ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

51ό έτος
19 Ιουλίου 2008


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 684/2008 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2008, για την αποσαφήνιση του πεδίου εφαρμογής των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 685/2008 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2008, για την κατάργηση του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 85/2006 στις εισαγωγές σολομού εκτροφής καταγωγής Νορβηγίας

5

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 686/2008 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

18

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 687/2008 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2008, περί των διαδικασιών ανάληψης σιτηρών από τους οργανισμούς πληρωμών ή τους οργανισμούς παρέμβασης, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας (Κωδικοποιημένη έκδοση)

20

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 688/2008 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2008, για τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών ορισμένων προϊόντων στον τομέα της ζάχαρης, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1109/2007, για την περίοδο 2007/2008

49

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2008/74/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2008, για την τροποποίηση, σε σχέση με την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, της οδηγίας 2005/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και για την τροποποίηση της οδηγίας 2005/78/ΕΚ ( 1 )

51

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Επιτροπή

 

 

2008/595/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την τροποποίηση της απόφασης 2004/452/ΕΚ για θέσπιση καταλόγου φορέων των οποίων οι ερευνητές θα επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 3019]  ( 1 )

60

 

 

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

 

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

 

 

2008/596/ΕΚ

 

*

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 20ής Ιουνίου 2008, σχετικά με τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και τα νομικά έγγραφα για πράξεις που αφορούν τα εν λόγω διαθέσιμα (αναδιατύπωση) (ΕΚΤ/2008/5)

63

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

19.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 684/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Ιουλίου 2008

για την αποσαφήνιση του πεδίου εφαρμογής των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή ύστερα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΙΣΧΥΟΝΤΑ ΜΕΤΡΑ

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 (2) («ο αρχικός κανονισμός») το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και βασικών μερών τους («ΤΦ») καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας («ΛΔΚ»). Η έρευνα που είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση του ανωτέρω κανονισμού πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο από 1ης Απριλίου 2003 έως τις 31 Μαρτίου 2004 («η αρχική έρευνα»).

2.   ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΕΡΕΥΝΑ

2.1.   Διαδικασία

(2)

Η τρέχουσα μερική ενδιάμεση επανεξέταση ξεκίνησε με πρωτοβουλία της ίδιας της Επιτροπής. Οι πληροφορίες στη διάθεση της Επιτροπής έδειχναν ότι ορισμένα προϊόντα [ονομαζόμενα παλετοφόρα ανυψωτικά, περονοφόρα ανυψωτικά, ψαλιδωτά ανυψωτικά και ζυγοί φορτηγών («ΠΧΠΑΨΑΖΦ»)], που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εμπίπτουν στο πεδίο των καλυπτόμενων προϊόντων, φαίνονταν να είναι διαφορετικά των τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, δηλαδή των βάσεων και των υδραυλικών συστημάτων τους, μεταξύ άλλων λόγω των συγκεκριμένων λειτουργιών τους (ανύψωση, στοίβαξη ή ζύγισμα) και των τελικών τους χρήσεων. Προκειμένου να καταστούν δυνατές αυτές οι λειτουργίες, φάνηκε ότι υπάρχουν διαφορές όσον αφορά την ισχύ και την κατασκευή των υδραυλικών συστημάτων και των βάσεων. Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά κατέστησαν εμφανείς τις διαφορές στη χρήση και φάνηκε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα αμοιβαίας υποκατάστασης μεταξύ των προϊόντων αυτών και των τροχοφόρων φορείων. Επομένως, κρίθηκε σκόπιμο να επανεξεταστεί η υπόθεση με στόχο την αποσαφήνιση του πεδίου των καλυπτόμενων προϊόντων και τη συναγωγή συμπεράσματος που θα είχε ενδεχομένως αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία της επιβολής των εν λόγω μέτρων αντιντάμπινγκ.

(3)

Η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή, έκρινε ότι υφίστανται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης και ανήγγειλε με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3) την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η οποία περιορίζεται στην εξέταση του πεδίου καλυπτόμενων προϊόντων.

2.2.   Έρευνα επανεξέτασης

(4)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τις αρχές της ΛΔΚ («η οικεία χώρα»), καθώς και όλα τα υπόλοιπα μέρη για τα οποία είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, δηλαδή τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην οικεία χώρα, τους χρήστες και τους εισαγωγείς στην Κοινότητα και τους παραγωγούς στην Κοινότητα, σχετικά με την έναρξη της έρευνας στο πλαίσιο της μερικής επανεξέτασης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε στην ανακοίνωση έναρξης της διαδικασίας. Πραγματοποιήθηκε ακρόαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(5)

Η Επιτροπή έστειλε ερωτηματολόγια σε όλα τα μέρη για τα οποία γνώριζε ότι ενδιαφέρονται, καθώς και σε όλα τα άλλα μέρη που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

(6)

Δεδομένου του πεδίου της μερικής επανεξέτασης, δεν καθορίστηκε περίοδος έρευνας για το σκοπό της μερικής επανεξέτασης αυτής. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στις απαντήσεις του ερωτηματολογίου κάλυπταν την περίοδο από το 2003 έως το 2006 («υπό εξέταση περίοδος»), δηλαδή κάλυπταν επίσης την περίοδο έρευνας της αρχικής έρευνας. Για την υπό εξέταση περίοδο, ζητήθηκαν πληροφορίες σχετικά με τον όγκο και την αξία των πωλήσεων/αγορών, καθώς και στοιχεία για τον όγκο παραγωγής και την παραγωγική ικανότητα για όλους τους τύπους ΤΦ και ΠΧΠΑΨΑΖΦ. Επιπλέον, ζητήθηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη να σχολιάσουν τυχόν διαφορές ή ομοιότητες μεταξύ των ΤΦ και των ΠΧΠΑΨΑΖΦ όσον αφορά τη διαδικασία παραγωγής, τα τεχνικά χαρακτηριστικά, τις τελικές χρήσεις και την εναλλαξιμότητά τους κ.λπ.

(7)

Επαρκώς συμπληρωμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια ελήφθησαν από δύο κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς ΤΦ/ΠΧΠΑΨΑΖΦ, τέσσερις κοινοτικούς παραγωγούς ΤΦ ή ΠΧΠΑΨΑΖΦ, έναν χρήστη και 14 εισαγωγείς ΤΦ/ΠΧΠΑΨΑΖΦ στην Κοινότητα.

(8)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που κρίθηκαν αναγκαίες με σκοπό να αξιολογήσει κατά πόσον υπάρχει ανάγκη για αποσαφήνιση/τροποποίηση του πεδίου εφαρμογής των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ και πραγματοποίησε έρευνες στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

BT Products AB, Mjölby, Σουηδία,

Franz Kahl GmbH, Lauterbach, Γερμανία,

RAVAS Europe BV, Zaltbommel, Κάτω Χώρες.

2.3.   Υπό εξέταση προϊόν

(9)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι, όπως ορίζεται ενιαία στον αρχικό κανονισμό, τα τροχοφόρα φορεία, μη αυτοπροωθούμενα, που χρησιμοποιούνται για το χειρισμό υλικού που τοποθετείται κανονικά σε παλέτες, και τα βασικά μέρη τους, δηλαδή η βάση και το υδραυλικό σύστημα, καταγωγής ΛΔΚ, το οποίο υπάγεται κανονικά στους κωδικούς ΣΟ ex 8427 90 00 και ex 8431 20 00. Υπάρχουν διάφοροι τύποι τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, ανάλογα κυρίως με την ικανότητα ανύψωσης, το μήκος των περονών, τον τύπο του χάλυβα που χρησιμοποιήθηκε για τη βάση, τον τύπο του υδραυλικού συστήματος, τον τύπο των τροχών και την ύπαρξη φρένου.

2.4.   Πορίσματα

(10)

Υπενθυμίζεται ότι η αρχική έρευνα κάλυψε τα τροχοφόρα φορεία και τα βασικά μέρη τους, δηλαδή τις βάσεις και τα υδραυλικά συστήματα που χρησιμοποιούνται για το χειρισμό και τη μετακίνηση χειροκινήτως φορτίων που τοποθετούνται κανονικά στις παλέτες. Εξ ορισμού, τα ΤΦ πρέπει να ωθούνται και να έλκονται με ανθρώπινη δύναμη. Για το λόγο αυτό, τα ΤΦ διαθέτουν ένα μηχανισμό που επιτρέπει στο χρήστη να ανυψώνει χειροκινήτως το φορτίο τόσο ώστε να το μετακινεί από το ένα μέρος στο άλλο.

(11)

Τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ, που κατά τους ισχυρισμούς ταξινομήθηκαν από ορισμένες εθνικές τελωνειακές αρχές ως προϊόν που υπόκειται στα μέτρα αντιντάμπινγκ, είναι δυνατό να είναι αυτοπροωθούμενα ή να μετακινούνται χειροκινήτως. Χρησιμοποιούνται για τη μετακίνηση και την ανύψωση φορτίων με στόχο την τοποθέτησή τους σε υψηλότερο σημείο, συμβάλλουν στην αποθήκευση φορτίων (παλετοφόρα ανυψωτικά), στη στοίβαξη μιας παλέτας επάνω στην άλλη (περονοφόρα ανυψωτικά), στην ανύψωση του φορτίου σε επίπεδο εργασίας (ψαλιδωτά ανυψωτικά) ή στην ανύψωση και το ζύγισμα των φορτίων (ζυγοί φορτηγών).

(12)

Μόνον τα ΤΦ, όπως ορίζονται στην ανωτέρω αιτιολογική σκέψη 10, θεωρήθηκαν το υπό εξέταση προϊόν που αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας στο πλαίσιο του αρχικού κανονισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι για τους σκοπούς της αρχικής έρευνας η Επιτροπή δεν ζήτησε ποτέ από τα συνεργαζόμενα μέρη να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ και δεν επιβεβαίωσε οιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ. Ως εκ τούτου, όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που παρουσιάσθηκαν στο πλαίσιο του αρχικού κανονισμού καθώς και τα αποτελέσματα της αρχικής έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ, αφορούσαν αποκλειστικά τα ΤΦ.

(13)

Η κατάσταση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 2 ελήφθη υπόψη και, για να προσδιορισθεί κατά πόσο διαφέρουν τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ από τα ΤΦ, εξετάσθηκαν τόσο τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ όσο και τα ΤΦ αναφορικά με τα φυσικά και τεχνικά τους χαρακτηριστικά, τη διαδικασία παραγωγής τους, τη συνήθη τελική τους χρήση και την εναλλαξιμότητά τους.

2.4.1.   Φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά των ΤΦ/ΠΧΠΑΨΑΖΦ

(14)

Υπάρχουν διάφοροι τύποι ΤΦ και των βασικών μερών τους, δηλαδή των υδραυλικών συστημάτων και των βάσεων, ανάλογα κυρίως με την ικανότητα ανύψωσης, το μήκος των περονών, τον τύπο του χάλυβα που χρησιμοποιήθηκε για τη βάση, τον τύπο του υδραυλικού συστήματος, τον τύπο των τροχών και την ύπαρξη φρένου. Ωστόσο, οι διαφορετικοί αυτοί τύποι έχουν τα ίδια βασικά φυσικά χαρακτηριστικά και χρήσεις και, για το λόγο αυτό, θεωρούνται όλοι ως το υπό εξέταση προϊόν της αρχικής έρευνας.

(15)

Η έρευνα επανεξέτασης έδειξε ότι τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ διαθέτουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τα ΤΦ, π.χ. διαθέτουν βάσεις με περόνες και υδραυλικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, εκτελούν πρόσθετες λειτουργίες για τη μεγαλύτερη ανύψωση του φορτίου, τη στοίβαξη, τη λειτουργία ως τραπέζι/επίπεδο εργασίας ή το ζύγισμα του φορτίου, οι οποίες προϋποθέτουν σαφώς την ύπαρξη πιο ανεπτυγμένων ή πρόσθετων τεχνικών εξαρτημάτων. Για την επιτέλεση των προαναφερθεισών ειδικών λειτουργιών των ΠΧΠΑΨΑΖΦ, οι απαιτήσεις όσον αφορά την ισχύ και την κατασκευή των περονών, των βάσεων και των υδραυλικών συστημάτων διαφέρουν από τις απαιτήσεις για τα ΤΦ. Επιπροσθέτως, προκειμένου να εκτελέσουν τις πρόσθετες αυτές λειτουργίες, τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ είναι πολύ πιο ακριβά από τα ΤΦ (έως και δέκα φορές περισσότερο).

2.4.2.   Διαδικασία παραγωγής

(16)

Κατά την έρευνα επανεξέτασης διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη διαδικασία παραγωγής των ΤΦ και των ΠΧΠΑΨΑΖΦ, καθώς τα τελευταία απαιτούν πρόσθετα εξαρτήματα με αποτέλεσμα να διαφέρουν τα στάδια παραγωγής τους σε σχέση με τα ΤΦ. Πράγματι, η έρευνα επανεξέτασης αποκάλυψε ότι στα παλετοφόρα ανυψωτικά και τα περονοφόρα ανυψωτικά το πλαίσιο της βάσης πρέπει να είναι κατά πολύ υψηλότερο και το υδραυλικό σύστημα πρέπει να είναι διαφορετικό, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η μεγαλύτερη ανύψωση του φορτίου, ενώ στη βάση των ζυγών φορτηγών ενσωματώνεται ένα όργανο ζύγισης με αποτέλεσμα η βάση να διαθέτει εντελώς διαφορετική δομή περονών σε σύγκριση με τα ΤΦ.

2.4.3.   Συνήθεις τελικές χρήσεις των ΤΦ/ΠΧΠΑΨΑΖΦ

(17)

Τα ΤΦ χρησιμοποιούνται ευρέως για δραστηριότητες χειρισμού φορτίου, διανομή και αποθήκευση εμπορευμάτων. Χρησιμοποιούνται τόσο στις μεταποιητικές βιομηχανίες όσο και στα καταστήματα λιανικής πώλησης. Τα ΤΦ σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε να ωθούνται, να έλκονται και να οδηγούνται με το χέρι σε ομαλή, επίπεδη, σκληρή επιφάνεια από πεζό χειριστή που χρησιμοποιεί αρθρωτό βραχίονα. Τα τροχοφόρα φορεία σχεδιάζονται με μόνο σκοπό την ανύψωση φορτίου, μέσω της χρήσης του μοχλού, σε επαρκές ύψος για τη μεταφορά του φορτίου, για παράδειγμα σε οχήματα διανομής, αποθήκες, παραγωγικές εγκαταστάσεις ή ακόμη εντός καταστημάτων λιανικής πώλησης. Η συνήθης μέγιστη ικανότητα ανύψωσης των ΤΦ είναι περίπου 210 mm. Επιπλέον, τα ΤΦ θεωρούνται συνήθως απαραίτητο συμπλήρωμα άλλων μηχανημάτων χειρισμού φορτίου, όπως τα περονοφόρα ανυψωτικά μηχανήματα. Δεν χρειάζεται ειδική κατάρτιση για τη χρήση ΤΦ.

(18)

Η έρευνα επανεξέτασης έδειξε ότι τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο από τους ίδιους χρήστες όπως τα ΤΦ, αλλά ότι οι χρήσεις τους είναι διαφορετικές, π.χ. μεγαλύτερη ανύψωση του φορτίου, στοίβαξη του φορτίου, λειτουργία ως επίπεδο εργασίας ή ζύγισμα του φορτίου. Λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών και χρήσεών τους, τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ δεν χρησιμοποιούνται τόσο ευρέως όσο τα ΤΦ. Αυτός είναι ο λόγος που ο όγκος των πωλήσεών τους ανέρχεται στο ένα δέκατο περίπου των πωλήσεων των ΤΦ στην αγορά της ΕΚ. Επιπροσθέτως, εν αντιθέσει με τα ΤΦ, για τη χρήση των ΠΧΠΑΨΑΖΦ απαιτείται ειδική κατάρτιση.

2.4.4.   Εναλλαξιμότητα

(19)

Η έρευνα επανεξέτασης έδειξε ότι οι ειδικές χρήσεις των ΠΧΠΑΨΑΖΦ είναι πολύ περισσότερες από αυτές των ΤΦ. Πράγματι, τα παλετοφόρα ανυψωτικά/περονοφόρα ανυψωτικά χρησιμοποιούνται για μεγαλύτερη ανύψωση του φορτίου, για την παροχή βοήθειας κατά την αποθήκευση των φορτίων, για τη στοίβαξη μιας παλέτας επάνω στην άλλη, ενώ τα ψαλιδωτά ανυψωτικά χρησιμοποιούνται για την ανύψωση του φορτίου σε επίπεδο εργασίας και οι ζυγοί φορτηγών για το ζύγισμα φορτίου.

(20)

Σε περιορισμένη έκταση, ορισμένοι τύποι ΠΧΠΑΨΑΖΦ (π.χ. ζυγοί φορτηγών) είναι δυνατό να ανυψώσουν και να μετακινήσουν το φορτίο όπως τα ΤΦ. Ωστόσο, η αντικατάσταση των ΤΦ από τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ δεν έχει πρακτικό ή οικονομικό όφελος διότι τα ΤΦ είναι πιο εύκολα στη χρήση μόνο όταν πρόκειται για την ανύψωση και τη μετακίνηση φορτίου, ενώ τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ είναι πολύ ακριβότερα από τα ΤΦ και απαιτούν ειδική κατάρτιση για τη χρήση τους. Επιπροσθέτως, σε ορισμένες περιπτώσεις η μόνιμη χρήση ΠΧΠΑΨΑΖΦ αντί των ΤΦ είναι δυνατό να καταστρέψει τις κύριες λειτουργίες των ΠΧΠΑΨΑΖΦ. Αυτό ισχύει π.χ. στην περίπτωση των ζυγών φορτηγών των οποίων το όργανο ζύγισης είναι τόσο ευαίσθητο που θα υφίστατο ζημία εάν ο ζυγός φορτηγών χρησιμοποιούνταν για την ανύψωση ή τη μετακίνηση φορτίων.

(21)

Από την άλλη, κατά την έρευνα επανεξέτασης διαπιστώθηκε ότι τα ΤΦ δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν προς αντικατάσταση των ΠΧΠΑΨΑΖΦ. Οι λειτουργίες που εκτελούν τα τελευταία αφορούν μια συγκεκριμένη και ξεχωριστή αγορά με διαφορετικές απαιτήσεις και ανάγκες τελικών χρηστών.

(22)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης κατά πόσο τα βασικά μέρη, δηλαδή οι βάσεις και τα υδραυλικά συστήματα, των ΤΦ και των ΠΧΠΑΨΑΖΦ είναι εναλλάξιμα. Όσον αφορά το θέμα αυτό, η έρευνα επανεξέτασης έδειξε ότι τόσο οι βάσεις όσο και τα υδραυλικά συστήματα των ΤΦ και των ΠΧΠΑΨΑΖΦ δεν είναι εναλλάξιμα λόγω της διαφορετικής τους κατασκευής και των διαφορετικών τους χαρακτηριστικών.

2.5.   Συμπέρασμα σχετικά με το πεδίο καλυπτόμενων προϊόντων

(23)

Η έρευνα επανεξέτασης έδειξε ότι λόγω των διαφορετικών και πρόσθετων τεχνικών χαρακτηριστικών, τις διαφορετικές τελικές χρήσεις και τις διαφορετικές διαδικασίες παραγωγής, τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ δεν εμπίπτουν στο πεδίο κάλυψης των ΤΦ και των βασικών μερών τους που υπόκεινται στα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν θεώρησε τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ μέρος του πεδίου καλυπτόμενων προϊόντων της αρχικής έρευνας.

(24)

Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνιστεί ότι τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ διαφέρουν από τα ΤΦ και τα βασικά μέρη τους και ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο των προϊόντων που υπόκεινται στα μέτρα αντιντάμπινγκ.

(25)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ανωτέρω συμπεράσματα.

(26)

Ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ και τα ΤΦ πρέπει να θεωρούνται ως μία τεχνική οντότητα, αλλά οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα αυτό. Όλα τα υπόλοιπα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις αποδέχθηκαν τα πορίσματα της Επιτροπής.

(27)

Ενόψει των ανωτέρω, θεωρείται σκόπιμο να τροποποιηθεί ο αρχικός κανονισμός, έτσι ώστε να αποσαφηνιστεί ο ορισμός του προϊόντος.

(28)

Λόγω του ότι η τρέχουσα έρευνα επανεξέτασης περιορίζεται στην αποσαφήνιση του πεδίου των καλυπτόμενων προϊόντων και λόγω του ότι τα ΠΧΠΑΨΑΖΦ δεν καλύπτονται από την αρχική έρευνα και το επακόλουθο μέτρο αντιντάμπινγκ, κρίνεται σκόπιμο να εφαρμοσθούν τα συμπεράσματα από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του αρχικού κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων οιωνδήποτε εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο προσωρινών δασμών από τις 29 Ιανουαρίου 2005 έως τις 21 Ιουλίου 2005. Η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει επιτακτικό λόγο για τη μη εφαρμογή της αναδρομικής αυτής διάταξης.

(29)

Κατά συνέπεια, όσον αφορά τα εμπορεύματα που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκε ή καταχωρίστηκε λογιστικά σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 και οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ που εισπράχθηκαν οριστικά σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού πρέπει να επιστραφούν ή να διαγραφούν.

(30)

Για την επιστροφή ή διαγραφή πρέπει να υποβληθεί αίτηση στις εθνικές τελωνειακές αρχές σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία.

(31)

Η παρούσα επανεξέταση δεν επηρεάζει την ημερομηνία λήξης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1174/2005, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, δηλαδή των βάσεων και των υδραυλικών συστημάτων τους, που εμπίπτουν στους κωδικούς ΣΟ ex 8427 90 00 και ex 8431 20 00 (κωδικοί TARIC 8427900010 και 8431200010), καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως τροχοφόρο φορείο νοείται τροχοφόρο φορείο με περόνες ανύψωσης για το χειρισμό παλετών, το οποίο έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να ωθείται, να έλκεται ή να οδηγείται με το χέρι επί ομαλής, επίπεδης, σκληρής επιφάνειας από πεζό χειριστή που χρησιμοποιεί αρθρωτό βραχίονα. Τα τροχοφόρα φορεία προβλέπονται μόνον για την ανύψωση φορτίου, με τη μόχλευση του βραχίονα, σε ύψος επαρκές για τη μεταφορά του φορτίου και δεν προορίζονται για οιεσδήποτε άλλες πρόσθετες λειτουργίες ή χρήσεις, όπως για παράδειγμα: i) τη μετακίνηση και την ανύψωση φορτίων, έτσι ώστε να τοποθετούνται υψηλότερα, ή για να βοηθούν στην αποθήκευση φορτίων (παλετοφόρα ανυψωτικά), ii) τη στοίβαξη μιας παλέτας επάνω στην άλλη (περονοφόρα ανυψωτικά), iii) την ανύψωση φορτίου σε επίπεδο εργασίας (ψαλιδωτά ανυψωτικά) ή iv) την ανύψωση και το ζύγισμα φορτίων (ζυγοί φορτηγών).».

Άρθρο 2

Όσον αφορά τα εμπορεύματα που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1174/2005, όπως τροποποιείται με τον παρόντα κανονισμό, οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν ή καταχωρίστηκαν λογιστικά σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 της αρχικής έκδοσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 και οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ που εισπράχθηκαν οριστικά, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού, επιστρέφονται ή διαγράφονται.

Για την επιστροφή ή διαγραφή πρέπει να υποβληθεί αίτηση στις εθνικές τελωνειακές αρχές σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία τριών ετών που προβλέπεται στο άρθρο 236 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (4), παρατείνεται για ένα έτος.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 22 Ιουλίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. WOERTH


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 189 της 21.7.2005, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 184 της 7.8.2007, σ. 11.

(4)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 1).


19.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192/5


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 685/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Ιουλίου 2008

για την κατάργηση του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 85/2006 στις εισαγωγές σολομού εκτροφής καταγωγής Νορβηγίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9 και το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβούλευσης με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Κατόπιν έρευνας αντιντάμπινγκ (η «αρχική έρευνα»), με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 85/2006 (2) το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σολομού εκτροφής καταγωγής Νορβηγίας. Ο οριστικός δασμός επιβλήθηκε με τη μορφή ελάχιστης τιμής εισαγωγής.

2.   Αίτηση επανεξέτασης και έναρξη

(2)

Στις 20 Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή έλαβε αίτηση μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης που υποβλήθηκε από τα ακόλουθα κράτη μέλη: Ιταλία, Λιθουανία, Πολωνία, Πορτογαλία και Ισπανία («οι αιτούντες») σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(3)

Οι αιτούντες προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία που εκ πρώτης όψεως δείχνουν ότι έχει μεταβληθεί η βάση στην οποία στηρίχθηκαν τα μέτρα και ότι η αλλαγή αυτή είναι διαρκούς χαρακτήρα. Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν, παρέχοντας αποδεικτικά εκ πρώτης όψεως στοιχεία, ότι η σύγκριση μεταξύ της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και των τιμών εξαγωγής θα οδηγούσε σε μείωση του ντάμπινγκ σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από το επίπεδο των ισχυόντων μέτρων. Επομένως, η συνέχιση της επιβολής μέτρων στο σημερινό επίπεδο δεν είναι πλέον απαραίτητη για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ. Τα εν λόγω στοιχεία θεωρήθηκαν επαρκή ώστε να δικαιολογηθεί η κίνηση της διαδικασίας.

(4)

Ως εκ τούτου, κατόπιν διαβούλευσης με τη συμβουλευτική επιτροπή, την 21η Απριλίου 2007 η Επιτροπή ανήγγειλε, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3), την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές σολομού εκτροφής καταγωγής Νορβηγίας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού («ανακοίνωση έναρξης διαδικασίας»).

(5)

Η παρούσα επανεξέταση περιορίζεται στην πρακτική ντάμπινγκ και έχει σκοπό να αξιολογήσει εάν πρέπει να συνεχιστούν, να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν τα υφιστάμενα μέτρα.

3.   Μέρη τα οποία αφορά η διαδικασία

(6)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα για την κίνηση της διαδικασίας όλους τους γνωστούς εξαγωγείς/παραγωγούς της Νορβηγίας, τους εμπόρους, τους εισαγωγείς και τις γνωστές ως ενδιαφερόμενες ενώσεις, καθώς και τους αντιπροσώπους του Βασιλείου της Νορβηγίας. Δόθηκε η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που ορίστηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

4.   Δειγματοληψία

(7)

Στο σημείο 5 α) της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας αναφέρεται ότι η Επιτροπή ενδέχεται να αποφασίσει να εφαρμόσει δειγματοληπτική μέθοδο, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού. 267 εταιρείες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του σημείου 5 α) i) της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας και υπέβαλαν τις πληροφορίες που ζητήθηκαν εντός της ορισθείσας προθεσμίας. Οι 169 από αυτές ήταν παραγωγοί-εξαγωγείς σολομού εκτροφής. Οι εξαγωγές πραγματοποιούνταν είτε άμεσα είτε μέσω συνδεδεμένων και ανεξάρτητων εμπόρων.

(8)

Λόγω του μεγάλου αριθμού των εμπλεκόμενων εταιρειών, αποφασίστηκε να γίνει χρήση των διατάξεων περί δειγματοληψίας και, για το λόγο αυτό, επελέγη ένα δείγμα εταιρειών παραγωγής, με τον υψηλότερο όγκο εξαγωγών στην Κοινότητα (παραγωγοί-εξαγωγείς), σε συνεννόηση με τους εκπροσώπους της νορβηγικής βιομηχανίας. Οι εκπρόσωποι της νορβηγικής βιομηχανίας πρότειναν να περιληφθεί στο δείγμα: i) μία εταιρεία παραγωγής που δεν πραγματοποιούσε εξαγωγές η ίδια, αλλά μόνο μέσω μη συνδεδεμένων εμπόρων στη Νορβηγία και ii) δύο εταιρείες εξαγωγής που δεν ήταν παραγωγοί του υπό εξέταση προϊόντος. Η πρόταση αυτή δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή, διότι, όσον αφορά την εταιρεία παραγωγής, δεν υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις ότι θα μπορούσαν να αναγνωριστούν οι εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα μέσω μη συνδεδεμένων εμπόρων. Όσον αφορά τους εξαγωγείς που δεν παράγουν σολομό, δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί η κανονική αξία και, συνεπώς, δεν θα μπορούσε να οριστεί δασμός για τις εταιρείες αυτές.

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, το δείγμα που επιλέχθηκε κάλυπτε τον μεγαλύτερο δυνατό αντιπροσωπευτικό όγκο εξαγωγών, για τον οποίο λογικά θα μπορούσε να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Οι παραγωγοί-εξαγωγείς που επιλέχθηκαν στο τελικό δείγμα αντιπροσώπευαν σχεδόν το 60 % του δηλωθέντος όγκου των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα.

(10)

Όσον αφορά τους εισαγωγείς, για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει αν ήταν αναγκαία η δειγματοληψία, στο σημείο 5 α) ii) της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας κλήθηκαν οι εισαγωγείς της Κοινότητας να υποβάλουν τις πληροφορίες που ορίζονται στο σημείο αυτό. Μόνον τέσσερις εισαγωγείς της Κοινότητας απάντησαν στο έντυπο δειγματοληψίας. Λόγω του μικρού αριθμού των εισαγωγέων που συνεργάστηκαν, δεν απαιτήθηκε δειγματοληψία στην προκειμένη περίπτωση.

(11)

Η Επιτροπή ζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ. Προς τούτο, η Επιτροπή κάλεσε όλα τα γνωστά ως ενδιαφερόμενα μέρη και όλα τα άλλα μέρη που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που ορίστηκε στην ανακοίνωση έναρξης της διαδικασίας να συνεργαστούν στην παρούσα διαδικασία και να συμπληρώσουν τα σχετικά ερωτηματολόγια. Στο πλαίσιο αυτό, 267 παραγωγοί και εξαγωγείς της Νορβηγίας, οι εκπρόσωποι των παραγωγών σολομού της Κοινότητας και οι κυβερνήσεις της Ιρλανδίας και της Σκωτίας συνεργάστηκαν με την Επιτροπή και εξέθεσαν τις απόψεις τους. Επιπλέον, τέσσερις εισαγωγείς και οι έξι παραγωγοί-εξαγωγείς της Νορβηγίας που περιλήφθηκαν στο δείγμα υπέβαλαν πλήρως συμπληρωμένα ερωτηματολόγια εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

(12)

Η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στις εγκαταστάσεις των κατωτέρω εταιρειών:

α)

Εισαγωγείς/μεταποιητικές επιχειρήσεις/χρήστες

Laschinger GmbH, Bischofmais, Γερμανία

Gottfried Friedrichs KG (GmbH & Co.), Αμβούργο, Γερμανία

Rodé Vis BV, Urk, Κάτω Χώρες

Hätälä Oy, Oulu, Φινλανδία

β)

Παραγωγοί-εξαγωγείς της Νορβηγίας (επίπεδο ομίλου)

Marine Harvest AS, Bergen, Νορβηγία

Hallvard Leroy AS, Bergen, Νορβηγία.

(13)

Οι δύο μεγαλύτεροι νορβηγοί παραγωγοί-εξαγωγείς, δηλαδή η Marine Harvest AS και η Hallvard Leroy AS, κάλυπταν άνω του 44 % της συνολικής παραγωγής που δηλώθηκε από τους συνεργασθέντες νορβηγούς παραγωγούς και το 45 % των νορβηγικών εξαγωγών στην Κοινότητα.

(14)

Οι πληροφορίες που υπέβαλαν οι άλλες τέσσερις εταιρείες του δείγματος αποτέλεσαν αντικείμενο εμπεριστατωμένης ανάλυσης βάσει εγγράφων και διαπιστώθηκε ότι είχαν, γενικώς, ανάλογο κόστος παραγωγής και τιμές εξαγωγής με τις εταιρείες στις οποίες διενεργήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι.

(15)

Έγινε ακρόαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

5.   Περίοδος έρευνας

(16)

Η έρευνα της πρακτικής ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006 («περίοδος έρευνας επανεξέτασης» ή «ΠΕΕ»).

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Υπό εξέταση προϊόν

(17)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο όπως και στην αρχική έρευνα, δηλαδή ο σολομός εκτροφής (εκτός του άγριου σολομού), έστω και σε φιλέτα, νωπός, διατηρημένος με απλή ψύξη ή κατεψυγμένος, καταγωγής Νορβηγίας («το υπό εξέταση προϊόν»). Ο ορισμός αποκλείει άλλα παρόμοια αλιευτικά προϊόντα εκτροφής, όπως η μεγάλη ιριδίζουσα πέστροφα, η βιομάζα (ζωντανοί σολομοί), καθώς και ο άγριος σολομός και περαιτέρω επεξεργασμένοι τύποι όπως ο καπνιστός σολομός.

(18)

Το προϊόν υπάγεται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 0302 12 00, ex 0303 11 00, ex 0303 19 00, ex 0303 22 00, ex 0304 19 13 και ex 0304 29 13, που αντιστοιχούν σε διάφορες τυποποιήσεις του προϊόντος (ψάρι νωπό ή απλής ψύξεως, φιλέτα νωπά ή απλής ψύξεως, πλήρες κατεψυγμένο ψάρι και κατεψυγμένα φιλέτα).

2.   Ομοειδές προϊόν

(19)

Όπως αποδείχθηκε κατά την αρχική έρευνα και επιβεβαιώθηκε κατά την παρούσα έρευνα, το υπό εξέταση προϊόν και το προϊόν που παράγεται και πωλείται στην εγχώρια αγορά της Νορβηγίας διαπιστώθηκε ότι έχουν τα ίδια βασικά φυσικά χαρακτηριστικά και την ίδια χρήση. Ως εκ τούτου, θεωρήθηκαν ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Καθότι η παρούσα επανεξέταση περιορίζεται στο ντάμπινγκ, δεν εξήχθησαν συμπεράσματα σχετικά με το προϊόν που παράγεται και πωλείται από την κοινοτική βιομηχανία στην κοινοτική αγορά.

Γ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Γενικά

(20)

Οι νορβηγοί παραγωγοί σολομού εκτροφής πωλούσαν το υπό εξέταση προϊόν στην Κοινότητα είτε άμεσα είτε μέσω συνδεδεμένων και μη συνδεδεμένων εμπόρων. Η τιμή εξαγωγής σε επίπεδο παραγωγού υπολογίστηκε με βάση μόνο τις προοριζόμενες για την κοινοτική αγορά αναγνωρίσιμες πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν άμεσα ή μέσω συνδεδεμένων εταιρειών εγκατεστημένων στη Νορβηγία.

2.   Κανονική αξία

(21)

Προκειμένου να καθοριστεί η κανονική αξία, η Επιτροπή εξακρίβωσε καταρχάς για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα του δείγματος αν οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του σολομού εκτροφής ήταν αντιπροσωπευτικές σε σχέση με τις συνολικές εξαγωγικές πωλήσεις της προς την Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές όταν ο συνολικός όγκος τους για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα αντιστοιχούσε τουλάχιστον στο 5 % του συνολικού όγκου των εξαγωγικών του πωλήσεων στην Κοινότητα.

(22)

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι εγχώριες πωλήσεις ήταν αντιπροσωπευτικές, οι πωλήσεις σε μη συνδεδεμένους εμπόρους εγκατεστημένους στη Νορβηγία και κατόχους άδειας εξαγωγής κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ δεν λήφθηκαν υπόψη, καθότι δεν θα μπορούσε να εξακριβωθεί με βεβαιότητα ο τελικός προορισμός αυτών των πωλήσεων. Πράγματι, η έρευνα έδειξε ότι αυτές οι πωλήσεις προορίζονταν κατ’ εξοχήν για εξαγωγή στις αγορές τρίτων χωρών και, συνεπώς, δεν πραγματοποιήθηκαν για εγχώρια κατανάλωση.

(23)

Στη συνέχεια η Επιτροπή καθόρισε τους τύπους του προϊόντος που πωλούσαν στην εγχώρια αγορά οι εταιρείες με συνολικά αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις, οι οποίοι ήταν ίδιοι ή άμεσα συγκρίσιμοι με τους τύπους που πωλούσαν για εξαγωγή στην Κοινότητα.

