ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 24

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
27 Ιανουαρίου 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (EΚ) αριθ. 108/2006 της Eπιτρoπής, της 11 ης Ιανουαρίου 2006, για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1725/2003 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) 1, 4, 6 και 7, τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (ΔΛΠ) 1, 14, 17, 32, 33, και 39, και τη διερμηνεία 6 της Επιτροπής Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΕΔΔΠΧΠ) ( 1 )

1

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

27.1.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 24/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EΚ) αριθ. 108/2006 ΤΗΣ EΠΙΤΡOΠΉΣ

της 11 ης Ιανουαρίου 2006

για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1725/2003 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) 1, 4, 6 και 7, τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (ΔΛΠ) 1, 14, 17, 32, 33, και 39, και τη διερμηνεία 6 της Επιτροπής Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΕΔΔΠΧΠ)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1725/2003 (2) της Επιτροπής υιοθετήθηκαν ορισμένα από τα υφιστάμενα στις 14 Σεπτεμβρίου 2002 διεθνή λογιστικά πρότυπα και διερμηνείες.

(2)

Στις 30 Ιουνίου 2005, το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB — Ιnternational Accounting Standards Board) εξέδωσε τροποποιήσεις όσον αφορά το ΔΠΧΠ 1 Πρώτη εφαρμογή των προτύπων διεθνούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και τη βάση για τα συμπεράσματα του ΔΠΧΠ 6 Εξερεύνηση και αποτίμηση μεταλλευτικών πόρων προκειμένου να διευκρινιστεί η διατύπωση μιας εξαίρεσης που προβλέπεται για εκείνους που υιοθετούν για πρώτη φορά τα ΔΠΧΠ και οι οποίοι επιλέγουν να υιοθετήσουν το ΔΠΧΠ 6 πριν την 1η Ιανουαρίου 2006.

(3)

Στις 18 Αυγούστου 2005, το IASB δημοσίευσε το ΔΠΧΠ 7 Χρηματοπιστωτικά μέσα: Γνωστοποιήσεις. Το πρότυπο αυτό εισάγει νέες απαιτήσεις για τη βελτίωση της πληροφόρησης σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχεται στις οικονομικές καταστάσεις οντοτήτων. Αντικαθιστά το ΔΛΠ 30 Γνωστοποιήσεις στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών και των όμοιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένες από τις απαιτήσεις του ΔΛΠ 32 Χρηματοπιστωτικά μέσα: Γνωστοποίηση και παρουσίαση.

(4)

Στις 18 Αυγούστου 2005, το IASB εξέδωσε επίσης τροποποίηση του ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων — Γνωστοποιήσεις όσον αφορά το κεφάλαιο στο οποίο εισάγονται οι απαιτήσεις για τις γνωστοποιήσεις σχετικά με το κεφάλαιο μιας οντότητας.

(5)

Στις 18 Αυγούστου 2005 το IASB εξέδωσε τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά μέσα: Αναγνώριση και επιμέτρηση και στο ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια — Συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης. Οι τροποποιήσεις αυτές σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν ότι οι εκδότες συμβολαίων χρηματοοικονομικής εγγύησης περιλαμβάνουν τις προκύπτουσες υποχρεώσεις στον ισολογισμό τους.

(6)

Την 1η Σεπτεμβρίου 2005 η Επιτροπή Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΕΔΔΠΧΠ) δημοσίευσε την διερμηνεία ΕΔΔΠΧΠ 6 Υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή σε συγκεκριμένη αγορά — Απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, και αναφέρεται στο εξής ως «ΕΔΔΠΧΠ 6», Η ΕΔΔΠΧΠ 6 διευκρινίζει τη λογιστική αντιμετώπιση των υποχρεώσεων για τις δαπάνες διαχείρισης αποβλήτων.

(7)

Η διαβούλευση με τους τεχνικούς εμπειρογνώμονες του τομέα επιβεβαιώνει ότι το ΔΠΧΠ 1, το ΔΠΧΠ 4, το ΔΠΧΠ 7, το ΔΛΠ 1, το ΔΛΠ 39 και η ΕΔΔΠΧΠ 6 ανταποκρίνονται στα τεχνικά κριτήρια έγκρισης που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

(8)

Η υιοθέτηση του ΔΠΧΠ 7 συνεπάγεται, κατά συνέπεια, τροποποιήσεις άλλων διεθνών λογιστικών προτύπων έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των διεθνών λογιστικών προτύπων. Οι συνακόλουθες αυτές τροποποιήσεις επηρεάζουν τα ΔΠΧΠ 1, ΔΠΧΠ 4, ΔΛΠ 14, ΔΛΠ 17, ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 33 και ΔΛΠ 39.

(9)

Κατά συνέπεια ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1725/2003 θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

(10)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της κανονιστικής επιτροπής λογιστικών θεμάτων.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1725/2003 τροποποιείται ως εξής:

(1)

Το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) 1 Πρώτη εφαρμογή των προτύπων διεθνούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης τροποποιείται σύμφωνα με τις τροποποιήσεις του ΔΠΧΠ 1 και τη βάση για συμπεράσματα του ΔΠΧΠ 6 Εξερεύνηση και αποτίμηση μεταλλευτικών πόρων όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(2)

Το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 30 Γνωστοποιήσεις στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών των όμοιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αντικαθίσταται από το ΔΠΧΠ 7 Χρηματοπιστωτικά μέσα: Γνωστοποιήσεις όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(3)

Το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων — Γνωστοποιήσεις σχετικά με το κεφάλαιο τροποποιείται σύμφωνα με την τροποποίηση του ΔΛΠ 1 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(4)

Το ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά μέσα: καταχώρηση και επιμέτρηση και το ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια τροποποιούνται σύμφωνα με τις τροποποιήσεις του ΔΛΠ 39 και του ΔΠΧΠ 4 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(5)

Προστίθεται η διερμηνεία ΕΔΔΠΧΠ 6 Υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή σε συγκεκριμένη αγορά — Απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού της Επιτροπής Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΕΔΔΠΧΠ), όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(6)

Η υιοθέτηση του ΔΠΧΠ 7 συνεπάγεται τροποποιήσεις στα ΔΠΧΠ 1 και 4 και στα ΔΛΠ 14, ΔΛΠ 17, ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 33 και ΔΛΠ 39 σύμφωνα με το προσάρτημα Γ του ΔΠΧΠ 7 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(7)

Το ΔΛΠ 32 τροποποιείται σύμφωνα με τις τροποποιήσεις των ΔΛΠ 39 και ΔΠΧΠ 4 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

(1)   Οι εταιρείες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις του ΔΠΧΠ 1 και τις τροποποιήσεις του ΔΛΠ 39 και του ΔΠΧΠ 4 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από την ημερομηνία έναρξης του οικονομικού τους έτους 2006, το αργότερο.

(2)   Οι εταιρείες εφαρμόζουν το ΔΠΧΠ 7 και τις τροποποιήσεις του ΔΛΠ 1 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από την ημερομηνία έναρξης του οικονομικού τους έτους 2007, το αργότερο.

(3)   Οι εταιρείες εφαρμόζουν την ΕΔΔΠΧΠ 6 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από την ημερομηνία έναρξης του οικονομικού τους έτους 2006, το αργότερο.

Ωστόσο, οι εταιρείες με ημερομηνίες έναρξης το Δεκέμβριο εφαρμόζουν την ΕΔΔΠΧΠ 6 από την ημερομηνία έναρξης του οικονομικού τους έτους 2005, το αργότερο.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Ιανουαρίου 2006

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 261 της 13.10.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2106/2005 (ΕΕ L 337 της 22.12.2005, σ. 16.)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΤΥΠΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

ΔΠΧΠ 1

Τροποποιήσεις του ΔΠΧΠ 1 Πρώτη εφαρμογή των προτύπων διεθνούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και της βάσης για τα συμπεράσματα του ΔΠΧΠ 6 Εξερεύνηση και αποτίμηση μεταλλευτικών πόρων

ΔΠΧΠ 7

ΔΠΧΠ 7 Χρηματοπιστωτικά μέσα: Γνωστοποιήσεις

ΔΛΠ 1

Τροποποίηση του ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων — Γνωστοποιήσεις όσον αφορά το κεφάλαιο

ΔΛΠ 39

ΔΠΧΠ 4

Τροποποίηση του ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά μέσα: Αναγνώριση και επιμέτρηση και του ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια — Συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης

ΕΔΔΠΧ 6

ΕΔΔΠΧ 6 Υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή στη συγκεκριμένη αγορά — Απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προστατεύονται όλα τα δικαιώματα με εξαίρεση του δικαιώματος αναπαραγωγής για προσωπική χρήση ή άλλους θεμιτούς σκοπούς. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στο Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) στη διεύθυνση www.iasb.org

Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΠ 1 Πρώτη εφαρμογή των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης

Το παρόν έγγραφο περιλαμβάνει τροποποιήσεις στο ΔΠΧΠ 1 Πρώτη εφαρμογή των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Οι τροποποιήσεις οριστικοποιούν προτάσεις που περιλαμβάνονταν σε σχέδιο προτεινόμενων τροποποιήσεων για το υπόψη ΔΠΧΠ, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 29 Απριλίου 2005.

Τροποποίηση στο ΔΠΧΠ 1

Η παράγραφος 36Β και η επικεφαλίδα που προηγείται τροποποιούνται ως εξής:

Απαλλαγή από την απαίτηση της υποβολής συγκριτικής πληροφόρησης για το ΔΠΧΠ 6

36B

Μια οικονομική μονάδα που υιοθετεί ΔΠΧΠ πριν την 1η Ιανουαρίου 2006 και επιλέγει να υιοθετήσει το ΔΠΧΠ 6 Εξερεύνηση και αποτίμηση μεταλλευτικών πόρων πριν την 1η Ιανουαρίου 2006, δεν υποχρεούται να εφαρμόσει τις απαιτήσεις του ΔΠΧΠ 6 στην συγκριτική πληροφόρηση που περιλαμβάνει στις πρώτες οικονομικές καταστάσεις τις οποίες καταρτίζει βάσει των ΔΠΧΠ.

ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ 7

Χρηματοοικονομικά μέσα: Γνωστοποιήσεις

ΣΤΟΧΟΣ

1

Στόχος του παρόντος ΔΠΧΠ είναι να υποχρεωθούν οι οντότητες να γνωστοποιούν στις οικονομικές τους καταστάσεις στοιχεία τα οποία επιτρέπουν στους χρήστες να αξιολογήσουν:

(α)

τη σημασία των χρηματοοικονομικών μέσων για την οικονομική κατάσταση και την απόδοση της οντότητας,

και

(β)

τη φύση και την έκταση των κινδύνων που απορρέουν από χρηματοοικονομικά μέσα στα οποία η οντότητα εκτέθηκε κατά την περίοδο και κατά την ημερομηνία αναφοράς, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η οντότητα διαχειρίζεται τους εν λόγω κινδύνους.

2

Οι αρχές του παρόντος ΔΠΧΠ συμπληρώνουν τις αρχές αναγνώρισης, επιμέτρησης και παρουσίασης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά μέσα: Παρουσίαση και του ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά μέσα: Αναγνώριση και επιμέτρηση.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

3

Το παρόν ΔΠΧΠ θα εφαρμόζεται από όλες τις οντότητες και για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα εκτός από:

(α)

εκείνες τις συμμετοχές σε θυγατρικές, συγγενείς εταιρίες και κοινοπραξίες που αντιμετωπίζονται λογιστικά σύμφωνα με το ΔΛΠ 27 Ενοποιημένες και Ιδιαίτερες Οικονομικές Καταστάσεις, το ΔΛΠ 28 Επενδύσεις σε Συγγενείς Επιχειρήσεις ή το ΔΛΠ 31 Συμμετοχές σε Κοινοπραξίες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ΔΛΠ 27, το ΔΛΠ 28 ή το ΔΛΠ 31 επιτρέπουν σε μια οντότητα να αντιμετωπίζει λογιστικά μια συμμετοχή σε θυγατρική, συγγενή εταιρεία ή σε κοινοπραξία βάσει του ΔΛΠ 39. Στις περιπτώσεις αυτές οι οντότητες εφαρμόζουν τις απαιτήσεις γνωστοποίησης του ΔΛΠ 27, του ΔΛΠ 28 ή του ΔΛΠ 31, επιπλέον εκείνων του παρόντος ΔΠΧΠ. Επίσης, οι οντότητες θα εφαρμόζουν το παρόν Πρότυπο σε παράγωγα που αφορούν συμμετοχές σε θυγατρικές ή συγγενείς εταιρίες ή κοινοπραξίες εκτός αν το παράγωγο ανταποκρίνεται στον ορισμό του συμμετοχικού τίτλου του ΔΛΠ 32.

(β)

δικαιώματα και υποχρεώσεις εργοδοτών σύμφωνα με προγράμματα παροχών σε εργαζομένους στα οποία εφαρμόζεται το ΔΛΠ 19 Παροχές σε Εργαζομένους.

(γ)

συμβάσεις για ενδεχόμενη αντιπαροχή σε μία συνένωση επιχειρήσεων (βλέπε ΔΠΧΠ 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων). Η εξαίρεση αυτή αφορά μόνον τον αποκτώντα.

(δ)

ασφαλιστήρια συμβόλαια όπως ορίζονται στο ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ωστόσο, το παρόν ΔΠΧΠ εφαρμόζεται σε παράγωγα τα οποία ενσωματώνονται σε ασφαλιστήρια συμβόλαια εάν το ΔΛΠ 39 απαιτεί από την οντότητα να τα καταχωρήσει λογιστικά χωριστά.

(ε)

χρηματοοικονομικά μέσα, συμβόλαια και υποχρεώσεις στο πλαίσιο πληρωμών που βασίζονται σε μετοχές, ως προς τα οποία ισχύει το ΔΠΧΠ 2 Παροχές που εξαρτώνται από την αξία των μετοχών, με τη διαφορά ότι το παρόν ΔΠΧΠ ισχύει για τα συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 5-7 του ΔΛΠ 39.

4

Το παρόν ΔΠΧΠ ισχύει για αναγνωρισμένα και μη χρηματοοικονομικά μέσα. Στα αναγνωρισμένα χρηματοοικονομικά μέσα περιλαμβάνονται χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΛΠ 39. Στα μη αναγνωρισμένα χρηματοοικονομικά μέσα περιλαμβάνονται ορισμένα χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος ΔΠΧΠ μολονότι βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του ΔΛΠ 39 (όπως ορισμένες δανειακές δεσμεύσεις).

5

Το παρόν ΔΠΧΠ ισχύει για συμβόλαια αγοράς ή πώλησης μη χρηματοοικονομικών στοιχείων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΛΠ 39 (βλ. παραγράφους 5-7 του ΔΛΠ 39).

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

6

Στις περιπτώσεις που το παρόν ΔΠΧΠ απαιτεί γνωστοποιήσεις ανά κατηγορία χρηματοοικονομικού μέσου, η οντότητα ομαδοποιεί τα χρηματοοικονομικά μέσα σε κατηγορίες οι οποίες ανταποκρίνονται στη φύση των γνωστοποιούμενων πληροφοριών και λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά των υπόψη χρηματοοικονομικών μέσων. Η οντότητα παρέχει επαρκείς πληροφορίες που επιτρέπουν τη συμφωνία με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα κονδύλια του ισολογισμού.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ

7

Η οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών της καταστάσεων να αξιολογήσουν τη σημασία των χρηματοοικονομικών μέσων για την οικονομική της θέση και την απόδοσή της.

Ισολογισμός

Κατηγορίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων

8

Η λογιστική αξία καθεμίας από τις κάτωθι κατηγορίες, όπως ορίζονται στο ΔΛΠ 39, γνωστοποιούνται είτε στον ισολογισμό είτε στο προσάρτημά του.

(α)

χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, εμφανίζοντας χωριστά (i) όσα προδιορίσθηκαν στην εύλογη αξία κατά την αρχική αναγνώριση και (ii) όσα κατατάσσονται ως προοριζόμενα για εμπορική εκμετάλλευση σύμφωνα με το ΔΛΠ 39,

(β)

επενδύσεις που διακρατούνται μέχρι τη λήξη,

(γ)

δάνεια και απαιτήσεις,

(δ)

διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία,

(ε)

χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, εμφανίζοντας χωριστά (i) όσες προσδιορίσθηκαν στην εύλογη αξία κατά την αρχική αναγνώριση και (ii) όσες κατατάσσονται ως προοριζόμενες για εμπορική εκμετάλλευση σύμφωνα με το ΔΛΠ 39,

και

(στ)

χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στο αποσβεσμένο κόστος.

Xρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων

9

Εάν η οντότητα έχει ορίσει ότι ένα δάνειο ή μια απαίτηση (ή μια ομάδα δανείων ή απαιτήσεων) έχει αποτιμηθεί στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, γνωστοποιεί:

(α)

τη μέγιστη έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο (βλέπε παράγραφο 36 (α)) του δανείου ή της απαίτησης (ή της ομάδας δανείων ή απαιτήσεων) κατά την ημερομηνία αναφοράς.

(β)

το ποσό κατά το οποίο τα συναφή πιστωτικά παράγωγα ή παρόμοια μέσα ελαττώνουν τη μέγιστη έκθεση στον πιστωτικό κίνδυνο,

(γ)

το ποσό της μεταβολής, τόσο κατά την περίοδο αναφοράς όσο και σωρευτικά, στην εύλογη αξία του δανείου ή της απαίτησης (ή της ομάδας δανείων ή απαιτήσεων) που μπορεί να αποδοθεί σε μεταβολές του πιστωτικού κινδύνου που περιέχει το χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, προσδιοριζόμενο:

(i)

είτε ως το ποσό της μεταβολής στην εύλογη αξία που δεν μπορεί να αποδοθεί σε μεταβολές των συνθηκών της αγοράς που δημιουργούν κίνδυνο αγοράς,

ή

(ii)

είτε χρησιμοποιώντας μια εναλλακτική μέθοδο την οποία η οντότητα θεωρεί ως αντιπροσωπευτικότερη του ποσού της μεταβολής στην εύλογη αξία που μπορεί να αποδοθεί σε μεταβολές του πιστωτικού κινδύνου του περιουσιακού στοιχείου.

