ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

51ό έτος
18 Μαρτίου 2008


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 236/2008 του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2008, για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 237/2008 του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2008, για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας

8

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 238/2008 του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2008, για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται σε εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας

14

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 239/2008 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2008, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινώς επιβληθέντος δασμού σε εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm (οπτάνθρακας 80+) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

22

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 240/2008 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2008, για την κατάργηση του δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Λευκορωσίας, Κροατίας, Λιβύης και Ουκρανίας μετά την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96

33

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 241/2008 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Γουινέας-Μπισσάου

49

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 242/2008 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2008, για τη σύναψη συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αφενός, και της Ακτής Ελεφαντοστού αφετέρου

51

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 243/2008 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2008, για την επιβολή ορισμένων περιοριστικών μέτρων κατά των παράνομων αρχών της νήσου Ανζουάν, στην Ένωση των Κομορών

53

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 244/2008 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2008, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

60

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 245/2008 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2008, σχετικά με παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1249/96 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου όσον αφορά τους εισαγωγικούς δασμούς στον τομέα των σιτηρών

62

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 246/2008 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2008, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 που εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3448/93 του Συμβουλίου όσον αφορά το σύστημα χορήγησης επιστροφών κατά την εξαγωγή, και τα κριτήρια καθορισμού του ύψους τους, για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, εξαγόμενα υπό μορφή εμπορευμάτων μη υπαγόμενων στο παράρτημα Ι της συνθήκης

64

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Επιτροπή

 

 

2008/227/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2008, για περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές πολυβινυλαλκοόλης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν και για την αποδέσμευση των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν

66

 

 

III   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει της συνθήκης ΕΕ

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ V ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

 

*

Κοινή δράση 2008/228/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2008, για την τροποποίηση και παράταση της κοινής δράσης 2006/304/ΚΕΠΠΑ για τη σύσταση ομάδας προγραμματισμού της ΕΕ (ΟΠΕΕ Κοσσυφοπεδίου) σχετικά με πιθανή επιχείρηση της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσεων στο πεδίο του κράτους δικαίου και, ενδεχομένως, σε άλλους τομείς στο Κοσσυφοπέδιο

78

 

*

Κοινή δράση 2008/229/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2008, για τροποποίηση της κοινής δράσης 2007/369/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Αφγανιστάν (EUPOL AFGHANISTAN)

80

 

*

Κοινή δράση 2008/230/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2008, προς υποστήριξη των δραστηριοτήτων της ΕΕ για την προώθηση σε τρίτες χώρες του ελέγχου των εξαγωγών όπλων και των αρχών και κριτηρίων του Κώδικα συμπεριφοράς της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων

81

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στο σχέδιο απόφασης EU SSR GUINEA-BISSAU/1/2008 της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της 5ης Μαρτίου 2008, για τον διορισμό του Αρχηγού Αποστολής της Αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παροχή στήριξης όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του τομέα της ασφάλειας στη Γουινέα Μπισσάου, EU SSR GUINEA-BISSAU (ΕΕ L 73 της 15.3.2008)

86

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 236/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 10ης Μαρτίου 2008

για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή έπειτα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Τα μέτρα που ισχύουν επί του παρόντος είναι ένας οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που έχει επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 658/2002 του Συμβουλίου (2), στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας.

2.   Αίτηση επανεξέτασης

(2)

Η Επιτροπή έλαβε αίτηση για μερική ενδιάμεση επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(3)

Η αίτηση κατατέθηκε από δύο συνδεδεμένους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ρωσίας, συγκεκριμένα τις εταιρείες OJSC Acron και OJSC Dorogobuzh οι οποίες ανήκουν στην εταιρεία συμμετοχών «Acron». Οι εν λόγω εταιρείες, λόγω της σχέσης τους, θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας, ως μια νομική οντότητα («ο αιτών»). Το πεδίο της αίτησης περιορίζεται στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα.

(4)

Ο αιτών προέβαλε και προσκόμισε επαρκή, εκ πρώτης όψεως, αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι περιστάσεις βάσει των οποίων καθορίστηκαν τα μέτρα είχαν μεταβληθεί και οι μεταβολές αυτές είχαν διαρκή χαρακτήρα. Ο αιτών προσκόμισε τεκμήρια, εκ πρώτης όψεως, που δείχνουν ότι η σύγκριση μεταξύ του ιδίου κόστους για το νιτρικό αμμώνιο και των τιμών εξαγωγής του στην Κοινότητα θα οδηγήσει σε μείωση του ντάμπινγκ πολύ πιο κάτω από το επίπεδο των ισχυόντων μέτρων. Επομένως, η συνέχιση της επιβολής μέτρων στα ισχύοντα επίπεδα, τα οποία βασίστηκαν στο επίπεδο του ντάμπινγκ που είχε προγενέστερα καθοριστεί, δεν είναι πλέον απαραίτητη για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ.

3.   Έναρξη διαδικασίας

(5)

Αφού διαπίστωσε, ύστερα από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υφίστανται επαρκή στοιχεία για την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, η Επιτροπή ανήγγειλε, στις 19 Δεκεμβρίου 2006, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3), την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(6)

Η παρούσα επανεξέταση περιορίζεται στην πρακτική ντάμπινγκ και έχει σκοπό να αξιολογήσει εάν τα υφιστάμενα μέτρα είναι ανάγκη να συνεχιστούν, να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν σε σχέση με τον αιτούντα.

4.   Έρευνα

(7)

Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 («περίοδος της έρευνας επανεξέτασης» ή «ΠΕΕ»).

(8)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τον αιτούντα καθώς και τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους κοινοτικούς παραγωγούς για την έναρξη της επανεξέτασης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(9)

Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(10)

Στον αιτούντα και στις συνδεδεμένες εταιρείες πωλήσεων στη ρωσική εγχώρια αγορά εστάλη ερωτηματολόγιο. Ο αιτών και δύο από τις συνδεδεμένες εταιρείες πωλήσεων απάντησαν πλήρως στο ερωτηματολόγιο.

(11)

Η Επιτροπή αναζήτησε επίσης και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ. Πραγματοποιήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

α)

οι παραγωγοί-εξαγωγείς:

OJSC Acron

OJSC Dorogobuzh·

β)

οι συνδεδεμένες εταιρείες πωλήσεων:

JSC Rostragronova

JSC Kubanagronova.

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Υπό εξέταση προϊόν

(12)

Το υπό επανεξέταση προϊόν είναι ταυτόσημο με το αντικείμενο των ερευνών όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1, δηλαδή τα στερεά λιπάσματα με περιεκτικότητα σε νιτρικό αμμώνιο που υπερβαίνει το 80 % κατά βάρος, καταγωγής Ρωσίας («το υπό εξέταση προϊόν»), το οποίο υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90, 3102 40 90, ex 3102 29 00, ex 3102 60 00, ex 3102 90 00, ex 3105 10 00, ex 3105 20 10, ex 3105 51 00, ex 3105 59 00 και ex 3105 90 91.

2.   Ομοειδές προϊόν

(13)

Όπως διαπιστώθηκε στις προηγούμενες έρευνες και επιβεβαιώθηκε στην παρούσα έρευνα, το υπό εξέταση προϊόν και τα προϊόντα που κατασκευάζει και πωλεί ο αιτών στη ρωσική εγχώρια αγορά έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και ουσιαστικά τις ίδιες χρήσεις, οπότε θεωρούνται ταυτόσημα προϊόντα με την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι η παρούσα επανεξέταση περιορίστηκε στον προσδιορισμό του ντάμπινγκ όσον αφορά μόνο τον αιτούντα, δεν εξήχθησαν συμπεράσματα για το προϊόν που παράγεται και πωλείται από την κοινοτική βιομηχανία στην κοινοτική αγορά.

Γ.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(14)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε κατά πόσο έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες στις οποίες βασίστηκε το ισχύον περιθώριο ντάμπινγκ και εάν η μεταβολή αυτή έχει διαρκή χαρακτήρα.

1.   Κανονική αξία

(15)

Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας επαληθεύτηκε, πρώτον, ότι το σύνολο των εγχώριων πωλήσεων του αιτούντος ήταν αντιπροσωπευτικές σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Διαπιστώθηκε ότι οι εγχώριες πωλήσεις του αιτούντος ήταν αντιπροσωπευτικές σε σύγκριση με τις εξαγωγικές πωλήσεις του, διότι αντιπροσώπευαν πάνω από το 5 % των συνολικών εξαγωγικών πωλήσεων στην Κοινότητα.

(16)

Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Για το σκοπό αυτό, εξετάστηκε το κόστος παραγωγής του προϊόντος που παράγει και πωλεί ο αιτών στην εγχώρια αγορά.

(17)

Το φυσικό αέριο είναι η κύρια πρώτη ύλη στη διαδικασία παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος και αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε κατά πόσον το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος αντικατοπτρίζεται ευλόγως στα αρχεία των ενδιαφερόμενων μερών.

(18)

Βάσει στοιχείων που δημοσιεύθηκαν από διεθνώς αναγνωρισμένες πηγές που ειδικεύονται στις ενεργειακές αγορές, ότι η τιμή που καταβλήθηκε από τον αιτούντα ήταν αφύσικα χαμηλή. Ενδεικτικά, η εν λόγω τιμή αντιστοιχούσε στο ένα πέμπτο της τιμής εξαγωγής φυσικού αερίου από τη Ρωσία και ήταν επίσης σημαντικά χαμηλότερη από την τιμή φυσικού αερίου που καταβλήθηκε από τους κοινοτικούς παραγωγούς. Ως προς αυτό, από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι εγχώριες τιμές φυσικού αερίου στη Ρωσία ήταν ελεγχόμενες τιμές, οι οποίες είναι πολύ χαμηλότερες από τις τιμές αγοράς που καταβάλλονται σε μη ελεγχόμενες αγορές όσον αφορά το φυσικό αέριο.

(19)

Επειδή οι δαπάνες για το φυσικό αέριο δεν αντικατοπτρίζονταν εύλογα στα βιβλία του αιτούντος, έπρεπε να αναπροσαρμοστούν. Ελλείψει μη στρεβλωμένων τιμών για το φυσικό αέριο στη ρωσική εγχώρια αγορά, και σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι τιμές του φυσικού αερίου έπρεπε να καθοριστούν σε «οποιαδήποτε άλλη εύλογη βάση, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές». Η αναπροσαρμοσμένη τιμή βασίστηκε στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλούνταν προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας («Waidhaus»), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος τοπικής διανομής. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και έχει τιμές που αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά.

(20)

Μετά την κοινοποίηση των συμπερασμάτων, ο αιτών υποστήριξε ότι οποιαδήποτε αναπροσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου που κατεβλήθη στην εγχώρια αγορά δεν θα ήταν δικαιολογημένη, διότι τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας περιείχαν πλήρως το κόστος που συνδέεται με τη δραστηριότητα της παραγωγής και των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στη χώρα καταγωγής.

(21)

Ωστόσο, κατά την εξέταση του κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πρέπει να προσδιοριστεί εάν το κόστος όπως καταχωρίζεται στους λογαριασμούς της εταιρείας αντανακλά εύλογα τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Για τους λόγους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 18 δεν διαπιστώθηκε κάτι τέτοιο. Ο αιτών δεν απάντησε όσον αφορά την πρόδηλη σημαντική διαφορά μεταξύ της καταβαλλόμενης τιμής για το αέριο στη ρωσική εγχώρια αγορά και της τιμής εξαγωγής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, αφενός, και της τιμής που καταβάλλουν οι κοινοτικοί παραγωγοί, αφετέρου. Δεν σχολίασε επίσης το γεγονός ότι οι εγχώριες τιμές για το φυσικό αέριο ήταν ελεγχόμενες στη Ρωσία και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζουν εύλογα μια τιμή που καταβάλλεται φυσιολογικά σε μη στρεβλωμένες αγορές. Τέλος, ο αιτών δεν εξήγησε γιατί, παρά τους λόγους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 18, το κόστος του φυσικού αερίου που χρησιμοποίησε για την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος που πωλείται στην εγχώρια αγορά θα αντικατοπτριζόταν εύλογα στα βιβλία του. Συνεπώς, το αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό.

(22)

Ο αιτών υποστήριξε στη συνέχεια ότι, εάν γινόταν αναπροσαρμογή για το φυσικό αέριο, θα χρησιμοποιείτο de facto μια μεθοδολογία για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, η οποία δεν προβλέπεται στο βασικό κανονισμό. Συνεπώς, με την αντικατάσταση των εγχώριων δαπανών για φυσικό αέριο από το υπολογισθέν σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 19 κόστος και λόγω του ότι το κόστος αυτό αποτελεί σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους του ομοειδούς προϊόντος και, επομένως, της κατασκευασθείσας κανονικής αξίας, η κανονική αξία θα προσδιοριστεί de facto από τα στοιχεία μιας τρίτης «αντιπροσωπευτικής» αγοράς. Σε σχέση με αυτό, ο αιτών υποστήριξε ότι για τις χώρες με καθεστώς οικονομίας της αγοράς, ο βασικός κανονισμός προβλέπει, ωστόσο, μόνο τις ακόλουθες μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας:

i)

βάσει της εγχώριας τιμής του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων ή, εναλλακτικά, στην περίπτωση που οι πωλήσεις δεν γίνονται στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων,

ii)

βάσει του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής [συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα («Π&ΓΔ») και τα κέρδη] ή

iii)

βάσει των αντιπροσωπευτικών τιμών εξαγωγής του ομοειδούς προϊόντος σε ανάλογη τρίτη χώρα. Ο αιτών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βάσει αυτών, η κανονική αξία δεν μπορούσε να βασίζεται σε στοιχεία τρίτης αντιπροσωπευτικής αγοράς.

(23)

Για το θέμα αυτό και όπως αναπτύσσεται στις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 48, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι η κανονική αξία καθορίστηκε σύμφωνα με τις μεθοδολογίες που περιγράφονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, προκειμένου να καθοριστεί εάν οι εγχώριες πωλήσεις έγιναν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων βάσει τιμής, δηλαδή εάν ήταν επικερδείς, πρέπει πρώτα να εξακριβωθεί εάν το κόστος του αιτούντος ήταν μια αξιόπιστη βάση με την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Μόνον αφού καθοριστεί το κόστος κατά τρόπο αξιόπιστο, μπορεί να προσδιοριστεί ποια μεθοδολογία θα χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Είναι, συνεπώς, εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι με το να προσδιορίζονται αξιόπιστα οι δαπάνες σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, εισάγεται νέα μεθοδολογία για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας.

(24)

Επιπλέον, ο αιτών υποστήριξε ότι με την αναπροσαρμογή του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, το ύψος του αναπροσαρμοσμένου κόστους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος του αντίστοιχου κόστους στη χώρα εξαγωγής. Με άλλα λόγια, η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για την αναπροσαρμογή του κόστους θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού που ορίζει ότι η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται βάσει του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής.

(25)

Η αναπροσαρμογή του κόστους έγινε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού δεν αναφέρεται στο «κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής», αλλά δίνει ρητώς το δικαίωμα στα θεσμικά όργανα να χρησιμοποιούν το κόστος παραγωγής που προέρχεται «από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές» σε άλλες χώρες πλην της χώρας καταγωγής. Επομένως, το επιχείρημα του αιτούντος απορρίφθηκε.

(26)

Τέλος, τα πορίσματα που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19 ανωτέρω δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 1 του βασικού κανονισμού, όπως υποστηρίζει ο αιτών. Πράγματι, αν και το άρθρο 1 του βασικού κανονισμού υποδεικνύει ότι η κανονική αξία πρέπει να καθορίζεται με βάση στοιχεία από τη χώρα εξαγωγής, ο βασικός κανονισμός καθιστά επίσης σαφές ότι ο κανόνας αυτός υπόκειται σε εξαιρέσεις.

(27)

Επομένως, το επιχείρημα του αιτούντος απορρίφθηκε.

(28)

Ο αιτών υποστήριξε στη συνέχεια ότι εάν έπρεπε να γίνει αναπροσαρμογή του κόστους του φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά, η αναπροσαρμογή αυτή πρέπει να βασίζεται είτε

i)

στις μη ελεγχόμενες τιμές φυσικού αερίου που ισχύουν στη Ρωσία, είτε

ii)

στη μέση τιμή εξαγωγής του ρωσικού φυσικού αερίου στις Βαλτικές χώρες, είτε εναλλακτικά

iii)

βάσει του πραγματικού κόστους παραγωγής του φυσικού αερίου στη Ρωσία συν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

(29)

Πρώτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει επιλέξει διαφορετική βάση δεν καθιστά την επιλογή Waidhaus παράλογη. Το πρώτο κριτήριο για την επιλογή της βάσης στην οποία θα καθοριστούν οι τιμές φυσικού αερίου είναι ότι αντανακλά εύλογα μια τιμή που καταβάλλεται φυσιολογικά σε μη στρεβλωμένες αγορές. Είναι αναμφισβήτητο ότι η συνθήκη αυτή ικανοποιείται όσον αφορά τις τιμές στο Waidhaus. Δεύτερον, το γεγονός ότι ο όγκος του φυσικού αερίου που πωλείτο σε μη ελεγχόμενες τιμές στην εγχώρια αγορά ήταν ήσσονος σημασίας κατά την ΠΕΕ και ότι τέτοιες τιμές βρίσκονταν πιο κοντά στην ελεγχόμενη εγχώρια τιμή παρά στην ελεύθερα καθοριζόμενη τιμή εξαγωγής δείχνει σαφώς ότι αυτές οι μη ελεγχόμενες τιμές ήταν στρεβλωμένες από τις κυριαρχούσες ελεγχόμενες τιμές. Συνεπώς, οι μη ελεγχόμενες εγχώριες τιμές δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Θεωρήθηκε επίσης ότι οι ρωσικές τιμές εξαγωγής του φυσικού αερίου στα Βαλτικά κράτη δεν ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές, λόγω των σχετικά μικρών ποσοτήτων εξαγωγών στις χώρες αυτές. Επιπλέον, δεν ήταν διαθέσιμα τα απαραίτητα στοιχεία για το κόστος μεταφοράς και διανομής και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να καθοριστούν αξιόπιστες τιμές στα Βαλτικά κράτη. Μάλιστα, η μεγαλύτερη ποσότητα φυσικού αερίου εξάγεται μέσω του κόμβου Waidhaus που αντιπροσωπεύει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια ανάλογη βάση για αναπροσαρμογή. Ο αιτών δεν προσκόμισε στοιχεία για την ύπαρξη αντιπροσωπευτικών αγορών, πλην του κόμβου Waidhaus, όπου οι τιμές αντανακλούν εύλογα μια τιμή που καταβάλλεται φυσιολογικά σε μη στρεβλωμένες αγορές. Συνεπώς, τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν.

(30)

Στο πλαίσιο αυτό, ο αιτών υποστήριξε επίσης ότι αγόρασε περίπου το 50 % του φυσικού αερίου που κατανάλωσε για την παραγωγή λιπασμάτων στη μη ελεγχόμενη αγορά στη Ρωσία. Ο αιτών ισχυρίστηκε ότι θα συνιστούσε διάκριση σε βάρος του η αναπροσαρμογή του κόστους του φυσικού αερίου ενόσω τέτοιες αναπροσαρμογές δεν θα γίνονταν για τους άλλους εξαγωγείς με υψηλότερο επίπεδο κόστους παρόμοιο με εκείνο του αιτούντος. Πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την επαληθευθείσα απάντηση στο ερωτηματολόγιο, οι προμήθειες του αιτούντος σε φυσικό αέριο στη μη ελεγχόμενη αγορά της Ρωσίας ήταν οριακές κατά την ΠΕΕ. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(31)

Όσον αφορά την τρίτη εναλλακτική δυνατότητα που αναφέρεται στο σημείο iii) της αιτιολογικής σκέψης 28 ανωτέρω, δηλαδή να βασιστεί η αναπροσαρμογή στο πραγματικό κόστος παραγωγής του φυσικού αερίου στη Ρωσία, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι η εναλλακτική αυτή δυνατότητα δεν προβλέπεται, σε αντίθεση με αυτό που ισχυρίζεται ο αιτών, ρητώς στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 29, το κυριότερο κριτήριο για την επιλογή της βάσης στην οποία θα καθοριστούν οι τιμές φυσικού αερίου είναι ότι αντανακλά εύλογα μια τιμή που καταβάλλεται φυσιολογικά σε μη στρεβλωμένες αγορές. Συνεπώς, το εάν η τιμή του φυσικού αερίου που χρεώνει ο προμηθευτής στους πελάτες γίνεται με κέρδος, δεν έχει σχέση με το θέμα. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε.

(32)

Ο αιτών ισχυρίστηκε επιπλέον ότι οι εγχώριες τιμές για το φυσικό αέριο στη Ρωσία που ελέγχονται από το κράτος αυξάνονται συνεχώς και φθάνουν σε επίπεδα που καλύπτουν το κόστος παραγωγής του φυσικού αερίου. Συνεπώς, η τιμή στην εγχώρια αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί μη ανταγωνιστική ή αφύσικα χαμηλή.

(33)

Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο δεδομένου ότι το ορθό κριτήριο για την επιλογή αντιπροσωπευτικής αγοράς δεν είναι εάν οι τιμές είναι επικερδείς καθ’ εαυτές αλλά εάν οι τιμές αντανακλούν εύλογα μια τιμή που καταβάλλεται φυσιολογικά σε μη στρεβλωμένες αγορές, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 29 ανωτέρω. Αυτό όμως δεν ισχύει για τιμές ελεγχόμενες από το κράτος. Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό έρχεται σε αντίφαση με τις δημόσιες δηλώσεις του ρώσου προμηθευτή αερίου (όπως επιβεβαιώνεται από τους δημοσιευμένους ελεγμένους λογαριασμούς του) σύμφωνα με τις οποίες οι εγχώριες τιμές του ρωσικού φυσικού αερίου δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής, μεταφοράς και πωλήσεων. Ως εκ τούτου, το εν λόγω επιχείρημα απορρίφθηκε.

(34)

Όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού της τιμής του φυσικού αερίου στο Waidhaus, ο αιτών υποστήριξε ότι ο ρωσικός εξαγωγικός δασμός που καταβάλλεται για όλες τις εξαγωγές θα έπρεπε να αφαιρεθεί από την τιμή Waidhaus, λόγω του ότι ο εξαγωγικός δασμός δεν γεννάται εγχωρίως.

(35)

Πράγματι, η τιμή αγοράς στο Waidhaus, που θεωρείται αντιπροσωπευτική αγορά με την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, είναι η τιμή μετά τους εξαγωγικούς φόρους και όχι η τιμή προ φόρων. Από την οπτική γωνία του αγοραστή είναι η τιμή που πρέπει να καταβάλλει στο Waidhaus που έχει σημασία και, από την άποψη αυτή, δεν έχει σημασία ποιο ποσοστό της τιμής αποτελεί εξαγωγικό φόρο και ποιο ποσοστό καταβάλλεται στον προμηθευτή φυσικού αερίου. Ο τελευταίος, από την άλλη πλευρά, θα μεγιστοποιεί πάντα την τιμή του και, συνεπώς, θα χρεώνει την υψηλότερη τιμή στους πελάτες που είναι πρόθυμοι να την καταβάλουν. Δεδομένου ότι η τιμή αυτή είναι πάντα πάνω από το κόστος παραγωγής, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον προμηθευτή να πραγματοποιήσει τεράστια κέρδη, η οριοθέτηση της τιμής δεν επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από το ποσό του εξαγωγικού φόρου αλλά από την τιμή που είναι πρόθυμοι να καταβάλουν οι πελάτες. Συνεπώς, εξήχθη το συμπέρασμα ότι η τιμή που περιλαμβάνει τον εξαγωγικό φόρο, και όχι η τιμή προ φόρου, είναι η τιμή που διαμορφώνεται σε μια μη στρεβλωμένη αγορά. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα του αιτούντος απορρίφθηκαν.

(36)

Ο αιτών υποστήριξε στη συνέχεια ότι η τιμή στο Waidhaus έπρεπε να αναπροσαρμοστεί για λόγους ποιότητας, διαθεσιμότητας, εμπορευσιμότητας, μεταφοράς και άλλων όρων πώλησης οι οποίοι ενδέχεται να είναι διαφορετικοί στην εξαγωγική και στην εγχώρια αγορά φυσικού αερίου. Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η τιμή στο Waidhaus ήταν πράγματι αναπροσαρμοσμένη λόγω του διαφορετικού κόστους μεταφοράς μεταξύ εξαγωγικής και εγχώριας αγοράς και ότι ο ισχυρισμός του αιτούντος για το θέμα αυτό δεν ήταν δικαιολογημένος και έπρεπε να απορριφθεί. Όσον αφορά τα άλλα στοιχεία του κόστους, ο αιτών δεν προσκόμισε περισσότερα στοιχεία ή συνοδευτικά τεκμήρια. Ειδικότερα, ο αιτών δεν απέδειξε ότι υπήρχαν διαφορές ως προς την ποιότητα, τη διαθεσιμότητα, την εμπορευσιμότητα και άλλους όρους πώλησης που θα δικαιολογούσαν περαιτέρω αναπροσαρμογές, ούτε παρείχε σχετικές πληροφορίες, ούτε επιχείρησε να ποσοτικοποιήσει αυτές τις διαφορές.

(37)

Στο πλαίσιο αυτό, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι δεν είχαν γίνει αναπροσαρμογές στην τιμή στο Waidhaus για φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι, αφού το φυσικό αέριο είναι διαθέσιμο σε μεγάλες ποσότητες στη Ρωσία και όχι στην Κοινότητα, οι τιμές στη Ρωσία είναι φυσικό να είναι χαμηλότερες από την τιμή του εξαγόμενου αερίου. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η εξαγωγική ικανότητα ήταν περιορισμένη από τους περιορισμούς του υφιστάμενου συστήματος μεταφοράς του αερίου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγικών τιμών της Ρωσίας. Ο αιτών υποστήριξε επίσης ότι τα «αφύσικα υψηλά κέρδη» του ρώσου προμηθευτή φυσικού αερίου στην εξαγωγική αγορά έπρεπε να αφαιρεθούν από τη χρησιμοποιηθείσα τιμή του Waidhaus.

(38)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 29 ανωτέρω, το κυριότερο κριτήριο για την επιλογή των τιμών Waidhaus βάσει των οποίων θα καθοριστούν οι τιμές φυσικού αερίου είναι ότι υπάρχει μια εύλογη αντιστοιχία με τις τιμές που καταβάλλονται φυσιολογικά σε μη στρεβλωμένες αγορές. Οι συνθήκες αγοράς που κυριαρχούν στην εγχώρια αγορά δεν έχουν σημασία για το θέμα αυτό. Επομένως, τα εν λόγω επιχειρήματα έπρεπε να απορριφθούν.

(39)

Ο αιτών αντέτεινε επίσης ότι το εμπορικό περιθώριο των τοπικών διανομέων είχε προστεθεί στην αναπροσαρμοσμένη τιμή του φυσικού αερίου, υποστηρίζοντας ότι τα κέρδη των διανομέων συμπεριλαμβάνονταν ήδη στην τιμή του Waidhaus. Για το θέμα αυτό ο αιτών ισχυρίστηκε ότι οι τοπικοί διανομείς στη Ρωσία ήταν θυγατρικές του προμηθευτή φυσικού αερίου και, συνεπώς, εάν προστίθετο το κέρδος αυτών των διανομέων θα σήμαινε ότι υπολογιζόταν διπλά.

(40)

Κατ’ αρχάς, ας σημειωθεί ότι το εμπορικό περιθώριο των τοπικών διανομέων δεν περιλαμβάνει μόνον το περιθώριο κέρδους των εν λόγω εταιρειών αλλά και το κόστος τους μεταξύ προμήθειας και επαναπώλησης του φυσικού αερίου.

(41)

Δεύτερον, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί πλέον να επαληθευτεί επαρκώς. Και αυτό λόγω του ότι ο προμηθευτής φυσικού αερίου στη Ρωσία και οι θυγατρικές εταιρείες του δεν υπόκεινται στην παρούσα έρευνα και, συνεπώς, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την οργάνωση και τη διάρθρωση του κόστους. Ας σημειωθεί επίσης ότι η κατάσταση στη Ρωσία, από την άποψη αυτή, λόγω, μεταξύ άλλων, των στενών δεσμών μεταξύ του προμηθευτή αερίου και της ρωσικής κυβέρνησης, δεν είναι επαρκώς διαφανής ώστε να επιτρέπει επαρκή πρόσβαση στα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία.

(42)

Επιπλέον, ο αιτών, ο οποίος φέρει και το βάρος της απόδειξης, δεν ήταν σε θέση να υποβάλει περισσότερα στοιχεία ή τεκμήρια που να δείχνουν εάν και σε ποιο βαθμό το κόστος διανομής περιλαμβανόταν πράγματι στην τιμή Waidhaus. Ωστόσο, επειδή οι εγχώριοι πελάτες αγόραζαν το φυσικό αέριο από τους τοπικούς προμηθευτές, έπρεπε να θεωρηθεί δεδομένο ότι πλήρωναν το κόστος της τοπικής διανομής το οποίο δεν περιλαμβάνεται, καθ’ εαυτό, στην τιμή Waidhaus προ αναπροσαρμογών. Συνεπώς, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας έπρεπε να θεωρηθεί ότι η αναπροσαρμογή αυτή ήταν δικαιολογημένη και, συνεπώς, το επιχείρημα έπρεπε να απορριφθεί.

(43)

Ωστόσο, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα θεώρησαν ότι μπορεί να είναι σημαντικός ο αντίκτυπος στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ για τη συγκεκριμένη αναπροσαρμογή. Κατά συνέπεια, λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης που περιγράφεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 41, θεωρήθηκε ότι, εάν ο αιτών παρέχει επαρκή επαληθεύσιμα στοιχεία, η Επιτροπή δύναται να εξετάσει το ενδεχόμενο επανέναρξης της έρευνας για το εν λόγω θέμα.

(44)

Ο αιτών διατύπωσε επίσης αιτιάσεις για τη μη ανταγωνιστική εγχώρια τιμολόγηση του αερίου στη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες των γερμανικών αρχών ανταγωνισμού σχετικά με τις τιμές πώλησης του φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά από τους κυριότερους γερμανούς διανομείς και, συνεπώς, το θέμα δεν συνδέεται καθόλου με την τιμή στην οποία πωλείται το ρωσικό εξαγόμενο φυσικό αέριο στο Waidhaus.

(45)

Μετά την αναπροσαρμογή του κόστους παραγωγής, όπως περιγράφεται ανωτέρω, δεν έγιναν εγχώριες πωλήσεις στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(46)

Θεωρήθηκε, συνεπώς, ότι οι εγχώριες τιμές δεν παρείχαν κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας και ότι έπρεπε να εφαρμοστεί άλλη μέθοδος. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 6 του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία κατασκευάστηκε με την προσθήκη στο κόστος παρασκευής του εξαγωγέα για το υπό εξέταση προϊόν, αναπροσαρμοσμένου όπου χρειαζόταν όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 19 ανωτέρω, ενός εύλογου ποσού για τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα (Π&ΓΔ) και ενός εύλογου ποσού για το κέρδος.

(47)

Τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος δεν μπόρεσαν να καθοριστούν βάσει της εισαγωγικής φράσης του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, λόγω του ότι ο αιτών δεν είχε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, διότι η έρευνα αφορούσε μόνον τον αιτούντα. Όμως δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε και το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β), εφόσον θα έπρεπε να αναπροσαρμοστεί και το κόστος κατασκευής του αιτούντος, όσον αφορά τις δαπάνες φυσικού αερίου, για προϊόντα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία εμπορευμάτων, και αυτό για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 18 ανωτέρω. Συνεπώς, τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος καθορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(48)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, τα έξοδα Π&ΓΔ βασίστηκαν σε εύλογη μέθοδο. Η αγορά της Βορείου Αμερικής διαθέτει σημαντικό όγκο εγχώριων πωλήσεων και ένα σημαντικό βαθμό ανταγωνισμού από εγχώριες αλλά και από αλλοδαπές εταιρείες. Επ’ αυτού, εξετάστηκαν οι δημοσιοποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις μείζονες εταιρείες που λειτουργούν στον εμπορικό κλάδο των λιπασμάτων. Διαπιστώθηκε ότι τα αντίστοιχα στοιχεία από παραγωγούς της Βορείου Αμερικής (ΗΠΑ και Καναδά) θα ήταν τα πλέον κατάλληλα για τους σκοπούς της έρευνας, δεδομένης της μεγάλης διαθεσιμότητας αξιόπιστων και ολοκληρωμένων δημόσιων οικονομικών πληροφοριών από εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο στην περιοχή αυτή. Συνεπώς, τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος καθορίστηκαν βάσει των σταθμισμένων μέσων εξόδων Π&ΓΔ και του κέρδους τριών βορειοαμερικανών παραγωγών, οι οποίοι, όπως διαπιστώθηκε, συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου των αζωτούχων λιπασμάτων, όσον αφορά τις εγχώριες πωλήσεις τους στην ίδια γενική κατηγορία προϊόντων (αζωτούχα λιπάσματα). Αυτοί οι τρεις παραγωγοί θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικοί του κλάδου των αζωτούχων λιπασμάτων και, κατά συνέπεια, τα έξοδα Π&ΓΔ και τα κέρδη τους θεωρήθηκαν επίσης αντιπροσωπευτικά εκείνων που βαρύνουν τις εταιρείες που λειτουργούν επιτυχώς στο συγκεκριμένο εμπορικό κλάδο. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι το υπολογισθέν με αυτόν τον τρόπο ποσό κέρδους θα υπερέβαινε το κέρδος που αποκόμισαν άλλοι ρώσοι παραγωγοί από τις πωλήσεις της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά τους.

(49)

Η κοινοτική βιομηχανία διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με την προαναφερθείσα προσέγγιση για τον προσδιορισμό των εξόδων Π&ΓΔ και υποστήριξε ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα ίδια έξοδα Π&ΓΔ του αιτούντος. Ωστόσο, το άρθρο 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι τα ποσά για τα έξοδα Π&ΓΔ πρέπει να υπολογίζονται με βάση τα πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις του εξεταζόμενου παραγωγού-εξαγωγέα, εφόσον οι πωλήσεις πραγματοποιούνται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46 δεν ισχύει αυτό στην παρούσα περίπτωση και, συνεπώς, το επιχείρημα απορρίφθηκε.

2.   Τιμή εξαγωγής

(50)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε βάσει της πραγματικά καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής για το υπό εξέταση προϊόν όταν αυτό πωλείται για εξαγωγή στην Κοινότητα.

3.   Σύγκριση

(51)

Η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής συγκρίθηκαν σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου. Για να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες αναπροσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Έγιναν οι κατάλληλες αναπροσαρμογές για τα έξοδα μεταφοράς, πίστωσης, συσκευασίας και τα τραπεζικά έξοδα όπου αυτό θεωρήθηκε εύλογο, ακριβές και αιτιολογημένο με επαληθευμένα αποδεικτικά στοιχεία.

4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(52)

Το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση τη σύγκριση μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με ένα σταθμισμένο μέσο όρο τιμών εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού.

(53)

Η έρευνα έδειξε ότι εφαρμοζόταν πρακτική ντάμπινγκ κατά την ΠΕΕ. Το περιθώριο ντάμπινγκ, εκφρασμένο ως ποσοστό της τιμής CIF στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή του δασμού, είναι της τάξης του 42,06 %.

5.   Διαρκής χαρακτήρας των συνθηκών που κυριαρχούν στην ΠΕΕ

(54)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε επίσης κατά πόσον η μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την πρακτική ντάμπινγκ θα μπορούσε να θεωρηθεί ευλόγως ότι έχει διαρκή χαρακτήρα.

(55)

Από αυτή την άποψη πρέπει να σημειωθεί ότι η κανονική αξία στην αρχική έρευνα καθορίστηκε με βάση τις τιμές κερδοφόρων πωλήσεων στην εσωτερική αγορά των ΗΠΑ, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η Ρωσία δεν ήταν χώρα με οικονομία της αγοράς. Στο πλαίσιο της τρέχουσας έρευνας επανεξέτασης, η Ρωσία θεωρείται χώρα με οικονομία της αγοράς και, κατά συνέπεια, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση το κόστος παραγωγής του αιτούντος, ύστερα από ενδεχόμενες αναγκαίες αναπροσαρμογές. Κανένα στοιχείο δεν έδειξε ότι η κανονική αξία που καθορίστηκε στο πλαίσιο της παρούσας επανεξέτασης δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει διαρκή χαρακτήρα.

(56)

Δεν βρέθηκαν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις δεν θα εξακολουθούσαν να γίνονται στο ίδιο επίπεδο τιμών.

(57)

Με βάση τα παραπάνω, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η μεταβολή των συνθηκών σε σχέση με την αρχική έρευνα για το ντάμπινγκ (τώρα η έρευνα βασίστηκε στη σύγκριση της ιδίας κανονικής αξίας και των τιμών εξαγωγής του αιτούντος) θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογα ότι έχει διαρκή χαρακτήρα.

Δ.   ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

(58)

Εφόσον στην αρχική έρευνα ο δασμός που επιβλήθηκε είχε τη μορφή πάγιου ποσού ανά τόνο, θα πρέπει να λάβει την ίδια μορφή και κατά την τρέχουσα έρευνα. Ο υπολογισθείς δασμός βάσει του τρέχοντος περιθωρίου ντάμπινγκ θα ήταν 48,09 ευρώ ανά τόνο.

(59)

Υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 94 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 658/2002, κατά την επιβολή των οριστικών δασμών το 2002, χρησιμοποιήθηκε το περιθώριο ζημίας για τον προσδιορισμό του οριστικού δασμού που έπρεπε να επιβληθεί σύμφωνα με τον κανόνα του ελάχιστου δασμού. Όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 658/2002, ο ισχύων δασμός εξαρτάται από το συγκεκριμένο τύπο του προϊόντος και διαφέρει από 41,42 ευρώ ανά τόνο έως 47,07 ευρώ ανά τόνο.

(60)

Δεδομένου ότι ο δασμός που υπολογίστηκε βάσει του τρέχοντος περιθωρίου ντάμπινγκ είναι υψηλότερος από τον ισχύοντα δασμό, η επανεξέταση πρέπει να περατωθεί χωρίς τροποποίηση του ύψους του δασμού που εφαρμόζεται στον αιτούντα, ο οποίος θα πρέπει να διατηρηθεί στο ύψος του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που καθορίστηκε κατά την αρχική έρευνα.

Ε.   ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

(61)

Ο αιτών εκδήλωσε ενδιαφέρον για την υποβολή προσφοράς ανάληψης υποχρεώσεων, αλλά δεν υπέβαλε επαρκώς τεκμηριωμένη προσφορά εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να δεχτεί καμία προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων. Ωστόσο, θεωρείται ότι η πολυπλοκότητα των διαφόρων θεμάτων και, ειδικότερα:

1.

η μεταβλητότητα της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος που θα μπορούσε να απαιτήσει κάποιας μορφής τιμαριθμική αναπροσαρμογή των ελάχιστων τιμών, ενώ ταυτόχρονα η μεταβλητότητα δεν εξηγείται επαρκώς από το βασικό συντελεστή του κόστους· και

2.

η ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν (η οποία συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι υπάρχουν περιορισμένες εισαγωγές από τον εξαγωγέα υπαγόμενες στην παρούσα επανεξέταση),

υποδεικνύουν ότι είναι ανάγκη να εξεταστεί εάν θα ήταν εφικτός ο συνδυασμός μιας αναπροσαρμοσμένης ελάχιστης τιμής και ενός ποσοτικού ανώτατου ορίου.

(62)

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, λόγω της πολυπλοκότητας ο αιτών δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια αποδεκτή προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων εντός της καθορισθείσας προθεσμίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Συμβούλιο θεωρεί ότι πρέπει, κατ’ εξαίρεση, να δοθεί η δυνατότητα στον αιτούντα να ολοκληρώσει την προσφορά του και πέραν της προαναφερθείσας προθεσμίας αλλά εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

ΣΤ.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(63)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η παρούσα επανεξέταση και να διατηρηθεί ο υφιστάμενος δασμός αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που παράγει ο αιτών. Όλα τα μέρη είχαν τη δυνατότητα υποβολής σχολίων. Τα σχόλια τους ελήφθησαν υπόψη όπου αυτό ήταν δικαιολογημένο και τεκμηριωμένο βάσει στοιχείων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο μόνο

Η μερική ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές στερεών λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε νιτρικό αμμώνιο που υπερβαίνει το 80 % κατά βάρος, καταγωγής Ρωσίας, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90, 3102 40 90, ex 3102 29 00, ex 3102 60 00, ex 3102 90 00, ex 3105 10 00, ex 3105 20 10, ex 3105 51 00, ex 3105 59 00 και ex 3105 90 91, η οποία κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, περατώνεται χωρίς τροποποίηση των ισχυόντων δασμών αντιντάμπινγκ.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. RUPEL


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 102 της 18.4.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 160 της 23.6.2005, σ. 1).

(3)  ΕΕ C 311 της 19.12.2006, σ. 55.


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/8


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 237/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 10ης Μαρτίου 2008

για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή έπειτα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Στις 22 Ιανουαρίου 2001 το Συμβούλιο επέβαλε, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 132/2001 (2), οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ («τα ισχύοντα μέτρα») ύψους 33,25 ευρώ ανά τόνο σε εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90 και 3102 40 90 καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας. Η έρευνα που κατέληξε στην επιβολή αυτών των ισχυόντων μέτρων θα αναφέρεται στο εξής ως «η αρχική έρευνα».

(2)

Στις 17 Μαΐου 2004, σε συνέχεια της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 993/2004 (3), το Συμβούλιο εξαίρεσε από τους δασμούς αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 132/2001 τις εισαγωγές στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος, οι οποίες παράγονται από εταιρείες από τις οποίες η Επιτροπή έχει δεχθεί αναλήψεις υποχρεώσεων. Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1001/2004 της Επιτροπής (4) έγιναν δεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων για περίοδο έξι μηνών και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1996/2004 (5), η περίοδος αυτή παρατάθηκε έως τις 20 Μαΐου 2005. Σκοπός αυτών των αναλήψεων υποχρεώσεων ήταν να συνεκτιμηθούν ορισμένες επιπτώσεις από τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε 25 κράτη μέλη την 1η Μαΐου 2004.

(3)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2005, ύστερα από ενδιάμεση επανεξέταση το πεδίο της οποίας περιοριζόταν στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος πρέπει να διασαφηνιστεί και ότι τα ισχύοντα μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν στο υπό εξέταση προϊόν όταν ενσωματώνεται σε άλλα λιπάσματα, κατ’ αναλογία με την περιεκτικότητά τους σε νιτρικό αμμώνιο, μαζί με άλλα οριακά θρεπτικά συστατικά και ιχνοστοιχεία.

(4)

Ύστερα από επανεξέταση λόγω της λήξης ισχύος των μέτρων, η οποία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2006, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 442/2007 (6), ανανέωσε για δύο έτη τα εν λόγω μέτρα στο τρέχον ύψος. Τα μέτρα συνίστανται σε ειδικούς δασμούς.

2.   Αίτηση επανεξέτασης

(5)

Η εταιρεία Open Joint Stock Company (OJSC) Azot Cherkassy («ο αιτών»), παραγωγός-εξαγωγέας από την Ουκρανία, υπέβαλε αίτημα για μερική ενδιάμεση επανεξέταση βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Το πεδίο της αίτησης περιορίζεται στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα.

(6)

Στην εν λόγω αίτηση, η οποία υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, ο αιτών υποστήριξε ότι οι συνθήκες όσον αφορά το ντάμπινγκ, βάσει των οποίων καθορίστηκαν τα ισχύοντα μέτρα, είχαν μεταβληθεί και ότι οι μεταβολές αυτές είχαν διαρκή χαρακτήρα. Ο αιτών ισχυρίστηκε επίσης ότι η σύγκριση της κανονικής αξίας που βασίζεται στο δικό τους κόστος και τιμές, με τις τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα, θα οδηγούσε σε μείωση του ντάμπινγκ σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο των σημερινών μέτρων. Επομένως, η συνέχιση της επιβολής μέτρων στο σημερινό επίπεδο δεν ήταν πλέον απαραίτητη για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ.

3.   Έρευνα

(7)

Αφού καθόρισε, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι η αίτηση περιείχε επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή ανήγγειλε στις 19 Δεκεμβρίου 2006 την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού με ανακοίνωση η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (7).

(8)

Η επανεξέταση περιορίστηκε στην εξέταση του ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα. Η σχετική έρευνα κάλυψε την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 («περίοδος έρευνας της επανεξέτασης» ή «ΠΕΕ»).

(9)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τον αιτούντα, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και την ένωση των κοινοτικών παραγωγών για την έναρξη της επανεξέτασης. Παρασχέθηκε η δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να καταστήσουν τις απόψεις τους γνωστές εγγράφως και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που οριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

(10)

Έγινε ακρόαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(11)

Για να λάβει όλες τις απαιτούμενες για την έρευνά της πληροφορίες, η Επιτροπή έστειλε το ερωτηματολόγιο στον αιτούντα και έλαβε απάντηση εντός της ορισθείσας προθεσμίας.

(12)

Η Επιτροπή αναζήτησε επίσης και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ. Η Επιτροπή πραγματοποίησε επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις του αιτούντος στο Cherkassy.

(13)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η παρούσα επανεξέταση και να διατηρηθούν τα υφιστάμενα μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τον αιτούντα, και τους δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Οι παρατηρήσεις τους εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη όπου κρίθηκε σκόπιμο.

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Υπό εξέταση προϊόν

(14)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με αυτό της αρχικής έρευνας, όπως διευκρινίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2005, δηλαδή τα στερεά λιπάσματα με περιεκτικότητα σε νιτρικό αμμώνιο που υπερβαίνει το 80 % κατά βάρος, καταγωγής Ουκρανίας, το οποίο υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90, 3102 40 90, ex 3102 29 00, ex 3102 60 00, ex 3102 90 00, ex 3105 10 00, ex 3105 20 10, ex 3105 51 00, ex 3105 59 00 και ex 3105 90 91 (εφεξής αναφέρεται ως «ΝΑ»). Το ΝΑ είναι ένα στερεό αζωτούχο λίπασμα που χρησιμοποιείται ευρέως στη γεωργία. Παρασκευάζεται από αμμωνία και νιτρικό οξύ και η περιεκτικότητά του σε άζωτο υπερβαίνει το 28 % κατά βάρος υπό μορφή κόκκων ή σφαιριδίων.

