ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

48ό έτος
12 Νοεμβρίου 2005


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1844/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1845/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με το άνοιγμα διαρκούς δημοπρασίας για την επαναπώληση, στην κοινοτική αγορά, αραβοσίτου που έχει στην κατοχή του ο τσεχικός οργανισμός παρέμβασης

3

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1846/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για καθορισμό των ελαχίστων τιμών πώλησης βουτύρου για την 174η ειδική δημοπρασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97

6

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1847/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για καθορισμό των μέγιστων ποσών ενίσχυσης της κρέμας γάλακτος, του βουτύρου και του συμπυκνωμένου βουτύρου για την 174η ειδική δημοπρασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97

8

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1848/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για καθορισμό του ανωτάτου ποσού για την ενίσχυση στο συμπυκνωμένο βούτυρο για την 346η ειδική δημοπρασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 429/90

10

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1849/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για καθορισμό της ελάχιστης τιμής πώλησης βουτύρου για τον 30ο επιμέρους διαγωνισμό στο πλαίσιο του διαρκούς διαγωνισμού που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2771/1999

11

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1850/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστης τιμής πώλησης αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη για τον 29o επιμέρους διαγωνισμό στο πλαίσιο του διαρκούς διαγωνισμού που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 214/2001

12

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1851/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για καθορισμό των συντελεστών που εφαρμόζονται στα σιτηρά που εξάγονται με τη μορφή του Irish whiskey για την περίοδο 2005/2006

13

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1852/2005 της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για τον καθορισμό των συντελεστών που εφαρμόζονται στα σιτηρά που εξάγονται με τη μορφή του Scotch whisky για την περίοδο 2005/2006

15

 

*

Οδηγία 2005/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για την τροποποίηση του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας

17

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Συμβούλιο

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2005, για το διορισμό στην Επιτροπή των Περιφερειών ενός μέλους

18

 

 

Επιτροπή

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2005, σχετικά με κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία στην εταιρεία Chemische Werke Piesteritz [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 427]  ( 1 )

19

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για τροποποίηση της απόφασης 97/569/ΕΚ ώστε να περιληφθεί μια εγκατάσταση της Νότιας Αφρικής στους προσωρινούς καταλόγους των εγκαταστάσεων τρίτων χωρών από τις οποίες τα κράτη μέλη επιτρέπουν τις εισαγωγές με βάση το κρέας [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 4283]  ( 1 )

39

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για μη καταχώριση της ουσίας naled στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την απόσυρση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή την ουσία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 4351]  ( 1 )

41

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής από την Κοινότητα για το 2005 με σκοπό την κάλυψη των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες για την καταπολέμηση οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 4356]

42

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1844/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3223/94, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν, όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3223/94 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Νοεμβρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

J. M. SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 66· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 386/2005 (ΕΕ L 62 της 9.3.2005, σ. 3).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

052

66,1

096

36,8

204

71,6

999

58,2

0707 00 05

052

111,0

204

23,8

999

67,4

0709 90 70

052

109,5

204

95,7

999

102,6

0805 20 10

204

69,6

999

69,6

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

052

69,6

624

114,3

999

92,0

0805 50 10

052

67,2

388

54,9

999

61,1

0806 10 10

052

114,0

400

228,0

508

259,4

624

162,5

720

99,7

999

172,7

0808 10 80

388

110,4

400

106,5

404

98,6

512

131,2

720

26,7

800

160,7

804

82,0

999

102,3

0808 20 50

052

106,4

720

44,3

999

75,4


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12). Ο κωδικός «999» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1845/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

σχετικά με το άνοιγμα διαρκούς δημοπρασίας για την επαναπώληση, στην κοινοτική αγορά, αραβοσίτου που έχει στην κατοχή του ο τσεχικός οργανισμός παρέμβασης

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς σιτηρών (1), και ιδίως το άρθρο 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2131/93 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό των διαδικασιών και των όρων διάθεσης των σιτηρών που κατέχουν οι οργανισμοί παρέμβασης (2) προβλέπει ιδίως ότι η πώληση σιτηρών που βρίσκονται στην κατοχή του οργανισμού παρέμβασης πρέπει να πραγματοποιείται με δημοπρασία και με βάση τιμές που καθιστούν δυνατή την αποφυγή των διαταραχών της αγοράς.

(2)

Λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών στην Ιβηρική χερσόνησο, οι τιμές του αραβοσίτου στην κοινοτική αγορά είναι σχετικά υψηλές, προξενώντας δυσκολίες στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και στη βιομηχανία ζωοτροφών όσον αφορά τον εφοδιασμό τους σε ανταγωνιστικές τιμές.

(3)

Η Τσεχική Δημοκρατία διαθέτει αποθέματα παρέμβασης για τον αραβόσιτο, τα οποία πρέπει να απορροφηθούν.

(4)

Είναι επομένως σκόπιμο να διατεθούν στην εσωτερική αγορά σιτηρών τα αποθέματα αραβοσίτου που έχει στην κατοχή του ο τσεχικός οργανισμός παρέμβασης.

(5)

Για να ληφθεί υπόψη η κατάσταση της κοινοτικής αγοράς, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθεί ότι η διαχείριση της δημοπρασίας θα αναληφθεί από την Επιτροπή. Επιπλέον, πρέπει να προβλεφθεί ένας συντελεστής χορήγησης για τις προσφορές που βρίσκονται στο επίπεδο της ελάχιστης τιμής πώλησης.

(6)

Είναι επίσης σημαντικό να διαφυλαχθεί, στην ανακοίνωση του τσεχικού οργανισμού παρέμβασης προς την Επιτροπή, η ανωνυμία των υποβαλλόντων προσφορά.

(7)

Για να εκσυγχρονιστεί η διαχείριση του συστήματος θα πρέπει να προβλεφθεί η ηλεκτρονική διαβίβαση των στοιχείων που απαιτεί η Επιτροπή.

(8)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης σιτηρών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο τσεχικός οργανισμός παρέμβασης προβαίνει στην πώληση, μέσω διαρκούς δημοπρασίας στην εσωτερική αγορά της Κοινότητας, ποσότητας 31 185 τόνων αραβοσίτου που έχει στην κατοχή του.

Άρθρο 2

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 πώληση διέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2131/93.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τον εν λόγω κανονισμό:

α)

οι προσφορές καταρτίζονται με βάση την πραγματική ποιότητα της παρτίδας στην οποία αναφέρεται η προσφορά·

β)

η ελάχιστη τιμή πώλησης καθορίζεται σε επίπεδο που δεν διαταράσσει τις αγορές των σιτηρών· σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερη από την ισχύουσα τιμή παρέμβασης για τον υπόψη μήνα, συμπεριλαμβανόμενων των μηνιαίων προσαυξήσεων.

Άρθρο 3

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2131/93, η εγγύηση της προσφοράς ορίζεται σε 10 ευρώ ανά τόνο.

Άρθρο 4

1.   Η προθεσμία για την υποβολή των προσφορών για την πρώτη μερική δημοπρασία λήγει στις 23 Νοεμβρίου 2005, ώρα 15.00 (ώρα Βρυξελλών).

Η προθεσμία υποβολής προσφορών για τις επόμενες μερικές δημοπρασίες λήγει κάθε Τετάρτη, ώρα 15.00 (ώρα Βρυξελλών), εκτός από τις 28 Δεκεμβρίου 2005, 12 Απριλίου 2006 και 24 Μαΐου 2006, ημερομηνίες εβδομάδων κατά τις οποίες δεν θα διενεργηθεί καμία δημοπρασία.

Η προθεσμία για την υποβολή των προσφορών για την τελευταία μερική δημοπρασία λήγει στις 28 Ιουνίου 2006, ώρα 15.00 (ώρα Βρυξελλών).

2.   Οι προσφορές πρέπει να κατατίθενται στον τσεχικό οργανισμό παρέμβασης, στην ακόλουθη διεύθυνση:

Státní zemědělský intervenční fond

Odbor rostlinných komodit

Ve Smečkách 33

CZ-110 00 Praha 1

Τηλ. (420) 871 667/403

Φαξ (420) 296 806 404.

Άρθρο 5

Ο τσεχικός οργανισμός παρέμβασης ανακοινώνει στην Επιτροπή, το αργότερο δύο ώρες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, τις προσφορές που ελήφθησαν. Η ανακοίνωση αυτή γίνεται ηλεκτρονικά, σύμφωνα με το έντυπο του παραρτήματος.

Άρθρο 6

Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003, η Επιτροπή καθορίζει την ελάχιστη τιμή πώλησης ή αποφασίζει να μην δώσει συνέχεια στις υποβληθείσες προσφορές. Στην περίπτωση που οι προσφορές αφορούν την ίδια παρτίδα και συνολική ποσότητα μεγαλύτερη από τη διαθέσιμη ποσότητα, είναι δυνατόν ο καθορισμός της τιμής να αφορά κάθε παρτίδα χωριστά.

Για τις προσφορές που κυμαίνονται στο επίπεδο της ελάχιστης τιμής πώλησης, ο καθορισμός μπορεί να συνδυαστεί με τον καθορισμό ενός συντελεστή χορήγησης των προσφερόμενων ποσοτήτων.

Άρθρο 7

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 78· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1154/2005 (ΕΕ L 187 της 19.7.2005, σ. 11).

(2)  ΕΕ L 191 της 31.7.1993, σ. 76· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 749/2005 (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 10).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Διαρκής δημοπρασία για την επαναπώληση 31 185 τόνων αραβοσίτου που έχει στην κατοχή του ο τσεχικός οργανισμός παρέμβασης

Έντυπο (1)

[Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1845/2005]

1

2

3

4

Προσφέροντες κατ’ αύξοντα αριθμό

Αριθμός της παρτίδας

Ποσότητα

(σε τόνους)

Τιμή προσφοράς

σε ευρώ ανά τόνο

1

 

 

 

2

 

 

 

3

 

 

 

κ.λπ.

 

 

 


(1)  Διαβιβάζεται στη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας [DG AGRI (D/2)].


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1846/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για καθορισμό των ελαχίστων τιμών πώλησης βουτύρου για την 174η ειδική δημοπρασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με την πώληση σε μειωμένη τιμή βουτύρου και τη χορήγηση ενίσχυσης στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο, που προορίζονται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής (2), οι οργανισμοί προβαίνουν σε δημοπρασία στην πώληση ορισμένων ποσοτήτων βουτύρου παρέμβασης που κατέχουν και στη χορήγηση ενίσχυσης στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο. Το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού θεσπίζει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις προσφορές που θα ληφθούν για την κάθε ειδική δημοπρασία, καθορίζεται μια ελάχιστη τιμή πώλησης του βουτύρου καθώς και ένα ανώτατο ποσό για την ενίσχυση που χορηγείται στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τον προορισμό, την περιεκτικότητα σε βουτυρική λιπαρά ουσία και τον τρόπο χρησιμοποίησης, ή αποφασίζεται να μη δοθεί συνέχεια στη δημοπρασία. Πρέπει συνεπώς να καθοριστούν το ή τα ποσά των εγγυήσεων μεταποίησης.

(2)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Για την 174η ειδική δημοπρασία στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97, οι ελάχιστες τιμές πώλησης του βουτύρου παρέμβασης καθώς και τα ποσά των εγγυήσεων μεταποίησης καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Νοεμβρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 186/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 29 της 3.2.2004, σ. 6).

(2)  ΕΕ L 350 της 20.12.1997, σ. 3· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2250/2004 (ΕΕ L 381 της 28.12.2004, σ. 25).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για καθορισμό των ελαχίστων τιμών πώλησης βουτύρου για την 174η ειδική δημοπρασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97

(EUR/100 kg)

Υπόδειγμα

A

B

Τρόπος χρησιμοποίησης

Με ιχνοθέτες

Χωρίς ιχνοθέτες

Με ιχνοθέτες

Χωρίς ιχνοθέτες

Ελάχιστη τιμή πώλησης

Βούτυρο ≥ 82 %

Ως έχει

206

210

210

Συμπυκνωμένο

204,1

Εγγύηση μεταπώλησης

Ως έχει

79

79

79

Συμπυκνωμένο

79


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/8


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1847/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για καθορισμό των μέγιστων ποσών ενίσχυσης της κρέμας γάλακτος, του βουτύρου και του συμπυκνωμένου βουτύρου για την 174η ειδική δημοπρασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με την πώληση σε μειωμένη τιμή βουτύρου και τη χορήγηση ενίσχυσης στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο, που προορίζονται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής (2), οι οργανισμοί προβαίνουν με δημοπρασία στην πώληση ορισμένων ποσοτήτων βουτύρου παρέμβασης που κατέχουν και στη χορήγηση ενίσχυσης στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο. Το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού θεσπίζει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις προσφορές που θα ληφθούν για την κάθε ειδική δημοπρασία, καθορίζεται μια ελάχιστη τιμή πώλησης του βουτύρου καθώς και ένα ανώτατο ποσό για την ενίσχυση που χορηγείται στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τον προορισμό, την περιεκτικότητα σε βουτυρική λιπαρά ουσία και τον τρόπο χρησιμοποίησης, ή αποφασίζεται να μη δοθεί συνέχεια στη δημοπρασία. Πρέπει συνεπώς να καθοριστούν το ή τα ποσά των εγγυήσεων μεταποίησης.

(2)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Για την 174η ειδική δημοπρασία στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97, το ανώτατο ποσό των ενισχύσεων καθώς και τα ποσά των εγγυήσεων μεταποίησης καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Νοεμβρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 186/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 29 της 3.2.2004, σ. 6).

(2)  ΕΕ L 350 της 20.12.1997, σ. 3· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2250/2004 (ΕΕ L 381 της 28.12.2004, σ. 25).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2005, για τον καθορισμό των μέγιστων ποσών ενίσχυσης της κρέμας γάλακτος, του βουτύρου και του συμπυκνωμένου βουτύρου για την 174η ειδική δημοπρασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2571/97

(EUR/100 kg)

Υπόδειγμα

A

B

Τρόπος χρησιμοποίησης

Με ιχνοθέτες

Χωρίς ιχνοθέτες

Με ιχνοθέτες

Χωρίς ιχνοθέτες

Ανώτατο ποσό ενίσχυσης

Βούτυρο ≥ 82 %

39

35

35

Βούτυρο < 82 %

34,1

34

Συμπυκνωμένο βούτυρο

46,5

42,6

46,5

42

Κρέμα

19

15

Εγγύηση μεταποίησης

Βούτυρο

43

Συμπυκνωμένο βούτυρο

51

51

Κρέμα

21


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/10


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1848/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για καθορισμό του ανωτάτου ποσού για την ενίσχυση στο συμπυκνωμένο βούτυρο για την 346η ειδική δημοπρασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 429/90

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 429/90 της Επιτροπής, της 20ής Φεβρουαρίου 1990, σχετικά με τη χορήγηση, βάσει δημοπρασίας, ενίσχυσης στο συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζεται για άμεση κατανάλωση στην Κοινότητα (2), οι οργανισμοί παρέμβασης προβαίνουν σε διαρκή δημοπρασία για τη χορήγηση ενίσχυσης στο συμπυκνωμένο βούτυρο. Στο άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού προβλέπεται ότι λαμβάνοντας υπόψη τις ληφθείσες προσφορές για την κάθε ειδική δημοπρασία καθορίζεται ανώτατο ποσό ενίσχυσης για το συμπυκνωμένο βούτυρο ελάχιστης περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες 96 % ή αποφασίζεται να μη δοθεί συνέχεια στη δημοπρασία. Πρέπει συνεπώς να καθοριστεί το ποσό εγγύησης προορισμού.

(2)

Πρέπει να καθοριστεί, βάσει των προσφορών που έχουν υποβληθεί, το ανώτατο ποσό ενίσχυσης στο επίπεδο που αναφέρεται κατωτέρω και να καθοριστεί κατά συνέπεια το ποσό της εγγύησης προορισμού.

(3)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Για την 346η ειδική δημοπρασία στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 429/90, το ανώτατο ποσό ενίσχυσης και η εγγύηση προορισμού καθορίζονται ως εξής:

ανώτατο ποσό ενίσχυσης:

45,5 EUR/100 kg,

εγγύηση προορισμού:

50 EUR/100 kg.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Νοεμβρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 186/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 29 της 3.2.2004, σ. 6).

(2)  ΕΕ L 45 της 21.2.1990, σ. 8· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2250/2004 (ΕΕ L 381 της 28.12.2004, σ. 25).


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/11


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1849/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για καθορισμό της ελάχιστης τιμής πώλησης βουτύρου για τον 30ο επιμέρους διαγωνισμό στο πλαίσιο του διαρκούς διαγωνισμού που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2771/1999

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10 στοιχείο γ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2771/1999 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, περί λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τα μέτρα παρέμβασης στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος (2), οι οργανισμοί παρέμβασης προβαίνουν σε πώληση με διαρκή διαγωνισμό ορισμένων ποσοτήτων βουτύρου που βρίσκονται στην κατοχή τους.

(2)

Λαμβανομένων υπόψη των προσφορών που έχουν παραληφθεί για κάθε επιμέρους διαγωνισμό πρέπει να καθοριστεί ελάχιστη τιμή πώλησης ή να αποφασιστεί να μη δοθεί συνέχεια στο διαγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 24α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2771/1999.

(3)

Λαμβανομένων υπόψη των προσφορών που έχουν παραληφθεί πρέπει να καθοριστεί ελάχιστη τιμή πώλησης.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Όσον αφορά τον 30ο επιμέρους διαγωνισμό σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2771/1999, για τον οποίο η προθεσμία υποβολής προσφορών έληξε στις 8 Νοεμβρίου 2005, η ελάχιστη τιμή πώλησης για το βούτυρο καθορίζεται σε 258,00 EUR/100 kg.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Νοεμβρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 186/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 29 της 3.2.2004, σ. 6).

(2)  ΕΕ L 333 της 24.12.1999, σ. 11· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2250/2004 (ΕΕ L 381 της 28.12.2004, σ. 25).


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/12


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1850/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστης τιμής πώλησης αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη για τον 29o επιμέρους διαγωνισμό στο πλαίσιο του διαρκούς διαγωνισμού που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 214/2001

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10 στοιχείο γ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 214/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, περί λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τα μέτρα παρέμβασης στην αγορά του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη (2), οι οργανισμοί παρέμβασης προβαίνουν σε πώληση με διαρκή διαγωνισμό ορισμένων ποσοτήτων αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που βρίσκονται στην κατοχή τους.

(2)

Λαμβανομένων υπόψη των προσφορών που έχουν ληφθεί για κάθε επιμέρους διαγωνισμό πρέπει να καθοριστεί ελάχιστη τιμή πώλησης ή να αποφασιστεί να μη δοθεί συνέχεια στο διαγωνισμό, σύμφωνα με το άρθρο 24α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 214/2001.

(3)

Λαμβανομένων υπόψη των προσφορών που έχουν παραληφθεί, πρέπει να καθοριστεί ελάχιστη τιμή πώλησης.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Όσον αφορά τον 29o επιμέρους διαγωνισμό σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 214/2001, για τον οποίο η προθεσμία υποβολής προσφορών έληξε στις 8 Νοεμβρίου 2005, η ελάχιστη τιμή πώλησης για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη καθορίζεται σε 186,00 EUR/100 kg.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Νοεμβρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 186/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 29 της 3.2.2004, σ. 6).

(2)  ΕΕ L 37 της 7.2.2001, σ. 100· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2250/2004 (ΕΕ L 381 της 28.12.2004, σ. 25).


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/13


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1851/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για καθορισμό των συντελεστών που εφαρμόζονται στα σιτηρά που εξάγονται με τη μορφή του Irish whiskey για την περίοδο 2005/2006

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των σιτηρών (1),

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2825/93 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου όσον αφορά τον καθορισμό για τη χορήγηση προσαρμοσμένων επιστροφών για τα σιτηρά που εξάγονται υπό μορφή οινοπνευματωδών ποτών (2), και ιδίως το άρθρο 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2825/93 προβλέπει ότι οι ποσότητες των σιτηρών στις οποίες εφαρμόζεται η επιστροφή είναι οι ποσότητες των σιτηρών που τίθενται υπό έλεγχο και αποστάζονται, στις οποίες εφαρμόζεται ένας συντελεστής που καθορίζεται ετησίως για κάθε σχετικό κράτος μέλος. Ο συντελεστής αυτός εκφράζει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των συνολικών ποσοτήτων που εξάγονται και των συνολικών ποσοτήτων που διατίθενται στο εμπόριο του σχετικού οινοπνευματώδους ποτού με βάση την τάση που διαπιστώνεται στη μεταβολή των ποσοτήτων αυτών κατά τη διάρκεια του αριθμού ετών που αντιστοιχεί στη μέση περίοδο παλαίωσης αυτού του οινοπνευματώδους ποτού.