(24)

Οι εγχώριες πωλήσεις συγκεκριμένου τύπου προϊόντος θεωρήθηκαν αρκούντως αντιπροσωπευτικές όταν ο όγκος των πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος στην εγχώρια αγορά σε ανεξάρτητους πελάτες κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας αντιπροσώπευε 5 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου των εξαγωγικών πωλήσεων του συγκρίσιμου τύπου προϊόντος με προορισμό την Κοινότητα.

(25)

Εξετάστηκε επίσης αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου του υπό εξέταση προϊόντος στην εγχώρια αγορά σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, καθορίζοντας το ποσοστό των κερδοφόρων πωλήσεων του εκάστοτε τύπου σε ανεξάρτητους πελάτες. Αυτό έγινε με υπολογισμό του ποσοστού των κερδοφόρων πωλήσεων κάθε εξαγόμενου τύπου του προϊόντος σε ανεξάρτητους πελάτες, στην εγχώρια αγορά κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, ως ακολούθως:

(26)

Όταν ο όγκος των πωλήσεων ενός τύπου του προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν με καθαρή τιμή πώλησης μεγαλύτερη ή ίση με το υπολογισμένο κόστος παραγωγής αντιπροσώπευε άνω του 80 % του συνολικού όγκου πωλήσεων αυτού του τύπου και όταν η σταθμισμένη μέση τιμή αυτού του τύπου ήταν μεγαλύτερη ή ίση με το κόστος παραγωγής, η κανονική αξία βασίστηκε στις πραγματικές εγχώριες τιμές. Η τιμή αυτή υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος όλων των εγχώριων τιμών αυτού του τύπου κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, ανεξαρτήτως εάν οι τιμές αυτές ήταν επικερδείς ή όχι.

(27)

Όταν ο όγκος των επικερδών πωλήσεων ενός τύπου του προϊόντος αντιπροσώπευε το 80 % ή λιγότερο του συνολικού όγκου των πωλήσεων αυτού του τύπου ή όταν η σταθμισμένη μέση τιμή αυτού του τύπου ήταν χαμηλότερη από το κόστος παραγωγής, η κανονική αξία βασίστηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή, η οποία υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των επικερδών πωλήσεων μόνο αυτού του τύπου, εφόσον οι πωλήσεις αυτές αντιπροσώπευαν το 10 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου των πωλήσεων αυτού του τύπου.

(28)

Όταν ο όγκος των επικερδών πωλήσεων οποιουδήποτε τύπου του προϊόντος αντιπροσώπευε λιγότερο από το 10 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων αυτού του τύπου, θεωρήθηκε ότι ο όγκος των πωλήσεων αυτού του συγκεκριμένου τύπου ήταν ανεπαρκής για να αποτελέσει η εγχώρια τιμή την κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

(29)

Στις περιπτώσεις που οι εγχώριες τιμές πώλησης ενός συγκεκριμένου τύπου του προϊόντος από έναν παραγωγό-εξαγωγέα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, έπρεπε να εφαρμοστεί μια άλλη μέθοδος.

(30)

Κατ’ αρχάς, εξετάστηκε αν ήταν δυνατό να καθοριστεί η κανονική αξία βάσει των εγχώριων τιμών άλλων νορβηγών παραγωγών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχαν πιο αξιόπιστες τιμές άλλων παραγωγών, χρησιμοποιήθηκε η κατασκευασμένη κανονική αξία σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(31)

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή υπολόγισε αντ’ αυτών την κατασκευασμένη κανονική αξία ως εξής. Η κανονική αξία κατασκευάστηκε προσθέτοντας στο κόστος παραγωγής των εξαγόμενων τύπων κάθε παραγωγού-εξαγωγέα, κατόπιν των τυχόν αναγκαίων προσαρμογών, ένα εύλογο ποσό για τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα έξοδα πώλησης (ΓΔΕΠ) και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

(32)

Σε όλες τις περιπτώσεις τα ΓΔΕΠ και το κέρδος καθορίστηκαν με βάση τις μεθόδους που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού. Προς τούτο, η Επιτροπή εξέτασε αν τα ΓΔΕΠ που επωμίστηκε και τα κέρδη που πραγματοποίησε καθένας από τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς στην εγχώρια αγορά αποτελούσαν αξιόπιστα δεδομένα.

(33)

Κανένας από τους εν λόγω έξι παραγωγούς-εξαγωγείς για τους οποίους χρειάστηκε να κατασκευαστεί η κανονική αξία δεν είχε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος που περιγράφεται στην εισαγωγική φράση του άρθρου 2 παράγραφος 6. Το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί, διότι κανένας από τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς δεν είχε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις. Το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β) επίσης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, διότι οι πωλήσεις της γενικής κατηγορίας προϊόντων στην εγχώρια αγορά διαπιστώθηκε ότι δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Ως εκ τούτου, τα έξοδα ΓΔΕΠ και τα κέρδη καθορίστηκαν δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο. Στο πλαίσιο αυτό και ελλείψει άλλων πιο αξιόπιστων πληροφοριών, θεωρήθηκε ότι περιθώριο κέρδους 30 % και έξοδα ΓΔΕΠ 3 % θα ήταν εύλογα λαμβάνοντας υπόψη τα αριθμητικά στοιχεία που δήλωσαν οι έξι παραγωγοί-εξαγωγείς κατά την ΠΕΕ σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις τους.

(34)

Οι νορβηγοί παραγωγοί-εξαγωγείς αμφισβήτησαν τη χρήση περιθωρίου κέρδους 30 %, ισχυριζόμενοι ότι δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά στοιχεία σχετικά με τα κανονικά περιθώρια κέρδους στον τομέα της ιχθυοκαλλιέργειας. Ωστόσο, δεν υπήρχε καμία ένδειξη στο φάκελο ότι τα ποσά των κερδών που καθορίστηκαν κατά τα προαναφερόμενα υπερβαίνουν το κέρδος που κατά κανόνα πραγματοποίησαν άλλοι παραγωγοί-εξαγωγείς από τις πωλήσεις προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής κατά την ΠΕΕ. Ειδικότερα, όπως προαναφέρεται, το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε βασίστηκε σε επαληθευμένα πραγματικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, το εν λόγω επιχείρημα απορρίφθηκε.

3.   Τιμή εξαγωγής

(35)

Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το υπό εξέταση προϊόν εξήχθη σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση τις πράγματι πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές εξαγωγές.

(36)

Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν μέσω συνδεδεμένων εμπόρων, η τιμή εξαγωγής κατασκευάστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, με βάση την τιμή στην οποία μεταπωλήθηκαν για πρώτη φορά τα εισαχθέντα προϊόντα σε ανεξάρτητο αγοραστή, δεόντως προσαρμοσμένη για να ληφθούν υπόψη όλα τα έξοδα που σημειώθηκαν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, καθώς και εύλογο περιθώριο για τα έξοδα ΓΔΕΠ και τα κέρδη. Προς τούτο, χρησιμοποιήθηκαν τα πραγματικά έξοδα ΓΔΕΠ των συνδεδεμένων εμπόρων κατά την ΠΕΕ. Όσον αφορά το κέρδος, καθορίστηκε βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών και ελλείψει άλλων πιο αξιόπιστων πληροφοριών, ότι περιθώριο κέρδους 2 % θεωρήθηκε εύλογο για έναν έμπορο δραστηριοποιούμενο στον εν λόγω επιχειρηματικό τομέα.

(37)

Όπως προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22, στις περιπτώσεις στις οποίες πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις μέσω μη συνδεδεμένων εμπόρων, δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί με βεβαιότητα ο τελικός προορισμός του εξαγόμενου προϊόντος. Συνεπώς, ήταν αδύνατο να καθοριστεί αν μια συγκεκριμένη πώληση πραγματοποιήθηκε σε πελάτη εντός της Κοινότητας ή σε άλλη τρίτη χώρα και έτσι αποφασίστηκε να μην ληφθούν υπόψη οι πωλήσεις σε μη συνδεδεμένους εμπόρους. Η κοινοτική βιομηχανία διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με αυτή την προσέγγιση υποστηρίζοντας ότι οι εν λόγω πωλήσεις έπρεπε να είχαν εξεταστεί, διότι κατά τους ισχυρισμούς της πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις σολομού στην Κοινότητα μέσω ανεξάρτητων εμπόρων σε τιμές κατώτερες από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής.

(38)

Υπενθυμίζεται ότι για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού και ότι, συνεπώς, στο πλαίσιο του καθορισμού του ντάμπινγκ, οι τιμές μεταπώλησης από τους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες είναι μη συναφείς. Ως εκ τούτου, το εν λόγω επιχείρημα απορρίφθηκε.

4.   Σύγκριση

(39)

Η κανονική αξία και οι τιμές εξαγωγής συγκρίθηκαν σε επίπεδο εκ του εργοστασίου.

(40)

Για να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητα των τιμών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Έγιναν οι κατάλληλες προσαρμογές σε όλες τις περιπτώσεις όπου θεωρήθηκαν εύλογες, ακριβείς και υποστηριζόμενες από επαληθευμένα στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι εκπτώσεις, οι μειώσεις τιμών, τα μεταφορικά έξοδα, το κόστος ασφάλισης, διεκπεραίωσης και φόρτωσης, και τα πρόσθετα έξοδα, το κόστος συσκευασίας, το πιστωτικό κόστος και οι εισαγωγικοί δασμοί.

5.   Ντάμπινγκ

5.1.   Εταιρείες του δείγματος

(41)

Για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα υπολογίστηκε ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ. Για τις εταιρείες αυτές η σταθμισμένη μέση κανονική αξία κάθε τύπου του υπό εξέταση προϊόντος που εξήχθη στην Κοινότητα συγκρίθηκε με τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής του αντίστοιχου τύπου του υπό εξέταση προϊόντος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού.

5.2.   Εταιρείες που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα

(42)

Όσον αφορά τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς-παραγωγούς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, διαπιστώθηκε ότι, για το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεών τους, οι τιμές εξαγωγής τους ήταν εν γένει ανάλογες των τιμών των εξαγωγέων του δείγματος. Ελλείψει πληροφοριών περί του αντιθέτου, τα αποτελέσματα θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικά για όλους τους άλλους εξαγωγείς.

5.3.   Μη συνεργαζόμενες εταιρείες

(43)

Δεδομένου του υψηλού βαθμού συνεργασίας, δηλαδή σχεδόν 100 %, εξήχθη επίσης το συμπέρασμα ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ που προέκυψαν για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος ήταν αντιπροσωπευτικά για τη Νορβηγία.

5.4.   Περιθώρια ντάμπινγκ

(44)

Βάσει των ανωτέρω, τα περιθώρια ντάμπινγκ εκφρασμένα ως εκατοστιαίο ποσοστό επί της καθαρής τιμής cif, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή δασμού, έχουν ως εξής:

Marine Harvest AS

–20,3 %

Norway Royal Salmon AS

–5,9 %

Hallvard Leroy AS

–13,0 %

Mainstream Norway AS

–0,8 %

Norwell AS

–0,8 %

Polar Quality AS

–2,7 %

(45)

Το σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ και για τις έξι εξαγωγικές εταιρείες είναι – 6,1 %.

Δ.   ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Γενικά

(46)

Καθότι διαπιστώθηκε ότι το ντάμπινγκ κατά την ΠΕΕ ήταν ελάχιστο, εξετάστηκε επιπλέον αν υπήρχε πιθανότητα επανάληψης του ντάμπινγκ σε περίπτωση που επιτρεπόταν η λήξη της ισχύος των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, δηλαδή αν οι συνθήκες κατά την ΠΕΕ είχαν διαρκή χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάστηκαν ειδικότερα τα ακόλουθα τέσσερα στοιχεία: i) η εξέλιξη της κανονικής αξίας, ii) η εξέλιξη του όγκου των εξαγωγών και των τιμών στην Κοινότητα και σε άλλες τρίτες χώρες, iii) ο όγκος της παραγωγής και η παραγωγική ικανότητα στη Νορβηγία και iv) η κατάσταση της νορβηγικής βιομηχανίας.

2.   Εξέλιξη της κανονικής αξίας

(47)

Για τη συντριπτική πλειονότητα των εξαγωγικών πωλήσεων (δηλαδή για το 99 %), η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού με βάση το κόστος παραγωγής των οικείων παραγωγών-εξαγωγέων προσαυξημένο κατά ένα ποσό για τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος. Ως εκ τούτου, κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστεί η πιθανή εξέλιξη του κόστους παραγωγής στη Νορβηγία ως υποκατάστατο των εγχώριων τιμών, προκειμένου να καθοριστεί η πιθανή εξέλιξη της κανονικής αξίας.

(48)

Η έρευνα έδειξε ότι η διάρθρωση του κόστους των νορβηγών παραγωγών-εξαγωγέων διατηρήθηκε σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της ΠΕΕ. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, το μοναδιαίο κόστος παραγωγής των εταιρειών που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας ήταν κατά μέσον όρο 20 έως 25 % χαμηλότερο από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής.

(49)

Όσον αφορά την πιθανή του εξέλιξη, εξετάστηκαν διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος του μοναδιαίου κόστους, όπως το κόστος των ιχθυοτροφών, το κόστος των νεαρών σολομών, οι συνέπειες της διαδικασίας ενοποίησης της νορβηγικής βιομηχανίας σολομού και η αυξανόμενη χρήση νέων τεχνολογιών, ολοένα και πιο αποτελεσματικών σε σχέση με το κόστος.

(50)

Το κόστος των ιχθυοτροφών, που αντιπροσωπεύει το 50 έως 60 % του συνολικού κόστους, θεωρήθηκε αξιόπιστος δείκτης της συνολικής εξέλιξης του κόστους. Τούτο επιβεβαιώνεται και από αναλυτές του κλάδου με ειδίκευση στο εν λόγω αντικείμενο. Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι το συνολικό κόστος θα είχε αυξηθεί μετά την ΠΕΕ και ότι είναι πιθανό να αυξηθεί περαιτέρω, συγκεκριμένα κατά τουλάχιστον 30 % μέχρι το τέλος του 2008 σε σχέση με την αρχή της ΠΕΕ, κυρίως λόγω της προβαλλόμενης αύξησης της τιμής των ιχθυοτροφών. Υποστήριξαν επίσης ότι η αύξηση της κανονικής αξίας σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών εξαγωγής θα οδηγούσε σε επανάληψη της πρακτικής ντάμπινγκ.

(51)

Τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη δεν υπέβαλαν συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση της προβαλλόμενης αναμενόμενης αύξησης του κόστους των ιχθυοτροφών κατά 30 %. Οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν μπόρεσαν να επιβεβαιωθούν ούτε από την ανάλυση της πιθανής εξέλιξης του κόστους. Έτσι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των ενδιαφερομένων μερών, η έρευνα έδειξε ότι το επαληθευμένο κόστος των ιχθυοτροφών για τους νορβηγούς παραγωγούς-εξαγωγείς παρέμεινε κατά το μάλλον ή ήττον σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ΠΕΕ και κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2007. Έτσι, ο πίνακας 1 στην αιτιολογική σκέψη 54 δείχνει μικρή μόνο αύξηση του κόστους των ιχθυοτροφών μεταξύ 2006 και 2007. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι η αύξηση της τιμής των ιχθυοτροφών συνδέεται κυρίως με την αύξηση της τιμής ορισμένων συστατικών των ιχθυοτροφών (πρώτων υλών) όπως το ιχθυέλαιο και τα ιχθυάλευρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ιχθυέλαιο και τα ιχθυάλευρα μπορούν σε κάποιο βαθμό να υποκατασταθούν από άλλες πρώτες ύλες ιχθυοτροφών με χαμηλότερο κόστος, όπως τα φυτικά έλαια και άλευρα. Κατά συνέπεια, οι παραγωγοί ιχθυοτροφών κανονικά θα τροποποιούσαν τη σύνθεση της ιχθυοτροφής, ώστε να διατηρήσουν το συνολικό κόστος της ιχθυοτροφής σε όσο το δυνατό χαμηλότερο επίπεδο. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν αυξηθεί το κόστος ορισμένων συστατικών των ιχθυοτροφών, δεν αναμένεται άμεση γραμμική επίπτωση στο συνολικό κόστος των ιχθυοτροφών, δηλαδή τυχόν αύξηση θα έχει σημαντικά βραδύτερο ρυθμό. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι άλλοι παράγοντες διαμόρφωσης του κόστους που περιγράφονται κατωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 55 έως 63 πιθανόν να επηρεάσουν καθοδικά και, άρα, να έχουν αντισταθμιστική επίδραση στην πιθανή αύξηση του κόστους των ιχθυοτροφών.

(52)

Όσον αφορά τις τιμές των νεαρών σολομών, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 15 % του συνολικού κόστους της ιχθυοκαλλιέργειας, η έρευνα έδειξε ότι έχουν μειωθεί, όπως φαίνεται στον πίνακα 1 κατωτέρω. Αν και είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια η εξέλιξη του κόστους των νεαρών σολομών, η εξακολουθητικά πτωτική τάση που παρουσιάζεται στον πίνακα 1 κατωτέρω θεωρήθηκε αξιόπιστος δείκτης που επιτρέπει το εύλογο συμπέρασμα ότι η ίδια τάση θα συνεχιστεί στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, δεν προέκυψε από την έρευνα ούτε προβλήθηκε από κάποιο ενδιαφερόμενο μέρος σημαντική αλλαγή στην εξέλιξη του κόστους των νεαρών σολομών στο μέλλον.

(53)

Δεδομένου ότι το κόστος των νεαρών σολομών μαζί με το κόστος των ιχθυοτροφών αποτελεί το 65 % του συνολικού κόστους και ότι το ιχθυέλαιο και τα ιχθυάλευρα μπορούν, ώς ένα βαθμό, να υποκατασταθούν από άλλες πρώτες ύλες ιχθυοτροφών με χαμηλότερο κόστος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51 ανωτέρω), εξήχθη το συμπέρασμα ότι το συνολικό κόστος δεν είναι πιθανό να αυξηθεί σημαντικά στο ορατό μέλλον.

(54)

Πίνακας 1: Εξέλιξη του κόστους των ιχθυοτροφών και των νεαρών σολομών σε νορβηγικές κορόνες (ανά κιλό σολομού — ψάρι εκσπλαχνισμένο με κεφάλι) — Πηγή: Kontali Analyse AS (4) (2008)

Νορβηγία

2003

2004

2005

2006

2007 E

Ιχθυοτροφές

10,36

9,41

8,90

10,08

10,65

Νεαροί σολομοί

2,10

2,00

1,94

1,72

1,70

(55)

Μετά την κοινοποίηση, η κοινοτική βιομηχανία διατύπωσε αντιρρήσεις για τα ανωτέρω πορίσματα, υποστηρίζοντας ότι το κόστος των ιχθυοτροφών θα έπρεπε να είχε επιμεριστεί κατά γενεά, καθώς το κόστος των ιχθυοτροφών κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου έτους δεν επηρεάζει το κόστος αλίευσης κατά το εν λόγω έτος αλλά το κόστος μελλοντικής αλίευσης. Διαφορετικά, τα πορίσματα σχετικά με την εξέλιξη του κόστους των ιχθυοτροφών δεν θα αποτυπώνουν σωστά την πραγματική κατάσταση. Τα ανωτέρω δεν ήταν δυνατό να γίνουν δεκτά, διότι στην ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το πραγματικό επαληθευμένο κόστος των ιχθυοτροφών αθροισμένο κατά γενεά.

(56)

Η κοινοτική βιομηχανία διατύπωσε επίσης αντιρρήσεις σχετικά με το συμπέρασμα ότι οι υψηλότερες τιμές ορισμένων συστατικών των ιχθυοτροφών μπορούν να αντισταθμιστούν μέσω υποκατάστασης. Υποστήριξαν σχετικά ότι λόγω της αύξησης της τιμής ορισμένων συστατικών των ιχθυοτροφών, αφενός, και της αρνητικής επίπτωσης στην ποιότητα της σάρκας του σολομού, αφετέρου, μια τέτοια υποκατάσταση θα ήταν περιορισμένη. Όσον αφορά την αύξηση του κόστους άλλων συστατικών των ιχθυοτροφών, δεν στηρίχθηκε σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία και, συνεπώς, έπρεπε να απορριφθεί. Γίνεται δεκτό ότι η υποκατάσταση ορισμένων συστατικών των ιχθυοτροφών είναι περιορισμένη. Ωστόσο, όπως προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 51, διαπιστώθηκε ότι η υποκατάσταση είναι πράγματι δυνατή σε κάποιο βαθμό. Βάσει αυτών, εξήχθη το συμπέρασμα ότι παρόλο που το κόστος των ιχθυοτροφών μπορεί να αυξηθεί στο μέλλον, δεν είναι πιθανό να αυξηθεί στον ίδιο βαθμό με την αύξηση του κόστους του ιχθυελαίου και του ιχθυαλεύρου. Η κοινοτική βιομηχανία δεν υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτά τα συμπεράσματα.

(57)

Η διαδικασία ενοποίησης είναι άλλος ένας παράγοντας που συμβάλλει στη σταθεροποίηση του κόστους παραγωγής. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των εταιρειών που παράγουν το 80 % του σολομού του Ατλαντικού στη Νορβηγία μειώθηκε από 55 το 2000 σε 31 το 2006. Αν και ο τομέας της ιχθυοκαλλιέργειας στη Νορβηγία μπορεί ακόμη να θεωρηθεί κατακερματισμένος, η διαδικασία ενοποίησης έχει θετικές συνέπειες στο κόστος παραγωγής, όχι μόνο των σημαντικότερων παραγωγών της Νορβηγίας, οι οποίοι επίσης επιλέχθηκαν στη δειγματοληψία, αλλά και για τον τομέα στο σύνολό του, όπως επιβεβαιώνεται από ειδικούς αναλυτές του τομέα. Ειδικότερα, νέες συνέργειες, η ολοκλήρωση παραγωγικών δραστηριοτήτων και οι οικονομίες κλίμακας δίνουν τη δυνατότητα στους παραγωγούς να ελέγχουν την αύξηση του κόστους σε μοναδιαία βάση, παρά τη σημαντική αύξηση του όγκου της παραγωγής.

(58)

Η τάση ενοποίησης αναμένεται να συνεχιστεί στο μέλλον, γεγονός που πολύ πιθανώς θα έχει περαιτέρω θετικές συνέπειες στο κόστος, μέσω οικονομιών κλίμακας.

(59)

Τέλος, η χρήση νέων τεχνολογιών και εξοπλισμού στις δραστηριότητες ιχθυοκαλλιέργειας έχει συμβάλει στη συγκράτηση της αύξησης του κόστους σε μοναδιαία βάση, παρά το γεγονός ότι ο όγκος παραγωγής έχει αυξηθεί (βλέπε κατωτέρω, αιτιολογικές σκέψεις 64 και επόμενες).

(60)

Μετά την κοινοποίηση, η κοινοτική βιομηχανία αμφισβήτησε τα περί μείωσης του κόστους παραγωγής υποστηρίζοντας ότι η ενοποίηση καθαυτήν δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη παράγοντα μείωσης του κόστους. Έτσι, υποστηρίχθηκε ότι, σύμφωνα με νορβηγικές στατιστικές, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Νορβηγίας θα ήταν αποτελεσματικότερες σε σχέση με τους μεγάλους ομίλους. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι το συμπέρασμα περί μείωσης του κόστους έρχεται σε αντίθεση με τα πορίσματα της αιτιολογικής σκέψης 92 σχετικά με τις πιθανές συνέπειες της εκδήλωσης εστίας μιας νόσου και της αναμενόμενης χαμηλότερης απόδοσης ανά νεαρό σολομό στο μέλλον, παράγοντες που αμφότεροι θα οδηγούσαν σε αύξηση του κόστους.

(61)

Σημειώνεται καταρχάς ότι η αιτιολογική σκέψη 92 δεν αναφέρεται στις συνέπειες της εστίας μιας νόσου, αλλά στο φυσιολογικό ποσοστό θνησιμότητας που είναι σύμφυτο με την παραγωγή σολομού, το οποίο δεν επηρεάζει το κόστος καθαυτό. Δεύτερον, η αναμενόμενη χαμηλότερη απόδοση ανά νεαρό σολομό που αναφέρεται σε αυτή την αιτιολογική σκέψη δεν οφείλεται σε έκτακτη κατάσταση και δεν θεωρείται σημαντική, επομένως δεν έχει ουσιώδη επίδραση στο συνολικό κόστος. Στην αιτιολογική σκέψη 92 επιχειρείται απλώς να δειχθεί ότι η αύξηση του όγκου παραγωγής δεν προκύπτει με αντιστοιχία ένα προς ένα από την αύξηση της παραγωγής νεαρών σολομών, καθότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επίσης επηρεάζουν τον όγκο της αλίευσης, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την κοινοτική βιομηχανία.

(62)

Όσον αφορά τη μείωση του κόστους λόγω της διαδικασίας ενοποίησης, η κοινοτική βιομηχανία δεν υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τις αντιρρήσεις της. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της Κοινότητας στο πλαίσιο αυτό απορρίφθηκαν.

(63)

Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, δεν θεωρείται πιθανή μια σημαντική αύξηση της κανονικής αξίας στο ορατό μέλλον. Αντίθετα, λόγω κυρίως της υπό εξέλιξη διαδικασίας ενοποίησης, είναι πιθανή η περαιτέρω μείωση του κόστους, παρά την ανοδική τάση των τιμών των ιχθυοτροφών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51 ανωτέρω). Συνεπώς, η κατασκευασμένη κανονική αξία, η οποία βασίζεται στο κόστος παραγωγής, θεωρείται διαρκούς χαρακτήρα.

3.   Εξέλιξη των τιμών εξαγωγής και του όγκου παραγωγής στη Νορβηγία

3.1.   Εξέλιξη του όγκου παραγωγής στη Νορβηγία και των εξαγωγών στην ΕΕ

(64)

Όπως φαίνεται στον πίνακα 2 στην αιτιολογική σκέψη 65, η νορβηγική παραγωγή σολομού αυξήθηκε σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια και ιδίως το 2007, κυρίως λόγω ευνοϊκών βιολογικών συνθηκών και σε σύγκριση με τη χαμηλή παραγωγή του 2006. Ωστόσο, όπως φαίνεται στον πίνακα 3 στην αιτιολογική σκέψη 66 σχετικά με την εκτιμώμενη συνολική κατανάλωση στην Κοινότητα, η κοινοτική αγορά του υπό εξέταση προϊόντος έχει επίσης αυξηθεί σημαντικά, ήτοι + 9,40 % από το 2006 έως το 2007, και βάσει των προηγούμενων τάσεων αναμένεται να αναπτυχθεί περαιτέρω. Η εξέλιξη της κατανάλωσης στον πίνακα 3 κατωτέρω περιλαμβάνει όλες τις εισαγωγές από τρίτες χώρες, καθώς και τις πωλήσεις της κοινοτικής βιομηχανίας στην κοινοτική αγορά.

(65)

Πίνακας 2: Συνολική παραγωγή σολομού σε τόνους ισοδυνάμου ολόκληρου ιχθύος (ΙΟΙ) μεταξύ 2003 και 2007 — Πηγή: Kontali Analysis: Monthly Salmon Report, January, No 1/2008

Νορβηγία

2003

2004

2005

2006

2007

 

508 400

537 000

572 300

598 500

723 200

Κατ’ έτος

 

5,63 %

6,57 %

4,58 %

20,80 %

(66)

Πίνακας 3: Εξέλιξη της κατανάλωσης (λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πηγές προμήθειας, συμπεριλαμβανομένης της κοινοτικής βιομηχανίας) σολομού του Ατλαντικού στην Κοινότητα από το 2004 μέχρι το 2007 — Πηγή: Kontali Analysis: Monthly Salmon Report, January, No 1/2008

Έτος

2003

2004

2005

2006

2007

 

579 200

603 100

634 600

651 000

712 200

Κατ’ έτος

 

3,94 %

5,22 %

2,58 %

9,40 %

(67)

Το 2007, σύμφωνα με δημοσιευμένες στατιστικές (Kontali Analysis), το εκτιμώμενο μερίδιο αγοράς του νορβηγικού σολομού στην Κοινότητα έφθασε το 71 % έναντι 69 % το 2006. Ωστόσο, τούτο οφείλεται κυρίως στη μείωση των εισαγωγών από τη Χιλή, όπου η παραγωγή μειώθηκε κατά 3 % έως 5 % (ανάλογα με τις πηγές) μεταξύ του 2006 και του 2007, λόγω της εκδήλωσης εστίας νόσου που προβλέπεται να έχει διαρκείς επιπτώσεις στο επίπεδο της παραγωγής, τουλάχιστον για το 2008 και τα επόμενα χρόνια.

(68)

Βάσει των ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι η αναπτυσσόμενη κοινοτική αγορά θα μπορέσει να απορροφήσει μεγάλο μέρος της νορβηγικής παραγωγής, χωρίς κατ’ ανάγκη η νορβηγική παραγωγή να αποσπάσει σημαντικά μερίδια αγοράς από την κοινοτική βιομηχανία. Επιπλέον, όπως υπογραμμίζεται κατωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 78 και επόμενες, ένα μέρος της νορβηγικής παραγωγής είναι πιθανό να κατευθυνθεί προς εξαγωγή ολοένα και περισσότερο στις αγορές τρίτων χωρών, στις οποίες παρατηρείται σημαντική αύξηση. Τέλος, η πιο περιορισμένη παρουσία της Χιλής στην Κοινότητα θα συμβάλει επίσης στην περαιτέρω μείωση του κινδύνου υπερπροσφοράς εξαγωγών στην Κοινότητα.

(69)

Μετά την κοινοποίηση, η κοινοτική βιομηχανία ισχυρίστηκε ότι η κατάσταση στη Χιλή δεν έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κοινοτική αγορά, καθότι ο σολομός Χιλής εξάγεται κυρίως στην αγορά των ΗΠΑ και έτσι η κατάσταση της προσφοράς στην κοινοτική αγορά καθορίζεται κυρίως από τις νορβηγικές εξαγωγές. Η κοινοτική βιομηχανία υποστήριξε επίσης ότι τα μερίδια αγοράς της Νορβηγίας στην Κοινότητα αυξήθηκαν κατά 2 % επιπλέον, ενώ οι εισαγωγές από τη Χιλή θα είχαν αυξηθεί κατά 5 % στις αρχές του 2008.

(70)

Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα που υπέβαλε η κοινοτική βιομηχανία αφορούν μόνο δύο έως τρεις μήνες του 2008 και, συνεπώς, δεν μπορούν να εξαχθούν ουσιώδη συμπεράσματα βάσει αυτών. Ειδικότερα, σε αγορές αυτού του είδους οι εξελίξεις πρέπει να εξετάζονται βάσει μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας. Δεύτερον, το θέμα της νόσου στη Χιλή αναμένεται να έχει αντίκτυπο στη διεθνή προσφορά, η οποία πράγματι θα μειωθεί, και στην οποία μπορεί να ανακατευθυνθεί ο πρόσθετος όγκος της νορβηγικής παραγωγής.

(71)

Όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα, ορισμένοι ενδιαφερόμενοι ισχυρίστηκαν ότι έχουν μειωθεί σημαντικά από την ΠΕΕ και θα έφθαναν το επίπεδο των 2,85 ευρώ/kg το 2008, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την προβαλλόμενη αύξηση του κόστους και, κατά συνέπεια, της κανονικής αξίας, θα οδηγούσε σε ντάμπινγκ. Η τιμή αυτή εκτιμήθηκε βάσει της μέσης αντιπροσωπευτικής τιμής που ανακοινώθηκε στην αγορά του Όσλο το 2007, δηλαδή 3,13 ευρώ/kg αφαιρώντας μια μέση εκτιμώμενη μείωση της τιμής μεταξύ 0,06 ευρώ/kg και 0,28 ευρώ/kg.

(72)

Όσον αφορά την εξέλιξη της κανονικής αξίας και όπως εξηγείται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 47 και επόμενες, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι έπρεπε να απορριφθούν.

(73)

Όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα, στατιστικές που έχουν δημοσιευθεί δείχνουν ότι οι ισχυρισμοί των προαναφερόμενων ενδιαφερομένων μερών δεν επιβεβαιώνονται από την πρόσφατη εξέλιξη των τιμών εξαγωγής, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1 κατωτέρω:

(74)

Διάγραμμα 1: Εξέλιξη των τιμών (FCA Όσλο, ευρώ/kg νωπού σολομού ανώτερης ποιότητας — Πηγή: Fish Pool) το 2006, το 2007 και στις αρχές του 2008

Image

(75)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι τιμές στην Κοινότητα το 2007 ήταν πράγματι σημαντικά χαμηλότερες από ό,τι κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της ΠΕΕ, δηλαδή το 2007 κυμάνθηκαν μεταξύ 2,88 ευρώ/kg και 3,51 ευρώ/kg. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι αυτές οι τιμές ήταν και πάλι πολύ υψηλότερες από το προσδιορισθέν κόστος παραγωγής και, συνεπώς, ήταν επίσης υψηλότερες από την κανονική αξία, και επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν τιμές σε επίπεδα ντάμπινγκ. Επιπλέον, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών για τους τρεις πρώτους μήνες του 2008, οι τιμές κατά την περίοδο αυτή κυμάνθηκαν μεταξύ 2,96 ευρώ/kg και 3,35 ευρώ/kg, δηλαδή ήταν και πάλι υψηλότερες από το προσδιορισθέν κόστος. Επομένως, πολύ πιθανόν δεν βρίσκονταν σε επίπεδα ντάμπινγκ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η κανονική αξία διατηρήθηκε σταθερή, όπως συμπεραίνεται ανωτέρω, στις αιτιολογικές σκέψεις 47 και επόμενες. Η έρευνα έδειξε ότι οι τιμές εξακολουθούν να επηρεάζονται από τη ζήτηση στην αγορά, αλλά επί του παρόντος βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο. Σημειώνεται επίσης ότι οι διακυμάνσεις των τιμών είναι φυσιολογικές στον εν λόγω τομέα.

(76)

Η κοινοτική βιομηχανία ισχυρίστηκε ότι οι τιμές εξαγωγής μετά την ΠΕΕ επηρεάστηκαν από την ύπαρξη της ελάχιστης τιμής εισαγωγής και, ως εκ τούτου, διατηρήθηκαν σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Υποστήριξαν επίσης ότι, εξ αυτού του λόγου, αν επιτραπεί η λήξη της ισχύος των μέτρων, το επίπεδο των τιμών στην Κοινότητα θα μειωθεί σημαντικά. Το συμπέρασμα αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τα πορίσματα της τρέχουσας έρευνας, η οποία έδειξε ότι η κανονική αξία αναμένεται να διατηρηθεί σχετικά σταθερή και ότι η πιθανότητα σημαντικής μείωσης των τιμών εξαγωγής στην Κοινότητα είναι μικρή. Τα τελευταία αυτά πορίσματα βασίστηκαν σε ενδελεχή έρευνα διαφόρων παραγόντων που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 46 ανωτέρω, όπως η πιθανή εξέλιξη του όγκου της παραγωγής και των εξαγωγών από τη Νορβηγία στην Κοινότητα και τις αγορές άλλων τρίτων χωρών. Η κοινοτική βιομηχανία δεν υπέβαλε πληροφοριακά ή αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτά τα πορίσματα.

(77)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, εξήχθη το συμπέρασμα ότι δεν αναμένεται αύξηση των εισαγωγών σολομού στην Κοινότητα από τη Νορβηγία σε σημείο που θα δημιουργούσε κίνδυνο υπερπροσφοράς στην κοινοτική αγορά. Επιπλέον, έχοντας υπόψη την κατάσταση όσον αφορά το κόστος παραγωγής και τις τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα, ο κίνδυνος ντάμπινγκ φαίνεται απομακρυσμένος.

