ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 64

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
4 Μαρτίου 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 336/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας εντός της Κοινότητας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου ( 1 )

1

 

*

Οδηγία 2006/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και την κατάργηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ

37

 

*

Οδηγία 2006/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, για τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας (Κωδικοποιημένη έκδοση) ( 1 )

52

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο

 

*

Σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, για περαιτέρω ευρωπαϊκή συνεργασία με σκοπό τη διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

60

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

4.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 64/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 336/2006 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Φεβρουαρίου 2006

για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας εντός της Κοινότητας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1)

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2)

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο διεθνής κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας, ο οποίος προβλέπει την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, εφεξής «κώδικας ISM», εκδόθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) το 1993. Ο εν λόγω κώδικας κατέστη σταδιακά υποχρεωτικός για την πλειονότητα των πλοίων που εκτελούν διεθνή δρομολόγια με την έκδοση, στις 24 Μαΐου 1994, του κεφαλαίου ΙΧ «Διαχείριση για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων» της διεθνούς σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), του 1974.

(2)

Ο κώδικας ISM τροποποιήθηκε από τον ΔΝΟ μέσω του ψηφίσματος MSC.104(73), το οποίο εκδόθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2000.

(3)

Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του κώδικα ΙSM από τις διοικήσεις εγκρίθηκαν με το ψήφισμα A.788(19) του ΔΝΟ, στις 23 Νοεμβρίου 1995. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές τροποποιήθηκαν με το ψήφισμα A.913(22), το οποίο εκδόθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2001.

(4)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1995, για τη διαχείριση της ασφάλειας των επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων roll-on/roll-off (ro-ro) (3), ο κώδικας ISM κατέστη υποχρεωτικός, σε επίπεδο Κοινότητας, από την 1η Ιουλίου 1996 για όλα τα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία ro-ro που εκτελούν τακτικά δρομολόγια από και προς λιμένες των κρατών μελών, σε εσωτερικά και διεθνή ταξίδια, ανεξαρτήτως σημαίας. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα για να εξασφαλισθεί η ενιαία και συνεπής εφαρμογή του κώδικα ISM σε όλα τα κράτη μέλη.

(5)

Την 1η Ιουλίου 1998 ο κώδικας ISM κατέστη υποχρεωτικός στο πλαίσιο των διατάξεων του κεφαλαίου ΙΧ της σύμβασης SOLAS για τις εταιρείες που εκμεταλλεύονται επιβατηγά πλοία, συμπεριλαμβανομένων των επιβατηγών ταχυπλόων σκαφών, δεξαμενόπλοια μεταφοράς πετρελαίου, δεξαμενόπλοια μεταφοράς χημικών προϊόντων, δεξαμενόπλοια μεταφοράς αερίου, φορτηγά μεταφοράς εμπορεύματος χύδην και εμπορικά ταχύπλοα σκάφη ολικής χωρητικότητας 500 κόρων και άνω, σε διεθνή δρομολόγια.

(6)

Την 1η Ιουλίου 2002 ο κώδικας ISM κατέστη υποχρεωτικός για τις εταιρείες που εκμεταλλεύονται άλλα εμπορικά πλοία και κινητές υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης ολικής χωρητικότητας 500 κόρων και άνω, σε διεθνή δρομολόγια.

(7)

Η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα και η προστασία του περιβάλλοντος μπορούν να ενισχυθούν ουσιαστικά με την αυστηρή και υποχρεωτική εφαρμογή του κώδικα ISM.

(8)

Είναι επιθυμητό ο κώδικας ISM να έχει άμεση εφαρμογή στα πλοία που φέρουν τη σημαία κράτους μέλους καθώς και στα πλοία, ανεξαρτήτως σημαίας, τα οποία εκτελούν αποκλειστικώς εσωτερικά δρομολόγια ή τα οποία εκτελούν τακτικά δρομολόγια θαλάσσιων μεταφορών από ή προς λιμένες των κρατών μελών.

(9)

Η έκδοση νέου κανονισμού άμεσης εφαρμογής θα πρέπει να εξασφαλίζει την επιβολή του κώδικα ISM, εξυπακούεται όμως ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν εάν θα εφαρμόζουν τον κώδικα στα πλοία, ανεξαρτήτως σημαίας, που εκτελούν δρομολόγια αποκλειστικά σε λιμενικές ζώνες.

(10)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3051/95 θα πρέπει να καταργηθεί.

(11)

Εάν κράτος μέλος κρίνει ότι είναι πρακτικώς δυσχερές για τις εταιρείες να συμμορφωθούν προς συγκεκριμένες διατάξεις του μέρους Α του κώδικα ISM, όσον αφορά ορισμένα πλοία ή κατηγορίες πλοίων που εκτελούν αποκλειστικά εσωτερικά δρομολόγια στο εν λόγω κράτος μέλος, μπορεί να παρεκκλίνει πλήρως ή μερικώς από τις διατάξεις αυτές επιβάλλοντας μέτρα που διασφαλίζουν ισοδύναμη επίτευξη των στόχων του κώδικα. Για τα πλοία αυτά και τις εταιρείες αυτές, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εναλλακτικές διαδικασίες πιστοποίησης και εξακρίβωσης.

(12)

Είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η οδηγία 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για τον έλεγχο του κράτους του λιμένα (4).

(13)

Είναι επίσης αναγκαίο να ληφθούν υπόψη η οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (5), προκειμένου να προσδιορισθούν οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί προς τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, καθώς και η οδηγία 98/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1998, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (6), για να καθορισθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν δρομολόγια εσωτερικού.

(14)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙ θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (7).

(15)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η ενίσχυση της διαχείρισης της ασφάλειας και της ασφαλούς λειτουργίας των πλοίων καθώς και της πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος

Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να ενισχυθεί η διαχείριση της ασφάλειας και η ασφαλής λειτουργία των πλοίων καθώς και η πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία που μνημονεύονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, διασφαλίζοντας ότι οι εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται συμμορφώνονται με τον κώδικα ISM μέσω:

α)

της εγκατάστασης, της εφαρμογής και της ορθής συντήρησης από τις εταιρείες των συστημάτων διαχείρισης της ασφάλειας επί του πλοίου και στην ξηρά· και

β)

του ελέγχου αυτών από τις διοικήσεις του κράτους της σημαίας και του κράτους του λιμένα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1.

«κώδικας ISM»: ο διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, ο οποίος εκδόθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό με το ψήφισμα της Συνέλευσης A.741(18), στις 4 Νοεμβρίου 1993, όπως τροποποιήθηκε με το ψήφισμα MSC.104(73) της 5ης Δεκεμβρίου 2000 της Επιτροπής Ναυτικής Ασφάλειας και επισυνάπτεται στον παρόντα κανονισμό (παράρτημα Ι), στην ενημερωμένη του έκδοση·

2.

«αναγνωρισμένος οργανισμός»: ο οργανισμός που αναγνωρίζεται σύμφωνα με την οδηγία 94/57/ΕΚ·

3.

«εταιρεία»: ο κύριος του πλοίου ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός ή πρόσωπο, όπως ο διαχειριστής ή ο ναυλωτής κενού σκάφους, στον οποίο ο κύριος του πλοίου έχει αναθέσει την ευθύνη λειτουργίας του πλοίου και ο οποίος, αναλαμβάνοντας την εν λόγω ευθύνη, έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον κώδικα ISM·

4.

«επιβατηγό πλοίο»: το πλοίο, καθώς και το ταχύπλοο σκάφος όχημα που μεταφέρει περισσότερους από δώδεκα επιβάτες, καθώς και το επιβατηγό καταδυτικό όχημα·

5.

«επιβάτης»: κάθε πρόσωπο εκτός από:

α)

τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος ή άλλα πρόσωπα που απασχολούνται ή προσλαμβάνονται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα για τις ανάγκες του εν λόγω πλοίου· και

β)

παιδιά ηλικίας κάτω του ενός έτους·

6.

«ταχύπλοο σκάφος»: ταχύπλοο σκάφος, όπως ορίζεται στον κανονισμό Χ/1.2 της σύμβασης SOLAS 1974, στην ενημερωμένη της έκδοση. Στα ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη εφαρμόζονται οι περιορισμοί του άρθρου 2 στοιχείο στ) της οδηγίας 98/18/ΕΚ·

7.

«φορτηγό πλοίο»: το πλοίο καθώς και το ταχύπλοο σκάφος που δεν είναι επιβατηγό πλοίο·

8.

«διεθνές δρομολόγιο»: το θαλάσσιο δρομολόγιο από λιμένα κράτους μέλους ή οποιουδήποτε άλλου κράτους προς λιμένα ευρισκόμενο εκτός του εν λόγω κράτους, ή αντιστρόφως·

9.

«εσωτερικό δρομολόγιο»: το θαλάσσιο δρομολόγιο από λιμένα κράτους μέλους προς τον ίδιο ή άλλο λιμένα του ιδίου κράτους μέλους·

10.

«τακτικό δρομολόγιο θαλάσσιων μεταφορών»: το σύνολο των διαδρομών πλοίου, οι οποίες διενεργούνται για την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας μεταξύ των ίδιων δύο ή περισσότερων σημείων, είτε:

α)

σύμφωνα με τον δημοσιευμένο πίνακα δρομολογίων· είτε

β)

με διαδρομές τόσο τακτικές ή συχνές, ώστε να συνιστούν αναγνωρίσιμο συστηματικό σύνολο·

11.

«επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο ro-ro»: το επιβατηγό θαλασσοπλόο σκάφος όπως ορίζεται στο κεφάλαιο ΙΙ-1 της σύμβασης SOLAS, ως έχει στην πιο πρόσφατη μορφή του·

12.

«επιβατηγό καταδυτικό όχημα»: το επιβατηγό κινούμενο σκάφος το οποίο λειτουργεί κυρίως εν καταδύσει και εξαρτάται από υποστήριξη παρεχομένη από την επιφάνεια, π.χ. από πλοίο επιφανείας ή από χερσαίες εγκαταστάσεις για παρακολούθηση και για μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υπηρεσίες:

α)

επαναφόρτιση της παροχής ενεργείας·

β)

επαναφόρτιση με αέρα υπό υψηλή πίεση· και

γ)

επαναφόρτιση συστημάτων υποστήριξης της ζωής·

13.

«κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης»: σκάφος ικανό να αναλάβει γεώτρηση για την εξερεύνηση ή την εκμετάλλευση πόρων κάτω από τον βυθό των θαλασσών, όπως υγρών ή αερίων υδρογονανθράκων, θείου ή άλατος·

14.

«ολική χωρητικότητα»: η ολική χωρητικότητα ενός πλοίου που καθορίζεται σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων, του 1969 ή, στην περίπτωση πλοίων που εκτελούν αποκλειστικώς εσωτερικά δρομολόγια και εάν η χωρητικότητα του πλοίου δεν έχει καταμετρηθεί σύμφωνα με την προαναφερθείσα σύμβαση, η ολική χωρητικότητα ενός πλοίου η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανονισμούς για την καταμέτρηση της χωρητικότητας.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα εξής είδη πλοίων και στις εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται:

α)

στα εμπορικά και τα επιβατηγά πλοία τα οποία φέρουν τη σημαία κράτους μέλους και τα οποία εκτελούν διεθνή δρομολόγια·

β)

στα εμπορικά και τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν αποκλειστικά εσωτερικά δρομολόγια, ανεξαρτήτως σημαίας·

γ)

στα εμπορικά και τα επιβατηγά πλοία, τα οποία αποπλέουν ή καταπλέουν σε λιμένες των κρατών μελών, εκτελώντας τακτικά δρομολόγια θαλάσσιων μεταφορών, ανεξαρτήτως σημαίας·

δ)

στις κινητές υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης που λειτουργούν υπό την εποπτεία κράτους μέλους.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα εξής είδη πλοίων και στις εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται:

α)

στα πολεμικά και τα οπλιταγωγά πλοία και στα λοιπά πλοία που κράτη μέλη κατέχουν ή εκμεταλλεύονται μόνον για κρατικούς μη εμπορικούς σκοπούς·

β)

στα πλοία που δεν προωθούνται με μηχανικά μέσα, στα ξύλινα πλοία πρωτόγονης κατασκευής, στις θαλαμηγούς και στα σκάφη αναψυχής, εκτός αν είναι επανδρωμένα ή πρόκειται να επανδρωθούν με πλήρωμα και μεταφέρουν περισσότερους από δώδεκα επιβάτες για εμπορικούς σκοπούς·

γ)

στα αλιευτικά σκάφη·

δ)

στα εμπορικά πλοία και στις κινητές υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης, ολικής χωρητικότητας κάτω των 500 κόρων·

ε)

στα επιβατηγά πλοία, πλην των επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων ro-ro, στις θαλάσσιες περιοχές των κατηγοριών Γ και Δ όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ.

Άρθρο 4

Συμμόρφωση

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλες οι εταιρείες που εκμεταλλεύονται πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 5

Απαιτήσεις διαχείρισης της ασφάλειας

Τα πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 παράγραφος 1, και οι εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται, τηρούν τις απαιτήσεις του μέρους Α του κώδικα ISM.

Άρθρο 6

Πιστοποίηση και εξακρίβωση

Για τους σκοπούς πιστοποίησης και εξακρίβωσης, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του μέρους Β του κώδικα ISM.

Άρθρο 7

Παρέκκλιση

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν κρίνουν ότι είναι πρακτικώς δυσχερές για τις εταιρείες να συμμορφωθούν προς τις παραγράφους 6, 7, 9, 11 και 12 του μέρους Α του κώδικα ISM όσον αφορά ορισμένα πλοία ή κατηγορίες πλοίων που εκτελούν αποκλειστικά εσωτερικά δρομολόγια στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, να παρεκκλίνουν πλήρως ή μερικώς από τις εν λόγω διατάξεις επιβάλλοντας μέτρα που εξασφαλίζουν ισοδύναμη επίτευξη των στόχων του κώδικα.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εναλλακτικές διαδικασίες πιστοποίησης και εξακρίβωσης για τα πλοία και τις εταιρείες για τα οποία έχει θεσπιστεί παρέκκλιση σύμφωνα με την παράγραφο 1, εάν κρίνουν ότι είναι πρακτικώς δυσχερές να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις του άρθρου 6.

3.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, της παραγράφου 2, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

α)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή την παρέκκλιση και τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει·

β)

αν, εντός έξι μηνών από τη γνωστοποίηση, αποφασισθεί με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2 ότι η προτεινόμενη παρέκκλιση δεν δικαιολογείται ή ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι επαρκή, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να τροποποιήσει τις προτεινόμενες διατάξεις ή να μην τις θεσπίσει·

γ)

το κράτος μέλος δημοσιοποιεί τυχόν θεσπισθέντα μέτρα με απευθείας παραπομπή στην παράγραφο 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, στην παράγραφο 2.

4.   Κατόπιν παρεκκλίσεως στο πλαίσιο της παραγράφου 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, της παραγράφου 2, το κράτος μέλος εκδίδει πιστοποιητικό σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του παραρτήματος ΙΙ μέρος Β σημείο 5, επισημαίνοντας τους εφαρμοστέους λειτουργικούς περιορισμούς.

Άρθρο 8

Ισχύς, αποδοχή και αναγνώριση πιστοποιητικών

1.   Το έγγραφο συμμόρφωσης ισχύει επί πέντε έτη κατ' ανώτατο όριο από την ημερομηνία έκδοσής του. Το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας ισχύει επί πέντε έτη κατ' ανώτατο όριο από την ημερομηνία έκδοσής του.

2.   Στην περίπτωση ανανέωσης του εγγράφου συμμόρφωσης και του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του μέρους Β του κώδικα ISM.

3.   Τα κράτη μέλη δέχονται το έγγραφο συμμόρφωσης, το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης, το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας ή το προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας που εκδίδονται από τη διοίκηση οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους ή εξ ονόματος της διοίκησης αυτής από αναγνωρισμένο οργανισμό.

4.   Τα κράτη μέλη δέχονται τα έγγραφα συμμόρφωσης, τα προσωρινά έγγραφα συμμόρφωσης, τα πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας ή τα προσωρινά πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας που εκδίδονται από τις διοικήσεις τρίτων χωρών ή εξ ονόματός τους.

Ωστόσο, για τα πλοία που εκτελούν τακτική υπηρεσία θαλάσσιων μεταφορών, η συμμόρφωση των εγγράφων συμμόρφωσης, των προσωρινών εγγράφων συμμόρφωσης, των πιστοποιητικών διαχείρισης της ασφάλειας και των προσωρινών πιστοποιητικών διαχείρισης της ασφάλειας, που εκδίδονται εξ ονόματος διοικήσεων τρίτων χωρών, προς τον κώδικα ISM ελέγχεται, με κάθε πρόσφορο μέσο, από το ή τα οικεία κράτη μέλη, ή εξ ονόματός τους, εκτός εάν έχουν εκδοθεί από τη διοίκηση κράτους μέλους ή από αναγνωρισμένο οργανισμό.

Άρθρο 9

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για την παραβίαση του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 10

Υποβολή εκθέσεων

1.   Κάθε δύο έτη, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή εκθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2, η Επιτροπή καταρτίζει εναρμονισμένο υπόδειγμα εντύπου για τις εν λόγω εκθέσεις.

3.   Εντός έξι μηνών από την παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών και με τη συνδρομή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, η Επιτροπή καταρτίζει συγκεντρωτική έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού η οποία ενδεχομένως περιλαμβάνει προτάσεις μέτρων. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 11

Τροποποιήσεις

1.   Οι τροποποιήσεις του κώδικα ISM είναι δυνατόν να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (8).

2.   Οι τροποποιήσεις του παραρτήματος ΙΙ γίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2.

Άρθρο 12

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), που συστάθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.

2.   Όταν γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται δίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 13

Κατάργηση

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3051/95 καταργείται από τις 24 Μαρτίου 2006.

2.   Τα προσωρινά έγγραφα συμμόρφωσης, τα προσωρινά πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας, τα έγγραφα συμμόρφωσης και τα πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας που έχουν εκδοθεί πριν από τις 24 Μαρτίου 2006 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τη λήξη τους ή μέχρι την επόμενη επικύρωσή τους.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά τα εμπορικά και επιβατηγά πλοία, για τα οποία δεν απαιτείται ήδη συμμόρφωση προς τον κώδικα ΙSM, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 24 Μαρτίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 15 Φεβρουαρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 302 της 7.12.2004, σ. 20.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ C 102 Ε της 28.4.2004, σ. 565), κοινή θέση του Συμβουλίου της 18ης Ιουλίου 2005 (ΕΕ C 264 Ε της 25.10.2005, σ. 28) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2005 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ L 320 της 30.12.1995, σ. 14· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 157 της 7.7.1995, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 53).

(5)  ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 20· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/84/ΕΚ.

(6)  ΕΕ L 144 της 15.5.1998, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/75/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 190 της 30.7.2003, σ. 6).

(7)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(8)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 415/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 10).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης [Διεθνής κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας (κώδικας ISM)]

Μέρος Α — Εφαρμογή

1.

Γενικά

1.1.

Ορισμοί

1.2.

Στόχοι

1.3.

Εφαρμογή

1.4.

Λειτουργικές επιταγές για ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας (SMS)

2.

Πολιτική ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος

3.

Ευθύνες και αρμοδιότητα της εταιρείας

4.

Εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή πρόσωπα

5.

Ευθύνη και αρμοδιότητα του πλοιάρχου

6.

Πόροι και προσωπικό

7.

Κατάρτιση σχεδίων για λειτουργίες επί του πλοίου

8.

Ετοιμότητα για αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης

9.

