένα άλλου κράτους μέλους, όχι όμως όσον αφορά σχέδια ενισχύσεων θαλάσσιων συνδέσεων μεταξύ δύο γαλλικών λιμένων.

(2)

Στις 18 Νοεμβρίου 2004, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή να τροποποιήσει την τελική απόφαση προκειμένου να ληφθούν υπόψη νέες ευνοϊκότερες διατάξεις των κοινοτικών προσανατολισμών σχετικά με κρατικές ενισχύσεις στις μεταφορές (2), που στο εξής καλούνται «κοινοτικοί προσανατολισμοί».

1.2.   Τίτλος του μέτρου

(3)

Ο τίτλος του μέτρου στην τελική απόφαση είναι: «Καθεστώς ενίσχυσης για την έναρξη θαλάσσιων δρομολογίων μικρών αποστάσεων».

1.3.   Στόχοι των τροποποιήσεων

(4)

Ο βασικός στόχος των προτεινόμενων τροποποιήσεων είναι να ληφθεί υπόψη το νέο νομικό πλαίσιο που καθορίζουν οι κοινοτικοί προσανατολισμοί στον τομέα των ενισχύσεων για την έναρξη θαλάσσιων δρομολογίων μικρών αποστάσεων και να καταστούν οι όροι που επιβάλλει η τελική απόφαση συμβατοί με τους νέους κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

(5)

Στην αιτιολογική σκέψη 26 της τελικής απόφασης προβλέπεται ότι: «όσον αφορά την εξασφάλιση διαφάνειας και ισότητας μεταχείρισης των μεταφορέων στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής των σχεδίων, οι γαλλικές αρχές δεσμεύθηκαν να τηρήσουν τις ακόλουθες διαδικασίες:

α)

περιοδικά θα προκηρύσσεται πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος (π.χ. στις αρχές κάθε ημερολογιακού έτους) υπό μορφή ειδοποίησης που θα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπου θα διευκρινίζονται οι κανόνες του καθεστώτος χορήγησης της ενίσχυσης, η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί και τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων·

β)

για τα σχέδια σύνδεσης μεταξύ ενός γαλλικού λιμένα και ενός λιμένα άλλου κράτους μέλους, θα δημοσιευθεί προκήρυξη εκδήλωσης προθέσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπου θα διευκρινίζεται το αντικείμενο του σχεδίου και το ανώτατο όριο της προτεινόμενης ενίσχυσης. Η ειδοποίηση αυτή θα καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να δηλώσουν το ενδιαφέρον τους εντός προθεσμίας 15 εργάσιμων ημερών. Σε περίπτωση αιτιολογημένης ανακοπής από μέρος ενός των ενδιαφερομένων μερών, το σχέδιο ενίσχυσης πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή για την εκ των προτέρων έγκρισή του».

(6)

Οι διαδικασίες που προβλέπονται ιδίως στο στοιχείο β) της εν λόγω σκέψης αποδεικνύονται, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, ιδιαίτερα χρονοβόρες και, λόγω του γεγονότος αυτού, θεωρούνται επιζήμιες για την εξέλιξη των εν λόγω σχεδίων.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ

(7)

Οι γαλλικές αρχές επιθυμούν την τροποποίηση της τελικής απόφασης, ώστε να προσαρμοστεί στο νέο κεφάλαιο 10 των κοινοτικών προσανατολισμών σχετικά με κρατικές ενισχύσεις στις θαλάσσιες μεταφορές, κεφάλαιο το οποίο αφορά τις ενισχύσεις υπέρ θαλάσσιων γραμμών μικρών αποστάσεων.

3.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

3.1.   Διατάξεις των νέων κοινοτικών κανόνων

(8)

Η Επιτροπή σημειώνει καταρχάς ότι οι προηγούμενοι κοινοτικοί προσανατολισμοί (3) που ίσχυαν την ημερομηνία της τελικής αποφάσεως δεν προέβλεπαν καμία ιδιαίτερη διάταξη σχετικά με τις ενισχύσεις για την έναρξη θαλάσσιων δρομολογίων μικρών αποστάσεων. Κατά συνέπεια, ήταν εύλογο να ορίσει η Επιτροπή, στην τελική απόφαση, ειδικούς κανόνες για την έγκριση του συγκεκριμένου γαλλικού καθεστώτος που απέβλεπε στην προώθηση της έναρξης θαλάσσιων δρομολογίων μικρών αποστάσεων.

(9)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, εν τω μεταξύ, θέσπισε νέους κοινοτικούς προσανατολισμούς και ότι οι εν λόγω προσανατολισμοί συνιστούν πλέον το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις που αποσκοπούν στην έναρξη θαλάσσιων δρομολογίων μικρών αποστάσεων, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των στόχων που επιδιώκονται με τον κανονισμό Marco Polo (4), για τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής με σκοπό τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων του συστήματος εμπορευματικών μεταφορών («πρόγραμμα Marco Polo»), ο οποίος εκδόθηκε επίσης μετά την έκδοση της τελικής απόφασης.

(10)

Σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 των νέων κοινοτικών προσανατολισμών, οι μεμονωμένες ενισχύσεις υπέρ γραμμών μικρών αποστάσεων θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά εφόσον πληρούν τους ακόλουθους όρους:

«—

η διάρκεια της ενίσχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει την τριετία και πρέπει να αποσκοπεί στη χρηματοδότηση γραμμής που συνδέει λιμένες εντός της επικράτειας των κρατών μελών·

τα χαρακτηριστικά της εκτελούμενης γραμμής πρέπει να καθιστούν δυνατή την αντικατάσταση των μεταφορών (ως επί το πλείστον, εμπορευματικών) που εκτελούνται οδικώς, πλήρως ή εν μέρει από θαλάσσιες μεταφορές, και αυτό χωρίς εκτροπή των θαλασσίων μεταφορών που να αντιβαίνει στο κοινό συμφέρον·

η ενίσχυση πρέπει να αποσκοπεί στη θέση σε εφαρμογή λεπτομερούς σχεδίου, με προκαθορισμένο περιβαλλοντικό αντίκτυπο, που αφορά νέα διαδρομή, ή την αναβάθμιση των υπηρεσιών σε υφιστάμενη γραμμή, με σύμπραξη περισσοτέρων του ενός πλοιοκτητών, εάν χρειάζεται, και χρηματοδότηση ενός μόνο έργου ανά γραμμή, χωρίς ανανέωση, παράταση ή επανάληψη του εν λόγω έργου·

η ενίσχυση πρέπει να έχει ως αντικείμενο την κάλυψη των εξόδων εκμετάλλευσης της εν λόγω γραμμής, μέχρι ύψους 30 % (5), ή τη χρηματοδότηση της αγοράς εξοπλισμού μεταφόρτωσης για την παροχή της προβλεπόμενης υπηρεσίας, μέχρι ύψους 10 % των επενδύσεων·

η ενίσχυση για την υλοποίηση του έργου πρέπει να χορηγείται με βάση διαφανή κριτήρια, που εφαρμόζονται αμερόληπτα έναντι πλοιοκτητών εγκατεστημένων στην Κοινότητα. Κατά κανόνα, η ενίσχυση πρέπει να διατίθεται σε έργο, που επιλέχθηκε από τις αρχές του κράτους μέλους μέσω προκήρυξης υποβολής προσφορών, σε συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανόνες της Κοινότητας·

η γραμμή την οποία αφορά το έργο πρέπει να διαθέτει το δυναμικό για να είναι εμπορικά βιώσιμη μετά την περίοδο κατά την οποία είναι επιλέξιμη για κρατική ενίσχυση·

η ενίσχυση δεν πρέπει να σωρεύεται με τις αντισταθμίσεις για παροχή δημόσιας υπηρεσίας (επιβολή υποχρεώσεων ή συμβάσεις ανάθεσης).»

(11)

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι νέοι κοινοτικοί προσανατολισμοί δεν κάνουν καμία διάκριση ως προς το εάν η γραμμή για την οποία χορηγείται ενίσχυση συνδέει λιμένες δύο κρατών μελών ή του ιδίου κράτους μέλους. Η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν υφίσταται πλέον αντικειμενικός λόγος να διατηρηθεί η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων, η οποία προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 26 της τελικής απόφασης.

(12)

Η Επιτροπή θεωρεί εξάλλου ότι οι κοινοτικοί προσανατολισμοί δεν αντιτίθενται στην εφαρμογή καθεστώτος ενισχύσεων σε θαλάσσιες γραμμές μικρών αποστάσεων εκ μέρους κράτους μέλους, εφόσον οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος πληρούν τους προαναφερόμενους όρους.

3.2.   Συνέπειες της εφαρμογής της τελικής απόφασης χωρίς τροποποίηση

(13)

Η επιλογή της μη τροποποίησης της τελικής απόφασης θα δώσει τη δυνατότητα στη Γαλλία να χορηγεί μεμονωμένες ενισχύσεις για γραμμές μεταξύ γαλλικών λιμένων υπό ευνοϊκότερους όρους από εκείνους που προβλέπονται στους νέους κοινοτικούς προσανατολισμούς, αφενός, και, αφετέρου, θα φέρει τη Γαλλία σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τη θέση σε εφαρμογή σχεδίων λειτουργίας γραμμών μεταξύ γαλλικού λιμένα και λιμένα ενός άλλου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή των τυπικών διαδικασιών που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 26 της τελικής απόφασης. Οι εν λόγω τυπικές διαδικασίες όχι μόνον είναι πλέον παρωχημένες υπό το φως των νέων κοινοτικών προσανατολισμών, αλλά και θα έθεταν τη Γαλλία σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλα κράτη που θα επιθυμούσαν να εφαρμόσουν καθεστώτα ενισχύσεων ή να χορηγήσουν μεμονωμένες ειδικές ενισχύσεις για γραμμές μικρών αποστάσεων με τους γείτονές τους, βάσει των νέων κοινοτικών προσανατολισμών.

(14)

Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 88 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει διαρκώς τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ελέγχει ότι οι κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων εφαρμόζονται κατά ομοιόμορφο τρόπο σε όλα τα καθεστώτα που υφίστανται στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, προτείνει στα κράτη μέλη τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς στην περίπτωση που τίθενται σε ισχύ περισσότερο περιοριστικοί κοινοτικοί κανόνες. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να διατηρήσει, δυνάμει μιας από τις προηγούμενες υπό αίρεση τελικές αποφάσεις της, περιορισμούς σε καθεστώς ενισχύσεων από κράτος μέλος εφόσον τα άλλα κράτη μέλη, τα οποία θα έθεταν σε εφαρμογή ανάλογα καθεστώτα, δεν θα υπόκειντο σε τέτοιους περιορισμούς.

3.3.   Πλεονέκτημα της τροποποίησης

(15)

Η επιλογή της τροποποίησης της τελικής απόφασης παρέχει τη δυνατότητα να προβλεφθεί η εφαρμογή νέων κοινοτικών προσανατολισμών στο ισχύον καθεστώς της Γαλλίας σχετικά με την έναρξη θαλάσσιων δρομολογίων μικρών αποστάσεων πριν από την προθεσμία που προβλέπεται στους νέους κοινοτικούς προσανατολισμούς της Επιτροπής, δηλαδή στις 30 Ιουνίου 2005, έτσι ώστε, βάσει κατάλληλων μέτρων, τα κράτη μέλη να προσαρμόσουν στους νέους κοινοτικούς κανόνες όλα τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων.

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(16)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να τροποποιηθεί η απόφαση 2002/610/ΕΚ. Με την προτεινόμενη τροποποίηση επιτρέπεται στη Γαλλία να ευθυγραμμίσει το καθεστώς της με τις διατάξεις που προβλέπονται στους νέους κοινοτικούς προσανατολισμούς όσον αφορά τις θαλάσσιες γραμμές μεταξύ γαλλικού λιμένα και λιμένα άλλου κράτους μέλους και καθίσταται επίσης δυνατόν να υπόκεινται στους όρους που προβλέπονται στους νέους κοινοτικούς προσανατολισμούς τα σχέδια ενισχύσεων υπέρ θαλάσσιων γραμμών μεταξύ δύο γαλλικών λιμένων. Γενικότερα, η τροποποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να ισχύουν για το καθεστώς ενισχύσεων της Γαλλίας παρόμοιοι όροι με εκείνους που ισχύουν, δυνάμει των προαναφερόμενων προσανατολισμών, σε όλα τα άλλα κράτη μέλη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 1 της απόφασης 2002/610/ΕΚ, προστίθεται το ακόλουθο τρίτο εδάφιο:

«Η Γαλλία θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση μεμονωμένων ενισχύσεων στο πλαίσιο του παρόντος καθεστώτος την τήρηση των διατάξεων του κεφαλαίου 10 των κοινοτικών προσανατολισμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών (6).

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 14 Δεκεμβρίου 2004.

Για την Επιτροπή

Jacques BARROT

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 196 της 25.7.2002, σ. 31.

(2)  ΕΕ C 13 της 17.1.2004, σ. 3.

(3)  ΕΕ C 205 της 5.7.1997, σ. 5.

(4)  ΕΕ L 196 της 2.8.2003, σ. 1. Με τον κανονισμό αυτό θεσπίστηκε το πρόγραμμα Marco Polo, με το οποίο παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να χορηγεί κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή για σχέδια που αποσκοπούν στην έναρξη γραμμών θαλάσσιων μεταφορών μικρών αποστάσεων ώστε μέρος των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων να στραφεί στις θαλάσσιες μεταφορές μικρών αποστάσεων. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού ορίζεται ότι: «Η κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή στις δράσεις που καθορίζονται από το πρόγραμμα δεν αποκλείει τη χορήγηση στις ίδιες αυτές δράσεις κρατικών ενισχύσεων σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, εφόσον οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει η συνθήκη και εντός των ορίων που καθορίζονται για κάθε τύπο δράσης, αντίστοιχα, στο άρθρο 5 παράγραφος 2, στο άρθρο 6 παράγραφος 4 και στο άρθρο 7 παράγραφος 3».

(5)  Σε περίπτωση κοινοτικής χρηματοδότησης ή επιλεξιμότητας υπό διαφορετικά καθεστώτα ενίσχυσης, το όριο του 30 % ισχύει για το σύνολο της ενίσχυσης ή οικονομικής υποστήριξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ένταση της ενίσχυσης είναι η ίδια με την προβλεπόμενη για δράση αλλαγής του τρόπου εκτέλεσης των μεταφορών εντός του προγράμματος Μάρκο Πόλο της Κοινότητας: άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1382/2003 (ΕΕ L 196 της 2.8.2003, σ. 1).

(6)  ΕΕ C 13 της 17.1.2004, σ. 3


5.9.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 238/10


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Μαρτίου 2008

σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων της Γερμανίας υπό τη μορφή της απαλλαγής από το φόρο πετρελαιοειδών για τις επιχειρήσεις θερμοκηπίων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 860]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2008/715/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 19ης Απριλίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε στις 20 Απριλίου 2005, η Γερμανία κοινοποίησε ένα μέτρο παραχώρησης επιστροφών φόρου στις επιχειρήσεις θερμοκηπίων για τα έτη 2005 και 2006. Στο μέτρο ενσωματώνεται ανασταλτική ρήτρα με την οποία η εφαρμογή του εξαρτάται από τον όρο της έγκρισης από την Επιτροπή. Η κοινοποίηση πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης N 189/05.