3.2.   Εξέλιξη των τιμών και του όγκου των εξαγωγών σε χώρες εκτός της ΕΕ

(78)

Η έρευνα έδειξε ότι η Κοινότητα είναι και πιθανόν θα παραμείνει η βασική αγορά διάθεσης του νορβηγικού σολομού, ακολουθούμενη από τη Ρωσία και την Ιαπωνία. Επιπλέον, υπάρχουν αναδυόμενες αγορές για το σολομό, όπου οι νορβηγικές εξαγωγές έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και στο μέλλον (βλέπε, επιπλέον, αιτιολογικές σκέψεις 82 και επόμενες, κατωτέρω). Πράγματι, η έρευνα έδειξε ότι οι νορβηγοί παραγωγοί είναι προετοιμασμένοι να εφοδιάσουν αυτές τις αγορές στο μέλλον, καθότι μπόρεσαν να δημιουργήσουν σχέσεις με τοπικούς πελάτες και να ξεκινήσουν δραστηριότητες διανομής/πώλησης, γεγονός που δείχνει το έντονο ενδιαφέρον των νορβηγών παραγωγών-εξαγωγέων για τις αγορές αυτές.

(79)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι η ρωσική αγορά χαρακτηρίζεται παραδοσιακά από αστάθεια και επομένως δεν μπορεί να προβλεφθεί αν θα αυξηθεί πράγματι η ζήτηση στην αγορά αυτή και, κατ’ επέκταση, αν θα μπορέσουν στο μέλλον οι νορβηγοί παραγωγοί-εξαγωγείς να εξάγουν αυξημένες ποσότητες στην αγορά αυτή. Τα ίδια μέρη υποστήριξαν επίσης ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις από τη Νορβηγία στην Ιαπωνία σημείωσαν καθοδική τάση τα πέντε τελευταία χρόνια και επομένως είναι ομοίως αβέβαιο αν ο αυξημένος όγκος της παραγωγής στη Νορβηγία μπορεί πράγματι να εξαχθεί στην ιαπωνική αγορά.

(80)

Ωστόσο, όσον αφορά τη Ρωσία, η έρευνα έδειξε ότι η αγορά αυτή, περίπου 61 000 τόνων, εξακολουθεί να αυξάνεται και ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι δεν θα συνεχιστεί το ίδιο και στο ορατό μέλλον.

(81)

Οι συνολικές εξαγωγές σολομού από διάφορες χώρες παραγωγής στην Ιαπωνία σημείωσαν μείωση 15 % το 2007 σε σχέση με το 2006. Ωστόσο, ενώ οι εξαγωγές ορισμένων προμηθευτριών χωρών στην Ιαπωνία μειώθηκαν, η Νορβηγία μπόρεσε να αυξήσει το μερίδιο αγοράς της από 52 % το 2006 σε 66 % το 2007 (πηγή: Kontali Analysis). Όπως προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 67, η απόδοση της παραγωγής της Χιλής επηρεάστηκε σημαντικά από την εκδήλωση εστίας νόσου, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο όγκος των εξαγωγών της εν γένει, αλλά και ειδικότερα προς την Ιαπωνία. Έτσι, η Νορβηγία μπόρεσε να αποσπάσει μερίδια αγοράς από τη Χιλή, κατάσταση που αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το 2009, όπως προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 67.

(82)

Όπως φαίνεται στον πίνακα 4 στην αιτιολογική σκέψη 85 κατωτέρω, οι νορβηγικές εξαγωγές σε άλλες αναδυόμενες αγορές του κόσμου, όπως στην Ανατολική Ευρώπη (Ουκρανία, Λευκορωσία) και στην Άπω Ανατολή (Κίνα, Νότια Κορέα, Χονγκ Κονγκ, Ταϊλάνδη) έχουν επίσης αυξηθεί σημαντικά και, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των ενδιαφερομένων μερών τα οποία αφορά η διαδικασία, οι αγορές αυτές κατά πάσα πιθανότητα θα απορροφήσουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της νορβηγικής παραγωγής τα επόμενα χρόνια.

(83)

Διαπιστώθηκε ότι οι τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα και σε άλλες τρίτες χώρες σε βάση FCA Όσλο κυμάνθηκαν σε παραπλήσια επίπεδα, γεγονός που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι όλες οι αγορές είναι εξίσου ελκυστικές όταν υπάρχει επαρκής ζήτηση. Όταν το υπό εξέταση προϊόν πωλείται νωπό ή διατηρημένο με απλή ψύξη, μεταφέρεται στην ΕΕ συνήθως με φορτηγά. Όταν πωλείται σε πιο απομακρυσμένους προορισμούς, στους οποίους δεν μπορούν να φθάσουν τα φορτηγά εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, το υπό εξέταση προϊόν μεταφέρεται αεροπορικώς.

(84)

Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, εφόσον οι λοιποί παράγοντες διατηρηθούν αμετάβλητοι, η μείωση της παραγωγής σολομού κατά 3 έως 5 % το 2007 στη Χιλή λόγω νόσου θα συμβάλει στη συγκράτηση της αύξησης της παγκόσμιας προσφοράς το 2008 και θα προσφέρει στους νορβηγούς παραγωγούς ευκαιρίες επέκτασης σε αγορές όπως η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και άλλες αναδυόμενες αγορές, στις οποίες οι χιλιανοί παραγωγοί κατέχουν σημαντικά μερίδια αγοράς.

(85)

Πίνακας 4: Εξέλιξη της αγοράς (των εξαγωγών) για το σολομό Ατλαντικού από τη Νορβηγία — 2006 έναντι 2007 (όγκος σε τόνους στρογγυλεμένου βάρους) — Πηγή: Νορβηγικό Συμβούλιο Εξαγωγής Θαλασσινών

 

Όγκος 2006

Όγκος 2007

Αλλαγή

ΕΕ

438 569

509 273

16,1 %

Ιαπωνία

26 703

28 846

8,0 %

Ρωσία

39 998

61 248

53,1 %

ΗΠΑ

10 752

14 136

31,5 %

Ουκρανία

6 518

13 617

109 %

Κίνα

5 284

9 021

71 %

Νότια Κορέα

6 037

7 613

26 %

Ταϊλάνδη

3 177

7 887

148 %

(86)

Η κοινοτική βιομηχανία διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με τα ανωτέρω πορίσματα υποστηρίζοντας ότι η εξέλιξη του όγκου των εξαγωγών από τη Νορβηγία σε άλλες τρίτες χώρες θα παρουσίαζε διαφορετικές τάσεις στις αρχές του 2008, δηλαδή θα μειώνονταν οι εξαγωγές στις χώρες αυτές σε απόλυτες τιμές και έτσι η συνολική αύξηση των εξαγωγών θα ήταν μικρότερη από ό,τι το 2007 και μικρότερη από την αύξηση των εξαγωγών στην Κοινότητα κατά την ίδια περίοδο.

(87)

Η έρευνα έδειξε ότι τα δεδομένα σχετικά με τις εισαγωγές στις αρχές του 2008 ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη πηγή. Έτσι, η Kontali Analysis έδειξε πολύ μεγαλύτερες αυξητικές τάσεις για την ίδια περίοδο. Επιπλέον, όπως προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 70, οι εξελίξεις της αγοράς πρέπει να εξετάζονται βάσει μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας προκειμένου να αποτυπωθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα. Συνεπώς, τα επιχειρήματα της κοινοτικής βιομηχανίας δεν μπορούν να ανατρέψουν τα πορίσματα σχετικά με την εξέλιξη του όγκου των εξαγωγών σε άλλες τρίτες χώρες.

4.   Όγκος της παραγωγής και παραγωγική ικανότητα στη Νορβηγία

(88)

Το ύψος της παραγωγής στη Νορβηγία, δηλαδή η μέγιστη επιτρεπόμενη βιομάζα, καθορίζεται κυρίως από τον αριθμό αδειών παραγωγής που χορηγούν οι νορβηγικές αρχές και από την ικανότητα των ιχθυοκαλλιεργητών να επιτύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή εντός των ορίων της άδειάς τους. Άλλοι παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή σολομού είναι για παράδειγμα η συνδρομή ευνοϊκών βιολογικών παραγόντων και καιρικών συνθηκών και η βελτίωση των μεθόδων ιχθυοκαλλιέργειας μέσω εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας. Αντίθετα, η έξαρση μιας νόσου των ψαριών θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά την παραγωγή και να οδηγήσει σε μείωση των αλιευόμενων ψαριών, όπως συνέβη στη Χιλή το 2007.

(89)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι η αύξηση της παραγωγής ιχθυδίων στη Νορβηγία από το 2006 (ισχυρίζονται ότι πρόκειται για αύξηση 20 % μεταξύ 2006 και 2008) αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι ο όγκος της νορβηγικής παραγωγής θα αυξηθεί σημαντικά εντός των δύο επόμενων ετών, γεγονός που θα οδηγήσει σε υπερπροσφορά. Βάσει αυτού και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερα υψηλή απόδοση που επιτεύχθηκε το 2007, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι το 2008 (και μετά) ο όγκος της παραγωγής στη Νορβηγία θα είναι σημαντικά υψηλότερος, υπερβαίνοντας κατά πολύ την ανάπτυξη των εξαγωγικών αγορών της και ειδικότερα της κοινοτικής αγοράς. Υποστήριξαν ότι, αν η βελτίωση της αποδοτικότητας που σημειώθηκε στο νορβηγικό κλάδο εκτροφής σολομού το 2007 επαναληφθεί το 2008, τα πλεονάσματα της παραγωγής ή η αδιάθετη παραγωγή θα φτάσουν τους 20 000 έως 91 000 τόνους με εκτιμώμενο ύψος παραγωγής 870 000 τόνων ισοδυνάμου ολόκληρου ψαριού, δηλαδή αύξηση κατά 150 000 τόνους σε σχέση με το 2007.

(90)

Η έρευνα δεν επιβεβαίωσε τους ανωτέρω ισχυρισμούς. Αν και είναι γεγονός ότι η παραγωγή ιχθυδίων αυξήθηκε το 2006, η αύξηση αυτή ήταν ανάλογη της αύξησης προηγούμενων ετών και δεν μπορεί να θεωρηθεί έκτακτη, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 2 κατωτέρω:

(91)

Διάγραμμα 2: Αριθμός παραγωγής ιχθυδίων σολομού (σε 1 000 τεμάχια) — Πηγή: SSB Norway

Image

(92)

Επιπλέον, βάσει του συνδυασμού διαφόρων παραγόντων, όπως η θνησιμότητα, οι κρατικοί κανονισμοί που ρυθμίζουν τη μέγιστη επιτρεπόμενη βιομάζα και προβλέπουν χαμηλότερη αποδοτικότητα ανά νεαρό σολομό το 2008, σύμφωνα με την Kontali Analysis, η εκτιμώμενη παραγωγή σολομού το 2008 αναμένεται να αυξηθεί μόλις κατά 6 %, δηλαδή από 723 000 τόνους ισοδυνάμου ολόκληρου ψαριού το 2007 σε 770 000 τόνους το 2008, δηλαδή κατά 47 000 τόνους ισοδυνάμου ολόκληρου ψαριού. Τα στοιχεία σχετικά με τη μικρότερη αύξηση της βιομάζας το 2008 επιβεβαιώνονται από τα δεδομένα σχετικά με τις πωλήσεις ιχθυοτροφών, τα οποία δείχνουν σημαντική πτώση το 2008 σε σχέση με το 2007 (πηγή: Havbruksdata and FHL).

(93)

Μετά την κοινοποίηση, η κοινοτική βιομηχανία επανέλαβε τον ισχυρισμό της ότι είναι πιθανή η σημαντική αύξηση του όγκου της παραγωγής στη Νορβηγία και υπέβαλε πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τις αλιευόμενες ποσότητες, τα αποθέματα και τα ιχθύδια για τις αρχές 2008. Όπως ανωτέρω, θεωρήθηκε ότι δεδομένα που αφορούν μόνο δύο μήνες του έτους δεν είναι αντιπροσωπευτικά και, συνεπώς, δεν μπορούν να ανατρέψουν τα πορίσματα σχετικά με την εξέλιξη του όγκου της παραγωγής στη Νορβηγία που σκιαγραφείται ανωτέρω.

(94)

Ως εκ τούτου, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, αν και ο όγκος της παραγωγής στη Νορβηγία ακολουθεί ανοδική τάση, δεν είναι πιθανή μια θεαματική αύξηση της παραγωγής στο εγγύς μέλλον, στο επίπεδο που ισχυρίζονται τα προαναφερόμενα ενδιαφερόμενα μέρη. Επιπλέον, όπως προαναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 82 και επόμενες, η τυχόν αύξηση του όγκου της παραγωγής δεν είναι πιθανό να εξαχθεί στο σύνολό της στην Κοινότητα, αλλά πολύ πιθανόν να κατευθυνθεί κατά μεγάλο μέρος στις αγορές τρίτων χωρών, όπου η ζήτηση αυξάνεται σημαντικά. Τέλος, για τους λόγους που σημειώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 71 και επόμενες, δεν αναμένεται να γίνουν εξαγωγές στην Κοινότητα με τιμές σε επίπεδα ντάμπινγκ.

5.   Η κατάσταση της νορβηγικής βιομηχανίας

(95)

Τέλος, εξετάστηκε προσεκτικά η κατάσταση της νορβηγικής βιομηχανίας γενικότερα και κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ ειδικότερα. Η έρευνα έδειξε ότι, σε αντίθεση με τα πορίσματα της αρχικής έρευνας, ο τομέας της υδατοκαλλιέργειας στη Νορβηγία αποτελείται από ιδιαίτερα κερδοφόρες επιχειρήσεις. Τούτο οφείλεται εν μέρει στην ευρεία και συντελούμενη ακόμη διαδικασία ενοποίησης, χάρη στην οποία ο τομέας έγινε ιδιαίτερα αποτελεσματικός και εύρωστος. Τούτο αντικατοπτρίζεται και στην ιδιοκτησιακή δομή των ενδιαφερόμενων εταιρειών: αρκετές νορβηγικές και διεθνείς εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και συνταξιοδοτικά ταμεία κατέχουν σημαντικές συμμετοχές στους ομίλους των παραγωγών-εξαγωγέων. Τούτο δεν ίσχυε κατά την αρχική έρευνα.

(96)

Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι νορβηγοί παραγωγοί είναι πλέον εδραιωμένοι στην κοινοτική αγορά, αντιπροσωπεύοντας το 80 έως 90 % περίπου του συνολικού όγκου της παραγωγής στην Κοινότητα. Διαπιστώθηκε ότι αυτές οι νορβηγικές συνδεδεμένες εταιρείες στην Κοινότητα δημιουργήθηκαν σε μεγάλο βαθμό για να παράγουν και να πωλούν σολομό για την κοινοτική αγορά και στην κοινοτική αγορά.

(97)

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι νορβηγικές μητρικές εταιρείες εξάγουν οι ίδιες σημαντικές ποσότητες στην Κοινότητα.

(98)

Βάσει των ανωτέρω, θεωρήθηκε ότι οι νορβηγικές μητρικές εταιρείες των παραγωγών-εξαγωγέων που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα θα θίγονταν εξίσου από οποιαδήποτε σημαντική μείωση των τιμών στην κοινοτική αγορά λόγω εισαγωγών από τη Νορβηγία που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, θεωρήθηκε εύλογο ότι από οικονομική άποψη τουλάχιστον δεν θα συνέφερε τους νορβηγούς παραγωγούς-εξαγωγείς να συμβάλουν μέσω πρακτικών ντάμπινγκ στη μείωση των τιμών του σολομού εκτροφής στην Κοινότητα. Τούτο θα έβλαπτε άμεσα την κερδοφορία του τομέα και θα επηρέαζε αρνητικά τις μετοχές των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και των οποίων, όπως προαναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 95, μέτοχοι είναι σημαντικές εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και συνταξιοδοτικά ταμεία.

(99)

Βάσει των ανωτέρω, θεωρήθηκε εύλογο το συμπέρασμα ότι οι νορβηγοί παραγωγοί-εξαγωγείς έχουν κάθε συμφέρον να αποφύγουν καταστάσεις κατάρρευσης των τιμών στην αγορά και να παραμείνουν προσανατολισμένοι στο κέρδος. Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος επανάληψης των πρακτικών ντάμπινγκ από τους νορβηγούς παραγωγούς-εξαγωγείς στο εγγύς μέλλον θεωρήθηκε περιορισμένος.

(100)

Η κοινοτική βιομηχανία διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με το ανωτέρω πόρισμα, ισχυριζόμενη ότι η ευρωστία των νορβηγών παραγωγών που διαπιστώθηκε κατά την ΠΕΕ δεν έχει διαρκή χαρακτήρα και ότι μετά την ΠΕΕ οι εν λόγω παραγωγοί θα αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, ορισμένοι μάλιστα θα ανακοίνωναν ζημίες στις αρχές του 2008. Η κοινοτική βιομηχανία ισχυρίστηκε επίσης ότι οι νορβηγοί παραγωγοί στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν έχουν θυγατρικές στην κοινοτική αγορά και, βάσει αυτού, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν θα επαναληφθεί η πρακτική ντάμπινγκ. Τέλος, υποστηρίχθηκε ότι οι νορβηγοί παραγωγοί που έχουν θυγατρικές στην Κοινότητα θα μείωναν την παραγωγή τους στην κοινοτική αγορά και θα αύξαναν την παραγωγή τους στη Νορβηγία, αν επιτρεπόταν η λήξη της ισχύος των μέτρων.

(101)

Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση των νορβηγών παραγωγών, σημειώνεται ότι οι ζημίες ορισμένων εταιρειών σχετίζονταν με τις επενδύσεις τους στη Χιλή και την εκδήλωση εστίας νόσου στη χώρα αυτή. Οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες αφορούσαν μικρό μόνο αριθμό από το σύνολο των παραγωγών στη Νορβηγία. Επιπλέον, οι πληροφορίες αφορούσαν μόνο τις αρχές του 2008 και δεν επιτρέπουν την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων για τις επιδόσεις αυτών των εταιρειών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Όσον αφορά τη νορβηγικών συμφερόντων παραγωγή στην Κοινότητα, όπως παραδέχθηκε η κοινοτική βιομηχανία, παρόλο που ο αριθμός των εταιρειών με θυγατρικές στην Κοινότητα είναι περιορισμένος, οι εταιρείες αυτές αντιπροσωπεύουν μεγάλο τμήμα της συνολικής νορβηγικής παραγωγής και, ως εκ τούτου, η εν λόγω παραγωγή θεωρήθηκε σημαντική. Το επιχείρημα ότι η νορβηγικών συμφερόντων παραγωγική ικανότητα στην Κοινότητα θα μειωθεί αν καταργηθούν τα μέτρα δεν στηρίχθηκε σε αποδεικτικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα αυτά απορρίφθηκαν.

6.   Συμπέρασμα

(102)

Η έρευνα έδειξε ότι το ντάμπινγκ κατά την ΠΕΕ ήταν ελάχιστο. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι δεν στοιχειοθετείται αύξηση του όγκου της παραγωγής στη Νορβηγία σε επίπεδα υψηλότερα από τον παραδοσιακό ρυθμό ανάπτυξης, γεγονός που θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση του όγκου των εξαγωγών από τη Νορβηγία στην Κοινότητα. Η έρευνα απέδειξε επίσης ότι ο κίνδυνος σημαντικής μείωσης των νορβηγικών τιμών εξαγωγής σε επίπεδα ντάμπινγκ είναι περιορισμένος στο ορατό μέλλον, κυρίως λόγω του ότι δεν αναμένεται να εμφανιστεί σημαντική υπερβάλλουσα παραγωγή στη Νορβηγία, η οποία αποτελεί ίσως το βασικό αίτιο για πτώση των τιμών σε τέτοιο επίπεδο. Ειδικότερα, η κανονική αξία, η οποία διαπιστώθηκε ότι είναι πολύ πιθανό να διατηρηθεί σταθερή, ήταν πολύ χαμηλότερη από την τιμή εξαγωγής κατά την ΠΕΕ, δηλαδή οι φυσιολογικές αυξομειώσεις λόγω των διακυμάνσεων της αγοράς και, συνεπώς, οι προσωρινές μειώσεις της τιμής εξαγωγής δεν είναι πιθανό να οδηγήσουν αυτόματα σε ντάμπινγκ. Τέλος, θεωρήθηκε ότι η αλλαγή της κατάστασης του νορβηγικού τομέα της υδατοκαλλιέργειας, ο οποίος έχει γίνει ιδιαίτερα κερδοφόρος και οι μετοχές του έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο, καθώς και η σημαντική παρουσία παραγωγής νορβηγικών συμφερόντων στην Κοινότητα, έχουν καταστήσει απίθανη την επανάληψη των πρακτικών ντάμπινγκ στο ορατό μέλλον. Για τους ανωτέρω λόγους, εξήχθη το συμπέρασμα ότι η πιθανότητα επανάληψης του ντάμπινγκ είναι μικρή και δεν δικαιολογεί τη συνέχιση της επιβολής των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ.

(103)

Κατά συνέπεια, η τρέχουσα ενδιάμεση επανεξέταση πρέπει να περατωθεί και τα ισχύοντα μέτρα για τις εισαγωγές σολομού εκτροφής καταγωγής Νορβηγίας πρέπει να καταργηθούν.

E.   ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

(104)

Όπως εξηγείται ανωτέρω, οι συνθήκες της αγοράς, δηλαδή η προσφορά και η ζήτηση, αναμένεται να παραμείνουν σταθερές στο ορατό μέλλον και, συνεπώς, δεν είναι προφανής η πιθανότητα επανάληψης του ντάμπινγκ. Πράγματι, όλοι οι δείκτες που εξετάστηκαν δείχνουν ότι το εύλογα αναμενόμενο είναι να μην αυξηθεί σημαντικά ο όγκος των εισαγωγών στην Κοινότητα και να παραμείνουν οι τιμές εξαγωγής υψηλότερες από τα επίπεδα ντάμπινγκ.

(105)

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική μη προβλεψιμότητα των συνθηκών της αγοράς, κυρίως λόγω της φύσης του προϊόντος (αλλοιώσιμο εμπόρευμα), κρίνεται σκόπιμο να παρακολουθείται στενά η αγορά και να επανεξεταστεί η κατάσταση, εφόσον προκύψουν επαρκή εκ πρώτη όψεως στοιχεία περί σημαντικής αλλαγής των συνθηκών της αγοράς. Σε τέτοια περίπτωση, θα εξεταστεί το ενδεχόμενο αυτεπάγγελτης κίνησης έρευνας, αν κριθεί σκόπιμο.

(106)

Η παρακολούθηση θα πρέπει να περιοριστεί χρονικά μέχρι την αρχικά προβλεφθείσα λήξη των οριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 85/2006, εφόσον αυτά διατηρούνταν σε ισχύ, δηλαδή μέχρι τις 21 Ιανουαρίου 2011.

ΣΤ.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(107)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων πρόκειται να περατωθεί η παρούσα ενδιάμεση επανεξέταση και να καταργηθεί ο υφιστάμενος δασμός αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος. Σε όλα τα μέρη δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Οι παρατηρήσεις τους λήφθηκαν υπόψη, όπου αυτό ήταν δικαιολογημένο και τεκμηριωμένο βάσει στοιχείων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο μόνο

Η μερική ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές σολομού εκτροφής (εκτός του άγριου σολομού), έστω και σε φιλέτα, νωπού, διατηρημένου με απλή ψύξη ή κατεψυγμένου, υπαγόμενου επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 0302 12 00, ex 0303 11 00, ex 0303 19 00, ex 0303 22 00, ex 0304 19 13 και ex 0304 29 13, καταγωγής Νορβηγίας, η οποία κινήθηκε βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, περατώνεται.

Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 85/2006 του Συμβουλίου στις προαναφερόμενες εισαγωγές καταργείται.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. WOERTH


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 15 της 20.1.2006, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 88 της 21.4.2007, σ. 26.

(4)  Η Kontali Analyse AS είναι εταιρεία στατιστικών ερευνών, κυρίως για την υδατοκαλλιέργεια και την αλιευτική βιομηχανία (www.kontali.no).


19.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192/18


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 686/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιουλίου 2008

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 19 Ιουλίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 149 της 7.6.2008, σ. 61).

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 590/2008 (ΕΕ L 163 της 24.6.2008, σ. 24).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MA

32,2

MK

28,9

TR

85,2

ME

25,6

XS

25,6

ZZ

39,5

0707 00 05

TR

115,4

ZZ

115,4

0709 90 70

TR

102,6

ZZ

102,6

0805 50 10

AR

111,2

US

62,5

UY

72,4

ZA

98,6

ZZ

86,2

0808 10 80

AR

87,1

BR

94,3

CL

96,1

CN

69,1

NZ

110,1

US

98,3

UY

80,0

ZA

94,5

ZZ

91,2

0808 20 50

AR

83,1

AU

143,2

CL

91,1

ZA

94,2

ZZ

102,9

0809 10 00

TR

177,9

XS

127,0

ZZ

152,5

0809 20 95

TR

404,0

US

436,1

ZZ

420,1

0809 30

TR

157,0

ZZ

157,0

0809 40 05

IL

154,3

XS

99,1

ZZ

126,7


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


19.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192/20


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 687/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιουλίου 2008

περί των διαδικασιών ανάληψης σιτηρών από τους οργανισμούς πληρωμών ή τους οργανισμούς παρέμβασης, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας

(Κωδικοποιημένη έκδοση)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1), και ιδίως το άρθρο 43, σε συνδυασμό με το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 824/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, περί των διαδικασιών ανάληψης σιτηρών από τους οργανισμούς παρέμβασης, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας (2), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα (3) και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η τιμή παρέμβασης του μαλακού σίτου, του σκληρού σίτου, της κριθής, του αραβόσιτου και του σόργου καθορίζεται για τις ποσότητες που αντιστοιχούν, κατά το μέτρο του δυνατού, στις μέσες ποιότητες των σιτηρών αυτών που συγκομίζονται στην Κοινότητα.

(3)

Προκειμένου να απλουστευθεί η συνήθης διαχείριση της παρέμβασης και για να επιτραπεί ιδίως η συγκρότηση ομογενών παρτίδων για καθένα από τα σιτηρά που προσφέρονται στην παρέμβαση, πρέπει να καθοριστεί μια ελάχιστη ποσότητα κάτω από την οποία ο οργανισμός πληρωμών ή ο οργανισμός παρέμβασης δεν υποχρεούται να δέχεται προσφορές. Είναι δυνατόν να καταστεί αναγκαία η πρόβλεψη μιας ελάχιστης ανώτατης ποσότητας σε μερικά κράτη μέλη προκειμένου οι οργανισμοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες και τις συνήθειες του χονδρικού εμπορίου που ισχύουν ήδη στα εν λόγω κράτη.

(4)

Πρέπει να ορισθούν οι μέθοδοι που απαιτούνται για τον ποιοτικό προσδιορισμό για το μαλακό σίτο, το σκληρό σίτο, την κριθή, τον αραβόσιτο και το σόργο.

(5)

Το άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 περιόρισε τις ποσότητες αραβοσίτου που μπορούν να αναλάβουν οι οργανισμοί πληρωμών ή οι οργανισμοί παρέμβασης σε όλη την Κοινότητα σε 700 000 τόνους για την περίοδο 2008/2009 και σε 0 τόνους για την περίοδο 2009/2010.

(6)

Για να διασφαλιστεί ικανοποιητική διαχείριση του συστήματος αγοράς αραβοσίτου από τους οργανισμούς παρέμβασης και για να μπορούν οι επιχειρήσεις όλων των κρατών μελών να έχουν πρόσβαση στο καθεστώς παρέμβασης με τους ίδιους όρους, πρέπει να προβλέπονται ειδικοί και λεπτομερείς κανόνες κατανομής των επιλέξιμων ποσοτήτων αραβοσίτου παρέμβασης. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να καθιερωθεί ένας μηχανισμός κατανομής των εν λόγω ποσοτήτων που να καλύπτει τις περιόδους εμπορίας κατά τη διάρκεια των οποίων οι φορείς έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν προσφορές, ο οποίος θα προβλέπει για τους φορείς επαρκείς προθεσμίες για την υποβολή των προσφορών τους και θα επιτρέπει τον καθορισμό ενιαίου συντελεστή κατανομής για όλες τις προσφορές όταν οι προσφερόμενες ποσότητες υπερβαίνουν τις διαθέσιμες. Για το λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο να προβλέπεται η εξέταση των προσφορών σε δύο φάσεις και να καθορίζεται χρονοδιάγραμμα κατάθεσης των προσφορών αραβοσίτου καθώς και χρονοδιάγραμμα παραδόσεων και αναλήψεων.

(7)

Λαμβανομένων υπόψη των περιόδων αγοράς από τους οργανισμούς παρέμβασης οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, και προκειμένου να διασφαλιστεί ισότιμη μεταχείριση των οικονομικών φορέων, πρέπει να προβλέπεται μια πρώτη φάση κατάθεσης των προσφορών αραβοσίτου που θα αρχίζει την 1η Αυγούστου για την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, την 1η Δεκεμβρίου για τη Σουηδία και την 1η Νοεμβρίου για τα άλλα κράτη μέλη, και θα λήγει στις 31 Δεκεμβρίου, τελευταία ημέρα για την κατάθεση των προσφορών σε όλα τα κράτη μέλη. Στο τέλος αυτής της πρώτης φάσης η Επιτροπή θα αναγκαστεί ενδεχομένως να καθορίσει έναν συντελεστή κατανομής για τις αποδεκτές προσφορές που θα κατατεθούν κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης φάσης και να ολοκληρώσει την παρέμβαση για την υπόλοιπη περίοδο εμπορίας, εάν οι προσφερόμενες ποσότητες υπερβαίνουν την ποσότητα η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007. Για να μην υπάρξουν διοικητικές και οικονομικές επιβαρύνσεις για τους οργανισμούς πληρωμών ή οργανισμούς παρέμβασης και τις επιχειρήσεις με τη σύσταση εγγυήσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αποδειχθούν άχρηστες εάν δεν υπήρχαν ποσότητες προς διάθεση, ενδείκνυται να προβλέπεται μια περίοδος διακοπής των προσφορών μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της ημερομηνίας δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ποσότητας που εξακολουθεί να προσφέρεται για παρέμβαση στη δεύτερη φάση.

(8)

Λαμβανομένης υπόψη της απαραίτητης προθεσμίας προκειμένου να καθοριστεί αν χρειαστεί συντελεστής κατανομής για την πρώτη φάση, η δεύτερη φάση κατάθεσης των προσφορών θα πρέπει να αρχίζει την επομένη της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ποσότητας που είναι διαθέσιμη για παρέμβαση, πρώτη ημέρα κατάθεσης των προσφορών σε όλα τα κράτη μέλη. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεύτερης φάσης η αποδοχή των προσφορών πρέπει να γίνεται κάθε εβδομάδα αρχής γενομένης την πρώτη Παρασκευή που έπεται της δημοσίευσης της εν λόγω ποσότητας βάσει των προσφορών που κατατίθενται το αργότερο την Παρασκευή και ώρα 12:00 (ώρα Βρυξελλών). Η Επιτροπή θα πρέπει να γνωστοποιεί στις επιχειρήσεις μέσω της ιστοσελίδας της, το αργότερο την Τετάρτη, την υπόλοιπη ποσότητα που διατίθεται για παρέμβαση. Εάν γίνεται υπέρβαση της ποσότητας που προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, η Επιτροπή πρέπει να καθορίσει και να δημοσιεύει ένα συντελεστή κατανομής και να κλείσει την παρέμβαση για την τρέχουσα περίοδο εμπορίας. Λαμβανομένων υπόψη των αγορών κατά τις περιόδους παρέμβασης που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, η δεύτερη φάση κατάθεσης των προσφορών πρέπει να λήγει σε κάθε περίπτωση στις 30 Απριλίου το αργότερο όσον αφορά την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, στις 30 Ιουνίου όσο αφορά τη Σουηδία και στις 31 Μαΐου όσον αφορά τα άλλα κράτη μέλη.

(9)

Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διαχείριση του μηχανισμού κατανομής, θα πρέπει να προβλέπεται ότι οι προσφορές αραβοσίτου δεν μπορούν ούτε να τροποποιηθούν ούτε να αποσυρθούν. Εξάλλου, για να διασφαλιστεί η σοβαρότητα των προσφορών, κρίνεται απαραίτητο να προβλέπεται και η σύσταση εγγύησης και να προσδιορίζονται οι κανόνες ελέγχου του κατά πόσον είναι πραγματικές οι προσφορές και οι κανόνες αποδέσμευσης των εγγυήσεων. Προς το σκοπό αυτό ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες και με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τον έλεγχο των αποθεμάτων στο πλαίσιο της δημόσιας αποθεματοποίησης που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 884/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου, όσον αφορά τη χρηματοδότηση των παρεμβάσεων του ΕΓΤΕ και τη λογιστική καταχώριση των ενεργειών δημόσιας αποθεματοποίησης από τους οργανισμούς πληρωμών των κρατών μελών (4). Εξάλλου, από την ημερομηνία έναρξης της κατάθεσης των προσφορών της πρώτης φάσης έως τις 31 Δεκεμβρίου ενδέχεται να περάσουν αρκετοί μήνες. Για την αποφυγή πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων κατά την κατάθεση των προσφορών της πρώτης φάσης, κρίνεται σκόπιμο να μην επιτρέπεται η κατάπτωση της τραπεζικής εγγύησης που πρέπει να συσταθεί κατά την κατάθεση της προσφοράς πριν περάσει μία ημέρα από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση των προσφορών.

(10)

Ο μαλακός σίτος και ο σκληρός σίτος είναι σιτηρά για τα οποία καθορίζονται κριτήρια ελάχιστης ποιότητας για την ανθρώπινη κατανάλωση· τα σιτηρά αυτά πρέπει να πληρούν τα υγειονομικά πρότυπα που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τις προσμείξεις των τροφίμων (5). Τα άλλα σιτηρά προορίζονται κυρίως για τη διατροφή των ζώων και πρέπει να είναι σύμφωνα με την οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές (6). Πρέπει να προβλεφθεί ότι τα πρότυπα αυτά θα εφαρμόζονται κατά την ανάληψη των σχετικών προϊόντων σύμφωνα με το παρόν καθεστώς παρέμβασης.

(11)

Δεν πρέπει να γίνονται δεκτά στην παρέμβαση σιτηρά η ποιότητα των οποίων δεν επιτρέπει την κατάλληλη χρήση και αποθεματοποίησή τους. Για το σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον τομέα της παρέμβασης, ιδίως όσον αφορά την αποθεματοποίηση ορισμένων σιτηρών για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς και οι επιπτώσεις της στην ποιότητα των προϊόντων.

(12)

Ως εκ τούτου, για να καταστούν τα προϊόντα της παρέμβασης λιγότερο ευπαθή από την άποψη αλλοίωσης και μεταγενέστερης χρήσης, κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση των κριτηρίων ποιότητας του αραβοσίτου. Για το σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να μειωθεί η μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία καθώς και το ανώτατο ποσοστό θραυσμένων σπόρων και σπόρων που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως. Λαμβανομένων υπόψη των ομοιοτήτων που παρουσιάζουν το σόργο και ο αραβόσιτος από γεωπονική άποψη, θα πρέπει, για λόγους συνέπειας, να προβλεφθούν ανάλογα μέτρα και για το σόργο.

(13)

Για να βελτιωθεί η ποιότητα των συνθηκών αποθήκευσης μόλις κατατεθούν οι προσφορές πρέπει να διασφαλισθεί ότι οι χώροι αποθήκευσης όπου βρίσκονται τα σιτηρά τη στιγμή της προσφοράς θα εγγυώνται την καλύτερη δυνατή διατήρησή τους επί μεγάλη χρονική περίοδο όσον αφορά τον αραβόσιτο. Κατά συνέπεια κρίνεται σκόπιμο να περιοριστεί η δυνατότητα ανάληψης των σιτηρών μέσα στην αποθήκη του προσφέροντος και να επιτρέπεται αυτού του είδους η ανάληψη μόνο όταν τα σιτηρά βρίσκονται στις εγκαταστάσεις των αποθεματοποιητών κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 884/2006. Στην περίπτωση αυτή ο προσφέρων πρέπει να δεσμεύεται να εφαρμόζει κατ’ αναλογία στις σχέσεις του με τον αποθεματοποιητή, από τη στιγμή που θα καταθέσει την προσφορά του τους ίδιους κανόνες και τους ίδιους όρους αποθήκευσης και ελέγχου με αυτούς που απαιτούνται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 884/2006.