(2)

Με βάση τις πληροφορίες που χορήγησε η Ιρλανδία και είναι σχετικές με την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004, η μέση περίοδος παλαίωσης κατά το 2004 ήταν πέντε έτη για το Irish whiskey. Πρέπει συνεπώς, να καθοριστούν οι συντελεστές για την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως 30 Σεπτεμβρίου 2006.

(3)

Το άρθρο 10 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο αποκλείει τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή προς το Λιχτενστάιν, την Ισλανδία και τη Νορβηγία. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει συνάψει συμφωνίες με ορισμένες τρίτες χώρες που περιλαμβάνουν την κατάργηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Συνεπώς, σε εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2825/93, πρέπει αυτά να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό των συντελεστών για την περίοδο 2005/2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Για την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως 30 Σεπτεμβρίου 2006, οι συντελεστές που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2825/93, που εφαρμόζονται στα σιτηρά που χρησιμοποιούνται στην Ιρλανδία για την παρασκευή του Irish whiskey, καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται και ισχύει από την 1η Οκτωβρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 78· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1154/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 187 της 19.7.2005, σ. 11).

(2)  ΕΕ L 258 της 16.10.1993, σ. 6· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1633/2000 (ΕΕ L 187 της 26.7.2000, σ. 29).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Συντελεστές που εφαρμόζονται στην Ιρλανδία

Περίοδος εφαρμογής

Εφαρμοζόμενος συντελεστής

Στην κριθή που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του Irish whiskey, κατηγορίας B (1)

Στα σιτηρά που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του Irish whiskey, κατηγορίας A

1.10.2005-30.9.2006

0,388

1,019


(1)  Συμπεριλαμβανομένης της κριθής που έχει μεταποιηθεί σε βύνη.


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/15


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1852/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για τον καθορισμό των συντελεστών που εφαρμόζονται στα σιτηρά που εξάγονται με τη μορφή του Scotch whisky για την περίοδο 2005/2006

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των σιτηρών (1),

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2825/93 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου όσον αφορά τον καθορισμό για την χορήγηση προσαρμοσμένων επιστροφών για τα σιτηρά που εξάγονται υπό μορφή οινοπνευματωδών ποτών (2), και ιδίως το άρθρο 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2825/93 προβλέπει ότι οι ποσότητες των σιτηρών στις οποίες εφαρμόζεται η επιστροφή είναι οι ποσότητες των σιτηρών που τίθενται υπό έλεγχο και αποστάζονται, στις οποίες εφαρμόζεται ένας συντελεστής που καθορίζεται ετησίως για κάθε σχετικό κράτος μέλος. Ο συντελεστής αυτός εκφράζει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των συνολικών ποσοτήτων που εξάγονται και των συνολικών ποσοτήτων που διατίθενται στο εμπόριο του σχετικού οινοπνευματώδους ποτού με βάση την τάση που διαπιστώνεται στη μεταβολή των ποσοτήτων αυτών κατά τη διάρκεια του αριθμού ετών που αντιστοιχεί στη μέση περίοδο παλαίωσης αυτού του οινοπνευματώδους ποτού.

(2)

Με βάση τις πληροφορίες που χορήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και είναι σχετικές με την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004, η μέση περίοδος παλαίωσης κατά το 2004 ήταν επτά έτη για το Scotch whisky. Πρέπει συνεπώς, να καθοριστούν οι συντελεστές για την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως 30 Σεπτεμβρίου 2006.

(3)

Το άρθρο 10 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο αποκλείει τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή προς το Λιχτενστάιν, την Ισλανδία και τη Νορβηγία. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει συνάψει συμφωνίες με ορισμένες τρίτες χώρες που περιλαμβάνουν την κατάργηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Συνεπώς, σε εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2825/93 πρέπει αυτά να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό των συντελεστών για την περίοδο 2005/2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Για την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως 30 Σεπτεμβρίου 2006, οι συντελεστές που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2825/93, που εφαρμόζονται στα σιτηρά που χρησιμοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο για την παρασκευή του Scotch whisky, καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται με ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 78· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1154/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 187 της 19.7.2005, σ. 11).

(2)  ΕΕ L 258 της 16.10.1993, σ. 6· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1633/2000 (ΕΕ L 187 της 26.7.2000, σ. 29).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Συντελεστές που εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο

Περίοδος εφαρμογής

Εφαρμοζόμενος συντελεστής

Στην κριθή που μεταποιείται σε βύνη και χρησιμοποιείται για την παρασκευή του «malt whisky»

Στα σιτηρά που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του «grain whisky»

Από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006

0,543

0,551


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/17


ΟΔΗΓΊΑ 2005/77/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για την τροποποίηση του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (1), και ιδίως το άρθρο 14 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2000/29/ΕΚ προβλέπει ορισμένα μέτρα κατά της εξάπλωσης οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα στο εσωτερικό της Κοινότητας. Επιπλέον, προβλέπει τη χρήση φυτοϋγειονομικού διαβατηρίου, το οποίο θα πιστοποιεί ότι τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα έχουν υποβληθεί επιτυχώς στο κοινοτικό σύστημα ελέγχων.

(2)

Επί του παρόντος, απαιτούνται φυτοϋγειονομικά διαβατήρια για τη διακίνηση πιστοποιημένων σπόρων Helianthus annuus L., Lycopersicon lycopersicum (L.) Karsten ex Farw. και Phaseolus L. εντός της Κοινότητας, με εξαίρεση τις τοπικές μετακινήσεις.

(3)

Για τη βελτίωση της φυτοϋγειονομικής προστασίας των σπόρων Helianthus annuus L., Lycopersicon lycopersicum (L.) Karsten ex Farw. και Phaseolus L., η απαίτηση σύμφωνα με την οποία οι σπόροι πρέπει να συνοδεύονται από φυτοϋγειονομικό διαβατήριο όταν διακινούνται εντός της Κοινότητας, με εξαίρεση τις τοπικές μετακινήσεις, πρέπει να εφαρμόζεται σε όλους τους σπόρους αυτών των ειδών.

(4)

Ως εκ τούτου, το παράρτημα V της οδηγίας 2000/29/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης φυτοϋγειονομικής επιτροπής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Στο παράρτημα V μέρος Α τμήμα Ι σημείο 2.4 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, η τελευταία περίπτωση αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«—

Σπόροι Helianthus annuus L., Lycopersicon lycopersicum (L.) Karsten ex Farw. και Phaseolus L.»

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 30 Απριλίου 2006 το αργότερο, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και έναν πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Μαΐου 2006.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κυρίων διατάξεων εθνικής νομοθεσίας που εκδίδουν στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 169 της 10.7.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/16/ΕΚ (ΕΕ L 57 της 3.3.2005, σ. 19).


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Συμβούλιο

12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/18


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Νοεμβρίου 2005

για το διορισμό στην Επιτροπή των Περιφερειών ενός μέλους

(2005/785/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 263,

την πρόταση της βρετανικής κυβέρνησης,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Στις 22 Ιανουαρίου 2002 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2002/60/ΕΚ για το διορισμό των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών για την περίοδο από 26 Ιανουαρίου 2002 έως 25 Ιανουαρίου 2006 (1).

(2)

Έχει κενωθεί μια θέση μέλους της Επιτροπής των Περιφερειών, συνεπεία της παραιτήσεως, της κας Sally POWELL, η οποία γνωστοποιήθηκε στο Συμβούλιο την 21η Δεκεμβρίου 2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Διορίζεται ως μέλος στην Επιτροπή των Περιφερειών για το υπόλοιπο της θητείας, δηλαδή έως τις 25 Ιανουαρίου 2006:

Η κα Gabrielle KAGAN

Councillor — Brent Council

προς αντικατάσταση της κας Sally POWELL

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία της εκδόσεώς της.

Βρυξέλλες, 8 Νοεμβρίου 2005.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. BROWN


(1)  ΕΕ L 24, 26.1.2002, σ. 38.


Επιτροπή

12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/19


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 2ας Μαρτίου 2005

σχετικά με κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία στην εταιρεία Chemische Werke Piesteritz

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 427]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2005/786/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 εδάφιο 1,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Έχοντας καλέσει τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (1) και λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με την από 7 Μαρτίου 1997 επιστολή της, η οποία παρελήφθη στις 15 Απριλίου και καταχωρίσθηκε στις 18 Απριλίου 1997, η Γερμανία κοινοποίησε μέτρα κρατικής ενίσχυσης υπέρ της Chemische Werke Piesteritz GmbH (εφεξής «CWP»). Σύμφωνα με την κοινοποίηση, μέρος της ενίσχυσης είχε ήδη χορηγηθεί. Με τις από 14 Μαΐου 1997, 22 Ιουλίου 1997 και 4 Νοεμβρίου 1997 επιστολές της, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες παρέσχε η Γερμανία με τις από 10 Ιουλίου 1997 και 2 Σεπτεμβρίου 1997 επιστολές της, οι οποίες καταχωρίσθηκαν αντίστοιχα τις αυτές ημέρες. Τα ερωτήματα που έθεσε η Επιτροπή, στην από 4 Νοεμβρίου επιστολή της, συζητήθηκαν στο πλαίσιο σύσκεψης με τις γερμανικές αρχές στις 24 Νοεμβρίου 1997.

(2)

Στις 17 Ιουνίου 1997, η Επιτροπή έλαβε αίτηση παροχής πληροφοριών από άμεσο ανταγωνιστή του αποδέκτη της ενίσχυσης. Στις 28 Ιουλίου 1997, η Société chimique Prayon-Rupel SA (εφεξής «Prayon-Rupel»), άμεσος ανταγωνιστής, εξέφρασε την ανησυχία της αναφορικά με την ενίσχυση από την άποψη του ανταγωνισμού.

(3)

Στις 16 Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αιτιάσεις· το γεγονός αυτό κοινοποιήθηκε στη Γερμανία στις 22 Ιανουαρίου 1998. Περίληψη της απόφασης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (2). Επιπροσθέτως, στις 19 Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή ενημέρωσε σχετικά την Prayon-Rupel και στις 5 Μαρτίου 1998 της διαβίβασε το πλήρες κείμενο της απόφασης.

(4)

Στις 5 Μαΐου 1998, η Prayon-Rupel άσκησε προσφυγή ακύρωσης στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΠΕΚ). Στις 15 Μαρτίου 2001, η εν λόγω απόφαση κηρύχθηκε άκυρη (3). Η απόφαση του Πρωτοδικείου κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 19 Μαρτίου 2001.

(5)

Σε συνέχεια της απόφασης αυτής, η Επιτροπή κίνησε στις 20 Ιουνίου 2001 επίσημη διαδικασία έρευνας. Η σχετική απόφαση της Επιτροπής δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (4). Η Επιτροπή ζήτησε από όλους τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους αναφορικά με την ενίσχυση. Ένας ανταγωνιστής, η Chemische Fabrik Budenheim Rudolf A. Oetker (CFB) υπέβαλε με την από 20 Αυγούστου 2001 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 21 Αυγούστου 2001, τις παρατηρήσεις της. Με την από 10 Σεπτεμβρίου 2001 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2001, η Prayon-Rupel συμπλήρωσε τις από 15 Ιουνίου 2001 παρατηρήσεις της. Με την από 26 Σεπτεμβρίου 2001 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε την ίδια ημέρα, υπέβαλε τις παρατηρήσεις της η BK Giulini GmbH (BK Giulini). Οι εν λόγω παρατηρήσεις διαβιβάσθηκαν στη Γερμανία στις 29 Οκτωβρίου 2001 και στις 6 Αυγούστου 2002. Η Γερμανία απάντησε με την από 8 Οκτωβρίου 2002 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε την ίδια ημέρα, υποβάλλοντας την απάντηση της CWP όσον αφορά τις παρατηρήσεις των τρίτων μερών.

(6)

Η απάντηση της Γερμανίας ως προς την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας υποβλήθηκε με την από 21 Σεπτεμβρίου 2001 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2001. Τα συνημμένα, ήτοι οι εκθέσεις δραστηριοτήτων της περιόδου 1994-1999, διαβιβάσθηκαν με την από 26 Σεπτεμβρίου 2001 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2001. Με την από 25 Οκτωβρίου 2001 επιστολή της, η Επιτροπή ζήτησε να της παρασχεθούν σημαντικά στοιχεία τα οποία έλειπαν. Στις 4 Δεκεμβρίου 2001, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες σύσκεψη με τους εκπροσώπους της γερμανικής κυβέρνησης και αντιπροσώπους του αποδέκτη της ενίσχυσης. Σε συνέχεια της σύσκεψης, η Επιτροπή διαβίβασε στις 14 Δεκεμβρίου 2001 μια σειρά ερωτήσεων. Με την από 20 Δεκεμβρίου 2001 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2002, η Γερμανία παρέσχε τα έγγραφα που ζητήθηκαν στη σύσκεψη. Στην επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2001 η Γερμανία απάντησε με την από 6 Φεβρουαρίου 2002 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2002, καθώς και με την από 21 Φεβρουαρίου 2002 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε την ίδια ημέρα. Με την από 6 Φεβρουαρίου 2002 επιστολή της, η Γερμανία διαβίβασε επίσης τη θέση του αποδέκτη της ενίσχυσης. Με την από 7 Φεβρουαρίου 2002 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2002, η Γερμανία διαβίβασε τα συνημμένα της επιστολής της 6ης Φεβρουαρίου 2002. Με την από 22 Φεβρουαρίου 2002 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2002, η Γερμανία υπέβαλε την έκθεση δραστηριοτήτων του έτους 2000. Πρόσθετες πληροφορίες υποβλήθηκαν με την από 13 Μαρτίου 2002 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 14 Μαρτίου 2002, καθώς και με την από 4 Απριλίου 2002 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 5 Απριλίου 2002. Στις 14 Αυγούστου 2002, η Επιτροπή ζήτησε διευκρινίσεις όσον αφορά την εν λόγω ενίσχυση. Η Γερμανία διαβίβασε τα απαιτούμενα στοιχεία με την από 15 Οκτωβρίου 2002 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε την ίδια ημέρα.

(7)

Στις 6 Μαρτίου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία σχετικά με την απόφασή της για την έκδοση διαταγής παροχής πληροφοριών, προκειμένου να αποσαφηνισθεί τόσο το αμφίβολο περιεχόμενο όσο και ο ενισχυτικός χαρακτήρας ορισμένων μέτρων.

(8)

Η Γερμανία διαβίβασε τα στοιχεία που ζήτησε η Επιτροπή με τις από 17 Απριλίου και 5 Μαΐου 2003 επιστολές της, οι οποίες καταχωρίσθηκαν στις 22 Απριλίου 2003 και στις 6 Μαΐου 2003. Τα σχετικά συνημμένα διαβιβάσθηκαν με την από 28 Απριλίου 2003 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 6 Μαΐου 2003. Συμπληρωματικές πληροφορίες υποβλήθηκαν με την από 13 Ιουνίου 2003 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε την ίδια ημέρα, με τις από 4, 9 και 29 Ιουλίου 2003 επιστολές της, οι οποίες καταχωρίσθηκαν στις 7, 17 και 29 Ιουλίου 2003, καθώς επίσης και με την από 13 Αυγούστου 2003 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε την ίδια ημέρα. Στις 22 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή συναντήθηκε με τους εκπροσώπους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και της κυβέρνησης του ομόσπονδου κρατιδίου, καθώς επίσης και με τους αντιπροσώπους της CWP. Τα ερωτήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο της συνάντησης, απαντήθηκαν με τις από 3 και 26 Σεπτεμβρίου 2003 επιστολές, οι οποίες καταχωρίσθηκαν στις 4 και 26 Σεπτεμβρίου 2003.

(9)

Στις 14 Μαΐου 2004, έλαβε χώρα νέα σύσκεψη με τις γερμανικές αρχές. Με την από 18 Ιουνίου 2004 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε στις 24 Ιουνίου 2004, η Γερμανία διαβίβασε συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Στις 6 Ιουλίου 2004, έλαβε χώρα μια τελευταία σύσκεψη με τις γερμανικές αρχές· σε συνέχεια της σύσκεψης αυτής, υποβλήθηκε στις 29 Ιουλίου 2004 επιστολή, η οποία καταχωρίσθηκε την ίδια ημέρα. Η Γερμανία διαβίβασε περαιτέρω στοιχεία με την από 26 Αυγούστου 2004 επιστολή της, η οποία καταχωρίσθηκε την ίδια ημέρα.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

A.   Ο αποδέκτης

(10)

Η CWP είναι μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία έχει έδρα στο Piesteritz, Sachsen-Anhalt, μια επιλέξιμη περιφέρεια υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ. Η επιχείρηση παράγει φωσφορικό οξύ και τα παράγωγά του, ιδίως φωσφορικά άλατα. Η CWP ιδρύθηκε το 1994 με σκοπό να αναλάβει, στο πλαίσιο ιδιωτικοποίησης, τον κλάδο εκμετάλλευσης «Phosphorfolgeprodukte» (μεταποιημένα προϊόντα φωσφόρου) της Stickstoffwerke AG Wittenberg Piesteritz (εφεξής «Stickstoffwerke»). Η Stickstoffwerke παρήγαγε χημικά προϊόντα και ευρίσκετο στην κατοχή της Treuhandanstalt (εφεξής «THA»), ενός οργανισμού δημοσίου δικαίου που ήταν υπεύθυνος για την ιδιωτικοποίηση και την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

(11)

Η ιδιωτικοποίηση έλαβε χώρα στις 29 Ιουνίου 1994 κατόπιν πρόσκλησης υποβολής προσφορών που διενεργήθηκε από την Goldmann Sachs. Ιδιοκτήτες της CWP ήταν οι Vopelius GmbH, URSEKO GmbH, Phosphor AG (Καζακστάν) και οκτώ ιδιωτικοί επενδυτές. Η ιδιωτικοποίηση τελούσε υπό τον όρο ότι η Phosphor AG θα αυξήσει την εισφορά κεφαλαίου της από 30 000 γερμανικά μάρκα (εφεξής «DEM») σε 1,6 εκατ. DEM. Λόγω του ότι αυτό δεν συνέβη, το μερίδιο της URSEKO GmbH και της Phosphor AG ανέλαβε η Vopelius GmbH και έξι συνεργάτες της CWP. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, η σύμβαση ιδιωτικοποίησης κηρύχθηκε έγκυρη στις 30 Νοεμβρίου 1994.

(12)

Η Γερμανία διαβίβασε τα ακόλουθα στοιχεία σχετικά με τις δραστηριότητες της CWP (σε εκατ. DEM):

Πίνακας 1 (5)

(σε εκατ. DEM)

 

1996/97

1997/98

1998

1999

2000

Ετήσιος κύκλος εργασιών

18,8

26,3

6,2

33,0

31,2

Αποτέλεσμα τακτικών δραστηριοτήτων

– 4,8

– 4,1

– 7,2

– 5,0

– 4,1

Απασχολούμενοι

80

99

100

100

97

(13)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, η CWP διαθέτει από το Δεκέμβριο του 1998 εταιρικό κεφάλαιο της τάξεως των 288 880 ευρώ (0,565 εκατ. DEM). Η επιχείρηση ανήκει στη Vopelius Chemie AG (29,2 %), τη Vopelius GmbH (28,3 %), τον κ. Thilo Koth von Vopelius (17,7 %) και τη BVT Industrie GmbH & Co. Chemische Werke Piesteritz KG (24,8 %).

(14)

Οι Vopelius Chemie AG και Vopelius GmbH καθώς επίσης και οι Galvano Chemie Leipzig GmbH και Vopelius-Bioprodukte GmbH (6), οι οποίες είναι θυγατρικές της Vopelius Chemie AG, αποτελούν έναν ολοκληρωμένο όμιλο (όμιλος Vopelius). Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Vopelius Chemie AG είναι ο κ. Thilo von Vopelius. Ο όμιλος Vopelius, συμπεριλαμβανομένου του κ. Vopelius, είναι κάτοχοι του 75,2 % του κεφαλαίου της CWP. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλε η Γερμανία στο πλαίσιο της αίτησης παροχής πληροφοριών, ο όμιλος (χωρίς τη CWP) απασχολούσε το έτος 2002 43 άτομα, σημείωσε κύκλο εργασιών ύψους 17 252 657 ευρώ (33,755 εκατ. DEM) και τα περιουσιακά της στοιχεία ανέρχονταν σε 6 777 174 ευρώ (13,255 εκατ. DEM). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, οι επιχειρήσεις δεν συνιστούν όμιλο βάσει του εμπορικού δικαίου.

(15)

Η επιχείρηση BVT Industrie GmbH & Co. Chemische Werke Piesteritz KG είναι μέρος του ομίλου BVT, μιας διεθνούς επιχείρησης επενδύσεων και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, με συνολικό όγκο επενδύσεων άνω των 3 δισεκατ. ευρώ (6 δισεκατ. DEM) (7). Ο όμιλος αυτός έχει στην κατοχή του το 24,8 % του κεφαλαίου της CWP και θεωρείται από τη Γερμανία θεσμικός εταίρος.

