ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 264

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
25 Σεπτεμβρίου # 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1365/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για στατιστικές σχετικά με μεταφορές εμπορευμάτων μέσω εσωτερικών πλωτών οδών και για την κατάργηση της οδηγίας 80/1119/ΕΟΚ

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1366/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 ως προς το έτος βάσεως για τη διάθεση ποσοστώσεων υδροχλωροφθορανθράκων για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004

12

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

13

 

*

Οδηγία 2006/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων ( 1 )

20

 

*

Οδηγία 2006/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για τροποποίηση της οδηγίας 77/91/EOK του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της ( 1 )

32

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

25.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 264/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1365/2006 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Σεπτεμβρίου 2006

για στατιστικές σχετικά με μεταφορές εμπορευμάτων μέσω εσωτερικών πλωτών οδών και για την κατάργηση της οδηγίας 80/1119/ΕΟΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

Aποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι εσωτερικές πλωτές οδοί αποτελούν σημαντικό μέρος των δικτύων μεταφορών της Κοινότητας και η προώθησή τους αποτελεί έναν από τους στόχους της κοινής πολιτικής μεταφορών, τόσο από πλευράς οικονομικής αποτελεσματικότητας όσο και από πλευράς μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας και του περιβαλλοντικού αντικτύπου των μεταφορών, όπως περιγράφεται στο Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής με τίτλο «Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών».

(2)

Η Επιτροπή χρειάζεται τις στατιστικές για τις μεταφορές μέσω των εσωτερικών πλωτών οδών προκειμένου να παρακολουθήσει και να αναπτύξει την κοινή πολιτική μεταφορών καθώς και τα θέματα μεταφορών των πολιτικών για τις περιφέρειες και τα διευρωπαϊκά δίκτυα.

(3)

Οι στατιστικές για τις μεταφορές μέσω εσωτερικών πλωτών οδών συλλέγονταν στο πλαίσιο της οδηγίας 80/1119/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 1980, περί των στατιστικών καταστάσεων για τις εσωτερικές πλωτές μεταφορές εμπορευμάτων (2), η οποία δεν ανταποκρίνεται πλέον στις τρέχουσες ανάγκες του τομέα. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται η αντικατάσταση της οδηγίας αυτής με νέα πράξη που θα επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της και θα βελτιώνει την αποτελεσματικότητά της.

(4)

Συνεπώς, η οδηγία 80/1119/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(5)

Οι κοινοτικές στατιστικές για όλους τους τρόπους μεταφορών θα πρέπει να συλλέγονται σύμφωνα με κοινές έννοιες και πρότυπα, με σκοπό την επίτευξη της μέγιστης συγκρισιμότητας μεταξύ των τρόπων μεταφορών.

(6)

Εσωτερικές πλωτές οδοί δεν υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη, επομένως το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού περιορίζεται στα κράτη μέλη στα οποία υφίσταται αυτός ο τρόπος μεταφοράς.

(7)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η δημιουργία κοινών στατιστικών προτύπων που θα επιτρέπουν την παραγωγή εναρμονισμένων στοιχείων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (3), είναι το πλαίσιο αναφοράς για τον παρόντα κανονισμό.

(9)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (4).

(10)

Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής στατιστικού προγράμματος που συστάθηκε με την απόφαση 89/382/EΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (5), σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω απόφασης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Θεματικό αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινούς κανόνες για την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών σχετικά με τις μεταφορές μέσω εσωτερικών πλωτών οδών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τις στατιστικές που αφορούν τις μεταφορές μέσω εσωτερικών πλωτών οδών στην επικράτειά τους.

2.   Τα κράτη μέλη στα οποία ο συνολικός όγκος των εμπορευμάτων που μεταφέρονται ετησίως μέσω εσωτερικών πλωτών οδών ως εθνικές, διεθνείς ή διακομιστικές μεταφορές υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο τόνους υποβάλλουν τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη στα οποία δεν υπάρχουν διεθνείς ή διαμετακομιστικές εσωτερικές πλωτές οδοί μεταφοράς, αλλά στα οποία ο συνολικός όγκος των εμπορευμάτων που μεταφέρονται ετησίως μέσω εσωτερικών πλωτών οδών, ως εθνικές μεταφορές, υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο τόνους, υποβάλλουν μόνον τις στατιστικές που απαιτούνται από το άρθρο 4 παράγραφος 2.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για:

α)

τη μεταφορά εμπορευμάτων με πλοία κάτω των 50 τόνων νεκρού βάρους·

β)

τα πλοία που χρησιμοποιούνται κυρίως για τη μεταφορά επιβατών·

γ)

τα πλοία που χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαπεραίωσης·

δ)

τα πλοία που χρησιμοποιούνται μόνο για μη εμπορικούς σκοπούς από τις λιμενικές και τις δημόσιες αρχές·

ε)

τα πλοία που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως σκάφη ανεφοδιασμού ή αποθήκευσης·

στ)

τα πλοία που δεν χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων, όπως τα αλιευτικά σκάφη, οι βυθοκόροι, τα πλωτά συνεργεία, οι πλωτές κατοικίες και τα σκάφη αναψυχής.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«πλωτή εσωτερική οδός», έκταση νερού, που δεν αποτελεί μέρος της θάλασσας, στην οποία μπορούν να πλέουν κανονικά φορτωμένα σκάφη μεταφορικής ικανότητας τουλάχιστον 50 τόνων. Ο όρος αυτός περιλαμβάνει τόσο πλωτούς ποταμούς και λίμνες όσο και πλωτά κανάλια·

β)

«σκάφος εσωτερικής πλωτής οδού», σκάφος σχεδιασμένο για τη μεταφορά αγαθών ή τη μαζική μεταφορά επιβατών μέσω πλωτών εσωτερικών πλωτών οδών·

γ)

«εθνικότητα του σκάφους», η χώρα στην οποία έχει νηολογηθεί το σκάφος εσωτερικής πλωτής οδού.

Άρθρο 4

Συλλογή στοιχείων

1.   Τα στοιχεία συλλέγονται σύμφωνα με τους πίνακες των παραρτημάτων Α έως Δ.

2.   Για τις περιπτώσεις του άρθρου 2 παράγραφος 3 τα στοιχεία συλλέγονται σύμφωνα με τον πίνακα του παραρτήματος Ε.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα εμπορεύματα ταξινομούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΣΤ.

Άρθρο 5

Διαβίβαση στατιστικών

1.   Η πρώτη περίοδος παρακολούθησης αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2007. Η διαβίβαση των στατιστικών γίνεται το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο εντός πέντε μηνών από τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου παρακολούθησης.

2.   Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ετών της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η επιτρεπόμενη περίοδος για τη διαβίβαση των στατιστικών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να επεκταθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10 παράγραφος 2. Η μέγιστη περίοδος για τη διαβίβαση, συμπεριλαμβανομένης όποιας τυχόν χορηγούμενης επέκτασης, δεν υπερβαίνει τους οκτώ μήνες.

Οι επεκτάσεις της επιτρεπόμενης περιόδου για τη διαβίβαση αναφέρονται στο παράρτημα Ζ.

Άρθρο 6

Διάδοση

Οι κοινοτικές στατιστικές που βασίζονται στα στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 4 διαδίδονται σε συχνότητα παρόμοια με αυτή που ορίζεται για τη διαβίβαση στοιχείων εκ μέρους των κρατών μελών.

Άρθρο 7

Ποιότητα των στατιστικών

1.   Η Επιτροπή (Eurostat) αναπτύσσει και δημοσιεύει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10 παράγραφος 2, μεθοδολογικές προδιαγραφές και κριτήρια που σχεδιάζονται για την εξασφάλιση της ποιότητας των παραγόμενων στοιχείων.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της ποιότητας των διαβιβαζόμενων στοιχείων.

3.   Η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί την ποιότητα των διαβιβαζόμενων στοιχείων. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Eurostat) έκθεση με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τους ζητεί για την πιστοποίηση της ποιότητας των διαβιβαζόμενων στοιχείων.

Άρθρο 8

Έκθεση εφαρμογής

Μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2009 και ύστερα από διαβούλευση με την επιτροπή στατιστικού προγράμματος, η Επιτροπή υποβάλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Συγκεκριμένα, η έκθεση αυτή:

α)

αξιολογεί τα οφέλη που προκύπτουν για την Κοινότητα, τα κράτη μέλη και τους παρόχους και τους χρήστες των στατιστικών πληροφοριών από τις στατιστικές που παράγονται, σε σχέση με το κόστος τους·

β)

αξιολογεί την ποιότητα των παραγόμενων στατιστικών·

γ)

εντοπίζει τομείς ενδεχόμενων βελτιώσεων και τροποποιήσεων που κρίνονται αναγκαίες υπό το πρίσμα των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων.

Άρθρο 9

Μέτρα εφαρμογής

Τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη συνεκτίμηση οικονομικών και τεχνικών τάσεων, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2. Τα μέτρα αυτά αφορούν:

α)

την αναπροσαρμογή του κατώτατου ορίου για τη στατιστική κάλυψη των μεταφορών μέσω εσωτερικών πλωτών οδών (άρθρο 2)·

β)

την αναπροσαρμογή των ορισμών και τη θέσπιση πρόσθετων ορισμών (άρθρο 3)·

γ)

την αναπροσαρμογή του πεδίου συλλογής στοιχείων και του περιεχομένου των παραρτημάτων (άρθρο 4)·

δ)

τις ρυθμίσεις για τη διαβίβαση στοιχείων στην Επιτροπή (Eurostat)· συμπεριλαμβανομένων των προτύπων για την ανταλλαγή στοιχείων (άρθρο 5)·

ε)

τις ρυθμίσεις για τη διάδοση των αποτελεσμάτων από την Επιτροπή (Eurostat) (άρθρο 6)·

στ)

την ανάπτυξη και τη δημοσίευση μεθοδολογικών προδιαγραφών και κριτηρίων (άρθρο 7).

Άρθρο 10

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος που συστάθηκε με το άρθρο 1 της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 8.

Η περίοδος του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 11

Μεταβατικές διατάξεις και κατάργηση

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν τα στατιστικά αποτελέσματα για το έτος 2006 σύμφωνα με την οδηγία 80/1119/ΕΟΚ.

2.   Η οδηγία 80/1119/ΕΟΚ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2007.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 6 Σεπτεμβρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

P. LEHTOMÄKI


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Ιανουαρίου 2006 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 2006.

(2)  ΕΕ L 339 της 15.12.1980, σ. 30. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003.

(3)  ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(5)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

Πίνακας A1. Μεταφορά εμπορευμάτων ανά είδος προϊόντος (ετήσια στοιχεία)

Στοιχεία

Λεπτομέρειες Κωδικοποίησης

Ονοματολογία

Μονάδα

Πίνακας

2-άλφα

«Α1»

 

Δηλούσα χώρα

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Έτος

4-ψηφία

«yyyy»

 

Χώρα/περιφέρεια φόρτωσης

2-γράμματα ή 4-άλφα

Εθνικός κωδικός ISO ή NUTS2

 

Χώρα/περιφέρεια εκφόρτωσης

2-γράμματα ή 4-άλφα

Εθνικός κωδικός ISO ή NUTS2

 

Είδος μεταφοράς

1-ψηφία

1 = Εθνική

2 = Διεθνής (εκτός διαμετακόμισης)

3 = Διαμετακόμιση

 

Είδος προϊόντος

2-ψηφία

NST 2000

 

Είδος συσκευασίας

1-ψηφία

1= Προϊόντα σε εμπορευματοκιβώτια

2=

Προϊόντα εκτός εμπορευματοκιβωτίων

 

Μεταφερθέντες τόνοι

 

 

Τόνοι

Τόνοι-km

 

 

Τόνοι-km


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B

Πίνακας B1. Μεταφορές ανά εθνικότητα του πλοίου και ανά είδος πλοίου (ετήσια στοιχεία)

Στοιχεία

Λεπτομέρειες Κωδικοποίησης

Ονοματολογία

Μονάδα

Πίνακας

2-άλφα

«Β1»

 

Δηλούσα χώρα

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Έτος

4-ψηφία

«yyyy»

 

Χώρα/περιφέρεια φόρτωσης

2-γράμματα ή 4-άλφα

Εθνικός κωδικός ISO ή NUTS2

 

Χώρα/περιφέρεια εκφόρτωσης

2-γράμματα ή 4-άλφα

Εθνικός κωδικός ISO ή NUTS2

 

Είδος μεταφοράς

1-ψηφία

1 = Εθνική

2 = Διεθνής (εκτός διαμετακόμισης)

3 = Διαμετακόμιση

 

Είδος πλοίου

1-ψηφία

1 = Αυτοκινούμενη φορτηγίδα

2 = Μη αυτοκινούμενη φορτηγίδα

3 =

Αυτοκινούμενη δεξαμενοφορτηγίδα

4 =

Μη αυτοκινούμενη δεξαμενοφορτηγίδα

5 =

Άλλα πλοία μεταφοράς προϊόντων

 

Εθνικότητα του πλοίου

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Μεταφερθέντες τόνοι

 

 

Τόνοι

Τόνοι-km

 

 

Τόνοι-km


Πίνακας Β2. Κυκλοφορία πλοίων (ετήσια στοιχεία)

Στοιχεία

Λεπτομέρειες Κωδικοποίησης

Ονοματολογία

Μονάδα

Πίνακας

2-άλφα

«Β2»

 

Δηλούσα χώρα

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Έτος

4-ψηφία

«yyyy»

 

Αριθμός φορτωμένων πλοίων

 

 

Πλοία

Αριθμός κενών πλοίων

 

 

