ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 67

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

51ό έτος
11 Μαρτίου 2008


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 214/2008 της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2008, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Επιτροπή

 

 

2008/214/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 27/2004 που χορήγησε η Τσεχική Δημοκρατία υπέρ της GE Capital Bank a.s. και της GE Capital International Holdings Corporation, USA [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2007) 1965]  ( 1 )

3

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

11.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 67/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 214/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Μαρτίου 2008

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 11 Μαρτίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2008, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

JO

76,8

MA

64,8

TN

129,8

TR

89,7

ZZ

90,3

0707 00 05

EG

178,8

JO

178,8

TR

192,6

ZZ

183,4

0709 90 70

MA

99,3

TR

152,7

ZZ

126,0

0709 90 80

EG

238,6

ZZ

238,6

0805 10 20

EG

46,6

IL

60,2

MA

60,7

TN

51,4

TR

100,7

ZZ

63,9

0805 50 10

EG

96,1

IL

107,3

TR

125,3

ZZ

109,6

0808 10 80

AR

96,2

BR

97,9

CA

73,8

CN

85,7

MK

46,8

US

108,0

UY

81,2

ZZ

84,2

0808 20 50

AR

79,1

CL

125,6

CN

63,2

ZA

102,9

ZZ

92,7


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Επιτροπή

11.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 67/3


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιουλίου 2007

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 27/2004 που χορήγησε η Τσεχική Δημοκρατία υπέρ της GE Capital Bank a.s. και της GE Capital International Holdings Corporation, USA

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2007) 1965]

(Το κείμενο στην τσεχική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/214/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 18 Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση που αφορούσε μέτρα υπέρ της Agrobanka, Praha a.s. (AGB) και της GE Capital Bank, a.s. (1) (GECB), στο πλαίσιο της διαδικασίας για τις ενισχύσεις («μεταβατικά μέτρα») που προβλέπεται στο παράρτημα IV.3 της πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (2), που υπογράφτηκε στις 16 Απριλίου 2003 («πράξη προσχώρησης»).

(2)

Με επιστολή που ελήφθη από την Επιτροπή στις 30 Απριλίου 2004, η Τσεχική Δημοκρατία απέσυρε την κοινοποίηση και την ίδια ημέρα η Τσεχική Δημοκρατία υπέβαλε νέα κοινοποίηση για το ίδιο θέμα.

(3)

Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, η Επιτροπή δήλωσε ότι τα περισσότερα κοινοποιηθέντα μέτρα δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν μετά την προσχώρηση, αλλά κίνησε τη διαδικασία βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ για άλλα μέτρα τα οποία εφαρμόζονταν μετά την προσχώρηση και διατύπωσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των μέτρων αυτών με την κοινή αγορά. Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(4)

Στις 30 Ιουλίου 2004, στις 16 Αυγούστου 2004, στις 22 Σεπτεμβρίου 2005 και στις 18 Μαΐου 2006 η Τσεχική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση έναρξης της διαδικασίας, ενώ στις 17 Δεκεμβρίου υπέβαλε τις παρατηρήσεις της η GECB. Στις 19 Σεπτεμβρίου και στις 11 Νοεμβρίου 2005, η GECB υπέβαλε συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Με επιστολή της 2ας Μαΐου 2006, η Επιτροπή επιβεβαίωσε στην GECB ότι η περίοδος κατά την οποία μπορούσε να υποβάλει παρατηρήσεις είχε παραταθεί μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 2005 σύμφωνα με την τελευταία πρόταση του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (4) («κανονισμός διαδικασίας»). Με επιστολή της 10ης Μαΐου 2006, που πρωτοκολλήθηκε στις 18 Μαΐου 2006, η Τσεχική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι είχε λάβει τις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει η GECB. Στις 24 Ιουνίου, 29 Σεπτεμβρίου και 25 Οκτωβρίου 2005, καθώς και στις 11 Ιανουαρίου και 7 Μαρτίου 2006 πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις με εκπροσώπους της Τσεχικής Δημοκρατίας και της GECB. Με επιστολή της 13ης Μαρτίου 2007, που πρωτοκολλήθηκε στις 14 Μαρτίου 2007, η Τσεχική Δημοκρατία υπέβαλε περαιτέρω στοιχεία. Στις 15 Μαρτίου 2007, η Επιτροπή επιβεβαίωσε στην Τσεχική Δημοκρατία ότι σύμφωνα με την τελευταία πρόταση του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού διαδικασίας η περίοδος κατά την οποία μπορούσε να υποβάλει παρατηρήσεις είχε παραταθεί μέχρι τις 14 Μαρτίου 2007.

2.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

2.1.   Αποδέκτες της ενίσχυσης

(5)

Η AGB, η οποία ιδρύθηκε το 1990, δραστηριοποιούνταν στην Τσεχική Δημοκρατία ως τράπεζα γενικών υπηρεσιών. Μέχρι το 1995, ήταν η πέμπτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας και η μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα. Ωστόσο, το Σεπτέμβριο του 1998, λόγω χρηματοοικονομικών δυσκολιών, ανακλήθηκε η άδεια διεξαγωγής τραπεζικών εργασιών της AGB, η οποία τώρα είναι υπό εκκαθάριση.

(6)

Αρχικοί μέτοχοι κατά την ίδρυση της AGB ήταν η Československá obchodní banka, a.s. (CSOB), το Υπουργείο Γεωργίας της Τσεχικής Δημοκρατίας, η Agropol, a.s., η Agrodat, státní podnik και η Stavoinvest Banská Bystrica. Το 1995, τον έλεγχο της AGB απέκτησε ο ιδιωτικός όμιλος Motoinvest Group.

(7)

Μετά τη θέση της σε αναγκαστική διαχείριση στις 17 Σεπτεμβρίου 1996, δημιουργήθηκαν εντός της AGB δύο χωριστές λειτουργικές μονάδες, η AGB1 και η AGB2. Η AGB1 ανέλαβε τις βασικές τραπεζικές δραστηριότητες της AGB. Τον Ιούνιο του 1998, η AGB1 πωλήθηκε στην GECB μέσω συμφωνίας μεταβίβασης. Τα υπόλοιπα τμήματα της AGB βρίσκονται ακόμη σε διαδικασία εκκαθάρισης.

(8)

Η GECB ιδρύθηκε το 1998 με σκοπό την εξαγορά της AGB1. Δραστηριοποιείται σήμερα στην Τσεχική Δημοκρατία ως ίδρυμα γενικών τραπεζικών εργασιών. Από τις 17 Ιανουαρίου 2005, η GECB μετονομάστηκε σε GE Money Bank, a.s. και ανήκει καθ’ ολοκληρία στην GE Capital International Holdings Corporation, USA (GECIH).

2.2.   Οικονομική κατάσταση της AGB

(9)

Οι δυσχέρειες για την AGB ξεκίνησαν ήδη από την περίοδο 1993-1994. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο τραπεζικός τομέας της Τσεχίας βρέθηκε στο σύνολό του αντιμέτωπος με μια σοβαρή οικονομική κρίση που επηρέασε και την AGB. Εκτός αυτού, η ταχεία επέκταση της AGB, σε συνδυασμό με ανεπάρκειες στη διαχείριση κινδύνων και έλλειψη εσωτερικών ελέγχων, είχε ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία επιδείνωση του δανειακού χαρτοφυλακίου της AGB. Το 1993, η AGB είχε ζημίες ύψους 2 000 εκατ. CZK, ενώ τα ίδια κεφάλαια ήταν αρνητικά (– 515 εκατ. CZK).

(10)

Το 1993, η Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας (CNB) ζήτησε από την AGB να καταρτίσει και να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης για να αποκαταστήσει την κεφαλαιακή της επάρκεια. Η Τσεχική Δημοκρατία εξήγησε ότι το πρόγραμμα σταθεροποίησης δεν προέβλεπε μέτρα κρατικής ενίσχυσης, αλλά έθετε υπό στενή επιτήρηση την AGB. Το 1996, η AGB έπαυσε να συμμορφώνεται με τους όρους του προγράμματος σταθεροποίησης και ενεπλάκη σε δραστηριότητες υψηλού κινδύνου με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας και επιδείνωση του ενεργητικού της. Η κρίση ρευστότητας και η απροθυμία των μετόχων να προχωρήσουν στις ενδεικνυόμενες διορθωτικές ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1996, να τεθεί η AGB υπό αναγκαστική διαχείριση.

(11)

Όσον αφορά τη χρηματοοικονομική κατάσταση της AGB, στον έλεγχο που διενεργήθηκε μετά την επιβολή του καθεστώτος αναγκαστικής διαχείρισης (ισολογισμός της 16ης Σεπτεμβρίου 1996) διαπιστώθηκαν ζημίες ύψους –8 487 εκατ. CZK και ίδια κεφάλαια –5 476 εκατ. CZK. Στον τακτικό ετήσιο έλεγχο του ισολογισμού της 31ης Δεκεμβρίου 1996 διαπιστώθηκαν ζημίες ύψους –10 097 εκατ. CZK και ίδια κεφάλαια –6 328 εκατ. CZK.

(12)

Για να προληφθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο του τσεχικού τραπεζικού τομέα, η Τσεχική Δημοκρατία ξεκίνησε την εφαρμογή μέτρων με σκοπό τη διάσωση και αναδιάρθρωση της AGB. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι προαναφερθέντες λογιστικοί έλεγχοι της AGB, που διενεργήθηκαν μετά την επιβολή καθεστώτος αναγκαστικής διαχείρισης, αποκάλυψαν ζημίες που υπερέβαιναν το κεφάλαιο της τράπεζας, θεωρήθηκε ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της AGB ήταν η δημιουργία μιας ξεχωριστής οργανικής μονάδας, της AGB1, που θα αναλάμβανε τις βασικές τραπεζικές δραστηριότητες της AGB. Η AGB2 περιελάμβανε κυρίως ταξινομημένα δάνεια, δάνεια που είχαν χορηγηθεί σε επιλεγμένες θυγατρικές της ή άλλες συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ένα χαρτοφυλάκιο επιλεγμένων στοιχείων ενεργητικού, όλα τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία και ορισμένα κινητά περιουσιακά στοιχεία. Η AGB1 πωλήθηκε στη συνέχεια σε ένα στρατηγικό επενδυτή με ανοικτό, διαφανή και άνευ όρων διαγωνισμό.

2.3.   Ο διαγωνισμός

(13)

Τον Απρίλιο του 1997, ο διαχειριστής προκήρυξε δημόσιο διαγωνισμό για την πώληση της AGB1. Κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, μόνος ενδιαφερόμενος για την αγορά της AGB1 παρέμεινε η GE Capital Corporation. Στις 22 Ιουνίου 1998, η AGB1 πωλήθηκε τελικά στην GECB έναντι ποσού ύψους περίπου 304 εκατ. CZK, με παροχή εγγυήσεων και δικαιώματος πώλησης. Οι εγγυήσεις περιγράφονται αναλυτικότερα στις αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 26 και το δικαίωμα πώλησης στις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 32.

(14)

Ένα μέτρο που δεν χρειάζεται να εξεταστεί περαιτέρω είναι η εγγύηση καταθετών που δόθηκε από τη CNB σε όλους τους πιστωτές της AGB όταν η τελευταία αντιμετώπισε για πρώτη φορά δυσκολίες το Σεπτέμβριο του 1996. Η εγγύηση καταθετών κάλυπτε όλες τις υποχρεώσεις της AGB, συμπεριλαμβανομένων των προς καταβολή τόκων, που είχαν καταχωρισθεί στους λογαριασμούς της AGB μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου 1996. Υποχρεώσεις που έληγαν εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος τέθηκαν υπό εγγύηση μέχρι τη λήξη τους. Υποχρεώσεις χωρίς καθορισμένη λήξη τέθηκαν υπό εγγύηση για χρονικό διάστημα 12 μηνών μετά τη λήξη του καθεστώτος αναγκαστικής διαχείρισης της AGB. Υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν από την AGB μετά τις 17 Σεπτεμβρίου 1996 τέθηκαν υπό εγγύηση μέχρι τη σχετική ημερομηνία λήξης τους ή για μέγιστο χρονικό διάστημα 12 μηνών από τη λήξη του καθεστώτος αναγκαστικής διαχείρισης της AGB, ανάλογα με το ποια από τις δύο προηγείτο. Η εγγύηση δεν έθετε ανώτατο όριο για τις εγγυημένες υποχρεώσεις προς τους πιστωτές της AGB. Πάντως, στις 31 Δεκεμβρίου 2003, παρέμενε μία μόνο κατάθεση ύψους 867 882 CZK που ενέπιπτε δυνητικά στην εγγύηση καταθετών (5).

(15)

Στο πλαίσιο της πώλησης, η μητρική εταιρία της GECB, GECIH, ανέλαβε τις υποχρεώσεις της CNB στο πλαίσιο της εγγύησης καταθετών μέσω αντεγγύησης που έληγε στις 22 Ιουνίου 2000. Εξαρχής, προβλεπόταν ότι η αντεγγύηση θα έπαυε να ισχύει εφόσον η GECIH ασκούσε το δικαίωμα πώλησης των μετοχών της στην GECB. Μετά την πώληση της AGB1 στην GECB, το υπόλοιπο μέρος της AGB που περιελάμβανε την AGB2 τέθηκε υπό εκκαθάριση. Στην εν εξελίξει διαδικασία εκκαθάρισης, η CNB είναι ο αποκλειστικός πιστωτής της AGB.

2.4.   Οικονομική κατάσταση της GECB

(16)

Μετά την εξαγορά της AGB από την GECB, τα αποτελέσματα των τραπεζικών εργασιών της AGB παρουσίασαν σημαντική βελτίωση.