Στις μεταβολές των συνθηκών της αγοράς που δημιουργούν κίνδυνο αγοράς περιλαμβάνονται οι μεταβολές ενός τρέχοντος επιτοκίου (αναφοράς), μιας τιμής βασικού εμπορεύματος, μιας συναλλαγματικής ισοτιμίας ή ενός δείκτη τιμών ή επιτοκίων.

(δ)

το ποσό της μεταβολής στην εύλογη αξία οιωνδήποτε συναφών πιστωτικών παραγώγων ή παρόμοιων μέσων που σημειώθηκε τόσο κατά την περίοδο όσο και σωρευτικά από τότε που προσδιορίστηκε το δάνειο ή η απαίτηση.

10

Εάν η οντότητα προσδιόρισε μια χρηματοοικονομική υποχρέωση στην εύλογη αξία της μέσω των αποτελεσμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 9 του ΔΛΠ 39, τότε γνωστοποιεί:

(α)

το ποσό της μεταβολής, τόσο κατά την περίοδο αναφοράς όσο και σωρευτικά, στην εύλογη αξία της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης που αποδίδεται σε μεταβολές του πιστωτικού κινδύνου της υπόψη υποχρέωσης καθοριζόμενο:

(i)

ως το ποσό της μεταβολής στην εύλογη αξία που δεν μπορεί να αποδοθεί σε μεταβολές των συνθηκών της αγοράς που δημιουργούν κίνδυνο αγοράς (βλέπε Προσάρτημα Β, παράγραφο Β4),

ή

(ii)

χρησιμοποιώντας μια εναλλακτική μέθοδο την οποία η οντότητα θεωρεί ως αντιπροσωπευτικότερη του ποσού της μεταβολής στην εύλογη αξία που μπορεί να αποδοθεί σε μεταβολές του πιστωτικού κινδύνου της υποχρέωσης.

Στις αλλαγές των συνθηκών της αγοράς που δημιουργούν κίνδυνο αγοράς περιλαμβάνονται οι μεταβολές σε επιτόκιο αναφοράς, τιμή αγαθού, συναλλαγματικής ισοτιμίας ή σε δείκτη τιμών ή επιτοκίων Για τα συμβόλαια που εμπεριέχουν χαρακτηριστικό συνδεδεμένο με μονάδες επενδυμένου κεφαλαίου (unit-linking), στις μεταβολές των συνθηκών της αγοράς συμπεριλαμβάνονται οι μεταβολές στην απόδοση ενός εσωτερικού ή εξωτερικού επενδυμένου κεφαλαίου

(β)

τη διαφορά ανάμεσα στη λογιστική αξία της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης και του ποσού που η οικονομική οντότητα θα είχε συμβατική υποχρέωση να καταβάλει στη λήξη στον κάτοχο της υποχρέωσης.

11

Επίσης, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 9(γ) και 10(α).

(β)

αν η οικονομική οντότητα θεωρεί ότι η γνωστοποίηση στην οποία έχει προβεί προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις των παραγράφων 9(γ) και 10(α) δεν αντιπροσωπεύει με αξιοπιστία τη μεταβολή στην εύλογη αξία του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης που οφείλεται σε μεταβολές του πιστωτικού κινδύνου, τους λόγους για το συμπέρασμα αυτό, καθώς και τους παράγοντες που η οικονομική οντότητα θεωρεί συναφείς.

Επανακατάταξη

12

Εάν η οντότητα έχει επανακατατάξει ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ως στοιχείο μετρούμενο

(α)

στο κόστος ή στο αποσβεσμένο κόστος αντί στην εύλογη αξία του,

ή

(β)

στην εύλογη αξία του αντί στο κόστος ή στο αποσβεσμένο κόστος,

γνωστοποιεί το ποσό που έχει επανακαταταγεί από τη μια κατηγορία στην άλλη, καθώς και τους λόγους για την νέα αυτή κατάταξη (βλ. παραγράφους 51-54 του ΔΛΠ 39).

Διαγραφή

13

Μια οντότητα μπορεί να έχει μεταβιβάσει χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία κατά τρόπο ώστε ένα μέρος ή το σύνολο αυτών να μην πληροί τις προϋποθέσεις διαγραφής (βλ. παραγράφους 15-37 του ΔΛΠ 39) Η οντότητα γνωστοποιεί για κάθε κατηγορία τέτοιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων:

(α)

τη φύση των περιουσιακών στοιχείων,

(β)

τη φύση των κινδύνων και των ωφελειών που συνεπάγεται η ιδιοκτησία τους, στους οποίους παραμένει εκτεθειμένη η οντότητα,

(γ)

όταν η οντότητα συνεχίζει να αναγνωρίζει όλα τα περιουσιακά στοιχεία, τις λογιστικές αξίες των περιουσιακών στοιχείων και των συνδεδεμένων υποχρεώσεων,

και

(δ)

όταν η οντότητα συνεχίζει να αναγνωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία κατά το μέτρο της συνεχιζόμενης ανάμιξής της, τη συνολική λογιστική αξία των αρχικών περιουσιακών στοιχείων, την αξία των περιουσιακών στοιχείων που η οντότητα συνεχίζει να αναγνωρίζει, καθώς και την λογιστική αξία των συνδεδεμένων υποχρεώσεων.

Εξασφαλίσεις

14

H οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

τη λογιστική αξία των χρηματοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που έχει ενεχυριάσει ως εξασφαλίσεις για υποχρεώσεις ή ενδεχόμενες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων και ποσών που έχουν επανακαταταγεί βάσει της παραγράφου 37(α) του ΔΛΠ 39,

και

(β)

τους συμβατικούς όρους που σχετίζονται με την ενεχυρίαση αυτή.

15

Όταν μια οικονομική οντότητα έχει λάβει εξασφαλίσεις (χρηματοοικονομική ή μη περιουσιακά στοιχεία) τις οποίες δύναται να πωλήσει ή να επανενεχυριάσει σε περίπτωση που δεν υπάρχει αθέτηση υποχρεώσεων από τον οφειλέτη, γνωστοποιεί:

(α)

την εύλογη αξία των εξασφαλίσεων που έχει λάβει,

(β)

την εύλογη αξία οποιασδήποτε πωληθείσας ή επενεχυριασθείσας εξασφάλισης και αν έχει υποχρέωση να την επιστρέψει,

και

(γ)

τους συμβατικούς όρους που συνδέονται με τη χρήση των εξασφαλίσεων.

Λογαριασμός πρόβλεψης για πιστωτικές ζημίες

16

Όταν τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία απομειώνονται εξαιτίας πιστωτικών ζημιών και η οικονομική οντότητα καταχωρεί την απομείωση σε χωριστό λογαριασμό (π.χ. λογαριασμό πρόβλεψης που χρησιμεύει για την καταχώρηση μεμονωμένων απομειώσεων ή παρεμφερή λογαριασμό που χρησιμεύει για την καταχώρηση μιας συλλογικής απομείωσης περιουσιακών στοιχείων) αντί να μειώσει απευθείας τη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου, τότε γνωστοποιεί συμφωνία των μεταβολών στον υπόψη λογαριασμό κατά την διάρκεια της περιόδου αναφοράς για κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων.

Σύνθετα χρηματοοικονομικά μέσα με πολλαπλά ενσωματωμένα παράγωγα

17

Εάν η οντότητα έχει εκδώσει μέσο που περιλαμβάνει τόσο ένα στοιχείο υποχρέωσης όσο και ένα στοιχείο ιδίων κεφαλαίων (βλ. παράγραφο 28 του ΔΛΠ 32) και το μέσο περιέχει πολλαπλά ενσωματωμένα παράγωγα των οποίων η αξίες αλληλεξαρτώνται (όπως έναν εξαγοράσιμο μετατρέψιμο χρεωστικό τίτλο) γνωστοποιεί την ύπαρξη των χαρακτηριστικών αυτών.

Ανεξόφλητα χρέη και αθετήσεις

18

Σχετικά με πληρωτέα δάνεια αναγνωρισμένα κατά την ημερομηνία αναφοράς, η οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

λεπτομέρειες σχετικά με τις αθετήσεις που μεσολάβησαν κατά την περίοδο, σε σχέση με το κεφάλαιο, τους τόκους, το χρεολυτικό απόθεμα ή την εξόφληση των υπόψη πληρωτέων δανείων,

(β)

τη λογιστική αξία των πληρωτέων δανείων που βρίσκονται σε αθέτηση κατά την ημερομηνία αναφοράς,

και

(γ)

αν η αθέτηση αποκαταστάθηκε ή αν οι όροι των πληρωτέων δανείων αποτέλεσαν αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης προτού εγκριθούν οι οικονομικές καταστάσεις.

19

Εάν κατά την διάρκεια της περιόδου υπήρξαν αθετήσεις όρων δανειακών συμβάσεων διαφορετικών από εκείνους που περιγράφονται στην παράγραφο 18, η οντότητα γνωστοποιεί τις πληροφορίες που απαιτεί η παράγραφος 18, εάν οι υπόψη αθετήσεις επέτρεψαν στον πάροχο του δανείου να απαιτήσει την εσπευσμένη εξόφληση του δανείου (εκτός εάν οι αθετήσεις αποκαταστάθηκαν ή έγινε επαναδιαπραγμάτευση των όρων του δανείου, πριν ή κατά την ημερομηνία αναφοράς).

Κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων και καθαρή θέση

Έσοδα, έξοδα, κέρδη ή ζημίες

20

Η οντότητα γνωστοποιεί τα ακόλουθα έσοδα, έξοδα, κέρδη ή ζημίες είτε στις οικονομικές τις καταστάσεις είτε στο προσάρτημα:

(α)

καθαρά κέρδη ή καθαρές ζημίες σε:

(i)

χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, εμφανίζοντας χωριστά εκείνα που αφορούν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις που ορίσθηκαν κατά την αρχική αναγνώριση από εκείνα που αφορούν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις που κατατάχθηκαν ως προοριζόμενα για εμπορική εκμετάλλευση σύμφωνα με το ΔΛΠ 39,

(ii)

διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, εμφανίζοντας χωριστά τα κέρδη ή ζημίες που αναγνωρίσθηκαν απευθείας στα ίδια κεφάλαια για την περίοδο από τα κέρδη ή ζημίες που διαγράφηκαν από τα ίδια κεφάλαια και αναγνωρίσθηκαν στα αποτελέσματα για την περίοδο,

(iii)

επενδύσεις που διακρατούνται μέχρι τη λήξη,

(iv)

δάνεια και απαιτήσεις,

και

(v)

χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στο αποσβεσμένο κόστος,

(β)

συνολικά έσοδα και έξοδα από τόκους (υπολογιζόμενα με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου) για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που δεν απεικονίζονται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων,

(γ)

έσοδα και έξοδα από αμοιβές (πλην των ποσών που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του πραγματικού επιτοκίου) προερχόμενα από:

(i)

χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που δεν απεικονίζονται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων,

και

(ii)

καταπιστευματικές και συναφείς δραστηριότητες που έχουν ως αποτέλεσμα την κατοχή ή επένδυση περιουσιακών στοιχείων εξ ονόματος ιδιωτών, καταπιστευμάτων, προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών και άλλων ιδρυμάτων,

(δ)

έσοδα από δεδουλευμένους τόκους απομειωμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με την παράγραφο ΟΕ93 του ΔΛΠ 39.

και

(ε)

το ποσό οποιασδήποτε ζημίας εξαιτίας απομείωσης για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου.

Λοιπές γνωστοποιήσεις

Λογιστικές πολιτικές

21

Σύμφωνα με την παράγραφο 108 του ΔΛΠ 1 Παρουσίαση χρηματοοικονομικών καταστάσεων, η οντότητα γνωστοποιεί, στην περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών, την βάση (ή τις βάσεις) αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και τις λοιπές λογιστικές πολιτικές που χρησιμοποιήθηκαν και που είναι απαραίτητες για την κατανόηση των οικονομικών καταστάσεων.

Λογιστική αντιστάθμισης

22

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστά τα ακόλουθα για κάθε τύπο αντιστάθμισης που περιγράφεται στο ΔΛΠ 39 (αντισταθμίσεις εύλογης αξίας, αντισταθμίσεις ταμιακών ροών και αντισταθμίσεις καθαρών επενδύσεων σε εκμετάλλευση στο εξωτερικό):

(α)

περιγραφή των διαφόρων τύπων αντιστάθμισης,

(β)

περιγραφή των χρηματοοικονομικών μέσων που έχουν προσδιορισθεί ως αντισταθμιστικά μέσα και της εύλογης αξίας τους την ημερομηνία αναφοράς,

και

(γ)

τη φύση των αντισταθμιζόμενων κινδύνων.

23

Όσον αφορά τις αντισταθμίσεις ταμιακών ροών, η οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

τις περιόδους κατά τις οποίες αναμένεται να πραγματοποιηθούν οι ταμιακές ροές και πότε αναμένεται να επηρεάσουν τα αποτελέσματα,

(β)

περιγραφή των προσδοκώμενων συναλλαγών για τις οποίες είχε παλαιότερα εφαρμοσθεί λογιστική αντιστάθμισης, και οι οποίες δεν προβλέπεται ότι θα πραγματοποιηθούν πλέον,

(γ)

το ποσό που αναγνωρίσθηκε στα ίδια κεφάλαια κατά την περίοδο,

(δ)

το ποσό που αφαιρέθηκε από τα ίδια κεφάλαια και περιλήφθηκε στα αποτελέσματα για την περίοδο, εμφανίζοντας το ποσό που περιλαμβάνεται σε κάθε γραμμή της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων,

και

(ε)

το ποσό που αφαιρέθηκε από τα ίδια κεφάλαια κατά την περίοδο και περιλήφθηκε στο αρχικό κόστος ή άλλη λογιστική αξία ενός μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας μη χρηματοοικονομικής υποχρέωσης, των οποίων η απόκτηση ή πραγματοποίηση ήταν μια αντισταθμιζόμενη πολύ πιθανή προσδοκώμενη συναλλαγή.

24

H οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστά:

(α)

κέρδη ή ζημίες, σε αντισταθμίσεις εύλογης αξίας,

(i)

επί του μέσου αντιστάθμισης

και

(ii)

επί του αντισταθμιζόμενου στοιχείου που συνδέεται με τον αντισταθμιζόμενο κίνδυνο.

(β)

την αναποτελεσματικότητα που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα, η οποία οφείλεται σε αντισταθμίσεις ταμιακών ροών,

και

(γ)

την αναποτελεσματικότητα που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα, η οποία οφείλεται σε αντισταθμίσεις καθαρών επενδύσεων σε εκμεταλλεύσεις στο εξωτερικό.

Εύλογη αξία

25

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 29, για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων (βλ. παράγραφο 6), η οντότητα γνωστοποιεί την εύλογη αξία της εκάστοτε κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων κατά τρόπο που επιτρέπει τη σύγκριση με τη λογιστική αξία της.

26

Κατά την γνωστοποίηση εύλογων αξιών, η οντότητα ομαδοποιεί τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις σε κατηγορίες, τις οποίες συμψηφίζει μόνον στο μέτρο που οι λογιστικές τους αξίες συμψηφίζονται στον ισολογισμό.

27

H οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

τις μεθόδους και, όταν χρησιμοποιείται μια τεχνική αποτίμησης, τις παραδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των εύλογων αξιών για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων. Για παράδειγμα, κατά περίπτωση, η οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες σχετικά με τις παραδοχές που σχετίζονται με συντελεστές προπληρωμών, ποσοστά εκτιμώμενων ζημιών από επισφάλειες και επιτόκια ή προεξοφλητικά επιτόκια.

(β)

αν οι εύλογες αξίες προσδιορίζονται, εν όλω ή εν μέρει, απευθείας με αναφορά σε δημοσιευμένες τιμές συναλλαγής ενεργούς αγοράς ή αν εκτιμώνται με τη χρήση τεχνικής αποτίμησης (βλ. παραγράφους ΟΕ71-ΟΕ 79 του ΔΛΠ 39).

(γ)

αν οι εύλογες αξίες που αναγνωρίζονται ή γνωστοποιούνται στις οικονομικές καταστάσεις προσδιορίζονται εν όλω ή εν μέρει με τεχνική αποτίμησης βασιζόμενη σε παραδοχές που δεν υποστηρίζονται από τιμές παρατηρήσιμων συναλλαγών της αγοράς που αφορούν το ίδιο μέσο (δηλαδή χωρίς τροποποίηση ή ανασκευή του μέσου) χωρίς να λαμβάνονται υπόψη διαθέσιμα δεδομένα από παρατηρήσιμες αγορές. Αν η αντικατάσταση οποιασδήποτε τέτοιας παραδοχής με λογικά πιθανή εναλλακτική παραδοχή θα κατέληγε σε σημαντικά διαφορετική εύλογη αξία, η οντότητα θα δηλώνει το γεγονός αυτό καθώς και τον αντίκτυπο των μεταβολών αυτών. Για τον σκοπό αυτόν, η σημαντικότητα θα κρίνεται σε σχέση με τα αποτελέσματα και το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή, όταν οι μεταβολές στην εύλογη αξία αναγνωρίζονται στα ίδια κεφάλαια, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων.

(δ)

εάν ισχύει η περίπτωση (γ), το συνολικό ποσό της μεταβολής της εύλογης αξίας που εκτιμήθηκε με τη χρήση τεχνικής αποτίμησης που αναγνωρίσθηκε στα αποτελέσματα της περιόδου.