2.   Ομοειδές προϊόν

(15)

Στην έρευνα επανεξέτασης επιβεβαιώθηκε ότι, όπως διαπιστώθηκε στην αρχική έρευνα, το ΝΑ είναι ένα καθαρά βασικό προϊόν και η ποιότητά του και τα βασικά φυσικά χαρακτηριστικά του είναι πανομοιότυπα, ανεξαρτήτως της χώρας καταγωγής του. Το ΝΑ που παρασκεύαζε και πωλούσε ο αιτών στην εγχώρια αγορά της Ουκρανίας και αυτό που εξήγε στην Κοινότητα έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και ουσιαστικά τις ίδιες χρήσεις. Ως εκ τούτου, αυτά τα προϊόντα θεωρούνται ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι η παρούσα επανεξέταση περιορίστηκε στον προσδιορισμό του ντάμπινγκ όσον αφορά μόνο τον αιτούντα, δεν εξήχθησαν συμπεράσματα για το προϊόν που παράγεται και πωλείται από την κοινοτική βιομηχανία στην κοινοτική αγορά.

Γ.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

1.   Κανονική αξία

(16)

Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, επαληθεύτηκε πρώτα ότι οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του αιτούντος ήταν αντιπροσωπευτικές σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, δηλαδή ότι ο συνολικός όγκος των πωλήσεων αυτών αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 5 % του συνόλου των εξαγωγικών πωλήσεων του αιτούντος στην Κοινότητα. Η έρευνα έδειξε ότι ο αιτών πωλούσε μόνον έναν τύπο ΝΑ και ότι ο εν λόγω τύπος πωλούνταν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες στην εγχώρια αγορά.

(17)

Στη συνέχεια η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις του ΝΑ έγιναν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, συγκρίνοντας την τιμή των εγχώριων καθαρών πωλήσεων με το υπολογισθέν κόστος παραγωγής.

(18)

Κατά την εκτίμηση του κόστους παραγωγής του αιτούντος διαπιστώθηκε ότι οι δαπάνες για φυσικό αέριο δεν αντανακλούνταν εύλογα στα βιβλία του αιτούντος. Συναφώς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενεργειακές δαπάνες, όπως αυτές για το φυσικό αέριο, αντιπροσωπεύουν μείζον ποσοστό του κόστους κατασκευής και σημαντικό ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής.

(19)

Όσον αφορά τις δαπάνες για φυσικό αέριο, βρέθηκε ότι η Ουκρανία εισάγει το μεγαλύτερο μέρος φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην παραγωγή ΝΑ από τη Ρωσία. Ως προς αυτό, από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι η Ουκρανία εισάγει φυσικό αέριο από τη Ρωσία σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις τιμές αγοράς που καταβάλλονται σε μη ελεγχόμενες αγορές όσον αφορά το φυσικό αέριο. Η έρευνα αποκάλυψε ότι η τιμή του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, όταν αυτό εξάγεται στην Κοινότητα, ήταν περίπου διπλάσια από την εγχώρια τιμή φυσικού αερίου στην Ουκρανία. Συνεπώς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι δαπάνες για φυσικό αέριο που βαρύνουν τον αιτούντα αναπροσαρμόστηκαν με βάση πληροφορίες από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

(20)

Μετά την κοινοποίηση των συμπερασμάτων, ο αιτών υποστήριξε ότι οποιαδήποτε αναπροσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου που κατεβλήθη στην εγχώρια αγορά δεν θα ήταν δικαιολογημένη, διότι τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας περιείχαν πλήρως το κόστος που συνδέεται με τη δραστηριότητα της παραγωγής και των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στη χώρα καταγωγής.

(21)

Ωστόσο, κατά την εξέταση του κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πρέπει να προσδιοριστεί εάν το κόστος όπως καταχωρείται στους λογαριασμούς της εταιρείας αντανακλά εύλογα τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Για τους λόγους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 19 δεν διαπιστώθηκε κάτι τέτοιο.

(22)

Επιπλέον, ο αιτών υποστήριξε ότι η κανονική αξία του έπρεπε να βασιστεί στις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στην εγχώρια αγορά, διότι υποστήριξε ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι πωλήσεις αυτές δεν έγιναν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων. Ως προς αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, για να καθοριστεί εάν οι εγχώριες πωλήσεις έγιναν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων βάσει τιμής, δηλαδή εάν ήταν επικερδείς, πρέπει πρώτα να εξακριβωθεί εάν το κόστος του αιτούντος ήταν μια αξιόπιστη βάση, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Μόνον αφού καθοριστεί το κόστος κατά τρόπο αξιόπιστο, μπορεί να προσδιοριστεί ποια μεθοδολογία θα χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 28 επ., η σύγκριση της τιμής των εγχώριων καθαρών πωλήσεων με το αναπροσαρμοσμένο κόστος παραγωγής κατά την ΠΕΕ έδειξε ότι δεν έγιναν εγχώριες πωλήσεις στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Συνεπώς, οι εγχώριες τιμές του αιτούντος δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

(23)

Ο αιτών υποστήριξε επίσης ότι η έρευνα βασίστηκε στα στοιχεία κατά την ΠΕΕ και ότι τα συμπεράσματα δεν έλαβαν υπόψη τις εξελίξεις μετά την περίοδο αυτή, όπως, ειδικότερα, τη συνεχή αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης λιπασμάτων στην Ουκρανία. Εν προκειμένω, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, για να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, πρέπει να επιλεγεί μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση του ντάμπινγκ, συνήθως καλύπτει διάστημα όχι βραχύτερο των έξι μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι σύμφωνα και με την πάγια κοινοτική πρακτική, η ΠΕΕ για το ντάμπινγκ είχε διάρκεια ενός έτους.

(24)

Εξετάστηκε εάν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη, κατά τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ του αιτούντος, η εξέλιξη στις τιμές του φυσικού αερίου στην Ουκρανία ύστερα από την ΠΕΕ. Ως προς αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, κατά κανόνα, τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη. Σύμφωνα με την πάγια κοινοτική πρακτική, αυτό ερμηνεύτηκε ότι σημαίνει ότι συμβάντα που έλαβαν χώρα σε περίοδο μεταγενέστερη της ΠΕ μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον εάν είναι έκδηλα, αδιαμφισβήτητα και διαρκή. Ως προς αυτό, αν και μπορούσε να παρατηρηθεί μια αύξηση στις τιμές του φυσικού αερίου μετά την ΠΕΕ, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί με ακρίβεια ο διαρκής χαρακτήρας της αύξησης των τιμών. Διαπιστώθηκε ότι οι πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες για τις μελλοντικές εξελίξεις στις τιμές του αερίου στην Ουκρανία συνίσταντο σε απλές προβλέψεις και όχι τόσο σε επαληθεύσιμες πληροφορίες ως προς τις πραγματικές τιμές του αερίου. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 επιτρέπεται η χρήση πληροφοριών και στοιχείων εκτός της ΠΕ (ή σε περίπτωση επανεξέτασης, εκτός της ΠΕΕ) μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Η κατάσταση στην παρούσα περίπτωση δεν θεωρείται τέτοια που να δικαιολογεί τη χρήση στοιχείων ή πληροφοριών εκτός της ΠΕΕ. Επιπλέον, ο αιτών δεν τεκμηρίωσε τα επιχειρήματά του, καθώς δεν υπέβαλε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα στοιχεία που αφορούν περίοδο μετά την ΠΕΕ είναι πιο αντιπροσωπευτικά από εκείνα που αφορούν την ΠΕΕ. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα απορρίφθηκε.

(25)

Όσον αφορά το γεγονός ότι η κατανάλωση λιπασμάτων στην Ουκρανία αυξήθηκε μετά την ΠΕΕ, ο αιτών δεν εξήγησε ή δεν έδειξε σε ποιο βαθμό το γεγονός αυτό θα είχε αντίκτυπο στα πορίσματα που διατυπώθηκαν βάσει των στοιχείων που αφορούσαν την ΠΕΕ. Συνεπώς, ο αιτών δεν υπέβαλε επαρκείς πληροφορίες βάσει των οποίων θα μπορούσαν να εξαχθούν ουσιώδη συμπεράσματα, ούτε υπήρξαν άλλες διαθέσιμες πληροφορίες που θα στήριζαν το σχετικό αίτημα του αιτούντος. Επειδή τυχόν συμπεράσματα σε αυτήν τη βάση θα ήταν θεωρητικά, απορρίφθηκε το αίτημα του αιτούντος.

(26)

Η αναπροσαρμοσμένη τιμή για το αέριο βασίστηκε στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλούνταν προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας (Waidhaus), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία σημειωτέον είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και έχει τιμές που αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(27)

Ο αιτών προέβαλε στη συνέχεια το επιχείρημα ότι η Ουκρανία αγοράζει αέριο σε παρόμοιες συνθήκες αγοράς με εκείνη της Κοινότητας και ότι οι τιμές που κατέβαλε για αέριο ο αιτών το 2007 ήταν υψηλότερες από την τιμή αερίου στα ρωσοουκρανικά σύνορα την ίδια περίοδο. Ωστόσο, ο αιτών δεν υπέβαλε στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του και, κατά συνέπεια, δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 24 για τη συνεκτίμηση συμβάντων που αφορούν περίοδο μεταγενέστερη της ΠΕΕ. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα απορρίπτεται.

(28)

Η σύγκριση της τιμής των εγχώριων καθαρών πωλήσεων με το αναπροσαρμοσμένο κόστος παραγωγής κατά την ΠΕΕ έδειξε ότι δεν έγιναν εγχώριες πωλήσεις στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(29)

Θεωρήθηκε, συνεπώς, ότι οι εγχώριες τιμές δεν παρείχαν κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας και ότι έπρεπε να εφαρμοστεί άλλη μέθοδος. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 6 του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία κατασκευάστηκε με την προσθήκη στο κόστος παρασκευής του εξαγωγέα για το υπό εξέταση προϊόν, αναπροσαρμοσμένου όπου χρειαζόταν όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 19, ενός εύλογου ποσού για τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα (Π&ΓΔ) και ενός εύλογου ποσού για το κέρδος.

(30)

Τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος δεν μπόρεσαν να καθοριστούν βάσει της εισαγωγικής φράσης του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, λόγω του ότι ο αιτών δεν είχε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, διότι η έρευνα αφορούσε μόνον τον αιτούντα. Όμως δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε και το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β), εφόσον θα έπρεπε να αναπροσαρμοστεί και το κόστος κατασκευής του αιτούντος, όσον αφορά τις δαπάνες φυσικού αερίου, για προϊόντα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία εμπορευμάτων, και αυτό για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 19 ανωτέρω. Συνεπώς, τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος καθορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(31)

Η αγορά της Βορείου Αμερικής διαθέτει σημαντικό όγκο εγχώριων πωλήσεων και ένα σημαντικό βαθμό ανταγωνισμού από εγχώριες αλλά και αλλοδαπές εταιρείες. Στο πλαίσιο αυτό εξετάστηκαν οι δημοσιοποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις μείζονες εταιρείες που λειτουργούν στον εμπορικό κλάδο των λιπασμάτων. Διαπιστώθηκε ότι τα αντίστοιχα στοιχεία από παραγωγούς της Βορείου Αμερικής (ΗΠΑ και Καναδά) θα ήταν τα πλέον κατάλληλα για τους σκοπούς της έρευνας, δεδομένης της μεγάλης διαθεσιμότητας αξιόπιστων και ολοκληρωμένων δημόσιων οικονομικών πληροφοριών από εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο στην περιοχή αυτή. Συνεπώς, τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος καθορίστηκαν βάσει των σταθμισμένων μέσων εξόδων Π&ΓΔ και του κέρδους τριών βορειοαμερικανών παραγωγών, οι οποίοι, όπως διαπιστώθηκε, συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου των αζωτούχων λιπασμάτων, όσον αφορά τις εγχώριες πωλήσεις τους στην ίδια γενική κατηγορία προϊόντων (αζωτούχα λιπάσματα). Αυτοί οι τρεις παραγωγοί θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικοί του κλάδου των αζωτούχων λιπασμάτων και, κατά συνέπεια, τα έξοδα Π&ΓΔ και τα κέρδη τους θεωρήθηκαν επίσης αντιπροσωπευτικά εκείνων που βαρύνουν τις εταιρείες που λειτουργούν επιτυχώς στο συγκεκριμένο εμπορικό κλάδο. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι το υπολογισθέν με αυτόν τον τρόπο ποσό κέρδους υπερέβαινε το κέρδος που αποκόμισαν άλλοι ουκρανοί παραγωγοί από τις πωλήσεις της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά τους.

(32)

Μετά την κοινοποίηση ο αιτών υποστήριξε ότι οι αγορές της Βορείου Αμερικής και της Ουκρανίας έχουν σημαντική διαφορά. Ωστόσο, ο αιτών δεν κατόρθωσε να εξηγήσει τη διαφορά αυτή και να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Δεν πρότεινε επίσης άλλη εύλογη βάση για υπολογισμούς, οπότε απορρίφθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός.

2.   Τιμή εξαγωγής

(33)

Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το υπό εξέταση προϊόν εξήχθη σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση την πραγματική πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή εξαγωγής.

3.   Σύγκριση

(34)

Πραγματοποιήθηκε σύγκριση της κανονικής αξίας και των τιμών εξαγωγής σε βάση εκ του εργοστασίου και στο ίδιο στάδιο εμπορίου. Για να εξασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, ελήφθησαν υπόψη, υπό μορφή αναπροσαρμογών, οι διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητά τους, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Έγιναν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναπροσαρμογές για τις διαφορές στο κόστος μεταφοράς, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, όπου κρίθηκε απαραίτητο και αιτιολογημένο με επαληθευμένα αποδεικτικά στοιχεία.

(35)

Μετά την κοινοποίηση, η ένωση των κοινοτικών παραγωγών υποστήριξε ότι το κόστος των σιδηροδρομικών μεταφορών στην Ουκρανία για το υπό εξέταση προϊόν που εξαγόταν στην Κοινότητα ήταν τεχνητά χαμηλό και, συνεπώς, έπρεπε να αναπροσαρμοστεί. Ωστόσο, δεν διαπιστώθηκε από την έρευνα ότι τα έξοδα μεταφοράς στην Ουκρανία δεν αντικατοπτρίζονταν εύλογα στα βιβλία του αιτούντος. Συνεπώς, το αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό.

4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(36)

Το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση τη σύγκριση μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με ένα σταθμισμένο μέσο όρο τιμών εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού.

(37)

Από τη σύγκριση φάνηκε περιθώριο ντάμπινγκ 38,2 %, εκφρασμένο σε ποσοστό της τιμής CIF στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή του δασμού.

5.   Διαρκής χαρακτήρας της αλλαγής των συνθηκών

(38)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε επίσης κατά πόσον η μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την πρακτική ντάμπινγκ θα μπορούσε να θεωρηθεί ευλόγως ότι έχει διαρκή χαρακτήρα.

(39)

Στο πλαίσιο αυτό παρατηρήθηκε ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που εφαρμόζεται σήμερα στον αιτούντα είχε καθοριστεί στην αρχική έρευνα με τη χρήση κανονικής αξίας που είχε προσδιοριστεί βάσει των στοιχείων που προσκόμισε ένας παραγωγός τρίτης χώρας με καθεστώς οικονομίας της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, κατά την παρούσα επανεξέταση η κανονική αξία υπολογίστηκε βάσει πληροφοριών που σχετίζονται με τα στοιχεία του αιτούντος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 του βασικού κανονισμού, μετά τη χορήγηση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς στην Ουκρανία [τροποποίηση του βασικού κανονισμού με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005.

(40)

Δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι το ύψος της κανονικής αξίας ή η τιμή εξαγωγής που καθορίστηκαν για τον αιτούντα κατά την τρέχουσα έρευνα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν διαρκή χαρακτήρα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εξέλιξη των τιμών του φυσικού αερίου, ως πρώτης ύλης, θα ήταν δυνατό να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την κανονική αξία. Εκτιμήθηκε, ωστόσο, ότι οι συνέπειες από την αύξηση της τιμής θα επηρέαζαν όλους τους συντελεστές της αγοράς και θα είχαν, συνεπώς, αντίκτυπο και στην κανονική αξία και στην τιμή εξαγωγής.

(41)

Διαπιστώθηκε ότι η τιμή εξαγωγής του αιτούντος προς την Κοινότητα στη διάρκεια της ΠΕΕ ήταν παρόμοια με την τιμή των εξαγωγών της σε άλλες χώρες, στις οποίες πωλήθηκαν σημαντικά μεγαλύτερες ποσότητες κατά την ΠΕΕ.

(42)

Μολονότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά την ΠΕΕ βασίζεται σε σχετικά μικρό όγκο εξαγωγών του αιτούντος προς την Κοινότητα, υπάρχουν λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε οφείλεται σε μεταβαλλόμενες συνθήκες διαρκούς χαρακτήρα.

Δ.   ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

(43)

Εφόσον στην αρχική έρευνα ο δασμός που επιβλήθηκε είχε τη μορφή πάγιου ποσού ανά τόνο, θα πρέπει να λάβει την ίδια μορφή και κατά την τρέχουσα έρευνα. Ο υπολογισθείς δασμός βάσει του τρέχοντος περιθωρίου ντάμπινγκ θα ήταν 47 ευρώ ανά τόνο.

(44)

Υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 59 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 132/2001, κατά την επιβολή των οριστικών δασμών το 2001, χρησιμοποιήθηκε το περιθώριο ζημίας για τον προσδιορισμό του οριστικού δασμού που έπρεπε να επιβληθεί σύμφωνα με τον κανόνα του ελάχιστου δασμού. Όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 442/2007, ο ισχύων δασμός εξαρτάται από τον συγκεκριμένο τύπο του προϊόντος και διαφέρει από 29,26 ευρώ ανά τόνο έως 33,25 ευρώ ανά τόνο.

(45)

Δεδομένου ότι ο δασμός που υπολογίστηκε βάσει του τρέχοντος περιθωρίου ντάμπινγκ είναι υψηλότερος από τον ισχύοντα δασμό, η επανεξέταση πρέπει να περατωθεί χωρίς τροποποίηση του ύψους του δασμού που εφαρμόζεται στον αιτούντα, ο οποίος θα πρέπει να διατηρηθεί στο ύψος του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που καθορίστηκε κατά την αρχική έρευνα.

Ε.   ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

(46)

Ο αιτών εκδήλωσε ενδιαφέρον να υποβάλει προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων, αλλά δεν υπέβαλε επαρκώς τεκμηριωμένη προσφορά εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να δεχτεί καμία προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων. Ωστόσο, θεωρείται ότι η πολυπλοκότητα των διαφόρων θεμάτων και, ειδικότερα, 1. η μεταβλητότητα της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος που θα μπορούσε να απαιτήσει κάποιας μορφής τιμαριθμική αναπροσαρμογή των ελάχιστων τιμών, ενώ ταυτόχρονα η μεταβλητότητα δεν εξηγείται επαρκώς από το βασικό συντελεστή του κόστους και 2. η ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν (η οποία συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι υπάρχουν περιορισμένες εισαγωγές από τον εξαγωγέα υπαγόμενες στην παρούσα επανεξέταση) υποδεικνύουν ότι είναι ανάγκη να εξεταστεί εάν θα ήταν εφικτός ο συνδυασμός μιας αναπροσαρμοσμένης ελάχιστης τιμής και ενός ποσοτικού ανώτατου ορίου.

(47)

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, λόγω της πολυπλοκότητας ο αιτών δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια αποδεκτή προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων εντός της καθορισθείσας προθεσμίας. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο θεωρεί ότι πρέπει, κατ’ εξαίρεση, να δοθεί η δυνατότητα στον αιτούντα να ολοκληρώσει την προσφορά του και πέραν της καθορισθείσας προθεσμίας αλλά εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

ΣΤ.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(48)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η παρούσα επανεξέταση και να διατηρηθεί ο υφιστάμενος δασμός αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που παράγει ο αιτών. Όλα τα μέρη είχαν τη δυνατότητα υποβολής σχολίων. Τα σχόλια τους ελήφθησαν υπόψη όπου ήταν δικαιολογημένο και τεκμηριωμένο βάσει στοιχείων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο μόνο

Η μερική ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές στερεών λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε νιτρικό αμμώνιο που υπερβαίνει το 80 % κατά βάρος, καταγωγής Ουκρανίας, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90, 3102 40 90, ex 3102 29 00, ex 3102 60 00, ex 3102 90 00, ex 3105 10 00, ex 3105 20 10, ex 3105 51 00, ex 3105 59 00 και ex 3105 90 91, η οποία κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, περατώνεται χωρίς τροποποίηση των ισχυόντων δασμών αντιντάμπινγκ.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. RUPEL


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 23 της 25.1.2001, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2005 (ΕΕ L 160 της 23.6.2005, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 182 της 19.5.2004, σ. 28.

(4)  ΕΕ L 183 της 20.5.2004, σ. 13.

(5)  ΕΕ L 344 της 20.11.2004, σ. 24.

(6)  ΕΕ L 106 της 24.4.2007, σ. 1.

(7)  ΕΕ C 311 της 19.12.2006, σ. 57.


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/14


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 238/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 10ης Μαρτίου 2008

για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται σε εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή έπειτα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1995/2000 (2), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου (ΟΝΑ) καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας. Αυτός ο κανονισμός θα αναφέρεται εφεξής ως «αρχικός κανονισμός», ενώ η έρευνα που οδήγησε στα μέτρα που επιβλήθηκαν από τον αρχικό κανονισμό θα αναφέρεται εφεξής ως «αρχική έρευνα».

(2)

Ύστερα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, η οποία διεξήχθη τον Σεπτέμβριο 2005, με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1911/2006 (3), το Συμβούλιο ανανέωσε για πέντε έτη τα προαναφερθέντα μέτρα υπό τη σημερινή τους μορφή. Τα μέτρα συνίστανται σε ειδικούς δασμούς. Ο παρών κανονισμός θα αναφέρεται εφεξής ως «κανονισμός ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων», ενώ η έρευνα που οδήγησε στην επιβολή των μέτρων σύμφωνα με τον κανονισμό ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων θα αναφέρεται εφεξής ως «έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων».

2.   Αίτηση επανεξέτασης

(3)

Δύο παραγωγοί/εξαγωγείς από τη Ρωσία, που ανήκουν στη συμμετοχική εταιρεία «Mineral and Chemical Company Eurochem», δηλαδή οι εταιρείες Novomoskovskiy Azot και Nevinnomyssky Azot, υπέβαλαν αίτηση για μερική ενδιάμεση επανεξέταση (εφεξής «παρούσα επανεξέταση») δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Για το σκοπό της παρούσας επανεξέτασης, οι δύο συγκεκριμένες εταιρείες αντιμετωπίζονται, λόγω της σχέσης τους, ως ένα νομικό πρόσωπο (εφεξής «αιτών»). Το πεδίο της αίτησης περιορίστηκε στην πρακτική ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα.

(4)

Ο αιτών ισχυρίστηκε ότι η σύγκριση μεταξύ της δικής του κανονικής αξίας και, ελλείψει εξαγωγών προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, των τιμών εξαγωγής προς κατάλληλη τρίτη χώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), θα οδηγούσε σε μείωση της πρακτικής ντάμπινγκ σημαντικά κάτω από το επίπεδο των σημερινών μέτρων.

3.   Έρευνα

(5)

Αφού κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι η αίτηση περιελάμβανε εκ πρώτης όψεως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, στις 19 Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή ανακοίνωσε την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και δημοσίευσε την ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4).

(6)

Το πεδίο της επανεξέτασης περιορίστηκε στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα. Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ κάλυπτε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 (εφεξής «περίοδος της έρευνας επανεξέτασης» ή «ΠΕΕ»).

(7)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τον αιτούντα, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και την ένωση κοινοτικών παραγωγών για την έναρξη της επανεξέτασης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

(8)

Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν βάσιμους λόγους να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(9)

Η Επιτροπή, προκειμένου να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που θεωρούσε απαραίτητες για την έρευνά της, απέστειλε ερωτηματολόγια στη συμμετοχική εταιρεία «Mineral and Chemical Company Eurochem» και στις συνδεδεμένες εταιρείες της και έλαβε απαντήσεις εντός των καθορισμένων προθεσμιών.

(10)

Η Επιτροπή συνέλεξε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ και διεξήγαγε επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις του αιτούντα και των ακόλουθων συνδεδεμένων εταιρειών του.

JSC Mineral and Chemical Company (Eurochem), Μόσχα, Ρωσία

PJSC Azot (NAK Azot), Novomoskovsk, Ρωσία

PJSC Nevinnomyssky Azot (Nevinka Azot), Nevinnomyssk, Ρωσία, και

Eurochem Trading GmbH, Zug, Ελβετία — (Eurochem Trading).

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Υπό εξέταση προϊόν

(11)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με το προϊόν της αρχικής έρευνας, δηλαδή διάλυμα ουρίας και νιτρικού αμμωνίου, ένα υγρό λίπασμα που χρησιμοποιείται συχνά στη γεωργία, καταγωγής Ρωσίας («ΟΝΑ»). Αποτελείται από μείγμα ουρίας, νιτρικού αμμωνίου και νερού. Η περιεκτικότητα του μείγματος σε νερό είναι περίπου 70 % (αναλόγως της περιεκτικότητας σε άζωτο), ενώ το υπόλοιπο μείγμα αποτελείται από ίσα μέρη ουρίας και νιτρικού αμμωνίου. Η περιεκτικότητα σε άζωτο (N) είναι το πιο σημαντικό «χαρακτηριστικό» του προϊόντος και μπορεί να κυμαίνεται από 28 % έως 32 %. Αυτή η μεταβλητότητα μπορεί να επιτευχθεί με την προσθήκη περισσότερου ή λιγότερου νερού στο διάλυμα. Ωστόσο, όλα τα διαλύματα ουρίας και νιτρικού αμμωνίου, ανεξάρτητα από την περιεκτικότητά τους σε άζωτο, θεωρείται ότι έχουν τα ίδια φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και, επομένως, για τον συγκεκριμένο σκοπό της έρευνας συνιστούν ένα και το αυτό προϊόν. Το υπό εξέταση προϊόν υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3102 80 00.

2.   Ομοειδές προϊόν

(12)

Στην παρούσα έρευνα επανεξέτασης επιβεβαιώθηκε ότι το ΟΝΑ είναι ένα χημικώς καθαρό βασικό προϊόν του οποίου η ποιότητα και τα βασικά φυσικά χαρακτηριστικά είναι ίδια ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής του. Τα διαλύματα ΟΝΑ που παρασκευάζονται και πωλούνται από τον αιτούντα στην εγχώρια αγορά του, που είναι η Ρωσία και, ελλείψει εξαγωγών προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αυτά που εξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και ουσιαστικά τις ίδιες χρήσεις. Επομένως, τα προϊόντα αυτά θεωρούνται ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι η παρούσα επανεξέταση περιορίστηκε στον προσδιορισμό της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα, δεν υπήρξαν συμπεράσματα σχετικά με το προϊόν που παράγεται και πωλείται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην κοινοτική αγορά.

Γ.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(13)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση έναρξης της διαδικασίας, δεδομένου ότι ο αιτών δεν είχε εξαγωγικές πωλήσεις ΟΝΑ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά την ΠΕΕ, η παρούσα έρευνα εξέτασε αρχικά το βαθμό στον οποίο οι τιμές εξαγωγής σε τρίτη χώρα θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να αποφασιστεί εάν οι περιστάσεις βάσει των οποίων θεσπίστηκαν τα ισχύοντα μέτρα έχουν αλλάξει και εάν αυτές οι αλλαγές έχουν διαρκή χαρακτήρα.

(14)

Ο αιτών προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι, λόγω των ισχυόντων δασμών, το προϊόν δεν μπορούσε να πωληθεί προς εξαγωγή στην κοινοτική αγορά κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Ο αιτών προσκόμισε αποδεικτικά, εκ πρώτης όψεως, στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές εξαγωγής προς τις ΗΠΑ, δηλαδή μία αντιπροσωπευτική τρίτη αγορά, δεν ήταν τιμές ντάμπινγκ ή ότι ήταν τουλάχιστον σε μικρότερο βαθμό από το περιθώριο ντάμπινγκ που ισχύει επί του παρόντος για εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ότι ήταν ενδεδειγμένη η χρήση των εξαγωγικών τιμών προς τις ΗΠΑ. Για τους λόγους που αναφέρονται παρακάτω στην αιτιολογική σκέψη 40 και επόμενες, οι τιμές εξαγωγής προς την τρίτη χώρα, τις ΗΠΑ, θεωρήθηκαν κατάλληλες, αφού η αγορά των ΗΠΑ είναι συγκρίσιμη με την κοινοτική αγορά και, ως εκ τούτου, αντιπροσωπευτική.

(15)

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα επί του παρόντος ισχύοντα μέτρα βασίζονται εν μέρει σε στοιχεία που δεν συνδέονται με την ίδια την παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος του αιτούντα, ενώ κατά τη διάρκεια της τρέχουσας ΠΕΕ υπήρχαν διαθέσιμες επιβεβαιωμένες πληροφορίες που συνδέονταν με τα στοιχεία του ίδιου του αιτούντα και αφορούσαν την κανονική αξία και τις τιμές εξαγωγών, αν και σε αγορά τρίτης χώρας. Με βάση τα προαναφερθέντα, συνάγεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά την τρέχουσα ΠΕΕ αντικατόπτριζε με μεγαλύτερη ακρίβεια την κατάσταση του αιτούντα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, σε ό,τι αφορά τα επί του παρόντος ισχύοντα μέτρα.

(16)

Σε αυτό το πλαίσιο, ελήφθη επίσης υπόψη ότι στόχος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν είναι να αποκλείσει η κοινοτική αγορά τις εισαγωγές από τρίτες χώρες, αλλά να διασφαλίζεται η δίκαιη και υγιής αγορά.

(17)

Δεδομένων των παραπάνω ειδικών περιστάσεων, το συμπέρασμα που εξήχθη ήταν ότι ο υπολογισμός του περιθωρίου αντιντάμπινγκ κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, με βάση τις τιμές εξαγωγικών πωλήσεων του αιτούντα στις ΗΠΑ, ήταν ορθός.

2.   Κανονική αξία

(18)

Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, αρχικά επιβεβαιώθηκε ότι οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του αιτούντα ήταν αντιπροσωπευτικές, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι ο αιτών δεν είχε εξαγωγικές πωλήσεις ΟΝΑ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, συγκρίθηκαν οι συνολικές ποσότητες εγχώριων πωλήσεων του αιτούντα με όλες τις εξαγωγές ΟΝΑ του αιτούντα στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρούνται αντιπροσωπευτικές εάν ο συνολικός όγκος αυτών των πωλήσεων ισούται ή είναι μεγαλύτερος από το 5 % του συνολικού όγκου των αντίστοιχων εξαγωγικών πωλήσεων, στην προκειμένη περίπτωση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η έρευνα έδειξε ότι ο αιτών δεν πούλησε αντιπροσωπευτικές ποσότητες ΟΝΑ στην εγχώρια αγορά.

(19)

Δεδομένου ότι, βάσει των ανωτέρω, οι εγχώριες τιμές του αιτούντα δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, η κανονική αξία κατασκευάστηκε με βάση το κόστος παρασκευής του προϊόντος του αιτούντα, στο οποίο προστέθηκε ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεων, τα γενικά και διοικητικά έξοδα («ΓΔΕΠ») και για τα κέρδη, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 6 του βασικού κανονισμού.

(20)

Σε ό,τι αφορά το κόστος παρασκευής, πρέπει να σημειωθεί ότι τα έξοδα φυσικού αερίου αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μέρος αυτού του κόστους, αλλά και σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε το κατά πόσον τα έξοδα που σχετίζονται με την παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος αντανακλώνται εύλογα στα αρχεία του αιτούντα.

(21)

Διαπιστώθηκε, βάσει των στοιχείων που έχουν δημοσιευτεί από διεθνώς αναγνωρισμένες πηγές ειδικευμένες στις ενεργειακές αγορές, ότι οι τιμές που κατέβαλλε ο αιτών ήταν αφύσικα χαμηλές. Για να δοθεί μια σχετική εικόνα, αναφέρεται ότι αυτές κυμαινόταν μεταξύ του ενός τετάρτου και του ενός πέμπτου της τιμής εξαγωγής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ως προς αυτό, από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι εγχώριες τιμές φυσικού αερίου στη Ρωσία ήταν ρυθμιζόμενες τιμές, σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές που εφαρμόζονται σε μη ρυθμιζόμενες αγορές του φυσικού αερίου. Δεδομένου ότι οι δαπάνες για το φυσικό αέριο δεν αντικατοπτρίζοντο κατά τρόπο εύλογο στα αρχεία του αιτούντος, αυτές όφειλαν να προσαρμοστούν ανάλογα. Λόγω έλλειψης οιωνδήποτε τιμών φυσικού αερίου απαλλαγμένων στρεβλώσεων, αναφερομένων στη ρωσική εγχώρια αγορά και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι τιμές του φυσικού αερίου όφειλαν να καταρτιστούν σύμφωνα «με οιαδήποτε άλλη εύλογη βάση, περιλαμβανομένων πληροφοριών προερχόμενων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές».

(22)

Η προσαρμοσμένη τιμή βασίστηκε στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλείται προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας (Waidhaus), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς και προσαρμοσμένη ώστε να αντικατοπτρίζει το τοπικό κόστος διανομής. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο πωλήσεων ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία σημειωτέον είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και οι τιμές που καταβάλλει αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(23)

Κατόπιν της αποκάλυψης των στοιχείων, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι δεν δικαιολογείται η οιαδήποτε προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου που καταβλήθηκε από αυτόν στην εγχώρια αγορά, υποστηρίζοντας ότι τα λογιστικά βιβλία του αντανακλούν πλήρως τις δαπάνες που σχετίζονται με τη δραστηριότητα παραγωγής και πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στη χώρα καταγωγής. Εις επίρρωση του ως άνω ισχυρισμού, ο αιτών προσκόμισε τη μελέτη μιας ανεξάρτητης εταιρείας συμβούλων που υποστηρίζει ότι η τιμή φυσικού αερίου που καταβλήθηκε από τον αιτούντα αντανακλούσε πλήρως το κόστος παραγωγής και πώλησης του αερίου που βάρυνε τον προμηθευτή του φυσικού αερίου. Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα και με την ίδια τη μελέτη, οι δαπάνες του φυσικού αερίου καθώς και οι δαπάνες παράδοσης του αερίου στον αιτούντα που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση, ήταν εκτιμώμενες δαπάνες και, άρα, όχι οι πραγματικές δαπάνες που συνέτρεξαν κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Επίσης, δεν είναι σαφές εάν οι δαπάνες που καθορίστηκαν με αυτόν τον τρόπο ήταν οι πλήρεις δαπάνες όπως καθορίζονται σύμφωνα με το βασικό κανονισμό, ήτοι εάν περιλάμβαναν όλες τις δαπάνες παρασκευής και όλα τα έξοδα ΓΔΕΠ που σχετίζονται με την παραγωγή και την πώληση του φυσικού αερίου. Τέλος, σημειώνεται επίσης ότι τα διαθέσιμα στοιχεία για τις δαπάνες που συνδέονται με τον προμηθευτή του φυσικού αερίου δεν ήταν δυνατόν να επιβεβαιωθούν εντός του πλαισίου της παρούσας διαδικασίας.

(24)

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, το γεγονός ότι η τιμή του φυσικού αερίου που χρεώθηκε από τον προμηθευτή στον πελάτη αποτελεί κάλυψη κόστους δεν θεωρείται ότι συνιστά καθαυτό κριτήριο για να καθοριστεί εάν οι δαπάνες παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος, όπως καταχωρήθηκαν στα λογιστικά στοιχεία της εταιρείας, αντανακλούν εύλογα τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. Για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 21, διαπιστώθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Ο αιτών δεν έδωσε απάντηση για τη σημαντική διαφορά μεταξύ της τιμής του φυσικού αερίου που κατέβαλε στη ρωσική εγχώρια αγορά και της τιμής εξαγωγής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία αφενός και, αφετέρου, της τιμής που καταβάλλουν οι κοινοτικοί παραγωγοί. Δεν απάντησε επίσης για το γεγονός ότι οι εγχώριες τιμές για το φυσικό αέριο στη Ρωσία ήταν ρυθμιζόμενες και δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αντικατοπτρίζουν κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που κανονικά καταβάλλεται σε αγορές χωρίς στρεβλώσεις. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν η τιμή φυσικού αερίου που κατέβαλε ο αιτών κάλυψε το μοναδιαίο κόστος παραγωγής και πωλήσεων αερίου που βάρυναν τον προμηθευτή του, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν είναι έγκυρος καθώς η τιμή του φυσικού αερίου στην αγορά δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη άμεσα με τις δαπάνες παραγωγής και πωλήσεών του. Η τιμή στην οποία αγόραζε ο αιτών το φυσικό αέριο κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ εξακολουθεί να είναι ρυθμιζόμενη από το κράτος και σημαντικά κάτω από το επίπεδο των τιμών σε μη ρυθμιζόμενες αγορές, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 21. Επομένως, αυτός ο ισχυρισμός έπρεπε να απορριφθεί.

(25)

Ο αιτών ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι με την προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου χρησιμοποιήθηκε εκ των πραγμάτων μια μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας που δεν προβλέπεται από τον βασικό κανονισμό. Επομένως, αντικαθιστώντας τις δαπάνες εγχώριου φυσικού αερίου με δαπάνες που υπολογίστηκαν όπως περιγράφεται παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 22, και λόγω του γεγονότος ότι αυτές οι δαπάνες συνιστούν μεγάλο μέρος των συνολικών δαπανών του ομοειδούς προϊόντος και, άρα, και της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, η κανονική αξία θα προσδιοριζόταν εκ των πραγμάτων από στοιχεία τρίτης «αντιπροσωπευτικής» αγοράς. Ως προς αυτό, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι για τις χώρες με οικονομία της αγοράς, ο βασικός κανονισμός, εντούτοις, προβλέπει μόνο τις ακόλουθες μεθόδους για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας: i) με βάση την εγχώρια τιμή του ομοειδούς προϊόντος κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις ή, εναλλακτικά, σε περίπτωση πωλήσεων που δεν πραγματοποιούνται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, ii) με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής (όπου προστίθεται ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεων, τα έξοδα ΓΔΕΠ και για τα κέρδη) ή iii) αντιπροσωπευτικές εξαγωγικές τιμές του ομοειδούς προϊόντος σε κατάλληλη τρίτη χώρα. Ο αιτών κατέληξε ότι βάσει των παραπάνω, η κανονική αξία δεν θα έπρεπε να στηριχτεί σε στοιχεία από τρίτη αντιπροσωπευτική αγορά.

(26)

Σχετικά με αυτό και σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 42, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι η κανονική αξία προσδιορίστηκε σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, για να καθοριστεί εάν οι εγχώριες πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις λόγω της τιμής τους, δηλαδή εάν ήταν επικερδείς, θα πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί εάν οι δαπάνες του αιτούντα συνιστούν αξιόπιστη βάση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Μόνο αφού διαπιστωθούν αξιόπιστα οι δαπάνες μπορεί να αποφασιστεί ποια μέθοδος θα χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Επομένως είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι για τον αξιόπιστο προσδιορισμό των δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού εισήχθη νέα μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας. Επομένως τα επιχειρήματα του αιτούντα ως προς αυτό έπρεπε να απορριφθούν.

(27)

Ο αιτών ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ακόμα και στην περίπτωση που θα γινόταν προσαρμογή των δαπανών του για το φυσικό αέριο στην εγχώρια αγορά, η τιμή του Waidhaus για το ρωσικό φυσικό αέριο δεν αποτελούσε αξιόπιστη βάση για αυτή την προσαρμογή, αφού αυτή η τιμή καθορίζεται σύμφωνα με μακροπρόθεσμα συμβόλαια φυσικού αερίου στα οποία ο τύπος της τιμής συνδέεται με τις τιμές των πετρελαιοειδών και, επομένως, δεν συνδέεται με τις δαπάνες παραγωγής και παράδοσης του φυσικού αερίου στον αιτούντα στη Ρωσία. Ο αιτών υποστήριξε περαιτέρω ότι η τιμή του Waidhaus για το ρωσικό φυσικό αέριο δεν είναι αξιόπιστη καθώς επηρεάζεται από την υπερβολικά υψηλή και πιθανόν μη ανταγωνιστική εγχώρια τιμολόγηση του φυσικού αερίου στη Γερμανία, η οποία αποτελεί αντικείμενο έρευνας από τις γερμανικές αντιμονοπωλιακές αρχές.

(28)

Πρώτον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα από τα πρωταρχικά κριτήρια για την επιλογή της βάσης στην οποία στηρίζονται οι τιμές φυσικού αερίου ήταν να αντικατοπτρίζεται κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που λογικά καταβάλλεται σε αγορές που δεν επηρεάζονται από στρεβλώσεις. Οι τιμές του Waidhaus πληρούν αδιαμφισβήτητα αυτό το κριτήριο. Επιπλέον, ο συντριπτικά μεγαλύτερος όγκος φυσικού αερίου από τη Ρωσία εισάγεται μέσω του κόμβου Waidhaus ο οποίος επομένως αποτελεί μια κατάλληλη βάση για την προσαρμογή. Βάσει των παραπάνω, το Waidhaus θεωρήθηκε αντιπροσωπευτική αγορά και εύλογη βάση για τον προσδιορισμό των δαπανών φυσικού αερίου, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Δεύτερον, όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 24, το αν η τιμή καθορίζεται με βάση το κόστος είναι από μόνο του άνευ αντικειμένου, αρκεί να αντικατοπτρίζει κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που λογικά καταβάλλεται σε αγορές που δεν επηρεάζονται από στρεβλώσεις. Όσον αφορά την τιμή του φυσικού αερίου το οποίο εισάγεται στο Waidhaus, είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις κρατικής παρέμβασης στη διαμόρφωση της τιμής και συνεπώς αυτό το κριτήριο ικανοποιείται. Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μη ανταγωνιστικής εγχώριας τιμολόγησης του φυσικού αερίου στη Γερμανία, πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα της Bundeskartellamt (ομοσπονδιακή υπηρεσία για τον έλεγχο των συμπράξεων), στην οποία αναφέρεται ο αιτών, συνεχίζεται ακόμα και δεν έχουν εξαχθεί συμπεράσματα. Εξάλλου, αυτή η έρευνα αφορά τις τιμές στις οποίες πωλούν το φυσικό αέριο οι βασικοί γερμανοί διανομείς φυσικού αερίου στη γερμανική εγχώρια αγορά και όχι την τιμή στην οποία αγοράζουν το φυσικό αέριο που εισάγεται από τη Ρωσία. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του αιτούντα, αυτές οι δύο τιμές δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη, αφού τα οικονομικά συμφέροντα των διανομέων φυσικού αερίου και των πελατών τους είναι διαμετρικά αντίθετα. Επομένως, μπορεί να υποτεθεί ότι οι διανομείς στοχεύουν στη διατήρηση της τιμής μεταπώλησης στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, ενώ παράλληλα το οικονομικό τους συμφέρον επιτάσσει να διατηρούν την τιμή αγοράς στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο προκειμένου να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Το επιχείρημα του αιτούντα ότι οι γερμανοί παραδοσιακοί προμηθευτές δεν έχουν κίνητρο ώστε να διαπραγματευτούν χαμηλές τιμές για το εισαγόμενο ρωσικό φυσικό αέριο στο Waidhaus, αποτελεί απλώς τεκμήριο χωρίς κανένα έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά. Κατά συνέπεια, οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

(29)

Ο αιτών υποστήριξε περαιτέρω ότι αν επρόκειτο να γίνει προσαρμογή των δαπανών του στην εγχώρια αγορά για το φυσικό αέριο, αυτή η προσαρμογή θα έπρεπε να βασίζεται στις μη ρυθμιζόμενες τιμές φυσικού αερίου στη Ρωσία. Κατά πρώτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει επιλέξει μια διαφορετική βάση δεν καθιστά μη εύλογη την επιλογή του Waidhaus. Το πρωταρχικό κριτήριο για την επιλογή της βάσης πάνω στην οποία θα καταρτιστεί η τιμή του φυσικού αερίου είναι να αντανακλά κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που καταβάλλεται κανονικά σε αγορές που δεν επηρεάζονται από στρεβλώσεις. Είναι αναμφισβήτητο ότι η προϋπόθεση αυτή ικανοποιείται σε ό,τι αφορά τις τιμές στο Waidhaus. Κατά δεύτερο, το γεγονός ότι η ποσότητα φυσικού αερίου που πωλείτο σε μη ρυθμιζόμενες τιμές στην εγχώρια αγορά, ήταν ασήμαντη κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ και ότι αυτές οι τιμές πλησίαζαν πολύ περισσότερο τη ρυθμιζόμενη εγχώρια τιμή σε σχέση με την ελεύθερα διαμορφωμένη τιμή εξαγωγής, δείχνει καθαρά ότι οι εν λόγω μη ρυθμιζόμενες τιμές στρεβλώνονταν από τις κυρίαρχες ρυθμιζόμενες τιμές. Επομένως, οι μη ρυθμιζόμενες εγχώριες τιμές δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν.

(30)

Ο αιτών ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι εγχώριες τιμές φυσικού αερίου που ρυθμίζονται από το κράτος στη Ρωσία αυξάνονται συνεχώς και φτάνουν σε επίπεδα που καλύπτουν το κόστος παραγωγής του φυσικού αερίου. Επομένως, η τιμή στην εγχώρια αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί μη ανταγωνιστική ή παράλογα χαμηλή.

(31)

Αυτό το επιχείρημα δεν είναι βάσιμο, καθώς το ορθό κριτήριο για την επιλογή αντιπροσωπευτικής αγοράς δεν είναι το αν οι τιμές είναι επικερδείς καθαυτές, αλλά το αν οι τιμές αντικατοπτρίζουν εύλογα μια κοινή που κανονικά καταβάλλεται σε αγορές μη υποκείμενες σε στρεβλώσεις, όπως εξηγείται παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 29. Αυτό δεν συμβαίνει με τις τιμές που ρυθμίζονται από το κράτος. Επιπλέον, αυτό το επιχείρημα έρχεται σε αντίθεση με τις δημόσιες δηλώσεις του ρώσου προμηθευτή φυσικού αερίου (όπως επιβεβαιώνεται και από τους δημοσιευμένους και ελεγμένους λογαριασμούς του) ότι δηλαδή οι εγχώριες ρωσικές τιμές φυσικού αερίου δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής, μεταφοράς και πωλήσεων. Επομένως, αυτό το επιχείρημα απορρίφθηκε.

