ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 268

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
27 Σεπτεμβρίου # 2006


Περιεχόμενα

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

 

Επιτροπή

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ ορισμένων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που ειδικεύονται στην ανάληψη συμμετοχών σε επιχειρήσεις μικρής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 3302]  ( 1 )

1

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που η Ιταλία προτίθεται να χορηγήσει στη Fincantieri [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2005) 4433]  ( 1 )

12

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που χορήγησε η Σλοβενία στο πλαίσιο της νομοθεσίας της για τον φόρο επί των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2005) 4435]  ( 1 )

19

 

*

Aπόφαση της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 26/05 (πρώην N 580/B/03) την προβλεπόμενη στο πρόγραμμα που υπέβαλε η Σικελία στο πλαίσιο του καθεστώτος παρεμβάσεων στήριξης της ιταλικής καλλιέργειας εσπεριδοειδών [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2005) 5354]

25

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που πρόκειται να θέσει σε εφαρμογή η Περιφέρεια του Veneto στην Ιταλία για παρεμβάσεις βελτίωσης των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2006) 639]  ( 1 )

29

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2006, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που το Ηνωμένο Βασίλειο προτίθεται να χορηγήσει για τη σύσταση της Αρχής για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2006) 650]  ( 1 )

37

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Επιτροπή

27.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 268/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 6ης Σεπτεμβρίου 2005

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ ορισμένων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που ειδικεύονται στην ανάληψη συμμετοχών σε επιχειρήσεις μικρής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 3302]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/638/EK)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1),

εκτιμώντας τα εξής:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 2 Οκτωβρίου 2003 τέθηκε σε ισχύ στην Ιταλία, με τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας αριθ. 229 της 2ας Οκτωβρίου 2003, το νομοδιάταγμα αριθ. 269 της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 με τίτλο «Disposizioni urgenti per favorire lo sviluppo e per la correzione dell’andamento dei conti pubblici» («DL 269/2003») (Έκτακτες διατάξεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης και για την αποκατάσταση της πορείας των δημοσίων οικονομικών), που μετατράπηκε στο νόμο αριθ. 326 της 24ης Νοεμβρίου ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας αριθ. 274 της 25ης Νοεμβρίου 2003. Το άρθρο 12 του DL 269/2003 ορίζει ότι το καθαρό αποτέλεσμα εκμετάλλευσης που πραγματοποιούν ορισμένοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που ειδικεύονται στην ανάληψη συμμετοχών σε επιχειρήσεις μικρής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης που είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπόκειται σε άμεσο φόρο υποκατάστασης 5 %, αντί για τον τακτικό φορολογικό συντελεστή του 12,5 % που εφαρμόζεται στα μη εξειδικευμένα επενδυτικά μέσα.

(2)

Με επιστολή της 22ας Οκτωβρίου 2003 (D/56756) η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να χορηγήσουν πληροφορίες για τα εν λόγω κίνητρα και για τη θέση τους σε ισχύ, ώστε να εξετάσει τον ενδεχόμενο χαρακτήρα ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης. Στην ίδια επιστολή η Επιτροπή υπενθύμισε στην Ιταλία την υποχρέωσή της να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, πριν από τη θέση του σε εφαρμογή, οποιοδήποτε μέτρο που συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(3)

Με επιστολές της 11ης Νοεμβρίου 2003 (A/37737) και της 26ης Νοεμβρίου 2003 (A/38138) οι ιταλικές αρχές χορήγησαν τις πληροφορίες που τους είχαν ζητηθεί. Στις 19 Δεκεμβρίου 2003 (D/58192) η Επιτροπή υπενθύμισε εκ νέου στην Ιταλία τις υποχρεώσεις που της επιβάλλονται από το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης και κάλεσε τις ιταλικές αρχές να πληροφορήσουν τους ενδεχόμενους δικαιούχους των κινήτρων σχετικά με τις επιπτώσεις που προβλέπονται από τη Συνθήκη και από το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (2) του Συμβουλίου σε περίπτωση που προέκυπτε ότι τα εν λόγω κίνητρα συνιστούν ενίσχυση η οποία χορηγήθηκε παράνομα, χωρίς προέγκριση της Επιτροπής.

(4)

Με επιστολή της 11ης Μαΐου 2004 (SG 2004 D/202046), η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλία σχετικά με την απόφασή της, της 7ης Μαΐου 2004, να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης σχετικά με τα φορολογικά κίνητρα που χορήγησε η Ιταλία με το παρόν μέτρο.

(5)

Με επιστολή της 14ης Ιουλίου 2004 (A/35463) οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους.

(6)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία επίσημης έρευνας δημοσιεύθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2004 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ενδιαφερόμενοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης (3).

(7)

Στις 16 και στις 27 Σεπτεμβρίου 2004 έλαβαν χώρα συνεδριάσεις μεταξύ εκπροσώπων της Επιτροπής και των ιταλικών φορολογικών αρχών για να εξετάσουν ορισμένες πλευρές του μέτρου.

(8)

Με επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 2004 (A/37679) η (Assogestioni) (Ένωση Ιταλικών Επιχειρήσεων διαχείρισης Αποταμιεύσεων) υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Με επιστολή τής 28ης Οκτωβρίου 2004 (D/57696) η Επιτροπή διαβίβασε αυτές τις παρατηρήσεις στις ιταλικές αρχές. Με επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2004 (A/39479) οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τα σχόλιά τους επί των παρατηρήσεων που τους είχαν διαβιβαστεί.

(9)

Με επιστολή της 18ης Φεβρουαρίου 2004 (A/31490) η Assogestioni υπέβαλε περαιτέρω παρατηρήσεις προς συμπλήρωση εκείνων που είχε υποβάλει στις 7 Οκτωβρίου 2004. Με επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2005 (D/51366) η Επιτροπή διαβίβασε αυτές τις παρατηρήσεις στις ιταλικές αρχές. Με επιστολή της 4ης Απριλίου 2005 (A/32813) οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τα σχόλιά τους επί των παρατηρήσεων που τους είχαν διαβιβαστεί.

(10)

Με επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 2005 (A/31724) η Federazione europea dei fondi e delle società di investimento (European Federation of Investment Funds and Companies — FEFSI) (Ευρωπαϊκή Ένωση Εταιρειών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου και Διαχειρίσεως Αμοιβαίων Κεφαλαίων) υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Επειδή αυτές οι παρατηρήσεις υποβλήθηκαν μετά από την καθορισμένη προθεσμία υποβολής (βλ. σημείο 6) και επειδή αυτές οι παρατηρήσεις είναι ίδιες με εκείνες που υποβλήθηκαν από την Assogestioni, δεν διαβιβάστηκαν στην Ιταλία και δεν ελήφθησαν υπόψη όσον αφορά την παρούσα απόφαση.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(11)

Το άρθρο 12 του DL 269/2003, προβλέπει φορολογικά κίνητρα υπέρ ορισμένων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (επενδυτικά μέσα) που ρυθμίζονται από το ιταλικό δίκαιο. Ιδίως, ορίζει ότι, από το φορολογικό έτος κατά το οποίο πληρούνται συγκεκριμένες ειδικές προϋποθέσεις, το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης που πραγματοποίησαν ορισμένοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που ειδικεύονται στην ανάληψη συμμετοχών («εξειδικευμένα επενδυτικά μέσα») σε εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης που είναι εισηγμένες σε μια οργανωμένη αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπόκειται σε φόρο υποκατάστασης 5 %, αντί του τακτικού φορολογικού συντελεστή του 12,5 %. Γενικά, σύμφωνα με το ιταλικό σύστημα φορολογίας των συλλογικών επενδύσεων, ο εν λόγω φόρος εισπράττεται κάθε έτος από τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων επί της φορολογητέας βάσης που ορίζεται από το ποσό που αντιστοιχεί στην ετήσια αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τους όπως αυτά έχουν καταγραφεί ημερησίως («αποτέλεσμα εκμετάλλευσης»)· κατ’ αυτόν τον τρόπο φορολογούνται οι εν δυνάμει υπεραξίες που πραγματοποίησαν οι επενδυτές που επενδύουν σε αυτά τα επενδυτικά μέσα. Χάρη σ’ αυτό το σύστημα, οι επενδυτές δεν οφείλουν να καταβάλουν περαιτέρω φόρους κατά τη διανομή των μερισμάτων που προκύπτουν απ’ αυτές τις επενδύσεις.

(12)

Το μέτρο τροποποιεί το φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην Ιταλία στα εισοδήματα κεφαλαίου των διαφόρων επενδυτικών μέσων μεταξύ των οποίων τα ανοικτά αμοιβαία κεφάλαια που διέπονται από την οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (4), τα «ιστορικά ταμεία Λουξεμβούργου», οι εταιρείες επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου (SICAV) και τα επενδυτικά ταμείου κλειστού τύπου, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία που διέπει αυτά τα επενδυτικά μέσα. Για την ακρίβεια, οι οικείες ιταλικές διατάξεις του νόμου είναι:

α)

τα άρθρα 9 και 10 β του νόμου αριθ. 77 της 23ης Μαρτίου 1983, σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση του αποτελέσματος εκμετάλλευσης των επενδυτικών ταμείων ανοικτού τύπου·

β)

το άρθρο 11 α του νομοδιατάγματος αριθ. 512 της 30ής Σεπτεμβρίου 1983, σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση του αποτελέσματος εκμετάλλευσης ορισμένων επενδυτικών ταμείων, μεταξύ των οποίων τα καλούμενα «ιστορικά ταμεία Λουξεμβούργου»·

γ)

το άρθρο 11 του νόμου αριθ. 344 της 14ης Αυγούστου 1993, σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση του αποτελέσματος εκμετάλλευσης των επενδυτικών ταμείων κλειστού τύπου·

δ)

το άρθρο 14 του νομοδιατάγματος αριθ. 84 της 25ης Ιανουαρίου 1992 σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση του αποτελέσματος εκμετάλλευσης των SICAV

ε)

τα άρθρα 7 και 9 του νομοδιατάγματος αριθ. 461 της 21ης Νοεμβρίου 1997 σχετικά με τη φορολογία των εισοδημάτων κεφαλαίου και των διαφόρων εισοδημάτων επενδυτών με μόνιμη κατοικία την Ιταλία ·

στ)

το άρθρο 14 του νομοδιατάγματος αριθ. 124 της 21ης Απριλίου 1993 σχετικά με το φορολογικό καθεστώς των εισοδημάτων κεφαλαίου των συνταξιοδοτικών ταμείων.

(13)

Τα εν λόγω επενδυτικά μέσα συνίστανται σε συλλογικές επενδύσεις σε κινητές αξίες, δηλαδή ομολογίες, μετοχές και άλλους τίτλους ή πιστοποιητικά εισηγμένων ή μη εισηγμένων εταιρειών, για το συλλογικό συμφέρον της πλειονότητας των επενδυτών (καλούμενοι μέτοχοι). Τα επενδυτικά μέσα μπορούν να λάβουν τη μορφή συμβατικής εταιρείας χαρτοφυλακίου επενδύσεων χωρίς νομική προσωπικότητα (για παράδειγμα unit trust ή αμοιβαίο κεφάλαιο επενδύσεων), που το διαχειρίζεται μια ξεχωριστή εταιρεία διαχείρισης όσον αφορά την περιουσιακή πλευρά, είτε εταιρείας χαρτοφυλακίου επενδύσεων υπό εταιρική μορφή (για παράδειγμα SICAV) (5) είτε συνταξιοδοτικού ταμείου (6). Τα επενδυτικά μέσα που εκπροσωπούνται από αμοιβαία κεφάλαια επενδύσεων διακρίνονται σε «ανοικτά» ή «κλειστά» ταμεία (7).

(14)

Το άρθρο 12 του del DL 269/2003 ορίζει ότι, αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος που τίθεται σε ισχύ το μέτρο, τα εξειδικευμένα επενδυτικά μέτρα που προβλέπονται από την εν λόγω ρύθμιση εφαρμόζουν ένα φόρο υποκατάστασης 5 % επί των κερδών εκμετάλλευσης που προέρχονται από αυτά, και που συνίστανται στην ετήσια αύξηση της αξίας της περιουσίας τους που καταγράφεται σε καθημερινή βάση, αντί για τον φόρο του 12,5 %

(15)

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του DL 269/2003 θεωρούνται εξειδικευμένα επενδυτικά μέσα:

α)

τα επενδυτικά μέσα των οποίων ο κανονισμός προβλέπει ρητώς ότι το λιγότερο τα δύο τρίτα του σχετικού ενεργητικού είναι επενδεδυμένα σε μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένων σε οργανωμένες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και

β)

τα επενδυτικά μέσα των οποίων η αξία επένδυσης σε μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένων σε οργανωμένες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης — όταν έχει παρέλθει η περίοδος ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ή προσαρμογής του κανονισμού τους στην προαναφερθείσα διάταξη — δεν είναι μικρότερη, κατά τη διάρκεια του ηλιακού έτους, από τα δύο τρίτα της αξίας του ενεργητικού για άνω του ενός έκτου των ημερών αξιοποίησης του κεφαλαίου μετά από τη λήξη της προαναφερθείσας περιόδου (8), βάσει των όσων προκύπτουν από τους τακτικούς λογιστικούς λογαριασμούς του ταμείου.

(16)

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του DL 269/2003 ορίζονται ως εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης cap οι εταιρείες με κεφαλαιοποίηση αγοράς που δεν υπερβαίνει τα 800 εκατ. ευρώ, καθορισμένη με βάση την τιμή των μετοχών τους στην αγορά κατά την τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης τους σε κάθε ημερολογιακό τρίμηνο (9).

(17)

Το καθεστώς εφαρμόζεται αρχής γενομένης από το οικονομικό έτος προσαρμογής του κανονισμού των επενδυτικών οργανισμών ή από την ημερομηνία έναρξής τους στην περίπτωση σύστασης ενός νέου οργανισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ορίζεται ρητώς η υποχρέωση γι’ αυτούς τους οργανισμούς να επενδύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του ενεργητικού τους σε μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένων σε οργανωμένες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(18)

Το καθεστώς τροποποιεί τις φορολογικές διατάξεις όσον αφορά όλους τους διάφορους ιταλικούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων στην Ιταλία, είτε αυτοί είναι διαχειριζόμενοι στην Ιταλία και υπόκεινται σε καθεστώς φόρου υποκατάστασης που προβλέπεται για τα κέρδη εκμετάλλευσης που πραγματοποιούνται από αυτούς τους επενδυτικούς οργανισμούς (επενδυτικοί οργανισμοί που υπόκεινται σε φόρο υποκατάστασης στην Ιταλία) είτε είναι ξένοι επενδυτικοί οργανισμοί που υπόκεινται σε φόρο στην Ιταλία που επιβάλλεται στα μερίσματα που διανέμονται στους ιταλούς μετόχους. Πράγματι, το καθεστώς τροποποιεί με το ίδιο αποτέλεσμα τους φορολογικούς κανόνες που εφαρμόζονται στους επενδυτικούς οργανισμούς ξένου δικαίου οι οποίοι ρυθμίζονται από την προαναφερθείσα οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου (οι εναρμονισμένοι ξένοι ΟΣΕΚΑ) (10) των οποίων το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης διανέμεται σε ιταλούς επενδυτές ή των οποίων τα μερίδια κατέχονται από ιταλικούς επενδυτικούς οργανισμούς (11).

(19)

Για να διευκρινιστούν τα αποτελέσματα του μέτρου και με ποιο τρόπο επεκτείνει έμμεσα τη μείωση του φόρου και στους μη εξειδικευμένους οργανισμούς και σε άλλους συμμετέχοντες, πρέπει να εξεταστούν χωριστά οι διάφορες φορολογικές διατάξεις που εφαρμόζονται στα εισοδήματα κεφαλαίου των επενδυτικών οργανισμών και των συμμετεχόντων σ’ αυτούς, όπως τροποποιήθηκαν από το άρθρο 12 του DL 269/2003. Γι’ αυτόν τον σκοπό είναι προσήκον να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ «επενδυτικών οργανισμών που δρουν ως χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές, το εισόδημα των οποίων υπόκειται σε φόρο υποκατάστασης στην Ιταλία» και «επενδυτικών οργανισμών που υπόκεινται σε καθεστώς φόρου υποκατάστασης οι οποίοι δρουν ως συμμετέχοντες σε άλλους επενδυτικούς οργανισμούς», αφού ο ίδιος επενδυτικός οργανισμός μπορεί να λειτουργήσει είτε ως χρηματοπιστωτικός διαμεσολαβητής (για παράδειγμα επενδύει σε κινητές αξίες) είτε ως επενδυτής-μέτοχος (για παράδειγμα επενδύει σε άλλους επενδυτικούς οργανισμούς). Στα κέρδη άλλων επενδυτών που απαλλάσσονται του καθεστώτος φόρου υποκατάστασης που εφαρμόζεται τους επενδυτικούς οργανισμούς αφιερώνεται ένα ξεχωριστό κεφάλαιο.

(20)

Βάσει του γενικού καθεστώτος, οι επενδυτικοί οργανισμοί δεν υπόκεινται σε φορολογία εισοδήματος. Ωστόσο, όλα τα κέρδη εκμετάλλευσης των επενδυτικών οργανισμών υπόκεινται συνήθως σε φόρο υποκατάστασης 12,5 % που υπολογίζεται επί του καθαρού αποτελέσματος εκμετάλλευσης των ιδίων. Κατά κανόνα, πρόκειται για οριστικό φόρο που αντικαθιστά κάθε περαιτέρω φόρο που επιβάλλεται στα μερίσματα που διανέμονται από τους επενδυτικούς οργανισμούς..

(21)

Το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης προκύπτει από την αφαίρεση από την αξία της καθαρής περιουσιακής κατάστασης του ταμείου στο τέλος του έτους, προσθέτοντας τον παρακρατηθέντα φόρο υποκατάστασης, τις επιστροφές και τα κέρδη που ενδεχομένως διανεμήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους, την αξία της καθαρής περιουσιακής κατάστασης του ταμείου στην αρχή του έτους και τα κέρδη συμμετοχής σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων υποκείμενους σε φόρο υποκατάστασης, καθώς και τα κέρδη που απαλλάσσονται και εκείνα που υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου (12).

(22)

Το άρθρο 12 του DL 269/2003 τροποποιεί το γενικό φορολογικό καθεστώς, λαμβάνοντας υπόψη την επιβολή φόρου υποκατάστασης 5 % στα κέρδη εκμετάλλευσης των εξειδικευμένων επενδυτικών οργανισμών.

(23)

Βάσει του γενικού καθεστώτος όλα τα κέρδη που διανέμονται στους επενδυτές τους (συμπεριλαμβανομένων άλλων επενδυτικών οργανισμών) από τους επενδυτικούς οργανισμούς που υπόκεινται στο καθεστώς φόρου υποκατάστασης στην Ιταλία αποκλείονται από κάθε περαιτέρω φορολογία. Η εξετασθείσα ρύθμιση διατηρεί αυτό το καθεστώς απαλλαγής που έχει χορηγηθεί σε σχέση με τα κέρδη που προκύπτουν από εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς (υποκείμενους σε φόρο υποκατάστασης με μειωμένο συντελεστή 5 %). Η ρύθμιση μειώνει επιπλέον την πραγματική φορολογία των εισοδημάτων των μη εξειδικευμένων επενδυτικών οργανισμών που προκύπτουν από τη συμμετοχή σε εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς ξένου δικαίου μη υποκείμενους σε φόρο υποκατάστασης στην Ιταλία, ορίζοντάς την σε ένα επίπεδο που ισοδυναμεί με την εφαρμογή ενός συντελεστή φόρου υποκατάστασης 5 % (13).

(24)

Τα εισοδήματα που διανέμονται από επενδυτικούς οργανισμούς ιταλικού ή ξένου δικαίου στους ιταλούς μετόχους δεν υπόκεινται σε περαιτέρω φορολογία στην Ιταλία, αφού έχουν ήδη φορολογηθεί στην πηγή από τον επενδυτικό οργανισμό (παρακράτηση φόρου). Ωστόσο, σε περίπτωση που ο μέτοχος είναι επιχείρηση που ενεργοποιείται ως εμπορική επιχείρηση, τα εισπραχθέντα κέρδη περιλαμβάνονται στο εισόδημα της επιχείρησης το οποίο υπόκειται σε φορολογικό συντελεστή 33 %. Σ’ αυτές τις δικαιούχες επιχειρήσεις αντιστοιχεί πίστωση φόρου 15 %, που εξουδετερώνει πλήρως τη διπλή φορολογία επί των εισπραχθέντων εισοδημάτων κεφαλαίου. Το καθεστώς επιβεβαιώνει ουσιαστικά την προαναφερθείσα πίστωση φόρου ακόμα και όταν τα εισοδήματα διανέμονται από εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς (14).

(25)

Βάσει των όσων ορίζει το άρθρο 18 του ενιαίου κειμένου για φόρους εισοδήματος (TUIR), τα κέρδη που διανέμονται από επενδυτικούς οργανισμούς ξένου δικαίου σε ιταλούς επενδυτές υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου 12,5 %. Το μέτρο μειώνει την παρακράτηση φόρου στο 5 % σε περίπτωση που τα κέρδη διανέμονται από εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς. Αυτή η ρύθμιση διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση μεταξύ των επενδυτών σε μερίδια επενδυτικών οργανισμών ξένου δικαίου και επενδυτών σε μερίδια επενδυτικών οργανισμών ιταλικού δικαίου..

(26)

Τα κέρδη που προέρχονται από τους επενδυτικούς οργανισμούς συμβάλλουν στο αποτέλεσμα εκμετάλλευσης των συνταξιοδοτικών ταμείων που κατέχουν μερίδια αυτών των επενδυτικών οργανισμών. Αυτά τα κέρδη, επιπλέον, υπόκεινται σε φόρο υποκατάστασης 11 %. Για να αποφευχθεί η διπλή φορολογία του εισοδήματος που προέρχεται από τα συνταξιοδοτικά ταμεία, προβλέπεται πίστωση φόρου ίση με το 15 % αυτού του εισοδήματος, ο οποίος αφαιρείται από τον φόρο υποκατάστασης που οφείλεται από αυτά τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Το μέτρο προσαρμόζει το νέο σύστημα μειωμένης φορολόγησης που προβλέπεται για τους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς στο ειδικό φορολογικό καθεστώς των συνταξιοδοτικών ταμείων.

(27)

Παράλληλα με τη μείωση του φόρου υποκατάστασης που εφαρμόζεται στους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς, η ρύθμιση μειώνει στο 6 % την πίστωση φόρου που χορηγείται σε σχέση με τα κέρδη που προέρχονται από εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς ιταλικού δικαίου. Το άρθρο 12 του DL 269/2003 ορίζει επιπλέον ότι το μερίδιο του ενεργητικού των συνταξιοδοτικών ταμείων που προκύπτει από τους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς ξένου δικαίου υπόκειται σε πραγματικό συντελεστή φόρου υποκατάστασης 5 %, έναντι του τακτικού 11 %. (15).

III.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(28)

Στην απόφασή της για κίνηση της επίσημης διαδικασίας, η Επιτροπή θεώρησε ότι το μέτρο πληρούσε όλα τα κριτήρια που προβλέπονται για να θεωρηθεί ότι συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των εξειδικευμένων επενδυτικών οργανισμών και των εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης τις μετοχές των οποίων κατέχουν αυτοί οι εξειδικευμένοι οργανισμοί κατά την έννοια του 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, ενώ δεν εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά τη μείωση του άμεσου φόρου που χορηγήθηκε στους μετόχους των εξειδικευμένων επενδυτικών οργανισμών, επειδή συνιστά γενικό μέτρο που απευθύνεται σε όλους τους επενδυτές.

(29)

Εκφράζοντας αμφιβολίες σχετικά με την πιθανή ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης υπέρ των εξειδικευμένων επενδυτικών οργανισμών, η Επιτροπή θεώρησε τους τελευταίους ως «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, αφού έχουν εταιρική μορφή και συνιστούν αφ’ εαυτού τους επιχειρηματικές οντότητες ή είναι ξεχωριστές περιουσίες τις οποίες διαχειρίζονται επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται μεταξύ τους στις αγορές των επενδύσεων. Δεύτερον, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί είτε απολαύουν άμεσα μείωσης του φορολογικού συντελεστή είτε απολαύουν έμμεσα συμπληρωματικών επενδύσεων κεφαλαίου μέσω της μείωσης φόρου που το μέτρο χορηγεί στους μετόχους τους, όταν αυτοί επενδύουν κυρίως σε εταιρείες μικρής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένες σε μια οργανωμένη ευρωπαϊκή αγορά. Επιπλέον η Επιτροπή επισήμανε ότι τα εν λόγω πλεονεκτήματα δεν είναι αναλογικά ως προς τον αριθμό μετοχών εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης που κατέχουν αυτοί οι οργανισμοί, αλλά εξαρτώνται αποκλειστικά από το καθεστώς τους ως εξειδικευμένων οργανισμών.

(30)

Σε ό, τι αφορά τις εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το μέτρο χορηγεί ένα έμμεσο πλεονέκτημα στις εταιρείες, τις μετοχές των οποίων κατέχουν εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί, αφού έχει ως αποτέλεσμα να αυξήσει τη ρευστότητά τους διευκολύνοντας την πρόσβασή τους σε κεφάλαια. Το πλεονέκτημα εξαρτάται μάλλον από το καθεστώς τους ως εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένων σε μια οργανωμένη ευρωπαϊκή αγορά παρά από τα αποτελέσματά τους, από τις προϋποθέσεις ή από τις επενδύσεις που αυτές πραγματοποίησαν.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(31)

Στις παρατηρήσεις τους τόσο η Ιταλία όσο και η Assogestioni υποστήριξαν ότι οι εν λόγω επενδυτικοί οργανισμοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιχειρήσεις, αφού συνιστούν απλώς συγκεντρώσεις περιουσιακών στοιχείων που τις διαχειρίζονται ξεχωριστές επιχειρήσεις. Οι τελευταίες υπόκεινται σε τακτική φορολογία επί των κερδών και τυγχάνουν της μείωσης φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 12 του DL 269/2003.

(32)

Επιπλέον, τόσο η Ιταλία όσο και η Assogestioni βεβαίωσαν ότι το εν λόγω μέτρο θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέτρο γενικής φορολογικής πολιτικής που σκοπεύει άμεσα στο όφελος των επενδυτών και μόνο έμμεσα έχει επίπτωση στις εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης και στους επενδυτικούς οργανισμούς. Σύμφωνα με τα ενδιαφερόμενα μέρη το μέτρο έχει ως στόχο να προωθήσει την κεφαλαιοποίηση της αγοράς των επιχειρήσεων μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, σε σύγκριση με εκείνη των άλλων ευρωπαϊκών εισηγμένων επιχειρήσεων, και ως τέτοια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Τόσο η Ιταλία όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη πρόβαλαν το επιχείρημα ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση στους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς ούτε σε ορισμένες διαχειριστικές εταιρείες. Από αυτή την άποψη, οι ιταλικές αρχές υποστήριξαν ότι το μέτρο είναι ανοικτό σε όλες τις επιχειρήσεις που ιδρύουν ξεχωριστούς επενδυτικούς οργανισμούς και οι οποίοι επενδύουν κυρίως σε εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένες σε οργανωμένες ευρωπαϊκές αγορές και κατά συνέπεια θα συνιστούσε ένα γενικό μέτρο.

(33)

Επιπλέον, βάσει αυτών των παρατηρήσεων το μέτρο δεν θα επιδρούσε στον ανταγωνισμό, αφού οποιαδήποτε ευρωπαϊκή εταιρεία μικρής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης θα μπορούσε να έχει πιο εύκολη πρόσβαση σε κεφάλαια. Επιπλέον, το μέτρο δεν θα συνιστούσε ενίσχυση στις εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, αφού οι επενδυτικοί οργανισμοί ή οι εταιρείες διαχείρισής τους θα ελάμβαναν τις αποφάσεις τους για επενδύσεις σε συνάρτηση με τη μεγιστοποίηση των κερδών τους.

(34)

Η Assogestioni παρέσχε λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία του καθεστώτος κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του (έτος 2004). Στο τέλος του 2004 υπήρχαν σε λειτουργία τρεις εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί: οι δύο ήταν προϋπάρχοντα ταμεία που είχαν προσαρμόσει τον κανονισμό τους έτσι ώστε να κατέχουν κυρίως μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένων σε οργανωμένες ευρωπαϊκές αγορές, ενώ ο τρίτος ήταν ένα νέο ταμείο. Η Assogestioni δήλωσε ότι η δαπάνη του μέτρου για το κράτος κατά το 2004 ήταν ελάχιστη. Βάσει των στοιχείων που υπέβαλε η Assogestioni η Επιτροπή υπολόγισε ότι η απώλεια φορολογικών εσόδων το 2004 ανήλθε σε περίπου 1,1 εκατ. ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των απαραίτητων προσαρμογών για την εξουδετέρωση της μεταφοράς των δυνητικών πιστώσεων φόρου σχετικά με τη φορολογία των προηγουμένων ετών. Τόσο η Ιταλία όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το εν λόγω μέτρο θα είχε ένα αμελητέο αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού και επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, θεωρώντας ότι τόσο οι επιχειρήσεις μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης όσο και οι επενδυτικοί οργανισμοί που είναι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό θα μπορούσαν να τύχουν των έμμεσων αποτελεσμάτων της εν λόγω φορολογικής μείωσης.

V.   ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(35)

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, επιβεβαιώνει τη θέση της, δηλαδή ότι η μείωση του φόρου υπέρ των επενδυτών συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ τόσο των οργανισμών που είναι εξειδικευμένοι στις επενδύσεις σε μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένων σε οργανωμένες ευρωπαϊκές αγορές, όσο και εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης τις μετοχές των οποίων κατέχουν αυτοί οι οργανισμοί, αφού αυτή πληροί σωρευτικά τα κριτήρια που προβλέπονται σχετικά στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(36)

Καταρχάς, η Επιτροπή επιβεβαιώνει τη θέση που εξέφρασε στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας δηλαδή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι επενδυτικοί οργανισμοί είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης και κατά συνέπεια μπορούν να τύχουν της μείωσης φόρου που προβλέπει το άρθρο 12 του DL 269/2003. Ιδίως, η Επιτροπή θεωρεί ότι παρόλο που οι εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί δεν τυγχάνουν άμεσα της μείωσης φόρου που χορηγείται στους μετόχους τους, παρόλα ταύτα αυτοί τυγχάνουν ενός έμμεσου οικονομικού οφέλους αφού η φορολογική μείωση επί των επενδύσεων σε εξειδικευμένους οργανισμούς παρακινεί τους μετόχους να αποκτήσουν τα μερίδια των εξειδικευμένων οργανισμών, παρέχοντας σ’ αυτούς ρευστότητα και συμπληρωματικά εισοδήματα υπό μορφή προμηθειών διαχείρισης και συμμετοχής.

(37)

Βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με κρατικές ενισχύσεις και επιχειρηματικά κεφάλαια (16), στις περιπτώσεις στις οποίες ένα κρατικό μέτρο προβλέπει τη δημιουργία ενός ταμείου ή άλλου επενδυτικού οργανισμού είναι αναγκαίο να καθοριστεί εάν το ίδιο το ταμείο ή ο επενδυτικός οργανισμός μπορούν και αυτοί να θεωρηθούν ως επιχείρηση που τυγχάνει κρατικών ενισχύσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή σημειώνει την παρατήρηση των ιταλικών αρχών σύμφωνα με την οποία οι εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί που εφαρμόζουν τον μειωμένο φόρο σύμφωνα με το άρθρο 12 του DL 269/2003 είναι απλώς συγκεντρώσεις περιουσιακών στοιχείων και κατά συνέπεια δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοί οι επενδυτικοί οργανισμοί λαμβάνουν εταιρική μορφή και μπορούν ατομικά να τύχουν πλεονεκτημάτων, παρόλο που η φορολογία τους είναι ξεχωριστή από τη φορολογία της περιουσίας που διαχειρίζονται. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι άλλους επενδυτικούς οργανισμούς χωρίς νομική προσωπικότητα τους διαχειρίζονται επιχειρήσεις που είναι σε ανταγωνισμό με άλλους φορείς που ασχολούνται με διαχειριζόμενες αποταμιεύσεις και κατά συνέπεια οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις μπορούν να τύχουν πλεονεκτημάτων.

(38)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί ασκούν οικονομική δραστηριότητα και συνιστούν επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στον τομέα του ΦΠΑ. Ιδίως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όρισε πρόσφατα (17) ότι οι πράξεις των SICAV που συνίστανται στη συλλογική επένδυση σε κινητές αξίες αντιπροσωπεύουν οικονομική δραστηριότητα που ασκείται από επιχειρήσεις υποκείμενες σε φόρο κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (18). Βάσει της νομολογίας (19), από τις αιτιολογικές σκέψεις της πρώτης οδηγίας (20) συνάγεται ότι η εναρμόνιση των νομοθεσιών σχετικά με τον ΦΠΑ έχει ως στόχο να εξαλείψει τους συντελεστές που μπορούν να νοθεύσουν τις συνθήκες ανταγωνισμού και κατά συνέπεια να καταλήξουν σε ανταγωνιστική ουδετερότητα. Λαμβανομένου υπόψη του ό, τι οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και οι οδηγίες για την εναρμόνιση του ΦΠΑ επιδιώκουν τον ίδιο στόχο, η Επιτροπή θεωρεί κατάλληλο να αναφερθεί στη σχετική με τις προαναφερθείσες οδηγίες νομολογία, η οποία επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω επενδυτικοί οργανισμοί, είτε έχουν εταιρική μορφή είτε όχι, ασκούν οικονομική δραστηριότητα και κατά συνέπεια συνιστούν επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1.

(39)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα οικονομικό πλεονέκτημα που χορηγείται στους επενδυτές που επενδύουν σε εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς ευνοεί τους ίδιους τους οργανισμούς καθότι επιχειρήσεις, όταν αυτοί έχουν εταιρική μορφή, ή τις επιχειρήσεις που διαχειρίζονται αυτούς τους οργανισμούς, όταν αυτοί έχουν συμβατική μορφή. Ιδίως, η αύξηση της ζήτησης μεριδίων των εξειδικευμένων επενδυτικών οργανισμών προκαλεί μια αύξηση των προμηθειών διαχείρισης και συμμετοχής που εισπράττουν οι οργανισμοί ή οι επιχειρήσεις που διαχειρίζονται αυτούς τους οργανισμούς.

(40)

Η επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία το μέτρο δεν είναι επιλεκτικό, αφού δεν ευνοεί συγκεκριμένους επενδυτικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις διαχείρισης σχετικά με το μέγεθός τους, εθνικότητα, τόπο εγγραφής σε μητρώα ή σύνθεση είναι αμελητέα, αφού εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι το μέτρο προβλέπει μια έκτακτη και περιορισμένη μείωση της φορολογίας των επενδυτικών οργανισμών που είναι εξειδικευμένοι σε μετοχές εισηγμένων επιχειρήσεων μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης και των σχετικών εταιρειών διαχείρισης. Βάσει της πάγιας νομολογίας (21) το γεγονός ότι μια ενίσχυση δεν προορίζεται σε ένα ή περισσότερους συγκεκριμένους αποδέκτες που έχουν οριστεί εκ των προτέρων αλλά αποτελεί αντικείμενο μιας σειράς αντικειμενικών κριτηρίων δεν μπορεί να θέσει υπό συζήτηση την επιλεκτική φύση ενός κρατικού μέτρου. Επίσης, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το γεγονός ότι το πλεονέκτημα που παρέχει το μέτρο στις επενδυτικές επιχειρήσεις που διαχειρίζονται εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς είναι μόνο έμμεσο δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, αφού, πάντοτε σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (22), τα έμμεσα φορολογικά πλεονεκτήματα του χορηγούνται σε επενδυτές που δεν αποτελούν επιχειρήσεις συνιστούν έμμεσες ενισχύσεις στις επιχειρήσεις στις οποίες επενδύουν οι επενδυτές.

(41)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο χορηγεί το ανωτέρω έμμεσο ειδικό πλεονέκτημα στους επενδυτικούς οργανισμούς και στις σχετικές επιχειρήσεις διαχείρισης σε βάρος άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν εναλλακτικές μορφές επενδύσεων.

(42)

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ακόμη τη θέση που εξέφρασε στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, σύμφωνα με την οποία το εν λόγω μέτρο έχει ως αποτέλεσμα να ευνοεί τις εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης τις μετοχές των οποίων κατέχουν εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί που τυγχάνουν της μείωσης φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 12 του DL 269/2003. Ιδίως, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το μέτρο χορηγεί ένα έμμεσο επιλεκτικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης τις μετοχές των οποίων κατέχουν εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί υπό μορφή αύξησης της ζήτησης των μετοχών τους και αύξησης της ρευστότητάς τους. Το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται κανένα πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης αφού τα ταμεία και οι επενδυτές δρουν για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, αφού μια πιο ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση καθιστά πιο ελκυστική την επένδυση, παρέχοντας έτσι μεγαλύτερη ρευστότητα στις επιχειρήσεις μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, ακόμη και εν απουσία μιας ενεργητικής συμπεριφοράς αυτών των επιχειρήσεων που έχει ως σκοπό να τύχουν αυτού του πλεονεκτήματος.

(43)

Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ούτε και το επιχείρημα βάσει του οποίου το εν λόγω μέτρο θα συνιστούσε ένα μέτρο γενικής φορολογικής πολιτικής προοριζόμενου να ευνοήσει την κεφαλαιοποίηση εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης στην Ευρώπη και δεν θα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγείται δεν αντισταθμίζει ουσιαστικά την άνιση φορολογική μεταχείριση μεταξύ των συλλογικών επενδύσεων σε εισηγμένες εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης αφενός και των συλλογικών επενδύσεων σε άλλες εταιρείες ή τις ατομικές επενδύσεις σε μη εισηγμένες εταιρείες αφετέρου. Ούτε το μέτρο δικαιολογείται από τον ίδιο τον ειδικό στόχο του, αφού περιορίζεται να προβλέπει μείωση φόρου σε περίπτωση συλλογικών επενδύσεων εξειδικευμένων σε μετοχές εταιριών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης που είναι εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές και ως τέτοιο δεν σκοπεύει ούτε είναι αναλογικό σε σχέση με τον στόχο να προωθηθεί η κεφαλαιοποίηση αυτών των εταιριών, αλλά αντίθετα εξαρτάται από τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται μέσω εξειδικευμένων επενδυτικών οργανισμών.

(44)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν θέματι πλεονεκτήματα χορηγήθηκαν από το κράτος ή από κρατικούς πόρους. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Ιταλία δεν πρόβαλε σχετικές αντιρρήσεις, η Επιτροπή επιβεβαιώνει την αξιολόγηση που εξέφρασε κατά την επίσημη κίνηση της διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία το πλεονέκτημα προέρχεται από το κράτος αφού συνίσταται στην παραίτηση από φορολογικά έσοδα που κατά κανόνα εισπράττονται από το ιταλικό κράτος.

(45)

Λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων αυτού του μέτρου, η Επιτροπή επιβεβαιώνει την αξιολόγηση που πραγματοποίησε κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας σύμφωνα με την οποία το μέτρο μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, δεδομένου ότι οι δικαιούχες επιχειρήσεις μπορούν να δράσουν σε διεθνείς αγορές και να ασκήσουν εμπορικές δραστηριότητες και άλλες οικονομικές δραστηριότητες σε αγορές που χαρακτηρίζονται από έντονο ανταγωνισμό. Σύμφωνα με την πάγια νομοθεσία (23), για να νοθεύσει ένα μέτρο τον ανταγωνισμό αρκεί ο δικαιούχος της ενίσχυσης να είναι σε ανταγωνισμό με άλλες επιχειρήσεις σε αγορές ανοικτές στον ανταγωνισμό. Ιδίως, οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες εξειδικευμένοι σε μετοχές εταιριών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης είναι σε ανταγωνισμό με άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και δρουν σε μια ανοικτή αγορά που χαρακτηρίζεται από σημαντικές ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης τις μετοχές των οποίων κατέχουν εξειδικευμένοι επενδυτικοί οργανισμοί που περιγράφονται στο άρθρο 12 του DL 269/2003, τουλάχιστον ορισμένες από αυτές δραστηριοποιούνται σε τομείς στους οποίους υπάρχουν συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(46)

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι ούτε το περιορισμένο φορολογικό κόστος που προέκυψε από αυτό το μέτρο το 2004 (1,1 εκατ. ευρώ) ούτε ο περιορισμένος αριθμός εξειδικευμένων οργανισμών που λειτουργούσαν κατά το 2004 (τρεις), σε σύγκριση με τον μεγάλο αριθμό εισηγμένων εταιριών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης οι μετοχές των οποίων κατέχονταν, μπορεί να μεταβάλει το συμπέρασμα ότι δηλαδή το μέτρο συνιστά ενίσχυση, κατ’αρχάς επειδή, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (24), ακόμη και μια ενίσχυση μικρού ύψους επηρεάζει τον ανταγωνισμό και δεύτερον επειδή η Ιταλία δεν αποκλείει ότι το εν λόγω μέτρο μπορεί στο μέλλον να έχει πιο σημαντική οικονομική επίπτωση. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η περιορισμένη επίπτωση του μέτρου μπορεί να εξηγηθεί επίσης και από το γεγονός ότι η Επιτροπή κίνησε με ετοιμότητα την έρευνα και την επίσημη διαδικασία για το μέτρο και ότι αυτό μπορεί να επηρέασε την συμπεριφορά των φορέων. Τέλος, παρόλο που ο αριθμός των επιλέξιμων εταιριών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης που είναι εισηγμένες σε οργανωμένες ευρωπαϊκές αγορές είναι σχετικά σημαντικός σε σύγκριση με το ύψος της φορολογικής μείωσης κατά το 2004, τα στοιχεία που παρουσίασε η Ιταλία δεν επιτρέπουν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν για τους ατομικούς δικαιούχους μπορούν να εμπέσουν στο πεδίο των de minimis ενισχύσεων (ενισχύσεις ήσσονος σημασίας).

(47)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω μέτρο προκαλεί στρέβλωση (μέσω της φορολογικής μεταχείρισης των επενδυτών) της ανταγωνιστικής θέσης ορισμένων επιχειρήσεων που ασκούν εμπορικές δραστηριότητες και, στο μέτρο που αυτές δρουν σε αγορές ανοικτές στο διεθνή ανταγωνισμό, νοθεύει τον ανταγωνισμό.

(48)

Οι ιταλικές αρχές εφάρμοσαν το μέτρο χωρίς προηγουμένως να το γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή, και κατά συνέπεια δεν τήρησαν την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Το μέτρο έχει χαρακτήρα παράνομης ενίσχυσης στον βαθμό που συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και τέθηκε σε εφαρμογή χωρίς προέγκριση της Επιτροπής.

(49)

Το παρόν μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και το συμβιβάσιμό του με την κοινή αγορά πρέπει κατά συνέπεια να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 και στο άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(50)

Οι ιταλικές αρχές δεν αμφισβήτησαν ρητώς την αξιολόγηση της Επιτροπής στην επιστολή για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας της 11ης Μαΐου 2004, σύμφωνα με την οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν εφαρμόζεται καμία από τις απαλλαγές του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης, ως αποτέλεσμα των οποίων οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά, και η Επιτροπή δεν έλαβε νέα στοιχεία που να θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτό το συμπέρασμα.

(51)

Τα πλεονεκτήματα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν σχετίζονται με καμία δαπάνη ούτε συνδέονται με μη επιλέξιμες δαπάνες για ενισχύσεις σύμφωνα με τους κανονισμούς απαλλαγής κατά κατηγορία ή τις υφιστάμενες κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές.

(52)

Οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης, σχετικά με τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος προς μεμονωμένους καταναλωτές, με τις ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα και με τις ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση.

(53)

Δεν εφαρμόζεται επίσης ούτε και η απαλλαγή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης, που προβλέπει την έγκριση των ενισχύσεων για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, δεδομένου ότι το μέτρο εφαρμόζεται σε ολόκληρη την ιταλική επικράτεια και όχι μόνο στις ενισχυόμενες ιταλικές περιοχές σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α). Τέλος, το καθεστώς δεν φαίνεται να συμβάλει κατά κανένα τρόπο στην ανάπτυξη αυτών των περιοχών.

(54)

Κατά τον ίδιο τρόπο, το καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σημαντικό σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε και ότι προορίζεται να άρει σοβαρή διαταραχή της οικονομίας της Ιταλίας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 87, παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης. Το καθεστώς δεν σκοπεύει ούτε και να προωθήσει τον πολιτισμό και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς όπως ορίζεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης.

(55)

Τέλος, το εν λόγω μέτρο πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης. Αυτό το άρθρο ορίζει ότι οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών θεωρούνται επιλέξιμες υπό τον όρο ότι δεν νοθεύουν τους όρους συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις που χορηγούνται μέσω του μέτρου δεν συνδέονται ούτε και είναι αναλογικές προς ειδικές επενδύσεις, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή με ειδικά σχέδια που θα συνέβαλαν στην προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης. Οι διευκολύνσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με «κρατικές ενισχύσεις και επιχειρηματικά κεφάλαια» (25), αφού οι ενισχυόμενες επενδύσεις έχουν ως αντικείμενο εταιρίες εισηγμένες σε μία οργανωμένη ευρωπαϊκή αγορά και οι ιταλικές αρχές δεν απέδειξαν ότι αυτές οι εταιρίες δεν απολαύουν πρόσβασης κατάλληλης προς τις μετοχικές χρηματοδοτήσεις και είναι εκτεθειμένες, κατά την άντληση κεφαλαίων, σε υψηλότερα έξοδα από άλλες εταιρείες. Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι όπως επιβεβαίωσε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επ’ευκαιρία ενός άλλου μέτρου ενίσχυσης που ευνοεί ειδικές επενδύσεις «δεν αποκλείεται ότι το ίδιο καθεστώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε προβληματικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε ευαίσθητους» τομείς και διέπονται από ειδικούς κανόνες όσον αφορά τις ενισχύσεις  (26). Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα πλεονεκτήματα που χορηγεί το μέτρο μειώνουν τα βάρη που οι δικαιούχοι θα έπρεπε κανονικά να επωμισθούν κατά τη διάρκεια των οικονομικών τους δραστηριοτήτων και πρέπει κατά συνέπεια να θεωρηθούν ως κρατικές ενισχύσεις στη λειτουργία που, σύμφωνα με την πρακτική και τη νομολογία, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(56)

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις που χορηγούνται μέσω του εν λόγω μέτρου συνιστούν καθεστώς κρατικών ενισχύσεων στη λειτουργία στο οποίο δεν εφαρμόζεται καμία από τις προβλεπόμενες απαλλαγές από τη γενική απαγόρευση για παρόμοιες ενισχύσεις και κατά συνέπεια είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή το παρόν μέτρο παράνομα.