(2)

Το μέτρο αυτό συνιστά επέκταση ενός μη κοινοποιημένου καθεστώτος (2001-02) που είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο παράτασης (2003-04), η οποία επίσης δεν είχε κοινοποιηθεί. Τα δύο αυτά μη κοινοποιημένα μέτρα καταχωρίστηκαν στο μητρώο των μη κοινοποιημένων ενισχύσεων με αριθμό ενίσχυσης NN 36/05.

(3)

Η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 88 παράγραφος της συνθήκης ΕΚ, με την επιστολή της 20ής Οκτωβρίου 2005 (2). Η Γερμανία διατύπωσε στη συνέχεια τις απόψεις της, με την επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2005. Η Επιτροπή έλαβε πολυάριθμες παρατηρήσεις από τρίτους ενδιαφερόμενους. Η Γερμανία σχολίασε τις παρατηρήσεις αυτές με την επιστολή της 14ης Ιουνίου 2006 και διαβίβασε συμπληρωματικές παρατηρήσεις με την επιστολή της 12ης Δεκεμβρίου 2007.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(4)

Με την έκδοση του νόμου περί τροποποίησης του νόμου φορολογίας των πετρελαιοειδών, στις 16 Αυγούστου 2001, η Γερμανία θέσπισε για μια διετία μειώσεις της φορολογίας για τα καύσιμα (πετρέλαιο θέρμανσης, φυσικό αέριο, υγροποιημένο αέριο) προς χρήση στα θερμοκήπια και σε στεγαζόμενους χώρους καλλιέργειας. Η συνδρομή χορηγήθηκε υπό μορφή επιστροφής φόρου.

(5)

Με τη θέσπιση του γερμανικού νόμου για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης της 23ης Δεκεμβρίου 2002, η επιστροφή φόρου, που είχε αρχικά χορηγηθεί για τα καύσιμα που χρησιμοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2001 και 31ης Δεκεμβρίου 2002, επεκτάθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004.

(6)

Με το νόμο περί εφαρμογής των οδηγιών, της 9ης Δεκεμβρίου 2004, η Γερμανία σκοπεύει να διατηρήσει σε ισχύ την εν λόγω επιστροφή φόρου έως το τέλος του 2006 και κοινοποίησε το μέτρο παράτασης ως κρατική ενίσχυση με αριθμό N 189/05.

(7)

Στους πίνακες του παραρτήματος I αναγράφονται τα ποσοστά επιστροφής φόρου και ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των επιστροφών φόρου υπέρ των θερμοκηπίων, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους κλάδους του γεωργικού τομέα.

(8)

Η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας για τους λόγους που αναλύονται στη συνέχεια.

(9)

Το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Η Γερμανία επικαλείται το επιχείρημα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόζεται η εξαίρεση που προβλέπεται στις διατάξεις των οδηγιών του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων (οδηγία 92/81/ΕΟΚ που αντικαταστάθηκε από το 2003 από την οδηγία 96/2003/ΕΚ). Βάσει των οδηγιών αυτών, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να παραχωρήσουν φορολογικές μειώσεις για πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται στην κηπουρική.

(10)

Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για τις απόψεις αυτές. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες οδηγίες, και ειδικότερα την οδηγία 2003/96/ΕΚ, τα φορολογικά μέτρα που μπορούν να εγκρίνουν τα κράτη μέλη πρέπει να συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο και οι παρεκκλίνουσες ρυθμίσεις πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των κανόνων του ανταγωνισμού. Τα μέτρα δεν επιτρέπεται να παρεμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή να συνεπάγονται τη νόθευση του ανταγωνισμού.

(11)

Η εν λόγω ενίσχυση είχε εξάλλου ως αποτέλεσμα την προφανή νόθευση του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι η μειωμένη φορολογική επιβάρυνση των ενεργειακών προϊόντων σε έναν τομέα υψηλής έντασης ενέργειας, όπως είναι οι καλλιέργειες οπωροκηπευτικών θερμοκηπίου, έχει άμεση επίπτωση στο κόστος παραγωγής και, ως εκ τούτου, στην ανταγωνιστικότητα.

(12)

Όπως τονίστηκε, η επιστροφή αυτή χορηγήθηκε επιλεκτικά, δεδομένου ότι εφαρμόστηκαν διακρίσεις μεταξύ των υπαίθριων καλλιεργειών και των καλλιεργειών σε θερμοκήπια, στο πλαίσιο του τομέα των κηπευτικών.

(13)

Η Επιτροπή υπογράμμισε τη δυνατότητα των κρατών μελών να χορηγούν φορολογικές μειώσεις, υπό τον όρο ωστόσο ότι γίνονται σεβαστοί οι κανόνες του ανταγωνισμού. Στο στάδιο εκείνο, δεν φαινόταν να περιλαμβάνονται στο καθεστώς για την παροχή των κρατικών ενισχύσεων κανόνες που θα επέτρεπαν στα κράτη μέλη να παραχωρούν φορολογικές ενισχύσεις της μορφής αυτής.

(14)

Η Επιτροπή έκρινε στη φάση εκείνη ότι το εν λόγω μέτρο συνιστούσε λειτουργική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

III.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

(15)

Η Γερμανία υπέβαλε παρατηρήσεις τόσο επί της ουσίας, όσο και επί της διαδικασίας.

(16)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, η φορολογική μείωση δεν ήταν επιλεκτική, όπως έπεται από τη φύση της υπόθεσης, εφόσον τα καύσιμα θέρμανσης επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν μόνο σε στεγαζόμενους χώρους.

(17)

Εάν ήταν δεδομένη η επιλεκτικότητα, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται η ενίσχυση, θα ήταν αιτιολογημένη λόγω του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Ειδική αιτιολογική βάση για τη χορήγηση των ενισχύσεων συνιστούν το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο στ) της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ καθώς και η ρύθμιση στη διάταξη που το διαδέχθηκε, το άρθρο 15 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ. Η Γερμανία είναι της γνώμης ότι το μέτρο αποτέλεσε «την εφαρμογή της εξουσιοδότησης που χορηγήθηκε στα κράτη μέλη … [από τις προαναφερθείσες οδηγίες] …». Θα ήταν αντιφατικό η Επιτροπή, που πρότεινε τελικά εκείνες τις οδηγίες, να αντιτάξει στη Γερμανία το επιχείρημα ότι από το μέτρο εκπορεύονται κίνδυνοι για την κοινή αγορά. Οι πτυχές του δικαίου του ανταγωνισμού δεν είχαν εξάλλου προτεραιότητα στις επίμαχες οδηγίες.

(18)

Η Γερμανία ήταν της άποψης ότι ίσχυε το σημείο 52 του κοινοτικού πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (3), επειδή αυξήθηκε σημαντικά ένας υφιστάμενος φόρος. Πρόβαλε το επιχείρημα ότι ο Mineralölsteuergesetz (νόμος φορολογίας των πετρελαιοειδών) καθώς και ο Energiesteuergesetz (νόμος φορολογίας της ενέργειας) που τον αντικατέστησε πρέπει να θεωρούνται υφιστάμενοι περιβαλλοντικοί φόροι. Οι φορολογικοί συντελεστές της ενέργειας που περιλαμβάνονται σε αυτόν αυξήθηκαν σημαντικά από την 1η Απριλίου 1999 εξαιτίας της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης, όπως προκύπτει από τη συνημμένη επισκόπηση (παράρτημα I).

(19)

Στόχος των ρυθμίσεων εκείνων ήταν να στραφεί με τη φορολογία της ενέργειας η ζήτηση σε προϊόντα που εξοικονομούν ενέργεια και είναι φιλικά για τους φυσικούς πόρους και να δημιουργηθούν κίνητρα για την ανάπτυξη φιλικών προς το περιβάλλον διαδικασιών και τεχνολογιών. Οι ρυθμίσεις που συνεπάγονται τη φορολογία της ενέργειας έχουν έτσι αξιοσημείωτες επιπτώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(20)

Η Γερμανία παραπέμπει αναφορικά με το σημείο αυτό στη μελέτη για την ενεργειακή αποδοτικότητα στις καλλιέργειες σε θερμοκήπια που έχει εκπονηθεί από το Zentrum für Betriebswirtschaft im Gartenbau e. V. (κέντρο οικονομικής διοίκησης επιχειρήσεων στο χώρο της δενδροκηπουρικής e. V.) του Institut für biologische Produktionsbetriebe (Ινστιτούτο βιολογικών επιχειρήσεων παραγωγής) στο πανεπιστήμιο Leibnitz του Αννόβερου.

(21)

Η υψηλότερη φορολογία της ενέργειας επιβαρύνει ιδιαιτέρως επιχειρήσεις που θερμαίνουν τα θερμοκήπια ή άλλους στεγαζόμενους χώρους καλλιεργειών για τους σκοπούς της φυτικής παραγωγής, λόγω της υψηλής έντασης ενεργείας των διαδικασιών οικονομικής λειτουργίας τους. Αυτή ήταν και η αιτία για την οποία υποστηρίχτηκε ότι συνέτρεχαν λόγοι για να ελαττωθούν προσωρινά τα βάρη των επιχειρήσεων αυτών με τη θέσπιση ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων. Όπως υποστηρίχτηκε, ήταν αναγκαίο να ισχύσει το μέτρο αυτό και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2002, τη χρονική στιγμή δηλαδή κατά την οποία προβλεπόταν αρχικά να λήξουν οι ρυθμίσεις μείωσης της φορολογίας. Με τον νόμο για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης παρατάθηκε ως εκ τούτου η ισχύς των μειώσεων της φορολογίας επί μια διετία, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Για να ληφθεί υπόψη και κατά τα έτη 2005 και 2006 η ιδιαίτερα δύσκολη ανταγωνιστική κατάσταση που αντιμετώπισαν οι γεωργικές και δασοκομικές επιχειρήσεις οι οποίες θέρμαιναν τα θερμοκήπια ή τους στεγαζόμενους χώρους τους, προβλέπεται η παραχώρηση των φορολογικών μειώσεων και για εκείνη τη χρονική περίοδο.

(22)

Η Γερμανία θεωρεί ότι πληρούνται οι επιβαλλόμενοι πραγματικοί όροι που καθορίζονται στο σημείο 52 του κοινοτικού πλαισίου. Συνεπώς, για να αιτιολογηθεί νομικά η χορήγηση της κρατικής ενίσχυσης υπό τη μορφή της φορολογικής μείωσης για το χρονικό διάστημα 2001-06, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η διάταξη του σημείου 51 περίπτωση 1 στοιχείο β) του κοινοτικού πλαισίου.

(23)

Στο βαθμό που η φορολογική μείωση αφορά έναν κοινοτικό φόρο που είναι εναρμονισμένος σύμφωνα με την οδηγία 92/81/ΕΟΚ ή την οδηγία 2003/96/ΕΚ, η φορολογική μείωση είναι επομένως συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, τουλάχιστον σε περιπτώσεις που δεν ήταν κατώτερη από το εκάστοτε ελάχιστο όριο του κοινοτικού φορολογικού συντελεστή. Το ίδιο ισχύει (υπάρχει με άλλα λόγια συμβατότητα με την κοινή αγορά) για τη φορολογική μείωση όταν δεν υπάρχει κάποιος κοινοτικός φόρος, τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου η μείωση υπερβαίνει κατά ποσοστό ανώτερο από 20 % τον εθνικό φόρο.

(24)

Η Γερμανία είχε περαιτέρω δηλώσει ότι ήδη κατά τις διαβουλεύσεις με επίκεντρο το νομοσχέδιο για την καθιέρωση της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης, είχε ανακύψει το ζήτημα της φορολογικής απαλλαγής των γεωργικών και δασοκομικών επιχειρήσεων που θέρμαιναν τα θερμοκήπιά τους ή τους στεγαζόμενους χώρους καλλιεργειών τους με σκοπό τη φυτική παραγωγή, επειδή οι επιχειρήσεις εκείνες πλήττονταν σε ιδιαίτερο βαθμό από την υψηλότερη φορολογία λόγω της υψηλής έντασης ενεργείας των διαδικασιών οικονομικής λειτουργίας τους. Λόγω της τεράστιας χρονικής πίεσης κατά την κοινοβουλευτική επεξεργασία αυτών των νομοθετημάτων, που αρχικά σχεδιαζόταν να τεθούν σε ισχύ ήδη την 1η Ιανουαρίου 1999, είχε προβλεφθεί να ενταχθούν η γεωργία και δασοκομία στο μηχανισμό φορολογικών μειώσεων για τον τομέα της μεταποίησης. Η θέσπιση των εξεταζόμενων φορολογικών μειώσεων ήταν συνέπεια χωριστής τροποποίησης του νόμου φορολογίας των πετρελαιοειδών η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2001, ενώ η πρώτη παράτασή τους για το χρονικό διάστημα από το 2003 έως το 2004 έγινε με το νόμο για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης.

(25)

Όπως υποστήριξε η Γερμανία, κατά τις προηγούμενες επαφές που είχε με την Επιτροπή είχε διαμορφώσει την άποψη ότι η επίμαχη φορολογική μείωση ήταν νόμιμη. Η Γερμανία αναφέρθηκε ειδικότερα στις προφορικές δηλώσεις που έγιναν από τους ανώτερους υπαλλήλους της Επιτροπής, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της ομάδας εργασίας «συνθήκες ανταγωνισμού στη γεωργία» στις 26 και 27 Οκτωβρίου 1999. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ενημερώθηκε, το αργότερο, για τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης από την ανακοίνωση της Γερμανίας της 29ης Αυγούστου 2001 σε τέτοιο σημείο, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τη συμβατότητα της φορολογικής μείωσης με την κοινή αγορά εκείνη τη χρονική στιγμή. Η Γερμανία επικαλέστηκε ρητά το άρθρο 10 παράγραφος 1 και το άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. το 659/1999 (4). Οποιαδήποτε αξίωση επιστροφής των ενισχύσεων δεν θα συμβιβαζόταν ούτε με τις αρχές προστασίας των δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, αλλά ούτε και με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Η Γερμανία πιστεύει ότι οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τρίτους ενδιαφερόμενους αποδείκνυαν ότι οι προσδοκίες τους ήταν βάσιμες.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ

(26)

Οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι πρόβαλαν κατά βάση επιχειρήματα που είχε ήδη επικαλεστεί η Γερμανία. Υποστήριξαν ότι τα μέτρα δεν ήταν επιλεκτικά και για το λόγο ότι η πρόσβαση σε αυτά παρέμενε ανοικτή σε όλες τις γεωργικές και δασοκομικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται θερμοκήπια και στεγαζόμενους χώρους καλλιεργειών. Επίσης επικαλέστηκαν το επιχείρημα ότι δεν προκλήθηκε διαταραχή στο κοινοτικό εμπόριο. Οι καλυπτόμενες εκτάσεις καλλιεργειών σε θερμοκήπια μειώθηκαν δραστικά κατά τα εξεταζόμενα έτη, ενώ αυξήθηκαν οι εισαγωγές ανταγωνιστικών προϊόντων στη Γερμανία. Εν πάση περιπτώσει, ο όγκος της γερμανικής παραγωγής δεν ήταν ουδόλως αξιόλογος, συγκρινόμενος με το ενδοκοινοτικό εμπόριο οπωροκηπευτικών. Εξάλλου, η υπαίθρια παραγωγή καλλιεργειών και οι παραγόμενες ποσότητες στα θερμοκήπια δεν ήταν άμεσα ανταγωνιστικές μεταξύ τους και δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθούν κατά το μεγαλύτερό τους μέρος. Εάν υπήρχε ενίσχυση, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, δεδομένου ότι βοήθησε να αναπτυχθεί ο δενδροκηπευτικός τομέας. Η ενίσχυση επέτρεψε στον δενδροκηπευτικό τομέα να προσαρμοστεί στις αυξημένες τιμές ενέργειας και μείωσε τη «νόθευση του ανταγωνισμού» σε βάρος των επιχειρήσεων παραγωγής της Γερμανίας, συνεπεία των σημαντικά χαμηλότερων ακαθάριστων τιμών ενέργειας στα άλλα κράτη μέλη. Δεν μπορεί ουδόλως να γίνεται λόγος για «νόθευση του ανταγωνισμού» εξαιτίας των γερμανικών ενισχύσεων. Αντιθέτως, αντισταθμίζεται (εν μέρει) μια ήδη υφιστάμενη «νόθευση του ανταγωνισμού» σε βάρος των γερμανικών επιχειρήσεων θερμοκηπίων. Λόγω του χρονικού περιορισμού τους, τα μέτρα αποτέλεσαν ισχυρό κίνητρο για τον τομέα, ώστε να προσαρμοστεί στις αυξανόμενες τιμές ενέργειας θεσπίζοντας μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας και εξορθολογισμού και προβαίνοντας στις κατάλληλες επενδύσεις. Τα επίμαχα μέτρα θα πρέπει ως εκ τούτου να κριθούν αποδεκτά, επειδή ειδάλλως θα υπονομευόταν ή θα περιοριζόταν ανεπίτρεπτα η πρόθεση της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ και της οδηγίας 2003/96/ΕΚ. Επικουρικά, γίνεται παραπομπή στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση RSV (5), στην οποία επισημαίνεται ότι η προστασία των δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων αποκρούει κάθε αξίωση επιστροφής των ενισχύσεων, εφόσον η Επιτροπή είχε ήδη επίγνωση των ενισχύσεων στις 29 Αυγούστου 2001, αλλά δεν τις μετέτρεψε σε αντικείμενο διαδικασίας έρευνας υπό το πρίσμα των κρατικών ενισχύσεων, παρά μόλις στις 20 Απριλίου 2005, με την κοινοποίηση του αιτήματος παροχής πληροφοριών. Σε περίπτωση προβολής αξιώσεων επιστροφής, διαγράφεται εξάλλου ο κίνδυνος της αφερεγγυότητας για μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(27)

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2200/96, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (6), στην παραγωγή και την εμπορία των προϊόντων που αναφέρονται στον κανονισμό εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 της συνθήκης. Η παραγωγή και η εμπορία οπωροκηπευτικών υπόκεινται επομένως στις κοινοτικές διατάξεις για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων.

(28)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(29)

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αποφανθεί ότι, για την εκτίμηση του εάν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ, πρέπει να προσδιορισθεί εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (7), ή εάν έχει εξοικονομήσει τις δαπάνες με τις οποίες θα έπρεπε κανονικά να έχει επιβαρυνθεί από τους ίδιους πόρους της (8).

(30)

Το μέτρο υπό μορφή επιστροφών φόρου παραχωρεί στις ευεργετούμενες επιχειρήσεις οικονομικά πλεονεκτήματα υπό μορφή υποδεέστερης φορολογικής επιβάρυνσης. Αυτό συνιστά εξοικονόμηση δαπανών, με τις οποίες θα όφειλαν υπό ομαλές συνθήκες να επιβαρυνθούν από τους ίδιους πόρους τους. Η ενίσχυση χορηγείται από δημόσιους πόρους σε ορισμένες επιχειρήσεις και συγκεκριμένα σε επιχειρήσεις από τους κλάδους παραγωγής της γεωργίας και της δασοκομίας που εκμεταλλεύονται θερμοκήπια και στεγαζόμενους χώρους καλλιεργειών.

(31)

Η ενίσχυση δεν χορηγείται σε όλες τις επιχειρήσεις και είναι επομένως επιλεκτική. Από αυτό έπεται ότι συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(32)

Η επιστροφή φόρου μπορεί επίσης να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (9) και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (10).

(33)

Η Γερμανία είναι σημαντικός παραγωγός προϊόντων θερμοκηπίου. Το εμπόριο των προϊόντων αυτών είναι επίσης σημαντικό, όπως προκύπτει από τις παρακάτω στατιστικές.

 

2001

2002

2003

2004

2005

Λαχανικά

Εισαγωγές

Αξία (σε χιλιάδες ευρώ)

6 705 483

6 936 685

7 049 757

6 845 103

6 979 459

Ποσότητα (σε τόνους)

5 346 123

5 365 972

5 599 183

5 621 769

5 464 528

Εξαγωγές

Αξία (σε χιλιάδες ευρώ)

867 832

985 187

1 030 880

1 045 543

1 122 869

Ποσότητα (σε τόνους)

2 227 612

2 243 611

2 133 544

2 164 328

2 345 796

Άνθη

Εισαγωγές

Αξία (σε χιλιάδες ευρώ)

3 413 206

3 614 349

3 673 148

3 691 913

3 723 794

Ποσότητα (σε τόνους)

1 285 460

1 442 078

1 547 266

1 573 104

1 671 568

Εξαγωγές

Αξία (σε χιλιάδες ευρώ)

405 250

482 993

546 938

526 374

573 022

Ποσότητα (σε τόνους)

235 333

326 613

286 080

283 426

355 969

(34)

Τα προϊόντα θερμοκηπίου της Γερμανίας τελούν σε ανταγωνισμό με τα προϊόντα θερμοκηπίου άλλων κρατών μελών. Αυτό όχι μόνο δεν αμφισβητείται τόσο από τη Γερμανία, όσο και από τους ενδιαφερόμενους τρίτους, αλλά διευκρινίζεται επίσης ότι οι επιχειρήσεις θερμοκηπίου έχουν απαλλαγεί από τους φόρους προκειμένου να βελτιωθεί ακριβώς η ανταγωνιστική θέση τους έναντι των Ολλανδών ανταγωνιστών, οι οποίοι, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, έχουν πιο ευνοϊκούς όρους παραγωγής λόγω των χαμηλότερων ακαθάριστων τιμών της ενέργειας. Υπάρχει επομένως άμεσος ανταγωνισμός. Ο ισχυρισμός ενός ενδιαφερόμενου τρίτου ότι τα προϊόντα θερμοκηπίου δεν είναι σε άμεσο ανταγωνισμό με τα προϊόντα υπαίθριας παραγωγής είναι επομένως αμελητέος, εφόσον υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των γερμανικών προϊόντων θερμοκηπίου και των προϊόντων θερμοκηπίου άλλων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των Κάτω Χωρών.

(35)

Κατά συνέπεια, η απαλλαγή από τους ειδάλλως οφειλόμενους φόρους είναι πιθανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Το επιχείρημα ότι οι τιμές ενέργειας είναι ευνοϊκότερες στα άλλα κράτη μέλη είναι άνευ σημασίας (11). Ακόμα κι αν αληθεύει ότι τα σημεία εκκίνησης ήταν διαφορετικά για αυτόν τον συντελεστή της παραγωγής, η διαπίστωση δεν θα άλλαζε ουδόλως το γεγονός ότι η επιστροφή φόρου που χορηγείται από τη Γερμανία είναι σε θέση να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(36)

Η ενίσχυση δύναται επίσης να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό καταδεικνύεται από τα μη ασήμαντα ρεύματα συναλλαγών, όπως αναπτύχθηκε προηγουμένως. Ακόμα και αν ευσταθεί το επιχείρημα που προβλήθηκε, ότι οι εκτάσεις που καλλιεργούνται υπό την προστασία των θερμοκηπίων έχουν μειωθεί δραστικά και ότι οι εισαγωγές στη Γερμανία έχουν αυξηθεί, αυτό δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση απόδειξη ότι δεν έχει υπάρξει διατάραξη του εμπορίου. Δεν αποκλείεται, χωρίς τη λήψη του μέτρου, οι εκτάσεις που καλλιεργούνται να είχαν συρρικνωθεί ακόμη πιο δραστικά και οι εισαγωγές στη Γερμανία να είχαν αυξηθεί περαιτέρω. Εφόσον το ενδοκοινοτικό εμπόριο με τη Γερμανία με αντικείμενο τα προϊόντα θερμοκηπίου υφίσταται, το καίριο ζήτημα δεν είναι πόσο σημαντικές πρέπει να θεωρούνται οι ποσότητες παραγωγής της Γερμανίας.

(37)

Η απαγόρευση χορήγησης κρατικών ενισχύσεων βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ δεν ισχύει ωστόσο χωρίς εξαιρέσεις. Η Επιτροπή εξέτασε εάν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις ή απαλλαγές από τη γενική απαγόρευση σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(38)

Οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις στο άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης, οι οποίες αφορούν τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς μεμονωμένους καταναλωτές, τις ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα και τις ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι επωφελούμενοι αποδέκτες των συγκεκριμένων ρυθμίσεων.

(39)

Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων περιοχών δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του παρόντος καθεστώτος ενισχύσεων, επειδή το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση.

(40)

Όσον αφορά την απαλλαγή που θεσπίζεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ, πρέπει απλώς να επισημανθεί ότι το επίμαχο φορολογικό καθεστώς δεν συνιστά σημαντικό σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, ούτε προορίζεται για την άρση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Δεν προορίζεται εξάλλου για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης ΕΚ.

(41)

Η Επιτροπή τονίζει σε συνδυασμό με το σημείο αυτό ότι ούτε η Γερμανία, αλλά ούτε και κάποιος ενδιαφερόμενος τρίτος επικαλέστηκαν τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις ή απαλλαγές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας.

(42)

Η μοναδική απαλλαγή που θα μπορούσε να ισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι επομένως η απαλλαγή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), δυνάμει της οποίας δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(43)

Στα μέτρα που κρίνονται εν προκειμένω εφαρμόζονται οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (12) (εφεξής: κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές στον τομέα της γεωργίας) (13).

(44)

Εντούτοις, ούτε εκείνες οι κατευθυντήριες γραμμές στον τομέα της γεωργίας, αλλά ούτε και οποιεσδήποτε άλλες ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στον τομέα αυτόν προβλέπουν για τα μέτρα που αναλύθηκαν προηγουμένως ρητές εξαιρέσεις ή απαλλαγές από τη γενική απαγόρευση των ενισχύσεων, δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η Επιτροπή διαπιστώνει ειδικότερα ότι το σημείο 4 των κατευθυντηρίων γραμμών, που αφορά τις ενισχύσεις προς τις επενδύσεις, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Η επιστροφή φόρου δεν συνδέεται με την πραγματοποίηση της επένδυσης.

(45)

Η Γερμανία και ορισμένοι ενδιαφερόμενοι τρίτοι είναι της άποψης ότι η ειδική αιτιολογική βάση για την ενίσχυση απορρέει από το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο στ) της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ και το άρθρο 15 παράγραφος 3 της ρύθμισης που το διαδέχθηκε, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ, και ότι αυτό επιτρέπεται από το σημείο 3.4 των κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας.

(46)

Σε ό,τι αφορά την οδηγία 2003/96/ΕΚ, στις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 24 της οδηγίας αναφέρεται ότι τα μέτρα με τα οποία καθιερώνονται διαφοροποιημένα ποσοστά φορολογίας πρέπει να συμβαδίζουν με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού για να μην οδηγούν σε νόθευση του ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι επιβάλλεται επιτακτικά η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού επιβεβαιώνεται επίσης στο άρθρο 26 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ, στο οποίο επισημαίνεται στα κράτη μέλη ότι τα μέτρα που θεσπίζονται βάσει των διατάξεων της οδηγίας, όπως οι επιστροφές φόρου σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, πρέπει να αναγγέλλονται, στο βαθμό που ενδέχεται να συνιστούν κρατική ενίσχυση. Στο εν λόγω άρθρο ορίζεται ρητά ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή βάσει της οδηγίας δεν απαλλάσσουν τα κράτη μέλη από την υποχρέωση κοινοποίησης που υπέχουν βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ.

(47)

Το αυτό ισχύει και για την οδηγία 92/81/ΕΟΚ, στις αιτιολογικές σκέψεις της οποίας (και αναλυτικότερα στην αιτιολογική σκέψη 6) διευκρινίζεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν σε προαιρετική βάση ορισμένες απαλλαγές, στο μέτρο που αυτό δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν «με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων» να χορηγούν πλήρεις ή μερικές απαλλαγές ή μειώσεις των συντελεστών του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Η Επιτροπή υπενθυμίζει σε συνδυασμό με το σημείο αυτό ότι οι αρμοδιότητές της στα θέματα των κρατικών ενισχύσεων απορρέουν άμεσα από τη συνθήκη ΕΚ. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής στον τομέα αυτόν δεν είναι δυνατόν να θιγούν από οποιαδήποτε κοινοτική νομοθετική ρύθμιση.

(48)

Όταν η Γερμανία διατείνεται ότι η επιστροφή φόρου αποτελεί «την υλοποίηση των εξουσιοδοτήσεων…που παραχωρούνται… [από τις προαναφερθείσες οδηγίες] στα κράτη μέλη», η Επιτροπή αντικρούει ότι αυτό είναι δυνατόν μόνο βάσει των προαναφερόμενων όρων. Η Γερμανία υποστηρίζει περαιτέρω ότι είναι αντιφατικό για την Επιτροπή, η οποία τελικά πρότεινε τις οδηγίες αυτές, να αντιτάσσει στη Γερμανία το επιχείρημα ότι διαγράφονται κίνδυνοι για την κοινή αγορά. Πρώτον, η Γερμανία δεν πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι κατά την ερμηνεία της Επιτροπής δεν υπήρχε πραγματικά καμία δυνατότητα ουσιαστικής εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών. Η Επιτροπή δεν αποκλείει φυσικά το ενδεχόμενο να υπάρχουν περιπτώσεις που να έχουν σχεδιασθεί βάσει των οδηγιών, αλλά και που να πληρούν συγχρόνως τους απαιτούμενους όρους του θεμιτού ανταγωνισμού. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στο παρόν στάδιο προσέγγισης της φορολογικής νομοθεσίας, οι οδηγίες επιτρέπουν μόνο την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Δεν την επιβάλλουν.

(49)

Η Γερμανία αμφισβητεί κατά πόσο ότι οι πτυχές του δικαίου του ανταγωνισμού έχουν το προβάδισμα στις υπό εξέταση οδηγίες. Εντούτοις, σε συνδυασμό με το σημείο αυτό οφείλει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες εκτιμήσεις, εν πάση περιπτώσει —δηλαδή ακόμα και αν δεν υπάρχει προτεραιότητα— οι ενισχύσεις όπως η παρούσα επιστροφή φόρου πρέπει να εξετάζονται με βάση τους οικείους κανόνες ανταγωνισμού που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της συνθήκης ΕΚ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το ζήτημα εάν υπάρχει προτεραιότητα ή όχι δεν έχει, συνεπώς, καμία σημασία (14).

(50)

Το περιθώριο των εξουσιών αξιολόγησης και διακριτικής ευχέρειας που παραχωρούνται στην Επιτροπή από τη συνθήκη ΕΚ κατά την εφαρμογή των απαλλαγών του άρθρου 87 παράγραφος 3 δεν περιορίστηκε επίσης ουδόλως από τις εν λόγω οδηγίες.