Έτος

Καθαρά έσοδα

(σε εκατ. CZK)

Συντελεστής κεφαλαιακής επάρκειας

(Βαθμίδα 2)

1998

–16 500

Αρνητικός (6)

1999

980

74 %

2000

720

48 %

2001

840

41 %

2002

911

30 %

2003

1 988

25 %

2004

2 242

24 %

2.5.   Προσπάθειες αναδιάρθρωσης από την AGB, την GECB και την GECIH

(17)

Στις παρατηρήσεις τους, η Τσεχική Δημοκρατία και η GECB ανέφεραν ότι η AGB, η GECB και η GECIH έλαβαν μέτρα για να μειωθεί η κρατική εμπλοκή στην αναδιάρθρωση της AGB. Τα αντισταθμιστικά μέτρα της AGB συνίσταντο στη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων της και, ιδίως, στην πώληση ορισμένων θυγατρικών της στη Raiffeisen Bank. Η πώληση αυτή οδήγησε σε μείωση του μεριδίου αγοράς της AGB στο σύνολο του τραπεζικού ενεργητικού ή ορισμένων κλάσεων ενεργητικού. Εκτός τούτου, η AGB μείωσε τον αριθμό των υπαλλήλων της από περίπου 3 500 το 1996 σε περίπου 2 500 υπαλλήλους το 1998.

(18)

Διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι η GECB και η GECIH συνεισέφεραν στην αναδιάρθρωση μέσω της καταβολής του τιμήματος αγοράς, των εγγυήσεων του αγοραστή στην πράξη εγγυήσεων που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20 και της αναφερόμενης στη συμφωνία αποζημιώσεων αντεγγύησης, με την οποία η GECIH ανέλαβε τις υποχρεώσεις της CNB («εγγύηση καταθετών») προς τους πιστωτές της AGB. Επιπλέον, ο όμιλος GE πιστεύει ότι συνεισέφερε μέσω του δικαιώματος πώλησης, καθώς και μέσω της εξαιρετικής του φήμης.

3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(19)

Στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, η Επιτροπή αξιολόγησε τα κοινοποιηθέντα μέτρα και αποφάνθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν εκτός του πεδίου εφαρμογής των μεταβατικών μέτρων της συνθήκης προσχώρησης. Τα εν λόγω μέτρα δεν οδηγούσαν σε καμία πρόσθετη ανάληψη οικονομικών κινδύνων από την Τσεχική Δημοκρατία μετά την ημερομηνία προσχώρησης και, κατά συνέπεια, δεν εφαρμόζονταν μετά την προσχώρηση. Ωστόσο, δύο σειρές μέτρων θεωρήθηκε ότι εφαρμόζονταν μετά την προσχώρηση και συ214νιστούσαν εν δυνάμει κρατική ενίσχυση μη συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά: πρώτον οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις και δεύτερον το δικαίωμα πώλησης.

(20)

Κατά την πώληση της AGB1 στην GECB, η AGB, ως πωλητής της AGB1, υπέγραψε ορισμένες εγγυητικές ρυθμίσεις υπέρ της GECB οι οποίες περιλαμβάνονται στην πράξη εγγυήσεων, η οποία υπογράφτηκε την 21η Ιουνίου. Η CNB δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω συμφωνία. Ωστόσο, οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η AGB με την πράξη εγγυήσεων καλύφθηκαν από τη CNB στη συμφωνία αποζημιώσεων, που υπογράφτηκε στις 22 Ιουνίου 1998 και τροποποιήθηκε στις 25 Απριλίου 2004 με την τροποποίηση αριθ. 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων («συμφωνία αποζημιώσεων») (7).

(21)

Οι τσεχικές αρχές παρέδωσαν κατάλογο με τις εγγυητικές ρυθμίσεις ως τμήμα του σχεδίου διάσωσης και αναδιάρθρωσης, που αποτελεί μέρος της κοινοποίησης.

(22)

Στην κοινοποίηση, η Τσεχική Δημοκρατία ανέφερε ότι ο κατάλογος που αφορούσε την πράξη εγγυήσεων «δεν ήταν πλήρης». Στις παρατηρήσεις της όμως σχετικά με την απόφαση έναρξης επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Τσεχική Δημοκρατία διευκρίνιζε ότι ο κατάλογος περιείχε στην πράξη λεπτομερείς καταλόγους όλων των δυνητικών απαιτήσεων. Η διατύπωση «μη πλήρης» σήμαινε απλώς ότι στους καταλόγους δεν περιλαμβάνονταν τα πλήρη κείμενα των βασικών συμφωνιών. Η GECB ισχυρίστηκε ότι στην πράξη μόνον ο —πλήρης— κατάλογος που αφορούσε τη συμφωνία αποζημιώσεων είχε σημασία, αφού ο άλλος κατάλογος αφορούσε μόνον τις απαιτήσεις βάσει της πράξης εγγυήσεων, η οποία είναι μια συμφωνία μεταξύ ιδιωτών που δεν είχε σχέση με κρατικές ενισχύσεις.

(23)

Πολλές από τις δυνητικές απαιτήσεις είχαν ήδη λήξει πριν από την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, η Επιτροπή δήλωσε ότι τα μέτρα που είχαν λήξει πριν από την προσχώρηση δεν εφαρμόζονταν μετά την προσχώρηση. Όσον όμως αφορά τα υπόλοιπα μέτρα, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας.

(24)

Η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας αφορά και μέτρα τα οποία η Τσεχική Δημοκρατία δεν ζήτησε να αξιολογηθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας μεταβατικών μέτρων. Πρόκειται συγκεκριμένα για ορισμένες εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης, τα οποία περιγράφονταν στην κοινοποίηση αλλά δεν περιλαμβάνονταν στην αίτηση για αξιολόγηση. Στην απόφασή της με την οποία κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή εξήγησε ότι, βάσει της διαδικασίας μεταβατικών μέτρων του παραρτήματος IV.3 της πράξης προσχώρησης, δεν υπήρχε υποχρέωση από μέρους των προσχωρουσών χωρών να προβούν σε κοινοποίηση μέτρων και συνεπώς ήταν δυνατό καταρχήν να οριοθετηθεί το πεδίο της κοινοποίησης. Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης συνδέονταν άρρηκτα με τα κοινοποιηθέντα μέτρα και δεν ήταν δυνατό να διαχωριστούν τεχνητά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει τα μέτρα στο σύνολό τους.

(25)

Οι εγγυητικές ρυθμίσεις για τις οποίες η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία συνοψίζονται ως εξής:

(26)

Πίνακας 1

Εγγυήσεις και αποζημιώσεις που λήγουν στις 22 Ιουνίου 2008

Περιεχόμενο

Όριο ποσού

1.

Αποζημίωση για κάθε διαφορά που επηρεάζει αρνητικά τις τραπεζικές εργασίες: Η AGB συμφώνησε να αποζημιώνει την GECIH, την GECB και άλλα δικαιούμενα αποζημίωσης πρόσωπα του αγοραστή (ο αγοραστής) για κάθε ζημία που προκύπτει από ενδεχόμενες απαιτήσεις που εγείρονται κατά του αγοραστή λόγω οποιουδήποτε θέματος ανέκυψε πριν από την ημερομηνία πώλησης και επηρεάζει δυσμενώς τις τραπεζικές εργασίες. Ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i)  (8)

Ανώτατο όριο: 2 000 εκατ. CZK

2.

Αποζημίωση για παράβαση νόμου: Η AGB συμφώνησε να αποζημιώνει τον αγοραστή για κάθε ζημία που προκύπτει λόγω παράβασης από τον πωλητή πριν από την ημερομηνία λήξης οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού που επηρεάζει δυσμενώς τις τραπεζικές εργασίες. Ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii)

Ανώτατο όριο: 2 000 εκατ. CZK

3.

Αποζημίωση για εργασιακές διαφορές: Η AGB συμφώνησε να αποζημιώνει τον αγοραστή για κάθε ζημία που προκύπτει λόγω απαιτήσεων που εγείρονται κατά της GECB από οποιονδήποτε υπάλληλο σχετικά με οποιαδήποτε πραγματική ή εικαζόμενη πράξη ή παράλειψη του πωλητή πριν από την ημερομηνία πώλησης. Ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο v)

Ανώτατο όριο: 2 000 εκατ. CZK

4.

Αποζημίωση για εργασιακές διαφορές: Η AGB συμφώνησε να αποζημιώνει τον αγοραστή για κάθε ζημία που προκύπτει από απαιτήσεις σχετικές με οποιαδήποτε συμβατική εργασιακή ευθύνη ή υποχρέωση που εγείρονται από οποιονδήποτε διατηρούμενο στην επιχείρηση υπάλληλο ή οποιονδήποτε πρώην, νυν ή μελλοντικό υπάλληλο του πωλητή που είναι υπάλληλος της AGB2. Ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο vi)

Ανώτατο όριο: 2 000 εκατ. CZK

5.

Αγωγή για να κηρυχθεί ανίσχυρη η συμφωνία για την πώληση της AGB1 στην GECB, η οποία κατατέθηκε στις 27 Ιουλίου 1998 στο Περιφερειακό Εμποροδικείο της Πράγας από τον Václav Sládek κατά της υπό εκκαθάριση ευρισκόμενης AGB και του αγοραστή, με τη συνδρομή μετόχων μειοψηφίας της AGB ως επικουρικών εναγόντων. (Αποζημίωση με βάση τη ρήτρα 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων)

Ανώτατο όριο: 15 000 εκατ. CZK

6.

Αγωγή για να κηρυχθεί ανίσχυρη η συμφωνία για την πώληση της AGB1 στην GECB, η οποία κατατέθηκε στις 22 Ιουνίου 2001 στο Περιφερειακό Εμποροδικείο της Πράγας από τους Petr Maur, František Vysloužil, Pavel Tykač, Karel Tománek, Pavel Šimek και Tomáš Fohler κατά της υπό εκκαθάριση ευρισκόμενης AGB, του αγοραστή και του Jiři Klumpar, με τη συνδρομή μετόχων μειοψηφίας της AGB ως επικουρικών εναγόντων. (Αποζημίωση με βάση τη ρήτρα 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων)

Ανώτατο όριο: 15 000 εκατ. CZK

7.

Αγωγή για τη δήλωση εγκυρότητας της συμφωνίας πώλησης της AGB1, η οποία κατατέθηκε στις 18 Ιουνίου 2002 στο Δημοτικό Δικαστήριο της Πράγας από την HZ Praha, spol. s.r.o. κατά της υπό εκκαθάριση ευρισκόμενης AGB, του αγοραστή και του Jiři Klumpar. (Αποζημίωση με βάση τη ρήτρα 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων)

Ανώτατο όριο: 15 000 εκατ. CZK

8.

Αίτηση καταχώρησης της πώλησης της AGB1 στο Εμπορικό Μητρώο, η οποία κατατέθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1999 και στην οποία αιτών είναι η νυν υπό εκκαθάριση ευρισκόμενη AGB στη δε διαδικασία συμμετέσχε ως μέρος το Γραφείο του Δημόσιου Κατηγόρου της Πράγας. (Αποζημίωση με βάση τη ρήτρα 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων)

Ανώτατο όριο: 15 000 εκατ. CZK

9.

Κάθε αξίωση αποζημίωσης σχετική με την εγκυρότητα ή νομιμότητα της πώλησης της AGB1 στον αγοραστή, που εγείρεται από:

τον πωλητή, τη CNB ή από μέτοχο, εκκαθαριστή, σύνδικο πτώχευσης, ελεγκτή ή αναγκαστικό διαχειριστή του πωλητή,

μέλος εταιρικού οργάνου του πωλητή ή του αγοραστή,

υπάλληλο, δανειολήπτη, πελάτη, δανειστή ή πιστωτή του πωλητή ή του αγοραστή,

κληρονόμο, νόμιμο διάδοχο ή εκδοχέα, εκκαθαριστή, σύνδικο πτώχευσης, αποδέκτη, εντολοδόχο, διαχειριστή ή αναγκαστικό διαχειριστή (ή πρόσωπο με παρόμοιες εξουσίες) ή ένωση ενός ή περισσότερων από τα ανωτέρω αναφερόμενα πρόσωπα και οντότητες, ή

τσέχο δημόσιο κατήγορο, τσεχική ποινική αρχή ή τσεχική φορολογική αρχή με δικαιοδοσία επί του πωλητή ή του αγοραστή.

(Αποζημίωση με βάση τη ρήτρα 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων)

Ανώτατο όριο: 15 000 εκατ. CZK


Πίνακας 2

Εγγυήσεις και αποζημιώσεις που λήγουν στις 22 Ιουνίου 2010

Περιεχόμενο

Όριο ποσού

1.

Φόροι: Η AGB εγγυάται ότι:

i)

έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τους παρακρατούμενους φόρους που προβλέπονται από όλους τους ισχύοντες νόμους,

ii)

έχει ενημερώσει τον αγοραστή για κάθε φόρο που έχει επιβληθεί και οφείλεται από την AGB προς τις φορολογικές αρχές,

iii)

δεν εκκρεμεί, ούτε επαπειλείται εξ όσων γνωρίζει η AGB, κανένας φορολογικός έλεγχος για τυχόν φόρους οφειλόμενους από την AGB, και

iv)

δεν έχει παραβεί ούτε παραβαίνει οποιαδήποτε ισχύουσα φορολογική νομοθεσία που μπορεί να δημιουργήσει ευθύνες για τον αγοραστή, και

v)

κανένας φόρος δεν πρόκειται να επιβληθεί στον αγοραστή λόγω της ολοκλήρωσης των σχετικών συναλλαγών. Ρήτρα 2 παράγραφος 14 στοιχεία γ) και δ)

Ανώτατο όριο: 2 000 εκατ. CZK

2.

Περιβαλλοντικά ζητήματα: Η AGB εγγυάται ότι, καθόσον γνωρίζει, σε καμία από τις εγκαταστάσεις της AGB1 δεν υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε συγκεντρώσεις που υπερβαίνουν τα επιτρεπτά από το νόμο όρια. Ρήτρα 2 παράγραφος 20

Ανώτατο όριο: 5 000 εκατ. CZK

3.

Φόροι σε σχέση με τη συναλλαγή: Η AGB εγγυάται ότι δεν υπάρχει περίπτωση επιβολής φόρου στον αγοραστή ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της πώλησης. Ρήτρα 2 παράγραφος 14 στοιχείο ε)

Ανώτατο όριο: 15 000 εκατ. CZK

4.