(16)

Το Φεβρουάριο του 2001, η CWP πώλησε πάγια περιουσιακά στοιχεία που συνδέονταν με την παραγωγή φωσφορικών αλάτων στην […]* (8) (TI), η οποία παράγει φώσφορο και παράγωγα φωσφόρου. Σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης, η αξία επωνυμίας, τα άυλα περιουσιακά στοιχεία, τα αποθέματα κ.ά. πωλήθηκαν στην τιμή των […]* ευρώ ([…]* DEM), ενώ τα ακίνητα και τα πάγια περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στην τιμή των […]* ευρώ ([…]* DEM). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, η ανάληψη των ακινήτων και των πάγιων περιουσιακών στοιχείων εξαρτάται από την ελεύθερη βαρών μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων καθώς και από απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στη CWP, από την οποία θα πρέπει να συνάγεται ότι η TI δεν θα φέρει ευθύνη σε περίπτωση ανάκτησης της ενίσχυσης. Σε περίπτωση έκδοσης θετικής απόφασης από την Επιτροπή, η BvS και το κρατίδιο Sachsen-Anhalt θα αποδεσμεύσουν τις ασφάλειες που συνδέονται με τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται στην TI, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί το κριτήριο της ελεύθερης βαρών μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων και να τεθεί σε ισχύ η σύμβαση πώλησης. Όσο δεν τίθεται σε ισχύ η σύμβαση πώλησης, η πληρωμή του […]* ευρώ ([…]* DEM) εκκρεμεί. Έως ότου τεθεί σε ισχύ η σύμβαση, η CWP θα παράγει φωσφορικά άλατα αποκλειστικά και μόνον για την TI, η οποία με τη σειρά της τής παρέχει τις πρώτες ύλες.

B.   Χρηματοδοτικά μέτρα του δημόσιου τομέα

(17)

Στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της 29ης Ιουνίου 1994, η CWP συμφώνησε να πληρώσει ποσό ύψους 3 181 769 ευρώ (6,223 εκατ. DEM) για το τμήμα «Phosphorfolgeprojekte» της Stickstoffwerke, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε τρεις δόσεις των 511 292 ευρώ (1 εκατ. DEM) στις 30 Ιουνίου 1995, την 1η Ιουνίου 1996 και στις 30 Ιουνίου 1996, καθώς επίσης και σε μια ακόμη δόση ύψους 1 647 894 ευρώ (3,223 εκατ. DEM), η οποία έπρεπε να καταβληθεί την 1η Ιουλίου 1997. Η CWP δεσμεύθηκε επίσης να διασφαλίσει 70 θέσεις απασχόλησης έως την 1η Οκτωβρίου 1999 και να πραγματοποιήσει επενδύσεις ύψους 5 112 919 ευρώ (10 εκατ. DEM) έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002.

(18)

Με τη σειρά της, η THA έλαβε διάφορα μέτρα. Ορισμένα από τα μέτρα αυτά προσαρμόσθηκαν στο πλαίσιο των πολλών τροποποιήσεων της σύμβασης ιδιωτικοποίησης κατά το διάστημα 1994-2003. Ο ακόλουθος πίνακας 2 παρέχει μια γενική εικόνα:

Πίνακας 2

(σε εκατ. ευρώ)

Μέτρα στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης (THA)

1

Εγγύηση

1,02

1a

Παράταση της εγγύησης και μετατροπή σε δάνειο/επιδότηση

(1,02)

2

Επιδότηση επενδύσεων

3,06

3

Επεξεργασία υπολειμμάτων παραγωγής

0,31

Σύνολο

4,39

(19)

Μέτρο 1: Εγγύηση ύψους 1 022 583 ευρώ (2 εκατ. DEM) για πίστωση για κεφάλαια κίνησης. Η πίστωση χορηγήθηκε αρχικά από την Deutsche Bank και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Commerzbank και κατά το έτος 1998 στην Hypovereinsbank.

(20)

Μέτρο 1α: Η εγγύηση που αναφέρεται στο μέτρο 1 έπρεπε αρχικά να ισχύει έως το Δεκέμβριο του 1995. Ωστόσο, ύστερα από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία ανέφερε ότι η εν λόγω εγγύηση, ως αποτέλεσμα διάφορων τροποποιήσεων της σύμβασης ιδιωτικοποίησης, παρατάθηκε αρκετές φορές, την τελευταία φορά έως τις 30 Νοεμβρίου 2000. Πριν από τη λήξη της προθεσμίας, στις 21 Νοεμβρίου 2000, η γερμανική δημόσια αρχή Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben (BvS), η οποία είναι η διάδοχος της THA, χορήγησε στη CWP ισόποσο δάνειο για την εξόφληση της πίστωσης που κάλυπτε η εγγύηση. Το δάνειο αντικατέστησε την υφιστάμενη πίστωση και η εγγύηση έληξε. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Γερμανία, το νέο δάνειο διαρκεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 και το επιτόκιο αντιστοιχεί στο επιτόκιο αναφοράς που έχει ορίσει η Επιτροπή (9). Η τελευταία τροποποίηση της σύμβασης ιδιωτικοποίησης τον Ιούλιο του 2003 προβλέπει ότι, σε περίπτωση θετικής απόφασης της Επιτροπής, το δάνειο θα μετατραπεί σε επιδότηση, δηλαδή δεν θα χρειασθεί να αποπληρωθεί από τη CWP.

(21)

Μέτρο 2: Μη επιστρεπτέα ενίσχυση ύψους 3 067 751 ευρώ (6 εκατ. DEM) για τη χρηματοδότηση επενδύσεων με στόχο τη διατήρηση της παραγωγής.

(22)

Μέτρο 3: Η THA ανέλαβε τις δαπάνες επεξεργασίας των υπολειμμάτων παραγωγής οι οποίες ανέρχονται σε περίπου 623 776 ευρώ (1,22 εκατ. DEM). Αργότερα η επιδότηση αυτή αυξήθηκε σε 306 775 ευρώ (0,6 εκατ. DEM). Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Γερμανία, δεν έγινε ποτέ αποπληρωμή του πρόσθετου αυτού ποσού καθώς το σχέδιο που επρόκειτο να επιδοτηθεί αποδείχθηκε μη εφικτό από τεχνική άποψη.

(23)

Οι πρώτες τροποποιήσεις της σύμβασης ιδιωτικοποίησης περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την παράταση της εγγύησης σύμφωνα με το μέτρο 1 (μέτρο 1α) και την αναστολή της καταβολής του ποσού της αγοράς.

(24)

Περαιτέρω συμφωνία συνήφθη στα τέλη του έτους 1996/αρχές του έτους 1997 μεταξύ της επιχείρησης και της BvS με στόχο την αποτροπή της πτώχευσης της CWP. Προβλεπόταν η λήψη μιας σειράς από μέτρα εκ μέρους των δημόσιων αρχών, τα οποία συνιστούσαν τον πυρήνα της κοινοποίησης του 1997. Ο ακόλουθος πίνακας 3 παρέχει μια ανασκόπηση των μέτρων αναδιάρθρωσης που κοινοποιήθηκαν το έτος 1997.

Πίνακας 3

(σε εκατ. ευρώ)

Μέτρα της THA/BvS

Ποσό

4

Παραίτηση από το ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή αγοράς

3,18

5

Παραίτηση από το ποσό που αντιστοιχεί στους τόκους υπερημερίας πληρωμής

0,23

6

Επιδότηση επενδύσεων

1,79

7

Εγγύηση 20 % για ιδιωτικό επενδυτικό δάνειο 6,3 εκατ. DEM

0,64

8

Εγγύηση 20 % για ιδιωτικό δάνειο κεφαλαίων κίνησης ύψους 8,5 εκατ. DEM

0,87

7a/8a

Μετατροπή των εγγυήσεων σε δάνεια/επιδοτήσεις

(1,51)

Μέτρα του κρατιδίου Sachsen-Anhalt

9

Εγγύηση 80 % για ιδιωτικό επενδυτικό δάνειο ύψους 6,3 εκατ. DEM

2,58

10

Εγγύηση 80 % για ιδιωτικό δάνειο κεφαλαίων κίνησης ύψους 8,5 εκατ. DEM

3,47

Μέτρα στο πλαίσιο εγκεκριμένων ρυθμίσεων ενίσχυσης

11

Άμεσες επιδοτήσεις επενδύσεων (GA-Mittel) από 8.7.1998

1,94

12

Επενδυτικές επιχορηγήσεις (1994-1997)

0,15

Σύνολο

14,85

(25)

Μέτρο 4: Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, η BvS συμφώνησε το Δεκέμβριο του 1996 για περαιτέρω πίστωση του τιμήματος (έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999) του χρόνου εξόφλησης του ποσού της αγοράς, η προθεσμία πληρωμής του οποίου είχε ήδη παραταθεί αρκετές φορές λόγω προηγούμενων τροποποιήσεων της σύμβασης ιδιωτικοποίησης. Στις 5 Ιουλίου 1999, η BvS παραιτήθηκε τελικά από το ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή αγοράς. Η Επιτροπή έλαβε σχετική ενημέρωση μέσω των καταλόγων του λεγόμενου «Vertragsmanagements», οι οποίοι περιλαμβάνουν στοιχεία σχετικά με τις δραστηριότητες της BvS στον τομέα της παρακολούθησης των συμβάσεων (10).

(26)

Μέτρο 5: Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία αναγνώρισε ότι οι συγκεντρωθέντες έως τα τέλη του 1996 τόκοι ως αποτέλεσμα της παράτασης της προθεσμίας πληρωμής, οι οποίοι ανέρχονταν σε 237 239 ευρώ (0,464 εκατ. DEM) διαγράφηκαν κατόπιν σχετικής απόφασης το Δεκέμβριο του 1996. Επιπροσθέτως, η BvS συμφώνησε να μην επιβάλει στο μέλλον τόκους για την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ποσού αγοράς.

(27)

Μέτρο 6: Η BvS αύξησε την επιδότηση για χρηματοδότηση επενδύσεων με στόχο τη διατήρηση της παραγωγής (μέτρο 2) κατά 2 065 619 ευρώ (4,04 εκατ. DEM). Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία δήλωσε ότι από το συνολικά χορηγούμενο ποσό ύψους 5 133 370 ευρώ (10,04 εκατ. DEM) με σκοπό τη χρηματοδότηση επενδύσεων (μέτρα 2 και 6) χρησιμοποιήθηκαν μόνον 4 867 499 ευρώ (9,52 εκατ. DEM). Κατά συνέπεια, η αύξηση της επιδότησης ανήλθε σε 1 799 747 ευρώ (3,52 εκατ. DEM).

(28)

Μέτρο 7: Τον Απρίλιο του 1998, η CWP έλαβε από την Hypovereinsbank δάνειο κεφαλαίων κίνησης ύψους 3 221 139 ευρώ (6,3 εκατ. DEM). Το εν λόγω δάνειο ασφαλίστηκε με εγγύηση 20 % από την BvS, η οποία ανερχόταν σε 644 228 ευρώ (1,26 εκατ. DEM). Το υπόλοιπο 80 % καλυπτόταν από εγγύηση του κρατιδίου Sachsen-Anhalt (Μέτρο 9). Το δάνειο προβλεπόταν να διαρκέσει έως το Δεκέμβριο του 1998. Παρατάθηκε, ωστόσο, πολλές φορές και, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, δεν έχει ακόμη αποπληρωθεί.

(29)

Μέτρο 8: Τον Απρίλιο του 1998, η CWP έλαβε επίσης από την Hypovereinsbank επενδυτικό δάνειο ύψους 4 345 981 ευρώ (8,5 εκατ. DEM). Το δάνειο αυτό ασφαλίστηκε με εγγύηση 20 % από την BvS για ποσό της τάξεως των 869 196 ευρώ (1,7 εκατ. DEM). Το υπόλοιπο 80 % καλυπτόταν από εγγύηση του κρατιδίου Sachsen-Anhalt (μέτρο 10). Το δάνειο ισχύει έως το Μάιο του 2013. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, δεν έχει ακόμη αποπληρωθεί.

(30)

Μέτρα 7α/8α: Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία δήλωσε ότι οι κατά 20 % εγγυήσεις παρατάθηκαν πολλές φορές. Στις 21 Νοεμβρίου 2000, η BvS κατέβαλε τελικά απευθείας στις τράπεζες το μέρος του δανείου που κάλυπταν οι εγγυήσεις, δηλαδή 1 513 424 ευρώ (2,96 εκατ. DEM). Τα εν λόγω μετρητά αποτελούν ασφάλεια για την αποπληρωμή του δανείου από την CWP. Για τις τράπεζες αντικαθιστά απλώς τις υφιστάμενες ασφάλειες αλλά για την CWP αποτελεί νέο δάνειο που αντικαθιστά το 20 % των προηγούμενων. Η CWP θα έπρεπε να καταβάλει ποσό ύψους 1 513 424 ευρώ (2,96 εκατ. DEM) έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 καθώς και τόκους σύμφωνα με το επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής. Ωστόσο, στην απάντηση που έδωσε σε συνέχεια της διαταγής παροχής πληροφοριών, η Γερμανία δήλωσε ότι από τον Ιανουάριο του 2003 η CWP δεν έχει πληρώσει τόκους και ότι οι πληρωμές έχουν ανασταλεί. Οι τόκοι που είχαν συγκεντρωθεί έως το Δεκέμβριο του 2002 και οι οποίοι ανέρχονταν σε 301 000 ευρώ (588 705 DEM) καταβλήθηκαν τον Ιούλιο του 2003. Η τελευταία τροποποίηση της σύμβασης ιδιωτικοποίησης τον Ιούλιο του 2003 προέβλεπε τη μετατροπή του δανείου, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που παρατείνονταν από τον Ιανουάριο του 2003, σε επιδότηση, δηλαδή την παραίτηση από το ποσό του δανείου, συμπεριλαμβανομένων των οφειλόμενων τόκων, σε περίπτωση έκδοσης θετικής απόφασης από την Επιτροπή. Λόγω του ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν απλά παράταση ή συμπλήρωση των μέτρων που αφορά η απόφαση κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας, πρέπει να αξιολογηθούν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης.

(31)

Μέτρο 9: Το υπόλοιπο μέρος του δανείου κεφαλαίων κίνησης ύψους 3 221 138 ευρώ (6,3 εκατ. DEM) (μέτρο 7) καλύφθηκε επίσης με εγγύηση 80 % από το κρατίδιο Sachsen-Anhalt, η οποία αντιστοιχούσε σε 2 576 911 ευρώ (5,04 εκατ. DEM). Η διάρκεια της εγγύησης προβλεπόταν αρχικά έως τις 30 Απριλίου 1998, αλλά πήρε πολλές φορές παράταση κατά ένα έτος. Η CWP ζήτησε περαιτέρω παράταση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε η Γερμανία, είναι σαφές ότι η εγγύηση παραμένει σε ισχύ. Σε περίπτωση έκδοσης θετικής απόφασης από την Επιτροπή για την εν λόγω υπόθεση, το κρατίδιο Sachsen-Anhalt θα εξετάσει το ενδεχόμενο περαιτέρω παράτασης της εγγύησης.

(32)

Μέτρο 10: Το υπόλοιπο μέρος του επενδυτικού δανείου ύψους 4 345 981 ευρώ (8,5 εκατ. DEM) (μέτρο 8) καλύφθηκε επίσης με εγγύηση 80 % από το κρατίδιο Sachsen-Anhalt, η οποία αντιστοιχούσε σε 3 476 785 ευρώ (6,8 εκατ. DEM). Η διάρκεια της εγγύησης λήγει τον Απρίλιο του 2013.

(33)

Μέτρο 11: Στις 8 Ιουλίου 1998 χορηγήθηκαν επιδοτήσεις επενδύσεων ύψους 1 937 796 ευρώ (3,79 εκατ. DEM). Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Γερμανία, από το ποσό αυτό χρησιμοποιήθηκαν μόνον 1 845 764 ευρώ (3,61 εκατ. DEM).

(34)

Μέτρο 12: Επενδυτικές επιχορηγήσεις ύψους 357 904 ευρώ (0,7 εκατ. DEM).

Γ.   Αναδιάρθρωση

(35)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε η Γερμανία το έτος 1997, η πρώτη προσπάθεια αναδιάρθρωσης έγινε στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης με τα μέτρα της THA (μέτρα 1-3). Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή απέτυχε και κατά το οικονομικό έτος 1996 η CWP αντιμετώπισε δυσκολίες λόγω ανεπάρκειας ίδιων κεφαλαίων, διακοπής της προμήθειας πρώτων υλών και έλλειψης ρευστότητας.

(36)

Η ανεπάρκεια ίδιων κεφαλαίων οφειλόταν στο γεγονός ότι η Phosfor AG δεν αύξησε την εισφορά κεφαλαίου της έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1994 από 15 339 ευρώ (30 000 DEM) σε 818 067 ευρώ (1,6 εκατ. DEM). Όσον αφορά την προμήθεια πρώτων υλών, η CWP υπολόγιζε στον εφοδιασμό με στοιχειακό φώσφορο ως πρώτη ύλη για την παραγωγή φωσφορικού οξέος. Το φωσφορικό οξύ αποτελεί τη βάση για την παραγωγή φωσφορικών αλάτων. Ο εφοδιασμός με στοιχειακό φώσφορο είχε προγραμματισθεί να γίνει από την Phosfor AG από το Καζακστάν. Λόγω του ότι αυτό δεν συνέβη, το οικονομικό έτος 1995/96 παρουσιάσθηκαν δυσκολίες εφοδιασμού με πρώτη ύλη. Η επιχείρηση κατάφερε μόνον εν μέρει να καλύψει την έλλειψη αυτή μέσω της αγοράς πρώτων υλών σε υψηλότερες τιμές από άλλες αγορές. Υπήρξε στασιμότητα της παραγωγής, γεγονός που οδήγησε σε απώλειες τα έτη 1995 και 1996 με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά το περιθώριο ρευστότητας της επιχείρησης.

(37)

Για την ανάκτηση της μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας της επιχείρησης, ήταν απαραίτητο ένα βιώσιμο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Σύμφωνα με την κοινοποίηση του 1997, η αναδιάρθρωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατά το διάστημα 1997-2000. Η ανακοίνωση προέβλεπε ουσιαστικά την πραγματοποίηση επενδύσεων σε μια νέα διαδικασία παραγωγής (τη «μέθοδο της υγράς οδού»).

(38)

Έως το 1996, η CWP παρήγαγε κατά κύριο λόγο φωσφορικά άλατα με μικρό βαθμό καθαρότητας προκειμένου να χρησιμοποιηθούν κυρίως σε απορρυπαντικά. Τα φωσφορικά άλατα παράγονται από το φωσφορικό οξύ. Η CWP παρήγαγε φωσφορικό οξύ τόσο για ιδία χρήση (περαιτέρω επεξεργασία για την παραγωγή φωσφορικών αλάτων) όσο και για πώληση σε τρίτους. Υπάρχουν δύο διαδικασίες για την παρασκευή φωσφορικού οξέος, για την καθεμία από τις οποίες χρησιμοποιείται διαφορετική πρώτη ύλη. Κατά τη μέθοδο της υγράς οδού, το καθαρό φωσφορικό οξύ λαμβάνεται με χημική αντίδραση από το βασικό ή ακαθάριστο φωσφορικό οξύ (Merchant Grade Acid — MGA). Κατά τη θερμική διαδικασία παραγωγής, την οποία χρησιμοποιούσε η CWP, παράγεται καθαρό φωσφορικό οξύ μέσω της καύσης στοιχειακού φωσφόρου. Λόγω του ότι, σύμφωνα με την κοινοποίηση, το βασικό φωσφορικό οξύ είναι ευκολότερα προμηθεύσιμο και λιγότερο δαπανηρό όσον αφορά την επεξεργασία του απ’ ό,τι ο στοιχειακός φώσφορος, η CWP αποφάσισε, στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, να αλλάξει τη βάση πρώτης ύλης και, κατά συνέπεια, τη διαδικασία παραγωγής. Με τον τρόπο αυτό σκόπευε να υπερκεράσει τις δυσκολίες προμήθειας στοιχειακού φωσφόρου από το Καζακστάν.

(39)

Η Γερμανία υπέβαλε δύο έγγραφα ως σχέδιο αναδιάρθρωσης. Τα έγγραφα αυτά είναι αντίθετα προς την κοινοποίηση του 1997.