(57)

Η διαπίστωση ότι μια κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε παράνομα και είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά συνεπάγεται, ως λογική συνέπεια, ότι η ίδια η ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί για να αποκατασταθεί στο μέτρο του δυνατού ο ανταγωνισμός που προϋπήρχε της ενίσχυσης.

(58)

Η παρούσα απόφαση αφορά το καθεστώς αυτό καθαυτό και πρέπει να εκτελεστεί άμεσα, συμπεριλαμβανομένης της ανάκτησης των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στα πλαίσια του καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού εφαρμογής αριθ. 659/1999 (27).

(59)

Γι’αυτόν τον σκοπό, η Επιτροπή θεωρεί αναγκαίο να ζητήσει από την Ιταλία, κατ’αρχάς, να καταργήσει άμεσα την ενίσχυση η οποία συνίσταται στη διαφορά φορολογικής μεταχείρισης των κερδών εκμετάλλευσης, υπέρ των κερδών εκμετάλλευσης που πραγματοποιούν επενδυτικοί οργανισμοί εξειδικευμένοι σε μετοχές εταιριών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένων σε οργανωμένες ευρωπαϊκές αγορές, πληροφορώντας ταυτόχρονα όλους τους ενδιαφερόμενους που καλούνται να εφαρμόσουν τα εν θέματι φορολογικά κίνητρα, σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές διατάξεις του άρθρου 12 του DL 269/2003, για την άμεση εφαρμογή της παρούσας απόφασης της Επιτροπής.

(60)

Δεύτερον, η Ιταλία πρέπει να ανακτήσει τις ενισχύσεις από τους επενδυτικούς οργανισμούς ή από τις επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τους επενδυτικούς οργανισμούς οι οποίοι έχουν συμβατική μορφή, που είναι ταυτόχρονα οι πρώτοι δικαιούχοι της ενίσχυσης και από τους φορείς που υποχρεούνται σε φορολογία να καταβάλουν στο κράτος τον φόρο υποκατάστασης επί των κερδών εκμετάλλευσης. Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του τακτικού φόρου υποκατάστασης και του μειωμένου φόρου που προκύπτει από τα εν λόγω φορολογικά κίνητρα. Η παρούσα απόφαση δεν προδικάζει τη δυνατότητα για τους επενδυτικούς οργανισμούς ή τις επιχειρήσεις που τους διαχειρίζονται να απαιτήσουν το αντίστοιχο ποσό από τους μετόχους τους, εάν αυτή η δυνατότητα προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, η υποχρέωση ανάκτησης των ενισχύσεων δεν αποκλείει τη δυνατότητα να θεωρηθούν όλες οι ενισχύσεις ή μέρος αυτών που χορηγήθηκαν στους ατομικούς δικαιούχους συμβατές δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης σε ενισχύσεις ήσσονος σημασίας («de minimis») (28).

(61)

Η Επιτροπή καλεί την Ιταλία να παράσχει τις ζητηθείσες πληροφορίες χρησιμοποιώντας το συνημμένο στην παρούσα απόφαση ερωτηματολόγιο, συμπληρώνοντας ένα κατάλογο των χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών και των άλλων φορέων που ενέχονται στην ανάκτηση του εν λόγω χρηματοοικονομικού κινήτρου και διευκρινίζοντας ρητώς τα προβλεπόμενα μέτρα και εκείνα που έχουν ήδη θεσπισθεί για μια άμεση και αποτελεσματική ανάκτηση των παρανόμων κρατικών ενισχύσεων. Η Επιτροπή καλεί την Ιταλία να υποβάλει, εντός δύο μηνών από την έγκριση της παρούσας απόφασης, όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν την πραγματοποιηθείσα έναρξη της διαδικασίας ανάκτησης των παρανόμων ενισχύσεων (όπως εγκύκλιοι, εντολές ανάκτησης κλπ.).

(62)

Στα προς ανάκτηση ποσά εφαρμόζονται οι τόκοι οι οποίοι υπολογίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (29),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν υπό μορφή φορολογικών κινήτρων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που ειδικεύονται στην ανάληψη συμμετοχών σε εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένων σε μια οργανωμένη ευρωπαϊκή αγορά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 του νομοδιατάγματος 269/2003 που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά

Άρθρο 2

Η Ιταλία καταργεί το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1 εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1.   Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης η Ιταλία πληροφορεί όλους τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που ειδικεύονται στην ανάληψη συμμετοχών σε εταιρίες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης και όλους τους άλλους φορείς που ενέχονται στην εφαρμογή του καθεστώτος ενισχύσεων του άρθρου 1, σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει αυτό το καθεστώς ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

2.   Η Ιταλική Δημοκρατία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 και που τέθηκαν παράνομα στη διάθεση των δικαιούχων από τους επενδυτικούς οργανισμούς με εταιρική μορφή ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τις επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τους επενδυτικούς οργανισμούς που έχουν συμβατική μορφή, εξαιρουμένων των ενδεχομένων προσφυγών που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.

Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, η Ιταλική Δημοκρατία πληροφορεί την Επιτροπή σχετικά με την ταυτότητα των δικαιούχων, το ύψος των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν ατομικά και των μεθόδων με τις οποίες αυτά τα ποσά καθορίσθηκαν.

3.   Η ανάκτηση εκτελείται χωρίς καθυστέρηση και σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, με στόχο να επιτραπεί η άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης.

4.   Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις παράγουν τόκους από την ημερομηνία στην οποία οι ενισχύσεις κατέστησαν διαθέσιμες για τους δικαιούχους μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησης.

Οι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

Άρθρο 4

Η Ιταλία πληροφορεί την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που θεσπίστηκαν και προβλέφθηκαν για τη συμμόρφωση. Αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται μέσω του συνημμένου στην παρούσα απόφαση ερωτηματολογίου. Η Ιταλία υποβάλλει εντός της ίδιας προθεσμίας όλα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πραγματοποιηθείσα κίνηση της διαδικασίας ανάκτησης από τους δικαιούχους των παρανόμων ενισχύσεων.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 6 Σεπτεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 225 της 9.9.2004, σ. 8.

(2)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(3)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(4)  ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3.

(5)  Η κύρια διαφορά μεταξύ των SICAV (αμοιβαία κεφάλαια υπό εταιρική μορφή) και των εταιριών χαρτοφυλακίου επενδύσεων συμβατικής μορφής συνίσταται στην απουσία περιουσιακού διαχωρισμού μεταξύ του επενδεδυμένου κεφαλαίου και του εταιρικού κεφαλαίου. Τα μερίδια συμμετοχής στην SICAV (μετοχές) αποτελούν το εταιρικό κεφάλαιο της ίδιας της εταιρείας.

(6)  Ο φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στα κέρδη εκμετάλλευσης που προέρχονται από τα συνταξιοδοτικά ταμεία δεν μειώνεται άμεσα από το άρθρο 12 του DL 269/2003 αφού αυτά υπόκεινται σε ειδικές φορολογικές διατάξεις. Ωστόσο, τα συνταξιοδοτικά ταμεία που επενδύουν σε εξειδικευμένα επενδυτικά μέσα απολαύουν μιας ειδικής φορολογικής πίστωσης που τους επιτρέπει να εφαρμόσουν τον ειδικό συντελεστή του 5 % στο τμήμα των εσόδων τους που προκύπτουν από εξειδικευμένα επενδυτικά μέσα..

(7)  Η διαφορά μεταξύ των ανοικτών και των κλειστών ταμείων συνίσταται στο γεγονός ότι στα τελευταία ο αριθμός των μεριδίων που έχει εκδώσει το ταμείο καθορίζεται από την πράξη σύστασης για ένα συγκεκριμένο αριθμό ετών, οι συμμετέχοντες δεν μπορούν να ζητήσουν την επιστροφή των μεριδίων τους οποτεδήποτε και οι νέες εκδόσεις μεριδίων είναι και εκείνες περιορισμένες. Τα ανοικτά ταμεία δεν υπόκεινται σε κανέναν απ’ αυτούς τους περιορισμούς (βλέπε την «Provvedimento del Governatore 27 agosto 2003» della Banca d’Italia («απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ιταλίας της 27ης Αυγούστου 2003»), που τροποποιεί τις διατάξεις σχετικά με τα ΟΣΕΚΑ που προβλέπονται από την προηγούμενη απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας Ιταλίας της 20ής Σεπτεμβρίου 1999, προσαρμόζοντας αυτές στους νέους κανόνες που θεσπίσθηκαν από τη ρύθμιση των κλειστών ταμείων που εκδόθηκε με το διάταγμα αριθ. 47 της 31ης Ιανουαρίου 2003).

(8)  Αυτό το όριο ορίζεται σε 2 μήνες στην περίπτωση των κλειστών ταμείων.

(9)  Μια εταιρεία μπορεί να θεωρηθεί ως εταιρεία μικρής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης για ένα ή περισσότερα ημερολογιακά τρίμηνα, ανάλογα με τις διακυμάνσεις των κεφαλαιαγορών.

(10)  Το μέτρο δεν έχει άμεση επίδραση στη φορολογία των ξένων επενδυτικών οργανισμών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ.

(11)  Ακριβέστερα, ενώ οι ξένοι ΟΣΕΚΑ που διανέμουν το αποτέλεσμα της εκμετάλλευσής τους στους ατομικούς ιταλούς επενδυτές εφαρμόζουν την ιταλική φορολογική παρακράτηση κατά τη διανομή, το μέρος του αποτελέσματος εκμετάλλευσης που εισπράττουν οι ιταλικοί επενδυτικοί οργανισμοί για τη συμμετοχή τους στους ξένους ΟΣΕΚΑ δίνει το δικαίωμα σε μια ελάφρυνση για τη διπλή φορολογία, μέσω της διαίρεσης μέρους του αποτελέσματος εκμετάλλευσης που προκύπτει από αυτούς τους ξένους ΟΣΕΚΑ.

(12)  Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 β του νόμου 77/1983, τα κέρδη που προκύπτουν από επενδυτικούς οργανισμούς ξένου δικαίου που δεν ρυθμίζονται από την οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου συμβάλλουν στη διαμόρφωση του καθαρού ενεργητικού αφού δεν υπόκεινται σε φορολογία στην πηγή.

(13)  Κατά γενικό κανόνα, μόνο το 40 % του αποτελέσματος εκμετάλλευσης που ένας επενδυτικός οργανισμός ιταλικού δικαίου αποκομίζει από τη συμμετοχή σε ένα επενδυτικό οργανισμό ξένου δικαίου φορολογείται στην Ιταλία, γεγονός που σημαίνει ότι το εισόδημα ξένης προέλευσης που εισπράττεται από ένα επενδυτικό οργανισμό ιταλικού δικαίου φορολογείται εκ των πραγμάτων στο μέτρου του 5 % (η εφαρμογή ενός φόρου 12,5 % επί του 40 % των εισοδημάτων ισοδυναμεί με την εφαρμογή ενός φορολογικού συντελεστή 5 %). Επιπλέον, αποκλείοντας από το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης των επενδυτικών οργανισμών το σύνολο των εισοδημάτων κεφαλαίου που προέρχονται από εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς υποκείμενους σε ένα μειωμένο επίπεδο φορολογίας ισοδύναμου με 5 %, το μέτρο επιδιώκει τον στόχο να εξασφαλίσει ίση μεταχείριση των επενδύσεων σε εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για οργανισμούς ιταλικού ή ξένου δικαίου.

(14)  Το άρθρο 12 του DL 269/2003 διατηρεί την ισχύουσα πίστωση φόρου 15 %, έτσι ώστε ο επενδυτής που ασκεί δραστηριότητα επιχείρησης να μην επωμισθεί σε υψηλότερο επίπεδο τον μειωμένο φορολογικό συντελεστή του 5 % που εφαρμόζεται στους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς. Ο επενδυτής πράγματι θα υπέκειτο σε υψηλότερη προσωπική παρακράτηση εάν, αντί για το 15 %, η πίστωση περιοριζόταν στο 5 % (που συμπίπτει με τον φορολογικό συντελεστή υποκατάστασης που καταβάλλεται από τον επενδυτικό οργανισμό). Στην ουσία, η πίστωση φόρου στο 15 % επιτρέπει την αποφυγή της υψηλότερης ατομικής φορολογίας στον επενδυτή, αφήνοντας έτσι τη συνολική παρακράτηση στο 5 %. Ωστόσο, για να αποφευχθεί ότι, σε περίπτωση που καταβάλλεται μόνο ένας φόρος 5 %, οι επενδυτές να απολαύουν αχρεωστήτως της πλήρους πίστωσης του 15 % το μέτρο ορίζει ότι η πίστωση φόρου συνιστά περιορισμένη πίστωση φόρου για το μέρος στο οποίο δεν καλύπτεται στον φόρο υποκατάστασης του αποτελέσματος εκμετάλλευσης που προέκυψε, δηλαδή για το 9 %, οπότε δεν μπορεί να επιστραφεί ή να χρησιμοποιηθεί για εκπτώσεις επί του φόρου εισοδήματος που οφείλεται κατά τα φορολογικά οικονομικά έτη στα οποία εισπράχθηκε το εισόδημα. Τέλος, η ιταλική διάταξη, για να αντισταθμίσει τον φόρο που παρακρατήθηκε στην πηγή, προβλέπει την επιστροφή φόρου στους ξένους (μη κατοίκους) επενδυτές, που επένδυσαν σε μερίδια των επενδυτικών οργανισμών που υπόκεινται σε φορολογία στην Ιταλία, οι οποίοι έχουν δικαίωμα για επιστροφή φόρου ίση με το 15 % των μερισμάτων που διανεμήθηκαν από τον επενδυτικό οργανισμό, ως αντιστάθμιση για τον φόρο που είχε προηγουμένως καταβληθεί. Η ρύθμιση περιορίζει την επιστροφή στο 6 % σε περίπτωση που τα κέρδη διανέμονται από τους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς υποκείμενους σε φόρο υποκατάστασης, του οποίου ο φορολογικός συντελεστής μειώθηκε στο 5 % σύμφωνα με το άρθρο 12 του DL 269/2003.

(15)  Στην περίπτωση των συνταξιοδοτικών ταμείων, αυτό το πραγματικό επίπεδο (5 %) επίπτωσης του φόρου υποκατάστασης επί του αποτελέσματος που προέκυψε από τη συμμετοχή των συνταξιοδοτικών ταμείων σε εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς πραγματοποιείται — σύμφωνα με τις ειδικές φορολογικές διατάξεις των συνταξιοδοτικών ταμείων — μέσω του αποκλεισμού από το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης, υποκείμενου σε φόρο υποκατάστασης 11 %, του 54,55 % των μερισμάτωνων που διανεμήθηκαν από τους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς ξένου δικαίου, έτσι ώστε εφαρμόζοντας τον φόρο υποκατάστασης του 11 % στο 45,45 % του αποτελέσματος εκμετάλλευσης των συνταξιοδοτικών ταμείων προκύπτει ένα αποτέλεσμα ισοδύναμο με την εφαρμογή του φορολογικού συντελεστή 5 % επί του συνόλου των εσόδων. Από την άλλη πλευρά, τα κέρδη που προέκυψαν από τα συνταξιοδοτικά ταμεία σε σχέση με τους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς ιταλικού δικαίου υπόκεινται σε φορολογία υποκατάστασης ισοδύναμη με το 11 %, παρόλο που απολαύουν μιας πίστωσης φόρου της τάξης του 6 %, που χορηγείται για να αντισταθμίσει τους φόρους που ήδη καταβλήθηκαν από αυτούς τους εξειδικευμένους επενδυτικούς οργανισμούς.

(16)  ΕΕ C 235 της 21.8.2001, σ. 3, σημείο IV.1.

(17)  Υπόθεση C-8/03 BBL, σημεία 42 και 43.

(18)  Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145 του 1977, σ. 1).Οδηγία που τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από την οδηγία 2004/66/EΚ (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 35).

(19)  Υπόθεση 89/81, Hong-Kong Trade Development Council [1982] Συλλ. 1277, σημείο 6. Βλέπε. επίσης υπόθεση C-317/94, Elida Gibbs [1996] Συλλ. I-5339, σημείο 20.

(20)  Πρώτη οδηγία 67/227/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 11ης Απριλίου 1967 περί της εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (ΕΕ L 71 της 14.4.1967, σ. 1301). Οδηγία που τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από την οδηγία 77/388/EΚ (βλέπε υποσημείωση 19).

(21)  Υπόθεση T-55/99 CETM/Επιτροπή [2000] Συλλ. II-3207, σημείο 40 και κοινές υποθέσεις T-92/00 και T-103/00, Territorio Histórico de Álava και άλλοι/ Επιτροπή [2002], Συλλ. II-1385, σημείο 58.

(22)  Υπόθεση C-156/98 Γερμανία/Επιτροπή [2000] Συλλ. I-6857, σημεία 24-28, και υπόθεση T-93/02, Confédération nationale du Crédit mutuel/Επιτροπή, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2005, σημείο 95.

(23)  Υπόθεση T-214/95 Het Vleemse Gewest/Επιτροπή, Συλλ. 1998, σ. II-717.

(24)  Υπόθεση C-142/87, Βέλγιο/Επιτροπή, Συλλ. 1990, σ. I-959.

(25)  ΕΕ C 235 της 21.8.2001, σ. 3.

(26)  Υπόθεση C-156/98, Γερμανία/Επιτροπή, Συλλ. 2000, σ. I-6857, σημείο 69.

(27)  Βλ. υποσημείωση 2.

(28)  ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30.

(29)  ΕΕ L 140 της 30.04.2004, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 19/2004 — Ιταλία: Φορολογικά κίνητρα υπέρ ορισμένων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που ειδικεύονται στην ανάληψη συμμετοχών σε επιχειρήσεις μικρής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές

1.   Συνολικός αριθμός δικαιούχων και συνολικό ποσό ενίσχυσης προς ανάκτηση

1.1

Αναφέρατε λεπτομερώς με ποιο τρόπο θα υπολογιστεί το ποσό των φορολογικών κινήτρων προς ανάκτηση από τους ατομικούς δικαιούχους

Κεφάλαιο

Τόκοι

1.2

Ποιο είναι το συνολικό ποσό προς ανάκτηση των παράνομων φορολογικών κινήτρων που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος (μεικτό ισοδύναμο επιχορήγησης· τιμές την …).

1.3

Ποιος είναι ο συνολικός αριθμός δικαιούχων από τους οποίους πρέπει να ανακτηθούν τα φορολογικά κίνητρα που χορηγήθηκαν παρανόμως στα πλαίσια του παρόντος καθεστώτος.

2.   Μέτρα που προβλέπονται και που έχουν ήδη ληφθεί για την ανάκτηση των ενισχύσεων

2.1

Παρακαλείσθε να αναφέρετε λεπτομερώς ποια μέτρα προβλέπονται και ποια μέτρα έχουν ήδη ληφθεί για την άμεση και πραγματική ανάκτηση των φορολογικών κινήτρων. Διευκρινίστε τη νομική βάση αυτών των μέτρων.

2.2

Εντός ποιας ημερομηνίας θα έχει ολοκληρωθεί η ανάκτηση;

3.   Πληροφορίες σχετικά με τους ατομικούς δικαιούχους που έτυχαν του φορολογικού κινήτρου

Παρακαλείσθε να αναγράψετε στον συνημμένο πίνακα τα στοιχεία σχετικά με τον κάθε δικαιούχο από τον οποίο πρέπει να ανακτηθούν τα φορολογικά κίνητρα που χορηγήθηκαν παρανόμως στα πλαίσια του παρόντος καθεστώτος.

Επωνυμία του δικαιούχου

Ύψος του κινήτρου που χορηγήθηκε παρανόμως (1)

Τοκοφόρος ημερομηνία: ...

Ποσά που επιστράφηκαν (2)

Τοκοφόρος ημερομηνία: ...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


(1)  Ύψος της ενίσχυσης που τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου (μεικτό ισοδύναμο επιχορήγησης· τιμές την …)

(2)  

(o)

Μεικτά επιστραφέντα ποσά (συμπεριλαμβανομένων των τόκων).


27.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 268/12


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 23ης Νοεμβρίου 2005

σχετικά με την κρατική ενίσχυση που η Ιταλία προτίθεται να χορηγήσει στη Fincantieri

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 4433]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/639/EK)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη :

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο (α) ,

τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1540/98, της 29ης Ιουνίου 1998, περί των νέων κανόνων ενισχύσεως της ναυπηγικής βιομηχανίας (1),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (2) και αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που της διαβιβάσθηκαν,

Εκτιμώντας τα εξής :

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 31ης Ιουλίου 2003, η Ιταλία γνωστοποίησε το μέτρο ενίσχυσης στην Επιτροπή. Με επιστολές της 16ης Σεπτεμβρίου 2003, 6ης Νοεμβρίου 2003, 1ης Δεκεμβρίου 2003, 4ης Φεβρουαρίου 2004, 12ης Φεβρουαρίου 2004, 26ης Φεβρουαρίου 2004, 5ης Απριλίου 2004, 25ης Μαΐου 2004, 23ης Ιουνίου 2004 και 8ης Ιουλίου 2004, η Ιταλία παρέσχε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες.

(2)

Με επιστολή της 22ας Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλία για την απόφασή της να κινήσει σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

(3)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(4)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τρίτους ενδιαφερόμενους, τις οποίες διαβίβασε στην Ιταλία, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να απαντήσει. Οι παρατηρήσεις της Ιταλίας διαβιβάστηκαν με επιστολή της 12ης Απριλίου 2005.

(5)

Η Επιτροπή έλαβε και άλλες επιστολές από την Ιταλία με ημερομηνίες αντιστοίχως 25 Νοεμβρίου 2005, 18 Μαΐου 2005 και 12 Οκτωβρίου 2005.

II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(6)

Η Ιταλία ζήτησε από την Επιτροπή παράταση της προθεσμίας παράδοσης της 31ης Δεκεμβρίου 2003, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1540/98, της 29ης Ιουνίου 1998 περί των νέων κανόνων ενισχύσεως της ναυπηγικής βιομηχανίας («κανονισμός για τη ναυπηγική βιομηχανία»), ο οποίος διέπει τη χορήγηση λειτουργικών ενισχύσεων που συνδέονται με τη σύμβαση. Η παράταση που ζήτησε η Fincantieri αφορά την παράδοση πέντε κρουαζιερόπλοιων συνολικής συμβατικής αξίας 2,1 δισεκατ. ευρώ και με ποσό ενίσχυσης 243 εκατ. ευρώ.

(7)

Η Fincantieri είναι δημόσια εταιρία με έξι ναυπηγεία στην Ιταλία (Monfalcone, Marghera, Sestri Ponente, Ancona, Palermo, Castellammare, Muggiano, Riva Trigoso), εξειδικευμένη στη ναυπήγηση κρουαζιερόπλοιων, αλλά που ναυπηγεί επίσης και άλλους τύπους πλοίων που προορίζονται για την εμπορική ναυτιλία και το πολεμικό ναυτικό.

(8)

Η Ιταλία εξήγησε ότι οι οριστικές συμβάσεις για τα εν λόγω πλοία υπογράφηκαν τον Δεκέμβριο 2000 και ότι η παράδοση, σύμφωνα με τις συμβατικές ρήτρες, προβλεπόταν για τον Ιούνιο ή τον Δεκέμβριο 2003. Τα πλοία τα παρήγγειλαν διάφορες θυγατρικές της Carnival Corporation («Carnival»), επιχείρηση κρουαζιερών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σ’ αυτή τη βάση η Ιταλία υποσχέθηκε μια λειτουργική ενίσχυση σχετική με τη σύμβαση για τη ναυπήγηση των πλοίων.

(9)

Η Ιταλία διευκρίνισε ότι ο ιδιοκτήτης των πλοίων ζήτησε, το φθινόπωρο του 2001, παράταση των προθεσμιών παράδοσης σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα το 2004 και το 2005, προτάσσοντας ως αιτιολογία τις σοβαρές επιπτώσεις των τρομοκρατικών ενεργειών της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στον τομέα των κρουαζιερών. Η Fincantieri αποδέχτηκε το αίτημα και η Ιταλία ζήτησε παράταση της προθεσμίας παράδοσης ώστε τα πλοία να μπορέσουν ακόμα να τύχουν λειτουργικών ενισχύσεων.

(10)

Στην γνωστοποίησή τους οι ιταλικές αρχές αναφέρθηκαν στην απόφαση της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 2002 (4) με την οποία εξουσιοδοτείται ανάλογη παράταση της προθεσμίας παράδοσης κρουαζιερόπλοιου υπό κατασκευή στο γερμανικό ναυπηγείο Meyer Werft. Η Ιταλία υπογράμμισε τις υφιστάμενες αναλογίες μεταξύ των δύο περιπτώσεων σε ό, τι αφορά (i) τους λόγους που προβλήθηκαν για την παράταση (τις επιπτώσεις των τρομοκρατικών ενεργειών της 11ης Σεπτεμβρίου 2001), (ii) τη συγκεκριμένη αγορά (κρουαζιέρες) και (iii) τη σχέση εμπορικής εξάρτησης μεταξύ του ναυπηγείου και του ιδιοκτήτη του πλοίου (η Carnival είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της Fincantieri).

(11)

Με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή χορήγησε παράταση της προθεσμίας παράδοσης για τέσσερα από τα πλοία, αλλά εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης παράτασης για ένα πέμπτο πλοίο. Οι αμφιβολίες αφορούσαν το πλοίο 6079, με προβλεπόμενη παράδοση τον Οκτώβριο 2005. Αυτό το πλοίο έπρεπε αρχικώς να παραδοθεί το 2005 αλλά, σε ένα επόμενο στάδιο, προς το τέλος του 2000, η προθεσμία παράδοσης ορίστηκε για τον Δεκέμβριο 2003, διαφορετικά το πλοίο δεν θα μπορούσε να τύχει λειτουργικών ενισχύσεων.

(12)

Το ποσό της ενίσχυσης που η Ιταλία θα χορηγούσε στην Fincantieri εάν η Επιτροπή παρέτεινε την προθεσμία παράδοσης για το πλοίο 6079 είναι περίπου 33 εκατ. Ευρώ (9 % της συμβατικής αξίας του πλοίου).

(13)

Η κίνηση της επίσημης διαδικασίας βασίστηκε κυρίως σε δύο λόγους. Ο πρώτος συνίσταται στις αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα υλοποίησης του σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο ένα από τα πέντε πλοία (το πλοίο 6077) έπρεπε να ναυπηγηθεί στο ναυπηγείο της Αγκώνας, γεγονός που θα συνεπαγόταν μια περίπλοκη παραγωγική διαδικασία, δεδομένου ότι τα τμήματα των σκαφών προς συναρμολόγηση θα έπρεπε να μεταφερθούν σε άλλο ναυπηγείο (ATSM Τεργέστη) και κατόπιν να ξαναμεταφερθούν στην Αγκώνα, αφού το μήκος της δεξαμενής στην Αγκώνα είναι μικρότερο από εκείνο του πλοίου. Επιπλέον, στην Αγκώνα δεν είχαν ποτέ κατασκευαστεί τόσο πολύπλοκα πλοία και γι’ αυτό υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα αντιμετώπισης μιας τέτοιας επιχείρησης, ιδίως όσον αφορούσε τον εξοπλισμό του πλοίου. Γι’ αυτόν τον σκοπό πρέπει να διευκρινιστεί ότι η κατασκευή του πλοίου 6077 στην Αγκώνα θα συνεπαγόταν ένα εξοπλισμό απολύτως κατ’ εξαίρεση στο ναυπηγείο του Παλέρμου, εξ αιτίας της μετακίνησης της παραγωγής από την Αγκώνα στο Παλέρμο.

(14)

Ο δεύτερος λόγος συνίσταται στις αμφιβολίες σχετικά με το εκτιμώμενο ποσό για τον εξοπλισμό του πλοίου που θα έπρεπε να είχε προβλέψει η Fincantieri, εάν και τα πέντε πλοία είχαν παραδοθεί το 2003. Αυτό θα είχε οδηγήσει το 2003, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, σε έναν εξοπλισμό ισοδύναμο που θα απαιτούσε τη διπλή δραστηριότητα εξοπλισμού από εκείνη που είχε πραγματοποιήσει μέχρι τότε η Fincantieri. Επιπλέον, για το ναυπηγείο της Marghera, η δραστηριότητα εξοπλισμού που είχε προβλεφθεί για το 2003 απαιτούσε μεγαλύτερη δραστηριότητα εξοπλισμού κατά 40 % περίπου της δραστηριότητας που είχε διεξαγάγει μέχρι τότε το ναυπηγείο αυτό. Συνεπώς, η Επιτροπή αμφέβαλε κατά πόσο ήταν ρεαλιστικό το σχέδιο παραγωγής για τη Fincantieri γενικά και για την Marghera ειδικότερα.

(15)

Γι’ αυτούς τους δύο λόγους η Επιτροπή αμφέβαλε για το κατά πόσο τα πέντε πλοία μπορούσαν να παραδοθούν το 2005. Ωστόσο, βάσει των ιδίων πληροφοριών και της ιδίας ανάλυσης η Επιτροπή δέχθηκε ότι ήταν δυνατή η παράδοση τεσσάρων πλοίων.

(16)

Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι μεγαλύτερες αμφιβολίες αφορούσαν το πλοίο 6079, που είναι το τρίτο όμοιο πλοίο του 6077, που και αυτό ναυπηγήθηκε στο ναυπηγείο της Marghera και του οποίου η παράδοση είχε προβλεφθεί για τον Οκτώβριο 2005. Η ημερομηνία παράδοσης αυτού του πλοίου είχε μετατεθεί σημαντικά σε σύγκριση με το σχέδιο παραγωγής του Δεκεμβρίου 2000, μετά την απόφαση να ναυπηγηθεί το πλοίο 6077 στη Marghera. Επιπλέον, τέτοιες αμφιβολίες βασίζονται σε ενδείξεις — μια επιστολή προθέσεων υπογράφηκε πριν υπογραφούν οι οριστικές συμβάσεις τον Δεκέμβριο 2000 — βάσει των οποίων ήδη εξαρχής είχε προβλεφθεί η τωρινή σειρά ναυπήγησης, με πολύ καθυστερημένη προθεσμία παράδοσης για το πλοίο 6079.

III.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(17)

Η Fincantieri έστειλε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 3ης Μαρτίου 2005.

(18)

Η Fincantieri δήλωσε ότι οποιοδήποτε ναυπηγείο της επιχείρησης, είτε ανήκει στο τμήμα ναυπήγησης κρουαζιερόπλοιων είτε ανήκει στο τμήμα ναυπήγησης φορτηγών πλοίων, θα ήταν σε θέση, χωρίς να χρειάζεται να τροποποιήσει τις επιλογές τεχνικής της παραγωγής και του εκτελεστικού σχεδιασμού του ναυπηγείου, να κατασκευάσει τα ίδια τμήματα του πλοίου, στηριζόμενο και σε ένα δίκτυο υπεργολάβων σε θέση να ικανοποιήσουν εν ανάγκη την ζητούμενη παραγωγική ποιότητα και ποσότητα.

(19)

Επιπλέον, η Fincantieri δήλωσε ότι το ναυπηγείο της Αγκώνας μπορούσε να κατασκευάσει χωρίς προβλήματα ένα κρουαζιερόπλοιο των διαστάσεων και των χαρακτηριστικών ναυπήγησης του πλοίου 6077 (το όμοιο πλοίο του 6079), εξ ολοκλήρου, δηλαδή συμπεριλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξοπλισμού και επίπλωσης, καταφεύγοντας αποκλειστικά στις ίδιες δομές παραγωγής, υποδομής και εγκαταστάσεων, αρκεί να είχε δοθεί άμεση συνέχεια στη συμφωνία μεταξύ της Fincantieri και των τοπικών και περιφερειακών αρχών, των λιμενικών αρχών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων στον τομέα της μεταλλουργομηχανικής βιομηχανίας, συμφωνία που κατέστη επίσημη με το έγγραφο προθέσεων της 6ης Δεκεμβρίου 1999. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη.

(20)

Στη μελέτη της τεχνικής της παραγωγής σχετικά με το πλοίο 6077 (όμοιο πλοίο του πλοίου 6079) αποφασίστηκε να κατασκευαστεί το πλοίο σε δύο τμήματα: το μεγαλύτερο στην Αγκώνα και το μικρότερο στη Riva Trigoso. Το ίδιο παραγωγικό σχήμα είχε προβλεφθεί για την ναυπήγηση του αεροπλανοφόρου Conte di Cavour, στα ναυπηγεία της Riva Trigoso και του Muggiano και είχε υιοθετηθεί για το κρουαζιερόπλοιο της Disney Magic, στα ναυπηγεία της Αγκώνας και της Marghera το 1997. Η επονομαζόμενη «τζαμποποίηση» σχεδιάστηκε για το νεώριο της ATSM στην Τεργέστη το οποίο διαθέτοντας επίσης μόνιμη δεξαμενή για τις εργασίες εξοπλισμού και ολοκλήρωσης πλοίων, θα μπορούσε να είχε αντιμετωπίσει οποιαδήποτε παραγωγική δυσκολία του ναυπηγείου της Αγκώνας, και ακόμη σημαντικότερο, προσφέροντας το μεγάλο πλεονέκτημα της εγγύτητας με τον βιομηχανικό πόλο γύρω από το ναυπηγείο του Monfalcone.

(21)

Εν κατακλείδι, η Fincantieri, στην επιλογή της να ναυπηγήσει το πλοίο 6077 στην Αγκώνα, τουλάχιστον για μεγάλο μέρος του σκάφους και για μεγάλο μέρος του εξοπλισμού, υιοθέτησε μια αποτελεσματική και παράλληλα οξυδερκή στρατηγική, προβλέποντας, έναντι ενδεχομένων προβλημάτων που θα μπορούσαν να προκύψουν, μια σειρά από εναλλακτικές λύσεις παραγωγής που στηρίζονται στα χαρακτηριστικά ολοκλήρωσης και ευελιξίας των δικών της ναυπηγείων, για να εξασφαλίσει την τήρηση των συμβατικών προθεσμιών παράδοσης που προβλέπονταν για το τέλος του 2003.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΕΒΑΛΑΝ ΟΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

(22)

Οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές μετά από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας αντικατοπτρίζουν τις παρατηρήσεις της Fincantieri· ότι δηλαδή το σχέδιο του Δεκεμβρίου 2000, αν και αποτελούσε μια πρόκληση, ήταν ρεαλιστικό. Οι ιταλικές αρχές θεωρούν ότι η ημερομηνία παράδοσης θα μπορούσε να είχε τηρηθεί χάρη στην παραγωγική ευελιξία της Fincantieri, δηλαδή της ικανότητάς της να ναυπηγεί πλοία σε συνεργία με άλλα ναυπηγεία (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν προορίζονται συνήθως στη ναυπήγηση κρουαζιερόπλοιων), χάρη σε ένα σχέδιο επενδύσεων υποδομής και εγκαταστάσεων επί τούτου γι’ αυτόν τον σκοπό και χάρη σε προηγμένες μεθοδολογίες ναυπήγησης.

(23)

Όσον αφορά την προβλεπόμενη συμμετοχή της ATSM στη ναυπήγησηενός από τα πλοία, οι παρατηρήσεις της Ιταλίας αντικατοπτρίζουν τις παρατηρήσεις της Fincantieri, ότι δηλαδή η ATSM θα μπορούσε άνετα να προβεί στη συνένωση των δύο εξοπλισμένων τμημάτων της ναυπήγησης του 6077, παρόλο που αυτή η μέθοδος ναυπήγησης συνιστά εναλλακτική λύση που υπό ορισμένο πρίσμα είναι λιγότερο ικανοποιητική από την «κανονική» σειρά των σταδίων ναυπήγησης. Πάντως η συνένωση των τμημάτων αποτελεί πλέον για την εταιρία Fincantieri μια εργασία ρουτίνας. Σε ό, τι αφορά τις αμφιβολίες της Επιτροπής σχετικά με την εμπειρία που απεκόμισε το ναυπηγείο της Αγκώνας όσον αφορά τη ναυπήγηση πλοίων ανάλογης πολυπλοκότητας, η Ιταλία θεωρεί ότι αυτό είχε ήδη συντελεσθεί με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του μισού περίπου πλοίου της Disney Magic και με εκείνη του επιβατικού πλοίου «Danielle Casanova».

(24)

Επιπλέον, οι ιταλικές αρχές δηλώνουν ότι το ναυπηγείο του Παλέρμου αντιμετώπισε στο παρελθόν (1996-97) σχέδια παραγωγής περισσότερο δύσκολα από εκείνο που προβλέφθηκε για το 2000. Όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία το σχέδιο παραγωγής του έτους 2000 θα συνεπαγόταν, στο έτος 2003, ποσότητα εξοπλισμού ισοδύναμη με το διπλό της δραστηριότητας εξοπλισμού που είχε πραγματοποιήσει μέχρι τότε η Fincantieri, οι ιταλικές αρχές αρνούνται αυτή την εκτίμηση και επιπλέον υποστηρίζουν ότι σε σχεδόν όλα τα ναυπηγεί το παραγωγικό σχέδιο του έτους 2000 θα είχε χρησιμοποιήσει την «κανονική ικανότητα ναυπήγησης» του αντίστοιχου ναυπηγείου και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις θα είχε επιτευχθεί η ανώτατη ικανότητα ναυπήγησης.

(25)

Σε απάντηση στην επισήμανση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία για το ναυπηγείο της Marghera ο προβλεπόμενος για το 2003 εξοπλισμός θα απαιτούσε δραστηριότητα κατά 40 % μεγαλύτερη από εκείνη που είχε διεξαγάγει αυτό το ναυπηγείο μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι ο φόρτος εργασίας (συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού), που προβλέπεται για το ναυπηγείο της Marghera από το σχέδιο για το 2000, ήταν απολύτως συνεπής με τη ναυπηγική ικανότητα και δυναμικό που επέδειξε το ναυπηγείο, αφού στο παρελθόν είχε κατορθώσει να παραδώσει 4 πλοία σε 15 μήνες, όπως προβλέφθηκε για το 2003.

(26)

Επιπλέον, στην Ιταλία είχε δοθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί επί των βασικών στοιχείων της έκθεσης που είχε συντάξει ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας, την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να αξιολογήσει τις πληροφορίες που παρέσχε η Ιταλία πριν από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(27)

Στην απάντησή τους της 18ης Μαΐου 2005, οι ιταλικές αρχές διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με τρεις κύριες πλευρές της έκθεσης του εμπειρογνώμονα.

(28)

Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, ο εμπειρογνώμονας βάσισε την αξιολόγησή του στην ολική χωρητικότητα προς παράδοση το έτος 2003, χωρίς να λάβει υπόψη τον κύκλο παραγωγής, δηλαδή την προοδευτική αύξηση που η αντισταθμισμένη μικτή χωρητικότητα εμφανίζει κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου ναυπήγησης. Ο εμπειρογνώμονας, ξεχνώντας να διανείμει στη χρονική περίοδο που είναι απαραίτητη για την πραγματική της παραγωγή την χωρητικότητα σχετικά με τα εννέα πλοία με παράδοση προγραμματισμένη στο 2003 (ορισμένα εκ των οποίων σε προχωρημένο στάδιο ναυπήγησης ήδη στα τέλη του 2002), δήλώσε καταλήγοντας ότι το 2003 η Fincantieri θα μπορούσε να είχε παραγάγει διπλάσια χωρητικότητα από εκείνη που είχε παραγάγει στο παρελθόν. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές αυτό το συμπέρασμα είναι λανθασμένο, αφού στα πλαίσιο της αξιολόγησης της παραγωγικής ικανότητας της Fincantieri, η χωρητικότητα των πλοίων που παραδόθηκαν το 2003 δεν συμπίπτει με τη χωρητικότητα εκείνων που πραγματικά ναυπηγήθηκαν κατά το ίδιο έτος. Η Ιταλία υποστηρίζει ότι τα στοιχεία σχετικά με την παραγωγή είναι συνεπή με τις παραγωγικές ικανότητες που παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν και οπωσδήποτε δεν υπερβαίνουν τα επίπεδα της ανώτατης παραγωγικής ικανότητας.

(29)

Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι τα στοιχεία παραγωγής καταδεικνύουν πως ακόμα και στα έτη της μεγαλύτερης προσπάθειας, δηλαδή το 2002 και το 2003, οι όγκοι παραγωγής για τα ναυπηγεία του Monfalcone, της Marghera και της Genova-Sestri Ponente δεν διέφεραν πάνω από 20 % από τους ιστορικούς όγκους. Σε ό, τι αφορά το «payload» (επίπλωση και κλιματισμός) που αποτελεί το σημαντικό μέρος το οποίο χαρακτηρίζει αυτή τη μορφή πλοίων, η διαφορά είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση του ναυπηγείου της Genova-Sestri Ponente (που από 1 863 τόνους το 1998, αυξήθηκε σε 14 303 τόνους το 2003). Μια τόσο αισθητή αύξηση οφείλεται στην προσφυγή σε υπεργολάβους και στη διεύρυνση των εργασιών που τους ανατέθηκαν, μέσω συμβάσεων «με το κλειδί στο χέρι».

(30)

Τα στοιχεία σχετικά με την παραγωγή σε εργατοώρες (εσωτερικές — εξωτερικές) καταδεικνύουν ότι στα έτη που προηγούνται του σχεδίου, έγινε προσφυγή σε υπεργολαβίες σε βαθμό ακόμα μεγαλύτερο από εκείνον που προβλέπεται στο σχέδιο του Δεκεμβρίου 2000.

(31)

Τέλος, η Ιταλία υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος έλλειψης ή μη διαθεσιμότητας των υπεργολάβων είναι αμελητέος, και υπό το πρίσμα των σκέψεων ότι οι δραστηριότητες εξοπλισμού του ξενοδοχειακού μέρους των πλοίων (που συμπίπτει με την τελευταία περίοδο παραγωγής στο ναυπηγείο) εμπλέκει ακριβώς τους προμηθευτές με τους οποίους η Fincantieri διατηρεί μακρόχρονες σχέσεις συνεργασίας. Ακόμη και στην έσχατη υπόθεση έλλειψης ή μη διαθεσιμότητας εξειδικευμένου προσωπικού, το πρόβλημα θα λυνόταν εύκολα μέσω εξωτερικής ανάθεσης της εργασίας, στον τομέα της οικοδομής, κυρίως σε επιχειρήσεις κατασκευής μεγάλων ξενοδοχείων, δεδομένου ότι η επίπλωση και ο εξοπλισμός είναι ανάλογοι με εκείνους των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων.

(32)

Εν κατακλείδι, οι ιταλικές αρχές συμμερίζονται πλήρως τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Fincantieri.

(33)

Με επιστολή της 12ης Οκτωβρίου 2005, η Ιταλία σχολίασε τα συμπεράσματα που υπέβαλε ο δεύτερος εμπειρογνώμονας τον οποίο συμβουλεύθηκε η Επιτροπή, τα οποία αφορούσαν την αξιολόγηση των επιχειρημάτων που προέβαλε η Ιταλία στην απάντησή της όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

(34)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το κριτήριο της στρέβλωσης των ανταλλαγών εφαρμόζεται σε επιχείρηση δικαιούχο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα που συνεπάγεται συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(35)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το ζήτημα της παράτασης της προθεσμίας παράδοσης είναι καθοριστικό για να είναι επιλέξιμο το πλοίο για λειτουργικές ενισχύσεις που συνδέονται με τη σύμβαση, δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού για τη ναυπηγική βιομηχανία. Η εν θέματι λειτουργική ενίσχυση συνίσταται στη χρηματοδότηση μέσω κρατικών πόρων ενός μέρους των δαπανών τις οποίες τα εν λόγω ναυπηγεία θα έπρεπε κανονικά να πραγματοποιήσουν για να ναυπηγήσουν ένα πλοίο. Σ’ αυτό προστίθεται ότι η ναυπηγική κατασκευή αποτελεί οικονομική δραστηριότητα που συνεπάγεται συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Η εν λόγω ενίσχυση εμπίπτει συνεπώς στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(36)

Το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο (ε) της συνθήκης θεσπίζει ότι δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι κατηγορίες ενισχύσεων που καθορίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, δυνάμει αυτής της νομικής βάσης, στις 29 Ιουνίου 1998, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό για τη ναυπηγική βιομηχανία.

(37)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, βάσει του κανονισμού για τη ναυπηγική βιομηχανία, ως «ναυπηγική βιομηχανία» νοείται η ναυπήγηση αυτοπροωθούμενων ποντοπόρων εμπορικών πλοίων. Επίσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Fincantieri ναυπηγεί αυτόν τον τύπο πλοίων και ότι πρόκειται συνεπώς για επιχείρηση που διέπεται απ’ αυτόν τον κανονισμό.

(38)

Το αίτημα που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές πρέπει να αξιολογηθεί βάσει του κανονισμού για τη ναυπηγική βιομηχανία, παρόλο που αυτός δεν είναι πλέον σε ισχύ από το τέλος του 2003. Το καθεστώς για το οποίο η Ιταλία χορήγησε την ενίσχυση εγκρίθηκε δυνάμει αυτού του κανονισμού και όταν χορηγήθηκε η ενίσχυση ο εν λόγω κανονισμός που προέβλεπε την τριετή προθεσμία παράδοσης ήταν ακόμα σε ισχύ.