Μη επιχειρηματικό ενεργητικό και παθητικό: Η AGB συμφώνησε να αποζημιώνει τον αγοραστή σε περίπτωση ζημιών που προκύπτουν από οποιαδήποτε αξίωση σχετική με μη επιχειρηματικό ενεργητικό ή παθητικό. Ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv)

Ανώτατο όριο: 5 000 εκατ. CZK

5.

Δασμοί και έμμεσοι φόροι: Η AGB συμφώνησε να αποζημιώνει τον αγοραστή σε περίπτωση πρόκλησης ζημιών από αξιώσεις που εγείρονται κατ’ αυτού από τις τσεχικές τελωνειακές και φορολογικές αρχές σε σχέση με την τελωνειακή εγγύηση της AGB. Ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv)

Ανώτατο όριο: 5 000 εκατ. CZK


Πίνακας 3

Εγγυήσεις και αποζημιώσεις που λήγουν στις 22 Ιουνίου 2013

Περιεχόμενο

Όριο ποσού

1.

Δραστηριότητες της AGB1: Η AGB εγγυάται ότι, πέραν των όσων αναφέρονται στους σχετικούς καταλόγους των εγγράφων της συναλλαγής, δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού που να ανήκει στην AGB1. Ρήτρα 2 στοιχείο 22

Ανώτατο όριο: 2 000 εκατ. CZK

2.

Εξουσιοδότηση: Η AGB εγγυάται ότι διαθέτει πλήρη εξουσία και εξουσιοδότηση για την υπογραφή των συμβατικών κειμένων και την πραγματοποίηση της συναλλαγής. Η AGB εγγυάται περαιτέρω ότι τα συμβόλαια είναι δεσμευτικά και εκτελεστά έναντι αυτής. Ρήτρα 2 παράγραφος 4

Ανώτατο όριο: 2 000 εκατ. CZK

3.

Εγκυρότητα της πώλησης: Η AGB συμφώνησε να αποζημιώσει τον αγοραστή σε περίπτωση ζημιών λόγω αξιώσεων σχετικών με την εγκυρότητα ή τη θεσμική νομιμότητα της πώλησης της AGB1. Ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο a) σημείο iii)

Ανώτατο όριο: 2 000 εκατ. CZK


Πίνακας 4

Εγγυήσεις και αποζημιώσεις που λήγουν 15 χρόνια μετά την πώληση

Περιεχόμενο

Όριο ποσού

1.

Περιβαλλοντικές ζημίες: Η AGB συμφώνησε να αποζημιώσει τον αγοραστή για οποιαδήποτε ενδεχόμενη περιβαλλοντική ζημία του αγοραστή που έχει σχέση με εγκαταστάσεις της AGB1 λόγω συνθηκών που υπήρχαν πριν από την πώληση. Ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Ανώτατο όριο: 5 000 εκατ. CZK

(27)

Στις 22 Ιουνίου 1998, οι CNB και GECIH υπέγραψαν την πράξη δικαιώματος πώλησης που προβλέπει ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, η GECIH δικαιούται να απαιτήσει από τη CNB να εξαγοράσει από την GECIH το σύνολο των μετοχών της στην GECB.

(28)

Παραμένουν δύο περιπτώσεις που επιτρέπουν στην GECIH να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης. Αυτές είναι:

α)

έκδοση απόφασης με την οποία οι συναλλαγές στο πλαίσιο της συμφωνίας αγοράς κηρύσσονται άκυρες ή ανίσχυρες ή διατάσσεται η κατάργησή τους ή η επιστροφή οιουδήποτε τμήματος του ενεργητικού της AGB1· ή

β)

αν η CNB επιλέξει να μην καταβάλει αποζημίωση βάσει της συμφωνίας αποζημιώσεων που υπερβαίνει το ποσό των 2 000 εκατ. CZK ή αδυνατεί να προβεί στις εν λόγω πληρωμές.

(29)

Μετά τις διευκρινίσεις που δόθηκαν από την Τσεχική Δημοκρατία και την GECB, η Επιτροπή θεωρεί ότι η περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της αιτιολογικής σκέψης 28 αφορά μόνον άρνηση καταβολής πληρωμών βάσει της ρήτρας 4.1 και της ρήτρας 8.3 της συμφωνίας αποζημιώσεων, που αναφέρονται σε αξιώσεις σχετικές με μη εγκυρότητα της πώλησης της AGB1 στην GECB (9).

(30)

Η CNB έχει το δικαίωμα να διορθώσει τυχόν κατάσταση που δικαιολογεί την άσκηση του δικαιώματος πώλησης αποκαθιστώντας τις GECB και GECIH στην ίδια θέση που θα κατείχαν αν δεν είχε συμβεί το σχετικό γεγονός. Δηλώνεται ότι αυτό μπορεί να γίνει με πληρωμές ή με τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων στην GECB. Το δικαίωμα πώλησης λήγει στις 22 Ιουνίου 2008.

(31)

Η τιμή στην οποία η CNB οφείλει να αγοράσει το σύνολο των μετοχών της GECB ποικίλλει ανάλογα με την ημερομηνία άσκησης του δικαιώματος πώλησης. Από τον Ιούνιο του 2003 μέχρι την ημερομηνία που λήγει το δικαίωμα πώλησης, η τιμή πώλησης είναι η μεγαλύτερη από τις ακόλουθες τιμές:

α)

το προσαρμοσμένο μη εκκαθαρισμένο ποσό (unwind amount)·

β)

η καθαρή αξία ενεργητικού της GECB κατά την ημερομηνία κατά την οποία καθορίζεται η τιμή πώλησης·

γ)

η πραγματική αγοραία αξία της GECB κατά την ημερομηνία κατά την οποία καθορίζεται η τιμή πώλησης.

Σε περίπτωση που η τιμή αγοράς καθοριστεί με την πραγματική αγοραία αξία που αναφέρεται στο στοιχείο γ), δεν θα λαμβάνονται υπόψη τα γεγονότα που προκάλεσαν την άσκηση του δικαιώματος πώλησης.

(32)

Η Τσεχική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι κατά τη γνώμη των CNB και GECB, για τον καθορισμό της τιμής πώλησης έπρεπε οπωσδήποτε να ληφθεί η γνώμη ενός ανεξάρτητου τρίτου μέρους και η γνώμη αυτή να είναι δεσμευτική για τα μέρη.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

4.1.   Παρατηρήσεις από την Τσεχική Δημοκρατία

(33)

Η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι τα υπό αξιολόγηση μέτρα δεν εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση. Η δυνητική ευθύνη του κράτους περιορίζεται χρονικά και ποσοτικά, αφού η μέγιστη ανάληψη κινδύνου από το τσεχικό κράτος είναι καθορισμένη και δεν μπορεί να αυξηθεί στο μέλλον. Επίσης, ο κατάλογος σχετικά με την πράξη εγγυήσεων είναι πλήρης και δεν χρειάζεται περαιτέρω λεπτομερής ορισμός της δυνητικής ανάληψης κινδύνου από το κράτος. Ειδικότερα, η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία που υπέχει το να είναι σε θέση να προείπει ποιος ενδέχεται να υποβάλει αγωγή και σε ποια νομική βάση μπορεί να υποβληθεί η αγωγή. Η Τσεχική Δημοκρατία στηρίζεται επίσης στην εγγύηση που δόθηκε από το κράτος υπέρ της Komercni banka όπου η Επιτροπή δέχθηκε ένα παρόμοιο επίπεδο ορισμού ως επαρκές προκειμένου να θεωρηθεί ότι το μέτρο δεν εφαρμοζόταν μετά την προσχώρηση. Επίσης, στην περίπτωση της Slovenska sporitelna, η Επιτροπή δέχθηκε ένα χαμηλότερου επιπέδου ορισμό καθώς στην περίπτωση αυτή μπορούσε να προσδιοριστεί μόνο μια κλειστή ομάδα δυνητικών εναγόντων όχι όμως και επιμέρους αξιώσεις. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τις τέσσερις επιμέρους αξιώσεις βάσει της ρήτρας 4.1, εκπληρώθηκαν οι απαιτήσεις της Επιτροπής προκειμένου να θεωρηθεί ότι ένα μέτρο δεν εφαρμόζεται μετά την προσχώρηση. Επιπλέον, το Μάιο του 2006, η Τσεχική Δημοκρατία υπέβαλε κατάλογο που περιελάμβανε τα ονόματα όλων των μετόχων της AGB κατά την 30ή Απριλίου 2004. Η Τσεχική Δημοκρατία πιστεύει ότι για την περίπτωση της έγερσης οιωνδήποτε αξιώσεων από τους κατονομαζόμενους μετόχους βάσει της ρήτρας 4.1 της συμφωνίας αποζημιώσεων, ικανοποιείται η απαίτηση της Επιτροπής για αναλυτική καταγραφή.

(34)

Όσον αφορά το δικαίωμα πώλησης, η Τσεχική Δημοκρατία πιστεύει ότι η ιδιαίτερη φύση του δικαιώματος πώλησης το καθιστά μη επιδεκτικό αξιολόγησης βάσει της διαδικασίας προσωρινών μέτρων ή της τρέχουσας διαδικασίας, αφού θα ασκηθεί μόνο στο μέλλον. Η Τσεχική Δημοκρατία δηλώνει ότι είναι έτοιμη να κοινοποιήσει το δικαίωμα πώλησης για αξιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής εφόσον ασκηθεί. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τις τέσσερις επιμέρους αξιώσεις σχετικά με την εγκυρότητα που αναφέρονται στη ρήτρα 4.1, το δικαίωμα πώλησης πληροί τις απαιτήσεις της Επιτροπής προκειμένου να θεωρηθεί ότι δεν εφαρμόζεται μετά την προσχώρηση. Η τιμή πώλησης οριοθετείται προς τα άνω μέσω ενός μαθηματικού τύπου που εφαρμόζεται από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα.

(35)

Πέραν των ανωτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι τα μέτρα δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση δεδομένου ότι θα ήταν πιο δαπανηρό για το κράτος να προβεί σε εκκαθάριση της AGB από το να λάβει τα μέτρα που έλαβε για να διευκολύνει την πώλησή της. Επίσης, τα υπό εξέταση μέτρα αντιπροσωπεύουν μια συνήθη εμπορική πρακτική που δεν αποφέρει κανένα ασύνηθες όφελος και οι επιπτώσεις της στις συναλλαγές είναι ήσσονος σημασίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι η AGB1 πωλήθηκε με ανοικτό και άνευ όρων διαγωνισμό, η GECB δεν προσπορίστηκε κανένα ιδιαίτερο όφελος δεδομένου ότι κατέβαλε την τιμή της αγοράς για τις τραπεζικές δραστηριότητές της. Οποιοδήποτε όφελος για τον πωλητή (AGB), αν υπήρξε, έχει εξαφανιστεί αφού η AGB είναι σε εκκαθάριση και δεν δραστηριοποιείται πλέον στην αγορά.

(36)

Εφόσον γίνει δεκτό ότι τα μέτρα συνιστούν ενίσχυση, η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Λόγω της ειδικής κατάστασης της Τσεχικής Δημοκρατίας και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας προσχώρησης, η Επιτροπή όφειλε να ερμηνεύσει τις διατάξεις της συνθήκης και τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (10) («κατευθυντήριες γραμμές 1994») με πιο ανοικτό πνεύμα απ’ όσο στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(37)

Η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) και το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ έχουν εφαρμογή στο παρόν πλαίσιο και καθιστούν τα μέτρα συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

(38)

Όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές 1994, η Τσεχική Δημοκρατία τονίζει ότι στο θέμα της αναδιάρθρωσης των τραπεζικών δραστηριοτήτων της AGB υπήρχε μια γενική κατεύθυνση και σε άλλες περιπτώσεις η Επιτροπή δεν είχε επιμείνει αυστηρά στην ύπαρξη σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ακόμη ότι τα μέτρα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνον ως ενίσχυση προς την AGB, αλλά όχι ως ενίσχυση προς την GECB ή την GECIH, δεδομένου ότι όλα τα μέτρα είχαν μοναδικό στόχο να διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζικών δραστηριοτήτων της AGB. Εκτός τούτου, οι κατευθυντήριες γραμμές 1994 δεν περιελάμβαναν καμία απαγόρευση ενίσχυσης νεοσύστατων εταιριών. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε πλεονάζον διαρθρωτικό παραγωγικό δυναμικό, δεν θα έπρεπε να εφαρμοστούν με αυστηρότητα οι απαιτήσεις για μείωση του παραγωγικού δυναμικού. Η AGB/GECB δεν διέθετε ταμειακά πλεονάσματα, ένα βασικό θέμα στο πλαίσιο των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994 κατά την εξέταση της αναλογικότητας. Επίσης, οι συνεισφορές των επενδυτών ήταν επαρκείς. Οι σχετικά υψηλοί συντελεστές κεφαλαιακής επάρκειας ήταν τεχνικό αποτέλεσμα της επιλεγείσας μεθόδου κεφαλαιακής συνεισφοράς.

(39)

Η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί επίσης ότι στο παρόν πλαίσιο έχει εφαρμογή το άρθρο 46 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής συμφωνίας (ΕΣ). Το άρθρο 46 παράγραφος 2 της ΕΣ δεν περιορίζει τα επιτρεπτά είδη μέτρων ούτε εμποδίζει μέτρα κρατικής ενίσχυσης. Επιπλέον, στην περίπτωση της Komercni banka, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 46 παράγραφος 2 της ΕΣ.

(40)

Εάν παρόλα αυτά η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση και συνιστούν μη συμβατή κρατική ενίσχυση, θα πρέπει να επιτρέψει την κατάλληλη βαθμιαία κατάργηση των εγγυήσεων και αποζημιώσεων και του δικαιώματος πώλησης. Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι οι CNB και GE είχαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο δεσμευτικό χαρακτήρα των διατάξεων.