(40)

Το πρώτο έγγραφο με ημερομηνία την 29η Μαΐου 1996 και τίτλο «Neues Unternehmenskonzept zur Weiterführung der CWP als Nachfolgeunternehmen des Bereiches Phosphorfolgeprodukte aus der Stickstoffwerke AG Wittenberg» (Νέα αντίληψη όσον αφορά την εξακολούθηση των δραστηριοτήτων της CWP, επιχειρήσεως η οποία ανέλαβε το τμήμα «φωσφορικά παράγωγα» της εταιρίας Stickstoffwerke AG Wittenberg) συνοψίζει τη στρατηγική αναδιάρθρωσης της CWP, η οποία έχει ουσιαστικά δύο στόχους: πρώτον, τη διεύρυνση της βάσης της πρώτης ύλης και, δεύτερον, την επέκταση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Στο έγγραφο αυτό, ωστόσο, δεν γινόταν αναφορά στη διακοπή της θερμικής διαδικασίας παραγωγής. Αντιθέτως, η παραγωγή επρόκειτο να συνεχίσει να βασίζεται στο στοιχειακό φώσφορο και τη θερμική διαδικασία, ενώ ορισμένες εγκαταστάσεις θα προσαρμόζονταν στην επεξεργασία βασικού φωσφορικού οξέος που η CWP θα αγόραζε. Προτάθηκε επίσης να εξετασθεί η κατασκευή, μεσοπρόθεσμα, εγκατάστασης εξαγωγής για τον καθαρισμό του MGA, δηλαδή την παραγωγή βάσει της υγράς μεθόδου.

(41)

Στο δεύτερο έγγραφο με τίτλο «Vorschlag zur langfristigen Sicherung des Unternehmens CWP einschließlich Investitions- und Finanzierungsplan» (Πρόταση σχετικά με τη μακροπρόθεσμη διάσωση της επιχειρήσεως CWP σε συνδυασμό με σχέδιο επενδύσεων και χρηματοδοτήσεως) και ημερομηνία την 16η Οκτωβρίου 1996, η CWP όριζε τις επενδυτικές της προτεραιότητες καθώς και τη σχεδιαζόμενη χρηματοδότηση χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση την προηγούμενη στρατηγική της διατήρησης της θερμικής διαδικασίας παραγωγής και να εισαγάγει παράλληλα την υγρή μέθοδο. Στις επενδυτικές προτεραιότητες περιλαμβάνονταν η αναπροσαρμογή των υφιστάμενων εγκαταστάσεων και εξοπλισμών με σκοπό την επεξεργασία υγρού φωσφορικού οξέος και η κατασκευή της προαναφερθείσας εγκατάστασης εξαγωγής έτσι ώστε έως το Σεπτέμβριο του 1998 να μην υφίσταται πλέον εξάρτηση της CWP από τη χρήση στοιχειακού φωσφόρου. Η εφικτότητα αυτής της εγκατάστασης εξαγωγής αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης μιας εταιρείας πραγματογνωμοσύνης, της DLM (11), η οποία εκπόνησε επίσης μελέτη κόστους (12), σύμφωνα με την οποία το κόστος της εγκατάστασης θα ανερχόταν σε 3,07 εκατ. ευρώ (6 εκατ. DEM).

(42)

Στην απάντησή της σε συνέχεια της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία ανέφερε την αλλαγή και επέκταση του τεχνικού σχεδίου για την κατασκευή της εγκατάστασης εξαγωγής. Η πρώτη τροποποίηση έγινε το Δεκέμβριο του 1997 όταν δοκιμές έδειξαν ότι ήταν απαραίτητη η μετεπεξεργασία του οξέος (αποφθορίωση και συγκέντρωση), έτσι ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο ποιότητας που απαιτεί η βιομηχανία τροφίμων. Το Φεβρουάριο του 1999, ένας προμηθευτής της CWP, ο οποίος έως τότε την εφοδίαζε με οξύ ποιότητας MAG, το οποίο δεν απαιτεί προεπεξεργασία, κατήγγειλε τη σύμβασή του. Ως αποτέλεσμα, η CWP έπρεπε να αγοράζει οξύ ποιότητας MAG, να το προεπεξεργάζεται και να το αποχρωματίζει. Οι δύο αυτές αλλαγές οδήγησαν σε μεγαλύτερες δαπάνες, καθυστερήσεις στην εφαρμογή του σχεδίου κατά ενάμισυ έτος περίπου και ανάγκασαν τη CWP να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της, γεγονός που είχε επίσης ως συνέπεια πρόσθετες δαπάνες και καθυστερήσεις. Το κόστος της εγκατάστασης εξαγωγής αυξήθηκε από 3,07 εκατ. ευρώ (6 εκατ. DEM) σε 7,772 εκατ. ευρώ (15,1 εκατ. DEM).

(43)

Επιπροσθέτως, το 2000 η CWP αντιμετώπισε πρόβλημα με προϊόν εξευγενισμού που αποτελεί άκρως τοξικό υποπροϊόν. Στην απάντησή της σε συνέχεια της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία ανέφερε ότι η CWP ήλπιζε ότι τρίτα μέρη θα αναλάμβαναν την περαιτέρω επεξεργασία του προϊόντος εξευγενισμού αλλά στα μέσα του έτους 2000 διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν σχετικές προσφορές. Η κρίση που προέκυψε σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις της εφαρμογής των μέτρων αναδιάρθρωσης οδήγησε στη διακοπή της κατασκευής της εγκατάστασης εξαγωγής. Παρά τις διάφορες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, το καλοκαίρι του 2000 η επιχείρηση ήταν στο κατώφλι της πτώχευσης. Τελικά η πτώχευση αυτή κατέστη δυνατό να αποφευχθεί μέσω συμφωνίας με την TI.

(44)

Η συμφωνία συνήφθη στις αρχές του 2001 και προέβλεπε την πώληση του τμήματος παραγωγής φωσφορικών αλάτων στην TI, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Έως τη θέση σε ισχύ της σύμβασης, η CWP θα παράγει φωσφορικά άλατα μόνον για την TI, η οποία με τη σειρά της παρέχει τις πρώτες ύλες. Μετά τη θέση σε ισχύ της σύμβασης, η CWP θα αποσυρθεί πλήρως από την παραγωγή φωσφορικών αλάτων και θα παράγει μόνον φωσφορικό οξύ μέσω της υγρής μεθόδου μόλις ολοκληρωθεί η κατασκευή της εγκατάστασης εξαγωγής. Για το σκοπό αυτό, απαιτείται η λήψη νέων μέτρων με στόχο το κλείσιμο των εγκαταστάσεων παραγωγής θερμικού φωσφορικού οξέος (παραδοσιακή μέθοδος παραγωγής της CWP), φωσφορικού ανυδρίτη, υποφωσφορώδους νατρίου (ενός προϊόντος που εισήχθη στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης) καθώς και το κλείσιμο της αποθήκης φωσφόρου (λόγω του ότι ο φώσφορος δεν θα χρησιμοποιούνταν πλέον ως πρώτη ύλη). Το προσωπικό της CWP μειώθηκε σε 33 άτομα περίπου.

(45)

Σύμφωνα με τη γνώμη της Γερμανίας, η αναδιάρθρωση της CWP πραγματοποιήθηκε επιτυχώς όσον αφορά τον τομέα παραγωγής φωσφορικών αλάτων τον οποίο θα αναλάβει η TI. Ακόμη και στον τομέα της παραγωγής φωσφορικού οξέος, η αναδιάρθρωση θα ολοκληρωθεί με επιτυχία μόλις η TI καταβάλει το τίμημα της αγοράς για τα περιουσιακά στοιχεία της CWP. Η CWP θα ολοκληρώσει στη συνέχεια την κατασκευή της εγκατάστασης εξαγωγής και θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της χωρίς να έχει απομακρυνθεί ουσιαστικά από το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, η εγκατάσταση εξαγωγής είναι ήδη κατά 90 % έτοιμη. Η παραγωγή θερμικού φωσφορικού οξέος έχει ήδη διακοπεί από το Φεβρουάριο του 2001. Οι εγκαταστάσεις εκκενώθηκαν, καθαρίσθηκαν και δεν χρησιμοποιούνται πλέον.

Δ.   Δαπάνες αναδιάρθρωσης

(46)

Σύμφωνα με το έγγραφο «Vorschlag zur langfristigen Sicherung des Unternehmens CWP einschließlich Investitions- und Finanzierungsplan» (Πρόταση σχετικά με τη μακροπρόθεσμη διάσωση της επιχειρήσεως CWP σε συνδυασμό με σχέδιο επενδύσεων και χρηματοδοτήσεως) με ημερομηνία την 16η Οκτωβρίου 1996, η CWP χρειαζόταν κατά την περίοδο 1996-2000 επενδύσεις ύψους 5,62 εκατ. ευρώ (11 εκατ. DEM) και κεφάλαια κίνησης ύψους 2,56 εκατ. ευρώ (5 εκατ. DEM). Ωστόσο, το ίδιο έγγραφο περιλαμβάνει επενδυτικό σχέδιο με επενδύσεις συνολικού ύψους 9,29 εκατ. ευρώ (18,17 εκατ. DEM). Σύμφωνα με την κοινοποίηση του 1997, οι δαπάνες αναδιάρθρωσης ανέρχονται συνολικά σε 12,88 εκατ. ευρώ (25,2 εκατ. DEM). Τα μέτρα αναδιάρθρωσης που κοινοποιήθηκαν το 1997 συνοψίζονται στον πίνακα 4.

Πίνακας 4

(σε εκατ. ευρώ)

Μέτρα αναδιάρθρωσης

Δαπάνες

Κάλυψη ζημιών περιόδου 1995-1998

4,91

Επενδύσεις ασφάλειας

2,15

Επενδύσεις αναδιάρθρωσης

5,52

Αποκατάσταση περιβαλλοντικών ζημιών της περιόδου πριν από την 1η Ιουλίου 1990

0,31

Σύνολο

12,88

(47)

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι ανωτέρω δαπάνες εκτιμήθηκε ότι ανέρχονται σε 18,87 εκατ. ευρώ (36,9 εκατ. DEM). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πίνακας 5 περιλαμβάνει δύο νέα στοιχεία, τις επιδοτήσεις και την απαλλαγή από το ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή αγοράς, τα οποία αποτελούν ουσιαστικά χρηματοοικονομικούς πόρους και όχι δαπάνες αναδιάρθρωσης.

Πίνακας 5

(σε εκατ. ευρώ)

Μέτρα αναδιάρθρωσης

Δαπάνες

Κάλυψη ζημιών περιόδου 1995-1998

4,86

Επενδύσεις ασφάλειας

2,05

Επενδύσεις αναδιάρθρωσης

7,98

Αποκατάσταση περιβαλλοντικών ζημιών της περιόδου πριν από την 1.7.1990

0,31

Επιδοτήσεις

0,20

Απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής του ποσού που αντιστοιχεί στην τιμή της αγοράς

3,43

Σύνολο

18,87

(48)

Στην απάντησή της σε συνέχεια της διαταγής παροχής πληροφοριών, η Γερμανία χώρισε την αναδιάρθρωση σε δύο μέρη: στην αναδιάρθρωση της παραγωγής φωσφορικών αλάτων και στην αναδιάρθρωση των υπόλοιπων τομέων (κυρίως της παραγωγής φωσφορικού οξέος). Οι δαπάνες για την αναδιάρθρωση της παραγωγής φωσφορικών αλάτων ανέρχονται σε 7,99 εκατ. ευρώ (15,63 εκατ. DEM) και περιλαμβάνουν επενδύσεις ύψους 4,71 εκατ. ευρώ (9,21 εκατ. DEM). Οι δαπάνες για την αναδιάρθρωση των υπόλοιπων τομέων εκμετάλλευσης ανέρχονται σε 27,14 εκατ. ευρώ (53,08 εκατ. DEM) και περιλαμβάνουν επενδύσεις ύψους 13,22 εκατ. ευρώ (25,86 εκατ. DEM). Συνολικά οι δαπάνες αναδιάρθρωσης ανέρχονταν σε 35,13 εκατ. ευρώ (68,71 εκατ. DEM). Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι αυτές οι δαπάνες αναδιάρθρωσης (13) περιλαμβάνουν δαπάνες της περιόδου 1995-2001, δηλαδή της περιόδου της αποτυχημένης αναδιάρθρωσης μετά την ιδιωτικοποίηση.

(49)

Στην από 26 Αυγούστου 2004 επιστολή της, η Γερμανία ανέφερε τελικά ότι οι συνολικές δαπάνες από το 1997 έως την ανωτέρω ημερομηνία ανέρχονταν σε 31,20 εκατ. ευρώ (61 εκατ. DEM). Δεν δίνεται εξήγηση όσον αφορά την παρατηρούμενη παρέκκλιση από τα στοιχεία που είχαν υποβληθεί προγενέστερα στο πλαίσιο της απάντησής της σε συνέχεια της διαταγής παροχής πληροφοριών.

E.   Ίδια συνεισφορά

(50)

Σύμφωνα με την κοινοποίηση του 1997, η ίδια συνεισφορά της CWP στην αναδιάρθρωση συνίστατο στη χρηματοδότηση ορισμένων επενδύσεων και στη συνεισφορά των μετόχων.

(51)

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, η CWP έπρεπε να πραγματοποιήσει επενδύσεις συνολικού ύψους 5,11 εκατ. ευρώ (10 εκατ. DEM). Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω επενδυτική υποχρέωση είχε ήδη συμφωνηθεί κατά την ιδιωτικοποίηση στις 29 Ιουνίου 1994 και δεν προβλεπόταν η χρηματοδότηση των επενδύσεων αυτών με ίδιους πόρους.

(52)

Στην απάντησή της σε συνέχεια της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία ανέφερε ότι κατά την περίοδο 1994-2000 πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις ύψους 15,7 εκατ. ευρώ (30,70 εκατ. DEM) εκ των οποίων τα 7,21 εκατ. ευρώ (14,11 εκατ. DEM) χρηματοδοτήθηκαν με ίδιους πόρους. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται μέτρα ύψους 3,73 εκατ. ευρώ (7,3 εκατ. DEM) τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από το δημόσιο τομέα. Ως εκ τούτου, η συνεισφορά των μετόχων στις εν λόγω επενδύσεις ανέρχεται σε 3,48 εκατ. ευρώ (6,81 εκατ. DEM).

(53)

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ίδιας συνεισφοράς, δηλαδή τις εισφορές των μετόχων, η Vopelius Chemie GmbH θα παρείχε πίστωση ύψους 0,15 εκατ. ευρώ (0,3 εκατ. DEM) σύμφωνα με την κοινοποίηση του 1997. Στην απάντησή της σε συνέχεια της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία ανέφερε ότι πρόκειται για τη μίσθωση-πώληση (Mietkauf) επενδυτικών αγαθών, για τα οποία η Vopelius ανέλαβε εγγύηση εις ολόκληρον.

(54)

Στην απάντησή της σε συνέχεια της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία θεωρούσε επίσης ότι το ίδιο κεφάλαιο ύψους 288 879 ευρώ (0,565 εκατ. DEM) θα έπρεπε να εκληφθεί ως συνεισφορά των μετόχων στη χρηματοδότηση των επενδύσεων.

(55)

Στην απάντησή της σε συνέχεια του αιτήματος πληροφόρησης, η Γερμανία παρέθεσε τα μέτρα (πίνακας 6) που, κατά τη γνώμη της, συνιστούν ιδιωτική χρηματοδότηση.

Πίνακας 6

(σε εκατ. ευρώ)

Ιδιωτική χρηματοδότηση

Ποσό

Εισφορά ετερόρρυθμου εταίρου (BVT)

4,84

Μετοχικό δάνειο (BVT)

0,15

Μετοχική επιδότηση (BVT)

0,11

Εταιρικό κεφάλαιο

0,29

Τιμή πώλησης — τομέας άλας

1,64

Τιμή πώλησης — εγκαταστάσεις άλατος (δεν έχει ακόμη καταβληθεί)

1,66

Πίστωση προμηθευτή (Vopelius)

2,75

Σύνολο

11,44

(56)

Η αύξηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης, όπως κοινοποιήθηκε από τη Γερμανία, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εισφορά κεφαλαίου της BVT, η οποία το Δεκέμβριο του 1998 ανέλαβε άτυπη αφανή συμμετοχή στη CWP. Το Μάρτιο του 2001, η BVT παρέσχε επίσης ένα δάνειο και το Σεπτέμβριο του 2001 μια επιδότηση. Επιπροσθέτως, η Γερμανία συμπεριέλαβε ως επενδυτική συνεισφορά την πίστωση προμηθευτή από την Vopelius (που παρασχέθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του Ιανουαρίου 1997 και του Ιανουαρίου 1998 και αποτελούσε παράταση της προθεσμίας πληρωμής των πρώτων υλών που παρέσχε η Vopelius) καθώς και τα έσοδα που θα αποκόμιζε η CWP από την πώληση του τμήματος φωσφορικών αλάτων στην TI.

(57)

Είναι ασαφής η σχέση των μέτρων που παρατίθενται στον πίνακα 6 με τις δαπάνες αναδιάρθρωσης που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 49.

ΣΤ.   Μελέτη αγοράς

(58)

Παραδοσιακά, η CWP αποτελεί παρασκευαστή βιομηχανικών φωσφορικών αλάτων και παρήγαγε φωσφορικό οξύ για ίδια χρήση. Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η ποιότητα των φωσφορικών αλάτων επρόκειτο να βελτιωθεί με στόχο την παραγωγή τους για τη βιομηχανία τροφίμων καθώς και να εισαχθεί η υγρή μέθοδος παραγωγής φωσφορικού οξέος. Πρέπει να σημειωθεί ότι το φωσφορικό οξύ που παρασκευάζεται μέσω της υγρής μεθόδου έχει την ίδια ποιότητα και τις ίδιες ιδιότητες με το θερμικό φωσφορικό οξύ. Ωστόσο, για τις δύο αυτές διαδικασίες παρασκευής χρησιμοποιείται διαφορετική πρώτη ύλη, δηλαδή στοιχειακός φώσφορος για τη θερμική μέθοδο και MAG για την υγρή μέθοδο. Επιπροσθέτως, η υγρή μέθοδος περιλαμβάνει διαφορετικά στάδια και έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία υποπροϊόντων (ιδιαίτερα προϊόντα εξευγενισμού) τα οποία απαιτούν περαιτέρω επεξεργασία.

(59)

Το φωσφορικό οξύ αποτελεί τη βάση για την παραγωγή προϊόντων φωσφορικών αλάτων, τα οποία απαιτούν πρώτη ύλη με υψηλότερο βαθμό καθαρότητας. Το φωσφορικό οξύ χρησιμοποιείται για την παρασκευή φωσφορικών γεωργικών λιπασμάτων καθώς και φωσφορικών αλάτων για τη βιομηχανία τροφίμων. Τα πολυφωσφορικά άλατα, ιδίως το τριπολυφωσφορικό νάτριο, χρησιμοποιούνται σε απορρυπαντικά για πλυντήρια ρούχων ή πιάτων καθώς και σε άλλα μέσα καθαρισμού. Χρησιμοποιούνται επίσης για διάφορες βιομηχανικές και τεχνικές εφαρμογές.

(60)

Στο «Chemical Economics Handbook» του έτους 2002 αναφέρεται ότι η ζήτηση θερμικού φωσφορικού οξέος μειώνεται σημαντικά καθώς για τα παραγόμενα χημικά προϊόντα προτιμάται το φωσφορικό οξύ που έχει παραχθεί μέσω της υγρής μεθόδου. Εκτός αυτού, υπάρχει οξύς ανταγωνισμός λόγω των εισαγωγών από την Κίνα. Για πολλά προϊόντα φωσφορικών αλάτων και άμεσες εφαρμογές που παλαιότερα απαιτούσαν θερμικό φωσφορικό οξύ, χρησιμοποιείται σήμερα καθαρό υγρό φωσφορικό οξύ, γεγονός που έχει μειώσει σημαντικά το κόστος. Το βασικό φωσφορικό οξύ είναι ευρέως διαθέσιμο και σχετικά φθηνό. Επιπροσθέτως, το 2002 υπήρχαν ακόμη στη Δυτική Ευρώπη τέσσερις παρασκευαστές θερμικού φωσφορικού οξέος: η TI (μεγαλύτερος παρασκευαστής), η CWP, η FEBEX S.A. και η Krems Chemie.

(61)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, η ευρωπαϊκή αγορά φωσφορικού οξέος και φωσφορικών αλάτων είναι ολιγοπωλιακή και δεν υπάρχει υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα. Σύμφωνα με τη γνώμη της CWP, ωστόσο, δεν υπάρχει ολιγοπώλιο στην εν λόγω ευρωπαϊκή αγορά. Ορισμένοι ανταγωνιστές της CWP συμμερίζονται την άποψη αυτή, αλλά πιστεύουν ότι υπάρχει εμφανές πλεονάζον δυναμικό.