(51)

Το σημείο 3.5 των προαναφερόμενων κατευθυντηρίων γραμμών αντανακλά τις βασικές αρχές της πολιτικής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και της κοινής γεωργικής πολιτικής. Σύμφωνα με το εν λόγω σημείο, τα μονομερή μέτρα κρατικών ενισχύσεων που αποσκοπούν απλώς στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των παραγωγών, χωρίς να συμβάλλουν κατά κανένα τρόπο στην ανάπτυξη του τομέα, ειδικότερα δε οι ενισχύσεις που χορηγούνται αποκλειστικά με βάση την τιμή, την ποσότητα, τη μονάδα παραγωγής ή τη μονάδα μέσων παραγωγής θεωρείται ότι συνιστούν ενισχύσεις λειτουργίας, οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

(52)

Όπως έχει ήδη μνημονευθεί, οι παρούσες ενισχύσεις δεν συνδέονται με επενδύσεις που θα ήταν δυνατόν να οδηγήσουν σε εκσυγχρονισμό του τομέα (π.χ. μέσω της βελτιωμένης θερμομόνωσης ή των επενδύσεων για να αυξηθεί η ενεργειακή απόδοση). Αντιθέτως, οι αναγκαίες προσαρμογές (όπως οι προαναφερθείσες) είναι πιθανό να καθυστερούν με τέτοιες επιχορηγήσεις. Ο τομέας είναι επομένως εξαρτημένος από τις ενισχύσεις αυτές. Οι εξελίξεις είτε δεν συντελούνται, είτε δρομολογούνται μόνο με ανάλογη καθυστέρηση. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς ορισμένων τρίτων ενδιαφερομένων, όχι μόνο δεν υπάρχει αντίκτυπος στο σκέλος των κινήτρων για να γίνουν οι απαιτούμενες επενδύσεις, αλλά και το υφιστάμενο κίνητρο των υψηλών τιμών ενέργειας ατονεί εξαιτίας των επιχορηγήσεων. Οι εν λόγω ενισχύσεις πρέπει συνεπώς να υπαχθούν στις ενισχύσεις λειτουργίας, υπό την έννοια που αναφέρθηκε προηγουμένως.

(53)

Οι νέες κοινοτικές κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007–2013 (15) άρχισαν να ισχύουν μόλις την 1η Ιανουαρίου 2007. Το σημείο 172 προβλέπει την αναδρομική δυνατότητα εφαρμογής για τις παράνομες επιστροφές φόρου που χορηγούνται στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/96/ΕΚ. Το ίδιο ισχύει για τις παράνομες επιστροφές φόρου που χορηγούνται βάσει της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ. Αυτό ισχύει όμως μόνο εάν πληρούνται οι όροι των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών και εάν δεν έχει υπάρξει κάποια διαφοροποίηση στο πλαίσιο του γεωργικού τομέα. Δεδομένου όμως ότι το επίμαχο μέτρο ισχύει μόνο υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων της γεωργίας, το σημείο 172 δεν αποτελεί βάση που θα επέτρεπε στην Επιτροπή να θεωρήσει ότι οι παρούσες επιστροφές φόρου είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(54)

Η Γερμανία σκοπεύει να δικαιολογήσει τη συμβατότητα της ενίσχυσης βασιζόμενη στο κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Επιτροπή έχει επίσης ερευνήσει την εφαρμογή των σημείων 23 και 51 και επομένων του κοινοτικού πλαισίου (εφεξής: κοινοτικό πλαίσιο για το περιβάλλον) σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, οι οποίες επιτρέπουν υπό ορισμένες περιστάσεις τη χορήγηση ενισχύσεων λειτουργίας. Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας του 2000 παραπέμπουν στο σημείο 5.6.2. στο κοινοτικό πλαίσιο για το περιβάλλον.

(55)

Όπως αναφέρεται στο σημείο 23 του κοινοτικού πλαισίου για το περιβάλλον, μερικές φορές γίνεται αποδεκτό ότι σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων μπορούν να χορηγηθούν φορολογικές απαλλαγές ή εκπτώσεις, που έχουν ευνοϊκές επιπτώσεις όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, ώστε να μην βρεθούν αυτές σε δυσχερή θέση από άποψη ανταγωνισμού, εάν χρειάζονται τέτοιου είδους παρεκκλίσεις για να εξασφαλιστεί η θέσπιση ή η διατήρηση φόρων που επιβάλλονται στο σύνολο των προϊόντων.

(56)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το σημείο 50 του κοινοτικού πλαισίου για το περιβάλλον, τα φορολογικά μέτρα πρέπει γενικότερα να συμβάλλουν σημαντικά στην προστασία του περιβάλλοντος. Πρέπει να εξασφαλίζεται ότι οι παρεκκλίσεις ή οι απαλλαγές δεν θα θίγουν, από τη φύση τους, τους γενικούς στόχους που επιδιώκονται.

(57)

Στηριζόμενη στα έγγραφα (τη μελέτη) που υπέβαλε στη συνέχεια, η Γερμανία κατέδειξε ότι παρά τις αυξήσεις στους ενεργειακούς φόρους η κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε συνεχώς, ενώ η ενεργειακή απόδοση αυξήθηκε για τα καλλιεργούμενα είδη στα θερμοκήπια, τόσο τα λαχανικά, όσο και τα άνθη.

(58)

Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή υποθέτει ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη να λάβουν μέτρα για να υπάρξει κάποια βελτίωση στα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος.

(59)

Το κοινοτικό πλαίσιο για το περιβάλλον διακρίνει μεταξύ, αφενός, νέων (σημείο 51.1) και, αφετέρου, υφιστάμενων φόρων (σημεία 51.2 και 52).

(60)

Ο νόμος φορολογίας των πετρελαιοειδών ήταν σε ισχύ όταν τροποποιήθηκε στις 16 Αυγούστου 2001 από το νόμο περί τροποποίησης του νόμου φορολογίας των πετρελαιοειδών, βάσει του οποίου χορηγήθηκαν οι επιστροφές φόρου. Επομένως, πρέπει να θεωρείται «υφιστάμενος» κατά την έννοια του σημείου 51.2 ή 52 του κοινοτικού πλαισίου κατά η χρονική στιγμή υποβολής του τροποποιητικού νόμου.

(61)

Σύμφωνα με το σημείο 51.2, οι διατάξεις που αναφέρονται στο σημείο 51.1 μπορούν να εφαρμοστούν στους υφιστάμενους φόρους, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθοι όροι: α) ο εξεταζόμενος φόρος πρέπει να έχει αξιοσημείωτα θετικές συνέπειες στην προστασία του περιβάλλοντος και β) οι παρεκκλίσεις υπέρ των δικαιούχων επιχειρήσεων πρέπει να έχουν αποφασιστεί κατά τη θέσπιση του φόρου, ή πρέπει να καθίστανται απαραίτητες λόγω σημαντικής τροποποίησης των οικονομικών συνθηκών, που έχει ως αποτέλεσμα την εξαιρετικά δύσκολη θέση των επιχειρήσεων από άποψη ανταγωνισμού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ποσό της φορολογικής μείωσης δεν μπορεί να υπερβεί την αύξηση των επιβαρύνσεων που επιφέρει η τροποποίηση των οικονομικών συνθηκών. Όταν η εν λόγω αύξηση των επιβαρύνσεων εξαφανιστεί, πρέπει επίσης να καταργηθεί και η φορολογική έκπτωση.

(62)

Οι όροι που αναφέρονται υπό τα στοιχεία α) και β) πρέπει να τηρηθούν σωρευτικά προκειμένου να εφαρμοστεί το σημείο 51.1 του κοινοτικού πλαισίου για το περιβάλλον. Όσον αφορά τους όρους του στοιχείου β) πρώτη περίπτωση, που ορίζει ότι οι παρεκκλίσεις υπέρ των δικαιούχων επιχειρήσεων πρέπει να έχουν αποφασιστεί κατά τη θέσπιση του φόρου, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι όλες οι φορολογικές μειώσεις χορηγήθηκαν μετά την έγκριση του φορολογικού νόμου και όχι τη χρονική στιγμή της θέσπισής του. Συνεπώς, δεν πληρούται η πρώτη εναλλακτική περίπτωση. Η δεύτερη εναλλακτική λύση απαιτεί όχι μόνο την απόδειξη της ριζικής μεταβολής των οικονομικών συνθηκών για τις αντίστοιχες εταιρείες, αφενός, αλλά και την απόδειξη ότι το ποσό της μείωσης του φόρου δεν υπερβαίνει την αύξηση των πρόσθετων επιβαρύνσεων που επιφέρει η τροποποίηση των οικονομικών συνθηκών. Η Γερμανία δεν έχει προσκομίσει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία που θα επέτρεπαν στην Επιτροπή να αντλήσει το συμπέρασμα ότι οι όροι αυτοί τηρούνται. Κατά συνέπεια, ούτε και η δεύτερη εναλλακτική περίπτωση του στοιχείου β) πληρούται. Από αυτό έπεται ότι το σημείο 51.2 δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί.

(63)

Η Επιτροπή έχει εξετάσει εάν θα μπορούσε να εφαρμοστεί το σημείο 52. Όπως προβλέπεται στο σημείο 52, σε περίπτωση που ένας υφιστάμενος φόρος αυξάνεται σημαντικά και το κράτος μέλος κρίνει ότι οι παρεκκλίσεις είναι απαραίτητες για ορισμένες επιχειρήσεις, ισχύουν κατ’ αναλογία οι όροι που αναφέρονται στο σημείο 51.1 για τους νέους φόρους. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί εάν οι φόροι αυξήθηκαν σημαντικά και εάν τηρούνται οι όροι του σημείου 51.1 του κοινοτικού πλαισίου για το περιβάλλον.

(64)

Οι υφιστάμενοι φόροι αυξήθηκαν όλοι κατά 20 % τουλάχιστον (βλέπε παράρτημα I). Η Επιτροπή θεωρεί αυτήν την αύξηση σημαντική κατά την έννοια του σημείου 52 του κοινοτικού πλαισίου για το περιβάλλον. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της ότι, με βάση τα στοιχεία της Γερμανίας, οι εξαιρέσεις είναι απαραίτητες για να εξακολουθήσουν να υπάρχουν οι ευνοούμενες επιχειρήσεις θερμοκηπίου.

(65)

Εντούτοις, το σημείο 52 μπορεί να ισχύσει μόνο για τις επιστροφές φόρου που δεν υπερβαίνουν το ποσό αύξησης του αρχικού φόρου, με άλλα λόγια δηλαδή για το νέο σκέλος του υφιστάμενου φόρου. Το σημείο 52 αναφέρεται στις διατάξεις που εφαρμόζονται στους νέους φόρους. Επομένως, η αύξηση του φόρου αξιολογείται κατ’ αναλογία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως η καθιέρωση ενός νέου φόρου. Αυτή η αναλογία μπορεί μόνο να εφαρμοστεί για το νέο σκέλος, δηλαδή για το αυξανόμενο μέρος του φόρου. Μόνο με αυτή τη διαδικασία εξασφαλίζεται ότι τα πρόσθετα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την αξιολόγηση των υφιστάμενων φόρων δεν αγνοούνται σε περίπτωση αξιολόγησης μιας φορολογικής αύξησης. Με αφετηρία τις προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή καταλήγει στις εξής διαπιστώσεις:

(66)

Όσον αφορά το πετρέλαιο θέρμανσης, ο αρχικός φόρος που ανερχόταν σε 40,90 ευρώ ανά 1 000 λίτρα αυξήθηκε σε 61,35 ευρώ ανά 1 000 λίτρα. Η Επιτροπή είναι επομένως της άποψης ότι οποιαδήποτε μείωση του φόρου που υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (και συγκεκριμένα ποσό 40,90 ευρώ ανά 1 000 λίτρα), δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το κοινοτικό πλαίσιο για το περιβάλλον και είναι επομένως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

(67)

Όσον αφορά το φυσικό αέριο, ο αρχικός φόρος είχε αυξηθεί από 1,87 ευρώ ανά MWh σε 3,476 ευρώ ανά MWh (από την 1η Απριλίου 1999), και σε 5,50 ευρώ ανά MWh (από το 2003). Η Επιτροπή θεωρεί επομένως ότι οποιαδήποτε μείωση του φόρου που υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (και συγκεκριμένα ποσό 1,87 ευρώ ανά MWh), δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το κοινοτικό πλαίσιο για το περιβάλλον και είναι επομένως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

(68)

Όσον αφορά το υγραέριο, ο αρχικός φόρος είχε αυξηθεί από 25,56 ευρώ ανά 1 000 kg σε 38,34 ευρώ ανά 1 000 kg (από την 1η Απριλίου 1999) και σε 60,60 ευρώ ανά 1 000 kg (από το 2003). Η Επιτροπή θεωρεί επομένως ότι οποιαδήποτε μείωση του φόρου που υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (και συγκεκριμένα ποσό 25,56 ευρώ ανά 1 000 kg), δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το κοινοτικό πλαίσιο για το περιβάλλον και είναι επομένως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

(69)

Όσον αφορά το μέρος της ενίσχυσης που δεν έχει υπερβεί το ποσό αύξησης του φόρου το 1999, η Επιτροπή έχει επίσης κρίνει κατά πόσο τηρήθηκαν οι όροι του σημείου 51.1 στοιχείο β) (εφαρμόσιμο αναλογικά σύμφωνα με το σημείο 52 των οδηγιών).

(70)

Το σημείο 51.1 β) προβλέπει ότι οι αποφάσεις απαλλαγής διάρκειας δέκα ετών, χωρίς πρόβλεψη προοδευτικής μείωσης, μπορούν να δικαιολογηθούν σε δύο περιπτώσεις και διευκρινίζει δύο περαιτέρω όρους που πρέπει να πληρούνται: α) όταν η μείωση αφορά κοινοτικό φόρο, το ποσό που πραγματικά καταβάλλουν οι επιχειρήσεις μετά τη μείωση πρέπει να είναι υψηλότερο του ελάχιστου κοινοτικού σε τέτοιο επίπεδο που να παροτρύνει τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν την προστασία του περιβάλλοντος· β) όταν η μείωση αφορά εθνικό φόρο που επιβάλλεται ελλείψει κοινοτικού, οι επιχειρήσεις που δικαιούνται μείωσης πρέπει ωστόσο να καταβάλουν σημαντικό μέρος του εθνικού φόρου. Το κοινοτικό πλαίσιο για το περιβάλλον επιβάλλει εναλλακτικά να εφαρμόζονται εναλλακτικά μέτρα (π.χ. εκούσιες συμφωνίες) Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

(71)

Όσον αφορά τα τρία θιγόμενα προϊόντα, δηλαδή το πετρέλαιο θέρμανσης, το φυσικό αέριο και το υγραέριο, το αρχικό επίπεδο φορολογίας που εφαρμόστηκε πριν από την αύξηση του φόρου το 1999 υπερέβη το ελάχιστο κοινοτικό όριο:

 

Για το πετρέλαιο θέρμανσης, ο κατώτατος κοινοτικός συντελεστής φορολογίας ανήλθε σε 18,00 ευρώ ανά 1 000 λίτρα (16) για τα έτη 2001-2003 και σε 21,00 ευρώ ανά 1 000 λίτρα (17) για τα έτη 2004-2006 και ήταν επομένως κατώτερος από το αρχικό επίπεδο φορολογίας που ανερχόταν σε 40,90 ευρώ ανά 1 000 λίτρα.

 

Για το φυσικό αέριο, ο κατώτατος κοινοτικός συντελεστής φορολογίας ανήλθε σε 0,54 ευρώ ανά MWh για τα έτη 2004-2006 και ήταν επομένως κατώτερος από το αρχικό επίπεδο φορολογίας που ανερχόταν σε 1,87 ευρώ ανά MWh.

 

Για το υγραέριο, ο κατώτατος κοινοτικός συντελεστής φορολογίας ανήλθε σε 0 ευρώ ανά 1 000 kg και ήταν επομένως κατώτερος από το αρχικό επίπεδο φορολογίας που ανερχόταν σε 25,56 ευρώ ανά 1 000 kg.