Εκθέσεις και ανάλυση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, ατυχημάτων και επικίνδυνων περιστατικών

10.

Συντήρηση του πλοίου και εξοπλισμός

11.

Τεκμηρίωση

12.

Εξακρίβωση, αναθεώρηση και αξιολόγηση από την εταιρεία

Μέρος B — Πιστοποίηση και εξακρίβωση

13.

Πιστοποίηση και περιοδική εξακρίβωση

14.

Προσωρινή πιστοποίηση

15.

Εξακρίβωση

16.

Έντυπα των πιστοποιητικών

ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ

[ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ΚΩΔΙΚΑΣ ISM)]

ΜΕΡΟΣ A — ΕΦΑΡΜΟΓΗ

1.   Γενικά

1.1.   Ορισμοί

Για τα μέρη Α και Β του παρόντος κώδικα εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.1.1.

Ως «διεθνής κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας (ISM)» νοείται ο διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, όπως εγκρίθηκε από τη Συνέλευση και όπως ενδέχεται να τροποποιηθεί από τον Οργανισμό.

1.1.2.

Ως «εταιρεία» νοείται ο κύριος του πλοίου ή οιοσδήποτε άλλος οργανισμός ή πρόσωπο, όπως ο διαχειριστής ή ο ναυλωτής κενού σκάφους, στον οποίο ο κύριος του πλοίου έχει αναθέσει την ευθύνη λειτουργίας του πλοίου και ο οποίος, αναλαμβάνοντας την εν λόγω ευθύνη, έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον κώδικα.

1.1.3.

Ως «διοίκηση» νοείται η κυβέρνηση του κράτους τη σημαία του οποίου δικαιούται να φέρει το πλοίο.

1.1.4.

Ως «σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας (SMS)» νοείται ένα διαρθρωμένο και τεκμηριωμένο σύστημα που επιτρέπει στο προσωπικό της εταιρείας να εφαρμόζει αποτελεσματικά την πολιτική της εταιρείας σε θέματα ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος.

1.1.5.

Ως «έγγραφο συμμόρφωσης» νοείται το έγγραφο το οποίο χορηγείται σε εταιρεία η οποία συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα.

1.1.6.

Ως «πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας» νοείται το έγγραφο το οποίο χορηγείται σε πλοίο και το οποίο υποδηλώνει ότι η εταιρεία και τα διαχειριστικά της όργανα επί του πλοίου λειτουργούν με βάση το εγκεκριμένο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

1.1.7.

Ως «αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία» νοούνται οι ποσοτικές ή ποιοτικές πληροφορίες, τα πρακτικά ή οι εκθέσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια ή την ύπαρξη και εφαρμογή ενός στοιχείου του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, το οποίο βασίζεται σε παρατήρηση, μέτρηση ή δοκιμή και μπορεί να επαληθευθεί.

1.1.8.

Ως «παρατήρηση» νοείται η έκθεση που εκπονείται κατά τη διάρκεια του ελέγχου διαχείρισης της ασφάλειας και τεκμηριώνεται με αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία.

1.1.9.

Ως «μη συμμόρφωση» νοείται μία κατάσταση που έχει παρατηρηθεί, κατά την οποία αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύουν τη μη τήρηση μιας ειδικής απαίτησης.

1.1.10.

Ως «κύρια μη συμμόρφωση» νοείται μια προσδιορίσιμη απόκλιση η οποία αποτελεί σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του προσωπικού ή του πλοίου ή σοβαρό κίνδυνο για το περιβάλλον και απαιτεί άμεση επανόρθωση· επιπλέον, το γεγονός ότι δεν υπάρχει αποτελεσματική και συστηματική εφαρμογή μιας απαίτησης του κώδικα ISM θεωρείται επίσης κύρια μη συμμόρφωση.

1.1.11.

Ως «επετειακή ημερομηνία» νοείται η ημερομηνία και ο μήνας κάθε έτους που αντιστοιχεί στην ημερομηνία εκπνοής της ισχύος του σχετικού εγγράφου ή πιστοποιητικού.

1.1.12.

Ως «σύμβαση» νοείται η διεθνής σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, του 1974, όπως έχει τροποποιηθεί.

1.2.   Στόχοι

1.2.1.

Οι στόχοι του κώδικα είναι η διασφάλιση της ασφάλειας στη θάλασσα, της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής και της αποφυγής ζημιών στο περιβάλλον, ιδιαίτερα στο θαλάσσιο περιβάλλον, και στα αγαθά.

1.2.2.

Οι στόχοι της εταιρείας όσον αφορά τη διαχείριση της ασφάλειας θα πρέπει, μεταξύ άλλων:

1.2.2.1.

να προβλέπουν ασφαλείς πρακτικές κατά τη λειτουργία του πλοίου και ασφαλές εργασιακό περιβάλλον·

1.2.2.2.

να καθιερώνουν μέτρα προστασίας έναντι όλων των προσδιορισθέντων κινδύνων· και

1.2.2.3.

να βελτιώνουν συνεχώς τις ικανότητες του προσωπικού για διαχείριση της ασφάλειας στην ξηρά και στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένης της προετοιμασίας για αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που σχετίζονται με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος.

1.2.3.

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να διασφαλίζει:

1.2.3.1.

τη συμμόρφωση προς υποχρεωτικούς κανόνες και κανονισμούς· και

1.2.3.2.

ότι λαμβάνονται υπόψη οι ισχύοντες κώδικες, κατευθυντήριες γραμμές και πρότυπα που συνιστώνται από τον οργανισμό, τις διοικήσεις, τους νηογνώμονες και τους οργανισμούς της ναυτιλιακής βιομηχανίας.

1.3.   Εφαρμογή

Οι απαιτήσεις του παρόντος κώδικα μπορούν να εφαρμόζονται σε όλα τα πλοία.

1.4.   Λειτουργικές απαιτήσεις για ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας (SMS)

Κάθε εταιρεία θα πρέπει να αναπτύσσει, να εφαρμόζει και να συντηρεί ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας το οποίο να περιλαμβάνει τις ακόλουθες λειτουργικές απαιτήσεις:

1.4.1.

πολιτική σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος·

1.4.2.

οδηγίες και διαδικασίες για τη διασφάλιση της ασφαλούς λειτουργίας των πλοίων και της προστασίας του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τη σχετική διεθνή νομοθεσία και τη νομοθεσία του κράτους της σημαίας·

1.4.3.

καθορισμένα επίπεδα αρμοδιοτήτων και τρόπους επικοινωνίας του προσωπικού της ξηράς, του προσωπικού του πλοίου και μεταξύ τους·

1.4.4.

διαδικασίες αναφοράς ατυχημάτων και μη συμμορφώσεων με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα·

1.4.5.

διαδικασίες προετοιμασίας και αντίδρασης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης· και

1.4.6.

διαδικασίες εσωτερικών ελέγχων και επανεξέτασης της διαχείρισης.

2.   Πολιτική ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος

2.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει μια πολιτική ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος η οποία να περιγράφει τον τρόπο επίτευξης των στόχων που τίθενται στην παράγραφο 1.2.

2.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η πολιτική της εφαρμόζεται και διατηρείται σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης, τόσο στην ξηρά όσο και στο πλοίο.

3.   Ευθύνες και αρμοδιότητα της εταιρείας

3.1.

Εάν ο υπεύθυνος για τη λειτουργία του πλοίου είναι άλλος από τον πλοιοκτήτη, ο πλοιοκτήτης πρέπει να αναφέρει το πλήρες όνομα και τα λεπτομερή στοιχεία του υπευθύνου αυτού στη διοίκηση.

3.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθορίζει και να τεκμηριώνει την ευθύνη, την αρμοδιότητα και τις σχέσεις μεταξύ όλου του προσωπικού που διαχειρίζεται, εκτελεί και ελέγχει εργασίες που σχετίζονται και επηρεάζουν την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος.

3.3.

Η εταιρεία είναι υπεύθυνη να διασφαλίζει ότι παρέχονται επαρκείς πόροι και υποστήριξη στην ξηρά, ώστε το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή πρόσωπα να μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους.

4.   Εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή πρόσωπα

Για τη διασφάλιση της ασφαλούς λειτουργίας κάθε πλοίου και για τη δημιουργία συνδέσμου μεταξύ της εταιρείας και του προσωπικού του πλοίου, κάθε εταιρεία, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να ορίσει πρόσωπο ή πρόσωπα στην ξηρά που να έχουν απευθείας πρόσβαση στο υψηλότερο επίπεδο της διαχείρισης. Η ευθύνη και η αρμοδιότητα του εξουσιοδοτημένου προσώπου ή προσώπων θα πρέπει να περιλαμβάνουν την παρακολούθηση των πτυχών λειτουργίας κάθε πλοίου που αφορούν την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης και να διασφαλίζουν ότι παρέχονται επαρκείς πόροι και υποστήριξη στην ξηρά, όπως απαιτείται.

5.   Ευθύνη και αρμοδιότητα του πλοιάρχου

5.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθορίζει σαφώς και να τεκμηριώνει την ευθύνη του πλοιάρχου όσον αφορά:

5.1.1.

την εφαρμογή της πολιτικής της εταιρείας σε θέματα ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος·

5.1.2.

την παρακίνηση του πληρώματος για τήρηση της εν λόγω πολιτικής·

5.1.3.

την έκδοση των καταλλήλων διαταγών και οδηγιών με σαφή και απλό τρόπο·

5.1.4.

τον έλεγχο της τήρησης των συγκεκριμένων απαιτήσεων· και

5.1.5.

την αναθεώρηση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας (SMS) και την αναφορά των ελλείψεών του στη διαχείριση της εταιρείας στην ξηρά.

5.2.

Η εταιρεία πρέπει να διασφαλίζει ότι το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας που λειτουργεί στο πλοίο περιέχει σαφή δήλωση με την οποία επισημαίνεται η αρμοδιότητα του πλοιάρχου. Η εταιρεία πρέπει να καθορίζει στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας ότι ο πλοίαρχος έχει την υπερισχύουσα αρμοδιότητα και ευθύνη στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης, καθώς στην αναζήτηση της συνδρομής της εταιρείας, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.

6.   Πόροι και προσωπικό

6.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο πλοίαρχος:

6.1.1.

διαθέτει κατάλληλα προσόντα για άσκηση διοίκησης·

6.1.2.

έχει πλήρη γνώση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας (SMS)· και

6.1.3.

έχει την απαραίτητη υποστήριξη ούτως ώστε να μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντα πλοιάρχου με ασφάλεια.

6.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι κάθε πλοίο είναι επανδρωμένο με ναυτικούς που έχουν τα κατάλληλα προσόντα, τα απαραίτητα πιστοποιητικά και είναι υγιείς, σύμφωνα με τις διεθνείς και εθνικές απαιτήσεις.

6.3.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι το νέο προσωπικό και το προσωπικό που αναλαμβάνει νέα καθήκοντα, τα οποία σχετίζονται με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος, έχει την απαραίτητη εξοικείωση με τα καθήκοντά του.

Οι οδηγίες, που είναι απαραίτητο να παρέχονται πριν τον απόπλου του πλοίου, θα πρέπει να έχουν καθορισθεί, τεκμηριωθεί και παραδοθεί γραπτώς.

6.4.

Η εταιρεία πρέπει να διασφαλίζει ότι όλο το προσωπικό που εμπλέκεται στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας έχει επαρκή κατανόηση των σχετικών κανόνων, κανονισμών, κωδίκων και οδηγιών.

6.5.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει και να διατηρεί διαδικασίες για τον προσδιορισμό της τυχόν κατάρτισης που απαιτείται για την υποστήριξη του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας και να διασφαλίζει ότι η κατάρτιση αυτή παρέχεται σε όλο το εμπλεκόμενο προσωπικό.

6.6.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες με τις οποίες το προσωπικό του πλοίου λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας στη γλώσσα εργασίας, ή σε γλώσσες που μπορεί να καταλάβει.

6.7.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το προσωπικό του πλοίου μπορεί να επικοινωνεί ικανοποιητικά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του που σχετίζονται με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

7.   Εκπόνηση σχεδίων για λειτουργίες επί του πλοίου

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες για την εκπόνηση σχεδίων και οδηγιών, συμπεριλαμβανομένων καταλόγων ελέγχου εάν κρίνεται σκόπιμο, για τις κύριες εργασίες στο πλοίο που αφορούν την ασφάλεια του πλοίου και την πρόληψη της ρύπανσης. Τα διάφορα σχετικά καθήκοντα θα πρέπει να καθορίζονται και να ανατίθενται σε εξειδικευμένο προσωπικό.

8.   Ετοιμότητα για αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης

8.1.

Η εταιρεία πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες για να αναγνωρίζει, να περιγράφει και να ανταποκρίνεται σε πιθανές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στο πλοίο.

8.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει προγράμματα γυμνασίων και ασκήσεων που προετοιμάζουν για την ανάληψη δράσης για αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

8.3.

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να προβλέπει μέτρα τα οποία διασφαλίζουν ότι η οργάνωση της εταιρείας μπορεί να ανταποκριθεί ανά πάσα στιγμή σε κινδύνους, ατυχήματα και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που μπορούν να προκύψουν στα πλοία της.

9.   Υποβολή εκθέσεων και ανάλυση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, ατυχημάτων και επικίνδυνων περιστατικών

9.1.

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι οι περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, τα ατυχήματα και οι επικίνδυνες καταστάσεις αναφέρονται στην εταιρεία, διερευνώνται και αναλύονται με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας και την πρόληψη της ρύπανσης.

9.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες για την εφαρμογή επανορθωτικών ενεργειών.

10.   Συντήρηση του πλοίου και του εξοπλισμού

10.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι το πλοίο συντηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών κανόνων και κανονισμών και με τις τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις που μπορεί να καθιερώνει η εταιρεία.

10.2.

Για την εκπλήρωση των εν λόγω απαιτήσεων, η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι:

10.2.1.

διενεργούνται επιθεωρήσεις σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα·

10.2.2.

αναφέρεται οιαδήποτε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την πιθανή της αιτία, αν είναι γνωστή·

10.2.3.

αναλαμβάνονται οι ενδεδειγμένες επανορθωτικές ενέργειες· και

10.2.4.

τηρούνται αρχεία των ανωτέρω δραστηριοτήτων.

10.3.

Η εταιρεία πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας για τον προσδιορισμό του εξοπλισμού και των τεχνικών συστημάτων των οποίων η αιφνίδια βλάβη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επικίνδυνες καταστάσεις. Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να ορίζει συγκεκριμένα μέτρα που να στοχεύουν στη βελτίωση της αξιοπιστίας του εν λόγω εξοπλισμού ή συστημάτων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν τακτικό έλεγχο των εφεδρικών διατάξεων και εξοπλισμού ή των τεχνικών συστημάτων που δεν είναι υπό συνεχή χρήση.

10.4.

Οι επιθεωρήσεις που αναφέρονται στο σημείο 10.2 καθώς και τα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 10.3 θα πρέπει να ενσωματώνονται στη διαδικασία της λειτουργικής συντήρησης/καθημερινότητας του πλοίου.

11.   Τεκμηρίωση

11.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει και να διατηρεί διαδικασίες ελέγχου όλων των εγγράφων και στοιχείων που σχετίζονται με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

11.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι:

11.2.1.

τα ισχύοντα έγγραφα είναι διαθέσιμα σε όλες τις προβλεπόμενες θέσεις·

11.2.2.

οι αλλαγές επί των εγγράφων εξετάζονται και εγκρίνονται από εξουσιοδοτημένο προσωπικό· και

11.2.3.

τα μη ισχύοντα έγγραφα αποσύρονται αμέσως.

11.3.

Τα έγγραφα που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν και να εφαρμόσουν το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας μπορούν να αναφέρονται ως «Εγχειρίδιο διαχείρισης της ασφάλειας». Η τεκμηρίωση θα πρέπει να τηρείται σε μορφή την οποία η εταιρεία θεωρεί ως την πλέον αποτελεσματική. Κάθε πλοίο θα πρέπει να είναι εφοδιασμένο με όλα τα αναφερόμενα σε αυτό έγγραφα.

12.   Εξακρίβωση, αναθεώρηση και αξιολόγηση από την εταιρεία

12.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να διενεργεί εσωτερικούς ελέγχους ασφαλείας για να διαπιστώνει αν οι δραστηριότητες σχετικά με την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης συμμορφώνονται με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

12.2.

Η εταιρεία πρέπει να αξιολογεί τακτικά την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας και, όταν απαιτείται, να το αναθεωρεί, σύμφωνα με διαδικασίες που καθιερώνει η ίδια.

12.3.

Οι έλεγχοι και οι πιθανές επανορθωτικές ενέργειες θα πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με τεκμηριωμένες διαδικασίες.

12.4.

Το προσωπικό που διενεργεί ελέγχους θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο έναντι των τομέων που ελέγχονται, εκτός αν αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατόν λόγω του μεγέθους και του χαρακτήρα της εταιρείας.

12.5.

Τα αποτελέσματα των ελέγχων και αναθεωρήσεων θα πρέπει να τίθενται υπόψη όλου του προσωπικού που έχει την ευθύνη του συγκεκριμένου τομέα.

12.6.

Το διευθυντικό προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τον σχετικό τομέα θα πρέπει να αναλαμβάνει εγκαίρως επανορθωτικές ενέργειες για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν.

ΜΕΡΟΣ B — ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

13.   Πιστοποίηση και περιοδική εξακρίβωση

13.1.

Το πλοίο θα πρέπει να χρησιμοποιείται από εταιρεία στην οποία έχει εκδοθεί έγγραφο συμμόρφωσης ή προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 14.1 για το πλοίο αυτό.

13.2.

Το έγγραφο συμμόρφωσης θα πρέπει να εκδίδεται από τη διοίκηση, από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, κατόπιν σχετικού αιτήματος της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση στη σύμβαση σε οποιαδήποτε εταιρεία η οποία συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα, για χρονική περίοδο που προσδιορίζεται από τη διοίκηση και η οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την πενταετία. Το έγγραφο αυτό θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως τεκμήριο ότι η εταιρεία είναι σε θέση να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα.

13.3.

Το έγγραφο συμμόρφωσης ισχύει μόνον για τους τύπους πλοίων που αναφέρονται ρητά στο έγγραφο. Η μνεία αυτή θα πρέπει να βασίζεται στους τύπους πλοίων στους οποίους έχει βασιστεί η αρχική εξακρίβωση. Άλλοι τύποι πλοίων επιτρέπεται να προστίθενται μόνον έπειτα από έλεγχο της ικανότητας της εταιρείας να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα, οι οποίες ισχύουν γι’ αυτούς τους τύπους πλοίων. Εν προκειμένω, οι τύποι πλοίων είναι εκείνοι που αναφέρονται στον κανονισμό IX/1 της σύμβασης.

13.4.

Η ισχύς του εγγράφου συμμόρφωσης υπόκειται σε ετήσια εξακρίβωση από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, κατόπιν σχετικού αιτήματος της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση, εντός τριών μηνών πριν ή μετά από την επετειακή ημερομηνία.

13.5.

Το έγγραφο συμμόρφωσης θα πρέπει να ανακαλείται από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημά της, από την αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση η οποία εξέδωσε το έγγραφο, εάν δεν έχει ζητηθεί η διενέργεια της ετήσιας εξακρίβωσης η οποία απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 13.4 ή εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία σοβαρών περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τις ρυθμίσεις του παρόντος κώδικα.

13.5.1.

Όλα τα συναφή πιστοποιητικά διαχείρισης ασφάλειας και/ή προσωρινά πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει επίσης να ανακαλούνται σε περίπτωση ανάκλησης του εγγράφου συμμόρφωσης.

