ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
17 Μαΐου 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 733/2006 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2006, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 734/2006 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2006, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης για την ιδιωτική αποθεματοποίηση ορισμένων τυριών κατά την περίοδο αποθεματοποίησης 2006/2007

3

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 735/2006 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2006, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2659/94 σχετικά με τις λεπτομέρειες των κανόνων χορήγησης ενισχύσεων για την ιδιωτική αποθεματοποίηση των τυριών grana padano, parmigiano reggiano και provolone

9

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 736/2006 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2006, σχετικά με τις μεθόδους εργασίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας για τη διενέργεια επιθεωρήσεων τυποποίησης ( 1 )

10

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 737/2006 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2006, για την τροποποίηση των δασμών κατά την εισαγωγή στον τομέα των σιτηρών που εφαρμόζονται από τις 17 Μαΐου 2006

16

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Επιτροπή

 

*

Αποφάση της Επιτροπής, της 3ης Ιανουαρίου 2006, σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε το Βασίλειο της Σουηδίας δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 5532]  ( 1 )

19

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Ιανουαρίου 2006, σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η Δημοκρατία της Φινλανδίας δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 5542]  ( 1 )

25

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Ιανουαρίου 2006, σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η Δημοκρατία της Αυστρίας δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2005) 5549]  ( 1 )

31

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 733/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Μαΐου 2006

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3223/94, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν, όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3223/94 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 17ης Μαΐου 2006

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Μαΐου 2006

Για την Επιτροπή

J. L. DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 66· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 386/2005 (ΕΕ L 62 της 9.3.2005, σ. 3).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2006, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

052

86,7

204

63,6

212

153,3

999

101,2

0707 00 05

052

124,3

628

155,5

999

139,9

0709 90 70

052

124,8

204

25,1

999

75,0

0805 10 20

204

35,5

212

64,4

220

36,9

400

20,3

448

50,4

624

49,1

999

42,8

0805 50 10

052

42,4

388

59,4

508

40,3

528

40,5

624

54,7

999

47,5

0808 10 80

388

85,2

400

118,4

404

110,0

508

78,0

512

81,6

524

61,2

528

95,6

720

85,0

804

109,7

999

91,6


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12). Ο κωδικός «999» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 734/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Μαΐου 2006

για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης για την ιδιωτική αποθεματοποίηση ορισμένων τυριών κατά την περίοδο αποθεματοποίησης 2006/2007

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 προβλέπει ότι μπορεί να αποφασιστεί η χορήγηση ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση για τα τυριά μακράς διατήρησης και για τα τυριά τα οποία παρασκευάζονται από πρόβειο ή/και αίγειο γάλα και απαιτούν τουλάχιστον έξι μήνες ωρίμανσης, εφόσον για τα τυριά αυτά οι εξελίξεις των τιμών και των αποθεμάτων μαρτυρούν την ύπαρξη σοβαρής ανισορροπίας της αγοράς, η οποία μπορεί να εξαλειφθεί ή να περιοριστεί μέσω εποχιακής αποθεματοποίησης.

(2)

Ο εποχιακός χαρακτήρας που αφορά την παραγωγή για τα τυριά μακράς διατήρησης και για τα τυριά pecorino romano, κεφαλοτύρι και κασέρι επιδεινώθηκε από τον αντίστροφο εποχιακό χαρακτήρα της κατανάλωσης. Εξάλλου, η κατάτμηση της παραγωγής των τυριών αυτών επιδεινώνει τις επιπτώσεις του εν λόγω εποχιακού χαρακτήρα. Ενδείκνυται, συνεπώς, η προσφυγή σε εποχιακή αποθεματοποίηση μέχρι του ύψους των ποσοτήτων που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ θερινής και χειμερινής παραγωγής.

(3)

Πρέπει να διευκρινιστούν οι τύποι των τυριών που είναι επιλέξιμοι για την ενίσχυση και να καθοριστούν οι ανώτατες ποσότητες που μπορούν να επωφεληθούν από την ενίσχυση καθώς και η διάρκεια των συμβάσεων συναρτήσει των πραγματικών αναγκών της αγοράς και των δυνατοτήτων διατήρησης των εν λόγω τυριών.

(4)

Είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν το περιεχόμενο της σύμβασης αποθεματοποίησης και τα βασικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστούν η ταυτοποίηση και ο έλεγχος των τυριών που καλύπτονται από τη σύμβαση. Τα ποσά της ενίσχυσης πρέπει να καθορίζονται με αναφορά στα έξοδα αποθεματοποίησης και στην ισορροπία που πρέπει να διατηρείται μεταξύ των τυριών για τα οποία χορηγείται η ενίσχυση και των άλλων τυριών που διατίθενται στην αγορά. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, καθώς και των διαθέσιμων πόρων, πρέπει να μειωθούν τα έξοδα ημερήσιας αποθήκευσης· το ποσό των χρηματοοικονομικών εξόδων πρέπει να υπολογιστεί βάσει επιτοκίου 2,5 %. Όσον αφορά τα πάγια έξοδα, το μέτρο ενίσχυσης δεν πρέπει πλέον να αντισταθμίζει άλλα πλην των παγίων εξόδων ημερήσιας αποθεματοποίησης και των χρηματοοικονομικών εξόδων, δεδομένου ότι η αποθεματοποίηση δεν προκαλεί συμπληρωματικά πάγια έξοδα, εφόσον αποτελεί μέρος της συνήθους διαδικασίας παρασκευής των τυριών αυτών.

(5)

Ενδείκνυται να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά την τεκμηρίωση, τη λογιστική καθώς και τη συχνότητα και τη φύση των ελέγχων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να προβλεφθεί για τα κράτη μέλη η δυνατότητα να επιβαρύνουν τον αντισυμβαλλόμενο με το σύνολο ή με ένα τμήμα των εξόδων ελέγχου.

(6)

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι μόνο τα ολόκληρα τυριά είναι επιλέξιμα για την ενίσχυση ιδιωτικής αποθεματοποίησης.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει λεπτομερείς κανόνες χορήγησης κοινοτικής ενίσχυσης για την ιδιωτική αποθεματοποίηση ορισμένων τυριών (εφεξής «ενίσχυση»), σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/1999, κατά τη διάρκεια της περιόδου αποθεματοποίησης 2006/2007.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοείται ως:

α)

«παρτίδα αποθεματοποίησης»: ποσότητα τυριών τουλάχιστον 2 τόνων, του ιδίου τύπου και η οποία εισέρχεται στο απόθεμα την ίδια μέρα στην ίδια αποθήκη·

β)

«ημέρα έναρξης συμβατικής αποθεματοποίησης»: η ημέρα που έπεται εκείνης της εισόδου στο απόθεμα·

γ)

«τελευταία ημέρα συμβατικής αποθεματοποίησης»: η ημέρα που προηγείται εκείνης της εξόδου από το απόθεμα·

δ)

«περίοδος αποθεματοποίησης»: η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας το τυρί μπορεί να καλυφθεί από το καθεστώς ιδιωτικής αποθεματοποίησης, όπως ορίζεται στο παράρτημα για κάθε τύπο τυριού.

Άρθρο 3

Τυριά επιλέξιμα για την ενίσχυση

1.   Η ενίσχυση χορηγείται για ορισμένα τυριά μακράς διατήρησης, τα τυριά pecorino romano και τα τυριά κεφαλοτύρι και κασέρι με τους όρους που καθορίζονται επακριβώς στο παράρτημα. Μόνον τα ολόκληρα τυριά είναι επιλέξιμα για ενίσχυση.

2.   Τα τυριά πρέπει να έχουν παρασκευασθεί στην Κοινότητα και να πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

να φέρουν, με χαρακτήρες ανεξίτηλους, την ένδειξη της επιχείρησης στην οποία έχουν παρασκευασθεί καθώς και την ημέρα και το μήνα παρασκευής· οι ενδείξεις αυτές μπορούν να αναγράφονται με κωδικοποιημένη μορφή·

β)

να έχουν περάσει από ποιοτική εξέταση που να τεκμηριώνει ότι παρέχουν επαρκή εχέγγυα τα οποία επιτρέπουν να προβλεφθεί η ταξινόμησή τους, μετά την ωρίμασή τους, στις κατηγορίες που καθορίζονται στο παράρτημα.

Άρθρο 4

Σύμβαση αποθεματοποίησης

1.   Οι συμβάσεις που αφορούν την ιδιωτική αποθεματοποίηση των τυριών συνάπτονται μεταξύ του οργανισμού παρέμβασης του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχουν αποθεματοποιηθεί τα τυριά και φυσικών ή νομικών προσώπων, εφεξής «αντισυμβαλλόμενοι».

2.   Η σύμβαση αποθεματοποίησης συντάσσεται γραπτώς με βάση αίτηση κατάρτισης σύμβασης.

Η αίτηση αυτή πρέπει να περιέλθει στον οργανισμό παρέμβασης το πολύ εντός 30 ημερών από την ημερομηνία εισόδου στο απόθεμα και αφορά μόνο τις παρτίδες τυριών για τις οποίες έχουν περατωθεί οι εργασίες εισόδου στο απόθεμα. Ο οργανισμός παρέμβασης πρωτοκολλά την αίτηση την ημέρα παραλαβής της.

Εάν η αίτηση περιέλθει στον οργανισμό παρέμβασης εντός 10 εργάσιμων ημερών μετά την ανώτατη προθεσμία, η σύμβαση αποθεματοποίησης μπορεί ακόμη να συναφθεί αλλά το ποσό της ενίσχυσης μειώνεται κατά 30 %.

3.   Η σύμβαση αποθεματοποίησης καταρτίζεται για μία ή περισσότερες παρτίδες και περιλαμβάνει ιδίως όρους σχετικούς με:

α)

την ποσότητα των τυριών για την οποία εφαρμόζεται η σύμβαση·

β)

τις σχετικές ημερομηνίες για την εκτέλεση της σύμβασης·

γ)

το ποσό της ενίσχυσης·

δ)

την ταυτοποίηση των αποθηκών.

4.   Η σύμβαση αποθεματοποίησης συνάπτεται εντός ανωτάτης προθεσμίας 30 ημερών, η οποία υπολογίζεται από την ημέρα πρωτοκόλλησης της αίτησης σύνταξης της σύμβασης.

5.   Για τα μέτρα ελέγχου, και κυρίως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 7, ο οργανισμός παρέμβασης συντάσσει συγγραφή υποχρεώσεων. Η σύμβαση αποθεματοποίησης παραπέμπει στην εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων.

Άρθρο 5

Είσοδος και έξοδος από το απόθεμα

1.   Οι περίοδοι των εργασιών εισόδου στο απόθεμα και εξόδου από το απόθεμα είναι αυτές που αναγράφονται στο παράρτημα.

2.   Η έξοδος από το απόθεμα διενεργείται ανά ακέραιες παρτίδες αποθεματοποίησης.

3.   Εάν, στο τέλος των 60 πρώτων ημερών της συμβατικής αποθεματοποίησης, διαπιστωθεί ότι η ποιοτική υποβάθμιση των τυριών είναι ανώτερη από εκείνη που κανονικά προκύπτει από τη διατήρηση, είναι δυνατόν να επιτραπεί στους αντισυμβαλλόμενους, μια φορά ανά παρτίδα αποθεματοποίησης, να αντικαταστήσουν, με δικές τους δαπάνες, τις αλλοιωμένες ποσότητες.

Όταν, κατά τη διάρκεια των ελέγχων ή κατά την έξοδο από το απόθεμα διαπιστωθούν αλλοιωμένες ποσότητες, για τις ποσότητες αυτές δεν καταβάλλεται ενίσχυση. Επιπλέον, η υπόλοιπη ποσότητα της παρτίδας που είναι επιλέξιμη για την ενίσχυση δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δύο τόνους.

Το δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται στην περίπτωση εξόδου μέρους μιας παρτίδας πριν από την έναρξη της περιόδου εξόδου από το απόθεμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή πριν από τη λήξη της ελάχιστης προθεσμίας αποθεματοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2.

4.   Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο, για να υπολογιστεί η ενίσχυση για τις ποσότητες που έχουν αντικατασταθεί, η πρώτη ημέρα της συμβατικής αποθεματοποίησης είναι η ημέρα έναρξης της συμβατικής αποθεματοποίησης.

Άρθρο 6

Όροι αποθεματοποίησης

1.   Το κράτος μέλος μεριμνά ώστε να τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις που παρέχουν δικαίωμα στην καταβολή της ενίσχυσης.

2.   Ο αντισυμβαλλόμενος ή, μετά από αίτηση ή από εξουσιοδότηση του κράτους μέλους, ο υπεύθυνος του αποθηκευτικού χώρου, διατηρεί στη διάθεση του αρμόδιου οργανισμού που έχει αναλάβει τον έλεγχο όλα τα έγγραφα που του επιτρέπουν κυρίως να εξακριβώσει, όσον αφορά τα προϊόντα που έχουν τεθεί υπό ιδιωτική αποθεματοποίηση, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την ιδιοκτησία τη στιγμή εισόδου στην αποθεματοποίηση·

β)

την καταγωγή και την ημερομηνία παρασκευής των τυριών·

γ)

την ημερομηνία εισόδου στην αποθεματοποίηση·

δ)

την παρουσία στον αποθηκευτικό χώρο και τη διεύθυνση του αποθηκευτικού χώρου·

ε)

την ημερομηνία εξόδου από το απόθεμα.

3.   Ο αντισυμβαλλόμενος ή, ενδεχομένως, ο υπεύθυνος του αποθεματικού χώρου, τηρεί για κάθε σύμβαση λογιστική υλικών, διαθέσιμη στον αποθηκευτικό χώρο, που περιλαμβάνει:

α)

την ταυτοποίηση, ανά αριθμό παρτίδας αποθεματοποίησης, των προϊόντων που έχουν τεθεί υπό ιδιωτική αποθεματοποίηση·

β)

τις ημερομηνίες εισόδου και εξόδου από το απόθεμα·

γ)

τον αριθμό των τυριών και το βάρος τους, ανά παρτίδα αποθεματοποίησης·

δ)

τη θέση των προϊόντων μέσα στον αποθηκευτικό χώρο.

4.   Τα αποθεματοποιημένα προϊόντα πρέπει να αναγνωρίζονται εύκολα, να είναι ευχερής η πρόσβαση σ’ αυτά και να είναι εξατομικευμένα ανά σύμβαση. Στα αποθεματοποιημένα τυριά πρέπει να τίθεται ειδική σήμανση.

Άρθρο 7

Έλεγχοι

1.   Κατά τη θέση σε απόθεμα, ο αρμόδιος οργανισμός διενεργεί ελέγχους κυρίως για να διασφαλιστεί ότι τα αποθεματοποιημένα προϊόντα είναι επιλέξιμα για την ενίσχυση και να αποφευχθεί οποιαδήποτε δυνατότητα αντικατάστασης των προϊόντων κατά τη διάρκεια της συμβατικής αποθεματοποίησης.

2.   Ο αρμόδιος οργανισμός προβαίνει σε αιφνίδιο έλεγχο, δειγματοληπτικά, της παρουσίας των προϊόντων στον αποθηκευτικό χώρο. Το λαμβανόμενο δείγμα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό και να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 10 % της συνολικής συμβατικής ποσότητας του μέτρου ενίσχυσης για την ιδιωτική αποθεματοποίηση.

Ο έλεγχος περιλαμβάνει, εκτός από την εξέταση της λογιστικής που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3, τη φυσική εξακρίβωση του βάρους και της φύσης των προϊόντων και την ταυτοποίησή τους. Αυτοί οι φυσικοί έλεγχοι πρέπει να αφορούν τουλάχιστον το 5 % της ποσότητας στην οποία διενεργείται αιφνίδιος έλεγχος.

3.   Στο τέλος της περιόδου συμβατικής αποθεματοποίησης, ο αρμόδιος οργανισμός ελέγχει τη φυσική παρουσία των προϊόντων. Ωστόσο, εάν τα προϊόντα παραμένουν σε απόθεμα μετά τη λήξη της ανώτατης διάρκειας της συμβατικής αποθεματοποίησης, ο έλεγχος αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά την έξοδο των προϊόντων από το απόθεμα.

Για τον έλεγχο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ο αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει τον αρμόδιο οργανισμό, αναφέροντάς του τις σχετικές αποθεματοποιημένες παρτίδες, πέντε εργάσιμες ημέρες τουλάχιστον πριν από τη λήξη της διάρκειας της συμβατικής αποθεματοποίησης, ή πριν από την έναρξη των εργασιών εξόδου από το απόθεμα, εάν αυτές γίνουν κατά τη διάρκεια ή μετά την περίοδο της συμβατικής αποθεματοποίησης.

Το κράτος μέλος μπορεί να αποδεχθεί συντομότερη προθεσμία από τις πέντε εργάσιμες ημέρες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

4.   Για τους ελέγχους που διενεργούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3 πρέπει να συντάσσεται έκθεση στην οποία να προσδιορίζονται:

α)

η ημερομηνία του ελέγχου·

β)

η διάρκειά του·

γ)

οι εκτελεσθείσες εργασίες.

Η έκθεση ελέγχου πρέπει να υπογράφεται από τον υπεύθυνο ελεγκτή και να προσυπογράφεται από τον αντισυμβαλλόμενο ή, ενδεχομένως, από τον υπεύθυνο του αποθηκευτικού χώρου και πρέπει να περιλαμβάνεται στο φάκελο πληρωμής.