(32)

Ο αιτών πρότεινε περαιτέρω ως εναλλακτική βάση για την προσαρμογή, τη χρήση της ρωσικής τιμής εξαγωγής προς τις γειτονικές αγορές, χωρίς ωστόσο να παρέχει επιπλέον πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για αυτές τις αγορές. Θεωρήθηκε ότι οι ρωσικές τιμές εξαγωγής φυσικού αερίου προς τις βαλτικές χώρες, όπου υπήρχαν διαθέσιμα κάποια στοιχεία για τις τιμές, δεν ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές λόγω των σχετικά μικρών ποσοτήτων εξαγωγής προς αυτές τις χώρες. Επιπλέον, δεν ήταν διαθέσιμα τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούσαν το κόστος μεταφοράς και διανομής και, επομένως, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν εφικτός ο αξιόπιστος προσδιορισμός των τιμών για τις βαλτικές χώρες. Επομένως, αυτές οι τιμές δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την προσαρμογή.

(33)

Εναλλακτικά, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι στην περίπτωση που χρησιμοποιούνταν η τιμή εξαγωγής στο Waidhaus, θα έπρεπε να αφαιρεθεί από αυτή την τιμή ο ρωσικός εξαγωγικός δασμός που καταβάλλεται για όλες τις εξαγωγές, αφού δεν ίσχυε στην εγχώρια αγορά.

(34)

Όντως η αγοραία τιμή στο Waidhaus, το οποίο θεωρήθηκε αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, είναι τιμή με τους εξαγωγικούς φόρους και όχι η τιμή προ φόρων. Από την οπτική του αγοραστή, σημασία έχει η τιμή που πρέπει να πληρώσει στο Waidhaus και, από αυτήν την άποψη, το ποσοστό που αντιστοιχεί στον εξαγωγικό φόρο και το ποσοστό που καταβάλλεται στον προμηθευτή του φυσικού αερίου είναι άνευ αντικειμένου. Από την άλλη πλευρά, ο προμηθευτής θα προσπαθεί πάντα να μεγιστοποιεί την τιμή του και επομένως να χρεώνει την υψηλότερη δυνατή τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι πελάτες του. Δεδομένου ότι αυτή η τιμή υπερβαίνει πάντα κατά πολύ το κόστος παραγωγής του, επιτρέποντας στον προμηθευτή του φυσικού αερίου να επιτυγχάνει τεράστια κέρδη, ο καθορισμός της τιμής δεν επηρεάζεται πρωτίστως από το ύψος του εξαγωγικού φόρου, αλλά από την τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι πελάτες του. Επομένως, συνάγεται ότι η τιμή που περιλαμβάνει τον εξαγωγικό φόρο και όχι η τιμή προ φόρου είναι η τιμή που διαμορφώνεται από την αγορά χωρίς στρέβλωση. Συνεπώς, τα επιχειρήματα του αιτούντα σχετικά με αυτό το θέμα απορρίφθηκαν.

(35)

Σε αυτό το πλαίσιο, ο αιτών ισχυρίστηκε επίσης ότι η προσαύξηση τιμής του τοπικού προμηθευτή δεν θα έπρεπε να προστεθεί στην τιμή εξαγωγής στο Waidhaus, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι τα κέρδη των διανομέων είχαν ήδη συμπεριληφθεί στην τιμή στο Waidhaus. Ως προς αυτό, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι οι τοπικοί διανομείς στη Ρωσία αποτελούσαν θυγατρικές που ανήκουν ολοκληρωτικά στον προμηθευτή του φυσικού αερίου και ως εκ τούτου η προσθήκη του κέρδους αυτών των διανομέων θα αποτελούσε διπλό υπολογισμό. Ο αιτών ισχυρίστηκε επίσης ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το φυσικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ρωσίας. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι εφόσον το φυσικό αέριο είναι ευρέως διαθέσιμο στη Ρωσία αλλά όχι και στην Κοινότητα, οι εγχώριες τιμές στη Ρωσία είναι φυσικό να είναι χαμηλότερες από ό,τι η τιμή του εξαγόμενου φυσικού αερίου, γεγονός που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό της προσαρμογής όσον αφορά τις τιμές φυσικού αερίου που καταβλήθηκαν στην εγχώρια αγορά.

(36)

Κατά πρώτον σημειώνεται ότι η προσαύξηση των τοπικών διανομέων όχι μόνο περιλαμβάνει το περιθώριο κέρδους των εν λόγω εταιρειών αλλά επίσης τα έξοδά τους μεταξύ αγοράς και μεταπώλησης του φυσικού αερίου.

(37)

Κατά δεύτερον, το εν λόγω επιχείρημα δεν θα μπορούσε πλέον να ελεγχθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο προμηθευτής φυσικού αερίου στη Ρωσία και οι θυγατρικές του επιχειρήσεις δεν υπόκειντο στην παρούσα έρευνα και ως εκ τούτου η πληροφόρηση ήταν ανεπαρκής ως προς την οργάνωσή του και τη διάρθρωση του κόστους του. Σημειώνεται επίσης ότι η κατάσταση στη Ρωσία ως προς το θέμα αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι οι στενοί δεσμοί μεταξύ του προμηθευτή φυσικού αερίου και της ρωσικής κυβέρνησης δεν είναι επαρκώς διαφανείς ώστε να καθίσταται δυνατή η επαρκής πρόσβαση στα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία.

(38)

Επιπρόσθετα, ο αιτών, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης δεν ήταν σε θέση να υποβάλει οιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν εάν και σε ποιο βαθμό το κόστος διανομής όντως συμπεριλαμβανόταν στην τιμή του Waidhaus. Εντούτοις, από τη στιγμή που οι εγχώριοι πελάτες αγοράζουν φυσικό αέριο από τοπικούς προμηθευτές θα πρέπει να συναχθεί ότι αυτοί έπρεπε να καταβάλλουν δαπάνες για την τοπική διανομή που δεν συμπεριλαμβάνονται ως τέτοιες στη μη προσαρμοσμένη τιμή του Waidhaus. Επομένως, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτή η προσαρμογή ήταν δικαιολογημένη και, συνεπώς, το επιχείρημα απορρίφθηκε.

(39)

Εντούτοις, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα θεώρησαν επίσης ότι ο αντίκτυπος επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ αυτής της συγκεκριμένης προσαρμογής θα μπορούσε να είναι σημαντικός. Για το λόγο αυτό, δεδομένης της ιδιάζουσας κατάστασης που περιγράφεται παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 37, θεωρήθηκε ότι εάν ο αιτών παράσχει επαρκή επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή θα μπορούσε να εξετάσει το εκ νέου άνοιγμα της έκθεσης ως προς το θέμα αυτό.

(40)

Σε ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό ως προς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα σχετικά με τη διαθεσιμότητα του φυσικού αερίου στη Ρωσία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 28, το πρωταρχικό κριτήριο για την επιλογή των τιμών στο Waidhaus ως βάσης κατάρτισης των τιμών του φυσικού αερίου, είναι ότι αυτές αντικατοπτρίζουν κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που κανονικά καταβάλλεται σε αγορές μη επηρεαζόμενες από στρεβλώσεις. Οι συνθήκες της αγοράς που επικρατούν στην εγχώρια αγορά είναι άνευ αντικειμένου στο παρόν πλαίσιο. Κατά συνέπεια το εν λόγω επιχείρημα όφειλε να απορριφθεί.

(41)

Τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν δυνάμει της εισαγωγικής φράσης του άρθρου 2 παράγραφος 6 πρώτη πρόταση του βασικού κανονισμού αφού, κατόπιν της προσαρμογής του κόστους φυσικού αερίου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22, ο αιτών δεν είχε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί, αφού στην έρευνα υπόκειται μόνο ο αιτών. Ομοίως, ούτε το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β) μπορούσε να εφαρμοστεί διότι, για τα προϊόντα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία, το φυσικό αέριο είναι μακράν η πιο σημαντική πρώτη ύλη και, επομένως, το κόστος παρασκευής θα έπρεπε πιθανότατα επίσης να προσαρμοστεί για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 21. Στο πλαίσιο αυτής της ενδιάμεσης επανεξέτασης, δεν υπήρξαν διαθέσιμα στοιχεία για την ορθή ποσοτικοποίηση αυτής της προσαρμογής και για τον προσδιορισμό των εξόδων ΓΔΕΠ και των αντίστοιχων περιθωρίων κέρδους από την πώληση αυτών των προϊόντων μετά από την εν λόγω προσαρμογή. Επομένως, τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος προσδιορίστηκαν δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού βάσει μιας εύλογης μεθόδου.

(42)

Ως προς αυτό, ελήφθησαν υπόψη τα ευρέως διαθέσιμα στοιχεία μεγάλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον επιχειρηματικό τομέα των αζωτούχων λιπασμάτων. Διαπιστώθηκε ότι τα αντίστοιχα στοιχεία από παραγωγούς της Βόρειας Αμερικής (ΗΠΑ και Καναδάς) θα ήταν τα πλέον κατάλληλα για τον σκοπό της έρευνας, δεδομένου ότι σε αυτήν την περιοχή του κόσμου υπάρχουν πολλά διαθέσιμα αξιόπιστα και πλήρη δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία εισηγμένων εταιρειών. Επιπλέον, η αγορά της Βόρειας Αμερικής παρουσιάζει σημαντικό όγκο εγχώριων πωλήσεων και αυξημένο επίπεδο ανταγωνισμού τόσο από εγχώριες όσο και από αλλοδαπές εταιρείες. Επομένως, τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος προσδιορίστηκαν βάσει των μέσων σταθμισμένων εξόδων ΓΔΕΠ και του κέρδους τριών βορειοαμερικανών παραγωγών που συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών στον τομέα των λιπασμάτων, σε σχέση με τις πωλήσεις στη Βόρεια Αμερική της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων τους (αζωτούχα λιπάσματα). Αυτοί οι τρεις παραγωγοί θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικοί του κλάδου των αζωτούχων λιπασμάτων (κατά μέσο όρο πάνω από το 78,15 % του κύκλου εργασιών του εταιρικού/επιχειρηματικού τομέα), ενώ τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος τους θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικά του ίδιου τύπου εξόδων που συνήθως βαρύνουν εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται με επιτυχία σε αυτόν τον επιχειρηματικό τομέα. Επιπλέον, δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι το ποσοστό κέρδους που προσδιορίστηκε με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει το κέρδος που κανονικά πραγματοποιούν οι ρώσοι παραγωγοί από την πώληση προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά τους.

3.   Τιμή εξαγωγής

(43)

Όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 13, ο αιτών δεν είχε εξαγωγικές πωλήσεις ΟΝΑ προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Επομένως, για τους λόγους που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 17, θεωρήθηκε σωστό να εξεταστεί η συμπεριφορά τιμολογήσεων του αιτούντα σε άλλες εξαγωγικές αγορές προκειμένου να υπολογιστεί το περιθώριο ντάμπινγκ. Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, οι ΗΠΑ θεωρήθηκαν κατάλληλη αγορά για λόγους σύγκρισης, αφού αποτελούσαν την κύρια εξαγωγική αγορά του αιτούντα, με ποσοστό εξαγωγικών πωλήσεων πάνω από 70 % κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ.

(44)

Κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν σχολίασε την επιλογή των ΗΠΑ ως της πλέον κατάλληλης αγοράς για λόγους σύγκρισης. Από την έρευνα επιβεβαιώθηκε ότι η αγορά των ΗΠΑ για ΟΝΑ είναι η πλέον κατάλληλη για λόγους σύγκρισης, αφού η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και οι ΗΠΑ αποτελούν τις δύο βασικές αγορές ΟΝΑ στον κόσμο, είναι δε συγκρίσιμες τόσο ως προς τον όγκο όσο και ως προς τις τιμές.

(45)

Δεδομένου ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις του αιτούντα προς τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ πραγματοποιούνται μέσω ενός συνδεδεμένου εμπόρου με έδρα την Ελβετία, η τιμή εξαγωγής έπρεπε να καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, η τιμή εξαγωγής κατασκευάστηκε με βάση τις τιμές που πληρώνονται πραγματικά ή είναι πληρωτέες προς τον αιτούντα από τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στις ΗΠΑ, την κύρια εξαγωγική αγορά του. Από αυτές τις τιμές αφαιρέθηκε μια εκτιμώμενη προμήθεια που αντιστοιχεί στην προσαύξηση του συνδεδεμένου εμπόρου, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως πράκτορας που ενεργεί βάσει προμήθειας.

4.   Σύγκριση

(46)

Η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής συγκρίθηκαν σε επίπεδο τιμών ex-works (εκ του εργοστασίου). Προκειμένου να διασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, έγιναν οι κατάλληλες προσαρμογές ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διαφορές που επιδρούν στις τιμές και στη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Τέτοιου είδους προσαρμογές έγιναν και για τις διαφορές στα έξοδα μεταφοράς, χειρισμού, φόρτωσης και άλλα παρεπόμενα έξοδα, ανάλογα με την περίπτωση και όπου ήταν δυνατόν να επαληθευτούν με αποδεικτικά στοιχεία.

5.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(47)

Το περιθώριο ντάμπινγκ διαπιστώθηκε με βάση τη σύγκριση μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με μια σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού.

(48)

Η σύγκριση κατέδειξε περιθώριο ντάμπινγκ 33,95 %, εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Βόρειας Αμερικής, πριν από την καταβολή δασμού.

6.   Διαρκής χαρακτήρας των περιστάσεων που ίσχυαν κατά την ΠΕΕ

(49)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε εάν οι περιστάσεις βάσει των οποίων υπολογίστηκε το τρέχον περιθώριο ντάμπινγκ έχουν αλλάξει και εάν αυτή η αλλαγή έχει διαρκή χαρακτήρα.

(50)

Δεν υπήρξαν ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η κανονική αξία ή η τιμή εξαγωγής που ορίστηκε για τον αιτούντα στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει διαρκή χαρακτήρα. Παρά το ότι θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι η εξέλιξη των τιμών του φυσικού αερίου ως κυριότερης πρώτης ύλης θα μπορούσε να έχει σημαντική επίδραση στην κανονική αξία, θεωρήθηκε ότι το αποτέλεσμα μιας αύξησης τιμής θα επηρέαζε όλους τους παράγοντες της αγοράς και ως εκ τούτου θα είχε αντίκτυπο τόσο στην κανονική τιμή όσο και στην τιμή εξαγωγής.

(51)

Η τιμή εξαγωγής του αιτούντος προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, σημαντικότερης εξαγωγικής αγοράς του αιτούντος, κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ διαπιστώθηκε ότι ήταν παρόμοια με εκείνη των εξαγωγών του προς άλλες χώρες.

(52)

Κατά συνέπεια, υφίστανται λόγοι σύμφωνα με τους οποίους δύναται να θεωρηθεί ότι το διαπιστωθέν περιθώριο ντάμπινγκ βασίζεται σε μεταβαλλόμενες περιστάσεις με διαρκή χαρακτήρα.

(53)

Επιπλέον, η παρούσα επανεξέταση δεν αποκάλυψε καμία ένδειξη ή αποδεικτικό στοιχείο ως προς το ότι οι περιστάσεις βάσει των οποίων προσδιορίστηκε το επίπεδο εξάλειψης ζημίας κατά την αρχική έρευνα πρόκειται να αλλάξουν σημαντικά στο άμεσο μέλλον.

(54)

Σχετικά με αυτό, σημειώνεται ότι παρά το ότι οι περιστάσεις επί των οποίων στηρίχτηκε ο προσδιορισμός του ντάμπινγκ άλλαξαν από τη χρονική στιγμή επιβολής των οριστικών δασμών, που κατέληξε σε υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ σε σύγκριση με την αρχική ΠΕ και παρά το ότι υφίστανται λόγοι σύμφωνα με τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε βασίζεται σε μεταβαλλόμενες περιστάσεις με διαρκή χαρακτήρα, το επίπεδο του ισχύοντος δασμού αντιντάμπινγκ θα πρέπει να παραμείνει ως έχει. Όντως, όπως αναφέρεται περαιτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56, οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ επιβλήθηκαν στο επίπεδο που απαιτείται για την εξάλειψη της ζημίας, όπως διαπιστώθηκε κατά την αρχική έρευνα.

Δ.   ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

(55)

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και την αιτιολογική σκέψη 49 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1995/2000 του Συμβουλίου, ο οριστικός δασμός στην αρχική έρευνα προσδιορίστηκε στο επίπεδο του διαπιστωθέντος περιθωρίου ζημίας, το οποίο ήταν χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ διότι θεωρήθηκε ότι ο εν λόγω χαμηλότερος δασμός θα επαρκούσε για να εξαλείψει τη ζημία που προκαλείται στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Υπό το πρίσμα των παραπάνω, ο δασμός που καθορίστηκε στην παρούσα επανεξέταση δεν πρέπει να είναι υψηλότερος από το περιθώριο ζημίας που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα.

(56)

Η παρούσα μερική ενδιάμεση επανεξέταση δεν μπορεί να καθορίσει ξεχωριστό περιθώριο ζημίας, καθώς περιορίζεται στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα. Επομένως, το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε στην παρούσα επανεξέταση συγκρίθηκε με το περιθώριο ζημίας που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα. Δεδομένου ότι το περιθώριο ζημίας ήταν χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε στην παρούσα έρευνα, αυτή η επανεξέταση πρέπει να περατωθεί χωρίς τροποποίηση των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ.

E.   ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

(57)

Ο αιτών εξέφρασε το ενδιαφέρον για την πρόταση ανάληψης υποχρεώσεων, χωρίς ωστόσο να υποβάλει επαρκώς τεκμηριωμένη προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια η Επιτροπή δεν ηδύνατο να αποδεχτεί προσφορές ανάληψης υποχρεώσεων. Εντούτοις, θεωρείται ότι η πολυπλοκότητα αρκετών ζητημάτων, όπως: 1. το ευμετάβλητο της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος, η οποία θα απαιτούσε κάποια μορφή τιμαριθμικής προσαρμογής των ελαχίστων τιμών, ενώ συγχρόνως ο ευμετάβλητος χαρακτήρας δεν εξηγείται επαρκώς από τους βασικούς παράγοντες κόστους, και 2. η ιδιάζουσα κατάσταση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος (μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι δεν υπήρξαν εισαγωγές από τον εξαγωγέα υποκείμενες στην παρούσα επανεξέταση κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ) τονίζει την ανάγκη να εξεταστεί περαιτέρω κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρξει ανάληψη υποχρεώσεων που να συνδυάζει μια ελάχιστη τιμαριθμικά προσαρμοζόμενη τιμή και μια ποσοτική οροφή.

(58)

Όπως προαναφέρθηκε, λόγω αυτής της πολυπλοκότητας, ο αιτών δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσει μια αποδεκτή προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Συμβούλιο θεωρεί ότι πρέπει να επιτραπεί στον αιτούντα κατ’ εξαίρεση να ολοκληρώσει την προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων μετά από την προαναφερόμενη προθεσμία, αλλά εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

ΣΤ.   ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

(59)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η παρούσα επανεξέταση και να διατηρηθεί ο ισχύων δασμός αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που παράγει ο αιτών. Σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη δόθηκε η δυνατότητα σχολιασμού. Τα σχόλιά τους ελήφθησαν υπόψη εφόσον ήταν τεκμηριωμένα και υποστηριζόμενα από αποδεικτικά στοιχεία,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο μόνο

Η μερική ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου σε υδατικό ή αμμωνιακό διάλυμα καταγωγής Ρωσίας που κατατάσσονται επί του παρόντος στον κωδικό ΣΟ 3102 80 00, η οποία κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, περατώνεται χωρίς τροποποίηση των ισχυόντων δασμών.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα του τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. RUPEL


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 238 της 22.9.2000, σ. 15. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1675/2003 (ΕΕ L 238 της 25.9.2003, σ. 4).

(3)  ΕΕ L 365 της 21.12.2006, σ. 26.

(4)  ΕΕ C 311 της 19.12.2006, σ. 51.


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/22


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 239/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαρτίου 2008

για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινώς επιβληθέντος δασμού σε εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm (οπτάνθρακας 80+) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (στο εξής ο «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή ύστερα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

(1)

Στις 20 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση (2) για την κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Κοινότητα τεμαχίων οπτάνθρακα με μια διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm («οπτάνθρακας 80+») καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας («ΛΔΚ»). Στις 19 Σεπτεμβρίου 2007 η Επιτροπή, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1071/2007 (3) («ο προσωρινός κανονισμός»), επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές οπτάνθρακα 80+ καταγωγής ΛΔΚ.

(2)

Σημειώνεται ότι η διαδικασία κινήθηκε ύστερα από καταγγελία που υποβλήθηκε από τρεις κοινοτικούς παραγωγούς, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 40 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής οπτάνθρακα 80+. Σημειώνεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 2 του προσωρινού κανονισμού αναφέρεται ένας μειωμένος αριθμός «περισσότερο από 30 %»· ωστόσο, ύστερα από περαιτέρω έρευνα, διαπιστώθηκε ότι οι καταγγέλλοντες αντιπροσώπευαν στην πραγματικότητα περίπου το 40 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής.

(3)

Όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 12 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυπτε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2006 («περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Όσον αφορά τις τάσεις σχετικά με την εκτίμηση της ζημίας, η Επιτροπή ανέλυσε τα στοιχεία που καλύπτουν την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως το τέλος της ΠΕ («εξεταζόμενη περίοδος»).

B.   ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(4)

Μετά την επιβολή των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές οπτάνθρακα 80+ καταγωγής ΛΔΚ, διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν σχόλια γραπτώς. Τα μέρη τα οποία το ζήτησαν, έγιναν επίσης δεκτά σε ακρόαση.

(5)

Η Επιτροπή εξακολούθησε να αναζητεί και να επαληθεύει όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τα οριστικά της συμπεράσματα. Ειδικότερα, η Επιτροπή ενέτεινε την έρευνα όσον αφορά τις πτυχές που αφορούν το συμφέρον της Κοινότητας. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκε πρόσθετος επιτόπιος έλεγχος μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων στην ακόλουθη επιχείρηση:

La Fonte Ardennaise, Vivier-Au-Court, Γαλλία –χρήστης στην Κοινότητα.

(6)

Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε επίσκεψη συλλογής πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση Χυτηρίων (CAEF) στο Ντίσελντορφ, Γερμανία. Με σκοπό να διευκρινιστούν ορισμένοι ισχυρισμοί για προβλήματα εφαρμογής, πραγματοποιήθηκε επίσης επίσκεψη στις τελωνειακές αρχές στην Αμβέρσα, Βέλγιο καθώς επίσης και στο Duisburg, Γερμανία.

(7)

Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό, βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθούν η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές οπτάνθρακα 80+ καταγωγής ΛΔΚ και η οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού. Επίσης, τους παραχωρήθηκε προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μετά την εν λόγω κοινοποίηση.

(8)

Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, τα συμπεράσματα τροποποιήθηκαν ανάλογα.

Γ.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

(9)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 17 του προσωρινού κανονισμού.

(10)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, συνάγεται οριστικά το συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση προϊόν και ο οπτάνθρακας 80+ που παράγεται και πωλείται στην ανάλογη χώρα, τις ΗΠΑ, καθώς επίσης και αυτό που παράγεται και πωλείται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην κοινοτική αγορά είναι ομοειδή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Δ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(11)

Ελλείψει σχολίων σχετικά με το επίπεδο συνεργασίας, την επιλογή της ανάλογης χώρας και τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 28 του προσωρινού κανονισμού.

(12)

Σε σχέση με τη σύγκριση τιμών, ο μόνος συνεργαζόμενος εξαγωγέας αντιτέθηκε στην απόρριψη από την Επιτροπή της αξίωσής του σχετικά με το πρόσθετο κοσκίνισμα στον υπολογισμό της πρακτικής ντάμπινγκ, υποστηρίζοντας ότι μια παρόμοια αξίωση είχε ληφθεί υπόψη για τους υπολογισμούς της ζημίας. Ως εκ τούτου, η αξίωση έγινε αποδεκτή και επήλθε πρόσθετη προσαρμογή της κανονικής αξίας.

(13)

Η εκτίμηση της αξίας της προσαρμογής που έγινε για διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά, σε προσωρινή φάση, αναθεωρήθηκε για να απεικονίζεται η αξία των διαφορών στους δείκτες θερμαντικής αξίας και στο μέγεθος ανάμεσα στο προϊόν που παράγεται στην ανάλογη χώρα και το κινέζικο εξαγόμενο προϊόν.

(14)

Ελλείψει άλλων σχετικών παρατηρήσεων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 31 του προσωρινού κανονισμού.

(15)

Το οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση τη σύγκριση μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας «εκ του εργοστασίου» με μια σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής «εκ του εργοστασίου», σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού. Μετά την εφαρμογή των προσαρμογών που αναφέρονται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13, το αναθεωρημένο οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ σε επίπεδο χώρας, εκφραζόμενο ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την πληρωμή των δασμών, είναι 61,8 %.

Ε.   ΖΗΜΙΑ

1.   Κοινοτική παραγωγή και κοινοτικός κλάδος παραγωγής

(16)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τον ορισμό της κοινοτικής παραγωγής και του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 34 και 35 του προσωρινού κανονισμού.

2.   Κοινοτική κατανάλωση

(17)

Όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 36 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή συνέχισε την έρευνά της, ιδίως όσον αφορά ένα στοιχείο της κοινοτικής κατανάλωσης, δηλαδή τους όγκους εισαγωγών κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Ωστόσο, καμία νέα και τεκμηριωμένη πληροφορία δεν προέκυψε για το εν λόγω ζήτημα. Επομένως, και ελλείψει επιχειρημάτων από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος που να αμφισβητούν τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της κοινοτικής κατανάλωσης, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 του προσωρινού κανονισμού.

3.   Εισαγωγές από την ενδιαφερόμενη χώρα

α)   Όγκος και μερίδιο αγοράς των υπό εξέταση εισαγωγών· τιμές εισαγωγών

(18)

Όπως ορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 41 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή συνέχισε την έρευνά της για τους όγκους και τις τιμές εισαγωγών κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Σημειώνεται ότι υπήρξε ένα τυπογραφικό λάθος στην αιτιολογική σκέψη 42 του προσωρινού κανονισμού, αφού οι τιμές μειώθηκαν κατά 43 % από το 2004 έως την ΠΕ και όχι κατά 35 %, όπως δηλώνεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη.

(19)

Ωστόσο, καμία νέα και τεκμηριωμένη πληροφορία δεν προέκυψε σχετικά με τους όγκους και τις τιμές εισαγωγών. Επομένως, και ελλείψει επιχειρημάτων από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος που να αμφισβητούν τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του όγκου και των τιμών των εν λόγω εισαγωγών, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 42 του προσωρινού κανονισμού.

β)   Υποτιμολόγηση

(20)

Ο συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας και ένας χρήστης υποστήριξαν ότι, για να πραγματοποιηθεί ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης σε δίκαιη βάση, όταν συγκρίνονται οι τιμές που χρεώνονται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής για το ομοειδές προϊόν και οι τιμές εισαγωγής του εν λόγω προϊόντος, πρέπει να γίνεται προσαρμογή για τις διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη, ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί υποστήριξαν ότι, ενώ σε μια υποθετική περίπτωση ο οπτάνθρακας 80+ από ορισμένους κοινοτικούς παραγωγούς μπορεί να επιτρέψει μια υψηλότερη τιμή βασισμένη σε συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, από τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στην Επιτροπή συνάγεται ότι οι χρήστες δεν καταβάλλουν υψηλότερη τιμή για τα αποκαλούμενα καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον συμπιεσμένων τιμών που οφείλονται σε υπερβολικό ντάμπινγκ. Αντίθετα, σύμφωνα με τους εν λόγω κοινοτικούς παραγωγούς, οι αποφάσεις των χρηστών όσον αφορά τις αγορές βασίζονται αποκλειστικά στην προσφερόμενη τιμή για το κινέζικο προϊόν. Επομένως, δεν επιτρέπονται προσαρμογές για τις διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά. Εντούτοις, δεδομένου ότι από τις επαληθευμένες πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη προκύπτει ότι υπάρχουν διαφορές του ομοειδούς προϊόντος και του εν λόγω προϊόντος όσον αφορά την περιεκτικότητα σε υγρασία, τέφρα, πτητικό υλικό και θείο, που υπό κανονικές συνθήκες στην αγορά θα μπορούσε να αναμένεται να έχουν επίδραση στις τιμές, η αξίωση του συνεργαζόμενου κινέζου παραγωγού και του χρήστη έγινε αποδεκτή και επήλθε μια πρόσθετη προσαρμογή για να ληφθούν υπόψη αυτές οι διαφορές.

(21)

Επιπλέον, προκειμένου να συγκριθούν το εν λόγω προϊόν και ο οπτάνθρακας 80+ που παράγεται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στο ίδιο εμπορικό στάδιο, επιπλέον αυτού του κόστους μετά την εισαγωγή, το οποίο έφεραν οι εισαγωγείς στην Κοινότητα που αναφέρονται στην αιτιολογική παράγραφο 43 του προσωρινού κανονισμού, έγινε προσαρμογή στον υπολογισμό της υποτιμολόγησης και όσον αφορά το κόστος εκφόρτωσης. Για λόγους σαφήνειας, αναφέρεται επίσης ότι έγινε μια προσαρμογή για το περιθώριο κέρδους των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων στον υπολογισμό της υποτιμολόγησης ήδη κατά το προσωρινό στάδιο, αν και δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στην αιτιολογική σκέψη 43 του προσωρινού κανονισμού. Αυτή η προσαρμογή έγινε βάσει της επαληθευμένης αποδοτικότητας που αναφέρεται από το συνεργαζόμενο μη συνδεδεμένο εισαγωγέα κατά τη διάρκεια της ΠΕ, που είναι της τάξης του 5-10 % (4).

(22)

Το προσωρινό όριο υποτιμολόγησης για τη ΛΔΚ τροποποιήθηκε αναλόγως και συμπεραίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της ΠΕ, το εν λόγω προϊόν καταγωγής ΛΔΚ πωλήθηκε στην Κοινότητα σε τιμές που ήταν κατά 5,7 % χαμηλότερες των τιμών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όταν εκφράζονται ως ποσοστό των τελευταίων.

4.   Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(23)

Ελλείψει νέων και τεκμηριωμένων πληροφοριών ή επιχειρημάτων σχετικά με την παραγωγή, την παραγωγική ικανότητα και τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, τον όγκο πωλήσεων, το μερίδιο αγοράς, την αύξηση, τα αποθέματα, τις επενδύσεις και το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα στις αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 50, 53 έως 54 και 60 έως 61 του προσωρινού κανονισμού.

α)   Τιμές πωλήσεων στην Κοινότητα

(24)

Οι τιμές πωλήσεων στην Κοινότητα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 51 του προσωρινού κανονισμού διορθώθηκαν και παρουσιάζονται στον πίνακα κατωτέρω. Οι μικρές αναθεωρήσεις δεν έχουν επιπτώσεις στα συμπεράσματα που συνάγονται όσον αφορά τις κοινοτικές τιμές πωλήσεων στις αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52 του προσωρινού κανονισμού.

 

2003

2004

2005

ΠΕ

Τιμή μονάδας στην αγορά ΕΚ

(EUR/τόνο)

154

191

243

198

Δείκτης (2003 = 100)

100

124

158

129

β)   Αποδοτικότητα, απόδοση των επενδύσεων, ταμειακές ροές και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(25)

Ο υπολογισμός των στοιχείων αποδοτικότητας όπως καθορίζεται στον προσωρινό κανονισμό αναθεωρήθηκε, ενώ διορθώθηκε και ένα σφάλμα. Τα σωστά στοιχεία που παρουσιάζονται στον πίνακα κατωτέρω δεν έχουν επιπτώσεις στα συμπεράσματα σχετικά με τη γενική τάση της εξέλιξης της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, παρ’ ότι δίνουν μια ακόμα πιο άσχημη εικόνα της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής: Η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε δραματικά από 16,2 % το 2005 σε – 3,8 % κατά την ΠΕ. Σε συνέχεια αυτής της διόρθωσης προσαρμόστηκαν επίσης τα στοιχεία για την απόδοση των επενδύσεων (ΑΕ), εκφραζόμενης ως ποσοστιαίο κέρδος της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων. Τα αριθμητικά στοιχεία ταμειακών ροών παραμένουν οι ίδιοι όπως στον προσωρινό κανονισμό, αλλά παρουσιάζονται στον πίνακα κατωτέρω για λόγους σαφήνειας.

 

2003

2004

2005

ΠΕ

Αποδοτικότητα των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες

(% των καθαρών πωλήσεων)

8,1 %

15,0 %

16,2 %

–3,8 %

Δείκτης

(2003 = 100)

100

185

200

–47

ΑΕ (% κέρδος επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων)

2,2 %

19,2 %

13,3 %

–13,3 %

Δείκτης

(2003 = 100)

100

460

340

– 180

Ταμειακές ροές

(1 000 EUR)

17 641

13 633

34 600

4 669

Δείκτης

(2003 = 100)

100

77

196

26

(26)

Ελλείψει νέων παρατηρήσεων σχετικά με αυτό το συγκεκριμένο θέμα, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα στην αιτιολογική σκέψη 58 του προσωρινού κανονισμού σχετικά με την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

γ)   Απασχόληση, παραγωγικότητα και αμοιβές

(27)

Τα στοιχεία παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 59 του προσωρινού κανονισμού διορθώθηκαν επίσης και παρουσιάζονται στον πίνακα κατωτέρω. Τα διορθωμένα αριθμητικά στοιχεία δείχνουν ότι η παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, υπολογιζόμενη ως παραγωγή (σε τόνους) ανά απασχολούμενο άτομο ανά έτος, αυξήθηκε ελαφρώς από το 2003 έως την ΠΕ. Επίσης, για λόγους σαφήνειας, το ετήσιο εργατικό κόστος ανά εργαζόμενο παρατίθεται με πιο λεπτομερή στοιχεία απ’ ό,τι στον προσωρινό κανονισμό.

 

2003

2004

2005

ΠΕ

Αριθμός εργαζομένων

680

754

734

767

Δείκτης

(2003 = 100)

100

111

108

113

Παραγωγικότητα (τόνοι/εργαζόμενο)

1 211

1 348

1 299

1 266

Δείκτης

(2003 = 100)

100

111

107

105

Ετήσιο εργατικό κόστος ανά απασχολούμενο

(EUR)

28 096

27 784

29 453

30 502

Δείκτης

(2003 = 100)

100

99

105

109

5.   Συμπέρασμα για τη ζημία

(28)

Μετά την κοινοποίηση του προσωρινού κανονισμού, ένας χρήστης ισχυρίστηκε, με αναφορά στις αιτιολογικές σκέψεις 64 και 67 του προσωρινού κανονισμού, ότι η Επιτροπή είχε βασίσει τα προσωρινά συμπεράσματά της για τη ζημία –και συνεπώς επίσης την αιτιολογία– αποκλειστικά στη σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αρνητική ανάπτυξη ορισμένων δεικτών της αγοράς κατά τη διάρκεια μιας πολύ σύντομης χρονικής περιόδου, αντί στην αξιολόγηση της ζημίας για μία περίοδο τριών έως τεσσάρων ετών, όπως ήταν η κοινή πρακτική. Ο χρήστης βάσισε αυτό το επιχείρημα στην υπόθεση ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν υφίστατο οποιαδήποτε ζημία έως το τέλος του 2005, δεδομένου ότι η λήξη των προηγούμενων μέτρων επιτράπηκε στο τέλος του 2005. Δεδομένου ότι η ΠΕ τελείωσε τον Σεπτέμβριο του 2006, αυτό σημαίνει ότι η επιζήμια κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα είχε διαμορφωθεί μόνο κατά τη διάρκεια μερικών μηνών το 2006.

(29)

Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς σημειώνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 64 του προσωρινού κανονισμού, όπου γίνεται αναφορά στην εξέλιξη ορισμένων δεικτών ζημίας από το 2005 έως την ΠΕ, πρέπει να ειδωθεί σε συνδυασμό με την προηγούμενη αιτιολογική σκέψη 63, όπου σχολιάζεται η εξέλιξη των δεικτών ζημίας έως το 2005. Από αυτές τις αιτιολογικές σκέψεις του προσωρινού κανονισμού σχετικά με τους δείκτες ζημίας καθίσταται σαφές ότι η Επιτροπή ακολούθησε τη συνηθισμένη πρακτική της και εξέτασε την εξέλιξη των δεικτών ζημίας για περίοδο σχεδόν τεσσάρων ετών, δηλαδή, από την αρχή του 2003 έως τον Σεπτέμβριο του 2006. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 63, το 2004 ήταν ένα εξαιρετικό έτος για την αγορά οπτάνθρακα 80+, ως αποτέλεσμα του χαμηλού ανεφοδιασμού στην αγορά λόγω των χαμηλών εισαγωγών από τη ΛΔΚ και το κλείσιμο ορισμένων εγκαταστάσεων που παρήγαγαν προηγουμένως οπτάνθρακα 80+ στην Κοινότητα. Η εξαιρετική φύση της κατάστασης στην αγορά το 2004, που απεικονίστηκε επίσης στους δείκτες του επόμενου έτους, δεν έχει αμφισβητηθεί από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος. Ακριβώς λόγω της εξαιρετικής φύσης αυτών των μέγιστων τιμών που σημειώθηκαν το 2004 και 2005, η Επιτροπή, στην περίπτωση αυτή, όφειλε να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην εξέλιξη των δεικτών ζημίας από το 2003 έως την ΠΕ. Υπενθυμίζεται ότι οι κύριοι οικονομικοί δείκτες, ιδίως η αποδοτικότητα, σημείωσαν δραματική πτώση, όχι μόνο από το 2005 έως την ΠΕ αλλά και σε σύγκριση με την περίοδο από το 2003 έως την ΠΕ.

(30)

Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εξαγωγή οποιωνδήποτε συμπερασμάτων, ως προς την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο τέλος του 2005, από το γεγονός ότι οι παραγωγοί στην Κοινότητα δεν έδωσαν συνέχεια με την υποβολή αίτησης επανεξέτασης ενόψει της λήξης των προηγούμενων μέτρων, θα ήταν καθαρώς υποθετική.

(31)

Επομένως, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή έχει αναλύσει την εικόνα σχετικά με τις ζημίες μόνο σε σχέση με μερικούς μήνες το 2006 θα πρέπει να απορριφθεί.

(32)

Οι ανωτέρω αναθεωρημένοι παράγοντες, δηλαδή η αποδοτικότητα, η απόδοση της επένδυσης και η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, δεν επηρεάζουν τις τάσεις όπως αναφέρονται στον προσωρινό κανονισμό. Επίσης το αναθεωρημένο περιθώριο υποτιμολόγησης παρέμεινε σαφώς πάνω από το ελάχιστο επίπεδο. Βάσει αυτών των στοιχείων, θεωρείται ότι δεν αλλάζουν τα συμπεράσματα σχετικά με τη σημαντική ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, όπως ορίζεται στον κανονισμό περί προσωρινού δασμού. Επομένως επιβεβαιώνονται, ελλείψει νέων και τεκμηριωμένων πληροφοριών ή επιχειρημάτων.

ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1.   Συνέπειες των εισαγωγών ντάμπινγκ

(33)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22, συνάγεται οριστικά το συμπέρασμα ότι κατά τη διάρκεια της ΠΕ, οι μέσες τιμές των εισαγωγών από τη ΛΔΚ είναι χαμηλότερες των μέσων τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 5,7 %. Η αναθεώρηση του περιθωρίου υποτιμολόγησης δεν επηρεάζει τα συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 69 του προσωρινού κανονισμού.

2.   Διακυμάνσεις της τιμής συναλλάγματος

(34)

Ένας χρήστης ισχυρίστηκε ότι οι εξελίξεις στην αγορά μετά την ΠΕ έδειξαν ότι η κατάσταση που επικρατούσε κατά την ΠΕ ήταν εξαιρετικής φύσης και ότι οι τιμές άρχισαν να ανέρχονται και πάλι μετά την ΠΕ. Ο εν λόγω χρήστης ισχυρίστηκε ότι η προσωρινή πτώση των τιμών κατά την ΠΕ οφείλετο σε μεγάλο βαθμό στη μη συμφέρουσα τιμή συναλλάγματος από το δολάριο ΗΠΑ σε ευρώ στις παγκόσμιες αγορές, και στη δυσκολία προσαρμογής των τιμών, οι οποίες υπόκεινται σε ετήσια διαπραγμάτευση, στη νέα νομισματική κατάσταση. Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι η έρευνα έχει δείξει ότι οι τιμές πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών εντός της ΕΕ εκφράζονται γενικά όχι σε δολάρια ΗΠΑ αλλά σε ευρώ ή άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα. Επιπλέον, η διαμόρφωση μετά την ΠΕ υψηλότερων τιμών, όπως ισχυρίζεται ο εν λόγω χρήστης, που θα συνέπιπτε με ένα ακόμα πιο αδύνατο δολάριο ΗΠΑ σε σύγκριση με το ευρώ, δεν στηρίζει τη λογική του επιχειρήματος ότι η πτώση των τιμών οπτάνθρακα 80+ προκλήθηκε από μια αρνητική τάση συναλλαγματικής ισοτιμίας δολαρίου ΗΠΑ και ευρώ.

3.   Αυτοπροκληθείσα ζημία

(35)

Ένας χρήστης ανέφερε ότι η υποτιθέμενη ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που προκλήθηκε από τις μειωμένες τιμές οφείλετο κυρίως στην επιθετική πολιτική τιμολόγησης που εφάρμοσαν ορισμένοι ευρωπαίοι παραγωγοί που πωλούσαν σε τιμές κάτω από τις κινέζικες τιμές εισαγωγών. Εντούτοις, από την έρευνα δεν στοιχειοθετείται μια γενική «επιθετική πολιτική τιμολόγησης» μεταξύ ορισμένων ευρωπαίων παραγωγών. Διαπιστώθηκε ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών πραγματοποιείται κυρίως σε περιφερειακές αγορές και όχι σε κοινοτικό επίπεδο, δεδομένου ότι λόγω των σημαντικών εξόδων μεταφοράς οι παραγωγοί πωλούν συνήθως στη γεωγραφική εγγύτητά τους. Επομένως, οι χαμηλότερες τιμές που ενδεχομένως χρεώνονται από μερικούς παραγωγούς δεν προκάλεσαν ζημία σε άλλους ευρωπαίους παραγωγούς. Επιπλέον, το γεγονός ότι υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ ορισμένων ευρωπαίων παραγωγών δεν σημαίνει ότι οι κινεζικές τιμές εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ δεν έχουν αναγκάσει αυτούς τους παραγωγούς να υπερμειοδοτούν ο ένας έναντι του άλλου σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι θα έκαναν σε μια κατάσταση θεμιτού ανταγωνισμού από τους κινέζους παραγωγούς, πωλώντας έτσι σε μη βιώσιμες τιμές.

(36)

Αυτός ο χρήστης υποστήριξε επίσης ότι το μεγαλύτερο μερίδιο της αύξησης στην κατανάλωση από το 2003 έως την ΠΕ το καρπώθηκαν οι κοινοτικοί παραγωγοί και όχι οι κινεζικές εισαγωγές. Ενώ αυτό μπορεί να ισχύει σε απόλυτους, δεν ισχύει σε σχετικούς όρους: η έρευνα έδειξε ότι οι κινέζικες εισαγωγές, που είχαν ένα μερίδιο αγοράς 24 % το 2003, καρπώθηκαν σχεδόν το ήμισυ της αύξησης στην κατανάλωση από το 2003 έως την ΠΕ.

(37)

Ο ίδιος χρήστης επίσης βεβαίωσε ότι σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης κατανάλωσης, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να αυξήσει το μερίδιο του στην αγορά επειδή δεν αύξησε την παραγωγική ικανότητά του. Επομένως, η αύξηση στην κοινοτική κατανάλωση έπρεπε να καλυφθεί από κινέζικες εισαγωγές. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν αύξησε την παραγωγική του ικανότητα στον ίδιο ρυθμό με την αυξανόμενη κατανάλωση μπορεί να θεωρηθεί μάλλον συνέπεια του αβέβαιου επενδυτικού περιβάλλοντος που δημιουργείται από την πίεση τιμών από τις κινέζικες εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ παρά μια αιτία ζημίας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(38)

Σημειώνεται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε περίπου 120 000 τόνους εφεδρικής ικανότητας κατά τη διάρκεια της ΠΕ, η χρησιμοποίηση της οποίας δεν ήταν οικονομικά βιώσιμη λόγω της πίεσης των τιμών από τις κινέζικες εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επιπλέον, ένας κοινοτικός παραγωγός περιέκοψε την παραγωγή του σημαντικά από το 2005 έως την ΠΕ και σταμάτησε την παραγωγή οπτάνθρακα 80+ μετά την ΠΕ. Η συγκεκριμένη φύση αυτής της βιομηχανίας σημαίνει ότι η προσωρινή διακοπή της διαδικασίας παραγωγής καταστρέφει τον εξοπλισμό παραγωγής (φούρνοι) και η επανεκκίνηση θα απαιτούσε μεγάλες πρόσθετες επενδύσεις. Σε μια κατάσταση αγοράς που χαρακτηρίστηκε από σημαντική συμπίεση των τιμών, οικονομικά δεν είχε νόημα να επενδύσει κάποιος στην επανεκκίνηση κλειστών φούρνων ή στην κατασκευή νέων.

(39)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε επίσης ότι το αυξανόμενο εργατικό κόστος ήταν μια σημαντική αιτία για την υποτιθέμενη ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Εντούτοις, η έρευνα έχει δείξει ότι η γενική αύξηση του αριθμού των κοινοτικών εργαζομένων στον κλάδο αποδίδεται μόνο σε έναν παραγωγό, ο οποίος αύξησε παράλληλα την παραγωγικότητά του. Οι άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί κράτησαν το επίπεδο απασχόλησής τους σχετικά σταθερό παρά τη μείωση της παραγωγής. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τη φύση της διαδικασίας παραγωγής αυτού του κλάδου, όπου το προσωπικό που απαιτείται για τη διατήρηση της λειτουργίας της παραγωγικής υποδομής παραμένει πρακτικά αμετάβλητο, ανεξάρτητα από εάν η επιχείρηση λειτουργεί σε πλήρεις ή μειωμένους ρυθμούς παραγωγής, οδηγώντας στη μείωση της παραγωγικότητας σύμφωνα με την παραγωγή.

(40)

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν μερικοί κοινοτικοί παραγωγοί αντιμετώπισαν αναίτια υψηλό εργατικό κόστος κατά τη μείωση της παραγωγής, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει σημαντική αιτία της ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη την ελάχιστη επίδραση που είχαν οι αλλαγές του εργατικού κόστους στη γενική αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Συγκεκριμένα, η αύξηση του εργατικού κόστους (1,8 εκατ. ευρώ) ευθύνεται για λιγότερο από 1 % της μείωσης της ποσοστιαίας μονάδας της γενικής αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η οποία έπεσε κατακόρυφα από 16,2 σε – 3,8 % από το 2005 έως την ΠΕ (μείωση των κερδών περίπου κατά 39 εκατ. ευρώ).