(41)

Στις 13 Μαρτίου 2007 η Τσεχική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι στις 28 Φεβρουαρίου 2007 οι GECIH και GECB είχαν μονομερώς και άνευ όρων παραιτηθεί των εγγυήσεων και αποζημιώσεων βάσει της ρήτρας 3.1 της συμφωνίας αποζημιώσεων για κάθε ζημία οφειλόμενη σε αδυναμία του πωλητή της AGB1 να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τις εγγυήσεις και αποζημιώσεις που παρέχονται από τον πωλητή στη ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), στη ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii), στη ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iii), στη ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο v), στη ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο vi) και στη ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο β). Οι υποχρεώσεις αυτές αντιστοιχούν στις εγγυήσεις και αποζημιώσεις που αναφέρονται στους ακόλουθους πίνακες της αιτιολογικής σκέψης 26:

α)

Πίνακας 1 αριθ. 1 («Αποζημίωση για κάθε διαφορά που επηρεάζει δυσμενώς τις τραπεζικές εργασίες»),

β)

Πίνακας 1 σημείο 2 («Αποζημίωση για παράβαση νόμου»),

γ)

Πίνακας 1 σημείο 3 («Αποζημίωση για εργασιακές διαφορές»),

δ)

Πίνακας 1 σημείο 4 («Αποζημίωση για εργασιακές διαφορές»),

ε)

Πίνακας 3 σημείο 3 («Εγκυρότητα της πώλησης»),

στ)

Πίνακας 4 σημείο 1 («Περιβαλλοντικές ζημίες»).

(42)

Η παραίτηση από τις εγγυήσεις και αποζημιώσεις ισχύει εξ υπαρχής και επομένως τις καθιστά ανίσχυρες με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία της συμφωνίας. Η Τσεχική Δημοκρατία ενημέρωσε περαιτέρω την Επιτροπή ότι μέχρι την ημερομηνία της παραίτησης δεν είχε υποβληθεί καμία απαίτηση αποζημίωσης από την GECIH ή την GECB βάσει των εν λόγω διατάξεων.

4.2.   Σχόλια από τη GECB

(43)

Η GECB προβάλλει ισχυρισμούς παρόμοιους με εκείνους των τσεχικών αρχών και αμφισβητεί τη δυνατότητα μεταγενέστερης εφαρμογής των μέτρων, καθώς και το χαρακτηρισμό τους ως ενίσχυση. Στην περίπτωση που τα μέτρα συ214νιστούν ενίσχυση, ισχυρίζεται ότι αυτά συμβιβάζονται την κοινή αγορά.

(44)

Η GECB τονίζει ότι έξι με οκτώ χρόνια πριν από την προσχώρηση τα μέρη δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα θεσπιζόταν διαδικασία μεταβατικών μέτρων για τον έλεγχο κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από την προσχώρηση. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε να το είχε λάβει υπόψη της η Επιτροπή όταν ερμήνευε την έννοια της μεταγενέστερης εφαρμογής και εφάρμοζε τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

(45)

Η GECB πιστεύει ότι η ερμηνεία της Επιτροπής για τη «μεταγενέστερη εφαρμογή» εγγυήσεων όπως εφαρμόζεται στην απόφαση έναρξης διαδικασίας είναι πολύ περιοριστική. Στην προκειμένη περίπτωση, όλες οι δυνητικές απαιτήσεις περιορίζονται ποσοτικά και χρονικά. Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στους υποβληθέντες πίνακες παρουσιάζονται εξα214ντλητικά υπό την έννοια ότι απαριθμούνται όλοι οι δυνητικοί λόγοι απαιτήσεων. Η διατύπωση «μη πλήρης» σημαίνει απλώς ότι δεν αντικατοπτρίζουν το περιεχόμενο των βασικών συμφωνιών. Επιπλέον, το δικαίωμα πώλησης δεν μπορεί να υπερβεί τα μέγιστα ποσά που προσδιορίζονται στη συμφωνία αποζημιώσεων, αφού συνδέεται αποκλειστικά με τις ειδικές απαιτήσεις της συμφωνίας αποζημιώσεων και είναι οριοθετημένο προς τα άνω.

(46)

Η ερμηνεία από την Επιτροπή του όρου «μεταγενέστερη εφαρμογή» στην απόφαση τής 14ης Ιουλίου 2004 σημαίνει ότι μόνον εκκρεμούσες ή επαπειλούμενες διαφορές μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση. Ωστόσο, ακόμη και με την εφαρμογή αυτής της στενής ερμηνείας, η GECB θεωρεί ότι οι τέσσερις επιμέρους απαιτήσεις της ρήτρας 4.1 της συμφωνίας αποζημιώσεων ικανοποιούν πλήρως την ερμηνεία της Επιτροπής. Επιπλέον, και οι φορολογικές απαιτήσεις της ρήτρας 2.14 στοιχεία γ), δ) και ε) ικανοποιούν τις απαιτήσεις της Επιτροπής, αφού ο μελλοντικός ενάγων (οι τσεχικές αρχές) είναι γνωστός λόγω της φύσης των απαιτήσεων.

(47)

Αλλά και το δικαίωμα πώλησης «δεν εφαρμόζεται μετά την προσχώρηση», αφού τα γενεσιουργά γεγονότα ορίζονται σαφώς, ενώ σαφώς προσδιορισμένη είναι και η τιμή πώλησης. Σε σχέση με τα γενεσιουργά γεγονότα, το δικαίωμα πώλησης ορίζεται επαρκώς, τουλάχιστον όσον αφορά τις τέσσερις ειδικά απαριθμούμενες απαιτήσεις εγκυρότητας. Όσον αφορά την τιμή πώλησης, η GECB παραπέμπει στην υπόθεση Ceska sporitelna, όπου η Επιτροπή θεώρησε ότι χρέος μειωμένης εξασφάλισης και κοινωνικά δάνεια δεν εφαρμόζονταν μετά την προσχώρηση.

(48)

Εναλλακτικά, εάν οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης εφαρμόζονταν μετά την προσχώρηση, δεν μπορούσαν να εξομοιωθούν με κρατική ενίσχυση αφού η CNB θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ήταν ο de facto ιδιοκτήτης της AGB και ότι είχε οικονομικά συμφέροντα από την πώλησή της. Επίσης, οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών και ελήφθησαν υπόψη στο τίμημα που κατέβαλε η GECB. Εκτός τούτου, τα μέτρα δεν ήταν επιλεκτικά, αφού ήταν στη διάθεση όλων των υποψηφίων. Επίσης, δεν υπήρξε νόθευση του ανταγωνισμού, αφού η GECIH κατέβαλε το τίμημα αγοράς μετά από διαφανή και άνευ όρων διαγωνισμό, ενώ δεν υπήρξαν επιπτώσεις στις συναλλαγές δεδομένου ότι καμία άλλη τράπεζα δεν ενδιαφέρθηκε για το μερίδιο της AGB στην τσεχική αγορά λιανικής τραπεζικής.

(49)

Όσον αφορά το συμβιβάσιμο των μέτρων, η GECB ισχυρίζεται ότι η οποιαδήποτε ενίσχυση ήταν συμβατή βάσει των άρθρων 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) και 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ και υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης.

(50)

Η GECB θεωρεί ότι το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ έχει εφαρμογή στο παρόν πλαίσιο δεδομένου ότι απειλήθηκε σοβαρά η σταθερότητα του όλου τραπεζικού τομέα, ο οποίος έφθασε στο χείλος φυσικής καταστροφής. Επίσης, δύναται να εφαρμοστεί και το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει ήδη χαρακτηρίσει την κρίση του συστήματος του τραπεζικού τομέα ως μία δυνητική «σοβαρή διαταραχή της οικονομίας ενός κράτους μέλους». Η απαίτηση της χορήγησης της ενίσχυσης με ουδέτερο τρόπο σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εκπληρώθηκε στην Τσεχική Δημοκρατία, αφού ήταν σε κρίση το σύνολο του τραπεζικού τομέα και το κράτος συνέδραμε όλες τις τράπεζες.

(51)

Όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, η GECB τονίζει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της εξετάζοντας κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου όχι μόνο τα μέτρα που εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση, αλλά την όλη αναδιάρθρωση. Όσον αφορά τους αποδέκτες της ενίσχυσης, οι κατευθυντήριες γραμμές 1994 δεν περιείχαν κάποιους αυστηρούς περιορισμούς στην περίπτωση των νεοϊδρυόμενων εταιρειών. Επίσης, η Επιτροπή δεν είχε εφαρμόσει την απαγόρευση στην περίπτωση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης σε νεοϊδρυθείσες εταιρίες στην πρώην Ανατολική Γερμανία, όπως αναφέρεται ρητά στην υποσημείωση 10 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών του 1999 όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (11) («κατευθυντήριες γραμμές 1999»).

(52)

Η GECB αναφέρει ακόμη ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, στην προκειμένη περίπτωση, να απαιτεί ολοκληρωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης, αφού δεν ήταν δυνατόν όταν ελήφθησαν τα μέτρα να έχει προβλεφθεί η εν λόγω απαίτηση. Επιπλέον, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη νόθευση του ανταγωνισμού δεδομένου ότι οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν ρητά ότι σε ενισχυόμενες περιοχές, όπως η Τσεχική Δημοκρατία, οι όροι έγκρισης ενισχύσεων μπορεί να είναι χαλαρότεροι όσον αφορά την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των περιφερειακών προβλημάτων. Τέλος, η GECB αναφέρει ότι η ίδια η κεφαλαιακή επάρκεια της GECB αποκλείει το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν ήταν αναλογική προς το κόστος και τα οφέλη της αναδιάρθρωσης και υποδηλώνει περισσότερο τη συντηρητική πιστωτική πολιτική της GE.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

5.1.   Εφαρμογή μετά την προσχώρηση

(53)

Όπως περιγράφεται παραπάνω, η Τσεχική Δημοκρατία και η GECB αμφισβητούν την εξουσία της Επιτροπής να επανεξετάζει μέτρα που ελήφθησαν πριν από την προσχώρηση, ενώ η GECB ισχυρίζεται ειδικότερα ότι με τον τρόπο αυτόν η Επιτροπή προβαίνει σε αναδρομική εφαρμογή νόμου και δημιουργεί εξαίρεση από τον προηγουμένως αποδεκτό κανόνα ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται από ένα κράτος μέλος πριν από την προσχώρησή του χαρακτηρίζονται υφιστάμενη ενίσχυση.

(54)

Το παράρτημα IV μέρος 3 άρθρο 1 της πράξης προσχώρησης ορίζει ως υφιστάμενη ενίσχυση τρεις μόνον κατηγορίες μέτρων:

α)

εκείνα που έχουν αρχίσει να ισχύουν πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1994,

β)

εκείνα τα οποία — αφού εξετάστηκαν από την Επιτροπή — περιελήφθησαν στον κατάλογο που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην πράξη προσχώρησης, και

γ)

εκείνα τα οποία εγκρίνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας μεταβατικών μέτρων.

Όλα τα μέτρα τα οποία εξακολουθούν να εφαρμόζονται μετά την ημερομηνία προσχώρησης, τα οποία συνιστούν κρατική ενίσχυση και δεν εμπίπτουν σε μία από τις τρεις αυτές κατηγορίες, θεωρούνται νέο μέτρο ενίσχυσης κατά την προσχώρηση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έχει απόλυτη εξουσία να απαγορεύσει την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων και να ζητήσει την επιστροφή τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών μετά την προσχώρηση. Η εφαρμογή αυτή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μελλοντικά αποτελέσματα των μέτρων που εξακολουθούν να εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση δεν σημαίνει αναδρομική εφαρμογή των κανόνων ΕΚ για τις κρατικές ενισχύσεις και εν πάση περιπτώσει προβλέπεται από την πράξη προσχώρησης.

(55)

Το παράρτημα IV μέρος 3 άρθρο 2 της πράξης προσχώρησης περιγράφει τη διαδικασία μεταβατικών μέτρων. Προβλέπει ένα νομικό πλαίσιο για την αξιολόγηση καθεστώτων ενίσχυσης και επιμέρους μέτρων ενίσχυσης που τέθηκαν σε εφαρμογή σε ένα νέο κράτος μέλος πριν από την ημερομηνία προσχώρησης και εξακολουθούν να εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση.

(56)

Για να θεωρηθεί ένα μέτρο ότι εφαρμόζεται μετά την προσχώρηση πρέπει να μπορεί να αποφέρει πρόσθετο όφελος που ήταν άγνωστο, ή μη επακριβώς γνωστό, κατά τη χορήγηση της ενίσχυσης. Ωστόσο, η εξουσία της Επιτροπής για επανεξέταση μέτρων στο πλαίσιο της διαδικασίας μεταβατικών μέτρων δεν ισχύει στην περίπτωση μέτρων ενίσχυσης που συνίστανται στην τελική και άνευ όρων χορήγηση ενός δεδομένου ποσού πριν από την προσχώρηση.

(57)

Εγγυητικές ρυθμίσεις που προβλέπουν ενδεχόμενες πληρωμές μετά την προσχώρηση θεωρείται ότι εμπίπτουν εκτός του ορισμού της «μεταγενέστερης εφαρμογής» εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι (12):

α)

τα γεγονότα που προκαλούν την εμφάνιση των καλυπτόμενων κινδύνων ορίζονται επακριβώς και περιλαμβάνονται σε ένα πλήρη κατάλογο που οριστικοποιείται κατά την ημερομηνία προσχώρησης·

β)

υπάρχει ένα συνολικό ανώτερο χρηματικό όριο και χρονικός περιορισμός για τις πληρωμές που μπορεί να πραγματοποιήσει το κράτος, και

γ)

η εγγύηση/αποζημίωση αφορά γεγονότα που είχαν ήδη συμβεί κατά την ημερομηνία χορήγησης της εν λόγω εγγύησης/αποζημίωσης και όχι μελλοντικά γεγονότα.

(58)

Όπως αναφέρεται στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, η Επιτροπή θεωρεί ότι όλες οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις, καθώς και το δικαίωμα πώλησης για τα οποία η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση. Δεδομένου ότι η Επιτροπή έκρινε ότι όλα αυτά τα μέτρα εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση, η μεταγενέστερη παραίτηση των GECIH και GECB από ορισμένες εγγυήσεις και αποζημιώσεις δεν είναι δυνατό να άρει τα αποτελέσματα αυτών των εγγυήσεων και αποζημιώσεων που καταγράφονται στην απόφαση της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2004, για όσο διάστημα υφίσταντο μετά την προσχώρηση.