5.   Σε περίπτωση που διαπιστώνονται παρατυπίες για το 5 % ή και περισσότερο των ποσοτήτων των ελεγχθέντων προϊόντων, ο έλεγχος επεκτείνεται σε μεγαλύτερο δείγμα που προσδιορίζεται από τον αρμόδιο οργανισμό.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν τις περιπτώσεις αυτές στην Επιτροπή εντός τεσσάρων εβδομάδων.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι τα έξοδα του ελέγχου αναλαμβάνει πλήρως ή εν μέρει ο αντισυμβαλλόμενος.

Άρθρο 8

Ενισχύσεις στην αποθεματοποίηση

1.   Τα ποσά της ενίσχυσης καθορίζονται ως εξής:

α)

0,10 ευρώ ανά τόνο και ανά ημέρα συμβατικής αποθεματοποίησης για τις δαπάνες αποθήκευσης·

β)

για τις χρηματοοικονομικές δαπάνες ανά ημέρα συμβατικής αποθεματοποίησης:

i)

0,28 ευρώ ανά τόνο για τα τυριά μακράς διατήρησης·

ii)

0,35 ευρώ ανά τόνο για το τυρί pecorino romano·

iii)

0,49 ευρώ ανά τόνο για τα τυριά κεφαλοτύρι και κασέρι.

2.   Δεν χορηγείται καμία ενίσχυση όταν η διάρκεια της συμβατικής αποθεματοποίησης είναι μικρότερη από 60 ημέρες. Το ανώτατο ποσό της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί σε διάρκεια συμβατικής αποθεματοποίησης 180 ημερών.

Εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν τηρήσει την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3, δεύτερο ή, ενδεχομένως, τρίτο εδάφιο, η ενίσχυση μειώνεται κατά 15 % και του καταβάλλεται μόνο για την περίοδο για την οποία ο αντισυμβαλλόμενος παρέχει ικανοποιητική απόδειξη στον αρμόδιο οργανισμό ότι τα τυριά παρέμειναν σε συμβατική αποθεματοποίηση.

3.   Η ενίσχυση πληρώνεται μετά από αίτηση του αντισυμβαλλομένου στο τέλος της περιόδου της συμβατικής αποθεματοποίησης εντός προθεσμίας 120 ημερών, η οποία υπολογίζεται από την ημέρα παραλαβής της αίτησης, εφόσον έχουν διενεργηθεί οι έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 και έχουν τηρηθεί οι όροι που παρέχουν δικαίωμα στην πληρωμή της ενίσχυσης.

Εντούτοις, όταν βρίσκεται υπό εξέλιξη διοικητική έρευνα ως προς το δικαίωμα ενίσχυσης, η πληρωμή διενεργείται μόνον μετά την αναγνώριση του δικαιώματος ενίσχυσης.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Μαΐου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1913/2005 (ΕΕ L 307 της 25.11.2005, σ. 2).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατηγορίες τυριών

Ποσότητες επιλέξιμες για την ενίσχυση

Ελάχιστη ηλικία των τυριών

Περίοδος εισόδου στο απόθεμα

Περίοδος εξόδου από το απόθεμα

Γαλλικά τυριά μακράς διατήρησης:

ελεγχομένη ονομασία προέλευσης για τους τύπους beaufort ή comte

κόκκινη ετικέτα για τον τύπο emmental grand cru

κατηγορία Α ή Β για τους τύπους emmental ή γραβιέρα

16 000 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Γερμανικά τυριά μακράς διατήρησης:

«Markenkäse» ή «Klasse fein» Emmentaler/Bergkäse

1 000 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Ιρλανδικά τυριά μακράς διατήρησης:

«Irish long keeping cheese. Emmental, special grade»

900 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Αυστριακά τυριά μακράς διατήρησης:

1.

Güteklasse Emmentaler/Bergkäse/Alpkäse

1 700 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Φινλανδικά τυριά μακράς διατήρησης:

«I luokka»

1 700 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Σουηδικά τυριά μακράς διατήρησης:

«Västerbotten/Prästost/Svecia/Grevé»

1 700 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Πολωνικά τυριά μακράς διατήρησης:

«Podlaski/Piwny/Ementalski/Ser Corregio/Bursztyn/Wielkopolski»

3 000 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Σλοβενικά τυριά μακράς διατήρησης:

«Ementalec/Zbrinc»

200 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Λιθουανικά τυριά μακράς διατήρησης:

«Goja/Džiugas»

700 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Λεττονικά τυριά μακράς διατήρησης:

«Rigamond, Ementāles tipa un Ekstra klases siers»

500 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Ουγγρικά τυριά μακράς διατήρησης:

«Hajdú»

300 τόνοι

10 ημέρες

από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2006

από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 31 Μαρτίου 2007

Pecorino Romano

19 000 τόνοι

90 ημέρες και παρασκευασθέντα μετά την 1η Οκτωβρίου 2005

από 1η Ιουνίου 2006 έως 31 Δεκεμβρίου 2006

πριν από τις 31 Μαρτίου 2007

Κεφαλοτύρι και κασέρι που παρασκευάζονται από πρόβειο ή αίγειο γάλα ή από μείγμα αιγοπροβείου γάλακτος

2 500 τόνοι

90 ημέρες και παρασκευασθέντα μετά τις 30 Νοεμβρίου 2005

από 1η Ιουνίου 2006 έως 30 Νοεμβρίου 2006

πριν από τις 31 Μαρτίου 2007


17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129/9


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 735/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Μαΐου 2006

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2659/94 σχετικά με τις λεπτομέρειες των κανόνων χορήγησης ενισχύσεων για την ιδιωτική αποθεματοποίηση των τυριών grana padano, parmigiano reggiano και provolone

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10 στοιχείο β),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2659/94 της Επιτροπής (2), προβλέπει τα ποσά της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση για τα τυριά grana padano, parmigiano reggiano και provolone. Εν όψει των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων και λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη των δαπανών αποθεματοποίησης και την προβλέψιμη εξέλιξη των αγοραίων τιμών, είναι ανάγκη να τροποποιηθούν τα ποσά αυτά. Όπως για τις σταθερές δαπάνες, το μέτρο ενίσχυσης δεν πρέπει πλέον να αντισταθμίζει παρά μόνο τις ημερήσιες δαπάνες αποθεματοποίησης και τις χρηματοοικονομικές δαπάνες, δεδομένου ότι η αποθεματοποίηση δεν δημιουργεί συμπληρωματικές σταθερές δαπάνες διότι αποτελεί μέρος της κανονικής διαδικασίας παρασκευής των τυριών αυτών.

(2)

Ως εκ τούτου, πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2659/94.

(3)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2659/94, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το ποσό της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση των τυριών καθορίζεται ως εξής:

α)

0,10 ευρώ ανά τόνο και ανά ημέρα συμβατικής αποθεματοποίησης για τις δαπάνες αποθήκευσης·

β)

για τις χρηματοοικονομικές δαπάνες, ανά ημέρα συμβατικής αποθεματοποίησης:

0,38 ευρώ ανά τόνο για το τυρί grana padano,

0,46 ευρώ ανά τόνο για το τυρί parmigiano reggiano,

0,30 ευρώ ανά τόνο για το τυρί provolone.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Μαΐου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1913/2005 (ΕΕ L 307 της 25.11.2005, σ. 2).

(2)  ΕΕ L 284 της 1.11.1994, σ. 26· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 826/2005 (ΕΕ L 137 της 31.5.2005, σ. 15).


17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129/10


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 736/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Μαΐου 2006

σχετικά με τις μεθόδους εργασίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας για τη διενέργεια επιθεωρήσεων τυποποίησης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2002, για κοινούς κανόνες στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας (1), και ιδίως το άρθρο 16,

Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή που ορίζεται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 απαιτεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας της Αεροπορίας, εφεξής «ο Οργανισμός», να διενεργεί επιθεωρήσεις και έρευνες, όπως επιβάλλει η εκπλήρωση των καθηκόντων του.

(2)

Τα άρθρα 16 παράγραφος 1 και 45 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 απαιτούν από τον Οργανισμό να επικουρεί την Επιτροπή στην εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων, καθώς και των εκτελεστικών κανόνων τους, διενεργώντας επιθεωρήσεις τυποποίησης στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

(3)

Το άρθρο 45 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 ορίζει ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μία επιθεώρηση αρμόδιας αρχής κράτους μέλους συνεπάγεται επιθεώρηση επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, ο Οργανισμός καλείται να εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 46 του κανονισμού.

(4)

Ο Οργανισμός υποβάλλει στην Επιτροπή εκθέσεις για τις επιθεωρήσεις που διενεργεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 45 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002.

(5)

Το άρθρο 16 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 απαιτεί από την Επιτροπή τη θέσπιση των μεθόδων εργασίας του Οργανισμού για τη διενέργεια επιθεωρήσεων τυποποίησης.

(6)

Οι εν λόγω μέθοδοι εργασίας πρέπει να συνεκτιμούν τις νομικές διατάξεις των κρατών μελών οι οποίες σχετίζονται με την έγκριση και την εξουσιοδότηση του προσωπικού τους που συμμετέχει στις επιθεωρήσεις που διενεργεί ο Οργανισμός.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1702/2003 της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2003, για τον καθορισμό εκτελεστικών κανόνων για την πιστοποίηση αξιοπλοΐας και την περιβαλλοντική πιστοποίηση αεροσκαφών και των σχετικών προϊόντων, εξαρτημάτων και εξοπλισμού, καθώς και για την πιστοποίηση φορέων σχεδιασμού και παραγωγής (2), ορίζει τη διαδικασία που καλούνται να ακολουθούν οι εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας όταν εφαρμόζουν τους εν λόγω κανόνες.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2042/2003 της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2003, για τη διαρκή αξιοπλοΐα του αεροσκάφους και των αεροναυτικών προϊόντων, εξαρτημάτων και εξοπλισμού και για την έγκριση των φορέων και του προσωπικού που είναι αρμόδιοι για τα εν λόγω καθήκοντα (3) προβλέπει την εκ μέρους των εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας ακολουθητέα διαδικασία για την εκτέλεση των εν λόγω κανόνων.

(9)

Οι μέθοδοι εργασίας που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό τελούν υπό την επιφύλαξη των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που παρέχει η Συνθήκη στην Επιτροπή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο κανονισμός καθορίζει τις μεθόδους εργασίας για τη διενέργεια επιθεωρήσεων τυποποίησης των εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας των κρατών μελών στους τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί. Νοούνται ως:

α)

«επιθεώρηση», η επιθεώρηση τυποποίησης που ορίζεται στα άρθρα 16 παράγραφος 1 και 45 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002, η οποία διενεργείται από τον Οργανισμό με σκοπό την παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονισμού και των εκτελεστικών κανόνων του εκ μέρους των εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας·

β)

«εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας», οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002·

γ)

«εξουσιοδοτημένο προσωπικό του Οργανισμού», τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα από τον Οργανισμό για τη διενέργεια επιθεωρήσεων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και επιθεωρήσεων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, με στόχο τον έλεγχο της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 εκ μέρους των εν λόγω αρχών·

δ)

«εξουσιοδοτημένο προσωπικό των κρατών μελών», τα πρόσωπα που είναι νομίμως εξουσιοδοτημένα εκ μέρους των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών να επικουρούν τον Οργανισμό για τη διενέργεια των επιθεωρήσεων.

Άρθρο 3

Ακολουθητέες αρχές για τη διενέργεια των επιθεωρήσεων

1.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και των εκτελεστικών κανόνων του, ο Οργανισμός διενεργεί επιθεωρήσεις των εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας, μέσω των οποίων ελέγχει, ειδικότερα, τη συμμόρφωση των εν λόγω αρχών με τις διατάξεις του Παραρτήματος — Μέρος 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1702/2003 και των Παραρτημάτων Ι (Μέρος-M), II (Μέρος-145), III (Μέρος-66) και IV (Μέρος-147) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2042/2003 και θα συντάσσει σχετική έκθεση.

2.   Οι επιθεωρήσεις τυποποίησης δύνανται να περιλαμβάνουν, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, επιθεωρήσεις επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων που εποπτεύονται από την υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας.

3.   Οι επιθεωρήσεις τυποποίησης διενεργούνται κατά τρόπο διαφανή, αποδοτικό, εναρμονισμένο και συνεπή.

4.   Οι επιθεωρήσεις τυποποίησης διενεργούνται από τον Οργανισμό σε τακτική, και, κατά περίπτωσιν, σε ad hoc βάση.

5.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα άρθρα 11 και 47 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και την απόφαση της Επιτροπής 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ (4).

Άρθρο 4

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας οφείλουν να διαβιβάζουν στο Οργανισμό, κατόπιν αιτήσεώς του, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διενέργεια των επιθεωρήσεων.

2.   Κατά την κατάθεση αιτήσεως για ενημέρωση σε εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας κράτους μέλους ή/και σε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ο Οργανισμός οφείλει να παραθέτει τη νομική βάση και τον στόχο της, να καθορίζει τις απαιτούμενες πληροφορίες, καθώς και την προθεσμία παροχής των πληροφοριών.

Άρθρο 5

Εκπαίδευση και κριτήρια καταλληλότητας των ομάδων επιθεώρησης και των επικεφαλής ομάδων

1.   Ο Οργανισμός θεσπίζει εκπαιδευτικά προγράμματα για την κατάλληλη κατάρτιση του προσωπικού του, ως ενδεχόμενου εξουσιοδοτημένου προσωπικού του Οργανισμού, καθώς και του εξουσιοδοτημένου προσωπικού των κρατών μελών, ώστε να συμμετάσχουν στις επιθεωρήσεις των εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας και, όταν κρίνεται αναγκαίο, στις επιθεωρήσεις επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.

2.   Ο Οργανισμός θεσπίζει κριτήρια καταλληλότητας του προσωπικού του, καθώς και του προσωπικού των κρατών μελών που συμμετέχουν στις ομάδες επιθεώρησης. Μεταξύ των εν λόγω κριτηρίων καταλληλότητας συγκαταλέγονται η γνώση και η πείρα στις τεχνικές διενέργειας ελέγχων, καθώς και η θεωρητική γνώση και η πρακτική πείρα στα συναφή τεχνικά ζητήματα που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και τους εκτελεστικούς κανόνες του.

3.   Οι επικεφαλής ομάδας πρέπει να έχουν σημαντική εργασιακή πείρα στους τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και τους εκτελεστικούς κανόνες του και πενταετή τουλάχιστον πείρα ως επιθεωρητές ή/και ελεγκτές στον τομέα της τυποποίησης. Τόσο οι επικεφαλής, όσο και τα μέλη της ομάδας πρέπει να είναι εκπαιδευμένοι στις ισχύουσες απαιτήσεις και διαδικασίες τυποποίησης. Τα μέλη της ομάδας οφείλουν επίσης να έχουν πρακτική πείρα τουλάχιστον 5 ετών στον τομέα που καλύπτεται από την επιθεώρηση και να είναι εξοικειωμένα με την έρευνα στα συστήματα ποιότητας.

Άρθρο 6

Σύσταση ομάδων για τη διενέργεια των επιθεωρήσεων

1.   Διενεργούνται επιθεωρήσεις από ομάδες που συγκροτεί ο Οργανισμός. Κάθε ομάδα διαθέτει έναν επικεφαλής και τουλάχιστον δύο μέλη. Σε περίπτωση επισκέψεων ad hoc, ο Οργανισμός προσαρμόζει ανάλογα το μέγεθος των ομάδων επιθεώρησης. Οι επικεφαλής των ομάδων είναι εξουσιοδοτημένο προσωπικό του Οργανισμού. Τα μέλη της ομάδας δύνανται να είναι εξουσιοδοτημένο προσωπικό του Οργανισμού ή/και των κρατών μελών.

2.   Το προσωπικό των κρατών μελών που έχει καταλλήλως καταρτιστεί από τον Οργανισμό, που πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας που ορίζονται στο άρθρο 5 και που έχει συμμετάσχει σε επιθεωρήσεις εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας ή/και επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων υπό την εποπτεία τους, δύναται να αποσπαστεί από τις οικείες εθνικές αρχές προκειμένου να συμμετάσχει, ως εξουσιοδοτημένο προσωπικό των κρατών μελών, σε ομάδες επιθεώρησης καθοδηγούμενες από τον Οργανισμό. Το εξουσιοδοτημένο προσωπικό των κρατών μελών δεν δύναται να συμμετέχει στις επιθεωρήσεις της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους μέλους.

3.   Ο οργανισμός εξασφαλίζει ότι κατά τη συγκρότηση των ομάδων, δεν υπεισέρχεται σύγκρουση συμφερόντων, είτε με τις υπό επιθεώρησιν εθνικές αρχές, είτε με τις υπό επιθεώρησιν επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων. Προκειμένου περί του εξουσιοδοτημένου προσωπικού των κρατών μελών, εκδίδεται δήλωση απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων, εκ μέρους της εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας που αποσπά τον υπάλληλο.

4.   Τα κράτη μέλη ορίζουν εθνικό συντονιστή που επικουρεί τον Οργανισμό σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και μεριμνούν ώστε ο συντονιστής να συνοδεύει την ή τις ομάδες επιθεώρησης καθόλη τη διάρκεια της διενεργούμενης επιθεώρησης.