13.6.

Αντίγραφο του εγγράφου συμμόρφωσης θα πρέπει να τοποθετείται στο πλοίο, ούτως ώστε ο πλοίαρχος του πλοίου, εάν αυτό του ζητηθεί, να είναι σε θέση να το προσκομίσει για τη διενέργεια εξακρίβωσης από τη διοίκηση ή από τον οργανισμό ο οποίος αναγνωρίζεται από τη διοίκηση ή για τους σκοπούς διεξαγωγής του ελέγχου που αναφέρεται στον κανονισμό IX/6.2 της σύμβασης. Δεν απαιτείται η βεβαίωση της γνησιότητας ή η πιστοποίηση του αντίγραφου του εγγράφου.

13.7.

Το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκδίδεται για ένα πλοίο για χρονικό διάστημα το οποίο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την πενταετία από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, έπειτα από σχετικό αίτημα της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση. Το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκδίδεται έπειτα από την εξακρίβωση ότι η εταιρεία και τα διαχειριστικά της όργανα στο πλοίο λειτουργούν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του εγκεκριμένου συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας. Το πιστοποιητικό αυτό θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως απόδειξη ότι το πλοίο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα.

13.8.

Η ισχύς του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να υπόκειται τουλάχιστον σε ενδιάμεση εξακρίβωση από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημα της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση. Εάν προβλέπεται η διενέργεια μόνο ενδιάμεσης εξακρίβωσης και η περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας είναι πενταετής, η εξακρίβωση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης επετειακής ημερομηνίας του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας.

13.9.

Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 13.5.1, η ισχύς του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να ανακαλείται από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημα της διοίκησης, από την αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση η οποία το εξέδωσε, σε περίπτωση που δεν έχει ζητηθεί η διενέργεια της ενδιάμεσης εξακρίβωσης η οποία απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 13.8 ή εάν υπάρχουν αποδείξεις σοβαρών περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα.

13.10.

Ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις των παραγράφων 13.2 και 13.7, όταν η εξακρίβωση για την ανανέωση της ισχύος ολοκληρώνεται εντός τριών μηνών πριν από την ημερομηνία εκπνοής ισχύος του υφιστάμενου εγγράφου συμμόρφωσης ή του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας, η ισχύς του νέου εγγράφου συμμόρφωσης ή του νέου πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκτείνεται από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της εξακρίβωσης για την ανανέωση της ισχύος για χρονικό διάστημα όχι ανώτερο της πενταετίας από την ημερομηνία εκπνοής της ισχύος του υφιστάμενου εγγράφου συμμόρφωσης ή του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας.

13.11.

Όταν η εξακρίβωση ανανέωσης της ισχύος ολοκληρώνεται σε χρονικό διάστημα ανώτερο των τριών μηνών πριν από την ημερομηνία εκπνοής της ισχύος του υφιστάμενου εγγράφου συμμόρφωσης ή του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας, η ισχύς του νέου εγγράφου συμμόρφωσης ή του νέου πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκτείνεται από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της εξακρίβωσης για την ανανέωση της ισχύος επί χρονικό διάστημα όχι ανώτερο της πενταετίας από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της εξακρίβωσης για την ανανέωσης της ισχύος.

14.   Προσωρινή πιστοποίηση

14.1.

Επιτρέπεται η έκδοση προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης για τη διευκόλυνση της αρχικής εφαρμογής του παρόντος κώδικα, όταν:

1.

η εταιρεία είναι νεοσυσταθείσα· ή

2.

προβλέπεται προσθήκη νέων πλοίων στο υφιστάμενο έγγραφο συμμόρφωσης, έπειτα από την εξακρίβωση ότι η εταιρεία διαθέτει σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας που πληροί τους στόχους της παραγράφου 1.2.3 του παρόντος κώδικα, υπό την προϋπόθεση ότι η εταιρεία προσκομίζει προγράμματα εφαρμογής του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας τα οποία πληρούν όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα εντός της περιόδου ισχύος του προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης. Το εν λόγω προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης εκδίδεται για χρονικό διάστημα όχι ανώτερο των δώδεκα μηνών από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημα της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση. Αντίγραφο του προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης θα πρέπει να τοποθετείται στο πλοίο, ούτως ώστε ο πλοίαρχος του πλοίου, εάν αυτό του ζητηθεί, να είναι σε θέση να το προσκομίσει για τους σκοπούς της διενέργειας των εξακριβώσεων από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος αναγνωρίζεται από τη διοίκηση ή για τους σκοπούς διεξαγωγής του ελέγχου που αναφέρεται στον κανονισμό IX/6.2 της σύμβασης. Δεν απαιτείται η βεβαίωση της γνησιότητας ή η πιστοποίηση του αντίγραφου του εγγράφου.

14.2.

Προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης μπορεί να εκδίδεται:

1.

στα νέα πλοία τη στιγμή της παράδοσής τους·

2.

όταν η εταιρεία αναλαμβάνει την ευθύνη να θέσει σε λειτουργία ένα πλοίο το οποίο είναι νεότευκτο για την εταιρεία· ή

3.

όταν ένα πλοίο αλλάζει σημαία.

Το εν λόγω προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκδίδεται για χρονικό διάστημα όχι ανώτερο των έξι μηνών από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος αναγνωρίζεται από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημα της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση.

14.3.

Η διοίκηση ή έπειτα από αίτημα της διοίκησης, άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση επιτρέπεται, σε ειδικές περιπτώσεις, να παρατείνει τη διάρκεια ισχύος του προσωρινού πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία εκπνοής της ισχύος.

14.4.

Η έκδοση του προσωρινού πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας επιτρέπεται έπειτα από εξακρίβωση ότι:

1.

το έγγραφο συμμόρφωσης ή το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης αφορά το συγκεκριμένο πλοίο·

2.

το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας το οποίο προβλέπεται από την εταιρεία για το συγκεκριμένο πλοίο συμπεριλαμβάνει βασικά στοιχεία του παρόντος κώδικα και έχει αξιολογηθεί κατά τους ελέγχους για την έκδοση του εγγράφου συμμόρφωσης ή εάν έχει επιδειχθεί για την έκδοση του προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης·

3.

η εταιρεία έχει προγραμματίσει τον έλεγχο του πλοίου εντός τριών μηνών·

4.

ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί είναι εξοικειωμένοι με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας και τις προγραμματιζόμενες διευθετήσεις για την εφαρμογή του·

5.

οι οδηγίες οι οποίες προσδιορίζεται ότι έχουν βασική σημασία έχουν δοθεί πριν από τον απόπλου· και

6.

οι συναφείς πληροφορίες για το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας χορηγούνται σε γλώσσα ή γλώσσες εργασίας που είναι κατανοητές από το προσωπικό του πλοίου.

15.   Εξακρίβωση

15.1.

Όλες οι εξακριβώσεις, η διενέργεια των οποίων απαιτείται βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος κώδικα, θα πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με διαδικασίες που είναι αποδεκτές από τη διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντήριων γραμμών που καταρτίζονται από τον Οργανισμό (1).

16.   Έντυπα των πιστοποιητικών

16.1.

Το έγγραφο συμμόρφωσης, το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας, το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης και το προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας πρέπει να συντάσσονται σύμφωνα με τα υποδείγματα του προσαρτήματος του παρόντος κώδικα. Εάν η χρησιμοποιούμενη γλώσσα δεν είναι ούτε τα αγγλικά, αλλά ούτε τα γαλλικά, πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στο κείμενο η μετάφραση προς μία από τις γλώσσες αυτές.

16.2.

Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 13.3, επιτρέπεται η οπισθογράφηση για τους τύπους πλοίων, οι οποίοι αναφέρονται στο έγγραφο συμμόρφωσης και στο προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης, ούτως ώστε να αντικατοπτρίζονται οι τυχόν περιορισμοί οι οποίοι επιβάλλονται στη λειτουργία των πλοίων, οι οποίοι περιγράφονται στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.


(1)  Παραπομπή στις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (ISM) από τις διοικήσεις, οι οποίες εγκρίθηκαν από τον Οργανισμό με το ψήφισμα A.913(22).

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ

Έντυπα του εγγράφου συμμόρφωσης, του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας, του προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης και του προσωρινού πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας

ΕΓΓΡΑΦΟ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

(Επίσημη σφραγίδα)/(Κράτος)

Πιστοποιητικό αριθ.

Εκδοθέν βάσει των διατάξεων της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, του 1974, όπως τροποποιήθηκε

Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης …

(όνομα του κράτους)

από …

(εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμός)

Όνομα και διεύθυνση της εταιρείας:

(βλέπε παράγραφο 1.1.2 του κώδικα ΙSM)

ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας υποβλήθηκε σε έλεγχο και ότι το εν λόγω σύστημα είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του διεθνούς κώδικα διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης (κώδικας ΙSM) για τους κατωτέρω τύπους πλοίων (διαγράφεται ανάλογα με την περίπτωση):

 

Επιβατηγό πλοίο

 

Επιβατηγό ταχύπλοο σκάφος

 

Εμπορικό ταχύπλοο σκάφος

 

Φορτηγό μεταφοράς εμπορεύματος χύδην

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς πετρελαίου

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς αερίου

 

Κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης

 

Άλλο εμπορικό πλοίο

Το παρόν έγγραφο συμμόρφωσης ισχύει έως ………, και υπόκειται σε περιοδική εξακρίβωση.

Εκδόθηκε …

(τόπος έκδοσης του εγγράφου)

Ημερομηνία έκδοσης …

(υπογραφή υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση του εγγράφου)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)

Πιστοποιητικό αριθ.

ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΤΗΣΙΑΣ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗΣ

ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ κατά την περιοδική εξακρίβωση σύμφωνα με τον κανόνα IX/6.1 της σύμβασης και την παράγραφο 13.4 του κώδικα ISM, το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας αποδείχθηκε ότι είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του κώδικα ΙSM.

1η ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

2η ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

3η ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

4η ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

(Επίσημη σφραγίδα)/(Κράτος)

Πιστοποιητικό αριθ.

Εκδοθέν βάσει των διατάξεων

της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, του 1974, όπως τροποποιήθηκε

Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης …

(όνομα του κράτους)

από …

(εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμός)

Όνομα πλοίου: …

Διακριτικοί αριθμοί ή γράμματα: …

Λιμένας νηολόγησης: …

Τύπος πλοίου (1): …

Ολική χωρητικότητα: …

Αριθμός ΔΝΟ: …

Όνομα και διεύθυνση της εταιρείας: …

(βλέπε παράγραφο 1.1.2 του κώδικα ΙSM)

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας του πλοίου ελέγχθηκε και ότι το εν λόγω σύστημα είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του διεθνούς κώδικα διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και για την πρόληψη της ρύπανσης (κώδικας ISM), αφού διαπιστώθηκε ότι το έγγραφο συμμόρφωσης που διαθέτει η εταιρεία ισχύει για τον συγκεκριμένο τύπο πλοίου.

Το παρόν πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας ισχύει έως ………, υπό τον όρο ότι υπόκειται σε περιοδική εξακρίβωση και με την προϋπόθεση ότι το έγγραφο συμμόρφωσης παραμένει σε ισχύ.

Εκδόθηκε …

(τόπος έκδοσης του εγγράφου)

Ημερομηνία έκδοσης …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση του πιστοποιητικού)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)

Πιστοποιητικό αριθ.

ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΗΣ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗΣ (ΕΑΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ)

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ κατά την περιοδική εξακρίβωση σύμφωνα με τον κανόνα IX/6.1 της σύμβασης και την παράγραφο 13.8 του κώδικα ISM, το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας αποδείχθηκε ότι είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του κώδικα ΙSM.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ (συμπληρώνεται μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης επετειακής ημερομηνίας)

Υπογραφή: …

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

Τόπος: …

Ημερομηνία: …

ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ (2)

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ (2)

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ (2)

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

(Επίσημη σφραγίδα)/(Κράτος)

Πιστοποιητικό αριθ.

Εκδοθέν βάσει των διατάξεων

της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, του 1974, όπως τροποποιήθηκε

Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης …

(όνομα κράτους)

από …

(εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμός)

Όνομα και διεύθυνση της εταιρείας: …

(βλέπε παράγραφο 1.1.2 του κώδικα ΙSM)

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας έχει διαπιστωθεί ότι πληροί τους στόχους της παραγράφου 1.2.3 του διεθνούς κώδικα διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και για την πρόληψη της ρύπανσης (κώδικας ΙSM), για τον (τους) κατωτέρω τύπο(-ους) πλοίων (διαγράφεται ανάλογα με την περίπτωση):

 

Επιβατηγό πλοίο

 

Επιβατηγό ταχύπλοο σκάφος

 

Εμπορικό ταχύπλοο σκάφος

 

Φορτηγό μεταφοράς εμπορεύματος χύδην

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς πετρελαίου

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς αερίου

 

Κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης

 

Άλλο εμπορικό πλοίο

Το παρόν προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης ισχύει έως:

Εκδόθηκε: …

(τόπος έκδοσης του εγγράφου)

Ημερομηνία έκδοσης: …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση του εγγράφου)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

(Επίσημη σφραγίδα)/(Κράτος)

Πιστοποιητικό αριθ.

Εκδοθέν βάσει των διατάξεων

της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, του 1974,

όπως τροποποιήθηκε

Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης …

(όνομα κράτους)

από …

(εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμός)

Όνομα πλοίου: …

Διακριτικοί αριθμοί ή γράμματα: …

Λιμένας νηολόγησης: …

Τύπος πλοίου (3): …

Ολική χωρητικότητα: …

Αριθμός ΔΝΟ: …

Όνομα και διεύθυνση εταιρείας: …

(βλέπε παράγραφο 1.1.2 του κώδικα ΙSM)

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ οι απαιτήσεις της παραγράφου 14.4 του κώδικα ISM έχουν τηρηθεί και ότι το έγγραφο συμμόρφωσης/το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης (4) της εταιρείας αναφέρεται στο παρόν πλοίο.

Το παρόν προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας ισχύει έως …

υπό τον όρο ότι το έγγραφο συμμόρφωσης/το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης (4) παραμένει σε ισχύ.

Εκδόθηκε …

(τόπος έκδοσης του εγγράφου)

Ημερομηνία έκδοσης: …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση του πιστοποιητικού)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)

Πιστοποιητικό αριθ.

Η ισχύς του παρόντος προσωρινού πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας παρατείνεται έως: …

Ημερομηνία παράτασης: …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την παράταση της ισχύος)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)


(1)  Επιλέξατε τον τύπο πλοίου από τους εξής τύπους: επιβατηγό πλοίο, επιβατηγό ταχύπλοο σκάφος, εμπορικό ταχύπλοο σκάφος, φορτηγό μεταφοράς εμπορεύματος χύδην, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς πετρελαίου, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς αερίου, κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης, άλλο εμπορικό πλοίο.

(2)  Εάν χρειάζεται. Γίνεται παραπομπή στην παράγραφο 3.4.1 των κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (ISM) από τις διοικήσεις [ψήφισμα A.913(22)].

(3)  Επιλέξατε τον τύπο πλοίου από τους εξής τύπους: επιβατηγό πλοίο, επιβατηγό ταχύπλοο σκάφος, εμπορικό ταχύπλοο σκάφος, φορτηγό μεταφοράς εμπορευμάτων χύδην, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς πετρελαίου, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς αερίου, κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης, άλλο εμπορικό πλοίο.

(4)  Διαγράφεται, ανάλογα με την περίπτωση.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΑΤΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ISM)

Μέρος Α

Γενικές διατάξεις

Μέρος Β

Πιστοποίηση και πρότυπα

2.

Διαδικασία πιστοποίησης

3.

Πρότυπο διαχείρισης

4.

Πρότυπα επάρκειας

5.

Έντυπα εγγράφων συμμόρφωσης και πιστοποιητικών διαχείρισης της ασφάλειας

ΜΕΡΟΣ Α — ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1.1.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σχετικά με τις εξακριβώσεις και την πιστοποίηση που απαιτούνται από τον κώδικα ISM για τα επιβατηγά πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα που θεσπίζονται στο μέρος Β του παρόντος κεφαλαίου.

1.2.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις διατάξεις των αναθεωρημένων κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (ISM) από τις διοικήσεις, οι οποίες εγκρίθηκαν από τον ΔΝΟ με το ψήφισμα A.913(22) της 29ης Νοεμβρίου 2001, στο μέτρο που αυτές δεν καλύπτονται από το μέρος Β του παρόντος τίτλου.

ΜΕΡΟΣ Β — ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΥΠΑ

2.   Διαδικασία πιστοποίησης

2.1.

Η διαδικασία πιστοποίησης που σχετίζεται με την έκδοση εγγράφου συμμόρφωσης για μια εταιρεία και πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας για κάθε πλοίο διενεργείται λαμβάνοντας υπόψη τις κατωτέρω διατάξεις.

2.2.

Η διαδικασία πιστοποίησης κανονικά περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

1.

αρχική εξακρίβωση·

2.

ετήσια ή ενδιάμεση εξακρίβωση·

3.

εξακρίβωση για ανανέωση· και

4.

πρόσθετη εξακρίβωση.

Οι εξακριβώσεις αυτές πραγματοποιούνται κατ’ αίτηση της εταιρείας προς τη διοίκηση ή τον αναγνωρισμένο οργανισμό όταν αυτός ενεργεί εξ ονόματος της διοίκησης.

2.3.

Οι εξακριβώσεις περιλαμβάνουν έλεγχο της διαχείρισης της ασφάλειας.

2.4.

Για τη διεξαγωγή του ελέγχου ορίζεται ένας επικεφαλής ελεγκτής και, εφόσον χρειάζεται, μία ομάδα ελέγχου.

2.5.

Ο διορισμένος επικεφαλής ελεγκτής έρχεται σε επαφή με την εταιρεία και καταρτίζει πρόγραμμα ελέγχου.

2.6.

Συντάσσεται έκθεση ελέγχου υπό την καθοδήγηση του επικεφαλής ελεγκτή ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια και την πληρότητά της.

2.7.

Η έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει το πρόγραμμα ελέγχου, καθορισμό των μελών της ομάδας ελέγχου, ημερομηνίες και στοιχεία της εταιρείας, αντίγραφα των παρατηρήσεων και των εγγράφων μη συμμόρφωσης και παρατηρήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας όσον αφορά την εκπλήρωση των συγκεκριμένων στόχων.

3.   Πρότυπο διαχείρισης

3.1.

Οι ελεγκτές ή η ομάδα ελέγχου που διευθύνει την εξακρίβωση συμμόρφωσης προς τον κώδικα ISM έχει αρμοδιότητες για:

1.

την εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τους κανόνες και κανονισμούς στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η πιστοποίηση των ναυτικών, για κάθε τύπο πλοίου που χρησιμοποιεί η εταιρεία·

2.

τις δραστηριότητες έγκρισης, επιθεώρησης και πιστοποίησης που σχετίζονται με τα ναυτιλιακά πιστοποιητικά·

3.

τη συγγραφή υποχρεώσεων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, όπως επιβάλλει ο κώδικας ISM· και

4.

την πρακτική πείρα στη λειτουργία πλοίων.

3.2.

Κατά τη διενέργεια της εξακρίβωσης συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του κώδικα ISM, εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία του προσωπικού που παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες έναντι όσων συμμετέχουν στη διαδικασία πιστοποίησης.

4.   Πρότυπα επάρκειας

4.1.

Βασική επάρκεια για τη διενέργεια εξακρίβωσης

4.1.1.