(72)

Όσον αφορά τα άλλα καύσιμα θέρμανσης για τα οποία δεν ίσχυε κάποιος ελάχιστος κοινοτικός συντελεστής κατά τη διάρκεια των ετών 2001-2003, το σημείο 51.1 στοιχείο β) δεύτερη περίπτωση του κοινοτικού πλαισίου για το περιβάλλον του 2001 ορίζει ότι οι ευνοούμενες επιχειρήσεις πρέπει να καταβάλουν σημαντικό μέρος του εθνικού φόρου. Ο λόγος για αυτό είναι ότι πρέπει να τους παρέχονται κίνητρα, προκειμένου να βελτιώσουν τη στάση τους στα θέματα του περιβάλλοντος. Από την πρακτική που εφαρμόζει η Επιτροπή έχει καταστεί σαφές ότι ως σημαντικό μέρος του εθνικού φόρου μπορεί γενικά να εκλαμβάνεται είτε ποσοστό 20 %, είτε το ελάχιστο κοινοτικό ποσοστό που εφαρμόζεται στις χρήσεις της ενέργειας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εκάστοτε οδηγίας.

(73)

Ακόμα και εάν ληφθεί υπόψη ο υψηλότερος εφαρμοστέος συντελεστής για το εν λόγω χρονικό διάστημα, δηλαδή 5,5 ευρώ ανά MWh για το έτος 2003, το κατώτατο όριο του 20 % ανέρχεται μόνο σε 1,1 ευρώ ανά MWh και παραμένει επομένως κατώτερο από το αρχικό επίπεδο φορολογίας, δηλαδή 1,87 ευρώ ανά MWh.

(74)

Για τους λόγους που αναπτύχθηκαν προηγουμένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εφόσον οι φορολογικές μειώσεις δεν υπερβαίνουν τα αρχικά επίπεδα φορολογίας πριν από την αύξηση το 1999, γίνονται σεβαστοί οι όροι που καθορίζονται στο σημείο 51.1 στοιχείο β).

(75)

Όσον αφορά το πετρέλαιο θέρμανσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέρος της μείωσης του φόρου που υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (συγκεκριμένα 40,90 ευρώ ανά 1 000 λίτρα) είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά και ότι το μέρος της μείωσης του φόρου που δεν υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (η μείωση από 61,35 ευρώ ανά 1 000 λίτρα σε 40,90 ευρώ ανά 1 000 λίτρα) είναι συμβατό με την κοινή αγορά.

(76)

Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέρος της μείωσης του φόρου που υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (συγκεκριμένα 1,87 ευρώ ανά MWh) είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά και ότι το μέρος της μείωσης της μείωσης του φόρου που δεν υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (η μείωση από 3,476 ευρώ ανά MWh, για τα έτη 2001 και 2002, και από 5,5 ευρώ ανά MWh, για τα έτη 2003 ως 2006, σε 1,87 ευρώ ανά MWh) είναι συμβατό με την κοινή αγορά.

(77)

Όσον αφορά το υγραέριο, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέρος της μείωσης του φόρου που υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (συγκεκριμένα 25,56 ευρώ ανά 1 000 λίτρα) είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά και ότι το μέρος της μείωσης του φόρου που δεν υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας (η μείωση από 38,34 ευρώ ανά 1 000 λίτρα, για τα έτη 2001 και 2002, και από 60,60 ευρώ ανά 1 000 λίτρα, για τα έτη 2003 ως 2006) είναι συμβατό με την κοινή αγορά.

(78)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε για τα έτη 2001 έως 2004 κατά παράβαση του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 παράγραφος 2), χωρίς να δηλωθεί εγκαίρως στην Επιτροπή και χωρίς να αναμένεται η έκδοση της απόφασης από την Επιτροπή.

(79)

Η Γερμανία διατείνεται ότι η ενίσχυση ήταν γνωστή στην Επιτροπή από τις 29 Αυγούστου 2001, αλλά ότι η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ μόλις στις 22 Οκτωβρίου 2005. Αναφέρει ότι η παρούσα απόφαση εκδίδεται με υπέρμετρη καθυστέρηση και ότι δεν είναι δυνατόν να συμβιβασθεί με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, παραπέμποντας στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Η Γερμανία αντιτάσσει ως εκ τούτου την ένσταση ότι η Επιτροπή δεν εξουσιοδοτείται πλέον να διαγνώσει το ασυμβίβαστο της ενίσχυσης με την κοινή αγορά.

(80)

Οι παράνομες ενισχύσεις δεν υπάγονται συνεπώς στις διατάξεις για τις σύντομες προθεσμίες εξέτασης που καθορίζονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης εξακολουθούν ωστόσο να εφαρμόζονται. Η Επιτροπή υπογραμμίζει εντούτοις ότι, στην απόφασή της Κ (202) 441 τελικό της 13ης Φεβρουαρίου 2002 που είχε απευθύνει στη Γερμανία, είχε επιφυλάξει στον εαυτό της το δικαίωμα να προβεί σε εξέταση με γνώμονα τις διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις.

(81)

Από την ημερομηνία που ανέφερε η Γερμανία (29 Αυγούστου 2001) έως τη στιγμή που κινήθηκε η επίσημη διαδικασία έρευνας (20 Οκτωβρίου 2005), η Επιτροπή απηύθυνε τουλάχιστον τρία αιτήματα παροχής πληροφοριών στη Γερμανία και πραγματοποίησε μια συνεδρίαση με τους αντιπροσώπους της Γερμανίας. Μόλις σε αυτή τη χρονική περίοδο έμαθε επίσης η Επιτροπή για τη διπλή παράταση ισχύος των επιστροφών φόρου κατά μια διετία σε κάθε περίπτωση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η Γερμανία απηύθυνε τουλάχιστον πέντε ανακοινώσεις στην Επιτροπή, με τις οποίες της χορηγούσε συμπληρωματικές πληροφορίες. Και μόνο το γεγονός, ότι κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας περιόδου η Γερμανία διαβίβασε πέντε ανακοινώσεις στην Επιτροπή, αποδεικνύει ότι και κατά την άποψη της Γερμανίας οι πληροφορίες δεν ήταν αρκετά πλήρεις ώστε να επιτρέψουν στην Επιτροπή να καταλήξει σε απόφαση σχετικά με την περίπτωση αυτή. Η επίκληση της απόφασης στην υπόθεση RSV δεν αλλάζει σε τίποτα τη συγκεκριμένη διαπίστωση. Η περίπτωση που κρίθηκε στην υπόθεση αυτή διαφέρει. Σε εκείνη, η Επιτροπή είχε ήδη όχι μόνο λεπτομερείς γνώσεις της ενίσχυσης, πράγμα που δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, αλλά επιπλέον είχε ήδη λάβει την απόφασή της σχετικά με το βασικό μέτρο. Ακόμη και εάν λάβουμε υπόψη την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δεν μπορεί επομένως να γίνεται καν λόγος για παράλειψη εκ μέρους της Επιτροπής να λάβει μέτρα. Δεν έχει υπάρξει παράβαση του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(82)

Όσον αφορά το κοινοποιημένο μέρος της ενίσχυσης (πρώην αριθμός Ν 189/05), ούτε η Γερμανία, αλλά ούτε και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι υποστήριξαν ότι είχαν υπάρξει συγκεκριμένες παραβάσεις των προθεσμιών εξέτασης που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Η Γερμανία δεν εφάρμοσε εκτός των άλλων τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

(83)

Επομένως, τα επιχειρήματα της Γερμανίας όσον αφορά τη συγκεκριμένη εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 δεν ευσταθούν.

(84)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι παράνομες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του παρόντος καθεστώτος και οι οποίες κρίνεται ότι δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (18) [νυν άρθρου 88], αποτελούν αντικείμενο ανάκτησης.

(85)

Το άρθρο 14 παράγραφος 1 ορίζει τα εξής: «Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου». Η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της, με δική της πρωτοβουλία, τις εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν το μέτρο αυτό (19).

(86)

Απομένει να εξετασθεί εάν στην παρούσα περίπτωση θα μπορούσε να γίνει επίκληση κάποιας γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, όπως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της ασφάλειας του δικαίου, προκειμένου να αποκλεισθεί η ανάκτηση από τους δικαιούχους της παράνομης και ασυμβίβαστης με την κοινή αγορά ενίσχυσης.

(87)

Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συνιστά γενική αρχή η οποία θεμελιώνεται στο κοινοτικό δίκαιο. Πριν διαμορφωθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, απαιτείται να επιβεβαιώσει η Επιτροπή τη νομιμότητα ενός ορισμένου μέτρου. Επομένως, πρέπει να υπάρχει μια δεδομένη πράξη ή στάση εκ μέρους της κοινοτικής διοίκησης που να είναι σε θέση να έχε προκαλέσει μια τέτοια προσδοκία (20).

(88)

Κατά πάγια νομολογία, η βασική αρχή παραβιάζεται όταν συνθήκες αβεβαιότητας και έλλειψης σαφήνειας έχουν οδηγήσει σε ένα διφορούμενο νομικό καθεστώς που θα όφειλε να έχει διευκρινίσει η Επιτροπή πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια βάσει της οποίας επιτάσσει την ανάκτηση (21).

(89)

Η Γερμανία δεν έχει αποδείξει ειδικότερα γιατί η ανάκτηση καθαυτή δεν είναι συμβιβάσιμη με τη χρηστή διοίκηση. Βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, οι ενισχύσεις που κρίνεται ότι είναι παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά πρέπει κατά βάση να αποτελούν αντικείμενο ανάκτησης.

(90)

Η μόνη εξαίρεση από τον κανόνα αυτό είναι οι περιπτώσεις στις οποίες η ανάκτηση θα εναντιωνόταν σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Καμία τέτοια παράβαση δεν είναι προφανής. Δεν υπήρχε ιδίως καμία θεμιτή προσδοκία της Γερμανίας που να είναι βάσιμη και άξια προστασίας. Δεν ήταν βάσιμη, επειδή η ενίσχυση δεν είχε κοινοποιηθεί. Η Γερμανία δεν μπορούσε επομένως να βασίζεται στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για την ύπαρξη των ενισχύσεων αυτών. Αυτό ευσταθεί πολύ περισσότερο επειδή η Επιτροπή είχε επιστήσει την προσοχή της Γερμανίας, με την προαναφερθείσα επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2002, αναφορικά με το ενδεχόμενο να διεξαχθεί έρευνα για την αντίστοιχη κρατική ενίσχυση. Με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ένας συνετός επιχειρηματίας θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχει ρωτήσει τις γερμανικές αρχές εάν οι ενισχύσεις είχαν αποτελέσει αντικείμενο κοινοποίησης και θα μπορούσε επομένως να έχει ενημερωθεί για τον κίνδυνο της ενδεχόμενης ανάκτησης (22). Εάν συνειδητά ή από αμέλεια παρέλειψε το βήμα αυτό, η εμπιστοσύνη του δεν είναι άξια προστασίας.

(91)

Αντικρούοντας τις ενστάσεις της Γερμανίας, ότι συνεπεία των προφορικών δηλώσεων των ανωτέρων υπαλλήλων της Επιτροπής είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι η ενίσχυση ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, η Επιτροπή επισημαίνει ότι μόνο κάτω από την ευθύνη του σώματος των Επιτρόπων εξουσιοδοτείται να λάβει τέτοιες αποφάσεις. Επίσης σημειώνει ότι δεν υπάρχει κανένα σχετικό έγγραφο της Επιτροπής από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εξεταζόμενες ενισχύσεις είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(92)

Απαντώντας στην ένσταση ότι σε περίπτωση πιθανής ανάκτησης μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων θα αντιμετώπιζε την απειλή της αφερεγγυότητας, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η ανάκτηση μέρους των ενισχύσεων είναι αναγκαία για να επιτραπεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δηλαδή μια κατάσταση χωρίς νόθευση του ανταγωνισμού. Εάν αυτό συνεπάγεται ότι μεμονωμένες επιχειρήσεις θα παύσουν να είναι βιώσιμες, αυτό είναι απλώς συνέπεια του ανταγωνισμού που διεξάγεται υπό τις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς.

(93)

Από τις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην παρούσα απόφαση είναι σαφές ότι είναι αδύνατο να αποκλεισθεί η ανάκτηση των επίμαχων επιχορηγήσεων για λόγους ασφαλείας του δικαίου.

(94)

Συνεπώς, οι επιστροφές φόρου που χορηγήθηκαν πρέπει κατά βάση να ανακτηθούν, στο μέτρο που κηρύσσονται ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

(95)

Η απόφαση αφορά την επίμαχη επιστροφή φόρων και η ανάκτηση της ενίσχυσης πρέπει να πραγματοποιηθεί αμελλητί βάσει των διατάξεων του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ.

(96)

Δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο. Η Γερμανία πρέπει επομένως να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις χορηγηθείσες ενισχύσεις που κρίνονται ασυμβίβαστες. Η Γερμανία πρέπει να καλέσει τους θιγόμενους δικαιούχους να επιστρέψουν τις ενισχύσεις εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη στιγμή της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις πρέπει να περιλαμβάνουν τόκους που υπολογίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου.

(97)

Εντούτοις, κάθε ενίσχυση η οποία χορηγείται βάσει του παρόντος καθεστώτος ενισχύσεων που πληροί κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης τους όρους οι οποίοι καθορίζονται από τους κανονισμούς της Επιτροπής που εκδίδονται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 ή από οποιαδήποτε άλλα εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά στο ποσό των αποδεκτών εντάσεων.

(98)

Όπως έχει δείξει εξάλλου η πείρα της Επιτροπής, τα πολύ μικρά ποσά ενίσχυσης που χορηγούνται υπό ορισμένους όρους δεν εμπίπτουν στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(99)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 (23), μια ενίσχυση που δεν υπερβαίνει το ποσό των 3 000 ευρώ ανά δικαιούχο μέσα σε περίοδο τριών ετών (στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που χορηγούνται σε κάποια επιχείρηση) δεν επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και δεν νοθεύει, ούτε απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει ως εκ τούτου στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

(100)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004, το ίδιο ισχύει για ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 1 και 3.

(101)

Από την 1η Ιανουαρίου 2008, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis) στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (24), με τον οποίο αυξάνεται το συνολικό ποσό των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που χορηγούνται στον ίδιο δικαιούχο, ανεξάρτητα από τη μορφή και το στόχο των ενισχύσεων, σε 7 500 ευρώ μέσα σε οποιαδήποτε περίοδο τριών οικονομικών ετών, εντός ορίου ανωτάτου ποσού που ανέρχεται σε 0,6 % της αξίας της ετήσιας παραγωγής.

(102)

Όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του ιδίου κανονισμού, «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2008 στις επιχειρήσεις του τομέα γεωργικών προϊόντων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν όλους τους όρους των άρθρων 1 έως 4, με εξαίρεση την απαίτηση της ρητής παραπομπής στον παρόντα κανονισμό, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο».

(103)

Το άρθρο 6 παράγραφος 1 του ιδίου κανονισμού ορίζει ότι «Κάθε ενίσχυση ήσσονος σημασίας η οποία χορηγείται μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2005 και έξι μηνών μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, και η οποία πληροί τους όρους του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 όπως αυτοί ισχύουν για τον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι δεν πληροί όλα τα κριτήρια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και κατά συνέπεια εξαιρείται από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης».