5.   Ο Οργανισμός ζητά, εγκαίρως πριν από την έναρξη μιας επιθεώρησης, πληροφορίες από τις εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας, σχετικά με τη διαθεσιμότητα εξουσιοδοτημένου προσωπικού του κράτους μέλους για τη διενέργεια της επιθεώρησης. Κατά τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων, ο Οργανισμός καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η συμμετοχή εξουσιοδοτημένου προσωπικού από τα διάφορα κράτη μέλη να είναι ισόρροπη.

6.   Οι δαπάνες που προκύπτουν από τη συμμετοχή εθνικών συντονιστών, όπως προβλέπει το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α), καθώς και εξουσιοδοτημένου προσωπικού κρατών μελών στις επιθεωρήσεις και τις έρευνες που διενεργεί ο Οργανισμός καλύπτονται, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες και υπό την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας του κοινοτικού προϋπολογισμού, από τον ίδιο τον Οργανισμό.

Άρθρο 7

Η διενέργεια των επιθεωρήσεων και η υποβολή σχετικών εκθέσεων

Η επιθεώρηση τυποποίησης μιας εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μιας επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, περιλαμβάνει τις ακόλουθες φάσεις:

α)

την προπαρασκευαστική φάση ελάχιστης διάρκειας 10 εβδομάδων πριν από τη διενέργεια της επιθεώρησης·

β)

τη φάση επίσκεψης·

γ)

τη φάση εκπόνησης έκθεσης, μέγιστης διάρκειας 12 εβδομάδων μετά τη διενέργεια της επιθεώρησης·

δ)

τη φάση μεταπαρακολούθησης, μέγιστης διάρκειας 16 εβδομάδων μετά τη φάση εκπόνησης έκθεσης, και

ε)

την καταληκτική φάση, η οποία ακολουθεί τη φάση μεταπαρακολούθησης.

Άρθρο 8

Προπαρασκευαστική φάση

Κατά την προπαρασκευαστική φάση, ο Οργανισμός:

α)

ειδοποιεί την αρμόδια εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας τουλάχιστον 10 εβδομάδες πριν από την επικείμενη επιθεώρηση, στη συνέχεια, δε, συγκεντρώνει τις απαραίτητες πληροφορίες για την προπαρασκευή της επιθεώρησης, καθορίζει το πρόγραμμα της επίσκεψης και αποφασίζει για τη σύνθεση της ομάδας επιθεώρησης, προβλέποντας τις τυχόν αναγκαίες αλλαγές, και

β)

διαβιβάζει, συγχρόνως με την ειδοποίηση, στην εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας, ερωτηματολόγιο επιθεώρησης που συμπληρώνεται τουλάχιστον 6 εβδομάδες πριν από την επιθεώρηση, από την υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, από την προς επιθεώρησιν επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων στο πλαίσιο της επιθεώρησης της συγκεκριμένης εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας.

Άρθρο 9

Φάση επίσκεψης

1.   Κατά τη διάρκεια της φάσης της επίσκεψης, ο Οργανισμός:

α)

οργανώνει προκαταρκτική συνεδρίαση και καταληκτικές συνεδριάσεις όπου συμμετέχουν η ομάδα επιθεώρησης και ο εθνικός συντονιστής της υπό επιθεώρησιν εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας, είτε στους χώρους της συγκεκριμένης εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας, είτε στους οικείους χώρους του· ο στόχος των εν λόγω συνεδριάσεων είναι κυρίως οι οργανωτικές πτυχές και η συνολική διενέργεια της επίσκεψης επιθεώρησης·

β)

πραγματοποιεί επιτόπιες επισκέψεις (με εναρκτήρια συνεδρία και καταληκτική συνεδρία) στην κεντρική έδρα και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, στα περιφερειακά γραφεία της εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας· οι επιθεωρήσεις που διενεργούνται στις εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας δύνανται, επίσης, να περιλαμβάνουν επιθεωρήσεις επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων που τελούν υπό την εποπτεία τους·

γ)

πραγματοποιεί συνεντεύξεις με το προσωπικό της υπό επιθεώρησιν εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας και εξετάζει τους φακέλλους, τα δεδομένα, τις διαδικασίες και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο, προσφεύγοντας στους μηχανισμούς που πρέπει να θεσπιστούν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 18 του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφάνεια και η συνέπεια της επιθεώρησης·

δ)

υποβάλλει προκαταρκτική έκθεση για την επιθεώρηση της συγκεκριμένης εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας, κατά την καταληκτική συνεδρία· η έκθεση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τυχόν σχόλια που διατυπώθηκαν από την υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας κατά την επίσκεψη επιθεώρησης, καθώς και αίτημα προς την εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας για τη λήψη άμεσων και αποτελεσματικών διορθωτικών μέτρων εξάλειψης κάθε είδους άμεσου κινδύνου για την ασφάλεια, που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια επιθεώρησης·

ε)

απαιτεί την κατάθεση, στην καταληκτική συνεδρίαση που αναφέρεται στο σημείο α), αποδείξεων των διορθωτικών μέτρων που έλαβε η υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στο πλαίσιο της φάσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο Οργανισμός δύναται, επίσης, να προχωρήσει σε συνέντευξη με οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικών με το αντικείμενο της επιθεώρησης. Όταν η συνέντευξη αυτή διενεργείται στους χώρους επιχείρησης, ο Οργανισμός ενημερώνει σχετικά, με ειδοποίηση 2 εβδομάδων, την εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου λαμβάνει χώρα η συνέντευξη, καθώς και την αρχή πολιτικής αεροπορίας που εποπτεύει την εν λόγω επιχείρηση. Εάν ζητηθεί από την εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, το προσωπικό της δύναται να συνδράμει το εξουσιοδοτημένο προσωπικό του Οργανισμού στην διεκπεραίωση της συνέντευξης.

Άρθρο 10

Φάση εκπόνησης της έκθεσης

Κατά τη διάρκεια της φάσης εκπόνησης της έκθεσης, ο Οργανισμός συντάσσει τελική έκθεση για την επιθεώρηση, με λεπτομερή περιγραφή της διενεργηθείσας επιθεώρησης και αναπτύσσει, ιδίως, τα ευρήματα της επιθεώρησης, σύμφωνα με το άρθρο 13. Στην έκθεση αυτή περιλαμβάνονται επίσης τα τυχόν σχόλια της υπό επιθεώρησιν εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας. Η τελική έκθεση επιθεώρησης απευθύνεται στην υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας, στην Επιτροπή και στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η Επιτροπή δύναται, στη συνέχεια, να διαβιβάσει την εν λόγω έκθεση σε όλες τις εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας.

Όταν οι προκαταρκτικές εκθέσεις επιθεώρησης επιτάσσουν τη λήψη άμεσων διορθωτικών μέτρων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο δ), και τα σχετικά αιτήματα δεν βρίσκουν ικανοποιητική απόκριση από την ενδιαφερόμενη εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας, η τελική έκθεση επιθεώρησης πρέπει να αναφέρει την ως άνω έλλειψη απόκρισης.

Άρθρο 11

Φάση μεταπαρακολούθησης

Κατά τη φάση της μεταπαρακολούθησης, ο Οργανισμός:

α)

εγκρίνει, σε συνεννόηση με την υπό επιθεώρησιν αρχή πολιτικής αεροπορίας, εντός 16 εβδομάδων από την έναρξη της συγκεκριμένης φάσης, σχέδιο δράσης όπου καθορίζονται τα τυχόν ληπτέα διορθωτικά μέτρα καθώς και το χρονοδιάγραμμά τους, ώστε να διευθετηθούν τα ενδεχόμενα προβλήματα που εντοπίστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 7·

β)

αρχίζει να παρακολουθεί την πρόοδο των συμφωνηθέντων διορθωτικών μέτρων· η υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας ενημερώνει τον Οργανισμό για την εφαρμογή των διορθωτικών μέτρων.

Άρθρο 12

Καταληκτική φάση

Κατά την καταληκτική φάση, ο Οργανισμός:

α)

ελέγχει και επιβεβαιώνει την ικανοποιητική σταδιακή εφαρμογή του σχεδίου δράσης· προς τον σκοπό αυτό η υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας ενημερώνει τον Οργανισμό για την εφαρμογή των διορθωτικών μέτρων·

β)

προβαίνει σε δήλωση αποκατάστασης των ελλείψεων, όταν θεωρήσει ικανοποιητικά τα μέτρα που έλαβε η υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας. Η δήλωση αυτή απευθύνεται στην υπό επιθεώρησιν αρχή πολιτικής αεροπορίας, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δύναται, ακολούθως, να διαβιβάσει την εν λόγω έκθεση σε όλες τις εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας.

Άρθρο 13

Ευρήματα της επιθεώρησης

Για την εκτίμηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και τους εκτελεστικούς κανόνες του, τα ευρήματα που αναφέρονται στην τελική έκθεση επιθεώρησης ταξινομούνται ως εξής:

α)

πλήρως σύμμορφα·

β)

σύμμορφα, πλην όμως με σύσταση για βελτιώσεις σε ορισμένους τομείς (αναφορά στους συγκεκριμένους κανόνες) με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας·

γ)

μη σύμμορφα, με αντικειμενικές αποδείξεις ήσσονος σημασίας ελλείψεων, που υποδηλώνουν μη συμμόρφωση με τις ισχύουσες απαιτήσεις σε ορισμένους τομείς (αναφορά στους συγκεκριμένους κανόνες εφαρμογής), με αποτέλεσμα να εγείρονται ενδεχομένως ανησυχίες ως προς την τυποποίηση·

δ)

μη σύμμορφα, με αντικειμενικές αποδείξεις σοβαρών ελλείψεων, που υποδηλώνουν μη συμμόρφωση με τις ισχύουσες απαιτήσεις σε ορισμένους τομείς (αναφορά στους συγκεκριμένους κανόνες), με αποτέλεσμα, πέραν των σχετικών με την τυποποίηση προβληματισμών, να εγείρονται θέματα ασφαλείας, εφόσον δεν ληφθούν αμέσως σχετικά διορθωτικά μέτρα·

ε)

δεν εφαρμόζεται·

στ)

ανεπιβεβαίωτα, όταν η υπό επιθεώρησιν εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταθέσει, σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την επίσκεψη, υλικές αποδείξεις συμμόρφωσης επί ευρημάτων που ταξινομούνται ως γ) ή δ), για τα οποία οι υλικές αποδείξεις δεν ήταν άμεσα διαθέσιμες κατά την επίσκεψη.

Άρθρο 14

Πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις επιθεώρησης

Σε περίπτωση που οι πληροφορίες που περιέχονται σε έκθεση επιθεώρησης αφορούν επιχείρηση που τελεί υπό την εποπτεία της ρυθμιστικής αρχής τρίτης χώρας και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής κοινοτικής συμφωνίας που έχει συναφθεί δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002, οι πληροφορίες αυτές τίθενται στη διάθεση της τρίτης χώρας, ως μέρους στην εν λόγω συμφωνία, βάσει των σχετικών διατάξεων της.

Άρθρο 15

Μέτρα που λαμβάνονται στη συνέχεια έκθεσης επιθεώρησης

1.   Ο Οργανισμός δύναται, ανά πάσα στιγμή, ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, να διενεργήσει επιθεωρήσεις εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας, και, όπου κρίνεται αναγκαίο, επιχειρήσεων ή ομάδων επιχειρήσεων, προκειμένου να εκτιμηθεί η ικανοποιητική — ή μη — ολοκλήρωση των διορθωτικών μέτρων. Οι επιθεωρήσεις αυτές αναγγέλλονται στην ενδιαφερόμενη εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας 2 εβδομάδες ενωρίτερα, δίχως εντούτοις να επιβάλλεται εν προκειμένω η τήρηση των προθεσμιών και διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 8 έως 12, πλην της υποχρέωσης υποβολής τελικής έκθεσης επιθεώρησης.

2.   Εφόσον η τελική έκθεση της επιθεώρησης, που συντάσσεται κατά την προς τούτο προβλεπόμενη φάση, περιέχει ευρήματα μη συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχεία γ), δ), και στ), ο Οργανισμός απευθύνει αίτηση διευκρινίσεων ή/και αίτηση λήψεως διορθωτικών μέτρων στην εθνική αρχή πολιτική αεροπορίας του υπό επιθεώρησιν κράτους μέλους, ορίζοντας προθεσμία η οποία δεν υπερβαίνει τις 2 εβδομάδες για τα ευρήματα που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχεία δ) και στ) και τις 10 εβδομάδες για τα ευρήματα που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχείο γ).

3.   Σε περίπτωση που οι διευκρινίσεις της υπό επιθεώρησιν εθνικής αρχής πολιτικής αεροπορίας δεν ικανοποιούν τον Οργανισμό ή σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει προταθεί εγκαίρως ή δεν έχει δεόντως τεθεί σε εφαρμογή από την συγκεκριμένη αρχή, κανένα ικανοποιητικό διορθωτικό μέτρο, ο Οργανισμός διαβιβάζει συμπληρωματική έκθεση στην εν λόγω αρχή, στην Επιτροπή και στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Στη συνέχεια, η Επιτροπή δύναται να διαβιβάσει την έκθεση σε όλες τις εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας.

4.   Μετά την υποβολή της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3, και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 226 της Συνθήκης, σε περίπτωση ευρημάτων που προέκυψαν δυνάμει του άρθρου 13 στοιχεία γ) και δ) του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να λάβει οιαδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να απευθύνει παρατηρήσεις στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ή να ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις για το σύνολο ή για μέρος των ευρημάτων·

β)

να απαιτήσει από τον Οργανισμό τη διενέργεια όλων των αναγκαίων επιθεωρήσεων των εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας, ώστε να ελεγχθεί η εφαρμογή των διορθωτικών μέτρων, ενώ το ελάχιστο διάστημα προειδοποίησης για μια τέτοια επακόλουθη ενέργεια είναι 2 εβδομάδες.

Άρθρο 16

Επιθεωρήσεις ad hoc

Ο Οργανισμός διενεργεί ad hoc επιθεωρήσεις των εθνικών αρχών πολιτικής αεροπορίας κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, όποτε αυτό θεωρείται αναγκαίο για λόγους ασφαλείας. Οι επιθεωρήσεις αυτές αναγγέλλονται στην ενδιαφερόμενη εθνική αρχή πολιτικής αεροπορίας 2 εβδομάδες ενωρίτερα, δίχως εντούτοις να επιβάλλεται εν προκειμένω η τήρηση των προθεσμιών και διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 7 έως 12, πλην της υποχρέωσης υποβολής τελικής έκθεσης επιθεώρησης.

Άρθρο 17

Πρόγραμμα επιθεωρήσεων τυποποίησης και ετήσια έκθεση

Ο Οργανισμός καθορίζει ετήσιο πρόγραμμα επιθεωρήσεων σε κάθε τομέα που διέπεται από τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002. Το ετήσιο πρόγραμμα διαβιβάζεται στην Επιτροπή και στα άλλα μέρη του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού, ως μέρος του προγράμματος εργασίας του Οργανισμού δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 24 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002.

Πριν από τις 31 Μαρτίου εκάστου έτους, ο Οργανισμός υποβάλλει στην Επιτροπή ετήσια έκθεση, όπου αναλύονται οι επιθεωρήσεις τυποποίησης που διενεργήθηκαν το προηγούμενο έτος.

Άρθρο 18

Διαδικασίες εργασίας

Το αργότερο εντός δύο μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, ο Οργανισμός θεσπίζει κατάλληλες διαδικασίες εργασίας για την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται δυνάμει των άρθρων 5 έως 16.

Άρθρο 19

Θέση σε ισχύ

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που έπεται της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Μαΐου 2006.

Για την Επιτροπή

Jacques BARROT

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 240 της 7.9.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1701/2003 (ΕΕ L 243 της 27.9.2003, σ. 5).

(2)  ΕΕ L 243 της 27.9.2003, σ. 6· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 706/2006 (ΕΕ L 122 της 9.5.2006, σ. 16).

(3)  ΕΕ L 315 της 28.11.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 707/2006 (ΕΕ L 122 της 9.5.2006, σ. 17).

(4)  ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1.


17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129/16


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 737/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Μαΐου 2006

για την τροποποίηση των δασμών κατά την εισαγωγή στον τομέα των σιτηρών που εφαρμόζονται από τις 17 Μαΐου 2006

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα των σιτηρών (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1249/96 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1996 περί λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου όσον αφορά τους δασμούς κατά την εισαγωγή στον τομέα των σιτηρών (2), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι δασμοί κατά την εισαγωγή στον τομέα των σιτηρών έχουν καθοριστεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 731/2006 της Επιτροπής (3).

(2)

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96 προβλέπει ότι αν κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής του, ο μέσος όρος των υπολογιζομένων δασμών κατά την εισαγωγή αποκλίνει κατά 5 ευρώ ανά τόνο του καθορισμένου δασμού, επέρχεται αντίστοιχη προσαρμογή. Υπήρξε η εν λόγω απόκλιση. Πρέπει, συνεπώς, να προσαρμοστούν οι δασμοί κατά την εισαγωγή που καθορίστηκαν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 731/2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα Ι και ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 731/2006 αντικαθίστανται από τα παραρτήματα Ι και ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 17 Μαΐου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Μαΐου 2006.

Για την Επιτροπή

J. L. DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 270 της 29.9.2003, σ. 78· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1154/2005 (ΕΕ L 187 της 19.7.2005, σ. 11).