Πλοία

Πλοίο-km (φορτωμένα πλοία)

 

 

Πλοίο-km

Πλοίο-km (κενά πλοία)

 

 

Πλοίο-km

Σημείωση: Η υποβολή στοιχείων του παρόντος πίνακος Β2 είναι προαιρετική.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

Πίνακας Γ1. Μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων ανά είδος προϊόντος (ετήσια στοιχεία)

Στοιχεία

Λεπτομέρειες Κωδικοποίησης

Ονοματολογία

Μονάδα

Πίνακας

2-άλφα

«Γ1»

 

Δηλούσα χώρα

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Έτος

4-ψηφία

«yyyy»

 

Χώρα/περιφέρεια φόρτωσης

2-γράμματα ή 4-άλφα

Εθνικός κωδικός ISO ή NUTS2

 

Χώρα/περιφέρεια εκφόρτωσης

2-γράμματα ή 4-άλφα

Εθνικός κωδικός ISO ή NUTS2

 

Είδος μεταφοράς

1-ψηφία

1 = Εθνική

2 = Διεθνής (εκτός διαμετακόμισης)

3 = Διαμετακόμιση

 

Μέγεθος των εμπορευματοκιβωτίων

1-ψηφία

1 = 20′ μονάδες φορτίου

2 = 40′ μονάδες φορτίου

3 = μονάδες φορτίου > 20′ και < 40′

4 = μονάδες φορτίου > 40′

 

Κατάσταση φόρτωσης

1-ψηφία

1 = Εμπορευματοκιβώτια με φορτίο

2 = Κενά εμπορευματοκιβώτια

 

Είδος προϊόντος

2-ψηφία

NST 2000

 

Μεταφερθέντες τόνοι (1)

 

 

Τόνοι

Τόνοι-km (1)

 

 

Τόνοι-km

TEU

 

 

TEU

TEU-km

 

 

TEU-km


(1)  Μόνο για εμπορευματοκιβώτια με φορτίο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

Πίνακας Δ1. Μεταφορές ανά εθνικότητα των πλοίων (τριμηνιαία στοιχεία)

Στοιχεία

Λεπτομέρειες Κωδικοποίησης

Ονοματολογία

Μονάδα

Πίνακας

2-άλφα

«Δ1»

 

Δηλούσα χώρα

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Έτος

4-ψηφία

«yyyy»

 

Τρίμηνο

2-άλφα

«Q1, Q2, Q3 ή Q4»

 

Είδος μεταφοράς

1-ψηφία

1 = Εθνική

2 = Διεθνής (εκτός διαμετακόμισης)

3 = Διαμετακόμιση

 

Εθνικότητα του πλοίου

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Μεταφερθέντες τόνοι

 

 

Τόνοι

Τόνοι-km

 

 

Τόνοι-km


Πίνακας Δ2. Μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων ανά εθνικότητα των πλοίων (τριμηνιαία στοιχεία)

Στοιχεία

Λεπτομέρειες Κωδικοποίησης

Ονοματολογία

Μονάδα

Πίνακας

2-άλφα

«Δ2»

 

Δηλούσα χώρα

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Έτος

4-ψηφία

«yyyy»

 

Τρίμηνο

2-άλφα

«Q1, Q2, Q3 ή Q4»

 

Είδος μεταφοράς

1-ψηφία

1 = Εθνική

2 = Διεθνής (εκτός διαμετακόμισης)

3 = Διαμετακόμιση

 

Εθνικότητα του πλοίου

2-γράμματα

Εθνικός κωδικός ISO

 

Κατάσταση φόρτωσης

1-ψηφία

1 = Έμφορτα εμπορευματοκιβώτια

2 = Κενά εμπορευματοκιβώτια

 

Μεταφερθέντες τόνοι (1)

 

 

Τόνοι

Τόνοι-km (1)

 

 

Τόνοι-km

TEU

 

 

TEU

TEU-km

 

 

TEU-km


(1)  Μόνο για έμφορτα εμπορευματοκιβώτια.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ E

Πίνακας E1. Μεταφορά εμπορευμάτων (ετήσια στοιχεία)

Στοιχεία

Λεπτομέρειες Κωδικοποίησης

Ονοματολογία

Μονάδα

Πίνακας

2-άλφα

«Ε1»

 

Δηλούσα χώρα

2-γράμματα

εθνικός κωδικός ISO

 

Έτος

4-ψηφία

«yyyy»

 

Σύνολο μεταφερθέντων τόνων

 

 

Τόνοι

Σύνολο τόνοι-km

 

 

Τόνοι-km


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ

Ονοματολογία εμπορευμάτων

NST-2000

Ομάδες NST 2000

Περιγραφή εμπορευμάτων

Προσδιορισμός ανά εμπορεύματα στα τμήματα CPA

01

Προϊόντα γεωργίας, θήρας και δασοκομίας· ψάρια και άλλα προϊόντα αλιείας

01, 02, 05

02

Άνθρακας και λιγνίτης· τύρφη· αργό πετρέλαιο και φυσικό αέριο· ουράνιο και θόριο

10, 11, 12

03

Μεταλλικά μεταλλεύματα και άλλα προϊόντα ορυχείων και λατομείων

13, 14

04

Τρόφιμα, ποτά και προϊόντα καπνού

15, 16

05

Υφαντουργικά και υφαντικά προϊόντα· δέρμα και προϊόντα δέρματος

17, 18, 19

06

Ξυλεία και προϊόντα από ξύλο και φελλό (εκτός επίπλων)· είδη καλαθοποιίας και σπαρτοπλεκτικής· χαρτοπολτός, χαρτί και προϊόντα χάρτου, έντυπα και προεγγεγραμμένα μέσα εγγραφής ήχου ή εικόνας

20, 21, 22

07

Οπτάνθρακας, προϊόντα διύλισης πετρελαίου και πυρηνικά καύσιμα

23

08

Χημικές ουσίες, χημικά προϊόντα και συνθετικές ίνες· προϊόντα από ελαστικό και πλαστικές ύλες

24, 25

09

Άλλα μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα

26

10

Βασικά μέταλλα· μεταλλικά προϊόντα, με εξαίρεση τα μηχανήματα και τα είδη εξοπλισμού

27, 28

11

Μηχανήματα και είδη εξοπλισμού π.δ.κ.α.· μηχανές γραφείου και ηλεκτρονικοί υπολογιστές και συσκευές π.δ.κ.α.· εξοπλισμός και συσκευές ραδιοφωνίας, τηλεόρασης και επικοινωνιών· ιατρικά όργανα, όργανα ακριβείας και οπτικά όργανα· ρολόγια κάθε είδους

29, 30, 31, 32, 33

12

Εξοπλισμός μεταφορών

34, 35

13

Έπιπλα· άλλες κατασκευές εμπορευμάτων π.δ.κ.α.

36

14

Δευτερογενείς πρώτες ύλες· αστικά απόβλητα και άλλα απόβλητα που δεν προσδιορίζονται αλλού στη CPA.

37 + αστικά απόβλητα (ως εγγραφή στο τμήμα 90 της CPA) και άλλα απόβλητα που δεν προσδιορίζονται αλλού στη CPA

15

Ταχυδρομείο, δέματα

Σημείωση: ο τίτλος αυτός χρησιμοποιείται κανονικά για εμπορεύματα που μεταφέρονται από ταχυδρομικές υπηρεσίες και εξειδικευμένες ιδιωτικές υπηρεσίες ταχυδρομείου στη NACE αναθ. 1 τμήμα 64.

 

16

Εξοπλισμός και υλικό που χρησιμοποιείται στη μεταφορά εμπορευμάτων

Σημείωση: ο τίτλος αυτός καλύπτει στοιχεία όπως κενά εμπορευματοκιβώτια, παλέτες, κουτιά, κιβώτια και κυλιόμενους κλωβούς. Καλύπτει επίσης οχήματα που χρησιμοποιούνται ως περιέκτες εμπορευμάτων, ενώ το ίδιο το όχημα μεταφέρεται από άλλο όχημα.

Η ύπαρξη κωδικού γι’ αυτό το είδος υλικού δεν προδικάζει το ερώτημα του κατά πόσον παρόμοια υλικά πρέπει να θεωρούνται «εμπορεύματα». Αυτό εξαρτάται από τους κανόνες για τη συλλογή στοιχείων για κάθε είδος μεταφοράς.

 

17

Εμπορεύματα που μετακινούνται στο πλαίσιο μετακόμισης νοικοκυριού ή γραφείου· αποσκευές που μεταφέρονται χωριστά από τους επιβάτες· οχήματα με κινητήρα που μετακινούνται για επισκευή· άλλα μη εμπορεύσιμα εμπορεύματα π.δ.κ.α.

 

18

Ομαδοποιημένα εμπορεύματα: μείγμα ειδών εμπορευμάτων που μεταφέρονται από κοινού

Σημείωση: ο τίτλος αυτός χρησιμοποιείται όποτε κρίνεται ακατάλληλη η κατάταξη των εμπορευμάτων χωριστά στις ομάδες 01-16.

 

19

Μη προσδιορίσιμα εμπορεύματα: εμπορεύματα που, για οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορούν να προσδιοριστούν και, επομένως, να καταταγούν στις ομάδες 01-16

Σημείωση: ο τίτλος αυτός προορίζεται για την κάλυψη εμπορευμάτων όταν η μονάδα αναφοράς δεν περιέχει πληροφορίες για το είδος των εμπορευμάτων που μεταφέρονται.

 

20

Άλλα εμπορεύματα π.δ.κ.α.

Σημείωση: ο τίτλος αυτός καλύπτει κάθε στοιχείο που δεν μπορεί να καταταγεί σε κάποια από τις ομάδες 01-19. Επειδή οι ομάδες 01-19 προορίζονται για την κάλυψη όλων των προβλέψιμων κατηγοριών μεταφερόμενων εμπορευμάτων, η χρήση της ομάδας 20 θα πρέπει να θεωρείται ασυνήθης και μπορεί να επισημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη περαιτέρω ελέγχου των στοιχείων που υποβάλλονται στο πλαίσιο αυτού του τίτλου.

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ζ

Επεκτάσεις της περιόδου για τη διαβίβαση (άρθρο 5 παράγραφος 2)

Κράτος μέλος

Επέκταση της περιόδου διαβίβασης ύστερα από τη λήξη της περιόδου παρακολούθησης

Τελευταίο έτος για το οποίο χορηγήθηκε επέκταση

Βέλγιο

8 μήνες

2009


25.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 264/12


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1366/2006 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Σεπτεμβρίου 2006

για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 ως προς το έτος βάσεως για τη διάθεση ποσοστώσεων υδροχλωροφθορανθράκων για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος (3), ορίζει το 1999 ως το έτος βάσης για τη χορήγηση ποσοστώσεων υδροχλωροφθορανθράκων (HCFCs). Η αγορά HCFCs στα δέκα νέα κράτη μέλη έχει αλλάξει σημαντικά από το 1999, με την εμφάνιση νέων εταιρειών και τη μεταβολή των μεριδίων αγοράς. Ο καθορισμός του 1999 ως έτους βάσης για τη χορήγηση ποσοστώσεων HCFCs στα νέα αυτά κράτη μέλη θα είχε ως αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να μη λάβουν καθόλου ποσοστώσεις εισαγωγών. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί αυθαιρεσία και να έχει επίσης ως αποτέλεσμα την παραβίαση των αρχών της μη διάκρισης και των νόμιμων προσδοκιών.

(2)

Κατά γενικό κανόνα, οι ποσοστώσεις θα πρέπει να βασίζονται στα πλέον πρόσφατα και αντιπροσωπευτικά διαθέσιμα αριθμητικά στοιχεία, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί ότι δεν θα αποκλεισθούν ορισμένες εισαγωγικές επιχειρήσεις των νέων κρατών μελών. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιλεγούν τα έτη για τα οποία υπάρχουν τα πλέον πρόσφατα δεδομένα. Κατά συνέπεια, για να αντανακλάται καλύτερα η πραγματική εμπορική κατάσταση στην αγορά HCFCs των δέκα νέων κρατών μελών, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τις επιχειρήσεις από τα εν λόγω κράτη μέλη το μέσο μερίδιο αγοράς για τα έτη 2002 και 2003.

(3)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣAN ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 4 παράγραφος 3 σημείο i) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«θ)

κατά παρέκκλιση από το στοιχείο η), κάθε παραγωγός και εισαγωγέας στην Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, την Κύπρο, την Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία, εξασφαλίζει ότι τα υπολογιζόμενα επίπεδα υδροχλωροφθορανθράκων που διαθέτει στην αγορά ή χρησιμοποιεί για ίδιο λογαριασμό δεν υπερβαίνουν, εκφραζόμενα ως εκατοστιαία ποσοστά των υπολογιζόμενων επιπέδων που ορίζονται στα στοιχεία β), δ), ε) και στ), τον μέσον όρο του ποσοστιαίου μεριδίου της αγοράς που του αναλογούσε το 2002 και το 2003.»

.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 6 Σεπτεμβρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

P. LEHTOMÄKI


(1)  ΕΕ C 110 της 9.5.2006, σ. 33.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Απριλίου 2006 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2006.

(3)  ΕΕ L 244 της 29.9.2000, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 29/2006 (ΕΕ L 6 της 11.1.2006, σ. 27).


25.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 264/13


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Σεπτεμβρίου 2006

για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 22 Ιουνίου 2006 (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα του περιβάλλοντος αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να συμβάλλει στη διαφύλαξη, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος καθώς και στην προστασία της υγείας του ανθρώπου, προωθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αειφόρο ανάπτυξη.