28

Αν η αγορά για ένα χρηματοοικονομικό μέσο δεν είναι ενεργός, η οικονομική οντότητα καθορίζει την εύλογη αξία χρησιμοποιώντας μία τεχνική αποτίμησης (βλ. παραγράφους ΟΕ74-ΟΕ79 του ΔΛΠ 39). Ωστόσο, η καλύτερη απόδειξη της εύλογης αξίας ενός χρηματοοικονομικού μέσου κατά την αρχική αναγνώριση είναι η τιμή συναλλαγής (ήτοι η εύλογη αξία του ανταλλάγματος που λήφθηκε ή καταβλήθηκε), εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στην παράγραφο ΟΕ76 του ΔΛΠ 39. Έπεται ότι ενδέχεται να υπάρχει διαφορά μεταξύ της εύλογης αξίας στην αρχική αναγνώριση και του ποσού που θα προσδιοριζόταν την ημερομηνία εκείνη με βάση την τεχνική αποτίμησης. Εάν υφίσταται τέτοια διαφορά, η οντότητα γνωστοποιεί, για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικού μέσου:

(α)

την λογιστική πολιτική που εφαρμόζει όσον αφορά την αναγνώριση της εν λόγω διαφοράς στα αποτελέσματα χρήσεως ώστε να αντικατοπτρίζεται μια μεταβολή στους παράγοντες (περιλαμβανομένου του χρόνου) που οι συμμετέχοντες στην αγορά θα λάμβαναν υπόψη για τον καθορισμό μιας τιμής (βλ. παράγραφο ΟΕ76 του ΔΛΠ 39).

και

(β)

την αθροιστική διαφορά που δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί στα αποτελέσματα στην αρχή και στο τέλος της περιόδου, καθώς και συμφωνία των μεταβολών στο υπόλοιπο της διαφοράς αυτής.

29

Δεν απαιτούνται γνωστοποιήσεις στην εύλογη αξία:

(α)

όταν η λογιστική αξία είναι ένας λογικός κατ' εκτίμηση υπολογισμός της εύλογης αξίας, για παράδειγμα, για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία όπως βραχυπρόθεσμες εμπορικές απαιτήσεις και πληρωτέοι λογαριασμοί,

(β)

για μια επένδυση σε συμμετοχικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχουν χρηματιστηριακές τιμές σε ενεργό αγορά, ή σε παράγωγα συνδεόμενα με τέτοιους συμμετοχικούς τίτλους, η οποία επιμετράται στο κόστος βάσει του ΔΛΠ 39 διότι η εύλογη αξία της δεν μπορεί να επιμετρηθεί με αξιοπιστία,

ή

(γ)

για μια σύμβαση που περιλαμβάνει ένα στοιχείο προαιρετικής συμμετοχής (όπως περιγράφεται στο ΔΠΧΠ 4), εάν η εύλογη αξία του στοιχείου αυτού δεν μπορεί να επιμετρηθεί με αξιοπιστία.

30

Στις περιπτώσεις που περιγράφονται στις παραγράφους 29 (β) και (γ), η οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες προκειμένου να βοηθήσει τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα ως προς την έκταση των δυνατών διαφορών μεταξύ της λογιστικής αξίας των υπόψη χρηματοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και της εύλογης αξίας τους, όπως:

(α)

το γεγονός ότι οι πληροφορίες για την εύλογη αξία δεν έχουν γνωστοποιηθεί για τα υπόψη μέσα εξαιτίας του ότι η εύλογη αξία τους δεν μπορεί να επιμετρηθεί με αξιοπιστία,

(β)

περιγραφή των χρηματοοικονομικών μέσων, τη λογιστική τους αξία και επεξήγηση του λόγου για τον οποίο η εύλογη αξία τους δεν μπορεί να επιμετρηθεί με αξιοπιστία,

(γ)

πληροφορίες σχετικά με την αγορά των υπόψη χρηματοοικονομικών μέσων,

(δ)

πληροφορίες ως προς το εάν και με ποιον τρόπο προτίθεται η οντότητα να διαθέσει τα χρηματοοικονομικά μέσα,

και

(ε)

σε περίπτωση διαγραφής χρηματοικονομικών μέσων των οποίων η εύλογη αξία δεν μπορούσε παλαιότερα να επιμετρηθεί με αξιοπιστία, το γεγονός αυτό, τη λογιστική τους αξία την εποχή της διαγραφής και το ποσό των αναγνωρισθέντων αποτελεσμάτων.

ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΈΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ

31

Η οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών της καταστάσεων να αξιολογήσουν τη φύση και την έκταση των κινδύνων που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά μέσα στα οποία είναι εκτεθειμένη η οντότητα την ημερομηνία αναφοράς.

32

Οι γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από τις παραγράφους 33-42 εστιάζονται στους κινδύνους που απορρέουν από χρηματοοικονομικά μέσα και τον τρόπο της διαχείρισής τους. Στους εν λόγω κινδύνους συγκαταλέγονται συνήθως ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος ρευστότητας και ο κίνδυνος αγοράς, χωρίς να αποκλείονται άλλοι κίνδυνοι.

Ποιοτικές γνωστοποιήσεις

33

Για κάθε είδος κινδύνου που απορρέει από χρηματοοικονομικά μέσα, η οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

την έκθεσή της σε κινδύνους και τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν,

(β)

τους στόχους, πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και τις μεθόδους επιμέτρησης του κινδύνου,

και

(γ)

οποιεσδήποτε αλλαγές στα στοιχεία (α) και (β) από την προηγούμενη περίοδο.

Ποσοτικές γνωστοποιήσεις

34

Για κάθε είδος κινδύνου που απορρέει από χρηματοοικονομικά μέσα, η οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

περιληπτικά ποσοτικά δεδομένα σχετικά με την έκθεσή της στον εκάστοτε κίνδυνο κατά την ημερομηνία αναφοράς. Η γνωστοποίηση αυτή βασίζεται σε πληροφορίες που παρέχονται εσωτερικά στα βασικά διοικητικά στελέχη της οικονομικής οντότητας (όπως ορίζεται στο ΔΛΠ 24 Γνωστοποιήσεις Συνδεδεμένων Μερών), για παράδειγμα, στο διοικητικό συμβούλιο ή τον ανώτερο εκτελεστικό διευθυντή της οικονομικής οντότητας.

(β)

τις πληροφορίες που απαιτούνται στις παραγράφους 36-42, στο μέτρο που δεν παρέχονται βάσει του σημείου (α) εκτός εάν ο κίνδυνος δεν είναι σημαντικός (βλ. παραγράφους 29-31 του ΔΛΠ 1 όπου αναπτύσσεται η έννοια της σπουδαιότητας).

(γ)

τις συγκεντρώσεις κινδύνου εάν δεν προκύπτουν σαφώς από τα στοιχεία που γνωστοποιούνται βάσει των σημείων (α) και (β).

35

Εάν τα ποσοτικά στοιχεία που γνωστοποιούνται ως έχουν κατά την ημερομηνία αναφοράς δεν είναι αντιπροσωπευτικά της έκθεσης της οντότητας σε κινδύνους κατά την περίοδο, η οντότητα παρέχει περαιτέρω πληροφορίες που είναι αντιπροσωπευτικές.

Πιστωτικός κίνδυνος

36

Για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικού μέσου, η οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

το αντιπροσωπευτικό μέγεθος της μέγιστης έκθεσής της σε πιστωτικό κίνδυνο κατά την ημερομηνία αναφοράς χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εξασφαλίσεις που έχει λάβει ή άλλες πιστωτικές αναβαθμίσεις (π.χ. συμφωνίες συμψηφισμού που δεν ικανοποιούν τα κριτήρια συμψηφισμού σύμφωνα με το ΔΛΠ 32),

(β)

όσον αφορά το γνωστοποιούμενο στο σημείο (α) ποσό, περιγραφή των εξασφαλίσεων που έχουν ληφθεί καθώς και άλλων πιστωτικών αναβαθμίσεων,

(γ)

πληροφορίες σχετικά με την πιστωτική ποιότητα των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που δεν είναι σε καθυστέρηση ή απομειωμένα,

και

(δ)

τη λογιστική αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που θα ήταν σε καθυστέρηση ή απομειωμένα και τα οποία έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης.

Χρηματοοικονομικά στοιχεία σε καθυστέρηση ή απομειωμένα

37

Για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικού μέσου, η οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

ανάλυση της ηλικίας των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που ήταν σε καθυστέρηση αλλά όχι απομειωμένα κατά την ημερομηνία αναφοράς,

(β)

ανάλυση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που προσδιορίζονται σε μεμονωμένη βάση ως απομειωμένα κατά την ημερομηνία αναφοράς, περιλαμβανομένων των παραγόντων τους οποίους η οντότητα έλαβε υπόψη για να τα χαρακτηρίσει απομειωμένα.,

και

(γ)

όσον αφορά τα ποσά που γνωστοποιούνται με βάση τα σημεία (α) και (β), περιγραφή των εξασφαλίσεων που έχει λάβει η οντότητα, καθώς και των άλλων πιστωτικών ενισχύσεων, με εκτίμηση της εύλογης αξίας τους, εκτός εάν αυτό δεν είναι εφικτό.

Ληφθείσες εξασφαλίσεις και άλλες πιστωτικές αναβαθμίσεις

38

Όταν στην οντότητα περιέρχονται κατά την περίοδο χρηματοοικονομικά ή μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία είτε με την απόκτηση της κυριότητας παρασχεθεισών εξασφαλίσεων είτε με την ενεργοποίηση άλλων πιστωτικών αναβαθμίσεων (π.χ. εγγυήσεις), και τα υπόψη περιουσιακά στοιχεία πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης άλλων προτύπων, η οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

τη φύση και τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων,

και

(β)

όταν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν είναι άμεσα μετατρέψιμα σε μετρητά, τις πολιτικές που ακολουθεί για τη διάθεση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων ή για τη χρησιμοποίησή τους στις δραστηριότητές της.

Κίνδυνος ρευστότητας

39

H οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

ανάλυση ληκτότητας χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που δείχνει τις συμβατικές οφειλές που απομένουν

και

(β)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται τον κίνδυνο ρευστότητας που ενέχει το σημείο (α).

Κίνδυνος αγοράς

Ανάλυση ευαισθησίας

40

Η οντότητα γνωστοποιεί τα κάτωθι, εκτός εάν συμμορφώνεται με την παράγραφο 41:

(α)

ανάλυση ευαισθησίας για κάθε είδος κινδύνου αγοράς στον οποίο είναι εκτεθειμένη κατά την ημερομηνία αναφοράς, που δείχνει τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια της οντότητας από λογικά πιθανές την ημερομηνία εκείνη μεταβολές της σχετικής μεταβλητής κινδύνου,

(β)

τις μεθόδους και παραδοχές που χρησίμευσαν για την κατάρτιση της ανάλυσης ευαισθησίας,

και

(γ)

τις μεταβολές, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, στις μεθόδους και τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και τους λόγους για τις μεταβολές αυτές.

41

Όταν η οντότητα καταρτίζει ανάλυση ευαισθησίας, όπως η δυνητική ζημία, που αντικατοπτρίζει τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ μεταβλητών κινδύνου (π.χ. επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες) και την χρησιμοποιεί για τη διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων, δύναται να χρησιμοποιεί την εν λόγω ανάλυση ευαισθησίας αντί για την ανάλυση που αναφέρεται στην παράγραφο 40. Η οντότητα γνωστοποιεί, επίσης:

(α)

επεξήγηση της μεθόδου που χρησιμοποίησε για την κατάρτιση της ανάλυσης ευαισθησίας, καθώς και των κυριότερων παραμέτρων και παραδοχών στα οποία βασίζονται τα παρεχόμενα δεδομένα,

και

(β)

επεξήγηση του στόχου της χρησιμοποιηθείσας μεθόδου και των τυχόν περιορισμών που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα να μην αντικατοπτρίζουν πλήρως οι πληροφορίες την εύλογη αξία των υπόψη περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.

Άλλες γνωστοποιήσεις κινδύνου αγοράς

42

Όταν οι γνωστοποιούμενες βάσει της παραγράφου 40 ή 41 αναλύσεις ευαισθησίας δεν είναι αντιπροσωπευτικές του κινδύνου που ενέχεται σε ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο (για παράδειγμα, λόγω του ότι η έκθεση στο τέλος του έτους δεν αντικατοπτρίζει την έκθεση καθ’όλη τη διάρκεια του έτους) η οντότητα γνωστοποιεί το γεγονός αυτό καθώς και τον λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι οι αναλύσεις ευαισθησίας δεν είναι αντιπροσωπευτικές.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΈΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

43

Η οντότητα θα εφαρμόσει το παρόν Δ.Π.Χ.Π. για ετήσιες περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2007 ή αργότερα. Ενθαρρύνεται η εφαρμογή νωρίτερα. Αν η οντότητα εφαρμόσει αυτό το Δ.Π.Χ.Π. για λογιστικές περιόδους που αρχίζουν πριν την 1η Ιανουαρίου 2007, το γεγονός αυτό γνωστοποιείται.

44

Αν η οντότητα εφαρμόσει αυτό το Δ.Π.Χ.Π. για λογιστικές περιόδους που αρχίζουν πριν την 1η Ιανουαρίου 2006, δεν απαιτείται η παροχή συγκριτικής πληροφόρησης για τις γνωστοποιήσεις που απαιτούν οι παράγραφοι 31-42 σχετικά με τη φύση και την έκταση των κινδύνων που απορρέουν από χρηματοοικονομικά μέσα.

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΛΠ 30

45

Το παρόν ΔΠΧΠ υπερισχύει του ΔΛΠ 30 Γνωστοποιήσεις στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών και των όμοιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Α

Καθορισμένοι όροι

Το παρόν παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ΔΠΧΠ.

πιστωτικός κίνδυνος

Ο κίνδυνος ένα από τα μέρη ενός χρηματοοικονομικού μέσου να προκαλέσει οικονομική ζημία στο άλλο μέρος αθετώντας μια υποχρέωσή του.

συναλλαγματι-κός κίνδυνος

Ο κίνδυνος η εύλογη αξία ή οι μελλοντικές ταμιακές ροές ενός χρηματοοικονομικού μέσου να παρουσιάσουν διακυμάνσεις εξαιτίας μεταβολών στις ισοτιμίες ξένου συναλλάγματος.

κίνδυνος επιτοκίου

Ο κίνδυνος η εύλογη αξία ή οι μελλοντικές ταμιακές ροές ενός χρηματοοικονομικού μέσου να παρουσιάσουν διακυμάνσεις εξαιτίας μεταβολών στα επιτόκια της αγοράς.

κίνδυνος ρευστότητας

Ο κίνδυνος να αντιμετωπίσει η οντότητα δυσκολίες στην εκπλήρωση υποχρεώσεων συνδεόμενων με χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις.

πληρωτέα δάνεια

Τα πληρωτέα δάνεια αποτελούν χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, διαφορετικές από τους βραχυπρόθεσμους εμπορικούς πληρωτέους λογαριασμούς υπό κανονικούς πιστωτικούς όρους.

κίνδυνος αγοράς

Ο κίνδυνος η εύλογη αξία ή οι μελλοντικές ταμιακές ροές ενός χρηματοοικονομικού μέσου να παρουσιάσουν διακυμάνσεις εξαιτίας μεταβολών στις τιμές της αγοράς. Ο κίνδυνος περιλαμβάνει τρία είδη κινδύνου: συναλλαγματικό κίνδυνο, κίνδυνο επιτοκίου και άλλοι κίνδυνοι τιμών.

άλλοι κίνδυνοι τιμών

Ο κίνδυνος η εύλογη αξία ή οι μελλοντικές ταμιακές ροές ενός χρηματοοικονομικού μέσου να παρουσιάσουν διακυμάνσεις εξαιτίας μεταβολών στις τιμές της αγοράς (διαφορετικών από εκείνες που συνδέονται με τον κίνδυνο επιτοκίου ή τον συναλλαγματικό κίνδυνο) ανεξάρτητα από το εάν οι μεταβολές αυτές οφείλονται σε παράγοντες που αφορούν ειδικά το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο ή τον εκδότη του, ή σε παράγοντες που αφορούν όλα τα παρεμφερή χρηματοοικονομικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην αγορά.

σε καθυστέρηση

Ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο είναι σε καθυστέρηση (ληξιπρόθεσμο) όταν ένας αντισυμβαλλόμενος δεν έχει πραγματοποιήσει μια πληρωμή κατά τον συμβατικά καθορισμένο χρόνο.

Οι όροι που ακολουθούν προσδιορίζονται στην παράγραφο 11 του ΔΛΠ 32 ή στην παράγραφο 9 του ΔΛΠ 39 και χρησιμοποιούνται στο παρόν ΔΠΧΠ με την έννοια που τους αποδίδεται στα εν λόγω διεθνή λογιστικά πρότυπα.

αποσβεσμένο κόστος ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή χρηματοοικονομικής υποχρέωσης

διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία,

διαγραφή/διακοπή/παύση της αναγνώρισης,

παράγωγο

μέθοδος του πραγματικού επιτοκίου

συμμετοχικός τίτλος

εύλογη αξία

χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο

χρηματοοικονομικό μέσο

χρηματοοικονομική υποχρέωση

χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή χρηματοοικονομική υποχρέωση στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων

χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή χρηματοοικονομική υποχρέωση που προορίζεται για εμπορική εκμετάλλευση

προσδοκώμενη συναλλαγή

μέσο αντιστάθμισης

επενδύσεις που διακρατούνται μέχρι τη λήξη

δάνεια και απαιτήσεις,

σύμβαση κανονικής παράδοσης

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Β

Οδηγίες Εφαρμογής

Το παρόν παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ΔΠΧΠ.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6)

B1

Η παράγραφος 6 απαιτεί από την οντότητα να ομαδοποιεί τα χρηματοοικονομικά μέσα σε κατηγορίες οι οποίες ανταποκρίνονται στη φύση των γνωστοποιούμενων πληροφοριών και λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά των υπόψη χρηματοοικονομικών μέσων. Οι κατηγορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6 προσδιορίζονται από την οντότητα και, ως εκ τούτου, είναι διακριτές από τις κατηγορίες χρηματοοικονομικών μέσων που αναφέρονται στο ΔΛΠ 39 (οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο επιμέτρησης των χρηματοοικονομικών μέσων και το που αναγνωρίζονται οι μεταβολές στην εύλογη αξία).