(2)  ΕΕ L 161 της 29.6.1996, σ. 125· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1110/2003 (ΕΕ L 158 της 27.6.2003, σ. 12).

(3)  ΕΕ L 128 της 16.5.2006, σ. 5.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Δασμοί κατά την εισαγωγή των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 που εφαρμόζονται από την 17η Μαΐου 2006

Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή των εμπορευμάτων

Δασμός κατά την εισαγωγή (1)

(σε EUR/τόνο)

1001 10 00

Σιτάρι σκληρό υψηλής ποιότητας

0,00

μέσης ποιότητας

0,00

βασικής ποιότητας

19,13

1001 90 91

Σιτάρι μαλακό που προορίζεται για σπορά

0,00

ex 1001 90 99

Σιτάρι μαλακό, εκλεκτής ποιότητας εκτός από εκείνο που προορίζεται για σπορά

0,00

1002 00 00

Σίκαλη

56,42

1005 10 90

Καλαμπόκι για σπορά εκτός από το υβρίδιο

60,00

1005 90 00

Καλαμπόκι εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά (2)

60,00

1007 00 90

Σόργο σε κόκκους εκτός από το υβρίδιο που προορίζεται για σπορά

56,42


(1)  Για τα εμπορεύματα που φθάνουν στην Κοινότητα από τον Ατλαντικό Ωκεανό ή μέσω της διώρυγας του Σουέζ [άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96] ο εισαγωγέας μπορεί να επωφεληθεί μειώσεως των δασμών κατά:

3 EUR/t εάν το λιμάνι βρίσκεται στην Μεσόγειο θάλασσα ή,

2 EUR/t εάν το λιμάνι εκφόρτωσης βρίσκεται στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δανία, στην Εσθονία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στην Πολωνία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία ή από την πλευρά του Ατλαντικού της Ιβηρικής χερσονήσου.

(2)  Ο εισαγωγέας μπορεί να επωφεληθεί κατ' αποκοπή μειώσεως 24 EUR/t όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Στοιχεία υπολογισμού των δασμών

(15.5.2006)

1)

Μέσοι όροι κατά την περίοδο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96:

Χρηματιστηριακές τιμές

Minneapolis

Chicago

Minneapolis

Minneapolis

Minneapolis

Minneapolis

Προϊόν (% πρωτεΐνες έως 12 % υγρασία)

HRS2

YC3

HAD2

μέσης ποιότητας (1)

χαμηλής ποιότητας (2)

US barley 2

Τιμή (EUR/t)

140,18 (3)

75,75

152,03

142,03

122,03

85,15

Πριμοδότηση για τον Κόλπο (EUR/t)

9,75

 

 

Πριμοδότηση για τις Μεγάλες Λίμνες (EUR/t)

23,04

 

 

2)

Μέσοι όροι κατά την περίοδο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96:

Ναύλος/κόστος: Κόλπος του Μεξικού–Rotterdam: 16,96 EUR/t. Μεγάλες Λίμνες–Rotterdam: 20,86 EUR/t.

3)

Επιδοτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96:

0,00 EUR/t (HRW2)

0,00 EUR/t (SRW2).


(1)  Αρνητική πριμοδότηση 10 EUR/t [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].

(2)  Αρνητική πριμοδότηση 30 EUR/t [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].

(3)  Θετική πριμοδότηση 14 EUR/t ενσωματωμένη [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Επιτροπή

17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129/19


ΑΠΟΦΆΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Ιανουαρίου 2006

σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε το Βασίλειο της Σουηδίας δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 5532]

(Το κείμενο στη σουηδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/347/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΓΕΓΟΝΟΤΑ

1.   Κοινοτικη νομοθεσια

(1)

Με την οδηγία 76/116/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1975, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα λιπάσματα (1), θεσπίστηκαν οι απαιτήσεις για τη διάθεση στην αγορά των λιπασμάτων με το χαρακτηρισμό «λίπασμα ΕΚ».

(2)

Στο παράρτημα Ι της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ ορίζεται ο τύπος του λιπάσματος και οι αντίστοιχες απαιτήσεις, π.χ. σε σχέση με τη σύνθεσή του, που πρέπει να ικανοποιεί κάθε λίπασμα που φέρει το χαρακτηρισμό «λίπασμα ΕΚ». Τα «λιπάσματα ΕΚ» που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε κύρια συστατικά, δηλαδή σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ τα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να απαγορεύσουν, να περιορίσουν ή να παρεμποδίσουν, για λόγους σχετικούς με τη σύνθεση, την αναγνώριση, την επισήμανση και τη συσκευασία, τη διάθεση στην αγορά των λιπασμάτων που φέρουν την ένδειξη «λίπασμα ΕΚ» και που ανταποκρίνονται στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

(4)

Με την απόφαση 2002/399/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2002, για τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε το Βασίλειο της Σουηδίας, δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο (2), χορηγήθηκε παρέκκλιση από την οδηγία 76/116/ΕΟΚ βάσει της οποίας εγκρίθηκαν οι σουηδικές διατάξεις που απαγορεύουν την κυκλοφορία στη σουηδική αγορά λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε κάδμιο που υπερβαίνει τα 100 γραμμάρια ανά τόνο φωσφόρου. Η εν λόγω παρέκκλιση ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

(5)

Η οδηγία 76/116/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε, αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τα λιπάσματα (3).

(6)

Το άρθρο 35 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 ορίζει ότι οι παρεκκλίσεις από το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ, που παραχωρήθηκαν από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 6 της συνθήκης, θα νοούνται ως παρεκκλίσεις από το άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού και θα συνεχίσουν να παρέχουν αποτελέσματα παρά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(7)

Με την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εξαγγέλλεται ότι η Επιτροπή θα εξετάσει το ζήτημα της τυχαίας παρουσίας καδμίου στα ορυκτά λιπάσματα και, εφόσον απαιτείται, θα εκπονήσει πρόταση κανονισμού την οποία θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(8)

Βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες για την προπαρασκευή πρότασης της Επιτροπής σχετικά με το κάδμιο στα λιπάσματα.

2.   Η προσχώρηση της Σουηδίας

(9)

Η Σουηδία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995. Η πράξη προσχώρησης (4) θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τη χρήση και την εμπορία του καδμίου στο εν λόγω κράτος. Στο άρθρο 112 παράγραφος 1 προβλέπεται ότι στη διάρκεια περιόδου τεσσάρων ετών από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις του παραρτήματος ΧΙΙ της εν λόγω πράξης δεν εφαρμόζονται στη Σουηδία, σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα και υπό την επιφύλαξη των διατάξεών του. Το άρθρο 112 και το σημείο 4 του παραρτήματος ΧΙΙ της πράξης προσχώρησης προβλέπουν ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ, όσον αφορά την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, δεν εφαρμόζεται στη Σουηδία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1999 και ότι οι διατάξεις της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ θα αναθεωρηθούν σύμφωνα με τις κοινοτικές διαδικασίες έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998.

(10)

Το άρθρο 2 της πράξης προσχώρησης προβλέπει ότι «από την προσχώρηση, οι διατάξεις των αρχικών συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση πράξεις των οργάνων δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται έναντι αυτών υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές και στην παρούσα πράξη». Το άρθρο 168 της πράξης προσχώρησης ορίζει ότι «τα νέα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα μέτρα που χρειάζονται για να συμμορφωθούν, από την προσχώρησή τους, προς τις διατάξεις των οδηγιών και αποφάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 189 (νυν άρθρο 249) της συνθήκης ΕΚ […], εκτός εάν στον κατάλογο του παραρτήματος ΧΙΧ ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας πράξης προβλέπεται προθεσμία».

(11)

Η οδηγία 98/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), τροποποίησε στη συνέχεια την οδηγία 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο. Το άρθρο 1 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Σουηδία μπορεί να απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά της επικράτειάς της λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο σε συγκεντρώσεις ανώτερες εκείνων που είχαν καθοριστεί σε εθνικό επίπεδο κατά την ημερομηνία της προσχώρησης και ότι η παρέκκλιση αυτή ισχύει για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001.

(12)

Στις 7 Δεκεμβρίου 2001, το Βασίλειο της Σουηδίας κοινοποίησε την υπάρχουσα εθνική νομοθεσία, που παρεκκλίνει από τις διατάξεις της οδηγίας 76/116/EOK για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα λιπάσματα. Ύστερα από προσεκτική εξέταση, με την απόφαση 2002/399/ΕΚ δόθηκε παράταση στην παρέκκλιση από την οδηγία 76/116/EOK μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

3.   Εθνικές διατάξεις

(13)

Το «διάταγμα για τα χημικά προϊόντα (απαγορεύσεις διακίνησης, εισαγωγής και εξαγωγής)» (1998:944) (6) περιέχει διατάξεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, συμπεριλαμβανομένων των λιπασμάτων με την ένδειξη «λίπασμα ΕΚ». Το τμήμα 3 παράγραφος 3 του διατάγματος προβλέπει ότι τα λιπάσματα που εμπίπτουν στους δασμολογικούς κωδικούς 25.10, 28.09, 28.35, 31.03 και 31.05 που περιέχουν κάδμιο σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 100 γραμμάρια ανά τόνο φωσφόρου απαγορεύεται να πωλούνται ή να μεταφέρονται.

(14)

Οι διατάξεις που αφορούν τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο ισχύουν από το 1985, μετά την έκδοση του «διατάγματος για το κάδμιο» (1985:839). Το «διάταγμα για τα χημικά προϊόντα» (1998:944) κωδικοποιεί διάφορες διατάξεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που περιέχει το «διάταγμα για το κάδμιο» (1985:839).

II.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(15)

Το Βασίλειο της Σουηδίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή, με επιστολή του με ημερομηνία 29 Ιουνίου 2005, ότι σκοπεύει, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, να συνεχίσει να εφαρμόζει από την 1η Ιανουαρίου 2006 τις εθνικές διατάξεις σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο. Οι σουηδικές αρχές ζητούν παράταση της τρέχουσας παρέκκλισης που παραχωρήθηκε με την απόφαση 2002/399/ΕΚ.

(16)

Σε επιστολή της με ημερομηνία 29 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε τις σουηδικές αρχές ότι είχε παραλάβει την κοινοποίηση βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 4, και ότι η εξάμηνη περίοδος για την εξέτασή της, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6, άρχιζε στις 30 Ιουνίου 2005, δηλαδή την επόμενη ημέρα από την παραλαβή της κοινοποίησης.

(17)

Σε επιστολή της με ημερομηνία 10 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε τα υπόλοιπα κράτη μέλη σχετικά με το αίτημα της Σουηδίας. Η Επιτροπή δημοσίευσε επίσης ανακοίνωση σχετικά με το αίτημα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (7) ώστε τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν γνώση των εθνικών μέτρων τα οποία η Σουηδία επιθυμεί να διατηρήσει σε ισχύ.

III.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1.   Εξέταση της δυνατότητας αποδοχής

(18)

Το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης προβλέπει ότι όταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους.

(19)

Η κοινοποίηση που υπέβαλαν οι σουηδικές αρχές στις 29 Ιουνίου 2005 επιδιώκει να επιτύχει την έγκριση της παράτασης της ισχύουσας παρέκκλισης που παραχώρησε η απόφαση 2002/399/ΕΚ και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Η παρούσα απόφαση επιτρέπει στη Σουηδία να διατηρήσει σε ισχύ εθνικές διατάξεις ασύμβατες με εκείνες που αφορούν τη σύνθεση των λιπασμάτων ΕΚ που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003.

(20)

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εμποδίζει τα κράτη μέλη να περιορίζουν την κυκλοφορία των λιπασμάτων ΕΚ εξαιτίας της σύνθεσής τους, αλλά οι κανόνες που διέπουν τη σύνθεση δεν ορίζουν καμία οριακή τιμή για την περιεκτικότητα σε κάδμιο. Αυτό σημαίνει ότι, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003, τα λιπάσματα ΕΚ που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού μπορούν να διατίθενται στην αγορά ανεξάρτητα από την περιεκτικότητά τους σε κάδμιο.

(21)

Βάσει των προαναφερομένων, είναι σαφές ότι οι εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η Σουηδία, στο βαθμό που απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά λιπασμάτων ΕΚ με περιεκτικότητα σε κάδμιο η οποία υπερβαίνει τα 100 γραμμάρια ανά τόνο φωσφόρου, είναι πιο περιοριστικές από εκείνες που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003.

(22)

Οι εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από τις σουηδικές αρχές είχαν εκδοθεί το 1985, δηλαδή πριν από την προσχώρηση της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως αναφέρεται παραπάνω, η πράξη προσχώρησης θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις που επιτρέπουν στη Σουηδία να συνεχίσει να εφαρμόζει τις εθνικές της διατάξεις σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο στα προϊόντα που διέπονται από την οδηγία 76/116/ΕΟΚ για περίοδο τεσσάρων ετών. Με την οδηγία 98/97/ΕΚ επιτράπηκε στη Σουηδία να εξακολουθήσει να εφαρμόζει τις προαναφερόμενες διατάξεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001. Με την απόφαση 2002/399/ΕΚ παρατάθηκε η παρέκκλιση έως τον Δεκέμβριο του 2005.

(23)

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 95 παράγραφος 4, όπως ερμηνεύονται βάσει των άρθρων 2 και 168 της πράξης προσχώρησης, η Σουηδία κοινοποίησε στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που εκδόθηκαν πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση τις οποίες επιθυμεί να διατηρήσει, συνοδεύοντας το αίτημά της με έκθεση στην οποία παρατίθενται οι λόγοι οι οποίοι κατά τη γνώμη της δικαιολογούν τη διατήρηση των εν λόγω διατάξεων.

(24)

Οι λόγοι που επικαλούνται οι σουηδικές αρχές είναι ίδιοι με αυτούς που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και οδήγησαν την Επιτροπή να χορηγήσει, με την απόφασή της 2002/399/ΕΚ, παρέκκλιση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Αυτή η προθεσμία ορίστηκε με βάση την υπόθεση ότι η εναρμονισμένη νομοθεσία θα έχει θεσπιστεί έως το τέλος του 2005. Αν και οι εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη, η νομοθεσία δεν αναμένεται να εκδοθεί σε κοινοτικό επίπεδο πριν από το τέλος του έτους.

(25)

Η κοινοποίηση που υπέβαλε η Σουηδία στις 29 Ιουνίου 2005 για να επιτύχει την έγκριση της διατήρησης των εθνικών διατάξεων κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 κρίνεται, επομένως, αποδεκτή δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4, όπως ερμηνεύεται βάσει των άρθρων 2 και 168 της πράξης προσχώρησης.

2.   Αξιολόγηση πλεονεκτημάτων

(26)

Σύμφωνα με το άρθρο 95 της Συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να διασφαλίσει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που παρέχουν τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες παρέκκλισης που προβλέπονται από το εν λόγω άρθρο.

(27)

Ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να ελέγχει αν οι διατάξεις που κοινοποιούνται από το κράτος μέλος δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 30 της συνθήκης ή από ανάγκες που έχουν σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας.

(28)

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης, στις περιπτώσεις που η Επιτροπή κρίνει αιτιολογημένη τη θέσπιση τέτοιων εθνικών διατάξεων, οφείλει να εξακριβώσει εάν οι εν λόγω εθνικές διατάξεις αποτελούν ή όχι μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(29)

Η Σουηδία στηρίζει το αίτημά της στην ανάγκη προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Το κάδμιο στα λιπάσματα θεωρείται ότι συνιστά απειλή για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Για την υποστήριξη τους αιτήματός της η Σουηδία αναφέρεται στα συμπεράσματα μιας σουηδικής μελέτης που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2000 (8), η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση των κινδύνων που παρουσιάζουν τα λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο.

2.1.   Αιτιολόγηση για λόγους επιτακτικών αναγκών

(30)

Από τα επιστημονικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα μέχρι σήμερα μπορεί να συναχθεί ότι το μεταλλικό κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου γενικά μπορούν να θεωρηθούν ότι προκαλούν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία. Συγκεκριμένα, το οξείδιο του καδμίου έχει ταξινομηθεί ως ουσία καρκινογόνος-μεταλλαξιογόνος-τοξική για την αναπαραγωγή, κατηγορίας 2. Υπάρχει επίσης γενική συμφωνία ότι το κάδμιο στα λιπάσματα είναι με μεγάλη διαφορά η σημαντικότερη πηγή εισόδου του καδμίου στο έδαφος και στην τροφική αλυσίδα.