(62)

Τόσο η Γερμανία όσο και η CWP θεωρούν ότι το μερίδιο αγοράς της CWP επί του συνόλου της δυτικοευρωπαϊκής αγοράς φωσφορικών αλάτων (βιομηχανικά φωσφορικά άλατα και φωσφορικά άλατα τροφίμων) δεν είναι σημαντικό. Το έτος 2000, το μερίδιο αυτό αντιστοιχούσε σε 5,1 %. Από το 2001, η CWP παράγει αποκλειστικά για την TI και δεν είναι παρούσα πλέον στην αγορά. Το μερίδιο της αγοράς που κάλυπτε, το πήρε η TI. Η Γερμανία αναφέρει επίσης ότι η TI δραστηριοποιείται όχι μόνον στον τομέα των ειδικών φωσφορικών αλάτων όπως η CWP, αλλά και στην αγορά του φωσφόρου, του φωσφορικού οξέος και άλλων παραγώγων τους.

(63)

Όσον αφορά την παρασκευή φωσφορικού οξέος, η CWP αναφέρει ότι θα μειώσει την παραγωγή της από 40 000 τόνους θερμικού φωσφορικού οξέος σε 20 000 τόνους βάσει της διαδικασίας εξαγωγής. Το αρχικά προβλεπόμενο μερίδιο αγοράς φωσφορικού οξέος που ανερχόταν σε 6 % θα μειωθεί σε 3 % στη Δυτική Ευρώπη. Καθώς οι θερμικές εγκαταστάσεις έκλεισαν και η εγκατάσταση εξαγωγής δεν μπορεί να τεθεί ακόμη σε λειτουργία, η CWP δεν παράγει επί του παρόντος καθόλου φωσφορικό οξύ και το μερίδιο αγοράς της είναι μηδενικό.

III.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(64)

Σε συνέχεια προσφυγής ακύρωσης που άσκησε η Prayon-Rupel, το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τη σχετική απόφασή του στις 15 Μαρτίου 2001 ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 1997 (14), λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας λόγω σοβαρών δυσκολιών στην εκτίμηση της συμβατότητας της ενίσχυσης με την κοινή αγορά.

(65)

Το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι οι σοβαρές δυσκολίες οφείλονται στο γεγονός ότι η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση χωρίς να διαθέτει επαρκή γνώση των τεχνικών μέτρων αναδιάρθρωσης. Κατά πρώτον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή περιέγραψε λανθασμένα τα μέτρα αναδιάρθρωσης που εφάρμοσε η CWP. Κατά την περιγραφή των τεχνικών μέτρων αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή βασίστηκε στην πληροφορία που παρέσχε η Γερμανία το 1997 ότι η μέθοδος της υγράς οδού επρόκειτο να αντικαταστήσει τη θερμική μέθοδο όσον αφορά την παρασκευή φωσφορικού οξέος. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι σε κανένα από τα δύο σχέδια αναδιάρθρωσης του Μαΐου και του Οκτωβρίου του 1996 που υπέβαλε η Γερμανία στην Επιτροπή δεν γίνεται λόγος για εγκατάλειψη της θερμικής μεθόδου. Κατά δεύτερον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή προφανώς αξιολόγησε εσφαλμένα την εφικτότητα από τεχνική άποψη και την αποδοτικότητα των μέτρων αναδιάρθρωσης. Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, αυτό προκύπτει με σαφήνεια από έκθεση εμπειρογνώμονα την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα.

(66)

Σύμφωνα με το άρθρο 233 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή όφειλε να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή προέβη σε προκαταρκτική εξέταση των μέτρων υπέρ της CWP, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που δεν είχαν εξετασθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης απόφασης, και επιβεβαίωσε εκ νέου τη γνώμη της ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Ωστόσο, η Επιτροπή είχε σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με την κοινή αγορά. Πρώτον, η Επιτροπή δεν μπορούσε να υπολογίσει το ακριβές συνολικό ποσό της ενίσχυσης. Δεύτερον, μια προκαταρκτική εξέταση βάσει των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών του 1994 όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων [εφεξής καλουμένων «κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994)»] (15) δημιούργησε σοβαρό προβληματισμό όσον αφορά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με την κοινή αγορά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας.

IV.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

(67)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία με βάση, κυρίως, τις πληροφορίες που είχαν υποβληθεί το 1997. Ωστόσο, η απάντηση της Γερμανίας σε συνέχεια της διαταγής παροχής πληροφοριών περιλάμβανε λεπτομέρειες σχετικά με προηγούμενα μέτρα που παρουσιάστηκαν ως υφιστάμενη ενίσχυση (μέτρα 1-3) και τροποποιήσεις ορισμένων μέτρων (μέτρο 1α και μέτρα 7α/8α). Επιπροσθέτως, μέτρα που έως τότε θεωρούνταν μέτρα ad hoc, μετά την κίνηση της διαδικασίας, παρουσιάστηκαν από τη Γερμανία ως υφιστάμενη ενίσχυση (μέτρα 9 και 10). Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εξακριβώσει εάν τα μέτρα που χαρακτηρίσθηκαν υφιστάμενη ενίσχυση είναι πράγματι σύμφωνα με τις ρυθμίσεις βάσει των οποίων υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν. Για την αποσαφήνιση των παραπάνω, η Επιτροπή εξέδωσε στις 6 Μαρτίου 2003 διαταγή παροχής πληροφοριών.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(68)

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις τριών άμεσων ανταγωνιστών της CWP και της ίδιας της CWP, οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

A.   Παρατηρήσεις της Prayon-Rupel

(69)

Η Prayon-Rupel υπέβαλε εκτενή περιγραφή και των δύο μεθόδων παραγωγής (θερμική μέθοδος και μέθοδος της υγράς οδού) καθώς και των σχετικών προϊόντων και αγορών. Η εν λόγω εταιρεία αμφισβήτησε ότι το σχέδιο μπορεί να θεωρηθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η αλλαγή της μεθόδου παραγωγής δεν αποτελεί βιώσιμη αναδιάρθρωση υπό την έννοια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994). Εάν οι δυσκολίες της επιχείρησης οφείλονται σε πρόβλημα εφοδιασμού, η αλλαγή της μεθόδου παραγωγής δεν θα τις επιλύσει. Εκτός αυτού, δεν υφίστανται προβλήματα εφοδιασμού, καθώς η επιχείρηση μπορεί να προμηθευθεί φώσφορο από την Κίνα, το μεγαλύτερο παραγωγό φωσφόρου παγκοσμίως και όχι από το Καζακστάν.

(70)

Κατά δεύτερον, η Prayon-Rupel αμφισβήτησε τη βιωσιμότητα του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Ισχυρίζεται ότι η αλλαγή από τη θερμική μέθοδο στη μέθοδο της υγράς οδού, που αναφερόταν στο πρώτο έγγραφο, δεν είναι εφικτή. Η αλλαγή αυτή απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας εντελώς νέας εγκατάστασης, και όχι μόνον τις περιορισμένης έκτασης επενδύσεις που παραθέτει η Γερμανία. Εκτός αυτού, η αλλαγή της μεθόδου παραγωγής δεν θα οδηγήσει στην παραγωγή ενός βελτιωμένου προϊόντος. Την άποψη αυτή συμμερίζεται και η Γερμανία. Τέλος, η Prayon-Rupel εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά την ανάκτηση της αποδοτικότητας της CWP καθώς οι προβλέψεις σχετικά με τον κύκλο εργασιών βασίζονται σε εξαιρετικά αισιόδοξες εκτιμήσεις και τα αποτελέσματα της εκμετάλλευσης εξακολουθούν να είναι αρνητικά. Η αλλαγή της μεθόδου παραγωγής χωρίς επαρκείς επενδύσεις θα οδηγήσει στην παραγωγή προϊόντων κατώτερης ποιότητας και, κατά τον τρόπο αυτό, σε περαιτέρω συρρίκνωση των κερδών.

(71)

Τρίτον, η Prayon-Rupel εκτιμά ότι η CWP αυξάνει τη δυναμικότητά της. Σύμφωνα με το πρώτο έγγραφο για την αναδιάρθρωση, η μέθοδος της υγράς οδού επρόκειτο να εισαχθεί χωρίς να σταματήσει η εφαρμογή της θερμικής μεθόδου. Κατά τη γνώμη της Prayon-Rupel, αυτό συνιστά διπλασιασμό της δυναμικότητας.

(72)

Τέταρτον, η Prayon-Rupel εξέφρασε την άποψη ότι η ενίσχυση δεν περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο και ότι η δέσμευση των μετόχων για πραγματοποίηση, στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης, επενδύσεων ύψους 5,11 εκατ. ευρώ (10 εκατ. DEM) δεν συνδέεται με την αναδιάρθρωση, αλλά είναι αναξιόπιστη και ανεπαρκής.

(73)

Η Prayon-Rupel αμφισβητεί, τέλος, ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα εφαρμοσθεί πλήρως. Η ανάληψη του τμήματος παραγωγής φωσφορικών αλάτων της CWP από την TI αποτελεί ήδη επιβεβαίωση ότι το σχέδιο δεν τέθηκε σε εφαρμογή όπως είχε προγραμματισθεί.

B.   Παρατηρήσεις της Chemische Fabrik Budenheim A. Oetker

(74)

Η Chemische Fabrik Budenheim A. Oetker (εφεξής καλούμενη «CFB»), στην από 20 Αυγούστου 2001 επιστολή της, εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Ανέφερε ότι η κατασκευή της νέας εγκατάστασης εξαγωγής δεν είναι εφικτή με τόσο χαμηλό κόστος και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα όπως ισχυριζόταν η CWP. Αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς, η θερμική εγκατάσταση της CWP έχει κλείσει και οι εργασίες κατασκευής της νέας εγκατάστασης εξαγωγής έχουν διακοπεί. Η CFB πιστεύει ότι το υπολογισθέν κόστος κατασκευής της νέας εγκατάστασης ήταν πολύ χαμηλό και ότι η CWP δεν διαθέτει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για την εφαρμογή νέας μεθόδου παρασκευής φωσφορικού οξέος. Επιπροσθέτως, η CWP δεν αναφέρει τον τρόπο μετεπεξεργασίας των τοξικών υποπροϊόντων που δημιουργούνται στο πλαίσιο της νέας μεθόδου. Η CFB θεωρεί επίσης ότι η TI παράγει με επιτυχία φωσφορικό οξύ μέσω της θερμικής μεθόδου, γεγονός που αντιβαίνει στον ισχυρισμό ότι η αλλαγή της μεθόδου παραγωγής είναι απαραίτητη για την ανάκτηση της αποδοτικότητας της CWP. Η CFB αμφισβητεί το γεγονός ότι υπήρξαν προβλήματα στην προμήθεια στοιχειακού φωσφόρου. Η παραγωγή φωσφορικού οξέος στη νέα εγκατάσταση δεν θα μειώσει τις δαπάνες προχρηματοδότησης.

(75)

Η CFB σημειώνει επίσης ότι η στενή συνεργασία μεταξύ της CWP και της TI, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνηθείσας μεταβίβασης του τμήματος φωσφορικών αλάτων στην TI και –μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος– του δικαιώματος της TI να αναλάβει αυτόν τον τομέα εκμετάλλευσης της CWP, εγείρει το ερώτημα εάν η ενίσχυση είναι τελικά προς όφελος της TI.

(76)

Τέλος, η CFB υπογραμμίζει ότι η CWP τυγχάνει της χρηματοοικονομικής υποστήριξης των μετόχων της, ιδίως της BVT Industrie GmbH και της TI. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η κατάσταση των ίδιων κεφαλαίων της CWP κατά τη χορήγηση ενισχύσεων.

Γ.   Παρατηρήσεις της BK Giulini

(77)

Η BK Giulini αναφέρει στην από 26 Σεπτεμβρίου 2001 επιστολή της ότι η CWP δεν διαθέτει σχέδιο αναδιάρθρωσης και ότι το υποβληθέν σχέδιο είναι ανεπαρκές και δυσανάλογο. Η αλλαγή της μεθόδου παραγωγής δεν είναι απαραίτητη, ενώ από τεχνική και οικονομική άποψη δεν είναι εφαρμόσιμη. Λόγω του ότι η CWP δεν είχε την πρόθεση να σταματήσει να χρησιμοποιεί τη θερμική μέθοδο, τα μέτρα συνιστούν μη συμβιβάσιμες λειτουργικές ενισχύσεις. Οι δυσκολίες εφοδιασμού και η ελλιπής ρευστότητα δεν αποτελούν ικανοποιητικούς λόγους για αλλαγή της μεθόδου παραγωγής ή αναδιάρθρωση. Η ενίσχυση που χορηγήθηκε δεν χρησιμοποιήθηκε για επενδύσεις αλλά ως επιδότηση για την αύξηση της ρευστότητας, πράγμα που οδήγησε σε στρεβλώσεις της αγοράς στην Κοινότητα.. Ως περαιτέρω επιχείρημα κατά της ενίσχυσης της CWP παρατίθεται η υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα της ευρωπαϊκής αγοράς φωσφορικού οξέος.

(78)

Η BK Giulini αναφέρει επίσης ότι η ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία δεν οδήγησε προφανώς στην ανάκτηση της βιωσιμότητας της CWP. Παρά την ενίσχυση, από το 1998 η επιχείρηση παρουσιάζει απώλειες. Η συμφωνία μεταξύ της CWP και της TI αποδεικνύει την πλήρη αποτυχία των μέτρων αναδιάρθρωσης.

(79)

Πέραν τούτου, η TI είναι, σύμφωνα με τη γνώμη της BK Giulini, ο πραγματικός αποδέκτης της ενίσχυσης.

Δ.   Οι παρατηρήσεις της CWP

(80)

Με τις από 21 Σεπτεμβρίου 2001 και 6 Φεβρουαρίου 2002 επιστολές της, η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της CWP όσον αφορά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Στην από 8 Οκτωβρίου 2002 επιστολή, με την οποία η Γερμανία διαβίβασε την απάντηση της CWP στις παρατηρήσεις των ανωτέρω τρίτων, η CWP αναφέρθηκε στις ανησυχίες που εξέφρασαν η Επιτροπή, στο πλαίσιο της κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, καθώς και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι.

(81)

Όσον αφορά το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η CWP εξηγεί ότι η αναδιάρθρωση έχει στην ουσία δύο στόχους: τη διεύρυνση του φάσματος των παραγόμενων προϊόντων στον τομέα των φωσφορικών αλάτων και την εξασφάλιση ευρύτερης βάσης πρώτων υλών μέσω φθηνότερων εναλλακτικών λύσεων όσον αφορά το φώσφορο. Ως προς τους στόχους αυτούς, δεν υπήρξε καμία μεταβολή κατά τη διάρκεια της συνολικής διαδικασίας αναδιάρθρωσης, παρά το γεγονός ότι το σχέδιο τροποποιήθηκε πολλές φορές στην πράξη.

(82)

Όσον αφορά τις ανησυχίες που εκφράσθηκαν σχετικά με τη βιωσιμότητα των μέτρων αναδιάρθρωσης, η CWP διατύπωσε την άποψη ότι η διεύρυνση της σειράς των παραγόμενων προϊόντων στον τομέα των φωσφορικών αλάτων μέσω της εγκατάστασης νέου ξηραντήρα λαδιού («Wirbelschichttrockner») για την παραγωγή άνυδρων φωσφορικών αλάτων είναι δυνατή. Όσον αφορά το δεύτερο στόχο, την επέκταση της βάσης πρώτων υλών, η CWP σημείωσε ότι με την εγκατάσταση εξαγωγής είναι δυνατή η παραγωγή των ίδιων προϊόντων στην ίδια ποιότητα και σε χαμηλότερο κόστος απ’ ό,τι με τη θερμική μέθοδο, χωρίς να είναι αναγκαία η προμήθεια στοιχειακού φωσφόρου από τρίτους.

(83)

Όσον αφορά την παρατήρηση της CFB ότι η TI παράγει επιτυχώς φωσφορικό οξύ με θερμική μέθοδο, η CWP αντέταξε ότι η TI δεν εξαρτάται από την προμήθεια στοιχειακού φωσφόρου καθώς τον παρασκευάζει η ίδια. Η TI μπορεί επίσης να κρατήσει χαμηλό το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας (που συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής όσον αφορά το στοιχειακό φώσφορο), καθώς ένας εκ των μετόχων της TI εκμεταλλεύεται σταθμό πυρηνικής ενέργειας και η TI μπορεί να προμηθεύεται ρεύμα σε προνομιακές τιμές. Ως εκ τούτου, η κατάσταση της TI είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της CWP.

(84)

Όσον αφορά τις ανησυχίες σχετικά με την επιτυχία του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η CWP εξήγησε ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί εντάσσονται στο πλαίσιο της κλασικής αναδιάρθρωσης μιας επιχείρησης. Η κατασκευή των δύο εγκαταστάσεων είναι μια κερδοφόρος απόφαση. Συγκεκριμένα, αναμένεται ότι, χάρη στην εγκατάσταση εξαγωγής, οι δαπάνες παραγωγής είναι δυνατόν να μειωθούν κατά 7 % σε σχέση με τη θερμική μέθοδο καθώς επίσης και να επιτευχθεί καθαρή απόδοση κεφαλαίου της τάξης του 23 %. Οι πρώτες δοκιμές έδειξαν ότι, με την εγκατάσταση εξαγωγής, το φωσφορικό οξύ είναι δυνατόν να έχει την ίδια ποιότητα με αυτό που παράγεται με θερμική μέθοδο. Επιπροσθέτως, η CWP σημείωσε ότι άλλοι ανταγωνιστές, ιδίως η Prayon-Rupel, ανακοίνωσαν την κατασκευή εγκατάστασης εξαγωγής έξι φορές μεγαλύτερης από την εγκατάσταση της CWP. Οι καθυστερήσεις στην κατασκευή της εγκατάστασης εξαγωγής οφείλονται σε προβλήματα εφοδιασμού και όχι στο γεγονός ότι η κατασκευή δεν είναι εφικτή. Η εγκατάσταση έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό 90 % και υπάρχει ένας φορέας που ενδιαφέρεται για την άδεια τεχνογνωσίας.

(85)

Η CWP έχει επίσης τη γνώμη ότι δεν υφίστανται στρεβλώσεις ανταγωνισμού. Σημειώνει ότι η CRU International Ltd στο πλαίσιο ενημέρωσης της μελέτης «The Market for Industrial and Food Phosphates» για την περίοδο 1998-2002 προβλέπει ότι, ενώ κατά το έτος 2003 η βιομηχανία στο σύνολό της διέθετε επαρκές δυναμικό για την ικανοποίηση της ζήτησης, υφίστανται σημαντικές ανισορροπίες μεταξύ των περιφερειών, οι οποίες πρέπει να αποκατασταθούν. Η υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα στον τομέα των βιομηχανικών φωσφορικών αλάτων και των φωσφορικών αλάτων τροφίμων υπάρχει μόνον στα χαρτιά καθώς, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, οι εγκαταστάσεις βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατάσταση και πρέπει να εκσυγχρονισθούν. Επιπροσθέτως, το μερίδιο αγοράς της CWP στις αγορές αυτές, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 62 και 63, είναι αμελητέο. Εκτός αυτού, η CWP δεν έχει προβεί ποτέ σε πωλήσεις σε τιμές κάτω από αυτές της αγοράς.

(86)

Η CWP αναφέρει επίσης ότι η BK Giulini δεν είναι άμεσος ανταγωνιστής. Η επιχείρηση αυτή, η οποία παράγει ειδικά φωσφορικά άλατα, αγόρασε το έτος 2000 περισσότερο από τα δύο τρίτα της παραγωγής φωσφορικών αλάτων της CWP και ενδιαφέρεται για την ανάληψη του τμήματος παραγωγής φωσφορικού οξέος και φωσφορικών αλάτων. Σύμφωνα με τη CWP, η ενίσχυση δεν έχει καμία επίπτωση για την BK Giulini.

(87)

Όσον αφορά την ίδια συνεισφορά στην αναδιάρθρωση, η CWP σημείωσε ότι η επιχείρηση δεν μπόρεσε λόγω του υψηλού κόστους της πρώτης ύλης να χρηματοδοτήσει το σχέδιο αναδιάρθρωσης με απολύτως ίδια μέσα. Ωστόσο, είχε μια σημαντική συνεισφορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της CWP, οι ιδιωτικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις ανέρχονταν σε 5,11 εκατ. ευρώ (10 εκατ. DEM). Όλα τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην επιχείρηση –ακόμα και εκείνα που ασφαλίσθηκαν με εγγύηση της BvS και του κρατιδίου– πρέπει να θεωρηθούν ίδια συμμετοχή στην αναδιάρθρωση καθώς η CWP κατέβαλε τους τόκους και προτίθετο να τα αποπληρώσει μέσω της πώλησης των εγκαταστάσεων παραγωγής φωσφορικών αλάτων στην TI.