B2

Κατά τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοοικονομικών μέσων, η οντότητα, αν μη τι άλλο:

(α)

διακρίνει τα μέσα που επιμετρώνται στο αποσβεσμένο κόστος από εκείνα που επιμετρώνται στην εύλογη αξία.

(β)

αντιμετωπίζει ως χωριστή κατηγορία ή χωριστές κατηγορίες τα χρηματοοικονομικά μέσα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο του παρόντος ΔΠΧΠ.

B3

Η οντότητα αποφασίζει, με βάση την κατάστασή της, το επίπεδο λεπτομέρειας το οποίο παρέχει προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του παρόντος ΔΠΧΠ, την έμφαση που δίνει στις διάφορες πτυχές των απαιτήσεων και τον τρόπο με τον οποίο συναθροίζει τα πληροφοριακά στοιχεία προκειμένου να δώσει την γενικότερη εικόνα χωρίς να συνδυάζει πληροφορίες με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Είναι απαραίτητο να επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ υπερβολικής λεπτομέρειας στις οικονομικές καταστάσεις, που μπορεί να μην έχει καμμία χρησιμότητα για τους χρήστες και συγκάλυψης σημαντικών πληροφοριών ως αποτέλεσμα υπερβολικής συγκεντρωτικότητας των στοιχείων που παρουσιάζονται στις καταστάσεις. Για παράδειγμα, η οντότητα δεν πρέπει να καθιστά δυσδιάκριτες σημαντικές πληροφορίες συμπεριλαμβάνοντάς τες μέσα σε έναν μεγάλο αριθμό ασήμαντων λεπτομερειών. Παρομοίως, η οντότητα δεν πρέπει να γνωστοποιεί στοιχεία που συναθροισμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίστανται δυσδιάκριτες σημαντικές διαφορές μεταξύ μεμονωμένων συναλλαγών ή συνδεδεμένων κινδύνων.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων (παράγραφοι 10 και 11)

B4

Όταν η οντότητα προσδιορίζει μια χρηματοοικονομική υποχρέωση στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, η παράγραφος 10(α) απαιτεί από αυτήν να γνωστοποιήσει το ποσό της μεταβολής στην εύλογη αξία της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης που αποδίδεται σε μεταβολές του πιστωτικού κινδύνου της υπόψη υποχρέωσης. Η παράγραφος 10(α)(i) επιτρέπει στην οντότητα να προσδιορίσει το ποσό αυτό ως το ποσό της μεταβολής στην εύλογη αξία της υποχρέωσης που δεν μπορεί να αποδοθεί σε μεταβολές των συνθηκών της αγοράς που δημιουργούν κίνδυνο αγοράς. Αν οι μόνες σχετικές αλλαγές στις συνθήκες της αγοράς για μία υποχρέωση είναι οι μεταβολές σε ένα τρέχον επιτόκιο (αναφοράς), το ποσό αυτό μπορεί να υπολογιστεί ως εξής:

(α)

Αρχικά, η οικονομική οντότητα υπολογίζει τον εσωτερικό συντελεστή απόδοσης της υποχρέωσης στην αρχή της περιόδου χρησιμοποιώντας την τρέχουσα αγοραία τιμή της υποχρέωσης και τις συμβατικές ταμιακές ροές της υποχρέωσης στην αρχή της περιόδου. Αφαιρεί από αυτόν τον συντελεστή απόδοσης το τρέχον επιτόκιο (αναφοράς) στην αρχή της περιόδου, ώστε να καταλήξει στο συνθετικό στοιχείο του εσωτερικού συντελεστή απόδοσης που αφορά το συγκεκριμένο μέσο.

(β)

Στη συνέχεια, η οικονομική οντότητα υπολογίζει την παρούσα αξία των ταμιακών ροών που συνδέονται με την υποχρέωση, χρησιμοποιώντας τις συμβατικές ταμιακές ροές της υποχρέωσης στο τέλος της περιόδου και ένα προεξοφλητικό επιτόκιο ίσο προς το άθροισμα (i) του τρέχοντος επιτοκίου (αναφοράς) στο τέλος της περιόδου και (ii) του συνθετικού στοιχείου του εσωτερικού συντελεστή απόδοσης που αφορά το συγκεκριμένο μέσο, όπως προσδιορίστηκε στο σημείο (α).

(γ)

Η διαφορά ανάμεσα στην τρέχουσα αγοραία τιμή της υποχρέωσης κατά τη λήξη της περιόδου και το ποσό που προσδιορίστηκε στο σημείο (β) είναι η μεταβολή στην εύλογη αξία που δεν αποδίδεται σε μεταβολές του τρέχοντος επιτοκίου (αναφοράς). Αυτό είναι το ποσό που γνωστοποιείται.

Το προαναφερθέν παράδειγμα υποθέτει ότι οι μεταβολές στην εύλογη αξία που οφείλονται σε παράγοντες διαφορετικούς από τις αλλαγές του πιστωτικού κινδύνου του μέσου ή από τις μεταβολές των επιτοκίων, δεν είναι σημαντικές. Αν στο παράδειγμα αυτό, το μέσο εμπεριέχει ενσωματωμένο παράγωγο, η μεταβολή της εύλογης αξίας του ενσωματωμένου παραγώγου δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού που πρέπει να γνωστοποιηθεί βάσει της παραγράφου 10(α).

Λοιπές γνωστοποιήσεις — λογιστικές πολιτικές (παράγραφος 21)

B5

Η παράγραφος 21 απαιτεί να γνωστοποιείται η βάση (ή οι βάσεις) αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και οι λοιπές λογιστικές πολιτικές που χρησιμοποιήθηκαν και που είναι απαραίτητες για την κατανόηση των οικονομικών καταστάσεων. Όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά μέσα, η γνωστοποίηση δύναται να περιλαμβάνει:

(α)

για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων:

(i)

τη φύση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που η οικονομική οντότητα έχει προσδιορίσει στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων.

(ii)

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό τέτοιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων κατά την αρχική αναγνώριση,

και

(iii)

τον τρόπο με τον οποίο η οικονομική οντότητα ικανοποίησε τις προϋποθέσεις των παραγράφων 9, 11Α ή 12 του ΔΛΠ 39 για τον προσδιορισμό αυτόν. Για μέσα που προσδιορίστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (β)(i) του ορισμού του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων στο ΔΛΠ 39, η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αφηγηματική περιγραφή των συνθηκών που διέπουν την ανακολουθία στην επιμέτρηση ή την αναγνώριση που θα ανέκυπτε σε διαφορετική περίπτωση. Για τα μέσα που προσδιορίστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (β)(ii) του ορισμού του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων στο ΔΛΠ 39, η γνωστοποίηση αυτή περιέχει αφηγηματική περιγραφή που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο ο προσδιορισμός στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων συμφωνεί με την τεκμηριωμένη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων ή επενδύσεων της οικονομικής οντότητας.

(β)

τα κριτήρια προσδιορισμού χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ως διαθέσιμων προς πώληση.

(γ)

αν οι συμβάσεις κανονικής παράδοσης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων καταχωρούνται λογιστικά την ημερομηνία συναλλαγής ή την ημερομηνία διακανονισμού (βλ. παράγραφο 38 του ΔΛΠ 39).

(δ)

όταν χρησιμοποιείται λογαριασμός πρόβλεψης προκειμένου να μειωθεί η λογιστική αξία χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων απομειωμένων εξαιτίας πιστωτικών ζημιών:

(i)

τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται πότε ελαττώνεται απευθείας η λογιστική αξία απομειωμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (ή, αυξάνεται απευθείας σε περίπτωση αναστροφής μιας απομείωσης) και πότε χρησιμοποιείται ο λογαριασμός πρόβλεψης,

και

(ii)

τα κριτήρια μηδενισμού ποσών που χρεώνονται στον λογαριασμό πρόβλεψης έναντι της λογιστικής αξίας απομειωμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (βλ. παράγραφο 16),

(ε)

τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζονται τα καθαρά αποτελέσματα για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικού μέσου (βλ. παράγραφο 20(α)), για παράδειγμα, αν τα καθαρά αποτελέσματα για στοιχεία επιμετρημένα στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων περιλαμβάνουν έσοδα από τόκους ή μερίσματα,

(στ)

τα κριτήρια με βάση τα οποία η οντότητα προσδιορίζει ότι αποδεικνύεται αντικειμενικά η ύπαρξη ζημίας εξαιτίας απομείωσης (βλ. παράγραφο 20 (ε).

(ζ)

όταν οι όροι χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που διαφορετικά θα ήταν σε καθυστέρηση ή απομειωμένα έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης, τη λογιστική πολιτική που εφαρμόζετι για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία τα οποία υπόκεινται σε επαναδιαπραγματευθέντες όρους (βλ. παρ. 36(δ)).

Η παράγραφος 113 του ΔΛΠ 1 απαιτεί επίσης από τις οντότητες να γνωστοποιούν στην περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών ή άλλες σημειώσεις, τις κρίσεις της διοίκησης κατά τη διαδικασία της εφαρμογής των λογιστικών πολιτικών της οντότητας που έχουν την σημαντικότερη επίδραση στα ποσά που αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις, εκτός εκείνων που αφορούν σε εκτιμήσεις.

ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΈΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 31-42)

B6

Οι γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από τις παραγράφους 31-42 είτε παρέχονται στις οικονομικές καταστάσεις είτε ενσωματώνονται με παραπομπές από τις οικονομικές καταστάσεις σε κάποιο άλλο έγγραφο, όπως ένα διαχειριστικό σχόλιο ή μια έκθεση επί των κινδύνων που διατίθεται στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων υπό τους ίδιους όρους με τις οικονομικές καταστάσεις και κατά τον ίδιο χρόνο. Χωρίς τις πληροφορίες ενσωματωμένες με παραπομπές, οι οικονομικές καταστάσεις δεν είναι πλήρεις.

Ποσοτικές γνωστοποιήσεις (παράγραφος 34)

B7

Η παράγραφος 34(α) απαιτεί τη γνωστοποίηση περιληπτικών ποσοτικών δεδομένων σχετικά με την έκθεση της οικονομικής οντότητας σε κινδύνους βάσει των πληροφοριών που παρέχονται εσωτερικά στα βασικά διοικητικά στελέχη της. Όταν η οντότητα χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους για τη διαχείριση μιας έκθεσης σε κίνδυνο, η οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ή τις μεθόδους που παρέχουν τις πλέον σχετικές και πλέον αξιόπιστες πληροφορίες. Το ΔΛΠ 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη αναπτύσσει τις έννοιες της σχετικότητας και της αξιοπιστίας.

B8

Η παράγραφος 34 (γ) απαιτεί γνωστοποιήσεις σχετικά με τις συγκεντρώσεις κινδύνου. Οι συγκεντρώσεις κινδύνου προκύπτουν από χρηματοοικονομικά μέσα που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά και επηρεάζονται κατά παρόμοιο τρόπο από μεταβολές στις οικονομικές και λοιπές συνθήκες. Ο εντοπισμός των συγκεντρώσεων κινδύνου είναι θέμα κρίσεως, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της οντότητας. Η γνωστοποίηση των συγκεντρώσεων κινδύνου περιλαμβάνει:

(α)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η διεύθυνση της επιχείρησης προσδιορίζει τις συγκεντρώσεις,

(β)

περιγραφή του κοινού στοιχείου που χαρακτηρίζει τις συγκεντρώσεις κινδύνου (π.χ. αντισυμβαλλόμενος, γεωγραφική περιοχή, νόμισμα ή αγορά),

και

(γ)

το ύψος της έκθεσης σε κίνδυνο που συνδέεται με όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα που έχουν το ίδιο κοινό χαρακτηριστικό.

Μέγιστη έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο (παράγραφος 36(α))

B9

Η παράγραφος 36(α) απαιτεί τη γνωστοποίηση του ποσού που αντιπροσωπεύει την μέγιστη έκθεση της οντότητας σε πιστωτικό κίνδυνο. Για ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, αυτό είναι κατά κανόνα η ακαθάριστη λογιστική αξία, που δεν περιλαμβάνει:

(α)

τα ποσά που συμψηφίζονται σύμφωνα με το ΔΛΠ 32,

και

(β)

ζημίες απομείωσης αναγνωριζόμενες σύμφωνα με το ΔΛΠ 39.

B10

Οι δραστηριότητες που δημιουργούν πιστωτικό κίνδυνο και τη σχετική μέγιστη έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο περιλαμβάνουν τα κάτωθι, χωρίς να περιορίζονται σε αυτά:

(α)

χορήγηση δανείων και απαιτήσεων σε πελάτες και οι καταθέσεις σε άλλες οντότητες. Στις περιπτώσεις αυτές, η μέγιστη έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο ισούται με τη λογιστική αξία των σχετικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

(β)

σύναψη συμβάσεων παραγώγων, π.χ. συμβάσεις ξένου συναλλάγματος, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίου και πιστωτικά παράγωγα. Όταν το προκύπτον περιουσιακό στοιχείο επιμετράται στην εύλογη αξία του, η μέγιστη έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο την ημερομηνία αναφοράς ισούται με την λογιστική αξία.

(γ)

παροχή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων. Στη περίπτωση αυτή, η μέγιστη έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο ισούται με το μέγιστο ποσό το οποίο θα πρέπει να καταβάλει η οντότητα εάν καταπέσει η εγγύηση, ποσό το οποίο μπορεί να είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το ποσό που αναγνωρίζεται ως υποχρέωση.

(δ)

η ανάληψη δανειακής δέσμευσης η οποία είναι αμετάκλητη για τη διάρκεια της διευκόλυνσης ή μπορεί να ανακληθεί μόνον μετά από ουσιαστική αρνητικής φύσεως μεταβολή. Εάν ο εκδότης δεν μπορεί να προβεί σε διακανονισμό της καθαρής δανειακής δέσμευσης σε μετρητά ή άλλο χρηματοοικονομικό μέσο, η μέγιστη πιστωτική έκθεση ισούται με ολόκληρο το ποσό της δέσμευσης. Αυτό οφείλεται στο ότι είναι αβέβαιο κατά πόσο το μέρος της δανειακής δέσμευσης που δεν χρησιμοποιήθηκε μέχρι τούδε, θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Το σχετικό ποσό μπορεί να είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το ποσό που αναγνωρίζεται ως υποχρέωση.

Ανάλυση συμβατικής ληκτότητας (παράγραφος 39 (α))

B11

Κατά την ανάλυση συμβατικής ληκτότητας για χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις η οποία απαιτείται από την παράγραφο 39(α), μια οντότητα βασίζεται στην κρίση της προκειμένου να προσδιορίσει τον κατάλληλο αριθμό χρονικών περιόδων. Για παράδειγμα, η οντότητα δύναται να ορίσει ότι κατάλληλες είναι οι κάτωθι χρονικές περίοδοι:

(α)

το αργότερο εντός ενός μηνός,

(β)

μετά από ένα μήνα και το αργότερο εντός τριών μηνών,

(γ)

μετά από τρεις μήνες και το αργότερο εντός ενός έτους,

και

(δ)

μετά από ένα έτος και το αργότερο εντός πέντε ετών.

B12

Όταν ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να επιλέξει πότε θα πληρωθεί ένα ποσό, η υποχρέωση λαμβάνεται υπόψη βάσει της νωρίτερης ημερομηνίας κατά την οποία μπορεί να απαιτηθεί πληρωμή από την οντότητα. Για παράδειγμα, οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τις οποίες η οντότητα καλείται να εξοφλήσει κατόπιν αιτήσεως (π.χ. καταθέσεις όψεως) περιλαμβάνονται στην νωρίτερη χρονική περίοδο.

B13

Όταν η οντότητα έχει δεσμευθεί να ελευθερώσει ορισμένα ποσά σε δόσεις, κάθε δόση αφορά στην νωρίτερη περίοδο κατά την οποία η οντότητα είναι υποχρεωμένη να πληρώσει. Για παράδειγμα, μια μη χρησιμοποιηθείσα δανειακή δέσμευση περιλαμβάνεται στην χρονική περίοδο στην οποία ανήκει η νωρίτερη ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

B14

Τα γνωστοποιούμενα στην ανάλυση ληκτότητας ποσά είναι οι συμβατικές απροεξόφλητες ταμιακές ροές, όπως:

(α)

ακαθάριστες υποχρεώσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης (πριν την αφαίρεση των χρηματοδοτικών επιβαρύνσεων),

(β)

τιμές αναφερόμενες σε προθεσμιακές συμφωνίες αγοράς χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων έναντι μετρητών,

(γ)

καθαρά ποσά συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίου κυμαινόμενο-πληρωμής/σταθερό-είσπραξης για τα οποία ανταλλάσσονται καθαρές ταμιακές ροές,

(δ)

συμβατικά ποσά προς ανταλλαγή στο πλαίσιο παράγωγου χρηματοοικονομικού μέσου (π.χ. ανταλλαγή συναλλάγματος) όπου ανταλλάσσονται ακαθάριστες ταμιακές ροές,

και

(ε)

ακαθάριστες δανειακές δεσμεύσεις.

Τέτοιες απροεξόφλητες ταμιακές ροές διαφέρουν από το ποσό που περιλαμβάνεται στον ισολογισμό διότι το ποσό στον ισολογισμό βασίζεται σε προεξοφλημένες ταμιακές ροές.