(39)

Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού για τη ναυπηγική βιομηχανία προβλέπει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 εισφορά 9 % κατ’ ανώτατο όριο ως λειτουργική ενίσχυση βάσει της σύμβασης. Βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του ιδίου κανονισμού το ανώτατο όριο που είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση είναι το ισχύον κατά την ημερομηνία υπογραφής της οριστικής σύμβασης. Αυτό δεν εφαρμόζεται, ωστόσο, στα πλοία των οποίων η παράδοση έλαβε χώρα μετά την παρέλευση τριών ετών από την υπογραφή της σύμβασης. Σε αυτές τις περιπτώσεις το εφαρμοστέο ανώτατο όριο είναι εκείνο που ίσχυε τρία έτη πριν την παράδοση του πλοίου. Η τελευταία προθεσμία παράδοσης ενός πλοίου που θα μπορούσε ακόμα να τύχει λειτουργικών ενισχύσεων, ήταν ως εκ τούτου, , κατ’ αρχήν, η 31η Δεκεμβρίου 2003.

(40)

Το άρθρο 3 παράγραφος 2 προβλέπει εντούτοις ότι η Επιτροπή δύναται να χορηγήσει παράταση της τριετούς προθεσμίας παράδοσης οσάκις τούτο κρίνεται δικαιολογημένο λόγω της τεχνικής περιπλοκότητας του συγκεκριμένου ναυπηγικού εγχειρήματος ή λόγω καθυστερήσεων συνεπεία απρόβλεπτης και σοβαρής διατάραξης του προγράμματος εργασιών του ναυπηγείου για την οποία αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο, συνεπεία εξαιρετικών περιστάσεων, μη δυνάμενων να προβλεφθούν από την οικεία επιχείρηση και οφειλόμενων σε εξωγενείς παράγοντες. Ας σημειωθεί ότι η Ιταλία βασίζει το αίτημά της για παράταση της προθεσμίας παράδοσης σε εξαιρετικές και απρόβλεπτες περιστάσεις.

(41)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έδωσε μια ανάλογη ερμηνεία στην απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000 (5) και θέσπισε ότι αυτή η διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά.

(42)

Η Επιτροπή επισημαίνει κυρίως ότι η παρούσα απόφαση αφορά ένα πλοίο, αλλά ότι η αξιολόγηση βασίζεται σε ολόκληρη την παραγωγή της Fincantieri που είχε προβλεφθεί τον Δεκέμβριο 2000. Η παράδοση το 2003 και των πέντε πλοίων που αποτελούν αντικείμενο αυτής της γνωστοποίησης, — εκτός εκείνων των πλοίων η παράδοση των οποίων προβλεπόταν ήδη για το 2003 — θα συνεπαγόταν τεράστιο φόρτο εργασίας για την Fincantieri. Γι’ αυτό, η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο να επαληθεύσει κατά πόσον η Fincantieri ήταν τεχνικά σε θέση να παραδώσει τα εν λόγω πλοία μέχρι το τέλος του 2003.

(43)

Οι συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέσχε η Ιταλία και η Fincantieri σε απάντηση στις αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή στην απόφασή της, αναλύθηκαν από την Επιτροπή και από έναν ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα (6) κατόπιν παραγγελίας της Επιτροπής. Η έκθεση που εκπόνησε ο εμπειρογνώμονας τέθηκε στη διάθεση της Ιταλίας ώστε να μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, με επιστολή της Επιτροπής της 26ης Αυγούστου 2005. Η Ιταλία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της επί της έκθεσης με επιστολή της 12ης Οκτωβρίου 2005.

(44)

Η πρώτη αμφιβολία που εξέφρασε η Επιτροπή αφορούσε την παραγωγική ικανότητα του ναυπηγείου της Αγκώνας να ναυπηγήσει, μαζί με το ναυπηγείο ATSM της Τεργέστης, ένα από τα πέντε κρουαζιερόπλοια (το 6077) αντικείμενο της γνωστοποίησης.

(45)

Η Ιταλία υποστηρίζει ότι θα ήταν δυνατό να είχε κατασκευαστεί ένα από τα πέντε πλοία στην Αγκώνα και στην ATSM, παρόλο που το νεώριο της Αγκώνας έχει μικρότερο μήκος από το εν λόγω πλοίο, χάρη σε μια ειδική διαδικασία που ήδη είχε χρησιμοποιηθεί μία φορά για ένα κρουαζιερόπλοιο, δηλαδή τη συνένωση των δύο κομματιών του πλοίου («τζαμποποίηση»). Η Επιτροπή στην έναρξη της διαδικασίας δεν είχε δηλώσει ότι αυτό ήταν αδύνατο, όμως υπογράμμισε την πολυπλοκότητα, γεγονός που η Ιταλία συμμερίζεται παραδεχόμενη ότι επρόκειτο για μία «μέθοδο ναυπήγησης λιγότερο ικανοποιητική».

(46)

Γι’ αυτόν τον σκοπό, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε ότι στην Αγκώνα δεν είχαν ποτέ ναυπηγηθεί, μέχρι τότε, πλοία τόσο πολύπλοκα, επισήμανση στην οποία η Ιταλία απάντησε υποστηρίζοντας ότι η Αγκώνα είχε κατασκευάσει το κύριο τμήμα τριών αντίστοιχων πλοίων, καθώς και τμήμα ενός επιβατικού πλοίου ιδίων κατά προσέγγιση διαστάσεων με το ήμισυ του εν λόγω πλοίου (44 000 κόροι ολικής χωρητικότητας (εφεξής ΚΟΧ) έναντι 82 500 ΚΟΧ). Συνεπώς, τα τμήματα και τα πλοία ήταν σημαντικά μικρότερα από το κρουαζιερόπλοιο 6077 του οποίου προβλεπόταν η ναυπήγηση. Επειδή στη ναυπήγηση κρουαζιερόπλοιων η πολυπλοκότητα εξαρτάται σημαντικά από τις διαστάσεις, η Επιτροπή γι’ αυτόν τον σκοπό συμπεραίνει ότι η Ιταλία δεν κατόρθωσε να αντικρούσει τα επιχειρήματά της στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

(47)

Στην προαναφερθείσα απόφαση η Επιτροπή δήλωσε επιπλέον ότι η κατασκευή του ενός των κρουαζιερόπλοιων στην Αγκώνα και στο ναυπηγείο ATSM της Τεργέστης θα συνεπαγόταν τη μετακίνηση άλλων ναυπηγήσεων, που προβλέπονταν για το ναυπηγείο της Fincantieri στο Παλέρμο, για του οποίου όμως την ικανότητα να αντιμετωπίσει την αύξηση της δραστηριότητας εξοπλισμού η Επιτροπή αμφέβαλε. Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι αυτή η εργασία θα ήταν θεωρητικά δυνατή. Εντούτοις, δεν χορηγήθηκε καμία απόδειξη, η δε απάντηση αναφερόταν κυρίως στη ναυπήγηση εκφρασμένη σε ολική χωρητικότητα και όχι στο συγκεκριμένο ζήτημα του εξοπλισμού. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η παραγωγή του ναυπηγείου του Παλέρμου το 2003 ήταν 33 000 ΚΟΧ, πολύ χαμηλότερη από την ανώτατη παραγωγή που ισχυρίστηκαν οι ιταλικές αρχές (63 000 ΚΟΧ), καθώς και χαμηλότερη από την παραγωγή που προβλέπεται στο σχέδιο του Δεκεμβρίου 2000, ήτοι 53 000 ΚΟΧ.

(48)

Επιπλέον, οι ιταλικές αρχές πληροφόρησαν ότι ήδη τον Ιούνιο 2001 — λιγότερο από έξι μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης για τα πέντε κρουαζιερόπλοια — εμφανίστηκε κρίση παραγωγής στο Παλέρμο, ακόμη και χωρίς την επιπλέον εργασία που προβλεπόταν, εξ ου και η καθυστέρηση των παραδόσεων. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ναυπηγείο του Παλέρμο δεν ήταν σε θέση να καλύψει το σχέδιο του Δεκεμβρίου 2000 σε ό, τι αφορά τον εξοπλισμό (σημείο στο οποίο η Ιταλία δεν απάντησε).

(49)

Όμως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι πληροφορίες που παρέσχον οι ιταλικές αρχές και η Fincantieri δείχνουν ότι δεν ήταν σαφές τον Δεκέμβριο 2000 εάν ο εξοπλισμός του πλοίου 6077 έπρεπε να πραγματοποιηθεί στην ATSM ή στην Αγκώνα. Σύμφωνα με το σχέδιο παραγωγής του Δεκεμβρίου 2000 και το παράρτημα 5 στην επιστολή της 25ης Μαΐου 2005, ο εξοπλισμός έπρεπε να πραγματοποιηθεί στην Αγκώνα, όμως στην επιστολή της Fincantieri της 3ης Μαρτίου 2005 δηλώνεται ότι ο εξοπλισμός θα πραγματοποιείτο στην ATSM για να αποφευχθούν ενδεχόμενες δυσκολίες παραγωγής του ναυπηγείου της Αγκώνας.

(50)

Ο εμπειρογνώμονας που συμβουλεύθηκε η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ιταλία δεν χορήγησε πειστικές πληροφορίες σε ό, τι αφορά την οργάνωση και τους πόρους προς συγκέντρωση στο νεώριο της ATSM και γι’ αυτό αμφιβάλλει σαφώς για το κατά πόσον ένα ναυπηγείο που χρησιμοποιείται κυρίως για επισκευές πλοίων και χωρίς πείρα στη ναυπήγηση κρουαζιερόπλοιων, μπορεί να μετατραπεί σε ναυπηγείο πλήρως οργανωμένο που να είναι σε θέση να παραδώσει ένα κρουαζιερόπλοιο σε σύντομο χρονικό διάστημα.

(51)

Στην επιστολή τής 12ης Οκτωβρίου 2005, η Ιταλία σχολίασε αυτό το σημείο. Η Ιταλία θεωρεί ότι οι οργανωτικές ικανότητες της Fincantieri ήταν επαρκείς για να επιτρέψουν στην ATSM να φέρει σε πέρας το προβλεπόμενο εγχείρημα εντός σύντομης περιόδου. Η Ιταλία υπογραμμίζει επίσης ότι η ATSM συνεργάζεται σήμερα με τη Fincantieri, σε ό, τι αφορά τη δραστηριότητα επισκευής πλοίων στο νεώριό της. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν είναι ακόμη πεπεισμένη για το κατά πόσον ευσταθεί η ιταλική θέση σύμφωνα με την οποία η ATSM θα μπορούσε να μετατραπεί σε σύντομο χρόνο από νεώριο για επισκευές πλοίων σε πραγματικό ναυπηγείο ναυπήγησης πλοίων.

(52)

Εξ ου και το συμπέρασμα ότι η ίδια η Fincantieri αμφέβαλε για την ικανότητα του ναυπηγείου της Αγκώνας να εφοπλίσει το πλοίο και επιπλέον δεν χορήγησε αποδεικτικά στοιχεία για το κατά πόσον η ATSM θα ήταν σε θέση να το πράξει. Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προγραμματισμός για το 2000 δεν ήταν ρεαλιστικός, ήταν δε και αόριστος τόσο σε ό, τι αφορά τη ναυπήγηση ενός πλοίου στα ναυπηγεία της Αγκώνας/ATSM όσο και σε ό, τι αφορά την κατάσταση στο Παλέρμο. Τούτο επιβεβαιώνει τις αμφιβολίες της στα σημεία αυτά.

(53)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή θεώρησε ότι η παράδοση και των πέντε πλοίων, εκτός από τα άλλα πλοία που ήδη προβλέπονταν, θα σήμαινε έναν εξοπλισμό που θα απαιτούσε διπλάσια δραστηριότητα από εκείνη που είχε πραγματοποιήσει μέχρι τότε η Fincantieri και ότι για το ναυπηγείο της Marghera ο προβλεπόμενος για το 2003 εξοπλισμός θα απαιτούσε κατά 40 % υψηλότερες δραστηριοτήτες από εκείνες που είχε ήδη πραγματοποιήσει μέχρι τότε το ίδιο ναυπηγείο.

(54)

Η Ιταλία απάντησε ότι οι ικανότητες ναυπήγησης του σκάφους ήταν επαρκείς. Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα δεν έχει σημασία δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ικανότητα ναυπήγησης σκαφών.

(55)

Η Fincantieri και η Ιταλία αμφισβητούν επίσης τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τον όγκο εξοπλισμού σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη και δηλώνουν για παράδειγμα ότι η αύξηση δεν ήταν ανώτερη του 20 %. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί ο αναγκαίος εξοπλισμός εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, χάρη και σε ένα δίκτυο υπεργολάβων.

(56)

Εντούτοις, η Επιτροπή επιμένει, και σε αυτό το σημείο τη στηρίζει ο εμπειρογνώμονας, ότι το ζήτημα του εξοπλισμού έχει άμεση σχέση με το θέμα, όπως δήλωσε στην κίνηση της διαδικασίας. Παρόλο που η Ιταλία έδειξε ότι τα ξεχωριστά ναυπηγεία θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγή μέχρι να φτάσουν το ανώτατο επίπεδό της χρησιμοποιώντας δύο βάρδιες, κατά τη γνώμη της Επιτροπής η κατ’ αυτόν τον τρόπο ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγής σε όλα ή στα περισσότερα ναυπηγεία θα συνεπαγόταν κινδύνους και δαπάνες πολύ υψηλότερες και θα απαιτούσε σημαντική διοικητική προσπάθεια, κυρίως λόγω της κεντρικής διοικητικής δομής της παραγωγικής διαδικασίας της Fincantieri, την οποία επισήμανε η Ιταλία.

(57)

Επιπλέον, ο εξοπλισμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός όσον αφορά τα σκάφη των πλοίων 6078 και 6079, που έπρεπε αμφότερα να κατασκευαστούν στα ναυπηγεία της Marghera και να παραδοθούν πριν το τέλος του 2003 με διαφορά μόνο δύο μηνών. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, που ενισχύεται από την αξιολόγηση του εμπειρογνώμονα, η Ιταλία, αν και παρέχει ορισμένα στοιχεία σχετικά με το πώς προέβλεπε να πραγματοποιήσει όλο τον εξοπλισμό, δεν παρέχει κατάλληλη απάντηση όσον αφορά αυτό το σημαντικό σημείο.

(58)

Η Ιταλία στην επιστολή τής 12ης Οκτωβρίου 2005 σχολιάζει το σημείο που ήγειρε ο εμπειρογνώμονας, επιβεβαιώνοντας ότι η παράδοση των δύο πλοίων σε χρονικό διάστημα δύο μηνών θα ήταν εφικτή και ότι π.χ. για το πλοίο 6078 είχαν προβλεφθεί εννέα μήνες, σε σύγκριση με τους εφτά μήνες για το πλοίο 6079, και γι’ αυτό τον λόγο θα ήταν δυνατό εν ανάγκη να διεξαχθούν εργασίες στο πλοίο 6079. Η Επιτροπή, όσον αφορά αυτό το σημείο, παρατηρεί ότι το χρονικό διάστημα που προβλέπεται για τον εξοπλισμό των όμοιων πλοίων 6075, 6076 και 6077 ήταν αντιστοίχως εννέα, οκτώ και δέκα μήνες, οπότε μια περίοδο εννέα μηνών για το πλοίο 6078 δεν φαινόταν ιδιαίτερα μακρά, ούτε μια περίοδος εφτά μηνών για το πλοίο 6079 ιδιαίτερα σύντομη, αφού είχε προβλεφθεί ότι ο εξοπλισμός για το πλοίο 6078 θα ελάμβανε χώρα ταυτόχρονα.

(59)

Η Επιτροπή διαπιστώνει πως η Ιταλία δηλώνει ότι στο παρελθόν ήταν δυνατόν να μειωθεί ο χρόνος εξοπλισμού ορισμένων πλοίων σε εφτά ή ακόμη και σε έξι μήνες. Ωστόσο, αυτό είχε λάβει χώρα σε ναυπηγεία που μπορούσαν να εργαστούν σύμφωνα με την κανονική διαδικασία, δηλαδή περιοριζόμενα στον εξοπλισμό ενός πλοίου κάθε φορά.

(60)

Το γεγονός ότι το ναυπηγείο της Marghera στο παρελθόν κατόρθωσε να παραδώσει τέσσερα πλοία σε 15 μήνες δεν διαλύει τις αμφιβολίες της Επιτροπής που αφορούν κυρίως τις δύο παραδόσεις που προβλέπονται σε διάστημα δύο μηνών. Επίσης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η πραγματική παραγωγή στη Marghera το 2003, έτος που θεωρείτο ακόμα έντονης δραστηριότητας για τη Fincantieri (7), ήταν περίπου 130 000 ΚΟΧ, δηλαδή πολύ χαμηλότερη από την παραγωγή των 160 000 ΚΟΧ που προβλεπόταν για το 2003 στο σχέδιο του Δεκεμβρίου 2000.

(61)

Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα που συμβουλεύθηκε η Επιτροπή, η παράδοση των τεσσάρων πλοίων σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα θα είχε προκαλέσει επιπλέον δυσκολίες στον ιδιοκτήτη των πλοίων που πιθανώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσει σοβαρά οργανωτικά προβλήματα για να μπορέσει να παραλάβει τέσσερα πλοία σε χρονική περίοδο δύο μηνών.

(62)

Όσον αφορά τα πλοία 6078 και 6079, η παράδοση των οποίων είχε προβλεφθεί από το ναυπηγείο της Marghera, οι προβλεπόμενοι χρόνοι παραγωγής 18 και 19 μηνών ήταν άκρως σύντομοι σύμφωνα με τη γνώμη του εμπειρογνώμονα της Επιτροπής. Επ’ αυτού, ο εμπειρογνώμονας αμφισβητεί τη δήλωση των ιταλικών αρχών που περιέχεται στην επιστολή της 25ης Μαΐου 2005 σύμφωνα με την οποία θα υπήρχε μια καμπύλη μάθησης που θα μείωνε τον απαραίτητο χρόνο για τα τελευταία πλοία μιας σειράς. Αυτή η θέση, αν και είναι σωστή όταν τα πλοία κατασκευάζονται στο ίδιο ναυπηγείο και με τις ίδιες μεθόδους, δεν είναι πλέον σωστή όταν ο ίδιος τύπος πλοίων κατασκευάζεται σε διαφορετικούς τόπους και με διαφορετικές ομάδες εργασίας, όπως προέβλεπε το σχέδιο του Δεκεμβρίου 2000.

(63)

Στην επιστολή τής 12ης Οκτωβρίου 2005 η Ιταλία σχολιάζει το εν λόγω σημείο και θεωρεί ότι υπάρχει μια καμπύλη μάθησης ακόμα και όταν τα πλοία κατασκευάζονται σε διαφορετικούς τόπους. Η Επιτροπή μπορεί να δεχτεί ότι υπάρχει μια ορισμένη καμπύλη μάθησης ακόμη και όταν η παραγωγή λαμβάνει χώρα σε διαφορετικά ναυπηγεία, για παράδειγμα σε ό, τι αφορά πλευρές που συνδέονται με την κεντρική διοικητική δομή, την προμήθεια βασικών εγκαταστάσεων κλπ. Παρόλα ταύτα, όταν τα πλοία κατασκευάζονται σε διαφορετικούς τόπους και ακόμη με διαφορετικές μεθόδους παραγωγής, είναι προφανές ότι αυτή η καμπύλη μάθησης είναι πολύ λιγότερο σημαντική από ό, τι είναι όταν η παραγωγή πραγματοποιείται πάντοτε στο ίδιο ναυπηγείο.

(64)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με το σχέδιο του 2000 τα τρία όμοια πλοία 6077, 6078 και 6079 δεν θα κατασκευάζονταν στα ίδια ναυπηγεία και με τις ίδιες μεθόδους παραγωγής. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με την Ιταλία το πλοίο 6079 εκ των πραγμάτων δεν είναι το τρίτο μίας σειράς, αλλά το πέμπτο και ότι είχαν ήδη πραγματοποιηθεί οικονομίες κλίμακας στο εργατικό δυναμικό κατά 16 % και 8 % για το πρώτο και το δεύτερο όμοιο πλοίο, αντιστοίχως. Φαίνεται πολύ λιγότερο πιθανό για τα δύο τελευταία πλοία μίας σειράς πέντε πλοίων παρά μίας σειράς τριών πλοίων να αναμένονται περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και τους χρόνους για καθένα από τα επόμενα πλοία. Γι’ αυτό η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εκτιμώμενες μειώσεις των χρόνων παραγωγής για τα πλοία 6078 και 6079 στο σχέδιο του 2000 δεν ήταν ρεαλιστικές.

(65)

Ο εμπειρογνώμονας στον οποίο απευθύνθηκε η Επιτροπή μετά την κίνηση της διαδικασίας παρέσχε σ’ αυτήν ορισμένα παραδείγματα του είδους των πληροφοριών που οι ιταλικές αρχές και η Fincantieri θα έπρεπε να είχαν παράσχει για να αποδείξουν ότι η Fincantieri είχε πραγματικά την πρόθεση και την ικανότητα να παραδώσει και τα πέντε πλοία μέχρι το τέλος του 2003.

(66)

Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελούν οι παραγγελίες που δόθηκαν στους προμηθευτές για σημαντικά εξαρτήματα, μεταξύ των οποίων τα συστήματα προώθησης και οι βασικές γεννήτριες, που πρέπει να παραγγελθούν στην αρχική φάση ώστε να υπάρχει η βεβαιότητα ότι θα παραδοθούν εγκαίρως. Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι συμβάσεις με τους υπεργολάβους που θα έπρεπε να είχαν συναφθεί πριν από το τέλος του Ιουλίου 2001, σύμφωνα με την περιγραφή που παρουσίασε η Ιταλία και οπωσδήποτε πριν από τον Σεπτέμβριο 2001. Εντούτοις, η Ιταλία παρουσίασε μόνο έναν κατάλογο υπεργολάβων που ήδη εργάζονται στην ουσία για την Fincantieri. Τέλος, ένα τρίτο παράδειγμα στοιχείων που θα έπρεπε να είχαν παρασχεθεί ήταν οι πραγματικές ημερομηνίες της προκαταβολής επί των συμβάσεων ή και οι εγγυήσεις εκτέλεσης της σύμβασης/τραπεζικές εγγυήσεις ειδικά για τις παραγγελίες οι οποίες κατά κανόνα χορηγούνται κατά την πληρωμή της πρώτης δόσης για ένα καινούργιο πλοίο.

(67)

Η Ιταλία και η Fincantieri δεν παρέσχον κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία όσον αφορά την πρόθεση και την ικανότητα της Fincantieri να παραδώσει όλα τα πλοία μέχρι το τέλος του 2003, συμπεριλαμβανομένου του πλοίου 6079, παρόλο που η Επιτροπή με επιστολή της 26ης Αυγούστου 2005 πληροφόρησε την Ιταλία για την χρησιμότητα αυτών των πληροφοριών. Η έλλειψη αυτών των πληροφοριών επιβεβαιώνει περαιτέρω την άποψη της Επιτροπής ότι το σχέδιο παραγωγής του 2000 δεν ήταν ρεαλιστικό και ότι το πλοίο 6079 δεν μπορούσε να παραδοθεί μέχρι το τέλος του 2003.

(68)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με ανακοινωθέν τύπου της 20ης Ιουνίου 2005 της επιχείρησης εκμετάλλευσης του πλοίου (Holland America Line), το εν λόγω πλοίο (6079, με την επωνυμία «MS Noordam») θα παραδοθεί τον Ιανουάριο 2006. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι εάν αυτή η πληροφορία σχετικά με την ημερομηνία παράδοσης του πλοίου είναι ορθή, η ενίσχυση δεν θα έπρεπε να είχε χορηγηθεί από την Ιταλία ακόμα και αν η Επιτροπή είχε εξουσιοδοτήσει την παράταση της προθεσμίας παράδοσης μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου 2005, όπως είχε ζητηθεί από την Ιταλία.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(69)

Η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση των πληροφοριών που χορήγησαν οι ιταλικές αρχές, σε συνέχεια της απόφασής της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, σχετικά με την τεχνική ικανότητα της Fincantieri να παραδώσει όλα τα πλοία των οποίων η παράδοση είχε προβλεφθεί για το 2003 σύμφωνα με το σχέδιο του Δεκεμβρίου 2000, ιδίως το πλοίο 6079. Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι πληροφορίες που χορήγησε η Ιταλία δεν διαλύουν τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν σχετικά με τη δυνατότητα υλοποίησης του σχεδίου του 2000 που παρουσίασε η Ιταλία. Τις αρχικές αμφιβολίες συμμερίστηκε και ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας. Οι νέες πληροφορίες αξιολογήθηκαν από έναν άλλο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, ο οποίος κατέληξε ωστόσο στο ίδιο συμπέρασμα με την Επιτροπή. Η Ιταλία είχε τη δυνατότητα να σχολιάσει τα συμπεράσματα που διατύπωσαν στις εκθέσεις αμφότεροι οι εμπειρογνώμονες.

(70)

Η Επιτροπή έχοντας αξιολογήσει όλα τα διαθέσιμα γεγονότα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αρχικό σχέδιο παραγωγής, που προέβλεπε την παράδοση των πέντε κρουαζιερόπλοιων εντός του τέλους του 2003, δεν ήταν ρεαλιστικό. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώθηκαν οι αμφιβολίες όσον αφορά την ικανότητα παράδοσης του πλοίου 6079 μέχρι το τέλος του 2003.

(71)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι έχει ήδη χορηγήσει παράταση της προθεσμίας παράδοσης για πέντε πλοία παραγωγής της Fincantieri βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού για τη ναυπηγική βιομηχανία. Αυτή η διάταξη εφαρμόζεται αποκλειστικά σε διαταράξεις απρόβλεπτες, σοβαρές και για τις οποίες το ναυπηγείο δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο, συνεπεία εξαιρετικών περιστάσεων, μη δυναμένων να προβλεφθούν από την οικεία επιχείρηση και οφειλομένων σε εξωγενείς παράγοντες. Το δε Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει ήδη θεσπίσει ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.

(72)

Δεδομένου του συμπεράσματος της παραγράφου 70, η παράταση της προθεσμίας παράδοσης δεν είναι αιτιολογημένη και γι’ αυτόν τον λόγο η Επιτροπή δεν δύναται να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας παράδοσης για το σκάφος 6079.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ :

Άρθρο 1

Η προθεσμία χορήγησης τριών ετών που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1540/98 δεν μπορεί να παραταθεί για το πλοίο 6079, ναυπήγησης Fincantieri.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να χορηγηθεί η λειτουργική ενίσχυση που συνδέεται με τη σύμβαση για το προαναφερθέν πλοίο.

Άρθρο 2

Εντός δύο μηνών από τη γνωστοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία ανακοινώνει στην Επιτροπή τα μέτρα που έχει λάβει για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 23 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 202, της 18.7.1998, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 30, της 5.2.2005, σ. 12.

(3)  Βλ. υποσημείωση 2.

(4)  ΕΕ C 238, της 3.10.2002, σ. 14 (κρατική ενίσχυση αριθ. N 843/01).

(5)  Υπόθεση T-72/98, Astilleros Zamacona SA κατά Επιτροπής Συλλ. [2000] Μέρος II σ. 1683.

(6)  Για διοικητικούς λόγους, άλλον από εκείνον που είχε χρησιμοποιηθεί πριν την έναρξη της επίσημης διαδικασίας.

(7)  Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Fincantieri για το 2003, «το 2003 ήταν ένα έτος ιδιαίτερης δραστηριότητας για τη μονάδα κρουαζιερόπλοιων που ασχολείται με την παράδοση τριών πλοίων σε σύντομο χρονικό διάστημα» (μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο).


27.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 268/19


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 23ης Νοεμβρίου 2005

σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που χορήγησε η Σλοβενία στο πλαίσιο της νομοθεσίας της για τον φόρο επί των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 4435]

(Το κείμενο στη σλοβενική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/640/EK)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Τη συμφωνία για τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο και ειδικά το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τα σχόλιά τους σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις (1) και αφού έλαβε υπόψη τα σχόλιά τους,

Εκτιμώντας:

(1)

Στις 18 Οκτωβρίου 2002, οι σλοβενικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με το οποίο ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων επωφελούνται από μείωση φόρων δυνάμει του εθνικού καθεστώτος φορολόγησης των εκπομπών CO2. Το καθεστώς αυτό καταχωρήθηκε στην Επιτροπή με αριθμό υπόθεσης SI 1/2003. Το καθεστώς είχε προηγουμένως εγκριθεί από την εθνική αρχή κρατικών ενισχύσεων της Σλοβενίας σύμφωνα με το παράρτημα IV κεφάλαιο 3 παράγραφος 2 της συνθήκης για την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2)(Συνθήκη προσχώρησης), με βάση το κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (περιβαλλοντικές κατευθυντήριες οδηγίες) (3).

(2)

Λόγω έλλειψης πλήρους πληροφόρησης σχετικά με το μέτρο, η Επιτροπή είχε ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις από τη Σλοβενία και το καθεστώς δεν μπόρεσε να συμπεριληφθεί στον υφιστάμενο κατάλογο ενισχύσεων στην προσθήκη του παραρτήματος IV της συνθήκης για την προσχώρηση.

(3)

Οι σλοβενικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή πρόσθετες πληροφορίες στις 7 Νοεμβρίου 2002, 1 Απριλίου 2003, 16 Μαΐου 2003, 1 Οκτωβρίου 2003, 4 Φεβρουαρίου 2004, 1 Ιουνίου 2004, 17 Σεπτεμβρίου 2004 και 28 Σεπτεμβρίου 2004. Πραγματοποιήθηκαν δύο συσκέψεις μεταξύ των σλοβενικών αρχών και της Επιτροπής στις 24 Νοεμβρίου 2003 και τις 8 Μαρτίου 2004.

(4)

Στο μεταξύ, επήλθαν σοβαρές αλλαγές στην κοινοτική νομοθεσία που είχαν σημαντική επίπτωση στο σύστημα φορολόγησης του CO2 της Σλοβενίας:

η οδηγία 2003/96 του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (4)(«Οδηγία για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων»),

η οδηγία 2003/87/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (5)(«Οδηγία για την εμπορία εκπομπών αερίου»), και

η οδηγία 2004/8/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004 για την προώθηση της συμπαραγωγής ενέργειας (6)

άρχισαν να ισχύουν η κάθε μία κατά την αντίστοιχη ημερομηνία δημοσίευσής της.

(5)

Κατά συνέπεια, οι σλοβενικές αρχές αποφάσισαν να τροποποιήσουν το φορολογικό καθεστώς τους, και κοινοποίησαν στην Επιτροπή τη νέα νομοθεσία (σχέδιο νόμου εκείνη τη στιγμή). Η Επιτροπή καταχώρησε το νέο καθεστώς τον Ιούνιο 2004 με τον αριθμό N 402/2004.

(6)

Βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, η Επιτροπή διατήρησε αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο ορισμένων μερών και των δύο μέτρων, SI 1/2003 και N 402/2004, με την κοινή αγορά. Έτσι, στις 14 Δεκεμβρίου 2004, κινήθηκε επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 4 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (7) και ζητήθηκε από τις σλοβενικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (εφεξής «απόφαση κίνησης διαδικασίας»). Περιεκτική περίληψη της απόφασης κίνησης διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 22 Φεβρουαρίου 2005 (8). Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης.

(7)

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή καταχώρησε τις υποθέσεις υπό τον αριθμό C 47/2004 όσον αφορά την υπόθεση SI 1/2003 και υπό τον αριθμό C 44/2004 όσον αφορά την υπόθεση N 402/2004.

(8)

Με επιστολή της 18ης Ιανουαρίου 2005, που καταχωρήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2005, οι σλοβενικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή στην απόφασή της για την κίνηση διαδικασίας. Στις 4 Απριλίου και τις 7 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή απέστειλε πρόσθετες ερωτήσεις στις σλοβενικές αρχές, οι οποίες απάντησαν αντίστοιχα με επιστολές στις 17 Μαΐου και 8 Αυγούστου 2005

(9)

Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση από τρίτους.

(10)

Για την ευκολότερη κατανόηση των τροποποιήσεων που θέσπισε η νέα νομοθεσία, η απόφαση κίνησης διαδικασίας κάλυπτε τόσο το παλαιό σύστημα μείωσης του φόρου για τις εκπομπές CO2 (υπόθεση SI 1/2003) όσο και το νέο (υπόθεση N 402/2004). Για λόγους σαφήνειας και συνέπειας, η παρούσα απόφαση επίσης καλύπτει και τις δύο υποθέσεις C 44/2004 και C 47/2004.

A)   KAΘΕΣΤΩΣ C 47/2004 (ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ SI 1/2003)

1.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

(11)

Το καθεστώς στηρίζεται στη «Ρύθμιση της φορολόγησης της ρύπανσης από εκπομπές CO2» της 17ης Οκτωβρίου 2002, και άρχισε να ισχύει στη Σλοβενία τον Οκτώβριο 2002 (στο εξής «ρύθμιση»). Η νέα τροποποιημένη νομοθεσία (καθεστώς C 44/2004) άρχισε να ισχύει την 1ης Μαΐου 2005 και αντικατέστησε τη ρύθμιση.

(12)

Ως εκ τούτου, με την παρούσα απόφαση, η Επιτροπή αξιολογεί τη συμβατότητα της ρύθμισης με την κοινή αγορά, καλύπτοντας την χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 (ημερομηνία προσχώρησης της Σλοβενίας στην ΕΕ) και 1ης Μαΐου 2005 (λήξη ισχύος της ρύθμισης).

(13)

Η ρύθμιση πρόβλεπε την επιβολή φόρου βάσει της ποσότητας CO2 που εκπέμπει κάθε επιχείρηση. Περιελάμβανε τρεις κατηγορίες μείωσης φόρου οι οποίες υποβλήθηκαν προς έγκριση στην Επιτροπή ως λειτουργικές ενισχύσεις στο πλαίσιο των περιβαλλοντικών κατευθυντήριων οδηγιών:

(i)

Σε επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια σε εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας (CHP) μπορεί να χορηγηθεί μείωση φόρου αν είχαν εξοικονόμηση ενέργειας τουλάχιστον 5 % για τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις ή 10 % για νέες εγκαταστάσεις.

Στην απόφαση κίνησης διαδικασίας η Επιτροπή θεώρησε αυτή την ενίσχυση συμβατή προς το άρθρο 87παρ. 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ.

(ii)

η δεύτερη κατηγορία μείωσης φόρων αφορούσε τις εγκαταστάσεις που λειτουργούσαν στη Σλοβενία πριν από το 1998, είχαν μέσες εκπομπές CO2 τουλάχιστον 10t ετησίως κατά την περίοδο μεταξύ 1986 και 1998, και είχαν ζητήσει άδεια εκπομπών από το υπουργείο περιβάλλοντος πριν από το 2002. Για τις ακόλουθες κατηγορίες δικαιούχων προβλέπονταν ειδικά ποσοστά μείωσης:

εγκαταστάσεις παραγωγής θερμομονωτικών υλικών,

σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που τροφοδοτούν δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης με ηλεκτρική ενέργεια,

εγκαταστάσεις μεταφοράς φυσικού αερίου σε δίκτυα φυσικού αερίου,

εγκαταστάσεις θέρμανσης αστικών περιοχών, για εκπομπές CO2 οφειλόμενων στη χρήση ορυκτών καυσίμων.

Στην απόφαση κίνησης διαδικασίας, η Επιτροπή κατέληξε ότι η μείωση του φόρου για σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που τροφοδοτούν δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης με ηλεκτρική ενέργεια (δεύτερη περίπτωση ανωτέρω) δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 της συνθήκης ΕΚ.

Η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με όλες τις μειώσεις φόρου στο πλαίσιο αυτής της κατηγορίας, με βάση τα άρθρα 4 παρ. 4 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ.

(iii)

Η τρίτη κατηγορία μείωσης φόρων αφορούσε μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής που παρέχουν ηλεκτρικό ρεύμα σε δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης, και χρησιμοποιούν ως καύσιμο άνθρακα εγχώριας παραγωγής.

Στην απόφαση κίνησης διαδικασίας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό το μέτρο δεν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 της συνθήκης ΕΚ.

(14)

Ως εκ τούτου, η διαδικασία έρευνας της Επιτροπής επικεντρώθηκε στα μέτρα κρατικής ενίσχυσης του σημείου (ii) ανωτέρω.

2.   ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΗΣΣΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ

(15)

Κατά την ημερομηνία της απόφασης κίνησης διαδικασίας της Επιτροπής (14 Δεκεμβρίου 2004), η ρύθμιση ίσχυε ακόμα. Εντούτοις, στην επιστολή τους στις 17 Μαΐου 2005, οι σλοβενικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι δεν είχε ληφθεί καμία απόφαση για την μείωση του φόρου για τις εκπομπές CO2 με βάση τη ρύθμιση μετά την ημερομηνία παραλαβής της απόφασης της Επιτροπής από τις σλοβενικές αρχές (22 Δεκεμβρίου 2004. Την 1η Μαΐου 2005, άρχισε να ισχύει η νέα νομοθεσία και αντικαταστάθηκε η ρύθμιση.

(16)

Μετά από αίτημα της Επιτροπής (επιστολή της 4ης Απριλίου 2005), οι σλοβενικές αρχές διαβίβασαν σε αυτήν κατάλογο όλων των δικαιούχων που είχαν τύχει μείωσης φόρου στο πλαίσιο της ρύθμισης μετά την ημερομηνία προσχώρησης της Σλοβενίας στην ΕΕ, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά μείωσης του φόρου, μέχρι τη λήξη της ισχύος της ρύθμισης (επιστολή της 17ης Μαΐου 2005).

(17)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, τα συνολικά ποσά μείωσης του φόρου μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 1ης Μαΐου 2005 ανέρχονταν σε 998 771 ευρώ, και είχαν χορηγηθεί σε 153 επιχειρήσεις συνολικά. Καμία από τις επιχειρήσεις δεν είχε λάβει περισσότερο από 100 000 ευρώ. Συγκεκριμένα, μόνο δύο επιχειρήσεις έλαβαν περισσότερο από 27 000 ευρώ, αλλά καμία από αυτές άνω των 100 000 ευρώ.

(18)

Οι σλοβενικές αρχές λοιπόν προέβαλαν το επιχείρημα ότι, λόγω της πολύ σύντομης περιόδου ισχύος της ρύθμισης μετά την προσχώρηση της Σλοβενίας στην ΕΕ, το ποσό ενίσχυσης που χορηγήθηκε στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος είναι μικρότερο από το κατώτατο όριο των 100 000 ευρώ που καθορίζεται από το άρθρο 2 του κανονισμού της Επιτροπής για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (9).

(19)

Στην επιστολή της 8ης Αυγούστου 2005, οι σλοβενικές αρχές περιέγραψαν λεπτομερώς το σύστημα που καθιερώθηκε για την παρακολούθηση των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας στη Σλοβενία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, η Σλοβενία καθιέρωσε σύστημα παρακολούθησης και εποπτείας της χορήγησης ενισχύσεων που υπόκεινται στον κανόνα de minimis με τη σύσταση κεντρικού μητρώου ενισχύσεων ήσσονος σημασίας στην υπηρεσία παρακολούθησης των κρατικών ενισχύσεων του υπουργείου οικονομικών. Πριν από τη χορήγηση οποιασδήποτε ενίσχυσης ήσσονος σημασίας από κάποια αρχή, η υπηρεσία αυτή πρέπει να ελέγχει ότι τηρούνται οι όροι του κανονισμού της Επιτροπή2 σχετικά με τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας. Το κεντρικό μητρώο είχε συσταθεί πριν από την προσχώρηση της Σλοβενίας στην ΕΕ.

(20)

Οι σλοβενικές αρχές επιβεβαίωσαν, στην επιστολή της 8ης Αυγούστου 2005, ότι, λόγω της χρήσης κεντρικού συστήματος, οι δικαιούχοι του μέτρου δεν μπόρεσαν να λάβουν ενισχύσεις που υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ ανά δικαιούχο r any period of three years.

3.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(21)

Κατά την ημερομηνία παραλαβής της απόφασης της Επιτροπής για την κίνηση διαδικασίας (22 Δεκεμβρίου 2004), οι σλοβενικές αρχές έθεσαν αμέσως τέρμα στην εφαρμογή του εμπλεκόμενου καθεστώτος μείωσης του φόρου. Μερικούς μήνες αργότερα, την 1η Μαΐου 2005, άρχισε να ισχύει ένα τροποποιημένο νέο καθεστώς. Έτσι, η ρύθμιση που αξιολογείται από την παρούσα απόφαση ίσχυσε στη Σλοβενία για διάστημα ενός έτους μετά την προσχώρηση, αλλά στην πραγματικότητα εφαρμόστηκε για περίοδο μικρότερη των 8 μηνών (από 1 Μαΐου 2004 έως 22 Δεκεμβρίου 2004).

(22)

Ως αποτέλεσμα αυτής της σύντομης περιόδου εφαρμογής, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος είναι μικρότερη από το κατώτατο όριο των 100 000 ευρώ που καθορίζεται από το άρθρο 2 του κανονισμού της Επιτροπής για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.

(23)

Με τις επιστολές τους στις 17 Μαΐου 2005 και 8 Αυγούστου 2005, οι σλοβενικές αρχές ανέλαβαν επίσης την υποχρέωση να τηρούν όλους τους όρους του κανονισμού της Επιτροπής περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, και περιέγραψαν το σύστημα παρακολούθησης που εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή αυτών των κανόνων.

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(24)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει ότι το μέτρο πληροί τα κριτήρια του κανονισμού της Επιτροπής περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, και, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω κανονισμού θεωρείται ότι δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 της συνθήκης ΕΚ.

B)   ΚΑΘΕΣΤΩΣ C 44/2004 (ΠΡΩΗΝ N 402/2004): ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ C47/2004

1.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

(25)

Στην επιστολή πληροφόρησης της 1ης Ιουνίου 2004, οι σλοβενικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή σχετικά με σημαντικές τροποποιήσεις στη σλοβενική νομοθεσία που οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην τροποποίηση της ρύθμισης για την επιβολή φόρου βάσει της ποσότητας CO2 ήδη από το 2002.. Η νέα δέσμη εθνικών νομοθετικών πράξεων συνίσταται στον νέο νόμο περιβαλλοντικής προστασίας (10), τον νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί ειδικών φόρων κατανάλωσης (11) και ένα κυβερνητικό διάταγμα για τη φορολόγηση των εκπομπών CO2 (στο εξής «το διάταγμα»), που άρχισε να ισχύει την 1ης Μαΐου 2005.

(26)

Το διάταγμα διατηρεί αμετάβλητη τη λογική του προηγούμενου συστήματος φορολόγησης βάσει του CO2: ο φόρος βασίζεται στην ποσότητα CO2 που εκπέμπουν οι εγκαταστάσεις.

(27)

Περιλαμβάνει τρία μέτρα μείωσης φόρου, τα οποία υποβλήθηκαν στην Επιτροπή προς έγκριση δυνάμει των περιβαλλοντικών κατευθυντήριων γραμμών. Και τα τρία μέτρα έχουν διάρκεια πέντε ετών, από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως την 31η Δεκεμβρίου 2009.

(i)

Σε επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας (CHP) μπορεί να χορηγηθεί μείωση φόρου αν έχουν ορισμένα επίπεδα εξοικονόμησης ενέργειας.

Στην απόφαση κίνησης διαδικασίας η Επιτροπή θεώρησε αυτό το μέτρο συμβατό. Αν και το μέτρο ήταν ακόμα σχέδιο του διατάγματος κατά τη στιγμή της απόφασης, οι σλοβενικές αρχές επιβεβαίωσαν με επιστολή στις 17 Μαΐου 2005 ότι το εν λόγω μέτρο δεν είχε τροποποιηθεί.

(ii)

Η δεύτερη κατηγορία μείωσης φόρων αφορά σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που τροφοδοτούν δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης με ηλεκτρική ενέργεια, και ορισμένες μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης που συμπεριλαμβάνονται στο άρθρο 23 του διατάγματος.

Όσον αφορά τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση κίνησης διαδικασίας ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Όσον αφορά τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης, η Επιτροπή θεώρησε τη μείωση του φόρου τους συμβατή με τη συνθήκη ΕΚ.

(iii)

Σύμφωνα με το σχέδιο διατάγματος που υποβλήθηκε στην Επιτροπή πριν από την απόφαση κίνησης διαδικασίας, όλες οι επιχειρήσεις που τροφοδοτούν δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης με ηλεκτρική ενέργεια αλλά δεν είναι ούτε επιχειρήσεις που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας ούτε καλύπτονται από εθελοντική περιβαλλοντική συμφωνία ή πρόγραμμα για την έκδοση εμπορεύσιμης άδειας, μπορούσαν να τύχουν μείωσης φόρου κατά 43 % το 2005 μειούμενης κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες κάθε έτος. Εγκαταστάσεις θέρμανσης αστικών περιοχών στην ίδια κατάσταση μπορούσαν να τύπου μείωσης κατά 26 % το 2005 μειούμενης κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες κάθε έτος.

Στην απόφαση κίνησης διαδικασίας, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο του μέτρου αυτού προς την κοινή αγορά και, με βάση τα άρθρα 4 παρ. 4 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ, κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας. Πρόκειται για τη μοναδική κατηγορία μείωσης φόρων στο νέο σχέδιο διατάγματος που υπόκειται στη διαδικασία έρευνας ως προς κρατικές ενισχύσεις που κίνησε η Επιτροπή.

(28)

Μετά την απόφαση κίνησης διαδικασίας της Επιτροπής, οι σλοβενικές αρχές τροποποίησαν το σχέδιο διατάγματος. Η τελική εκδοχή του διατάγματος, όπως τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο 2005, αντικαθιστά αυτή την κατηγορία μείωσης φόρου από τις εξής κατηγορίες:

(29)

Δυνάμει του άρθρου 18 τρίτη περίπτωση του διατάγματος, επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο κοινοτικό σύστημα εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής, σύμφωνα με την οδηγία περί εμπορίας εκπομπών, και δεν είναι επιχειρήσεις που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας δικαιούνται μείωσης φόρου από τον εθνικό φόρο που επιβάλλεται σε εκπομπές CO2.

(30)

Δυνάμει του άρθρου 18 τέταρτη περίπτωση του διατάγματος, επιχειρήσεις που συνάπτουν εθελοντικές περιβαλλοντικές συμφωνίες δικαιούνται επίσης μείωσης του φόρου.