(88)

Όσον αφορά την ταυτότητα του αποδέκτη της ενίσχυσης, η CWP δήλωσε ότι η επιχείρηση δεν έχει ενταχθεί στην TI. Μετά την πώληση του τμήματος φωσφορικών αλάτων στην TI, θα υπάρχουν αντί της CWP δύο ανεξάρτητες επιχειρήσεις: η TI θα δραστηριοποιείται στο τμήμα φωσφορικών αλάτων και η CWP στην παραγωγή φωσφορικού οξέος. Αντιθέτως προς τη γνώμη της CFB, η CWP ποτέ δεν προμήθευσε θερμικό φωσφορικό οξύ στην ΤΙ. Η CWP είναι ο μόνος αποδέκτης της ενίσχυσης.

VI.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

(89)

Στην απάντησή της, σε συνέχεια της κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία διαβίβασε τα στοιχεία που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 42-44 σχετικά με την τροποποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η Γερμανία παρέσχε επίσης πληροφορίες σχετικά με όλα τα χρηματοοικονομικά μέτρα που έλαβαν δημόσιοι φορείς και τα οποία διατέθηκαν στην επιχείρηση κατά τη διάρκεια της ιδιωτικοποίησης και της αναδιάρθρωσης, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 17-34. Υποβλήθηκαν επίσης τα στοιχεία που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 50-57 σχετικά με την ίδια συμμετοχή στην αναδιάρθρωση και οι εκθέσεις διαχείρισης της επιχείρησης όσον αφορά τα έτη 1994-2000 καθώς και τα δεδομένα αγοράς. Όσον αφορά τις παρατηρήσεις των τρίτων, η Γερμανία παραπέμπει στην απάντηση της CWP, η οποία διαβιβάσθηκε με την από 8 Οκτωβρίου 2002 επιστολή της.

(90)

Στην απάντησή της σε συνέχεια της διαταγής παροχής πληροφοριών, η Γερμανία παρέσχε στοιχεία όσον αφορά το συμβιβάσιμο των υφιστάμενων μέτρων ενίσχυσης με τις ρυθμίσεις βάσει των οποίων υποτίθεται ότι εφαρμόσθηκαν. Επιπροσθέτως, η Γερμανία ανέφερε ότι η διαδικασία πρέπει να χωρισθεί σε δύο μέρη: στο τμήμα φωσφορικών αλάτων της επιχείρησης, το οποίο σύμφωνα με την άποψη της Γερμανίας, αναδιαρθρώθηκε επιτυχώς, και στους υπόλοιπους τομείς αρμοδιότητας της CWP, κυρίως στην παραγωγή φωσφορικού οξέος στην εγκατάσταση εξαγωγής, τα οποία θα λειτουργήσουν με επιτυχία άμα τη πληρωμή από την TI του υπόλοιπου τμήματος του ποσού της αγοράς.

VII.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

A.   Εισαγωγή

(91)

Ορισμένα από τα προς αξιολόγηση μέτρα έχουν ήδη εξετασθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης απόφασης η οποία ακυρώθηκε από το Πρωτοδικείο· ορισμένα από τα μέτρα αυτά κοινοποιήθηκαν κατά το αρχικό στάδιο του σχεδίου σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ), ενώ άλλα εφαρμόσθηκαν πριν από την απόφαση της Επιτροπής. Ωστόσο, άλλα μέτρα δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της ακυρωθείσας απόφασης ή παρατάθηκαν ή συμπληρώθηκαν μετά την απόφαση αυτή.

(92)

Στο πλαίσιο της διερεύνησης κάθε μεμονωμένου μέτρου, η Επιτροπή θα εξετάσει την κατάσταση που επικρατούσε κατά τη χρονική περίοδο της έκδοσης της πρώτης απόφασης όσον αφορά τα κοινοποιηθέντα μέτρα καθώς και την κατάσταση που επικρατούσε κατά τη χρονική περίοδο λήψης των μέτρων χρηματοδοτικής ενίσχυσης όσον αφορά τα μη κοινοποιηθέντα μέτρα. Η Επιτροπή πρέπει, ωστόσο, να προβεί σε συνολική αξιολόγηση της αναδιάρθρωσης η οποία θα λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές εξελίξεις των γεγονότων μέχρι τη χρονική στιγμή της λήψης των τελευταίων μέτρων.

B.   Η εν λόγω επιχείρηση

(93)

Σε συνέχεια της διαταγής παροχής πληροφοριών, η Γερμανία παρέσχε λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τη σύνθεση μετόχων της CWP. Από αυτήν προκύπτει ότι το έτος 2002 η CWP μαζί με τον όμιλο Vopelius, συμπεριλαμβανομένου του κ. Vopelius, κατείχε το 75,2 % του κεφαλαίου, απασχολούσε 100 εργαζομένους, διέθετε περιουσιακά στοιχεία ύψους 25,81 εκατ. ευρώ (50,48 εκατ. DEM) και ο κύκλος εργασιών τους αντιστοιχούσε σε 22,36 εκατ. ευρώ (43,73 εκατ. DEM). Βάσει των παραπάνω στοιχείων, δεν υπήρξε υπέρβαση των ορίων που έθεσε η Επιτροπή στη σύσταση της 3ης Απριλίου 1996 όσον αφορά τον ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (16).

(94)

Όσον αφορά τον όμιλο BvT, ο οποίος κατέχει το υπόλοιπο 24,8 % των μετοχών, η Γερμανία δήλωσε ότι θα πρέπει να θεωρηθεί θεσμικός επενδυτής καθώς παρέχει μόνον κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου χωρίς να ασκεί έλεγχο επί των λειτουργιών της CWP. Κατά συνέπεια, η CWP μπορεί να θεωρηθεί ΜΜΕ. Ακόμη και για τα έτη πριν από το 1997 (το πρώτο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα πλήρη στοιχεία), μπορεί η CWP να θεωρηθεί ΜΜΕ.

(95)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, δεν φαίνεται να τέθηκαν στη διάθεση της CWP χρηματοδοτικά μέτρα από κρατικές πηγές μετά τη σύναψη της συμφωνίας με την TI το Φεβρουάριο του 2001. Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε από την AnChem Consult και την οποία διαβίβασε η Γερμανία. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η συμφωνία συνήφθη μετά τη διεξαγωγή ανοιχτής και διαφανούς διαδικασίας η οποία έδινε τη δυνατότητα σε όλες τις επιχειρήσεις της Ευρώπης που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα να υποβάλουν προτάσεις. Η προσφορά που υπέβαλε η TI επιλέχθηκε ως η καλύτερη και η οικονομικά πιο βιώσιμη· η τιμή της πώλησης αντιστοιχεί σε τιμή της αγοράς. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η TI δεν συνιστά άμεσο ή έμμεσο αποδέκτη της κρατικής ενίσχυσης της CWP.

Γ.   Υφιστάμενη ενίσχυση

(96)

Αρκετά μέτρα υποτίθεται ότι συνιστούν υφιστάμενη ενίσχυση και δεν χρειάζεται να επαναξιολογηθούν από την Επιτροπή. Η συμβατότητα των μέτρων αυτών με τις ρυθμίσεις, βάσει των οποίων τέθηκαν σε εφαρμογή, πρέπει, ωστόσο, να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης.

(97)

Μέτρα 1, 2 και 3: λόγω του ότι την περίοδο της ιδιωτικοποίησης η επιχείρηση απασχολούσε περίπου 70 εργαζομένους, κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο αυτό εμπίπτει στο καθεστώς THA N 768/94 (17). Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η επιχείρηση κατά τη χρονική περίοδο της ιδιωτικοποίησης απασχολούσε λιγότερους από 250 εργαζομένους. Ως εκ τούτου, τα ανωτέρω μέτρα δεν ήταν απαραίτητο να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή και μπορούν να θεωρηθούν υφιστάμενη ενίσχυση.

(98)

Μέτρο 1α: Λόγω του ότι η χορήγηση εγγύησης εμπίπτει στο καθεστώς THA, η δυνατότητα μετατροπής της εγγύησης σε δάνειο ή επιδότηση εξετάσθηκε από την αρχή καθώς η επιχείρηση αντιμετώπιζε ήδη δυσκολίες. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται και στα τρία καθεστώτα THA τα οποία αποτελούν τη νομική βάση για τη χορήγηση εγγύησης. Στην απόφαση σχετικά με το καθεστώς THA E 15/92 αναφέρεται ρητώς ότι τα δάνεια και οι εγγυήσεις που έχουν παρασχεθεί στο πλαίσιο του THA μπορούν σε αυξημένο βαθμό να μετατραπούν σε επιδοτήσεις (18). Η μετατροπή της εγγύησης σε δάνειο ή επιδότηση καλυπτόταν ήδη από το καθεστώς THA και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί νέα ενίσχυση.

(99)

Μέτρα 9 και 10: Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία κοινοποίησε για πρώτη φορά ότι οι εγγυήσεις αυτές χορηγήθηκαν στο πλαίσιο προγράμματος που είχε εγκριθεί από την Επιτροπή για τη διάσωση και αναδιάρθρωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (19). Η Επιτροπή σημειώνει ότι πληρούνται όλες οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση εγγύησης στην εν λόγω περίπτωση. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ρύθμιση εισήχθη πριν από τη θέση σε ισχύ των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994) και ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν απαιτούσαν την εναρμόνιση από τα κράτη μέλη των υφιστάμενων ρυθμίσεων που διέπουν τις ενισχύσεις με τις νέες διατάξεις [βλ. σημείο 2.5 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994)]. Πέραν τούτου, η Επιτροπή δεν εξέτασε την εν λόγω ρύθμιση μετά την έκδοση των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994). Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι τα μέτρα 9 και 10 είναι σύμφωνα με το πρόγραμμα διάσωσης και αναδιάρθρωσης, αλλά δεν συνάδουν με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές (1994). Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά μπορούν να θεωρηθούν υφιστάμενη ενίσχυση η οποία δεν χρήζει νέας αξιολόγησης.

(100)

Μέτρο 11: Χορηγήθηκαν επενδυτικές επιδοτήσεις ύψους 1,94 εκατ. ευρώ (3,8 εκατ. DEM) στο πλαίσιο προγράμματος ενίσχυσης, οι οποίες εγκρίθηκαν από την Επιτροπή ως περιφερειακή επενδυτική ενίσχυση (20). Στην απάντησή της στο αίτημα πληροφόρησης, η Γερμανία δήλωσε ότι θα διασφαλίσει την τήρηση των κανόνων περί συγκεντρώσεων και του ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης των ΜΜΕ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί το μέτρο υφιστάμενη ενίσχυση. Επιπροσθέτως, το εν λόγω μέτρο ενίσχυσης δεν είχε ληφθεί κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(101)

Μέτρο 12: Επενδυτικές επιχορηγήσεις ύψους 0,36 εκατ. ευρώ (0,7 εκατ. DEM), οι οποίες χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των εγκεκριμένων από την Επιτροπή προγραμμάτων ενίσχυσης ως περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις. Στην απάντησή της στο αίτημα πληροφόρησης, η Γερμανία δήλωσε ότι θα διασφαλίσει την τήρηση των κανόνων περί συγκεντρώσεων όσον αφορά τη χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων και του ανώτατου ορίου περιφερειακής ενίσχυσης των ΜΜΕ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί το μέτρο υφιστάμενη ενίσχυση. Επιπροσθέτως, το εν λόγω μέτρο ενίσχυσης δεν είχε ληφθεί κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(102)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι βάσει των υφιστάμενων πληροφοριών τα μέτρα 1 (συμπεριλαμβανομένου του 1α), 2 και 3 καθώς και τα μέτρα 9, 10, 11 και 12 αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις που δεν χρειάζεται να επαναξιολογηθούν από την Επιτροπή. Το ύψος τους, ωστόσο, θα ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση της συνολικής ενίσχυσης.

Δ.   Λοιπές κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ

(103)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές. Τα χρηματοδοτικά μέτρα υπέρ της CWP παρείχαν πλεονεκτήματα στην εν λόγω επιχείρηση τα οποία δεν θα μπορούσε να έχει στην αγορά μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες. Υπενθυμίζεται ότι το 1997 η CWP ήταν στα πρόθυρα της πτώχευσης και ότι την εποχή εκείνη κανένας επενδυτής δεν ενδιαφερόταν να διαθέσει στη CWP τα χρηματοδοτικά μέσα που είχε ανάγκη. Λόγω του ότι τα προϊόντα που παρασκευάζει η CWP αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών και ανταγωνιστές της επιχείρησης αυτής υπάρχουν σε άλλα κράτη μέλη, τα μέτρα απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές.

(104)

Τα μέτρα χρηματοδοτούνται από κρατικά μέσα και παρέχονται από την THA/BvS και το κρατίδιο του Sachsen-Anhalt. Η THA ιδρύθηκε ως οργανισμός δημοσίου δικαίου με αντικείμενο την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και υπόκειται άμεσα στο γερμανικό υπουργείο Οκονομικών. Η BvS ως διάδοχος της THA είναι επίσης οργανισμός δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου, τα μέτρα αποτελούν μέτρα του κράτους. Συνιστούν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και πρέπει να αξιολογηθούν ανάλογα.

(105)

Μέτρα 4, 5, 6, 7 και 8: Τα μέτρα αυτά, δηλαδή η απαλλαγή από την υποχρέωση της καταβολής του ποσού αγοράς και των συσσωρευμένων τόκων, η επενδυτική επιδότηση καθώς και οι δύο εγγυήσεις της τάξεως του 20 % από την BvS χορηγήθηκαν εκτός του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις ενισχύσεις· αποτελούν, ως εκ τούτου, ενίσχυση ad hoc και πρέπει να αξιολογηθούν ανάλογα. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τη Γερμανία.

(106)

Μέτρα 7α/8α: Σύμφωνα με τη γνώμη της Γερμανίας, η παράταση των εγγυήσεων και η επακόλουθη μετατροπή τους σε δάνεια και επιδοτήσεις δεν πρέπει να θεωρηθούν νέα ενίσχυση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ίσχυε μόνον εάν τα μέτρα 7 και 8 συνιστούσαν υφιστάμενη ενίσχυση πράγμα που δεν ισχύει. Λόγω του ότι τα μέτρα 7 και 8 πρέπει να αξιολογηθούν ως ενίσχυση ad hoc, τα μέτρα 7α και 8α, ως μέρος των μέτρων 7 και 8, συμπεριλαμβάνονται στην αξιολόγηση του συμβιβάσιμου.

(107)

Οι εγγυήσεις στο πλαίσιο του μέτρου 7 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 7α) και του μέτρου 8 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 8α) έδωσαν στη CWP τη δυνατότητα να λάβει δάνεια με πιο προνομιακούς όρους από αυτούς που ίσχυαν στις χρηματοοικονομικές αγορές. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης στο πλαίσιο του μέτρου 7 και της εγγύησης στο πλαίσιο του μέτρου 8 έγκειται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτύχει η CWP για δάνειο σε συνθήκες αγοράς (δηλαδή χωρίς εγγύηση) και του επιτοκίου με το οποίο της χορηγήθηκε στην πραγματικότητα το δάνειο. Λόγω του ότι η CWP, κατά τη χρονική περίοδο χορήγησης των εγγυήσεων και του δανείου, αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, το στοιχείο της ενίσχυσης είναι δυνατόν να ανέρχεται σε ποσοστό 100 % καθώς κανείς δεν θα χορηγούσε το δάνειο χωρίς εγγύηση. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (21), τα επιτόκια αναφοράς απεικονίζουν το μέσο επίπεδο των ισχυόντων επιτοκίων για μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια τα οποία συνοδεύονται από τις συνήθεις εγγυήσεις. Στην ανακοίνωση αναφέρεται επίσης ότι το επιτόκιο αναφοράς που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό είναι ένα κατώτατο επιτόκιο το οποίο μπορεί να αυξηθεί σε περιπτώσεις ιδιαίτερου κινδύνου (π.χ. επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η προσαύξηση μπορεί να ανέλθει σε 400 σημεία βάσης και σε ακόμη υψηλότερο επιτόκιο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι της γνώμης στην προκειμένη περίπτωση ότι χωρίς τις εγγυήσεις η CWP θα έπρεπε να καταβάλει επιτόκιο που θα ήταν τουλάχιστον ίσο με το επιτόκιο αναφοράς συν 400 σημεία βάσης. Το στοιχείο ενίσχυσης κάθε εγγύησης, κατά συνέπεια, συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς συν 400 σημεία βάσης και του επιτοκίου με το οποίο παρασχέθηκε το ασφαλισθέν μέσω της εγγύησης δάνειο.

(108)

Αντίστοιχες εκτιμήσεις ισχύουν όσον αφορά τη μετατροπή των εγγυήσεων σε δάνεια της BvS. Η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι τα δάνεια παρασχέθηκαν με επιτόκιο που είναι χαμηλότερο του επιτοκίου που μπορούσε να επιτύχει η CWP στην αγορά. Το στοιχείο ενίσχυσης του δανείου της BvS στο πλαίσιο του μέτρου 7 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 7α) και του δανείου της BvS στο πλαίσιο του μέτρου 8 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 8α) συνίσταται επομένως στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτύχει η CWP για ανάλογο δάνειο στην αγορά και του επιτοκίου με το οποίο παρασχέθηκε το δάνειο από τη BvS. Σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής, η CWP θα έπρεπε να πληρώσει επιτόκιο ίσο τουλάχιστον με το επιτόκιο αναφοράς συν 400 σημεία βάσης. Το στοιχείο ενίσχυσης κάθε δανείου κατά συνέπεια, συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς συν 400 σημεία βάσης και του επιτοκίου με το οποίο παρασχέθηκε στην πραγματικότητα το δάνειο.

E.   Το συμβιβάσιμο

(109)

Τα μέτρα 4, 5, 6, 7 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 7α) και 8 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 8α) πρέπει να αξιολογηθούν από την Επιτροπή ως ενίσχυση ad hoc. Το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει παρεκκλίσεις στη γενική απαγόρευση των ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1.

(110)

Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ δεν ισχύουν στην παρούσα περίπτωση, διότι δεν πρόκειται ούτε για ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος προς μεμονωμένους καταναλωτές ούτε για ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα ούτε ακόμη για ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας. Η Γερμανία δεν επικαλέστηκε κάποια από τις παρεκκλίσεις αυτές.

(111)

Περαιτέρω παρεκκλίσεις προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) της συνθήκης ΕΚ. Λόγω του ότι πρωταρχικός στόχος της ενίσχυσης δεν είναι η περιφερειακή ανάπτυξη αλλά η ανάκτηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας μιας επιχείρησης που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, έγκριση στην παρούσα περίπτωση είναι δυνατόν να χορηγηθεί μόνον για ενισχύσεις αναδιάρθρωσης. Οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης διέπονται κυρίως από την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

(112)

Για την αξιολόγηση των ενισχύσεων διάσωσης και αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή εξέδωσε τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές (1994) (22), οι οποίες ισχύουν στην παρούσα περίπτωση (23). Οι όροι εφαρμογής των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994) εξετάζονται παρακάτω.

(113)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν ισχύουν άλλοι λόγοι που μπορούν να θεμελιώσουν το συμβιβάσιμο και ιδιαίτερα άλλα κοινοτικά πλαίσια, π.χ. έρευνα και ανάπτυξη, προστασία περιβάλλοντος, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, απασχόληση και κατάρτιση ή κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου.

(114)

Σύμφωνα με το σημείο 2.1 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994), επιχειρήσεις που λαμβάνουν ενίσχυση αναδιάρθρωσης θεωρούνται προβληματικές εάν στο παρελθόν παρουσίασαν ανεπαρκή αποδοτικότητα και δεν έχουν ευοίωνες μελλοντικές προοπτικές. Συνήθως, οι δυσχέρειες μιας επιχείρησης εκδηλώνονται με πτώση της αποδοτικότητας ή αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, μείωση του ακαθάριστου περιθωρίου αυτοχρηματοδότησης, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού.

(115)

Κατά τη χρονική περίοδο της ενίσχυσης, η CWP παρουσίασε αυξημένες ζημίες και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα ρευστότητας όπως αναφέρθηκε εκτενώς παραπάνω. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η CWP κατά τη χρονική περίοδο χορήγησης της ενίσχυσης αποτελούσε προβληματική επιχείρηση.

(116)

Ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για όλα τα σχέδια αναδιάρθρωσης είναι ότι πρέπει να αποκαθιστούν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχείρησης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και βάσει ρεαλιστικών υποθέσεων όσον αφορά τους μελλοντικούς όρους λειτουργίας. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση αναδιάρθρωσης πρέπει να συνδέεται με ένα βιώσιμο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης κατά κανόνα έχει ως στόχο την αποτελεσματική αναδιοργάνωση και τον εξορθολογισμό των τομέων δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Μεταξύ άλλων, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες υπό τις οποίες η επιχείρηση περιέπεσε σε δυσχέρειες.