Το προσωπικό που συμμετέχει στην εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του κώδικα ISM πληροί τα στοιχειώδη κριτήρια για τους επιθεωρητές, όπως ορίζει το τμήμα 2 του παραρτήματος VII της οδηγίας 95/21/ΕΚ.

4.1.2.

Το εν λόγω προσωπικό πρέπει να έχει εκπαιδευτεί προκειμένου να αποκτήσει την κατάλληλη επάρκεια και δεξιότητες για τη διενέργεια της εξακρίβωσης συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του κώδικα ISM, ιδίως όσον αφορά:

α)

τη γνώση και την κατανόηση του κώδικα ISM·

β)

τους υποχρεωτικούς κανόνες και κανονισμούς·

γ)

τη συγγραφή υποχρεώσεων που, σύμφωνα με τον κώδικα ISM, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι εταιρείες·

δ)

την εκτίμηση τεχνικών εξέτασης, ανάκρισης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων·

ε)

τις τεχνικές ή επιχειρησιακές πτυχές της διαχείρισης της ασφάλειας·

στ)

τις βασικές γνώσεις περί ναυτιλίας και εργασιών επί του πλοίου· και

ζ)

τη συμμετοχή σε έναν τουλάχιστον έλεγχο συστήματος διαχείρισης στη ναυτιλία.

4.2.

Επάρκεια για την αρχική εξακρίβωση και την επαναληπτική εξακρίβωση

4.2.1.

Για να εκτιμηθεί πλήρως κατά πόσον η εταιρεία ή κάθε τύπος πλοίου συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα ISM, εκτός από τη βασική επάρκεια που αναφέρεται ανωτέρω, το προσωπικό που προορίζεται για να διενεργεί τις αρχικές εξακριβώσεις ή τις επαναληπτικές εξακριβώσεις όσον αφορά ένα έγγραφο συμμόρφωσης και ένα πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας, πρέπει να διαθέτει επάρκεια για:

α)

να προσδιορίζει κατά πόσον τα στοιχεία του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας είναι σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του κώδικα ISM·

β)

να καθορίζει την αποτελεσματικότητα των SMS που διαθέτει η εταιρεία ή ο εκάστοτε τύπος πλοίου, για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τους κανόνες και τους κανονισμούς, όπως αποδεικνύεται από τα αρχεία που απαιτούνται βάσει του νόμου και τα αρχεία της επιθεώρησης κατάταξης·

γ)

να εκτιμά την αποτελεσματικότητα των SMS ως προς την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους υπόλοιπους κανόνες και κανονισμούς που δεν καλύπτονται από τις επιθεωρήσεις που προβλέπονται από το νόμο και τις επιθεωρήσεις κατάταξης και ως προς το αν επιτρέπουν την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες και κανονισμούς αυτούς· και

δ)

να εκτιμά κατά πόσον έχουν ληφθεί υπόψη οι πρακτικές όσον αφορά την ασφάλεια τις οποίες συνιστά ο ΔΝΟ, οι διοικήσεις, οι νηογνώμονες και οι οργανισμοί του ναυτιλιακού τομέα.

4.2.2.

Η εν λόγω επάρκεια μπορεί να επιτυγχάνεται από ομάδες, οι οποίες από κοινού διαθέτουν τη συνολικά απαιτούμενη επάρκεια.

5.   Έντυπα εγγράφων συμμόρφωσης και πιστοποιητικών διαχείρισης της ασφάλειας

Όταν τα πλοία εκτελούν δρομολόγια μόνον σε ένα κράτος μέλος, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν είτε τα έντυπα τα οποία προσαρτώνται στον κώδικα ISM είτε το έγγραφο συμμόρφωσης, το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας, το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης και το προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας, τα οποία συντάσσονται σύμφωνα με τη μορφή που παρουσιάζεται κατωτέρω.

Σε περίπτωση παρέκκλισης βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 7 παράγραφος 2, το εκδιδόμενο πιστοποιητικό διαφέρει από το προαναφερθέν, επισημαίνει σαφώς ότι έχει χορηγηθεί παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, το άρθρο 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και περιλαμβάνει τους εκάστοτε λειτουργικούς περιορισμούς.

ΕΓΓΡΑΦΟ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

(Επίσημη σφραγίδα)/(Κράτος)

Πιστοποιητικό αριθ.

Εκδοθέν βάσει των διατάξεων [της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, 1974, όπως τροποποιήθηκε, και] (1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006 για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας στην Κοινότητα.

Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης …

(όνομα κράτους)

από …

(εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμός)

Όνομα και διεύθυνση της εταιρείας …

[βλέπε παράγραφο 1.1.2 του μέρους Α του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006]

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας υποβλήθηκε σε έλεγχο και ότι το εν λόγω σύστημα είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του διεθνούς κώδικα διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης (κώδικας ΙSM) για τους κατωτέρω τύπους πλοίων (διαγράφεται ανάλογα με την περίπτωση):

 

Επιβατηγό πλοίο

 

Επιβατηγό ταχύπλοο σκάφος

 

Εμπορικό ταχύπλοο σκάφος

 

Φορτηγό μεταφοράς εμπορεύματος χύδην

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς πετρελαίου

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς αερίου

 

Κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης

 

Άλλο εμπορικό πλοίο

 

Επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο ro-rο

Το παρόν έγγραφο συμμόρφωσης ισχύει έως ……… και υπόκειται σε περιοδική εξακρίβωση.

Εκδόθηκε …

(τόπος έκδοσης του εγγράφου)

Ημερομηνία έκδοσης …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση του εγγράφου)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)

Πιστοποιητικό αριθ.

ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΤΗΣΙΑΣ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗΣ

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ κατά την περιοδική εξακρίβωση σύμφωνα με [τον κανονισμό ΙΧ/6.1 της σύμβασης και την παράγραφο 13.4 του κώδικα ISM και] (2) το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006 για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας στην Κοινότητα, το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας διαπιστώθηκε ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του κώδικα ISM.

1η ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

2η ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

3η ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

4η ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

(Επίσημη σφραγίδα)/(Κράτος)

Πιστοποιητικό αριθ.

Εκδοθέν βάσει των διατάξεων [της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, 1974, όπως τροποποιήθηκε, και] (3) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006 για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας στην Κοινότητα.

Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης …

(όνομα κράτους)

από …

(εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμός)

Όνομα πλοίου: …

Διακριτικοί αριθμοί ή γράμματα: …

Λιμένας νηολόγησης: …

Τύπος πλοίου (4): …

Ολική χωρητικότητα: …

Αριθμός ΔΝΟ: …

Όνομα και διεύθυνση εταιρείας:

[βλέπε παράγραφο 1.1.2 του μέρους Α του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006]

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας του πλοίου υποβλήθηκε σε έλεγχο και ότι το εν λόγω σύστημα είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του διεθνούς κώδικα διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και για την πρόληψη της ρύπανσης (κώδικας ISM), αφού εξακριβώθηκε ότι το έγγραφο συμμόρφωσης που διαθέτει η εταιρεία ισχύει για τον συγκεκριμένο τύπο πλοίου.

Το παρόν πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας ισχύει έως ………, υπό τον όρο ότι υπόκειται σε περιοδική εξακρίβωση και με την προϋπόθεση ότι το έγγραφο συμμόρφωσης παραμένει σε ισχύ.

Εκδόθηκε …

(τόπος έκδοσης του εγγράφου)

Ημερομηνία έκδοσης …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση του πιστοποιητικού)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)

Πιστοποιητικό αριθ.

ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΗΣ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗΣ (ΕΑΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ)

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ, κατά την περιοδική εξακρίβωση σύμφωνα με [τον κανονισμό ΙΧ/6.1 της σύμβασης και την παράγραφο 13.8 του κώδικα ISM και] (5) το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006 για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας στην Κοινότητα, το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας διαπιστώθηκε ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του κώδικα ISM.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ (συμπληρώνεται μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης επετειακής ημερομηνίας)

Υπογραφή: …

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

Τόπος: …

Ημερομηνία: …

ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ (6)

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ (6)

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία:…

ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ (6)

Υπογραφή: …

 

(υπογραφή του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου)

 

Τόπος: …

 

Ημερομηνία: …

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

(Επίσημη σφραγίδα)/(Κράτος)

Πιστοποιητικό αριθ.

Εκδοθέν βάσει των διατάξεων [της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, 1974, όπως τροποποιήθηκε, και] (7) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006 για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας στην Κοινότητα.

Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης …

(όνομα κράτους)

από …

(εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμός)

Όνομα και διεύθυνση της εταιρείας …

[βλέπε παράγραφο 1.1.2 του μέρους Α του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006]

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας έχει διαπιστωθεί ότι πληροί τους στόχους της παραγράφου 1.2.3 του μέρους Α του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006, για τον (τους) κατωτέρω τύπο(-ους) πλοίων (διαγράφεται ανάλογα με την περίπτωση):

 

Επιβατηγό πλοίο

 

Επιβατηγό ταχύπλοο σκάφος

 

Εμπορικό ταχύπλοο σκάφος

 

Φορτηγό μεταφοράς εμπορεύματος χύδην

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς πετρελαίου

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων

 

Δεξαμενόπλοιο μεταφοράς αερίου

 

Κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης

 

Άλλο εμπορικό πλοίο

 

Επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο ro-rο

Το παρόν προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης ισχύει έως …

Εκδόθηκε …

(τόπος έκδοσης του εγγράφου)

Ημερομηνία έκδοσης …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση του εγγράφου)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

(Επίσημη σφραγίδα)/(Κράτος)

Πιστοποιητικό αριθ.

Εκδοθέν βάσει των διατάξεων [της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, 1974, όπως τροποποιήθηκε, και] (8) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006 για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας στην Κοινότητα.

Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης …

(όνομα κράτους)

από …

(εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμός)

Όνομα πλοίου: …

Διακριτικοί αριθμοί ή γράμματα: …

Λιμένας νηολόγησης: …

Τύπος πλοίου (9): …

Ολική χωρητικότητα: …

Αριθμός ΔΝΟ: …

Όνομα και διεύθυνση της εταιρείας: …

[βλέπε παράγραφο 1.1.2 του μέρους Α του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006]

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ οι απαιτήσεις της παραγράφου 14.4 του μέρους Α του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006 έχουν τηρηθεί και ότι το έγγραφο συμμόρφωσης/προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης (10) της εταιρείας αναφέρεται στο παρόν πλοίο.

Το παρόν προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας ισχύει έως ……… υπό τον όρο ότι το έγγραφο συμμόρφωσης/προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης (10) παραμένει σε ισχύ.

Εκδόθηκε: …

(τόπος έκδοσης του εγγράφου)

Ημερομηνία έκδοσης: …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση του πιστοποιητικού)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)

Πιστοποιητικό αριθ.:

Η ισχύς του παρόντος προσωρινού πιστοποιητικού ασφάλειας παρατείνεται έως:

Ημερομηνία παράτασης: …

(υπογραφή του υπαλλήλου που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για την παράταση της ισχύος)

(σφραγίδα της αρχής έκδοσης, ανάλογα με την περίπτωση)


(1)  Μπορεί να διαγράφεται για τα πλοία που εκτελούν μόνον δρομολόγια εντός ενός κράτους μέλους.

(2)  Μπορεί να διαγράφεται για τα πλοία που εκτελούν μόνον δρομολόγια εντός ενός κράτους μέλους.

(3)  Μπορεί να διαγράφεται για τα πλοία που εκτελούν μόνον δρομολόγια εντός ενός κράτους μέλους.

(4)  Επιλέξατε τον τύπο πλοίου από τους εξής τύπους: επιβατηγό πλοίο, επιβατηγό ταχύπλοο σκάφος, εμπορικό ταχύπλοο σκάφος, φορτηγό μεταφοράς εμπορεύματος χύδην, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς πετρελαίου, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς αερίου, κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης, άλλο εμπορικό πλοίο, επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο ro-ro.

(5)  Μπορεί να διαγράφεται για τα πλοία που εκτελούν μόνον δρομολόγια εντός ενός κράτους μέλους.

(6)  Εάν χρειάζεται. Γίνεται παραπομπή στην παράγραφο 13.8 του κώδικα ISM και στην παράγραφο 3.4.1 των κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (ISM) από τις διοικήσεις [ψήφισμα A.913(22)].

(7)  Μπορεί να διαγράφεται για τα πλοία που εκτελούν μόνον δρομολόγια εντός ενός κράτους μέλους.

(8)  Μπορεί να διαγράφεται για τα πλοία που εκτελούν μόνον δρομολόγια εντός ενός κράτους μέλους.

(9)  Επιλέξατε τον τύπο πλοίου από τους εξής τύπους: επιβατηγό πλοίο, επιβατηγό ταχύπλοο σκάφος, εμπορικό ταχύπλοο σκάφος, φορτηγό μεταφοράς εμπορεύματος χύδην, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς πετρελαίου, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων, δεξαμενόπλοιο μεταφοράς αερίου, κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης, άλλο εμπορικό πλοίο, επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο ro-ro.

(10)  Διαγράφεται ανάλογα με την περίπτωση.


4.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 64/37


ΟΔΗΓΊΑ 2006/7/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Φεβρουαρίου 2006

σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και την κατάργηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο ενέκρινε η επιτροπή συνδιαλλαγής στις 8 Δεκεμβρίου 2005,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Λαμβάνοντας ως βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής για την αειφόρο ανάπτυξη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επέλεξε ορισμένους στόχους ως γενική κατεύθυνση για τη μελλοντική ανάπτυξη σε τομείς προτεραιότητας, όπως είναι οι φυσικοί πόροι και η δημόσια υγεία.

(2)

Το νερό είναι φυσικός πόρος που δεν υπάρχει σε αφθονία και η ποιότητα του οποίου θα πρέπει να προστατεύεται, να διαφυλάσσεται, να αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης και να αντιμετωπίζεται αναλόγως. Τα επιφανειακά ύδατα, ιδίως, αποτελούν ανανεώσιμους πόρους με περιορισμένες δυνατότητες ανάκαμψης από αρνητικές επιπτώσεις ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

(3)

Η κοινοτική πολιτική για το περιβάλλον θα πρέπει να αποσκοπεί σε προστασία υψηλού επιπέδου και να συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της διαφύλαξης, της προστασίας και της βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος καθώς και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

(4)

Το Δεκέμβριο του 2000, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με θέμα την ανάπτυξη νέας πολιτικής για τα ύδατα κολύμβησης και άρχισε ευρείας κλίμακας διαβουλεύσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα και εμπλεκόμενα μέρη. Το κύριο αποτέλεσμα των εν λόγω διαβουλεύσεων ήταν η γενική υποστήριξη για την κατάρτιση νέας οδηγίας που να βασίζεται στα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα και να δίνει ιδιαίτερο βάρος στην ευρύτερη συμμετοχή του κοινού.

(5)

Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (5), περιέχει δέσμευση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των υδάτων κολύμβησης, μεταξύ άλλων με την αναθεώρηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης (6).

(6)

Βάσει της συνθήκης, κατά την προετοιμασία της πολιτικής για το περιβάλλον, η Κοινότητα πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να χρησιμοποιεί τα επιστημονικά δεδομένα κατά τη χρήση των πλέον αξιόπιστων παραμέτρων-δεικτών για την πρόβλεψη του μικροβιολογικού κινδύνου για την υγεία και για την επίτευξη προστασίας υψηλού επιπέδου. Θα πρέπει να διεξαχθούν επειγόντως περαιτέρω επιδημιολογικές μελέτες όσον αφορά τους κινδύνους για την υγεία που σχετίζονται με την κολύμβηση, ιδίως στα γλυκά ύδατα.

(7)

Για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και να προαχθεί η συνετή αξιοποίηση των πόρων, η παρούσα οδηγία χρειάζεται να συντονισθεί στενά με άλλα κοινοτικά νομοθετήματα που αφορούν το ύδωρ, όπως οι οδηγίες 91/271/EΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (7), και 91/676/EΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης (8), και η οδηγία 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (9).

(8)

Οι προσήκουσες πληροφορίες σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μέτρα και τη συντελούμενη πρόοδο θα πρέπει να διαδίδονται στους ενδιαφερομένους. Το κοινό θα πρέπει να λαμβάνει προσήκουσες και έγκαιρες πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης καθώς και για τα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου προκειμένου να αποφεύγονται κίνδυνοι για την υγεία, ειδικότερα στο πλαίσιο προβλέψιμης βραχυπρόθεσμης ρύπανσης ή ασυνήθων περιστάσεων. Θα πρέπει να εφαρμόζεται νέα τεχνολογία που επιτρέπει στο κοινό να ενημερώνεται κατά τρόπο αποτελεσματικό και συγκρίσιμο σχετικά με τα ύδατα κολύμβησης σε ολόκληρη την Κοινότητα.

(9)

Για τους σκοπούς της παρακολούθησης, απαιτούνται εναρμονισμένες μέθοδοι και πρακτικές ανάλυσης. Απαιτείται παρατήρηση και αξιολόγηση της ποιότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η ταξινόμηση των υδάτων ως προς την ποιότητα να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

(10)

Η συμμόρφωση θα πρέπει να είναι ζήτημα κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων και διασφάλισης της ποιότητας, και όχι απλώς ζήτημα μετρήσεων και υπολογισμών. Επομένως, ως βάση για τη θέσπιση μέτρων διαχείρισης είναι σκόπιμο να υπάρχει σύστημα ταυτότητας των υδάτων κολύμβησης για την καλύτερη κατανόηση των κινδύνων. Παράλληλα, θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση των ποιοτικών προτύπων και τη συνεπή μετάβαση από την οδηγία 76/160/ΕΟΚ.

(11)

Στις 17 Φεβρουαρίου 2005, η Κοινότητα επικύρωσε τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (σύμβαση του Århus). Επομένως, είναι σκόπιμο η παρούσα οδηγία να συμπεριλάβει διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες και να προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού στην εφαρμογή της προκειμένου να συμπληρωθούν η οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση (10), και η οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τη δημόσια συμμετοχή κατά την εκπόνηση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που έχουν σχέση με το περιβάλλον (11).

(12)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η επίτευξη από τα κράτη μέλη, βάσει κοινών προτύπων, καλής ποιότητας για τα ύδατα κολύμβησης και υψηλού βαθμού προστασίας εντός της Κοινότητας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(13)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (12).

(14)

Σε κάθε κολυμβητική περίοδο καθίσταται προφανές ότι η ύπαρξη κοινοτικής πολιτικής για τα ύδατα κολύμβησης παραμένει σημαντική, δεδομένου ότι προστατεύει το κοινό από περιστασιακή και χρόνια ρύπανση που απορρίπτεται σε κοινοτικά ύδατα κολύμβησης ή κοντά σε αυτά. Η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης έχει συνολικά βελτιωθεί σημαντικά από τότε που τέθηκε σε ισχύ η οδηγία 76/160/ΕΟΚ. Ωστόσο, η εν λόγω οδηγία αντικατοπτρίζει τη γνώση και την πείρα των αρχών της δεκαετίας του 1970. Έκτοτε έχουν μεταβληθεί οι χρήσεις των υδάτων κολύμβησης, όπως επίσης και το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. Επομένως, η εν λόγω οδηγία θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει διατάξεις για:

α)

την παρακολούθηση και την ταξινόμηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης·

β)

τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης, και

γ)

την παροχή πληροφοριών στο κοινό όσον αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης.