B15

Κατά περίπτωση, η οντότητα γνωστοποιεί χωριστά την ανάλυση των παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων από την ανάλυση των μη παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων στην ανάλυση συμβατικής ληκτότητας για χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που απαιτείται βάσει της παραγράφου 39(α). Για παράδειγμα, είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση μεταξύ ταμιακών ροών από παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα και μη παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα όταν οι προερχόμενες από παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα ταμιακές ροές διακανονίζονται σε ακαθάριστη βάση. Τούτο, διότι οι ακαθάριστες ταμιακές εκροές ενδέχεται να συνοδεύονται από σχετικές εισροές.

B16

Όταν το πληρωτέο ποσό δεν έχει καθοριστεί, το γνωστοποιούμενο ποσό προσδιορίζεται βάσει των όρων που ισχύουν κατά την ημερομηνία αναφοράς. Για παράδειγμα, όταν το πληρωτέο ποσό ακολουθεί τις μεταβολές ενός δείκτη, το γνωστοποιούμενο ποσό δύναται να βασίζεται στο επίπεδο στο οποίο βρίσκεται ο δείκτης κατά την ημερομηνία αναφοράς.

Κίνδυνος αγοράς — ανάλυση ευαισθησίας (παράγραφοι 40 και 41)

B17

Η παράγραφος 40(α) απαιτεί την πραγματοποίηση ανάλυσης ευαισθησίας για κάθε είδος κινδύνου αγοράς στο οποίο εκτίθεται η οντότητα. Σύμφωνα με την παράγραφο Β3 η οντότητα αποφασίζει με ποιο τρόπο θα συναθροίσει τα στοιχεία προκειμένου να σχηματίσει μια γενική εικόνα χωρίς να συνδυάσει πληροφορίες με διαφορετικά χαρακτηριστικά σχετικά με την έκθεση σε κινδύνους από οικονομικά περιβάλλοντα που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Για παράδειγμα:

(α)

η οντότητα η οποία ασχολείται με τη διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικών μέσων δύναται να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες αυτές χωριστά για χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται για εμπορική εκμετάλλευση και για μέσα που δεν προορίζονται για εμπορική εκμετάλλευση.

(β)

η οντότητα δεν συναθροίζει την έκθεσή της σε κινδύνους αγοράς από περιοχές με υπερπληθωρισμό με την έκθεσή της στους ίδιους κινδύνους αγοράς από περιοχές με πολύ χαμηλό πληθωρισμό.

Όταν μια οντότητα εκτίθεται σε ένα μόνον είδος κινδύνου αγοράς σε ένα και μόνον οικονομικό περιβάλλον, δεν εμφανίζει αναλυτικά στοιχεία.

B18

Η παράγραφος 40(α) απαιτεί, η ανάλυση ευαισθησίας να δείχνει τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα και στα ίδια κεφάλαια από λογικά πιθανές την ημερομηνία εκείνη μεταβολές της σχετικής μεταβλητής κινδύνου (π.χ. επικρατούντα επιτόκια αγοράς, συναλλαγματικές ισοτιμίες, τιμές μετοχών ή τιμές βασικών εμπορευμάτων). Προς τούτο:

(α)

οι οντότητες δεν απαιτείται να προσδιορίσουν ποια θα ήταν τα αποτελέσματα για την περίοδο αν οι σχετικές μεταβλητές κινδύνου ήταν διαφορετικές. Αντ’ αυτού, οι οντότητες γνωστοποιούν τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια κατά την ημερομηνία του ισολογισμού με την παραδοχή ότι την ημερομηνία εκείνη είχε επέλθει μια λογικά πιθανή μεταβολή στη σχετική μεταβλητή κινδύνου η οποία είχε εφαρμοσθεί στα υφιστάμενα την ημερομηνία εκείνη ανοίγματα κινδύνου. Για παράδειγμα, όταν μια οντότητα έχει μια υποχρέωση κυμαινόμενου επιτοκίου στα τέλη του έτους, τότε γνωστοποιεί τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα (π.χ. δαπάνες για τόκους) για το τρέχον έτος εφόσον τα επιτόκια είχαν παρουσιάσει λογικά πιθανές μεταβολές.

(β)

οι οντότητες δεν είναι υποχρεωμένες να γνωστοποιούν τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα και στα ίδια κεφάλαια για κάθε μεταβολή που εμπίπτει σε ένα φάσμα λογικά πιθανών μεταβολών της σχετικής μεταβλητής κινδύνου. Αρκεί η γνωστοποίηση των επιπτώσεων των μεταβολών στα άκρα του λογικά πιθανού φάσματος μεταβολών.

B19

Προκειμένου να προσδιορίσει τι αποτελεί μια λογικά πιθανή μεταβολή στη σχετική μεταβλητή κινδύνου, η οντότητα λαμβάνει υπόψη:

(α)

τα οικονομικά περιβάλλοντα εντός των οποίων λειτουργεί. Μια λογικά πιθανή μεταβολή δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη σπάνιες περιπτώσεις ή την «χειρότερη περίπτωση» ή ακόμη «προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων». Επιπλέον, εάν ο ρυθμός μεταβολής της υποκείμενης μεταβλητής κινδύνου είναι σταθερός, η οντότητα δεν πρέπει να αλλάξει την επιλεγείσα λογικά πιθανή μεταβολή της μεταβλητής κινδύνου. Για παράδειγμα, ας υποτεθεί ότι τα επιτόκια ανέρχονται σε 5 % και η οντότητα προσδιορίζει ότι η διακύμανση των επιτοκίων κατά ±50 μονάδες βάσης είναι λογικά πιθανή. Στην περίπτωση αυτή γνωστοποιεί τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια όταν τα επιτόκια φθάσουν το 4,5 % ή το 5,5 %. Την επόμενη περίοδο, τα επιτόκια αυξάνονται σε 5,5 %. Η οντότητα συνεχίζει να πιστεύει ότι η διακύμανση των επιτοκίων θα διατηρηθεί στις ±50 μονάδες βάσης (δηλαδή ότι ο ρυθμός μεταβολής των επιτοκίων είναι σταθερός). Η οντότητα γνωστοποιεί τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια όταν τα επιτόκια φθάσουν το 5 % ή το 6 %. Η οντότητα δεν είναι υποχρεωμένη να αναθεωρήσει την αξιολόγησή της ότι τα επιτόκια ενδέχεται να κυμανθούν λογικά κατά ±50 μονάδες βάσης, εκτός εάν υπάρχουν αποδείξεις σημαντικά αυξημένης αστάθειας των επιτοκίων.

(β)

τον χρονικό ορίζοντα στον οποίο βασίζει την αξιολόγησή της. Η ανάλυση ευαισθησίας δείχνει τα αποτελέσματα των μεταβολών που θεωρούνται λογικά πιθανές για τη διάρκεια της περιόδου έως ότου η οντότητα προβεί στις επόμενες γνωστοποιήσεις, όπερ συνήθως είναι η επόμενη ετήσια περίοδος αναφοράς.

B20

Η παράγραφος 41 επιτρέπει σε μια οντότητα να χρησιμοποιεί ανάλυση ευαισθησίας που αντικατοπτρίζει τις αλληλεξαρτήσεις που υφίστανται μεταξύ των μεταβλητών κινδύνου, όπως μια μέθοδος δυνητικής ζημίας, εάν χρησιμοποιεί την εν λόγω ανάλυση προκειμένου να διαχειριστεί την έκθεσή της σε χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Αυτό ισχύει ακόμη και εάν η μέθοδος μετρά μόνον το ενδεχόμενο ζημίας χωρίς να μετρά το ενδεχόμενο κέρδους. Μια τέτοια οντότητα μπορεί να συμμορφωθεί με την παράγραφο 41(α) γνωστοποιώντας το είδος υποδείγματος δυνητικής ζημίας που εφάρμοσε (π.χ. αν το υπόδειγμα βασίζεται σε προσομοιώσεις Monte Carlo), επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το υπόδειγμα και τις κυριότερες παραδοχές (π.χ. την περίοδο κατοχής και το επίπεδο εμπιστοσύνης). Οι οντότητες μπορούν επίσης να γνωστοποιήσουν την ιστορική περίοδο παρατήρησης και τους σταθμικούς συντελεστές που εφαρμόσθηκαν στις παρατηρήσεις της περιόδου εκείνης, επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο λήφθηκαν υπόψη οι εναλλακτικές δυνατότητες στους υπολογισμούς, καθώς και ποιες μεταβλητότητες και συσχετισμοί (ή εναλλακτικά, προσομοιώσεις κατανομής πιθανοτήτων Monte Carlo) χρησιμοποιήθηκαν.

B21

Η οντότητα παρέχει αναλύσεις ευαισθησίας για το σύνολο των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων δύναται, όμως, να παράσχει διαφορετικά είδη ανάλυσης ευαισθησίας για τις διάφορες κατηγορίες χρηματοοικονομικών μέσων.

Κίνδυνος επιτοκίου

B22

Κίνδυνος επιτοκίου προκύπτει σε τοκοφόρα χρηματοοικονομικά μέσα αναγνωρισμένα στον ισολογισμό (π.χ. δάνεια και απαιτήσεις, εκδοθέντες χρεωστικοί τίτλοι) και σε ορισμένα χρηματοοικονομικά μέσα που δεν αναγνωρίζονται σε αυτόν (π.χ. ορισμένες δανειακές δεσμεύσεις).

Συναλλαγματικός κίνδυνος

B23

Συναλλαγματικός κίνδυνος (ή κίνδυνος ξένου συναλλάγματος) προκύπτει σε χρηματοοικονομικά μέσα εκφραζόμενα σε ξένο νόμισμα, δηλαδή σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα λειτουργίας στο οποίο επιμετρώνται. Για τους σκοπούς του παρόντος ΔΠΧΠ, ο συναλλαγματικός κίνδυνος δεν προκύπτει από χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία δεν αποτελούν χρηματικά στοιχεία ή από χρηματοοικονομικά μέσα εκφρασμένα στο νόμισμα λειτουργίας.

B24

Ανάλυση ευαισθησίας γνωστοποιείται για κάθε νόμισμα στο οποίο η οντότητα έχει σημαντική έκθεση.

Άλλοι κίνδυνοι τιμών

B25

Άλλοι κίνδυνοι τιμών προκύπτουν σε χρηματοοικονομικά μέσα εξαιτίας μεταβολών, για παράδειγμα, στις τιμές βασικών εμπορευμάτων ή συμμετοχικών τίτλων. Προκειμένου να συμμορφωθεί με την παράγραφο 40, η οντότητα μπορεί να γνωστοποιήσει τις επιπτώσεις της μείωσης ενός συγκεκριμένου χρηματιστηριακού δείκτη, της τιμής ενός βασικού εμπορεύματος ή άλλης μεταβλητής κινδύνου. Για παράδειγμα, εάν η οντότητα παρέχει εγγυήσεις υπολειμματικής αξίας υπό μορφή χρηματοοικονομικών μέσων, γνωστοποιεί την αύξηση ή μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τα οποία αφορά η εγγύηση.

B26

Δύο παραδείγματα χρηματοοικονομικών μέσων που δημιουργούν κίνδυνο τιμών συμμετοχικών τίτλων είναι η κατοχή μετοχών άλλης οντότητας και η επένδυση σε καταπίστευμα που, επίσης, έχει επενδύσει σε συμμετοχικούς τίτλους. Άλλα παραδείγματα είναι οι προθεσμιακές συμβάσεις και δικαιώματα προαίρεσης αγοραπωλησίας συγκεκριμένων ποσοτήτων ενός συμμετοχικού τίτλου και οι συμβάσεις ανταλλαγής που συνδέονται με δείκτη μετοχών. Οι εύλογες αξίες τέτοιων χρηματοικονομικών μέσων επηρεάζονται από μεταβολές της αγοραίας τιμής των υποκείμενων συμμετοχικών τίτλων.

B27

Σύμφωνα με την παράγραφο 40(α), η ευαισθησία των αποτελεσμάτων (που οφείλεται, για παράδειγμα, σε μέσα που κατατάσσονται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων και στην απομείωση της αξίας διαθέσιμων προς πώληση περιουσιακών στοιχείων) γνωστοποιείται χωριστά από την ευαισθησία των ιδίων κεφαλαίων (που οφείλεται, για παράδειγμα, σε μέσα που κατατάσσονται ως διαθέσιμα προς πώληση).

B28

Χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία κατατάσσονται από την οντότητα ως συμμετοχικοί τίτλοι, δεν επιμετρώνται εκ νέου. Ούτε τα αποτελέσματα ούτε τα ίδια κεφάλαια επηρεάζονται από τον κίνδυνο τιμής των συμμετοχικών τίτλων των υπόψη μέσων. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται ανάλυση ευαισθησίας.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Γ

Τροποποιήσεις σε άλλα ΔΠΧΠ

Οι τροποποιήσεις του παρόντος προσαρτήματος εφαρμόζονται για ετήσιες περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2007 ή αργότερα. Εάν η οντότητα εφαρμόσει το ΔΠΧΠ για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις του παρόντος Προσαρτήματος θα εφαρμοστούν για εκείνη την προγενέστερη περίοδο. Στις τροποποιηθείσες παραγράφους, το νέο κείμενο υπογραμμίζεται και το αφαιρούμενο κείμενο διαγράφεται.

C1

Στα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, περιλαμβανομένων των Διεθνών Λογιστικών 'Προτύπων και Διερμηνειών, οι αναφορές στο ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά μέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση αντικαθίστανται με αναφορές στο ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά μέσα: Παρουσίαση, εκτός εάν αναφέρεται κάτι άλλο κατωτέρω.

C2

Το ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση (όπως αναθεωρήθηκε το 2003) τροποποιείται ως εξής:

Ο τίτλος τροποποιείται σε «ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Παρουσίαση».

Η παράγραφος 1 διαγράφεται και οι παράγραφοι 2-4(α) τροποποιούνται ως εξής:

2

Σκοπός του παρόντος Προτύπου είναι η θέσπιση αρχών για την παρουσίαση των χρηματοοικονομικών μέσων ως υποχρεώσεις ή ίδια κεφάλαια και για τον συμψηφισμό χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων. Αφορά την κατάταξη των χρηματοοικονομικών μέσων από την προοπτική του εκδότη, ως χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις και συμμετοχικούς τίτλους και την κατάταξη των σχετικών τόκων, μερισμάτων, ζημιών και κερδών, καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις πρέπει να συμψηφίζονται.

3

Οι αρχές του παρόντος Προτύπου συμπληρώνουν τις αρχές για την αναγνώριση και επιμέτρηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση, και για την γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με αυτά, του ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις.

Πεδίο εφαρμογής

4

Το παρόν Πρότυπο θα εφαρμόζεται από όλες τις οντότητες και για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα εκτός από:

(α)

εκείνες τις συμμετοχές σε θυγατρικές, συγγενείς εταιρίες και κοινοπραξίες που αντιμετωπίζονται λογιστικά σύμφωνα με το ΔΛΠ 27 Ενοποιημένες και Ιδιαίτερες Οικονομικές Καταστάσεις, το ΔΛΠ 28 Επενδύσεις σε Συγγενείς Επιχειρήσεις ή το ΔΛΠ 31 Συμμετοχές σε Κοινοπραξίες. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις, το ΔΛΠ 27, το ΔΛΠ 28 ή το ΔΛΠ 31 επιτρέπουν σε μια οντότητα να αντιμετωπίζει λογιστικά μια συμμετοχή σε θυγατρική, συγγενή εταιρεία ή σε κοινοπραξία βάσει του ΔΛΠ 39. Στις περιπτώσεις αυτές οι οντότητες εφαρμόζουν τις απαιτήσεις γνωστοποίησης του ΔΛΠ 27, του ΔΛΠ 28 ή του ΔΛΠ 31, επιπλέον εκείνων του παρόντος ΔΠΧΠ. Οι οντότητες θα εφαρμόσουν επίσης το παρόν Πρότυπο σε όλα τα παράγωγα που συνδέονται με συμμετοχές σε θυγατρικές, συγγενείς εταιρείες ή κοινοπραξίες.

Οι παράγραφοι 5 και 7 διαγράφονται.

Η δεύτερη πρόταση της παραγράφου 40 τροποποιείται ως εξής:

40

Επιπροσθέτως των απαιτήσεων του παρόντος Προτύπου, η γνωστοποίηση των τόκων και των μερισμάτων υπόκειται στις απαιτήσεις του ΔΛΠ 1 και του ΔΠΧΠ 7.

Η τελευταία πρόταση της παραγράφου 47 τροποποιείται ως εξής:

47

Όταν η οντότητα έχει δικαίωμα συμψηφισμού αλλά δεν προτίθεται να το ασκήσει ή να ρευστοποιήσει το περιουσιακό στοιχείο εξοφλώντας συγχρόνως την υποχρέωση, τότε η επίδραση του δικαιώματος στην έκθεση της οντότητας στον πιστωτικό κίνδυνο γνωστοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 36 του ΔΠΧΠ 7.

Η τελευταία πρόταση της παραγράφου 50 τροποποιείται ως εξής:

50

Όταν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που υπόκεινται σε μία κύρια συμφωνία συμψηφισμού, δεν συμψηφίζονται, η επίδραση της συμφωνίας στην έκθεση της οντότητας στον πιστωτικό κίνδυνο γνωστοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 36 του ΔΠΧΠ 7.

Οι παράγραφοι 51-95 διαγράφονται.

H παράγραφος 98 λαμβάνει την εξής υποσημείωση:

 

Τον Αύγουστο του 2005 το IASB μετέφερε όλες τις γνωστοποιήσεις που αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα στο ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις.

Στο Προσάρτημα (Οδηγίες Εφαρμογής), οι παράγραφοι ΟΕ24 και ΟΕ40 καθώς και τελευταία πρόταση της παραγράφου ΟΕ39 διαγράφονται.