(2)

Το έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον (3) τονίζει τη σημασία της παροχής επαρκών περιβαλλοντικών πληροφοριών και αποτελεσματικών ευκαιριών στο κοινό για συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον, βελτιώνοντας τοιουτοτρόπως τις δυνατότητες απόδοσης ευθυνών και τη διαφάνεια όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων ενώ παράλληλα συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση του κοινού και τη στήριξη των λαμβανόμενων αποφάσεων. Επιπλέον, ενθαρρύνει, όπως συνέβη και με τα προηγούμενα (4) από αυτό, την αποτελεσματικότερη εφαρμογή και υλοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανόμενης της επιβολής της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων και της ανάληψης δράσης κατά των παραβάσεων της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

(3)

Η Κοινότητα υπέγραψε, στις 25 Ιουνίου 1998, τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΗΕ/ΗΕ), σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (εφεξής αναφερόμενη ως «σύμβαση του Århus»). Η Κοινότητα ενέκρινε τη σύμβαση του Århus στις 17 Φεβρουαρίου 2005 (5). Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου θα πρέπει να συνάδουν με την εν λόγω σύμβαση.

(4)

Η Κοινότητα έχει ήδη εκδώσει μια σειρά νομοθετικών πράξεων οι οποίες εξελίσσονται και συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της σύμβασης του Århus. Θα πρέπει να προβλεφθεί η εφαρμογή των απαιτήσεων της σύμβασης στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας.

(5)

Είναι σκόπιμο οι τρεις πυλώνες της σύμβασης του Århus, δηλαδή η πρόσβαση στις πληροφορίες, η συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικές υποθέσεις, να συνοψισθούν σε μία νομοθετική πράξη και να θεσπισθούν κοινές διατάξεις για τους στόχους και τους ορισμούς. Αυτό συμβάλλει στον εξορθολογισμό της νομοθεσίας και αυξάνει τη διαφάνεια των μέτρων εφαρμογής που λαμβάνονται όσον αφορά τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας.

(6)

Κατά γενικό κανόνα, τα δικαιώματα που εγγυώνται οι τρεις πυλώνες της σύμβασης του Århus ασκούνται άνευ διακρίσεων ως προς την ιθαγένεια, την εθνικότητα ή τον τόπο διαμονής.

(7)

Η σύμβαση του Århus καθορίζει με την ευρεία έννοια τις δημόσιες αρχές, δεδομένου ότι η βασική ιδέα της σύμβασης είναι ότι, οποτεδήποτε ασκείται δημόσια εξουσία, θα πρέπει να υφίστανται δικαιώματα για τα άτομα και τις οργανώσεις τους. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό να καθορισθούν με τον ίδιο ευρύ και λειτουργικό τρόπο. Σύμφωνα με τη σύμβαση του Århus, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μπορούν να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της σύμβασης, εφόσον ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα. Ωστόσο, για λόγους συνέπειας προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (6), οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες θα πρέπει να εφαρμόζονται στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας που ενεργούν υπό νομοθετική ιδιότητα.

(8)

Ο ορισμός των περιβαλλοντικών πληροφοριών στον παρόντα κανονισμό καλύπτει παντός είδους πληροφορίες για την κατάσταση του περιβάλλοντος. Ο ορισμός αυτός, που ευθυγραμμίσθηκε προς τον ορισμό που υιοθετήθηκε από την οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες (7), έχει το ίδιο περιεχόμενο όπως και ο αντίστοιχος που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του Århus. Στον ορισμό του «εγγράφου» του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 περιλαμβάνονται οι περιβαλλοντικές πληροφορίες, όπως καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(9)

Είναι σκόπιμο ο παρών κανονισμός να προβλέψει ορισμό των σχεδίων και προγραμμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της σύμβασης του Århus, παράλληλα με την προσέγγιση που ακολουθείται για τις υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου. «Τα σχέδια και τα προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον» θα πρέπει να ορισθούν ανάλογα με τη συμβολή τους στην επίτευξη, ή με τον ενδεχόμενο σημαντικό αντίκτυπό τους στην επίτευξη, των στόχων και προτεραιοτήτων της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον. Το έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον καθορίζει τους στόχους της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής και τις δράσεις που προγραμματίζονται για την επίτευξη των στόχων αυτών, καλύπτοντας περίοδο δέκα ετών αρχής γενομένης από τις 22 Ιουλίου 2002. Στο τέλος αυτής της περιόδου, θα πρέπει να θεσπισθεί το επόμενο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον.

(10)

Δεδομένου ότι εξελίσσεται συνεχώς η περιβαλλοντική νομοθεσία, ο ορισμός του περιβαλλοντικού δικαίου θα πρέπει να αναφέρεται στους στόχους της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής, όπως αυτοί ορίζονται από τη συνθήκη.

(11)

Οι διοικητικές πράξεις ατομικού περιεχομένου θα πρέπει να είναι ανοιχτές σε πιθανή εσωτερική επανεξέταση, εφόσον είναι νομικώς δεσμευτικές και έχουν εξωτερική ισχύ. Ομοίως, οι τυχόν παραλείψεις θα πρέπει να εξετάζονται εφόσον υφίσταται υποχρέωση έκδοσης διοικητικής πράξης δυνάμει του περιβαλλοντικού δικαίου. Δεδομένου ότι οι πράξεις που θεσπίζονται από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας που ενεργεί υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα μπορούν να εξαιρεθούν, το αυτό θα πρέπει να ισχύει και για άλλες διαδικασίες έρευνας στις οποίες το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας ενεργεί ως φορέας διοικητικής επανεξέτασης βάσει των διατάξεων της συνθήκης.

(12)

Η σύμβαση του Århus προβλέπει την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες είτε κατόπιν υποβολής αίτησης είτε μέσω της ενεργούς διάδοσης από τις αρχές που καλύπτονται από τη σύμβαση. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ισχύει για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και για τους οργανισμούς και ανάλογους φορείς που έχουν συσταθεί με νομική πράξη της Κοινότητας. Προβλέπει κανόνες για τα εν λόγω όργανα, οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, συνάδουν προς τους κανόνες που τίθενται στη σύμβαση του Århus. Η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 είναι αναγκαίο να επεκταθεί σε όλα τα άλλα όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας.

(13)

Όπου η σύμβαση του Århus περιλαμβάνει διατάξεις οι οποίες δεν απαντώνται, εν όλω ή εν μέρει, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, είναι αναγκαίο να υπάρξει σχετική πρόβλεψη, ιδίως όσον αφορά τη συλλογή και τη διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών.

(14)

Οι περιβαλλοντικές πληροφορίες καλής ποιότητας είναι καθοριστικής σημασίας για να είναι αποτελεσματικό το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να θεσπισθούν κανόνες οι οποίοι θα υποχρεώνουν τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας να εξασφαλίζουν την ποιότητα αυτή.

(15)

Στις περιπτώσεις για τις οποίες ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 προβλέπει εξαιρέσεις, οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να ισχύουν, υπό την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με αιτήσεις για περιβαλλοντικές πληροφορίες. Οι λόγοι άρνησης σχετικά με την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες θα πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται με τη δημοσιοποίηση καθώς και το κατά πόσον οι αιτούμενες πληροφορίες σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον. Ο όρος «εμπορικά συμφέροντα» καλύπτει τις συμφωνίες περί εμπιστευτικότητας που συνάπτονται από όργανα ή οργανισμούς που ενεργούν υπό τραπεζική ιδιότητα.

(16)

Δυνάμει της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα (8), έχει ήδη συγκροτηθεί δίκτυο σε κοινοτικό επίπεδο για την προαγωγή της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών, με την αρωγή της Επιτροπής, και με στόχο τη βελτίωση της πρόληψης και του ελέγχου στην Κοινότητα ενός αριθμού μεταδοτικών ασθενειών. Η απόφαση αριθ. 1786/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (9), θεσπίζει πρόγραμμα κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας που συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές. Η βελτίωση των πληροφοριών και των γνώσεων για την ανάπτυξη της δημόσιας υγείας και η αύξηση των δυνατοτήτων ταχείας και συντονισμένης αντιμετώπισης απειλών κατά της υγείας, που αποτελούν αμφότερες στοιχεία του εν λόγω προγράμματος, είναι στόχοι που ευθυγραμμίζονται πλήρως προς τις απαιτήσεις της σύμβασης του Århus. Ο παρών κανονισμός, κατά συνέπεια, θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των αποφάσεων αριθ. 2119/98/ΕΚ και αριθ. 1786/2002/ΕΚ.

(17)

Σύμφωνα με τη σύμβαση του Århus, τα μέρη θεσπίζουν διατάξεις για τη συμμετοχή του κοινού κατά την προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν εύλογες προθεσμίες για την ενημέρωση του κοινού σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων για το εκάστοτε περιβαλλοντικό θέμα. Για να είναι αποτελεσματική, η συμμετοχή του κοινού θα πρέπει να πραγματοποιείται σε αρχικό στάδιο, όταν ακόμη όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες είναι ανοικτές. Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας, κατά τη διατύπωση των διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού, θα πρέπει να προσδιορίζουν το κοινό που μπορεί να συμμετάσχει. Η συνθήκη του Århus επιβάλλει επίσης στα μέρη να προσπαθούν, στο μέτρο του ενδεδειγμένου, να παρέχουν ευκαιρίες για τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση των πολιτικών σχετικά με το περιβάλλον.

(18)

Το άρθρο 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Århus προβλέπει την πρόσβαση σε διαδικασίες δικαστικής ή άλλης επανεξέτασης για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας πράξεων ή παραλείψεων ιδιωτών ή δημόσιων αρχών που αντιτίθενται προς τις διατάξεις του περιβαλλοντικού δικαίου. Οι διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη θα πρέπει να συνάδουν προς τη συνθήκη. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο ο παρών κανονισμός να αφορά μόνο πράξεις και παραλείψεις των δημόσιων αρχών.

(19)

Για να εξασφαλισθούν επαρκή και αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης, είναι σκόπιμο το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας που εξέδωσε την αμφισβητούμενη πράξη ή που, σε περίπτωση προβαλλόμενης διοικητικής παράλειψης, παρέλειψε να ενεργήσει, να έχει τη δυνατότητα να επανεξετάζει την προηγούμενη απόφασή του, ή να ενεργεί, εφόσον το παρέλειψε.

(20)

Μη κυβερνητικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος και πληρούν ορισμένα κριτήρια, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι πρόκειται για ανεξάρτητους και υπόλογους οργανισμούς, οι οποίοι έχουν αποδείξει ότι ο πρωτεύων στόχος τους είναι η προαγωγή της προστασίας του περιβάλλοντος, θα πρέπει να δικαιούνται να ζητούν εσωτερική επανεξέταση, σε κοινοτικό επίπεδο, πράξεων που θεσπίσθηκαν ή παραλείψεων δυνάμει του περιβαλλοντικού δικαίου από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας, προκειμένου να επανεξετάζονται από το εν λόγω όργανο ή οργανισμό.

(21)

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προηγούμενα αιτήματα για εσωτερική επανεξέταση δεν ικανοποιήθηκαν, η ενδιαφερόμενη μη κυβερνητική οργάνωση θα πρέπει να μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης.

(22)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και αντανακλώνται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στο άρθρο 37 αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I   ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Στόχος

1.   Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλλει στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση της ΟΕΕ/ΗΕ σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, εφεξής αποκαλούμενη «σύμβαση του Århus», θεσπίζοντας κανόνες για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, ιδίως:

α)

εξασφαλίζοντας το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που παραλαμβάνονται ή προέρχονται από όργανα ή οργανισμούς της Κοινότητας και βρίσκονται στην κατοχή τους, και καθορίζοντας τους βασικούς όρους και τις προϋποθέσεις, καθώς και τις πρακτικές ρυθμίσεις, για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος·

β)

εξασφαλίζοντας ότι οι περιβαλλοντικές πληροφορίες προοδευτικά διατίθενται και διαδίδονται στο κοινό προκειμένου να επιτυγχάνεται η ευρύτερη δυνατή συστηματική διάθεση και διάδοσή τους. Προς τον σκοπό αυτόν, προωθείται, όπου είναι εφικτό, η χρήση, ιδίως, τηλεπικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή/και άλλης ηλεκτρονικής τεχνολογίας·

γ)

προβλέποντας για τη συμμετοχή του κοινού όσον αφορά σχέδια και προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον·

δ)

επιτρέποντας την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα σε κοινοτικό επίπεδο υπό τους όρους που καθορίζει ο παρών κανονισμός.