(14)

Οι δυνατότητες ανάπτυξης μυκοτοξινών αποδείχτηκε ότι συνδέονται με ειδικούς αναγνωρίσιμους όρους κυρίως βάσει των κλιματικών συνθηκών που διαπιστώνονται κατά την ανάπτυξη και ιδίως, κατά την άνθηση των σιτηρών.

(15)

Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την υπέρβαση των ανώτατων ορίων των αποδεκτών προσμείξεων μπορούν να ταυτοποιηθούν από τους οργανισμούς πληρωμών ή τους οργανισμούς παρέμβασης βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται εκ μέρους των προσφερόντων και των δικών τους κριτηρίων ανάλυσης. Για τον περιορισμό του οικονομικού κόστους, συνεπώς, αιτιολογείται η απαίτηση αναλύσεων, υπό την ευθύνη των οργανισμών, πριν από την ανάληψη των προϊόντων και μόνο βάσει ανάλυσης επικινδυνότητας που επιτρέπει την εξασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων κατά την είσοδό τους στο καθεστώς παρέμβασης.

(16)

Οι όροι της προσφοράς σιτηρών στους οργανισμούς πληρωμών ή οργανισμούς παρέμβασης και της ανάληψής τους απ’ αυτούς πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφοι στην Κοινότητα, ώστε να αποφεύγονται οι διακρίσεις μεταξύ παραγωγών.

(17)

Η εφαρμογή προσαυξήσεων και μειώσεων πρέπει να επιτρέπει να αντικατοπτρίζονται στην παρέμβαση οι διαφορές τιμών που διαπιστώνονται στην αγορά για ποιοτικούς λόγους.

(18)

Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν την κατάσταση διατηρήσεως των αποθεμάτων που κατέχουν στην παρέμβαση συμπληρώνοντας την ετήσια απογραφή που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 884/2006.

(19)

Το άρθρο 2, το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο δ), το άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β) και το παράρτημα ΧΙΙ σημείο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 884/2006, καθορίζουν τους κανόνες ευθύνης. Τα εν λόγω άρθρα και το εν λόγω παράρτημα προβλέπουν επίσης ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα για να εξασφαλιστεί η ορθή διατήρηση του προϊόντος που αποτέλεσε αντικείμενο κοινοτικών παρεμβάσεων και ότι οι ποσότητες που έχουν υποστεί φθορά λόγω των κανονικών φυσικών συνθηκών αποθήκευσης ή λόγω υπερβολικά μακροχρόνιας διατήρησης καταχωρίζονται λογιστικά ως εξελθούσες από το απόθεμα παρέμβασης κατά την ημερομηνία διαπίστωσης της φθοράς. Διευκρινίζουν επίσης ότι ένα προϊόν θεωρείται ότι έχει υποστεί φθορά όταν δεν ανταποκρίνεται πλέον στους ποιοτικούς όρους που ισχύουν κατά την αγορά. Κατά συνέπεια, μόνο οι φθορές που συνδέονται με τις διατάξεις αυτές μπορούν να αναληφθούν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Εφόσον ληφθεί ακατάλληλη απόφαση από ένα κράτος μέλος κατά την αγορά του προϊόντος, όσον αφορά την ανάλυση επικινδυνότητας που απαιτείται σύμφωνα με τη συγκεκριμένη νομοθεσία, υπέχει ευθύνη το ίδιο το κράτος μέλος εάν προκύψει μεταγενέστερα ότι το προϊόν δεν τηρούσε τα ελάχιστα πρότυπα. Μία τέτοια απόφαση δεν θα επέτρεπε πράγματι να εξασφαλιστεί η ποιότητα του προϊόντος και άρα η ορθή διατήρησή του. Για το λόγο αυτό, πρέπει να διευκρινιστούν οι όροι βάσει των οποίων το κράτος μέλος πρέπει να υπέχει ευθύνη.

(20)

Για να καταστεί δυνατή η σύνταξη εβδομαδιαίας στατιστικής έκθεσης σχετικά με την κατάσταση των αποθεμάτων σιτηρών της παρέμβασης, είναι σκόπιμο να διευκρινιστούν τα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να διαβιβάζουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.

(21)

Για την αποτελεσματική διαχείριση του συστήματος, τα στοιχεία που ζητεί η Επιτροπή πρέπει να διαβιβάζονται με ηλεκτρονικά μέσα.

(22)

Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαία η καταγραφή και διάθεση ορισμένων στοιχείων σε μια εναρμονισμένη περιφερειακή βάση. Κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν τα περιφερειακά επίπεδα που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 837/90 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 1990, για τα στατιστικά στοιχεία που πρέπει να παρέχουν τα κράτη μέλη σχετικά με την παραγωγή σιτηρών (7), και να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να διαβιβάσουν τα στοιχεία αυτά στην Επιτροπή.

(23)

Θα πρέπει επίσης να προβλέπεται ότι η διαβίβαση των πληροφοριών που απαιτεί η Επιτροπή θα γίνεται βάσει υποδειγμάτων στα οποία θα αναγράφονται οι πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διαχείριση της παρέμβασης, τα οποία η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών και τα υποδείγματα αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται αφού πρώτα ενημερωθεί η επιτροπή διαχείρισης των σιτηρών και εν συνεχεία προσαρμοστούν και επικαιροποιηθούν ενδεχομένως από την Επιτροπή υπό τους ιδίους όρους.

(24)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της διαχειριστικής επιτροπής για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΣΙΤΗΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Άρθρο 1

Κατά τις περιόδους που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, οι κάτοχοι ομογενών παρτίδων τουλάχιστον 80 τόνων μαλακού σίτου, κριθής, αραβόσιτου, σόργου ή 10 τόνων σκληρού σίτου που έχουν συγκομιστεί στην Κοινότητα, δικαιούνται να προσφέρουν τα σιτηρά αυτά στον οργανισμό πληρωμών ή οργανισμό παρέμβασης εφεξής «οργανισμός παρέμβασης».

Εντούτοις, οι οργανισμοί παρέμβασης μπορούν να καθορίσουν μια ανώτερη ελάχιστη ποσότητα.

Άρθρο 2

1.   Προκειμένου να γίνει αποδεκτή κάθε προσφορά στην παρέμβαση υποβάλλεται βάσει εντύπου που συντάσσεται από τον οργανισμό παρέμβασης και περιλαμβάνει, ιδίως, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

επωνυμία του προσφέροντος·

β)

προσφερόμενα σιτηρά·

γ)

τόπος αποθεματοποίησης των προσφερόμενων σιτηρών·

δ)

ποσότητα, κύρια χαρακτηριστικά και έτος εσοδείας των προσφερόμενων σιτηρών·

ε)

κέντρο παρέμβασης για το οποίο έγινε η προσφορά και όταν εφαρμόζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού η δέσμευση του προσφέροντος να εγγυηθεί στις σχέσεις του με τον αποθεματοποιητή την εφαρμογή κατ’ αναλογία, όσον αφορά τον τόπο αποθεματοποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο γ) της παρούσας παραγράφου, των κανόνων και όρων αποθήκευσης και ελέγχου που προβλέπονται από το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 884/2006.

Το έντυπο περιλαμβάνει επίσης τη δήλωση ότι τα προϊόντα είναι κοινοτικής προέλευσης ή, σε περίπτωση σιτηρών που γίνονται δεκτά στην παρέμβαση υπό συγκεκριμένους όρους ανάλογα με τη ζώνη παραγωγής τους, την ένδειξη της περιοχής στην οποία παρήχθησαν.

Ωστόσο, ο οργανισμός παρέμβασης μπορεί να θεωρήσει δεκτή την προσφορά που υποβάλλεται με άλλη γραπτή μορφή, και ιδίως με τηλεπικοινωνιακά μέσα, εφόσον αυτή περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται για το έντυπο.

Με την επιφύλαξη της εγκυρότητας της υποβληθείσας σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο προσφοράς από την ημερομηνία κατάθεσής της, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν την εκ των υστέρων αποστολή ή την άμεση επίδοση στον αρμόδιο οργανισμό του εν λόγω εντύπου.

2.   Σε περίπτωση μη αποδοχής προσφοράς, ο ενδιαφερόμενος εμπορευόμενος ενημερώνεται σχετικά από τον οργανισμό παρέμβασης σε προθεσμία πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της προσφοράς.

3.   Σε περίπτωση αποδοχής προσφοράς, οι εμπορευόμενοι ενημερώνονται το συντομότερο δυνατό όσον αφορά την αποθήκη στην οποία πρόκειται να γίνει η ανάληψη των σιτηρών, καθώς και για το χρονοδιάγραμμα της παράδοσης.

Ύστερα από αίτηση του προσφέροντος ή του αποθεματοποιούντος, το χρονοδιάγραμμα αυτό μπορεί να τροποποιηθεί από τον οργανισμό παρέμβασης.

4.   Για σιτηρά άλλα πλην αραβοσίτου προσφερόμενα στην παρέμβαση, η τελευταία παράδοση πρέπει να γίνεται το αργότερο στο τέλος του τέταρτου μετά το μήνα παραλαβής της προσφοράς, και πάντως όχι μετά την 1η Ιουλίου στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία και τις 31 Ιουλίου στα άλλα κράτη μέλη.

Για τον αραβόσιτο, η παράδοση πρέπει να γίνεται μεταξύ 1ης Φεβρουαρίου και 30ής Απριλίου για προσφορές που κατατίθενται κατά τη φάση αριθ. 1, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, και το αργότερο στο τέλος του τρίτου μήνα μετά το μήνα παραλαβής για προσφορές που κατατίθενται κατά τη φάση αριθ. 2, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, αλλά σε καμιά περίπτωση μετά την 1η Ιουλίου και πάντως όχι μετά την 1η Ιουλίου στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία και την 31η Ιουλίου στα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού, οι ποσότητες αραβοσίτου που είναι επιλέξιμες για παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 κατανέμονται, όσον αφορά την περίοδο έτη εμπορίας 2008/2009 σε δύο φάσεις, στη «φάση αριθ. 1» και στη «φάση αριθ. 2», με βάση τους όρους και τις ρυθμίσεις των παραγράφων 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

Η φάση αριθ. 1 αρχίζει την 1η Αυγούστου για την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, την 1η Δεκεμβρίου για τη Σουηδία και την 1η Νοεμβρίου για τα άλλα κράτη μέλη, και διαρκεί έως τις 31 Δεκεμβρίου, τελευταία ημέρα κατάθεσης των προσφορών για το σύνολο των κρατών μελών κατά τη φάση αυτή.

Η φάση αριθ. 2 αρχίζει την επομένη της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, της ποσότητας που παραμένει στην παρέμβαση προς διάθεση για την εν λόγω φάση. Η ημέρα αυτή είναι η πρώτη ημέρα κατάθεσης των προσφορών σε όλες τις χώρες και η φάση αυτή λήγει το αργότερο στις 30 Απριλίου για την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, στις 30 Ιουνίου για τη Σουηδία και στις 31 Μαΐου για τα άλλα κράτη μέλη.

2.   Με τη λήξη της φάσης αριθ. 1, η Επιτροπή προβαίνει σε λογιστική καταχώριση των αποδεκτών προσφορών αραβόσιτου που καταθέτουν οι επιχειρήσεις στους οργανισμούς παρέμβασης των κρατών μελών έως τις 12:00 (ώρα Βρυξελλών) της 31ης Δεκεμβρίου, βάσει των στοιχείων που κοινοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i).

Εάν η συνολική προσφερόμενη ποσότητα υπερβαίνει τις μέγιστες ποσότητες κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, η Επιτροπή καθορίζει και δημοσιεύει το αργότερο έως τις 25 Ιανουαρίου έναν συντελεστή κατανομής των ποσοτήτων ο οποίος έχει έως έξι δεκαδικά ψηφία. Σε περίπτωση μη υπέρβασης, ο συντελεστής κατανομής ισούται με 1 και η Επιτροπή δημοσιεύει την υπόλοιπη ποσότητα η οποία παραμένει στην παρέμβαση προς διάθεση στη φάση αριθ. 2.

Στις 31 Ιανουαρίου το αργότερο, ο οργανισμός παρέμβασης του κράτους μέλους κοινοποιεί στον προσφέροντα την αποδοχή της προσφοράς του μέχρι ποσότητας ίσης προς την προσφερόμενη πολλαπλασιασμένη επί το συντελεστή κατανομής.

3.   Από την πρώτη Τετάρτη του Φεβρουαρίου, η Επιτροπή προβαίνει σε λογιστική καταχώριση κάθε εβδομάδα όλων των αποδεκτών προσφορών αραβοσίτου που καταθέτουν οι επιχειρήσεις στους οργανισμούς παρέμβασης των κρατών μελών το αργότερο έως τις 12:00 (ώρα Βρυξελλών) της Παρασκευής της προηγούμενης εβδομάδας, βάσει των στοιχείων που κοινοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i).

Όταν γίνεται υπέρβαση της ποσότητας που παραμένει στην παρέμβαση προς διάθεση, η Επιτροπή καθορίζει και δημοσιεύει το αργότερο την τέταρτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προσφορών, έναν συντελεστή κατανομής των ποσοτήτων ο οποίος έχει έως έξι δεκαδικά ψηφία. Σε περίπτωση υπέρβασης, αυτός ο συντελεστής κατανομής ισούται με 1, οι προσφερόμενες ποσότητες θεωρείται ότι γίνονται αποδεκτές και η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των επιχειρήσεων μέσω της ιστοσελίδας της http://ec.europa.eu/agriculture/markets/crops/index_fr.htm, το αργότερο έως την Τετάρτη κάθε εβδομάδας πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα που παραμένει διαθέσιμη για παρέμβαση κατά τη διάρκεια της εν λόγω εβδομάδας.

Το αργότερο την ένατη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προσφορών, ο οργανισμός παρέμβασης του κράτους μέλους κοινοποιεί στον προσφέροντα την αποδοχή της προσφοράς του μέχρι ποσότητας ίσης προς την προσφερόμενη πολλαπλασιασμένη, επί το συντελεστή κατανομής.

4.   Οι προσφορές των παραγράφων 2 και 3 εγγράφονται από τον αρμόδιο οργανισμό παρέμβασης κατά την ημερομηνία της παραλαβής τους.

Προσφορές που κατατέθηκαν ούτε τροποποιούνται ούτε αποσύρονται.

5.   Οι προσφορές συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από την απόδειξη σύστασης εγγύησης εκ μέρους του προσφέροντος, ύψους 15 ευρώ ανά τόνο. Η σύσταση της εγγύησης αυτής γίνεται κατά την κατάθεση της προσφοράς αλλά, εάν η σύστασή της γίνεται κατά την πρώτη φάση και είναι τραπεζική εγγύηση, δεν μπορεί να καταπίπτει πριν περάσει μία ημέρα από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προσφορών που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

6.   Η εγγύηση καλύπτει τις ποσότητες που προσφέρονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3.

Εκτός από περίπτωση ανωτέρας βίας, η εγγύηση εγγράφεται ολόκληρη στον κοινοτικό προϋπολογισμό εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν οι ποσότητες που βρίσκονται στο χώρο αποθήκευσης από την κατάθεση της προσφοράς έως την ανάληψη του αραβόσιτου είναι μικρότερες από τις ποσότητες που έχει δηλώσει ο προσφέρων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 με την επιφύλαξη ανοχής ύψους 5 %·

β)

όταν οι κατανεμηθείσες ποσότητες δεν παραδίδονται στον οργανισμό παρέμβασης για ανάληψη σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6.

Για την εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου οι οργανισμοί παρέμβασης ελέγχουν τις ποσότητες που βρίσκονται στους χώρους αποθήκευσης εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τους κανόνες και τους όρους που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 884/2006, για να διαπιστώσουν εάν όντως βρίσκονται εκεί τα προϊόντα που αποθεματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των ενεργειών δημόσιας αποθεματοποίησης και ιδιαίτερα αυτών που προβλέπονται στο σημείο B.III του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού. Οι εν λόγω έλεγχοι αφορούν τουλάχιστον το 5 % των προσφορών και το 5 % των προσφερθεισών ποσοτήτων βάσει ανάλυσης των κινδύνων. Αυτά τα ελάχιστα ποσοστά ελέγχων ισχύουν μόνο για τη φάση αριθ. 1.

Ολόκληρη η εγγύηση αποδεσμεύεται:

α)

για τις προσφερόμενες ποσότητες που δεν έχουν κατανεμηθεί·

β)

για τις προσφερόμενες ποσότητες που έχουν κατανεμηθεί μόλις θα έχει αναληφθεί το 95 % της κατανεμηθείσας ποσότητας από τον οργανισμό παρέμβασης.

Άρθρο 4

1.   Για να γίνουν δεκτά στην παρέμβαση, τα σιτηρά πρέπει να είναι υγιή, ανόθευτα και ποιότητας σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη.

2.   Τα σιτηρά θεωρούνται ως υγιή, ανόθευτα και ποιότητας σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη, εφόσον έχουν το χρώμα που προσιδιάζει στο συγκεκριμένο σιτηρό, δεν έχουν οσμή και ζώντα παράσιτα (συμπεριλαμβανομένων των ακάρεων) σε όλα τα στάδια ανάπτυξης, ανταποκρίνονται στα κριτήρια ελάχιστης ποιότητας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I και δεν υπερβαίνουν τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα προσμείξεων, συμπεριλαμβανομένης της ραδιενέργειας, που ισχύουν σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα προσμείξεων είναι τα ακόλουθα:

α)

για το μαλακό σίτο και το σκληρό σίτο είναι εκείνα που καθορίζονται κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 315/93, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων σχετικά με το επίπεδο των τοξινών του μύκητα Fusarium για το μαλακό σίτο και το σκληρό σίτο που καθορίζεται στα σημεία 2.4 έως 2.7 του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής (8)·

β)

για την κριθή, τον αραβόσιτο και το σόργο είναι εκείνα που καθορίζονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη διενεργούν έλεγχο των επιπέδων προσμείξεων, συμπεριλαμβανομένης της ραδιενέργειας, βάσει ανάλυσης επικινδυνότητας, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον προσφέροντα και τις δεσμεύσεις του σχετικά με την τήρηση των απαιτούμενων προτύπων, ιδίως όσον αφορά τα αποτελέσματα των αναλύσεων που έλαβε. Σε περίπτωση ανάγκης, η συχνότητα και το πεδίο εφαρμογής των μέτρων ελέγχου καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 195 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, ιδίως στην περίπτωση που η κατάσταση της αγοράς μπορεί να διαταραχθεί σοβαρά από τις προσμείξεις.

Επιπλέον, όταν από τις αναλύσεις εμφαίνεται ότι ο δείκτης Zeleny μιας παρτίδας μαλακού σίτου κυμαίνεται μεταξύ 22 και 30, για να θεωρείται προϊόν υγιές, ανόθευτο και ποιότητας σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ζύμη που λαμβάνεται από το σίτο αυτό πρέπει να θεωρείται ότι δεν κολλάει και ότι έχει ικανότητα να υποστεί μηχανική επεξεργασία.

3.   Οι ορισμοί των στοιχείων που αποτελούν βασικά δημητριακά άμεμπτης ποιότητας, οι οποίοι εφαρμόζονται στον παρόντα κανονισμό, είναι οι ορισμοί που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ.

Οι σπόροι των βασικών σιτηρών και των άλλων σιτηρών που είναι χαλασμένοι, προσβεβλημένοι από μύκητες ή σάπιοι κατατάσσονται στην κατηγορία «διάφορες ξένες προσμείξεις», ακόμα και αν εμφανίζουν καταστροφές που υπόκεινται σε άλλες κατηγορίες.

Άρθρο 5

Για τον καθορισμό της ποιότητας των σιτηρών που προσφέρονται στην παρέμβαση στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, χρησιμοποιούνται οι κατωτέρω απαριθμούμενες μέθοδοι:

α)

η μέθοδος αναφοράς για τον προσδιορισμό των στοιχείων που δεν είναι σιτηρά βάσης άμεμπτης ποιότητας είναι η μέθοδος που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙΙ·

β)

η μέθοδος αναφοράς για τον καθορισμό του ποσοστού υγρασίας είναι η μέθοδος που αναφέρεται στο παράρτημα IV. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλες μεθόδους που βασίζονται στην αρχή που έχει επιλεγεί στο παράρτημα IV ή τη μέθοδο ISO 712:1998 ή μια μέθοδο που βασίζεται στην τεχνολογία των υπερύθρων ακτίνων. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, θεωρείται αξιόπιστη μόνον η μέθοδος που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV·

γ)

η μέθοδος αναφοράς για την ποσολογία τανίνης στο σόργο είναι η μέθοδος ISO 9648:1988·

δ)

η μέθοδος αναφοράς για τον προσδιορισμό της ιδιότητας της μη κολλώδους και επεξεργάσιμης μηχανικά ζύμης που λαμβάνεται από το μαλακό σίτο είναι η μέθοδος που αναφέρεται στο παράρτημα V·

ε)

η μέθοδος αναφοράς για τον καθορισμό του ποσοστού πρωτεΐνης στο θρυμματισμένο κόκκο μαλακού σίτου είναι η μέθοδος που αναγνωρίζεται από τη διεθνή ένωση χημείας σιτηρών (ICC), οι κανόνες της οποίας αναφέρονται στο κεφάλαιο αριθ. 105/2, «μέθοδος για τον καθορισμό της πρωτεΐνης των σιτηρών και των προϊόντων με βάση τα σιτηρά».

Τα κράτη μέλη μπορούν, εντούτοις, να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε άλλη μέθοδο. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει εκ των προτέρων να αποδείξουν στην Επιτροπή ότι αναγνωρίζεται από την ICC η ισοτιμία των αποτελεσμάτων που λαμβάνονται με τη μέθοδο αυτή·

στ)

η μέθοδος αναφοράς για τον προσδιορισμό του δείκτη Zeleny στο θρυμματισμένο κόκκο μαλακού σίτου καθορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο ISO 5529:1992·

ζ)

ο δείκτης κατακρήμνισης Hagberg (δοκιμασία αμυλασικής δράσης) προσδιορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο ISO 3093:2004·

η)

η μέθοδος αναφοράς για τον καθορισμό της περιεκτικότητας του σκληρού σίτου σε αλευρώδεις κόκκους είναι εκείνη πού αναφέρεται στο παράρτημα VΙ·

θ)

η μέθοδος αναφοράς για τον καθορισμό του ειδικού βάρους είναι η μέθοδος ISO 7971/2:1995·

ι)

οι μέθοδοι δειγματοληψίας και οι μέθοδοι ανάλυσης αναφοράς για τον προσδιορισμό του ποσοστού μυκοτοξινών είναι εκείνες που αναφέρονται στο παράτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 και στα παραρτήματα Ι και ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 401/2006 της Επιτροπής (9).

Άρθρο 6

1.   Η ανάληψη από τον οργανισμό παρέμβασης των προσφερόμενων σιτηρών πραγματοποιείται εφόσον η ποσότητα και τα απαιτούμενα ελάχιστα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στο παράρτημα Ι, έχουν διαπιστωθεί από αυτόν ή από τον αντιπρόσωπό του για όλη την παρτίδα ως προς το εμπόρευμα που παραδίδεται στην αποθήκη παρέμβασης.

Αυτή η ανάληψη μπορεί να γίνει στην αποθήκη όπου βρίσκονται τα σιτηρά τη στιγμή της προσφοράς, αρκεί η αποθεματοποίηση να έχει γίνει στους χώρους κάποιου «αποθεματοποιητή» κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 884/2006 και να εφαρμόζονται από τη στιγμή της κατάθεσης της προσφοράς οι ίδιοι κανόνες και οι ίδιοι όροι με αυτούς που προβλέπονται για τους εν λόγω χώρους μετά την ανάληψη των σιτηρών για παρέμβαση.

Όσον αφορά τον αραβόσιτο, η αναλαμβανόμενη ποσότητα δεν μπορεί να υπερβεί την κατανεμημένη ποσότητα που προβλέπεται από το άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά διαπιστώνονται βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος της προσφερόμενης παρτίδας, που αποτελείται από δείγματα που λαμβάνονται με συχνότητα μιας λήψης για κάθε παράδοση και τουλάχιστον μιας λήψης ανά 60 τόνους.

3.   Η παραδιδόμενη ποσότητα πρέπει να διαπιστώνεται με ζύγιση παρουσία του προσφέροντος και αντιπροσώπου του οργανισμού παρέμβασης ανεξάρτητου έναντι του προσφέροντος.

Ο αντιπρόσωπος του οργανισμού παρέμβασης μπορεί επίσης να είναι ο αποθεματοποιητής. Στην περίπτωση αυτή:

α)

ο οργανισμός παρέμβασης προβαίνει ο ίδιος, εντός προθεσμίας 45 ημερών από την ανάληψη, σε έλεγχο που περιλαμβάνει τουλάχιστον ογκομετρική εξακρίβωση, η ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ της ζυγισθείσας και της εκτιμηθείσας ποσότητας σύμφωνα με την ογκομετρική μέθοδο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5 %·

β)

στην περίπτωση που δεν γίνεται υπέρβαση της ανοχής, ο αποθεματοποιητής αναλαμβάνει όλα τα έξοδα σχετικά με τις ποσότητες που ενδεχομένως λείπουν και που δεν πιστώθηκαν σε μεταγενέστερη ζύγιση σε σχέση με το βάρος που ελήφθη υπόψη στα λογιστικά βιβλία κατά τη στιγμή της ανάληψης·

γ)

στην περίπτωση που γίνεται υπέρβαση της ανοχής, ο αποθεματοποιητής προβαίνει αμέσως σε ζύγιση. Τα έξοδα της ζύγισης επιβαρύνουν τον αποθεματοποιητή εάν το διαπιστούμενο βάρος είναι κατώτερο από το βάρος που ελήφθη υπόψη ή το κράτος μέλος στην αντίθετη περίπτωση.

4.   Σε περίπτωση ανάληψης εντός της αποθήκης στην οποία βρίσκονται τα σιτηρά κατά τη στιγμή της προσφοράς, η ποσότητα μπορεί να διαπιστωθεί με βάση τη λογιστική αποθήκης που πρέπει να πληροί τις επαγγελματικές απαιτήσεις καθώς και τις απαιτήσεις του οργανισμού παρέμβασης, και εφόσον:

α)

η λογιστική αποθήκης εμφανίζει το βάρος που προκύπτει από τη ζύγιση, τα φυσικά ποιοτικά χαρακτηριστικά κατά τη στιγμή της ζύγισης, και ιδίως το βαθμό υγρασίας, τις ενδεχόμενες μεταφορές σε άλλα σιλό, καθώς και τις πραγματοποιηθείσες επεξεργασίες· η ζύγιση πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί το πολύ πριν από δέκα μήνες·

β)

ο αποθεματοποιητής δηλώνει ότι η προσφερθείσα παρτίδα ανταποκρίνεται ως προς όλα τα στοιχεία της στις ενδείξεις που αναφέρονται στη λογιστική αποθήκης·

γ)

τα διαπιστωθέντα κατά τη στιγμή της ζύγισης ποιοτικά χαρακτηριστικά συμπίπτουν με εκείνα του αντιπροσωπευτικού δείγματος που προκύπτει από τα δείγματα που ελήφθησαν από τον οργανισμό παρέμβασης ή τον αντιπρόσωπό του με συχνότητα μίας λήψης ανά εξήντα τόνους.

5.   Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4:

α)

το βάρος που θα ληφθεί υπόψη είναι αυτό που αναγράφεται στα λογιστικά βιβλία αποθήκης, προσαρμοσμένο, ενδεχομένως, για να ληφθεί υπόψη η διαφορά μεταξύ του ποσοστού υγρασίας ή/και του ποσοστού διαφόρων ξένων προσμείξεων (Schwarzbesatz) που διαπιστώνονται κατά τη ζύγιση και εκείνων που διαπιστώνονται στο αντιπροσωπευτικό δείγμα. Διαφορά στο ποσοστό διαφόρων ξένων προσμείξεων μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο για να προσαρμοσθεί χαμηλότερα το βάρος που έχει εγγραφεί στη λογιστική αποθήκης·

β)

εντός 45 ημερών από την ανάληψη, ο οργανισμός παρέμβασης διενεργεί ογκομετρική επαλήθευση του διεξαχθέντος ελέγχου, η ενδεχόμενη δε διαφορά μεταξύ της ζυγισθείσας και της εκτιμηθείσας ποσότητας με την ογκομετρική μέθοδο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5 %·

γ)

στην περίπτωση που δεν γίνεται υπέρβαση της ανοχής, ο αποθεματοποιητής αναλαμβάνει όλα τα έξοδα σχετικά με τις ποσότητες που ενδεχομένως λείπουν και που δεν πιστώθηκαν σε μεταγενέστερη ζύγιση σε σχέση με το βάρος που ελήφθη υπόψη στα λογιστικά βιβλία κατά τη στιγμή της ανάληψης·

δ)

στην περίπτωση που γίνεται υπέρβαση της ανοχής, ο αποθεματοποιητής προβαίνει αμέσως σε ζύγισμα. Τα έξοδα του ζυγίσματος επιβαρύνουν τον αποθεματοποιητή εάν το διαπιστούμενο βάρος είναι κατώτερο από το βάρος που ελήφθη υπόψη ή το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ), στην αντίθετη περίπτωση, λαμβάνεται δε υπόψη η ανοχή που προβλέπεται στο παράρτημα ΧΙ σημείο 1 πρώτη περίπτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 884/2006.

6.   Για σιτηρά άλλα πλην αραβοσίτου, η τελευταία ανάληψη πρέπει να πραγματοποιείται το αργότερο στο τέλος του δεύτερου μήνα που έπεται της τελευταίας παράδοσης του άρθρου 2 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο και, για τον αραβόσιτο, στο τέλος του δεύτερου μήνα που έπεται καθεμιάς από τις τελευταίες παραδόσεις του άρθρου 2 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, και πάντως όχι μετά τις 31 Ιουλίου στην Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία και τις 31 Αυγούστου στα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 7

1.   Ο οργανισμός παρέμβασης αναθέτει την ανάλυση υπ’ ευθύνη του των φυσικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών των ληφθέντων δειγμάτων εντός προθεσμίας είκοσι εργάσιμων ημερών από τη λήψη του αντιπροσωπευτικού δείγματος.

2.   Ο προσφέρων επιβαρύνεται με τις δαπάνες σχετικά με:

α)

τον ποσοτικό προσδιορισμό του ποσοστού τανινών του σόργου·

β)

τη δοκιμασία αμυλασικής δράσης (Hagberg)·

γ)

τον ποσοτικό προσδιορισμό της πρωτεΐνης, όσον αφορά το σκληρό και το μαλακό σίτο·

δ)

τη δοκιμασία Zeleny·

ε)

τη δοκιμασία της ικανότητας της ζύμης να υποστεί μηχανική επεξεργασία·

στ)

τις αναλύσεις προσμείξεων.

3.   Σε περίπτωση που οι αναλύσεις οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποδεικνύουν ότι τα προσφερθέντα σιτηρά δεν ανταποκρίνονται στην απαιτούμενη ελάχιστη ποιότητα για την παρέμβαση, τα εν λόγω σιτηρά αναλαμβάνονται με έξοδα του προσφέροντος, ο οποίος αναλαμβάνει επίσης και όλα τα πραγματοποιηθέντα έξοδα.

4.   Σε περίπτωση αμφισβήτησης, ο οργανισμός παρέμβασης υποβάλλει εκ νέου τα εν λόγω προϊόντα στους αναγκαίους ελέγχους και οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον ηττηθέντα.

Άρθρο 8

Για κάθε προσφορά συντάσσεται από τον οργανισμό παρέμβασης δελτίο ανάληψης, στο οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

η ημερομηνία επαλήθευσης της ποσότητας και των ελάχιστων χαρακτηριστικών·

β)

το παραδοθέν βάρος·

γ)

ο αριθμός των ληφθέντων δειγμάτων για τη σύσταση του αντιπροσωπευτικού δείγματος·

δ)

τα διαπιστωθέντα φυσικά χαρακτηριστικά·

ε)

ο οργανισμός που ανέλαβε τις αναλύσεις των τεχνολογικών χαρακτηριστικών καθώς και τα αποτελέσματα αυτών.

Το δελτίο αυτό χρονολογείται και διαβιβάζεται προς υπογραφή στον αποθεματοποιητή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΠΛΗΡΩΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ

Άρθρο 9

1.   Με την επιξύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2, η τιμή που καταβάλλεται στον προσφέροντα είναι η τιμή αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, που ισχύει κατά την ημερομηνία που ορίζεται ως η πρώτη ημέρα παράδοσης κατά την κοινοποίηση της αποδοχής της προσφοράς, για ένα εμπόρευμα που παραδίδεται προς εκφόρτωση στην αποθήκη. Η τιμή αυτή προσαρμόζεται λαμβανομένων υπόψη των προσαυξήσεων και μειώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού.

Ωστόσο, εφόσον η παράδοση πραγματοποιείται στη διάρκεια μηνός κατά τον οποίο η τιμή αναφοράς είναι κατώτερη της τιμής του μήνα της προσφοράς, εφαρμόζεται η τελευταία αυτή τιμή. Για το σόργο που προσφέρεται κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του παρόντος εδαφίου.

2.   Όταν γίνεται προσφορά στον οργανισμό παρέμβασης, σε εφαρμογή του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, ο οργανισμός αυτός αποφασίζει σχετικά με τον τόπο ανάληψης του σιτηρού.

Οι δαπάνες μεταφοράς από την αποθήκη που είναι τοποθετημένο το εμπόρευμα κατά τη στιγμή της προσφοράς έως το κέντρο παρέμβασης όπου μπορεί να μεταφερθεί με τις λιγότερες δαπάνες επιβαρύνουν τον προσφέροντα.

Στην περίπτωση που ο τόπος όπου ο οργανισμός παρέμβασης αναλαμβάνει το εμπόρευμα δεν είναι το κέντρο παρέμβασης στο οποίο το εμπόρευμα πρέπει να μεταφερθεί με τις λιγότερες δαπάνες, ο οργανισμός παρέμβασης προσδιορίζει και αναλαμβάνει τις συμπληρωματικές δαπάνες μεταφοράς. Στην περίπτωση αυτή, οι δαπάνες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο καθορίζονται από τον οργανισμό παρέμβασης.

Αν ο οργανισμός παρέμβασης, σε συμφωνία με τον προσφέροντα, αποθηκεύει το αναληφθέν εμπόρευμα στην αποθήκη όπου αυτό βρίσκεται τη στιγμή της προσφοράς, η τιμή παρέμβασης μειώνεται κατά τις δαπάνες που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο δεύτερη φράση, καθώς επίσης κατά τις δαπάνες εξόδου από την αποθήκη, οι οποίες υπολογίζονται βάσει των δαπανών που πράγματι διαπιστώνονται στο οικείο κράτος μέλος.

3.   Η πληρωμή πραγματοποιείται μεταξύ της 30ής και της 35ης ημέρας που έπεται της ημέρας ανάληψης που αναφέρεται στο άρθρο 6.