C3

Το ΔΛΠ 1 Παρουσίαση Οικονομικών Καταστάσεων τροποποιείται ως εξής:

Η παράγραφος 4 διαγράφεται.

Στην παράγραφο 56, η φράση «ΔΛΠ 32» αντικαθίσταται με την φράση «ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις» ενώ στις παραγράφους 105(δ)(ii) και 124, η φράση «ΔΛΠ 32» αντικαθίσταται με την φράση «ΔΠΧΠ 7».

Η τελευταία πρόταση της παραγράφου 71(β) τροποποιείται ως εξής:

71(β)

Για παράδειγμα, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δύναται να τροποποιήσει τις προαναφερόμενες περιγραφές ώστε να παρέχει πληροφορίες σχετικές προς τις δραστηριότητες ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

Η τέταρτη πρόταση της παραγράφου 84 τροποποιείται ως εξής:

84

… Για παράδειγμα, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δύναται να τροποποιήσει τις προαναφερόμενες περιγραφές ώστε να παρέχει πληροφορίες σχετικές προς τις δραστηριότητες ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

C4

Το ΔΛΠ 14 Πληροφόρηση κατά τομέα τροποποιείται ως εξής:

Στις παραγράφους 27(α) και (β), 31, 32, 46 και 74, η φράση «Διοικητικό Συμβούλιο και τον ανώτερο εκτελεστικό διευθυντή» αντικαθίσταται με τη φράση «βασικά διοικητικά στελέχη».

Στις παραγράφους 27(β), 30 και 32 η φράση «η διοίκηση και οι διευθυντές» αντικαθίσταται με τη φράση «βασικά διοικητικά στελέχη».

Η πρώτη πρόταση της παραγράφου 27 τροποποιείται ως εξής:

27

Η εσωτερική οργανωτική και διοικητική δομή μιας επιχείρησης, καθώς και το σύστημα της εσωτερικής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης προς τα βασικά διοικητικά στελέχη (για παράδειγμα το Διοικητικό Συμβούλιο και τον ανώτερο εκτελεστικό διευθυντή πρέπει κανονικά να αποτελεί τη βάση για τον εντοπισμό της επικρατούσας πηγής και φύσης των κινδύνων και των διαφορετικών ποσοστών απόδοσης, που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και, συνεπώς, για τον προσδιορισμό του πρωτεύοντα και του δευτερεύοντα τύπου πληροφόρησης, εκτός από τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους (α) και (β) κατωτέρω: …

Η τρίτη πρόταση της παραγράφου 28 τροποποιείται ως εξής:

28

… Συνεπώς, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, μία επιχείρηση θα παρουσιάζει με τις οικονομικές καταστάσεις της τις κατά τομέα πληροφορίες με τον ίδιο τρόπο, όπως τις παρουσιάζει εσωτερικά προς τα βασικά διοικητικά στελέχη. …

Η πρώτη πρόταση της παραγράφου 33 τροποποιείται ως εξής:

33

Σύμφωνα με αυτό το Πρότυπο, οι περισσότερες επιχειρήσεις θα προσδιορίσουν τους επιχειρηματικούς και γεωγραφικούς τομείς τους ως οργανωτικές μονάδες, για τις οποίες παρουσιάζεται πληροφόρηση προς τα βασικά διοικητικά στελέχη ή στο ανώτατο επίπεδο λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων, που σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είναι μια ομάδα ατόμων, για το σκοπό της εκτίμησης της παρελθούσας απόδοσης κάθε μονάδας και για τη λήψη αποφάσεων για μελλοντικές κατανομές πόρων. …

C5

Στην παράγραφο 31 του ΔΛΠ 17 Μισθώσεις, η φράση «ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση» αντικαθίσταται από την φράση «ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις», ενώ στις παραγράφους 35, 47 και 56, η φράση «ΔΛΠ 32» αντικαθίσταται από τη φράση «ΔΠΧΠ 7».

C6

Στην παράγραφο 72 του ΔΛΠ 33 Κέρδη κατά μετοχή, η φράση «ΔΛΠ 32» αντικαθίσταται από τη φράση «ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις».

C7

Το ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση (όπως αναθεωρήθηκε τον Απρίλιο του 2005) τροποποιείται ως εξής:

H παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

1

Ο σκοπός του παρόντος Προτύπου είναι να καθιερώσει αρχές για την αναγνώριση και την επιμέτρηση χρηματοοικονομικών μέσων, χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων και κάποιων συμβολαίων αγοράς ή πώλησης μη χρηματοοικονομικών στοιχείων. Οι απαιτήσεις παρουσίασης και γνωστοποίησης για χρηματοοικονομικά μέσα παρατίθενται στο ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Παρουσίαση. Οι απαιτήσεις γνωστοποίησης πληροφοριών για χρηματοοικονομικά μέσα παρατίθενται στο ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις.

Στην παράγραφο 45 η φράση «ΔΛΠ 32» αντικαθίσταται από τη φράση «ΔΠΧΠ 7».

H παράγραφος 48 τροποποιείται ως εξής:

48

Κατά τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης για την εφαρμογή του παρόντος Προτύπου, του ΔΛΠ 32 ή του ΔΠΧΠ 7, η οντότητα θα εφαρμόζει τις παραγράφους ΟΕ69-ΟΕ82 του Προσαρτήματος Α.

C8

Το ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση (όπως αναθεωρήθηκε τον Ιούνιο του 2005) τροποποιείται ως εξής:

Στην παράγραφο 9, ο ορισμός του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων τροποποιείται ως εξής:

 

… Στο ΔΠΧΠ 7, οι παράγραφοι 9-11 και Β4 ορίζουν ότι η οικονομική οντότητα πρέπει να παρέχει γνωστοποιήσεις σχετικά με χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που έχει προσδιορίσει στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, …

C9

Στο ΔΠΧΠ 1 Πρώτη εφαρμογή των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, η παράγραφος 36 Α τροποποιείται ενώ προστίθεται επικεφαλίδα και η παράγραφος 36 Γ ως εξής:

36A

Στις πρώτες της οικονομικές καταστάσεις καταρτισμένες σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Π., η οντότητα που υιοθετεί τα Δ.Π.Χ.Π. πριν την 1η Ιανουαρίου 2006 θα παρουσιάζει συγκριτική πληροφόρηση τουλάχιστον ενός έτους, αλλά η πληροφόρηση αυτή δεν απαιτείται να συμμορφώνεται με τα ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 39 ή το Δ.Π.Χ.Π. 4. Η οντότητα που επιλέγει να παρουσιάσει συγκριτική πληροφόρηση που δεν συμμορφώνεται με τα ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 39 ή το Δ.Π.Χ.Π. 4 κατά το πρώτο της μεταβατικό έτος θα:

(α)

εφαρμόσει τις απαιτήσεις αναγνώρισης και επιμέτρησης των προηγούμενών της Γ.Π.Λ.Α. στη συγκριτική πληροφόρηση για τα χρηματοοικονομικά μέσα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ΔΛΠ 32 και ΔΛΠ 39 και για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Δ.Π.Χ.Π. 4.

Στην περίπτωση μιας οντότητας που επιλέγει να παρουσιάσει συγκριτική πληροφόρηση που δεν συμμορφώνεται με τα ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 39 και Δ.Π.Χ.Π. 4, οι αναφορές στην «ημερομηνία μετάβασης στα Δ.Π.Χ.Π.» θα σημαίνουν, μόνο για εκείνα τα Πρότυπα, την έναρξη της πρώτης περιόδου αναφοράς σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Π. Οι οντότητες αυτές υποχρεούνται να συμμορφωθούν με την παράγραφο 15(γ) του ΔΛΠ 1 σύμφωνα με την οποία πρέπει να παρέχονται επιπρόσθετες γνωστοποιήσεις όταν η συμμόρφωση με τις ειδικές απαιτήσεις των ΔΠΧΠ είναι ανεπαρκής για να καταστήσει τους χρήστες ικανούς να αντιληφθούν την επίδραση των συναλλαγών ή άλλων γεγονότων και συνθηκών στην χρηματοοικονομική θέση και επίδοση της οντότητας.

Απαλλαγή από την απαίτηση της υποβολής συγκριτικών γνωστοποιήσεων για το ΔΠΧΠ 7

36Γ

Μια οντότητα η οποία υιοθετεί τα ΔΠΧΠ πριν την 1η Ιανουαρίου 2006 και επιλέγει να υιοθετήσει το ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά μέσα: Γνωστοποιήσεις στις πρώτες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζει βάσει των ΔΠΧΠ, δεν οφείλει να παρουσιάσει τις συγκριτικές γνωστοποιήσεις που απαιτεί το ΔΠΧΠ 7 στις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις.

C10

Το ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια τροποποιείται ως εξής:

Η παράγραφος 2(β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

(β)

χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδει με χαρακτηριστικό προαιρετικής συμμετοχής (βλέπε παράγραφο 35). Το ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις απαιτεί γνωστοποίηση σχετικά με χρηματοοικονομικά μέσα, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών μέσων που περιέχουν τέτοια χαρακτηριστικά.

Η παράγραφος 35(δ) προστίθεται ως εξής:

(δ)

μολονότι τα εν λόγω συμβόλαια αποτελούν χρηματοοικονομικά μέσα, ο εκδότης που εφαρμόζει την παράγραφο 19(β) του ΔΠΧΠ 7 σε συμβόλαια με χαρακτηριστικό προαιρετικής συμμετοχής γνωστοποιεί τη συνολική δαπάνη σε τόκους που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα, αλλά δεν οφείλει να υπολογίσει τη δαπάνη αυτή χρησιμοποιώντας την μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου.

Μετά την παράγραφο 37, η επικεφαλίδα και οι παράγραφοι 38 και 39 τροποποιούνται, ενώ προστίθεται η παράγραφος 39Α, ως εξής:

Φύση και έκταση των κινδύνων που απορρέουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια

38

Ο φορέας ασφάλισης θα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών του καταστάσεων να αξιολογήσουν τη φύση και την έκταση των κινδύνων που απορρέουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια.

39

Για συμμόρφωση με την παράγραφο 38, ο φορέας ασφάλισης θα γνωστοποιεί:

(α)

τους στόχους, τις πολιτικές και τις διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων που απορρέουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση εκείνων των κινδύνων.

(β)

[διαγράφεται]

(γ)

πληροφορίες για τον ασφαλιστικό κίνδυνο (πριν καθώς και μετά τη μετρίαση του κινδύνου μέσω της αντασφάλισης), που θα συμπεριλαμβάνει πληροφορίες για:

(i)

την ευαισθησία στον ασφαλιστικό κίνδυνο (βλ. παράγραφο 39Α),

(ii)

συγκεντρώσεις ασφαλιστικού κινδύνου περιλαμβανομένης περιγραφής του τρόπου με τον οποίο η διοίκηση προσδιορίζει τις συγκεντρώσεις και περιγραφής του κοινού χαρακτηριστικού που προσιδιάζει σε κάθε συγκέντρωση (π.χ. είδος ασφαλιστικού γεγονότος, γεωγραφική περιοχή ή νόμισμα)..

(iii)

πραγματικές απαιτήσεις για αποζημίωση συγκρινόμενες με προηγούμενες εκτιμήσεις (ήτοι εξέλιξη των αποζημιώσεων). Η γνωστοποίηση για την εξέλιξη των αποζημιώσεων θα καλύπτει και την περίοδο κατά την οποία προέκυψε η αρχική ουσιαστική απαίτηση για αποζημίωση για την οποία συνεχίζει να υπάρχει αβεβαιότητα αναφορικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των καταβολών της αποζημίωσης, που όμως δεν χρειάζεται να καλύπτει περισσότερα από δέκα έτη αναδρομικά. Ο φορέας ασφάλισης δεν απαιτείται να γνωστοποιεί πληροφορίες για αποζημιώσεις για τις οποίες η αβεβαιότητα σχετικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα συνήθως επιλύεται εντός ενός έτους.

(δ)

οι πληροφορίες σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο ρευστότητας και τον κίνδυνο αγοράς που θα απαιτούσαν οι παράγραφοι 31-42 του ΔΠΧΠ 7 αν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΠ 7. Ωστόσο:

(i)

ο φορέας ασφάλισης δεν οφείλει να παράσχει την ανάλυση ληκτότητας που απαιτεί η παράγραφος 39(α) του ΔΠΧΠ 7 εάν, αντ’ αυτής, γνωστοποιεί πληροφορίες σχετικά με τον εκτιμώμενο χρόνο επέλευσης των καθαρών ταμιακών εκροών που απορρέουν από αναγνωρισμένες ασφαλιστικές υποχρεώσεις. Αυτό μπορεί να λάβει τη μορφή ανάλυσης των ποσών που αναγνωρίζονται στον ισολογισμό βάσει του εκτιμώμενου χρόνου επέλευσης,

(ii)

εάν ο φορέας ασφάλισης χρησιμοποιεί εναλλακτική μέθοδο διαχείρισης της ευαισθησίας στις συνθήκες της αγοράς, όπως ενσωματωμένη ανάλυση αξίας, δύναται να χρησιμοποιήσει την εν λόγω ανάλυση ευαισθησίας προκειμένου να ανταποκριθεί στην απαίτηση της παραγράφου 40(α) του ΔΠΧΠ 7. Ένας τέτοιος φορέας ασφάλισης παρέχει, επίσης, τις γνωστοποιήσεις που απαιτεί η παράγραφος 41 του ΔΠΧΠ 7.

(ε)

πληροφορίες σχετικά με εκθέσεις σε κινδύνους επιτοκίου ή κινδύνους αγοράς βάσει των ενσωματωμένων παραγώγων που εμπεριέχονται σε κύριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αν ο φορέας ασφάλισης δεν απαιτείται να επιμετρά τα ενσωματωμένα παράγωγα στην εύλογη αξία και δεν το πράττει.

39A

Για συμμόρφωση με την παράγραφο 39(β)(i), ο φορέας ασφάλισης γνωστοποιεί τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α) ή (β), ως εξής:

(α)

ανάλυση ευαισθησίας που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο θα είχαν επηρεασθεί τα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια εάν επέρχονταν στην σχετική μεταβλητή κινδύνου μεταβολές που ήταν λογικά πιθανές την ημερομηνία του ισολογισμού· τις μεθόδους και παραδοχές που χρησίμευσαν για την κατάρτιση της ανάλυσης ευαισθησίας· και οποιεσδήποτε μεταβολές που επήλθαν κατά την παρελθούσα περίοδο στις μεθόδους και τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν. Ωστόσο, εάν ο φορέας ασφάλισης χρησιμοποιεί εναλλακτική μέθοδο διαχείρισης της ευαισθησίας στις συνθήκες της αγοράς, όπως ενσωματωμένη ανάλυση αξίας, δύναται να ανταποκριθεί στην απαίτηση αυτή γνωστοποιώντας την εν λόγω εναλλακτική ανάλυση ευαισθησίας και τις γνωστοποιήσεις που απαιτεί η παράγραφος 41του ΔΠΧΠ 7.

(β)

ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με την ευαισθησία, καθώς και πληροφορίες σχετικά με εκείνους τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που έχουν σημαντική επίδραση στο ποσό, τον χρόνο και την αβεβαιότητα των μελλοντικών ταμιακών ροών του φορέα ασφάλισης.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Δ

Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΠ 7 εάν δεν έχουν εφαρμοσθεί οι τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση — Επιλογή της εύλογης αξίας

Τον Ιούνιο του 2005 το Συμβούλιο εξέδωσε τις τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και επιμέτρηση — Επιλογή της εύλογης αξίας, προς εφαρμογή στις ετήσιες περιόδους που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 2006 ή αργότερα. Εάν η οντότητα εφαρμόσει το ΔΠΧΠ 7 για ετήσιες περιόδους που αρχίζουν πριν την 1η Ιανουαρίου 2006 και δεν εφαρμόσει τις σχετικές τροποποιήσεις του ΔΛΠ 39, τροποποιεί το ΔΠΧΠ 7 για την υπόψη περίοδο, όπως περιγράφεται κατωτέρω. Στις τροποποιηθείσες παραγράφους, το νέο κείμενο υπογραμμίζεται και το αφαιρούμενο κείμενο διαγράφεται.

Δ1

Η επικεφαλίδα πριν την παράγραφο 9 και η παράγραφος 11 τροποποιούνται, και η παράγραφος 9 διαγράφεται ως εξής:

Χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων

11

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου 10(α).

(β)

αν η οικονομική οντότητα θεωρεί ότι η γνωστοποίηση στην οποία έχει προβεί προκειμένου να είναι σύμμορφη προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 10(α) δεν αντιπροσωπεύει με αξιοπιστία τη μεταβολή στην εύλογη αξία του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης που οφείλεται σε αλλαγές του πιστωτικού κινδύνου, τους λόγους για το συμπέρασμα αυτό και τους παράγοντες που η οικονομική οντότητα θεωρεί σημαντικούς.

Η παράγραφος Β5(α) τροποποιείται ως εξής:

(α)

τα κριτήρια προσδιορισμού κατά την αρχική αναγνώριση, χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων στην εύλογη αξία τους μέσω των αποτελεσμάτων.

Τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων

Το παρόν έγγραφο περιλαμβάνει τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων. Οι τροποποιήσεις οριστικοποιούν ορισμένες από τις προτάσεις που περιλαμβάνονταν στο Σχέδιο προτύπου 7: Χρηματοπιστωτικά μέσα: Γνωστοποιήσεις (ΣΠ 7) που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2004. Οι υπόλοιπες προτάσεις του ΣΠ7 οριστικοποιήθηκαν στο ΔΠΧΠ 7 Χρηματοπιστωτικά μέσα: Γνωστοποιήσεις.

Οι οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις που περιλαμβάνονται στο παρόν έγγραφο σε ετήσιες περιόδους που αρχίζουν μετά την 1η Ιανουαρίου 2007. Ενθαρρύνεται η εφαρμογή των τροποποιήσεων πριν από την ημερομηνία αυτή.