2.   Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας επιχειρούν να συνδράμουν και να παρέχουν καθοδήγηση στο κοινό για την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα περιβάλλοντος.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)

«αιτών»: οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ζητεί περιβαλλοντικές πληροφορίες·

β)

«το κοινό»: ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες των προσώπων αυτών·

γ)

«όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας»: οιοδήποτε δημόσιο όργανο, οργανισμός, γραφείο ή υπηρεσία που έχει ιδρυθεί από, ή με βάση, τη συνθήκη, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ενεργεί υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα. Ωστόσο, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ εφαρμόζονται στα όργανα ή στους οργανισμούς της Κοινότητας που ενεργούν υπό νομοθετική ιδιότητα·

δ)

«περιβαλλοντική πληροφορία»: οιαδήποτε πληροφορία σε γραπτή, οπτική, ηχητική, ηλεκτρονική ή άλλη υλική μορφή, σχετικά με:

i)

την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως ο αέρας και η ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, οι εδαφικές εκτάσεις, τα τοπία και οι φυσικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υδροβιότοπων και των παράκτιων και των θαλάσσιων περιοχών, η βιοποικιλότητα και τα συστατικά στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένων των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω στοιχείων,

ii)

παράγοντες, όπως οι ουσίες, η ενέργεια, ο θόρυβος, οι ακτινοβολίες ή τα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών αποβλήτων, οι εκπομπές, οι απορρίψεις και άλλες εκλύσεις στο περιβάλλον, που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο σημείο i),

iii)

μέτρα (συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων), όπως οι πολιτικές, η νομοθεσία, τα σχέδια, τα προγράμματα, οι περιβαλλοντικές συμφωνίες και οι δραστηριότητες που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία και τους παράγοντες που αναφέρονται στα σημεία i) και ii), καθώς και μέτρα ή δραστηριότητες που αποσκοπούν στην προστασία των εν λόγω στοιχείων,

iv)

εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας,

v)

αναλύσεις κόστους-ωφέλειας και άλλες οικονομικές αναλύσεις και παραδοχές που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των μέτρων και των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο σημείο iii),

vi)

την κατάσταση της υγείας και της ασφάλειας του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης της ρύπανσης της τροφικής αλυσίδας, όπου ενδείκνυται, τις συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου, τις τοποθεσίες και τα οικοδομήματα πολιτισμικού ενδιαφέροντος στο μέτρο που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεασθούν από την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο σημείο i) ή, μέσω των εν λόγω στοιχείων, από οιοδήποτε των θεμάτων που αναφέρονται στα σημεία ii) και iii)·

ε)

«σχέδια και προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον»: οιαδήποτε σχέδια και προγράμματα,

i)

τα οποία προετοιμάζονται και, κατά περίπτωση, θεσπίζονται από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας,

ii)

τα οποία απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων και

iii)

τα οποία συμβάλλουν, ή ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις, στην επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα του περιβάλλοντος, όπως ορίζονται στο έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον ή σε οιοδήποτε επόμενο γενικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον.

Τα γενικά προγράμματα δράσης για το περιβάλλον θεωρούνται επίσης ως σχέδια και προγράμματα που σχετίζονται με το περιβάλλον.

Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει τα χρηματοδοτικά ή δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα, δηλαδή όσα καθορίζουν με ποιόν τρόπο θα πρέπει να χρηματοδοτούνται συγκεκριμένα σχέδια ή δραστηριότητες ή όσα αφορούν τους προτεινόμενους ετήσιους προϋπολογισμούς, τα εσωτερικά προγράμματα εργασίας οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας, ή σχέδια και προγράμματα έκτακτης ανάγκης, τα οποία έχουν καταρτισθεί με μοναδικό σκοπό την πολιτική προστασία·

στ)

«περιβαλλοντικό δίκαιο»: νομοθεσία της Κοινότητας η οποία, ανεξάρτητα από τη νομική της βάση, συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον κατά τα οριζόμενα στη συνθήκη, ήτοι τη διαφύλαξη, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της ανθρώπινης υγείας, τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων και την προαγωγή μέτρων σε διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων·

ζ)

«διοικητική πράξη»: οιοδήποτε μέτρο με ατομικό περιεχόμενο, το οποίο λαμβάνεται, δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος, από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας, και έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ·

η)

«διοικητική παράλειψη»: οιαδήποτε παράλειψη οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας να εκδώσει διοικητική πράξη κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο ζ).

2.   Οι διοικητικές πράξεις και παραλείψεις δεν περιλαμβάνουν ληφθέντα μέτρα ή παραλείψεις εκ μέρους οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας, υπό την ιδιότητά του ως φορέα διοικητικής επανεξέτασης, όπως βάσει:

α)

των άρθρων 81, 82, 86 και 87 της συνθήκης (κανόνες ανταγωνισμού)·

β)

των άρθρων 226 και 228 της συνθήκης (διαδικασία επί παραβάσει)·

γ)

του άρθρου 195 της συνθήκης (διαδικασία διαμεσολαβητή)·

δ)

του άρθρου 280 της συνθήκης (διαδικασία της OLAF).

TΙΤΛΟΣ II   ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Άρθρο 3

Εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ισχύει για οιαδήποτε αίτηση πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες έχουν στην κατοχή τους όργανα και οργανισμοί της Κοινότητας, άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, εθνικότητας ή τόπου διανομής του αιτούντος, και, στην περίπτωση νομικού προσώπου, άνευ διακρίσεων ως προς τον τόπο της καταστατικής έδρας του ή του πραγματικού κέντρου των δραστηριοτήτων του.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «θεσμικό όργανο» στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 νοείται «όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας».

Άρθρο 4

Συλλογή και διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών

1.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας οργανώνουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που είναι σχετικές με τις λειτουργίες τους και τις οποίες έχουν στην κατοχή τους, με στόχο την ενεργό και συστηματική διάδοσή τους στο κοινό, ιδίως μέσω τηλεπικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή/και άλλης ηλεκτρονικής τεχνολογίας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Εισάγουν προοδευτικά τις περιβαλλοντικές αυτές πληροφορίες σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που είναι ευπρόσιτες στο κοινό μέσω των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Προς τον σκοπό αυτό, καταχωρίζουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους σε βάσεις δεδομένων και τις εφοδιάζουν με βοηθήματα αναζήτησης και άλλες μορφές λογισμικού με στόχο να βοηθήσουν το κοινό να εντοπίσει τις πληροφορίες που ζητεί.

Οι πληροφορίες που διατίθενται μέσω τηλεπικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή/και άλλης ηλεκτρονικής τεχνολογίας δεν χρειάζεται να περιλαμβάνουν πληροφορίες οι οποίες έχουν συλλεγεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι ήδη διαθέσιμες υπό ηλεκτρονική μορφή. Τα κοινοτικά όργανα και οργανισμοί πρέπει κατά το δυνατόν να διευκρινίζουν πού βρίσκονται οι πληροφορίες που έχουν συλλεγεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή.

Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να διατηρούν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους υπό μορφή και σχήμα άμεσα αναπαραγώγιμο και ευπρόσιτο μέσω τηλεπικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα.

2.   Οι προς διάθεση και διάδοση περιβαλλοντικές πληροφορίες επικαιροποιούνται καταλλήλως. Εκτός από τα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, οι βάσεις δεδομένων ή τα μητρώα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

κείμενα διεθνών συνθηκών, συμβάσεων ή συμφωνιών, και κείμενα της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον ή για συναφή θέματα, καθώς και πολιτικών, σχεδίων και προγραμμάτων για το περιβάλλον·

β)

εκθέσεις προόδου ως προς την εφαρμογή των θεμάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α), εφόσον έχουν εκπονηθεί από τα όργανα ή τους οργανισμούς της Κοινότητας, ή βρίσκονται στην κατοχή τους, υπό ηλεκτρονική μορφή·

γ)

τα βήματα που έχουν γίνει στο πλαίσιο διαδικασιών επί παραβάσει του κοινοτικού δικαίου από το στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης σύμφωνα με το άρθρο 226 παράγραφος 1 της συνθήκης·

δ)

εκθέσεις για την κατάσταση του περιβάλλοντος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4·

ε)

δεδομένα ή συνόψεις δεδομένων από την παρακολούθηση δραστηριοτήτων που επηρεάζουν, ή ενδέχεται να επηρεάσουν, το περιβάλλον·

στ)

άδειες με ουσιαστικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και περιβαλλοντικές συμφωνίες ή αναφορά για το πού μπορούν να αναζητηθούν ή οι εν λόγω πληροφορίες ή που υπάρχει πρόσβαση σ’ αυτές·

ζ)

μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αξιολόγηση κινδύνου σχετικά με στοιχεία του περιβάλλοντος ή αναφορά για το πού μπορούν να αναζητηθούν οι εν λόγω πληροφορίες ή που υπάρχει πρόσβαση σ’ αυτές.

3.   Στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μπορούν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2, δημιουργώντας ζεύξεις με τους ιστοχώρους του Διαδικτύου στους οποίους μπορούν να ευρεθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

4.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε, σε τακτά χρονικά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τα τέσσερα έτη, να δημοσιεύεται και να κυκλοφορεί έκθεση για την κατάσταση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανoμένων των πληροφοριών σχετικά με την ποιότητα και τις πιέσεις που ασκούνται στο περιβάλλον.

Άρθρο 5

Ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών

1.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μεριμνούν, στο μέτρο των εξουσιών τους, ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που συγκεντρώνουν, ή που συγκεντρώνονται εξ ονόματός τους, είναι επίκαιρες, ακριβείς και συγκρίσιμες.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας, κατόπιν σχετικής αίτησης, ενημερώνουν τον αιτούντα ως προς το πού μπορεί να βρίσκονται οι πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες μέτρησης, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων ανάλυσης, δειγματοληψίας και προεπεξεργασίας των δειγμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή των πληροφοριών, εφόσον διατίθενται. Εναλλακτικά, μπορούν να αναφέρονται στην τυποποιημένη διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε.

Άρθρο 6

Εφαρμογή των εξαιρέσεων όσον αφορά τις αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες

1.   Όσον αφορά το άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, εξαιρέσει των ερευνών, ιδίως εκείνων που αφορούν τυχόν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, θεωρείται ότι υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Όσον αφορά τις λοιπές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, οι λόγοι απόρριψης ερμηνεύονται περιοριστικά, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται από τη δημοσιοποίηση και το κατά πόσον οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

2.   Εκτός από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μπορούν να αρνούνται την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, όταν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών θα είχε αρνητικές συνέπειες στην προστασία του περιβάλλοντος το οποίο αφορούν οι πληροφορίες, όπως οι χώροι αναπαραγωγής σπανίων ειδών.

Άρθρο 7

Αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που δεν βρίσκονται στην κατοχή οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας

Εάν όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας λάβει αίτηση πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν ευρίσκονται στην κατοχή του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας, ενημερώνει το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο εντός 15 εργασίμων ημερών, τον αιτούντα σχετικά με το όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας ή τη δημόσια αρχή κατά την έννοια της οδηγίας 2003/4/EΚ, όπου θεωρεί ότι είναι δυνατό να υποβληθεί αίτηση για τις αιτούμενες πληροφορίες, ή διαβιβάζει την αίτηση στο οικείο όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας ή την οικεία δημόσια αρχή και ενημερώνει αναλόγως τον αιτούντα.

Άρθρο 8

Συνεργασία

Σε περίπτωση άμεσης απειλής για την υγεία του ανθρώπου, τη ζωή ή το περιβάλλον, που οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες ή φυσικά αίτια, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας, κατόπιν αιτήσεως των δημόσιων αρχών, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/4/ΕΚ, συνεργάζονται και επικουρούν τις εν λόγω δημόσιες αρχές ώστε αυτές να μπορούν να διαδίδουν αμέσως και χωρίς καθυστέρηση στο κοινό που μπορεί να πληγεί όλες τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να του επιτρέψουν να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή τον περιορισμό των επιβλαβών συνεπειών της εκάστοτε απειλής, στο βαθμό που οι πληροφορίες αυτές βρίσκονται στην κατοχή οργάνων και οργανισμών της Κοινότητας ή/και των εν λόγω δημόσιων αρχών, ή διατηρούνται για λογαριασμό τους.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει υπό την επιφύλαξη οιασδήποτε ειδικής υποχρέωσης την οποία καθορίζει η κοινοτική νομοθεσία, ιδίως με τις αποφάσεις αριθ. 2119/98/ΕΚ και αριθ. 1786/2002/ΕΚ.

TΙΤΛΟΣ III   Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Άρθρο 9

1.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας παρέχουν, με τις κατάλληλες πρακτικές ή/και άλλες ρυθμίσεις, εγκαίρως πραγματικές ευκαιρίες στο κοινό να συμμετέχει κατά την προετοιμασία, την τροποποίηση ή την αναθεώρηση αυτών των σχεδίων ή προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον, όταν όλες οι επιλογές είναι ακόμη ανοικτές. Ιδίως, όταν η Επιτροπή επεξεργάζεται πρόταση τέτοιου σχεδίου ή προγράμματος, η οποία υποβάλλεται προς λήψη απόφασης στα λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Κοινότητας, προβλέπει, για το προπαρασκευαστικό αυτό στάδιο, τη συμμετοχή του κοινού.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας προσδιορίζουν το κοινό που επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί, ή έχει συμφέροντα, από ένα σχέδιο ή πρόγραμμα του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

3.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μεριμνούν για την ενημέρωση του κοινού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, είτε με δημόσιες ανακοινώσεις είτε με άλλα πρόσφορα μέσα, όπως ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, εφόσον υπάρχουν, σχετικά με:

α)

το σχέδιο πρότασης, εφόσον υπάρχει·

β)

τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ή εκτιμήσεις σχετικά με το υπό επεξεργασία σχέδιο ή πρόγραμμα, εφόσον υπάρχουν και

γ)

πρακτικές ρυθμίσεις συμμετοχής, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:

i)

η διοικητική μονάδα από την οποία μπορούν να ληφθούν οι σχετικές πληροφορίες,

ii)

η διοικητική μονάδα στην οποία μπορούν να υποβληθούν σχόλια, γνώμες ή ερωτήσεις, και

iii)

εύλογα χρονοδιαγράμματα, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος για να ενημερωθεί το κοινό καθώς και για να ετοιμασθεί και να συμμετάσχει πραγματικά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσον αφορά το περιβάλλον.