2.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η διατήρηση, η προστασία και η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και η προστασία της ανθρώπινης υγείας, με τη συμπλήρωση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε στοιχείο επιφανειακών υδάτων όπου η αρμόδια αρχή αναμένει ότι θα κολυμπά μεγάλος αριθμός ατόμων και όπου δεν έχει επιβάλει μόνιμη απαγόρευση της κολύμβησης ή δεν έχει εκδώσει μόνιμη σύσταση κατά της κολύμβησης (εφεξής αποκαλούμενα «ύδατα κολύμβησης»). Δεν εφαρμόζεται όσον αφορά:

α)

τα κολυμβητήρια και τις δεξαμενές ιαματικών λουτρών·

β)

τα περίκλειστα ύδατα που υπόκεινται σε επεξεργασία ή χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς·

γ)

τα τεχνητώς περίκλειστα ύδατα, που διαχωρίζονται από τα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

Οι όροι «επιφανειακά ύδατα», «υπόγεια ύδατα», «εσωτερικά ύδατα», «μεταβατικά ύδατα», «παράκτια ύδατα» και «λεκάνη απορροής ποταμού», έχουν την ίδια έννοια όπως και στην οδηγία 2000/60/ΕΚ.

2.

Ως «αρμόδια αρχή» νοείται η αρχή ή οι αρχές που καθορίζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή κάθε άλλη αρχή ή φορέας που έχει αναλάβει το ρόλο αυτό.

3.

Ως «μόνιμη» νοείται κάθε απαγόρευση ή σύσταση κατά της κολύμβησης, η οποία διαρκεί τουλάχιστον μία ολόκληρη κολυμβητική περίοδο.

4.

Ως «μεγάλος αριθμός» όσον αφορά τους λουομένους, νοείται ο αριθμός που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι είναι μεγάλος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις τάσεις που εμφανίσθηκαν κατά το παρελθόν ή την τυχόν παρεχόμενη υποδομή ή εγκαταστάσεις ή άλλα μέτρα που λαμβάνονται για την προώθηση της κολύμβησης.

5.

Ως «ρύπανση» νοείται η παρουσία μικροβιολογικής μόλυνσης ή άλλων οργανισμών ή αποβλήτων που επηρεάζουν την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης και παρουσιάζουν κίνδυνο για την υγεία των λουομένων σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 και το παράρτημα Ι στήλη Α.

6.

Ως «κολυμβητική περίοδος» νοείται η περίοδος κατά την οποία αναμένεται η προσέλευση μεγάλου αριθμού λουομένων.

7.

Ως «διαχειριστικά μέτρα» νοούνται τα ακόλουθα μέτρα που λαμβάνονται για τα ύδατα κολύμβησης:

α)

καθορισμός και διατήρηση ταυτότητας για τα ύδατα κολύμβησης·

β)

καθορισμός χρονοδιαγράμματος παρακολούθησης·

γ)

παρακολούθηση των υδάτων κολύμβησης·

δ)

αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης·

ε)

ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης·

στ)

εντοπισμός και αξιολόγηση των αιτίων ρύπανσης που ενδέχεται να επηρεάζουν τα ύδατα κολύμβησης και να βλάπτουν την υγεία των λουομένων·

ζ)

παροχή πληροφοριών στο κοινό·

η)

ανάληψη δράσης για την πρόληψη της έκθεσης των λουομένων στη ρύπανση·

θ)

ανάληψη δράσης για τη μείωση του κινδύνου ρύπανσης.

8.

Ως «βραχυπρόθεσμη ρύπανση» νοείται η κατά τα αναφερόμενα στο παράρτημα Ι μέρος Α μικροβιολογική μόλυνση, η οποία έχει σαφώς προσδιορίσιμα αίτια, δεν αναμένεται φυσιολογικά να επηρεάσει την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης για περισσότερο από 72 ώρες περίπου από την αρχή της υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και για την οποία η αρμόδια αρχή έχει θεσπίσει διαδικασίες προκειμένου να την προβλέπει και να την αντιμετωπίζει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παράρτημα ΙΙ.

9.

Ως «ασυνήθης περίσταση» νοείται συμβάν ή συνδυασμός συμβάντων που επηρεάζει την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στη συγκεκριμένη τοποθεσία και δεν αναμένεται να εμφανισθεί, κατά μέσον όρο, περισσότερο από μία φορά ανά τετραετία.

10.

Ως «σύνολο ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης» νοούνται τα δεδομένα που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 3.

11.

Ως «αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης» νοείται η διαδικασία αξιολόγησης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης με τη μέθοδο αξιολόγησης του παραρτήματος ΙΙ.

12.

Ως «ανάπτυξη κυανοβακτηρίων» νοείται η συσσώρευση κυανοβακτηρίων υπό μορφήν εξάνθησης, τάπητα ή αφρού.

13.

Ο όρος «ενδιαφερόμενο κοινό» έχει την ίδια έννοια όπως και στην οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (13).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ

Άρθρο 3

Παρακολούθηση

1.   Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν ετησίως όλα τα ύδατα κολύμβησης και καθορίζουν τη διάρκεια της κολυμβητικής περιόδου. Ενεργούν με τον τρόπο αυτό για πρώτη φορά πριν από την έναρξη της πρώτης κολυμβητικής περιόδου μετά τις 24 Μαρτίου 2008.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παράμετροι του παραρτήματος Ι στήλη Α να παρακολουθούνται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

3.   Το σημείο δειγματοληψίας βρίσκεται στον τόπο των υδάτων κολύμβησης όπου αναμένεται:

α)

το μεγαλύτερο πλήθος λουομένων, ή

β)

ο μεγαλύτερος κίνδυνος ρύπανσης σύμφωνα με την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης.

4.   Πριν από την έναρξη κάθε κολυμβητικής περιόδου και, για πρώτη φορά, πριν από την έναρξη της τρίτης πλήρους κολυμβητικής περιόδου μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, καθορίζεται χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης για κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης. Η παρακολούθηση πραγματοποιείται το αργότερο τέσσερις ημέρες από την ημερομηνία που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αρχίζουν την παρακολούθηση των παραμέτρων του παραρτήματος Ι στήλη Α, κατά την πρώτη πλήρη κολυμβητική περίοδο μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτήν, η παρακολούθηση πραγματοποιείται με τη συχνότητα που ορίζεται στο παράρτημα IV. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης αυτής μπορούν να χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των συνόλων ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης του άρθρου 4. Μόλις τα κράτη μέλη αρχίσουν την παρακολούθηση δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μπορεί να παύει η παρακολούθηση των παραμέτρων του παραρτήματος της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ.

6.   Τα δείγματα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμης ρύπανσης μπορούν να αγνοούνται. Τα δείγματα αυτά αντικαθίστανται από δείγματα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

7.   Σε ασυνήθεις περιστάσεις, μπορεί να αναστέλλεται το χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης που προβλέπεται στην παράγραφο 4. Το χρονοδιάγραμμα επαναφέρεται σε ισχύ μόλις καταστεί δυνατόν μετά τη λήξη της ασυνήθους περίστασης. Νέα δείγματα λαμβάνονται, το συντομότερο δυνατόν, μετά τη λήξη της ασυνήθους περίστασης προς αντικατάσταση των δειγμάτων που ελλείπουν λόγω της ασυνήθους περίστασης.

8.   Τα κράτη μέλη αναφέρουν στην Επιτροπή κάθε αναστολή του χρονοδιαγράμματος παρακολούθησης, μνημονεύοντας τους λόγους της αναστολής. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τις αναφορές αυτές το αργότερο κατά την υποβολή της επόμενης ετήσιας έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 13.

9.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ανάλυση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης να εκτελείται σύμφωνα με τις μεθόδους αναφοράς του παραρτήματος Ι και τους κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα V. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη χρήση άλλων μεθόδων ή κανόνων, εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι τα λαμβανόμενα αποτελέσματα είναι ισοδύναμα προς εκείνα που λαμβάνονται με τις μεθόδους του παραρτήματος Ι και τους κανόνες του παραρτήματος V. Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν τη χρήση των ισοδύναμων αυτών μεθόδων ή κανόνων παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις συναφείς πληροφορίες σχετικά με τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους ή κανόνες και την ισοδυναμία τους.

Άρθρο 4

Αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να συγκεντρώνονται σύνολα ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης μέσω της παρακολούθησης των παραμέτρων του παραρτήματος Ι στήλη Α.

2.   Η αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης πραγματοποιείται:

α)

σε σχέση με κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης·

β)

μετά το τέλος κάθε κολυμβητικής περιόδου·

γ)

με βάση το σύνολο ποιοτικών δεδομένων για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης το οποίο συγκροτείται σε σχέση με την εν λόγω κολυμβητική περίοδο και τις προηγούμενες τρεις κολυμβητικές περιόδους, και

δ)

σύμφωνα με τη διαδικασία του παραρτήματος ΙΙ.

Ένα κράτος μέλος, εντούτοις, μπορεί να αποφασίζει να διενεργεί αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης βάσει του συνόλου ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης, το οποίο συγκροτείται σε σχέση μόνον με τις προηγούμενες τρεις κολυμβητικές περιόδους. Εάν αποφασίσει ούτως, απευθύνει προηγουμένως κοινοποίηση στην Επιτροπή. Απευθύνει επίσης κοινοποίηση στην Επιτροπή εάν, στη συνέχεια, αποφασίσει να επαναλάβει τη διενέργεια αξιολογήσεων βάσει τεσσάρων κολυμβητικών περιόδων. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να μεταβάλλουν την εφαρμοστέα περίοδο αξιολόγησης συχνότερα από μία φορά ανά πενταετία.

3.   Τα σύνολα δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης περιλαμβάνουν πάντοτε 16 τουλάχιστον δείγματα, ή, στις ειδικές περιστάσεις του παραρτήματος IV παράγραφος 2, 12 δείγματα.

4.   Ωστόσο, υπό την προϋπόθεση ότι:

είτε πληρούται η απαίτηση της παραγράφου 3,

είτε, στην περίπτωση υδάτων κολύμβησης των οποίων η κολυμβητική περίοδος δεν υπερβαίνει τις 8 εβδομάδες, το σύνολο ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης που χρησιμοποιείται για τη διενέργεια της αξιολόγησης περιλαμβάνει τουλάχιστον 8 δείγματα,

η αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης μπορεί να πραγματοποιείται με βάση ένα σύνολο ποιοτικών δεδομένων για ύδατα κολύμβησης το οποίο να αφορά λιγότερες από τέσσερις κολυμβητικές περιόδους εάν:

α)

πρόκειται για προσφάτως προσδιορισμένα ύδατα κολύμβησης·

β)

οιεσδήποτε αλλαγές έχουν γίνει είναι πιθανόν να επηρεάσουν την ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με το άρθρο 5, οπότε η αξιολόγηση πραγματοποιείται με βάση σύνολο ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης απαρτιζόμενο αποκλειστικά και μόνο από τα αποτελέσματα δειγμάτων που έχουν συλλεγεί μετά την επέλευση των αλλαγών, ή

γ)

η τοποθεσία υδάτων κολύμβησης είχε ήδη αξιολογηθεί σύμφωνα με την οδηγία 76/160/ΕΟΚ, οπότε χρησιμοποιούνται ισοδύναμα δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας και, προς το σκοπό αυτό, οι παράμετροι 2 και 3 του παραρτήματος της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ θεωρείται ότι ισοδυναμούν προς τις παραμέτρους 2 και 1 του παραρτήματος Ι στήλη Α της παρούσας οδηγίας.

5.   Βάσει των αξιολογήσεων της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης, τα κράτη μέλη μπορούν να διαχωρίζουν ή να ομαδοποιούν τα υπάρχοντα ύδατα κολύμβησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να ομαδοποιούν τα υπάρχοντα ύδατα κολύμβησης, μόνον εάν τα ύδατα αυτά:

α)

είναι συνεχόμενα·

β)

αξιολογήθηκαν κατά παρόμοιο τρόπο κατά τα προηγούμενα τέσσερα έτη σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και την παράγραφο 4 στοιχείο γ), και

γ)

έχουν ταυτότητες υδάτων κολύμβησης οι οποίες εντοπίζουν κοινούς παράγοντες κινδύνου ή την απουσία τους.

Άρθρο 5

Ταξινόμηση και ποιοτικός χαρακτηρισμός των υδάτων κολύμβησης

1.   Βάσει της αξιολόγησης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 4, και σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙ, τα κράτη μέλη ταξινομούν τα ύδατα κολύμβησης ως:

α)

«ανεπαρκούς ποιότητας»·

β)

«επαρκούς ποιότητας»·

γ)

«καλής ποιότητας», ή

δ)

«εξαιρετικής ποιότητας».

2.   Η πρώτη ταξινόμηση σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ολοκληρώνεται έως το τέλος της κολυμβητικής περιόδου του 2015.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, έως το τέλος της κολυμβητικής περιόδου του 2015, όλα τα ύδατα κολύμβησης να είναι τουλάχιστον «επαρκούς ποιότητας». Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ρεαλιστικά και αναλογικά μέτρα τα οποία θεωρούν κατάλληλα με στόχο να αυξηθεί ο αριθμός των τοποθεσιών υδάτων κολύμβησης που χαρακτηρίζονται «εξαιρετικής ποιότητας» ή «καλής ποιότητας».

4.   Ωστόσο, παρά τη γενική απαίτηση της παραγράφου 3, ορισμένα ύδατα κολύμβησης μπορούν προσωρινά να χαρακτηρίζονται «ανεπαρκούς ποιότητας» και, εντούτοις, να εξακολουθούν να είναι σύμφωνα προς την παρούσα οδηγία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Για κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης που χαρακτηρίζεται «ανεπαρκούς ποιότητας», λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα με ισχύ από την κολυμβητική περίοδο που έπεται του χαρακτηρισμού της:

i)

λαμβάνονται κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης κολύμβησης ή της σύστασης αποφυγής της κολύμβησης, προκειμένου να αποτρέπεται η έκθεση των λουομένων στη ρύπανση,

ii)

προσδιορίζονται τα αίτια και οι λόγοι για τους οποίους δεν επιτυγχάνεται ο χαρακτηρισμός «επαρκούς ποιότητας»,

iii)

λαμβάνονται κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη, τη μείωση ή την εξάλειψη των αιτίων της ρύπανσης, και

iv)

σύμφωνα με το άρθρο 12, προειδοποιείται το κοινό με σαφή και απλή προειδοποιητική πινακίδα και ενημερώνεται για τα αίτια της ρύπανσης και για τα μέτρα που λαμβάνονται με βάση την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης.

β)

Εάν ορισμένα ύδατα κολύμβησης χαρακτηρίζονται «ανεπαρκούς ποιότητας» επί πέντε συναπτά έτη, εισάγεται μόνιμη απαγόρευση κολύμβησης ή μόνιμη σύσταση αποφυγής κολύμβησης. Ωστόσο, ένα κράτος μέλος μπορεί να εισαγάγει μόνιμη απαγόρευση κολύμβησης ή μόνιμη σύσταση αποφυγής κολύμβησης πριν από το τέλος της πενταετούς περιόδου, εφόσον κρίνει ότι η επίτευξη «επαρκούς ποιότητας» θα ήταν αδύνατη ή δυσανάλογα δαπανηρή.

Άρθρο 6

Ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να καταρτίζονται ταυτότητες των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ. Κάθε ταυτότητα υδάτων κολύμβησης μπορεί να καλύπτει μία μοναδική τοποθεσία κολύμβησης ή περισσότερες της μιας συνεχόμενες τοποθεσίες κολύμβησης. Οι ταυτότητες υδάτων κολύμβησης καταρτίζονται για πρώτη φορά έως τις 24 Μαρτίου 2011.

2.   Οι ταυτότητες των υδάτων κολύμβησης επανεξετάζονται και ενημερώνονται κατά τα προβλεπόμενα στο παράρτημα ΙΙΙ.

3.   Κατά την κατάρτιση, την επανεξέταση και την ενημέρωση των ταυτοτήτων των υδάτων κολύμβησης, χρησιμοποιούνται καταλλήλως δεδομένα που προέρχονται από την παρακολούθηση και τις αξιολογήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ και τα οποία είναι συναφή με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 7

Διαχειριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση εκτάκτων περιστάσεων

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται έγκαιρα και κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα όταν γνωρίζουν ότι υπάρχουν απροσδόκητες καταστάσεις που επηρεάζουν ή αναμένεται ευλόγως ότι θα επηρεάσουν αρνητικά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης και την υγεία των λουομένων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ενημέρωση του κοινού και, εφόσον απαιτείται, προσωρινή απαγόρευση της κολύμβησης.

Άρθρο 8

Κίνδυνοι από κυανοβακτήρια

1.   Όταν, από την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης, συνάγεται η δυνατότητα ανάπτυξης κυανοβακτηρίων, πραγματοποιείται κατάλληλη παρακολούθηση προκειμένου να εντοπίζονται εγκαίρως οι κίνδυνοι για την υγεία.

2.   Όταν εμφανίζεται ανάπτυξη κυανοβακτηρίων και έχει εντοπισθεί ή τεκμαίρεται κίνδυνος για την υγεία, λαμβάνονται αμέσως κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα προκειμένου να προληφθεί η έκθεση, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης του κοινού.

Άρθρο 9

Άλλες παράμετροι

1.   Όταν, από την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης, συνάγεται τάση για την ανάπτυξη μακροφυκών ή/και θαλάσσιου φυτοπλαγκτού, διενεργούνται έρευνες για να καθορισθούν ο αποδεκτός τους χαρακτήρας και οι κίνδυνοι που αυτά παρουσιάζουν για την υγεία, και λαμβάνονται κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης του κοινού.

2.   Τα ύδατα κολύμβησης ελέγχονται οπτικώς για την παρουσία ρύπων, όπως κατάλοιπα πίσσας, γυαλιά, πλαστικά, καουτσούκ ή οποιαδήποτε άλλα απορρίμματα. Όταν εντοπισθεί τέτοια ρύπανση, λαμβάνονται κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον απαιτείται, της ενημέρωσης του κοινού.

Άρθρο 10

Συνεργασία για τα διασυνοριακά ύδατα

Όταν, από λεκάνη απορροής ποταμού, προκύπτουν διασυνοριακές επιπτώσεις στην ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη συνεργάζονται δεόντως για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων, μέσω της κατάλληλης ανταλλαγής πληροφοριών και της κοινής δράσης για τον έλεγχο των επιπτώσεων αυτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 11

Συμμετοχή του κοινού

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του κοινού στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και μεριμνούν για την παροχή δυνατοτήτων στο ενδιαφερόμενο κοινό:

να ενημερώνεται για το πώς μπορεί να συμμετέχει, και

να διατυπώνει συστάσεις, παρατηρήσεις ή παράπονα.

Τούτο αφορά ιδίως τη θέσπιση, αναθεώρηση και ενημέρωση καταλόγων υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις πληροφορίες που συλλέγονται.