Στο πρότυπο προστίθενται επικεφαλίδα και οι παράγραφοι 124A–124Γ, ως εξής:

Κεφάλαιο

124A

Μια οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεών της να αξιολογήσουν τους στόχους, τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζει για τη διαχείριση κεφαλαίου.

124B

Προκειμένου να συμμορφωθεί με την παράγραφο 124Α, η οντότητα γνωστοποιεί τα κάτωθι:

(α)

Ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με τους στόχους, τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζει για τη διαχείριση κεφαλαίου, περιλαμβανομένων των εξής (χωρίς, ωστόσο, να περιορίζεται σε αυτά):

(i)

περιγραφή των στοιχείων που διαχειρίζεται ως κεφάλαιο,

(ii)

όταν η οντότητα υπόκειται σε έξωθεν επιβεβλημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τον χαρακτήρα των απαιτήσεων αυτών και τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνονται στη διαχείριση του κεφαλαίου,

και

(iii)

τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει τους στόχους της όσον αφορά τη διαχείριση του κεφαλαίου.

(β)

Συνοπτικά ποσοτικά δεδομένα σχετικά με τα στοιχεία τα οποία διαχειρίζεται ως κεφάλαιο. Ορισμένες οντότητες θεωρούν ορισμένες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις (π.χ. ορισμένες μορφές χρέους μειωμένης εξασφάλισης) ως μέρος του κεφαλαίου. Άλλες οντότητες θεωρούν ότι το κεφάλαιο δεν περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων (π.χ. στοιχεία προερχόμενα από αντισταθμίσεις χρηματορροών).

(γ)

Οποιεσδήποτε μεταβολές στα στοιχεία (α) και (β) από την προηγούμενη περίοδο.

(δ)

Εάν, κατά την διάρκεια της περιόδου, συμμορφώθηκε με οποιεσδήποτε έξωθεν επιβεβλημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις οποίες υπόκειται.

(ε)

Σε περίπτωση που η οντότητα δεν συμμορφώθηκε με τέτοιες έξωθεν επιβεβλημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τις συνέπειες της μη συμμόρφωσής της.

Οι εν λόγω γνωστοποιήσεις βασίζονται σε πληροφορίες παρεχόμενες ενδοεταιρικά στο ανώτερο διευθυντικό προσωπικό της οντότητας.

124Γ

Μια οντότητα δύναται να διαχειρίζεται κεφάλαια με διάφορους τρόπους και να υπάγεται σε περισσότερες διαφορετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Για παράδειγμα, ένας όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων μπορεί να περιλαμβάνει οντότητες που διεξάγουν τόσο ασφαλιστικές όσο και τραπεζικές δραστηριότητες, ενώ οι ίδιες οντότητες ενδέχεται να αναπτύσσουν δραστηριότητα σε περισσότερες περιοχές δικαιοδοσίας. Εάν υπάρχει πιθανότητα η συγκεντρωτική γνωστοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων και του τρόπου διαχείρισης του κεφαλαίου να μην παρέχει χρήσιμες πληροφορίες ή να αλλοιώσει τις εντυπώσεις ενός χρήστη οικονομικών καταστάσεων όσον αφορά τους κεφαλαιακούς πόρους μιας οντότητας, η οντότητα γνωστοποιεί χωριστές πληροφορίες για κάθε κεφαλαιακή απαίτηση στην οποία υπόκειται.

Τροποποιήσεις σε Διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης

ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά μέσα: Αναγνώριση και επιμέτρηση

ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια

Συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΟΤΥΠΑ

Το παρόν έγγραφο περιλαμβάνει τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά μέσα: Αναγνώριση και επιμέτρηση και στο ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια και επακόλουθες τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά μέσα: Γνωστοποίηση και παρουσίαση και στο ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά μέσα: Γνωστοποιήσεις. Το παρόν έγγραφο περιλαμβάνει επίσης τροποποιήσεις στη Βάση για Συμπεράσματα όσον αφορά το ΔΛΠ 39 και το ΔΠΧΠ 4, τις Οδηγίες Εφαρμογής του ΔΠΧΠ 4 και το Προσάρτημα Γ που συνοδεύει το ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, ενδεχόμενες υποχρεώσεις και ενδεχόμενες απαιτήσεις. Οι τροποποιήσεις απορρέουν από προτάσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο τροποποιήσεων του ΔΛΠ 39 και του ΔΠΧΠ 4 — Συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης και ασφάλιση πιστώσεων που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2004.

Οι τροποποιήσεις τίθενται σε εφαρμογή από οντότητες για ετήσιες περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2006 ή αργότερα. Ενθαρρύνεται η εφαρμογή ενωρίτερα. Εάν οι οντότητες εφαρμόσουν τις τροποποιήσεις ενωρίτερα, γνωστοποιούν το γεγονός αυτό.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΛΠ 39

Στο πρότυπο, η παράγραφος 3 διαγράφεται και τροποποιούνται οι παράγραφοι 2 (ε) και (ζ), 4 και 47. Στην παράγραφο 9 τροποποιείται ο ορισμός της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων και προστίθεται νέος ορισμός αμέσως μετά τον ορισμό των προοριζόμενων προς πώληση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Η παράγραφος ΟΕ4 λαμβάνει τον αριθμό ΟΕ3Α και η παράγραφος ΟΕ4Α τροποποιείται και λαμβάνει τον αριθμό ΟΕ4. Προστίθενται νέες παράγραφοι με τους αριθμούς ΟΕ4Α και 103Β.Η παράγραφος 43 παρουσιάζεται παρακάτω για λόγους ευκολίας, αλλά δεν τροποποιείται.Με την τροποποίηση των παραγράφων 2 (η) και 47 (δ) οι απαιτήσεις για ορισμένες δανειακές δεσμεύσεις μεταφέρονται ως έχουν, από το τμήμα του προτύπου που αφορά το πεδίο εφαρμογής στο τμήμα που αφορά την επιμέτρηση.

2

Το παρόν Πρότυπο θα εφαρμόζεται από όλες τις οντότητες και για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα εκτός από:

(ε)

δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν (i) από ασφαλιστήρια συμβόλαια όπως ορίζονται στο ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια, εκτός των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός εκδότη που απορρέουν από ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο που ανταποκρίνεται στον ορισμό της χρηματοοικονομικής εγγύησης στην παράγραφο 9, ή (ii) μια σύμβαση που υπάγεται στον πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΠ 4 διότι περιλαμβάνει ένα στοιχείο προαιρετικής συμμετοχής. Ωστόσο, το παρόν πρότυπο ισχύει για μέσα ενσωματωμένα σε συμβόλαιο υπαγόμενο στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΠ 4 εάν το παράγωγο καθεαυτό δεν αποτελεί συμβόλαιο υπαγόμενο στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΠ 4 (βλ. παραγράφους 10-13 και προσάρτημα Α, παράγραφοι ΟΕ27-ΟΕ33). Επιπλέον, εάν ένας εκδότης συμβολαίων χρηματοοικονομικής εγγύησης έχει αναφέρει προηγουμένως ρητά ότι θεωρεί τα εν λόγω συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια και έχει χρησιμοποιήσει τη λογιστική μεταχείριση που ισχύει για ασφαλιστήρια συμβόλαια, τότε δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει είτε το παρόν Πρότυπο είτε το ΔΠΧΠ 4 για τα εν λόγω συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης (βλ. παραγράφους ΟΕ4και ΟΕ4Α). Ο εκδότης δύναται να κάνει την επιλογή αυτή συμβόλαιο προς συμβόλαιο, αλλά η επιλογή που κάνει για κάθε συμβόλαιο είναι αμετάκλητη.

(η)

δανειακές δεσμεύσεις πλην εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Ο εκδότης δανειακών δεσμεύσεων θα εφαρμόζει το ΔΛΠ 37 σε δανειακές δεσμεύσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Προτύπου. Ωστόσο, όλες οι δανειακές δεσμεύσεις υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Προτύπου που αφορούν τη διαγραφή (βλέπε παραγράφους 15-42 και το Προσάρτημα Α παραγράφους ΟΕ36-ΟΕ63).

4

Οι κάτωθι δανειακές δεσμεύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος προτύπου:

(α)

δανειακές δεσμεύσεις που η οντότητα ορίζει ως χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων. Η οντότητα που έχει πρακτική παρελθόντος πώλησης των περιουσιακών στοιχείων που προκύπτουν από τις δανειακές δεσμεύσεις της σύντομα μετά τη δημιουργία τους, θα εφαρμόζει το Πρότυπο αυτό σε όλες τις δανειακές δεσμεύσεις της ίδιας κατηγορίας.

(β)

οι δανειακές δεσμεύσεις που δεν μπορούν να διακανονιστούν συμψηφιστικά τοις μετρητοίς ή με άλλο χρηματοοικονομικό μέσο. Οι εν λόγω δανειακές δεσμεύσεις αποτελούν παράγωγα. Μία δανειακή δέσμευση δεν θεωρείται ότι έχει διακανονιστεί συμψηφιστικά απλά και μόνον επειδή το δάνειο εξοφλείται με δόσεις (για παράδειγμα ενυπόθηκο δάνειο για κατασκευή που εξοφλείται με δόσεις ανάλογα με την πρόοδο της κατασκευής).

(γ)

δεσμεύσεις παροχής δανείου με επιτόκια χαμηλότερα εκείνων της αγοράς. Η παράγραφος 47(δ) προσδιορίζει την επακόλουθη επιμέτρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις εν λόγω δανειακές δεσμεύσεις.

9

Ορισμοί για τις τέσσερις κατηγορίες χρηματοοικονομικών μέσων Χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή χρηματοοικονομική υποχρέωση στην εύλογη ζημία μέσω αποτελεσμάτων είναι ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή μια χρηματοοικονομική υποχρέωση που πληροί οποιονδήποτε εκ των δύο όρων που ακολουθούν:

(α)

Κατατάσσεται ως προοριζόμενο για εμπορική εκμετάλλευση. Ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή μία χρηματοοικονομική υποχρέωση κατατάσσεται ως προοριζόμενη για εμπορική εκμετάλλευση αν:

(iii)

είναι παράγωγο (εκτός από παράγωγο που είναι συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης ή προσδιορισμένο και αποτελεσματικό μέσο αντιστάθμισης).

Ορισμός του συμβολαίου χρηματοοικονομικής εγγύησης Ένα συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης είναι ένα συμβόλαιο που προβλέπει συγκεκριμένες πληρωμές για την αποζημίωση του κατόχου λόγω ζημίας που υπέστη από την ανικανότητα συγκεκριμένου οφειλέτη να καταβάλλει πληρωμές σύμφωνα με τους αρχικούς ή τροποποιημένους όρους ενός χρεωστικού τίτλου.

Αρχική επιμέτρηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων

43

Όταν ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή μία χρηματοοικονομική υποχρέωση αναγνωρίζεται αρχικά, η οντότητα θα την επιμετρήσει στην εύλογη αξία της συν, στην περίπτωση ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης που δεν επιμετράται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, κόστη συναλλαγών που αποδίδονται άμεσα στην απόκτηση ή την έκδοση του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης.

Μεταγενέστερη αποτίμηση χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων

47

Μετά την αρχική αναγνώριση, η οντότητα θα επιμετρά όλες τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στο αποσβεσμένο κόστος με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου, εκτός από:

(α)

χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων. Τέτοιες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων που είναι υποχρεώσεις, θα επιμετρώνται στην εύλογη αξία τους. Εξαίρεση αποτελούν οι παράγωγες υποχρεώσεις η οποίες συνδέονται με και πρέπει να διακανονίζονται με την παράδοση ενός μη εισηγμένου σε χρηματιστήριο συμμετοχικού τίτλου του οποίου η εύλογη αξία δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθεί αξιόπιστα, και οι οποίες πρέπει να επιμετρώνται στο κόστος.

(β)

χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που ανακύπτουν όταν η μεταβίβαση ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου δεν πληροί τις προϋποθέσεις για διαγραφή ή όταν ισχύει η προσέγγιση της συνεχιζόμενης ανάμιξης. Οι παράγραφοι 29 και 31 εφαρμόζονται στην επιμέτρηση τέτοιων χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων.

(γ)

συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης όπως ορίζονται στην παράγραφο 9. Ο εκδότης ενός τέτοιου συμβολαίου θα το αναγνωρίσει αρχικά στην εύλογη αξία (εκτός εάν ισχύει η παράγραφος 47 στοιχείο α) ή στοιχείο β)), επιμετρώντας το στη συνέχεια στο υψηλότερο ποσό μεταξύ:

(i)

του ποσού που αναγνωρίσθηκε βάσει του ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, ενδεχόμενες υποχρεώσεις και ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία,

και

(ii)

του ποσού που αναγνωρίστηκε αρχικά απομειωμένο κατά τη σωρευμένη απόσβεση που αναγνωρίστηκε σύμφωνα με το ΔΛΠ 18 Έσοδα, όπου απαιτείται.

(δ)

δεσμεύσεις παροχής δανείου με επιτόκια χαμηλότερα εκείνων της αγοράς. Ο εκδότης μιας τέτοιας δέσμευσης θα την αναγνωρίσει αρχικά στην εύλογη αξία, επιμετρώντας τη στη συνέχεια στο υψηλότερο ποσό μεταξύ

(i)

του ποσού που αναγνωρίσθηκε βάσει του ΔΛΠ 37

και

(ii)

του ποσού που αναγνωρίστηκε αρχικά (βλ παράγραφο 43) απομειωμένο κατά τη σωρευμένη απόσβεση που αναγνωρίστηκε σύμφωνα με το ΔΛΠ 18, όπου απαιτείται.

Η επιμέτρηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που προσδιορίζονται ως αντισταθμιζόμενα στοιχεία υπάγεται στις απαιτήσεις της λογιστικής αντιστάθμισης των παραγράφων 89-102.

ΟΕ4

Τα συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης δύνανται να λάβουν διάφορες νομικές μορφές όπως εγγύηση, ορισμένα είδη πιστωτικής επιστολής, συμβόλαια που καλύπτουν τον κίνδυνο μη πληρωμής οφειλής ή ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Η λογιστική τους μεταχείριση δεν εξαρτάται από τη νομική τους μορφή. Ακολουθούν παραδείγματα κατάλληλης λογιστικής μεταχείρισης (βλ. παράγραφο 2(ε)):

(α)

Μολονότι ένα συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης ανταποκρίνεται στον ορισμό ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου στο ΔΠΧΠ 4, όταν ο μεταφερόμενος κίνδυνος είναι σημαντικός, ο εκδότης εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο. Ωστόσο, εάν ένας εκδότης συμβολαίων χρηματοοικονομικής εγγύησης έχει αναφέρει προηγουμένως ρητά ότι θεωρεί τα εν λόγω συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια και έχει χρησιμοποιήσει τη λογιστική μεταχείριση που ισχύει για ασφαλιστήρια συμβόλαια, τότε δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει είτε το παρόν Πρότυπο είτε το ΔΠΧΠ 4 για τα εν λόγω συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης Εάν εφαρμόζεται το παρόν πρότυπο, η παράγραφος 43 απαιτεί από τον εκδότη να αναγνωρίσει αρχικά ένα συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης στην εύλογη αξία του. Εάν το συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης καλύπτει ένα μη συνδεδεμένο μέρος μιας ανεξάρτητης καθαρά εμπορικής συναλλαγής, η εύλογη αξία του κατά την σύναψή του πιθανόν να ισούται με το καταβαλλόμενο ασφάλιστρο εκτός εάν υπάρχουν αποδείξεις περί του εναντίου. Στη συνέχεια, εκτός εάν το συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης προσδιορίσθηκε κατά τη σύναψή του στην εύλογη αξία μέσω αποτελεσμάτων ή εκτός εάν ισχύουν οι παράγραφοι 29 έως 37 και ΟΕ47 έως ΟΕ52 (όταν η μεταβίβαση ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου δεν πληροί τις προϋποθέσεις για διαγραφή ή όταν ισχύει η προσέγγιση της συνεχιζόμενης ανάμιξης) ο εκδότης το επιμετρά βάσει του υψηλότερου μεταξύ:

(i)

του ποσού που αναγνωρίσθηκε βάσει του ΔΛΠ 37

και

(ii)

του ποσού που αναγνωρίστηκε αρχικά απομειωμένο κατά τη σωρευμένη απόσβεση που αναγνωρίστηκε σύμφωνα με το ΔΛΠ 18, όπου απαιτείται (βλ παράγραφο 47(γ)).

(β)

Ορισμένες εγγυήσεις σχετιζόμενες με πιστώσεις δεν απαιτούν, ως προϋπόθεση για την καταβολή τους, να είναι ο κάτοχός τους εκτεθειμένος ή να έχει υποστεί ζημίες από την ανικανότητα του οφειλέτη να πραγματοποιήσει εγκαίρως πληρωμές επί του εγγυημένου περιουσιακού στοιχείου. Παράδειγμα τέτοιας εγγύησης είναι όταν απαιτούνται πληρωμές ως ανταπόκριση στις μεταβολές μιας συγκεκριμένης κατάταξης πιστοληπτικής ικανότητας ή ενός πιστωτικού δείκτη. Τέτοιες εγγυήσεις δεν αποτελούν συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης βάσει του παρόντος Προτύπου, ούτε ασφαλιστήρια συμβόλαια βάσει του ΔΠΧΠ 4. Εγγυήσεις του τύπου αυτού αποτελούν παράγωγα στα οποία ο εκδότης εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο.

(γ)

Εάν ένα συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης εκδόθηκε για την πώληση εμπορευμάτων, ο εκδότης εφαρμόζει το ΔΛΠ 18 προκειμένου να διαπιστώσει πότε αναγνωρίζει τα έσοδα από την εγγύηση και την πώληση των εμπορευμάτων.

ΟΕ4Α

Κατά κανόνα ο εκδότης διατείνεται με συνέπεια ότι θεωρεί τα συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια σε όλη την αλληλογραφία του με πελάτες και κανονιστικούς φορείς, σε όλα τα συμβόλαια, τα έγγραφα τεκμηρίωσης της επιχείρησης και στις οικονομικές καταστάσεις. Επιπλέον, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια υπόκεινται συχνά σε λογιστικές απαιτήσεις που διαφέρουν από εκείνες που ισχύουν για άλλα είδη συναλλαγών, όπως συμβόλαια που εκδίδουν τράπεζες ή εμπορικές επιχειρήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, οι οικονομικές καταστάσεις του εκδότη περιλαμβάνουν, κατά κανόνα, δήλωση ότι ο εκδότης έχει ανταποκριθεί στις λογιστικές απαιτήσεις.

103B

Συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης (Τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 39 και το ΔΠΧΠ 4) που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2005 και με το οποίο τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 2(ε) και (ζ), 4, 47 και ΟΕ4, προστέθηκε η παράγραφος ΟΕ4Α, προστέθηκε νέος ορισμός των συμβολαίων χρηματοοικονομικής εγγύησης στην παράγραφο 9, και διαγράφηκε η παράγραφος 3. Οι τροποποιήσεις τίθενται σε εφαρμογή από οντότητες για ετήσιες περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2006 ή αργότερα. Ενθαρρύνεται η εφαρμογή ενωρίτερα. Εάν μια οντότητα εφαρμόσει τις εν λόγω αλλαγές ενωρίτερα, γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και εφαρμόζει τις συναφείς τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 32 και το ΔΠΧΠ 4 ταυτόχρονα.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΠΧΠ 4

Τροποποιούνται οι παράγραφοι 4(δ), B18(ζ) και B19(στ), προστίθεται η παράγραφος 41Α, καθώς και ο ορισμός του συμβολαίου χρηματοοικονομικής εγγύησης στο Προσάρτημα Α μετά τον ορισμό της εύλογης αξίας και πριν τον ορισμό του χρηματοοικονομικού κινδύνου, ως εξής:

4

Η οντότητα δεν θα εφαρμόζει το παρόν Δ.Π.Χ.Π. σε:

(δ)

συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης, εκτός εάν ο εκδότης έχει αναφέρει προηγουμένως ρητά ότι θεωρεί τα εν λόγω συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια και έχει χρησιμοποιήσει τη λογιστική μεταχείριση που ισχύει για ασφαλιστήρια συμβόλαια· στην περίπτωση αυτή ο εκδότης δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει είτε το ΔΛΠ 39 και το ΔΛΠ 32 είτε το παρόν Πρότυπο για τα εν λόγω συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης. Ο εκδότης δύναται να κάνει την επιλογή αυτή συμβόλαιο προς συμβόλαιο, αλλά η επιλογή που κάνει για κάθε συμβόλαιο είναι αμετάκλητη.

41A

Συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης (Τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 39 και το ΔΠΧΠ4) που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2005 και με το οποίο τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 4(δ), Β18(ζ) και Β19(στ). Οι τροποποιήσεις τίθενται σε εφαρμογή από οντότητες για ετήσιες περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2006 ή αργότερα. Ενθαρρύνεται η εφαρμογή ενωρίτερα. Εάν μια οντότητα εφαρμόσει τις εν λόγω τροποποιήσεις ενωρίτερα, γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και εφαρμόζει τις συναφείς τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 39 και το ΔΛΠ 32 ταυτόχρονα.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Α

Καθορισμένοι όροι

Συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης

Συμβόλαιο το οποίο προβλέπει συγκεκριμένες πληρωμές από τον εκδότη για την αποζημίωση του κατόχου λόγω ζημίας που υπέστη από την ανικανότητα συγκεκριμένου οφειλέτη να καταβάλλει εγκαίρως πληρωμές σύμφωνα με τους αρχικούς ή τροποποιημένους όρους ενός χρεωστικού τίτλου.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Β

B18

Ακολουθούν παραδείγματα συμβολαίων που είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια, εφόσον είναι σημαντική η μεταφορά ασφαλιστικού κινδύνου:

(ζ)

ασφάλιση πιστώσεων που προβλέπει συγκεκριμένες πληρωμές για την αποζημίωση του κατόχου λόγω ζημίας που υπέστη από την ανικανότητα συγκεκριμένου οφειλέτη να καταβάλλει πληρωμές σύμφωνα με τους αρχικούς ή τροποποιημένους όρους ενός χρεωστικού τίτλου. Τα συμβόλαια αυτά μπορούν να έχουν ποικίλες νομικές μορφές, όπως χρηματοοικονομική εγγύηση, ορισμένα είδη πιστωτικής επιστολής, πιστωτικό παράγωγο αντιστάθμισης του πιστωτικού κινδύνου ή ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ωστόσο, μολονότι τα εν λόγω συμβόλαια ανταποκρίνονται στον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ανταποκρίνονται και στον ορισμό του συμβολαίου χρηματοοικονομικής εγγύησης και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΛΠ 32 και του ΔΛΠ 39 και όχι του παρόντος ΔΠΧΠ (βλ. παράγραφο 4 (δ)). Παρά ταύτα, εάν ο εκδότης έχει αναφέρει προηγουμένως ρητά ότι θεωρεί τα εν λόγω συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια και έχει χρησιμοποιήσει τη λογιστική μεταχείριση που ισχύει για ασφαλιστήρια συμβόλαια, τότε δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει είτε το ΔΛΠ 39 και το ΔΛΠ 32 είτε το παρόν Πρότυπο για τα υπόψη συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης.

B19

Τα ακόλουθα είναι παραδείγματα συμβολαίων που δεν είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια:

(στ)

μία πιστωτικού χαρακτήρα εγγύηση (ή πιστωτική επιστολή, πιστωτικό παράγωγο αντιστάθμισης του πιστωτικού κινδύνου ή ασφάλιση πιστώσεων) που απαιτεί πληρωμές έστω και εάν ο κάτοχος δεν έχει υποστεί ζημία από την αδυναμία του οφειλέτη να πραγματοποιήσει τις πληρωμές στους καθορισμένους χρόνους (βλέπε ΔΛΠ 39).

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΕ ΆΛΛΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

Οι οντότητες εφαρμόζουν τις κάτωθι επακόλουθες τροποποιήσεις του ΔΛΠ 32 (και του ΔΠΧΠ 7 εάν εφαρμόζουν ήδη το ΔΠΧΠ 7) όταν εφαρμόζουν τις συναφείς τροποποιήσεις του ΔΛΠ 39 και του ΔΠΧΠ 4.

ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση

Οι παράγραφοι 4(δ) και 12 τροποποιούνται ως εξής:

4

Το παρόν Πρότυπο πρέπει να εφαρμόζεται από όλες τις οντότητες και για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα εκτός από:

(δ)

ασφαλιστήρια συμβόλαια όπως ορίζονται στο ΔΠΧΠ Ασφαλιστήρια συμβόλαια. Όμως, το παρόν Πρότυπο θα εφαρμόζεται σε παράγωγα που ενσωματώνονται σε ασφαλιστήρια συμβόλαια εάν το ΔΛΠ 39 απαιτεί από την οντότητα να τους επιφυλάσσει χωριστή λογιστική μεταχείριση. Επιπλέον, ένας εκδότης εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο σε συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης εάν εφαρμόζει το ΔΛΠ 39 όσον αφορά την αναγνώριση και την επιμέτρηση των συμβολαίων, αλλά εφαρμόζει το ΔΠΧΠ 4 εάν επιλέξει, βάσει της παραγράφου 4δ) του ΔΠΧΠ 4, να εφαρμόσει το ΔΠΧΠ 4 όσον αφορά την αναγνώριση και την επιμέτρησή τους.

12

Οι ακόλουθοι όροι καθορίζονται στην παράγραφο 9 του ΔΛΠ 39 και χρησιμοποιούνται στο παρόν Πρότυπο κατά την έννοια που καθορίζεται στο ΔΛΠ 39.

χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων.

συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης

βέβαιη δέσμευση

ΔΠΧΠ 7 Χρηματοοικονομικά μέσα: Γνωστοποιήσεις

Η παράγραφος 3δ) του ΔΠΧΠ 7 και ο κατάλογος καθορισμένων όρων του Προσαρτήματος Α του ΔΠΧΠ 7 τροποποιούνται όπως και το ΔΛΠ 32, ως εξής:

3

Το παρόν Πρότυπο θα εφαρμόζεται από όλες τις οντότητες και για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα εκτός από:

(δ)

ασφαλιστήρια συμβόλαια όπως ορίζονται στο ΔΠΧΠ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια. Όμως, το παρόν Πρότυπο θα εφαρμόζεται σε παράγωγα που ενσωματώνονται σε ασφαλιστήρια συμβόλαια εάν το ΔΛΠ 39 απαιτεί από την οντότητα να τους επιφυλάσσει χωριστή λογιστική μεταχείριση. Επιπλέον, ένας εκδότης εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο σε συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης εάν εφαρμόζει το ΔΛΠ 39 όσον αφορά την αναγνώριση και την επιμέτρηση των συμβολαίων, αλλά εφαρμόζει το ΔΠΧΠ 4 εάν επιλέξει, βάσει της παραγράφου 4δ) του ΔΠΧΠ 4, να εφαρμόσει το ΔΠΧΠ 4 όσον αφορά την αναγνώριση και την επιμέτρησή τους.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Α

Καθορισμένοι όροι

Οι ακόλουθοι όροι καθορίζονται στην παράγραφο 11 του ΔΛΠ 32 ή στην παράγραφο 9 του ΔΛΠ 39 και χρησιμοποιούνται στο ΔΠΧΠ κατά την έννοια που καθορίζεται στο ΔΛΠ 32 και το ΔΛΠ 39.

χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων.

συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης

χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή χρηματοοικονομική υποχρέωση που προορίζεται για εμπορική εκμετάλλευση.

Αναφορές που πρέπει να επικαιροποιηθούν όταν μια οντότητα υιοθετεί το ΔΠΧΠ 7

Όταν μια οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΠ 7, οι αναφορές στο ΔΛΠ 32 αντικαθίστανται με αναφορές στο ΔΠΧΠ 7 στις ακόλουθες παραγράφους που προστέθηκαν ή τροποποιήθηκαν με το παρόν έγγραφο:

ΔΛΠ 39, παράγραφος 103Β

ΔΠΧΠ 4, παράγραφοι 4(δ) και 41Α, καθώς και παράγραφος Β18(ζ) του Προσαρτήματος Β (δύο παραπομπές)

ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΔΔΠΧΠΧ 6

Υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή σε συγκεκριμένη αγορά — Απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

ΣΧΕΤΙΚΑ ΈΓΓΡΑΦΑ

ΔΛΠ 8 Λογιστικές πολιτικές, μεταβολές των λογιστικών εκτιμήσεων και λάθη

ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, ενδεχόμενες υποχρεώσεις και ενδεχόμενες απαιτήσεις

ΠΛΑΙΣΙΟ

1

Η παράγραφος 17 του ΔΛΠ 37 ορίζει ότι ένα γεγονός για να είναι ένα δεσμευτικό γεγονός, πρέπει η επιχείρηση να μην έχει άλλη πραγματική εναλλακτική λύση από τον διακανονισμό της δέσμευσης που δημιουργείται από το γεγονός.

2

Η παράγραφος 19 του ΔΛΠ 37 ορίζει ότι προβλέψεις αναγνωρίζονται μόνον για «δεσμεύσεις, οι οποίες προκύπτουν από παρελθόντα γεγονότα που υπάρχουν, ανεξαρτήτως των μελλοντικών ενεργειών μιας επιχείρησης».

3

Η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ), η οποία ρυθμίζει τη συλλογή, επεξεργασία, αξιοποίηση και περιβαλλοντικώς ορθή διάθεση των ΑΗΗΕ δημιούργησε ερωτηματικά ως προς το πότε πρέπει να αναγνωρίζεται η υποχρέωση για την απόσυρση ΑΗΗΕ. Η οδηγία διακρίνει μεταξύ «νέων» και «ιστορικών» αποβλήτων και μεταξύ αποβλήτων οικιακής προέλευσης και αποβλήτων από άλλες πηγές. Τα νέα απόβλητα αφορούν προϊόντα πωληθέντα μετά τις 13 Αυγούστου 2005. Όλος ο οικιακός εξοπλισμός που πωλήθηκε πριν την ημερομηνία εκείνη θεωρείται ότι αποτελεί πηγή ιστορικών αποβλήτων για τους σκοπούς της οδηγίας.

4

Η οδηγία ορίζει ότι το κόστος διαχείρισης αποβλήτων ιστορικού οικιακού εξοπλισμού πρέπει να φέρουν οι παραγωγοί εξοπλισμού του είδους αυτού που μετέχουν στην αγορά για περίοδο καθοριζόμενη από την ισχύουσα νομοθεσία κάθε κράτους μέλους (περίοδος αποτίμησης). Η οδηγία ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος δημιουργεί έναν μηχανισμό αναλογικής συμμετοχής των παραγωγών στο κόστος αυτό «π.χ. ανάλογα με το αντίστοιχο μερίδιό τους στην αγορά ανά τύπο εξοπλισμού».

5

Διάφοροι όροι χρησιμοποιούμενοι στη Διερμηνεία όπως «μερίδιο αγοράς» και «περίοδος αποτίμησης» ενδέχεται να έχουν πολύ διαφορετικούς ορισμούς στην ισχύουσα νομοθεσία μεμονωμένων κρατών μελών. Για παράδειγμα, η διάρκεια της περιόδου αποτίμησης μπορεί να είναι ένα έτος ή μόνον ένας μήνας. Παρομοίως, η μέτρηση του μεριδίου αγοράς και οι μαθηματικοί τύποι υπολογισμού της δέσμευσης μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών. Ωστόσο, όλα αυτά τα παραδείγματα αφορούν μόνον τη μέτρηση της ευθύνης, η οποία δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της Διερμηνείας.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

6

Η παρούσα Διερμηνεία παρέχει καθοδήγηση όσον αφορά την αναγνώριση, στις οικονομικές καταστάσεις των παραγωγών, των υποχρεώσεων διαχείρισης αποβλήτων βάσει της οδηγίας της ΕΕ για τα ΑΗΗΕ σε σχέση με τις πωλήσεις ιστορικού οικιακού εξοπλισμού.

7

Η Διερμηνεία δεν αφορά ούτε τα νέα ούτε τα ιστορικά απόβλητα από άλλες πηγές πλην των ιδιωτικών νοικοκυριών. Η ευθύνη για τη διαχείριση των εν λόγω αποβλήτων καλύπτεται κατάλληλα από το ΔΛΠ 37. Ωστόσο, εάν βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα νέα οικιακά απόβλητα υφίστανται παρόμοια μεταχείριση με τα ιστορικά οικιακά απόβλητα, οι αρχές της Διερμηνείας ισχύουν με αναφορά στην ιεραρχία των παραγράφων 10 έως 12 του ΔΛΠ 8. Η ιεραρχία του ΔΛΠ 8 αφορά και άλλες ρυθμίσεις που επιβάλλουν υποχρεώσεις κατά τρόπο παρόμοιο με το υπόδειγμα καταλογισμού του κόστους που ορίζει η οδηγία.

ΘΕΜΑ

8

Ζητήθηκε από την ΕΔΔΠΧΠ να προσδιορίσει στο πλαίσιο της απόσυρσης ΑΗΗΕ ποιο είναι το δεσμευτικό γεγονός σύμφωνα με την παράγραφο 14 (α) του ΔΛΠ 37 για την αναγνώριση μιας πρόβλεψης για δαπάνες διαχείρισης αποβλήτων:

η παραγωγή ή πώληση ιστορικού οικιακού εξοπλισμού;

η συμμετοχή στην αγορά κατά την περίοδο αποτίμησης;

η πραγματοποίηση δαπανών στο πλαίσιο δραστηριοτήτων διαχείρισης αποβλήτων;

ΟΜΟΦΩΝΗ ΓΝΩΜΗ

9

Η συμμετοχή στην αγορά κατά την περίοδο αποτίμησης αποτελεί το δεσμευτικό γεγονός σύμφωνα με την παράγραφο 14 (α) του ΔΛΠ 37. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει ευθύνη για κόστος διαχείρισης αποβλήτων ιστορικού οικιακού εξοπλισμού κατά την παραγωγή ή πώληση των προϊόντων. Εξαιτίας του ότι η δέσμευση για τον ιστορικό οικιακό εξοπλισμό συνδέεται με τη συμμετοχή στην αγορά κατά την περίοδο αποτίμησης, αντί με την παραγωγή ή πώληση των αντικειμένων που θα υποστούν διαχείριση ως απόβλητα, δεν υφίσταται δέσμευση παρά μόνον εφόσον υπάρχει μερίδιο αγοράς κατά την περίοδο αποτίμησης. Ο χρόνος επέλευσης του δεσμευτικού γεγονότος μπορεί επίσης να μην σχετίζεται με την συγκεκριμένη περίοδο ανάληψης των δραστηριοτήτων διαχείρισης αποβλήτων και πραγματοποίησης των σχετικών δαπανών.

ΈΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

10

Η παρούσα Διερμηνεία τίθεται σε εφαρμογή από οντότητες για ετήσιες περιόδους που αρχίζουν από την 1η Δεκεμβρίου 2005 ή αργότερα. Ενθαρρύνεται η εφαρμογή πριν την ημερομηνία αυτή. Εάν μια οντότητα εφαρμόσει την Διερμηνεία για περίοδο με ημερομηνία έναρξης πριν την 1η Δεκεμβρίου 2005, οφείλει να το κοινοποιήσει.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ

11

Οι μεταβολές στις λογιστικές πολιτικές θα καταχωρηθούν βάσει του ΔΛΠ 8.