(31)

Η μείωση του φόρου μειώνεται κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες κάθε έτος:

2005: 43 %,

2006: 35 %,

2007: 27 %,

2008: 19 %, και

2009: 11 % της μείωσης του φόρου.

Τελευταίο έτος μείωσης φόρου είναι το 2009: καμία μείωση δεν ισχύει από το 2010 και εξής.

(32)

Οι εγκαταστάσεις θέρμανσης αστικών περιοχών δικαιούνται μείωσης φόρου κατά 26 % το 2005, μειούμενης κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες κάθε έτος.

2.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(33)

Οι σλοβενικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή το μέτρο ενισχύσεων πριν από την εφαρμογή του.

(34)

Το μέτρο που υπόκειται στη διαδικασία έρευνας της Επιτροπής βασίζεται κυρίως στα άρθρα 18 Τρίτη και τέταρτη περίπτωση και 22 έως 24 του διατάγματος. Αν και το διάταγμα άρχισε να ισχύει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας της Επιτροπής, οι σλοβενικές αρχές επιβεβαίωσαν, στην επιστολή της 17ης Μαΐου 2005 ότι τα άρθρα 18 τέταρτη περίπτωση, 23 και 24 θα αρχίσουν να εφαρμόζονται μόνο μετά από την τελική έγκριση της Επιτροπής. Συνεπώς είναι συμβατά με την υποχρέωση βάσει του άρθρου 88 παρ. 3 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ, όσον αφορά τα εν λόγω άρθρα.

(35)

Εντούτοις, το μέτρο επιστροφής των φόρων στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας της Επιτροπής μπορεί επίσης να βασιστεί στα άρθρα 18 τρίτη περίπτωση και 22 του διατάγματος. Οι σλοβενικές αρχές θεωρούν (12) ότι τα εν λόγω άρθρα συμβαδίζουν πλέον με τη συνθήκη ΕΚ μετά την απόφαση κίνησης διαδικασίας της Επιτροπής, και συνεπώς δεν ανέστειλαν την ισχύ τους μέχρι την τελική έγκριση της Επιτροπής. Τα άρθρα αυτά ισχύουν συνεπώς από την 1η Μαΐου 2005, κατά παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ.

2.1   Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1της συνθήκης ΕΚ

(36)

Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν από τις σλοβενικές αρχές στο μέτρο μείωσης του φόρου μετά την απόφαση κίνησης διαδικασίας, ουδόλως μετέβαλαν την αξιολόγηση στην απόφαση κίνησης διαδικασίας ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 της συνθήκης ΕΚ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα υπό αξιολόγηση μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 της συνθήκης ΕΚ.

2.2   Συμβατότητα της ενίσχυσης με τη συνθήκη ΕΚ

(37)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι σλοβενικές αρχές διάρθρωσαν το καθεστώς με βάση τις περιβαλλοντικές κατευθυντήριες γραμμές και την οδηγία περί φορολόγησης της ενέργειας.

(38)

Η Επιτροπή αξιολογεί τη συμβατότητα των μέτρων ειδικότερα με τα άρθρα 51 παρ. 2 και 51 παρ. 1 εδάφιο β) πρώτη περίπτωση των περιβαλλοντικών κατευθυντήριων γραμμών. Το σύστημα επιβολής φόρου επί του CO2 της Σλοβενίας θεσπίστηκε τον Οκτώβριο 2002. Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 2, οι διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 ισχύουν μόνο αν πληρούνται ταυτόχρονα οι εξής δύο προϋποθέσεις:

(α)

ο φόρος πρέπει να έχει αξιοσημείωτα θετικές συνέπειες στην προστασία του περιβάλλοντος. Η λογική του σλοβενικού φορολογικού συστήματος είναι να φορολογούνται οι επιχειρήσεις με μεγαλύτερο ποσοστό εκπομπών CO2 περισσότερο από τις επιχειρήσεις που εκπέμπουν λιγότερο CO2. Ένα τέτοιο σύστημα φορολόγησης οδηγεί ασφαλώς στη δημιουργία κινήτρου για τις επιχειρήσεις ώστε να ενεργούν κατά τρόπο φιλικότερο προς το περιβάλλον, εκπέμποντας λιγότερο CO2. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι πληρούται το πρώτο κριτήριο του άρθρου 51 παρ. 2. ·

(β)

οι παρεκκλίσεις υπέρ των δικαιούχων επιχειρήσεων πρέπει να έχουν αποφασιστεί κατά τη θέσπιση του φόρου. Οι κατηγορίες δικαιούχων που προβλέπονταν στον αρχικό νόμο του 2002 για την επιβολή φόρου ανάλογου προς τις εκπομπές CO2 είναι πολύ ευρύτερες από εκείνες που καλύπτει το υπό αξιολόγηση διάταγμα. Οι εισαχθείσες τροποποιήσεις οφείλονται στην προσχώρηση της Σλοβενίας στην ΕΕ και τις επακόλουθες μεταβολές στην εφαρμοζόμενη νομοθεσία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι μεταβολές αυτές διατήρησαν αναλλοίωτο τον χαρακτήρα και τη λογική των παρεκκλίσεων, και απλώς περιόρισαν τον κύκλο των δικαιούχων σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία.

(39)

Η Επιτροπή ως εκ τούτου καταλήγει ότι επίσης πληρούται και το δεύτερο κριτήριο του άρθρου 51 παρ. 2 των περιβαλλοντικών κατευθυντήριων γραμμών.

(40)

Ως συνέπεια των ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 2 των περιβαλλοντικών κατευθυντήριων γραμμών, οι διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 μπορούν να εφαρμοστούν στο υπό αξιολόγηση μέτρο.

(41)

Σύμφωνα με το 51 παρ. 1 εδάφιο β) πρώτη περίπτωση, όταν η μείωση αφορά κοινοτικό φόρο, μπορεί να επιτραπεί από την Επιτροπή απαλλαγή ανώτατης διάρκειας δέκα ετών, αν το ποσό που πραγματικά καταβάλλουν οι δικαιούχοι μετά τη μείωση παραμένει υψηλότερο του ελάχιστου κοινοτικού.

(42)

Από τον Ιανουάριο 2004, η οδηγία για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων προβλέπει εναρμονισμένη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων στα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θεωρεί, σύμφωνα με το άρθρο της εν λόγω οδηγίας, ότι το φορολογικό σύστημα της Σλοβενίας που βασίζεται στην ποσότητα CO2 που εκπέμπουν οι επιχειρήσεις φορολογεί τα ενεργειακά προϊόντα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, και ως εκ τούτου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Έτσι, το φορολογικό σύστημα της Σλοβενίας αφορά κοινοτικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 51 παρ. 1 εδάφιο β) πρώτη περίπτωση.

(43)

Η μείωση εφαρμόζεται μόνο για περίοδο μικρότερη των 5 ετών, η οποία είναι μικρότερη από την ανώτατη προβλεπόμενη στο άρθρο 51 παρ. 1.

(44)

Όσον αφορά τα διαφορετικά επίπεδα φορολογίας που εφαρμόζονται στη Σλοβενία για τα διάφορα καύσιμα που χρησιμοποιούνται, το ποσοστό φορολόγησης που καταβάλλεται από μια εγκατάσταση θα εξαρτάται από την φύση που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να επαληθεύσει και να είναι βέβαιη εκ των προτέρων ότι θα τηρηθούν για κάθε επιχείρηση τα ελάχιστα επίπεδα φορολόγησης που ορίζονται από την οδηγία για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Στην επιστολή τους με ημερομηνία 17 Μαΐου 2005, οι σλοβενικές αρχές επανέλαβαν τη δέσμευσή τους να εγγυώνται για τις δύο κατηγορίες δικαιούχων ότι ο φόρος που θα καταβάλλουν μετά τη μείωση θα παραμένει υψηλότερος από το ελάχιστο κοινοτικό φόρο, όπως ορίζεται στην οδηγία για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Οι μειώσεις φόρου χορηγούνται υπό τη μορφή επιστροφών φόρου, και συνεπώς η αρμόδια εθνική υπηρεσία μπορεί να επαληθεύσει το συμβιβάσιμο με το ελάχιστο εναρμονισμένο επίπεδο για κάθε εγκατάσταση πριν προβεί στην εκτέλεση της επιστροφής του φόρου.

(45)

Η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη τον φθίνοντα χαρακτήρα των μειώσεων φόρου, που οδηγεί σε σημαντικά χαμηλότερες μειώσεις κάθε έτος.

(46)

Βάσει των ανωτέρω δεσμεύσεων εκ μέρους των σλοβενικών αρχών, η Επιτροπή θεωρεί ότι πληρούται ο όρος του άρθρου 51 παρ. 1 εδάφιο β) πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με τον οποίο το ποσό που πραγματικά καταβάλλουν οι επιχειρήσεις μετά τη μείωση πρέπει να είναι υψηλότερο του ελάχιστου κοινοτικού.

(47)

Συνεπώς πληρούνται οι όροι του άρθρου 51 παρ. 1 εδάφιο β) πρώτη περίπτωση των περιβαλλοντικών κατευθυντήριων γραμμών και για τις δύο κατηγορίες δικαιούχων.

(48)

Η οδηγία για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων προβλέπει στο άρθρο 17 παρ. 1 ότι ακόμα και αν τηρούνται τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν φορολογικές μειώσεις μόνο υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων ή αν ο δικαιούχος συνάπτει ειδικές συμφωνίες που αποσκοπούν στη επίτευξη στόχων προστασίας του περιβάλλοντος ή καλύπτεται από πρόγραμμα για την έκδοση εμπορεύσιμης άδειας.

(49)

Οι δικαιούχοι που καλύπτονται από το άρθρο 18 τρίτη περίπτωση του διατάγματος πρέπει να συμμετάσχουν στο κοινοτικό πρόγραμμα εμπορίας των εκπομπών σύμφωνα με την οδηγία περί εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων (13), προκειμένου να επωφεληθεί από τη μείωση φόρου.

(50)

Οι δικαιούχοι που καλύπτονται από το άρθρο 18 τετάρτη περίπτωση του διατάγματος πρέπει να προβούν σε εθελοντικές περιβαλλοντικές συμφωνίες, προκειμένου να επωφεληθούν από τη μείωση φόρου. Ο περιβαλλοντικός στόχος που πρέπει να επιτευχθεί από τους δικαιούχους στο πλαίσιο των περιβαλλοντικών συμφωνιών είναι η μείωση των εκπομπών CO2 κατά 2,5 % έως το τέλος του 2008, σε σύγκριση με τις εκπομπές κατά την περίοδο αναφοράς (1999-2002).

(51)

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει ότι και οι δύο κατηγορίες μείωσης φόρου συνάδουν προς τις απαιτήσεις της οδηγίας για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα μέτρα μείωσης φόρου, όπως προβλέπονται από το κυβερνητικό διάταγμα της Σλοβενίας για την επιβολή φορολογίας στις εκπομπές CO2, τα οποία τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 2005, είναι συμβατά με το άρθρο 87 παρ. 3 εδάφιο γ) της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση καλύπτει τις μειώσεις φόρου που χορηγούνται με βάση το διάταγμα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Σλοβενίας.

Βρυξέλλες, 23 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 46 της 22.2.2005, p. 3.

(2)  ΕΕ L 236 της 23.9.2003.

(3)  ΕΕ C 37 της 3.2.2001, p. 3.

(4)  ΕΕ L 283 της 31.10.2003, p. 51.

(5)  ΕΕ L 275 της 25.10.2003, p. 32.

(6)  ΕΕ L 52 της 21.2.2004, p. 50.

(7)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, p. 1.

(8)  ΕΕ C 46 της 22.2.2005, p. 3.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.

(10)  Ur.I.RS 41/2004.

(11)  Ur.I.RS 42/2004.

(12)  Βλ. επιστολή των σλοβενικών αρχών της 17ης Μαΐου 2005.

(13)  Βλ. υποσημ. 3.


27.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 268/25


AΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 21ης Δεκεμβρίου 2005

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 26/05 (πρώην N 580/B/03) την προβλεπόμενη στο πρόγραμμα που υπέβαλε η Σικελία στο πλαίσιο του καθεστώτος παρεμβάσεων στήριξης της ιταλικής καλλιέργειας εσπεριδοειδών

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 5354]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2006/641/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

αφού κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με την επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2003, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2003, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στην Επιτροπή σειρά παρεμβάσεων στήριξης της ιταλικής καλλιέργειας εσπεριδοειδών, κατά την έννοια του άρθρου 88 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

(2)

Με την επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2004, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω παρεμβάσεις.

(3)

Με την επιστολή της 30ής Ιουνίου 2004, οι υπηρεσίες της Επιτροπής, καθώς δεν έλαβαν απάντηση στο αίτημα της 20ής Ιανουαρίου 2004 για παροχή συμπληρωματικών στοιχείων, απέστειλαν επιστολή υπενθύμισης στις ιταλικές αρχές.

(4)

Με την επιστολή της 24ης Μαΐου 2004, που πρωτοκολλήθηκε στις 25 Μαΐου 2004, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στις υπηρεσίες της Επιτροπής επιστολή, με την οποία οι ιταλικές αρχές ζητούσαν παράταση της προθεσμίας να απαντήσουν στα ερωτήματα που τους είχαν τεθεί με την επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2004.

(5)

Η παράταση χορηγήθηκε στις ιταλικές αρχές με την επιστολή της 3ης Ιουνίου 2004.

(6)

Με την επιστολή της 30ής Ιουνίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε στις 2 Ιουλίου 2004, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή τα συμπληρωματικά στοιχεία που είχαν ζητηθεί από τις ιταλικές αρχές με την επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2004.

(7)

Οι προαναφερόμενες παρεμβάσεις συνίσταντο στη χορήγηση συμπληρωματικής πίστωσης για τη χρηματοδότηση των μέτρων που είχαν εγκριθεί στο πλαίσιο της ενίσχυσης αριθ. N 313/01 (2), αλλά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην κοινοποίηση, ένα τμήμα της εν λόγω πίστωσης προοριζόταν για τη χρηματοδότηση μέτρων καταπολέμησης του ιού της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza, τα οποία δεν είχαν εξεταστεί κατά την εξέταση του φακέλου αριθ. N 313/01. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής, αφού διαπίστωσαν ότι διαθέτουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να εξετάσουν την αναχρηματοδότηση των μέτρων που είχαν επιτραπεί στο πλαίσιο του φακέλου αριθ. N 313/01, αλλά ότι δεν διαθέτουν ακόμη στοιχεία σχετικά με τα μέτρα καταπολέμησης του υιού της tristezza των εσπεριδοειδών, για να μην παρεμποδίσουν την αναχρηματοδότηση των ήδη εγκεκριμένων μέτρων, αποφάσισαν να υποδιαιρέσουν τον φάκελο σε δύο μέρη: στο μέρος A για την ανωτέρω αναφερόμενη αναχρηματοδότηση και στο μέρος Β για τα μέτρα καταπολέμησης του ιού της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza.

(8)

Το τμήμα Α του φακέλου εγκρίθηκε από την Επιτροπή (3).

(9)

Με την επιστολή της 12ης Αυγούστου 2004, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με το τμήμα Β του φακέλου.

(10)

Με την επιστολή της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2004, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε τα συμπληρωματικά στοιχεία που είχε ζητήσει η Επιτροπή από τις ιταλικές αρχές με την επιστολή της 12ης Αυγούστου 2004.

(11)

Δεδομένου ότι τα στοιχεία που παρείχαν οι ιταλικές αρχές ήταν ελλιπή, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν νέα σειρά διευκρινήσεων με την επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2004.

(12)

Με την επιστολή της 25ης Οκτωβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2004, και με την επιστολή της 9ης Νοεμβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2004, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε τις διευκρινήσεις που είχε ζητήσει η Επιτροπή από τις ιταλικές αρχές με την επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2004.

(13)

Δεδομένου ότι τα στοιχεία που παρείχαν οι ιταλικές αρχές εξακολουθούσαν να είναι ελλιπή, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν νέα σειρά διευκρινήσεων με την επιστολή της 23ης Νοεμβρίου 2004.

(14)

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, με την επιστολή της 19ης Νοεμβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2004, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών, στην οποία επισυναπτόταν το πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχε εγκρίνει η Καμπανία.

(15)

Με την επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2004, οι υπηρεσίες της Επιτροπής επέστησαν την προσοχή των ιταλικών αρχών στο γεγονός ότι, αφού ο φάκελος αφορούσε πολλές περιφέρειες, η συμβατότητα των προβλεπόμενων μέτρων θα εξεταζόταν μετά την παραλαβή των σχεδίων καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχαν εγκρίνει όλες οι περιφέρειες.

(16)

Με την επιστολή της 16ης Δεκεμβρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2004, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή, με την οποία οι ιταλικές αρχές ζητούσαν από την Επιτροπή να εξετάσει κάθε πρόγραμμα αμέσως μόλις το παραλάβει.

(17)

Με την επιστολή της 10ης Ιανουαρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών, στην οποία επισυναπτόταν το πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχε εγκρίνει η Basilicata.

(18)

Αντιμέτωπες με αυτή τη διαδικασία, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκριναν σκόπιμο να υπενθυμίσουν στις ιταλικές αρχές, με την επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2005, ότι, για λόγους διοικητικής απλούστευσης, θα λαμβανόταν μία και μόνον απόφαση για όλα τα υποβληθέντα προγράμματα καταπολέμησης της ασθένειας, καλώντας ταυτόχρονα τις ιταλικές αρχές να ενημερώσουν την Επιτροπή, όταν θα θεωρούσαν ότι έχει ολοκληρωθεί η κοινοποίηση όλων των προγραμμάτων καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza. Η θέση αυτή συζητήθηκε στη συνεδρίαση της 25ης Ιανουαρίου 2005, κατά την οποία οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν τελικά ότι θα ενημέρωναν την Επιτροπή μόλις θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχει ολοκληρωθεί η διαβίβαση των προγραμμάτων καταπολέμησης της ασθένειας.

(19)

Με την επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών, στην οποία επισυναπτόταν το πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχε εγκρίνει η Καλαβρία.

(20)

Με την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών, με την οποία ζητούσαν να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα μέτρα τα οποία προβλέπονταν στο πλαίσιο των προγραμμάτων καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχαν εγκρίνει οι περιφέρειες της Καλαβρίας, της Καμπανίας και της Basilicata.

(21)

Με την επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε την 1η Μαρτίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών, στην οποία επισυναπτόταν το πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχε εγκρίνει η Σικελία.

(22)

Κατά τον μήνα Μάρτιο 2005, οι ιταλικές αρχές, παρά τα συμφωνηθέντα κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιανουαρίου 2005, επέμειναν κατ’επανάληψη να ληφθεί χωριστή απόφαση σχετικά με το πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχε υποβάλει η Καλαβρία.

(23)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποφάσισαν να υποδιαιρέσουν ξανά, και για τελευταία φορά, τον φάκελο αριθ. N 580/03 ώστε να δημιουργηθεί ένα χωριστό τμήμα Γ για το πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχε υποβάλει η Καλαβρία. Εκ παραλλήλου, με την επιστολή της 5ης Απριλίου 2005, οι ίδιες υπηρεσίες διαβίβασαν νέο αίτημα για παροχή συμπληρωματικών στοιχείων σχετικά με τα εναπομένοντα ζητήματα του μέρους Β του φακέλου, δηλαδή σχετικά με τη χρηματοδότηση των μέτρων καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που προβλέπονταν στα προγράμματα της Καμπανίας, της Basilicata και της Σικελίας.

(24)

Με την επιστολή της 13ης Μαΐου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 18 Μαΐου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε τα συμπληρωματικά στοιχεία που είχε ζητήσει η Επιτροπή από τις ιταλικές αρχές με την επιστολή της 5ης Απριλίου 2005, τα κοινοποιηθέντα στοιχεία όμως αφορούσαν μόνο τα προγράμματα της Καμπανίας και της Basilicata.

(25)

Με την επιστολή της 10ης Ιουνίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 17 Ιουνίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στην Επιτροπή τα συμπληρωματικά στοιχεία για το πρόγραμμα της Σικελίας, τα οποία είχαν ζητηθεί με την επιστολή της 05.04.05.

(26)

Με την επιστολή της 22ας Ιουλίου 2005 (4), η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να μην εγείρει αντιρρήσεις όσον αφορά τα προγράμματα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχαν υποβληθεί από την Καμπανία και την Basilicata και τα μέτρα πρόληψης και τεχνικής βοήθειας που προβλέπονταν από το πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza της Σικελίας, αλλά να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων που προβλέπονταν στο πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza το οποίο είχε υποβάλει η Σικελία.

(27)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (5). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω ενισχύσεων.

(28)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις για το θέμα αυτό εκ μέρους των ενδιαφερομένων.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(29)

Το πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που υπέβαλε η Σικελία προβλέπει την πραγματοποίηση ερευνητικών δραστηριοτήτων σχετικά με τους βιολογικούς και γεωπονικούς παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνιση της ασθένειας.

(30)

Ο προβλεπόμενος προϋπολογισμός για την πλήρη χρηματοδότηση αυτών των δράσεων ανέρχεται σε 4 200 000 ευρώ. Προέρχεται από μεταφορά εθνικών πόρων βάσει του διατάγματος αριθ. 25486 της 29ης Δεκεμβρίου 2003 και του διατάγματος αριθ. 1090 της 14ης Ιουλίου 2004. Η διάρκεια των δράσεων εξαρτάται από την ανάλυση και τη δημοσίευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων.

III.   ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ

(31)

Η Επιτροπή κίνησε την προβλεπόμενη διαδικασία σε σχέση με τη χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων που προβλέπονταν στο πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza, το οποίο υπέβαλε η Σικελία, επειδή είχε επιφυλάξεις όσον αφορά τους ισχύοντες κανόνες σε θέματα κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης.

(32)

Με βάση αυτούς τους κανόνες, η πλήρης χρηματοδότηση ερευνητικών δραστηριοτήτων στον γεωργικό τομέα επιτρέπεται μόνον εφόσον πληρούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής του 1998 για την τροποποίηση του κοινοτικού πλαισίου όσον αφορά την κρατική ενίσχυση για την έρευνα και ανάπτυξη («πλαίσιο του 1998») (6).

(33)

Οι τέσσερις προϋποθέσεις είναι οι εξής:

α)

η ενίσχυση να είναι γενικού ενδιαφέροντος για τον συγκεκριμένο τομέα (ή επιμέρους τομέα), χωρίς να προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε άλλους τομείς (ή επιμέρους τομείς)·

β)

να δημοσιεύονται οι πληροφορίες σε κατάλληλες εφημερίδες, με κυκλοφορία τουλάχιστον σε εθνική κλίμακα και να μην περιορίζονται στα μέλη οποιασδήποτε συγκεκριμένης οργάνωσης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε φορέας που ενδιαφέρεται ενδεχομένως για την εν λόγω δραστηριότητα, να δύναται εύκολα να λάβει γνώση ότι η έρευνα πραγματοποιείται ή έχει πραγματοποιηθεί και ότι τα αποτελέσματα τίθενται ή θα τεθούν στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου μέρους, κατόπιν αιτήσεως. Οι πληροφορίες αυτές να μην δημοσιεύονται αργότερα από εκείνες που θα μπορούσαν να παρασχεθούν στα μέλη οποιασδήποτε συγκεκριμένης οργάνωσης·

γ)

τα αποτελέσματα των εργασιών να διατίθενται για εκμετάλλευση από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του δικαιούχου της ενίσχυσης, σε βάση ισότητας τόσο από άποψη κόστους όσο και χρόνου·

δ)

η ενίσχυση να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ, «Εσωτερικές ενισχύσεις: η βάση για την εξαίρεση από τις υποχρεώσεις επιβολής μειώσεων», της συμφωνίας, η οποία συνήφθη στο γεωργικό τομέα κατά τις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (7) (όσον αφορά αυτές τις τελευταίες προϋποθέσεις, είναι σκόπιμο να μην έχει η χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων ως επίπτωση την επιδότηση των τιμών παραγωγού και να μην συμπεριλαμβάνει άμεσες χορηγήσεις στους παραγωγούς ή μεταποιητές).

(34)

Με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί εάν πληρούνταν πάντοτε οι τέσσερις προϋποθέσεις, δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δεν είχαν αναλάβει καμία δέσμευση ούτε σχετικά με τη δυνατότητα ισότιμης πρόσβασης στα ερευνητικά αποτελέσματα ούτε σε σχέση με τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ της συμφωνίας για τον γεωργικό τομέα που συνήφθη κατά τις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (η τήρηση των λοιπών προϋποθέσεων είχε αποδειχθεί).

(35)

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή όφειλε επομένως να εξετάσει τη χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων που προβλέπονταν στο πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού πλαισίου που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και την ανάπτυξη (8). Με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, η Επιτροπή δεν ήταν καν σε θέση να αποφανθεί εάν η προβλεπόμενη χρηματοδότηση ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις του εν λόγω κοινοτικού πλαισίου. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε παρά να αμφιβάλει για την επιλεξιμότητα των σχεδιαζόμενων ενισχύσεων που προορίζονταν για τη χρηματοδότηση των προβλεπόμενων ερευνητικών δραστηριοτήτων.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(36)

Με την επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2005, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι ιταλικές αρχές μετά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης σχετικά με τη χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων που προβλέπονταν στο πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza που είχε υποβάλει η Σικελία.

(37)

Στις παρατηρήσεις τους αυτές, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι τα αποτελέσματα των εκτελούμενων ερευνητικών δραστηριοτήτων επρόκειτο να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερομένων μερών σε βάση ισότητας, τόσο από άποψη κόστους όσο και χρόνου. Οι ιταλικές αρχές ανέφεραν επίσης ότι θα τηρούνταν οι όροι του παραρτήματος ΙΙ της συμφωνίας η οποία συνήφθη στο γεωργικό τομέα κατά τις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί καμία άμεση χορήγηση στους παραγωγούς και τους μεταποιητές και δεδομένου ότι τα μέτρα δεν επρόκειτο να έχουν ως αποτέλεσμα την υποστήριξη των τιμών· όντως το πρόγραμμα, καθώς αφορά βασική έρευνα, από τη φύση του δεν παρεμβαίνει άμεσα στην παραγωγή γεωργικών ή γεωργοβιομηχανικών προϊόντων.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(38)

Δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Η εξεταζόμενη χρηματοδότηση αντιστοιχεί στον ορισμό αυτό καθώς αφορά ορισμένες επιχειρήσεις (τις επιχειρήσεις καλλιέργειας εσπεριδοειδών) και είναι σε θέση να επηρεάσει τις συναλλαγές, λόγω της σημαίνουσας θέσης που έχει η Ιταλία στη γεωργική παραγωγή (για παράδειγμα, η Ιταλία το 2003 κατείχε την πρώτη θέση στην παραγωγή κηπευτικών στην Ένωση).

(39)

Μολοντούτο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης, ορισμένα μέτρα μπορούν, κατά παρέκκλιση, να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

(40)

Δεδομένης της φύσης του ανωτέρω περιγραφόμενου καθεστώτος, η μοναδική παρέκκλιση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι αυτή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, δυνάμει της οποίας είναι δυνατό να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(41)

Για να έχει εφαρμογή αυτή η παρέκκλιση, το οικείο μέτρο (πλήρης χρηματοδότηση ερευνητικών δραστηριοτήτων) πρέπει να πληροί τις τέσσερις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του 1998.

(42)

Με βάση τις διευκρινήσεις που παρείχαν οι ιταλικές αρχές στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν μετά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης, φαίνεται ότι θα τηρηθούν οι δύο προϋποθέσεις που προβλέπονται στην προαναφερόμενη ανακοίνωση, η τήρηση των οποίων παρέμενε συζητήσιμη.

(43)

Η Επιτροπή είναι επομένως σε θέση να διαπιστώσει ότι η χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων που προβλέπονται στο σικελικό πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza θα πραγματοποιηθεί σε πλαίσιο σύμφωνο με τις οικείες διατάξεις της προαναφερόμενης ανακοίνωσης.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(44)

Δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές απέδειξαν ότι οι ερευνητικές δραστηριότητες που προβλέπονται στο σικελικό πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza θα χρηματοδοτηθούν σε πλαίσιο σύμφωνο με τις σχετικές διατάξεις του πλαισίου του 1998, η ανωτέρω περιγραφόμενη χρηματοδότηση μπορεί να τύχει της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3, στοιχείο γ), δεδομένου ότι πρόκειται για ενίσχυση προοριζόμενη για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, χωρίς να αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων που προβλέπονται στο σικελικό πρόγραμμα καταπολέμησης της ασθένειας των εσπεριδοειδών tristezza είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

Ως εκ τούτου επιτρέπεται η χορήγηση της ενίσχυσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 21 Δεκεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 256 της 15.10.2005, σ. 18.

(2)  Βλ. επιστολή SG (2003) D/228423 της 7.2.2003.

(3)  Βλ. επιστολή SG (2004) Greffe D/203509 της 13.8.2004.

(4)  Βλ. επιστολή SG (2005) Greffe D/203803 της 22.7.2005.

(5)  Βλ. υποσημείωση 1.

(6)  ΕΕ C 48 της 13.2.1998, σ. 2.

(7)  ΕΕ L 336 της 23.12.1994, σ. 3.

(8)  ΕΕ C 45 της 17.2.1996, σ. 5.


27.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 268/29


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που πρόκειται να θέσει σε εφαρμογή η Περιφέρεια του Veneto στην Ιταλία για παρεμβάσεις βελτίωσης των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 639]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/642/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

αφού κάλεσε στους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ι.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με την επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2000, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2000, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της Συνθήκης, τις διατάξεις του άρθρου 35 του περιφερειακού νόμου αριθ. 5/2000 του Veneto (2) (εφεξής ΠΝ 5/2000), με το οποίο θεσπίζονται ενισχύσεις για τη μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών προϊόντων.

(2)

Με την επιστολή της 12ης Μαΐου 2000 που πρωτοκολλήθηκε στις 18 Μαΐου 2000, της 1ης Αυγούστου 2000 που πρωτοκολλήθηκε στις 7 Αυγούστου 2000, της 15ης Νοεμβρίου 2000 που πρωτοκολλήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2000, και της 24ης Ιανουαρίου 2001 που πρωτοκολλήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2001, αντίστοιχα, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή τις συμπληρωματικές πληροφορίες που είχαν ζητηθεί από τις ιταλικές αρχές με τις επιστολές της 18ης Απριλίου 2000, της 5ης Ιουλίου 2000 και της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, καθώς και κατά τη διάρκεια της διμερούς συνάντησης στις 13 Δεκεμβρίου 2000.

(3)

Με την επιστολή της 2ας Απριλίου 2001, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του θέματος.

(5)

Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους για τα μέτρα με επιστολές τους στις 12 Ιουνίου 2001 και στις 22 Ιουνίου 2001. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από τρίτα μέρη.

ΙΙ.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(6)

Με το άρθρο 35 του ΠΝ αριθ. 5/2000 θεσπίζεται κρατική ενίσχυση με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, για έργα των γεωργοβιομηχανικών επιχειρήσεων που έχουν υποβάλει αίτηση χρηματοδότησης κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999 (4) βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 951/97 του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων (5), ορισμένες από τις οποίες έχουν αρχίσει τις εργασίες αλλά δεν έχουν γίνει δεκτές ως δικαιούχοι της κρατικής ενίσχυσης λόγω έλλειψης διαθέσιμων πόρων.

(7)

Σύμφωνα με την απόφαση της Giunta regionale αριθ. 4202 της 14ης Σεπτεμβρίου 1993, στην περίοδο που προαναφέρθηκε οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορούσαν να υποβάλουν στις αρμόδιες περιφερειακές αρχές (Giunta — τμήμα γεωργίας και σχέσεων με την ΕΟΚ) αιτήσεις χρηματοδότησης έργων αυτού του είδους, από τις 30 Απριλίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο, για την ένταξη των έργων τους στο πρόγραμμα συγχρηματοδότησης. Στο τέλος της διαδικασίας επιλογής των έργων, οι αρμόδιες αρχές κατάρτιζαν κατάλογο κατάταξης και ενημέρωναν τους ενδεχόμενους αποδέκτες της «έγκρισης χρηματοδότησης», μέσω της δημοσίευσης του καταλόγου αυτού στην Επίσημη Εφημερίδα της Περιφέρειας, για την απόφαση της Giunta regionale σχετικά με την έγκριση του καταλόγου κατάταξης. Οι επιχειρήσεις, των οποίων τα επενδυτικά έργα δεν συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο επιλογής, ελάμβαναν αντιθέτως επιστολή αιτιολόγησης του αποκλεισμού τους.

(8)

Η δημοσίευση της απόφασης έγκρισης του ανωτέρω καταλόγου στην Επίσημη Εφημερίδα της Περιφέρειας, κατά τη γνώμη των ιταλικών αρχών (με βάση το νόμο περί δημοσιοποίησης πράξεων (6), ισοδυναμούσε με ανακοίνωση της δημόσιας διοίκησης προς τους ενδιαφερόμενους σχετικά με την αποδοχή της αίτησης χρηματοδότησης των έργων που είχαν υποβάλει, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, δημιουργούσε στις επιχειρήσεις που περιείχε ο κατάλογος νόμιμες προσδοκίες όσον αφορά τη χορήγηση της ενίσχυσης.

(9)

Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, οι επενδύσεις μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μετά την κοινοποίηση αποδοχής των δαπανών του έργου και, πάντως, μετά την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης (7).

(10)

Είχε προβλεφθεί η ανά εξάμηνο κατάρτιση συγκεντρωτικής κατάστασης με τους καταλόγους κατάταξης μέχρι την εξάντληση των διαθέσιμων πόρων που περιείχε το περιφερειακό επιχειρησιακό πρόγραμμα του Veneto (ΠΕΠ Veneto). Με την απόφαση αριθ. 4102 (8) της Giunta regionale στις 23 Νοεμβρίου 1999 δημοσιεύθηκε ο τελικός κατάλογος κατάταξης των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί έως τις 14 Ιουλίου 1999. Οι διαθέσιμοι πόροι εξαντλήθηκαν χωρίς να καταστεί δυνατόν να χρηματοδοτηθούν όλα τα έργα που περιλάμβανε ο κατάλογος κατάταξης. Ορισμένα έργα δεν χρηματοδοτήθηκαν, καίτοι με τη δημοσίευσή τους είχε εγκριθεί η χρηματοδότησή τους.

(11)

Με αυτά τα δεδομένα, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες πηγές χρηματοδότησης (παραδείγματος χάριν, οι πόροι από την υπερκράτηση θέσεων, τα γεωργονομισματικά κονδύλια και τα κονδύλια βάσει του άρθρου 29 του περιφερειακού νόμου αριθ. 88 (9) της 31ης Οκτωβρίου 1980), με αποτέλεσμα από τα 150 έργα που είχαν εγκριθεί στον τελευταίο κατάλογο κατάταξης να απομένουν 36 προς χρηματοδότηση.

(12)

Το άρθρο 35 του ΠΝ 5/2000 προβλέπει ακριβώς τη χρηματοδότηση αυτών των 36 έργων, τα οποία δεν κατέστη δυνατόν μεν να τύχουν της κρατικής ενίσχυσης κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999 αλλά περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των επιλεγέντων έργων, οι δε εργασίες ορισμένων από αυτά είχαν ήδη αρχίσει.

(13)

Ο προβλεπόμενος προϋπολογισμός χρηματοδότησης των ενισχύσεων ανέρχεται σε 5 δις ITL (2 582 284 ευρώ), οι ιταλικές αρχές δήλωσαν όμως ότι, εφόσον στο μέλλον εξευρεθούν άλλοι χρηματοδοτικοί πόροι, θα χορηγούσαν άλλη χρηματοδότηση για τα έργα αυτά. Το καθεστώς επρόκειτο να συνεχισθεί μέχρι την εξάντληση του διαθέσιμου προϋπολογισμού (ο οποίος είχε αρχικά αναφερθεί ή αυξήθηκε στη συνέχεια).

(14)

Οι προβλεπόμενες ενισχύσεις δεν επρόκειτο να έχουν σωρευτικό χαρακτήρα με άλλες παρεμβάσεις για τον ίδιο σκοπό.

(15)

Η περιφερειακή παρέμβαση είναι έκτακτου χαρακτήρα και περιορισμένη χρονικά· αφορά πρωτοβουλίες στις οποίες είχαν τηρηθεί, κατά την έγκρισή τους με τη δημοσίευση του καταλόγου κατάταξης, οι τομεακοί περιορισμοί και οι προϋποθέσεις που περιείχε το ΠΕΠ Veneto που ενέκρινε η Επιτροπή, καθώς και οι προϋποθέσεις της απόφασης 94/173/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Μαρτίου 1994 (10), για την κατάρτιση κριτηρίων επιλογής που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τις επενδύσεις όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας και για την κατάργηση της απόφασης 90/342/ΕΟΚ και του κανονισμού αριθ. 951/97, με βάση τον οποίο οι περιφερειακές αρχές ενέκριναν τις αιτήσεις χρηματοδότησης.

(16)

Εξάλλου, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι, μολονότι επρόκειτο για την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999, στη δεδομένη περίπτωση το συμβιβάσιμο των έργων με την κοινή αγορά έπρεπε να αξιολογηθεί με εφαρμογή των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας  (11) (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές»), καθόσον το συγκεκριμένο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων κοινοποιήθηκε μετά την έναρξη ισχύος αυτών των κατευθυντήριων γραμμών. Συγκεκριμένα, οι ίδιες αρχές δεσμεύθηκαν να τηρήσουν τους όρους, τα όρια και τις προϋποθέσεις που περιέχει το σημείο 4.2 των κατευθυντήριων γραμμών, ήτοι:

α)

το ποσοστό της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβεί το 40 % των αποδεκτών επενδύσεων,

β)

αποκλείεται κάθε ενίσχυση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες,

γ)

για την έγκριση ενίσχυσης, οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις όσον αφορά το περιβάλλον, την υγιεινή και την καλή διαβίωση των ζώων, λαμβανομένου υπόψη ότι επιτρέπεται η χορήγηση ενισχύσεων για να συμμορφωθεί η επιχείρηση προς τις νέες ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το περιβάλλον, την υγιεινή και την καλή διαβίωση των ζώων,

δ)

η Περιφέρεια έχει ελέγξει εάν υπάρχουν κανονικοί τρόποι διοχέτευσης των προϊόντων της επιχείρησης στην αγορά, μέσω ελέγχου των συμβάσεων εμπορίας των προϊόντων αυτών.

(17)

Όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στα β), γ) και δ) του σημείου 16, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν ότι τήρησαν τις υποδείξεις του σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης της Περιφέρειας του Veneto 2000-2006 (ΣΑΑ Veneto) (12). Η ενίσχυση καταβλήθηκε υπό μορφή εισφοράς κεφαλαίου, μέγιστου ύψους 40 % των ελεγμένων αποδεκτών δαπανών, τηρουμένων των όρων, των ορίων και των προϋποθέσεων του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών. Τα έξοδα από την εφαρμογή του άρθρου επιβαρύνουν εξ ολοκλήρου την Περιφέρεια και απαγορεύεται κάθε συσσώρευση με άλλα ισχύοντα μέσα ή καθεστώτα ενισχύσεων.

(18)

Δεν έγιναν δεκτά να τύχουν ενίσχυσης τα έργα που είναι αντίθετα προς τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς των κοινών οργανώσεων της αγοράς ή που αφορούν την παραγωγή και την εμπορία προϊόντων απομίμησης ή υποκατάστασης του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.

III.   ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(19)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης διότι είχε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο του νέου καθεστώτος ενίσχυσης βάσει του άρθρου 35 του ΠΝ 5/2000 με την κοινή αγορά.

(20)

Οι αμφιβολίες βασίζονταν στο γεγονός ότι ήταν δυνατόν να χορηγηθούν ενισχύσεις ακόμη και σε επιχειρήσεις που είχαν ήδη υλοποιήσει τις επενδύσεις σε έργο, για το οποίο είχαν ήδη υποβάλει αίτηση χρηματοδότησης για την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999, δηλαδή στο πλαίσιο καθεστώτος συγχρηματοδοτούμενων ενισχύσεων.

(21)

Η Επιτροπή δεν μπορούσε επομένως να αποκλείσει το ενδεχόμενο, κατά την κίνηση της διαδικασίας, να έχουν χορηγηθεί ενισχύσεις αναδρομικής ισχύος για δραστηριότητες ήδη περατωθείσες από τον δικαιούχο, οι οποίες δεν έχουν το αναγκαίο στοιχείο του κινήτρου και επομένως πρέπει να θεωρηθούν λειτουργικές ενισχύσεις, με μόνο σκοπό να διευκολυνθεί ο δικαιούχος στα λειτουργικά του έξοδα.

(22)

Σύμφωνα με τα σημεία 3.5 και 3.6 των κατευθυντηρίων γραμμών, οι ενισχύσεις, για να μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, πρέπει να εμπεριέχουν όντως το στοιχείο του κινήτρου ή να απαιτούν κάποιο αντιστάθμισμα από πλευράς του δικαιούχου (13).

(23)

Το καθεστώς που κοινοποιήθηκε φαινόταν λοιπόν να εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής των σημείων 3.5 και 3.6 των κατευθυντηρίων γραμμών. Όντως, με βάση τις πληροφορίες που διέθετε κατά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι η αιτιολόγηση των ιταλικών αρχών δεν αποδείκνυε επαρκώς, ούτε στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων για την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999, ούτε στο πλαίσιο του καθεστώτος που κοινοποιήθηκε, τη νομική δέσμευσή τους έναντι των (ενδεχόμενων) δικαιούχων, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει (και να δικαιολογήσει) νόμιμες προσδοκίες από πλευράς των δικαιούχων, και άρα να συνιστά επαρκές κίνητρο για την έναρξη των εργασιών των έργων.

(24)

Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν στις επιχειρήσεις που περιλάμβανε ο κατάλογος κατάταξης νόμιμες προσδοκίες ότι θα μπορούσαν να τύχουν της χρηματοδότησης που προβλεπόταν για την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999, ούτε από το «νόμο περί δημοσιοποίησης των πράξεων» (14), ούτε από τις επιστολές που είχαν αποστείλει οι περιφερειακές αρχές στους ενδιαφερόμενους με τις οποίες επιβεβαιωνόταν η παραλαβή των αιτήσεων χρηματοδότησης (15), ούτε τέλος από την ύπαρξη «πρακτικής», με βάση την οποία οι περιφερειακές αρχές χορηγούσαν πάντα τις αναμενόμενες χρηματοδοτήσεις για έργα που, μετά την αξιολόγησή τους και την απόφαση της Giunta regionale, εγγράφονταν στον κατάλογο κατάταξης των αποδεκτών προς χρηματοδότηση έργων.

(25)

Η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υφίσταται καμιά νομική δέσμευση από πλευράς των περιφερειακών αρχών για τις αιτήσεις χρηματοδότησης που εγκρίθηκαν και εγγράφηκαν στον κατάλογο κατάταξης που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα κατά την περίοδο 1994-1999 και άρα εκπίπτει επίσης οποιαδήποτε νόμιμη προσδοκία από πλευράς των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Η έλλειψη του στοιχείου του κινήτρου επιβεβαιώνεται για τους εξής λόγους: οι επιχειρήσεις που έγιναν δεκτές προς χρηματοδότηση, ελλείψει πραγματικής χρηματοδότησης από τις αρμόδιες αρχές, δεν προέβησαν σε καμία πρωτοβουλία για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, τα οποία άλλωστε η Περιφέρεια θεωρεί κεκτημένα, με βάση ιδίως το εθνικό διοικητικό δίκαιο. Σύμφωνα με την Επιτροπή, δεν κατατέθηκαν προσφυγές καθόσον, ελλείψει δεσμευτικής νομικά υποχρέωσης από πλευράς των περιφερειακών αρχών, οι ενδεχόμενοι δικαιούχοι όπως φαίνεται δεν είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταβολή των ενισχύσεων.

(26)

Η Επιτροπή είχε εκφράσει αμφιβολίες αν είναι δυνατόν οι ενισχύσεις για δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί πριν επιβεβαιωθεί η έγκριση των έργων να εξακολουθούν να θεωρούνται ως ενισχύσεις για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης. Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής, την οποία έχει επιβεβαιώσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (16), μια ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ότι προορίζεται για την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων περιφερειών μόνον εφόσον η Επιτροπή είναι σε θέση να αποδείξει ότι, αν δεν χορηγηθεί η ενίσχυση, η δύναμη των μηχανισμών της αγοράς δεν είναι δυνατόν να επενεργήσει από μόνη της στις δικαιούχους επιχειρήσεις ώστε να υιοθετήσουν συμπεριφορά που να συμβάλει στην υλοποίηση του προβλεπόμενου στόχου. Στη δεδομένη περίπτωση, οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις πραγματοποίησαν οπωσδήποτε επενδύσεις χωρίς να τους χορηγηθεί ενίσχυση.

(27)

Ένα άλλο σημείο το οποίο κατά την Επιτροπή δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη κινήτρου αφορά την κατάρτιση του καταλόγου κατάταξης. Η απόφαση της Giunta regionale αριθ. 4202 του 1993 όριζε ότι οι αιτήσεις έπρεπε να υποβάλλονται στη Giunta regionale από τις 31 Ιανουαρίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο· μετά ακολουθούσε η κατάρτιση του καταλόγου κατάταξης των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί, με την υποχρέωση να κοινοποιείται στους ενδιαφερόμενους ποιες αιτήσεις είχαν απορριφθεί διότι δεν εκπληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Εάν ο μηχανισμός πρέπει να ερμηνευθεί κατ'αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ανά εξάμηνο κατάρτιση του καταλόγου κατάταξης θα επέτρεπε στις περιφερειακές αρχές να υπολογίζουν επακριβώς και να επικαιροποιούν περιοδικά τους διαθέσιμους πόρους, έτσι ώστε να αποφεύγεται η δημοσίευση νέων προκηρύξεων και η υποβολή νέων αιτήσεων που ήταν αδύνατον να γίνουν δεκτές λόγω έλλειψης διαθέσιμων πόρων.