Άρθρο 12

Ενημέρωση του κοινού

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ακόλουθες πληροφορίες να διαδίδονται ενεργά και να είναι αμέσως διαθέσιμες κατά τη διάρκεια της κολυμβητικής περιόδου σε εύκολα προσιτό χώρο κοντά σε κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης:

α)

η τρέχουσα ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης και κάθε απαγόρευση κολύμβησης ή σύσταση κατά της κολύμβησης, που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, με τη χρήση ενός σαφούς και απλού σημείου ή συμβόλου·

β)

γενική περιγραφή των υδάτων κολύμβησης, σε μη τεχνική γλώσσα, βάσει της ταυτότητας των υδάτων κολύμβησης που καταρτίζεται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ·

γ)

στην περίπτωση υδάτων κολύμβησης που έχουν υποστεί βραχυπρόθεσμη ρύπανση:

γνωστοποίηση ότι τα ύδατα κολύμβησης έχουν υποστεί βραχυπρόθεσμη ρύπανση,

ένδειξη του αριθμού των ημερών κατά τη διάρκεια των οποίων απαγορεύθηκε η κολύμβηση ή συστήθηκε η αποφυγή της κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κολυμβητικής περιόδου λόγω της ρύπανσης αυτής, και

προειδοποίηση όποτε προβλέπεται ή υπάρχει παρόμοια ρύπανση·

δ)

πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την αναμενόμενη διάρκεια των ασυνήθων περιστάσεων σε τέτοια γεγονότα·

ε)

όταν απαγορεύεται η κολύμβηση ή συνιστάται η αποφυγή της, προειδοποίηση προς το κοινό και αιτιολόγηση·

στ)

όποτε εισάγεται μόνιμη απαγόρευση κολύμβησης ή μόνιμη σύσταση αποφυγής της κολύμβησης, το γεγονός ότι η εν λόγω περιοχή δεν αποτελεί πλέον τοποθεσία υδάτων κολύμβησης και οι λόγοι του αποχαρακτηρισμού της, και

ζ)

αναφορά πηγών για πληρέστερη ενημέρωση σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν πρόσφορα μέσα και τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου, για την ενεργό και άμεση διάδοση των πληροφοριών της παραγράφου 1 που αφορούν τα ύδατα κολύμβησης, καθώς και των εξής πληροφοριών, και δη σε πλείονες γλώσσες, αν κρίνεται σκόπιμο:

α)

κατάλογος υδάτων κολύμβησης·

β)

ταξινόμηση κάθε τοποθεσίας υδάτων κολύμβησης κατά τα τελευταία τρία έτη και ταυτότητα των αντίστοιχων υδάτων κολύμβησης, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης που έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία από την τελευταία ταξινόμηση και μετά·

γ)

στην περίπτωση υδάτων κολύμβησης που χαρακτηρίζονται «ανεπαρκούς ποιότητας», πληροφορίες σχετικά με τα αίτια της ρύπανσης και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποτροπή της έκθεσης των λουομένων στη ρύπανση και για την αντιμετώπιση των αιτίων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 4, και

δ)

στην περίπτωση των υδάτων κολύμβησης που υφίστανται βραχυπρόθεσμη ρύπανση, γενικές πληροφορίες σχετικά με:

τις συνθήκες που είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε βραχυπρόθεσμη ρύπανση,

την πιθανότητα τέτοιας ρύπανσης και την πιθανή διάρκειά της,

τα αίτια της ρύπανσης και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποτροπή της έκθεσης των λουομένων στη ρύπανση και την αντιμετώπιση των αιτίων της.

Ο κατάλογος που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι διαθέσιμος κάθε χρόνο πριν από την έναρξη της κολυμβητικής περιόδου. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης που αναφέρονται στο στοιχείο β) καθίστανται διαθέσιμα στο Διαδίκτυο μόλις ολοκληρωθεί η ανάλυση.

3.   Οι πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 διαδίδονται μόλις καταστούν διαθέσιμες και παράγουν αποτελέσματα από την έναρξη της πέμπτης κολυμβητικής περιόδου μετά τις 24 Μαρτίου 2008.

4.   Όποτε είναι δυνατόν, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή παρέχουν στο κοινό πληροφορίες χρησιμοποιώντας τεχνολογία γεωγραφικών αναφορών και τις παρουσιάζουν κατά σαφή και συνεπή τρόπο, ιδίως μέσω της χρήσης σημείων και συμβόλων.

Άρθρο 13

Εκθέσεις

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της παρακολούθησης και την αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης για κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης, καθώς και περιγραφή των σημαντικών διαχειριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετησίως τις πληροφορίες αυτές έως τις 31 Δεκεμβρίου, όσον αφορά την προηγούμενη κολυμβητική περίοδο. Αρχίζουν να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές μετά την πρώτη αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με το άρθρο 4.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν ετησίως στην Επιτροπή, πριν από την έναρξη της κολυμβητικής περιόδου, όλα τα ύδατα που χαρακτηρίζονται ύδατα κολύμβησης, καθώς και το λόγο για οποιαδήποτε μεταβολή σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτό γίνεται για πρώτη φορά πριν από την έναρξη της πρώτης κολυμβητικής περιόδου μετά τις 24 Μαρτίου 2008.

3.   Όταν έχει αρχίσει η παρακολούθηση των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η ετήσια υποβολή εκθέσεων στην Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1 συνεχίζεται σύμφωνα με την οδηγία 76/160/ΕΟΚ μέχρις ότου καταστεί δυνατή η πρώτη αξιολόγηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η παράμετρος 1 του παραρτήματος της οδηγίας 76/160/EΟΚ δεν λαμβάνεται υπόψη στην ετήσια έκθεση, ενώ οι παράμετροι 2 και 3 του παραρτήματος της οδηγίας 76/160/EΟΚ θεωρούνται ισοδύναμες προς τις παραμέτρους 2 και 1 της στήλης Α του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας.

4.   Η Επιτροπή δημοσιεύει ετήσια συνοπτική έκθεση για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στην Κοινότητα, η οποία αναφέρει την ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης, τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία και τα σημαντικά διαχειριστικά μέτρα που ελήφθησαν. Η Επιτροπή δημοσιεύει την έκθεση αυτήν έως τις 30 Απριλίου εκάστου έτους, μεταξύ άλλων μέσω του Διαδικτύου. Για τη σύνταξη της έκθεσης, η Επιτροπή χρησιμοποιεί, εφόσον είναι δυνατόν και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τα συστήματα συλλογής, αξιολόγησης και παρουσίασης δεδομένων που υπάρχουν στο πλαίσιο της συναφούς κοινοτικής νομοθεσίας, ιδίως της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Έκθεση και επανεξέταση

1.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, έως το 2008. Η έκθεση λαμβάνει ιδίως υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τα αποτελέσματα σχετικής ευρωπαϊκής επιδημιολογικής μελέτης που πραγματοποιεί η Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη·

β)

άλλες επιστημονικές, αναλυτικές και επιδημιολογικές εξελίξεις όσον αφορά τις παραμέτρους για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με ιούς, και

γ)

συστάσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας.

2.   Τα κράτη μέλη, ως το τέλος του 2014, υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή για την έκθεση, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για τυχόν περαιτέρω έρευνα ή αξιολογήσεις, οι οποίες, ενδεχομένως, απαιτούνται προκειμένου να βοηθηθεί η Επιτροπή όσον αφορά την επανεξέταση της παρούσας οδηγίας δυνάμει της παραγράφου 3.

3.   Βάσει της έκθεσης, των γραπτών παρατηρήσεων των κρατών μελών και μιας εκτενούς αξιολόγησης των επιπτώσεων, καθώς και λαμβάνοντας υπόψη την αποκτηθείσα εμπειρία από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή δύναται, όχι αργότερα από το 2020, να επανεξετάσει την παρούσα οδηγία, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις παραμέτρους για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, όπου συμπεριλαμβάνεται το κατά πόσον θα ήταν σκόπιμη η σταδιακή εξάλειψη της ταξινόμησης ως «επαρκούς ποιότητας» ή η τροποποίηση των εφαρμοστέων προτύπων, και υποβάλλει, εφόσον είναι απαραίτητο, κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης.

Άρθρο 15

Τεχνικές προσαρμογές και εκτελεστικά μέτρα

1.   Αποφασίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16 παράγραφος 2:

α)

ο προσδιορισμός του προτύπου EN/ISO σχετικά με την ισοδυναμία των μικροβιολογικών μεθόδων για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 9·

β)

ο καθορισμός λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 1 και του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 12 παράγραφος 4·

γ)

η προσαρμογή των μεθόδων ανάλυσης για τις παραμέτρους του παραρτήματος Ι, λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής και τεχνικής προόδου·

δ)

η προσαρμογή του παραρτήματος V, λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής και τεχνικής προόδου·

ε)

ο καθορισμός κατευθυντηρίων γραμμών για την κοινή μέθοδο αξιολόγησης μεμονωμένων δειγμάτων.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), όσον αφορά το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α), έως τις 24 Μαρτίου 2010. Πριν από αυτό, διαβουλεύεται με τους αντιπροσώπους των κρατών μελών, τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, τις σχετικές οργανώσεις τουρισμού και καταναλωτών και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Μετά την έκδοση των σχετικών κανόνων, τους δημοσιοποιεί μέσω του Διαδικτύου.

Άρθρο 16

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 17

Κατάργηση

1.   Η οδηγία 76/160/ΕΟΚ καταργείται από την 31η Δεκεμβρίου 2014. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η κατάργηση αυτή δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ως προς τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής οι οποίες προβλέπονται στην καταργούμενη οδηγία.

2.   Η παρούσα οδηγία τυγχάνει εφαρμογής και αντικαθιστά την οδηγία 76/160/ΕΟΚ, μόλις το εκάστοτε κράτος μέλος έχει λάβει όλα τα νομικά, διοικητικά και πρακτικά μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία.

3.   Κάθε παραπομπή στην καταργηθείσα οδηγία 76/160/ΕΟΚ θεωρείται παραπομπή στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18

Εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 24 Μαρτίου 2008. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 20

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, στις 15 Φεβρουαρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 45 Ε της 25.2.2003, σ. 127.

(2)  ΕΕ C 220 της 16.9.2003, σ. 39.

(3)  ΕΕ C 244 της 10.10.2003, σ. 31.

(4)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2003(ΕΕ C 82 Ε της 1.4.2004, σ. 115), κοινή θέση του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ C 111 Ε της 11.5.2005, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαΐου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2005.

(5)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 31 της 5.2.1976, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(7)  ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(9)  EE L 327 της 22.12.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 2455/2001/EΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 1).

(10)  ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26.

(11)  ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17.

(12)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(13)  ΕΕ L 175 της 5.7.1985, σ. 40· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Για τα εσωτερικά ύδατα

 

Α

Β

Γ

Δ

Ε

 

Παράμετρος

Εξαιρετική ποιότητα

Καλή ποιότητα

Επαρκής ποιότητα

Μέθοδοι ανάλυσης αναφοράς

1

Εντερόκοκκοι (cfu/100 ml)

200 (1)

400 (1)

330 (2)

ISO 7899-1 ή ISO 7899-2

2

Κολοβακτηρίδια (cfu/100 ml)

500 (1)

1 000 (1)

900 (2)

ISO 9308-3 ή ISO 9308-1

Για τα παράκτια ΰδατα και τα μεταβατικά ύδατα

 

Α

Β

Γ

Δ

Ε

 

Παράμετρος

Εξαιρετική ποιότητα

Καλή ποιότητα

Επαρκής ποιότητα

Μέθοδοι ανάλυσης αναφοράς

1

Εντερόκοκκοι (cfu/100 ml)

100 (3)

200 (3)

185 (4)

ISO 7899-1 ή ISO 7899-2

2

Κολοβακτηρίδια (cfu/100 ml)

250 (3)

500 (3)

500 (4)

ISO 9308-3 ή ISO 9308-1


(1)  Βάσει αξιολόγησης σύμφωνα με το 95ο εκατοστημόριο. Βλέπε παράρτημα II.

(2)  Βάσει αξιολόγησης σύμφωνα με το 90ό εκατοστημόριο. Βλέπε παράρτημα II.

(3)  Βάσει αξιολόγησης σύμφωνα με το 95ο εκατοστημόριο. Βλέπε παράρτημα II.

(4)  Βάσει αξιολόγησης σύμφωνα με το 90ό εκατοστημόριο. Βλέπε παράρτημα II.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Αξιολόγηση και ταξινόμηση υδάτων κολύμβησης

1.   Ανεπαρκής ποιότητα

Τα ύδατα κολύμβησης ταξινομούνται ως ύδατα «ανεπαρκούς ποιότητας» εάν, στο σύνολο των ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης για την τελευταία περίοδο αξιολόγησης (1), οι τιμές εκατοστημορίου (2) των μικροβιολογικών απαριθμήσεων είναι χειρότερες (3) από τις τιμές «επαρκούς ποιότητας» της στήλης Δ του παραρτήματος Ι.

2.   Επαρκής ποιότητα

Τα ύδατα κολύμβησης ταξινομούνται ως ύδατα «επαρκούς ποιότητας»:

1.

εάν, στο σύνολο των ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης για την τελευταία περίοδο αξιολόγησης, οι τιμές εκατοστημορίου των μικροβιολογικών απαριθμήσεων είναι ίσες ή καλύτερες (4) από τις τιμές «επαρκούς ποιότητας» της στήλης Δ του παραρτήματος Ι, και

2.

εάν τα ύδατα κολύμβησης υπόκεινται σε βραχυπρόθεσμα περιστατικά ρύπανσης, με την προϋπόθεση ότι:

i)

λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν επιτήρηση, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης, με σκοπό να προλαμβάνεται η έκθεση των λουομένων μέσω προειδοποίησης ή, όπου απαιτείται, απαγόρευσης της κολύμβησης,

ii)

λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη των αιτιών ρύπανσης, και

iii)

ο αριθμός των δειγμάτων που αγνοήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, λόγω βραχυπρόθεσμης ρύπανσης κατά την τελευταία περίοδο αξιολόγησης, δεν υπερβαίνει το 15 % του συνολικού αριθμού δειγμάτων που προβλέπονται στο χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης της περιόδου αυτής ή ένα δείγμα ανά κολυμβητική περίοδο, αναλόγως με το ποιο είναι μεγαλύτερο.

3.   Καλή ποιότητα

Τα ύδατα κολύμβησης ταξινομούνται ως ύδατα «καλής ποιότητας»:

1.

εάν, στο σύνολο των ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης για την τελευταία περίοδο αξιολόγησης, οι τιμές εκατοστημορίου των μικροβιολογικών απαριθμήσεων είναι ίσες ή καλύτερες (4) από τις τιμές «καλής ποιότητας» της στήλης Γ του παραρτήματος Ι, και

2.

εάν τα ύδατα κολύμβησης υπόκεινται σε βραχυπρόθεσμα περιστατικά ρύπανσης, με την προϋπόθεση ότι:

i)

λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν επιτήρηση, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης, με σκοπό να προλαμβάνεται η έκθεση των λουομένων μέσω προειδοποίησης ή, όπου απαιτείται, απαγόρευσης της κολύμβησης,

ii)

λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη των αιτιών ρύπανσης, και

iii)

ο αριθμός των δειγμάτων που αγνοήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, λόγω βραχυπρόθεσμης ρύπανσης κατά την τελευταία περίοδο αξιολόγησης δεν υπερβαίνει το 15 % του συνολικού αριθμού δειγμάτων που προβλέπονται στο χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης της περιόδου αυτής, ή ένα δείγμα ανά κολυμβητική περίοδο, αναλόγως του ποιο είναι μεγαλύτερο.

4.   Εξαιρετική ποιότητα

Τα ύδατα κολύμβησης ταξινομούνται ως ύδατα «εξαιρετικής ποιότητας»:

1.

Εάν, στο σύνολο των ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης για την τελευταία περίοδο αξιολόγησης, οι τιμές εκατοστημορίου των μικροβιολογικών απαριθμήσεων είναι ίσες ή καλύτερες από τις τιμές «εξαιρετικής ποιότητας» του παραρτήματος Ι στήλη Β, και

2.

εάν τα ύδατα κολύμβησης υπόκεινται σε βραχυπρόθεσμα περιστατικά ρύπανσης, με την προϋπόθεση ότι:

i)

λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν επιτήρηση, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης, με σκοπό να προλαμβάνεται η έκθεση των λουομένων μέσω προειδοποίησης ή, όπου απαιτείται, απαγόρευσης της κολύμβησης,

ii)

λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη των αιτιών ρύπανσης, και

iii)

ο αριθμός των δειγμάτων που αγνοήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, λόγω βραχυπρόθεσμης ρύπανσης κατά την τελευταία περίοδο αξιολόγησης δεν υπερβαίνει το 15 % του συνολικού αριθμού δειγμάτων που προβλέπονται στο χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης της περιόδου αυτής, ή ένα δείγμα ανά κολυμβητική περίοδο, αναλόγως με το ποιο είναι μεγαλύτερο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


(1)  «Ως τελευταία περίοδος αξιολόγησης», νοούνται οι τέσσερις τελευταίες κολυμβητικές περιόδους, ή, ανάλογα με την περίπτωση, η περίοδος που προσδιορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ή 4.

(2)  Βάσει εκατοστημοριακού υπολογισμού της λογαριθμοκανονικής συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας των μικροβιολογικών δεδομένων που προέρχονται από τη συγκεκριμένη τοποθεσία υδάτων κολύμβησης, η τιμή του εκατοστημορίου προκύπτει ως εξής:

i)

Λαμβάνεται ο δεκαδικός λογάριθμος όλων των μικροβιολογικών απαριθμήσεων της προς αξιολόγηση σειράς δεδομένων. (Εάν κάποια τιμή είναι μηδενική, λαμβάνεται αντ’ αυτής ο δεκαδικός λογάριθμος του ελάχιστου ορίου ανίχνευσης της αναλυτικής μεθόδου που έχει χρησιμοποιηθεί.)

ii)

Υπολογίζεται ο αριθμητικός μέσος όρος (μ) των δεκαδικών λογαρίθμων.

iii)

Υπολογίζεται η τυπική απόκλιση (σ) των δεκαδικών λογαρίθμων.

Η τιμή του ανώτερου 90ού εκατοστημορίου της συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας των δεδομένων προκύπτει από την εξίσωση: άνω 90ό εκατοστημόριο = αντιλογάριθμος (μ + 1,282 σ).

Η τιμή του ανώτερου 95ου εκατοστημορίου της συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας των δεδομένων προκύπτει από την εξίσωση: άνω 90ό εκατοστημόριο = αντιλογάριθμος (μ + 1,65 σ).

(3)  «Χειρότερος» σημαίνει υψηλότερες τιμές συγκέντρωσης εκφραζόμενες σε cfu/100 ml.

(4)  «Καλύτερος» σημαίνει χαμηλότερες τιμές συγκέντρωσης εκφραζόμενες σε cfu/100 ml.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης

1.

Η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης του άρθρου 6 αποτελείται από τα ακόλουθα:

α)

περιγραφή των φυσικών, γεωγραφικών και υδρολογικών χαρακτηριστικών των υδάτων κολύμβησης, καθώς και άλλων επιφανειακών υδάτων στη λεκάνη απορροής των εν λόγω υδάτων κολύμβησης που μπορούν ενδεχομένως να αποτελέσουν πηγή ρύπανσης, τα οποία είναι συναφή με τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 2000/60/ΕΚ·

β)

εντοπισμό και αξιολόγηση των αιτιών ρύπανσης που ενδέχεται να επηρεάζουν τα ύδατα κολύμβησης και να βλάπτουν την υγεία των λουομένων·

γ)

αξιολόγηση της δυνατότητας ανάπτυξης κυανοβακτηρίων·

δ)

αξιολόγηση της δυνατότητας ανάπτυξης μακροφυκών ή/και φυτοπλαγκτού·

ε)

εάν, από την αξιολόγηση στο πλαίσιο του στοιχείο β), συνάγεται ότι υπάρχει κίνδυνος βραχυπρόθεσμης ρύπανσης, τις ακόλουθες πληροφορίες:

την αναμενόμενη φύση, συχνότητα και διάρκεια της αναμενόμενης βραχυπρόθεσμης ρύπανσης,

λεπτομέρειες για τις τυχόν άλλες αιτίες ρύπανσης, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστικών μέτρων που λαμβάνονται και του χρονοδιαγράμματος για την εξάλειψή τους,

τα διαχειριστικά μέτρα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμης ρύπανσης και τα στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας των φορέων που είναι υπεύθυνοι για την ανάληψη τέτοιας δράσης·

στ)

την τοποθεσία του σημείου παρακολούθησης.