(59)

Ωστόσο, η Επιτροπή επαναλαμβάνει και επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση για τη «μεταγενέστερη εφαρμογή» για όλα τα μέτρα που καταγράφονται στους πίνακες της αιτιολογικής σκέψης 26. Σε απάντηση των επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν κατά της απόφασης έναρξης διαδικασίας, η Επιτροπή προβαίνει καταρχήν στις ακόλουθες γενικές παρατηρήσεις.

(60)

Η Τσεχική Δημοκρατία και η GECB ισχυρίζονται ότι οι δυνητικές απαιτήσεις απαριθμούνται εξαντλητικά στην κοινοποίηση και έτσι καθορίζεται η μέγιστη ανάληψη οικονομικού κινδύνου από την Τσεχική Δημοκρατία. Ωστόσο, αν και οι κατάλογοι μπορεί να περιλαμβάνουν όλους τους δυνατούς λόγους απαιτήσεων, οι λόγοι αυτοί —με ολίγες εξαιρέσεις, όπως εξηγείται παρακάτω— περιγράφονται με αφηρημένο τρόπο. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απλή παράθεση μιας συνολικής χρηματικής οροφής χωρίς αναλυτική καταγραφή (τμηματοποίηση) των συγκεκριμένων γεγονότων που μπορούν να δικαιολογήσουν την έγερση αξίωσης αποζημίωσης δεν συνδέει την καταβολή της αποζημίωσης μετά την προσχώρηση με ένα συγκεκριμένο γεγονός που έχει ταυτοποιηθεί οριστικά και άνευ όρων πριν από την προσχώρηση. Η έκθεση του κράτους σε οικονομικούς κινδύνους είναι κατά κάποιο τρόπο θεωρητικά περιορισμένη, ωστόσο δεν έχουν προσδιοριστεί σαφώς τα συγκεκριμένα γεγονότα που δημιουργούν άμεσα υποχρέωση πληρωμής.

(61)

Αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Τσεχικής Δημοκρατίας και της GECB, η ίδια γραμμή τηρήθηκε και στις περιπτώσεις των Komercni banka  (13) και Ceska sporitelna  (14). Οι εγγυήσεις στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως μη εφαρμοζόμενες μετά την προσχώρηση, πληρούσαν τα κριτήρια που αναφέρονται παραπάνω δεδομένου ότι οι εγγυήσεις αφορούσαν ένα σαφώς καθορισμένο και συγκεκριμένο αριθμό απολύτως διαχωρισμένων περιουσιακών στοιχείων, που είχαν ταυτοποιηθεί επακριβώς και αναλυτικά πριν από την προσχώρηση, την αξία των οποίων εγγυάτο το κράτος. Επίσης, στην περίπτωση της Slovenska sporitelna  (15), επρόκειτο για μια συγκεκριμένη εκκρεμούσα ή επαπειλούμενη δικαστική διαμάχη που περιλαμβανόταν σε ένα πλήρη και νομικά δεσμευτικό κατάλογο.

(62)

Επιπλέον, όπως εξηγείται παρακάτω, στην ανάληψη οικονομικού κινδύνου από την Τσεχική Δημοκρατία δεν τίθεται ένα αδιαμφισβήτητο ανώτερο χρηματικό όριο όσον αφορά τις αποζημιώσεις που αφορούν την εγκυρότητα της πώλησης βάσει της ρήτρας 4.1 της συμφωνίας αποζημιώσεων καθώς και το δικαίωμα πώλησης.

(63)

Η Τσεχική Δημοκρατία και η GECB ισχυρίζονται ότι οι αποζημιώσεις για φορολογικά θέματα συνάδουν με τις απαιτήσεις της Επιτροπής προκειμένου να θεωρήσει ότι ένα μέτρο δεν εφαρμόζεται μετά την προσχώρηση δεδομένου ότι ο μελλοντικός ενάγων (οι τσεχικές αρχές) είναι γνωστός λόγω της φύσης των εν λόγω αξιώσεων.

(64)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αν ίσχυε αυτή η συλλογιστική, θα έπρεπε να εφαρμόζεται όχι μόνον σε φορολογικά θέματα αλλά και σε αποζημιώσεις που αφορούν δασμούς και ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ωστόσο, οι αποζημιώσεις για φορολογικά θέματα καθώς και για δασμούς και ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν καθορίζονται επαρκώς στην ρήτρα 2 παράγραφος 14 στοιχεία γ), δ) και ε) καθώς και στη ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv). Μια αξίωση για αποζημίωση ορίζεται επαρκώς εάν περιγράφονται εξειδικευμένα ο δυνητικός ενάγων και το γεγονός στο οποίο στηρίζεται. Στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να εγερθεί απεριόριστος αριθμός αξιώσεων αποζημίωσης, συνεπώς οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ταυτοποιούν την ανάληψη οικονομικού κινδύνου της Τσεχικής Δημοκρατίας. Συνεπώς, η Επιτροπή θεώρησε και εξακολουθεί να θεωρεί ότι οι αποζημιώσεις για φορολογικά θέματα καθώς και για υποχρεώσεις σχετικές με δασμούς και ειδικούς φόρους κατανάλωσης εφαρμόζονται και μετά την προσχώρηση.

(65)

Οι αξιώσεις που περιγράφονται στον πίνακα 1 αριθ. 9 αφορούν αποζημιώσεις στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η πώληση της AGB1 στη GECB είναι άκυρη ή ανίσχυρη. Οι εν δυνάμει πράξεις που μπορεί να οδηγήσουν σ’ αυτό το αποτέλεσμα περιγράφονται σε γενικές γραμμές και επομένως δεν περιορίζουν την ανάληψη οικονομικού κινδύνου της Τσεχικής Δημοκρατίας. Έστω και αν ορισμένες από τις ομάδες των δυνητικών εναγόντων —όπως οι μέτοχοι της AGB σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή— θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύουν μια κλειστή ομάδα ατόμων, παρά το γεγονός ότι οι ομάδες είναι πολύ μεγάλες και υποτίθεται ότι καλύπτουν και τους νόμιμους διαδόχους των ατόμων, οι αξιώσεις των εν λόγω ομάδων δεν καθορίζονται επακριβώς με αποτέλεσμα ο αριθμός των δυνητικών αξιώσεων να μπορεί να καταστεί απεριόριστος. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κίνδυνος για την Τσεχική Δημοκρατία έχει οριστεί επακριβώς.

(66)

Όσον αφορά τις τέσσερις αξιώσεις βάσει της ρήτρας 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων με αριθμό 5, 6, 7 και 8 του πίνακα 1, η Επιτροπή θεωρεί ότι ακόμη κι αν ορίζονται επαρκώς κατά την έννοια του πρώτου κριτηρίου που αναφέρεται παραπάνω, αφού οι εν λόγω αξιώσεις αναφέρονται σε επιμέρους αγωγές που ασκούνται από ενάγοντες γνωστής ταυτότητας, ωστόσο δεν πληρούται η απαίτηση της ύπαρξης μιας συνολικής ανώτερης χρηματικής υποχρέωσης του κράτους. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις βάσει της ρήτρας 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων που παρατίθενται στον πίνακα 1 σημεία 5, 6, 7, 8 και 9.

(67)

Η εν δυνάμει ανάληψη οικονομικού κινδύνου από τη CNB φαίνεται να περιορίζεται στο ύψος των 15 000 εκατ. CZK για κάθε επιμέρους αξιούμενη αποζημίωση βάσει της ρήτρας 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός αίρεται από το γεγονός ότι η GECIH μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης στην περίπτωση που η CNB αρνηθεί να καταβάλει ποσά ύψους άνω των 2 000 εκατ. CZK. Σε περίπτωση άρνησης πληρωμών από τη CNB πάνω από το εν λόγω επίπεδο, η GECIH δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξαναγκάσει τη CNB να προβεί σε καταβολή ποσών ακόμη και πάνω από την οροφή των 15 000 εκατ. CZK μιας επιμέρους αποζημίωσης που προβλέπεται βάσει της ρήτρας 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων προκειμένου να αποφύγει την άσκηση του δικαιώματος πώλησης. Όπως θα αναλυθεί παρακάτω, και το δικαίωμα πώλησης δεν ορίζεται επαρκώς ούτε και έχει σαφές ανώτερο χρηματικό όριο.

(68)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ρήτρα 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων όπως περιγράφεται στα σημεία 5, 6, 7, 8 και 9 του πίνακα 1 εφαρμόζεται και μετά την προσχώρηση.

(69)

Όπως εξηγείται παραπάνω, αυτή τη στιγμή παραμένουν δύο είδη γεγονότων βάσει των οποίων μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα πώλησης. Το πρώτο είναι η έκδοση απόφασης η οποία να κηρύσσει την πώληση της AGB1 στην GECB άκυρη ή ανίσχυρη. Το δεύτερο γενεσιουργό γεγονός είναι η άρνηση από μέρους της CNB να καταβάλει ποσά άνω των 2 000 εκατ. CZK σε σχέση με αξιώσεις εγκυρότητας βάσει της ρήτρας 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων.

(70)

Τα εν λόγω δυνητικά γενεσιουργά γεγονότα δεν προσδιορίζονται κατά κανένα τρόπο αφού δεν γίνεται αναφορά σε κάποιο περιορισμένο αριθμό προσώπων που μπορούν να εγείρουν τέτοιες αξιώσεις ώστε να εντοπίζονται εκ των προτέρων οι δικαστικές διαδικασίες που οδηγούν ενδεχομένως στη διαπίστωση της μη εγκυρότητας της πώλησης π.χ. της AGB1 στην GECB. Συνεπώς, δεν ορίζονται επαρκώς και δεν ταυτοποιούνται σαφώς οι κίνδυνοι για την Τσεχική Δημοκρατία.

(71)

Επιπλέον, δεν τίθεται ανώτερο χρηματικό όριο στην ανάληψη κινδύνου από την Τσεχική Δημοκρατία. Στην περίπτωση της Ceska sporitelna η Επιτροπή έκρινε ότι η ανάληψη κινδύνου από την Τσεχική Δημοκρατία όσον αφορά την αντιστάθμιση των κοινωνικών δανείων οριζόταν επαρκώς όταν η αντιστάθμιση προσδιοριζόταν από τη διαφορά μεταξύ του «επιτοκίου του κοινωνικού δανείου» και του διατραπεζικού επιτοκίου στην Πράγα συν ένα σταθερό ποσοστό συν μια πάγια πληρωμή ανά λογαριασμό κατ’ έτος. Ωστόσο, στην περίπτωση εκείνη, οι μεταβλητές περιορίζονταν σε μια απλή τιμαριθμοποίηση βάσει ενός μοναδικού σημείου αναφοράς της αγοράς και δεν μπορούσαν να επηρεαστούν από τον αποδέκτη.

(72)

Στην προκειμένη περίπτωση, η τιμή πώλησης προσδιορίζεται από τη μεγαλύτερη από τις ακόλουθες τιμές:

α)

το προσαρμοσμένο μη εκκαθαρισμένο ποσό (adjusted unwind amount)·

β)

την καθαρή αξία ενεργητικού της GECB κατά την ημερομηνία κατά την οποία καθορίζεται η τιμή πώλησης·

γ)

την πραγματική αγοραία αξία της GECB κατά την ημερομηνία κατά την οποία καθορίζεται η τιμή πώλησης.

(73)

Η Τσεχική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι, σε κάθε περίπτωση, ο καθορισμός θα πραγματοποιηθεί από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα του οποίου η απόφαση είναι δεσμευτική για τα μέρη.

(74)

Άσχετα με την εμπλοκή ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα, ο οποίος θα μπορούσε πιθανόν να προβεί σε μια πιο αντικειμενική εκτίμηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι η καθαυτό μέθοδος καθορισμού της τιμής δεν θέτει κάποιο ανώτερο χρηματικό όριο στην ανάληψη οικονομικού κινδύνου από την Τσεχική Δημοκρατία. Οι μέθοδοι με τις οποίες καθορίζονται οι τιμές παραπέμπουν σε παραμέτρους που επηρεάζονται από τις επιχειρηματικές επιδόσεις των GECIH και GECB.

(75)

Επιπλέον, το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί βάσει του δικαιώματος πώλησης προσδιορίζεται με ένα πολύπλοκο υπολογισμό, που περιλαμβάνει μεταβλητές που ήταν αβέβαιες τόσο κατά το χρόνο της συμφωνίας των μέτρων όσο και κατά το χρόνο προσχώρησης, και οι οποίες θα συνεχίσουν να κυμαίνονται με το χρόνο. Συνεπώς, το καταβλητέο τίμημα βάσει του δικαιώματος πώλησης εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες που υπόκεινται σε μελλοντικές μεταβολές και μπορούν να προσδιοριστούν μόνο σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία μετά την προσχώρηση.

(76)

Βάσει των ανωτέρω, η δυνητική ανάληψη κινδύνου από τη CNB δεν ορίζεται επαρκώς μέσω κάποιου μαθηματικού τύπου. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα πώλησης θεωρείται ότι εφαρμόζεται μετά την προσχώρηση.

(77)

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Επιτροπή επιβεβαιώνει την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004 όσον αφορά τη μεταγενέστερη εφαρμογή των μέτρων για τα οποία κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας και θεωρεί ότι το σύνολο των μέτρων εφαρμόζεται και μετά την προσχώρηση. Τα μέτρα αυτά είναι οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις που παρατίθενται στους πίνακες 1, 2, 3 και 4 καθώς και το δικαίωμα πώλησης.

5.2.   Χαρακτήρας κρατικής ενίσχυσης

(78)

Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ χαρακτηρίζει τις ενισχύσεις που χορηγούνται με κρατικούς πόρους σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(79)

Μέσω της συμφωνίας αποζημιώσεων, η CNB, ως δημόσιος οργανισμός, εγγυάται για τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η AGB στη συμφωνία εγγυήσεων έναντι των GECB και GECIH. Συνεπώς, οι εγγυητικές ρυθμίσεις περιλαμβάνουν κρατικούς πόρους. Κρατικοί πόροι συμμετέχουν και στην περίπτωση του δικαιώματος πώλησης αφού η CNB δεσμεύτηκε να αγοράσει όλες τις μετοχές της GECIH στην GECB σε περίπτωση που η πρώτη ασκήσει το δικαίωμα πώλησης.