4.   Προβλέπεται προθεσμία τουλάχιστον οκτώ εβδομάδων για την παραλαβή των παρατηρήσεων. Όταν διοργανώνονται συνεδριάσεις ή ακροάσεις, παρέχεται προηγούμενη προειδοποίηση τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Οι προθεσμίες αυτές μπορεί να συντομεύονται σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή όταν το κοινό είχε ήδη τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του για το εν λόγω σχέδιο ή πρόγραμμα.

5.   Κατά τη λήψη αποφάσεως επί σχεδίου ή προγράμματος σχετικά με το περιβάλλον, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας, λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της συμμετοχής του κοινού. Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας ενημερώνουν το κοινό για το εν λόγω σχέδιο ή πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένου του κειμένου του, καθώς και για τους λόγους και το σκεπτικό επί των οποίων βασίσθηκε η απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού.

TΙΤΛΟΣ IV   ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 10

Αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης διοικητικών πράξεων

1.   Οιαδήποτε μη κυβερνητική οργάνωση η οποία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 11 δικαιούται να ζητήσει εσωτερική επανεξέταση από το όργανο ή τον οργανισμό της Κοινότητας που εξέδωσε διοικητική πράξη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος ή, σε περίπτωση προβαλλόμενης διοικητικής παράλειψης, θα έπρεπε να είχε εκδώσει την πράξη αυτή.

Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς και εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις έξι εβδομάδες μετά την έκδοση, κοινοποίηση ή δημοσίευση της διοικητικής πράξης, αναλόγως ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη, ή, σε περίπτωση προβαλλόμενης παράλειψης, εντός έξι εβδομάδων μετά την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να είχε εκδοθεί η διοικητική πράξη. Στην αίτηση αναφέρονται οι λόγοι της επανεξέτασης.

2.   Το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εξετάζει την αίτηση, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη. Το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας εκθέτει τους λόγους του σε γραπτή απάντηση, το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο δώδεκα εβδομάδες μετά την παραλαβή της αίτησης.

3.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας δεν είναι σε θέση, παρά τη δέουσα επιμέλεια που κατέβαλε, να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2, ενημερώνει τη μη κυβερνητική οργάνωση που υπέβαλε την αίτηση, το ταχύτερο δυνατό, και το αργότερο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους παρέλειψε να ενεργήσει καθώς και για το πότε προτίθεται να το πράξει.

Σε κάθε περίπτωση, το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας ενεργεί εντός προθεσμίας δεκαοκτώ εβδομάδων από την παραλαβή της αίτησης.

Άρθρο 11

Κριτήρια νομιμοποίησης σε κοινοτικό επίπεδο

1.   Μια μη κυβερνητική οργάνωση δικαιούται να υποβάλει αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 10, εφόσον:

α)

είναι ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την πρακτική κράτους μέλους·

β)

έχει διατυπώσει ως πρωταρχικό στόχο την προαγωγή της προστασίας του περιβάλλοντος στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού δικαίου·

γ)

υφίσταται επί χρονικό διάστημα άνω της διετίας και επιδιώκει ενεργά τον στόχο του στοιχείου β)·

δ)

το θέμα, για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης, καλύπτεται από τον στόχο και τις δραστηριότητές της.

2.   Η Επιτροπή θεσπίζει τις απαραίτητες διατάξεις για να εξασφαλίσει τη διαφανή και συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 12

Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

1.   Η μη κυβερνητική οργάνωση η οποία υπέβαλε αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 10 δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνθήκης.

2.   Εάν το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας παραλείψει να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 2 ή 3, η μη κυβερνητική οργάνωση δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνθήκης.

TΙΤΛΟΣ V   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 13

Μέτρα εφαρμογής

Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας προσαρμόζουν, οσάκις απαιτείται, τον εσωτερικό κανονισμό τους στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω προσαρμογές παράγουν αποτέλεσμα από τις 28 Ιουνίου 2007.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 28 Ιουνίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 6 Σεπτεμβρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

P. LEHTOMÄKI


(1)  ΕΕ C 117 της 30.4.2004, σ. 52.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ C 103 E της 29.4.2004, σ. 612), κοινή θέση του Συμβουλίου της 18ης Ιουλίου 2005 (ΕΕ C 264 Ε της 25.10.2005, σ. 18), και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Ιουλίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 18ης Ιουλίου 2006.

(3)  Απόφαση αριθ. 1600/2002/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1).

(4)  Τέταρτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον (ΕΕ C 328 της 7.12.1987, σ. 1). Πέμπτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον (ΕΕ C 138 της 17.5.1993, σ. 1).

(5)  Απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 124 της 17.5.2005, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(7)  ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26.

(8)  ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 1. Απόφαση όηώς τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002. σ. 1. Απόφαση όηώς τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 786/2004/ΕΚ (ΕΕ L 138 της 30.4.2004, σ. 7).


25.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 264/20


ΟΔΗΓΊΑ 2006/44/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Σεπτεμβρίου 2006

περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων

(Κωδικοποιημένη έκδοση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

H οδηγία 78/659/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1978, περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων (3), έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί ουσιαστικά (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Η προστασία και η βελτίωση του περιβάλλοντος καθιστούν αναγκαία τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την προστασία των υδάτων από τη ρύπανση, συμπεριλαμβανομένων των γλυκών υδάτων στα οποία δύναται να αναπτύσσονται ιχθύες.

(3)

Είναι αναγκαίο, από άποψη οικονομίας και οικολογίας, να προφυλάσσονται οι πληθυσμοί των ιχθύων από διάφορες επιβλαβείς συνέπειες που απορρέουν από την απόρριψη εντός των υδάτων ρυπαντικών ουσιών, όπως, ιδίως, είναι η ελάττωση του αριθμού των ιχθύων που ανήκουν σε ορισμένα είδη, και ορισμένες φορές μάλιστα η εξαφάνιση ορισμένων από τα είδη αυτά.

(4)

Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (5), αποσκοπεί στην επίτευξη επιπέδων ποιότητας των επιφανειακών υδάτων που να μην προκαλούν επιπτώσεις και κινδύνους για το περιβάλλον.

(5)

Οι ανομοιότητες διατάξεων που εφαρμόζονται στα διάφορα κράτη μέλη όσον αφορά την ποιότητα των γλυκών υδάτων που είναι κατάλληλα για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων μπορεί να δημιουργήσει άνισους όρους ανταγωνισμού και να έχει, ως εκ τούτου, άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(6)

Για να επιτευχθούν οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν τα ύδατα επί των οποίων θα εφαρμοσθεί και να προσδιορίσουν τις οριακές τιμές που αντιστοιχούν σε ορισμένες παραμέτρους. Τα ούτως καθοριζόμενα ύδατα θα πρέπει να προσαρμοσθούν προς τις τιμές αυτές εντός πέντε ετών από τον καθορισμό.

(7)

Ενδείκνυται να προβλεφθεί ότι τα γλυκά ύδατα στα οποία δύνανται να αναπτύσσονται ιχθύες, θα θεωρούνται, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι ανταποκρίνονται στις σχετικές τιμές των παραμέτρων ακόμη και αν ένα συγκεκριμένο ποσοστό ληφθέντων δειγμάτων δεν ανταποκρίνεται στις ορισθείσες οριακές τιμές.

(8)

Για να εξασφαλισθεί ο έλεγχος της ποιότητας των γλυκών υδάτων στα οποία δύνανται να αναπτύσσονται ιχθύες, θα πρέπει να γίνονται οι ελάχιστες δειγματοληψίες και να εφαρμόζονται οι τιμές των παραμέτρων που ορίζονται σε παράρτημα. Οι δειγματοληψίες αυτές είναι δυνατόν να ελαττώνονται ή να διακόπτονται ανάλογα με την ποιότητα του ύδατος.

(9)

Ορισμένα φυσικά συμβάντα διαφεύγουν τον έλεγχο των κρατών μελών και, γι’ αυτό, πρέπει να παρέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η δυνατότητα παρέκκλισης από την παρούσα οδηγία.

(10)

Η τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος είναι δυνατόν να καταστήσει αναγκαία την ταχεία προσαρμογή ορισμένων από τις απαιτήσεις που σημειώνονται στο παράρτημα Ι. Για να διευκολυνθεί η εφαρμογή των αναγκαίων, για τον σκοπό αυτό, μέτρων, θα πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία που να καθιερώνει στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (6).

(11)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίξει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙIΙ, μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

1.   Η παρούσα οδηγία αφορά την ποιότητα των γλυκών υδάτων και εφαρμόζεται στα ύδατα, για τα οποία τα κράτη μέλη καθορίζουν ότι έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτίωσης για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα ύδατα που σχηματίζουν τις φυσικές ή τεχνητές δεξαμενές που χρησιμοποιούνται για εντατική ιχθυοκαλλιέργεια.

3.   Η παρούσα οδηγία αποβλέπει στην προστασία ή τη βελτίωση της ποιότητας των ρεόντων ή λιμναζόντων γλυκών υδάτων μέσα στα οποία αναπτύσσονται ή θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, εάν η ρύπανση ήταν μικρότερη ή είχε εξαλειφθεί, ιχθύες ανήκοντες:

α)

σε εγχώρια είδη που εμφανίζουν φυσική ποικιλία·

β)

σε είδη η παρουσία των οποίων κρίνεται επιθυμητή από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, με σκοπό τη διαχείριση των υδάτων.

4.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρούνται ως:

α)

ύδατα σαλμονιδών, τα ύδατα μέσα στα οποία αναπτύσσονται ή δύνανται να αναπτυχθούν οι ιχθύες που ανήκουν σε είδη, όπως οι σολoμοί (Salmo salar), οι πέστροφες (Salmo trutta), οι σκιαθίδες (Thymallus thymallus) και τα Coregones (coregonus)·

β)

ύδατα κυπρινιδών, τα ύδατα μέσα στα οποία αναπτύσσονται ή δύνανται να αναπτυχθούν ιχθύες που ανήκουν στα κυπρινοειδή (Cyprinidae) ή σε άλλα είδη, όπως οι λάβρακες (Esox lucius), οι πέρκες (Perca fluviatilis) και οι εγχέλεις (Anguilla anguilla).

Άρθρο 2

Οι φυσικοχημικές παράμετροι, που εφαρμόζονται στα καθοριζόμενα από τα κράτη μέλη ύδατα, απαριθμούνται στο παράρτημα I.

Για την εφαρμογή των παραμέτρων αυτών, τα ύδατα διαιρούνται σε ύδατα σαλμονιδών και σε ύδατα κυπρινιδών.

Άρθρο 3

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν, για τα καθορισμένα ύδατα, τιμές για τις παραμέτρους που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, εφόσον εμφαίνονται τιμές στη στήλη G ή στη στήλη I. Συμμορφώνονται προς τις ενδείξεις που εμφαίνονται σε εκάστη από τις δύο αυτές στήλες.

2.   Τα κράτη μέλη δεν καθορίζουν τιμές λιγότερο περιοριστικές από τις τιμές που εμφαίνονται στη στήλη I του παραρτήματος I και είναι υποχρεωμένα να τηρούν τις τιμές που εμφαίνονται στη στήλη G, λαμβανομένης υπόψη της αρχής του άρθρου 8.

Άρθρο 4

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα ύδατα που περιέχουν σαλμονίδες και τα ύδατα κυπρινιδών και, στη συνέχεια, δύνανται να προβούν σε συμπληρωματικούς καθορισμούς.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβούν σε αναθεώρηση του καθορισμού ορισμένων υδάτων βάσει παραγόντων που δεν είχαν προβλεφθεί κατά την ημερομηνία του καθορισμού, λαμβανομένης υπόψη της αρχής του άρθρου 8.

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη καταρτίζουν προγράμματα με σκοπό να μειώσουν τη ρύπανση και να εξασφαλίσουν ότι τα καθορισθέντα ύδατα είναι σύμφωνα με τις τιμές που ορίζονται από τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 3 καθώς και με τις ενδείξεις που περιέχονται στις στήλες G και I του παραρτήματος I, εντός πέντε ετών από τον καθορισμό που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4.

Άρθρο 6

1.   Για την εφαρμογή του άρθρου 5, τα καθορισθέντα ύδατα θεωρούνται ότι συμφωνούν με την παρούσα οδηγία, εάν τα δείγματα που ελήφθησαν κατά τη μικρότερη συχνότητα που προβλέπεται στο παράρτημα I, στον αυτό τόπο δειγματοληψίας και κατά τη διάρκεια δώδεκα μηνών, δεικνύουν ότι έχουν τηρηθεί οι τιμές που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3, όπως και οι ενδείξεις που περιέχονται στις στήλες G και I του παραρτήματος I, ως προς τα εξής:

α)

το 95 % των δειγμάτων για τις ακόλουθες παραμέτρους: pH, BOD5, νιτρώδη, μη ιονισμένη αμμωνία, συνολικό αμμώνιο, συνολικό υπολειμματικό χλώριο, συνολικός ψευδάργυρος και διαλελυμένος χαλκός. Εάν η συχνότητα της δειγματοληψίας είναι μικρότερη του ενός δείγματος ανά μήνα, οι ανωτέρω αναφερόμενες τιμές και ενδείξεις, πρέπει να τηρούνται για όλα τα δείγματα·

β)

τα ειδικά ποσοστά που απαριθμούνται στο παράρτημα I για τις ακόλουθες παραμέτρους: θερμοκρασία και διαλελυμένο οξυγόνο·

γ)

τη μέση συγκέντρωση που ορίζεται για την παράμετρο: «αιωρούμενα στερεά».

2.   Η μη τήρηση των τιμών που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3 ή των ενδείξεων που περιέχονται στις στήλες G και I του παραρτήματος I, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των προβλεπομένων στην παράγραφο I ποσοστών, εάν είναι συνέπεια πλημμυρών ή άλλων φυσικών καταστροφών.