(28)

Άλλες πτυχές που δημιουργούσαν αμφιβολίες στην Επιτροπή ως προς την ύπαρξη κινήτρου είναι η συνολική χρηματοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 35 του εξεταζόμενου νόμου, η ένταση και το ακριβές ύψος των ενισχύσεων. Η διαθέσιμη χρηματοδότηση που είχε κοινοποιήσει η Περιφέρεια, ύψους 5 δις ITL=2,5 εκατ. ευρώ, θα μπορούσε να αρκέσει για να χρηματοδοτηθεί μόνον μειωμένο ποσοστό των δαπανών στις οποίες είχαν ήδη προβεί οι ενδεχόμενοι δικαιούχοι (περίπου 70 δις ITL=35 εκατ. ευρώ)· επιπλέον, δεν είναι κατανοητό γιατί οι ιταλικές αρχές επεσήμαναν ότι «η εισφορά σε κεφάλαιο δεν θα υπερβεί την επιβεβαιωμένα αποδεκτή δαπάνη» εφόσον, με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή, η ένταση της ενίσχυσης εμφανίζεται χαμηλότερη του 10 % (17). Το γεγονός ότι για τις ιταλικές αρχές ένα τόσο χαμηλό ποσοστό είναι τελικά αρκετό για να εξασφαλισθεί κίνητρο, ενώ στο περιφερειακό επιχειρησιακό πρόγραμμα 1994-1999 είχε κριθεί αναγκαίο για το ίδιο είδος έργων ποσοστό πολύ υψηλότερο (18), συνιστά πρόσθετη ένδειξη ότι δεν υπήρχε το στοιχείο του κινήτρου για τα έργα που επρόκειτο να χρηματοδοτηθούν.

(29)

Εξάλλου, οι τελευταίες πρόσθετες πληροφορίες (που πρωτοκολλήθηκαν στις 30 Ιανουαρίου 2001) παρείχαν στοιχεία που δεν αντιστοιχούν με εκείνα που είχαν διαβιβασθεί προηγουμένως:

α)

καταρχήν, ο κατάλογος κατάταξης περιείχε 134 έργα ως αποδεκτά για χρηματοδότηση και όχι 150· απέμεναν να χρηματοδοτηθούν 36 έργα·

β)

άλλωστε, υπάρχουν αντιφάσεις ως προς το ακριβές ύψος των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους δικαιούχους: σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, πρόκειται για 120 081 εκατ. ITL και όχι για 70 000 εκατομμύρια, όπως είχε κοινοποιηθεί προηγουμένως.

(30)

Ένα άλλο θέμα προς διευκρίνιση είναι η συχνότητα της παρέμβασης: οι ιταλικές αρχές είχαν δηλώσει αρχικά ότι η παρέμβαση ήταν έκτακτου χαρακτήρα και περιορισμένη χρονικά (βλ. σημείο 15). Αυτό είναι σε αντίφαση με άλλες δηλώσεις των ίδιων αρχών (19) ως προς τη δυνατότητα χορήγησης χρηματοδότησης στο μέλλον για τα ίδια έργα. Όντως, στην αρχική κοινοποίηση δηλώνεται ότι «εάν, μετά την περαιτέρω εξέταση των αιτήσεων, αποδειχθούν στη συνέχεια αναγκαία και άλλα κονδύλια, αυτά θα είναι ούτως ή άλλως εντός των απόλυτα απαραίτητων ορίων προκειμένου να εξαντληθούν οι εκκρεμούσες αιτήσεις της προηγούμενης περιόδου προγραμματισμού 1994-1999». Προς το σκοπό αυτό, οι ίδιες περιφερειακές αρχές δεσμεύθηκαν να κοινοποιήσουν τις περιπτώσεις που δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα του 20 % που αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής αριθ. 54/94/D24823 (της 22ας Φεβρουαρίου 1994). Αυτή η δυνατότητα εκ των υστέρων χρηματοδότησης, με τους ενδεχόμενους τρόπους καταβολής της, δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο πληροφόρησης από πλευράς των περιφερειακών αρχών και φαίνεται να είναι σε αντίφαση με τις πληροφορίες περί εξαιρετικού χαρακτήρα του μέτρου που κοινοποιήθηκε.

(31)

Τέλος, οι ιταλικές αρχές βεβαίωσαν ότι τα έργα, οι αιτήσεις για τα οποία είχαν υποβληθεί και εγκριθεί μεν κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999 αλλά οι εργασίες δεν είχαν αρχίσει ακόμη, θα χρηματοδοτούνταν με βάση το νέο σχέδιο αγροτικής ανάπτυξης για την περιφέρεια του Veneto 2000-2006, αφού προηγουμένως εξετασθούν ως προς το συμβιβάσιμό τους με τη νέα κοινοτική νομοθεσία στον τομέα της γεωργίας. Αυτό πάντως δύσκολα μπορεί να συγκερασθεί με τα δεδομένα του συγκεντρωτικού και οριστικού καταλόγου κατάταξης (τα οποία αφορούν επομένως τις αιτήσεις που έγιναν δεκτές για χρηματοδότηση), τα οποία διαβιβάσθηκαν με τις τελευταίες συμπληρωματικές πληροφορίες (πρωτοκολλήθηκαν στις 30 Ιανουαρίου 2001). Από τα συνολικά 134 εγκριθέντα έργα, 20 χρηματοδοτήθηκαν με γεωργονομισματικά κονδύλια, 10 από τις υπερκρατήσεις θέσεων, 54 με βάση τον περιφερειακό νόμο αριθ. 88/80, 4 με βάση το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 173/98 και 10 ακυρώθηκαν. Με βάση τα δεδομένα αυτά, απομένουν προς χρηματοδότηση μόνον 36 έργα: ακόμη και εάν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί χρηματοδότηση με βάση το νέο σχέδιο αγροτικής ανάπτυξης 2000-2006, δεν είναι σαφές σε ποιες «αιτήσεις εκκρεμούσες από την προηγούμενη περίοδο προγραμματισμού» αναφέρονται οι ιταλικές αρχές.

(32)

Η Επιτροπή επιφυλάχθηκε να εξετάσει το θέμα της χρήσης γεωργονομισματικών ενισχύσεων και των ενισχύσεων που προήλθαν από τις υπερκρατήσεις: η προσφυγή σε τέτοια κονδύλια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάχρηση των αποφάσεων έγκρισης ενισχύσεων, ή ότι ενδεχομένως δεν κοινοποιήθηκε καν στην Επιτροπή.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ

(33)

Με την επιστολή της 22ας Ιουνίου 2001, η Ιταλία διαβίβασε στις υπηρεσίες της Επιτροπής τις παρατηρήσεις της σχετικά με την υπό εξέταση ενίσχυση, μετά την κίνηση της διαδικασίας βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από τρίτα ενδιαφερόμενα μέρη.

(34)

Στην απάντησή τους, οι ιταλικές αρχές εξήγησαν κυρίως και πάλι τη διοικητική διαδικασία που εφαρμόσθηκε για τη χορήγηση των ενισχύσεων κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999, προκειμένου να αποδείξουν ότι η εν λόγω διαδικασία έθετε νομική δέσμευση έναντι των ενδεχόμενων δικαιούχων χρηματοδότησης, η οποία μπορούσε να δημιουργήσει (και να δικαιολογήσει την ύπαρξη) νόμιμης προσδοκίας από πλευράς τους, και άρα να αποτελέσει επαρκές κίνητρο για την έναρξη των εργασιών πριν την παραλαβή της ενίσχυσης. Όσον αφορά την περιγραφή της διοικητικής διαδικασίας πριν την κίνηση της διαδικασίας, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι οι επιχειρήσεις, από τη στιγμή που εγγράφονταν στον κατάλογο κατάταξης για έργα που είχαν γίνει δεκτά για παρεμβάσεις στον τομέα των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, περίμεναν έως ότου διατεθεί η χρηματοδότηση από την Περιφέρεια. Με τη σταδιακή διάθεση των αναγκαίων πόρων (είτε από τον περιφερειακό προϋπολογισμό, βάσει του άρθρου 29 του περιφερειακού νόμου αριθ. 88/1980, είτε από το ΠΕΠ του Veneto — κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 866/90 του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1990, για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων (20) και κανονισμός 951/97, είτε από τον κρατικό προϋπολογισμό– υπερκρατήσεις και γεωργονομισματικά κονδύλια), η Περιφέρεια επέλεγε από τον ενιαίο κατάλογο, με επί τούτου διοικητική πράξη, τις επιχειρήσεις που θα ήταν αποδέκτριες της χρηματοδότησης, εφαρμόζοντας ένα κριτήριο προτεραιότητας και προτίμησης, και μάλιστα τις επιχειρήσεις των οποίων οι αιτήσεις συνέβαλαν στην πλήρη χρήση των διαθέσιμων πόρων.

(35)

Η Περιφέρεια είχε έτσι στη διάθεσή της ένα ορισμένο αριθμό έργων, έτοιμα να ενεργοποιηθούν με την εξεύρεση των διαθέσιμων πόρων. Οι περιφερειακές αρχές υποστηρίζουν ότι η εκ των προτέρων ύπαρξη του καταλόγου με τα επιλέξιμα έργα, ακόμη και ελλείψει άμεσα διαθέσιμων πόρων, με την αναβολή της κάθε χρηματοδότησης για κάποια άλλη στιγμή, δεν είναι αντίθετη προς την κοινοτική πειθαρχία.

(36)

Το άρθρο 35 του ΠΝ 5/2000 θα εφαρμοζόταν, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, στα 36 έργα/γεωργικές εκμεταλλεύσεις που απέμεναν στον κατάλογο. Αυτά τα εναπομένοντα έργα/γεωργικές εκμεταλλεύσεις υποβλήθηκαν σε νέα εξέταση και για δύο από αυτά κινήθηκε η διαδικασία αρχειοθέτησης διότι δεν ήταν συμβατά με τις κατευθυντήριες γραμμές. Οι αρμόδιες αρχές δήλωσαν άλλωστε ότι 15 γεωργικές εκμεταλλεύσεις είχαν υποβάλει αίτηση βάσει του ΣΑΑ για την Περιφέρεια του Veneto 2000-2006 — Mέτρο 7 (Βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων) — παραιτούμενες από τις προηγούμενες αιτήσεις, σε περίπτωση χορήγησης χρηματοδότησης κατά τη νέα περίοδο προγραμματισμού 2000/2006. Η Περιφέρεια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και άλλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις να παραιτηθούν, καθόσον δεν ενδιαφέρονται πλέον, για διαφόρους λόγους, για το αρχικό έργο. Έτσι, οι ενδεχόμενοι δικαιούχοι της υπό εξέταση ενίσχυσης ίσως αποδειχθούν λιγότεροι σε σύγκριση με τον αρχικό κατάλογο.

(37)

Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή στην επιστολή κίνησης της διαδικασίας βάσει του πρώην άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης δεν είναι ορθή από νομική άποψη και έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την πρακτική της Επιτροπής.

(38)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία για τις υπό εξέταση ενισχύσεις διότι οι εν λόγω ενισχύσεις θα μπορούσαν να χορηγηθούν και σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις οι οποίες, ενώ υπήρχαν ακόμη στον κατάλογο, είχαν αρχίσει ή περατώσει τις επενδύσεις μετά την υποβολή της αίτησης για την περίοδο προγραμματισμού 1994/1999. Η Επιτροπή υποστηρίζει όντως ότι, ελλείψει νομικά δεσμευτικής υποχρέωσης από την Περιφέρεια έναντι των ενδεχόμενων δικαιούχων, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν αναδρομικά δεν περιέχουν το απαραίτητο κίνητρο και επομένως μπορούν να θεωρηθούν ως λειτουργικές ενισχύσεις, μη συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(39)

Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι τόσο το σημείο 3.6 των κατευθυντηρίων γραμμών (21), όσο και η εφαρμογή του από την Επιτροπή (22) δημιούργησαν στους αιτούντες τη νόμιμη προσδοκία ότι, από τη στιγμή που υποβάλουν σχετική αίτηση στις αρμόδιες αρχές, θα λάβουν χρηματοδότηση. Στη δεδομένη περίπτωση ήταν η ίδια η απόφαση της Giunta regionale αριθ. 4202/93 η οποία, καθορίζοντας τις λεπτομέρειες υποβολής των αιτήσεων και κατάρτισης του καταλόγου και υπενθυμίζοντας τους κανόνες του περιφερειακού νόμου 1/1991 (23), βεβαίωνε τους πιθανούς δικαιούχους για την έγκριση των προς χρηματοδότηση από το Δημόσιο επενδύσεων, οι οποίες είχαν αρχίσει μετά μεν την υποβολή της αίτησης αλλά πριν την έγκριση των ενισχύσεων. Εξάλλου, η νόμιμη πεποίθηση που είχαν οι αιτούντες κατά την υποβολή της αίτησης, είχε ενισχυθεί με την αναγραφή τους στον κατάλογο κατάταξης επιλέξιμων προς χρηματοδότηση έργων.

(40)

Οι πιθανοί δικαιούχοι της ενίσχυσης, βέβαιοι άλλωστε ότι είχαν υποβάλει τις αιτήσεις με σωστό τρόπο και ότι εκπληρούσαν τις προϋποθέσεις βάσει του νόμου, λογικά μπορούσαν να περιμένουν ότι θα γίνει δεκτή η αίτησή τους, πράγμα το οποίο επαληθεύθηκε με την αναγραφή τους στον κατάλογο κατάταξης, μολονότι έπρεπε ακόμη να περιμένουν την έγκριση της χρηματοδότησης.

(41)

Οι ιταλικές αρχές υπενθυμίζουν επίσης ότι πρακτική της Επιτροπής είναι να αποδέχεται την παράταση των καθεστώτων ενίσχυσης που έχουν εγκριθεί, ούτως ώστε να επιτρέπεται η επίτευξη των στόχων τους (24), όπως επιδιώκουν στην ουσία και οι εθνικές αρχές με την υποβολή των καθεστώτων ενίσχυσης βάσει του υπό εξέταση άρθρου 35 του ΠΝ 5/2000. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, ότι οι συγκεκριμένες ενισχύσεις θα ήταν συμβιβάσιμες με τη Συνθήκη, εάν είχαν χορηγηθεί έως το 1999, δηλαδή κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του καθεστώτος ή των καθεστώτων με βάση τα οποία είχαν υποβληθεί οι αιτήσεις χρηματοδότησης.

(42)

Με βάση το ιταλικό διοικητικό δίκαιο, οι εθνικές αρχές εξηγούν ότι είναι δυνατή η προσφυγή σε διοικητικό δικαστήριο για πράξεις της δημόσιας διοίκησης σε βάρος όχι μόνον των ατομικών δικαιωμάτων αλλά και του νομίμου συμφέροντος. Το νόμιμο συμφέρον ορίζεται ως το συμφέρον των ιδιωτών για ορθή χρήση της εξουσίας από τη δημόσια διοίκηση, σε ό, τι αφορά τόσο τις προσδοκίες διεύρυνσης της δικαιοδοσίας των ιδιωτών (αξιωτικά συμφέροντα), όσο και την ορθή εφαρμογή των αντίστοιχων διαδικασιών που επιβάλλονται για τη δικαιοδοσία αυτή (διαδικαστικά συμφέροντα), ιδίως με βάση το νόμο περί δημοσιοποίησης των πράξεων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου της Ιταλίας (25), ο ιδιώτης μπορεί να προσφύγει σε διοικητικό δικαστήριο όχι μόνον για να ακυρωθεί μια πράξη της δημόσιας διοίκησης που βλάπτει κάποιο νόμιμο συμφέρον του ή ατομικό του δικαίωμα αλλά επίσης και για την έγκριση ενός μέτρου εν αναμονή και για την αποζημίωσή του για βλάβη που έχει υποστεί λόγω έγκρισης ή μη της πράξης.

(43)

Στην υπό εξέταση περίπτωση, το νόμιμο συμφέρον όσων είχαν υποβάλει αίτηση (για δημόσια χρηματοδότηση) και το όνομά τους περιλαμβανόταν στον κατάλογο κατάταξης ήταν αξιωτικό, καθόσον συνδέεται με τη βάσιμη προσδοκία διεύρυνσης της δικαιοδοσίας τους με βάση το μέτρο χορήγησης της ενίσχυσης.

(44)

Με βάση τη νομολογία του Αρείου Πάγου που προαναφέρθηκε, οι ιταλικές αρχές δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο να καταδίκαζε το διοικητικό δικαστήριο την περιφερειακή διοίκηση σε πληρωμή αποζημιώσεων.

(45)

Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι καμιά από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις που είχαν γίνει δεκτές προς χρηματοδότηση δεν έχει καταθέσει ακόμη προσφυγή σε διοικητικό δικαστήριο προσδοκώντας νόμιμα τη χορήγηση της ενίσχυσης. Για να προσβάλουν την Περιφέρεια του Veneto, οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις θα έπρεπε να δείξουν ότι είχαν συμφέρον να προσφύγουν για πράξη που τους προξένησε πραγματική ζημία. Ως τέτοια πράξη χαρακτηρίζεται από τις ιταλικές αρχές η μη χορήγηση της χρηματοδότησης με την ακύρωση του καταλόγου κατάταξης: μόνον η ανάκληση της χρηματοδότησης ή η ακύρωση της απόφασης 4102/99 θα μπορούσε να αμφισβητηθεί νομίμως, διότι θα ζημίωνε τη νόμιμη και πραγματική προσδοκία τους να λάβουν τα χορηγητέα ποσά.

(46)

Όσον αφορά τις επιφυλάξεις της Επιτροπής για τη χρήση των γεωργονομισματικών ενισχύσεων και των ποσών από την υπερκράτηση θέσεων που αναφέρονται στο σημείο 31 της επιστολής κίνησης της διαδικασίας, οι ιταλικές αρχές διευκρινίζουν ότι:

(α)

το καθεστώς ενισχύσεων για πρωτοβουλίες στον τομέα των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 951/97, για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν κονδύλια από την ανατίμηση της ιταλικής λίρας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 724/97 του Συμβουλίου (26), εντάσσεται στο πρόγραμμα δράσης για την Ιταλία, το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή με το σημείωμα 5372 της 2ας Ιουλίου 1998·

(β)

τα ποσά της υπερκράτησης προέρχονται από ποσοστώσεις πρόσθετες του κεφαλαίου λειτουργίας που είχε χορηγηθεί για την υλοποίηση των κοινοτικών πολιτικών για το ΠΕΠ Veneto βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 951/97, το οποίο συνιστά τη νομική βάση που έχει εγκρίνει η Επιτροπή με την απόφαση (ΕΚ) C/96 2598 της 2ας Οκτωβρίου 1996.

(47)

Οι ιταλικές αρχές δεν συμφωνούν με τη μέθοδο υπολογισμού της ενίσχυσης και με τη συλλογιστική της Επιτροπής στο σημείο 27 της επιστολής κίνησης της διαδικασίας. Το διατιθέμενο ποσό (5 δις LIT, ήτοι περίπου 2,5 εκατ. ευρώ) θα χρησιμοποιούταν για να διατηρηθεί το ύψος της παρέμβασης, δηλαδή το 30 % του όγκου των αποδεκτών προς ενίσχυση επενδύσεων ύψους 15 δις LIT, δηλαδή περίπου 7,5 εκατ. ευρώ. Ο όγκος των αποδεκτών επενδύσεων που προαναφέρθηκε είναι τελείως θεωρητικός, καθόσον εξαρτάται από την τεχνική επανεξέταση των έργων, την εκ νέου ανάλυση, τον εκ νέου έλεγχο επιλεξιμότητας των έργων, τον εκ νέου καθορισμό του όγκου των επενδύσεων, κ.λ.π. Η εξέταση αυτή επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με βάση τις πραγματικές προοπτικές χρηματοδοτικών πόρων, ούτως ώστε να μην δημιουργηθούν περαιτέρω προβλήματα στις ενδεχομένως δικαιούχους επιχειρήσεις.

(48)

Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των επενδύσεων που απέμεναν στον κατάλογο κατάταξης με κονδύλια από το ΣΑΑ για την Περιφέρεια του Veneto 2000-2006 (15 γεωργικές εκμεταλλεύσεις που υπήρχαν στον κατάλογο κατάταξης υπέβαλαν αίτηση με βάση το εν λόγω ΣΑΑ, βλ. σημείο 32), οι αρμόδιες αρχές δήλωσαν ότι η χρηματοδότηση θα πραγματοποιηθεί εφόσον τηρηθούν όλες οι προϋποθέσεις του συγκεκριμένου ΣΑΑ, μεταξύ των οποίων είναι να μην έχουν αρχίσει οι εργασίες για τις οποίες ζητείται χρηματοδότηση.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ

(49)

Βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση ανταποκρίνονται σε αυτόν τον ορισμό για τους λόγους που ακολουθούν.

(50)

Τα υπό εξέταση μέτρα, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν με κονδύλια της Περιφέρειας του Veneto, ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις και ορισμένους οικονομικούς παράγοντες (επιχειρήσεις του τομέα μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων) και μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγές, καθόσον η Ιταλία κατέχει το 14,07 % περίπου της γεωργικής παραγωγής στην Ευρώπη (27).

(51)

Ωστόσο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης, ορισμένα μέτρα μπορούν, κατά παρέκκλιση, να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

(52)

Στη δεδομένη περίπτωση, με βάση τη φύση των μέτρων που περιγράφηκαν προηγουμένως, η μόνη παρέκκλιση που θα ήταν δυνατόν να επικαλεστεί κανείς είναι εκείνη του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, με βάση την οποία θεωρούνται συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(53)

Για να τύχουν της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, οι ενισχύσεις των επενδύσεων στον τομέα της μεταποίησης και της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων πρέπει να είναι σύμφωνες με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2004 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, της μεταποίησης και της εμπορίας γεωργικών προϊόντων (28). Εφόσον δεν έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός, ή εφόσον δεν πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, η ενίσχυση πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τις σχετικές διατάξεις των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας.

(54)

Επειδή το υπό εξέταση μέτρο δεν περιορίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2004. Επομένως, η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των ενισχύσεων πρέπει να βασισθεί στις κατευθυντήριες γραμμές και πιο συγκεκριμένα στα σημεία 3.5, 3.6 και 4.2 αυτών.

(55)

Σύμφωνα με τα σημεία 3.5 και 3.6 των κατευθυντηρίων γραμμών η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για να είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά, τα μέτρα ενίσχυσης πρέπει να εμπεριέχουν το στοιχείο του κινήτρου ή να επιβάλουν αντιστάθμισμα από πλευράς του δικαιούχου, μια ενίσχυση όμως που χορηγείται για δραστηριότητες που έχουν ήδη αρχίσει δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο κίνητρο και για το λόγο αυτό κρίνεται ως λειτουργική ενίσχυση. Σε όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων, εξαιρουμένων εκείνων που προβλέπονται για αποζημιώσεις, απαγορεύεται η χορήγηση ενισχύσεων για έργα που ήδη έχουν αρχίσει ή για δραστηριότητες που έχουν αναληφθεί πριν υποβληθεί δεόντως η αίτηση ενίσχυσης στην αρμόδια αρχή.

(56)

Καθόσον το καθεστώς που θεσπίσθηκε με βάση το άρθρο 35 του ΠΝ 5/2000 προβλέπει αποκλειστικά τη χρηματοδότηση έργων των γεωργοβιομηχανικών επιχειρήσεων, οι οποίες, αφού είχαν υποβάλει αίτηση για να τύχουν των μέτρων συγχρηματοδότησης κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994/1999, είχαν γίνει δεκτές προς χρηματοδότηση με την εγγραφή τους στον κατάλογο κατάταξης των περιφερειακών αρχών αλλά δεν είχαν λάβει τη χρηματοδότηση ελλείψει δημοσίων πόρων (εφεξής: τα εναπομένοντα έργα). Για ορισμένα από τα έργα αυτά, η χρηματοδότηση είχε αρχίσει μετά την υποβολή της αίτησης για την περίοδο προγραμματισμού 1994/1999.

(57)

Η Επιτροπή, με βάση τις πληροφορίες που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, κρίνει ότι το καθεστώς που κοινοποιήθηκε είναι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, για να τύχουν όμως των ενισχύσεων που προβλέπονται στο καθεστώς που κοινοποιήθηκε όλα τα εναπομένοντα έργα πρέπει να πληρούν τους όρους του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών. Οι ενισχύσεις μπορούν λοιπόν να χορηγηθούν μόνον:

(α)

σε οικονομικά αποδοτικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις·

(β)

σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις που τηρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές για το περιβάλλον, την υγιεινή και την καλή διαβίωση των ζώων·

(γ)

εάν η ένταση της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το 50 % των επενδύσεων που εγκρίνονται να τύχουν της ενίσχυσης στις περιοχές του στόχου 1 και το 40 % για τις υπόλοιπες περιοχές·

(δ)

εάν οι αποδεκτές δαπάνες αφορούν την κατασκευή, την αγορά ή τη βελτίωση κινητών αγαθών, νέων μηχανημάτων και εξοπλισμών και τις γενικές δαπάνες, σε μέγιστο ποσοστό 12 % αυτών των δαπανών·

(ε)

εάν έχει αποδειχθεί επαρκώς η ύπαρξη διεξόδων διοχέτευσης των συγκεκριμένων προϊόντων στην αγορά. Για τη χορήγηση των ενισχύσεων οι ιταλικές αρχές πρέπει να λάβουν υπόψη τους τυχόν περιορισμούς παραγωγής ή τους περιορισμούς της κοινοτικής στήριξης στο πλαίσιο κοινών οργανώσεων της αγοράς. Συγκεκριμένα: δεν πρέπει να χορηγείται καμία ενίσχυση που αντίκειται στις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς που έχουν θέσει οι κοινές οργανώσεις της αγοράς, όπως και καμία ενίσχυση που αφορά την παραγωγή και την εμπορία προϊόντων απομίμησης ή υποκατάστασης του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.

(58)

Κατ'εξαίρεση θα τύχουν των ενισχύσεων τα επενδυτικά έργα, οι αιτήσεις για τα οποία είχαν κατατεθεί για την περίοδο προγραμματισμού που έληγε στις 31.12.1999 και είχαν κριθεί τότε αποδεκτές αλλά δεν είχαν εγκριθεί λόγω έλλειψης χρηματοδοτικών πόρων, με την επιφύλαξη ότι θα λάβουν την ενίσχυση μόνον τα επενδυτικά έργα που θα αρχίσουν μετά την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης στις αρμόδιες αρχές.

(59)

Η Επιτροπή κρίνει ως αποδεκτές και τις επενδύσεις που αναφέρονται στο σημείο 57, μετά από εξέταση των εγγράφων της διοικητικής διαδικασίας που χρησιμοποίησαν οι αρμόδιες αρχές για τη χορήγηση των ενισχύσεων στο πλαίσιο της περιόδου προγραμματισμού 1994/1999 και σύμφωνα με την πρακτική ερμηνείας που ακολουθούσε την εποχή εκείνη (29). Σύμφωνα με την πρακτική αυτή, στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ενισχύσεων που παρουσιάζεται ως συμπλήρωμα παρόμοιου προηγούμενου καθεστώτος, η ενίσχυση που χορηγείται για δραστηριότητες που έχουν ήδη αρχίσει από τον δικαιούχο μετά την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης, βάσει προηγούμενου διαγωνισμού, δεν στερείται του αναγκαίου στοιχείου του κινήτρου και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λειτουργική ενίσχυση, με την προϋπόθεση ότι τα έργα ή οι δραστηριότητες άρχισαν μετά την ορθή υποβολή της αίτησης ενίσχυσης στην αρμόδια αρχή και ότι η αίτηση έγινε δεκτή προς χρηματοδότηση.

(60)

Η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να υπενθυμίσει στις ιταλικές αρχές ότι, σύμφωνα με την πρακτική ερμηνείας που ακολουθεί σήμερα, στερούνται του στοιχείου του κινήτρου οι ενισχύσεις που χορηγούνται για δραστηριότητες που αρχίζουν μετά μεν την υποβολή της αίτησης ενίσχυσης στην αρμόδια αρχή αλλά πριν την αποδοχή της αίτησης με πράξη νομικά δεσμευτική για τη δημόσια διοίκηση έναντι των (εν αναμονή) δικαιούχων (30).

(61)

Όσον αφορά τη χρήση των γεωργονομισματικών ενισχύσεων και των κονδυλίων από τις υπερκρατήσεις από πλευράς των ιταλικών αρχών για τα εναπομένοντα έργα πριν τις 31.12.1999, οι ιταλικές αρχές βεβαίωσαν ότι η χρήση των κονδυλίων από την ανατίμηση της ιταλικής λίρας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 724/97, για τα μέτρα που προέβλεπε το ΠΕΠ του Veneto βάσει του κανονισμού, είχε εγκριθεί από την Επιτροπή με το σημείωμα αριθ. 5372 της 2ας Ιουλίου 1998, ενώ τα κονδύλια από τις υπερκρατήσεις προέρχονταν από χρηματοδότηση ποσοστώσεων πρόσθετων των κεφαλαίων λειτουργίας για το ΠΕΠ Veneto. Συνεπώς, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε κατάχρηση των αποφάσεων των έγκρισης των ενισχύσεων, ούτε ενισχύσεις που δεν κοινοποιήθηκαν, διότι οι χρηματοδοτήσεις αφορούσαν μέτρα του ΠΕΠ που ήταν ακόμη σε ισχύ.

(62)

Όσον αφορά τον «εφάπαξ» χαρακτήρα του καθεστώτος, οι αρμόδιες αρχές εξήγησαν ότι η έκφραση χρησιμοποιήθηκε υπό την έννοια ότι το καθεστώς δεν είναι σωρεύσιμο με άλλα καθεστώτα, ισχύει αποκλειστικά για τις επιχειρήσεις που απέμεναν στον κατάλογο και ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλες παρεμβάσεις: όταν εξαντληθεί ο κατάλογος, το καθεστώς θα απωλέσει τα νομικά και χρηματοδοτικά χαρακτηριστικά του. Οι αρμόδιες αρχές ανέφεραν αρχική χρηματοδοτική εισφορά ύψους περίπου 2,5 εκατ. ευρώ, επιφυλασσόμενες να την ενσωματώσουν με άλλους πόρους σε περίπτωση που το ποσό αυτό αποδειχθεί ανεπαρκές για να διατηρηθεί υψηλό το ποσοστό δημόσιας ενίσχυσης ή ανεπαρκές για τα έργα που έγιναν δεκτά προς χρηματοδότηση. Οι αρμόδιες αρχές δεσμεύθηκαν να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή οποιαδήποτε αύξηση της αρχικής χρηματοδότησης σε ποσοστό άνω του 20 %.

(63)

Πάγια πρακτική της Επιτροπής είναι να αποδέχεται χρηματοδοτήσεις που προέρχονται από υπάρχοντα καθεστώτα. Η πρακτική αυτή παγιοποιήθηκε με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (31). Η Επιτροπή κρίνει ότι, δυνάμει του εν λόγω κανόνα, αύξηση μη μεγαλύτερη του 20 % της χρηματοδότησης προερχόμενης από καθεστώς ενισχύσεων δεν αποτελεί τροποποίηση της υπάρχουσας ενίσχυσης και ότι, σε περίπτωση που οι εθνικές αρχές υπερβούν το ποσοστό αυτό, η τροποποίηση αυτή πρέπει να κοινοποιηθεί με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 που προαναφέρθηκε. Συνεπώς, τίποτε δεν εμποδίζει τις ιταλικές αρχές να αυξήσουν την αρχική χρηματοδότηση του υπό εξέταση καθεστώτος, εφόσον τηρηθούν οι διαδικαστικοί κανόνες.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(64)

Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η Επιτροπή κρίνει ότι η ενίσχυση, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 35 του ΠΝ 5/2000 υπέρ των επιχειρήσεων μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του σημείου 4.2 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών στον γεωργικό τομέα. Το μέτρο ενίσχυσης μπορεί, κατά συνέπεια, να τύχει της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ενίσχυση την οποία η Ιταλική Δημοκρατία προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή βάσει του άρθρου 35 του περιφερειακού νόμου του Veneto αριθ. 5/2000 είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι όροι του άρθρου 2.

Άρθρο 2

Οι ιταλικές αρχές θα κοινοποιήσουν στην Επιτροπή την αύξηση της χρηματοδότησης που προέρχεται από το καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο θεσπίσθηκε από το άρθρο 35 του περιφερειακού νόμου αριθ. 1/2000, εφόσον η αύξηση υπερβαίνει το 20 %.

Άρθρο 3

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας η Ιταλία θα κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Mέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 140 της 12.5.2001, σ. 2.

(2)  Περιφερειακός νόμος του Veneto αριθ. 5 της 28.1.2000, Provvedimento generale di rifinanziamento e di modifica di leggi regionali per la formazione del bilancio annuale e pluriennale della regione (legge finanziaria 2000) (Γενικό μέτρο αναχρηματοδότησης και τροποποίησης περιφερειακών νόμων για τη σύσταση του ετήσιου και πολυετούς προϋπολογισμού της περιφέρειας (δημοσιονομικός νόμος του 2000).

(3)  Βλ. υποσημείωση 1.

(4)  Η έγκριση του επιχειρησιακού προγράμματος για το Veneto αποτέλεσε το αντικείμενο της απόφασης της Επιτροπής της 2ας Οκτωβρίου 1996.

(5)  ΕΕ L 142 της 2.6.1997, σ. 22.

(6)  Νόμος αριθ. 241 της 7.8.1990, ΕΕ, γενική σειρά αριθ. 192, της 18.8.1990 σχετικά με «Nuove norme in materia di procedimento amministrativo e di diritto di accesso ai documenti amministrativi».

(7)  Με βάση το άρθρο 11 του περιφερειακού νόμου της 8ης Ιανουαρίου 1991, αριθ. 1 (όπως κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή ως κρατική ενίσχυση αριθ. N100/91, η οποία εγκρίθηκε από την Επιτροπή με την απόφαση SG (91) D/7024), η υλοποίηση των πρωτοβουλιών για τις οποίες ζητείται δημόσια παρέμβαση για οποιοδήποτε λόγο πρέπει να αρχίζει μετά την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης.

(8)  Επίσημη Εφημερίδα της Περιφέρειας του Veneto αριθ. 112 της 28.12.1999.

(9)  Ο νόμος αυτός θεσπίζει ενισχύσεις για τις υπηρεσίες αξιοποίησης και την προστασία της γεωργικής και ζωοτεχνικής παραγωγής (ενισχύσεις εγκριθείσες με την ανακοίνωση της Επιτροπής αριθ. 16065 της 17ης Οκτωβρίου 1980).

(10)  ΕΕ L 79 της 23.3.1994, σ. 29.

(11)  ΕΕ C 232 της 11.8.2000, σ. 19.

(12)  Το σχέδιο είχε εγκριθεί από την Επιτροπή με την απόφαση αριθ. C(2000) 2904 της 29ης Σεπτεμβρίου 2000.

(13)  Βλ. ιδίως τις εξής υποθέσεις: C1/98 (πρώην N750/B/95), για το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων που θέσπισε η Ιταλία υπέρ της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας των προϊόντων που αναφέρονται στο παράρτημα I της συνθήκης ΕΚ (νόμος αριθ. 68, της 27ης Σεπτεμβρίου 1995, της περιφέρειας της Σικελίας)· C 36/98, για το καθεστώς ενισχύσεων που πρόκειται να θεσπίσει η Ιταλία υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε περιοχές του στόχου 1· C70/98, για το καθεστώς ενισχύσεων που κοινοποίησε η Ιταλία (Περιφέρεια Marche) σχετικά με τις τροποποιήσεις του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της περιόδου 1994-99 των παρεμβάσεων των κοινοτικών διαρθρωτικών ταμείων για τις περιοχές του στόχου 5β.

(14)  Βλ. υποσημείωση 6.

(15)  Οι ιταλικές αρχές περιορίσθηκαν να διαβιβάσουν αντίγραφο επιστολής (της 1ης Απριλίου 1999) της διοίκησης του Veneto, η οποία πληροφορούσε έναν ενδεχόμενο δικαιούχο για την παραλαβή της αίτησής του από ένα συγκεκριμένο γραφείο (αρμόδιο των διαρθρωτικών παρεμβάσεων στον αγροτοβιομηχανικό τομέα), για τη διεξαγωγή της συνήθους τεχνικο-διοικητικής έρευνας, ανακοίνωση υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο περί δημοσιοποίησης των πράξεων της δημόσιας διοίκησης (βλ. υποσημείωση 6).

(16)  Βλ. ιδίως την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, στην υπόθεση C-730/79 Philip Morris κατά της Επιτροπής, Συλλογή [1980], σ. 2671.

(17)  Το ποσό των 5 δις λιρών που διέθετε η Περιφέρεια αποτελεί ποσοστό κάτω του 10 % του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποίησαν οι δικαιούχοι (70 δις ιταλ. λίρες).

(18)  Ο κανονισμός 951/97 επέτρεπε ποσοστό ενίσχυσης έως 55 % για επενδύσεις έξω από τις περιοχές του στόχου 1.

(19)  Βλ. σημείο 9 της επιστολής για την κίνηση της διαδικασίας.

(20)  ΕΕ L 91 της 06.04.1990, σ. 1.

(21)  Το σημείο 3.6 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι «μια ενίσχυση που χορηγείται αναδρομικά για δραστηριότητες που έχουν ήδη αναληφθεί από τον δικαιούχο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει το αναγκαίο στοιχείο κινήτρου και πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά ενίσχυση λειτουργίας, η οποία αποσκοπεί απλώς στην ανακούφιση του δικαιούχου από ένα χρηματοοικονομικό βάρος. Επομένως, και εκτός της περιπτώσεως των καθεστώτων ενισχύσεων που έχουν χαρακτήρα αποζημιώσεως, όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων πρέπει να προβλέπουν ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί ενίσχυση για εργασίες που έχουν αρχίσει ή για δραστηριότητες που έχουν αναληφθεί πριν υποβληθεί δεόντως αίτηση στην αρμόδια αρχή για τη χορήγηση ενίσχυσης.»

(22)  Αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2000, SG(2000) D/108799 (Ενίσχυση N 226/2000), της 13ης Μαρτίου 2001, SG(2001) D 286857 (Ενίσχυση N 729/a/2000), της 28ης Φεβρουαρίου 2001 SG(2001) D/286508 και της 4ης Αυγούστου 2000, SG(2000) D/105958.

(23)  Το άρθρο 11 του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι «η υλοποίηση των πρωτοβουλιών που εντάσσονται σε ένα επιχειρησιακό σχέδιο …. μπορεί να αρχίσει ακόμη και πριν τη χορήγηση της χρηματοδότησης, εφόσον οι εργασίες αρχίσουν μετά την υποβολή της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης …».

(24)  Ενίσχυση N 63/2001 και ενίσχυση N 24/2001.

(25)  Άρειος Πάγος, Ολομέλεια (Corte di Cassazione Sezioni Unite) 500/1999.

(26)  ΕΕ L 108 της 25.04.1997, σ. 9.

(27)  Τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, τα οποία ανέρχονται έως το 2003, δηλαδή στην ΕΕ των 15.

(28)  ΕΕ L 1 της 1.1.2004, σ. 1.

(29)  Όπως αποφάνθηκε ήδη η Επιτροπή για την ενίσχυση N 715/1999, επιστολές SG(2000) D/105754 της 2ας Αυγούστου 2000.

(30)  Προς αυτή την κατεύθυνση είναι το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2004, βλ. υποσημείωση 20.

(31)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


27.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 268/37


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Απριλίου 2006

σχετικά με την κρατική ενίσχυση που το Ηνωμένο Βασίλειο προτίθεται να χορηγήσει για τη σύσταση της Αρχής για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 650]

(Το κείμενο στην αγγλική είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/643/EK)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως, το άρθρο 88, παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως, το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις (1) και αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις τους,

Εκτιμώντας τα εξής:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή τής 19ης Δεκεμβρίου 2003, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 22 Δεκεμβρίου 2003, το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε στην Επιτροπή τα στοιχεία κρατικής ενίσχυσης του σχεδίου νόμου με τον οποίο συστήνεται η Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών (NDA), στο εξής «το μέτρο».

(2)

Με την επιστολή D/51248 της 20ής Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή έθεσε ερωτήματα σχετικά με το μέτρο. Το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε με επιστολή της 29ης Μαρτίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 15 Απριλίου 2004.

(3)

Με την επιστολή D/54319 της 16ης Ιουνίου 2004, η Επιτροπή έθεσε συμπληρωματικά ερωτήματα σχετικά με το μέτρο. Το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε με επιστολή της 14ης Ιουλίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 19 Ιουλίου 2004.

(4)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά το μέτρο με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 14 Σεπτεμβρίου 2004 και με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 19 Οκτωβρίου 2004.

(5)

Με επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή πληροφόρησε το Ηνωμένο Βασίλειο για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά αυτή την ενίσχυση.

(6)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία (στο εξής «η έναρξη της διαδικασίας») δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2) . Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(7)

Το Ηνωμένο Βασίλειο με επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 2005, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα, υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις του αναφορικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(8)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη και τις διαβίβασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο δόθηκε η δυνατότητα να απαντήσει. Η Επιτροπή έλαβε επιστολή της 4ης Μαρτίου 2005, που πρωτοκολλήθηκε στις 7 Μαρτίου 2005, με τις παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου.

(9)

Στις 20 Απριλίου, στις 25 Αυγούστου και στις 11 Οκτωβρίου 2005 έλαβαν χώρα συνεδριάσεις μεταξύ των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής.

(10)

Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες για το μέτρο με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2006, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα. Τροποποίηση αυτής της επιστολής εστάλη με επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 2006, η οποία πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα. Με επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 2006, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες για το μέτρο. Με επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 2006, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 10 Φεβρουαρίου 2006, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε επιπλέον συμπληρωματικές πληροφορίες. Με επιστολή της 29ης Μαρτίου 2006, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 30 Μαρτίου 2006, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε επιπλέον συμπληρωματικές πληροφορίες.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(11)

Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν από τις πρώτες χώρες παγκοσμίως που ασχολήθηκε με πυρηνικές τεχνολογίες, τόσο για πολιτικούς όσο και για στρατιωτικούς σκοπούς.

(12)

Την περίοδο κατά την οποία εισήχθησαν για πρώτη φορά αυτές οι τεχνολογίες, η βιομηχανία έδωσε έμφαση στις επιστημονικές βελτιώσεις και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας. Η διαχείριση των πυρηνικών υποχρεώσεων είτε δεν λαμβανόταν γενικά υπόψη, είτε λαμβανόταν υπόψη μόνο εν μέρει.

(13)

Η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση όσον αφορά την ανάγκη, τελικά, παροπλισμού των πυρηνικών εγκαταστάσεων οδήγησε προοδευτικά στη δημιουργία αποθεμάτων για τη διαχείριση των πυρηνικών υποχρεώσεων. Ωστόσο, αυτά τα κονδύλια ήταν κατά κανόνα ανεπαρκή για την αντιμετώπιση των πυρηνικών υποχρεώσεων το ύψος των οποίων ήταν ακόμα πολύ αβέβαιο, αλλά πάντως αυξανόμενο. Ακόμα και στο τέλος του 20ού αιώνα, οι υπεύθυνοι για τις πυρηνικές υποχρεώσεις διαχειρίζονταν ακόμα ανεξάρτητα, και κατά περίπτωση, τις πυρηνικές υποχρεώσεις.

(14)

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεώρησε ότι αυτό το είδος διαχείρισης είχε εξαντλήσει τα όριά του και ότι θα έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή μια νέα και πιο αποτελεσματική μέθοδος ώστε η διαχείριση των πυρηνικών υποχρεώσεων να είναι αποτελεσματικότερη, διατηρώντας ταυτόχρονα τον πιο υψηλό βαθμό ασφαλείας.

(15)

Το 2001, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε να ξεκινήσει την εξέταση των τρόπων με τους οποίους η διαχείριση των πυρηνικών υποχρεώσεων του δημοσίου τομέα θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στα χέρια ενός μοναδικού δημοσίου οργανισμού. Μία λευκή βίβλος με τίτλο Managing the Nuclear Legacy (Διαχείριση της πυρηνικής κληρονομιάς) — Στρατηγική για δράση δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο 2002. Μετά από διαδικασία διαβούλευσης, οι ιδέες της λευκής βίβλου μετατράπηκαν σε νομοθεσία υπό τη μορφή του Energy Act 2004 (νόμος περί ενεργείας 2004).

(16)

Στο πλαίσιο των διατάξεων αυτής της νομοθεσίας, συστήθηκε ένας νέος δημόσιος μη υπουργικός οργανισμός, γνωστός ως Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών (NDA). Η NDA θα καταστεί βαθμιαίως υπεύθυνη για τη διαχείριση των περισσοτέρων πυρηνικών υποχρεώσεων του δημοσίου τομέα στο Ηνωμένο Βασίλειο (3). Γι’αυτόν τον σκοπό, η ιδιοκτησία των πυρηνικών εγκαταστάσεων και περιουσιακών στοιχείων θα μεταβιβαστεί στην NDA. Η NDA, μαζί με την ιδιοκτησία των περιουσιακών στοιχείων και των εγκαταστάσεων θα αναλάβει την αρμοδιότητα για τις πυρηνικές υποχρεώσεις που είναι συνδεδεμένες με αυτά, καθώς και όλα τα οικονομικά στοιχεία που σαφώς συνοδεύουν αυτές τις εγκαταστάσεις

(17)

Στόχος της NDA είναι η αποτελεσματική και ασφαλής διαχείριση των πυρηνικών υποχρεώσεων. Η NDA μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που της μεταβιβάστηκαν εάν η συνέχιση της λειτουργίας αυτών των περιουσιακών στοιχείων καλύπτει περισσότερο από τις αποφευκτέες δαπάνες τους και κατά συνέπεια συμβάλλει στη μείωση της αξίας των υποχρεώσεων τους. Η NDA είναι δημόσια αρχή και δεν έχει εμπορικούς στόχους. Η NDA δεν θα επενδύσει σε κανένα νέο περιουσιακό στοιχείο ούτε και θα ξεκινήσει κάποια καινούργια δραστηριότητα.