(104)

Ενώπιον της κατάστασης αυτής, η Επιτροπή κρίνει ότι μια φορολογική μείωση με ανώτατο όριο το ποσό των 3 000 ευρώ δεν θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση στο βαθμό που θα είχαν τηρηθεί οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 τη χρονική στιγμή της χορήγησης και ότι μια φορολογική μείωση με ανώτατο όριο το ποσό των 7 500 δεν θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση εάν θα είχαν τηρηθεί οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 τη χρονική στιγμή της χορήγησης.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(105)

Οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις γεωργικές και δασοκομικές επιχειρήσεις για τη θέρμανση των θερμοκηπίων ή των στεγαζόμενων χώρων που προορίζονται για τη φυτική παραγωγή βάσει του νόμου για την τροποποίηση του νόμου φορολογίας των πετρελαιοειδών και του νόμου σχετικά με την περαιτέρω ανάπτυξη της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης που θέσπισε παράνομα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ή που σκοπεύει να χορηγήσει βάσει του νόμου εφαρμογής των οδηγιών, δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά με βάση τα στοιχεία που αναλύονται στα σημεία 75 έως 77 της παρούσας απόφασης και πρέπει να ανακτηθούν για την αντίστοιχη περίοδο, εφόσον χορηγήθηκαν.

(106)

Οι κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις γεωργικές και δασοκομικές επιχειρήσεις για τη θέρμανση των θερμοκηπίων ή των στεγαζόμενων χώρων που προορίζονται για τη φυτική παραγωγή βάσει του νόμου για την τροποποίηση του νόμου φορολογίας των πετρελαιοειδών και του νόμου σχετικά με την περαιτέρω ανάπτυξη της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης ή που σκοπεύει να χορηγήσει βάσει του νόμου εφαρμογής των οδηγιών είναι κατά τα άλλα συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε ή που σκοπεύει να εφαρμόσει η Γερμανία στις γεωργικές και δασοκομικές επιχειρήσεις για τη θέρμανση των θερμοκηπίων ή των στεγαζόμενων χώρων που προορίζονται για τη φυτική παραγωγή βάσει του νόμου για την τροποποίηση του νόμου φορολογίας των πετρελαιοειδών και του νόμου σχετικά με την περαιτέρω ανάπτυξη της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης καθώς και του νόμου εφαρμογής των οδηγιών είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, όσον αφορά το μέρος της μείωσης του φόρου που υπερβαίνει το αρχικό επίπεδο φορολογίας που ανέρχεται σε 40,90 ευρώ ανά 1 000 λίτρα για τα καύσιμα θέρμανσης, σε 1,87 ευρώ ανά MWh για το φυσικό αέριο και σε 25,56 ευρώ ανά 1 000 λίτρα για το υγραέριο.

Άρθρο 2

Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε ή που σκοπεύει να εφαρμόσει η Γερμανία στις γεωργικές και δασοκομικές επιχειρήσεις για τη θέρμανση των θερμοκηπίων ή των στεγαζόμενων χώρων που προορίζονται για τη φυτική παραγωγή βάσει του νόμου για την τροποποίηση του νόμου φορολογίας των πετρελαιοειδών και του νόμου σχετικά με την περαιτέρω ανάπτυξη της οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης καθώς και του νόμου εφαρμογής των οδηγιών είναι κατά τα άλλα συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Η Γερμανία καλείται να καταργήσει το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1.

Άρθρο 4

1.   Η Γερμανία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των μη συμβιβάσιμων ενισχύσεν που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Τα ποσά των προς ανάκτηση ενισχύσεων περιλαμβάνουν και τους τόκους από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων έως τη στιγμή της πραγματικής τους ανάκτησης.

Οι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής.

3.   Η Γερμανία θα αναστείλει από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης την πληρωμή όλων των αναφερομένων στο άρθρο 1 ενισχύσεων που απομένει ακόμη να καταβληθούν.

4.   Η ανάκτηση πραγματοποιείται πάραυτα και τηρουμένων των διαδικασιών που ορίζει το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης.

5.   Η Γερμανία εκτελεί την παρούσα απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.   Η Γερμανία ενημερώνει την Επιτροπή για την πορεία των εθνικών διαδικασιών εκτέλεσης της παρούσας απόφασης, μέχρι την ολοκλήρωσή τους.

2.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γερμανία υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες·

α)

κατάλογο των δικαιούχων που έχουν λάβει ενισχύσεις βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 και το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που έλαβε κάθε δικαιούχος βάσει στο πλαίσιο του καθεστώτος·

β)

το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) προς ανάκτηση από κάθε δικαιούχο·

γ)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

δ)

έγγραφα βάσει των οποίων καλούνται οι δικαιούχοι να επιστρέψουν την ενίσχυση.

3.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γερμανία κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής υποβάλλει έκθεση που θα παρουσιάζει αναλυτικά τα μέτρα που έχουν ληφθεί ή που προγραμματίζεται να ληφθούν με σκοπό τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση. Στην έκθεση θα περιλαμβάνονται επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 11 Μαρτίου 2008.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 67 της 18.3.2006, σ. 23.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  ΕΕ C 37 της 3.2.2001, σ. 3.

(4)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(5)  Υπόθεση 223/85 Rijn-Schelde-Verolme (RSV) Machinefabrieken en Scheepswerven NV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1987 σ. 04617.

(6)  ΕΕ L 297 της 21.11.1996, σ. 1.

(7)  Υπόθεση C-39/94, SFEI και λοιποί, [1996] Συλλογή I-3547, σκέψη 60.

(8)  Υπόθεση C-301/87 Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1990] σ. I-00307, σκέψη 41.

(9)  Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης μιας επιχείρησης βάσει κρατικών ενισχύσεων αποτελεί εν γένει ένδειξη για τη νόθευση του ανταγωνισμού έναντι των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν λαμβάνουν καμιά ανάλογη υποστήριξη της μορφής αυτής (υπόθεση C-730/79 [1980] Συλλογή 1980 σ. 2671, σκέψεις 11 και 12).

(10)  Βλέπε τα στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια (πηγή: Eurostat).

(11)  Υπόθεση 173/73 Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1974] σ. 709, σκέψεις 36-40.

(12)  ΕΕ C 28 της 1.2.2000, σ. 2. Διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ C 232 της 12.8.2000, σ. 17.

(13)  Ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης (ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22).

(14)  Υπόθεση T-184/97 BP Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [2000] σ. II-3145, σκέψη 59 και επόμενες.

(15)  ΕΕ C 319 της 27.12.2006, σ. 1.

(16)  Ο ελάχιστος συντελεστής φορολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή.

(17)  Ο ελάχιστος συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με τον πίνακα Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας.

(18)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(19)  Υπόθεση 223/85 Rijn-Schelde-Verolme (RSV) Machinefabrieken en Scheepswerven NV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1987] σ. 4617.

(20)  Υποθέσεις C-265/85 Van den Bergh en Jurgens BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1987] σ. 1155, σκέψη 44 και C-152-88, Sofrimport SARL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1990] σ. I-2477 σκέψη 26· τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου στις υποθέσεις T-290/97 Mehibas Dordtselaan BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [2000] σ. II-15, σκέψη 59 και T-223/00 Kyowa Hakko Kogyo Co. Ltd και Kyowa Hakko Europe GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [2003] σ. II-2553, σκέψη 51.

(21)  Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-308/00, Salzgitter AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 180.

(22)  Deufil Gmbh & Co. KG κατά Επιτροπής Συλλογή 1987, σ. 901.

(23)  ΕΕ L 325 της 28.10.2004, σ. 4.

(24)  ΕΕ L 337 της 21.12.2007, σ. 35.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Πετρέλαιο θέρμανσης

Έτος

Κανονικός φορολογικός συντελεστής

Απαλλαγή βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3α εδάφιο 1 αριθ. 1.2 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του MinöStG

από την 1η Αυγούστου 2006: άρθρο 54 παράγραφος 2 αριθ. 1 σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του EnergieStG

Απαλλαγή βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3α εδάφιο 1 αριθ. 1.4 του MinöStG

από την 1η Αυγούστου 2006: άρθρο 58 παράγραφος 2 αριθ. 1 του EnergieStG

C 39/2005

Καθαρή φορολογική επιβάρυνση

ΕΕ-ελάχιστος φορολογικός συντελεστής

 

(σε ευρώ/1 000 l)

έως τις 31.3.1999

40,90 (1)

 

 

 

 

Από την 1.4.1999

61,35 (2)

 

 

 

 

2000

61,35 (2)

 

 

 

 

2001

61,35 (2)

16,36

40,90

4,09 (3)

18,00 (5)

2002

61,35

16,36

40,90

4,09 (3)

18,00 (5)

2003

61,35

8,18

40,90

12,27 (4)

18,00 (5)

2004

61,35

8,18

40,90

12,27 (4)

21,00 (6)

2005

61,35

8,18

40,90

12,27 (4)

21,00 (6)

2006

61,35

8,18

40,90

12,27 (4)

21,00 (6)


Φυσικό αέριο

Έτος

Κανονικός φορολογικός συντελεστής

Απαλλαγή βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3α εδάφιο 1 αριθ. 3.2 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του MinöStG

από την 1η Αυγούστου 2006: άρθρο 54 παράγραφος 2 αριθ. 2 σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του EnergieStG

Απαλλαγή βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3α εδάφιο 1 αριθ. 3.4 του MinöStG

από την 1η Αυγούστου 2006: άρθρο 58 παράγραφος 2 αριθ. 2 του EnergieStG

C 39/2005

Καθαρή φορολογική επιβάρυνση

ΕΕ-ελάχιστος φορολογικός συντελεστής

 

σε ευρώ/MWh

έως τις 31.3.1999

1,87 (7)

 

 

 

 

Από την 1.4.1999

3,476 (8)

 

 

 

 

2000

3,476 (8)

 

 

 

 

2001

3,476 (8)

1,308

1,84 (9)

0,328 (10)

μη εναρμονισμένος

2002

3,476

1,308

1,84 (9)

0,328 (10)

μη εναρμονισμένος

2003

5,50

1,464

3,00

1,036 (11)

μη εναρμονισμένος

2004

5,50

1,464

3,00

1,036 (11)

0,54 (12)  (13)

2005

5,50

1,464

3,00

1,036 (11)

0,54 (12)  (13)

2006

5,50

1,464

3,00

1,036 (11)

0,54 (12)  (13)


Υγραέριο

Έτος

Κανονικός φορολογικός συντελεστής

Απαλλαγή βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3α εδάφιο 1 αριθ. 4.2 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του MinöStG

από την 1η Αυγούστου 2006: άρθρο 54 παράγραφος 2 αριθ. 3 σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του EnergieStG

Απαλλαγή βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3α εδάφιο 1 αριθ. 4.4 του MinöStG

από την 1η Αυγούστου 2006: άρθρο 58 παράγραφος 2 αριθ. 3 EnergieStG

C 39/2005

Καθαρή φορολογική επιβάρυνση

ΕΕ-ελάχιστος φορολογικός συντελεστής

 

σε ευρώ/1 000 kg

έως τις 31.3.1999

25,56 (14)

 

 

 

 

Από την 1.4.1999

38,34 (15)

 

 

 

 

2000

38,34 (15)

 

 

 

 

2001

38,34 (15)

10,22

25,56

2,56 (16)

0,00 (18)

2002

38,34

10,22

25,56

2,56 (16)

0,00 (18)

2003

60,60

14,02

38,90

7,68 (17)

0,00 (18)

2004

60,60

14,02

38,90

7,68 (17)

0,00 (19)

2005

60,60

14,02

38,90

7,68 (17)

0,00 (19)

2006

60,60

14,02

38,90

7,68 (17)

0,00 (19)


(1)  Έως τις 31 Μαρτίου 1999, ο κανονικός φορολογικός συντελεστής για το πετρέλαιο θέρμανσης (HEL) ανερχόταν σε 80,00 DM ανά 1 000 λίτρα. Τα στοιχεία αναφέρονται ήδη σε ευρώ για να διευκολύνεται η σύγκριση (μετατροπή με βάση συναλλαγματική ισοτιμία: 1 ευρώ = 1,95583 DM).

(2)  Από την 1η Απριλίου του 1999, ο κανονικός φορολογικός συντελεστής για το πετρέλαιο θέρμανσης (HEL) ανερχόταν σε 120,00 DM ανά 1 000 λίτρα. Τα στοιχεία αναφέρονται ήδη σε ευρώ για να διευκολύνεται η σύγκριση (μετατροπή με βάση συναλλαγματική ισοτιμία: 1 ευρώ = 1,95583 DM).

(3)  Για λόγους διαφάνειας, η καθαρή φορολογική επιβάρυνση αναγράφεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κατώτατο βασικό ύψος (ίδια συμμετοχή) του MinöStG, που ανέρχεται σε 409 ευρώ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 4 του MinöStG. Η μεμονωμένη καθαρή φορολογική επιβάρυνση εξαρτάται από τον εκάστοτε όγκο της κατανάλωσης.

(4)  Για λόγους διαφάνειας, η καθαρή φορολογική επιβάρυνση αναγράφεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κατώτατο βασικό ύψος (ίδια συμμετοχή) του MinöStG, που ανέρχεται σε 205 ευρώ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 4 του MinöStG (από την 1η Αυγούστου 2006: άρθρο 54 παράγραφος 3 EnergieStG). Η μεμονωμένη καθαρή φορολογική επιβάρυνση εξαρτάται από τον εκάστοτε όγκο της κατανάλωσης.

(5)  Ελάχιστος φορολογικός συντελεστής βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή.

(6)  Ελάχιστος φορολογικός συντελεστής βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το παράρτημα I πίνακας Γ της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας.

(7)  Έως τις 31 Μαρτίου 1999, ο κανονικός φορολογικός συντελεστής για το φυσικό αέριο ανερχόταν σε 3,60 DM/MWh. Τα στοιχεία αναφέρονται ήδη σε ευρώ για να διευκολύνεται η σύγκριση (μετατροπή με βάση συναλλαγματική ισοτιμία: 1 ευρώ = 1,95583 DM).

(8)  Από την 1η Απριλίου 1999 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, ο κανονικός φορολογικός συντελεστής για το φυσικό αέριο ανερχόταν σε 6,80 DM/MWh. Τα στοιχεία αναφέρονται ήδη σε ευρώ για να διευκολύνεται η σύγκριση (μετατροπή με βάση συναλλαγματική ισοτιμία: 1 ευρώ = 1,95583 DM).

(9)  Ποσό της μείωσης βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3α αριθ. 3.4 του MinöStG της 1ης Αυγούστου 2002 (BGBl. I S. 2778).

(10)  Για λόγους διαφάνειας, η καθαρή φορολογική επιβάρυνση αναγράφεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κατώτατο βασικό ύψος (ίδια συμμετοχή) του MinöStG, που ανέρχεται σε 409 ευρώ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 4 του MinöStG. Η μεμονωμένη καθαρή φορολογική επιβάρυνση εξαρτάται από τον εκάστοτε όγκο της κατανάλωσης.

(11)  Για λόγους διαφάνειας, η καθαρή φορολογική επιβάρυνση αναγράφεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κατώτατο βασικό ύψος (ίδια συμμετοχή) του MinöStG, που ανέρχεται σε 205 ευρώ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 4 του MinöStG. Η μεμονωμένη καθαρή φορολογική επιβάρυνση εξαρτάται από τον εκάστοτε όγκο της κατανάλωσης.

(12)  Ελάχιστος φορολογικός συντελεστής βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το παράρτημα I Πίνακας Γ της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας.