4.   Τιμές των πρώτων υλών φυσικά μειονεκτήματα όσον αφορά την πρόσβαση σε πρώτες ύλες

(41)

Όσον αφορά τις τιμές των πρώτων υλών όπως περαιτέρω περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 75 του προσωρινού κανονισμού, διαπιστώνεται ότι οι αναθεωρημένοι υπολογισμοί έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, η βασική πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή του οπτάνθρακα 80+, ο άνθρακας οπτανθρακοποίησης, αντιπροσώπευε περίπου 60 % του κόστους κατασκευής οπτάνθρακα 80+ του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(42)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι το αυξανόμενο κόστος της κύριας πρώτης ύλης, του άνθρακα οπτανθρακοποίησης, έπληξαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής σχετικά εντονότερα απ’ ό,τι την κινεζική βιομηχανία, λόγω της εύκολης πρόσβασης των τελευταίων στην πρώτη ύλη, καθιστώντας κατά συνέπεια τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής μη ανταγωνιστικό ακόμη και ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Όσον αφορά αυτό, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι, λαμβάνοντας υπόψη την πολύ περιορισμένη συνεργασία εκ μέρους των κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, κανένα γενικό συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ως προς τη δυνατότητα πρόσβασης στις πρώτες ύλες από τους κινέζικους παραγωγούς εξαγωγείς. Πρέπει επίσης να διαπιστωθεί ότι ένας κοινοτικός παραγωγός, ο οποίος έχει ένα σημαντικό μερίδιο της συνολικής κοινοτικής παραγωγής, χρησιμοποιεί τοπικά εξαγόμενο άνθρακα οπτανθρακοποίησης. Επιπλέον, όπως αναφέρεται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 76 του προσωρινού κανονισμού, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, έως την ΠΕ, μπορούσε να ενσωματώνει την αύξηση στις τιμές της πρώτης ύλης στις τιμές πωλήσεων. Επιπλέον, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες για την αγορά, η Κίνα προσφεύγει εν μέρει επίσης σε εισαγόμενες πρώτες ύλες, εισάγοντας αυτή την περίοδο σημαντικές ποσότητες άνθρακα οπτανθρακοποίησης από την Αυστραλία.

(43)

Ένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας είναι λανθασμένη, δεδομένου ότι αμφιβάλλει πώς ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, ο οποίος ήταν κερδοφόρος το 2003, θα μπορούσε να έχει απώλειες κατά τη διάρκεια της ΠΕ και δεν θα ήταν πλέον σε θέση να καλύψει το υψηλό κόστος των πρώτων υλών, ακόμα κι αν η αύξηση των τιμών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 2003 έως την ΠΕ ήταν πολύ σημαντικότερη από τον αντίκτυπο της αύξησης στις τιμές της πρώτης ύλης.

(44)

Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι, ενώ είναι αλήθεια ότι οι τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν υψηλότερες κατά τη διάρκεια της ΠΕ σε σχέση με το 2003 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51 του προσωρινού κανονισμού), οι τιμές της πρώτης ύλης, που είναι το κύριο συστατικό του κόστους παραγωγής, ήταν αναλογικά ακόμη υψηλότερες (βλέπε αιτιολογική σκέψη 75 του προσωρινού κανονισμού καθώς επίσης και την αιτιολογική σκέψη 41 ανωτέρω). Επομένως, ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

5.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

(45)

Ελλείψει νέων και τεκμηριωμένων πληροφοριών ή επιχειρημάτων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 80 του προσωρινού κανονισμού, με εξαίρεση τις αναθεωρήσεις που έγιναν στις αιτιολογικές σκέψεις 67 και 75 όπως αναφέρθηκε προηγουμένως.

(46)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η προσωρινή διαπίστωση της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υλικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και των κινεζικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επιβεβαιώνονται.

Ζ.   ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

1.   Εξελίξεις μετά την περίοδο έρευνας

(47)

Έχουν υποβληθεί σχόλια σχετικά με την ανάγκη να ληφθούν υπόψη ορισμένες σημαντικές εξελίξεις μετά την ΠΕ, τόσο από ορισμένους κοινοτικούς παραγωγούς όσο και από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς εξαγωγείς και τους χρήστες. Αυτά τα σχόλια αφορούν ειδικότερα τις σημαντικές αυξήσεις της τιμής αγοράς του οπτάνθρακα 80+, όσον αφορά την τιμή των κινεζικών εισαγωγών καθώς και των τιμών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(48)

Τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αποδώσει την αύξηση των τιμών εισαγωγών κυρίως σε ορισμένα μέτρα που τέθηκαν πρόσφατα σε ισχύ από την κινεζική κυβέρνηση για να αποθαρρύνουν την εξαγωγή υλικών υψηλής έντασης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου του οπτάνθρακα, όπως η επιβολή φόρου εξαγωγής και η περιορισμένη χορήγηση αδειών εξαγωγής. Ένας χρήστης υποστήριξε ότι τα μέτρα αυτά είναι πιθανό να είναι μακράς διαρκείας λαμβάνοντας υπόψη τις διαρθρωτικές αλλαγές στην κινεζική πολιτική, όπου τα ημιπρωτογενή ενεργειακά προϊόντα κρατούνται για την εγχώρια αγορά ώστε να παραχθεί τοπικά πηγάζουσα προστιθέμενη αξία. Οι κοινοτικοί παραγωγοί, αφετέρου, έχουν βεβαιώσει ότι το τρέχον επίπεδο υψηλών τιμών είναι προσωρινό και μπορεί να υποστεί αλλαγές ανά πάσα στιγμή, κατά την αποκλειστική κρίση της κυβέρνησης της ΛΔΚ. Ο ίδιος χρήστης επίσης υποστήριξε ότι η αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών είναι αυτήν την περίοδο σε υψηλά επίπεδα λόγω των σημαντικά αυξημένων τιμών πωλήσεων μετά την περίοδο έρευνας. Σύμφωνα με αυτόν το χρήστη, οι τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής προβλέπεται να έχουν μια μακροπρόθεσμα ανοδική τάση λόγω της σημαντικής αύξησης στην κατανάλωση από τη βιομηχανία ορυκτοβάμβακα, της απουσίας αυξήσεων στην παραγωγική ικανότητα στην ΕΕ και, ειδικά, των μεγάλων αλλαγών στην κινεζική πολιτική που έχουν μειώσει σημαντικά τις εξαγωγές από τη ΛΔΚ.

(49)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό αυτού του χρήστη ότι η, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, μακράς διάρκειας ισχύς i) των περιορισμένων κινεζικών εξαγωγών και ii) του υψηλού επιπέδου αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ανατρέπει την αιτιολόγηση για την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι, ενώ είναι αλήθεια ότι η κινεζική κυβέρνηση έχει θεσπίσει μέτρα που αποθαρρύνουν την εξαγωγή υλικών έντασης ενέργειας, δεν υφίσταται καμία πληροφορία από την οποία να μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα για τη διάρκεια αυτών των μέτρων. Αντίθετα, η εμπειρία από το παρελθόν, ειδικότερα το 2004 και το 2005, έδειξε ότι η πολιτική επηρεασμού των εξαγωγών θα μπορούσε να αντιστραφεί μάλλον γρήγορα. Αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, πληροφορίες σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία που αφορούν περίοδο μεταγενέστερη της έρευνας, κανονικά, δεν λαμβάνονται υπόψη.

(50)

Οι σημαντικές αυξήσεις που παρατηρούνται στις τιμές των κινεζικών εισαγωγών οπτάνθρακα 80+, εντούτοις, αναγνωρίζονται στην αιτιολογική σκέψη 112 του προσωρινού κανονισμού και έχουν ληφθεί υπόψη στην επιλογή της ελάχιστης τιμής εισαγωγών («ΕΤΕ») ως μορφή του μέτρου. Η συνεχιζόμενη τάση υψηλών τιμών εισαγωγών πέρα από τα επιζήμια επίπεδα, και μετά τον προσωρινό κανονισμό, επιβεβαιώνεται από δημοσιευμένες εκθέσεις αγοράς καθώς και από πληροφορίες διαθέσιμες στην Επιτροπή σχετικά με τις εισαγωγές οπτάνθρακα 80+ από τη ΛΔΚ που πραγματοποιήθηκαν μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων. Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης στην επιλογή του προτεινόμενου οριστικού μέτρου, μιας ελάχιστης τιμής εισαγωγών, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 75 κατωτέρω.

(51)

Ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί υποστήριξαν ότι τα υψηλά επίπεδα τιμών εισαγωγών που παρατηρήθηκαν μετά την ΠΕ οφείλονταν επίσης στους θαλάσσιους ναύλους μεταφοράς χύδην φορτίου, οι οποίοι αυξήθηκαν σημαντικά μετά την ΠΕ, διογκώνοντας την τιμή CIF του υπό εξέταση προϊόντος. Υποστήριξαν ότι, αφού η ελάχιστη τιμή εισαγωγών καθορίζεται βάσει τιμής CIF, δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα των εισαγωγών σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεδομένου ότι οι τιμές εισαγωγών ικανοποιούν την ΕΤΕ όταν περιλαμβάνουν το θαλάσσιο ναύλο. Εν προκειμένω, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, οι πληροφορίες μετά την ΠΕ σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ, κανονικά, δεν λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον, οι εν λόγω κοινοτικοί παραγωγοί δεν κατάφεραν να στοιχειοθετήσουν τον τρόπο συνεκτίμησης, κατά την άποψή τους, των υποτιθέμενων αυξήσεων στους θαλάσσιους ναύλους.

(52)

Οι εν λόγω κοινοτικοί παραγωγοί υποστήριξαν επίσης ότι μια ΕΤΕ που βασίζεται στο κόστος της πρώτης ύλης κατά τη διάρκεια της ΠΕ δεν μπορεί να εξαλείψει επαρκώς τη ζημία που προκαλείται από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεδομένου ότι μια σημαντική αύξηση στους θαλάσσιους ναύλους μετά την ΠΕ θα είχε επιπτώσεις στο κόστος της κύριας πρώτης ύλης, τον άνθρακα για οπτανθρακοποίηση, ο οποίος προέρχεται κυρίως από το εξωτερικό. Εν προκειμένω, σημειώνεται και πάλι ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, οι πληροφορίες μετά την ΠΕ σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ, κανονικά, δεν λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον, οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν έχουν ποσοτικοποιήσει την επίδραση που θα είχε η υποτιθέμενη αύξηση των θαλάσσιων ναύλων στο κόστος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής οπτάνθρακα 80+, εκτός από την υποβολή ορισμένων δημοσιευμένων εκθέσεων αγοράς σχετικά με τους θαλάσσιους ναύλους. Από τους ναύλους όμως δεν μπορεί να υπολογιστεί με επαρκή ακρίβεια ο αντίκτυπος για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί αποκτούν την πρώτη ύλη τους από πολλές διαφορετικές πηγές και ότι ένας από τους σημαντικότερους κοινοτικούς παραγωγούς δεν θα επηρεαζόταν από τις αυξήσεις των θαλάσσιων ναύλων, δεδομένου ότι χρησιμοποιεί πρώτη ύλη που παράγεται τοπικά. Επομένως, το επιχείρημα των κοινοτικών παραγωγών πρέπει να απορριφθεί.

2.   Το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(53)

Εκτός από τα σχόλια σχετικά με τις εξελίξεις μετά την ΠΕ που αναφέρθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 47 έως 50, ένας χρήστης υποστήριξε επίσης ότι η ανάλυση του συμφέροντος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για την επιβολή μέτρων στηρίζεται αποκλειστικά στα συμπεράσματα σχετικά με την ΠΕ, χωρίς να αντικατοπτρίζεται ολόκληρη η περίοδος έρευνας των ζημιών. Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι η ανάλυση των πιθανών συνεπειών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από την επιβολή ή τη μη επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ συνάγεται από την ανάλυση ζημιών, την οποία, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29, διενήργησε η Επιτροπή σχετικά με την εξέλιξη των δεικτών της ζημίας κατά τη διάρκεια ολόκληρης της εξεταζόμενης περιόδου. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

(54)

Ελλείψει νέων και τεκμηριωμένων πληροφοριών ή επιχειρημάτων για το θέμα αυτό, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα που συνάγεται στις αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 84 του προσωρινού κανονισμού σχετικά με το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3.   Το συμφέρον των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων/εμπόρων στην Κοινότητα

(55)

Ελλείψει σχολίων από τους εισαγωγείς/εμπόρους, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 87 του προσωρινού κανονισμού.

4.   Το συμφέρον των χρηστών

α)   Παραγωγοί ορυκτοβάμβακα

(56)

Ελλείψει οιασδήποτε ουσιαστικής νέας πληροφορίας ή επιχειρήματος ως προς το συγκεκριμένο θέμα, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 89 έως 91 του προσωρινού κανονισμού. Συνεπώς, επιβεβαιώνεται επίσης ότι η επιβολή δασμού στο επίπεδο του περιθωρίου υποτιμολόγησης θα είχε πολύ περιορισμένη επίδραση στο κόστος παραγωγής του συνεργαζόμενου παραγωγού ορυκτοβάμβακα, με μια υποθετική μέγιστη αύξηση περίπου 1 %, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 98 του προσωρινού κανονισμού.

β)   Χυτήρια

(57)

Μετά το προσωρινό στάδιο, η Επιτροπή ενέτεινε την έρευνα όσον αφορά τον πιθανό αντίκτυπο των μέτρων στους χρήστες, ειδικότερα στα χυτήρια. Για το λόγο αυτό, ζητήθηκαν πρόσθετες πληροφορίες από την CAEF και τις εθνικές ενώσεις χυτηρίων. Οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν επιβεβαιώνουν την προσωρινή διαπίστωση, που βασίζεται στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο των χρηστών όπως αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 93 και 94 του προσωρινού κανονισμού, ότι η επίδραση του οπτάνθρακα 80+ στο συνολικό κόστος παραγωγής των χυτηρίων είναι σχετικά μέτρια. Ενώ το μερίδιο του οπτάνθρακα 80+ στο κόστος παραγωγής των χρηστών εξαρτάται από το προϊόν, διαπιστώθηκε ότι κυμαίνεται γενικά μεταξύ 2 και 5 %.

(58)

Όσον αφορά την αποδοτικότητα των χυτηρίων που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού, διαπιστώθηκε ότι κυμαίνεται μεταξύ 2 και 6 %. Αυτό συμφωνεί με τις πληροφορίες που υπέβαλε η CAEF, βάσει μελέτης της αποδοτικότητας 93 χυτηρίων το 2006, σύμφωνα με την οποία η μέση αποδοτικότητα της βιομηχανίας χυτηρίων ήταν 4,4 % (με μέσο περιθώριο 2,8 % για χυτήρια που παράγουν για την αυτοκινητοβιομηχανία και 6,4 % για εκείνα που παράγουν για τον τομέα της μηχανολογίας).

(59)

Οι πρόσθετες πληροφορίες που προαναφέρθηκαν επιβεβαίωσαν επίσης τα προσωρινά συμπεράσματα ότι η επιβολή δασμού στο επίπεδο του περιθωρίου υποτιμολόγησης θα είχε πολύ περιορισμένη επίδραση στο κόστος παραγωγής των χυτηρίων, με μια υποθετική μέγιστη αύξηση περίπου 1 %. Σημειώνεται ότι για ένα μεγάλο μέρος των χυτηρίων που περιλαμβάνονται στην ανάλυση που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού, το ποσοστό αυτό είναι ακόμα και αρκετά χαμηλότερο από 1 %.

(60)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη, εντούτοις, έχουν υποστηρίξει ότι με δεδομένο το χαμηλό μέσο περιθώριο κέρδους των ευρωπαϊκών χυτηρίων, δεν μπορούν να διατηρήσουν σημαντικές αυξήσεις τιμών του οπτάνθρακα 80+, τις οποίες μπορούν πολύ δύσκολα να μεταβιβάσουν στους πελάτες τους. Εν προκειμένω σημειώνεται ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι μερικά χυτήρια ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να διατηρήσουν τα τρέχοντα επίπεδα τιμών του οπτάνθρακα 80+. Ωστόσο, οι αυξήσεις των τιμών μετά την ΠΕ μάλλον δεν οφείλονται στα μέτρα αντιντάμπινγκ, αφού η ΕΤΕ που επιβάλλεται από τον προσωρινό κανονισμό είναι αρκετά κάτω από το τρέχον επίπεδο τιμών αγοράς και οι αυξήσεις τιμών άρχισαν ήδη πριν από την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

γ)   Ασφάλεια εφοδιασμού

(61)

Ορισμένοι χρήστες επανέλαβαν επίσης τις προηγούμενες αξιώσεις τους σχετικά με την ασφάλεια εφοδιασμού σε οπτάνθρακα 80+ και υποστήριξαν ότι τα μέτρα θα είχαν δραστικές επιπτώσεις στη βιομηχανία χρηστών της ΕΚ, για τους οποίους ο οπτάνθρακας 80+ είναι μια πρώτη ύλη στρατηγικής σημασίας. Ωστόσο, βεβαιώνουν ταυτόχρονα ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα επηρεάσει περιθωριακά μόνο, αν όχι καθόλου, τις κινεζικές εξαγωγές. Επιπλέον, η μορφή και το επίπεδο των μέτρων αντιντάμπινγκ που υιοθετούνται σε αυτήν την περίπτωση σχεδιάζονται για να λειτουργήσουν ως δίχτυ ασφαλείας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, χωρίς όμως να διαστρεβλώνουν τεχνητά την αγορά εις βάρος των χρηστών. Η έρευνα έδειξε ότι οποιοσδήποτε κίνδυνος έλλειψης στον εφοδιασμό, εφόσον υπάρξει, μπορεί να προέλθει από την πιθανή αυξανόμενη εγχώρια ζήτηση στην Κίνα και την τρέχουσα κινεζική πολιτική για να αποθαρρύνει τις ενεργειακές εντατικές εξαγωγές αλλά όχι από το μέτρο αντιντάμπινγκ.

5.   Συμπέρασμα όσον αφορά το συμφέρον της Κοινότητας

(62)

Η ανωτέρω πρόσθετη ανάλυση σχετικά με το συμφέρον των χρηστών στην Κοινότητα δεν αλλάζει τα προσωρινά συμπεράσματα από αυτή την άποψη. Ακόμα και αν σε ορισμένες περιπτώσεις η επιβάρυνση θα πρέπει να αναληφθεί πλήρως από το χρήστη/εισαγωγέα, οποιοσδήποτε αρνητικός οικονομικός αντίκτυπος για τον τελευταίο θα ήταν εν πάση περιπτώσει αμελητέος. Με βάση τα στοιχεία αυτά, θεωρείται ότι τα συμπεράσματα σχετικά με το συμφέρον της Κοινότητας, όπως αναφέρονται στον προσωρινό κανονισμό, δεν αλλάζουν. Ως εκ τούτου, ελλείψει άλλων σχετικών παρατηρήσεων, τα συμπεράσματα επιβεβαιώνονται οριστικά.

Η.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

1.   Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

(63)

Το περιθώριο κέρδους προ φόρου που χρησιμοποιήθηκε στον προσωρινό κανονισμό για να υπολογιστεί το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας βασίστηκε στο μέσο περιθώριο κέρδους που επιτεύχθηκε από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά τη διάρκεια του 2003-2005, προσωρινά υπολογισμένου ως το 15,3 % του κύκλου εργασιών. Αυτό θεωρήθηκε ως περιθώριο κέρδους πριν από το φόρο που θα μπορούσε να επιτευχθεί εύλογα από έναν κλάδο αυτού του τύπου στον τομέα, υπό κανονικούς όρους ανταγωνισμού, δηλαδή ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(64)

Πολλά ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν το επίπεδο περιθωρίου κέρδους που χρησιμοποιήθηκε προσωρινά. Ένας χρήστης ισχυρίστηκε ότι το ποσοστό κέρδους 15,3 % είναι υπερβολικό, υποστηρίζοντας ότι τα επίπεδα κέρδους που επιτεύχθηκαν από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής το 2004 και το 2005 ήταν εξαιρετικά, διαμορφούμενα σε μία εποχή που οι ελλείψεις του κινεζικού οπτάνθρακα 80+ ήταν τόσο σημαντικές που τα τότε ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ ανεστάλησαν. Αυτός ο χρήστης υποστήριξε ότι δεν υπήρξε καμία έγκυρη αιτιολόγηση για τη χρησιμοποίηση ενός περιθωρίου κέρδους σημαντικά υψηλότερου από αυτό που χρησιμοποιήθηκε στην προηγούμενη έρευνα. Σημειώνεται ότι το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε στο οριστικό στάδιο της προηγούμενης έρευνας ήταν 10,5 %.

(65)

Ο συνεργαζόμενος κινέζος παραγωγός-εξαγωγέας επανέλαβε το επιχείρημα ότι το προσωρινά χρησιμοποιημένο περιθώριο κέρδους διαστρεβλώνεται από τα υψηλά κέρδη το 2004 και το 2005 που επιτεύχθηκαν λόγω των εξαιρετικών συνθηκών στην αγορά. Αυτός ο παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι ο οπτάνθρακας 80+ αποτελεί πρώτη ύλη και ότι ένα ποσοστό κέρδους 5 % θα ανταποκρινόταν περισσότερο στα ποσοστά κέρδους που χρησιμοποιήθηκαν προηγουμένως για προϊόντα που αποτελούν πρώτες ύλες.

(66)

Ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί, αφετέρου, υποστήριξαν ότι ένα περιθώριο κέρδους 15,3 % δεν είναι επαρκές για την εξάλειψη της ζημίας, δεδομένου ότι οι εν λόγω παραγωγοί έχουν, ιστορικά, επιτύχει τα υψηλότερα επίπεδα κέρδους ελλείψει της συμπίεσης τιμών που προκαλείται από εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Υποστήριξαν ότι το περιθώριο κέρδους 15,3 % δεν θα ήταν επαρκές για να επιτρέψει στους κοινοτικούς παραγωγούς να κάνουν τις απαιτούμενες επενδύσεις για να ανταποκριθούν στα υποχρεωτικά περιβαλλοντικά πρότυπα και για την αναζωογόνηση ή την επανενεργοποίηση κλειστών εγκαταστάσεων παραγωγής. Υποστηρίχτηκε ότι παρόμοια βελτίωση της κοινοτικής παραγωγής θα επέτρεπε στους κοινοτικούς παραγωγούς να ικανοποιήσουν την αυξανόμενη ζήτηση για οπτάνθρακα 80+. Οι εν λόγω κοινοτικοί παραγωγοί, εντούτοις, δεν έχουν παρουσιάσει έναν ακριβή αριθμό του επιπέδου περιθωρίου κέρδους που θα θεωρούσαν λογικό.

(67)

Κατ’ αρχάς σημειώνεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα αναθεωρημένα συμπεράσματα περί αποδοτικότητας που αναφέρθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 25, διαπιστώθηκε ότι η σταθμισμένη μέση αποδοτικότητα που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια του 2003-2005 ήταν στην πραγματικότητα 13,1 %, αντί 15,3 % που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 107 του προσωρινού κανονισμού.

(68)

Αφετέρου, μετά τα σχόλια που υποβλήθηκαν, επανεξετάστηκε η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για να καθοριστεί το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας. Θεωρήθηκε ότι τα έτη που χρησιμοποιήθηκαν ως συγκριτικό σημείο θα μπορούσαν πράγματι να θεωρηθούν μη αντιπροσωπευτικά υπό κανονικές περιστάσεις, στο βαθμό που το 2004 ήταν ένα εξαιρετικά καλό έτος από άποψη κερδών (15 %) λόγω σημαντικής έλλειψης κινεζικού οπτάνθρακα 80+ στην αγορά. Αυτή η εξαιρετική κατάσταση αντικατοπτρίστηκε πάλι το 2005 (16,2 %). Αφετέρου, το 2003 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν πιθανόν ακόμα στο στάδιο ανάκαμψης από την πρακτική ντάμπινγκ του παρελθόντος, κάτι που εκφράστηκε με ένα κάπως χαμηλότερο περιθώριο κέρδους (8,1 %). Αντ’ αυτού, το στοχευόμενο κέρδος του 10,5 % που χρησιμοποιήθηκε στην προηγούμενη έρευνα βασίστηκε σε τρία διαδοχικά έτη (1995-1997) σε μια περίοδο πριν από την αυξημένη διείσδυση στην αγορά των κινεζικών εισαγωγών. Επομένως, φαίνεται να απηχεί καταλληλότερα την αποδοτικότητα που αυτός ο τύπος βιομηχανίας μπορεί να επιτύχει ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(69)

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς ορισμένων κοινοτικών παραγωγών για ένα περιθώριο κέρδους απαραίτητο για να επιτρέψει τις επενδύσεις, σημειώνεται ότι ένα παρόμοιο κριτήριο είναι άνευ σημασίας για τον καθορισμό του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας. Πράγματι, το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε κατά τον υπολογισμό της τιμής στόχου που θα εξαλείψει την εξεταζόμενη ζημία πρέπει να περιοριστεί στο περιθώριο κέρδους στο οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπορεί εύλογα να βασιστεί υπό κανονικούς όρους ανταγωνισμού, δηλαδή ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(70)

Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα μπορούσε εύλογα να προσδοκά ένα περιθώριο κέρδους προ φόρου 10,5 %, ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, και αυτό το περιθώριο κέρδους χρησιμοποιήθηκε στα οριστικά συμπεράσματα.

(71)

Οι κινεζικές τιμές εισαγωγών όπως προσαρμόστηκαν για τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 20 και 21) συγκρίθηκαν, για την ΠΕ, με τη μη επιζήμια τιμή του ομοειδούς προϊόντος που πωλείται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην κοινοτική αγορά. Η μη επιζήμια τιμή διαμορφώθηκε με την προσαρμογή της τιμής πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ώστε να αντικατοπτρίζει το περιθώριο κέρδους, όπως αναθεωρήθηκε τώρα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 70). Η διαφορά που προκύπτει από αυτή τη σύγκριση, εκφραζόμενη ως ποσοστό της συνολικής αξίας εισαγωγών CIF, ανερχόταν σε 25,8 0 %, δηλαδή λιγότερο από το διαπιστωθέν περιθώριο ντάμπινγκ.

(72)

Δεδομένου ότι κανένας παραγωγός εξαγωγέας δεν είχε ζητήσει ιδιαίτερη μεταχείριση, υπολογίστηκε για όλους τους εξαγωγείς της ΛΔΚ ένα ενιαίο εθνικό επίπεδο εξάλειψης της ζημίας.

2.   Οριστικά μέτρα

(73)

Λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα που συνάγονται όσον αφορά την πρακτική ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας, και σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, πρέπει να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στο επίπεδο του χαμηλότερου των περιθωρίων πρακτικής ντάμπινγκ και ζημίας που διαπιστώθηκαν, σύμφωνα με τον κανόνα χαμηλότερου δασμού. Στην προκειμένη περίπτωση, ο δασμολογικός συντελεστής πρέπει να οριστεί στο επίπεδο της διαπιστωθείσας ζημίας.

(74)

Βάσει των ανωτέρω, ο οριστικός δασμός πρέπει να οριστεί στο 25,8 %.

3.   Μορφή των μέτρων

(75)

Ο προσωρινός κανονισμός επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ υπό τη μορφή ελάχιστης τιμής εισαγωγών. Δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις για την επιλογή μιας ΕΤΕ ως μορφή του μέτρου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 112 του προσωρινού κανονισμού ισχύουν ακόμα, και ελλείψει οποιωνδήποτε σχολίων ενάντια σε αυτήν την επιλογή, η ΕΤΕ ως μορφή του μέτρου επιβεβαιώνεται.

(76)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 117 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή ανέλυσε περαιτέρω τη δυνατότητα εφαρμογής στην ΕΤΕ ενός συστήματος τιμαριθμικής αναπροσαρμογής. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή εξέτασε διάφορες επιλογές τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, ειδικότερα την εξέλιξη της τιμής του άνθρακα οπτανθρακοποίησης, της κύριας πρώτης ύλης του οπτάνθρακα 80+. Επίσης ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί υποστήριξαν ότι η ΕΤΕ πρέπει να συνδεθεί με το κόστος του άνθρακα οπτανθρακοποίησης. Εντούτοις, διαπιστώθηκε ότι η διακύμανση της τιμής του οπτάνθρακα 80+ δεν αιτιολογείται επαρκώς με την εξέλιξη της τιμής του άνθρακα οπτανθρακοποίησης ή οποιουδήποτε άλλου σημαντικού συντελεστή. Επομένως, αποφασίστηκε ότι ΕΤΕ δεν πρέπει να υφίσταται τιμαριθμική προσαρμογή.

(77)

Το ποσόν της ελάχιστης τιμής εισαγωγής προκύπτει από την εφαρμογή του περιθωρίου ζημίας στις τιμές εξαγωγών, που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας κατά την ΠΕ. Ως εκ τούτου, η οριστική ελάχιστη τιμή εισαγωγής ανέρχεται σε 197 ευρώ ανά τόνο.

4.   Εφαρμογή

(78)

Ελλείψει σχολίων σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 114 έως 116 του προσωρινού κανονισμού.

(79)

Διατυπώθηκε επιφύλαξη ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής αυτών των μέτρων για τη μέθοδο μέτρησης του οπτάνθρακα ώστε να καθοριστούν τα ποσοστά του οπτάνθρακα 80+ και του οπτάνθρακα 80– σε ένα μεικτό φορτίο. Η έρευνα έδειξε ότι οι εισαγωγείς του οπτάνθρακα 80+ επιβάλλουν αυστηρά κριτήρια για, μεταξύ άλλων, το μέγεθος και την υγρασία και ότι με την άφιξη του αγορασμένου προϊόντος στην Κοινότητα, διενεργούνται μετρήσεις ελέγχου από τον εισαγωγέα για να εξασφαλίζεται ότι τηρούνται αυτά τα κριτήρια. Οι κύριοι χρήστες του οπτάνθρακα στην ΕΚ πιστοποιούνται στο πλαίσιο του ISO 9001:2000 ή των ισοδύναμων συστημάτων ποιοτικής διαχείρισης που απαιτούν πιστοποιητικά προέλευσης και πιστοποιητικό της συμμόρφωσης για κάθε φορτίο. Τέτοια πιστοποιητικά συμμόρφωσης που επιβεβαιώνουν επίσης τις διαστατικές προδιαγραφές μπορούν να ζητηθούν από τις εκτελεστικές τελωνειακές αρχές με σκοπό την επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δήλωση.

(80)

Τα δύο πρότυπα ISO που εφαρμόζονται από τη βιομηχανία είναι το ISO 728:1995 και το ISO 18238:2006 που καθορίζουν αντίστοιχα τη μέθοδο μέτρησης και τη μέθοδο δειγματοληψίας του μετρούμενου οπτάνθρακα. Το γεγονός ότι τα πρότυπα αυτά εφαρμόζονται ήδη από την εισάγουσα βιομηχανία δείχνει ότι τα πρότυπα αυτά είναι εφαρμόσιμα και, επομένως, συναφή για την εφαρμογή αυτών των μέτρων.

Θ.   ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΑΣΜΟΥ

(81)

Λόγω του εύρους του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε και με δεδομένο το επίπεδο της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, θεωρείται ότι τα ποσά που κατατέθηκαν ως εγγύηση υπό μορφήν προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, που επιβλήθηκε με τον προσωρινό κανονισμό, πρέπει να εισπραχθούν οριστικά μέχρι του ποσού των οριστικά επιβαλλόμενων δασμών. Επειδή ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό, τα ποσά που καταβλήθηκαν ως εγγύηση πέραν του οριστικού συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ αποδεσμεύονται,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα μεγαλύτερων από 80 mm στη μέγιστη διάμετρο (οπτάνθρακας 80+) που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 2704 00 19 (κωδικός TARIC 2704001910) και καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Η διάμετρος των τεμαχίων καθορίζεται σύμφωνα με το πρότυπο ISO 728:1995.

2.   Το ποσό του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στα προϊόντα που περιγράφονται στην παράγραφο 1 είναι η διαφορά μεταξύ της ελάχιστης τιμής εισαγωγής των 197 ευρώ ανά τόνο και της καθαρής τιμής, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας πριν από την καταβολή δασμού, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η τελευταία είναι χαμηλότερη από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής.

3.   Ο δασμός αντιντάμπινγκ εφαρμόζεται επίσης, αναλογικώς, στα τεμάχια οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm, που αποστέλλονται σε μείγματα αποτελούμενα από τεμάχια οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm και οπτάνθρακα σε τεμάχια μικρότερων μεγεθών, εκτός εάν καθορίζεται ότι η ποσότητα τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm δεν αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 20 % του καθαρού βάρους εν ξηρώ της μεικτής αποστολής. Η ποσότητα οπτάνθρακα στα τεμάχια με διάμετρο άνω των 80 mm που περιλαμβάνεται στα μείγματα μπορεί να καθοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 68 έως 70 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (5), όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τον δηλούντα να παρουσιάσει άλλα έγγραφα με σκοπό την επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δήλωση και για να εξετάσουν τα προϊόντα και να πάρουν δείγματα για ανάλυση ή για λεπτομερή εξέταση. Σε περιπτώσεις όπου η ποσότητα οπτάνθρακα σε τεμάχια με διάμετρο άνω των 80 mm καθορίζεται βάσει των δειγμάτων, τα δείγματα επιλέγονται σύμφωνα με το πρότυπο ISO 18238:2006.

4.   Σε περίπτωση ζημίας των εμπορευμάτων πριν από τη διάθεσή τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και, επομένως, όταν εφαρμόζεται αναλογική κατανομή στην πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή για τον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 145 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (6), η ελάχιστη τιμή εισαγωγής που καθορίζεται ανωτέρω, μειώνεται κατά ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στην αναλογική κατανομή της πράγματι καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής. Οπότε, ο καταβλητέος δασμός ισούται με τη διαφορά μεταξύ της μειωμένης ελάχιστης τιμής εισαγωγής και της μειωμένης καθαρής τιμής, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από τον εκτελωνισμό.

5.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

Τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1071/2007 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα διαμέτρου μεγαλύτερης των 80 mm (οπτάνθρακας 80+) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, εισπράττονται οριστικά στο ποσοστό του οριστικού δασμού που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 1. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση και υπερβαίνουν το ποσό του οριστικού δασμού αποδεσμεύονται.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. JARC


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ C 313 της 20.12.2006, σ. 15.

(3)  ΕΕ L 244 της 19.9.2007, σ. 3.

(4)  Για λόγους εμπιστευτικότητας, αυτός ο αριθμός δίνεται μόνο ως τάξη μεγέθους.

(5)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 214/2007 (ΕΕ L 62 της 1.3.2007, σ. 6).


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/33


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 240/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαρτίου 2008

για την κατάργηση του δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Λευκορωσίας, Κροατίας, Λιβύης και Ουκρανίας μετά την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (στο εξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9 και το άρθρο 11 παράγραφος 2,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Τον Ιανουάριο του 2002, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 92/2002 (2), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ, από 7,81 ευρώ έως 16,84 ευρώ ανά τόνο, στις εισαγωγές ουρίας, είτε σε υδατικό διάλυμα είτε όχι, καταγωγής Λευκορωσίας, Κροατίας, Λιβύης και Ουκρανίας. Με τον ίδιο κανονισμό επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ, από 6,18 ευρώ έως 21,43 ευρώ ανά τόνο, στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Εσθονίας, Λιθουανίας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας, ο οποίος καταργήθηκε αυτόματα την 1η Μαΐου 2004 για την Εσθονία και τη Λιθουανία και την 1η Ιανουαρίου 2007 για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ημερομηνίες προσχώρησης των χωρών αυτών στην Κοινότητα.

2.   Αίτηση επανεξέτασης

(2)

Τον Απρίλιο του 2006 η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος των ισχυόντων μέτρων (3). Στις 17 Οκτωβρίου 2006 η Επιτροπή έλαβε αίτηση για επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των εν λόγω μέτρων βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(3)

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε από την Ένωση Ευρωπαίων Παραγωγών Λιπασμάτων (EFMA) (στο εξής «ο αιτών») εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσώπευαν μεγάλο ποσοστό, στην προκειμένη περίπτωση πάνω από το 50 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ουρίας.

(4)

Ο αιτών ισχυρίστηκε και προσκόμισε επαρκή εκ πρώτης όψεως στοιχεία για το επιχείρημά του ότι η λήξη ισχύος των μέτρων θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη συνέχιση ή την επανάληψη της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας για την κοινοτική βιομηχανία όσον αφορά τις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Λευκορωσίας, Κροατίας, Λιβύης και Ουκρανίας (στο εξής «οι εξεταζόμενες χώρες»).

(5)

Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4) ανακοίνωση για την έναρξη της εν λόγω επανεξέτασης.

3.   Έρευνες όσον αφορά άλλες χώρες

(6)

Τον Μάιο του 2006 η Επιτροπή ξεκίνησε επανεξέταση (5) του οριστικού δασμού αντιντάμπιγκ που είχε επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 901/2001 του Συμβουλίου (6) στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Ρωσίας, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 του βασικού κανονισμού. Με βάση τα αποτελέσματα της επανεξέτασης αυτής, το Συμβούλιο κατάργησε το δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Ρωσίας με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 907/2007 (7). Συνήχθη το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε συνέχιση της σημαντικής ζημίας για την κοινοτική βιομηχανία και ότι δεν υπήρχε πιθανότητα επανάληψης της ζημίας λόγω της άρσης των μέτρων.

4.   Τρέχουσα έρευνα

4.1.   Περίοδος έρευνας

(7)

Η έρευνα για το ενδεχόμενο συνέχισης ή επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας κάλυψε την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2006 (στο εξής «ΠΕΕ»). Η εξέταση των τάσεων που σχετίζονται με την εκτίμηση της πιθανότητας συνέχισης ή επανάληψης της ζημίας κάλυψε την περίοδο από το 2002 έως το τέλος της ΠΕΕ (στο εξής «η υπό εξέταση περίοδος»).

4.2.   Μέρη τα οποία αφορά η έρευνα

(8)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τον αιτούντα, τους κοινοτικούς παραγωγούς, τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη Λευκορωσία, στην Κροατία, στη Λιβύη και στην Ουκρανία (στο εξής «οι ενδιαφερόμενοι εξαγωγείς»), τους εισαγωγείς, τους εμπόρους, τους χρήστες και τις γνωστές ως ενδιαφερόμενες ενώσεις τους, καθώς και τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των χωρών εξαγωγής, για την έναρξη της επανεξέτασης.

(9)

Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγιο σε όλα τα μέρη καθώς και σε αυτούς που γνωστοποίησαν την παρουσία τους εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας επανεξέτασης.

(10)

Η Επιτροπή έδωσε επίσης τη δυνατότητα στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

(11)

Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(12)

Λόγω του εμφανώς μεγάλου αριθμού κοινοτικών παραγωγών, εισαγωγέων στην Κοινότητα και παραγωγών-εξαγωγέων στην Ουκρανία, θεωρήθηκε σκόπιμο, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, να εξεταστεί το ενδεχόμενο δειγματοληψίας. Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι όντως αναγκαία η δειγματοληψία και, εάν ναι, να επιλέξει ένα δείγμα, κλήθηκαν τα ανωτέρω μέρη, δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της έρευνας και να παράσχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ζητούνταν στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

(13)

Όσον αφορά τους εισαγωγείς στην Κοινότητα, το επίπεδο συνεργασίας που επετεύχθη ήταν πολύ χαμηλό, αφού ένας μόνο εισαγωγέας προθυμοποιήθηκε να συνεργαστεί. Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε ότι δεν ήταν αναγκαία η δειγματοληψία όσον αφορά τους εισαγωγείς.

(14)

Δώδεκα κοινοτικοί παραγωγοί συμπλήρωσαν δεόντως το έντυπο δειγματοληψίας και συμφώνησαν επισήμως να συνεργαστούν περαιτέρω στην έρευνα. Για το δείγμα επιλέχθηκαν τέσσερις από τις δώδεκα αυτές εταιρείες, που διαπιστώθηκε ότι ήταν αντιπροσωπευτικές της κοινοτικής βιομηχανίας όσον αφορά τον όγκο της παραγωγής και των πωλήσεων ουρίας στην Κοινότητα. Οι τέσσερις δειγματοληπτικά επιλεγμένοι κοινοτικοί παραγωγοί αντιπροσώπευαν το 60 % περίπου της συνολικής παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, ενώ οι ανωτέρω δώδεκα κοινοτικοί παραγωγοί αντιπροσώπευαν το 80 % περίπου της κοινοτικής παραγωγής. Αυτό το δείγμα αποτελούσε το μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής και πωλήσεων ουρίας στην Κοινότητα ο οποίος θα μπορούσε εύλογα να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας εντός της ορισθείσας προθεσμίας.

(15)

Τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς της Ουκρανίας συμπλήρωσαν δεόντως το έντυπο δειγματοληψίας εμπρόθεσμα και συμφώνησαν επισήμως να συνεργαστούν περαιτέρω στην έρευνα. Οι τέσσερις αυτοί παραγωγοί-εξαγωγείς αντιστοιχούσαν στο 100 % σχεδόν των συνολικών εξαγωγών από την Ουκρανία στην Κοινότητα κατά την ΠΕΕ. Λόγω του μικρού αριθμού συνεργαζόμενων εταιρειών στην Ουκρανία, αποφασίστηκε να μη γίνει δειγματοληψία και όλες οι εταιρείες κλήθηκαν να υποβάλουν ερωτηματολόγιο.

(16)

Στο ερωτηματολόγιο απάντησαν τέσσερις κοινοτικοί παραγωγοί, ένας εισαγωγέας, δύο χρήστες, καθώς και τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς από την Ουκρανία, ένας από τη Λευκορωσία, ένας από την Κροατία και ένας από τη Λιβύη. Επιπροσθέτως, αρκετοί εισαγωγείς και χρήστες και οι ενώσεις τους υπέβαλαν παρατηρήσεις χωρίς να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο.

(17)

Η Επιτροπή ζήτησε και έλεγξε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για να αποφασίσει εάν συνεχιζόταν η πρακτική ντάμπινγκ και ζημίας και ποιο είναι το κοινοτικό συμφέρον. Πραγματοποιήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

α)

Δειγματοληπτικά επιλεγμένοι κοινοτικοί παραγωγοί:

Fertiberia SA, Μαδρίτη, Ισπανία

SKW Stickstoffwerke Piesteritz GmbH, Lutherstadt Wittenberg, Γερμανία

Yara Group (Yara Spa Ferrara, Ιταλία και Yara Sluiskil BV, Sluiskil, Κάτω Χώρες)

Zaklady Azotowe Pulawy SA, Pulawy, Πολωνία

β)

Παραγωγοί-εξαγωγείς

Ουκρανία:

Joint Stock Company Concern Stirol, Gorlovka,

Close Joint Stock Company Severodonetsk, Severodonetsk,

Joint Stock Company Dnipro Azot, Dneprodzerzhinsk,

Open Joint Stock Company Cherkassy Azot, Cherkassy.

Κροατία:

Petrokemija D.D., Kutina.

γ)

Κοινοτικοί εισαγωγείς

Dynea Austria GmbH, Krems, Αυστρία.

δ)

Κοινοτικοί χρήστες

Associazione Liberi Agricoltori Cremonesi, Cremona, Ιταλία,

Acefer, Asociación Comercial Española de Fertilizantes, Μαδρίτη, Ισπανία.

Β.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Υπό εξέταση προϊόν

(18)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με εκείνο της αρχικής έρευνας, δηλαδή η ουρία που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 10 10 και 3102 10 90 (στο εξής «το υπό εξέταση προϊόν») και είναι καταγωγής Λευκορωσίας, Κροατίας, Λιβύης και Ουκρανίας.

(19)

Η ουρία παράγεται κυρίως από την αμμωνία, η οποία παράγεται με τη σειρά της από το φυσικό αέριο. Μπορεί να έχει στερεά ή υγρή μορφή. Η στερεά ουρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γεωργικούς και βιομηχανικούς σκοπούς. Η ουρία γεωργικής ποιότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως λίπασμα, οπότε και διασπείρεται πάνω στο έδαφος, είτε ως πρόσθετο ζωοτροφών. Η ουρία βιομηχανικής ποιότητας χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για ορισμένες κόλλες και πλαστικές ύλες. Η ουρία σε υγρή μορφή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως λίπασμα και για βιομηχανικούς σκοπούς. Αν και η ουρία διατίθεται στις διάφορες προαναφερόμενες μορφές, τα χημικά χαρακτηριστικά της παραμένουν ουσιαστικά τα ίδια και μπορούν να θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ενιαίο προϊόν.

2.   Ομοειδές προϊόν

(20)

Όπως είχε διαπιστωθεί και κατά την αρχική έρευνα, η παρούσα έρευνα επανεξέτασης επιβεβαίωσε ότι τα προϊόντα τα οποία παρήγαγαν και εξήγαγαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Λευκορωσίας, της Κροατίας, της Λιβύης και της Ουκρανίας, τα προϊόντα τα οποία παράγονταν και πωλούνταν στην εγχώρια αγορά των χωρών αυτών, καθώς και τα προϊόντα που παράγονταν και πωλούνταν από τους κοινοτικούς παραγωγούς στην κοινοτική αγορά είχαν όλα τα ίδια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και ουσιαστικά τις ίδιες χρήσεις. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα αυτά θεωρούνται ομοειδή προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(21)

Δεδομένων των συμπερασμάτων τα οποία αφορούν την πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης της ζημίας, στη συνέχεια αναπτύσσονται μόνο τα κύρια επιχειρήματα που αφορούν την πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ.

1.   Ντάμπινγκ εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας επανεξέτασης

1.1.   Γενικές αρχές

(22)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε κατά πόσον η πρακτική ντάμπινγκ εφαρμόστηκε κατά την ΠΕΕ και, εάν ναι, κατά πόσον η λήξη ισχύος των μέτρων θα ήταν πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ.

(23)

Στην περίπτωση των τριών χωρών εξαγωγής με καθεστώς οικονομίας της αγοράς, δηλαδή της Κροατίας, της Λιβύης και της Ουκρανίας, η κανονική αξία καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 3 του βασικού κανονισμού. Στην περίπτωση της Λευκορωσίας η κανονική αξία καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού.

1.2.   Κροατία

(24)

Το περιθώριο ντάμπινγκ για το μοναδικό παραγωγό-εξαγωγέα στην Κροατία καθορίστηκε βάσει σύγκρισης μεταξύ μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας και μιας σταθμισμένης μέσης τιμής εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 5, 11 και 12 του βασικού κανονισμού.

(25)

Η Κροατία εξήγαγε πάνω από 200 000 τόνους ουρίας στην Κοινότητα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, καταλαμβάνοντας το 2,3 % της κοινοτικής αγοράς. Ο μοναδικός γνωστός και συνεργασθείς παραγωγός-εξαγωγέας διαπιστώθηκε ότι εξακολουθούσε να εξάγει σαφώς σε τιμές ντάμπινγκ στην Κοινότητα, κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε υπερέβαινε το 20 %.