(31)

Όσον αφορά το κάδμιο στα λιπάσματα, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία από την αξιολόγηση κινδύνου που πραγματοποίησε η Σουηδία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

όσον αφορά τα επιφανειακά ύδατα, η σουηδική έκθεση αξιολόγησης κινδύνου αναφέρει ότι «η τιμή PNEC (9) που επιλέχθηκε σημαίνει ότι στα περισσότερα ποτάμια της Νότιας Σουηδίας ορισμένοι ζώντες οργανισμοί έχουν ήδη προσβληθεί από το κάδμιο, δηλαδή οι λόγοι χαρακτηρισμού των κινδύνων (10) είναι πάνω από 1 (11). Εάν επιτραπεί υψηλότερη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, αναμένεται να προκύψει αύξηση της έκθεσης και της ανησυχίας για τις επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον»,

όσον αφορά το έδαφος, η σουηδική έκθεση αξιολόγησης κινδύνου αναφέρει ότι «εάν χρησιμοποιηθεί σουηδικό λίπασμα για εκατό χρόνια στα κοινά σουηδικά εδάφη (PNEC 0,25 mg/kg), δεν θα υπάρχει λόγος ανησυχίας για οικολογικές επιπτώσεις κατά την καλλιέργεια πατάτας ή σιταριού. Θα υπάρχει λόγος ανησυχίας για την καλλιέργεια καρότου αλλά αυτός ο λόγος υφίσταται και στο χρόνο μηδέν. Με τα λιπάσματα ΕΚ θα υπάρχει λόγος ανησυχίας σε κάθε περίπτωση. Στα όξινα, αμμώδη εδάφη που είναι φτωχά σε άργιλο και οργανικές ύλες (PNEC 0,06 mg/kg) προβλέπεται κίνδυνος ακόμη και αν η περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο είναι μηδενική».

(32)

Είναι σαφές ότι τα συμπεράσματα αυτά αναφέρονται στη συγκεκριμένη κατάσταση του σουηδικού εδάφους καθώς και στις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στη Σουηδία.

(33)

Συμπερασματικά, η αξιολόγηση κινδύνου που πραγματοποιήθηκε από τη Σουηδία καταδεικνύει ότι εάν επιτραπεί η χρήση λιπασμάτων με υψηλότερη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα σε κάδμιο απ’ ό,τι σήμερα, αυτό θα οδηγήσει:

σε ουσιαστική αύξηση της συγκέντρωσης καδμίου στα εδάφη, που με τη σειρά της θα έχει τοξικές επιπτώσεις για τους οργανισμούς του εδάφους. Θα μπορούσαν να εμφανιστούν επίσης απαράδεκτες συγκεντρώσεις στα ρέοντα ύδατα γεωργικών περιοχών,

σε σημαντική αύξηση της πρόσληψης καδμίου με την τροφή. Το περιθώριο ασφαλείας ανάμεσα στη σημερινή έκθεση στο κάδμιο και στο επίπεδο της «προσωρινής ανεκτής εβδομαδιαίας πρόσληψης» της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας είναι πάρα πολύ μικρό. Για ορισμένες ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως οι γυναίκες με χαμηλό απόθεμα σιδήρου στο σώμα, δεν υπάρχουν καθόλου περιθώρια ασφαλείας. Επομένως, η υψηλή πρόσληψη καδμίου με την τροφή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη λειτουργία των νεφρών και την αύξηση της οστεοπόρωσης σε μεγαλύτερο αριθμό ατόμων.

(34)

Η αξιολόγηση κινδύνου που υπέβαλαν οι σουηδικές αρχές πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διαδικασίες και τη μεθοδολογία που έχουν θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο και θεωρείται ότι εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας των πληροφοριών που λαμβάνονται.

(35)

Η Επιτροπή εξέτασε ήδη τις πληροφορίες που περιέχονται στην αξιολόγηση κινδύνου στο πλαίσιο της απόφασης 2002/399/ΕΚ με την οποία επετράπη στη Σουηδία να διατηρήσει σε ισχύ τις εθνικές διατάξεις της έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

(36)

Δεν δόθηκαν άλλα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα από τη Σουηδία το 2005. Η διεργασία σώρευσης είναι αργή και δεν αλλάζει σημαντικά σε περίοδο τριών ετών. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάσταση είναι παρόμοια με αυτή του 2002.

(37)

Η εγκυρότητα των δεδομένων που παρείχε η Σουηδία επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα επιστημονικά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την προπαρασκευή της πρότασης της Επιτροπής σχετικά με το κάδμιο στα λιπάσματα:

τη γνώμη που διατυπώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2002 από την ΕΕΤΟΠ (12) [η σημερινή ΕΕΥΠΚ (13)] σχετικά με τη σώρευση του καδμίου στα καλλιεργήσιμα εδάφη λόγω της χρήσης λιπασμάτων. Η εν λόγω γνώμη βασίστηκε στις εκθέσεις αξιολόγησης κινδύνου εννέα κρατών μελών που εξετάζουν μόνον τη σώρευση και όχι τους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον· το συμπέρασμα της ΕΕΤΟΠ ήταν ότι η περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο πρέπει να είναι περιορισμένη ώστε να εμποδίζεται η σώρευση του καδμίου στο έδαφος,

το τελικό σχέδιο της γενικής αξιολόγησης για το κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου, του Σεπτεμβρίου 2004, που συντάχθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου (14) και το οποίο εξετάζει όλες τις πηγές του καδμίου. Το σχέδιο υιοθετεί τη γνώμη της ΕΕΤΟΠ σχετικά με τη σώρευση στο έδαφος. Αν και αναφέρει ότι η συμβολή από το κάδμιο στα λιπάσματα μπορεί να μην επαρκεί από μόνη της για την πρόκληση σοβαρού και άμεσου κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, χρειάζεται προσοχή, δεδομένου ότι ο κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία δεν μπορεί να αποκλειστεί για όλες τις καταστάσεις τοπικού και περιφερειακού επιπέδου λόγω της μεγάλης ποικιλίας των συγκεντρώσεων του καδμίου στα τρόφιμα, των διατροφικών συνηθειών και του πλαισίου διατροφής.

Εν αναμονή της οριστικοποίησης της γενικής αξιολόγησης κινδύνου για το κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου, καθώς και της ενδεχόμενης συνέχειας που θα δινόταν στα μέτρα μείωσης του κινδύνου, η πρόταση της Επιτροπής για το κάδμιο στα λιπάσματα έχει καθυστερήσει.

(38)

Μετά την επανεξέταση, συνεπώς, των επιστημονικών στοιχείων βάσει του σουηδικού αιτήματος, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι σουηδικές αρχές κατέδειξαν ότι τα λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο παρουσιάζουν κινδύνους για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου και ότι οι εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από τις σουηδικές αρχές με σκοπό τη μείωση στο ελάχιστο της έκθεσης του σουηδικού περιβάλλοντος σε λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο είναι αιτιολογημένες.

2.2.   Απουσία αυθαίρετων διακρίσεων

(39)

Το άρθρο 95 παράγραφος 6 υποχρεώνει την Επιτροπή να ελέγχει μήπως οι εθνικές διατάξεις αποτελούν μέσον αυθαίρετων διακρίσεων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, απουσία διακρίσεων σημαίνει ότι οι εθνικοί περιορισμοί στο εμπόριο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο που να δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος αγαθών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

(40)

Οι προβλεπόμενες εθνικές διατάξεις είναι γενικές και εφαρμόζονται τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα φωσφορικά λιπάσματα ΕΚ. Επομένως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσον επιβολής αυθαίρετων διακρίσεων μεταξύ οικονομικών παραγόντων στην Κοινότητα.

2.3.   Απουσία συγκεκαλυμμένων περιορισμών στο εμπόριο

(41)

Κάθε αυστηρότερο εθνικό μέτρο σχετικά με τη σύνθεση των λιπασμάτων ΕΚ που παρεκκλίνει από τις διατάξεις μιας κοινοτικής οδηγίας συνιστά κανονικά εμπόδιο στο εμπόριο. Προϊόντα που μπορούν να διατεθούν νόμιμα στην αγορά στην υπόλοιπη Κοινότητα δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά του υπόψη κράτους μέλους. Το σκεπτικό των διατάξεων του άρθρου 95 παράγραφος 6 είναι να μην επιτρέπεται η εφαρμογή των περιορισμών που βασίζονται στα κριτήρια των παραγράφων 4 και 5 για απρόσφορους λόγους, οι οποίοι στην πραγματικότητα συνιστούν οικονομικά μέτρα που εισάγονται για την παρεμπόδιση της εισαγωγής προϊόντων από άλλα κράτη μέλη προκειμένου να προστατευθεί εμμέσως η εθνική παραγωγή.

(42)

Όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, υπάρχει πράγματι ανησυχία όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου λόγω της απόθεσης στο έδαφος λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο. Συνεπώς, πραγματικός στόχος του αιτήματος διατήρησης της εθνικής νομοθεσίας φαίνεται να είναι η προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος και όχι η δημιουργία συγκεκαλυμμένων εμποδίων στο εμπόριο.

2.4.   Απουσία εμποδίων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

(43)

Η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να απαγορεύει την έγκριση οποιουδήποτε εθνικού μέτρου που είναι πιθανόν να επηρεάσει την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς. Στην πράξη, κάθε εθνικό μέτρο που παρεκκλίνει από ένα μέτρο εναρμόνισης που στοχεύει στην εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συνιστά κατ’ ουσία μέτρο που είναι πιθανόν να επηρεάσει την εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια, για τη διατήρηση του επωφελούς χαρακτήρα της διαδικασίας παρέκκλισης που προβλέπεται από το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στα πλαίσια του άρθρου 95 παράγραφος 6, η έννοια του εμποδίου στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως ένα δυσανάλογο αποτέλεσμα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο.

(44)

Λόγω των κινδύνων που υπάρχουν τόσο για το περιβάλλον όσο και για την υγεία του ανθρώπου, εξαιτίας της απόθεσης λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο στο σουηδικό έδαφος, και λαμβάνοντας υπόψη ότι:

όπως αναφέρεται παραπάνω, η πράξη προσχώρησης και η οδηγία 98/97/ΕΚ επέτρεψαν στη Σουηδία να εξακολουθήσει να εφαρμόζει τις εθνικές διατάξεις της σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο εν αναμονή της ολοκλήρωσης της αναθεώρησης της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά το ζήτημα της περιεκτικότητας των λιπασμάτων σε κάδμιο,

η απόφαση 2002/399/ΕΚ επέτρεψε στη Σουηδία να διατηρήσει τις εθνικές της διατάξεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 βάσει της αξιολόγησης κινδύνου που υπέβαλαν οι σουηδικές αρχές,

οι τρέχουσες εργασίες εντός της Επιτροπής για την προσέγγιση των κοινοτικών οριακών τιμών για την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι λιγότερο περιοριστικά μέτρα θα παρείχαν επαρκή προστασία για την υγεία και το περιβάλλον στη Σουηδία. Η αξιολόγηση κινδύνου δείχνει ότι οι ειδικές κλιματικές και εδαφικές συνθήκες στη Σουηδία απαιτούν εθνικές διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, διότι ορισμένες περιοχές είναι πιο ευάλωτες στις εισροές καδμίου λόγω του όξινου pH του εδάφους στις εν λόγω περιοχές. Η διαλυτότητα του καδμίου αυξάνεται σε όξινο περιβάλλον και, συνεπώς, το κάδμιο μπορεί να απορροφηθεί ευκολότερα από τις καλλιέργειες.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε αυτό το στάδιο της αναθεώρησης, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εθνικές διατάξεις θα αποτελέσουν δυσανάλογο εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους.

2.5.   Χρονικός περιορισμός

(45)

Η χρονική περίοδος για την οποία χορηγείται η παρέκκλιση πρέπει να είναι επαρκής ώστε να επιτρέπει στη μεν Επιτροπή να προτείνει, στο δε Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εκδώσουν, νομοθετική πράξη σχετικά με τη χρήση καδμίου στα λιπάσματα σε κοινοτικό επίπεδο. Για να αποφευχθούν οι ενδεχόμενες καθυστερήσεις κατά τη διοργανική συζήτηση, οι διατάξεις της ισχύουσας απόφασης πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ έως ότου εφαρμοστεί το εναρμονισμένο μέτρο σε επίπεδο ΕΕ.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(46)

Με βάση τα προαναφερόμενα, συνάγεται ότι το αίτημα του Βασιλείου της Σουηδίας για τη διατήρηση των εθνικών διατάξεων οι οποίες είναι πιο περιοριστικές από τις διατάξεις της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, το οποίο υποβλήθηκε στις 29 Ιουνίου 2005, μπορεί να γίνει δεκτό.

(47)

Επιπλέον, η Επιτροπή κρίνει ότι οι εθνικές διατάξεις:

δικαιολογούνται από τις ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου,

είναι ανάλογες των επιδιωκόμενων στόχων,

δεν συνιστούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων, και

τα μέτρα δεν συνιστούν συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι μπορούν να εγκριθούν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Κατά παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εγκρίνονται οι σουηδικές διατάξεις που απαγορεύουν τη διάθεση στη σουηδική αγορά λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε κάδμιο που υπερβαίνει τα 100 γραμμάρια ανά τόνο φωσφόρου.

Η παρέκκλιση αυτή ισχύει έως ότου αρχίσουν να ισχύουν σε κοινοτικό επίπεδο εναρμονισμένα μέτρα για το κάδμιο στα λιπάσματα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Σουηδίας.

Βρυξέλλες, 3 Ιανουαρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 24 της 30.1.1976, σ. 21· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(2)  ΕΕ L 138 της 28.5.2002, σ. 24.

(3)  ΕΕ L 304 της 21.11.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2076/2004 (ΕΕ L 359 της 4.12.2004, σ. 25).

(4)  ΕΕ C 241 της 29.8.1994, σσ. 41 και 316.

(5)  EE L 18 της 23.1.1999, σ. 60.

(6)  Συλλογή της Σουηδικής Νομοθεσίας (SFS Svensk Författningssamling) της 14ης Ιουλίου 1998.

(7)  ΕΕ C 197 της 12.8.2005, σ. 6.

(8)  Σουηδική Εθνική Επιθεώρηση Χημικών, Αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία και το περιβάλλον στη Σουηδία από το κάδμιο στα λιπάσματα, 4 Οκτωβρίου 2000.

(9)  PNEC: predicted no effect concentration — προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις.

(10)  Οι λόγοι αυτοί είναι λόγοι PEC/PNEC, όπου PEC είναι η predicted environmental concentration — προβλεπόμενη περιβαλλοντική συγκέντρωση.

(11)  Όταν ο λόγος PEC/PNEC είναι μεγαλύτερος από 1, αυτό δηλώνει ότι θα υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες.

(12)  Επιστημονική επιτροπή για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον.

(13)  Επιστημονική επιτροπή για την υγεία και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.

(14)  ΕΕ L 84 της 5.4.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).


17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129/25


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Ιανουαρίου 2006

σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η Δημοκρατία της Φινλανδίας δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 5542]

(Τα κείμενα στη φινλανδική και σουηδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/348/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΓΕΓΟΝΟΤΑ

1.   Κοινοτική νομοθεσία

(1)

Με την οδηγία 76/116/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1975, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα λιπάσματα (1), θεσπίστηκαν οι απαιτήσεις για τη διάθεση στην αγορά των λιπασμάτων με το χαρακτηρισμό «λίπασμα ΕΚ».

(2)

Στο παράρτημα Ι της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ ορίζεται ο τύπος του λιπάσματος και οι αντίστοιχες απαιτήσεις, π.χ. σε σχέση με τη σύνθεσή του, που πρέπει να ικανοποιεί κάθε λίπασμα που φέρει το χαρακτηρισμό «λίπασμα ΕΚ». Τα «λιπάσματα ΕΚ» που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε κύρια συστατικά, δηλαδή σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να απαγορεύσουν, να περιορίσουν ή να παρεμποδίσουν για λόγους σχετικούς με τη σύνθεση, την αναγνώριση, την επισήμανση και τη συσκευασία, τη διάθεση στην αγορά των λιπασμάτων που φέρουν την ένδειξη «λίπασμα ΕΚ» και που ανταποκρίνονται στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

(4)

Με την απόφαση 2002/398/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2002, για τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η Δημοκρατία της Φινλανδίας, δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο (2), χορηγήθηκε παρέκκλιση από την οδηγία 76/116/ΕΟΚ βάσει της οποίας εγκρίθηκαν οι φινλανδικές διατάξεις που απαγορεύουν την κυκλοφορία στη φινλανδική αγορά φωσφορικών ορυκτών λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε κάδμιο που υπερβαίνει τα 50 mg ανά κιλό φωσφόρου. Η εν λόγω παρέκκλιση ισχύει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

(5)

Η οδηγία 76/116/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε, αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τα λιπάσματα (3).

(6)

Το άρθρο 35 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 ορίζει ότι οι παρεκκλίσεις από το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ, που παραχωρήθηκαν από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 6 της συνθήκης, θα νοούνται ως παρεκκλίσεις από το άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού και θα συνεχίσουν να παρέχουν αποτελέσματα παρά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(7)

Με την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εξαγγέλλεται ότι η Επιτροπή θα εξετάσει το ζήτημα της τυχαίας παρουσίας καδμίου στα ορυκτά λιπάσματα και, εφόσον απαιτείται, θα εκπονήσει πρόταση κανονισμού την οποία θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(8)

Βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες για την προπαρασκευή πρότασης της Επιτροπής σχετικά με το κάδμιο στα λιπάσματα.

2.   Η προσχώρηση της Φινλανδίας

(9)

Η Φινλανδία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995. Η πράξη προσχώρησης (4) θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τη χρήση και την εμπορία του καδμίου στο εν λόγω κράτος. Στο άρθρο 84 παράγραφος 1 προβλέπεται ότι στη διάρκεια περιόδου τεσσάρων ετών από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις του παραρτήματος X της εν λόγω πράξης δεν εφαρμόζονται στη Φινλανδία, σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του. Το άρθρο 84 και το σημείο 2 του παραρτήματος Χ της πράξης προσχώρησης προβλέπουν ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ, όσον αφορά την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, δεν εφαρμόζεται στη Φινλανδία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1999 και ότι οι διατάξεις της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ θα αναθεωρηθούν σύμφωνα με τις κοινοτικές διαδικασίες έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998.