(13)  Μετατροπή σε MWh (πίνακας Γ: 0,15/0,30 ευρώ ανά gigajoule με βάση την ακαθάριστη θερμαντική αξία).

(14)  Έως τις 31 Μαρτίου 1999, ο κανονικός φορολογικός συντελεστής για το υγραέριο ανερχόταν σε 50,00 DM/1 000 kg. Τα στοιχεία αναφέρονται ήδη σε ευρώ για να διευκολύνεται η σύγκριση (μετατροπή με βάση συναλλαγματική ισοτιμία: 1 ευρώ = 1,95583 DM).

(15)  Από την 1η Απριλίου 1999 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, ο κανονικός φορολογικός συντελεστής για το υγραέριο ανερχόταν σε 75,00 DM/1 000 kg. Τα στοιχεία αναφέρονται ήδη σε ευρώ για να διευκολύνεται η σύγκριση (μετατροπή με βάση συναλλαγματική ισοτιμία: 1 ευρώ = 1,95583 DM).

(16)  Για λόγους διαφάνειας, η καθαρή φορολογική επιβάρυνση αναγράφεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κατώτατο βασικό ύψος (ίδια συμμετοχή) του MinöStG, που ανέρχεται σε 409 ευρώ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 4 του MinöStG. Η μεμονωμένη καθαρή φορολογική επιβάρυνση εξαρτάται από τον εκάστοτε όγκο της κατανάλωσης.

(17)  Για λόγους διαφάνειας, η καθαρή φορολογική επιβάρυνση αναγράφεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κατώτατο βασικό ύψος (ίδια συμμετοχή) του MinöStG, που ανέρχεται σε 205 ευρώ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 4 του MinöStG. Η μεμονωμένη καθαρή φορολογική επιβάρυνση εξαρτάται από τον εκάστοτε όγκο της κατανάλωσης.

(18)  Άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή.

(19)  Ελάχιστος φορολογικός συντελεστής βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το παράρτημα I πίνακας Γ της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Στοιχεία σχετικά με τα καταβληθέντα, τα προς ανάκτηση και τα ήδη ανακτηθέντα ποσά ενισχύσεων

Δικαιούχος

Συνολικό ύψος της ενίσχυσης που καταβλήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος (1)

Συνολικό ύψος ποσού προς ανάκτηση (1)

(κεφάλαιο)

Ήδη ανακτηθέν συνολικό ποσό (1)

Κεφάλαιο

Τόκοι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


(1)  

(°)

Εθνικό νόμισμα σε εκατομμύρια.


5.9.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 238/27


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 2ας Απριλίου 2008

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 38/07 (πρώην NN 45/07) που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της Arbel Fauvet Rail SA

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 1089]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/716/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Η Επιτροπή ενημερώθηκε μέσω καταγγελίας για ορισμένα μέτρα στήριξης που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της εταιρείας Arbel Fauvet Rail («AFR»). Η Γαλλία υπέβαλε συμπληρωματικές παρατηρήσεις στις 28 Ιανουαρίου 2006, στις 25 Οκτωβρίου 2006, στις 30 Ιανουαρίου 2007 και στις 6 Ιουνίου 2007.

(2)

Με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλία για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης όσον αφορά την προαναφερθείσα ενίσχυση.

(3)

Η Γαλλία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 12 Οκτωβρίου 2007, καθώς και στις 18 και 19 Δεκεμβρίου 2007.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(5)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από τους ενδιαφερόμενους.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.   Ο δικαιούχος

(6)

Η AFR είναι κατασκευαστής σιδηροδρομικού υλικού ειδικευμένος στις φορτάμαξες και στα εμπορευματοκιβώτια-δεξαμενές. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους παραγωγούς στην ευρωπαϊκή αγορά τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού. Η εταιρεία είναι εγκατεστημένη στο Douai (Nord) και απασχολεί σήμερα περίπου 265 άτομα.

(7)

Το 2005, η εταιρεία Arbel SA κατείχε την AFR κατά 100 % (3). Η AFR απασχολούσε τότε περίπου 330 άτομα.

(8)

Η εκμετάλλευση της AFR υπήρξε ελλειμματική κατά τη διάρκεια πολλών ετών. Οι οικονομικές δυσκολίες της εταιρείας επιδεινώθηκαν από το 2001. Αυτή η τάση ενισχύθηκε μεταξύ του 2002 και του 2005. Στον ακόλουθο πίνακα αναγράφονται ορισμένοι δείκτες κλειδιά των επιδόσεων της AFR κατά την περίοδο που προηγήθηκε της χορήγησης της ενίσχυσης:

(σε ευρώ)

 

Στις 31.12.2004

Στις 31.12.2003

Στις 31.12.2002

Στις 31.12.2001

Κύκλος εργασιών

22 700 000

42 700 000

42 000 000

70 000 000

Καθαρό αποτέλεσμα

–11 589 620

–14 270 634

–2 083 746

–10 500 000

Ίδια κεφάλαια

–21 090 000

–23 000 000

–8 700 000

–6 600 000

2.2.   Τα μέτρα στήριξης

(9)

Στις 4 Ιουλίου 2005, η περιφέρεια Nord-Pas-de-Calais και ο δήμος της περιφέρειας του Douaisis χορήγησαν από κοινού στην AFR επιστρέψιμη προκαταβολή 1 εκατ. ευρώ ο καθένας, ήτοι 2 εκατ. ευρώ συνολικά.

(10)

Σύμφωνα με τις παρασχεθείσες από τις γαλλικές αρχές πληροφορίες, οι όροι των προκαταβολών ήταν οι ακόλουθοι:

η επιστρεπτέα προκαταβολή της περιφέρειας χορηγήθηκε με ετήσιο επιτόκιο 4,08 % (που αντιστοιχεί στο κοινοτικό επιτόκιο αναφοράς που εφαρμοζόταν κατά τη στιγμή της χορήγησης) υπό την προϋπόθεση «συμπλήρωσης» ενός σχεδίου χρηματοδότησης υπό επεξεργασία στην AFR. Η προκαταβολή ήταν επιστρέψιμη μέσω εξαμηνιαίων καταβολών για περίοδο τριών ετών αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2006. Σύμφωνα με τις πληροφορίες στη διάθεση της Επιτροπής, αυτές οι προκαταβολές δεν έχουν ακόμα επιστραφεί εξ ολοκλήρου,

η προκαταβολή του δήμου της περιφέρειας του Douaisis χορηγήθηκε με ετήσιο επιτόκιο 4,08 % (που αντιστοιχεί στο κοινοτικό επιτόκιο αναφοράς που εφαρμοζόταν κατά τη στιγμή της χορήγησης) υπό την προϋπόθεση καταβολής της επιστρέψιμης προκαταβολής με τους ίδιους όρους με εκείνους της περιφέρειας, καθώς και την παρασχεθείσα απόδειξη της αμετάκλητης συγχώνευσης μεταξύ της AFR και της Lormafer, μια άλλη εταιρεία ελεγχόμενη από την Arbel SA. Ομοίως, αυτή η προκαταβολή ήταν επιστρέψιμη με εξαμηνιαίες δόσεις για περίοδο τριών ετών αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2006.

3.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(11)

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι επιστρέψιμες προκαταβολές συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Γι’ αυτόν τον σκοπό, η Επιτροπή επισήμανε ιδίως ότι τα μέτρα παρείχαν πλεονέκτημα στην AFR στο μέτρο που η επιχείρηση, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής της κατάστασης, δεν θα είχε μπορέσει να αντλήσει κεφάλαια από τη χρηματοπιστωτική αγορά υπό όρους τόσο ευνοϊκούς.

(12)

Η Επιτροπή έκρινε ότι η AFR ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (εφεξής «οι κατευθυντήριες γραμμές») (4) και ότι, συνεπώς, το συμβιβάσιμο της κρατικής ενίσχυσης που αυτή είχε λάβει έπρεπε να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές. Σύμφωνα με την Επιτροπή, υπήρχαν αμφιβολίες όσον αφορά το συμβιβάσιμο της εν λόγω ενίσχυσης με την κοινή αγορά κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

(13)

Οι γαλλικές αρχές επισήμαναν ότι παρόλο που η AFR διένυε μια δύσκολη φάση κατά την περίοδο κατά την οποία χορηγήθηκαν και κατόπιν καταβλήθηκαν οι επιστρέψιμες προκαταβολές (τόσο τον Ιούλιο όσο και κατά το δεύτερο εξάμηνο 2005), η εταιρεία διατήρησε πάντοτε την εμπιστοσύνη των πελατών και των τραπεζών της.

(14)

Προς επίρρωση των δηλώσεων τους, οι γαλλικές αρχές επικαλέσθηκαν τα ακόλουθα στοιχεία, που χαρακτηρίστηκαν ως «σήματα εμπιστοσύνης» των πελατών και των τραπεζών όσον αφορά την AFR:

η τράπεζα […] (5) χορήγησε αύξηση του ακάλυπτου χρέους στον τρεχούμενο λογαριασμό της AFR κατά 2 εκατ. ευρώ (εγγυημένη από την […]),

η AFR έλαβε 7 εκατ. ευρώ προκαταβολών των πελατών της —εγγυημένων από την […] (5)—, στα οποία πρέπει να προστεθούν 4 εκατ. ευρώ νέων προκαταβολών τον Ιανουάριο 2006,

την ίδια περίοδο η επιχείρηση ετύγχανε εγγυήσεων «προμηθευτών» ύψους 4 εκατ. ευρώ από την […] (5).

(15)

Οι γαλλικές αρχές στήριξαν τις παρατηρήσεις τους με έγγραφα από τα οποία προκύπτουν ιδίως τα εξής:

το επιτόκιο του ακαλύπτου χρέους ήταν 4,4199 % την 1η Ιουλίου 2005,

το ποσό των διαφόρων εγγυήσεων (προμηθευτές, εγγυήσεις αγοράς, χρηματοπιστωτικές εγγυήσεις) που χορηγήθηκαν από την […] (5) υπέρ της AFR ήταν 29 εκατ. ευρώ στις 6 Μαΐου 2005.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 87 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ

5.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

5.1.1.   Κρατικοί πόροι

(16)

Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ορίζει ότι, εκτός αν άλλως ορίζει η ίδια συνθήκη, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(17)

Όσον αφορά τις επιστρέψιμες προκαταβολές, η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα.

(18)

Το άρθρο 87 της συνθήκης δεν έχει ως στόχο αποκλειστικά τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών μελών, αλλά και τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τις τοπικές αρχές, όπως εκείνες της περιφέρειας Nord-Pas-de-Calais ή των κοινοτήτων του δήμου της περιφέρειας του Douaisis. Τα κεφάλαια αυτών των τοπικών αρχών συνιστούν κρατικούς πόρους και οι αποφάσεις τους να χορηγήσουν τις εν λόγω προκαταβολές στην AFR καταλογίζονται στο κράτος.

5.1.2.   Ενίσχυση που ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις

(19)

Οι προκαταβολές χορηγήθηκαν όταν η AFR βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι η AFR, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής της κατάστασης όπως προκύπτει από το σημείο 8, ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, τη στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης. Επίσης, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι προκαταβολές είχαν χορηγηθεί χωρίς καμία ασφάλεια που να εγγυάτο την επιστροφή τους, ενώ τα εφαρμοζόμενα επιτόκια θεωρείται ότι αντιστοιχούν στα επιτόκια που εφαρμόζονται για δάνεια τα οποία «συνοδεύονται από κανονικές εγγυήσεις» (6). Η Επιτροπή θεωρεί ότι αποκλείεται η AFR, λαμβανομένης της οικονομικής της κατάστασης, να ήταν σε θέση να αντλήσει κεφάλαια από τη χρηματοπιστωτική αγορά σε άλλο τόσο ευνοϊκές συνθήκες. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω προκαταβολές συνιστούν πλεονέκτημα υπέρ της AFR.

(20)

Γι’ αυτό, επισημαίνεται ότι οι γαλλικές αρχές δήλωσαν, στηριζόμενες στα παραδείγματα που αναφέρονται στο σημείο 14, ότι η AFR έχαιρε ακόμα της εμπιστοσύνης των τραπεζιτών και των πελατών της κατά τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης. Η Επιτροπή εκλαμβάνει αυτές τις παρατηρήσεις ως η Γαλλία να αμφισβητεί ότι η AFR θα ήταν σε θέση να αντλήσει κεφάλαια υπό ίδιους όρους από τη χρηματοπιστωτική αγορά (πράγμα που ισοδυναμεί με αμφισβήτηση ότι οι επιστρέψιμες προκαταβολές χορήγησαν πλεονέκτημα στην AFR) και, κατά μείζονα λόγο, ότι η AFR ήταν προβληματική εταιρεία κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών τη στιγμή της χορήγησης των επιστρέψιμων προκαταβολών.

(21)

Οι παρατηρήσεις της Γαλλίας δεν αλλάζουν κατά συνέπεια την ανάλυση που διατυπώθηκε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, και τούτο για τους εξής λόγους.

(22)

Τα παραδείγματα πιστώσεων που επικαλέσθηκαν οι γαλλικές αρχές (ιδίως η εξουσιοδότηση του ακάλυπτου χρέους του τρεχούμενου λογαριασμού και των προκαταβολών πελατών) δεν είναι συγκρίσιμα με τις εν λόγω επιστρέψιμες προκαταβολές. Το ακάλυπτο χρέος ενός τρεχούμενου λογαριασμού είναι μία πολύ βραχυπρόθεσμη πίστωση, αντίθετα με τις επιστρέψιμες προκαταβολές που είναι τριετείς. Αυτές οι διαφορετικές μορφές πίστωσης δεν αποτελούν κατά συνέπεια αντικείμενο των ίδιων αναλύσεων κινδύνου από μέρους των πιστωτών, και το γεγονός ότι ένας οφειλέτης μπορεί να λάβει βραχυπρόθεσμη πίστωση επαρκεί για να εκτιμηθεί κατά πόσο αυτός θα μπορούσε να λάβει ένα πιο μακροπρόθεσμο δάνειο, του οποίου η επιστροφή θα εξαρτηθεί από την ικανότητα επιβίωσης του οφειλέτη.

(23)

Όσον αφορά τις προκαταβολές πελατών, η Επιτροπή επισημαίνει ότι αυτές ήταν αντεγγυημένες από την […] (5), έναν ανεξάρτητο φορέα, γεγονός που σημαίνει ότι οι πελάτες και οι προμηθευτές δεν διέτρεχαν κινδύνους σχετικά με την οικονομική κατάσταση της AFR και, κατά συνέπεια, δεν είχαν λόγους να υποβάλουν την καταβολή των προκαταβολών σε ανάλυση της οικονομικής ευρωστίας μιας επιχείρησης παρόμοιας με εκείνη στην οποία θα είχε προβεί ένας πιστωτής που προέβλεπε να χορηγήσει ένα δάνειο χωρίς ασφάλεια.

(24)

Εν κατακλείδι, οι παρατηρήσεις της Γαλλίας δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί εάν η AFR θα ήταν σε θέση να αντλήσει κεφάλαια από τη χρηματοπιστωτική αγορά υπό τους ιδίους όρους.

5.1.3.   Προβληματική επιχείρηση

(25)

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της AFR ως προβληματικής επιχείρησης κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή διαπιστώνει τα ακόλουθα.