(18)

Η NDA δεν παροπλίζει η ίδια τις εγκαταστάσεις για τις οποίες θα έχει την αρμοδιότητα, αλλά θα αναθέσει με σύμβαση αυτό το καθήκον σε άλλους φορείς. Η NDA μπορεί παρομοίως να αναθέσει με σύμβαση τη συνέχιση της λειτουργίας των πυρηνικών εγκαταστάσεων. Επιχειρήσεις στις οποίες η NDA ανέθεσε με σύμβαση να διαχειρίζονται μια πυρηνική εγκατάσταση είναι γνωστές ως επιχειρήσεις ανάδοχοι της άδειας εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων (SLC). Αρχικά, SLC θα είναι οι πρώην ιδιοκτήτες των εγκαταστάσεων. Αργότερα, οι SLC θα επιλεγούν μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών, με σκοπό να δοθεί το έναυσμα για την ανάπτυξη μιας πραγματικής αγοράς πυρηνικού παροπλισμού και εξυγίανσης.

(19)

Η NDA, για να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές της, χρησιμοποιεί την αξία των μεταβιβασθέντων οικονομικών περιουσιακών στοιχείων και τα καθαρά έσοδα που προκύπτουν από τα μεταφερθέντα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία. Επειδή είναι πολύ πιθανό αυτοί οι πόροι να μην είναι επαρκείς για την πληρωμή όλων των δαπανών διαχείρισης των πυρηνικών υποχρεώσεων, το κράτος θα χρηματοδοτήσει τη διαφορά.

(20)

Περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στον United Kingdom Atomic Energy Agency (UKAEA) (Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας του Ηνωμένου Βασιλείου) μεταβιβάστηκαν στην NDA. Αυτή η πλευρά του μέτρου έχει ήδη καλυφθεί από την Επιτροπή στην απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 ανωτέρω. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι αυτή η πλευρά του μέτρου δεν περιείχε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(21)

Στην NDA μεταβιβάστηκαν επίσης περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στην British Nuclear Fuels Limited (BNFL) (Βρετανική Εταιρεία Πυρηνικών Καυσίμων). Αυτή η πλευρά του μέτρου αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας απόφασης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εφαρμόσει μεταβατικές διευθετήσεις για να εξασφαλίσει ότι, ακόμα και εάν τα περιουσιακά στοιχεία της BNFL είχαν επίσημα μεταβιβαστεί στην NDA, καμία κρατική ενίσχυση δεν θα χορηγηθεί έως ότου η Επιτροπή λάβει την τελική απόφαση.

(22)

Η BNFL είναι ανώνυμος εταιρεία δημοσίου δικαίου που δραστηριοποιείται σε πολλούς κλάδους του πυρηνικού τομέα και είναι παρούσα σε σχεδόν όλες τις φάσεις του κύκλου πυρηνικών καυσίμων: εμπλουτίζει ουράνιο (μέσω της Urenco), τροφοδοτεί με πυρηνικά καύσιμα, παράγει ηλεκτρική ενέργεια και διαχειρίζεται αναλωμένα πυρηνικά καύσιμα.

(23)

Οι περισσότερες, όχι όμως και όλες, από τις πυρηνικές δραστηριότητες και εγκαταστάσεις της BNFL μεταβιβάστηκαν στην NDA, η οποία έλαβε:

Όλες τις εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Magnox, καθώς και τον σταθμό Maentwrog ·

Τις εγκαταστάσεις Sellafield που περιλαμβάνουν, ιδίως, τη μονάδα θερμικής επεξεργασίας οξειδίου (THORP) και τον σταθμό Sellafield Mox Plant (SMP). Οι εγκαταστάσεις Sellafield περιλαμβάνουν επίσης μία από τις μονάδες Magnox που αναφέρθηκαν ανωτέρω (τον σταθμό Calder Hall) και ένα μικρό εργοστάσιο συνδυασμένης παραγωγής θερμοηλεκτρικής ενέργειας (το Fellside plant)·

Τις εγκαταστάσεις Springfields, που προορίζονται για την παραγωγή πυρηνικών καυσίμων ·

Τον χώρο διάθεσης αποβλήτων χαμηλής ραδιενέργειας Drigg ·

Τις εγκαταστάσεις Capenhurst, των οποίων ο παροπλισμός έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, και οι οποίες στη συνέχεια θα προορίζονται για την αποθήκευση υλικών ουρανίου.

(24)

Άλλες δραστηριότητες της BNFL, ιδίως εκείνες που είναι συνδεδεμένες με την Urenco και την Westinghouse, δεν θα μεταβιβαστούν στην NDA. Αυτές οι δραστηριότητες θα αναδιοργανωθούν σε ένα μικρότερο υπόλοιπο όμιλο.

(25)

Μαζί με τις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις, η BNFL μεταβιβάζει στην NDA οικονομικά περιουσιακά στοιχεία που είναι συνδεδεμένα με αυτές τις εγκαταστάσεις, τα οποία είχαν αποταμιευθεί στο παρελθόν για να χρηματοδοτήσουν εν μέρει τον παροπλισμό τους. Αυτά τα περιουσιακά στοιχεία είναι:

Το Nuclear Liabilities Investment Portfolio (χαρτοφυλάκιο επενδύσεων για τη χρηματοδότηση των πυρηνικών υποχρεώσεων)·

Η ανάληψη υποχρεώσεως Magnox ·

Άλλες λιγότερο σημαντικές συνεισφορές, όπως οι ομολογίες Springfields, οι οποίες είναι κονδύλια που προορίζονται να καλύψουν τις δαπάνες παροπλισμού των εγκαταστάσεων Springfields.

(26)

Από τεχνικής πλευράς, αυτά τα περιουσιακά στοιχεία δεν μεταβιβάζονται άμεσα στην NDA, αλλά ενοποιούνται σε ένα κυβερνητικό ταμείο, τον λογαριασμό χρηματοδότησης πυρηνικού παροπλισμού. Με τη σειρά της, η κυβέρνηση θα χρηματοδοτήσει την NDA μέσω επιχορηγήσεων.

(27)

Στην κοινοποίησή τους, οι βρετανικές αρχές παρέσχον στην Επιτροπή εκτίμηση των πυρηνικών υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να μεταβιβαστούν στην NDA, καθώς και ένα διαχωρισμό αυτών των ποσών μεταξύ εκείνων που προέρχονται από εμπορικές δραστηριότητες και εκείνων που προέρχονται από μη εμπορικές δραστηριότητες.

(28)

Στην κίνηση της διαδικασίας, όλες οι πυρηνικές υποχρεώσεις που συνδέονται με την Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας του Ηνωμένου Βασιλείου αντιμετωπίστηκαν ως μη εμπορικές.

(29)

Το Ηνωμένο Βασίλειο, για να εκτιμήσει το μερίδιο των πυρηνικών υποχρεώσεων που συνδέονται με τις εγκαταστάσεις BNFL που προέρχονται από μη εμπορικές δραστηριότητες, υιοθέτησε την προσέγγιση ότι μόνο οι οικονομικές υποχρεώσεις που αναγνωρίζονται είτε από το Υπουργείο Άμυνας (MOD) είτε από τον UKAEA δεν ήταν εμπορικές. Πυρηνικές υποχρεώσεις που συνδέονται με τα περιουσιακά στοιχεία διττής χρήσης (εμπορικής/μη εμπορικής) που δεν αναγνωρίζονταν τόσο από το MOD όσο και από τον UKAEA καταχωρίστηκαν στις εμπορικές δραστηριότητες της BNFL, αφού η BNFL ήταν ο φορέας εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτης αυτών των περιουσιακών στοιχείων, παρόλο που αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από το MOD ή από τον UKAEA.

(30)

Οι εκτιμώμενες υποχρεώσεις που συνδέονται με εγκαταστάσεις που εκείνη την περίοδο ανήκαν στην BNFL, κατανέμονται μεταξύ εμπορικών και μη εμπορικών δραστηριοτήτων ως εξής:

Πίνακας 1

Πυρηνικές υποχρεώσεις προς μεταβίβαση στην NDA, εκτιμήσεις Μαρτίου 2003, τιμές 2003, ονομαστικές αξίες μειωμένες κατά 5,4 %, ποσά σε δισεκατ. GBP (4)

 

Μη εμπορικές υποχρεώσεις

Εμπορικές υποχρεώσεις

Σύνολο υποχρεώσεων

Εγκαταστάσεις Magnox (εκτός από Calder Hall/Chapelcross)

0

3,9

3,9

Εγκατάσταση του Sellafield (εκτός από το σταθμό Calder Hall)

3,8

10,1

13,9

Calder Hall/Chapelcross (5)

0,2

0,6

0,9

Εγκατάσταση Springfields

0,1

0,2

0,2

Εγκατάσταση Capenhurst

0

0,2

0,3

Σύνολο

4,1

15,0

19,1

(31)

Οι αρχές του Ηνωμένου Βασίλείου υπέβαλαν στην κοινοποίησή τους και τον ακόλουθο πίνακα, ο οποίος συνέκρινε την εκτιμηθείσα αξία του εμπορικού μέρους των υποχρεώσεων που συνδέονται με εγκαταστάσεις προς μεταβίβαση στην NDA από την BNFL με την οικονομική αξία των περιουσιακών στοιχείων προς μεταβίβαση στην NDA μαζί με αυτές τις εγκαταστάσεις. Όσον αφορά τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία, η οικονομική αξία τους θεωρήθηκε ίση με την χρηματική ροή που αναμενόταν να παράγει η συνεχιζόμενη λειτουργία τους

Πίνακας 2

Διαφορά μεταξύ εμπορικών υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων αξία στις 31 Μαρτίου 2004, τιμές 2004, ονομαστική αξία μειωμένη κατά 5,4 %, ποσά σε δισεκατ. GBP (6)

Συνολικές εμπορικές πυρηνικές υποχρεώσεις

-14,7

Μελλοντική ταμειακή ροή των σταθμών Magnox

-0,1

Διαθέσιμες ταμειακές ροές Sellafield (THORP & SMP)

2,3

Μελλοντικές ταμειακές ροές Springfields

0,2

Χαρτοφυλάκιο επενδύσεων πυρηνικών υποχρεώσεων

4,3

Ανάληψη υποχρεώσεως Magnox

7,9

Άλλες συνεισφορές πελατών που δεν περιλαμβάνονται ανωτέρω

0,2

Ταμειακά και ρευστά διαθέσιμα ενεργητικού

0,1

Σύνολο

0,0

3.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(32)

Στην κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διατύπωσε καταρχάς αμφιβολίες σχετικά με το ποιος φορέας ήταν ο αποδέκτης της κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της όχι μόνο την κατάσταση της NDA, η οποία θα μπορούσε να λάβει άμεσες πληρωμές από το κράτος, αλλά επίσης και την κατάσταση της BNFL, η οποία θα μπορούσε να απαλλαγεί των δαπανών που διαφορετικά θα έπρεπε να πραγματοποιήσει σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

(33)

Κατόπιν, η Επιτροπή ανάλυσε κατά πόσο αυτή η κρατική ενίσχυση θα μπορούσε να είναι συμβατή με τη συνθήκη ΕΚ. Η Επιτροπή εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο αυτή η ενίσχυση ήταν συμβατή σύμφωνα με το κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (7). Επίσης εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο η ενίσχυση θα μπορούσε να είναι συμβατή με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (8).

(34)

Κατόπιν, η Επιτροπή αξιολόγησε κατά πόσο αυτή η κρατική ενίσχυση θα μπορούσε να είναι συμβατή κατ’ άμεση εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ και υπό το πρίσμα των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ. Η Επιτροπή ήταν της άποψης ότι αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε πράγματι να ληφθεί υπόψη καταρχήν, αλλά εξέφρασε επίσης αμφιβολίες για το κατά πόσο οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν υποβάλει επαρκείς αποδείξεις ότι τα θετικά αποτελέσματα της ενίσχυσης κατά την εκπλήρωση των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ υπερέβαιναν τις αρνητικές επιπτώσεις της στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

(35)

Τέλος, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με την ενδεχόμενη απουσία κρατικής ενίσχυσης λόγω του γεγονότος ότι, πριν να τεθούν σε εφαρμογή πραγματικές ανταγωνιστικές διαδικασίες, η BNFL, θα μπορούσε να δράσει ως SLC σε προσωρινή βάση.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(36)

Κατόπιν της δημοσίευσης της κίνησης της διαδικασίας και εντός της προθεσμίας που ορίστηκε από αυτή τη δημοσίευση, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τρία τρίτα μέρη. Οι παρατηρήσεις αυτές συνοψίζονται κατωτέρω:

(37)

Η EDF στηρίζει τον γενικό προσανατολισμό του μέτρου και θεωρεί ότι συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ. Θεωρεί δε ότι είναι αναγκαίο να οριστούν οι κατάλληλες συνθήκες για την τελική διάθεση των πυρηνικών αποβλήτων. Όσον αφορά τη χρηματοδότηση του παροπλισμού των πυρηνικών εγκαταστάσεων, η EDF θεωρεί ότι η οικονομική και βιομηχανική ευθύνη πρέπει να συμβαδίζουν και ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου λειτουργίας πρέπει να αποταμιευθούν και να εξασφαλιστούν τα κατάλληλα κονδύλια. Η EDF στηρίζει τις δράσεις της Επιτροπής όσον αφορά τη σύσταση ενός πλαισίου σε ολόκληρη την Κοινότητα για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων και εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη συνθήκη Ευρατόμ γι’αυτή την υπόθεση.

(38)

Η BE εκφράζει την ικανοποίησή της για τη σύσταση της NDA και δεν θεωρεί ότι το μέτρο θα έχει πιθανώς αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα σε ό, τι την αφορά.

(39)

Η BE σημειώνει ότι η ίδια είναι και πελάτης όσον αφορά τις τρέχουσες δραστηριότητες τροφοδοσίας καυσίμων και διαχείρισης αποβλήτων της BNFL. Μετά τη μεταβίβαση αυτών των δραστηριοτήτων στην NDA και την προκήρυξη διαγωνισμού για τη λειτουργία τους από την Αρχή, είναι πιθανόν ένας από τους νέους φορείς εκμετάλλευσης που θα επιλεγούν να είναι ανταγωνιστής της BE. Αυτή η κατάσταση θα αφορά την BE εάν καταλήξει να είναι πελάτης ενός από τους ανταγωνιστές της.

(40)

Η BE εφιστά επίσης την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι η σύσταση της NDA και η ανάλυσή της από την Επιτροπή δεν θα έπρεπε να θέσουν σε κίνδυνο το δικό της σχέδιο αναδιάρθρωσης, όπως αυτό εγκρίθηκε από την Επιτροπή.

(41)

Η BE συνεχίζει εξηγώντας ότι δεν πιστεύει ότι το μέτρο θα έχει ένα οποιοδήποτε αποτέλεσμα στο εμπόριο όσον αφορά την τροφοδοσία των καυσίμων AGR και την επεξεργασία αναλωμένων πυρηνικών καυσίμων AGR διότι, ακόμα και αν ο μοναδικός ευρωπαίος ανταγωνιστής της BNFL, η AREVA, εγκαθίστατο στο Ηνωμένο Βασίλειο, η BE δεν θα ήταν σε θέση να προσφύγει σ’ αυτήν διότι έχει ήδη συμφωνίες με την BNFL για τις εφ’όρου ζωής απαιτήσεις των πυρηνικών σταθμών AGR.

(42)

Όσον αφορά τους σταθμούς παραγωγής Magnox και την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η BE πιστεύει ότι το μέτρο, ακόμα και αν μειώνει το βραχυπρόθεσμο οριακό κόστος λειτουργίας (SRMC) των σταθμών παραγωγής της BNFL, δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην τιμή στην οποία η BE μπορεί να πωλήσει την παραγωγή της από πυρηνικά και ορυκτά καύσιμα. Βασιζόμενη στη δική της εμπειρία, η BE πιστεύει επίσης ότι το μέτρο δεν θα παρατείνει τεχνητά τη διάρκεια ζωής των σταθμών της BNFL, αφού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της BE αυτοί οι σταθμοί παραγωγής θα έπρεπε λογικά να είναι σε θέση να καλύψουν το SRMC τους.

(43)

Η BE εκφράζει την άποψή της όσον αφορά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των συνθηκών ΕΚ και Ευρατόμ. Αυτή η πλευρά των παρατηρήσεων της εταιρείας, παρόλο που δεν είναι εύκολο να ερμηνευθεί, φαίνεται να υπονοεί ότι μόνο μέτρα που δεν είναι αναγκαία ή που υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ μπορεί να αναλυθούν στο πλαίσιο της συνθήκης ΕΚ.

(44)

Η Greenpeace θεωρεί ότι το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η ίδια δηλώνει ότι είναι θεμελιώδους σημασίας να εξασφαλιστεί ο ασφαλής παροπλισμός των πυρηνικών εγκαταστάσεων και παρομοίως ότι είναι θεμελιώδους σημασίας να εφαρμοστεί στην πυρηνική βιομηχανία η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

(45)

Η Greenpeace θεωρεί ότι η ενίσχυση δεν θα έπρεπε να χαρακτηριστεί συμβατή με την κοινή αγορά. Η ίδια θεωρεί ότι τα θετικά αποτελέσματα στην επίτευξη ασφαλούς και αποτελεσματικής διαχείρισης των πυρηνικών υποχρεώσεων δεν αντισταθμίζουν τις επιπτώσεις του μέτρου στον ανταγωνισμό.

(46)

Ο φάκελος που υπέβαλε η Greenpeace είναι πολύ εκτενής και περιλαμβάνει πολλά παραρτήματα. Ένα σημαντικό μέρος των παρατηρήσεων αφορούν τον σκεπτικισμό της Greenpeace σχετικά με την πυρηνική ενέργεια γενικά και τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ειδικότερα. Σύμφωνα με την Greenpeace, η πυρηνική ενέργεια συνεπάγεται πολύ σημαντικούς κινδύνους για το περιβάλλον. Επίσης, η επεξεργασία των πυρηνικών αποβλήτων, σε αντίθεση με την άμεση απόθεση, θα αποτελούσε μια επικίνδυνη και δαπανηρή εναλλακτική λύση.

(47)

Σύμφωνα με την Greenpeace, η διαχείριση της BNFL, η οποία είναι ένας από τους πιο σημαντικούς φορείς αυτού του τομέα στο Ηνωμένο Βασίλειο και ανήκει στο δημόσιο, έχει πραγματοποιηθεί κατά παρακινδυνευμένο και αδιαφανή τρόπο. Οι λογαριασμοί της είναι δύσκολο να αναλυθούν. Η χαμηλής ποιότητας διαχείριση του ταμείου και οι επικίνδυνες επενδύσεις, οι οποίες αποδείχθηκαν πρόσφατα αντιοικονομικές, έθεσαν σε κίνδυνο την ικανότητα της εταιρείας να χρηματοδοτήσει τις πυρηνικές της υποχρεώσεις. Μέρος του αποθεματικού που προορίζεται για την κάλυψη αυτών των υποχρεώσεων δεν είναι ρευστό ή, όπως στην περίπτωση της ανάληψης υποχρεώσεως Magnox, είναι εικονικό. Επιπλέον, η BNFL υποτίμησε πάντοτε τις υποχρεώσεις της και υπερτίμησε τα μελλοντικά της έσοδα, γεγονός που επιδείνωσε περισσότερο τη θέση της. Η Greenpeace υποβάλλει έκθεση στην οποία αναλύει και ασκεί κριτική στην πολιτική επενδύσεων και στους λογαριασμούς της BNFL.

(48)

Όσον αφορά το μέτρο ειδικότερα, η Greenpeace υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ένας τρόπος για τη βρετανική κυβέρνηση να αναδιαρθρώσει μια προβληματική εταιρεία, την BNFL, απαλλάσσοντάς την από τα επιβαρυμένα περιουσιακά στοιχεία και από τις σχετικές με αυτά μη χρηματοδοτούμενες στην ουσία υποχρεώσεις, ώστε να της επιτρέψει να παραμείνει στην αγορά και να συνεχίσει να λειτουργεί με επιτυχία.

(49)

Η Greenpeace αμφισβητεί επίσης τη φύση της μελλοντικής σχέσης μεταξύ της BNFL και της NDA. Σύμφωνα με την Greenpeace, δεδομένου ότι η BNFL καθίσταται SLC της NDA, είναι δύσκολο να λεχθεί ποιος από τους δύο φορείς αποτελεί εμπορική εταιρεία. Εάν είναι η NDA τότε η επίτευξη κέρδους από εμπορικές δραστηριότητες θα ήταν σε αντίθεση με τον στόχο της. Επιπλέον, λόγω αυτής της δυσκολίας να αποφασιστεί ποιος από τους δύο φορείς είναι πραγματικά ο εμπορικός, είναι επίσης και πολύ δύσκολο να αποφασιστεί ποιος είναι ο αποδέκτης της κρατικής ενίσχυσης.

(50)

Η Greenpeace προσθέτει ότι η NDA κατά τη λειτουργία της θα παράγει νέα απόβλητα και επίσης ότι δεν είναι σαφές εάν αυτή θα δημιουργήσει αποθεματικό για την πληρωμή της διαχείρισης των αποβλήτων.

(51)

Η Greenpeace θέτει υπό αμφισβήτηση το μέλλον της Westinghouse, εταιρεία που ανήκει στη BNFL η οποία δεν έχει μεταβιβαστεί στην NDA. Η Greenpeace θέτει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της Westinghouse χωρίς την υποστήριξη της μητρικής της εταιρείας. Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται ότι η Greenpeace υπονοεί ότι, σε περίπτωση που η Westinghouse συνεχίσει τη λειτουργία της ως μέρος της BNFL, οι ιστορικοί, καθώς και οι μελλοντικοί δεσμοί της BNFL και της NDA πιθανόν να καταλήξουν σε διεπιδότηση της Westinghouse από την NDA. Η Greenpeace φοβάται επίσης ότι μια τέτοια διεπιδότηση θα μπορούσε να επηρεάσει τα συμφέροντα των ανταγωνιστών της Westinghouse στον τομέα σχεδιασμού πυρηνικών αντιδραστήρων. Όπως υποψιάζεται η Greenpeace, αυτές οι ανησυχίες διεπιδότησης θα αυξηθούν εάν υπάρχουν σχέδια πώλησης τμημάτων της BNFL στον ιδιωτικό τομέα.

(52)

Η Greenpeace συνεχίζει με την εξέταση της ειδικής περίπτωσης των δραστηριοτήτων επεξεργασίας της BNFL. Η Greenpeace αμφισβητεί το επιχείρημα των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι δηλαδή η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης σ’ αυτές τις δραστηριότητες δεν μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο λόγω του ότι τα πυρηνικά απόβλητα είναι δύσκολο να μεταφερθούν και κατά συνέπεια θα ήταν αντιοικονομικό για τους ανταγωνιστές να επενδύσουν σε νέες εγκαταστάσεις επεξεργασίας στη Μεγάλη Βρετανία. Σύμφωνα με την Greenpeace, αυτό το επιχείρημα αγνοεί το γεγονός ότι τα πυρηνικά απόβλητα δεν πρέπει υποχρεωτικά να τύχουν επεξεργασίας, αλλά μπορούν να διατεθούν για άμεση αποθήκευση. Νέες επενδύσεις για χώρους άμεσης αποθήκευσης θα ήταν μια οικονομικά βιώσιμη εναλλακτική λύση που θα μπορούσαν να προσφέρουν οι ανταγωνιστές της BNFL.

(53)

Επίσης, η Greenpeace σημειώνει ότι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι τιμές που προσφέρει η BNFL στις συμβάσεις επεξεργασίας καυσίμων φαίνονται πολύ χαμηλές για να καλύψουν τα έξοδα. Η BNFL, και ως εκ τούτου και η NDA, αναμένεται κατά συνέπεια να παρουσιάσουν ακόμα μεγαλύτερες ζημίες σ’ αυτές τις δραστηριότητες, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη για λειτουργική ενίσχυση. Εις επίρρωσιν αυτής της παρατήρησης, η Greenpeace αναφέρει ένα ποσό 140 000 GBP ανά τόνο για σταθερές πληρωμές από την BE στην BNFL για τη διαχείριση των αναλωμένων καυσίμων της. Η Greenpeace συγκρίνει αυτό το ποσό με τις εκτιμήσεις μεταξύ 330 000 GBP και 533 000 GPB ανά τόνο για την πλήρη διαχείριση αυτών των αποβλήτων, σύμφωνα με ανεξάρτητες μελέτες του πανεπιστημίου του Harvard και της NIREX.

(54)

Η Greenpeace αμφισβητεί τις προβλέψεις για την λειτουργία του SMP. Ο SMP θα ήταν δύσκολο να παροπλιστεί και η παραγωγή MOX θα αποτελούσε ολοένα και λιγότερο ελκυστική εναλλακτική λύση για τη διαχείριση του πλουτωνίου.

(55)

Όσον αφορά τα εργοστάσια Magnox, η Greenpeace θεωρεί ότι η συνεχιζόμενη λειτουργία τους επηρεάζει τον ανταγωνισμό στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως σε ό, τι αφορά τις ανανεώσιμες ενέργειες. Επίσης, η Greenpeace δηλώνει ότι τα αναλωμένα καύσιμα Magnox θα έπρεπε να αποθηκεύονται άμεσα παρά να γίνεται επανεπεξεργασία τους.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(56)

Το Ηνωμένο Βασίλειο καταρχάς υπενθυμίζει τη δέσμευσή του για παροπλισμό και εξυγίανση των πυρηνικών του εγκαταστάσεων. Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί τη σύσταση της NDA ως μία μοναδική προσπάθεια στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση ιστορικών πυρηνικών υποχρεώσεων κατά συστηματικό τρόπο. Η NDA αναμένεται όχι μόνο να καταστήσει ασφαλέστερο και πιο αποτελεσματικό τον παροπλισμό αλλά επίσης να ανοίξει το δρόμο σε μια πραγματική αγορά πυρηνικού παροπλισμού.

(57)

Το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ότι το μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση στη BNFL, αφού η BNFL δεν θα κατέχει πλέον κανένα από τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων οι δαπάνες παροπλισμού μπορούν να χρηματοδοτηθούν εν μέρει από το κράτος. Το Ηνωμένο Βασίλειο προσθέτει ότι η μεταβατική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας η BNFL θα είναι SLC πριν να μπορέσει να γίνει πραγματική επιλογή SLC μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών δεν θα οδηγήσει σε καμία κρατική ενίσχυση στη BNFL, αφού όλες οι πληρωμές στην εταιρεία σ’ αυτή την περίοδο θα ελέγχονται με βάση τους διεθνείς δείκτες.

(58)

Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο διατείνεται ότι, ακόμα και αν η Επιτροπή θεωρούσε ότι το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση στην BNFL, αυτή η ενίσχυση θα έπρεπε να θεωρηθεί συμβατή με τη συνθήκη ΕΚ επειδή στηρίζει διάφορους στόχους της συνθήκης Ευρατόμ (προαγωγή της έρευνας και ανάπτυξης, της υγείας και της ασφάλειας, των επενδύσεων, του τακτικού και δίκαιου εφοδιασμού, της κοινής αγοράς και των ανταγωνιστικών οφελών στον πυρηνικό τομέα). Επιπλέον, το μέτρο να συνεπάγεται και περιβαλλοντικά οφέλη σε συμφωνία με τον στόχο του άρθρου 174 της συνθήκης ΕΚ.

(59)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δηλώνει ότι αποδέχεται πως το μέτρο συνιστά ενίσχυση στην NDA. Και σ’αυτή την περίπτωση, το Ηνωμένο Βασίλειο διατείνεται ότι η ενίσχυση θα έπρεπε να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά, για τους ίδιους λόγους. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέχει πίνακα των οφελών που επέφερε το μέτρο υπό το πρίσμα των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ. Για όλα αυτά τα οφέλη, υποβάλλεται ποιοτική αξιολόγηση, μαζί με ποσοτική εκτίμηση των πιθανών κερδών.

(60)

Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέχει λεπτομερή πίνακα και αξιολόγηση των δραστηριοτήτων που θα παραμείνουν στην BNFL. Εξηγεί δε επίσης πώς η BNFL θα αμείβεται όταν θα λειτουργεί ως SLC κατά την προσωρινή περίοδο έως ότου γίνει η επιλογή των SLC με ανταγωνιστικές διαδικασίες. Η BNFL θα πληρώνεται μόνο για επιτρεπόμενες δαπάνες. Τούτο συνεπάγεται την υποχρέωση για την NDA να επιτύχει μείωση του κόστους κατά 2 % ετησίως. Οι επιτρεπόμενες δαπάνες θα αποκλείουν καταρχήν οποιαδήποτε απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων. Αυτές θα περιορίζονται επίσης από τον προϋπολογισμό του ετησίου ορίου χρηματοδότησης της εγκατάστασης, όπως καθορίζεται από την NDA.

(61)

Οι πληρωμές μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν τα επονομαζόμενα «κίνητρα βασισμένα στην απόδοση», τα οποία θα χορηγούνται μόνο εάν θα έχουν επιτευχθεί οι φιλόδοξοι στόχοι απόδοσης με βάση το κόστος. Η αξία αυτών των κινήτρων βασίζεται σε προσεκτική σύγκριση των μέσων περιθωρίων κέρδους των διεθνών εταιρειών μηχανικών και οικοδομικών κατασκευών.

(62)

Κατόπιν, το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσιάζει τις απόψεις του σχετικά με την επίπτωση του μέτρου στον ανταγωνισμό σε καθεμία από τις αγορές στις οποίες ενέχονται οι εγκαταστάσεις που μεταβιβάστηκαν από την BNFL στην NDA.

(63)

Όσον αφορά τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας Magnox, το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ότι το μέτρο δεν θα έχει καμια επίπτωση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η σειρά των σταθμών Magnox στην κατάταξη SRMC να είναι πάντοτε κάτω από τον οριακό σταθμό, ακόμα και σε περιόδους ελάχιστης ζήτησης. Τούτο συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε μείωση στο SRMC που προκύπτει από το μέτρο δεν θα μπορούσε να επιδράσει ούτε στο χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου οι ανταγωνιστές μπορούν να λειτουργήσουν τα εργοστάσιά τους ούτε στην τιμή στην οποία θα μπορούσαν να πωλήσουν το προϊόν τους.

(64)

Όσον αφορά τη μονάδα THORP στο Sellafield, το Ηνωμένο Βασίλειο εξηγεί ότι επανεξεργάζεται αναλωμένα πυρηνικά καύσιμα AGR και LWR. Οποιαδήποτε είσοδος νέου φορέα στην επεξεργασία αναλωμένων καυσίμων AGR δεν θα ήταν οικονομικά ελκυστική, λόγω κυρίως των δαπανών μεταφοράς προς και από την Μεγάλη Βρετανία, η οποία είναι η μόνη χώρα στην οποία χρησιμοποιούνται αυτά τα καύσιμα. Ενώ η αποθήκευση θα μπορούσε πράγματι να αποτελέσει μια δυνατή εναλλακτική λύση στην επεξεργασία των καυσίμων AGR, το Ηνωμένο Βασίλειο θέτει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι τα στενά χρονικά περιθώρια και οι κανονιστικές δεσμεύσεις για την κατασκευή ενός νέου χώρου αποθήκευσης καυσίμων AGR στην Βρετανία θα το καθιστούσε επίσης οικονομικά μη ελκυστικό για νεοεισερχόμενους, ιδίως ενόψει του περιορισμένου μεγέθους της αγοράς αποθήκευσης αναλωμένων καυσίμων AGR. Τα ίδια επιχειρήματα χρησιμοποιούνται επίσης για τον σταθμό Springfields, ο οποίος παράγει μόνο καύσιμα AGR και Magnox.

(65)

Όσον αφορά τα αναλωμένα καύσιμα LWR, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των καυσίμων προς επεξεργασία από την THORP βρίσκεται ήδη στη Βρετανία και ότι η δυσκολία της θαλάσσιας μεταφοράς του στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο θα περιόριζε το οικονομικό κίνητρο για τους ανταγωνιστές.

(66)

Όσον αφορά τον σταθμό SMP του Sellafield, το Ηνωμένο Βασίλειο διατείνεται ότι θα ήταν σε βάρος του ανταγωνισμού εάν το συγκεκριμένο εργοστάσιο έπαυε τη λειτουργία του. Πράγματι, θα εξέλιπε έτσι ένας σημαντικός φορέας σε μια αγορά υψηλής συγκέντρωσης. Επιπλέον, το κλείσιμο του SMP θα σήμαινε ότι σημαντικές ποσότητες πλουτωνίου θα έπρεπε να μεταφέρονται τακτικά εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, γεγονός που θα ήταν πολύ δαπανηρό για τους πελάτες και επίσης εν δυνάμει επικίνδυνο.

(67)

Όσον αφορά τον χώρο αποθήκευσης αποβλήτων χαμηλής ραδιενέργειας στο Drigg, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι λόγω του ό, τι πολλές χώρες δεν επιτρέπουν την εισαγωγή ραδιενεργών αποβλήτων από το εξωτερικό για αποθήκευση ή απόθεση, ο μόνος τρόπος δημιουργίας ανταγωνισμού, θα ήταν να κατασκευαστεί ένας άλλος χώρος στη Βρετανία, επένδυση που δε θα ήταν ελκυστική αφού η έκδοση όλων των αναγκαίων αδειών θα ήταν δύσκολη. Επίσης η επένδυση θα καθίστατο λιγότερο ελκυστική λόγω της δημιουργίας υπερβολικής ικανότητας. Η προκήρυξη διαγωνισμού από μέρους της NDA για την λειτουργία των εγκαταστάσεων Drigg θα αποτελούσε ένα πιο αποτελεσματικό τρόπο για την προαγωγή του ανταγωνισμού σ’ αυτή την αγορά.

6.   ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(68)

Το Ηνωμένο Βασίλειο χαιρετίζει τη στήριξη του μέτρου από την EDF.

(69)

Το Ηνωμένο Βασίλειο χαιρετίζει τη στήριξη του μέτρου από την BE.

(70)

Το Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύει ότι κατάλληλα νομικά μέτρα θα εξασφαλίσουν ότι δεν θα προκύψουν προβλήματα από την εν δυνάμει λειτουργία ορισμένων από τις εγκαταστάσεις της NDA από ανταγωνιστές της BE.

(71)

Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι βέβαιο ότι η Επιτροπή θα λάβει πλήρως υπόψη της τους όρους της απόφασής του για το σχέδιο αναδιάρθρωσης της BE (9) κατά την εξέταση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης.

(72)

Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι οι παρατηρήσεις του για την κίνηση της διαδικασίας παρέχουν ήδη σημαντικές λεπτομέρειες σχετικά με θέματα που έθιξε η Greenpeace. Κατά συνέπεια, οι απαντήσεις του στις παρατηρήσεις της Greenpeace περιορίζονται σε ορισμένες δηλώσεις γενικού χαρακτήρα.

(73)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δηλώνει ότι το μέτρο είναι εκ των πραγμάτων πλήρως σύννομο με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Ο όμιλος BNFL θα συνέβαλε σε άνω του 88 % των υποχρεώσεων μέσω περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν στην NDA (10). Η ενίσχυση από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα περιορίζεται στα αναγκαία για την αναγνώριση της τελικής ευθύνης της κυβέρνησης για πυρηνική προστασία και ασφάλεια στη χώρα. Η BNFL δεν θα ωφεληθεί άμεσα από τα περιουσιακά στοιχεία και τα εμπορικά έσοδα που θα μεταβιβάσει στην NDA. Η BNFL θα απολαύει μόνο εν δυνάμει κινήτρων βασισμένων στην απόδοση για το χρονικό διάστημα που θα λειτουργεί τις εγκαταστάσεις εάν ξεπεράσει τους στόχους που έθεσε η κυβέρνηση.

(74)

Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέχει λεπτομερή ανάλυση της νέας δομής του ομίλου BNFL και της σχέσης του με την NDA.

(75)

Επίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο δηλώνει ότι η βασική λειτουργία της NDA είναι ο παροπλισμός σταθμών. Η NDA είναι εξουσιοδοτημένη να εκπληρώσει αυτό τον στόχο κατά το λιγότερο δαπανηρό τρόπο τηρώντας ταυτοχρόνως τις υψηλές προδιαγραφές ασφάλειας. Αυτές τις αποφάσεις θα τις λάβει η NDA και όχι η BNFL.

(76)

Το Ηνωμένο Βασίλειο σημειώνει ότι η Επιτροπή, στην απόφασή της για την ενίσχυση αναδιάρθρωσης στην British Energy, αντιμετώπισε ήδη το ζήτημα της τιμής που εφαρμόζει η BNFL στη BE για τη διαχείριση των αναλωμένων καυσίμων της.

(77)

Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί την άποψη της Greenpeace ότι η πράξη της NDA θα μπορούσε να είναι αδιαφανής και θα οδηγεί σε διεπιδότηση της BNFL. Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι, απεναντίας, η NDA θα μπορούσε να είναι «πρωταθλητής της δημόσιας πληροφόρησης». Το καταστατικό της θα περιέχει αρκετούς μηχανισμούς διαφάνειας για τους λογαριασμούς της, τις δαπάνες της και κυρίως του προγραμματισμού της.

7.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(78)

Τουλάχιστον μέρος του μέτρου αφορά θέματα που καλύπτονται από τη συνθήκη Ευρατόμ και κατά συνέπεια πρέπει να αξιολογηθεί σύμφωνα με αυτήν (11). Ωστόσο, στο βαθμό που δεν είναι αναγκαίο ή που υπερβαίνει τους στόχους της συνθήκης Ευρατόμ ή νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, πρέπει να αξιολογηθεί σύμφωνα με τη συνθήκη ΕΚ.

7.1.   ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΥΡΑΤΟΜ

(79)

Η σύσταση της NDA και ο τρόπος με τον οποίο θα χρηματοδοτείται θα έχει, εξ ορισμού, επίπτωση στη διαχείριση και στη χρηματοδότηση των πυρηνικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του παροπλισμού πολλών πυρηνικών εγκαταστάσεων και της επεξεργασίας μεγάλων ποσοτήτων ραδιενεργών αποβλήτων. Ο παροπλισμός και η διαχείριση των αποβλήτων αποτελούν σημαντικό μέρος του κύκλου ζωής της πυρηνικής βιομηχανίας, ενέχοντας κινδύνους οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπιστούν με υπευθυνότητα, και δαπάνες που καλύπτονται από τον τομέα. Πράγματι, η ανάγκη αντιμετώπισης των κινδύνων που προκύπτουν από την ιονίζουσα ακτινοβολία συνιστά μία από τις κύριες προτεραιότητες του πυρηνικού τομέα. Η Επιτροπή σημειώνει ότι μετά από πενήντα έτη λειτουργίας της πυρηνικής βιομηχανίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα ζητήματα του παροπλισμού και της διαχείρισης των αποβλήτων καθίστανται ολοένα και περισσότερο σημαντικά, αφού πολλά εργοστάσια φτάνουν πλέον στο τέλος της ζωής τους και απαιτούνται σημαντικές αποφάσεις και προσπάθειες για να εξασφαλιστεί η υγεία και η ασφάλεια των εργαζομένων και των πολιτών.

(80)

Γι’ αυτό τον σκοπό, η συνθήκη Ευρατόμ ασχολείται μ’ αυτό το σημαντικό θέμα υγείας και ασφάλειας και ταυτοχρόνως θέτει ως στόχο να δημιουργήσει «τις απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη μιας ισχυράς πυρηνικής βιομηχανίας η οποία θα παρέχει ευρείες πηγές ενέργειας…». Το άρθρο 2 παράγραφος β) της συνθήκης Ευρατόμ ορίζει ότι, για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Κοινότητα οφείλει να θεσπίζει ομοιομόρφους κανόνες ασφαλείας για την προστασία της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων και να μεριμνά για την εφαρμογή τους. Το άρθρο 2 στοιχείο γ) της συνθήκης Ευρατόμ ορίζει επίσης ότι η Κοινότητα πρέπει να διευκολύνει τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες στον πυρηνικό τομέα. Σ’ αυτή τη βάση, η συνθήκη Ευρατόμ ιδρύει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας δημιουργώντας τα απαραίτητα μέσα και αναθέτοντας τις υποχρεώσεις για την εκπλήρωση αυτών των στόχων. Γι’ αυτό τον σκοπό, όπως επιβεβαιώθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η πυρηνική ασφάλεια αποτελεί κοινοτική αρμοδιότητα η οποία πρέπει να συνδέεται με την προστασία εναντίον των κινδύνων που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες, όπως προβλέπει το άρθρο 30, κεφάλαιο 3 της συνθήκης Ευρατόμ, σχετικά με την υγεία και τον εφοδιασμό (12). Η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι διατάξεις αυτής της συνθήκης εφαρμόζονται και κατά συνέπεια μπορεί να εκδώσει αποφάσεις σύμφωνα με τα όσα προβλέπει αυτή η συνθήκη ή να εκδώσει γνώμες εάν το θεωρεί αναγκαίο.

(81)

Η Επιτροπή σημειώνει τα στοιχεία που υπέβαλαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με το ό, τι τα αποτελέσματα του κοινοποιηθέντος μέτρου θα είναι, μεταξύ άλλων, η εξασφάλιση της ασφάλειας τόσο των εν ενεργεία όσο και των ανενεργών πυρηνικών εγκαταστάσεων, η πρόβλεψη για σωστό, έγκυρο και ασφαλή παροπλισμό των ανενεργών πυρηνικών εγκαταστάσεων και η αποθήκευση και η παροχή μακροπρόθεσμων λύσεων για αναλωμένα πυρηνικά καύσιμα και ραδιενεργά απόβλητα.

(82)

Κατά την αξιολόγηση αυτών των πληροφοριών, και ιδίως κατά τον καθορισμό του κατά πόσο το μέτρο είναι αναγκαίο ή εμπίπτει εντός των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ, η Επιτροπή σημειώνει ότι η χρηματοοικονομική στήριξη που χορήγησε η κυβέρνηση στην NDA προορίζεται να διευκολύνει τους προαναφερθέντες στόχους της συνθήκης. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισαν να συστήσουν και να χρηματοδοτήσουν την NDA για να εξασφαλίσουν τη σωστή εφαρμογή μιας διαδικασίας παροπλισμού και διαχείρισης των αποβλήτων η οποία θα προστατεύει καταλλήλως την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και του πληθυσμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της συνθήκης Ευρατόμ να παρέχουν ασφαλή και καταλλήλως χρηματοδοτημένο παροπλισμό με σωστό και υπεύθυνο τρόπο ο οποίος είναι συμβατός με τους στόχους της συνθήκης Ευρατόμ.

(83)

Το κοινοποιηθέν μέτρο ενισχύει περισσότερο την εκπλήρωση των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ εξασφαλίζοντας ότι η δημόσια παρέμβαση δεν θα χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς από εκείνον του παροπλισμού των ανενεργών πυρηνικών εγκαταστάσεων και της ασφαλούς διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων στο πλαίσιο της εξυγίανσης πυρηνικών υποχρεώσεων. Ένα σύστημα προσαρμογής και ανωτάτου ορίου θα εξασφαλίσει ότι είναι διαθέσιμα τα απαραίτητα κονδύλια για την εκπλήρωση αυτών των στόχων, περιορίζοντας παράλληλα την παρέμβαση για την επίτευξή τους στο ελάχιστο αναγκαίο.

(84)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα προταθέντα από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου μέτρα είναι κατάλληλα για να αντιμετωπίσουν τον συνδυασμό των επιδιωκόμενων στόχων και είναι σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους στόχους της συνθήκης Ευρατόμ.

7.2.   Ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ — Εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει»

(85)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, ορίζεται ως κρατική ενίσχυση η ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος μέλος ή με κρατικούς πόρους σε οποιαδήποτε μορφή, η οποία νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής και επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

(86)

Για να αναλύσει κατά πόσο το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση στην BNFL ή/και στην NDA, η Επιτροπή καταρχάς αξιολόγησε κατά πόσο το μέτρο χορήγησε πλεονέκτημα σ’ αυτούς τους δύο φορείς.

(87)

Εννοείται ως χορήγηση πλεονεκτήματος σ’ αυτό το πλαίσιο η πληρωμή από το κράτος δαπανών που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί η καθεμία από τις δύο επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο πρώτον να καθοριστεί ένα σημείο αναφοράς για κανονικές δαπάνες που πρέπει να επωμιστεί μια επιχείρηση ώστε να εξεταστεί κατόπιν κατά πόσο το κράτος πληρώνει μέρος αυτών των δαπανών.

(88)

Στο πλαίσιο του άρθρου 174 της συνθήκης ΕΚ, η κοινοτική πολιτική περιβάλλοντος θα πρέπει να βασίζεται ιδίως στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

(89)

Στο πλαίσιο του άρθρου 6 της συνθήκης ΕΚ, οι απαιτήσεις όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να ενσωματωθούν στον ορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών.

(90)

Στην ουσία, είναι πρακτική της Επιτροπής να εξετάζει εάν η εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» στην πολιτική κρατικών ενισχύσεων απαιτεί οι ρυπαίνοντες να επωμίζονται τις δαπάνες της ρύπανσης (13). Τούτο σημαίνει ότι αυτές οι δαπάνες θα έπρεπε να θεωρούνται ακριβώς δαπάνες που επιβαρύνουν συνήθως τον ρυπαίνοντα, και άρα ότι η πληρωμή τους από το κράτος θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ένα πλεονέκτημα που παρέσχε το κράτος.

(91)

Στην παρούσα υπόθεση, το κράτος θα αναλάβει να καλύψει οποιαδήποτε αδυναμία στην ικανότητα της NDA να καλύψει τις δαπάνες που συνδέονται με τις πυρηνικές υποχρεώσεις των περιουσιακών στοιχείων τα οποία θα μεταβιβαστούν στην NDA. Επειδή αυτές οι πυρηνικές υποχρεώσεις συνδέονται με την εξυγίανση των εγκαταστάσεων που μολύνθηκαν από ραδιενέργεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι δαπάνες είναι δαπάνες ρύπανσης τις οποίες, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, θα έπρεπε κανονικά να επωμιστούν οι ρυπαίνοντες, δηλαδή, οι φορείς λειτουργίας των εγκαταστάσεων. Επειδή το κράτος θα πληρώσει μέρος αυτών των δαπανών, οι εν λόγω πληρωμές θα πρέπει να θεωρηθούν ως παροχή πλεονεκτήματος στους ρυπαίνοντες.