2.

Σε περίπτωση υδάτων κολύμβησης που ταξινομούνται ως «καλής ποιότητας», «επαρκούς ποιότητας» ή «ανεπαρκούς ποιότητας», η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης επανεξετάζεται τακτικά για να ελεγχθεί εάν έχουν μεταβληθεί τα σημεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 και, εφόσον απαιτείται, καθίσταται επίκαιρη. Η συχνότητα και η έκταση της επανεξέτασης καθορίζονται ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της ρύπανσης. Ωστόσο, η επανεξέταση καλύπτει τουλάχιστον τις διατάξεις και διενεργείται τουλάχιστον με τη συχνότητα που ορίζεται στο ακόλουθο χρονοδιάγραμμα.

Ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης

«Καλής ποιότητας»

«Επαρκούς ποιότητας»

«Ανεπαρκούς ποιότητας»

Διενέργεια επανεξέτασης τουλάχιστον

ανά τετραετία

ανά τριετία

ανά διετία

Σημεία προς επανεξέταση (στοιχεία της παραγράφου 1)

α) έως στ)

α) έως στ)

α) έως στ)

Σε περίπτωση υδάτων κολύμβησης που είχαν ταξινομηθεί προηγουμένως ως «εξαιρετικής ποιότητας», η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης πρέπει να επανεξετάζεται και, ενδεχομένως, να επικαιροποιείται, μόνον εφόσον η ταξινόμηση μετατρέπεται σε «καλής ποιότητας», «επαρκούς ποιότητας» ή «ανεπαρκούς ποιότητας». Η επανεξέταση πρέπει να καλύπτει όλα τα σημεία της παραγράφου 1.

3.

Σε περίπτωση σημαντικών δομικών έργων ή σημαντικών μετατροπών στα έργα υποδομής ως προς τα ύδατα κολύμβησης ή πλησίον τους, η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης πρέπει να καθίσταται επίκαιρη πριν από την έναρξη της επόμενης κολυμβητικής περιόδου.

4.

Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, οι πληροφορίες των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1 πρέπει να παρέχονται επί λεπτομερούς χάρτη.

5.

Εφόσον το κρίνει σκόπιμο η αρμόδια αρχή, είναι δυνατόν να επισυνάπτονται ή να περιλαμβάνονται και άλλες συναφείς πληροφορίες.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Παρακολούθηση των υδάτων κολύμβησης

1.

Λίγο πριν από την έναρξη κάθε κολυμβητικής περιόδου, πρέπει να λαμβάνεται ένα δείγμα. Λαμβανομένου υπόψη του επιπλέον αυτού δείγματος και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, πρέπει να διενεργούνται τουλάχιστον τέσσερις δειγματοληψίες και αναλύσεις ανά κολυμβητική περίοδο.

2.

Ωστόσο, μόνον τρία δείγματα χρειάζεται να λαμβάνονται και να αναλύονται ανά κολυμβητική περίοδο για τα ύδατα κολύμβησης, τα οποία:

α)

είτε έχουν κολυμβητική περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 8 εβδομάδες·

β)

είτε ευρίσκονται σε περιοχή με ειδικούς γεωγραφικούς περιορισμούς.

3.

Οι ημερομηνίες δειγματοληψίας πρέπει να κατανέμονται καθ’ όλη της διάρκεια της κολυμβητικής περιόδου, το δε διάστημα μεταξύ των ημερομηνιών δειγματοληψίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τον ένα μήνα.

4.

Σε περίπτωση βραχυπρόθεσμης ρύπανσης, λαμβάνεται ένα πρόσθετο δείγμα έτσι ώστε να επιβεβαιώνεται ότι το περιστατικό έχει λήξει. Το δείγμα αυτό δεν αποτελεί μέρος του συνόλου των ποιοτικών στοιχείων των υδάτων κολύμβησης. Εάν χρειάζεται να αντικατασταθεί αγνοηθέν δείγμα, λαμβάνεται πρόσθετο δείγμα 7 ημέρες μετά το τέλος της βραχυπρόθεσμης ρύπανσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Κανόνες χειρισμού των δειγμάτων για μικροβιολογικές αναλύσεις

1.   Σημείο δειγματοληψίας

Ει δυνατόν, τα δείγματα πρέπει να λαμβάνονται 30 εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του ύδατος και σε ύδατα βάθους τουλάχιστον 1 μέτρου.

2.   Αποστείρωση των φιαλών δειγματοληψίας

Οι φιάλες δειγματοληψίας πρέπει:

να αποστειρώνονται σε αυτόκλειστο επί 15 λεπτά τουλάχιστον σε 121 oC, ή

να υποβάλλονται σε ξηρή αποστείρωση σε θερμοκρασία μεταξύ 160 και 170 oC επί 1 ώρα τουλάχιστον, ή

να είναι ακτινοβολημένα δοχεία δειγμάτων που λαμβάνονται απευθείας από τον κατασκευαστή.

3.   Δειγματοληψία

Ο όγκος της φιάλης/δοχείου δειγματοληψίας πρέπει να εξαρτάται από την ποσότητα του νερού που χρειάζεται για τη δοκιμή κάθε παραμέτρου. Η ελάχιστη χωρητικότητα είναι κατά κανόνα 250 ml.

Τα δοχεία δειγματοληψίας πρέπει να είναι διαφανή και άχρωμα (από γυαλί, πολυαιθυλένιο ή πολυπροπυλένιο).

Για να αποφεύγεται η τυχαία μόλυνση του δείγματος, πρέπει να χρησιμοποιείται ασηπτική τεχνική ώστε οι φιάλες να διατηρούνται στείρες. Δεν χρειάζεται άλλος στείρος εξοπλισμός (π.χ. στείρα χειρουργικά γάντια ή λαβίδες ή ράβδοι) εάν η διαδικασία εφαρμόζεται ορθά.

Το δείγμα πρέπει να ταυτοποιείται σαφώς με ανεξίτηλο μελάνι επί του δοχείου δείγματος και επί του εντύπου δειγματοληψίας.

4.   Αποθήκευση και μεταφορά των δειγμάτων πριν από την ανάλυση

Τα δείγματα του νερού πρέπει, σε όλα τα στάδια της μεταφοράς, να προστατεύονται από έκθεση στο φως, ιδίως από απευθείας έκθεση στο ηλιακό φως.

Το δείγμα πρέπει να διατηρείται σε θερμοκρασία 4 oC περίπου, σε ψυκτικό δοχείο ή σε ψυγείο (αναλόγως του κλίματος) μέχρις ότου φθάσει στο εργαστήριο. Εάν η μεταφορά έως το εργαστήριο ενδέχεται να διαρκέσει πάνω από 4 ώρες, η μεταφορά πρέπει να γίνεται με ψυγείο.

Ο χρόνος μεταξύ δειγματοληψίας και ανάλυσης πρέπει να είναι ο βραχύτερος δυνατός. Συνιστάται ανάλυση των δειγμάτων την ίδια εργάσιμη ημέρα. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν για πρακτικούς λόγους, τότε η επεξεργασία των δειγμάτων γίνεται εντός 24 το πολύ ωρών. Στο μεταξύ, τα δείγματα αποθηκεύονται στο σκοτάδι και σε θερμοκρασία 4 oC ± 3 oC.


4.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 64/52


ΟΔΗΓΊΑ 2006/11/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Φεβρουαρίου 2006

για τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας

(Κωδικοποιημένη έκδοση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

H οδηγία 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαΐου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας, (3) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένως και ουσιαστικώς (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίησή της.

(2)

Απαιτείται γενική και ταυτόχρονη δράση των κρατών μελών για την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος της Κοινότητας από τη ρύπανση, ιδίως τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες ανθεκτικές, τοξικές και βιοσυσσωρεύσιμες ουσίες.

(3)

Πολλές συμβάσεις αποσκοπούν στην προστασία του ρου των διεθνών υδάτων και του θαλασσίου περιβάλλοντος από τη ρύπανση. Είναι σκόπιμο να εξασφαλισθεί η εναρμονισμένη εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων.

(4)

Οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των διατάξεων που εφαρμόζονται στα διάφορα κράτη μέλη σχετικά με την απόρριψη ορισμένων ουσιών επικινδύνων για το υδάτινο περιβάλλον δύναται να δημιουργήσει άνισους όρους ανταγωνισμού και να έχει ως εκ τούτου άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(5)

Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (5), προβλέπει ορισμένα μέτρα για την προστασία των γλυκών και των θαλασσίων υδάτων από ορισμένους ρύπους.

(6)

Για την εξασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας του υδάτινου περιβάλλοντος της Κοινότητας, είναι αναγκαία η σύνταξη πρώτου καταλόγου («κατάλογος I»), που θα περιέχει ορισμένες μεμονωμένες ουσίες επιλεγόμενες κυρίως βάσει της τοξικότητάς τους, της ανθεκτικότητάς τους στο περιβάλλον και της ικανότητάς τους να βιοσυσσωρεύονται, εκτός εκείνων των ουσιών που είναι βιολογικώς αβλαβείς ή εκείνων που μετατρέπονται γρήγορα σε ουσίες βιολογικώς αβλαβείς, καθώς και δευτέρου καταλόγου («κατάλογος II»), που θα περιέχει ουσίες που έχουν επιβλαβή αποτελέσματα για το υδάτινο περιβάλλον, που όμως μπορούν να περιορισθούν σε ορισμένη περιοχή και εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά και τη θέση των υδάτων στα οποία απορρίπτονται. Κάθε απόρριψη τέτοιων ουσιών θα πρέπει να υπόκειται σε προηγούμενη άδεια που καθορίζει τα πρότυπα απόρριψης.

(7)

Πρέπει να εξαλειφθεί η ρύπανση που προκαλείται από την απόρριψη διαφόρων επικινδύνων ουσιών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο I. Με τις οδηγίες που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙΧ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (6), καθορίστηκαν οριακές τιμές. Το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ προβλέπει τις διαδικασίες για τη θέσπιση των μέτρων ελέγχου και των ποιοτικών περιβαλλοντικών προτύπων που εφαρμόζονται για τις ουσίες προτεραιότητας.

(8)

Είναι αναγκαίο να ελαττωθεί η ρύπανση των υδάτων που προκαλείται από τις ουσίες του καταλόγου II. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίζουν σύμφωνα με τις τυχόν υπάρχουσες οδηγίες του Συμβουλίου προγράμματα που περιλαμβάνουν ποιοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα για τα ύδατα. Τα πρότυπα απόρριψης που εφαρμόζονται για τις ουσίες αυτές θα πρέπει να υπολογίζονται σε σχέση με αυτά τα ποιοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα.

(9)

Είναι σημαντικό, ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, μεμονωμένα ή από κοινού, να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν μέτρα αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα με την παρούσα οδηγία.

(10)

Θα πρέπει να συνταχθεί κατάλογος ορισμένων ιδιαιτέρως επικινδύνων ουσιών που απορρίπτονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας, ώστε να γίνει γνωστή η προέλευσή τους.

(11)

Ενδέχεται να χρειαστεί αναθεώρηση και ίσως συμπλήρωση των καταλόγων Ι και ΙΙ του παραρτήματος Ι βάσει της κτηθείσας εμπειρίας, μεταφέροντας, κατά περίπτωση, ουσίες από τον κατάλογο ΙΙ στον κατάλογο Ι.

(12)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙΙ μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣA ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)

στα εσωτερικά επιφανειακά ύδατα·

β)

στα χωρικά ύδατα·

γ)

στα εσωτερικά παράκτια ύδατα.

Άρθρο 2

Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)

«εσωτερικά επιφανειακά ύδατα», όλα τα στάσιμα ή ρέοντα γλυκά ύδατα επιφανείας που ευρίσκονται στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών·

β)

«εσωτερικά παράκτια ύδατα», τα ύδατα που ευρίσκονται επί της προς την ξηρά πλευράς της βασικής γραμμής, από την οποία μετράται το πλάτος των χωρικών υδάτων, και που εκτείνονται, στην περίπτωση υδατίνων ροών, μέχρι του ορίου των γλυκών υδάτων·

γ)

«όριο γλυκών υδάτων», το μέρος του ρου των υδάτων στο οποίο, κατά την άμπωτη και σε περίοδο χαμηλής ροής των γλυκών υδάτων, η αλμυρότητα αυξάνει σημαντικά από την παρουσία θαλασσίου ύδατος·

δ)

«απόρριψη», η εισαγωγή στα κατά το άρθρο 1 ύδατα ουσιών που απαριθμούνται στους καταλόγους I και II του παραρτήματος Ι, εξαιρέσει:

i)

των απορρίψεων υλικού από εκβάθυνση εκ μέρους βυθοκόρων πλοίων·

ii)

των λειτουργικών απορρίψεων από πλοία μέσα στα χωρικά ύδατα·

iii)

της καταβυθίσεως αποβλήτων από πλοία μέσα στα χωρικά ύδατα·

ε)

«ρύπανση», η άμεση ή έμμεση απόρριψη από τον άνθρωπο ουσιών ή ενέργειας μέσα στο υδάτινο περιβάλλον, με συνέπειες που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, να καταστρέψουν τους βιολογικούς πόρους για το υδάτινο οικοσύστημα, να παραβλάψουν την αναψυχή ή να παρεμποδίσουν άλλες νόμιμες χρήσεις των υδάτων.

Άρθρο 3

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την εξάλειψη της ρύπανσης των κατά το άρθρο 1 υδάτων, η οποία προέρχεται από τις επικίνδυνες ουσίες που περιλαμβάνονται στις οικογένειες και τις ομάδες των ουσιών του καταλόγου I του παραρτήματος I («ουσίες του καταλόγου Ι») καθώς και για τη μείωση της ρύπανσης των εν λόγω υδάτων που προέρχεται από τις επικίνδυνες ουσίες οι οποίες περιλαμβάνονται στις οικογένειες και στις ομάδες των ουσιών του καταλόγου II του παραρτήματος I («ουσίες του καταλόγου ΙΙ»), σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4

Ως προς τις ουσίες του καταλόγου I:

α)

οποιαδήποτε απόρριψη μέσα στα κατά το άρθρο 1 ύδατα, η οποία μπορεί να περιέχει μία από τις ουσίες αυτές, υπόκειται σε προηγούμενη άδεια που χορηγείται από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους·

β)

η ανωτέρω άδεια καθορίζει τα πρότυπα απόρριψης των ουσιών αυτών μέσα στα κατά το άρθρο 1 ύδατα και, όταν είναι αναγκαίο για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα πρότυπα απόρριψης των ουσιών αυτών στους υπονόμους·

γ)

η άδεια χορηγείται μόνο για περιορισμένη χρονική διάρκεια. Μπορεί να ανανεώνεται κατόπιν τροποποιήσεων των οριακών τιμών εκπομπών που ορίζονται στο παράρτημα ΙΧ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Άρθρο 5

1.   Τα πρότυπα απόρριψης που ορίζονται από τις άδειες που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, καθορίζουν:

α)

τη μέγιστη επιτρεπόμενη ποσότητα μιας ουσίας κατά την απόρριψη· σε περίπτωση διάλυσης, η οριακή τιμή εκπομπής που ορίζεται στις οδηγίες που μνημονεύονται στο παράρτημα ΙΧ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ διαιρείται διά του συντελεστή της διάλυσης·

β)

τη μέγιστη επιτρεπόμενη ποσότητα μιας ουσίας που απορρίπτεται κατά τη διάρκεια ενός ή περισσοτέρων καθορισμένων χρονικών διαστημάτων· αν είναι ανάγκη, η μέγιστη αυτή ποσότητα δύναται επίσης να εκφρασθεί, σε μονάδα βάρους του ρύπου ανά μονάδα του χαρακτηριστικού μεγέθους της ρυπαντικής δραστηριότητας (π.χ. μονάδα βάρους ανά μονάδα πρώτης ύλης ή ανά μονάδα προϊόντος).

2.   Για κάθε άδεια, η αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους δύναται, εφόσον απαιτείται, να καθορίσει αυστηρότερα πρότυπα απόρριψης από αυτά που προκύπτουν από την εφαρμογή των οριακών τιμών εκπομπών που ορίζονται στις οδηγίες που μνημονεύονται στο παράρτημα ΙΧ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ιδίως εν όψει της τοξικότητας, της ανθεκτικότητας και της βιοσυσσώρευσης της συγκεκριμένης ουσίας στο περιβάλλον μέσα στο οποίο απορρίπτεται.

3.   Δεν χορηγείται η άδεια, αν ο διενεργών την απόρριψη δηλώσει ότι δεν είναι σε θέση να τηρήσει τα επιβαλλόμενα πρότυπα απόρριψης ή αν η αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους διαπιστώσει την αδυναμία αυτή.

4.   Αν δεν τηρούνται τα πρότυπα απόρριψης, η αρμοδία αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την τήρηση των όρων της αδείας, και, αν απαιτείται, για να απαγορεύσει την απόρριψη.

Άρθρο 6

1.   Για τη μείωση της ρύπανσης των κατά το άρθρο 1 υδάτων από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ, τα κράτη μέλη καταρτίζουν προγράμματα για την πραγματοποίηση των οποίων εφαρμόζουν ιδίως τα μέσα που προβλέπονται με τις παραγράφους 2 και 3.

2.   Για όλες τις απορρίψεις στα κατά το άρθρο 1 ύδατα, οι οποίες δύνανται να περιέχουν ουσίες του καταλόγου II, απαιτείται προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, που καθορίζει τα πρότυπα απόρριψης. Τα πρότυπα αυτά βασίζονται στα ποιοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Τα προγράμματα της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν ποιοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα για τα ύδατα, τα οποία θεσπίζονται σύμφωνα με τις τυχόν υφιστάμενες οδηγίες του Συμβουλίου.

4.   Τα προγράμματα δύνανται επίσης να περιλαμβάνουν ειδικές διατάξεις για τη σύνθεση και τη χρήση ουσιών ή ομάδων ουσιών καθώς και προϊόντων, λαμβάνουν δε υπόψη τις τελευταίες οικονομικώς εφικτές τεχνικές εξελίξεις.

5.   Τα προγράμματα προβλέπουν προθεσμία υλοποιήσεώς τους.

6.   Τα προγράμματα και τα αποτελέσματα της υλοποιήσεώς τους ανακοινώνονται περιληπτικώς στην Επιτροπή.

7.   Η Επιτροπή, μαζί με τα κράτη μέλη, οργανώνει συστηματικούς συγκριτικούς ελέγχους των προγραμμάτων για την εξασφάλιση επαρκούς συντονισμού κατά την εφαρμογή τους. Αν η Επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, υποβάλλει για τον σκοπό αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο προτάσεις επί του θέματος.

Άρθρο 7

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την υλοποίηση των μέτρων που θα λάβουν δυνάμει της παρούσας οδηγίας ώστε να μην αυξηθεί η ρύπανση των υδάτων τα οποία δεν εμπίπτουν στο άρθρο 1. Επιπλέον, απαγορεύουν κάθε πράξη που έχει ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 8

Η εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας σε καμία περίπτωση δεν δύναται να καταλήξει σε άμεση ή έμμεση αύξηση της ρυπάνσεως των κατά το άρθρο 1 υδάτων.

Άρθρο 9

Ένα ή περισσότερα κράτη μέλη δύνανται να λάβουν, κατά περίπτωση, από κοινού ή μεμονωμένα, μέτρα αυστηρότερα από αυτά που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 10

Η αρμόδια αρχή προβαίνει σε απογραφή των απορρίψεων που πραγματοποιούνται στα κατά το άρθρο 1 ύδατα, οι οποίες μπορεί να περιέχουν ουσίες του καταλόγου I για τις οποίες εφαρμόζονται πρότυπα απόρριψης.