(26)

Από το σημείο 10 στοιχείο α) των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική εφόσον έχει απωλεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της, και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απωλεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών. Αυτή η διάταξη οδηγεί στην υπόθεση ότι μια εταιρεία που αντιμετωπίζει σημαντική απώλεια του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου δεν θα είναι σε θέση να εξαλείψει τις ζημίες της που θα την οδηγήσουν βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα σε σχεδόν βέβαιο οικονομικό θάνατο. Η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτή η υπόθεση, λογικά, εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο σε μια εταιρεία που απώλεσε ολόκληρο το εγγεγραμμένο κεφάλαιό της και παρουσιάζει αρνητικά ίδια κεφάλαια.

(27)

Όπως προκύπτει από τα οικονομικά στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο 8 (τα οποία δεν αμφισβήτησε η Γαλλία στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας), η AFR παρουσίαζε αρνητικά ίδια κεφάλαια ήδη από το 2001 και δεν ήταν, κατά τη στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης, σε θέση να αντιστρέψει αυτή την τάση και να επιστρέψει σε θετικά ίδια κεφάλαια. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή θεωρεί ότι η AFR ήταν, κατά τη στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης, προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια του σημείου 10 των κατευθυντηρίων γραμμών.

(28)

Δευτερευόντως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η AFR ανταποκρινόταν επίσης, κατά τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης, στον ορισμό προβληματικής επιχείρησης που αναφέρεται στο σημείο 11 των κατευθυντηρίων γραμμών, ο οποίος προβλέπει ότι ακόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 10, μια εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης όπως αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών. Ωστόσο, το σημείο 11 προβλέπει ότι μια προβληματική επιχείρηση είναι επιλέξιμη μόνο εφόσον αποδεδειγμένα αδυνατεί να εξασφαλίσει την ανάκαμψή της με δικούς της πόρους ή με τη λήψη κεφαλαίων από τους ιδιοκτήτες/μετόχους ή από πηγές της αγοράς. Αυτή η διάταξη υπενθυμίζει, κατά συνέπεια, ότι ο χαρακτηρισμός μιας επιχείρησης ως προβληματικής πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο όλων των σχετικών ενδείξεων, ωστόσο δίδεται ιδιαίτερο βάρος στην ικανότητα της επιχείρησης να ανακάμψει χωρίς την παρέμβαση των δημοσίων αρχών.

(29)

Σχετικά, η Επιτροπή επισημαίνει (όπως προκύπτει από τον πίνακα στο σημείο 8) ότι η AFR παρουσιάζει ήδη από το 2001 συνεχή μείωση του κύκλου εργασιών της, καθώς και συνεχιζόμενες επίπεδο ζημίες. Πρόκειται για χαρακτηριστικές για μια προβληματική επιχείρηση ενδείξεις κατά την έννοια του σημείου 11 των κατευθυντηρίων γραμμών. Στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή είχε ήδη επισημάνει αυτές τις ενδείξεις προς επίρρωση του προκαταρκτικού της συμπεράσματος ότι η AFR ήταν προβληματική επιχείρηση. Επιπλέον, η αρνητική τάση της οικονομικής κατάστασης της AFR προκύπτει από το γεγονός ότι, ήδη από τον Ιανουάριο 2004, η επιχείρηση περιήλθε σε αδυναμία να πληρώσει εγκαίρως τις κοινωνικές εισφορές και τους φόρους ύψους 4,3 εκατ. ευρώ και κατά συνέπεια είχε υποχρεωθεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές αναστολή πληρωμών και καθορισμό προγράμματος εξόφλησης του χρέους.

(30)

Τα μόνα από τα στοιχεία που επικαλέσθηκε η Γαλλία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ενδείξεις προς την αντίθετη κατεύθυνση είναι οι πιστώσεις που χορηγηθήκαν στην AFR (ακάλυπτο χρέος του τρεχούμενου λογαριασμού και των προκαταβολών), καθώς και το γεγονός ότι η AFR ετύγχανε ορισμένων εγγυήσεων από μέρους της […] (5). Η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη αυτές οι ενδείξεις στο πλαίσιο της εξέτασης, όπως απαιτεί το σημείο 11 των κατευθυντηρίων γραμμών, της ικανότητας της επιχείρησης να ανακάμψει με τη βοήθεια κεφαλαίων που αυτή θα μπορούσε να αντλήσει στη χρηματοπιστωτική αγορά. Σχετικά, η Επιτροπή διαπιστώνει τα ακόλουθα:

από το γεγονός ότι η AFR παρουσίαζε αρνητικά ίδια κεφάλαια προκύπτει ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της με ιδίους πόρους,

οι γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι ο μέτοχος της AFR, Arbel SA, παρά τη στήριξή του στην AFR, δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει μόνος του την ανάκαμψη της θυγατρικής του,

τέλος, σε ό,τι αφορά τους χρηματοοικονομικούς πόρους της αγοράς, διαπιστώνεται ότι οι πιστώσεις και οι εγγυήσεις που επικαλέσθηκε η Γαλλία μαρτυρούν το πολύ ότι η AFR διατηρούσε μια ορισμένη ικανότητα άντλησης κεφαλαίων περιορισμένου ύψους και βραχυπρόθεσμα. Εντούτοις, λόγω του μεγέθους των δυσκολιών της AFR και ιδίως των αναγκών της σε ίδια κεφάλαια, οι επικληθείσες πιστώσεις δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί εάν η AFR μπορούσε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της χάρη σε μια χρηματοδότηση από πηγές της αγοράς.

(31)

Μπορεί λοιπόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι, τη στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης, η AFR αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες που απειλούσαν την ύπαρξή της βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα και δεν ήταν σε θέση να τις ελέγξει χωρίς την παρέμβαση των δημοσίων αρχών.

(32)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των όσων προηγούνται και ιδίως των οικονομικών αποτελεσμάτων που αναφέρονται στο σημείο 8, η AFR ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια του σημείου 10 των κατευθυντηρίων γραμμών και, δευτερευόντως του σημείου 11 κατά τη στιγμή της χορήγησης των επιστρέψιμων προκαταβολών. Δεδομένων των δυσχερειών που αντιμετώπιζε η AFR, η Επιτροπή εκτιμά ότι η AFR δεν ήταν σε θέση να αντλήσει πιστώσεις από τη χρηματοπιστωτική αγορά υπό τόσο ευνοϊκούς όρους. Οι εν λόγω προκαταβολές χορήγησαν κατά συνέπεια πλεονέκτημα στην AFR επιτρέποντάς της να χρηματοδοτηθεί υπό όρους περισσότερο ευνοϊκούς από εκείνους που θα είχε μπορέσει να επιτύχει στη χρηματοπιστωτική αγορά.

5.1.4.   Επηρεασμός των ανταλλαγών και του ανταγωνισμού

(33)

Οι επιστρεπτέες προκαταβολές ευνοούν την AFR σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, στο βαθμό που αυτές προορίζονται αποκλειστικά μόνο γι’ αυτήν.

(34)

Ο τομέας κατασκευών σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλών ευρωπαίων παραγωγών και ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην AFR δύναται κατά συνέπεια να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

5.1.5.   Συμπέρασμα

(35)

Δεδομένων των ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι επιστρέψιμες προκαταβολές που χορηγήθηκαν στην AFR συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

5.2.   Ύψος της ενίσχυσης

(36)

Στην περίπτωση ενισχύσεων που χορηγήθηκαν υπό μορφή δανείων σε προβληματικές επιχειρήσεις, το στοιχείο ενίσχυσης συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που πραγματικά εφαρμόζεται και του επιτοκίου που η δικαιούχος επιχείρηση θα μπορούσε να επιτύχει για την ίδια πίστωση στην ιδιωτική αγορά (7).

(37)

Στην ανακοίνωσή της σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (6), η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το επιτόκιο αναφοράς είναι ένα κατώτατο επιτόκιο που δύναται να αυξηθεί σε περιστάσεις ιδιαιτέρου κινδύνου, δίνοντας ως παράδειγμα αυτών των κινδύνων δανείων σε προβληματικές επιχειρήσεις ή ελλείψει ασφαλειών που συνήθως απαιτούν οι τράπεζες, και διασαφηνίζοντας ότι σ’ αυτή την περίπτωση η προσαύξηση μπορεί να ανέλθει σε 400 σημεία βάσης και ακόμα περισσότερο.

(38)

Έτσι, στην υπόθεση Chemische Werke Piesteritz (7), η Επιτροπή έκρινε ότι ένα δάνειο σε μια προβληματική επιχείρηση δικαιολογούσε μια προσαύξηση 400 σημείων βάσης. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε αυτή την εκτίμηση στην υπόθεση Biria (8), διευκρινίζοντας ότι ο κίνδυνος που αποτελεί η απουσία ασφαλειών δικαιολογούσε τη συμπληρωματική προσαύξηση 400 σημείων βάσης, δηλαδή ένα σύνολο αύξησης 800 σημείων βάσης. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες με εκείνες των προπαρατεθεισών υποθέσεων, ιδίως σε ό,τι αφορά την απουσία ασφαλειών και το εύρος των δυσχερειών που αντιμετωπίζονται. Κατά συνέπεια, οι κίνδυνοι που συνδέονται με τις επιστρέψιμες προκαταβολές που χορηγήθηκαν στην AFR μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της ίδιας αξιολόγησης.

(39)

Η κρατική ενίσχυση που συνιστούν οι επιστρεπτέες προκαταβολές αποτελείται κατά συνέπεια από τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που πραγματικά οφείλεται βάσει των όρων των επιστρεπτέων προκαταβολών και του επιτοκίου που θα οφείλετο κατ’ εφαρμογή του επιτοκίου αναφοράς που ίσχυε τη στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης προσαυξημένου κατά 800 σημεία βάσης.

5.3.   Συμβιβασιμότητα της ενίσχυσης με την κοινή αγορά

(40)

Λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης της AFR τη στιγμή κατά την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση, όπως προκύπτει από το σημείο 8 (ελλειμματική εκμετάλλευση επί σειρά ετών, αρνητικά ίδια κεφάλαια, κύκλος εργασιών σε ύφεση), η Επιτροπή εκτιμά ότι η AFR ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών τη στιγμή της χορήγησης των επιστρέψιμων προκαταβολών. Για τους λόγους που επικαλούνται στα σημεία 22 και 23, οι παρατηρήσεις της Γαλλίας δεν επιτρέπουν την τροποποίηση αυτής της ανάλυσης.

(41)

Πράγματι η AFR, το 2005, αποτελούσε μέρος του ομίλου που ελεγχόταν από την εταιρεία χαρτοφυλακίου Arbel SA. Πέραν του σιδηροδρομικού του πόλου (αποτελούμενο από την AFR και την Lormafer), ο όμιλος περιελάμβανε έναν πόλο «κατασκευών για οικοδομές» που συμπεριλάμβανε τις επιχειρήσεις που ήταν εξειδικευμένες στην κατασκευή παραθύρων για τον κλάδο οικοδομής. Ωστόσο, όπως προκύπτει από πληροφορίες που χορηγήθηκαν από τις γαλλικές αρχές στην αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας οι δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η AFR ήταν συγκεκριμένες στα πλαίσια του ομίλου, αφού η δραστηριότητα της δεν είχε καμία σχέση με τον πόλο «κατασκευών για οικοδομές». Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι δυσχέρειες της AFR φαίνεται να ήταν πολύ σοβαρές για να μπορούν να επιλυθούν από τον όμιλο, δεδομένων των μετρίων οικονομικών αποτελεσμάτων του τελευταίου. Η Επιτροπή εκτιμά κατά συνέπεια ότι το σημείο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών δεν αντίκειται ώστε η AFR να θεωρηθεί ως επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, παρόλο που ανήκει σε έναν όμιλο.

(42)

Συνεπώς, το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης πρέπει να εκτιμηθεί στα πλαίσια των κατευθυντηρίων γραμμών.

(43)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι όροι συμβιβασιμότητας των ενισχύσεων στην αναδιάρθρωση που προβλέπονται από τις κατευθυντήριες γραμμές δεν πληρούνται. Έτσι, η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα:

οι γαλλικές αρχές δεν της υπέβαλαν κανένα σχέδιο αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα σημεία 34 έως 37 των κατευθυντηρίων γραμμών,

η Επιτροπή δεν έλαβε γνώση σχετικά με αντισταθμιστικά μέτρα προοριζόμενα να αποτρέψουν οποιαδήποτε υπερβολική στρέβλωση του ανταγωνισμού που θα προήρχετο από την ενίσχυση (σημεία 38 έως 42 των κατευθυντηρίων γραμμών).

(44)

Η ενίσχυση δεν φαίνεται να τηρεί τους όρους της συμβιβασιμότητας των ενισχύσεων στη διάσωση που προβλέπονται από τις κατευθυντήριες γραμμές, δεδομένου ότι οι επιστρέψιμες προκαταβολές χορηγήθηκαν για περίοδο που υπερβαίνει τους έξι μήνες (βλέπε σημείο 25 των κατευθυντηρίων γραμμών).

(45)

Αυτές οι παρατηρήσεις είναι αρκετές ώστε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία χορήγησε παράνομα την εν λόγω ενίσχυση κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Επειδή η ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, η Γαλλία οφείλει να θέσει τέλος σ’ αυτήν και να ανακτήσει από τον δικαιούχο τα ποσά που ήδη χορηγήθηκαν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που η Γαλλία χορήγησε στην Arbel Fauvet Rail SA είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

1.   Η Γαλλία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσει από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1, η οποία έχει ήδη καταβληθεί παράνομα σ’ αυτόν.

2.   Η επιστροφή πραγματοποιείται αμέσως σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Στην προς ανάκτηση ενίσχυση περιλαμβάνονται οι τόκοι από την ημέρα που καταβλήθηκε η ενίσχυση στον δικαιούχο έως την ημέρα επιστροφής της ενίσχυσης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (9).

4.   Η Γαλλία καταργεί τη χορήγηση οποιασδήποτε εκκρεμούσας ενίσχυσης αναφέρεται στο άρθρο 1 από την ημερομηνία ισχύος της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1.   Η Γαλλία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

2.   Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση, και ιδίως των ακολούθων στοιχείων:

α)

το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκοι) προς ανάκτηση από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

3.   Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, με απλό αίτημα της Επιτροπής, όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 2 Απριλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 249 της 24.10.2007, σ. 17.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Στις 29 Ιουνίου 2007, η AFR εξαγοράστηκε από την εταιρεία IGF Industries. Η εταιρική επωνυμία της άλλαξε σε «IGF Industries — Arbel Fauvet Rail».

(4)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(5)  Εμπιστευτική πληροφορία.

(6)  Βλέπε την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 273 της 9.9.1997, σ. 3).

(7)  Βλέπε την απόφαση της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2005 στην υπόθεση Chemische Werke Piesteritz (ΕΕ L 296 της 12.11.2005, σ. 19, αιτιολογικές σκέψεις 107 και 108) και την απόφαση της Επιτροπής της 24ης Ιανουαρίου 2007 στην υπόθεση C 38/05 Biria (ΕΕ L 183 της 13.7.2007, αιτιολογικές σκέψεις 27, 83 και επόμενες).

(8)  Υπόθεση C 38/05, βλέπε υποσημείωση 6 (αιτιολογικές σκέψεις 83 έως 86).

(9)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


5.9.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 238/s3


ΣΗΜΕΊΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΏΣΤΗ

Τα θεσμικά όργανα αποφάσισαν να μην εμφανίζουν πλέον στα κείμενά τους τη μνεία της τελευταίας τροποποίησης των πράξεων στις οποίες παραπέμπουν.

Εάν δεν υπάρχει μνεία περί του αντιθέτου, οι πράξεις στις οποίες γίνεται παραπομπή στα κείμενα που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος νοούνται στην εκάστοτε ισχύουσα μορφή τους.