(10)

Το άρθρο 2 της πράξης προσχώρησης προβλέπει ότι «από την προσχώρηση, οι διατάξεις των αρχικών συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση πράξεις των οργάνων δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται έναντι αυτών υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές και στην παρούσα πράξη». Το άρθρο 168 της πράξης προσχώρησης ορίζει ότι «τα νέα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα μέτρα που χρειάζονται για να συμμορφωθούν, από την προσχώρησή τους, προς τις διατάξεις των οδηγιών και αποφάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 189 (νυν άρθρο 249) της συνθήκης ΕΚ (…), εκτός εάν στον κατάλογο του παραρτήματος ΧΙΧ ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας πράξης προβλέπεται προθεσμία».

(11)

Η οδηγία 98/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), τροποποίησε στη συνέχεια την οδηγία 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο. Το άρθρο 1 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Φινλανδία μπορεί να απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά της επικράτειάς της λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο σε συγκεντρώσεις ανώτερες εκείνων που είχαν καθοριστεί σε εθνικό επίπεδο κατά την ημερομηνία της προσχώρησης και ότι η παρέκκλιση αυτή ισχύει για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 1999 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001.

(12)

Στις 7 Δεκεμβρίου 2001 η Δημοκρατία της Φινλανδίας κοινοποίησε την υπάρχουσα εθνική νομοθεσία, που παρεκκλίνει από τις διατάξεις της οδηγίας 76/116/EOK για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα λιπάσματα. Ύστερα από προσεκτική εξέταση, με την απόφαση 2002/398/EK, δόθηκε παράταση στην παρέκκλιση από την οδηγία 76/116/EOK έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

3.   Εθνικές διατάξεις

(13)

Η απόφαση αριθ. 45/1994 του Υπουργείου Γεωργίας και Δασοκομίας της Φινλανδίας, της 21ης Ιανουαρίου 1994, για τα λιπάσματα (6), καθορίζει, μεταξύ άλλων, μια οριακή τιμή για την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, συμπεριλαμβανομένων των λιπασμάτων με την ένδειξη «λίπασμα ΕΚ». Σύμφωνα με το τμήμα 3, απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά της Φινλανδίας φωσφορικών ορυκτών λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε κάδμιο η οποία υπερβαίνει τα 50 mg ανά κιλό φωσφόρου.

II.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(14)

Η Δημοκρατία της Φινλανδίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή, με επιστολή της 7ης Ιουνίου 2005, ότι σκοπεύει, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, να συνεχίσει να εφαρμόζει από την 1η Ιανουαρίου 2006 τις εθνικές διατάξεις σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο. Οι φινλανδικές αρχές ζητούν παράταση της τρέχουσας παρέκκλισης που παραχωρήθηκε με την απόφαση 2002/398/ΕΚ.

(15)

Σε επιστολή της με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε τις φινλανδικές αρχές ότι είχε παραλάβει την κοινοποίηση βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 4, και ότι η εξάμηνη περίοδος για την εξέτασή της, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6, άρχιζε στις 8 Ιουνίου 2005, δηλαδή την επόμενη ημέρα από την παραλαβή της κοινοποίησης.

(16)

Σε επιστολή της με ημερομηνία 10 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε τα υπόλοιπα κράτη μέλη σχετικά με το αίτημα της Φινλανδίας. Η Επιτροπή δημοσίευσε επίσης ανακοίνωση σχετικά με το αίτημα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (7) ώστε τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν γνώση των εθνικών μέτρων τα οποία η Φινλανδία επιθυμεί να διατηρήσει σε ισχύ.

III.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1.   Εξέταση της δυνατότητας αποδοχής

(17)

Το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης προβλέπει ότι όταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους.

(18)

Η κοινοποίηση που υπέβαλαν οι φινλανδικές αρχές στις 7 Ιουνίου 2005 επιδιώκει να επιτύχει την έγκριση της παράτασης της ισχύουσας παρέκκλισης που παραχώρησε η Επιτροπή με την απόφαση 2002/398/ΕΚ και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Η παρούσα απόφαση επιτρέπει στην Φινλανδία να διατηρήσει σε ισχύ εθνικές διατάξεις ασύμβατες με εκείνες που αφορούν τη σύνθεση των λιπασμάτων ΕΚ που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003.

(19)

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εμποδίζει τα κράτη μέλη να περιορίζουν την κυκλοφορία των λιπασμάτων ΕΚ εξαιτίας της σύνθεσής τους, αλλά οι κανόνες που διέπουν τη σύνθεση δεν ορίζουν καμία οριακή τιμή για την περιεκτικότητα σε κάδμιο. Αυτό σημαίνει ότι, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003, τα λιπάσματα ΕΚ που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού μπορούν να διατίθενται στην αγορά ανεξάρτητα από την περιεκτικότητά τους σε κάδμιο.

(20)

Βάσει των προαναφερομένων, είναι σαφές ότι οι εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η Φινλανδία, στο βαθμό που απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά φωσφορικών ορυκτών λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε κάδμιο η οποία υπερβαίνει τα 50 mg ανά κιλό φωσφόρου, είναι πιο περιοριστικές από εκείνες που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003.

(21)

Οι εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από τις φινλανδικές αρχές είχαν εκδοθεί πριν από την προσχώρηση της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως αναφέρεται παραπάνω, η πράξη προσχώρησης θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις που επιτρέπουν στη Φινλανδία να συνεχίσει να εφαρμόζει τις εθνικές της διατάξεις σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο στα προϊόντα που διέπονται από την οδηγία 76/116/ΕΟΚ για περίοδο τεσσάρων ετών. Με την οδηγία 98/97/ΕΚ επιτράπηκε στη Φινλανδία να εξακολουθήσει να εφαρμόζει τις προαναφερόμενες διατάξεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001. Με την απόφαση 2002/398/ΕΚ παρατάθηκε η παρέκκλιση έως το Δεκέμβριο του 2005.

(22)

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 95 παράγραφος 4, όπως ερμηνεύονται βάσει του άρθρου 2 και του άρθρου 168 της πράξης προσχώρησης, η Φινλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που εκδόθηκαν πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση τις οποίες επιθυμεί να διατηρήσει, συνοδεύοντας το αίτημά της με έκθεση στην οποία παρατίθενται οι λόγοι οι οποίοι κατά τη γνώμη της δικαιολογούν τη διατήρηση των εν λόγω διατάξεων.

(23)

Οι λόγοι που επικαλούνται οι φινλανδικές αρχές είναι ίδιοι με αυτούς που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και οδήγησαν την Επιτροπή να χορηγήσει, με την απόφασή της 2002/398/ΕΚ, παρέκκλιση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Αυτή η προθεσμία ορίστηκε με βάση την υπόθεση ότι η εναρμονισμένη νομοθεσία θα έχει θεσπιστεί έως το τέλος του 2005. Αν και οι εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη, η νομοθεσία δεν αναμένεται να εκδοθεί σε κοινοτικό επίπεδο πριν από το τέλος του έτους.

(24)

Η κοινοποίηση που υπέβαλε η Φινλανδία στις 7 Ιουνίου 2005 για να επιτύχει την έγκριση της διατήρησης των εθνικών διατάξεων κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 κρίνεται, επομένως, αποδεκτή δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4, όπως ερμηνεύεται βάσει των άρθρων 2 και 168 της πράξης προσχώρησης.

2.   Αξιολόγηση πλεονεκτημάτων

(25)

Σύμφωνα με το άρθρο 95 της συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να διασφαλίσει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που παρέχουν τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες παρέκκλισης που προβλέπονται από το εν λόγω άρθρο.

(26)

Ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να ελέγχει αν οι διατάξεις που κοινοποιούνται από το κράτος μέλος δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 30 της συνθήκης ή από ανάγκες που έχουν σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας.

(27)

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης, στις περιπτώσεις που η Επιτροπή κρίνει αιτιολογημένη τη θέσπιση τέτοιων εθνικών διατάξεων, οφείλει να εξακριβώσει εάν οι εν λόγω εθνικές διατάξεις αποτελούν ή όχι μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(28)

Η Φινλανδία στηρίζει το αίτημά της στην ανάγκη προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Το κάδμιο σε λιπάσματα θεωρείται ότι συνιστά απειλή για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Για την υποστήριξη τους αιτήματός της η Φινλανδία αναφέρεται στα συμπεράσματα μιας φινλανδικής μελέτης που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2000 (8), η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση των κινδύνων που παρουσιάζουν τα λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο.

2.1.   Αιτιολόγηση για λόγους επιτακτικών αναγκών

(29)

Από τα επιστημονικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα μέχρι σήμερα μπορεί να συναχθεί ότι το μεταλλικό κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου γενικά μπορούν να θεωρηθούν ότι προκαλούν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία. Συγκεκριμένα, το οξείδιο του καδμίου έχει ταξινομηθεί ως ουσία καρκινογόνος-μεταλλαξιογόνος-τοξική για την αναπαραγωγή, κατηγορίας 2. Υπάρχει επίσης γενική συμφωνία ότι το κάδμιο στα λιπάσματα είναι με μεγάλη διαφορά η σημαντικότερη πηγή εισόδου του καδμίου στο έδαφος και στην τροφική αλυσίδα.

(30)

Όσον αφορά το κάδμιο στα λιπάσματα, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία από την αξιολόγηση κινδύνου που πραγματοποίησε η Φινλανδία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

όσον αφορά το νερό, η φινλανδική έκθεση της αξιολόγησης κινδύνου αναφέρει ότι «ο χαρακτηρισμός κινδύνου αποκαλύπτει πως σε όλους τους υποθετικούς υπολογισμούς που έγιναν υφίστανται κίνδυνοι για το υδάτινο περιβάλλον τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να οριστεί περιθώριο ασφαλείας και οποιαδήποτε αύξηση της φυσικής συγκέντρωσης μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον»,

όσον αφορά το έδαφος, η φινλανδική έκθεση αξιολόγησης κινδύνου αναφέρει ότι «βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, οι σημερινές συγκεντρώσεις καδμίου στα φινλανδικά γεωργικά εδάφη παρουσιάζουν κίνδυνο για το εδαφικό περιβάλλον. Αυτό το συμπέρασμα βγήκε τόσο χρησιμοποιώντας μέσες εκχυλίσιμες συγκεντρώσεις καδμίου (9) όσο και 90 ποσοστιαίες τιμές στις πέντε καλλιεργητικές ζώνες της Φινλανδίας για το έτος 1987. Μόνο στη βορειότερη ζώνη ο λόγος PEC/PNEC (10) χρησιμοποιώντας τη μέση συγκέντρωση είναι κάτω του 1. Οι λόγοι επικινδυνότητας για διάφορες καλλιεργητικές ζώνες ποικίλλουν από 1,2 έως 2,8»,

όσον αφορά την υγεία του ανθρώπου, η φινλανδική έκθεση αξιολόγησης κινδύνου αναφέρει ότι «στη Φινλανδία δεν υπάρχει περιθώριο ασφαλείας για την ομάδα κινδύνου (χειρότερες περιπτώσεις) μεταξύ του εκτιμώμενου επιπέδου στα ούρα και του κρίσιμου επιπέδου που έχει συνδεθεί με τις δυσμενείς επιπτώσεις του καδμίου στην υγεία». Η φινλανδική έκθεση αξιολόγησης κινδύνου αναφέρει επίσης ότι «εάν χρησιμοποιούνταν στη Φινλανδία τα φωσφορικά λιπάσματα με μέση σε κοινοτικό επίπεδο περιεκτικότητα καδμίου, η πρόσληψη καδμίου με την τροφή θα αυξανόταν περισσότερο από 40 % στη διάρκεια 100 χρόνων, βάσει υπολογισμών με χρήση μοντέλου».

(31)

Είναι σαφές ότι τα συμπεράσματα αυτά αναφέρονται στη συγκεκριμένη κατάσταση του φινλανδικού εδάφους καθώς και στις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην Φινλανδία.

(32)

Συμπερασματικά, η αξιολόγηση κινδύνου που πραγματοποιήθηκε από τη Φινλανδία καταδεικνύει ότι οι σημερινές συγκεντρώσεις καδμίου στο γεωργικό έδαφος της Φινλανδίας, παρουσιάζουν κίνδυνο για τους οργανισμούς του εδάφους και ότι η απόπλυση καδμίου από το γεωργικό έδαφος προκαλεί κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον. Η Φινλανδία υποστηρίζει ότι η αξιολόγηση κινδύνου καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος δυσμενών συνεπειών για την υγεία ως αποτέλεσμα της σημερινής συνολικής έκθεσης του φινλανδικού πληθυσμού στο κάδμιο. Αν και η μέση πρόσληψη καδμίου μόνο από τα τρόφιμα δεν αποτελεί κίνδυνο στη Φινλανδία, ορισμένα τμήματα του πληθυσμού είναι σε κίνδυνο λόγω υψηλής πρόσληψης με την τροφή, αυξημένης απορρόφησης ή/και καπνίσματος.

(33)

Η αξιολόγηση κινδύνου που υπέβαλαν οι φινλανδικές αρχές πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διαδικασίες και τη μεθοδολογία που έχουν θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο και θεωρείται ότι εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας των πληροφοριών που λαμβάνονται.

(34)

Η Επιτροπή εξέτασε ήδη τις πληροφορίες που περιέχονται στην αξιολόγηση κινδύνου στο πλαίσιο της απόφασης 2002/398/ΕΚ με την οποία επετράπη στη Φινλανδία να διατηρήσει σε ισχύ τις εθνικές διατάξεις της έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

(35)

Δεν δόθηκαν άλλα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα από τη Φινλανδία το 2005. Η διεργασία σώρευσης είναι αργή και δεν αλλάζει σημαντικά σε περίοδο τριών ετών. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάσταση είναι παρόμοια με αυτή του 2002.

(36)

Η εγκυρότητα των δεδομένων που παρείχε η Φινλανδία επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα επιστημονικά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την προπαρασκευή της πρότασης της Επιτροπής σχετικά με το κάδμιο στα λιπάσματα:

τη γνώμη που διατυπώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2002 από την ΕΕΤΟΠ (11) [η σημερινή ΕΕΥΠΚ (12)] σχετικά με τη σώρευση του καδμίου στα καλλιεργήσιμα εδάφη λόγω της χρήσης λιπασμάτων. Η εν λόγω γνώμη βασίστηκε στις εκθέσεις αξιολόγησης κινδύνου εννέα κρατών μελών που εξετάζουν μόνον τη σώρευση και όχι τους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον· το συμπέρασμα της ΕΕΤΟΠ ήταν ότι η περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο πρέπει να είναι περιορισμένη ώστε να εμποδίζεται η σώρευση του καδμίου στο έδαφος,

το τελικό σχέδιο της γενικής αξιολόγησης για το κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου, του Σεπτεμβρίου 2004, που συντάχθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου (13) και το οποίο εξετάζει όλες τις πηγές του καδμίου. Το σχέδιο υιοθετεί τη γνώμη της ΕΕΤΟΠ σχετικά με τη σώρευση στο έδαφος. Αν και αναφέρει ότι η συμβολή από το κάδμιο στα λιπάσματα μπορεί να μην επαρκεί από μόνη της για την πρόκληση σοβαρού και άμεσου κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, χρειάζεται προσοχή, δεδομένου ότι ο κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία δεν μπορεί να αποκλειστεί για όλες τις καταστάσεις τοπικού και περιφερειακού επιπέδου λόγω της μεγάλης ποικιλίας των συγκεντρώσεων του καδμίου στα τρόφιμα, των διατροφικών συνηθειών και του πλαισίου διατροφής.

Εν αναμονή της οριστικοποίησης της γενικής αξιολόγησης κινδύνου για το κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου, καθώς και της ενδεχόμενης συνέχειας που θα δινόταν στα μέτρα μείωσης του κινδύνου, η πρόταση της Επιτροπής για το κάδμιο στα λιπάσματα έχει καθυστερήσει.

(37)

Μετά την επανεξέταση, συνεπώς, των επιστημονικών στοιχείων βάσει του φινλανδικού αιτήματος, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι φινλανδικές αρχές κατέδειξαν ότι τα λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο παρουσιάζουν κινδύνους για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου και ότι οι εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από τις φινλανδικές αρχές με σκοπό τη μείωση στο ελάχιστο της έκθεσης του φινλανδικού περιβάλλοντος σε λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο είναι αιτιολογημένες.

2.2.   Απουσία αυθαίρετων διακρίσεων

(38)

Το άρθρο 95 παράγραφος 6 υποχρεώνει την Επιτροπή να ελέγχει μήπως οι εθνικές διατάξεις αποτελούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, απουσία διακρίσεων σημαίνει ότι οι εθνικοί περιορισμοί στο εμπόριο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο που να δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος αγαθών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

(39)

Οι προβλεπόμενες εθνικές διατάξεις είναι γενικές και εφαρμόζονται τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα φωσφορικά λιπάσματα ΕΚ. Επομένως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επιβολής αυθαίρετων διακρίσεων μεταξύ οικονομικών παραγόντων στην Κοινότητα.