Άρθρο 11

1.   Κάθε τρία χρόνια και για πρώτη φορά για την περίοδο 1993 έως και 1995, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή πληροφορίες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας μέσω μιας τομεακής έκθεσης η οποία καλύπτει και τις άλλες σχετικές κοινοτικές οδηγίες. Η έκθεση αυτή καταρτίζεται βάσει ερωτηματολογίου ή σχεδιαγράμματος το οποίο καταρτίζει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 6 της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1991, για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων που αφορούν την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών για το περιβάλλον (7). Το ερωτηματολόγιο ή το σχεδιάγραμμα αυτό αποστέλλεται στα κράτη μέλη έξι μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου που καλύπτει η έκθεση. Η έκθεση υποβάλλεται στην Επιτροπή εντός εννέα μηνών από τη λήξη της τριετίας την οποία καλύπτει.

Εντός εννέα μηνών από την παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών, η Επιτροπή δημοσιεύει κοινοτική έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας.

2.   Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον σκοπό για τον οποίο εζητήθησαν.

3.   Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, καθώς και οι ανώτεροι υπάλληλοι και οι άλλοι υπάλληλοί τους οφείλουν να μην αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που συγκέντρωσαν κατ’ εφαρμογή της παρούσης οδηγίας και οι οποίες από τη φύση τους καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 δεν εμποδίζουν τη δημοσίευση γενικών στοιχείων ή μελετών που δεν περιέχουν ατομικές πληροφορίες περί επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.

Άρθρο 12

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφαινόμενα κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής η οποία ενεργεί με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους, αναθεωρούν και, εφόσον απαιτείται, συμπληρώνουν τους καταλόγους I και II του παραρτήματος Ι βάσει της κτηθείσας πείρας, μεταφέροντας, κατά περίπτωση, ορισμένες ουσίες του καταλόγου II στον κατάλογο I.

Άρθρο 13

Η οδηγία 76/464/ΕΟΚ καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙΙ μέρος Β.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στη παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Άρθρο 14

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 15

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 15 Φεβρουαρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 117 της 30.4.2004, σ. 10.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2004 (ΕΕ C 174 Ε της 14.7.2005, σ. 39) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Ιανουαρίου 2006.

(3)  ΕΕ L 129 της 18.5.1976, σ. 23· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(4)  Βλέπε παράρτημα ΙΙ, μέρος Α.

(5)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Κατάλογος Ι οικογενειών και ομάδων ουσιών

Ο κατάλογος I περιλαμβάνει ορισμένες μεμονωμένες ουσίες που αποτελούν μέρος των ακολούθων οικογενειών και ομάδων ουσιών οι οποίες επιλέγονται κυρίως βάσει της τοξικότητάς τους, της ανθεκτικότητάς τους στο περιβάλλον και της βιοσυσσωρεύσεώς τους, εξαιρέσει των βιολογικώς αβλαβών ή αυτών που μετατρέπονται γρήγορα σε ουσίες βιολογικώς αβλαβείς:

1.

αλογονούχες οργανικές ενώσεις και ουσίες από τις οποίες δύνανται να προκύψουν τέτοιου είδους ενώσεις μέσα στο υδάτινο περιβάλλον·

2.

οργανοφωσφορικές ενώσεις·

3.

οργανοκασσιτερικές ενώσεις·

4.

ουσίες που έχουν αποδεδειγμένα καρκινογόνο ιδιότητα μέσα στο υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού (1)·

5.

υδράργυρος και ενώσεις του·

6.

κάδμιο και ενώσεις του·

7.

ανθεκτικά ορυκτέλαια και ανθεκτικοί υδρογονάνθρακες πετρελαϊκής προελεύσεως·

και, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 3, 7, 8 και 12:

8.

ανθεκτικές συνθετικές ύλες, που μπορούν να επιπλέουν, να αιωρούνται ή να ρέουν, όπως και να καθιστούν δυσχερή κάθε χρήση των υδάτων.

Κατάλογος II οικογενειών και ομάδων ουσιών

Ο κατάλογος II περιλαμβάνει:

τις ουσίες που αποτελούν μέρος των οικογενειών και ομάδων ουσιών που απαριθμούνται στον κατάλογο I για τις οποίες οι οριακές τιμές εκπομπών που προβλέπονται στις οδηγίες του παραρτήματος ΙΧ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ δεν έχουν καθορισθεί από τις εν λόγω οδηγίες,

ορισμένες μεμονωμένες ουσίες και ορισμένες κατηγορίες ουσιών που αποτελούν μέρος των οικογενειών και των ομάδων ουσιών που σημειώνονται κατωτέρω,

και οι οποίες μέσα σε υδάτινο περιβάλλον έχουν βλαβερή επίδραση που δύναται όμως να περιορισθεί σε ορισμένη ζώνη και που εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά των υδάτων και από τον υδάτινο χώρο στον οποίο απορρίπτονται.

Οικογένειες και ομάδες ουσιών κατά τη δεύτερη περίπτωση

1.

Μεταλλοειδή και μέταλλα καθώς και οι ενώσεις αυτών:

1.

Ψευδάργυρος

2.

Χαλκός

3.

Νικέλιο

4.

Χρώμιο

5.

Μόλυβδος

6.

Σελήνιο

7.

Αρσενικό

8.

Αντιμόνιο

9.

Μολυβδένιο

10.

Τιτάνιο

11.

Κασσίτερος

12.

Βάριο

13.

Βηρύλλιο

14.

Βόριο

15.

Ουράνιο

16.

Βανάδιο

17.

Κοβάλτιο

18.

Θάλλιο

19.

Τελλούριο

20.

Άργυρος

2.

Βιοκτόνα

και τα παράγωγά τους που δεν εμφαίνονται στον κατάλογο I.

3.

Ουσίες με επιβλαβή επίδραση στη γεύση και/ή στην οσμή των προϊόντων που καταναλώνονται από τον άνθρωπο και προέρχονται από το υδάτινο περιβάλλον,

όπως και οι ενώσεις που μπορούν να παράγουν τέτοιες ουσίες εντός του ύδατος.

4.

Ενώσεις οργανοπυριτικές, τοξικές ή ανθεκτικές και ουσίες που μπορούν να παράγουν τέτοιου είδους ενώσεις εντός του ύδατος, εξαιρέσει των βιολογικώς αβλαβών ή όσων μετατρέπονται γρήγορα μέσα στο νερό σε αβλαβείς ουσίες.

5.

Ανόργανες ενώσεις του φωσφόρου και φωσφόρος.

6.

Ορυκτέλαια και υδρογονάνθρακες πετρελαϊκής προελεύσεως, μη ανθεκτικά στο περιβάλλον.

7.

Κυανιούχες ενώσεις,

Φθοριούχες ενώσεις.

8.

Ουσίες που ασκούν δυσμενή επίδραση επί της ισορροπίας του οξυγόνου, ιδίως:

Αμμωνία,

Νιτρώδη.

Δήλωση που αφορά το άρθρο 7

Τα κράτη μέλη δεσμεύονται να επιβάλλουν, όσον αφορά την απόρριψη λυμάτων στην ανοικτή θάλασσα μέσω αγωγών, διατάξεις που δεν δύνανται να είναι λιγότερο αυστηρές από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.


(1)  Εφόσον ορισμένες ουσίες που περιέχονται στον κατάλογο ΙΙ είναι καρκινογόνες, περιλαμβάνονται στην κατηγορία 4 του παρόντος καταλόγου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΜΕΡΟΣ A

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΗ ΟΔΗΓΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ

(περί των οποίων το άρθρο 13)

Οδηγία 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 129 της 18.5.1976, σ. 23)

 

Οδηγία 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48)

Μόνον όσον αφορά στο παράρτημα Ι στοιχείο α)

Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1)

Μόνον όσον αφορά την παραπομπή στο άρθρο 6 της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 τέταρτη περίπτωση

ΜΕΡΟΣ B

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΩΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

(περί των οποίων το άρθρο 13)

Οδηγία

Λήξη προθεσμίας ενσωμάτωσης

76/464/ΕΟΚ

91/692/ΕΟΚ

1η Ιανουαρίου 1993

2000/60/ΕΚ

22 Δεκεμβρίου 2003


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 76/464/ΕΟΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 1 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση

Άρθρο 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 2 στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ) πρώτη περίπτωση

Άρθρο 2 στοιχείο δ) σημείο i)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ) δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 2 στοιχείο δ) σημείο ii)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ) τρίτη περίπτωση

Άρθρο 2 στοιχείο δ) σημείο iii)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3 εισαγωγική φράση

Άρθρο 4 εισαγωγική φράση

Άρθρο 3 σημείο 1

Άρθρο 4 στοιχείο α)

Άρθρο 3 σημείο 2

Άρθρο 4 στοιχείο β)

Άρθρο 3 σημείο 3

Άρθρο 3 σημείο 4

Άρθρο 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 7

Άρθρο 6

Άρθρο 8

Άρθρο 7

Άρθρο 9

Άρθρο 8

Άρθρο 10

Άρθρο 9

Άρθρο 11

Άρθρο 10

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 11

Άρθρο 14

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 15

Παράρτημα

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙI


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο

4.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 64/60


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Φεβρουαρίου 2006

για περαιτέρω ευρωπαϊκή συνεργασία με σκοπό τη διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

(2006/143/ΕΚ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 149 παράγραφος 4 και το άρθρο 150 παράγραφος 4,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή της σύστασης 98/561/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για την ευρωπαϊκή συνεργασία με σκοπό τη διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (3), σημείωσε επιτυχία, όπως φαίνεται από την έκθεση της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, υπάρχει ακόμη ανάγκη να βελτιωθούν οι επιδόσεις της ευρωπαϊκής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ιδιαίτερα όσον αφορά την ποιότητα, ώστε να καταστεί περισσότερο διαφανής και αξιόπιστη για τους ευρωπαίους πολίτες και για τους σπουδαστές και πανεπιστημιακούς από τις άλλες ηπείρους.

(2)

Η σύσταση 98/561/ΕΚ περιελάμβανε το αίτημα για υποστήριξη και, όπου χρειαζόταν, για δημιουργία διαφανών συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας. Όλα σχεδόν τα κράτη μέλη θέσπισαν εθνικά συστήματα διασφάλισης της ποιότητας και ανέλαβαν την πρωτοβουλία ή έδωσαν τη δυνατότητα να δημιουργηθούν ένας ή περισσότεροι οργανισμοί διασφάλισης της ποιότητας ή διαπίστευσης.

(3)

Η σύσταση 98/561/ΕΚ περιελάμβανε το αίτημα τα συστήματα διασφάλισης της ποιότητας να στηρίζονται σε σειρά βασικών χαρακτηριστικών, μεταξύ των οποίων είναι η αξιολόγηση των προγραμμάτων ή των ιδρυμάτων με εσωτερικές ή εξωτερικές διαδικασίες, η συμμετοχή των σπουδαστών, η δημοσίευση των αποτελεσμάτων και η διεθνής συμμετοχή. Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων της διασφάλισης της ποιότητας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο συνδράμοντας τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη βελτίωση της απόδοσής τους.

(4)

Τα βασικά χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην παράγραφο 3 εφαρμόστηκαν γενικά σε όλα τα συστήματα διασφάλισης της ποιότητας και επικυρώθηκαν από τους υπουργούς Παιδείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τη σύνοδό τους στο Βερολίνο το Σεπτέμβριο του 2003, στο πλαίσιο της διαδικασίας της Μπολόνια για την επίτευξη του Ευρωπαϊκού Χώρου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

(5)

Η ευρωπαϊκή ένωση για τη διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (ENQA) δημιουργήθηκε το 2000 και τα μέλη του, που είναι οργανισμοί διασφάλισης της ποιότητας και διαπίστευσης από όλα τα κράτη μέλη, αυξάνονται διαρκώς.

(6)

Στο πλαίσιο της διαδικασίας της Μπολόνια, οι υπουργοί Παιδείας 45 χωρών ενέκριναν τα πρότυπα και τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διασφάλιση της ποιότητας στον τομέα της Ευρωπαϊκής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, όπως πρότεινε το ENQA, κατά τη συνάντησή τους στο Μπέργκεν στις 19-20 Μαΐου 2005 και ως συνέχεια της συνάντησης του Βερολίνου το Σεπτέμβριο του 2003. Επιδοκίμασαν επίσης την αρχή της δημιουργίας ευρωπαϊκού μητρώου οργανισμών διασφάλισης της ποιότητας που θα βασίζεται σε εθνικό έλεγχο και ζήτησαν να αναπτύξει το ENQA περαιτέρω τις πρακτικές πλευρές εφαρμογής, σε συνεργασία με την Ένωση των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (EUA), την Ευρωπαϊκή Ένωση Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Eurashe) και την Ομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Εθνικών Φοιτητικών Ενώσεων (ESIB), και να υποβάλει σχετική έκθεση στους υπουργούς μέσω της ομάδας παρακολούθησης της Μπολόνια. Υπογράμμισαν περαιτέρω τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ των ανεγνωρισμένων οργανισμών σε εθνικό επίπεδο με στόχο την ενίσχυση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων διαπίστευσης ή διασφάλισης της ποιότητας.

(7)

Η δράση της ΕΕ για την υποστήριξη της διασφάλισης της ποιότητας θα πρέπει να αναπτυχθεί σε συνάφεια με τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας της Μπολόνια.

(8)

Είναι επιθυμητό να καταρτιστεί μητρώο ανεξάρτητων και αξιόπιστων οργανισμών διασφάλισης της ποιότητας που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, είτε πρόκειται για περιφερειακούς ή εθνικούς, γενικούς ή εξειδικευμένους, δημόσιους ή ιδιωτικούς, για την υποστήριξη της διαφάνειας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη διευκόλυνση της αναγνώρισης των προσόντων και των περιόδων σπουδών στο εξωτερικό.

(9)

Μέσα στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισσαβόνας, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, το Μάρτιο του 2002, υπογράμμισε στα συμπεράσματά του ότι τα ευρωπαϊκά συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης πρέπει να καταστούν «ποιοτικό σημείο αναφοράς παγκοσμίως»,

ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ:

1.

Να ενθαρρύνουν όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που λειτουργούν στην επικράτειά τους να εισαγάγουν ή να αναπτύξουν αυστηρά εσωτερικά συστήματα διασφάλισης της ποιότητας, σύμφωνα με τα πρότυπα και τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διασφάλιση της ποιότητας στον τομέα της ευρωπαϊκής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που εγκρίθηκαν στο Μπέργκεν στο πλαίσιο της διαδικασίας της Μπολόνια.

2.

Να ενθαρρύνουν όλους τους οργανισμούς διασφάλισης της ποιότητας ή διαπίστευσης που λειτουργούν στην επικράτειά τους να είναι ανεξάρτητοι στις αξιολογήσεις τους, να εφαρμόζουν τα χαρακτηριστικά της διασφάλισης της ποιότητας που καθορίζονται στη σύσταση 98/561/ΕΚ και να εφαρμόζουν την κοινή δέσμη γενικών προτύπων και κατευθυντηρίων γραμμών όπως εγκρίθηκαν στο Μπέργκεν για τους σκοπούς της αξιολόγησης. Τα πρότυπα αυτά πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω σε συνεργασία με τους εκπροσώπους του τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πρέπει να εφαρμοσθούν κατά τρόπον ώστε να προστατεύεται η ποικιλομορφία και η καινοτομία.

3.

Να ενθαρρύνουν τους εκπροσώπους των εθνικών αρχών, του τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τους οργανισμούς διασφάλισης της ποιότητας και διαπίστευσης, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, να καταρτίσουν ένα «Ευρωπαϊκό Μητρώο Οργανισμών Διασφάλισης της Ποιότητας» («Ευρωπαϊκό Μητρώο») που θα βασίζεται σε εθνικό έλεγχο, και στο οποίο θα λαμβάνονται υπόψη οι αρχές που ορίζονται στο παράρτημα, και να καθορίσουν τους όρους εγγραφής στο μητρώο καθώς και τους κανόνες διαχείρισής του.

4.

Να προσφέρουν τη δυνατότητα στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που λειτουργούν στην επικράτειά τους να επιλέγουν μεταξύ των οργανισμών διασφάλισης της ποιότητας ή διαπίστευσης του Ευρωπαϊκού Μητρώου, τον οργανισμό που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες και στα χαρακτηριστικά τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι συμβατό με την εθνική τους νομοθεσία ή επιτρέπεται από τις εθνικές τους αρχές.

5.

Να επιτρέψουν στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να επιζητούν συμπληρωματική αξιολόγηση από άλλο οργανισμό ο οποίος είναι καταχωρισμένος στο Ευρωπαϊκό Μητρώο, ώστε να ενισχύσουν π.χ. τη διεθνή φήμη τους.

6.

Να προωθήσουν τη συνεργασία μεταξύ των οργανισμών με σκοπό την οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και την αναγνώριση της διασφάλισης της ποιότητας και των αξιολογήσεων διαπίστευσης, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αναγνώριση των τυπικών προσόντων για σπουδές ή εργασία σε άλλη χώρα.

7.

Να εξασφαλίσουν την πρόσβαση του κοινού στις αξιολογήσεις που πραγματοποιούν οι οργανισμοί διασφάλισης της ποιότητας και πιστοποίησης που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Ευρωπαϊκού Μητρώου,

ΚΑΛΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:

1.

Να συνεχίσει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, την υποστήριξή της στη συνεργασία μεταξύ των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, των οργανισμών διασφάλισης της ποιότητας και διαπίστευσης, των αρμόδιων αρχών και των άλλων φορέων που δραστηριοποιούνται στο πεδίο αυτό.

2.

Να υποβάλλει κάθε τρία χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών εκθέσεις προόδου για την ανάπτυξη των συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας στα διάφορα κράτη μέλη και για τις δραστηριότητες συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της προόδου που σημειώνεται όσον αφορά την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων.

Στρασβούργο, 15 Φεβρουαρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 255 της 14.10.2005, σ. 72.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Ιανουαρίου 2006.

(3)  ΕΕ L 270 της 7.10.1998, σ. 56.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«Ευρωπαϊκό μητρώο οργανισμών διασφάλισης της ποιότητας»

Το μητρώο περιλαμβάνει κατάλογο αξιόπιστων οργανισμών, τις αξιολογήσεις των οποίων μπορούν να εμπιστεύονται τα κράτη μέλη (και οι δημόσιες αρχές τους). Το μητρώο θα πρέπει να στηρίζεται στις ακόλουθες κύριες αρχές:

1.

Ο κατάλογος οργανισμών καταρτίζεται από εκπροσώπους των εθνικών αρχών, του τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σπουδαστές, καθηγητές και ερευνητές) και οργανισμούς διασφάλισης της ποιότητας και διαπίστευσης που δραστηριοποιούνται στα κράτη μέλη, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους.

2.

Στους όρους καταχώρισης των οργανισμών στο μητρώο μπορούν να περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:

i)

Η δέσμευση για πλήρη ανεξαρτησία όσον αφορά την κρίση τους.

ii)

Η αναγνώριση τουλάχιστον από το κράτος μέλος στα πλαίσια του οποίου λειτουργούν (ή από δημόσιες αρχές αυτού του κράτους μέλους).

iii)

Η λειτουργία βάσει της κοινής δέσμης προτύπων και κατευθυντηρίων γραμμών που αναφέρονται στις συστάσεις 1 και 2 προς τα κράτη μέλη.

iv)

Η τακτική εξωτερική αξιολόγηση από ομότιμους και άλλους ειδικούς, καθώς και η δημοσίευση των κριτηρίων, των μεθόδων και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης αυτής.

3.

Στην περίπτωση αρχικής άρνησης καταχώρισης, είναι δυνατή η εκ νέου αξιολόγηση με βάση τη σημειωθείσα βελτίωση.