Άρθρο 7

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προβαίνουν σε δειγματοληψίες την ελαχίστη συχνότητα των οποίων ορίζει το παράρτημα I.

2.   Εάν η αρμοδία αρχή διαπιστώσει ότι η ποιότητα των καθορισθέντων υδάτων είναι πολύ ανώτερη της ποιότητας που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των τιμών που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 και των ενδείξεων που περιέχονται στις στήλες G και I του παραρτήματος I, η συχνότητα των λήψεων μπορεί να μειωθεί. Εάν δεν υπάρχει ρύπανση ούτε κίνδυνος χειροτέρευσης της ποιότητος των υδάτων, η αρμοδία αρχή δύναται να αποφασίσει ότι δεν είναι αναγκαία η δειγματοληψία.

3.   Εάν, μετά από δειγματοληψία, αποδεικνύεται ότι η τιμή που ορίζει κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3 ή ότι οι ενδείξεις που περιέχονται στις στήλες G ή I του παραρτήματος I δεν έχουν τηρηθεί, το κράτος μέλος ορίζει εάν τούτο είναι τυχαίο, εάν είναι συνέπεια φυσικού φαινομένου ή εάν οφείλεται σε ρύπανση και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

4.   Ο ακριβής τόπος δειγματοληψίας, η απόσταση του τόπου αυτού από το πλησιέστερο σημείο απόρριψης ρύπων, καθώς και το βάθος από το οποίο λαμβάνονται τα δείγματα, ορίζονται από την αρμοδία αρχή κάθε κράτους μέλους σε συνάρτηση ιδίως με τις τοπικές συνθήκες του περιβάλλοντος.

5.   Ορισμένες μέθοδοι αναλύσεως αναφοράς για τον υπολογισμό των σχετικών παραμέτρων, ορίζονται στο παράρτημα I. Τα εργαστήρια που χρησιμοποιούν άλλες μεθόδους πρέπει να βεβαιώνονται ότι τα εξαχθέντα αποτελέσματα είναι ισοδύναμα ή συγκρίσιμα με τα προσδιοριζόμενα στο παράρτημα I.

Άρθρο 8

Η εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να έχει ως αποτέλεσμα την άμεση ή έμμεση αύξηση της ρύπανσης των γλυκών υδάτων.

Άρθρο 9

Τα κράτη μέλη μπορούν, οποτεδήποτε, να ορίζουν για τα καθορισθέντα ύδατα τιμές πιο περιοριστικές από τις τιμές που προβλέπει η παρούσα οδηγία. Μπορούν επίσης να εκδίδουν διατάξεις για παραμέτρους διαφορετικές από αυτές που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 10

Σε περίπτωση κατά την οποία γλυκά ύδατα διασχίζουν ή αποτελούν τα σύνορα μεταξύ κρατών μελών και ένα από τα κράτη αυτά σκοπεύει να καθορίσει αυτά τα ύδατα, τα κράτη αυτά κατόπιν διαβουλεύσεων προσδιορίζουν το τμήμα των υδάτων εκείνων επί των οποίων δύναται να εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία ως και τις συνέπειες που συνεπάγονται οι από κοινού αντικειμενικοί στόχοι ποιότητος, οι οποίες θα ορισθούν μετά την από κάθε ενδιαφερόμενο κράτος έκφραση απόψεων. Η Επιτροπή δύναται να συμμετέχει στις συσκέψεις αυτές.

Άρθρο 11

Τα κράτη μέλη δύνανται να παρεκκλίνουν από την παρούσα οδηγία:

α)

για ορισμένες παραμέτρους, που σημειώνονται με (0) στο παράρτημα I, λόγω εξαιρετικών καιρικών συνθηκών, ή ειδικών γεωγραφικών συνθηκών·

β)

όταν τα καθορισθέντα ύδατα υφίστανται φυσικό εμπλουτισμό με ορισμένες ουσίες, με αποτέλεσμα να μην τηρούνται οι τιμές που ορίζει το παράρτημα I.

Ως φυσικός εμπλουτισμός νοείται η διαδικασία με την οποία καθορισθείσα ποσότητα ύδατος δέχεται από το έδαφος ουσίες που περιέχονται σ’ αυτό, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.

Άρθρο 12

Οι αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο των τιμών G των παραμέτρων και των μεθόδων ανάλυσης, που περιέχονται στο παράρτημα I, εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 13 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο, καλούμενη στο εξής «επιτροπή».

2.   Οσάκις γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 14

Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αφορούν:

α)

τα ύδατα που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, υπό συνοπτική μορφή·

β)

την αναθεώρηση του καθορισμού ορισμένων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

γ)

τις διατάξεις που εκδίδονται για τον ορισμό νέων παραμέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9·

δ)

την εφαρμογή παρεκκλίσεων από τις τιμές που απαριθμούνται στην στήλη I του παραρτήματος I.

Γενικότερα, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, μετά από αιτιολογημένη αίτησή της, τις αναγκαίες πληροφορίες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 15

Κάθε τρία χρόνια, και για πρώτη φορά για το χρονικό διάστημα από το 1993 έως το 1995 συμπεριλαμβανομένου, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή πληροφορίες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας με τομεακή έκθεση, η οποία καλύπτει και τις άλλες σχετικές κοινοτικές οδηγίες. Η έκθεση αυτή καταρτίζεται βάσει ερωτηματολογίου ή σχεδιαγράμματος, το οποίο συντάσσει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1991, για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων που αφορούν την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών για το περιβάλλον (7), Το ερωτηματολόγιο ή το σχεδιάγραμμα αυτό αποστέλλεται στα κράτη μέλη έξι μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου που καλύπτει η έκθεση. Η έκθεση υποβάλλεται στην Επιτροπή εντός εννέα μηνών από τη λήξη της τριετίας την οποία καλύπτει.

Η Επιτροπή δημοσιεύει κοινοτική έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας εντός εννέα μηνών από την παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών.

Άρθρο 16

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που εκδίδουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 17

Η οδηγία 78/659/ΕΟΚ καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙΙΙ μέρος Β.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και θα πρέπει να διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙV.

Άρθρο 18

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή μέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 19

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 6 Σεπτεμβρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

P. LEHTOMÄKI


(1)  ΕΕ C 117 της 30.4.2004, σ. 11.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 (ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004, σ. 545) και απόφαση του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 2006.

(3)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(4)  Βλέπε παράρτημα ΙΙΙ, μέρος Α.

(5)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(7)  ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ

Παράμετρος

Ύδατα σαλμονιδών

Ύδατα κυπρινιδών

Μέθοδοι ανάλυσης ή ελέγχου

Ελαχίστη συχνότης δειγματοληψίας και μέτρησης

Παρατηρήσεις

G

I

G

I

1.

Θερμοκρασία (°C)

1.

Η θερμοκρασία που μετράται κατάντι του σημείου εκβολής της θερμικής ρυπάνσεως (στο άκρο της ζώνης αναμίξεως) δεν πρέπει να υπερβαίνει τη φυσική θερμοκρασία πέραν των:

Θερμομετρία

Εβδομαδιαία, ανάντη και κατάντη του σημείου εκβολής της θερμικής ρύθμισης.

Απότομες τροποποιήσεις της θερμοκρασίας πρέπει να αποφεύγονται.

 

1,5 °C

 

3 °C

 

Περιορισμένες γεωγραφικά παρεκκλίσεις μπορούν να αποφασίζονται από τα κράτη μέλη σε ειδικές περιπτώσεις, εάν η αρμοδία αρχή μπορεί να αποδείξει ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν θα έχουν επιβλαβείς συνέπειες στην ισόρροπη ανάπτυξη του πληθυσμού των ιχθύων.

 

2.

Η εκβολή θερμικής ρύπανσης δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια το να υπερβαίνει η θερμοκρασία, μέσα στην ζώνη που βρίσκεται κατάντη του σημείου της εκβολής (στο άκρο της ζώνης ανάμιξης), τις ακόλουθες τιμές:

 

 

 

21,5 (0)

 

28 (0)

10 (0)

10 (0)

Το όριο της θερμοκρασίας των 10 °C δεν εφαρμόζεται παρά κατά τις περιόδους αναπαραγωγής των ειδών που έχουν ανάγκη κρύου ύδατος για την αναπαραγωγή τους και μόνο σε ύδατα που είναι ικανά να περιέχουν τέτοια είδη.

Μπορεί, παρόλα αυτά, να σημειωθεί υπέρβαση των ορίων της θερμοκρασίας κατά 2 % του χρόνου.

2.

Διαλελυμένο οξυγόνο

(mg/l O2)

50 % ≥ 9

100 % ≥ 7

50 % ≥ 9

50 % ≥ 8

100 % ≥ 5

50 % ≥ 7

Μέθοδος του Winkler ή ειδικά ηλεκτρόδια (ηλεκτροχημική μέθοδος).

Μηνιαία, με ένα τουλάχιστον αντιπροσωπευτικό δείγμα μικρής περιεκτικότητας σε οξυγόνο κατά την ημέρα της δειγματοληψίας.

Παρ' όλα ταύτα, αν αναμένονται σημαντικές ημερήσιες μεταβολές, πρέπει να πραγματοποιούνται δύο δειγματοληψίες ημερησίως.

 

Όταν η περιεκτικότητα σε οξυγόνο πέφτει κάτω των 6 mg/l, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 3. Η αρμοδία αρχή πρέπει να αποδείξει ότι αυτή η κατάσταση δεν θα έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ισόρροπη ανάπτυξη του πληθυσμού των ιχθύων.

Όταν η περιεκτικότητα σε οξυγόνο πέφτει κάτω των 4 mg/l, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 3. Η αρμοδία αρχή πρέπει να αποδείξει ότι αυτή η κατάσταση δε θα έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ισόρροπη ανάπτυξη του πληθυσμού των ιχθύων.

3.

 

6-9 (0) (1)

 

6-9 (0) (1)

Ηλεκτρομετρία: Βαθμονόμηση μέσω δύο ρυθμιστικών διαλυμάτων γνωστού pH, παραπλησίου και κατά προτίμηση εκατέρωθεν της τιμής του pH που πρόκειται να μετρηθεί.

Μηνιαίως

 

4.

Αιωρούμενες ύλες

(mg/l)

≤ 25 (0)

 

≤ 25 (0)

 

Για διήθηση σε μεμβράνη διηθήσεως 0,45 μm ή με φυγοκέντρηση (ελάχιστος χρόνος πέντε λεπτών, μέση επιτάχυνση 2 800 - 3 200 g), ξήρανση σε 105 °C ζύγιση.

 

Οι αναφερόμενες τιμές αφορούν μέσες συγκεντρώσεις και δεν εφαρμόζονται στα εναιωρήματα με επιβλαβείς χημικές ιδιότητες.

Οι πλημμύρες είναι ικανές να προκαλέσουν ιδιαίτερα υψηλές συγκεντρώσεις.

5.

BOD5

(mg/l O2)

≤ 3

 

≤ 6

 

Καθορισμός του O2 με την μέθοδο του Winkler πριν και μετά την επώαση 5 ημερών σε πλήρες σκότος σε 20 ± 1 °C (χωρίς να εμποδίζεται η αζωτοποίηση).

 

 

6.

Ολικός φωσφόρος

(mg/l P)

 

 

 

 

Φασματομετρία μοριακής απορροφήσεως.

 

Όσον αφορά τις λίμνες το μέσο βάθος των οποίων κυμαίνεται μεταξύ 18 και 300 m, μπορεί ενδεχομένως να εφαρμοσθεί ο παρακάτω

Formula

τύπος:

L

=

βάρος εκφρασμένο σε mgP ανά τετραγωνικό μέτρο επιφανείας της λίμνης κατά τη διάρκεια ενός έτους

Formula

=

μέσο βάθος της λίμνης εκφρασμένο σε μέτρα

Tw

=

θεωρητικός χρόνος ανανέωσης των υδάτων της λίμνης εκφρασμένος σε έτη.

Στις άλλες περιπτώσεις, οι οριακές τιμές των 0,2 mg/l για τα ύδατα σαλμονιδών και 0,4 mg/l για τα ύδατα κυπρινιδών εκφρασμένα σε PO4, μπορούν να θεωρούνται ως ενδεικτικές τιμές που επιτρέπουν τη μείωση του ευτροφισμού.

7.

Νιτρικά

(mg/l NO2)

≤ 0,01

 

≤ 0,03

 

Φασματομετρία μοριακής απορροφήσεως.

 

 

8.

Φαινολικές ενώσεις

(mg/l C6H5OH)

 

 (2)

 

 (2)

Γευστική εξέταση

 

Η γευστική εξέταση πραγματοποιείται μόνον εάν πιθανολογείται η παρουσία φαινολικών ενώσεων.

9.

Υδρογονάνθρακες με προέλευση το πετρέλαιο

 

 (3)

 

 (3)

Οπτική εξέταση

Γευστική εξέταση

Μηνιαίως

Οπτική εξέταση πραγματοποιείται κάθε μήνα· η γευστική εξέταση πραγματοποιείται εάν πιθανολογείται η παρουσία υδρογονανθράκων.

10.

Αμμωνία μη ιονισμένη

(mg/l ΝΗ3)

≤ 0,005

≤ 0,025

≤ 0,005

≤ 0,025

Φασματομετρία μοριακής απορρόφησης δια του κυανού της ινδοφαινόλης ή κατά τη μέθοδο του Νέσσλερ που σχετίζεται με τον προσδιορισμό του pH και της θερμοκρασίας.