(80)

Η Τσεχική Δημοκρατία και η GECB ισχυρίζονται ότι τα μέτρα δεν συνιστούν ενίσχυση δεδομένου ότι θα ήταν πολύ πιο δαπανηρό για το κράτος να εκκαθαρίσει την τράπεζα από το να την πωλήσει. Ειδικότερα, η CNB θα ήταν υποχρεωμένη, βάσει της εγγύησης καταθετών που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 14, να αποζημιώσει τους πιστωτές της AGB. Εάν η AGB δεν είχε αναδιαρθρωθεί, το τσεχικό κράτος θα έπρεπε να έχει αναλάβει το υψηλό κόστος της εν λόγω εγγύησης. Η GECB ισχυρίζεται επίσης ότι η CNB πρέπει να αντιμετωπιστεί ως de facto ιδιοκτήτης της AGB, αφού βάσει της τσεχικής νομοθεσίας ο αναγκαστικός διαχειριστής διορίζεται από τη CNB και πρέπει να είναι υπάλληλός της. Εκτός τούτου, οι εγγυητικές ρυθμίσεις αντιπροσωπεύουν μια συνήθη εμπορική πρακτική που αντικατοπτρίστηκε στο τίμημα που καταβλήθηκε για την AGB1.

(81)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η CNB δεν μπορεί να θεωρηθεί de facto ιδιοκτήτης της τράπεζας επειδή ενεργεί ως αναγκαστικός διαχειριστής. Αντίθετα, η υπό αναγκαστική διαχείριση AGB παρέμεινε ιδιοκτήτης των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Ο αναγκαστικός διαχειριστής μπορεί να έχει την εξουσία να πωλήσει την τράπεζα, ενεργεί όμως για λογαριασμό της τράπεζας. Συνεπώς, η CNB ενήργησε για να διευκολύνει την πώληση μιας ιδιωτικής τράπεζας σε μια άλλη ιδιωτική τράπεζα.

(82)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάληψη της εγγύησης καταθετών από τον αγοραστή δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή λόγο για ένα ορθολογιστή παράγοντα της αγοράς να συμμετάσχει στις εγγυήσεις και αποζημιώσεις και στο δικαίωμα πώλησης. Η ίδια η Τσεχική Δημοκρατία δήλωσε ρητά στην Αξιολόγηση που δόθηκε μαζί με την κοινοποίηση ότι «η CNB δεν ανέμενε ότι μπορούσε ποτέ να πληρώσει βάσει της εγγύησης». Το μέτρο είχε μόνο «ψυχολογικό» χαρακτήρα για να μην αναστατωθεί το κοινό. Πράγματι, η Τσεχική Δημοκρατία δήλωσε ότι κανείς δεν επικαλέστηκε ποτέ την εγγύηση καταθετών που χορηγήθηκε από τη CNB στις 17 Σεπτεμβρίου 1996 και μέχρι τη στιγμή που η AGB1 πωλήθηκε στην GECB φαινόταν τελείως απίθανο να εγερθούν αξιώσεις βάσει της εγγύησης καταθετών.

(83)

Όσον αφορά το δικαίωμα πώλησης, η Τσεχική Δημοκρατία και η GECB ισχυρίζονται ότι το δικαίωμα αυτό σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει πραγματικό πλεονέκτημα, αλλά μπορεί να καταστεί πλεονέκτημα μόνον εφόσον ασκηθεί. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι το δικαίωμα πώλησης συνιστά ήδη από την ημέρα της χορήγησής του ένα δικαίωμα με αξία για την GECB. Όπως και στην περίπτωση της εγγύησης, το πλεονέκτημα του δικαιώματος πώλησης προκύπτει όχι μόνον όταν το εν λόγω δικαίωμα ασκηθεί (γίνεται επίκληση της εγγύησης) αλλά ήδη με τη λήψη του εν λόγω μέτρου (16).

(84)

Τα συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία αποζημιώσεων ήταν οι CNB, GECB και GECIH. Τα συμβαλλόμενα μέρη στην πράξη του δικαιώματος πώλησης ήταν οι CNB και GECIH. Συνεπώς, η GECB, η GECIH, καθώς και η AGB ως πωλητής της AGB1 και των τραπεζικών δραστηριοτήτων της AGB1 που κατείχε η AGB πριν από τις 22 Ιουνίου 1998 και η GECB αργότερα, είναι οι δυνητικοί αποδέκτες των μέτρων.

(85)

Έστω και αν η AGB ως πωλητής της AGB1 δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στις δύο συμφωνίες, επωφελήθηκε από αυτές, αφού οι συμφωνίες της επέτρεψαν να πωλήσει τις τραπεζικές της δραστηριότητες, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε τιμή αγοράς, υψηλότερη από εκείνη που θα μπορούσε να επιτύχει χωρίς τις εγγυήσεις και το δικαίωμα πώλησης που χορηγήθηκαν από τη CNB. Η AGB δεν κατέβαλε καμία αμοιβή, ενώ η CNB δεν ήταν κατά κανένα τρόπο υποχρεωμένη απέναντι στα συμβαλλόμενα μέρη να συμμετάσχει στη συμφωνία αποζημιώσεων και στην πράξη δικαιώματος πώλησης. Σκοπός μάλλον της CNB με τα μέτρα αυτά ήταν, δεδομένης της τραπεζικής κρίσης στην Τσεχική Δημοκρατία, να αναδιαρθρώσει τις τραπεζικές δραστηριότητες της AGB για να αποφύγει αρνητικές συνέπειες για το σύνολο της τσεχικής οικονομίας.

(86)

Το γεγονός ότι ορισμένες εγγυήσεις και αποζημιώσεις μπορεί να είναι συνηθισμένα μέτρα σε συμφωνίες αγοραπωλησίας δεν αλλάζει την ευνοϊκή φύση των μέτρων. Η πράξη εγγυήσεων μεταξύ του πωλητή AGB και του αγοραστή GECB/GECIH μπορεί να είναι συνήθους χαρακτήρα. Ωστόσο, η συμφωνία αποζημιώσεων, η οποία είναι μία ευρείας κλίμακας αντεγγύηση, και το δικαίωμα πώλησης που παρασχέθηκαν για να διευκολύνουν την πώληση μιας ιδιωτικής επιχείρησης δεν συνιστούν συνήθη πρακτική και περικλείουν οικονομικά οφέλη για τον πωλητή και την πωληθείσα επιχείρηση.

(87)

Όσον αφορά το δικαίωμα πώλησης, η Τσεχική Δημοκρατία και η GECB ισχυρίζονται ότι η ιδιαίτερη φύση του δεν επιτρέπει την τρέχουσα αξιολόγηση του χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης, αφού η τιμή αγοράς στην οποία μπορεί να πωληθεί η GECB στη CNB θα προσδιοριστεί στο μέλλον. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, είναι απλώς θέμα ποσοτικού προσδιορισμού και δεν ακυρώνει το γεγονός ότι το δικαίωμα πώλησης αντιπροσώπευε άμεσο οικονομικό πλεονέκτημα για την AGB. Δεν είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί επακριβής ποσοτικός προσδιορισμός του εν λόγω πλεονεκτήματος, το οποίο στην πράξη αντιστοιχεί στη διαφορά της τιμής αγοράς που καταβλήθηκε από την GECB και της τιμής που θα είχε επιτύχει η AGB για την πώληση των τραπεζικών δραστηριοτήτων της AGB1 χωρίς το δικαίωμα πώλησης που χορηγήθηκε από τη CNB.

(88)

Όσον αφορά την τραπεζική επιχειρηματική δραστηριότητα της AGB, την AGB1, η οποία πωλήθηκε με συμφωνία μεταβίβασης στη GECB, η Επιτροπή θεωρεί ευεργετικές τις εγγυητικές ρυθμίσεις και το δικαίωμα πώλησης, αφού τα εν λόγω μέτρα επέτρεψαν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της AGB1. Το γεγονός ότι οι τραπεζικές δραστηριότητες της AGB1 πωλήθηκαν με ανοικτό και άνευ όρων διαγωνισμό στην GECB δεν εξάλειψε τα πλεονεκτήματα, αφού η τιμή αγοράς για την AGB1 ήταν αρνητική υπό την έννοια ότι η αξία των μέτρων ενίσχυσης των τραπεζικών δραστηριοτήτων της AGB υπερέβαινε το ποσό που εισπράχθηκε με την πώλησή της.

(89)

Η τιμή αγοράς των 304 εκατ. CZK δεν κάλυψε τη CNB για το μέτρο που ελήφθη κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, αφού η CNB δεν είναι ιδιοκτήτης της AGB1 και το τίμημα της αγοράς δεν καταβλήθηκε στη CNB αλλά στον πωλητή (AGB).

(90)

Επίσης, η αντεγγύηση με την οποία η GECIH ανέλαβε τις υποχρεώσεις της CNB στο πλαίσιο της εγγύησης καταθετών δεν αντιστάθμισε τα προηγούμενα μέτρα της CNB υπέρ της AGB. Στη συμφωνία αποζημιώσεων, η GECB συμφώνησε να αναλάβει τις υποχρεώσεις της CNB στο πλαίσιο της εγγύησης καταθετών. Η εγγύηση καταθετών είναι μια εγγύηση που εκδόθηκε από τη CNB με την επιβολή του καθεστώτος της αναγκαστικής διαχείρισης στην AGB στις 17 Σεπτεμβρίου 1996 προς τους πιστωτές και τους καταθέτες της AGB για να προληφθεί η δημιουργία πανικού και συρροής του κοινού στην τράπεζα. Το μέτρο κοινοποιήθηκε από την Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαδικασίας μεταβατικών μέτρων, και στην απόφαση της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου χαρακτηρίστηκε ως μη εφαρμοζόμενο μετά την προσχώρηση. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάληψη των υποχρεώσεων της CNB στο πλαίσιο της εγγύησης καταθετών δεν καλύπτει τη CNB έναντι της χορήγησης των εγγυήσεων και αποζημιώσεων και του δικαιώματος πώλησης, αφού οι υποχρεώσεις βάσει της εγγύησης καταθετών επανέρχονται στη CNB σε περίπτωση που η GECIH ασκήσει το δικαίωμα πώλησης. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η δέσμευση της GECIH δεν μπορεί να θεωρηθεί, πλήρης ανάληψη των υποχρεώσεων της CNB στο πλαίσιο της εγγύησης καταθετών. Εξάλλου, μέχρι τη στιγμή της πώλησης της AGB1, τον Ιούνιο του 1998, η ανάληψη οικονομικού κινδύνου από τη CNB που προέκυπτε από την εγγύηση καταθετών (που χορηγήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1996) ήταν αμελητέα δεδομένου ότι η πιθανότητα συρροής κοινού στην τράπεζα ήταν ελάχιστη, αφού η επιβολή του καθεστώτος της αναγκαστικής διαχείρισης στην AGB είχε ήδη πραγματοποιηθεί δύο σχεδόν χρόνια νωρίτερα. Η ίδια η Τσεχική Δημοκρατία ανέφερε στην κοινοποίηση ότι η CNB ουδέποτε έλαβε υπόψη ότι θα μπορούσε να προβεί σε πληρωμές βάσει της εγγύησης καταθετών. Πράγματι, μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία η GECB απέκτησε τις δραστηριότητες της AGB1, καμία πληρωμή δεν είχε πραγματοποιηθεί βάσει της εγγύησης καταθετών. Δεδομένου ότι η ανάληψη κινδύνου από τη CNB ήταν μόνο θεωρητική, δεν είναι λογικό να ισχυρίζεται η GECB ότι με την ανάληψη των υποχρεώσεων που απέρρεαν από την εγγύηση καταθετών κάλυψε τη CNB έναντι των υποχρεώσεων που αναλάμβανε με τη χορήγηση των εγγυήσεων και αποζημιώσεων και του δικαιώματος πώλησης.

(91)

Τα μέγιστα ποσά των εγγυήσεων και αποζημιώσεων για τα οποία η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία φθάνουν μόνα τους στα 126 000 εκατ. CZK και επομένως υπερβαίνουν κατά πολύ οποιαδήποτε θεωρητική ανάληψη οικονομικού κινδύνου βάσει της εγγύησης καταθετών, καθώς και την τιμή αγοράς των 304 εκατ. CZK. Το δικαστήριο, στην απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής  (17), διευκρίνισε ότι ένας ανοικτός, διαφανής και άνευ όρων διαγωνισμός δεν ικανοποιεί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και συνεπώς περιλαμβάνει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης όταν η επιχείρηση πωλείται σε αρνητική τιμή ενώ η εκκαθάρισή της θα είχε κοστίσει λιγότερο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η πώληση από τους ιδιοκτήτες της AGB1 των τραπεζικών δραστηριοτήτων της για δικό τους λογαριασμό δεν εξάλειψε τα οικονομικά πλεονεκτήματα. Με την πώληση της επιχείρησης, τα συγκεκριμένα αυτά πλεονεκτήματα μεταβιβάστηκαν στην GECB. Οι GECB και GECIH επωφελήθηκαν από τη συμφωνία αποζημιώσεων και την πράξη δικαιώματος πώλησης δεδομένου ότι με τις συμφωνίες απέκτησαν δικαιώματα ώστε να καταστεί δυνατή η αναδιάρθρωση της AGB1.

(92)

Κατά συνέπεια, οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης προσπορίζουν στον πωλητή (AGB) και την GECB, καθώς και τη μητρική της εταιρεία GECIH οικονομικά πλεονεκτήματα στο πλαίσιο της λειτουργίας των τραπεζικών δραστηριοτήτων της AGB1.