(92)

Σχετικά, η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τον ισχυρισμό του Ηνωμένου Βασιλείου ότι το μέτρο τηρεί την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» επειδή, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ηνωμένου Βασιλείου, άνω του 88 % αυτών των δαπανών θα πληρωθούν από τους φορείς λειτουργίας των εγκαταστάσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι περίπου 12 % των δαπανών ρύπανσης δεν θα καλυφτούν από τους ρυπαίνοντες, γεγονός που αποδεικνύει ότι το μέτρο δεν τηρεί πλήρως την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

(93)

Ενώ, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, είναι σχετικά εύκολο να καθοριστεί σ’ αυτή την περίπτωση ότι το μέτρο καταλήγει συνολικά στην παροχή πλεονεκτήματος στους ρυπαίνοντες επειδή δεν πληρώνουν όλες τις δαπάνες που προκύπτουν από την ρύπανσή που προκάλεσαν, είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί η ακριβής έκταση στην οποία ο καθένας από τους φορείς λειτουργίας των εγκαταστάσεων είναι υπεύθυνος ρύπανσης, και κατά συνέπεια η ακριβής έκταση στην οποία ο καθένας απ’αυτούς απαλλάσσεται από το να επωμιστεί τις δαπάνες ρύπανσης.

(94)

Πράγματι, η πλειονότητα των δαπανών ρύπανσης υπό εξέταση σ’ αυτή την περίπτωση είναι δαπάνες που συνδέονται με τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας τους οποίους λειτούργησαν ορισμένοι φορείς κατά τη διάρκεια της συνολικής διάρκειας ζωής τους. Η τήρηση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» σ’ αυτή την περίπτωση απαιτεί την ικανότητα να αποφασιστεί ποιος από τους επόμενους φορείς λειτουργίας των εγκαταστάσεων είναι υπεύθυνος και για πιο μέρος αυτών των δαπανών.

(95)

Οι δαπάνες παροπλισμού δημιουργούνται δια μιας στην αρχή της λειτουργίας των εγκαταστάσεων. Μεταγενέστερες αυξήσεις αυτών των δαπανών είναι οριακές σε σύγκριση με εκείνες που δημιουργούνται ευθύς εξαρχής.

(96)

Η πλήρης άμεση εφαρμογή της αρχής εσωτερίκευσης των δαπανών, η οποία αποτελεί ερμηνεία της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», θα απαιτούσε κατά συνέπεια όλες οι δαπάνες παροπλισμού του εργοστασίου να καθοριστούν σε συνάρτηση με την τιμή των πρώτων μονάδων ενεργείας που πωλήθηκαν από το εργοστάσιο.

(97)

Είναι προφανές ότι μια τέτοια ερμηνεία της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» θα ήταν σε πλήρη αντίφαση με το οικονομικό σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θα ήταν τόσο ανεφάρμοστη ώστε δεν θα επετύγχανε ούτε τον σκοπό της. Κατά συνέπεια, είναι γενικώς αποδεκτό ότι, για να εφαρμοστεί η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» σ’ αυτές τις δαπάνες κατά τρόπο ώστε να είναι εφαρμόσιμη, πρέπει να ευρεθεί ένα μέσο κατανομής των δαπανών ρύπανσης (ή, ακριβέστερα, η νομική υποχρέωση να καλυφτούν) κατά τη διάρκεια τουλάχιστον της αναμενόμενης διάρκειας ζωής του εργοστασίου.

(98)

Ο τρόπος κατά τον οποίο αυτές οι δαπάνες ρύπανσης κατανέμονται έχει ιδιαίτερη σημασία για την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων εκεί όπου το κράτος παρεμβαίνει για να πληρώσει τις δαπάνες παροπλισμού των εργοστασίων που ήταν στην κατοχή διαφόρων ιδιοκτητών. Πράγματι, σ’ αυτή την περίπτωση, η κατανομή των δαπανών ρύπανσης μεταξύ των επομένων ιδιοκτητών συμπαρασύρει επίσης την κατανομή του δυνητικού πλεονεκτήματος που χορηγείται από το κράτος στον καθένα απ’ αυτούς.

(99)

Δεν υπάρχει εναρμονισμένο κοινοτικό σύστημα για την κατανομή των δαπανών παροπλισμού στους επόμενους ιδιοκτήτες ενός πυρηνικού εργοστασίου. Τα κράτη μέλη διαθέτουν διαφορετικά συστήματα για την εφαρμογή μιας νομικής υποχρέωσης κάλυψης των πυρηνικών υποχρεώσεων, γεγονός που συνεπάγεται διαφορετικές ενδεχόμενες κατανομές των δαπανών μεταξύ των επόμενων ιδιοκτητών των εργοστασίων (14).

(100)

Παρά την απουσία εναρμονισμένου συστήματος, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι ακόμα δυνατό να καθοριστούν δύο ευρείες κατηγορίες.

(101)

Ο πρώτος τύπος συστήματος συνίσταται στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων παροπλισμού ως επενδυτικών δαπανών. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη για κάλυψη αυτών των δαπανών γεννάται κατά τη στιγμή που το εργοστάσιο αρχίζει τη λειτουργία του και η δαπάνη καθίσταται αναπόφευκτη από εκείνη τη στιγμή. Σε λογιστικούς όρους, οι υποχρεώσεις είναι όμοιες με ένα χρέος προς έναν υποθετικό φορέα παροπλισμού. Όπως όλα τα χρέη, αυτό το χρέος μπορεί να εξοφληθεί με δόσεις, καθώς και να εξαγοραστεί ή να πωληθεί από διάφορα μέρη. Αλλά πάντως γεννάται εξ ολοκλήρου από την αρχή της λειτουργίας.

(102)

Ένας δεύτερος τύπος συστήματος συνίσταται στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων παροπλισμού ως λειτουργικών δαπανών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η νομική ευθύνη κάλυψης αυτών των δαπανών γεννάται περιοδικώς, συνήθως σε ετήσια βάση, ως αντίτιμο για τη λειτουργία του εργοστασίου. Κατά συνέπεια, οι μελλοντικές δόσεις δεν είναι αναπόφευκτες. Σε λογιστικούς όρους, οι υποχρεώσεις είναι όμοιες με ετήσιο φόρο που καταβάλλεται σε έναν υποθετικό φορέα παροπλισμού. Η νόμιμη επιβάρυνση για το ισοδύναμο ενός φόρου δεν γεννάται εξ ολοκλήρου από την έναρξη της λειτουργίας, αλλά σε συνεχή βάση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του εργοστασίου.

(103)

Τα δύο ανωτέρω συστήματα μπορούν στην ουσία να οδηγήσουν στην ίδια συμπεριφορά σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως όταν πρόκειται για οικονομικώς αποδοτικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας (15). Σ’αυτή την περίπτωση, οι φορείς που καλύπτονται από το πρώτο σύστημα θα έτειναν να δημιουργήσουν ένα αποθεματικό για να καλύψουν την εξαρχής γεννηθείσα υποχρέωση σε τακτική βάση όπως εάν έπρεπε να καταβάλουν ετήσια πληρωμή.

(104)

Ωστόσο, τα συστήματα οδηγούν σε δύο διαφορετικές ερμηνείες στην ανάλυση της κρατικής ενίσχυσης σε περιπτώσεις όπου ένα οικονομικώς μη αποδοτικό εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας μεταβιβάζεται από έναν ιδιοκτήτη σε έναν άλλον με την υπόσχεση από πλευράς του κράτους ότι θα πληρώσει τις ακάλυπτες δαπάνες παροπλισμού.

(105)

Στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος, ο πρώτος ιδιοκτήτης δεν μπορεί να αποφύγει την υποχρέωση να χρηματοδοτήσει πλήρως τον παροπλισμό. Εάν δεν μπορεί να πωλήσει ένα μέρος αυτής της υποχρέωσης υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς στον νέο ιδιοκτήτη παραμένει υπόχρεος για εκείνο το μέρος, και ο νέος ιδιοκτήτης δεν μπορεί να θεωρηθεί υπόχρεος γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το μέγεθος αυτού του μέρους σε σύγκριση με τον πραγματικό χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου ο πρώτος ιδιοκτήτης λειτούργησε το εργοστάσιο. Τούτο μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία ο πρώτος ιδιοκτήτης οφείλει να επωμιστεί ένα βάρος το οποίο είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τον χρόνο κατά τον οποίο λειτούργησε το εργοστάσιο και, αντιθέτως, ο νέος ιδιοκτήτης αντιμετωπίζει ένα βάρος το οποίο είναι δυσανάλογα χαμηλό. Ο παράγοντας που καθορίζει την κατανομή των υποχρεώσεων είναι η οικονομική κατάσταση του εργοστασίου παραγωγής. Στην έσχατη περίπτωση όπου το εργοστάσιο παραγωγής είναι τόσο αναποτελεσματικό ώστε δεν καλύπτει πλέον τα λειτουργικά έξοδά του, ο πρώτος ιδιοκτήτης θα είναι υπόχρεος για όλες τις δαπάνες παροπλισμού και ο νέος ιδιοκτήτης για καμία. Συνεπώς η κρατική παρέμβαση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως πλεονέκτημα μόνο για τον πρώτο ιδιοκτήτη.

(106)

Στο πλαίσιο του δευτέρου συστήματος, ο νέος φορέας εκμετάλλευσης θα οφείλει σε κάθε περίπτωση να πληρώσει τα ποσά με τα οποία θα επιβαρυνόταν στο μέλλον στο πλαίσιο του μηχανισμού περιοδικής υποχρέωσης. Αντίθετα, ο πρώτος φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να αποφύγει αυτές τις υποχρεώσεις αφού η νομική υποχρέωση να τις πληρώσει γεννάται μόνο από την πραγματική λειτουργία του εργοστασίου. Κατά συνέπεια, ο πρώτος φορέας εκμετάλλευσης δεν μπορεί να επωμιστεί μελλοντικές υποχρεώσεις από τον νέο φορέα εκμετάλλευσης στα πλαίσια της πράξης της αγοράς, εκτός εάν λάβει το προσήκον αντιστάθμισμα. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, οι φορείς εκμετάλλευσης παραμένουν συνεπώς δια παντός υπόχρεοι για το μερίδιό τους στις δαπάνες παροπλισμού, οποιαδήποτε και αν είναι η οικονομική κατάσταση του εργοστασίου παραγωγής.

(107)

Η μέθοδος του Ηνωμένου Βασιλείου για αντιμετώπιση των πυρηνικών υποχρεώσεων δεν συμπίπτει με κανένα από τα δύο συστήματα αναφοράς για την τήρηση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» που περιγράφονται στα σημεία και ανωτέρω, αφού, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν τηρεί πλήρως την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Παρόλα ταύτα είναι αναγκαίο να γίνει αναφορά σε ένα κατάλληλο δείκτη ώστε να αξιολογηθεί το μέτρο, ειδάλλως δεν θα είναι δυνατόν να γίνει η αξιολόγηση στον βαθμό στον οποίο δεν τηρείται η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

(108)

Η Επιτροπή, στο παρόν στάδιο της νομικής της ανάλυσης, δεν είναι σε θέση να αποφασίσει κατά πόσο η κοινοτική νομοθεσία επιτρέπει την επιβολή μιας από τις δύο ανωτέρω μεθόδους στο πλαίσιο της ανάλυσης των επιπτώσεων της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Οπωσδήποτε, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαίο να αποφασίσει σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα στην παρούσα υπόθεση, αφού, όπως θα αποδειχθεί κατωτέρω, οι δύο μέθοδοι καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα όσον αφορά την BNFL και την NDA, δηλαδή ότι το μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση στην BNFL και συνιστά κρατική ενίσχυση στην NDA η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά.

7.3.   Ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ — Απουσία ενίσχυσης στην BNFL

(109)

Η Επιτροπή ανάλυσε κατά πόσο το μέτρο παρέχει πλεονέκτημα στην BNFL στο πλαίσιο του καθενός από τα δύο συστήματα αναφοράς που περιγράφηκαν στα σημεία και ανωτέρω. Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, αμφότερες οι αναλύσεις στοχεύουν στο να καταστήσουν βέβαιο, ότι βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», η BNFL κάλυψε το μέρος των πυρηνικών υποχρεώσεων που της αναλογεί μόνο με δικά της μέσα και όχι με κρατική στήριξη.

(110)

Η Επιτροπή, πραγματοποιώντας αυτές τις δύο αναλύσεις, έλαβε υπόψη το ιστορικό της ιδιοκτησίας των υπό εξέταση περιουσιακών στοιχείων, καθώς και το ιστορικό της κρατικής παρέμβασης υπέρ αυτών, το οποίο και συνοψίζεται κατωτέρω.

(111)

Τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας Magnox ανήκαν αρχικά σε δύο επιχειρήσεις δημοσίου δικαίου οι οποίες τα λειτουργούσαν και οι οποίες κατείχαν επίσης άλλα, μη Magnox, εργοστάσια παραγωγής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έκτοτε ο βρετανικός πυρηνικός τομέας αναδιαρθρώθηκε διαδοχικά σε διάφορες φάσεις.

(112)

Στην πρώτη φάση, τα εργοστάσια Magnox διαχωρίστηκαν από τα μη Magnox εργοστάσια. Τα εργοστάσια Magnox συγκεντρώθηκαν σε μια και μόνη επιχείρηση δημοσίου δικαίου, γνωστή ως Magnox Electric. Δημιουργήθηκε δε ένα χρέος που αντιστοιχούσε στη λογιστική αξία των μεταβιβασθέντων εργοστασίων. Αυτό το χρέος οφειλόταν στη Magnox Electric από τις εταιρείες που τώρα κατέχουν μόνο τα μη Magnox εργοστάσια (εφεξής «οι φορείς εκμετάλλευσης μη Magnox»). Αργότερα το χρέος προορίστηκε για την κάλυψη των συνολικών πυρηνικών υποχρεώσεων των εργοστασίων Magnox.

(113)

Σε μια δεύτερη φάση, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξαγόρασε το χρέος από τη Magnox Electric και το αντικατέστησε με μια ανάληψη υποχρεώσεως να πληρώσει το έλλειμμα των πυρηνικών υποχρεώσεων, προσαρμοσμένο κατά την ίδια αξία του χρέους και τιμαριθμοποιημένο με τα ίδια επιτόκια. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η φάση δεν άλλαξε τη θέση της Magnox Electric, αφού είχε το δικαίωμα να λάβει αυτά τα χρήματα ως αποτέλεσμα της πρώτης φάσης. Από την άλλη πλευρά, σ’ αυτή τη φάση το κράτος ελάφρυνε το χρέος των μη Magnox φορέων εκμετάλλευσης.

(114)

Σε μια τρίτη φάση, η BNFL εξαγόρασε την Magnox Electric από την κυβέρνηση στη συμβολική τιμή μίας στερλίνας. Εκείνη την περίοδο, η ανάληψη υποχρεώσεως της κυβέρνησης που αναφέρθηκε ανωτέρω αντικαταστάθηκε από μια νέα, που καθορίστηκε σύμφωνα με τη νέα εκτίμηση της καθαρής λογιστικής αρνητικής αξίας των εργοστασίων παραγωγής ενέργειας: 3,7 δισεκατ. GBP. Πρέπει να σημειωθεί, ότι σε αντίθεση με ό, τι πίστευε η Επιτροπή κατά την περίοδο της διαδικασίας, αυτή η ανάληψη υποχρεώσεως δεν έχει καμία σχέση με την διοικητική επιστολή για θέση της υπόθεσης στο αρχείο που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης αριθ. Ν 34/90 (16).

(115)

Το μέτρο αντιπροσωπεύει την τέταρτη και τελευταία φάση της αναδιάρθρωσης. Η BNFL μεταβιβάζει τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας στην NDA, μαζί με όλα τα συναφή οικονομικά περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της προαναφερθείσας ανάληψης υποχρεώσεων (εφεξής η ανάληψη υποχρεώσεως Magnox).

(116)

Τα εργοστάσια Calder Hall και Chapelcross Magnox αντιπροσωπεύουν μια εξαίρεση στη διαδικασία που περιγράφηκε ανωτέρω. Τα εργοστάσια αυτά ήταν αρμοδιότητας της BNFL από το 1971, όταν η BNFL συστάθηκε και οι εν λόγω σταθμοί μεταβιβάστηκαν σ’ αυτήν. Κατά την ίδια περίοδο η BNFL ανέλαβε την ιδιοκτησία και την ευθύνη για το εργοστάσιο του Springfields.

(117)

Η BNFL κατείχε τα άλλα περιουσιακά στοιχεία που αφορά η μεταβίβαση στην NDA και ιδίως τη THORP και τον SMP από την έναρξη της λειτουργίας τους μέχρι τη μεταβίβασή τους στην NDA.

7.3.1.   Ανάλυση στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος αναφοράς (δαπάνες παροπλισμού ως επενδυτικές δαπάνες)

(118)

Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, όπως εξηγήθηκε στο σημείο (105), εάν μία εγκατάσταση αλλάζει ιδιοκτησιακό καθεστώς, ο αγοραστής δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για πυρηνικές υποχρεώσεις πλέον εκείνων τις οποίες ήταν έτοιμος να αγοράσει από τον πωλητή. Αυτό σημαίνει ότι, στο συγκεκριμένο σύστημα αναφοράς, εκεί όπου ένα περιουσιακό στοιχείο έχει αρνητική λογιστική αξία η οποία συνίσταται σε πυρηνικές υποχρεώσεις παροπλισμού, το βάρος παραμένει στον πωλητή, και, εάν ο αγοραστής συμφωνεί να αναλάβει τις υποχρεώσεις δικαιούται να λάβει πληρωμή γι’ αυτές τις υποχρεώσεις ως αρνητικής τιμής.

(119)

Σ’αυτό το σύστημα αναφοράς, η Magnox όταν εξαγόρασε τους σταθμούς από τη Magnox Electric, δικαιούτο συνεπώς να λάβει την αξία της ανάληψης υποχρεώσεως Magnox ως αρνητική τιμή για την αρνητική λογιστική αξία τους. Κατά συνέπεια, η ανάληψη υποχρεώσεως Magnox δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην BNFL και θα μπορούσε πολύ σωστά να περιληφθεί στον ισολογισμό της εταιρείας ως περιουσιακό στοιχείο που αυτή κατείχε. Συνεπώς, αυτή μπορεί να λογισθεί ως συνεισφορά της BNFL για την κάλυψη των πυρηνικών υποχρεώσεων για τις οποίες η ίδια ανέλαβε πλήρη ευθύνη.

(120)

Ο ίδιος συλλογισμός πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων από τη BNFL στη NDA: επειδή η NDA αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του συστήματος αναφοράς, η BNFL θα έπρεπε ταυτοχρόνως να παράσχει στην NDA θετικά περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας ίσης με εκείνη των μεταβιβασθεισών υποχρεώσεων. Εάν τούτο δεν συνέβαινε, η διαφορά θα συνιστούσε ενίσχυση στην BNFL.

(121)

Ο ακόλουθος πίνακας που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο δίδει μια ενημερωμένη τιμή των υποχρεώσεων και των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν από τη BNFL στην NDA όπως προβλεπόταν πριν από την κίνηση της διαδικασίας. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, η πλήρης αξία της ανάληψης υποχρεώσεως Magnox δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνεισφορά της BNFL, αφού η BNFL εδικαιούτο να λάβει αυτή την ίδια αξία ως πληρωμή την περίοδο κατά την οποία αυτή εξαγόρασε τα εργοστάσια.

Πίνακας 3

Εκτιμήσεις 2005 των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων προς μεταβίβαση από τη BNFL στην NDA οι οποίες δείχνουν τη συνεισφορά της BNFL στις πυρηνικές υποχρεώσεις. Τιμές Μαρτίου 2005, προεξοφλημένες με 5,4 % ως προς την ονομαστική αξία, ποσά σε δισεκατ. GBP.

Συνολικές οικονομικές πυρηνικές υποχρεώσεις

-15,1

Διαθέσιμες ταμειακές ροές του Sellafield (THORP & SMP)

2,6

Μελλοντικές ταμειακές ροές του Springfields

0,2

Μελλοντικές ταμειακές ροές Magnox

0,2

Ανάληψη υποχρεώσεως Magnox

8,3

Επενδυτικό χαρτοφυλάκιο πυρηνικών υποχρεώσεων

4,0

Άλλες συνεισφορές πελατών που δεν περιλαμβάνονται ανωτέρω

0,3

Ταμειακά και ρευστά περιουσιακά στοιχεία

0,7

Σύνολο

1,1

(122)

Ο ανωτέρω πίνακας βασίζεται στους λογαριασμούς της BNFL. Αυτοί οι λογαριασμοί έχουν ελεγχθεί λογιστικά. Εκτός από την αύξηση της αξίας της ανάληψης υποχρεώσεως Magnox που οφείλεται στην τιμαριθμοποίησή της, η κύρια αλλαγή σε σύγκριση με τα στοιχεία που περιέχονταν στην κίνηση της διαδικασίας συνίσταται στο γεγονός ότι η BNFL θα μεταβιβάσει περισσότερα οικονομικά περιουσιακά στοιχεία στην NDA.

(123)

Η Επιτροπή γνωρίζει ότι οι εκτιμήσεις για μελλοντικά έσοδα του εργοστασίου Sellafield μπορεί να είναι αντιφατικές. Η Greenpeace συνήψε στην υποβολή της μια έκθεση που αμφισβητεί την καταλληλότητα της επένδυσης σ’ αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, και ιδίως για τον SMP.

(124)

Ωστόσο, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι μελλοντικές ταμειακές ροές της THORP βασίζονται κυρίως σε συμβάσεις οι οποίες είχαν ήδη συνομολογηθεί και οι οποίες θα εκτελεστούν κατά τη διάρκεια του υπολοίπου χρόνου ζωής του εργοστασίου. Συνεπώς, οι εκτιμήσεις για τις μελλοντικές ταμειακές ροές της THORP δεν είναι πιθανόν να παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις. Πράγματι μπορεί να είναι πιθανόν, όπως υποστηρίζει η Greenpeace, η επεξεργασία να μην αποτελεί την καλύτερη περιβαλλοντική λύση για την τελική διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η δυνατότητα λήψης αυτής της απόφασης ανήκει μόνο στα ενδιαφερόμενα κράτη και δεν έχει σχέση με την κοινοτική πολιτική κρατικών ενισχύσεων.

(125)

Η κατάσταση για τον SMP είναι διαφορετική, αφού ο SMP πρέπει ακόμα να συνάψει συμβάσεις για τις περισσότερες από τις πράξεις του. Η Επιτροπή συνέκρινε την αξία που υπέβαλαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου με την αξία που προέκυψε από τη διαδικασία αξιολόγησης του οικονομικού εγχειρήματος της BNFL για το εργοστάσιο Sellafield MOX (17). Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποίησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκονται στη μέση κλίμακα των λογικών υποθέσεων που προκύπτουν από την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες γι’αυτή την αξιολόγηση (18).

(126)

Η Επιτροπή σημειώνει την παρατήρηση της Greenpeace ότι η προαναφερθείσα αξιολόγηση του οικονομικού εγχειρήματος της BNFL για το εργοστάσιο Sellafield MOX έλαβε χώρα αφού ήδη τα περισσότερα έξοδα επενδύσεων στον SMP είχαν καταστεί μη ανακτήσιμα. Αυτό το χρονοδιάγραμμα σήμαινε ότι τα επενδυτικά έξοδα δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης όσον αφορά τους οικονομικούς λόγους υπέρ ή κατά της λειτουργίας του εργοστασίου. Η Επιτροπή κατανοεί ότι, σ’ αυτό το πλαίσιο, το θετικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης θα μπορούσε να δώσει τη λανθασμένη εντύπωση ότι η επένδυση στον SMP ήταν μια συνολικά επικερδής απόφαση, ενώ στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα σήμαινε μόνο ότι, από τη στιγμή που ήδη είχε πραγματοποιηθεί η επένδυση, ήταν πιο λογικό να το λειτουργήσει με την ελπίδα ότι συνολικά οι ζημίες θα ήταν χαμηλότερες. Ωστόσο, η Επιτροπή σημειώνει ότι αυτή η διαφοροποίηση επηρεάζει μόνο την αξία της επιλογής του χρονοδιαγράμματος της αξιολόγησης και όχι την αξία των εκτιμήσεων στην αξιολόγηση των μελλοντικών ταμειακών ροών.

(127)

Η εκτίμηση των μελλοντικών χρηματικών ροών για τα εργοστάσια Magnox λαμβάνει υπόψη της τις τελευταίες τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη Μεγάλη Βρετανία. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη Βρετανία ήταν ιδιαίτερα υψηλές στο τέλος του 2005. Δεν είναι σαφές κατά πόσον θα παραμείνουν σ’αυτό το επίπεδο για μια παρατεταμένη περίοδο. Ωστόσο, ορισμένοι από τους λόγους που προβάλλονται συνήθως για τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και οι επιπτώσεις της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, είναι πιθανό να παραμείνουν, και θα μπορούσαν ακόμα και να αυξηθούν στην περίπτωση των επιπτώσεων της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση αυτής της ταμειακής ροής, παρόλο που λαμβάνουν υπόψη την αυξητική τάση, είναι ακόμα πολύ συντηρητικά σε σύγκριση με τις τιμές που ισχύουν σήμερα (19). Συνεπώς, η Επιτροπή πιστεύει ότι αυτή η εκτίμηση είναι αποδεκτή για τα λίγα έτη κατά τη διάρκεια των οποίων τα εργοστάσια Magnox θα συνεχίσουν να λειτουργούν.

(128)

Η NDA υπολογίζει και δημοσιεύει τις δικές της εκτιμήσεις για το σύνολο των πυρηνικών υποχρεώσεων. Αυτές οι εκτιμήσεις είναι υψηλότερες από εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν στους λογαριασμούς της BNFL. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν διακρίνουν μεταξύ οικονομικών και μη οικονομικών υποχρεώσεων, αφού αυτή η διάκριση, η οποία είναι σημαντική για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων, είναι αμελητέα για τις δραστηριότητες της NDA. Ωστόσο, σύμφωνα με το Ηνωμένο Βασίλειο, ο διαχωρισμός των τελευταίων εκτιμήσεων των συνολικών υποχρεώσεων της NDA (20) σε οικονομικές και μη οικονομικές υποχρεώσεις στην ίδια αναλογία με εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν για τον ανωτέρω υπολογισμό καταλήγει σε εκτιμηθείσες συνολικές οικονομικές πυρηνικές υποχρεώσεις που ανέρχονται σε 18,2 δισεκατ. GBP σε τιμές Μαρτίου 2005 (σε σύγκριση με 15,1 δισεκατ. GBP στους λογαριασμούς της BNFL). Η συνολική συνεισφορά της BNFL που προκύπτει από τον ίδιο υπολογισμό του πίνακα 3 ανωτέρω θα καθίστατο αρνητική κατά 1,9 δισεκατ. GBP (αντί θετικής κατά 1,1 δισεκατ. GBP (21).

(129)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι πυρηνικές υποχρεώσεις είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, αφού σχετίζονται με δραστηριότητες που θα λάβουν χώρα σε μια μακρά περίοδο στο μέλλον, και για τις οποίες έχουμε ακόμα μικρή πείρα. Τούτο είναι ιδιαίτερα αληθές για τις δραστηριότητες παροπλισμού που αφορούν πολύ συγκεκριμένα εργοστάσια όπως εκείνα που μεταβιβάστηκαν στην NDA. Ενόψει αυτών των αβεβαιοτήτων, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το περιθώριο αβεβαιότητας 3,1 δισεκατ. GBP επί συνόλου περίπου 15 έως 18 δισεκατ. GBP είναι αποδεκτό.

(130)

Είναι κατανοητό το ό, τι η εκτίμηση της BNFL για τις υποχρεώσεις είναι μικρότερη από εκείνη της NDA. Πράγματι, είναι σαφώς προς το συμφέρον της BNFL να παρουσιάζει μικρότερες υποχρεώσεις στον ισολογισμό της. Από την άλλη πλευρά είναι προς το συμφέρον της NDA να παραμείνει συντηρητική έτσι ώστε να λάβει επαρκή χρηματοδότηση για τις δραστηριότητές της, ιδίως σε περίοδο δημοσιονομικών περιορισμών. Το γεγονός ότι η NDA έχει την υποχρέωση να επιτύχει κέρδος αποδοτικότητας της τάξης του 2 % ετησίως την παροτρύνει να υποβάλει μάλλον συντηρητικές πρώτες εκτιμήσεις.

(131)

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει ότι μια παρόμοια αλλά ήδη πιο προχωρημένη εμπειρία στις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνει ότι οι εκτιμήσεις των δαπανών παροπλισμού τείνουν να ακολουθήσουν μια καμπύλη σύμφωνα με την οποία, μετά από μια αρχική αύξηση, ακολούθως μειώνονται ως αποτέλεσμα της αυξημένης εμπειρίας και των τεχνολογικών βελτιώσεων.

(132)

Κατά τα τελευταία δέκα έτη η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών καθιέρωσε συμβάσεις βάσει απόδοσης για την πυρηνική εξυγίανση. Η NDA έχει τώρα δεσμευτεί να εφαρμόσει αυτή την προσέγγιση για την εξυγίανση. Η πείρα στις Ηνωμένες Πολιτείες διδάσκει ότι σε περίοδο περίπου πέντε ετών είναι πιθανόν να αντιστραφεί η τάση για αύξηση των εκτιμήσεων των υποχρεώσεων και αντιθέτως να μειωθούν οι εκτιμήσεις των υποχρεώσεων μέσω επιτάχυνσης της εργασίας και μειώσεων των δαπανών. Για παράδειγμα η Δημοσιονομική Έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ για το 2003 σημειώνει ότι το Υπουργείο Ενέργειας μείωσε τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις κατά 26,3 δισεκατ. USD ήτοι 12,5 % κατά το οικονομικό έτος 2003· αυτό είναι το δεύτερο έτος στη σειρά κατά το οποίο το Υπουργείο Ενέργειας μείωσε την περιβαλλοντική υποχρέωση. Η μείωση του 2003 οφείλετο κυρίως στην αναδιάρθρωση του προγράμματος εξυγίανσης για να επικεντρωθεί στη βασική του αποστολή και να επιταχύνει την εξυγίανση (22). Μια πιο πρόσφατη έκθεση του United States Government Accountability Office (GAO) (Υπηρεσία αξιολόγησης των κυβερνητικών προγραμμάτων) επανεξέτασε τον στόχο μείωσης των δαπανών του Υπουργείου Εενέργειας για πυρηνική εξυγίανση. Η έκθεση GAO επισήμανε ότι τον Μάρτιο 2005 το Υπουργείο Ενέργειας ακολουθούσε ή και προηγείτο του χρονοδιαγράμματος για πολλές από τις 16 δραστηριότητες εξυγίανσης ενώ υπήρχε καθυστέρηση στο πρόγραμμα για τρεις δύσκολες και δαπανηρές δραστηριότητες. Η έκθεση GAO επισήμανε ότι το Υπουργείο Ενέργειας αναμένει ακόμα σημαντικές μειώσεις των δαπανών σε σύγκριση με τον αρχικό στόχο των 50 δισεκατ. USD (23).

(133)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορεί λογικά να θεωρηθεί ότι, από τις δύο εκτιμήσεις, η εκτίμηση της BNFL πιθανώς να αποδειχθεί η πλησιέστερη στην πραγματικότητα.

(134)

Συνεπώς, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το μέτρο δεν συνιστά καμία κρατική ενίσχυση στην BNFL στο πλαίσιο του συστήματος αναφοράς.

7.3.2.   Ανάλυση στο πλαίσιο του δεύτερου συστήματος αναφοράς (δαπάνες ρύπανσης ως λειτουργικές δαπάνες)

(135)

Για να υπολογιστεί η συνεισφορά της BNFL στο πλαίσιο αυτού του συστήματος αναφοράς, το πρώτο βήμα συνίσταται στην κατάλληλη κατανομή των πυρηνικών υποχρεώσεων στους επόμενους ιδιοκτήτες των περιουσιακών στοιχείων, κατά τρόπο που να αντιστοιχεί με τα τέλη με τα οποία ένας υποθετικός φορέας παροπλισμού θα επιβαρυνόταν για καθένα από αυτά. Η μορφή ενός τέτοιου τέλους θα ήταν πιθανόν στενά συνδεδεμένη με τα έσοδα από τα περιουσιακά στοιχεία.

(136)

Για τα εργοστάσια Magnox, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο πιο κατάλληλος τρόπος για να υπολογιστεί αυτή η συνεισφορά είναι να κατανείμει τις υποχρεώσεις με βάση τη χρονική αναλογία, αφού το προϊόν αυτών των εργοστασίων παραγωγής ενέργειας παραμένει πολύ σταθερό διαχρονικά.

(137)

Στην περίπτωση του Springfields, η κατανομή διέκρινε μεταξύ υποχρεώσεων συνδεδεμένων με την επεξεργασία των αναλωμένων καυσίμων Magnox, των συνδεδεμένων υποχρεώσεων με την επεξεργασία αναλωμένων καυσίμων AGR και άλλων υποχρεώσεων. Οι υποχρεώσεις Magnox κατανέμονται χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για τα εργοστάσια Magnox ανωτέρω, αφού η δημιουργία πυρηνικών αποβλήτων είναι άμεσα συνδεδεμένη με την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια των εργοστασίων. Οι υποχρεώσεις AGR κατανέμονται στην BNFL σύμφωνα με τη συμφωνία της με τη BE κατά την οποία η BE ήταν αρμόδια γι’αυτές τις υποχρεώσεις μέχρι το 1995. Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε για τις συνδεδεμένες υποχρεώσεις με το Magnox στο εργοστάσιο του Sellafield (24).

(138)

Άλλες (μη Magnox και μη AGR) υποχρεώσεις στο Springfields κατανέμονται σε χρονική βάση. Η ίδια μέθοδος χρονικής βάσης χρησιμοποιείται για τα εργοστάσια στο Drigg και στο Capenhurst.

(139)

Η κατάσταση είναι διαφορετική για τα εργοστάσια THORP και SMP του Sellafield. Αυτά τα περιουσιακά στοιχεία κατασκευάστηκαν από την BNFL. Η BNFL διαχειριζόταν προηγουμένως τη THORP, την οποία θα συνεχίσει να διαχειρίζεται η NDA. Ο SMP θα διευθύνεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από την NDA. Συνεπώς, η κατανομή των υποχρεώσεων σε χρονική βάση θα οδηγήσει στην απόδοση ενός σημαντικού μεριδίου αυτών των υποχρεώσεων στην NDA.

(140)

Ωστόσο, αντίθετα με τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας ή τα εργοστάσια εφοδιασμού καυσίμων, αυτά τα περιουσιακά στοιχεία δεν έχουν ένα σταθερό επιχειρηματικό σχέδιο. Η εμπορική τους διαχείριση είναι γενικά τέτοια ώστε να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους ήδη από την αρχή της λειτουργίας τους. Οι πρώτες συμβάσεις που συνομολογούνται γι’ αυτό τον σκοπό είναι γνωστές ως συμβάσεις «βασικού φορτίου». Οι φορείς εκμετάλλευσης στοχεύουν να ανακτήσουν ει δυνατόν όλες τις δαπάνες παροπλισμού από τα έσοδα που δημιουργούνται από αυτές τις συμβάσεις. Αυτή είναι η τυπική περίπτωση της THORP και του SMP. Σ’αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα και με αυτό το σύστημα αναφοράς, είναι λογικό να κατανείμει όλες τις υποχρεώσεις στον πρώτο ιδιοκτήτη, διότι μία ευσυνείδητη κανονιστική αρχή πιθανόν να καθόριζε τις συνεισφορές για την εξόφληση όλων των δαπανών παροπλισμού κατά τρόπον ώστε να επιβαρύνει τις περισσότερες, εάν όχι όλες, τις συμβάσεις βασικού φορτίου που συνομολογήθηκαν από αυτόν τον ιδιοκτήτη.

(141)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι παρατηρήσεις της Greenpeace εστιάζονται στο γεγονός ότι είναι πολύ πιθανό οι επιχειρηματικές προοπτικές για την THORP και τον SMP να μην είναι τόσο καλές όπως φαίνονταν αρχικά. Ωστόσο, η Επιτροπή πιστεύει ότι αυτός δεν θα έπρεπε να είναι ένας λόγος παρέκκλισης από τη μέθοδο κατανομής, αφού ακόμα και αν η συνολική δραστηριότητα των εργοστασίων μειώνεται, η συνολική μορφή της δημιουργίας εσόδων τους (δηλαδή, με τα περισσότερα έσοδα να δημιουργούνται στην αρχή) θα έπρεπε να παραμείνει η ίδια.

(142)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατένειμε όλες τις πυρηνικές υποχρεώσεις των εργοστασίων THORP και SMP στην BNFL.

(143)

Το δεύτερο βήμα στον υπολογισμό συνίσταται στον υπολογισμό της συνεισφοράς της BNFL σ’αυτές τις υποχρεώσεις.

(144)

Αυτή η συνεισφορά πρέπει καταρχάς να λάβει υπόψη τις υποχρεώσεις που έχουν ήδη εκχωρηθεί από τη BNFL. Πράγματι, ένας ορισμένος αριθμός εργοστασίων, συμπεριλαμβανομένων ιδίως μερικών εργοστασίων Magnox, έχουν ήδη παύσει τη λειτουργία τους και ο παροπλισμός έχει ήδη αρχίσει. Η BNFL εξόδευσε 5,1 δισεκατ. GBP για την κάλυψη αυτών των υποχρεώσεων. Πράττοντας αυτό, η BNFL δεν έλεγξε κατά πόσο οι υποχρεώσεις που εκχωρούσε ήταν «αποδοτέες» σε αυτήν στο πλαίσιο του παρόντος συστήματος αναφοράς. Ωστόσο, το σύνολο αυτής της συνεισφοράς μπορεί να συμπεριληφθεί στον υπολογισμό αφού είτε οι εκχωρηθείσες υποχρεώσεις ήταν αποδοτέες στην BNFL και κατά συνέπεια μπορούν να περιληφθούν άμεσα στον υπολογισμό, είτε δεν ήταν αποδοτέες σ’ αυτήν και σ’ αυτή την περίπτωση η BNFL χορήγησε συνεισφορά για πολλές υποχρεώσεις για τις οποίες θα έπρεπε ή θα είχε το δικαίωμα να λάβει αντιστάθμισμα.

(145)

Δεύτερον, αυτή η συνεισφορά πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που η BNFL θα χορηγήσει στην NDA. Από την αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων που θα μεταβιβαστούν στην NDA πρέπει να αφαιρεθεί η αξία που έλαβε η BNFL όταν εξαγόρασε τα εργοστάσια Magnox, αφού μόνο η αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων συνιστά συνεισφορά από την BNFL.

(146)

Τέλος, οι μελλοντικές ταμειακές ροές για τον SMP και την THORP, τις οποίες θα λάβει η NDA αντί για την BNFL, θα έπρεπε επίσης να υπολογιστούν στη συνεισφορά της BNFL, ώστε να ευθυγραμμίζεται με την προαναφερθείσα απόφαση απόδοσης όλων των υποχρεώσεων αυτών των εργοστασίων στην BNFL.

(147)

Ο κατωτέρω πίνακας συνοψίζει τα αποτελέσματα του υπολογισμού στο πλαίσιο αυτού του συστήματος αναφοράς:

Πίνακας 4

Εκτίμηση της συνεισφοράς της BNFL στο μερίδιο υποχρεώσεων που της κατανεμήθηκαν. Τιμές 2005, συντελεστής προεξόφλησης 5,4 % της ονομαστικής αξίας, ποσά σε δισεκατ. GBP.

Μη Thorp και μη SMP υποχρεώσεις που κατανεμήθηκαν στην BNFL

a

 

-8,0

Υποχρεώσεις Thorp και SMP που κατανεμήθηκαν στη BNFL

b

 

-1,4

Συνολικές υποχρεώσεις προς χρηματοδότηση από τη BNFL

c

a+b

-9,4

Κονδύλια που πρέπει να χορηγήσει η NDA

 

 

 

Ανάληψη υποχρεώσεως Magnox

d

 

8,3

NLIP

e

 

4,0

Μελλοντικές ταμειακές ροές THORP SMP

f

 

2,6

Άλλα περιουσιακά στοιχεία ¥

g

 

0,7

Συνολική αξία των κονδυλίων

h

d+e+f+g

15,6

Κονδύλια που χορηγήθηκαν από την BNFL στο πλαίσιο της πράξης Magnox

 

 

 

Ανάληψη υποχρεώσεως Magnox

i

 

-5,3

Άλλα κονδύλια

j

 

-4,0

Αφαίρεση των συνολικών κονδυλίων που χορηγήθηκαν από τη BNFL

k

I+j

-9,4

Αξία των καθαρών κονδυλίων

l

h-k

6,2

Υποχρεώσεις που εκχωρήθηκαν από τη BNFL

m

 

5,1

Κονδύλια που χορηγήθηκαν για τις υποχρεώσεις

n

l+m

11,4

Αποτέλεσμα της διαχείρισης BNFL

o

n-c

2,0

(148)

Ο ανωτέρω πίνακας υποβλήθηκε από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο πίνακας αυτός βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία από τους λογαριασμούς της BNFL, όπως και ο Πίνακας 3.

(149)

Οι σκέψεις που αναπτύχθηκαν στα σημεία (128) έως (133) εφαρμόζονται και σ’ αυτή την περίπτωση.

(150)

Συνεπώς, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το μέτρο δεν συνιστά καμία κρατική ενίσχυση στην BNFL στο πλαίσιο αυτού του συστήματος αναφοράς.

7.4.   Ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ — Παρουσία ενισχύσεων στην NDA

(151)

Οι δύο υπολογισμοί που περιγράφηκαν ανωτέρω θα μπορούσαν να εφαρμοστούν επίσης για να καθοριστεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό το μέτρο παρέχει πλεονέκτημα στην ΝDA.

(152)

Όμως, η Επιτροπή θεωρεί ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο υπολογισμός δεν είναι αναγκαίος. Πράγματι, το μέτρο παρέχει απεριόριστη εγγύηση ότι το κράτος θα καλύψει όλα τα έξοδα της NDA εάν αυτά τα έξοδα δεν μπορούν να καλυφθούν από τα έσοδα της Αρχής από εμπορικές δραστηριότητες ή από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάστηκαν σ’ αυτήν. Αυτή η εγγύηση δεν είναι περιορισμένη ούτε όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής ούτε διαχρονικά και δεν αποκλείει δαπάνες συνδεδεμένες με ανταγωνιστικές δραστηριότητες, ιδίως εκεί όπου αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να δημιουργήσουν πρόσθετες συμπληρωματικές υποχρεώσεις, και δεν είναι περιορισμένη όσον αφορά το ύψος του ποσού.

(153)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτή η απεριόριστη εγγύηση αποτελεί αφ’εαυτού της ένα πλεονέκτημα που χορηγείται από το κράτος στην NDA.

(154)

Επειδή αυτή η εγγύηση χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους και στοχεύει ειδικά την NDA, και επειδή η NDA θα συνεχίσει να έχει ορισμένες εμπορικές δραστηριότητες σε αγορές όπου υπάρχουν συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση στην NDA κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(155)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση στην NDA.

7.5.   Αξιολόγηση της συμβιβασιμότητας της ενίσχυσης στην NDA στο πλαίσιο της συνθήκης ΕΚ

(156)

Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ορίζει την γενική αρχή απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων στην Κοινότητα.

(157)

Το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει εξαιρέσεις στη γενική αρχή του μη συμβιβάσιμου που ορίζεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1.

(158)

Οι εξαιρέσεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ δεν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση διότι τα μέτρα ενισχύσεων δεν έχουν κοινωνικό χαρακτήρα, δεν χορηγούνται σε ατομικούς καταναλωτές, δεν επανορθώνουν τις ζημίες που προκλήθηκαν από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα και δεν χορηγούνται στην οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που εθίγησαν από τη διαίρεσή της.

(159)

Περαιτέρω εξαιρέσεις προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ. Οι εξαιρέσεις στα άρθρα 87 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και δ) δεν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή η ενίσχυση δεν προάγει την οικονομική ανάπτυξη περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, ούτε προάγει την εκτέλεση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους και δεν προάγει τον πολιτισμό και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

(160)

Συνεπώς, μπορεί να εφαρμοστεί μόνο η εξαίρεση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) προβλέπει την έγκριση της κρατικής ενίσχυσης που χορηγείται για να προάγει την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών τομέων, εφόσον αυτές οι ενισχύσεις δεν επηρεάζουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(161)

Η πάγια πρακτική της Επιτροπής είναι να θεωρεί ότι το κείμενο του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) εννοεί πως το μέτρο μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με τη συνθήκη εκεί όπου η θετική του συμβολή στην εκπλήρωση ορισμένων κοινοτικών στόχων υπερβαίνει τις αρνητικές του επιπτώσεις στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

(162)

Το τμήμα 7.1 εξηγεί λεπτομερώς τη συμβιβασιμότητα του μέτρου με τους στόχους της συνθήκης Ευρατόμ. Η Επιτροπή αντιμετωπίζει θετικά τη σύσταση της NDA και την θεωρεί ως ένα εξαιρετικό μέτρο για τον αποδοτικό χειρισμό του βάρους των πυρηνικών υποχρεώσεων που προέρχεται από το απώτερο παρελθόν όταν οι περιβαλλοντικές πολιτικές δεν είχαν ακόμα φθάσει τα σημερινά επίπεδα. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η NDA θα συμβάλει αποφασιστικά στην καλύτερη δυνατή υλοποίηση του τέλους του πυρηνικού κύκλου. Κατ’αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει σαφώς στην εκπλήρωση της κοινοτικής πυρηνικής πολιτικής όπως ορίζεται στη συνθήκη Ευρατόμ. Η θετική συμβολή του μέτρου είναι κατά συνέπεια πολύ σημαντική και καλά εδραιωμένη κατά την άποψη της Επιτροπής.

(163)

Εάν η NDA ήταν υποχρεωμένη να παύσει το συντομότερο δυνατό την εμπορική λειτουργία των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία θα είναι υπεύθυνη, το μέτρο πιθανώς να μην είχε σημαντικές αρνητική επίπτωση στον ανταγωνισμό. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν πραγματοποίησε αυτή την επιλογή και επέτρεψε στην NDA να συνεχίσει την εμπορική πράξη των περιουσιακών στοιχείων υπό ορισμένους όρους. Η Επιτροπή δεν μπορεί παρά μόνο να σημειώσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πράττοντας αυτό κατέστησε δυνατό για τις πράξεις της NDA να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά. Αυτό καθιστά αναγκαία την ανάλυση της έκτασης των επιπτώσεων για να αξιολογηθεί το μέτρο.