(117)

Στην περίπτωση της CWP θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη προσπάθεια αναδιάρθρωσης μετά την ιδιωτικοποίηση δεν στέφθηκε με επιτυχία. Το 1997 τέθηκε σε εφαρμογή δεύτερη προσπάθεια αναδιάρθρωσης βάσει των στοιχείων και των δύο εγγράφων που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41. Παρά το γεγονός ότι τα δύο εγχειρήματα διαφέρουν μεταξύ τους, στόχος τους ήταν σαφώς η εισαγωγή της υγρής μεθόδου για την οποία απαιτούνταν η κατασκευή εγκατάστασης εξαγωγής έτσι ώστε να χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη το MGA και να μειωθεί η εξάρτηση από τις υψηλές τιμές του στοιχειακού φωσφόρου. Εκτός αυτού, προβλεπόταν η βελτίωση της ποιότητας του σημαντικότερου τελικού προϊόντος, των φωσφορικών αλάτων. Και οι δύο στόχοι είναι αλληλένδετοι: Η οικονομική παραγωγή φωσφορικού άλατος χρησιμοποιώντας μια πρώτη ύλη που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό διαθέσιμη και λιγότερο δαπανηρή, ήταν για τη CWP δυνατή μόνον μέσω της εφαρμογής της υγρής διαδικασίας. Για να διαπιστωθεί εάν η στρατηγική του 1996 ήταν βιώσιμη, είναι απαραίτητο να αξιολογηθούν τα μέτρα που αφορούσαν την εισαγωγή της μεθόδου της υγράς οδού.

(118)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης που υπέβαλε η Prayon-Rupel, η νέα παραγωγική διαδικασία δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνον με μικρές τροποποιήσεις των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Η υγρή μέθοδος απαιτεί εντελώς διαφορετικές εγκαταστάσεις απ’ ό,τι η θερμική διαδικασία και απαιτεί επίσης την προ- και μετεπεξεργασία του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της αποφθορίωσης, της συγκέντρωσης, του αποχρωματισμού κ.ά. Ωστόσο, η στρατηγική του 1996 δεν προέβλεπε κανένα από τα ανωτέρω διαδικαστικά στάδια. Το στάδιο της προεπεξεργασίας εισήχθη το Δεκέμβριο του 1997, τη στιγμή που το σχέδιο είχε ήδη ξεκινήσει και αφού εργαστηριακές δοκιμές έδειξαν την αναγκαιότητα αυτή. Οι δοκιμές αυτές θα έπρεπε να έχουν διεξαχθεί πριν από την έναρξη εφαρμογής του σχεδίου και να έχουν αποτελέσει τη βάση για τον υπολογισμό των συνολικών δαπανών. Η αναγκαιότητα της προεπεξεργασίας του φωσφορικού οξέος στο πλαίσιο της υγρής μεθόδου αναφέρεται και στη μελέτη της DLM σχετικά με τη δυνατότητα υλοποίησης της εγκατάστασης, η οποία ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1997. Η μελέτη αυτή θα έπρεπε να έχει συνταχθεί πριν από την κατάρτιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και να έχει αποτελέσει τη βάση για τον προσδιορισμό του ύψους των δαπανών και της χρηματοδότησης της αναδιάρθρωσης. Η μετεπεξεργασία εισήχθη μόλις στις αρχές του 1999 παρά το γεγονός ότι η CWP ισχυρίζεται ότι κατέστη αναγκαία μόνον διότι ο προμηθευτής της δεν ήταν πλέον σε θέση να την εφοδιάζει με οξύ κατάλληλης ποιότητας. Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή: η σύμβαση της CWP με τον προμηθευτή της συνήφθη τον Ιούλιο του 1998, ενώ η σύλληψη του σχεδίου έγινε το 1996. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε ήδη από το 1996 να έχει καταστεί σαφές ότι είναι απαραίτητη η φάση της μετεπεξεργασίας, ιδιαίτερα για την παραγωγή προϊόντων με υψηλό βαθμό καθαρότητας που προορίζονται για τη βιομηχανία τροφίμων, όπως σχεδίαζε η CWP. Η προεπεξεργασία και η μετεπεξεργασία των προϊόντων προϋποθέτει την ύπαρξη μεγαλύτερων εγκαταστάσεων, γεγονός που διαπίστωσε η CWP το 1999. Αυτό έπρεπε επίσης να έχει προβλεφθεί εξ αρχής.

(119)

Επιπροσθέτως, στα έγγραφα του έτους 1996, τα οποία συνιστούν το σχέδιο αναδιάρθρωσης, δεν προτείνεται ικανοποιητική λύση για το εξαιρετικά τοξικό εξευγενισμένο πετρελαιοειδές. Ουδεμία αναφορά δεν γίνεται σε αυτό, ακόμη και στην κοινοποίηση του 1997. Στη μελέτη της DLM του Ιουλίου του 1997 σχετικά με τη δυνατότητα υλοποίησης της εγκατάστασης εξαγωγής, αναφέρεται ότι τα φωσφορικά άλατα που παράγονται από προϊόν εξευγενισμού (το οποίο περιέχει φωσφορικό οξύ) έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε μέταλλα και ότι θα έπρεπε να προσδιορισθεί ποια θα ήταν η σχετική αποδεκτή αναλογία. Με άλλα λόγια, η μελέτη καταδεικνύει ένα πρόβλημα καθώς και μια πιθανή προσέγγιση για την επίλυσή του, αλλά δεν παρέχει κάποια λύση. Η CWP ήλπιζε μάλλον ότι θα μπορούσε να πωλήσει το εξευγενισμένο πετρελαιοειδές αλλά διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε σχετική ζήτηση, γεγονός που οδήγησε στην οξεία οικονομική κρίση του έτους 2000. Ήδη κατά το στάδιο σύλληψης του σχεδίου το έτος 1996, έπρεπε να έχει καταστεί σαφές ότι είναι απαραίτητη η εξεύρεση λύσης όσον αφορά το τοξικό προϊόν εξευγενισμού. Εάν η λύση συνίστατο στην πώληση του, έπρεπε να έχει διεξαχθεί η ανάλογη μελέτη αγοράς, εάν δηλαδή κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Ωστόσο, στα έγγραφα των ετών 1996 και 1997, δεν γίνεται ούτε μία αναφορά στο πρόβλημα.

(120)

Λόγω του ανεπαρκούς σχεδιασμού των απαραίτητων μέτρων για την επίτευξη του στόχου, υποτιμήθηκαν οι δαπάνες του συνολικού επενδυτικού προγράμματος και ιδιαίτερα της εγκατάστασης εξαγωγής. Ωστόσο, η Γερμανία δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή και υπέβαλε μελέτη της DLM σχετικά με το ύψος του κόστους της εγκατάστασης εξαγωγής. Η τετρασέλιδη μελέτη, η οποία βασίζεται σε θεωρητικούς υπολογισμούς που πρέπει να αποδειχθούν με πρακτικούς ελέγχους, αποτελεί απλώς παράθεση των δαπανών για την παρασκευή φωσφορικού οξέος μέσω της υγρής μεθόδου. Οι δαπάνες κατασκευής της εγκατάστασης αυτές καθαυτές δεν έχουν εκτιμηθεί. Ως εκ τούτου, δεν αίρεται η εκτίμηση ότι δεν υπήρξε επιμελής σχεδιασμός των δαπανών του επενδυτικού προγράμματος και ιδιαίτερα της εγκατάστασης εξαγωγής κατά την κατάρτιση της στρατηγικής αναδιάρθρωσης. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια όταν το ύψος των δαπανών εκτιμήθηκε εσφαλμένα σε μεγάλο βαθμό. Η εγκατάσταση εξαγωγής υποτίθεται ότι θα κόστιζε 3,07 εκατ. ευρώ (6 εκατ. DEM) το 1996 αλλά το κόστος έφθασε τα 7,72 εκατ. ευρώ (15,1 εκατ. DEM) όταν οι εργασίες διακόπηκαν λόγω έλλειψης ρευστότητας. Η συνολική επένδυση η οποία το 1996 είχε υπολογισθεί ότι θα ανέρθει σε 7,67 εκατ. ευρώ, έως την περίοδο 2000/01 είχε τελικά ανέλθει σε 17,93 εκατ. ευρώ.

(121)

Ο ελλιπής ουσιαστικός σχεδιασμός των μέτρων αναδιάρθρωσης και των επενδυτικών δαπανών είχε ως συνέπεια τη μη αποπεράτωση της εγκατάστασης εξαγωγής έως το 1998 και τη μη αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της CWP έως το 2000, σε αντίθεση με όσα είχαν προβλεφθεί. Το έτος 2000, η CWP δεν είχε αποπληρώσει κανένα από τα δάνεια που της είχαν χορηγηθεί, η κατασκευή της εγκατάστασης εξαγωγής δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί και η επιχείρηση εξακολουθούσε να εξαρτάται από την προμήθεια στοιχειακού φωσφόρου, ενώ βρισκόταν στα πρόθυρα της πτώχευσης. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να συμπεράνει κανείς ότι η στρατηγική αναδιάρθρωσης του 1996 απέτυχε το έτος 2000.

(122)

Ωστόσο, η Γερμανία έχει διαφορετική άποψη. Σύμφωνα με τη Γερμανία, η CWP ολοκλήρωσε επιτυχώς την αναδιάρθρωση του τομέα των φωσφορικών αλάτων όταν κατάφερε να αποφύγει την πτώχευση πωλώντας στην TI τον εν λόγω τομέα εκμετάλλευσης. Η αναδιάρθρωση του τομέα του φωσφορικού οξέος θα ολοκληρωθεί με επιτυχία, σύμφωνα με τη γνώμη της Γερμανίας, μόλις η TI καταβάλει το υπόλοιπο ποσό της αγοράς καθώς τότε η CWP θα μπορέσει να ολοκληρώσει την καινοτόμο εγκατάσταση εξαγωγής και θα μπορέσει να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά της. Προς υποστήριξη του επιχειρήματος αυτού, στις 25 Ιουλίου 2000 η Γερμανία υπέβαλε μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης την οποία συνέταξε ο δρ. Scheibitz. Η Γερμανία συμπεραίνει ότι η αρχική στρατηγική ήταν επιτυχής και ακόμη και αν η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τη γνώμη της, οι τροποποιήσεις του αρχικού σχεδίου εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα της CWP.

(123)

Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να δεχθεί την εν λόγω γνώμη. Κατ’ αρχήν, η αναδιάρθρωση της CWP δεν μπορεί να χωρισθεί σε δύο τομείς εκμετάλλευσης (φωσφορικά άλατα και φωσφορικό οξύ): πρόκειται για μια επιχείρηση που βρέθηκε αντιμέτωπη με δυσχέρειες και για το λόγο αυτό σχεδιάσθηκε μια στρατηγική αναδιάρθρωσης. Επιπροσθέτως, η αναδιάρθρωση και των δύο τομέων είναι αλληλένδετη: η αποδοτική παραγωγή φωσφορικών αλάτων θα ήταν δυνατή μόνον εάν η CWP μπορούσε να στηριχθεί στην οικονομική παρασκευή φωσφορικού οξέος. Παρά το γεγονός ότι η CWP διεύρυνε το φάσμα των προϊόντων της και ενδεχομένως την ποιότητα των φωσφορικών αλάτων που παρήγαγε, ποτέ δεν κατέστη δυνατή η αποδοτική παραγωγή λόγω της συνέχισης της εξάρτησής της από την προμήθεια στοιχειακού φωσφόρου. Το γεγονός ότι, μέσω της πώλησης του τομέα εκμετάλλευσης των φωσφορικών αλάτων, η CWP αποσύρθηκε από την αγορά στην οποία κινούνταν παραδοσιακά προκειμένου να αποφύγει την επαπειλούμενη πτώχευση, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής αναδιάρθρωση αλλά αντιθέτως αποτελεί απόδειξη της αποτυχίας του αρχικού σχεδίου. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναδιάρθρωση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Η εγκατάσταση εξαγωγής, η κατασκευή της οποίας είχε σχεδιασθεί να έχει αποπερατωθεί έως το 1998, δηλαδή πριν από την «πώληση» του τομέα των φωσφορικών αλάτων, δεν είναι ακόμη έτοιμη προς λειτουργία και οι εγκαταστάσεις παρασκευής φωσφορικού οξέος μέσω της θερμικής μεθόδου έχουν κλείσει. Η Επιτροπή δεν δύναται να θεωρήσει το γεγονός αυτό ως τροποποίηση του αρχικού σχεδίου αναδιάρθρωσης: είναι σαφές ότι η αρχική στρατηγική γνώρισε την πλήρη αποτυχία το έτος 2000 και ότι έκτοτε η κατάσταση της CWP είναι εντελώς διαφορετική.

(124)

Η Επιτροπή δεν δύναται επίσης να συμμερισθεί την άποψη της Γερμανίας ότι η τροποποιηθείσα στρατηγική θα βελτιώσει τις προοπτικές επιβίωσης της CWP. Η Επιτροπή σημειώνει ότι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δρα Scheibitz, την οποία υπέβαλε η Γερμανία ως αποδεικτικό στοιχείο της τεχνικής εφικτότητας της εγκατάστασης εξαγωγής, καταδεικνύει δύο κύρια προβλήματα. Πρώτον, η εγκατάσταση δεν μπορεί να τεθεί σε λειτουργία εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα με το εξευγενισμένο πετρελαιοειδές. Δεύτερον, είναι προφανές ότι η CWP δεν έχει σχεδιάσει πιλοτικό στάδιο κατά το οποίο θα μπορούσε να εξετασθεί εάν υπάρχουν προβλήματα στην εγκατάσταση. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, λίγο μετά τη σύνταξη της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης η CWP βρέθηκε και πάλι στα πρόθυρα της πτώχευσης. Σύμφωνα με τα προσκομισθέντα στοιχεία, το πρόβλημα με το εξευγενισμένο πετρελαιοειδές δεν έχει επιλυθεί. Ακόμη και αν η CWP είχε ολοκληρώσει την κατασκευή της εγκατάστασης, θα ήταν δυνατόν να παρουσιασθούν καινούρια προβλήματα εάν δεν έχει προβλεφθεί πιλοτικό στάδιο εφαρμογής. Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι η CWP αποτελεί μικρό παράγοντα σε μια δύσκολη, έντονα συγκεντρωτική αγορά στην οποία δεσπόζουν μεγάλες επιχειρήσεις όπως οι Rhodia, Astaris, Prayon και TI. Είναι προφανές ότι η CWP δεν διαθέτει εύκολη πρόσβαση σε χρηματοδοτικά μέσα και αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα έλλειψης ρευστότητας. Η αποπεράτωση της κατασκευής της εγκατάστασης εξαγωγής δεν ισοδυναμεί με εξασφάλιση της επιβίωσης της επιχείρησης.

(125)

Τέλος, η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι η στρατηγική του 1996 δεν σχεδιάσθηκε με προσεκτικό τρόπο, ότι υπήρχαν ελλείψεις και ότι δεν εκτιμήθηκε σωστά το ύψος των δαπανών. Η στρατηγική αυτή δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε ανάκτηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης. Οι πολυάριθμες τροποποιήσεις επί του σχεδίου αποτελούν σχετική απόδειξη. Ως εκ τούτου, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η CWP βρισκόταν στα πρόθυρα της πτώχευσης την εποχή που θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία η αναδιάρθρωση. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι η στρατηγική του 1996, για την οποία χορηγήθηκε ενίσχυση, απέτυχε πλήρως το έτος 2000 και ότι δεν υπάρχει εγγύηση για τη μελλοντική επιβίωση της CWP. Κατά συνέπεια, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 3.2.2. στοιχείο θ) των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994).

(126)

Το ύψος και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο απαραίτητο που θα επιτρέψει την αναδιάρθρωση και να έχουν σχέση με τα αναμενόμενα οφέλη από κοινοτική άποψη. Κατά συνέπεια, οι αποδέκτες της ενίσχυσης θα πρέπει κανονικά να συμβάλουν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης χρησιμοποιώντας ίδιους πόρους ή εξωτερικές εμπορικές πηγές χρηματοδότησης. Πρέπει εξάλλου η μορφή με την οποία χορηγείται η ενίσχυση να είναι τέτοια ώστε να μην προκύψουν για την επιχείρηση πλεονάζοντα ρευστά διαθέσιμα, τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε επιθετικές δραστηριότητες που ενδέχεται να προξενήσουν στρεβλώσεις στην αγορά και δεν συνδέονται με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης.

(127)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Γερμανία για το έτος 1997, το σύνολο των δαπανών αναδιάρθρωσης πρέπει να ανέρχεται σε 12,88 εκατ. ευρώ, όπως φαίνεται στον πίνακα 4. Στην απάντησή της σε συνέχεια της κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Γερμανία ανέφερε ότι οι συνολικές δαπάνες αναδιάρθρωσης ανέρχονται σε 18,87 εκατ. ευρώ, όπως φαίνεται στον πίνακα 5.

(128)

Ως συνεισφορά του αποδέκτη της ενίσχυσης στην αναδιάρθρωση αναφέρονται δύο στοιχεία στο πλαίσιο της κοινοποίησης του 1997: η χρηματοδότηση επενδύσεων ύψους 5,11 εκατ. ευρώ (10 εκατ. DEM) και η συνεισφορά των μετόχων αρχικού ύψους 0,15 εκατ. ευρώ (0,3 εκατ. DEM). Όπως σημειώνεται στο πλαίσιο της κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας, η υποχρέωση πραγματοποίησης επενδύσεων αποτελούσε προϋπόθεση για την ιδιωτικοποίηση του 1994, η οποία είχε συμφωνηθεί δύο έτη πριν από την έναρξη της αναδιάρθρωσης, και όχι συνεισφορά στην αναδιάρθρωση του 1996. Πέραν τούτου, βάσει της ανωτέρω υποχρέωσης, έπρεπε μόνον να πραγματοποιηθούν επενδύσεις ύψους 5,11 εκατ. ευρώ. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιωτική συνεισφορά επενδυτή στην αναδιάρθρωση του 1996.

(129)

Δάνεια που έχουν ασφαλισθεί με κρατικές εγγυήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν, όπως ισχυρίζεται η CWP, ιδιωτική συνεισφορά επενδυτή.

(130)

Στην απάντησή της σε συνέχεια της διαταγής παροχής πληροφοριών, η Γερμανία αναφέρει μια πίστωση προμηθευτή από τη Vopelius ως συνεισφορά επενδυτή. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην εν λόγω περίπτωση δεν πρόκειται για πίστωση αλλά για παράταση κατά πολλές εβδομάδες της καταβολής πληρωμής για προμήθειες πρώτων υλών από τη Vopelius. Το ποσό των 2,75 εκατ. ευρώ, το οποίο η Γερμανία ανέφερε ως συνεισφορά επενδυτή, αποτελεί εκκρεμή απαίτηση της Vopelius από τον Ιανουάριο του 1998. Το ύψος της απαίτησης παρουσιάζει διακυμάνσεις. Τον Ιανουάριο του 1997 ανερχόταν σε 0,73 εκατ. ευρώ, τον Απρίλιο του 1997 μειώθηκε σε 0,4 εκατ. ευρώ και τον Ιανουάριο του 1998 αυξήθηκε και πάλι. Η εν λόγω βραχυπρόθεσμη παράταση εξόφλησης υποχρεώσεων, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη χρηματοδότηση των δαπανών αναδιάρθρωσης, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ίδια συνεισφορά στην αναδιάρθρωση.

(131)

Τα λοιπά μέτρα, τα οποία αναφέρονται ως ίδια συμμετοχή στην απάντηση της Γερμανίας σε συνέχεια της διαταγής παροχής πληροφοριών, εντάσσονται στην περίοδο μετά το τέλος του 1998 και, ως εκ τούτου, δεν συνδέονται με τη χορήγηση ενίσχυσης στα τέλη του 1996/αρχές του 1997 ούτε και με το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(132)

Ακόμη και αν η Επιτροπή λάμβανε υπόψη τις σχεδιασθείσες δαπάνες αναδιάρθρωσης όπως κοινοποιήθηκαν αρχικά από τη Γερμανία (12,88 εκατ. ευρώ) και θεωρούσε ίδια συμμετοχή το εγγεγραμμένο κεφάλαιο ύψους 0,29 εκατ. ευρώ της επιχείρησης καθώς και τα αναφερόμενα στην ανακοίνωση του 1997 0,15 εκατ. ευρώ των μετόχων, το ποσοστό της ίδιας συμμετοχής όσον αφορά τις δαπάνες αναδιάρθρωσης θα ανερχόταν σε 3,4 %, ποσοστό που είναι εμφανώς ανεπαρκές ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η προηγούμενη πρακτική στον τομέα των ενισχύσεων υπέρ εταιρειών στα κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας.