(26)

Υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το εάν το κόστος του φυσικού αερίου, που αποτελεί βασικό συντελεστή για την παραγωγή της ουρίας, αντικατοπτριζόταν εύλογα στα βιβλία του παραγωγού-εξαγωγέα. Πράγματι, διαπιστώθηκε ότι η προμήθεια του φυσικού αερίου γινόταν με πολύ ειδικές συνθήκες, δεδομένου ότι τόσο ο παραγωγός-εξαγωγέας όσο και ο προμηθευτής φυσικού αερίου είναι εταιρείες των οποίων ο μεγαλύτερος μέτοχος είναι το κροατικό κράτος και οι τιμές ήταν αφύσικα χαμηλές. Ελλείψει μη στρεβλωμένων τιμών φυσικού αερίου σχετικά με την κροατική εγχώρια αγορά, και σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι τιμές φυσικού αερίου θα έπρεπε να καθοριστούν σε «οποιαδήποτε άλλη εύλογη βάση, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές». Καθώς το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος είναι ρωσικής καταγωγής, η προσαρμοσμένη τιμή μπορούσε να βασιστεί στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλούνταν προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας (Waidhaus), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς, λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ. Έτσι το περιθώριο ντάμπινγκ θα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Λόγω του ότι η πρακτική ντάμπινγκ υφίσταται χωρίς αυτή την προσαρμογή και λόγω των συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανότητα επανάληψης της ζημίας που αναφέρονται πιο κάτω, στο θέμα αυτό δεν δόθηκε συνέχεια.

1.3.   Λευκορωσία, Λιβύη και Ουκρανία

(27)

Όπως εξηγείται πιο κάτω στις αιτιολογικές σκέψεις 29, 38 και 45 οι ποσότητες που εξήχθησαν από τις άλλες τρεις εξεταζόμενες χώρες εξαγωγής ήταν τόσο μικρές που θεωρήθηκε ότι οι τιμές εξαγωγής που συνδέονται με αυτές δεν θα ήταν αρκετά αξιόπιστες, μεμονωμένα, για την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με τη συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ.

2.   Πιθανότητα επανάληψης του ντάμπινγκ

2.1.   Λευκορωσία

(28)

Επειδή η Λευκορωσία δεν θεωρείται χώρα με καθεστώς οικονομίας της αγοράς, η κανονική αξία καθορίστηκε βάσει των στοιχείων που κατέθεσε παραγωγός από τρίτη χώρα με καθεστώς οικονομίας της αγοράς. Στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας θεωρήθηκε ότι κατάλληλη ανάλογη χώρα ήταν οι ΗΠΑ, καθώς είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στην αρχική έρευνα. Κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα αυτό. Ο αμερικανός παραγωγός που είχε ήδη συνεργαστεί στην αρχική έρευνα απάντησε στο ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

(29)

Ο μόνος γνωστός λευκορώσος παραγωγός απάντησε στο ερωτηματολόγιο. Συνολικά, η Λευκορωσία εξήγαγε περίπου 25 000 τόνους ουρίας, ποσότητα που αντιστοιχεί σε μερίδιο 0,3 % της κοινοτικής αγοράς. Λόγω του πολύ χαμηλού μεριδίου της αγοράς, η ανάλυση όσον αφορά τη Λευκορωσία επικεντρώνεται στην πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ.

(30)

Αναλύθηκε η συμπεριφορά της Λευκορωσίας ως προς τις εξαγωγές της σε όλες τις τρίτες χώρες. Οι εξαγωγές σε όλες τις περιοχές του κόσμου γίνονταν σε τιμές οι οποίες ήταν σταθερά χαμηλότερες από την κανονική αξία που διαπιστώθηκε στην ανάλογη αγορά, γεγονός που δείχνει ότι οι τιμές προς τις άλλες εξαγωγικές αγορές αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(31)

Επιπλέον, εξετάστηκε αν οι τιμές εξαγωγής της Λευκορωσίας θα αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, στην περίπτωση που το επίπεδό τους ήταν ευθυγραμμισμένο με τα τρέχοντα επίπεδα τιμών στην Κοινότητα. Πράγματι, για ένα βασικό προϊόν όπως η ουρία, θα ήταν απίθανο η τιμή πώλησης να είναι υψηλότερη από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Επίσης, από την ανάλυση αυτή προέκυψαν σημαντικά περιθώρια ντάμπινγκ.

(32)

Ταυτόχρονα, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές εξαγωγής για άλλες εξαγωγικές αγορές ήταν ελαφρώς υψηλότερες από τις τιμές που χρεώνονταν για εξαγωγές στην Κοινότητα. Επομένως, είναι αμφίβολο εάν η Κοινότητα θα μπορούσε να αποτελέσει ελκυστικότερη αγορά όσον αφορά τις τιμές, συγκριτικά με τις αγορές άλλων τρίτων χωρών.

(33)

Από τα γεγονότα και το σκεπτικό που προαναφέρθηκαν προκύπτουν ενδείξεις ότι η πρακτική ντάμπινγκ είναι πιθανόν να επαναληφθεί εάν δεν ληφθούν μέτρα.

2.2.   Κροατία

(34)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25, οι εξαγωγές προς την Κοινότητα διαπιστώθηκε ότι αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Αναλύθηκε, επίσης, η συμπεριφορά της Κροατίας ως προς τις εξαγωγές της σε όλες τις τρίτες χώρες. Οι εξαγωγές σε όλες τις περιοχές του κόσμου γίνονταν σε τιμές οι οποίες ήταν χαμηλότερες από την κανονική αξία γεγονός που δείχνει ότι, ακόμη και χωρίς την προσαρμογή που προαναφέρθηκε, εφαρμοζόταν πρακτική ντάμπινγκ.

(35)

Επιπλέον, εξετάστηκε αν οι τιμές εξαγωγής της Κροατίας θα αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, στην περίπτωση που το επίπεδό τους ήταν ευθυγραμμισμένο με τα τρέχοντα επίπεδα τιμών στην Κοινότητα. Πράγματι, για ένα βασικό προϊόν όπως η ουρία, θα ήταν απίθανο η τιμή πώλησης να είναι υψηλότερη από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Επίσης, από την ανάλυση αυτή προέκυψαν σημαντικά περιθώρια ντάμπινγκ.

(36)

Ταυτόχρονα, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές εξαγωγής για άλλες εξαγωγικές αγορές ήταν ελαφρώς υψηλότερες από τις τιμές που χρεώνονταν για εξαγωγές στην Κοινότητα. Επομένως, αμφισβητείται εάν η Κοινότητα θα μπορούσε να αποτελέσει ελκυστικότερη αγορά όσον αφορά τις τιμές, συγκριτικά με τις αγορές άλλων τρίτων χωρών.

(37)

Επομένως, υπάρχουν ενδείξεις ότι το ντάμπινγκ μπορεί να επαναληφθεί εάν δεν ληφθούν μέτρα.

2.3.   Λιβύη

(38)

Ο μοναδικός γνωστός παραγωγός-εξαγωγέας απάντησε ελλιπώς στο ερωτηματολόγιο. Επειδή δεν υπέβαλε τα στοιχεία που έλειπαν, εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προέκυψε ότι συνολικά η Λιβύη εξήγαγε 70 000 τόνους ουρίας στην Κοινότητα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, ποσότητα η οποία αντιστοιχεί σε μερίδιο 0,8 % της κοινοτικής αγοράς. Λόγω του πολύ χαμηλού μεριδίου της αγοράς, η ανάλυση όσον αφορά τη Λιβύη επικεντρώνεται στην πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ. Η ανάλυση της πρακτικής ντάμπινγκ και της πιθανότητας επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ έγινε με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες.

(39)

Ελλείψει αντιπροσωπευτικών εγχώριων πωλήσεων στην αγορά της Λιβύης, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής, στο οποίο προστέθηκε ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή θεωρήθηκε ότι ένα περιθώριο κέρδους 8 % ήταν λογικό.

(40)

Από την ανάλυση των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο που υπέβαλε η συνεργασθείσα εταιρεία στη Λιβύη προέκυψε ότι βασική δραστηριότητά της ήταν οι εξαγωγές σε άλλες τρίτες αγορές. Κατά την ΠΕΕ εξήχθησαν σε τρίτες αγορές 570 000 τόνοι περίπου, δηλαδή ποσότητα υπεροκταπλάσια των συνολικών εξαγωγών που έγιναν προς την κοινοτική αγορά. Από τη σύγκριση των τιμών εξαγωγής που χρεώνονταν για τις εξαγωγές αυτές με την κανονική αξία αποδείχτηκε ότι εφαρμοζόταν σαφώς πρακτική ντάμπινγκ.

(41)

Υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το εάν το κόστος του φυσικού αερίου, που αποτελεί το βασικό συντελεστή για την παραγωγή της ουρίας, αντικατοπτριζόταν εύλογα στα βιβλία του παραγωγού-εξαγωγέα. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, διαπιστώθηκε ότι η αγορά του φυσικού αερίου γινόταν με πολύ ειδικές συνθήκες, δεδομένου ότι τόσο ο παραγωγός-εξαγωγέας όσο και ο προμηθευτής φυσικού αερίου είναι εταιρείες των οποίων ο μεγαλύτερος μέτοχος είναι το κράτος της Λιβύης και οι τιμές ήταν αφύσικα χαμηλές. Μια προσαρμογή θα έκανε το περιθώριο ντάμπινγκ πολύ μεγαλύτερο. Λόγω του ότι η πρακτική ντάμπινγκ υφίσταται χωρίς αυτή την προσαρμογή και λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανότητα επανάληψης της ζημίας που αναφέρονται πιο κάτω, δεν κρίθηκε αναγκαίο να εφαρμοστεί μια τέτοια προσαρμογή, αν και ήταν αιτιολογημένη.

(42)

Επιπλέον, εξετάστηκε αν οι τιμές εξαγωγής της Λιβύης θα αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, στην περίπτωση που το επίπεδό τους ήταν ευθυγραμμισμένο με τα τρέχοντα επίπεδα τιμών στην Κοινότητα. Πράγματι, για ένα βασικό προϊόν όπως η ουρία, θα ήταν απίθανο η τιμή πώλησης να είναι υψηλότερη από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Οπότε και από την ανάλυση αυτή προέκυψαν σημαντικά περιθώρια ντάμπινγκ.

(43)

Ταυτόχρονα, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές εξαγωγής για άλλες εξαγωγικές αγορές ήταν ελαφρώς υψηλότερες από τις τιμές που χρεώνονταν για εξαγωγές στην Κοινότητα. Επομένως, είναι αμφίβολο εάν η Κοινότητα θα μπορούσε να αποτελέσει ελκυστικότερη αγορά όσον αφορά τις τιμές, συγκριτικά με τις αγορές άλλων τρίτων χωρών.

(44)

Με βάση τα προαναφερθέντα προκύπτουν ενδείξεις ότι η πρακτική ντάμπινγκ είναι πιθανόν να επαναληφθεί εάν δεν υπάρχουν μέτρα.

2.4.   Ουκρανία

(45)

Τέσσερις παραγωγοί συνεργάστηκαν στην έρευνα. Δύο μόνο από αυτούς έκαναν εξαγωγές στην Κοινότητα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Συνολικά, η Ουκρανία εξήγαγε μόνο 20 000 τόνους ουρίας περίπου, ποσότητα που αντιστοιχεί σε μερίδιο 0,2 % της κοινοτικής αγοράς. Λόγω του χαμηλού μεριδίου της αγοράς, η ανάλυση όσον αφορά την Ουκρανία επικεντρώνεται στην πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ.

(46)

Όσον αφορά το κόστος του φυσικού αερίου, διαπιστώθηκε ότι η Ουκρανία εισάγει το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου που καταναλώνει για την παραγωγή ουρίας από τη Ρωσία. Ως προς αυτό, από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι η Ουκρανία εισάγει φυσικό αέριο από τη Ρωσία σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις τιμές αγοράς που καταβάλλονται σε μη ελεγχόμενες αγορές φυσικού αερίου. Η έρευνα αποκάλυψε ότι η τιμή εξαγωγής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Κοινότητα ήταν σχεδόν διπλάσια από την τιμή του φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά της Ουκρανίας. Επομένως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, το κόστος του φυσικού αερίου που βάρυνε τον αιτούντα είχε προσαρμοστεί με βάση στοιχεία από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές. Η προσαρμοσμένη τιμή βασίστηκε στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλούνταν προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας (Waidhaus), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και έχει τιμές που αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(47)

Από την προσαρμογή προέκυψαν εγχώριες τιμές χαμηλότερες του κόστους για τρεις από τις εταιρείες που συμμετείχαν και, επομένως, το κόστος παραγωγής, στο οποίο προστέθηκε ένα λογικό περιθώριο κέρδους 8 %, χρησιμοποιήθηκε ως κανονική αξία. Για την τέταρτη εταιρεία, χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό δεόντως προσαρμοσμένες εγχώριες τιμές.

(48)

Αναλύθηκε, επίσης, η συμπεριφορά των Ουκρανών εξαγωγέων ως προς τις εξαγωγές τους σε όλες τις τρίτες χώρες. Οι εξαγωγές σε όλες τις περιοχές του κόσμου γίνονταν σε τιμές οι οποίες ήταν σταθερά και σημαντικά χαμηλότερες από την κανονική αξία που καθορίστηκε με τον τρόπο αυτό.

(49)

Επιπλέον, εξετάστηκε αν οι τιμές εξαγωγής της Ουκρανίας θα αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, στην περίπτωση που το επίπεδό τους ήταν ευθυγραμμισμένο με τα τρέχοντα επίπεδα τιμών στην Κοινότητα. Πράγματι, για ένα βασικό προϊόν όπως η ουρία, θα ήταν απίθανο η τιμή πώλησης να είναι υψηλότερη από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Επίσης, από την ανάλυση αυτή προέκυψαν σημαντικά περιθώρια ντάμπινγκ. Ταυτόχρονα, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές εξαγωγής για άλλες εξαγωγικές αγορές ήταν σε συγκρίσιμο επίπεδο με τις τιμές που χρεώνονταν για εξαγωγές στην Κοινότητα. Επομένως, είναι αμφίβολο εάν η Κοινότητα θα μπορούσε να αποτελέσει ελκυστικότερη αγορά όσον αφορά τις τιμές, συγκριτικά με τις αγορές άλλων τρίτων χωρών. Από τα γεγονότα και το σκεπτικό που προαναφέρθηκαν προκύπτουν ενδείξεις ότι η πρακτική ντάμπινγκ είναι πιθανόν να επαναληφθεί εάν δεν υπάρχουν μέτρα.

3.   Εξέλιξη των εισαγωγών σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων

3.1.   Λευκορωσία

(50)

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η Λευκορωσία είχε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα 150 000 τόνων περίπου κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Επιπλέον, οι εξαγωγές προς άλλες τρίτες χώρες αντιστοιχούσαν σε 225 000 τόνους περίπου.

(51)

Δεν αποκλείεται η πιθανότητα μέρος της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας να κατευθυνθεί προς την Κοινότητα σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων. Ο μοναδικός λευκορώσος εξαγωγέας έχει αναπτύξει ικανοποιητικούς διαύλους διανομής στην Κοινότητα και, γενικά, το μέγεθος της κοινοτικής αγοράς είναι ελκυστικό, ιδίως για τις χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά κοντά.

(52)

Ωστόσο, δεν αποκλείεται ορισμένες από τις ποσότητες αυτές να εξαχθούν σε άλλες τρίτες χώρες, καθώς τα πιθανά επίπεδα τιμών στις περιοχές αυτές δίνουν τιμές εκ του εργοστασίου ανάλογες (ή ακόμη και υψηλότερες) από εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν από την εξαγωγή στην Κοινότητα. Επιπλέον, δεν αποκλείεται η κατανάλωση ουρίας να αυξηθεί σε αυτές τις περιοχές του κόσμου, με δεδομένες τις τρέχουσες τάσεις για μεγαλύτερη γεωργική παραγωγή. Γενικά, δεν αναμένεται οι εξαγωγές να απορροφήσουν το σύνολο της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, όταν λήξει η ισχύς των μέτρων, αλλά είναι πιθανόν να υπερβούν τα επίπεδα του ελάχιστου ορίου.

(53)

Όσον αφορά την πιθανή στροφή των εξαγωγών από τρίτες χώρες στην Κοινότητα ισχύουν τα ίδια επιχειρήματα, οπότε δεν φαίνεται πιθανόν να εξαχθούν σημαντικές πρόσθετες ποσότητες στην κοινοτική αγορά στο άμεσο μέλλον, όταν λήξει η ισχύς των μέτρων.

3.2.   Κροατία

(54)

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η Κροατία είχε μέγιστη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα 120 000 τόνων περίπου κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Επιπλέον, οι εξαγωγές προς άλλες τρίτες χώρες αντιστοιχούσαν σε 60 000 τόνους περίπου. Δεν αποκλείεται μέρος της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας να κατευθυνθεί προς την Κοινότητα σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων. Ο μοναδικός κροάτης εξαγωγέας έχει αναπτύξει ικανοποιητικούς διαύλους διανομής στην Κοινότητα και, γενικά, το μέγεθος της κοινοτικής αγοράς είναι ελκυστικό, ιδίως για τις χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά κοντά.

(55)

Ωστόσο, τα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν εμπόδισαν την Κροατία να εξαγάγει σημαντικές ποσότητες στην Κοινότητα. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα μέτρα θα αποτελούσαν εμπόδιο για την εξαγωγή περαιτέρω ποσοτήτων στην Κοινότητα. Λόγω του ότι δεν ήταν αυτή η περίπτωση, δεν είναι πιθανόν σημαντικές επιπλέον εξαγωγές προς την Κοινότητα να γίνουν από την ενεργοποίηση της πλεονάζουσας παραγωγικότητας. Επιπλέον, δεν αποκλείεται ορισμένες από τις ποσότητες αυτές να εξαχθούν σε άλλες τρίτες χώρες, καθώς τα πιθανά επίπεδα τιμών στις περιοχές αυτές δίνουν τιμές εκ του εργοστασίου ανάλογες (ή ελαφρώς υψηλότερες) από εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν από την εξαγωγή στην Κοινότητα.

(56)

Επιπλέον, δεν αποκλείεται η κατανάλωση ουρίας να αυξηθεί σε άλλες περιοχές του κόσμου, με δεδομένες τις τρέχουσες τάσεις για μεγαλύτερη γεωργική παραγωγή. Γενικά, δεν αναμένεται σημαντικό μέρος της πλεονάζουσας κροατικής παραγωγικής ικανότητας να χρησιμοποιηθεί για επιπλέον εξαγωγές προς την Κοινότητα, αλλά με δεδομένα τα τρέχοντα επίπεδα εξαγωγών, ο όγκος των εξαγωγών προς την Κοινότητα αναμένεται να παραμείνει πάνω από τα επίπεδα του ελάχιστου ορίου.

(57)

Όσον αφορά την πιθανή στροφή των εξαγωγών από τις τρίτες χώρες στην Κοινότητα, με ανάλογα επιχειρήματα, δεν φαίνεται πιθανόν να εξαχθούν σημαντικές πρόσθετες ποσότητες στην κοινοτική αγορά στο άμεσο μέλλον, όταν λήξει η ισχύς των μέτρων.

3.3.   Λιβύη

(58)

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η Λιβύη είχε μέγιστη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα 140 000 τόνων περίπου κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Επιπλέον, οι εξαγωγές προς άλλες τρίτες χώρες αντιστοιχούσαν σε 570 000 τόνους περίπου. Δεν αποκλείεται η πιθανότητα μέρος της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας να κατευθυνθεί προς την Κοινότητα σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων. Ο μοναδικός λίβυος εξαγωγέας έχει αναπτύξει ικανοποιητικούς διαύλους διανομής στην Κοινότητα και, γενικά, το μέγεθος της κοινοτικής αγοράς είναι ελκυστικό, ιδίως για τις χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά κοντά.

(59)

Ωστόσο, δεν αποκλείεται ορισμένες από τις ποσότητες αυτές να εξαχθούν σε άλλες τρίτες χώρες, καθώς τα πιθανά επίπεδα τιμών στις περιοχές αυτές δίνουν τιμές εκ του εργοστασίου ανάλογες (ή ακόμη και υψηλότερες) από εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν από την εξαγωγή στην Κοινότητα. Επιπλέον, δεν αποκλείεται η κατανάλωση ουρίας να αυξηθεί σε άλλες περιοχές του κόσμου, με δεδομένες τις τρέχουσες τάσεις για μεγαλύτερη γεωργική παραγωγή. Γενικά, δεν αναμένεται οι εξαγωγές να απορροφήσουν το σύνολο της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, όταν λήξει η ισχύς των μέτρων, αλλά είναι πιθανόν να υπερβούν τα επίπεδα του ελάχιστου ορίου.

(60)

Όσον αφορά την πιθανή στροφή των εξαγωγών από τρίτες χώρες στην Κοινότητα ισχύουν τα ίδια επιχειρήματα, οπότε δεν φαίνεται πιθανόν να εξαχθούν σημαντικές πρόσθετες ποσότητες στην κοινοτική αγορά στο άμεσο μέλλον, όταν λήξει η ισχύς των μέτρων.

3.4.   Ουκρανία

(61)

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η Ουκρανία είχε μέγιστη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα 375 000 τόνων περίπου κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Επιπλέον, οι εξαγωγές προς άλλες τρίτες χώρες αντιστοιχούσαν σε 3 500 000 τόνους περίπου. Δεν αποκλείεται η πιθανότητα μέρος της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας να κατευθυνθεί προς την Κοινότητα σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων. Οι ουκρανοί εξαγωγείς έχουν αναπτύξει ικανοποιητικούς διαύλους διανομής στην Κοινότητα και, γενικά, το μέγεθος της κοινοτικής αγοράς είναι ελκυστικό, ιδίως για τις χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά κοντά. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ορισμένες από τις ποσότητες αυτές να εξαχθούν σε άλλες τρίτες χώρες, καθώς τα πιθανά επίπεδα τιμών στις περιοχές αυτές δίνουν τιμές εκ του εργοστασίου ανάλογες με εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν από την εξαγωγή στην Κοινότητα. Επιπλέον, δεν αποκλείεται η κατανάλωση ουρίας να αυξηθεί σε άλλες περιοχές του κόσμου, με δεδομένες τις τρέχουσες τάσεις για μεγαλύτερη γεωργική παραγωγή. Γενικά, δεν αναμένεται οι εξαγωγές να απορροφήσουν το σύνολο της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, όταν λήξει η ισχύς των μέτρων, αλλά είναι πιθανόν να υπερβούν τα επίπεδα του ελάχιστου ορίου.

(62)

Όσον αφορά την πιθανή στροφή των εξαγωγών από τις τρίτες χώρες στην Κοινότητα, οι αιτούντες υποστήριξαν ότι η προβλεπόμενη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας σε άλλες περιοχές (ιδίως της Μέσης Ανατολής) θα αντικαταστήσει τις εξαγωγές της Ουκρανίας κυρίως προς την Ασία, αλλά και προς την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, σε ποσότητες που θα ξεπεράσουν τους 3 000 000 τόνους, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές της Ουκρανίας να στραφούν προς την Κοινότητα. Ωστόσο, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, δεν είναι πιθανόν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι θα πραγματοποιηθεί μια τέτοια στροφή, κυρίως λόγω του ότι η αυξανόμενη παγκόσμια κατανάλωση θα μπορούσε πολύ καλά να απορροφήσει αυτές τις πρόσθετες ποσότητες, εάν διετίθεντο στην αγορά. Επιπλέον, δεν αποκλείεται οι αυξήσεις της παραγωγικότητας να συμβούν κατά τη διάρκεια μεγαλύτερης χρονικής περιόδου από αυτήν που υποθέτει ο αιτών. Εν κατακλείδι, δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί ότι σημαντικές επιπλέον ποσότητες είναι πιθανόν να στραφούν προς την αγορά της Κοινότητας στο άμεσο μέλλον, όταν λήξει η ισχύς των μέτρων.

4.   Συμπέρασμα σχετικά με την πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ

(63)

Από την προαναφερθείσα ανάλυση, συμπεραίνεται ότι η πρακτική ντάμπινγκ για σημαντικές ποσότητες ουρίας δεν είναι πιθανόν να συνεχιστεί στην περίπτωση της Κροατίας, ούτε να επαναληφθεί στην περίπτωση των τριών άλλων εξεταζόμενων χωρών, εάν τα μέτρα καταργηθούν.

Δ.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

1.   Ορισμός της κοινοτικής παραγωγής

(64)

Εντός της Κοινότητας, το ομοειδές προϊόν παρασκευάζεται από 16 παραγωγούς, η παραγωγή των οποίων θεωρείται ότι συνιστά το σύνολο της κοινοτικής παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Οκτώ από αυτούς έγιναν κοινοτικοί παραγωγοί μετά τη διεύρυνση της ΕΕ τον Μάιο του 2004.

(65)

Από τους 16 κοινοτικούς παραγωγούς, οι δώδεκα συμφώνησαν να συνεργαστούν με την έρευνα, ενώ τρεις απέστειλαν τις πληροφορίες που τους ζητήθηκαν για τους σκοπούς της δειγματοληψίας, αλλά δεν προσέφεραν περαιτέρω συνεργασία. Κανένας κοινοτικός παραγωγός δεν αντιτάχθηκε στην αίτηση επανεξέτασης.

(66)

Συμφώνησαν να συνεργαστούν οι ακόλουθοι δώδεκα παραγωγοί:

Achema AB (Λιθουανία),

Adubos de Portugal (Πορτογαλία),

AMI Agrolinz Melamine International GmbH (Αυστρία),

Duslo AS (Σλοβακική Δημοκρατία),

Fertiberia SA (Ισπανία),

AS Nitrofert (Εσθονία),

Nitrogénmüvek Zrt (Ουγγαρία),

SKW Stickstoffwerke Piesteritz (Γερμανία),

Yara Group (συγχώνευση των εταιρειών Yara France SA (Γαλλία), Yara Italia Spa (Ιταλία), Yara Brunsbüttel GmbH (Γερμανία) και Yara Sluiskil BV (Κάτω Χώρες),

Zaklady Azotowe Pulawy (Πολωνία),

ZAK SA (Πολωνία),

BASF AG (Γερμανία).

(67)

Επειδή οι δώδεκα αυτοί κοινοτικοί παραγωγοί αντιστοιχούσαν στο 80 % περίπου της συνολικής κοινοτικής παραγωγής κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, κρίνεται ότι εκπροσωπούν σημαντικό ποσοστό της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Επομένως, θεωρείται ότι αποτελούν την κοινοτική βιομηχανία κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και καλούνται στο εξής «κοινοτική βιομηχανία». Οι τέσσερις μη συνεργαζόμενοι κοινοτικοί παραγωγοί θα αναφέρονται στο εξής ως «οι άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί».

(68)

Όπως προαναφέρθηκε, επιλέχθηκε δείγμα τεσσάρων εταιρειών. Όλοι οι δειγματοληπτικά επιλεγμένοι κοινοτικοί παραγωγοί συνεργάστηκαν και απάντησαν στο ερωτηματολόγιο εμπρόθεσμα. Επιπλέον, οι υπόλοιποι οκτώ συνεργαζόμενοι παραγωγοί υπέβαλαν ορισμένα γενικά στοιχεία για την ανάλυση της ζημίας.

E.   Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

1.   Η κατανάλωση στην κοινοτική αγορά

(69)

Η φαινομένη κοινοτική κατανάλωση καθορίστηκε με βάση τις ποσότητες των πωλήσεων της κοινοτικής βιομηχανίας στην κοινοτική αγορά, τις ποσότητες των πωλήσεων των άλλων κοινοτικών παραγωγών στην κοινοτική αγορά, και τα στοιχεία της Eurostat για όλες τις εισαγωγές της ΕΕ. Λόγω της διεύρυνσης της ΕΕ το 2004, για λόγους σαφήνειας και συνέπειας της ανάλυσης, η κατανάλωση καθορίστηκε με βάση την αγορά της ΕΕ των 25 καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο. Δεδομένου ότι η έρευνα αυτή ξεκίνησε πριν από την περαιτέρω διεύρυνση της ΕΕ με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, η ανάλυση περιορίζεται στην κατάσταση που επικρατούσε στην ΕΕ των 25.

(70)

Μεταξύ του 2002 και του 2003 η κοινοτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 3 % και παρέμεινε σταθερή έως την ΠΕΕ.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Συνολική κατανάλωση ΕΚ (τόνοι)

8 650 000

8 945 000

8 955 000

8 875 000

8 950 000

Δείκτης (2002 = 100)

100

103

104

103

103

2.   Εισαγωγές από τις εξεταζόμενες χώρες

2.1.   Όγκος, μερίδιο της αγοράς και τιμές των εισαγωγών

(71)

Όσον αφορά τη Λευκορωσία, την Κροατία, τη Λιβύη και την Ουκρανία, οι όγκοι των εισαγωγών, τα μερίδια αγοράς και οι μέσες τιμές εξελίχθηκαν όπως καθορίζεται πιο κάτω. Τα στοιχεία βασίζονται στις στατιστικές της Eurostat.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Λευκορωσία — Όγκος εισαγωγών (τόνοι)

134 931

167 981

62 546

62 044

25 193

Μερίδιο αγοράς

1,6 %

1,9 %

0,7 %

0,7 %

0,3 %

Τιμές εισαγωγών

(ευρώ/τόνο)

107,5

126,6

148,5

165,7

190,5

Δείκτης (2002 = 100)

100

118

138

154

177

Ουκρανία — Όγκος εισαγωγών (τόνοι)

44 945

36 304

77 270

84 338

52 553

Μερίδιο αγοράς

0,5 %

0,4 %

0,8 %

0,9 %

0,5 %

Τιμές εισαγωγών

(ευρώ/τόνο)

117,4

134,5

139,6

192,7

194,0

Δείκτης (2002 = 100)

100

115

119

164

165

Κροατία — Όγκος εισαγωγών (τόνοι)

126 400

179 325

205 921

187 765

208 050

Μερίδιο αγοράς

1,5 %

2,0 %

2,3 %

2,1 %

2,3 %

Τιμές εισαγωγών

(ευρώ/τόνο)

125,1

135,0

145,0

171,7

185,0

Δείκτης (2002 = 100)

100

108

116

137

148

Λιβύη — Όγκος εισαγωγών (τόνοι)

142 644

227 793

153 390

124 515

73 361

Μερίδιο αγοράς

1,6 %

2,5 %

1,7 %

1,4 %

0,8 %

Τιμές εισαγωγών

(ευρώ/τόνο)

114,1

134,9

147,2

193,8

201,6

Δείκτης (2002 = 100)

100

118

129

170

177

(72)

Όσον αφορά τη Λευκορωσία, ο όγκος των εισαγωγών αυξήθηκε ελαφρώς μεταξύ του 2002 και του 2003 και στη συνέχεια παρουσίασε σταθερή μείωση σε όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου (–81 % για το σύνολο της περιόδου). Ομοίως, το μερίδιο αγοράς της Λευκορωσίας αυξήθηκε ελαφρώς μεταξύ του 2002 και του 2003 και στη συνέχεια παρουσίασε σταθερή μείωση φτάνοντας το 0,3 % κατά την ΠΕΕ. Οι όγκοι ήταν στα επίπεδα του ελαχίστου ορίου από το 2004 και έπειτα. Οι τιμές είχαν θετική εξέλιξη φτάνοντας από 107 σε 190 ευρώ/τόνο κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(73)

Όσον αφορά την Ουκρανία, τα επίπεδα εισαγωγών παρέμειναν σταθερά κάτω από ελάχιστο όριο, ενώ οι τιμές εισαγωγής αυξήθηκαν κατά 65 % μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ.

(74)

Οι εισαγωγές της Κροατίας παρέμειναν μάλλον σταθερές καθ’ όλη την περίοδο, με μερίδιο 2 % περίπου στην κοινοτική αγορά, ενώ οι τιμές εισαγωγής αυξήθηκαν κατά 48 %.

(75)

Οι εισαγωγές από τη Λιβύη αυξήθηκαν κατά το 2003, αλλά στη συνέχεια μειώνονταν σταθερά μέχρι το τέλος της ΠΕΕ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου μειώθηκαν κατά 49 % και το μερίδιο αγοράς της χώρας αυτής μειώθηκε από 1,6 % το 2002 σε 0,8 % κατά την ΠΕΕ. Όπως συνέβη και με τις άλλες εξεταζόμενες χώρες, οι τιμές εισαγωγής της Λιβύης αυξήθηκαν κατά 77 % μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ.

(76)

Η εξέλιξη των τιμών για τις τέσσερις χώρες είναι αναλογικά υψηλότερη ή συγκρίσιμη με την αύξηση της τιμής πώλησης της κοινοτικής βιομηχανίας.

(77)

Για τον υπολογισμό του επιπέδου του ντάμπινγκ που εφαρμοζόταν από την Κροατία κατά την ΠΕΕ, οι τιμές εργοστασίου της κοινοτικής βιομηχανίας προς μη συνδεδεμένους πελάτες συγκρίθηκαν με τις τιμές εισαγωγής CIF στα κοινοτικά σύνορα τις οποίες χρέωνε ο μοναδικός συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας της Κροατίας, δεόντως προσαρμοσμένες ώστε να αντικατοπτρίζεται η τιμή του εκφορτωθέντος προϊόντος. Η σύγκριση έδειξε ότι οι εισαγωγές είχαν τιμές χαμηλότερες από αυτές της κοινοτικής βιομηχανίας κατά 4,7 %. Ωστόσο, οι τιμές αυτές ήταν ανάλογες με τη μη ζημιογόνο τιμή που έχει καθοριστεί για την κοινοτική βιομηχανία.

(78)

Λόγω του γεγονότος ότι το μερίδιο αγοράς των τριών από τις τέσσερις εξεταζόμενες χώρες ήταν χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο, είτε μεμονωμένα είτε συνολικά, θεωρήθηκε ότι οι εξαγωγές τους στην Κοινότητα δεν προκάλεσαν ζημία και ότι, επομένως, τα περιθώρια εφαρμογής χαμηλότερων τιμών δεν αφορούσαν την ανάλυση για τη συνέχιση της ζημίας.

3.   Εισαγωγές από άλλες χώρες

(79)

Ο όγκος των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες κατά την υπό εξέταση περίοδο παρατίθεται στον πίνακα που ακολουθεί. Οι τάσεις ποσοτήτων και τιμών που ακολουθούν βασίζονται επίσης σε στοιχεία της Eurostat.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Όγκος εισαγωγών από τη Ρωσία (τόνοι)

1 360 025

1 429 543

1 783 742

1 404 863

1 488 367

Μερίδιο αγοράς

15,7 %

16,0 %

19,9 %

15,8 %

16,6 %

Τιμές εισαγωγών από τη Ρωσία

(ευρώ/τόνο)

119

133

154

180

196

Όγκος εισαγωγών από την Αίγυπτο (τόνοι)

579 830

629 801

422 892

385 855

624 718

Μερίδιο αγοράς

6,7 %

7,0 %

4,7 %

4,3 %

7,0 %

Τιμές εισαγωγών από την Αίγυπτο

(ευρώ/τόνο)

149

163

178

220

222

Όγκος εισαγωγών από τη Ρουμανία (τόνοι)

260 298

398 606

235 417

309 195

248 377

Μερίδιο αγοράς

3,0 %

4,5 %

2,6 %

3,5 %

2,8 %

Τιμές εισαγωγών από τη Ρουμανία

(ευρώ/τόνο)

123

142

175

197

210

Όγκος εισαγωγών από όλες τις άλλες χώρες (τόνοι)

373 732

291 620

254 311

336 110

326 579

Μερίδιο αγοράς

4,3 %

3,3 %

2,8 %

3,8 %

3,6 %

Τιμές εισαγωγών από όλες τις άλλες χώρες (ευρώ/τόνο)

141

170

194

221

224

Μερίδιο αγοράς όλων των τρίτων χωρών

29,7 %

30,8 %

30,0 %

27,4 %

30,0 %

(80)

Πρέπει να σημειωθεί ότι το σύνολο των εισαγωγών από τρίτες χώρες αυξήθηκε κατά 4,4 % κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εισαγωγών από τη Ρωσία (9,4 %), χώρα η οποία είναι ο κυριότερος εξαγωγέας. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές από τη Ρωσία υπόκειντο σε μέτρα ελάχιστης τιμής εισαγωγής (MIP) σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, μέτρα τα οποία καταργήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 907/2007 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 6). Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ οι εισαγωγές από την Αίγυπτο αυξήθηκαν κατά 7,7 %, ενώ οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες μειώθηκαν σε ίδιο περίπου ποσοστό· πάνω από το 40 % των εισαγωγών αυτών αναλογούσε στη Ρουμανία. Όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής, οι εξαγωγές όλων των παραπάνω χωρών γίνονταν στην Κοινότητα σε τιμές οι οποίες δεν είναι χαμηλότερες από τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ ή/και είναι υψηλότερες από τη μη ζημιογόνο τιμή για την κοινοτική βιομηχανία.

4.   Οικονομική κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας

(81)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε όλους τους σχετικούς οικονομικούς παράγοντες και δείκτες που έχουν επίπτωση στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας.

4.1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(82)

Διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς της κοινοτικής βιομηχανίας χρησιμοποιούν το ομοειδές προϊόν για περαιτέρω κατεργασία σε σύνθετα ή συνθετικά λιπάσματα που είναι περαιτέρω δευτερογενή αζωτούχα λιπάσματα που περιέχουν εκτός από το άζωτο άλλες ουσίες, όπως υδατοδιαλυτό φώσφορο ή/και υδατοδιαλυτό κάλιο.

(83)

Διαπιστώθηκε ότι αυτές οι εσωτερικές μεταφορές της παραγωγής ουρίας δεν εισέρχονται στην ανοικτή αγορά και συνεπώς δεν βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος. Η έρευνα απέδειξε ότι αυτή η δεσμευμένη χρήση αντιπροσωπεύει ένα σταθερό ποσοστό 20 % περίπου της συνολικής παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας. Επομένως, θεωρείται ότι δεν μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την εικόνα ζημίας της κοινοτικής βιομηχανίας.

(84)

Όταν γίνεται προσφυγή στη δειγματοληψία, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική, αναλύονται ορισμένοι δείκτες της ζημίας (παραγωγή, παραγωγική ικανότητα, αποθέματα, πωλήσεις, μερίδιο αγοράς, μεγέθυνση και απασχόληση) για την κοινοτική βιομηχανία συνολικά («ΚΒ» στους πίνακες που ακολουθούν), ενώ οι δείκτες της ζημίας που αφορούν τις επιδόσεις μεμονωμένων εταιρειών, δηλαδή τιμές, κόστος παραγωγής, αποδοτικότητα, μισθοί, επενδύσεις, απόδοση των επενδύσεων, ταμειακές ροές, ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, εξετάζονται με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται στο επίπεδο κοινοτικών παραγωγών στους οποίους έγινε δειγματοληψία («ΠΔ» στους πίνακες που ακολουθούν).

4.2.   Στοιχεία σχετικά με την κοινοτική βιομηχανία ως σύνολο

α)   Παραγωγή

(85)

Η παραγωγή της κοινοτικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένων των όγκων που προορίζονται για δεσμευμένη χρήση, παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, αυξήθηκε κατά 5 % το 2003 και μειώθηκε κατά το ίδιο ποσοστό το 2004. Το 2005 και κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ καταγράφηκε μια μικρή αύξηση 2 % και 1 % αντίστοιχα, φτάνοντας το επίπεδο των 4,45 εκατ. τόνων.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΚΒ Παραγωγή (σε τόνους)

4 300 000

4 500 000

4 300 000

4 400 000

4 450 000

Δείκτης (2002 = 100)

100

105

100

102

103

Παραγωγή ΚΒ που χρησιμοποιείται για δεσμευμένες μεταφορές

800 000

800 000

800 000

900 000

900 000

Ποσοστό της συνολικής παραγωγής

19,3 %

18,5 %

19,5 %

20,6 %

20,2 %

Πηγή: Καταγγέλλοντες, απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο δειγματοληψίας και επαληθευμένες απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο.

β)   Παραγωγική ικανότητα και συντελεστής χρήσης της παραγωγικής ικανότητας

(86)

Η παραγωγική ικανότητα αυξήθηκε ελαφρώς (κατά 5 %) μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ. Λόγω του σταθερού όγκου της παραγωγής, η απορρέουσα χρήση της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε ελαφρώς από 84 % το 2002 σε 81 % κατά την ΠΕΕ. Ωστόσο, η χρήση της ικανότητας γι’ αυτό το είδος παραγωγής και βιομηχανίας μπορεί να επηρεαστεί από την παραγωγή άλλων προϊόντων, τα οποία μπορούν να παραχθούν με τον ίδιο εξοπλισμό παραγωγής, και επομένως δεν ενδείκνυται ως δείκτης ζημίας.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΚΒ Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους)

5 100 000

5 200 000

5 200 000

5 400 000

5 360 000

Δείκτης (2002 = 100)

100

101

101

106

105

ΚΒ Χρήση της παραγωγικής ικανότητας

84 %

88 %

84 %

81 %

81 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

104

100

96

96

γ)   Αποθέματα

(87)

Το επίπεδο των τελικών αποθεμάτων της κοινοτικής βιομηχανίας παρέμεινε μάλλον σταθερό μεταξύ του 2002 και του 2004 και στη συνέχεια αυξήθηκε κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες το 2005 και κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες ακόμη στο τέλος της ΠΕΕ. Ωστόσο, επειδή η ουρία που προορίζεται για δεσμευμένη χρήση αποθηκεύεται μαζί με το προϊόν που πωλείται στην ελεύθερη αγορά, το επίπεδο των αποθεμάτων θεωρείται λιγότερο σημαντικός δείκτης ζημίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι το τέλος της ΠΕΕ συμπίπτει με την έναρξη των εποχικών πωλήσεων.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΚΒ Τελικά αποθέματα (τόνοι)

250 000

240 000

260 000

320 000

350 000

Δείκτης (2002 = 100)

100

94

103

127

140

δ)   Όγκος πωλήσεων

(88)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ οι πωλήσεις της κοινοτικής βιομηχανίας στην αγορά της Κοινότητας σημείωσαν μικρή μείωση (3 %).

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΚΒ Όγκος πωλήσεων του ΚΚΠ (σε τόνους)

3 150 000

3 240 000

3 050 000

3 000 000

3 070 000

Δείκτης (2002 = 100)

100

103

97

95

97

ε)   Μερίδιο αγοράς

(89)

Επίσης, μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ μειώθηκε σε μέτριο βαθμό το μερίδιο αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας περνώντας από το 36,5 % στο 34,3 %.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Μερίδιο αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας

36,5 %

36,3 %

34,1 %

33,8 %

34,3 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

99

93

93

94

στ)   Μεγέθυνση

(90)

Η κοινοτική βιομηχανία έχασε ένα μικρό μέρος του μεριδίου αγοράς από μια σταθερή αγορά κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Το μερίδιο αγοράς που έχασε η κοινοτική βιομηχανία δεν το κατέλαβαν οι εισαγωγές των τεσσάρων εξεταζόμενων χωρών, το μερίδιο αγοράς των οποίων μειώθηκε από 5,8 % έως 4,4 % μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ.

ζ)   Απασχόληση

(91)

Το επίπεδο απασχόλησης της κοινοτικής βιομηχανίας μειώθηκε κατά 6 % μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, ενώ η παραγωγή αυξήθηκε ελαφρώς, αντικατοπτρίζοντας τη μέριμνα της κοινοτικής βιομηχανίας για συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς της.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΚΒ Απασχόληση για το υπό εξέταση προϊόν

1 235

1 230

1 155

1 160

1 165

Δείκτης (2002 = 100)

100

100

94

94

94

η)   Παραγωγικότητα

(92)

Η παραγωγή ανά απασχολούμενο στην κοινοτική βιομηχανία ανά έτος αυξήθηκε κατά 6 % μεταξύ του 2002 και του 2003 και παρέμεινε σταθερή μέχρι την ΠΕΕ, αντικατοπτρίζοντας τη συνδυασμένη θετική επίδραση της μείωσης της απασχόλησης και της αύξησης της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΚΒ Παραγωγικότητα (τόνοι ανά απασχολούμενο)

3 500

3 700

3 745

3 765

3 735

Δείκτης (2002 = 100)

100

106

107

108

107

θ)   Μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ

(93)

Ο αντίκτυπος που έχει στην κοινοτική βιομηχανία το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ κατά την ΠΕΕ, θεωρείται άνευ σημασίας και ο δείκτης μη σημαντικός, δεδομένου ότι: i) ο όγκος εισαγωγών από τη Λευκορωσία, την Ουκρανία και τη Λιβύη ήταν κάτω από τα επίπεδα του ελαχίστου ορίου, ii) οι εισαγωγές από την Κροατία ήταν σταθερές, σε τιμές που αυξήθηκαν ανάλογα με τις τιμές πώλησης στην ΕΕ και iii) η συνολική οικονομική κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας ήταν πολύ θετική.

ι)   Ανάκαμψη από τις συνέπειες παλαιών πρακτικών ντάμπινγκ

(94)

Οι δείκτες που εξετάζονται πιο πάνω και στη συνέχεια αποδεικνύουν σαφώς ότι συντελέστηκαν σημαντικές βελτιώσεις στην οικονομική και στη χρηματοοικονομική κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας.

4.3.   Στοιχεία σχετικά με τους δειγματοληπτικά επιλεγμένους κοινοτικούς παραγωγούς

α)   Τιμές πώλησης και παράγοντες που επηρεάζουν τις εγχώριες τιμές

(95)

Μεταξύ του 2004 και της ΠΕΕ η μέση καθαρή τιμή πωλήσεων όσον αφορά τις πωλήσεις των δειγματοληπτικά επιλεγμένων παραγωγών της κοινοτικής βιομηχανίας αυξήθηκε σημαντικά, αντικατοπτρίζοντας τη σταθερή και συνεχή αύξηση του κόστους της πρώτης ύλης και τις επικρατούσες ευνοϊκές συνθήκες της διεθνούς αγοράς για την ουρία κατά την ίδια περίοδο.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΔΕΠ Τιμή μονάδας στην αγορά ΕΚ

(ευρώ/τόνο)

138

149

164

189

207

Δείκτης (2002 = 100)

100

108

120

138

151

β)   Μισθοί

(96)

Από το 2002 έως την ΠΕΕ, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 13 %, όπως δείχνει ο πίνακας που ακολουθεί. Με βάση το ποσοστό πληθωρισμού και τη συνολική μείωση της απασχόλησης, η αύξηση αυτή θεωρείται μέτρια.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΔΕΠ Ετήσιο κόστος εργασίας ανά απασχολούμενο (000 ευρώ)

44,2

47,2

47,1

48,6

49,9

Δείκτης (2002 = 100)

100

107

107

110

113

γ)   Επενδύσεις

(97)

Οι ετήσιες επενδύσεις που πραγματοποίησαν στο ομοειδές προϊόν οι τέσσερις δειγματοληπτικά επιλεγμένοι παραγωγοί εξελίχθηκαν θετικά κατά την υπό εξέταση περίοδο, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 74 % αν και σημειώθηκαν κάποιες διακυμάνσεις. Οι επενδύσεις αυτές αφορούσαν κυρίως τον εκσυγχρονισμό των μηχανημάτων και τις απαιτήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό επιβεβαιώνει τις προσπάθειες της κοινοτικής βιομηχανίας να βελτιώνει συνεχώς την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της. Τα αποτελέσματα είναι προφανή στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας, η οποία αυξήθηκε σημαντικά κατά την ίδια περίοδο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 92).