2.3.   Απουσία συγκεκαλυμμένων περιορισμών στο εμπόριο

(40)

Κάθε αυστηρότερο εθνικό μέτρο σχετικά με τη σύνθεση των λιπασμάτων ΕΚ που παρεκκλίνει από τις διατάξεις μιας κοινοτικής οδηγίας συνιστά κανονικά εμπόδιο στο εμπόριο. Προϊόντα που μπορούν να διατεθούν νόμιμα στην αγορά στην υπόλοιπη Κοινότητα δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά του υπόψη κράτους μέλους. Το σκεπτικό των διατάξεων του άρθρου 95 παράγραφος 6 είναι να μην επιτρέπεται η εφαρμογή των περιορισμών που βασίζονται στα κριτήρια των παραγράφων 4 και 5 για απρόσφορους λόγους, οι οποίοι στην πραγματικότητα συνιστούν οικονομικά μέτρα που εισάγονται για την παρεμπόδιση της εισαγωγής προϊόντων από άλλα κράτη μέλη προκειμένου να προστατευθεί εμμέσως η εθνική παραγωγή.

(41)

Όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, υπάρχει πράγματι ανησυχία όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου λόγω της απόθεσης στο έδαφος λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο. Συνεπώς, πραγματικός στόχος του αιτήματος διατήρησης της εθνικής νομοθεσίας φαίνεται να είναι η προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος και όχι η δημιουργία συγκεκαλυμμένων εμποδίων στο εμπόριο.

2.4.   Απουσία εμποδίων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

(42)

Η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να απαγορεύει την έγκριση οποιουδήποτε εθνικού μέτρου που είναι πιθανόν να επηρεάσει την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς. Στην πράξη, κάθε εθνικό μέτρο που παρεκκλίνει από ένα μέτρο εναρμόνισης που στοχεύει στην εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συνιστά κατ’ ουσία μέτρο που είναι πιθανόν να επηρεάσει την εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια, για τη διατήρηση του επωφελούς χαρακτήρα της διαδικασίας παρέκκλισης που προβλέπεται από το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στα πλαίσια του άρθρου 95 παράγραφος 6, η έννοια του εμποδίου στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως ένα δυσανάλογο αποτέλεσμα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο.

(43)

Λόγω των κινδύνων που υπάρχουν τόσο για το περιβάλλον όσο και για την υγεία του ανθρώπου, εξαιτίας της απόθεσης λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο στο φινλανδικό έδαφος, και λαμβάνοντας υπόψη ότι:

όπως αναφέρεται παραπάνω, η πράξη προσχώρησης και η οδηγία 98/97/ΕΚ επέτρεψαν στη Φινλανδία να εξακολουθήσει να εφαρμόζει τις εθνικές διατάξεις της σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο εν αναμονή της ολοκλήρωσης της αναθεώρησης της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά το ζήτημα της περιεκτικότητας των λιπασμάτων σε κάδμιο,

η απόφαση 2002/398/ΕΚ επέτρεψε στη Φινλανδία να διατηρήσει τις εθνικές της διατάξεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 βάσει της αξιολόγησης κινδύνου που υπέβαλαν οι φινλανδικές αρχές,

οι τρέχουσες εργασίες εντός της Επιτροπής για την προσέγγιση των κοινοτικών οριακών τιμών για την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι λιγότερο περιοριστικά μέτρα θα παρείχαν επαρκή προστασία για την υγεία και το περιβάλλον στη Φινλανδία. Η αξιολόγηση κινδύνου δείχνει ότι οι ειδικές κλιματικές και εδαφικές συνθήκες στη Φινλανδία απαιτούν εθνικές διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, διότι ορισμένες περιοχές είναι πιο ευάλωτες στις εισροές καδμίου λόγω του όξινου pH του εδάφους στις εν λόγω περιοχές. Η διαλυτότητα του καδμίου αυξάνεται σε όξινο περιβάλλον και, συνεπώς, το κάδμιο μπορεί να απορροφηθεί ευκολότερα από τις καλλιέργειες·

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε αυτό το στάδιο της αναθεώρησης, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εθνικές διατάξεις θα αποτελέσουν δυσανάλογο εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους.

2.5.   Χρονικός περιορισμός

(44)

Η χρονική περίοδος για την οποία χορηγείται η παρέκκλιση πρέπει να είναι επαρκής ώστε να επιτρέπει στη μεν Επιτροπή να προτείνει, στο δε Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εκδώσουν, νομοθετική πράξη σχετικά με τη χρήση καδμίου στα λιπάσματα σε κοινοτικό επίπεδο. Για να αποφευχθούν οι ενδεχόμενες καθυστερήσεις κατά τη διοργανική συζήτηση, οι διατάξεις της ισχύουσας απόφασης πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ έως ότου εφαρμοστεί το εναρμονισμένο μέτρο σε επίπεδο ΕΕ.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(45)

Με βάση τα προαναφερόμενα, συνάγεται ότι το αίτημα της Δημοκρατίας της Φινλανδίας για τη διατήρηση των εθνικών διατάξεων οι οποίες είναι πιο περιοριστικές από τις διατάξεις της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, το οποίο υποβλήθηκε στις 7 Ιουνίου 2005, μπορεί να γίνει δεκτό.

(46)

Επιπλέον, η Επιτροπή κρίνει ότι οι εθνικές διατάξεις:

δικαιολογούνται από τις ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου,

είναι ανάλογες των επιδιωκόμενων στόχων,

δεν συνιστούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων, και

τα μέτρα δεν συνιστούν συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι μπορούν να εγκριθούν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Κατά παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εγκρίνονται οι φινλανδικές διατάξεις που απαγορεύουν τη διάθεση στη φινλανδική αγορά των φωσφορικών ορυκτών λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε κάδμιο που υπερβαίνει τα 50 mg ανά κιλό φωσφόρου.

Η παρέκκλιση αυτή ισχύει έως ότου αρχίσουν να ισχύουν σε κοινοτικό επίπεδο εναρμονισμένα μέτρα για το κάδμιο στα λιπάσματα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Φινλανδίας.

Βρυξέλλες, 3 Ιανουαρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 24 της 30.1.1976, σ. 21· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(2)  ΕΕ L 138 της 28.5.2002, σ. 15.

(3)  ΕΕ L 304 της 21.11.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2076/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 359 της 4.12.2004, σ. 25).

(4)  ΕΕ C 241 της 29.8.1994, σ. 37 και σ. 308.

(5)  ΕΕ L 18 της 23.1.1999, σ. 60.

(6)  Συλλογή της Φινλανδικής Νομοθεσίας αριθ. 45/1994 της 26ης Ιανουαρίου 1994, σ. 117.

(7)  ΕΕ C 197 της 12.8.2005, σ. 4.

(8)  Υπουργείο Γεωργίας και Δασοκομίας της Φινλανδίας, Το κάδμιο στα λιπάσματα, κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία και για το περιβάλλον, Απρίλιος 2000.

(9)  Η συγκέντρωση καδμίου που είναι διαθέσιμο για να προσληφθεί από τα φυτά.

(10)  PEC = προβλεπόμενη περιβαλλοντική συγκέντρωση, PNEC = προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς συνέπειες. Όταν ο λόγος PEC/PNEC είναι μεγαλύτερος από 1, αυτό δηλώνει ότι θα υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες.

(11)  Επιστημονική επιτροπή για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον.

(12)  Επιστημονική επιτροπή για την υγεία και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.

(13)  ΕΕ L 84 της 5.4.1993 σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003 σ. 1).


17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 129/31


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Ιανουαρίου 2006

σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η Δημοκρατία της Αυστρίας δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2005) 5549]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/349/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΓΕΓΟΝΟΤΑ

1.   Κοινοτική νομοθεσία

(1)

Με την οδηγία 76/116/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1975, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα λιπάσματα (1), θεσπίστηκαν οι απαιτήσεις για τη διάθεση στην αγορά των λιπασμάτων με το χαρακτηρισμό «λίπασμα ΕΚ».

(2)

Στο παράρτημα Ι της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ ορίζεται ο τύπος του λιπάσματος και οι αντίστοιχες απαιτήσεις, π.χ. σε σχέση με τη σύνθεσή του, που πρέπει να ικανοποιεί κάθε λίπασμα που φέρει το χαρακτηρισμό «λίπασμα ΕΚ». Τα «λιπάσματα ΕΚ» που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε κύρια συστατικά, δηλαδή σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ τα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να απαγορεύσουν, να περιορίσουν ή να παρεμποδίσουν, για λόγους σχετικούς με τη σύνθεση, την αναγνώριση, την επισήμανση και τη συσκευασία, τη διάθεση στην αγορά των λιπασμάτων που φέρουν την ένδειξη «λίπασμα ΕΚ» και που ανταποκρίνονται στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

(4)

Με την απόφαση 2002/366/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Μαΐου 2002, για τις εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε το Βασίλειο της Σουηδίας, δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο (2), χορηγήθηκε παρέκκλιση από την οδηγία 76/116/ΕΟΚ βάσει της οποίας εγκρίθηκαν οι αυστριακές διατάξεις που απαγορεύουν την κυκλοφορία στην αυστριακή αγορά φωσφορικών ορυκτών λιπασμάτων (που περιέχουν 5 % P2O5 ή περισσότερο) με περιεκτικότητα σε κάδμιο που υπερβαίνει τα 75 mg/kg P2O5. Η εν λόγω παρέκκλιση ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

(5)

Η οδηγία 76/116/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε, αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τα λιπάσματα (3).

(6)

Το άρθρο 35 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 ορίζει ότι οι παρεκκλίσεις από το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ, που παραχωρήθηκαν από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 6 της συνθήκης, θα νοούνται ως παρεκκλίσεις από το άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού και θα συνεχίσουν να παρέχουν αποτελέσματα παρά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(7)

Με την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εξαγγέλλεται ότι η Επιτροπή θα εξετάσει το ζήτημα της τυχαίας παρουσίας καδμίου στα ορυκτά λιπάσματα και, εφόσον απαιτείται, θα εκπονήσει πρόταση κανονισμού την οποία θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(8)

Βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες για την προπαρασκευή πρότασης της Επιτροπής σχετικά με το κάδμιο στα λιπάσματα.

2.   Η προσχώρηση της Αυστρίας

(9)

Η Αυστρία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995. Η πράξη προσχώρησης (4) θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τη χρήση και την εμπορία του καδμίου στο εν λόγω κράτος. Στο άρθρο 69 παράγραφος 1 προβλέπεται ότι στη διάρκεια περιόδου τεσσάρων ετών από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις του παραρτήματος VIII της εν λόγω πράξης δεν εφαρμόζονται στην Αυστρία, σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα και υπό την επιφύλαξη των διατάξεών του. Το άρθρο 69 και το σημείο 4 του παραρτήματος VIII της πράξης προσχώρησης προβλέπουν ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ, όσον αφορά την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, δεν εφαρμόζεται στην Αυστρία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1999 και ότι οι διατάξεις της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ θα αναθεωρηθούν σύμφωνα με τις κοινοτικές διαδικασίες έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998.

(10)

Το άρθρο 2 της πράξης προσχώρησης προβλέπει ότι «από την προσχώρηση, οι διατάξεις των αρχικών συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση πράξεις των οργάνων δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται έναντι αυτών υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές και στην παρούσα πράξη». Το άρθρο 168 της πράξης προσχώρησης ορίζει ότι «τα νέα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα μέτρα που χρειάζονται για να συμμορφωθούν, από την προσχώρησή τους, προς τις διατάξεις των οδηγιών και αποφάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 189 (νυν άρθρο 249) της συνθήκης ΕΚ […], εκτός εάν στον κατάλογο του παραρτήματος ΧΙΧ ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας πράξης προβλέπεται προθεσμία».

(11)

Η οδηγία 98/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), τροποποίησε στη συνέχεια την οδηγία 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο. Το άρθρο 1 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Αυστρία μπορεί να απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά της επικράτειάς της λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο σε συγκεντρώσεις ανώτερες εκείνων που είχαν καθοριστεί σε εθνικό επίπεδο κατά την ημερομηνία της προσχώρησης και ότι η παρέκκλιση αυτή ισχύει για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001.

(12)

Στις 16 Νοεμβρίου 2001, η Δημοκρατία της Αυστρίας κοινοποίησε την υπάρχουσα εθνική νομοθεσία, που παρεκκλίνει από τις διατάξεις της οδηγίας 76/116/EOK για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα λιπάσματα. Ύστερα από προσεκτική εξέταση, με την απόφαση 2002/366/ΕΚ δόθηκε παράταση στην παρέκκλιση από την οδηγία 76/116/EOK μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

3.   Εθνικές διατάξεις

(13)

Το αυστριακό διάταγμα για τα λιπάσματα (6) του 2004 καθορίζει, μεταξύ άλλων, οριακή τιμή για την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, συμπεριλαμβανομένων αυτών που φέρουν το χαρακτηρισμό «λίπασμα ΕΚ». Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4, σε συνάρτηση με το παράρτημα 2 τμήμα 2, απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά της Αυστρίας φωσφορικών ορυκτών λιπασμάτων (που περιέχουν 5 % P2O5 ή περισσότερο) με περιεκτικότητα σε κάδμιο που υπερβαίνει τα 75 mg/kg P2O5.

(14)

Οι διατάξεις που αφορούν τη μέγιστη επιτρεπτή περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο ισχύουν από το 1985 όταν είχε θεσπιστεί η οριακή τιμή των 120 mg/kg P2O5. Το τρέχον επίπεδο των 75 mg/kg P2O5 θεσπίστηκε στην Αυστρία με το διάταγμα του 1994 για τα λιπάσματα (7), το οποίο στη συνέχεια καταργήθηκε με το διάταγμα για τα λιπάσματα του 2004 που προσάρμοσε τη νομοθεσία στον κανονισμό 2003/2003. Οι διατάξεις για το κάδμιο στα λιπάσματα δεν έχουν τροποποιηθεί.

II.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(15)

Η Δημοκρατία της Αυστρίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή, με επιστολή της 14ης Ιουνίου 2005, ότι σκοπεύει, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, να συνεχίσει να εφαρμόζει από την 1η Ιανουαρίου 2006 τις εθνικές διατάξεις σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο. Οι αυστριακές αρχές ζητούν παράταση της τρέχουσας παρέκκλισης που παραχωρήθηκε με την απόφαση 2002/366/ΕΚ.

(16)

Σε επιστολή της με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε τις αυστριακές αρχές ότι είχε παραλάβει την κοινοποίηση βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 4 και ότι η εξάμηνη περίοδος για την εξέτασή της, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6, άρχιζε στις 15 Ιουνίου 2005, δηλαδή την επόμενη ημέρα από την παραλαβή της κοινοποίησης.

(17)

Σε επιστολή της με ημερομηνία 10 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε τα υπόλοιπα κράτη μέλη σχετικά με το αίτημα της Αυστρίας. Η Επιτροπή δημοσίευσε επίσης ανακοίνωση σχετικά με το αίτημα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (8) ώστε τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν γνώση των εθνικών μέτρων τα οποία η Αυστρία επιθυμεί να διατηρήσει σε ισχύ.

III.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1.   Εξέταση της δυνατότητας αποδοχής

(18)

Το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης προβλέπει ότι όταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους.

(19)

Η κοινοποίηση που υπέβαλαν οι αυστριακές αρχές στις 7 Ιουνίου 2005 επιδιώκει να επιτύχει την έγκριση της παράτασης της ισχύουσας παρέκκλισης που παραχώρησε η απόφαση 2002/366/ΕΚ και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Η παρούσα απόφαση επιτρέπει στην Αυστρία να διατηρήσει σε ισχύ εθνικές διατάξεις ασύμβατες με εκείνες που αφορούν τη σύνθεση των λιπασμάτων ΕΚ που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003.

(20)

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εμποδίζει τα κράτη μέλη να περιορίζουν την κυκλοφορία των λιπασμάτων ΕΚ εξαιτίας της σύνθεσής τους, αλλά οι κανόνες που διέπουν τη σύνθεση δεν ορίζουν καμία οριακή τιμή για την περιεκτικότητα σε κάδμιο. Αυτό σημαίνει ότι, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003, τα λιπάσματα ΕΚ που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού μπορούν να διατίθενται στην αγορά ανεξάρτητα από την περιεκτικότητά τους σε κάδμιο.

(21)

Βάσει των προαναφερομένων, είναι σαφές ότι οι εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η Αυστρία, στο βαθμό που απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά φωσφορικών ορυκτών λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε κάδμιο η οποία υπερβαίνει τα 75 mg/kg P2O5, είναι πιο περιοριστικές από εκείνες που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003.

(22)

Οι εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από τις αυστριακές αρχές είχαν εκδοθεί πριν από την προσχώρηση της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως αναφέρεται παραπάνω, η πράξη προσχώρησης θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις που επιτρέπουν στην Αυστρία να συνεχίσει να εφαρμόζει τις εθνικές της διατάξεις σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο στα προϊόντα που διέπονται από την οδηγία 76/116/ΕΟΚ για περίοδο τεσσάρων ετών. Με την οδηγία 98/97/ΕΚ επιτράπηκε στην Αυστρία να εξακολουθήσει να εφαρμόζει τις προαναφερόμενες διατάξεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001. Με την απόφαση 2002/366/ΕΚ παρατάθηκε η παρέκκλιση έως τον Δεκέμβριο του 2005.