(93)

Η GECB ισχυρίζεται ότι οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης δεν είχαν επιλεκτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης αυναύς ΕΚ δεδομένου ότι προσφέρονταν σε όλους τους υποψηφίους του διαγωνισμού για την AGB1. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Τα υπό εξέταση μέτρα περιορίζονταν αποκλειστικά στον αγοραστή της AGB1 και, ως εκ τούτου, είναι εκ της φύσεώς τους επιλεκτικά. Να σημειωθεί επιπλέον ότι οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία αποζημιώσεων και την πράξη δικαιώματος πώλησης διεξήχθησαν μεμονωμένα αφού η GECB είχε απομείνει μοναδικός υποψήφιος στο διαγωνισμό για την AGB1, ενώ η πρόσκληση για υποβολή προσφορών δεν έκανε καμία μνεία για προσφορά κρατικών εγγυήσεων, κάτι που απέχει πολύ από τον ισχυρισμό ότι σε όλους τους υποψηφίους προσφέρονταν οι ίδιες εγγυήσεις. Κατά συνέπεια, τα μέτρα είναι επιλεκτικά.

(94)

Πριν η AGB τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση, ήταν μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες στην Τσεχική Δημοκρατία. Επειδή η AGB βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης δεν υφίσταται πλέον νόθευση του ανταγωνισμού από την πλευρά του πωλητή (AGB). Ωστόσο, νόθευση του ανταγωνισμού υπάρχει από την πλευρά των τραπεζικών δραστηριοτήτων της AGB1 η οποία πωλήθηκε στην GECB. Η AGB1/GECB δραστηριοποιείται σε όλη την επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας και ανήκει στον όμιλο GE που δραστηριοποιείται διεθνώς. Οι ίδιες οι τσεχικές αρχές αναφέρουν ότι κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, τράπεζες από την ΕΕ είχαν υπό στενή επιτήρηση την τσεχική αγορά για επενδυτικούς σκοπούς. Εάν οι τραπεζικές δραστηριότητες της AGB1 είχαν οδηγηθεί σε εκκαθάριση, θα μπορούσαν και άλλες, ευρωπαϊκές και μη τράπεζες, να είχαν αναλάβει τις δραστηριότητες που κατέχει η GECB. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εγγυητικές ρυθμίσεις και το δικαίωμα πώλησης είναι δυνατό να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και έχουν επίδραση στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (18).

(95)

Συμπερασματικά, με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 παράγραφο 1 της συνθήκης ΕΚ, οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης κατά το μέρος που εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση, συνιστούν κατά την έννοια της συνθήκης κρατική ενίσχυση προς την GECB, προκειμένου αυτή να αναλάβει τις τραπεζικές δραστηριότητες της AGB1.

6.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

6.1.   Άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) και άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β)

(96)

Το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3, περιγράφει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μια ενίσχυση συμβιβάζεται ή μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

(97)

Αντίθετα με τους ισχυρισμούς της GECB, δεν είναι δυνατό να δεχθούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση υφίσταντο έκτακτα γεγονότα ή κατάσταση «στο χείλος φυσικής καταστροφής» σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ. Μια πιθανή απώλεια εμπιστοσύνης του κοινού στο τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί «φυσική καταστροφή» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Επίσης, η έννοια των έκτακτων γεγονότων δεν καλύπτει οικονομικές ζημίες που προκαλούνται από επιχειρηματικές αποφάσεις οικονομικών φορέων. Τα συμβάντα που οδήγησαν στη χορήγηση της ενίσχυσης δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως απρόβλεπτα και έκτακτα γεγονότα.

(98)

Η ενίσχυση δεν μπορεί να εξαιρεθεί ούτε με βάση το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) αφού δεν αποτελούσε τμήμα κάποιου τομεακού σχεδίου με οριζόντια ταυτόσημη εφαρμογή σε όλες τις τσεχικές τράπεζες (19).

6.2.   Άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΕΚ και κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης

(99)

Καθώς πρωταρχικός στόχος της ενίσχυσης είναι η αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας μιας προβληματικής επιχείρησης, μόνον η εξαίρεση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) προβλέπει την έγκριση κρατικής ενίσχυσης που χορηγείται για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών τομέων, εφόσον η εν λόγω ενίσχυση δεν αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(100)

Στην περίπτωση μέτρων που ελήφθησαν πριν από τις 9 Οκτωβρίου 1999, οι κατευθυντήριες γραμμές 1994 εκθέτουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια ενίσχυση θεωρείται ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (20). Οι συμφωνίες για τις εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης υπογράφτηκαν στις 21 και 22 Ιουνίου 1998 (21). Αν και, όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, τα εν λόγω μέτρα εξακολουθούν να εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση, και η Τσεχική Δημοκρατία μπορεί ακόμη να χορηγήσει ενίσχυση της οποίας η φύση και το ύψος είναι ουσιαστικά απροσδιόριστα, αυτό θα μπορούσε να γίνει βάσει μέτρων που υιοθετήθηκαν ενώ εξακολουθούσαν να ισχύουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να εξεταστούν υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών 1994 (22).

(101)

Στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004 η Επιτροπή διατύπωνε σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο τηρήθηκαν οι απαιτήσεις των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994. Οι σοβαρές αυτές αμφιβολίες της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά την εκπλήρωση των τυπικών κριτηρίων των κατευθυντηρίων γραμμών, εξακολουθούν να υφίστανται.

(102)

Η Επιτροπή έχει την εξουσία να επανεξετάζει μόνον μέτρα ενισχύσεων που θεωρείται ότι εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση. Ωστόσο, για να αξιολογηθεί το συμβιβάσιμο μιας ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, είναι αναγκαίο να εξεταστεί το σύνολο των μέτρων αναδιάρθρωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξε σειρά παρεμβάσεων οι οποίες αποφασίστηκαν από τις τσεχικές αρχές. Όλα αυτά τα μέτρα αναδιάρθρωσης πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των μέτρων που εφαρμόζονται και μετά την προσχώρηση βάσει των κριτηρίων των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, όπως η αποκατάσταση της βιωσιμότητας, η αναλογικότητα της ενίσχυσης και η πρόληψη αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(103)

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994 θεωρούν μια επιχείρηση προβληματική όταν δεν είναι σε θέση να εξυγιανθεί με ίδιους πόρους ή συγκεντρώνοντας τα απαιτούμενα κεφάλαια από μετόχους ή μέσω δανεισμού.

(104)

Το Σεπτέμβριο του 1996, η AGB είχε ζημίες 8 487 εκατ. CZK και αρνητικά ίδια κεφάλαια ύψους 5 476 εκατ. CZK. Με βάση τα εν λόγω στοιχεία, η AGB (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών δραστηριοτήτων οι οποίες αργότερα εντάχθηκαν στην ΑGB1) δεν μπορούσε να εξυγιανθεί χωρίς κρατική παρέμβαση και συνεπώς ήταν προβληματική κατά την έννοια του σημείου 2.1 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994. Ωστόσο, οι GECB και GECIH δεν αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες. Από την άποψη λοιπόν αυτή, δεν πληρούνται οι απαιτήσεις των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994.

(105)

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994 περιγράφουν την ενίσχυση διάσωσης ως μέτρο που διατηρεί προσωρινά τη θέση μιας εταιρείας που αντιμετωπίζει σημαντική υποβάθμιση της οικονομικής της κατάστασης. Τα μέτρα δεν πρέπει εν γένει να έχουν διάρκεια μεγαλύτερη των έξι μηνών. Δεδομένου ότι οι εγγυήσεις και αποζημιώσεις και το δικαίωμα πώλησης δεν είναι προσωρινά και η διάρκειά τους υπερβαίνει τους έξι μήνες, η ενίσχυση δεν χαρακτηρίζεται ενίσχυση διάσωσης βάσει του άρθρου 2.1 των κατευθυντήριων γραμμών 1994.

(106)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, η ενίσχυση αναδιάρθρωσης πρέπει να συνδέεται με ένα πρόγραμμα βιώσιμης αναδιάρθρωσης/εξυγίανσης που υποβάλλεται στην Επιτροπή.

(107)

Η Τσεχική Δημοκρατία και η GECB ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να ζητεί πλήρες και ολοκληρωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης, αφού κατά τη χρονική στιγμή που ελήφθησαν τα μέτρα δεν μπορούσε να προβλεφθεί ότι θα εφαρμόζονταν οι κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Επιπλέον, και σε άλλες περιπτώσεις, κυρίως στην πρώην Ανατολική Γερμανία, δεν εφαρμόστηκε αυστηρά η εν λόγω απαίτηση.

(108)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκε ως τμήμα της κοινοποίησης χρονολογείται από το Δεκέμβριο του 2003. Το 1996, όταν οι τσεχικές αρχές πρωτοξεκίνησαν τις παρεμβάσεις τους σε σχέση με την AGB, δεν υπήρχε κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο για την αναδιάρθρωση της AGB. Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν εκπληρώθηκε αυτή η τυπική απαίτηση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994.

(109)

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τονιστεί ότι η ενίσχυση για την οποία κινήθηκε η διαδικασία σχετίζεται με την πώληση της AGB1 στην GECB. Υπενθυμίζουμε ότι, στο πλαίσιο αυτό, παραδοσιακά η Επιτροπή θεωρεί τη μεταφορά μιας προβληματικής επιχείρησης στον έλεγχο ενός ιδιώτη επενδυτή ως βασικό στοιχείο εξάλειψης των δυσκολιών του παρελθόντος που συμβάλλει στη θετική οικονομική ανάπτυξη της επιχείρησης (ή των δραστηριοτήτων της). Συνεπώς, αν και όταν πραγματοποιήθηκε η πώληση τον Ιούνιο του 1998 (και ακόμη περισσότερο το 1996) δεν υπήρχε σχέδιο αναδιάρθρωσης υπό την αυστηρή έννοια του όρου, είναι σαφές ότι οι προβλέψεις της GE για δικούς της λόγους και τα μέτρα αναδιάρθρωσης που προβλέπονταν στο πλαίσιο αυτό διασφάλιζαν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της AGB. Αν και η ίδια η GECB/GECIH, ως τελικός κύριος των τραπεζικών δραστηριοτήτων της AGB1, δεν ήταν προβληματική εταιρεία, ωστόσο η GECB δεν ήταν ιδιοκτήτρια της AGB1 όταν αυτή αντιμετώπισε δυσκολίες και δεν ήταν υπεύθυνη για την επιδείνωση της κατάστασής της. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η εξαγορά της επιχείρησης από την GECB βοήθησε στην αναδιάρθρωσή της, κάτι όμως που δεν θα είχε συμβεί αν οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης από την πλευρά των GECB/GECIH δεν είχαν υποστηριχθεί και από τα μέτρα που περιλαμβάνονται στη συμφωνία αποζημιώσεων και στο δικαίωμα πώλησης.

(110)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, ένας περαιτέρω όρος είναι τα λαμβανόμενα μέτρα να αντισταθμίζουν στο μέτρο του δυνατού τις αρνητικές επιπτώσεις στους ανταγωνιστές. Τα μέτρα αυτά συνίστανται κανονικά στη μείωση του παραγωγικού δυναμικού. Ωστόσο, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994 αναφέρουν ότι όταν δεν υπάρχει διαρθρωτικό πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό σε μια σχετική αγορά στην Κοινότητα που εξυπηρετείται από τον αποδέκτη της ενίσχυσης, η Επιτροπή κανονικά δεν απαιτεί μείωση του παραγωγικού δυναμικού σε αντάλλαγμα της ενίσχυσης.

(111)

Η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι δεν υπήρχε πλεονάζον διαρθρωτικό παραγωγικό δυναμικό στην τσεχική τραπεζική αγορά κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Η Επιτροπή αναγνωρίζει επίσης ότι η AGB δεν διέθετε ταμειακά πλεονάσματα που θα της επέτρεπαν να επεκτείνει το παραγωγικό της δυναμικό πλην των αναγκαίων για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας. Η Επιτροπή σημειώνει ότι η Τσεχική Δημοκρατία, κατά το χρόνο που χορηγήθηκε η ενίσχυση, θα χαρακτηριζόταν αναμφισβήτητα ενισχυόμενη περιοχή, πράγμα το οποίο δικαιολογεί κάποια ελαστικότητα στην εφαρμογή του κριτηρίου της πρόληψης αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι κανένας ανταγωνιστής δεν υπέβαλε παρατηρήσεις μετά την έναρξη της διαδικασίας. Η Επιτροπή καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε ανάγκη διατύπωσης όρων και υποχρεώσεων για να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που δημιουργούνταν από την ενίσχυση.

(112)

Το ποσό και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατό που απαιτείται για να καταστεί δυνατή η αναδιάρθρωση της επιχείρησης. Κατά συνέπεια, οι αποδέκτες της ενίσχυσης θα πρέπει κανονικά να συμβάλλουν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης χρησιμοποιώντας ίδιους πόρους ή εξωτερικές εμπορικές πηγές χρηματοδότησης.

(113)

Η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι η GECB ανέλαβε ορισμένες επενδύσεις και μέτρα λειτουργικής αναδιάρθρωσης. Ειδικότερα, η GECB κατέβαλε 206 εκατ. CZK κυρίως για δαπάνες μείωσης προσωπικού. Επιπλέον, η GECB επένδυσε απευθείας συνολικό ποσό ύψους 2 040 εκατ. CZK μεταξύ 1998 και 2002. Οι επενδύσεις αυτές αφορούσαν την αναβάθμιση του τραπεζικού και πληροφορικού συστήματος και το σχετικό κόστος του εξοπλισμού, καθώς και την ανάπτυξη δικτύου ATM και υποκαταστημάτων. Επίσης, η GECB διέθεσε ποσά για τη βελτιστοποίηση του δικτύου υποκαταστημάτων, την εκπαίδευση του προσωπικού, τη διοικητική υποστήριξη και τη μεταφορά τεχνογνωσίας.

(114)

Βάσει των στοιχείων που δόθηκαν από την GECB, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι εν λόγω δαπάνες σχετίζονται με την αναδιάρθρωση της AGB1.