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΔΕΠ Καθαρές επενδύσεις (000 ευρώ)

20 493

11 095

31 559

40 001

35 565

Δείκτης (2002 = 100)

100

54

154

195

174

δ)   Αποδοτικότητα και απόδοση των επενδύσεων

(98)

Η αποδοτικότητα των δειγματοληπτικά επιλεγμένων παραγωγών δείχνει μια σημαντική βελτίωση μεταξύ του 2002 και του 2005, οπότε έφθασε στο 19 % της αξίας των πωλήσεων. Η σταθερή αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου στις αρχές του 2006 μειώνει το αποτέλεσμα αυτό στο 10,7 % κατά την ΠΕΕ. Ως προς αυτό, σημειώνεται ότι στην αρχική έρευνα είχε καθοριστεί ένα περιθώριο κέρδους 8 %, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με την κατάργηση του επιζήμιου ντάμπινγκ. Η απόδοση των επενδύσεων (ΑΕ), εκφραζόμενη σε ποσοστό κέρδους επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων, ακολούθησε ευρέως την τάση της αποδοτικότητας καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΔΕΠ Αποδοτικότητα των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες (% των καθαρών πωλήσεων)

4,6 %

11,1 %

18,4 %

19,3 %

10,7 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

241

400

419

233

ΑΕ των ΔΕΠ (ποσοστό κέρδους της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων)

10,7 %

31,0 %

48,8 %

51,1 %

29,4 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

290

456

477

275

ε)   Ταμειακή ροή και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(99)

Η ταμειακή ροή αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ του 2002 και του 2005 και μειώθηκε σταθερά κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Η εξέλιξη αυτή συνάδει με την εξέλιξη που παρουσίασε η συνολική αποδοτικότητα κατά την υπό εξέταση περίοδο.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

ΔΕΠ Ταμειακές ροές (000 ευρώ)

38 534

60 289

92 671

111 722

58 912

Δείκτης (2002 = 100)

100

156

240

290

153

(100)

Από την έρευνα δεν διαπιστώθηκε ότι οι δειγματοληπτικά επιλεγμένοι κοινοτικοί παραγωγοί αντιμετώπισαν δυσκολίες όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων.

5.   Συμπέρασμα

(101)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, το μερίδιο αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας μειώθηκε ελαφρώς, όπως άλλωστε και ο όγκος των πωλήσεων στην κοινοτική αγορά. Ωστόσο, η γενική κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας βελτιώθηκε κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου.

(102)

Σχεδόν όλοι οι άλλοι δείκτες ζημίας, εκτός από την αύξηση του όγκου των αποθεμάτων, εξελίχθηκαν θετικά: ο όγκος παραγωγής και οι ανά μονάδα τιμές πώλησης της κοινοτικής βιομηχανίας αυξήθηκαν και η αποδοτικότητα ήταν, μετά το 2002, πολύ πιο πάνω από το επίπεδο κέρδους που είχε καθοριστεί ως κέρδος-στόχος στην αρχική έρευνα.

(103)

Η απόδοση των επενδύσεων και οι ταμειακές ροές παρουσίασαν επίσης θετική εξέλιξη. Οι μισθοί αυξήθηκαν μετρίως και η κοινοτική βιομηχανία εξακολούθησε να επενδύει. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε επίσης σημαντικά, αντικατοπτρίζοντας τη θετική εξέλιξη της παραγωγής και τις προσπάθειες της κοινοτικής βιομηχανίας για βελτίωση μέσω των επενδύσεων.

(104)

Ο αιτών υποστήριξε ότι οι απαιτήσεις μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας, οι οποίες υπολογίζονται ως απόδοση επί των πωλήσεων, έπρεπε να είναι για τον κλάδο της ουρίας στο 25 % μετά την καταβολή των φόρων. Αυτό θα συνεπαγόταν ένα κέρδος κύκλου εργασιών προ φόρων περίπου 36 %. Ο αιτών ισχυρίστηκε ότι αυτό δικαιολογείται από το κόστος εγκατάστασης ενός νέου συγκροτήματος παρασκευής αμμωνίας/ουρίας, το οποίο θα απαιτούσε απόδοση των επενδύσεων ύψους 11 % (που φέρεται ότι ισοδυναμεί σε κέρδος κύκλου εργασιών προ φόρων ύψους 36 %). Ως προς αυτό, επισημαίνεται ότι ο αιτών δεν αξίωσε ποτέ τόσο υψηλό στόχο κέρδους στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας και στην αρχική έρευνα είχε καθοριστεί ένα περιθώριο κέρδους 8 %, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν υπάρχει πρακτική ζημιογόνου ντάμπινγκ. Επιπροσθέτως, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε, στην απόφαση που εξέδωσε για την υπόθεση T-210/95, ότι «…το περιθώριο κέρδους που πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο για τον υπολογισμό ενδεικτικής τιμής δυνάμενης να εξαλείψει την εν λόγω ζημία πρέπει να περιορίζεται στο περιθώριο κέρδους που η κοινοτική βιομηχανία θα μπορούσε λογικώς να αναμένει υπό τους συνήθεις όρους ανταγωνισμού, ελλείψει των αποτελουσών το αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγών» (8). Στην ίδια υπόθεση επιβεβαιώθηκε ότι «το […] επιχείρημα, κατά το οποίο το περιθώριο κέρδους που οφείλουν να λάβουν υπόψη τα κοινοτικά όργανα πρέπει να είναι αυτό που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της επιβιώσεως της κοινοτικής βιομηχανίας ή/και της κατάλληλης αποδόσεως των κεφαλαίων της, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στον βασικό κανονισμό».

(105)

Ο αιτών υποστήριξε επίσης ότι στην περίπτωση του κλάδου των λιπασμάτων, η απόδοση επί των πωλήσεων δεν είναι κατάλληλος δείκτης ζημίας για τα κέρδη και ότι η απόδοση χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου ή/και επενδύσεων είναι καλύτεροι ποιοτικά δείκτες για την αξιολόγηση αυτή. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι, με βάση τους τελευταίους δείκτες, η κοινοτική βιομηχανία είχε υποστεί ζημία.

(106)

Λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κλάδου των λιπασμάτων (για παράδειγμα, της έντασης κεφαλαίου) και του χαρακτήρα της αγοράς λιπασμάτων (την αστάθεια των τιμών των πρώτων υλών και των τιμών των τελικών προϊόντων), συμφωνήθηκε ότι μόνο η απόδοση επί των πωλήσεων ίσως δεν είναι ο καταλληλότερος δείκτης όσον αφορά την αποδοτικότητα και ότι πρέπει να συμπληρωθεί με δείκτες όπως η απόδοση χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου και η απόδοση επενδύσεων. Ωστόσο, ο αιτών δεν υπέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σύμφωνα με το οποίο, εάν δεν υπήρχαν εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η κοινοτική βιομηχανία θα ήταν σε θέση να επιτύχει απόδοση στο απαιτούμενο επίπεδο. Ο αιτών δεν απέδειξε επίσης ποιο περιθώριο κέρδους θα ήταν σε θέση να επιτύχει η κοινοτική βιομηχανία εάν δεν υπήρχαν εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(107)

Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε συνέχιση της σημαντικής ζημίας για την κοινοτική βιομηχανία.

ΣΤ.   ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

1.   Γενικά

(108)

Επειδή δεν υπάρχει συνέχιση της σημαντικής ζημίας από εισαγωγές από την υπό εξέταση χώρα, η ανάλυση επικεντρώθηκε στην πιθανότητα επανάληψης της ζημίας σε περίπτωση άρσης των μέτρων. Στο πλαίσιο αυτό αναλύθηκαν δύο κύριες παράμετροι: i) οι πιθανοί όγκοι των εξαγωγών και οι τιμές των εξεταζόμενων χωρών και ii) η επίδραση των προβλεπόμενων αυτών όγκων και τιμών των εξεταζόμενων χωρών στην κοινοτική βιομηχανία.

(109)

Η ανάλυση γίνεται σ’ ένα γενικό πλαίσιο αγοράς όπου οι τιμές είναι διαρκώς υψηλές, όπως και τα κέρδη, όχι μόνο στην Κοινότητα αλλά και σε όλο τον κόσμο. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το γενικό αυτό πλαίσιο θα παρουσιάσει ουσιαστική μεταβολή βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

2.   Πιθανοί όγκοι εξαγωγών και τιμές των εξεταζόμενων χωρών

(110)

Όπως προαναφέρθηκε, οι Ουκρανοί παραγωγοί-εξαγωγείς είναι πιθανόν να εξάγουν κατά μέγιστο όριο περίπου 375 000 επιπλέον τόνους ουρίας στην Κοινότητα, αν λήξει η ισχύς των μέτρων. Σύμφωνα με τα στοιχεία η Λιβύη και η Λευκορωσία μπορούν κατά μέγιστο όριο να εξαγάγουν 140 000 και 150 000 τόνους αντίστοιχα. Ομοίως, οι ποσότητες για την Κροατία δεν είναι πιθανόν να αυξηθούν πολύ περισσότερο από το τρέχον επίπεδό τους.

(111)

Οι τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα και τις τρίτες χώρες αναλύθηκαν πιο πάνω. Σε συνδυασμό με τις συνθήκες αγοράς που προαναφέρονται και την πιθανή εξέλιξη των βασικών συντελεστών του κόστους, όπως είναι η τιμή του φυσικού αερίου, από την ανάλυση προκύπτει ότι οι τιμές εξαγωγής θα παραμείνουν υψηλές. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι τιμές θα είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές και το κόστος της κοινοτικής βιομηχανίας.

3.   Αντίκτυπος των προβλεπόμενων όγκων εξαγωγών στην κοινοτική βιομηχανία και επίδραση στις τιμές σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων

(112)

Η αγορά ουρίας αναμένεται να αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τα επόμενα έτη τόσο στην Κοινότητα (9) όσο και παγκοσμίως, κυρίως λόγω της αυξημένης γεωργικής παραγωγής (για εφαρμογές βιοκαυσίμων), αλλά και λόγω της διευρυνόμενης βιομηχανικής χρήσης του AdBlue (10). Για παράδειγμα, οι προοπτικές για τις γεωργικές αγορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίοδο 2007-2014, που δημοσιεύτηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας τον Ιούλιο του 2007, επιβεβαιώνουν ότι η παραγωγή σιτηρών στην περίοδο αυτή είναι πιθανόν να αυξηθεί έως και 20 %. Η εκτίμηση του αιτούντος προβλέπει αύξηση 10 %. Επιπλέον, στο τέλος του Σεπτεμβρίου 2007, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2007 του Συμβουλίου (11) θεσπίστηκαν παρεκκλίσεις όσον αφορά την παύση καλλιέργειας για το έτος 2008. Η προβλεπόμενη μεγέθυνση της κοινοτικής αγοράς (1 εκατ. επιπλέον τόνοι περίπου) είναι πιθανόν να υπερβεί το ανώτατο όριο των όγκων που μπορούν να εξαγάγουν οι εξάγουσες χώρες στην Κοινότητα. Επομένως, δεν είναι πιθανόν να προκύψουν σημαντικές ανισορροπίες όσον αφορά τους όγκους από τις επιπλέον αυτές εξαγωγές, κυρίως επειδή η διαφορά μεταξύ της μέγιστης κοινοτικής παραγωγής και κατανάλωσης ποσοτικοποιείται σε 2 εκατ. τόνους περίπου και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η διαφορά αυτή θα συμπληρωθεί από άλλες εξαγωγές [καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας, όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 907/2007] σε τέτοιο βαθμό ώστε η υπερπροσφορά να συγκρατήσει ή να μειώσει τις τιμές της αγοράς.

(113)

Για τους λόγους αυτούς, δεν είναι πιθανόν η κοινοτική βιομηχανία να χρειαστεί να μειώσει τις πωλήσεις της, την παραγωγή ή τις τιμές της σε βαθμό που να επηρεαστεί ουσιαστικά η αποδοτικότητα και η γενική θέση της. Επομένως, είναι πιθανόν τα κέρδη να παραμείνουν στο τρέχον επίπεδό τους, αντικατοπτρίζοντας τις επικρατούσες ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς, ιδίως από το 2004 έως την ΠΕΕ.

4.   Συμπέρασμα για το ενδεχόμενο επανάληψης της ζημίας

(114)

Για τους λόγους που προαναφέρονται, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει πιθανότητα επανάληψης της ζημίας για την κοινοτική βιομηχανία, σε περίπτωση κατάργησης των ισχυόντων μέτρων.

Ζ.   ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(115)

Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων πρόκειται να προταθεί η κατάργηση των ισχυόντων μέτρων. Τους χορηγήθηκε επίσης προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεών τους μετά την εν λόγω ενημέρωση. Δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις ικανές να μεταβάλλουν τα προαναφερθέντα συμπεράσματα.

(116)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, τα μέτρα αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Λευκορωσίας, Κροατίας, Λιβύης και Ουκρανίας πρέπει να καταργηθούν και να τερματιστεί η διαδικασία.

(117)

Λόγω των συνθηκών που προαναφέρονται, δηλαδή των σημαντικών στρεβλώσεων στη διάρθρωση του κόστους ή/και των λειτουργιών των εξαγωγών από τους εξαγωγείς και στις τέσσερις εξεταζόμενες χώρες, κρίνεται αναγκαία η στενή παρακολούθηση της εξέλιξης των εισαγωγών ουρίας καταγωγής Λευκορωσίας, Κροατίας, Λιβύης και Ουκρανίας, ώστε να διευκολυνθεί η άμεση ανάληψη κατάλληλης δράσης, εάν αυτό απαιτηθεί από τις περιστάσεις,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές ουρίας, είτε σε υδατικό διάλυμα είτε όχι, η οποία υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 10 10 και 3102 10 90 και είναι καταγωγής Λευκορωσίας, Κροατίας, Λιβύης και Ουκρανίας, καταργείται και τερματίζεται η διαδικασία σχετικά με τις εν λόγω εισαγωγές.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. JARC


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 17 της 19.1.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 73/2006 (ΕΕ L 12 της 18.1.2006, σ. 1).

(3)  ΕΕ C 93 της 21.4.2006, σ. 6.

(4)  ΕΕ C 316 της 22.12.2006, σ. 13.

(5)  ΕΕ C 105 της 4.5.2006, σ. 12.

(6)  ΕΕ L 127 της 9.5.2001, σ. 11.

(7)  ΕΕ L 198 της 31.7.2007, σ. 4.

(8)  Υπόθεση T-210/95, EFMA κατά Συμβουλίου (1195), Συλλογή II-3291, σκέψη 60.

(9)  Πηγή: «Global fertilisers and raw materials supply and supply/demand balances: 2005-2009», A05/71b, Ιούνιος 2005, Διεθνής Ένωση Παραγωγών Λιπασμάτων (IFA).

(10)  AdBlue είναι καταχωρισμένο εμπορικό σήμα υδατικού διαλύματος ουρίας (32,5 %) και χρησιμοποιείται σε μια διαδικασία που ονομάζεται «επιλεκτική καταλυτική αναγωγή» για τη μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου στα καυσαέρια των οχημάτων με κινητήρες ντίζελ.

(11)  ΕΕ L 253 της 28.9.2007, σ. 1.


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/49


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 241/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαρτίου 2008

σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Γουινέας-Μπισσάου

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37, σε συνδυασμό με το άρθρο 300 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Κοινότητα διαπραγματεύθηκε με τη Δημοκρατία της Γουινέας-Μπισσάου συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης, με την οποία παρέχονται στα κοινοτικά σκάφη αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα, στα οποία η Γουινέα-Μπισσάου ασκεί την κυριαρχία της ή τη δικαιοδοσία της σε θέματα αλιείας.

(2)

Αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν η μονογραφή συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης στις 23 Μαΐου 2007.

(3)

Είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να εγκρίνει την εν λόγω συμφωνία.

(4)

Είναι σκόπιμο να καθοριστεί η μέθοδος κατανομής των αλιευτικών δυνατοτήτων μεταξύ των κρατών μελών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Γουινέας-Μπισσάου (2) εγκρίνεται εξ ονόματος της Κοινότητας.

Το κείμενο της συμφωνίας επισυνάπτεται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 2

1.   Οι αλιευτικές δυνατότητες που καθορίζονται στο πρωτόκολλο της συμφωνίας κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών ως εξής:

α)

αλιεία γαρίδας:

Ισπανία

1 421 ΚΟΧ

Ιταλία

1 776 ΚΟΧ

Ελλάδα

137 ΚΟΧ

Πορτογαλία

1 066 ΚΟΧ

β)

αλιεία ιχθύων/κεφαλοπόδων:

Ισπανία

3 143 ΚΟΧ

Ιταλία

786 ΚΟΧ

Ελλάδα

471 ΚΟΧ

γ)

θυνναλιευτικά γρι-γρι και παραγαδιάρικα επιφανείας:

Ισπανία

10 σκάφη

Γαλλία

9 σκάφη

Πορτογαλία

4 σκάφη

δ)

αλιευτικά με καλάμι:

Ισπανία

10 σκάφη

Γαλλία

4 σκάφη

2.   Εάν οι αιτήσεις αδειών των κρατών μελών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν εξαντλήσουν τις αλιευτικές δυνατότητες που καθορίζονται στο πρωτόκολλο της συμφωνίας, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη τις αιτήσεις αδειών οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 3

Τα κράτη μέλη, τα σκάφη των οποίων αλιεύουν στο πλαίσιο της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 1, κοινοποιούν στην Επιτροπή τις ποσότητες κάθε αποθέματος που αλιεύονται στην αλιευτική ζώνη της Γουινέας-Μπισσάου σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 500/2001 της Επιτροπής, της 14ης Μαρτίου 2001, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/1993 του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο των αλιευμάτων των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών στα ύδατα τρίτων χωρών και στην ανοικτή θάλασσα (3).

Άρθρο 4

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία δεσμεύοντας την Κοινότητα.

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. JARC


(1)  Γνώμη που εδόθη στις 11 Μαρτίου 2008 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 342 της 27.12.2007, σ. 5.

(3)  ΕΕ L 73 της 15.3.2001, σ. 8.


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/51


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 242/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαρτίου 2008

για τη σύναψη συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αφενός, και της Ακτής Ελεφαντοστού αφετέρου

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37, σε συνδυασμό με το άρθρο 300 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Κοινότητα και η Ακτή Ελεφαντοστού διαπραγματεύθηκαν συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης με την οποία παρέχονται στα κοινοτικά σκάφη αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα υπό την κυριαρχία ή δικαιοδοσία της Ακτής Ελεφαντοστού στον τομέα της αλιείας.

(2)

Αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν η μονογραφή νέας συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης στις 5 Απριλίου 2007.

(3)

Είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να εγκρίνει την εν λόγω συμφωνία.

(4)

Είναι σκόπιμο να καθοριστεί η μέθοδος κατανομής των αλιευτικών δυνατοτήτων μεταξύ των κρατών μελών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ακτής Ελεφαντοστού (2) εγκρίνεται εξ ονόματος της Κοινότητας.

Άρθρο 2

Οι καθοριζόμενες στο πρωτόκολλο της συμφωνίας αλιευτικές δυνατότητες κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών ως εξής:

25 αλιευτικά σκάφη γρι-γρι

Γαλλία

:

10 σκάφη

Ισπανία

:

15 σκάφη

15 αλιευτικά με παραγάδια επιφανείας

Ισπανία

:

10 σκάφη

Πορτογαλία

:

5 σκάφη

Εάν οι αιτήσεις αδειών αυτών των κρατών μελών δεν εξαντλήσουν τις αλιευτικές δυνατότητες που καθορίζονται στο πρωτόκολλο, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη τις αιτήσεις αδειών οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 3

Τα κράτη μέλη, των οποίων τα σκάφη αλιεύουν στο πλαίσιο της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 1, κοινοποιούν στην Επιτροπή τις ποσότητες κάθε αποθέματος που αλιεύονται στην αλιευτική ζώνη της Ακτής Ελεφαντοστού σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 500/2001 της Επιτροπής, της 14ης Μαρτίου 2001, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, του Συμβουλίου, σχετικά με τον έλεγχο των αλιευμάτων των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών στα ύδατα τρίτων χωρών και στην ανοικτή θάλασσα (3).

Άρθρο 4

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το (τα) πρόσωπο(-α) που είναι αρμόδιο(-α) να υπογράψει(-ουν) τη συμφωνία, δεσμεύοντας την Κοινότητα.

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. JARC


(1)  Γνώμη της 11ης Μαρτίου 2008 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 48 της 22.2.2008, σ. 41.

(3)  ΕΕ L 73 της 15.3.2001, σ. 8.


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/53


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 243/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαρτίου 2008

για την επιβολή ορισμένων περιοριστικών μέτρων κατά των παράνομων αρχών της νήσου Ανζουάν, στην Ένωση των Κομορών

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 60 και 301,

την κοινή θέση 2008/187/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2008, για την επιβολή ορισμένων περιοριστικών μέτρων κατά των παράνομων αρχών της νήσου Ανζουάν, στην Ένωση των Κομορών (1),

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής της Αφρικανικής Ένωσης, με επιστολή που απηύθυνε στις 25 Οκτωβρίου 2007, στο Γενικό Γραμματέα/Ύπατο Εκπρόσωπο, ζήτησε τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της για την εφαρμογή των κυρώσεων που αποφάσισε να επιβάλει το Συμβούλιο Ειρήνης και Ασφάλειας της Αφρικανικής Ένωσης, κατά των παράνομων αρχών του Ανζουάν και ορισμένων συνδεόμενων με αυτές προσώπων.

(2)

Η κοινή θέση 2008/187/ΚΕΠΠΑ προβλέπει την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά των παράνομων αρχών του Ανζουάν και ορισμένων συνδεόμενων με αυτές προσώπων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που ανήκουν στα εν λόγω πρόσωπα.

(3)

Τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Επομένως, για να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή τους από τους οικονομικούς φορείς σε όλα τα κράτη μέλη, είναι απαραίτητο να θεσπιστεί κοινοτική πράξη για την εφαρμογή αυτή όσον αφορά την Κοινότητα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

Ως «κεφάλαια», νοούνται χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικά οφέλη κάθε είδους, στα οποία περιλαμβάνονται ενδεικτικά τα ακόλουθα:

i)

τα μετρητά, οι επιταγές, οι χρηματικές απαιτήσεις, οι συναλλαγματικές, οι εντολές πληρωμών και άλλα μέσα πληρωμών·

ii)

οι καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή άλλους φορείς, τα υπόλοιπα λογαριασμών και τα χρεωστικά ομόλογα·

iii)

οι δημοσίως και ιδιωτικώς διαπραγματεύσιμοι τίτλοι και χρεώγραφα, όπως οι μετοχές, τα πιστοποιητικά που αντιπροσωπεύουν κινητές αξίες, τα ομόλογα, τα γραμμάτια, τα μακροπρόθεσμα δικαιώματα (warrants), τα μη εγγυημένα ομόλογα και οι συμβάσεις επί παραγώγων μέσων·

iv)

οι τόκοι, τα μερίσματα ή τα άλλα έσοδα ή υπεραξίες που προέρχονται ή δημιουργούνται από περιουσιακά στοιχεία·

v)

οι πιστώσεις, τα δικαιώματα συμψηφισμών απαιτήσεων, οι εγγυήσεις, οι εγγυητικές επιστολές ή άλλες χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις·

vi)

οι πιστωτικές επιστολές, οι φορτωτικές, τα πωλητήρια συμβόλαια·

vii)

τα έγγραφα που αποδεικνύουν συμμετοχή σε κεφάλαια ή σε χρηματοοικονομικούς πόρους·

β)

ως «δέσμευση κεφαλαίων», νοείται η παρεμπόδιση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης κεφαλαίων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεταβολή ως προς τον όγκο, το ποσό, τον τόπο διατήρησής τους, την ιδιοκτησία, την κατοχή, το χαρακτήρα, τον προορισμό ή άλλη μεταβολή η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων κεφαλαίων συμπεριλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων·

γ)

ως «οικονομικοί πόροι», νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα, που δεν είναι κεφάλαια αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών·

δ)

ως «δέσμευση οικονομικών πόρων», νοείται η παρεμπόδιση της χρήσης οικονομικών πόρων για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών με κάθε τρόπο, μεταξύ άλλων, ενδεικτικά, η πώληση, η εκμίσθωση ή η υποθήκευσή τους·

ε)

ως «έδαφος της Κοινότητας», νοούνται τα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται η συνθήκη, υπό τους όρους που προβλέπονται σ’ αυτήν.

Άρθρο 2

1.   Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν ή βρίσκονται υπό την ιδιοκτησία, την κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που απαριθμούνται στο παράρτημα I.

2.   Κανένα κεφάλαιο ή οικονομικός πόρος δεν διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, φορείς ή οργανισμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα I ή προς όφελος αυτών.

3.   Απαγορεύεται η συμμετοχή, εν γνώσει και εκ προθέσεως, σε δραστηριότητες που έχουν ως, άμεσο ή έμμεσο, στόχο ή αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν συνεπάγεται κανενός είδους ευθύνη των σχετικών φυσικών ή νομικών προσώπων ή φορέων, εάν αυτοί δεν γνώριζαν και δεν είχαν εύλογη αιτία να υποπτευθούν ότι με τις ενέργειές τους θα παραβίαζαν αυτή την απαγόρευση.

Άρθρο 3

1.   Το άρθρο 2 παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στις καταθέσεις σε δεσμευμένους λογαριασμούς ως:

α)

τόκους ή άλλα κέρδη σε σχέση με αυτούς του λογαριασμούς,

β)

ποσά οφειλόμενα βάσει συμβάσεων, συμφωνιών ή υποχρεώσεων που είχαν συμφωνηθεί ή συναφθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία οι λογαριασμοί αυτοί υποβλήθηκαν στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού,

εφόσον οι εν λόγω τόκοι, τα κέρδη ή οι πληρωμές εξακολουθούν να υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 1.

2.   Το άρθρο 2 παράγραφος 2 δεν εμποδίζει την πίστωση των δεσμευμένων λογαριασμών από μέρους χρηματοδοτικών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Κοινότητα, όταν αυτά λαμβάνουν κεφάλαια που μεταφέρονται από τρίτους στο λογαριασμό των φυσικών ή νομικών προσώπων, φορέων ή οργανισμών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, υπό τον όρο ότι τα κατατιθέμενα ποσά δεσμεύονται επίσης. Το χρηματοδοτικό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές για τις συναλλαγές αυτές.

Άρθρο 4

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι οποίες αναγράφονται στους δικτυακούς τόπους που απαριθμούνται στο παράρτημα II, δύνανται να επιτρέπουν την ελευθέρωση ή τη διάθεση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων, υπό τους όρους που οι ίδιες θεωρούν κατάλληλους, εφόσον κρίνουν ότι τα εν λόγω κεφάλαια ή οι οικονομικοί πόροι:

α)

είναι αναγκαία για την κάλυψη βασικών αναγκών των προσώπων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και των εξαρτώμενων από αυτά μελών της οικογενείας τους, ιδίως τις δαπάνες για είδη διατροφής, ενοίκια ή εξόφληση ενυπόθηκων δανείων, φάρμακα ή ιατρικά έξοδα, φόρους, ασφάλιστρα και τέλη σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας,

β)

προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή εύλογων αμοιβών επαγγελματιών και την επιστροφή δαπανών που έχουν σχέση με την παροχή νομικών υπηρεσιών,

γ)

προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή τελών ή επιβαρύνσεων για υπηρεσίες που αφορούν τη συνήθη τήρηση ή φύλαξη δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων,

δ)

είναι αναγκαία για έκτακτες δαπάνες, εφόσον το οικείο κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει σε όλα τα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή, τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από τη χορήγηση της άδειας, τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι πρέπει να χορηγηθεί ειδική άδεια.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή για κάθε άδεια την οποία χορηγούν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1.

Άρθρο 5

Η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ή η άρνηση διάθεσης κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που γίνεται καλόπιστα και με την πεποίθηση ότι συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν θεμελιώνει κανενός είδους ευθύνη για το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή το φορέα ή οργανισμό που προέβη στη σχετική πράξη ούτε για τους διευθυντές ή τους υπαλλήλους των, εκτός εάν αποδειχθεί ότι τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι δεσμεύθηκαν λόγω αμέλειας.

Άρθρο 6

1.   Με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων κανόνων σχετικά με την υποβολή εκθέσεων, την εμπιστευτικότητα και το επαγγελματικό απόρρητο, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, οι φορείς και οι οργανισμοί:

α)

παρέχουν πάραυτα κάθε πληροφορία που μπορεί να διευκολύνει τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά ιδίως τους δεσμευμένους λογαριασμούς και τα δεσμευμένα ποσά σύμφωνα με το άρθρο 2, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου κατοικούν ή εδρεύουν — οι οποίες αναγράφονται στους δικτυακούς τόπους που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ — και τη διαβιβάζουν απευθείας ή μέσω των κρατών μελών στην Επιτροπή.

β)

συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές που αναγράφονται στους δικτυακούς τόπους που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ για κάθε επαλήθευση των πληροφοριών αυτών.

2.   Κάθε πληροφορία που παρέχεται ή λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο χρησιμοποιείται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους παρεσχέθη ή ελήφθη.

Άρθρο 7

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη αλληλοενημερώνονται χωρίς καθυστέρηση για τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ανταλλάσσουν οποιαδήποτε άλλη πληροφορία διαθέτουν σχετικά με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως δε πληροφορίες που αφορούν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και προβλήματα εφαρμογής του, καθώς και αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων.

Άρθρο 8

1.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται:

α)

να τροποποιεί το παράρτημα I βάσει αποφάσεων που λαμβάνονται σχετικά με το παράρτημα της κοινής θέσης 2008/187/ΚΕΠΠΑ,

β)

να τροποποιεί το παράρτημα ΙΙ βάσει των πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη.

2.   Εκδίδεται ανακοίνωση με τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την υποβολή πληροφοριών σε σχέση με το παράρτημα I (2).

Άρθρο 9

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες προς την παράβαση και αποτρεπτικές.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, χωρίς καθυστέρηση μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, τους κανόνες αυτούς, καθώς και κάθε τυχόν μεταγενέστερη μεταβολή.

Άρθρο 10

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό και τις προσδιορίζουν στους δικτυακούς τόπους που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ ή μέσω αυτών.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις αρμόδιες αρχές τους, αμέσως μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, καθώς και κάθε τυχόν μεταγενέστερη μεταβολή.

Άρθρο 11

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται:

α)

στο έδαφος της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένου και του εναέριου χώρου της,

β)

στα αεροσκάφη ή στα πλοία που υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους,

γ)

σε κάθε πρόσωπο, εντός ή εκτός του εδάφους της Κοινότητας, το οποίο είναι πολίτης κράτους μέλους,

δ)

σε κάθε νομικό πρόσωπο, φορέα ή οργανισμό που έχει συσταθεί ή δημιουργηθεί βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους,

ε)

σε κάθε νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα για τις εμπορικές πράξεις που πραγματοποιεί, εν όλω ή εν μέρει, στο έδαφος της Κοινότητας.

Άρθρο 12

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. JARC


(1)  ΕΕ L 59 της 4.3.2008, σ. 32.

(2)  ΕΕ C 71 της 18.3.2008, σ. 25.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατάλογος των μελών της παράνομης κυβέρνησης του Ανζουάν και των φυσικών και νομικών προσώπων, των φορέων ή των οργανισμών που συνδέονται με αυτά και αναφέρονται στα άρθρα 2, 3, και 4

Όνομα

Mohamed Bacar

Φύλο

Α

Καθήκοντα

Αυτοανακηρυχθείς Πρόεδρος, στρατηγός

Τόπος γέννησης

Barakani

Ημερομηνία γέννησης

5.5.1962

Αριθ. διαβατηρίου

01AB01951/06/160, ημερομηνία εκδόσεως : 1.12.2006

Όνομα

Jaffar Salim

Φύλο

Α

Καθήκοντα

«Υπουργός Εσωτερικών»

Τόπος γέννησης

Mutsamudu

Ημερομηνία γέννησης

26.6.1962

Αριθ. διαβατηρίου

06BB50485/20 950, ημερομηνία εκδόσεως : 1.2.2007

Όνομα

Mohamed Abdou Madi

Φύλο

Α

Καθήκοντα

«Υπουργός Συνεργασίας»

Τόπος γέννησης

Mjamaoué

Ημερομηνία γέννησης

1956

Αριθ. διαβατηρίου

05BB39478, ημερομηνία εκδόσεως : 1.8.2006

Όνομα

Ali Mchindra

Φύλο

Α

Καθήκοντα

«Υπουργός Παιδείας»

Τόπος γέννησης

Cuvette

Ημερομηνία γέννησης

20.11.1958

Αριθ. διαβατηρίου

03819, ημερομηνία εκδόσεως : 3.7.2004

Όνομα

Houmadi Souf

Φύλο

Α

Καθήκοντα

«Υπουργός Δημόσιας Διοίκησης»

Τόπος γέννησης

Sima

Ημερομηνία γέννησης

1963

Αριθ. διαβατηρίου

51427, ημερομηνία εκδόσεως : 4.3.2007

Όνομα

Rehema Boinali

Φύλο

Α

Καθήκοντα

«Υπουργός Ενέργειας»

Τόπος γέννησης

 

Ημερομηνία γέννησης

1967

Αριθ. διαβατηρίου

540355, ημερομηνία εκδόσεως : 7.4.2007

Όνομα

Dhoihirou Halidi

Φύλο

Α

Τίτλος

Διευθυντής Επιτελικού Γραφείου

Καθήκοντα

Ανώτερος υπάλληλος, στενά συνδεόμενος με την παράνομη κυβέρνηση του Ανζουάν

Τόπος γέννησης

Bambao Msanga

Ημερομηνία γέννησης

8.3.1965

Αριθ. διαβατηρίου

64528, ημερομηνία εκδόσεως : 19.9.2007

Όνομα

Abdou Bacar

Φύλο

M

Τίτλος

Αντισυνταγματάρχης

Καθήκοντα

Υψηλόβαθμος στρατιωτικός, που συμβάλλει στην παροχή υποστήριξης προς την παράνομη κυβέρνηση του Ανζουάν

Τόπος γέννησης

Barakani

Ημερομηνία γέννησης

2.5.1954

Αριθ. διαβατηρίου

54621, ημερομηνία εκδόσεως : 23.4.2007


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Δικτυακοί τόποι με πληροφορίες για τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 4, 6 και 10, και διεύθυνση για τις κοινοποιήσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΒΕΛΓΙΟ

http://www.diplomatie.be/eusanctions

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

http://www.mfa.government.bg

ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

http://www.mfcr.cz/mezinarodnisankce

ΔΑΝΙΑ

http://www.um.dk/da/menu/Udenrigspolitik/FredSikkerhedOgInternationalRetsorden/Sanktioner/

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

http://www.bmwi.de/BMWi/Navigation/Aussenwirtschaft/Aussenwirtschaftsrecht/embargos.html

ΕΣΘΟΝΙΑ

http://www.vm.ee/est/kat_622/

ΕΛΛΑΣ

http://www.ypex.gov.gr/www.mfa.gr/en-US/Policy/Multilateral+Diplomacy/International+Sanctions/

ΙΣΠΑΝΙΑ

www.mae.es/es/MenuPpal/Asuntos/Sanciones+Internacionales

ΓΑΛΛΙΑ

http://www.diplomatie.gouv.fr/autorites-sanctions/

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

http://www.dfa.ie/un_eu_restrictive_measures_ireland/competent_authorities

ΙΤΑΛΙΑ

http://www.esteri.it/UE/deroghe.html

ΚΥΠΡΟΣ

http://www.mfa.gov.cy/sanctions

ΛΕΤΤΟΝΙΑ

http://www.mfa.gov.lv/en/security/4539

ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

http://www.urm.lt

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

http://www.mae.lu/sanctions

ΟΥΓΓΑΡΙΑ

http://www.kulugyminiszterium.hu/kum/hu/bal/Kulpolitibank/nemzetkozi_szankciok/

ΜΑΛΤΑ

http://www.doi.gov.mt/EN/bodies/boards/sanctions_monitoring.asp

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

http://www.minbuza.nl/sancties

ΑΥΣΤΡΙΑ

http://www.bmeia.gv.at/view.php3?f_id=12750&LNG=en&version=

ΠΟΛΩΝΙΑ

http://www.msz.gov.pl

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

http://www.min-nestrangeiros.pt

ΡΟΥΜΑΝΙΑ

http://www.mae.ro/index.php?unde=doc&id=32311&idlnk=1&cat=3

ΣΛΟΒΕΝΙΑ

http://www.mzz.gov.si/si/zunanja_politika/mednarodna_varnost/omejevalni_ukrepi/

ΣΛΟΒΑΚΙΑ

http://www.foreign.gov.sk

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

http://formin.finland.fi/kvyhteistyo/pakotteet

ΣΟΥΗΔΙΑ

http://www.ud.se/sanktioner

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

www.fco.gov.uk/competentauthorities

Διεύθυνση για κοινοποιήσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή:

Commission des Communautés européennes

Direction générale des relations extérieures

Direction A. Plateforme des crises et coordination politique de la PESC

Unité A.2. Réponse aux crises et consolidation de la paix

CHAR 12/108

B-1049 Bruxelles

Τηλ. (32-2) 296 61 33/295 55 85

Φαξ (32-2) 299 08 73


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/60


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 244/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Μαρτίου 2008

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 18 Μαρτίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2008, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

JO

60,6

MA

62,6

TN

120,5

TR

95,3

ZZ

84,8

0707 00 05

JO

178,8

MA

90,4

TR

145,1

ZZ

138,1

0709 90 70

MA

96,9

TR

106,4

ZZ

101,7

0709 90 80

EG

238,6

ZZ

238,6

0805 10 20

EG

44,7

IL

59,3

MA

47,5

TN

52,8

TR

50,7

ZA

43,3

ZZ

49,7

0805 50 10

EG

107,9

IL

106,8

SY

109,7

TR

127,9

ZA

147,5

ZZ

120,0

0808 10 80

AR

93,7

BR

86,8

CA

98,7

CL

102,2

CN

85,4

MK

43,9

US

106,7

UY

87,6

ZA

69,5

ZZ

86,1

0808 20 50

AR

81,0

CL

86,3

CN

80,8

ZA

89,0

ZZ

84,3


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/62


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 245/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Μαρτίου 2008

σχετικά με παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1249/96 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου όσον αφορά τους εισαγωγικούς δασμούς στον τομέα των σιτηρών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς σιτηρών (1), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1996, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου όσον αφορά τους εισαγωγικούς δασμούς στον τομέα των σιτηρών (2) προβλέπει, σε περίπτωση εισαγωγής μαλακού σίτου υψηλής ποιότητας, την αρχή της ειδικής εγγύησης επιπλέον των εγγυήσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1342/2003 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2003, περί ειδικών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής και εξαγωγής στον τομέα των σιτηρών και του ρυζιού (3). Η εν λόγω πρόσθετη εγγύηση των 95 ευρώ ανά τόνο δικαιολογείται από τη διαφορά των ισχυόντων εισαγωγικών δασμών μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών μαλακού σίτου ανάλογα εάν ο σίτος είναι υψηλής ποιότητας ή μέσης και βασικής ποιότητας.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2008 του Συμβουλίου (4) ανέστειλε προσωρινά τους εισαγωγικούς δασμούς ορισμένων σιτηρών για την περίοδο εμπορίας 2007/08 που λήγει στις 30 Ιουνίου 2008, επιτρέποντας ταυτόχρονα την επαναφορά τους πριν από την ημερομηνία αυτή, εάν οι συνθήκες της αγοράς το δικαιολογούν.

(3)

Η προσωρινή αναστολή των δασμών για τις εισαγωγές που πραγματοποιούνται βάσει πιστοποιητικών εισαγωγής τα οποία εκδίδονται από τις 4 Ιανουαρίου 2008, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2008, οδήγησε σε προσωρινή εξάλειψη των ειδικών περιστάσεων που δικαιολογούν την καθιέρωση συστήματος πρόσθετων ειδικών εγγυήσεων επιπλέον των εγγυήσεων των πιστοποιητικών εισαγωγής. Λαμβανομένων υπόψη των νέων αυτών όρων που εφαρμόζονται στην εισαγωγή μαλακού σίτου από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2008, η πρόσθετη εγγύηση των 95 ευρώ ανά τόνο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96 δεν δικαιολογείται πλέον μέχρι την επαναφορά των εισαγωγικών δασμών.

(4)

Ωστόσο, η εν λόγω πρόσθετη εγγύηση έχει συσταθεί από ορισμένους εμπορευομένους μετά τη δημοσίευση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2008. Προκειμένου να περιορισθούν οι χρηματοδοτικοί περιορισμοί που προκύπτουν για τους εν λόγω εμπορευομένους, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθεί η άμεση αποδέσμευση της εγγύησης αυτής.

(5)

Ως εκ τούτου, πρέπει να προβλεφθεί παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1249/96.

(6)

Για να μη συνεχιστεί η σύσταση της ειδικής εγγύησης από τους εμπορευομένους και λόγω της ανάγκης αποδέσμευσης, το συντομότερο δυνατό, των εγγυήσεων που έχουν συσταθεί από τις 4 Ιανουαρίου 2008, ο παρών κανονισμός πρέπει να αρχίσει να ισχύει αμέσως.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης σιτηρών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96, η πρόσθετη εγγύηση που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής των εισαγωγικών δασμών ορισμένων σιτηρών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2008.

2.   Οι πρόσθετες εγγυήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες έχουν συσταθεί από τις 4 Ιανουαρίου 2008, αποδεσμεύονται αμέσως.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 78. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 735/2007 (ΕΕ L 169 της 29.6.2007 σ. 6).

(2)  ΕΕ L 161 της 29.6.1996, σ. 125. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1816/2005 (ΕΕ L 292 της 8.11.2005, σ. 5).

(3)  ΕΕ L 189 της 29.7.2003, σ. 12. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1996/2006 (ΕΕ L 398 της 30.12.2006, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 1 της 4.1.2008, σ. 1.


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/64


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 246/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Μαρτίου 2008

σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 που εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3448/93 του Συμβουλίου όσον αφορά το σύστημα χορήγησης επιστροφών κατά την εξαγωγή, και τα κριτήρια καθορισμού του ύψους τους, για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, εξαγόμενα υπό μορφή εμπορευμάτων μη υπαγόμενων στο παράρτημα Ι της συνθήκης

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3448/93 του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 1993, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 της Επιτροπής (2) γίνεται διεξοδική αναφορά στη συχνότητα του καθορισμού του ποσοστού των επιστροφών για βασικά προϊόντα των κανονισμών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 τα οποία εξάγονται με τη μορφή εμπορευμάτων μη υπαγομένων στο παράρτημα Ι.

(2)

Οι επιστροφές δύνανται, σύμφωνα με τους κανονισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005, να χορηγούνται όταν οι εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες της αγοράς το δικαιολογούν. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η κατάσταση της αγοράς δεν δικαιολογεί τη χορήγηση επιστροφών, ο περιοδικός προσδιορισμός δύναται να ανασταλεί.

(3)

Στο άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3448/93 αναφέρεται η ίδια διαδικασία για τη χορήγηση των επιστροφών στα οικεία γεωργικά προϊόντα εφόσον εξάγονται ως έχουν.

(4)

Για λόγους απλοποίησης και εναρμόνισης ενδείκνυται η προσαρμογή του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 θα πρέπει κατά συνέπεια να τροποποιηθεί ανάλογα.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης οριζόντιων θεμάτων που αφορούν το εμπόριο επεξεργασμένων αγροτικών προϊόντων μη περιλαμβανομένων στο παράρτημα I,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Ο καθορισμός του ποσοστού επιστροφής όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 και στις αντίστοιχες διατάξεις των άλλων κανονισμών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού πραγματοποιείται κάθε μήνα ανά 100 χιλιόγραμμα βασικών προϊόντων.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου:

α)

για βασικά προϊόντα περιλαμβανόμενα στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού, η επιστροφή δύναται να καθορίζεται σύμφωνα με άλλο χρονοδιάγραμμα καθοριζόμενο σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3448/93·

β)

το ποσοστό επιστροφής που εφαρμόζεται για τα αυγά με κέλυφος των πουλερικών ορνιθώνος, νωπά ή διατηρημένα, καθώς και για τα αυγά χωρίς κέλυφος και τους κρόκους αυγών που είναι κατάλληλα για τροφή, νωπά, αποξηραμένα ή με άλλο τρόπο διατηρημένα, χωρίς ζάχαρη, καθορίζεται για χρονικό διάστημα ίσο με εκείνο που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των επιστροφών που εφαρμόζονται στα εν λόγω προϊόντα όταν εξάγονται ως έχουν.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 318 της 20.12.1993, σ. 18. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2580/2000 (ΕΕ L 298 της 25.11.2000, σ. 5).

(2)  ΕΕ L 172 της 5.7.2005, σ. 24. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1496/2007 (ΕΕ L 333 της 19.12.2007, σ. 3).


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Επιτροπή

18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/66


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Μαρτίου 2008

για περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές πολυβινυλαλκοόλης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν και για την αποδέσμευση των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν

(2008/227/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9,

Κατόπιν διαβούλευσης με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

(1)

Στις 19 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση (2), για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις κοινοτικές εισαγωγές πολυβινυλαλκοόλης (PVA) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) και Ταϊβάν. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2007 (3) («ο προσωρινός κανονισμός») επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στην PVA καταγωγής ΛΔΚ. Όσον αφορά την Ταϊβάν, δεν επιβλήθηκαν προσωρινά μέτρα.

(2)

Όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα αναφορικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως 30 Σεπτεμβρίου 2006 («ΠΕ»). Σε ό,τι αφορά τις συναφείς τάσεις σχετικά με την εκτίμηση της ζημίας, η Επιτροπή ανέλυσε δεδομένα που κάλυπταν το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (ΠΕ) (εφεξής «εξεταζόμενη περίοδος»).