(164)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η συνέχιση της εμπορικής λειτουργίας των περιουσιακών στοιχείων από την NDA, μαζί με την υποκείμενη κρατική ενίσχυση, έχει παρόμοιες επιπτώσεις στον ανταγωνισμό με εκείνες που θα προέκυπταν από τη συνέχιση των πράξεων μιας επιχείρησης που λαμβάνει ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Ο παραλληλισμός με την υπόθεση αναδιάρθρωσης της BE (25) είναι καταφανής σε σχέση με αυτό. Βάσει αυτών των ομοιοτήτων, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο πιο κατάλληλος τρόπος για την αξιολόγηση των επιπτώσεων του μέτρου στον ανταγωνισμό και τον καθορισμό των ορίων εντός των οποίων μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά συνίσταται στη χρήση της υποκείμενης συλλογιστικής στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (26), και ιδίως την ανάγκη εξεύρεσης αναλογικών αντισταθμιστικών μέτρων για να αμβλύνουν τις επιπτώσεις της ενίσχυσης εκεί όπου είναι αναγκαίο.

(165)

Η Επιτροπή, πριν να προβεί σε λεπτομερέστερη ανάλυση της κατάστασης του ανταγωνισμού για καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, οφείλει να κάνει δύο γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά τις επιπτώσεις του μέτρου στον ανταγωνισμό.

(166)

Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι το καταστατικό της NDA αυτό καθ’αυτό αμβλύνει τις επιπτώσεις του μέτρου στον ανταγωνισμό ακόμα και για περιουσιακά στοιχεία τα οποία θα συνεχίσουν να λειτουργούν. Μια επιχείρηση με εμπορικό σκοπό θα χρησιμοποιούσε πιθανόν τη λειτουργική ενίσχυση για να μειώσει το κόστος της και να πωλήσει σε χαμηλή τιμή. Απεναντίας, η NDA θα λειτουργήσει τα περιουσιακά στοιχεία μόνο εάν η λειτουργία μπορεί να προσθέσει αξία στον κύριο σκοπό της, δηλαδή τον παροπλισμό των εργοστασίων. Συνεπώς, η NDA δεν θα διαθέτει κίνητρα να χρησιμοποιήσει την ενίσχυση για να παράσχει υπηρεσίες χαμηλότερες από την τιμή της αγοράς και ασφαλώς δεν έχει κανένα συμφέρον να χρησιμοποιήσει την ενίσχυση για να μειώσει το κόστος της. Επιπλέον, η NDA ενώ θα συνεχίσει να λειτουργεί τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία δεν θα επενδύσει σε νέα. Κατά συνέπεια, δεν θα είναι προς το συμφέρον της να έχει εμπορική πολιτική που να στοχεύει στην αύξηση της επιρροής της και του μεριδίου της στην αγορά.

(167)

Η NDA δεν θα επενδύσει σε νέα περιουσιακά στοιχεία ούτε θα ξεκινήσει νέες δραστηριότητες. Η ταμειακή ροή που θα παραχθεί από τη συνέχιση της λειτουργίας ορισμένων περιουσιακών στοιχείων θα χρησιμοποιείται μόνο για τον σκοπό της παροχής μεγαλύτερης χρηματοδότησης για το κλείσιμο των πυρηνικών υποχρεώσεων. Το λειτουργικό πλαίσιο για την NDA περιφράσσει στενά όλα τα έσοδα της NDA, εμποδίζοντας τη χρήση τους για άλλους σκοπούς.

(168)

Όλοι οι φορείς εκμετάλλευσης πυρηνικών σταθμών θα έπρεπε να καλύψουν καταρχήν το μερίδιό τους πυρηνικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Γι’αυτό τον σκοπό, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε να ζητήσει από την NDA και από τις SLC για τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, να αναλάβουν να καταβάλουν προσπάθειες σχετικά με τις τιμές τους για να ανακτήσουν το μερίδιο των υποχρεώσεων που είναι καταλογιστέες στην NDA. Στις περιπτώσεις όπου αυτός ο σκοπός δεν θα επιτευχθεί, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αναφέρει στην Επιτροπή και θα την πληροφορήσει σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο στόχος δεν επιτεύχθηκε.

(169)

Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι το σύστημα ανταγωνισμού που θα θέσει σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο για να ορίσει τις SLC θα έχει αφ’εαυτού του θετικό αποτέλεσμα στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά. Το σύστημα θα δημιουργήσει τη βάση για μια πραγματική αγορά στη λειτουργία ορισμένων πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο και, ακόμα πιο σημαντικό, τον παροπλισμό τους. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάπτυξη αυτής της αγοράς είναι μια σπουδαία ευκαιρία για την κοινοτική οικονομία στο σύνολό της που θα επιτρέψει τη διάδοση της τεχνογνωσίας σε ολόκληρη την κοινοτική βιομηχανία. Συνεπώς, το μέτρο θα έχει σημαντικές θετικές εξωγενείς επιδράσεις, οι οποίες θα είναι χρήσιμες ιδίως ενόψει των πολυάριθμων πυρηνικών περιουσιακών στοιχείων τα οποία θα πρέπει να παροπλιστούν στην Ένωση κατά τις επόμενες δεκαετίες.

(170)

Η Επιτροπή ανέλυσε επίσης την κατάσταση ανταγωνισμού για κάθε ένα από τους τύπους περιουσιακών στοιχείων που η NDA θα συνεχίσει να λειτουργεί εμπορικά.

7.5.1.   Εργοστάσια παραγωγής ενέργειας Magnox

(171)

Τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας Magnox λειτουργούν στην άκρως ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Μεγάλης Βρετανίας.

(172)

Η Επιτροπή σημειώνει τα μικροοικονομικά επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι το μέτρο, ακόμη και αν αυτό μείωνε το SRMC των εργοστασίων, δεν θα επιδρούσε στο χρόνο κατά τον οποίο οι ανταγωνιστές λειτουργούν τα δικά τους εργοστάσια και η τιμή στην οποία αυτοί πωλούν την ηλεκτρική ενέργειά τους.

(173)

Η Επιτροπή έχει επιφυλάξεις ως προς το σημείο αυτό. Πράγματι, αυτά τα επιχειρήματα θα είχαν αξία σε μία απλή, κυρίως βραχυπρόθεσμη, τέλεια αγορά, με τέλεια πληροφόρηση, κατά προτίμηση μοιρασμένη σε ομίλους. Ωστόσο, η παρούσα αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στη Μεγάλη Βρετανία δεν παρουσιάζει αυτά τα χαρακτηριστικά. Βασίζεται κυρίως σε διμερείς συμβάσεις, με αρκετές προθεσμιακές αγορές. Επιπλέον, η αγορά είναι στην ουσία μοιρασμένη μεταξύ χονδρικής πώλησης και άμεσου εφοδιασμού στις επιχειρήσεις, το δε δεύτερο τμήμα της αγοράς έχει φαινομενικά μεγαλύτερη εμπορική αξία. Το μέτρο, χωρίς να επηρεάζει την πραγματική ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που πωλείται από έναν από τους ανταγωνιστές της NDA, μπορεί να του επιβάλει στροφή σε ένα λιγότερο ελκυστικό τμήμα της αγοράς, γεγονός που θα είχε επίπτωση στα αποτελέσματά του.

(174)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο νοθεύει η απειλεί με νόθευση τον ανταγωνισμό σ’αυτή την αγορά, επίπτωση που πρέπει να μετριαστεί.

(175)

Ο ιδανικός τρόπος για να μετριαστεί οι αρνητικές επιπτώσεις της ενίσχυσης στην αγορά θα ήταν η παύση της λειτουργίας των εργοστασίων παραγωγής ενέργειας.

(176)

Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι το άμεσο κλείσιμο αυτών των εργοστασίων παραγωγής ενέργειας θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αποδοτικότητα και στην ασφάλεια των πράξεων παροπλισμού. Πράγματι, επειδή το εργοστάσιο Sellafield δεν θα είναι σε θέση να ξεκινήσει τόσο σύντομα την επεξεργασία των αποβλήτων για αρκετά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, πρέπει να εξευρεθούν λύσεις προσωρινής αποθήκευσης. Τούτο θα περιέπλεκε τις εργασίες παροπλισμού, αυξάνοντας το κόστος και τις εν δυνάμει ανησυχίες όσον αφορά την ασφάλεια. Επίσης, θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στην εξασφάλιση της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στην ήδη τεταμένη βρετανική αγορά. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαίτηση άμεσου κλεισίματος των εργοστασίων είναι κατά συνέπεια ένα μη αναλογικό μέτρο για το μετριασμό των ανησυχιών όσον αφορά τον ανταγωνισμό.

(177)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι, ενώ τα εργοστάσια δε θα κλείσουν αμέσως, το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει ήδη ένα πρόγραμμα κλεισίματος όλων των εργοστασίων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα το τελευταίο εργοστάσιο έχει προγραμματιστεί να κλείσει το 2010. Τούτο συνεπάγεται ότι οποιεσδήποτε επιπτώσεις του μέτρου στους ανταγωνιστές θα μειωθούν και θα περατωθούν σύντομα. Ειδικότερα, η περίοδος μεταξύ του χρόνου αυτής της απόφασης και του τελευταίου κλεισίματος είναι της τάξης του ιδίου μεγέθους με το χρόνο που είναι απαραίτητος ώστε ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά να αναπτύξει ένα νέο σχέδιο εργοστασίου ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, η NDA δεν θα αρχίσει νέες δραστηριότητες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ούτε θα κατασκευάσει νέες εγκαταστάσεις.

(178)

Η Επιτροπή, για τον σκοπό του μετριασμού των επιπτώσεων του μέτρου στην αγορά εν τω μεταξύ, εξέτασε τη δυνατότητα να ζητήσει μέτρα από την NDA τα οποία θα ισοδυναμούσαν στην ουσία με εκείνα που ζητήθηκαν από την ΒΕ στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης για την αναδιάρθρωσή της (27). Υπήρχαν τρία σχετικά αντισταθμιστικά μέτρα.

(179)

Το πρώτο αντισταθμιστικό μέτρο συνίστατο στην απαίτηση διαχωρισμού της πυρηνικής παραγωγής, της μη πυρηνικής παραγωγής και της εμπορίας της BE. Στην παρούσα υπόθεση, η NDA δεν διαθέτει επιχειρήσεις μη πυρηνικής παραγωγής. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό το αντισταθμιστικό μέτρο δεν θα είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.

(180)

Το δεύτερο αντισταθμιστικό μέτρο συνίστατο στην επιβολή στην BE εξαετούς απαγόρευσης αύξησης της παραγωγικής ικανότητας. Στην παρούσα υπόθεση, στην ουσία, η NDA όχι μόνο δεν θα αυξήσει την ικανότητά της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά θα την καταργήσει σταδιακά κατά τη διάρκεια τεσσάρων ετών. Συνεπώς, τα αποτελέσματα αυτού του μέτρου έχουν ήδη επιτευχθεί από τη κανονική λειτουργία της NDA.

(181)

Το τρίτο αντισταθμιστικό μέτρο συνίστατο στην απαγόρευση στην BE να πωλήσει ηλεκτρική ενέργεια με άμεσες πωλήσεις σε επιχειρήσεις κάτω από τις χονδρικές τιμές της αγοράς.

(182)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι απαραίτητο στην περίπτωση της NDA. Το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε την υποχρέωση να το εφαρμόσει.

(183)

Στην ουσία, θα εφαρμοστούν οι ίδιες εξαιρέσεις με εκείνες που έγιναν αποδεκτές για την BE σε περιστάσεις εκτάκτων συνθηκών στην αγορά. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι έκτακτες εξαιρέσεις είναι απαραίτητες ώστε να μην κινδυνεύσει ο πραγματικός στόχος του μέτρου. Η εμπειρία παρακολούθησης της απόφασης της Επιτροπής στην υπόθεση BE καταδεικνύει ότι οι εξαιρέσεις δεν οδήγησαν σε κατάχρηση.

(184)

Στην παρούσα υπόθεση, όπως και στην υπόθεση της BE, η ύπαρξη εκτάκτων συνθηκών στην αγορά θα καθοριστεί από την εφαρμογή συγκεκριμένων και επιχειρησιακών κριτηρίων.

(185)

Ωστόσο, τα κριτήρια θα είναι ελαφρώς λιγότερο δεσμευτικά απ’ό, τι στην υπόθεση της BE. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τούτο είναι δικαιολογημένο και αναλογικό επειδή το μερίδιο της αγοράς της NDA είναι πολύ μικρότερο από εκείνο της BE και κατά συνέπεια οι επιπτώσεις του μέτρου στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι μικρότερες.

(186)

Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεσμεύθηκαν να υλοποιήσουν το μέτρο με τους κανόνες που ορίζονται στα σημεία (187) έως (190).

(187)

Σε κανονικές συνθήκες της αγοράς, εκεί όπου η NDA επιθυμεί να συνάψει νέες συμβάσεις πωλήσεων σε τελικούς καταναλωτές, ο Υπουργός θα ορίσει έναν ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα που θα πιστοποιήσει σε μια ετήσια έκθεση ότι αυτές οι συμβάσεις συνήφθησαν σε τιμές όπου το στοιχείο της ηλεκτρικής ενέργειας ορίστηκε ίσο ή ανώτερο από την ισχύουσα χονδρική τιμή.

(188)

Σε έκτακτες συνθήκες της αγοράς, η NDA μπορεί να συνάψει νέες συμβάσεις όπου το στοιχείο της ενέργειας ορίζεται κάτω από την ισχύουσα χονδρική τιμή της αγοράς, αλλά μόνο αφού οι ελεγκτές της NDA, ή οι εταιρείες που λειτουργούν για λογαριασμό της, εκτιμούν ότι τηρείται ένα από τα δύο κριτήρια που ορίζονται κατωτέρω για τις έκτακτες συνθήκες της αγοράς.

Κριτήριο A: η NDA, ή μια εταιρεία που εργάζεται για λογαριασμό της, δεσμεύεται να πωλήσει […] (28)· για περίοδο […] ένα ελάχιστο […] για μια χειμερινή περίοδο εμπορίας και […] για μια θερινή περίοδο εμπορίας στην ισχύουσα χονδρική τιμή αγοράς στην χονδρική αγορά και στο τέλος αυτής της περιόδου αυτές οι προσφορές δεν έγιναν αποδεκτές.

Κριτήριο B: οι αναφερθείσες πωλήσεις βασικού φορτίου ηλεκτρικής ενέργειας για την επόμενη περίοδο στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο ανήλθαν σε λιγότερο από […] (μικτά), κατά μέσο όρο επί της προηγουμένης περιόδου […].

(189)

Εάν πληρούνται εκάτερα τα κριτήρια, αρχίζει μια περίοδος έκτακτων συνθηκών της αγοράς. Η NDA θα είναι τότε σε θέση να συνάψει νέες συμβάσεις για μέχρι […] στους τελικούς καταναλωτές σε τιμές κάτω της ισχύουσας χονδρικής τιμής της αγοράς υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η πρακτική για τις τιμές αποτελεί εμπορική αναγκαιότητα κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου εκτάκτων συνθηκών της αγοράς.

(190)

Μια περίοδος έκτακτων συνθηκών της αγοράς δεν μπορεί να υπερβεί […]. Για να αρχίσει μια επακόλουθη περίοδος εκτάκτων συνθηκών της αγοράς πρέπει να πληρούνται είτε το κριτήριο Α είτε το κριτήριο Β.

(191)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτός ο μηχανισμός αποτελεί τον κατάλληλο τρόπο για την υλοποίηση του αντισταθμιστικού μέτρου. Ο μηχανισμός βασίζεται σε επαρκώς διαφανή και εφαρμόσιμα κριτήρια που επιτρέπουν στις αποφάσεις να ληφθούν κατά συνεπή και αποτελεσματικό τρόπο. Ο μηχανισμός θα καταστήσει δυνατόν τον σημαντικό μετριασμό της νόθευσης του ανταγωνισμού στην αγορά κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγείται του κλεισίματος των εργοστασίων Magnox.

(192)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η θετική συμβολή του μέτρου στην επίτευξη των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ υπερβαίνει τη νόθευση του ανταγωνισμού που προκύπτει από το μέτρο, η οποία μετριάζεται από το γεγονός ότι τα εργοστάσια θα κλείσουν σύντομα και από το γεγονός ότι το αντισταθμιστικό μέτρο θα τεθεί σε εφαρμογή.

7.5.2.   THORP

(193)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επίπτωση του μέτρου όσον αφορά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων THORP από την NDA είναι πολύ περιορισμένη.

(194)

Πρώτα απ’όλα, ένα σημαντικό μέρος της επεξεργασίας στη THORP αφορά τα καύσιμα AGR. Όσον αφορά αυτή τη δραστηριότητα, δεν υπάρχουν ανταγωνιστές επί του παρόντος. Επειδή η BE είναι τώρα η μόνη πηγή αναλωμένων πυρηνικών καυσίμων AGR στην Ευρώπη, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σαφές ότι κανένας επενδυτής στην ελευθερη αγορά δεν θα ελάμβανε υπόψη οποιαδήποτε επένδυση σε ένα νέο εργοστάσιο επεξεργασίας πυρηνικών καυσίμων AGR.

(195)

Η Greenpeace υποστηρίζει ότι η άμεση αποθήκευση θα αποτελούσε εναλλακτική λύση στην επεξεργασία των καυσίμων AGR και θα ήταν περισσότερο ελκυστική για έναν επενδυτή.

(196)

Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι, ακόμα και αν η άμεση αποθήκευση ήταν λιγότερο δαπανηρή, θα παρέμενε και πάλι μια καθόλου ελκυστική εναλλακτική λύση. Πράγματι, όπως παρατηρεί σωστά το Ηνωμένο Βασίλειο, η BE ως η μόνη πηγή αναλωμένων πυρηνικών καυσίμων AGR, διαθέτει ήδη συμφωνίες για όλη τη διάρκεια ζωής για τη διαχείριση των αναλωμένων πυρηνικών της καυσίμων AGR. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, αντίθετα απ’ότι φαίνεται να υποστηρίζει η Greenpeace, η BNFL δεν είχε καμία υποχρέωση πραγματικής επεξεργασίας αυτών των αποβλήτων, παρά μόνο την υποχρέωση διαχείρισης. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, η BNFL δεν είχε καμία πρόθεση να επανεπεξεργαστεί τα απόβλητα.

(197)

Αυτές οι συμφωνίες είναι αποτέλεσμα της επαναδιαπραγμάτευσης των αρχικών συμφωνιών κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης της εταιρείας. Συνεπώς, οι τιμές είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για τη BE, αφού, εντός ενός τέτοιου πλαισίου, η BNFL, όπως οιοσδήποτε ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς, ήταν έτοιμη να προσφέρει τιμές χαμηλές όσο το οριακό κόστος της, εγκαταλείποντας μέρος ή ολόκληρο το σταθερό κόστος της (ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι η σταθερή τιμή των 140 000 GBP ανά τόνο που ανέφερε η Greenpeace και αναγράφεται στο σημείο (53) δεν είναι σωστή, αφού οι τιμές αυτές στις συμφωνίες εξαρτώνται από τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας όπως περιγράφεται στον πίνακα 7 της προαναφερθείσας απόφασης της Επιτροπής για την αναδιάρθρωση της BE).

(198)

Η Επιτροπή θεωρεί αδύνατο ένας ανταγωνιστής, ο οποίος θα όφειλε ή να κατασκευάσει ένα νέο αποθηκευτικό χώρο με σημαντικό σταθερό κόστος ή να λάβει υπόψη το υψηλό μεταφορικό κόστος για επικίνδυνα υλικά, να μπορούσε να πραγματοποιήσει μια ανταγωνιστική προσφορά στη BE υπό αυτές τις συνθήκες.

(199)

Συνεπώς, οι ανησυχίες όσον αφορά τον ανταγωνισμό περιορίζονται στις δραστηριότητες επεξεργασίας αναλωμένων πυρηνικών καυσίμων LWR της THORP.

(200)

Γι’αυτές τις δραστηριότητες, η Επιτροπή θεωρεί ότι η άμεση αποθήκευση δεν αποτελεί πραγματικό εναλλακτική λύση έναντι της επεξεργασίας. Πράγματι, υπό τις οικονομικές συνθήκες που ισχύουν τώρα και για το προβλέψιμο μέλλον στην αγορά ουρανίου, η επεξεργασία πυρηνικών αποβλήτων αποτελεί εναλλακτική λύση σημαντικά πιο δαπανηρή από την άμεση αποθήκευση (29). Κατά συνέπεια, η επιλογή της επεξεργασίας αντί της άμεσης αποθήκευσης είναι πολύ συχνά πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων των χωρών όπου λειτουργούν πυρηνικά εργοστάσια. Μια τέτοια πολιτική επιλογή η οποία εφαρμόζεται συχνά με νόμο ή κανονισμό, αφήνει μικρά περιθώρια ανταγωνιστικής επιλογής των φορέων εκμετάλλευσης μεταξύ των δύο εναλλακτικών λύσεων.

(201)

Συνεπώς, για την επεξεργασία καυσίμων μη AGR η THORP έχει μόνο έναν ανταγωνιστή στην Ένωση: τη γαλλική εταιρεία Areva.

(202)

Σ’αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαίτηση πρόωρου κλεισίματος της THORP, για μετριασμό των ανταγωνιστικών ανησυχιών που ήγειρε το μέτρο, θα δημιουργούσε πιθανώς περισσότερα προβλήματα στον ανταγωνισμό από εκείνα που θα επίλυε. Πράγματι, θα καθιστούσε την Areva μονοπώλιο το οποίο θα ήταν ασφαλώς μακράς διαρκείας ενόψει της τεχνολογικής και οικονομικής δυσκολίας εισόδου σ’αυτή την αγορά.

(203)

Η Επιτροπή πιστεύει ότι βάσει των ανωτέρω, ένας καλύτερος τρόπος μετριασμού των επιπτώσεων του μέτρου στον ανταγωνισμό είναι να εξασφαλιστεί ότι, κατά τη διάρκεια των πράξεων της NDA, δεν θα χρησιμοποιηθούν κρατικοί πόροι που θα επιτρέψουν στη THORP να ανταγωνιστεί την Areva σε μια προκαθορισμένη βάση.

(204)

Στο τμήμα 7.3 αποδείχτηκε ότι η BNFL δεν έχει αποταμιεύσει αρκετά χρήματα για να πληρώσει τις σταθερές 7.3 δαπάνες παροπλισμού της THORP. Η Επιτροπή κατά συνέπεια θεωρεί ότι, για να εξασφαλίσει ότι η NDA δε θα είναι σε θέση να προσφέρει αντιανταγωνιστικές τιμές, αρκεί να ζητήσει από την NDA να, για κάθε νέα σύμβαση για τη THORP, να τιμολογίσει όλες τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων όλων των πρόσθετων υποχρεώσεων.

(205)

Το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε την υποχρέωση να υλοποιήσει αυτόν τον πλήρη μηχανισμό τιμολόγησης, ο οποίος θα εφαρμόζεται σε όλες τις νέες συμβάσεις που θα συνάψει η NDA μετά από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης. Αυτός ο περιορισμός δεν θα εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την ημερομηνία της απόφασης της Επιτροπής ή σε συμβάσεις όπου οι επίσημες προσφορές, που εγκρίθηκαν από την Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και από το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας του Ηνωμένου Βασιλείου, προσφέρθηκαν σε πελάτες και είναι υπό διαπραγμάτευση πριν από αυτή την ημερομηνία ή πριν από συμβάσεις που συνήφθησαν μετά από αυτή την ημερομηνία κατόπιν της επιστολής δήλωσης προθέσεων που υποβλήθηκε πριν από αυτή την η μερομηνία.

(206)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η θετική συμβολή του μέτρου στην επίτευξη των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ υπερβαίνει τη νόθευση του ανταγωνισμού που προκύπτει από το μέτρο και η οποία μετριάζεται από το αντισταθμιστικό μέτρο που θα τεθεί σε εφαρμογή.

7.5.3.   SMP

(207)

Η ανταγωνιστική θέση του SMP είναι επίσης πολύ ειδική. Ο SMP παρασκευάζει καύσιμα MOX. Τα MOX μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε ένα περιορισμένο αριθμό πυρηνικών εργοστασίων που έχουν σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί για τη χρήση του. Ο SMP έχει μόνο δύο εμπορικούς ανταγωνιστές επί του παρόντος: Την Areva και τη Belgonucléaire. Αυτοί οι δύο ανταγωνιστές έχουν μεταξύ τους σημαντικούς δεσμούς. Η Επιτροπή κατανοεί, πως ενώ η Belgonucléaire έχει την τεχνολογική ικανότητα να παράγει MOX, είναι εξαρτώμενη από την Areva όσον αφορά την παρασκευή του τελικού προϊόντος για χρήση στα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας. Επιπλέον, η Belgonucléaire πωλεί τα προϊόντα της μέσω της Commox, κοινή θυγατρική επιχείρηση της Areva (60 %) και της Belgonucléaire (40 %).

(208)

Εάν ο SMP έπαυε να λειτουργεί, ο ανταγωνισμός στην αγορά θα περιοριζόταν στην καλύτερη περίπτωση σε δύο επιχειρήσεις με σημαντικά κοινά συμφέροντα, και πιθανώς ακόμη και σε μία απλή επιχείρηση. Δεν είναι αδύνατο Ιάπωνες και Ρώσοι φορείς εκμετάλλευσης, οι οποίοι σήμερα κατέχουν εγκαταστάσεις μη εμπορικής παρασκευής MOX, να αρχίσουν εμπορικές επιχειρήσεις τα επόμενα έτη. Ωστόσο αυτό δεν είναι βέβαιο, και η επικάλυψη της επιχειρησιακής ζωής του SMP και εκείνης των πιθανών νέων εμπορικών φορέων μη ΕΕ δύναται να περιοριστεί σε λίγα έτη.

(209)

Σ’αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαίτηση σύντομου κλεισίματος του SMP για να μετριαστούν οι ανησυχίες όσον αφορά τον ανταγωνισμό που ήγειρε το μέτρο θα δημιουργούσε μάλλον περισσότερες ανησυχίες όσον αφορά τον ανταγωνισμό παρά από όσες θα επέλυε.

(210)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, βάσει των ανωτέρω, ένας καλύτερος τρόπος για να μετριαστούν οι επιπτώσεις του μέτρου στον ανταγωνισμό είναι να εξασφαλιστεί ότι, κατά τη διάρκεια των πράξεων NDA, δεν θα χρησιμοποιηθούν κρατικοί πόροι για να επιτρέψουν στον SMP να ανταγωνιστεί σε νοθευμένη βάση με την Areva ή την Belgonucléaire.

(211)

Στο σημείο 7.3 καταδείχτηκε ότι η BNFL είχε αποταμιεύσει αρκετά χρήματα για να πληρώσει τις σταθερές δαπάνες παροπλισμού του SMP. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι, για να εξασφαλιστεί ότι η NDA δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει αντιανταγωνιστικές τιμές, αρκεί να απαιτηθεί από την NDA, για οποιαδήποτε νέα σύμβαση για τον SMP, να τιμολογήσει όλες τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων πυρηνικών υποχρεώσεων.

(212)

Το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε την υποχρέωση να υλοποιήσει αυτόν τον πλήρη μηχανισμό τιμολόγησης, ο οποίος θα εφαρμόζεται σε όλες τις νέες συμβάσεις που θα συνάψει η NDA μετά από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης. Αυτός ο περιορισμός δεν θα εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την ημερομηνία της απόφασης της Επιτροπής ή σε συμβάσεις όπου οι επίσημες προσφορές, που εγκρίθηκαν από την Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και από το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας του Ηνωμένου Βασιλείου, προσφέρθηκαν σε πελάτες και είναι υπό διαπραγμάτευση πριν από αυτή την ημερομηνία ή πριν από συμβάσεις που συνήφθησαν μετά από αυτή την ημερομηνία κατόπιν της επιστολής δήλωσης προθέσεων που υποβλήθηκε πριν από αυτή την ημερομηνία.

(213)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η θετική συμβολή του μέτρου στην επίτευξη των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ υπερβαίνει τη νόθευση του ανταγωνισμού που προκύπτει από το μέτρο και η οποία μετριάζεται από το αντισταθμιστικό μέτρο που θα τεθεί σε εφαρμογή.

7.5.4.   Springfields

(214)

Στο τέλος του 2006, οι δραστηριότητες του Springfield θα περιοριστούν στην παραγωγή πυρηνικών καυσίμων Magnox και AGR.

(215)

Πυρηνικά καύσιμα αυτού του τύπου χρησιμοποιούνται μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα καύσιμα Magnox χρησιμοποιούνται μόνο στους σταθμούς Magnox, ο τελευταίος των οποίων θα κλείσει το 2010. Τα καύσιμα AGR χρησιμοποιούνται μόνο από την BE, η οποία επαναδιαπραγματεύθηκε τις μακροχρόνιες συμφωνίες της με τη BNFL για παράδοση καυσίμων AGR στα πλαίσια της αναδιάρθρωσής της.

(216)

Τα ίδια επιχειρήματα εφαρμόζονται όπως αυτά αναπτύχθηκαν στα σημεία (196) έως (198). Κανένας ανταγωνιστής δεν θα θεωρούσε οικονομικά ελκυστικό να επενδύσει σε ένα περιουσιακό στοιχείο για να ανταγωνιστεί τη δραστηριότητα του Springfields. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επίπτωση του μέτρου στον ανταγωνισμό όσον αφορά το Springfields είναι αμελητέα και δεν απαιτείται αντισταθμιστικό μέτρο.

(217)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η θετική συμβολή του μέτρου στην επίτευξη των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ υπερβαίνει τη νόθευση του ανταγωνισμού που προκύπτει από το μέτρο.

7.5.5.   Drigg

(218)

Οι εγκαταστάσεις Drigg είναι εγκαταστάσεις για αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων χαμηλής ακτινοβολίας και είναι μοναδικές στη Βρετανία.

(219)

Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι αυτός ο αποθηκευτικός χώρος είχε επαρκή ικανότητα για όλα τα απόβλητα που θα παραχθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι το 2050. Η NDA θα αποτελέσει την πηγή αυτών των αποβλήτων κατά 90 % περίπου.

(220)

Η μεταφορά σε μεγάλη απόσταση πυρηνικών αποβλήτων δεν συνιστάται και ορισμένες χώρες έχουν προβεί μέχρι και στην απαγόρευση εισαγωγής τους.

(221)

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή θεωρεί ότι το περιθώριο για έναν νεοεισερχόμενο να ανταγωνιστεί με τις εγκαταστάσεις Drigg είναι πολύ περιορισμένο και η κατασκευή ενός ανταγωνιστικού αποθηκευτικού χώρου αποβλήτων χαμηλής ακτινοβολίας θα ήταν απίθανο να έχει οποιαδήποτε οικονομική αξία.

(222)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επίπτωση του μέτρου στον ανταγωνισμό όσον αφορά τις εγκαταστάσεις Drigg είναι αμελητέα και δεν απαιτούνται αντισταθμιστικά μέτρα.

(223)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η θετική συμβολή του μέτρου στην επίτευξη των στόχων της συνθήκης Ευρατόμ υπερβαίνει τη νόθευση του ανταγωνισμού που προκύπτει από το μέτρο.

7.6.   BNFL ως προσωρινός SLC

(224)

Στην κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με το ό, τι η BNFL θα μπορούσε να λάβει ενίσχυση από την NDA στην περίοδο κατά την οποία θα είναι SLC των εγκαταστάσεων της NDA πριν καταστεί δυνατό να οργανωθεί μια διαδικασία διαγωνισμού για την επιλογή των SLC.

(225)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέσχε πλήρη και αναλυτική ανάλυση του τρόπου ανταμοιβής των SLC, συμπεριλαμβανομένης της BNFL. Θα πληρώνονται μόνο τα αναγκαία έξοδα και θα προβλέπονται ετήσια ανώτατα όρια. Τα κέρδη θα αποκλείονται από την κανονική πληρωμή και δεν θα εισπράττονται παρά μόνο εάν πληρούνται οι στόχοι αποδοτικότητας που έθεσε η κυβέρνηση. Ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση, αυτά τα κέρδη θα συγκρίνονται με τα διεθνή όρια αναφοράς του τομέα.

(226)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτή η διαδικασία επιτρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η χρηματοδότηση της SLC δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

(227)

Σ’αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι δεν έχει εκ των προτέρων λόγους να πιστεύει ότι οι συμβάσεις SLC, ακόμη και με τη BNFL, θα συνεπάγονται διεπιδότηση. Απεναντίας, η Επιτροπή πιστεύει ότι το πλαίσιο που τέθηκε σε εφαρμογή προσφέρει πολύ περισσότερες προοπτικές για διαφάνεια παρά αν η BNFL ασκούσε όλες τις δραστηριότητές της στα πλαίσια ενός και μοναδικού ομίλου.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(228)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ στην BNFL, ενώ συνιστά ενίσχυση κατ’αυτή την έννοια στην NDA. Στο μέτρο που δεν υπάρχει κρατική ενίσχυση, η παρούσα απόφαση δεν θίγει την εφαρμογή της συνθήκης Ευρατόμ. Στο μέτρο που αυτή η ενίσχυση ευθυγραμμίζεται με τους στόχους της συνθήκης Ευρατόμ και δεν επηρεάζει τον ανταγωνισμό σε βαθμό ενάντιο προς το γενικό συμφέρον, το εν λόγω μέτρο είναι συμβατό με την κοινή αγορά. Η παρούσα απόφαση δεν προδικάζει την άποψη της Επιτροπής σχετικά με εν δυνάμει κρατική ενίσχυση σε άλλα νομικά πρόσωπα εκτός της BNFL και της NDA.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η σύσταση της Αρχής για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών από το Ηνωμένο Βασίλειο, που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 22 Δεκεμβρίου 2003, η οποία συνίσταται στη μεταβίβαση στην Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας της British Nuclear Fuels Limited Magnox, των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων της Capenhurst, Driggs, Sellafield και Springfields, των οικονομικών περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με αυτές τις εγκαταστάσεις και της αρμοδιότητας για κάλυψη των πυρηνικών υποχρεώσεων τους δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ στην British Nuclear Fuels Limited.

2.   Η σύσταση της Αρχής για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 1 συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ στην Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών, ενίσχυση που είναι συμβατή με την κοινή αγορά και τους στόχους της συνθήκης Ευρατόμ, υπό τον όρο ότι θα πληρούνται οι όροι που ορίζονται στα άρθρα 2 έως 9 της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Αμέσως μόλις οι δαπάνες που αντιστοιχούν στις πυρηνικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 υπερβούν τις 15 100 000 000 GBP σε τιμές Μαρτίου 2005, το Ηνωμένο Βασίλειο θα υποβάλει στην Επιτροπή βελτιωμένες συμπληρωματικές εκθέσεις που να αποδεικνύουν ότι οι δαπάνες περιορίζονται στην κάλυψη των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο ίδιο άρθρο και ότι έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό των δαπανών στο ελάχιστο αναγκαίο για την κάλυψη αυτών των υποχρεώσεων. Οι εκθέσεις αυτές θα υποβάλλονται ετησίως.

Για τον υπολογισμό των ποσών σε τιμές Μαρτίου 2005 το Ηνωμένο Βασίλειο θα χρησιμοποιήσει το επιτόκιο αναφοράς και προεξόφλησης που δημοσιεύει η Επιτροπή για το Ηνωμένο Βασίλειο, ενημερώνοντας αυτό το επιτόκιο κάθε πέντε έτη.

Άρθρο 3

1.   Το Ηνωμένο Βασίλειο θα απαιτήσει από την Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και από τις εταιρείες με άδεια λειτουργίας των εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας να αναλάβουν την υποχρέωση να μην προμηθεύσουν τελικούς πελάτες μη εγχώριους καταναλωτές που αγοράζουν την ηλεκτρική ενέργεια απευθείας από την Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και τους SLC με όρους στους οποίους η τιμή ενέργειας στη σύμβαση με τους χρήστες είναι χαμηλότερη από την ισχύουσα χονδρική τιμή στην αγορά. Ωστόσο, σε έκτακτες συνθήκες της αγοράς, όταν πληρούνται τα αντικειμενικά κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, η Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και οι SLC μπορούν, όταν συνεχίζουν να ισχύουν αυτές οι έκτακτες συνθήκες, να τιμολογήσουν το στοιχείο της ενέργειας της σύμβασης σε τιμές χαμηλότερες από την ισχύουσα στην χονδρική αγορά καλή τη πίστει αν είναι αναγκαίο ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και τις SLC να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό, υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 4.

2.   Το Ηνωμένο Βασίλειο θα υποβάλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την τήρηση αυτού του όρου από την Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και των SLC.

Άρθρο 4

1.   Θεωρείται ότι υφίστανται έκτακτες συνθήκες της αγοράς εάν:

(α)

Η Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών προτίθεται να πωλήσει […] για περίοδο […]ένα ελάχιστο […] για μια χειμερινή περίοδο εμπορίας και […] για μια θερινή περίοδο εμπορίας στην ισχύουσα χονδρική τιμή αγοράς στην χονδρική αγορά και στο τέλος αυτής της περιόδου αυτές οι προσφορές δεν έγιναν αποδεκτές ('Κριτήριο A)· ή

(β)

οι αναφερθείσες πωλήσεις βασικού φορτίου ηλεκτρικής ενέργειας για την επόμενη περίοδο στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο ανήλθαν σε λιγότερο από […] (μικτά), κατά μέσο όρο επί των προηγουμένων εβδομάδων […]. (Κριτήριο B).

   Εάν ικανοποιείται το ένα ή το άλλο κριτήριο, η Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και οι SLC για εργοστάσια παραγωγής ενέργειας δύνανται να προσφέρουν νέες συμβάσεις για μέχρι […]στους τελικούς καταναλωτές για συμβάσεις σε τιμές κάτω της ισχύουσας χονδρικής τιμής της αγοράς υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η πρακτική για τις τιμές αποτελεί εμπορική αναγκαιότητα κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου εκτάκτων συνθηκών της αγοράς.

3.   Μια περίοδος έκτακτων συνθηκών της αγοράς δεν μπορεί να υπερβεί […]. Για να αρχίσει μια επακόλουθη περίοδος εκτάκτων συνθηκών της αγοράς πρέπει να πληρούνται είτε το κριτήριο Α είτε το κριτήριο Β.

Άρθρο 5

1.   Το Ηνωμένο Βασίλειο θα ζητήσει από την Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών να αναλάβει την υποχρέωση ότι η ίδια και οι SLC για τη Thermal Oxide Reprocessing Plant (THORP) και τον Sellafield Mox Plant (SMP) δεν θα συνάψουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας αναλωμένων καυσίμων και αποθήκευσης ή συμβάσεις προμήθειας καυσίμων MOX σε τιμές χαμηλότερες από το σχετικό οριακό κόστος προμήθειας. Αυτό το οριακό κόστος θα περιλαμβάνει το σχετικό οριακό επιχειρησιακό κόστος και οποιοδήποτε οριακό κόστος παροπλισμού και διαχείρισης αποβλήτων, και θα περιέχει την εκτίμηση αυτού του κόστους αμέσως πριν την έναρξη της σύμβασης.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή πριν την ημερομηνία της παρούσας απόφασης ή σε συμβάσεις όπου οι επίσημες προφορές που έχουν εγκριθεί από την αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών και από το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας του Ηνωμένου Βασιλείου εκδόθηκαν στους πελάτες και είναι υπό διαπραγμάτευση πριν αυτήν την ημερομηνία, ή σε συμβάσεις που συνήφθησαν μετά από αυτή την ημερομηνία κατόπιν επιστολής δήλωσης προθέσεων που υποβλήθηκε πριν από αυτή την ημερομηνία.

Άρθρο 6

Το Ηνωμένο Βασίλειο θα υποβάλει ετήσια έκθεση για την εφαρμογή των άρθρων 3 έως 5. Η έκθεση θα αναφέρει ιδίως κατά πόσο υπήρξαν έκτακτες συνθήκες της αγοράς κατά τη διάρκεια του σχετικού έτους και θα διευκρινίζει τους όρους των συμβάσεων που προκύπτουν. Επίσης, η έκθεση θα αναφέρει κατά πόσο συνήφθησαν συμβάσεις κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 παράγραφος 1 στο σχετικό έτος και θα αναφέρει τους όρους αυτών των συμβάσεων. Η έκθεση θα σχολιάζει επίσης, εκεί όπου είναι αναγκαίο, την εξέλιξη, σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις, των μελλοντικών ταμειακών ροών των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάσθηκαν από την British Nuclear Fuels Limited στην Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών. Επίσης, η έκθεση θα σχολιάζει κατά πόσο η Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών επέτυχε τον στόχο της να ανακτήσει το μερίδιο των πυρηνικών υποχρεώσεων από τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας που κατανέμονται στην Αρχή για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών, καθώς και τους λόγους για τους οποίους δεν κατάστη δυνατό, εάν δεν συνέβη.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

Βρυξέλλες, 4 Απριλίου 2006.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 315, της 21.12.2004, σ. 4.

(2)  Βλ. υποσημείωση 1.

(3)  Δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις της British Energy, παρόλο που αυτή η εταιρεία, μετά από την αναδιάρθρωσή της, χαρακτηρίστηκε ως εταιρεία του δημοσίου τομέα από τη βρετανική στατιστική υπηρεσία.

(4)  Υποσημείωση: σε όλους τους πίνακες, τα σύνολα πιθανόν να μην ανταποκρίνονται ακριβώς στα αθροίσματα των θέσεων λόγω της στρογγυλοποίησης.

(5)  Αντίθετα με άλλες μονάδες magnox αυτά τα δύο εργοστάσια παρουσιάζουν ορισμένες μη εμπορικές υποχρεώσεις αφού αρχικά ήταν στρατιωτικά εργοστάσια παραγωγής.

(6)  Οι τιμές έχουν προεξοφληθεί με 5,4 % έναντι της ονομαστικής τους αξίας.

(7)  ΕΕ C 37, της 3.2.2001, σ. 3.

(8)  Ενόψει της ημερομηνίας κοινοποίησης του μέτρου, οι ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές θα μπορούσε να είναι εκείνες που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(9)  Απόφαση της Επιτροπής 2005/407/EK, της 22ας Σεπτεμβρίου 2004 σχετικά με την κρατική ενίσχυση που το Ηνωμένο Βασίλειο προτίθεται να χορηγήσει στην British Energy plc (ΕΕ J L 142, της 6.6.2005, σ. 26).

(10)  Το Ηνωμένο Βασίλειο μεταγενέστερα υπέβαλε ενημερωμένα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, όπως υποστηρίζει το ίδιο, καλύπτονται οι ευθύνες κατά 100 %.

(11)  Το άρθρο 305 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι «η παρούσα συνθήκη δεν θίγει τις διατάξεις της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας».

(12)  Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002 στην υπόθεση C-29/99.

(13)  Βλ. ιδίως τις κοινοτικές οδηγίες σχετικά με κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ C 37, της 3.2.2001, σ. 3) σχετικά. Αυτή η προσέγγιση έχει επίσης επιβεβαιωθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφασή του της 20ής Νοεμβρίου 2003 στην υπόθεση C-126/01.

(14)  Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε πολλά κράτη μέλη με πυρηνική βιομηχανία, το ζήτημα των επομένων ιδιοκτητών εργοστασίων είναι θεωρητικό αφού όλα τα εργοστάσια είναι πάντα ιδιοκτησίας ενός και μόνου φορέα.

(15)  Σ’αυτό το πλαίσιο, θεωρείται ως οικονομικώς αποδοτικό εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας ένα εργοστάσιο που παράγει ικανά έσοδα για να καλύψει όλες τις δαπάνες του, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών παροπλισμού.

(16)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση κρατικών ενισχύσεων N 34/90. Επιστολή SG(90)D/2049.

(17)  Βλ. http://www.defra.gov.uk/environment/consult/mox/για όλες τις εκθέσεις που υποβλήθηκαν γι’αυτή τη δημόσια διαβούλευση.

(18)  Λόγω των διαφορών μεταξύ των συντελεστών προεξόφλησης που χρησιμοποιήθηκαν από τους εμπειρογνώμονες και το ποσοστό αναφοράς της Επιτροπής, η Επιτροπή θα μπορούσε να συγκρίνει μόνο λογικές of magnitudes and not exact figures.

(19)  Αυτές οι εκτιμήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας είναι της τάξης των 28 GBP/MWh έως 31 GBP MWh). Χάρην αναφοράς, οι τιμές βασικού φορτίου Απριλίου 2006 baseload ανέρχονται σε 54,48 GBP MWh και οι ετήσιες τιμές 2007 βασικού φορτίου (υπολογισθείσες ως ο μέσος όρος των τιμών θέρους και χειμώνα) ανέρχονται σε 53,75 GBP/MWh (Πηγή: Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου που αναφέρουν το Platts European Power Daily, 8 Φεβρουαρίου 2006).

(20)  Αυτές οι εκτιμήσεις αναφέρονται ως Lifecycle Baseline 2.

(21)  Τα ποσά πιθανόν να μη συμπίπτουν τελείως λόγω της στρογγυλοποίησης.

(22)  Βλ. δημοσιονομική έκθεση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών 2003, σ. 11 http://fms.treas.gov/fr/03frusg.html.

(23)  Έκθεση GAO προς τον πρόεδρο και μέλος της μειοψηφίας, υποεπιτροπή για την ανάπτυξη της ενέργειας και των υδάτων, επιτροπή πιστώσεων, βουλή πυρηνικά απόβλητα Ιούλιος 2005.

(24)  Εκτός από το THORP και το SMP, που αντιμετωπίζονται χωριστά.

(25)  Βλ. υποσημείωση 9.

(26)  Βλ. υποσημείωση 8.

(27)  Βλ. υποσημείωση 9.

(28)  Επιχειρηματικό απόρρητο.

(29)  Βλ. ΟΟΣΑ/NEA, «Η οικονομία του πυρηνικού κύκλου», 1994, που αποτελεί μια από τις πιο πλήρεις μελέτες για το θέμα αυτό μέχρι σήμερα.