(133)

Κατά συνέπεια, δεν πληρούται ο όρος ότι η ενίσχυση πρέπει να είναι ανάλογη των δαπανών και των οφελών της αναδιάρθρωσης. Οι όροι που προβλέπονται στο σημείο 3.2.2. iii) των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994) είναι προφανές ότι δεν πληρούνται.

(134)

Όπως προαναφέρθηκε, το σχέδιο αναδιάρθρωσης του 1996 δεν εφαρμόσθηκε. Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο σημείο 3.2.2 iv) των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών (1994).

ΣΤ.   Συμπέρασμα

(135)

Μια εκ των προτέρων αξιολόγηση δείχνει ότι η ενίσχυση όπως σχεδιάσθηκε και χορηγήθηκε αρχικά, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές (1994) και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι τα επακόλουθα γεγονότα τόσο κατά το διάστημα χορήγησης περαιτέρω μέτρων καθώς και μετά τη χορήγηση των τελευταίων μέτρων, επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα αυτό: είναι σαφές ότι η αρχική στρατηγική για την οποία χορηγήθηκε η βοήθεια, απέτυχε και ότι το μέλλον της επιχείρησης είναι εξαιρετικά αβέβαιο.

(136)

Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί την ενίσχυση που χορηγήθηκε στη CWP μη συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/99 του Συμβουλίου (24) [σημερινό άρθρο 88], σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων τα απαραίτητων μέτρων εκτός εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

(137)

Στην παρούσα περίπτωση, όλα τα μέτρα ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που κοινοποιήθηκαν αρχικά, έχουν χορηγηθεί και δεν έχουν λάβει έγκριση βάσει έγκυρης απόφασης της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, πρέπει να χαρακτηρισθούν ως παράνομες ενισχύσεις. Δεδομένου ότι κατά της προηγούμενης απόφασης ασκήθηκε εμπρόθεσμα προσφυγή ακύρωσης και η απόφαση κηρύχθηκε άκυρη από το Πρωτοδικείο, οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και ιδίως οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν αποκλείουν την ανάκτηση της ενίσχυσης. Αυτό συνάδει και με τη σχετική νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων (25). Κάθε άλλο συμπέρασμα θα στερούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα από τον διενεργούμενο από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων που εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα σύμφωνα με το άρθρο 220 ΕΚ, το άρθρο 230 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 233 ΕΚ (26). Στο βαθμό αυτό δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των αρχικά κοινοποιηθέντων μέτρων ενίσχυσης και των εξ αρχής παράνομα χορηγηθέντων μέτρων.

(138)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι η Γερμανία θα πρέπει εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης να διατάξει την επιστροφή της ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, από τον αποδέκτη της ενίσχυσης. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης απαραίτητο, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης, να υποβάλει η Γερμανία έγγραφα που θα αποδεικνύουν ότι έχει κινηθεί η διαδικασία ανάκτησης της ενίσχυσης κατά του αποδέκτη της παράνομης ενίσχυσης (όπως διοικητικές εγκύκλιοι και διαταγές επιστροφής),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία στη Chemische Werke Piesteritz δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Η ενίσχυση περιλαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:

1)

Μέτρο 4: Παραίτηση από το ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή αγοράς, το οποίο ανέρχεται σε 3 181 769 ευρώ.

2)

Μέτρο 5: Παραίτηση από το ποσό που αντιστοιχεί στους τόκους που συγκεντρώθηκαν έως τα τέλη του 1996 επί του ποσού της αγοράς και οι οποίοι ανέρχονται σε 237 239 ευρώ.

3)

Μέτρο 6: Επενδυτική επιδότηση ύψους 1 799 747 ευρώ.

4)

Μέτρο 7 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 7α): Εγγύηση/Δάνειο της BvS ύψους 644 228 ευρώ. Ως στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς συν 400 σημεία βάσης και του επιτοκίου με το οποίο χορηγήθηκε το δάνειο. Το στοιχείο ενίσχυσης του δανείου συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς συν 400 σημεία βάσης και του επιτοκίου με το οποίο παρασχέθηκε το δάνειο από τη BvS.

5)

Μέτρο 8 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 8α): Εγγύηση/Δάνειο της BvS ύψους 869 196 ευρώ. Ως στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς συν 400 σημεία βάσης και του επιτοκίου με το οποίο χορηγήθηκε το δάνειο. Το στοιχείο ενίσχυσης του δανείου συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς συν 400 βασικές μονάδες και του επιτοκίου με το οποίο παρασχέθηκε το δάνειο από τη BvS.

Άρθρο 2

1.   Η Γερμανία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να ανακτήσει από τον αποδέκτη την παράνομη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1.

Εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, παύουν να ισχύουν το δάνειο στο πλαίσιο του μέτρου 7 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 7α) και το δάνειο στο πλαίσιο του μέτρου 8 (συμπεριλαμβανομένου του μέτρου 8α).

2.   Η ενίσχυση πρέπει να επιστραφεί ανυπερθέτως σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, στο βαθμό που αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης. Το ποσό της ενίσχυσης επιστρέφεται με τόκους που ισχύουν από τη στιγμή διάθεσης της παράνομης ενίσχυσης στον αποδέκτη έως την πραγματική επιστροφή της. Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει των διατάξεων του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (27).

Άρθρο 3

Η Γερμανία ανακοινώνει στην Επιτροπή εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης τα μέτρα τα οποία έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση.

Για το σκοπό αυτό, η Γερμανία χρησιμοποιεί το ερωτηματολόγιο που παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης. Συγκεκριμένα, η Γερμανία υποβάλλει στην Επιτροπή όλα τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει κινηθεί διαδικασία για την ανάκτηση της ενίσχυσης κατά του αποδέκτη της παράνομης ενίσχυσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 2 Μαρτίου 2005.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 226 της 11.8.2001, σ. 2.

(2)  ΕΕ C 51 της 18.2.1998, σ. 7.

(3)  Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 15ης Μαρτίου 2001, υπόθεση T-73/98, Société Chimique Prayon Rupel SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-867.

(4)  Βλ. υποσημείωση 1.

(5)  Το 1998, η CWP άλλαξε τη λογιστική μέθοδο που χρησιμοποιεί. Τα στοιχεία για το έτος 1998 αντιστοιχούν στην περίοδο Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1998.

(6)  Στο πλαίσιο της διαταγής παροχής πληροφοριών, η Γερμανία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η CWP έχει θυγατρική κατά 100 %, την KEB Kali Elektrolyse GmbH, Bitterfeld. Η εν λόγω θυγατρική ιδρύθηκε το 1998 με στόχο την εκμετάλλευση μονάδας ηλεκτρόλυσης ποτάσας. Λόγω του ότι η λειτουργία της μονάδας αυτής δεν ευδοκίμησε, η επιχείρηση μετονομάσθηκε σε Vopelius-Bioprodukte GmbH και στη συνέχεια πωλήθηκε στη Vopelius Chemie AG.

(7)  http://www.bvt.de/

(8)  Τμήματα του κειμένου αυτού έχουν διαγραφεί έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η μη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών· τα τμήματα αυτά βρίσκονται εντός αγκυλών και σημειώνονται με αστερίσκο.

(9)  http://europa.eu.int/comm/competition/state_aid/others/reference_rates.html

(10)  Κατάλογος αριθ. 33 σχετικά με τις μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις που αναφέρονταν ως ολοκληρωμένες τον Αύγουστο του 1999. Για την παραίτηση τέθηκε ο όρος να εισφέρει ένας νέος εταίρος της CWP κεφάλαιο ύψους 2,05 εκατ. ευρώ (4 εκατ. DEM) με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας.

(11)  Πραγματογνωμοσύνη: «Reinigung von Nassphosphorsäure durch Flüssig-flüssig-Extraktion», DLM, Νοέμβριος 1997.

(12)  Betriebskostenabschätzung für eine Extraktionsanlage zur Extraktion von Nassphosphorsäure, DLM, Σεπτέμβριος 1996.

(13)  Συνημμένο 42 στην επιστολή της 4ης Ιουλίου 2003.

(14)  Βλέπε την υποσημείωση 3.

(15)  ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12.

(16)  ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4.

(17)  Στο σημείο 3.1 του καθεστώτος THAN 768/94, αναφέρεται ότι οι ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων κοινοποιούνται στην Επιτροπή μόνον όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις απασχολούν πάνω από 250 εργαζομένους κατά τη χρονική περίοδο της ιδιωτικοποίησης [SG(95) D/1062 της 1.2.1995].

(18)  SG(92) D/17613 της 8.12.1992.

(19)  N 413/91, κατευθυντήρια οδηγία του κρατιδίου Sachsen-Anhalt όσον αφορά τις εγγυήσεις, SG(91) D/15633 της 8.8.1991.

(20)  26. Rahmenplan, Gemeinschaftsaufgabe «Verbesserung der regionalen Wirtschaftsstruktur», N 123/97, SG(97) D/7104 της 18.8.1997 και SG(98) D/7191 της 18.8.1998.

(21)  ΕΕ C 273 της 9.9.1997, σ. 3.

(22)  Βλέπε υποσημείωση αριθ. 14.

(23)  Στο σημείο 7.5 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 αναφέρεται ότι «Η Επιτροπή θα εξετάζει κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κάθε ενίσχυση διάσωσης και αναδιάρθρωσης η οποία χορηγείται χωρίς την άδεια της (…) με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης (…)» (ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2).

(24)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(25)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 14ης Ιανουαρίου 1997, στην υπόθεση C-169/95 Βασίλειο της Ισπανίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, σ. I-135, και απόφαση του Πρωτοδικείου, της 5ης Αυγούστου 2003, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-116/01 και T-118/01 P&O European Ferries (Vizcoya) SA και Diputación Foral de Vizcoya κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2003, σ. II-2957.

(26)  Προαναφερθείσες συνεκδικασθείσες αποφάσεις T-116/01 και T-118/01 (βλ. αιτιολογική σκέψη 209).

(27)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/39


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για τροποποίηση της απόφασης 97/569/ΕΚ ώστε να περιληφθεί μια εγκατάσταση της Νότιας Αφρικής στους προσωρινούς καταλόγους των εγκαταστάσεων τρίτων χωρών από τις οποίες τα κράτη μέλη επιτρέπουν τις εισαγωγές με βάση το κρέας

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 4283]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2005/787/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την απόφαση 95/408/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1995, σχετικά με τις λεπτομέρειες κατάρτισης, για μια μεταβατική περίοδο, προσωρινών πινάκων εγκαταστάσεων τρίτων χωρών, από τις οποίες επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εισάγουν ορισμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης, προϊόντα αλιείας ή ζώντα δίθυρα μαλάκια (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 1 και 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την απόφαση 97/569/ΕΚ της Επιτροπής (2) έχουν καταρτιστεί προσωρινοί πίνακες των εγκαταστάσεων τρίτων χωρών από τις οποίες τα κράτη μέλη επιτρέπεται να εισάγουν προϊόντα κρέατος.

(2)

Η Νότιος Αφρική γνωστοποίησε την επωνυμία μιας εγκατάστασης που παράγει προϊόντα κρέατος, για την οποία οι αρμόδιες αρχές βεβαιώνουν ότι συμμορφώνεται με τους κοινοτικούς κανόνες.

(3)

Συνεπώς, η εγκατάσταση αυτή πρέπει να συμπεριληφθεί στους καταλόγους που καταρτίσθηκαν με την απόφαση 97/569/ΕΚ.

(4)

Λόγω του ότι δεν έχουν ακόμα διεξαχθεί επιτόπιες επιθεωρήσεις της εν λόγω εγκατάστασης, οι εισαγωγές από αυτήν δεν πρέπει να είναι επιλέξιμες για μειωμένους φυσικούς ελέγχους δυνάμει της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (3).

(5)

Η απόφαση 97/569/ΕΚ θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί ανάλογα.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα Ι της απόφασης 97/569/ΕΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από τις 15 Νοεμβρίου 2005.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 243 της 11.10.1995, σ. 17· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 33· διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 195 της 2.6.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 234 της 26.8.1997, σ. 16· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(3)  ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1· διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 191 της 28.5.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το ακόλουθο κείμενο εισάγεται στο παράρτημα Ι στο μέρος που αφορά τη Νότιο Αφρική σύμφωνα με την εθνική αναφορά:

1

2

3

4

5

«ZA

Karoo Cuisine

Midrand

Gauteng

FMP, 1

FMP:

Προϊόντα κρέατος από εκτρεφόμενα θηράματα.

1

Μόνον προϊόντα κρέατος στρουθιοειδών.»


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/41


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για μη καταχώριση της ουσίας naled στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την απόσυρση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή την ουσία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 4351]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2005/788/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ ορίζει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, επί περίοδο δώδεκα ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω οδηγίας, να επιτρέψει τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν αναφέρονται στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας και τα οποία διατίθενται ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποίησης, ενόσω οι ουσίες αυτές εξετάζονται σταδιακά στο πλαίσιο ενός προγράμματος εργασίας.

(2)

Οι κανονισμοί της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 451/2000 (2) και (ΕΚ) αριθ. 703/2001 (3) ορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής της δεύτερης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Για τη δραστική ουσία naled, ο κοινοποιών πληροφόρησε την Επιτροπή, στις 2 Δεκεμβρίου 2004, ότι δεν επιθυμεί πλέον τη συμπερίληψη αυτής της ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ. Κατά συνέπεια, αυτή η δραστική ουσία δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στο εν λόγω παράρτημα και τα κράτη μέλη πρέπει να αποσύρουν όλες τις εγκρίσεις για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την ουσία naled.

(3)

Θα πρέπει να προβλεφθεί περίοδος χάριτος για την απόσυρση προς καταστροφή, αποθήκευση, διάθεση στην αγορά και χρησιμοποίηση των υφιστάμενων αποθεμάτων, ώστε να επιτραπεί η χρησιμοποίηση των αποθεμάτων αυτών σε μία ακόμη καλλιεργητική περίοδο.

(4)

Τα μέτρα που ορίζονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ουσία naled δεν καταχωρίζεται ως δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι εγκρίσεις για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν naled αποσύρονται πριν από τις 11 Μαΐου 2006·

β)

από τις 12 Νοεμβρίου 2005 δεν χορηγούνται ούτε ανανεώνονται εγκρίσεις για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν naled.

Άρθρο 3

Τυχόν περίοδος χάριτος παραχωρούμενη από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 6 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ για την καταστροφή, αποθήκευση, διάθεση στην αγορά και χρησιμοποίηση των υφιστάμενων αποθεμάτων είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και λήγει το αργότερο στις 11 Μαΐου 2007.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 55 της 29.2.2000, σ. 25· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1044/2003 (ΕΕ L 151 της 19.6.2003, σ. 32).

(3)  ΕΕ L 98 της 7.4.2001, σ. 6.


12.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 296/42


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Νοεμβρίου 2005

για χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής από την Κοινότητα για το 2005 με σκοπό την κάλυψη των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες για την καταπολέμηση οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 4356]

(Τα κείμενα στη γαλλική και ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(2005/789/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (1), και ιδίως το άρθρο 23,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με την οδηγία 2000/29/EK, η Κοινότητα μπορεί να χορηγεί στα κράτη μέλη χρηματοδοτική συνδρομή για την κάλυψη δαπανών που σχετίζονται άμεσα με τα αναγκαία μέτρα που ελήφθησαν ή πρόκειται να ληφθούν για την καταπολέμηση επιβλαβών οργανισμών που εισήχθησαν στην Κοινότητα από τρίτες χώρες ή από άλλες περιοχές της Κοινότητας, με στόχο την εξάλειψή τους ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, την μη εξάπλωσή τους.

(2)

Το Βέλγιο, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες κατάρτισαν, κάθε μια ξεχωριστά, πρόγραμμα ενεργειών με στόχο την εξάλειψη επιβλαβών για τα φυτά οργανισμών που έχουν εισαχθεί στο έδαφος τους. Στα προγράμματα αυτά διευκρινίζονται οι επιδιωκόμενοι στόχοι, τα μέτρα που έχουν ληφθεί, η διάρκεια και το κόστος τους. Το Βέλγιο, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες ζήτησαν να τους χορηγηθεί κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή για τα εν λόγω προγράμματα εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην οδηγία 2000/29/ΕΚ και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1040/2002 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής από την Κοινότητα στο πλαίσιο του φυτοϋγειονομικού έλεγχου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2051/97 (2).

(3)

Οι τεχνικές πληροφορίες που υποβλήθηκαν από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες έδωσαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να αναλύσει την κατάσταση με ακρίβεια και διεξοδικότητα και να διαπιστώσει την τήρηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμη η χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής για την κάλυψη των δαπανών για τα εν λόγω προγράμματα.

(4)

Η χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας μπορεί να καλύψει έως και 50 % των επιλέξιμων δαπανών. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο της οδηγίας, το ποσοστό της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής για το πρόγραμμα που παρουσίασε το Βέλγιο πρέπει να μειωθεί επειδή το πρόγραμμα που κοινοποιήθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος έχει αποτελέσει ήδη αντικείμενο κοινοτικής χρηματοδότησης σύμφωνα με την απόφαση 2004/772/ΕΚ της Επιτροπής (3).

(5)

Σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ η Επιτροπή εξακριβώνει εάν η εμφάνιση του επιβλαβούς οργανισμού προκλήθηκε από τη διεξαγωγή ακατάλληλων εξετάσεων ή επιθεωρήσεων και εγκρίνει μέτρα που κρίνονται κατάλληλα με βάση τα πορίσματα της εξακρίβωσής της.

(6)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου (4), τα κτηνιατρικά και φυτοϋγειονομικά μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, χρηματοδοτούνται από το τμήμα Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων. Ο οικονομικός έλεγχος των ανωτέρω μέτρων διέπεται από τα άρθρα 8 και 9 του εν λόγω κανονισμού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1040/2002 και των εδαφίων 8 και 9 του άρθρου 23 της οδηγίας.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης φυτοϋγειονομικής επιτροπής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται η χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής για το 2005 για την κάλυψη των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες και οι οποίες συνδέονται άμεσα με τα αναγκαία μέτρα που καθορίζονται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ και ελήφθησαν για την καταπολέμηση των οργανισμών τους οποίους αφορούν τα προγράμματα εξάλειψης που απαριθμούνται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

1.   Το ανώτατο ποσό της χρηματοδοτικής ενίσχυσης που μνημονεύεται στο άρθρο 1 ανέρχεται σε 689 449 ευρώ.

2.   Τα ανώτατα ποσά της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής για κάθε ένα από τα προγράμματα αναφέρονται στο παράρτημα.

Άρθρο 3

Η κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή όπως καθορίζεται στο παράρτημα καταβάλλεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία για τα ληφθέντα μέτρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1040/2002·

β)

έχει υποβληθεί αίτημα πληρωμής από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1040/2002.

Η καταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής γίνεται με την επιφύλαξη των εξακριβώσεων της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 2000/29/ΕΚ.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου, στη Γαλλική Δημοκρατία και στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

Βρυξέλλες, 11 Νοεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  EE L 169 της 10.7.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/16/ΕΚ (EE L 57 της 3.3.2005, σ. 19).

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2002, σ. 38· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) 738/2005 (ΕΕ L 122 της 14.5.2005, σ. 17).

(3)  ΕΕ L 341 της 17.11.2004 σ. 27.

(4)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999 σ. 103.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προγράμματα εξάλειψης

Περιγραφή:

α

=

Έτος εφαρμογής του προγράμματος εξάλειψης

ΤΜΗΜΑ Ι

Προγράμματα για τα οποία η χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας αντιστοιχεί σε 50 % των επιλέξιμων δαπανών

Κράτος μέλος

Καταπολεμηθέντες επιβλαβείς οργανισμοί

Προσβληθέντα φυτά

Έτος

Επιλέξιμες δαπάνες

(ευρώ)

Ανώτατο ποσό της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας

(ευρώ)

ανά πρόγραμμα

Γαλλία

Diabrotica virgifera

Αραβόσιτος

2003 και 2004

963 183

481 591

Κάτω Χώρες

Diabrotica virgifera

Αραβόσιτος

2003 και 2004

236 856

118 428


ΤΜΗΜΑ ΙΙ

Προγράμματα για τα οποία τα ποσοστά χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας διαφέρουν λόγω της εφαρμογής συντελεστή μείωσης

Κράτος μέλος

Καταπολεμηθέντες επιβλαβείς οργανισμοί

Προσβληθέντα φυτά

Έτος

α

Επιλέξιμες δαπάνες

(ευρώ)

Πoσoστό επί

(%)

Ανώτατο ποσό της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας

(ευρώ)

Βέλγιο

Diabrotica virgifera

Αραβόσιτος

2005

3

198 735

45

89 430


Σύνολο χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας (ευρώ)

689 449