Άρθρο 10

Οι προσαυξήσεις και οι μειώσεις που εφαρμόζονται στην τιμή που καταβάλλεται στον προσφέροντα εκφράζονται σε ευρώ ανά τόνο και εφαρμόζονται από κοινού, ανάλογα με τα κατωτέρω προβλεπόμενα ποσά:

α)

όταν το ποσοστό υγρασίας των προσφερόμενων στην παρέμβαση σιτηρών είναι μικρότερο από 13 % για τον αραβόσιτο και το σόργο και από 14 % για τα λοιπά σιτηρά, οι προσαυξήσεις που πρέπει να εφαρμοστούν είναι εκείνες που προβλέπονται στον πίνακα Ι του παραρτήματος VII. Όταν το ποσοστό υγρασίας των προσφερόμενων στην παρέμβαση σιτηρών είναι αντιστοίχως μεγαλύτερο από 13 % και 14 %, οι μειώσεις που πρέπει να εφαρμοστούν είναι εκείνες που προβλέπονται στον πίνακα ΙΙ του παραρτήματος VΙΙ·

β)

όταν το ειδικό βάρος των προσφερόμενων στην παρέμβαση σιτηρών αποκλίνει από το λόγο βάρους/όγκου 76 kg/hl για το μαλακό σίτο, και 64 kg/hl για την κριθή, οι μειώσεις που πρέπει να εφαρμοστούν είναι εκείνες που αναφέρονται στον πίνακα ΙΙΙ του παραρτήματος VΙΙ·

γ)

όταν το ποσοστό των θραυσμένων σπόρων υπερβαίνει το 3 % για το σκληρό σίτο, το μαλακό σίτο και την κριθή και το 4 % για τον αραβόσιτο και το σόργο, εφαρμόζεται μείωση 0,05 ευρώ για κάθε συμπληρωματική απόκλιση κατά 0,1 %·

δ)

όταν το ποσοστό των ξένων προσμείξεων που αποτελούνται από σπόρους υπερβαίνει το 2 % για το σκληρό σίτο, 4 % για τον αραβόσιτο και το σόργο και 5 % για το μαλακό σίτο και την κριθή, εφαρμόζεται μείωση 0,05 ευρώ για κάθε συμπληρωματική απόκλιση κατά 0,1 %·

ε)

όταν το ποσοστό των βλαστημένων σπόρων υπερβαίνει το 2,5 %, εφαρμόζεται μείωση 0,05 ευρώ για κάθε συμπληρωματική απόκλιση κατά 0,1 %·

στ)

όταν το ποσοστό των διαφόρων προσμείξεων (Schwarzbesatz) υπερβαίνει το 0,5 % για το σκληρό σίτο και 1 % για το μαλακό σίτο, την κριθή, τον αραβόσιτο και το σόργο, εφαρμόζεται μείωση 0,1 ευρώ για κάθε συμπληρωματική απόκλιση κατά 0,1 %·

ζ)

όταν, για το σκληρό σίτο, το ποσοστό των αλευρωδών σπόρων υπερβαίνει το 20 %, εφαρμόζεται μείωση 0,2 ευρώ για κάθε συμπληρωματική απόκλιση κατά 1 % ή κλάσματος του 1 %·

η)

όταν το ποσοστό πρωτεΐνης του σκληρού σίτου είναι μικρότερο από 11,5 %, οι μειώσεις που πρέπει να εφαρμόζονται προκύπτουν από τον πίνακα IV του παραρτήματος VΙΙ·

θ)

όταν το ποσοστό τανίνης του σόργου είναι μεγαλύτερο του 0,4 % της ξηράς ύλης, η μείωση που πρέπει να εφαρμοστεί υπολογίζεται σύμφωνα με τη πρακτική μέθοδο που καθορίζεται στο παράρτημα VIII.

Άρθρο 11

1.   Κάθε εμπορευόμενος που προβαίνει για λογαριασμό του οργανισμού παρέμβασης στην αποθεματοποίηση των αγορασθέντων προϊόντων, επιβλέπει τακτικά την ύπαρξη και κατάσταση διατήρησής τους και ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον εν λόγω οργανισμό για κάθε σχετικό πρόβλημα που ανακύπτει.

2.   Ο οργανισμός παρέμβασης επαληθεύει τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος την ποιότητα του αποθεματοποιηθέντος προϊόντος. Η δειγματοληψία για το σκοπό αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη στιγμή της ετήσιας απογραφής που προβλέπεται στο παράρτημα Ι σημείο Α.Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 884/2006.

3.   Όταν οι έλεγχοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να διενεργούνται βάσει της ανάλυσης επικινδυνότητας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, οι οικονομικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τη μη τήρηση των μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων προσμείξεων αποτελεί οικονομική ευθύνη του κράτους μέλους. Το κράτος μέλος υπέχει ευθύνη με την επιφύλαξη των προσφυγών που διαθέτει το κράτος μέλος έναντι του προσφέροντος ή του αποθεματοποιητή, σε περίπτωση μη τήρησης των δεσμεύσεων ή των υποχρεώσεών τους.

Ωστόσο, στην περίπτωση της ωχρατοξίνης A και της αλφατοξίνης, εάν το σχετικό κράτος μέλος μπορεί να παράσχει στην Επιτροπή την απόδειξη της τήρησης των προτύπων κατά την είσοδο, της τήρησης των κανονικών συνθηκών αποθήκευσης, καθώς και της τήρησης των άλλων υποχρεώσεων του αποθεματοποιητή, η χρηματοδοτική ευθύνη βαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Άρθρο 12

Οι οργανισμοί παρέμβασης θεσπίζουν, αν υπάρχει ανάγκη, συμπληρωματικές διαδικασίες και όρους αναλήψεως που συμφωνούν με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες που επικρατούν στο κράτος μέλος στο οποίο ανήκουν. Ειδικότερα, μπορούν να ζητούν περιοδικές δηλώσεις περί των υπαρχόντων αποθεμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 13

1.   Για καθένα από τα σιτηρά του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει ηλεκτρονικώς τις πληροφορίες που χρειάζονται για τη διαχείριση της παρέμβασης, και συγκεκριμένα:

α)

το αργότερο κάθε Τετάρτη και ώρα 12:00 (ώρα Βρυξελλών):

i)

τις ποσότητες σιτηρών που προσφέρθηκαν για παρέμβαση από τις διάφορες επιχειρήσεις το αργότερο την Παρασκευή της προηγούμενης εβδομάδας και ώρα 12:00 (ώρα Βρυξελλών) σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του παρόντος κανονισμού,

ii)

τις ποσότητες σιτηρών, πλην αραβοσίτου, που προσφέρθηκαν στην παρέμβαση και για τις οποίες η προσφορά αποσύρθηκε από τους προσφέροντες μετά την έναρξη της περιόδου παρέμβασης,

iii)

τις συνολικές ποσότητες που προσφέρθηκαν στην παρέμβαση μετά την έναρξη της περιόδου παρέμβασης, και αφού αφαιρέθηκαν οι ποσότητες του σημείου ii),

iv)

τις συνολικές ποσότητες σιτηρών οι οποίες αναλήφθηκαν μετά την έναρξη της περιόδου παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού·

β)

την Τετάρτη που έπεται της δημοσίευσης της προκήρυξης του διαγωνισμού, τις ποσότητες που δημοπρατήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2131/93 της Επιτροπής (10)·

γ)

την Τετάρτη που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία το κράτος μέλος καθόρισε τις παρτίδες, τις ποσότητες σιτηρών που προορίζονται για δωρεάν διανομή σε απόρους στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007·

δ)

το αργότερο στο τέλος του μήνα μετά τη λήξη της προθεσμίας ανάληψης του άρθρου 6 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού, και για κάθε περιφέρεια του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 837/90, τους μέσους όρους των αποτελεσμάτων για το ειδικό βάρος, την περιεκτικότητα σε υγρασία, σε θραυσμένους σπόρους και σε πρωτεΐνες για τις αναληφθείσες παρτίδες σιτηρών.

2.   Η κοινοποίηση στοιχείων κατά την έννοια της παραγράφου 1 γίνεται ακόμη και αν δεν κατατέθηκε καμία προσφορά. Σε περίπτωση μη κοινοποίησης των στοιχείων της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο i), η Επιτροπή θεωρεί ότι καμία προσφορά δεν κατατέθηκε στο εκάστοτε κράτος μέλος.

3.   Η μορφή και το περιεχόμενο των κοινοποιήσεων της παραγράφου 1 καθορίζονται με βάση υποδείγματα που η Επιτροπή έχει θέσει στη διάθεση των κρατών μελών. Τα υποδείγματα αυτά χρησιμοποιούνται αφού ενημερωθεί προηγουμένως η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 195 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007. Προσαρμόζονται και επικαιροποιούνται από την Επιτροπή υπό τις ίδιες προϋποθέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 824/2000 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα Χ.

Άρθρο 15

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  EE L 299 της 16.11.2007, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 149 της 7.6.2008, σ. 61).

(2)  ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 31. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2007 (ΕΕ L 195 της 27.7.2007, σ. 3).

(3)  Βλ. παράρτημα ΙΧ.

(4)  ΕΕ L 171 της 23.6.2006, σ. 35. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 721/2007 (ΕΕ L 164 της 26.6.2007, σ. 4).

(5)  ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 140 της 30.5.2002, σ. 10. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 271 της 30.9.2006, σ. 53).

(7)  ΕΕ L 88 της 3.4.1990, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 364 της 20.12.2006, σ. 5.

(9)  ΕΕ L 70 της 9.3.2006, σ. 12.

(10)  ΕΕ L 191 της 31.7.1993, σ. 76.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΡΙΤΉΡΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

 

Σκληρός σίτος

Μαλακός σίτος

Κριθή

ραβόσιτος

Σόργο

A.

Μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία

14,5 %

14,5 %

14,5 %

13,5 %

13,5 %

B.

Μέγιστο ποσοστό στοιχείων που δεν αποτελούν βασικά σιτηρά άριστης ποιότητας, εκ των οποίων κατ’ ανώτατο όριο:

12 %

12 %

12 %

12 %

12 %

1.

Θραυσμένοι σπόροι

6 %

5 %

5 %

5 %

5 %

2.

Ξένες προσμείξεις που αποτελούνται από σπόρους (πλην εκείνων που αναφέρονται στο σημείο 3)

5 %

7 %

12 %

5 %

5 %

εκ των οποίων:

 

 

 

 

 

α)

συρρικνωμένοι σπόροι

 

 

 

β)

άλλα σιτηρά

3 %

 

5 %

γ)

σπόροι που έχουν προσβληθεί από παράσιτα

 

 

 

 

 

δ)

σπόροι με αποχρωματισμένο φύτρο

 

 

ε)

σπόροι που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως

0,50 %

0,50 %

3 %

0,50 %

0,50 %

3.

Σπόροι που έχουν προσβληθεί από έντομα ή/και φουζάριο

5 %

εκ των οποίων:

 

 

 

 

 

σπόροι που έχουν προσβληθεί από ουζάριο

1,5 %

4.

Σπόροι που έχουν βλαστήσει

4 %

4 %

6 %

6 %

6 %

5.

Διάφορες ξένες προσμείξεις (Schwarzbesatz)

3 %

3 %

3 %

3 %

3 %

εκ των οποίων:

 

 

 

 

 

α)

σπόροι ζιζανίων:

 

 

 

 

 

βλαβεροί

0,10 %

0,10 %

0,10 %

0,10 %

0,10 %

άλλοι

 

 

 

 

 

β)

χαλασμένοι σπόροι:

 

 

 

 

 

χαλασμένοι σπόροι που θερμάνθηκαν αφ’ εαυτών και με απότομη θέρμανση

0,05 %

0,05 %

 

 

 

άλλοι

 

 

 

 

 

γ)

ακαθαρσίες

 

 

 

 

 

δ)

έλυτρα

 

 

 

 

 

ε)

αίρα

0,05 %

0,05 %

στ)

σπόροι με δαυλίτη

 

 

ζ)

νεκρά έντομα και τμήματα αυτών

 

 

 

 

 

Γ.

Μέγιστο ποσοστό αλευρωδών κόκκων, έστω μερικώς

27 %

Δ.

Μέγιστη περιεκτικότητα σε τανίνη (1)

1 %

Ε.

Ελάχιστο ειδικό βάρος (kg/hl)

78

73

62

 

ΣΤ.

Ελάχιστο ποσοστό πρωτεϊνών (1):

 

 

 

 

 

περίοδος εμπορίας 2002/2003 και ακόλουθες

11,5 %

10,5 %

 

 

 

Ζ.

Ελάχιστος χρόνος πτώσης σε δευτερόλεπτα (Hagberg)

220

220

 

 

 

H.

Ελάχιστη τιμή του δείκτη Zeleny (ml)

22


(1)  Σε % ξηράς ουσίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

1.   ΥΛΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΣΙΤΗΡΑ ΒΑΣΕΩΣ ΥΨΗΛΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

1.1.   Θραυσμένοι σπόροι

Όλοι οι σπόροι των οποίων το ενδοσπέρμιο είναι μερικώς αποκεκαλυμμένο θεωρούνται ως θραυσμένοι σπόροι. Σπόροι κατεστραμμένοι εκ του αλωνισμού και σπόροι των οποίων το έμβρυο αφηρέθη, ανήκουν επίσης στην ίδια ομάδα.

Για τον αραβόσιτο, θεωρούνται τα μέρη των σπόρων ή οι σπόροι που διέρχονται διά κοσκίνου με κυκλικές οπές διαμέτρου 4,5 mm.

Για το σόργο, θεωρούνται τα μέρη των σπόρων ή οι σπόροι που διέρχονται διά κοσκίνου με κυκλικές οπές διαμέτρου 1,8 mm.

1.2.   Ξένες προσμείξεις συνιστάμενες από σπόρους

α)

Συρρικνωμένοι σπόροι:

ως συρρικνωμένοι σπόροι νοούνται οι σπόροι οι οποίοι μετά την απομάκρυνση όλων των άλλων στοιχείων του δείγματος, τα οποία εξετάζονται στο παρόν παράρτημα, διέρχονται διά των σχισμών κοσκίνων με τις ακόλουθες διαστάσεις: μαλακός σίτος 2,0 mm, σκληρός σίτος 1,9 mm, κριθή 2,2 mm.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τον ορισμό αυτό, θεωρούνται «συρρικνωμένοι σπόροι»:

για την κριθή της Εσθονίας, της Λεττονίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας που έχει ειδικό βάρος ίσο ή ανώτερο από 64 kg ανά εκατόλιτρο και η οποία προσφέρεται στην παρέμβαση σε αυτά τα κράτη μέλη, ή

για την κριθή που έχει μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία 12,5 %,

οι σπόροι οι οποίοι, αφού αφαιρεθούν όλα τα άλλα στοιχεία που αναφέρονται στο παρόν παράρτημα, διέρχονται διά κοσκίνου με σχισμές των 2,0 mm.

Εξάλλου, συγκαταλέγονται στους συρρικνωμένους σπόρους, οι σπόροι που έχουν καταστραφεί από τον παγετό και όλοι οι σπόροι που παρουσιάζουν ατελή ωρίμανση (πράσινοι).

β)

Άλλα σιτηρά:

ως «άλλα σιτηρά» νοούνται όλοι οι σπόροι, οι οποίοι δεν ανήκουν στα είδη του δειγματιζομένου σπόρου.

γ)

Σπόροι προσβεβλημένοι από έντομα:

σπόροι προσβεβλημένοι από έντομα θεωρούνται εκείνοι που έχουν νηχθεί από έντομα. Σπόροι προσβεβλημένοι από πεντατομίδες (κοριοί) ανήκουν στην ίδια ομάδα.

δ)

Σπόροι με αποχρωματισμένο έμβρυο και ευρωτιασμένοι σπόροι:

σπόροι με αποχρωματισμένο έμβρυο είναι εκείνοι των οποίων η εφυμενίδα έχει χρώμα μεταξύ του φαιού και του φαιόχρου μέλανος και των οποίων το έμβρυο είναι κανονικό και δεν είναι φυτρωμένο. Για τον μαλακό σίτο, σπόροι των οποίων το έμβρυο είναι αποχρωματισμένο θα παραβλέπονται μέχρι ποσοστού 8 %.

Για τον σκληρό σίτο, νοούνται:

ως αποχρωματισμένοι σπόροι, οι σπόροι οι οποίοι παρουσιάζουν, σε άλλα σημεία εκτός από το ίδιο το έμβρυο, χρωματισμούς που κυμαίνονται μεταξύ του φαιού και του φαιόχρου μέλανος,

ως ευρωτιασμένοι σπόροι, οι σπόροι των οποίων το περικάρπιο έχει προσβληθεί από τον μυκήλιο του φουζαρίου· οι σπόροι αυτοί εμφανίζονται ελαφρώς συρρικνωμένοι, ρυτιδωμένοι και φέρουν διάσπαρτα στίγματα τα όρια των οποίων δεν προσδιορίζονται σαφώς, λευκού ή ερυθρωπού χρωματισμού.

ε)

Οι προσβλημένοι σπόροι από τη θέρμανση της ξηράνσεως είναι εκείνοι που εμφανίζουν εξωτερικά ίχνη καβουρντίσματος αλλά δεν είναι σπόροι χαλασμένοι.

1.3.   Φυτρωμένοι σπόροι

Φυτρωμένοι σπόροι είναι εκείνοι των οποίων το ριζίδιο ή το βλαστίδιο βλέπεται καθαρά με γυμνόν οφθαλμό. Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη η γενική εμφάνιση του δείγματος, όταν κρίνεται η περιεκτικότητά του σε φυτρωμένους σπόρους. Υπάρχουν είδη σιτηρών με έμβρυο το οποίο προεξέχει, π.χ. ο σκληρός σίτος, και του οποίου η εφυμενίδα διαρρήγνυται, όταν ανακινείται ποσότης σιτηρών. Οι σπόροι αυτοί ομοιάζουν με τους φυτρωμένους σπόρους, αλλά δεν πρέπει να περιληφθούν σε αυτή την ομάδα. Φυτρωμένοι σπόροι είναι μόνον εκείνοι των οποίων το έμβρυο έχει υποστεί οφθαλμοφανείς αλλαγές, οι οποίες καθιστούν εύκολη τη διάκριση του φυτρωμένου σπόρου από τον κανονικό.

1.4.   Διάφορες ξένες προσμείξεις (Schwarzbesatz)

α)

Σπόροι ζιζανίων

Οι ξένοι σπόροι είναι οι σπόροι φυτών, καλλιεργουμένων ή όχι, εκτός των σιτηρών. Αυτοί οι ξένοι σπόροι αποτελούνται από σπόρους χωρίς αξία ανάκτησης, από σπόρους που χρησιμοποιούνται για τα ζώα και από βλαβερούς σπόρους.

Θεωρούνται ως βλαβεροί σπόροι, οι τοξικοί σπόροι για τον άνθρωπο και τα ζώα, οι σπόροι που εμποδίζουν ή περιπλέκουν το καθάρισμα και την άλεση των σιτηρών, καθώς και εκείνοι που τροποποιούν την ποιότητα των μεταποιημένων προϊόντων σιτηρών.

β)

Κατεστραμμένοι σπόροι

Κατεστραμμένοι σπόροι είναι εκείνοι, οι οποίοι δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή των ανθρώπων και όσον αφορά τα κτηνοτροφικά σιτηρά για τη διατροφή των ζώων, λόγω σήψεως εκ μυκητολογικών ή βακτηριολογικών προσβολών ή άλλων αιτίων.

Σπόροι οι οποίοι έχουν υποβαθμιστεί από αυτόματη γένεση θερμότητας, ανήκουν ομοίως σε αυτήν την ομάδα. Αυτοί οι σπόροι, οι οποίοι έχουν θερμανθεί ή μαυρίσει είναι σπόροι πλήρως ανεπτυγμένοι των οποίων η εφυμενίδα είναι χρωματισμένη γκρίζα φαιά προς μέλαινα, ενώ η τομή του κόκκου είναι χρωματισμένη κιτρινόχρους γκρίζα έως φαιά μέλαινα.

Σπόροι προσβεβλημένοι εκ των παρασίτων του σίτου θα θεωρούνται ως σπόροι κατεστραμμένοι, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία πλέον του ημίσεος της επιφανείας του σπόρου εμφανίζει ένα χρωματισμό μεταξύ γκρίζου και μέλανος, σαν αποτέλεσμα δευτερογενούς κρυπτογαμικής προσβολής. Εάν ο αποχρωματισμός καλύπτει ολιγώτερον από το ήμισυ της επιφανείας του σπόρου, αυτός θα κατατάσσεται στην κατηγορία των κατεστραμμένων σπόρων από έντομα.

γ)

Αδρανείς ύλες

Όλες οι ύλες ενός δείγματος σιτηρών οι οποίες συγκρατούνται από ένα κόσκινο με σχισμές των 3,5 mm (εκτός των σπόρων άλλων σιτηρών και εκείνων οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως ευμεγέθεις έναντι του σιτηρού βάσεως) και εκείνες οι οποίες διέρχονται δι’ ενός κοσκίνου με σχισμές του 1 mm, θα θεωρούνται ως αδρανείς ύλες. Περιλαμβάνονται επίσης στην ομάδα αυτή οι λίθοι, η άμμος, τα τμήματα σανού και άλλες ξένες προσμείξεις, που βρίσκονται εντός των δειγμάτων τα οποία διέρχονται διά κοσκίνου με σχισμές 3,5 mm και συγκρατούνται δι’ ετέρου κοσκίνου με οπές 1 mm.

Ο ορισμός αυτός δεν ισχύει για τον αραβόσιτο. Για το σιτηρό αυτό, πρέπει να θεωρηθούν ως αδρανείς ύλες, όλες οι ύλες ενός δείγματος που διέρχονται δι’ ενός κοσκίνου με σχισμές του 1 mm καθώς και όλες οι ξένες προσμείξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

δ)

Λέπυρα (για τον αραβόσιτο τμήματα της ράχεως του σπάδικος).

ε)

Σκληρώτια.

στ)

Σπόροι με δαυλίτη.

ζ)

Νεκρά έντομα και τμήματα αυτών.

1.5.   Ζώντα παράσιτα

1.6.   Αλευρώδεις σπόροι

Θεωρούνται ως αλευρώδεις σπόροι σκληρού σίτου οι σπόροι οι οποίοι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πλήρως υαλώδεις.

2.   ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΥΠΟΨΗ ΑΝΑ ΣΙΤΗΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΠΡΟΣΜΕΙΞΕΩΝ

2.1.   Σκληρός σίτος

Ως ξένες προσμείξεις που αποτελούνται από σπόρους, θεωρούνται οι συρρικνωμένοι σπόροι, οι σπόροι άλλων σιτηρών και οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από παράσιτα, οι σπόροι με αποχρωματισμένο φύτρο οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από έντομα ή φουζάριο και οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως.

Τις διάφορες ξένες προσμείξεις αποτελούν οι ξένοι σπόροι, οι χαλασμένοι σπόροι, οι ακαθαρσίες, τα έλυτρα, η αίρα, οι φθαρμένοι σπόροι (σάπιοι) τα νεκρά έντομα και τεμάχια εντόμων.

2.2.   Μαλακός σίτος

Ως ξένες προσμείξεις που αποτελούνται από σπόρους, θεωρούνται οι συρρικνωμένοι σπόροι, οι σπόροι άλλων σιτηρών, οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από παράσιτα, οι σπόροι με αποχρωματισμένο φύτρο και οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως.

Ως διάφορες ξένες προσμείξεις θεωρούνται οι ξένοι σπόροι, οι χαλασμένοι σπόροι, οι ακαθαρσίες, τα έλυτρα, η αίρα, οι φθαρμένοι σπόροι (σάπιοι) τα νεκρά έντομα και τεμάχια εντόμων.

2.3.   Κριθή

Ως ξένες προσμείξεις που αποτελούνται από σπόρους, θεωρούνται οι συρρικνωμένοι σπόροι, οι σπόροι άλλων σιτηρών οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από παράσιτα.

Τις διάφορες ξένες προσμείξεις αποτελούν οι ξένοι σπόροι, οι χαλασμένοι σπόροι, οι ακαθαρσίες, τα έλυτρα, τα νεκρά έντομα και τεμάχια εντόμων.

2.4.   Αραβόσιτος

Ως ξένες προσμείξεις που αποτελούνται από σπόρους, θεωρούνται οι συρρικνωμένοι σπόροι, οι σπόροι άλλων σιτηρών, οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από παράσιτα και οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσως.

Για το σιτηρό αυτό, πρέπει να θεωρηθούν ως αδρανείς ύλες όλα τα στοιχεία ενός δείγματος που διέρχονται διά κοσκίνου με σχισμές του 1 mm.

Οι διάφορες ξένες προσμείξεις αποτελούνται από τους ξένους σπόρους, τους χαλασμένους σπόρους, τις ακαθαρσίες, τα έλυτρα, τα νεκρά έντομα και τεμάχια εντόμων.

2.5.   Σόργο

Ως ξένες προσμείξεις που αποτελούνται από σπόρους, θεωρούνται οι σπόροι άλλων σιτηρών, οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από παράσιτα και οι σπόροι που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως.

Τις διάφορες ξένες προσμείξεις αποτελούν οι ξένοι σπόροι, οι χαλασμένοι σπόροι, οι ακαθαρσίες, τα έλυτρα, τα νεκρά έντομα και τεμάχια εντόμων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΥΛΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΙΤΗΡΑ ΒΑΣΕΩΣ ΥΨΗΛΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

1.

Για τον μαλακό σίτο, τον σκληρό σίτο, την κριθή, ένα μέσο δείγμα 250 g πρέπει να διέλθει διά δύο κοσκίνων, εκ των οποίων το ένα πρέπει να έχει σχισμές 3,5 mm και το άλλο 1,0 mm, επί μισό λεπτό της ώρας για το καθένα.

Για να διασφαλισθεί ένα κοσκίνισμα σταθερό, συνιστάται η χρησιμοποίηση μηχανικού κοσκίνου, επί παραδείγματι μια τράπεζα κραδασμού εφοδιασμένη διά κοσκίνων.

Οι ύλες οι οποίες συγκρατούνται από το κόσκινο με σχισμές των 3,5 mm και εκείνες οι οποίες διέρχονται διά του κοσκίνου με τις σχισμές του 1,0 mm, πρέπει να ζυγίζονται μαζί, θεωρούμενες ως αδρανείς ύλες. Στην περίπτωση κατά την οποία οι ύλες που παραμένουν στο κόσκινο με τις σχισμές των 3,5 mm περιέχουν μέρη «άλλων σιτηρών» ή ειδικότερα σπόρους ευμεγέθεις του σιτηρού βάσεως τα μέρη αυτά ή οι σπόροι πρέπει να τεθούν εντός του κοσκινισθέντος δείγματος. Καθ’ ον χρόνο ο σπόρος διέρχεται διά του κοσκίνου με τις σχισμές του 1 mm, θα πρέπει να γίνει ένας προσεκτικός έλεγχος για την ύπαρξη ζώντων παρασίτων.

Από το κοσκινισθέν δείγμα λαμβάνεται ένα δείγμα 50 έως 100 g με τη βοήθεια ενός διαχωριστού. Το μερικό αυτό δείγμα πρέπει να ζυγισθεί.

Εν συνεχεία, με τη βοήθεια μιας λαβίδας ή μιας σπάτουλας, απλώνεται το μερικό δείγμα σε λεπτό στρώμα επί μιας τραπέζης και απ’ αυτό ξεχωρίζονται οι θραυσμένοι σπόροι, άλλα σιτηρά, φυτρωμένοι σπόροι, σπόροι προσβεβλημένοι από παράσιτα, κατεστραμμένοι σπόροι από παγετό, σπόροι που εμφανίζουν αποχρωματισμό του εμβρύου, σπόροι ευρωτιασμένοι, σπόροι ζιζανίων, σκληρώτια, σπόροι με δαυλίτη, λέπυρα, ζώντα παράσιτα και νεκρά έντομα.

Σε περίπτωση κατά την οποία ένα μερικό δείγμα περιλαμβάνει σπόρους που περιβάλλονται από τα λέπυρα, θα ξεφλουδίζονται τα λέπυρα με το χέρι. Τα κατ’ αυτόν τον τρόπο λαμβανόμενα λέπυρα θα υπολογίζονται ως τεμάχια λεπύρων. Οι λίθοι, η άμμος και τα τμήματα αχύρου θεωρούνται ως αδρανείς ύλες.

Το μερικό δείγμα θα διέλθει επί ήμισυ λεπτό της ώρας από ένα κόσκινο των 2,0 mm για τον μαλακό σίτο, από κόσκινο 1,9 mm για τον σκληρό σίτο, από κόσκινο 2,2 mm για την κριθή. Οι ύλες οι οποίες διέρχονται από το κόσκινο αυτό θεωρούνται ως σπόροι συρρικνωμένοι. Οι σπόροι οι οποίοι έχουν καταστραφεί από τον παγετό και οι πράσινοι μη πλήρους ωρίμανσης σπόροι ανήκουν στην ομάδα των συρρικνωμένων σπόρων.

2.

Για τον αραβόσιτο, ένα μέσο δείγμα των 500 g πρέπει να διέλθει διά κοσκίνου του 1,0 mm επί ήμισυ λεπτό της ώρας. Ελέγχεται η παρουσία ζώντων παρασίτων και νεκρών εντόμων.

Με τη βοήθεια λαβίδας ή σπάτουλας αφαιρούνται οι ύλες, οι οποίες συγκρατούνται υπό του κοσκίνου του 1,0 mm ως λίθοι, άμμος, τμήματα αχύρου και άλλες αδρανείς ύλες.

Προστίθενται οι αφαιρεθείσες αδρανείς ύλες στις ύλες οι οποίες διήλθαν διά του κοσκίνου του 1,0 mm και ζυγίζονται αυτές μαζί.

Προετοιμάζεται, με τη βοήθεια ενός διαχωριστού, ένα δείγμα των 100 έως 200 g από το δείγμα το οποίο διήλθε διά του κοσκίνου. Ζυγίζεται το μερικό αυτό δείγμα. Ακολούθως, απλώνεται σε λεπτό στρώμα επί μιας τραπέζης. Αφαιρούνται, με τη βοήθεια λαβίδας η σπάτουλας, τα τμήματα άλλων σιτηρών, σπόροι προσβεβλημένοι από ζωικά παράσιτα, κατεστραμμένοι σπόροι από παγετό, σπόροι οι οποίοι έχουν φυτρώσει, σπόροι ζιζανίων, κατεστραμμένοι σπόροι, λέπυρα, ζώντα παράσιτα και νεκρά έντομα.

Ακολούθως το μερικό αυτό δείγμα θα διέλθει δι’ ενός κοσκίνου με στρογγύλες οπές διαμέτρου 4,5 mm για τον αραβόσιτο και 1,8 mm για το σόργο. Οι ύλες οι οποίες διέρχονται διά του κοσκίνου αυτού θεωρούνται ως θραυσμένοι σπόροι.

3.

Ομάδες υλών οι οποίες δεν είναι σιτηρά βάσεως υψηλής ποιότητας και οι οποίες προσδιορίσθηκαν συμφώνως προς τις μεθόδους που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2, των οποίων τα ποσοστά επί τοις % προβλέπονται στα άρθρα 1 έως 5, πρέπει να ζυγίζονται ακριβώς με προσέγγιση 0,01 g και να ανάγονται επί τοις % του μέσου δείγματος. Οι ενδείξεις οι οποίες περιλαμβάνονται στην έκθεση αναλύσεων θα γίνονται με προσέγγιση 0,1 %. Ελέγχεται η παρουσία ζώντων παρασίτων.

Κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να γίνονται δύο αναλύσεις ανά δείγμα. Αυτές δεν θα πρέπει να διαφέρουν περισσότερο του 10 % ως προς το σύνολο των υλών οι οποίες προβλέπονται ανωτέρω.

4.

Οι χρησιμοποιούμενες συσκευές για τις εργασίες οι οποίες αφορούν τα σημεία 1, 2 και 3 είναι οι ακόλουθες:

α)

διαχωριστής δειγμάτων, επί παραδείγματι συσκευή κωνική ή με ραβδώσεις·

β)

ζυγός ακριβείας·

γ)

κόσκινα με σχισμές των 1,0 mm, 1,8 mm, 1,9 mm, 2,0 mm, 2,2 mm, 3,5 mm και κόσκινα με στρογγύλες οπές διαμέτρου 1,8 mm και 4,5 mm. Προφανώς, τα κόσκινα θα πρέπει να τεθούν επί δονουμένης τραπέζης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΥΓΡΑΣΙΑ

1.   Αρχή

Το προϊόν ξηραίνεται σε θερμοκρασία 130 έως 133 °C υπό κανονική ατμοσφαιρική πίεση. Η διάρκεια καθορίζεται εμπειρικώς εν σχέσει προς το μέγεθος των σωματιδίων.

2.   Πεδίο εφαρμογής

Αυτή η μέθοδος ξηράνσεως εφαρμόζεται στα αλεσμένα σιτηρά τα οποία διέρχονται, τουλάχιστον σε ποσοστό 50 %, διά των οπών κοσκίνου 0,5 mm και δεν αφήνουν περισσότερα υπολείμματα από 10 % επί κοσκίνου με κυκλικές οπές του 1,0 mm. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται ομοίως στα άλευρα.

3.   Συσκευές

Ζυγός ακριβείας

Συσκευή λειοτριβίσεως από υλικό το οποίο δεν απορροφά την υγρασία και της οποίας ο καθορισμός είναι εύκολος. Η συσκευή αυτή πρέπει να λειοτριβεί ταχέως και ομοιόμορφα, χωρίς να προκαλείται αισθητή θέρμανση, αποφεύγουσα κατά το μέγιστο την επαφή με τον εξωτερικό αέρα και ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις οι οποίες ενδείκνυνται στο σημείο 2 (επί παραδείγματι, μύλος με κώνους λυόμενους).

Δοχείο από μη προσβαλλόμενο μέταλλο ή από γυαλί, εφοδιασμένο με ένα κάλυμμα το οποίο εφαρμόζει καλά· η ωφέλιμη επιφάνεια πρέπει να επιτρέπει την επιτυχή διανομή του εξεταζόμενου δείγματος, ήτοι 0,3 g ανά cm2.

Ισοθερμικός μικρός κλίβανος θερμαινόμενος δι’ ηλεκτρικής θερμάνσεως, ρυθμιζόμενος σε θερμοκρασία 130 έως 133 °C (1), ο οποίος να διαθέτει ικανοποιητικό εξαερισμό (2).

Ξηραντήριο με μεταλλική πλάκα ή, ελλείψει αυτής, εκ πορσελάνης, ικανού πάχους, διάτρητο, περιέχον αποτελεσματικό υλικό αφυδατώσεως.

4.   Τρόπος εργασίας

Ξήρανση

Ζυγίζονται εντός δοχείου, του οποίου έχει ληφθεί το απόβαρο, με ακρίβεια ± 1 mg, το λιγότερο 5 g εκ των υπό άλεση μικρόκοκκων σιτηρών ή 8 g του υπό άλεση αραβοσίτου. Τοποθετείται το δοχείο εντός κλιβάνου θερμοκρασίας 130 έως 133 °C. Προς αποφυγή μεγάλης πτώσεως της θερμοκρασίας του κλιβάνου, εισάγεται το δοχείο σε ελάχιστο χρόνο. Αφήνεται να γίνει η ξήρανση επί δύο ώρες, από τη στιγμή κατά την οποία ο κλίβανος έφτασε εκ νέου στη θερμοκρασία των 130 έως 133 °C. Αποσύρεται το δοχείο εκ του κλιβάνου, επανατοποθετείται ταχέως το κάλυμμα αυτού, αφήνεται να ψυχθεί από 30 έως 45 λεπτά εντός ξηραντηρίου και ζυγίζεται (οι ζυγίσεις πρέπει να γίνονται με ακρίβεια ± 1 mg).

5.   Μέθοδος υπολογισμού και τύπος

E

=

η αρχική μάζα σε γραμμάρια του δείγματος

M

=

η μάζα, σε γραμμάρια, του δείγματος μετά τη διεργασία

M′

=

η μάζα, σε γραμμάρια, του δείγματος μετά την άλεση

m

=

η μάζα, σε γραμμάρια, του ξηρού δείγματος.

Η περιεκτικότης σε υγρασία, επί τοις εκατό του προϊόντος ως έχει, είναι ίση προς:

άνευ προηγούμενης διεργασίας (E – m) × 100/E,

με προηγούμενη διεργασία [(M′ – m)M/M′ + E – M] × 100/E = 100 (1 – Mm/EM′)

Πραγματοποιούνται οι δοκιμές δύο φορές κατ’ ελάχιστον.

6.   Ακρίβεια του προσδιορισμού

Η διαφορά μεταξύ δύο μετρήσεων που έχουν γίνει ταυτόχρονα ή με μικρή διαφορά από τον ίδιο αναλυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 0,15 g υγρασίας για 100 g δείγματος. Σε περίπτωση μεγαλύτερης διαφοράς, επαναλαμβάνονται οι μετρήσεις.