Μηνιαίως

Οι τιμές για την αμμωνία δύνανται να υπερβαίνουν το όριο, εφόσον πρόκειται για μη σημαντικές τιμές που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Για να μειωθεί ο κίνδυνος τοξικότητος που οφείλεται σε αμμωνία, κατανάλωσης οξυγόνου που οφείλεται σε αζωτοποίηση και ευτροφισμού, οι συγκεντρώσεις συνολικού αμμωνίου δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις επόμενες:

11.

Συνολικό αμμώνιο

(mg/l NH4)

≤ 0,04

≤ 1 (4)

≤ 0,2

≤ 1 (4)

12.

Συνολικό υπολειμματικό χλώριο

(mg/l HOCl)

 

≤ 0,005

 

≤ 0,005

Μέθοδος DPD (διαιθυλοπαραφαινυλενοδιαμίνη).

Μηνιαίως

Οι τιμές I αντιστοιχούν σε pH 6.

Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις συνολικού χλωρίου γίνονται δεκτές, εφόσον το pH είναι υψηλότερο.

13.

Συνολικός ψευδάργυρος

(mg/l Zn)

 

≤ 0,3

 

≤ 1,0

Φασματομετρία ατομικής απορροφήσεως.

Μηνιαίως

Οι τιμές I αντιστοιχούν σε σκληρότητα του ύδατος ίση προς 100 mg/l CaCO3.

Για σκληρότητα περιλαμβανομένη μεταξύ 10 και 500 mg/l, οι αντίστοιχες οριακές τιμές μπορούν να ανευρεθούν στο παράρτημα II.

14.

Διαλελυμένος χαλκός

(mg/l Cu)

≤ 0,04

 

≤ 0,04

 

Φασματομετρία ατομικής απορροφήσεως.

 

Οι τιμές G αντιστοιχούν σε σκληρότητα ύδατος 100 mg/l CaCO3.

Για σκληρότητα περιλαμβανομένη μεταξύ 10 και 300 mg/l, οι αντίστοιχες οριακές τιμές μπορούν να ανευρεθούν στο παράρτημα II.

Γενική παρατήρηση

Υπογραμμίζεται ότι, όσον αφορά τον προσδιορισμό των τιμών των παραμέτρων, εικάζεται ότι οι άλλες παράμετροι, είτε αναφέρονται είτε δεν αναφέρονται στο παρόν παράρτημα, είναι ευνοϊκές. Τούτο συνεπάγεται ιδίως ότι οι συγκεντρώσεις σε βλαπτικές ουσίες διάφορες από τις απαριθμούμενες δεν είναι μεγάλες.

Εάν δύο ή περισσότερες επιβλαβείς ουσίες εμφανίζονται αναμεμειγμένες, είναι δυνατόν να προκύψουν σημαντικά σωρευτικά προβλήματα (προσθετικά ή ανταγωνιστικά και συνεργατικά προβλήματα).

Συντομογραφίες:

G

=

οδηγός

I

=

επιτακτικό

(0)

=

δυνατές αποκλίσεις σύμφωνα με το άρθρο 11.


(1)  Οι τεχνικές διακυμάνσεις του pH κατ’ αναλογία προς τις μη επηρεασθείσες τιμές δεν πρέπει να υπερβαίνουν ±0,5 μονάδες pH εντός των ορίων των συμπεριλαμβανομένων μεταξύ 6,0 και 9,0 υπό την προϋπόθεση ότι οι διακυμάνσεις αυτές δεν αυξάνουν τη βλαπτικότητα άλλων ουσιών εμφανιζομένων εντός του ύδατος.

(2)  Οι φαινολικές ενώσεις δεν πρέπει να εμφανίζονται σε συγκεντρώσεις τέτοιου βαθμού ώστε να αλλοιώνουν τη γεύση του ιχθύος.

(3)  Τα παράγωγα πετρελαίου δεν πρέπει να εμφανίζονται στα ύδατα σε τέτοιες ποσότητες ώστε:

να σχηματίζουν ορατή κηλίδα στην επιφάνεια του ύδατος, ή να εναποθέτονται ανά στρώματα στην κοίτη των ρεόντων υδάτων και των λιμνών,

να προσδίδουν στους ιχθείς αισθητή γεύση υδρογονανθράκων,

να επιφέρουν επιβλαβείς συνέπειες στους ιχθείς.

(4)  Σε ειδικές γεωγραφικές ή κλιματολογικές συνθήκες, και ιδίως στην περίπτωση χαμηλών θερμοκρασιών του ύδατος και ελαττωμένης αζωτοποιήσεως ή όταν η αρμόδια αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν υφίστανται επιβλαβείς συνέπειες για την ισόρροπη ανάπτυξη των ιχθύων, τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν τιμές ανώτερες του 1 mg/l.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΙΑΛΕΛΥΜΕΝΟ ΧΑΛΚΟ

Συνολικός ψευδάργυρος

(βλέπε παράρτημα I αριθμός 13, στήλη «Παρατηρήσεις»)

Συγκεντρώσεις σε συνολικό ψευδάργυρο (mg/l Zn) σε συνάρτηση με ποικίλες τιμές σκληρότητας του ύδατος, μεταξύ 10 και 500 mg/l CaCO3:

 

Σκληρότητα του ύδατος (mg/l CaCO3)

10

50

100

500

Ύδατα περιέχοντα σολoμονίδες (mg/l Zn)

0,03

0,2

0,3

0,5

Ύδατα περιέχοντα κυπρινίδες (mg/l Zn)

0,3

0,7

1,0

2,0

Διαλελυμένος χαλκός

(βλέπε παράρτημα I αριθμός 14, στήλη «Παρατηρήσεις»)

Συγκεντρώσεις σε διαλελυμένο χαλκό (mg/l Cu) σε συνάρτηση με διαφορετικές τιμές σκληρότητας του ύδατος, μεταξύ 10 και 300 mg/l CaCO3:

 

Σκληρότητα του ύδατος (mg/l CaCO3)

10

50

100

300

mg/l Cu

0,005 (1)

0,022

0,04

0,112


(1)  Η παρουσία ιχθύων σε ύδατα περιέχοντα μεγαλύτερες συγκεντρώσεις χαλκού είναι δυνατόν να δεικνύει την ύπαρξη διαλελυμένων οργανικών ενώσεων του χαλκού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Μέρος A

Καταργούμενη οδηγία με τις διαδοχικές τροποποιήσεις της

(περί των οποίων το άρθρο 17)

Οδηγία 78/659/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 1) (1)

 

Οδηγία 91/692/ΕOΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48)

Μόνον όσον αφορά το παράρτημα Ι στοιχείο γ)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 807/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36)

Μόνον όσον αφορά το παράρτημα ΙΙΙ σημείο 26

Μέρος B

Κατάλογος ημερομηνιών ενσωμάτωσης στο εσωτερικό δίκαιο

(περί των οποίων το άρθρο 17)

Οδηγία

Λήξη προθεσμίας ενσωμάτωσης

78/659/ΕΟΚ

20ή Ιουλίου 1980

91/692/ΕOΚ

1η Ιανουαρίου 1993


(1)  Η οδηγία 78/659/ΕΟΚ τροποποιήθηκε και από τις ακόλουθες μη καταργούμενες πράξεις:

πράξη προσχώρησης του 1979,

πράξη προσχώρησης του 1985,

πράξη προσχώρησης του 1994.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 78/659/ΕΟΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3 εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 1 παράγραφος 3 εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 1 παράγραφος 3 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 3 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 4 εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 1 παράγραφος 4 εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 1 παράγραφος 4 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 4 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6 παράγραφος 1 εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 6 παράγραφος 1 εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Άρθρο 13 παράγραφος 1 και άρθρο 14

Άρθρο 13

Άρθρο 15 πρώτο εδάφιο εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 14 πρώτο εδάφιο εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 15 πρώτο εδάφιο πρώτη περίπτωση

Άρθρο 14 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 15 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 14 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 15 πρώτο εδάφιο τρίτη περίπτωση

Άρθρο 14 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ)

Άρθρο 15 πρώτο εδάφιο τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 14 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ)

Άρθρο 15 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16

Άρθρο 15

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Παράρτημα Ι

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙΙ

Παράρτημα ΙV


25.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 264/32


ΟΔΗΓΊΑ 2006/68/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Σεπτεμβρίου 2006

για τροποποίηση της οδηγίας 77/91/EOK του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η δεύτερη οδηγία 77/91/EΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (3), ορίζει τις απαιτήσεις για πλείονα μέτρα σχετικά με το κεφάλαιο που λαμβάνονται από τις εταιρείες αυτές.

(2)

Στην από 21 Μαΐου 2003 ανακοίνωσή της στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «Εκσυγχρονισμός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Ένα πρόγραμμα για την επίτευξη προόδου», η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απλούστευση και ο εκσυγχρονισμός της οδηγίας 77/91/EΟΚ θα συνέβαλλαν ουσιαστικά στην προώθηση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να περιορίσουν την προστασία των μετόχων και των πιστωτών. Οι στόχοι αυτοί αποτελούν πρώτη προτεραιότητα, αλλά δεν αναιρούν την ανάγκη πραγματοποίησης, χωρίς χρονοτριβή, μιας εξέτασης σκοπιμότητας ως προς τις εναλλακτικές λύσεις που θα μπορούσαν να υπάρξουν σε σχέση με το καθεστώς διατήρησης του κεφαλαίου, με τις οποίες θα προστατεύονταν επαρκώς τα συμφέροντα των πιστωτών και των μετόχων μιας ανώνυμης εταιρείας.

(3)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στις ανώνυμες εταιρείες να κατανέμουν μετοχές έναντι εταιρικών εισφορών σε είδος χωρίς να χρειάζεται να προσφεύγουν σε εκτίμηση ειδικού εμπειρογνώμονα στις περιπτώσεις που υπάρχει σαφές σημείο αναφοράς για την εκτίμηση των εισφορών αυτών. Ωστόσο, θα πρέπει να εξασφαλίζεται το δικαίωμα των μετόχων μειοψηφίας να απαιτήσουν την εν λόγω εκτίμηση των εισφορών.

(4)

Θα πρέπει να επιτρέπεται στις ανώνυμες εταιρείες η απόκτηση ιδίων μετοχών μέχρι του ορίου των αποθεματικών προς διανομή της εταιρείας και η περίοδος για την οποία η απόκτηση αυτή μπορεί να επιτραπεί από τη γενική συνέλευση θα πρέπει να αυξηθεί έτσι ώστε να βελτιωθεί η ευελιξία και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος των εταιρειών οι οποίες πρέπει να αντιδρούν ταχέως στις εξελίξεις της αγοράς που επηρεάζουν την τιμή της μετοχής τους.

(5)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στις ανώνυμες εταιρείες να χορηγούν χρηματοδοτική συνδρομή ενόψει της απόκτησης των μετοχών τους από τρίτον μέχρι του ορίου των αποθεματικών προς διανομή της εταιρείας έτσι ώστε να αυξηθεί η ευελιξία όσον αφορά τις μεταβολές της ιδιοκτησιακής δομής του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε εγγυήσεις, εν όψει του στόχου της παρούσας οδηγίας να προστατευθούν τα συμφέροντα τόσο των μετόχων όσο και των τρίτων.

(6)

Για να ενισχυθεί η ομοιόμορφη προστασία των πιστωτών σε όλα τα κράτη μέλη, οι πιστωτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες όταν διακυβεύεται η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους λόγω μείωσης του κεφαλαίου μιας ανώνυμης εταιρείας.

(7)

Για να αποφευχθεί τυχόν κατάχρηση αγοράς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τις διατάξεις της οδηγίας 2003/6/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (4), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (5), και την οδηγία 2004/72/EΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/EΚ όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών (6).

(8)

Συνεπώς, η οδηγία 77/91/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί κατάλληλα.

(9)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για καλύτερη νομοθεσία (7), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καταρτίσουν, προς ίδια χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς, και να τους δημοσιοποιήσουν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 77/91/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 1 παράγραφος 1, η εικοστή πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται ως εξής:

«—

για την Ουγγαρία:

nyilvánosan működő részvénytársaság»

.

2.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 10α

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, μετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, παρέχονται ως εισφορές σε είδος κινητές αξίες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (8), ή μέσα χρηματαγοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 19 της ίδιας οδηγίας και οι κινητές αυτές αξίες ή τα μέσα χρηματαγοράς αποτιμούνται στη μέση σταθμισμένη τιμή στην οποία αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μια ή περισσότερες ρυθμιζόμενες αγορές, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της προαναφερθείσας οδηγίας για επαρκές χρονικό διάστημα, που καθορίζεται βάσει του εθνικού δικαίου, πριν από την πραγματική ημερομηνία της σχετικής εισφοράς σε είδος.

Ωστόσο, όταν η τιμή αυτή έχει επηρεαστεί από εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούν να μεταβάλουν αισθητά την αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά την πραγματική ημερομηνία της εισφοράς τους, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου η αγορά τέτοιων κινητών αξιών ή μέσων χρηματαγοράς έχει παύσει να έχει ρευστότητα, γίνεται αναπροσαρμογή της αξίας με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως. Για τους σκοπούς της προαναφερθείσας αναπροσαρμογής εφαρμόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, μετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, παρέχονται ως εισφορά σε είδος περιουσιακά στοιχεία άλλα από τις κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς της παραγράφου 1, τα οποία έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα και όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εύλογη αξία έχει προσδιοριστεί για ημερομηνία που δεν μπορεί να προηγείται άνω των έξι μηνών της πραγματικής ημερομηνίας εισφοράς των περιουσιακών στοιχείων·

β)

η αποτίμηση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες και τις αρχές αποτίμησης του κράτους μέλους, που ισχύουν για το είδος των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται.