B.   ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(3)

Μετά την απόφαση επιβολής προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές PVA καταγωγής ΛΔΚ και της απόφασης μη επιβολής ανάλογων μέτρων στις εισαγωγές από την Ταϊβάν, αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν επίσης όλα τα μέρη που υπέβαλαν σχετικό αίτημα. Η Επιτροπή συνέχισε την αναζήτηση και επαλήθευση όλων των πληροφοριών που έκρινε αναγκαίες για τα οριστικά πορίσματά της.

(4)

Η Επιτροπή κατέστησε πιο εντατική την έρευνα σχετικά με θέματα που αφορούσαν το κοινοτικό συμφέρον και κατ’ εξαίρεση επέτρεψε στους χρήστες από τον κλάδο της χαρτοβιομηχανίας, έναν σημαντικό κλάδο χρηστών που δεν είχε συνεργαστεί μέχρι στιγμής, να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο χρηστών.

(5)

Η Επιτροπή κοινοποίησε όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η διαδικασία σχετικά με τις εισαγωγές PVA καταγωγής ΛΔΚ και Ταϊβάν και να αποδεσμευθούν τα ποσά που είχαν καταβληθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού. Στα ενδιαφερόμενα μέρη παραχωρήθηκε επίσης προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν.

(6)

Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη ελήφθησαν υπόψη και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, τροποποιήθηκαν αντιστοίχως τα σχετικά πορίσματα.

Γ.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

(7)

Ο ίδιος κοινοτικός χρήστης που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 16 του προσωρινού κανονισμού επανέλαβε και επεξεργάστηκε περαιτέρω τα επιχειρήματά του υπέρ της εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος μιας συγκεκριμένης ποιότητας («η αμφισβητούμενη ποιότητα») που ονομάζεται «low ash NMWD PVA» (πολυβινυλαλκοόλη χαμηλής τέφρας με στενή κατανομή μοριακού βάρους) και την οποία προμηθεύτηκε, μεταξύ άλλων, από την ΛΔΚ. Ο εν λόγω χρήστης θεώρησε i) ότι η Επιτροπή δεν είχε επαρκείς λόγους ώστε να εκτιμά ότι η αμφισβητούμενη ποιότητα διαθέτει κοινά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά με τις λοιπές ποιότητες που εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος και υπογράμμισε επίσης ii) ότι η εν λόγω ποιότητα διαθέτει συγκεκριμένες τελικές χρήσεις. Επιπλέον, υποστήριξε iii) ότι η αμφισβητούμενη, σύμφωνα με το συγκεκριμένο χρήστη, ποιότητα αποτελούσε συμπολυμερές και, ως εκ τούτου, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος.

(8)

Πριν από την ανάλυση των ισχυρισμών του εν λόγω χρήστη, πρέπει εν πρώτοις να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο τέφρας στην PVA θεωρείται ως ακαθαρσία. Ως εκ τούτου, όσο χαμηλότερη είναι η περιεκτικότητα τέφρας, τόσο καθαρότερη είναι η PVA. Δεύτερον, η έννοια της «PVA χαμηλής τέφρας» είναι υποκειμενική. Δεν υπάρχει κάποιο γενικά αποδεκτό πρότυπο για την έννοια αυτή, γεγονός που σημαίνει ότι κάθε παραγωγός ορίζει κατά βούληση ένα ανώτατο όριο προκειμένου να καθορίσει εάν μια PVA έχει χαμηλή ή μη περιεκτικότητα σε τέφρα. Διαπιστώθηκε ότι, στην πράξη, αυτό αντιστοιχεί σε σημαντικές διαφορές: μεταξύ των παραγωγών που υποβλήθηκαν σε έρευνα, το ανώτατο όριο περιεκτικότητας σε τέφρα για την PVA χαμηλής τέφρας ενδέχεται να ποικίλλει μεταξύ 0,09 % και 0,5 %. Ο υπό εξέταση χρήστης δεν ανήκει στις κατηγορίες χαμηλής περιεκτικότητας, καθώς το ανώτατο όριο όσον αφορά την περιεκτικότητα του προϊόντος του σε τέφρα θα μπορούσε να θεωρηθεί από τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη ως σχετικά υψηλό.

(9)

Τα ζητήματα που τέθηκαν από το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος και τα οποία παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 7 ανωτέρω, ελήφθησαν σοβαρά υπόψη και μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

i)   Η αμφισβητούμενη ποιότητα διαθέτει διαφορετικά βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά

(10)

Υπενθυμίζεται ότι τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του υπό εξέταση προϊόντος ορίστηκαν προσωρινά στην αιτιολογική σκέψη 14 του προσωρινού κανονισμού. Το υπό εξέταση προϊόν ορίζεται ως ειδικός τύπος ρητίνης με συγκεκριμένες τεχνικές παραμέτρους. Οι παράμετροι που αναφέρονται στον εν λόγω ορισμό προϊόντος και που χρησιμοποιούνται για να γίνεται διάκριση μεταξύ του υπό εξέταση προϊόντος και άλλων ποιοτήτων PVA αναφέρονται στο ιξώδες (3 mPas — 61 mPas, μετρούμενο σε διάλυμα 4 %) και στην υδρόλυση (84,0 mol % — 99,9 mol %).

(11)

Όλες οι ποιότητες που εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος αναφέρονται ορισμένες φορές ως συνήθεις ποιότητες, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν όλες να παραχθούν σε συνήθη γραμμή παραγωγής PVA και ότι το κόστος παραγωγής των ποιοτήτων αυτών είναι παρόμοιο. Το αντίθετο ισχύει για τις ποιότητες που δηλώνονται με τον ίδιο κωδικό ΣΟ, οι οποίες όμως δεν εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος: δεν μπορούν να παραχθούν σε συνήθη γραμμή παραγωγής, απαιτούν διαφορετική τεχνολογία παραγωγής και πρόσθετο εξοπλισμό και το κόστος παραγωγής ενδέχεται, ως εκ τούτου, να διαφέρει σημαντικά. Οι ποιότητες που δεν καλύπτονται από την περιγραφή προϊόντος έχουν επίσης πολύ διαφορετικές ιδιότητες σε σύγκριση με εκείνες που καλύπτονται από αυτήν. Όσον αφορά το βαθμό ιξώδους και υδρόλυσης: i) οι ποιότητες χαμηλού ιξώδους είναι PVA χαμηλού μοριακού βάρους οι οποίες παρουσιάζουν, μεταξύ άλλων, δυσκολίες στο χειρισμό, με αποτέλεσμα χαμηλή απόδοση παραγωγής, ενώ ii) οι ποιότητες υψηλού ιξώδους, οι οποίες επίσης παρουσιάζουν δυσκολίες στο χειρισμό, χρησιμοποιούνται για υψηλής ποιότητας σατινέ επιχρίσεις χαρτιού, δηλαδή για έναν πολύ εξειδικευμένο τύπο εφαρμογής όπου πρέπει να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες ρωγμές που σχηματίζονται συνήθως· iii) για την εν λόγω εφαρμογή χρησιμοποιούνται κυρίως και οι ποιότητες υψηλού βαθμού υδρόλυσης· iv) τέλος, οι ποιότητες PVA χαμηλού βαθμού υδρόλυσης δεν είναι υδατοδιαλυτές ή σχηματίζουν ασταθή διαλύματα με το νερό. Τέτοια προϊόντα χρησιμοποιούνται κυρίως για την παραγωγή εναιωρήματος πολυχλωριούχου βινυλίου (PVC) και σε υψηλές θερμοκρασίες τα προϊόντα αυτά απομακρύνονται από το διάλυμα.

(12)

Ο χρήστης υποστήριξε ότι για την παραγωγή ρητίνης πολυβινυλοβουτυράλης (PVB) που απαιτείται για την παραγωγή μεμβράνης PVB, έξι χαρακτηριστικά της PVA ήταν άκρως απαραίτητα και ότι ο συνδυασμός των παραμέτρων για τα έξι αυτά χαρακτηριστικά καθιστά την αμφισβητούμενη ποιότητα μοναδική συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες ποιότητες PVA στην αγορά. Κατά την ανάλυση του ως άνω ισχυρισμού, διαπιστώθηκε, πράγματι, ότι οι τεχνικές προδιαγραφές είναι πιο αυστηρές για ορισμένες εφαρμογές σε αντίθεση με ορισμένες άλλες. Ταυτόχρονα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι στην πραγματικότητα όλες οι ποιότητες, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών ποιοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος και ορισμένες φορές αναφέρονται ως «συνήθεις ποιότητες», έχουν μοναδικό συνδυασμό χαρακτηριστικών. Ανάλογα με την επιθυμητή εφαρμογή, επιλέγεται η αντίστοιχη ποιότητα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την εφαρμογή του υπό εξέταση χρήστη αλλά και για άλλες εφαρμογές. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

ii)   Η αμφισβητούμενη ποιότητα διατίθεται για πολύ συγκεκριμένες τελικές χρήσεις

(13)

Ο υπό εξέταση χρήστης αμφισβήτησε επίσης την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την αγορά χρηστών PVA και ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι η αγορά χρηστών PVB είναι πολύ διαφοροποιημένη. Σχετικά με το θέμα αυτό, όπως υποδεικνύεται ήδη στον προσωρινό κανονισμό, ο χρήστης χρησιμοποίησε την εν λόγω ποιότητα PVA για την παραγωγή PVB η οποία είναι η πιο ευρεία εφαρμογή στην Κοινότητα, αντιστοιχώντας στο 25 % - 29 % της κατανάλωσης PVA, και, επιπλέον, η ταχύτερα αναπτυσσόμενη εφαρμογή λόγω της σημαντικής αύξησης της ζήτησης μεμβρανών PVB. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η έρευνα έδειξε επίσης ότι σχεδόν το 90 % της ρητίνης PVB που παράγεται στην Κοινότητα χρησιμοποιείται για την παραγωγή μεμβράνης PVB, η οποία αποτελεί επίσης την ενδεχόμενη εφαρμογή από τον υπό εξέταση χρήστη (χωρίς ωστόσο να πρόκειται για το μοναδικό παραγωγό μεμβράνης PVB στην Κοινότητα). Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνεται, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 17 του προσωρινού κανονισμού, ότι η συγκεκριμένη χρήση του εν λόγω ενδιαφερόμενου μέρους είναι μία από τις βασικές εφαρμογές η οποία δεν μπορεί —δεδομένης της σημασίας της στην αγορά— να χαρακτηριστεί ως «μη συνήθης».

(14)

Όσον αφορά την υποτιθέμενη ειδική χρήση, ο υπό εξέταση χρήστης υποστήριξε επίσης ότι η αμφισβητούμενη ποιότητα δεν μπορεί να υποκατασταθεί από άλλα μοντέλα που προτείνονται για τη συγκεκριμένη τελική χρήση. Σχετικά με το θέμα αυτό, διαπιστώθηκε αρχικά ότι ο εν λόγω χρήστης δεν αγόραζε αποκλειστικά από τον υπό εξέταση κινέζο παραγωγό αλλά διέθετε ήδη αρκετούς εναλλακτικούς προμηθευτές. Πράγματι, κατά την ΠΕ, από τον παραγωγό στη ΛΔΚ προμηθεύτηκε λιγότερο από το 5 % των αγορών του σε PVA της οποίας την εξαίρεση αξίωσε. Οι υπόλοιπες προμήθειές του προήλθαν από τρεις άλλους παραγωγούς σε διάφορες χώρες. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι παρόλο που οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ποιότητες που πωλούνται στην κοινοτική αγορά δεν μπορούν πράγματι να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικές της αμφισβητούμενης ποιότητας, η ίδια η αμφισβητούμενη ποιότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες εφαρμογές και είχε διατεθεί στην κοινοτική αγορά σε τιμές όμοιες με εκείνες άλλων ποιοτήτων που είχαν εισαχθεί από τη ΛΔΚ. Βάσει των παραπάνω, απορρίφθηκε το επιχείρημα ότι η αμφισβητούμενη ποιότητα δεν μπορεί να υποκατασταθεί.

iii)   Η αμφισβητούμενη ποιότητα είναι συμπολυμερές, όχι ομοπολυμερές

(15)

Κατόπιν της επιβολής προσωρινών μέτρων, ο χρήστης ισχυρίστηκε ότι η PVA χαμηλής τέφρας είναι συμπολυμερές και όχι ομοπολυμερές. Ο ισχυρισμός αυτός βασίστηκε στο γεγονός ότι περιείχε δύο δομικές μονάδες. Το ζήτημα αυτό διερευνήθηκε και διαπιστώθηκε ότι η PVA είναι το προϊόν αρχικού πολυμερισμού ομοπολυμερών. Ωστόσο, η επακόλουθη διαδικασία υδρόλυσης είναι πάντα ατελής (μεταξύ 84,0 mol % και 99,9 mol %) και, υπό αυτή την έννοια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η PVA περιέχει δύο δομικές μονάδες και μπορεί να αναφέρεται ως συμπολυμερές.

(16)

Προκειμένου να αποφευχθεί οιαδήποτε σύγχυση, κρίθηκε σκόπιμο να διασαφηνιστεί ο ορισμός του πεδίου εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος ο οποίος προσδιορίζεται στον προσωρινό κανονισμό. Ως εκ τούτου, το υπό εξέταση προϊόν θεωρείται ότι εμπίπτει οριστικά στο πεδίο ορισμού ορισμένων συμπολυμερών πολυβινυλαλκοολών (PVA) βάσει πολυμερισμού ομοπολυμερών με ιξώδες (μετρούμενο σε διάλυμα 4 %) τουλάχιστον 3 mPas, όχι όμως μεγαλύτερο από 61 mPas, και με βαθμό υδρόλυσης 84,0 mol % ή περισσότερο, όχι όμως μεγαλύτερο από 99,9 mol %, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν, οι οποίες δηλώνονται συνήθως στον κωδικό ΣΟ ex 3905 30 00.

Δ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Ταϊβάν

(17)

Όσον αφορά την Ταϊβάν, δεν επιβλήθηκαν προσωρινά μέτρα, διότι, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 30 του προσωρινού κανονισμού, δεν διαπιστώθηκαν προσωρινά πρακτικές ντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ταϊβάν.

(18)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 30 του προσωρινού κανονισμού, η μοναδική συνεργασθείσα ταϊβανέζικη εταιρεία, η Chang Chun Petrochemical Co. Ltd. (CCP) είναι ο μόνος παραγωγός-εξαγωγέας του υπό εξέταση προϊόντος στην Ταϊβάν, και κατά την περίοδο έρευνας αντιπροσώπευε το 100 % των εξαγωγών της Ταϊβάν προς την ΕΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.

(19)

Αμφότεροι οι κοινοτικοί παραγωγοί, η Kuraray Europe GmbH και η Celanese Chemicals Ibérica S.L. ισχυρίστηκαν ότι η CCP εφάρμοζε στην πραγματικότητα πρακτικές ντάμπινγκ κατά την ΠΕ και ζήτησαν από την Επιτροπή να επανεξετάσει τα πορίσματά της σχετικά με τον καθορισμό των πρακτικών ντάμπινγκ για την CCP.

1.1.   Κόστος πρώτων υλών

(20)

Αμφότεροι οι κοινοτικοί παραγωγοί ισχυρίστηκαν ότι το κόστος παραγωγής της CCP ήταν πολύ υψηλότερο από εκείνο που διαπίστωσε η Επιτροπή, διότι η εκτίμηση του κόστους του μονομερούς οξικού βινυλίου (VAM), που είναι η κύρια πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή PVA, ήταν χαμηλότερη από το πραγματικό του ύψος. Σχετικά με το θέμα αυτό, υπογράμμισαν ότι ο προμηθευτής VAM της CCP είναι συνδεδεμένη εταιρεία. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων του, ένας κοινοτικός παραγωγός υπέβαλε μελέτη σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της CCP στον τομέα των PVA, η οποία εκπονήθηκε από μια εταιρεία συμβούλων, καθώς και δημοσιεύσεις σχετικά με τις τιμές του VAM διεθνώς.

(21)

Οι υποβληθείσες πληροφορίες εξετάστηκαν. Η σύγκριση μεταξύ των τιμών του VAM που αναφέρονταν στις προαναφερόμενες δημοσιεύσεις και των τιμών που επαληθεύτηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη, υποδεικνύει σαφώς ότι οι τιμές που παρουσιάζονται στις εν λόγω δημοσιεύσεις είναι υψηλότερες από τις πραγματικές. Επιπροσθέτως, οι ίδιες οι δημοσιεύσεις αναφέρουν ότι οι δημοσιευμένες τιμές παρουσιάζονται κατά προσέγγιση και ότι οι πραγματικές τιμές στην αγορά ενδέχεται να είναι είτε υψηλότερες είτε χαμηλότερες και ότι οι δημοσιευμένες τιμές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως δείκτες. Πράγματι, ακόμη και αν οι εν λόγω τιμές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση των τάσεων διαχρονικά, δεν φαίνεται ότι αντιστοιχούν στις πραγματικές τιμές.

(22)

Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι πωλήσεις VAM του συνδεδεμένου προμηθευτή προς την CCP πραγματοποιήθηκαν σε τιμές αντίστοιχες με εκείνες που χρεώνονταν στους μη συνδεδεμένους πελάτες του προμηθευτή και ότι οι τιμές στις οποίες αγόρασε η PPC VAM ήταν σύμφωνες με εκείνες που ίσχυαν για οποιονδήποτε παραγωγό στην Ασία και ειδικότερα στην Ιαπωνία.

(23)

Επιπροσθέτως, το κόστος του VAM που περιλαμβανόταν στην προαναφερόμενη μελέτη βασιζόταν σε υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης VAM συγκριτικά με την πραγματική κατανάλωση της CCP. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό κατανάλωσης VAM εξαρτάται από το μείγμα της πλήρως και μερικώς υδρολυμένης PVA, το πραγματικό ποσοστό κατανάλωσης VAM της CCP αντιστοιχούσε σε εκείνο άλλων παραγωγών, όπως επαληθεύτηκε, τόσο στην Ασία όσο και στην Κοινότητα, λαμβανομένων υπόψη των αντίστοιχων μειγμάτων προϊόντος.

(24)

Για τους λόγους που περιγράφονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 23 ανωτέρω, συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι το κόστος του VAM της CCP δεν είχε εκτιμηθεί ως χαμηλότερο από το πραγματικό και, ως εκ τούτου, απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.

1.2.   Λοιπά έξοδα

(25)

Βάσει του κόστους που αναφέρεται στην προαναφερόμενη μελέτη, ένας εκ των δύο κοινοτικών παραγωγών ισχυρίστηκε ότι εκτός του VAM, είχαν υποεκτιμηθεί και άλλα στοιχεία του κόστους παραγωγής PVA της CCP, όπως αυτά που σχετίζονται με υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, άλλα πάγια έξοδα παραγωγής και τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα. Ωστόσο, δεν είχαν υποβληθεί συγκεκριμένες αποδείξεις προς τεκμηρίωση των εκτιμήσεων κόστους που αναφέρθηκαν στη μελέτη.

(26)

Τα πραγματικά δεδομένα για την CCP, τα οποία επαληθεύτηκαν επιτόπου, επανεξετάστηκαν και επιβεβαιώθηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν τα σωστά έξοδα στους υπολογισμούς για το ζήτημα του ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός.

1.3.   Υπολογισμός κανονικής αξίας

(27)

Ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ότι για τη CCP, η κανονική αξία θα έπρεπε να κατασκευάζεται για όλους τους τύπους προϊόντος, διότι η αγορά PVA της Ταϊβάν χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη κατάσταση λόγω των τεχνητά χαμηλών τιμών, ειδικότερα σε σύγκριση με το δημοσιευμένο εύρος τιμών για την Ασία, και επίσης διότι το μεγαλύτερο ποσοστό των πωλήσεων στο εσωτερικό της Ταϊβάν κατά την ΠΕ αφορούσε συνδεδεμένους πελάτες.

(28)

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν αποδείξεις βάσει των οποίων οι εγχώριες τιμές στην Ταϊβάν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τεχνητά χαμηλές. Οι δημοσιευμένες τιμές PVA αποτελούν γενικές κλίμακες τιμών οι οποίες ισχύουν για ολόκληρη την Ασία (εκτός της Κίνας), χωρίς να διασαφηνίζονται οι υπό εξέταση ποιότητες ή τύποι προϊόντος και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καμία σύγκριση τιμών για την Ταϊβάν. Βάσει αυτού, οι εγχώριες τιμές πώλησης στην Ταϊβάν δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τεχνητά χαμηλές. Όσον αφορά την ανεπάρκεια εγχώριων πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, επιβεβαιώνεται ότι οι πωλήσεις σε ανεξάρτητους πελάτες πραγματοποιήθηκαν σε επαρκείς ποσότητες για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

(29)

Ο ίδιος κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε επίσης ότι λόγω της υποτιθέμενης ιδιαίτερης κατάστασης στην αγορά της Ταϊβάν εξαιτίας των τεχνητά χαμηλών τιμών PVA, το κέρδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας για την CCP δεν πρέπει να υπολογίζεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

(30)

Για τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 28, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο το κέρδος δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού δεν θα ήταν κατάλληλο για τον υπολογισμό των κανονικών αξιών. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός.

(31)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ως άνω πορίσματα και τους παραχωρήθηκε προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων. Δεν ελήφθησαν πρόσθετες πληροφορίες από τους κοινοτικούς παραγωγούς ή άλλα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία θα τροποποιούσαν την προσωρινή απόφαση της Επιτροπής για το ντάμπινγκ στην Ταϊβάν.

(32)

Βάσει των προαναφερθέντων, επιβεβαιώνεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίζεται για την Ταϊβάν είναι μικρότερο του 2 %, όπως εκφράζεται σε εκατοστιαίες μονάδες επί της τιμής εξαγωγής, σύμφωνα προς την αιτιολογική σκέψη 29 του προσωρινού κανονισμού. Ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, περατώνεται η παρούσα διαδικασία αναφορικά με τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ταϊβάν.

2.   Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας («ΛΔΚ»)

2.1.   Καθεστώς οικονομίας της αγοράς και ατομική μεταχείριση

(33)

Ελλείψει παρατηρήσεων αναφορικά με τους ορισμούς των εννοιών ΚΟΑ και ΑΜ, επιβεβαιώνεται διά του παρόντος οι αιτιολογικές σκέψεις 31 έως 39 του προσωρινού κανονισμού.

2.2.   Ανάλογη χώρα

(34)

Αμφότεροι οι κοινοτικοί παραγωγοί, η Kuraray Europe GmbH και η Celanese Chemicals Ibérica S.L. επανέλαβαν ότι η Ιαπωνία πρέπει να επιλεγεί ως ανάλογη χώρα για τη ΛΔΚ αντί της Ταϊβάν.

(35)

Ισχυρίστηκαν ότι η Ιαπωνία θα ήταν καταλληλότερη ανάλογη χώρα συγκριτικά με την Ταϊβάν γιατί ο ανταγωνισμός στην ιαπωνική αγορά PVA είναι πολύ πιο υγιής έναντι της αγοράς της Ταϊβάν διότι: i) στην ταϊβανέζικη αγορά κυριαρχεί ο αποκλειστικός ταϊβανέζος παραγωγός, η CCP, ενώ στην Ιαπωνία υπάρχουν τέσσερις παραγωγοί, ii) οι εισαγωγές PVA στην Ταϊβάν που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της έρευνας είναι περιορισμένες και iii) η εγχώρια ζήτηση για το ομοειδές προϊόν στην Ταϊβάν είναι μικρή.

(36)

Όσον αφορά την κυριαρχία της CCP στην ταϊβανέζικη αγορά, κατά τους ισχυρισμούς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το επίπεδο ανταγωνισμού επηρεάζεται επίσης από τις εισαγωγές και υπό αυτήν την έννοια, όπως ορίζεται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού, η Ταϊβάν διαθέτει στην πραγματικότητα υψηλότερο ποσοστό εισαγωγών σε όρους εγχώριας κατανάλωσης (15 %) συγκριτικά με την Ιαπωνία (3 %).

(37)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι εισαγωγές PVA αναφέρονται κυρίως σε προϊόντα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προϊόντος της έρευνας, ο ισχυρισμός αυτός δεν συνοδευόταν από επαρκείς αποδείξεις και, ως εκ τούτου, απορρίφθηκε.

(38)

Όσον αφορά την υποτιθέμενη περιορισμένη ζήτηση για το ομοειδές προϊόν στην Ταϊβάν, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εγχώρια αγορά PVA της Ταϊβάν υπερβαίνει τους 15 000 τόνους, εκ των οποίων η πλειονότητα αφορά το ομοειδές προϊόν. Επιπροσθέτως, παρόλο που ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ότι στην πραγματικότητα υπάρχει περιορισμένη ζήτηση διότι η πλειονότητα των πωλήσεων της CCP απευθύνεται σε συνδεδεμένους πελάτες, η έρευνα επιβεβαίωσε το αντίθετο. Για τους λόγους αυτούς, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός σχετικά με την περιορισμένη ζήτηση για το ομοειδές προϊόν.

(39)

Για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 38 ανωτέρω, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός σχετικά με τον ανεπαρκή ανταγωνισμό στην ταϊβανέζικη αγορά.

(40)

Ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ότι τόσο όσον αφορά την παραγωγή όσο και τις πωλήσεις, η ιαπωνική αγορά PVA είναι, συγκριτικά με την Ταϊβάν, πολύ πιο αντιπροσωπευτική της αγοράς της ΛΔΚ. Ωστόσο, ακόμη και αν η παραγωγή και οι εγχώριες πωλήσεις στην Ταϊβάν είναι μικρότερες από αυτές της Ιαπωνίας, εξακολουθούν να είναι επαρκώς σημαντικές για να συγκριθούν με την PVA της Κίνας και τις εξαγωγές της προς την ΕΕ.

(41)

Ο ίδιος κοινοτικός παραγωγός δήλωσε επίσης ότι η Ιαπωνία θα ήταν καταλληλότερη ανάλογη χώρα απ’ ό,τι η Ταϊβάν, διότι στην Ιαπωνία υπάρχουν τόσο καθετοποιημένοι όσο και μη καθετοποιημένοι παραγωγοί PVA, όπως και στη ΛΔΚ. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, μολονότι στη ΛΔΚ υπάρχουν όντως αμφότεροι οι τύποι παραγωγών, ο ταϊβανέζος παραγωγός και ο μοναδικός συνεργασθείς και ελεγχθείς ιάπωνας παραγωγός διαθέτουν αμφότεροι καθετοποιημένες διαδικασίες παραγωγής PVA. Ως εκ τούτου, η πτυχή αυτή δεν κρίνεται σημαντική για την επιλογή της Ιαπωνίας έναντι της Ταϊβάν.

(42)

Ο ίδιος κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε επίσης ότι το μείγμα προϊόντος και οι εφαρμογές της PVA στην ιαπωνική αγορά είναι πιο συγκρίσιμες με εκείνες της ΛΔΚ. Σχετικά με το θέμα αυτό, επιβεβαιώνεται ότι το μείγμα προϊόντος και οι εφαρμογές στην ταϊβανέζικη αγορά διασφαλίζουν την απαιτούμενη συγκρισιμότητα μεταξύ της ταϊβανέζικης και της κινεζικής PVA, ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η ιαπωνική PVA θα διασφάλιζε καλύτερη συγκρισιμότητα.

(43)

Τέλος, το επίπεδο συνεργασίας στην επιλεγμένη χώρα αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τον προσδιορισμό αξιόπιστης κανονικής αξίας. Στην Ιαπωνία μόνο ένας από τους τέσσερις παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος συνεργάστηκε στην έρευνα, ενώ στην Ταϊβάν υπήρχαν διαθέσιμα όλα τα απαραίτητα δεδομένα για το σύνολο της χώρας. Πράγματι, η ταϊβανέζικη εταιρεία εκπροσωπούσε πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της εγχώριας αγοράς σε σύγκριση με το μοναδικό συνεργασθέντα ιάπωνα παραγωγό, γεγονός που κατέστησε εφικτή την καλύτερη αξιολόγηση της κανονικής αξίας.

(44)

Λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους που αναφέρονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 43 ανωτέρω, ο ισχυρισμός αμφότερων των κοινοτικών παραγωγών ότι η Ιαπωνία είναι η καταλληλότερη ανάλογη χώρα για τη ΛΔΚ απορρίφθηκε και επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 46 του προσωρινού κανονισμού.

2.3.   Κανονική αξία

(45)

Ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ότι η κανονική αξία της ανάλογης χώρας, της Ταϊβάν, θα έπρεπε να είχε κατασκευαστεί για όλους τους τύπους προϊόντος και ότι το κέρδος που χρησιμοποιήθηκε στον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας δεν θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, διότι στην αγορά της Ταϊβάν επικρατεί μια ιδιαίτερη κατάσταση λόγω των τεχνητά χαμηλών τιμών.

(46)

Ωστόσο, για τους λόγους που αναφέρονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 28 έως 30 ανωτέρω, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν. Βάσει αυτού, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 47 του προσωρινού κανονισμού.

2.4.   Τιμή εξαγωγής

(47)

Ελλείψει παρατηρήσεων αναφορικά με την τιμή εξαγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 50 του προσωρινού κανονισμού.

2.5.   Σύγκριση

(48)

Ελλείψει παρατηρήσεων αναφορικά με τη σύγκριση, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 51 του προσωρινού κανονισμού.

2.6.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(49)

Ελλείψει παρατηρήσεων αναφορικά με το περιθώριο ντάμπινγκ, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 του προσωρινού κανονισμού, σύμφωνα με τις οποίες το περιθώριο ντάμπινγκ για τη ΛΔΚ σε εθνικό επίπεδο ανέρχεται σε 10 %.

E.   ΖΗΜΙΑ

1.   Κοινοτική παραγωγή και κοινοτικός κλάδος παραγωγής

(50)

Ελλείψει νέων και στοιχειοθετημένων πληροφοριών ή επιχειρημάτων για το ζήτημα αυτό, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 54 έως 60 του προσωρινού κανονισμού.

2.   Κοινοτική κατανάλωση

(51)

Κατά την επανεξέταση των στατιστικών στοιχείων που αντλήθηκαν από την Eurostat και το διασταυρούμενο έλεγχο αυτών με πληροφορίες που αντλήθηκαν από άλλες πηγές, διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ, όπως παρουσιάζονται στον προσωρινό κανονισμό, εμφανίζονταν λιγότερες από τις πραγματικές, συγκεκριμένα όσον αφορά το έτος 2003 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 80 παρακάτω). Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε η αντικατάσταση των εν λόγω στοιχείων με στοιχεία από τη βάση δεδομένων εξαγωγών των ΗΠΑ. Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, διαπιστώθηκε ακόμη ότι τα στοιχεία που ανέφερε η Eurostat σχετικά με τις εισαγωγές κινεζικής PVA ήταν εσφαλμένα και έπρεπε να διορθωθούν (βλέπε αιτιολογική σκέψη 56 παρακάτω).

(52)

Αντίστοιχα αναθεωρήθηκαν τα στοιχεία κατανάλωσης ως εξής:

 

2003

2004

2005

ΠΕ

Κατανάλωση σε τόνους

143 515

154 263

166 703

166 755

Δείκτης (2003 = 100)

100

107

116

116

(53)

Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η ζήτηση για το υπό εξέταση προϊόν κατά την εξεταζόμενη περίοδο αυξήθηκε κατά 10 %. Τα άλλα συμπεράσματα, όπως συνοψίζονται στην αιτιολογική σκέψη (64) του προσωρινού κανονισμού, παραμένουν σε ισχύ.

(54)

Ελλείψει άλλων νέων και βάσιμων πληροφοριών ή επιχειρημάτων στο συγκεκριμένο θέμα, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 61 έως 64 του προσωρινού κανονισμού, με εξαίρεση τις αλλαγές που έγιναν στις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 64, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω.

3.   Εισαγωγές από τις εξεταζόμενες χώρες

(55)

Εφόσον επιβεβαιώνεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ για την Ταϊβάν είναι ελάχιστο, οι εισαγωγές καταγωγής Ταϊβάν εξαιρούνται οριστικά από την εκτίμηση της ζημίας.

(56)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των στοιχείων της Eurostat για τις εισαγωγές PVA από τη ΛΔΚ το 2003. Το ζήτημα ερευνήθηκε και διαπιστώθηκαν σημαντικές ανακρίβειες ως προς τις εν λόγω εισαγωγές. Κατά συνέπεια, οι ποσότητες των εισαγωγών PVA από τη ΛΔΚ το 2003 διορθώθηκαν ως εξής:

Εισαγωγές

2003

2004

2005

ΠΕ

Τόνοι ΛΔΚ

16 197

14 710

21 561

21 513

Δείκτης (2003 = 100)

100

91

133

133

(57)

Αντί για μείωση των κινεζικών εισαγωγών κατά την εξεταζόμενη περίοδο, όπως είχε θεωρηθεί στο προσωρινό στάδιο με βάση τα εσφαλμένα στοιχεία του 2003, οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ αυξήθηκαν κατά 33 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ μειώθηκαν κατά 9 % το 2004 σε σύγκριση με το 2003.

(58)

Ενόψει του γεγονότος αυτού και των αναθεωρημένων στοιχείων για την κοινοτική κατανάλωση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51 ανωτέρω), το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τη ΛΔΚ τροποποιείται αντίστοιχα κατά την εξεταζόμενη περίοδο ως εξής:

Μερίδιο αγοράς ΛΔΚ

2003

2004

2005

ΠΕ

Κοινοτική αγορά

11,3 %

9,5 %

12,9 %

12,9 %

Δείκτης (2003 = 100)

100

84

115

114

(59)

Το μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί σε εισαγωγές από τη ΛΔΚ κατά την ΠΕ αυξήθηκε κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Κατά την ΠΕ, οι εισαγωγές από την Κίνα αντιστοιχούσαν στο 12,9 % της συνολικής κοινοτικής αγοράς.

(60)

Ενόψει των αναθεωρημένων στοιχείων για τις εισαγωγές του 2003, οι τιμές των εισαγωγών καταγωγής ΛΔΚ, που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 68 του προσωρινού κανονισμού, τροποποιήθηκαν ανάλογα. Ως εκ τούτου, η μέση τιμή των εισαγωγών μειώθηκε κατά 3 %.

Τιμές μονάδας

2003

2004

2005

ΠΕ

ΛΔΚ (ευρώ/τόνο)

1 162

1 115

1 164

1 132

Δείκτης (2003 = 100)

100

96

100

97

(61)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αποκλείσει τα παρόμοια μοντέλα από τον υπολογισμό της απόκλισης των τιμών. Υποστήριξε ότι με τον τρόπο αυτόν οι κοινοτικές τιμές των εισαγωγών από τη ΛΔΚ θα υπερεκτιμώνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σχετικά με το θέμα αυτό επισημαίνεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 70 του προσωρινού κανονισμού αναφέρεται πράγματι ότι ένας περιορισμένος αριθμός μοντέλων («PCN») είχε αποκλειστεί από τον υπολογισμό της απόκλισης των τιμών, διότι είχε θεωρηθεί ότι η σύγκριση ανά μοντέλο έπρεπε να είναι ουσιαστική και δίκαιη και ότι, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να επιτραπεί καμία σύγκριση ανάμεσα σε συνήθη ποιότητα και ειδική ποιότητα υπαγόμενη στην περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος.

(62)

Τα εν λόγω PCN αντιπροσώπευαν περίπου το 34 % των κινεζικών εισαγωγών κατά την ΠΕ, αλλά ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής (όχι ο καταγγέλλων) τα παρήγε σε πολύ μικρές ποσότητες, που αντιπροσώπευαν 0,1 % — 0,5 % των δικών του πωλήσεων ομοειδών προϊόντων κατά την ΠΕ. Ενώ οι εισαγωγές PVA από τη ΛΔΚ, στο πλαίσιο αυτών των PCN, αφορούσαν μια συνήθη ποιότητα PVA, ο κοινοτικός παραγωγός των εν λόγω PCN είχε ισχυριστεί στην Επιτροπή ότι στην περίπτωσή του αυτά τα PCN αφορούσαν εξειδικευμένα προϊόντα υψηλής ποιότητας που προορίζονταν για χρήση σε εξειδικευμένες εφαρμογές και που δεν μπορούν να αντικατασταθούν από συνήθη PVA. Επιπλέον, δεν παράγονταν στη συνήθη γραμμή παραγωγής του αλλά στην εξειδικευμένη εγκατάστασή του μέσω διαδικασίας μαζικής κατασκευής. Επίσης ο εν λόγω κοινοτικός παραγωγός ανέφερε ρητά ότι αυτή η PVA δεν ανταγωνιζόταν τη συνήθη PVA. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι για αυτά τα εισαγόμενα από τη ΛΔΚ PCN, που ήταν συνήθης PVA, δεν πωλούνταν παρόμοιες ποιότητες από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Ενόψει του γεγονότος ότι ο υπολογισμός της απόκλισης των τιμών μπορούσε να εξακολουθήσει να βασίζεται στις αντιπροσωπευτικές ποσότητες (ήτοι 54 % των σχετικών εισαγωγών), αποφασίστηκε ο αποκλεισμός αυτών των PCN από τη σύγκριση.

(63)

Στη βάση αυτή, και καθώς τα επιχειρήματα του καταγγέλλοντος δεν περιείχαν αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου, επιβεβαιώνεται ότι ο αποκλεισμός αυτών των PCN από τους υπολογισμούς της απόκλισης των τιμών είναι δικαιολογημένος και, συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

(64)

Ελλείψει άλλων νέων και σημαντικών πληροφοριών ή επιχειρημάτων σε σχέση με το θέμα αυτό, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 65 έως 71 του προσωρινού κανονισμού, με εξαίρεση τα στοιχεία για τις κινεζικές εισαγωγές και το μερίδιο αγοράς, θέματα που αναλύθηκαν ανωτέρω.

4.   Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(65)

Δεδομένων των αναθεωρημένων στοιχείων για την κατανάλωση της Κοινότητας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51 ανωτέρω), το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής τροποποιείται αντίστοιχα κατά την εξεταζόμενη περίοδο ως εξής:

Μερίδιο αγοράς κοινοτικού κλάδου παραγωγής

2003

2004

2005

ΠΕ

Δείκτης (2003 = 100)

100

101

96

103

(66)

Όπως συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 76 του προσωρινού κανονισμού, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής επωφελήθηκε, όσον αφορά τον όγκο πωλήσεων, της αυξανόμενης ζήτησης στην κοινοτική αγορά.

5.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

(67)

Μετά την κοινοποίηση των ουσιαστικών πραγματικών περιστατικών και των εκτιμήσεων βάσει των οποίων αποφασίστηκε η επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι περισσότεροι δείκτες ζημίας είχαν εξελιχθεί θετικά και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε σημαντική ζημία. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η Επιτροπή είχε συνάγει το συμπέρασμα ότι η κοινοτική βιομηχανία είχε υποστεί σημαντική ζημία αποκλειστικά και μόνο βάσει της πτώσης των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(68)

Πρέπει να υπομνηστεί σχετικά με το θέμα αυτό ότι όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 90 του προσωρινού κανονισμού, πολλοί δείκτες πράγματι εξελίχθηκαν θετικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, λόγω της ισχυρής και αυξανόμενης ζήτησης στην κοινοτική αγορά. Ωστόσο, η συμπίεση των τιμών στην αγορά της Κοινότητας, σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση του κόστους των βασικών πρώτων υλών παγκοσμίως, προκάλεσε την πτωτική πορεία όλων των χρηματοοικονομικών δεικτών όπως της αποδοτικότητας, της απόδοσης επενδύσεων και της ταμειακής ροής. Αυτό εξηγείται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 85 του προσωρινού κανονισμού. Παρόλο που όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, ένας ή περισσότεροι χρηματοοικονομικοί παράγοντες που αξιολογούνται σχετικά με το θέμα αυτό δεν αποτελούν υποχρεωτικά αξιόπιστους δείκτες, είναι προφανές ότι οι χρηματοοικονομικοί δείκτες συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων δεικτών. Ως εκ τούτου, απορρίπτεται το σχετικό επιχείρημα.

(69)

Ελλείψει νέων και βάσιμων πληροφοριών ή επιχειρημάτων σχετικά με την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 72 έως 92 του προσωρινού κανονισμού, με εξαίρεση τις αιτιολογικές σκέψεις 75 και 76 που αναλύθηκαν ανωτέρω.

ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1.   Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ

(70)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη επεσήμαναν το προσωρινό πόρισμα σύμφωνα με το οποίο οι εισαγωγές από την Κίνα μειώθηκαν έντονα μεταξύ του 2003 και του 2004. Ισχυρίστηκαν ότι η συμπίεση των τιμών δεν θα μπορούσε να είχε προκληθεί από τις κινεζικές εισαγωγές, διότι κατά την ίδια περίοδο, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε δραματικά κατά 62 %.

(71)

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμιστεί ότι από την έρευνα προέκυψε ότι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ παρουσίαζαν απόκλιση από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 3,3 % κατά την ΠΕ και ότι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, είχαν δηλωθεί στα σύνορα της Κοινότητας σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η διαφορά μεταξύ των τιμών εισαγωγής από τη ΛΔΚ που αντλήθηκαν από την Eurostat και των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερη το 2003 σε σχέση με την ΠΕ. Ωστόσο, δεν μπορούν βάσει της ανάλυσης αυτής να συναχθούν συμπεράσματα όσον αφορά την απόκλιση κατά τα έτη που προηγήθηκαν της ΠΕ. Ακριβές και αξιόπιστο περιθώριο απόκλισης μπορεί να υπολογιστεί μόνο για την ΠΕ βάσει μιας σύγκρισης ανά μοντέλο και με τις κατάλληλες προσαρμογές για τα έξοδα μετά την εισαγωγή και τις διαφορές σε επίπεδο εμπορικών πράξεων. Τα δεδομένα αυτά ήταν διαθέσιμα μόνο για την ΠΕ. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με το εάν οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ παρουσίαζαν απόκλιση από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

(72)

Μέσω της έρευνας διαπιστώθηκε επίσης ότι υπήρχε σημαντική συμπίεση των τιμών στην αγορά. Αυτή η συμπίεση τιμών ήταν επιζήμια δεδομένης της ισχυρής αύξησης του κόστους βασικών πρώτων υλών κατά την ίδια περίοδο, όπως αναλύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 78 και 79 του προσωρινού κανονισμού. Δεδομένων των παρατηρήσεων που ελήφθησαν και αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 70 ανωτέρω, η εξέλιξη των τιμών των πρώτων υλών κατά την εξεταζόμενη περίοδο αναλύθηκε σε ετήσια βάση. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 78 του προσωρινού κανονισμού, το μονομερές οξικό βινύλιο («VAM») αποτελεί βασική πρώτη ύλη της PVA. Αντιστοιχεί στο 65 % περίπου του κόστους παραγωγής της PVA. Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει το κόστος VAM ανά τόνο PVA κατά την εξεταζόμενη περίοδο:

Κοινοτικός κλάδος παραγωγής

2003

2004

2005

ΠΕ

Κόστος VAM ανά τόνο PVA

 

 

 

 

Δείκτης

100

107

119

130

(73)

Η ανάλυση έδειξε ότι το 2004 η αύξηση του κόστους πρώτων υλών ήταν μέτρια συγκριτικά με την αύξηση του ίδιου κόστους κατά το 2005 και την ΠΕ. Βάσει της πορείας των τιμών πρώτων υλών, που σκιαγραφείται σαφέστερα στην εξέλιξη του κόστους του VAM στον παραπάνω πίνακα και η οποία δεν αντιστοιχεί επακριβώς με την τάση της αποδοτικότητας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η σημαντική μείωση στην αποδοτικότητα κατά το 2004 οφείλεται κυρίως στη μείωση ύψους 7 % των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 79 του προσωρινού κανονισμού, και λιγότερο στην αύξηση του κόστους πρώτων υλών.

(74)

Βάσει των ανωτέρω, αναλύθηκαν λεπτομερέστερα τα μερίδια αγοράς το 2004 τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και έναντι του 2003, για να διαπιστωθεί αν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ, μεμονωμένα, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη ζημία. Διαπιστώθηκε ότι κατά το 2004 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε το μερίδιο αγοράς του κατά 1 %. Ταυτόχρονα, οι εισαγωγές από την Κίνα έχασαν το 16 % του μεριδίου αγοράς τους. Ως αποτέλεσμα, κατά το 2004, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αντιστοιχούσε στο υπερτετραπλάσιο του μεριδίου αγοράς της ΛΔΚ. Υπό αυτές τις συγκυρίες, θεωρείται πράγματι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι η μείωση τιμών κατά το κρίσιμο έτος 2004 οφείλεται στις εισαγωγές από τη ΛΔΚ, καθώς οι ποσότητες ήταν σχετικά χαμηλές με έντονα πτωτική τάση.

(75)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι, ακόμη και με χαμηλό μερίδιο αγοράς, οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ κατάφεραν να προκαλέσουν σοβαρή στρέβλωση στην αγορά, λόγω της φύσης του κλάδου. Ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή υποστήριξε ότι η PVA είναι ένα βασικό προϊόν και η ελάχιστη τιμή που καθορίστηκε στην αγορά προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την τιμή αγοράς στην οποία και οι υπόλοιποι παραγωγοί πρέπει να προσαρμοστούν εάν επιθυμούν να διατηρήσουν τις παραγγελίες τους. Πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η Επιτροπή, στο έγγραφο γνωστοποίησης των οριστικών πορισμάτων, είχε απλώς αναφέρει έναν ισχυρισμό του καταγγέλλοντος, χωρίς να τον ενστερνίζεται. Ο καταγγέλλων υποστήριξε επίσης ότι αυτή η υποτιθέμενη επίδραση των εισαγωγών από τη ΛΔΚ στις τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αποδεικνυόταν από την πτωτική τάση των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ οι τιμές της βασικής κύριας ύλης, του VAM, κυμαίνονταν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι δεν ήταν σε θέση να μοιραστεί την αύξηση της τιμής πρώτων υλών με τους πελάτες του λόγω της ισχυρής πίεσης τιμών από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, γεγονός που οδήγησε σε σημαντική μείωση της αποδοτικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και της ταμειακή ροής του κλάδου.

(76)

Ωστόσο, εξετάζοντας τις εξελίξεις πιο λεπτομερώς, φαίνεται ότι η σημαντική υποβάθμιση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σημειώθηκε κυρίως από το 2004 έως την ΠΕ. Το 2003, όταν οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ κατείχαν μερίδιο αγοράς 11,3 % και οι τιμές πώλησης δεν διέφεραν πολύ από τα έτη που ακολούθησαν, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωνε ικανοποιητικές επιδόσεις, ιδίως σε θέματα αποδοτικότητας. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ακόμη και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε χαρακτηρίσει (το 2002 και) το 2003 ως έτος «πριν από τη μεγάλη διείσδυση στην κοινοτική αγορά των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ». Η εκτίμηση αυτή ενισχύθηκε από τα ευρήματα της έρευνας και θεωρήθηκε, ως εκ τούτου, στην αιτιολογική σκέψη 131 του προσωρινού κανονισμού, ότι το 2003 ήταν όντως ένα έτος που παρουσίαζε φυσιολογική κατάσταση ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας. Αυτό δεν είχε αμφισβητηθεί από κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη και υποδεικνύει ότι κατά το 2003 οι στρεβλώσεις του εμπορίου, εάν υπήρχαν, ήταν περιορισμένες. Το 2004, αντιθέτως, όταν μειώθηκαν οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ, και ενώ η τιμή πώλησης που εφάρμοζε παρέμεινε σχετικά σταθερή, η χρηματοοικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε δραματικά.