(1)  Θερμοκρασία αέρος στο εσωτερικό του κλιβάνου.

(2)  Ο κλίβανος πρέπει να έχει τέτοια θερμική ικανότητα ώστε, ρυθμιζόμενος εκ των προτέρων σε θερμοκρασία 130 έως 133 °C, να δυνηθεί να φθάσει εκ νέου στη θερμοκρασία αυτή, τουλάχιστον σε 45 λεπτά της ώρας, μετά την τοποθέτηση εντός του κλιβάνου του μέγιστου αριθμού δειγμάτων προς ταυτόχρονη ξήρανση. Ο κλίβανος θα πρέπει να διαθέτει αερισμό τέτοιο ώστε, όταν ξηραίνονται όλα τα δείγματα σιμιγδαλιού ή κατά περίπτωση αραβόσιτου που δύναται να χωρέσει, επί 2 ώρες στην περίπτωση των σιτηρών σε μικρούς κόκκους (μαλακός σίτος, σκληρός σίτος, κριθή και σόργο) και επί 4 ώρες όσον αφορά τον αραβόσιτο, τα αποτελέσματα να εμφανίζουν διαφορά κατώτερη από 0,15 % σε σχέση με τα αποτελέσματα που λαμβάνονται ύστερα από 3 ώρες ξήρανσης για τα μικρόκοκκα σιτηρά και 5 ώρες ξήρανσης για τον αραβόσιτο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΜΗ ΚΟΛΛΩΔΟΥΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΜΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΑ ΖΥΜΗΣ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΛΑΚΟ ΣΙΤΟ

1.   Τίτλος

Μέθοδος για τη δοκιμή αρτοποιήσεως αλεύρου σίτου.

2.   Πεδίο εφαρμογής

Η μέθοδος εφαρμόζεται στα άλευρα που λαμβάνονται από πειραματική άλεση σίτου για παραγωγή άρτου που ζυμώνεται με μαγιά ζύθου.

3.   Αρχή της μεθόδου

Παρασκευάζεται ζύμη από άλευρα, νερό, μαγιά ζύθου, άλας και σακχαρόζη μέσα σε ένα ορισμένο ζυμωτήριο. Μετά τη διαίρεση και σφαιροποποίηση, τα ζυμάρια αφήνονται επί 30 λεπτά της ώρας. Διαμορφώνονται, τοποθετούνται επί των πλακών ψησίματος και ψήνονται μετά την τελική ζύμωση επί ορισμένο χρόνο. Σημειώνονται οι τεχνολογικές ιδιότητες της ζύμης. Ο άρτος κρίνεται από τον όγκο και το ύψος.

4.   Συστατικά

4.1.   Μαγιά ζύθου

Ενεργός ξηρά μαγιά Saccharomyces cerevisiae, τύπου DHW-Hamburg-Wansbeck ή συστατικό που να έχει τα αυτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

4.2.   Νερό πόσιμο

4.3.   Σακχαρούχος και αλατούχος διάλυση ασκορβικού οξέος

Διάλυση 30 ± 0,5 g χλωριούχου καλίου (εμπορίου), 30 ± 0,5 g σακχαρόζης (εμπορίου) και 0,040 ± 0,001 g ασκορβικού οξέος σε 800 ± 5 g νερού. Παρασκευάζεται νέο διάλυμα κάθε ημέρα.

4.4.   Σακχαρούχος διάλυση

Διάλυση 5 ± 0,1 g σακχαρόζης (εμπορίου) σε 95 ± 1 g νερού. Παρασκευάζεται κάθε ημέρα νέο διάλυμα.

4.5.   Άλευρο βύνης (με ενζυματική δραστηριότητα)

Ποιότητα εμπορίου.

5.   Εξοπλισμός και εργαλεία

5.1.   Αρτοποιείο

Με ρυθμιστικό σύστημα διατηρήσεως της θερμοκρασίας μεταξύ 22 και 25 °C.

5.2.   Ψυγείο

Που διατηρεί εσωτερικώς θερμοκρασία 4 ± 2 °C.

5.3.   Ζυγός

Μεγίστου φορτίου 2 kg και ακριβείας 2 g.

5.4.   Ζυγός

Μεγίστου φορτίου 0,5 kg και ακριβείας 0,1 g.

5.5.   Αναλυτικός ζυγός

Ακριβείας 0,1 × 10–3 g.

5.6.   Σκάφη ζυμώματος

Stephan UMTA 10, αναμεικτήρας τύπου «Detmold» (Stephan Soehne GmbH) ή παρόμοια συσκευή με τα αυτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

5.7.   Θάλαμος ζυμώσεως

Με ρυθμιστικό σύστημα διατηρήσεως θερμοκρασίας 30 ± 1 °C.

5.8.   Ανοικτό πλαστικό δοχείο

Εκ polymethylmethacrylate (Plexiglas, Perspex) εσωτερικών διαστάσεων 25 × 25 cm, ύψος 15 cm, πάχους τοιχωμάτων 0,5 ± 0,05 cm.

5.9.   Πλάκες τετράγωνοι από πλαστικό

Εκ polymethylmethacylate (Plexiglas, Perspex) διαστάσεων τουλάχιστον 30 × 30 cm, πάχος 0,5 ± 0,05 cm.

5.10.   Συσκευή παρασκευής άρτου

Συσκευή Brabender (Brabender OHG) ή παρόμοια με τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

6.   Ετοιμασία δειγμάτων

Κατά τον κανόνα ICC αριθ. 101.

7.   Τρόπος διενέργειας

7.1.   Προσδιορισμός ενυδατώσεως

Η απορρόφηση νερού προσδιορίζεται κατά τον κανόνα ICC αριθ. 115/1.

7.2.   Προσδιορισμός της προσθήκης αλεύρου βύνης

Καθορίζουμε το χρόνο πτώσεως του αλεύρου κατά ISO 3093/1982. Αν ο χρόνος πτώσεως είναι μεγαλύτερος των 250, καθορίζουμε την ποσότητα της βύνης που θα προσθέσουμε για να επιτευχθεί χρόνος πτώσεως μεταξύ 200 και 250, με μια σειρά αναμείξεων με αυξημένες ποσότητες βύνης (σημείο 4.5). Αν ο χρόνος πτώσεως είναι μικρότερος των 250, δεν χρειάζεται προσθήκη βύνης.

7.3.   Ενεργοποίηση της ξηράς μαγιάς

Φέρομε το σακχαρούχο διάλυμα (σημείο 4.4) σε θερμοκρασία 35 ± 1 °C. Χύνουμε ένα μέρος του βάρους της ενεργού ξηράς μαγιάς σε τέσσερα μέρη βάρους της χλιαρής σακχαρούχου διαλύσεως, χωρίς ανάδευση. Αν χρειασθεί ανακινούμε ελαφρά.

Το αφήνουμε σε ανάπαυση 10 ± 1 λεπτό. Εν συνεχεία, το αναδεύουμε μέχρις ότου επιτευχθεί ομοιογενές αιώρημα. Χρησιμοποιούμε το αιώριο αυτό στα επόμενα δέκα λεπτά.

7.4.   Ρύθμιση των θερμοκρασιών του αλεύρου και των υγρών συστατικών

Η θερμοκρασία του αλεύρου και του νερού πρέπει να ρυθμίζεται για να επιτυγχάνεται θερμοκρασία ζυμαριού στο τέλος του ζυμώματος 27 ± 1 °C.

7.5.   Σύνθεση της ζύμης

Ζυγίζουμε με ακρίβεια 2 g, 10 y/3 g αλεύρου όπως είναι (που αντιστοιχεί σε 1 kg αλεύρου περιεκτικότητας σε νερό 14 %, εντός της οποίας περιλαμβάνεται η ποσότητα του χρησιμοποιουμένου αλεύρου για τη δοκιμασία στο φαρινογράφο (βλέπε τον κανόνα ICC αριθ. 115/1). Ζυγίζουμε με ακρίβεια ± 0,2 g ποσότητας αλεύρου βύνης (μαγιάς) ικανής να φέρει χρόνο πτώσεως μεταξύ 200 και 250 δευτερολέπτων (σημείο 7.2).

Ζυγίζουμε 430 ± 5 g σακχαρούχου ή αλατούχου διαλύματος ασκορβικού οξέος (σημείο 4.3) και προσθέτουμε νερό μέχρις ότου επιτύχουμε μια ολική μάζα (× – 9) 10 y/3 g (σημείο 10.2) όπου × είναι η ποσότητα του χρησιμοποιούμενου ύδατος στη δοκιμασία του φαρινογράφου (βλέπε κανόνα ICC αριθ. 115/1). Η ολική αυτή μάζα (συνήθως ανέρχεται μεταξύ 450 και 650 g) πρέπει να προσδιορίζεται με ακρίβεια 1,5 g.

Ζυγίζουμε 90 ± 1 g αιωρήματος μαγιάς (σημείο 7.3).

Σημειώνουμε την ολική μάζα της ζύμης (Ρ) που είναι το άθροισμα των μαζών αλεύρου, σακχαρούχου και αλατούχου διαλύματος ασκορβικού οξέος μαζί με αιώρημα μαγιάς και αλεύρου βύνης.

7.6.   Ζύμωμα

Τοποθετούμε κατ’ αρχήν τη σκάφη ζυμώματος σε θερμοκρασία 27 ± 1 °C με αρκετή ποσότητα νερού κατάλληλης θερμοκρασίας.

Χύνουμε τα υγρά συστατικά μέσα στη σκάφη, μετά σκορπίζουμε πάνω στην επιφάνεια το άλευρο και τη βύνη.

Βάζουμε σε κίνηση το ζυμωτήριο (1η ταχύτητα 1 400 στροφές/λεπτό) και αφήνουμε να στρέφεται 60 δευτερόλεπτα. 20 δευτερόλεπτα μετά την έναρξη λειτουργίας του ζυμωτηρίου, στρέφουμε δύο φορές την ξύστρα που είναι προσαρμοσμένη στο σκέπασμα του κάδου του ζυμωτηρίου.

Μετρούμε τη θερμοκρασία του ζυμαριού. Αν η θερμοκρασία δεν κυμαίνεται μεταξύ 26 και 28 °C, απορρίπτουμε τη ζύμη αυτή και παρασκευάζουμε νέα αφού ρυθμίσουμε τη θερμοκρασία των συστατικών.

Σημειώνουμε τις ιδιότητες της ζύμης χρησιμοποιώντας μια από τις ακόλουθες εκφράσεις:

μη κολλώδης και επεξεργάσιμη μηχανικά, ή

κολλώδης και μη επεξεργάσιμη μηχανικά.

Για να θεωρείται ως μη κολλώδης και επεξεργάσιμη μηχανικά στο τέλος του ζυμώματος, η ζύμη πρέπει να αποτελεί μια συμπαγή μάζα που δεν προσκολλάται στα τοιχώματα του κάδου και στον άξονα του ζυμωτηρίου. Η ζύμη αυτή θα πρέπει εύκολα να συγκεντρώνεται με τα χέρια και να εξάγεται από τον κάδο με την πρώτη φορά χωρίς σοβαρές απώλειες.

7.7.   Τεμαχισμός και σφαιροποίηση

Ζυγίζουμε, με ακρίβεια 2 g, τρία τεμάχια ζύμης κατά τον ακόλουθο τύπο:

p = 0,25 Ρ, στο οποίο:

p

=

μάζα τεμαχίου ζύμης

Ρ

=

ολική μάζα ζύμης.

Σφαιροποιούμε αμέσως μέσα σε 15 δευτερόλεπτα τα τεμάχια της ζύμης στη μηχανή σφαιροποιήσεως (σημείο 5.10) και εν συνεχεία τα βάζουμε για χρονικό διάστημα 30 ± 2 λεπτών επάνω στις πλαστικές πλάκες (σημείο 5.9) που σκεπάζονται με ανεστραμμένα τα πλαστικά δοχεία (σημείο 5.8) εντός του θαλάμου ζυμώσεως (σημείο 5.7).

Τα τεμάχια της ζύμης δεν αλευρώνονται.

7.8.   Ζύμωση

Τοποθετούμε τα τεμάχια της ζύμης που βρίσκονται στους πλαστικούς δίσκους τους σκεπασμένους με τα ανεστραμμένα δοχεία στο ζυμωτήριο (σημείο 5.10) και ξαναπλάθουμε κάθε τεμάχιο εντός 15 δευτερολέπτων. Ανασηκώνουμε το σκέπασμα που προστατεύει τη ζύμη μόνο την τελευταία στιγμή προ του πλασίματος. Σημειώνουμε εκ νέου τις ιδιότητες της ζύμης χρησιμοποιώντας τις ακόλουθες εκφράσεις:

μη κολλώδης και επεξεργάσιμη μηχανικά, ή

κολλώδης και μη επεξεργάσιμη μηχανικά.

Για να θεωρηθεί ως μη κολλώδης και επεξεργάσιμη μηχανικά, η ζύμη κατά τη λειτουργία της συσκευής, θα πρέπει να μην προσκολλάται παρά ελάχιστα ή καθόλου στα τοιχώματα του ζυμωτηρίου σε τρόπο ώστε η ζύμη να πλάθεται με μια περιστροφική κίνηση για να πάρει το σχήμα σφαίρας. Στο τέλος της επεξεργασίας, η ζύμη δεν πρέπει να προσκολλάται στα τοιχώματα του θαλάμου του ζυμωτηρίου όταν το σκέπασμα του θαλάμου ανασηκωθεί.

8.   Έκθεση αποτελέσματος δοκιμασίας

Η έκθεση αποτελέσματος δοκιμασίας πρέπει να αναφέρει:

τις ιδιότητες της ζύμης στο τέλος του ζυμώματος και της ζυμώσεως,

το χρόνο πτώσεως του αλεύρου χωρίς προσθήκη αλεύρου βύνης,

όλες τις παρατηρηθείσες ανωμαλίες.

Θα πρέπει επιπλέον να σημειώνει:

τη χρησιμοποιηθείσα μέθοδο,

όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον προσδιορισμό του δείγματος.

9.   Γενικές παρατηρήσεις

9.1.   Ο τύπος για τον υπολογισμό της ποσότητας των υγρών συστατικών βασίζεται στους ακόλουθους υπολογισμούς:

 

Προσθήκη x ml ύδατος σε ισοδύναμη ποσότητα 300 g αλεύρου περιεκτικότητας σε υγρασία 14 % δίδει την επιθυμητή συνεκτικότητα. Καθώς στη δοκιμασία της αρτοποιήσεως χρησιμοποιούμε 1 kg αλεύρου (περιεκτικότητα σε νερό 14 %) όπου x βασίζεται σε 300 g αλεύρου, είναι αναγκαίο στη δοκιμασία αρτοποιήσεως να χρησιμοποιούμε το x διαιρούμενο διά τρία και πολλαπλασιαζόμενο επί 10 g νερού, δηλαδή 10 x/3 g.

 

Τα 430 g του σαχκαρούχου και αλατούχου διαλύματος του ασκορβικού οξέος περιέχουν 15 g άλατος και 15 g σακχάρου. Αυτά τα 430 g διαλύματος περιλαμβάνονται στα υγρά συστατικά. Επομένως, για να προσθέσουμε 10 x/3 g νερού στη ζύμη, πρέπει να προσθέσουμε (10 x/3 + 30) g υγρά συστατικά που αποτελούνται από 430 g σακχαρούχου και αλατούχου διαλύματος ασκορβικού οξέος και μια πρόσθετη ποσότητα νερού.

 

Μολονότι ένα μέρος νερού που προστίθεται με τη διάλυση της ζύμης απορροφάται από τη μαγιά, το αιώρημα αυτό περιέχει επίσης ελεύθερο νερό. Υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση ότι τα 90 g του αιωρήματος της μαγιάς περιέχουν 60 g ελεύθερου νερού. Πρέπει ως εκ τούτου να προβούμε σε μια διόρθωση των 60 g επί της ποσότητας των υγρών συστατικών, λαμβάνοντας υπόψη το ελεύθερο νερό του αιωρήματος της μαγιάς, δηλαδή: 10 x/3 συν 30 μείον 60 g πρέπει να προστεθούν τελικώς. Το οποίο δίδει: (10 x/3 + 30) – 60 = 10 x – 30 = (x/3 – 3) 10 = (x – 9) 10/3, δηλαδή τον τύπο του σημείου 7.5. Αν, για παράδειγμα, η ποσότητα του νερού x που χρησιμοποιείται στη δοκιμασία του φαρινογράφου είναι 165 ml, αντικαθιστούμε την τιμή αυτή στον τύπο, ώστε τα 430 του σακχαρούχου και αλατούχου διαλύματος του ασκορβικού οξέος να αυξηθούν μέχρι τελικής μάζας:

(165 – 9) 10/3 = 156 × 10/3 = 520 g.

9.2.   Η μέθοδος δεν είναι αμέσως εφαρμόσιμη για τον σίτο. Ο εργαστηριακός τρόπος που πρέπει να ακολουθήσουμε για να χαρακτηρίσουμε την αρτοποιητική αξία είναι ο ακόλουθος:

 

Καθαρίζουμε το δείγμα του σίτου και προσδιορίζουμε την περιεκτικότητα σε νερό του καθαρισμένου σίτου. Δεν επεξεργαζόμαστε τον σίτο διά θερμάνσεως, αν η περιεκτικότητά του σε νερό περιλαμβάνεται μεταξύ 15 και 16 %. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, επεξεργαζόμαστε τον σίτο μέχρις ότου αποκτήσει περιεκτικότητα σε νερό 15,5 ± 0,5 %, τουλάχιστον τρεις ώρες πριν από το άλεσμα.

 

Παρασκευάζουμε το άλευρο χρησιμοποιώντας μύλους εργαστηρίου Buehler MLU 202 ή Brabender Quadrumant Senior ή οποιοδήποτε παρεμφερές μηχάνημα που έχει τα αυτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

 

Διαλέγουμε πρόγραμμα αλέσματος με το οποίο επιτυγχάνουμε ελάχιστο ποσοστό εξαγωγής 72 % αλεύρου του οποίου το ποσοστό σε τέφρα θα περιλαμβάνεται μεταξύ 0,50 και 0,60 % επί της ξηράς ουσίας.

 

Προσδιορίζουμε την τέφρα του αλεύρου κατά το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1501/95 της Επιτροπής (ΕΕ L 147 της 30.6.1995, σ. 7) και την περιεκτικότητα σε νερό κατά τον παρόντα κανονισμό. Υπολογίζουμε το ποσοστό εξαγωγής κατά την εξίσωση.

Ε = [((100 – f) F)/(100 – w) W] × 100 %

όπου:

Ε

=

ποσοστό εξαγωγής

f

=

περιεκτικότητα σε νερό του αλεύρου

w

=

περιεκτικότητα σε νερό του σίτου

F

=

μάζα αλεύρου που παράχθηκε με υγρασία f

W

=

μάζα σίτου που αλέστηκε με υγρασία w.

Σημείωση: Οι διευκρινίσεις ως προς τα συστατικά και τις συσκευές που χρησιμοποιούνται αναγράφονται στο έγγραφο Τ/77.300 της 31ης Μαρτίου 1977 που δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο voor Graan, Meel en Brood, TNO — Postbus 15, Wageningen (Κάτω Χώρες).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΑΛΕΥΡΩΔΕΙΣ ΚΟΚΚΟΥΣ

1.   Αρχή

Μόνον ένα τμήμα του δείγματος χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των αλευρωδών κόκκων, έστω μερικώς. Οι σπόροι τεμαχίζονται με τον σποροτόμο του Pohl ή ισοδύναμο όργανο.

2.   Υλικό

Σποροτόμος του Pohl ή ισοδύναμο όργανο,

λαβίδες, νυστέρι,

δοχείο ή μικρή λεκάνη.

3.   Τρόπος εργασίας

α)

Η έρευνα πραγματοποιείται πάνω σε δείγμα 100 g, αφού έχουν διαχωρισθεί τα στοιχεία τα οποία δεν αποτελούν βασικά σιτηρά άριστης ποιότητας.

β)

Το δείγμα απλώνεται σε ένα δοχείο και ομοιογενοποιείται.

γ)

Αφού εισαχθεί μια πλάκα στον σποροτόμο, απλώνουμε μια χούφτα σπόρων πάνω στο πλέγμα. Με ελαφρά χτυπήματα κατανέμουμε τους σπόρους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει ένας σπόρος ανά οπή. Χαμηλώνουμε το κινητό μέρος για να συγκρατηθούν οι σπόροι στη θέση τους, μετά τους τεμαχίζουμε.

δ)

Οι πλάκες ετοιμάζονται κατά τρόπο ώστε να τεμαχιστούν τουλάχιστον 600 σπόροι.

ε)

Μέτρηση του αριθμού αλευρωδών κόκκων, έστω μερικώς.

στ)

Υπολογισμός του ποσοστού αλευρωδών κόκκων, έστω μερικώς.

4.   Τρόπος παρουσίασης των αποτελεσμάτων

Ι

=

μάζα των στοιχείων τα οποία δεν αποτελούν βασικά σιτηρά άριστης ποιότητας, εκφρασμένη σε γραμμάρια.

Μ

=

ποσοστό των αλευρωδών κόκκων, έστω μερικώς, στους σπόρους που έχουν εξετασθεί.

5.   Αποτελέσματα

Ποσοστό αλευρωδών κόκκων, έστω μερικώς, στο δείγμα ελέγχου.

[M × (100 – I)]/100 = …


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΠΙΝΑΚΑΣ I

Προσαυξήσεις για το ποσοστό υγρασίας

Αραβόσιτος και σόργο

Σιτηρά εκτός του αραβοσίτου και του σόργου

Ποσοστό υγρασίας (%)

Προσαυξήσεις (ευρώ/τόνο)

Ποσοστό υγρασίας (%)

Προσαυξήσεις (ευρώ/τόνο)

13,4

0,1

13,3

0,2

13,2

0,3

13,1

0,4

13,0

0,5

12,9

0,6

12,8

0,7

12,7

0,8

12,6

0,9

12,5

1,0

12,4

0,1

12,4

1,1

12,3

0,2

12,3

1,2

12,2

0,3

12,2

1,3

12,1

0,4

12,1

1,4

12,0

0,5

12,0

1,5

11,9

0,6

11,9

1,6

11,8

0,7

11,8

1,7

11,7

0,8

11,7

1,8

11,6

0,9

11,6

1,9

11,5

1,0

11,5

2,0

11,4

1,1

11,4

2,1

11,3

1,2

11,3

2,2

11,2

1,3

11,2

2,3

11,1

1,4

11,1

2,4

11,0

1,5

11,0

2,5

10,9

1,6

10,9

2,6

10,8

1,7

10,8

2,7

10,7

1,8

10,7

2,8

10,6

1,9

10,6

2,9

10,5

2,0

10,5

3,0

10,4

2,1

10,4

3,1

10,3

2,2

10,3

3,2

10,2

2,3

10,2

3,3

10,1

2,4

10,1

3,4

10,0

2,5

10,0

3,5


ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ

Μειώσεις για το ποσοστό υγρασίας

Αραβόσιτος και σόργο

Σιτηρά εκτός του αραβοσίτου και του σόργου

Ποσοστό υγρασίας (%)

Μείωση (ευρώ/τόνο)

Ποσοστό υγρασίας (%)

Μείωση (ευρώ/τόνο)

13,5

1,0

14,5

1,0

13,4

0,8

14,4

0,8

13,3

0,6

14,3

0,6

13,2

0,4

14,2

0,4

13,1

0,2

14,1

0,2


ΠΙΝΑΚΑΣ III

Μειώσεις για το ειδικό βάρος

Σιτηρά

Ειδικό βάρος (kg/hl)

Μείωση της τιμής (ευρώ/τόνο)

Μαλακός σίτος

Λιγότερο από 76 έως 75

0,5

Λιγότερο από 75 έως 74

1,0

Λιγότερο από 74 έως 73

1,5

Κριθή

Λιγότερο από 64 έως 62

1,0


ΠΙΝΑΚΑΣ IV

Μειώσεις για το ποσοστό πρωτεϊνών

Ποσοστό πρωτεϊνών (1) (N × 5,7)

Μειώσεις (ευρώ/τόνο)

Λιγότερο από 11,5 έως 11,0

2,5

Λιγότερο από 11,0 έως 10,5

5


(1)  Σε % ξηράς ουσίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Πρακτική μέθοδος καθορισμού της μείωσης που εφαρμόζεται στην τιμή του σόργου από τους οργανισμούς παρέμβασης

1.   Βασικά δεδομένα

P

=

ποσοστό φύρας επί του ακαθάριστου προϊόντος,

0,4 %

=

ανώτατο ποσοστό ταννίτης επί του οποίου εφαρμόζεται ο περιορισμός,

11 % (1)

=

μείωση που αντιστοιχεί στο 1 % φύρας αναγόμενης σε ξηρά ύλη.

2.   Υπολογισμός της μείωσης

Η μείωση, εκφρασμένη σε ποσοστό που εφαρμόζεται στην τιμή αναφοράς , υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

11 (P – 0,40)


(1)  Μείωση που εφαρμόζεται στην τιμή του σόργου ανάλογα με το ποσοστό σε ταννίνη, υπολογιζόμενη επί 1 000 g ξηράς ύλης:

α)

προς μεταβολισμό ενέργειας από πουλερικά 1 000 g ξηράς ύλης σόργου με θεωρητική περιεκτικότητα σε ταννίνη 0 %: 3 917 kcal·

β)

μείωση της προς μεταβολισμό ενέργειας από πουλερικά από 1 000 g ξηράς ύλης σόργου κατά συμπληρωματική μονάδα ταννίνης: 419 kcal·

γ)

διαφορά, εκφρασμένη σε μονάδες, μεταξύ της μεγίστης περιεκτικότητας σε ταννίνη, καθοριζόμενη για το σόργο που αναλαμβάνεται από την παρέμβαση, και της περιεκτικότητας σε ταννίνη που υπολογίζεται για τον ποιοτικό τύπο: 1,0 – 0,30 = 0,70·

δ)

διαφορά, εκφρασμένη σε ποσοστό μεταξύ της προς μεταβολισμό ενέργειας από πουλερικά του σόργου, περιεκτικότητας 1,0 % ταννίνης, και αυτής του σόργου σε περιεκτικότητα ταννίνης σύμφωνα με τον ποιοτικό τύπο (0,30 %):

Formula

ε)

ποσοστό μείωσης που αντιστοιχεί σε περιεκτικότα σε ταννίνη κατά 1 %, εκφρασμένης σε ξηρά ύλη, και ανώτερη από 0,30 %:

Formula

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 824/2000 της Επιτροπής

(ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 31)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 336/2003 της Επιτροπής

(ΕΕ L 49 της 22.2.2003, σ. 6)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 777/2004 της Επιτροπής

(ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 50)

Μόνο το άρθρο 10

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1068/2005 της Επιτροπής

(ΕΕ L 174 της 7.7.2005, σ. 65)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1572/2006 της Επιτροπής (1)

(ΕΕ L 290 της 20.10.2006, σ. 29)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2007 της Επιτροπής

(ΕΕ L 195 της 27.7.2007, σ. 3)

 


(1)  Κανονισμός που ακυρώθηκε μερικά με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2007 στην υπόθεση Τ-310/06.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Χ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 824/2000

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, εισαγωγικές φράσεις

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, εισαγωγικές φράσεις

Άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 3, εισαγωγική φράση

Άρθρο 5, εισαγωγική φράση

Άρθρο 3 σημείο 3.1

Άρθρο 5 στοιχείο α)

Άρθρο 3 σημείο 3.2

Άρθρο 5 στοιχείο β)

Άρθρο 3 σημείο 3.3

Άρθρο 5 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 σημείο 3.4

Άρθρο 5 στοιχείο δ)

Άρθρο 3 σημείο 3.5

Άρθρο 5 στοιχείο ε)

Άρθρο 3 σημείο 3.6

Άρθρο 5 στοιχείο στ)

Άρθρο 3 σημείο 3.7

Άρθρο 5 στοιχείο ζ)

Άρθρο 3 σημείο 3.8

Άρθρο 5 στοιχείο η)

Άρθρο 3 σημείο 3.9

Άρθρο 5 στοιχείο θ)

Άρθρο 3 σημείο 3.10

Άρθρο 5 στοιχείο ι)

Άρθρο 3α

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 2

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 11α

Άρθρο 13

Άρθρο 12

Άρθρο 14

Άρθρο 13

Άρθρο 15

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II

Παράρτημα III

Παράρτημα III

Παράρτημα IV

Παράρτημα IV

Παράρτημα V

Παράρτημα V

Παράρτημα VI

Παράρτημα VI

Παράρτημα VII

Παράρτημα VII

Παράρτημα VIII

Παράρτημα VIII

Παράρτημα IX

Παράρτημα X


19.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192/49


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 688/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιουλίου 2008

για τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών ορισμένων προϊόντων στον τομέα της ζάχαρης, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1109/2007, για την περίοδο 2007/2008

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 318/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/2006 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2006, για καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 318/2006 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συναλλαγές με τρίτες χώρες στον τομέα της ζάχαρης (2), και ιδίως το άρθρο 36,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και οι πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί που εφαρμόζονται στη λευκή ζάχαρη, την ακατέργαστη ζάχαρη και ορισμένα σιρόπια για την περίοδο 2007/2008 έχουν καθοριστεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1109/2007 της Επιτροπής (3). Οι εν λόγω τιμές και δασμοίτροποποιή θηκαν τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 644/2008 της Επιτροπής (4).

(2)

Τα στοιχεία τα οποία διαθέτει επί του παρόντος η Επιτροπή οδηγούν στην τροποποίηση των εν λόγω ποσών σύμφωνα με τους κανόνες και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και οι πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί που εφαρμόζονται στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 951/2006, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1109/2007 για την περίοδο 2007/2008, τροποποιούνται και εμφαίνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 19 Ιουλίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 58 της 28.2.2006, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1260/2007 (ΕΕ L 283 της 27.10.2007, σ. 1). Από την 1η Οκτωβρίου 2008 ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 318/2006 θα αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 178 της 1.7.2006, σ. 24. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1568/2007 (ΕΕ L 340 της 22.12.2007, σ. 62).

(3)  ΕΕ L 253 της 28.9.2007, σ. 5.

(4)  ΕΕ L 179 της 8.7.2008, σ. 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τροποποιημένα ποσά αντιπροσωπευτικών τιμών και των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών της λευκής ζάχαρης, της ακατέργαστης ζάχαρης και των προϊόντων του κωδικού 1702 90 95 που εφαρμόζονται από τη 19η Ιουλίου 2008

(EUR)

Κωδικός ΣΟ

Αντιπροσωπευτική τιμή ανά 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

Πρόσθετος δασμός ανά 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

1701 11 10 (1)

21,79

5,41

1701 11 90 (1)

21,79

10,69

1701 12 10 (1)

21,79

5,22

1701 12 90 (1)

21,79

10,21

1701 91 00 (2)

23,46

13,98

1701 99 10 (2)

23,46

8,98

1701 99 90 (2)

23,46

8,98

1702 90 95 (3)

0,23

0,41


(1)  Καθορισμός για τον αντιπροσωπευτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι, σημείο ΙΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 318/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ L 58 της 28.2.2006, σ. 1).

(2)  Καθορισμός για τον αντιπροσωπευτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι, σημείο ΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 318/2006.

(3)  Καθορισμός ανά 1 % της περιεκτικότητας σε σακχαρόζη.


ΟΔΗΓΙΕΣ

19.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192/51


ΟΔΗΓΊΑ 2008/74/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιουλίου 2008

για την τροποποίηση, σε σχέση με την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, της οδηγίας 2005/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και για την τροποποίηση της οδηγίας 2005/78/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2005/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών αερίων και σωματιδιακών ρύπων από τους κινητήρες ανάφλεξης με συμπίεση που χρησιμοποιούνται σε οχήματα, καθώς και κατά των εκπομπών αερίων ρύπων από κινητήρες επιβαλλόμενης ανάφλεξης που τροφοδοτούνται με φυσικό αέριο ή υγραέριο και χρησιμοποιούνται σε οχήματα (1), και ιδίως το άρθρο 7,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Μετά την τροποποίηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2005/55/ΕΚ βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (2), είναι απαραίτητη η περαιτέρω τροποποίηση της συγκεκριμένης οδηγίας με μεταφορά των σχετικών τεχνικών απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, είναι επίσης απαραίτητη η τροποποίηση της οδηγίας 2005/78/ΕΚ της Επιτροπής (3), μέσω της οποίας εφαρμόζεται η προηγούμενη.

(2)

Λόγω της αλλαγής του πεδίου εφαρμογής, είναι αναγκαίο να προστεθούν νέες απαιτήσεις στη νομοθεσία για τις εκπομπές των βαρέων οχημάτων την οποία θεσπίζει η οδηγία 2005/55/ΕΚ. Στις εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνονται διαδικασίες δοκιμής για να καθίσταται δυνατή η έγκριση τύπου των κινητήρων βαρέων οχημάτων και των οχημάτων με βενζινοκινητήρα.

(3)

Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να προστεθούν στην οδηγία 2005/78/ΕΚ οι ισχύουσες απαιτήσεις για τη μέτρηση της θολότητας καυσαερίων των ντιζελοκινητήρων. Τούτο οφείλεται στην κατάργηση της οδηγίας 72/306/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Αυγούστου 1972, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών μολυνόντων αερίων που προέρχονται από πετρελαιοκινητήρες προοριζομένους για την προώθηση των οχημάτων (4) που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της τεχνικής επιτροπής – μηχανοκίνητα οχήματα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2005/55/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

“όχημα” νοείται κάθε μηχανοκίνητο όχημα που καλύπτεται από τον ορισμό του άρθρου 2 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ και έχει μάζα αναφοράς άνω των 2 610 kg·

β)

“κινητήρας” νοείται η πηγή κινητήριας δύναμης ενός οχήματος για την οποία μπορεί να χορηγείται έγκριση τύπου, για ιδιαίτερη τεχνική ενότητα όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ·

γ)

“βελτιωμένο και σεβόμενο το περιβάλλον όχημα (EEV)” νοείται το όχημα που προωθείται με κινητήρα, ο οποίος τηρεί τις επιτρεπόμενες οριακές τιμές εκπομπής που περιλαμβάνονται στη σειρά Γ των πινάκων του σημείου 6.2.1 του παραρτήματος Ι.»

2.

Τα παραρτήματα I, II, III και VI της οδηγίας 2005/55/ΕΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Η οδηγία 2005/78/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Τα μέτρα για την εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 2005/55/ΕΚ καθορίζονται στα παραρτήματα ΙΙ έως VΙΙ της παρούσας οδηγίας.

Το παράρτημα VI εφαρμόζεται για τους σκοπούς της έγκρισης τύπου οχημάτων με κινητήρες ανάφλεξης με συμπίεση και των ίδιων των κινητήρων τους.

Το παράρτημα VII εφαρμόζεται για τους σκοπούς της έγκρισης τύπου οχημάτων με κινητήρες ανάφλεξης με σπινθηριστή και των ίδιων των κινητήρων τους.».

2.

Στο σημείο 1 του παραρτήματος V, το τμήμα 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τμήμα 2:

ο αριθμός της οδηγίας — 2005/55/ΕΚ».

3.

Προστίθενται τα παραρτήματα VI και VII όπως ορίζονται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 3

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 2 Ιανουαρίου 2009, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 3 Ιανουαρίου 2009.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 275 της 20.10.2005, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 313 της 29.11.2005, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/81/ΕΚ (ΕΕ L 362 της 20.12.2006, σ. 92).

(4)  ΕΕ L 190 της 20.8.1972, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2005/55/ΕΚ

1.

Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στον έλεγχο των αερίων και των σωματιδιακών ρύπων, στην ωφέλιμη διάρκεια ζωής του αντιρρυπαντικού εξοπλισμού, στη συμμόρφωση των εν χρήσει οχημάτων/κινητήρων και των ενσωματωμένων διαγνωστικών συστημάτων (OBD) όλων των μηχανοκίνητων οχημάτων, και στους κινητήρες όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 εκτός από τα οχήματα της κατηγορίας Μ1, N1, N2 και M2 ο τύπος των οποίων έχει εγκριθεί στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1).