Όταν συντρέχουν νέες περιστάσεις, που μπορούν να μεταβάλουν αισθητά την εύλογη αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά την πραγματική ημερομηνία της εισφοράς τους, γίνεται αναπροσαρμογή της αξίας με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διεύθυνσης. Για τους σκοπούς της προαναφερθείσας αναπροσαρμογής εφαρμόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3.

Εν απουσία της εν λόγω αναπροσαρμογής, ένας ή περισσότεροι μέτοχοι που κατέχουν συνολικό ποσοστό τουλάχιστον 5 % του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρείας κατά την ημέρα που λαμβάνεται απόφαση περί αυξήσεως του κεφαλαίου μπορούν να ζητήσουν αποτίμηση από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, οπότε εφαρμόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3. Οι εν λόγω μέτοχοι μπορούν να υποβάλουν το αίτημα αυτό μέχρι την πραγματική ημερομηνία της εισφοράς σε είδος, υπό τον όρο ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος, οι εν λόγω μέτοχοι εξακολουθούν να κατέχουν συνολικό ποσοστό τουλάχιστον 5 % του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρείας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την ημέρα που ελήφθη η απόφαση περί αυξήσεως του κεφαλαίου.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, μετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, η εισφορά σε είδος συνίσταται σε περιουσιακά στοιχεία άλλα από τις κινητές αξίες και τα μέσα της χρηματαγοράς της παραγράφου 1 η εύλογη αξία των οποίων προκύπτει, για κάθε κατ’ ιδίαν περιουσιακό στοιχείο, από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους εφόσον οι υποχρεωτικοί λογαριασμοί αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών (9).

Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 10β

1.   Όταν πραγματοποιείται εισφορά σε είδος όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 10α χωρίς να έχει υποβληθεί η έκθεση εμπειρογνώμονα του άρθρου 10 παράγραφοι 1, 2 και 3, εκτός από τις απαιτήσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο η) και εντός ενός μηνός από την πραγματική ημερομηνία της εισφοράς περιουσιακών στοιχείων, δημοσιεύεται δήλωση που περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

περιγραφή της σχετικής εισφοράς σε είδος·

β)

την αξία της, την προέλευση της αποτίμησης αυτής και, εφ' όσον απαιτείται, τη μέθοδο αποτίμησης·

γ)

δήλωση για το αν η αξία που προκύπτει αντιστοιχεί τουλάχιστον στον αριθμό, την ονομαστική αξία ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονομαστικής αξίας, στη λογιστική αξία, και, ενδεχομένως, στο πρόσθετο ποσό που καταβάλλεται επί των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν έναντι της εν λόγω εισφοράς·

δ)

δήλωση ότι δεν συντρέχουν νέες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική αποτίμηση.

Η δημοσίευση αυτή πραγματοποιείται με τον τρόπο που ορίζει η νομοθεσία κάθε κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 68/151/EΟΚ.

2.   Όταν προτείνεται εισφορά σε είδος, χωρίς να έχει υποβληθεί η έκθεση εμπειρογνώμονα του άρθρου 10 παράγραφοι 1, 2 και 3, για την αύξηση του κεφαλαίου που προτείνεται στο πλαίσιο του άρθρου 25 παράγραφος 2, δημοσιεύεται, κατά τον τρόπο που ορίζει η νομοθεσία κάθε κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 68/151/EΟΚ, μια ανακοίνωση που περιλαμβάνει την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου και τις πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, προτού πραγματοποιηθεί η εισφορά σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, η ανακοίνωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιορίζεται στη δήλωση ότι δεν έχουν συντρέξει νέες περιστάσεις μετά τη δημοσίευση της προαναφερθείσας ανακοίνωσης.

3.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει επαρκείς εγγυήσεις για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τη διαδικασία του άρθρου 10α και του παρόντος άρθρου όταν πραγματοποιείται εισφορά σε είδος χωρίς να έχει υποβληθεί έκθεση εμπειρογνώμονα όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3.

3.

Στο άρθρο 11 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α)

Η φράση «άρθρο 10» αντικαθίσταται από τη φράση «άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3».

β)

Προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Τα άρθρα 10α και 10β εφαρμόζονται αναλόγως»

.

4.

Στο άρθρο 19, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη της αρχής της ίσης μεταχείρισης όλων των μετόχων που βρίσκονται στην ίδια θέση, και της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (10), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε μια εταιρεία να αποκτήσει δικές της μετοχές είτε αυτή η ίδια είτε μέσω προσώπου το οποίο ενεργεί επ’ ονόματί του αλλά για λογαριασμό της εταιρείας αυτής. Εφόσον η απόκτηση αυτή επιτρέπεται, τα κράτη μέλη την εξαρτούν από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η γενική συνέλευση χορηγεί την έγκριση αποκτήσεως και ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις των προβλεπομένων αποκτήσεων και κυρίως τον ανώτατο αριθμό μετοχών που είναι δυνατό να αποκτηθούν, τη διάρκεια για την οποία χορηγείται η έγκριση, το ανώτατο όριο της οποίας θα καθοριστεί από την εθνική νομοθεσία χωρίς να υπερβαίνει, ωστόσο, τα 5 έτη και, σε περίπτωση αποκτήσεως από επαχθή αιτία, τα ανώτατα και κατώτατα όρια της αξίας. Τα μέλη των διοικητικών οργάνων ή της διευθύνσεως υποχρεούνται να μεριμνούν ότι, κατά τον χρόνο πραγματοποίησης κάθε απόκτησης που έχει εγκριθεί, τηρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων β) και γ)·

β)

η απόκτηση μετοχών, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών τις οποίες απέκτησε προηγουμένως η εταιρεία και διατηρεί σε χαρτοφυλάκιο και μετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο το οποίο ενεργούσε επ’ ονόματί του αλλά για λογαριασμό της εταιρείας αυτής, δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του καθαρού ενεργητικού σε ποσό κατώτερο από εκείνο που προσδιορίζεται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 15 παράγραφος 1·

γ)

η συναλλαγή μπορεί να αφορά μόνο μετοχές που έχουν εξοφληθεί πλήρως.

Περαιτέρω, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εξαρτούν την απόκτηση μετοχών κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η ονομαστική αξία ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονομαστικής αξίας, η λογιστική αξία των μετοχών που αποκτήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών τις οποίες απέκτησε προηγουμένως η εταιρεία και διατηρεί σε χαρτοφυλάκιο και των μετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο το οποίο ενεργούσε επ’ ονόματί του αλλά για λογαριασμό της εταιρείας αυτής, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει όριο που καθορίζεται από τα κράτη μέλη. Το όριο αυτό δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από το 10 % του καλυφθέντος κεφαλαίου·

ii)

η δυνατότητα της εταιρείας να αποκτά δικές της μετοχές κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, ο ανώτατος αριθμός των μετοχών που είναι δυνατό να αποκτηθούν, η διάρκεια για την οποία χορηγείται η εν λόγω δυνατότητα, ή το ανώτατο και κατώτατο όριο εισφοράς, πρέπει να προβλέπονται στο καταστατικό ή στην πράξη σύστασης της εταιρείας·

iii)

η εταιρεία συμμορφώνεται προς τις προσήκουσες απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και γνωστοποίησης·

iv)

ορισμένες εταιρείες, όπως προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη, μπορεί να υποχρεωθούν να ακυρώσουν τις αποκτηθείσες μετοχές, εφόσον ποσό ίσο προς την ονομαστική αξία των ακυρωνόμενων μετοχών περιλαμβάνεται σε αποθεματικό που δεν μπορεί να διανεμηθεί στους μετόχους, εκτός από περίπτωση μείωσης του καλυφθέντος κεφαλαίου. Το αποθεματικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών·

v)

η απόκτηση δεν θίγει την ικανοποίηση των αξιώσεων των πιστωτών.

5.

Στο άρθρο 20 παράγραφος 3, οι λέξεις «άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο α)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τα στοιχεία α) και β) του άρθρου 15 παράγραφος 1».

6.

Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε μία εταιρεία, είτε άμεσα είτε έμμεσα, να προβαίνει σε προκαταβολές, ή να χορηγεί δάνεια, ή να παρέχει εγγυήσεις στην περίπτωση αποκτήσεων μετοχών της από τρίτους, εξαρτούν τις συναλλαγές αυτές από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο.

Οι συναλλαγές πραγματοποιούνται με ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως με θεμιτούς όρους αγοράς, ιδίως όσον αφορά τους τόκους που εισπράττει η εταιρεία και τις εγγυήσεις που παρέχονται στην εταιρεία για τα δάνεια και τις προκαταβολές του πρώτου εδαφίου. Η πιστοληπτική θέση του τρίτου ή, σε περίπτωση πολυμερών συναλλαγών, κάθε αντισυμβαλλομένου έχει διερευνηθεί δεόντως.

Οι συναλλαγές υποβάλλονται από το διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση για προηγούμενη έγκριση στη γενική συνέλευση, η οποία αποφαίνεται σύμφωνα με τους κανόνες περί απαρτίας και πλειοψηφίας που ορίζονται στο άρθρο 40. Το διοικητικό όργανο ή η διεύθυνση έχει την υποχρέωση να παρουσιάσει γραπτή έκθεση στη γενική συνέλευση, η οποία αναφέρει τους λόγους της συναλλαγής, το ενδιαφέρον που η συναλλαγή παρουσιάζει για την εταιρεία, τους όρους της συναλλαγής, τους κινδύνους που εμπεριέχει η συναλλαγή για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα της εταιρείας και την τιμή στην οποία ο τρίτος θα αποκτήσει τις μετοχές. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο μητρώο για δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ.

Η συνολική χρηματοδοτική συνδρομή που παρέχεται σε τρίτους σε καμιά περίπτωση δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του καθαρού ενεργητικού σε ποσό κατώτερο από εκείνο που προσδιορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), συνυπολογιζομένης επίσης κάθε μείωσης του καθαρού ενεργητικού που ενδέχεται να έχει προκύψει με την απόκτηση, από την εταιρεία ή για λογαριασμό της, ιδίων μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1. Η εταιρεία συμπεριλαμβάνει στον ισολογισμό μεταξύ των στοιχείων του παθητικού ένα αποθεματικό, μη διανεμητέο, ίσο προς το ποσό της συνολικής χρηματοδοτικής συνδρομής.

Όταν αποκτώνται από τρίτον μέσω χρηματοδοτικής συνδρομής από την εταιρεία, ίδιες μετοχές της εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 1, ή πραγματοποιείται από τρίτον εγγραφή για μετοχές που εκδίδονται στο πλαίσιο αύξησης του καλυφθέντος κεφαλαίου, η απόκτηση αυτή ή η εγγραφή πραγματοποιείται σε εύλογη τιμή»

.

7.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 23α

Στις περιπτώσεις που μεμονωμένα μέλη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως της εταιρείας είναι μέρη συναλλαγής του άρθρου 23 παράγραφος 1 ή του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως μητρικής επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/EΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (11) ή η ίδια η μητρική επιχείρηση, ή πρόσωπα που ενεργούν επ’ ονόματί τους, αλλά για λογαριασμό μελών των οργάνων αυτών ή για λογαριασμό της επιχείρησης αυτής, είναι αντισυμβαλλόμενοι σε αυτή τη συναλλαγή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν μέσω επαρκών εγγυήσεων ότι η συναλλαγή αυτή δεν συγκρούεται με τα συμφέροντα της εταιρείας.

8.

Στο άρθρο 27 παράγραφος 2 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εφαρμόζονται το άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3, και τα άρθρα 10α και 10β»

.

9.

Στο άρθρο 32, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Σε περίπτωση μειώσεως του καλυφθέντος κεφαλαίου, τουλάχιστον οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως μειώσεως έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να λάβουν εγγύηση για τις απαιτήσεις που δεν είναι ληξιπρόθεσμες κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεώς της. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλείσουν το δικαίωμα αυτό μόνον όταν ο πιστωτής έχει επαρκείς εγγυήσεις ή όταν οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν είναι απαραίτητες λαμβανομένης υπόψη της εταιρικής περιουσίας.

Τα κράτη μέλη ορίζουν τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να απευθυνθούν στην αρμόδια διοικητική ή δικαστική αρχή για να λάβουν επαρκείς εγγυήσεις εφόσον μπορούν να αποδείξουν κατά τρόπο αξιόπιστο ότι η εν λόγω μείωση του καλυφθέντος κεφαλαίου θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, και ότι δεν έχουν δοθεί επαρκείς εγγυήσεις από την εταιρεία»

.

10.

Στο άρθρο 41, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από το άρθρο 9 παράγραφος 1, την πρώτη πρόταση του στοιχείου α) του άρθρου 19 παράγραφος 1, και τα άρθρα 25, 26 και 29 κατά τον βαθμό που οι παρεκκλίσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη θέσπιση ή την εφαρμογή διατάξεων που σκοπό έχουν να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του προσωπικού ή άλλων ομάδων προσώπων που ορίζονται από την εθνική νομοθεσία, στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων».

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 15 Απριλίου 2008.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 6 Σεπτεμβρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

P. LEHTOMÄKI


(1)  ΕΕ C 294 της 25.11.2005, σ. 1.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Μαρτίου 2006 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 2006.

(3)  ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003.

(4)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(5)  ΕΕ L 336 της 23.12.2003, σ. 33.

(6)  ΕΕ L 162 της 30.4.2004, σ. 70.

(7)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

(9)  ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87».

(10)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16».

(11)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/43/ΕΚ».