(115)

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκφραστεί σε ποσοτικούς όρους το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης των μέτρων ενίσχυσης που περιλαμβάνονται στην πράξη εγγυήσεων και τη συμφωνία αποζημιώσεων, καθώς και στο δικαίωμα πώλησης (λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα γενεσιουργά γεγονότα). Η πιθανότητα έγερσης αξιώσεων φαίνεται να είναι εξαιρετικά μικρή αν όχι μηδενική σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. περιβαλλοντικά θέματα) και μεγαλύτερη σε άλλες (βλέπε για παράδειγμα τον πίνακα 1 σημείο 9).

(116)

Θα πρέπει ωστόσο να υπενθυμίσουμε ότι η AGB1 πωλήθηκε μέσω ανοικτού, άνευ όρων και διαφανούς διαγωνισμού που δεν αποκλείει στην προκειμένη περίπτωση την ύπαρξη ενίσχυσης, διασφαλίζει όμως κανονικά ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε δεν υπερέβαινε τα ελάχιστα επίπεδα που ήταν αναγκαία για να καταστεί δυνατή η πώληση και συνεπώς η συνέχιση της επιχείρησης. Εν πάση περιπτώσει, η GECIH ήταν η μόνη που υπέβαλε προσφορά για την αγορά της AGB1. Συνεπώς, η πώληση στη GECB/GECIH σε συνδυασμό με τα συγκεκριμένα μέτρα ήταν ο καλύτερος τρόπος για την αναδιάρθρωση της AGB1.

(117)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει επίσης ότι η υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια που επιτεύχθηκε από τη GECB δεν ήταν αποτέλεσμα των εγγυήσεων και αποζημιώσεων ή του δικαιώματος πώλησης δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά δεν έχουν επίδραση στα ίδια κεφάλαια της τράπεζας.

(118)

Η Επιτροπή αποφαίνεται ότι στο στάδιο αυτό, αν και δεν πληρούνται τα κριτήρια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, το πνεύμα των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών τηρήθηκε κατ’ ουσία στην παρούσα περίπτωση: η πώληση σε νέο ιδιώτη επενδυτή στόχευε σαφώς στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της τράπεζας, δεν υπήρχε ανάγκη να επιβληθούν ειδικοί όροι και υποχρεώσεις ενώ η ενίσχυση που χορηγήθηκε κατά το χρόνο της πώλησης ήταν πράγματι η ελάχιστη αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί η αναδιάρθρωση, δεδομένου ότι χορηγήθηκε στα πλαίσια ενός ανοικτού, διαφανούς και άνευ όρων διαγωνισμού.

(119)

Παρ’ όλα αυτά, δεν πληρούνται ορισμένα τυπικά ιδίως κριτήρια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, τα οποία διατυπώνονται και στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Κατά συνέπεια, για να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης, είναι σκόπιμο η αξιολόγηση της ενίσχυσης να γίνει με αναφορά σε άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

7.   ΑΡΘΡΟ 87 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Γ) ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 46 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

(120)

Το άρθρο 46 παράγραφο 2 της ευρωπαϊκής συμφωνίας που ίσχυε κατά τη χορήγηση της ενίσχυσης έχει ως εξής:

«Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που περιγράφονται στο παράρτημα XVΙα, η παρούσα συμφωνία δεν θίγει το δικαίωμα των μερών να υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής τους, ή για προληπτικούς λόγους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία επενδυτών, καταθετών, ασφαλισμένων ή καταπιστευματοδόχων ή για να κατοχυρώσουν την ακεραιότητα και σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα μέτρα αυτά δεν εισάγουν διακρίσεις, όσον αφορά την ιθαγένεια, έναντι εταιρειών και υπηκόων του άλλου μέρους σε σύγκριση με τις εταιρείες και τους υπηκόους του μέρους που εισάγει τα μέτρα».

(121)

Η εν λόγω διάταξη δεν αποτελεί από μόνη της τη νομική βάση προκειμένου μέτρα με τη μορφή κρατικής ενίσχυσης που ελήφθησαν από την Τσεχική Δημοκρατία να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά. Ωστόσο, δεν παύει να είναι ένα πλαίσιο το οποίο, σε συνδυασμό με άλλα νομικά και πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης, συμβάλλει στην αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης με την κοινή αγορά.

(122)

Σε σχέση με το εν λόγω θέμα, πρέπει να τονιστεί ότι η παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα. Πράγματι, όταν χορηγήθηκε η ενίσχυση, ο τσεχικός τραπεζικός τομέας αντιμετώπιζε στο σύνολό του τεράστιες δυσκολίες και οι περισσότερες τράπεζες ήταν στο χείλος της πτώχευσης. Η παρούσα περίπτωση είναι στην πραγματικότητα μία από τις δεκαέξι περιπτώσεις, που κοινοποιήθηκαν όλες στο πλαίσιο της διαδικασίας μεταβατικών μέτρων (23), στις οποίες χρειάστηκε να παρέμβει το τσεχικό κράτος για να προληφθεί η πλήρης κατάρρευση του συνόλου του τραπεζικού τομέα στην Τσεχική Δημοκρατία και στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι μεγάλες τσεχικές τράπεζες.

(123)

Στο πλαίσιο αυτό, τα υπό εξέταση μέτρα στόχευαν σαφώς στη διασφάλιση της ακεραιότητας και σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της Τσεχικής Δημοκρατίας. Ήταν επίσης αναγκαία για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Τσεχικής Δημοκρατίας δεδομένου ότι, χωρίς αυτά, οι τράπεζες θα είχαν εξαφανιστεί. Πράγματι, τα μέτρα αυτά ελήφθησαν από τη CNB στο πλαίσιο του ρόλου της ως εποπτικής αρχής του χρηματοοικονομικού συστήματος. Καλύπτουν τις περισσότερες από τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα XVIa της ευρωπαϊκής συμφωνίας. Εφαρμόστηκαν χωρίς διακρίσεις όσον αφορά την ιθαγένεια.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(124)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε κατά την πώληση της AGB1 αποτελεί μέρος μέτρων ευρείας εμβέλειας που ελήφθησαν συστηματικά από την Τσεχική Δημοκρατία για να προληφθεί η κατάρρευση του τραπεζικού της τομέα. Κατά τη χορήγησή της, οι τσεχικές αρχές, αν και δεν συμμορφώθηκαν με το σύνολο των όρων των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, τήρησαν απολύτως το πνεύμα και τις βασικές αρχές των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Λαμβάνοντας υπόψη τις ακραίες καταστάσεις που αντιμετώπιζε η Τσεχική Δημοκρατία κατά το σχετικό χρονικό διάστημα, καθώς και το άρθρο 46 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής συμφωνίας, η Επιτροπή αποφαίνεται ότι η ενίσχυση μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ ως ενίσχυση για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων.

(125)

Βάσει των προηγουμένων, η Επιτροπή αποφαίνεται ότι η αποζημίωση για αξιώσεις που περιλαμβάνονται στους πίνακες 1 έως 4 της αιτιολογικής σκέψης 26 καθώς και το δικαίωμα πώλησης συνιστούν κρατική ενίσχυση που εφαρμόζεται μετά την προσχώρηση και συμβιβάζεται με την κοινή αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση προς την GE Capital Bank a.s. και την GE Capital International Holdings Corporation, USA από την 1η Μαΐου 2004 με τη μορφή αποζημιώσεων για τις αξιώσεις που παρατίθενται στους πίνακες 1, 2, 3 και 4, το οποίο βασίζεται στη συμφωνία αποζημιώσεων που συνήφθη μεταξύ της Česká národní banka και της GE Capital International Holdings Corporation, USA στις 22 Ιουνίου 1998, όπως τροποποιήθηκε με την τροποποίηση αριθ. 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων της 25ης Απριλίου 2004, και με τη μορφή του δικαιώματος πώλησης που βασίζεται στην πράξη δικαιώματος πώλησης που υπογράφτηκε από την Česká národní banka και την GE Capital International Holdings Corporation, USA στις 22 Ιουνίου 1998, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Τσεχική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2007.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Από τις 17 Ιανουαρίου 2005 μετονομάστηκε σε GE Money Bank, a.s.

(2)  ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 23. Το κείμενο στην τσεχική γλώσσα δημοσιεύθηκε σε ειδική έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας της 23.9.2003.

(3)  ΕΕ C 292 της 30.11.2004, σ. 3. Διορθωτικό στην ΕΕ C 10 της 14.1.2005, σ. 9.

(4)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(5)  Η εγγύηση καταθετών είναι ένα μέτρο που κοινοποιήθηκε από την Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο των μεταβατικών μέτρων. Το μέτρο, με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004 που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της απόφασης της Επιτροπής, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί μετά την προσχώρηση, δεδομένου ότι στην εγγύηση καταθετών παρέμενε μόνο μία σαφώς προσδιορισμένη αξίωση. Η Επιτροπή έκρινε συνεπώς ότι η δυνητική ανάληψη οικονομικού κινδύνου από την Τσεχική Δημοκρατία πριν από την προσχώρηση ήταν σαφώς καθορισμένη ήταν σαφώς προσδιορισμένη για την περίοδο προ της προσχώρησης.

(6)  Ο ισολογισμός της AGB1 της 21ης Ιουνίου 1998 εμφάνιζε συνολικά ίδια κεφάλαια –17 100 εκατ. CZK. Το ιδρυτικό μετοχικό κεφάλαιο της GECB ήταν 500 εκατ. CZK.

(7)  Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, οι παραπομπές στη συμφωνία αποζημιώσεων αναφέρονται στη συμφωνία αποζημιώσεων, όπως τροποποιήθηκε με την τροποποίηση αριθ. 1 της 25ης Απριλίου 2004.

(8)  Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, όλες οι παραπομπές σε ρήτρες αφορούν ρήτρες της πράξης εγγυήσεων.

(9)  Η ρήτρα 8.3 της συμφωνίας αποζημιώσεων περιλαμβάνει τη δήλωση της CNB ότι έχει πλήρη εξουσία και εξουσιοδότηση να υπογράψει και να εκτελέσει τη συμφωνία αγοράς και ότι η εκτέλεση και παράδοση της συμφωνίας αγοράς δεν θα οδηγήσει σε τυχόν παραβίαση της νομοθεσίας. Η ρήτρα 4.1 της συμφωνίας αποζημιώσεων περιλαμβάνει την αντίστοιχη υποχρέωση αποζημίωσης.

(10)  ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12.

(11)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(12)  Τα κριτήρια παρατίθενται σε επιστολή της Τσεχικής Δημοκρατίας της 19ης Μαρτίου 2004. Σκοπός της επιστολής είναι η παροχή περαιτέρω κατευθύνσεων σε σχέση με την έννοια «μεταγενέστερη εφαρμογή» στην περίπτωση των αποζημιώσεων και παρόμοιων μέτρων.

(13)  ΕΕ C 72 της 23.3.2004, σ. 9. Διορθωτικό στην ΕΕ C 104 της 30.4.2004, σ. 70.

(14)  ΕΕ C 195 της 31.7.2004, σ. 2.

(15)  ΕΕ C 137 της 4.6.2005, σ. 4.

(16)  Για εγγυήσεις βλέπε σημείο 2.1.2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14).

(17)  Απόφαση της 28.1.2003, υπόθεση C-334/99 Γερμανία κατά Επιτροπής Συλλογή 2003, σ. I-1139, αιτιολογική σκέψη 142.

(18)  Σχετικά με τα αποτελέσματα των κρατικών ενισχύσεων στον τραπεζικό τομέα, βλέπε επίσης την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-148/04 Unicredito Italiano SpA, Συλλογή 2005, σ. I-11137, αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 64.

(19)  Συγκρίνετε τη συλλογιστική της απόφασης της Επιτροπής της 20ής Μαΐου 1998 σχετικά με την ενίσχυση που χορηγήθηκε από τη Γαλλία στον όμιλο της Crédit Lyonnais (ΕΕ L 221 της 8.8.1998, σ. 28).

(20)  Σύμφωνα με το άρθρο 101 στοιχείο β) των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

(21)  Και οι υπόλοιπες παρεμβάσεις που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή έχουν υιοθετηθεί πριν από τις 9 Οκτωβρίου 1999. Η τροποποίηση αριθ. 1 της συμφωνίας αποζημιώσεων απλώς τροποποίησε (και περιόρισε) τα μέτρα που είχαν ληφθεί προγενέστερα.

(22)  Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 στηρίζονται στις ίδιες αρχές με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994.

(23)  CZ 15/2003 — Komerční banka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 16.12.2003 (ΕΕ C 72 της 23.3.2004, σ. 9. Διορθωτικό στην ΕΕ C 104 της 30.4.2004, σ. 70).

CZ 14/2003 — Česká spořitelna, a.s., ημερομηνία απόφασης: 28.1.2004 (ΕΕ C 195 της 31.7.2004, σ. 2).

CZ 47/2003 — eBanka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 115 της 30.4.2004, σ. 39).

CZ 48/2003 — J&T BANKA, a.s. (μέχρι τις 24 Ιουνίου 1998 Podnikatelská banka, a.s.), ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 115 της 30.4.2004, σ. 39).

CZ 50/2003 — Ekoagrobanka, a.s. και Union banka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 115 της 30.4.2004, σ. 40).

CZ 51/2003 — Pragobanka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 137 της 4.6.2005, σ. 4).

CZ 52/2003 — Universal banka, ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 115 της 30.4.2004, σ. 40).

CZ 53/2003 — Banka Haná, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 242 της 7.10.2006, σ. 17).

CZ 54/2003 — Foresbank, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 242 της 7.10.2006, σ. 17).

CZ 55/2003 — Moravia banka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 86 της 8.4.2005, σ. 10).

CZ 56/2003 — COOP Banka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 137 της 4.6.2005, σ. 4).

CZ 57/2003 — Bankovní dům Skala, a.s./Union Banka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 100 της 24.4.2004, σ. 23).

CZ 58/2003 — Evrobanka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 3.3.2004 (ΕΕ C 115 της 30.4.2004, σ. 40).

CZ 80/2004 — První městská banka, a.s., ημερομηνία απόφασης: 19.5.2004 (ΕΕ C 137 της 4.6.2005, σ. 4).

CZ 46/2003 — Investiční a poštovní banka, a.s./Československá obchodní banka, a.s. (IPB/ČSOB), ημερομηνία απόφασης: 14.7.2004 (ΕΕ C 137 της 4.6.2005, σ. 4).