(23)

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 95 παράγραφος 4, όπως ερμηνεύονται βάσει των άρθρων 2 και 168 της πράξης προσχώρησης, η Αυστρία κοινοποίησε στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που εκδόθηκαν πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση τις οποίες επιθυμεί να διατηρήσει, συνοδεύοντας το αίτημά της με έκθεση στην οποία παρατίθενται οι λόγοι οι οποίοι κατά τη γνώμη της δικαιολογούν τη διατήρηση των εν λόγω διατάξεων.

(24)

Οι λόγοι που επικαλούνται οι αυστριακές αρχές είναι ίδιοι με αυτούς που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και οδήγησαν την Επιτροπή να χορηγήσει, με την απόφασή της 2002/366/ΕΚ, παρέκκλιση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Αυτή η προθεσμία ορίστηκε με βάση την υπόθεση ότι η εναρμονισμένη νομοθεσία θα έχει θεσπιστεί έως το τέλος του 2005. Αν και οι εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη, η νομοθεσία δεν αναμένεται να εκδοθεί σε κοινοτικό επίπεδο πριν από το τέλος του έτους.

(25)

Η κοινοποίηση που υπέβαλε η Αυστρία στις 14 Ιουνίου 2005 για να επιτύχει την έγκριση της διατήρησης των εθνικών διατάξεων κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 κρίνεται, επομένως, αποδεκτή δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4, όπως ερμηνεύεται βάσει των άρθρων 2 και 168 της πράξης προσχώρησης.

2.   Αξιολόγηση πλεονεκτημάτων

(26)

Σύμφωνα με το άρθρο 95 της Συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να διασφαλίσει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που παρέχουν τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες παρέκκλισης που προβλέπονται από το εν λόγω άρθρο.

(27)

Ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να ελέγχει αν οι διατάξεις που κοινοποιούνται από το κράτος μέλος δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 30 της συνθήκης ή από ανάγκες που έχουν σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας.

(28)

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης, στις περιπτώσεις που η Επιτροπή κρίνει αιτιολογημένη τη θέσπιση τέτοιων εθνικών διατάξεων, οφείλει να εξακριβώσει εάν οι εν λόγω εθνικές διατάξεις αποτελούν ή όχι μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(29)

Η Αυστρία στηρίζει το αίτημά της στην ανάγκη προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Το κάδμιο σε λιπάσματα θεωρείται ότι συνιστά απειλή για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Για την υποστήριξη τους αιτήματός της η Αυστρία αναφέρεται στα συμπεράσματα μιας αυστριακής μελέτης που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2000 (9), η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση των κινδύνων που παρουσιάζουν τα λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο.

2.1.   Αιτιολόγηση για λόγους επιτακτικών αναγκών

(30)

Από τα επιστημονικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα μέχρι σήμερα μπορεί να συναχθεί ότι το μεταλλικό κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου γενικά μπορούν να θεωρηθούν ότι προκαλούν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία. Συγκεκριμένα, το οξείδιο του καδμίου έχει ταξινομηθεί ως ουσία καρκινογόνος-μεταλλαξιογόνος-τοξική για την αναπαραγωγή, κατηγορίας 2. Υπάρχει επίσης γενική συμφωνία ότι το κάδμιο στα λιπάσματα είναι με μεγάλη διαφορά η σημαντικότερη πηγή εισόδου του καδμίου στο έδαφος και στην τροφική αλυσίδα.

(31)

Όσον αφορά το κάδμιο στα λιπάσματα, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία από την αξιολόγηση κινδύνου που πραγματοποίησε η Αυστρία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

όσον αφορά το νερό, η έκθεση αναφέρει ότι «κατά τη διασπορά λιπάσματος με μέση συγκέντρωση 25 mg Cd/kg P2O5 σημειώνεται υπέρβαση της τιμής PNEC (10) τόσο σήμερα όσο και σε εκατό χρόνια»,

όσον αφορά το έδαφος, η έκθεση αναφέρει ότι «κατά τη διασπορά λιπάσματος με μέση συγκέντρωση 25 mg Cd/kg P2O5 ή 90 mg Cd/kg P2O5, σημειώνεται υπέρβαση της τιμής PNEC τόσο σήμερα όσο και σε εκατό χρόνια».

(32)

Είναι σαφές ότι τα συμπεράσματα αυτά αναφέρονται στη συγκεκριμένη κατάσταση του αυστριακού εδάφους καθώς και στις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην Αυστρία.

(33)

Συμπερασματικά, η αξιολόγηση κινδύνων που πραγματοποιήθηκε από την Αυστρία δείχνει ότι η τιμή PEC (predicted environmental concentration – προβλεπόμενη περιβαλλοντική συγκέντρωση) του καδμίου στα ορυκτά λιπάσματα στην Αυστρία υπερβαίνει την τιμή PNEC (11) για το νερό στις περισσότερες ερευνηθείσες περιοχές. Αυτό ισχύει επίσης για το 5 % των 52 καλλιεργήσιμων περιφερειών της Αυστρίας, αν χρησιμοποιηθούν βιοδιαθέσιμες τιμές. Σύμφωνα με τη γνώμη των αυστριακών αρχών, αυτό σημαίνει ότι, βάσει της μεθοδολογίας αξιολόγησης κινδύνου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η εν λόγω ουσία προκαλεί ανησυχίες και υπάρχει υποχρέωση να ληφθούν περαιτέρω μέτρα.

(34)

Η αξιολόγηση κινδύνου που υπέβαλαν οι αυστριακές αρχές πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διαδικασίες και τη μεθοδολογία που έχουν θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο και θεωρείται ότι εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας των πληροφοριών που λαμβάνονται.

(35)

Η Επιτροπή εξέτασε ήδη τις πληροφορίες που περιέχονται στην αξιολόγηση κινδύνου στο πλαίσιο της απόφασης 2002/366/ΕΚ με την οποία επετράπη στην Αυστρία να διατηρήσει σε ισχύ τις εθνικές διατάξεις της έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

(36)

Δεν δόθηκαν άλλα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα από την Αυστρία το 2005. Η διεργασία σώρευσης είναι αργή και δεν αλλάζει σημαντικά σε περίοδο τριών ετών. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάσταση είναι παρόμοια με αυτή του 2002.

(37)

Η εγκυρότητα των δεδομένων που παρείχε η Αυστρία επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα επιστημονικά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την προπαρασκευή της πρότασης της Επιτροπής σχετικά με το κάδμιο στα λιπάσματα:

τη γνώμη που διατυπώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2002 από την ΕΕΤΟΠ (12) [η σημερινή ΕΕΥΠΚ (13)] σχετικά με τη σώρευση του καδμίου στα καλλιεργήσιμα εδάφη λόγω της χρήσης λιπασμάτων. Η εν λόγω γνώμη βασίστηκε στις εκθέσεις αξιολόγησης κινδύνου εννέα κρατών μελών που εξετάζουν μόνον τη σώρευση και όχι τους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον· το συμπέρασμα της ΕΕΤΟΠ ήταν ότι η περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο πρέπει να είναι περιορισμένη ώστε να εμποδίζεται η σώρευση του καδμίου στο έδαφος,

το τελικό σχέδιο της γενικής αξιολόγησης για το κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου, του Σεπτεμβρίου 2004, που συντάχθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου (14) και το οποίο εξετάζει όλες τις πηγές του καδμίου. Το σχέδιο υιοθετεί τη γνώμη της ΕΕΤΟΠ σχετικά με τη σώρευση στο έδαφος. Αν και αναφέρει ότι η συμβολή από το κάδμιο στα λιπάσματα μπορεί να μην επαρκεί από μόνη της για την πρόκληση σοβαρού και άμεσου κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, χρειάζεται προσοχή, δεδομένου ότι ο κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία δεν μπορεί να αποκλειστεί για όλες τις καταστάσεις τοπικού και περιφερειακού επιπέδου λόγω της μεγάλης ποικιλίας των συγκεντρώσεων του καδμίου στα τρόφιμα, των διατροφικών συνηθειών και του πλαισίου διατροφής.

Εν αναμονή της οριστικοποίησης της γενικής αξιολόγησης κινδύνου για το κάδμιο και το οξείδιο του καδμίου, καθώς και της ενδεχόμενης συνέχειας που θα δινόταν στα μέτρα μείωσης του κινδύνου, η πρόταση της Επιτροπής για το κάδμιο στα λιπάσματα έχει καθυστερήσει.

(38)

Μετά την επανεξέταση, συνεπώς, των επιστημονικών στοιχείων βάσει του αυστριακού αιτήματος, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αυστριακές αρχές κατέδειξαν ότι τα λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο παρουσιάζουν κινδύνους για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου και ότι οι εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από τις αυστριακές αρχές με σκοπό τη μείωση στο ελάχιστο της έκθεσης του αυστριακού περιβάλλοντος σε λιπάσματα που περιέχουν κάδμιο είναι αιτιολογημένες.

2.2.   Απουσία αυθαίρετων διακρίσεων

(39)

Το άρθρο 95 παράγραφος 6 υποχρεώνει την Επιτροπή να ελέγχει μήπως οι εθνικές διατάξεις αποτελούν μέσον αυθαίρετων διακρίσεων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, απουσία διακρίσεων σημαίνει ότι οι εθνικοί περιορισμοί στο εμπόριο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο που να δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος αγαθών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

(40)

Οι προβλεπόμενες εθνικές διατάξεις είναι γενικές και εφαρμόζονται τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα φωσφορικά λιπάσματα ΕΚ. Επομένως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσον επιβολής αυθαίρετων διακρίσεων μεταξύ οικονομικών παραγόντων στην Κοινότητα.

2.3.   Απουσία συγκεκαλυμμένων περιορισμών στο εμπόριο

(41)

Κάθε αυστηρότερο εθνικό μέτρο σχετικά με τη σύνθεση των λιπασμάτων ΕΚ που παρεκκλίνει από τις διατάξεις μιας κοινοτικής οδηγίας συνιστά κανονικά εμπόδιο στο εμπόριο. Προϊόντα που μπορούν να διατεθούν νόμιμα στην αγορά στην υπόλοιπη Κοινότητα δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά του υπόψη κράτους μέλους. Το σκεπτικό των διατάξεων του άρθρου 95 παράγραφος 6 είναι να μην επιτρέπεται η εφαρμογή των περιορισμών που βασίζονται στα κριτήρια των παραγράφων 4 και 5 για απρόσφορους λόγους, οι οποίοι στην πραγματικότητα συνιστούν οικονομικά μέτρα που εισάγονται για την παρεμπόδιση της εισαγωγής προϊόντων από άλλα κράτη μέλη προκειμένου να προστατευθεί εμμέσως η εθνική παραγωγή.

(42)

Όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, υπάρχει πράγματι ανησυχία όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου λόγω της απόθεσης στο έδαφος λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο. Συνεπώς, πραγματικός στόχος του αιτήματος διατήρησης της εθνικής νομοθεσίας φαίνεται να είναι η προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος και όχι η δημιουργία συγκεκαλυμμένων εμποδίων στο εμπόριο.

2.4.   Απουσία εμποδίων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

(43)

Η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να απαγορεύει την έγκριση οποιουδήποτε εθνικού μέτρου που είναι πιθανόν να επηρεάσει την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς. Στην πράξη, κάθε εθνικό μέτρο που παρεκκλίνει από ένα μέτρο εναρμόνισης που στοχεύει στην εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συνιστά κατ’ ουσία μέτρο που είναι πιθανόν να επηρεάσει την εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια, για τη διατήρηση του επωφελούς χαρακτήρα της διαδικασίας παρέκκλισης που προβλέπεται από το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στα πλαίσια του άρθρου 95 παράγραφος 6, η έννοια του εμποδίου στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως ένα δυσανάλογο αποτέλεσμα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο.

(44)

Λόγω των κινδύνων που υπάρχουν τόσο για το περιβάλλον όσο και για την υγεία του ανθρώπου, εξαιτίας της απόθεσης λιπασμάτων που περιέχουν κάδμιο στο αυστριακό έδαφος, και λαμβάνοντας υπόψη ότι:

όπως αναφέρεται παραπάνω, η πράξη προσχώρησης και η οδηγία 98/97/ΕΚ επέτρεψαν στην Αυστρία να εξακολουθήσει να εφαρμόζει τις εθνικές διατάξεις της σχετικά με την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο εν αναμονή της ολοκλήρωσης της αναθεώρησης της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά το ζήτημα της περιεκτικότητας των λιπασμάτων σε κάδμιο,

η απόφαση 2002/366/ΕΚ επέτρεψε στην Αυστρία να διατηρήσει τις εθνικές της διατάξεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 βάσει της αξιολόγησης κινδύνου που υπέβαλαν οι αυστριακές αρχές,

οι τρέχουσες εργασίες εντός της Επιτροπής για την προσέγγιση των κοινοτικών οριακών τιμών για την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι λιγότερο περιοριστικά μέτρα θα παρείχαν επαρκή προστασία για την υγεία και το περιβάλλον στην Αυστρία. Η αξιολόγηση κινδύνου δείχνει ότι οι ειδικές κλιματικές και εδαφικές συνθήκες στην Αυστρία απαιτούν εθνικές διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, διότι ορισμένες περιοχές είναι πιο ευάλωτες στις εισροές καδμίου λόγω του όξινου pH του εδάφους στις εν λόγω περιοχές. Η διαλυτότητα του καδμίου αυξάνεται σε όξινο περιβάλλον και, συνεπώς, το κάδμιο μπορεί να απορροφηθεί ευκολότερα από τις καλλιέργειες,

η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε αυτό το στάδιο της αναθεώρησης, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εθνικές διατάξεις θα αποτελέσουν δυσανάλογο εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους.

2.5.   Χρονικός περιορισμός

(45)

Η χρονική περίοδος για την οποία χορηγείται η παρέκκλιση πρέπει να είναι επαρκής ώστε να επιτρέπει στη μεν Επιτροπή να προτείνει, στο δε Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εκδώσουν, νομοθετική πράξη σχετικά με τη χρήση καδμίου στα λιπάσματα σε κοινοτικό επίπεδο. Για να αποφευχθούν οι ενδεχόμενες καθυστερήσεις κατά τη διοργανική συζήτηση, οι διατάξεις της ισχύουσας απόφασης πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ έως ότου εφαρμοστεί το εναρμονισμένο μέτρο σε επίπεδο ΕΕ.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(46)

Με βάση τα προαναφερόμενα, συνάγεται ότι το αίτημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας για τη διατήρηση των εθνικών διατάξεων οι οποίες είναι πιο περιοριστικές από τις διατάξεις της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ όσον αφορά την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε κάδμιο, το οποίο υποβλήθηκε στις 14 Ιουνίου 2005, μπορεί να γίνει δεκτό.

(47)

Επιπλέον, η Επιτροπή κρίνει ότι οι εθνικές διατάξεις:

δικαιολογούνται από τις ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου,

είναι ανάλογες των επιδιωκόμενων στόχων,

δεν συνιστούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων, και

τα μέτρα δεν συνιστούν συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι μπορούν να εγκριθούν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Κατά παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 εγκρίνονται οι αυστριακές διατάξεις που απαγορεύουν τη διάθεση στην αυστριακή αγορά των φωσφορικών ορυκτών λιπασμάτων (που περιέχουν 5 % P2O5 ή περισσότερο) με περιεκτικότητα σε κάδμιο που υπερβαίνει τα 75 mg/kg P2O5.

Η παρέκκλιση αυτή ισχύει έως ότου αρχίσουν να ισχύουν σε κοινοτικό επίπεδο εναρμονισμένα μέτρα για το κάδμιο στα λιπάσματα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Αυστρίας.

Βρυξέλλες, 3 Ιανουαρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 24 της 30.1.1976, σ. 21· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(2)  ΕΕ L 132 της 17.5.2002, σ. 65.

(3)  ΕΕ L 304 της 21.11.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2076/2004 (ΕΕ L 359 της 4.12.2004, σ. 25).

(4)  ΕΕ C 241 της 29.8.1994, σσ. 35 και 305.

(5)  EE L 18 της 23.1.1999, σ. 60.

(6)  Ομοσπονδιακή Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, αριθ. 100/2004, σειρά ΙΙ, της 27ης Φεβρουαρίου 2004.

(7)  Ομοσπονδιακή Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, αριθ. 1007/1994, τεύχος 309, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σ. 7235.

(8)  ΕΕ C 197 της 12.8.2005, σ. 2.

(9)  Αυστριακός Ομοσπονδιακός Οργανισμός Περιβάλλοντος: «Αξιολόγηση κινδύνων για το κάδμιο στην Αυστρία βάσει των συστάσεων της ΔΠΠ», 10 Οκτωβρίου 2000 [Η ΔΠΠ (Διαχείριση Περιβαλλοντικών Πόρων) είναι η εταιρεία παροχής συμβουλών που ανέπτυξε τη μεθοδολογία της αξιολόγησης κινδύνων].

(10)  PNEC: predicted no effect concentration — προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις.

(11)  Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες.

(12)  Επιστημονική επιτροπή για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον.

(13)  Επιστημονική επιτροπή για την υγεία και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.

(14)  ΕΕ L 84 της 5.4.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ.1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).