Από τις 3 Ιανουαρίου 2009 μέχρι τις ημερομηνίες που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 για τις νέες εγκρίσεις και στο άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 για τις επεκτάσεις, οι εγκρίσεις τύπου μπορούν να εξακολουθούν να χορηγούνται βάσει της παρούσας οδηγίας για οχήματα των κατηγοριών N1, N2 και M2 με μάζα αναφοράς κάτω των 2 610 kg.

β)

στο σημείο 2.1 προστίθενται οι ακόλουθοι ορισμοί:

« “μάζα αναφοράς” νοείται η μάζα του οχήματος σε τάξη πορείας χωρίς την ενιαία μάζα των 75 kg του οδηγού και προσαυξημένη κατά μια ενιαία μάζα 100 kg,

“μάζα του οχήματος σε τάξη πορείας” νοείται η μάζα που περιγράφεται στο σημείο 2.6 του παραρτήματος I της οδηγίας 2007/46/ΕΚ,»·

γ)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο 4.5:

«4.5.

Εφόσον το ζητήσει ο κατασκευαστής, η έγκριση τύπου ολοκληρωμένου οχήματος που χορηγείται βάσει της παρούσας οδηγίας επεκτείνεται και στο μη ολοκληρωμένο όχημα με μάζα αναφοράς κάτω των 2 610 kg. Οι εγκρίσεις τύπου επεκτείνονται εφόσον ο κατασκευαστής μπορεί να αποδείξει ότι όλοι οι συνδυασμοί αμαξώματος που αναμένεται να τοποθετηθούν επί του μη ολοκληρωμένου οχήματος, αυξάνουν τη μάζα αναφοράς του οχήματος σε επίπεδο άνω των 2 610 kg.»·

δ)

στο σημείο 6.2, μετά το τέταρτο εδάφιο, εισάγονται τα ακόλουθα εδάφια:

«Για τους βενζινοκινητήρες εφαρμόζονται οι διαδικασίες δοκιμής που ορίζονται στο παράρτημα VII της οδηγίας 2005/78/ΕΚ.

Για τους ντιζελοκινητήρες εφαρμόζονται οι διαδικασίες δοκιμής για τη θολότητα καυσαερίων του παραρτήματος VI της οδηγίας 2005/78/ΕΚ.».

2.

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

α)

στο προσάρτημα 1, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 8.4, 8.4.1, 8.4.1.1 και 8.4.1.2:

«8.4.   Αποδόσεις κινητήρα (για μέτρηση της θολότητας των καυσαερίων)

8.4.1.   Ισχύς στα έξι σημεία μέτρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παραρτήματος 4 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24.

8.4.1.1.   Ισχύς του κινητήρα που μετράται στην κλίνη δοκιμής: …

8.4.1.2   Ισχύς που μετράται επί των τροχών του οχήματος: …

Ταχύτητα κινητήρα (min-1)

Μετρούμενη ισχύς (kW)

1.

2.

3.

4.

5.

6.

…»

β)

προστίθεται το ακόλουθο προσάρτημα 6:

«Προσάρτημα 6

Πληροφορίες που απαιτούνται για τις δοκιμές τεχνικού ελέγχου

A.   Μέτρηση των εκπομπών μονοξειδίου του άνθρακα (2)

3.2.1.6.   Κανονικές στροφές κινητήρα σε βραδυπορία (περιλαμβανομένης της ανοχής) … min-1

3.2.1.6.1.   Υψηλές στροφές κινητήρα σε βραδυπορία (περιλαμβανομένης της ανοχής) … min-1

3.2.1.7.   Κατ’ όγκο περιεκτικότητα των καυσαερίων σε μονοξείδιο του άνθρακα, με τον κινητήρα στις στροφές βραδυπορίας (3) … %, όπως δηλώνεται από τον κατασκευαστή (μόνο κινητήρες επιβαλλόμενης ανάφλεξης)

B.   Μέτρηση της θολότητας των καυσαερίων

3.2.13.   Θέση ένδειξης συμβόλου του συντελεστή απορρόφησης (μόνο στην περίπτωση κινητήρων ανάφλεξης με συμπίεση): …

4.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ (v)

4.3.   Ροπή αδράνειας του σφονδύλου του κινητήρα: …

4.3.1.   Πρόσθετη ροπή αδράνειας με το μοχλό του κιβωτίου ταχυτήτων στο νεκρό σημείο: …

3.

Το προσάρτημα 1 του παραρτήματος III τροποποιείται ως εξής:

α)

στο τμήμα 2, το σημείο 2.7.4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.7.4.   Δειγματοληψία σωματιδίων

Χρησιμοποιείται ένα μόνο φίλτρο για τη συνολική διαδικασία της δοκιμής. Λαμβάνονται υπόψη οι συντελεστές στάθμισης των διαφόρων σταδίων που καθορίζονται στη διαδικασία του κύκλου δοκιμών, με τη λήψη δείγματος ανάλογου προς τη ροή μάζας των καυσαερίων στη διάρκεια του κάθε επί μέρους σταδίου του κύκλου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την προσαρμογή της παροχής του δείγματος, του χρόνου δειγματοληψίας ή/και της αναλογίας αραίωσης, έτσι ώστε να ικανοποιείται το κριτήριο των ενεργών συντελεστών στάθμισης του σημείου 6.6.

Ο χρόνος δειγματοληψίας ανά στάδιο πρέπει να είναι τουλάχιστον 4 δευτερόλεπτα ανά 0,01 του συντελεστή στάθμισης. Η δειγματοληψία πρέπει να διεξάγεται όσο το δυνατόν αργότερα σε κάθε στάδιο. Η δειγματοληψία σωματιδίων πρέπει να ολοκληρώνεται το αργότερο 5 δευτερόλεπτα πριν από την περάτωση κάθε σταδίου.»·

β)

στο τμήμα 6, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 6.5 και 6.6:

«6.5.   Υπολογισμός των ειδικών εκπομπών

Η εκπομπή σωματιδίων υπολογίζεται ως εξής:

Formula

6.6.   Ενεργός συντελεστής στάθμισης

Ο ενεργός συντελεστής στάθμισης Wfei για κάθε επιμέρους στάδιο υπολογίζεται ως εξής:

Formula

Η τιμή των ενεργών συντελεστών στάθμισης πρέπει να βρίσκεται εντός του ορίου ± 0,003 (0,005 για το στάδιο βραδυπορίας) σε σχέση με τους συντελεστές στάθμισης που παρατίθενται στο σημείο 2.7.1 του παρόντος προσαρτήματος.».

4.

Στο προσάρτημα 1 του παραρτήματος VI, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

1.5.   Αποτελέσματα δοκιμής για τις εκπομπές στροφαλοθαλάμου: …

1.6.   Αποτελέσματα δοκιμής για τις εκπομπές μονοξειδίου του άνθρακα

Δοκιμή

Τιμή CO

(% κατ’ όγκο)

Λάμδα (4)

Ταχύτητα κινητήρα

(min-1)

Θερμοκρασία λαδιού κινητήρα

(°C)

Δοκιμή σε χαμηλές στροφές

 

(άνευ αντικειμένου)

 

 

Δοκιμή σε υψηλές στροφές

 

 

 

 

1.7.   Αποτελέσματα δοκιμής για τη θολότητα των καυσαερίων

1.7.1.   Σε σταθερές ταχύτητες:

Ταχύτητα κινητήρα (min-1)

Ονομαστική ροή G

(λίτρα/δευτερόλεπτο)

Οριακές τιμές απορρόφησης

(m-1)

Μετρούμενες τιμές απορρόφησης (m-1)

1.

2.

3.

4.

5.

6.

1.7.2.   Δοκιμές με ελεύθερη επιτάχυνση

1.7.2.1.   Δοκιμή κινητήρα σύμφωνα με το σημείο 4.3 του παραρτήματος VI της οδηγίας 2005/78/ΕΚ

Ποσοστό του μέγιστου rpm

Ποσοστό της μέγιστης ροπής στρέψης στη δηλωθείσα τιμή αριθμού στροφών m-1

Μετρούμενη τιμή απορρόφησης m-1

Διορθωμένη τιμή απορρόφησης m-1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1.7.2.2.   Υπό ελεύθερη επιτάχυνση

1.7.2.2.1.   Μετρούμενη τιμή του συντελεστή απορρόφησης: … m-1

1.7.2.2.2.   Διορθωμένη τιμή του συντελεστή απορρόφησης: … m-1

1.7.2.2.3.   Θέση του συμβόλου του συντελεστή απορρόφησης: …

1.7.2.3.   Δοκιμή οχήματος σύμφωνα με το τμήμα 3 του παραρτήματος VI της οδηγίας 2005/78/ΕΚ

1.7.2.3.1.   Διορθωμένη τιμή απορρόφησης: … m-1

1.7.2.3.2.   Rpm κατά την εκκίνηση: … rpm

1.7.3.   Δηλούμενη μέγιστη καθαρή ισχύς … kW στις … rpm

1.7.4.   Μάρκα και τύπος του αδιαφανειόμετρου: …

1.7.5.   Κύρια χαρακτηριστικά του τύπου του κινητήρα

1.7.5.1.   Αρχή λειτουργίας του κινητήρα: τετράχρονος/δίχρονος κύκλος (5)

1.7.5.2.   Αριθμός και διάταξη κυλίνδρων: …

1.7.5.3.   Κυβισμός: … cm3

1.7.5.4.   Τροφοδοσία καυσίμου: απευθείας έγχυση/μη απευθείας έγχυση (5)

1.7.5.5.   Εξοπλισμός υπερτροφοδότησης ΝΑΙ/ΟΧΙ (5)


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1.»·

(2)  Η αρίθμηση του εγγράφου πληροφοριών είναι σύμφωνη με την αρίθμηση που χρησιμοποιείται στην οδηγία-πλαίσιο για την έγκριση τύπου (2008/74/ΕΚ).

(3)  Προσδιορίζεται η ανοχή.».

(4)  Τύπος λάμδα: προσάρτημα 1 του παραρτήματος IV.

(5)  Διαγράφεται η περιττή ένδειξη (υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν χρειάζεται διαγραφή, όταν υπάρχουν περισσότερες από μία καταχωρίσεις).».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Μέτρηση της θολότητας των καυσαερίων

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Το παρόν προσάρτημα περιγράφει τις απαιτήσεις για τη μέτρηση της θολότητας των καυσαερίων από κινητήρες ανάφλεξης με συμπίεση.

2.   ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ

2.1.   Σε κάθε όχημα που συμμορφώνεται με τον τύπο στον οποίο αφορά η συγκεκριμένη δοκιμή τοποθετείται το σύμβολο του διορθωμένου συντελεστή απορρόφησης. Το σύμβολο αυτό αναπαριστά ένα ορθογώνιο που περιβάλλει έναν αριθμό ο οποίος εκφράζει σε m-1 την τιμή του διορθωμένου συντελεστή απορρόφησης που προέκυψε, κατά την έγκριση, από τη δοκιμή με ελεύθερη επιτάχυνση. Η μέθοδος της δοκιμής περιγράφεται στο τμήμα 4.

2.2.   Το σύμβολο πρέπει να είναι ευανάγνωστο και ανεξίτηλο. Τοποθετείται σε εμφανές και ευπρόσιτο σημείο, η θέση του οποίου ορίζεται στην προσθήκη επί του πιστοποιητικού της έγκρισης τύπου στο παράρτημα VI της οδηγίας 2005/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1).

2.3.   Στο σχήμα 1 δίνεται παράδειγμα του συμβόλου.

Σχήμα 1

Image

Ελάχιστες διαστάσεις b = 5,6 mm

Το παραπάνω σύμβολο δείχνει ότι ο διορθωμένος συντελεστής απορρόφησης είναι 1,30 m±1.

3.   ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΕΣ

3.1.   Οι προδιαγραφές και δοκιμές είναι εκείνες που ορίζονται στο μέρος III τμήμα 24 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24 (2), με την εξαίρεση που προβλέπεται στο σημείο 3.2.

3.2.   Η αναφορά στο παράρτημα 2 στην παράγραφο 24.1 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24 νοείται ως αναφορά στο παράρτημα VI της οδηγίας 2005/55/ΕΚ.

4.   ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

4.1.   Οι τεχνικές απαιτήσεις είναι εκείνες που ορίζονται στα παραρτήματα 4, 5, 7, 8, 9 και 10 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24, με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα σημεία 4.2, 4.3 και 4.4.

4.2.   Δοκιμή με σταθερές ταχύτητες επί της καμπύλης πλήρους φορτίου

4.2.1.   Οι αναφορές στο παράρτημα 1 στην παράγραφο 3.1 του παραρτήματος 4 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24 νοούνται ως αναφορές στο παράρτημα II της οδηγίας 2005/55/ΕΚ.

4.2.2.   Το καύσιμο αναφοράς που ορίζεται στην παράγραφο 3.2 του παραρτήματος 4 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24 νοείται ως αναφορά στο καύσιμο αναφοράς του παραρτήματος IV της οδηγίας 2005/55/ΕΚ, που είναι κατάλληλο για τα όρια εκπομπών με βάση τα οποία χορηγείται η έγκριση τύπου του συγκεκριμένου οχήματος/κινητήρα.

4.3.   Δοκιμή με ελεύθερη επιτάχυνση

4.3.1.   Οι αναφορές στον πίνακα 2 του παραρτήματος 2 στην παράγραφο 2.2 του παραρτήματος 5 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24 νοούνται ως αναφορές στον πίνακα του σημείου 1.7.2.1 του παραρτήματος VI της οδηγίας 2005/55/ΕΚ.

4.3.2.   Οι αναφορές στην παράγραφο 7.3 του παραρτήματος 1 στην παράγραφο 2.3 του παραρτήματος 5 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24 νοούνται ως αναφορές στο σημείο 4 του προσαρτήματος 6 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2005/55/ΕΚ.

4.4.   Μέθοδος “ECE” για τη μέτρηση της καθαρής ισχύος των κινητήρων ανάφλεξης με συμπίεση

4.4.1.   Οι αναφορές στην παράγραφο 7 του παραρτήματος 10 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24 στο προσάρτημα του παρόντος παραρτήματος νοούνται ως αναφορές στο παράρτημα II της οδηγίας 2005/55/ΕΚ.

4.4.2.   Οι αναφορές στις παραγράφους 7 και 8 του παραρτήματος 10 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 24 στο παράρτημα 1 νοούνται ως αναφορές στο παράρτημα II της οδηγίας 2005/55/ΕΚ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Απαιτήσεις για την έγκριση τύπου κινητήρων ανάφλεξης με σπινθηριστή που τροφοδοτούνται με βενζίνη

ΜΕΡΟΣ 1

Δοκιμή εκπομπών μονοξειδίου του άνθρακα

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Το παρόν προσάρτημα περιγράφει τη διαδικασία δοκιμής για μέτρηση των εκπομπών μονοξειδίου του άνθρακα σε ταχύτητα βραδυπορίας (κανονική και υψηλή).

1.2.   Σε κανονικές στροφές κινητήρα σε βραδυπορία, η μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των καυσαερίων σε μονοξείδιο του άνθρακα είναι εκείνη που δηλώνεται από τον κατασκευαστή του οχήματος. Ωστόσο, η μέγιστη περιεκτικότητα σε μονοξείδιο του άνθρακα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,3 % κ.ο. Στις υψηλές στροφές κινητήρα σε βραδυπορία, η κατ’ όγκο περιεκτικότητα των καυσαερίων σε μονοξείδιο του άνθρακα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,2 %, με την ταχύτητα του κινητήρα τουλάχιστον στα 2 000 min–1 και την τιμή λάμδα στα 1 ± 0,03 σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή.

2.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

2.1.   Οι γενικές απαιτήσεις είναι εκείνες που ορίζονται στις παραγράφους 5.3.7.1 έως 5.3.7.4 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 83 (3).

2.2.   Ο κατασκευαστής συμπληρώνει τον πίνακα του παραρτήματος VI της οδηγίας 2005/55/ΕΚ σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 2.1.

2.3.   Ο κατασκευαστής επιβεβαιώνει την ακρίβεια του λόγου λάμδα που καταγράφεται κατά την έγκριση τύπου στο σημείο 2.1 ως αντιπροσωπευτικού των συνήθων οχημάτων παραγωγής εντός 24 μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της έγκρισης τύπου από την τεχνική υπηρεσία. Γίνεται εκτίμηση με βάση έρευνες και μελέτες επί των οχημάτων παραγωγής.

3.   ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

3.1.   Οι τεχνικές απαιτήσεις είναι εκείνες που ορίζονται στο παράρτημα 5 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 83, με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο σημείο 3.2.

3.2.   Τα καύσιμα αναφοράς που ορίζονται στην παράγραφο 2.1 του τμήματος 2 του παραρτήματος 5 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 83 νοούνται ως αναφορά στις κατάλληλες προδιαγραφές καυσίμων αναφοράς στο παράρτημα IX του κανονισμού (κανονισμός εφαρμογής Euro 5 και 6).

ΜΕΡΟΣ 2

Εξακρίβωση των εκπομπών αερίων στροφαλοθαλάμου

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Το παρόν μέρος περιγράφει τη διαδικασία δοκιμής για την εξακρίβωση των εκπομπών αερίων στροφαλοθαλάμου.

1.2.   Κατά τη διενέργεια δοκιμών σύμφωνα με το παρόν μέρος, το σύστημα αερισμού στροφαλοθαλάμου του κινητήρα δεν πρέπει να επιτρέπει την εκπομπή τυχόν αερίων από τον στροφαλοθάλαμο στην ατμόσφαιρα.

2.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

2.1.   Οι γενικές απαιτήσεις για τη διεξαγωγή της δοκιμής είναι εκείνες που ορίζονται στο τμήμα 2 του παραρτήματος 6 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 83.

3.   ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

3.1.   Οι τεχνικές απαιτήσεις είναι εκείνες που ορίζονται στα τμήματα 3 έως 6 του παραρτήματος 6 του κανονισμού ΟΕΕ/ΗΕ αριθ. 83.

».

(1)  ΕΕ L 275 της 20.10.2005, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 326 της 24.11.2006, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 70 της 9.3.2007, σ. 171.


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Επιτροπή

19.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192/60


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 25ης Ιουνίου 2008

σχετικά με την τροποποίηση της απόφασης 2004/452/ΕΚ για θέσπιση καταλόγου φορέων των οποίων οι ερευνητές θα επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 3019]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/595/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (1), και ιδίως το άρθρο 20 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 831/2002 της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2002, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές, όσον αφορά την πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς (2), θεσπίζει τους όρους με τους οποίους παρέχεται πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα που διαβιβάζονται στην κοινοτική αρχή, καθώς και τους κανόνες συνεργασίας μεταξύ της Κοινότητας και των εθνικών αρχών προκειμένου να διευκολυνθεί η εν λόγω πρόσβαση, με σκοπό την εξαγωγή στατιστικών συμπερασμάτων για επιστημονικούς σκοπούς.

(2)

Στην απόφαση 2004/452/ΕΚ της Επιτροπής (3), ορίζεται κατάλογος φορέων των οποίων οι ερευνητές επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς.

(3)

Η Διεύθυνση Έρευνας, Μελετών, Αξιολόγησης και Στατιστικών (Direction de la recherche, des études, de l’évaluation et des statistiques — DREES) η οποία τελεί υπό την από κοινού αιγίδα του Υπουργείου Εργασίας, Εργασιακών Σχέσεων και Αλληλεγγύης, του Υπουργείου Υγείας, Νεολαίας και Αθλητισμού και του Υπουργείου Προϋπολογισμού, Δημοσίων Λογαριασμών και Δημοσίων Υπηρεσιών, Παρίσι, Γαλλία, πρέπει να θεωρηθεί φορέας που πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο των φορέων, των οργανώσεων και των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 831/2002.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής στατιστικού απορρήτου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα της απόφασης 2004/452/ΕΚ αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 25 Ιουνίου 2008.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 133 της 18.5.2002, σ. 7. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 606/2008 (ΕΕ L 166 της 27.6.2008, σ. 16).

(3)  ΕΕ L 156 της 30.4.2004, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 202 της 7.6.2004, σ. 1. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2008/291/ΕΚ (ΕΕ L 98 της 10.4.2008, σ. 11).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Φορείς οι ερευνητές των οποίων επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Κεντρική Τράπεζα της Ισπανίας

Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας

Πανεπιστήμιο Cornell (Πολιτεία Νέας Υόρκης, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής)

Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Baruch College, New York City University (Πανεπιστήμιο της Πόλης της Νέας Υόρκης, Πολιτεία της Νέας Υόρκης, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής)

Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας

Μονάδα Ανάλυσης της Απασχόλησης, Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ίσων Ευκαιριών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ (Ισραήλ)

Παγκόσμια Τράπεζα

Κέντρο Υγείας και Ευεξίας (Center of Health and Wellbeing – CHW) της Σχολής Δημοσίων και Διεθνών Υποθέσεων Woodrow Wilson του πανεπιστημίου Princeton, New Jersey, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Πανεπιστήμιο του Σικάγου (University of Chicago – UofC), Πολιτεία του Ιλινόις, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)

Τμήμα Οικογενειακών και Εργασιακών Μελετών της Στατιστικής Υπηρεσίας του Καναδά, Οττάβα, Οντάριο, Καναδάς

Διοικητική Μονάδα Οικονομετρίας και Στατιστικής Υποστήριξης στην Καταπολέμηση της Απάτης (ESAF), Γενική Διεύθυνση Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Διοικητική Μονάδα Υποστήριξης του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (SERA), Γενική Διεύθυνση Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Έδρα έρευνας του Τμήματος Κοινωνικών Επιστημών στη Σχολή Ελευθέρων και Επαγγελματικών Σπουδών Atkinson (Research Chair of the School of Social Science in the Atkinson Faculty of Liberal and Professional Studies) του Πανεπιστημίου του York, Οντάριο, Καναδάς

Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο (UIC), Σικάγο, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Rady School of Management (Σχολή Διοίκησης Rady) του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Σαν Ντιέγκο, Καλιφόρνια, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Διεύθυνση Έρευνας, Μελετών και Στατιστικών (Direction de l’Animation de la Recherche, des Études et des Statistiques - DARES) του Υπουργείου Εργασίας, Εργασιακών Σχέσεων και Αλληλεγγύης, Παρίσι, Γαλλία

Ερευνητικό Ίδρυμα του Πανεπιστημίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης [Research Foundation of State University of New York (RFSUNY)], Albany, ΗΠΑ

Φινλανδικό Κέντρο Συντάξεων (Eläketurvakeskus – ETK), Φινλανδία

Διεύθυνση Έρευνας, Μελετών, Αξιολόγησης και Στατιστικών (Direction de la recherche, des études, de l’évaluation et des statistiques – DREES) που τελεί υπό την από κοινού αιγίδα του Υπουργείου Εργασίας, Εργασιακών Σχέσεων και Αλληλεγγύης, του Υπουργείου Υγείας, Νεολαίας και Αθλητισμού και του Υπουργείου Προϋπολογισμού, Δημοσίων Λογαριασμών και Δημοσίων Υπηρεσιών, Παρίσι, Γαλλία»


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

19.7.2008   

EL EN EN FR FR DE DE EN EN

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 192/63


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 20ής Ιουνίου 2008

σχετικά με τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και τα νομικά έγγραφα για πράξεις που αφορούν τα εν λόγω διαθέσιμα (αναδιατύπωση)

(ΕΚΤ/2008/5)

(2008/596/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 105 παράγραφος 2 τρίτη περίπτωση,

το άρθρο 3.1 τρίτη περίπτωση και τα άρθρα 12.1 και 30.6 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το «καταστατικό του ΕΣΚΤ»),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 30.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ μεταβιβάζουν συναλλαγματικά διαθέσιμα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία έχει πλήρως το δικαίωμα κατοχής και διαχείρισης των εν λόγω διαθεσίμων.

(2)

Σύμφωνα με τα άρθρα 9.2 και 12.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, η ΕΚΤ μπορεί να διαχειρίζεται ορισμένες από τις δραστηριότητές της μέσω των ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ, ενώ προσφεύγει στις εν λόγω ΕθνΚΤ για την εκτέλεση ορισμένων πράξεων. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να διαχειρίζονται τα μεταβιβαζόμενα σε αυτή συναλλαγματικά διαθέσιμα ως αντιπρόσωποί της.

(3)

Η συμμετοχή των ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ στη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων που μεταβιβάζονται στην ΕΚΤ και οι σχετικές με την εν λόγω διαχείριση συναλλαγές απαιτούν ειδικά έγγραφα για πράξεις που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ.

(4)

Από την έκδοσή της, η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2006/28 της 21ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και τα νομικά έγγραφα για πράξεις που αφορούν τα εν λόγω διαθέσιμα (1) έχει ήδη τροποποιηθεί μία φορά. Έχει προκριθεί μια σειρά βελτιώσεων στη διατύπωση του κειμένου της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2006/28 και προτείνεται η αναδιατύπωσή της για λόγους σαφήνειας και διαφάνειας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής νοούνται ως:

«ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ»: η ΕθνΚΤ κράτους μέλους που έχει υιοθετήσει το ευρώ, και

«ευρωπαϊκές χώρες»: τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ σύμφωνα με τη συνθήκη, καθώς και η Δανία, η Σουηδία, η Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο (μόνο Αγγλία και Ουαλία).

Άρθρο 2

Διαχείριση συναλλαγματικών διαθεσίμων από τις ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ ως αντιπροσώπων της ΕΚΤ

1.   Κάθε ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ μπορεί να συμμετέχει στη λειτουργική διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων που μεταβιβάζονται στην ΕΚΤ. Μία ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ μπορεί να αποφασίσει να μη συμμετέχει στην εν λόγω διαχείριση ή να την αναλάβει από κοινού με μία ή περισσότερες άλλες ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ. Σε περίπτωση που ορισμένη ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ δεν συμμετέχει στη λειτουργική διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ, οι υπόλοιπες ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ διαχειρίζονται τα διαθέσιμα των οποίων τη διαχείριση θα είχε αναλάβει η εν λόγω ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ.

2.   Οι ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ διενεργούν πράξεις που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ ως αντιπρόσωποι της ΕΚΤ, η δε ανάληψη της διενέργειας τέτοιου είδους πράξεων λογίζεται ως αναγνώριση, από την ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ, της ιδιότητάς της ως αντιπροσώπου της ΕΚΤ. Όσον αφορά το σύνολο των πράξεων τις οποίες οι ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ διενεργούν για λογαριασμό της ΕΚΤ, οι εν λόγω ΕθνΚΤ, κατά τη σχετική συμφωνία για κάθε πράξη, γνωστοποιούν σε όλα τα μέρη την ιδιότητα της ΕΚΤ ως αντιπροσωπευομένου, τόσο με ονομαστική αναφορά όσο και με αναφορά σε αριθμό ή κωδικό αναγνώρισης λογαριασμού.

3.   Κάθε ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ, όταν διενεργεί πράξεις που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ ως αντιπρόσωπος αυτής, προτάσσει το συμφέρον της ΕΚΤ έναντι των ιδίων συμφερόντων ή των συμφερόντων οποιουδήποτε φορέα για τον οποίο διενεργεί πράξεις.

4.   Εάν ορισμένος αντισυμβαλλόμενος της ΕΚΤ ζητήσει από μία ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ να αποδείξει την εξουσία της να διενεργεί πράξεις που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ ως αντιπρόσωπος αυτής, η συγκεκριμένη ΕθνΚΤ οφείλει να του παράσχει αποδείξεις της εν λόγω εξουσίας αντιπροσώπευσης.

Άρθρο 3

Νομικά έγγραφα

1.   Κάθε πράξη που αφορά τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ διενεργείται με βάση τα τυποποιημένα νομικά έγγραφα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, όπως αυτά εκάστοτε εγκρίνονται ή τροποποιούνται από την ΕΚΤ. Πριν από την έναρξη των συναλλαγών ορισμένης ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ με έναν αντισυμβαλλόμενο για λογαριασμό της ΕΚΤ, ο αντισυμβαλλόμενος υπογράφει τα νομικά έγγραφα, τα δε πρωτότυπα κατατίθενται στην ΕΚΤ.

2.   Οι πράξεις επαναγοράς, οι αντιστρεπτέες πράξεις επαναγοράς, οι πράξεις αγοράς/επαναπώλησης και οι πράξεις πώλησης/επαναγοράς που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ περιβάλλονται τον τύπο των ακόλουθων τυποποιημένων συμβάσεων:

α)

η σύμβαση-πλαίσιο της FBE για χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (έκδοση 2004) χρησιμοποιείται για πράξεις που διενεργούνται με αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι λειτουργούν ή έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κάποιας από τις ευρωπαϊκές χώρες, το δίκαιο της Βορείου Ιρλανδίας ή της Σκωτίας·

β)

η σύμβαση «The Bond Market Association Master Repurchase Agreement» (έκδοση Σεπτεμβρίου 1996) χρησιμοποιείται για πράξεις που διενεργούνται με αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι λειτουργούν ή έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο των ΗΠΑ (ομοσπονδιακό ή πολιτειακό)· και

γ)

η σύμβαση «TBMA/ISMA Global Master Repurchase Agreement» (έκδοση 2000) χρησιμοποιείται για πράξεις που διενεργούνται με αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι λειτουργούν ή έχουν συσταθεί σύμφωνα με δίκαιο άλλο από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β).

3.   Οι εξωχρηματιστηριακές πράξεις επί παραγώγων μέσων, οι οποίες αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ, περιβάλλονται τον τύπο των ακόλουθων τυποποιημένων συμβάσεων:

α)

η σύμβαση-πλαίσιο της FBE για χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (έκδοση 2004) χρησιμοποιείται για πράξεις που διενεργούνται με αντισυμβαλλόμενους που λειτουργούν ή έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κάποιας από τις ευρωπαϊκές χώρες·

β)

η σύμβαση «1992 International Swaps and Derivatives Association Master Agreement» (πολλαπλού νομίσματος, διασυνοριακή, διεπόμενη από το δίκαιο της Νέας Υόρκης) χρησιμοποιείται για πράξεις που διενεργούνται με αντισυμβαλλόμενους που λειτουργούν ή έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο των ΗΠΑ (ομοσπονδιακό ή πολιτειακό)· και

γ)

η σύμβαση «1992 International Swaps and Derivatives Association Master Agreement» (πολλαπλού νομίσματος, διασυνοριακή, διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο) χρησιμοποιείται για πράξεις που διενεργούνται με αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι λειτουργούν ή έχουν συσταθεί σύμφωνα με δίκαιο άλλο από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β).

4.   Προκειμένου για κράτος μέλος, όταν αυτό υιοθετεί το ευρώ, η εκτελεστική επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, αντί των συμβάσεων της παραγράφου 2 στοιχείο α) ή της παραγράφου 3 στοιχείο α), να χρησιμοποιεί τις τυποποιημένες συμβάσεις της παραγράφου 2 στοιχείο γ) ή της παραγράφου 3 στοιχείο γ), εφόσον δεν υπάρχει νομική αξιολόγηση αποδεκτή από την ΕΚΤ, τόσο ως προς τον τύπο όσο και ως προς την ουσία της, όσον αφορά τη χρήση της οικείας τυποποιημένης σύμβασης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Η εκτελεστική επιτροπή ενημερώνει άμεσα το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνει βάσει της παρούσας διάταξης.

5.   Οι καταθέσεις που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ σε αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι: i) είναι αποδεκτοί για τη διενέργεια των πράξεων που αναφέρονται στις ως άνω παραγράφους 2 ή/και 3 και ii) λειτουργούν ή έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κάποιας από τις ευρωπαϊκές χώρες, εκτός της Ιρλανδίας, περιβάλλονται τον τύπο της σύμβασης-πλαίσιο της FBE για χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (έκδοση 2004). Στις περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στα ως άνω σημεία i) και ii), οι καταθέσεις που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ περιβάλλονται τον τύπο της σύμβασης-πλαίσιο συμψηφισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα κατωτέρω στην παράγραφο 7.

6.   Σε κάθε τυποποιημένη σύμβαση, εκτός της σύμβασης-πλαίσιο της FBE για χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (έκδοση 2004), βάσει της οποίας διενεργούνται πράξεις επαναγοράς, αντιστρεπτέες πράξεις επαναγοράς, πράξεις αγοράς/επαναπώλησης, πράξεις πώλησης/επαναγοράς, πράξεις δανεισμού τίτλων και τριμερείς πράξεις επαναγοράς ή εξωχρηματιστηριακές πράξεις επί παραγώγων μέσων που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ, επισυνάπτεται έγγραφο, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της και το οποίο φέρει τη μορφή του εγγράφου που παρατίθεται στο παράρτημα Ι (εφεξής «ECB Annex»).

7.   Με όλους τους αντισυμβαλλόμενους υπογράφεται σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού με τη μορφή ενός εκ των εγγράφων που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ, με εξαίρεση αντισυμβαλλόμενους: i) με τους οποίους η ΕΚΤ έχει υπογράψει σύμβαση-πλαίσιο της FBE για χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (έκδοση 2004) και ii) οι οποίοι λειτουργούν ή έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κάποιας από τις ευρωπαϊκές χώρες, εκτός της Ιρλανδίας, σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

με όλους τους αντισυμβαλλόμενους, εκτός από εκείνους που ορίζονται στα στοιχεία β), γ) και δ), υπογράφεται σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, συντάσσεται στην αγγλική γλώσσα και λαμβάνει τη μορφή που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙα·

β)

με τους αντισυμβαλλόμενους που έχουν συσταθεί στη Γαλλία υπογράφεται σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που διέπεται από το γαλλικό δίκαιο, συντάσσεται στη γαλλική γλώσσα και λαμβάνει τη μορφή που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙβ·

γ)

με τους αντισυμβαλλόμενους που έχουν συσταθεί στη Γερμανία υπογράφεται σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που διέπεται από το γερμανικό δίκαιο, συντάσσεται στη γερμανική γλώσσα και λαμβάνει τη μορφή που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙγ·

δ)

με τους αντισυμβαλλόμενους που έχουν συσταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες υπογράφεται σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που διέπεται από το δίκαιο της Νέας Υόρκης, συντάσσεται στην αγγλική γλώσσα και λαμβάνει τη μορφή που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙδ.

8.   Η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ από φορείς χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των τραπεζικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών μεσιτείας, φύλαξης και επενδύσεων που παρέχονται από ανταποκρίτριες τράπεζες, θεματοφύλακες και αποθετήρια, οργανισμούς διακανονισμού και κεντρικά ιδρύματα εκκαθάρισης παραγώγων μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά, περιβάλλεται τον τύπο συγκεκριμένων συμβάσεων, όπως αυτές εκάστοτε εγκρίνονται από την ΕΚΤ.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

1.   Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2006/28 καταργείται από την 25η Ιουνίου 2008.

2.   Κάθε αναφορά στην κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2006/28 θεωρείται ότι γίνεται στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

3.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει στις 25 Ιουνίου 2008.

Άρθρο 5

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζεται στις ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ.

Φρανκφούρτη, 20 Ιουνίου 2008.

Για τo διοικητικό συμβoύλιo της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ C 17 της 25.1.2007, σ. 5. Κατευθυντήρια γραμμή όπως τροποποιήθηκε με την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2007/6 (ΕΕ L 196 της 28.7.2007, σ. 46).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ECB ANNEX (1)

1.

The provisions of this Annex shall be supplemental terms and conditions applying to [name the standard agreement to which this Annex applies] dated [date of agreement] (the Agreement) between the European Central Bank (the ECB) and [name of counterparty] (the Counterparty). The provisions of this Annex shall be annexed to, incorporated in and form an integral part of the Agreement. If and to the extent that any provisions of the Agreement (other than the provisions of this Annex) or the ECB Master Netting Agreement dated as of [date] (the Master Netting Agreement) between the ECB and the Counterparty, including any other supplemental terms and conditions, Annex or schedule to the Agreement, contain provisions inconsistent with or to the same or similar effect as the provisions of this Annex, the provisions of this Annex shall prevail and apply in place of those provisions.

2.

Except as required by law or regulation, the Counterparty agrees that it shall keep confidential, and under no circumstances disclose to a third party, any information or advice furnished by the ECB or any information concerning the ECB obtained by the Counterparty as a result of it being a party to the Agreement, including without limitation information regarding the existence or terms of the Agreement (including this Annex) or the relationship between the Counterparty and the ECB created thereby, nor shall the Counterparty use the name of the ECB in any advertising or promotional material.

3.

The Counterparty agrees to notify the ECB in writing as soon as reasonably practicable of: (i) any consolidation or amalgamation with, or merger with or into, or transfer of all or substantially all of its assets to, another entity; (ii) the appointment of any liquidator, receiver, administrator or analogous officer or the commencement of any procedure for the winding-up or reorganisation of the Counterparty or any other analogous procedure; or (iii) a change in the Counterparty’s name.

4.

There shall be no waiver by the ECB of immunity from suit or the jurisdiction of any court, or any relief against the ECB by way of injunction, order for specific performance or for recovery of any property of the ECB or attachment of its assets (whether before or after judgment), in every case to the fullest extent permitted by applicable law.

5.

There shall not apply in relation to the ECB any event of default or other provision of any kind in which reference is made to the bankruptcy, insolvency or other analogous event of the ECB.

6.

The Counterparty agrees that it has entered into the Agreement (including this Annex) as principal and not as agent for any other entity and that it shall enter into all transactions as principal.


(1)  This Annex has been drawn up in English and is incorporated into master agreements drawn up in English which are governed by English or New York law.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙα

Σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο

MASTER NETTING AGREEMENT

Dated:

Between:

European Central Bank, Kaiserstrasse 29, D-60311 Frankfurt am Main, Germany (hereinafter referred to as the ECB), and

[Counterparty] whose [address] [registered place of business] is at [address] (hereinafter referred to as the Counterparty)

1.   Scope of agreement

1.1.

The purpose of this Agreement (hereinafter referred to as the Agreement) is to ensure that the ECB is able to net all existing positions under all outstanding transactions made between the ECB and the Counterparty, regardless of any agent or agents authorised to act on behalf of the ECB through whom the transactions giving rise to those positions may have been effected, including the central bank of any Member State of the European Union which has adopted the euro as its currency, and regardless of which office (including the head office and all branches) of the Counterparty may be involved in such transactions, and after taking into account the effect of any existing netting provisions in master or other agreements between the ECB and the Counterparty and/or provisions of mandatory law that operate with similar effect that may apply to certain of such transactions.

1.2.

In this Agreement, a ‘netting agreement’ means any agreement for the time being in effect between the parties (and including, without limitation, this Agreement and agreements of the kind listed in Appendix 1 of this Agreement), including such modifications and additions thereto as may be agreed between the ECB and the Counterparty (hereinafter referred to as the parties) from time to time, which contains provisions to the effect that, should any event of default as defined for the purposes of such agreement occur, there may be an early termination, liquidation, closing-out or acceleration of transactions or obligations under transactions or any analogous event (a default termination) and the respective obligations of the parties under such agreement may be combined, aggregated or set-off against each other so as to produce a single net balance payable by one party to the other.

2.   General

2.1.

All transactions of whatever nature (hereinafter referred to as transactions) entered into between the parties at any time after the date of this Agreement shall be governed by this Agreement, unless the parties specifically agree otherwise.

2.2.

The parties acknowledge that the terms of this Agreement, all transactions governed by this Agreement, any amendments to the terms of such transactions, and the single net balance payable under any netting agreement constitute a single business and contractual relationship and arrangement.

2.3.

The Counterparty has entered into this Agreement as principal and represents and warrants that it has entered and shall enter into all transactions as principal.

2.4.

This Agreement is supplemental to the netting agreements entered into between the parties prior to the date of this Agreement, and all further netting agreements and transactions entered into between the parties after the date of this Agreement shall be supplemental to this Agreement.

3.   Base currency

The base currency for the purposes of this Agreement shall be the US dollar or, at the ECB’s option, any other currency. Wherever it is necessary in accordance with the terms of this Agreement to convert amounts into the base currency, such amounts shall be converted at the daily reference rate published by the ECB for the currency to be converted into the base currency or, in the absence of such reference rate, at the rate of exchange at which the ECB can buy or sell, as appropriate, such amounts with or against the base currency on such day, all as determined by the ECB.

4.   Cross acceleration

Should any default termination occur under any netting agreement (including under Appendix 2 of this Agreement), then the ECB shall have the right to declare, by written notice to the Counterparty, that a default termination has occurred under each other netting agreement in respect of which default termination has not occurred in accordance with the provisions thereof.

5.   Global netting

5.1.

Should a default termination occur, the ECB shall, as soon as is reasonably practicable, take an account of what is due from each party to the other under each netting agreement (including under Appendix 2 of this Agreement) in respect of which default termination has occurred and aggregate the sums due from each party to the other under such netting agreements (including under Appendix 2 of this Agreement), in every case in or converted into the base currency, and only the net balance of the account shall be payable by the party owing the larger aggregate sum.

5.2.

Clause 5.1 shall continue to operate to the extent possible notwithstanding the unenforceability under applicable law of any provisions contained in any netting agreement (including under Appendix 2 of this Agreement).

6.   Notices and other communications

All notices, instructions and other communications to be given under this Agreement shall be effective only upon receipt and shall be made in writing (including by electronic means).

7.   Severability

Each provision contained herein (including, without limitation, Appendix 2 of this Agreement) shall be treated as separate from any other provision herein and shall be enforceable notwithstanding the unenforceability of any such other provision.

8.   Non-assignability

The rights and obligations of the Counterparty under this Agreement may not be assigned, charged, pledged or otherwise transferred or dealt with by the Counterparty.

9.   Governing law and jurisdiction

9.1.

This Agreement shall be governed by and construed in accordance with English law.

9.2.

For the benefit of the ECB, the Counterparty hereby irrevocably submits for all purposes of or in connection with this Agreement to the jurisdiction of the District Court (Landgericht) of Frankfurt am Main, Germany. Nothing in this clause 9 shall limit the right of the ECB to take proceedings before the courts of any other country of competent jurisdiction.

European Central Bank

Name of Counterparty

By

By

Title

Title

 

[Address for the service of notices under this Agreement]

Date

Date

[In case of Luxembourg counterparties:

In addition to clause 9 of this Agreement the parties agree that for purpose of Article 1 of the Protocol annexed to the Convention on Jurisdiction and the Enforcement of Judgements in Civil and Commercial Matters, signed in Brussels on 27 September 1998 and without prejudice to the foregoing execution of this Agreement by the parties hereto, [Luxembourg counterparty] expressly and specifically confirms its agreement to the provisions of clause 9 of this Agreement, stipulating that the District Court (Landgericht) of Frankfurt am Main shall have jurisdiction to hear and determine any suit, action or proceeding, and to settle any disputes, which may arise out of or in connection with this Agreement and, for such purposes, irrevocably submits to the jurisdiction of such courts.

Luxembourg counterparty

 

By

 

Title ]

 

Appendix 1

to Master netting agreement

Netting agreements (1)

1.

FBE Master Agreement for Financial Transactions (Edition 2004)

2.

ISDA Master Agreement (Multi-currency — Cross border 1992)

3.

TBMA/ISMA Global Master Repurchase Agreement (2000 version)

4.

The Bond Market Association Master Repurchase Agreement.


(1)  This documentation is maintained by the ECB Legal Services and the legal departments of the national central banks.

Appendix 2

to Master netting agreement

Transactions not subject to any netting agreement

1.

The provisions of this Appendix apply to transactions entered into between the parties that are not effectively subject to any other netting agreement.

2.

Should:

(a)

a default termination occur under any netting agreement; or

(b)

an event that is defined as an event of default or other analogous event under any netting agreement occur, which event would, assuming there were outstanding transactions under any such netting agreement, result in, or entitle the ECB to take steps which would result in, a default termination under such netting agreement,

(any such event under (a) or (b) above is referred to in this Appendix as an ‘event of default’),

then all transactions to which this Appendix applies (but not less than all, unless any such transaction may not be so closed out under applicable law) under which obligations have or would otherwise have fallen due by or after the date of such event of default (the close-out date) shall be liquidated and closed out as described under paragraphs 3 and 4 of this Appendix, and the ECB shall, without prejudice to paragraphs 3 and 4 of this Appendix, not be obliged to make any further payments or deliveries under any such transactions.

3.

Should liquidation and close-out under paragraph 2 of this Appendix occur, the ECB shall, as soon as is reasonably practicable, take an account of what is due from each party to the other, including, as necessary, determining in respect of each transaction the ECB’s total gain or loss, as the case may be, resulting from the liquidation and close-out of such transaction as at the date of such liquidation and close-out, in every case in or converted into the base currency. The ECB shall then aggregate such gains and losses and only the balance of the account shall be payable by the Counterparty, if the aggregate losses exceed the aggregate gains, or by the ECB, if the aggregate gains exceed the aggregate losses.

4.

In determining in respect of each transaction the ECB’s total gain or loss, the ECB shall, subject to applicable law, use a commercially reasonable method of calculation which (a) is based on, to the extent practicable and available, quotations from at least four leading dealers in the relevant market operating in the same financial centre, and (b) takes into account, where applicable, the liquidation and close-out of such transaction earlier than its scheduled value date or delivery date.

5.

The parties agree that the calculation of the net sum under paragraphs 3 and 4 of this Appendix is a reasonable pre-estimate of losses suffered.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙβ

Σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που διέπεται από το γαλλικό δίκαιο

CONVENTION-CADRE DE COMPENSATION

Date:

Entre:

La Banque centrale européenne, Kaiserstrasse 29, D-60311 Francfort-sur-le-Main (ci-après dénommée la «BCE»), et

(ci-après dénommée la «contrepartie»)

1.   Champ d’application de la convention

1.1.

La présente convention (ci-après dénommée la «convention») a pour objet de permettre à la BCE de compenser l’ensemble des positions existantes dans le cadre de l’ensemble des transactions en cours effectuées entre la BCE et la contrepartie, sans distinction de l’agent ou des agents autorisés à agir pour le compte de la BCE par l’intermédiaire duquel ou desquels les transactions génératrices de ces positions ont pu être effectuées, y compris la banque centrale de tout État membre de l’Union européenne ayant adopté l’euro comme monnaie nationale, et sans distinction de l’établissement (y compris le siège social et l’ensemble des succursales) de la contrepartie impliqué dans ces transactions, et après prise en considération de l’incidence de toutes les dispositions existantes relatives à la compensation qui figurent dans la convention-cadre ou dans les autres conventions conclues entre la BCE et la contrepartie et/ou des dispositions de la législation applicable ayant un effet similaire et susceptibles de s’appliquer à certaines de ces transactions.

1.2.

Dans la présente convention, on entend par «convention de compensation» toute convention en vigueur entre les parties (y compris, sans restriction, la présente convention et les conventions de l’espèce énumérées dans l’additif 1 de la présente convention), y compris les modifications et avenants aux textes susceptibles d’être convenus, s’il y a lieu, entre la BCE et la contrepartie (ci-après dénommées les «parties»), qui comporte des dispositions prévoyant, lors de la survenance d’un cas de défaillance tel que défini dans le cadre de cette convention, une possibilité de résiliation, d’exigibilité anticipées ou de «close out» des transactions ou des obligations afférentes aux transactions ou de tout événement analogue (une «résiliation pour défaillance»), les obligations respectives des parties dans le cadre de cette convention pouvant dès lors être regroupées, globalisées ou compensées réciproquement de manière à donner lieu à un solde net unique payable par l’une des parties à l’autre.

2.   Dispositions d’ordre général

2.1.

L’ensemble des transactions de toute nature (ci-après dénommées «transactions») conclues entre les parties à tout moment après la date de la présente convention sera régi par la présente convention, sauf si les parties en décident spécifiquement autrement.

2.2.

Les parties reconnaissent que les termes de la présente convention, l’ensemble des transactions régies par elle, toutes les modifications apportées aux termes de ces transactions et le solde net unique payable dans le cadre de toute convention de compensation constituent une relation et un accord professionnels et contractuels uniques.

2.3.

La contrepartie a conclu cette convention en son nom propre; elle déclare et atteste qu’elle a conclu et conclura toutes les transactions en son nom propre.

2.4.

La présente convention complète les conventions antérieures de compensation conclues antérieurement entre les parties; toutes les autres conventions de l’espèce et transactions qui seront conclues ultérieurement entre les parties compléteront la présente convention.

3.   Devise de référence

La devise de référence utilisée dans le cadre de cette convention sera le dollar des États-Unis ou, au choix de la BCE, une autre devise. Dans les cas où il sera nécessaire, conformément aux termes de la présente convention, de convertir les montants dans la devise de référence, la conversion s’effectuera au taux de référence quotidien publié par la BCE pour la devise à convertir dans la devise de référence ou, à défaut de ce taux de référence, au taux de change auquel la BCE peut acheter ou vendre, selon le cas, ces montants avec ou contre la devise de référence ce même jour, selon les conditions définies par la BCE.

4.   Clause de défaillance croisée

Lors de la survenance d’une résiliation pour défaillance dans le cadre d’une convention de compensation (y compris dans le cadre de l’additif 2 de la présente convention), la BCE sera habilitée à prononcer, par notification écrite à la contrepartie, la résiliation pour défaillance de chacune des autres conventions de compensation pour lesquelles il n’y a pas eu résiliation pour défaillance dans les conditions prévues par les dispositions précitées.

5.   Compensation globale

5.1.

Lors de la survenance d’une résiliation pour défaillance, la BCE comptabilisera dans les meilleurs délais les montants dus par chacune des parties à l’autre au titre de chaque convention de compensation (y compris dans le cadre de l’additif 2 de la présente convention) pour laquelle est intervenue une résiliation pour défaillance et globalisera les sommes dues par chaque partie à l’autre au titre de ces conventions de compensation (y compris dans le cadre de l’additif 2 de la présente convention) libellées ou converties dans tous les cas dans la devise de référence, seul le solde net étant payable par la partie débitrice du montant brut le plus élevé.

5.2.

La clause 5.1 restera en vigueur dans la mesure du possible nonobstant le caractère inapplicable, en vertu de la loi en vigueur, de toute disposition pouvant être contenue dans une convention de compensation (y compris dans le cadre de l’additif 2 de la présente convention).

6.   Notifications et autres communications

L’ensemble des notifications, instructions et autres communications à donner dans le cadre de la présente convention ne prendront effet qu’à la date de leur réception et seront adressées par écrit (y compris par les moyens électroniques).

7.   Gestion séparée

Chacune des dispositions de la présente convention (y compris, sans restriction, l’additif 2 de ladite convention) sera traitée isolément des autres dispositions et sera applicable nonobstant le caractère inapplicable de ces autres dispositions.

8.   Incessibilité

Les droits et obligations de la contrepartie dans le cadre de la présente convention ne peuvent être cédés, transférés ou autrement négociés par la contrepartie.

9.   Loi applicable, attribution de compétences

9.1.

La présente convention sera soumise au droit français et interprétée selon ledit droit.

9.2.

Dans l’intérêt de la BCE, la contrepartie soumet irrévocablement par la présente convention tous les cas afférents à celle-ci ou s’y rapportant à la compétence de la juridiction du tribunal (Landgericht) de Francfort-sur-le-Main, Allemagne. Aucune disposition de cette clause 9 ne limitera le droit de la BCE d’entamer une procédure judiciaire devant les tribunaux compétents d’un autre pays.

Banque centrale européenne

Contrepartie

Par

Par

En qualité de

En qualité de

Date

Date

Annexe 1

à la convention-cadre de compensation

Conventions de compensation

1.

FBE Master Agreement for Financial Transactions (Edition 2004)

2.

ISDA Master Agreement (Multi-currency — Cross border 1992)

3.

TBMA/ISMA Global Master Repurchase Agreement (2000 version)

4.

The Bond Market Association Master Repurchase Agreement (September 1996 version)

Additif 2

à la convention-cadre de compensation

Transactions non soumises à une convention de compensation

1.

Les dispositions du présent Additif s’appliquent aux transactions conclues entre les parties qui ne sont pas effectivement soumises à une autre convention de compensation.

2.

Lors de la survenance:

(a)

d’une résiliation pour défaillance dans le cadre d’une convention de compensation ou

(b)

d’un événement défini comme étant un cas de défaillance ou un événement analogue dans le cadre d’une quelconque convention de compensation, lequel événement, dans l’hypothèse où des transactions seraient en cours au titre de cette convention de compensation, amènerait ou habiliterait la BCE à prendre des mesures qui entraîneraient une résiliation pour défaillance dans le cadre de ladite convention,

(les événements prévus en (a) ou en (b) étant dénommés dans le présent Additif «cas de défaillance»),

l’ensemble des transactions concernées par le présent Additif (sans exception, sauf dans le cas où une transaction ne peut faire l’objet d’une résiliation dans ces conditions aux termes de la loi applicable) dans le cadre desquelles les obligations sont ou seraient arrivées à échéance à la date ou après la date de survenance de ce cas de défaillance (la «date de résiliation») pourront être résiliées par notification écrite de la BCE à la Contrepartie dans les conditions prévues aux paragraphes 3 et 4 du présent Additif et la BCE ne sera pas tenue d’effectuer, sans préjudice des paragraphes 3 et 4 du présent Additif, d’effectuer d’autres paiements ou livraisons au titre de ces transactions.

3.

En cas de résiliation selon les termes du paragraphe 2 du présent Additif, la BCE comptabilisera dans les meilleurs délais les sommes dues par chacune des parties à l’autre, notamment, le cas échéant, en déterminant pour chaque transaction la perte ou le gain total de la BCE résultant de la résiliation de ladite transaction à la date de résiliation, le montant étant dans tous les cas libellé ou converti dans la devise de référence. La BCE globalisera ensuite ces gains et pertes et seul le solde net sera payable par la Contrepartie si le total des pertes excède celui des gains, ou par la BCE si le total des gains excède celui des pertes.

4.

Pour déterminer, dans le cadre de chaque transaction, le montant total du gain ou de la perte de la BCE, celle-ci utilisera, sous réserve de la législation applicable, une méthode de calcul commercialement raisonnable (a) fondée, dans toute la mesure du possible, sur les cotations fournies par au moins quatre intervenants de premier rang du marché considéré et opérant dans le même centre financier et (b) prenant en compte, le cas échéant, la résiliation de la transaction intervenues antérieurement à la date de valeur ou de livraison prévus.

5.

Les parties conviennent que le calcul de la somme nette aux termes des paragraphes 3 et 4 du présent Additif constituent une estimation raisonnable des pertes encourues.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙγ

Σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που διέπεται από το γερμανικό δίκαιο

EZB-AUFRECHNUNGSVERTRAG

(„Master netting agreement“)

vom:

zwischen

der Europäische Zentralbank, Kaiserstraße 29, D-60311 Frankfurt am Main, Deutschland (im nachfolgenden „EZB“) und

(im nachfolgenden „Vertragspartner“)

1.   Anwendungsbereich dieses Vertrages

1.1.

Der Zweck dieses Vertrages (im folgenden: „Vertrag“) besteht darin, die Verrechnung aller bestehenden Positionen aus allen offenen Geschäften zwischen der EZB und dem Vertragspartner zu ermöglichen. Der Vertrag schließt Geschäfte ein, die die EZB über Stellvertreter (z. B. Teilnehmerzentralbanken) abschließt. Er umfasst auch ferner alle diejenigen Geschäfte, die über die Hauptverwaltung oder eine unselbständige Zweigniederlassung des Vertragspartners mit der EZB abgeschlossen werden. Der Vertrag berücksichtigt ferner alle sonst zwischen den Parteien bestehenden Rahmenverträge oder sonstigen Vereinbarungen, die Aufrechnungsklauseln enthalten, sowie zwingende gesetzliche Vorschriften mit ähnlichen Wirkungen.

1.2.

Unter einem Aufrechnungsvertrag (Netting Agreement) im Sinne dieses Vertrages (im folgenden: „Aufrechungsvertrag“) sind alle die zwischen den Parteien getroffenen (einschließlich dieses Vertrags sowie der im Anhang 1 zum Vertrag aufgeführten) Vereinbarungen in ihrer jeweiligen Fassung zu verstehen, die Klauseln enthalten, wonach im Fall eines wichtigen Grundes (event of default) insbesondere eine vorzeitige Beendigung eintritt oder eine Kündigung ausgesprochen werden kann (im folgenden: „Beendigung oder Kündigung aus wichtigem Grund“); ferner muss dort vereinbart sein, dass infolge einer Beendigung oder Kündigung Geschäfte oder Verpflichtungen fällig bzw. in verrechenbare, fällige Forderungen umgewandelt werden, die anschließend zusammengefasst, ver- oder aufgerechnet werden mit der Folge, dass lediglich ein einziger Nettosaldo durch eine der beiden Parteien geschuldet wird.

2.   Allgemeines

2.1.

Für alle Geschäfte, die die Parteien nach Unterzeichnung dieses Vertrages tätigen (in folgenden „Einzelabschlüsse“), gelten die nachfolgenden Bestimmungen, sofern die Parteien im Einzelabschluss nichts abweichendes vereinbaren.

2.2.

Die Parteien sind sich darüber einig, daß dieser Vertrag in seiner jeweiligen Fassung, alle Einzelabschlüsse, die von diesem Vertrag erfasst werden, und die aus Aufrechnungsverträgen resultierenden Nettosalden ein einheitliches Vertragsverhältnis bilden.

2.3

Die Vertragsparteien sichern zu, daß sie den Vertrag in eigenem Namen abgeschlossen haben und alle Einzelabschlüsse ebenfalls in eigenem Namen tätigen werden.

3.   Vertragswährung („base currency“)

Vertragswährung ist der US-Dollar oder jede andere Währung, die die Parteien vereinbaren. Die Umrechnung von auf andere Währungen lautenden Beträgen in die Vertragswährung erfolgt jeweils zum täglichen Referenzkurs, den die EZB für die umzurechnende Währung veröffentlicht oder, hilfsweise, zum jeweiligen Marktkurs, zu dem die EZB an diesem Geschäftstag den umzurechnenden Währungsbetrag gegen die Vertragswährung kaufen oder verkaufen kann.

4.   Vertragsübergreifendes Kündigungs- oder Beendigungsrecht aus wichtigem Grund

Sofern die EZB ein Kündigungs- oder Beendigungsrecht aus wichtigem Grund im Rahmen eines Aufrechnungsvertrages (sowie auch gemäß Anhang 2 zu diesem Vertrag) hat, erstreckt sich dieses Recht auch auf jeden anderen Aufrechnungsvertrag, auch wenn nach den dortigen Vereinbarungen ein vergleichbarer Kündigungs- oder Beendigungsgrund noch nicht gegeben ist.

5.   Allumfassende Aufrechnungsvereinbarung („global netting“)

5.1.

Sollte eine Beendigung oder Kündigung aus wichtigem Grund stattfinden, wird die EZB unverzüglich die aus den jeweiligen Aufrechnungsverträgen (sowie auch aus Anhang 2 zu diesem Vertrag) resultierenden Nettosalden errechnen und diese, nach Umrechnung in die Vertragswährung, zu einer einzigen Forderung oder Verbindlichkeit zusammenfassen mit der Folge, dass nurmehr dieser Betrag zwischen den Parteien geschuldet wird.

5.2.

Z. 5.1 gilt ungeachtet dessen, dass Klauseln in Aufrechnungsverträgen (einschl. Anhang 2 zu diesem Vertrag) nach dem jeweils anwendbaren Recht nicht wirksam bzw. nichtig sind.

6.   Erklärungen und andere Mitteilungen

Alle Erklärungen, Weisungen und anderen Mitteilungen im Rahmen dieses Vertrages sind nur dann wirksam, wenn sie in Schriftform oder in elektronischer Form übermittelt werden und der Gegenseite auch zugegangen sind.

7.   Teilbarkeit

Sollte eine Bestimmung dieses Vertrages (einschließlich des Anhangs 2) ganz oder teilweise unwirksam sein oder werden, bleiben die übrigen Bestimmungen wirksam. An Stelle der unwirksamen Bestimmungen tritt eine wirksame Regelung, die dem wirtschaftlichen Zweck mit der unwirksamen Bestimmung soweit wie möglich Rechnung trägt.

8.   Die Rechte und Pflichten aus dem Vertrag darf der Vertragspartner weder abtreten noch in sonstiger Weise hierüber verfügen.

9.1.

Dieser Vertrag unterliegt dem Recht der Bundesrepublik Deutschland.

9.2.

Nicht ausschließlicher Gerichtsstand ist Frankfurt am Main.

Europäische Zentralbank

Vertragspartner

Name

Name

Titel

Titel

Ort, Datum

Ort, Datum

Anhang 1

zum EZB Aufrechnungsvertrag

Liste der Aufrechnungsverträge

1.

FBE Master Agreement for Financial Transactions (Edition 2004)

2.

ISDA Master Agreement (Multi-currency — Cross border 1992)

3.

TBMA/ISMA Global Master Repurchase Agreement (2000 version)

4.

The Bond Market Association Master Repurchase Agreement.

Anhang 2

zum EZB-Aufrechnungsvertrag

Geschäfte, die keinem Aufrechnungsvertrag unterliegen:

1.

Vorschriften dieses Anhangs finden Anwendung auf solche Einzelabschlüsse zwischen den Parteien, die von keinem anderen Aufrechnungsvertrag erfasst werden.

2.

Sofern

a)

eine Beendigung oder Kündigung aus wichtigem Grund nach Maßgabe eines Aufrechnungsvertrages eintritt oder

b)

ein Beendigungs- oder Kündigungsgrund nach Maßgabe eines Aufrechnungsvertrages vorliegt, der zur Beendigung führen oder zur Kündigung durch die EZB berechtigen würde, sofern Einzelabschlüsse im Rahmen dieses Aufrechnungsvertrags getätigt worden wären,

(im Folgenden: „beendigendes Ereignis im Sinne dieses Anhangs“)

und die EZB eine Kündigung im Hinblick auf diesen Anhang ausgesprochen hat, dann werden alle unter diesen Anhang fallenden Einzelabschlüsse gemäß den Ziffern 3 und 4 dieses Anhangs beendigt und abgerechnet, sofern diese Einzelabschlüsse Verpflichtungen enthalten, die im Zeitpunkt des Wirksamwerdens der Beendigung oder Kündigung noch nicht fällig sind. Die Hauptpflichten aus diesen Einzelgeschäften erlöschen, vorbehaltlich der nachfolgenden Ziffern 3 und 4 dieses Anhangs.

3.

Sollte eine Beendigung oder Kündigung gemäß Ziffer 2 dieses Anhangs eintreten, wird die EZB unverzüglich die beiderseitigen Ansprüche ermitteln und hierbei, sofern erforderlich, den aus jedem Einzelabschluss für die EZB resultierenden Gewinn oder Verlust ermitteln, der sich aus der vorzeitigen Kündigung oder Beendigung an dem Tag ergibt, an dem die Kündigung oder Beendigung wirksam wird; sie wird ferner diese Positionen ggf. in die Vertragswährung umrechnen. Die EZB fasst dann diese Forderungen und Verbindlichkeiten zu einer einzigen Forderung oder Verbindlichkeit zusammen mit der Folge, dass nurmehr dieser Betrag zwischen den Parteien geschuldet wird.

4.

Zur Ermittlung der Gewinne und Verluste der EZB aus den jeweiligen Einzelabschlüssen wird die EZB, vorbehaltlich des anwendbaren Rechtes, eine für beide Seiten angemessene Berechnungsmethode verwenden, die a), soweit möglich und vorhanden, auf den von mindestens vier bedeutenden Marktteilnehmern an dem maßgeblichen Finanzplatz gestellten Kursen oder Preisen beruht und b) hierbei in Rechnung stellt, dass die Beendigung oder Kündigung des jeweiligen Einzelabschlusses vorzeitig stattgefunden hat.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙδ

Σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που διέπεται από το δίκαιο της Νέας Υόρκης

MASTER NETTING AGREEMENT

Dated as of:

Between:

European Central Bank, Kaiserstrasse 29, D-60311 Frankfurt am Main, Germany (hereinafter referred to as the ECB), and

[Counterparty] whose [address] [registered place of business] is at [address] (hereinafter referred to as the Counterparty)

1.   Scope of agreement

1.1.

The purpose of this Agreement (hereinafter referred to as the Agreement) is to ensure that the ECB is able to net all existing positions under all outstanding transactions made between the ECB and the Counterparty, regardless of any agent or agents authorised to act on behalf of the ECB through whom the transactions giving rise to those positions may have been effected, including the central bank of any Member State of the European Union which has adopted the euro as its currency, and regardless of which office (including the head office and all branches) of the Counterparty may be involved in such transactions, and after taking into account the effect of any existing netting provisions in master or other agreements between the ECB and the Counterparty and/or provisions of mandatory law that operate with similar effect that may apply to certain of such transactions.

1.2.

In this Agreement, a ‘netting agreement’ means any agreement for the time being in effect between the parties (and including, without limitation, this Agreement and agreements of the kind listed in Appendix 1 of this Agreement), including such modifications and additions thereto as may be agreed between the ECB and the Counterparty (hereinafter referred to as the parties) from time to time, which contains provisions to the effect that, should any event of default as defined for the purposes of such agreement occur, there may be an early termination, liquidation, closing-out or acceleration of transactions or obligations under transactions or any analogous event (a default termination) and the respective obligations of the parties under such agreement may be combined, aggregated or netted against each other so as to produce a single net balance payable by one party to the other.

2.   General

2.1.

All transactions of whatever nature (hereinafter referred to as transactions) entered into between the ECB and the parties at any time after the date of this Agreement shall be governed by this Agreement, unless the parties specifically agree otherwise.

2.2.

The parties acknowledge that the terms of this Agreement, all transactions governed by this Agreement, any amendments to the terms of such transactions, and the single net balance payable under any netting agreement constitute a single business and contractual relationship and arrangement.

2.3.

Each party represents and warrants to the other that it is a financial institution for purposes of the U.S. Federal Deposit Insurance Corporation Improvement Act of 1991 (hereinafter referred to as FDICIA), and the parties agree that this Agreement shall be a netting contract, as defined in FDICIA, and that each receipt or payment obligation under the Agreement shall be a covered contractual payment entitlement or covered contractual payment obligation respectively, as defined in and subject to FDICIA.

2.4.

The Counterparty has entered into this Agreement as principal and represents and warrants that it has entered and shall enter into all transactions as principal.

[2.5.

The Counterparty represents and warrants to, and covenants and agrees with the ECB, that:

(a)

it has the power to execute and deliver this Agreement and any other documentation relating to this Agreement to which it is a party and that it is required to deliver; it has the power to perform its obligations under this Agreement and any obligations under any netting agreement to which it is a party; it has taken all necessary action to authorise such execution, delivery and performance, including authorisations required under the U.S. Federal Deposit Insurance Act, as amended, including amendments effected by the U.S. Federal Institutions Reform, Recovery and Enforcement Act of 1989, and under any agreement, writ, decree or order entered into with a party’s supervisory authorities; and

(b)

at all times during the term of this Agreement, it will continuously include and maintain as part of its official written books and records this Agreement, the netting agreements and evidence of all necessary authorisations.] (1)

[2.5.][2.6.]

This Agreement is supplemental to the netting agreements entered into between the parties prior to the date of this Agreement, and all further netting agreements and transactions entered into between the parties after the date of this Agreement shall be supplemental to this Agreement.

3.   Base currency

The base currency for the purposes of this Agreement shall be the US dollar or, at the ECB’s option, any other currency. Wherever it is necessary in accordance with the terms of this Agreement to convert amounts into the base currency, such amounts shall be converted at the daily reference rate published by the ECB for the currency to be converted into the base currency or, in the absence of such reference rate, at the rate of exchange at which the ECB can buy or sell, as appropriate, such amounts with or against the base currency on such day, all as determined by the ECB.

4.   Cross acceleration

Should any default termination occur under any netting agreement (including under Appendix 2 of this Agreement), then the ECB shall have the right to declare, by written notice to the Counterparty, that a default termination has occurred under each other netting agreement in respect of which default termination has not occurred in accordance with the provisions thereof.

5.   Global netting

5.1.

Should a default termination occur, the ECB shall, as soon as is reasonably practicable, take an account of what is due from each party to the other under each netting agreement (including under Appendix 2 of this Agreement) in respect of which default termination has occurred and aggregate the sums due from each party to the other under such netting agreements (including under Appendix 2 of this Agreement), in every case in or converted into the base currency, and only the net balance of the account shall be payable by the party owing the larger aggregate sum.

5.2.

Clause 5.1 shall continue to operate to the extent possible notwithstanding the unenforceability under applicable law of any provisions contained in any netting agreement (including under Appendix 2 of this Agreement).

6.   Notices and other communications

All notices, instructions and other communications to be given under this Agreement shall be effective only upon receipt and shall be made in writing (including by electronic means).

7.   Severability

Each provision contained herein (including, without limitation, Appendix 2 of this Agreement) shall be treated as separate from any other provision herein and shall be enforceable notwithstanding the unenforceability of any such other provision.

8.   Non-assignability

The rights and obligations of the Counterparty under this Agreement may not be assigned, charged, pledged or otherwise transferred or dealt with by the Counterparty.

9.   Governing law and jurisdiction

9.1.

This Agreement shall be governed by and construed in accordance with the laws of the State of New York, United States of America.

9.2.

For the benefit of the ECB, the Counterparty hereby irrevocably submits for all purposes of or in connection with this Agreement to the jurisdiction of the District Court (Landgericht) of Frankfurt am Main, Germany. Nothing in this clause 9 shall limit the right of the ECB to take proceedings before the courts of any other country of competent jurisdiction.

European Central Bank

[Name of Counterparty]  (2)

By

By

Title

Title

 

[Address for the service of notices under this Agreement]

Date

Date


(1)  Representation to be used where the counterparty is a U.S. depository institution.

(2)  In the case of US depository institution counterparties, to be executed by a bank officer at the level of Vice-President or higher.

Appendix 1

to Master netting agreement

Netting agreements

1.

FBE Master Agreement for Financial Transactions (Edition 2004)

2.

ISDA Master Agreement (Multi-currency — Cross border 1992)

3.

TBMA/ISMA Global Master Repurchase Agreement (2000 version)

4.

The Bond Market Association Master Repurchase Agreement.

Appendix 2

to Master netting agreement

Transactions not subject to any netting agreement

1.

The provisions of this Appendix apply to transactions entered into between the parties that are not effectively subject to any other netting agreement.

2.

Should:

(a)

a default termination occur under any netting agreement; or

(b)

an event that is defined as an event of default or other analogous event under any netting agreement occur, which event would, assuming there were outstanding transactions under any such netting agreement, result in, or entitle the ECB to take steps which would result in, a default termination under such netting agreement,

(any such event under (a) or (b) above is referred to in this Appendix as an ‘event of default’),

then all transactions to which this Appendix applies (but not less than all, unless any such transaction may not be so closed out under applicable law) under which obligations have or would otherwise have fallen due by or after the date of such event of default (the close-out date) shall be liquidated and closed out as described under paragraphs 3 and 4 of this Appendix, and the ECB shall, without prejudice to paragraphs 3 and 4 of this Appendix, not be obliged to make any further payments or deliveries under any such transactions.

3.

Should liquidation and close-out under paragraph 2 of this Appendix occur, the ECB shall, as soon as is reasonably practicable, take an account of what is due from each party to the other, including, as necessary, determining in respect of each transaction the ECB’s total gain or loss, as the case may be, resulting from the liquidation and close-out of such transaction as at the date of such liquidation and close-out, in every case in or converted into the base currency. The ECB shall then aggregate such gains and losses and only the balance of the account shall be payable by the Counterparty, if the aggregate losses exceed the aggregate gains, or by the ECB, if the aggregate gains exceed the aggregate losses.

4.

In determining in respect of each transaction the ECB’s total gain or loss, the ECB shall, subject to applicable law, use a commercially reasonable method of calculation which (a) is based on, to the extent practicable and available, quotations from at least four leading dealers in the relevant market operating in the same financial centre, and (b) takes into account, where applicable, the liquidation and close-out of such transaction earlier than its scheduled value date or delivery date.

5.

The parties agree that the calculation of the net sum under paragraphs 3 and 4 of this Appendix is a reasonable pre-estimate of losses suffered.