(77)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ισχυρίστηκε ότι ήταν λανθασμένη η απαίτηση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η κύρια αιτία της ζημίας έπρεπε να είναι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Σχετικά με το θέμα αυτό σημειώνεται ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι η κύρια αιτία της ζημίας έπρεπε να είναι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Πράγματι, το άρθρο 3 παράγραφος 6 του προσωρινού κανονισμού ορίζει ότι «ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών […] ευθύνονται για τις συνέπειες επί της κοινοτικής βιομηχανίας, […], όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές (έμφαση στα συγκεκριμένα σημεία από το συντάκτη του παρόντος).»

(78)

Περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας έδειξε ότι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, από μόνες τους, είχαν αντίκτυπο στη ζημιογόνο κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, αλλά ενόψει των συνολικά περιορισμένων μεριδίων αγοράς τους σε σύγκριση με τα αυξανόμενα μερίδια αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και με δεδομένη την έλλειψη σαφούς χρονικής σύμπτωσης μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της πλέον ζημιογόνου κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ο εν λόγω αντίκτυπος δεν θεωρείται σημαντικός.

(79)

Βάσει των ως άνω εκτιμήσεων, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

2.   Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

(80)

Μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ελήφθησαν πληροφορίες που υποδείκνυαν την ανεπάρκεια των δεδομένων της Eurostat όσον αφορά τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ. Οι ποσότητες που αναφέρθηκαν εμφανίζονται υπερβολικά χαμηλές συγκριτικά με τα δεδομένα εξαγωγών από τη βάση δεδομένων εξαγωγών των ΗΠΑ αλλά και με άλλες πηγές. Τα δεδομένα σε σχέση με τις εισαγωγές αυτές έπρεπε να αναθεωρηθούν και κρίθηκε κατάλληλο να αντικατασταθούν με δεδομένα που αντλήθηκαν από τη βάση δεδομένων εξαγωγών των ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο, οι τιμές, οι οποίες είχαν μετατραπεί σε ευρώ, προσαρμόστηκαν δεόντως στις τιμές CIF στα κοινοτικά σύνορα. Ο αντίκτυπος των αναθεωρημένων ποσοτήτων των εισαγωγών από τη ΛΔΚ το 2003 στην υπολογισθείσα κοινοτική κατανάλωση επηρέασε επίσης τα μερίδια αγοράς και άλλων χωρών το εν λόγω έτος. Ως εκ τούτου, οι πίνακες που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 97 του προσωρινού κανονισμού τροποποιήθηκαν ως εξής:

Εισαγωγές καταγωγής άλλων τρίτων χωρών (ποσότητα)

Εισαγωγές (τόνοι)

2003

2004

2005

ΠΕ

ΗΠΑ

19 804

26 663

25 771

26 298

Δείκτης (2003 = 100)

100

135

130

133

Ιαπωνία

13 682

11 753

12 694

14 151

Δείκτης (2003 = 100)

100

86

93

103

Ταϊβάν (κλίμακα)

11 000—14 000

13 000—16 500

10 000—13 000

9 000—12 000

Δείκτης (2003 = 100)

100

118

88

83


Εισαγωγές καταγωγής άλλων τρίτων χωρών (μέση τιμή)

Μέση τιμή (ευρώ)

2003

2004

2005

ΠΕ

ΗΠΑ

1 308

1 335

1 446

1 416

Δείκτης (2003 = 100)

100

102

111

108

Ιαπωνία

1 916

1 532

1 846

1 934

Δείκτης (2003 = 100)

100

80

96

101

Ταϊβάν

1 212

1 207

1 308

1 302

Δείκτης (2003 = 100)

100

100

108

108


Μερίδια αγοράς

Μερίδιο αγοράς (%)

2003

2004

2005

ΠΕ

ΗΠΑ

13,8 %

17,3 %

15,5 %

15,8 %

Ιαπωνία

9,5 %

7,6 %

7,6 %

8,5 %

Ταϊβάν (δείκτης)

100

109

76

71

(81)

Σε σύγκριση με τον προσωρινό κανονισμό, η κύρια διαφορά συνίσταται στις ποσότητες των εισαγωγών από τις ΗΠΑ και στην τάση που παρατηρήθηκε όσον αφορά τις εισαγωγές αυτές. Πράγματι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, σημειώθηκε μόνο ελαφρά αύξηση των εισαγωγών PVA από τις ΗΠΑ, δηλαδή αύξηση ύψους 2 ποσοστιαίων μονάδων υπό όρους μεριδίου αγοράς, ενώ στον προσωρινό κανονισμό εκτιμήθηκε εσφαλμένα ότι είχαν διπλασιαστεί κατά την εν λόγω περίοδο. Επιπλέον, οι τιμές CIF στα σύνορα της Κοινότητας των εν λόγω εισαγωγών εμφανίζονται γενικά υψηλότερες σε σύγκριση με την προσωρινή εκτίμηση, με τη διαφορά να κυμαίνεται στο 4,3 % κατά την ΠΕ. Τα υπόλοιπα συμπεράσματα αναφορικά με τις εισαγωγές αυτές, όπως συνοψίζονται στην αιτιολογική σκέψη 98 του προσωρινού κανονισμού, παραμένουν σε ισχύ.

(82)

Σχετικά με τις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 99 του προσωρινού κανονισμού, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των τιμών της Eurostat για τις εισαγωγές από την Ιαπωνία, καθώς οι μέσες τιμές μονάδας των εν λόγω εισαγωγών ήταν σημαντικά υψηλότερες από τις τιμές μονάδας PVA από άλλες πηγές. Κάποιο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η μέση τιμή πώλησης προκύπτει από τον εσφαλμένο συνυπολογισμό άλλων ακριβότερων προϊόντων, όπως της PVB. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι τα δεδομένα αυτά είχαν ερευνηθεί λεπτομερώς και ότι βάσει της ανάλυσης αυτής είχε συναχθεί το συμπέρασμα, όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 99 του προσωρινού κανονισμού, ότι οι εισαγωγές από την Ιαπωνία δεν θα μπορούσαν να είχαν συμβάλει στην αρνητική τάση τιμών που προκάλεσε τη σοβαρή επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Για σκοπούς πληρότητας και σαφήνειας, ακολουθεί περίληψη της προαναφερόμενης ανάλυσης.

(83)

Περαιτέρω εξέταση των δεδομένων της Eurostat σε σχέση με τις εισαγωγές από την Ιαπωνία επιβεβαίωσε ότι δεν ελήφθησαν υπόψη άλλα προϊόντα εκτός της PVA και ότι, ως εκ τούτου, τα δεδομένα δεν είχαν αυξηθεί τεχνητά από ακριβότερα προϊόντα. Επιπλέον, όπως υποδεικνυόταν ήδη στην καταγγελία, οι εισαγωγές PVA από την Ιαπωνία περιλάμβαναν ορισμένες περιορισμένες ποσότητες PVA πέραν του ομοειδούς προϊόντος, με ενδεχομένως σημαντικά υψηλότερες τιμές μονάδας. Στη μέση αξία που υπολογίστηκε για τις εισαγωγές από την Ιαπωνία, βάσει των στατιστικών δεδομένων, η επιρροή της τιμής των διαφορετικών αυτών ποιοτήτων PVA δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί καθώς τα εν λόγω δεδομένα δεν έκαναν διάκριση μεταξύ του ομοειδούς προϊόντος και άλλων ποιοτήτων PVA. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις κατά προσέγγιση ποσότητες των εισαγωγών αυτών, βάσει των δεδομένων της καταγγελίας, και δεδομένης της μέσης τιμής που υπολογίστηκε για όλες τις εισαγωγές PVA από την Ιαπωνία κατά την ΠΕ, είχε διαπιστωθεί ότι ήταν ελάχιστο πιθανό ο αποκλεισμός των ποιοτήτων PVA που δεν εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος να κατέληγε σε μέση τιμή CIF του ομοειδούς προϊόντος στα σύνορα της Κοινότητας, η οποία θα παρουσίαζε απόκλιση από το κοινοτικό επίπεδο τιμής πώλησης κατά την ΠΕ. Επιπλέον, ελέγχθηκε περίπου το 25 % των εισαγωγών από την Ιαπωνία κατά την ΠΕ και προέκυψε ότι αφορούσε ποιότητες PVA εκτός του πεδίου εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος. Οι εν λόγω πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν σε συνδεδεμένα μέρη, δηλαδή σε τιμές μεταβίβασης, και είχε διαπιστωθεί ότι οι τιμές μεταπώλησης των αγορών αυτών στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα ήταν κατά μέσο όρο 8 %-10 % υψηλότερες από αυτές που θα μπορούσε να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Συνεπώς, συνάχθηκε το συμπέρασμα και υποστηρίχθηκε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι εισαγωγές PVA από την Ιαπωνία κατά την ΠΕ παρουσίαζαν απόκλιση από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται ότι συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(84)

Διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν επίσης το ερώτημα πώς οι εισαγωγές από την Ιαπωνία κατόρθωσαν να διατηρήσουν ισχυρό μερίδιο αγοράς με τόσο υψηλές τιμές, εφόσον υπήρχε έντονος ανταγωνισμός τιμών στην κοινοτική αγορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 83 ανωτέρω, ότι ο συνυπολογισμός άλλων και ακριβότερων ποιοτήτων PVA ασφαλώς αύξησε τεχνητά τις μέσες αξίες της Eurostat για τις τιμές εισαγωγής από την Ιαπωνία. Βάσει επαληθευμένων δεδομένων που αντιστοιχούν περίπου στο 25 % των ιαπωνικών εισαγωγών, οι μέσες τιμές των εισαγωγών αυτών προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα εμφανίζονται κατά 8 % — 10 % υψηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα επακριβούς σύγκρισης μεταξύ πανομοιότυπων ποιοτήτων προϊόντος, αλλά μάλλον η πιθανή και κατά προσέγγιση διαφορά τιμής μεταξύ των μέσων τιμών πώλησης μέρους των εισαγωγών από την Ιαπωνία και της μέσης τιμής πώλησης που πέτυχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Βάσει των παραπάνω, το αποτέλεσμα της ανάλυσης των τιμών εισαγωγής από την Ιαπωνία δεν αντικρούει το συμπέρασμα ότι οι τιμές αγοράς στην Κοινότητα ήταν όντως συμπιεσμένες και, ως εκ τούτου, το επιχείρημα απορρίπτεται.

(85)

Κάποιο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι οι ποσότητες των εισαγωγών από την Ταϊβάν είχαν αυξηθεί από το 2003 έως το 2006, αντίθετα με τα πορίσματα της Επιτροπής σχετικά με μείωση του μεριδίου αγοράς, και ότι οι μέσες τιμές των εισαγωγών αυτών αυξήθηκαν λιγότερο συγκριτικά με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής. Ο ισχυρισμός αυτός βασιζόταν σε μια ανάλυση δεδομένων της Eurostat. Σχετικά με το θέμα αυτό, σημειώνεται ότι, όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 100 του προσωρινού κανονισμού, χρησιμοποιήθηκαν τα πραγματικά στοιχεία του μοναδικού ταϊβανέζου παραγωγού που συνεργάστηκε πλήρως στην έρευνα. Τα επαληθευμένα αυτά δεδομένα θεωρήθηκαν πιο αξιόπιστα από τα δεδομένα της Eurostat, ιδίως καθώς ο εν λόγω παραγωγός πούλησε, καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο, σημαντικές ποσότητες PVA που δηλώθηκαν μεν στον κωδικό ΣΟ ex 3905 30 00, αλλά που δεν εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του εν λόγω ενδιαφερόμενου μέρους απορρίφθηκε.

(86)

Κάποιο άλλο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε, βάσει της ανάλυσης τιμών εισαγωγής από τις ΗΠΑ που εκπόνησε η Επιτροπή, ότι οι εισαγωγές από την Ταϊβάν συνέβαλαν στη μείωση των τιμών της κοινοτικής αγοράς. Ισχυρίστηκε ότι για το σκοπό του υπολογισμού των μέσων τιμών πώλησης προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, η Επιτροπή είχε προσαρμόσει προς τα άνω τις τιμές εισαγωγής από τις ΗΠΑ που ανέφερε η Eurostat, οι οποίες ήταν ήδη υψηλότερες από τις τιμές της Ταϊβάν, και ότι κατόπιν αυτής της προσαρμογής οι τιμές βρίσκονταν στο ίδιο γενικό επίπεδο με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ως εκ τούτου, οι τιμές της Ταϊβάν, οι οποίες δεν απαιτούσαν κάποια προσαρμογή, παρουσίαζαν απόκλιση από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη ο εν λόγω κλάδος.

(87)

Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε. Στην πραγματικότητα, οι τιμές των εισαγωγών από την Ταϊβάν που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 99 του προσωρινού κανονισμού είναι οι τιμές CIF στα κοινοτικά σύνορα. Για το σκοπό του υπολογισμού των αποκλίσεων πραγματοποιήθηκαν διάφορες προσαρμογές στις τιμές αυτές (δασμός εισαγωγής, έξοδα μετά την εισαγωγή, επίπεδο εμπορίου). Σε αυτήν την περίπτωση, το επίπεδο προσαρμογής των εμπορικών πράξεων ήταν σημαντικό καθώς σχεδόν όλες οι πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν μέσω εμπόρων/διανομέων στην Κοινότητα. Οι μεταγενέστεροι υπολογισμοί των αποκλίσεων πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια σε επίπεδο κωδικών προϊόντος, με αποτέλεσμα επακριβή στοιχεία που όντως δεν παρουσίασαν αποκλίσεις.

(88)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η πτώση στην αποδοτικότητα προκλήθηκε από τον ίδιο τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Ισχυρίστηκαν ότι λόγω της δημιουργίας επιπρόσθετης παραγωγικής ικανότητας το 2004, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής βρέθηκε αντιμέτωπος με μεγάλες πρόσθετες ποσότητες παραχθείσας PVA που έπρεπε να πωληθεί. Υποστηρίχθηκε από τα εν λόγω μέρη ότι ο ίδιος ο καταγγέλλων είχε, ως εκ τούτου, εφαρμόσει μια επιθετική πολιτική απόκλισης έναντι όλων των υπόλοιπων προμηθευτών PVA με σκοπό τη μεγιστοποίηση του όγκου των πωλήσεών του και τον αποκλεισμό άλλων ανταγωνιστών από την αγορά. Σύμφωνα με τα μέρη αυτά, το γεγονός αυτό θα εξηγούσε τη μείωση των τιμών PVA κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Εκτιμήθηκε ότι οι κινέζοι παραγωγοί ακολουθούσαν μάλλον παρά διαμόρφωναν τις τιμές.

(89)

Αναφορικά με το επιχείρημα αυτό, η έρευνα πράγματι έδειξε ότι οι επενδύσεις της Κοινότητας για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητάς της είχαν επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να πωλήσει σημαντικά περισσότερες ποσότητες στην αγορά της Κοινότητας. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι, αφενός, η απόφαση να πραγματοποιηθεί η επένδυση αυτή ήταν ορθή βάσει της αναμενόμενης ανάπτυξης της αγοράς. Η κατανάλωση PVA στην αγορά της Κοινότητας αυξήθηκε σημαντικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 53 ανωτέρω, και αυτό οδήγησε στη συνολική αύξηση των πωλήσεων. Επιπλέον, η ανάλυση των δεδομένων μετά την ΠΕ (Ιούλιος 2006 έως Σεπτέμβριος 2007) όσον αφορά την κατανάλωση και τις πωλήσεις στην Κοινότητα, βάσει των στοιχείων της Eurostat και των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τα μέρη που συμμετείχαν στην έρευνα, επιβεβαίωσε ότι η κατανάλωση αυξήθηκε σημαντικά και ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε περαιτέρω τις πωλήσεις του κατά 10 %.

(90)

Ταυτόχρονα, ωστόσο, μέσω της έρευνας διαπιστώθηκε ότι ένα εργοστάσιο PVA πρέπει να διασφαλίζει αδιάλειπτη παραγωγή προκειμένου να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα. Αυτό ίσχυε και στην περίπτωση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η έρευνα έδειξε ότι, λόγω της αύξησης της παραγωγικής ικανότητας που σημειώθηκε από το 2004 έως το 2006, ο όγκος παραγωγής αυξήθηκε σημαντικά από το 2004. Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι η πρόσθετη γραμμή παραγωγής PVA ήταν διαθέσιμη μόνο από το 2005 και ότι, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε πρόσθετη παραγωγική ικανότητα το 2004. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι το 2004 η παραγωγική ικανότητα ήταν μεγαλύτερη κατά 7 % σε σύγκριση με το 2003. Συγχρόνως, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μείωσε τις τιμές πώλησης κατά 7 %, και το 2005, όταν η παραγωγική ικανότητα είχε σχεδόν ανέλθει στο 129 % της παραγωγικής ικανότητας του 2003, οι τιμές παρέμεναν κατά 5 % χαμηλότερες από το επίπεδο του 2003, παρά το ισχυρά αυξανόμενο κόστος πρώτων υλών όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 72 ανωτέρω (+ 19 % για VAM). Εντωμεταξύ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε αυξήσει τον όγκο πωλήσεων προς ανεξάρτητους πελάτες κατά 12 % και αναμενόταν να αυξήσει τις πωλήσεις αυτές κατά 10 ακόμη ποσοστιαίες μονάδες το 2005. Στη βάση αυτή φαίνεται ότι θα μπορούσε να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και της παραγόμενης ποσότητας PVA.

(91)

Δυο ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι η επένδυση στην παραγωγική ικανότητα είχε επιφέρει την αρνητική εξέλιξη των κύριων χρηματοοικονομικών δεικτών, καθώς το κόστος της είχε σοβαρό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, η έρευνα διαπίστωσε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 103 του προσωρινού κανονισμού, ότι προσδιορίστηκαν τα έξοδα που συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και ότι δεν επηρέασαν σημαντικά την έντονα αρνητική τάση που παρατηρήθηκε στην εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός ότι τα έξοδα αυτά είχαν προκαλέσει τη σοβαρή επιδείνωση των κύριων χρηματοοικονομικών δεικτών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής απορρίπτεται.

(92)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η τιμολόγηση των πωλήσεων για δεσμευμένη χρήση επηρέασε αρνητικά τα στοιχεία αποδοτικότητας του καταγγέλλοντος. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι πωλήσεις PVA προς συνδεδεμένα μέρη ελέγχθηκαν διεξοδικά. Κατ’ αρχάς, οι πωλήσεις αυτές απομονώθηκαν από τις πωλήσεις προς μη συνδεδεμένα μέρη. Ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς δείκτες που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 85 του προσωρινού κανονισμού, όπως επισημαίνεται ειδικότερα στην αιτιολογική σκέψη 84. Κατά δεύτερον, ο έλεγχος των πωλήσεων για δεσμευμένη χρήση έδειξε ότι η τιμολόγηση των πωλήσεων αυτών, που αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το 20 % των συνολικών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ, δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στο καταγεγραμμένο αποτέλεσμα των πωλήσεων PVA του κοινοτικού κλάδου παραγωγής προς μη συνδεδεμένα μέρη. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

(93)

Κάποιο άλλο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η υποτιθέμενη ύφεση της αγοράς κατασκευών στη Γερμανία κατά τα πρώτα έτη της εξεταζόμενης περιόδου είχε προκαλέσει την αρνητική εξέλιξη των κύριων χρηματοοικονομικών δεικτών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, δεν υποβλήθηκαν σχετικές αποδείξεις και τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν σαφώς μια τάση αυξανόμενης κατανάλωσης για την PVA και μια ακόμη πιο έντονη τάση αύξησης της κατανάλωσης PVB. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα απορρίφθηκε.

(94)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ισχυρίστηκε ότι με την επικέντρωση στα έτη 2003 και 2004 δεν έγινε επαρκής ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας για τα έτη 2004 έως 2006. Σχετικά με το θέμα αυτό σημειώνεται καταρχάς ότι το 2003 και το 2004 είναι τα δύο πρώτα έτη της εξεταζόμενης περιόδου και, επομένως, δεν μπορούν ασφαλώς να θεωρηθούν «ξεπερασμένα». Επιπλέον, όπως συνοψίζεται στην αιτιολογική σκέψη 91 του προσωρινού κανονισμού, η ομάδα δεικτών από την οποία προκύπτει η ύπαρξη ζημίας είναι η ομάδα των χρηματοοικονομικών δεικτών, ενώ οι περισσότεροι άλλοι δείκτες παρουσιάζουν θετική εξέλιξη. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι απολύτως εύλογο η αρχή που διεξάγει την έρευνα να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στην περίοδο κατά την οποία οι χρηματοοικονομικοί δείκτες παρουσίασαν τη μεγαλύτερη επιδείνωση, δηλαδή στο 2004, όταν η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 62 %, η απόδοση των επενδύσεών του κατά 83 % και η ταμειακή ροή του κατά 45 %. Τέλος, όπως καταδεικνύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 70-93 παραπάνω, θεωρείται ότι η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας δεν περιορίζεται στα έτη 2003 και 2004, αλλά καλύπτει ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή από το 2003 έως το τέλος της ΠΕ (Σεπτέμβριος 2006). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

3.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

(95)

Συμπερασματικά, κατόπιν της περαιτέρω ανάλυσης που προκάλεσαν οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Λαμβάνοντας υπόψη: i) το σχετικά περιορισμένο και ελαφρώς μόνο αυξανόμενο μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τη ΛΔΚ που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (από 11,3 % σε 12,9 %) και το πολύ υψηλότερο και ελαφρώς αυξανόμενο μερίδιο αγοράς των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (κατά την ΠΕ, υπερτριπλάσιο του μεριδίου αγοράς της ΛΔΚ) και ii) την περιορισμένη, αν και όχι ασήμαντη, απόκλιση που προκλήθηκε από εισαγωγές από τη ΛΔΚ, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι χαμηλές τιμές στην κοινοτική αγορά σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες τιμές των πρώτων υλών, οι οποίες συνέβαλαν σημαντικά στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, δεν μπορούν να αποδοθούν στις εισαγωγές από τη ΛΔΚ που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς αιτιώδης συνάφεια κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 6 και του άρθρου 3 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού μεταξύ των εισαγωγών από τη ΛΔΚ που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

Ζ.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(96)

Ως εκ τούτου, η διαδικασία πρέπει να περατωθεί, καθώς το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για την Ταϊβάν είναι χαμηλότερο του 2 % και επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ντάμπινγκ και ζημίας όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής ΛΔΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η διαδικασία αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές συμπολυμερών πολυβινυλαλκοολών (PVA) βάσει πολυμερισμού ομοπολυμερών με ιξώδες (μετρούμενο σε διάλυμα 4 %) 3 ή πλέον mPas όχι όμως μεγαλύτερο από 61 mPas και βαθμό υδρόλυσης 84,0 mol % ή περισσότερο όχι όμως μεγαλύτερο από 99,9 mol %, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 3905 30 00 καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν, περατώνεται.

Άρθρο 2

Τα ποσά που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2007 της Επιτροπής στις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλαλκοολών με τη μορφή ομοπολυμερών ρητινών με ιξώδες (μετρούμενο σε διάλυμα 4 %) 3 ή πλέον mPas όχι όμως μεγαλύτερο από 61 mPas και βαθμό υδρόλυσης 84,0 mol % ή περισσότερο όχι όμως μεγαλύτερο από 99,9 mol %, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 3905 30 00 (κωδικός Taric 3905300020) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, αποδεσμεύονται.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για την Επιτροπή

Peter MANDELSON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ C 311 της 19.12.2006, σ. 47.

(3)  ΕΕ L 243 της 18.9.2007, σ. 23.


III Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει της συνθήκης ΕΕ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ V ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/78


ΚΟΙΝΉ ΔΡΆΣΗ 2008/228/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαρτίου 2008

για την τροποποίηση και παράταση της κοινής δράσης 2006/304/ΚΕΠΠΑ για τη σύσταση ομάδας προγραμματισμού της ΕΕ (ΟΠΕΕ Κοσσυφοπεδίου) σχετικά με πιθανή επιχείρηση της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσεων στο πεδίο του κράτους δικαίου και, ενδεχομένως, σε άλλους τομείς στο Κοσσυφοπέδιο

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 14,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 10 Απριλίου 2006, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή δράση 2006/304/ΚΕΠΠΑ (1).

(2)

Στις 4 Φεβρουαρίου 2008, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή δράση 2008/124/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, EULEX Κοσσυφοπέδιο (2). Στην κοινή δράση προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι η ΟΠΕΕ Κοσσυφοπεδίου ενεργεί ως ο κύριος φορέας σχεδιασμού και προετοιμασίας της EULEX Κοσσυφοπέδιο, και ότι η ΟΠΕΕ Κοσσυφοπεδίου είναι υπεύθυνη για την πρόσληψη και την ανάπτυξη προσωπικού, την παροχή πόρων, προμηθειών και υπηρεσιών που προορίζονται για την EULEX Κοσσυφοπέδιο. Προβλέπεται επίσης ότι τρίτα κράτη δύνανται να αποσπούν προσωπικό στην EULEX Κοσσυφοπέδιο και ότι, κατ’ εξαίρεση, οι υπήκοοι των συμμετεχόντων τρίτων κρατών είναι δυνατόν να προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας, ανάλογα με τις ανάγκες.

(3)

Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την κοινή δράση 2006/304/ΚΕΠΠΑ για να καλυφθούν οι δαπάνες που σχετίζονται με την εντολή της ΟΠΕΕ Κοσσυφοπεδίου για όλη την περίοδο της εντολής από την 10η Απριλίου 2006 θα πρέπει να καλύπτει τις δαπάνες που θα αναληφθούν κατά την εναπομένουσα περίοδο της εντολής.

(4)

Η κοινή δράση 2006/304/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να τροποποιηθεί και παραταθεί αναλόγως,

ΥΙΟΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κοινή δράση 2006/304/ΚΕΠΠΑ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 7

Τα τρίτα κράτη που καλούνται να συμβάλουν στην EULEX Κοσσυφοπέδιο σύμφωνα προς το άρθρο 13 της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, EULEX Κοσσυφοπέδιο (3) δύνανται να καλούνται να αποσπούν προσωπικό στην ΟΠΕΕ Κοσσυφοπεδίου ανάλογα με τις ανάγκες, υπό τον όρο ότι καλύπτουν το κόστος του προσωπικού που έχουν αποσπάσει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα έξοδα ταξιδίου προς και από την περιοχή απόσπασης, οι μισθοί, η ιατρική κάλυψη και τα επιδόματα. Κατ’ εξαίρεση, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όταν δεν υπάρχουν ειδικευμένες αιτήσεις από κράτη μέλη, οι υπήκοοι τρίτων κρατών που καλούνται να συμβάλουν στην EULEX Κοσσυφοπέδιο, είναι δυνατόν να προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας, ανάλογα με τις ανάγκες.

2.

Το άρθρο 9 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την κάλυψη των δαπανών που σχετίζονται με την ΟΠΕΕ Κοσσυφοπεδίου είναι 79 505 000 EUR»

3.

Το άρθρο 15 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Λήγει στις 14 Ιουνίου 2008.»

Άρθρο 2

Η παρούσα κοινή δράση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της υιοθέτησής της.

Άρθρο 3

Η παρούσα κοινή δράση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 17 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. JARC


(1)  ΕΕ L 112 της 26.4.2006, σ. 19. Κοινή δράση που τροποποιήθηκε τελευταία με την κοινή δράση 2007/778/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 312 της 30.11.2007 σ. 68).

(2)  ΕΕ L 42 της 16.2.2008, σ. 92.

(3)  ΕΕ L 42 της 16.2.2008, σ. 92


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/80


ΚΟΙΝΉ ΔΡΆΣΗ 2008/229/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαρτίου 2008

για τροποποίηση της κοινής δράσης 2007/369/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Αφγανιστάν (EUPOL AFGHANISTAN)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 14,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 30 Μαΐου 2007, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή δράση 2007/369/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την ίδρυση της αστυνομικής αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Αφγανιστάν (ΕUPOL AFGHANISTAN) (1) για περίοδο τριών ετών. Η επιχειρησιακή φάση της ΕUPOL AFGHANISTAN άρχισε την 15η Ιουνίου 2007.

(2)

Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της κοινής δράσης 2007/369/ΚΕΠΠΑ, θα πρέπει να παραταθεί προκειμένου να καλύψει την περίοδο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2008,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η κοινή δράση 2007/369/ΚΕΠΠΑ τροποποιείται ως εξής:

1.

Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς που προορίζεται να καλύψει τις δαπάνες της ΕUPOL AFGHANISTAN για την περίοδο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2008 ανέρχεται σε 43 600 000 ευρώ».

2.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς που προορίζεται να καλύψει τις δαπάνες της ΕUPOL AFGHANISTAN για το υπόλοιπο του έτους 2008 καθώς και για τα έτη 2009 και 2010, θα αποφασισθεί από το Συμβούλιο».

Άρθρο 2

Η παρούσα κοινή δράση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία έκδοσής της.

Άρθρο 3

Η παρούσα κοινή δράση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. JARC


(1)  ΕΕ L 139 της 31.5.2007, σ. 33. Κοινή δράση όπως τροποποιήθηκε με την κοινή δράση 2007/733/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 295 της 14.11.2007, σ. 31).


18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/81


ΚΟΙΝΉ ΔΡΆΣΗ 2008/230/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαρτίου 2008

προς υποστήριξη των δραστηριοτήτων της ΕΕ για την προώθηση σε τρίτες χώρες του ελέγχου των εξαγωγών όπλων και των αρχών και κριτηρίων του Κώδικα συμπεριφοράς της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 14,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 26 Ιουνίου 1997, το Συμβούλιο ενέκρινε το Πρόγραμμα της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης εμπορίας συμβατικών όπλων, με βάση το οποίο η ΕΕ και τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν συντονισμένη δράση για να βοηθήσουν άλλες χώρες στην πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης εμπορίας όπλων.

(2)

Στις 8 Ιουνίου 1998 το Συμβούλιο ενέκρινε Κώδικα συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις εξαγωγές όπλων που θεσπίζει οκτώ κριτήρια για τις εξαγωγές συμβατικών όπλων καθώς και διαδικασία γνωστοποίησης αρνήσεων, διεξαγωγής διαβουλεύσεων και διαφάνειας μέσω της δημοσίευσης των ετήσιων εκθέσεων της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων. Αφότου εγκρίθηκε, ο Κώδικας συνέβαλε σημαντικά στην εναρμόνιση των εθνικών πολιτικών ελέγχου των εξαγωγών όπλων, ενώ διάφορες τρίτες χώρες έχουν προσυπογράψει επισήμως τις αρχές και τα κριτήριά του.

(3)

Σύμφωνα με τη λειτουργική διάταξη αριθ. 11 του Κώδικα, τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να παροτρύνουν και άλλα κράτη που εξάγουν όπλα να ενστερνιστούν τις αρχές του.

(4)

Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας (ΕΣΑ), που υιοθέτησαν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων στις 12 Δεκεμβρίου 2003, αναφέρει πέντε βασικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΕ σε ένα μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον: τρομοκρατία, διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής, περιφερειακές συγκρούσεις, αποσάθρωση του κράτους και οργανωμένο έγκλημα. Οι συνέπειες της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας συμβατικών όπλων διαδραματίζουν βασικό ρόλο σε τέσσερις από τις πέντε αυτές προκλήσεις. Πράγματι, η ανεξέλεγκτη μεταβίβαση όπλων συμβάλλει στην όξυνση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος και αποτελεί μείζονα παράγοντα στην ανάφλεξη και επέκταση των συγκρούσεων καθώς και στην κατάρρευση των κρατικών δομών. Επιπλέον, στη Στρατηγική τονίζεται η σημασία του ελέγχου των εξαγωγών για την ανάσχεση της διάδοσης.

(5)

Το Διεθνές Νομικό Μέσο που επιτρέπει στα κράτη να εντοπίζουν και να επισημαίνουν, κατά τρόπο έγκαιρο και αξιόπιστο, τα παράνομα φορητά όπλα και τον ελαφρό οπλισμό (SALW), το οποίο υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 8 Δεκεμβρίου 2005, αποσκοπεί στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και τη συμπλήρωση υφιστάμενων διμερών, περιφερειακών και διεθνών συμφωνιών για την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψη του λαθρεμπορίου φορητών όπλων και ελαφρού οπλισμού σε όλες του τις πτυχές.

(6)

Η στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της παράνομης συσσώρευσης και διακίνησης SALW και των πυρομαχικών τους, που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης-16ης Δεκεμβρίου 2005, προβλέπει ότι η ΕΕ θα πρέπει σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο να υποστηρίζει την ενίσχυση του ελέγχου των εξαγωγών και την προαγωγή των κριτηρίων του Κώδικα συμπεριφοράς για τις εξαγωγές όπλων, μεταξύ άλλων με την παροχή βοήθειας προς τρίτες χώρες για τη θέσπιση εθνικών νομοθετημάτων και την προαγωγή μέτρων ενίσχυσης της διαφάνειας.

(7)

Στις 6 Δεκεμβρίου 2006 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, με την υποστήριξη όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέδωσε το ψήφισμα 61/89, με τίτλο «Προς μια Συνθήκη για το εμπόριο όπλων: θέσπιση διεθνών κοινών κανόνων για την εισαγωγή, την εξαγωγή και τη μεταβίβαση συμβατικών όπλων». Το Δεκέμβριο του 2006 καθώς και τον Ιούνιο και το Δεκέμβριο του 2007 το Συμβούλιο ενέκρινε συμπεράσματα όπου τονίζεται ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη της πρέπει να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο και να συνεργαστούν με άλλα κράτη και περιφερειακές οργανώσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας που διεξάγεται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών για τη θέσπιση διεθνών κοινών κανόνων για την εισαγωγή, την εξαγωγή και τη μεταβίβαση συμβατικών όπλων, ώστε να συμβάλουν τα μέγιστα στην αντιμετώπιση της ανεπιθύμητης και ανεύθυνης διάδοσης συμβατικών όπλων που υπονομεύει την ειρήνη, την ασφάλεια, την ανάπτυξη και τον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

(8)

Τα σχέδια δράσης που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της ΕΕ και των χωρών εταίρων της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας παραπέμπουν είτε ευθέως στον Κώδικα συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις εξαγωγές όπλων είτε στην ανάπτυξη αποτελεσματικών συστημάτων για τον εθνικό έλεγχο των εξαγωγών,

ΥΙΟΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Για τους σκοπούς της έμπρακτης εφαρμογής:

της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφάλειας,

της στρατηγικής της ΕΕ για την καταπολέμηση της παράνομης συσσώρευσης και διακίνησης SALW και των πυρομαχικών τους,

της λειτουργικής διάταξης αριθ. 11 του Κώδικα συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις εξαγωγές όπλων,

του προγράμματος της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης εμπορίας συμβατικών όπλων,

του Διεθνούς Νομικού Μέσου που επιτρέπει στα κράτη να εντοπίζουν και να επισημαίνουν, κατά τρόπο έγκαιρο και αξιόπιστο, τα παράνομα φορητά όπλα και τον ελαφρό οπλισμό,

των σχεδίων δράσης που συμφωνούνται μεταξύ της ΕΕ και των χωρών εταίρων της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, και

των συμπερασμάτων του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή Συνθήκη για το εμπόριο όπλων,

η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει τις δραστηριότητες για την προώθηση των ακόλουθων στόχων:

α)

προώθηση στις τρίτες χώρες των κριτηρίων και των αρχών του Κώδικα συμπεριφοράς της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων,

β)

παροχή βοήθειας προς τρίτες χώρες για τη θέσπιση και εφαρμογή νομοθετημάτων που να εξασφαλίζουν αποτελεσματικό έλεγχο των εξαγωγών όπλων,

γ)

παροχή βοήθειας προς διάφορες χώρες στον τομέα της εκπαίδευσης των αρμόδιων υπαλλήλων για τη χορήγηση αδειών προκειμένου να εξασφαλίζονται η προσήκουσα διεξαγωγή και έλεγχος των εξαγωγών όπλων,

δ)

παροχή βοήθειας προς διάφορες χώρες για την κατάρτιση εθνικών εκθέσεων σχετικά με τις εξαγωγές όπλων και την προώθηση άλλων μορφών ελέγχου με σκοπό την προαγωγή της διαφάνειας και της ευθύνης στον τομέα των εξαγωγών όπλων,

ε)

ενθάρρυνση τρίτων χωρών προκειμένου να υποστηρίξουν τη διαδικασία που διεξάγεται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, με σκοπό την έγκριση νομικώς δεσμευτικής διεθνούς συνθήκης για τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο συμβατικών όπλων, και παροχή βοήθειας προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες θα είναι σε θέση να συμμορφωθούν με τους εν λόγω κοινούς κανόνες όταν αυτοί εγκριθούν.

2.   Περιγραφή των σχεδίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρατίθεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

1.   Η Προεδρία, επικουρούμενη από το Γενικό Γραμματέα/Ύπατο Εκπρόσωπο για την ΚΕΠΠΑ («ΓΓ/ΥΕ»), είναι αρμόδια για την εφαρμογή της παρούσας κοινής δράσης. Η Επιτροπή συμμετέχει πλήρως.

2.   Η τεχνική εφαρμογή των σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 θα ανατεθεί:

στο Σλοβενικό Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Προοπτική, το οποίο θα ενεργεί εξ ονόματος του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, όσον αφορά τα σχέδια που αφορούν τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και την Τουρκία,

στο Υπουργείο Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας, όσον αφορά το σχέδιο για τις χώρες της Βορείου Αφρικής και της Μεσογείου,

στο Υπουργείο Εξωτερικών της Τσεχικής Δημοκρατίας, όσον αφορά τα σχέδια για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και την Ουκρανία,

στη Σουηδική Επιθεώρηση Στρατηγικών Προϊόντων, η οποία θα ενεργεί εξ ονόματος του Υπουργείου Εξωτερικών του Βασιλείου της Σουηδίας, όσον αφορά το σχέδιο για την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Λευκορωσία, τη Γεωργία και τη Μολδαβία.

3.   Η Προεδρία, ο ΓΓ/ΥΕ και η Επιτροπή αλληλοενημερώνονται τακτικά για την εφαρμογή της παρούσας κοινής δράσης, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους.

Άρθρο 3

1.   Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την εκτέλεση των σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ανέρχεται σε 500 500 EUR και θα χρηματοδοτηθεί από το γενικό προϋπολογισμό της ΕΕ.

2.   Η διαχείριση των χρηματοδοτούμενων από το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 1 δαπανών εκτελείται σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους κανόνες της Κοινότητας που εφαρμόζονται στο γενικό προϋπολογισμό της ΕΕ. Οι δαπάνες θα είναι επιλέξιμες, συμπεριλαμβανομένου του έμμεσου κόστους, από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ αυτής της κοινής δράσης.

3.   Η Επιτροπή θα επιβλέπει την ορθή εκτέλεση της συμβολής της ΕΕ που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Για το σκοπό αυτό, θα συνάψει χρηματοδοτικές συμφωνίες με τους φορείς τους επιφορτισμένους με την εφαρμογή που αναφέρονται στο άρθρο 2 για τους όρους χρησιμοποίησης της συμβολής της ΕΕ. Οι χρηματοδοτικές συμφωνίες θα ορίζουν ότι οι φορείς εφαρμογής πρέπει να εξασφαλίζουν την ορατότητα της συμβολής της ΕΕ, ανάλογα προς το μέγεθός της.

Άρθρο 4

Η Προεδρία, επικουρούμενη από το ΓΓ/ΎΕ, υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο για την εφαρμογή της παρούσας κοινής δράσης. Οι εκθέσεις αυτές αποτελούν τη βάση της αξιολόγησης που πραγματοποιεί το Συμβούλιο. Η Επιτροπή συμμετέχει πλήρως και παρέχει πληροφορίες για τη δημοσιονομική εφαρμογή των σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3.

Άρθρο 5

Η παρούσα κοινή δράση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της υιοθέτησής της.

Λήγει στις 17 Μαρτίου 2010.

Άρθρο 6

Η παρούσα κοινή δράση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. JARC


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Υποστήριξη των δραστηριοτήτων της ΕΕ για την προώθηση σε τρίτες χώρες του ελέγχου των εξαγωγών όπλων και των αρχών και κριτηρίων του Κώδικα συμπεριφοράς της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων

I.   Στόχοι

Οι συνολικοί στόχοι της παρούσας κοινής δράσης είναι οι ακόλουθοι:

α)

προώθηση στις τρίτες χώρες των κριτηρίων και των αρχών του Κώδικα συμπεριφοράς της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων,

β)

παροχή βοήθειας προς τρίτες χώρες για τη θέσπιση και εφαρμογή νομοθετημάτων που να εξασφαλίζουν αποτελεσματικό έλεγχο των εξαγωγών όπλων,

γ)

παροχή βοήθειας προς διάφορες χώρες στον τομέα της εκπαίδευσης των αρμόδιων υπαλλήλων για τη χορήγηση αδειών προκειμένου να εξασφαλίζεται η προσήκουσα διεξαγωγή και έλεγχος των εξαγωγών όπλων,

δ)

παροχή βοήθειας προς διάφορες χώρες για την κατάρτιση εθνικών εκθέσεων σχετικά με τις εξαγωγές όπλων και την προώθηση άλλων μορφών ελέγχου με σκοπό την προαγωγή της διαφάνειας και της ευθύνης στον τομέα των εξαγωγών όπλων,

ε)

ενθάρρυνση τρίτων χωρών προκειμένου να υποστηρίξουν τη διαδικασία που διεξάγεται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, με σκοπό την έγκριση νομικώς δεσμευτικής διεθνούς συνθήκης για τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο συμβατικών όπλων, και παροχή βοήθειας προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες θα είναι σε θέση να συμμορφωθούν με τους εν λόγω κοινούς κανόνες όταν αυτοί εγκριθούν.

II.   Σχέδια

 

Αντικείμενο:

Παροχή τεχνικής βοήθειας προς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες που έχουν δείξει προθυμία να βελτιώσουν τους κανόνες και τις πρακτικές τους στον τομέα του ελέγχου των εξαγωγών στρατιωτικού εξοπλισμού και να ευθυγραμμιστούν με βάση τα όσα έχουν συμφωνηθεί και εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προβλέπονται στον Κώδικα συμπεριφοράς της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού οδηγού χρήσης.

 

Περιγραφή και εκτίμηση κόστους:

(i)

Εργαστήρια με ομάδες χωρών

Το σχέδιο θα λάβει τη μορφή τεσσάρων διήμερων σεμιναρίων όπου θα κληθούν να συμμετάσχουν κρατικοί υπάλληλοι και αρμόδιοι για τη χορήγηση σχετικών αδειών της επιλεγείσας ομάδας χωρών. Τα εργαστήρια θα πραγματοποιηθούν κατά προτίμηση σε μια από τις χώρες-στόχους, ενώ την κατάρτιση θα παράσχουν εθνικοί εμπειρογνώμονες των κρατών μελών της ΕΕ, η Γραμματεία του Συμβουλίου της ΕΕ ή/και ο ιδιωτικός τομέας (συμπεριλαμβανομένων ΜΚΟ).

(ii)

Εργαστήρια με μεμονωμένες χώρες

Το σχέδιο θα λάβει τη μορφή δύο διήμερων σεμιναρίων με μεμονωμένες χώρες στόχους όπου θα κληθούν να συμμετάσχουν κρατικοί υπάλληλοι και αρμόδιοι για τη χορήγηση σχετικών αδειών της χώρας-στόχου. Τα εργαστήρια θα πραγματοποιηθούν κατά προτίμηση στις χώρες-στόχους, ενώ την κατάρτιση στους σχετικούς τομείς θα παράσχουν εθνικοί εμπειρογνώμονες των κρατών μελών της ΕΕ, η Γραμματεία του Συμβουλίου της ΕΕ ή/και ο ιδιωτικός τομέας (συμπεριλαμβανομένων ΜΚΟ).

III.   Διάρκεια

Η συνολική εκτιμώμενη διάρκεια της υλοποίησης του σχεδίου είναι εικοσιτέσσερις μήνες.

IV.   Δικαιούχοι

 

Ομάδες δικαιούχων χωρών:

(i)

χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (δύο διήμερα εργαστήρια, το ένα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2008 και το δεύτερο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009):

Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, Μαυροβούνιο, Σερβία

(ii)

Οι μεσογειακοί εταίροι της Βόρειας Αφρικής στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας (ένα διήμερο εργαστήριο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2008):

Αλγερία, Αίγυπτος, Λιβύη, Μαρόκο και Τυνησία

(iii)

Εταίροι της Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας (ένα διήμερο εργαστήριο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2009)

Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Λευκορωσία, Γεωργία και Μολδαβία

 

Μεμονωμένες δικαιούχοι χώρες (ένα διήμερο εργαστήριο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2008 και ένα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009):

Τουρκία, Ουκρανία

[Σε περίπτωση που κάποια από τις προαναφερόμενες χώρες δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στο εργαστήριο, θα επιλεγούν επιπροσθέτως χώρες (1) από τους ακόλουθους έτερους εταίρους της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας: Ισραήλ, Ιορδανία, Λίβανος, Παλαιστινιακή Αρχή, Συρία].

V.   Δημοσιονομικές ρυθμίσεις

Τα σχέδια αυτά θα χρηματοδοτηθούν πλήρως από την παρούσα κοινή δράση.

Κατ’ εκτίμηση απαιτούμενοι συνολικοί πόροι: το συνολικό κόστος του σχεδίου όπως περιγράφεται στην παρούσα κοινή δράση ανέρχεται σε 500 500 EUR.


(1)  Εφόσον επέλθει συμφωνία για πρόταση της Προεδρίας, στο πλαίσιο των αρμόδιων οργάνων λήψης αποφάσεων του Συμβουλίου, επικουρουμένων από τον ΓΓ/ΎΕ. Η Επιτροπή θα συμμετέχει πλήρως.


Διορθωτικά

18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/86


Διορθωτικό στο σχέδιο απόφασης EU SSR GUINEA-BISSAU/1/2008 της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της 5ης Μαρτίου 2008, για τον διορισμό του Αρχηγού Αποστολής της Αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παροχή στήριξης όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του τομέα της ασφάλειας στη Γουινέα Μπισσάου, EU SSR GUINEA-BISSAU

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 73 της 15ης Μαρτίου 2008 )

Στο εξώφυλλο στα περιεχόμενα και στη σελίδα 34 στον τίτλο:

αντί:

διάβαζε: